418

Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

  • Upload
    aiol

  • View
    277

  • Download
    17

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Όταν η ανώνυμη ηρωίδα παντρεύεται το γοητευτικό Μαξίμ ντε Γουίντερ κι έρχεται να ζήσει στον πύργο του, το Μάντερλέη, βρίσκεται παγιδευμένη σε μια ζοφερή ατμόσφαιρα όπου πλανιέται η ανάμνηση της μυστηριώδους πρώτης συζύγου. Καταξιωμένο ως ένα από τα λίγα εκείνα μυθιστορήματα που πέρασαν στην κατηγορία των κλασικών αμέσως μόλις κυκλοφόρησαν, η Ρεβέκκα δεν χρειάζεται συστάσεις. Διαβάζεται με το ίδιο ενδιαφέρον τόσο από τους παλιούς, όσο και από τους νέους αναγνώστες της.

Citation preview

Page 1: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier
Page 2: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

DAPHNE DU MA^fUER

ΡΕΒΕΚΚΑΜυθιστόρημα

Μετάφραση Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη

Εκδόσεις Καστανιώτη

Page 3: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

1

Χ Τ Ε Σ ΤΟ ΒΡΑΔΥ είδα στον ύπνο μου πώς ξαναγύρισα στο Μάντερλέη. Στεκόμουν, λέει, μπροστά στή σιδε­ρόπορτα πουκλεινε τη μεγάλη αλέα, και για κάμποση ώρα δε μπορούσα νά μπω. Ό δρρμος μου ήταν εμπο­

δισμένος. Μια Αλυσίδα κι' Μνα λουκέτο κρέμονταν άπό την πόρτα. Φώναξα, μήπως μ1 ακούσουν άπό τό θυρωρείο, μά δεν πήρα άιίόκριση. Ζύγωσα πιο κοντά καί κοίταξα άπό τά σκου­ριασμένα κάγκελα τής πόρτας. Το θυρωρείο ήταν άκατοίκητο.

Κανένας καπνός δέν εδγαινε άπό τήν καμινάδα. Τά μικρά καγκελωτά παράθυρα έχασκαν μες στήν έγκατάλειψή τους. Τότες, όπως γίνεται πάντα στ' όνειρο, ένιωσα μέσα μου μιάν υπερφυσική δύναμη, και γλίστρησα σά φάντασμα άνάμεσ' α π’ τά κάγκελα. Ή Αλέα άπλωνόταν μπροστά μου με τις γνώρι­μες στροφές της, μά καθώς προχωρούσα, είδα πώς είχε αλλά­ξει πολύ. Ή ταν στενή κι' α περιποίητη τώρα, όχι έκβίνη πού ξέραμε. Στήν αρχή ξαφνιάστηκα, δέ μπορούσα νά καταλάβω. Μόνο σάν έσκυψα γιά νά φυλαχτώ άπ' τά χαμηλά κλαδιά ένός δέντρου, ένιωσα τί είχε γίνει. Ή φύση είχε πάλι κυριαρχήσει, καί λίγο λίγο, μέ τό μυστικό κι' αόρατο τρόπο της, είχε αδρά­ξει τό δρόμο μέ μακριά κι' α λύγιστα δάχτυλα. Τά δάση, πού

__ 7 —

Page 4: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

πάντα, άκόμα κι' έκείνα τα παλιά χρόνιά, τόν άπειλοϋσαν, είχαν στό τέλος θριαμβεύσει. Μαζεύονταν σκοτεινά κι' άνεμπόδιστα στις δύό άκρες του δρόμου : οι όξιές, μέ τ ' άσπρα γυ­μνά κλαδιά τους, έσκυβαν ή μιά πάνω στήν άλλη, έσμιγαν σέ παράξενα άγκαλιάσματα, και σχημάτιζαν πάνω άπ’ τό κε­φάλι μου μιάν άψίδα σά θόλο Εκκλησιάς. ’‘Ηταν ε κεί κι' άλλα δέντρα, πού δέν τά θυμόμουν, μικρόσωμες βαλανιδιές καί τυραγνισμένες φτελιές σφιχταγκαλιασμένες μέ τις όξιές, πού είχαν ξεπεταχτεί άπ' τήν ήρεμη γη, μαζί μέ τεράστιους θά­μνους κι' άλλα φυτά πού δέν τ ' άναγνώριζα.

"Η άλέα, μιά στενή κορδέλα τώρα, δέν ήταν παρά ένα άπομεινάρι τοί' παλιού έαυτου της, κι' ή χαλικόστρωτη έπιφάνεια της είχε χαθεί, πνιγμένη μές στό γρασίδι και στήν άγριάδα. Τά δέντρα είχαν πετάξει χαμόκλαδα πού είχαν φράξει το πέ­ρασμα. ΟΙ ροζάρικες ρίζες των δέντρων έμοιαζαν μέ γαμψά . νύχια άρπαχτικών όρνέων. 'Ανάμεσα στήν όργιαστικήν αύτή βλάστηση, άναγνώριζα έδώ κι1' έκεί κάποιους θάμνους πού ξεχώριζαν τόν παλιό καιρό μέ τή χάρη και τήν όμορφιά τους, σάν πολιτισμένα φυτά, Ορτανσίες πού τά γαλάζια κεφάλια τους ήταν περίφημα τότες. Κανένα χέρι δέν τις Εμπόδιζε πιά νά μεγαλώνουν, κι’ είχαν ξαναπάρει τήν πρωτόγονη μορφή τους, τεράστια ψηλές, δίχως λουλούδια, μαύρες κι' άσχημες σάν 'ε άνώνυμα παράσιτα πού θρασομανούσαν τριγύρω τους.

Και προχωρούσε, όλο προχωρούσε μέ στροφές, πότε κο;τά τήν άνατολή και πότε κατά τή δύση, το φτωχό αύτό μονοπάτι πού έναν καιρό ήταν ή άλέα μας. Πότε πότε βαρούσα πώς χανόταν όλότελα, μά σέ λίγο ξαναφαινόταν κάτω άπό ένα πεσμένο δέντρο ή ξεπρόβαλλε πίσω άπό ένα λάκο γεμάτο λά­σπη πού είχαν άνοιξε ι σι χειμωνιάτικες βροχές. Δέ φανταζό­μουν ποτέ πώς είχε τόσο μάκρος αύτός ό δρόμος. Σίγουρα εί­χαν πληθύνει μαζί μέ τά δέντρα καί τά χιλιόμετρα, καί τούτο τό μονοπάτι τραβούσε σέ κάποιο λαβύρινθο, σ' ένα φριχτόν έρημότοπο κι' όχι στό σπίτι. “Αξαφνα, το σπίτι βρέθηκε μπρο­στά μου. Ή πρόσοψη του είχε παραμορφωθεί άπ’ τήν άφύσικη αύξηση των τεράστιων θάμνων πού Απλώνονταν σ' όλες τις μεριές. Σ τ’ άντίκρισμά του σταμάτησα. Ή καρδιά μου πή­γαινε νά σπάσει, κι’ ένιωθα στά μάτια μου τό παράξενο τσού­ξιμο πού φέρνουν τά δάκρυα.

Αύτό ήταν τό Μάντερλέη, τό Μάντερλέη μας, σιωπηλό και γεμάτο μυστήριο όπως πάντα, μέ τις γκρίζες πέτρες του πού άστραποβολουσαν στό φεγγαρόφωτο τού όνείρου μου, μέ τά μικρά καγκελωτά του παράθυρα πού άντανακλουσαν τις πρα­σινάδες και τό πλακόστρωτο. Ό χρόνος δέ μπόρεσε να κατα-

— 8 —

Page 5: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στρέψει τήν τέλεια συμμετρία αύτου του κτιρίου, ούτε την το­ποθεσία του, πού τόκανε να φαντάζει σαν ένα πολύτιμο πε­τράδι στό βάθος μιας φούχτας.

Τό πλακόστρωτο κατηφόριζε προς τις πελούζες κι' οι πε­λούζες Απλώνονταν ως τη θάλασσα.

Γυρίζοντας, είδα τόν άσημένιο καθρέφτη της ήρεμο, σά λίμνη πού άνεμος ή θύελλα δεν τή-ν ά γ γ ί ζ ε ι . Κανένα κύμα δε θα ρχόταν να ταράξει τα όνε ιρε μένα αύτά νερά, κι' ούτε βα­ριά σύννεφα, άνεμοταξιδεμένα άπό τη δύση, να ρίξουν τόν ίσκιο τους πάνω στό χλωμόν αύτόν ούρανό. Γύρισα πάλι τη μοττιά μου κατά το σπίτι, και μ’ όλο πού ύψωνόταν εκεί άνέγγιχτο κι’ άπαροοδίαστο, λές και μόλις χτές τδχαμε αφήσει, είδα πώς κι’ ό κήπος είχε υποταχτεί όπως και το δάσος στό νόμο τής ζούγκλας. Τά ροδόδεντρα είχαν φτάσει τά πενήντα πόδια μάκρος σφιχτοπλεγμένα με τις φτέρες καί σφιγμένα άλλόκοτα μ’ ενα πλήθος άνώνυμους θάμνους, νόθα και κακο­μοιριασμένα βλαστήματα πού ε στεκαν δειλά στίς ρίζες τους, λές και καταλάδαιναν τήν ταπεινή καταγωγή τους. Μιά πα­σχαλιά είχε σμίξει με μιά χαλκόχρωμη οξιά καί, σά για νά γίνει τό σμίξιμό τους άκόμα πιό σφιχτό, ό κακόβουλος κισσός, άίώνιος ε χθρός τής όμορφιάς και τής χάρης, είχε ρίξει, όλόγυρ’ άπ' τό ζευγάρι τους, τούς βλαστούς του σά δίχτυ. Ό κισσός είχε κυρίαρχη θέση στό χαμένο αύτόν κήπο, τά μα­κριά του πλοκάμια σέρνονταν στό γρασίδι, καί γρήγορα θάρπαζαν και το ίδιο το σπίτι στά βρόχια τους.

"Ηταν ε κει κι’ ενα άλλο φυτό, ένα νόθο φυτό του δάσους, πού οί σπόροι, του, σκορπισμένοι άπό καιρό πάνω άπ’ τά δέν­τρα, είχαν ξεχαστεί, καί τώρα έχωνε, μαζί με τόν κισσό, τήν ασχημη μούρη του, σάν ένα γιγάντιο ραδέντι στήν άπαλή χλόη όπου είχαν φουντώσει τ’ άσφοδέλια.

Παντού, σάν όπισθοφυλακή των άλλων θάμνων, φύτρωναν τσουκνίδες πυκνές. . "Επνιγαν τό πλακόστρωτο, άπλώνονταν γύρω στά δρομάκια, άκουμποϋσα ν ψηλόλιγνες καί χυδαίες πάνω στά παράθυρα του σπιτιού. Δεν ήταν καλοί φρουροί, γιοοτί σέ πολλά μέρη, τα ραδέντια είχαν σπάσει τις γραμ­μές τους, κι’ έγερναν μαραγκιασμένες, με μαδημένες κορφές, άνοίγοντας πέρασμα γιά τά κουνέλια. "Αφησα τήν αλέα καί προχώρησα στό πλακόστρωτο γιοττί οί τσουκνίδες, γιά έναν που περπατά συνεπαρ μένος άπό τή γοητεία του όνειρου, δε μπορούσαν νάναι ε μπόδιο. Τίποτα δέ μπορούσε νά μού άντικόψει τό δρόμο μου.

Τό φεγγαρόφωτο ξέρει καί παίζει παράξενα παιγνίδια στη φαντασία, άκόμα και στή φαντασία ένός πού όνειρεύεται. Καθώς στεκόμουν έκεί, σιωπηλή κι’ άσάλευτη, μπορούσα νά

Page 6: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

όρκιστώ πώς το σπίτι δεν ήταν ένα άδειο κοχύλι, μα πώς ζούσε κι1 Ανάσαινε όπως καί πρώτα.

Φως έβγαινε άπό τά παράθυρα, οί κουρτίνες σάλευαν άνάλαφρα στό νυχτερινό άγεράκι, και κει, στη βιβλιοθήκη, ή πόρτα θάτςρν μισάνοιχτη όπως τήν είχαμε αφήσει, και το μαν­τηλάκι μου θάταν πάνω στό τραπέζι, δίπλα στό βάζο μέ τα χινοπωριάτικα τριαντάφυλλα.

Τό δωμάτιο θάταν γεμάτο άπό τήν παρουσία μας. Τα βι­βλία, μικρός σωρός, έτοιμα να μπουν στή θέση τους στη βι­βλιοθήκη, οί τσαλακωμένοι «Τάιμς», τά σταχτοδοχεία μέ τ ' αποτσίγαρο:, τά μαξιλάρια στις καρέκλες μέ νωπό άκόμα άπάνω τους τό σχήμα της κεφαλής μας, τ’ άποκαίδια των ξύ­λων στό τζάκι θά σιγόκαιαν άκόμα στό πρωινό φως. Κι' ό Τζάσπερ, ό καλός μας 0 ΪΓζάσπερ, μέ τά μάτια του τά γεμάτα ψυχή, και μέ το μεγάλο μουσούδι του, θάταν ξαπλωμένος στό πάτωμα, κι' ή ουρά του θά χτυπούσε χαρούμενα τόν άγέρα, μόλις Θάκουγε τά ιβήματα του κυρίου του.

"Ενα σύννεφο, άθώρητο ως τότες, σκέπασε το φεγγάρι, και πετάρισε μιά στιγμή, σάν ένα σκοτεινό χέρι μπροστά σ' ένα πρόσωπο. Μαζί τΟυ χάθηκε κι' ή ψευδαίσθηση, και τά φώτα έσβυσαν στά παράθυρα. Μπροστά μου δέν είχα πιά παρά ένα άψυχο θλιβερό κοχύλι, κι' ούτε έναν ψίθυρο άπ' τά περασμένα δέν άφηναν σί ιβουβοί κι' άποχαυνωμένοι του τοίχοι.

Τό σπίτι ήταν ένας τάφος, πού στά ερείπια του ήταν θαμ­μένος ό φόβος κι' ό πόνος μας. Καμιά άνάσταση δέ θά γινό­ταν. Σά βά σκεφτόμουν, ξύπνια, τό Μάντερλέη, δέ θάνιωθα πίκρα, θ ά το σκεφτόμουν όπως θάταν, αν μπορούσα νά ζήσω εκεί χωρίς φόβο. θ ά θυμόμουν τόν κήπο μέ τά τριαντάφυλλα τό καλοκαίρι καί τό κελάδημα των πουλιών τήν αύγή. Τό τσάι κάτω άπ' τήν καστανιά και τό μουρμούρισμα τής θά­λασσας πίσω άπ' τά λιβάδια.

θ ά σκεφτόμουν τις άνθισμένες πασχαλιές και τήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα. "Ολα τόυτα ήταν άθάνατα, καί δέ γινόταν νά χαθούν. ' Ηταν θύμησες πού δέ μπορούσαν νά πληγώσουν. Αύτά συλλογιζόμουν στ’ όνειρό μου, τήν ώρα πού τά σύννεφα έκρυβαν τήν όψη του φεγγαριού, γιατί, όπως γίνεται συχνά στόν ύπνο, ήξερα πώς όνειρευόμουν. Στήν πραγματικότητα, βρισκόμουν πολλές έκατοσταριές μίλια μακριά, σέ μιά ξένη χώρα, και σέ λ ίγα δευτερόλεπτα θά ξυπνούσα στό μικρό κι' άδειο δωμάτιο ένός ξενοδοχείου, πού ίσα ίσα έπειδή ήταν έτσι, χωρίς προσωπικότητα, σούδινε άνεση, θ ' άναστέναζα μιά στιγμή, θά τεντωνόμουν, θά γύριζα, κι' άνοίγοντάς τά μάτια, θά ξαφνιαζόμουν μέ κείνο τό λαμπρόν ήλιο, τόν έντονο κα­θαρό ούρανό, πού θάταν τόσο διαφορετικός άπό τ' άπαλό φεγ-

— 10 —

Page 7: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γαρόφωτο του όνειρου μου. Ή μέρα θ' α πλωνόταν μπροστά μας μακριά και μονότονη δίχως άλλο, μά βάτατν ζυμωμένη μέ κάποια γαλήνη, μ’ ένα ευχάριστο αίσθημα ηρεμίας, πού δέν τό νιώθαμε άλλους καιρούς. Δέ θά μιλούσαμε γιά τό Μάντερλέη. Δέ θάλεγα τ’ όνειρό μου. Γιατ'ι τό Μάντερλέη δέν είναι πιά δικό μας. Δέν υπάρχει πιά Μάντερλέη.

Page 8: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

2Δ Ε ΜΠΟΡΟΥΜΕ νά ξαναγυρίσουμε πίσω,— πάει, τέ­

λειωσε. Τά περασμένα είναι άκόμα πολύ κοντινά. "Οσα προσπαθήσαμε να ξεχάσουμε και τά ρίξαμε πίσω μας, θάρχιζαν ν' άναδεόονται πάλι στή μνήμη

μας, κι' έκείνη ή αίσθηση του φόβου και τής κρυφής άγωνίας, ή πάλη ένάντια ατόν παράλογο ποενικό πού δόξα σόι ό θεός εχει τώρα γαληνέψει, θα μπορούσε νά ξαναγίνει, χωρίς νά καταλάβουμε πώς, -ό άχώριστος σύντροφός μας, σάν πρώτα'

’'Έχει αξιοθαύμαστη υπομονή, καί δεν παραπονιέται ποτέ, ούτε κι’ όταν θυ μ ά τα ι... Κι’ αύτό γίνεται, φαίνεται, πολύ πιό συχνά άπ ' όσο θάθελε νά πιστεύω. Τό βλέπω άπό το ξαφνικά άφηρημένο ύφος του, το χαμένο δίχως έκφραση άγαπημένο του πρόσωπο, σά να πέρασε άπάνω του κάποιο αόρατο χέρι και ν&βαλε στή θέση του μιά μάσκα, κάτι άνάγλυφο και κρύο, όμορφο πάντα, μά δίχως ψυχή. ’Αρχίζει τότε νά καπνίζει, χω­ρίς σταματη μό, τόε να τσιγάρο πάνω στ’ άλλο, χωρίς νά νιάζεται αν τά φτάνει ώς το τέλος, καί τ ' άπομεινάρια τους, άναμμένα άκόμα, σκορπιούνται Ολόγυρα σάν πέταλα λουλουδιού. ’Αρχίζει τότε νά μιλεί ζωηρά καί γρήγορα γιά πράματα έντελώς άσημα ντα, γ ιά Οποιοδήποτε θέμα, σάν άντίδοτο γιά τόν πόνο. Υπάρχει, τό ξέρω, μιά θεωρία, πώς σί άνθρωποι βγαί­νουν πιό όμορφοι καί πιό δυνοετοί άπ' τόν πόνο, και πώς, γ ιά νά προκόψουμε σ' αύτόν ή σ’ Οποιοδήποτε «άλλον κόσμο, πρέ­πει νά περάσουμε άπ’ τη δοκιμασία τής φωτιάς. Αύτό τόχουμε ζήσει πέρα ώς πέρα, μ' Ολο πού μοιάζει σάν είρωνεία. Γνωρί­σαμε κι' <Α δύό μας τό φόβο, τή μοναξιά, καί μιά δυστυχία πολύ μεγάλη, θαρώ πώς άργά ή γρήγορα στή ζωή τού κάθε άνθρώπου έρχεται ή ώρα τής δοκιμασίας. Ό καθένας μας έχει τόν κακό του τό φαίμονα, πού καλπάζει πάνω στή ράχη μας καί μάς βασανίζει, καί πρέπει νά δώσουμε στό τέλος τή μάχη

— 12 —

Page 9: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μαζί του. Τό δικό μας τόν έχουμε νικήσει. "Ετσι τουλάχιστον κιοτεύουμε.

Ό δαίμονας δέ μας βασανίζει πιά. Τήν κρίση μας τήν έχουμε περάσει. "Οχι χωρίς ζημιά βέβαια. 'Η προαίσθησή του γιά τήν καταστροφή ήταν άληθινή άπ' τήν άρχή, καί θά μπο­ρούσα νά πω μέ τό μελοδραματικό ύφος μιας Θεατρίνας, πώς πληρώσαμε πολύ άκριβά τή λύτρωσή μας. Μα άρκετό μελό­δραμα είχε ή ζωή μου, και Θάδινα πρόθυμα κάθε αισθαντι­κότητά μου, φτάνει να μπορούσα νά Εξασφαλίσω τήν τωρινή μου άσφάλεια και γαλήνη. Ή εύτυχία δέν είναι κάτι πού μπο­ρείς νά τό άποχτήσεις, είναι μιά νοοτροπία, μιά ψυχική κα­τάσταση. Φυσικά, έχουμε κι' έμέίς τις καταθλιπτικές μας στι­γμές, μά είναι και τόσες άλλες, πού κυλούν δίχως τόν έλεγχο του ρολογιού στήν αιωνιότητα, και σά βλέπω τότε το χαμό­γελό του, αισθάνομαι πώς πάμε μαζί, συντροφεμένοι, χωρίς καμιά σύγκρουση ή άντίθεση γνώμης άνάμεσό μας.

Δέν έχουμε πιά μυστικά ό ένας άπ' τόν άλλο. Τά μοίρα' ζόμαστε όλα. Είμαστε σύμφωνοι πώς το μικρό μας ξενοδοχείο είναι πληκτικό καί το φαγητό μέτριο, και πώς οι μέρες μας μοιάζουν όλες ή μιά μέ τήν άλλη, — μά δέ θέλουμε τίποτ' άλλο. Στά μεγάλα ξενοδοχεία συναντούσα με πολλούς γνωστούς του. ‘Εκτιμούμε κι' οί δυο τήν άπλότητα, κι" άν πλήττουμε καμιά φορά, — έ, ή πλήξη είναι εύχάριστο άντίδοτο γιά το φόβο. Ζούμε πολύ μέ τήν καθημερινή ρουτίνα, κι' έγώ, — έγώ έχω δείξει ε ξαιρετική έπίδοση στό φωναχτό διάβασμα. Ή μόνη άνυπομονησία πού δε ίχνει, είναι σάν άργεί τό ταχυδρομείο. Γιατι αύτό σημαίνει άκόμα μιά μέρα άναμονής. Δοκιμάσαμε τό ραδιόφωνο, μά ο θόρυβος μάς Εκνεύριζε και προτιμούμε νά περιμένουμε. Τ' άποτελέσματα ένός μάτς τού κρίκετ, πού έχει δοθεί πρίν άπό μέρες, έχουν μεγάλη σημασία γιά μάς.

Ω , έκείνα τά μάτς, πού μάς έσωσαν άπ' τήν πλήξη ! Οι πυγμαχικές συναντήσεις, άκόμα κι' οι αγώνες του μ π ιλ ιά ρ­δου. Ή έκβαση ένός παιδικού άγωνίσματος, αί κυνοδρομίες, τά περίεργα μικρά μάτς στ'ις πιό άπό μακρές χώρες. 'Όλα τούτα ήταν άλεστικό υλικό γιά τόν πεινασμένο μας μύλο. Κα­μιά φορά πέφτουν στά χέρια μου παλιά τεύχη του « Field » και μέ φέρνουν άπ' τ' άσήμαντό τούτο νησί στήν πραγματικότητα μιας έγγλέζικης άνοιξης. Διαβάζω γιά τά Chaek Streams, τις μαγιάτικες πεταλούδες, τΙς ξινήθρες πού φυτρώνουν στους πράσινους κάμπους, τά ποταμάκια πού άγκαλιάζουν τά δάση, όπως στό Μάντερλέη. Μές άπό τις τριμμένες καί τις σκισμέ­νες έκείνες σελίδες, νιώθω τή μυρουδιά της ποτισμένης γης, τήν ξινή ταγκίλα πού άναδίνουν τά βαλτοτόπια, έχω τήν αί­σθηση του νοτισμένου άγριόχορτου πού ό Ερωδιός τδχει γε-

— 13 —

Page 10: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μίσει Ασπρες πιτσιλάδες. Κάποτε βρήκα ένα Αρθρο γιά τα περιστέρια· του δάσους, και καθώς το διάβαζα φωναχτά, μού φάνηκε πώς βρισκόμουν πάλι στά πυκνά δάση του Μάντερλέη και πώς πετάριζαν τά περιστέρια πάνω άπ' το κεφάλι μου. "Ακουγα τό άπαλό και γλυκό τους γουργούρισμα, τόσο δρο­σερό τά καλοκαιριάτικα Απομεσήμερα, και τίποτα δέ θά τά­ραζε αυτή τή γαλήνη, ocv δένε ρχόταν ό Τζάσπερ, ΑνΑμεσ’ Art' τά χαμόδεντρα, μυρίζοντας μέ τό ύγρό του μουσούδι το χώμα. Τότε τα περιστέρια, σάν παλιές κυράδες πού ένα Αδιά­κριτο μάτι τις είδε τήν ώρα του λουτρού τους, φτεροκοπού­σαν μέσ' άπ ' τις φωλιές τους μέ μιά κουτή τρομάρα, και χα­λώντας τόν κόσμο μέ το φτεροκόπημά τους, έφευγαν μακριά, πάνω άπ' τΙς κορφές των δέντρων, χάνονταν και δέν α κού­γονταν πιά. Μιά νέα σιγαλιά Απλωνόταν τότε τριγύρω, κι' έγώ — Ανήσυχη χωρίς νά ξέρω γιατί — έβλεπα πώς ό ήλιος δέν ξόμπλιαζε πιά με τις Αχτίδες του τά φύλλα πού θρόϊζαν, και πώς τά κλαριά είχαν γίνει πιό σκοτεινά κι' οι σκιές πιο μακρόσυρτες. Γυρίζοντας σπίτι, ΘΑβρίσκα φρέσκα βατόμουρα γ ιά το τσάι. Σηκωνόμουν τότε α π’ το κρεβάτι τής φτελιάς, τίναζα απ' τήν ποδιά μου τή φτερωτή σκόνη τών παλιών φύλ­λων, και σφυρίζοντας του Τζάσπερ, κινούσα γιά τό σπίτι, νιώ­θοντας κάποια περιφρόνηση γ ιά τό βιαστικό μου «βήμα και τις φευγαλέες ματιές πού έριχνα πίσω μου.

Τι παράξενο, Αλήθεια, ένα άρθρο γιά τά περιστέρια του δάσους να μπορεί έτσι νά ξαναζωντανεύει τά περασμένα καί να κάνει τή φωνή μου νά πιάνεται κοοθώς τό διαβάζω. Ή με­λαγχολική έκφραση στο πρόσωπό του μέ κάνει νά σταματήσω Απότομα και νά γυρίζω τις σελίδες ως πού νά βρώ κανένα Αρθρο πού νά μιλεί γ ιά κρίκετ. Τι ευγνωμοσύνη πού νιώθω γ ιά τούς καλούς (χυτούς παίχτες μέ τά φανελάκια !

Σε λ ίγα λεπτά το πρόσωπό του ξαναπαίρνει τή συνηθι­σμένη του έκφραση και τά χρώματά του, κι' α ρχίζει νά ειρω­νεύεται τήν όμάδα του Σάρρεϋ μ' ένα ύφος όλο υγεία.

Ξεφεύγουμε α πό ένα ξαναγύρισμα στά περασμένα, κι' έγώ παίρνω ένα καλό μάθημα. Διάβαζέ του νέα Απ' τήν 'Αγ­γλία, ναι, διάβαζέ του γ ι ' α γγλικό Αθλητισμό, γ ιά πολιτική και γ ιά έπίσημες τελετές, μά, Από δώ καί μπρός, κράτα μόνο γ ιά τόν έαυτό σου κάθε τι Λού μπορεί νά πληγώσει. Αύτά θαναι

ό δικός μου κόσμος ό μυστικός. Τά χρώματα, οι ευωδιές, οί. ήχοι, ή βροντή και τό κύλισμα του νερού, Ακόμα κι' οί κα­ταχνιές του χινόπωρου κι' ή Ανάσα του βάλτου, όλες Επίσης οί θύμησες του Μάντερλέη, πού δέ μπορεί κανείς νά τις Αρνη­θεί. Μερικοί έχουν τό πάθος νά διαβάζουν όδηγούς, νά σχε­διάζουν ταξίδια, νιώθοντας έτσι τήν εύχαρίστηση νά ζουν μέ

— 14 —

Page 11: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τή φαντασία τό Απραγματοποίητο όνειρό τους. Το δικό μου τό πάθος δέν είναι λιγότερο παράξενο. Είμαι μιά Αστείρευτη πηγή γιά κάθε πληροφορία πού άφορά τις άγγλικές Εξοχές' Ξέρω τό άνομα κάθε Ιδιοκτήτη κι' άπ' τό παραμικρότερο άγρόκτημα σ’ ιδλη τήν 'Αγγλία, κι' άκόμα ποιοί μένουν τώρα έκεί. Ξέρω πόσες άγριόκοτες έχουν σκοτωθεί, πόσες πέρδικες, πόσα έλάφια. Ξέρω που βρίσκεις άφθονες πέστροφες καί που μπο­ρείς νά ψαρέψεις τούς σολομούς. Βρίσκομαι σ' όλες τΙς δε­ξιώσεις, παρακολουθώ κάθε μόδα. Μου είναι' γνωστά άκόμα και τά όνόματα Εκείνων πού βγάζουν περίπατο τά κουτάβια των κυνηγόσκυλων. Ή σοδειά, οί τιμές των βοδιών, οί άρρώστιες τών χοίρων, μ' ε νδιαφέρουν Εξαιρετικά. Ταπεινή διασκέ­δαση ίσως, κι' ίσως όχι καί τόσο πνευματική, μά, διαβάζοντας όλ' αύτά, άνασαίνω άγγλικό άγέρα, καί μπορώ ν' α ντικρίζω μέ περισσότερο θάρρος τό λαμπερό τούτον ήλιο.

ΟΙ μαραζιάρικες κληματαριές και τά μισοχαλασμένα καλ­ντερίμια δέν έχουν πιά σημασία γιά μένα, γιατί μπορώ, άμα θέλω, νά. μαζέψω μέ τή φαντασία μου άπό κάποιο νοτερό και πολύχρωμο φράχτη σκυλάκια καί χλωμές καμπανέλες.

Τά φτωχά αύτά καπρίτσια τής φαντασίας, τά τρυφερά και άκακα, είναι τό άντίδοτο τής πίκρας και του πόνου, και γλυκαίνουν τήν εξορία πού μόνοι μας έχουμε Επιβάλει στον έαυτό μας. Χάρη σ' αύτά, μπορώ και χαίρομαι τ' άπογέματά μου, και γυρίζω δροσερή καί μέ το χαμόγελο στό στόμα γιά νά πάρω μέρος στή μικρή μας Ιεροτελεστία του τσαγιού. Ή τάξη δέν άλλάζει ποτέ. Δύό φέτες ψωμί μέ βούτυρο ό καθέ­νας, και κινέζικο τσάι. Τί σχολαστικό ζευγάρι πού θά πρέπει νά φαινόμαστε, μ' αυτή μας τήν έπιμονή σ’ ό,τι κάναμε στήν ’Αγγλία. ’Εδώ, σέ τούτο τό καθαρό μπαλκόνι, το άπρόσωπο και άσπρισμένο άπ' τόν ήλιο όλάκερων αιώνων, συλλογιέμαι τήν ώρα του τσαγιού στό Μάντερλέη καί στό τζάκι της βι­βλιοθήκης. Ή πόρτα άνοιγε διάπλατα στις τεσσερισήμιση Ακριβώς, κι' ή τελετή του σερβιρίσματος άρχιζε, όμοιόμορφη πάντα, με τόν άσημένιο δίσκο, τήν τσαγιέρα, τό κάτασπρο τραπεζομάντηλο. Κι' ό Τζάσπερ, με κατεβασμένα τ’ .αύτιά, καμωνόταν πώς άδιαφορουσε γιά τά κέικ πού μάς σέρβιραν. ‘Ολόκληρο συμπόσιο, με κάθε λογής γλυκά, κι’ όμως τρώ­γαμε τόσο λίγο. θαρώ πώς βλέπω άκόμα μπροστά μου Εκείνα τά γλυκίσματα πού στάζουν σιρόπι. Λεπτές καλοψημένες φρυ­γανιές και καφτές άφράτες τηγανίτες. Περίεργα σάντουιτς μέ παράξενη μά τόσο εύχάριστη γεύση, κι' έκείνο τό μυρω­δάτο ψωμί πού ήταν ή ειδικότητα του σπιτιού μας. Τό « κέικ τού άγγέλου » πού έλιωνε μέσα στό στόμα, κι’ έκεϊνο τό άλλο τό πιό βαρύ, πού έσκαζε παραγεμισμένο μέ Αμύγδαλα και

— 15 —

Page 12: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

σταφίδες. Τροφή άρκετή γ ιά νά συντηρήσει όλόκληρη βδομά­δα μιάν οικογένεια πεινασμένη. Ποτέ δέ μάθαινες τί γίνονταν όλα τούτα τά φαγώσιμα, κι' ή σπατάλη αύτή μέ στενοχωρούσε.

Μά δέ θά τολμούσα ποτέ νά ρωτήσω τήν κ. Ντάμδερς. θ ά μέ κοίταζε περιφρονητικά μ' έκεϊνο τό παγερό ύπεροπτικό της χαμόγελο, καί θαρώ πώς άκούω τήν άπάντησή της : «'Όταν ζούσε ή κυρία ντέ Γουίντερ, δέν άκούγαμε ποτέ παράπονα». ’Αλήθεια, τί νά γίνεται τώρα ή κ. Ντάμδερς ; Τί νά γίνεται κι' αυτή κι' ό Φάβελ ; θαρώ πώς ή έκφραση του προσώπου της μ' έκαμε πρώτη φορά στή ζωή μου νά νιώσω άνησυχία. Αυ­τόματα, ‘έκαμα τή σκέψη : « Μέ συγκρίνει μέ τή Ρεβέκκα», κι' ένας ίσκιος μπήκε άνάμεσό μας, κοφτερός σά σπαθί.

'Α ς είναι. Αύτά τέλειωσαν, πάνε. Δέν έχω πιά άγωνίες. Είμαστε κι' ol δύό μας έλευθεροι. Ακόμα κι' ό πιστός μου ό Τζάσπερ πήγε ατούς μακάριους τόπους των κυνηγιών, και Μάντερλέη πιά δέν υπάρχει. Είναι ένα άδειο κοχύλι, άνάμεσα σέ πυκνά δάση, όπως τό είδα στ' όνειρό μου. "Ενα πλήθος αγριόχορτα, μιά αποικία πουλιών. 'Ί·σως καμιά φορά κάποιος πλανημένος διαβάτης, ζητώντας νά φυλαχτεί άπό κάποιαν αξαφνη καταιγίδα, να περιδιαβάζει άφοβα έκεί μέσα, αν έχει γερή καρδιά. Μά τά δάση τού Μάντερλέη δέν είναι ούτε γιά τό δειλό σας τό φίλο, ούτε γ ιά νευρικούς κρυφοκυνηγούς. "Ισως νά βρεθούν τυχαία μπροστά στό μικρό σπιτάκι τής Ακτής καί να χωθούν μέσα, μά δέ θά μείνουν εύχαριστημένοι Ακούγοντας ατή μισογκρεμισμένη του στέγη τον ξηρό ήχο τής ψιλής βροχής. Μπορεί νά μένει άκόμα εκεί πέρα κάτι απ' τή βαριά Ατμόσφαιρα της άγωνίας. Κι' ε κείνη ή γωνιά στήν αλέα, όπου τά δέντρα απλώσαν δεσποτικά τά κλαδιά τους πά­νω στο χαλικόστρωτο δρόμο, δέν είναι τόπος πού μπορεί νά σταθεί (άνθρωπος, καί μάλιστα μετά τή δύση τού ήλιου. Σά μουρμουρίζουν τά φύλλα, βαρείς πώς Ακούς το Ανεπαίσθητο θρόισμα γυναικείας βραδινής τουαλέτας, καί σά ριγούν άξα­φνα καί πέφτουν και σκορπίζονται γύρω, είναι τά βιαστικά βήματά της πού άφήνουν στό πλακόστρωτο τό Αποτύπωμα ψηλοτάκουνου μεταξωτού παπουτσιού.

Σάν τά θυμούμαι όλα τούτα, γυρίζω μ' άνακούφιση τό βλέμμα στο τοπίο πού φαίνεται άπ' το μπαλκόνι μας. Κανέ­νας ίσκιος δέ θολώνει το έντονο τούτο φως. Τά γεμάτα πέ­τρες Αμπέλια σιγοβράζουν στόν ήλιο, κι’ οι μπουκορβίλιες εί­ναι κάτασπρες άπ’ τή σκόνη. Μπορεί καμιά μέρα νά τά ίδώ μέ κάποια συγκίνηση. Γιά τήν ώρα, κι' άν δέ μού γεννούν άγάπη, μέ κάνουν νά νιώθω πάντως Ασφάλεια. Καί τό αίσθημα αύτό ε ί ν ι κάτι πού τό έκτιμώ, Αν και μουρθε κάπως Αργά. θαρώ πώς ό τρόπος πού ό σύντροφός μου Αφήνεται σέ μένα.

— 10

Page 13: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μ’ έκαμε Επιτέλους τολμηρή. 'Όπως καί νάναι, έχασα τήν πα­λιά μου δειλία, τή στενοχώρια καί τή ντροπαλοσύνη μου μπρός στούς ξένους. "Αλλαξα πολύ άπό τότε πού πήγα γιά πρώτη φορά στό Μάντερλέη, γεμάτη φλόγα κι' Ελπίδες, συγκρατημένη άπό μιάν άθεράπευτη άδεξιότητα, μά καί πλημμυρισμένη άπό μιά δυνατή φιλαρέσκεια. Αύτή ή έλλειψη πόζας, βαρώ, είναι πού έκανε τόσο κακή έντύπωση ατούς άνθρώπους σάν τήν κ. Ντάμβερς. Πώς θά φαινόμουν ύστερ' άπό τή Ρεβέκκα ! Ή μνήμη σμίγει σά γεφύρι τά χρόνια, και μπορώ νά. Ιδώ τώρα τον έαυτό μου, μέ τά ίσια κοντά μου μαλλιά, το νέο άπουντράριστο πρόσωπό μου, το κακοραμμένο ταγιέρ μου, και με το τσαντάκι τής δικής μου κατασκευής, νά τρέχω πίσω άπό τήν κ. Βάν Χόπερ σάν ένα άνήσυχο ντροπαλό πουλάρι. Μ' όδηγουσε στήν τραπεζαρία μέ το κοντό της κορμί τό τρεμάμενο πάνω στά ψηλά της τακούνια, μέ τήν τριζάτη σουρωτή μπλούζα της πού καμουφλάριζε το πελώριο στήθος της, και μέ τούς κου­νιστούς γοφούς της, φορώντας προς τά πίσω το καινούργιο καπέλο της μέ το τεράστιο φτερό, κι' άφήνοντας ένα μεγάλο μέρος άπ' το μέτωπό της γυμνό σάν παιδιάτικο γόνατο. Στό ένα της χέρι κρατούσε μιά πελώρια τσάντα, σάν Εκείνες πού βάζουν μέσα τά πασαπόρτια, τά ή μερολόγια καί τις μάρκες του μπριτζ. Το άλλο της χέρι έπαιζε μέ τά απαραίτητα φασαμαίν, τ' όργανο αύτό τής ά’διακρισίας. «Πήγαινε στό συνη­θισμένο της τραπέζι στή γωνιά τής τραπεζαρίας, κοντά στο παράθυρο, καί, βάζοντας τά φασαμαίν στά μικρά γουρου­νίσια μάτια της, Επιθεωρούσε τήν αίθουσα άπ' τή μιάν άκρη στήν άλλη, κι' ύστερα τ' άφηνε νά πέσουν στή μακριά μαύρη κορδέλα τους μ’ ένα ύφος άηβιασμένο : « Ούτε μιά γνωστή φυ­σιογνωμία. θά πώ στή διεύθυνση νά μου κάμει έκπτωση. Γιατί νομίζουν πώς έρχομαι δώ ; Γιά νά βλέπω τά γκαρσόνια ;» Ύστερα φώναζε τό σερβιτόρο, κι' ή φωνή της, κοφτή και δια­περαστική, έκοδε σάν πριόνι τόν άγέρα.

Τί διαφορετικό πού είναι το μικρό έστιατοράκι όπου τρώμε σήμερα, άπ' τήν πελώρια Εκείνη κι' Επιδεικτική .ραπεζαρία τού ξενοδοχείου τής « Κυανής 'Ακτής » στό Μόντε Κάρλο, κι' ό τωρινός σύντροφός μου, καθώς ξεφλουδίζει με ra σταθερά όμορφα χέρια του ένα μανταρίνι, ήρεμα και μεθοδικά, καί σηκώνει πότε-πότε τό βλέμμα νά μέ κοιτάξει, τί αλλιώτικος πού είναι άπ' τήν κ. Βάν Χόπερ, πού μέ τά παχιά δάχτυλά της, τά γεμάτα κοσμήματα, άγκάλιαζε μιά πιατέλα γεμάτη ως άπάνω μέ ραβιόλια, κι’ έψαχνε κάθε τόσο μέ ύποπτη ματιά τό πιάτο μου, μήν τύχει καί μέ είχαν σερβίρει καλύτερα. Δέν είχε λόγο νά στενοχωριέται, γιατί ό σερβιτόρος, μέ άξιοθαύμαστη γρηγοράδα, είχε καταλάβει τήν κατώτερη θέση μου, και μου-

2 Pefiinua17 —

Page 14: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

φερνε κανένα πιάτο κρί>ί> κρέας καί γλώσσα, πού κάποιος πε­λάτης τδχε Επιστρέψει έόώ και μιά ώρα, γιατί δέν ήταν καλοκομμένο. Περίεργη αυτή ή στάση των σερβιτόρων κι' ή όλοφάνερη άδιαφορίά τους. θυμάμαι πού έμενα κάποτε μέ τήν κ. Βάν Χόπερ σ' ένα έξοχικό ξενοδοχείο, κι' ή υπηρέτρια δέ μο υδινε σημασία όταν χτυπούσα δειλά τό κουδούνι, ούτε μούφερνε μέσα ποτέ τά παπούτσια μου, καί, κάθε πρωί, τό τσάι μου' Εντελώς κρύο, τό πέταγα άπ' τή μπαλκονόπορτα τής κάμαράς μου. Τό ίδιο, μά σέ μικρότερο κάπως βαθμό, γινόταν καί στήν «Κυανή 'Ακτή», καί καμιά φορά ή μελετημένη άδιαφορία γ ιv6xocv οικειότητα τόσο ύποκριτική καί προσβλητική, πού κι' ή άγορά ένός γραμματόσημου άκόμα ήταν γ ιά μένα μιά δο­κιμασία πού κοίταζα νά τήν άποφύγω. "Ημουνα τόσο εόαί· σθητη, τόσο άδέξια, καί πολλές λέξεις πού φαίνονταν πώς έπε­φταν άνάλαφρες στόν άέρα, ήταν γεμάτες κεντριά κι' άγκάθια.

θυμάμαι καλά Εκείνο τό πιάτο μέ τό ζαμπόνι καί τή γλώσ' σα. ΤΗταν ξερό κι' άνούσιο, μά δέν είχα τό θάρρος νά τό γυ­ρίσω πίσω. Τρώγαμε σιωπηλά, γ ιατί τής κ. Βάν Χόπερ τής άρεσε νά συγκεντρώνεται όλη στό φαγητό της, καί μπορούσα νά δω, άπ' τή σάλτσα πόύ έτρεχε στό πηγούνι της, πώς τά ρα­βιόλια της ήταν πολύ εύχάριστα.

Αύτό τό θέαμα ιαουκοψε καί τή λίγη όρεξη πού είχα γιά τό κρύο φαγητό μου, καί, ρίχνοντας μιά ματιά, είδα πώς τό διπλανό μου τραπέζι, πού τρεις μέρες είχε μείνει άδειο, άγκα· ζοριζόταν πάλι. Ό μαίτρ ντ' ότέλ, μέ τήν Ιδιαίτερη Εκείνη\ ύπόκλιση πού ύποδεχόταν τούς σπουδαίους πελάτες, όδηγουσε στή θέση του τόν νεοφερμένο.

Ή κ. Βάν χόπερ άφησε τό πηρούνι της καί πήρε τά φασαμαίν της. Κοκκίνισα γ ιά λογαριασμό της, καθώς περιερΥοοζόταν τόν ξένο, πού, δίχως ν' άντιληφθεί τό Ενδιαφέρον της συμβουλευόταν τόν κατάλογο των φαγητών. Τότε ή κ. Βάν Χόπερ έκλεισε μέ θόρυβο τά φασαμαίν της καί, γυρίζοντας μέ μάτια πού έλαμπαν άπ’ τή συγκίνηση, μου είπε μέ δυνατό­τερη κάπως φωνή :

—· Είναι ό Μάξ ντέ Γουίντερ. 'Ο Ιδιοκτήτης του Μάντερλέη θ ά τόν έχεις άκούσει βέβαια. Φαίνεται άρρωστος, δέ βρίσκεις; Λένε πώς είναι άπαρηγόρητος γ ιά τό θάνατο τής γυναίκας του

Page 15: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

3Α Ν Α Ρ Ω Τ ΙΕ Μ Α Ι τί θάταν σήμερα ή ζωή μου, αν ή κ.

Βάν Χόπερ δέν ήταν σνόμπ.

Είναι αστείο νά σκέφτεται κάνεις πώς ή τύχη μου είχε κρεμαστεί, σάν άπό μιά κλωστή, σ' αύτή της τήν

ιδιότητα. Στήν άρχή είχα πειραχτεί και βρισκόμουν σέ τρο­μερά δύσκολη θέση. "Οταν έβλεπα τούς άνθρώπους νά γε­λούν κοροϊδευτικά πίσω άπό τή ράχη της, ή νά βγαίνουν μέ βιάση άπό τήν αίθουσα όπου έμπαινε, ή και νά χά­νονται άκόμα στόν α ντικρινό διάδρομο, πίσω άπό καμιά πόρτα ύπηρεσίας, αισθανόμουνα σάν το παιδί πού τό δέρνει τό άφεντικό του κι' είναι ώστόσο ύποχρεωμένο νά τΙς τρώεί χωρίς νά βγάνει μιλιά. Χρόνια τώρα ερχόταν στό ξενοδοχείο τής « Κυανής ’Ακτής», κι' εκτός άπό τό μπρίτζ, ή μόνη της διασκέδαση, πασίγνωστη πιά σ' όλα τό Μόντε Κάρλο, ήταν νά Ισχυρίζεται πώς ό κάθε Εκλεκτός Επισκέπτης ήταν φίλος της, κι' ας μήν τόν είχε δει παρά μιά φορά μόνο στήν άλλη άκρη του ταχυδρομείου. Πάντα κατά· φερνε νά πιάνει γνωριμία, καί, προτού άκόμα το θύμα της κα­ταλάβει τόν κίνδυνο, του πάσερνε' μιά πρόσκληση γιά τό δια­μέρισμά της. Ή μεθοδική της Επίθεση γινόταν τόσο άμεσα, τόσο άπότομα, πού σπάνια δινόταν στόν άλλον ή εύκαιρία νά ξεφύγει. Στήν « Κυανή 'Ακτή », είχε άξιώσει τήν αποκλειστική χρήση ένός καναπέ, στό μακρόστενο σαλονάκι προς τήν τρα­πεζαρία. ‘'Επαιρνε Εκεί τόν καφέ της, ύστερ' άπό το γεύμα καί τό δείπνο, καί κάθε άνθρωπος πού κυκλοφορούσε, ήταν υπο­χρεωμένος νά περάσει άπό μπροστά της. Καμιά φορά μέ χρη­σιμοποιούσε σά δόλωμα γιά νά τραβήξει τή λεία της. Κι' Εγώ» μ' όλο πού συχαινόμουν αύτό τό ρόλο, πήγαινα στήν άλλη Ακρη τού σαλονιού νά πω νά της δανείσουν ένα βιβλίο, μιά Εφημερίδα, ή νά τής δώσουν τή διεύθυνση ένός καταστήμα­

— 19 —

Page 16: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τος, ή νά καλέσω χάποιον πού Ανακάλυπτε άξαφνα πώς ήταν φίλος κάποιου γνωστού της. "Ένιωθε τήν α νάγκη, μπορεί νά πει κανείς, νά τής σερβίρουν τΙς προσωπικότητες όπως σερβί­ρουν στούς Αρρώστους τή σούπα τους,, καί, μ' όλο πού προτι­μούσε τούς τίτλους, της έφτοενε κι' όποιος είχε φιγουράρει, έστω καί μόνο μιά φορά, στήν κοσμική κίνηση μιας έφη μερί­δας, ό,τι και νάχαν, συγγραφέας, ήθοποιός, καλλιτέχνης, ή καί πιό παρακατιανός. Φτάνει νάχε γίνει λόγος γ ι ' αύτόν στή στήλη ένός κουτσομπολιού, φτάνει νάχε δει τυπωμένο τ' όνο­μά του.

θαρώ πώς τή βλέπω, λές κι' ήτανε χτές άκόμα, τό Αξέ­χαστο έκείνο Απόγεμα, — δέν έχει σημασία πόσα χρόνια πέ­ρασαν άπό τότες,— πού καθόταν στόν α γαπημένο της κανα­πέ στό σαλόνι καί κατάστρωνε τό σχέδιό της, πώς νά έπιτεθεί. ' Από τό Απότομο ύφος της κι' α π' τόν τρόπο πού χτυπούσε τα φασαμαίν της στά δόντια της, κατάλαβα πώς ζύγιζε τις διάφορες πιθανότητες. Τό όίχα κιόλας καταλάβει, όταν τήν είδα νά παρατάει τό γλύκισμά της καί νά τρώει βιαστικά τό φρούτο της, πώς ήθελε νά τελειώσει τό γεύμα της πρίν άπ' τόν νεοφερμένο, γ ιά νά έγκατασταθεί στό σαλονάκι καί νάναι έκεί όταν έκείνος θά περνούσε'

— Πήγαινε α πάνω γρήγορα και βρές έκείνο τό γράμμα -τού Ανιψιού μου. Ξέρεις, αύτό πού μούστειλε α πό τό ταξίδι τού γάμου του, μέ τΙς φωτογραφίες. Φέρε μού το άμέσως.

Κατάλαβα πώς τό σχέδιο είχε καταστρωθεί καί πώς τό μέσο γ ιά τή νέα της γνωριμία θάταν ό Ανιψιός της. Δέν ήταν ή πρώτη φορά πού Αγανακτούσα γ ιά τό ρόλο πού μ’ Ανάγκα­ζε νά παίξω. "Ημουν κάτι σά βοηθός θαυματοποιού. Τούφερνα τά μαγικά του τά σύνεργα, κι' ύστερα παρακολουθούσα τή δράση του σιωπηλή. "Ημουν σχεδόν βέβαιη πώς ό νέος έπι•σκέπτης δέ θάχε καμιά όρεξη νά τόν Ενοχλήσουν. 'Απ' ό,τι είχα μάθει γ ι ' αύτόν τήν ώρα του φαγητού, συμμαζέματα Από τά λογής κουτσομπολιά πού' έδώ καί δέκα μήνες τάχε μαζέ­ψει Απ' τΙς έφη μερίδες καί τάχε α ποθηκέψει στή μνήμη της γ ιά μελλοντική της χρήση, μπορούσα νά φανταστώ, παρ' όλη τή νεαρή μου ήλικία καί τήν έλλειψη πείρας τού κόσμου, πώς αύτός θ ' α ντιστεκόταν μέ μεγΑλη Αγανάκτηση στήν ξαφνική Εκείνη έπίθεση πού Απειλούσε τή μοναξιά του. Γιά ποιό λόγο είχε έρθει στήν « Κυανή 'Ακτή », έδώ στό Μόντε Κάρλο, μάς ήταν α διάφορο. Ή τα ν δική του ύπόθεση. Μά αύτό όλοι μπο­ρούσαν νά τό νιώσουν, έκτός Απ' τήν κ. Βάν Χόπερ. Τό τάκτ ήταν άγνωστο προτέρημα γ ι ' αύτήν, ή διάκριση τό Ιδιο' κι' Επειδή αισθανόταν τό κουτσομπολιό σάν ανάγκη, σάν τόν αέρα πού Ανάσαινε, ό ξένος έπρεπε νά προσφερθεί πρόθυμα στήν

— 20 —

Page 17: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

άνατομία της. Βρήκα τό γράμμα στή θήκη των Επιστολών, πάνω ατό γραφείο της, καί στάθηκα διστακτική μιά στιγμή πρίν κατέβω. Είχα τήν αίσθηση άκόμα, δέν ξέρω γιατί, πώς του χάριζα έτσι λίγες άκόμα στιγμές άπομόνωσης.

θάθελα νάχα το θάρρος νά κατέβω άπό τή σκάλα τής ύπηρεσίας, καί, πηγαίνοντας άπ' τήν άλλη μεριά στήν τρα­πεζαρία, νά τόν ειδοποιήσω γιά τήν παγίδα. Μά τό αίσθημα τής συμβατικότητας ήταν μέσα μου πολύ δυνατό, καί, καθώς ήμουν καί πολύ ντροπαλή, δέν ήξερα πώς νά του μιλήσω. Δέ μπορούσα λοιπόν νά κάνω τίποτ’ άλλο, παρά νά καθήσω στή συνηθισμένη μου θέση, δίπλα στήν κ. Βάν Χόπερ, πού, σάν πελώρια Ικανοποιημένη άράχνη, θάπλεκε τό πλατύ Ενοχλητικό της δίχτυ γύρω άπό τόν ξένο.

"Αργησα, φαίνεται, περισσότερο άπ' ό,τι νόμιζα, γιατί, όταν γύρισα, είδα πώς ό ξένος είχε βγει άπό τήν τραπεζαρία, κι' Εκείνη, άπό φόβο μή τόν χάσει, είχε τολμήσει, χωρίς νά περι­μένει το γράμμα, νά τού παρουσιαστεί χωρίς πρόφαση. Τώρα καθόταν δίπλα της, στόν καναπέ. Πήγα κοντά και τής έδωσα: το γράμμα χωρίς νά πώ λέξη. ’Εκείνος σηκώθηκε άμέσως,. καί ή κ. Βάν Χόπερ, περήφανη γιά τήν Επιτυχία της, κούνησε αδιόρατα προς το μέρος μου τό χέρι καί ψιθύρισε τ’ όνομά μου.

—Ό κύριος ντέ Γουίντερ θά πάρει τόν καφέ του μαζί μας. Πες στό γκαρσόνι νά φέρει άκόμα ένα φλυτζάνι.

Αύτά τά λόγια ειπώθηκαν σ' ένα τόνο άδιάφορο, γιά νά νιώσει Εκείνος ποιά ήταν ή θέση μου. "Ηθελε νά του δείξει πώς ήμουν ένα άσήμαντό κορίτσι, και πώς δέν είχαν καμιάν ύποχρέωση νά μέ μπάσουν στήν όμιλία τους. Πάντα μιλούσε σ’ αύτό τόν τόνο σάν ήθελε νά κάμει έντύπωση, κι’ ό τρό­πος πού μέ σύσταινε στούς άνθρώπους ήταν μέτρο αύτοπροστασίας, γιατί κάποια φορά μέ πήραν γιά κόρη της, και βρε­θήκαμε κι' οί δύό σέ δύσκολη θέση. Τό άπότομο ύφος της σή­μαινε πώς μπορούσαν κάλλιστα και νά μ' άγνοήσουν. ΟΙ γυ­ναίκες μου έκαναν τότε ένα άπλό νεύμα, κάτι πού έμοιαζε με χαιρετισμό και μέ διώξιμο, κι' οί άντρες καταλάβαιναν, με μεγάλη τους άνακούφιση, πώς ήταν Ελεύθεροι νά ξαπλωθούν στήν πολυθρόνα τους χωρίς νά φανούν άγενείς.

Γι' αύτό, παραξενεύτηκα όταν είδα πώς ό νέος αύτός Επι­σκέπτης έξακολουθούσε νά στέκεται όρθιος κι' έκαμε ό ίδιος νόημα στο γκαρσόνι.

— Φοβούμαι πώς δέ συμφωνώ Εντελώς μαζί σας, τής είπε. Εσείς θά πάρετε τόν καφέ σας μαζί μου.

Καί, πρίν άκόμα καλοκαταλάδω τί έτρεχε, κάθησε στή συνηθισμένη σκληρή μου καρέκλα κι' Εγώ βρέθηκα στόν κα­ναπέ, δίπλα στήν κ. Βάν Χόπερ.

— 21 —

Page 18: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Γιά μιά στιγμή, έκείνη φάνηκε στενοχωρημένη. Αύτό δέν τό είχε προβλέψει. Μά γρήγορα ξαναπήρε τή συνηθισμένη της έκφραση καί, χώνοντας τόν όγκο του σώματός της άνάμεσα σέ μένα καί στό τραπέζι, έσκυψε πρός τό κάθισμά του, κι' άρχισε νά μιλά ζωηρά, κουνώντας στό χέρι της τό γράμμα.

— Σ άς γνώρισα, ξέρετε, είπε, άπό τήν πρώτη στιγμή πού μπήκατε σ 'ήν τραπεζαρία, καί συλλογίστηκα : « Μπά ! Ό κύριος ντέ Γουίντερ, ό φίλος τού Μπίλη ! Πρέπει όπωσδήποτε νά τού δείξω τΙς φωτογραφίες πού είχε βγάλει ό Μπίλη μέ τή γυναίκα του, στό γαμήλιο ταξίδι τους. Λοιπόν, νά τες ! Αύτή είναι ή Ντόρα. Δέν είναι τρέλα ; Δείτε τί λεπτότατη μέση, τ ί μάτια πελώρια ! Κάνουν ήλιοθεραπεία στό Πάλμ Μπήτς. 'Ό Μπίλη είναι τρελός μαζί της, ξέρετε. Φυσικά, δέν τήν είχε γνωρίσει τότε πού έδωσε κείνη τή δεξίωση στό Κλάριτζ, όπου σάς είδα, αν θυμάστε, γ ιά πρώτη φορά. Μά που νά θυμάστε βέβαια έσείς μιά γρ ιά σάν κι' έμένα !

Αύτό το είπε μ' ένα προκλητικό βλέμμα κι' ένα χαμόγελό φευγαλέο.

— Σάς θυμαμαι ίσα Ισα πολύ καλά, είπε, καί, πρίν προ­λάβει νά τόν παρασύρει στις Αναμνήσεις τής πρώτης τους συνάντησης, τής πρόσφερε τή σιγαροθήκη του, Αναγκάζοντάς την έτσι νά μείνει σιωπηλή όση ώρα χρειαζότοεν γιά ν' α νάψει ένα τσιγάρο.

— Δέ νομίζω πώς θά μ' ένδιέφερε τό Πάλμ Μπήτς, είπε α νάβοντας ένα σπίρτο.

Κοιτάζοντάς τον, συλλόγιζόμουν τί ψεύτικος πού θά φαι­νόταν σ' ένα τοπίο τής Φλορίδας. Αύτό πού θά του ταίριαζε, θάταν μιά τειχισμένη πολιτεία τού 15ου αΙώνα, μιά πολιτεία μέ στενά καλντερίμια καί τουρέλες, πού οί κάτοικοί της θά φορούσαν μυτερά στιβάλια καί κάλτσες μάλλινες. Το πρό­σωπό του ήταν γοητευτικό, εύαίσθητο, μέ κάτι τό μεσαιωνικό. Μού θύμιζε τό πορτραίτο ένός άγνωστου Αρχοντα πού είχα δει σέ κάποια πινακοθήκη, δέ θυμάμαι πού. "Αν μπορούσε νά του βγάλει κανείς τό έγγλέζικο κοστούμι του και νά τού βά­λει μαύρα μέ δαντέλες στο λαιμό καί στά μανικέτια, θά κοί­ταζε παραξενεμένος τόν καινούργιο μας κόσμο μέσ' άπό μιά παλιά, πολύ άπόμακρη έποχή. Μιά έποχή πού οι άντρες περπατοϋσαν τή νύχτα σκεπασμένοι μέ το μανδύα τους καί κρύβον­ταν κάτω άπό ξώπορτες παλιές, μιά έποχή μέ στενές σκάλες, σκοτεινές ύπόγειες φυλακές, ψίθυρους μές στό σκοτάδι, γυα­λιστερά Εγχειρίδια, καί σιωπηλή έξαιρετική εύγένεια.

θάθελα νά μπορούσα νά θυμηθώ τόν παλιό έκείνο ζω­γράφο πού είχε ζωγραφίσει αύτό τό πορτραίτο. Ή ταν σέ μιά γωνιά τής πινακοθήκης, καί μές Απ' τή μουντή κορνίζα, τά

99 —i-J tm

Page 19: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μάτια του ο’ Ακολουθούσουν όπου δήποτε κι’ αν πήγαινες.Είχα χάσει τό νήμα τής όμιλίας τους.—"Οχι, ούτε πρό είκοσι χρόνων, .έλεγε Εκείνος. Ποτέ 6έν

ήταν του γούστου μου αύτά τά πράματα."Ακουσα τό γνωστό παχύ και συγκαταβατικό γέλιο τής

κ. Βάν Χόπερ.—’Αν ό Μπίλη είχε ένα σπίτι σάν τό Μάντερλέη, δέ θά του

άρεσε νά περνά τόν καιρό του στό Πάλμ Μπήτς, είπε. "Εχω Ακούσει πώς τό σπίτι σας είναι σάν παλάτι τού παραμυθιού. "Ετσι λένε όλοι, όταν μιλάνε γι' αύτό.

Σταμάτησε, περιμένοντας ένα χαμόγελο, μά αύτός Εξα­κολουθούσε νά καπνίζει τό τσιγάρο του, καί πρόσεξα μιάν αδιόρατη ρυτίδα Ανάμεσα στά δύό του φρύδια.

—"Εχω δει, φυσικά, πολλές του φωτογραφίες, Εξακολού­θησε, καί φαίνεται τόσο γοητευτικό, θυμάμαι πού έλεγε ό Μπίλη, πώς ξεπερνά στήν ό μορφιά όλα τά μεγάλα καί σπου­δαία κτήματα. ’Απορώ πώς Αποφασίζετε καί τ’ Αφήνετε.

Ή σιωπή του ήταν γεμάτη πόνο, κι' αύτό θά τοβλεπε ό καθένας, μά έκείνη έξακολουθούσε νά προχωρεί, σά μιά πρό­στυχη κατσίκα πού παραβιάζει και καταπατεί ξένα χωρά­φια. "Ενιωθα νά μου Ανεβαίνει το αίμα στό πρόσωπο, κατα­ντροπιασμένη γιά τήν ταπείνωση πού έκείνη δεν ένιωθε.

— Εσείς οί "Αγγλοι, φυσικά, είστε όλοι τό ίδιο, όταν γ ί­νεται λόγος γιά τά σπίτια σας, είπε κι’ ή φωνή της γινόταν όλοένα και πιό δυνατή. Τά ύποτιμάτε τόσο πολύ. Δέν έχετε στό Μάντερλέη έναν περίφημο έξώστη γιά τούς μενεστρέλους καί κάτι πολύτιμα πορτραίτα ;

Γύρισε σέ μένα νά μού έξηγήσει.—Ό κύριος ντε Γσυίντερ έχει τόση μετριοφροσύνη, πού

δέ θέλει νά το παραδεχτεί, μά θαρώ πώς το θαυμάσιο αύτό κτήμα Ανήκει στήν οικογένειά του Απ’ τήν έποχή των Νορ­μανδών. Λένε πώς Εκείνος ό έξώστη ς των μενεστρέλων είναι κάτι Ανεκτίμητο. ΟΙ πρόγονοί σας φαντάζομαι πώς θά δεξιώ­θηκαν πολλές φορές τό Βασιλέα στό Μάντερλέη, κύριε ντε Γουίντερ.

Δέ φανταζόμουν πώς θά μπορούσε νά φτάσει ως έκεϊ. Μά ή γρήγορη ΑπΑντησή του ήρθε σάν α ναπΑντεχο μαστί­γωμα.

—’Ό χι μετά τόν "Εθελρηντ, εΤπε. Αύτόν πού τόν έλεγαν «Καθυστερημένο». Τ’ όνομα αύτό τού βγήκε τόν καιρό πού έμενε στό σπίτι μου. ’Αργούσε πάντα νά ρθει στό γεύμα.

Τής άξιζε, βέβαια, ή Απάντηση, και περίμενα νά Ιδώ Αλλαγμένη τήν έκφραση του προσώπου της, μά, όσο κι' α ν φαίνεται Εντελώς Απίστευτο, τά λόγια του δέν έφεραν κανένα

— 23 -

Page 20: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

«Αποτέλεσμα καί μόνο έγώ ύπόφερνα γ ιά λογαριασμό της, σάν παιδί πού έφαγε μπάτσο.

—•Αλήθεια ; είπε. Δέν είχα Ιδέα. Δέν είμαι και τόσο δυ­νατή στήν Ιστορία, κι' οί Βασιλιάδες τής ’Α γγλίας μέ μπερ­δεύουν πάντα. Τί Ενδιαφέρον όμως πού είναι 1 Πρέπει νά τό γ,οοψω τής κόρης μου, είναι μεγάλη διανοουμένη.

"Εγινε σιωπή κι' ένιωθα τό α ί μ<τ νά μού πλημμυρίζει τό πρόσωπο. "Ημουν πάρα πολύ νέα, αύτό ήταν τό κακό. "Αν ήμουν πιό μεγάλη, θά τόν κοίταζα χαμογελώντας, κι' ή Απί­στευτη συμπεριφορά της θά δημιουργούσε μεταξύ μας ένα δεσμό. ‘Οπωσδήποτε όμως είχα φουντώσει άπ' τή ντροπή, καί ζούσα μιαν άπ' τις φοβερές Εκείνες άγωνίες πού τυραννούν τά νιάτα.

θαρω πώς αύτός κατάλαβε τή στενοχώρια μου, γ ιατί έσκυψε προς το μέρος μου καί μέ ρώτησε εύγενικά αν θέλω κι' άλλον καφέ, καί, καθώς κούνησα άρνητικά τό κεφάλι, ένιωσα τή μοττιά του σταματημένη στό πρόσωπό μου συλλογι-' σμένη κι' α νήσυχη. Προσπαθούσε νά Εξακριβώσει τ ί συγγέ­νεια είχαμε, κι' α ναρωτιόταν ocv Επρεπε νά μάς λογαριάζει τό ίδιο ματαιόδοξες καί τΙς δύό.

- Π ώ ς σάς φαίνεται τό Μόντε Κάρλο ; μέ ρώτησε. Ή δέ σάς κάνει καμιά Εντύπωση ;

Ή Ερώτηση αύτή, πού μ' Εμπαζε στήν κουβέντα τους, μέ βρήκε στή χειρότερή μου στιγμή : μιά άχαρη, Αξέβγαλτη μαθητριούλα μέ κοττακόκκινους άγκώνες κι Αχτένιστα μαλλιά. Είπα κάτι κοινό καί κουτό γ ιά τό πόσο ψεύτικο μού φαινόταν τό μέρος, μά πρίν προφτάσω νά τελειώσω τήν α νόητη φράση μου, ή κ. Βαν Χόπερ μ' Εκοψε :

—"Εχει πολύ χαλασμένα γούστα, κύριε ντέ Γουίντερ, Υί’ αύτό μιλάει έτσι. Τά περισσότερα κορίτσια θάδιναν καί τ or μάτια τους Ακόμοε, προκειμένου νά Εχουν τήν εύκαιρία νά δούνε τό Μόντε Κάρλο.

— Μά πώς θά τδβλεπαν τότε ; είπε αύτός χαμογελώνταςΣήκωσε τούς ώμους της, φυσώντας ένα μεγάλο σύννεφο

κοπτνου στόν άέρα. Ούτε μιά στιγμή, νομίζω δέν τόν κατάλαβε.—' Εγώ είμαι πιστή στό Μόντε Κάρλο, τού είπε. Ό Εγγλέ­

ζικος χειμώνας μού κάνει κακό. Ή κράση μου δέν τόν σηκώ­νει κοίθόλου. ‘Εσάς τ ί σάς φέρνει Εδώ ; Δέν είστε άπό τούς ταχτικούς θαμώνες τού Μόντε Κάρλο, θ ά παίξετε μήπως στή ρουλέτα, ή φέρατε τΙς ρακέτες σας γ ιά γκόλφ ;

— Δέν Εχω Αποφασίσει Ακόμα, είπε. "Εφυγα κάπως βια­στικά.

Σ ' αύτά τά λόγια τό πρόσωπό του συννέφιασε πάλι, καί κάτι άνάλαοφρες ρυτίδες χαράχτηκαν στό μέτωπό του. Έ -

— 24 —

Page 21: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

κείνη έξακολούθησε α διάφορη τήν α διάκριτη φλυαρία της :— Στό Μάντερλέη, φυσικά, δέν έχετε όμίχλη. Είναι έντε

λώς Αλλο πράμα. ΟΙ δυτικές περιοχές θαναι ευχάριστες τήν ανοιξη.

"Απλωσε τό χέρι καί τίναξε τό τσιγάρο του στο τασάκι. Πρόσεξα μιαν α διόρατη Αλλαγή στό βλέμμα του. Μιά φευ­γαλέα Αόριστη έκφραση κυμάτισε μιά στιγμή στά μάτια του, κι' ένιωσα πώς είχα συλλάβει στό βλέμμα του κάτι το προ­σωπικό πού δέ μ' αφορούσε.

— Ναι, είπε ξερά, τό Μάντερλέη είναι τώρα στις δό­ξες του.

"Εγινε σιωπή γιά λίγα λεπτά. Μιά κάπως δυσάρεστη σιωπή, καί ρίχνοντάς του μιά γρήγορη ματιά, ξανάδα πάλι στήν όψη του τόν παλιό Αγνωστο Αρχοντα πού, τυλιγμένος στό μανδύα του, νυχτοπερπατούσε κρυφά κάτω Από κάτι βόλτα. Μέσα στή ρέμβη μου, ή φωνή της κ. Βάν Χόπερ Ακούστηκε διαπεραστική σάν ήλεκτρικό κουδούνι.

— ΘΑχετε, φαντάζομαι, ένα σωρό γνωριμίες έδώ. "Αν καί πρέπει νά όμολογήσω πώς τό Μόντε Κάρλο είναι πολύ πλη­κτικό τούτο τό χειμώνα. Βλέπει κανείς τόσο λίγες γνωστές φυσιογνωμίες Ι Ό δούκας τού Μίντλσεξ είν'έδώ, μέ τή θαλα­μηγό του, Αλλά δέν έτυχε ακόμα νά τόν δώ.

'Απ’ όσο ήξερα, δέν τόν είχε γνωρίσει ποτέ.— Φυσικά, θά τήν ξέρετε τή ΓΊέλ Μίντλσεξ, έξακολούθησε.

Τί γόησσα ! Λένε πώς τό δεύτερο παιδί της δέν είναι δικό του. Μά έγώ δέν τό πιστεύω. Ό κόσμος, όταν πρόκειται γιά καμιά γυναίκα πολύ ώραία, λέει ό,τι θέλει —δέν είν'έτσι ; Κι' αύτή είναι τόσο όμορφη ! Γιά πέστε μου, είν' άλήθεια πώς το συνοι­κέσιο ίΚαίξτον Χίσλσπ ήταν μιά μεγάλη Αποτυχία ;

'Εξακολούθησε τό Ατέλειωτο κουτσομπολιό της, χωρίς νά προσέξει πώς τά όνόματα πού Ανάφερε του ήταν αγνωστα κι' αδιάφορα καί πώς, όσο βαστούσε ή φλυαρία της, αύτός γινό­ταν όλο καί πιό σιωπηλός. Δέν τήν έκοψες ούτε μιά φορά, δέν κοίταξε ποτέ τό ρολόι του. ΘΑλεγες πώς είχε έπιβάλει στον έαυτό του τήν ύποχρέωση νά γίνει ύπόδειγμα καλής συμπερι­φοράς, ύστερ' άπό τό σφάλμα του νά τήν κοροϊδέψει μπροστά μου. Προτιμούσε νά τήν ακούει σιωπηλός, μελαγχολικός, παρά νά τήν προσβάλει δεύτερη φορά. "Ένας μικρός ύπηρέτης τόν έβγαλε άπ' τή δύσκολη θέση. Ή ρθε κι’ είπε στήν κ. Βάν Χό­περ πώς ή ράφτρα της τήν περιμένει στό δωμάτιό της.

Σηκώθηκε άμέσως τραβώντας π ίσο? τό κάθισμά του.— Νά μή σάς κρατώ, είπε. ‘Η μόδα Αλλάζει τόσο γρή­

γορα τόν τελευταίο καιρό, πού μπορεί νΑχει παλιώσει ώς πού ν' ανεβείτε τις σκάλες.

— 25 —

Page 22: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Τό πείραγμα αύτό δέν τό κατάλαβε. Τό πήρε γ ι ' α στείο.— Τί εύχάριστο νά σάς συναντήσουμε, κύριε ντέ Γουίντερ,

είπε καθώς πηγαίναμε πρός τό Ασανσέρ. Τώρα πού είχα τό θάρρος νά σπάσω τόν π Ay ο, Ελπίζω πώς ΘΑ σας βλέπω πότε πότε. Πρέπει νά ρθείτε νά πάρουμε ένα ποτηρΑκι στό διαμέρισμΑ μου. Αύριο βρΑδυ ΘΑχω ίσως ένα δύό φίλους, θέλετε νά ρθείτε και σεις ;

Γύρισα Αλλου τό πρόσωπό μου γιά νά μή δω τήν προσπά­θεια του νά βρει μιά πρόφαση.

— Λυπούμαι πολύ, είπε. Αύριο πιθανότατα φεύγω γ ιά τό Σόσπελ, και δέν ξέρω πότε θά γυρίσω.

'Αναγκάστηκε νά μήν Επιμείνει, μά Εξακολουθούσαμε νά στεκόμαστε όρθιοι στήν είσοδο του Ασανσέρ.

—Έλπίζω νά σας έχουν δώσει ώραία δωμάτια. Τό μισό ξενοδοχείο είναι Αδειο. ~Αν λοιπόν δέν είναι άνετα τά δωμάτιά σας, πρέπει νά κάμετε φασαρία. Ό ύπηρέτης σας, ύποθέτω θαχει Ετοιμάσει τις Αποσκευές σας.

Ή οικειότητα αύτή ήταν ύπερβολική, Ακόμα κι' α πό μέ­ρους τής κ. Βάν Χόπερ. Γι’ αύτό, πρόσεξα νά δώ τήν έκφραση του προσώπου του.

— Δέν έχω ύπηρέτη, είπε ήσυχα, θάχατε ίσως τήν καλο­σύνη νά μου τις έτοιμΑσετε σεις ;

Αύτή τή φορά τ ' βέλος βρήκε τό στόχο του. ’Έ γινε κατα­κόκκινη, και γέλασε λίγο Αδέξια.

—"Λ, δέν τό σκέφθηκα.. , Αρχισε, κι' άξαφνα γύρισε αναπΑντεχα σέ μένα και μοϋπε : "Ισως, θά μπορούσες νά βοηθή­σεις Εσύ τόν κύριο ντέ Γουίντερ, ocv χρειαστεί. Εσύ τά κατα­φέρνεις.

"Εγινε ένα λεπτό σιωπή. Στεκόμουν α ναυδη, περιμένον­τας τήν απΑντησή του. Μάς κοίταξε μ' ένα ειρωνικό, ελαφρά σαρκαστικό βλέμμα, κι' ό ίσκιος ένός χαμόγελου φάνηκε στά χείλη του.

— Γοητευτική πρόταση, είπε. Μά έγώ Εφαρμόζω πάντα τό οικογενειακό μας ρητό : «Ταξιδεύει πιό γρήγορα όποιος τα­ξιδεύει μόνος». "Ισως νά μήν τδχετε α κούσει.

Καί, χωρίς νά περιμένει τήν α πάντηση, γύρισε κι’ έφυγε.— Τί παρ Αξενος Ανθρωπος ! είπε ή κ. Βάν Χόπερ καθώς

Ανεβαίναμε μέ τό Ασανσέρ. Λές ναταν ένα είδος Αστείο κι' ή βιαστική αύτή φευγΑλα 4 ΟΙ Αντρες κΑνουν τόσο περίεργα πρΑματα. θυμάμαι κάποιο γνωστό συγγραφέα, πού όταν μ' έβλεπε, συνήθιζε νά τό σκάζει άπ' τή σκάλα τής ύπηρεσίας. βαρώ πώς μου είχε κάποια Αδυναμία καί φοβόταν μήν προ­δοθεί. Πάντως, ήμουν πιό νέα τότε.

Τό Ασανσέρ σταμάτησε μ' ένα Απότομο τράνταγμα. ΕΙ-

— 26 —

Page 23: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

χαμέ φτάσει. Ό ύπηρετάκος μας άνοιξε διάπλατα τις πόρτες.—Αλήθεια, άγαπητή μου, είπε, καθώς προχωρούσαμε ατά

δωμάτιά της, δέ θέλω νά σέ προσβάλω, μά τό παράκανες λι­γάκι σήμερα το άπόγεμα. Ή προσπάθεια σου νά μονοπωλή­σεις τή συζήτηση δέν έστεκε καθόλου, κι' είμαι βέβαιη πώς θά τό πρόσεξε. Αύτά δέν άρέσουν στούς άντρες.

Δέν είπα τίποτα. Τί νά πω ;—"ιΕλα, μή στενοχωριέσαι, γέλασε κουνώντας τούς ώμους

της. Το κάτω κάτω, έχω εύθύνη άπέναντί σου, καί θαρώ πώς μπορείς να δεχτείς μιά συμβουλή άπό μιά γυναίκα πού θά μπορούσε νάναι και μητέρα σου. Eh ! bien, Blaise, je viens, είπε σιγοτραγουδώντας, και μπήκε στήν κρεβατοκάμαρα όπου τήν περίμενε ή ράφτρα.

'Ακούμπησα στό παράθυρο καί βάλθηκα νά κοιτάζω τό απογεματινό τοπίο. Ό ήλιος ήταν πολύ λαμπρός άκόμα, κι' ένας εύχάριστος δυνατός άγέρας φυσούσε. Σέ μισή ώρα θά καθόμουν στό τραπέζι του μπριτζ μέ τά παράθυρα κατάκλει­στα καί μέ τό καλοριφέρ φουντωμένο. Σκεφτόμουν τά τασά­κια πού Θάπρεπε κάθε τόσο ν' αδειάζω, με τ' άποτσίγαρα τά κοκκινισμένα άπ' τά βαμμένα χείλη, και τά χαρτιά άπ' τά μπομπόν καί τις σοκολάτες. Το μπριτζ, γιά όσους δέν παίζουν παρά οικογενειακά παιγνίδια, δέν είν' εύκολο. Ε ξ άλλου, οί φίλοι της βαριόντουσαν νά παίζουν μαζί μου. Καταλάβαινα πώς ή παρουσία ένός κοριτσιού τούς έμπόδιζε νά μιλούν έλεύθερα, όπως ή υπηρέτρια τήν ώρα πού σερβίρει βάζει κάποιο χαλινό στά κουτσομπολιά και στά ύπονοούμενα. ΟΙ άντρες ύποκρίνονταν κάποια έγκαρδιότητα άπέναντί μου, καί μούκαναν πειραχτικές έρωτήσεις πάνω στήν ' Ι στόρια καί στή Ζω­γραφική, μέ τή σκέψη πώς δέ μπορεί νάταν πολύς καιρός άπό τότε πού είχα τελειώσει τό σχολείο και πώς αύτά τά πράματα ήταν τά μόνα πού ήμουν σέ θέση νά συζητήσω.

"Αφησα ένα στεναγμό και τραβήχτηκα άπό τό παράθυρο. Ό ήλιος έδινε υποσχέσεις κι' ή θάλασσα ήταν άσπρη άπ' τούς άφρους, καθώς τή μαστίγωνε ό τρελός άνεμος, θυμήθηκα μιά γωνιά στό Μονακό, όπου είχα πάει ένα δύό μέρες πριν, κι' όπου ένα σαραβαλιασμένο παλαιικό σπίτι έγερνε πάνω σέ μιά πλακοστρωμένη πλατεία. "Ενα πολύ στενό παράθυρο ήταν ψηλά στή μισογκρεμισμένη στέγη, θ ά μπορούσε νά πλαισίωνε ένα πρόσωπο μεσαιωνικό. Πήγα στό γραφείο, πήρα χαρτί και μολύβι, κι' άρχισα νά σκιτσάρω, άφηρημένη, ένα χλωμό κι' άετίσιο προφίλ, ένα σκοτεινό μάτι, μιά μύτη καμπουρωτή κι' ένα ύπεροπτικό πάνω χείλι. Πρόσθεσα ένα μυτερό γένι καί μιά δαντέλα στό λαιμό, όπως είχε κάμει, σέ μιάν άλλη έποχή» ό παλιός έκείνος ζωγράφος.

— 27 —

Page 24: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Χτύπησαν τήν πόρτα. Τό παιδί τού άσανσέρ μπήκε μέσα μ' ένα γράμμα στό χέρι. <Η κυρία είναι στήν κάμαρά της», τού είπα, μά τό παιδί κούνησε τό κεφάλι του κι' είπε πώς τό γράμμα ήταν γιά μέ. Τό άνοιξα καί βρήκα μέσα ένα άπλό φύλλο χαρτί, με λίγες λέξεις, σ’ άγνωστο γραφικό χαρα­κτήρα : « Σ ά ς ζητώ συγγνώμη. Φέρθηκα πολύ πρόστυχα σή­μερα τ’ άπόγεμα.» Τίπστ’ -άλλο. Καμιά ύπογραφή. Καμιά προσ­φώνηση. Μά στό φάκελο ήταν γραμμένο τ ' όνομά μου, καί μά­λιστα, πράμα άσυνήθιστο, μέ σωστή όρθογραφία.

—Υπάρχει άπάντηση ; ρώτησε τό παιδί.Σήκωσα τά μάτια άπό τό βιαστικό έκεινο σημείωμα.—1"Οχι, είπα, όχι, δέν ύπάρχει άπάντηση.Σάν έφυγε, έχωσα στήν τσέπη μου το σημείωμα και ξανα­

γύρισα στό σκίτσο μου. Δέν ξέρω γιατί, δέ μ’ άρεσε πιά. Τ6πρόσωπο ήταν άλύγιστο, δίχως ζωή, καί κείνο τό δαντελένια κολάρο καί τό γένι θύμιζαν μασκάρεμα τσίρκου.

Page 25: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

4

Υ Σ Τ Ε Ρ ’ ΑΠΟ ΚΕΙΝΟ τό βράδυ του μπριτζ, ή κ. Βάν Χόττερ ξύπνησε τό πρωί μέ πονόλαιμο και τριανταοχτώ πυ­ρετό. Τηλεφώνησα στό νιατρό της, πού ήρθε άμέσως καί διαπίστωσε τη συνηθισμένη γρίπη. « Πρέπει νά μεί­

νετε στό κρεβάτι ως που νά σάς δώσω τήν άδεια νά σηκω­θείτε », της είπε. « Δέ μ' άρέσει ό τρόπος πού χτυπά ή καρδιά σας, και γιά νά περάσει, πρέπει νά μείνετε έντελώς ήσυχη χι' άκίνητη. θά προτιμοϋσα», έξακολούθησε γυρίζοντας σε μένα, « νάχε μιά πραγματική νοσοκόμα ή κυρία Βάν Χόπερ. ’Εσείς, δέ θά μπορείτε νά τή σηκώνετε. Μόνο γιά καμιά δεκα­πενταριά μέρες θά χρειαστεί».

Μου φάνηκε λίγο κουτό, και διαμαρτυρήθηκα' άλλά μέ μεγάλη μου έκπληξη τήν άκουσα νά συμφωνεί μαζί του. θαρώ πώς θά της άρεσε νά γίνει θόρυβος : Ή συμπάθεια του κόσμου, οι επισκέψεις και τά τηλεφωνήματα των φίλων, τά λουλού­δια πού θά τής έστελναν ! Είχε άρχίσει νά βαριέται τό Μόντε Κάρλο, κι' ή μικρή αύτή άρρώστια θάταν κάποια διασκέδαση.

Ή νοσοκόμα θά τής έκανε ένέσεις κι' ένα έλαφρό μασάζ, θάκανε καί δίαιτα. "Οταν ήρθε ή νοσοκόμα, τήν άφησα κατευ­χαριστημένη, χωρίς πυρετό πιά, άκουμπισμένη στά μαξιλά­ρια, μέ το πιό ωραίο ματινέ της καί μέ μιά σκούφια στό κε­φάλι, όλο κορδέλες. Μέ κάποια ντροπή γιά το αίσθημα της άνακούφισης πού ένιωθα, τηλεφώνησα στους φίλους της γιά νά ματαιώσω τή μικρή δεξίωση πού είχε όριστεί γιά τό βράδυ. "Ύστερα κατέβηκα στήν τραπεζαρία γιά τό γεύμα μου, μισή &ρα πρίν άπ' τό κανονικό. Περίμενα πώς θάβρίσκα άδεια τή σάλα, γιατί κανένας δέν έτρωγε πριν άπ' τήν κανονική ώρα. ΤΗταν άδεια, έκτός άπ' τό διπλανό μας τραπέζι. "Ημουν έντε­λώ ς άπροετοίμαστη γ ι' αύτή τή συνάντηση. Φανταζόμουν πώς θά είχε πάει στό Σόσπελ. Σίγουρα, είχε κατεβεί νά φάει νω-

29

Page 26: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ρίς μέ τήν έλπίδα νά μας άποφύγει. Είχα φτάσει ώς τή μέση της σάλας καί δέ μπορούσα πιά νά γυρίσω πίσω. Δέν τόν είχα ξαναδεί άπό τότε πού είχαμε χωρίσει τήν προηγούμενη μέρα στό άσανσέρ, γιατί είχε τή φρόνιμη σκέψη νά μή δειπνήσει χτές τό βράδυ στήν τραπεζαρία, γιά τόν ίδιο λόγο πού καί τώρα γευμάτιζε πιό νωρίς.

"Ενιωθα πώς δέν είχα τή δύναμη ν’ άντιμετωπίσω τήν κα­τάσταση. θάθελα νάμουν μεγαλύτερη, διαφορετική. Πήγα στό τραπέζι μας, κοιτάζοντας ίσια μπροστά μου, μά πλήρωσα σχεδόν άμέσως τήν άδεξιότητά μου, γιατί, κοτθώς ξεδίπλωνα τήν πετσέτα μου, άναποδογύρισα τό βάζο μέ τις άνεμώνες, και το νερό μούσκεψε τό τραπεζομάντηλο καί χύθηκε στά γόνατά μου. Τό γκαρσόνι ήταν στήν άλλη άκρη και δέν πήρε είδηση. Σ ' ένα δευτερόλεπτο, ό άντικρινός μου βρέθηκε πλάϊ μου μέ μιά στεγνή πετσέτα στό χέρι.

— Δέ μπορείτε νά καθήσετε σ' αύτό τό βρεμένο τραπεζο­μάντηλο, μού είπε άπότομα. θ ά σας κόψει τήν όρεξη. Σηκω­θείτε άπό κει.

"Αρχισε νά σκουπίζει το τραπεζομάντηλο, καί τό γκαρσόνι, πού πήρε Επιτέλους είδηση, έτρεξε νά τόν βοηθήσει.

— Δέ μέ νιάζει, είπα. Δέν έχει καμιά σημασία. Είμαι μόνη.Δέν άποκρίθηκε. Τό γκαρσόνι σήκωσε τό βάζο καί τά πε­

σμένα λουλούδια.—"Αφησέ το αύτό, είπε άξαφνα, καί βάλε ένα δεύτερο σερ­

βίτσιο στό δικό μου το τραπέζι. Ή δεσποινίς θά φάει μαζί μου.Σήκωσα σαστισμένη τό βλέμμα.—"Α, όχι, είπα, δέ μπορώ νά δεχτώ.— Γιατί ό χ ι ; είπε.Προσπάθησα νά βρω μιά δικαιολογία. Ή ξερα πώς δέν

ήθελε τή συντροφιά μου. Τόκοίνε μόνο άπό εύγένεια. θ ά τού χαλούσα τήν εύχαρίστηση τού φαγητού. Αποφάσισα νά πάρω θάρρος καί νά πώ τήν άλήθεια.

— Σάς παρακαλώ, είπα, μήν είστε τόσο εύγενικός. Είναι πολύ λεπτό άπό μέρους σας, μά θά βολευτώ μιά χαρά. Τό γκαρσόνι θά σκουπίσει τό τραπεζομάντηλο.

— Μά δέν τό κάνω άπό εύγένεια, έπέμεινε έκεϊνος. θ άθελα πολύ νά φάτε μαζί μου. Είχα σκοπό νά σάς προσκαλέσω, κι' άν άκόμα δέν είχατε άναποδογυρίσει τόσο άδέξια αύτό τό βάζο.

θ ά διάβασε, φαντάζομαι, τήν άμφιβολία στό πρόσωπό μου, γιατί χαμογέλασε :

— Δέ μέ πιστεύετε ; είπε. Δέν πειράζει. Ελάτε, καθηστε. Δέ θά μιλάμε ό ένας στόν άλλο παρά όταν 6ά νιώθουμε τι} διάθεση.

— 30 —

Page 27: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Καθήσαμε και μου έδωσε τόν κατάλογο νά διαλέξω. Ε ξα ­κολούθησε νά τρώει τά Ορεκτικά του, σά νά μήν είχε συμβεί τίποτα. Ή Ικανότητά του ν' α πομονώνεται είναι Ιδιαίτερα χαρακ'ίηριστική. "Ένιωθα πώς μπορούσε νά πάει όλο τό γεύμα έτσι, χωρίς νά μιλάμε, κι' όλα θάταν περίφημα. Δέ θάχαμε κείνο τό αίσθημα της στενοχώριας. Δέ θά μούκανε έρωτήσεις πάνω στήν ‘Ιστορία.

— Τί έπαθε ή φιλενάδα σας ; ρώτησε.Τού είπα γιά τή γρίπη.— Λυπούμαι πολύ, είπε.Κι' ύστερ' άπό ένα λεπτό σιωπής, πρόσθεσε :— Πήρατε τό σημείωμά μου, φαντάζομαι. Ντράπηκα πολύ’

γιά ό,τι έκαμα. 'Ήμουνα τόσο άπότομος. Ή μόνη μου δικαιο­λογία είναι πώς ζω μόνος κι' έχω ξεχάσει τούς καλούς τρό­πους. Γι' αύτό είναι πάρα πολύ εύγενικό άπό μέρους σας πού δεχτήκατε νά φάτε μαζί μου σήμερα.

— Δέ φερθήκατε άσχημα, είπα. Ή τουλάχιστον, όχι καί τόσο πού νά τό καταλάβει. "Έχει μιά περιέργεια ! Δέν έχει τήν πρόθεση νά προσβάλει, μά έτσι κάνει μ' όλο τόν κόσμο. Δηλαδή μ' όσους έχουν κάποια σημασία.

— Τότε θάπρεπε νά κολακευτώ, είπε. Πώς τής πέρασε όμως ή ιδέα πώς έχω κάποια σημασία ;

Δίστασα μιά στιγμή πρίν απαντήσω.—"Ισως έξ αιτίας τού Μάντερλέη, είπα.Δέν είπε λέξη, κι' ένιωσα πάλι έκείνο τό αίσθημα τής στε­

νοχώριας, σά νάχα μπει α' άπαγορευμένη περιοχή. 'Απορούσα γιά ποιό λόγο Εκείνο τό σπίτι, πού όλος ό κόσμος, κι' έγώ άκόμα, είχα άκούσει τή φήμη του, τόν έκανε πάντα νά σω­παίνει, σηκώνοντας ένα φραγμό άνάμεσα σ’ αύτόν καί στους άλλους. Τρώγαμε γιά λίγο σιωπηλά, κι' έγώ σκεπτόμουν μιά κάρτα πού είχα άγοράσει κάποτε άπό τό μαγαζί ένός χωριού, όταν είχα πάει, παιδί άκόμα, σέ μιά γιορτή στήν έξοχή. Ή ταν ή εικόνα ένός σπιτιού, χοντροκαμωμένη βέβαια καί μέ χρώ­ματα πολύ χτυπητά, μά όλ' αύτά δέ μπορούσαν νά καταστρέ­ψουν τή συμμετρία του κτιρίου, τά πλατιά πέτρινα σκαλοπά­τια μπροστά στήν ταράτσα, τις πράσινες πελούζες πού απλώ­νονταν ώς τή θάλασσα.

Πλήρωσα γιά κείνη τήν κάρτα δύό πένες,— τό μισό βδο­μαδιάτικο χαρτζιλίκι μου,— κι' ύστερα ρώτησα τή γριά τού μαγαζιού τί ήταν. Μέ κοίταξε παραξενεμένη γιά τήν άγνοια μου : « Είναι τό Μάντερλέη », είπε, καί θυμάμαι πώς βγήκα άπό τό μαγαζί σά διωγμένη, και διόλου σοψώτερη. "Ισως ή θύμηση έκείνης τής κάρτας, πού θάταν κρυμμένη άπό καιρό μέσα σέ κάποιο ξεχασμένο βιβλίο, νά μ' έκανε νά νιώθω αύτ.

— 31 —

Page 28: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τήν Λμυνα jco0 έδειχνε. ’Αντιπαθούσα τήν κ. Βάν Χόπερ, κι' όλους τούς όμοιους της, γιά τΙς (Αδιάκριτες Ερωτήσεις τους. Μπορεί τό Μάντερλέη νά είχε κάτι τό Απαραβίαστο, κάτ\ πού νά τό ξεχώριζε, καί πού δέ σήκωνε συζήτηση. Τήν έβλεπα μέ τή φαντασία μου νά τριγυρίζει στίς κάμαρές του, έχοντας ίσως πληρώσει έξη πένες είσιτήριο, καί νά σπάζει τήν ήσυχία μέ το διαπεραστικό κοφτό γέλιο της. θ ά κάναμε ίσως τΙς ίδιες σκέψεις, γιατί άρχισε άξαφνα νά μου μιλεί γ ι ' αύτήν :

—Ή φίλη σας, είπε, είναι πολύ μεγαλύτερή σας. "Εχετε καμιά συγγένεια ; Τήν ξέρετε άπό καιρό ;

Είδα πώς <έξακολουθούσε νά παραξενεύεται γ ιά τό σύν­δεσμό μας.

— Δεν πρόκειται άκριδώς γ ιά φίλη, του είπα. Είμαι στήν ύπηρεσία της. Μέ μαθαίνει νά γίνω demoiselle de compagnie, καί μου δίνει ένενήντα λίρες τό χρόνο.

—' Δέν ήξερα πώς τή συντροφιά μπορεί κανείς νά τήν αγο­ράσει, είπε. Τό βρίσκω πρωτόγονη Ιδέα. θυμίζει Ανατολίτικα σκλα ο οπάζαρα.

— Κοίταξα κάποτε αύτή τή λέξη στό λεξικό, είπα έγώ. Σημαίνει, λέει, «έπιστήθιος φίλος».

— Δέν έχετε τίποτα τό κοινό μοςζί της, είπε.Γέλασε, καί φαινόταν όλότελα διαφορετικός, πιό νέος,

λιγότερο κλειστός— Γιατί κάνετε αύτή τή δουλειά ; μέ ρώτησε.—Ένενήντα λίρες είναι γ ιά μένα μεγάλο ποσόν, είπα.— Δέν έχετε γονείς ;—"Οχι, έχουν πεθάνει.—"Εχετε ένα πολύ ώραίο κι’ άσυνήθιστο όνομα.“ Ό πατέρας μου ήταν ένας ωραίος κι' α συνήθιστος

«άνθρωπος.— Μιλήστε μου γ ι ' αύτόν, είπε.Τόν κοίταξα πάνω άπ' το ποτήρι τής λεμονάδας μου. Δέν

ήταν εύκολο νά δώσω τήν εΙκόνα του πατέρα μου, και δέ συ­νήθιζα νά μιλώ γ ι' αύτόν. ‘'Ηταν ό μυστικός θησαυρός μου, καί τόν φύλαγα μόνο γιά τόν έαυτό μου Ακριβώς όπως έκείνος τό Μάντερλέη. Δέν ήθελα καθόλου νά τόν παρουσιάσω έτσι στήν τύχη, πάνω άπό ένα τραπέζι, σέ μιά τραπεζαρία ξενοδοχείου.

Τό γεύμαε κείνο είχε κάτι τό Απίθανο, και τό θυμάμαι μέ μιά παρόοξενη γοητεία. ’Εγώ, πού πρίν από εικοσιτέσσερις ώρες καθόμουν στό ίδιο μέρος μέ τήν κ. Βάν Χόπερ, μαθήτρία σχεδόν άκόμα, δειλή, σιωπηλή, ύποταχτική, ξεδίπλωνα τώρα τήν οικογενειακή μου Ιστορία, πού ήταν ώς τότε ή μυ­στική μου περιοχή, και τή μοιραζόμουν μ' Ινκχν άγνωστον

— 32 —

Page 29: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

άντρα. Δέν ξέρω γιατί, αισθανόμουν τή διάθεση νά μιλήσω. "Ισως γιατί τά μάτια του μέ παρακολουθούσαν μέ τήν ίδια συμπάθεια, σάν τόν "Αγνωστον "Αρχοντα του παλιού πορ­τραίτου.

Ή δειλία μου εϊχε χαθεί, ή δισταχτική γλώσσα μου είχε λυθεί. Τά φανέρωνα όλα, τά μικρά μυστικά τής παιδιάτικης ήλικίας μου, τις χαρές και τις πίκρες. Μου φαινόταν πώς μέσα άπό τά φτωχά λόγια μου καταλάβαινε κάτι άπ' τήν παλλόμενη προσωπικότητα τού πατέρα μου, κι’ άπ' τήν άγάπη πού ή μη­τέρα μου του είχε, μιάν άγάπη πού ήταν γι' αύτήν κάτι το ζω­τικό, τέτοια δύναμη ζωής, με μιά τέτοια θεϊκή σπίθα μέσα της, πού, όταν έκείνος πέθανε άπό μιά πνευμονία το φοβερό έκείνο χειμώνα, τόν α κολούθησε στον τάφο πριν άκόμα σαραντίσει. Θυμάμαι πώς σώπασα μιά στιγμή, μέ κάπως κομμένη τήν ανάσα, καί σά χαμένη. Ή αίθουσα ήταν τώρα γεμάτη κόσμο πού φλυαρούσε και γελούσε άνάμεσα στούς ήχους τής όρχήστρας και τούς χτύπους των πιατικών, καί, κοιτάζοντας το ρολόι πάνω άπό τήν πόρτα, είδα πώς ήταν δυο ή ώρα. Καθόμαστε μιάμιση ώρα έκεί και μιλούσα μονάχα έγώ.

Ξαναβρέθηκα μέσα στήν πραγματικότητα με τά χέρια φλογισμένα και το πρόσωπο ξαναμμένο καί, νηφάλια πιά, άρ­χισα νά του ζητώ συγγνώμη, τραυλίζοντας. Δέ θέλησε νά μ' άκουσει :

— Σάς είπα πρωτύτερα πώς εχετε ένα ώραίο και άσυνήθιστο όνομα, είπε. θ ά προσθέσω τώρα, αν τό επιτρέπετε, πώς σάς πηγαίνει το ίδιο ώραία, όπως και στον πατέρα σας. Αύτή ή ώρα πού πέρασα μαζί σας, μουδωσε τόση εύχαρίστηση, πού είχα καιρό νά τή νιώσω. Μέ βγάλατε άπό τόν έαυτό μου, τή μόνωσή μου, τήν αύτοανάλυση πού τώρα κι' ένα χρόνο είναι ό κακός μου ό δαίμονας.

Τόν κοίταξα και κατάλαβα πώς μούλεγε τήν άλήθεια. Το ύφος του ήταν λιγότερο κλειστό. "Εμοιαζε πιο σύγχρονος, πιό Ανθρώπινος, δέν ήταν πιά τυλιγμένος μές τούς ίσκιους.

— Ξέρετε, είπε. Εμείς οί δύό έχουμε κάτι το κοινό. Είμαστε τό ϊδιο μόνοι στον κόσμο. "Ω, έχω βέβαια, μιάν αδερφή, μ' όλο πού βλεπόμαστε τόσο λίγο, και μιά γριά γιαγιά, πού πάω τα­χτικά και τή βλέπω τρεις φορές το χρόνο. Μά ούτε ή μιά ούτε ή άλλη είναι γιά μένα συντροφιά. Πρέπει νά συγχαρώ τήν κυ­ρία Βάν Χόπερ. Είστε πάρα πολύ συγκαταβατική μέ ένενήντα λίρες τό χρόνο.

— Ξεχνάτε, είπα, πώς έσείςε χετε σπίτι, κι’ έγώ δέν έχω.Μετάνιωσα άμέσως γι' αύτά μου τά λόγια, γιατί φάνηκε

πάλι στά μάτια του έ κείνη ή Ανεξιχνίαστη μυστική έκφραση, κι' ένιωσα πάλι τήν ανυπόφορη στενοχώρια πού πλημμυρίζει

3 Ρββέκκα— 33 —

Page 30: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τόν άνθρωπο ύστερ' άπό μιάν άδιακρισία. "Εσκυψε το κεφάλι γ ιά ν' άνάψει ίνα" τσιγάρο, καί δέν άπάντησε άμέσως.

—"Ενα άδειανό σπίτι μπορεί νάναι τό ίδιο έρη μο όσο κι' ένα γεμάτο ξενοδοχείο, είπε τέλος. Τό κακό είναι μόνο πώς δέν είναι τόσο άπρόσωπο.

Δίστασε, καί γιά μιά στιγμή «νόμισα πώς θά μιλούσε έπιτέλους γιά τό Μάντερλέη, μά κάτι τόν κράτησε' κάποια φοβία πού πάλευε πάνω πάνω στή σκέψη του καί πού νίκησε στό τέλος, γιατί έσβυσε το τσιγάρο του καί μαζί καί τή λάμψη τήςε μπιστοσύνης πού είχε φανεί στή ματιά του.

— Λοιπόν ή έπιστήθια φίλη, έχει άδεια ; είπε ήρεμα πάλι, δίνοντας έναν τόνο άπλής οικειότητας στή συντροφιά μας. Καί πώς σκέπτεται νά τή διαθέσει;

Συλλογίστηκα τήν πλακόστρωτη πλατεία του Μονακό καί τό σπίτι μέ τό στενό παράθυρο, θ ά μπορούσα νάμαι έκεί στις τρεις μέ τό καρνέ των σκίτσων μου, και του τοπα, λίγο ντροπα­λά Ισως, όπως μιλούν γ ιά τήν α δυναμία τους όσοι δέν έχσυ’ν ταλέντο.

— θ ά σάς πάω μέ τό αύτοκίνητό μου, είπε χωρίς ν' άκούσει τις διαμαρτυρίες μου.

θυμήθηκα τήν παρατήρηση πού μού είχε κάμει τό προη­γούμενο βράδυ ή κ. Βάν Χόπερ, πώς τόχα παρακάνει, και στε­νοχωρήθηκα, γιατί φοβήθηκα μή νομίσει πώς ή κουβέντα μου γιά τό Μονακό ήταν ένα τέχνασμα γ ιά νά μέ πάρει μέ τ ' αύτοκίνητο ό ίδιος. Αύτό θύμιζε τόσο χτυπητά ό,τι έκανε έκείνη, κι' έγώ δέν έννοουσα μέ κανένα τρόπο νά μάς βάλει στήν ίδια μοίρα. Είχα άρχισε ι ν' άνεβαίνω στήν έκτίμηση τού κόσμου, ύστερ' άπ' αύτό τό γεύμα μαζί του, γιατί, καθώς σηκωθή­καμε άπό το τραπέζι, ό μαιτρ ντ' ότέλ έτρεξε νά τραβήξει τήν καρέκλα μου. 'Υποκλίθηκε χαμογελώντας, — τί ριζική άλλαγή ύστερ' άπό τήν πρώτη του άδιαφορία, — σήκωσε τό μαντήλι μου ποΰχε πέσει στό πάτωμα, και μούπε : «Ελπίζω πώς ή δε­σποινίς έμεινε εύχαριστημένη άπό τό γεύμα τη,ς ». ’Ακόμα καί τό παιδί πού στεκόταν στήν περιστροφική πόρτα μέ κοίταξε μέ σεβασμό. Ό σύντροφός μου, (βέβαια, τά δεχόταν δλ’ αύτά σάν κάτι φυσικό. Δέν είχε Ιδέα γ ιά τό χτεσινό χοντροκομμένο ζαμπόν. Ή άλλαγή αύτή μ' ένοχλουσε, μ' έκανε νά συχαίνομαι τόν έαυτό μου. θυμήθηκα τόν πατέρα μου καί τήν περιφρόνησή του γιά κάθε σνομπισμό.

— Τί σκέπτεστε ;Πηγαίναμε πρός τό σαλόνι. Σήκωσα τό βλέμμα μου, κι'

είδα πώς τά μάτια του ήταν καρφωμένα άπάνω μου μέ περι­έργεια.

— Σας ένόχλησε τίποτα ; ρώτησε.

— 34 —

Page 31: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ΟΙ περιποιήσεις τού μαιτρ ντ' ότέλ ξύπνησαν μέσα μου διάφορες σκέψεις, καί, καθώς παίρναμε τόν καφέ μας, του μίλησα γιά τήν Μπλαίζ, τή ράφτρα. Είχε τόσο πολύ εύχαριστηΘεί πού ή κ. Βαν Χόπερ είχε άγοράσει τρία φορέματα, και κα­θώς τή συνόδευα στο άσανσέρ, είχα πλάσει μέ τή φαντασία μου μιάν εικόνα. Τήν είδα νά δουλεύει μέσα στό μικρό της έργαστήριο, πίσω άπό τό Αποπνιχτικό μαγαζί, μ' ένα φυματικό παιδί, πούσβυνε πάνω σ' ένα ντιβάνι. Τήν έβλεπα νά τραβά τή βελόνα μέ τά μάτια γεμάτα κούραση, μέ το πάτωμα γύρω της όλο κουρέλια.

— Λοιπόν, είπε χαμογελώντας, ήταν πιστή ή εικόνα σας ;— Δέν ξέρω, είπα, ποτέ μου δέν τόμαθα. Καί τού διηγήθη­

κα πώς, καθώς χτυπούσα τό κουδούνι γιά νάρθει τό άσανσέρ, έβγαλε άπό τήν τσέπη της καί μοΰδωσε ένα χαρτονόμισμα τών έκατό φράγκων : «Μιά μικρή προμήθεια» μου ψιθύρισε μ' ένα ύφος οικείο καί δυσάρεστο, « γιατί φέρατε τήν κυρία στό κατάστημά μου». ‘Όταν α ρνήθηκα, κατακόκκινη άπ' τήν τα­ραχή, κούνησε τούς ώμους της πειραγμένα : «"Όπως θέλετε, μά έτσι είναι, ξέρετε, ή συνήθεια. Μήπως θά προτιμούσατε ένα φόρεμα ; Ελάτε μιά μέρα στό μαγαζί, χωρίς τήν κυρία, και θά σάς δώσω ένα χωρίς νά πληρώσετε ». Δέν ξέρω γιατί, έκείνη τήν ώρα ένιωσα κάτι το πικρό κι' α ηδιαστικό, σάν έκείνο τό αίσθημα πού δοκίμαζα στά παιδικά μου χρόνια, όταν τύ­χαινε νά ξεφυλλίσω κανένα Απαγορευμένο βιβλίο. Ή είκόνα τού φυματικού παιδιού έσβυσε στή σκέψη μου, κι' είδα στή θέση του τόν έαυτό μου, όπως θά ήμουν αν είχα δεχτεί έκείνα τά έκατό φράγκα μ' ένα συνεννοημένο χαμόγελο, ή αν το Ελεύ­θερο κχύτό ΑπόγεμΑ μου χωνόμουν κρυφά μέσα στό μαγαζί της γιά νά βγω ύστερα μ’ ένα καινούργιο φόρεμα πού δέ θά τόχα πληρώσει.

Περίμενα πώς θά γελούσε. Ή ταν μιά Ιστορία τόσο κουτή, πού δέν ήξερα κι' έγώ γιατί τού τήν είχα πει. Μά έκείνος μέ κοίταξε συλλογισμένος, Ανακατεύοντας τόν καφέ του.

— Νομίζω πώς κάματε μεγάλο λάθος, είπε σέ λίγο.— Πού Αρνήθηκα αύτά τά έκατό φράγκα ; ρώτησα άγα

ναχτισμένη.—"Οχι, γιά τό θεό ! Γιά ποιόν μέ παίρνετε ; Νομίζω πώς

κάματε λάθος πού ήρθατε έδώ καί συνδέσατε τή ζωή σας μέ τή ζωή τής κυρίας Βάν Χόπερ. Δέν είστε καμωμένη γι' αύτή τή δουλειά. Είστε πάρα πολύ νέα και πάρα πολύ ευαίσθητη. Ή Μπλαίζ κι' ή προμήθεια πού σάς πρόσφερε δέν έχουν ση­μασία. Είναι τό πρώτο Από ένα πλήθος παρόμοια έπεισόδια πού θά σάς συμβούν μ' ένα σωρό Αλλες Μπλαίζ. Καί ΘΑστε αναγκασμένη, ή νά ύποκύψετε, καί νά γίνετε καί σεις μιά

— 35 —

Page 32: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Μπλαίζ, ή νά μείνετε όπως είστε, καί νά τσακιστείτε. Ποιός σάς πρωτόβαλε αύτή τήν Ιδέα ;

Μού φάνηκε τόσο φυσικό νά μού κάνει έκείνος αύτή τήν έρώτηση. Δέ μέ πείραξε καθόλου. Σά νά γνωριζόμαστε άπό καιρό και νά ξανασυναντηθήκαμε τώρα, ύστερ' άπό πολύχρονο χωρισμό.

— Σκεφτήκατε ποτέ το μέλλον, με ρώτησε, καί που θά πάει μιά τέτοια ζωή ; 'Α ς υποθέσουμε πώς ή κυρία Βάν Χό-περ βαριέται μιά μέρα την «έπιστήθια φίλη» της. Τί θ' άπογίνετε τότε ;

Χαμογέλασα, λέγοντάς του πώς δέ σκοτιζόμουνα καί πολύ. θ ά βρίσκονταν άλλες κυρίες Βάν Χόπερ "Ημουν νέα, μέ δύ­ναμη και αισιοδοξία. Μά, καθώς τάλεγα αύτά, θυμόμουν τις άγγελίες πού βλέπει κανείς συχνά στά περιοδικά τού καλού κόσμου, όπου διάφορες φιλανθρωπικές έταιρίες ζητούν βοήθεια γιά νέες γυναίκες πού δυστυχούν. Συλλογίστηκα τά άσυλα ιτού άπαντοΰν στις άγγελίες καί δίνουν προσωρινή στέγη. ‘Ύ­στερα φαντάστηκα τόν έαυτό μου μ' ένα άχρηστο καρνέ ζω­γραφικής στό χέρι, χωρίς κανενός είδους προσόντα, νά δίνει δειλά άπαντήσείς σ'· αύόττηρούς έργοδότες. "Ισως νάπρεπε νάχα δεχτεί το δέκα τά έκατό πού μού πρόσφερε ή Μπλαίζ.

— Πόσων χρονών είστε ; μέ ρώτησε.'Όταν τού είπα, γέλασε καί σηκώθηκε άπό τήν καρέκλα

του.— Τήν ξέρω καλά αύτή τήν ήλικία, είπε' είναι εξαιρετικά

πεισματάρικη. Χίλιοι διάβολοι δέ θά κατάφερναν νά σάς κά­μουν νά φοβηθείτε τό μέλλον. Κρίμα πού δέ μπορούμε ν' αλ­λάξουμε. Πηγαίνετε τώρα νά φορέσετε το καπέλο σας. Πάω νά φέρω το αύτοκίνητο.

Καθώς μέ συνόδευε ως το άσανσέρ, συλλογιζόμουν τή χτεσινή μέρα, τή φλυαρία της κ. Βάν Χόπερ καί τήν ψυχρή του εύγένεια. Τόν είχα παρεξηγήσει. Δέν ήταν ούτε σκληρός, ούτε σαρκαστής. Είχε γίνει κιόλας ό παλιός μου φίλος, ό αδερ­φός πού ποτέ μου δέν είχα. "Ημουν πολύ εύχαριστημένη εκεί­νο τό άπόγεμα, τό θυμάμαι καλά. θυμάμαι τόν ουρανό όπου κυμάτιζαν άσπρα σύννεφα, καί τήν άφρισμένη θάλασσα. "Εχω τιάλι στό πρόσωπό μου τήν αίσθηση του άνέμου κι' άκεύω τό γέλιο μου καί το γέλιο του, άντίλαλο στό δικό μου. Τό Μόντε Κάρλο, δεν ήταν έκείνο πού ήξερα. Ποτέ δέν το είχα δει τόσο γοητευτικό. "Ισως νά τόβλεπα πρίν μέ θολά μάτια. Το λιμάνι χόρευε μαζί μέ τά καραβάκια του πούμοιαζαν χάρτινα, κι' οί ναύτες χαμογελούσαν, χαρούμενοι σάν τόν άνεμο. Περά­σαμε δίπλα άπό τό γιώτ, πού το άγαπούσε ή κ. Βάν Χόπερ γιατί ό Ιδιοκτήτης του ήταν δούκας, χτυπήσαμε τά δάχτυλά

— 36 -

Page 33: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μας στους γυαλιστερούς μπρούντζους του, κοιταχτήκαμε στά μάτια, και γελάσαμε, θυμάμαι, σά νά τό φορώ κι' αύτή τή στιγμή, το άνετο κακοραμμένο φανελένιο ταγιέρ μου, πού f| φούστα του ήταν πιό ξέθωρη άπ' τή ζακέτα, γιατί τήν είχα φο­ρέσει περισσότερο. Το άσή μαντό καπέλο μου μέ τά πολύ πλα­τιά μπορ, και τά σπορ παπούτσια μου, πού έδεναν μ' ένα άπλό κορδόνι. "Ενα ζευγάρι μακριά γάντια, σφιγμένα σ' ένα άπεριποίητο χέρι. Ποτέ μου δέν είχα πιό νεανική Εμφάνιση, και ποτέ μου δεν είχα νιώσει πιό ώριμο τόν έαυτό μου. 'Η κ. Βάν Χόπερ κι' ή γρίπη της είχαν χαθεί άπ' τή μνήμη μου. Το μπριτζ, τα κοκτέιλ είχαν πιά ξεχαστεί, καί μαζί τους καί ή ταπεινή μου θέση.

"Ημουν κάποιο σημαντικό πρόσωπο κι' έγώ τώρα, είχα επιτέλους μεγαλώσει. 'Εκείνο τό κοριτσόπουλο, το χιλιοβασανισμένο άπ' τή δειλία, πού στεκόταν έξω άπό τήν πόρτα του σαλονιού, στριφογυρίζοντας ένα μαντηλάκι στά χέρια, ενώ άπό μέσα έρχόταν ή Εκνευριστική φλυαρία τών καλεσμένων, είχε φύγει μακριά εκείνο τ' απόγεμα με τά φτερά τού άνεμου. Ή ταν ένα φτωχό πλάσμα πού τό σκεφτόμουν μέ περιφρόνηση' αν το σκεπτόμουν κιόλα καθόλου.

Ό άγέρας ήταν πολύ δυνατός καί δέ μ' άφηνε νά σχεδιά­σω' φυσούσε όρμητικά καί χαρούμενα γύρω άπό κείνη τή γω­νιά τής πλακόστρωτης πλατείας. Γυρίσαμε λοιπόν στό αύτοκίνητο καί τραβήξαμε δεν ξέρω γιά που. Ό μακρύς δρόμος σκαρφάλωνε στούς λόφους καί το αύτοκίνητο άνέβαινε μαζί του στά ύψη, γράφοντας κύκλους, σάν πουλί στον άέρα. Τί διαφορετικό πού ήταν τ1' αμάξι του άπό κείνο πού ή κ. Βάν Χόπερ είχε νοικιάσει γιά τή σαιζόν, ένίχ παλαιικό τετράγωνο Νταϊμλερ πού μάς πήγαινε τά ήσυχα Απογέματα στή Μεντόν κι' έγώ, καθισμένη μέ τή ράχη στο σωφέρ, ξελαιμιζόμουν γ ιά νά κοιτάξω έξω. Τ' αύτοκίνητο τούτο, συλλογιζόμουνα, είχε τά φτερά τού Έρμη. 'Ανεβαίναμε όλο καί ψηλότερα, μ’ Επι­κίνδυνη γρηγοράδα, μά ό κίνδυνος μ' άρεσε γιατί ήταν κάτι καινούργιο γιά μένα, γιατί ήμουνα νέα.

Γελούσα δυνατά, θυμάμαι, κι' ό άγέρας έπαιρνε το γέλιο μου καί το σκόρπιζε πέρα μακριά. Μά, σά γύρισα καί τόν κοίταξα, είδα πώς έκείνος δέ γελούσε. Ή ταν πάλι άπομονωμένος και σιωπηλός Είχε ξαναγίνει ό χτεσινός άνθρωπος, ό τυλιγμένος στό μυστικόν έαυτό του.

Πρόσεξα άκόμα πώς τό αύτοκίνητο δέν άνέβαινε πιά. Εί­χαμε φτάσει στην κορφή. ‘Ο δρόμος πού είχαμε περάσει Απλω­νότανε κάτω, άπόκρημνος και βαθουλός.

Σταμάτησε τό αύτοκίνητο, κι' είδα πώς άπ' το τέρμα του δρόμου Αρχιζε μιά βουνοπλαγιά κάθετη σχεδόν, πού έπεφτε

— 37

Page 34: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

καί χανόταν μές στό κενό, ένας γκρεμός διακόσια πόδια βάθος. Βγήκαμε άπό τ' α μάξι καί σταθήκαμε κοιτάζοντας τό γκρεμό. Αύτό μέ ξανάφερε έπιτέλοϋς στόν έαυτό μου, κι' είδα πώς δέ μάς χώριζε άπό τό γκρεμό παρά μιά μικρή άπόσταση, όσο τό μισό αύτοκίνητο. Ή θάλασσα Απλωνόταν στόν όρίζοντα σά ζαρωμένος χάρτης κι’ έγλυφε τήν κοφτή γραμμή τής Ακρογια­λιάς, καί τά σπίτια έμοιαζαν μ' άσπρα κοχύλια σέ θολωτή σπηλιά, πού τήν τρυπούσε, έδώ κι' έκεί ένας μεγάλος πορτοκαλόχρωμος ήλιος. ‘Έ να Αλλιώτικο φως έλουζε το λόφο μας κι' ή σιωπή τόκανε ακόμα πιό σκληρό καί πιό αύστηρό. ΚΑτι είχε αλλάξει τ' α πόγεμΑ μας, ή Ανάλαφρη χΑρη του είχε χαθεί. Ό άνεμος έπεσε κι' άρχισε άξαφνα ψύχρα.

"Οταν μίλησα, ή φωνή μου ήταν πολύ τυπική, ή κουτή νευ­ρική φωνή τού Ανθρώπου πού έχει χΑσει τήν άνεσή του :

— Τό ξέρετε αύτό τό μέρος ; είπα. 'Έχετε ξανάρθει;Έσκυψε καί μέ κοίταξε, σά νά μή μέ γνώριζε, και κατάλα­

βα με κάποια άνησυχία πώς μέ είχε όλότελα ξεχάσει, Από ώρα ' πολλή ίσως, και πώς κι' ό ίδιος ήταν τόσο χαμένος στό λαβύ­ρινθο των ανήσυχων στοχασμών του, που δέ θυμόταν τήν ύπαρ­ξή μου. Ηταν στήν όψη σάν υπνοβάτης, καί, σάν άστραπή, πέ­ρασε άπό τό νοΰ μου ή φοβερή σκέψη πώς ίσως νά μήν ήταν στά καλά του. Είχα άκούσει γ ιά μερικούς Ανθρώπους πού πέ­φτουν σέ στιγμιαίες εκστάσεις, πού ύπακοΰνε σέ παράξενους, Α­κατανόητους γιά μάς νόμους, πού άκολουθούν τις Ακαθόριστες προσταγές τού ύποσυνειδήτου. "Ισως νάταν άπ' αύτούς τούς άνθρώπους, κι' ήμαστε μόνο έξη πόδια μακριά Απ' το ΘΑνατο.

— Είναι ΑργΑ, νά γυρίσουμε ; είπα, κι' ό ξένιαστος τόνος τής φωνής μου και τ' α νΑλαφρο μΑταιο χαμόγελό μου δύ­σκολα θά ξεγελούσαν α κόμα κι' ένα παι£ί.

ΦυσικΑ, τόν είχα Αδικήσει, δέν είχε καμιά Ανωμαλία, γ ια ­τί, όταν μίλησα αύτή τή δεύτερη ψορΑ, βγήκε α πό τ' όνειρό του κι’ άρχισε νά μού ζητάει συγγνώμη. Είχα γίνει κατάχλωμη, φαίνεται, και τόχε προσέξει.

— Είμαι Ασυγχώρητος γ ι’ αύτό πού έκαμα, είπε, καί, παίρ­νοντάς με άπό το χέρι, μ' έφερε στό αύτοκίνητο.

Μπήκαμε μέσα κι' έκλεισε τήν πόρτα μέ θόρυβο.— Μή φοβάστε, ή στροφή είναι πολύ πιό άκίνδυνη άπ' ό,τι

φαίνεται, είπε.Κι' ένώ έγώ, ζαλισμένη και τρομαγμένη, πιανόμουν και μέ

τά δύό χέρια άπό τό κάθισμά μου, αύτός μανουβράριζε το αύ­τοκίνητο ήσυχα, πολύ ήσυχα, γ ιά νά ξαναπάρει τό δύσκολο κα­τήφορο.

—Έ χ ετε ξανάρθει λοιπόν έδώ ; τού είπα μέ κάποιο ξαλά­φρωμα, καθώς τό οεύτοκίνητο γλιστρούσε στό φιδωτό μονοπάτι.

— 38 —

Page 35: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— ιΓίαί, είπε ύστερ’ από λίγο, μα είναι πολλά χρόνια. ’Ήθε­λα να δω άν έχει τίποτε αλλάζει.— Κι' άλλαξε ; ρώτησα.—’Όχι, είπε, δέν άλλαξε τίποτα.’Αναρωτιόμουν τί ναταν έκείνο που τόν έκαμε να γυρίσει έτσι στά περασμένα, μ' έμένα πλάι του που δέ μπορούσα να συμμεριστώ τη διάθεσή του. Ποιο χάσμα χρόνου τόν χώριζε άπό κείνη τήν εποχή, ποιές σκέψεις και ποιά περιστατικά, ποιά άλλιώτικη Ιδιοσυγκρασία ; Δέν ήθελα νά μάθω, προτιμούσα νά μήν είχα έρθει.Κατεβαίναμε το φιδωτό δρόμο, χωρίς εμπόδια, σιωπηλοί, ένώ μιά μακριά σειρά σύννεφα σκέπαζε τόν ήλιο πού πήγαινε νά βασιλέψει, κι’ ό άέρας ήταν κρύος και καθαρός. ’Άξαφνα, άρχισε νά μιλά γιά τό Μάντερλέη. Δέ μου μίλησε γιά τή ζωή του 'εκεί, δέ μουπε λέξη γιά τόν έ<χυτό του, μά μου περίγραψε το ήλιοβασίλεμα τ" άνοιξιάτικα δειλινά, και τις άνταύγειες πού άφηνε στις πλαγιές. Ή θάλασσα έμοιαζε σάν πλάκα άπό σχιστόλιθο, κρύα άκόμα άπ' το μακρύ χειμώνα, κι' άπ' τήν ταράτσα μπορούσε κανένας ν’ άκούει τά κύματά της νά σκά­ζουν στήν άκτή του μικρού κόρφου.Τ' ασφοδέλια κυμάτιζαν άνθισμένα στή βραδινή αύρα, χρυσά κεφάλια πάνω σε λεπτά κοτσάνια, κι' όσα και νάκοβες, ποτέ δέν άραίωναν, γιατί ήταν πυκνά φυτρωμένα, σά στρατός, το ένα πλάϊ στο άλλο. Σ’ ένα παρτέρι, κάτω άπ9 τις πελούζες, ήταν κρόκοι, χρυσοί, ρόδινοι και μενεξεδένιοι, μά αύτή τήν έποχή δέν ήταν στις δόξες τους, γιατί άρχιζαν νά μαραίνονται και νά γέρνουν σά χλωμοί πανσέδες. Το μαρτολούλουδο ήταν πιό παρακατιανό : ένα συνηθισμένο, εύχάριστο πλασματάκι, πού φύτρωνε σέ κάθε σχισμάδα σάν αγριόχορτο. Ηταν νωρίς άκόμα γιά τις γαλάζιες καμπανέλες. Τά κεφαλάκια τους ήταν κλεισμένα άκόμα μέσα στά φύλλα τής περασμένης χρονιάς, μά όταν άνοιγαν άργότερα, βάζοντας σ’ άφάνεια τΙς ταπεινές βιολέτες, έπνιγαν άκόμα και τΙς φτελιές του δάσους, καί, μέ τό χρώμα τους, προκαλούσαν τόν ούροενό.Ποτέ δέν τΙς ήθελε μέσα στό σπίτι, είπε. Νερούλιαζαν καί ξεθώριαζαν στά βάζα, κι' αν ήθελες νά τΙς δεις στις καλές τους στιγμές, θάπρεπε νά μπεις καταμεσήμερο στό δάσος, ό­ταν πέφτει κατακόρυφα το φώς του ήλιου. "Επαιρναν μιά κα­πνισμένη, σχεδόν πικρή μυρουδιά, λές κι' είχε μπει στό κορμί τους άγριος δυνατός χυμός. "Οσοι μαζεύουν γαλάζιες καμπα­νέλες άπό τά δάση, είναι βάρβαροι. Αύτός τδχε άποτγορέψει στό Μάντερλέη. Πολλές φορές πηγαίνοντας μέ τό αύτοκίνητο, είχε συναντήσει άνθρώπους στο ποδήλατο, μέ πελώρια μάτσα δεμένα στό τιμόνι, καί τά φτωχά λουλούδια έγερναν τά κεφα-— 39 —

Page 36: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

λΑκια τους μαραμένα, ένώ τ ' α φανισμένα φυτά τους Απόμεναν μελαγχολικά καί γυμνΑ.

ΤΑ μαρτολούλουδα δέν τα πείραζε καί πολύ. Μ’ όλο πού ήταν πλ Ασματα τού έλεύθερου κ Αμπού, είχαν κάποια κλίση στόν πολιτισμό και βολεύονταν καί χαμογελούσαν χωρίς κα­κία μέσα στα πήλινα βάζα στό παρΑθυρο ένός χωριατόσπιτου και βαστούσαν όλΑκερη βδομάδα, αν τούς έβαζες Αρκετό νε­ρό. Στό ΜΑντερλέη δέν έβαζαν ποτέ Αγριολούλουδα μέσα οτό σπίτι. Καλλιεργούσαν έπίτηδες Αλλα λουλούδια γ ι ' αύτό τό σκοπό, στόν περιφραγμένον ανθόκηπο. Τό τριανταφυλλο, έλεγε, είναι ένα 'πό τα λίγα λούλούδια πού φανταζουν περισσότερο όταν είναι κομμένα παρά πανω στα φυτά τους. Τα τριαντάφυλ­λα, σ' ένα βαζο στό σαλόνι, παίρνουν βαθύτερο χρώμα κι' εύωδια πού δέν έχουνε στο ύπαιθρο. Τα τριανταφυλλα στήν πλέρια τους άνθηση έχουν κατι το πρόχειρο, τό Ακαταστατο, το κοινό, σά γυναίκες μέ μαλλιά Ακαταστατα. Μέσα στό σπίτι γίνονται λεπτα, γεμΑτα μυστήριο. 'Έχουν όχτώ μήνες τό χρόνο τριαντα

φυλλα για τα βαζα, στό ΜΑντερλέη. Μέ ρώτησε αν μ' α ρέσει ή πασχαλια. Ηταν μια στήν άκρη τής πελούζας, πού ή μυρουδια της έμπαινε από το παραθυρο τής κρεβατοκαμαρας του. Ή Αδερφή του, πού ήταν μάλλον ένας ζωντανός και πρακτικός ανθρωπος, είχε συνήθως το παραπονο πώς έχουν στό Μάντερ­λέη πάρα πολλές μυρουδιές πού τή μεθούσαν. Αύτόν δέν τόν πείραζε. Ηταν το μονο μεθύσι πού Αγαπούσε. Ή πιό παλια του Αναμνηση ήταν κατι μεγαλα κλωνάρια πασχαλιά μέσα σέ ασπρα βαζα, πού γέμιζαν το σπίτι μ' ένα δυνατό νοσταλ­γικό Αρωμα.

Το μικρό μονοπατι τής κοιλαδας πού πήγαινε στή θαλασσα είχε από τήν α ριστερή του μεριά τούφες α ζαλέες, κι' όταν τό περνούσες τα δειλινά του Μαγιού, ό Αέρας είχε, θαρείς, πλημ­μυρίσει Από κείνα τα θαμνα. Μπορούσες να σκύψεις να μαζέ­ψεις ένα πεσμένο α νθοπέταλο, να το λιώσεις αναμεσα στα δ αχτυλα σου. "Ενα α πόσταγμα α πό χίλια α ρώματα, Αβασταχτο καί γλυκό, ΘΑμενε τότε μές στήν παλαμη σου. Μόνο από ένα πεσμένο και λιωμένο ανθοπέταλο. Κι' έβγαινες ύστερα α π’ αύ­τή τήν κοιλαδα, ζαλισμένος, μέ τό κεφΑλι βαρύ, κι' α ντίκριζες τ' ασπρα σκληρά βότσαλα τής α κτής, και τήν ήσυχη ΘΑλασσα. Παραξενη, κι' ίσως παρα πολύ Απότομη Αντίθεση. . .

Καθώς μιλούσε, τό αύτοκίνητο ανακατώθηκε μ' α λλα πολ­λά στό μεγαλο δρόμο, τό σούρουπο έπεσε χωρίς νά τό πάρω είδηση, καί βρεθήκαμε μέσα στήν κίνηση καί στά φώτα τού Μόντε Κάρλο. Ό θόρυβος τών αύτοκινήτων μούδινε στα νεύρα, τά φώτα ήταν παρα πολύ δυνατα, παρα πολύ κίτρινα. ‘Απότομη καί δυσΑρεστη Αλλαγή.

— 40 —

Page 37: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Σέ λίγο θα φτάναμε στό ξενοδοχείο. 'Έβαλα τό χέρι μου στή θήκη του ταμαξιού να πάρω τα γάντια μου. Τά δάχτυλά μου, μαζί μέ τά γάντια, έπιασαν ένα βιβλίο, πού τό μαλακό του δέσιμο έδειχνε πώς ήταν ποιητική συλλογή. "Έσκυψα νά διαβάσω τόν τίτλο, καθώς τό αύτοκίνητο προχωρούσε άργά. στήν είσοδο τού ξενοδοχείου.

— Μπορείτε νά το πάρετε νά τό διαβάσετε, ταν Θέλετε, είπε, κι' ή φωνή του ήταν τυπική κι' α διάφορη, τώρα πού ή διαδρομή είχε τελειώσει, κι' είχαμε γυρίσει πίσω, και το Μάντερλέη ήταν: Εκατοντάδες μίλια μακριά.

Εύχαριστήθηκα, κι' έσφιξα το βιβλίο μαζί με τά γάντια μου. "Ηθελα ναχω κάτι δικό του, τώρα πού είχε τελειώσει ή μέρα.

— Κατεβείτε, είπε, πρέπει νά πάω νά βάλω το άμάξι οτό γκαράζ. Δε θά σας δώ ταπόψε στήν τραπεζαρία, γιατί θά φάω έξω. Μά σάς ευχαριστώ γιά τή σημερινή μέρα.

'τανέβηκα μόνη τή σκάλα τού ξενοδοχείου με τή στενοχώ­ρια ένός παιδιού πού τελειώνει ή διασκέδασή του. Το ώραίο απόγεμα πού είχα περάσει μ' έκανε νά βρίσκω πληκτικές τις ώρες πού έμεναν, καί σκεπτόμουν πόσο α τέλειωτες θά μου φαίνονταν ως τήν ώρα τού ύπνου, καί πόσο α χαρο κι' α δειο θαταν το μοναχικό δείπνο μου. "Ομως, δεν ένιωθα τή δύναμη ν' α ντιμετωπίσω τις ζωηρές ερωτήσεις τής νοσοκόμας, ούτε τήν πιθανή τανάκριση τής κ. Βάν Χόπερ, κι' έτσι κάθησα στή γωνιά του σαλονιού, πίσω ταπό μιά κολώνα, καί παράγγειλα τσάι.

Το γκαρσόνι παρουσιάστηκε βαριεστημένο, και σά μ' εί­δε μόνη, βρήκε πώς δεν ήταν ανάγκη νά βιαστεί, καί, το κά­τω ' κάτω, ήταν Εκείνη ή νωχελική ώρα, λίγα λεπτά ύστερ' α π’ τις πεντέμιση, πού έχει τελειώσει το σερβίρισμα τού τσαγιού κι' ή ώρα τού πιοτού ταργεί τακόμα.

Μ’ ένα αίσθημα απομόνωσης, ταρκετά ταπογοητευμένη, έγει­ρα στήν πολυθρόνα μου καί πήρα το βιβλίο με τά ποιήματα. Ήταν πολύ μεταχειρισμένο, με δαχτυλιές στά φύλλα του, κι' α νοιγε μόνο του σέ μιά σελίδα, πού φαίνεται πώς θά τή διάβαζαν συχνά...

Είχα τήν Εντύπωση πώς κοιτούσα μέσ' α π' τήν κλειδαρό­τρυπα μιας κλεισμένης πόρτας, κι' α φησα α μΕσως κάτω τό βιβλίο. Ποιος δαίμονας τόν έσπρωχνε κείνο το απόγεμα στήν κορφή του λόφου. Συλλογίστηκα το αύτοκίνητο του, τρία βή­ματα δίπλα σ' ένα γκρεμό διακόσια πόδια βάθος, κι' Εκείνη τήν άξεδιάλυτη έκφραση στό πρόσωπό του. Ποιά βήματα ν' αντηχούσαν στή σκέψη του, τί ψιθυρίσματα καί τί θύμησες ; Καί γ ατί, ταπ' όλα τά βιβλία μέ τά ποιήματα, κρατούσε αύτό-

— 41 —

Page 38: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μονάχα στη θήκη τού αύτοκινήτου του ; Θάθελα νά μήν ήταν τόσο κλειστός καί να μουν κι' έγώ, τελοσπάντων, ένα άλλιώτικο πλάσμα, κι' όχι έκείνο το κορίτσι μέ τό κακοραμμένο ταγιέρ και το φαρδύ μαθητικό καπέλο.

Το κατσουφιασμένο γκαρσόνι μούφερε το τσάϊ, καί, καθώς έτρωγα μιά φέτα ψωμί μέ βούτυρο, άνοστη σάν πριονίδι, σκε­πτόμουν τό μονοπάτιε κείνο τής Κοιλάδας πού μοΰχε περιγρά­ψει τό άπόγε μα, το άρωμα τής άζαλέας, και τ’ άσπρα βότσαλα τού κόρφου. "ταν τ ' άγαποΰσε τόσο πολύ όλ' αύτά, γιατί ζη­τούσε την κούφια ζωή τού Μόντε Κάρλο ; Είχε πει στήν κ. Βάν Χόπερ πώς δέν είχε κανένα σχέδιο, πώς είχε φύγει κά­πως βιαστικά. Κι’ έγώ τόν έβλεπα μέ τή φαντασία μου νά τρέχει σ’ έκείνο τό μονοπάτι τής Κοιλάδας, κυνηγημένος άπό το δαίμονά του.

Ξαναπήρα τό βιβλίο, κι' αύτή τή φορά, τό άνοιξα στή σε­λίδα του τίτλου και διάβασα τήν άφιέρωση : « Στόν Μαξ ή Ρεβέκκα, 17 Μαίου», μέ παράξενο λοξό γραφικό χαρακτήρα. Μιά σταγόνα μελάνι είχε λεκιάσει τήν αντικρινή άσπρη σε­λίδα, σά νάχε τινάξει άνυπόμονα το στυλό του όποιος έγραψε τήν άφιέρωση, γ ιά νά τρέξει περισσότερο μελάνι, κι' έτσι το όνομα Ρεβέκκα ήταν έντονα γραμμένο, μέ το ψηλό και γερτό κεφαλαίο Ρ του δυσανάλογα πιό μεγάλο άπό τά άλλα γράμ­ματα.

"Εκλεισα άπότο 'α το βιβλίο και τόβαλα κάτω άπό τά γάντια μου. "Υστερα άπλωσα το χέρι σ' ένα πλαϊνό κάθισμα, πήρα μιά παλιά «Ίλλουστρασιόν », κι’ άρχισα νά τήν ξεφυλ­λίζω. Είχε μερικές ώραίες φωτογραφίες πύργων τού Λουάρ κι' ένα σχετικό άρθρο. Τό διάβασα προσεχτικά, κοιτάζον­τας καί τΙς φωτογραφίες, μά όταν τέλειωσα, είδα πώς δέν είχα καταλάβει λέξη. Μέσα άπ' τήν τυπωμένη έκείνη σελίδα δε μέ κοιτούσε το Μπλουά μέ τούς λεπτούς πύργους του, άλλά το πρόσωπο τής κ. Βάν Χόπερ, όπως έρευνούσε χθές στήν τρα­πεζαρία, μέ τά μικρά γουρουνίσια μάτια της, το γειτονικό τραπέζι, μέ τό πηρούνι γεμάτο ραβιόλια μετέωρο στόν άέρα.

— Μιά φοβερή τραγωδία, έλεγε. ΟΙ έφη μερίδες είχαν γρά­ψει πάρα πολλά. Λένε πώς δέ μιλεί ποτέ γ ι ' αύτό, πώς δέν άναφέρει ποτέ τ' όνομά της. Πνίγηκε, ξέρεις, σ' ένα λιμανάκι, κοντά στό Μάντερλέη,..

Page 39: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

5Ε Ι Μ ΑΙ ΕΥΧΑΡ ΙΣΤΗΜΕΝΗ πού δέ μπορεί να ζήσει κα­

νείς δυο φορές τόν πυρετό τής πρώτης α γάπης. Γιατί είναι πυρετός, κι' είναι βαρύς, ό,τι καί να λένε οι ποιη­τές. Οι μέρες μας, όταν είμαστε είκοσιενός χρονών, δέν

είναι γενναίες. Είναι γεμάτες μικροδειλίες, βάσιμους μι­κρούς φόβους, καί τσακίζεται κανείς τόσο εύκολα, πληγώνεται τόσο γρήγορα, πέφτει μέ την πρώτη σκληρή λέξη. Σήμερα, σκεπασμένοι μέ τήν εύχάριστη πανοπλία τής ώριμότητας πού κοντεύει ναρθει, αισθανόμαστε βέβαια τ' α σήμαντα μικροχτυπήματα τής ζωής, μά πολύ άνάλαφρα, καί τά ξεχνούμε α μέ­σως. Μά τότε, πώς στριφογύριζε στή σκέψη μας κι' ή πιό ταμέριμνη λέξη καί χαραζόταν μέ φλογερά γράμματα, πώς ένα βλέμμα πάνω άπ' τόν ώμο γινόταν σύμβολο αιώνιο ! Τό τριπλό λάλημα τού πετεινού, διαλαλούσε μιάν άρνηση, κάθε ψέμα έμοιαζε μέ το φιλί τού 'Ιούδα. Το νεανικό μυαλό λέει μ' ήσυχη συνείδηση καί χαρούμενη καρδιά τό ψέμα, μά κεί­νες τις μέρες, κι’ ή παραμικρή άπάτη έκοβε τή λαλιά και βύ­θιζε τήν ψυχή στις φλόγες τού μαρτυρίου.

— Τί έκανες σήμερα τό πρωί ;θαρώ πώς τήν α κούω καί τώρα άκόμα, νά μέ ρωτά α­

κουμπισμένη στά μαξιλάρια μέ τήν εύερέθιστη διάθεση τού ταρρώστου πού δέν ύποφέρει πραγματικά καί μένει πάρα πολύ στό κρεβάτι, καί, καθώς έπαιρνα άπό τό συρτάρι τού κομο­δίνου τήν τράπουλα, ένιωσα τό ξάναμμα τής ένοχής ν' α πλώ­νεται στό λαιμό μου.

-'Έπαιζα τένις μέ τόν καθηγητή, είπα, καί τήν ίδια Εκείνη στιγμή τό ψέμα μου μούφερε πανικό, γιατί ποιά θαταν ή θέση μου άν ό καθηγητής έρχόταν τό ίδιο έκείνο απόγεμα νά της κάμει παράπονα πώς, μέρες τώρα, παραμελούσα το μάθημά μου ;

43 —

Page 40: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Τό κακό είναι πώς, τώρα πού είμαι στό κρεβάτι, δέν έχεις τί να κάμεις, είπε ζουλώντας τό τσιγάρο της μέσα σ' ένα βαζάκι κρέμας τού προσώπου, καί, παίρνοντας στά χέρια της τά χαρτιά, τ ' άνακάτεψε μέ τή νευρικότητα παλιού παίκτη, τ&κοψε στά τρία καί τά χτύπησε στό τραπέζι.

— Δέν ξέρω τί κάνεις όλη τήν ήμέρα, είπε. Ποτέ δέν έχεις ένα σχέδιο νά μού δείξεις, και ξεχνάς δ,τι κι' αν σού πώ νά ψωνίσεις, άκόμα καί το « ταξόλ » μου. Το μόνο πού ξέρω, είναι πώς δέν κάνεις προόδους στό τένις, κι' αύτό θά σου χρειαστεί άργότερα. "Ενας κακός παίκτης είναι τρομερά βαρετός.

Δέν είχα παίξει διόλου τένις μέ τόν καθηγητή άπό τότε πού είχε πέσει στό κρεβάτι, δηλαδή δεκαπέντε όλόκληρες μέρες. ’ταναρωτιόμουν γιατί έξακολουθούσα νάμαι έπιφυλακτική καί δέν τής έλεγα πώς κάθε πρωί πήγαινα περίπατο μέ το αύτο­κίνητο τού κ. ντέ Γουίντερ και πώς τρώγαμε μαζί, στό ίδιο τραπέζι.

Έ χ ω ξεχάσει πολλά πράματα άπό το Μόντε Κάρλο, άπό κείνες τις πρωινές εκδρομές μέ το αύτοκίνητο, τά μέρη όπου πηγαίναμε, άκόμα και τις κουβέντες πού κάναμε. Μά δεν ξε­χνώ πώς έτρεμαν τά δάχτυλά μου, καθώς έχωνα τό καπέλο στό κεφάλι μου, πώς έτρεχα στό διάδρομο, πώς κουτρουβαλού­σα τΙς σκάλες, μέ πότη (τανυπομονησία περίμενα το άργό ανέ­βασμα του άσανσέρ, πώς έβγαινα ύστερα σάν άνεμοστρόβι­λος άπ’ αύτό. και πώς έπεφτα πάνω στήν περιστροφική πόρτα πρίν προλάβει τό παίδι νά μέ βοηθήσει.

Μέ περίμενε στό βολάν, διαβάζοντας έφη μερίδα, κι’ όταν μ' έβλεπε, μού χαμογελούσε, τήν πετούσε στό πίσω κάθισμα, καί μούλεγε, άνοίγοντάς μου τήν πόρτα :

— Λοιπόν, πώς είναι σήμερα ή « έπιστήθια φίλη», καί που θέλει νά πάει ;

Δε θά μ' ένιαζε κι' άν άκόμα στριφογυρνούσε στό ίδιο μέ­ρος, γιατί βρισκόμουνα στό πρώτο έκείνο στάδιο τής έκστα­σης πού καί τό νά μπαίνω μόνο ρτό αύτοκίνητο καί νά κάθομαι δίπλα του, σκύβοντας στό τζάμι τού προφυλακτήρα καί κρα­τώντας τά γόνατά μου, ήταν κιόλας κάτι σχεδόν άβάσταχτο, "Ημουν σά μιά άσήμάντη μαθητριούλα έρωτευμένη μέ πάθος μέ το δάσκαλό της, κι' αύτός ήταν τόσο καλός, τόσο απρό­σιτος.

— Είναι κρύος σήμερα ό άγέρας, καλύτερα νά ρίξετε άπάνω σας τό παλτό μου.

Τό θυμάμαι αύτό γιατί ήμουν τόσο νέα, πού έβρισκα τήν εύτυχία και μόνο στό νά φορώ κάτι δικό του, σά μιά μαθη­τριούλα πάλι, πού παίρνει τό μαντήλι τού ήρωά της και τό δένει περήφανα στο λαιμό της, κι’ αύτό τό παλτό πάνω στούς

Page 41: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ώμους μου, έστω και γιά λίγα λεπτά, ήταν ένας θρίαμβος καί γέμιζε αίγλη το πρωινό μου.

Ή νωχέλεια κι' ή πονηριά πουχα διαβάσει στά μυθιστορή­ματα δεν ήταν γιά μένα. Ούτε ή πρόκληση, το κυνηγητό, οί διαξιφισμοί, τά κρυφοκοιτάγματα, τά ναζιάρικα χαμόγελα. Ή τέχνη τής κοκεταρίας μού ήταν άγνωστη. Καθόμουν α κί­νητη, με το χάρτη του πάνω στά γόνατά μου, Ενώ ό άγέρας φυσούσε τ' άπεριποίητα κι' άχαρα μαλλιά μου, εύτυχισμένη με τή σιωπή του, μά και λαχταρώντας τά λόγια του. "ταν μιλούσε ή όχι, δέν επαιζε στη διάθεσή μου μεγάλο ρόλο. Ό μόνος άχθρός μου ήταν το ρολόι του αύτοκινήτου, πού οι δεί­χτες του δλο καί ζύγωναν χωρίς οίκτο στή μία. Τραβούσαμε κατά τήν ανατολή, τραβούσαμε κατά τη δύση, άνάμεσα άπό τις μυριάδες τά χωριά ποϋναι κολλημένα σάν πεταλίδες στις μεσογειακές α κτές, κι' όμως δε θυμάμαι κανένα.

Το μόνο πού μένει στή μνήμη μου, είναι ή αίσθηση τών πέτσινων καθισμάτων, ή πάνινη ράχη τού χάρτη πάνω στά γό­νατά μου, οί ξεφτισμένες του άκρες, οι μισοξηλωμένες ραφές του, και πώς, μιά μέρα, κοιτάζοντας τό ρολόι, συλλογίστηκα : « ταύτή ή στιγμή, έντεκα κι' είκοσι, δεν πρέπει νά χαθεί ποτέ », κι' εκλεισα τά μάτια γιά νά τη ζήσω βαθύτερα. "Οταν τ’ άνοι­ξα, βρισκόμαστε σέ μιά στροφή, και μιά χωριατοπούλα με μαύρο σάλι μάς χαιρετούσε, κουνώντας το χέρι της. θαρώ πώς τή βλέπω άκόμα, μέ τη σκονισμένη της φούστα και τό φωτεινό φιλικό της χαμόγελο. Σ ' ένα δευτερόλεπτο, περάσαμε τή στροφή και δέν τή βλέπαμε πιά. Είχε γίνει κιόλας παρελ­θόν. Δέν ήταν πιά παρά μιά άνάμνηση.

'Ήθελα νά ξαναγύριζα πίσω, νά ξαναζούσα τή στιγμή πού είχε φύγει, καί τότε κατάλαβα πώς κι' αν γινόταν αύτό, ή στιγμή δέ θάταν ή ίδια. 'τακόμα κι' ό ήλιος βαχε αλλταξει θέση στον ούρανό, ρίχνοντας αλλιώτικον ίσκιο, κι' ή χωριατο­πούλα θά προχωρούσε διαφορετικά πλάι" στό δρόμο μας, χω­ρίς νά μάς χαιρετήσει αύτή τή φορά, χωρίς ούτε κάν νά μάς δει ίσως. Σ' αύτή τή σκέψη ένιωσα κάποιο ρίγος, κάποια με­λαγχολία, καί σάν κοίταξα το ρολόι, είδα πώς είχαν περάσει πέντε λεπτά. Γρήγορα θά τέλειωνε ή ώρα μας, και θά γυρίζαμε στό ξενοδοχείο.

—"τας ήταν δυνατόν νά γινόταν μιά άνακάλυψη, είπα αύθόρμητα, και νά μπορεί κανείς νά μποτιλιάρει μιά θύμηση, σά νά ήταν άρωμα ί "Ετσι πού νά μή σβύνει, νά μήν ξεθω­ριάζει. Κι’ όταν τή χρειάζεται κανείς, ν' α νοίγει τό μπουκαλάκι καί νά τήν ξαναζεί και πάλι Ι

Σήκωσα τά μάτια καί τόν κοίταξα, νά δω τί θ&λεγε. Δέ

— 45 —

Page 42: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γύρισε σέ μένα. 'Εξακολουθούσε νάχει τό βλέμμα του καρφω­μένο μπροστά στό δρόμο.

— Καί ποιά Ιδιαίτερη στιγμή τής νεαρής ζωής σας θά θέ­λατε νά ξαναβγάλετε άπ' τό μπουκαλάκι; είπε.

Δέ μπορούσα νά καταλάβω άπό τόν τόνο τής φωνής του, αν ήθελε νά μέ πειράξει ή όχι. '

— Δέν ξέρω. . . άρχισα.•Ύστερα είπα μάλλον τρελά, χωρίς νά σκέπτομαι τί

λέω :— θάθελα νά κρατήσω αύτή τή στιγμή, νά μή τήν ξε­

χάσω ποτέ.— ταύτό είναι κομπλιμέντο προς τήν ή μέρα, ή προς τόν

τρόπο πού σωψάρω ; είπε γελώντας, σάν άδερφός πού πειρά­ζει τήν άδερφή του.

' Εγώ σώπασα, νιώθοντας άξαφνα νά μέ πιέζει το μεγάλο κενό πού βρισκόταν άνάμεσό μας, και που τό μεγάλωνε πιό ' πολύ άκόμα ή εύγένειά του σέ μένα.

Κατάλαβα τότε πώς δέ θάλεγα λέξη στήν κ. Βάν Χόπερ για τις πρωινές αύτές έκδρομές, γιατί θά μέ πλήγωνε το χα ­μόγελό της, όπως μέ πλήγωσε καί το γέλιο του. Δέ θά θύ­μωνε, ούτε θά πειραζόταν, θά σήκωνε μόνο πολύ έλαφρά τά φρύδια, σά νά μήν πίστευε έντελώς τά λόγια μου, κι' ύστερα θίοελεγε, σηκώνοντας ανεκτικά τούς ώμους : «ταγαπητό μου παιδί, είναι έξαιρετικά λεπτό κι' εύγενικό άπό μέρους του νά σέ παίρνει μέ το αύτοκίνητο. Το ζήτημα είναι μόνο,— εί­σαι έντελώς βέβαιη πώς αύτό δέν τόν ενοχλεί τρομερά ;» Κι' ύ­στερα θά μ’ έστελνε ν' άγοράσω « ταξόλ », χτυπώντας με στόν ώμο χαϊδευτικά. Τί ταπείνωση νάναι κανείς νέος, συλλογί­στηκα, κι' άρχισα νά τρώγω τά νύχια μου.

— θαθελα, είπα άγρια, έχοντας άκόμα στή σκέψη μου τό γέλιο του κι' άφήνοντας κάθε διάκριση κατά μέρος, νάμουν μιά γυναίκα γύρω στά τριανταέξη, μ' ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα καί μ' ένα μαργαριταρένιο κολιέ.

—"ταν ήσαστε έτσι, δέ θά βρισκόσαστε δίπλα μου σ' αύτό τό αύτοκίνητο, είπε. Καί πάψτε πιά νά τρώτε τά νύχια σας. •ταρκετά άσχημα είναι.

— Θά με νομίζετε ίσως άδιάκριτη κι' άλαφρόμυαλη, έξακολούθησα. Μά θάθελα νάξερα, γιατί μέ παίρνετε κάθε μέρα μέ το αύτοκίνητό σας. Είναι μεγάλη εύγένειά έκ μέρους σας, αύτό είναι φανερό, μά γιατί διαλέξατε έμένα γιά νά δείξετε τήν καλοσύνη σας ;

— Σάς παίρνω, είπε σοβαρά, γιατί δέ φορείτε μαύρο με­ταξωτό φόρεμα καί μαργαριταρένιο κολιέ καί δέν είστε τριανταέξη χρονών.

— 46 —

Page 43: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Τό πρόσωπό του ήταν α νέκφραστο. Δέ θά μπορούσα νά πω &ν γελούσε άπό μέσα του ή όχι.

— Πολύ καλά, είπα. 'ταλλά Εσείς ξέρετε όλα όσα θά μπο­ρούσε νά μάθει κανείς γιά τή ζωή μου. Παραδέχομαι πώς δέν είναι πολλά, γιατί ή ζωή μου είναι τόσο μικρή, καί δέ μοΰχει συμβεί τίποτα σπουδαίο, έκτός άπό μερικούς θανάτους. 'Εγώ όμως δέν ξέρω γιά σάς τίποτα περισσότερο, άπό ό,τι έμαθα τήν πρώτη μέρα πού σάς γνώρισα.

— Και τί μάθατε τήν πρώτη μέρα πού μέ γνωρίσατε ;— Πώς ζούσατε στό Μάντερλέη καί π ώ ς... χάσατε τη γυ­

ναίκα σας.Νά, Επιτέλους το είπα. Τήν πρόφερα αύτή τή λέξη, πού

μέρες τώρα στεκόταν στήν άκρη τής γλώσσας μου. «Τή γυ­ναίκα σας !» Το είπα μέ άνεση, χωρίς δυσκολία, σά νάταν το φυσικότερο πράμα τού κόσμου νά μιλάει κανείς γι' αύτήν. «Τή γυναίκα σας !» Μόλις βγήκε άπό τό στόμα μου αύτή ή λέξη, στάθηκε στον άγέρα, χορεύοντας μπροστά μου, καί, καθώς τή δέχτηκε σιωπηλά, χωρίς σχόλια, πήρε τεράστιες διαστάσεις, κι' έγινε κάτι τρομακτικό, κάτι πού προκαλούσε τό δέος. Κάτι άπαγορευμένο, ταφύσικο γιά τή γλώσσα. Και δέ μπορούσα νά τήν πάρω πίσω, ήταν πιά άδύνατο. Ξα­νάδα μπροστά μου πάλι τήν άφιέρωση στό άσπρο ξώφυλλο του βιβλίου μέ τά ποιήματα, και το παράξενο γερτό Ρ. "Ε­νιωσα ένα σφίξιμο, μιά κρυάδα στήν καρδιά. Δε θά με συγ­χωρούσε ποτέ, κι' αύτό θάταν τό τέλος της φιλίας μας.

θυμάμαι πώς κοιτούσα ίσια μπροστά μου, στό τζάμι του αύτοκινήτου, χωρίς νά βλέπω καθόλου το δρόμο πού έφευγε πίσω μας, καί στ' αύτιά μου κουδούνιζε α κόμα ή λέξη πού είχα πει. 'Η σιωπή έγινε λεπτά, τά λεπτά έγιναν χιλιόμετρα, κι' όλα τέλειωσαν, είπα, δέ θά ξαναβγώ πιά μαζί του. ταύριο θά φύγει. Κι' ή κ. Βάν Χόπερ θά σηκωθεί πιά άπό τό κρεβάτι καί θά κόβουμε βόλτες μαζί στήν ταράτσα σάν πρώτα. Ό θυρωρός θά κατεβάσει τις βαλίΤζες του, θά ρίξω μιά ματιά στό τασανσέρ τών α ποσκευών, θά δω τις καινούργιες ετικέ­τες. "Υστερα ό θόρυβος, ή μοιραία φυγή, ό ήχος τού αύτοκινήτου πού ταλλταζει ταχύτητα καθώς κτανει στροφή στις γωνίες, ύστερα τό τανακάτεμά του μέ τ5 άλλα στήν κίνηση τού δρό­μου, ό χαμός του γιά πάντα.

"Ημουνα τόσο βυθισμένη μέσα σ' αύτές τις εικόνες, πού είδα άκόμα και το θυρωρό νά βάζει στήν τσέπη του τό πουρ­μπουάρ, και γυρίζοντας άπ' τήν περιστροφική πόρτα του ξε­νοδοχείου, νά λέει, πάνω άπό τόν ώμο του, κάτι στόν υπηρέτη, Δέν κατάλοοβα πώς τό αύτοκίνητο είχε λιγοστέψει τήν ταχύ­τητά του και μόνο όταν σταμάτησε ξανάρθα στόν έαυτό μου..

— 47 —

Page 44: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ταύτός έμενε ακίνητος, κι' έμοιαζε, έτσι πού ήταν χωρίς καπέλο, μέ τήν άσπρη σάρπα στό λαιμό του, περισσότερο άπό κάθε <Χλλη φορά μέ μεσαιωνικό πρόσωπο μέσα σέ κάδρο. Δέν τού ταίριαζε τό λαμπρό τούτο τοπίο, θάπρεπε νά στέκεται στά σκαλιά κάποιας γοτθικής έκκλησίας, μέ τό μανδύα ριγμένο πίσω, ένώ κάποιος ζητιάνος στά πόδια του θ' άπλωνε τό χέρι περιμένοντας κανένα χρυσό νόμισμα.

Ό φίλος μέ τήν καλοσύνη του καί τήν άνετη οικειότητά του είχε χαθεί. Τό. Ιδιο κι' ό άδερφός πού μέ είχε κοροϊδέψει πώς έτρωγα τά νύχια μου. Ό άνθρωπος αύτός ήταν ξένος. ’ταναρωτιόμουνα τί γύρευα πλάϊ του μέσα στ’ άμάξι.

"ταξαφνα γύρισε σέ μένα κι' άρχισε νά μιλεί :— Λέγατε, πριν άπό λίγη ώρα, γ ιά κάποια έφεύρεση, είπε.

Γιά κάποιο μέσο πού 6ά μπορούσε νά συγκρατεί τήν άνάμνηση. θ ά θέλατε, μούπατε, νά μπορούσατε, μερικές φορές, νά ξα­ναζείτε τά περασμένα. Φοβούμαι πώς έγώ σκέπτομαι κάπως διαφορετικά άπό σάς. 'Ό λες οί θύμησές μου είναι πικρές, και προτιμώ νά μην τις θυμούμαι. Ε δώ κι' ένα χρόνο, έγινε κάτι πού άλλαξε όλότ,ελα τή ζωή μου, καί θάθελα νά ξεχάσω κάθε της φάση ώς έκείνο τόν καιρό. Κείνες οί μέρες τέλειωσαν, έσβυσαν. Πρέπει νά ξαναρχίσω τή ζωή μου άπ' τήν άρχή. Τήν πρώτη μέρα πού απαντηθήκαμε, ή κυρία Βάν Χόπερ μέ ρώ­τησε γιατί ήρθα στό Μόντε Κάρλο. Γιά νά βάλω φραγμό στίς θύμησες πού ζητάτε ν' άναστήσετε. Μά αύτό δέν τό καταφέρ­νω πάντα. Το άρωμα είναι κάποτε πολύ δυνατό γιά το μπουκα­λάκι, πολύ δυνατό γιά μένα. "Υστερα, ένας διάβολος μέσα μου, ένας πονηρός κατεργάρης, προσπαθεί νά βγάλει τό φελό. ταύ­τό έγινε στήν πρώτη μας έκδρομή. 'Ό ταν άνεβήκαμε στό λόφο και κοιτάζαμε το γκρεμό κάτω. Είχα ξαναπάει έκει, πριν άπό λίγα χρόνια, μέ τή γυναίκα μου. Μέ ρωτήσατε αν το μέρος ήταν το ίδιο, αν είχε άλλάξει καθόλου. ΤΗταν άκριβώς τό ίδιο, άλλά — το διαπίστωσα μ' εύχαρίστηση — είχε γίνει παράξενα άπρόσωπο. Δέ θύμιζε τίποτα άπό τήν πρώτη μου επίσκεψη. Έκείνη κι' έγώ δέν είχαμε άφήσει κανένα ίχνος, "Ισως νά εί­χα αύτό τό αίσθημα έπειδή ήσαστε κοντά μου έσείς. Πρέπει νά ξέρετε πώς καταφέρατε νά μέ γλιτώσετε άπό τό παρελθόν πολύ πιό άποτελεσματικά άπό όλα τά λαμπρά φώτα τού Μόντε Κάρλο. "ταν δεν ήσαστε σεις, θάχα φύγει άπό καιρό, θάχα πάει στήν ' Ιταλία καί στήν Ελλάδα, κι' ίσως άκόμη μακρύ­τερα. ' Εσείς μέ γλιτώσατε άπ' όλες αύτές τις περιπλανήσεις. Στό διάβολο λοιπόν όλες οτύτές οί πουριτανικές πεισματάρικες κουβέντες. "τας βγει άπό τό νοΰ σας αύτή ή ιδέα τής καλοσύ­νης και της φιλανθρωπίας μου. Σάς παίρνω μαζί μου γιατί •σάς χρειάζομαι, και σάς καί τή συντροφιά σας, κι' άν δέ μέ

— 48 —

Page 45: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

πιστεύετε, μπορείτε' νά β γ ε ί τ ε α πό το αύτοκίνητο αύτή τή στι­γμή καί νά γυρίσετε μόνη σας. Εμπρός, τανοίχτε τήν πόρτα και φύγετε.

Καθόμουν ακίνητη, με τα χέρια στά γόνατά μου. Δέν ή­ξερα αν μιλούσε σοβαρά ή όχι.

— Λοιπόν ; Τί σκέπτεστε νά κάμετε ; είπε.”ταν ήμουν ένα δυο χρόνια νεώτερη, θάχα βάλει τά κλά­

ματα. Τά δάκρυα είναι πολύ εύκολα στά παιδιά, έρχονται με τήν πρώτη κρίση. Μά κι' Εγώ τάνιωθα πίσω ταπ' τά μάτια μου νά με τσούζουν, αισθανόμουν το αίμα νά πλημμυρίζει τά μά­γουλά μου, καί, ρίχνοντας μιά ματιά στόν καθρέφτη πάνω άπ' τόν προφυλακτήρα, είδα όλη τή θλιβερή εικόνα μου, με τά μάτια πρησμένα, τά μάγουλα κατακόκκινα, καί τά μαλλιά άκατάστατα, χυμένα κάτω άπό το πλατύ μου καπέλο.

— θέλω νά γυρίσω στό ξενοδοχείο, είπα, κι' ή φωνή μου προσπαθούσε μέ κόπο νά κρύψει το τρέμισμά της.

’Έβαλε μπρος χωρίς νά πει λέξη, χαλάρωσε το φρένο, και γύρισε το αύτοκίνητο προς το δρόμο άπ' όπου είχαμε έρθει πρωτύτερα.

Πηγαίναμε γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα, πάρα πολύ εύ­κολα, συλλογιόμουν, καί το α ναίσθητο τοπίο μάς κοιτούσε αδιάφορα. Φτάσαμε στή στροφή τού δρόμου πού ήθελα νά κρατήσω στή θύμησή μου. Ή χωριατοπούλα είχε φύγει, τά χρώματα είχαν ξεθωριάσει, καί δέν ήταν πιά, μπρος στά μάτια μου, παρά μιά στροφή πού έκατοντάδες άλλα άμάξια τήν είχαν περάσει. Ή φωτεινή δόξα της είχε σβύσει μαζί με τήν εύτυχισμένη μου διάθεση. Σ' αύτές τις σκέψεις, το παγω­μένο μου πρόσωπο ρίγησε, ή Εφηβική περηφάνεια μου χάθηκε, και τά Άθλια Εκείνα δάκρυα, χαρούμενα γιά τή νίκη τους, ανάβρυσαν απ' τά μάτια μου κι' Άρχισαν νά τρέχουν στά μά­γουλά μου. Δέ μπορούσα νά τά κρατήσω, έτρεχαν άθελά μου, κι' αν έκανα πώς έψαχνα γιά μαντήλι στήν τσέπη μου, έκείνος θά μ' έβλεπε. 'Έπρεπε λοιπόν νά τ’ ταφήνω νά τρέχουν Ελεύ­θερα, ν' άνέχομαι κείνη τή πικρή τους άλμύρα στά χείλη, ταναμετρώντας το βάθος τής ταπείνωσής μου. Δέν ξέρω αν γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου, γιατί κοίταζα ίσια μπροστά μου το δρόμο, μέ θολό σταθερό βλέμμα, μά άπλωσε άξαφνα το χέρι του, πήρε το δικό μου, το φίλησε χωρίς νά πει λέξη, κι’ ύστερα έριξε στά γόνατά μου το μαντήλι του, πού Εγώ ντρεπόμουνα νά τ' α γγίξω.

Συλλογιζόμουνα όλες τις ήρωίδες τών μυθιστορημάτων πού ήταν όμορφες όταν έκλαιγαν. Πώς θα μουν Εγώ τώρα, με τό πρησμένο καί ξαναμμένο μου πρόσωπο καί τούς κόκκινους κύκλους στά μάτια μου. Τί ταπαίσια πού τέλειωνε τό πρωινό

4 Ρεβέκκα— 49 —

Page 46: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μου, κι' ή μέρα πού έμενε «τακόμα πίσω ήταν α τέλειωτη, Θταπρεπε νά φάω μέ τήν κ. Βάν Χόπερ, στό δωμάτιό της, γιατί ή νοσοκόμα έτρωγε έξω, ύστερα θά μ' α νάγκαζε νά παίξω μπεζίκι, μέ τήν α κούραστη δραστηριότητα τών ανθρώπων που βρίσκονται στήν α νάρρωση, θ ά ' μ' έπιανε α σφυξία μέσα σέ κείνη τήν κταμαρα. Είχαν κάτι το τόσο συχαμερό έκείνα τά ζα­ρωμένα σεντόνια, οί κακοστρωμένες κουβέρτες, τό πατικωμένο μαξιλάρι, κι’ έκείνο τό κομοδίνο, το πασπαλισμένο μέ πού­ντρες, χυμένες μυρουδιές και λιωμένα κοκκινάδια. Στό κρε­βάτι της, Θταταν πεταμένες οι έφη μερίδες, διπλωμένες στήν τύχη, καί τά γαλλικά μυθιστορήματα μέ τά ζαρωμένα φύλλα και τά σκισμένα ξώφυλλα θακαναν παρέα μέ ταμερικάνικα πε­ριοδικά. Πατημένες γόπες Θταταν πεταμένες παντού, στά βάζα τής κρέμας, στά πιάτα τών σταφυλιών, στό πάτωμα κάτω άπ' τό κρεβάτι. ΟΙ έπισκέπτες κουβαλούσαν όλη τήν ώρα λου­λούδια, και τά βάζα στριμώχνσυνταν δίχως τάξη. Ξωτικά λου­λούδια άπό θερμοκήπια {τανακατώνονταν μέ μιμόζες, και στή μέση, ένα καλάθι όλο κορδελίτσες ήταν γεμάτο μέ σειρές · σειρές φρούτα κρυσταλιζέ. ' ταργότερα Θταφταναν οί φίλοι της νά πάρουν ένα ποτό πού. Θταπρεπε νά τούς έτοιμάσω έγώ, — κι’ ώ πώς τή συχαινόμουν αύτή τή δουλειά ! — ντροπαλή και στενό­χωρε μένη στή γωνιά μου, ένώ γύρω μου θά φλυαρούσαν σάν παπαγάλοι, και θά αισθανόμουνα πάλι σάν παιδί πού τό μα­στιγώνουν, και θά κοκκίνιζα γιά λογαριασμό της κάθε φορά πού, συνεπαρμένη ταπ’ το μικρό κύκλο της, θ’ τανασηκωνόταν στό κρεβάτι, θά μιλούσε πάρα πολύ δυνατά, θά γελούσε χωρίς σταματημό, κι' α πλώνοντας τό χέρι πλάι στό γραμμόφωνο, Θα εβαζε το δίσκο, κουνώντας τούς ώμους μέ τό ρυθμό τής μου­σικής. Τήν προτιμούσα γκρινιάρα και θυμωμένη, μέ τά μπιγκουντί στ’α νασηκωμένα μαλλιά της, νά μέ μαλώνει πού ξέ­χασα το « ταξόλ» της. ταύτά όλα μέ περίμεναν στήν κάμαρά της, ένώ έκείνος, ταφήνοντάς με στό ξενοδοχείο, θά πήγαινε κάπου μόνος, ίσως κατά τή θάλασσα, και θά κοιτούσε τόν ήλιο, ένώ ό ταέρας θά χάιδευε τά μάγουλά του. Κι’ ίσως θά ζούσε κείνες τίς θύμησες πού έμένα μού ήταν όλότελα α γνωστες, πού δέ μπορούσα νά τίς μοιραστώ μαζί του' θά πλανιόταν στά περασμένα του χρόνια.

Τό χάσμα πού ήταν ανάμεσό μας είχε γίνει τώρα πλατύ­τερο από κταθε αλλη φορά. Στεκόταν μακριά μου, πέρα στ' α ­κρογιάλι, μέ γυρισμένη τήν πλάτη. "Ενιωθα τόν έαυτό μου πολύ νέο, πολύ μικρό, πάρα πολύ μόνο. Παρ' όλη μου τή' ρηφάνεια, πήρα τό μαντήλι του καί φύσηξα τή μύτη μου χ ωρίς νά νιάζομαι πιιά γιά τήν αθλια έμφάνισή μου. Τί σημασια μπορούσα νταχω έγώ πιά !

— 50 —

Page 47: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Στό διάβολο δλ' αύτά, είπε άξαφνα, σά νάχε θυμώσει καί (βαριεστήσει.

Μ’ έσυρε πλάι του κι' £6αλε τό χέρι του γύρω στόν ώμο μου, κοιτάζοντας πάντα ίσια μπροστά του, μέ τό δεξί χέρι στό βολάν, θυμάμαι πώς έτρεχε περισσότερο.

— Νομίζω πώς θά μπορούσατε νάσαστε καί κόρη μου, τόσο νέα πού είστε. Δέν ξέρω πώς να φερθώ μαζί σας, είπε.

Ό δρόμος στένευε κείνη τή στιγμή σέ μιά στροφή κι' έ­πρεπε νά παραμερίσει γιά νά μήν πλακώσει ένα σκυλί. Νό­μισα πώς θά μ' άφηνε, μά Εξακολουθούσε νά μέ κρατά πλάι του, καί δέ μ' άφησε ούτε σάν περάσαμε τή γωνιά κι' ό δρό­μος ξανάρχισε ίσιος.

—Μπορείτε νά ξεχάσετε, είπε, όλα όσα σάς είπα σήμερα το πρωί ; Πάει, τέλειωσε, ας μήν τά ξαναθυμηθούμε πιά. ΟΙ δικοί μου μέ λένε Μαξίμ, θά μ' άρεσε νά μέ λέτε έτσι κι' Ε­σείς. ’ταρκετά κρατήσατε μαζί μου τούς τύπους.

"ταπλωσε τό χέρι στό μπορ τού καπέλου μου, τοβγαλε, τόριξε πάνω άπό τον ώμο μου, στό πίσω κάθισμα, καί μέ φί­λησε στήν κορφή τού κεφαλιού.

— Δώστε μου το λόγο σας, είπε, πώς δέ θά φορέσετε ποτέ μαύρο μεταξωτό φόρεμα.

Χαμογέλασα τότε, γέλασε κι' εκείνος κοιτάζοντάς με, και το πρωινό μου έγινε πάλι φωτεινό καί χαρούμενο. Ή κ. Βάν Χόπερ κι' οι άπογευματινές ώρες δέν είχαν πιά καμιά σημασία. 'Ήμουν Εντελώς ήσυχη, γεμάτη χαρά, κι' έκείνη τή στιγμή έ­νιωσα σχεδόν πώς θάχα το θάρρος ν' αξιώσω άπ' αύτήν νά μού φέρεται σάν ίσος προς ίσον. Είδα τον έαυτό μου νά μπαίνει στήν κάμαρα τής κ. Βάν Χόπερ γιά το μπεζίκι κάπως άργά, και ν' άπαντάει, μ' ένα χασμουρητό ξενιασιάς, στή σχετική της Ερώτηση :

— Δέν κατάλαβα πώς πέρασε ή ώρα ! Γευμάτιζα μέ τόν Μαξίμ.

"Ημουν άκόμα πολύ παιδί, καί μπορούσα νά καμαρώνω γιά ένα μικρό όνομα πού θάλεγα, όπως γιά ένα φτερό άπό καπέλο, κι' ας μ’ 'έλεγε Εκείνος μέ το μικρό το όνομά μου άπΓ τήν πρώτη στιγμή. Τό πρωινό Εκείνο, παρά τις σκοτεινές του στιγμές, με είχε ανεβάσει σ' ένα καινούργιο Επίπεδο φιλίας» Δέν ήμουν τόσο χαμηλά, όσο είχα νομίσει. Μέ είχε φιλήσει κιόλας τόσο φυσικά, τόσο ένθαρρυντικά, τόσο ήρεμα. Τίποτα τό δραματικό, όπως στά «βιβλία. Τίποτα το στενόχωρο. Λές κι' £$αζε άνεση στις σχέσεις μας, λές καί τάχε απλοποιήσει όλα. Τό χάσμα α νάμεσό μας είχε Επί τέλους γεφυρωθεί, θ ά τόν Ελεγα Μαξίμ.

Κι' έκείνο τό ταπόγεμα, παίζοντας μπεζίκι μέ τήν κ. Βάν

— 51

Page 48: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Χόπερ, δέν ένιωσα τόση άηδία, μ’ όλο πού μούλειψε το θάρρος καί δέν είπα λέξη γιά το πρωινό μου. Γιατί όταν μούπε άδιάφορα στό τέλος, καθώς δίπλωνε τά χαρτιά κι’ άπλωνε τό χέρι της νά τά βάλει στό κουτί : « Πές μου, είναι άκόμα στό ξενοδοχείο ό Μάξ ντέ Γουίντερ δίστασα μιά στιγμή, σάν το βουτηχτή στήν άκρη τού βράχου, ύστερα, χάνοντας τή δύναμη καί τήν προμελετημένη αύτοκυριαρχία μου, είπα : « Ναι, νομίζω. .. Τόν βλέπω τήν ώρα τού γεύματος στήν τραπεζαρία. »

Κάποιος θά τής μίλησε, συλλογίστηκα. Κάποιος θά μάς είδε μαζί, ό καθηγητής του τένις θάκαμε παράπονα, ό διευ­θυντής θάστειλε κανένα σημείωμα. Περίμενα τήν έπίθεσή της. Μά έβαλε μ' ένα μικρό χασμουρητό τά χαρτιά στό κουτί, ενώ £γώ ταχτοποιούσα το κρεβάτι. ΤΠης έδωσα τό βαζάκι μέ τήν πούντρα, το κοκκινάδι καί το κρεγιόν, .κι’ έκείνη άφήνοντας τό κουτί τών χαρτιών, πήρε τόν καθρέφτη άπό το κομοδίνο.

— Γοητευτικός άνθρωπος, είπε, μά ιδιότροπος, λίγο άκα­τανόητος, νομίζω. “Έ λεγα πώς θάχε τήν εύγένειά νά με Κα­λέσει στό Μάντερλέη έκείνη τήν ημέρα πού συναντηθήκαμε ατό σαλόνι, μά αύτός ήταν πάρα πολύ κλεισμένος στόν έαυ­τό του.

Δέν είπα τίποτε' τήν κοιτούσα πού πήρε το κρεγιόν κι’ έβαφε τά σκληρά της χείλη :

— Δέν τήν είί α ποτέ μου, είπε, κρατώντας λίγο μακρύτερα τόν καθρέφτη γιά νά δει το άπστέλεσμα, μά πιστεύω πώς ήταν πολύ όμορφη: 'Εξαιρετικά κοσμική, έκτακτη άπό κάθε άποψη. "Εδιναν τεράστιες δεξιώσεις στό Μάντερλέη. ''“Ηταν τόσο ξαφνικό, τόσο τραγικό, καί τή λάτρευε, πιστεύω. Μ' αύτό τό χτυπητό κόκκινο χρώμα, ταιριάζει ή πούντρα ή πιό σκούρα, άγοοπητή μου. Δώσ' μου τη, σέ παρακαλώ, και βάλε αύτό το κουτί στό συρτάρι.

'τασχοληθήκαμε λοιπόν μέ τίς πούντρες, τά άρώματα, καί τά κοκκινάδια, ώς πού χτύπησε το κουδούνι καί ήρθαν οι Επι­σκέπτες της. Τούς σερβίρισα άχαρα τά ποτά τους, μιλώντας έλάχιστα. "ταλλαζα τούς δίσκους του γραμμοφώνου καί πε­τούσα τ ' άποτσίγαρα.

— Κάματε τίποτα καινούργια σκίτσα, μικρή μου φίλη. τόν τελευταίο καιρό ;

Ή Εγκαρδιότητα τού γέρο τραπεζίτη, με το μονόκλ πού κρεμότανε άπό ένα κορδόνι, ήταν προσποιητή. Τόν κοίταξα μ' ένα ζωηρό ύποκριτικό χαμόγελο :

—"Οχι τώρα τελευταία, θέλετε άκόμα ένα τσιγάρο :ταύτή τήν άπάντηση δέν τήν έδωσα έγώ. Έ γώ δέ βρισκό­

μουν έκεί. Παρακολουθούσα μέ τή σκέψη μου μιά σκιά πού ή άνάερη ύπαρξή της είχε πάρει έπί τέλους ένα συγκεκριμένο

— 52 —

Page 49: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

σχήμα. Tοι χαρακτηριστικά της ήταν άκόμα άχνά, το χρώμα της άκαθόριστο, ή έκφραση των ματιών της κι' ή άπόχρωση των μαλλιών της άβέβαια, σαν κάτι πού θά Εμφανιζόταν ξε­κάθαρο άργότερα. Είχε μιάν άθάνατη όμορφιά, ένα άξέχαστο χαμόγελο. Κάπου εμενε το άπόηχο τής φωνής της, ή θύμηση των λόγων της. ‘’‘Ηταν μέρη πού τάχε επισκεφθεί, πράγματα πού τάχε άγγίξει. Μέσα στά ντουλάπια θάταν ίσως φορέματα πού τάχε φορέσει και πού θά άνάδιναν άκόμα το άρωμά της. Στήν κάμαρά μου, κάτω άπ’ το μαξιλάρι μου, είχα ένα βι­βλίο πού τόχε κρατήσει στά χέρια της, καί τη φανταζόμουν ν' άνοίγει έκείνη τήν πρώτη άσπρη σελίδα, νά τινάζει το στυλό της, καί νά γράφει χαμογελώντας : « Στόν Μάξ ή Ρεβέκκα. » θάταν φαίνεται τά γενέθλιά του και θά τόχε βάλει το μεση­μέρι στό τραπέζι, μαζί με τ1 άλλα της δώρα. Καί θά γελού­σαν μαζί, καθώς θασχιζε εκείνος τό χαρτί τού πακέτου και θάκοβε το σπάγγο. θάγερνε ίσως πάνω στόν ώμο του, καθώς εκεί­νος θά διάβαζε. Μάξ. Τον έλεγε Μάξ. "’Ήταν ένα όνομα οικείο καί χαρούμενο, κι' εύκολο. Οι άλλοι στήν οικογένεια μπορούσαν νά τόν ελεγαν Μαξίμ, άν ήθελαν. Οι γιαγιάδες κι' οι θείες. Κι' οί ξένοι, καθώς έγώ, οι ήσυχοι κι' α νούσιοι καί νεαροί πού δέν είχαν καμιά σημασία. Το «Μάξ» τόχε διαλέξει έκείνη, ήταν κτήμα δικό της. Μέ τί σιγουριά πού το είχε χαράξει στό ξώφυλλο τού βιβλίου. 'Εκείνο το τολμηρό γερτό γράψιμο πού τρυπούσε το άσπρο χαρτί, το σύμβολό της, το τόσο βέβαιο, το τόσο σίγουρο.

Πόσες φορές δέ θά τούχε γράψει έτσι, καί σε πόσες διαφο­ρετικές περιστάσεις !

Σύντομα σημειώματα, γραμμένα βιαστικό: σε μικρά χαρ­τάκια, και γράμματα σά βρισκόταν μακριά της, σελίδες ολά­κερες γεμάτες άπό τά μυστικά τους, τά νέα τ ο υ ς . ' Η φωνή της θ' άντηχούσε μέσα στό σπίτι καί κάτω στόν κήπο, ξένιαστη, γνώριμη, σάν τό γράψιμο στο βιβλίο.

Κι' έγώ έπρεπε νά τόν λέω Μαξίμ.

Page 50: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

6

54

Ε Τ Ο Ι Μ ταΖΟΥΜΕ τις βαλίτζες μας. ΟΙ αιώνιες φούριες των ταξιδιών. Χαμένα κλειδιά, άγραφες Ετικέτες, χαρτιά πε­ριτυλίγματος πεταμένα ατό πάτωμα. Πώς τα συχαίνο­μαι ολ' αύτά. Και τώρα ακόμα, πού τάχω περάσει τόσες

φορές, πού ζω, όπως λένε, μέ τΙς βαλίτζες στο χέρι, άκόμα και σήμερα, πού μουχει γίνει καθημερινή συνήθεια το ν' ανοίγω συρτάρια, ν' άδειάζω ντουλάπια ξενοδοχείων, ή έταζέρες απρό­σωπες διπλωμένων σπιτιών, αισθάνομαι κάποια θλίψη, έχω την αίσθηση κάποιας απώλειας. Εδώ , λέω, ζήσαμε, έδω αίστανθήκαμε εύτυχισμένα. ταύτό ήταν δικό μας έστω και για λίγο. Και δυο νύχτες να μείναμε μόνο κάτω άπό μια στέγη, κάτι δικό μας άφήνουμε πίσω. ’Ό χ ι βέβαια κάτι ύλικό, κάτι συγκεκριμένο, μιά καρφίτσα μαλλιών, ένα άδειο σωληνάριο άπό άσπιρίνες, ένα μαντηλάκι κάτω άπό ένα μαξιλάρι, μά κάτι άόριστο, μιά στιγμή της ζωής μας, μιά σκέψη μας, μιά διάθεση.

ταύτό το σπίτι μάς έχει στεγάσει, μέσα σ’ αύτούς τούς τοί­χους μιλήσαμε, άγαπήσαμε. ταύτό ήταν χτές. Σήμερα φεύγου­με, δε θά το ξαναδούμε, κι' είμαστε διαφορετικοί, άλλαγμένοι κάπως, όσο λίγο και νάναι. Καί μόνο νά σταθώ σ’ ένα ξε­νοδοχείο γ ιά νά φάω, καί μόνο νά μπω σ’ ένα σκοτεινό ξένο δωμάτιο γιά νά πλύνω τά χέρια μου, το πόμολο τής άγνωστής μου έκείνης πόρτας, το σκισμένο χαρτί της ταπετσαρίας, ένας άστείος μικρός ραγισμένος καθρέφτης πάνω άπ' το λαβομάνο, αύτή τή στιγμή είνε δικά μου, μου άνήκουν. Ξέρουμε ό ένας τόν άλλο. Είναι το παρόν. Δεν ύπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλ­λον. Έδω πλένω τώρα τά χέρια μου, κι' ό ραγισμένος καθρέ­φτης, έτσι καθώς κρέμεται, μού δείχνει τόν έαυτό μου. ΕΤμ' έγώ, ή στιγμή αύτή δέ θά χαθεί.

‘Ύστερα άνοίγω τήν πόρτα, πηγαίνω στήν τραπεζαρία διιου κάθεται έκείνος και μέ περιμένει γιά τό γεύμα, καί σκέ-

Page 51: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

πτομαι πώς, έκείνη τή στιγμή, έχω μεγαλώσει, πέρασα ένα βήμα, προχώρησα πρός τό Άγνωστο πεπρωμένο μου. Χαμογε­λούμε, διάλΕμε τί θά φάμε, μιλούμε γιά τούτο καί γιά κείνο, ταλλά — λέω μέσα μου — δέν είμαι πιά Εκείνη πού έφυγε άπό δίπλα του, πρίν άπό πέντε λεπτά. Έκείνη «έμεινε πίσω. Είμαι μιά άλλη γυναίκα, πιό μεγάλη στήν ήλικία, πιό ώριμη.

Προχτές, είδα σέ μιάν Εφημερίδα πώς τό ξενοδοχείο « Κυα­νή 'τακτή » τού Μόντε Κάρλο άλλαξε καί διεύθυνση κι' όνομα. "ταλλαξαν τή διακόσμηση στά δωμάτια, καί τροποποίησαν όλο τό Εσωτερικό. "Ισως το διαμέρισμα τής κ. Βάν Χόπερ, στό πρώτο πάτωμα, νά μήν ύπάρχει πιά. 'Ίσως νά μήν έχει μείνει ούτε ίχνος απ' τή μικρή μου κρεβατοκάμαρα. Το ήξερα, Εκείνη τή μέρα πού κλείδωνα γονατιστή τις βαλίτζες της, πώς δέ θά ξαναγύριζα πιά. Το Επεισόδιο τέλειωσε μ' Εκείνο το κλείδωμα. Κοίταξα έξω άπ’ το παράθυρο, κι' ήταν σά νά γύριζα τή σε­λίδα ένός λευκώματος μέ φωτογραφίες. ταύτές οί στέγες, αύτή ή θάλασσα, δέν ήταν δικά μου πιά. 'τανήκαν στό χτές, στό πα­ρελθόν, Στά δωμάτια πού είχα ν α δειάσει άπ’ όλα τά πρά­ματά μας, δέν έμενε πιά παρά ό αέρας, καί το διαμέρισμα είχε τήν έκφραση κάποιας λαχτάρας, σά νάθελε λές νά φύ­γουμε, γιά νά μπούν άλλοι τήν άλλη μέρα στή θέση μας. Οι βαριές άποσκευές έστεκαν έξω στό χώλ, έτοιμες, δεμένες καί κλειδωμένες. 'ταργότερα θά έτοιμάζονταν και τά μικρότερα δέματα. Τά καλάθια γιά τ' άχρηστα στέναζαν κάτω άπ' το βάρος. Μπουκάλια μισοαδειασμένα άπ' τά φάρμακά τους, κι' άχρηστα βαζάκια τής κρέμας, ήταν α νακατωμένα, μέσα σ' αύτά, μέ σκισμένα γράμματα καί λογαριασμούς. Τά συρτάρια τών τραπεζιών έχασκαν άνοιχτά, το γραφείο είχε απογυμνωθεί.

Τό πρωί της προηγούμενης μέρας, καθώς της σέρβιρα τόν καφέ της, μού είπε :

—Ή 'Έλεν φεύγει γιά τή Νέα Υόρκη το Σάβ&χτο. 'Η μικρή Νάνση έπαθε κρίση σκωληκοειδίτιδας και της τηλεγρά­φησαν νά γυρίσει σπίτι. Γ ι' αύτό, πήρα τήν άπόφαση : θά πάμε κι' Εμείς. Βαρέθηκα τρομερά τήν Εύρώπη, μπορούμε νά ξα· νάρθουμε άρχές του φθινοπώρου. Πώς σού φαίνεται ή ιδέα νά γνωρίσεις τή Νέα Υόρκη ;

Ή Ιδέα νά πάω στή φυλακή θά μού ήταν πολύ πιό εύχάριστη. Κάτι άπ' τήν άπελπισία μου θάχε φανεί στό πρόσωπό μου, γιατί είδα πώς στήν άρχή παραξενεύτηκε. "Υστερα είπε πειραγμένη :

— Τί άλλόκοτο καί κακότροπο παιδί πού είσαι ! Δέ μπορώ νά καταλάβω τί θέλεις. Δέν καταλαβαίνεις πώς ένα κορίτσι τής σειράς σου, χωρίς χρήματα, μπορεί στήν 'ταμερική νά

— 55 —

Page 52: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

χαρεί τίς μεγαλύτερες διασκεδάσεις ; Πλήθος νέοι, ένα σωρό συγκινήσεις ! "Ολοι άπ’ τή δική σου τάξη. Μπορείς νάχεις κι' εσύ τό μικρό σου κύκλο, δέ θάναι ανάγκη νά μέ κρατάς διαρκώς άπ’ το φουστάνι, όπως έδώ. Είχα τήν Ιδέα πώς δέ σ’ Ενδιέφερε τό Μόντε.

— Τόχα συνηθίσει, μουρμούρισα θλιμμένα, άναστατωμένη.—‘Ωραία, θα συνηθίσεις koci τή Νέα Υόρκη. ταύτό είν' όλο.

θ α πάρουμε το Ιδιο βαπόρι μέ τήν 'Έλεν, πρέπει νά φύγουμε λοιπόν άμέσως. Πήγαινε στό γραφείο και πές σ’ έκείνον το νεαρό ύπάλληλο νά βιαστεί. Ή μέρα σου θάναι τόσο γεμάτη, πού δέ θαρρείς καιρό νά λυπηθείς πού άφήνεις το Μόντε.

Γέλασε άντιπαθητικά, ζούληξε το τσ ιγάρο της μέσα στή βουτυριέρα, καί πήγε νά τηλεφωνήσει σ'' όλους τούς φί­λους της.

Δέν ήμουν σέ κατάσταση νά παρουσιαστώ στό γραφείο. Μπήκα στό λουτρό, κλείδωσα τήν πόρτα, και κάθησα πίσω στήν ψάθα, μέ το κεφάλι μέσα στά χέρια μου. Επιτέλους, έγινε κι’ αύτό. θ ά φεύγαμε. ‘Ό λ α τέλειωσαν, πάει. ταύριο βράδυ θάμουν στό τραίνο, κροτώντας τή θήκη μέ τά κοσμή­ματα καί τήν κουβέρτα της, σάν καμαριέρα, κι’ έκείνη, μέ τό φριχτό καινούργιο καπέλο της μέ τό μοναδικό φτερό, θά καθόταν αντίκρυ μου στό βαγκόν λί, χωμένη στό γούνινο παλτό της. θ ά πλέναμε τά δόντια μας μέσα σ’ έκείνο το ασφυ­κτικό διαμέρισμα, μέ τις πόρτες πού τρίζουν, τή λασπωμένη λεκάνη, τή μουσκεμένη πετσέτα, τό σαπούνι πού θάχε άπόενω κολλημένη μιά τρίχα, τή μισογεμισμένη καράφα, καί τήν άπαραίτητη πινακίδα στόν τοίχο : « Sous le lavabo se trouve un vase», ένώ κάθε τράνταγμα, κό:θε κούνημα του τραίνου, πού θάφευγε μ’ ουρλιαχτά, θά μου φώναζε πώς τά χιλιόμετρα μ' έπαιρναν όλο καί πιό μακριά άπό κείνον πού τήν ώρα αύτή θά καθόταν μονάχος στήν τραπεζαρία του ξενοδοχείου, διαβά­ζοντας ξένιαστος κι' άδιάφορος κάποιο βιβλίο, θ ά τόν απο­χαιρετούσα ίσως στό σαλονάκι, λ ίγο πρίν φύγουμε. ‘Έ να άντίο κρυφό, βιαστικό, γ ια τ ί θάταν έκείνη μπροστά. Μιά σιω­πή, ύστερα ένα χαμόγελο, καί μερικά τυπικά λόγια : « Μά, φυσικά, νά μου γρά φ ετε» καί « Δέ σόίς ευχαρίστησα αρκετά γ ιά τήν τόση καλοσύνη σας» καί «Πρέπει νά μου στείλετε αύτές τίς φωτογραφίες». « Σέ ποιά διεύθυνση ;» « θ ά σας γράψω». "Υστερα θάναβε άδιάφορα ένα τσιγάρο, ζητώντας φωτιά άπό ένα περαστικό γκαρσόνι, κι' έγώ θά σκεπτόμουν : «’Έχουμε τεσσεράμιση λεπτά άκόμα. Δέ θά τόν ξ αναδώ πιά.»

Καί μιά πού θάφευγα καί θά τέλειωναν όλα, δέ θάχα πιά τίποτα νά πώ. θάμαστε σάν ξένοι πού συναντιώνται γ ιά πρώτη και τελευταία φορά, ένώ ή σκέψη μου θά φώναζε κλαίοντας '

— 56 —

Page 53: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

« Σ ’ άγαπώ τόσο. Είμαι τρομερά δυστυχισμένη ! Είναι ή πρώ­τη φορά πού νιώθω αύτό τό αίσθημα, και θάναι κι' ή τελευ­ταία». Στό πρόσωπό μου θά χαραζόταν ένα συμβατικό, ψεύ­τικο χαμόγελο, ή φωνή μου θάλεγε : « Δείτε αύτόν τόν άστείο γεροντάκο ! Ποιός νάναι ; Φαίνεται νά ήρθε τώρα τελευταία.» Και θά σπαταλούσαμε τις τελευταίες στιγμές μας γελώντας μ' έναν ξένο, γιατί κι' Εμείς θά μα στ ε κιόλας ξένοι ό ένας γιά τόν άλλο. «'Ελπίζω πώς θά πέτυχαν οί φωτογραφίες », Θάλε γα, ξαναγυρίζοντας στά ίδια μ’ ταπόγνωση. Κι' Εκείνος : « Ναι, αύτή πού βγάλαμε στην πλατεία Θά πρέπει νάχει πετύχει. Ό φωτισμός ήταν καλός.» Κι' αφού θά τά λέγαμε δλ' αύτά έκείνη τήν ώρα, καί θά μέναμε σύμφωνοι, δέ θά μ' ένιαζε αν το απο­τέλεσμα Θάταν σκοτεινό καί Θολό, γιατί αύτή Θάταν ή τελευ­ταία μας στιγμή, κι' ό στερνός μας χαιρετισμός θά είχε γίνει. «Λοιπόν»,— τό φριχτό χαμόγελο θ' άπλωνόταν πέρα ώς πέρα στό πρόσωπό μου —« σάς εύχαριστώ και πάλι θερμά. Ηταν εξαίσια...» Θάλεγα λέξεις πού δέν τις συνήθιζα. 'Εξαίσια ; Τί ήθελα νά πώ ; ταύτή τή λέξη τή μεταχειρίζονται οι νεαροί γιά νά χαρακτηρίσουν καμιά παρτίδα χόκεΰ, μιά λέξη όλότελα ακατάλληλη γιά νά δώσει τήν εικόνα τής α πόγνωσης και της έκστασης όλων αύτών τών Εβδομάδων. "Υστερα οί πόρτες τού ασανσέρ θανοιγαν μπροστά στήν κ. Βάν Χόπερ. θά περνούσα το διάδρομο γιά νά πάω κοντά της, Ενώ Εκείνος θά ξαναγύριζε στή γωνιά του καί ©άνοιγε μιά Εφημερίδα.

Κωμικά καθισμένη Εκεί στην ψάθα τού λουτρού, έζησα όλ' αύτά τά πράματα, καί τό ταξίδι, και το φτάσιμό μου στη Νέα Υόρκη, τή στριγγλιάρικη φωνή της "Ελεν, πού ήταν μιά μικρογραφία της μητέρας της, τή' Νάνση τή μικρή κόρη της, τούς μαθητές τού κόλλες ίου πού ή κ. Βάν Χόπερ ήθελε νά γνωρίσω καί τούς νεαρούς τραπεζιτικούς πού ταίριαζαν στην κοινωνική θέση μου : «Τήν Τετάρτη το βράδυ Θάχουμε γλέντι μεγάλο. Σάς άρέσει ή παθητική μουσική ;» ’ταγόρια με πλα τσουκωτές μύτες καί γυαλιστερά πρόσωπα. Θά πρέπει νάμαι εύγενική μαζί τους. Και θά θέλω τόσο νά μένω μόνη μέ τις σκέψεις μου, όπως τώρα Εδώ στό λουτρό. . .

τΗρθε και χτύπησε τήν πόρτα.“ Τί κάνεις Εκεί ;— Μέ συγχωρείτε. "Ερχομαι άμέσως."Έκανα πώς έκλεινα τή βρύση, πώς δίπλωνα βιαστικά

μιά πετσέτα.Μέ κοίταξε παραξενεμένη καθώς άνοιγα τήν πόρτα.— Βρήκες τήν ώρα· Δέ μπορείς σήμερα το πρωί νά χάνεις

τις ώρες σου σέ ρεμβασμούς. "Εχουμε τόση δουλειά.Σέ λίγες βδομάδες φυσικά, θά γύριζε στό Μάντερλέη,

— 57 —

Page 54: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ήμουν σίγουρη. Πλήθος γράμματα θα τον περίμεναν στό χώλ, άνάμεσα σ ’ αύτά και τό δικό μου, γραμμένο βιαστικά μέσα στό βαπόρι. "Ενα γράμμα πού θά προσπαθούσε νάναι δ ια ­σκεδαστικό μέ τήν περιγραφή τών συνταξιδιωτών μου. θ άμενε παραπεταμένο μέσα σ' ένα σουμαίν κι’ ύστερ' άπό βδο­μάδες όλόκλήρες, κάποιο κυριακάτικο πρωινό πού θά ξανά­πεφτε στά χέρια του, έκεί πού θάβαζε σέ τάξη τίποτα λογαρια­σμούς, θά κοίθόταν μιά στιγμή ν' άπαντήσει, βιαστικά, ώς που νάρθει ή ώρα τού γεύματος. "Υστερα, τίποτα πιά. Τίποτα.

Ως που θά ρχόταν ή τελική ταπείνωση τής χριστουγεννιάτι­κης κάρτας. Μιά φωτογραφία ίσως του ίδιου του Μάντερλέη, σ' ένα χιονισμένο φόντο. Μιά εύχή τυπωμένη : «Κ αλά Χρι­στούγεννα κι' εύτυχισμένος ό καινούργιος χρόνος. Μ αξιμιλια­νός ντέ Γουίντερ.» Μέ χρυσά γράμματα. Μά γ ιά νά φανεί εύγενικός, Θάσβυνε μέ τήν πένα τό τυπωμένο όνομά του, και θάγραφε μέ μελάνι άπό κάτω : « Μαξίμ ». Κι’ άν έμενε άρκετός χώρος, θά πρόσθετε : «Ε λπίζω νά περνάτε καλά στή Νέα Υόρκη.» θ ά κολλούσε ένα γραμματόσημο στό φάκελο, καί θά τόν πετούσε πάνω σέ καμιά έκατοστή όμοια γράμματα, έκεί στό σωρό.

— Κρίμα που φεύγετε αύριο, είπε ό ύπάλληλος μέ τό τη­λέφωνο στό χέρι. Τήν άλλη βδομάδα θ ’ άρχίσει το μπαλέτο. Το ξέρει ή κ. Βάν Χόπερ ;

'ταπό τά Χριστούγεννα του Μάντερλέη, ξαναγύρισα στήν πραγματικότητα του βοεγκόν-λί.

'Η κ. Βάν Χόπερ, πρώτη φορά μετά τή γρίπη της, κατέ­βηκε νά γευματίσει στήν τραπεζαρία, καί, έκεί πού τή συνό­δευα, αισθανόμουν έναν πόνο στό στομάχι. ταύτός είχε πόεει έκείνη τήν ή μέρα στις Κάννες. Τόξερα καλά, γ ια τ ί μού το είχε πει τήν παραμονή, μά φοβόμουν μήπως το γκαρσόνι κάμει τήν άδιακρισία και μέ ρωτήσει : « θ ά δειπνήσει άπόψε ή δε­σποινίς μαζί μέ τόν κύριο, όπως πάντα ;» "Ενιωθα κάποια ταραχή κάθε φορά πού πλησίοοζε στό τραπέζι μας, μά δέν είπε τίποτα.

Ή μέρα πέρασε με τίς έτοιμασίες, καί τό βράδυ ήρθαν νά τήν άποχαιρετήσουν οι φίλοι της. Δειπνήσαμε στό σοέλόνι, κι' έπεσε άμέσως. Δέν το είχα άκόμα δει. 'Κατέβηκα κατά τίς έννιάμιση στό σαλόνι του ξενοδοχείου, νά ζητήσω τάχα έτικέτες, μά δέν ήταν έκεί . Ό φριχτός ύπάλληλος χαμογέλασε βλέποντάς με.

—"ταν ζητάτε τόν κύριο ντέ Γουίντερ, πήραμε ειδοποίηση άπό τίς Κάννες πώς δέ θά γυρίσει πρίν άπ ' τά μεσάνυχτα.

— θέλω ένα πακετάκι έτικέτες, είπα, μά είδα στήν έκ­φραση τών ματιών του πώς δέν κοττάφερα νά τόν γελάσω.

— 58 —

Page 55: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Έτσι λοιπόν. Πάει κι! ή βραδιά τού ταποχαιρετισμού. Τήν •ώρα αύτή πού τήν περίμενα πώς καί πώς όλη μέρα, θά τήν κερνούσα μονάχη μου, στό δωμάτιό μου, κοιτάζοντας τή ντου­λάπα μου καί τό μεγάλο μπαούλο. 'Ίσως νάταν καλύτερα έτσι, γιατί ή συντροφιά μου δέ θάταν και τόσο εόχάριστη, καί θά διάβαζε καθαρά τά αισθήματά μου στό πρόσωπό μου.

"Ηξερα πώς ΰλη τή νύχτα θάκλαιγα μέ πικρά νεανικά δάκρυα, πού σήμερα δέ θά μπορούσαν πιά νά τρέξουν άπ' τά μάτια μου. Σάν περάσει κανένας τά εικοσιένα, δέν κλαίει πιά μ' ε κεϊνο τό κλάμα, πάνω σ' ένα μαξιλάρι πού τό πιέζει βα­ριά, μέ κεφάλι πού βουίζει, μέ τά μάτια πρησμένα καί μέ σφιγμένο τό λαιμό. "Υστερα, το πρωί, αύτή ή άγων ία, νά κρύ­ψεις άπ' τά μάτια του κόσμου κάθε σημάδι του πόνου σου, τό πλύσιμο του προσώπου μέ κρύο νερό, ΟΙε ντριβές μέ κο­λόνια, τό γρήγορο κλεφτό πουντράρισμα πού και μόνο αύτό θάφτανε νά σέ προδώσει. (Κι’ ό πανικός μήν τύχει καί ξανακλάψεις, τά δάκρυα πού τρέχουν άκράτητα, ή μοιραία τρε­μούλα τών χειλιών, τί άγων ία ! θυμάμαι πού άνοιξα διάπλατα το παράθυρο κι’ έσκυψα έξω, Ελπίζοντας πώς το πρωινό δρο­σερό άεράκι θάδιωχνε τό φλύαρο ρόδινο χρώμα πού διακρινό­ταν κάτω άπό τήν πούντρα, κι' ό ήλιος, δέν ήταν ποτέ τόσο λαμπρός, ούτε ή μέρα τόσο γεμάτη ύποσχέσεις. Τό Μόντε Κάρλο είχε γεμίσει άξαφνα καλοσύνη καί χάρη, κι' είχε γ ί­νει τό μόνο άληθινό μέρος τού κόσμου. Τ' άγαπούσα. ‘Η ψυχή μου πλημμύριζε τρυφερότητα γι' αύτό. 'Ήθελα νά ζούσα έκεϊ όλη μου τή ζωή. Κι' όμως θάφευγα σήμερα. Γιά τελευταία φορά βουρτσίζω τά μαλλιά μου μπροστά σ' αύτόν τόν καθρέ­φτη, γιά τελευταία φορά καθαρίζω τά δόντια μου σ' αύτή τή λεκάνη. Δέ θά ξανακοιμηθώ πιά <f αύτό το κρεβάτι. Δέ θά ξαναγυρίσω το διακόπτη τού ήλεκτρικού. Πήγαινα πάνω κάτω μέ τή ρόμπα μου, πλημμυρισμένη άπό άνόητο αισθημα­τισμό γιά μιά κοινή κάμαρα ξενοδοχείου.

— Μήπως άρπαξες κανένα συνάχι; μού είπε στό πρό­γευμα.

—'Όχι, της άπάντησα, δέν πιστεύω.Καί πιάστηκα άπ' τήν άσήμαντη αύτή έρώτηση, γιατί θά

μπορούσα άργότερα, άν τά μάτια μου θάταν πάρα πολύ κόκ­κινα, νά τήν πάρω γιά δικαιολογία.

—·Δέ μ' άρέσει νά κάθομαι έτσι μ' όλα τά πράματα έτοι­μα, καί νά περιμένω, γκρίνιαζε, θάπρεπε νά πάρουμε τό πρώτο τραίνο. "Ισως νά τό προλαβαίναμε, άν προσπαθούσαμε, και νά μέναμε περισσότερο στό Παρίσι. Τηλεγράφησε στήν °Έλεν νά μή μάς περιμένει και κανόνισε άλλο ραντεβού. "Ισως θά μπορούσαν νά μάς άλλάξουν τά εισιτήρια. "Οπως και νάναι,

— 59 -

Page 56: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

άξίζει να δοκιμάσουμε. Πήγαινε κάτω στο γραφείο νά δεις.— Ναι, είπα, άπλό όργανο των διαθέσεών της, και πήγα

στήν κάμαρά μου.Πέταξα τή ρόμπα μου, φόρεσα τό αιώνιο φανελένιο τα

γιέρ μου, κι' έριξα ένα σάλι στό κεφάλι μου. ‘Η άδιαφορία μου γ ι ' αύτήν, τώρα είχε γίνει μίσος. "Ετσι λοιπόν, όλα είχαν τελειώσει. 'Έπρεπε να μου πάρει καί τό τελευταίο μου πρωινό. Πόοει κι' ή στερνή μισή ώρα πού θάμενα στήν ταράτσα. Δε θά μούμεναν ίσως ούτε δέκα λεπτά γ ιά νά τόν αποχαιρετήσω. Γιατί είχε τελειώσει πιό νωρίς άπ ' ό,τι νόμιζε τό πρόγευμά της, γ ια τί είχε πλήξει, θάφηνα λοιπόν κι' έγώ τή ντροπή και τήν επιφύλαξη κατά μέρος, θάστελνα περίπατο τήν περηφάνεια μου. ’Έ κλεισα μ' ένα σπρώξιμο τήν πόρτα του σαλονιού, κι' έτρεξα στό χώλ. Δέν περίμενα το άσανσέρ. Σκαρφάλωσα τίς σκάλες, δρασκελώντας τρ ία τρ ία τά σκαλοπάτια, ως τό τρίτο πάτωμα. "Ηξερα το νούμερο του δωματίου του, και χτύ­πησα κατακόκκινη και λαχανιασμένη τήν πόρτα.

—Ε μπρός ! φώναξε.’Άνοιξα, μετανιωμένη κιόλας. Είχα χάσει το θάρρος μου,

στή σκέψη πώς ίσως θά είχε μόλις ξυπνήσει, καθώς γύρισε ά ργά τή νύχτα, κι' ’ίσως νάταν άκόμα στό κρεβάτι, ταρα γμ έ­νος και νευρικός.

Τόν βρήκα νά ξυρίζεται δίπλα στό άνοιχτό παράθυρο μ' ένα σακάκι καμιλό πάνω ά π’ τήν πυτζάμα του, κι' ένιωσα τ ί άχαρη και κακοντυμένη πού ήμουν μπροστά του, μέ το φανε­λένιο μου φόρεμα και τά χοντρά μου τά παπούτσια. Νόμιζα πώς ήμουν τραγική, και δέν ήμουν παρά γελοία.

— Τί θέλετε ; είπε. Συμβαίνει τίποτα ;—’’Ηρθα νά σάς άποχαιρετήσω, είπα. Φεύγουμε σήμερα τό

πρωί.Μέ κοίτ<χξε μέ κατάπληξη, ύστερα άφησε το ξυράφι πάνω

στό νιπτήρα.— Κλείστε τήν πόρτα, είπε.Τήν έκλεισα πίσω μου, και στάθηκα όρθια, δειλιασμένη,

μέ τά χέρια μου κρεμασμένα.— Τί κουβέντες είναι πάλι αύτές ; ρώτησε.— Είναι άλήθεια. Φεύγουμε σήμερα, θ ά παίρναμε το άλλο

τραίνο, μά τώρα θέλει νά φύγουμε μέ το πρώτο, και φοβή­θηκα πώς δέ θα σάς ξαναδώ πιά. "Ενιωσα τήν άνάγκη νά σάς δώ πριν φύγω, νά σάζ εύχαριστήσω.

Τά κουτά αύτά λόγια κατρακυλούσαν άπό το στόμα μου άκριβώς όπως είχα φανταστεί. "Ημουν στενοχωρημένη, αδέ­ξια.

— Γιατί δέ μου τόπατε, πρωτύτερα ; είπε.

— 60 —

Page 57: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Χτές μόνο το «ταποφάσισε. ’Έγιναν όλα βιαστικά. Ή κόρη της φεύγει γιά τή Νέα Υόρκη τό Σάββατο και θά ιταμέ μαζί της. 0ά συναντηθούμε στό Παρίσι και θά πάμε ύστερα στό Χερβούργο.

— θά σας πάρει μαζί της στή Νέα Υόρκη ;— Ναι, καί δέ θέλω νά πάοχ θά το μισήσω αύτό τό μέρος

φριχτά, θάμαι δυστυχισμένη.— Γιατί πάτε τότε μαζί της, γιά όνομα τού θεού ;— Είμαι ύποχρεωμένη, το ξέρετε. Είμαι στήν ύπηρεσία της.

Δε μπορώ νά τήν άφήσω.Ξαναπήρε τό ξυράφι του κι' έβγαλε τή σαπουνάδα άπό

τό πρόσωπό του.— Καθήστε, είπε. Δε θ’ άργήσω. θ ά ντυθώ στό λουτρό.

Σε πέντε λεπτά, θαμοα έτοιμος.Πήρε τά ρούχα του άπό τήν καρέκλα, τά πέταξε στό πά­

τωμα του λουτρού, καί μπήκε μέσα χτυπώντας τήν πόρτα πίσω του. 'Κάθησα πάνω στό κρεβάτι κι' άρχισα νά τρώγω τά νύ­χια μου. "Ημουν έξω άπ' τήν πραγματικότητα. Είχα τήν αί­σθηση πώς ήμουν ένα ψυχρό (άγαλμα.

’ταναρωτιόμουν τί νά σκεπτόταν, τί νάχε σκοπό νά κάμει. "Εριξα μιά ματιά γύρω στό δωμάτιο. ’Ήταν μιά συνηθισμένη άντρική κάμαρα, άπρόσωπη κι' άκατάστατη. Πλήθος παπού­τσια, περισσότερα άπ' όσα θά μπορούσε κανείς νά χρειαστεί, καί μάτσα γραβάτες. Το τραπέζι τής τουαλέτας ήταν γυμνό, μόνο μ' ένα μπουκαλάκι λοσιόν κι' ένα ζευγάρι βούρτσες μαλλιών άπό έλεφαντοκόκκαλο. Καμιά φωτογραφία, καί τίποτα τέτοιο. Το πρόσεξα αύτό. Κοίταξα άπό ένστικτο νά δώ μιά τουλάχιστον φωτογραφία πάνω απ' το κρεβάτι του, ή στή μέ­ση πάνω στο ράφι τού τζακιού. Μιά μεγάλη φωτογραφία σε δερμάτινη κορνίζα. Μά δέν είδα παρά βιβλία καί κουτιά τσι­γάρα.

Σε πέντε λεπτά, όπως είχε ύποσχεθεϊ, ήταν έτοιμος.—’Ελάτε μαζί μου στή βεράντα, ώς που νά πάρω το πρωι­

νό μου.Κοίταξα τό ρολόι μου.— Δέν έχω καιρό, είπα. Θάπρεπε νά βρίσκομαι τώρα στό

γραφείο του ξενοδοχείου γιά ν' άλλάξω τά εισιτήρια του ταξιδιού.

— Μή σάς νιάζει γι’ αύτό, είπε. Πρέπει νά σάς μιλήσω.Προχώρησε στό διάδρομο καί χτύπησε γιά τό άσανσέρ.

Δε μπορεί νά καταλάβει, συλλογίστηκα, πώς το τραίνο φεύ­γει σέ μιάμιση ώρα. Ή κ. Βάν Χόπερ θά τηλεφωνήσει στό γραφείο νά δει άν βρίσκομαι έκεί.

Κατεβήκαμε μέ τό άσανσέρ χωρίς νά μιλάμε, καί βγή-

— 61 —

Page 58: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

κάμε στή βεράντα, όπου ήταν στρωμένο το τραπέζι γ ια τό πρόγευμα.

— Τί θά πάρετε ; είπε.—•Έχω πό:ρει τό πρόγευμά μου, του είπα, καί έξ άλλου

&έ μπορώ νά μείνω περισσότερο άπό τέσσερα λεπτά.— Φέρε μου έναν καφέ, είπε στό γκαρσόνι, ένα αύγό βρα­

στό, φρυγανιές, μαρμελάδα κι' ένα μανταρίνι.Και βγάζοντας μιά λιμίτσα άπό την τσέπη του, άρχισε

νά φτιάχνει τα νύχια του.—"ώστε λοιπόν, ή κυρία Βάν Χόπερ βαρέθηκε τό Μόντε

Κάρλο και θέλει νά γυρίσει στον τόπο της, είπε. Το ίδιο κι' έγώ. 'Εκείνη στή Νέα Υόρκη, κι' ε γώ στό Μάντερλέη. Ποιό άπ' τά δύό προτιμάτε ; Μπορείτε να διαλέξετε.

— Μήν παίζετε μαζί μου, είπα, δέν είναι ωραίο. θαρώ μάλιστα πώς το καλύτερο είναι νά σάς άποχαιρετήσω και νά πάω νά δώ γ ιά τά εισιτήρια.

—"ταν νομίζετε πώς είμαι 6τό τούς άνθρώπους πού κάνουν άστεϊα όταν παίρνουν το πρωινό τους, γελιέστε, είπε. Είμαι πάντα κακόκεφος τις πρωινές ώρες. θ α πάτε στήν 'ταμερική μέ τήν κυρία Βαν Χόπερ, ή θά ρθειτε μαζί μου στό Μάντερλέη ;

— θέλετε νά πείτε πώς έχετε άνάγκη άπό μιά γραμματέοτ ή κάτι τέτοιο ;

—"Οχι, μικρή άνόητη, σάς ζητώ νά μέ παντρευτείτε.Το γκαρσόνι ήρθε μέ το πρόγευμα, κι' έγώ κοτθόμουν μέ

τά χέρια πάνω στά γόνατά μου καί το κοιτούσα νά βάζει στό τραπέζι τήν καφετιέρα και τή γαλατιέρα.

— Δέν κοεταλαβαίνετε, είπα μόλις έφυγε το γκαρσόνι, πώς δεν είμαι άπό τις γυναίκες πού μπορεί κανείς νά τις παν' τρευτεί ;

— Τί διάβολο θέλετε νά πείτε ; ρώτησε κοιτάζοντάς με παροΕξενεμένος κι' άφήνοντας το κουτάλι του.

Κοίταζα μιά μύγα πού είχε καθήσει στή μαρμελάδα καί πού εκείνος τήν έδιωξε νευρικά.

— Δέν ξέρω, είπα άργά. Δέ νομίζω πώς μπορώ νά σάςέξηγήσω. Πρώτα πρώτα δέν είμαι άπ' το δικό σας τον κόσμο.

— Και ποιός είναι ό δικός μου ό κόσμος ;— Μ ά .. . το Μάντερλέη. Καταλαβαίνετε τί θέλω νά πω.Πήρε πάλι το κουτάλι κι' άρχισε νά τρώει τή μαρμελά­

δα του.Είστε και σεις το. ίδιο άκατατόπιστη σάν τήν κυρία

Βάν Χόπερ καί το ίδιο άνόητη. Τί ξέρετε σεις άπό τό Μάντερ­λέη ; Έ γώ μόνο μπορώ νά κρίνω άν άνήκετε σ’ αύτό τόν κό­σμο ή όχι. 'Νομίζετε πώς σάς τό προτείνω αύτό άπό τή διά­θεση μιας στιγμής, έπειδή λέτε πώς δέ θέλετε νά πάτε στή

— 62 —

Page 59: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Νέα Υόρκη ; θαρείτε πώς σας ζητώ νά μέ παντρευτείτε γ ιά τήν ίδια αιτία πού νομίζατε πώς σας έπαιρνα μαζί μου μέ τό· αύτοκίνητο καί σας κάλεσα νά δειπνήσετε τό πρώτο βράδυ μαζί μου ; 'ταπό καλοσύνη, δέν είν’ ι£τσι;

— Ναί, είπα.— Μιά μέρα, Εξακολούθησε, ταπλώνοντας μαρμελάδα στή

φρυγανιά του, 0ά διαπιστώσετε ίσως πώς ή φιλανθρωπία δέν είναι ή πιό χαρακτηριστική μου άρετή. Γιά τήν ώρα, θαρώ, δέ βλέπετε τίποτα. Λοιπόν, δέν άπαντήσατε στήν πρότασή μου : θά μέ παντρευτείτε ;

Δέν είχα φανταστεί, νομίζω, ούτε στίς πιό έξαλλες στιγ­μές μου αύτή τήν πιθανότητα. Κάποτε, σ' έναν περίπατό μας: μέ τό αύτοκίνητο, είχαμε μείνει σιωπηλοί, πολλά χιλιόμετρα δρόμο, κι’ άρχισα νά πλάθω μιά φανταστική Ιστορία, πώς, ήταν άρρωστος τάχα, πώς παραμιλούσε καί πώς έστειλε και μέ φώναξε γιά νά τού κάμω τή νοσοκόμα. Είχα προχωρήσει ως τό σημείο πού τουδαζα κολώνια στό κεφάλι. Μά είχαμε φτάσει στό ξενοδοχείο, κι' ή Ιστορία τέλειωσε έκεί. Μιάν άλλη πάλι φορά είχα φανταστεί πώς ζούσα σ' ένα σπιτάκι στό Μάντερλέη, πώς Ερχόταν κάπου κάπου νά μέ βλέπει, και πώς είχε καθήσεϊ μπρος στ' άναμμένο τζάκι. Ή ξαφνική αύτή πρόταση γιά γάμο, μέ θάμπωσε, θαρώ μάλιστα πώς μέ πεί­ραξε λίγο. ’Ήταν σά νά μέ ζητούσε σέ γάμο ό βασιλιάς. Μού φαινόταν τόσο άπίθανο. Κι' Εκείνος Εξακολουθούσε νά τρώει τή μαρμελάδα του, σά νάταν όλα άπλά και φυσικά. Στά μυ­θιστορήματα, οι άντρες γονατίζουν μπροστά στίς γυναίκες μιά φεγγαρόλουστη νύχτα. “Ό χι στό πρόγευμα, όχι έτσι.

—Ή πρότασή μου δέ φαίνεται νά σάς Ενθουσιάζει, είπε. Κρίμα ! Είχα τήν Ιδέα πώς μ' άγαπούσατε λίγο. ‘Ωραίο πλήγμα γιά τόν άνδρικό μου έγωίσμό.

— Σάς άγαπώ, είπα, σάς άγαπώ τρομερά. Με έχετε κάνει δυστυχισμένη κι' έκλαιγα όλη τή νύχτα στή σκέψη πώς δέ θά σάς ξανάβλεπα.

Γέλασε σ' αύτά τά λόγια, θυμάμαι, καί μού άπλωσε πάνω άπ' το τραπέζι το χέρι του.

—Ό θεός νά σάς εύλογεί γι' αύτό, είπε. Μιά μέρα, όταν θα φτάσετε στήν έξοχη αύτή ήλικία τών τριανταέξη χρονών, πού είναι, όπως μού είπατε, ή φιλοδοξία σας, θά σάς θυμίσω αύτή τή στιγμή. Καί δέ θά μέ πιστεύετε. Τί κρίμα, νά πρέπει νά μεγαλώσετε.

Είχα άρχίσει νά ντρέπομαι, καί θύμωσα μαζί του γιατί γελούσε. Δέ λένε λοιπόν τέτοια πράματα οί γυναίκες στούς άντρες ; Πόσα πράματα είχα άκόμα νά μάθω Ι

— Σύμφωνοι λοιπόν, δέν είν’ Ετσι ; είπε, Εξακολουθώντας

— 63 —

Page 60: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

να τρώει τή φρυγανιά και τή μαρμελάδα του. 'ταντί νά συνο­δέψετε τήν κυρία Βάν Χόπερ, θά συνοδέψετε έμένα, και τά καθήκοντά σας κοντά μου θάναι σχεδόν τά ίδια. 'ταγαπώ κι' έγώ τά καινούργια βιβλία, τά λουλούδια στό σαλόνι, και τό μπεζίκι, μετά το γεύμα. Και θέλω νάχω κάποιον νά μου σερ­βίρει το τσάι μου. ‘Η μόνη διαφορά είναι πώςε γώ δέν παίρνω « τα ξό λ», προτιμώ το « ένός» καί πρέπει νά φροντίζετε νά μή μου λείπει ποτέ ή αγαπημένη μου οδοντόπαστα.

Χτυπούσα τά δάχτυλά μου πάνω στό τραπέζι, άβέβαιη καί γ ι ' αύτόν καί γ ιά μένα. Μήπως γελούσε άκόμα μαζί μου ; Μήπως δεν ήταν όλ' αύτά παρά ένα παιγνίδι ; Μέ κοίταξε κι' είδε τήν ανησυχία στό πρόσωπό μου.

— Δέν είμαι πολύ ευγενικός μαζί σας, δέν είν' έτσι ; είπε. Δέν είχατε φανταστεί ποτέ πώς γίνετα ι 'έτσι μιά πρόταση γ ά ­μου. ©άπρεπε νάμαστε σ' ένα έρημικό μέρος, νάσαστε ντυ­μένη στά κάτασπρα μ' ένα τριαντάφυλλο στό χέρι, ενώ πέρα μακριά ένα βιολί θάπαιζε κάποιο βάλς. θ ά σάς έκανα μιά θερμή ερωτική εξομολόγηση πίσω άπό μιά φοινικιά. Και τότε θά βρίσκατε πώς θάξιζε άλήθεια τόν κόπο. Καημένη μικρούλα μου, τί αίσχος ! Δέν πειράζει, θ ά σάς πάρω νά πάμε στή Βε­νετία γ ιά το ταξίδι του γάμου μας. θ ά κάνουμε περίπατο μέσα σέ μιά γόνδολα καί θά σάς κρατώ τά χέρια. Μά δέ θά μείνουμε πολύ, γ ια τ ί θέλω νά σάς δείξω το Μάντερλέη.

'Ήθελε νά μου δείξει το Μάντερλέη. . . Και τότε κατάλαβα χξαφνα πώς όλ' αύτά θά γίνονταν στ' άλήθεια, θάμουνα ή γυ ­ναίκα του, θά περπατούσαμε μαζί στόν κήπο, θά κατεβαίναμε το μονοπάτι τής Κοιλάδας, πηγαίνοντας στήν άκτή μέ τά βό­τσαλα. 'Ή ξερα πώς θά στεκόμουν στά σκαλοπάτια, μετά το -πρόγευμα, κοιτάζοντας γύρω μου τήν ήμερα, ρίχνοντας ψί­χουλα στά πουλάκια, κι’ άργότερα θά τριγύριζα μ' ένα με­γάλο καπέλο κι' ένα μακρύ ψαλίδι στό χέρι, κόβοντας γ ιά τό σπίτι λουλούδια. Τώρα καταλάβαινα γ ιατί το είχα αγορά­σει έκείνο το κάρτ-ποστάλ, όταν ήμουν παιδί. ''Ήταν ένα προ­αίσθημα, ένα άνεπίγνωστο βήμα προς το μέλλον.

'Ήθελε νά μου δείξει το Μάντερλέη. Ή φαντασία μου δού­λευε ασταμάτητα. 'ταλλεπάλληλες μορφές κι' εικόνες περνού­σαν άπ’ τά μάτια μου κι' όλη έκείνη τήν ώρα, έκείνος έτρωγε το μανταρίνι του, δίνοντάς μου πότε πότε ' καμιά φέτα καί κοιτάζοντάς με. θάμαστε μέσα σ' ένα πλήθος κόσμου κι' αύ­τός θάλεγε : « Δε θάχετε γνωρίσει τή γυναίκα μου. Ή κυρία ντέ Γουίντερ.» θ ά μουν' ή κυρία ντέ Γουίντερ. Σκεφτόμουν τ' όνομά μου καί πώς θά ύπόγραφα τά τσέκ πού θάστελνα στούς έμπορους, και τά γράμματα όταν θά καλούσα κόσμο στό γεύ­μα. "τακουσα τή φωνή μου στό τηλέφωνο : « Γιατί νά μήν έρθετε

— 64 —

Page 61: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τό άλλο Σαββατοκύριακο στό Μάντερλέη ;» Πλήθος κόσμου πάντα. «'Ί2, μά είναι γοητευτική, πρέπει νά τή γνωρίσετε.. ταύτό θάταν ένα μουρμούρισμα γιά μένα μέσα στό πλήθος, κι' έγώ θάφευγα, κάνοντας πώς δέν άκουσα τίποτε.

Θά κατέβαινα στό σπιτάκι τού θυρωρού μ' ενα καλάθι γεμάτο σταφύλια και ροδάκινα στό μπράτσο γιά τή γριά πού ήταν άρρωστη. Θά μου άπλωνε τά χέρια της : «Ό Θεός νά σας εύλογεί γιά τήν καλοσύνη σας, κυρία ». Κι' έγώ Θάλεγα : «ταν χρειαστείτε τίποτα, δέν εχετε παρά νά μέ ειδο­ποιήσετε στό σπίτι». ίΚυρία ντέ Γουίντερ ! θάμουνα ή κυρία ντέ Γουίντερ. 'Έβλεπα στήν τραπεζαρία το γυαλιστερό τρα­πέζι και τίς ψηλές λαμπάδες. Ό Μαξίμ θά καθόταν στήν άκρη τού τραπεζιού, θάχαμε εικοσιτέσσερις καλεσμένους. Στά μαλ­λιά μου θάχα λουλούδια. "Ολοι θά μέ κοίτοίζαν, κρατώντας ψηλά το ποτήρι τους. «Πρέπει νά πιούμε στήν ύγεία τής Νύ­φης.» !Κι' ό Μαξίμ θάλεγε ύστερα: «Ποτέ μου δε σέ είδα τόσο όμορφη ». Μεγάλα δροσερά δωμάτια, γεμάτα λουλούδια. Στήν κρεβατοκάμαρά μου θάταν ένα τζάκι γιά το χειμώνα. Κά­ποιος χτυπά τήν πόρτα, μιά γυναίκα μπαίνει μέσα χαμογε­λώντας. Είναι ή άδερφή τού Μαξίμ, και λέει : « Δέ φαντά­ζεσαι πόσο εύτύχισμένο τον έχεις κάμει. "Ολος ό κόσμος εί­ναι τόσο γοητευμένος μαζί σου. Δε μπορούσε νά κάμει καλύ­τερο γάμο». Κυρία ντέ Γουίντερ 1 Θάμουνα ή κυρία ντέ Γουίντερ Ι

— Το άλλο κομμάτι τό μανταρίνι είναι ξινό, είπε. Δέ θά το φάω.

Κι’ έγώ τόν κοίταξα παραξενεμένη. 'Άργησα νά κατα­λάβω τά λόγια του. "Υστερα κοίταξα το φρούτο πού ήταν στό πιάτο του. Τό κομμάτι Εκείνο το μανταρίνι ήταν σκληρό και κιτρινωπό. Είχε δίκιο, ήταν πολύ ξινό. Ένιωθα μιάν έντονη πικρή γεύση στό στόμα, και τό κατάλαβα μόνο τώρα.

-Έ γ ώ θ' άναγγείλω στήν κυρία Βάν Χόπερ τά νέα, ή έσείς ; είπε.

Δίπλωσε τήν πετσέτα του σπρώχνοντας μέ το πιό συνηθι­σμένο ύφος τό πιάτο του, σά νά μήν είχε αύτό πού έλεγε κα­μιά Εξαιρετική σημασία, σά νάκανε άπλά καί κοινά σχέδια γιά το μέλλον, ένώ γιά μένα ήταν σά νάχε σπάσει σέ χίλια κομμάτια μιά μπόμπα.

— Νά τής τό πείτε σεις, είπα. Θάναι τόσο θυμωμένη.Σηκωθήκαμε άπ' τό τραπέζι.. "Ημουν ταραγμένη και κα­

τακόκκινη. Έτρεμα άπό νευρικότητα. ταναρωτιόμουν άν θά τδλεγε στό γκαρσόνι, άν θά μ' έπιανε άπό τό μπράτσο καί θάλεγε χαμογελώντας : «Πρέπει νά μάς συγχαρείς. Ή δε­σποινίς κι' έγώ θά παντρευτούμε ». Κι' όλα τά γκαρσόνια πο}

δ Ptfiiuft'— 65 —

Page 62: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

βάκουγαν αύτά τά λόγια θα ύποκλίνονταν μπροστά μας, χα ­μογελώντας, κι' Εμείς θά μπαίναμε στό σαλόνι άφήνοντας πίσω μας ένα κύμα συγκίνησης καί προσδοκίας. Μά δέν είπε τίποτα. 'Έ φυγε άπό τήν ταράτσα, χωρίς νά βγάλει άπό τό στόμα του λέξη» κι' έγώ τόν άκολουθουσα στό άσανσέρ. Πε­ράσαμε δίπλα άπ ' τό γραφείο, μά δέ μάς κοίταξε κανείς. Ό ύπάλληλος ήταν άπορροφη μένος μ' ένα μάτσο χαρτιά καί μι­λούσε πάνω άπ' τον ώμο του στόν ύφιστάμενό ίου. Δέν τό ξέρει, συλλογίστηκα, πώς θά γίνω κυρία ντέ Γουίντερ. Πώς θά ζήσω στό Μάντερλέη. Πώς τό Μάντερλέη θάναι δικό μου.

’τανεβήκαμε στό πρώτο πάτωμα μέ τό άσανσέρ και περά­σαμε στό διάδρομο. Πήρε τό χέρι μου και τό κουνούσε, καθώς προχωρούσαμε.

—•Μήπως βρίσκετε πάρα πολλά τά σαρανταδυό χρόνια μου ; είπε.

—'Ώ , όχι, του άπάεντησα γρήγορα, κι' ίσως μέ ύπερβολική προθυμία. Δέ μ' άρέσουν ol νεαροί.

— Δέ γνωρίσατε ποτέ κοενένα, μου είπε.Φτάσαμε στήν πόρτα του διαμερίσματος.— Νομίζω πώς τό καλύτερο είναι νά το ταχτοποιήσω μό­

νος μου αύτό τό ζήτημα, είπε. Γιά πέστε μου, σάς πειράζει νά παντρευτούμε γρήγορα.; Δέν πιστεύω νά σάς χρειάζονται προίκες ή άλλα τέτοια. Γ ιατί όλα μπορούν νά κανονιστούν εύκολώτατα μέσα σέ λ ίγες μέρες. Μιά Επίσκεψη στό προξε­νείο, μιά άδεια, κι' ύστερα δρόμο μέ τ ' αύτοκίνητο γ ιά τή Βενετία ή γ ιά όπου άλλου θέλετε.

— Ό χ ι στήν Εκκλησία ; ρώτησα. Χωρίς άσπρο φόρεμα, παράνυμψες, χορωδία και καμπάνες ; Κι' 61 φίλοι σας ; Κι' <α συγγενείς σας ;

— Ξεχνάτε, είπε, πώς όλ' αύτά τάχω ξανακάμει ;Είχαμε σταματήσει μπροστά στήν πόρτα του διαμερίσμα­

τος καί πρόσεξα πώς ή Εφημερίδα ήταν άκόμα στό κουτί. Στο πρόγευμα δέν είχαμε βρει καιρό νά τή διαβάσουμε.

— Λοιπόν, είπε, τ ί λέτε γ ι ' αύτό ;— Μά ναί, φυσικά, άπόεντησα. Νόμισα γ ιά μιά στιγμή πώς

θά παντρευόμαστε στό σπίτι. Μά βέβαια, δέ δίνω καμιά ση­μασία στήν Εκκλησία, στόν κόσμο καί στίς τελετές.

Καί του χαμογέλασα. Πήρα χαρούμενο ύφος.— θά να ι τόσο εύχάριστο, δέν είν’ έ τ σ ι ; είπα.Μά είχε γυρίσει κι' είχε άνοίξει τήν πόρτα. Βρεθήκαμε

μέσα στό χώλ.—Ε σ ύ είσαι ; φώναξε ή κ. Βάν Χόπερ. Τί «έκανες τελοσ

πάντων τόση ώρα ; Τηλεφώνησα τρεις φορές στό γραφείο καί μουπαν πώς δέ σέ είδε κανείς.

— 66 —

Page 63: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε .Β Ε Κ Κ Α

"Ενιωσα άξαφνα τήν (τανάγκη νά γελάσω, νά κλάψω, νά ξεσπάσω και στά δύό μαζί, κι' αίστάνθηκα έναν πόνο στό στομάχι. Γιά μιά στιγμή ένιωσα τήν Επιθυμία νά μήν είχε τί­ποτα γίνει, νά βρισκόμουνα κάπου μονάχη, νά πήγαινα περί­πατο σφυρίζοντας.

— φοβάμαι πώς τό λάθος είναι όλο δικό μου, είπε αύτός, μπαίνοντας στό σαλόνι καί κλείνοντας πίσω του τήν πόρτα.

"τακουσα τη φωνή πού άφησε μέσ' στήν κατάπληξή της. "Υστερα πήγα στήν κρεβατοκάμαρά μου και κάθησα δίπλα στ’ άνοιχτό παράθυρο. Είχα τήν αίσθηση πώς περίμενα στόν προθάλαμο ένός Ιατρείου, θάπρεπε νά ξεφυλλίζω περιοδικά, νά κοιτάζω φωτογραφίες άδιάφορες, νά διαβάζω άρθρα πού δέ θά τα θυμόμουν ποτέ πιά, ώς που νάρθει πρόθυμη και χαρού­μενη ή νοσοκόμα μέ τήν ξεθωριασμένη άπό τά άντισηπτικά τό­σων χρόνων «τανθρώπινη εύαισθησία της : «"Ολα πάνε καλά. Ή Εγχείρηση πέτυχε. Δέν ύπάρχει λόγος ν' ανησυχείτε. Πρέ­πει νά πάτε σπίτι νά κοιμηθείτε λιγάκι.»

ΟΙ τοίχοι τού διαμερίσματος ήταν χοντροί. Δέ μπορούσα ν' άκούσω τίποτα. Τί νά τής 'έλεγε τάχα, πώς νάφτιαχνε τίς φράσεις του ; θά τής είπε ίσως : « Τήν άγάπησα άπό τήν πρώ­τη στιγμή πού τήν είδα. Βλεπόμαστε κάθε μέρα.» Κι' Εκείνη θά τού άπαντούσε : «’ταλήθεια, κύριε ντέ Γουίντερ ; Είναι ή πιό ρω μαντική Ιστορία πού άκουσα ποτέ στή ζωή μου.» Ρω­μανική ! Νά άκριβώς ή λέξη πού προσπαθούσα νά θυμηθώ, καθώς άνεβαίναμε μέ το άσανσέρ. Ναι, βέβαια, ρω μαντική. ταύτό θάλεγε ό κόσμος. "Ολη αυτή ή Ιστορία ήταν τόσο ξα­φνική, τόσο ρωμαντική. ταποφάσισαν άξαφνα νά παντρευτούν, αύτό ήταν. Τί περιπέτεια !

Χαμογέλασα μέσα μου, καθώς άγκάλιαζα τά γόνατά μου δίπλα στό παράθυρο, και συλλογιζόμουν τί θαύμα ήταν όλ' αύτά και τί εύτυχισμένη πού θά γινόμουν, θ ά παντρευόμουν τόν άντρα πού dy απούσα. θ ά γινόμουν κυρία ντέ Γουίντερ 1 ''‘Ηταν κουτό νά αισθάνομαι άκόμα αύτό τόν πόνο στό στομάχι, άφού ήμουν τόσο εύτυχισμένη. Φυσικά, ήμουν λίγο νευρική. Νά περιμένω έτσι, σά στόν προθάλαμο ένός Ιατρείου ! Τό κάτω κάτω, θάταν καλύτερο βέβαια καί πιό φυσικό νά μπαίναμε γελαστοί στό σαλόνι, πιασμένοι άπό τό χέρι καί χαμογελώντας ό ένας στόν άλλον. Καί νάλεγε Εκείνος : « θ ά παντρευτούμε. Είμαστε Ερωτευμένοι τρελά ».

'Ερωτευμένοι; Δέ μοΰχε άκόμα μιλήσει γιά έρωτα. "Ισως δέ βρήκε καιρό. "Ολα έγιναν τόσο βιαστικά, μές στήν ώρα πού έπαιρνε τό πρόγευμά του, τή μαρμελάδα του, τόν καφέ του, κι' Εκείνο τό μανταρίνι. Δέ βρήκε καιρό. "Οχι, δέ μοΰχε πει καθόλου πώς ήταν έρωτευμένος. Μόνο πώς 0ά παντρευόμαστε.

— 67 —

Page 64: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Σύντομα, σταράτα, καί πολύ πρωτότυπα. ΟΙ αύθόρμητες προ­τάσεις είναι πολύ καλύτερες, πιό ταληθινές. "Οχι σάν τούς άλ­λους, σάν τούς νεαρούς πού λένε ένα σωρό κουταμάρες καί δέν πιστεύουν ούτε τ ις μισές. "Οχι σάν έκείνσυς τούς άσυνάρτητους νέους τούς γεμάτους πάθος, πού τάζουν μέ όρκους άδύνατα πράματα. Ούτε σάν τόν ίδιον όταν ζήτησε τη Ρ εβέκκα ... Δέν πρέπει νά το σκέπτομαι αύτό. "τας πάει στό καλό. Είναι μιά σκέψη ταπαγορευμένη πού μού τή βάζουν σί δ ία δόλοι. "Υπαγε όπίσω μου, Σατανά. Δέν πρέπει νά το σκέπτομαι αύτό ποτέ. Ποτέ, ποτέ, ποτέ Ι Ιτα’ άγαπά, θέλει νά μου δείξει τό Μάντερ­λέη. Δέ θά τελειώσουν πιά μ' αύτές τις κουβέντες ; Δέ θά ·μέ φωνάξουν καμιά φορά νά πάω μέσα κι' έγώ ; Τό βιβλίο μέ τά ποιήματα ήταν δίπλα μου στό κρεβάτι. Τό είχε ξεχάσει πώς μού τό είχε δανείσει. Δέ μπορούσε λοιπόν νάχει γ ιά κείνον πολ­λή σημασία. «'Εμπρός», μουρμούρισε ό δαίμονας, «άνοιξε τή σελίδα τού τίτλου, αύτό θές ». ’τανοησίες, είπα. θέλω μόνο νά βάλω τό βιβλίο μαζί μέ τ ’ άλλα πράματα. Χασμουρήθηκα, πή­γ α στό τραπέζι, δίπλα στό κρεβάτι. Πήρα τό βιβλίο. Το πόδι μου μπερδεύτηκε στό κορδόνι τής λάμπας τού κρεβατιού. Σκόνταψα, καί τό βιβλίο έπιεσε άπ ' τά χέρια μου στό πάτω­μα. "τανοιξε στή σελίδα μέ τήν α φιέρωση : « Στόν Μάξ, ή Ρεβέκκα.» ΤΗταν νεκρή, και τούς νεκρούς δέν πρέπει οί άν­θρωποι νά τούς σκέφτονται. Κοιμούνται είρηνικά, ή χλόη φυ­τρώνει πάνω άπό τούς τάφους τους. Κι' όμως τί ζωντανό πού ήταν το γράψιμο' της, ·„ί δυνατό Ι ’Εκείνα τά παράξενα γερτά γράμματα. Ό λεκές άπ ' τό μελάνι ! θα ρ είς πώς είχαν γρ α ­φτεί μόλις. Ό λόϊδια, σά νά γράφτηκαν χτές. Πήρα το ψαλιδά­κι τών νυχιών άπ ' τό συρτάρι τής τουαλέτας, κι' έκοψα τή σε­λίδα κοιτάζοντας πίσω άπό τόν ώμο μου σάν κανένας έγκληματίας.

•Έκοψα όλότελα τό φύλλο άπ' τό βιβλίο. Δέν άφησα ούτε τό παραμικρό ίχνος, και τό βιβλίο, σάν έφυγε κείνη ή σελίδα, φάνταξε άσπρο και καθαρό. Ή τα ν ένα και­νούργιο α μεταχείριστο βιβλίο. "Εσκισα τό φύλλο σέ πολλά μικρά κομματάκια και τόριξα στό καλάθι. "Υστερα πήγα και ξανακάθησα στήν καρέκλα μου δίπλα στό παράθυρο. Μά σκεφτόμουνα πάντα έκείνα τά κομματάκια στό καλάθι, κι' ένα λεπτό ταργότερα σηκώθηκα νά πάω νά τά ξανακοι­τάξω. 'τακόμα κι' έτσι που ήτανε τώρα, τό μελάνι ξεχώριζε άπάνω τους μαύρο καί παχύ. Τό γράψιμο λοιπόν δέν είχε κατα­στραφεί. Πήρα ενα κουτί σπίρτα κι' έβαλα φωτιά στά χαρτά­κια. •Έβγαλοεν μιάν όμορφη λάμψη, μαύρισαν, οί άκρες τους γύρίΛΚχν, καί τό γερτό γράψιμο χάθηκε. Τά κομμένα χαρτάκια εywav γκρίζα στάχτη. Τελευταίο κάηκε ' γράμμα Ρ. Τυλί-

— 68 —

Page 65: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

χτηκε μέσα στή φλόγα, λύγισε γιά μιά στιγμή πρός τά §ξω, καί φάνταξε μεγαλύτερο άπ' ό,τι ήταν. "Υστερα χάθηκε κι' αύτό, κι' ή φλόγα κατάπεσε. Δέν έμεινε ούτε στάχτη. "Εγινε άνάερη φτερωτή σκόνη. Πήγα κι' έπλυνα τά χέρια μου στή λε­κάνη. "Ημουν καλύτερα, πολύ καλύτερα. Είχα τό καθάριο και­νούργιο αίσθημα πού νιώθει πάντα κανείς τήν πρωτοχρονιά μπροστά στό νέο ήμερολόγιο πού κρέμεται άγγιχτο άκόμα στόν τοίχο. Πρώτη τού Γενάρη Ι "Ενιωθα τήν ίδια φρεσκάδα, τήν ίδια χαρούμενη Εμπιστοσύνη. Ή πόρτα άνοιξε, κι' ό Μα­ξίμ μπήκε στό δωμάτιο.

—Εν τάξει όλα, είπε. "Επαθε τέτοιον κλονισμό στήν άρχή, πού τής πιάστηκε ή μιλιά. Μά άρχισε νά συνέρχεται. Πάω κάτω στό γραφείο νά βεβαιωθώ πώς προφταίνει το πρώτο τραίνο. Γιά μιά στιγμή δίστασε. Είχε τήν έλπίδα πώς θά τήν καλούσα μάρτυρα στό γάμο, μά έγώ φάνηκα σταθερός. Πή­γαινε νά τής μιλήσεις.

Δέ μούπε πώς ήταν χαρούμενος, πώς ήταν εύτυχισμένος. Δέ μέ πήρε άπό τό μπράτσο νά μέ πάει στο σαλόνι. Χαμογέ­λασε, μού κούνησε τό χέρι, καί βγήκε μόνος του έξω στό διά­δρομο. Πήγα στήν κ. Βάν Χόπερ διστακτικά, λίγο δειλά, σά μιά καμαριέρα, πού θάχε στείλει μέ κάποιο φίλο τήν παραί­τησή της.

Στεκόταν στό παράθυρο καπνίζοντας. Μιά άλλόκοτη κον­τόχοντρη σιλουέτα πού δέ θά τήν ξανάβλεπα ποτέ πιά, μέ τή ζακέτα σφιχτά τεντωμένη πάνω στό μεγάλο της στήθος, μέ τό γελοίο καπέλο της στραβά στό κεφάλι.

—Λοιπόν ; είπε κι' ή φωνή της ήταν στεγνή καί σκληρή, έντελώς άλλη, άσφαλώς, άπ' όταν μιλούσε μαζί του. Πρέπει νά όμολογήσεις πώς τά κατάφερες περίφημα. Καλά τό λέει ή παροιμία : «'ταπό τό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι.» Πώς τά βόλεψες ;

Δέν ήξερα τι ν' α παντήσω. Τό χαμόγελό της καθόλου δέ μού άρεσε.

— Στάθηκες τυχερή πού έπεσα στό κρεβάτι μέ γρίπη, είπε. Τώρα καταλαβαίνω πώς περνούσες τίς ώρες σου καί γιατί ξεχνούσες ό,τι σούλεγα νά κάνεις. "Επαιρνες μαθήματα τένις, έ ; θαρώ πώς μπορούσες νά μούχεις μιλήσει.

— Μέ συγχωρείτε, είπα.Μέ κοίταξε παράξενα, μ' Επιθεώρησε μέ τό βλέμμα της

άπό πάνω ώς κάτω.—· Και μού λέει πώς θέλει νά σέ παντρευτεί μέσα σέ λίγες

μέρες. Είσαι τυχερή πού δέν έχεις οικογένεια νά σου ζητήσει Εξηγήσεις. "τας είναι, έμένα δέ μέ άφορα πιά αύτή ή ύπόθεση. Δέ θέλω ν' α νακατευτώ σ' αύτή τήν Ιστορία. ταναρωτιέμαι μό-

— 69 —

Page 66: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

νο τ ί θά πουν 61 φίλοι του, μά αύτό, νομίζω, είναι δικός του λογαριασμός. Τό ξ έ ρ ε ις π ώ ς είναι πολλά χρόνια μεγαλύτερός σου ;

— Είναι μόνο σαρανταόυό χρονών, είπα, κι’ έγώ αισθάνο­μαι πολύ μεγαλύτερη άπό τά χρόνια μου.

Γέλασε καί πέταξε στό πάτωμα τή στάχτη του τσ ιγά ­ρου της.

—'Ώ , σίγουρα, είπε.Κι' Εξακολούθησε νά με κοιτάζει μέ τέτοιο τρόπο, πού

ποτέ άλλοτε δέν τόν είχα προσέξει στή συμπεριφορά της άπέ­ναντί μου. Μέ τό ειρωνικό βλέμμα ένός μέλους κριτικής Επιτρο­πής σέ κτηνοτροφική έκθεση. Είχε κάτι τό άνατομικό ή ματιά της, μιά δυσάρεστη έκφραση.

— Πές μου, είπε έμπιστευτικά, σά φίλη σέ φίλη. Μήπως έγ ι­νε τίποτα μεταξύ σας ;

Έ μ ο ια ζε μέ τήν Μπλαίζ, τή ράφτρα, όταν μού πρόσφερε τά δέκα τά έκατό.

— Δέν καταλαβαίνω τ ί θέλετε νά πείτε, άπάντησα.Σήκωσε τούς ώμους γελώντας.— καλά, κα λά . . . δέν πειράζει. Πάντα μου τόλΓεγα πώς

τά κορίτσια στήν ’ταγγ λ ία είναι ταλαφρόμυαλα, παρ ' όλη τήν πόζα πού παίρνουν όταν παίζουν χόκεϋ. Έ τ σ ι λοιπόν. Πρέπει νά φύγω μόνη μου γ ιά τό Παρίσι, καί νά σ' α φήσω έδώ μέ τόν καλό σου ως πού νά βγάλει τ ις άδειες. Πρόσεξα πώς δέ με κάλεσε κάν στό γάμο.

— Δέ θά καλέσει κανένα, νομίζω. Ε ξ άλλου, έσείς θάχετε φύγει.

— Χμ ! Χμ ! Έ κ α μ ε .Πήρε το κουτί τών καλλυντικών' κι' έριξε τήν πουντριέρα

της μέσα.—Υποθέτω ότι συλλογίστηκες καλά αύτό πού κάνεις, έξα

κολούθησε. ‘Ό λ ’ οεύτά έγιναν τόσο βιαστικά, δέ νομίζεις ; Μέσα σέ λ ίγες βδομάδες, θα ρώ πώς δέν είναι και τόσο βολικός άν­θρωπος, καί θά πρέπει νά προσαρμοστείς μέ τούς τρόπους του. Πέρασες, ξέρεις, μιά ζωή πολύ οικογενειακή ώς τά τώρα, κι' ούτε μπορείς νά Ισχυριστείς πώς σέ κούρασα, θ ά πρέπει νά το α ποκλείσεις πώς μπορείς νά σταθείς ώς κυρία του Μάντερλέη. Γιά νάμα ι έντελώς ειλικρινής μαζί σου, έγώ δέ μπορώ νά σέ φανταστώ.

Τά λόγια της ήταν ή ήχώ τών δικών μου. Έ τ σ ι είχα μι­λήσει κι' έγώ μιά ώρα πρωτύτερα.

— Δέν έχεις τήν πείρα, έξακολούθησε. Δέν τόν ξέρεις αύτό τόν κόσμο. Ε σ ύ θέ μπορείς νά ταιριάξεις δύό φράσεις στά χαρτοπαικτικά τσάγια μου. Τί θά λές σ' όλους τούς φίλους

— 70 —

Page 67: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

του ; ΟΙ δεξιώσεις του Μάντερλέη, όταν ζούσε ή γυναίκα του, έκαναν κρότο. Φυσικά, θά σούχει μιλήσει γι' αύτές.

Δίστασα μιά στιγμή, μά έκείνη Εξακολούθησε εύτυχώς, χωρίς νά περιμένει τήν απάντησή μου.

— Κάθε άνθρωπος, φυσικά, λαχταρά τήν εύτυχία, καί συμ­φωνώ μαζί σου ότι ώς άντρας είναι πολύ γοητευτικός. "τας είναι, μέ συγχωρείς. 'Εγώ προσωπικά νομίζω πώς κάνεις τε­ράστιο λάθος, θά τί» μετανιώσεις πικρά.

"ταφησε τήν πουντριέρα καί μέ κοίταξε πάνω άπό τόν ώμο της. "Ισως νά μιλούσε ειλικρινά βέβαια, μά άς έλειπε τέτοια τιμιότητα. Δέν είπα λέξη. Φαίνεται πώς θά φαινόμουν με­λαγχολική, γιατί σήκωσε τούς ώμους της καί πήγε στόν κα­θρέφτη νά ισιώσει το καπέλο της, το μικρό σά μανιτάρι. Χαι­ρόμουν πού θάφευγε, πού δέ θά τήν έβλεπα πιά. Λυπόμουν τούς μήνες πού είχα ζήσει κοντά της, στήν ύπηρεσία της, παίρνον­τας τά λεφτά της, τακολουθώντας την σά σκιά, έξαθλιωμένη καί σιωπηλή. Μ ούλε ιπ ε βέβαια ή πείρα. Δέν ύπηρχε αμφιβολία, ήμουνα κουτή, ντροπαλή, πολύ νέα. ‘Ό λ' αύτά τάξερα. Δέν ήταν άνάγκη νά μού τά πει. Σκεπτόμουν πώς είχε σίγουρα ύπολογίσει τό κάθε τί πού μού είπε, καί πώς, άπό κάποιο παρά­ξενο γυναικείο πείσμα, αύτός ό γάμος τήν έκανε έξω φρενών. ' Η ταντίληψή της γιά τήν κλίμακα τών α ξιών είχε πειραχτεί μέσα της.

Καί λοιπόν μοΰκανε τό ίδιο. θ ά τήν ξεχνούσα κι' έκείνη καί τά φαρμακερά της λόγια. Μιά καινούργια έμπιστοσύνη γεννήθηκε μέσα μου ταπ' τή στιγμή πούκαψα έκείνη τή σελίδα και σκόρπισα τά κομμάτια της. Τό παρελθόν θάσβυνε και γιά τούς δύό μας, θ' α ρχίζαμε μιά καινούργια ζωή έκεϊνος κι' έγώ. θά γινόμουν κυρία ντέ Γουίντερ. θά ζούσα στό Μάν­τερλέη. Έκείνη θάφευγε, θά τραμπαλιζόταν χωρίς έμένα στό βαγκόίν λί, κι' έκείνος κι' έγώ, θά γευματίζαμε στό ίδιο τρα­πέζι στήν τραπεζαρία, κάνοντας σχέδια γιά τό μέλλον.

θάταν ή ταρχή μιας μεγάλης περιπέτειας. "Ισως, όταν θάφευγε έκείνη, ά ρχιζε Επιτέλους νά μού μιλεί, νά μοΰλεγε πώς μ' άγαπα, πώς ήταν εύτυχισμένος. "Ως τώρα δέ μάς είχε μείνει καιρός, καί έξ άλλου, αύτά τά πράματα δέ λέγονται εύκολα, πρέπει νά περιμένει κανένας τήν ώρα τους.

Σήκωσα τά μάτια μου κι' είδα τήν εικόνα της μές στόν καθρέφτη. Μέ κοίταζε, μ' ένα χαμόγελο έπιείκειας στά χείλη. Σκέφτηκα πώς θά δειχνόταν μεγαλόκαρδη έπιτέλους, πώς θά μου άπλωνε τό χέρι, θά μού εύχότανε καλή τύχη, και θά μούλεγε πώς όλα θά πήγαιναν καλά. Μά έκείνη Εξακολουθούσα νά χαμογελά, χώνοντας μές στό καπέλο της μιά ξεπεταμένη τρίχα τών μαλλιών της.

— 71 —

Page 68: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Φυσικά, είπε, τό ξέρεις γ ια τ ί σέ παντρεύεται, δέν είν* Ε τσ ι; Δέ φαντάζομαι νά κολακεύεσαι πώ ς είναι έρωτ ευ μένος, μαζί σου. Ή άλήθεια είνα ι πώ ς τό Αδειο έκεΐνό σπίτι του εχει δώσει στα νεϋρα, σέ τέτοιο βοόθμό, πού κοντεύει νά χάσει τό· νου του. Τ* όμολόγησε μόνος του πριν μπεις στο δωμάτιο. Του είναι άδύνατο να έξακολουβήσει αύτή τη μοναχική ζωή.

Page 69: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

7

Φ Τ ταΣταΜΕ στό Μάντερλέη στίς α ρχές τού Μάη, μαζί με τά πρώτα χελιδόνια καί τις κ α μπανέλες, όπως είπε ό Μαξίμ. Ηταν ή καλύτερη έποχή, γιατί δέν είχε άκόμα φουντώσει τό καλοκαίρι. Στήν κοιλάδα

θά ξέχυναν τή μοσκοβολιά τους οί άζαλέες, και τά κόκκινα σάν αίμα ροδόδεντρα θάταν τώρα στήν άνθησή τους. Φύγαμε μέ τό αύτοκίνητο άπό το Λονδίνο το πρωί, μέσα σε μιά δυνατή βροχή, και φτάσαμε στό Μάντερλέη στίς πέντε το άπόγεμα, τήν ώρα του τσαγιού. Κρατώ άκόμα στή θύμησή μου ζωηρή τήν εικόνα μου : Ντυμένη άχαρα, όπως πάντα, μ' όλο πού ήμουνα νύφη έφτά μόνο βδομάδες, μ' ένα καφέ κίτρινο πλε­χτό φόρεμα, μιά γουνίτσα γύρω άπ' τό λαιμό, και πάνω άπ' όλα, ένα φριχτό ταδιάβροχο, πού μοΰφτανε ώς τούς α στραγά­λους. Έ λεγα πώς ετσι ήμουνα ταιριαστή μέ τόν καιρό, καί τό μάκρος του μού πρόσθετε μερικούς πόντους μπόι. ~ Ε σφίγγα στά χέρια μου ένα ζευγάρι μακριά γάντια, και κρατούσα μιά μεγάλη πέτσινη τσάντα.

—1Έτσι βρέχει στό Λονδίνο, είπε ό Μαξίμ όταν ξεκινή­σαμε. Περίμενε και θά δεις. Ό ήλιος θά βγει γιά χάρη σου μόλις φτάσουμε στό Μάντερλέη.

Κι' είχε δίκιο. Τά σύννεφα μάς α φησαν στό Έξετερ, κυ­λώντας μακριά πίσω μας, ταφήνοντας, πάνω ταπ' τά κεφάλια μας, ένα μεγάλο γαλάζιο ούρανό, καί μπροστά μας ένα κά­τασπρο δρόμο.

Χάρηκα πού είδα τόν ήλιο, γιατί μιά σκέψη προληπτικά μ' έκανε νά παίρνω γιά κακό οΙωνό τή βροχή, κι' ό μολυβέ­νιος ουρανός τού Λονδίνου μούχε κόψει τή μιλιά.

— ταισθάνεσαι καλύτερα ; είπε ό Μαξίμ.Χι' έγώ του χαμογέλασα παίρνοντας τό χέρι του, καί συλ­

λογιζόμουν πόσο απλό ήταν γιά κείνον νά γυρίζει στό σπίτι

— 73 —

Page 70: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

του, νά περπατεί μέσα στό χώλ, νά παίρνει γράμματα, νά χτυ­πά τό κουδούνι γ ιά τό τσάι, κι' α ναρωτιόμουν άν καταλάβαινε πόσο ήμουν νευρική κι' 0cv ή Ερώτησή του, «αισθάνεσαι κα­λύτερα ; » σήμαινε πώς μ' είχε νιώσει.

— Δέν πειράζει, σέ λ ίγο φτάνουμε, θ ά βιάζεσαι νά πάρεις τό τσάι σου, είπε α φήνοντας τό χέρ ι μου, γ ια τ ί είχαμε φτάσει σέ μιά στροφή κι’ έπρεπε νά κόψει ταχύτητα.

Τότε κατάλαβα πώς είχε παρεξηγήσει τή σιωπή μου, παίρ­νοντάς την γ ιά κούραση, και δέν του πέρασε κάν άπ' το νου πώς φοβόμουν αύτό τό φτάσιμο στό Μάντερλέη, όσο κι' αν θεωρητικά το είχα έπιθυμήσει. Τώρα πού ή στιγμή είχε φτάσει, ήθελα ν' α ναβληθεί, νά σταματήσουμε σέ κανένα έξοχικό παν­δοχείο, νά πάρουμε έναν καφέ δίπλα σ' ένα α πρόσωπο τζάκι. "Ηθελα να μαι μιά ταξιδιώτισσα πού βρίσκεται άκόμα στό δρό­μο, μιά νιόνυφη Ερωτευμένη μέ τόν άντρα της. Νά μήν ήμούν έγώ, πού Ερχόμουν πρώτη φορά στό Μάντερλέη, ή γυναίκα τού Μαξίμ ντέ Γουίντερ. Περάσαμε α πό πολλά φιλικά χω ριά πού τά παράθυρα των σπιτιών τους είχαν Ενα καλόκαρδο ύ­φος. Μιά γυναίκα, μ' Ενα μωρό στήν άγκα λ ιά της, μού χαμογέ­λασε α πό τήν πόρτα, Ενώ ό ταντρας της δρασκελούσε μέ θό­ρυβο το δρόμο, πηγαίνοντας σ' ένα πηγάδι, μ' έναν κουβά στο χέρι.

Νά μπορούσαμε νταμαστε κι' έμείς σάν αύτούς, γειτόνοι τους ίσως, καί ν' α κουμπούσε ό 'Μαξίμ τά βράδια στήν αύλόπορτα ένός άπ' αύτά τά σπιτάκια, καπνίζοντας ένα τσιμπούκι, περήφανος γ ιά μιά πανύψηλη μολόχα πού θ ταχέ ό ίδιος φυτέ­ψει, Ενώ Εγώ θά πηγαινοερχόμουνα στήν πεντακάθαρη κουζίνα μου, Ετοιμάζοντας γ ιά τό δείπνο το τραπέζι. Στήν πιατοθήκη θάχα με Ενα ξυπνητήρι πού Θά χτυπούσε δυνατά, τικ τάκ, καί μιά σειρά γυαλιστερά πιάτα. Ό Μαξίμ μετά τό φαγητό, θά διάβαζε τήν Εφημερίδα του κοντά στό τζάκι, Ενώ Εγώ θ' α πλω­να τό χέρι μου νά πάρω ταπ' τό συρτάρι τό μαντάρισμά μου. Θταταν μιά ζωή γαλήνια, σίγουρη καί τόσο α νετη, έξω ταπό κάθε Ετικέτα.

— Δύό χιλιόμετρα μάς μένουν α κόμα, είπε ό Μαξίμ. Βλέ­πεις αύτή τή μεγάλη ζώνη τά δέντρα, στήν α κρη τού λόφου πού κατεβαίνει πρός τήν κοιλάδα, καί λ ίγο πιό πέρα ένα κομ­μάτι θάλασσα ; ταύτό είναι τό Μάντερλέη. ταύτά είναι τά δάση.

Προσπάθησα νά χαμογελάσω, καί δέν τού ταπάντησα, γ ια τί ε νιωθα μέσα μου τώρα Μνα αίσθημα πανικού, μιάν α γωνία πού δέ μπορούσα νά τή νικήσω. Ή χαρούμενη συγκίνησή μου είχε χαθεί, ή εύτυχισμένη μου περηφάνεια είχε σβύσει. "Ημουν σάν Ενα μικρό κοριτσάκι πού τό πάνε γ ιά πρώτη φορά στό σχολείο, ή σά μιά ταπειρη μικρή Οπηρέτρια πού πρωτοφεύγει

Page 71: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

άπό τό σπιτικό της ζητώντας δουλειά. "Ολη ή αύτοπεποίθηση πού είχα κερδίσει τις έφτά σύντομες αύτές βδομάδες τού γά­μου μου, δέν ήταν πιά παρά ένα κουρέλι στόν άνεμο. Μου φαινόταν πώς άγνοούσα καί τά στοιχεία άκόμα τής καλής συμπεριφοράς, πώς δέν ήμουν σέ θέση νά ξεχωρίσω τό δεξί άπ' τό άριστερό μου χέρι, πώς δέ θά καταλάβαινα πότε θάπρεπε νά στέκομαι όρθια και πότε νά κάθομαι, ποιο κουτάλι ή ποιό πηρούνι νά πιάσω στό γεύμα.

—Πρέπει νά τό (βγάλεις πιά αύτό τό αδιάβροχο, είπε κοι­τάζοντάς με. Δέν έβρεξε καθόλου <έδώ. Καί βάλε ίσια αύτή τήν άστεία γουνίτσα. Καημένο παιδί, σέ κουβάλησα πολύ βιαστικά, καί θάπρεπε ίσως ν' άγοράσεις πολλά φορέματα άπό το Λονδίνο.

— Δε μέ νιάζει άν δέ σέ πειράζει εσένα, είπα.— ΟΙ περισσότερες γυναίκες δέ νιάζονται γιά τίποτ' άλλο

παρά γιά τά λούσα, είπε άφηρημένος.Στρίψαμε μιά γωνιά και φτάσαμε σ' ένα σταυροδρόμι

άπ' όπου άρχιζε ένας ψηλός τοίχος.— Φτάσαμε, είπε, κι' ή συγκίνηση είχε δώσει ένα και­

νούργιο τόνο στή φωνή του.Έσφιξα τό πέτσινο κάθισμα τού αυτοκινήτου μέ τά δύό

μου χέρια. Ό δρόμος έστριβε μπροστά μας, άριστερά, δίπλα στό μικρό σπιτάκι τού θυρωρού, μιά ψηλή σιδερένια καγκελό­πορτα άνοιγε διάπλατη μπρός σέ μιά μεγάλη άλέα. Καθώς περνούσαμε, είδα μερικά πρόσωπα νά κρυφοκοιτάζουν άπ' τό σκοτεινό παράθυρο τού θυρωρείου, κι' ένα παιδάκι βγήκε τρέχοντας άπό τήν πίσω πόρτα και μέ κοίταξε περίεργα. Σύρ­θηκα πίσω στό κάθισμά μου κι' ή καρδιά μου χτυπούσε γρή­γορα γρήγορα. "Ηξερα γιατί βγήκαν έκείνα τά πρόσωπα στό παράθυρο, γιατί κοίταζε έτσι τό παιδάκι.

•Ήθελαν νά δουν πώς ήμουν. "ταρχισα νά τούς βλέπω μέ τή φαντασία μου νά κουβεντιάζουν ζωηρά, καί νά γελάνε μέσα στή μικρή τους τήν κουζίνα : « Μόλις πήρε τό μάτι μου τήν κορφή τού καπέλου της», θάλεγαν. «Δέν ήθελε νά μάς δείξει το πρόσωπό της. 'τας είναι, θά μάθουμε αύριο, θά μάς μηνύσουν άπό τό σπίτι.» Φαίνεται πώς κατάλαβε έπιτέλους τή ντροπαλότητά μου, γιατί μού πήρε τό χέρι, τό φίλησε κι' ύ­στερα μούπε μισογελώντας λίγο :

— Μή σέ πειράζει άν έχουν κάποια περιέργεια. ‘Όλοι τους θέλουν νά δουν πώς είσαι. Βδομάδες όλόκληρες ίσως δέ θά μιλούσαν γιά τίποτ' άλλο. Δέν έχεις παρά νά μείνεις δπως είσαι καί θά σέ λατρεύουν όλοι. Γιά τό σπίτι δέν είν' άνάγκη νά σκοτίζεσαι, τά κάνει όλα ή κυρία Ντάμβερς. "ταφη­σέ της κάθε φροντίδα. Στήν άρχή θάναι λίνο ψυχρή μαζί

— 75 —

Page 72: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

σου. ΕΤν' ή ταλήθεια πώς είναι Ιδιότροπος χαρακτήρας, μά αύτό δέν πρέπει νά σέ στενοχωρεί. Είναι τό ύφος της. Είδες αύτά τά φυτά ; "Οταν α νθίζουν οί όρτανσίες, φαίνονται σά γαλάζιος τοίχος.

Δέν του ταπαντούσα, γ ια τ ί συλλογιόμουν έκείνο τό κορι­τσάκι πού πρίν άπό χρόνια είχε άγοράσει μιά κάρτα άπό το μαγαζάκι ένός χωριού, καί, καθώς έβγαινε έξω στό λαμπρόν ήλιο κουνώντας την στά δάχτυλά του, σκεφτόταν εύχαριστημένο άπ’ το ψώνιο του : « θ ά τή βάλω στό λεύκωμά μου. Μάντερλέη ! Τί ωραίο όνομα !» Και τώρα ήμουν κι' έγώ στό Μάντερλέη, τό Μάντερλέη ήταν τό σπίτι μου, θάγραψα στούς φίλους μου : « θ ά μείνουμε όλο τό καλοκαίρι στό Μάντερλέη, πρέπει νά ρθείτε νά μάς δείτε », καί θά περπατούσα σ' αύτή τήν άλέα πού τώρα τήν έβρισκα ξένη κι' α λλόκοτη, ξέροντας τέλεια κάθε στροφή και κάθε γω νιά της, ταναγνωρίζοντας κι' έπιδοκιμάζοντας κάθε Επέμβαση του κηπουρού, έδω το ψα­λίδισμα ένός θάμνου, έκεί τό κλάδεμα ένός δέντρου, καί, μπαίνοντας πότε -.πότε, γ ιά καμιά παραγγελ ία , στό σπιτάκι τού θυρωρού, θάλεγα : « ταοιπόν, πώς πάει σήμερα το π ό δ ι;» κι’ ή γρ ιά ή γυναίκα του, χω ρίς καμιά περιέργεια, θά με καλοδεχόταν μέσ’ στήν κουζίνα της. Ζήλευα τόν Μαξίμ γ ιά τήν ξενιασιά και τήν άνεσή του, γ ιά κείνο το μικρό χαμό­γελο στά χείλη, πούδειχνε πώς ήταν εύτυχισμένος γυρίζον­τας σπίτι του.

Ή μέρα πού θά μπορούσα κι' έγώ νά χαμογελώ ξ£νιαστη μού φαινόταν τόσο μακρινή, τόσο α πρόσιτη, θάθελα νά ρχόταν γρήγορα, θάθελα νάμουν κιόλας μιά γρ ιά μέ γκρίζα μαλλιά και ταργό περπάτημα, μιά γρ ιά πού νάχει ζήσει έδώ πολλά χρόνια, ότιδήποτε άλλο, τελοσπάντων, ταλλά όχι τό δειλό κι' α νόητο πλάσμα πού αισθανόμουν πώς ήμουνα τώρα.

Ή καγκελόπορτα έκλεισε πίσω μας τρίζοντας, ό μεγά­λος σκονισμένος δρόμος χάθηκε, κι' είδα πώς αύτή ή ταλέα δέν ήταν ή ταλέα του Μάντερλέη όπως τήν είχα φανταστεί, ή πλατιά χαλικοστρωμένη άλέα, ή πλαισιωμένη κανονικά ταπό άπαλή περιποιημένη χλόη.

ταύτή έδώ ή ταλέα στριφογύριζε σά φίδι καί δέν ήταν πολύ πιό πλατιά ταπό μονοπάτι. Πάνω ταπ' τά κεφάλια μας ύψώνονταν μιά μεγάλη κιονοστοιχία άπό δέντρα, πού τά κλαδιά τους έγερναν και μπερδεύονταν τό ένα μέ τ ' άλλο, κι' έφτιαχναν γ ιά χάρη μας, θάλεγες, τό θόλο μιας έκκλησιάς. Ούτε κι' ό μεσημεριάτικος ήλιος δέν είχε τή δύναμη νά τρυπήσει τό ύφάδι τής πράσινης φυλλωσιόκς τους. Τόσο ήταν πυκνά πλεγ­μένα τό ένα μέ τ ' άλλο, καί μόνο μικρές τρεμουλιαστές βού­λες α πό ζεστό φώς έπεφταν σέ διαδοχικά κύματα, στολίζον-

Page 73: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τας μέ χρυσάφι τήν άλέα. ‘’‘Ηταν πολύ σιωπηλή, πολύ ήσυχη. Στό μεγάλο δρόμο φυσούσε ένας εύχάριστος άέρας πού χάι­δευε το πρόσωπό μου κι' έκανε τά χόρτα νά χορεύουν πάνω στό φράχτη. Μά έδώ δέ σάλευε φύλλο. 'τακόμα κι’ ή μηχανή τού αύτοκινήτου άφηνε Άλλον ήχο, ταγκομαχώντας πιό ήσυχα, πιό ταργά. "Οσο κατέβαινε ή ταλέα πρός τήν κοιλάδα, τόσο πύκνωναν μπροστά μας τά δέντρα : Μεγάλες όξιές μ' άσπρους όμορφους λείους κορμούς, πού ύψωναν πλάϊ πλάϊ τά μύρια κλαδιά τους, κι' Άλλων λογιών δέντρα πού δέν ήξερα τ’ όνο­μά τους, καί πού ήταν τόσο κοντά μας, πού μπορούσα νά τ' Άγγιζα μέ τά χέρια μου. Προχωρούσαμε ολοένα. Περάσαμε ένα γεφυράκι πού δρασκελούσε ένα στενόρεμα, κι' ή ταλέα τούτη, πού δεν ήταν αλέα, στριφογύριζε άκόμα σά μαγεμένη κορδέλα, μές απ' τά σκοτεινά και σιωπηλά δάση, προχωρών­τας άκόμα βαθύτερα στήν καρδιά τους. Κι' άκόμα νά φανεί ξέφωτος χώρος γιά σπίτι.

Το μάκρος της Άρχιζε νά μού δίνει στά νεύρα. ταύτή ή στροφή άκόμα, σκεφτόμουν, και θά φανεί. Μά καθώς έσκυβα μπρος νά κοιτάξω, άπογοητευόμουν. Ούτε σπίτι, ούτε ξέφωτο, ούτε πλατύς α νοιχτόκαρδος κήπος, τίποτ' Άλλο, έκτος άπ' τη σιωπή και τό σκοτάδι τού δάσους. Ή καγκελόπορτα, δίπλα στό σπίτι τού θυρωρού, είχε γίνει κιόλας α νάμνηση, κι' ό μεγάλος δημόσιος δρόμος άνηκε ο' Άλλους καιρούς, σ' Άλλον κόσμο.

'Άξαφνα, ένα φως χύθηκε μπροστά μας, στό βάθος τής σκοτεινής άλέας. "Ενα κομμάτι ούρανός φάνηκε, τα πυκνά δέντρα α ραίωσαν μονομιάς, οί παράξενοι θάμνοι χάθηκαν, κι' άπό κάθε μεριά μας παρουσιάστηκε ένας τοίχος, κόκκι­νος αίμα, πολύ ψηλότερος Άπ' τά κεφάλια μας. Βρισκόμαστε ανάμεσα οτά ροδόδεντρα. 'Η ταπότομη Εμφάνισή τους είχε κάτι τό ξαφνικό, τό καταπληκτικό. Το δάσος δέ μέ είχε προ­ετοιμάσει γι' αύτό τό θέαμα. Μέ ξάφνισε τ' όραμά τους, μα­ζεμένα έτσι τό ένα δίπλα ατό Άλλο, μ' α πίστευτη ταφθονία, χωρίς νά φαίνεται ούτε ένα φύλλο, ούτε ένα κλαράκι, τίποτ' Άλλο, παρά το πλούσιο, χτυπητό, ύπερφυσικά πορφυρό έκείνο χρώμα. Δέν έμοιαζαν μέ τά ροδόδεντρα πού είχα δει ώς τά τότε. Έριξα μιά ματιά στόν Μαξίμ. Χαμογελούσε.

— Σ ’ ταρέσουν ; είπε.— Ναι, του άπάντησα μέ κομμένη κάπως α νάσα, χωρίς

νΆμαι σίγουρη Άν ήταν αλήθεια αύτό πού έλεγα. Γιατί γιά μένα, τά ροδόδεντρα ώς τότε ήταν άπλα σπιτικά φυτά, αύστηρά τυπικά, μώδ ή ρόζ, φυτεμένα πυκνά σ' ένα στρογγυλό περιποιημένο παρτέρι. Μά τούτα έδώ ήταν γίγοεντες α ληθινοί πού έφταναν ώς τόν ούρανό, ταραδιασμένα σά φάλαγγες

— 77 —

Page 74: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στρατιωτών, πάρα πολύ όμορφα, συλλογιζόμουν, πάρα πολύ δυνατά, και δέν έμοιαζαν με φυτά διόλου.

"Ημαστε πιά κοντά στό σπίτι. Είδα τήν άλέα νά πλα­ταίνει στό ξέφωτο, όπως τήν είχα φανταστεί, μέ τόν αίμάτινο τοίχο δίπλα μας πάντα. Στρίψαμε τήν τελευταία γωνιά, καί φτάσαμε Επιτέλους στό Μάντερλέη. Ναι, έδώ ήταν το Μάντερ­λέη πού περίμενα, τό Μάντερλέη πού, πρίν άπό χρόνια, είχα δει σ’ ένα κάρτ ποστάλ. ‘Ό λο χάρη κι' όμορψιά, έξαίσιο, άψογο, ωραιότερο άπ ' ό,τι τόχα ποτέ φανταστεί, μέσα στίς κόχες τών λιβαδιών του κι' άνάμεσα στίς χλοερές του πελού­ζες, με τ ίς ταράτσες του πουγερναν πρός τούς κήπους και τούς κήπους του, πουγερναν προς τή θάλασσα. Καθώς προ­χωρούσαμε πρός τά πλατιά πέτρινα σκαλοπάτια καί στεκό­μαστε μπροστά στήν άνοιχτή πόρτα είδα, μέσ' άπό ένα α νοι­χτό παράθυρο, το χώλ γεμάτο κόσμο, κι' άκουσα τόν Μαξίμ νά βλάστημοι μέσ’ άπ ' τά δόντια του.

— Νά τήν πάρει ό διάβολος αύτή τή γυναίκα ! 'ταφού το ξέρει πώς αύτό δε θά. τόθελα ! είπε και φρενάρισε α πότομα.

— Τί τρέχει ; ρώτησα. Τί θέλει όλος αύτός ό κόσμος ;— Φοβούμαι πώς τώρα π ιά θά πρέπει νά τόν α ντιμετωπί­

σεις, είπε νευρωμένος. Η κυρία Ντάμβερς μάζεψε όλο αύτό το καταραμένο συνάφι γ ιά νά μάς κάμει ύποδοχή. Μή σε νιάζει, δέ θά χρειαστεί νά π?ίς τίποτα, θ ά τά κανονίσω έγώ .

"Έψαξα νά βρω το χερούλι τής πόρτας. Κρύωνα λ ίγο κι' ένιωθα κάποια κούραση άπό τή μεγάλη διαδρομή. Κείνη τήν ώρα, κατέβηκε τά σκαλοπάτια ό μαιτρ ντ’ ότέλ μαζί μ' έναν ύπηρέτη, και μ' άνοιξε τήν πόρτα.

Ή τα ν γέρος, μέ πρόσωπο καλοσυνάτο. Τού χαμογέλασα άπλώνσντάς του το χέρι, μά φαίνεται πώς δέν το είδε, γ ια τί ταντίς νά μου δώσει κι' αύτός το χέρι, πήρε τήν κουβέρτα καί τή μικρή μου βαλίτζα καί γύρισε πρός τόν Μαξίμ, πού με βοηθούσε νά βγω ταπό τ ' αύτοκίνητο.

— Να μας λοιπόν, Φρίθ, είπε ό Μαξίμ βγάζοντας τά γά ν­τια του. "Εβρεχε όταν φύγαμε α πό τό Λονδίνο. Ε σ είς έδώ δέν είχατε, φαίνεται, βροχή. Είστε όλοι καλά ;

— Μάλιστα, κύριε. Εύχαριστώ, κύριε. "Οχι, όλο τό μήνα δέν έβρεξε καθόλου. Είμαι πολύ εύχαριστη μένος πού γυρ ί­σομε σπίτι καί έλπίζω νά περάσατε καλά. Καί ή κυρία έπίσης.

— Ναί, είμαστε καλά κι' 61 δύό. Εύχαριστώ, Φρίθ. Είμα­στε λ ιγάκ ι κουρασμένοι ταπ’ τό ταξίδι καί θέλουμε ένα τσάι. Δέν περίμενα όλη αύτή τή φασαρία.

"Εδειξε τό χώλ σηκώνοντας τό κεφάλι του.—Ή τα ν διαταγή τής κυρίας Ντάμβερς, κύριε, είπε, χω­

ρίς τό πρόσωπό του νά Εκφράζει τίποτα.

— 78 —

Page 75: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— θάπρεπε νά το περιμένω, είπε άπότομα ο Μαξίμ.Κι' ύστερα πρόσθεσε, γυρίζοντας σέ μένα :—"Ελα, πάμε, θά τελειώσουμε γρήγορα κι' ύστερα θά πά­

ρεις τό τσάι σου.'τανεβήκαμε μαζί τά μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ό Φρίθ κι'

ό ύττηρέτης άκολουθούσαν, κρατώντας τήν κουβέρτα καί τό αδιάβροχο μου. "Ενιωθα έναν Ελαφρό πόνο στό στομάχι και μιά νευρική σύσπαση στό λαιμό.

Κλείνω τά μάτια μου καί ξαναβλέπω με τή φαντασία μου τή στιγμή έκείνη. Βλέπω τόν έαυτό μου, ένα άδέξιο άδύνατο πλάσμα, όρθό στό σκαλοπάτι, μέ τό πλεχτό μου το φόρεμα καί τά γάντια σφιγμένα στό Ιδρωμένο μου χέρι. Βλέπω τό μεγάλο μαρμάρινο χώλ, τις πλατιές πόρτες πού πήγαιναν στή βιβλιοθήκη, τούς πίνακες τού Πέτερ Λέλη και του Βάν Ντάικ ατούς τοίχους, τήν Εξαίσια σκάλα πούφερνε στόν 'Εξώστη τών Μενεστρέλων, και Εκεί, τόνα πίσω άπό τ' άλλο, μιά θάλασσα άπό πρόσωπα, πού ξεχείλιζε ώς τούς στενούς διαδρόμους κι' ώς τήν τραπεζαρία, νά κοιτάζουν όλα μ' άνοιχτό το στόμα, γεμάτα περιέργεια, σάν πλήθος κόσμου γύρω άπό τή λαι­μητόμο, έμενα, τό θύμα, μέ τά χέρια δεμένα πίσω στήν πλάτη. Κι' άξαφνα, μέσ' άπό τό πλήθος Εκείνο, προχώρησε μιά ψηλή ξερακιανή γυναίκα, ντυμένη στά μαύρα. Τά πεταχτά μήλα καί τά βαθουλωτά μάτια έκαναν το πρόσωπό της ίδιο κρανίο, ένα άσπρο νεκρικό πρόσωπο, στήν κορφή ένός σκελετού.

"Ηρθε κοντά μου κι' Εγώ της έδωσα τό χέρι, ζηλεύοντας το σοβαρό καί γεμάτο άξιοπρέπεια ύφος της, όταν όμως πήρε το χέρι μου, ένιωσα τό δικό ί ης χαλαρό καί βαρύ, θανάσιμα κρύο μέσα στή φούχτα μου, σάν κάτι τό άψυχο.

—Ή κυρία Ντάμβερς, είπε ό Μαξίμ."ταρχισε νά μίλα μέ τό νεκρό Εκείνο χέρι μές στό δικό

μου, μέ τά βαθουλωτά μάτια της καρφωμένα στά δικά μου, τόσο έντονα, πού τά βλέφαρά μου πετάριζαν καί δέ μπορού­σα νά τήν άντικρίσω. "ταξαφνα, το χέρι της σάλεψε, ή ζωή ξαναγύρισε σ' αύτό, κι' Εγώ ένιωσα μέσα μου κάτι σά στενο­χώρια καί σά ντροπή.

Δέ μπορώ νά θυμηθώ τώρα τά λόγια της, μά ξέρω πώς μέ καλωσόριζε στό Μάντερλέη άπό μέρους της κι' άπό μέρους τού προσωπικού. Ή ταν μιά όμιλία συμβατική, καμωμένη γιά τήν περίσταση, κι' είπωμένη μέ μιά φωνή κρύα κι' άψυχη σάν τά χέρια της. Τελείωσε καί περίμενε σιωπηλή μιάν άπάντηση, κι' Εγώ θυμάμαι πώς έγινα κατακόκκινη, μουρμουρί­ζοντας λίγες εύχαριστίες, κι1 άπ' τή σαστιμάρα μου ταφησα νά μου πέσουν τά γάντια μου. "Εσκυψε καί τά σήκωσε καί, καθώς μού τάδινε, ενα μικρό περιφρονητικό χαμόγελο φάνηκε

— 79 -

Page 76: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στά χείλη της, κι' α μέσως κατάλαβα πώς δέ μέ θεωρούσε άξια γ ιά τή θέση πού έπαιρνα. Είχε κάτι στήν έκφρασή της πού μ' α νησυχούσε, κι' όταν άκόμα γύρισε πίσω κι' α νακα­τεύτηκε μέ τούς άλλους,ε γώ ξεχώ ριζα μέσ' άπ' τό πλήθος έκείνη τή μαύρη σιλουέτα, κι' ήξερα πώς, παρ' όλη τή σιωπή της, τά μάτια της ήταν καρφωμένα άπάνω μου.

Τότε ό Μαξίμ μέ πήρε α πό τό μπράτσο κι' ευχαρίστησε μέ μιά μικρή ό μίλια, έντελώς α νετα, χω ρίς καμιά ταραχή, σά νά μή χρειαζόταν προσπάθεια ν 1' αύτό. "Υστερα μέ πήγε στή βιβλιοθήκη γ ιά τό τσάι, κλείνοντας πίσω μας τίς πόρτες. Μείναμε πάλι μόνοι.

Δυο κυνηγόσκυλα ήρθαν άπ ' το τζάκι νά μάς ύποδεχτοΰν. Σήκωσαν τά πόδια τους στον Μαξίμ, καί, γεμάτα τρυφερό­τητα, τέντωναν τά μακριά μεταξωτά τους αύτιά κι' έτριβαν στά χέρια του τά μουσούδια τους. "Υστερα τόν αφήσαν κι’ ήρθαν σέ μένα, μυρίζοντας κάπως δύσπιστα κι' άβέβαια τΙς φτέρνες μου. Το ένα, ή μάνα, τυφλή ταπ ' το ένα μάτι, μέ βα­ρέθηκε γρήγορα, καί γύρισε στό τζάκι μ' ένα γρυλισμό. Το νέο σκυλί, έχωσε τή μύτη του στό χέρι μου, άκούμπησε το πηγούνι του στό γόνατό μου, και τά μάτια του ήτον όλο νόη­μα. Κι' όταν του χάϊδεμ α τά μεταξένια αύτιά, κούνησε τρελά τήν ούρά του.

’Έ νιωσα καλύτερη διάθεση όταν έβγαλα το καπέλο μου και τό κακομοιριασμένο έκείνο γουνάκι και τά πέταξα, δίπλα στά γάντια μου καί στήν τσάντα μου, πάνω στό περβάζι του παραθύρου. Ή τα ν ένα ψηλό άνετο δωμάτιο, μέ βιβλία α ρα­διασμένα στούς τοίχους ώς τό ταβάνι, ένα α πό κείνα τά δω μά­τια πού δέν τ' α φήνουν ούτε στιγμή οί ταντρες πού ζούνε μο­νάχοι τους. Γερές πολυθρόνες, πλάϊ σ' ένα μεγάλο άνοιχτό τζάκι, πανέρια γ ιά τά δύό σκυλιά, πού καβώς κατάλαβα, δέν έμπαιναν ποτέ μέσα. ταύτό έδειχναν τά βαθουλωμένα μα­ξιλαράκια στίς πολυθρόνες. Τά παράθυρα έβλεπαν στίς πε­λούζες, και, πέρα α π' αύτές, στήν α πόμακρη ταναλαμπή τής θάλασσας.

Μιά παλιά άνάλαφρη μυρουδιά ήταν διάχυτη στό δωμά­τιο, λές κι' ό ταέρας δέν α νανεωνόταν πολύ, μ' όλο τό γλυκό άρωμα τής πασχαλιάς καί τών ρόδων πού έμπαζαν μέσα <λ πρώτοι καλοκαιριάτικοι μήνες. Ό ταέρας πού έμπαινε έκεί μέσα, είτε από τόν κήπο, είτε από τή θάλασσα, έχανε τήν πρώ­τη δροσιά του, γινόταν ένα μέ τ ' α νάλλαγο έκείνο δωμάτιο, τά μουχλιασμένα κι' α διάβαστα βιβλία, τό σκαλιστό ταβάνι, τά σκοτεινά φατνώμοττα, τ ίς βαριές κουρτίνες. Μιά παλιά μυρουδιά χαρτιού, ή μυρουδιά σιωπηλής έκκλησιάς πού σπά­νια λειτουργιέται, πού στις πέτρες της φυτρώνουν λειχήνες.

Page 77: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

και τά βλαστάρια του κισσού, σέρνονται άκόμα καί στά πα­ράθυρά της άπάνω. "Ενα δωμάτιο γαλήνιο, ένα δωμάτιο περι­συλλογής.

Τό τσάϊ σερβιρίστηκε γρήγορα. Μιά μικρή άρχοντική Ιεροτελεστία, πού τή διεκπεραίωναν ό· Φρίθ κι' ό νεαρός ύπηρέτης, κι' όπου δέν έλαβα μέρος καθόλου ώς τήν ώρα πού έφυγαν. "Υστερα, καθώς ό Μαξίμ Εριχνε μιά ματιά στό σωρό τά γράμματα, άρχισα νά παίζω μέ δύό κομματάκια γλύκισμα πούσταζαν σιρόπι, κομμάτιασα μέσα στό χέρι μου λίγο κέικ, και ρούφηξα τό ζεστό μου τσάϊ.

Κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι του καί μού χαμογελούσε, ύστερα έσκυβε πάλι στά γράμματα πού μήνες τώρα συσσω­ρεύονταν έκεί, κι’ έγώ συλλογιζόμουν πόσο λίγο ήξερα τή ζωή του στό Μάντερλέη, πώς περνούσε μέρα μέ τή' μέρα, ποιοι ήταν οί γνωστοί του, οί φίλοι του, άντρες και γυναίκες, τί λογαριασμούς πλήρωνε, τί διαταγές έδινε γιά το σπιτικό. ΟΙ τελευταίεςβδομάδες είχαν περάσει τόσο γρήγορα, κι' εγώ, ταξιδεύοντας πλάϊ του με το αύτοκίνητο, στή Γαλλία καί στήν 'Ιταλία, δε σκεπτόμουν παρά πόσο τον άγαπούσα, βλέποντας μέ τά δικά του μάτια τή Βενετία, ξαναλέγοντας τά δικά του λόγια, χωρίς νά ρωτώ γιά το παρελθόν καί το μέλλον, εύχαριστημένη με τή μικρή δόξα τού ζωντανού σήμερα.

Γιατί ήταν πιό εύθυμος άπ' ό,τι είχα νομίσει, πιό τρυφε­ρός άπ' ό,τι είχα φανταστεί, νέος και φλογερός μέ χίλιους δυο τρόπους. Δέν ήταν ό Μαξίμ τής πρώτης συνάντησής μας. ό ξένος πού καθόταν μόνος στήν τραπεζαρία, κοιτάζοντας όλόϊσα μπροστά του, κλεισμένος στό μυστικόν έαυτό του. Ό Μαξίμ ό δικός μου γελούσε καί τραγουδούσε, πέταγε πέτρες στό νερό, κρατούσε το χέρι μου, δέν είχε ούτε' ζάρα άνάμεσα στά φρύδια, δέν κουβαλούσε κανένα βάρος στους ώμους του. Τον ήξερα σάν έραστή καί σά φίλο, κι' είχα ξεχάσει, εκείνες τις βδομάδες, πώς ζούσε μιά ζωή τακτική, μεθοδική, μιά ζωή πού θάπρεπε νά ξαναρχίσει καί νά έξακολουθήσει σάν πρώτα, και πώς οι λίγες εκείνες βδομάδες δέ θάταν παρά ένα σύν­τομο περασμένο διάλειμμα.

Τόν κοίταζα καθώς διάβαζε τά γράμματά του, κατσου­φιάζοντας με τούτο, χαμογελώντας μέ κείνο, πετώντας χωρίς καμιά έκφραση το άλλο, καί συλλογίστηκα πώς άν ό θεός δέν ήταν τόσο καλός, θά βρισκόταν τώρα σ' αύτό το σωρό και τό δικό μου τό γράμμα άπό τή Νέα ‘Υόρκη, καί θά τό διά­βαζε τό ίδιο άδιάφορα, μ' ένα ξάφνιασμα ίσως στήν άρχή, δταν θάδλεπε τήν υπογραφή, κι' ύστερα θά τό πετούσε μέ τ’ άλλα στό καλάθι, ταπλώνοντας τό χέρι γιά νά πάρει τό τσάϊ

ft Ρεβέκκα— 81 —

Page 78: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

του. Πάγωσα σ' αύτή τή σκέψη. Τί λ ίγο πού μέ χώριζε άπ' αύτό πού μπορούσε νάχε συμβεί. ’Εκείνος θά καθόταν έδώ» στό τσάι του, όπως τώρα, συνεχίζοντας τή σπιτίσια ζωή του,. ίσως χω ρίς ούτε νά μέ σκέπτεται, σίγουρα χω ρίς νά μέ σκέ­πτεται μέ λύπη, κι' έγώ θά περίμενα άπό μέρα σέ μέρα στή Νέα Υόρκη, παίζοντας μπρΙτζ μέ τήν κ. Βάν Χόπερ, το γρ ά μ μ α πού δέ θά ρχόταν ποτέ.

"Εγειρα πίσω στήν πολυθρόνα μου καί κοίτάξα γύρω τό δωμάτιο, προσπαθώντας νά σταλάξω μέσα μου λίγη σιγου­ριά, νά βεβαιωθώ πώς ήμουν έδώ στό Μάντερλέη, στό σπίτι τού κάρτ-ποστάλ, στό περίφημο Μάντερλέη, νά δώσω στόν έαυτό μου νά καταλάβει πώς όλ’ αύτά ήταν τώρα δικά μου, δικά μου όσο και δικά του, ή βαθιά τούτη πολυθρόνα πού κα­θόμουν, τό πλήθος αύτό τά βιβλία πού έφταναν ως τό ταβάνι, όί ειίκόνες στούς τοίχους, οΊ κήποι, τά παράθυρα, το Μάντερ­λέη πού είχα τόσα διαβάσει γ ι ' αύτό. "Ολ' αύτά ήταν τώ ρα δικά μου, γ ια τ ί είχα παντρευτεί τόν Μαξίμ.

θ ά γερνούσαμε έδώ μαζί, θά παίρναμε έδώ, γέροι π ιά ' το τσάι μας, ό Μαξίμ κι' έγώ , θαχαμε άλλα σκυλιά, πα ιδ ιά κι' άγγόνια αύτών έδώ, κι' ή βιβλιοθήκη θαχε πάντα τήν πα­λαιική μυρουδιά της. C ά γνώριζε μιά περίοδο φθοράς, χα ­ρούμενα άκατάστατη, στά παιδικά χρόνια τών πα ιδ ιώ ν,—τών παιδιών μας, — πού τάβλεπα μέ τή φαντασία μου νά κυλιούν­τα ι μέ λασπωμένα παπούτσια στόν καναπέ, κουβαλώντας πάντα μαζί τους ένα σωρό σκοινιά, ρακέτες του κρίκετ, μεγάλους σουγιάδες, σαίτες καί τόξα.

Πάνω στό ίδιο αύτό τραπέζι, πού ήταν τώρα γυαλιστερό και ταχτικό, θάταν ένα άσχημο κουτί μέ Πεταλούδες καί ζού­δια, κι' άλλο ένα μ' α ύγά πουλιών, τυλιγμένα σέ μπαμπάκια. « Μήν τά βάζετε δώ πάνω όλα τούτα τά παλιοπράματα », Θάλεγα. «Πάρτε τα στήν κάμαρά σας, πα ιδ ιά» , κι' έκείνα θάτρεχαν έξω, μέ ξεφωνητά, φωνάζοντας το ένα τ' άλλο, μά το μικρότερο θάμενε πίσω, παίζοντας τά δικά του παιγνίδια , πιό ήσυχο άπό τ ' άλλα.

Τό όραμα διαλύθηκε στό άνοιγμα της πόρτας, κι' ό Φρίθ μέ τόν ύπηρέτη μπήκαν μέσα νά σηκώσουν τό σερβίτσιο του τσαγιού.

—Ή κυρία Ντάμβερς, κυρία, ρωτά άν θέλετε νά δείτε τό δωμάτιό σας, μού είπε σηκώνοντας τά φλυτζάνια.

Ό Μαξίμ σήκωσε τά μάτια άπ ' τήν άλληλογραφία του.— Τί έκαμαν στήν άνατολική πτέρυγα ; είπε.— Νομίζω, κύριε, πώς όλα έγιναν πολύ ώραία. ΟΙ έρ γά

τες βέιβαια τάκαμον όλα άνω · κάτω καθώς δούλευαν, κι' ή κυρία Ντάμβερς φοβήθηκε πώς δέ θά πρόφταιναν πρίν γυρ(-

— 82 —

Page 79: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

σετε νά τελειώσουν. Τέλειωσαν όμως άπό τήν περασμένη Δευ­τέρα. Νομίζω, κύριε, πώς θά μείνετε πολύ εύχαριστημένος. ταύτό τό μέρος του σπιτιού είναι άλήθεια πολύ τανοιχτόκαρδο.

—'Έκανες τίποτα άλλαγές ; ρώτησα.— Μικροπράματα, είπε σύντομα ό Μαξίμ. "ταλλαξα τίς

ταπετσαρίες και πέρασα ένα χρώμα στό διαμέρισμα τής άνατολικής πτέρυγας πού θέλω νά χρησιμοποιήσουμε γιά μας. ταύτή ή μεριά, όπως λέει κι' ό Φρίθ, είναι πολύ πιό πρόσχαρη, κι' έχει ώραία θέα στόν κήπο μέ τά ροδόδεντρα. "Οταν ζούσε ή μητέρα μου, ήταν τό διαμέρισμα τών ξένων, θά τελειώσω μιά στιγμή ένα γράμμα και θάρθω νά σέ βρώ. Πήγαινε νά γνωριστείς καλύτερα μέ τήν κυρία Ντάμβερς. Είναι μιά καλή εύκαιρία.

Σηκώθηκα άργά, ξανανιώθοντας τήν παλιά μου δειλία, και βγήκα στό χώλ. θαθελα νά τόν περίμενα και νά πήγαινα μαζί του, κρατώντας τον μπράτσο, νά βλέπαμε μαζί τίς κάμα­ρες. Δέν είχα καμιά διάθεση νά πάω μόνη μέ τήν κυρία Ντάμβερς. Τί πελώριο πού φαινόταν το χώλ, τώρα πού ήταν άδειο. Τά βήματά μου άντηχούσαν στίς πλάκες κι' ό κρότος άντιβούϊζε στό ταβάνι, καί στενοχωριόμουν πού έκανα τόσο θόρυβο, όπως στενοχωριέται κανείς όταν ταράζει τή σιωπή μιας έρη­μης έκκλησιας. Τά πόδια μου, καθώς περπατούσα, έκαναν ένα κουτό πίτ πάτ, καί συλλογιζόμουν πώς ό Φρίθ μέ τίς σιωπη­λές του σόλες θά μ' έβρισκε άδιάκριτη.

— Τί μεγάλο πού είναι ! Δέν είναι ; είπα μέ βιασμένη ζωη­ρότητα σά μαθητριούλα.

Μά αύτός άπάντησε. μ' όλη τήν έπισημότητα :—Μάλιστα, κυρία, τό Μάντερλέη είναι μεγάλο σπίτι. 'Ό χι

βέβαια σάν άλλα, είναι όμως άρκετά μεγάλο. Σ' αύτό τό χώλ γίνονταν άλλοτε τά συμπόσια, και τώρα άκόμα, τό χρη­σιμοποιούμε σ' Εξαιρετικές περιστάσεις, γιά κανένα έπίσημο γεύμα ή γιά κανένα χορό. Καί ξέρετε: μιά φορά τή βδο­μάδα δεχόμαστε.

— Ναί, είπα, μέ τήν αίσθηση πάντα τών βουερών μου βη­μάτων, νιώθοντας πώς μέ λογάριαζε καί μένα σάν έναν άπ' τούς συνηθισμένους αύτούς Επισκέπτες, και πώς κι' έγώ φερνό­μουνα σάν Επισκέπτης, κοιτάζοντας μέ εύγένεια δεξιά κι' άριστερά, κι' άγγίζοντας μέ τά δάχτυλα τή γυαλιστερή σκάλα.

Μιά σκοτεινή σιλουέτα μέ περίμενε στό κεφαλόσκαλο κι' άπ' τή νεκροκεφαλή της, τά βαθουλά της μάτια μέ κοίταζαν έντονα. Γύρισα, σάν άπό ένστικτο, στόν έπίσημο Φρίθ, μά αύ­τός είχε χαθεί στό διάδρομο, στήν άλλη άκρη του χώλ.

"Ημουνα μόνη μέ τήν κ. ιΝτάμβερς. 'τανέβηκα τή μεγάλη σκάλα. Μέ περίμενε άσάλευτη, μέ τά χέρια σταυρωμένα μπρο-

— 83 —

Page 80: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στά, μέ τά μάτια της καρφωμένα πάντα στό πρόσωπό μου. Κατάφερα νά της στείλω ένα χαμόγελο πού δέν πήρε άπό κρί­ση, καί δέν τήν κατηγόρησα γ ι ' αύτό, γ ια τ ί τό χαμόγελό μου έκείνο ήταν όλότελα άσκοπο, κουτό, πάρα πολύ ζωηρό, καί ψεύτικο.

—Ε λπίζω νά μή σάς έκαμα νά περιμένετε πολύ, είπα.—’Ε σ είς κοενονίζετε τίς ώρες σας, κυρία. 'Ε γώ εί μ' έδώ γ ιά

νά έκτελώ τις δ ιαταγές σας, άπάντησε, και προχώρησε περ­νώντας με άπ' τόν 'Εξώστη τών Μενεστρέλων σ' ένα συνεχό­μενο διάδρομο. Περάσαμε άπό ένα πλατύ χώλ, στρωμένο μέ χαλιά, ύστερα, στρίβοντας άριστερά άπό μιά δρύινη πόρτα, κατεβήκαμε μιά στενή σκάλα, άνεβήκαμε άλλη μιά, και φτά­σαμε μπρος σέ άλλη πόρτα. Τήν άνοιξε, και μούκαμε τόπο νά περάσω. Μπήκα σ' ένα μικρό δωμάτιο τουαλέτας, Επιπλωμένο μ' έναν καναπέ, μερικές καρέκλες κι' ένα γραφείο, πού σΟγκοινωνούσε μέ μιά μεγάλη διπλή κρεβατοκάμαρα μέ φαρδιά παράθυρα, και μ' ένα δωμάτιο λουτρού πιό πέρα. Πήγα άμέσως στό παράθυρο καί κοίταξα έξω. Κάτω απλωνόταν ό κήπος μέ τά ροδόδεντρα και το άνατολικό τμήμα τής ταράτσας, και πέρα απ' το ροδόκηπο, μιά έκταση άπαλής χλόης πού έφτανε ως το κοντινό δάσος.

—’ταπό δώ δέ φαίνεται ή θάλασσα, είπα γυρίζοντας στήν κ. Ντάμβερς.

— Ναι, άπ ' αύτή τήν πτέρυγα δέ φαίνεται, μου άπάντησε. Ούτε άκούεται. Ά π ’ αύτή τή μεριά ούτε κάν καταλαβαίνει κανείς ότι ή θάλασσα είναι τόσο κοντά.

Μιλούσε μ' ένα ύφος άδιάφορο, λές κι’ έκρυβε κάτι πίσω άπό τά λόγια της, και τόνιζε πολύ τή φράση « αύτή ή πτέ­ρυγα », σά νάθελε νά πει πώς αύτό το διαμέρισμα ήταν κάπως κατώτερο άπ ' το ύπόλοιπο σπίτι.

— Κρίμα, είπα. Ά γαπώ τόσο τή θάλασσα.Δε μίλησε, έξακολουθουσε μόνο νά μέ κοιτάζει, με τά χέ­

ρια σταυρωμένα στο στήθος.— Πάντως είναι πολύ όμορφο δωμάτιο, είπα, κι' είμαι βέ­

βαιη πώς θά μείνω ευχαριστημένη. Το έτοίμασαν, φαίνεται, γ ιά τόν ερχομό μας.

— Ναι, είπε.— Πώς ήταν πρώτα ; ρώτησα.— Είχε στούς τοίχους μώέ χαρτί, κι' είχε άλλες κουρτί­

νες. Ό κύριος ντέ Γουίντερ δέν τόβρισκε πολύ πρόσχαρο. Ή τα ν μάλλον σέ άχρηστία,ε κτός όταν τύχαινε νάχουμε ξένους. Μά ό κύριος ντέ Γουίντερ έδωσε ρητή διαταγή στό γράμμα του νά έτοιμαστεί τό διαμέρισμα αύτό γ ιά σάς.

— Μά δέν ήταν έδώ ή κρεβατοκάμαρά του ; είπα.

Page 81: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—'Όχι, κυρία, δέν είχε μείνει ποτέ στά δωμάτια αύτής της πτέρυγας.

—1 είπα, δέ μου τό είπε αύτό.Πήγα στό τραπέζι τής τουαλέτας κι' άρχισα νά χτενίζω

τά μαλλιά μου. Ή υπηρεσία είχε κιόλας ξεπακετάρει τά πράματά μου. '01 βούρτσες μου καί τό χτένι μου ήταν πάνω στήν τουαλέτα. Χάρηκα πού ό Μαξίμ μου είχε χαρίσει αύτές τίς βούρτσες καί βρίσκονταν τώρα έκεί καί τίς έβλεπε ή κ. Μτάμβερς. ’(Ηταν καινούργιες, είχαν κοστίσει άκριβά, δέ θα ντρε­πόμουν γι' αύτές.

— Τίς άποσκευές σας τίς άνοιξε ή 'ταλίκη, είπε ή κ. Γίτάμδερς. ταύτή θά σάς περιποιείται ώς που νάρθει ή καμαριέρα σας.

Της χαμογέλασα πάλι, βάζοντας τή βούρτσα πάνω στό τραπεζάκι τής τουαλέτας.

— Δέ χρειάζομαι καμαριέρα, είπα άδέξια, "ταν ή 'ταλίκη είναι ύπηρέτρια τού σπιτιού, είμαι βέβαιη πώς θά μπορεί νά μέ περιποιείται και μένα περίφημα.

Είδα στό πρόσωπό της τήν ίδια έκφραση πού είχε πάρει τήν πρώτη φορά πού ειδωθήκαμε, τότε πού είχα αφήσει τόσο άδέξια νά μου πέσουν τά γάντια μου.

— Φοβάμαι πώς αύτό δέ θά μπορεί νά κρατήσει πολύ, είπε. ΟΙ κυρίες τής τάξης σας, ξέρετε, έχουν τήν Ιδιαίτερη καμα­ριέρα τους.

Κοκκίνισα κι' άπλωσα το χέρι μου νά ξαναπιάσω τή βούρ­τσα. Τά λόγια της είχαν κάποια αιχμή, το καταλάβαινα πολύ καθαρά.

—ταν το νομίζετε άπαραίτητο, θά μπορούσατε ίσως νά φροντίζατε σεις γι' αύτό, είπα άποψεύγόντας νά τήν κοιτάξω. Μπορεί νά βρεθεί καμιά κοπέλα πού νά θέλει ίσως νά έργαστεί.

— Στίς διαταγές χίας, είπε. "Οπως Θέλετε.Μείναμε μιά στιγμή σιωπηλές. "Ηθελα νάφευγε. Γιατί

έπρεπε νά στέκει έκεί, και νά μέ κοιτάει, με τά χέρια της σταυρωμένα πάνω στό μαύρο της φόρεμα ;

— θάσαστε άσφαλώς πολλά χρόνια στό Μάντερλέη, είπα κάνοντας μιά καινούργια προσπάθεια. Πιό πολύ άπό τούς άλ­λους.

—Ό Φρίθ είναι πιό πολλά, είπε, και συλλογίστηκα πώς ή φωνή της ήταν κρύα και όάμυχη, σάν το χέρι της όταν τοπιασα. Ό Φριθ ει ν’ έδώ άπό τότε πού ζούσε ό μεγάλος ό κύριος, κι' ό κύριος ντέ Γουίντερ ήταν άκόμα μικρός.

—"α, έτσι, είπα. "Ωστε σεις ήρθατε άργότερα.— Ναί, άργότερα, είπε.

— 85 —

Page 82: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Γύρισα ξανά καί τήν κοίταξα, κι' είδα πάλι τά μάτια της, σκυθρωπά, σκοτεινά μές στήν κάτασπρην όψη της, νά σταλά­ζουνε μέσα μου, δέν ξέρω γιατί, ένα άνήσυχο, κακό καί παρά­ξενο προαίσθημα. Προσπάθησα νά χαμογελάσω, μά δέ μπό­ρεσα. Έ νιω σ α νά μέ σέρνουν αιχμάλωτη Εκείνα τά μάτια, πού δέν εΤχαν κανένα φώς, καμιά λάμψη συμπάθειας γ ιά μένα.

—’‘Ηρθα έδώ, όταν παντρεύτηκε ή πρώτη κυρία ντέ Γουίν­τερ, είπε, κι' ή φωνή της, ή ψυχρή καί άχρωμη ώς τότε, ζωή­ρεψε άξαφνα, πήρε μιά άναπάντεχη έξαψη, κι' ένα έλαφρό κοκκίνισμα έβαψε τό ξερακιανό μάγουλό της.

Ή άλλαγή ήταν τόσο άπότομη πού ξαφνιάστηκα κ α ι' τρό­μαξα λίγο. Δέν ήξερα τ ί νά κάμω, και τ ί νά πώ. Σ ά νά είχε πει λόγια άπαγορευμένα, λόγια κρυμμένα άπό πολύν καιρό μέσα της, πού δέ μπόρεσε π ιά νά τά συγκρατήσει. Τά μάτια της, καρφωμένα άκόμα στό πρόσωπό μου, μέ κοιτούσαν μέ οίκτο μαζί και περιφρόνηση, κι' άρχισα νά αισθάνομαι τόν έαυτό μου πιό νέο καί πιό άμαθο άκόμα άπ ' ό,τι είχα νομίσει.

•Έβλεπα καθαρά πώς μ' α ντιπαθούσε, διαπιστώνοντας, μέ to σνομπισμό τών άνθρώπων τής τάξης της, πώς δέν ήμουν με­γάλη κυρία, πώς ήμουν δειλή, ταπεινή και διστακτική. 'Έ βλε­πα όμως στήν έκφραση αυτών τών ματιών, Εκτός άπ ' τήν περι­φρόνηση, καί κάτι άλλο, ένα ξεκάθαρο, σίγουρο μίσος, μιά πραγματική κακία.

’Έπρεπε νά πώ κάτι. Δέ μπορούσα νά κάθομαι έτσι, νά παίζω μέ τις βούρτσες τών μαλλιών, άφήνοντάς την νά βλέπει πόσο τή φοβόμουν, τί δυσπιστία πού της είχα.

— Κυρία Ντάμβερς, «άκουσα τή φωνή μου νά λέει, έλπίζω νά γίνουμε φίλες, νά νιώσουμε ή μιά τήν άλλη. Πρέπει νάχετε όπομονή μαζί μου, γ ια τ ί τό είδος οηΛό της ζωής είναι και­νούργιο γ ιά μένα. "Εχω ζήσει κάπως άλλιώτικα, κι' Επιθυμώ νά πετύχω στή νέα αύτή ζωή μου, καί, πάνω άπ ' όλα, νά κάμω εύτυχισμένο τόν κύριο ντέ Γουίντερ. Ξέρω πώς μπορώ νά σάς άφήσω όλη τή φροντίδα του σπιτιού. "Ετσι μού είπε ό κύριος ντέ Γουίντερ, καί θέλω νά γίνονται όλα όπως πρίν, δέ θέλω ν' άλλάξετε τίποτα.

Σταμάτησα λ ίγο λαχανιασμένη, άβέβαιη άκόμα γ ιά τόν έαυτό μου, άν μιλούσα σωστά ή όχι. Κι' όταν σήκωσα πάλι τό βλέμμα, είδα πώς είχε κινηθεί καί στεκόταν μέ τό χέρι της πάνω στό πόμολο τής πόρτας.

— Πολύ καλά, είπε, Ελπίζω νά μείνετε Ικανοποιημένη. Διευθύνω τό σπίτι πάνω άπό ένα χρόνο, κι' ό κύριος ντέ Γουίντερ δέν παραπονέθηκε ποτέ. Φυσικά, όταν ζούσε ή κυρία ντέ Γουίν­τερ, τά πράματα ήταν πολύ διαφορετικά, είχαμε πάρα πολλή κίνηση Εδώ, πάρα πολλές δεξιώσεις καί, μ' όλο πού Εγώ φρόν-

— 86 —

Page 83: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τιζα γιά δλα, της άρεσε να Επιβλέπει κι' ή ίδια τό κάβε τί.Είχα τήν Εντύπωση μιά φορά άκόμα πώς διάλεγε προσε­

κτικά τά λόγια της, πώς ζητούσε νά μπει στη σκέψη μου, νά δει τό άποτέλεσμα της κουβέντας της στήν έκφρασή μου.

—Εγώ θά προτιμούσα νά τ’ άφήνω δλα σέ σάς, είπα πάλι. Ναί, 0ά τό προτιμούσα πολύ.

Στό πρόσωπό της φάνηκε ή έκφραση πού είχα προσέξει πρωτύτερα στό χώλ, όταν τής έσφιξα γιά πρώτη φορά τό χέρι, μιά εΙρωνική, όλοκάθαρα σαρκαστική έκφραση. 'Ήξερε πώς δέ θά της άντιστεκόμουν ποτέ, πώς τή φοβόμουν.

— (Μπορώ νά κάμω τίποτ' άλλο γιά σάς ; είπε, κι' έγώ έκανα πώς κοίταζα γύρω τό δωμάτιο.

— Όχι, είπα, όχι, δέ χρειάζομαι τίποτα, νομίζω, θ ά είμαι πολύ άνετα έδώ μέσα. Ίο κάνατε τόσο ώραίο αύτό τό δωμάτιο.

Τά τελευταία αύτά λόγια ήταν μιά ύστατη ταπεινωτική μου προσπάθεια νά κερδίσω τήν εύνοιά της.

—Μά έγώ δέν έκαμα τίποτ' άλλο, είπε, παρά ν' άκολου0ήσω τις οδηγίες τού κυρίου ντέ Γουίντερ.

Στεκόταν στήν πόρτα δισταχτική, μέ τό χέρι στό πόμολο. Φαινόταν σά νά ήθελε κάτι άκόμα νά πει, μά δέν έβρισκε τά λόγια της. Περίμενε έκεί νά της δώσω έγώ τήν εύκαιρία.

"Ηθελα νάφευγε. Έ τσι πού στεκόταν έκεί, καί μέ κοίταζε μέ τά βαθουλά της τά μάτια, τά χωμένα στό πρόσωπο θύτης τής νεκροκεφαλής, έμοιαζε σάν ίσκιος.

—ταν δείτε κάτι πού δέ σας άρέσει, νά μού τό πείτε άμέσως, είπε.

— Ναί, άσφαλώς, κυρία Ντάμβερς, είπα.Μά ήξερα πώς δέν ήθελε νά πει αύτό, κι' ή σιωπή ξανά­

πεσε άνάμεσό μας.—“ταν ό κύριος ντέ Γουίντερ ζητήσει τή μεγάλη ντουλάπα

του, είπε άξαφνα, πείτε του πώς ήταν άδύνατο νά τή μεταφέ­ρουμε. "Οσο κι’ άν προσπαθήσαμε, δέν καταφέραμε νά τήν πε­ράσουμε άπ' τις στενές αύτές πόρτες. ΟΙ κάμαρες αύτές είναι μικρότερες άπ' τά δωμάτια της δυτικής πτέρυγας. "ταν δέν τού άρέσει τό διαμέρισμα 'όπως το τακτοποιήσαμε, νά μού τό π ε ί Ήταν δύσκολο νά έπιπλώσει κανείς αύτά τά δωμάτια.

— Σάς παρακαλώ μή στενοχωριέστε, κυρία Ντάμβερς, είπα. Είμαι βέβαιη πώς όλα 0ά τού άρέσσυν. Λυπούμαι μόνο πού κάματε τόσον κόπο. Δέν είχα Ιδέα πώς είχε δώσει όδηγ ίες νά γίνει νέα διακόσμηση καί νά έπιπλωθούν τά δωμάτια. Δέν ύπήρχε λόγος νά γίνει αύτή ή φασαρία. Είμαι βέβαιη πώς θάμουν τό ίδιο καλά καί στή δυτική πτέρυγα.

Μέ κοίταξε περίεργα κι' άρχισε νά γυρίζει τό πόμολο τής πόρτας.

— 87 —

Page 84: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—Ό κύριος ντέ Γουίντερ είχε γ ρ ά ψ ε ι πώς θά προτιμού­σαμε αύτή τήν πτέρυγα, είπε. Τα δωμάτια της άλλης είναι πολύ παλιά. Ή κρεβατοκάμαρα στό μεγάλο διαμέρισμα είναι δύό φορές σάν καί τούτη, ένα πολύ ώραϊο δωμάτιο μέ ταβάνι καταστόλιστο. ΟΙ ταπετσαρισμένες πολυθρόνες της είναι βα­ρύτιμες, όπως καί τό σκαλιστό τζάκι. Είναι τό ώραιότερο δω­μάτιο του σπιτιού. Και τά παράθυρα βλέπουν προς τή θάλασ­σα, πάνω άπ ' τίς πελούζες.

'Ε νιω θα στενοχώρια καί κάποια δειλία. Δέν καταλάβαινα γιοττί μιλούσε μ' αύτή τήν κρυμμένη κακία, άφήνοντας νά Εν­νοηθεί πώς το δωμάτιο αύτό, όπου βρέθηκα Εγκατεστημένη, ήτο κάτι κατώτερο, κάτι πού δέ στεκόταν στό ύψος του Μάν­τερλέη, ένα δωμάτιο παρακατιανό, γ ιά ένα παρακατιανό πρό­σωπο.

—Ί σ ω ς ό κύριος ντέ Γουίντερ νά φυλάει τά καλύτερα δ ε ­μάτια γ ιά νά τά δείχνει στόν κόσμο, είπα.

Εξακολούθησε νά στριφογυρίζει το χερούλι τής πόρτας. "Υστερα γύρισε πάλι σέ μένα, κοιτάζοντάς με στά μάτια, δι­στάζοντας πριν άπαντήσει, κι' όταν μίλησε, ή φωνή της ήταν πιό ήσυχη, πιό άτονη άπό πριν.

— Τίς κρεβατοκάμαρες δεν τ ίς δείχνουμε ποτέ στόν κό­σμο, είπε. Το χώλ, μόνο, τόν ’Εξώστη τών Μενεστρέλων, και τά κάτω δωμάτια.

Σταμάτησε μιά στιγμή, Ερευνώντας με μέ το βλέμμα.— Σ τά δωμάτια τής δυτικής πτέρυγας έμεναν τότε πού

ζούσε ή κυρία ντέ Γουίντερ. Τό μεγάλο έκείνο δωμάτιο, πού σάς έλεγα πριν πώς βλέπει πρός τή θάλασσα, ήταν ή κρεβα­τοκάμαρα της κυρίας ντέ Γουίντερ.

Είδα τότε έναν ίσκιο νά σκεπάζει το πρόσωπό της. Τρα­βήχτηκε πίσω στόν τοίχο παραμερίζοντας, γ ια τ ί άπ ' έξω άκούστηκαν βήματα καί μπήκε στήν κάμαρα ό Μαξίμ.

— Λοιπόν, πώς σου φαίνονται ; μέ ρώτησε. Είν' ωραία. Τί λές, θά σ' άρέσουν ;

•Έριξε γύρω μιά ματιά ένθουσιασμένη, εύχαριστημένος σά μικρό παιδί.

— Πάντα τόβρισκα χάρμα αύτό τό δωμάτιο, είπε. Τόσα χρόνια, πού τόχαμε γ ιά τούς ξένους, πήγαινε χαμένο. Πάντα έλεγα πώς θά μπορούσε νά γίνει σπουδαίο. Το φτιάξατε πάρα πολύ ώραία, κυρία Ντάμβερς. Σ ά ς δίνω άριστα.

— Εύχαριστώ, κύριε, είπε μέ τό πρόσωπο άνέκφραστο."Υστερα γύρισε, καί 'βγήκε άπ ' τό δωμάτιο, κλείνοντας

πίσω της τήν πόρτα Ελαφρά.Ό Μαξίμ έσκυψε στό παράθυρο.— ταύτόν τό ροδόκηπο τόν άγαπώ πολύ, είπε. Μιά άπ’ τ ' ζ

— 88 —

Page 85: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

παλιότερες α ναμνήσεις μου είναι ή μητέρα μου σ' αύτό τόν κήπο, νά κόβει τά μαραμένα τριαντάφυλλα καί νά τά πέτα, κι' <έγώ νά τρέχω πίσω της μέ τ' (ταβέβαια βηματάκια μου. "Εχει κάτι τό ειρηνικό κι' εύτυχισμένο αύτό τό δωμάτιο. "Υστερα, έδώ £χει τόση σιωπή. Ποτέ δε θά μπορούσε κανείς νά φανταστεί πώς ή θάλασσα δέν είναι παρά πέντε λεπτά παρακάτω.

— Το ίδιο έλεγε κι' ή κυρία Ντάμβερς, τού είπα."ταφησε τό παράθυρο κι' έκανε ένα γύρο στό δωμάτιο,

άγγίζοντας κάβε τί, κοιτάζοντας τίς εικόνες, τανοίγοντας τίς ντουλάπες, χαϊδεύοντας τά φουστάνια μου πού τταχαν κιόλας κρεμάσει στή θέση τους.

— Πώς τά πας μέ τη γριά Ντάμβερς ; είπε αξαφνα.Πήγα στόν καθρέφτη κι' άρχισα νά ξαναχτενίζω τά μαλ­

λιά μου.— Είναι λιγάκι ψυχρή, είπα ύστερ' άπό ένα δύό λεπτά.

"Ισως νά νομίζει πώς σκοπεύω ν' α νακατευτώ στή διεύθυνση τού νοικοκυριού.

— Δέ νομίζω πώς αύτό θά τήν πείροοζε, είπε.Σήκωσα τό βλέμμα μου καί τόν είδα νά μέ κοιτά μέσ'

άπ’ τόν καθρέφτη. "Υστερα ξαναπήγε στό παράθυρο, σφυρί­ζοντας σιγαλά καί ήρεμα, και λικνίζοντας ρυθμικά το κορμί του πάνω στίς φτέρνες του, μπρος και πίσω.

— Μήν της δίνεις σημασία, είπε. Είναι πολύ ιδιότροπος χαρακτήρας κι' είναι δύσκολο νά συνεννοηθεί μαζί της άλλη γυναίκα. Δέν πρέπει, νά στενοχωριέσαι γι' αύτό. "ταν σού γ ί­νει πολύ ένοχλητική, θά τή διώξουμε. Μά είναι δραστήρια, ξέρεις, και θά σέ γλιτώσει ταπ' όλες τίς φροντίδες τού σπιτιού. Νομίζω έπίσης πώς είναι κάπως αύταρχική μέ τό ταλλο προ­σωπικό. Μέ μένα φυσικά δέν τολμά νά πάρει τέτοιο ύφος. 'ταλλιώς θά τής είχα δώσει άπό καιρό τό πανί της.

— Φαντάζομαι πώς θά τά πάμε πολύ καλά, όταν θά μέ γνωρίσει καλύτερα, είπα βιαστικά. Τό κάτω κάτω, είναι πολύ φυσικό στήν αρχή νά μή μέ χωνεύει λιγάκι.

— Νά μή σέ χωνεύει; Δέν καταλαβαίνω τί θέλεις νά πεις.Γύρισε κατσουφιασμένος άπό το παράθυρο, μέ μιά παρά­

ξενη θυμωμένη έκφραση στό πρόσωπό του. ‘ταναρωτιόμουν τί νά τόν είχε πειράξει, καί μετάνιωσα γιά τά λόγια μου.

— Θέλω νά πώ πώς γιά μιά νοικοκυρά είναι πιο εύκολο νά περιποιείται έναν α ντρα μονάχο, είπα. "Ισως νταχε έτσι συνηθίσει, καί νά φοβήθηκε πώς θά τής δημιουργήσω περισ­σότερη φασαρία.

— Περισσότερη φασαρία ; Γιά τ' όνομα τού Θεού, είπε~ ταν νομίζκιο

— 89 —

Page 86: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

"Υστερα σώπασε, ήρθε κοντά μου καί μέ φίλησε στά μαλλιά.

—•τας ξεχάσουμε τήν κυρία Ντάμβερς, είπε. ταύτή ή γυ ­ναίκα, ξέρεις, όέ μ’ Ενδιαφέρει καί ιτολύ. 'Έ λ α νά σου δείξω τό Μάντερλέη.

Δέν ξίχναεϊδα κείνο τό βράδυ τήν κυρία Ντάμβερς, κι’ ούτε μιλήσαμε άλλο γ ι ' αύτήν. Σ άν τήν έβγαλα άπό τή σκέ­ψη μου, ένιωσα πιό εύτυχισμένο τόν έαυτό μου, λιγότερο ά δ ιάκριτο Επισκέπτη έδώ μέσα, καί, καθώς τριγυρίζαμε στό κάτω πάτωμα και κοιτάζαμε τίς εΙκόνες, κι' ό Μαξίμ είχε βάλει τό χέρι του πάνω στόν ώμο μου, ένιωθα πώς ά ρχιζα νά πλησιάζω σ' ό,τι είχα όνειρευτεί νά γίνω, στή γυναίκα πού ήτοίν δικό της τό Μάντερλέη.

Τά βήματά μου είχαν π ιά πάψει ν' άντηχοΰνε στίς πλά­κες του χώλ, γκχτί τά παπούτσια τού Μαξίμ, γεμάτα καρφιά, έκανα πιό πολύ θόρυβο, καί τό πάτ πάτ τών σκυλιών ήταν μ ιά εύχάριστη χαρούμενη νότα.

Χαιρόμουν κιόλας γ ια τ ί ήταν ή πρώτη βραδιά πού είμα­στε κει, και τό περιβάλλον ήταν Εντελώς νέο. Είχαμε σταθεί κάμποση ώρα και κοιτάζαμε τούς πίνακες, όταν ό 'Μαξίμ, ρίχνοντας μιά ματιά στό ρολόι, είπε πώς ήταν π ιά ά ρ γά γ ιά νά ντυθούμε γ ιά τό δείπνο. Έ τ σ ι γλίτω σα τή φασαρία μέ τήν 'ταλίκη, πού θά μέ ρωτούσε τ ί θάθελα νά φορέσω, θά μέ βοηθούσε νά ντυθώ, κι' Εγώ ύστερα θά κατέβαινα τή μεγάλη σκάλα καί θά κρύωνα, γ ια τ ί θά φορούσα τό φόρεμα Εκείνο μέ τούς ώμους έξω πού μου είχε χαρίσει ή κ. Βάν χόπερ yiorrl δέν πήγαινε στήν κόρη της. Φοβόμουν τήν έπισημότητα τού γεύματος μέσα σ' Εκείνη τήν αύστηρή τραπεζαρία, καί τό μι­κρό οέύτό περιστατικό, πώς δέν είχαμε άλλάξει ρούχα, τά έκανε όλα φυσικά, ιάνετα, όλότελα ίδια, όπως τότε πού γευ­ματίζαμε στό ξενοδοχείο. Ή μουν τόσο βολεμένη στό πλεχτό μου τό φουστάνι, γελούσα, μιλούσα γ ιά ό,τι είχαμε δει στήν Ιτ α λ ία καί στή Γαλλία, κοιτάζαμε κιόλας καί φωτογραφίες τρώγοντας, κι' ό Φρίθ κι' ό Υπηρέτης ήταν τό ϊδιο άπρόσωποι σόεν τά γκαρσόνια, καί δέ μέ κοιτουσαν Επίμονα σάν τήν κ. Ντάμβερς.

Μετά τό φαγητό, καθήσαμε στή βιβλιοθήκη. Είχαν κλεί­σει τίς κουρτίνες κι' είχαν ρίξει περισσότερα κούτσουρα στό τζάκι, γ ιατί έκανε άρκετή ψύχρα, μ' όλο πού ήτανε Μάης. Μές στή ζέστα πού ξέχυναν τ ' άναμμένα κούτσουρα, αισθανόμουν εύτυχισμένη.

'’‘Ηταν κάτι καινούργιο γ ιά μάς, νά κο(θόμαστε έτσι μετά τό φαγητό, γ ια τί στήν Ί ι ώ α γυρίζαμε Εδώ κι' Εκεί, μέ τ ' αύτοκίνητο ή μέ τά πόδ y, μπαίναμε σέ μικρά καφενεία, ή

90 —

Page 87: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στεκόμαστε ακουμπισμένοι πάνω στίς γέφυρες. Ό Μαξίμ πήγε αύτόματα στήν αριστερή πολυθρόνα δίπλα στό τζάκι, άπλωσε τό χέρι του καί πήρε τήν Εφημερίδα. 'Έβαλε ένα πλατύ μαξι­λάρι πίσω στό κεφάλι του κι' άναψε ένα τσιγάρο. «"Ωστε αύτές είναι οί συνήθειες του», συλλογίστηκα. « ταύτό κάνει πάντα, άπό πολλά χρόνια.»

Δέ μέ κοιτούσε. Εξακολουθούσε νά διαβάζει τήν Εφημε­ρίδα του, εύχάριστη μένος πού ξανάρχιζε τήν παλιά του ζωή, νοικοκύρης στό σπίτι του. ιΚαί, ρεμβάζοντας έκεί μέ τό πη­γούνι μέσα στά χέρια, συλλογίστηκα, καθώς χάιδευα τ' άπαλά αύτιά τών σκυλιών, πώς δέν ή μ ο υν ή πρώτη πού κάθιζε σ' αύτή τήν πολυθρόνα. Μιά άλλη γυναίκα είχε καθήσει πρίν άπό μένα, κι' ώσφαλώς είχε άφήσει τά χνάρια της στο μαξι­λάρι καί στό χέρι της πολυθρόνας πού τακουμπούσε τό μπρά­τσο της. Μιά άλλη γυναίκα είχε σερβίρει, άπό τήν άσημένια έκείνη καφετιέρα, τόν καφέ στό φλυτζάνι της και τόχε φέρει στά χείλη της, κι' είχε σκύψει κι' είχε χαϊδέψει τά σκυλιά, τακριβώς όπως έκανα κι' έγώ τώρα.

Ένιωσα άθελα ένα ρίγος, σά νάχε κάποιος άνοίξει τήν πόρτα πίσω μου κι' ένα ρεύμα νά είχε μπει στό δωμάτιο. Κα­θόμουν στό κάθισμα της Ρεβέκκας κι' ό σκύλος είχε έρθει κι’ είχε α κουμπήσει τό κεφάλι του στά γόνατά μου άπό συ­νήθεια, γιατί θυμόταν πώς κάποιο χέρι τούχε δώσει κάποτε Εκεί ένα κομματάκι ζάχαρη.

Page 88: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

8Π Ο Τ Ε ΜΟΥ δέν είχα φανταστεί πώς ή ζωή στό Μάντερ­

λέη θάτον τόσο όργανωμένη, τόσο μεθοδική, θυμού­μαι τώρα, ξαναγυρίζοντας μέ τή σκέψη μου σ' αύτή τήν έποχή, πώς το πρώτο έκείνο πρωί ό Μαξίμ ση­

κώθηκε, ντύθηκε, -εγραψε πρίν άπ’ το πρόγευμα ό,τι γράμματα είχε να γράψει, κι' όταν κατέβηκαε γώ, λ ίγο μετά τίς έννιά, ξαφνιασμένη κάπως άπό τό βουερό χτύπημα του γκονγκ, είδα πώς είχε σχεδόν τελειώσει το πρόγευμά του και καθάριζε κιόλας τό φρούτο του.

Σήκωσε τά μάτια, με κοίταξε και χαμογέλασε.— Μή σέ στενοχωρεί αύτό, είπε. Θά το συνηθίσεις. ταύτή

τήν ώρα δέν έχω καιρό νά περιμένω. "Ενα κτήμα σάν το Μάντερλέη θέλει ώρες νά το φροντίσεις. Ό καφές και τά ζε­στά πιάπα είναι ατό μπουφέ. Στο πρωινό μας σερβιριζόμαστε πάντα μόνοι μας.

Είπα κάτι γ ιά το ρολόι μου πού πήγαινε πίσω, πώς κα­θυστέρησα πολύ στό μπάνιο, άλλα δέ μ' άκουσε. Διάβαζε ένα γράμμα, και κάτι τόν είχε κάνει νά σουφρώσει τά φρύδια.

θυμούμαι καλά τ ί έντύπωση μοΰχε κάνει, μιά έντύπωση άνακατεμένη με δέος, το μεγαλοπρεπέστατο έκείνο πρωινό.

Είχε τσάι σε μιά μεγάλη άσημένια τσαγιέρα, καί καφέ, καί πάνω στο θερμαντήρα άχνιζαν πιατέλες μέ χτυπητά αύγά, μπέικον και ψάρι. Είχε άκόμα ένα σωρό αύγά σ’ έναν άλλο θερμαντήρα, και πόριτζ σέ μιάν άσημένια πιοττέλα. Σ ' έναν άλλο μπουφέ ήταν ένα ζαμπόν κι’ ένα κομμάτι κρύο μπέικον. Στό τραπέζι είχε άκόμα μερικά κέικ και φρυγανιές και διά­φορα βάζα μέ μαρμελάδες καί μέλι, καί στίς άκρες τού τρα­πεζιού, πιατέλες γεμάτες φρούτα.

Μου φαινόταν παράξενο πώς ό Μαξίμ, πού όταν είμαστε στήν ‘Ιταλία καί στή Γαλλία δέν έτρωγε παρά έ ν α κρουασάν

Page 89: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

καί το φρούτο του, και 6έν έπινε παρά ένα φλυτζάνι καφέ, πώς καθόταν στό σπίτι του, κάθε μέρα, χρόνιοι όλόκλήρα, μπροστά σ' ένα τέτοιο πρόγευμα πού θάφτανε γιά δώδεκα άνθρώπους, καί δέν έβλεπε τίποτα τό γελοίο σ' αύτή τή σπα­τάλη.

Πρόσεξα πώς είχε φάει ένα κομματάκι ψάρι. 'Εγώ πήρα ένα βραστό αύγό, κι’ άναρωτιόμουν τί νά γίνονταν όλα τ' άλ­λα, όλα έκείνα τά χτυπητά αύγά, τό μπέικον, τό ύπόλοιπο ψάρι. Μήπως υπήρχαν' τίποτα φτωχοί πού δε θά τούς γνώριζα, πού δέ θά τους έβλεπα ποτέ, και πού περίμεναν πίσω άπό τις πόρ­τες τής κουζίνας γιά νά πάρουν τ' άπομεινάρια τού πρωινού μας ; 'Ή μήπως τά πέταγαν, τόσα πράματα, στούς τενεκέ­δες τών σκουπιδιών ; Δέ θά τό μάθαινα ποτέ, και φυσικά δέ θάχα ποτέ τήν τόλμη νά ρωτήσω.

— Δόξα σόι ό θεός, δέν έχω μεγάλη οικογένεια νά σού φορτώσω, είπε ό Μαξίμ. Μόνο μιάν άδελφή, πού τη βλέπω πολύ σπάνια, καί μιά γιαγιά, πού είναι σχεδόν τυφλή. 'ταλήθεια, ή Βεατρίκη είπε πώς θάρθει νά φάει μαζί μας. Τό μισοπερίμενα. Υποθέτω πώς θέλει νά σε γνωρίσει.

— Σήμερα ; είπα κι' ένιωσα νά χάνεται όλότελα το κέφι μου.

— Ναι, έτσι λέει στό γράμμα της πού πήρα το πρωί. Δε θά μείνει πολύ. Πιστεύω πώς θά σ' άρέσει. Είναι πολύ ίσιος άνθρωπος, κι’ έχει τήν ’ιδέα πώς δεν πρέπει κανείς νά κρύβει τή σκέψη του, Δέν άγαπά καθόλου τά περιττά λόγια. "ταν δέν τής άρέσεις, θά σου το πει κατά πρόσωπο.

Δέν το βρήκα και τόσο παρήγορο αύτό, και συλλογίστηκα μήπως τυχόν κι' ή ύποκρισία έχει κάποια άρετή. Ό Μαξίμ σηκώθηκε κι' άναψε ένα τσιγάρο.

—’Έχω πολλές δουλειές σήμερα το πρωί, είπε. Νομίζεις πώς θά τά καταφέρεις νά μήν πλήξεις, μονάχη σου ; θάθελα νά κάναμε μαζί το γύρο τού κήπου, μά πρέπει νά δώ τόν Κρώλεη, το διαχειριστή μου. Άπό καιρό τώρα, έχω παραμε­λήσει τά πάντα. ταλήθεια, θά φάει κι' αύτός μαζί μας το μεση­μέρι. Δε σε πειράζει, φαντάζομαι ;

—Ό χι, είπα, καθόλου, θά χαρώ πολύ."Υστερα μάζεψε τήν αλληλογραφία του και βγήκε άπ το

δωμάτιο, κι' έγώ, θυμάμαι, συλλογίστηκα πώς δέν -το είχα όνειρευτεί έτσι το πρώτο μας πρωινό.

Φανταζόμουν πώς θά πηγαίναμε περίπατο, πιασμένοι άπό τό χέρι, κατά τή θάλασσα, πώς θά γυρίζαμε κάπως άργά, κουρασμένοι κι' εύτυχισμένοι. θά τρώγαμε μόνοι μας το κρύο πιά φαγητό μας, καί θά καθόμαστε ύστερα κάτω άπ' τήν κα­στανιά πού είχα δει άπ' τό παράθυρο της βιβλιοθήκης.

— 93 —

Page 90: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Χασομέρησα πολύ στό πρώτο μου πρόγευμα, καί μόνο σάν είδα τόν Φρίθ νά μέ κοιτάζει πίσω άπό τό παραβάν, πρό­σεξα πώς ήταν δέκα. Σηκώθηκα άμέσως, μέ τήν αίσθηση κά­ποιας ένοχης, καί ζήτησα σ υ γ γ ν ώ μ η πού είχα άργήσει τόσο. 'Εκείνος ύποκλίθηκε, χω ρίς νά πει λέξη, πολύ εύγενικός, πολύ τυπικός, πρόσεξα όμως μιάν άναλαμπή άπορίας στό βλέμμα του. 'ταναρωτήθηκα μήπως δέν ήταν σωστό αύτό πού είπα. "Ισως νάταν άταίριαστο νά ζητήσω συγγνώμη. Ί σ ω ς αύτό νά μ' (έκανε νά πέσω στήν έκτίμησή του. "Ηθελα νά μπορούσα νάξερα τί νά λέω και τ ί νά κάνω. Νά υποψιαζόταν τά χα κι' αύτός, όπως ή κ. Ντάμβερς, πώς ή αύτοπποίθηση, ή χάρη κι' ή ιάνεση δέν ήταν γ ιά μένα άρετές έμφυτες, πώς βάπρεπε νά τίς α ποκτήσω ύστερ' άπό πολλούς πόνους και κόπους, καί πώς θά τίς πλήρωνα μέ πολλές πίκρες ;

Κοτθώς έβγαινα μ' αύτές τίς σκέψεις άπό τήν τραπεζα­ρία, δέν κοίταζαε μπρός μου, καί το πόδι μου σκόνταψε στό κατώφλι. Ό Φρίθ έτρεξε νά μέ βοηθήσει, καί νά μου σηκώσει τό μαντήλι μου πού μούχε πέσει, κι’ δ Ρόμπερτ, ό νεαρός ύπηρέτης πού ήταν Πίσω άπ’ το παραβάν, γύρισε άλλου τό πρό­σωπο γ ιά νά κρύψει το χαμόγελό του.

Περνώντας το χώλ, '"ους άκουσα ύστερα νά κρυφομιλούν, κι' ό ένας, ό Ρόμπερτ σίγουρα, γελούσε. Γελούσαν, φαίνεται, μαζί μ Ου. 'τανέβηκα πάλι στή μοναξιά τής κάμαράς μου, άνοίγοντας όμως τήν πόρτα, είδα τίς καμαριέρες νά συγυρίζουν. Ή μιά σκούπιζε τό πάτωμα, ή άλλη ξεσκόνιζε το τραπέζι της τουαλέτας. Μέ κοίταξαν ξαφνιασμένες. Βγήκα άμέσως βια­στικά βιαστικά. Δέν έπρεπε, φαίνεται, νά πάω στήν κάμαρά μου έκείνη τήν ώρα. Κανείς δέν τό περίμενε αύτό. ’“Ηταν άντίθετο μέ τίς συνήθειες τού σπιτιού. Ξανακατέβηκα σιωπηλή, εύχαριστημένη μέ τίς παντούφλες μου πού δέν έκαναν θόρυβο στις πλάκες, και μπήκα στή βιβλιοθήκη, πού ήταν παγωμένη. Τά παράθυρα ήταν όρθάνοιχτα, καί τό τζάκι έτοιμο, άλλα σβυστό.

'Έκλεισα τά παράθυρα καί κοίταξα γύρω μου γ ιά σπίρτα. Μά δέ μπόρεσα νά <βρώ. Δέν ήξερα τί έπρεπε νά κάμω. Δέν ήθελα νά χτυπήσω τό κουδούνι, μά ή βιβλιοθήκη, πού χτές τό εβράδυ ήταν τόσο άναπαυτική καί ζεστή μέ τό άναμμένο της τζάκι, τ ις πρωινές αύτές ώρες ήταν ίδιο ψυγείο. Στήν κρεβατοκάμαρα άπάνω είχε σπίρτα, μά δέν ήθελα νά πάω νά τά πάρω, νά μήν ένοχλήσω τίς ύπηρέτριες στή δουλειά τους. Δέ μπορούσα νά ύποφέρω έκείνα τά φεγγαρίσ ια τους πρόσωπα νά μέ κοιτάζουν έτσι ξαφνιασμένα. Πήρα τήν άπό· φάση νά πάω νά πάρω τά σπίρτα άπ' τό μπουφέ, μόλις θάφεύγε άπ' τήν τραπεζαρία ό Φρίθ κι' ό Υπηρέτης.

— 94 —

Page 91: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Βγήκα στό χώλ, στις μύτες τών ποδιών, καί στάθηκα ν' άκούσω. Συγύριζαν άκόμα. "τακουγα τίς φωνές τους καί τόν κρότο τών άσημικών. "ταξαφνα, έγινε σιωπή, θά πέρασαν φαί­νεται άπ' τήν πόρτα της ύπηρεσίας καί θά πήγαν στήν κου­ζίνα. Προχώρησα οτό χώλ και ξαναμπήκα στήν τραπεζαρία. Πραγματικά, όπως φανταζόμουν, ένα κουτί σπίρτα ήταν πάνω στό μπουφέ. Μπήκα μέσα και τό πήρα, μά έκείνη τή στιγμή ό Φρίθ ξανοτγύρισε. Προσπάθησα νά χώσω μέ τρόπο στήν τσέ­πη μου τό κουτί, μά τόν είδα πού κοίταζε μέ κατάπληξη τό χέρι μου.

— θέλετε τίποτα, κυρία ; είπε.—'ταχ, Φρίθ, άποκρίθηκα άδέξια. δέ μπορούσα νά βρω

σπίρτα.Μούδωσε άμέσως ένα άλλο κουτί, και μαζί και τσιγάρα.

'Άλλη στενοχώρια πάλι. Δέν κάπνιζα.—"Οχι, είπα, δέν τά θέλω γι' αύτό. Βρίσκω πώς στή βι­

βλιοθήκη κάνει πολύ κρύο. 'τασφαλώς ό καιρός θά μού φαί­νεται τόσο ψυχρός επειδή ήρθα μόλις άπό το εξωτερικό. Σκέ­φτηκα λοιπόν πώς θά μπορούσα ν' άνάψω το τζάκι.

— Συνήθως, κυρία, δέν άνάβουμε φωτιά στή βιβλιοθήκη παρά μόνο το άπόγεμα, είπε. Ή κυρία ντέ Γουίντερ έμενε πάντα τό πρωί στό μικρό σαλονάκι. Ή φωτιά έκεί είναι άναμμένη. Μά άν θέλετε, φυσικά, θά πώ ν' άνάψουν τό τζάκι στή βιβλιοθήκη.

—Ό χι, είπα. Δέν ύπάρχει λόγος, θ ά πάω στο σαλονάκι. Ευχαριστώ, Φρίθ.

— θά βρείτε έκεί, κυρία, χαρτί άλληλογραφίας, καί με­λάνι και πένες, είπε. Ή κυρία ντέ Γουίντερ έγραφε πάντα τήν άλληλογραφία της κι' έκανε τά τηλεφωνήματά της στό σα­λονάκι, μετά τό πρόγευμα. 'Εκεί είναι καί τό εσωτερικό τη­λέφωνο, άν θέλετε νά μιλήσετε στήν κυρία Ντάμβερς.

— Ευχαριστώ, Φρίθ, είπα.Γύρισα στό χώλ, μουρμουρίζοντας ένα σκοπό γιά νά φαί­

νομαι ξένιαστη. θά μπορούσα νά τού πώ ότι στο σαλονάκι δέν είχα ξαναπάει, ότι ό Μαξίμ δέ μού τόχε δείξει. "Ηξερα πώς στεκόταν στήν πόρτα τής τραπεζαρίας καί πώς μέ κοί­ταζε, καθώς περνούσα τό χώλ. 'Έπρεπε νά δείξω πώς ήξερα το δρόμο. Στ' άριστερά τής μεγάλης σκάλας ήταν μιά πόρτα. Πήγα μ' άφέλεια πρός τά έκεί, παρακαλώντας άπό μέσα μου νά μέ βγάλει ε κεί πού ήθελα, όταν όμως τήν άνοιξα, είδα πώς ήταν μιά γκαρνταρόμπα, ένα δωμάτιο γεμάτο μικρο­πράματα, μ' ένα τραπέζι γιά νά φτιάχνουν τά λουλούδια, πλεχτές καρέκλες σωριασμένες στούς τοίχους, κι' ένα ζευ­γάρι άδιάβροχα κρεμασμένα σ' ένα καρφί. Βγήκα κάπως

— 95 —

Page 92: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στενοχωρημένη, καί είδα τόν Φρίθ πού Εξακολουθούσε να μέ κοιτάζει καί πού τό ύφος της ξενιασιάς μου δέν τόν είχε ξε­γελάσει στιγμή.

— Γιά νά πάτε στό σαλονάκι, κυρία, πρέπει νά περάσετε άπό τό μεγάλο σαλόνι, είπε. Ά πό τήν πόρτα έκείνη δεξιά σας, άπό τούτη τή μεριά της σκάλας, θ ά μπείτε στό μεγάλο σαλόνι και θά στρίψετε άριστερά.

— Εύχαριστώ, Φρίθ, είπα ταπεινά, άφήνοντας κάθε προσ­ποίηση.

Πέρασα άπ ' τό μεγάλο σαλόνι, όπως μού είχε πει. "'‘Ηταν ένα θαυμάσιο δωμάτιο με ώ ραίες άναλογίες, πού έβλεπε στίς πελούζες καί κάτω στή θάλασσα. ταύτή ή αίθουσα θάταν άνοιχτή γ ιά τόν κόσμο, συλλογίστηκα, κι’ άν τήν έδειχνε στούς έπισκέπτες ό Φρίθ, θά πρέπει νάξερε τήν ιστορία κάθε κάδρου και τήν εποχή τού κάθε Επίπλου. Μπορεί αύτός νά τά ξηγουσε στούς επισκέπτες. ΤΗταν βέβαια πολύ ω ραία αίθουσα. ΟΙ κα­ρέκλες έκείνες και τά τραπέζια θάτον α νεκτίμητα. Μά έγώ δέν ήθελα νά μείνω πολύ έκεί μέσα. Δέ μπορούσα νά φανταστώ τόν έαυτό μου καθισμένο σ' έκείνες τίς καρέκλες, όρθιο μπρο­στά σ' εκείνο το σκαλιστό τζάκι, νά πετώ βιβλία πάνω σ’ αύτά τά τραπέζια. Είχε όλη τήν έπισημότητα μιας μουσειακής α ί­θουσας, όπου ο! άλκόβες είναι κλεισμένες μ' ένα σκοινί κι' ένας φύλακας μέ στολή και πηλίκιο στέκεται δίπλα στήν πόρτα, όπως στούς παλιούς γαλλικούς πύργους. Το πέρασα ολόκληρο, έστριψα άριστερά, κι' έφτασα στό σαλονάκι, πού τόβλεπα γ ιά πρώτη φορά.

Εύχαριστήθηκα πού είδα έκεί τά σκυλιά, καθισμένα μπρο­στά στή φωτιά. Ό Τζάσπερ, το νεώτερο, ήρθε άμέσως κοντά μου, κουνώντας τήν ούρά του, κι' έχωσε το μουσούδι του στό χέρι μου. ‘Η γέρικη σκύλα σήκωσε τή μύτη της καθώς πλησία­ζα, και μέ κοίταξε μέ τά μισότυφλα μάτια της, άφοϋ όμως μυ­ρίστηκε λ ίγο τόν άέρα, και κατάλαβε πώς δεν ήμουν έκείνη πού νόμισε, γύρισε μ' ένα γρύλισμα κι' άρχισε πάλι νά κοι­τάει μ' επιμονή τή φωτιά. "Υστερα έφυγε άπό κοντά μου κι' ό Τζάσπερ και βολεύτηκε δίπλα της, γλείφονταο το πλευρό του. ταύτό θάταν σίγουρα το συνήθειο τους. ’Ήξεραν, όπως κι' ό Φρίθ, πώς το τζάκι τής βιβλιοθήκης δεν άναβε πριν άπ’ τ’ άπόγεμα. 'Έρχονταν στό σαλονάκι άπό παλιά συνήθεια.

Δέν ξέρω πώς μου πέρασε άπ ' τό νοΰ, πρίν άκόμα πάω νά Ίδώ, πώς το παράθυρο έβλεπε στά ροδόδεντρα. Ναι, νότα, έκεί ήταν, κόκκινα σάν το αίμα κι' όργιαστικά, όπως τά είχα δει τό προηγούμενο βράδυ, πελώριες τούφες μαζεμένες κάτω άπ' τ ' άνοιγμένο παράθυρο, φτάνοντας κυριαρχικά ώς τήν άλέα. ‘Έ να μικρό άνοιγμα άνάμεσό τους, σά μικροσκοπικό παρτέρι,

— 96 -

Page 93: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ήταν σκεπασμένο μ’' ενα χαλί ταπαλή χλόη, καί στή μέση ύψωνόταν τό ταγαλματτακι ένός φοεύνου, μέ τούς αύλούς του στό στόμα. Είχε γιά φόντο τίς βυσσινιές ροδοδάφνες, καί τό χλοε­ρό τανοιγμα ήταν σά μιά σκηνούλα, όπου μπορούσε νά χορεύει καί νά παίζει τό ρόλο του. Σ ' αύτό τό δωμάτιο δέν αισθανό­σουν έκείνη τή μυρωδιά τής κλεισούρας, πού είχε ή βιβλιο­θήκη. Δέν είχε έκεί μέσα παλιές φθαρμένες καρέκλες, ούτε τραπέζια πλημμυρισμένα άπό παλιά σπάνια περιοδικά πού πο­τέ δέ διαβάζονταν, άφημένα έκεί άπό συνήθεια παλιά, γιατί έτσι ήθελε ό πατέρας τού Μαξίμ, ή ίσως κι' ό παπούς του.

Ήταν ένα δωμάτιο γυναικείο, χαριτωμένο, λεπτό, το δω­μάτιο μιας γυναίκας πού είχε διαλέξει τό κάθε τι μ' Εξαιρε­τικό γούστο, ώστε κάθε καρέκλα, κάθε ανθοδοχείο, κάθε άντικείμενο, καί τό παραμικρότερο άκόμα καί το πιό τασήμαντο, νταναι άρμονικό μέ τό σύνολο καί μέ τήν προσωπικότητά της.

Ή γυναίκα πού είχε φτιάξει αύτό τό δωμάτιο, Θταχε πει : «θέλω αύτό, και τούτο, κι' Εκείνο», καί θά διάλεγε ένα πρός ένα τούς θησαυρούς τού Μάντερλέη, τά πράματα πού τής αρε­σαν περισσότερο, ταφήνοντας κατά μέρος τά δευτερότερα, ταπλώνοντας τό χέρι, μέ σίγουρο αλάθευτο ένστικτο, μόνο σέ ό,τι ήταν πρώτης σειράς.

Κανένα α νακτατεμα ρυθμών, καμιά σύγχυση έποχών. Το αποτέλεσμα ήταν μιά παράξενη γοητευτική τελειότητα, χωρίς τήν ψυχρή τυπικότητα τού σαλονιού πού έπιδείκνυαν στόν κό­σμο. Κάτι σπαρταριστά ζωντανό, μέ τακτινοβολία και μέ λάμ­ψη πού σού θύμιζε τά ροδόδεντρα τά μαζεμένα κάτω ταπ' τά τζάμια. Καί πρόσεξα τότε πώς τά λουλούδια τους σά νά μήν ήταν Ικανοποιημένα νά σχηματίζουν άπλώς τό ταμφιθέατρο τού μικρού έκείνου παρτεριού έξω ταπ' το παράθυρο, είχαν βαλθεί νά γεμίσουν καί τό σαλονάκι. ΟΙ μεγάλες ζεστές τους μορφές μέ κοίταζαν πάνω άπ' τό ράφι του τζακιού, κολυμπού­σαν σ' ένα μπώλ στό τραπεζάκι πλάι στό ντιβάνι, ύψώνονταν λεπτά καί γεμάτα χάρη πάνω στό γραφείο, δίπλα στά χρυσά καντηλέρια.

Γέμιζαν τό δωμάτιο. 'τακόμα κι' οί τοίχοι -Επαιρναν τό χρώμα τους, κι' α κτινοβολούσαν μέ πλούσιο φώς στόν πρωινό ήλιο. Ήταν τά μόνα λουλούδια μές στό δωμάτιο, κι' α ναρω­τιόμουν μήπως γινόταν αύτό ταπό κταποιο σκοπό, μήπως είχε φτιαχτεί τό δωμτατιο γιά χάρη τους, γιατί πουθενά ταλλού μές στό σπίτι δέν τταβλεπες. Είχε λουλούδια καί στήν τραπε­ζαρία καί στή βιβλιοθήκη, μά αύτά ήταν περιποιημένο καί ταχτικά, σά διακόσμηση, όχι μέ τόση σπατάλη.

Πήγα καί κάθησα στό γραφείο καί συλλογιζόμουν τί πα­ράξενο αλήθεια πού ήταν αύτό τό δωμτατιο, τόσο ώραίο καί

7 Ρββίχχα— 97 —

Page 94: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τόσο πλούσιο σέ χρώματα, καί μσζ\ τόσο καλό: όργανωμένο γ ιά μεθοδική «έργασία. θ ά λ εγε κανείς πώς ένα δωμάτιο Επι­πλωμένο μέ τόσο Εξαιρετικό γούστο, παρά τήν ύπερβολή τών λουλουδιών, θάταν μάλλον κάτι τό διακοσμητικό, ένας τόπος κατάλληλος γ ιά μοναξιά και νωχέλεια.

'ταλλά αύτό τό γραφείο, τό τόσο ώ ραίο, δέν ήταν άπ ' τά νόστιμα Εκείνα παιγνιδάκια, όπου κάθονται οί γυναίκες γ ιά νά γράφουνε μ π ιλ ιετά κ ια , δαγκώνοντας τήν άκρη τής πέ­νας τους, και μετά ταφήνοντάς την α φρόντιστα όλόκληρες μέ­ρες, νά σέρνεται λοξά πάνω στό σουμαίν. Ή κάθε θήκη είχε κι' α πό μιά έπιγραφή, «Γ ράμματα πού θέλουν α πάντηση », «Γράμματα πού πρέπει νά φυλocχτoΰv», « Ζητήματα του σπι­τιού », « Περιουσιακά », « Menus », « Διάφορα », « Διευθύν­σεις», και κάθε Ετικέτα ήταν γραμμένη μέ το συρτό μυτερό έκείνο γράψιμο, πού τόξερα πιά. Και μέ πείραξε, μ' α ναστά­τωσε καθώς το α ναγνώρισα, γ ια τ ί δέν τόχα ξαναδεί ταπό τότε πού είχα σκίσει έκείνη τή σελίδα της ποιητικής συλλογής, κι' ούτε κάν μουχε περάσει ταπό τό νου πώς θά μπορούσα ποτέ νά το ξανάβλεπα.

τα νοιξα στήν τύχη ένα συρτάρι, και νά πάλι το γράψιμό της σ’ ένα α νοιχτό δερμάτινο σημειωματάριο με τόν τίτλο «Ο ι Καλεσμένοι τού Μάντερλέη », πούδειχνε μέ τήν πρώτη ματιά, χωριστά κατά εβδομάδες και μήνες, ποιοι Επισκέπτες είχαν έρθει και είχαν φύγει, ποιά δωμάτια είχοπ/ χρησιμοποιήσει και τ ί φαγητάε φ αγαν. Φυλλομέτρησα τό σημειωματάριο και είδα πώς ήταν μιά πλήρης άνασκόπηση ένός ολόκληρου χρό­νου, έτσι πού ή οικοδέσποινα νά ξέρει, ως τήν τελευταία μέρα και τήν τελευταία α κόμα ώρα, τήν κίνηση του σπιτιού της, ποιός ξένος πέρασε τήν τάδε νύχτα κάτω ταπ ' τή στέγη της, πού είχε κοιμηθεί και τ ί του είχαν σερβίρει. Το συρτάρι είχε άκόμα καλό χαρτί ταλληλογραφίας, χοντρά άσπρα φύλλα γ ιά πρόχειρα, τό σημειωματάριο τού σπιτιού μέ τό οικόσημο και τή διεύθυνση, καί Επισκεπτήρια ασπρα σά φίλντισι μέσα σε κουτάκια.

Πήρα ένα, τό ξετύλιξα, ταπό τό χάρτινο μεταξωτό κά­λυμμά του, και τό κοίταξα : « Κυρία και Κύριος ντέ Γουίν­τερ », καί, σέ μιά γω νιά : « Μάντερλέη ». Το ξανάβαλα στό κουτί κι' έκλεισα τό συρτάρι, νιώθοντας α ξαφνα ένα αίσθημα ένοχής, σά νάκανα μιάν α διτακριτη πράξη. Σ ά νά βρισκόμουν σ’ ένα ξένο σπίτι κι' ή οικοδέσποινα νά μουχε πει : « Βεβαιό­τατα, όταν θά θέλετε νά γράψετε, θά χρησιμοποιείτε τό γρ α ­φείο μου », κι'ε γώ ή τασυγχώρητη νά ψαχούλευα κρυφά στά χαρτιά της. Ά πό στιγμή σέ στιγμή μπορούσε νά γυρίσει μέ­σα στό δωμάτιο, καί νά μέ δει νά κάθομαι έκεί μπροστά στό·

— 98 —

Page 95: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

άνοιχτό της συρτάρι, όπου δέν είχα κανένα δικαίωμα ν' απλώ­σω τό χέρι μου.

'Έτσι, όταν άξαφνα χτύπησε τρομαχτικά τό τηλέφωνο πάνω στό γραφείο, έκεί μπροστά μου, ή καρδιά μου σκίρτη­σε δυνατά, καί τινάχτηκα πάνω τρομαγμένη, νομίζοντας πώς είχα πιαστεί. Ξεκρέμασα μέ τρεμάμενο χέρι τ’ άκουστικό, κι' είπα : « Ποιος είναι ; Ποιόν θέλετε ; » 'τακούστηκε ένα παρά­ξενο βουητό, ύστερα μιά φωνή χαμηλή καί κάπως τραχιά, πού δε μπορούσα νά ξεχωρίσω αν ήταν άνδρική ή γυναικεία.

—Ή κυρία ντέ Γουίντερ ; 'Η κυρία ντέ Γουίντερ ; είπε.— Φοβούμαι πώς κάνετε λάθος, άπάντησα. 'Η κυρία ντε

Γουίντερ έχει πεθάνει έδώ κι' ένα χρόνο.Καθόμουν έκεί καί κοίταζα το τηλέφωνο σάν άποδλακω

μένη, καί μόνο όταν ξανάκουσα το όνομα, ειπωμένο άπό μιά φωνή δύσπιστη καί κάπως τώρα πιό ύψωμένη, κατάλαβα, καί το αίμα μου πλημμύρισε άπότομα τό πρόσωπο, πώς είχα κάνει μιά γκάφα ανεπανόρθωτη καί δέ μπορούσα πιά νά πά­ρω πίσω τά λόγια μου.

— Είμαι ή κυρία Ντάμβερς, κυρία, είπε ή φωνή. Σάς μιλώ άπό το τηλέφωνο τού σπιτιού.

Ή γκάφα μου ήταν τόσο άδικάιολόγητη, τόσο κουτή, πού άν Εκανα πώς δέν τή κατάλαβα, θά φαινόμουνα πιό κουτή άκόμα.

— Λυπούμαι, κυρία Ντάμβερς, ψιθύρισα μπερδεύοντας τά λόγια μου, το τηλέφωνο μέ ξάφνιασε καί δεν ήξερα τί έλεγα. Δέν κατάλαβα πώς το τηλεφώνημα ήταν γιά μένα, κι' ούτε ήξερα πώς ήταν άπ' το τηλέφωνο του σπιτιού.

— Λυπούμαι πού σάς Ενόχλησα, κυρία, είπε' κι' έγώ συλ­λογίστηκα πώς σίγουρα θά ξέρει, ή θά ύποψιάζεται τουλά­χιστον, πώς Εψαχνα τά συρτάρια τού γραφείου. "Ηθελα μόνο νά ξέρω, έξακολούθησε ή φωνή, άν μέ θέλετε τίποτα κι' αν έγκρίνετε τό menu τής ήμέρας.

—"Λ, είπα, ώ, βεβαίως τό έγκρίνω. θέλω νά πώ δηλαδή, πώς είμαι βέβαιη πώς δέ θαχω άντίρρηση γιά όποιοδήποτε menu. Παραγγείλτε ό,τι θέλετε, κυρία Ντάμβερς. Δεν ύπάρχει λόγος νά γνιάζεστε τί θά πώ έγώ.

— Νομίζω πώς θάταν καλύτερα νά διαβάσετε τόν κατά­λογο, εξακολούθησε ή φωνή. θά τόν βρείτε δίπλα σας, πάνω στό σουμαίν.

Έψαξα μέ παράφορη .βιάση γύρω μου, πάνω στό γρα­φείο, καί βρήκα έπιτέλους ένα χαρτί πού ώς τότε δέν τό είχα προσέξει. Τό διάβασα τρέχοντας. Γαρίδες, μοσχάρι ψητό, σπα­ράγγια, μούς σοκολάτα παγωμένη. Ή ταν γεύμα ή δείπνο ; Δέ μπορούσα νά καταλάβω. Γεύμα, υποθέτω. ν

— 9(9 -

Page 96: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—Ε ν τάξει, κυρία Ντάμβερς. Πολύ ώραία. ταληθινά πολύ ώραία.

—"ταν θέλετε καμιά άλλαγή, παρακαλώ νά μου τό πείτε, άπάντησε, καί θά δώσω άμέσως διαταγή. Έ χ ω άψήσει, όπως βλέπετε, ένα μικρό κενό στή σάλτσα, γ ιά νά σημειώσετε τί προτιμάτε. Δέν ήξερα τί σάλτσα σάς α ρέσει με τό μοσχάρι ψητό. Ή κυρία ντέ Γουί ντερ ήταν πολύ ιδιότροπη στίς σάλτσες κι' έπρεπε πάντα νά τή ρωτώ.

—'Ώ , ε ίπ α ... κ α λ ά ... Λοιπόν, κυρία Ντάμβερς, δέν ξέρω ακριβώς τ ί π ρ ο τιμ ώ ... Κάμετε όπως νομίζετε ότι θάκανε ή κυρία ντέ Γουίντερ.

— Δέν έχετε ιδιαίτερη προτίμηση, κυρία ;—’'Οχι, είπα, όχι, κυρία Ντάμβερς.— Νομίζω πώς ή κυρία ντέ Γουίντερ θάλεγε σάλτσα κρα­

σιού, κυρία.—'τας βάλουμε λοιπόν αύτή τή σάλτσα κι' Εμείς, είπα. '— Μέ συγχωρείτε πού σάς Ενόχλησα, κυρία.— Δέ μ' Ενοχλήσατε καθόλου, μήν άνησυχείτε, παρακαλώ.— Το ταχυδρομείο φεύγει το μεσημέρι, είπε. Ό Ρόμπερτ

θάρθει νά πάρει τήν αλληλογραφία σας. θ ά βάλει αύτός τά γραμματόσημα. "ταν είναι τίποτα βιαστικό, μπορείτε νά τόν πάρετε στο .τηλέφωνο, κ ,' αύτός θά κανονίσει νά το πάνε άμέ­σως στό ταχυδρομείο.

— Εύχαριστώ, κυρία Ντάμβερς, είπα.Κράτησα άκόμα ένα λεπτό το ακουστικό, μά δέ μίλησε.

"Υστερα άκουσα ένα έλαφρό κλικ, πού φοη/έρωνε πώς το τη­λέφωνο είχε κλείσει. 'Έ καμα κι' εγώ το ίδιο, ύστερα κοίταξα πάλι τό γραφείο καί τό χαρτί τής αλληλογραφίας, έτοιμο πά­νω στό σουμαίν. Μπροστά μου, σά μιά μομφή γ ιά τήν τεμπε­λ ιά μου, όρθώνονταν οί θήκες με τίς επιγραφές : « Γράμματα πού θέλουν άπάντηση », « Περιουσιακά », « Διάφορα ». 'Εκείνη πού καθόταν πρίν άπό μένα εδώ, δέ σπαταλούσε όπως έγώ τόν καιρό της. θ ά χε πάρει το τηλέφωνο, θά είχε δώσει τίς διατα­γές της γ ιά τήν ήμερα γρήγορα και δραστήρια, θ ά χε σβύσει ίσως μέ τό μολυβί της ένα μέρος του menu πού δέ θά τήν Ικα­νοποιούσε. Έκείνη δέ θάχε πει : «Μάλιστα, κυρία Ντάμβερς», όπως έγώ. Καί σά θάχε πιά τελειώσει καί θάρχιζε νά γράφει τά γράμματά της, πέντε, έξη, έπτά ίσως α παντήσεις, μέ τό ίδιο έκείνο γερτό γράψιμο πού τόξερα πιά τόσο καλά, θάσκιζε τό ένα ύστερ' άπό τ ' άλλο τά φύλλα τού μπλόκ μέ τό άπαλό άσπρο χα ρ τ ί'γ ια τ ί θά χαλούσε πολλά μέ τ ' α ραιά μυτερά γράμματά της, καί θά τέλειωνε κάθε προσωπικό της γράμμα μέ τήν ύπογραφή ' Ρεβέκκα», μέ πολύ μεγαλύτερο άπό τ' άλλα γρ ά μ ' ματα έκείνο τό γερτό Ρ.

— 100 —

Page 97: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Χτυπούσα τά δάχτυλά μου ρυθμικά πάνω στό γραφείο. ΟΙ θήκες ήταν άδειες τώρα, Δέν περίμεναν τήν τακτοποίησή τους μέσα σ' αύτές «Γράμματα πού ήθελαν άπάντηση », ούτε λογα­ριασμοί, τουλάχιστο γνωστοί σέ μένα, πού έπρεπε νά έξοφληθούν. ταν είχα τίποτα βιαστικό, είχε πει ή κυρία Ντάμέερς, έπρεπε νά τηλεφωνήσω στόν Ρόμπερτ κι' αύτός θά κα­νόνιζε νά σταλεί στό ταχυδρομείο. 'ταναρωτιόμουν πόσα έπείγοντα γράμμοετα νάστελνε ή Ρεβέκκα, και σε ποιους νά τάγραφε. Στις μοδίστρες ίσως : «Πρέπει νά έχω εξάπαντος τήν Τρίτη τό άσπρο μου μεταξωτό», καί στόν κομμωτή της : «θάρθω τήν Ερχόμενη Παρασκευή καί θέλω ένα ραντεβού με τόν ίδιο τόν κύριο 'ταντουάν. Λοσιόν, μασάζ, χτένισμα καί νύχια.» ’Όχι, τέτοια γράμματα θάταν μόνο σπατάλη χρόνου. ’Όχι, θάπαιρνε στό τηλέφωνο το Λονδίνο, θά μιλούσε ό Φρίθ. θάλεγε : «Σάς μιλώ έκ μέρους τής κυρίας ντέ Γουίντερ».

'Εξακολουθούσα νά χτυπώ πάνω στο τραπέζι τά δάχτυλά μου. Μου ήταν άδύνατο νά βρω σέ ποιόν θά μπορούσα νά γράψω. Μόνο στήν κ. Βάν Χόπερ. Ηταν κωμικό, γεμάτο ειρω­νεία, το νά κάθομαι έδώ στό γραφείο μου, καί νά μήν έχω τίποτα καλύτερο νά κάμω άπό το νά γράψω στήν κ. Βάν Χόπερ, σέ μιά γυναίκα πού άντιπαθούσα καί πού δε θά τήν έβλεπα ποτέ πιά. Τράβηξα ένα φύλλο χαρτί καί πήρα ένα λε­πτό κοντυλοφόρο μέ μιά γυαλιστερή μυτερή πένα. «'ταγαπητή κυρία Βάν Χόπερ », άρχισα με πολύ κόπο. Καί τής έλεγα πώς είχα τήν ελπίδα πώς το ταξίδι της ήταν εύχάριστο, πώς βρήκε τήν κόρη της καλύτερα καί πώς ό καιρός στή Νέα Υόρκη ήταν ζεστός κι' ωραίος. Πρόσεξα γιά πρώτη φορά τί σπασμω­δικό κι' άκατάστατο πού ήταν το γράψιμό μου, χωρίς προσω­πικότητα, χωρίς ύφος, χωρίς καλλιέργεβχ, σάν το γραφικό χα­ρακτήρα μιας μέτριας μαθήτριας ένός σχολείου παρακατιανού.

Page 98: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

9O T A l N ταΚΟΥΣα το θόρυβο του αύτοκινήτου στην άλέα,

σηκώθηκα μ' έναν ξαφνικό πανικό, καί, κοιτάζοντας τό ρολόι, κατάλαβα πώς Ερχόταν ή Βεατρίκη κι' ό άντρας της. Μόλις είχε χτυπήσει δώδεκα. Είχαν έρ­

θει πολύ νωρίτερα άπ ' ό,τι περίμενα, κι' ό Μαξίμ δέν είχε γ υ ­ρίσει άκόμα. ταναρωτιόμουν άν θα μπορούσα να κρυφτώ, να βγώ άπό τή τζαμόπορτα στόν κήπο. Ό Φρίθ, φέρνοντάς τους στό σαλονάκι, θα τούς έλεγε τότε : «Ή κυρία θα βγήκε έξω», καί θά τόβρισκαν πολύ φυσικό, πολύ συνηθισμένο. Τά σκυλιά σήκωσαν τά κεφάλια τους και μέ κοίταξαν παραξε­νεμένα, καθώς έτρεχα στή τζαμόπορτα, κι’ ό Τζάσπερ μ' άκολουθοΰσε κουνώντας τήν ούρά του. Ή τζαμόπορτα άνοιγε προς τήν ταράτσα καί τό μικρό χώρο τής χλόης πιό πέρα, μά, καθώς ήμουν έτοιμη νά χωθώ άνάμεσα στά ροδόδεντρα, άκου­σα όμιλίες καί γύρισα πάλι στό σαλονάκι. Έ ρχοντα ν άπ ' τόν κήπο. Ό Φρίθ θά τούς είχε πει που βρισκόμουν. "Ετρεξα στό μεγάλο σαλόνι καί πέρασα άπό μιά πόρτα άριστερά. 'Έ φερ­νε σ’ ένα μακρύ πέτρινο διάδρομο. "Ετρεξα προς τά έκεί , με τήν πλήρη συναίσθηση πώς ήμουν κουτή, περιφρονώντας τόν έαυτό μου γ ι ' αύτή τήν ξαφνική νευρική κρίση. Μά ήξερα πώς μου ήταν άδύνατο ν' αντικρίσω, αύτή τή στιγμή τουλάχιστο, τους άνθρώπους αύτούς. Ό διάδρομος οδηγούσε, φαίνεται, στό πίσω μέρος του σπιτιού. 'Έστριψα μιά γωνιά κι' έφτασα σε μιάν άλλη σκάλα. 'Εκεί συνάντησα μιά ύπηρέτρια πού δέν τήν είχα δει ώς τότες, κάποια γυναίκα τής κουζίνας ίσως, με μιά σκούπα κι' έναν κουβά. Μέ κοίταξε κατάπληκτη, σά νάμουνα κανένα φάντασμα πού δέν περίμεναν νά τό δούν στό μέρος αύτό τού σπιτιού.

— Καλημέρα, είπα, πολύ σαστισμένη.— Καλημέρα, κυρία, μού άπάντησε μ' όρθάνοιχτο στόμα.

102 —

Page 99: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

καί μέ παρακολουθούσε, μέ τά μάτια γεμάτα άπορία, καθώς σκαρφάλωνα τή σκάλα.

θά μ’ έφερνε, συλλογίστηκα, στίς κρεβατοκάμαρες, καί -θά μπορούσα νά εβρώ τό δωμάτιό μου στήν άνατολική πτέρυ­γα, και νά καθήσω έκεί ώς τήν ώρα τού γεύματος, πού οί κα­νόνες της καλής συμπεριφοράς άπάιτούσαν τήν παρουσία μου στήν τραπεζαρία.

Είχα φαίνεται χάσει τόν προσανατολισμό μου γιατί, περ­νώντας μιά πόρτα στήν κορφή της σκάλας, βρέθηκα σ' ένα μακρύ διάδρομο πού δέν τόν είχα ξαναδεί, καί πού έμοιαζε κάπως μέ τό διάδρομο της άνατολικής πτέρυγας, μόνο πού ήταν πιό πλατύς καί πιό σκοτεινός, — σκοτεινός άπ’ τήν ξυ­λόστρωση τών τοίχων.

Δίστασα μιά στιγμή, ύστερα έστριψα άριστερά κι' έφτα­σα σ' ένα ίσιωμα, κι' ύστερα σέ μιάν άλλη σκάλα. Ή ταν πολύ ήσυχα καί πολύ σκοτεινά. Κανείς δέν ήταν έκεί. "ταν εί­χαν έρθει όί υπηρέτες τό πρωί, θαχαν τελειώσει τώρα πιά τή δουλειά τους και θαχαν κατέβει κάτω. Δέν είχαν άφήσει κανένα ίχνος της παρουσίας τους. Καμιά μυρουδιά άπ' τή σκόνη τών χαλιών πού ίσως νάχαν τινάξει. Καθώς στεκόμουν έκεί, μή ξέροντας άπό πού νά πάω, συλλογιζόμουν πώς ή πα­ράξενη έκείνη σιωπή είχε κάτι άπ' τήν κατάθλιψη τών άδειων σπιτιών πού οί Ιδιοκτήτες τους έχουν φύγει.

"τανοιξα μιά πόρτα στήν τύχη και βρέθηκα σ' ένα δωμά­τιο κατασκότεινο. ’ταπ' τά κλεισμένα παντζούρια δέν έμπαινε ούτε άκτίνα φωτός, μά μπόρεσα νά ξεχωρίσω στή μέση της κάμαρας τά σχήματα τών Επίπλων, πού ήταν ντυμένα μέ ά­σπρα καλύμματα. Μύριζε κλεισούρα, όπως όλα τά δωμάτια πού δέ χρησιμοποιούνται ή χρησιμοποιούνται σπανίως, καί πού τά μπιμπλό τους είναι μαζεμένα στή μέση ένός κρεβα­τιού καί σκεπασμένα μ' ένα σεντόνι. ΟΙ κουρτίνες του θάχαν ν' άνοιχτούν άπ' τό περασμένο καλοκαίρι, κι' άν κανείς Εμπαινε καί τίς τραβούσε άξαφνα γιά ν' άνοίξει τά παντζού­ρια, κάποιος ψόφιος σκόρος πού θάχε φυλακιστεί έκεί άπό πίσω πριν άπό μήνες, θάπεφτε στό χαλί, δίπλα σέ καμιά ξεχασμένη καρφίτσα ή σέ κανένα ξερόφυλλο, πού θά τόχε πε­τάξει μέσα ό άνεμος, πριν κλείσουν γιά τελευταία φορά τά παράθυρα.

"Εκλεισα άπαλά τήν πόρτα και προχώρησα μ' άβέβαια βήματα στό διάδρομο, άνάμεσ' άπό δύό σειρές πόρτες, όλες κλειστές, κι' έφτασα τέλος σ' ένα μικρό κούφωμα Ενός εξω­τερικού τοίχου, άπ' όπου μέ φώτισε ένα πλατύ παράθυρο' Κοί­ταξα έξω κι' είδα άπό κάτω τίς βελούδινες χλοερές πελούζες πού ταπλώνονταν ώς τή θάλασσα, καί τήν ίδια τή θάλασσα μέ

— 103 —

Page 100: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τό λαμπρό πράσινο χρώμα της καί τά άφροστεφάνωτα κύ­ματα, πού έτρεχαν κατά τήν άκτή, καθώς τά μαστίγωνε ό· πουνέντες.

Ή το ν κοντύτερα άπό ό,τι είχα νομίσει, πολύ πιό κοντά, θ ' άρχιζε σίγουρα κάτω άπ' τή μικρή έκείνη τούφα τών δέντρων, ύστερ' άπό τίς πελούζες, σ' α πόσταση μόνο πέντε λε­πτών, κι' άν άκουμποΰσα τώρα στό παράθυρο, τεντώνοντας τό αύτί μου θάκουγα ίσως το πάφλασμα τών άφρών πού έσπα­ζαν σ' ένα μικρό άόρατο κολπίσκο. Κατάλαβα τότε πώς είχα κάνει τό γύρο τού σπιτιού καί βρισκόμουν στό διάδρομο τής δυτικής "έρυγας. Ναι, ή κ. Ντάμβερς είχε δίκιο. 'ταπό δώ άκουγόταν ή θάλασσα, θ ά μπορούσε νά τή φανταστεί κανείς νά πλημμυρίζει τό χειμώνα τίς πελούζες και ν' άπειλεί το ίδιο τό σπίτι, γ ια τ ί άκόμα και τώρα τά τζάμια τών παραθυ­ριών ήταν θολά άπ ' τό δυτικό όνεμο σά νά τάχε άχνίσει κα­νένας μέ τήν άνάσα του. Ηταν μιά θολούρα όλο άρμύρρ, πούχε άνεβεί άπό τή θάλασσα. ‘Έ ν α περαστικό σύννεφο σκέ­πασε μιά στιγμή τόν ήλιο, κι' ή θάλασσα άλλαξε χρώμα άμέ­σως, κι' έγινε μαύρη, κι' σι άσπρες χα ίτες τών κυμάτων έγ ιvocv άγριες κι' άπειλητικές. Δέν ήταν πιά ή παιχνιδιάρικη σπιθόβολη θάλασσα πού είχα δει στήν άρχή.

"Ημουν κάπως εύχαριστημένη πού ή κρεβατοκάμαρά μου βρισκόταν στήν «τανατολική πτέρυγα. Τό κάτω κάτω, προτι­μούσα τά ροδόδεντρα άπό τόν ήχο τής θάλασσας. Ξ αναγύρι­σα λοιπόν στό Ισιωμα, στήν κορφή τής σκάλας, καί, κοτθώς έτοιμαζόμουν νά κατέβω, «τακουμπώντας τό ένα μου χέρι στο κάγκελο, άκουσα πίσω μου μιά πόρτα ν' άνοίγει. Ηταν ή κ. Ντάμβερς. Κοιταχτήκαμε, άμίλητες μιά στιγμή, και δέ μπό­ρεσα νά κοοταλάβω άν ήταν περιέργεια ή θυμός ή έκφραση πού είδα στά μάτια της' σά μ' είδε, τό πρόσωπό της άλλαξε μεμιάς σέ μάσκα. "ταν και δέν είπε λέξη, ένιωσα κάτι σά ντροπή κι' ένοχή, σά νά μέ είχαν πιάσει νά παραβιάζω έναν απαγορευμένο χώρο, κι' ένα φλύαρο χρώμα α νέβηκε στό πρό­σωπό μου.

—'Έ χασα τό δρόμο, είπα, προσπαθούσα νά βρω τό δω­μάτιό μου.

"Ηρθατε στήν α ντίθετη πλευρά του σπιτιού, είπε. Ε δ ώ είναι ή δυτική πτέρυγα.

— Ναι, τό ξέρω, έίπα.Μπήκατε σέ κανένα δωμάτιο ; μέ ρώτησε.

“ '"Οχι, όχι, είπα. "τανοιξα μόνο μιά πόρτα, μά δέ μπήκα μέσα ’ Ηταν όλα κατασκότεινα, σκεπασμένα μέ καλύμμοττα. Λυπούμαι, δέν ήθελα νά φέρω Ενόχληση, θέλετε, νομίζω, νά μένουν κλειστά αύτά τά δωμάτια.

— 104 —

Page 101: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

- " ταν θέλετε νά τ' α νοίξουν, 0ά διατάξω ταμέσως, είπε» Δέν έχετε παρά νά μού τό πείτε. "Ολα τά δωμάτια είναι Επι­πλωμένα καί μπορούν νά χρησιμοποιηθούν.

—’ταχ, όχι, δέν έννοούσα αύτό, είπα.— θά θέλατε ίσως νά σάς δείξω τή δυτική πτέρυγα, είπε.-Κούνησα αρνητικά τό κεφάλι.—'Όχι, δέν ύπάρχει λόγος, είπα. Πρέπει νά πάω κάτω»Κι' άρχισα νά κατεβαίνω τή σκάλα. ’Ερχόταν δίπλα μου,

λές κι' ήμουν αιχμάλωτος κι'ε κείνη ό φύλακάς μου.—"Οταν 0ά σάς μείνει καιρός, πέστε μου νά σας δείξω

τά δωμάτια της δυτικής πτέρυγας, είπε πάλι.Ένιωθα μιάν α όριστη στενοχώρια, δέν ξέρω γιατί. Ή

έπιμονή της ξυπνούσε μέσα μου κάποια θύμηση, μιά Επίσκε­ψή μου σ' ένα φιλικό σπίτι σάν ήμουν παιδί. Ή κόρη του σπι­τιού, μεγαλύτερή μου στήν ήλικία, μέ είχε πάρει ταπό τό χέρι. καί μού είχε ψιθυρίσει στ' αύτί : « Ξέρω ένα βιβλίο κλειδω­μένο σ' ένα ντουλάπι στήν κάμαρα τής μητέρας μου. Πάμε: νά τό δούμε ;» θυμήθηκα το χλωμό ταραγμένο πρόσωπό της, τά μικρά στρογγυλά μάτια της καί τόν τρόπο πού μέ τσι­μπούσε στό μπράτσο.

— θά πω νά βγάλουν τα καλύμματα και τότε θά μπορέ­σετε νά δείτε τά δωμάτια όπως ήταν όταν τα χρησιμοποιού­σαμε, είπε ή κ. Ντάμβερς. θά σάς τάδειχνα σήμερα το πρωί, μά νόμισα πώς κάνατε τήν άλληλογραφία σας στό σαλονάκι. Δέν έχετε παρά νά μού τηλεφωνήσετε στό δωμάτιό μου, όταν θελήσετε. Δέ χρειάζεται παρά λίγη ώρα γιά νά έτοιμάσω τά δωμάτια.

Είχαμε κατέβει τή μικρή σκάλα. Έκείνη άνοιξε μιάν άλλη πόρτα καί παραμέρισε νά περάσω. Τά σκοτεινά της μάτια Ερευνούσαν τό πρόσωπό μου.

— Είναι πολύ εύγενικό ταπό μέρους σας, κυρία Ντάμβερς, είπα. θά σάς ειδοποιήσω.

Βγήκαμε μαζί έξω, καί κατάλαβα τέλος πώς είμαστε στήν κορφή της κεντρικής σκάλας, πίσω άπό τόν 'Εξώστη τών Μενεστρέλων.

— Μού κάνει Εντύπωση, είπε, πώς χάσατε τό δρόμο σας» Ή πόρτα της δυτικής πτέρυγας είναι πολύ διαφορετική άπ' αύτήν έδώ.

— Δέν ήρθα άπό δω, είπα.— Τότε θά πρέπει νά πήγατε α πό πίσω, ταπ' τόν πέτρινο

διάδρομο.— Ναί, είπα α ποφεύγοντας τή ματιά της. Ναί, πήγα άπό

τόν πέτρινο διάδρομο.Εξακολουθούσε νά μέ κοιτάζει, λές καί περίμενε νά τής

— 105 —

Page 102: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

πώ γ ια τί έφυγα μέ τόν ξαφνικό έκείνο ποινικό άπ ' τό σαλονάκι και πήγα άπό τό πίσω μέρος του σπιτιού. "ταξαφνα κατάλαβα πώς ήξερε, πώς μέ είχε παρακολουθήσει, πώς μ' είχε ίσως δει άπό τήν άρχή άπό κάποια χαραμάδα της πόρτας, καθώς τριγυρνούσα στή δυτική πτέρυγα.

—Ό κύριος και ή κυρία Λέϊση είναι κάμποση ώρα πού έ­χουν έρθει, είπε. Ά κουσα τ ' αύτοκίνητο τους μόλις είχε χτυπή­σει μεσημέρι.

—"Ω, είπα, δέν το είχα καταλάβει.—Ό Φρίθ θά τούς έχει πάει στό σαλονάκι, είπε. θ ά κον­

τεύει τώρα δωδεκάμιση. Ξέρετε τώρα πώς θά π ά τ ε . ..— Ναι, κυρία Ντάμβερς, είπα καί κατέβηκα άπό τή με­

γάλη σκάλα στό χώλ, ξέροντας πώς έκείνη στεκόταν στό κεφα­λόσκαλο με τά μάτια της καρφωμένα άπάνω μου.

Ή ξερ α πώς -έπρεπε τώρα π ιά ,νά κατέβω στό σαλονάκι, νά γνωρίσω τήν άδελφή τού Μαξίμ καί τόν άντρα της. Δέ μπορούσα τώρα π ιά νά κρυφτώ στήν κρεβατοκάμαρά μου. Κα­θώς πήγαινα στό σαλόνι, έριξα πίσω μου μιά ματιά, πάνω άπό τόν ώμο μου, κι' είδα τήν κ. Ντάμβερς νά στέκεται άκόμα στό κεφαλόσκαλο σάν κατάμαυρος σκοπός.

Στάθηκα μιά στιγμή έξω άπό τό σαλονάκι, μέ το χέρ ι μου άκουμπισμένο στήν π ό ρ α , κι' άκουγα τίς φωνές πού μιλού­σανε μέσα. ‘Ώ στε λοιπόν ό Μαξίμ είχε γυρίσει, όσο έγώ ήμουν άπάνω, καί θάχε φέρει, φαντάστηκα, καί τό διαχειριστή του μαζί, γ ια τ ί μου φαινόταν πώς το σαλονάκι ήταν γεμάτο κό­σμο. "Ενιωθα το ίδιο στενόχωρο αίσθημα τής άβεβαιότητας πουχα τόσες φορές α'Ιστανθεί στά παιδικά μου χρόνια, κάθε φορά πού μέ'φώναζαν νά χαιρετήσω τούς Επισκέπτες καί γύ ­ριζα το χερούλι της πόρτας κι’ όρμούσα άδέξια μέσα σέ μιά θάλασσα, όπως μου φαινόταν, άπό μορφές πού κοίταζαν μέσα σέ μιά γενική σιωπή.

— Νά την Επιτέλους, είπε ό Μαξίμ. Που είχες τρυπώσει ; Ετοιμαζόμαστε νά έξαποστείλουμε άνιχνευτές νά σε βρουν. ταύτή είναι ή Βεατρίκη, αύτός είναι ό Τζίλς, κι' αύτός ό Φρανκ Κρώλεη. Πρόσεχε. Παρά λ ίγο νά πατήσεις τό σκυλί.

Ή Βεατρίκη ήταν ψηλή, με πλατιούς ώμους, πολύ όμορ­φη, κι' έμοιαζε πολύ του Μαξίμ στά μάτια καί στό σαγόνι, μά δέν ήταν τόσο κομψή όσο περίμενα. Το ντύσιμό της ήταν κοινό, καί φαινόταν άπό κείνους τούς άνθρώπους πού περιποιούνται τ ' άρρωστα σκυλιά, καταλαβαίνουν άπό άλογα καί σκοπεύουν καλά. Δέ μέ φίλησε. Μούσψιξε το χέρι πολύ δυνατά κοιτά­ζοντάς με κατάματα, ύστερα γύρισε στόν Μαξίμ και είπε :

—’Εντελώς άλλο πράμα άπ' ό,τι περίμενα. Δέ συμφωνεί καθόλου μέ τήν περιγραφή σου.

— 106 —

Page 103: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

'Όλοι γέλασαν, και γέλασα κι' έγώ, δίχως να ξέρω αν ήταν <είς βάρος μου αυτό το γέλιο, κι1 άναρωτιόμουν τί νάταν τάχα αύτό που περίμενε και πως ήταν ή περιγραφή του Μαξίμ.— ιΝά κι' ό Τζίλς, είπε ό Μαξίμ, σπρώχνοντάς με άπό τό μπράτσο, κι' ό Τζίλς άπλωσε μιά πελώρια χερούκλα, καί μου τράνταξε το χέρι, σφίγγοντάς μου τα δάχτυλα, ένώ πίσω άπ' τά χρυσά του γυαλιά τά πρόσχαρα μάτια του χαμογελούσαν. Κι' άπό δω ό Φρανκ Κρώλεη, Εξακολούθησε ό Μαξίμ, κι' έγώ γύρισα πρός τό διαχειριστή, έναν άχρωμον άντρα μάλλον λε-πτό, μ’ ένα ξεπεταγμένο καρύδι, κι’ είδα στά μάτια του κάτι σάν άνακούφιση, καθώς με κοιτούσε. ταύτό μου φάνηκε περίερ­γο, άλλα δέν είχα τόν καιρό να τό σκεφτώ, γιατί μπήκε στό μεταξύ ό Φρίθ καί μου πρόσφερε τσέρυ, κι' ή Βεατρίκη είχε άρχισει πάλι νά μου μιλά.—•Ό Μαξίμ μου λέει ότι χτές μόλις ήρθατε. Δεν τοξερα, άλλιώς δέ θά σάς φορτωνόμαστε τόσο γρήγορα. Λοιπόν, πώς σάς φαίνεται τό Μάντερλέη ;—Ελάχιστα πράγματα πρόφτασα καί είδα, άπάντησα. Φυ­σικά, είναι άριστούργημα.Μέ κοίταζε άπό πάνω ως κάτω, #πως το περίμενα, άλλα ξε­κάθαρα καί ίσια, όχι μέ κακή πονηριά, χωρίς έχθρα όπως ή κ. Ντάμβερς, ούτε μέ άντιπάθεια. Είχε τό δικαίωμα να μέ κρίνει. Ηταν ή άδελφή του Μαξίμ, κι' ό Μαξίμ ό ίδιος ήρθε κοντά μου καί πέρασε το μπράτσο του στό μπράτσο μου, νά μσΟ δώ-σει θάρρος.— Φαίνεσαι πολύ καλύτερα, άγαπητέ μου, του είπε, γέρ­νοντας πλάϊ το κεφάλι και κοιτάζοντάς τον ερευνητικά. Δέν ;χεις πιάε κεινο το άδύνατο πρόσωπο, δόξα σόι ό θεός. θαρώ πώς .έσάς πρέπει νά εύχαριστήοουμε γι' αύτό, πρόσθεσε γυρί­ζοντας σέ μένα.—’Ήμουν πάντα πολύ καλά, έκαμε ζωηρά ό Μαξίμ. Σ’ όλη μου τη ζωή ιδέν αρρώστησα ποτέ. Εσύ έχεις τήν Ιδέα πώς όποιος δέν είναι χοντρός σάν τόν Τζίλς, είναι άρρωστος.—τανοησίες, είπε ή Βεατρίκη, το ξέρεις πολύ καλά πώς ήσουν κυριολεκτικά έρείπιο, έδώ κι' έξη μήνες. ‘Όταν ήρθα καί ν’ είδα, τρόμαξα. ’Έλεγα πώς δέ θά μπορούσες νά συνέλ­θεις, "Έχω μάρτυρα τόν Τζίλς. Δέν ήταν σέ κακή κατάσταση ο Μαξίμ τήν τελευταία φορά πού τόν «ϊχαμε δει ; Δέ σου είπα, Τζίλς, πώς φοβόμουνα μήν πάθει νευρασθένεια ;— Πρέπει νά ομολογήσω, φίλε μου, είπε ό Τζίλς, πώς έχεις γίνει άλλος άνθρωπος. ’Έκαμες πολύ καλά πού (έφυγες. Δέ φαίνεται πολύ καλύτερα τώρα, Κρώλεη ;Καταλάβαινα, άπό τή σύσπαση τών νεύρων του Μαξίμ •κάτω άπό το μπράτσο μου, πώς προσπαθούσε νά κρατήσει τό— 107 —

Page 104: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

θυμό του. Γιά τόν ένα ή τόν άλλο λόγο, αύτή ή κουβέντα γ ια τήν ύγεία του τόν στενοχωρούσε, τόν έξερέθιζε μάλιστα, καί δέν ήταν καθόλου εύγενικό έκ μέρους της Βεατρίκης, σκεπτό­μουν, νά Επιμένει τόσο σ' αύτό τό θέμα.

—Ό Μαξίμ είναι πολύ λιοκαμένος, είπα δειλά, κι' αύτό κρύβει πολλά. Έ π ρεπε νά τόν βλέπατε στή Βενετία, πού έπαιρ­νε έπίτηδες τό πρόγευμά του στό μπαλκόνι γ ιά νά μαυρίσει. Νομίζει πώς του πηγαίνει.

‘Ό λο ι γέλασαν, κι' ό κ. Κρώλεη είπε :— θά να ι πολύ ώραία αύτή τήν έποχή στή Βενετία, κυρία

ντέ Γουίντερ. Δέν είν' έτσι ;—Ναί, είπα, είχαμε άλήθεια θαυμάσιο καιρό. Μόνο μιά

μέρα ήταν κακοκαιρία, δεν είν' έτσι, Μαξίμ ;Έ τ σ ι ή κουβέντα έπαψε νά στριφογυρίζει γύρω άπό τήν

ύγεία του Μαξίμ. Μιλήσαμε υστέρα γ ιά τήν 'Ιτα λ ία , το πιό σίγουρο θέμα, και γ ιά τήν εύλογημένη κοινοτοπία του ώραίου καιρού. Ή συζήτηση ήταν άνετη τώρα και γινόταν πολύ φυσι­κά. Ό Μαξίμ, ή Βεατρίκη κι' ό Τζίλς μιλούσαν γ ιά τό άμάξι του Μαξίμ, κι' ό κ. Κρώλεη μέ ρωτούσε άν ήταν άλήθεια πώς δέν είχαν πιά γόνδολες στά κανάλια, παρά μόνο βενζινάκατες. Δέν τον ένιαζε καθόλου, νομίζω, κι' άν άκόμα ήταν όλόκληρα άτμόπλοια άγκυροβολη μ τνα στό Μεγάλο Κανάλι. Τό είχε πει μόνο και μόνο γ ιά νά μέ βοηθήσει. Ή τα ν μιά συμβολή στή μι­κρή μου προσπάθεια ν’ άπομακρύνω τήν κουβέντα άπ' τήν ύγεία του Μίχξίμ, και τόν εύγνωμονουσα γ ι ' αύτό. Παρ' όλη τήν άχαρη εμφάνισή του, έβλεπα στο πρόσωπό του ένα σύμμαχο.

—Ό Τζάσπερ χρειάζεται γυμναστική, είπε ή Βεατρίκη, χαϊδεύοντας τό σκυλί με το πόδι της. Έ χ ε ι παραπαχύνει καί είναι μόλις δύό χρονών. Τί τόν ταί ζεις, Μαξίμ ;

—'ταγαπητή μου Βεατρίκη, κάνει τήν ίδια ακριβώς ζωή πού κάνουν καί τά σκυλιά τά δικά σου. Μά θές δά νά μάς πεις πώς κοοταλαβαίνεις άπό ζώα καλύτερα άπό μένα ;

— Πώς είναι δυνατόν, άγαπητέ μου, νά ξέρεις μέ τ ί τρε­φόταν τό σκυλί τούς δύό μήνες πού έλειπες ; Ή μήπως θά μού πεις πώς ό Φρίθ τόν πάει περίπατο ώς τήν ξώπορτα δυο φορές τήν ή μέρα ; Τό σκυλί έχει νά βγει έξω βδομάδες' τό καταλα­βαίνω άπ ' τό μαλλί του.

— Προτιμώ νά καταντήσει σάν όβούζιο, παρά νά φαίνεται μισοψόψιος σάν τό ξεμωραμένο τό σκυλί σου, είπε ό Μαξίμ.

— ταύτό πού λές δέν είναι δά καί τόσο έξυπνο. Ό Λέων πήρε δυο πρώτα βραβεία στίς κούρσες τού Κράφτ, τόν περα­σμένο Φλεβάρη, είπε ή Βεατρίκη.

'Η τατμόσφαιρα είχε α ρχίσει πάλι νά ήλεκτρίζεται. Τόβλεπα στό σφιγμένο στόμα τού Μαξίμ κι' α ναρωτιόμουν άν

— 108 —

Page 105: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

όλα τ' α δέλφια τσακώνονται έτσι μέ τΙς α δελφές τους, φέρ­νοντας σέ δύσκολη θέση αύτούς πού τούς ακούνε. Παρακαλούσα μέσα μου νά ρχόταν ό Φρίθ νά μας πει νά περάσουμε. Ή μήπως θά μάς καλούσε μέ κανένα βουερό γκόνγκ ; Δέν ήξερα ακόμα τις συνήθειες στό Μάντερλέη.

— Μένετε μακριά άπό δώ ; ρώτησα τή Βεατρίκη καθίζον­τας πλάϊ της. Πρέπει νά ξεκινήσετε πολύ πρωί ;

— Καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα, ταγαπητή μου. Στήν έπαρχία τή διπλανή, ταπ' τήν άλλη μεριά του Τρόουτσεστερ. 'Η περιοχή μας έχει πολύ πιό άφθονο κυνήγι. Πρέπει νά ρθείτε νά μείνετε λιγάκι μαζί μας, άν μπορεί νά σάς στερηθεί γιά λίγες μέρες ό Μαξίμ, θα σάς φέρει ό Τζίλς.

— Δέν κυνηγώ δυστυχώς, είπα. 'Όταν ήμουν παιδί, είχα μάθει λίγη Ιππασία, μά τώρα πιά τήν έχω ξεχάσει σχεδόν.

— Πρέπει νά ξαναρχίσετε, είπε. Δέ μπορείτε νά ζήσετε στήν έξοχή, χωρίς νά ξέρετε ιππασία. Δέ θά ξέρετε πώς νά περνάτε τόν καιρό σας. Ό Μαξίμ λέει πώς ζωγραφίζετε. ταύτό είναι πολύ ώραίο φυσικά, μά ή ζωγραφική δέν είναι σπορ, δέν είν' έτσ ι; θάναι ωραία μόνο όταν βρέχει, πού δεν έχει κανείς νά κάμει τίποτα καλύτερο.

— Δέν είμαστε όλοι, ταγαπητή μου Βεατρίκη, τόσο φανα­τικοί γιά τό ύπαιθρο όπως έσύ, είπε ό Μαξίμ.

— Δέ μιλώ μαζί σου, ταγαπητέ μου. "Ολοι μας ξέρουμε πώςε σένα σού φτάνει νά σεργιανίζεις στούς κήπους τού Μάν­τερλέη, καί είσαι πανευτυχής,

— Καί μένα μ' α ρέσει πόλο ό περίπατος, είπα γρήγορα. Είμαι βέβαιη πώς ποτέ δέ θά κουραστώ, νά τριγυρίζω στό Μάντερλέη. Μπορεί μάλιστα νά κάνω και μπάνια στή θάλασ­σα, όταν θάναι ζεστός ό καιρός.

— Είστε πολύ αισιόδοξη, ταγαπητή μου, είπε ή Βεατρίκη. Δέ θυμάμαι νά κολύμπησα ποτέ μου στό Μάντερλέη. Είναι πάρα πολύ κρύα τά νερά, κι' ή άκρογιαλιά είναι όλο βράχια.

— Δέ μέ νιάζει, είπα, τό κολύμπι μ' α ρέσει. Φττανει μόνο νά μήν έχει δυνατά ρεύματα. Είναι Επικίνδυνο το κολύμπι στόν κόλπο;

Κανείς δέν απταντησε, κι' α ξαφνα κατάλαβα τί είχα πει. "Η καρδιά μου ταρχισε νά χτυπά δυνατά κι' Ενιωσα τά μάγουλά μου ν' άνάβουν. "Εσκυψα καί χάιδεψα τό αύτί του Τζάσπερ, γεμάτη άγωνία καί ταραχή.

—Ό Τζάσπερ Θταπρεπε νά κάμει μερικά μπάνια γιά ν' α δυνατίσει λιγάκι, είπε ή Βεατρίκη σπάζοντας τή σιωπή. Μά στόν κόλπο θά τού είναι λιγάκι δύσκολο, δέν είν' έτσι, Τζάσπερ;

Χαϊδεύαμε μαζί τό σκυλί, χωρίς νά κοιτάζει ή μιά τήν αλλη.

-

Page 106: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Πεινώ τρομερά, είπε ό (Μαξίμ. Γιατί -δεν είναι έτοιμα άκόμα ;

— Μόλις τώρα είναι μία, είπε ό Κρώλεη. Έ τ σ ι τουλάχι­στον λέει το ρολόι πάνω στό τζάκι.

— ταύτό το ρολόϊ πηγαίνει πάντα μπροστά, είπε ή Βεα­τρίκη.

— Μήνες τώρα πάει θαυμάσια, είπε ό Μαξίμ,Κείνη τη στιγμή ή πόρτα άνοιξε κι’ ό Φρίθ είπε πώς τό

γεύμα ήταν έτοιμο.— Πρέπει να πλυθώ λιγάκι, είπε ό Τζίλς κοιτάζοντας τά

χέρια του.Σηκωθήκαμε όλοι μέ τανακούφιση και περάσαμε το σαλόνι

και το χώλ. Ή Βεατρίκη μέ πήρε άπό το μπράτσο και προχω­ρήσαμε πρίν άπ’ τούς άλλους.

— Τόν καημένο τόν Φρίθ, είπε. "Ιδ ιος πάντα κ ι 'ταπαράλλα­χτος. Μέ κάνει νά νομίζω πώς είμα ι τακόμα κοριτσάκι, ξ έ ­ρεις, και νά μη σου κακσφανει πού σού το λέω, είσαι πιό νέα απ’ ό,τι περίμενα. Ό Μαξίμ μοΰχε γράψει γ ιά την ήλικία σου, μάε σύ είσαι ολωσδιόλου παιδί. Πες μου, είσαι πολύ ερωτευ­μένη μαζί του ; .

"Ημουνα α προετοίμαστη γ ιά μιά τέτοια ερώτηση, και φ α ί­νεται πώς είδε τήν 'έκπληξη ζωγραφισμένη στό πρόσωπό μου, γ ιατί μουσφιξε το χέρι, γελώντας έλαφρά.

— Μήν απαντήσεις, είπε, καταλαβαίνω τί σκέπτεσαι. Είμαι ταδιάκριτη, ε ; Μή μέ συνερίζεσαι. Λατρεύω τόν Μαξίμ, ξέρεις, κι' α ς είμαστε πάντα σάν το σκύλο μέ τή γάτα , όταν συναν­τιόμαστε. Σε συγχαίρω και πάλι γ ιά τήν καλή του όψη. Πέρσι τέτοιον καιρό, είμαστε όλοι πολύ άνήσυχοι γ ι ' αύτόν. Μά, φυ­σικά, θά ξέρεις όλη αύτή τήν Ιστορία.

Είχαμε μπει στήν τραπεζαρία και ή Βεατρίκη σώπασε, γ ιατί ήταν μέσα ό ύπηρέτης κι' είχαν φτάσει καί όί ταλλοι. ταλ­λά, καθώς καθόμουνα στή θέση μου και ξεδίπλωνα τήν πε­τσέτα μου, ταναρωτιόμουν τ ί θάλεγε ή Βεατρίκη αν μάθαινε πώς δέν είχα Ιδέα γ ιά ό,τι είχε γ ίνε ι πέρσι, πώς δέν ήξερα καμιά λεπτομέρεια τής τραγω δίας που είχε ξετυλιχτεί έκεί κάτω στόν κόλπο, πώς ό Μαξίμ τά φύλαγε όλ’ οτύτά γ ιά τόν έαυτό του, καί πώς ποτέ δέν τόν ρώτησα.

Τό γεύμα πήγε πολύ καλύτερα α π' ό,τι είχα τολμήσει νά έλπίσω. Ζωηρές συζητήσεις δέν είχαμε. "Ισως ή Βεατρίκη νταχε πάρει τήν α πόφαση νά φανεί πιό διακριτική. Πάντως φλυα­ρούσε μέ τόν Μαξίμ γ ιά τό Μάντερλέη, γ ιά τ ' α λογα, γ ιά τόν κήπο, γ ιά τούς κοινούς φίλους τους, ένώ ταριστερά μου ό Φράνκ Κρώλεη μου μιλούσε γ ιά κοινά πράματα, καί τόν εύγνωμονουσα, γ ια τ ί δέ χρειοοζόταν νά κάνω ιδιαίτερη προσπάθεια

— 110 —

Page 107: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γιά νά παρακολουθώ τήν κουβέντα. Ό Τζίλς £δινε περισσότερη, προσοχή στά φαγιά παρά στή συζήτηση, αν και πότε-πότε. θυμόταν τήν ύπαρξή μου και μουλεγε κάτι στήν τύχη.

— τασφαλώς θάχετε πάντα τόν ίδιο μάγειρα δέν είν’ έτσι, Μαξίμ ; είπε όταν ό Ρόμπερτ τόν σέρβιρε γιά τρίτη φορά σου­φλέ. Πάντα μου λέω στή Βέα πώς τό Μάντερλέη είναι τό μόνο' μέρος στήν 'ταγγλία όπου μπορεί κανείς νά βρει καλή κουζίνα Χρόνια τώρα το θυμάμαι αύτό το σουφλέ.

—'ταπό καιρό σέ καιρό, θαρώ πώς άλλάζουμε μαγείρους είπε ό Μαξίμ, μά ή μαγειρική μένει πάντα ή ίδια. Ή κυρία Ντάμβερς έχει όλες τίς συνταγές καί τούς λέει τί νά κάνουν.

— Σπουδαία γυναίκα αύτή ή κυρία Ντάμβερς ! είπε & Τζίλς, γυρνώντας σέ μένα. Δέ βρίσχετε ;

—"β, ναι, είπα, ή κυρία 'Ντάμβερς είναι άσφαλώς Εξαιρε­τικός άνθρωπος.

— Δέν είναι βέβαια καμιά καλλονή, δέν είν' έτσ ι; πρόσ­θεσε μ' ένα τρανταχτό γέλιο ό Τζίλς.

Ό Φράνκ Κρώλεη δέν είπε τίποτα. Σήκωσα το βλέμμα μου κι' είδα τή Βεατρίκη νά μέ κοιτάζει. "Υστερα γύρισε άλ­λου τή ματιά της κι' άρχισε νά μιλάει μέ τον Μαξίμ.

— Παίζετε καθόλου γκολφ, κυρία ντέ Γουίντερ ; είπε ό' Κρώλεη.

—"Οχι, άπάντησα εύχάριστη μένη πού άλλαζε έτσι πάλι ή συζήτηση καί θά ξεχνιόταν ιή κ. Ντάμβερς' μ' όλο πού δέν άγα~ ποϋσα το γκόλφ και δέν έπαιζα καθόλου, ήμουν πρόθυμη νά τόν άκούω όσο ήθελε. Είχε κάτι το σίγουρο, το προστατευτικό, τό κοινότοπο ή συζήτησή γιά το γκολφ, και δέ μπορούσε νά μάς φέρει σέ στενόχωρη θέση. Μάς σέρβιραν τυρί και καφέ. κι' άναρωτιόμουν μήπως έπρεπε νά σηκωθώ πρώτη, δείχνοντας έτσι πώς τό γεύμα είχε τελειώσει. Κοίταξα τόν Μαξίμ, μά δέ μούκανε κανένα νόημα. "Υστερα & Τζίλς άρχισε μιά Ιστορία πού τήν παρακολουθούσε κανείς δύσκολα, γιά κάποιο αύτο­κίνητο πού είχαν ξεθάψει μέσ' άπό τά χιόνια. Δέ μπόρεσα νά καταλάβω ποιός έδωσε άφορμή γιά ν' άρχίσει αύτή ή Ιστο­ρία. Τόν άκουα μ' εύγένεια, κουνώντας πότε πότε χαμογελα­στή τό κεφάλι μου. Καταλάβαινα πώς ό Μαξίμ στήν άλλη ά ­κρη του τραπεζιού είχε άρχίσει νά στενοχωριέται. 'Επιτέλους σταμάτησε καί κοίταξα τόν Μαξίμ. Σούφρωσε λίγο τά φρύ­δια καί μούδειξε τήν πόρτα με τό κεφάλι του.

Σηκώθηκα άμέσως, καί καθώς τραβούσα πίσω τήν κα­ρέκλα μου, κούνησα άδέξια τό τραπέζι κι' άναποδογύρισα τό ποτήρι τού Τζίλς, γεμάτο κρασί.

— θέ μου, είπα ταραγμένη, μή ξέροντας τί νά κάμω και' παίρνοντας άσκοπα τήν πετσέτα μου.

— 111 —

Page 108: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Δέν πειράοζει, είπε ό Μαξίμ, θά τά τακτοποιήσει ό Φρίθ. Μήν κάνεις περισσότερη φασαρία. Πάρ' την, Βεατρίκη, στόν κήπο. Δέν τόν έχει δει σχεδόν καθόλου.

Το ύψος του ήταν κουρασμένο, θά θελα νά μήν είχε έρθει κανείς τους. Μας είχαν χαλάσει τήν ή μέρα. '’Ή ταν πάρα πολύ ένοχλητικό γ ιά μάς, μόλις είχαμε έρθει. ταισθανόμουν κι' έγώ κουρασμένη, ταλαιπωρημένη. Ό Μαξίμ μάς είπε σχεδόν θυ­μωμένα, νά πάμε στόν κήπο. Τί άδέξια πού ήμουν, ν' άναποδογυρίσω (έκείνο το ποτήρι μέ το κρασί. Βγήκαμε στήν τα ­ράτσα και κατεβήκαμε στήν απαλή χλόη.

— θαρώ πώς είναι κρίμα πού γυρίσατε τόσο νωρίς στό Μάντερλέη, είπε ή Βεατρίκη·, θ ά τα ν προτιμότερο νάχάτε μεί­νει δ υ ο -τρ εις μήνες άκόμα στήν 'Ιτα λ ία , καί νά γυρίζατε με­σοκαλόκαιρο. θάκονε πολύ καλό στόν Μαξίμ, καί θάταν κα­λύτερα και γ ιά σένα. Δέ μπορώ νά σου το κρύψω, θά στενοχω­ρηθείς λ ιγά κ ι στήν άρχή.

- νΩ, δέν πιστεύω, είπα. Ε ίμαι βέβαιη πώς θά το άγαπήσω το Μάντερλέη.

Δέν άπάντησε. Περπατούσαμε σιωπηλές πάνω κάτω στήν πελούζα.

— Πές μου κάτι γ ιά τή ζωή σου, είπε τέλος. Τί έκανες στή Νότιο Γαλλία ; Ό Μαξίμ μου είπε πώς ζούσες μέ μιά φοβερή ταμερικάνα.

Τής μίλησα γ ιά τήν κ. Βάν χόπερ και τής έξήγησα πώς έτυχε νά βρεθώ μαζί της. Μ' άκουε μέ συμπάθεια, άφηρημένη όμως κάπως, σά νά σκεφτόταν κόετι άλλο.

— Ναί, είπε σάν τέλειωσα, όλα γίνηκαν πολύ βιαστικά» όπως λές. Μά φυσικά, χαρήκαμε όλοι, άγαπητή μου, και έλπίζω πώς θά είστε εύτυχισμένοι.

— Εύχαριστώ πολύ, Βεατρίκη, είπα, εύχαριστώ πολύ.’ταναρωτιόμουν γ ια τ ί νά είπε «Ε λπίζω νά είστε εύτυχι-

σμένοι», και δέν είπε « είμαι βέβαιη ». '’Ή ταν εύγενική, ειλι­κρινής, μ' άρεσε πολύ, μά ένιωθα στή φωνή της κάποια άμφίβολία πού μέ τρόμαζε.

—"Οταν μουγραψε ό Μαξίμ γ ιά σένα, Εξακολούθησε παίρ­νοντάς με άπό το μπράτσο, και μουπε πώς σέ είχε άνακαλύψει στή Νότιο Γαλλία καί πώς ήσουν πολύ νέα κι' όμορφη, όφείλω νά σού όμολογήσω πώς πειράχτηκα λίγο. "Ολοι μας, φυσικά, περιμέναμε νά ιδούμε μιά κοσμική πεταλουδίτσα, πολύ μοντέρνα, πολύ βαμμένη, ένα κοριτσόπουλο τελοσπάντων, άπό κείνα πού συναντάει κανείς σ' αύτά τά μέρη. "Οταν μπήκες στό σαλονάκι πρίν άπό τό γεύμα, έμεινα κατάπληκτη.

Γέλασε καί γέλασα κι' έγώ μαζί της. Μά δέν είπε άν ή έμφάνισή μου τήν είχε άπογοητεύσει ή «τανακουφίσει.

— 112 —

Page 109: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

-'Ό καημένος ιό Μαξίμ, είπε, πέρασε μιά φριχτή δοκιμα­σία. "τας Ελπίσουμε πώς θά τόν κάμεις νά τήν ξεχάσει.

'ταπό τή μιά μεριά αισθανόμουν τήν Επιθυμία νά Εξακο­λουθήσει τήν κουβέντα της, νά μού πει περισσότερα γιά τό παρελθόν, έτσι φυσικά καί ήρεμα, κι' άπό τήν άλλη, κάτι στά κατάβαθα της ψυχής μου δέν ήθελε νά μάθει, δέν ήθελε ν' ακούσει.

— Δε μοιάζουμε, ξέρεις, καθόλου, είπε. Έχουμε Εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. 'Εμένα μπορείς νά διαβάσεις τή σκέρη μου στό πρόσωπό μου, αν ένας άνθρωπος μ' άρέσει ή όχι, άν είμαι θυμωμένη ή ευχαριστημένη. Δέν είμαι καθόλου Επιφυ­λακτική. Ό Μαξίμ είναι όλωσδιόλου διαφορετικός. Πολύ σιω­πηλός, πολύ κλεισμένος στόν έαυτό του. Ποτέ δέν ξέρεις τί κρύβει κείνο τό περίεργο μυαλό του' έγώ γίνομαι έξω φρενών στήν παραμικρή πρόκληση, άνάβω, φουντώνω, και πάει τέ­λειωσε. Ό Μαξίμ δέ θυμώνει παρά μιά δύό φορές το χρόνο, μά σά θυμώσει —ώ θέ μου ! — θυμώνει γιά τά καλά. Δέ φα ντάζομαι νά θυμώσει ποτέ μαζί σου, είσαι τόσο καλόβολο πλάσμα.

Χαμογέλασε σφίγγοντάς μου το χέρι, καί συλλογίστηκα τί άνετο και ήρεμο πού ήταν νάναι καλόβολη μιά γυναίκα, μέ τή γαλήνη στό μέτωπο και τό πλεχτό στήν ποδιά της, Μά μήν έχει καμιά άνησυχία, νά μήν τή βασανίζουν άμφιβολίες καί δισταγμοί, νά μήν είναι ή ψυχή της, όπως ή δική μου, γεμάτη λαχτάρες, Ελπίδες, τρόμους, νά μήν τρώει τά νύχια της άπό άγωνια, άναποφάσιστη γιά το δρόμο πού θά πάρει, γιά τό άστρο πού θ' άκολουθήσει.

— Δέ σε πειράζει πού σού τά λέω αύτά, δέν είν' έτσι ; Εξα­κολούθησε. Μά θάπρεπε κάτι νά κάμεις μέ τά μαλλιά σου. Γιατί δέν τά κατσαρώνεις ; Είναι τόσο ίσια, δέ βρίσκεις ; θ ά ­ναι πολύ άσχημα όταν βάζεις καπέλο. Γιατί δέν τά ρίχνεις πίσω άπό τ’ αυτιά ;

"Εκαμα ύποτακτικά ό,τι μούπε, καί περίμενα τήν Επιδοκι­μασία της. Με κοίταξε σάν κριτής, γέρνοντας πλάϊ τό κεφάλι.

—1"Οχι, όχι, είπε. "Ετσι είναι χειρότερα, νομίζω. Σέ κά­νουν πιό σοβαρή και δέ σου πάει. Έκείνο πού θέλουν, είναι νά κατσαρώσουν γιά νά γίνουν πιό φουντωτά. Ποτέ δέ μ' άρεσε αύτό τό χτένισμα ά λά Ζάν ντ' "ταρκ. Τί λέει ό Μαξίμ ; Βρίσκει πώς σου πηγαίνει ;

— Δέν ξέρω, είπα. Δέ μού είπε λέξη ποτέ.—"α, καλά, είπε. Μπορεί νά τού άρέσουν έτσι. Μήν άκούς

τή δική μου γνώμη. Πές μου, άγόρασες τίποτα φορέματα άπό τό Παρίσι ή τό Λονδίνο ;

—"Οχι, είπα. Δέ μάς έμεινε καιρός. Ό Μαξίμ βιαζόταν

8 Ρεβέκκα— 113 —

Page 110: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

να γυρίσουμε σπίτι. (Μπορώ όμως νά γράψω νά μου στείλουν έδώ καταλόγους.

—’ταπό τό ντύσιμό σου καταλαβαίνει κανείς πώς δέ δίνεις; πολλή σημασία στίς τουαλέτες, είπε.

Έ ρ ιξ α μιά ματιά στό φανελένιο μου φόρεμα σά νά ζη­τούσα δικαιολογία.

— Πώς, είπα. Ά γαπώ πολύ τά ώ ραία πράματα, μά δέ μου' περίσσευαν ποτέ χρήματα γ ιά τουαλέτες.

—ταπορώ, είπε, πώς δέν έμεινε καμιά βδομάδα ό Μαξίμ, στό Λονδίνο, γ ιά νά σού άγοράσει κάτι ώραίο νά φορέσεις. Πρέπει νά σού πώ πώς το βρίσκω πολύ έγωϊστικό άπό μέρους, του' κι' είναι κάτι άσυνήθιστο γ ι ' αύτόν. Είναι τόσο Ιδιότρο­πος γενικά.

—ταλήθεια ; είπα. Δέν τόν βρήκα ποτέ ιδιότροπο, θ α ρ ώ πώς δέ δίνει καμιά σημασία τ ί φορώ. Έ χ ω τήν Ιδέα πώς δέν ένδιαφέρεται γ ι ' αύτά τά πράματα.

—'Λ , είπε, φαίνεται λοιπόν πώς θάχε ι άλλάξει.Γύρισε άλλου τή ματιά της κι' άρχισε νά σφυρίζει του

Τζάσπερ, μέ τά χέρια μέσα στίς τσέπες της. "Υστερα σήκωσε το κεφάλι καί κοίταξε το σπίτι πού ύψωνόταν μπροστά μας»

— Δέ μένετε λοιπόν στή δυτική πτέρυγα ; είπε.— Ό χι, άπάντησα. Μένουμε στήν άνατολική. Τήν ετοίμασαν

έπίτηδες.—ιΝ αί; είπε. Δέν τόξερα. Γιατί όμως έγινε αύτό ;—Ή ιδέα ήταν τού Μαξίμ, Του άρεσε ι, φαίνεται, περισ­

σότερο,Δέν είπε τίποτα, μά εξακολούθησε νά κοιτάζει τά παρά­

θυρα, σφυρίζοντας.— Πώς τά πας μέ τήν κυρία Ντάμβερς ; είπε άξαφνα.Έ σκυψε κι' άρχισε νά χτυπά έλαφρά το κεφάλι τού Τζά­

σπερ και νά χαϊδεύει τ ' αύτιά του.— Τήν έχω δει τόσο λίγο, είπα. Μέ τρομάζει κάπως. Ποτέ

μου δέν -έχω δει τέτοιον άνθρωπο.—Άσφαλώς, είπε ή Βεατρίκη.Ό Τζάσπερ μέ κοίταζε μέ τά μεγάλα του μάτια. Φίλησα

το μεταξένιο κεφάλι του κι' έβαλα πάνω στό μαύρο του μου­σούδι το χέρι μου.

— Δέν πρέπει νά τή φοβάσαι, είπε ή Βεατρίκη. Πάντως; νά μήν τήν άφήσεις ποτέ νά το καταλάβει, ό,τι κι' 6cv κάνεις. 'Ε γώ φυσικά δέν είχα ποτέ καμιά σχέση μαζί της κι' ούτε νο­μίζω πώς θάχω. Μά είναι πάντα πολύ εύγενική μαζί μου.

Εξακολουθούσα νά χαϊδεύω τό κεφάλι του Τζάσπερ.— Σου φέρθηκε φιλικά ; είπε ή Βεατρίκη.—'Ό χι, είπα. Ό χ ι πάρα πολύ.

114 —

Page 111: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Ή Βεατρίκη άρχισε νά σφυρίζει πάλι και νά τρίβει μέ τό χέρι της τό μουσούδι του Τζάσπερ.

— Δέ θάθελα νάχω μαζί της μεγαλύτερες σχέσεις άπ' ό,τι χρειάζεται, είπε.

—ιΝαί, είπα. Είν' άλήθεια πώς κρατάει πολύ καλά τό σπίτι και μπορώ νά μήν άνακατεύομαι έγώ καθόλου.

— δέ νομίζω πώς θά τήν πείραζε αύτό, είπε ή Βεατρίκη.Το ίδιο άκριβώς είχε πει κι' ό Μαξίμ, και παραξενεύτηκα

πού είχαν τήν ϊδια γνώμη. 'Εγώ φανταζόμουν πώς ή κ. Ντάμ­βερς δέ θάθελε με κανένα τρόπο ν’ άνακατευτώ στίς δου­λειές της.

— θά στρώσει μέ τόν καιρό, είπε ή Βεατρίκη, μά μπορεί νά στενοχωρηθείς στήν άρχή. Είναι όλοφάνερο ότι ζηλεύει τρο­μερά. Το είχα φοβηθεί αύτό.

— Γιατί; ρώτησα, κοιτάζοντάς την. Γιά ποιο λόγο ζηλεύει; Ό Μαξίμ δέ φαίνεται νά της έχει καμιά Ιδιαίτερη άγάπη.

— Δέ σκέπτεται τόν Μαξίμ, άγαπητό μου παιδί, είπε ή Βεατρίκη. Τόν Μαξίμ, φαντάζομαι, άπλώς τόν σέβεται, και τίποτ' άλλο... 'Ό χ ι... ταλλά, βλέπεις...

Σώπασε μιά στιγμή, κοιτάζοντάς με άναποφάσιστη, μέ μιά πτυχή άνάμεσα στά φρύδια.

— Τάχει μαζί σου, είπε τέλος, γιατί ήρθες εδώ. ταύτό είναι το βάσανο.

—Γιατί; είπα. Γιατί νά τάχει μαζί μου ;— Νόμιζα πώς τοξερες, είπε ή Βεατρίκη. Νόμιζα πώς σού

τόχε πει ό Μαξίμ. 'Η κυρία Ντάμβερς είχε λατρεία της Ρε­βέκκας.

—"α, είπα. Τώρα καταλαβαίνω.'Εξακολουθήσαμε κι' οί δυο νά χαϊδεύουμε τόν Τζάσπερ,

πού, άσυνήθιστος σέ τόση φροντίδα, κυλιόταν μ' έκσταση κα­ταγής.

— Νά, έρχονται, είπε ή Βεατρίκη. "τας βγάλουμε έξω με­ρικές πολυθρόνες, νά καθήσουμε κάτω άπ' τήν καστανιά. Πόσο πάχυνε ό Τζίλς. Δίπλα στόν Μαξίμ, είναι κυριολεκτικά άποκρουστικός. Ό Φρανκ Κρώλεη βά γυρίσει, φαντάζομαι, στό γραφείο. Τί άνούσιος, θ έ μου ! Ποτέ του δέν έχει να πει κάτι Ενδιαφέρον. Λοιπόν, κύριοι, τί λέγατε τόσην ώρα ; Με ποιο τρό­πο θά κομματιάσετε καλύτερα τόν κόσμο, δεν είν' έτσι ;

Γέλασε, κι' οί άλλοι ήρθαν κοντά μας. Ό Τζίλς πέταξε ένα κλαράκι στόν Τζάσπερ πού έτρεξε νά τό πιάσει. Κοιτάζαμε όλοι τόν Τζάσπερ. Ό κ. Κρώλεη κοίταξε τό ρολόι του.

—Εγώ πρέπει νά πηγαίνω, είπε. Σάς εύχαριστώ πολύ γιά τό γεύμα, κυρία ντέ Γουίντερ.

— Νά μάς έρχεστε συχνά, είπα σφίγγοντάς του τό χέρι.

— 115 —

Page 112: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

'ταναρωτιόμουν ocv θάφευγαν κι' οί άλλοι. Δέν ήξερα άν είχαν έρθει μόνο γ ιά το γεύμα, ή γ ιά νά περάσουν όλη τήν ή μέρα μαζί μας. Είχα τήν έλπίδα πώς θάφευγαν. 'Ή θελα νά μείνω πάλι μόνη μέ τόν Μαξίμ, νά περάσουμε τήν ή μέρα όπως τότε πού ήμαστε στήν 'Ιταλ ία . Καθήσαμε κάτω άπ' τήν κα­στανιά. Ό Ρόμπερτ είχε φέρει /έξω χαλιά και πολυθρόνες. Ό Τζίλς ξάπλωσε άνάσκελα και σκέπασε το πρόσωπό του μέ τό καπέλο του. Σέ λ ίγο άρχισε νά ροχαλίζει μ' άνοιχτό το στόμα.

— Σιωπή, Τζίλς, είπε ή Βεατρίκη.— Δέν κοιμάμαι, μουρμούρισε άνοίγοντας τά μάτια και

ξανακλείνοντάς τα άμέσως.Τόν έβρισκα άντιπαθητικό. 'ταναρωτιόμουν γ ια τ ί τόν παν­

τρεύτηκε ή Βεατρίκη. 'ταδύνατο να τόν ότγάπησε ποτέ της. "Ί­σως νά σκεφτόταν κι' έκείνη το ίδιο γ ιά μένα. Πρόσεξα πώς μούριχνε, πότε πότε, κάτι ματιές όλο άπορία, σά νάλεγε μέσα της : « Δέ μπορώ νά καταλάβω τ ί τής βρίσκει ό Μαξίμ.» Μά ήταν συγχρόνως γεμάτη εύγένειά, δίχως κακία.

Μιλούσαν γ ιά τή γ ια γ ιά τους.— Πρέπει νά πάμε νά τή δούμε, έλεγε ό Μαξίμ.—'Έ χε ι ραμολίρει έντελώς, είπε ή Βεατρίκη. Τής χύνεται

το τσάι άπό το στόμα, τής καημενούλας.Τούς άκουα, άκουμπώντας στο μπράτσο του Μαξίμ και

τρίβοντας στο μανίκι τ η; το πηγούνι μου. Καθώς μιλούσε μέ τή Βεατρίκη, μού χάιδευε άφηρημένος το χέρι.

Το ίδιο κάνω .κι' έγώ του Τζάσπερ, συλλογίστηκα. Ε ίμαι κι' έγώ σάν τόν Τζάσπερ, αύτή τήν ώρα που ακουμπώ άπάνω του. Μέ χτυπά πότε πότε χορ ευ τικ ά , όταν μέ θυμηθεί, κι' έγώ είμαι ευχαριστημένη και σφ ίγγομαι όλο και πιό κοντά του. Μ' αγα πά όπως έγώ άγαπώ τον Τζάσπερ.

Ό άγέρας είχε σταματήσει. Τό άπόγεμα ήταν νυσταλέο, ειρηνικό. Το χόρτο ήταν φρεσκοκομμένο, κι' άφηνε μιά γλυκιά πλούσια μυρουδιά, όπως τό καλοκαίρι. Μιά μέλισσα σβούριζε γύρω στό κεφάλι του Τζίλς, πού τήν έδιωχνε μέ το καπέλο του. Ό Τζάσπερ γλίστρησε καταγής, μή μπορώντας νά βαστάξει τή ζέστη, με τή γλώσσα κρεμασμένη έξω. Ξάπλωσε δίπλα μου κι' άρχισε νά γλείφει το πλευρό του. Τά μεγάλα του μάτια έμοιαζαν σά νά ζητούσαν συγγνώμη. Ό ήλιος έλαμπε στά μικρά τζάμια του σπιτιού, κι' έβλεπα τό γρασίδι νά καθρεφτί­ζεται μέσα τους. "Ενας ανάλαφρος καπνός άνέβαινε κυματι­στός άπό μιά κοντινή καμινάδα, κι' άναρωτιόμουν άν είχαν άνάψει, κατά τήν καθημερινή συνήθεια, το τζάκι τής βιβλιο­θήκης.

Μιά τσίχλα πέταξε πάνω άπ' τό γρασίδι καί κάθησε στή μανόλια, 'έξω άπ' τό παράθυρο τής τραπεζαρίας. Καθισμένη

— 116 —

Page 113: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

έκεί στή χλόη, ένιωθα τό λεπτό άπαλό άρωμα της μανόλιας. "Ολα ήταν γαλήνια και ήσυχα. Ό ήχος της θάλασσας Ερχό­ταν άπό μα κρος άπ' τό λιμανάκι. Ή παλίρροια θάχε τραβηχτεί. Ή μέλισσα βούιζε άπό πάνω μας πάλι, σταματώντας πότε πό­τε πάνω άπ' τά κεφάλια μας σε κανένα λουλούδι της καστα­νιάς. « Ναί, αύτό είχα φανταστεί», συλλογίστηκα. «’Έτσι τήν είχα όνειρευτεϊ τή ζωή στό Μάντερλέη.»

θάθελα νάμενα έτσι, καθισμένη έκεί, χωρίς να μιλώ, χω­ρίς ν' άκούω άλλους, να κρατήσω γιά πάντα τήν πολύτιμη έκείνη στιγμή, γιατί είμαστε όλοι τόσο ειρηνικοί, τόσο εύχαριστημένοι κι' έλαφρώς νυσταλέοι, σάν τη μέλισσα πού βούιζε άπό πάνω μας. Σέ λίγο θάταν άλλιώτικα. θά ρχόταν το αύριο, τό μεθαύριο, ό άλλος χρόνος. Και θάμαστε διαφορετικοί ίσως. Δέ θά καθόμαστε τόσο ήρεμοι πιά. "ταλλος άπό μάς θάχε φύ­γει, άλλος θάταν άρρωστος, άλλος θάχε πεθάνει. Το μέλλον απλωνόταν μπροστά μας, άθώρητο, άγνωστο, διαφορετικό άπ' ό,τι το θέλαμε ίσως, άπ' ό,τι το σχεδιάζαμε. Μά ή στιγμή τούτη ήταν άσφαλισμένη, κανείς δε μπορούσε νά τή θίξει. Καθόμα­στε μαζί, ό Μαξίμ κι’ έγώ, πιασμένοι άπό το χέρι, καί το πα­ρελθόν καί τό μέλλον δεν είχαν καμιά σημασία. Το άστείο αύτό κομματάκι τού χρόνου, πού αύτός δέ θά το σκεφτόταν ποτέ, δέ θά το θυμόταν ποτέ, ήταν κάτι άσφαλισμένο. ταύτός δέ θά τόχε γιά Ιερό. Μιλούσε γιά κάτι θάμνους πού θάκοβε στήν άλέα, καί ή Βεατρίκη, συμφωνώντας, τόν έκοβε μέ μιά πρόταση δική της, ένώ συγχρόνως πετούσε ένα βώλο χορτάρι στόν Τζίλς. Γι' αύτούς ήταν απλούστατα τρεις καί τέταρτο το άπόγεμα, ένός όποιουδήποτε τυχαίου άπομεσήμερου, μιά ώρα σάν όλες, μιά μέpoc σάν όλες. Δέν ένιωθαν τήν επιθυμία νά τήν κρατήσουν αύτή τή στιγμή, νά τή φυλακίσουν, νά τήν άσφαλίσουν, όπως έγώ. Δε φοβούνταν.

— Λέω πώς είναι καιρός νά πηγαίνουμε, είπε ή Βεατρίκη, τινάζοντας τή χλόη άπό το φόρεμά της. Δέ θέλω ν' άργήσω. "Εχουμε άπόψε στό δείπνο τούς Κόρτραϊτς.

— Τί γίνεται ό γέρο-Β έρα; είπε ό Μαξίμ.— Όπως συνήθως. Μιλά όλη τήν ώρα γιά τήν ύγεία του.

"Εχει πολύ γεράσει, θά μάς τρελάνουν σίγουρα στίς ερωτή­σεις γιά σάς.

— Νά τους πεις πολλούς χαιρετισμούς, είπε ό Μαξίμ.Σηκωθήκαμε. Ό Τζίλς ξεσκόνισε το καπέλο του. Ό Μα­

ξίμ τεντώθηκε, μ' ένα χασμουρητό. Ό ήλιος είχε κρυφτεί. Σή­κωσα το κεφάλι καί κοίταξα τόν ούρανό. Είχε κιόλας άλλάξει όψη. Τόν λέκιαζοεν σκοτεινές βούλες. Μικρά συννεφάκια μαζε­μένα & τατέλειωτες σειρές.

— Οάχου με άέρα, είπε ό Μαξίμ.

— 117 —

Page 114: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Φοβούμαι πώς ή μέρα θα χαλάσει, πρόσθεσε ή Βεατρίκη.Περάσαμε ά ρ γά τήν άλέα καί φτάσαμε στ’ αύτοκίνητο.— Δέν είδατε τί έχουμε κάμει στήν άνατολική πτέρυγα,

είπε ό Μαξίμ.— Πάμε άπάνω μιά στιγμή, είπα έγώ. Δεν άργουμε.Μπήκαμε στο χώλ κι' α νεβήκαμε τήν κεντρική σκάλα. ΟΙ

άντρες άκολουθουσαν. ’’Ή ταν άστείο να σκέπτεται κανείς πώς ή Βεατρίκη είχε ζήσει έδώ τόσα χρόνια, πώς κατέβαινε κορι­τσάκι μέ τή νταντά της αυτά τά σκαλιά. Είχε γεννηθεί εδώ, είχε ανατραφεί έδώ, ήξερε απόξω κι' άνακατωτά το σπίτι, ήταν του σπιτιού όσο εγώ δέ θά γινόμουν ποτέ. θ ά χ ε σίγουρα,, κλει­δωμένες στήν καρδιά της, ένα σωρό θύμησες. ταναρωτιόμουν αν θυμόταν καμιά φορά τά περασμένα, άν θυμόταν το ψηλό­λιγνο κοριτσάκι μέ τίς πλεξίδες, που ήταν άλλοτε, τόσο αλλιώ ­τικο άπό τή σημερινή γυναίκα τών σαροενταπέντε χρονών, τόν άνθρωπο το ρωμαλέο, τόν γεμάτο αύτοπεποίθηση, το πλάσμα το όλότελα ά λ λ ο ..

— Τί ώραία πού είναι ! Είναι πολύ καλύτερα, δε βρίσκεις Βέα ;

— Μά εσύ, φίλε μου, έκαμες τρέλες, είπε ή Βεατρίκη. Και­νούργιες κουρτίνες, καινούργια κρεβάτια, όλα καινούργια Ι θυμάσαι, Τζίλς ; Μέναμε σ' αύτό τύ δωμάτιο τότες πού ήσουν στό κρεβάτι με το πόδι σου. ~Ηταν τότε πολύ δυσάρεστα εδώ. Φυσικά, — ή μαμά δέν είχε ποτέ ιδέα, τ ί θά πει άνεση. "Υστερα, εσύ δεν έβαζες ποτέ κανένα σ' αυτό το διαμέρισμα, δεν είν' έτσι, Μαξίμ ; Μόνο, όταν είχες πολύν κόσμο. Τότε έχωνες εδώ μέσα τούς ανύπαντρους. Ε ν τάξει, όψείλω νά πώ πώς είναι χάρμα ! Ε ξ άλλου βλέπει κανείς και. τά ροδόδεντρα, κι' αύτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα. Μπορώ νά πουντράρω λ ίγο τή μύ­τη μου ;

Οι άντρες κατέβηκαν κάτω κι' ή Βεατρίκη κοιτάχτηκε βιαστικά στόν καθρέφτη.

—Ό λ ' αύτά τάκαμε ή κυρία Ντάμβερς ; είπε.— Ναι, είπα. θα ρώ πώς τά κατάφερε περίφημα.—Έ , βέβαια. ’Έ χε ι τέτοια πείρα, είπε ή Βεατρίκη. Είμαι

περίεργη τί νά κόστισαν όλ’ αυτά. 'τασφαλώς τού κόσμου τά χρήματα. Ρώτησες ;

—'Ό χι, είπα, δυστυχώς όχι.— Δέ φαντάζομαι αυτό νά τής κακοφάνηκε τής κυρίας

Ντάμβερς. Σ έ πειράζει νά πάρω το χτένι σου ; τί ώραίες βούρτσες ! Δώρο στο γάμο σου ;

-Μ ού τίς χάρισε ό Μαξίμ.— Χμ ! Μ' άρέσουν -πολύ. Κάτι φυσικά πρέπει νά σάς χα ­

ρίσουμε κι' έμείς. Τί θά ήθελες ;

— 118 —

Page 115: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—"β, όμολογώ πώς δέν ξέρω. Δέν πρέπει νά μπείτε σέ κόπο.

— Μήν είσαι άνόητη, άγαπητή μου. Δέν πρόκειται έγώ νά •σάς φάω τό δώρο σας, κι' άς μη μέ καλέσατε στό γάμο.

—'Ελπίζω νά μή σάς κακοφάνηκε ! Ό Μαξίμ ήθελε νά παντρευτούμε στό Εξωτερικό,

—'Όχι, άσφαλώς, είχατε δίκιο... Το κάτω κάτω, δέν ήταν σάν..

Έκοψε στή μέση τή φράση της κι' άφησε τήν τσάντα της νά της πέσει.

—Ά στό καλό ! λές νά μούσπασε το φερμουάρ ; 'Όχι, εν τάξει. Τί ελεγα ; Δέ μπορώ νά θυμηθώ. "α, ναί, γιά τά δώρα του γάμου. Κάτι πρέπει νά σκεφτούμε. Χρυσαφικά, κατά πάσαν πιθανότητα, δέ σ' Ενδιαφέρουν.

Δέν άπάντησα.— Είστε τόσο διαφορετικοί άπό τά συνηθισμένα νεαρά

ζευγάρια, είπε. 'Ή κόρη μιας φίλης μου παντρεύτηκε πριν άπό μέρες, κι' άρχισαν το νοικοκυριό τους κατά τά συνηθισμένα. Λινά τραπεζομάντιλα, σερβίτσια τού καφέ, καρέκλες της τρα­πεζαρίας κτλ. Ε γώ της χάρισα μιάν άρκετά όμορφη λάμπα. Τήν άγόρασα πέντε λίρες, άπ' τού Χάρροουντ. "ταν πας στό Λον­δίνο γιά ν' άγοράσεις τουαλέτες, μήν ξεχάσεις νά πας στή μοόίστα μου, τή Μαντάμ Καρού. "Εχει σπουδαίο γούστο, και δέν κλέβει.

Σηκώθηχε άπό τήν τουαλέτα κι' ίσιωσε τή φούστα της.— θά δέχεσαι πολύν κόσμο ; είπε.— Δέν ξέρω. Δέν είπε τίποτα ό Μαξίμ.— Περίεργος άνθρωπος. Ποτέ δέ μπορεί νάσαι σίγουρος

μαζί του. "ταλλοτε δέ μπορούσε νά βρεθεί άδειο κρεβάτι σ' αύτό το σπίτι. Ή ταν πάντα ξέχειλο άπό κόσμο. Πάντως, δέν καταλαβαίνω πώς έσύ...

Σταμάτησε άπότομα καί μέ χτύπησε χαϊδευτικά στό μπράτσο.

— "τας είναι, είπε, θά δούμε. Κρίμα πού δέν ξέρεις Ιππασία καί δεν κυνηγάς. Χάνεις τρομερά. Δέν πιστεύω νά σ' άρέσουν οΊ Ιστιοδρομίες, έ ;

—“Όχι, είπα.— Δόξα σόι ό θεός, άπάντησε.Πήγε προς τήν πόρτα και βγήκε στό διάδρομο. Τήν άκο

λούθησα.—1Όταν καμιά φορά Εχετε κέφι, Ελάτε νά μάς δείτε, είπε.

Τούς φίλους μου, πάντοτε, τούς άφήνω νάρχονται άπό μόνοι τους. Ή ζωή είναι τόσο σύντομη, πού δέν άξίζει νά στέλνεις ‘προσκλήσεις.

— 119 —

Page 116: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Εύχαριστώ πολύ, είπα.Φτάσαμε στό κεφαλόσκαλο καί κοιτάζαμε κάτω το χώλ.ΟΙ δύό άντρες περίμεναν στό τέλος της σκάλας.—'Έ λα λοιπόν, Βέα ! φώναξε ό Τζίλς. ταΙστάνθηκα μια

ψιχάλα, κι' είπα να βάλουν τό κάλυμμα. Ό Μαξίμ λέει πώς τό βαρόμετρο πέφτει.

Ή Βεατρίκη πήρε τό χέρι μου καί μουδωσε σκύβοντας, ένα γρήγορο φιλί στό μάγουλο.

—'ταντίο, είπε. Μέ συγχωρείς πού σούκαμα ένα σωρό ά δ ιάκριτες Ερωτήσεις, άγαπητή μου, και σούπα ένα σωρό πράματα πού δέν έπρεπε νά τα πώ. ‘Ό πω ς θά σού πει κι' ό Μαξίμ, τό τάκτ δέν είναι το μεγαλύτερό μου προτέρημα. Κι' όπως σούλεγα και πρίν, είσαι τόσο άλλιώτικη άπ ' ό,τι περίμενα.

Μέ κοίταξε κατάματα, σουφρώνοντας σ' ένα σφύριγμα τά χείλη, ύστερα πήρε ένα τσ ιγάρο άπό τήν τσάντα της κι' άναψε τόν άναπτήρα της.

— Είσαι, βλέπεις, είπε κατεβαίνοντας τή σκάλα, τόσο δια­φορετική άπό τή Ρεβέκκα.

Βγήκαμε έξω κι' είδαμε πώς ό ήλιος είχε κρυφτεί πίσω άπό τά σύννεφα. Είχαν άρχίσει νά πέφτουν λεπτές ψιχάλες, κι' α Ρόμπερτ έτρεχε, νά μπάσει μέσα τίς πολυθρόνες.

Page 117: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

1 0Κ Ο Ι Τ ταΖταΜΕ το αύτοκίνητο πού χανόταν στή στροφή

της αλέας, κι’ ό Μαξίμ μ' έπιασε άπό το χέρι και μουπε :

— Δόξα τω θεω, πάει κι' αύτό. Βάλε νρήν°ρα ένα παλτό και πάμε. Στό καλό μ' αύτή τή βροχή ! θέλω να περπατήσω. Δε μπορώ νά ύποψέρω αύτό το καθησιό.

Φαινόταν χλωμός κι' έκνευρισ μένος, κι' άναρωτιόμουν γιατί τάχα να τον είχε κουράσει τόσο ή Επίσκεψη της Βεατρίκης και τού Τζίλς, τής άδελφής του και τού γαμπρού του.

— Περίμενε. Νά τρέξω νά πάρω το παλτό μου, είπα,— Στή γκαρνταρόμπα είναι ένα σωρό άδιάδροχα. Πάρε

άπό κει ένα, είπε ανυπόμονος. Ot γυναίκες, όταν άνεδαίνουν στήν κάμαρά τους, κάνουν πάντα τουλάχιστον μισή ώρα. Ρό­μπερτ, φέρε, σέ παρακαλώ, ένα άδιάδροχο τής κυρίας. ’Εκεί μέσα θά πρέπει νά κρέμονται κάπου μισή ντουζίνα. Τά ξε­χνούν κάθε τόσο όί έπισκέπτες.

’“Ηταν κιόλας στήν άλέα και φώναζε τού Τζάσπερ :—’Έλα, τεμπέλη, κοίταξε#νά βγάλεις άπό πάνω σου αύτό

το πάχος.Ό Τζάσπερ έτρεχε, κάνοντας κύκλους και γαυγίζοντας

ύστερικά στήν Ιδέα τού περιπάτου.— Σιωπή, άνόητε, είπε ό Μαξίμ. Τί διάδολο κάνει αύτός

ό Ρόμπερτ ;'Ο Ρόμπερτ ήρθε τρέχοντας άπό τό χώλ, μ' ένα αδιάβροχο

στό χέρι. Τό φόρεσα βιαστικά, μ' άρκετή δυσκολία. ‘‘‘Ηταν πά­ρα πολύ μεγάλο, φυσικά, και πολύ μακρύ, άλλά δέν είχα και­ρό νά τ' άλλάξω, καί ξεκινήσαμε πρός τό δάσος, μές άπ' τίς πελούζες. Ό Τζάσπερ έτρεχε μπροστά.

— Βρίσκω πώς οί δικοί μου προχωρούν πάρα πολύ, είπε ό Μαξίμ. 'Η Βεατρίκη είναι άπ' τούς καλύτερους άνθρώπους;

— 121 -

Page 118: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

του κόσμου, μά θέλει, σώνει και καλά, νά χώνει παντού τη μύτη της.

Δέν καταλάβαινα ακριβώς τ ί είχε φταίξει ή Βεατρίκη και σκέφθηκα πώς θάταν καλύτερα νά μη ρωτήσω. Ί σ ω ς νάταν άκόμα θυμωμένος μ' έκείνη τή συζήτηση γ ια τήν ύγεία του, πριν άπό τό γεύμα.

— Πώς τή βρίσκεις ; εξακολούθησε.— Μου άρέσει πάρα πολύ, είπα. Ή τα ν πολύ εύγενής μαζί

μου.— Τί σούλεγε έδώ έξω, μετά τό γεύμα ;—'β , δέ θυμάμαι, θα ρώ πώς τήν περισσότερη ώρα μι­

λούσα έγώ. Της έλεγα γ ια τήν κυρία Βάν χόπερ, και πώς γνωριστήκαμε μεις. ταύτά. Είπε πώς ήμουν έντελώς άλλιώτικη άπ ' ό,τι είχε φανταστεί.

— Τί διάβολο είχε φανταστεί ;—"Οτι θά ήμουν, ύποθέτω, πιό κοκέτα καί πιό προσποιή

μένη. Κοσμική πεταλούδα, όπως είπε.Ό Μαξίμ δέν άπάντησε άμέσως. 'Έσκυψε καί πέταξε ένα

κλαράκι του Τζάσπερ.—Ή Βεατρίκη μπορεί νά είναι, καμιά φορά, σατανικά

άνόητη.•τανεβήκαμε το χλοερο υψωματάκι πάνω ά π ' τήν πελούζα

καί χωθήκαμε στό δάσος. Τά δέντρα ήτοεν πολύ πυκνά, και ήταν σκοτάδι. Πατούσαμε πάνω σέ σπασμένα κλαδιά και στά πεσμένα φύλλα της περασμένης χρονιάς, καί, κάπου κάπου, πάνω στίς νέες φτελιές και στίς νιόβγαλτες καμπανέλες πού έτοιμάζονταν ν’ άνθίσουν. Ό Τζάσπερ δέ γαύγιζε. Μύριζε το χώμα. Πήρα τόν Μαξίμ άπό το μπράτσο.

— Σ ' αρέσουν τά μαλλιά μου ; ρώτησα.Μέ κοίταξε ξαφνιασμένος.— Τά μαλλιά σου ; είπε. Γ ιατί μού κάνεις αύτή τήν έρώ

τηση ; Και βέβαια μ' άρέσουν. Τί έχουν τά μαλλιά σου ;—'Ώ , τίποτα, είπα, ήθελα μόνο νά ξέρω.— Τί άστεία πού είσαι ! είπε.Φτάσαμε σ' ένα ξέφωτο, άπ' όπου ξεκινούσαν δυο μονοπά­

τια προς δύο άντίθετες διευθύνσεις. Ό Τζάσπερ πήρε άδίσταχτα τό δεξί.

—Ό χ ι άπό κει ! φώναξε ό Μαξίμ. Έ λ α πίσω, Τζάσπερ.Ό σκύλος γύρισε πρός έμάς, κούνησε τήν ούρά του και

στάθηκε, κοιτάζοντάς μας.— Γιοιτί θέλει νά πάει άπό κει ; ρώτησα.—'ταπό παλιά συνήθεια, φαίνεται, είπε κοφτά ό Μαξίμ. Τό

μονοπάτι πάει σ' ένα λιμανάκι, όπου είχαμε κάποτε ένα κότερο. Γύρισε πίσω, Τζάσπερ. Έ λ α .

Page 119: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Πήραμε βουβοί τό άριστερά μονοπάτι. Κοίταξα μιά στιγμή, πάνω άπό τόν ώμο μου, πίσω, κι’ είδα πώς ό Τζάσπερ μάς άκολουθούσε.

—'ταπό δω θά 'βγούμε στήν κοιλάδα πού σούχω πει, είπε ~ό Μαξίμ, καί σέ λίγο θά αίστανθείς τις αζαλέες νά μυρίζουν. Δέν πάει νά βρέχει όσο θέλει ! ” Ι σα ϊσα ! ΟΙ άζαλέες θά μυρίζουν πιό δυνατά.

Φαινόταν πάλι χαρούμενος, κεφάτος, εύτυχισμένος, ό Μα­ξίμ πού είχα γνωρίσει κι' είχα άγαπήσει, κι' άρχισε νά λέει για τόν Φράνκ Κρώλεη, τί καλό παιδί πού ήταν, τί άκέραιος καί σίγουρος άνθρωπος, και τί άφοσιωμένος πού ήταν στό Μάντερλέη.

« Καλά πάμε», συλλογιζόμουν. « Είμαστε πάλι σάν τότε στήν Ιταλία.» Σήκωσα τά μάτια μου και τού χαμογέλασα, σφίγγοντας τό μπράτσο του. "Ενιωσα βαθιά τανακούφιση πού είχε σβύσει άπό το πρόσωπό του έκείνη ή νευρική έκφραση. Και λέγοντας «Ναί», «'ταλήθεια» και «Για φίχντάσου, άγάπη μου », ό νους μου γύριζε στή Βεατρίκη, κι' αναρωτιόμουν γιατί τόν είχε πειράξει ή παρουσία της, τί είχε κάνει' καί συλ­λογιζόμουν άκόμα όλ' αύτά πού μούχε πει γιά το χαρακτήρα του, καί γιά τούς θυμούς του, πού ξεσπούσαν μιά δυο φορές το χρόνο.

Θά τόν ήξερε βέβαια καλά. 9Ηταν ή ταδελφή του. Μά εγώ δέν είχα τέτοια Ιδέα γιά τόν Μαξίμ, θά μπορούσα νά τόν φαν­ταστώ κακόκεφο, δύσκολο, εύερέθιστο ίσως, μά ποτέ θυμω­μένο και έξαλλο, όπως έλεγε έκείνη. "Ισως νά ήταν ύπερβολική. Πολλές φορές οί άνθρωποι άδικοΰν τούς συγ­γενείς τους.

— Νά, είπε άξαφνα ό Μαξίμ. Γιά κοίτα έκεί !Στεκόμαστε στήν πλαγιά ένός δασωμένου λόφου. Το μο­

νοπάτι στριφογύριζε μπροστά μας πρός τήν κοιλάδα, πλάι ' 7' ένα ρυάκι. Τά δέντρα έδώ δέν ήταν πυκνά καί σκοτεινά. Δέν έβλεπες άγριους θάμνους. 'ταπ' τή μιά κι' άπ’ τήν άλλη μεριά του μονοπατιού ύψώνονταν οί άζαλέες καί τά ροδόδεν­τρα, όχι πορφυρά σάν αίμα, όπως εκείνα τά πελώρια κοντά στό σπίτι, άλλά κοραλένια, άσπρα και χρυσά, όλο ομορφιά καί χάρη, γέρνοντας τά ντελικάτα καί χαριτωμένα κεφάλια τους στήν άπαλή καλοκαιριάτικη βροχή.

Ό άέρας ήταν πλημμυρισμένος άπό τή δυνατή και γλυκιά μοσχοβολιά τους, πού νόμιζα πώς είχε σμίξει μέ τά τρεχού­μενα νερά κι' είχε γίνει ένα μέ τή βροχή και τά μουσκεμένα α γριόχορτα κάτω άπό τά πόδια μας. "ταλλος ήχος δέν ακουγό­ταν άπό τό μουρμούρισμα τού μικρού ρυακιού καί τής σιγα­λής βροχής. "Οταν ό Μαξίμ μίλησε, ή φωνή του ήταν κι' αύτή

— 123 —

Page 120: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ήρεμη, ήσυχη και γαλήνια, σά νά μήν ήθελε νά ταράξει τή σιωπή.

— ταύτό το μέρος τό λέμε Εύτυχισμένη Κοιλάδα, είπε.Στεκόμαστε άσάλευτοι, άμίλητοι, κοιτάζοντας δίπλα μας:

τά λευκά κατακάθαρα λουλούδια. Ό Μαξίμ έσκυψε, πήρε ένα πεσμένο άνθοπέταλο καί μου τόβαλε στο χέρι. Ή τ αν πατημένο. κι' οί στριμμένες του άκρες ήταν ξερές. 'ταλλά, καθώς τότριψοτ στά δάχτυλά μου, το άρωμά του άνέβηκε ώς τό πρόσωπό μου, γλυκό, δυνατό, ζωντανό, σάν τ ' όλόδροσο δέντρο ά π’ όπου είχε πέσει.

"Υστερα άρχισαν τά πουλιά. Πρώτος ό κότσυφας, μέ το ;«χθαρό καί δροσερό του κελάδημα πάνω ά π ' το ρυάκι, καί, μιά στιγμή άργότερα, το τα ίρ ι του του άπαντόυσε, κρυμμένο πίσω μας μέσα στό δάσος. Μονομιάς, ό ήσυχος άέρας γέμισε άπό κελαδήμοττα πού μάς άκολουθουσαν καθώς κατεβαίναμε πρός τόν κάμπο, όπου έπίσης μάς άκολουθούσε και το άρωμοτ τών άσπρων λουλουδιών. Ή τα ν κάτι πού σέ αναστάτωνε, σάν ένας τόπος μαγικός. Ποτέ μου δέν είχα φανταστεί πώς θά μπο­ρούσε νάναι τόσο όμορφα.

Ό ούρανός, συννεφιασμένος καί μουντός τώρα, τόσο ά λλιώτικος άπ ' τ ίς πρώτες άίπογευματινές ώρες, κι' ή σταθερή επίμονη βροχή, δέ μπορούσαν νά ταράξουν τήν ήρεμη γαλήνη του κάμπου. Ή βροχή καί τό ποταμάκι έσμιγαν τόνα μέ τ ' άλλο, κι' οί κελαρυστές νότες του κότσυφα έπεφταν στόν ύγρόν άέρα α ρμονισμένες μαζί τους. ΟΊ όλάνθιστες άζαλέες ήταν τόσο φουντωμένες, καί στένευαν τόσο πολύ τό μονοπάτι κα­θώς έσμιγαν, πού έγώ περνώντας τριβόμουν άπάνω στούς πλούσιους άνθούς τους. Μικρές στάλες νερό έπεφταν στά χείλη μου άπ' τά ύγρά τους τά πέταλα, και τά πόδια μου πατούσαν σ' άλλα άνθοπέταλα μαραμένα, πού όμως κρατούσαν άκόμα τό άρωμά τους, σμιγμένο μέ τό πιό πλούσιο, το πιό παλιό άρω­μα, του πυκνού χόρτου καί τής πικρής γης. Περπατούσα άνάμεσα σ' άνθοπέταλα, πάνω άπ ' τά κλαδιά της φτελιάς καί τις. ρίζες τών δέντρων, τίς θαμμένες βαθιά στή γή. Κρατούσα, βου­βή, το χέρι τού Μαξίμ. Μ' είχε συνεπάρει ή γοητεία τής Εύτυχισμένης Κοιλάδας. ιΝά, αύτή ήταν ή καρδιά του Μάντερλέη πού θά γνώριζα καί θά μάθαινα ν' άγαπώ. Ή πρώτη άλέα, τά πυκνά μαύρα δάση, τά φανταχτερά ροδόδεντρα τ" άλαζονικά κι' όργιαστικά, όλ' αύτά είχαν ξεχαστεί. Το ίδιο καί τό πελώριο σπίτι, ή σιωπή του χώλ πού άντιβούϊζε στόν παραμικρόν ήχο, ή άνήσυχη ήρεμία της δυτικής πτέρυγας μέ τά σκε­πασμένα έπιπλα. 'Εκεί μέσα ήμουν μιά παρείσακτη, μιά πού τριγύριζε σέ δωμάτια πού δέν τή γνώριζαν, μιά πού καθό­ταν σέ μιά πολυθρόνα καί σ' ένα γραφείο πού δέν ήταν δικά

— 124 —

Page 121: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

της. 'Εδώ ήταν αλλιώς. Στήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα δέ μπο­ρούσε κανείς νά θεωρηθεί σφετεριστής ούτε νά αισθάνεται ξένος.

Φτάσαμε στό τέλος τού μονοπατιού, και τά λουλούδια ύψώνονταν σ' ένα θόλο πάνω άπ' τά κεφάλια μας. Σ κύψαμε γιά νά περάσουμε, κι' όταν σηκώθηκα όρθια, τινάζοντας τίς στάλες άπ' τά μαλλιά μου, είδα πώς ή κοιλάδα ήταν πίσω μας κι' οι άζαλέες και τά δέντρα, καί ότι, όπως μου τόχε περιγράψει ό Μαξίμ έκείνο τ' άπόγεμα, πολλές βδομάδες πίσω, στό Μόντε Κάρλο, βρισκόμαστε τώρα μπροστά σ' ένα λιμανάκι, και τά βότσαλα κάτω άπό τά πόδια μας ήταν σκληρά και άσπρα, κι' ή θάλασσα έσπαζε μπροστά μας στήν άκτή.

Ό Μαξίμ, βλέποντας τήν έκπληξη στό πρόσωπό μου, χα­μογέλασε.

— Είναι καταπληκτικό, δεν είν' έτσι ; είπε. Δέν περιμένει κανείς κάτι τέτοιο. Είναι τόσο άπότομη ή άντίθεση. Σχεδόν ενοχλεί.

Πήρε μιά πέτρα καί τήν πέταξε στήν άκτή γιά τόν Τζάσπερ.—’Άντε, φιλαράκο ! Πιάσ' την και φέρ' τηνε !Κι' ό Τζάσπερ τινάχτηκε κι’ έτρεξε νά βρει τήν πέτρα, καί

τά μαύρα μεγάλα αύτιά του κυμάτιζαν στόν άέρα.Ή γοητεία είχε τελειώσει, ή μαγεία είχε σπάσει. Είχαμε

ξαναγίνει θνητοί. Δυο άνθρωποι πού έπαιζαν σ' ένα ακρογιάλι. Ρίχναμε πέτρες, πηγαίναμε ώς τήν άκρη τής θάλασσας, πετού­σαμε λιθάρια νά πηδάνε στό κύμα, ψαρεύαμε ξυλαράκια στόν άφρό. Ή παλίρροια είχε ξαναρχίσει, καί τά νερά γύρναγαν πίσω στό λιμανάκι μέ ρόχθο. Τά μικρά βράχια είχαν σκεπαστεί. Τά φύκια πετιοΰνταν άπό το κύμα στίς πέτρες. Γλιτώσαμε μιά μεγάλη σανίδα πού έπλεε στή θάλασσα καί τή φέραμε στήν άκτή, πέρα άπ' τήν όρμή τού νερού. Ό Μαξίμ γύρισε πρός έμένα γελώντας καί σηκώνοντας άπ' τά μάτια του τά μαλλιά του, κι' έγώ άνασήκωσα τά μανίκια τού άδιαδρόχου μου πού είχαν μουσκεφτεί . .. Τότε, ρίξαμε μιά ματιά γύρω, κι' είδαμε πώς ό Τζάσπερ είχε έξαφανιστεί. Τόν φωνάξαμε, τού σφυρί­ξαμε, μά δέν ήρθε.

Κοίταξα, άνήσυχη, το στόμιο τού μικρού λιμανιού, όπου σποίσαν τά κύματα πάνω στά βράχια.

--'Ό χι, είπε ό Μαξίμ, θά τόν βλέπαμε. Δέ μπορεί νάπεσε. Μπρέ βλάκα, Τζάσπερ, που βρίσκεσαι ; Τζάσπερ ! Τζάσπερ !

— θά γύρισε ίσως στήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα, είπα.— Εδώ κι' ένα λεπτό, ήταν δίπλα σ' έκείνο το βράχο καί

μυριζόταν ένα ψόφιο γλάρο, είπε ό Μαξίμ.τανεβήκαμε στήν άκτή, τραβώντας πάλι κατά τήν κοιλάδα.— Τζάσπερ 1 Τζάσπερ ! φώναξε ό Μαξίμ.

125 —

Page 122: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Μακριά, πέρ' άπό τά βράχια, άπ' τά δεξιά τής άκτής, άκου­σα ένα μικρό διαπεραστικό γαύγισμα.

—"τακουσες ; είπα. 'τανέβηκε άπό δω.Ά ρ χ ισ α νά σκαρφαλώνω τά γλιστερά βράχια άπ ' όπου

είχε άκουστεί το γαύγισμα.— Γύρνα πίσω, είπε ξερά ό Μαξίμ. Δεν πρόκειται νά πάμε

άπό κει. 'τας τά εβγάλει πέρα, ό βλάκας, μονάχος του.Μιά στιγμή, δίστασα. Πάνω άπ' το βράχο μου, κοίταξα

κάτω.— Μπορεί νάχει πέσει, είπα. Το κακόμοιρο ! 'Άφησέ με νά

πάω νά ίδώ !Ό Τζάσπερ γαύγισε πάλι, άκόμα πιό άπόμακρα αύτή τή

φορά.— τα χ, άκου, είπα. Πρέπει νά πάω νά τόν πάρω. Δέν ύπάρ

χει κοπείς φόβος. Δέν πιστεύω νά τόν έκλεισε ή παλίρροια ;— Δέν έχει τίποτα, είπε ό Μαξίμ νευρικά. Γιατί δέν τόν

άφήνεις ; Ξέρει το δρόμο.'Έ καμα πώς δέν άκουσα κι' άρχισα νά σκαρφαλώνω τά

βράχια, πηγαίνοντας προς τόν Τζάσπερ. Μ εγάλοι μυτεροί όγκόλιθοι μούκρυβαν ί ή θέα. Γλιστρούσα, σκουντουφλώντας πάνω στούς ύγρούς βράχους, και κανόνιζα όσο καλύτερα μπορούσα το δρόμο μου κατά τή διεύθυνση τού Τζάσπερ. Ή τ α ν πολύ σκληρό άπό μέρους του Μαξίμ ν' άφήνει έτσι τόν Τζάσπερ. Δε μπορούσα νά καταλάβω. Ε ξ άλλου ή θάλασσα φούσκωνε» τανέβηκα στόν ψηλό βράχο πού μοΰκρυβε τή θέα, και κοίταξα πέρα. Είδα ξαφνιασμένη πώς κάτω ήταν ένα όίλλο λιμανάκι, όμοιο μ' έκείνο πού είχα άφήσει πίσω μου, μά πιο πλατύ και πιό στρογγυλό. "Ενας μικρός πέτρινος κυματοθραύστης ήταν χτισμένος στό μικρόν όρμο, καί πίσω του ό κόλπος σχημάτιζε ένα φυσικό μικροσκοπικό λιμανάκι. Μιά σημαδούρα ήταν ά γκυροβολημένη έκεί , σκάφος όμως δέν ύπήρχε κανένα. ‘Η παραλία ήταν στρωμένη με κάτασπρα βότσαλα, όπως καί ή άλλη πού είχα άφήσει πίσω μου, μόνο πού ήταν πιό κατηφορική, κι' έγερ­νε άπότομα προς τή θάλασσα. Τά δέντρα τού δάσους έφτανον ώς τή γραμμή τών φυκιών, πού σημάδευε το σύνορο τής παλίρ­ροιας, κι' ά γγ ιζα ν σχεδόν τά ίδια τά βράχια. Κι' έκεί , στά κρά­σπεδα τού δάσους, ήταν ένα μακρύ χαμηλό κτίριο, μισό σπίτι koci μισό ύπόστεγο γ ιά τις βάρκες, χτισμένο άπό τήν ίδια πέτρα πού είχε γίνει κι' ό κυματοθραύστης.

"Ενας άνθρωπος ήταν έκεί στό άκρογιάλι, κάποιος ψαράς Ισως, μέ ψηλές μπότες κι' ένα ναυτικό πλοττύγυρο καπέλο, κι' ό Τζάσπερ τόν γαύγιζε, γυροφέρνοντάς τον καί τρέχοντας νά δαγκάσει τις μπότες του. Μά ό άνθρωπος δέν τούδινε σημασία. •Έσκυβε και σκάλιζε τά βότσαλα.

126 —

Page 123: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Τζάσπερ ! φώναξα. "Ελα δω, Τζάσπερ !Ό σκύλος σήκωσε τό κεφάλι του καί μέ κοίταξε, κουνών­

τας τήν ούρά του, μά δέν ήρθε κοντά μου. 'Εξακολουθούσε νά γυροφέρνει τόν άνθρωπο τής άκτής. Κοίταξα πάνω άπό τόν ώμο μου. Ό Μαξίμ δέ φαινόταν πουθενά. Κατέβηκα κάτω στήν άκτή, γλιστρώντας στά βράχια. Τά πόδια μου έκαναν έναν ξερό κρότο πάνω στις πέτρες, κι' ό άνθρωπος γύρισε και μέ κοίταξε. Είδα τότε πώς είχε τά μικρά σκιστά μάτια τών ήλιθίων καί κάτι χείλη ύγρά καί κόκκινα. Μού χαμογέλασε, ξεσκεπάζον­τας τίς ξεδοντιασμένες μασέλες του.

— 'Μέρα, είπε. Κακός καιρός.— Καλησπέρα, του άπάντησα. Ναί, δέν είναι καί τόσο

καλός.Με κοίταξε περίεργα, έξακολουθώντας νά χαμογελάει.— Ψάχνω κοχύλια, είπε. Δέν έχει. Ό Μπεν ψάχνει άπό

μεσημέρι.— "β, είπα, κρίμα πού δέ βρίσκεις.— Ναι, είπε. 'Εδώ τίποτα.—'Έλα, Τζάσπερ, είπα. Είναι άργά. Πάμε.Μά ό Τζάσπερ βρισκόταν σ' έξαλλη κατάσταση. Ίσ ω ς να

τόν είχε χτυπήσει στό κεφάλι ή θάλασσα κι' ό άνεμος. Γιατί έφευγε μακριά μου, γαυγίζοντας άνόητα, κι' έτρεχε στήν άκτή, χωρίς νά κυνηγά κανένα. Είδα πώς δέν είχε σκοπό νά μ' α κο­λουθήσει. Γύρισα στον άνθρωπο πούχε σκύψει πάλι, ψάχνοντας άδικα νά βρει τά κοχύλια του.

— Μήπως έχεις κανένα σκοινί; ξανάπα.- 'Ό χ ι έδώ κοχύλια, είπε, κουνώντας τό κεφάλι του. Ό

Μπέν ψάχνει άπό μεσημέρι.Κούνησε τό κεφάλι του καί σκούπισε τά μικρά νερουλιά

ρικα μάτια του.— θέλω κάτι νά δέσω τό σκύλο, είπα. Δέ θέλει νά ρθει

μαζί μου.—Έ ; είπε καί χαμογέλασε μέ το φτωχό ήλίθιο του χα­

μόγελο.— Καλά, είπα. Δέν πειράζει.Μέ κοίταξε μ' ένα ά&έδαιο βλέμμα, ύστερα έσκυψε και

μ' άγγιξε μέ τό δάχτυλο στό στομάχι.— Τό ξέρω τό σκυλί, είπε. Είναι άπό τό σπίτι.— Ναί, είπα, θέλω νά τόν πάρω μαζί μου νά γυρίσουμε.— "Οχι δικό σου, είπε.— Είναι τό σκυλί τού κυρίου ντέ Γουίντερ, είπα ήρεμα,

θέλω νά τό πάω στό σπίτι.— Έ ; είπε.Φώναξα πάλι τόν Τζάσπερ, μά κυνηγούσε ένα φτερό πού·

— 127 —

Page 124: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τόπαιρνε ό άνεμος. Έ λ ε γ α πώς μπορεί νάβ ρίσκα κανένα σκοινί στο υπόστεγο, καί τράβηξα κατά κει. Έ κεί, φαίνεται, ήταν κά­ποτε κήπος, μά τά χορτάρια είχαν φουντώσει, γεμάτα τσουκνί­δες. Τά παράθυρα ήταν φραγμένα μέ σανίδια. Ή πόρτα σί­γουρα θάταν κλειδωμένη. Γύρισα το πόμολο, χω ρίς πολλές έλπίδες. Παραξενεύτηκα πού άνοιξε, ύστερ' άπό μιά μικρή <' ντίσταση. Μπήκα μέσα σκύβοντας, γ ια τ ί ή πόρτα ήτοΕν χ α ­μηλή. Περίμενα νά δώ τα συνηθισμένα νοητικά ύλικά, σκονι­σμένα και βρώμικα άπό τήν έγκο(τάλειψη, σκοινιά, μαδέρια, κουπιά, σκορπισμένα στό πάτωμα. Είχε άφθονη σκόνη, ή βρώμα δέν άπόλειπε έδώ κι' έκεί , μα κουπιά και σκοινιά πουθενά. Το δωμάτιο ήταν έπιπλωμένο, έπιανε όλο το, μάκρος τού σπι­τιού.

Στή γωνία ήταν ένα γραφείο. Είχε άκόμα ένα τραπέζι, καρέκλες κι' ένα ντιβάνι στόν τοίχο. Είχε κι' ένα μπουφέ; μέ φλυτζάνια και πιάτα. Κι' έταζέρες γεμάτες βιβλία καί μοντέ­λα καραβιών. Γιά μιά στιγμή, σκέφτηκα πώς σ' αύτό το σπι­τάκι ίσως νά κατοικούσε ό όνθρωπος τής άκρογιαλιάς, ρ ί­χνοντας όμως μιά μςκτιά γύρω μου, δέν είδα ούτε ίχνος πρό­σφατης ζωής. Ή σκουριασμένη σκάρα έδειχνε πώς είχε καιρό νά μπει μέσα στό τζάκι φωτιά, κανένα πόδι δέν είχε άφήσει τά ίχνη του πάνω στό σκονισμένο πάτωμα, καί το κινέζικο βάζο ήταν γεμάτο γαλάζιους λεκέδες άπό τήν ύγρασία. Μιά παράξενη όσμή μούχλας άναδινόταν άπό παντού. ’ταράχνες είχαν ύφάνει στά μοντέλα τών καραβιών τούς Ιστούς τους, σάν ξάρτια ξωτικά. Κανείς δέ ζούσε έκεί μέσα. Κανείς δέν αρχό­ταν έδώ. 'Η πόρτα, όταν όένοιξα, έτριξε πάνω στά ρέλια της, ή Ρροχή χτυπούσε μ' ένα βαθύ ήχο πάνω στή στέγη και στά σανιδόφραχτα παράθυρα. Τό ύφασμα του ντιβανιού ήταν φ α­γωμένο άπ' τά ποντίκια ή τούς άρουραίους. Έ β λ επ α τίς τρύ­πες καί τά ξέφτια στίς άκρες. Το σπίτι ήταν ύγρό καί κατάψυχρο. Σκοτεινό. Καταθλιπτικό. Δέ μ' άρεσε. Δέν είχα καμιά όρεξη νά μείνω κι' άλλο. Μου ήταν άντιπαθητικός ό βαθύς ήχος τής βροχής πάνω στή στέγη. Ή τα ν σά ν' άντηχούσε μέσα στό ίδιο το δωμάτιο, κι' άκουα το νερό πού στάλαζε πάνω στή σκουριασμένη σκάρα.

Έ ρ ιξ α μιά ματιά γύρω, ψάχνοντας γ ιά σκοινί. Δέ βρήκα τίποτα πού νά μπορώ νά τό μεταχειριστώ. ’ταπολύτως τίποτα.

Στό βάθος τής κάμαρας ήταν άλλη μιά πόρτα. Πήγα και τήν άνοιξα, δειλιασμένη κάπως, μ' ένα άλλόκοτο άνήσυχο προαίσθημα πώς θάβλεπα κάτι τό άναπάντεχο, τό όλότελα άνεπιθύμητο. Κάτι πού θά μπορούσε νά μού κάμει κακό, κάτι τό φριχτό.

Μά όλ' αύτά ήταν άνοησίες, φυσικά. "τανοιξα τήν πόρτα.

— 128 —

Page 125: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Δέν ήταν παρά μιά άποθήκη γιά είδη ναυτικά. 'Εδώ βρίσκον» ταν τά μαδέρια καί τά σκοινιά πού περίμενα, δύό τρία καρα­βόπανα, ένα μικρό βαρκάκι μέ ίθια καρένα, διάφορα δοχεία μέ χρώματα, και κάθε λογής μικροπράματα, χρήσιμα γιά τίς βάρκες. Σ ’ ένα ράφι ήταν ένα κουβάρι σπάγγος και δίπλα του ένας σκουριασμένος σουγιάς. Ό ,τ ι χρειαζόμουνα γιά τόν Τζάσπερ. "τανοιξα το σουγιά, έκοψα ένα κομμάτι σπάγγο, και ξαναγύρισα στό δωμάτιο. Ή βροχή έξακολουθούσε νά πέφτει στή στέγη καί πάνω στή σκάρα τού τζακιού. Βγήκα γρήγορα άπό τό σπιτάκι, χωρίς νά κοιτάξω πίσω μου, προσπαθώντας νά μή βλέπω τό τρυπημένο ντιβάνι, το λεκιασμένο βάζο, τ' άραχνιασμένα μοντέλα των καραβιών, καί, κλείνοντας τήν πόρτα πού έτριζε, εβγήκα στό άσπρο άκρογιάλι.

Ό άνθρωπος δέν έψαχνε πιά, μέ κοίταζε μέ τόν Τζάσπε πλάι του.

— "Ελα Τζάσπερ, είπα, πάμε."Εσκυψα, κι' αύτή τή φορά μ' άφησε νά τόν πιάσω άπό

τό λουρί πού είχε στό λαιμό.— Βρήκα λίγο σπάγγο στό σπιτάκι, είπα στόν άνθρωπο.Δέν άπάντησε. "Εδεσα το σπάγγο στό λαιμό τού Τζάσπερ.— 'ταντίο, είπα, καί τόν τράβηξα.Ό άνθρωπος έσκυψε το κεφάλι, κοιτάζοντάς με μέ τά μικρά

ήλίθια μάτια του.— Σ' είδα πού μπήκες έκεί μέσα, είπε.— Ναί, είπα, δέν πειράζει. Ό κύριος '/τέ Γουίντερ δέ θά

θυμώσει.— Δε μπαίνει πιά αύτή έκεί μέσα, είπε.— Ναι, είπα, δέ μπαίνει πιά.— Πήγε στή θάλασσα, είπε, έ ; Δέ θά ξαναγυρίσει π ιά ;— Ό χι, είπα, δέ θά ξαναγυρίσει.— 'Εγώ δέν είπα ποτέ τίποτα. Είπα ; ρώτησε.— Όχι» όχι, δέν είπες τίποτα, μήν άνησυχείς, του άπάντησα."Εσκυψε κι' άρχισε νά ψάχνει, μουρμουρίζοντας. Προχώ­

ρησα στά βότσαλα, κι’ είδα τόν Μαξίμ νά μέ περιμένει, μέ τά χέρια στίς τσέπες, δίπλα στά βράχια.

— Μέ συγχωρείς, είπα, ό Τζάσπερ δέν ήθελε νάρθει. Χρειά­στηκε νά τόν δέσω.

Γύρισε γρήγορα και ξεκίνησε προς τό δάσος.— Δέ θά ξαναγυρίσουμε πάνω άπό τά βράχια ; ρώτησα.— Γιά ποιό λόγο ; Μιά πού βρισκόμαστε τώρα εδώ ; είπε

κοφτά.'τανεβήκαμε πάνω άπ' τό σπιτάκι καί πήραμε ένα μονοπάτι

μέσ' άπό τό δάσος.— Μέ ουγχώρείς πού Εμεινα τόση ώρα. Φταίει ό Τζάσπερ,

— 129 —9 Ρββέπχα

Page 126: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

φ

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

είπα. Γαύγιζε όλοένα γύρω άπό κείνο τόν άνθρωπάκο. Ποιός ε ίνα ι;

—Ό Μπέν, είπε ό Μαξίμ, ένα άκακο κακόμοιρο πλάσμα. Ό πατέρας του fjmv φύλακας του Μάντερλέη. Ζούσε κοντά στό κτήμα. Ά πό που πήρες αύτό τό σ πάγγο ;

— Τόν βρήκα στό σπιτάκι τής άκρογιαλιάς, είπα.— Ή τ αν άνοιχτή ή πόρτα ; ρώτησε.— Ναί, τήν έσπρωξα κι' άνοιξε. Το σ πάγγο τόν βρήκα στό

άλλο δωμάτιο, έκεί πού είναι τά καραβόπανα καί τό βαρκάκι.— Ά , έτσι, είπε.Κι' ύστερα άπό δυο λεπτά πρόσθεσε :—Έ πρεπε νάναι κλειδωμένα. Δέν ύπάρχει λόγος νάναι

άνοιχτά.Δέν είπα τίποτα. Δέν ήταν δουλειά δική μου.—Ό Μπέν σού είπε πώς ήταν άνοιχτή ή πόρτα ;— Ό χ ι , είπα, δε φάνηκε νά κατάλαβε τ ί τόν ρώτησα.— Το κάνει Επίτηδες, είπε ό Μαξίμ. Ά μ α θέλει, μιλεί πολύ

έξυπνα. Φαίνεται πώς μπαινοβγαίνει όλη τήν ώρα στό σπιτάκι, καί δέν ήθελε να τό μάθεις.

— Δέν πιστεύω, είπα. Τό σπίτι φαινόταν έντελώς άπείραχτο. Είχε σκόνη παντου, και ούτε ίχνος άπό άνθρώπινο πόδι. Είχε και τρομερή ύγρασία. Φοβούμαι πώς έκείνα τά βιβλία θάχουν όλως διόλου καταστραφεί, κι' <α καρέκλες και τό ντιβάνι, τό ίδιο. Έ χ ε ι καί ποντίκια έκεί μέσα, κι' έχουν, γεμίσει τρύπες το σκέπασμα.

Ό Μαξίμ δέν άπάντησε. Περπατούσε τρομερά γρήγορα, κι' ή άνηφοριά άπό τήν άκτή ήταν απότομη. Ή τα ν πολύ δ ια ­φορετικό αύτό τό μέρος ά π ' τήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα. Τά δέν­τρα ήταν πολύ σμιχτά καί σκοτεινά, καί τό μονοπάτι δέν είχε άζαλέες. Ή βροχή έπεφτε βαριά άπό τούς πυκνούς κλώνους. Πιτσίλιζε τό γ ιακά μου, κυλώντας στό λαιμό μου. Κρύωνα. Σ ά νά μ' ά γγ ιζε ένα παγερό δάχτυλο. Τά πόδια μου πονούσαν ύστερ' άπό τ ' άσυνήθιστο γ ιά μένα σκαρφάλωμα πάνω στά βράχια. Κι' ό Τζάσπερ περπατούσε ά ρ γά πίσω μου, κουρασμέ­νος άπό τό όέγριο τρέξιμο, μέ τή γλώσσα κρεμασμένη έξω.

— Έ λ α λοιπόν, Τζάσπερ, γ ιά τό θεό, έλα πιά, είπε ό Μαξίμ. Κάν' τον νά περπατήσει πιό γρήγορα. Τράβα τό σπάγγο. Κάνε ό,τι μπορείς. Ή Βεατρίκη έχει δίκιο. Τό σκυλί έχει πάρα πολύ παχύνει.

— Τό λάθος είναι δικό σου, είπα. Περπατάς πάρα πολύ γρή­γορα. Δέ σέ προφταίνουμε.

— Ά ν μ' άκουες καί δέν έτρεχες πάνω σ έ κείνα τα βράχια, θάμαστε τώρα στό σπίτι, είπε ό Μαξίμ. Ό Τζάσπερ ήξερε τό

— 180 —

Page 127: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

δρόμο πολύ καλά, και βά γύριζε μόνος. Δέ μπορώ νά κατα­λάβω γιατί τόν πήρες άπό πίσω.

— Συλλογίστηκα πώς μπορούσε νά πέσει. Φοβήθηκα τήν παλίρροια, είπα.

— Φαντάζεσαι πώς θάφηνα το σκυλί άν ήταν έπικίνδυνη ή παλίρροια ; Είπε ύ Μαξίμ. Σου είπα νά μήν άνεβείς σ' έκείνα τά βράχια. Γιατί γκρινιάζεις τώρα πώς κουράστηκες ;

-Δ έ γκρινιάζω, είπα. "Οποιος και νάταν, και σιδερένια άκόμα πόδια νά είχε, θά κουραζόταν έτσι γρήγορα πού πάμε. Νόμιζα έξ άλλου πώς μ' άκολουθούσες, όταν πήγα νά βρω τόν Τζάσπερ.

— Γιατί νά ξεθεωθώ κυνηγώντας αύτό το καταραμένο το σκυλί; είπε.

— Το κυνήγημα τού Τζάσπερ πάνω στά βράχια, δέν ήταν, νομίζω, πιό ξεθεωτικό άπό τά τρεχάματά μας στήν παραλία, άπάντησα. Το λές γιατί δέν έχεις άλλη δικαιολογία.

— Μά γιά ποιό πράμα, παιδί μου, χρειάζομαι δικαιολογία ;— ’Ή, δέν ξέρω, είπα εβαριεστισμένη. 'τας άφήσουμε αύτή

τήν κουβέντα.— Καθόλου. 'Εσύ άλλωστε τήν άρχισες. Τί έννοοΰσες λέ­

γοντας πώς έψαχνα νά εβρώ δικαιολογία ; Γιά τί πράμα ;—Πού δέν ήρθες μαζί μου πάνω στά βράχια, είπα.—Λοιπόν; Γιά ποιό λόγο νομίζεις πώς δέν ήθελα νάρθω

στό άλλο άκρογιάλι ;— Ώ, Μαξίμ, πού θέλεις νά ξέρω ; Δέ μπορώ νά μαντεύω

τή σκέψη τών άλλων. Το μόνο πού ξέρω, είναι πώς δέν ήθελες νάρθεις. Τό είδα καθαρά στό πρόσωπό σου.

— Τί είδες στό πρόσωπό μου ;— Σού είπα. Είδα πώς δέν ήθελες νά ρθείς. "β, ας τελειώ­

νουμε πιά μ' αύτή τήν κουβέντα. Μού κάνει πάρα πολύ κακό.—ι'Έτσι λένε όλες οί γυναίκες όταν καταλαβαίνουν πώς

έχουν άδικο. Έ , λοιπόν, ναί' δέν ήθελα νά ρθώ στήν άλλη άκτή. Είσαι εύχαριστημένη τώρα ; Ποτέ δέ ζυγώνω στό φριχτό αύτό μέρος, στό καταραμένο έκείνο σπιτάκι. Κι' ocv είχες κι' έσύ τίς δικές μου άναμνήσεις, ποτέ δε θάθελες νά πας έκεί, ούτε θά μιλούσες ποτέ γι' αύτό το μέρος, ούτε θά τό σκεφτόσουνα κάν. Όρίστε ί Μπορείς νά τά σκεφτείς όλ' αύτά, άν θέλεις, και πι­στεύω νά μείνεις Ικανοποιημένη.

Τό πρόσωπό του ήταν κοπάχλωμο, και τά μάτια του είχαν τήν ίδιαν έκείνη σκοτεινή και χαμένη έκφραση πού είχαν όταν τόν πρωτογνώρισα. "ταπλωσα τό χέρι μου, πήρα τό δικό του καί τό κράτησα σφιχτά.

— Σέ παρακαλώ, Μαξίμ, είπα, σέ παρακαλώ.— Τί τρέχει; είπε ξερά.

— 131 —

Page 128: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Δέ θέλω νά παίρνεις αύτό το ύφος, είπα. Μού κάνει πάρα πολύ κακό. Σ έ παρακαλώ, Μαξίμ. τ α ς ξεχάσουμε όσα είπαμε. Δέν ήταν παρά μιά μάταιη κι' άνόητη λογομαχία. Μέ συγχω ­ρείς, άγάπη μου, μέ συγχωρείς. τ α ς μή τό σκεπτόμαστε πιά.

— θάπρεπε νάχαμε μείνει στην 'Ιταλ ία , είπε. Δέν έπρεπε νά ξοίναγυρίσουμε στό Μάντερλέη. τα χ, θ έ μου, τί άνόητος πού ήμουν νά γυρίσω πίσω.

Πέρασε νευρικά μές άπό τά δέντρα, περπατώντας άκόμα πιό γρήγορα άπό πρίν, κι' έπρεπε, γ ιά νά μπορώ νά τόν φτάνω, νά τρέχω μέ κομμένη τήν άνάσα, έτοιμη νά μπήξω τά κλάματα, καί Εξακολουθώντας νά σέρνω άπό τό σπάγγο τόν Τζάσπερ.

Επιτέλους, φτάσαμε έκεί πουσμιγε το μονοπάτι μας μέ τό άλλο πού πήγαινε άριστερά, στήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα. Εί­χαμε ανεβεί άπ’ το μονοπάτι πού ήθελε νά πάρει ό Τζάσπερ τ ' άπόγεμα πού Ερχόμαστε. Τώρα καταλάβαινα γ ια τ ί είχε στρί­ψει άπό κει τό σκυλί. Έ φ ερνε στήν άκρογιαλιά πού του ήτανε τόσο γνώριμη, καί στό σπιτάκι. Τ' οδηγούσε πρός τό μέρος έκείνο ή παλιά του συνήθεια.

Βγήκαμε στήν πελούζα και τραβήξαμε σιωπηλοί γ ιά τό σπίτι. Το πρόσωπο του Μαξίμ ήταν σκληρό κι' άνέκφραστο. Τρά­βηξε ίσια στο χώλ, κι' ό"τό κει στή βιβλιοθήκη, χω ρίς νά γυ ρ ί­σει νά μέ δει. Ό Φρίθ ήταν στό διάδρομο.

— Το τσάι γρήγορα, είπε ό Μαξίμ κλείνοντας τήν πόρτα τής βιβλιοθήκης.

•ταγωνιζόμουν νά κρατήσω τά δάκρυά μου. Δέν έπρεπε νά τά δει ό Φρίθ. θ ά νόμιζε πώς είχαμε τσακωθεί και θά πήγαινε νά το πει σ ' όλο τό προσωπικό. «Ή κυρία ντέ Γουίντερ έκλαιγε πρίν άπό λ ίγο στό χώλ. Το άντρόγυνο, φαίνεται, δέν τά πάει καλά.» Γύρισα άλλου τό πρόσωπό μου γ ιά νά μή μέ δει ό Φρίθ. ταύτός όμως ήρθε κοντά μου, κι' άρχισε νά μέ βοηθάει νά β γά ­λω τό άδιάβροχο.

— Πηγαίνω έγώ το αδιάβροχο σας στη γκαρνταρόμπα, κυ­ρία, είπε.

— Εύχαριστώ, Φρίθ, τού άποκρίθηκα, πάντοτε μέ τό πρό­σωπο άλλου.

— Φοβούμαι πώς ό καιρός δέν ήταν εύχάριστος γ ιά περί­πατο, κυρία.

— Ναί, είπα, δέν ήταν και τόσο εύχάριστος.— Τό μαντηλάκι σας, κυρία, είπε μαζεύοντας κάτι πού είχε

πέσει στό πάτωμα.— Εύχαριστώ, είπα βάζοντάς το στήν τσέπη μου.•ταναρωτιόμουν άν θάπρεπε ν' άνεβώ στήν κάμαρά μου ή

νά πάω στή βιβλιοθήκη νά βρώ τόν Μαξίμ. Ό Φρίθ πήγε τό

132 -

Page 129: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ταδιάβροχο στή γκαρνταρόμπα. Στεκόμουν έκεί , τρώγοντας τά νύχια μου, διστακτική. Ό Φρίθ ξαναγύρισε. Παραξενεύτηκε πού μέ βρήκε στό ίδιο μέρος.

·' Στή βιβλιοθήκη έχει ώραία φωτιά, κυρία.— Εύχαριστώ, Φρίθ, είπα.Προχώρησα άργά προς τή βιβλιοθήκη, μέσα άπό τό διά­

δρομο. "τανοιξα τήν πόρτα, καί μπήκα μέσα. Ό Μαξίμ καθόταν στήν πολυθρόνα του, ό Τζάσπερ είχε ξαπλώσει στά πόδια του, καί τό γέρικο σκυλί στό πανέρι του. Ό Μαξίμ δέ διάβαζε τήν έφημερίδα του, μ' όλο πού βρισκότανε πλάι του στο χέρι τής πολυθρόνας. Πήγα καί γονάτισα δίπλα του κι' έβαλα τό.πρό­σωπό μου κοντά στό δικό του.

— Μήν είσαι πιά θυμωμένος μαζί μου, μουρμούρισα.Πήρε το πρόσωπό μου στά χέρια του καί μέ κοίταξε μέ τά

κουρασμένα άνήσυχα μάτια του.— Δέν είμαι θυμωμένος μαζί σου, είπε.— Πώς ! είπα. Σούχω κάμει κακό, κι' είναι το ίδιο. Κάτι

σ' έχει πληγώσει. 'Έχεις κάτι πού είναι σπαραγμός. Δε μπορώ νά σε βλέπω έτσι. Σ ' άγαπώ τόσο πολύ.

— ’ταλήθεια ; είπε. ’ταλήθεια ;Μέ κρατούσε σφιχτά, και τά μάτια του με ρωτούσαν άβέ

βαια, σκοτεινά, σάν τά μάτια ένός λυπημένου, ένός φοβισμέ­νου παιδιού.

— Τί έχεις, άγάπη μου ; ρώτησα. Γιατί είσαι έτσι ;Πριν προφτάσει νά μού άπαντήσει, άκουσα τήν πόρτα ν'

ανοίγει κι' ανασηκώθηκα στίς φτέρνες μου, κάνοντας πώς έψα­χνα νά βρώ ένα κούτσουρο νά το ρίξω στή φωτιά. Ό Φρίθ μπήκε στό δωμάτιο. Πίσω του έρχόταν ό Ρόμπερτ κι' ή Ιεροτελεστία τού τσαγιού άρχισε.

Ή τελετή έγινε όπως και τήν προηγούμενη μέρα. Ή έτοιμασία τού τραπεζιού, τό στρώσιμο τού χιονάτου τραπεζομάν­τιλου. οί φρυγανιές και τα κέϊκ, ή τασημένια τσαγέρα με το ζεστό νερό και τή μικρή φλογίτσα από κάτω, — ένώ ό Τζάσπερ, κουνώντας τήν ούρά του, μέ κοίταζε στά μάτια, μέ τ' αύτιά τεντωμένα πίσω, σέ στάση αναμονής. Θα πέρασαν πέντε λεπτά ως να μείνουμε πάλι μόνοι, καί, κοιτάζοντας τόν Μαξίμ είδα πώς το χρώμα είχε ξαναγυρίσει στό πρόσωπό του, ή κουρα­σμένη χαμένη έκείνη έκφραση είχε σβύσει. Άπλωσε το χέρι του γιά νά πάρει ένα σάντουιτς.

— Μέ στενοχώρησε όλος αύτός ό κόσμος ποϋχαμε στό γεύ­μα, είπε. 'Η καημένη ή Βεατρίκη μέ κάνει πάντα άνω κάτω. Όταν ήμαστε παιδιά, τρωγόμαστε κάθε στιγμή σάν·τό σκύλο μέ τή γάτα. Παρ' όλ' αύτά, τήν άγαπώ πολύ. Μά είμαι πολύ εόχαριστημένος πού δέ μένουν κοντά μας. 'ταλήθεια, καλά πού

— 133 —

Page 130: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τό θυμήθηκα. Πρέπει να πάμε νά δούμε τή yiocyid. Σέρβιρέ μου τό τσάι, άγάπη μου, και συχώρεοέ με πού σου φέρθηκα τόσο άσχημα.

Πάει λοιπόν κι' αύτό. Το έπεισόδιο έληξε. Δέν πρέπει νά ξαναμιλήσουμε πιά γ ι ' αύτό. Μου χαμογέλασε πάνω άπ' το φλυτζάνι του, κι' ύστερα άπλωσε το χέρι καί πήρε τήν έφη μερίδοτ άπ ' το μπράτσο τής πολυθρόνας. Το χαμόγελο αύτό ήταν ή άνταμοιβή μου. Σ άν ένα χτύπημα χαϊδευτικό στό κεφάλι του Τζάσπερ. "Ελα, καλό μου σκυλί, μή μ' Ενοχλείς άλλο. Είχα γίνει πάλι ό Τζάσπερ. Η αναιρέθηκα έκεί πού ήμουν και πρώτα. Πήρα μιά φρυγανιά και τή μοίρασα στά δυο σκυλιά. 'Ε γώ ' δέν ήθελα, δέν πεινούσα. ταισθανόμουν μιά μεγάλη κούραση, μιάν εξάντληση, μιά βαθιά μελαγχολία. Κοίταξα τόν Μαξίμ, μά αύτός διάβοοζε τήν εφημερίδα του. Είχε κιόλας γυρίσει στήν άλλη σελίδα.

Τά δάχτυλά μου είχαν πασαλειφτεί μέ το βούτυρο τής φρυγανιάς. 'Έ ψ αξα στήν τσέπη μου γ ιά μαντήλι. Το πήρα. Ή τα ν ένα τό σ ο -δά πραματάκι, γαρνιρισμένο μέ δαντέλα. Το κοίταξα, παραξενεμένη, σουφρώνοντας τά φρύδια. Δέν ήταν δικό μου. Τότε θυμήθηκα πώς το είχε μαζέψει άπό το χώλ ό Φρίθ. θ ά χε σίγουρα πέσει άπ' την τσέπη τού αδιάβροχου. Το στριφογύρισα μέσα στό χέρ ι μου. ’‘Ηταν ζαρωμένο καί βρώ­μικο κι' είχαν κολλήσει Επάνω του σκουπιδάκια άπό τήν τσέπη, θ ά χε μείνει πολύν καιρό έκεί μέσα. Είχε ένα μονόγραμμα στή γωνιά. Έ ν α μεγάλο γερτό Ρ ά γκάλιαζε ένα ν τ έ κι’ ένα κεφα? λαίο Γ. Το μεγάλο Ρ Εκμηδένιζε τ ' άλλα γράμματα κι' ή ουρά του απλωνόταν ώς κάτω. Δέν ήταν παρά ένα άπλό μαντηλάκι, ένα τόσο δά πραματάκι. Είχε γίνει ένα κουβάρι, κι' είχε χω ­θεί και ξεχαστεί μέσα σέ μιά τσέπη.

θ ά πρέπει νάμουν δ πρώτος άνθρωπος πού είχε φορέσει έκείνο το άδιάβροχο άπό τότε πού είχε χρησιμοποιηθεί αύτό το μαντήλι. ταύτή πού φορούσε έκείνο το άδιάβροχο τότε ήταν ψηλή, λεπτή, μέ πλατύτερους ώμους, γ ια τ ί έμενα μου ρχόταν φαρδύ και μακρύ και τά μανίκια του μούφταναν μέχρι τά δ ά ­χτυλα. Μερικά κουμπιά τού έλειπαν. Δέν είχε φροντίσει νά τό ράψει. Τόχε ριγμένο στούς ώμους της σάν κάπα, ή τό φορούσε ξεκούμπωτο, άνοιχτό, μέ τά χέρια στίς τσέπες.

Έ ν α ρόζ σημάδι ήταν άπάνω στό μαντήλι. Είχε σκουπίσει τά χείλη της, κι' ύστερα τόχε κάμει κουβάρι καί τόχε βάλει στήν τσέπη. Σκούπισα τά δάχτυλά μου και πρόσεξα πώς δια­ιρ ο ύ σ ε άκόμα ένα άχνό άρωμα. ‘Έ να άρωμα πού μου ήταν γνώριμο. Έ κλεισ α τά μάτια καί προσπάθησα νά θυμηθώ. ’“Η­ταν κάτι φευγαλέο, μιά άχνή κι' άπό μάκρη μυρουδιά, πού δέ

Page 131: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μπορούσα νά τήν προσδιορίσω. Τόχα αίστανθεί άσφαλώς και πρωτύτερα, ήμουν σίγουρη, το ίδιο αύτό άπόγεμα.

Και τότε θυμήθηκα πώς τό φευγαλέο έκείνο άρωμα τού μαντηλιού, ήταν τό ίδιο έκείνο άρωμα, πού άφηναν τά ζουλη­γμένα άνθοπέταλα της άζαλέας στην Εύτυχισμένη Κοιλάδα.

Page 132: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

11Μ Ι ταΝ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΒΔΟΜταΔα ό καιρός ήταν ύγρός

και κρύος, όπως συμβαίνει συχνά στίς δυτικές πε­ριοχές, στήν άρχή του καλοκαιριού. ‘'.Ετσι, δέν ξα ­ναπήγα με στην παραλία. ’ταπ ' τήν ταράτσα, έβλεπα

τή θάλασσα και τ ις πελούζες. Φαινόταν γκρίζα και πολύ λ ίγο έλκυστική. Μ εγάλα κύματα κυλούσαν μέσα στόν κόλπο, δ ί­πλα στό φάρο, και σπούσαν πάνω στόν κάβο, Τάολεπα με τή φαντασία μου νά χύνονται μέσα στό λιμανάκι, νά σπούν βουε­ρά πάνω στά βράχια, και νά τρέχουν υστέρα όρμητικά στην κατηφορική άκτή, "ταν στεκόμουνα στήν ταράτσα και κοίταζα, θάκουγα τό μουρμούρισμα της θάλασσας κάτω, σιγαλό, με­λαγχολικό, "Ενας μουντός επίμονος ήχος, πού δε σταματούσε ποτέ. Κι' οί γλάροι πετούσαν πάνω άπ' τή στεριά, κυνηγημέ­νοι άπ' τόν όένεμο. Πετούσαν σέ κύκλους, πάνω άπ' τό σπιτάκι, κρόοζοντας και χτυπώντας τ ’ άπλω μένα φτερά τους. Ά ρ χ ιζ α νά νιώθω, γ ια τ ί μερικοί δέ μπορούν νά ύποφέρουν τή βουή της θάλασσας. ’Έ χ ε ι πότε-πότε έναν τόνο θρηνητικό, κι' ό έπίμονος ήχος της —αύτό το αιώνιο βουερό κύλισμα, το α τέλειωτο σφύριγμα τών κυμάτων—δίνει άσχημα στά νευρά του άνθρώπου, 'Ήμουν εύχαριστημένη πού το διαμέρισμά μας βρισκόταν στήν ανατολική πτέρυγα, κι' έτσι μπορούσα ν' α κουμπώ στό παράθυρό μου καί νά κοιτάζω τίς τριανταφυλλιές. Κι' όταν δέ θά μπορούσα νά κοιμηθώ, θά σηκωνόμουν ήσυχα ήσυχα άπ' τό κρεβάτι μου μέσα στήν ήρεμη νύχτα, θά πήγαινα ν’ τακουμπήσω στό περβάζι τού παράθυρου, κι' ό ταέρας θάταν τόσο γαλήνιος, τόσο ειρηνικός. Δε θ ' άκουα τήν α νειρήνευτη θάλασσα, κι' <Λ σκέψεις μου θάταν γαλήνιες. Δέ θά πήγαιναν από κείνο τό ταπόκρημνο μονοπάτι μές α πό τό δάσος, στό γκρ ί­ζο μικρό λιμάνι καί στό έρειπωμένο σπιτάκι. Τήν ήμέρα τό σκε­φτόμουν συχνά. Ή θύμησή του μέ πείραζε, όσο έβλεπα α π ' τήν

Page 133: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ταράτσα τή θάλασσα. Γιατί ξανάβλεπα μέ τή σκέψη μου τούς γαλάζιους λεκέδες πάνω στό βάζο καί τΙς τρύπες τών ποντι­κιών στό ντιβάνι. 'ταναθυμόμουνα τό χτύπο της βροχής πάνω στή στέγη καί σκεφτόμουν τόν Μπέν μέ τα στενά νερουλιάρικα γαλανά μάτια και το κουτοπόνηρο χαμόγελο. Ό λ ' αύτά μ' Ενοχλούσαν, μ' έκαναν δυστυχισμένη. Ήθελα νά μήν τά θυμά­μαι, μά ήθελα καί νά μάθω γιατί μ’ Ενοχλούσαν, γιατί μ’ έκα­ναν δυστυχισμένη κι' άνήσυχη. Στό βάθος του μυαλού μου θρονιαζόταν μιά στάλα κρυφή φοβισμένη περιέργεια, πού με­γάλωνε μυστικά κι' άργά, μ' όλο πού δέν ήθελα νά τό παρα­δεχτώ, κι' αισθανόμουν όλες τίς άμφιδολίες καί τίς άνησυχίες του μικρού παιδιού, πού τούχουν πει : « Δέν πρέπει νά μιλεί κανείς γι' αύτά τά πράματα. 'ταπαγορεύεται».

Δε μπορούσα νά ξεχάσω τή θολή χαμένη έκφραση τών μα­τιών του Μαξίμ τήν ώρα πού ανεβαίναμε άπό τό μονοπάτι τού δάσους. Δέ μπορούσα νά ξεχάσω τά λόγια του : «Τί άνόητος πού ήμουνα, θέ μου, νά γυρίσω πίσω !» Το λάθος ήταν όλο δικό μου γιατί είχα κατεβεί στό λιμανάκι. "τανοιξα ένα δρόμο πού όδηγοΰσε στό παρελθόν. Καί, μ’ όλο πού ό Μαξίμ είχε συνέλθει κι' είχε ξαναβρεί τόν έαυτό του, καί ζούσαμε μαζί τή ζωή μας, καί κοιμόμαστε, καί τρώγαμε, καί κάναμε πε­ριπάτους, και γράφαμε γράμματα, και πηγαίναμε μέ τ' άμάξι στό χωριό, γεμίζοντας κάθε μέρα τίς ώρες μας, έγώ ήξερα πώς μάς χώριζε κάποιο τείχος.

ταύτός άκολουθούσε το δρόμο του μόνος άπ' τήν άλλη με­ριά, κι' Εγώ δέ βολούσε νά πάω κοντά του. Κι' είχα γίνει νευ­ρική, καί φοβόμουν μήν τού ξαναφέρει πάλι στά μάτια έκείνη τήν έκφραση μιά άπρόσεχτη λέξη μου, ή στροφή μιας ξένιαστης όμιλίας. Φοβόμουνα κάθε κουβέντα γιά θάλασσα, γιατί μπορούσε νά γίνει λόγος γιά καίκια, πνιγμούς, δυστυχήματα... 'τακόμα κι' ό Φρανκ Κρώλεη μ' έκανε νά τρομάξω μιά μέρα πού τρώγαμε μαζί, γιατί μίλησε γιά άγώνες Ιστιοπλοίας στό λι­μάνι τού Κέρριθ, τρία μίλια μακριά άπ’ το Μάντερλέη. Κοίταζα Επίμονα τό πιάτο μου κι' ένιωθα ένα ξαφνικό σφίξιμο στήν καρ­διά. Μά ό Μαξίμ Εξακολουθούσε νά κουβεντιάζει Εντελώς φυ­σικά, και δέν έδωσε φαίνεται καμιά σημασία, ένώ εγώ καθό­μουν Εκεί και ίδρωνα άπό αγωνία, κι' άναρωτιόμουν τί μπορού­σε νά γίνει, ως πού θά μπορούσε νά πήγαινε έκείνη ή συζήτηση.

Τρώγαμε κείνη τή στιγμή τό τυρί μας. Ό Φρίθ είχε βγει άπ' τήν τραπεζαρία, και θυμάμαι πώς σηκώθηκα, πήγα στό μπουφέ, και πήρα ξανά λίγο τυρί. Ό χ ι πώς τόθελα, μά γιά νά μήν κάθομαι Εκεί στό τραπέζι κοντά τους. Σιγοτραγουδούσα ένα σκοπό γιά νά μήν άκούω. Δέν είχα δίκιο φυσικά' ήμουν νευρική και κουτή. ταύτό ήταν μιά ύπερευαισθησία νευρωτικού

— 137 —

Page 134: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

-τανθρώπου. Δέν ήμουν ή παλιά φυσιολογική κι' εύτυχισμένη γυναίκα. Μά δέ μπορούσα να τό νικήσω. Δεν ήξερα τί νά κάμω. "Ή δειλία μου κι' ή ταδεξιότητά μου μεγάλωνε όλοένα, καί, όταν -έρχονταν ξένοι στό σπίτι, γινόμουν άμίλητη και βαρύθυμη. Γιατί έκείνες τίς πρώτες βδομάδες, θυμάμαι, έρχονταν συνεχώς και μάς (έβλεπαν cl διάφοροι πού έμεναν γύρω τριγύρω, κι' οί ύπόδοχές, κι' cli χειραψίες, κι' ή τυπική μισή ώρα τής κάθε Επίσκεψης, ήταν ένα α φάνταστο μαρτύριο γ ιά μένα. Κι' ή α ίτια ήταν έκείνος ό καταραμένος μου ό φόβος μήν ειπωθεί τίποτα άπ ' ό,τι δέν έπρεπε. Τί άγω νία ήταν έκείνη, όταν άκουγα τό αυτοκίνητο στήν άλέα ! "Υστερα τό βουερό κουδούνισμα, ή αυ­τόματη τρεχάλα στήν κάμαρά μου, το τρεμουλιαστό π ο υ δ ρ ά ­ρισμα τής μύτης μου, το βιαστικό χτένισμα τών μαλλιών μου, και το σίγουρο χτύπημα στήν πόρτα, κι' ό Φρίθ μέ τά Επισκε­πτήρια πάνω στό δίσκο.

— Καλά, κατεβαίνω.Ό ήχος τών ποδιών μου στά σκαλοπάτια και στό διάδρομο,

το άνοιγμα τής πόρτας τής βιβλιοθήκης, ή, άκόμα χειρότερα, τού κρύου κι' άψυχου σαλονιού, κι' ή περίεργη γυναίκα πού περίμενε, ίσως και δύό, ή κάποιο άντρόγυνο.

— Πώς είστε ; Κρίμα πού δέν είν’ έδώ ό Μαξίμ. Θάναι κάτ που στόν κήπο. Ό Φρίθ πάει νά τόν φωνάξει.

«Νομίσαμε ύποχρέωσή μας, νά ρθοϋμε νά συγχαρούμε τούς νεονύμφους.

‘Έ να μικρό γέλιο, λ ίγη φλυαρία, ύστερα σιωπή, κι' ένα βλέμμα όλο γύρα στό δωμάτιο.

— Το Μάντερλέη είναι πάντα στίς ό μορφιές του. Δέ σας -ταρ έσ ε ι;

—■ 'Ώ , πάρα πολύ !Κι' άπ' τή δειλία μου και τήν ανήσυχη προσπάθειά μου νά

φανώ εύχάριστη, ξανάρχονταν στή γλώσσα μου /έκείνες οί μα­θητικές φράσεις, πού δέν τ ίς χρησιμοποιούσα ποτέ παρά μονάχα σ' αύτές τίς περ ιστάσεις: «Υ π έροχο!» « θ α ύ μ α !» «Μ α­γ ε ία !» Είπα άκόμα κι' ένα «Γειά σας» σέ μιά χήρα πού κρα­τούσε φασαμαίν. Ή άνακούφιση πού ένιωθα όταν έρχόταν ό Μα­ξίμ , έσβυνε άπ' το φόβο μήν τούς ξεφύγει καμιά ταπερίσκεπτη λέξη, κι' έχανα τή μιλιά μου, κι' έπαιρνα ένα βιασμένο χαμό­γελο, κι' α κουμπούσα τά χέρια μου στά γόνατά μου. ΟΙ Επι­σκέπτες γύριζαν τότε στόν Μαξίμ και μιλούσαν γ ι ’ άνθρώπους καί μέρη άγνωστα σέ μένα, κι' αισθανόμουνα πότε πότε τά βλέμματά τους άπάνω μου σαστισμένα, δισταχτικά.

Τούς φανταζόμουνα νά λένε φεύγοντας μεταξύ τους : «'τα­γορητή μου, τ ί πληκτική γυναίκα Ι Καλά καλά δέν άνοιξε -ιό στόμα της. » "Υστερα θάλεγαν έκείνη τή φράση πού είχα

— 138 -

Page 135: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

πρωτακούσει άπό τό στόμα τής Βεατρίκης και πού άπό τότες μέ κυνηγούσε, έκείνη τή φράση πού διάβαζα σ' όλα τά μάτια, νσ' όλα τά χείλη : « Είναι τόσο διαφορετική άπό τή Ρεβέκκα !»

Πότε πότε, μάζευα τίποτα μικρές πληροφορίες καί τίς πρόσθετα στό μικρό ιμου τό άπόθεμα. Μιά λέξη τυχαία ειπω­μένη, μιά Ερώτηση, μιά φευγαλέα φράση. Κι' άν ό Μαξίμ δεν ήταν μαζί μου, ή φράση αύτή μούδινε μιά κρυφήν εύχαρίστηση. Είχα τήν αίσθηση πώς ήταν μιά ένοχη γνώση, μυστικά κερ­δισμένη,

'Ήμουν ύποχρεωμένη ν' ανταποδίδω μερικές άπ' τίς έπισκέψεις αύτές, γιατί σ' αύτά τά ζητήματα ό Μαξίμ ήταν πολύ αύστηρός, κι' όταν δε μέ συνόδευε, έπρεπε ν' άντιμετωπίζω μο­νάχη αύτή τή δοκιμασία, Καμιά φορά, ή κουβέντα σταματούσε, κι' έπρεπε έγώ νά ψάχνω τί νά πώ, "ταλλοτε πάλι μέ ρωτούσαν : κ θαχετε πολλούς καλεσμένους στο Μάντερλέη, κυρία ντέ Γουίντερ ;» ΙΚι' έγώ άπαντοΰσα : « Δέν ξέρω, δέ μούπε άκόμα τίποτα ό Μαξίμ.» «"Ε, βέβαια, άσφαλώς. Είναι άκόμα πολύ νωρίς. "ταλλοτε, το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο. » Νέα σιωπή. « Κό­σμο άπ' το Λονδίνο, Εννοείται. Γίνονταν τότε κάτι δεξιώσεις κού έκαναν κρότο. » « Ναί», άπαντοΰσα, « αύτό τόχω άκούσει.» Νέα σιωπή πάλι. Και ύστερα, μέ τή χαμηλή φωνή πού μιλάμε πάντα γιά τούς πεθαμένους ή όταν βρισκόμαστε σέ Ιερό χώρο : «’Ήταν τρομερά άγαπητή σέ όλους, ξέρετε. ιΚαί τί δυνατή προ­σωπικότης !» «ιΝαί», έλεγα, «ναί, φυσικά Ι» Κι' ύστερ' άπό ένα δυο λεπτά θά κοίτοΕζα τό ρολόι μου σκεπάζοντάς το μέ το γάντι μου καί θΰλεγα: « Φοβάμαι πώς είναι ώρα νά πηγαίνω, θαναι τέσσερις περασμένες !» « Δέ θά μείνετε νά πάρουμε μαζί τό τσάϊ ; Τό παίρνουμε πάντα στις τέσσερις καί τέταρτο.» «Όχι, όχι. .. Εύχαριστώ πολύ... Υποσχέθηκα στόν Μ αξίμ...» "Εκοβα τή φράση μου, μά το νόημα ήταν φανερό. Στεκόμαστε κι' οι δυο όρθιες, και τό ξέραμε κι' οί δύό πώς οΰτ' έγώ είχα γελαστεί μέ τήν πρόσκλησή της στό τσάϊ, οΰτ' Εκείνη μέ τήν ύπόσχεση πού είχα δώσει στόν Μαξίμ. 'ταναρωτιόμουν καμιά φορά τί Θά γινόταν άν έλειπαν αύτές οί συμβοττικότητες, και άν —Ενώ είχα μπει στό αύτοκίνητο, καί, έτοιμη νά φύγω, κου­νούσα το χέρι μου άποχαιρετώντας τήν οικοδέσποινα πού στε­κόταν στό σκαλοπάτι — άνοιγα άξαφνα πάλι τήν πόρτα κι' έλε­γα : «Στό κάτω κάτω, δέν έχω διάθεση νά γυρίσω άπό τώρα στό σπίτι. "τας πάμε πάλι νά καθήσουμε στό σαλονάκι σας. θά δειπνήσω μαζί σας, άν θέλετε, και θά μείνω έδώ καί τή νύχτα.»

"Ηθελα νάξερα, άν Θά μπορούσε τάχα ν' άντιιμετωπίσει ή συμβατική εύγένεια και ή καλή συμπεριφορά τής Επαρχίας έναν τέτοιον αιφνιδιασμό, κι' άν Θά ζωγραφιζόταν στό παγω­μένο πρόσωπο τής οικοδέσποινας ένα βιασμένο εύγενικό χα-

— 139 —

Page 136: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μόγελο : « Μά βέβαια ! Τί καλά πού τό σκεφτήκατε !» "Ηθελα ν ό α το θάρρος νά δοκιμάσω. 'ταντίθετα όμως, ή πόρτα έκλεινε μέ κρότο, τό οτύτοκίνητο έφευγε μουγκρίζοντας στόν ίδιο δρόμο, κι' ή οικοδέσποινα γύριζε στό δωμάτιό της, ταναστενάζοντας άπό τανακούφιση πού ξαναβρισκόταν πάλι μέ τόν έαυτό της.

Ή γυναίκα τού έπισκόπου μιας γειτονικής μητρόπολης μου είπε κάποτε :

— θ ' α ρχίσει πάλι ό σύζυγός σας νά δίνει χορούς μετημφιεσμένων στό Μάντερλέη ; Τί λέτε ; Ηταν πάντα τόσο ώραίό θέαμα ! Δε θά τούς ξεχάσω ποτέ.

'Έπρεπε νά χαμογελάσω, σά νά (μού ήταν όλα αύτά γνώ ­ριμα.

— Δέν αποφασίσαμε α κόμα, είπα. 'Η μαστε τόσο απασχολη­μένοι, είχορμε νά συζητήσουμε τόσα πράματα !

— Ναί, το φαντάζομαι, μά ελπίζω νά μήν το παραμελήσετε. Πρέπει νά τόν Επηρεάσετε σεις. Πέρσι, φυσικά, δέν έγινε. Μά πρόπερσι, θυμάμαι, είχαμε πάει κι' έγώ κι' ό επίσκοπος, κι' ήταν πραγματικά ένα θαύμα ! Τό Μάντερλέη είναι περίφημο γ ιά τέτοιες γιορτές. Το χώλ είναι υπέροχο. 'Εκεί χόρευαν κι' ή μουσική έπαιζε στον 'Εξώστη των Μενεστρέλων. Είναι τρομερά δύσκολη ή όργάνωση ένός τέτοιου χορού. 'Όλο» όμως έμειναν' καταγοητευμένοι.

— Ναί, είπα, πρέπει να το πω τού Μαξίμ.Συλλογίστηκα τίς θήκες μέ τίς φ ίσες πάνω στό γραφείο

στο σαλονάκι, είδα μέ τή φαντασία μου τούς α τέλειωτους σω­ρούς τών προσκλήσεων, τόν πελώριο κατάλογο τών όνομάτων, τίς διευθύνσεις, και ,μιά γυναίκα πού καθόταν έκεί στό γρ α ­φείο και σημείωνε τά όνόματα πού τήν ένδιέφεραν, κ ι' α πλωνε το χέρι της γ ιά νά πάρει κάρτες γ ιά προσκλήσεις, και βουτού­σε τήν πένα της στό μελάνι, κι' έγραφε γρήγορα και σταθερά μέ το μακρόσυρτο έκείνο γερτό γράψιμο.

—'Έ να καλοκαίρι μάς είχαν καλέσει σε γκάρντεν πάρτυ, είπε ή γυναίκα τού επισκόπου. ‘Ό λ α ήταν οργανωμένα περί­φημα. Τά λουλούδια ήταν ύπέροχα. Ηταν μιά θεσπέσια .μέρα, θυμάμαι. Μάς σέρβιραν το τσάϊ μέσα στο ροδόκηπο, σέ μικρά τραπεζάκια. Τί πρωτότυπη και χαριτωμένη ιδέα ! Ηταν τόσο έξυπνη γυναίκα, φυσικά, ή . . .

Σταμάτησε κοκκινίζοντας ελαφρά άπ' το φόβο πώς φά­νηκε αδιάκριτη, μά έγώ βιάστηκα νά συμφωνήσω μαζί της γ ιά \'ά τή βγάλω ταπό τή δύσκολη θέση κι' άκουσα τόν έαυτό μου νά λέει μ' έξαιρετική τόλμη :

— Δέν ύπάρχει ταμφιβολία. Ή Ρεβέκκα πρέπει νά ήταν έξαιρετικός α νθρωπος !

Δέ μπορούσα νά πιστέψω ούτ' έγώ ή ίδια πώς είχα έκστο-

Page 137: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μίσει Επί τέλους αύτό τό όνομα, και περίμενα, ταπορώντας τί θά γινόταν. Είχα πει τό όνομα, είχα πει δυνατά έκείνη τή λέ­ξη : « Ρεβέκκα Ι» ταύτό μού ήταν άνακούφιση τρομερή. Λές κι' είχα πάρει καθαρτικό κι' είχα λυτρωθεί Επιτέλους άπό έναν αβάσταχτο πόνο. Είχα πει δυνατά : « Ρεβέκκα !» Νάδε τάχα ή γυναίκα του Επισκόπου την έξαψη πού χρωμάτισε άξαφνα το πρόσωπό μου ; Έκείνη όμως έξακολουθούσε ήρεμα τή συζή­τηση, κι' Εγώ τήν άκουγα α χόρταγα, όπως ένας ωτακουστής πίσω άπό ένα παράθυρο κλειστό.

— Δέν τήν είχατε λοιπόν γνωρίσει ; είπε.•Κι' όταν κούνησα άρνητικά τό κεφάλι, δίστασε μια στιγμή,

άβέβαιη κάπως :— Δέν είχαμε κι' Εμείς, ξέρετε, πολλές σχέσεις. Ό Επίσκο­

πος τοποθετήθηκε Εδώ μόλις πριν άπό τέσσερα χρόνια. Μα φυ­σικά μάς περιποιήθηκε πολύ, όταν πήγαμε στό χορό καί στό γκάρντεν πάρτυ. "Ενα χειμώνα μάς είχαν καλέσει και σέ γεύμα. Ήταν πραγματικά πολύ γοητευτικό πλάσμα. "Ολο ζωή !

— Φαίνεται πώς ήταν περίφημη σέ όλα της, είπα, δίνοντας στή φωνή μου τό ξένιαστο ύφος πού χρειαζόταν γιά νά φανεί πώς δέν έδινα και πολλή σημασία.

Καί παίζοντας μέ το κρόσι του γαντιού μου πρόσθεσα:— Δε συναντάει κανείς συχνά έξυπνους άνθρώπους, χαρι­

τωμένους και φίλους τών σπορ.—'τασφαλώς όχι, είπε ή γυναίκα του επισκόπου. Έκείνη βέ­

βαια είχε πολλά χαρίσματα, θαρώ πώς τή βλέπω να στέκει στήν άκρη τής σκάλας τή νύχτα τού χορού, ν' αλλάζει χειρα­ψίες μ’ όλο τόν κόσμο, μ' Εκείνο το σύννεφο τών μαύρων μαλ­λιών πάνω άπό τό κατάλευκο δέρμα της. Και τί ώραία πού της πήγαινε τό κοστούμι της ! Ναι ήταν πολύ όμορφη !

— Και κρατούσε μόνη της το σπίτι, είπα χαμογελώντας, σά νάθελα νά πώ : « Δέ στενοχωριέμαι καθόλου. Μιλώ συχνά γι' αύτήν.» θάταν σίγουρα μεγάλη φροντίδα και θά τής έπαιρ­νε πολύν καιρό. Έγώ όμόλογώ πώς αφήνω όλη αύτή τή σκο­τούρα στήν οικονόμο.

—Έ , τί νά γίνει ; Δε μπορούμε δά νά τά κάνουμε κι' όλα μόνοι μας. Εσείς, Εξ άλλου, είστε πάρα πολύ νέα άκόμα. Δέν είν' έτσι ; 'ταργότερα βέβαια, όταν θά κατατοπιστείτε. Και τό κάτω κάτω, Εχετε κι' Εσείς τίς δικές σας κλίσεις. Μού είπαν πώς σάς άρέσει νά ζωγραφίζετε.

— Ώ. είπα, δέν ξέρω αν άξίζει νά γίνεται λόγος.—"α, όχι, ή ζωγραφική είναι ώραίο ταλέντο, είπε ή γυναί­

κα του έπισκόπου. Ό καθένας δέ μπορεί νά ζωγραφίζει. Τό Μάντερλέη θάχει Μνα σωρό ώραία τοπία γιά ζωγραφική.

— 1'41 —

Page 138: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Ναί, ναί, άσφαλώς, είπα σκοτισμένη άπ' τίς κουβέντες.Κι' είδα άξαφνα τόν Εαυτό μου να τριγυρίζει στίς πελού­

ζες ιμ' ένα σκαμνάκι κι' ένα κουτί μέ κραγιόνια κάτω άπ' τή μασχάλη, καί μέ το «ώ ρα ίο μου ταλέντο», όπως το είχε πει,. κάτω άπό τ' άλλο μου χέρι.

—'ταγαπάτε τα σπορ, τά άλογα, το κυνήγι ; με ρώτησε.—Ό χ ι, είπα. Τίποτα άπ' αύτά δέν κάνω."Υστερα, σά σέ άντίρροπο, πρόσθεσα :— Μ' άρέσει ό περίπατος.— Είναι ή πιό καλή άσκηση, είπε Εκείνη ζωηρά. Ό έπίσκο

πος κι' Εγώ περπατάμε πολύ.'ταναρωτιόμουν αν ό Επίσκοπος έκανε το γύρο της Εκκλη­

σίας του μέ τίς γκέτες και το άρχιερατικό του καπέλο, έχον­τας μπράτσο τή γυναίκα του. 'Ά ρχισε νά μού λέει γ ιά μιά έκδρομή πού είχαν κάποτε κάνει, πρίν άπό πολλά χρόνια, στά Πεννίν. Πώς έκοβαν μέ τά πόδια κάπου είκοσι μίλια τήν ήμερα, κι' Εγώ κουνούσα το κεφάλι, χαμογελώ ντας εύγένικά, κι’ άναρωτιόμουν τ ί νάταν Εκείνα τά Πεννίν. 'Έ λ εγα πώς θάταν κάτι σάν τίς 'Άνδεις, μά ύστερα θυμήθηκα πώς Πεννίν λεγόταν έκεί­νη ή αλυσίδα τών λόφων πού ξεχώριζε σά σκούρα καφετιά γραμμή στή μέση μιας άνοιχτορόδινης α γ γ λ ία ς στό σχολικό μου το χάρτη. Κι' ΕκείνοΗ π ό τ α μέ τ ίς γκέτες και το άρχιερατικό του καπέλο.

Ή άπαραίτητη σιωπή. Το κοίταγμα στό ρολόι ήταν περιττό, γ ια τί τό ρολόι του σαλονιού της χτύπησε τέσσερις μ' ένα στριγγό ήχο.

Σηκώθηκα.— Εύχαριστήθηκα πολύ πού σάς βρήκα στό σπίτι. 'Ελπίζω

νά ρθείτε νά μάς δείτε.— θ ά το θέλαμε πολύ. Μά ό Επίσκοπος δυστυχώς είναι πάν­

τα τόσο πολυάσχολος ! Τούς χαιρετισμούς μου στό σύζυγό σας, και μήν ξεχάσετε νά τού πείτε νά ξαναρχίσει τούς χορούς.

— Ναί, ναί, (βέβαια, είπα.'Έ λεγα ψέματα, κι' υποκρινόμουν πώς ήμουν Ενήμερη. Καί,

καθώς πήγαινα σπίτι ιμέ τ' αυτοκίνητο, τρώγοντας Εκεί στή γω ­νιά ιμου το νύχι άπ ' το ,μεγάλο μου (δάχτυλο, συλλογιζόμουν τό μεγάλο χώλ τού Μάντερλέη γεμάτο μεταμφιεσμένους άνθρώ­πους, τό θόρυβο, τις φλυαρίες, τίς βοές και τά γέλια τού κό­σμου πού πήγαινε κι' Ερχόταν, τους μουσικούς στόν έξώστη τους, τό δείπνο πού θά δινόταν σίγουρα στό σαλόνι, τούς με­γάλους μπουφέδες στόν τοίχο. Καί φανταζόμουνα τόν Μαξίμ νά στέκεται στήν άκρη τής σκάλας γελώντας, άνταλλάσσοντας χειραψίες, κα ί νά γυρίζει πότε πότε καί νά μιλά σέ μ ιά γυναίκα πού ήταν δίπλα του, ψηλή, λεπτή, όπως είπε ή γυναίκοε

— 142 -

Page 139: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τού Επισκόπου, μέ μαύρα μαλλιά γύρω άπό ένα λευκό πρόσωπο. Μιά γυναίκα πού τό σβέλτο της μάτι πρόσεχε νάχουν οί κα­λεσμένοι της κάθε άνεση, πούδινε μέ τρόπο διαταγές στούς ύπηρέτες, πού δέν ήταν ποτέ ταδέξια κι’ άχαρη, και πού, καθώς χόρευε, σκορπούσε όλόγυρα στήν ατμόσφαιρα Μνα άρωμα, το μοσχοβόλημα της λευκής α ζαλέας.

— θά δέχεστε πολύν κόσμο στο Μάντερλέη, κυρία ντέ Γουίντερ ;

Σά νά ξανάκουσα τήν περίεργη, σχεδόν αδιάκριτη φωνή τής ικυρίας πού είχα Επισκεφθεί στην άλλη άκρη του Κέρριθ, καί σά νά είδα πάλι το .βλέμμα της, Ερευνητικό, δύσπιστο, νά κοιτάζει το ντύσιμό ,μου άπ' τήν κορφή ώς τά νύχια, λές κι’ ήθελε νά δει, μ' Εκείνη τή γρήγορη ματιά πού ρίχνουν σ' όλες τίς νιόπαντρες, άν ήμουν έγκυος. Δέν ήθελα νά τήν ξαναδώ. Δέν ήθελα νά ξαναδώ καμιά τους. 'Έρχονταν νά μάς κάμουν Επίσκεψη στό Μάντερλέη, μόνο και μόνο γιατί ήταν περίεργες και κουτσομπόλες. 'Ήθελαν νά κρίνουν τούς τρόπους μου, τήν εμφάνισή μου, τή σιλουέτα μου, ήθελαν νά δούν πώς φερνόμα­στε ό ένας στόν άλλον ό Μαξίμ κι' έγώ, άν είμαστε αγαπημέ­νοι, γιά νά μπορούν, σά θά γύριζαν ύστερα σπίτι τους, νά μάς κουβεντιάζουν : «Δέν είναι σάν άλλοτε.» 'Έρχονταν γιατί ήθε­λαν νά μέ συγκρίνουν μέ τή Ρεβέκκα. Δέ θά πήγαινα ν' α ντα­ποδώσω τίς Επισκέψεις τους. Πήρα τήν άπόφαση. θ ά τόλεγα τού Μαξίμ. Δέ μ' ένιαζε άν θά μέ νόμιζοον αγενή, χωρίς τρό­πους. ταύτό θά τούς εδινε αφορμή νά κρίνουν καί ρά κουτσο­μπολεύουνε περισσότερο, θάλεγαν πώς έχω κακή 'τανατροφή. « Δέ μού φαίνεται παράξενο. 'ταπό πού κρατάει ή σκούφια της τό κάτω κάτω ;» "Υστερα ένα γέλιο, κι' ένα σήκωμα τών ώμων : «Πώς, ταγαπητή μου, δέν ξέρεις ; Τή μάζεψε άπό το Μόντε Κάρλο ή άπό κάπου Εκεί κοντά. Δέν είχε πεντάρα. Ή ταν demoiselle de compagnie μιας ήλικιωμένης κυρίας». Κι’ άλλα γέλια, κι' άλλα σηκώματα τών φρυδιών. « Μπά, δέν τό πιστεύω. Σοβαρά ; Τί παράξενοι πού είναι οί άντρες. Κι' ό Μαξίμ, πού ήταν τόσο δύσκολος ! Πώς μπόρεσε, μετά τή Ρεβέκκα !»

Δέ μ' ένιαζε. Δέν έδινα πεντάρα. "τας ελεγαν ό,τι ήθελαν' Καί, καθώς έστριβε το αύτοκίνητο στό θυρωρείο, έσκυψα νά χαμογελάσω στή γυναίκα τού φύλακα. '?·Ηταν σκυμμένη καί μάζευε λουλούδια στό μπροστινό μέρος τού κήπου. 'τακούοντας τό αύτοκίνητό μου, τινάχτηκε α μέσως όρθια. Δε μέ είδε πού της χαμογέλασα. Τή χαιρέτησα κουνώντας τό χέρι μου, μέ κοί­ταξε χωρίς έκφραση. Δέ μέ γνώρισε, πιστεύω. Έ γειρα πάλι πίσω ατό κάθισμά μου. Τ' αύτοκίνητο προχώρησε στήν αλέα.

Καθώς στρίψαμε σέ μιά στενή στροφή» είδα κάποιον πού περπατούσε μπροστά μας. ’Ήταν ό Φράνκ Κρώλεη, ό διαχει-

— 143 —

Page 140: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ριστής. Ό τα ν άκουσε το αυτοκίνητο, σταμάτησε, κ ι' ό σωφέρ έκοψε την ταχύτητα. Ό Φρανκ Κρώλεη έβγαλε το καπέλο του kai μου χαμογέλασε. Φαινόταν χαρούμενος πού μ' έβλεπε. Του χαμογέλασα κι' έγώ. Ηταν εύγενικό άπό μέρους του να δεί­χνει χαρά στή συνάντησή (μας. Τόν συμπαθούσα τόν Φράνκ Κρώλεη. Δέν τόν έβρισκα άχαρο και βαρετό όπως ή Βεατρίκη. Ί σ ω ς γ ιατί ήμουν κί'ε γώ τό Ιδιο. 'Ή μαστε κι' οί δύό βαρε­

το ί. Ποτέ δέν είχαμε να πούμε κάτι δικό μας, ουτ' έγώ ούτ' έκείνος. "Ομοιος όιμοίω. . .

Χτύπησα το τζάμι κι' είπα τού σωψέρ νά σταματήσει.— θ ά περπατήσω λ ίγο μέ τόν κύριο Κρώλεη, είπα.Μου άνοιξε τήν πόρτα.— Είχατε πάει σ’ επισκέψεις, κυρία ντέ Γουί ντερ ; ρώτησε.— Ναί, Φράνκ, είπα.Τόν έλεγα Φράνκ, γ ια τ ί έτσι τόν 'έλεγε κι' ό Μαξίμ, εκεί­

νος &μως μ' έλεγε πάντα κυρία ντέ Γουίντερ. Τέτοιος τύπος ήταν. Κι' άν ακόμα βρισκόμαστε σ' ένα Ερημονήσι οί δύό /μας, και ζούσαμε σ' όλη μας τή ζωή μόνοι, εγώ θάμουνα πάντα γ ι ' αύτόν ή κυρία ντε Γουίντερ.

— Πήγα στου Επισκόπου, είπα. Ό Επίσκοπος έλειπε, μά ήταν έκεί ή γυναίκα του. ταγαπούν, λέει, πολύ τούς περιπάτους κι' οί δύό τους. Κάποτε έκαμαν, με τά πόδια, είκοσι χιλιόμετρα μέσα σέ μιά μέρα, στά Πεννίν.

— Δέν το ξέρω αύτό το μέρος, είπε ό Φράνκ Κρώλεη. ’τακούω πώς είναι πολύ όμορφος τόπος. "Ενας θείος μου έμενε έκεί άλλοτε.

Τέτοιες ήταν' πάντα οί «κουβέντες του Φράνκ. Σύντομες, συμβατικές, άψογες.

— Ή γυναίκα του έπισκόπου θέλει νά μάθει πότε 6ά δώ­σουμε πάλι στό Μάντερλέη, χορό μετημφιεσμένων, είπα κοιτά­ζοντάς τον μέ τήν άκρη τού ματιού. Μού είπε πώς είχε έρθει στόν τελευταίο κι' εύχαριστήθηκε-πολύ. Δέν τόξερα, Φράνκ, πώς δίνονταν έδώ χοροί μεταμφιεσμένων.

Δίστασε μιά στιγμή πρίν άπαντήσει. Φαινόταν κάπως στε­νοχωρημένος.

— ιΝαί, ναί, είπε ύστερ' άπό λίγο. Ό χορός τού Μάντερλέη δινόταν ταχτικά μιά φορά το χρόνο. "’Ή ταν καλεσμένοι όλοι έδώ γύρω. Καθώς και πολύς κόσμος άπό τό Λονδίνο. Μεγάλη ύποδοχή.

— θάταν μεγάλη φασαρία ή όργάνωση ένός τέτοιου χο­ρού, είπα.

— Ναί, ,μοΰ αποκρίθηκε.’-Φαντάζομαι, είπα άδιάφορα, πώς τήν περισσότερη δου­

λειά Θά τήν έκανε ή Ρεβέκκα.

Page 141: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Κοίταζα ίσια μπροστά μου τη γραμμή τής αλέας, μά ένιω­θα τό πρόσωπό του γυρισμένο σέ μένα.

—Όλοι μας βάνα με τά δυνατά μας, είπε ήσυχα.ταύτό τό είπε μέ μιά περίεργη Επιφύλαξη, μιά δειλία πού

μού θύμισε τη δική μου. 'ταναρωτήθηκα άξαφνα μήν ήταν Ερωτευμένος μέ τή Ρεβέκκα. Δε θάταν διαφορετική ή φωνή του, άν ήταν άλήθεια. Ή Ιδέα αύτή μού άνοιξε νέους όρίζοντες. Ό Φράνκ Κρώλεη, ό τόσο ντροπαλός, ό τόσο σοβαρός ! Σίγουρα δέ Θά τόχε πει ποτέ σέ κανένα, πολύ λιγότερο στή Ρεβέκκα τήν ίδια.

— Φοβάμαι πώς «έγώ δέ θάμαι οέ θέση νά βοηθήσω σέ πολλά πράγματα, άν δοθεί ό χορός, είπα. Δέν είμαι Ικανή γιά κανενός είδους όργάνωση.

— Δε θά χρειαστεί νά κάμετε τίποτα, είπε. θ ά στολίσετε τή γιορτή μέ τήν παρουσία καί τήν άπλότητά σας.

— Είστε πολύ εύγενικός, Φράνκ. Μά πολύ φοβάμαι πώς ούτε καί γι' αύτό δέ θάμαι Ικανή.

— Πιστεύω πώς θά τά καταφέρετε θαυμάσια, είπε.Ό καημένος ό Φράνκ Κρώλεη ! Τί λεπτός και τί μετρημέ­

νος πού ήταν! Τόν πίστευα σχεδόν. Μά δέν ξεγελιόμουν στό βά­θος.

— θά πείτε τού Μαξίμ γιά τό χορό ; είπα.—Γιατί δέν τού λέτε σεις ; μού αποκρίθηκε.— Οχι, είπα, όχι, δέ θέλω.Μείναμε σιωπηλοί. Εξακολουθούσαμε τόν περίπατό μάς

στήν άλέα. Τώρα πού είχα νικήσει πιά τή στενοχώρια πού ένιω­θα, προφέροντας τ’ όνομα της Ρεβέκκας, πρώτα μέ τή γυναίκα τού έπισκόπου και τώρα μέ τόν Φράνκ Κρώλεη, ένιωθα ζωηρή τήν Επιθυμία νά Εξακολουθήσω. Μου έδινε ·μιάν άλλόκοτη Ικα­νοποίηση, Επιδρούσε άπάνω μου σά διεγερτικό. "Ηξερα πώς σ' ενα δύό λεπτά θα ξανάλεγα αύτό τ' όνομα και πάλι.

— Πριν άπό λίγες μέρες είχα πάει στήν ακρογιαλιά, είπα. 'Εκεί πού είναι ό κυματοθραύστης. Ό Τζάσπερ είχε φρενιάσει' καί γαύγιζε όλοένα Εκείνο τόν κακόμοιρο τόν άνθρωπάκο μέ τό ήλίθιο πρόσωπο.

— θά Εννοείτε τόν Μπέν, είπε ό Φράνκ μ' εντελώς ήσυχη φωνή τώρα, Πάντα τριγυρίζει στήν α κτή. Είναι ένα άκακο πλάσμα. Δέν πρέπει νά τόν φοβάστε. Δέ θά μπορούσε νά πει­ράξει ούτε μιά μύγα.

— 'Ώ, δέν τόν φοβήθηκα, είπα.‘Ύστερα σώπασα μιά στιγμή, μουρμουρίζοντας κάποιο

σκοπό γιά νά πάρω θάρρος.— Φοβάμαι πώς τό σπιτάκι έκείνο θά σαραβαλιαστεί Εντε­

λώς, είπα άπλά. 'ταναγκάστηκα νά μπώ μέσα γιά νά βρώ ένα σπάγγο, ή κάτι άλλο, γιά νά δέσω τόν Τζάσπερ. Τό βάζο είναι

— 145 —10 Ρίβίχκα

Page 142: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γεμάτο μούχλα και τά βιβλία κοντεύουν νά koctocστραφούν.. Γιατί δέ νιάζεται κανείς ; Είναι κρίμα.

Ή ξερα πώς δέ θ ' άπαντούσε α μέσως. "Εσκυψε νά δέσει τό> κορδόνι τού παπουτσιού του.

Προσποίηση κα πώς κοίταζα ένα ψύλλο πού είχα κόψει άπ& ένα θάμνο.

— θαρώ πώς άν ήθελε ό Μαξίμ νά γίνει τίποτα έκεί κάτω,, θά μού τόλεγε, είπε, σκυμμένος άκόμα στό παπούτσι του.

— Ό λ ' αύτά τά πράματα είναι τής Ρεβέκκας; ρώτησα.— Ναί, είπε.Πέτοοξα το φύλλο, έκοψα ένα άλλο, κι' άρχισα νά τό στρι­

φογυρίζω στά δάχτυλά μου.— Τί το χρειοίζότανε αύτό το σπιτάκι, τόσο τέλεια επιπλω­

μένο; ρώτησα. "Οταν τό είδα άπέξω, νόμισα πώς ήταν μόνα γ ιά τή εβάρκα.

— ’Έ τσ ι ήταν στήν άρχή, είπε, κι' ή φωνή του έγινε πάλι διστακτική και δύσκολη, όπως γ ίνετα ι όταν μας δυσκολεύει αύτό πού έχουμε νά πούμε. ‘Ύστερα, — υστέρα έκείνη τ ’ άλλαξε έτσι, έβαλε μέσα. έπιπλα, βάζα.

Μού φάνηκε παράξενος ό τρόπος πού είπε τή λέξη «εκείνη». Δέν είπε ή Ρεβέκκα, ή ή κυρία ντέ Γουίντερ, όπως περίμενα.

— Πήγαινε συχνάε κί ; ρώτησα.-Ν α ί, είπε, πολύ συχνά. Έ δ ιν ε π ικ -ν ικ όταν είχε φ εγ­

γάρι, — και άλλα παρόμοια.Περπατούσαμε π λ ά ι-π λ ά ι, κι' έγώ Εξακολουθούσα νά σι­

γοτραγουδώ το σκοπό .μου.— Τί ώραία, είπα ζωηρά. Τά πικ νικ μέ το φ εγγά ρ ι θάναι

πολύ διασκεδαστικά. Πήγατε καμιά φορά;— Μιά δύό φορές, είπε.'Έ κανα πώς δέν πρόσεχα το ύφος του, πώς δεν έβλεπα μέ

πόση δυσκολία μιλούσε γ ι ' αύτά τά πράματα.— Τί είναιε κείνη ή σημαδούρα στό λιμανάκι; ρώτησα.— Έ κεί ε δεναν τό κοτεράκι, είπε.— Ποιό κοτεράκι ; ρώτησα.— Τό κοτεράκι της, είπε.Έ ν ιω θα μιά παράξενη υπερδιέγερση. Έ π ρεπε νά συνε­

χίσω τίς Ερωτήσεις. Δέν ήθελε νά .μιλά γ ι’ αύτά τά πράματος τό καταλάβαινα, όμως παρ' όλο πού τόν λυπόμουν καί θύμωνα μέ τόν έαυτό μου, έπρεπε νά Εξακολουθήσω, δέ μπορούσα νά σωπάσω.

— Καί τ ί άπόγινε αύτό το κοτεράκι; είπα. Μ' αύτό ταξί­δευε τότε πού πνίγηκε;

— Ναι, είπε ήρεμα. ταναποδογυρίστηκε καί βούλιαξε. Τή σάρωσε τό κύμα.

— 146 —

Page 143: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Τί είδους ήταν; ρώτησα.— Τριών τόνων περίπου. Είχε καί μιά μικρή καμπίνα.— Πώς αναποδογύρισε; είπα.~ Καμία φορά φυσάει πάρα πολύ άγρια μέσα στόν κόλπο,

είπε.Συλλογιζόμουν έκείνη τήν πράσινη θάλασσα, μέ το άσπρο

γάλιασμα τών αφρών της, πού κυλούσε στό κανάλι πέρα α πό τόν κάδο. "Άστε έτσι. Είχε φυσήξει ένας απότομος αέρας από το λόφο τού φάρου, καί το μικρό τρεμάμενο κοτεράκι είχε γεί­ρει, μέ τό άσπρο του πανί πλαγιασμένο εντελώς στήν αγριε­μένη θάλασσα. . .

— Δέ μπορούσε νά πάει κανείς νά τή βοηθήσει; είπα.—Κανείς δέν πήρε είδηση γιά τό δυστύχημα, είπε. Κανείς

δέν ήξερε πώς είχε πάει μέ τό κοτεράκι.Πρόσεχα πολύ νά μή τόν κοιτάζω, γιατί θά&λεπε τήν έκ­

πληξη στό πρόσωπό μου. Νόμιζα πάντα πώς τό δυστύχημα είχε γίνει σέ κάποιαν Ιστιοδρομία, πώς ήταν κι' άλλα κότερα έκεί κοντά, Τά κοτεράκια τού Κέρριθ, καί πώς ό κόσμος παρακολου­θούσε από τά βράχια. Δέν ήξερα πώς ήταν μονάχη της, όλομόναχη έκεί έξω στόν κόλπο.

— Μά θά πρέπει νά τόξεραν στό σπίτι, είπα."■"Όχι, είπε. Συχνά έβγαινε έτσι μόνη. Γύριζε όποια ώρα

ήθελε τή νύχτα, και κοιμόταν στό σπιτάκι τής ακρογιαλιάς.— Δέ φοβόταν; ρώτησα.— ιΝά φοβηθεί ; είπε, Ό χ ι. Δέ φοβότανε τίποτα.— Μ ά... μά δέν τόν πείραζε τόν Μαξίμ πού έφευγε έτσι

μόνη;Στάθηκε μια στιγμή και ύστερα είπε κοφτά:— Δέν ξέρω.Είχα τήν Ιδέα πώς προσπαθούσε νά φερθεί τίμια πρός κά­

ποιον. 'Ίσως στόν Μαξίμ, ίσως στή Ρεβέκκα, ίσως στόν ίδιο τόν έαυτό του. Ή ταν παράξενος. Δέν ήξερα τί νά σκεφτώ.

— θά πρέπει λοιπόν νά πνίγηκε, ένώ προσπαθούσε νά βγει στήν ακτή κολυμπώντας αφού βούλιαξε τό κοτεράκι, είπα.

—;Ναί, είπε.Έβλεπα μέ τή φαντασία μου το μικρό έκείνο σκαφίδι νά

κλυδωνίζεται καί νά βουλιάζει, καί τά πανιά του νά πέφτουν άξαφνα τρομαχτικά, μέσα σ' έκείνο τόν ανεμοστρόβιλο, θά πρέπει νάταν μαύρο σκοτάδι έξω έκεί στόν κόλπο. Ή τακτή θά πρέπει νά φαινόταν πολύ ταπόμακρη γιά κείνον πού θά κολυ­μπούσε σ' αύτά τά νερά.

—"Υστερ' από πόσον καιρό βρήκαν τό πτώμα της ; ρώτησα.— "Υστερ' από δύό μήνες περίπου, είπε.Δύό μήνες 1 Νόμιζα πώς τούς πνιγμένους τούς βρίσκουν τό

— 147 —

Page 144: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

πολύ μέσα σέ δύό μέρες. Είχα τήν ιδέα πώς όταν έρχεται ή παλίρροια, τούς ρίχνει .άμέσως στήν άκτή.

— Που τή βρήκαν ;— Κοντά στό Έ τζκομπ , είπε. Σαράντα μίλια περίπου άπό

δω.Είχα μείνει κάποτε μερικές μέρες στό 'Έτζκομπ, όταν

ήμουν Επτά χρονών. Ή τ αν μιά μεγάλη πολιτεία, μέ ,μιάν άπσ' βάθρα και μέ πολλά γαϊδουράκια, θυμήθηκα ότι είχα πάει πε­ρίπατο στήν άμμουδιά, καβάλα σ' ένα γαϊδουράκι.

— Πώς μπόρεσαν νά καταλάβουν πώς ήταν αύτή, ύστερ άπό τόσον καιρό; Πώς μπορούσαν νά τό βεβαιώσουν;

ταπορούσα γ ια τ ί κοντοστέκονταν πριν άπό. κάθε φράση του, σά νά ζύγιαζε τά λόγ ια του. Είχε τά χα γ ι ’ αύτή ν κανένα Ιδιαί­τερο Ενδιαφέρον; Τόν ά γ γ ιζ ε τόσο πολύ;

—Ό Μαξίμ πήγε στό Έ τζκ ο μ π και πιστοποίησε τήν ταυτό­τητά της είπε.

Ξαφνικά δέ θέλησα π ιά νά ρωτήσω τίποτ' άλλο. ταισθα­νόμουν κουρασμένη άπό τόν έ<χυτό ιμου, κουρασμένη και άηδιασμένη. Ή μουν σάν τόν περίεργο θεατή ύστερ' άπό ένα «δυστύ­χημα, πού στέκεται στήν άκρη τού πλήθους προσπαθώντας νά ιδεί. Ή σάν αυτούς τούς άξιοθρήνητους άνθρώπους, πού όταν πεθαίνει κανένας, μπαίνουν στό σπίτι και ρωτάνε: «Μπορώ νά ϊδώ το νεκρό ;» Ό έαυτός μου μέ άποτροπίαζε. ΟΙ Ερωτήσεις μου ήταν άδιάκριτες, έξευτελιστικές, Ό Φράνκ Κρώλεη θά μέ περιφρονούσε.

— Φριχτή δοκιμασία γ ιά όλους σας, είπα γρήγορα. Υπο­θέτω πώς δέ σάς είναι εύχάριστες αύτές οί άναμνήσεις. Το μόνο πού ήθελα νά δώ, είναι άν θά μπορούσε νά γίνει τίποτα μ' αύτό το σπιτάκι. Τίποτ' άλλο. Είναι κρίμα όλ' αύτά τά έπιπλα νά κα­ταστραφούν άπό τήν ύγρασία.

Δεν είπε τίποτα. ’Έ νιω θα τόν έ<χυτό μου ξανοομμένο κι' άνήσυχο. θ ά κατάλαβε βέβαια πώς δέν ήταν ή έγνια γ ιά τό άδειο Εκείνο σπιτάκι πού μέ παρακίνησε νά κάμω όλες αύτές τίς Ερω­τήσεις, και τώρα ήταν σιωπηλός, γ ια τ ί είχε θυμώσει μαζί μου. Τόν είχα αίστανθεί στήν αρχή σάν ένα σύιμμαχο. Ί σ ω ς τώρα νά τά είχα καταστρέψει όλα, κι' αύτός νά μήν ξανάνιωθε ποτέ πιά τά ίδια αισθήματα γ ιά μένα.

— Τί μεγάλη που είναι αύτή ή άλέα! είπα. Μού θυμίζει πάντα τό μονοπάτι τού δάσους, σ’ ένα παραμύθι του Γκρίμ, έκεί -πού χάνεται, ξέρετε, τό βασιλόπουλο. Είναι πάντα πιό μακριά άπ' ό,τι τήν περιμένει κανείς καί τά δέντρα της είναι τόσο σκο­τεινά, τόσο πυκνά.

— Ναί, είναι άσυνήθιστη κάπως, είπε.‘ταπό τόν τρόπο του κατάλαβα πώς >βρισκόταν άκόμα σ' έπι-

— 148 -

Page 145: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

φυλακή, πώς φοβόταν μήν τού κάμω κι' άλλες Ερωτήσεις. Με­ταξύ μας πλανιόταν μιά στενοχώρια πού δέ μπορούσα νά τήν αφήσω έτσι. Έπρεπε κάτι νά κάμω, έστω κι’ άν αύτό θά μέ καταντρόπιαζε.

— Φράνκ, είπα α πελπισμένη, ξέρω τί σκέπτεστε αύτή τή στιγμή. Δέ μπορείτε νά καταλάβετε γιατί σάς έκαμα τώρα δά όλες αύτές τίς Ερωτήσεις. Νομίζετε πώς είμαι νοσηρή καί πε­ρίεργη, άπστρόπαια περίεργη. Δέν είν’ αύτό, σάς όρκίζομαι. Είναι ταπλούστατα ό τ ι... ότι οοίσθάνομαι καμιά φορά τόν έαυτό μου σέ τόσο μειονεκτική θέση. . . Είναι Εντελώς αλλόκοτο γιά μένα νά ζώ έδώ στό Μάντερλέη. Είναι ένα είδος ζωής πού δέν είμαι γεννημένη γι’ αύτήν. Κάθε φορά πού πηγαίνω νά τανταπο­δώσω,αύτές τίς Επισκέψεις, όπως σήμερα τό ταπόγεμα, ξέρω πώς οί άνθρωποι μέ κοιτάζουν από τήν κορφή ώς τά νύχια, κι' αναρωτιώνται άν θά τά καταφέρω. Τούς ςκκντάζομαι νά λένε: « Τί της βρίσκει ό Μαξίμ ; » Και τότε, Φράνκ, ταρχίζω ν' απορώ κι' έγώ ή ίδια καί ν' αμφιβάλλω, και νιώθω ένα φριχτό αίσθημα στή σκέψη πώς δεν έπρεπε νά παντρευτώ τόν Μαξίμ, πώς δέ γίνεται νά είμαστε εύτυχισμένοι. Ξέρω, βλέπετε, πώς κάθε φο­ρά πού γνωρίζω έναν καινούργιον άνθρωπο, κάνει κι' αύτός τήν ίδια σκέψη πού κάνουν όλοι : « Τί ταλλιώτικη πού είναι ταπ’ τή Ρεβέκκα !»

Σταμάτησα λαχανιασμένη, και κάπως ντροπιασμένη κιό­λας από το αύθόρμητο ξέσπασμά μου, γιατί καταλταβαινα πώς τώρα πιά δέ θά μπορούσα ποτέ νά ξεφύγω ταπ’ ό,τι είπα. Ό Φράνκ γύρισε και μέ κοίταξε, πολύ στενοχωρημένος καί ταρα­γμένος.

— Κυρία ντέ Γουίντερ, κάντε ιμου τή χάρη, μήν τά σκέπτε­στε αύτά τά πράματα, είπε. Ε γώ προσωπικώς δέ μπορώ νά σάς πώ τί Ενθουσιασμένος πού είμαι πού παντρευτήκατε τόν Μαξίμ. Ή ζωή του θ' α λλάξει Εντελώς. Είμαι βέβαιος πώς θά έχετε σ' αύτό μεγάλη Επιτυχία. Κατ' έμέ, είναι... είναι πολύ μεγάλη ξεκούραση, και πολύ μεγάλη χαρά, νά βρει κανείς έναν άν­θρωπο σάν και σάς, πού νά μήν είναι έντελώς... (κοκκίνισε αναζητώντας τή λέξη) . . . νά μήν είναι έντελώς, θά έλεγα, ενή­μερος της ζωής τού Μάντερλέη. Κι' άν οί γύρω σας σάς δίνουν τήν έντύπωση ότι σάς σχολιάζουν και σάς Επικρίνουν, αύτό είναι— πώς νά πώ — έντελώς, ταπολύτως είς βάρος τους, τίποτ' άλλο. ’Εγώ, δέν άκουσα ποτέ ούτε λέξη Εναντίον σας, κι' άν τύχαινε ν' α κούσω, θά φρόντιζα, ένια σας, νά μήν Επαναληφθεί ποτέ πιά.,

— Είστε πάρα πολύ καλός, Φράνκ, είπα. Κι' αύτό πού λέτε, με ανακουφίζει πολύ. Όμολογώ πώς ήμουν πάρα πολύ άνόητη. Μά δέν τά καταφέρνω όταν βρίσκομαι σέ κόσμο. Δέν τδχω συ-

— 149 —

Page 146: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νηθίσει, κι' όλη τήν ώρα κάθομαι καί σκέπτομαι π ώ ς . . . πώς θά ήταν τό Μάντερλέη άλλοτε, τότε πού ύπηρχε έκεί κάποιος πού είχε γεννηθεί χ ι ' είχε άνατραφεί γ ι ' αύτή τή ζωή άκρι-βώς, και πού (έκανε τό κάθε τ ί φυσικά και άβίαστα. Καί ταντιλαμ­βάνομαι, κάθε «μέρα, όλ’ <χύτά πού μου λείπουνε, — αυτοπεποί­θηση, χάρη, ό μορφιά, Εξυπνάδα, πνεύμα, —-όλ' οτύτά τά χα ρ ί­σματα πού έχουν σέ ιμιά γυναίκα τόσο μεγάλη σημασία, — καί πού αύτή τα είχε. Τίποτα δέ γίνεται, Φράνκ, τίποτα δέ γίνεται.

ταύτός δέν άπάντησε. Εξακολουθούσε νά φαίνεται τα ρα ­γμένος και άφηρη μένος. 'Έ β γα λε το μαντήλι του καί σκούπισε τή μύτη του.

— Δέν πρέπει νά τά λέτε ocutoc, είπε.— Γιατί ό χ ι ; Είν' άλήθεια, είπα.— Έ χ ε τ ε άλλα προτερήματα πού έχουν τήν ίδ ια σημασία,

και πολύ περισσότερη μάλιστα. Ί σ ω ς νά είναι κάπως τολμηρό άπό ιμέρους .μου νά σάς μιλώε τσι, άφου δε σάς ξέρω άκόμα πολύ καλά. ’Εγώ είμαι άνθρωπος άνύπαντρος, και δέν έχω πείρα άπ ' τΙς γυναίκες. Ζω μιά ζωή ήσυχη, όπως ξέρετε, έδώ στό Μάντερλέη, <μά μπορώ νά πω πώς ή καλοσύνη, ή ειλικρί­νεια, και —6cv :μοΰ Επιτρέπετε τήν Εκφραση — ή σεμνότητα έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία γ ιά έναν άντρα, γ ιά ένα σύζυγο, άπ ' όλο τό πνεύμα καί τήν όμορφιά τού κόσμου.

Φαινόταν πολύ ταραγμένος καί σκούπισε πάλι τή μύτη του. •Έβλεπα πώς τόν είχα α ναστατώσει περισσότερο ά π ' ό,τι ε ίχα α ναστατώσει τόν Εαυτό μου, κι’ ή διαπίστωση αύτή ·μέ γα λή­νεψε, δίνοντάς μού ένα αίσθημα ύπεροχής. ταναρωτιόμουν γ ια τ ί τόπαιρνε τόσο κατάκαρδα. Το κάτω κάτω, δέν είχα πει -και σπουδαία πράματα. Είχα όμολογήσει μόνο το αίσθημα τής α βε­βαιότητας πού ιδοκίμοοζα συγκρίνοντας τόν Εαυτό μου με τή Ρε­βέκκα. ταύτή θάχε σίγουρα κι' όλα αύτά τά χαρίσματα, πού ό Φράνκ ταναγνώριζε σέ μένα. Θάταν κι' αύτή καλή κι' ειλικρινής, άφοϋ είχε τόσους φίλους, κι' όλοι τήν άγαπούσαν τόσο πολύ. Δέν καταλάβαινα χα λά καλά τί Εννοούσε λέγοντας σεμνότητα. Ποτέ μου δέ μπόρεσα νά συλλάβω τό νόημα αύτής τής λέξης. Είχα πάντα τήν Εντύπωση πώς είχε κάποια σχέση μέ τήν προ­σοχή πού πρέπει νά έχει κοπείς νά μή συναντήσει άνθρώπους στο διάδρομο όταν πηγαίνει στό λουτρό. . . Τόν καημένο τό\ Φράνκ ! Κι' ή Βεατρίκη νά τόν βρίσκει βαρετό, και νά λέει πώς δεν είχε ποτέ νά πει κάτι δικό του.

—"τας είναι, είπα κάπως στενοχωρημένη, δέν ξέρω άν είναι έτσι, όπως τά λέτε. Δέ νομίζω πώς είμαι πολύ καλή, ή Ιδιαί­τερα ειλικρινής, κι' όσο γ ιά τή σεμνότητα πού μου ταποδίδετε, δέ .μού δόθηκε ποτέ, ναμίζο), ή ευκαιρία νά είμαι καί τίποτ' άλλο. Φυσικά, δεν ήταν καί τόσο σεμνό νά παντρευτώ έτσι βια-

— 1 5 0 —

Page 147: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στικά, έκεί κάτω στό «Μόντε Κάρλο, και νά μένω πριν άπό τό γάμο μου μόνη σ’ έκείνο τό ξενοδοχείο, μά ίσως δέν τά λογα­ριάζετε αύτά.

— 'ταγαπητή μου κυρία ντέ Γουίντερ, δέν πιστεύω νά νομί­ζετε πώς μού πέρασε έστω και γιά μιά στιγμή ή ιδέα πώς ή συνάντησή σας έκεί κάτω δέν ήταν άπολύτως άνεπίληπτη, είπε μέ χαμηλή φωνή.

— "Οχι, άσφαλώς, είπα σοβαρά.Τόν καημένο τόν Φράνκ ! θαρώ πώς τόν είχα σοκάρει. 'ταλ­

λά κι' αύτό τό «άνεπίληπτη », — τί έκφραση άπίθανη, δική του, έντελώς όική του ! Σ' έκανε άμέσως νά σκέπτεσαι, τί είδους πράγματα θά ήταν τά « έπιλήψιμα » πράγματα.

— Είμαι βέβαιος, άρχισε καί κόμπιασε άμέσως, μέ τήν ίδια πάντα ταραχή,—είμαι βέβαιος πώς ό Μαξίμ θά στενοχωριό­ταν, θα συγχιζόταν πάρα πολύ άν ήξερε πώς αισθάνεστε. Δέν πιστεύω ούτε κάν νά το φαντάζεται.

— Δέν πιστεύω νά τού τά πείτε, είπα ζωηρά.—Ό χι, βεβαίως όχι, γιά ποιόν μέ παίρνετε ; 'ταλλά βλέ­

πετε, κυρία ντέ Γουίντερ, ξέρω πάρα πολύ καλά τόν Μαξδμ, και τόν έχω Ιδεί σέ πολλών ειδών... ψυχικές καταστάσεις. "ταν ήξερε ότι (βασανίζεστε τόσο πολύ μέ τ ό ... πώς νά π ώ ... μέ τό παρελθόν, αύτό θά τόν στενοχωρούσε πιό πολύ άπ' ότιόήπότε άλλο στον κόσμο. Μπορώ νά σάς το βεβαιώσω. Τώρα φαίνεται μιά χαρά, πάρα πολύ στά καλά του, ή κυρία Λέϊση όμως είχε άπόλυτο δίκιο τήν άλλη μέρα, όταν έλεγε ότι πέρσι λίγο έλειψε νά καταντήσει νευρασθενικός, — όσο κι' άν ήταν, βεβαίως, κά­ποια έλλειψη τάκτ, νά τό πει έτσι μπροστά του. Νά γιατί τού κάνετε τόσο καλό. Είστε νέα, δροσερή, κ α ί... λογική, ·δέν έχετε καμιά σχέση μέ τά περασμένα. Ξεχάστε τα, κυρία ντέ Γουίν­τερ, όπως τά ξέχασε κι' έκείνος, δόξα σόι ό θεός, όπως τά ξε­χάσαμε καί όλοι μας, (Κανένας άπό μας δέν έχει τή ‘διάθεση νά θυμάται τά περασμένα, και πολύ λιγότερο ό Μαξίμ. 'ταπό σάς Εξαρτάται, ξέρετε, νά «μάς άπομακρύνετε άπ' αύτά. Κι' όχι νά μάς τά θυμίζετε.

Είχε δίκιο, άσφαλώς είχε δίκιο. Ό καλός μου ό Φράνκ, ό φίλος μου, ό σύμμαχός μου. Φάνηκα έγωίστρια, ύπερευαίσθητη, θύμα τού αισθήματος της κατωτερότητας πού μέ βασάνιζε.

— "Επρεπε νά σάς τά είχα πει όλ' αύτά πιό νωρίς, είπα.— Μακάρι νά τόχατε κάνει, είπε. θ ά σάς είχα άπαλλάξει

άπό κάμποσες στενοχώριες.— ταισθάνομαι πιό καλά τώρα, είπα, πολύ πιό καλά. Και

θά σας θεωρώ φίλο μου ότιδήποτε καί νά γίνει, Δέν είν' έτσι, Φράνκ ;

— Ναί, άσφαλώς, είπε.

— 151 —

Page 148: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Είχαμε φτάσει στό τέλος της πυκνής σκοτεινής άλέας κι' είχαμε ξαναβγεί στό φώς. Τά ροδόδεντρα μάς περικύκλωναν.

Ή ε ποχή τους σέ λ ίγο θά περνούσε. Είχαν άρχίσει κιόλας νά παραφουντώνουν, νά φαίνονται κάπως μαραμένα. Τόν άλλο ιίήνα, τά πέταλά τους θάρχιζαν νά πέφτουν ένα ένα άπ’ τίς, μεγάλες τούφες και oi κηπουροί θάρχονταν νά τά σκουπίζουν. Ή ό μορφιά τους ήταν έφη μέρη. Δέν κρατούσε πολύ. ·

— Φράνκ, είπα, πρίν τελειώσουμε αύτή τή συζήτηση :μιά γ ιά πάντα, άς πούμε έτσι, μού δίνετε τό λόγο σας πώς θ ' α παντή­σετε μέ όλη τήν ειλικρίνεια σέ κάτι πού θά σάς ρωτήσω ;

Στάθηκε καί με κοίταξε μέ κάποια ύποψία.— Δέν είναι άπολύτως σωστό αύτό πού μού ζητάτε, είπε.

Μπορεί νά μέ ρωτήσετε γ ιά κάτι πού νά >μή μπορώ νά σάς άποή/τήσω, πού νά μου είναι άπολύτως ά δυνατό.

—Ό χ ι, είπα. ταύτό πού θέλω νά σάς ρωτήσω δέν είναι αύτου του είδους. Δέν πρόκειται γ ιά ερώτηση Ιδιωτικής φύ­σεως, γ ιά κάτι τό προσωπικό, ή κάτι παρόμοιο.

— Πολύ καλά, θά προσπαθήσω νά σάς εύχαριστήσω, είπε-Ειχαμε φτάσει στή στροφή τής άλέας, και το Μάντερλέη

ήταν τώρα μπροστά ιμας, γαλήνιο και ήρεμο, χωμένο στις πε­λούζες του, κινώντας πάντα το θαυμασμό μου γ ιά τήν τέλεια συμμετρία και τή χάρη του, τή μεγάλη απλότητά του.

Ό ήλιος παιγνίδιζε πάνω στά τζαμάκια τών παραθύρων του κι’ ένα άπαλό χαλκοκόκκινο φ έγγος άντιφ έγγιζε στούς πέτρινους τοίχους του πού τούς σκέπαζαν οί λειχήνες. Μιά λε­πτή στήλη καπνού ανέβαινε φιδωτή άπ ' τήν καμινάδα της βι­βλιοθήκης. Δάγκωνα το νύχι του μεγάλου μου δάχτυλου, κοι­τάζοντας τόν Φράνκ μέ τήν άκρη του ματιού.

— Πέστε μου, είπα, κι' ή φωνή μου ήταν συνηθισμένη και. άπολύτως ά'διάφορη, πέστε μου, ήταν πολύ όμορφη ή Ρεβέκκα ;

Ό Φράνκ δέν άπάντησε άμέσως. Δέ μπορούσα νά δω τό πρόσωπό του. Κοίταζε πέρα «μακριά, πρός τό μέρος τού σπιτιού.

— ιΝαί, είπε άρνά , ναί, ήταν, νομίζω, τό ταραιότερο πλά­σμα πού είδα στή ζωή μου.

’τανεβήκαμε τά σκαλιά, μπήκαμε στό χώλ, και χτύπησα τό κουδούνι γ ιά τό τσάι.

Page 149: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

12Τ Η Ν κ. ΝΤταΜΒιΕΡΣ δέν τήν έβλεπα πολύ. Ζούσε πολύ’

ταπομονωμένη. Μου τηλεφωνούσε κάθε μέρα στό σάλο' νάκι, υποβάλλοντας ιμου τυπικά το menu, μά οί σχέσεις μας σταματούσαν εκεί. Μου είχε βρει μιά καμαριέρα,

τήν Κλάρις, κόρη ενός άπ' τους άνθρώπους του κτήματος, ένα χαριτωμένο, ήσυχο κι' ευγενικό κορίτσι, που ευτυχώς δεν είχε ύπηρετήσει άλλοτε σέ σπίτι και δέν είχε αποκτήσει δυσάρε­στες συνήθειες. 'Νομίζω πώς ήταν τό μόνο πρόσωπο μέσα στό σπίτι πού αισθανόταν γιά μένα πραγματικό σεβασμό. Γι' αότήν ήμουν ή οικοδέσποινα, ή κυρία ντέ Γουίντερ. Τά κουτσο­μπολιά των άλλων δέ ιμπορουσαν νά τήν έπηρεάσουν. Είχε ζή­σει ένα διάστημα μακριά άπό το κτήμα, είχε μεγαλώσει στά χέρια μιας θείας της δεκαπέντε μίλια άπό το Μάντερλέη, κι' ήταν σχεδόν νεοφερμένη, όπως κι' ε γώ. ταισθανόμουν μαζί της μεγάλη έλευβερία. Δέ δυσκολευόμουν νά τής πω ϊ « Κλάρις, μου μαντάρεις, σέ παρακαλώ, τις κάλτσες μου ;»

'Η 'ταλίκη, ή υπηρέτρια, είχε τόσο ύπεροπτικό ύφος. Προτι­μούσα νά παίρνω κρυφά άπ' τά συρτάρια Vου τά νυχτικά μου καί τά πουκάμισά μου, καί νά τά μαντάρω μόνη μου, παρά νά τής πω νά τά μαντάρει αύτή. 'Κάποτε τήν είχα δει νά κρα­τάει στό μπράτσο της ένα μου πουκάμισο καί νά Εξετάζει το κοινό του το ύφασμα με τή μικρή του δαντελένια μπορντούρα.. Τήν έκφρασή της δέ θά τήν ξεχάσω ποτέ. "Ηταν σχεδόν σάν άγανακτισμένη, σά νάχε “πληγωθεί ή δική της ή περήφανε ία. Ποτέ μου δέν είχα δώσει πρωτύτερα Ιδιαίτερη σημασία στά έσώρουχά μου. Φτάνει ναταν καθαρά καί καλοραμμένα καί δέ μ' 'ένιαζε ούτε άπό τί ύφασμα ήταν, ούτε αν είχαν ή όχι γαρνίρισμα. Είχα διαβάσει διάφορες περιγραφές γιά νυφικές; προίκες, μέ όλόκληρες δωδεκάδες Εσώρουχα, μά έγώ δέν έδι­να ποτέ σημασία σ' δλα οτύτά. Το ύφος της ' αλίκης μου έδωσε:

153

Page 150: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ένα μάθημα. Έ γ ρ α ψ α άμέσως σ’ -ένα κατάστημα ατό Λονδίνο καί ζήτησα καταλόγους γ ιά έσώρουχα, όταν όμως διάλεξα τ ί ήθελα, ή 'ταλίκη δέ μέ ύπηρετουσε πιά. Στή θέση της είχε έρθει ή Κλάρις. Βρήκα λοιπόν πώς ήταν μάταιη σπατάλη ν' α γ ο ­ράσω καινούργια έσώρουχα γ ιά χοετίρι τής Κλάρις. Έ τ σ ι πέταξα τόν κατάλογο σ' ένα συρτάρι, καί δέν ξανάγραψα στό κατάστημα.

Πολλές φορές α ναρωτιόμουν άν ή Κλάρις είχε μιλήσει στίς άλλες, κι' ότν τά άσπρόρουχά μου είχαν γίνει θέμα γ ιά συζή­τηση άνάμεσα στίς ύπηρέτριες, σάν κάτι τό φριχτό, πού τό κουβεντιάζει κανείς μέ χαμηλωμένη φωνή, όταν λείπουν oi άντρες. Δέ θά ταπέτρεπε -ποτέ στόν έαυτό της ή Ά λικη νά κά­μει μπροστά στούς υπηρέτες ένα τέτοιο άστείο. Ποτέ δέ θά μιλούσε γ ιά « πουκάμισα » νά πούμε, μπροστά στόν Φρίθ.

Ό χ ι , τό ζήτημα οεύτό τών άσπρορούχων μου, ήταν άκόμα σοβαρότερο. Έ μ ο ια ζε μάλλον μέ ύπόθεση διαζυγίου πού έκδικάζεται κεκλεισμένων τών θυρών. 'Οπωσδήποτε, ευχαριστή­θηκα πολύ όταν ή 'ταλίκη μέ παράδωσε στήν Κλάρις. 'Η Κλάρις δέ θάταν ποτέ σέ βέση νά ξεχωρίσει μιάν άληθινή δαντέλα άπό μιά ψεύτικη. ‘Ή τα ν σοφό ταπό μέρους τής κ. Ντάμβερς νά τή βάλει στήν Υπηρεσία μου. θ ά σκέφτηκε άσφαλώς πώς έμείς οί δύό θά τά πηγαίναμε πολύ καλά. Τώρα πού ήξερα γ ιά ποιο λόγο μ' α ντιπαθούσε ή κ. Ντάμβερς, έβρισκα πιό άπλά τά πρά­ματα. Ή ξερ α πώς δέ μισούσεε μένα προσωπικά, παρά έκείνο πού ταντιπροσώπευα, θ ά αίσθανόταν τό ίδιο γ ιά κάθε γυναίκα πού βάπαιρνε τή βέση της Ρειβέκκας. ταύτό κατάλαβα τουλά­χιστον άπ ' όσα μου είχε πει ή Βεατρίκη τήν ή μέρα πού ήρθαν κι’ έφαγαν μαζί μας.

—Δέν τόξερες ; μού είχε πει. Τής είχε λατρεία τής Ρε­βέκκας.

Έκείνη τή στιγμή τά λόγια της μέ ε ίχαν στενοχωρήσει. "Οπως κι' άν είναι, δέν τά περίμενα. "Οταν όμως τά ξανασκέ­φτηκα, άρχισα νά χάνω τόν πρώτο μου φόβο γ ιά τήν κ. Ντάμ­βερς. Ά ρ χ ισ α νά τή λυπάμαι. Μπορούσα πολύ καλά νά φα νταστώ τί θά πρέπει νά αισθανόταν. Κάθε φορά πού β' άκουγε νά μέ φωνάζουν «κυρία ντέ Γουίντερ)», ή καρδιά της θά πλη­γωνόταν. Κάθε πρωί, που μ’ έποαρνβ στό εσωτερικό τηλέφωνο καί μού μιλούσε, κι' ε γώ τής α παντούσα, « Ναί, κυρία Ντάμ­βερς », θά θυμόταν μιάν άλλη φωνή. "Οταν, περνώντας μέσ άπ' τά δωμάτια, έβλεπε παντού τά ίχνη της παρουσίας μου, ένα μπερέ στό περβάζι τού παράθυρου, τό καλαθάκι μέ τό πλεχτό μου πάνω σέ μιά καρέκλα, θά συλλογιζόταν άσφα­λώς κάποιαν άλλη πού είχε χρησιμοποιήσει πρίν άπό μένα αύτά τά πράματα. Τό ϊδιο άλλωστε σκεφτόμουν κι' έγώ , κι • άς

— 154 —

Page 151: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μήν είχα ποτέ μου γνωρίσει τή Ρεβέκκα. Ή κ. Ντάμβερς ήξερε το βήμα της, τή φωνή της; Ή κ. Ντάμβερς ήξερε τό χρώμα τών ματιών της, τό χαμόγελό της, τήν ύφή τών μαλλιών της. ‘Εγώ δέν ήξερα τίποτα ■άπ' αύτά, ποτέ δέν είχα ρωτήσει γι' αύ­τά, κι' όμως ένιωθα κάποτε πώς ή Ρεβέκκα ήταν τό ίδιο ζων­τανή για μένα, όσο και γιά τήν κ. Ντάμβερς.

Ό Φράνκ μου είχε πει νά ξεχάσω τό παρελθόν, κι' έγώ ήθελα νά τό ξεχάσω. Μα ό Φράνκ δέν ήταν ύποχρεω μένος νά πέρνα κάθε μέρα τό πρωινό του οττό σαλονάκι, νά παίρνει στά χέρια του τήν πένα πού είχαν κρατήσει τά δάχτυλά της. Δέν ήταν ύποχρεω μένος ν' α κουμπά τά χέρια του πάνω στό σουμαίν και νά βλέπει μπροστά του τό γραφικό χαρακτήρα της, πάνω στίς θήκες. Δέν ήταν ύποχρεωμένος νά βλέπει τά καντη­λέρια στήν έταζέρα του τζακιού, το ρολόι, το βάζο μέ τά λου­λούδια, τις εικόνες στούς τοίχους, καί νά θυμάται κάθε μέρα πώς όλ' αύτά ήταν δικά της, πώς έκείνη τά είχε διαλέξει, πώς εμένα δέ μού άνηκαν καθόλου. Ό Φράνκ δέν ήταν ύποχρεωμέ­νος νά κάθεται στή θέση της στήν τραπεζαρία, νά κρατεί το μαχαίρι καί τό πηρούνι πού έκείνη είχε κρατήσει, νά πίνει άπ' τό ποτήρι της. Δέν είχε ρίξει στούς ώμους του ένα άδιά­βροχο πού ήταν κάποτε δικό της, κι' ούτε βρήκε στήν τσέπη του τό μαντήλι της. Δέν παρακολουθούσε κάθε μέρα το μισότυφλο βλέμμα τού γέρικου σκυλιού, στό πανέρι του έκεί στή βιβλιοθήκη, πού σήκωνε το κεφάλι, τακούοντας τά βήματά μου, τά βήματα μιας γυναίκας, καί σά μύριζε τό'; ταέρα, τό χαμή­λωνε πάλι, γιατί δέν ήμουν έκείνη πού ζητούσε.

Μικροπράματα, τασήμαντα καί κουτά αύτά καθ' έαυτά, μά έγώ ήμουν ύποχρεωμένη νά τά βλέπω, νά τ' α κούω, νά τά αισθάνομαι. "Ώ, θέ .μου, -δέν ήθελα νά σκέπτομαι τή Ρεβέκ­κα. Ήθελα νάμαι εύτυχισμένη, νά κάμω εύτυχισμένο τόν Μα­ξίμ, νάμαστε μαζί πάντα. "ταλλη έπιθυμία δέν έκλεινα στήν καρδιά μου. Δέν έφταιγα όμως έγώ, άν ή Ρεβέκκα μού έρχόταν ταχτικά στό μυαλό μου, στόν ύπνο μου. Δέν έφταιγα έγώ, άν αισθανόμουν σάν ξένη στο Μάντερλέη, στό σπίτι μου, κα­θώς περπατούσα όπου είχε έκείνη περπατήσει, καθώς ξαπλω­νόμουν όπου είχε έκείνη ξαπλωθεί. "Ημουν σά μιά καλεσμένη πού κοιτάει νά περάσει τήν ώρα της περιμένοντας νά γυρίσει ή οικοδέσποινα. Μικρές φράσεις, μικροϋπαινιγμοι μού τή θύ­μιζαν κάθε στιγμή, κάθε μέρα.

— Φρίθ, είπα μπαίνοντας στή βιβλιοθήκη ένα καλοκαι­ριάτικο πρωινό, φορτωμένη μιάν α γκαλιά πασχαλιές. Πού μπορώ νά βρώ, Φρίθ, ένα ψηλό βάζο γι' αύτά τά λου­λούδια ; Ό λα τά βάζα στό δωμάτιο τών λουλουδιών είναι ιιολύ χαμηλά.

— 165 —

Page 152: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Τίς πασχαλιές, κυρία, τίς βάζαμε πάντα στό άσπρο άλα6άστρινο βάζο του σαλονιού.

—'β , κι' άν πάθει τίποτα ; Μπορεί νά σπάσει.— Η κυρία ντέ Γουίντερ χρησιμοποιούσε πάντα το ά λα

©άστρινο βάζο, κυρία.—Ά , έτσι."Υστερα μουφερε τό ταλαβάστρινο βάζο, γεμάτο κιόλας

νερό, καί καθώς έβαζα μέσα τίς γλυκιές πασχαλιές ταχτο­ποιώντας τά κλωνάρια τους ένα ένα, καί το μαβί ζεστό άρω­μά τους πλημμύριζε τό δωμάτιο, σμίγοντας μέ τή μυρουδιά τού νιόκοπου χόρτου πού (έμπαινε άπό τό άνοιχτό παράθυρο, συλλογιζόμουν : «Το ίδιο (έκανε κι' ή Ρεβέκκα. 'Ε πα ιρνε τ ίς πασχαλιές, όπως έγώ τώρα, κι' έβαζε τά κλωνάρια τους ένα ένα μέσα στό άσπρο βάζο. Δέν είμαι ή πρώτη πού κάνω οεύτή τή δουλειά. ταύτό είναι το βάζο τής Ρεβέκκας, κι' οΊ πασχα­λιές αύτές είναι όί πασχαλιές τής Ρεβέκκας.» θ ά χ ε βγει στόν κήπο όπως έγώ , μ' έκείνο τό πλατύγυρο καπέλο πού είχα δε! κάποτε, πίσω άπό μιά ντουλάπα στό δωμάτιο τών λουλουδιών, κρυμμένο πίσω άπό κάτι παλιά μαξιλάρια, θ ά πέρασε τήν πε­λούζα, κα'ι θά πήγε στή φουντωτή πασχαλιά, σφυρίζοντας ίσως, σιγοτραγουδώντας, φωνάζοντας τά σκυλιά νά πάνε κον­τά της, κρατώντας -στο χρρι της τό ψαλίδι πού κροτούσα τώρα κι' έγώ .

— Φρίθ, «μπορείς νά βγάλεις τήν Εταζέρα μέ τά (βιβλία άπό το τραπέζι, και νά τήν πας δίπλα στό παράθυρο, γ ιά νά βάλω έκεί τίς πασχαλιές ;

—Ή κυρία ντέ Γουίντερ το α λαβάστρινο βάζο το έβοίζε πάντα, κυρία, στό τραπέζι πίσω άπό τόν καναπέ.

—Ά , κ α λ ά .. .Στάθηκα διστ<χχτική, ·μέ το βάζο στά χέρια . Το πρόσωπο

τού Φρίθ ήταν α τάραχο. Φυσικά, θά Εκτελούσε τή διαταγή μου, άν τουλεγα πώς προτιμώ νά βάλω το βάζο ατό τραπε­ζάκι δίπλα στο παράθυρο., θ ά σήκωνε α μέσως τήν έταζέρα.

— Πολύ καλά, είπα, ίσως θά φαντάζει καλύτερα στό με­γαλύτερο τραπέζι.

Και το α λαβάστρινο βάζο τοποθετήθηκε όπως πάντα στό μεγάλο τραπέζι, πίσω ταπό τόν καναπέ. . .

Ή Βεατρίκη θυμήθηκε ότι μού είχε ύποσχεθεί τό γαμή­λιο ιμου δώρο. "Ενα πρωί, ήρθε ένα μεγάλο δέμα, πού ό Ρό­μπερτ δέ μπορούσε σχεδόν νά τό σηκώσει. ίΚαθόμουνα στό σαλονάκι. Είχα μόλις κοιτάξει τό menu τής ήμέρας. "Ένιωθα πάντα μιά παιδιάτικη χαρά σάν έπαιρνα δέματα. 'Έκοψα α νυ­πόμονα το σπάγγο κι' έσκιζα τό χάρτινο καφετί περιτύλιγμα. Σ ά νά είχε μέσα βιβλία. Είχα δίκιο. Ή τ αν βιβλία. Μιά «' Ιστο-

— 156 —

Page 153: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ρία της Ζωγραφικής » σ' έξη μεγάλους τόμους. Καί οτόν πρώ­το τόμο ένα σημείωμα, πού έλεγε : «Ελπίζω πώς σού ταρέσουν •αύτού του είδους τά πράγματα », μέ ύπογραφή : « Μέ άγάπη, Βεατρίκη ».

Τήν έβλεπα μέ τή φαντασία «μου νά μπαίνει σ’ ένα βιβλιο­πωλείο στήν όδό Γουίγκμορ καί νά τ' α γοράζει, θά κοίταζε όλόγυρα, μέ τό ταπότομοε κείνο, σχεδόν α ντρίκιο της ύφος, καί θαλεγε : «θάθελα μιά σειρά βιβλία γιά κάποιο πρόσωπο πού Ενδιαφέρεται πολύ γιά τήν Τέχνης Κι’ ό ύπάλληλος θ' απάντησε : «Μάλιστα, κυρία, περάστε άπό δώ ». Θά ξεφύλ­λισε ,μέ κάποια δυσπιστία τούς τόμους : «Ναί, σ' αύτή ν πε­ρίπου τήν τιμή. Θά τά στείλω ώς γαμήλιο δώρο. Θέλω κάτι καλό. 'Όλ' αύτά μιλούν για Τέχνη ;» «Μάλιστα, είναι ό,τι καλύτερο ύπάρχει γ ι' αύτό τό θέμα », θά πρόσθεσε ό ύπάλλη­λος. Καί τότε, ή Βεατρίκη θάγραψε το σημείωμά της, Θά πλή­ρωσε το λογαριασμό και θαδωσε τή διεύθυνση : «Κυρίαν ντέ Γουίντερ, Μάντερλέη.»

Πολύ εύγενικό έκ μέρους της Βε<χτρίκης αύτό το δώρο. Εί­χε κάτι το ειλικρινές καί τό συγκινητικό αύτό το γεγονός, νά πάει σ' ένα βιβλιοπωλείο τού Λονδίνου καί νά μού ταγοράσει αύτά τά βιβλία έπειδή ήξερε πώς έγώ είχα μανία μέ τή ζω­γραφική. θά μέ φανταζόταν, ύποθέτω, καθισμένη μιά βρο­χερή μέρα μπροστά σ' ένα τραπέζι, νά κοιτάζω σοβαρά τίς εΙκόνες και νά παίρνω ίσως ένα κομμάτι χαρτί και το κουτί μέ τά χρώματα, ν' α ντιγράφω μιάν απ' αύτές. Τήν καλή μου τή Βεατρίκη ! Ένιωσα α ξαφνα μιά κουτή έπιθυμία νά κλά­ψω. Πήρα τούς βαριούς τόμους κι' έριξα μιά ματιά γύρω στό σαλονάκι, νά δώ πού θά μπορούσα νά τούς βάλω. Δέν ταίριαζαν μέσα σ' (έκείνο τό λεπτεπίλεπτο και κομψό δωματιάκι. Μά τί πείραζε ; Τό κάτω κάτω τώρα ήταν δικό μου δωμά­τιο. Τούς έβαλα όρθιους πάνω στό γραφείο, στή σειρά. 'τα­κουμπούσαν ό ένας στόν αλλο κι' έγερναν επικίνδυνα. Τραβή­χτηκα λιγάκι πίσω, νά δώ τί Εντύπωση έκαναν. Ή κίνησή μου όμως ίσως νά ήταν άπότομη, καί τά βιβλία κουνήθηκαν. Το πρώτο (έπεσε, και τ' α λλα γλίστρησαν άπάνω του, ταναποδο­γυρίζοντας ένα μικρόν "Ερωτα α πό πορσελάνη πού ήταν το μόνο στολίδι τού γραφείου μαζί ,μέ τά καντηλέρια. "Επεσε στό πάτωμα, χτύπησε πάνω στό καλάθι τών αχρήστων, κι' έγι­νε χίλια κομμάτια. "Εριξα μιά γρήγορη ματιά στήν πόρτα σάν ένα ένοχο παιδί. Γονάτισα στό πάτωμα, καί μάζεψα τά κομματάκια. Βρήκα ένα φάκελο, καί τ&βαλα ιμέσα. "Εκρυψα τό φάκελο στό βάθος τού συρταριού τού γραφείου, ύστερα πήρα τά βιβλία καί τάβαλα στή βιβλιοθήκη πάνω στά ράφια.

Ό Μαξίμ γέλασε, όταν τού τάδειξα καμαρώνοντας.

— 157 —

Page 154: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Τήν καλή μου τήν Βέα ! είπε. θ ά πρέπει νά τήν έχεις ένθουσιάσει. Ποτέ της 6έν άνοιγε ι βιβλίο.

— Σου έχει πει τίποτα σ χετικώ ς... τέλος π ά ντω ν .. . πώς μέ βρίσκει ;

— Τήν ήμέρα πού έφαγε μαζί ,μας ; Ό χ ι , δε μουπε τίποτα.— Φαντάστηκα μήπως σούγραψε.—Ή Βεατρίκη κι' έγώ δέν άλληλογραφουμε, παρά όταν

συμβαίνει κανένα μεγάλο γεγονός στήν οικογένεια. Ή άλληλογραφία είναι χαμένος κόπος, είπε ό Μαξίμ.

Δέν ήμουν λοιπόν Ιέγώ μεγάλο γεγονός στήν οικογένεια. Κιί' όμως, αν ήμουν στή θέση τής Βεατρίκης, χ ι ' είχα έναν άδελφό, κι' ό αδελφός μου αύτός παντρευόταν, θάχα άσφαλώς κάτι νά πώ, Θά τουγραφα δύό λόγια , μιά γνώμη. 'Εκτός, φυ­σικά, ocv δε :μ' άρεσε ή γυναίκα του, άν έβρισκα πώς δέν του ταίριαζε. Τότε, φυσικά, τά πράγμ ατα θά ήταν άλλιώς. Πάλι όμως, ή Βεατρίκη είχε κάμει τόν κόπο νά πάει στό Λονδίνο νά μού ταγοράσει αύτά τά βιβλία. Ά ν μ’ άντιπαθουσε, δέ θά τδκανε.

Τήν άλλη· μέρα, θυμάμαι, καθώς μάς σέρβιρε τόν καφέ στή βιβλιοθήκη μετά το τραπέζι, ό Φρίθ στάθηκε μιά στιγμή πίσω άπ' τόν Μαξίμ και είπε :

— θαθελα νά μιλήσω στόν κύριο.Ό Μοίξί μ σήκωσε τά μάτια άπ' τήν έφη μερίδα του.— Ναί, Φρίθ, τ ί τρέχει ; είπε κάπως παραξενεμένος.Ό Φρίθ είχε :μιά σκληρή κι' έπίση μη έκφραση στά σφιγμέ­

να του χείλη. Σκέφτηκα άμέσως ότι άσφαλώς θάχε πεθάνει ή γυναίκα του.

— Πρόκειται γ ιά τόν Ρόμπερτ, κύριε. Έ χ ε ι συμβεί μιά μικρή παρεξήγηση μέ τήν κυρία Ντάμβερς. Ό Ρόμπερτ είναι άνάστατος.

— Κύριε τών δυνάμεων ! είπε ό Μαξίμ, κοιτάζοντάς με μ' ένα χαρακτηριστικό μορφασμό.

"Έσκυψα και χάιδεψα τόν Τζάσπερ, όπως έκανα πάντα στίς δύσκολες στιγιμές.

— Μάλιστα, κύριε. Ή κυρία Ντάμβερς κατηγόρησε φαί­νεται τόν Ρόμπερτ πώς πήρε ένα πολύτιμο μπιμπλό άπό το σαλονάκι. Στό σαλονάκι ό Ρόμπερτ φέρνει πάντα τά φρέσκα λουλούδια καί ταχτοποιεί τά βάζα. Ή κ. Ντάμβερς μπήκε σή­μερα τό πρωί, ύστερ' άπ' τήν ταχτοποίηση τών λουλουδιών, κι' είδε πώς έλειπε ένα μπιμπλό. Χτές ήταν έκεί , είπε. Κατη­γόρησε τόν Ρόμπερτ πώς το πήρε ή τόσπασε κι' έκρυψε τό κομμάτια. 'Ο Ρόμπερτ άρνήθηκε ζωηρά καί τΙς δύό κατηγο­ρίες κι' ήρθε κλαίγοντας σχεδόν καί τά είπε σέ μένα. Ί σ ω ς νά προσέξατε τ ί ταραγμένος πού ήτοεν στό γεύμα.

— 158 —

Page 155: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Ναί, μουκαμε Εντύπωση πώς μου σέρβιρε τίς κοτολέ­τες χωρίς νά μού δώσει πιάτο, μουρμούρισε ό Μαξίμ. Δέν τδξερα πώς ό Ρόμπερτ ήταν τόσο εύαίσθητος. "τας είναι. Κάποιος άλλος άσφαλώς θά τόκαμε. Καμιά ύπηρέτρια,

—Ό χι, κύριε, ή κυρία Ντάμβερς μπήκε στό δωμάτιο, πρίν το συγυρίσει ή ύπηρέτρια. Χτές δέ μπήκε κανείς ύστερ1 άπό τήν κυρία, καί τά λουλούδια τά ταχτοποίησε σήμερα ό Ρόμπερτ πρωί-πρωί. Ή υπόθεση αύτή είναι πολύ δυσάρεστη γιά τόν Ρόμπερτ, καθώς καί γιά μένα, κύριε.

— Καταλαβαίνω, Φώναξε καλύτερα τήν κυρία Ντάμβερς νά δούμε τί έγινε, Και ποιό μπιμπλό ήταν ;

—Ό μικρός πορσελάνινος "Ερωτας, κύριε, πού ήτανε πά­νω στό γραφείο.

— Τί μού λές ! Μά αύτός είναι άπ' τούς θησαυρούς μας ! θά πρέπει νά βρεθεί. Φώναξε άμέσως τήν κυρία Ντάμβερς.

—Πολύ καλά, κύριε,Ό Φρίθ βγήκε άπ' το δωμάτιο. Μείναμε πάλι μόνοι.— Τί μπελάς ! είπε ό Μαξίμ. ταύτό το άγαλματάκι έχει

πάρα πολύ μεγάλη άξία καί συχαίνομαι τόσο τά μαλώματα τών ύπηρετών, Δε μπορώ νά καταλάβω γιατί ήρθαν σέ μένα. ταύτά, άγάπη μου, είναι δουλειά δική σου.

Σήκωσα τά μάτια μου άπό τόν Τζάσπερ, μέ το πρόσωπα κατακόκκινο, τής φωτιάς,

—"Ηθελα νά στό πώ άπό τό πρωί, χρυσέ μου, είπα, άλλα-. άλλά τό ξέχασα. Ε γώ έσπασα τόν "Ερωτα, χτές πού ήμουν στό σαλονάκι.

—'Εσύ τόν έσπασες ; Και γιατί διάβολε δέν τδλεγες πρω­τύτερα, πού ήταν έδώ ό Φρίθ.

— Δέν ξέρω. Δέν ήθελα. Φοβήθηκα πώς θά μ' έπαιρνε γι' άνόητη.

— Τώρα Ισα ίσα θά σέ πάρει γιά άκόμα πιό άνόητη. Καί θά χρειαστεί νά δώσεις έξηγήσεις καί σ' αύτόν καί στήν κυρία Ντάμβερς.

—1“£1, όχι, σέ παρακαλώ, Μαξίμ, θά τούς τά έξηγήσεις έσύ. 'Άφησέ με νά φύγω.

-Μ ήν είσαι κουταβάκι ! θάλεγε κανείς πώς τούς φοβάσαι.— Τούς φοβάμαι. Δηλαδή, δέν τούς φοβάμαι, ά λλά ...Ή πόρτα άνοιξε κι' ό Φρίθ έμπασε «μέσα στό δωμάτιο τήν

κυρία Ντάμβερς. Κοίταζα νευρικά τόν Μαξίμ. Σήκωσε τούς ώμους «μισό εύθυμος μισό θυμωμένος.

—"Εγινε μιά μικρή παρεξήγηση, κυρία Ντάμβερς. Καθώς φαίνεται, ή κυρία έσπασε τόν "Ερωτα, καί ξέχασε νά τό πει, είπε ό Μαξίμ.

"Ολοι γύρισαν καί μέ κοίταοξαν. "Ημουν πάλι σά νά ή μου'

— 159 —

Page 156: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

να παιδάκι.' Ή μουν ξαναμμένη, κατακόκκινη, καί τόνιωθα.— Λυπούμαι πολύ είπα κοιτάζοντας τήν κ. Ντάμβερς. Ποτέ

όέ φαντάστηκα πώς θά μπορούσε νά βρει τό μπελά του ό Ρόμπερτ.

— Είναι δυνατόν νά διορθωθεί τό ταγαλματάκι, κ υ ρ ία ; είπε ή κ. Ντάμβερς.

Δέ φάνηκε νά παραξενεύτηκε καί πολύ πού έγώ ήμουν ό ένοχος. Μέ κοίταζε, μέ τό άσπρο σκελετωμένο της πρόσωπο καί τά σκοτεινά μάτια της. Κατάλαβα ότι τό είχε φανταστεί, κι' ειχε κατηγορήσει τον Ρόμπερτ, γ ιά νά δει άν θά είχα τό θάρ­ρος νά τό όμολογήσω.

— Φοβάμαι πώς όχι, είπα. Έ χ ε ι γίνει κομματάκια κομ­ματάκια.

— Τί τάκαμες τά κομματάκια ; είπε ό Μαξίμ.Ε ίχα τήν Εντύπωση πώς ήμουν ένας ύπόδικος που έδινε

α νάκριση. Πόσο ταπεινή κι' άθλια έβρισκα κι' 'έγώ ή ϊδ ια τήν πράξη μου.

— Τάβαλα σ ' ένα φάκελο, είπα.— Καί πού είναι τώρα οΛτός ό φάκελος ; είπε ό Μαξίμ τανά­

βοντας ένα τσιγάρο, κι' ό τόνος τής φωνής του έδειχνε συγχρό­νω ς και ότι διασκέδαζε κάπως, καί ότι είχε γίνει έξω φρενών.

— Τόν έβαλα στό βάθος ένός συρταριού του γραφείου, είπα.— Φαίνεται πώς ή κυρία φοβήθηκε πώς θά τή βάζατε φυ­

λακή, κυρία Ντάμβερς, είπε ό Μαξίμ. Βρείτε άν θέλετε οαδτο τό φάκελο καί στείλτε τά κομματάκια στο Λονδίνο. Ά ν είναι σέ πολύ κακή κατάσταση, έ, τ ι νά γίνει. Ε ν τάξει, Φρίθ. Πές του Ρόμπερτ νά σκουπίσει τά -δάκρυά του.

Ή κ. Ντάμβερς στάθηκε λ ίγ ο α φού έφυγε ό Φρίθ.— Φυσικά, θά ζητήσω συγγνώμη άπό τόν Ρόμπερτ είπε,

όλες όμως σί Ενδείξεις ήταν εναντίον του. Δέ μου πέρασε άπό τό νοΰ πώς μπορούσε νάχε σπάσει τό μπιμπλό ή κυρία. Ά ν ξαναγίνει κάτι τέτοιο, θά παρακαλούσα τήν κυρία νά τό πει σ έ μένα τήν Ιδια, γ ιά νά κανονίσω τό ζήτημα. 'Ε τσ ι β' άποφύγουμε τ ίς παρεξηγήσεις.

— Φυσικά, είπε ά&ημονώντας ό Μαξίμ. Δέ μπορώ νά κατα' λάβω γ ια τ ί δέν έγινε το ίδιο και χτές. ταύτό άκριβώς έλεγα στήν κυρία πρίν μπείτε μέσα.

—Ή κυρία δέ θάξερε ίσως τί ά ξ ία είχε τό άγαλμα , είπεή ·κ. Ντάμβερς γυρίζοντας τά μάτια της σέ μένα.

— Πώς Ι είπα συντετριμμένη. Πώς ! τό σκέφθηκα πώςΌά είχε άξία. Γι’ αύτό μάζεψα τόσο προσεχτικά τά κομ-ματάκια.

— Καί τάκρυψες στό βάθος ένός συρταριού, όπου δέ θά «μπορούσε νά τά βρει κανείς, έ ; είπε ό Μαξίμ σηκώνοντας μ'

160 —

Page 157: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Ενα γέλιο τούς ώμους. Τό ίδιο <δέ θάκανε καί μιά καινούργια ύπηρέτρια, κυρία Ντάμβερς ;

—'ταπαγορεύεται ατό Μάντερλέη, κύριε, ν' αγγίζουν οί και­νούργιες ύπηρέτριες τά πολύτιμα α ντικείμενα πού είναι στό σαλονάκι, είπε ή κ. Ντάμβερς.

- ''τασφαλώς. Μου είναι ταδύνατο, νά φανταστώ ότι θά έπιτρέπατε σείς τέτοιο πράμα, είπε ό Μαξίμ.

— Είναι πολύ κρίμα, είπε ή κ. Ντάμβερς. Νομίζω πώς είναι ή πρώτη φορά πού κάτι σπάζει στό σαλονάκι. Προσέχαμε πάν­τοτε τόσο πολύ. Τό σαλονάκι τό ξεσκόνιζα πάντοτε μόνη μου άπό... άπό πέρσι, Δέν είχα έμπιστοσύνη σέ κανέναν γι' αύτή ή δουλειά. Ό ταν ζούσε ή κυρία ντέ Γουίντερ, τά πολύτιμα

αράγματα τά ξεσκονίζαμε μαζί.— Τέλος πάντων. Ό ,τ ι έγινε έγινε, είπε ό Μαξίμ. 'Εν τά­

ξει, κυρία Ντάμβερς.Ή κ. 'Ντάμβερς έφυγε, κι' έγώ κάθησα στό περβάζι του

παράθυρου, κοιτάζοντας έξω. Ό Μαξίμ ξαναπήρε τήν έφη με­ρίδα του. Κανείς μας δέ μίλησε.

— Λυπούμαι πάρα πολύ, χρυσέ μου, είπα ύστερ' άπό ένα λεπτό. Ήταν μεγάλη ταπροσεξία μου. Δέ μπορώ νά καταλάβω πώς έγινε Τακτοποιούσα πάνω στό γραφείο έκείνα τά βιβλία, νά δω άν θά μπορούσαν νά σταθούν έκεί, κι' ό Έ ρωτας γλί­στρησε κι' έπεσε.

—"τας το πιά αύτό, μωρό μου. Δέν έχει καμιά σημασία.-Έ χ ε ι σημασία. "Επρεπε νάμα ι πιό προσεκτική. Ή κυρία

Ντάμβερς θάναι έξω φρενών έναντίον μου.— Γιατί διάβολε θάναι έξω φρενών ; Δέ νομίζω νά ήταν

δικό της Ι— Ναί, μά είναι τόσο περήφανη γιά όλα αύτά τά πράματα.

Είναι φοβερό νά σκέπτεται κανείς, πώς ποτέ ώς τώρα δέν είχε σπάσει τίποτα έκεί μέσά. "Επρεπε νά βρεθώ έγώ.

— Καλύτερα έσύ, παρά αύτός ό δόλιος ό Ρόμπερτ.— θά προτιμούσα νάταν ό Ρόμπερτ. Ή κυρία Ντάμβερς

δέ θά μου τό συγχωρήσει ποτέ.— Στό διάβολο ή κυρία Ντάμβερς ! είπε ό Μαξίμ. Τί είναι

δά ή κυρία ιΝτάμβερς 1 Ό θεός ό Πανάγαθος ; Δε μπορώ νά σέ καταλάβω. Τί έννοείς όταν λές πώς τή φοβάσαι;

— Δέ θέλω νά πώ άκριβώς πώς τή φοβάμαι. Δέν τή βλέπω καί πολύ. Δέν είν' αύτό. Δέ μπορώ νά σέ κάμω έντελώς νά καταλάβεις.

— Κάνεις κάτι πράματα πολύ περίεργα, είπε ό Μαξίμ. Σκέ­ψου μιά στιγμή. "ταν δέν τής έδινες τόση σημασία, δέ θάχες παρά νά τή φωνάξεις, μόλις είχες σπάσει τό ταγαλματάκι, καί νά τής πεις : « Πάρτε αύτό, κυρία Ντάμβερς. Καί φροντίστε νό

U Ρεβέκκα— 161 —

Page 158: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ τα"

κολληθεί.» θ ά καταλάβαινε α μέσως. ’ταντίς, έσύ μολεύεις τ ά κομματάκια σ' ένα φάκελο, καί τά κρύβεις στό βάθος ένός; συρταριού. 'τακριβώς, όπως είπα καί πρίν, σά ν&σουν καμιά καινούργια ύπηρέτρια, κι' όχι ή κυρία τού σπιτιού.

— Είμαι πράγματι σά μιά καινούργια ύπηρέτρια, είπα α ργά . Τό ξέρω. Σ έ πολλά πράματα .‘Γι' αύτό συνεννοούμαι τόσο καλά μέ τήν Κλάρις. Είμαστε α κριβώς τό ίδιο. Γι' αύτό μ' α γ α ­πάει κι' αύτή. Πήγα προχτές καί είδα τή μητέρα της. ΚαΙ ξέ­ρεις τ ί μού είπε ; Τή ρώτησα ocv νομίζει πώς ή Κλάρις είναι εύτυχισμένη μαζί μας. Κι' αύτή μού είπε : «Κ α ί βέβαια, κυ­ρία ντέ Γουίντερ. Ή Κλάρις φαίνεται ένθουσιασμένη. — Ξέρεις, Μαμά, μού λέει. Δέν είναι σά νά βρίσκομαι μέ καμιά κυρία. Είναι σά νά βρίσκομαι μέ καμιάν α πό μάς.» Γιά κομπλιμέντα λές νά μού τόπε, ή ό χ ι ;

—Ό θεός ξέρει, είπε ό Μαξίμ. "Οταν όμως θυμάμαι τή μη­τέρα της Κλάρις, τό παίρνω μάλλον ώς προσβολή. Τό καλύβι της είναι σάν α χούρι καί πάντα μυρίζει. "Εναν καιρό είχε Εννιά παιδιά, ταπό έντεκα καί κάτω, και γύριζε σ' έκείνο τό περιβολτακι τό τόσο δά πού έχει, ξυπόλητη' μέ μιά κάλτσα γύρω στό κεφάλι. Λίγο α κόμα καί θά τή διώχναμε. Πώς τά κατα­φέρνει ή Κ λάρις και φαίνεται τόσο καθαρή καί περιποιημένη, δέ μπορώ νά καταλάβω.

— Ζούσε σέ ιμιά θεία της, είπα νιώθοντας α ρκετά ταπεινω­μένο τον έαυτό μου. Ξέρω, πώς ή φούστα μου ή φανελένια έχει •μπροστά ένα λεκέ, ιμά έγώ δέν περπάτησα ποτέ ξυπόλητη, μέ μιά κάλτσα γύρω στό κεφάλι.

Καταλάβαινα τώρα γ ια τ ί ή Κλάρις δέν περιφρονούσε τ ' α σπρόρουχά μου, όπως ή ’ταλίκη.

—Ί σ ω ς γ ι ' αύτό νά προτιμώ νά πηγαίνω στης μητέρας της Κλάρις, παρά σέ τανθρώπους σάν τή γυναίκα τού Επισκό­που, Εξακολούθησα. Ή γυναίκα του Επισκόπου δέ μουπε ποτέ «Ιώς είμαι μιά γυναίκα της σειράς της.

— Κι' ούτε θά τό πει, φαντάζομαι, dev πηγαίνεις καί τής κάνεις έπίσκεψη με τή βρώμικη αύτή φούστα, είπε ό Μαξίμ.

—»Δέν πήγα φυσικά μέ τήν παλιά μου τή φούστα, είπ£ Ε ίχα βάλει ένα φουστάνι, καί τό κάτω κάτω δέν έκτιμώ τόν κόσμσ πού κρίνει τούς α λλους άπό τά ρούχα πού φορούν.

— Δέ νομίζω νά δίνει καί πολλή σημασία στό ντύσιμο ή γυναίκα του Επισκόπου, είπε ό Μαξίμ, μά θά πρέπει νά παρα­ξενεύτηκε βέβαια λιγάκι, άν σέ είδε νά κάθεσαι τακρη τ α κρη στήν πολυθρόνα, καί ν' α παντάς μ' ένα « Ν α ί» καί μ' ένα « 'Ο χι» , σά νά πήγαινες κάπου νά ζητήσεις δουλειά, όπως έκεί­νη ή μοναδική φορά πού πήγαμε ν' α νταποδώσουμε μαζί μιάν Επίσκεψη.

— 162 —

Page 159: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Δέ φταίω έγώ &ν είμαι ντροπαλή.— Τό ξέρω πώς δέ φταις, χρυσή μου. Μά δέν κάνεις και

καμιά προσπάθεια νά τό νικήσεις.— Νομίζω πώς είσαι άδικος, είπα. Προσπαθώ κάθε μέρα,

κάθε φορά πού .βγαίνω έξω, κάθε φορά πού γνωρίζω ένα νέο πρόσωπο. 'Εσύ δέ μπορείς νά καταλάβεις. Ό λα είναι άπλά γιά σένα, είσαι συνηθισμένος σ' αύτή τή ζωή, μά έγώ δέν ανατράφηκα έτσι.

— Μπά ! είπε ό Μαξίμ, δεν είναι ζήτημα ανατροφής, όπως το θέτεις. Είναι ζήτημα προσαρμογής. Δέν πιστεύω νά νομίζεις βέβαια πώς μ' α ρέσουν σί Επισκέψεις, έ ; Μάθε λοιπόν πώς μέ πλήττουν θανάσιμα. Πρέπει όμως νά γίνουν !

— Δέ, μιλάμε τώρα γιά πλήξη, είπα. 'Εγώ τήν πλήξη δέν τή φοβάμαι. "ταν ή πλήξη ήταν το μόνο, όλα θά ήταν αλλιώς. ταύτό πού έγώ μισώ, είναι τούς ανθρώπους πού μέ κοιτάνε από πάνω ώς κάτω, σά νάμουν καμιά ταγελάδα πού έχει πάρει τό βραβείο.

— Ποιος σέ κοιτάζει ταπό πάνω ώς κάτω ;—Ό λοι έδώ πέρα. "Ολος ό κόσμος.— Καί τί πειράζει; ταύτό τούς δίνει στή ζωή τους κάποιο

Ενδιαφέρον.— Και γιατί πρέπει έγώ νά κινώ τό Ενδιαφέρον τους, καί

νά ύφίσταμαι ταπ' τήν αλλη μεριά όλη τήν κριτική τους ;— Γιατί ή ζωή του Μάντερλέη είναι το μόνο πού ένδιαφέρει

τούς γύρω μας.— Φαντάζομαι τί κάρφος θά είμαι στά μάτια τους...Ό Μαξίμ δέν άπάντησε. Εξακολουθούσε νά είναι σκυμμέ­

νος στήν έφημερίδα του.— Φαντάζομαι λοιπόν τί κάρφος θά είμαι στά μάτια τους»

ξαναείπα, κι' ύστερα πρόσθεσα: Γι' αύτό ύποθέτω μέ παντρεύ­τηκες. "Ηξερες πώς ήιμουν α σήμαντη καί ήσυχη και ταπειρη» κι' έτσι δέ θά γίνονταν ποτέ κουτσομπολιά γύρω ταπό τ' όνο­μά 'μου.

Ό Μαξίμ πέταξε τήν έφημερίδα του και σηκώθηκε άπ' τήν καρέκλα του.

— Τί έννοείς ; ρώτησε.Τό πρόσωπό του ήταν σκοτεινό καί παράξενο, κι' ή φωνή

του βραχνή, Εντελώς άλλαγμένη.— Δέν... δέν ξέρω, είπα, τακουμπώντας τήν πλάτη μου στό

παράθυρο. Δέν έννοώ τίποτα. Γιατί μέ κοιτάζεις έτσ ι;— Τί ξέρεις γιά τά έδώ κουτσομπολιά ; είπε.— Τίποτα, είπα τρομαγμένη ταπό τόν τρόπο πού μέ κοιτούσε.

Τό είπα έτσι, γ ιά .. .νά πώ κάτι. Μή μέ κοιτάζεις έτσι, Μαξίμ. Τί είπα στό κάτω κάτω ; Τί τρέχει;

— 163 —

Page 160: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Μέ ποιόν έχεις μ ιλήσ ει; είπε άργά .—Μέ κανέναν. ιΜέ κανέναν άπολύτως.— Γιατί τόπες αύτό πού είπες ;— Δέν ξέρω» σου λέω. 'Έ τσ ι μού ήρθε. Ή μουν θυμωμένη,

νευριασμένη. •ταιίεχθάνςμαι νά κάνω έπισκέψεις σ' αύτούς τούς άνθρώπους. Δέ μπορώ. Καί συ μέ κατηγόρησες πώς είμαι δειλή. Δέν έννοούσα τίποτα. ’ταλήθεια, Μαξίμ. Πίστεψέ με σέ παρακαλώ.

— Δέν ήτο:ν καί τόσο εύχάριστο αύτό πού είπες, δέ βρί­σκεις ; είπε.

—ίΝαί, είπα, ναί, ήταν πρόστυχο, πάρα πολύ άσχημο.Μέ κοίταξε άφηρη μένος, μέ τά χέρια στίς τσέπες του, λ ι­

κνίζοντας τό κορμί του πάνω στίς φτέρνες του μπρός και πίσω.—•ταναρωτιέμαι ιμήπως υπήρξα πάρα πολύε γωϊστής πού σέ

-παντρεύτηκα, είπε.Μιλούσε άργά, ήταν βυθισμένος σέ σκέψεις. Έ ν ιω σ α νά

παγώνω. Ή καρδιά μου σφιγγότανε.— Τί θές νά πεις ; ρώτησα.— Δέ μπορείς νά . μέ αισθάνεσαι φίλο σου, είπε. Μάς χω ­

ρίζουν πάρα πολλά χρόνια. Έ π ρ επ ε νά είχες περιμείνει, καί νά παντρευόσουν ένα νέο τής ήλικίας σου. Ό χ ι έναν άνθρωπο πουχει ζήσει κιόλας τή ιμισή του ζωή, όπως ·έγώ.

— Είναι γελοίο αύτό πού λές, είπα ζωηρά. Το ξέρεις ότι στό γάμο ή ήλικία δέν έχει καμιά σημασία. Είμαστε φίλοι ! Πώς δέν είμαστε !,

—•ταλήθεια ; Δέν τό ξέρω, είπε.Γονάτισα δίπλα του κι' (έβαλα τά χέρ ια μου γύρω στούς

ώμους του.— Γιατί μου τά λές αύτά ; είπα. Τό ξέρεις πώς σ’ άγαπώ

περισσότερο άπό κάθε τ ι στόν κόσμο. Δέν έχω κανέναν άλλο στή ζωή, «έκτός άπό σένα. Είσαι ό πατέρας μου, ό άδελφός μου, ό γ ιός μου. ‘Ό λ α μαζί.

—’‘Ηταν ιδικό μου λάθος, είπε, χω ρίς νά μ' άκούει. Σ ' έκα­μα νά πάρεις «μιά βιαστική άπόψαση. Δέ σου άφησα κάν τόν καιρό νά σκεφθείς.

— Δέν είχα καμιά άνάγκη νά το σκεφθώ, είπα. Δέν είχα άλλη έκλογή. Δέν καταλαβαίνεις, Μαξίμ. ‘Ό τα ν ά γα πά ει κα­νείς κάποιον...

— Είσαι εύτυχισμένη έδώ ; είπε, κοιτάζοντας εξω άπ' το παράθυρο. Είναι στιγμές πού άμψιβάλλω. ’ταδυνάτισες. Έ χ α ­σες τό χρώμα σου.

— Καί βέβαια είμαι εύτυχισμένη, είπα. ’ταγαπώ τό Μάντερ­λέη, άγαπώ τόν κήπο, τ ' άγαπώ όλα. Δέ μέ πειράζει νά κάνω έπισκέψεις. Είπα μόνο πώς είναι λ ίγο κουραστικό, θ ά κάνω

— 164 —

Page 161: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Επισκέψεις καί κάθε μέρα, άν θέλεις. Δέ μέ νιάζει ό,τι καί νά κάνω. Ποτέ, ούτε στιγμή δέ μετάνιωσα πού σέ παντρεύτηκα. ταύτό θά πρέπει άσφαλώς νά τό ξέρεις.

Χάιδεψε τό μάγουλό μου μ' Εκείνο τό τρομερό άψηρημένο ύφος του, κι' έσκυψε και μέ φίλησε στά μαλλιά.

— Δέν εχεις καί πολλές χαρές στή ζωή σου, καημένο παι­δί, είπε. Φοβάμαι ότι είμαι πολύ δύσκολος άνθρωπος.

— Δέν είσαι δύσκολος, είπα μέ θέρμη. Καθόλου δύσκολος. Είσαι πολύ πιό .βολικός άπ' ό,τι φανταζόμουν. Είχα πάντα τήν Ιδέα πώς ό γάμος ήταν κάτι φοβερό, πώς ό άντρας θά μπορούσε τυχόν νά πίνει, νά μιλά άσχημα, ή νά γκρινιάζει άν θά τύχαινε νά μήν είναι καλοψημένες οί φρυγανιές του στό πρόγευμα, νάναι, μέ λίγα λόγια, άντιπαθητικός, ίσως και νά μυρίζει δυσά­ρεστα. Μά έσύ δέν έχεις τίποτ' άπ' αύτά.

—'Ελπίζω, όχι, εύτυχώς, είπε χαμογελώντας ό Μαξίμ.Πήρα θάρρος άπό τό χαμόγελό του, χαμογέλασα κι' Εγώ

καί πήρα τά χέρια του και τού τά φίλησα.— Τί κουτός πού είσαι, νά λές πώς δέν είμαστε φίλοι !

είπα. ιΝά, δές τί ώραία πού καθόμαστε Εδώ, κάθε απόγεμα, έσύ μέ τό βιβλίο σου ή τήν Εφημερίδα σου, κι' έγώ μέ το πλε­χτό μου. Σά νάχαμε γεράσει μαζί, σά νάμαστε παντρεμένοι άπό χρόνια και χρόνια. 'τασφαλώς είμαστε φίλοι. 'τασφαλώς είμαστε εύτυχισμένοι. Μιλάς σά νάχεις τήν Ιδέα πώς κάναμε λάθος. Δέν τό πιστεύεις όμως, Μαξίμ, δέν είν' έ τσ ι; Το ξέρεις κι' ό ίδιος ότι ό γάμος μας ήταν μεγάλη, θαυμαστή Επιτυχία...

—'ταφού τό λές Εσύ, τότε όλα είναι έν τά ξει..— Καλά, άλλά τό πιστεύεις κι' έσύ χρυσέ μου, δέν τό πι­

στεύεις ; Δέν το πιστεύω μόνο εγώ. Είμαστε εύτυχισμένοι, δέν είμαστε ; Τρομερά εύτυχισμένοι;

Δέν άπάντησε. 'Εξακολουθούσε νά κοιτάζει έξω άπ' τό παράθυρο, Ενώ έγώ του κρατούσα τά χέρια. Ένιωθα το λαιμό μου στεγνό καί σφιγμένο, τά μάτια μου έκαιγαν. ταχ, θ έ μου, σκεφτόμουν, αύτό πιά μοιάζει μέ θέατρο. Σε λίγο θά πέσει ή αύλαία, Θά κάνουμε μιά ύπόκλιση στό κοινό, καί θά πάμε στά καμαρίνια μας. ταύτή ή στιγμή 'δέ μπορεί νάναι πραγματική στή ζωή μου, καί στή ζωή τού Μαξίμ. ΚάΘησα στό περβάζι τού παράθυρου κι' άφησα τά χέρια του. Άκουσα τή φωνή μου' σκληρή καί ψυχρή, νά λέει :

—'Άν νομίζεις πώς δέν είμαστε εύτυχισμένοι, θάναι καλύ­τερα νά τό πεις. Δέ θέλω νά ύποκρίνεσαι. θά προτιμούσα νά φύγω. Νά μή ζω πιά μαζί σου.

Μά όλ’ αύτά, φυσικά, δέν ήταν άλήθεια. 'Η ήθοποιός μιλού­σε έτσι στόν Μαξίμ, όχι Εγώ. Φανταζόμουν τόν τύπο τής γυναί­κας πού θάπαιζε αύτό τό ρόλο. Ψηλή, λεπτή, μάλλον νευρική.

— 165 —

Page 162: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Γιατί δέ μου άπαντάς λοιπόν ; ρώτησα.Πήρε τό πρόσωπό μου ατά χέρια του και μέ κοίταξε α κρι­

βώς όπως μέ είχε κοιτάξει έκείνη τήν ή μέρα πού γυρίσαμε άπ ' τήν α κρογιαλιά, πρίν έρθει ό Φρίθ να φέρει τό τσάι:

— Πώς μπορώ νά σου ταπαντήσω ; είπε, Δέν ξέρω ούτε κι' έγώ τί νά πώ. ταφού λές έσύ πώς είμαστε εύτυχισμένοι, α ς τ ' αφήσουμε έκεί τά πράματα. Ε γ ώ δέν είμαι σέ θέση νά ξέρω. Μου φτάνει ή δική σου βεβαίωση. Είμαστε εύτυχισμένοι, δέν είπες ; Σύμφωνοι λοιπόν, είμαστε εύτυχισμένοι.

Μέ ξ αναφίλησε, κ ι' ύστερα άρχισε νά κόβει βόλτες στό δωμάτιο. Ε γ ώ Εξακολουθούσα νά κάθομαι πλάϊ στό παράθυρο μέ τά χέρια ατά γόνατα.

— Τά λές αύτά γ ια τ ί είσαι ταπογοητευμένος άπό μένα, είπα. Είμαι ταδέξια, ντύνομαι άσχημα, ατόν κόσμο είμαι δειλή. Σ έ προειδοποίησα στό Μόντε Κάρλο πώς θ&μουν έτσι. Πιστεύω πώς δέν ήμουν κατάλληλη γ ιά τό Μάντερλέη.

— Μή λές α νοησίες, είπε. Δέν είπα ποτέ πώς ντύνεσαι τασχη­μα ή πώς είσαι ταδέξια. Είναι φαντασία σου. ‘Ό σ ο γ ιά τή δει­λ ία σου, θά περάσει, σου τόπα και πριν.

—Φοτυλος κύκλος, είπα. Νά μας πάλι ταπό κει πού ξεκινή­σαμε. ‘Ό λη αύτή ή Ιστορία α ρχισε, γ ια τ ί έσπασά τόν Έ ρ ω τα στό σαλονάκι. Ά ν δέν \ bv είχα σπάσει, δέ θά γινότανε τίποτα, θά χα μ ε πιει τόν καφέ μας καί θταχαμε βγει στόν κήπο.

—τα ς πάει στό διάβολο π ιά οούτός ό καταραμένος ό Έ ρ ω ­τας, είπε ό Μαξίμ βαριεστημένος. Έ χ ε ις α λήθεια τήν Ιδέα πώς ιμέ νιάζει άν έγινε ή δένε γινε χ ίλ ια κομματάκια ;

—' Είχε μεγάλη ταξία ;— Ξέρω κι' έγώ ; Είχε, νομίζω. Μά σέ διαβεβαιώ, δέ θυ­

μάμαι. '— Γιατί «έχουν βάλει όλα τά πολύτιμα πράματα στό σαλο­

νάκι ;— Δέν ξέρω. Φοεντάζομαι έπειδή δείχνουν πιό ώραία.—Έ κεί ήταν πάντα ; Κι' όταν ζούσε ή μητέρα σου ;—Ό χ ι. Ό χ ι , τότε δέν ήταν, νομίζω. Ή τ αν σκορπισμένα

σ ' όλο τό σπίτι. ΟΙ καρέκλες, θυμάμαι, βρίσκονταν σ' ένα δω­μάτιο μέ ταχρηστα πράματα.

— Πότε Επιπλώθηκε τό σαλονάκι όπως είναι τώρα ;—Ό τ α ν παντρεύτηκα.— Τότε, φαντάζομαι, θταβαλοεν «έκεί και τόν Έ ρ ω τα .—Έ τ σ ι μου φαίνεται.—Τ,Ηταν πρώτα κι' αύτός στό δωμάτιο τών άχρήστων ;—'Ά , όχι, δέν πιστεύω. Μάς τό είχαν κάμει δώρο στό γάμο

μας. ‘Η Ρεβέκκα καταλάβαινε πολύ ταπό πορσελάνες.Δέν τόν κοίταξα. Ά ρ χ ισ α νά γυαλίζω τά νύχια μου. ΕΙχβ

— 166 —

Page 163: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

πει τό όνομα (έντελώς φυσικά, Εντελώς ήρεμα. Χωρίς καμιά προσπάθεια. "Υστερ' άπό ένα λεπτό, τοΰριξα ένα βιαστικό βλέμ­μα. ΤΗταν όρθιος δίπλα στό τζάκι, μέ τά χέρια στίς τσέπες. Κοίταζε ίσια μπροστά του. Σκέφτεται τή Ρεβέκκα, είπα μέσα μου. Σκέφτεται τί περίεργο πού είναι, ένα δώρο τών γάμων μας, νά γίνει άφορμή νά καταστραφεί ένα δώρο τών γάμων του μέ τή Ρεβέκκα. Σκέφτεται τόν 'Έρωτα. 'ταναθυμάται ποιος τόν χάρισε τής Ρεβέκκας. Ξαναφέρνει στή μνήμη του πώς έφτα­σε το δέμα, και πόσο είχε εύχαριστηθεί. 'Η Ρεβέκκα καταλά­βαινε πολύ άπό πορσελάνες. 'Ίσως νά είχε μπει μέσα στό δω­μάτιο και νά τή βρήκε, γονατιστή στό πάτωμα, νά σκίζει τό περικάλυμμα καί ν' άνοίγει τό κουτάκι, όπου ήταν συσκευα­σμένο τό άγαλματάκι. θά τόν κοίταξε, σηκώνοντας τό κεφάλι, καί θά χαμογέλασε : « Κοίτα, Μαξ », θάχε πει, « κοίτα τί μάς έστειλαν !» ‘Ύστερα θαχωσε τά χέρια της μέσα στά πριονίδια και θάβγαλε τόν "Ερωτα, πού στεκόταν στό ένα του πόδι μέ τό τόξο στό χέρι : «θά τόν βάλουμε στό σαλονάκι», θά είπε, κι' έκείνος θά γονάτισε δίπλα της και θά τόν κοίταζαν μαζί.

'Εξακολουθούσα νά γυαλίζω τά νύχια μου. Ηταν άπεριποίητα σάν τά νύχια τών παιδιών. Το δέρμα στις άκρες ήταν άκοπο. Το νύχι του μεγάλου δάχτυλου ήταν σύρριζα φαγωμένο. Κοίταξα πάλι τόν Μαξίμ. Στεκόταν άκόμα μπροστά στό τζάκι.

— Τί σκέπτεσαι; είπα.Ή φωνή μου ήταν σταθερή και ψυχρή. Ό χ ι σάν τήν καρ­

διά μου, πού χτυπούσε δυνατά μέσα μου. Ό χ ι σάν τή σκέψη μου, πού ήταν πικρή κι' άναστατωμένη. Άναψε ένα τσιγάρο, το είκοστό πέμπτο άσφαλώς έκείνης της μέρας, — κι' άς είμαστε μόλις στήν άρχή του άπογέματος. Πέταξε το σπίρτο στο τζ$κι καί πήρε μιά Ιέφημερίδα.

— Τίποτα σπουδαίο. Για τ ί; ρώτησε.—'Ώ, δέν ξέρω, είπα. Φαινόσουν τόσο σοβαρός, τόσο άπορ

ροφη μένος.Άρχισε νά σφυρίζει άφηρημένα, στριφογυρίζοντας τό τσι­

γάρο στά δάχτυλά του.— Νά σού πω τήν άλήθεια, συλλογιζόμουν άν ή όμάδα του

Σάρρεύ πρόκειται νά παίξει μέ τήν όμάδα τού Μίντλσεξ, είπε.Ξανακάθησε στήν πολυθρόνα του καί ξεδίπλωσε τήν έφη

μερίδα. 'Εγώ κοίταξα έξω άπ' το παράθυρο. Ό Τζάσπερ ήρθε σέ λίγο καί σκαρφάλωσε στά γόνατά μου.

Page 164: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

13Τ Ε Λ Η ΙΟΥΝΙΟΥ, ό Μαξίμ ά να γ κ άστη κ ε νά πάει στό Λον­

δίνο γ ια κάποιο επίσημο γεύμα. "Ενα γεύμα οπού θά ήταν μόνο ά ντρες,— κάτι σχετικό μέ ζητήματα τοπικά. '' Ελειψε δύό μέρες, κι' έμεινα μονάχη μου. ‘Ό τα ν είδα

το αύτοκίνητο νά χάνεται ατή στροφή της άλέας, αίστάνθηκα ακριβώς σά νά χωριζόμαστε γ ιά πάντα και σά νά μήν Επρό­κειτο νά τόν ξαναϊδώ ποτέ πιά. Χωρίς άλλο θά γινόταν κάποιο δυστύχημα, κι' όταν έγ(ί, ά ρ γ ά τό άπόγεμα, θά γύρ ιζα άπό τόν περίπολο ιμου, θίάβ ρίσκα τόν ΦρΙΘ πανιασμένο καί κατα­τρομαγμένο, νά μέ περιμένει μέ κάποιο μήνυμα. Ό γ ια τρός κάποιου νοσοκομείου θάχε τηλεφωνήσει. « θ ά πρέπει νά φα­νείτε θα ρ ρα λέα », θά μου ελεγε. « Φοβούμαι ότι πρέπει νά προετοιμαστείτε γ ιά ένα μεγάλο πλήγμα. »

"Υστερα θά ρχόταν ό Φράνκ, και θά πηγαίναμε μαζί στό νοσοκομείο. Ό Μαξίμ δέ θά με άναγνώριζε. 'Ό λ ’ αύτά τά φανταζόμουν στό τραπέζι, κι’ εβλεπα όλους τούς άνθρώπους του τόπου μαζεμένους στό κοιμητήριο γ ιά τήν κηδεία, καί μένα τήν ίδια άκουμπισμένη στό μπράτσο του Φράνκ. Τάδλεπα μπροστά μου 6 λ ' αύτά τόσο ζωντανά, πού δέ μπορούσα νά βάλω τίποτα στό στόμα μου, και τέντωνα το αύτί μου, ν ' άκούσω τό τηλέφωνο πού σέ λ ίγο άσφαλώς θά χτυπούσε.

Τό άπόγεμα, βγήκα στον κήπο και κάθησα κάτω άπό τήν καστανιά, μ' ένα βιβλίο στά γόνατά μου, μού ήταν όμως άδύνατο νά διαβάσω. Βλέποντας τόν Ρόμπερτ νά περνάει τήν πελούζα, κατάλαβα άμέσως πώς με ζητούσαν στό τηλέφωνο, κι' αίστάνθηκα νά μού κόβονται τά γόνατα.

— Τηλεφώνησαν άπ ' τή λέσχη, κυρία, πώς ό κύριος ντέ Γουίντερ έφτασε πρίν άπό δέκα λεπτά.

•'Εκλεισα τό βιβλίο μου.— Ευχαριστώ, Ρόμπερτ. Τι γρήγορα πού έφτασε Ι

— 168 —

Page 165: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Μάλιστα, κυρία. Πραγματικό ρεκόρ !— Μήπως ζήτησε νά μού μιλήσει ; Δέν άφησε καμιά Ιδιαί­

τερη παραγγελία ;—Ό χι, κυρία. Μόνο πώς έφτασε καλά. Τηλεφώνησε ό θυ­

ρωρός.— Καλά, Ρόμπερτ, εύχαριστώ πολύ.τα1στάνθη·κα μιάν αφάνταστη άνακούφιση. Συνήλθα. Ή κα­

κοδιαθεσίαε ξαφανίστηκε. Σά νάχα φτάσει στήν ξηρά έχοντας περάσει τή Μάγχη. Άρχισα νά πεινώ, κι' όταν εφυγε ό Ρό­μπερτ, πήγα κρυφά στήν τραπεζαρία, μπήκα άπ' τή τζαμό­πορτα, κι' έκλεψα μερικά μπισκότα από το μπουφέ. "Εξη μπι­σκότα κι'ε να μήλο. Δέ φανταζόμουν πώς το στομάχι μου ήταν τόσο άδειο. Πήγα καί τάφαγα στό δάσος, γιά νά μή μέ δουν οί ύπηρέτες άπ' τά παράθυρα, και πάνε ύστερα καί πούνε στή μαγείρισσα πώς ή κ. ντέ Γουίντερ δέν άγαπα τήν κουζίνα της, γιατί τήν είδαν, τώρα ιδά, νά τρώει μπισκότα και φρούτα, άφοϋ στό τραπέζι δέν είχε φάει τίποτα. Ή μαγείρισσα θά τόπαιρνε προσβολή, καί θά πήγαινε ίσως νά κάμει παράπονα στήν κ. Ντάμβερς.

Τώρα πού ό Μαξίμ είχε φτάσει καλά στό Λονδίνο, κι' είχα φάει κι’ έγώ τά μπισκότα, αίστάνθηκα πολύ καλά, καί παρά­ξενα εύτυχισμένη. Είχα τήν αίσθηση μιαςε λευθερίας, σάν νά είχε λείψει άπό πάνω μου κάθε εύθύνη. 7Ηταν όπως τά σαββα­τόβραδα, τότε πού ήμουνα μικρή. Ούτε μαθήματα, ούτε μελέτη. Μπορούσες νά κάνεις ό,τι ήθελες. Έ βαζες ένα παλιό φόρεμα κι' ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια, κι' έπαιζες κυνηγητό μέ τα παιδιά τού διπλανού σπιτιού.

Τό ίδιο αίσθημα είχα καί τώρα. Πρώτη φορά άπό τότε πού είχα 'έρθει στό Μάντερλέη. θάταν γιατί ό Μαξίμ είχε φύ­γει γιά τό Λονδίνο.

Παραξενεύτηκα κάπως μέ τόν έαυτό μου' Δέ μπορούσα νά καταλάβω τί μού συνέβαινε. Δέν ήθελα νά φύγει ό Μα­ξίμ. Κι' ώστόσο, νά : ένιωθα τήν καρδιά μου άλαφριά, τό βήμα μου ζωηρό, καί, σάν παιδί, λαχταρούσα νά τρέξω στήν πε­λούζα καί νά κυλιστώ πάνω στή χλόη. Σκούπισα τά ψίχουλα άπό τό στόμα μου καί φώναξα τόν Τζάσπερ. Ίσ ω ς νά αισθα­νόμουν έτσι γιατί ή μέρα ήταν τόσο γλυκιά ...

Περνούσαμε τήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα καί πηγαίναμε πρός τό λιμανάκι. ΟΙ άζαλέες τώρα πιά είχαν μαραθεί. Τά πέταλά τους, ξερά καί ζαρωμένα, ήταν πεσμένα στό χορτάρι. ΟΙ καμπανέλες δέν είχαν μαραθεί άκόμα, σχημάτιζαν ένα πυκνό χαλί στά δάση, πάνω άπ' τήν κοιλάδα, κι' ή νέα φτελιά ξεπετιό­ταν σγουρή καί πράσινη. Τό χορτάρι άφηνε μιά βαθιά καί πλούσια εύωδιά κι' oil καμπανέλες σκόρπιζαν ένα πικρό χω-

— 169 —

Page 166: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ματένιο άρωμα. Ξαπλώθηκα πάνω στήν ψηλή χλόη, δίπλα στίς καμπανέλες, μέ τά χέρια πίσω ά π ' το κεφάλι και τόν Τζάσπερ κοντά μου. Μέ κοίταζε λαχανιασμένος, μέ το μουσούδι του πού ήτανε σάν ξεκουρασμένο, και τό σάλιο στάλαζε άπ ' τή γλώσσα του. Κάπου, πάνω στά δέντρα, πετάριζαν περιστέ­ρια. ‘Ό λ α ήταν ειρηνικά και γαλήνια. 'ταναρωτιόμουν γ ια τ ί τά τοπία είναι ώραιότερα όταν είναι κανένας μονάχος. Τί κουτό κι' άνόητο πού θά ήταν νάχα τώρα μαζί μου καμιά φίλη μου, καμιάν άπ' τις παλιές μου συμμαθήτριες, πού νά κάθεται δί­πλα .μου και νά μου λέει : «'ταλήθεια, είδα προχτές τή χίλντα. Τή θυ μ ά σ α ι; ταύτήν πού έπαιζε τόσο καλό τένις. Είναι ποπ/τρε­μέ νη, μέ δυο παιδιά.» Κι' οι καμπανέλες δίπλα θάμεναν άθώρητες, και το πετάρισμα τών περιστεριών δέ θάφτανε στ' αύτιά μας. Δέν ήθελα κανένα κοντά .μου. Ούτε τόν Μαξίμ. "ταν ήταν έδώ ό Μαξίμ, δέ θάμουν ξαπλωμένη όπως τώρα, μασών­τας μέ κλειστά μάτια ένα φύλλο χορτάρι, θ ά τόν κοιτούσα, θά κοιτούσα τά μάτια του, τήν έκφρασή του, καί β' άναρωτιόμουν άν ήταν εύχάριστη μένος, αν έπληττε, θ ' άναρωτιάμουν τ ί νά σκεφτόταν ! Τώρα μπορούσα νά ήσυχάσω χω ρίς νά σκέ­φτομαι τίποτα. Τίποτ' άπ ' όλ' αύτά δέ μ ' άπασχολούσε. Ό Μαξίμ ήταν στό Λονδίνο. Τί ώραία, πού ήμουν πάλι μονάχη. Ό χ ι δέν ήθελα νά πω α ' τό. Ή τα ν κακό, όχι τίμιο. Δέν έννοούσα αύτό. Ό Μαξίμ ήταν ή ζωή μου, ό κόσμος μου. Σηκώ­θηκα άπό τίς καμπανέλες και φώναξα δυνατά τόν Τζάσπερ. Κινήσαμε μαζί, μές άπό τήν κοιλάδα, γ ιά τήν παραλία. Ή παλίρροια είχε πέσει, ή θάλασσα ήταν άπόμακρη καί ήρεμη'. •Έμοιαζε στό βάθος τού κόλπου σά μεγάλη ήσυχη λίμνη. Δέ θά μπορούσα <χύτή τή στιγμή νά τή φανταστώ τρικυμισμένη, όπως το χειμώνα δέ μπορεί ό άνθρωπος νά φανταστεί τό κα­λοκαίρι. Δέ φυσούσε καθόλου, κι' ό ήλιος έλαμπε στίς λιμνού­λες του νερού άνάμεσα στά βράχια. Ό Τζάσπερ σκαρφάλωσε α μέσως πάνω στούς βράχους, κι' Οστερα γύρισε καί μέ κοί­ταξε, μέ το ένα αύτί του άνασηκωμένο κι' ένα ύφος σά μόρτης.

—Ό χ ι άπό κει, Τζάσπερ, είπα.Ά λλά, φυσικά, δέ μουδωσε σημασία. Εξακολούθησε τό

δρόμο του, άποφασιστικά άνυπάκουος. ' «Τ ί μπελάς !» είπα δυνατά, και σκαρφάλωσα κι' έγώ ξοπίσω του, κάνοντας τά χα άπέναντί τού ίδιου τού έαυτου μου, πώς δέν ήθελα νά πάω στή διπλανή άμμουδιά. «Τ ί νά γίνει. Δέ μπορώ νά κάμω άλλιώς. Ά λλω στε, ό Μαξίμ δέν είναι μαζί μου, κι' αύτά όλα έμένα δέ μέ άφορούν. »

Πλατσούλησα στίς λακούδες τών βράχων, μουρμουρίζοντας -ένα σκοπό. Μέ τραβηγμένα τά νερά, τό λιμανάκι φαινόταν α λλιώτικο, — πολύ λιγότερο τρομαχτικό. Τρία πόδια νερό τό

— 170 -

Page 167: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

πολύ ήταν όλο του τό ,βάθος. Μόνο μιά βαρκούλα, συλλογι­στικοί θά μπορούσε νά πλέει άνετα σέ τόσο χαμηλά νερά. Ή σημαδούρα ήταν πάντοτε 'έκεί. Ή ταν βαμμένη πράσινη καί άσπρη, πράγμα πού τήν άλλη φορά δέν το είχα προσέξει, ίσως γιατί έβρεχε τότε, καί τά χρώματα 0ά ήταν θολά. Στό άκρογιάλι δέν ήταν ψυχή. Πέρασα πάνω άπ' τά βότσαλα, έφτασα στήν άλλη μεριά του κολπίσκου, καί σκαρφάλωσα στό χαμηλό πέτρινο τοιχάκι του μώλου. Ό Τζάσπερ έτρεχε μπρος, σά συ­νηθισμένος. Το χαμηλό τοιχάκι είχε έναν κρίκο, καί μιά σκα­λίτσα πού κατέβαινε ως τό νερό. 'Εκεί, συλλογίστηκα, θα πρέ­πει νάδεναν το κότερο, καί θά μπαρκάριζαν άπ' τή σκαλίτσα. ‘Η σημαδούρα ήταν άκριβώς άπέναντι, σε καμιά τριανταριά πόδια άπόσταση, και είχε άπάνω κάτι γράμματα. Τέντωσα όσο μπορούσα το λαιμό μου και διάβασα τί έγραφε : « Je reviens ». 'ταστείο όνομα γιά κότερο. "Ισως νάταν κανένα καραβάκι γαλ­λικό, ίσως κανένα ψαροκάικο. Τά ψαροκάικα έχουν καμιά φο­ρά τέτοια όνόματα : «Καλός Γυρισμός », ή : «'Εδώ είμαστε πάλι» — τέτοιου είδους όνόματα. «Je reviens », — «'Επιστρέ­ψω». Ό χ ι,— γιά ένα καράβι ήταν όνομα πού έστεκε. Μόνο πού δεν έστεκε σ' αύτό ειδικά το καραβάκι, πού δέ θά ξανα­γύριζε ποτέ.

θά πρέπει νάταν πολύ κρύο, νά ταξιδεύεις στ' άνοιχτά, πέρα άπ' τό φάρο του λόφου. Ή θάλασσα στόν κόλπο ήταν ήσυχη, άλλά άκόμα καί σήμερα, πού είχε τέτοια γαλήνη, — έκεί κάτω, τριγύρω στόν κάβο, στήν έπιφάνεια τού νερού πού τό τάραζε ή παλίρροια, ξεχώριζες άσπρους άφρούς. "Ενα μι­κρό καραβάκι θά πρέπει νά χόρευε άγρια στόν άνεμο, μόλις θάστριβε τόν κάβο καί θάδγαινε άπό τόν κλειστό κολπίσκο πέρα στ' άνοιχτά. Τό κύμα άσφαλώς θά τού σάρωνε τό κατά­στρωμα. Ή γυναίκα πού θά ήταν στό τιμόνι θά σκούπιζε τούς άφρούς άπ' τά μαλλιά της καί τά μάτια της, καί θά κοίταζε ψηλά τήν κορφή τού καταρτιού, πού θ' άγωνίζονταν μέ τόν άγέρα. Συλλογιόμουν τί χρώμα νά είχε τό κότερο. Ίσ ω ς νά ήταν πράσινο κι' άσπρο σάν τή σημαδούρα. Δέν ήταν πολύ μεγάλο, είχε πει ό Φράνκ, κι' είχε καί μιά μικρή καμπίνα.

Ό Τζάσπερ όσμίζονταν τή σιδερένια σκαλίτσα.—Άντε, πάμε ! του φώναξα. ταύτό θά γίνεται τώρα ; θά

τρέχω άπό πίσω σου ;Πήρα πίσω τό τοιχάκι τού μώλου, καί ξαναγύρισα στήν

άμμουδιά. Τό σπιτάκιε κεί στήν άκρη τού δάσους δέ φαινό­τανε σήμερα ούτε τόσο ιμακρινό ούτε τόσο άγριο. Ό ήλιος έδι­νε άλλη όψη στά πάντα. Σήμερα δέν έβρεχε, νά δέρνει ή βροχή ■τή σκεπή του. Προχώρησα άργά άπ' τήν άκτή πρός τά έκεί. Τό κάτω-κάτω, δέν ήταν παρά ένα σπιτάκι άκατοίκητο. Δέν

— 171 —

Page 168: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

είχε τίποτα, νά μέ φοβίζει. ’ταπολύτως τίποτα. Όποιοδήποτε σπίτι θά φαινόταν ύγρό καί άγριο , άν έμενε ένα διάστημα άκατοίκητο. ’τακόμα κι’ ένα σπιτάκι καινούργιο, μιά βίλλα καινούργια. Έ π ειτα , έδώ, όταν είχε φεγγάρι, γίνοντο:ν πίκ νίκ καί γλεντάκια. ΟΙ καλεσμένοι, τά σαββατοκύριακα, θάρχονταν σίγουραε δώ καί θάκαναν μπάνιο, κι' ύστερα θάπαιρναν τ ί κοτεράκι καί θιάκαναν μιά βόλτα στή θάλασσα. Στάθηκα καί κοίταζα τόε γκαταλελειμμένο κηπάκι, πού οί τσουκνίδες τόχανε πνίξει, θάπρεπε κάποιος νά ρθει νά το φροντίσει λ ιγάκι. Έ ν α ς άπό τούς κηπουρούς. Ή τα ν κρίμα νά μένει σ’ οτύτή τήν κατάσταση. 'Έ σπρωξα τό πορτάκι κι’ έφτασα ώς τήν 8iao6c του σπιτιού. Ή πόρτα του δέν ήταν κλεισμένη καλά, Ενώ έγώ ήμουνα βέβαιη· ότι τήν άλλη φορά τήν είχα κλείσει.

Ό Τζάσπερ όσμίστηκε τφ κοίτώφλι κι' άρχισε νά γρυ­λίζει.

— Σιωπή, Τζάσπερ ! είπα.ταύτόςε ξακολουθούσε νά μυρίζεται βαθιά, μέ τή μύτη κολ­

λημένη στό πορτόφυλλο. Έ σ π ρ ω ξα τή μισάνοιχτη πόρτα καί κοίταξα μέσα. Τό σκοτάδι ήταν πυκνό, όπως και τήν άλλη φο­ρά. Τίποτα δέν είχε άλλάξει. ΟΙ άράχνες κρέμονταν στά ξάρ­τια τών μικρών καραβιών πού στόλιζαν τ ίς έταζέρες. Μά ή πόρτα, στό βάθος, ήταν α νοιχτή. Ό Τζάσπερ άρχισε πάλι νά γρυλίζει, κι’ άκούστηκε ένας κρότος, σάν κάτι νάπεφτε. Ό Τζάσπερ άρχισε τότε νά γα υ γ ίζε ι σάν τρελός, και, πηδώντας μές άπό τά πόδια μου, όρμησε στήν άνοιχτή πόρτα. Τόν άκολούθησα μέ χτυποκάρδι, μά στάθηκα α βέβαιη στή μέση τής; κάμαρας.

-"•Έλα δώ, Τζάσπερ ! Μήν είσαι ανόητος ! είπα.ταύτός στεκόταν έκεί στήν πόρτα Εξακολουθώντας νά γα υ ­

γ ίζε ι μανιασμένος, μέ μιά νότα ύστερική στή φωνή. Σίγουρα» κάτι θά ήταν μές στήν αποθήκη. Και όχι κανένας ποντικός. Ά ν ήτοεν ποντικός, ό Τζάσπερ θά τόν κυνηγούσε.

— Τζάσπερ, Τζάσπερ, έλα δώ ! είπα.Δέν ήθελε νάρθει. Προχώρησα ά ρ γά πρός τήν πόρτα.— Είναι μέσα κανείς ; φώναξα.Καμιά ταπάντηση. 'Έσκυψα στόν Τζάσπερ, τόν έπιασα άπό'

τό κολλιέ, κι’ε ριξα μιά ματιά άπ ' τήν άκρη τής πόρτας. Στήν άπέναντί γωνιά, ένας άνθρωπος ήταν καθισμένος α κουμπών­τας στόν τοίχο. ’Έ τσ ι πού ήταν μαζεμένος, φαινόταν πιό τρο­μαγμένος άπό μένα. Ή τα ν ό Μπέν. Προσπαθούσε νά κρυφτεί πίσω άπό ένα καραβόπανο.

— Τί τρέχει ; θέλεις τίποτα ; είπα.Μέ κοίταξε α νοιγοκλείνοντας ήλίθια τά μάτια του καί μέ

τό στόμα μισάνοιχτο.

— ί 72 —

Page 169: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Δέν κάνω τίποτα, είπε.— Πάψε, Τζάσπερ, μάλωσα τό σκύλο, φράζοντας μέ τό

χέρι μου τό μουσούδι του.'Έβγαλα τή ζώνη μου, καί τήν πέρασα στό κολλιέ του σά

λουρί.— Τί γυρεύεις, Μπέν ; ρώτησα .κάπως πιό ξεθαρρεμένη.Δέν άπάντησε. ΙΜέ κοίταξε μέ τά κουτοπόνηρα μάτια του.— Καλύτερα νά φύγεις, είπα. Ό κύριος ντέ Γουίντερ 6έ

θέλει νά μπαίνει κανείς έδώ μέσα.Σηκώθηκε μ' ένα δειλό χαμόγελο, σκουπίζοντας μέ τό

πίσω μέρος του χεριού του τή μύτη του. Το άλλο του χέρι τό είχε πίσω άπό τή ράχη του.

— Τί κρατάς, Μπέν ; είπα.Μουδειξε το χέρι του, ύπάκουος σά μικρό παιδί— Δέν κάνω τίποτα, ξανάπε.— Δική σου είναι αύτή ή πετονιά ; ρώτησα.—Έ ; είπε.—Άκουσε, Μπέν, είπα. Ά ν σού χρειάζεται αύτή ή πετο­

νιά, μπορείς νά τήν πάρεις. ‘ταλλά δέν πρέπει νά το ξανακάμεις. Δέν είναι τίμιο νά παίρνεις τά ξένα πράματα.

Δέν είπε τίποτα. 'τανοιγόκλεισε τά μάτια του καί μαζεύ­τηκε.

—'Έλα, είπα σταθερά.Πέρασα στο άλλο δωμάτιο, κι' αύτός μ' άκολούθησε. Ό

Τζάσπερ δέ γαύγιζε πιά, μύριζε τώρα το πάτωμα πίσω άπό τίς φτέρνες τού Μπέν. Δέν ήθελα νά μείνω περισσότερο στό σπιτάκι. Βγήκα γρήγορα (έξω στόν ήλιο, ένώ ό Μπέν σερνό­ταν ξοπίσω μου, κι' έκλεισα τήν πόρτα.

—'Καλύτερα νά πας σπίτι σου, είπα στόν Μπέν.Κρατούσε σφιχτά στό στήθος του τήν πετονιά, σάν κάτι

•πολύτιμο.— θά μέ βάλεις άσυλο ; είπε.Τότε πρόσεξα πώς έτρεμε άπό φόβο. Τά χέρια του σπαρ­

ταρούσαν, και τά μάτια του ήταν καρφωμένα μέ βουβή Ικε­σία στά δικά μου.

—Ό χι,ε νια σου, είπα, μέ καλοσύνη.— Δέν έκαμα τίποτα, ξανάπε. Δέν είπα τίποτα σέ κανένα.

Δέ θέλω πάω άσυλο."Ενα 'δάκρυ κύλησε στό βρώμικο πρόσωπό του.— Καλά, Μπέν, είπα, Δέ θά σέ διώξει κανείς. Μά δέν πρέ­

πει νά ξαναμπείς στό σπιτάκι.Γύρισα κι' έφυγα. ταύτός μ' άκολουθοΰσε.— Κοίτα δω, είπε. "Εχω κάτι. Γιά σένα.Χαμογέλασε ήλίθια, μοΰκαμε ένα νόημα μέ τό δάχτυλο».

— 173 —

Page 170: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

και τράβηξε πρός τήν α μμουδιά. Τόν α κολούθησα. Έ σκυψ ε και σήκωσε μιά πλατιά πέτρα, δίπλα σ' ένα βράχο. Κάτω ταπό τήν πέτρα, ήταν ένας μικρός σωρός κοχύλια. Δ ιάλεξε ένα καί μού το πρόσφερε.

— χαρίζω , είπε.— Εύχαριστώ, είναι πολύ ώραίο, είπα.Χαμογέλασε πάλι τρίβοντάς τό αύτί του. Είχε ξεχάσει το

φόβο του.— Μάτια σάν άγγελος, είπε.Κοίταξα πάλι τό κοχύλι, κάπως ξαφνιασμένη. Δέν ήξερα

τί νά πώ.— Δέ μοιάζεις μέ ταλλη, είπε.— Τί θές νά πεις ; ρώτησα. Μέ ποιάν α λλη ;Κούνησε το κεφάλι. Τά ιμάτια του ξανάγιναν πονηρά. Έ β α ­

λε το δάχτυλό του στήν α κρη τής μύτης του.— ταύτή ψηλή καί μελαχρινή, είπε. Σ ά φίδι. Ε ίδα εγώ

εδώ μέ τά μάτια μου. Νύχτα Ερχότανε. 'Ε γώ είδα.Σώπασε και μέ κοίταξε έντονα. Ε γ ώ δέ μίλησα.—■Μιά μέρα .είδα. σπιτάκι, είπε. Μούπε έ τ σ ι: « Δέ μέ

ξέρεις, έ ; Δέ μέ ξέρεις. Ποτέ δέ μ' είδες έδώ, ούτε θά με ιδείς πάλι. Ά ν πιάσω έσένα κοιτάζεις έμένα α πό τά παρά­θυρα», μούπε έτσι, « θ ά έ στείλω τασυλο. Δέ θέλεις α συλο, έ ; Κακή ζωή τασυλο», μούπε έτσι. « Δέ λέω τίποτα, κ υ ρ ία », είπα. Ά γ γ ιξ α σκούφο μου έτσι.

Κι' έσπρωξε το καπέλο του γ ιά νά μού δείξει.—Έ φ υ γ ε τώρα, πάει, όχι ; είπε α νήσυχα.— Δέν καταλαβαίνω τ ί λες, είπα α ρ γ α. Κανείς δέν έχει

σκοπό νά σέ βάλει στο α συλο. Γειά σου, Μπέν.Γύρισα κι' έφυγα κατά το δρομάκι, σέρνοντας τόν Τζάσ­

περ ταπό τό λουρί. Τόν καημένο τόν Μπέν, τασφαλώς δέν ήτοίν στά σωστά του. Δέν ήξερε τί έλεγε. Δέ φαντάζομαι νά τόν φοβέρισε κοπείς πώς θά τόν βάλει στό τασυλο. Ό Μαξίμ μούχε πει πώς ήταν έντελώς α κίνδυνος, τό ίδιο μου είπε κι' ό Φράνκ. Μπορεί ντακουσε κάποτε καμιά τέτοια κουβέντα α π ' τούς δι­κούς του, και νά του καρφώθηκε στή μνήμη του, όπως καρφώ­νονται πάντα οί τασχημες εικόνες στή μνήμη τών παιδιών. Θταχ ε α σφαλώς νοοτροπία παιδιού στίς συμπάθειες καί τ ίς α ντιπά­θειες του. Τή μιά μέρα σέ συμπαθούσε, έτσι χωρίς λόγο, κα ί σού φερνόταν εύγενικά, και τήν α λλη σέ κοίταζε έχθρικά καί δύσπιστα. Μαζί μου ήταν εύγενικός και καλός γ ια τ ί τοΰχα πει νά κρατήσει τήν πετονιά. Τήν α λλη μέρα, μπορεί και νά μή μέ γνώριζε α ν μέ συναντούσε. Θταταν α νόητο νά δώσω ση­μασία στά λόγια ένός ήλίθιου. Γύρισα καί κοίταξα τό λίμανάκι. Ή παλίρροια είχε α ρχίσει καί τά νερά κυλούσοη; ταργά

— 174 —

Page 171: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γύρω στό μώλο. Ό Μπέν είχε χαθεί πίσω άπ' τούς βράχους. Ή παραλία ήταν πάλι ερημη. "Εβλεπα τήν πέτρινη καμινάδα τού σπιτιού, μές άπό ένα άνοιγμα σκοτεινών δέντρων. Κι' άξα­φνα, ένιωσα τήν άκατανίκητη Επιθυμία νά τρέξω. Τράβηξα τό "λουρί τού Τζάσπερ κι' άνέβηκα, λαχανιάζοντας άπ' τό τρέξιμο, τό στενό άνηφορικό δρομάκι τού δάσους, χωρίς νά κοιτάζω πιά πίσω μου. Δε θά ξαναγύριζα πίσω στό σπιτάκι, στήν πα­ραλία, κι' άν άκόμα μού χάριζαν όλους τούς θησαυρούς τού κόσμου. ‘’’Ηταν σάν κάποιος νά παραφύλαγε έκεί στόν κηπάκο μέ τίς τσουκνίδες, κάποιος πού στέκονταν και παραμόνευε, με τεντωμένο τό αύτί.

Ό Τζάσπερ γαύγιζε καθώς τρέχαμε .μαζί. Νόμισε, φαίνε­ται, πώς ήταν κανένα νέο είδος παιγνιδιού. Δάγκωνε τό λουρί του καί πάσχιζε νά τό κόψει. Δέν είχα προσέξει τί πυκνά πού ήταν έδώ τά δέντρα. ΟΙ ρίζες τους άπλώνονταν πάνω στό δρο­μάκο, λές κι' ήταν έπίτηδες βαλμένες έκεί γιά νά σέ κάμουν νά σκοντάψεις. Έπρεπε νά τίς ξεριζώσουν άπό κει, σκεφτό­μουν, καθώς έτρεχα μέ κομμένη τήν άνάσα. θάπρεπε ό Μαξίμ νά βάλει άνθρώπους νά τίς κόψουν. Δέν έχουν κανένα νόημα, καμιά όμορφιά αύτά τά ριζώματα. Κι' έκείνα τά πυκνά θάμνα πού σμίγανε καί συμπλέκονταν, θάπρεπε νά κοπούν γιά νά φω­τιστεί το δρομάκι. ’‘Ηταν σκοτεινό, πάρα πολύ σκοτεινό. Ό γυμνός έκείνος εύκάλυπτος, ό πνιγμένος μές στ' άγριόχορτα, ήταν σάν άσπρος σκελετός, και κάτω άπ' αύτόν κυλούσε ένα λασπωμένο ρυάκι πού κατέβαινε σιωπηλά πρός τήν παραλία, πνιγμένο μέσα στή λάσπη πολλών χρόνων βροχής. Τά πουλιά δέν κελαηδούσαν £δώ, όιςως στήν Κοιλάδα. 'Εδώ βασίλευε μιά ήσυχία όλωσδιόλου άλλιώτικη. ’τακόμα καί καθώς έτρεχα λα­χανιάζοντας στό δρομάκο, άκουα το μουρμουρητό τής θάλασ­σας πού ή παλίρροια άνέβαζε τά νερά της στό λιμανάκι. Τώρα καταλάβαινα γιατί ό Μαξίμ άντιπαβούσε αύτό το μονοπάτι καί τό λιμανάκι. Το ίδιο τ' άντιπαθούσα κι' έγώ. "Ημουν άνόητη πού ήρθα έδώ. "Επρεπε νά είχα μείνει στήν άλλη άκτή, μέ τ' άσπρα βότσαλα, και νά γύριζα σπίτι άπ' τήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα.

Χάρηκα πάρα πολύ όταν έφτασα στίς πελούζες κι' είδα τό σπίτι, έκεί στό εβαθούλωμα, σίγουρο κι' άσφαλισμένο. Τό δάσος ήτανε πίσω μου. θάλεγα τού Ρόμπερτ νά μού σερβίρει τό τσάι κάτω άπ' τήν καστανιά. Κοίταξα το ρολόι μου. ΤΗταν νωρίτερα άπ' ό,τι νόμιζα, ούτε τέσσερις άκόμα. "Επρεπε νά περιμείνω λιγάκι. Ποτέ δέ σέρβιραν τό τσάι στό Μάντερλέη πρίν άπ' τίς τέσσερις και μισή. "Ημουν ευχαριστημένη πού Ελειπε ό Φρίθ. Ό Ρόμπερτ θά μπορούσε νά μού φέρει, χωρίς πολλές έπιση μότητες, τό τσάι στόν κήπο. Καθώς προχωρούσα

— 175 —

Page 172: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μέσα άπό τήν πελούζα γ ιά τήν ταράτσα, πήρε το μάτι μου μιάν άναλαμπή τού ήλιου πάνω σέ κάτι μεταλλικό πού βρισκό­ταν άνάμεσα στά πράοσινα φύλλα τών ροδόδεντρων, στή στρο­φή τής άλέας. Έ β α λ α τό χέρι μου άντήλιο γ ιά νά ξεχωρίσω τί ήταν. Έ μ ο ια ζε σά φανάρι αύτοκινήτου. Κάποιος θάχει έρθει, σκέφτηκα. Μά θάπρεπε νάχε προχωρήσει το αύτοκί­νητο ώς τήν είσοδο τού σπιτιού. Πήγα λ ίγο κοντύτερα. Ναί, ήταν αύτοκίνητο' Ξεχώριζα τά φτερά και τό καπό. ’ταστείο και τούτο ! Οι Επισκέπτες δέν τό συνήθιζαν αύτό ποτέ. ΟΙ προ­μηθευτές πάλι πήγαιναν άπ ' τό πίσω μέρος τού σπιτιού, έκεί πού ήταν οί παλιοί στάβλοι και τό γκαράζ. Δέν ήταν ή Μόρρις τού Φράνκ. Τήν ήξερα καλά. ταύτό ήταν ένα μακρύ χαμηλό άμάξι, ένα <χύτοκίνητο σπόρ. ’ταναρωτιόμουν τ ί θάταν καλύ­τερο νά κάμω. Ά ν ήταν κανέναςε πισκέπτης, ό Ρόμπερτ θά τόν είχε πάει στή (βιβλιοθήκη ή στό σαλόνι. Ά ν ήταν στό σα­λόνι, θά μ' έβλεπε καθώς θά περνούσα τήν πελούζα. Δέν ήθελα νά παρουσιαστώ σ' έναν ξένο μ’ αύτά τά ρούχα, θάπρεπε νά τόν κρατήσω στό τσάϊ. Στάθηκα δισταχτική στήν άκρη τής πελούζας, και χ ο ρ ίς λόγο, ιμόνο και μόνο ίσως γ ια τ ί το φώς τού ήλιου λαμπύρισε μιά στιγμή πάνω στό τζάμι, σήκωσα τά μάτια κατά το σπίτι, και είδα παραξενεμένη πώς τά παντζού­ρια ένός παράθυρου στή δυτική πτέρυγα, ήταν άνοιχτά. Κά­ποιος στεκόταν στό παράθυρο. ‘Έ να ς όεντρας. Φαίνεται πώς μέ πήρε το μάτι του, γ ια τ ί τραβήχτηκε (άξαφνα μέσα, καί κά­ποιος άλλος όόπλωσε πίσω του το χέρι κι' έκλεισε το παράθυρο.

Ή τα ν τό χέρ ι τής κ. Ντάμβερς. Γνώρισα το μαύρο μα­νίκι της. Μιά στιγμή συλλογίστηκα μήπως ήταν ή μέρα πού έρχόταν ό κόσμος νά Ιδεί το Μάντερλέη, και ή κ. Ντάμβερς (έδειχνε τά δωμάτια. Δέ μπορούσε όμως νάταν αύτό. Γιοττί αύτή τή δουλειά τήν έκανε ό Φρίθ, κι' ό Φρίθ σήμερα έλειπε. Ε ξ άλλου, τά δωμάτια τής δυτικής πτέρυγας δέν τάδειχναν ποτέ στόν κόσμο. 'Ο χι, τόξερα καλά. Δέν ήταν ή μέρα πού έρχόταν ό κόσμος. ‘Ο κόσμος ποτέ δεν α ρχόταν Τρίτη. ΜΙσως νά γ ί ­νονταν τίποτα έπισκευές σέ κανένα δωμάτιο. Ή τ α ν όμως πολύ παράξενο πώς κοιτούσε έξω αύτός ό άντρας, πώς άποτραβήχτηκε άμέσως μόλις (μέ πήρε το μάτι του, και πώς έκλεισαν άμέσως τά παντζούρια ! Μήπως δέν ήταν παράξενο κι' αύτό τό αύτοκίνητο, πού το είχαν παρκάρει μές στά ροδόδεντρα, έτσι πού νά μή φαίνεται άπό τό σπίτι Ι Μά Επιτέλους, αύτό άφορούσε τήν κ. Ντάμβερς. Δέν είχε καμιά σχέση ·μέ μένα. Τι μ’ Ενιαζε, τό κάτω κάτω, άν είχε φίλους, και τούς δεχόταν στή δυτική πτέρυγα ; ταύτό όμως δέν είχε ξαναγίνει. Κι' ήταν άλήθεια παράξενη σύμπτωση νά γίνει κάτι τέτοιο τή μόνη μέρα Ισα ίσα πού έλειπε άπ' τό σπίτι ό Μαξίμ.

— 176 —

Page 173: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Προχώρησα προς· τό σπίτι περνώντας Επίτηδες άπό τήν πελούζα, γιατί άσφαλώς θα μέ κοίταζαν άπό καμιά χαρα­μάδα τών παντζουριών.

'τανέβηκα τα σκαλοπάτια καί μπήκα στό χώλ άπό τή με­γάλη ξώπορτα. Δέν είδα ούτε ίχνος ξένου καπέλου ή μπαστου­νιού, ούτε Επισκεπτήριο στό δίσκο. Δέ θάταν, φαίνεται, κανένας Επισκέπτης έπίσημος. Δέ μ' ένιαζε λοιπόν. Πήγα στό δωμάτιο των λουλουδιών, κι' έπλυνα τά χέρια μου στή λεκάνη, γιά νά μήν άνεαίνω άπάνω. θά βρισκόμουν σέ δύσκολη θέση, άν τους άντίκριζα πρόσωπο μέ πρόσωπο, στή σκάλα ή άλλου. Θυμήθηκα πώς πρίν άπό τό γεύμα είχα ξεχάσει το πλεχτό μου στό σαλονάκι, καί πέρασα το μεγάλο σαλόνι γιά νά πάω νά τό πάρω, μέ τόν πιστό μου τόν Τζάσπερ διαρκώς άπό πίσω μου. Ή πόρτα ήταν άνοιχτή, καί πρόσεξα πώς ό σάκος μου της πλεχτικής είχε άλλάξει θέση. 'Εγώ τόν είχα άφήσει στό ντι­βάνι καί κάποιος τόν είχε πάρει καί τόν είχε χώσει πίσω άπό ένα μαξιλάρι. Πάνω στό ντύμα τού ντιβανιού, έκεί πού είχα άφήσει το σάκο μου, ήταν τώρα τό άποτύπωμα ένός άνθρώπου καθισμένου. Κάποιος είχε καθήσει έκεί πρίν άπό λίγο, καί είχε σπρώξει το σάκο μου έπειδή τόν έμπόδιζε. Ή καρέκλα τού γραφείου είχε κι' αύτή κουνηθεί άπό τή θέση της. θάλεγε κα­νείς πώς ή κ. Ντάμβερς, όταν ό Μαξίμ κι' έγώ δέν είμαστε μπροστά, δεχόταν τούς Επισκέπτες της στό σαλονάκι. ταΙστάν6ηκα κάπως δυσάρεστα, θ ά προτιμούσα νά μήν τόχα κατα­λάβει. Ό Τζάσπερ μυριζόταν γύρω γύρω τό ντιβάνι, κου­νώντας τήν ούρά του. Φαίνεται ότι, όπωσδήποτε, ό έπισκέπτης δεν τού έφερνε καμιά άνησυχία. Πήρα τό σάκο τής πλεχτικής μου, και βγήκα. 'Εκείνη τή στιγμή, ή πόρτα τού μεγάλου σα­λονιού, πού έβγαινε στόν πέτρινο διάδρομο και στά διαμερί­σματα τής ύπηρεσίας, άνοιξε, κι' άκουσα όμιλίες. Μπήκα άμέ­σως ξανά στό σαλονάκι,— λίγο άκόμα και θά μ' έβλεπαν. Στάθηκα περιμένοντας πίσω άπό τήν πόρτα, γουρλώνοντας τά μάτια μου στόν Τζάσπερ, πού στεκόταν στό άνοιγμα τής πόρ­τας και μέ κοίταζε μέ τή γλώσσα του κρεμασμένη έξω καί κουνώντας τήν ούρά του. Ό δαίμονας αύτός θά μέ πρόδινε. Στεκόμουν άκίνητη, κρατώντας τήν άναπνοή μου.

Ή φωνή τής κ. Ντάμβερς άκούστηκε : «Φαντάζομαι πώς Βά πήγε στή βιβλιοθήκη», έλεγε. «Ποιός ξέρει γιατί γύρισε σπίτι τόσο νωρίς. Ά ν εχει πάει στή βιβλιοθήκη, μπορείτε νά περάσετε άπό τό χώλ, χωρίς νά σάς δει. Μιά στιγμή νά πάω νά κοιτάξω.»

"Ηξερα πώς μιλούσαν γιά μένα. "ταρχισα νά αισθάνομαι άκόμα περισσότερο δυσάρεστα. Ό λη αύτή ή Ιστορία ήταν τό­σο ύποπτη. Καί δέν ήθελα νά πιάσω σέ κάτι άπρεπο τήν κ.

Λ2 Ρίβέχκα— 177 —

Page 174: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Ντάμ6ε·ρς. "ταξαφνα, ό Τζάσπερ γύρισε το κεφάλι του πρός τό μεγάλο σαλόνι, κι' έτρεξε έξω, κουνώντας τήν ουρά του.

— Βρέ έδώ είσαι, μπερμπαντάκο ; άκουσα τόν άνθρωπο νά λέει.

Ό Τζάσπερ άρχισε νά γα υγίζε ι ζωηρά. Κοίταξα γύρω άπελπισμένη, μήπως έβρισκα κάπου να κρυφτώ. 'Εννοείται, χωρίς άποτέλεσμα. "Υστερα άκουσα βήματα πολύ κοντινά, κι' ό άνθρωπος μπήκε στό δωμάτιο. Στήν άρχή δέ μέ είδε, γ ια τ ί ήμουν πίσω άπό τήν πόρτα, ό Τζάσπερ όμως έτρεξε κοντά μου, Εξακολουθώντας νά γα υγίζε ι χαρούμενα.

Ό ξένος γύρισε άπότομα καί μ' είδε. Ποτέ μου δέν είδα άνθρωπο τόσο κατάπληκτο, θ ά λ εγ ε κανείς πώς έγώ ήμουν ό κλέφτης, κι' Εκείνος ό κύριος του σπιτιού.

— Σ άς ζητώ συγγνώμη, είπε, κοιτάζοντάς με άπό πάνω ώς κάτω.

Ή τα ν ένας άντρας γερός καί μεγαλόσωμος, άρκετά όμορ­φος στό είδος του, ήλιοκα μένος και φανταχτερός. Είχε Εκείνα τά μάτια τά φλογερά καί τά γα λά ζια πού ό κόσμος συνήθως τά συνδυάζει μέ το πιοτό καί τήν άσωτη ζωή. Τά μαλλιά του ήταν κοκκινωπά' όπως και τό δέρμα του. Σ έ λ ίγ α χρόνια Θά πάχαινε πολύ, κι' ό σβέρκος του θά του ξεχείλιζε έξω άπό τό κολάρο. Το στόμα του τον πρόδινε. Ήτοεν πάρα πολύ άπαλο και πάρα πολύ κόκκινο. Ή άνάσα του μύριζε ούί σκυ, μουφερνε τή μυρουδιά του ως το πρόσωπο. Ά ρ χ ισ ε νά χαμογελάει. Ό ­πως θά χαμογελούσε σέ κόεθε γυναίκα,

—'•Ελπίζω νά μή σάς τρόμαξα, είπε.Βγήκα άπό τήν κρύπτη ,μου, πίσω άπό τήν πόρτα, μέ όλη

τή συναίσθηση, και όλο το ύφος, τής μεγάλης άνοησίας μου.— Βεβαίως όχι, είπα. Ά κουσα όμιλίες και δέν ήξερα ποιός

ήταν. Δέν περίμενα -έπισκέψεις σήμερα τό άπόγεμα.— Τί ντροπή, είπε μέ ύφος Εγκάρδιο. Μεγάλη άγένεια έκ

μέρους μου νά βρεθώ έτσι άξαφνα μπροστά σας. Ε λ π ίζω νά μέ συγχωρήσετε. Πέρασα μ ιά στιγμή νά δω αύτή τήν καψερή τήν Ντάνη. Είμαστε φίλοι άπό χρόνια.

— Πολύ σωστά, Εν τάξει, είπα.— Τήν καημένη τήν Ντάνη, είπε. Φοβάται τόσο πολύ νά

μή δίνει βάρος σέ κανέναν. Δέν ήθελε καθόλου νά σάς Ενο­χλήσει.

— Δέν πειράζει καθόλου, είπα.Κοίταζα τόν Τζάσπερ πού χοροπηδούσε γύρω άπό τόν ξένο·'

καί τόν ά γγ ιζε μέ τά πόδια του Ενθουσιασμένος.— Δέ μέ ξέχασε τό τερατάκι, έ ; είπε. "Εγινε ώραίο σκυλί.

Ή τα ν άκόμα κουταβάκι τότε πού τόν είδα γ ιά τελευταία φο­ρά. Παραπάχυνε όμως. Τού χρειάζεται λίγη γυμναστική.

— 178 —

Page 175: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Τώρα δα γυρίζουμε άπό έ'να μεγάλο περίπατο, είπα.— Ν αί; ταύτό δείχνει ιδτι άγαπάτε πολύ τά σπόρ, είπε.Εξακολουθούσε νά χαϊδεύει τόν Τζάσπερ καί νά μού χα­

μογελά μέ πολλή ν οικειότητα. 'Ύστερα έβγαλε τή σιγαροθήκη του.

—"Ενα τσιγαράκι; είπε.— Εύχαριστώ, δέν καπνίζω, τού άποκρίθηκα.— Σοβαρά ;— Σοβαρά.Πήρε ένα τσιγάρο και τό άναψε. Δέν προσέχω ποτέ αύτά

τά πράματα, άλλά, οπωσδήποτε, μού φάνηκε κάπως άπρέπεια. ‘τασφαλώς ήταν άπρέπεια. ’Ήταν άγένεια άπέναντί μου.

— Πώς'είναι ό Μάξ ;Ό τόνος του μέ παραξένεψε. 'Ήταν σά νά τόν ήξερε πολύ.

Τόβρισκα παράξενο νά λένε μπροστά μου Μάξ τόν Μαξίμ. Κα­νείς δέν τόν έλεγε έτσι.

— Πολύ καλά, εύχαριστώ, είπα. Έ χε ι πάει στό Λονδίνο.— Καί άφησε τή γυναικούλα του όλομόναχη ; Ά ! πολύ

άσχημα ! πολύ άσχημα Ι Δέ φοβάται μή σας κλέψει κανέ­νας ;

Γέλασε άνοίγοντας τό στόμα του. Τό γέλιο του δέ μ' ά­ρεσε. Είχε κάτι το προσβλητικό. 'Εκείνη άκριβώς τή στιγμή, μπήκε στο δωμάτιο ή κ. Ντάμβερς. Γύρισε καί με κοίταξε, κι' ένιωσα νά παγώνει το αίμα μου. θ έ ιμου, συλλογίστηκα, τι μίσος πού θά πρέπει νά μου έχει.

—'Εδώ είσαι, Ντάνη ; είπε. "Ολες οί προφυλάξεις σου πή­γανε χαμένες. Ή κυρία του σπιτιού ήταν κρυμμένη πίσω άπό τήν πόρτα.

Ξαναχαμογέλασε. Ή κ. Ντάμβερς δέν είπε τίποτα. Ε ξα ­κολουθούσε μόνο νά μέ κοιτάζει.

— Λοιπόν, δέ μέ συσταίνεις ; είπε. Έ τσ ι συνηθίζεται, τό κάτω κάτω. Στίς νιόπαντρες κυρίες ύποβάλλει κανείς τά σέβη του.

—Ό κύριος Φάβελ, κυρία, είπε ή κ. Ντάμβερς.Μιλούσε γρήγορα, καί, όπως μού φάνηκε, κάπως βιασμέ­

να. Δέν είχε πολλή διάθεση, νομίζω, νά μού τόν συστήσει.—’Πώς είσθε, είπα, προσπαθώντας νά φανώ εύγενική. θέ­

λετε να πάρετε ένα τσάϊ ;Φάνηκε σά νά το βρήκε πολύ διασκεδαστικό. Γύρισε στήν

κ. Ντάμβερς.— Δέν είναι χάρμα αύτή ή πρόσκληση ; είπε. 'Ορίστε. Εί­

μαι καλεσμένος στό τσάι. Μά τό θεό, Ντάνη, δέν τή βρίσκω άσχημη αύτή τήν Ιδέα.

Τήν είδα νά τού ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα-

— 179 —

Page 176: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ταισθανόμουν πάρα πολύ στενόχωρα. Ή θέση μου ήταν πολύ δύσκολη. Δέν έπρεπε νά τά καταφέρω τόσο άσχημα.

— Λοιπόν, ίσως έχετε δίκιο, είπε. θά τα ν άλήθεια μεγάλο γλέντι. Μά βαρώ πώς είναι καλύτερα νά πηγαίνω. Ε λ ά τε νά ρίξετε μιά ματιά στ' αύτοκίνητό μου.

Μιλούσε πάντα μέ τήν ιδίαν οικειότητα, σ' έναν τόνο σχε­δόν άναι'δή. Δέν είχα καμιά όρεξη νά πάω νά δώ το άμάξι του. ταισθανόμουν μεγάλη στενοχώρια.

—Ε λ ά τε , είπε. Είναι σπουδαίο άμαξάκι. Πολύ πιό γρ ή ­γορο άπ ' ό,τι μπόρεσε νά έχει ποτέ του ό φίλτατος Μάξ.

Τί νά πώ γ ιά ν' άρνηθώ ; Δέν έβρισκα τίποτα. Ό λ η αύτή ή Ιστορία ήταν τόσο τραβηγμένη ά π ' τά μαλλιά, τόσο βιασμέλ'η, τόσο άνόητη. Καθόλου δέ μου άρεσαν όλ' αύτά. Καί τ ί είχε έπιτέλους ή κ. 'Ντάμβερς, καί στεκόταν έκεί και μ' κοίταζε μέ τόσο «άσχημο και κακό βλέμμα ;

— Πού είναι τό αύτοκίνητο ; είπα άδύναμα.— Πίσω άπ ' τή στροφή τής άλέας. Δέν τόφερα ως τήν πόρ­

τα. Φοβόμουν ιμή σας ενοχλήσω. Ε ίχα τήν Ιδέα πώς άνοτποτυόσαστε ίσως τ ' άπόγεμα.

Δέν είπα τίποτα. Το ψέμα ήταν τόσο φανερό. Περάσαμε τό μεγάλο σαλόνι και μπήκαμε στο χώλ. Τόν είδα νά κοιτά­ζει πάνω άπό τόν ώμο το'' και νά κλείνει τό μάτι στήν κ. ιΝτάμβερς. ταύτή δέν τού άνταπόδωσε τό κλείσιμο τού ματιού. Κι' ούτε περίμενα νά το άνταποδώ-σει. Φαινόταν θυμωμένη και κα­κόκεφη. Ό Τζάσιίερε παιζε έξω στήν άλέα. Έ μ ο ια ζε Ενθου­σιασμένος άπ' τήν άπρόοπτη Εμφάνιση αύτου τού ξένου, πού τόν ήξερε φαίνεται πολύ καλά.

— Άφησα τό κασκέτο ιμου στ’ άμάξι, θαρώ, είπε κάνον­τα ς πώς κοίταζε γύρω στό χώλ. Ά λλω σ τε δέ μπήκα άπό δώ. Χώθηκα άπ' το πίσω μέρος του σπιτιού και ξάφνισα τήν Ντάνη, μές στό άντρο της. 'Έ ρχεσα ι κι' Εσύ νά δεις το άμάξι ; Κοίτοοξε Ερωτηματικά τήν κ. Ντάμβερς.

ταύτή στάθηκε μιά στιγμή δισταχτική, κοιτάζοντάς με μέ τήν άκρη τού ματιού της.

—Ό χ ι, είπε. Δε μπορώ νά βγώ έξω αύτή τή στιγμή. ταντίο σας, κύριε Τζάκ.

Τής έπιασε το χέρι και τής τό τράνταξε μέ μεγάλη έγκαρ· διότητα.

—ταντίο, Ντάνη. Και νά φροντίζεις τήν ύγεία σου. Ξέρεις πάντα πού ,μέ βρίσκεις. Μουκαμε πολύ καλό πού σέ ξαναείδα.

Βγήκε καί προχώρησε κατά τήν άλέα, μέ τόν Τζάσπερ πού χόρευε πίσω άπ' τίς φτέρνες του. Τόν α κολούθησα άργά, πάντα σέ δύσκολη θέση.

— Τό ιάγαπητό μου τό Μάντερλέη ! είπε, κοιτάζοντας κατά

Page 177: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τά παράθυρα. Δέν άλλαξε καί πάρα πολύ. Φαντάζομαι πώς ή Ντάνη θάχει πολύ το νοΰ της. Τί περίφημη γυναίκα, έ ;

— Ναί, είναι πολύ άξια, είπα.— Και πώς τά βρίσκετε όλ' αύτά ; Σας άρέσει πού θα­

φτήκατε έδώ ;—'ταγαπώ πολύ το Μάντερλέη, είπα κάπως ξερά.— Δέ μένατε, θαρώ, στή Μεσημβρινή Γαλλία όταν συναν­

τηθήκατε μέ τόν Μάξ ; Στό Μόντε Κάρλο, μού φαίνεται ; Τό ξέρω περίφημα τό Μόντε Κάρλο.

— Ναί, ήμουν στό Μόντε Κάρλο, είπα.Είχαμε φτάσει στό αύτοκίνητο. Μιά κούρσα πράσινη, τό

είδος άκριδώς πού τού ταίριαζε.—Πώς το βρίσκετε ; είπε,— Πολύ ωραίο, είπα εύγενικά.—Έρχεστε μιά βόλτα ώς το θυρωρείο ; είπε.—Ό χι, είπα. Δέ μπορώ. Είμαι λιγάκι κουρασμένη.— Βρίσκετε άσφαλώς ότι δέν είναι σωστό γιά τήν κυρ toe

τού Μάντερλέη, νά τή δούν στό αύτοκίνητο μ' έναν τύπο σάν καί μένα, — δέν είν' έτσ ι; είπε και γέλασε, κοιτάζοντάς με καί κουνώντας το κεφάλι του.

—Ώ, όχι ! είπα κι' έγινα κατακόκκινη. Δέν έννοώ κάτι τέτοιο !

'Εξακολουθούσε νά μέ κοιτάζει άπό πάνω ώς κάτω, σά νά μ' έκανε γούστο, με το οΙκείο του έκείνο βλέμμα καί τά άντιπαθητικά γαλάζια μάτια του. ίΕίχα τήν αίσθηση σά νά ήμουν ένα κορίτσι τού μπάρ.

— 'Εν τάξει, είπε, δέν πρέπει νά ξελογιάσουμε τή νύφη, δέν είν' έτσι, Τζάσπερ ; Δε θάταν διόλου σωστό.

Πήρε τό κασκέτο του κι' ένα ζευγάρι πελώρια γάντια. Πέταξε το τσιγάρο του στήν άλέα.

— Γειά σας, είπε δίνοντάς μου τό χέρι. Είμαι ένθουσιασμένος πού έκαμα τή γνωριμία σας.

— Γειά σας, είπα.—'ταλήθεια... είπε α διάφορα, θάταν έκ μέρους σας πολύ

έν τάξει, και πολύ μεγαλόκαρδο, αν δεν κάνατε λόγο στόν Μαξ γι' αύτή τή μικρή έπισκεψούλα. Φοβούμαι πώς δέ μού έχει και μεγάλη συμπάθεια, δεν ξέρω γιατί. Και μπορεί νά γίνω αφορμή νά βρει τό μπελά της αύτή ή καψο Ντάνη.

— Καλά, είπα άδέξια. Καλά, ένια σας.— Είστε πολύ έν τάξει, είπε. Λοιπόν ; Μήπως άλλάξατε

Ιδέα γιά τή βόλτα ;—’Όχι, είπα, σάς παρακαλώ. Δε μπορώ.— Γειά σας λοιπόν. Ίσ ω ς έρθω νά σάς θώ καμιά μέρα

άπό τούτες. Στάσου πιά, μωρέ Τζάσπερ ! Μούγδαρες όλη τή

— 181 -

Page 178: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μπογιά:. Σ α ς είπα : Μεγάλη ντροπή, νά φεύγει έτσι ό Μάξ γ ιά τό Λονδίνο και νά σάς άφήνει όλομόναχη.

— Δέ μέ πειράζει, είπα. Μού αρέσει νά είμαι μονάχη.—•ταλήθεια ; ' ταλλο πάλι καί τούτο ! ' α , μ' αύτό είναι

πολύ άσχημο, ξέρετε. 'ταφύσικο. Πόσον καιρό είστε παντρεμέ­νη ; Τρεις μήνες, δέν είν' έτσι ;

—’Περίπου, είπα.— Νά σάς πώ, πολύ θά τόβελα, νάχα μιά γυναικούλα, που

νόΕμοοστε τρεις μήνες παντρεμένοι και νά μέ περιμένει στό σπίτι. Μά είμαι ανύπαντρος, ό φτωχός ! Μόνος, και έρημος !

Γέλασε πάλι και κατέβασε ώς τά φρύδια το κασκέτο του.— Γ ειά -χα ρ ά , είπε βάζοντας μπρος, και το άμάξι ξεκίνησε

βουερά μέ μιά δυνατή Εξάτμιση, ένώ ό Τζάσπερ το κοίταζε μέ πεσμένα τ' αύτιά και με τήν ούρά του μέσα στά σκέλια.

—Έ λ α πιά, Τζάσπερ, πάμε, είπα. Μήν είσαι τόσο άνόητος.Γύρισα στο σπίτι σ ιγ ά -σ ιγ ά . Ή κ. Ντάμβερς δέ φαινό­

ταν πουθενά. Στάθηκα στο χώλ και χτύπησα το κουδούνι. Πέ­ρασαν πέντε λεπτά. Τίποτα. Ξαναχτύπησα. Παρουσιάστηκε έπιτέλους ή ’ταλίκη, μ' εν α ύφος μάλλον κατσούφικο.

— Ορίστε, κυρία, είπε.—Ά λικη , είπα, δέν είν' ε δώ ό Ρόμπερτ ; Ή θ ελ α νά μου

φέρει το τσάϊ μου στόν κήπο, κάτω άπ ' τήν καστανιά.—Ό Ρόμπερτ σήμερα το άπόγεμα πήγε στο ταχυδρομείο

καί δέ γύρισε άκόμα, κυρία, είπε ή ’ταλίκη. Ή κ. Ντάμβερς τόν άφησε νά καταλάβει πώς θά γυρίζατε ά ρ γ ά γ ιά το τσάϊ. ‘Ό πω ς συνήθως, σήμερα λείπει κι' ό Φρίθ. Ά ν θέλετε τώρα τό τσάϊ σας, σάς τό σερβίρω εγώ. Νομίζω πώς δεν είναι άκό­μα τεσσερισήμιση.

—Ό χ ι, δέν πειράζει, ταλίκη, είπα. θ ά περιμένω νά γυρ ί­σει ό Ρόμπερτ.

Είχα τήν έντύπωση πώς μόλις έφυγε ό Μαξίμ, όλα είχαν χάσει αύτομάτως το ρυθμό τους. Ποτέ δέν έλειπαν τήν ίδια μέρα και ό Φρίθ και ό Ρόμπερτ. Σήμερα, όπως συνήθως, ήταν ή μέρα πού έβγαινε ό Φρίθ. Και ή κ. Ντάμβερς είχε στείλει τόν Ρόμπερτ στο ταχυδρομείο. Και γ ιά μένα, λογάριαζαν πώς είχα βγει γ ιά ένα μεγάλο περίπατο. ταύτός ό Φάβελ είχε δ ια ­λέξει πολύ καλά τήν ώρα του, γ ια νά κάμει τήν επίσκεψή του στην κ. Ντάμβερς. Υπερβολικά καλά, σχεδόν. Δέ μπορεί. Ό λ ’ αύτά είχαν κάτι το άνώμαλο, ήμουν απόλυτα βέβαιη. 'Έπειτα, αύτός δέ μούπε νά μήν κάμω λόγο στόν Μαξίμ ; Πολύ δυσά­ρεστα όλ' αύτά. Δέν ήθελα νά φέρω σέ δύσκολη θέση τήν κ. Ντάμβερς ούτε νά κάμω κανενός είδους σκηνή. Καί τό σπου­δαιότερο, δέν ήθελα νά στενοχωρήσω τον Μαξίμ.

’ταναρωτιόμουν ποιός νάταν αύτός ό Φάβελ. Έ λ ε γ ε Μάξ

— 182 —

Page 179: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τόν Μαξίμ. Κανείς δέν τόν Ελεγε Μάξ. Μιά φορά μόνο είχα δει γραμμένο αύτό το όνομα στό δεύτερο φύλλο ένός 'βιβλίου, μέ λεπτά και λοξά γράμματα, παράξενα μυτερά, μέ τό Μ, πολύ ζωηρό, πολύ μεγάλο. Είχα την Ιδέα πώς μόνο ένα πρόσωπο τόν έλεγε Μάξ...

Καθώς στεκόμουν Εκεί στό χώλ, άναποφάσιστη γιά το τσάι μου, καί μή ξέροντας τί νά κάμω, μού πέρασε ξαφνικά άπό τό νού ότι ή κ. ιΝτάμβερς ίσως νά μήν ήταν τίμιος άνθρωπος, ότι κάτι μαγείρευε όλον αύτό τόν καιρό πίσω άπ’ τη ράχη τού Μαξίμ, και ότι, καθώς σήμερα είχα γυρίσει νωρίτερα, τήν είχα πιάσει μαζί μ'ε κείνον τόν άνθρωπο, πού ήταν άσφαλώς κάποιος συνένοχος, καί πού, γιά νά μπορέσει νά μέ γελάσει καί νά φύ­γει, είχε ύποκριθεί πώς ήταν τάχα παλιός γνώριμος τού σπι­τιού και τού Μαξίμ. 'ταναρωτιόμουν τί νά Εκαναν τάχα έκεί στή δυτική πτέρυγα. Γιατί νά κλείσουν τά παντζούρια όταν μέ είδαν στήν πελούζα ; "ταρχισα νά αισθάνομαι μιάν άκαθόριστη άνησυχία. Ό Φρι© καί ό Ρόμπερτ έλειπαν. ΟΙ ύπηρέτριες ήταν συνήθως το άπόγεμα στις κάμαρές τους, κι' άλλάζανε. Το σπίτι ήταν όλο στή διάθεση της κ. Ντάμβερς. "ταν αύτός ο άνθρωπος ήταν κλέφτης καί ή κ. Ντάμβερς ήταν όργανό του ; Στή δυτική πτέρυγα ύπηρχαν πολλά πράγματα άξιας. Μιά ξαφνική έπιθυμία μέ κυρίεψε, καί συγχρόνως μέ τρόμαζε, ν' ώνέβω άμέσως, τώρα, στή δυτική πτέρυγα, νά μπώ σ' αύτά τά δωμάτια, και νά δώ ή ίδια.

Ό Ρόμπερτ δέν είχε γυρίσει άκόμα. " Ισ α -ίσα πού πρό­φταινα ώς τήν ώρα τού τσαγιού. Δίστασα, κοιτάζοντας κατά τόν 'Εξώστη. Τό σπίτι φαινόταν πολύ ήσυχο καί ήρεμο. ΟΙ ύπηρέτριες ήταν όλες στά δωμάτιά τους πίσω άπ' τήν κουζίνα. Ό Τζάσπερ έπινε νερό άπ' τό δοχείο του πλαταγίζοντας, στά πό­δια της σκάλας, κι' ό ήχος α ντιλαλούσε στό μεγάλο πέτρινο χώλ. "ταρχισα ν' άνεβαίνω. Ή καρδιά μου χτυπούσε παράξε­να, νευρικά.

Page 180: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

14Β Ρ Ε Θ Η Κ α στόν ίδιο διάδρομο πού είχα βρεθεί τό πρώ ­

το έκείνο πρωινό. Δέν είχα ξαναπάει ποτέ έκεί πέρα, ούτε καί ήθελα νά ξαναπάω. ' ταπ ’ τό μεγάλο παράθυρο της στρογγυλής προεξοχής, ό ήλιος ξεχύνονταν μέσα,

σχεδιάζοντας, πάνω στή σκούρα ξυλόστρωση τών τοίχων, χρυ­σά άραβουργήματα.

Ή σιωπή ήταν άπόλυτη. ταίστάνθηκα τήν ίδ ια ε κείνη μυρου­διά τής κλεισούρας και τ ς υγρασ ίας πού είχα αίστανθεί καί τήν άλλη φορά. Δέν ήξερα άκριβως άπό πού έπρεπε νά πάω» Τό σχέδιο έ κείνου του μέρους του σπιτιού μου ήταν άγνωστο. "Υστερα θυμήθηκα ότι τήν άλλη φορά ή κ. Ντάμβερς είχε βγει άπό μιά πόρτα άκρι&ώςε κεί πίσω μου, καί συλλογίστηκα πώς, αύτό θά πρέπει νά ήταν τό δωμάτιο πού ζητούσα, και πού τά παράθυρά του έβλεπαν πάνω ά π ' τ ίς πελούζες τή θάλασσα. Γύρισα τό πόμολο τής πόρτας καί μπήκα. Ή τ αν σκοτάδι φυσικά, γ ια τί τά παντζούρια ήταν κλειστά. 'Ε ψ αξα , βρήκα τό διακό­πτη κι' άναψα το φώς. Ή μουν σέ ιμιά μικρήν άντικάμαρα. ένα είδος γκαρνταρόμπας όπως μού φότνηκε, μέ μεγάλες ντουλάπες γύρω γύρω στούς τοίχους, και .μέ μιάν άλλη πόρτα στό βά­θος, ορθάνοιχτη, πού 'έβγαινε σ' ένα δωμάτιο μεγαλύτερο. Μπή­κα στό δεύτερο αύτό δωμάτιο κι' άναψα τό φώς. 'Η πρώτη μου έντύπωση ήταν ένα άπότομο ξάφνιασμα. Το δωμάτιο ήταν Επι­πλωμένο καθ' όλα, σά νά ήταν κατοικημένο.

Περίμενα πώς θάβλεπα καθίσματα καί τραπέζια, σκεπα­σμένα μέ ντύματα, καί έπίσης σκεπασμένο μέ ντύμα τό μεγάλο διπλό κρεβάτι, έκεί δίπλα στόν τοίχο. Τίποτα δέν ήταν σκεπα­σμένο. Πάνω στό τραπέζι τής τουαλέτας έβλεπες βούρτσες καί χτένια, μιά πούδρα κι' ένα άρωμα. Τό κρεβάτι ήταν στρωμένο. Είδα τή λάμψη μιας άσπρης λινής μαξιλαροθήκης καί τήν άκρη μιας κουβέρτας κόττω άπ’ τό πάπλωμα. Στήν τουα­

Page 181: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

λέτα καί στό τραπέζι δίπλα στό κρεβάτι, ήταν λουλούδια. Λουλούδια ήταν έπίσης και στό τζάκι. Μιά μεταξωτή ρόμπα ήταν άπλωμένη σέ μιά πολυθρόνα, κι' άπό κάτω ένα ζευ­γάρι παντούφλες. Μιά στιγμή, νόμισα πώς κάτι είχε πάθει τό μυαλό μου, πώς έπλεα άντίστροφα τό ρεύμα τού Χρόνου, καί πώς έβλεπα αύτό τό δωμάτιο όπως ήταν συνήθως πρίν έκείνη πεθάνει... Σ ’ ένα λεπτό, ή Ρεβέκκα θάμπαινε στήν κάμαρά της, θά καθόταν μπροστά στόν καθρέφτη τής τουαλέτας της μουρμουρίζοντας ένα σκοπό, θ' άπλωνε τό χέρι της νά πάρει τό χτένι της, καί Θά τό περνούσε στά μαλλιά της. Ά ν κάθιζε έκεί, θάβλεπα τή μορφή της στόν καθρέφτη, κι' αύτή πάλι θά μ' έβλεπε έπίσης έκεί δίπλα στήν πόρτα όπου είχα σταθεί. Τί­ποτα όμως δέν έγινε. 'Εγώ έμενα έκεί, περιμένοντας. Στήν πραγματικότητα μέ ξανάφερε, τό τικ τάκ τού ρολογιού πάνω άπ' τόν τοίχο. ΟΙ δείχτες έδειχναν τέσσερις κι' είκοσι πέντε. Τό ρολόι μου έλεγε τό ίδιο. ταύτό το τ ικ τάκ τού ρολογιού είχε κάτι το ύγιές και το καθησυχαστικό. Μέ ξανάφερνε στό παρόν, καί μού θύμιζε ότι τό τσάι μου θά μέ περίμενε σέ λίγο έξω στήν πελούζα. Προχώρησα άργά ώς τή μέση τής κάμαρας. Ό χι, δέν ήταν κατοικημένη, δέν τή χρησιμοποιούσε κανείς. Ούτε και τά λουλούδια άκόμα δε μπορούσαν νά διώξουν τή μυρουδιά τής κλεισούρας. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές, όπως έπίσης και τά παντζούρια. Ή Ρεβέκκα δέ θά ξαναρχόταν ποτέ πιά σ' αύτό τό δωμάτιο. Κι' άν άκόμα ή κ. Ντάμβερς έβαζε λουλούδια στό τζάκι καί στό κρεβάτι σεντόνια, τίποτα δέ Θά τήν ξανάφερνε πίσω. Είχε πεθάνει. Είχε πεθάνει έδώ κι' ένα χρόνο. ΤΗταν θαμμένη στήν κρύπτη τής έκκλησίας, μαζί μ' όλους τούς άλλους νεκρούς τών ντέ Γουίντερ.

Άκουα πολύ καθαρά τόν ήχο τής θάλασσας. Πήγα στό παράθυρο κι' έσπρωξα τά παντζούρια. Ναί, ήμουν στό ίδιο παράθυρο όπου ήταν (μισή ώρα πρωτύτερα ή κ. Ντάμβερς κι' ό Φάβελ. Ή μακριά δέσμη τού φωτός τής ή μέρας, έκαμε το ήλεκτρικό νά φαίνεται ψεύτικο καί χλωμό. "τανοιξα λίγο άκό­μα τά παντζούρια. Ό ήλιος έστειλε μιά λευκή άκτίνα πάνω στό κρεβάτι. 'Έλαμψε πάνω στή θήκη τού νυχτικού πού ήταν άπάνω στό μαξιλάρι. 'Έλαμψε πάνω στό τζάκι τής τουαλέτας, πάνω στίς βούρτσες καί τά μπουκαλάκια μέ τίς μυρουδιές.

Τό φώς της ή μέρας έδινε στήν κάμαρα μιάν όψη πολύ πιό πραγματική. Πρώτα, μέ το ήλεκτρικό και τά παντζούρια κλει­σμένα, έμοιαζε μάλλον μέ τή σκηνογραφία ένός Θεάτρου άνάμεσα σέ δύό παραστάσεις, όταν ή αύλαία έχει πέσει μετά τό τέλος τής βραδινής παράστασης, καί ή σκηνή είναι έτοιμη γιά τήν πρώτη> πράξη τής αύριανής άπογευματινής. Τώρα, τό φώς, της ήμέρας τό φρεσκάριζε και τό ζωντάνευε. Ξέχναγα τή μυ-

— 18ό —

Page 182: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ρουδιά τής κλεισούρας καί τίς κλειστές κουρτίνες στά άλλα παράθυρα. "Ημουν πάλι μιά ξένη. Μιά τακάλεστη ξένη. Είχα μπει κατά λάθος στήν κρεβατοκάμαρα τής κυρίας του σπιτιού ταύτές έδώ, στό τραπεζάκι τής τουαλέτας, ήταν οί βουρτες της, αύτό «έδώ, πάνω σ' αύτή τήν πολυθρόνα, ήταν ή ρόμπα της, <χύτά έκεί, ήταν οι παντούφλες της.

Πρώτη φορά άπ ' τή στιγμή πού είχα μπει στό δωμάτιο, πρόσεξα πώς τά πόδια μου έτρεμαν σάν καλάμια. Κάθησα στό σκαμνάκι τής τουαλέτας. Ή καρδιά «μου δέ χτυπούσε πιό μέ κείνη τήν παράξενη ταραχή. Ή τα ν εβαριά σά μολύβι. Έ ρ ι ­ξα μιά ,ματιά γύρω στό δωμάτιο σάν αποβλακωμένη. Ναί, ήταν άλήθεια πολύ ώραίο δωμάτιο. Ή κ. (Ντάμβερς έκείνο το βράδυ δέν είχε πει ύπερβολές. ’‘Ηταν τό ώραιότερο δωμάτιο του σπι­τιού. Τό (έξαίσιο τζάκι, το ταβάνι, το σκαλιστό κρεβάτι, οι κουρτίνες, άκόμα καί τό ρολόι έκεί στον τοίχο καί τά καντη­λέρια πάνω στήν τουαλέτα ε δώ δίπλα μου, ό λ α ,— ήταν πράμα­τα πού θά τ ' α γαπούσα, θά τά λάτρευα σχεδόν, άν ήταν δικά μου. Μά δέ μού τανήκαν. ’τανήκαν σέ μιάν άλλη. "ταπλωσα τό χέ­ρι μου κι' ά γγ ιξα ·τ ίς βούρτσες. Ή μία ήταν περισσότερο τρ ιμ ­μένη. Πολύ σωστά. Πάντοτε υπάρχει μιά βούρτσα πού είναι πιό πολύ έν χρήσει. Ξεχνάς συνήθως νά μεταχειριστείς τήν άλλη, κι' όταν πρόκειται νά πλυθούνε, ή μιά βρίσκεται κα­θαρή κι' α νέγγιχτη . Τί άσπρο κι' α δύναμο πού φαινόταν το πρόσωπό μου στόν καθρέφτη, τανάμεσα ά π ' τά ίσια και ξέθω­ρα μαλλιά μου. ’•Έτσι ήμουν πάντα ; ' τασφαλώς είχα περισσό­τερο χρώμα συνήθως. Ή εικόνα μου, μές ά π ' τον καθρέφτη, μέ κοίταγε άχαρη και χλωμή.

Σηκώθηκα άπό το σκαμνάκι κ ι' ά γ γ ιξ α μέ το δάχτυλο τή ρόμπα πού ήταν πάνω στήν πολυθρόνα. Σήκωσα τίς παντού­φλες καί τίς κράτησα μέσα στό χέρ ι ;μου. Ή αίσθηση τής φρίκης γιγάντωνε μέσα μου, ταγγίζοντας τά όρια τής α πόγνωσης. Ψηλάφησα τό σκέπασμα του κρεβατιού, χάιδεψα μέ τό δάχτυ­λο το κεντημένο μονόγραμμα πάνω στή μεταξωτή θήκη του νυ­χτικού, ένα Ρ ένα « ντέ » κι' ένα Γ πού σμίγανε καί γίνονταν σύμπλεγμα. Τά γράμματα ήταν (έντονα κεντημένα πάνω στό χρυσό μεταξωτό ύφασμα. Τό νυχτικό ήταν μέσα στή βήκη του, βερυκοκί, άνάλαφρο και λεπτό σάν άράχνη. Τόπιασα, τόβγαλα άπ' τή θήκη του, τόφερα στό μάγουλό μου. Ή τα ν κρύο, πολύ κρύο. Μιά τανάλαφρη μυρουδιά μούχλας έσμιγε μέ τό άρωμά του, τό άρωμα τής λευκής άζαλέας. Τό ξαναδίπλωσα, τό ξανά­βαλα στή θήκη του, καί πρόσεξα, μ' ένα (δυνατό σφίξιμο τής καρδιάς, πώς τό νυχτικό ήταν όλο ζάρες, κατοττσαλακωμένο,— δέν τό είχαν α γγίξει, ούτε τό είχαν σιδερώσει, ταπό τότε ποόείχε φορεθεί γ ιά τελευταία φορά.

— 186 —

Page 183: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Ξαφνικά, κάτι μ' έσπρωξε μέσα μου νά παρατήσω τό κρε­βάτι και να γυρίσω στή μικρήν άντικάμαρα όπου είχα δει τις ντουλάπες. "τανοιξα μιά. 'τακριιδώς όπως τό είχα φανταστεί, ή ντουλάπα ήταν γεμάτη φουστάνια. Πολλά ήταν βραδινά. Πήρε το μάτι μου τή λάμψη ένός ασημένιου λαμέ πού ξέβγαινε απ' τήν άσπρη θήκη όπου ήταν τυλιγμένο. "Ενα άλλο ήταν άπό μπροκάρ χρυσό. Μιά ούρά άπό τασπρο σατέν ήταν άπλωμένη στό πάτωμα τής ντουλάπας. Ψηλά σ' ένα ράφι, μές <χπ' τό άψράτο χαρτί όπου ήταν τυλιγμένη, πρόβαλλε μιά βεντάλια άπό φτερά στρουθοκαμήλου.

Ή ντουλάπα είχε μιά παράξενη μυρουδιά άπό κλεισούρα. Τό άρωμα τής άζαλέας, τόσο λεπτό κι' εύχάριστο στόν έλεύθερον άέρα, καταντούσε σάν μπαγιάτικο, σάν ξινισμένο, μέσα στή ντουλάπα, μολύνοντας τίς άσημένιες τουαλέτες και τό χρυ­σό μπροκάρ, κι' ή άνάσα του άνάδίνονταν ώς έμένα άπ' τήν όρθάνοιχτη πόρτα σάν κάτι το παλιό και το ξέθωρο. "Εκλεισα τά φύλλα τής ντουλάπας και ξαναγύρισα στήν κρεβατοκάμα­ρα, Τό φώς πού έμπαινε άπό τ’ άνοιγμένα παντζούρια Εξακο­λουθούσε νά λάμπει λευκό καί καθαρό πάνω στό χρυσοκεντημένο κλινοσκέπασμα, κι' άνάδειχνε δυνατά καί ξεκάθαρα στό μο­νόγραμμα το ψηλό γερτό Ρ.

Έκείνη τή στιγμή ακόυσα βήματα πίσω μου, καί, γυρί­ζοντας, είδα τήν κ. Ντάμβερς. Δέ θά ξεχάσω ποτέ τήν έκφραση τού προσώπου της. "Ένας θρίαμβος, μιά αλλόκοτη λάμψη τών ματιών, μιά παράξενη νοσηρή έξαψη. Μ' έπιασε τρόμος.

—Θέλετε τίποτα' κυρία ; είπε.Προσπάθησα νά της χαμογελάσω, μά δέν τά κατάφερα.

Προσπάθησα νά μιλήσω.— Μήπως δέν αισθάνεστε καλά ; είπε, πλησιάζοντάς ιιε καί

μιλώντας μου γλυκύτατα."Εκαμα πίσω. Είχα τήν αίσθηση ότι, αν μέ πλησίαζε κά­

πως περισσότερο, θά λιποθυμούσα. "Ενιωθα τήν άνάσα της στό πρόσωπό μου.

— Είμαι πολύ καλά, κυρία Ντάμβερς, είπα ύστερ' άπό μιά στιγμή, Δέν περίμενα νά σας δώ. 'ταπ' τήν πελούζα, καθώς κοί­ταζα τά παράθυρα, είδα πώς ένα παντζούρι δεν ήταν καλά κλεισμένο. 'τανέβηκα νά δώ άν θά μπορούσα νά το στερεώσω.

—Θά τό στερεώσω έγώ, είπε και πήγε άθόρυβα κι' έκλει­σε τό παντζούρι.

Τό φώς τής ή μέρας χάθηκε. Τό δωμάτιο φαινόταν πάλι σάν άπόκοσμο μέσα στό ψεύτικο κίτρινο φώς. ταπόκοσμο καί άπαίσιο.

Ή κ. Ντάμβερς γύρισε καί στάθηκε πλάι μου. Χαμογε­λούσε. Είχε άφήσει τή συνηθισμένη άπάθεια κι' ήρεμία της κι'

— 187 —

Page 184: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

είχε ένα ύφος οίκείο σέ βαθμό πού σέ τρόμαζε καί μιάν ύπουλη δουλοπρέπεια.

—'Γ ια τ ί μου είποοτε π ώ ς τ ό παντζούρι ήταν άνοιχτό ; είπε. Τό είχα κλείσει πρίν βγώ άπό τό δωμάτιο. Τώρα τό τανοίξατε σεις. θέλατε νά δείτε τήν κάμαρα. Γιατί τόσον καιρό δέ μου ζητήσατε νά σάς τή δείξω ; "Ημουν έτοιμη κάθε μέρα και σάς περίμενα. Δέν είχατε παρά νά μού τό πείτε.

•Ένιωθα τήν έπιθυμία νά φύγω μά δέ μπορούσα νά κινη­θώ. Εξακολουθούσα νά τήν κοιτάζω στά μάτια.

— Τώρα, μιά πού είστε δώ, ταφήστε με νά σάς τά δείξω όλα, είπε μέ υποκριτικά διαχυτική φωνή, γλυκιά σάν τό μέλι, ψεύτικη καί φριχτή. Τό ξέρω πώς θέλετε νά τά δείτε όλα. Ά πό καιρό τό έπιθυ μουσάτε, καί ντρεπόσαστε νά τό ζητήσετε. Είναι ώραίο δωμάτιο, δέν είν' (έτσι; Τό ώραιότερο δωμάτιο πού χε­τε δει ποτέ.

Μέ πήρε α πό τό χέρ ι και μέ πήγε ώς τό κρεβάτι. Δέ μπο­ρούσα νά τής α ντισταθώ, ήμουν σάν α ποβλακωμένη. Τό ά γ ­γ ιγμ α τού χεριού της μούφερνε ρίγος. Κι' ή φωνή της ήταν σιγαλή καί οικεία, μιά φωνή πού τή φοβόμουν και τή μισούσα.

“ ταύτό ήταν τό κρεβάτι της. Είναι ωραίο κρεβάτι, δέν είν' έ τ σ ι ; Τούχω ταφήσει το χρυσό του τό σκέπασμα, πού ήταν τό πιό ταγοπτημένο της. ’Εδώ είναι τό νυχτικό της, μέσα στή θήκη του. Τό ταγ γ ίξ α τ ε ,— δέν το α γγ ίξα τε ; ταύτό ήταν τό νυ­χτικό πού φορούσε τήν τελευταία νύχτα πριν πεθάνει, θέλετε νά το αγγίξετε πάλι ;

•Έ βγαλε το νυχτικό άπ' τή θήκη του και τό άπλωσε μπρός στά μάτια .μου.

—ταγγ ίξτε το, πιάστε το, είπε. Δέστε τ ί ταπαλό καί τ ί τανταλαφρο πού είναι. Δέν τόχω πλύνει, ταπό τότε πού τό φόρεσε γ ιά τελευταία φορά. Τό ταφησα έτσι, καθώς και τή ρόμπα της καί τίς παντούφλες της, όπως τά είχα βάλει έκείνη τή νύχτα πού δέ γύρισε, έκείνη τή νύχτα πού πνίγηκε.

Ξ αναδίπλωσε τό νυχτικό καί τόβαλε πάλι στή θήκη του.—•Εγώ τήν ύπηρετουσα σέ ό,τι ήθελε, είπε παίρνοντάς μ ι

ξανά ταπό τό χέρι κι' όδηγώντας με έκεί πού ήταν οί παντού­φλες καί ή ρόμπα. ταλλάξαμε πολλές καμαριέρες, μά δέν τής έκανε καμμιά. «’Ε σ ύ μ’ εύχαριστείς περισσότερο α π' όλες. Νττανη », μοϋλεγε συνήθως. « Δε θέλω καμιά όίλλη, μόνο έσένα». Δέστε, αύτή είναι ή ρόμπα της. Ή τα ν πολύ πιό ψηλή άπό σάς. Τό βλέπετε α πό τό μάκρος. Βάλτε την α πτανω σας. Σάς φτάνει ώς τούς άστραγάλους. Είχε ώραίο παράστημα. Κι' αύ­τές είναι οι παντούφλες της. « Βάλε μου τίς παντούφλες μου, Ντάνη », μούλεγε πάντα. Γιά τό τανάστημα πού είχε, είχε ένο

— 188 —

Page 185: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ποδαράκι τόσο δά. Βάλτε τό χέρι σας μέσα στίς παντούφλες. Δέστε τί μικρές πού είναι, καί τί στενές...

Μούβαζε μέ τό ζόρι τις παντούφλες στά χέρια μου, χαμο­γελώντας καί κοιτάζοντάς με κατάματα πάντα.

— Ποτέ δέ θά τό φανταζόσαστε πώς ήταν τόσο ψηλή, δεν είν' έτσ ι; είπε. ΟΙ παντούφλες αύτές είναι γιά πολύ μικρό πό­δι. Κι’ ήταν καί τόσο λεπτή ! Δέν καταλάβαινες πώς ήταν τό­σο ψηλή παρά μόνο άν στεκόσουνα δίπλα της. Είχαμε το ίδιο άκριβώς άνάστημα. Μά όταν ήταν ξαπλωμένη σ' αύτό έδώ τό κρεβάτι ήταν σάν ένα τόσο δά λεπτό πλασματάκι, με τ' άφθο­να μαύρα μαλλιά της σά φωτοστέφανο.

Άφησε τίς παντούφλες στό πάτωμα, κι’ άπλωσε στήν πο­λυθρόνα τή ρόμπα.

— Είδατε τίς βούρτσες της, δέν είν' έ τσ ι; είπε πηγαίνοντάς με στήν τουαλέτα. Τις έχω έδώ, έτσι όπως τίς είχε μεταχει­ριστεί, άπλυτες κι' άπείραχτες. 'Εγώ τής βούρτσιζα τά μαλλιά κάθε βράδυ. «'Έλα, Ντάνη, τά μαλλιά μου» μού έλεγε, κι' έγώ στεκόμουν πίσω της έδώ, κοντά στό σκαμνάκι, και τής βούρτσιζα τά μαλλιά είκοσι όλόκληρα λεπτά, συνέχεια. Μόνο τά τελευταία χρόνια, ξέρετε, τάχε κόψει. Ό ταν παντρεύτηκε, τής έφταναν ώς τή μέση. Τότε της τά βούρτσιζε ό κύριος ντέ Γουίντερ, Πόσες φορές, μπαίνοντας στήν κάμαρα, δέν τόν είχα δει τότε μέ τό πουκάμισο, νά κρατά μιά βούρτσα στό κάθε χέ­ρι. «Πιό δυνατά, Μάξ, πιό δυνατά », τούλεγε έκείνη γελώντας, κι' αύτός έκανε όπως τούλεγε. ’’Ηταν ή ώρα πού ντύνονταν γ ιά τό δείπνο. Το σπίτι ήταν γεμάτο καλεσμένους. «Έλα, θ' άργη­σα) », τής έλεγε, πετώντας μου τίς βούρτσες, κι' ύστερα γύριζε και τής γέλαγε. 'Εκείνον τόν καιρό ήταν πάντα χαρούμενος καί γελαστός.

Σώπασε, μέ τό χέρι της πάντα πάνω στό μπράτσο μου.—Ό λοι τάβαλαν μαζί τής όταν έκοψε τά μαλλιά της, είπε,

μά έκείνη δέν έδινε σημασία. « ταύτό δέν άφορά παρά μόνο έ μέ­να έλεγε. Τί άνακατεύονται ;» Τά κοντά μαλλιά φυσικά τής ήταν πιό βολικά γιά τό άλογο και γιά τό κότερο. Τής έχουν κάμει και τό πορτραίτο της πάνω στ' άλογο, ξέρετε. "Ενας ζωγράφος περίφημος. Ό πίνακας είχε Εκτεθεί στό Σαλόνι. Μή­πως τόν έχετε δει ;

Κούνησα τό κεφάλι μου,-Ό χ ι , είπα, όχι,— Φαίνεται πώς ήταν τό καλύτερο έργο τής χρονιάς, Εξα­

κολούθησε, άλλά ό κύριος ντέ Γουίντερ δέν του άρεσε, καί δέ θέλησε νά τό έχει στό Μάντερλέη. Νομίζω πώς έβρισκε ότι τήν άδικοϋσε. βά θέλατε, φαντάζομαι, νά δείτε τά φουστάνια της, δέν είν' έτσι;

— 189 —

Page 186: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Δέν περίμενε τήν άπάντησή μου. Μ' έφερε στο άλλο δωμά­τιο κι' άρχισε ν' α νοίγει μιά μιά τ ις ντουλάπες.

—•Εδώ φυλάω τά γουναρικά της, είπε. Ό σκόρος δέν τ ' α γγ ιξε άκόμα, και πολύ ταμφιβάλλω άν θά τ' ά γ γ ίξ ε ι ποτέ•Έχω τά μάτια μου τέσσερα. Πιάστε αύτή τήν έρμίνα. ’Ή ταν ένα χριστουγεννιάτικο δώρο του κυρίου ντέ Γουίντερ. Μού είχε πει τήν ά ξια της, μά δέν τή θυμάμαι τώρα. Δέστε κι' αύτό τό τσιντσιλά. Το φορούσε τά βράδια συχνά, όταν οί νύχτες ήταν κρύες. ταύτή έδώ ή ντουλάπα είναι γεμάτη άπ ' τίς βραδινές της τουαλέτες. Τήν άνοίξατε δέν είν' έτσι ; Γιατί είχε μείνει μισά­νοιχτη. Τού κυρίου ντέ Γουίντερ τού άρεσε, νομίζω, περισσότε­ρο μέ φουστάνι άσημένιο λαμέ. Φυσικά, μπορούσε νά βάζει ό,τι ήθελε, όλα τά χρώματα τής πήγαιναν. Τί όμορφη πού ήταν μ' αύτό έδώ το βελούδο ! ’τακουμπήστε το άπάνω στό πρόσωπό σας. Είδατε τ ί άπαλό πού ε ίν α ι; ταισθάνεστε το «άρωμά του·; Δέν τό αισθάνεστε ; Είναι άκόμα φρέσκο φρέσκο δέν είναι ; Σ ά νά τό$γαλε τώ ρ α -δ ά . Ό τ αν έμπαινα σ ' ένα δωμάτιο, κι1 είχε μπει πρωτύτερα έκείνη, το καταλάβαινα πάντοτε. Έ μ εν ε πίσω της μέσα στήν Κάμαρα ένα άρω μα ανάλαφρο. Σ ' αύτό έδώ τό συρτάρι είναι τά έσώρουχά της. ταύτό το ρόζ δέν τόχε φορέσει ποτέ. Τότε πού πέθανε, φορούσε, Εννοείται, πανταλόνι καί μπλούζα, μά ή θάλασσα τής τά πήρε, κι' όταν τή βρήκαν ύστερ' άπό τόσες βδομάδες, δέν είχε τίποτα άπάνω της.

· Τά δάχτυλά της έσφ ιγγαν το μπράτσο μου. Έ σκυψ ε άπά­νω μου το σκελετωμένο της πρόσωπο, καί τά σκοτεινά μ ά τια της έψαξαν νά εβρούν τά δικά μου.

— Τά βράχια, καταλαβαίνετε, τήν είχο:ν κάμει κομμάτια, μουρμούρισε. Το ώραίο της πρόσωπο ήταν άγνώριστο, και τά δυο χέρια της είχαν κοπεί. Ό κύριος ντέ Γουίντερ πιστοποίησε τήν ταυτότητά της. Πήγε στό Έ ντζκομ π έπίτηδες. Πήγε όλομόναχος. Ή τα ν πολύ άρρωστος έκείνο τόν καιρό, έπέμεινε ό­μως νά πάει. Κανείς δέ μπόρεσε νά τόν κρατήσει. Ούτε και ό κύριος Κρώλεη.

Σώπασε μέ τά μάτια της πάντα καρφωμένα στό πρόσω­πό μου.

— ταύτό τό δυστύχημα, είπε, θά τόχω βάρος στή συνείδησήμου γ ιά πάντα. Τό λάθος ήταν δικό μου, πού βγήκα έκείνο τό βράδυ. Είχα πάει στό Κέρριθ νά περάσω τό άπόγεμά μου, κιτ άργησα νά γυρίσω, yiocri ή κυρία ντέ Γουίντερ είχε πάει στό Λονδίνο καί δέ φανταζόμουν ότι θά γύριζε τόσο νωρίς. Γ ι' <χύτί τό λόγο δέ 'βιάστηκα νά γυρίσω. "Οταν γύρισα στίς έννιάμιση, έμαθα πώς είχε έρθει λ ίγο πρίν άπ ' τίς έπτά, πώς δείπνησε καί πώς ξαναβγήκε. Είχε κατεβεί φυσικά στήν παραλία. Τότε, τανη­σύχησα. Φυσούσε γαρμπής δυνατός. "ταν ήμουν στό σπίτι, δέ

Page 187: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

θάχε βγει Εξω. Πάντοτε μ' άκουε. «"ταν ήμουν στή θέση σας, δέ θάδγαινα απόψε », θά της έλεγα. «Ό καιρός είναι «τακατάλ­ληλος.» Κι' αύτή θα μού ταπαντούσε: «'Εν τάξει, Μτάνη. Πάντα έτσι μού τά χαλάς ». ΙΚαί θά καθόμαστε οί δύό μας καί θ' α ρ­χίζαμε τη φλυαρία, και θά μούλεγε δ,τι Εκαμε στό Λονδίνο, όπως Εκανε πάντα.

"Ετσι όπως μ' έσφιγγε, τό χέρι μου είχε αρχίσει νά μέ πο­νάει και νά μουδιάζει.

Το πρόσωπό της είχε μιάν άτονη σύσπαση, και τά μήλα, στά μάγουλά της, τονίζονταν τώρα περισσότερο κάτω άπ' το τεντωμένο της δέρμα. Κάτω άπ’ τ' αύτιά της, μικρές χλωμές βούλες είχαν άρχισε ι νά φαίνονται.

—Ό κύριος ντέ Γουίντερ, ε κείνο το βράδυ, δειπνούσε στοΰ κυρίου Κρώλεη, έξακολούθησε. Δέν ξέρω τί ώρα γύρισε. "Υ­στερ' άπ' τίς έντεκα πάντως. 'ταλλά, λίγο πρίν απ' τά μεσάνυ­χτα, άρχισε νά φυσάει δυνατά, κι' έκείνη δέν είχε ακόμα γυρί­σει. Κατέβηκα κάτω, μά στή βιβλιοθήκη δέν είχε φώς. 'τανέ­βηκα πάλι και χτύπησα τήν πόρτα τού κυρίου ντέ Γουίντερ: «Ποιος είνα ι;» μού φώναξε. «Τί θέλετε ;» Του είπα πώς α νη­συχούσα πού δεν είχε γυρίσει άκόμα ή κυρία ντέ Γουίντερ. Στάθηκε μιά στιγμή, ύστερα ήρθε και μού άνοιξε μέ τή ρόμπα του. «Φαντάζομαι πώς θά περάσει τή νύχτα, στό σπιτάκι της παραλίας», είπε. «"ταν ήμουν στή θέση σας, θά πήγαινα νά κοιμηθώ. Με τέτοιον καιρό άσφαλώς δέ θά γυρίσει στό σπίτι.» Φαινόταν κουρασμένος καί δεν ήθελα νά τόν ένοχλήσω. Το κά­τω κάτω, πολλές φορές ξενυχτούσε στό σπιτάκι, και πήγαινε μέ το κότερο με οτιδήποτε καιρό. Μπορεί άλλωστε νά μήν είχε πάρει τό κότερο, και νάθελε ιιόνο, ύστερ’ άπό το ταξίδι της στό Λονδίνο, νά περάσει τή νύχτα στό σπιτάκι γιά άλλαγή. Καληνύχτισα τόν κύριο ντέ Γουίντερ και γύρισα στό δωμάτιό μου. Μά δέν κοιμήθηκα. Ό λη τήν ώρα συλλογιζόμουν τί νά έκανε...

Σώπασε πάλι. Δέν ήθελα ν' α κούσω παρακτατω. "Ηθελα νάφευγα, νάφευγα από δίπλα της, νάφευγα α π' αύτό τό δω­μάτιο.

—"Εμεινα καθιστή στό κρεβάτι μου ώς τίς πέντε καί μισή, ταρχισε πάλι νά λέει. "Υστερα όμως δε μπόρεσα νά κρατηθώ. Σηκώθηκα, φόρεσα τό πανωφόρι μου, και κατέβηκα, μές α πό τό δάσος, στήν παραλία. Είχε άρχίσει νά χαράζει, Επεφτε όμως μιά πυκνή ψιλή βροχή. Ό άέρας είχε κοπεί. "Οταν Εφτασα στήν ακτή, είδα τή σημαδούρα και τό βαρκάκι στή θέση του, τό κό­τερο όμως δέν ήταν έκεί . ..

Μού φαινόταν σά νάβλεπα κι' έγώ τό λιμανάκι στό γκρί­ζο πρωινό φώς, αισθανόμουν στό πρόσωπό μου τίς λεπτές στα-

— 191 —

Page 188: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α___%_____________________________ _ ___ _____________ . ....

γόνες της (βροχής, καί ξεχώριζα μές άπ ' τήν καταχνιά τό σκο­τεινό κι' άκαθόριστο σχήμα τής σημαδούρας.

Τά δάχτυλα τής κ. Ντάμβερς χαλάρωσαν. Τό χέρι της έπε­σε σαν άψυχο. Ή φωνή της έχασε κάθε έκφραση, έγινε ή συνη­θισμένη σκληρή καί μηχανική της φωνή.

—‘Έ να άπό τά σωσίβια τό ξέβρασε ή θάλασσα τό άπόγε­μα, στό Κέρριθ. "Ενα άλλο το βρήκαν τήν άλλη μέρα οί ψα­ράδες στά βράχια. 'Επίσης, ή παλίρροια έβγαλε έξω και κάτι κομματιασμένες σανίδες.

Γύρισε μιά στιγμή, και πήγε κι' έκλεισε ένα συρτάρι. Ί ­σιωσε ένα κάδρο στόν τοίχο. Σήκωσε ένα ξέφτι άπ ' τό χαλί. Στεκόμουν και τήν κοίταζα, μή ξέροντας τ ί νά κάμω.

— Καταλαβαίνετε τώρα, είπε, γ ια τ ί ό κύριος ντέ Γουίντερ δέν μένει πιά σ' αύτά τά δωμάτια. 'τακούστε τή θάλασσα.

Και με κλειστά άκόμα τά παράθυρα, παντζούρια και τζά ­μια, ή βουή τής θάλασσας δεν έσβυνε. "τακόυα καθαρά τό σ ι­γανό και ύπόκωφο ρόχθο της, καθώς έσπαζε το κύμα της στ' ■άσπρα βότσαλα τού μικρού λιμανιού. Ή παλίρροια θά πρέπει νά ρχόταν τώρα μέ όρμή, καί θά πλημμύριζε όλη τήν άκτή, σχεδόν ώς το πέτρινο σπιτάκι.

—•ταπό κείνη τή νύχτα, είπε, δέν ξανακοιμήθηκε ποτέ σ ' αύτά τά 'δωμάτια. Πήρε όλα τά πράματά του, και τού έτοιμάσαμε μιά κάμαρα στό βάθος τού διαδρόμου. Δέ νομίζω νά κοι­μόταν πολύ, ούτε κι' έκεί . Ξενυχτούσε σέ μιά πολυθρόνα. Τό πρωί, όλα γύρω ήταν γεμάτα στάχτες άπό τσιγάρο. Κι' <6 Φρίθ τον άκουε, όλη μέρα νά περπατεί πάνω κάτω στή βιβλιοθήκη. Πάνω κάτω, πάνω κάτω . . .

Τις έβλεπα κι' έγώ τίς στάχτες όλόγυρα άπό τήν πολυθρό­να. Τάκουα κι' έγώ τά βήματά του, ένα δύό, ένα δύό, πάνω κάτω στή βιβλιοθήκη. . . Ή κ. Ντάμβερς έκλεισε ήσυχα τήν πόρτα τής κρεβατοκάμαρας κι' έσβυσε τό φώς. Δέν έβλεπα π ιά τό κρεβάτι, ούτε τή θήκη τού νυχτικού στό μαξιλάρι, ούτε τήν τουαλέτα, ούτε τ ίς παντούφλες δίπλα στήν πολυθρόνα. Πέ­ρασε τήν μικρήν άντικάμαρα, έβαλε το χέρι της στό πόμολο τής πόρτας, και στάθηκε, περιμένοντας νά τήν άκολουθήσω.

—'Έ ρχομαι και ξεσκονίζω μόνη μου τά δωμάτια κάθε μέ­ρα, είπε. 'Ά ν θελήσετε νά ξανάρθετε, δέν έχετε παρά νά μού τό πείτε. Πάρτε με στό τηλέφωνο τού σπιτιού, θ ά καταλάβω. Δέν έπιτρέπω στίς καμαριέρες νά μπαίνουν έδώ. Κανείς άλ­λος δέν έρχεται έδώ, έκτός άπό μένα.

Τό ύφος της είχε γίνει πάλι δουλικό, οικείο καί δυσάρεστο. Τό χαμόγελο στό πρόσωπό της ήταν ψεύτικο κι' άφύσικο.

— Καμιά μέρα πού θά λείπει ό κύριος ντέ Γουίντερ καί θά αίστανθείτε μοναξιά, μπορεί νά σας κάμει εύχαρίστηση νά

Page 189: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ρθείτε και νά κάθήσετε. σ' αύτά τά δωμάτια. Δέν εχετε παρά νά μου το πείτε. Είναι τόσο ώραία δωμάτια. Κι' έτσι όπως δια­τηρούνται, δέ σάς περνάει άπό τό νοΰ ότι είναι τόσος καιρός πού £χει φύγει, δεν είν’ έτσ ι; Είναι σά νά έχει βγει μόλις, και ■νά πρόκειται το βράδυ νά γυρίσει ξανά.

Προσπάθησα νά χαμογελάσω. Δέ μπορούσα νά μιλήσω. 'Ένιωθα τό λαιμό μου στεγνό και σφιγμένο.

— Καί δεν είναι μόνο μ’ αύτό τό δωμάτιο, έξακολούθησε. ταύτό συμβαίνει και με πολλά άλλα δωμάτια του σπιτιού. Τό μικρό σαλονάκι, το χώλ, άκόμα και το καμαράκι τών λουλου­διών. ταισθάνομαι τήν παρουσία της παντού. >Κι' έσείς τήν αι­σθάνεστε, δέν τήν αισθάνεστε ;

Μέ κοίταζε παράξενα. ιΗ φωνή της έβγαινε σάν ψίθυρος.— Καμιά φορά, καθώς περπατώ σ' αύτό τό διάδρομο, θαρώ

πώς τήν ακούω νάρχεται πίσω μου. 'Εκείνο το γρήγορο και τόσο ανάλαφρο βήμα της ! Μού ήταν πάντοτε τόσο γνώριμο ! Και στόν 'Εξώστη τών Μενεστρέλων, πάνω άπό το χώλ. Πόσες φορές δέν τήν είχα δει τόν παλιό έκείνο καιρό, νά στέκεται έκεί, τά βράδια, νά σκύβει κάτω στό χώλ, και νά φωνάζει τά σκυλιά. 'ταπό καιρό σε καιρό, τή βλέπω άκόμα με τή φαντα­σία μου σ’ αύτή τή θέση. Και θαρώ σχεδόν πώς άκούω το Θρόι­σμα τού φουστανιού της πού σέρνονταν στά σκαλοπάτια, καθώς κατέβαινε γιά το δείπνο.

Σώπασε. Εξακολουθούσε νά με κοιτάζει, καρφώνοντας τά μάτια της στά δικά μου.

— Λέτε νά μας βλέπει τώρα πού μιλάμε οι δύό μας ; είπε άργά. Λέτε νά ξαναγυρίζουν οί πεθαμένοι» και νά κοιτάζουν τούς ζωντανούς ;

"Ημουν σά χαμένη. "Εχωσα τά νύχια μου μέσα στά χέ­ρια μου.

— Δέν ξέρω, είπα, δεν ξέρω.'Η φωνή μου ήταν παράξενα διαπεραστική κι' άφύσικη.

Δέν ήταν ή δική μου φωνή.— Συλλογιέμαι καμιά φορά... μουρμούρισε, συλλογιέ­

μαι καμιά φορά μήπως γυρίζει ξανά στό Μάντερλέη, καί σάς βλέπει μέ τόν κύριο ντέ Γουίντερ όταν είσαστε μαζί.

Στεκόμαστε έκεί, δίπλα στήν πόρτα, κοιτάζοντας ή μιά τήν άλλη. Μου ήταν άδύνατο νά ξεκολλήσω τά μάτια μου άπ' τά δικά της. Τί μαύρα, τί σκοτεινά πού φαντάζανε στό άσπρο σκελετωμένο της πρόσωπο και μέ τί έχθρα, τί μίσος ήταν γε­μάτα ! "τανοιξε τήν πόρτα πουβγαινε στό διάδρομο.

—Ό Ρόμπερτ γύρισε, είπε. Είναι ένα τέταρτο πού Ιχει γυ­ρίσει. 'Έχει έντολή νά σάς σερβίρει τό τσάι κάτω άπό τήν κα­στανιά.

13 PefiixHa

— 193 —

Page 190: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

• ·Παραμέρισε, κάνοντάς μου τόπο νά περάσω. Προχώρησα,

στο διάδρομο τρικλίζοντας. Δέν έβλεπα που πήγα ινα . Δέν της, μίλησα, κατέβηκα τυφλά τή σκάλα, γύρ ισα τή γω νιά , κα ί δ ρ α ­σκέλισα τήν πόρτα πού έφερνε στήν κάμαρά μου, στην άλλη πτέρυγα. "Εκλεισα τήν πόρτα μου, κλείδωσα, κι* €βαλα στην τσέπη μου τό κλειδί.

"Υστερα έπεσα στο κρεβάτι μου κι* έκλεισα τά μάτια . Αισθανόμουνα σέ κατάσταση φοβερή.

Page 191: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

15Ο ΜταΞΙΜ τηλεφώνησε' τό άλλο πρωί πώς θα γύριζε

κατά τίς εφτά. Το τηλεφώνημα το πήρε ό Φρίθ. Ό Μαξίμ δέ ζήτησε νά μου μιλήσει της ίδιας. 'Άκουσα το κουδούνι τού τηλεφώνου καθώς έπαιρνα το πρωινό

μου, και συλλογίστηκα πώς θαμπαινε ίσως ό Φρίθ στήν τρα­πεζαρία καί θάλε γ ε : «Κυρία, ό κύριος ντέ Γουίντερ σάς ζήτα στο τηλέφωνο». Είχα άφήσει την πετσέτα μου στό τραπέζι κι' είχα σηκωθεί. 'Εκείνη τη στιγμή, ό Φρίθ γύρισε στήν τρα­πεζαρία καί μοΰψερε το μήνυμα.

Μέ είδε πού τραβούσα πίσω τήν καρέκλα μου καί πήγαινα να βγω.

— Ο κύριος ντέ Γουίντερ τηλεφώνησε, κυρία. Δέν ήθελε τί­ποτα. Είπε μόνο πώς θα γυρίσει στίς εφτά.

Κάθησα πάλι στήν καρέκλα μου καί ξανάβαλα τήν πετσέ­τα μου στά γόνατά μου. Ό Φρίθ θα σκέφτηκε πώς είμαι πολύ νευρική καί κουτή, έτσι που με είδε οηκωμένη να πηγαίνω πρός τήν πόρτα.

— Καλά, Φρίθ, εύχαριστώ, είπα.'Εξακολούθησα νά τρώγω τ' αύγά μου μέ το μπέικον, μέ

τόν Τζάσπερ στά πόδια μου καί τό γέρικο σκυλί στό καλάθι του στή γωνιά. Συλλογιζόμουν πώς θά περνούσα τήν ήμερα μου. Είχα κοιμηθεί άσχημα. Ίσ ω ς γιατί ήμουν μόνη στήν κρε­βατοκάμαρα. Δεν έβρισκα ήσυχία. Ξυπνούσα όλη τήν ώρα, κοί­ταζα το ρολόι μου κι' έβλεπα συνεχώς πώς οί δείκτες του είχαν μόλις μετακινηθεί. Κάθε φορά πού μ’ έπαιρνε ό ύπνος, έβλεπα ένα σωρό Εφιαλτικά όνειρα. Περπατούσαμε, λέει, στά δάση, έγώ κι' ό Μαξίμ. 'Εκείνος πήγαινε ένα βήμα μπροστά. Δέ μπορούσα νά τόν φτάσω. Δε μπορούσα νά τόν κοιτάξω στό πρόσωπο. "Εβλεπα μόνο τήν πλάτη του, καθώς περπατούσε πάντα μπροστά μου. Σίγουρα θάτχα κλάψει στόν ύπνο μου,

— 195 —

Page 192: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε. Β Ε Κ Κ Α

γιατί, όταν ξύπνησα το πρωί, τό μαξιλάρι μου ήταν υγρό. Καί τ ά μάτια μου ήταν βαριά, όταν κοιτάχτηκα στόν καθρέφτη. Ή μουν χλωμή κι' άχαρη. 'Έ βαλα λ ίγο ρουζ στα μάγουλά μου, σέ μιαν άπελπισμένη προσπάθεια νά δώσω λ ίγο χρώμα στο πρόσωπό μού. Μά έγ ινα χειρότερη. Πήρα τήν ψεύτικη όψη ένός κλόουν. ' Ι σως δέν ήξερα νά το βάλω καλά. Πρόσεξα πώς ■ό Ρόμπερτ μέ κοίταζε, καβώς περνούσα το χώλ και πήγαινα νά πάρω το πρόγευμά μου.

ιΚατά τίς δέκα, καθώςε ριχνα λ ίγ α ψίχουλα στά πουλιά στήν ταράτσα, τό τηλέφωνο χτύπησε πάλι. ταύτή τή φορά ήταν γ ιά μένα. Ό Φρίθ ήρθε και μού είπε πώς ή κ. Λέϊση ήθελε νά μού μιλήσει.

— Καλημέρα, Βεατρίκη, είπα.— Καλημέρα, αγαπητή μου, πώς είσαι ; είπε μέ τήν τυπική

φωνή πού είχε πάντα στό τηλέφωνο, και πού τόσο τής ταίριαζε, τη ζωηρή, σχεδόν άντρίκια φωνή της που δέν άνεχόταν ανοη­σίες. Λογαριάζω —Εξακολούθησε, χω ρίς νά περιμένει τήν άπάντησή μου —νά πάω το άπόγεμα νά δώ τή γ ια γ ιά , θ ά φάω το μεσημέρι σ' ένα σπίτι είκοσι μ ίλια άπό τό Μάντερλέη. θέλεις νά περάσω νά σέ πάρω νά πόίμε μ α ζ ί ; Είναι καιρός π ιά νά γνω ρίσεις και σύ τήν καημένη τή γριούλα.

— ιΝαί, κι' έγώ θά τόθελα, Βεατρίκη, είπα.— θαυμάσια . Σύμφωνοι λοιπόν, θαρθω κατά τίς τρεις καί

μισή. Ό Τζίλς είδε τόν Μαξίμ στο γεύμα. Ό χ ι σπουδαία φ αγιά , λέει, μά περίφημο κρασί. Γειά σου λοιπόν, άγαπητή μου. θ α Ιδωθούμε αργότερα.

Ά κουσα το κλίκ τού τηλεφώνου, ή Βεατρίκη είχε φύγει. Ξαναγύρισα στόν κήπο. Ή μουν εύχάριστημένη πού μού τηλε­φώνησε καί μού πρότεινε νά δούμε τή γ ια γ ιά . Ε ίχα έτσι κάτι νά περιμένω, κι' έτσι έσπαζε ή μονοτονία τής μέρας. 'ταλλιώς, οι ώρες θά μού φαίνονταν άτέλειωτες ώς τ ίς έφτά. Δέν ένιωθα σήμερα κυριακάτικη διάθεση, καί δέν είχα καμιά όρεξη νά πάω μέ τόν Τζάσπερ στήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα, νά κατεβώ στό λιμανάκι καί νά ρίξω πέτρες στο νερό. Είχε σβύσει μέσα μου ή αίσθηση τής (ελευθερίας κι' ή παιδιάστικη διάθεση νά φορέσω σαντάλια και νά τρέξω στή χλόη. Πήρα ένα βιβλίο, τούς «Τ ά ιμ ς» και το πλεχτό μου, καί πήγα και κάθησα ήσυ­χα -ή σ υ χα στό ροδόκηπο, σά νάμουν καμιά μεγάλη γυναίκα, και χασμουριόμουν στό ζεστόν ήλιο, ένώ οί μέλισσες βούιζαν άνάμεσα στά λουλούδια.

Προσπάθησα νά συγκεντρωθώ στίς άνούσιες στήλες τής έφη μερίδας, κι' ύστερα και νά ξεχαστώ στίς πολύπλοκες περι­πέτειες του μυθιστορήματος πού κρατούσα στά χέρια μου. Δέν ήθελα νά σκέφτομαι τό χτεσινό άπόγεμα και τήν κ. Ντάμβερς.

— 196 -

Page 193: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Προσπαθούσα νά ξεχάσω πώς αύτή τή στιγμή βρισκόταν στό σπίτι, παραμονεύοντας με ίσως άπό κάποιο παράθυρο. Και πότε πότε, όταν σήκωνα τά μάτια άπ' τό βιβλίο, ή κοίταζα τόν κήπο, είχα τήν αίσθηση πώς δέν ήμουν μόνη,

'Ηταν τόσα παράθυρα στό Μάντερλέη, τόσα δωμάτια πού έγώ κι' ό Μαξίμ δέν τά χρησιμοποιούσαμε ποτέ, άδεια τώρα. σκεπασμένα, σιωπηλά, δωμάτια κατοικημένα τόν παλιό καιρό, όταν ζούσε ό πατέρας κι' ό παπούς τού Μαξίμ, κι' είχε πολύ μεγάλη κίνηση το σπίτι καί πολλούς υπηρέτες. .. θάταν πολύ εύκολο γιά τήν κ. Ντάμβερς ν’ άνοίξει σιγά σιγά τίς πόρτες αύτές, νά τίς ξανακλείσει, νά κρυφτεί ήσυχα ήσυχα μέσα στά σαβανωμένα αύτά δωμάτια, καί νά μέ παραμονεύει πίσω απ’ τίς κλειστές κουρτίνες.

Δέ θά τόπαιρνα είδηση. Και νά γύριζα ακόμα κατά κει το βλέμμα, καί νά κοίταζα τά παράθυρα, δε θά τήν έβλεπα, θυμάμάι ένα παιγνίδι πού έπαιζα μιχρούλα, καί πού οι φίλες μου του διπλανού σπιτιού τόλεγαν «Τά Βήματα τής Γιαγιάς», κι' εγώ «Ή Γριά Μάγισσα». "Επρεπε νά σταθείς στην άκρη του κήπου, με τήν πλάτη γυρισμένη στ' άλλα παιδιά, κι' αύτά, ϊνα ένα, πλησίαζαν όλοένα κοντά σου, κρυφά, με μικρά αθό­ρυβα βήματα. Κάθε τόσο γύριζες καί τά κοίταζες, κι’ άν έβλε­πες κανένα τους νά κινείται, ήταν ύποχρεωμένο νά γυρίσει στήν τελευταία γραμμή καί νά ξαναρχίσει πάλι απ’ τήν αρχή. Μά πάντα βρισκόταν ένα παιδί τολμηρότερο άπ' τ’ άλλα, πού ήταν αδύνατο νά νιώσεις τήν κίνησή του, πού κατάφερνε νάρθει πολύ κοντά σου, καί καθώς περίμενες έκεί, με γυρισμένη τήν πλάτη, μετρώντας ως τά δέκα, σύμφωνα μέ τούς κανονισμούς τού παι­γνιδιού, ήξερες μέ μιάν α μείλικτη βεβαιότητα πώς σε λίγο, πρίν φτάσεις στά δέκα, ό τολμηρός αύτος θά σού ριχνόταν αθώ­ρητος κι' ανάκουστος άπό πίσω, με μιά θριαμβευτική κραυγή. Τήν ίδια νευρικότητα και τήν ίδια αναμονή ένιωθα καί τώρα. ’Έπαιζα μέ τήν κ. 'Ντάμβερς τή « Γριά Μάγισσα ».

Το γεύμα ήρθε εύτυχώς νά βάλει τέρμα στό ατέλειωτο αύτό πρωινό. Ή ήρεμη επισημότητα του Φρίθ καί το κουτό μάλ­λον πρόσωπο του Ρόμπερτ έφεραν μεγαλύτερο άποτέλεσμα άπό τό βίβλίο μου καί τήν έφη μερίδα μου. Και στίς τρεις και μισή άκριβώς άκουσα το θόρυβο τού αυτοκινήτου τής Βεατρίκης στήν τελευταία στροφή τής α λέας, κι' ύστερα το σταμάτημά του μπροστά στά σκαλοπάτια τού σπιτιού. ’Έτρεξα νά τήν ύποδεχτώ, έτοιμη, ντυμένη, μέ τά γάντια στό χέρι.

—"Ετοιμη, ταγαπητή μου ! Τί μέρα όμως σήμερα ! . ..’Έκλεισε μέ κρότο πίσω της τήν πόρτα τού άμαξιου, τανέ­

βηκε τά σκαλοπάτια κι' ήρθε καταπάνω μου. Μέ φίλησε βια­στικά κι' α πότομα, όπου πρόφτασε, κοντά στ' αύτί.

— 197 -

Page 194: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Δέν έχεις καλή όψη, μού είπε άμέσως, κοιτάζοντάς με άπό πάνω ώς κάτω. Ε ίσαι πολύ πιό άδύνοίτη στό πρόσωπο και χλωμή. Σου συμβαίνει τίποτα ;

—Ό χ ι, είπα .δειλά, ξέροντας πολύ καλά τ ί χά λ ι είχε τό πρόσωπό μου. Δέν είχα ποτέ μου πολύ χρώμα.

—'Ε , καλά τώρα ! μου απάντησε. Τήν άλλη φορά πού σε είδα ήσουν άλλος άνθρωπος.

—Ί σ ω ς ν' άρχίζει νά μού φεύγει ή μαυρίλα μου άπ' τόν ήλιο τής ’Ιταλίας, είπα μπαίνοντας στό αύτοκίνητο.

— χ μ ! είπε κοφτά. Έ χ ε ις καί σύ τό Ελάττωμα του Μαξίμ. Δεν άνέχεσαι συζητήσεις γ ιά τήν ύγε ία σου. Δυνατά τήν -πόρ­τα ! ’ταλλιώς δέν κλείνει.

Ξεκινήσαμε, κατεβήκαμε τήν άλέα, στρίψαμε τήν καμπή, τρέχοντας μέ κάπως μεγάλη ταχύτητα.

— Μήπως τυχόν περιμένεις μωρό ; είπε κοιτάζοντάς με \ιέ τά καφετιά γερακίσ ια μάτια της.

—Ό χ ι, είπα στενοχωρημένη. Ό χ ι , δε ν ο μ ίζω ...— Μήπως έχεις τά πρωινά τίποτα άδιαθεσίες, ή τίποτα τέ­

τοιο ;-■Ό χι.— Δ η λ α δ ή ... τά συμπτώματα αύτά δεν είναι και άπαρα ί

τ η τ α ... Ε γ ώ ποτέ δέν αισθανόμουν καλύτερα όσο τόν καιρό πού ήμουν έγκυος στόν Ρότζερ. Ή μουν μιά χα ρά όλο τό δ ιά ­στημα. "Επαιζα γκολφ μέχρι τήν παραμονή πού μάς ήρθε. Νά σου πώ, δέν πρέπει νά ντρέπεσαι νά μιλάς γ ιά τά πράματα τής φύσεως. "ταν έχεις τίποτα υποψίες, προτιμότερο νά μου το πεις.

—Ό χ ι, αληθινά, Βεατρίκη, είπα, δεν έχω τίποτα νά σού πώ.—'Οφείλω νά σου πω πώς Ελπίζω πολύ γρήγορα νά φτιά­

ξετε το διάδοχο, θ α τα ν πολύ σπουδαϊό γ ιά τον Μαξίμ. Ε λ π ί­ζω πώς δέν κάνετε τίποτα νά το Εμποδίσετε.

— Βεβαίως όχι, είπα.Καί σκέφτηκα : «Τ ί παράξενη συζήτηση !»— Μή σου κάνει έντύπωση τί λέω, Εξακολούθησε. Τίς κου­

βέντες μου δέν πρέπει ποτέ νά τίς παίρνεις άσχημα. 'Έ πειτα, το κάτω κάτω, οϊ γυναίκες οί σημερινές έχουν το δικαίωμα νά κάνουν ό,τι θέλουν. Είναι μεγάλο βάσανο νάχεις, ας πούμε, μανία μέ το κυνήγι, και νά βρίσκεσαι έγκυος άπό τήν πρώτη σαιζόν. Λόγος διαζυγίου, άν τυχαίνει καί ό άντρας καί ή γυ ­ναίκα νάναι μανιώδεις κυνηγοί. Στή δική σου περίπτωση, δέ θάχε φυσικά σημασία. Τά μωρά δεν Εμποδίζουν τή ζωγραφική. ' ταλήθεια, πώς πάνε τά σκίτσα ;

— Δέν έχω κάμει και πάρα πολλά πράματα, είπα.—'ταλήθεια ; Κι' ώστόφο είναι πρώτης τάξεως καιρός γ ιά

νά κάθεται κανείς στό ύπαιθρο. Δε χρειάζεται κανείς παρά

Page 195: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ενα καβαλέτο κι' ένα κουτί κραγιόνια, τί άλλο ; 'ταλήθεια, γιά πές μου, βρήκες Ενδιαφέρον σ3 έκείνα τά βιβλία πού σούστειλα ;

— Βεβαιότατα, είπα. Το δώρο σου ήταν πολύ ώραίο, Βεα­τρίκη.

Φάνηκε νά εύχαριστήθηκε.— Χαίρομαι πού σού άρεσε, είπε.Το αύτοκίνητο προχωρούσε. Πατούσε γκάζι συνεχώς κι'

έπαιρνε όλες τις στροφές σέ όξεία γωνία. Δυο σωψέρ πού συ­ναντήσαμε μάς κοίταξαν όλο θυμό έτσι καθώς τούς προσπερ­νούσαμε, κι' ένας πεζός της κούνησε άπειλητικά τό μπαστούνι του. Ντράπηκα λιγάκι γιά λογαριασμό της, μά αύτή δέ φά­νηκε νά δίνει σημασία. Μαζεύτηκα περισσότερο στό κάθι­σμά μου.

' —Ό Ρότζερ μπαίνει τό έρχόμενο τρίμηνο στήν 'Οξφόρδη» είπε. Ό θεός ξέρει τί θά κάμει. Χαμένος καιρός, νομίζω. Το ίδιο λέει κι' ό Τζίλς, μά δέν ξέρουμε τί νά τόν κάμουμε. Μας μοιάζει, φυσικά, κι'έμένα και τού Τζίλς. Το μόνο πού θά τόν Ενδιαφέρει είναι τ' άλογα. Τί διάβολο, τρελάθηκε αύτό τ' αύ­τοκίνητο μπροστά μας ; Γιατί δέν έβγαλες έξω το χέρι σου, άνθρωπέ μου ; Μά τήν άλήθεια, θέλουν σκότωμα σήμερα, μερι­κοί μερικοί.

Βγαίναμε σ’ ένα μεγάλο δρόμο καί μέ κόπο ξεφύγαμε εν' αύτοκίνητο πού Ερχόταν καταπάνω μας.

-— Είχατε αύτό τόν καιρό τίποτα καλεσμένους ; ρώτησε.—Ό χι, περάσαμε πάρα πολύ ήσυχα, είπα.— Τόσο τό καλύτερο, είπε. 'Εγώ το λέω πάντα : Φοβερός

μπελάς αύτές οί μεγάλες δεξιώσεις. 'Εμείς δέν έχουμε ποτέ τέτοιες φασαρίες. Γύρω άπό μάς έχουμε πολύ συμπαθητικούς άνθρώπους, κι’ έχουμε μεγάλη οικειότητα μεταξύ μας. Τρώμε συχνά μαζί, πότε στό ένα σπίτι και πότε στ' άλλο, παίζουμε μπριτζ, καί δέν έχουμε βάσανα μέ ξένους. Παίζεις μπριτζ ;

—Ό χι πολύ καλά, 'Βεατρίκη.—Ά , καμιά σημασία. 'ταρκεί πού παίζεις. Εκνευρίζομαι

με τούς άνθρώπους πού δέν εννοούν νά μάθουν. Μέ τι νά τούς απασχολήσει κανένας, διάβολε, άπ' τήν ώρα τού τσαγιού ώς το δείπνο, κι’ ύστερα μετά ; Δέ μπορεί νά κουβεντιάζει κανένας κι' δλη τήν ώρα !

"Ηθελα νάξερα γιατί. Βρήκα όμως άπλούστερο νά μή μι­λήσω.

— Είναι μεγάλο γλέντι τώρα πού μεγάλωσε ό Ρότζερ, Εξα­κολούθησε. Προσκαλεί τούς φίλους του στό σπίτι και διασκε­δάζουμε πολύ. θάπρεπε ν&σαστε μαζί μας τά τελευταία Χρι­στούγεννα. Τόχαμε ρίξει στίς charades. Πού νά στά λέω ! Δέν ξέρω μεγαλύτερο γλέντι ! Ό Τζίλς ήταν στό στοιχείο του. Τρε-

— 199 —

Page 196: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

λαίνετσι νά μεταμφιέζεται, κι' ύστερ' άπό ένα δυο ποτηράκια σαμπάνια, είναι ό άστειότερος τύπος πού μπορείς νά φανταστείς. Τού λέμε συχνά πώς πήγε χαμένος, και πώς ήταν γεν­νημένος γ ιά ν άνε'βεί στή σκηνή.

Σκεφτόμουν τόν Τζίλς, τό πρόσωπό του το όλοστρόγγυλο σάν το φεγγάρι, και τά κοκαλένια του γυαλιά. Είχα τήν Ιδέα πώς τ ' αστεία του μετά τή σαμπάνια θά μ’ Ενοχλούσαν.

—Ό Τζίλς κι' ένας άλλος κύριος, ό Ντίκη Μάρς, ένας πολύ στενός μας φίλος, ντύθηκαν γυναίκες καί τραγούδησαν ένα ντουέτο. Τί σχέση άκριδώ ς είχε το τραγούδι τους μέ τό πα ι­γνίδι, κα εις δέν κατάλαβε, μά δέν έχει σημασία. Ξεκαρδι­στήκαμε ό/ :>ι στά γέλια.

Χαμογέλασα εύγενικά.— Τι άστείο, αλήθεια, είπα.Ά ρ χ ισ α νά τούς βλέπω μέ τή φαντασία μου όλους αύτοός

τούς φίλους, πού γνωρίζονταν τόσο καλά μεταξύ τους, να πηγαινοέρχουνται στό σαλόνι τής Βεατρίκης. Ό Ρότζερ θαταν απαράλλαχτος ό Τζίλς. Ή Βεατρίκη τά θυμόταν καί ξαναγελουσε.

— Τόν καημένο τόν Τζίλς ! είπε. Δε θά ξεχάσω ποτέ τί μούτρα έκαμε όταν ό Ντι' · τόν κατάβρεξε μέσα στήν πλάτη με τό σιφόν. Είχαμε τρελαθεί στά γέλια .

Στενοχωρέθηκα ελαφρώς, στή σκέψη πώς μπορεί τυχόν νά μάς καλούσαν νά περάσουμε μαζί τους τά έρχόμενα Χρι­στούγεννα. Μπορεί όμως νά ήμουν μέ γρίπη.

— ΟΙ παραστάσεις μας, φυσικά, δεν είχαν ποτέ μεγάλες φιλοδοξίες, είπε. Δέν ήταν παρά μιά άπλή διασκέδαση γ ιά τή συντροφιά μας. Στό Μάντερλέη. άπεναντίας, υπάρχει όσος χώ ­ρος θέλεις γ ιά πραγματικά ώραίες παραστάσεις, θυμούμαι μιό έπίδειξη πού είχαν δώσει λ ίγα χρόνια πρίν. Είχαν φέρει άνθρώπους άπό το Λονδίνο. Λύτου του είδους οι γιορτές, φυσικά, άπαι· τουν τρομερή όργάνωση.

— Ναί, είπα.Σώπασε μιά στιγμή, καί οδηγούσε, χω ρίς νά μιλά.— Πώς είναι ο Μαξίμ ; είπε ύστερ’ άπό λίγο.— Πολύ καλά, εύχαριστώ, είπα.—'Εντελώς εύχάριστη μένος, κι’ ευτυχισμένος ;— Βέβαια, πιστεύω.Ό στενός δρόμος ένός χωριού τήν έκαμε νά προσέξει πε­

ρισσότερο. Συλλογιζόμουν άν έπρεπε νά τής μιλήσω γ ιά την κ. Ντάμβερς. Γιά κείνο τόν Φάβελ. Φοβόμουν λ ιγάκ ι μήν έκανε καμιά γκάφα και τόλεγε τού Μαξίμ.

— Βεατρίκη, είπα παίρνοντας άξαφνα τήν άπόφαση, άκου­σες ποτέ γ ιά κάποιον Φάβελ, Τζάκ Φάβελ ;

Page 197: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Τζακ Φάδελ ; ειπε. Ναί, το ξέρω αύτό το' όνομα. Στάσου μιά στιγμή. Τζάκ Φάδελ. Ναι, βέδαια, ένας φριχτός τύπος. Κά­ποτε τόν είδα. Πολλά χρόνια πίσω.

—’‘Ηρθε χτές στό Μάντερλέη νά δει τήν κυρία Ντάμδερς, είπα.

—'ταλήθεια ; Μπά ; 'Ίσως νάθελε...— Τ ί; είπα.— θαρώ πώς ήταν ξάδερφος τής Ρεδέκκας, είπε.Παροόξενεύτηκα πολύ. Συγγενής τής Ρεδέκκας αύτός ό·

άνθρωπος ; Ποτέ δέ φανταζόμουν πώς θά ήταν έτσι ένας ξά­δερφός της. Ό Τζάκ Φάδελ ξάδερφος τής Ρεδέκκας !

—"Λ, είπα, δε μού πέρασε καθόλου άπό τό νού ! . . .—"Ισως άλλοτε νά ρχόταν συχνά ατό Μάντερλέη, είπε

Βεατρίκη. Δέν ξέρω, Δέ μπορώ νά πώ. Πήγαινα εκεί τόσοσπάνια.

Μιλούσε κοφτά. Είχα τήν εντύπωση πώς δέν ήθελε νά εξα­κολουθήσει αύτό τό θέμα.

— Δέ μούκαμε καλή Εντύπωση, είπα.— Δέ σ' άδικώ, είπε ή Βεατρίκη.Περίμενα, μά δέν είπε τίποτ' άλλο. Νόμισα φρόνιμο νά μήν

της πώ πώς ό Φάδελ μέ είχε παρακαλέσει νά κρατήσω μυστική τήν επίσκεψή του. "Ισως αύτό νά τά μπέρδευε περισσότερο. 'Εξ άλλου, τή στιγμή άκριδώς έκείνη, φτάσαμε στόν προορι­σμό μας. Μιά άσπρη καγκελόπορτα καί μιά καλοστρωμένη άλέα.

— Μήν ξεχνάς πώς ή γριούλα είναι σχεδόν τυφλή, είπε ή Βεατρίκη. ταύτές τίς μέρες μάλιστα δέν είναι και στά καλά της. Τηλεφώνησα στή νοσοκόμα πώς Επρόκειτο νά ρθουμε. 'Έτσι όλα θ&ται έν τάξει.

Τό σπίτι ήταν μεγάλο, όλο κόκκινο τουδλο, καί μέ τριγωνι­κή στέγη. Δέν ήταν συμπαθητικό σπίτι. Μέ τήν πρώτη κιόλας ματιά, έδλεπε κανένας πώς χρωστούσε τήν καλή του έμφάνιση στό πολυάριθμο προσωπικό πού τό φρόντιζε. Κι' όλ' αύτά γιά μιά μισότυφλη γριά.

Μιά κομψή καμαριέρα μάς άνοιξε τήν πόρτα.—Καλημέρα, ίΝόρα, τί γίνεσαι ; είπε ή Βεατρίκη.— Πολύ καλά, κυρία, εύχαριστώ. 'Ελπίζω πώς είστε όλοι:

καλά.— Ναί, είμαστε όλοι θαυμάσια. Πώς είναι ή γιαγιά ;—'Έτσι κι' έτσι, κυρία. Μιά μέρα είναι καλά, και μιά όχι.

Πάντως, όχι και πολύ άσχημα, θά χαρεί πολύ πού ήρθατε..Μέ κοίταξε περίεργα.—Ή κυρία του κυρίου Μαξίμ, είπε ή Βεατρίκη.-Πώς είστε, κυρία; είπε ή Νόρα.

— 201 —

Page 198: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Περάσαμε ένα στενό διάδρομο κι' ένα σαλόνι, έπιπλωμέ· νο βαριά, και φτάσαμε σέ μιά βεράντα πού έβλεπε σέ μιά τε­τράγωνη ψαλιδισμένη πελούζα. Πέτρινα βάζα, γεμάτα κόκκινα γεράνια, στόλιζαν τα σκαλοπάτια τής βεράντας. Στή γω νιά ήταν μιά πολυθρόνα μέ ρόδες. Έ κ εί καθόταν ή γ ια γ ιά τής Βεατρίκης, στηριγμένη σέ μαξιλάρια και σκεπασμένη μέ σά­λια. Ό τα ν πήγαμε κοντά της, πρόσεξα πώς είχε μιά μεγάλη, σχεδόν δυσάρεστη, όμοιότητα μέ τόν Μαξίμ. 'Έ τσ ι θάταν σίγου­ρα ό Μαξίμ άν ήταν πολύ γέρος και τυφλός. Ή νοσοκόμα πού καθόταν πλάϊ της σηκώθηκε κι' έβαλε ένα σημάδι στό βιβλίο πού διάβαζε δυνατά, χαμογέλασε στή Βεατρίκη.

— Πώς είστε, κυρία Λέϊση ; είπε.Ή Βεατρίκη τής έδωσε το χέρι κι’ υστέρα μέ σύστησε.—’Ή γριούλα έχει πολύ καλή όψη, είπε. Δέν καταλαβαίνω

πώς τά καταφέρνει στά όγδόντα έξη της χρόνια. ‘Εδώ εί μάστε, γ ιαγιάκα , είπε, ύψώνοντας τή φωνή της. Φτάσαμε γερές και καλές.

Ή γ ια γ ιά γύρισε, προς το μέρος της.—•ταγαπημένη μου Βέα, είπε, πολύ εύγενικό άπό μέρους σου

νά ρθείς νά με δεις. Είναι τόσο πληκτική ή ζωή μας έδώ. Τί μπορείς νά βρεις έδώ πέΉΧ ;

Ή Βεατρίκη έσκυψε και τή φίλησε.— Σού έφερα τή γυναίκα τού Μαξίμ, είπε. 'ταπό καιρό

ήθελε νάρθει νά σέ δει, άλλά κι' αύτή κι’ ό Μαξίμ είχαν ένα σωρό δουλειές, καί δέ μπόρεσαν νάρθουν.

Ή Βεατρίκη μ' έσπρωξε άπό πίσω.— Φίλησέ την, μουρμούρισε."Εσκυψα και τή φίλησα στό μάγουλο.Ή γκχγιά -άγγιξε με τά δάχτυλά της το πρόσωπό μου.— ιΚαλό μου κορίτσι, είπε. Μπράβο σου πού ήρθες. Χαίρο­

μαι πάρα πολύ πού σέ βλέπω, ά π ρ ε π ε νά είχες φέρει και τόν Μοβξίμ.

—Ό Μοοξίμ είναι στό Λονδίνο, είπα. θ ά γυρίσει απόψε.— Τήν άλλη φορά πρέπει νά τόν φέρεις. Κάθησε έδώ, σ’

αύτή τήν πολυθρόνα, νά μπορώ νά σέ βλέπω. Κι' έσύ, Βέα, έλ' άπό τήν άλλη μεριά. Πώς είναι ό άγαπητός Ρότζερ ; Είναι κα­κό παιδί. Δέν έρχεται, ποτέ νά μέ δει.

— θάρθει τόν α ύγουστο, φώναξε δυνατά ή Βεατρίκη. Φεύ­γει, ξέρετε, άπ ' το ’ Ητον, καί πάει στήν 'Οξφόρδη.

—"β, θ έ μου. Μά αύτός θά πρέπει νάναι μεγάλο παλικά­ρι πιά. Δέ θά τόν γνωρίσω.

— Πέρασε κιόλας στό μπόϊ τόν Τζίλς, είπε ή Βεατρίκη.•Εξακολούθησε νά τής μιλεί γ ιά τόν Ρότζερ, τόν Τζίλς,

τ' άλογα καί τά σκυλιά. Ή νοσοκόμα έφερε ένα πλεχτό κι' dp-

Page 199: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

χιοε νά χτυπά τίς βελόνες της. Γύρισε και μούπε πολύ Εγκάρ­δια, πολύ εύθυμα :

— Πώς περνάτε στό Μάντερλέη, κυρία ντέ Γουίντερ ;— Πολύ ώραία, εύχαριστώ, είπα.— Είναι ώραϊο μέρος, δέν είναι; είπε Εξακολουθώντας το

πλέξιμό της. 'Εννοείται, τώρα πιά έχουμε πάψει νά πηγαίνου­με. Δέ θά ήταν σέ θέση. Είναι κρίμα. ’Εμένα μου ήταν πολύ άγαπητές οί μέρες πού περνούσα στό Μάντερλέη.

— Πρέπει νά ρθείτε μόνη σας καμιά μέρα, είπα.— Εύχαριστώ, θά ήταν μεγάλη μου χαρά. Ό κύριος ντέ

Γουίντερ είναι καλά, Ελπίζω.— Ναί, πολύ καλά.— Περάσατε το μήνα του μέλιτος στήν 'Ιταλία, δέν είν'

Ετσι; Εύχαριστηθήκαμε πάρα πολύ μέ τήν κάρτα πού εστειλε ό κύριος ντέ Γουίντερ.

"Ηθελα νάξερα, αύτός ό πληθυντικός ήταν πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας, ή είχε τήν Ιδέα ότι ή γιαγιά τού Μαξίμ και αύτή ήταν ένα ;

— Είχε στείλει κάρτα ; Δέ θυμάμαι.— Βεβαιότατα. Μεγάλος ένθουσιασμός. ταύτά τά πράματα

μάς άρέσουν πολύ. Έχουμε ένα λεύκωμα, όπου κολλάμε ό,τι έχει σχέση μέ τήν οικογένεια. Δηλαδή, Εννοείται, ό,τι είναι εύχάριστο...

— Τί ώραία, είπα.Το αύτί μου έπαιρνε που καί που, άπ' τήν άλλη μεριά, κα­

μιά φράση άπ' τήν κουβέντα της Βεατρίκης.— Ξέρετε τόν καημένο τόν Μάρξμαν, έλεγε. Βρεθήκαμε

στήν άνάγκη νά τόν σκοτώσουμε. Τόν θυμάστε τόν Μάρξμαν... Τό καλύτερο κυνηγόσκυλο πού είχα ποτέ.

— Μή μου πεις... Τόν καημένο τόν Μάρξμαν...— Ναι τόν κακόμοιρο. Είχε τυφλωθεί Εντελώς.— Τόν καημένο τόν Μάρξμαν, ξανάπε ή γιαγιά σάν ήχώ.Βρήκα ότι ήταν ίσως έλλειψη τάκτ, νά γίνεται λόγος ότι

τυφλώθηκε, κι’ έριξα ένα βλέμμα τής νοσοκόμας. ταύτή Εξα­κολουθούσε νά είναι σκυμμένη στό πλέξιμό της.

— Κυνηγάτε, κυρία ντέ Γουίντερ ; είπε.—"Οχι, δυστυχώς, είπα.—Έ , σ ιγά -σ ιγά ... Εδώ πέρα όλοι τρελαινόμαστε γιά

το κυνήγι.-Τ ό ξέρω.. .—‘Η κυρία ντέ Γουίντερ Ενδιαφέρεται πολύ γιά τέχνη, είπε

ή Βεατρίκη στή νοσοκόμα. Της λέω πώς τό Μάντερλέη έχει Ενα σωρό τοποθεσίες πού θά μπορούσαν νά γίνουν πολύ ώραίες εΙκόνες,

— 203 —

Page 200: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Βεβαιότατα, συμφώνησε ή νοσοκόμα, σταμοετώντας ένα λεπτό το φρενιασμένο της πλέξιμο. Τί &ραία «τασχολία ! Ε ίχα μ ιά φίλη πού έκανε θαύμοττα με το μολύβι της. ‘Έ ν α Πάσχα είχαμε πάει μαζί στήν Προβηγκία, κι' είχε κάνει τόσο ώραία σκίτσα.

— Τί ώραία ! είπα.— Μιλούμε γ ιά ζωγραφική, φώναξε ή Βεατρίκη στή γ ια ­

γ ιά της. Το ήξερες πώς έχουμε μια καλλιτέχνιδα στήν οικογέ­νεια ; Δέν το ή ξ ερ ες ...

— Ποιος είναι καλλιτέχνης ! είπε ή γ ια γ ιά , Έ γ ώ δεν ξέρω κανέναν.

—Ή καινούργια σου έγγονή, είπε ή Βεατρίκη. Γιά ρώτησέ την τ ί δώρο τής έκαμα γ ιά το γά μ ο τ η ς . . .

χαμογέλασα, περιμένοντας τήν έρώτηση. Ή γ ρ ιά κυρία γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου.

— Τί λέει ή Βέα ; είπε. Δέν ήξερα πώς είσα ι καλλιτέχνις. Δέν είχαμε ποτέ καλλιτέχνες στήν οικογένεια.

—Ή Βεατρίκη αστειεύεται, είπα. Ο ύτε' ιδέα ότι είμα ι πρα­γματική καλλιτέχνις. Μου άρέσει νά σχεδιάζω, μά δέ σπούδα­σα ποτέ. Ή Βεατρίκη μούκαμε δώρο κάτι πολύ ώραία βιβλία.

— Τί λές ; είπε κάπως παραξενεμένη. Ή Βεατρίκη σουκαμε δώρο βιβλία ; Νερό στή θάλασσα, δηλαδή ! Ή βιβλιοθήκη τού Μάντερλέη έχει τόσα βιβλία.

Γέλασε μέ τήν καρδιά της καί γελάσαμε και μεις με το άστείο της. Έ λ ε γ α πώς ή κουβέντα θά σταματούσε «κει, μά ή Βεατρίκηε π έμείνε.

— Δέν καταλαβαίνεις, γ ια γ ιά κ α , είπε. Δέν ήταν συνηθισμέ­να βιβλία. Ή τα ν έξη τόμοι ‘Ιστορία τής Τέχνης.

Ή νοσοκόμα έσκυψε νά βοηθήσει κι' αύτή.—Ή κυρία α έϊση σάς λέει πώς ή κυρία ντέ Γουίντερ έχει

μεγάλη μανία με τή ζωγραφική. Γι' αύτό τής χάρισε γ ιά τό γάμο της έξη ωραίους τόμους ' Ι στόρια τής Τέχνης.

— Τί άστείο ! είπε ή γ ια γ ιά . 'τακούς έκεί, γαμήλιο δώρο βιιβλία ! Κανείς δέ μου χάρισεε μένα βιβλία στό γάμ ο μου. Μά και νά μου χάριζοα/, δέ θά τά διάβαζα ποτέ.

Γέλασε πάλι. Ή Βεατρίκη φαινόταν μάλλον πειραγμένη. Χαμογέλασα γ ιά νά τής δείξω τή συμπάθεια μου. Δέ φαντά­ζομαι νά μέ είδε. "Η νοσοκόμα ξαναβάλθηκε στό πλέξιμο.

— θέλω τό τσάι μου, είπε έπιθετικά ή γρ ιά κυρία. Δέν είν’ άκόμα τεσσερισήμιση ; Γιατί δέ φέρνει ή Νόρα τό τσάϊ ;

— Τ ί ; Πεινάσαμε κιόλας, ύστερ' άπό τέτοιο γεύμα ; είπε ή νοσοκόμα καί σηκώθηκε, χαμογελώντας καλόκαρδα στήν άρρωστή της.

ταΙσθανόμουνα μάλλον κουρασμένη, καί συλλογιόμουν

Page 201: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

άγανακτώντας καί μόνη μου με τή σκληρότητα τής σκέψης μου, γιατί ΟΙ γέροι καμιά φορά νάναι τέτοιος μπελάς. Χειρό­τεροι άπ' τά μικρά τά παιδιά, ή άπό τά κουταβάκια, γιατί μαζί τους πρέπει κανένας νά είναι εύγενής. "Ημουν καθισμένη με τά χέρια μου στά γόνατά μου, έτοιμη νά συμφωνήσω με δ,τι κουβέντα καϊ νά γίνονταν. Ή νοσοκόμα τής έφτιαχνε τά μαξι­λάρια και τής ταχτοποιούσε τά σκεπάσματα.

Ή γιαγιά του Μαξίμ άφηνόταν στά χέρια τους με υπομονή. Είχε κλείσει τά μάτια σά νάταν κουρασμένη κι’ έκείνη. ’Έμοια­ζε του Μαξίμ. Πιο πολύ παρά ποτέ. Τη φανταζόμουν στά νιάτα της, ψηλή, όμορφη, νά κάνει το γύρο της στούς στάβλους του Μάντερλέη με τίς τσέπες γεμάτες κομματάκια ζάχαρη, σηκώ­νοντας τή μακριά φούστα της νά μήν άγγίξει τή λάσπη. "Εβλε­πα το λυγερό της παράστημα, τή λεπτή της μέση, τόν ψηλό γιακά της, τήν άκουα νά δίνει διαταγή νά είν’ έτοιμο το άμάξι στις δύο. ‘Ό λ’ αύτά είχαν τώρα τελειώσει γι' αύτή ν, είχαν σβύσει γιά πάντα. ‘Ο «ντρας της είχε πεθάνει εδώ καί σαράντα χρόνια, ό γιος της εδώ και δεκαπέντε. Οά ζούσε με τή νοσο­κόμα της στό ώραίο αύτό σπίτι με τά κόκκινα τούβλα, ώσπου ν&ρθει ή ώρα της νά πεθάνει. Συλλογίστηκα τί λίγο πού ξέ­ρουμε τά αισθήματα τών γέρων ανθρώπων. Τά παιδιά τά κατα­λαβαίνουμε. Ξέρουμε τούς φόβους τους, τίς ελπίδες τους, τίς ψευδαισθήσεις τους. Έγώ ή ίδια ήμουν χτές ένα παιδί. Και δέν είχα ξεχάσει πώς ήμουν. Μά ή γιαγιά τού Μαξίμ, καθι­σμένη έκεί δά, μέ το σάλι της καί τα φτωχά τυφλά μάτια της, τί νά αισθανόταν, τί να σκεφτόταν ; Τόξερε πώς ή Βεα­τρίκη χασμουριόταν και κοίταζε το ρολόι τ η ς ; Μάντευε πώς είχαμε έρθει νά τή δούμε γιατί έτσι έπρεπε, γιατί τό νο­μίζαμε καθήκον μας, για νά μπορεί άργότερα νά λέει ή Βεα­τρίκη, γυρίζοντας σπίτι της : «"Εχω τώρα τή συνείδησή μου ήσυχη γιά τρεις όλόκληρους μήνες»;

Νά συλλογιζόταν τάχα καμιά φορά το Μάντερλέη ; ·Νά θυμότο:ν πώς κάποτε καθόταν κι' αύτή όπου τώρα καθόμουν έγώ ; Πώς κάποτε έπαιρνε το τσάι της κι' αύτή κάτω άπ’ τήν καστανιά μας ; ”Η δλ' αύτά ήταν πιά ξεχασμένα, άψη μένα στή μπάντα, και το μόνο πού είχε μείνει πίσω άπ' τό ήρεμο καί χλωμό έκείνο πρόσωπο ήταν λίγος πόνος καί μερικές παράξε­νες μικροστενοχώριες, μιά αόριστη εύχαρίστηση όταν έλαμπε ό ήλιος, ένα ρίγος όταν ό άνεμος ήταν ψυχρός ;

θαθελα νά μπορούσα, βάζοντάς της τά χέρια μου πάνω στό πρόσωπο, νά τής έπαιρνα το βάρος τών χρόνων, θάθελα νά την έβλεπα νέα όπως ήτανε κάποτε, μέ κόκκινα μάγουλα και μαλ­λιά καστανά, ζωηρή κι' Ενεργητική σάν τή Βεατρίκη έκεί δί­πλα της, νά μιλεί σάν αυτήν γιά σκυλιά, γιά κυνήγια καί γι'

— 205 —

Page 202: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

άλογα. Ό χ ι νά κάθεται ·έκεί όπως καθότανε, μέ τά μόττια κλει­στά, κι' ή νοσοκόμα νά τής φτιάχνει πίσω άπ' τό κεφάλι της τά μαξιλάρια.

— Σήμερα έχουμε μεγάλες πολυτέλειες, είπε ή νοσοκόμα. ’Έχουμε γ ιά τό τσάϊ μας σάντουιτς μέ κάρδαμο. Τρελαινό­μαστε γ ιά το κάρδαμο, δέν είν' έτσι ;

— Είναι σήμερα ή μέρα ; ρώτησε ή γ ια γ ιά τού Μαξίμ σηκώνοντας τό κεφάλι άπό τά μαξιλάρια και κοιτάζοντας κατά τήν πόρτα. Δέ μού τόπες. Γιατί δέ φέρνει ή Νόρα το τσάι ;

— Δέ θάθελα νά βρίσκομαι στή θέση σας, ’ταδελφή, ούτε γ ιά χίλιες λίρες τήν ή μέρα, είπε χαμηλόφωνα ή Βεατρίκη στη νοσοκόμα.

—Ώ ,ε χω συνηθίσει, κυρία α έϊση, είπε αύτή χαμογελώ ν­τας. Έ π ειτα , να σάς πώ, έδώ είναι πολύ καλά. 'Ε χουμε φυ­σικά και μεις τίς άσχημες μέρες μας, άλλά μπορούσε νάταν και πολύ χειρότερα. Είναι πολύ βολική, όχ ι σάν άλλους ά ρρώστους. "Υστερα, το προσωπικό είναι πολύ ύποχρεωτικό, κι5 αύτό είναι το κυριότερο. Νά, έρχεται ή Νόρα.

Ή καμαριέρα έφερε ένα τραπεζάκι του κήπου κι' ένα άσπρο τραπεζομάντηλο.

—Ά ρ γη σ ες πολύ, Νόρα, μουρμούρισε ή γρ ιά κυρία.— Μόλις χτύπησε μισή, κυρία, είπε ή Νόρα μέ Ιδιαίτερα

τρυφερή κι' εύθυμη φωνή, σάν τής νοσοκόμας.'Η θελα νάξερα άν τόπαιρνε είδηση ή γ ια γ ιά του Μαξίμ

πώς τής μιλούσαν όλοι σ' αύτό τόν τόνο. ταναρωτιόμουν πότε νά πρωτοπήραν αύτό το ύφος, κι' άν τόχε τότε προσέξει. Ί σ ω ς νά είχε πει άπό μέσα της : « Τί κωμικοί πού είναι ! 'Ε χουν τήν ιδέα πώς γέρασα !», ύστερα <όμως σ ιγά σ ιγά τό συνήθισε, και τώρα ήταν σά νά τής μ ίλαγαν άνέκαθεν έτσι, κι' οίύτός ό τόνος είχε γίνει ένα κομμάτι τής ζωής της.

Πλησιάσαμε τίς καρέκλες μας στό τραπεζάκι κι' άρχίσαμε νά τρώμε τά σάντουιτς μέ τό κάρδαμο. 'Η νοσοκόμα έφτια­χνε ή ίδια ειδικά γ ιά τή γ ια γ ιά .

— Λοιπόν ; 'Έ χουμε ή δέν έχουμε λιχουδιές σήμερα ; είπε.Είδα ένα άργό χαμόγελο ν' άπλώνεται πάνω στό ήρεμσ

γαλήνιο πρόσωπο.—Ώ ραία είναι τίς ήμέρες πού £χει κάρδαμο, είπε.Τό τσάι ήταν κοφτό. Ή νοσοκόμα έπινε τό δικό της μέ μι­

κρές γουλιές.— Σήμερα μάλιστα. Τό νερό είναι βραστό, είπε κουνώντας

τό κεφάλι της κατά τή Βεατρίκη. Δέ φαντάζεστε τ ί τραβώ μ' αύτό τό ζήτημα. 'Εννοούν νά τό ζεματάνε καί νά τό άφήνουν. Τούς έχω πει χίλιες φορές. Δέν άκουνε ποτέ.

— 206

Page 203: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Δε βαριέσαι, (όλες όμοιες είναι, είπε ή Βεατρίκη. "Έχω ταπελπιστεί άπό καιρό.

Ή γριά κυρία ανακάτευε το τσάι της μέ τά μάτια μακρινά και ταφηρημένα.

— Είχατε καλόν καιρό στήν ’Ιταλία ; είπε ή νοσοκόμα.— Ναί, πολλή ζέστη, είπα.Ή Βεατρίκη γύρισε στή γιαγιά της.— Λέει πώς είχαν ώραίο καιρό στό ταξίδι τού γάμου της

στήν 'Ιταλία. Ό Μαξίμ έχει καταμαυρίσει.— Γιατί δέν ήρθε σήμερα ό Μαξίμ ; ρώτησε ή γιαγιά.— Σού είπαμε, χρυσή μου, πώς έχει πάει στό Λονδίνο, είπε

ανυπόμονα ή Βεατρίκη. Σέ κάποιο γεύμα. 'Έχει πάει κι' ό Τζίλς.

—Ά , καλά. Γιατί λέτε πώς ό Μαξίμ ήταν στήν 'Ιταλία ;—"’Ήταν στήν 'Ιταλία, γιαγιάκα. Τόν ’ταπρίλη. Τώρα έχουν

γυρίσει στό Μάντερλέη.Κοίταξε τή νοσοκόμα, κουνώντας τούς ώμους της.—Ό κύριος καί ή κυρία ντέ Γουίντερ είναι τώρα στό Μάν­

τερλέη, ξανάπε ή νοσοκόμα.—Ηταν πολύ ώραία αύτό το μήνα στό Μάντερλέη, είπα

τραβώντας τήν καρέκλα μου πιό κοντά στή γιαγιά τού Μαξίμ. ΟΙ τριανταφυλλιές είναι γεμάτες λουλούδια, θάπρεπε νά σας είχα φέρει μερικά τριαντάφυλλα.

— Ναί, μού ταρέσουν τά τριαντάφυλλα, είπε α όριστα, κι’ ύστερα, κοιτάζοντάς με άπό πιό κοντά μέ τά μουντά γαλάζια της μάτια :

— Στό Μάντερλέη μένετε κι' έσείς ;Κατάπια το σάλιο μου. 'Έγινε μιά μικρή σιωπή. "Υστερα

ή Βεατρίκη τήν έσπασε μέ τή δυνατή τανυπόμονη φωνή της :— Μά, καλή μου γιαγιά, τό ξέρεις πολύ καλά πώς μένει

έκεί τώρα. Είναι παντρεμένη μέ τόν Μαξίμ.Είδα τή νοσοκόμα' ν' α φήνει κάτω τό φλυτζάνι της και νά

κοιτάζει ζωηρά τή γριά κυρία. ταύτή είχε γείρΙι πίσω στά μα­ξιλάρια, τραβώντας τό σάλι της, καί το στόμα της είχε αρχίσει νά τρέμει.

— Μιλάτε πάρα πολύ όλοι μαζί. Δέν καταλαβαίνω."Υστερα μέ κοίταξε μέ ζαρωμένα τά φρύδια κι’ άρχισε νά

κουνά το κεφάλι της.— Ποια είστε, ταγαπητή μου ; Δέ σάς έχω ξαναδεί. Δέ γνω­

ρίζω τό πρόσωπό σας. Δέ θυμάμαι νά σάς έχω δει στό Μάν­τερλέη. Βέα, ποιό είναι αύτό τό κοριτσάκι; Γιατί δέ μούφερε ό Μαξίμ τή Ρεβέκκα ; Άγαπώ πολύ τή Ρεβέκκα. Που είναι ή ταγαπητή μου Ρειβέκκα ;

Μιά μεγάλη σιωπή, μιά στιγμή ταγωνίας. "Ενιωθα τά μά-

— 207 —

Page 204: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γουλά μου νά καίνε. Ή νοσοκόμα σηκώθηκε άμέσως καί πήγε κοντά στήν κινητή πολυθρόνα.

— θέλω τή Ρεβέκκα, ξανάπε ή γρ ιά κυρία. Τί τήν κάμοετε τή Ρεβέκκα ;

Ή Βεατρίκη σηκώθηκε άδέξια άπ' το τραπέζι, κουνώντας τά φλυτζάνια καί τά πιατάκια. Είχε γίνει κι' αύτή κατακόκ­κινη και δάγκωνε τά χείλη της,

— Νομίζω πώς είναι καλύτερα νά πηγαίνετε, κυρία α έϊση, είπε ή νοσοκόμα κατακόκκινη καί ταραγμένη. Φαίνεται λ ίγο κουρασμένη, κι' όταν άρχιζε ι νά παραλογίζετα ι έτσι, θέλει κα­μιά φορά ώρες νά συνέλθει. Πότε πότε τήν πιάνει αύτός ό Εκ­νευρισμός. Είναι μεγάλη ατυχία, νά συμπέσει άκριβώ ς σήμερα. Ή κυρία ντέ Γουίντερ άσφαλώς δέ θά π α ρ εξη γή σ ει...

— Μά και βέβαια, είπα γρήγορα, είναι προτιμότερο νά πηγαίνουμε.

Ή Βεοττρίκη κι’ Εγώ μαζέψαμε τ ίς τσάντες και τά γό:ντια μας. Ή νοσοκόμα είχε γυρίσει ξανά στήν άρρωστή της,

— Τί είν' αύτά πάλι ; Δέν το θέλετε το ώ ραίο σας σάντουιτς μέ το κάρδαμο πού σάς Ετοίμασα ;

— Πού είναι ή Ρεβέκκα ; Γ ιατί δεν ήρθε ό Μαξίμ νά μου φέρει τη Ρεβέκκα ; απάντησε ή λεπτή κουρασμένη κι' επιθετική φωνή.

Περάσαμε απ' το σαλόνι στό χώλ και βγήκαμε έξω άπό τό σπίτι, Ή Βεατρίκη 'έβαλε μπρός τ ’ άμάξι σιωπηλή. Περάσαμε τήν άλέα και βγήκαμε α π’ τήν άσπρη καγκελόπορτα.

Στεκόμουν όλόϊσα και κοιτούσα μπροστά μου το δρόμο. Το κάτω κάτω δέ μ' ένιαζε γ ιά τόν έαυτό μου. Δέ θά μ’ Ενδιέ­φερε άν ήμουν μόνη. Μέ πείραζε πού ήταν μαζί μου κι' ή Βεα­τρίκη.

Ό λ ' αύτά ήταν τόσο στενόχωρα, τόσο άσχημα γ ιά τή Βεα­τρίκη.

ιΚ<χθώς βγαίναμε άπ ' το χωριό, μου είπε:—"•ταγαπητή μου, είμαι κυριολεκτικά συντετριμμένη. Δέν

ξέρω τί νά πώ.— Μήν είσαι άνόητη, Βεατρίκη, έσπευσα νά πώ. Δέν έχει

καμιά σημασία. Δέν πειράζει καθόλου.ταέ μπορούσα νά φανταστώ πώς θά είχαμε τέτοιες Ιστο­

ρίες, είπε ή Βεατρίκη. ' ταλλιώς ποτέ δέ θά το άποφάσιζα νά σε πάω νά τή δεις. Λυπούμαι πάρα πολύ, πάρα πολύ.

— Δέν ύπάρχει λόγος. Μήν τό ξαναπείς, σέ παρακαλώ.— Μου είναι άκατανόητο. Ή ξερε τά πάντα σχετικά μέ τό

γάμο σας. Τής έγραψα καί τής τά είπα. Τό ίδιο έκαμε κι' ό Μαξίμ. Είχε δείξει τόσο ένδιαφέρον, όταν έμαθε πώς ό Μαξίμ θά παντρευόταν στό Εξωτερικό.

— 208 -

Page 205: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Ξεχνάς τήν ήλικία της ; Πώς νά τά θυμάται ; Δέ μ' έχει συνδέσει στή σκέψη της μέ τόν Μαξίμ. Τόν έχει συνδέσει μόνο μέ τή Ρεβέκκα.

Τό αύτοκίνητο έ τ ρ ε χ ε . Μείναμε.μιά στιγμή σιωπηλές. 'ΓΗταν μεγάλη άνακούφιση πού ξαναβρέθηκα στό αύτοκίνητο. Δέ μούκανε πιά Εντύπωση ούτε ή μεγάλη ταχύτητα ούτε οί ταπότο­μες στροφές.

— Το είχα ξεχάσει πώς άγαποΰσε τόσο πολύ τή Ρεβέκκα, είπε αργά ή Βεατρίκη. "Ηταν άνοησία μου νά μή μού περάσει άπό το νου πώς μπορούσε νά συμβεί κάτι τέτοιο, θαρώ πώς δέν πήρε ποτέ στά σοβαρά τό δυστύχημα. ταχ, θ έ μου, τί άπαίσιο άπόγεμα. Κύριος οϊδε τί θά σκέπτεσαι γιά μένα !

— Μήν τά λές αύτά, Βεατρίκη, σέ παρακαλώ. Δέ μέ νιάζε. καθόλου, σού λέω.

—Ή Ρεβέκκα, πάντοτε, έκανε πώς και πώς γι' αύτή ν. Την καλούσε συχνότατα στό Μάντερλέη. Ή καημενούλα ή γιαγιά ήταν πολύ πιό ζωηρή τότε. Ότιιδήποτε έλεγε ή Ρεβέκκα, πέ­θαινε στά γέλια. Είν’ ή άλήθεια πώς ήταν πάντα πολύ διασκε­δαστική, και της άρεσε πολύ αύτό της γριούλας. Ή Ρεβέκκα είχε ένα καταπληκτικό χάρισμα, νά κερδίζει τή συμπάθεια του κόσμου. "ταντρες, γυναίκες, παιδιά, σκυλιά, όλοι τήν άγαπουσαν. Ή γριούλα, θαρώ, δέν τήν ξέχασε ποτέ. Νά σού έλειπε τέτοιο άπόγεμα, άγαπητή μου.

— Δέν πειράζει, δέν πειράζει, ξανάλεγα μηχανικά.Ά ς τό άφηνε μόνο αύτό τό θέμα ιή Βεατρίκη. Δέ μ' Ενδιέ­

φερε διόλου. Τό κάτω κάτω, σέ τί μπορούσε νά μέ πειράξει; Σέ τ ί ;

—Ό Τζίλς θά γίνει έξω φρενών, είπε ή Βεατρίκη, θ ά μέ μαλώσει πού σέ πήρα μαζί μου. θαρώ πώς τόν ακούω : «Τί βλακεία ήταν αύτή, Βεατρίκη !» "Λχ, τί έχω ν' άκούσω !

— Μήν πεις τίποτα γιά όλ’ αύτά, είπα. θ ά προτιμούσα νά ξεχαστούνε. Ή Ιστορία θά Επαναληφθεί κι' ό καθένας θά προσ­θέτει καί κάτι.

—'Ο Τζίλς θά καταλάβει άπό το πρόσωπό μου πώς μου συμ­βαίνει κάτι δυσάρεστο. Ποτέ δέν κατάφερα νά τού κρύψω κάτι.

"Εμεινα σιωπηλή. "Ηξερα πώς θά Επαναλαμβανόταν ή Ιστο­ρία και στόν άμεσο φιλικό τους κύκλο. Μπορούσα νά φανταστώ τή συντροφιά στό κυριακάτικο γεύμα. Τα στρογγυλά μάτια, τ' άχόρταγα αύτιά, κι' Εκείνα τά λαχανιάσματα και τά Επι­φωνήματα:

«"β, θέ μου, τί φρίκη, τί πήγατε και κάματε γιά όνομα του θεού Ι» Κι' ύστερα : «Πώς τό πήρε ; Τρομερά δυσάρεστο >Ίά κάθε άνθρωπο.»

Τό μόνο πού μ' Ενιαζε ήταν νά μή φτάσει ποτέ ή Ιστορία

14 Peffinn α— 209 —

Page 206: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στ' αύτιά του Μαξίμ. Καμιά μέρα θά τόλεγα στόν Φράνκ Κρώ­λεη, μά όχι άκόμα, όχι άκόμα πρίν περάσει λ ίγος καιρός.

Δέν άργήσαμε νά φτάσουμε στό μεγάλο δρόμο <nrtjv κορ­φή του λόφου. Πέρα μακριά, ξεχώριζα τίς πρώτες γκρίζες στέ­γες τού Κέρριθ, ένώ δεξιά, σέ μιά κοιλάδα, άπλώνονταν τά πυ­κνά δάση του Μάντερλέη καί πέρα ή θάλασσα.

— Βιάζεσαι πάρα πολύ νά γυρίσεις στό σπίτι ; είπε ή Βεα­τρίκη.

—Ό χ ι, είπα. Γιατί ;— θ ά τόβρισκες μεγάλη γαϊδουριά άν σέ άφηνα στήν κ α γ­

κελόπορτα τής άλέας ; Ά ν τρέξω σάν αστραπή, θά προφτάσω ίσ α -ίσ α νά συναντήσω τόν Τζίλς, καθώς θά κατεβεί άπ' το τραίνο τού Λονδίνου. Έ τσ ι, δέ θόέναι άναγκασμένος νά πάρει ταξί άπ ' τό σταθμό.

— Μά εβέιβαια, είπα. θ ά πάω μέ τά πόδια άπό δώ και ύστερα.— Εύχαριστώ πάρα πολύ, είπε μ' εύγνωμοσύνη.Κατάλαβα πώς το άπόγεμα εκείνο τήν είχε κουράσει πολύ.

Ή θελε νά μείνει λ ιγά κ ι μονάχη, καί δέ θάθελε ν' άντιμετωπίσει ένα καθυστερημένο τσάϊ στό Μάντερλέη.

Βγήκα άπό τ’ αύτοκίνητο μπροστά στήν καγκελόπορτα κι’ άποχαιρετιστήκαμε μ' ένα φιλί.

—4 Κοίτοοξε νά παχύνεις λ ίγο ώσπου νά σέ ξαναδώ, είπε. Δέ σου πάει νάσαι άδύνατη. Δώσε τήν άγάπη μου στόν Μαξίμ και συχώρεσέ με γ ιά σήμερα.

Χάθηκε μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης, κι' έγώ πήρα τήν άλέα.•ταναρωτιόμουν αν είχε πολύ άλλάξει άπό τότε πού τήν

περνούσε μέ το άμάξι της ή γ ια γ ιά τού Μαξίμ. Νέα, θά τήν περνούσε καβάλα, χαμογελώντας στή γυναίκα του θυρωρού, όπως εγώ τώρα. Και στόν καιρό της, αύτή θά τής έκανε μιά βαθιά ύπόκλιση, σκουπίζοντας τό μονοπάτι μέ τή μακριά της φούστα. 'Εμένα, ή γυναίκα αύτή μου κούνησε λ ίγο τό κεφάλι, κι’ ύστερα φώναξε τό άγοράκι της πουπαιζε μ' ένα γάτο πίσω άπ' το θυρωρείο. Ή γ ια γ ιά τού Μαξίμ θάσκυβε τό κεφάλι γ ιά νά μή χτυπήσει στά χαμηλά κλαδιά τών δέντρων, και το άλογο θά κάλπαζε στήν πολύστροφη τούτη άλέα όπου περπατούσα τώρα κι' έγώ. 'Η άλέα θάταν πλατύτερη τότε, πιό όμαλή, και πιό περιποιημένη. Δέ θά τήν είχαν έτσι αδράξει τούτα τά δάση.

Δέν τή σκεφτόμουν, όπως ήταν τώρα, πεσμένη πίσω σ' έκεϊνα τά μαξιλάρια, μ' έκείνο τό σάλι τριγύρω της. Τήν έβλε­πα όπως ήταν νέα, όταν κατοικούσε στό Μάντερλέη. Τήν έβλε­πα νά τριγυρίζει τούς κήπους μ' ένα μικρό άγοράκι, τόν πα­τέρα του Μαξίμ, πού θά κάλπαζε πίσω της πάνω στό ξύλινο άλογό του. θ ά φορούσε μιάν άλύγιστη ζακέτα τού Νόρφολκ κι' ένα άσπρο στρογγυλό κολάρο. Τά πίκ νίκ στό λιμανάκι

— 210 —

Page 207: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

β&ταν μιά έκθρομή, μιά πολυτέλεια πού δέ Θά Επιτρεπόταν συ­χνά. Κάπου, σέ μιά φωτογραφία, σ' ένα παλιό λεύκωμα, όλη fj οικογένεια Θά καθόταν ίσια κι' άλύγιστη γύρω άπό ένα τρα­πεζομάντιλο, ταπλωμένο στήν αμμουδιά, μέ τούς ύπηρέτες στό βάθος, δίπλα σ' ένα πελώριο καλάθι μέ φαγητά. Κι' είδα ύστε­ρα τή γιαγιά τού Μαξίμ πιό ήλικιωμένη, όπως θάταν μερικά χρόνια πίσω, νά περπατεί στήν ταράτσα στο Μάντερλέη, τακου­μπώντας σ’ ένα μπαστούνι. Και μιά γυναίκα νά περπατεί πλάι της, κρατώντας τό χέρι της καί γελώντας. Μιά γυναίκα, ψηλή, λεπτή, και πολύ ώραία, πού είχε το χάρισμα, λέει ή Βεατρίκη, νά κερδίζει τήν άγάπη τού κόσμου. Ν' αρέσει εύκολα, όποθέτω, ν' αγαπιέται εύκολα.

'Όταν έφτασα επιτέλους στό τέρμα της μακριάς άλέας, είδα τό αύτοκίνητο τού Μαξίμ μπροστά στό σπίτι. 'Η καρδιά μου σκίρτησε, έτρεξα γρήγορα μέσα στό χώλ. Το καπέλο του και τά γάντια του ήταν πάνω στό τραπέζι. Πήγα κατά τή βι­βλιοθήκη, και μόλις έφτασα κοντά, άκουσα φωνές, τή μιά, τή φωνή τού Μαξίμ, πιό δυνατή άπ’ τήν άλλη. Ή πόρτα ήταν κλει­στή. Δίστασα μια στιγμή.

— Μπορείτε νά του γράψετε καί νά του πείτε νά μήν ξα­ναπατήσει στό μέλλον τό πόδι του στό Μάντερλέη, άκούτε ; Τί σάς νιάζει ποιός μού τόπε ; Δέν έχει σημασία. Ξέρω πώς είδαν τό αύτοκίνητό του έδώ, χτές τ' άπόγεμα. Ά ν θέλετε νά τόν βλέπετε, μπορείτε νά τόν συναντάτε έξω άπ' το Μάντερλέη. Νά μήν ξαναμάθώ πώς πέρασε τήν καγκελόπορτα, άκούτε ; Λάβετέ το ύπ' όψη σας, σάς ειδοποιώ γιά τελευταία φορά.

Γλίστρησα μακριά άπ' τήν πόρτα, κατά τή σκάλα. "τακου­σα τήν πόρτα της βιβλιοθήκης ν' άνοίγει. 'τανέβηκα γρήγορα τή σκάλα καί κρύφτηκα στόν 'Εξώστη. Ή κ. Ντάμβερς βγήκε άπ' τή βιβλιοθήκη κλείνοντας πίσω της τήν πόρτα. Κόλλησα στόν τοίχο τού 'Εξώστη νά μή μέ δει. Πρόλαβα κι' έριξα μιά ματιά στό πρόσωπό της. ‘’Ήταν γκρίζο άπό το θυμό, συσπασμένο, φρικτό.

'τανέβηκε γρήγορα καί σιωπηλά τή σκάλα κι' εξαφανίστη­κε άπό τήν πόρτα πού πήγαινε στή δυτική πτέρυγα. Μιά στι­γμή στάθηκα. "Υστερα κατέβηκα, καί πήγα άργά κατά τή βι­βλιοθήκη. "τανοιξα τήν πόρτα καί μπήκα. Ό Μαξίμ στεκόταν δίπλα στό παράθυρο με κάτι γράμματα στό χέρι. Μού γύριζε τήν πλάτη. Γιά μιά στιγμή, είπα νά ξαναγλιστρήσω πάλι £ξω καί ν', άνεβώ νά καθήσω στό δωμάτιό μου. Μ' άκουσε, φαίνεται, γιατί γύρισε λέγοντας νευρικά:

— Ποιός είναι π ά λ ι;Χαμογέλασα, άπλώνοντάς του τά χέρια μου.— Μαξίμ...

— 211 —

Page 208: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—' α , έσύ είσαι ;Είδα μέ τήν πρώτη ματιά πώς κάτι τόν είχε κάμει νά θυ­

μώσει πολύ. Τό στόμα του ήταν σκληρό, τά ρουθούνια του άσπρα καί τραβηγμένα.

— Πώς πέρασες μόνη σου ; είπε.Μέ φίλησε στά μαλλιά κι' έβαλε το χέρι του γύρω άπό τόν

ώμο μου. Ε ίχα τήν αίσθηση πώς είχε περάσει πάρα πολύς και­ρός άπό τότε πού μ' άφησε χτές.

— Π ήγα κι' είδα τή yuryufc σου, είπα. Ή Βεατρίκη ήρθε τ' άπόγεμα καί μέ πήρε μέ τ ' αύτοκίνητο.

— Πώς ε ίν α ι ;— Πολύ καλά.— Κ αι τί άπόγινε ή Βέα ;—'Βιαζόταν νά πάει νά συναντήσει τόν Τζίλς.Καθήσαμε μαζί στό περβάζι τού παράθυρου. Πήρα τό χέρι

του στό δικό μου.— Δέ θέλω νά φεύγεις. Σ ε πεθύμησα τρομερά, είπα.—'ταλήθεια ; είπε.Δέ μιλήσαμε' γ ιά ' ένα λεπτό. Κρατούσα μόνο τό χέρι του.—'Έ κανε ζέστη στό Λονδίνο ; είπα.— Μαι, ήταν φρίκη. Το σιχαίνομαι πάντα αύτό το μέρος.•ταναρωτιόμουν αν θά μούλεγε ό,τι είχε γίνει πρίν άπό

λίγο στή βιβλιοθήκη μέ τήν κ. Ντάμβερς. Ή θελα νάξερα ποιος του είχε πει γ ιά τόν Φάβελ.

—'Έ χεις καμιά στενοχώρια ; είπα.— Κουράστηκα πολύ σήμερα, είπε. ταύτό το ταξίδι με το

αύτοκίνητο, πήγαινε έλα σέ εικοσιτέσσερις ώρες, είναι πολύ κουραστικό.

Σηκώθηκε και πήγε πιό πέρα, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Κα­τάλαβα πώς δέ θά μούλεγε γ ιά τήν κ. Ντάμβερς.

— Είμαι κι' έγώ κουρασμένη, είπα ά ργά . ’ταλλόκοτη μ έρ α ...

Page 209: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

16Η ΠΡΏΤΗ ΦΟΡα πού ε γίνε λόγος για χορό μετημφιε

σμένων ήταν, θυμάμαι, μιά Κυριακή άπόγεμα, πού είχαμε στο Μάντερλέη μιά ξαφνικήν εισβολή άπό ξένους. Είχαμε έκείνη την ή μέρα στό τραπέζι τόν

Φράνκ Κρώλεη, και λογαριάζαμε νά περάσουμε οί τρεις μας ένα ήσυχο άπόγεμα κάτω άπ' τήν καστανιά, orocv άκουσα με το μοιραίο ήχο ενός άμαξιου, πσυστριβε τήν άλέα. '’“Ηταν άργά πιά γιά νά ειδοποιήσουμε τόν Φρίθ. Τό αύτοκίνητο ήρθε κατ’ άπάνω μας μές στήν ώρα πού βγαίναμε στήν ταράτσα με μα­ξιλάρια κι' Εφημερίδες στά χέρια.

'Έπρεπε νά πάμε νά προϋπαντήσουμε τούς άναπάντεχους έπισκέπτες. Κι' όπως γίνεται συχνά σέ τέτοιες περιστάσεις, δεν Επρόκειτο νά είναι οί μόνοι. "Ενα δεύτερο αύτοκίνητο, μισή ώρα άργότερα, μάς έφερε κι' άλλους, και άμέσως μετά παρουσιάστηκαν κι' σι άλλοι τρεις, που είχαν έρθει άπό το Κέρριθ πε­ζοί. "Ετσι, Εμείς χάσαμε τήν ήσυχία τής ή μέρας μας, και βρε­θήκαμε άναγκασμένοι νά ύποδεχόμαστε όλους αύτούς τούς βα­ρετούς μας γνωστούς, κάθε τόσο κι' άπό έναν όμιλο, έχοντας κιόλα νά Υποστούμε τό καθιερωμένο τριγύρισμα, το γύρο τού ροδόκηπου, τίς «βόλτες στίς πελούζες και τήν άπαραίτητη Επι­θεώρηση τής Ευτυχισμένης (Κοιλάδας.

"Εμειναν εννοείται γιά το τσάϊ, κι' άντίς νά χαρούμε ήσυ­χα ήσυχα και τεμπέλικα τά σάντουιτς μας με τό άγγουράκι κάτω άπ' τήν καστανιά, άναγκαστήκαμε νά ύποστουμε στό με­γάλο σαλόνι τήν αύστηρή Εθιμοτυπία ένός τσαγιού, πράγμα που μού ήτοίν πάντα άνυπόφορο. Ό Φρίθ ήταν φυσικά στό στοι­χείο του, όδηγούσε τόν Ρόμπερτ μ' ένα σήκωμα τών φρυδιών, Ενώ Εγώ μαλλιοτραβιόμουν μέ μιά πελώρια άσημένια τσαγέρα κι' ένα βραστήρα πού ποτέ δέν κατάφερα νά μάθω νά τά μεταχειρίζομαι. "Εβρισκα Εξαιρετικά δύσκολο νά λογαριάζω

— 213 —

Page 210: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τακριβώς τή στιγμή που έπρεπε ν' αραιώνω τό τσάι με το νερό τό βραστό, κι' α κόμα δυσκολώτερο νά, συγκεντρώνομαι στίς μικροκουβέντες πού γίνονταν γύρω μου.

Ό Φράνκ Κρώλεη ήτα ν α νεκτίμητος σε τέτοιες στιγμές. 'Έπαιρνε τα φλυτζάνια α πό τά χέρια μου και τάδινε, κι' όταν καταλάβαινε, ταπ’ τίς πολύ ταόριστες απαντήσεις μου, πώς ή ασημένια τσαγέρα μου ταπασχολούσε τή σκέψη, πρόσθετε δ ια ­κριτικά κι' ήσυχα τή μικρή συμβολή του στήν κουβέντα, ταπαλλάσσοντάς με α πό κάθε βάρος. Ό Μαξίμ βρισκόταν διαρκώς στήν άλλη άκρη τής αίθουσας, καί πότε έδειχνε κάποιο βιβλίο σε κίχνένα ένοχλητικόν Επισκέπτη, πότε εξηγούσε έναν πίνακα, παίζοντας με τόν α μίμητο τρόπο του το ρόλο του τέλειου οικο­δεσπότη, ένώ ή διαδικασία του τσαγιού ήταν μιά λεπτομέρεια πού τόν άφηνε αδιάφορο, Το τσάϊ του κρύωνε ξεχασμένο πάνω σ' ένα τραπεζάκι, πίσω ταπό ένα βάζο λουλούδια, κι' έγώ, μέσα στους άτμούς του βραστήρα μου, κι' ό Φράνκ, πούχε βάλει όλη τή δεξιοτεχνία του ατό να μοιράζει γλυκά και κέϊκ, είχαμε μείνει μονάχοι νά εξυπηρετούμε τίς κατώτερες α νάγκες του ποιμνίου.

Τήν κουβέντα τήν έφερε ή Λαίδη Κρόουαν, μιά κουραστική και τακατάσχετα διαχυτική γυναίκα που κατοικούσε στό Κέρριθ. Ε ίχε γίνει μιά μικρή σιωπή, ταπ' αύτές πού συμβαίνουν κα­μιά φορά στα τσάγια , κι’ έβλεπα τα χείλη του Φράνκ, έτοιμα να προφέρουν τήν α ναπόφευκτη και ηλίθια φράση γ ιά τόν ά γ ­γελο πού περνά πάνω άπό τα κεφάλια μας, όταν ή Λαίδη Κρό­ουαν, ταργοκουνώντας ένα κομμάτι κέϊκ στήν άκρη άπ ' το π ια ­τάκι της, γύρισε στόν Μαξίμ πού έτυχε vocvai κοντά της.

—'Ά , κύριε ντέ Γουίντερ, είπε, άπό ταμνημονεύτων χρόνων θέλω κάτι νά σάς ρωτήσω. Δε μου λέτε : Υ πάρχει καμιά έλπίς νά ξανάχουμε στό Μάντερλέη κανέναν άπό κείνους τούς περί­φημους χορούς μετημφιεσμένων ;

Είχε γείρει έλαφρώς το κεφάλι της στο πλάι, καθώς μιλού­σε, δείχνοντας τά πεταχτά της δόντια σέ μιά γκριμάτσα πού τή νόμιζε γ ια χαμόγελο. 'Έσκυψα μονομιάς το κεφάλι μου καί βάλθηκα, κρυμμένη πίσω άπό το κάλυμμα τής τσαγέρας, ν' α δειάζω το φλυτζάνι τού τσαγιού μου.

"Ωσπου ν' α παντήσει ό Μαξίμ, πέρασαν ένα δύό λεπτά, όταν όμως μίλησε, ή φωνή του ήταν έντελώς φυσική κι' ήρεμη.

—•Ομολογώ πώς δε σκέφθηκα κάτι τέτοιο, είπε, κι' ούτε φαντάζομαι νά το σκέφθηκε κανείς άλλος.

— Ό λ ο ι μας, τόχουμε σκεφθεί, σάς βεβαιώνω. Εξακολού­θησε ή Λαίδη Κρόουαν. Ηταν γ ιά όλους μας έδώ πέρα τό Επι­στέγασμα τού καλοκαιριού. Δέ φαντάζεστε τί χοτρά μάς έδινε. Μπορώ νά σάς πείσω νά τό σκεφθείτε λιγάκι ;

Page 211: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Νά δούμε, δέν ξέρω, είπε σύντομα ό Μαξίμ. Ή όργάνωσή της ήταν όλόκληρη Ιστορία, θάπρεπε μάλλον νά το πείτε στον Φράνκ (Κρώλεη. ταύτός είχε τήν φροντίδα.

—'Ώ, έλάτε με τό μέρος μας, κύριε Κρώλεη, έπέμεινε έκεί­νη, κι' ένας δυο άλλοι ένώθηκαν μαζί της. θάναι γιά όλους μεγάλο πράμα. Λαχταρούμε τόσο τΙς γιορτές τού Μάντερλέη.

"τακουσα δίπλα μου τήν ήρεμη φωνή τού Φράνκ :— Δέν έχω καμιά άντίρρηση νά όργανώσω το χορό, άν

είναι σύμφωνος ό Μαξίμ. 'Εκείνος κι' ή κυρία ντέ Γουίντερ πρέ­πει ν' αποφασίσουν. Δέν Εξαρτάται άπό μένα.

’Άρχισαν φυσικά νά μέ βομβαρδίζουν άμέσως. Ή Λαίδη Κρόουαν τράβηξε το κάθισμά της γιά νά μή μέ κρύβει άπό τά μάτια της τό σκέπασμα της τσαγέρας.

—'Ελάτε, κυρία ντέ Γουίντερ, προσπαθήστε νά καταφέρετε τόν άντρα σας. 'Εσάς θά σάς άκούσει. Ό χορός θά γίνει προς τιμήν σας.

— Πολύ. σωστά, είπε ένας άλλος, κάποιος άντρας. Χάσαμε πού χάσαμε τό γλέντι του γάμου. Είναι ντροπή νά μάς στερή­σετε και κάθε διασκέδαση. Όποιος θέλει νά γίνει ό χορός, νά σηκώσει το χέρι. Βλέπεις, ντέ Γουίντερ ; Δεκτό παμψηφεί.

Ξέσπασαν σέ χειροκροτήματα και γέλια. Ό Μαξίμ άναψε ένα τσιγάρο και τά μάτια του συναντήθηκαν πάνω άπό τήν τσαγέρα μέ τά δικά μου.

— Τί λές έσύ ; μέ ρώτησε.— Δέν ξέρω είπα άβέδαιη. Μού είναι το ίδιο.— Μά τί λέτε τώρα ! θά Ενθουσιαστεί, νά δοθεί ένας χο­

ρός προς τιμήν της, φώναξε ή Λαίδη Κρόουαν. Ποιά νέα γυναί­κα δέ θά ένθουσιάζόταν μέ κάτι τέτοιο ; θαστε μούρλια, κυρία ντέ Γουίντερ, ως βοσκοπούλα τής Δρέσδης, μέ τά μαλλιά ση­κωμένα κάτω άπό ένα μεγάλο τρικαντό.

Συλλογίστηκα τα άδέξια χέρια καί πόδια μου, και τούς πεσμένους μου ώμους. Ώραία βοσκοπούλα θά ήμουν 1 Τί ζώον πού ήταν αύτή ή γυναίκα ! Δέν παραξενεύτηκα πού κανείς δέ συμφώνησε μαζί της, κι' αίστάνθηκα άλλη μιά φορά εύννωμοσύνη γιά τόν Φράνκ πού άλλαξε τήν κουβέντα.

—Ή άλήθεια είναι, Μαξίμ, πώς κάποιος μου τδλεγε χτές : « Κάτι θά γίνει, φαντάζομαι, κύριε Κρώλεη », μου έλεγε, « προς τιμήν τής νύφης. Μακάρι νά ξανάδινε κανένα χορό ό κύριος ντέ Γουίντερ. Ήταν γιά όλους μας πολύ μεγάλη διοκίκέδαση ». ‘’Ήταν ό Τάκερ, ό άνθρωπος τού κτήματος, ξέρετε... πρόσ­θεσε γυρίζοντας στή Λαίδη Κρόουαν. Κάνουν, φυσικά, πώς καί πώς όταν πρόκειται γιά καμιά γιορτή. « Δέν ξ£ρω », τού είπα. «Ό κύριος ντέ Γουίντερ δέ μούκαμε λόγο.» ·

— Βλέπετε ; είπε ή Λαίδη Κρόουαν γυρίζοντας θριαμδευ-

— 215 —

Page 212: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τικά πρός όλόκληρο τό σαλόνι. Τί σας έλεγα ; ΟΙ ίδιοι σας, οί άνθρωποι ζητούν να γίνει ό χορός. Ά ν θέ μάς λογαριάζετε έμάς, άσφαλώς θά λογαριάζετε αύτούς.

'Ο Μαξίμ Εξακολουθούσε νά μέ κοιτάζει πάνω άπ' την τσαγέρα μέ κάποιο δισταγμό. Έ κ α μ α τή σκέψη πώς ίσως νά συλ­λογίζονταν ότι δέ θά μπορούσα ν' άντιμετωπίσω κάτι τέτοιο, KOti ότι, ντροπαλή καθώς ήμουν και καθώς τόξερε τόσο καλά,. ίσως νά μήν έβρισκα Ικανό τόν έαυτό μου νά ταντεπεξέλθει. Δέ θέλησα νά τόν α φήσω νά αισθάνεται πώς δέ θά τόν έβγα­ζα α σπροπρόσωπο.

— Φαντάζομαι πώς θά είναι πάρα πολύ ώραία, είπα.•θ Μαξίμ γύρισε άλλου, κουνώντας τούς, ώμους του.— ταύτό τά κανονίζει φυσικά όλα, είπε. Σύμφωνοι, Φράνκ..

Βάλε μπροστά τίς έτοιμασίες. θ ά κάμεις καλά νά ζητήσεις τής κυρίας Ντάμβερς νά σέ βοηθήσει, θ ά πρέπει νά θυμόνται όλα τά σχετικά.

— Ώ στε ή καταπληκτική κυρία Ντάμδερς είναι πάντοτε έδώ ; είπε ή Λαίδη Κρόουαν.

— Ναί, είπε ξερά ό Μαξίμ, θέλετε άκόμα λ ίγο κέικ ; 'Ή έχετε τελε ιώ σ ει; “Ά ς πάμε τότε όλοι στον κήπο.

Βγήκαμε στήν ταράτσα. Ό λ ο ι συζητούσαν τήν προοπτική του χορού και πότε θά ήταν καλύτερα νά γίνει, κι' ύστερα, μέ μεγάλη μου άνακούφιση, άκουσα Εκείνους πού είχοεν έρθει μ' αύτοκίνητα νά λένε πώς ήταν ώρα ν' α ποχαιρετήσουν, Ενώ όί πεζοί δέχονταν ευχαρίστως τ ις θέσεις πού τούς πρόσφεραν στ' άμάξια τους. Γύρισα στο σαλόνι κι' ήπια άλλο ένα φλυτζάνι τσάι, ταπολαμβάνοντας το αύτή τή φορά μέ όλη τήν ήσυχία μου, άφου είχα άπαλλαγεί άπό το μπελά τών Επισκέψεων, και μαζί μου ήρθε κι’ ιό Φράνκ, και ριχτήκαμε στά γλυκά πού είχαν μείνει, κ ι' ήμαστε κι' oi δυο σά νά συνωμοτούσαμε.

Ό Μαξίμ, στήν πελούζα, πέταγε πέτρες του Τζάσπερ. 'Ή θελα ναξερα άν ήταν έτσι σ' όλα τά σπίτια, κι' άν όλοι οί άνθρω­ποι αισθάνονταν αύτή τήν άγαλλίαση όταν οί Επισκέπτες τους έφευγαν. Γιά λίγη ώρα δέν είπρμε λέξη γ ιά τό χορό. "Υστερα, όταν τέλειωσα το τσάι μου και σκούπισα μ \.ένα μαντήλι τά πασαλειμμένα μου χέρια, είπα τού Φράνκ :

— Ειλικρινώς, Φράνκ, πώς σάς φαίνεται αύτή ή Ιστορία του χορού ;

Ό Φράνκ δίστασε, μιά στιγμή, κι' έριξε ά π ’ τό παράθυρο στόν Μαξίμ ένα λοξό βλέμμα.

— Δέν ξέρω, είπε. Δέ νομίζω νάχει ταντίρρηση ό Μαξίμ. Φαντάζομαι πώς δέχτηκε τήν Ιδέα μέ πολύ καλή διάθεση.

— Μήπως μπορούσε νά κάμει κι' άλλιώς, είπα: Τί κουρα­στική γυναίκα αύτή ή Λαίδη Κρόουαν 1 Πιστεύετε πράγμοττι

— 216 —

Page 213: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ηώς όλος ό κόσμος τριγύρω μας δε συλλογιέται και δεν όνειρεύεται τίποτ’ άλλο άπό ένα χορό στό Μάντερλέη ;

— Νομίζω πώς όλοι έδώ πέρα θα ευχαριστηθούν, είπε ό Φράνκ, άν δοθεί μιά γιορτή, ό,τι κι' άν πρόκειται νά είναι. Ξέρετε, έδώ είμαστε όλοι πάρα πολύ συμβατικοί σ’ αύτά τά ζητήματα. Ειλικρινώς, δε νομίζω πώς ή Λαίδη Κρόουαν ήταν ύπερβολική όταν (έλεγε ότι πρέπει κάτι νά γίνει προς τιμήν σας. Το κάτω-κάτω, κυρία ντέ Γουίντερ, είστε νεόνυμφη.

Τί 'επίσημα καί τί άνόητα πού ήχούσε αύτή ή λέξη. θ ά ­θελα νά μήν ήταν πάντοτε τόσο φριχτά τυπικός ό Φράνκ.

— Δέν είμαι νεόνυμφη, είπα, Κι' ό γάμος μου άκόμα δέν ήταν σάν όλους τούς γάμους. Ούτε νυφικό φόρεσα, ούτε άνθούς πορτοκαλιάς, ούτε παράνυμφες είχα νά κρατούν τήν ούρο τού νυφικού μου. Δέ θέλω άνόητους χορούς προς τιμήν μου.

— Είναι πολύ ώραίο θέαμα το Μάντερλέη en fete, είπε ό Φράνκ. Θά εύχαριστηθείτε, θά δείτε. Δε Θάχετε δά νά κάμετε καί τίποτα φοβερό. ταπλώς νά δεχτείτε τούς καλεσμένους. Τί­ποτ’ άλλο. 'Ίσως θελήσετε νά μού παραχωρήσετε κι' ένα χορό...

Τόν καλό μου τόν Φράνκ ! Πολύ μού άρεσε αύτό το επί­σημο Ιπποτικό ύφος του.

—"Οσους χορούς Θέλετε, τού είπα. Δέ Θά χορέψω μέ κα­νένα, παρά μόνο μέ σάς και μέ τόν Μαξίμ.

—Ά , όχι ! είπε ό Φράνκ σοβαρά. Θά χτυπήσει άσχημα. Οι άλλοι Θά το πάρουν προσβολή. ‘Όποιος σάς ζητήσει, Θά πρέπει νά χορέψετε.

Γύρισα άλλοΰ γιά νά κρύψω το χαμόγελό μου. Πολύ δια­σκέδαζα πού ποτέ του δέν έπαιρνε είδηση πότε τόν πείραζες.

— Πώς βρίσκετε τήν ιδέα τής Λαίδης Κρόουαν ; είπα πο­νηρά. Λέτε ότι Θά μού πηγαίνει νά ντυθώ βοσκοπούλα τής Δρέ­σδης ;

Μέ κοίταξε σοβαρά, χωρίς ούτε ίχνος χαμόγελου.— Ναι, είπε. Πράγματι. (Νομίζω πώς θά είστε περίφημη."Εσκασα στά γέλια.—’ταχ, θέ μου ! ’ταριστούργημα είστε, κοτημένε Φράνκ, είπα.

’Εγώ θά σάς ερωτευθώ.'Έγινε κατακόκκινος, θαρώ πώς ή έκρηξη αύτή τόν είχε

κάπως σοκάρει, καί πώς είχε πειραχτεί κιόλας λιγάκι άπ' τά γέλια μου.

— Δε βλέπω νά είπα κανένα άστείο, είπε άλύγ ιστός καί σοβαρός.

Ό Μαξίμ φάνηκε στό παράθυρο. Ό Τζάσπερ χοροπηδούσε στά πόδια του.

— Μεγάλα κέφια, βλέπω, είπε, Τί γίνεται ;

— 217 —

Page 214: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— ταύτός ό Φράνκ, είπα. Είναι τόσο α βρός μέ τίς κυρίες ! Φαντάσου 1 Δέ βρίσκει πώς είναι καθόλου γ ιά γέλ ια ή Ιδέα της Λαίδης ΙΚρόουαν νά ντυθώ βοσκοπούλα !

—Ή Λαίδη Κρόουαν είναι τανυπόφορη, είπε ό Μοεξίμ. "ταν είχε νά γράψει αύτή όλες αύτές τις προσκλήσεις καί νά ό ρ γανώσει όλη αύτή τήν ιστορία, δέ θάχε τόσους Ενθουσιασμούς. ’ταλλά έτσι ήταν α νέκαθεν. ΟΙ άνθρωποι Εδώ έχουν τήν Ιδέα πώς το Μάντερλέη είναι κανένα παραθαλάσσιο καζίνο, και πε­ριμένουν άπό μάς νά δώσουμε τήν εύεργετική τους. ‘Υποθέτω πώς θά πρέπει νά καλέσουμε όλόκληρη τήν κομητεία.

—'Ε χω τούς καταλόγους στό γραφείο, είπε ό Φράνκ. Δέ θάναι και τόσο μεγάλη δουλειά, νά πούμε τήν άλήθεια. Ή πιό μεγάλη φασαρία θάναι νά κολλήσει κανείς τά γραμματό­σημα.

— ταύτή τή δουλειά θά τήν άναλάβεις έσύ, είπε χα μογε­λώντας μου ό Μαξίμ.

— Μπά, αύτό θά γίνει στό γραφείο, είπε ό Φράνκ. ‘Η κυ­ρία ντέ Γουίντερ δέν έχει νά σκοτιστεί γ ιά τίποτα.

'ταναρωτιόμουν τ ί θάλεγαν άν τούς δήλωνα ξαφνικά ότι ήθελα ν' α ναλάβω όλη τήν όργάνωση. Υποθέτω πώς θά γ ε ­λούσαν και θ ' άλλαζαν κουβέντα. Φυσικά, ήμουν εύχαριστημένη πού μέ είχαν α παλλάξει άπό κάθε εύθύνη, μα αύτό μ' έ­κανε νά νιώθω άκόμα πιό μειονεκτική τή θέση μου. Δέν ήμουν λοιπόν Ικανή ούτε νά κολλάω γραμματόσημα ; Συλλογίστηκα το γραφείο, Εκεί στό σαλονάκι, τ ίς θήκες μέ τίς Ετικέτες, γρ α μ ­μένες όλες μέ μελάνι, μέ κείνα τά λοξά μυτερά γράμμοπτα.

— Πώς θά ντυθείς ; είπα στόν Μαοξίμ.—'Ε γώ δέ μεταμφιέζομαι ποτέ, είπε ό Μαξίμ. Είναι το

μόνο προνόμιο του κυρίου τού σπιτιού, δέν είν' έτσι, Φράνκ ;— Δέ μπορώ βέβαια νά ντυθώ βοσκοπούλα της Δρέ­

σδης, είπα. Τί θά φορέσω ; Δέν είμαι καθόλου δεινή στά κοστούμια.

— Βάλε μιά κορδέλα γύρω στά μαλλιά Οου και παράστησε τήν 'ταλίκη στή Χώρα τών θαυμάτω ν, είπε εύθυμα ό Μαξίμ. Είσαι ταπαράλλαχτη αύτή τή στιγμή, έτσι όπως είσαι μέ τό δάχτυλο στό στόμα.

— Μήν είσαι τόσο άγενής, είπα. Ξέρω πώς τά μαλλιά μου είναι ίσια, μά όχι δά και σέ τέτοιο βαθμό. ‘Έ να μόνο σάς λέω : Κι' Εσύ κι' ό Φράνκ θά δοκιμάσετε τήν πιό μεγάλη έκπληξη της ζωής σας. Δέ θά μέ γνωρίσετε.

— Δέ μέ νιόοζει τ ί θά κάμεις, φτάνει μόνο νά μή μαυρίσεις τό πρόσωπό σου καί νά μήν κάμεις τή μαϊμού, είπε ό Μαξίμ.

—4 Σύμφωνοι, είπα. ''Π ς τήν τελευταία στιγμή δέ θά τώ σέ κανένα τί θά φορέσω, καί δέ θά ξέρετε τίποτα. Έ λ α , Τζά-

— 218 —

Page 215: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

σπερ, άντε νά πηγαίνουμε. Δέν παν νά λένε ό,τι θέλουν... Τί μας νιάζει;

'Άκουσα τον Μαξίμ νά γελά, καθώς έβγαινα στόν κήπο, καί νά λέει κάτι τού Φράνκ πού δέ μπόρεσα νά το άρπάξω.

Θάθελα νάπαυε κάποτε νά μού φέρεται μ' αύτό τόν τρόπο, σά νάμουν κανένα κοριτσάκι, ένα παιδί κακομαθημένο καί άνεύθυνο μάλλον, ένα πλάσμα πού όταν σούρχεται κάπου κά­που το κέφι το χαϊδεύεις, άλλά πού συνήθως τό χτυπάς μιά στόν ώμο καί τό στέλνεις νά παίξει, και μετά τό ξεχνάς. Θά­θελα νά γίνονταν κάτι, πού νά μέ κάμει νά φανώ πιό μυαλω­μένη καί πιό ώριμη. 'Έτσι θά ήταν πάντα ή ζωή μας ; 'Εκεί­νος νά πηγαίνει μπροστά, κλειστός στή δική του τή διάθεση πού μου ήταν άπρόσιτη, δοσμένος στίς άπόκρυφες έγνιες ίου πού εγώ τίς άγνοοΰσα ; Ποτέ δέ Θά είμαστε οί δύό μας μαζί, έκείνος σάν άντρας κι' έγώ σά γυναίκα, μέ τόν ώμο του πλάϊ στό δικό μου, μέ το χέρι μου μέσα στό χέρι του, χωρίς πιά αύτή τήν άβυσσο μεταξύ μας ; Δέν ήθελα νά είμαι κοριτσάκι. "Ηθελα νά είμαι ή γυναίκα του, ή μητέρα του. Ήθελα νά ήμου­να γριά.

Στεκόμουν στήν ταράτσα δαγκάνοντας τά νύχια μου, κοι­τάζοντας κάτω τή θάλασσα, καί, καθώς στεκόμουν έκεί, άναρωτιόμουν, γιά είκοστή φοράε κείνη τή μέρα, αν ήταν δια­ταγή τού Μαξίμ νά μένουν έτσι Επιπλωμένα κι' άνέγγιχτα τά δωμάτια τής δυτικής πτέρυγας. 'ταναρωτιόμουν αν πήγαινε κι’ Εκείνος σάν τήν κ. Ντάμβερς κι' άγγιζε τίς βούρτσες στο τραπέζι τής τουαλέτας, κι' άν άνοιγε τίς ντουλάπες κι' έβαζε τά χέρια του άνάμεσα στά φορέματα.

—'Έλα, Τζάσπερ, φώνοοξα. Έ λα , τρέχα μαζί μου, έλα, δέ μπορείς ;

Κι' έτρεχα πάνω στή χλόη, άγρια, όρμητικά, μέ τά πικρά δάκρυα πίσω άπ' τά μάτια μου, ένώ ό Τζάσπερ πηδούσε ξο­πίσω μου, γαυγίζοντας ύστερικά.

Ή είδηση γιά το χορό διαδόθηκε γρήγορα. Ή Κλάρις, ή μικρή μου ή καμαριέρα, όέν έκανε άλλη κουβέντα, καί τά μά­τια της έλαμπαν άπ' το ξεσήκωμα. Άπ' αύτή ν έμαθα πώς οί ύπηρέτες γενικά ήταν Ενθουσιασμένοι.

—Ό κύριος Φρίθ λέει πώς θάναι σάν τόν παλιό καιρό, είπε ζωηρά ή Κλάρις. Τόν άκουσα πού τόλεγε στό διάδρομο σή­μερα το πρωί της α λίκης. Πώς θά ντυθείτε, κυρία ;

- Δέν ξέρω, Κλάρις, δέν έχω Ιδέα, είπα.—Ή μητέρα έλεγε πώς θάπρεπε νά μάθω και νά τής πώ,

είπε ή Κλάρις. Θυμάται τόν τελευταίο χορό πού είχε δοθεί στό Μάντερλέη, καί πού τής έμεινε άξέχαστος. Θά νοικιάσετε κο­στούμι άπ’ τό Λονδίνο, δέν είν' έτσι ;

— '219 —

Page 216: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Δέν αποφάσισα α κόμα, Κλάρις, είπα. Μα σού υπόσχομαι, όταν α ποφασίσω, νά μήν τό πω σέ κανένα παρά μόνο σ ' Εσένα, θά να ι τό μεγάλο μας μυστικό.

—'ταχ, κυρία, τ ί τρέλα ! ταναστέναξε ή Κλάρις. Δέν ξέρω πώς θά μπορέσω νά κάμω ύπομονή ώς έκείνη τήν ήμέρα.

'Ήμουν περίεργη νά μάθω πώς δέχτηκε ή κ. Ντάμβερς τά νέα. "Υστερ' άπό κείνο τό άπόγεμα, φοβόμουν άκόμα και τόν ήχο της φωνής της στό τηλέφωνο του σπιτιού, καί, χρησιμο­ποιώντας ώς ένδιάμεσο τόν Ρόμπερτ, άπόφυγα καί τήν τελευ­τα ία αύτή δοκιμασία. Δέ μπορούσα νά ξεχάσω τήν έκφραση τού προσώπου της όταν βγήκε άπ ' τή βιβλιοθήκη, μετά τή συ­νομιλία της μέ τόν Μαξίμ. Εύχαριστώ τό θεό, πού δέ μέ είδε κολλημένη έκεί στόν 'Εξώστη. Κι' α ναρωτιόμουν άκόμα μήν της πέρασε ή ιδέα πώς Εγώ είχα καθήσει κι' είχα πει στόν Μαξίμ γ ιά τήν Επίσκεψη του Φάβελ. Ά ν ήταν έτσι, θά μέ μι­σούσε α κόμα περισσότερο. ταναριγούσα, καθώς θυμόμουν το ά γ γ ιγ μ α του χεριού της στό μπράτσο μου' κι' αύτό τόν τρο­μερό τόνο της φωνής της, τόν άπαλό και τόν οίκειότατο, δίπλα στό οεύτί μου. Δέν ήθελα νά θυμάμαι τίποτα άπό κείνο τ ' από­γεμα. Γι' αύτό δέν της μιλούσα ούτε στο τηλέφωνο τού σπιτιού.

ΟΙ Ετοιμασίες γ ιά τό χορό προχωρούσαν. ‘Ό λ α γίνονταν στό γραφείο τού κτήματος. Κάθε πρωί, ό Μαξίμ κι' ό Φράνκ συναντιούνταν έκεί . Ό π ω ς είχε πει ό Φράνκ, Εγώ δέν είχα νά σκοτιστώ γ ιά τίποτα. Δέ νομίζω νά κόλλησα ουτ' ένα γρα μ μ α­τόσημο. Ε ίχε άρχίσει νά μέ πιάνει πανικός γ ιά το κοστούμι μου. Ή τα ν πιά άνω ποταμών νά είμ ' α νίκανη νά σκεφθώ μιά Οποιαδήποτε Ιδέα, κι' α ναλογιζόμουν όλον Εκείνο τόν κόσμο πού Θά ρχόταν απ' τό Κέρριθ και τά περίχωρα, τή γυναίκα του Επισκόπου πού είχε τόσο διασκεδάσει τήν τελευταία φορά, τή Βεατρίκη και τον Τζίλς, αύτή τήν άνυπόφορη Λαίδη Κρόουαν και τόσους α λλους πού δέν τούς ήξερα καί πού δέ με είχαν δει ποτέ, καί πού όλοι θάρχονταν μέ τή διάθεση νά μέ κρίνουν, μέ τήν περιέργεια νά δοΰν πώς θά φερθώ. Τέλος, στήν α πελπι­σία μου, θυμήθηκα τά β ιβλία πού μούχε χαρίσει γ ιά το γάμο μου ή Βεατρίκη, καί κάθησα ένα πρωί στή βιβλιοθήκη καί τά φυλλομέτρησα σάν τελευταία σανίδα σωτηρίας, περνώντας άπ ' τή μιά είκόνα στήν άλλη σάν τρελή. Τίποτα δέ μού φαι­νόταν κατάλληλο. '’Ή ταν τόσο πολύπλοκα καί μέ τόσες α ξιώσεις όλ' αύτά τά πολυτελέστατα κοστούμια, ταπό βελούδα κι' άπό μεταξωτά, στάε ργα του Ρούμπενς, του Ρέμπραντ καί τών α λλων ζωγράφων. Πήρα ένα κομμάτι χαρτί κι' ένα μολύ­βι, κι' άντίγραψα ενα δύό, δέ μ' άρεσαν όμως, καί πέταξα α ηδιασμένη τά σκίτσα στό καλάθι τών α χρήστων, κι' ούτε τά ξανασκέφτηκα πιά.

— 220 —

Page 217: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Το βράδυ, Εκεί πού άλλαζα γιά το δείπνο, άκουσα ένα χτύ­πημα ατή ν πόρτα τής κρεβατοκάμαράς μου. Είπα «'Εμπρός », νομίζοντας πώς ήταν ή Κλάρις. Ή πόρτα άνοιξε. Δέν ήταν ή Κλάρις. Ήταν ή κ. ίΝτάμβερς. Κρατούσε στό χέρι της ένα κομμάτι χαρτί.

—'Ελπίζω να μέ συγχωρείτε πού σάς ένοχλώ, είπε, άλλα φοβήθηκα μήπως πετάξατε αύτά τά σκίτσα κατά λάθος. Κάθε βράδυ μου φέρνουν κι' «επιθεωρώ όλα τά καλάθια του σπιτιού, μή τυχόν κι' εχει πέσει κατά λάθος κανένα πράμα άξιας. Ό Ρόμπερτ μου είπε πώς το βρήκε αύτό στό καλάθι τής βιβλιο­θήκης.

Πάγωσα μόλις τήν είδα, κι' έχασα στήν άρχή τή φωνή μου. Μούδωσε το χαρτί. Ή ταν τά πρόχειρα σκίτσα πού είχα κά­μει το πρωί.

—Ό χι, κυρία Ντάμβερς, είπα ύστερ' άπό μιά στιγμή. Μπο­ρούν νά πεταχτούν. Ή ταν κάτι πρόχειρα σκίτσα. Δέν τά χρειά­ζομαι.

—•Πολύ καλά, είπε. Σκέφθηκα πώς θάταν καλύτερα νά σάς ρωτήσω τήν ίδια, γιά νά μή γίνει καμιά παρεξήγηση.

— Σωστά, είπα. Πολύ σωστά.'Έλεγα πώς θάφευγε, έκείνη όμως Εξακολουθούσε νά στέ­

κεται έκεί στήν πόρτα.— Ώστε άκόμα δέν έχετε άποφασίσει πώς θά ντυθείτε ;

είπε.Ή φωνή της είχε ένα ελαφρό τόνο ειρωνείας μ' ένα ίχνος

κακής Ικανοποίησης. Φαντάστηκα πώς θά είχε μάθει άπό τήν Κλάρις τίς προσπάθειές μου.

— Όχι, είπα, όχι, δέν άποφάσισα.Εξακολουθούσε νά μέ κοιτάζει, μέ το χέρι στό πόμολο

τής πόρτας.— Δέν καταλαβαίνω γιατί δέν άντιγράφετε κανένα άπ' τά

κάδρα τού 'Εξώστη, είπε."Εκανα πώς λιμάριζα τά νύχια μου. ‘’“Ηταν πολύ κοντά

κι' έσπαζαν εύκολα, έτσι όμως είχα κάτι νά κάνω και μπο­ρούσα νά μήν τήν κοιτάζω.

— Ναι, είναι μιά Ιδέα, είπα.’ταπορούσα άπό μέσα μου πώς δέ μού είχε περάσει πρω­

τύτερα αύτή ή Ιδέα. Δέν ύπήρχε α μφιβολία, ήταν μιά λύση περίφημη. ’ταλλά δέν ήθελα νά τό όμολογήσω. Εξακολούθησα νά λιμάρω τά νύχια μου.

— Όλοι οί πίνακες τού Εξώστη μπορούν νά σάς Εμπνεύ­σουν, είπε ή κ. Ντάμβερς. ιΚαΙ προπάντων ή νέα έκείνη κυρία με τ' άσπρα, πού κρατάει το καπέλο στό χέρι. 'ταπορώ γιατί ο κύριος ντέ Γουίντερ δέ δίνει ένα χορό μέ κοστούμια Εποχής,

— 221 —

Page 218: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ώστε όλοι να ντυθούν περίπου τό ίδιο και νά γίνει ένα σύνολο. Ποτέ δέν τό βρήκα ωραίο νά βλέπει κανείς έναν κλόουν νά /θη­ρεύει μέ μιά κυρία μέ περούκα καί έλιές.

—•Υπάρχουν άνθρωποι πού άγαπούν τήν ποικιλία, είπα. Τη βρίσκουν πιό διασκεδαστική.

—Έ μενα δέ μού άρέσει, είπε ή κ. Ντάμβερς.‘Η φωνή της ήταν τόσο φυσική καί φιλική, πού μέ ξάφνια­

ζε. Δέ μπορούσα νά καταλάβω γ ια τ ί είχε κάμει τόν κόπο νά ρθει ιή ίδια και νά μου φέρει τά άχρηστα σκίτσα μου. "Ηθελε τάχα νά συμφιλιωθεί έπιτέλους μαζί μου ; "Η είχε καταλά­βει πώς δέν είχα πει έγώ του Μαξίμ γ ιά τόν Φάβελ, κι' έτσι μ' εύχαριστούσε γ ιά τή σιωπή μου ;

—Ό κύριος ντέ Γουίντερ δέ σάς έδωσε καμιά Ιδέα τί νά φορέσετε ; είπε.

—Ό χ ι, είπα, αφού δίστασα μιά στιγμή. Δέν είπα τίποτα ούτε σ' αύτόν ούτε στον κύριο Κρώλεη. Θέλω νά τούς κάμω μιάν έκπληξη. Δέ Θέλω νά τό μάθουν.

— Δέν είναι βέβαια, άσφαλώς, δική μου δουλειά νά σάς συμβουλεύσω τ ι νά κάμετε, είπε, όταν όμως άποφασίσετε, θά σάς έλεγα νά παραγγείλετε το κοστούμι σας στό Λονδίνο. Δέν ύπάρχειε δώ πέρα κανείς πού νά είναι σέ θέση νά σάς φ τιά ­ξει καλά κάτι τέτοιο. Ξέρω ότι το κατάστημα Βόουζ, στή Μπόντ Στρήτ, είναι πρώτης τάξεως.

— θ ά το έχω ύπ' όψη μου, είπα.— Μάλιστα, έκαμε,— κι' ύστερα, καθώς άνοιγε τήν πόρτα :

Ά ν ήμουν στή θέση σας, κυρία, (έγώ θά μελετούσα τά κάδρα του Έξώστη, και προπάντων αύτό πού σάς είπα. Κ αί νά είστε ήσυχη : δέ θά σάς προδώσω. Δέ θά πώ λέξη σέ κανένα.

— Εύχαριστώ, κυρία Ντάμβερς, είπα.Έ κλεισ ε πίσω της τήν πόρτα μέ μεγάλην εύγένειά. Έ γ ώ

έξακολούθησα το ντύσιμό μου. 'Ήμουν πολύ παραξενεμένη άπό τή στάση της, τόσο άλλιώτικη άπό τήν τελευταία μας συνάν­τηση, ία' άναρωτιόμουν μήπως τή χρωστούσα σ' έκείνο τόν αντι­παθέστατο τόν Φάβελ.

Ό ξάδερφος τής Ρεβέκκας. Γιατί τάχα ό Μαξίμ νάχει τέ­τοια άντιπάθεια στόν ξάδερφο της Ρεβέκκας ; Γιατί νά τού έχει άπαγορεύσει νά πατήσει στό Μάντερλέη ; ‘Η Βεατρίκη Τ>ν ειΧ£ Ελεεινό. Δεν είχε πει καί πολλά πράμοττα γ ι ' αύ­τόν. Κ ι' έγώ, όσο πιό πολύ τόν συλλογιόμουνα, τόσο πιό πολύ συμφωνούσα μαζί της. Ε κείνα τά μάτια του τά γαλάζια τά τόσο καφτερά, Εκείνο τό λάγνο τό στόμα του. Εκείνο τό άναίσθητο καί άναιδέστατο γέλιο του. Πολλοί άνθρωποι βέβαια “' τά κορίτσια στά μικρά ζαχαροπλαστειάκια, πού χασκογέ­λαγε πίσω άπό τό μπάνκο τους, τά κορίτσια στούς κινηματο-

— 222 —

Page 219: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γράφους, πού δίνουν τά προγράμματα, — θά τόν έβρισκαν ελκυ­στικό. Ήξερα πώς θά τίς κοίταζε, — μ' ένα χαμόγελο, Ενώ συγ­χρόνως πίσω άπ' τά δόντια του θά μισοσφύριζε ένα σκοπό. Τό είδος της ματιάς καί το είδος τού σφυρίγματος πού κάνουν τόν άλλο νά αισθάνεται δυσάρεστα. Μού έκαμε έντύπωση τι καλά πού ήξερε το Μάντερλέη. Ή ταν Εντελώς σά νά ήταν στό σπίτι του, κι' ό Τζάσπερ χωρίς άλλο τόν είχε αναγνωρίσει, αύτά όμως τά δυο γεγονότα δεν ταίριαζαν μέ ό,τι είχε πει στήν κ. Ντάμδερς ό Μαξίμ. Ούτε μπορούσα νά τον συνδυάσω μέ τήν ιδέα πούχα σχηματίσει γιά τή Ρεβέκκα. Πώς μπορούσε ή Ρε­βέκκα, με τέτοια όμορψιά, τέτοιο θέλγητρο, τέτοια μόρφωση, νάχει έναν ξάδερφο σάν τον Τζάκ Φάβελ ; ’‘Ηταν κάτι το απο­λύτως ασύμμετρο. Έφτασα στό συμπέρασμα ότι θάταν ή ντρο­πή τής οικογένειας, κι' ότι ή Ρεβέκκα, μέ τή μεγαλοψυχία της, θά τόν λυπόταν καί θά τόν καλούσε πότε πότε στό Μάντερλέη, όταν 'έλειπε ίσως ό Μαξίμ, άφού ήξερε τήν α ντι­πάθεια του. 'Ίσως κάποτε νά είχαν έρθει σέ καμιά λογομα­χία Εξ αιτίας του, κι' ή Ρεβέκκα νά τόν είχε ύπερασπίσει, κι’ άπό τότε, κάθε φορά πού Ερχόταν ή κουβέντα του, νά γεννιό­ταν μεταξύ τους μιά Ελαφριά στενοχώρια.

'Εκεί πού ήμουν καθισμένη στήν τραπεζαρία, στή συνηθι­σμένη μου θέση, μέ τόν Μαξίμ στήν κορφή τού τραπεζιού, φαν­τάστηκα τή Ρεβέκκα νά κάθεται όπου τώρα καθόμουν έγώ, νά παίρνει το πηρσύνι της γιά το ψάρι της, κι' αύτή τή στιγμή νά χτυπάει το τηλέφωνο, νά μπαίνει ό Φρίθ καί νά λέει : «Ό κύριος Φάβελ, κυρία, στό τηλέφωνο, θ ά ήθελε νά σάς μιλή­σει», καί ή Ρεβέκκα να σηκώνεται ταπό τήν καρέκλα της, με μιά γρήγορη ματιά στόν Μαξίμ, Ενώ αύτός δέ θάλεγε λέξη καί θά Εξακολουθούσε νά τρώει το ψάρι του. Μόλις θά τΕλειωνε ή συνδιάλεξη, ή Ρεβέκκα θά γύριζε πίσω, θά καθόταν καί πάλι στή θέση της, καί θάρχιζε νά μιλάει γιά κάτι άλλο, εύθυμα καί άδιάφορα, γιά νά διώξει το μικρό συγνεφάκι πού θά είχε σηκωθεί άνάμεσό τους. Στήν άρχή ό Μαξίμ θά ήταν κατσού­φης, θ' άπαντούσε μέ μονοσύλλαβα, ύστερα όμως σιγά σιγά ή Ρεβέκκα θά τόν έκανε νά ξανάβρει καί πάλι το κέφι του, Τγοντάς του μιάν Ιστορία τής ήμέρας της, γιά κάποιον πού είχε συναντήσει στό Κέρριθ, κι' όταν πιά θά τέλειωναν τό Επό­μενο πιάτο, Εκείνος θά γελούσε καί πάλι, θά τήν κοίταζε χα­μογελώντας της, καί θά τής άπλωνε το χέρι του πάνω άπ' το' τραπέζι.

— Σέ τί διάβολο τρέχει ό νους σου ; είπε ό Μαξίμ.Τινάχτηκα ξαφνιασμένη, κοκκινίζοντας όλόκληρη, γιατί

στή σύντομη έκείνη στιγμή, ίσως καμιά Εξηνταριά δευτερόλε­πτα, είχα τόσο πολύ ταυτιστεί μέ τή Ρεβέκκα, πού ό άχρωμος'

— 223 —

Page 220: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ό δικός μου ό Εαυτός είχε πάψει νά ύπάρχει, ούτε είχε πατήσει ποτέ του στό Μάντερλέη. Μέ τή σκέψη μου καί μέ τό είναι μου, είχα γυρίσει στά περασμένα.

— Τό ξέρεις ότι τόσην ώρα, άντ'ις νά τρώ ς τό ψάρι σου, κα­θόσουνα κι' έκανες τΙς πιό ταλλόκοτες γκριμάτσες ; είπε ό Μα­ξίμ. Στήν άρχή στάθηκες καί πρόσεξες, σά ν' άκουγες τηλέ­φωνο. "Υστερα σάλεψες τά χείλη σου, και μούριξες μιά ματιά. "Υστερα κούνησες τό κεφάλι σου, ύστερα χαμογέλασες, ύστερα σήκωσες τούς ώμους σου. Κι' όλ' αύτά μέσα σ' ένα δευτερόλε­πτο. Μήπως έκανες πρόβες γ ιά τήν Εμφάνισή σου στό χορό ;

Μέ. κοιτούσε και γέλαγε, κι' Εγώ ταναρωτιόμουν τ ί θάλεγε, ocv ήξερε πράγμ ατι τούς λογισμούς μου, τήν καρδιά, και τή σκέψη μου, και ότι, γ ιά ένα δευτερόλεπτο, είχε γίνει ό Μαξίμ μιας άλλης χρονιάς, κι' Εγώ είχα γίνει ή Ρεβέκκα.

— Μοιάζεις λ ίγο σάν ένοχος, είσαι λ ιγά κ ι σά νάχεις κάμει ένα έγκλημά, είπε. Τί τ ρ έ χ ε ι ;

— Τίποτα, είπα βιαστικά. Δέν έκαμα τίποτα.— Δέ θά μου πεις τ ί σκεπτόσουν ;—ιΚαί γ ια τ ί νά σού πώ ; Μοΰπες Εσύ ποτέ ;— Δέ νομίζω ποτέ νά μέ ρώτησες, είπε. Μέ ρώτησες ;— Μαι, μιά φορά.— Δέ θυμάμαι.—Ή μαστε στή (βιβλιοθήκη.—Πολύ πιθανόν. Κ αι τ ί σου είπα ;— Μου είπες πώς άναρωτιόσουν ποιάν όμάδα του Σάρρεϋ

νά είχαν διαλέξει γ ιά να παίξει μέ τήν όμάδα του Μίντλσεξ.Ό Μαξίμ ξ αναγέλασε.— Φαντάζομαι τ ί άπογοήτευση ! Τί είχες νομίσει πώς σκε­

πτόμουν ;' - ]Κάτι Εντελώς άλλο.— Τί άπάνω κάτω ;- ' β , δέν ξέρω.— Και βέβαια δέν ξέρεις. Λοιπόν : Ά ν σού είπά πώς σκε­

πτόμουν τήν όμάδα του Σάρρεϋ, θά πει πώς σκεπτόμουν τήν όμάδα Του Σάρρεϋ. ΟΙ άντρες είναι πιό άπλοί άπ ' δ,' ι φαντά­ζεσαι, γλυκό μου παιδί. Τί γίνεται όμως μέσα στούς μαιάν­δρους και στους λαβύρινθους του λογισμού τών γυναικών, αύτό δέ μπορεί νά τό ξεδιαλύνει κοπείς. Τό ξέρεις ότι Εκείνη τή στι­γμή ήσουν Εντελώς άλλος άνθρωπος ; Τό πρόσωπό σου είχε μιάν έκφραση Εντελώς άλλη.

— Ν α ί ; Τί είδους έκφραση ;— Δέν ξέρω πώς νά στό Εξηγήσω. Ή τ αν ξαφνικά σά νά

ήσουν μεγαλύτερη, σά νά ήσουν φτιαχτή, άποττηλή. Κάτι άινολύτως δυσάρεστο.

— 224 —

Page 221: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Δέν ήταν -κάτι πού τό ήθελα.—’τασφαλώς. Υποθέτω !"Ηπια λίγο νερό, κοιτάζοντάς τον πάνω άπ' τό γύρο τού

ποτηριού μου.— Δέ σού άρέσει νά φαίνςμαι μεγαλύτερη ; είπα.-Ό χ ι.—· Γιατί όχι ;— Γιατί δέ σού πάει.— Μιά μέρα όμως θά είμαι μεγαλύτερη. Δέ γίνεται άλλιώς.

θάχω γκρίζα μαλλιά, θάχω ζάρες...— ταύτό δέ μέ νιάζει.— Τί σέ νιάζει λοιπόν ;— Δέ θέλω νά παίρνεις έκείνο τό ύφος πού είχες πρωτύτερα.

Είχες οτό στόμα μιά ούσπαση καί τά μάτια σου είχαν τή λάμ­ψη μιας γνώσης. Ό χ ι τού καλού είδους τής γνώσης.

ταίστάνθηκα μιά μεγάλη περιέργεια, μάλλον μιάν ύπερδιέγερση.

— Τί έννοείς, Μαξίμ; Τί έννοείς «όχι τού καλού είδους τής γνώσης » ;

Δέ μού άπάντησε άμέσως. Ό Φρίθ είχε μπει καί μάς άλ­λαξε πιάτα. "Εμεινε σιωπηλός, ώς τή στιγμή πού ό Φρίθ πέρασε πίσω άπό το παραβάν καί εβγήκε άπό τήν πόρτα τής ύπηρεσίας.

— Όταν σέ συνάντησα γιά πρώτη φορά, είπε άργά, είχες στό πρόσωπο μιάν όρισμένη έκφραση, καί τήν έχεις άκόμα. Δέ μπορώ νά τήν καθορίσω άκριβώς. Ή ταν όμως μιά άπ' τίς αίτιες πού σέ πήρα. Πρό όλίγου άκριβώς, όταν έπαιζες τήν περίεργη έκείνη οκηνούλα, ή έκφραση αύτή είχε χαθεί. Κάτι άλλο είχε πάρει τή θέση της.

— Τί άλλο; Έξήγησέ μου, Μαξίμ, είπα ζωηρά.Μέ κοίταξε μιά στιγμή, μέ τά φρύδια ψηλά, σιγοσφυρί

ζοντας.—"τακουσε, μωρό μου, είπε. Ό τ αν ήσουνα μικρή, δέν ύπήρ

χαν όρισμένα εβιβλία πού δέ σ' άφηναν νά τά διαβάζεις ; Κι' αύτά τά εβίιβλία δέν τά κλείδωνε ό πατέρας σου ;

— 'Ναί, είπα.— Λοιπόν. "Ενας σύζυγος δέ διαφέρει καί πολύ άπό έναν

πατέρα. Υπάρχουν όρισμένου είδους γνώσεις πού προτιμώ νά μήν τίς μάθεις. Είναι καλύτερα νά μένουν κλειδωμένες. Νά, αύτό είναι. Καί τώρα, φάε τά ροδάκινά σου, και πάψε πιά τις Ερωτήσεις, γιατί θά σέ βάλω στή γωνία.

— θάθελα νά μή μού φέρεσαι σά νά ήμουν κανένα μωρό έξη χρονών, είπα.

— Πώς θάθελες νά σου φέρομαι ;—'Όπως φέρονται στίς γυναίκες τους οί άλλοι άντρες.

15 [ββέκκα— 225 —

Page 222: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Νά σέ δέρνω δηλαδή ; ταύτό θές ;— Μήν είσαι τανόητος. Γιατί Εννοείς νά τά παίρνεις δλα στ6

ταστείο ;— Δέν τά παίρνω στό ταστείο, Μιλάω πολύ σοβαρά.—Ό χ ι, δέ μιλάς σοβαρά. Τό βλέπω στά μάτια σου. Παί­

ζεις όλη τήν ώρα μαζί μου, σά νάμουν κανένα α νόητο κορι­τσάκι.

—•Η ταλίκη στή Χώρα τών θαυμάτων. Σπουδαία Ιδέα ήταν αύτή. Πήγες ν' άγοράσεις τή ζώνη σου καί τό κορδελάκι γ ιά τά μαλλιά σου ;

— Σ έ προειδοποιώ. ‘Ό τα ν θά μέ δεις μέ τό κοστούμι μου, θάναι ή μεγάλη έκπληξη της ζωής σου.

— Δέν ύπάρχει ταμφιβολία. Τέλειωνε τώρα αύτό τό ροδάκινο καί μή μιλάς μέ γεμόπο τό στόμα. Μόλις σηκωθούμε, έχ<' ένα σωρό γράμματα νά γράψω.

Δέν περίμενε νά τελειώσω. Σηκώθηκε, έκαμε ένα γύρο στ6 δωμάτιο, κι' είπε τού Φρίθ νά φέρει τόν καφέ στή βιβλιοθήκη» 'Ε γώ Εξακολουθούσα νά κάθομαι, Ελαφρώς κακιωμένη, ταρ­γώντας όσο μπορούσα: περισσότερο καί Ελπίζοντας έτσι νά τόν θυμώσω, μά ό Φρίθ, μή λαβαίνοντας ύπ' όψη ούτε μένα ούτε τ ό . ροδάκινό μου, έφερε τόν καφέ άμέσως, κι' ό Μαξίμ πήγε μό­νος του στή βιβλιοθήκη.

Ό τ α ν τέλειωσα, τανέβηκα πάνω στόν 'Εξώστη τών Μενεστρέλων, νά ρίξω μιά ματιά στίς εικόνες. Τίς ήξερα βέβα ια πολύ καλά τώρα πιά, ποτέ όμως δέν τίς είχα μελετήσει μέ τήν προοπτική νά έμπνευσθώ ένα κοστούμι. Δέν ύπήρχε α μφιβολία. Ή κ. Ντάμβερς είχε δίκιο. Τί τανόητη πού ήμουν, νά μήν τ& σκεφθώ αύτό πρωτύτερα. ταύτή ή κοπέλα μέ τ ' α σπρα και τό καπέλο στό χέρι, μου ταρεσε α νέκαθεν. 9Ηταν έργο του Ρέμπορν και ήταν τό πορτραίτο της Καρολίνας ντέ Γουίντερ, ταδελφής ένός α ντιπροπάπου του Μαξίμ. Είχε παντρευτεί έναιν μεγάλο πολιτικό άπ ' τό κόμμα τών Γουίγκ, κι' ήταν γ ιά καιρό μιά όνομαστή καλλονή του Λονδίνου, τό πορτραίτο όμως αύτό είχε γίνει πρωτύτερα, όταν ήταν ακόμα κορίτσι. Τό τασπρο φόρε­μα θάταν εύκολο ν' αντιγραφεί. Μανίκια φουσκωτά, φαλμπαλάδες, ένα μικρό κορσάζ. Το καπέλο θάταν μάλλον δύσκολο, και θάπρεπε νά φορέσω περούκα. Τά ίσια μαλλιά μου ποτέ δέ θά μπορούσαν νά γίνουν τέτοιες μπούκλες. Ί σ ω ς Εκείνο τό κατά­στημα του Λονδίνου, πού μού είχε συστήσει ή κ. Ντάμβερς, νά μου τά Ετοίμαζε όλα. θ ά τούς έστελνα ένα σκίτσο τού πορ­τραίτου καί θά τούς παράγγελνα νά τό ταντιγρταψουν πιστά» στέλνοντάς τους καί τά μέτρα μου.

Τί τανακούφιση, πού πήρα Επιτέλους μιάν α πόφαση. "Ένα μεγάλο βάρος σηκώθηκε α π' τήν ψυχή μου. Ά ρ χ ισ α μάλιστα

Page 223: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νά περιμένω μέ λαχτάρα το χορό. Το κάτω κάτω, θά δια­σκέδαζα ίσως κι' έγώ τουλάχιστον όσο κι' ή μικρή Κλάρις.

Το άλλο πρωί έγραψα στό κατάστημα, έσωκλείοντας καί το σκίτσο τού πορτραίτου. Ή απάντηση πού έλαβα ήταν έξαιρετικά εύχάριστη. Μου έγραφαν πόσο τούς είχε τιμήσει ή ταξιό­τιμη παραγγελία μου, καί μούλεγαν πώς ή εργασία θάρχιζε άμέσως καί πώς θά φρόντιζαν καί γιά τήν περούκα.

Ή Κλάρις κρατούσε μέ κόπο τήν έξαψή της, κι’ εγώ ή ίδια, όσο πλησίαζε ή μεγάλη μέρα, ένιωθα έναν πυρετό ανυπομονη­σίας. Κανείς άλλος εύτυχώς, έκτος άπό τόν Τζίλς καί τή B taτρίκη, δέ θάμενε μετά νά κοιμηθεί, αν καί είχαμε πολλούς καλεσμένους στο δείπνο. Είχα φανταστεί πώς θαμαστέ ύποχρεώμένοι νά φιλοξενήσουμε πολύν κόσμο τή νύχτα, μά ό Μα­ξίμ είχε πάρει άλλη άπόφαση. « Καί μόνο ό χορός είναι αρκετή σκοτούρα », είπε. Κι' α ναρωτιόμουν αν τόκανε μόνο γιά χάρη μου, ή γιατί, όπως έλεγε, τόν ένοχλοΰσε κι' αύτόν τόν ίδιο ό πολύς κόσμος. Είχα άκούσει τόσα πολλά γιά τίς δεξιώσεις του Μάντερλέη στά παλιά χρόνια, μέ το μεγάλο συνωστισμό τών καλεσμένων, πού κοιμόντουσαν α κόμα καί στά δωμάτια τών λουτρών καί πάνω στά διάφορα ντιβάνια ! Καί τώρα θαμαστέ μόνοι στό άπέραντο αύτό σπίτι, μέ μόνους καλεσμένους τή Βεα­τρίκη και τόν Τζίλς.

Το σπίτι άρχιζε νάχει άλλον α έρα, έναν α έρα α ναμονής. "τανθρωποι ήρθαν, νά στήσουνε στό μεγάλο χώλ ένα πάτωμα χορού, και στό μεγάλο σαλόνι όρισμένα έπιπλα μετακινήθη­καν, γιά νά μπορέσουν νά τοποθετηθούν δίπλα στόν τοίχο τά μεγάλα τραπέζια τού μπουφέ. Φώτα μπήκανε στήν ταράτσα καί στό ροδόκηπο, κι’ ταπ' όπου κι' άν περνούσες, έβλεπες καί κάποια έτοιμασία. Τό σπίτι ήταν γεμτατο έρΥτατες, κι' ό Φράνκ έτρωγε σχεδόν κάθε μέρα μαζί μας. ΟΙ ύπηρέτες άλλη κου­βέντα δέν έκαναν, κι' ό Φρίθ κορδωνότανε, λές καί το άπαντο τής βραδιάς έξαρτιόταν απ' αύτόν καί μόνο. Ό Ρόμπερτ τάχε μάλλον χαμένα κι' όλο καί κτατι ξεχνούσε, πότε νά βάλει στό τραπέζι πετσέτες, πότε νά σερβίρει τή σαλάτα. Είχε διαρ­κώς μιάν έκφραση άγωνίας, σάνε κείνον πού τρέχει μή χάσει τό τραίνο. Τά σκυλιά ήταν άξιολύπητα. Ό Τζάσπερ γύριζε στό χώλ μέ τήν ούρά του στά σκέλια κι' έβαζε στόχο όλους τ->ύς έργάτες. Στεκόταν στήν ταράτσα γαυγίζοντας ήλίθια, κ ’ ύστε­ρα, σάν τρελός, όρμούσε σέ μιά γωνιά τής πελούζας κα; δάγ­κωνε μανιασμένος τή χλόη. Ή κ. Ντάμβερς δέν εκανε καθόλου φασαρία, ταλλά αισθανόσουνα παντού τήν παρουσία της. Ή δική της φωνή τακουγόταν στό σαλόνι, όταν ήρθαν γιά νά βά­λουν τά τραπέζια, Εκείνη έδινε όδηγίες γιά τό στήσιμο του ξύ­λινου πατώματος στό χώλ. ‘Οπουδήποτε καί όποτεδήποτε έμ-

— 227 —

Page 224: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

φοβιζόμουν £γώ, αύτή είχε μόλις γίνει. άφαντη : τό μάτι μου άρπαζε φευγαλέα μιάν άκρη τής φούστας της νά περνάει βια­στικά άπό μιά πόρτα, ή άκουγα μόνο στή σκάλα τόν κρότο τών βημάτων της. Ε γ ώ ήμουν άπλώς ένα βωβό πρόσωπο, άχρη­στο γ ιά όλους καί γ ιά όλα. Γύριζα έδώ κι' έκεί , χω ρίς νά κάνω τίποτα, πιάνοντας μόνο τόν τόπο. « Συγνώμη, κυρία», έκανε μιά φωνή άκριβώς άπό πίσω μου, κι' έναςε ργάτης περνούσε φορτωμένος δύό πολυθρόνες, μ' ένα χαμόγελο δικαιολογίας στό Ιδρωμένο του πρόσωπο.

—Ώ , συγνώμη ! έλεγα παραμερίζοντας γρήγορα γρή ­γορα.

Κι' ύστερα πρόσθετα, γ ιά νά σκεπάσω τήν άπραξία μου :—Μήπως μπορώ νά σάς βοηθήσω ; Νά τΙς πάμε στή βι­

βλιοθήκη αύτές τίς πολυθρόνες ;Ό άνθρωπος τότε μέ κοίταζε ξαφνιασμένος :—Ή κ. Ντάμβερς, κυρία, είπε νά τ ίς πάμε στά δω μάτια

ύπηρεσίας γ ιά νά μήν είναι μές στή μέση.—' α , βέβαια, σωστά,ε λεγα . Τί τανόητη πού είμαι. Κάντε

όπως σάς είπε.Κι' έφευγα γρήγορα γρήγορα, μουρμουρίζοντας κάτι γ ιά

ενα μολύβι κι' ένα φύλλο χαρτί πού έψαχνα τάχα νά βρω, καί προσπαθώντας ματαίως νά τόν κάμω νά νομίσει πώς είχα δου­λειά, ένώ αύτός περνούσε το χώ λ ξαφνιασμένος, κι' έγώ κατα­λάβαινα πώς δέν είχα καταφέρει νά τόν ξεγελάσω ούτε στιγμή.

Ή μεγάλη μέρα ξημέρωσε μέσα στήν κατοίχνιά. Ό ούρανός ήταν συννεφιασμένος, μά τό βαρόμετρο έδειχνε « ευ δ ία » καί δέν άνησυχήσαμε. Ή όμίχλη ήτοα/ καλό σημάδι. Κατά τίς έντεκα, όπως είχε πει ό Μαξίμ, ό καιρός άνοιξε, κι' έγινε μιά περίφημη καλοκαιριάτικη μέρα, χω ρίς ούτε ένα σύννεφο στό γαλάζιο ούρανό. Ό λ ο τό πρωί οί κηπουροί έφερναν στό σπίτι λουλούδια : τίς τελευταίες πασχαλιές, ταγκαλιές τά τριαντά­φυλλα, καί όλα τά είδη τών κρίνων.

•Η κ. Ντάμβερς έκαμε Επιτέλους τήν Εμφάνισή της. "Ησυ­χα, ήρεμα, όδηγουσε τούς κηπουρούς πού νά βάζουν τά λουλούδια, κι' ύστερα τα τοτχτοποιούσε μόνη της, φτιάχνοντας τά βάζα μέ τά γρήγορα Επιδέξια της δάχτυλα. 'Εγώ , σά μ α ­γνητισμένη, στεκόμουν καί τήν κοίταζα, — πώς έτοίμαζε το ένα βάζο μετά τό άλλο, πώς τά πήγαινε ή ίδια άπ' τό δωμάτιο τών λουλουδιών στό σαλόνι και στίς διάφορες γωνιές του σπι­τιού, πώς έβαζε σέ κάθε βάζο άκριβώς όσα χρειάζονταν σέ άριθμό καί σέ πλούτο, προσθέτοντας χρώμα έκεί πού έλειπε, κι’ ταφήνοντας τούς τοίχους γυμνούς όπου τό άπαιτούσε τό μέτρο.

Ό Μαξίμ κι' έγώ είχαμε πάει νά φάμε στό διαμέρισμα

Page 225: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τού Φράνκ, δίπλα στό γραφείο, γιά νά μήν είμαστε μές στήι μέση. Είχαμε κι' οί τρεις τήν πολύ έγκάρδια, τήν πολύ εύθυ­μη διάθεση τών ανθρώπων πού πρόκειται νά πάνε σέ κηδεία. 'ταστειευόμαστε ανόητα μέ τό τίποτα, μέ τή σκέψη διαρκώς καρ­φωμένη στίς ώρες πού σίμωναν. 'Εγώ αισθανόμουν τό ίδιο α­κριβώς σάν τό πρωινό τής ή μέρας τού γάμου μου. Είχα τό ίδιο άνήσυχο συναίσθημα πώς είχα προχωρήσει πολύ καί μού ήταν πιά άδύνατο νά όπισθοχωρήσω.

"Επρεπε νάτήνύποστούμε αύτή τή βραδιά. Εύτυχώς οί κ. κ. Βόουζ τού Λονδίνου μού είχαν στείλει το κοστούμι Εγκαίρως, "Ετσι πού ήταν τυλιγμένο στό μεταξωτό του χαρτί, φαίνονταν τέλειο. Όσο γιά τήν περούκα, ήταν θρίαμβος. Τήν είχα δοκι­μάσει, μετά πού σηκωθήκαμε απ' το πρόγευμα, κι' είχα μείνει κατταπληκτη ταπ' τή μεταμόρφωσή μου. Μ' έκανε νοστιμότατη, κι’ έντελώς α λλον άνθρωπο. 'Ήμουν κταθε άλλο παρά έγώ. Πολύ πιό ένδιαφέρουσα, πιό ζωηρή, πιό ζωντανή. Ό Μαξίμ κι' ό Φράνκ με ρωτούσαν συνεχώς για τό κοστούμι μου.

— Δέ θά μέ γνωρίσετε, τούς έλεγα, θ ά είναι και γιά τούς δύό σας τό μεγαλύτερο ξάφνιασμα τής ζωής σας,

— Δέν πιστεύω νά ντυθείς κλόουν ; είπε κατσουφιασμένος ό Μαξίμ' ή νά πρόκειται νά μας παρουσιάσεις καμιά τρομα­κτική γελοία έμφάνιση ;

—Ό χι, όχι, τίποτα τέτοιο, είπα μέ ύφος σπουδαίο.— θαταν ώραία νά είχες ντυθεί 'ταλίκη στή Χώρα τών Θαυ­

μάτων, είπε.—"Η Ζάν ντ' ' ταρκ, μέ τά μαλλιά σας, είπε δειλά ό Φράνκ.— Δέ μου πέρασε τέτοια ιδέα, είπα ξερά, κι' ό Φράνκ έγινε

κατακόκκινος.— Πάντως είμαι βέβαιος πώς ό,τι καί νά φορέσετε θά είστε

περίφημη, είπε μέ τό ύφος του έκείνο το έπίσημο, το τόσο δι­κό του.

— Μήν τής δίνεις αέρα, Φράνκ, είπε ό Μαξίμ. Έ χ ε ι τέτοιο καμταρι γι' αύτό τό περίφημο κοστούμι της, πού δέ συμμαζεύε­ται. Εύτυχώς πού είναι ή Βέα. ταύτό μέ ήσυχάζει. ταύτή, ένια σου. θά σέ βάλει στή θέση σου. 'Άν το κοστούμι σου δέν τής αρέσει, δε θά πρόκειται νά στό κρύψει. Τήν καημένη τή Βέα. Σ ' αύτές τίς περιστάσεις ποτέ δέν καταφέρνει νά μήν τά θαλασ­σώσει. θυμάμαι μιά φορά πού είχε ντυθεί Κυρία Πομπαντούρ. Είχε τρέξει λιγάκι, γιά νά φτάσει Εγκαίρως στο δείπνο, καί ή περούκα της είχε πάρει τά βουνά. «'ταδύνατο νά σταθεί αύτό τό άτιμο πράμα », είπε μέ τήν τραχιά της τή φωνή. Τήν έβγαλε λοιπόν, τήν αφησε σέ μιά καρέκλα, και πέρασε όλη τήν ύπόλοιπη βραδιά μέ τό μαλλί της τό κοντό. Μπορείτε νά φαντα­στείτε τί θέαμα παρουσίαζε, μέ τό γαλάζιο μεταξωτό κρι-

— 229 —

Page 226: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νολίνο της, ή, ξέρω γώ, μέ ότι άλλο φορούσε. Ό δόλιος ό Τζίλς δέν είχε Επιτυχία έκείνο τό χρόνο. Είχε έρθει ντυμένος μάγειρας, κι' όλη τή νύχτα καθόταν στό μπάρ, έντελώς α ξιο­θρήνητος. Είχε τήν Ιδέα, νομίζω, πώς ή Βέα τόν ντρόπιαζε.

—Ό χ ι, δεν ήταν αύτό, είπε ό Φράνκ. Δέ θυμάσαι ; Είχε σπάσει τά μπροστινά του δόντια δοκιμάζοντας κάποιο άλογο, καί είχε τέτοια ντροπή, πού δέν έννοοΰσε ν' ανοίξει τό στό­μα του.

— Τί λές ; ταύτό ήταν ; Τόν καημένο τόν Τζίλς ! Πολύ τά γουστάρει τά μασκαρέμοπα,

—•Η Βεατρίκη λέει πώς τού άρέσει πολύ νά παίζει cha­rades, είπα. Τά Χριστούγεννα, λέει, παίζουν πάντοτε charades στό σπίτι τους.

— Ξέρω, είπε ό Μαξίμ. Γι' αύτό δέν πήγα ποτέ νά περάσω τά Χριστούγεννα μαζί τους.

— θέλετε λ ίγα σπαράγγια άκόμα, κυρία ντέ Γουίντερ, καί καμιά ποπάτα ;

—Ό χ ι, εύχαριστώ, Φράνκ, δέν πεινώ.— Νεύρα, είπε ό Μαξίμ, κουνώντας το κεφάλι του. Δέν

πειράζει, αύριο τέτοιαν ώρα θαχουν όλα τελειώσει.— Το έλπίζω ειλικρινά, είπε ό Φράνκ σοβαρός. Έ χ ω σκοπό

νά δώσω έντολή νά είν u έτοιμα όλα τ ' άμάξια το πρωί στίς πέντε.

Ά ρ χ ισ α νά γελώ νευρικά, ένώ τά μάτια μου γέμιζαν δάκρυα.

—τα χ, άγάπη μου, είπα, ας στείλουμε σέ όλους τηλεγρα­φήματα νά μήν έρθουν.

—Έ λ α , είπε ό Μαξίμ. Προσπάθησε ν' άντ ι μετωπίσε ις τήν περίσταση, κ ι' ύστερα θάμαστε ήσυχο' γ ιά χρόνια. Φράνκ, κά­θομαι στ' άναμμένα κάρβουνα. Πρέπει, νομίζω, νά πάμε νά δούμε τί γίνεται σπίτι. Τί λές ;

Ό Φράνκ συμφώνησε, κι' έγώ , θέλοντας και μη, άναγκάστηκα νά τούς άκολουθήσω, Λν καί δέν είχα καμιά διάθεση ν' άφήσω αύτή τή στενόχωρη και έντελώς άβολη μικρή τραπεζα­ρία, τήν τόσο χαρακτηριστική τού έργένικου νοικοκυριού του Φράνκ, πού ο ή μέρα λές και ήταν γ ιά μένα ή ένσάρκωση της ήσυχίας και τής γαλήνης. Ό τ α ν πήγαμε σπίτι, είδαμε ότι ή όρχήστρα είχε έρθει. ΟΙ μουσικοί στέκονταν στό χώλ, κατα­κόκκινοι καί συνεσταλμένοι, ένώ ό Φρίθ, πιό έπίσημος παρά ποτέ, τούς πρόσφερνε άναψυκτικά. 'Επρόκειτο νά περάσουν τή νύχτα στό Μάντερλέη, καί άφοΰ τούς καλωσορίσαμε, κι' άνταλλάξαμε μαζί τους τά συνηθισμένα α στειάκια αύτών τών περι­στάσεων, έφυγαν γ ιά τά δωμάτιά τους, γ ιά νά πάνε ύστερα μιά βόλτα στό κτήμα.

— 230 —

Page 227: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Τό άπόγεμα άργοπερνοϋσε όπως περνάει ή τελευταία ώρα πρίν άπό ένα ταξίδι, όταν έχει κανείς έτοιμάσει και κλειδώ­σει τά πάντα, κι’ έγώ γύριζα άπό δωμάτιο σέ δωμάτιο, χαμένη σχεδόν σάν τόν Τζάσπερ, πού σερνόταν γκρινιάρικα πίσω μου.

Δέ μπορούσα νά προσφέρω καμιά βοήθεια, και θάταν πιό φρόνιμο άπό μέρους μου νάφήνα ήσυχο τό σπίτι καί νά πάω ένα μεγάλο περίπατο μέ τό σκυλί. Ό ταν τό άποφάσισα έπιτέλους, ήταν πιά πολύ άργά, γιατί ό Μαξίμ κι' ό Φράνκ ζήτησαν τσάϊ, κι' όταν τελειώσαμε τό τσάϊ, ή Βεατρίκη κι' ό Τζίλς είχαν έρθει. Ή βραδιά είχε κιόλας άρχίσει.

—'Εντελώς όπως άλλοτε, είπε ή Βεατρίκη φιλώντας τόν Μαξίμ και κοιτάζοντας γύρω της. Συγχαρητήρια, θυμήθηκες όλες τις λεπτομέρειες. Τά λουλούδια είναι Εξαίσια, πρόσθεσε γυρίζοντας σέ μένα. 'Εσύ τάφτιαξες ;

—Ό χι, είπα έλαφρώς ντροπιασμένη, όλα τά φρόντισε ή κυρία Ντάμβερς.

—Ά , έτσι... Δηλαδή, νά σού π ώ ...Ή Βεατρίκη δέν τέλειωσε τή φράση της. Γύρισε στόν

Φράνκ πού τής έδινε φωτιά γιά τό τσιγάρο της, κι’ όταν άναψε, φάνηκε σά νά είχε ξεχάσει τί ήθελε νά πει.

—Ό Μίτσελ φρόντισε καί φέτος γιά τό μπουφέ ; ρώτησε ό Τζίλς.

— Ναί, είπε ό Μαξίμ, θαρώ πώς τίποτα δέν άλλαξε άπό δλλοτε, δέν είν’ έτσι, Φράνκ ; Είχαμε όλα τά όνόματα κάτω <ττό γραφείο. Δέν ξεχάσαμε τίποτα και δέν πιστεύω ν' άφήσαμε άκάλεστο κανένα.

—ΤΙ καλά πού είμαστε μόνοι μας, είπε ή Βεατρίκη, θυ­μάμαι μιά χρονιά πού είχα έρθει τήν ίδια ώρα και βρήκα κιό­λας καμιά είκοσιπενταριά καλεσμένους. Κι' όλοι θά κοιμόν­τουσαν έδώ.

— Πώς θά ντυθείτε ; Ό Μαξίμ, φαντάζομαι, θά μάς τδσκαθε πάλι, όπως πάντα.

—"Οπως πάντα, είπε ό Μαξίμ.— Δέν έχεις δίκιο, νομίζω. Τό μπρίο θάταν πολύ μεγαλύ­

τερο άν άνακατευόσουν κι' έσύ.—Έ χεις δει ποτέ σου χορό στό Μάντερλέη χωρίς μπρίο ;—Ό χι, φίλε μου, όμολογώ. Ή όργάνωση είναι πάντα πε­

ρίφημη. Βρίσκω όμως πώς ό κύριος του σπιτιού θάπρεπε πρώ­τος νά δίνει το παράδειγμα.

— Νομίζω πώς φτάνει ή κυρία τού σπιτιού, είπε ό Μαξίμ. Γιατί θά πρέπει σώνει καί καλά νά άνάψω κι' έγώ καί νά ξεβολευτώ, καί νά γίνω έπιπλέον καί γελοίος ;

— Μήν είσαι παράλογος. Δέ σοΰπε κανένας vie γίνεις γε­λοίος. Μέ τήν κορμοστασιά πού έχεις, άγαπητέ μου Μαξίμ'.

— 231 —

Page 228: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μπορείς νά φορέσεις ό,τι θέλεις. Δέν έχεις άνάγκη νά τανησυ­χείς πώς θά είσαι, όπως ό δόλιος ό Τζίλς.

— Τί θά φορέσει ταπόψε ό Τζίλς ; ρώτησα. Ή μήπως είναι μυστικό ;

—Ό χ ι δά, είπε α κτινοβολώντας ό Τζίλς. ‘Ομολογώ ότι έχω βάλει τά δυνατά μου. Μού τό έτοίμασε ό ράφτης μας έδώ. Πρόκειται νά είμαι Σ είχης Ά ρ α ψ .

—Ώ θ έ μου ! είπε ό Μαξίμ.— Δέν είναι καθόλου άσχημο, είπε ζωηρά f| Βεατρίκη. Τό

πρόσωπό του μουτζουρώνει λ ιγάκ ι, φυσικά, καί βγάζει καί τά γυαλιά του. Τό σαρίκι του είναι αύθεντικό. Τό δανειστήκαμε άπό ένα s ?λο μας πού έχει ζήσει στήν 'τανατολή, καί τά ύπόλοιπά τά ά τίγραψ ε ό ράφτης άπό κάποια Εφημερίδα. Τού πη­γαίνει πολύ τού Τζίλς.

— Κι' έσείς πώς θά ντυθείτε, κυρία Λέϊση ; είπε ό Φράνκ,—Ώ , έγώ, φοβάμαι πώς δέ θά είμαι πολύ σπουδαία, είπε

ή Βεατρίκη, θ ά βάλω <έκεί κάτι τανατολίτικο γ ιά νά τα ιρ ιά ζω μέ τόν Τζίλς, άλλά βέβαια δέν Ισχυρίζομαι ότι είναι κάτι πιστό. Κάτι χοΛμαλιά, κι' ένα φερετζέ.

— θοέναι πολύ νόστιμο, είπα εύγενικά.—'Έ , δέν είναι άσχημο. Είναι προπάντων βολικό. Ά ν κάνει

πολλή ζέστη, το φερετζέ τόν βγάζω. Έ σύ πώς θά ντυθείς ;— Μήν τή ρωτάς, είπε ό Μαξίμ. Δέν έννοεί νά το πει σέ κα­

νένα. Ποτέ μυστικό δε φυλάχτηκε καλύτερα. Νομίζω μάλιστα πώς ή παραγγελ ία έγινε στό Λονδίνο.

— Μή μού πεις ! είπε ή Βεατρίκη έλαψρώς έκθαμβη. Έ σ υ δηλαδή θά μάς γίνεις σωστή κούκλα και θά μάς ντροπιάσεις όλους. Έ γώ , σού είπα : το κοστούμι τό δικό μου είναι έγχωρίου βιομηχανίας.

— Μήν α νησυχείς, είπα γελώντας. Σέ διαβεβαιώ πώς τό δικό μου είναι άπλούστατο. Μά ό Μαξίμ μέ βασάνιζε, και του είπα πώς θά τού κάμω τήν πιό μεγάλη έκπληξη τής ζωής του^

— Πολύ σωστά, είπε ό Τζίλς. Ό Μαξίμ, βλέπεις, τά ταπαξιοί ταπολύτως αύτά. Στό βάθος, θαρώ πώς ζηλεύει, θά θελε νά ντυθεί κι' αύτός όπως όλοι μας, άλλά ντρέπεται νά τό πει.

— θεός φυλάξοι, είπε ό Μαξίμ.Εσύ, Κρώλεη, πώς θά ντυθείς ; ρώτησε ό Τζίλς.

Ό Φράνκ πήρε ένα ύφος σά νά ζητούσε συγνώμη.Είχα τόση δουλειά πού δεν πρόφτασα νά τό σκεφθώ

παρά τήν τελευταία στιγμή, είπε, 'τανακάλυψα χτές τό βράδο ένα παλιό πανταλόνι κι' ένα ριγωτό σπόρ τζέρσεη. θ ά βάλω κι' έναν έπίδεσμο στό μάτι και θά κάμω τόν πειρατή.

Γιατί δέ μάς γράφατε νά σάς δανείσουμε έμείς κανένα κοστούμι ; είπε ή 'Βεατρίκη. 'Έχουμε μιάν όλλανδέζικη φόρε-

— 232 —

Page 229: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

σιά πού τή φορούσε πέρσι τό χειμώνα στήν 'Ελβετία ό Ρό­τζερ. θά σάς πήγαινε περίφημα.

—'ταπαγορεύω στό διαχειριστή μου νά περιφέρεται ώς 'Ολ­λανδός, είπε ό Μαξίμ. Κανείς δέ θά τού πλήρωνε πιά τό νοίκι. "τας τον νά ντυθεί πειρατής. "Ισως τόν πάρουν λιγάκι άπό φόβο.

— Μωρέ πειρατής Ι μουρμούρισε στ' αύτί μου ή Βεατρίκη."Εκαμα πώς δέν άκουσα. Τόν καημένο τόν Φράνκ. Διαρκώς

τού ριχνότανε.—Πόσην ώρα θέλω νά βαφτώ ; ρώτησε ό Τζίλς.— Δύό ώρες τουλάχιστον, είπε ή Βεατρίκη. 'Άν ήμουν στή

θέση σου, έγώ θά έτοιμαζόμόυνα. Πόσοι θά μαστέ στό τρα­πέζι ;

— Δεκάξη μέ μάς τούς δύό, είπε ό Μαξίμ. Ξένος δέ θά είναι κανείς. Είναι όλοι γνωστοί σας.

—’ταρχίζω ν' άνυπομονώ, είπε ή Βεατρίκη. Είναι πολύ με­γάλο γλέντι 1 Πολύ χαίρομαι, Μαξίμ, πού άποφάσισες αύτό τό χορό Ι

— Τήν κυρία άπό δώ πρέπει νά εύχαριστήσεις, είπε νεύον­τας πρός έμένα.

— Κάθε άλλο ! είπα. Γιά όλ' αύτά φταίει ή Λαίδη Κρόουαν.— τανοησίες, είπε χαμογελώντας μου ό Μαξίμ. Τό ξέρεις

πολύ καλά. Έ χεις ξεσηκωθεί σά νάσουν κανένα κοριτσάκι που έτοιμάζεται γιά τόν πρώτο του χορό.

— Δέν έχω καθόλου ξεσηκωθεί.— Δέ βλέπω τήν ώρα νά δώ τό κοστούμι σου, είπε ή Βεα­

τρίκη.— Δέν είναι τίποτα έξαιρετικό, έπέμεινα. ‘ταλήθεια σού

λέω.—Ή κυρία ντέ Γουίντερ λέει πώς δέ θά τήν άναγνωρίσουμε,

είπε ό Φράνκ.Ό λοι μέ κοίταζαν καί χαμογελούσαν. "Ημουν χαρούμενη

ξαναμμένη, σχεδόν εύτυχισμένη. ‘Όλοι ήταν πολύ ευγενικοί καί πολύ φιλικοί. Μονομιάς, αύτή ή σκέψη τού χορού, κι' ότι θά ήμουν έγώ ή οικοδέσποινα, μ' ένθουσίασε.

Ό χορός γινόταν γιά μένα, πρός τιμήν μου, γιατί ήμουν ή νεόνυμφη. "Ημουν κομισμένη πάνω στό τραπέζι τής βιβλιο­θήκης, κουνώντας τά πόδια μου, μέ όλους τούς άλλους τριγύρω μου, καί δέν έβλεπα τήν ώρα ν' άνεβώ άπάνω νά φορέσω τ& κοστούμι μου, νά δοκιμάσω τήν περούκα μου, καί ν' άρχίσω νά περπατώ άπάνω κάτω μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη τού τοίχου. Ήταν γιά μένα κάτι έντελώς νέο αύτή ή αιφνίδια καί «ταναπάντεχη αίσθηση, νά νιώθω ότι ήμουν κι' έγώ ένα πρόσωπο •σπουδαίο, νά έχω άπέναντί μου τόν Τζίλς, καί τή Βεατρίκη» ·' αί τόν Φράνκ, και τόν Μαξίμ, κι' όλοι τους νά μέ κοιτούν, καί

— 233 —

Page 230: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νά μιλούν γ ιά τό κοστούμι μου, και νά ρωτιούνται πώς θά ήμουν. Συλλογιζόμουν τό ταπαλό λευκό φόρεμα, τό τυλιγμένο στά μεταξωτά χαρτιά του, φανταζόμουν πώς θάκρυβε το ά χα ­ρο α σήμαντο σώμα μου μέ τούς ώμους του τούς τόσο πεσμέ­νους, συλλογιζόμουν τις λείες και στιλπνότατες μπούκλες πού θάκρυβαν'τά ίσια μου μαλλιά.

— Τί ώρα είναι ; είπα α διάφορα μ’ ένα μικρό χασμουρητό, κάνοντας τάχα ότι δεν έδινα καμιά σημασία. Θαρώ πώς θά πρέπει ν' άνεβαίνουμε. ..

Καθώς διασχίζαμε το μεγάλο χώλ γ ιά νά πόεμε στά δωμά­τ ιά μας, παρατήρησα γ ιά πρώτη φορά τ ί σπουδαίο ήταν αύτό το σπίτι γ ια μιά τέτοια γιορτή, καί τ ί ώραίες πού φάνταζαν οί αίθουσες. 'τακόμα καί τό μεγάλο σαλόνι, πού έγώ τόβρισκα τυπικό και ψυχρό όταν ήμαστε μόνοι μας, έλαμπε τώρα στά •χρώματα, με λουλούδια σε κάθε γω νιά του, κόκκινα τριαντά­φυλλα σε κούπες α σημένιες πτανω στο λευκό τραπεζομταντηλο του τραπεζιού γ ιά το σουπέ, καί μέ τά μεγάλα του παράθυρα α νοιχτά στήν ταράτσα, όπου, μόλις θάπεφτε ή νύχτα, τά φώτα θ’ άνάδανε. Οι μουσικοί είχαν κιόλας τακτοποιήσει τά όργανά τους στόν Έξώστη τών Μενεστρέλων πάνω άπό το χώλ, και το χώ λ το ίδιο είχε πάρει έναν αλλόκοτον α έρα α ναμονής και μιά ζεστασιά γ ιά μένα πρωτόγνωρη, πού τή χρωστούσε στή νύχτα τήν τόσο διάφανη και ήσυχη, στά λουλούδια κάτω ταπ ' τά κά­δρα, στά γέλια μας καθώς α νεβαίναμε τά πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια.

Ό ταλλοτινός αύστηρός τόνος είχε χαθεί. Ποτέ δέ φαντα­ζόμουνα ότι τό Μάντερλέη θά μπορούσε νά πάρει τέτοια ζων­τάνια, τέτοιον άέρα κομψό καί κοσμικό. Δέν ήταν πιά τό ήρεμο Μάντερλέη πού ήξερα. Είχε πάρει θαρείς μιάν άλλη έκφραση, κάτι τό ταφρόντιστο, τό ευχάριστο, τό θριαμβικό. Ή τα ν , θαρείς, σά νά θυμόταν ξανά άλλους καιρούς, παλιούς, τότε πού δί­νονταν στό χώλ τά μεγάλα εκείνα συμπόσια μέ τ' άρματα και τά χαλιά τά κρεμασμένα στούς τοίχους, και οί άνθρωποι κά­θονταν γύρω ταπό ένα μακρόστενο τραπέζι στό κέντρο της <χίθουσας, γελώντας πολύ πιό δυνατά ταπ' ό,τι γελούσαμε μεις, ζητώντας διαρκώς κρασί και τραγούδια, πετώντας μεγταλα κομμάτια α πό κρέατα χάμω στίς πλάκες στά μισοκοιμισμένο σκυλιά. ’ταργότερα, στά πιό πρόσφατα χρόνια, πάλι εύθυμο IjTOtv τό Μάντερλέη, ταλλά μέ κάποια χ ταρη καί ταξιοπρέπεια, καί ή καρολίνα ντέ Γουίντερ, πού έπρόκειτο α πόψε νά ταναπα­ραστήσω, θά κατέβαινε τά πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια μέ τό άσπρο φουστάνι της γ ιά νά χορέψει μενουέτο, θάθελα νά μπορούσαμε νά σαρώναμε τά χρόνια πού πέρασαν καί νά τή δούμε, θάθελα νά μήν Εξευτελίζαμε έτσι τό σπίτι μέ τά μο-

Page 231: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ντέρνα μας ταγκοτράγουδα, τά τόσο άταίριαστα σ' αύτό το χώρο καί τά τόσο άντιρω μαντικά. Δέν έστεκαν στό Μάντερλέη. ταΙστάνθηκα ξαφνικά πώς συμφωνούσα μέ τήν κ. Ντάμβερς. "Επρεπε νά είχαμε όργανώσει ένα χορό μέ κοστούμια μιας όρισμένης έποχής, καί όχι αύτή τή σαλάτα μέ τίς λογής φυλές καί έποχές, καί μέ τό δόλιο τόν Τζίλς, καλοπροαίρετο καί άνοιχτόκαρδο, στό ύποθετικό του κοστούμι τού Σείχη.

Βρήκα τήν Κλάρις νά μέ περιμένει στήν κάμαρά μου, μέ τό όλοστρόγγυλο πρόσωπό της ξαναμμένο και κατακόκκινο. Τής γέλασα καί μού γέλασε σά νάμαστε μαθητριούλες, καί τής είπα νά κλειδώσει τήν πόρτα. 'τακούστηκε ένα θρόισμα άπό χαρτί μεταξωτό, μουντό και γεμάτο μυστήριο. Μιλούσαμε σιγά, σά συνωμότες, περπατούσαμε στίς μύτες τών ποδιών. ταισθα­νόμουν σάν παιδί τήν παραμονή τών Χριστουγέννων. ταύτό το -πήγαινε κι' έλα μέ τά πόδια ξυπόλητα πέρα δώθε στήν κά­μαρα, τά κρυφά σιγαλά γέλια, τά πνιχτά ξεφωνητά, μου θύ­μιζαν τά μακρινά έκείνα χρόνια πού κρεμούσα τήν κάλτσα μου μέσα στό τζάκι. Ό Μαξίμ ήταν μέσα στό δωμάτιο τής τουαλέ­τας του, κι' ή ένδιάμεση πόρτα ήταν κλεισμένη. Ή Κλάρις ήταν ή μόνη μου σύμμαχος καί έμπιστη φίλη. Το φόρεμα μου πή­γαινε θαυμάσια. Στεκόμουν ήσυχη, κρατώντας μέ κόπο τήν «τανυπομονησία μου, καθώς ή Κλάρις μέ κούμπωνε μέ τά άδέξια της δάχτυλα.

— Πολύ ώραίο, κυρία, έλεγε και ξανάλεγε, κι’ έγερνε πίσω νά μέ κοιτάξει. ταύτό τό φουστάνι θά μπορούσε νά τό βάλει κι' ή βασίλισσα.

— Τί τρέχει έκεί στόν ώμο, άριστερά ; είπα μέ άγων ία. Μή­πως μού φαίνεται ή μπρετέλα μου ;

—Ό χι, κυρία, δέ φαίνεται τίποτα.— Πώς είναι; Πώς είμ α ι;Δέ στάθηκα νά περιμείνω τήν άπάντηση. Στριφογύριζα,

έκανα βόλτες μπροστά στόν καθρέφτη, κατσούφιαζα, χαμο­γελούσα. ταισθανόμουνα κιόλας άλλος άνθρωπος, ή έμφάνισή μου είχε πάψει νά μ' ένοχλεί, τό άχαρο είναι μου είχε έπιτέλους καταχωνιαστεί.

— Δώσ' μου τήν περούκα μου, είπα ξαναμμένη. Πρόσεχε μήν τσαλακωθεί, μήν πατικωθούν οί μπούκλες. Πρέπει νά πέφτουν ώραία δεξιά κι' άριστερά άπό τό πρόσωπο.

Ή Κλάρις στεκόταν πίσω άπό τόν ώμο μου. "Εβλεπα μέσα στόν καθρέφτη τό πρόσωπό της πίσω άπ' το δικό μου, μέ τά μάτια της γεμάτα λάμψη καί τό στόμα μισάνοιχτο.

Βούρτσισα τά μαλλιά μου νά Ισιώσουν πίσω άπό τ' αύτιά. Πήρα μέ χέρι τρεμάμενο τίς μαλακές γυαλιστερές μπούκλες» καί κοίταζα τήν Κλάρις γελώντας πνιχτά.

— 235 —

Page 232: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—"ταχ, Κλάρις, είπα, πώς θά τού φανεί του κυρίου ;Σκέπασα τά άχαρα ίσια μαλλιά μου μέ τ ίς μπούκλες της

περούκας, προσπαθώντας νά κρύψω τό θρίαμβό μου, νά σβύσω τό χαμογέλιο μου. Κάποιος χτύπησε τήν πόρτα.

— Ποιός είναι ; φώνοοξα πανικόβλητη. Δέ μπορείτε νά μπείτε.

—Ε γ ώ είμαι, ταγαπητή μου, μή φοβάσαι, είπε ή Βεατρίκη. Κοντεύεις ; θέλω νά σέ δώ.

—'Ο χι, όχι, είπα, δέ μπορείς νά μπεις, δέν είμα ι έτοιμη.Ή Κλάρις, σά μεθυσμένη, στεκότοεν πλάι μου μέ τά χέρ ια

γεμάτα φουρκέτες. Τίςε παιρνα μιά μιά καί στερέωνα τις μπούκλες, πού είχαν φύγει άπό τή θέση τους μέσα στό κουτί!

— Μόλις Ετοιμαστώ θά κατεβώ, φώναξα. ’Εσείς κατεβείτε. Μή μέ περιμένετε. Πές στόν Μαξίμ πώς δέ μπορεί νά μπει.

—Ό Μαξίμ είναι κάτω, είπε. Είχε έρθει στήν κάμαρά μα.ς. Μάς είπε πώς χτύπησε τήν πόρτα του λουτρού σου και δέν τοΰδωσες καμιά άπάντηση. Μήν α ργείς, ταγαπητή μου, είμαστε όλοι τόσο περίεργοι. Είσαι βέβαιη πώς δέ χρειάζεσαι βοήθεια ;

—Ό χ ι, μουρμούρισα έκνευρισμένη, μή ξέροντας τ ί έλεγα. Φύγε, κατέβα κάτω.

Τί έρχόταν καί μ' ένοχλοΰσε μιά τέτοια στιγμή ; Μέ είχε έκνευρίσει, δέν ήξερα π ι τ ί έκανα. Πολεμούσα μέ μιά φουρ­κέτα, προσπαθώντας νά καρφώσω μιά μπούκλα. Δέν άκουγα πιά τή Βεατρίκη, θάχε φαίνεται προχωρήσει στό διάδρομο. ’ταναρωτιόμουν 0cv τά είχε βολέψει μέ τό άνατολίτικο φόρεμά της κι’ άν ό Τζίλς είχε καταφέρει νά βαφτεί. Τί άνόητα πού ήταν όλ' αύτά. ’ταπορούσα γ ια τ ί τά κάναμε, γ ια τ ί ήμαστε τόσο παιδιά.

Δέν τό άναγνώριζα, αύτό τό πρόσωπο πού μέ κοίτ<χζε μές απ' τόν καθρέφτη. Τά μάτια ήταν α σφαλώς μεγαλύτερα, τό στόμα μικρότερο, τό δέρμα άσπρο καί λείο. ΟΙ μπούκλες στεφάνωνον τό κεφταλ ι μου σάν ένα μικρό σύννεφο. 'Κοίταξα αύτό τό πλάσμα πού δέν ήμουν καθόλου έγώ, και χαμογέλασα. "Ενα αλλιώτικο, ταργό χαμόγελο.

- ' ταχ, Κλταρις ! είπα. τα χ, Κλάρις !"Επιασα μέ τά δύό μου χέρια τή φούστα μου καί τής έκα­

μα μιάν ύπόκλιση, ένώ σί φαλμπαλταδες σαρώνον τό π τατωμα. Γέλασε νευρικα, κταπίος ντροπιασμένη, κατακόκκινη, ένθουσιασμένη. Ε γ ώ , μπροστά στόν καθρέφτη, έφερνα βόλτες κα­μαρωτή.

—Ά νοιξε τήν πόρτα, τής είπα. Κατεβαίνω. Τρέξε μπροστά, καί δές άν είναι κτατω.

Έ κ α μ ε ό,τι τής είπα Εξακολουθώντας νά γελάει, καί τήν α κολούθησα στό διταδρομο, σηκώνοντας τή φούστα μου.

— 236 —

Page 233: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Γύρισε πρός έμένα καί μούκαμε νόημα,— Είναι όλοι κάτω, μουρμούρισε. Ό κύριος, ό κύριος τα­

γματάρχης καί ή κυρία α έϊση. Νά, τώρα ήρθε καί ό κύριος Κρώλεη.

"Εριξα μιά ματιά μες άπ' τό θολωτό διάδρομο, καί κοί­ταξα άπ' τό κεφαλόσκαλο κάτω στό χώλ.

Ναί,ε κεί ήταν. Ό Τζίλς, μέ το άσπρο άραβικό του κο­στούμι, γελώντας δυνατά καί δείχνοντας τό μαχαίρι πού κρε­μόταν στό πλευρό του, ή Βεατρίκη τυλιγμένη σέ κάτι άλλόκοτα πράσινα πέπλα μέ άτέλειωτα κολλιέ άπό γυάλινες χάντρες κρεμαστά στό λαιμό της, ό δόλιος ό Φράνκ, ντροπαλός καί λίγο γελοίος μέ το ριγωτό του τό τζέρσεη και τίς ναυτικές μπότες του, κι' ό Μαξίμ, ό μόνος κανονικός τής συντροφιάς, μέ το βρα­δινό του ρούχο.

— Δέ μπορώ νά καταλάβω τί κάνει, είπε. Είναι ώρες μέσα στήν κάμαρά της. Τί ώρα είναι, Φράνκ ; 'ταπ' τή μιά στιγμή στήν άλλη θ’ άρχίσουν νά μάς έρχονται οί καλεσμένοι καί δέ θά ξέρουμε άκόμα πού βρισκόμαστε.

ΟΙ μουσικοί είχαν άλλάξει καί ήταν κιόλα στόν 'Εξώστη. "Ενας κούρδιζε το βιολί του. "Επαιξε μιά σκάλα σιγά σιγά, ύστερα έκρουσε μιά χορδή. Το φώς έλαμπε πάνω στό πορ­τραίτο τής Καρολίνας ντέ Γουίντερ.

Ναί, το φόρεμα είχε άντιγραφει πιστά άπό τό σκίτσο του πορτραίτου. Τά φουσκωτά μανίκια, ή φαρδιά ζώνη, ή κορδέλα, καί τό μεγάλο κυματιστό καπέλο πού κρατούσα στό χέρι. Κι' οί μπούκλες μου ήταν ίδιες μέ τίς δικές της, και μού στεφά­νωναν τό πρόσωπο όπως στήν εικόνα. Ποτέ, νομίζω, δέν είχα νιώσει τόση συγκίνηση, τόση εύτυχία, τόση περηφάνεια. Κού­νησα το χέρι μου στόν άνθρωπο μέ το βιολί, ύστερα έφερα το δάχτυλο στά χείλη μου, κάνοντάς του νόημα νά μή μιλήσει. Χαμογέλασε κι' ύποκλίθηκε. Διέσχισε τόν '«Εξώστη κι' ήρθε κοντά μου.

— Πέστε σ’ αύτόν μέ τό ταμπούρλο νά μέ άναγγείλει, ψι­θύρισα. Νά χτυπήσει όπως κάνουν συνήθως, ξέρετε πώς, κι' ύστερα να φωνάξει δυνατά : «Ή Δεσποσύνη Καρολίνα ντέ Γουίντερ !» θέλω νά τούς ξαφνιάσω κάτω.

Μούκαμε ένα νόημα μέ το κεφάλι. Είχε καταλάβει. Ή καρδιά μου χτυπούσε τρελά, τά μάγουλά μου έκαιγαν. Τί γλέντι πού ήταν όλ' αύτά, τί τρελό καί γελοίο παιδιάστικο γλέντι ! Χαμογέλασα στήν Κλάρις, πού Εξακολουθούσε νά μέ­νει ζαρωμένη στό διάδρομο, καί σήκωσα τή φούστα μου μέ τά δύό μου χέρια. Ό ήχος τού ταμπούρλου άντήχησε τότε στό με­γάλο χώλ, ξαφνιάζοντάς με κι' έμένα τήν ίδια, πού ώστόσο τό περίμενα καί τό ήξερα. Τούς είδα στό χώλ κάτω νά ση-

— 237 —

Page 234: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

κώνουν τό κεφάλι, και νά κοιτούν πρός τ ' άπότνω, κατάπληκτοι καί σαστισμένοι.

—Ή Δεσποσύνη Καρολίνα ντέ Γουίντερ ! φώναξε αύτός μέ το ταμπούρλο.

Προχώρησα στό κεφαλόσκαλο και στάθηκα χαμογελώ ν­τας, με το καπέλο στό χέρι,· σάν τή νέα τού πορτραίτου. Περί­μενα τά χειροκροτήματα καί τά γέλ ια πού ήταν φυσικό νά ξεσπάσουν καθώς θα κατέβαινα ά ργά τά σκαλοπάτια. Κοενένας δέ χειροκρότησε, κανένας δέ σάλεψε.

Μέ κοίταζαν όλοι σάν αποβλακωμένοι. Ή Βεατρίκη έβγα ­λε μιά μικρή φωνή κι' έφερε τό χέρι στό στόμα της. 'Εξακο­λουθούσα νά χαμογελάω, άκούμπησα τό ένα μου χέρι στό κάγκελο.

— Πώς είσθε, κύριε ντέ Γουίντερ ; είπα.Ό Μαξίμ δέν είχε σαλέψει. Μέ κοίταγε, κρατώντας τό πο­

τήρι του στό χέρι. χρώ μα δέν έβλεπες στό πρόσωπό του. Ή τ α ν σταχτόασπρος. Είδα τόν Φρανκ νά πηγαίνει κοντά του σά ναθελε νά τού πει κάτι, μά ό Μαξίμ τόν έσπρωξε πέρα. Σ τάθηκα μιά στιγμή δισταχτική, μέ το ένα πόδι κιόλας στή σκάλα. Κά­ποιο μπέρδεμα είχε γίνει, δεν είχαν καταλάβει. Γιατί ό Μαξίμ μέ κοίταζε έτσι ; Γιατί στέκονταν όλοι τους έτσι oocv ά γ ά λματα, σάν άνθρωποι πού αντικρίζουνε φάντασμα ;

Ά ξα φ να ό Μαξίμ προχώρησε πρός τή σκάλα, μέ τά μά­τια του καρφωμένα στό πρόσωπό μου.

— Τί διάβολο πήγες κι' έκαμες ; είπε.Τά μάτια του άστραφταν άπό θυμό. Ή όψη του ήταν πάντοτ

σταχτόασπρη. Ε γ ώ δέ μπορούσα νά κάμω βήμα. Στεκόμουν έκεί, μέ τό χέρ ι άπάνω στό κάγκελο.

— Είναι τό πορτραίτο, είπα, τρομοκρατημένη άπό τό βλέμ­μα του, άπ' τή φωνή του. Είναι το πορτραίτο. Τό πορτραίτο πού είναι στόν Έξώστη.

'Έ γινε μιά μεγάλη σιωπή. 'Εξακολουθούσαμε νά κοιταζό­μαστε. Κανείς δέ σάλευε στό χώλ. Κατάπια το σάλιο μου κι'έφερα τό χέρι μου στό λαιμό μου.

— Τί είναι ; είπα. Τί έκαμα ;•Άς έπαυαν, θ έ μου, νά μέ κοιτάζουν έτσι, μ' έ κείνα τ ά

χλωμά, πετρωμένα τους πρόσωπα. Ά ς άνοιγε κάποιος τό στό­μα, νά πει μιά κουβέντα. "Οταν ό Μαξίμ ξαναμίλησε, δέν έγνώρισα τή φωνή του. Ή τα ν ήρεμη καί ήσυχη, παγερή, μιά φωνή άγνωστη, ξένη.

—’Άντε άπάνω ν' α λλάξεις, είπε. Βάλε ό,τι θέλεις, ένα φουστάνι βραδινό όποιοδήποτε, ό ,τ ι-ό ,τι. Ά ν τε γρήγορα, προ­τού έρθει κανείς.

Δέ μπορούσα νά πώ λέξη. Στεκόμουν έκεί καί τόν κοίταζα»

— 238 —

Page 235: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Τά μάτια του ήταν τό μόνο ζωντανό πράμα στήν κάτασπρη, μάσκα πού είχε γιά πρόσωπο.

— Τί στέκεσαι άκόμα ; είπε μέ μιά φωνή τραχιά και παρά­ξενη. Δέν άκουσες τί είπα ;

Γύρισα, καί πήρα τρέχοντας τό διάδρομο, σάν τρελή. Κα­θώς έτρεχα, πήρε τό μάτι μου αύτόν μέ το ταμπούρλο πού μέ είχε άναγγείλει, νά με κοιτάζει μέ κατάπληκτο πρόσωπο. Πέ­ρασα ξυστά δίπλα του, τρικλίζοντας, χωρίς νά βλέπω πού πάω. Τά δάκρυα μου τύφλωναν τά μάτια. Δέν καταλάβαινα τί είχε γίνει. ':Η Κλάρις είχε φύγει. Ό διάδρομος ήταν έρημος. Κοί­ταζα γύρω μου, άπολιθωμένη καί άποβλακωμένη, σά ζώο κυ­νηγημένο. Κι’ άξαφνα είδα πώς ή πόρτα πού πήγαινε στή δυ­τική πτέρυγα ήταν όρθάνοιχτη και κάποιος στεκόταν στό κα­τώφλι.

’“Ηταν ή κ. Ντάμβερς. Ποτέ μου δέ θά ξεχάσω τήν έκφρα­ση του προσώπου της. Μιάν έκφραση άποτρόπαιη, γεμάτη θρίαμβο. Τήν έκφραση ένός διαβόλου πού άναγαλλιάζει. Στε­κόταν έκεί, και μέ κοίταζε χαμογελώντας.

Και τότε έγώ έφυγα τρέχοντας, τραβώντας στήν κάμαρά μου άπ' τό μακρύ στενό διάδρομο, τρικλίζοντας, σκοντάφτον­τας σέ κάθε μου βήμα στούς φαλμπαλάδες τού φουστανιού μου-

Page 236: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

17Η ΚΛταΡ ΙΣ με περίμενε στήν κρεβατοκάμαρα μου. ' Η

ταν χλωμή και φοβισμένη. Μόλις μέ είδε, ε βαλε τά κλάματα. 'Ε γώ δέν είπα λέξη. Ά ρ χ ισ α νά τραβώ τίς άγκράφες τού φουοτανιού μου, σκίζοντας τό

ύφασμα. Δέν κατάφερνα νά τίς βγάλω έν τάξει, κι' ή Κλάρις ήρθε νά μέ βοηθήσει, εξακολουθώντας νά κλαίει δυνατά.

— Δέν είναι τίποτα, Κλάρις, τ ι φταις έσύ, είπα, κι' ε κείνη κούνησε το κεφάλι της, ένώ τά δάκρυα έτρεχαν στά μάγου­λά της.

— Τό ώραίο σας φόρεμα, κυρία, έλεγε, τό ώραίο άσπρο σας φόρεμα.

— Δέν πειράζει, είπα. Δε μπορείς νά βρεις τήν άγκράφα ; Μά, έδώ πίσω είναι. Κι' άλλη μιά κάπου έδώ, άκριβώς άπό κάτω.

Πολεμούσε μέ τίς άγκράφες μέ τρεμάμενα χέρια, κάνον­τας πιό πολλή φασαρία άπό μένα και προσπαθώντας όλη τήν ώρα νά συγκρατήσει τούς λυγμούς της.

— Τί θά φορέσετε τώρα, κυρία ; είπε.— Δέν ξέρω, είπα, δέν ξέρω.Κατάφερε έπιτέλους νά ξεθηλυκώσει τίς άγκράφες κι' έγώ

έβγαλα άμέσως το φόρεμά μου.— θάθελα νά μείνω μόνη, Κλάρις, είπα. Μού κάνεις τή

χάρη νά μ' άφήσεις.; Μήν α νησυχείς, θά τά κοτταφέρω μιά χαρά. Ξέχασε ό,τι έγινε, θέλω νά χαρείς τή γιορτή.

— Μπορώ νά σάς σιδερώσω κανένα φουστάνι, κυρία ; είπε κοιτάζοντάς με μέ μάτια πρισμένα, γεμάτα δάκρυα. Σ ' ένα λεπτό θάναι έτοιμο.

—Ό χ ι, είπα. Μή στενοχωριέσαι, θ ά προτιμούσα νά πη­γαίνεις. Κ α ί... Κλάρις. ..

— Τι, κυρία ;

— 240 —

Page 237: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—Μή... μήν πεις τίποτα γιά ό,τι Ι γίνε.—"Οχι, κυρία.Ξέσπασε πάλι σ' Μνα παράφορο κλάμα.— Δέ θέλω νά σέ δουν έτσι οί άλλοι, είπα. Πήγαινε στήν

κάμαρά σου καί φτιάξου λιγάκι. Δέν ύπάρχει κανένας λόγος νά κλαις, άπολύτως κανένας.

'Κάποιος χτύπησε τήν πόρτα. Ή Κλάρις μού έριξε ένα γρή­γορο τρομαγμένο βλέμμα.

— Ποιός είναι ; είπα.'Η πόρτα άνοιξε, καί μπήκε ή Βεατρίκη. Ή ρθε άμέσως

κοντά μου, κάπως άστεία μέ τά άνατολίτικα πέπλα της, ένώ τά βραχιόλια της κουδούνιζαν στούς καρπούς της.

— “ταχ, χρυσή μου, ειπε πιάνοντάς μου το χέρι, άχ, χρυσή μου...

Ή Κλάρις βγήκε άθόρυβα άπό το δωμάτιο. Ένιωσα άξα­φνα πώς ήμουν κουρασμένη, άνίκανη νά σταθώ στά πόδια μου. Πήγα και κάθησα πάνω στό κρεβάτι μου. Σήκωσα τό χέρι μου κι' έβγαλα άπ' τό κεφάλι μου τήν περούκα μέ τίς μπούκλες,

— Είσαι καλά ; είπε. Είσαι πάρα πολύ χλωμή.— Είναι άπ' τό φώς, είπα. Πάντα χλωμαίνει το πρόσωπο.— Κάθησε πέντε λεπτά και θά συνέλθεις, είπε. Στάσου,

νά σού φέρω ένα ποτήρι νερό.Πήγε στό λουτρό, ένώ τά βραχιόλια της χτύπαγαν σέ κάθε

της κίνηση, καί γύρισε μ' ένα ποτήρι νερό στό χέρι.Ήπια λιγάκι γιά νά τήν εύχαριστήσω, χωρίς νά νιώθω

καμιά όρεξη. Ή ταν χλιαρό άπ' τό σωλήνα. Δέν τό είχε άφήσει νά τρέξει.

— Τό κατάλαβα, φυσικά, άμέσως, πώς είχες κάμει ένα λά­θος τρομακτικό, είπε. Δέν ήξερες εβέβαια, πώς μπορούσες νά ξέρεις.

— Τί νά ξέρω ; είπα,— Ν ά ... γιά τό φόρεμα... τό πορτραίτο της κοπέλας πού

είχες άντιγράψει... ταύτό το είχε φορέσει ή Ρεβέκκα στόν τελευταίο χορό του Μάντερλέη. Όλόϊδιο. Τό ίδιο πορτραίτο, τό ίδιο φόρεμα. Στεκόσουν έκεί στή σκάλα, και σέ μιά στιγμή φρίκης μου φάνηκε.. .

Δέν τέλειωσε τή φράση της. Μέ χτύπησε φιλικά στόν ώμο.— Τί φοβερή άτυχία, καημένο παιδί Ι Εξακολούθησε. Τί φο­

βερή άτυχία ! Πού μπορούσες νά ξέρεις...— θάπρεπε νά τό ξέρω, είπα σά χαμένη, καί τήν κοίταζα

τόσο άποσβολωμένη, πού δέ μπορούσα νά καταλάβω, θάπρεπε νά τό ξέρω,

—'τανοησίες, πού μπορούσες νά ξέρεις. Ή ταν κάτι πού κα­νείς μας δέ θά μπορούσε νά τό φανταστεί. Μόνο, ήταν τόσο

16 Ρββίηχα— 241 —

Page 238: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ξαφνικό, καταλαβαίνεις.. Κανείς μας δέν τό περίμενε, κι' όΜ αξίμ ...

— Κι' ό Μαξίμ ; είπα.— Νά, νομίζει πώς τόκαμες έπίτηδες. Δέν είχες βάλει στοί­

χημα πώς θά τόν ξάφνιαζες ; Τό πήρε ώς ένα άνόητο α στείο. Καί, φυσικά, δέν καταλαβαίνει. Ή τα ν τόσο φοβερό χτύπημα γ ι ' αύτόν. Τού τό είπα άμέσως πώς δέ θά ήταν δυνατόν νά κά­μεις ποτέ τέτοιο πράμα και πώς ήταν άπλώς μιά κυριολεκτικά τρομακτική σύμπτωση πού διάλεξες αύτό το πορτραίτο.

— θάπρεπε νά τό ξέρω, είπα ξανά. 'Ε γώ φταίω, θάπρεπε νά τόχα καταλάβει, θόπρεπε νά το ξέρω.

—Ό χ ι, όχι. Μήν α νησυχείς, θ ά βρεις τρόπο νά του έξηγήσεις τά πάντα ήσυχα ήσυχα. Ό λ α θά πόίνε καλά. Τήν ώρα α κριβώς πού άνέβαινα, έφτοναν οί πρώτοι καλεσμένοι. Παίρ­νουν τώρα το πόρτο τους. ‘Ό λ α είναι έν τάξει. Είπα στόν Φρανκ και στόν Τζίλς νά πλάσουν μιάν Ιστορία, πώς το φόρεμά σου δέν πέτυχε, και πώς στενοχωρέθηκες πολύ.

Δέν είπα τίποτα. 'Εξακολουθούσα νά κάθομαι στό κρεβάτι μέ τά χέρια στά γόγατά μου.

— Τί λές τώρα νά βάλεις ; είπε ή Βεατρίκη άνοίγοντας τή ντουλάπα. Τί είν' αύτό τό γαλάζιο ; Φαίνεται νόστιμο. Φόρεσέ το. Κανείς δε θα ύποψ' άστει. Γρήγορα, έλα νά σε βοηθήσω»

—Ό χ ι, είπα, όχι, δέν κατεβαίνω.•Η Βεατρίκη μέ κοίταζε σέ μεγάλη ταπελπισία, μέ το γα λ ά ­

ζιο μου φουστάνι κρεμασμένο στό μπράτσο της.— Μά πρέπει νά κατέβεις, άγαπητή μου, είπε συγχισμένη.

Δέ μπορείς νά μήν παρουσιαστείς.—Ό χ ι, Βεατρίκη, δέν κατεβαίνω. Δέ μπορώ νά τούς α ντι­

κρίσω ύστερα α π' (ό,τι έγινε.— Μά κανείς δέ θά ξέρει γ ιά το φόρεμα, είπε. 'Ο Φράνκ

κι' ό Τζίλς δέ θά ποΰν λέξη. Τήν Ιστορία τήν έχουμε έτοιμηΤό κατάστημα σού χάλασε το φόρεμα, τό δοκίμασες, δέ σου έρχότανε, κι' έτσι άναγκάστηκες νά βάλεις μιά συνηθισμένη βραδινή τουαλέτα. 'Ό λοι θά το βρούνε φυσικότατο. Κι' ή βρα­διά θά πάει περίφημα, σά νά μήν είχε συμβεί τίπσ?α.

— Δέν καταλαβαίνεις, είπα. Δέ με νιάζει γ ιά το φόρεμα. Δέν είναι γ ι ’ αύτό. Μέ στενοχωρεί ό,τι έγινε, ό,τι έκαμα, Δέ μπορώ τώρα πιά νά κατέβω, Βεατρίκη, δέ μπορώ.

— Μα ό Τζίλς κι' ό Φράνκ, άγαπητή μου, κατάλαβαν πολύ καλά τί έγινε. Καί σού έχουν τή μεγαλύτερη συμπάθεια. Κι' ό Μαξίμ τό Ιδιο. Έκείνη τήν ώρα ήταν ή πρώτη στιγμή, τό πρώτο του ξάφνιασμα, θ ά προσπαθήσω νά τόν ξεμοναχιάσω μιά στιγμή, και θά τού τά έξηγήσω όλα,

—"Οχι ! είπα. Ό χ ι !

— 242 —

Page 239: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

'Άφησε τό γαλάζιο φόρεμα δίπλα μου, στό κρεβάτι.— θά πρέπει τώρα νάχουν έρθει όλοι, είπε πολύ άνήσυχη

και πολύ ταραγμένη, θά φανεί τόσο παράξενο νά μήν κ<χτεβεις. Δέ μπορώ νά πώ πώς σ' έπιασε άξαφνα πονοκέφαλος.

— Γιατί ό χ ι; είπα κουρασμένη. Τί πειράζει ; Πές ό,τι θέ­λεις. Δέ θά δώσουν σημασία, κανείς δέ μέ ξέρει.

—'Έλα τώρα, άγαπητή μου, είπε και μού χάιδευε τό χέρι. Κάμε μιά προσπάθεια. Βάλε αύτό το νόστιμο γαλάζιο φόρεμα. Σκέψου τόν Μαξίμ. Πρέπει νά κατε$είς γιά χατίρι του.

—Όλη τήν ώρα τόν Μαξίμ σκέπτομαι, είπα.—WE, λοιπόν, τότε ; . . .—Ό χι, είπα, τρώγοντας τα νύχια μου, καί λικνίζοντας

μπρός καί πίσω το σώμα μου. Δέ μπορώ, δέ μπορώ.(Κάποιος άλλος χτύπησε τήν πόρτα.— Ποιός νάναι, θέ μου, είπε ή Βεατρίκη πηγαίνοντας πρός

τήν πόρτα. Τί είναι;"τανοιξε τήν πόρτα. 'Έξω στεκόταν ό Τζίλς.—1Έχουν έρθει όλοι, είπε. Ό Μαξίμ μ' έστειλε, νά δώ τι

γίνεται.— Λέει πώς δέ θά κατέβει, είπε ή Βεατρίκη. Τί θά πούμε,

γιά όνομα τού θεού ;Είδα τόν Τζίλς νά μέ κοιτάζει μές άπό τ' άνοιγμα της

πόρτας.—ταχ, θέ μου, τί φριχτή Ιστορία, μουρμούρισε.Γύρισε στενοχωρημένος, γιατί πρόσεξε πώς τόν είδα.— Τί νά πώ τού Μαξίμ ; ρώτησε τή Βεατρίκη. Είναι όχτώ

καί πέντε.— Πές πώς είναι λιγάκι άδιάθετη, και πώς άργότερα θά

προσπαθήσει νά κατέβει. Ε ν τω μεταξύ, άς καθήσουν. 'Εγώ θα κατέβω άμέσως, καί θά τά κανονίσω.

—Ε ν τάξει.Έριξε πάλι μιά γρήγορη ματιά κατά το μέρος μου, μέ

συμπάθεια άλλά και μέ κάποια περιέργεια, άπορώντας γιατί νά κάθομαι έτσι έκεί στό κρεβάτι, κι’ ή φωνή του ήταν σιγανή, όπως όταν περιμένει κανείς το γιατρό μετά άπό ένα δυστύχημα.

—Μέ θέλετε τίποτ’ άλλο ; είπε.—Ό χι, είπε ή Βεατρίκη. Κατέβαινε κι' έρχομαι.Τήν άκουσε κι' έφυγε, σκουντουφλώντας μέσα στίς δίπλες

της κελεμπίας του. ταύτή ή στιγμή, συλλογίστηκα, είν' άπό κείνες τίς στιγμές πού ύστερ' άπό χρόνια θά γελάω και θά λέω : «θυμάστε τόν Τζίλς, πού είχε ντυθεί Σείχης, και τή Βεατρίκη μέ τό φερετζέ της και τά βραχιόλια πού κουδούνι­ζαν στά χέρια της ;» Ό καιρός πού θά έχει περάσει θά τήν έχει πιά άμβλυνει, θά τήν έχει καταντήσει στιγμή κωμική. Τώ-

— 243 —

Page 240: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

poc όμως δέν ήταν γ ι ' α στεία, δεν ήταν γ ιά γέλια . Δέν ήταν τό μέλλον, ήταν το παρόν. ’“Ηταν κάτι πολύ ζωντανό, πολύ πραγματικό. Καθόμουν έκεί στό κρεβάτι και τυραννούσα τό πουπουλένιο μου πάπλωμα, τραβώντας ένα φτερτακι άπ ' τή ραφή μιας γωνιάς.

— θ ά σού έκανε κέφι λ ιγάκ ι μπράντυ ; είπε ή Βεατρίκη κάνοντας μιά τελευταία προσπάθεια. Μπαλώματα βέβαια είν' αύτά, άλλά καμιά φορά κάνει θαύματα.

—'Ο χι, είπα. Ό χ ι , Βεατρίκη. Δέ θέλω τίποτα.—1Έ γώ όμως θά πρέπει νά κατέβω. Ό Τζίλς λέει πώς πε­

ριμένουν νά κοοθήσουν. Τί νομίζεις, κάνει νά & άφήσω ;“-■Ναί, Βεοττρίκη. Και σ' εύχαριστώ πολύ.— Τί λές τώρα, γ ιά όνομα τού θεού. Λυπούμαι μόνο πού

δέ μπορώ νά κάμω τίποτα.Έσκυψε γρήγορα γρήγορα στόν κοτθρέφτη μου καί που

ντράρισε το πρόσωπό της.— θ έ μου, πώς είμαι ! είπε. ταύτό το α ναθεματισμένο το

βέλο συνεχώς πάει στραβά. Τέλος πάντων, δέ γίνετα ι τίποτα.Βγήκε βιαστικά άπ’ το δωμάτιο κι' έκλεισε τήν πόρτα

πίσω της. Κατάλαβα ότι, μιά κι' είχα άρνηθεί νά κατέβω, είχα χάσει τή συμπάθεια της. Τήν είχα α πογοητεύσει. Δε μέ είχε νιώσει. ' ανήκε σέ άλλο -Είδος α νθρώπων, σε α λλη ράτσα άπό μένα. Οί γυναίκες τής ράτσας της ε ϊχαν άέρα, χαρακτήρα, νεύρο. Δέν ήταν. όπως έγώ . Ά ν ή Βεοττρίκη είχε κάμει ό,τι εί­χα κάμει έγώ, θάχε φορέσει ένα άλλο φουστάνι και θάχε κα­τέβει νά ύποδεχτεί τούς καλεσμένους, θ ά χ ε σταθεί στό πλευρό του Τζίλς, και θάδινε το χέρ ι στόν κόσμο πού θά ρχόταν, καί 6ά χαμογέλαγε. Έ γ ώ αύτό δέ μπορούσα νά τό κάμω. Δέν είχα τήν περηφάνεια. Δέν είχα τόν α έρα. Δέν είχα τήν κατάλ­ληλη τανατροφή.

’Εξακολουθούσα νά βλέπω τά μάτια του Μαξίμ νά πε­τάνε φωτιές στήν κάτασπρη ν όψη του, κι' άπό πίσω τόν Τζίλς, καί τή Βεοοτρίκη, καί τόν Φράνκ νά στέκουν α ποσβολωμένοι και νά με κοιτάζουν.

Σηκώθηκα α π' το κρεβτατι καί πήγα και κοίταξα α π' τό παρταθυρο. ΟΙ κηπουροί πηγαινοέρχονταν στό ροδόκηπο γύρω ταπό τά φώτα, δοκιμάζοντας νά Ιδούν άν α νάβανε έν τάξει. Ό ούρονός ήταν χλωμός, μέ λ ίγ α α χνορόδινα συννεφτακια στή δύση. "Οταν θά σκοτείνιαζε, οί λάμπες θάναβαν όλες. Είχαν βάλει καρέκλες και τραπεζάκια στό ροδόκηπο, γ ιά τά ζεύγη πού θάθελαν νά κοοθήσουν έξω. Ή μυρουδιά τών ρόδων έφτονε ώς τό παράθυρό μου. ΟΙ κηπουροί κουβέντιαζαν και γελούσαν.

—Ε δώ έχει καεί ένα λαμπιόνι, τακουσα μιά φωνή νά φω­νάζει. Δώσ' μου έ ν 'ταλλο, Μπίλ, κάμε μου τή χάρη. Έ ν α μπλέ.

— 244 —

Page 241: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Τοποθέτησε τό λαμπιόνι κι' άρχισε νά σφυρίζει κεφάτος και ξένιαστος ένα τραγουδάκι τής μόδας, κι' Εγώ συλλογί­στηκα πώς ή όρχήστρα θάπαιζε ίσως άπόψε τόν ίδιο σκοπό,, πάνω άπό το χώλ, στόν 'Εξώστη τών Μενεστρέλων.

—'Εν τάξει, είπε ό κηπουρός άνάδοντας και οξύνοντας πάλι το φως. Δέ λείπουν άλλα. Πάμε νά δούμε καί τής ταράτσας.

Κι' έστριψαν τή γωνιά του σπιτιού, Εξακολουθώντας νά σφυρίζουν τό τραγούδι.

"Ηθελα νάμουν αύτός ό άνθρωπος. 'ταργότερα, στό χορό' θά στεκόταν με τό φίλο του στήν άλέα καί θάδλεπε τ’ αύτοκίνητα πού θάρχονταν, μέ τά χέρια στίς τσέπες, μέ το κασκέτο του ριχτό πρός τά πίσω. θά στεκόταν παρέα μέ τούς άλλους, άνθρώπους τού κτήματος, και θάπινε κρασί στό μακρόστενο τραπέζι πού ήταν στρωμένο γι' αύτούς σέ μιά γωνιά τής τα­ράτσας.

«"Οπως τόν παλιό καιρό », θάλεγε, «δέν είναι ; »Μά ό φίλος του θά κουνούσε τό κεφάλι, τραβώντας τήν

πίπα του :« Πού ή παλιά μας ή κυρία », θ' άποκρινόταν. « ταύτή ή και­

νούργια είναι άλλο πράμα, άλλος άνθρωπος.»Και μιά γυναίκα πού θά στέκονταν δίπλα του, μές στο

μπουλούκι, θά συμφωνούσε μαζί του, καί σι άλλοι το ίδιο, και όλοι θάλεγαν : «Δίκιο έχει», και θά κουνούσαν το κεφάλι τους.

«Πού 'ντηνε άπόψε ; Ούτε μιά φορά δέν έφάνηκε στήν ταράτσα.»

«Δέν ξέρω. Δέν τήν είδα καθόλου.»«Ή κυρία ντέ Γουίντερ, τόν παλιό καιρό, ήταν πανταχού

παρών.»«Πές το ψέματα !»Κι' ή γυναίκα θά γύριζε στούς πλαϊνούς της, κουνώντας

τό κεφάλι της μέ μυστήριο.«Λένε πώς άπόψε δέν «φάνηκε καθόλου.»«"ταντε δά !»«ι'ταλήθεια σάς λέω. Ρώτα τή Μαίρη άπό δώ.»«"Εχει δίκιο. Μιά άπό τίς ύπηρέτριες τού σπιτιού μούπε

πώς ή κυρία ντέ Γουίντερ δεν κατέβηκε διόλου απόψε άπό τήν κάμαρά της.»

«Τί τήν έπιασε ; Μήν είν’ άρρωστη ;»«Όχι, είναι μουτρωμένη. Τό φουστάνι της, φαίνεται, δέν

ήταν τού γούστου της.»"Ενα γέλιο γενικό κι' ένας ψίθυρος.«'τακούστηκε ποτέ τέτοιο πράμα ; Τί ντροπή γιά τόν κύ­

ριο ντέ Γουίντερ 1»

— 245 —

Page 242: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

«Έ γώ δε θά τό σήκωνα αύτό. 'τακούς έκεί, το μωρουδέλι !»«Μπορεί να μήν είναι άλήθεια.»«'ταλήθεια είναι. Ό λ ο το σπίτι το ξέρει.»•Ή κουβέντα θα πέρναγε άπό στόμα σέ στόμα. Έ ν α χ α ­

μόγελο, ένα κλείσιμο του ματιού, ένα σήκωμα τών ώμων. Μια παρέα ·έδώ, οέλλη έκεί. Και το νέο θάφτανε στούς καλεσμένους πού θά σεργιάνιζαν στήν ταράτσα και στίς πελούζες, — στό ζευγάρι πού θά ρχόταν κατά τίς τρεις στό ροδόκηπο, νά καθήσει σ' αύτές τίς καρέκλες, κάτω ά π’ το παράθυρό μου.

« ταές νάναι αλήθεια αύτό πού άκουσα ;»«Τ ί άκουσες ;»« Ό τ ι δέν έχει καμιά άδιαθεσία, άλλά είχαν πρώτα μιά

φοβερή σκηνή μεταξύ τους, και τώρα δε θέλει νά παρουσια­στεί.»

« Τι λές ;!»‘Έ να σήκωμα τών φρυδιών, ένα παρατεταμένο σφύριγμα.«Μ άλιστα ! ‘Ό πω ς και νά το κάνεις, είναι παράξενο. Δε

σε πιάνει δυνατός πονοκέφαλος έτσι, στά καλά καθούμενα. Ό λ ' αύτά είναι πράσινα άλογα.»

« ταύτός μού φάνηκε σά μελαγχολικός λιγάκι.»« Κι' εμένα.»«'Εγώ το είχα άκούσει κι' άπό πρίν. Φαίνεται πώς αύτός

ό γάμος δέν έχει και μεγάλη επιτυχία.»« Σοβαρά ;»«'ταλλά ; Τόχω άκούσει άπό πολλούς. Λένε πώς άρχίζει νά

καταλαβαίνει ότι έκαμε μεγάλο λάθος. Καί νά πεις πώς είναι ομορφη. . .»

«'ταλήθεια ! Φαίνεται πώς δέν είναι καί σπουδαία. Πρίν τήν πάρει, τί πράμα ήτανε ;»

« Ά ! Τίποτα. Τή βρήκε καί τή μάζεψε τότε πού είχε πάει στή Γαλλία. Γκουβερνάντα ήταν, νομίζω, κάτι τέτοιο.»

« Κύριε τών δυνάμεων !»«Μάλιστα ! Κι' υστέρα νά σκέπτεσαι τή Ρεβέκκα !»'Εξακολουθούσα νά κοιτάζω τίς άδειες καρέκλες. Ό ρό­

δινος ούρανός είχε αρχίσει νά γίνεται γκρίζος. Πάνω άπ' το κεφάλι μου έλαμπε ό αποσπερίτης. Σ τά δάση, πέρ' άπ’ τό ρο­δόκηπο άκούονταν τά τελευταία φτερουγίσματα τών πουλιών πριν άπό τή νύχτα. ‘Έ να ς μοναχικός γλάρος έσχιζε τόν ούρανό.

Ά φ ησα τό παράθυρο και ξαναπήγα πρός το κρεβάτι. Μά­ζεψα το άσπρο μου φόρεμα πού τόχά άφήσει πεταμένο στό πάτωμα, και τό ξανάβαλα στό κουτί μέ τό μεταξωτό χαρτί. •Έβαλα στό κουτί της και τήν περούκα. "Υστερα έψαξα σ' ένα ντουλάπι, γ ιά τό μικρό σιδεράκι πού είχα στό Μόντε Κάρλο

Page 243: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γιά τα φορέματα τής κ. Βάν Χόπερ. ’“Ηταν σ' ένα ράφι, στό βάθος, μαζί μέ κάτι μάλλινα τζάμπερ πού είχα νά τά φορέσω καιρό. Ήταν ένα σιδεράκι άπ’ αύτά πού ταιριάζουν οέ όλα τά βολτάζ. Τόδαλα στήν πρίζα του τοίχου. 'Άρχισα νά σιδερώ­νω το γαλάζιο φουστάνι πού είχε βγάλει άπ' τή ντουλάπα ή Βεατρίκη. ταργά, μεθοδικά, όπως σιδέρωνα στό Μόντε Κάρλο τά φορέματα της κ. Βάν Χόπερ.

Ό ταν τέλειωσα, άπλωσα έτοιμο το φουστάνι μου στό κρε­βάτι. "Υστερα καθάρισα το πρόσωπό μου άπ’ το μακιγιάζ. Χτένισα τά μαλλιά μου κι' έπλυνα τά χέρια μου. Φόρεσα το γαλάζιο φουστάνι καί τά παπούτσια πού τού πήγαιναν. ’Ήμουν πάλι όπως άλλοτε, όταν κατέβαινα στό χώλ τού ξενοδοχείου με τήν κ. Βάν Χόπερ. 'Άνοιξα τήν πόρτα τής κάμαράς μου και προχώρησα στό διάδρομο. ‘Όλα ήταν ήρεμα και σιωπηλά, θα μπορούσε κανείς νά νομίσει ότι δέν ήταν ή μέρα γιορτής. Προ­χώρησα στίς μύτες τών ποδιών ώς τήν άκρη τού διαδρόμου. κι' έστριψα στή γωνιά. Ή πόρτα πού πήγαινε στή δυτική πτέ­ρυγα ήταν κλειστή. Κανένας ήχος δέν άκούγονταν. 'Όταν έφτασα στόν ’Εξώστη, έκεί στό κεφαλόσκαλο, άκουσα άπ' τήν τραπεζαρία ψίθυρους καί κουβέντες. Ή τ αν άκόμα στό τραπέ­ζι. Το μεγάλο χώλ ήταν άδειο. Ούτε στόν 'Εξώστη ήταν κα­νείς. Φαίνεται ότι καί οί μουσικοί είχαν πάει γιά φαγητό. Δέν είχα ιδέα πώς τούς είχαν κανονίσει. Ό Φράνκ θά τά είχε φρον­τίσει, — ό Φράνκ ή ή κ. Ντάμβερς.

Άπό κει πού στεκόμουν, έβλεπα το πορτραίτο τής Καρο­λίνας ντέ Γουίντερ νά μέ κοιτάζει. 'Έβλεπα τίς μπούκλες πού στεφάνωναν το πρόσωπό της, και το χαμόγελο στά χείλη της. θυμήθηκα τά λόγια τής γυναίκας τού έπισκόπου, τότε πού είχα πάει νά τή δώ : « Ποτέ δέ θά τήν ξεχάσω όπως ήταν στα κάτασπρα, με το μαύρο Εκείνο σύννεφο τών μαλλιών της.» θάπρεπε νά τάχα θυμηθεί αύτά τά λόγια, θάπρεπε νά είχα κα­ταλάβει. Τί περίεργα πού φαίνονταν τά όργανα έκεί στόν 'Ε­ξώστη, τά μικρά άναλόγια, ή μεγάλη γκρανκάσα. Κάποιος μουσικός είχε άφήσει τό μαντήλι του σε μιά καρέκλα. τακούμ­πησα στά κάγκελα καί κοίταξα κάτω στό χώλ. Σε λίγο θα γέ­μιζε άπό κόσμο, όπως είχε πει ή γυναίκα τού Επισκόπου, κι' ό Μαξίμ θα στεκόταν στό κάτω μέρος τής σκάλας καί θάσψιγγε τά χέρια τών καλεσμένων πού θάμπαιναν στό χώλ. ΟΙ φωνές τους θ' άντηχοΰσαν ώς το ταβάνι, ή όρχήστρα θάρχιζε νά παί­ζει άπ' τόν Εξώστη όπου ήμουν τώρα, κι' ό βιολονίστας θά χαμογελούσε και θά κρατούσε τό ρυθμό.

Δέ θάταν πιά τόσο ήσυχα, όπως τώρα. Κάποιο σανίδι έτρι­ξε στόν ’Εξώστη. Γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Δέν ήταν κα­νείς. Ό Εξώστης ήταν άδειος, όπως καί πρώτα. "Ενα ρεύμα

247 —

Page 244: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μέ χτύπησε στό πρόσωπο, θ ά εϊχαν ξεχάσει κανένα παράθυρο ανοιχτό σέ κάποιον άπό τούς διαδρόμους. Οί, όμιλίες στήν τρα ­πεζαρία έξακολουθουσαν. 'ταναρωτιόμουν γ ια τ ί νάχε τρίξει το σανίδι, άφού έγώ δέν είχα σαλέψει καθόλου. 'Ίσ ω ς να ήτον ή ζέστη της νύχτας, ίσως κανένα παλιό ξύλο πού είχε φου­σκώσει. Το φύσημα έκείνο το αισθανόμουν άκόμα. ‘Έ να φύλ­λο άπ' τίς νότες πέταξε άπό κάποιο άναλόγιο κι' έπεσε χάμω. Κοίταξα πρός το μέρος τού κεντρικού διαδρόμου. Το ρεύμα έρχόταν άπό κει. Γύρισα πίσω άπό κει πού ήρθα, κι' όταν βγή­κα στό μακρύ διάδρομο, είδα ότι ή πόρτα τής δυτικής πτέρυ­γα ς ήταν όρθάνοιχτη και χτυπούσε στόν τοίχο. Ό δυτικός δ ιά ­δρομος ήταν σκοτεινός, κανένα φώς δέν ήταν άναμμένο. ταισθα­νόμουν τόν άέρα να μέ φυσάει κατά πρόσωπο άπό κάποιο άνο ιγμένο παράθυρο. Πασπάτεψα τόν τοίχο, γ ιά νά βρώ κανένα διακόπτη, άλλά δε μπόρεσα. 'Έ βλεπα το παράθυρο σέ μιά γω ­νιά τού διαδρόμου, ή κουρτίνα του σ ιγοανέμιζε μπρος και πίσω. Το γκρίζο βραδιάτικο φώς έριχνε παράξενους ίσκιους στό πάτωμα. 'ταπ' τ' άνοιχτό παράθυρο έφτανε στ' αύτιά μου ό ήχος τής θάλασσας, το σιγαλό μουρμούρισμα τής φυρονε­ριάς πού άποτραβιότανε άπ' τά βότσαλα στό ακρογιάλι,

Δέν πήγα νά κλείσω το παράθυρο. Στάθηκα έκεί μιά στιγμή, άναριγώντας μές στο λεπτό μου φουστάνι, κι' άκουγα τή θάλασσα πού στέναζε άφήνοντας τήν άκτή. "Υστερα πήγα γρήγορα κι’ έκλεισα πίσω μου τήν πόρτα τής δυτικής πτέρυ­γας, και ξαναγύρισα πάλι στή σκάλα.

ΟΙ όμιλίες είχαν τώρα φουντώσει κι' άκούγονταν πιό δυνοίτά. Ή πόρτα τής τραπεζαρίας ήταν ανοιχτή. Σηκώνονταν άπ ' το τραπέζι. 'Έ βλεπα τόν Ρόμπερτ όρθιο δίπλα στήν άνοιχτή πόρτα. 'Ά κουγα καρέκλες νά σαλεύουν, μιά βοή άπό κουβέν­τες και γέλια.

Κατέβηκα άργά τή σκάλα και πήγα πρός αύτούς.

‘Ό ταν ξαναφέρνω στο νου μου τόν πρώτο μου έκείνο χορό στό Μάντερλέη, τόν πρώτο και τόν τελευταίο μου, θυμάμαι διάφορες απομονωμένες μικρολεπτομέρειες πού στέκουνε ξέ­χωρες στόν άπέραντο θολό καμβά έκείνης τής βραδιάς. ‘Έ να φόντο άκαθόριστο, μιά θάλασσα άπό αξεχώριστα πρόσωπα πού δέ γνώριζα κανένα τους, και ή άργή μονοτονία τής όρχήστρας σ' ένα βαλς πού δέν έλεγε νά τελειώσει. Τά ίδια ζευγά­ρια περνούσαν άδιάκοπα σε μιάν άσταμάτητη περιδίνηση μέ τό ίδιο χαμόγελο καρφωμένο στά χείλη, και μένα, πού στε­κόμουν έκεί στά πόδια τής σκάλας μαζί μέ τόν Μαξίμ, κα­λωσορίζοντας τούς καθυστερημένους, τά χορευτικά αυτά ζευ-

— 248 —

Page 245: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γάρια μού φαίνονταν σά μαριονέτες δεμένες στήν άκρη ένός σπάγγου, που κάποιο άόρατο χέρι τις γυρόφερνε καί τίς στρο­βίλιζε.

θυμάμαι μιά γυναίκα, πού δέν 'έμαθα ποτέ τό όνομά της κι' ούτε την ξαναείδα ποτέ. Φορούσε μιά φούστα ρόζ, φτιαγμέ­νη μέ μπανέλες σέ σχήμα κρινολίνου, άόριστον ύπαινιγμό κά­ποιου αιώνα περασμένου, — ποιανού όμως ; τού δέκατου έβδο­μου ; του δέκατου όγδοου ; τού δέκατου ένατου ; δε 6ά μπο­ρούσα άκριβώς νά το πώ. Κάθε φορά πού περνούσε μπροστά μου, αύτό τύχαινε νά συμπίπτει μ' ένα κυμάτισμα τού βαλς. Λύγιζε τότε κι' έγερνε πλάι, στο ρυθμό του χορού, χαμογελών­τας σά νά χαμογελούσε σέ μένα. ταύτό γίνονταν συνεχώς, πάλι το ίδιο καί πάλι, ώς πού κατάντησε αύτόματο, ένα είδος ρουτί­νας, σάν έκείνες τίς βόλτες στό κατάστρωμα ένός βαποριού, όπου συναντάς τά ίδια πρόσωπα νά βολτάρουν έπίσης, καί ξέ­ρεις μέ άπόλυτη 'βεβαιότητα πώς θά τά βρεις καί πάλι μπρο­στά σου στή γέφυρα.

Νομίζω πώς τή βλέπω άκόμα μπροστά μου, με τά πεταχτά δόντια της, μέ τά χαρούμενα κοκκινάδια της ψηλά έκεί στά μάγουλα, καί μέ τό χαμόγελό της, νά άπολαμβάνει τή βραδιά της εύτυχισμένη καί άμέριμνη. 'ταργότερα, τήν είδα στό τρα­πέζι τού σουπέ νά κοιτάζει τά φαγητά με τά διαπεραστικά μά­τια της, κι' ύστερα νά γεμίζει ως άπάνω ένα πιάτο με σολομό καί άστακό μαγιονέζα και νά πηγαίνει σε μιάν άπόμερη γωνιά.

θυμάμαι έπίσης τή Λαίδη Κρόουαν, άποτρόπαιη στό κατα­πόρφυρο κοστούμι της, ντυμένην ούτε κι' έγώ δέν ξέρω πώς, ώς κάποιο πρόσωπο ρωμαντικό περασμένης εποχής, Μαρία 'ταν­τουανέτα, πιθανόν, άπ’ ό,τι καταλάβαινα, ή μπορεί καί Nell Gwynne, ή ώς κάποιος άλλόκοτος έρωτικός συνδυασμός καί τών δύο,— νά φωνάζει όλη τήν ώρα ξαναμμένη, μέ κάτι διαπερα­στικές φωνές πιό δυνατές άπό συνήθως εξαιτίας τής σαμπάνιας πού είχε πιει : «Ό χι στούς ντέ Γουίντερ ! Καθόλου στούς ντέ Γουίντερ ! Εμένα νά μου λέτε εύχαριστώ γιά τήν άποψινή βραδιά ! »

θυμάμαι τόν Ρόμπερτ, νά άναποδογυρίζει ένα δίσκο μέ παγωτά, καί τήν έκφραση τού Φρίθ όταν είδε πώς ό Ρόμπερτ είχε κάμει τη ζημιά, κι' όχι κανένα άπ’ τά έκτακτα γκαρσόνια. "Ετσι μου ρχόταν νά τρέξω στόν Ρόμπερτ, νά σταθώ δίπλα του, και νά του πώ : « Ξέρω τί αισθάνεσαι. Καταλαβαίνω. 'Εγώ άπόψε έχω κάμει χειρότερα ». ταισθάνομαι άκόμα στό πρόσωπό μου έκείνο το πετρωμένο χαμόγελο πού καθόλου δέν ταίριαζε μέ τήν άπελπισία τών ματιών μου. Βλέπω τή Βεατρίκη, τήν καλή μου Βεατρίκη, φιλικότατη, και χωρίς τάκτ όπως πάντα, νά μέ κοιτάει μές άπ' τά μπράτσα του καβαλιέρου της, κου-

£49 -

Page 246: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νώντας μου Ενθαρρυντικά τό κεφάλι, ένώ τά. βραχιόλια κου­δούνιζαν ατά χέρια της, κι” ό φερετζές της γλιστρούσε διαρκώς απ' το κάθιδρο\μέτωπό της. 'ταναθυμούμαι τόν έαυτό μου τόν ίδιο νά στροβιλίζεται γύρω γύρω στό δωμάτιο σ' έναν άπελπισμένο χορό μέ τόν Τζίλς, πού ή πιστή του συμπάθεια και ή καλή του καρδιά δέν Εννοούσαν νά παραδεχτούν καμιάν ά ρ ­νηση, και πού ήθελε καλά και σώνει νά με γυροφέρνει μές στό συνωθούμενο πλήθος, όπως θάκανε στις κούρσες μέ τ ’ άλογά του. Τόν άκούω νά μού λέει : «Το φουστάνι πού φοράς είναι θαύμα. Ό λ ε ς τίς έχει ρεζιλέψει», — και τού είχα τόση ευγνω­μοσύνη γ ι ' αύτή τήν άπλή και συγκινητικήν Εκδήλωση τής κα­τανόησης και της ειλικρίνειας του. Τόν καημένο τόν Τζίλς ! Είχε τήν Ιδέα πώς ήμουν στενοχωρημένη έξαιτίας τού φουστα­νιού μου, πώς ή Εμφάνισή μου με βασάνιζε, και πώς έδινα σ ' όλ' αύτά πολύ μεγάλη σημασία.

Ό Φράνκ μου έφερε ένα πιάτο μέ κοτόπουλο και ζαμπόν, πού δέ μπορούσα νά τα φάω, κι' ό Φράνκ πάλι στεκότανε δίπλα μου μ' ένα ποτήρι σαμπάνια, πού δέν ήθελα να το πιώ.

— Κάντε μου τή χάρη, μου είπε ήσυχα, θ ά σόες κάμει καλό.'Ή πια δυο τρεις γουλιές γ ιά νά τόν εύχαριστήσω. Ό μαύ­

ρος Επίδεσμος στό ένα το»> μάτι τουε δινε μιά χλωμή παράξενην έκφραση, τόν έκανε να φαίνεται πιό μεγάλος, ταλλιώτικος. Στό πρόσωπό του είχε κάτι ρυτίδες πού δέν της είχα προσέξει πρωτύτερα.

Πηγαινοερχόταν άνάμεσα στούς καλεσμένους σάν ένας δεύτερος οικοδεσπότης, προσέχοντας αν ήταν βολεμένοι, φρον­τίζοντας μή τούς έλειπε τίποτα, και χόρευε στό μεταξύ μ’ ένα Επίσημα τελετουργικό ύφος, περιφέροντας τή ντάμα του γύρω στήν αίθουσα με «τανέκφραστο πρόσωπο. Δέ φορούσε με άνεση το πειρατικό του κοστούμι, και οί φαβορίτες του, καθώς τίς είχε φουντώσει κάτω άπό το κόκκινο μαντήλι που φορούσε στό κεφάλι του, είχαν κάτι το τραγικό. Τον φανταζόμουν νά στέ­κεται μπροστά στον καθρέφτη, στή λιτή μοναχική του κρεβατο­κάμαρα, καί νά τίς τυλίγει γύρω άπ ' τά δάχτυλά του. Τόν καημένο, τόν καλό μου τόν Φράνκ. Ποτέ δέν τόν ρώτησα, ποτέ δέν έμαθα τήν άπέχθεια πού θα είχε αίστανθεί γι" αύτό τόν τε­λευταίο χορό τού Μάντερλέη.

Ή όρχήστρα έξακολουθουσε νά παίζει, τά ζευγάρια τών χορευτών στριφογύριζαν σά νευρόσπαστα πάνω κάτω, μπρός πίσω στό μεγάλο χώλ, κι' έγώ πού τά κοίταζα δέν ήμουν έγώ, ένα πλάσμα μέ αισθήματα, φτιαγμένο μέ σάρκα και μέ αίμα, άλλά τό όμοίωμα ένός άνθρώπου, μιά άψυχη κούκλα, μ' ένα χαμόγελο βιδωμένο στήν όψη της. Τό πρόσωπο πού ήταν στό πλάϊ της, ήταν κι' Εκείνο άπό ξύλο. Ή όψη του ήταν μιά μάσκο^

— 250 —

Page 247: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τό χαμόγελό του δεν ήταν το δικό του χαμόγελο. Toe μάτια του δέν ήταν τά μάτια του άνθρώπου πού άγαπούσα, του άνθρώπου -πού ήξερα. Κοίταζαν μέοα άπό μένα καί πέρα άπό μένα, πα­γωμένα και άνέκφραστα, πρός κάποιον τόπο όδύνης καί μαρ­τυρίου οπού 'έγώ δέ μπορούσα νά μπώ, πρός κάποιαν Ιδιαίτερη Εσωτερική κόλαση πού έγώ δε μπορούσα νά μοιραστώ μαζί του.

Δε μού μίλησε ούτε μιά φορά. Δέ μ' άγγιξε ούτε μιά φορά. Στεκόμαστε ό ένας δίπλα στον άλλον, ό κύριος καί ή κυρία του σπιτιού, και δέν ήμαστε μαζί. Πρόσεξα τούς εύγενικούς του τρόπους στούς ξένους. Πετούσε ένα λόγο στόν ένα, ένα άστείο στόν άλλο, ένα χαμόγελο σ' έναν τρίτο, φώναζε πάνω άπ' τόν ώμο του σ' έναν τέταρτο, και κανείςε κτός άπό μένα δεν κατα­λάβαινε ότι κάθε λόγος του, κάθε του κίνηση, ήταν κάτι το αύτόματο, ή ένέργεια μιας μηχανής. 'Ήμαστε σά δυο ήθοποιοί σε κάποιο έργο θεατρικό, ήμαστε όμως χωρισμένοι, καί παίζαμε χωρίς άνταπόκριση, ταύτή τή στιγμή έπρεπε νά την ύποστοΰμε ό καθένοος μόνος του, κι' έπρεπε αύτή τήν έλεεινη κι' άξιοθρήνητη κωμωδία νά τή φέρουμε είς πέρας γιά χάρη όλων αύτών τών ανθρώπων πού μού ήταν άγνωστοι και πού ούτε ήθελα νά τούς ξαναδώ.

— τακούω πώς ή κυρία δεν έλα β ε έγκαίρως το κοστούμι της, είπε τού Μαξίμ κάποιος άνθρωπος μ' ένα πρόσωπο όλο βαφές καί μιά κοτσίδα σάν αύτές τών ναυτικών του παλιού καιρού, γελώντας και δίνοντάς του μιά φιλική σκουντιά στό πλευρό. Μεγάλο αίσχος ! Έ γώ στή θέση σας θά τούς έκανα άγωγή. Το ίδιο έγινε μιά φορά και με τή γυναίκα τού ξα­δέρφου μου.

— Ναί, μεγάλη άτυχία, είπε ό Μαξίμ.—'τακούστε νά σάς πώ, είπε ό ναυτικός γυρίζοντας σε μένα.

Εσείς νά λέτε ότι είστε ντυμένη Μή με λησμόνει. Γαλάζια δέν είναι τά μή μέ λησμόνει ; Και τρέλα λουλούδια ! Δίκιο δέν έχω, ντέ Γουίντερ ; Πέστε τής γυναίκας σας νά λέει πώς είναι ένα μή · μέ λησμόνει,

'ταπομακρύνθηκε σκάζοντας στά γέλια, με τή ντάμα του στήν άγκαλιά του,

—1‘Ωραία Ιδέα, τί λέτε ; ‘Ένα μη με λησμόνει !Έκείνη τή στιγμή, άκριβώς άπό πίσω μου, νά πάλι ό

Φράνκ, μ' άλλο ποτήρι, αύτή τή φορά λεμονάδα.—''Οχι, Φράνκ. Δε διψάω.— Γιατί δέ χορεύετε ; 'Ελάτε τουλάχιστον νά καθήσετε

λίγο. 'Έχει μιά γωνιά 'έκεί στήν ταράτσα.—1Ό χι προτιμώ νά στέκω όρθια. Δέν έχω κέφι νά καθήσω.— Μπορώ νά σάς φέρω τίποτα, κανένα σάντουιτς, κανένα

ροδάκινο ;

— 251 —

Page 248: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—Ό χ ι, δέ θέλω τίποτα.Ή κυρία μέ τά ρόζ ξαναπέρασε, ξέχασε όμως αύτή τη

φορά να μού γελάσει. "Ηταν ξαναμμένη απ ' τό σουπέ της, και κοίταζε όλη τήν ώρα στά μάτια τόν καβαλιέρο της. Ή τ α ν πολύ ψηλός, πολύ αδύνατος, μ’ ένα σαγόνι μυτερό σά σουβλί.

Τό «Πεπρωμένο», ό « ‘Ωραίος Γαλάζιος Δούναβης», ή « Εύθυμη χήρα », ένα δύο τρία, ένα δύο τρία, στροφή, ένα δύο τρία, ένα δύο-τρία, στροφή. Ή κυρία μέ τά ρόζ, μιά κυρία μέ τά πράσινα, πάλι ή Βεατρίκη, μέ σηκωμένο το φερετζέ της πάνω άπ ' το μέτωπο, ό Τζίλς μ' ένα πρόσωπο λου­σμένο στόν Ιδρώτα, και πάλι Εκείνος ό ναυτικός, με άλλη ντά­μα, σταματημένοι στο πλάϊ μου, ποιά ήταν δέν ήξερα, ντυμένη μ' ένα κοστούμι Τυδώρ, ποιός ξέρει ποιά Τυδώρ, μέ μιά μεγά­λη πτυχωτή τραχηλιά γύρω στό λαιμό και μέ μαύρο βελούδινο φουστάνι.

— Πότε θά ρθείτε νά μάς δείτε ; μου κάνει, σά νά ήμαστε φίλες παλιές.

— Το γρηγορώτερο ! Το γρηγορώτερο Ι ταύτό άκριβώς λέ­γαμε προχτές, τής άπαντώ, άπορώντας πώς βρήκα μέ τόση εύκολία νά πώ ξαφνικά τέτοιο ψέμα, χω ρίς καμιάν απολύτως προσπάθεια.

— Τί Εξαίσια βραδιά ! Σ ά ς συγχαίρω, μου κάνει.— Εύχαριστώ πολύ, λέω κι' Εγώ. Ώ ρ α ία είναι, δεν είναι ;—"Ωστε 'έτσι, μου λέει. Σ ά ς κατάστρεψαν το κοστούμι.

σ α ς . ..— Μά είδατε ! Τί άνοησία !—'ταχ, αύτά τά μαγαζιά ! Πάντα τά ίδ ια και τά ίδια !

Φοβερό νά τούς έχεις άνάγκη ! Πάντως όμως, μ' αύτό το ώραιότατο γαλάζιο φουστάνι είστε τρέλα, δροσερή δροσερή. 'Ενώ έγώ μ.' αύτό το βελούδο έχω σκάσει. Δέν το ξεχνάτε ; θ ά ρθείτε μιά μέρα νά φάμε μαζί στό Παλάτι.

— θ ά μάς είναι μεγάλη χαρά.Τί Εννοούσε ; Πού νά πηγαίναμε ; Σ έ ποιο παλάτι ; Είχαμε

σχέσεις βασιλικές και δέν τόξερα ; 'Έ φυγε πεταχτή, στήν α γ ­κάλη τού ναυτικού, στά κύματα τού Γαλάζιου Δούναβη, σαρώ­νοντας το πάτωμα μέ το βελουδένιο φουστάνι της, και μόνο μετά άπό καιρό, κάποια νύχτα πού δέ μπορούσα νά κοιμηθώ,, θυμήθηκα πώς έκείνη ή Τυδώρ ήταν ή γυναίκα τού Επισκόπου, πού τού άρεσε νά κάνει πεζοπορίες στά Πεννίν.

Τί ώρα ήταν ; Δέν ήξερα. Ή βραδιά κυλούσε, <α ώρες έφευ­γαν ή μιά μετά τήν άλλη, μέ τά ίδια πρόσωπα και τούς Ιδιουςσκοπούς. Πότε πότε, αύτοί πού έπαιζαν μπριτζ στή βιβλιοθήκη έβγαιναν σάν Ερημίτες άπ' τά κελιά τους, και κοίταζαν λίγο τά ζευγάρια πού χόρευαν, κι' ύστερα γύριζαν ξανά στό παι-

Page 249: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γνίδι τους. Ή Βεατρίκη, μέ τά πέπλα της κυματιστά πίσω της, μού ψιθύρισε στό αύτί :

— Γιατί δέν κάθεσαι λίγο ; Είσαι σάν πεθαμένη.— Είμαι πολύ καλά.Ό Τζίλς, πού cl μπογιές έτρεχαν στο πρόσωπό του, άξιο

λύπητος, έτοιμος να σκάσει μές στην κελεμπία του, ήρθε και μού είπε :

—’Έλα νά ιίδείς τά πυροτεχνήματα στήν ταράτσα.θυμάμαι πώς στεκόμουν στήν ταράτσα καί κοίταγα ψηλά

στόν ουρανό, όπου οί μάταιες καί εφήμερες ρουκέτες έσκαγαν κι' έπεφταν. Σέ μιά γωνιά ήταν ή μικρή ή Κλάρις μ’ ένα νέο παιδί άπό το κτήμα. Χαμογελούσε εύτυχισμένη, είχε ξεχάσει τά δάκρυά της, κι' όταν καμιά ρουκέτα τής έπεφτε μπρος στά πόδια της, άρχιζε τά χαρούμενα ξεφωνητά.

— Κοίτα εκεί ! Κοίτα έκεί ! κάνει ό Τζίλς σάν τρελός, κοι­τώντας ψηλά μέ το όλοστρόγγυλο πρόσωπό του καί το στόμα του διάπλατο. Δές θηρίο ! 'Εδώ έρχεται ! Μωρέ μπράβο 1 Κοίτα θαύμα !

Το άργό σφύριγμα τής ρουκέτας καθώς έσχισε τόν αέρα, το σκάσιμο τής έκρηξης, ό χείμαρρος τά μικρά σμαραγδένια άστρουλάκια. Μιά βουή θαυμασμού άπό το πλήθος, φωνές ένθουσιασμού, χειροκροτήματα.

Ή κυρία μέ τά ροζ στήν πρώτη γραμμή, με το πρόσωπο ξα­ναμμένο άπ' τήν προσμονή, μ' ένα ξεφωνητό γιά κάθε άστέρι πού έπεφτε : «"ταχ, τί όμορφο ! , .. Δές έκείνο έκεί, τί ώραϊο πού είναι... "Ω, αύτό δέν έσκασε... Πρόσεξε, έρχεται κατά δώ ... Τί κάνουν αύτοί Οί άνθρωποι ; . . .» 'τακόμα κι' οί έρημίτες παρατήσανε τά κελιά τους καί βγήκαν μέ τούς χορευ­τές στήν ταράτσα. ΟΙ πελούζες ήταν κατάμαυρες άπ' τόν κόσμο. Ή λάμψη τών άστρων πού έσκάγανε άντιφέγγιζε στά ύψωμένα τους πρόσωπα.

Ή μιά μετά τήν άλλη, οί ρουκέτες τινάζονταν σάν σαίτες οτόν άέρα, κι' ό ούρανός έγινε χρυσοπόρφυρος, Το Μάντερλέη φάνταζε σάν ένα σπίτι μαγεμένο, με φλογισμένο το κάθε του παράθυρο, με τούς γκρίζους του τοίχους χρωματισμένους άπ' τή Ρροχή τών άστρων. "Ενα σπίτι παραμυθένιο, πού ξέβγαινε άπό δάση σκοτεινά. Κι' όταν ή τελευταία ρουκέτα έσκασε, και τά ζήτω έσβυσαν, ή νύχτα, πού ήταν πρίν τόσο ώρα ία, φάνηκε άξαφνα άπ' τήν αντίθεση μελαγχολική καί βαριά, κι' ό ούρα­νός λές κι' έγινε σάβανο. ΟΙ μικρές συντροφιές, στις πελούζες και στήν άλέα, διαλύθηκαν και σκόρπισαν. ΟΙ καλεσμένοι μα­ζεύτηκαν στίς τζαμόπορτες τής ταράτσας γιά νά γυρίσουν ξανά •στό σαλόνι. Τό ξέφτισμα αρχιζε. Είχε έρθει τό γέρμα. Στεκό­μαστε δλοι έκεί γύρω μέ κάτασπρα πρόσωπα. Κάποιος μού-

— 253 —

Page 250: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

δώσε ένα ποτήρι σαμπάνια. ' τακουσα τόν κρότο τών αύτοκινήτων πού έβαζαν μπρός στήν άλέα.

«ταρχίζουν νά φεύγουν », συλλογίστηκα. « Δόξα σόι ό θεός, άρχίζουν νά φεύγουν.» ‘Η κυρία μέ τά ρόζ ξαναβάλθηκε νά σουπάρει. θέλαμε άκόμα πολλή ώρα ως πού ν' άδειάσει το χώλ. Είδα τόν Φράνκ νά κάνει νόημα στούς μουσικούς. Ή μουν όρθια μπροστά στήν πόρτα, άνάμεσα στό σαλόνι καί στό χώλ,. δίπλα σ' έναν άγνωστο κύριο.

— Τί έκτακτα πού ήταν, μου είπε.— Πράγματι, είπα.—"Ολη ή βραδιά ήταν έξαίσια, είπε.— Χαίρομαι πάρα πολύ, είπα.— Η Μόλλη ήταν έξω φρενών πού δέ μπόρεσε νάρθει, είπε.— Ναί ; είπα.Ή ορχήστρα άρχισε νά παίζει τόν « Παλιό Καλό Καιρό ».

Ό άγνωστος μ' έπιασε άπό τό χέρι κι' άρχισε νά μού κουνάει το μπράτσο ρυθμικά. «'Εμπρός !» φώναξε. «'Εμπρός, παιδιά ! ‘Ό λοι εδώ ! » Κάποιος μ' έπιασε απ ' το άλλο μου χέρι, και πολλοί άλλοι ήρθα ν‘μέ μάς. Κάναμε ένα μεγάλο κύκλο και τραγουδούσαμε μ’ όλη μας τή δύναμη. Ό άνθρωπος πού μου είχε πει πώς όλη ή βραδιά ήταν έξαίσια και πώς ή Μόλλη ήταν έξω φρενών πού τήν έχασε, ήταν ντυμένος Κινέζος μαν­δαρίνος, και τά ψεύτικα νύχια του άγκυλώνονταν στό μανίκι του καθώς κουνούσαμε πάνω κάτω τά χέρια. Ή τα ν ξεκαρδι­σμένος στά γέλια. "Ολοι μας γελούσαμε. Κι' όλοι τραγουδού­σαμε : « θ ! παλιές oi άγάπες λησμονιούνται ».

Ή τρελή αύτή εύθυμία άλλαξε άμέσως μέ τ ίς τελευταίες μπατοΰτες, καί αύτός με το ταμπούρλο άρχισε νά χτυπάει το άπαραίτητο πρελούντιο του « God save the King ». Σ τά πρόσωπά μας τά χαμόγελα σβύστηκαν, σά νά τά είχε ξεπλύνει σφουγ­γάρι. Ό Μανδαρίνος τινάχτηκε εις προσοχήν μέ τά χέρια τεν­τωμένα πρός τά κάτω. θυμάμ α ι ότι άναρωτήθηκα άόριστα μή­πως ήταν στρατιωτικός. Τί παράξενος πού ήταν, μέ το μακρου­λό του το πρόσωπο και τά πεσμένα κινέζικα μουστάκια του. Το μάτια μου συναντήθηκαν με τά μάτια τής κυρίας μέ τά ρόζ Τό «God save the King» τη βρήκε άνύποπτη, μ' ένα πιάτο γ ε ­μάτο στό χέρι. Το κρατούσε μπροστά της μέ τό χέρι τεντωμένο, σά νάβγαζε δίσκο. Μόλις έσβυσε ή τελευταία νότα τού « God save the King », ξετεντώθηκε, χαμήλωσε το πιάτο της, κι’ άρχισε νά τρώει τό κοτόπουλό της μ' ένα είδος μανίας, μιλώντας δυ­νατά πάνω άπό τόν ώμο της μέ τόν καβαλιέρο της. Κάποιος ήρθε καί μουπιασε τό χέρι.

— Μήν ξεχνάτε ότι στίς δεκατέσσερις τού άλλου μηνός θά ρθείτε νά φάτε μαζί μας.

— 254 —

Page 251: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε η Ε Κ Κ Α

- Ά , ν α ί;Τήν κοίταζα ξαφνιασμένη.— Ναί. Πρόκειται να είναι και ή κουνιάδα σας.— Τί ώραία !—Όκτώμιση, ένδυμα έπίσημον. "Ωστε, au revoir.— Ναι, ναι, σύμφωνοι.'Ο κόσμος άρχισε να μπαίνει στή σειρά γιά ν' άποχαιρε

τήσει. Ό Μαξίμ βρισκόταν στην άλλη άκρη τής αίθουσας. Πή­ρα πάλι το χαμόγελο πού είχα πρίν, και πού ύστερα, όταν τέ­λειωσε ό « Παλιός Καλός Καιρός », είχε σδύσει.

— Είχα πάρα πολύν καιρό νά περάσω τόσο ώραία.— Πολύ χαίρομαι.— Δέν έχω λόγους. Πέρασα έκτακτα.— Πολύ χαίρομαι.— Εδώ είμαστε άκόμα, καθώς βλέπετε. Μείναμε ώς τήν

τελευταία στιγμή.— Ναί, πολύ χαίρομαι.Δέν είχε άλλη φράση ή άγγλική γλώσσα ; Χαιρετούσα και

χαμογελούσα σάν κούκλα, και τά μάτια μου γύρευαν, πάνω άπ' τά κεφάλια τους, νά βρούν τόν Μαξίμ. Τον είχε σταματήσει μιά συντροφιά πού έβγαινε άπ' τή βιβλιοθήκη. 'Η Βεατρίκη ήταν κι' αύτή τριγυρισμένη άπό κόσμο, και ό Τζίλς είχε πάει στό μπουφέ, στό σαλόνι, έναν όμιλο πού άργησε. Ό Φράνκ είχε βγει στήν άλέα, και φρόντιζε νάβρει ό καθένας τό άμάξι του. Εμένα μέ είχαν μπλοκάρει όλο ξένοι,

—'ταντίο σας ! Καί εύχαριστούμε τρελά !— Πολύ χαίρομαι.Το μεγάλο χώλ είχε άρχίσει ν' άδειάζει. Είχε άρχίσει κιό­

λα νά παίρνει τήν άκατάστατη και Ερημωμένη έκείνην όψη της γιορτής πού τέλειωσε, το ύφος της αύγής μιας κατάκοπης μέρας. Ή ταράτσα ήταν βυθισμένη σ' ένα: φώς σταχτωπό. Πάνω στίς πελούζες έβλεπα νά διαγράφονται τά σκελετά τών καμέ­νων πυροτεχνημάτων.

—'ταντίο σας ! 'ταριστούργημα αύτή ή βραδιά !— Πολύ χαίρομαι.Ό Μαξίμ είχε βγει κι' αύτός στήν άλέα μαζί με τόν Φράνκ.

Ή Βεατρίκη ήρθε κοντά μου βγάζοντας τά βραχιόλια της πού κουδούνιζοεν.

— Δέ μπορώ νά τά ύποφέρω ούτε στιγμή πιά. θέ μου, είμαι πτώμα άπό τήν κούραση. Δέν άφησα, νομίζω, ούτε ένα χορό. Πάντως, ήταν καταπληκτική έπιτυχία.

—'ταλήθεια ; είπα,— Δέ νομίζεις, άγαπητή μου, πώς θάναι καλύτερα νά πας

Page 252: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νά πλαγιάσεις ; Φαίνεσαι ταποκαμωμένη. Ό λ ο τό βράδυ σχε­δόν στεκόσουν όρθή. Πού είναι οί άντρες ;

—'Έ ξω στήν άλέα.— θ α πάρω έναν καφέ καί αύγά μέ μπέικον. Ε σ ύ ;—Ό χ ι, Βεατρίκη, προτιμώ όχι.—Ή σουν πολύ χαριτωμένη μέ το γαλάζιο σου φουστάνι.

Τόλεγε όλος ό κόσμος. Λοιπόν να μή στενοχωριέσαι.” Οχι.—Ε γ ώ στή θέση σου θα κοιμόμουν αύριο ώς τό μεσημέρι.

Μή νομίσεις πώς είσαι υποχρεωμένη να σηκωθείς. Να πάρεις το πρωινό σου στό κρεβάτι.

— Ναί, ίσως.— θ α πώ του Μαξίμ πώς άνέβηκες, θέλεις ;— Ναί, σέ παρακαλώ, Βεατρίκη.— Σύμφωνοι, άγαπητή μου. Καληνύχτα.Μέ φίλησε γρήγορα γρήγορα, χτυπώντας με φιλικά στόν

ώμο, καί πήγε να βρει τόν Τζίλς στο μπουφέ. Έ γ ώ άνέβηκα α ργά τή σκάλα' σταματώντας σε κάθε σκαλί. Οί μουσικοί ε ί­χαν σβύσει στόν 'Εξώστη τά φώτα και είχαν κατέβει κι' αύτοι νά φάνε αύγά μέ μπέικον. Φύλλα άπό νότες ήταν σκόρπια στό πάτωμα. Μιά καρέκλα ήταν άναποδογυρισμένη. ‘Έ να τασάκι ήταν γεμάτο αποτσίγαρα. Το τέλος τής γιορτής. Πέρασα τό διάδρομο καί μπήκα στήν κάμαρά μου. Τό φώς τής χαραυγής πλήθαινε άπό στιγμή σε στιγμή, καί τά πουλιά άρχιζαν νά κελαηδούνε. Δέν είχα άνάγκη ν’ ανάψω φώς γ ιά νά γδυθώ. •ταπό το άνοιχτό παράθυρο 'έμπαινε ένα κρύο άεράκι. 'Έ κανε μάλλον ψύχρα. Πολύς κόσμος θάχε καθήσει τή νύχτα στο ρο­δόκηπο, γ ια τ ί οί καρέκλες είχαν όλες άλλάξει θέση. Πάνω σ• ένα τραπεζάκι ήταν μιά σειρά άδεια ποτήρια. Σ έ μιά καρέκλα ήταν άφημένη μιά τσάντα. "Εκλεισα τίς κουρτίνες γ ιά νά κάμω σκοτάδι, άπ' το πλάϊ όμως τό γκρίζο φώς τής α ύγής έβρισκε τρόπο και πέρναγε.

"Επεσα στό κρεβάτι, μέ τά πόδια μου κατάκοπα και κάτι φοβερές σουβλιές στά νεφρά. Ξάπλωσα κι' έκλεισα τά μάτια, άπολαμδάνοντας τή δροσερή άσπρη ξεκούραση τών καθαρών σεντονιών. 'Ή θελα νά μπορούσε νά ξεκουράζονταν και το μυα­λό μου μαζί μέ το σώμα μου, νά ήρεμούσε, καί ό ύπνος νά μ' έπαιρνε. 'Ο χ ι νά βουίζει όπως έβούϊζε, νά χοροπηδάει μέ τή •μουσική, νά στροβιλίζεται σέ μιά θάλασσα άπό πρόσωπα. "Ε­κλεισα τά μάτια μου σφιχτά μέ τά χέρια μου, μά τά πρόσωπα δέν Εννοούσαν νά φύγουν.

'ταναρωτιόμουν πόσο θ' άργοΰσε ό Μαξίμ. Δίπλα μου, τό άδειανό του κρεβάτι ξεχώριζε κρύο καί σκληρό. Σ έ λ ίγο κα­νένας ίσκιος δέ θά ύπήρχε στήν κάμαρα. ΟΙ τοίχοι, τό ταβάνι,

— 250 —

Page 253: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τό πάτωμα, θ<Χταν λουσμένα στό πρωινό ψώς. Τά πουλιά βά κελαηδούσαν δυνατότέρα, πιό χαρούμενα, πιό ξεκάθαρα. Ό ήλιος θάριχνε κίτρινες βουλές πάνω στίς κουρτίνες. Το μικρό μου ρολογάκι έκεί στό , κομοδίνο χτυπούσε τά λεπτά ένα ένα. Ό δείχτης γύριζε πάνω στήν πλάκα. 'Ήμουν ξαπλωμένη στό ■πλάι, καί τόν κοίταζα. Έφτασε σέ ώρα σωστή, και τήν πέρασε. Άρχιζε ξανά τό ταξίδι του. Μά ό Μαξίμ δέν έρχόταν.

Page 254: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

18Ο Τ ταΝ ME ΠΗΡΕ ό ύπνος θά πρέπει νά ήταν έφτά πε­

ρασμένες. Είχε εντελώς ξημερώσει, θυμάμαι, κι’ οί κλεισμένες .κουρτίνες δέν κατάφερναν νά κρύψουν τον ήλιο. Το φώς ξεχύνονταν άπ ' τό άνοιχτό παράθυρο

κι' έκατνε βούλες στόν τοίχο. "τακουγα τούς ύπηρέτες κάτω στό ροδόκηπο πού σήκωναν ις καρέκλες και τά τραπέζια και κα­τέβαζαν τίς σειρές τά ήλεκτρικά. Το κρεβάτι του Μαξίμ έξακολουθοΰσε νά είναι γυμνό καί άδειο. Ή μουν ξαπλωμένη στό κρεβάτι μου κατά πλάτος, με τά μπράτσα μου πάνω στά μά­τια μου, σε μιά στάση τρελή και παράξενη, τήν πιό άκοίτάλληλη νά φέρει τόν ύπνο, άλλά λ ίγο λ ίγο γλιστρούσα στό σύ­νορο τού ασυνείδητου, και στό τέλος βυθίστηκα όλωσδιόλου σ' αύτό. "Οταν ξύπνησα, ήταν έντεκα περασμένες. Ή Κλάρις θά πρέπει νά είχε μπει στό δωμάτιο χω ρίς νά τήν άκούσω, γ ιατί δίπλα μου ήταν ένας δίσκος και μιά παγωμένη τσαγέρα, το γαλάζιο φουστάνι μου είχε ξαναμπεί στή ντουλάπα, και τά ρούχα μου είχαν ταχτοποιηθεί.

Ή π ια το κρύο μου το τσάι, άκόμα ζαλισμένη και άποβλακωμένη άπό το σύντομο καί βαρύτατον ύπνο μου, με τά μάτια μου καρφωμένα στόν άπέναντι τοίχο. Το άδειο κρεβάτι του Μα­ξίμ μέ ξανάφερε στήν πραγματικότητα μ' ένα παράξενο σφί­ξιμο τής καρδιάς, κι' όλη ή άγω νία της προηγούμενης νύχτας μέ κυρίεψε καί πάλι. Δέν είχε πλαγιάσει καθόλου. Ή πυτζάμα του ήταν έκεί , διπλωμένη, πάνω στό σεντόνι τό άνοιγμένο καί τό άπείραχτο, 'ταναρωτιόμουν τί νά σκέφτηκε ή Κλάρις όταν μπήκε μέ το τσάν μου στήν κάμαρα. Νός,τό είχε τάχα προσέξει ; Κι’ άν τό είχε προοέξει, νά είχε πάει καί νά τόπε στούς άλλους ύπηρέτες, κι' αύτοί νά τό είχαν κουβεντιάσει όλοι μαζί τήν ώρα πού έπαιρναν τό πρωινό τους ; 'ταναρωτιόμουν τί μπορούσε αύ­τό νά μέ νιάζει, καί γ ιά ποιό λόγο νά μέ πιάνει τέτοια άιτελ-

Page 255: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τά νύχια, μου είχε πει ειλικρινά καί ίσια : « Είσαι τόσο αλλιώ­τικη άπ' τή Ρεβέκκα». Και ό Φράνκ, ό τόσο ·έπιφυλακτικός, πού αισθάνονταν σέ τόσο δύσκολη θέση όταν τού μιλούσα γιά κείνην, πού είχε τόσην απέχθεια γι' αύτές τις έρωτήσεις μου όσην είχα κι' Εγώ, μού είχε αποκτήσει στό τέλος, καθώς πη­γαίναμε πρός το σπίτι, με τή φωνή του τή βαριά και τήν ήρε­μη : « Ναί. Ή ταν το ώραιότερο πλάσμα πού είδα στή ζωή μου ».

Ή Ρεβέκκα. Πάντα ή Ρεβέκκα. Όπου κι' αν πήγαινα στό Μάντερλέη, όπουδήπστε κι' άν καθόμουνα, άκόμα και μέσα στή σκέψη μου, άκόμα και μές στά όνειρά μου, βρισκόμουν μπροστά στη Ρεβέκκα. 'Ήξερα τώρα πιά τή σιλουέτα της, τα μακριά λεπτά μέλη της, τά μικρά στενά πόδια της. Τούς ώμους της πού ήταν φαρδύτεροι άπ' τούς δικούς μου, τά χέρια της τά Επιδέξια και τά έξυπνα. Χέρια πού μπορούσαν νά κυβερνούν ένα κότερο, νά τιθασσεύουν ένα άλογο. Χέρια πού ταχτοποιού­σαν λουλούδια, πού έφτιαχναν μοντέλα καραβιών, πού έγραφαν « Στόν Μάξ ή Ρεβέκκα » στό έσώφυλλο ένός βιβλίου. Ή ­ξερα άκόμα τό πρόσωπό της, πού ήταν μικρό καί οβάλ, το άσπρο κατακάθαρο δέρμα της, το σύννεφο τών μαύρων μαλ­λιών της. ’Ήξερα το άρωμα πού φορούσε, μπορούσα νά βάλω με τό νου μου το χαμόγελο καί το γέλιο της. 'Άν τήν άκουγα, έστω καί άνάμεσα σε χίλιους α νθρώπους, θά μπορούσα νά άναγνωρίσω τή φωνή της. Ή Ρεβέκκα, διαρκώς ή Ρεβέκκα. Ποτέ δέ θά μπορούσα νά ταπαλλαγώ ταπ' τή Ρεβέκκα.

"Ισως νά τή βασάνιζα κι' εγώ μέ τήν παρουσία μου όπως μέ βασάνιζε κι' εκείνη με τή δική της. "Ισως νά μέ κοίταγε πάνω άπ’ τόν ’Εξώστη, όπως είχε πει ή κ. Ντάμβερς, και να κάθονταν δίπλα μου όταν έγραφα τήν άλληλογραφία μου έκεί στό γραφείο της. ταύτό τό άδιάβροχο πού είχα φορέσει, αύτό το μαντήλι πού είχα μεταχειριστεί, ήταν δικά της. Ίσ ω ς νά τό ήξερε, ίσως νά μέ είχε Ιδεί πού τά πήρα. Ό Τζάσπερ ήταν σκύλος δικός της, καί τώρα έτρεχε πίσω άπό μέ. Τά τριαντά­φυλλα ήταν δικά της, καί τακοβα. Νά μου είχε τάχα κακία, νά μέ φοβόταν τάχα κι' αύτή, όπως έγώ ; Νά ήθελε τάχα μό­νον ξανά τόν Μαξίμ μές στό σπίτι ; Με μιά ζωντανή θά μπο­ρούσα νά πολεμήσω, όχι όμως καί μέ μιά πεθαμένη. ’Άν υπήρ­χε στό Λονδίνο μιά γυναίκα καί ό Μαξίμ τήν άγαπούσε, και της έγραφε, καί πήγαινε και τήν έβλεπε, κι’ έτρωγε μαζί της, και κοιμόταν μαζί της, θά μπορούσα νά τήν πολεμήσω, θά πα­τούσαμε στό ίδιο έδαφος. Δέ θά φοβόμουν. Ό θυμός καί ή ζή­λεια είναι πράγματα πού μπορείς νά τά νικήσεις. Κάποια μέρα αύτή ή γυναίκα θά γέραζε, ή θά κουράζονταν, ή θ' αλλαζε, κι’ ό Μαξίμ Θταπαυε νά τήν αγαπταει. Μά ή Ρεβέκκα δέ θά γέραζε

— 261 —

Page 256: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

νικό, σχεδόν ύστερ ικό ξεσήκωμα, μέ τί οίηση είχα κάμει αύτό τό γάμο, νομίζοντας πώς θά έκανα τήν εύτυχία τού Μαξίμ, του Μαξίμ πού πρωτύτερα είχε γνωρίσει πολύ πιό μεγάλη εύτυχία. 'τακόμα καί ή κ. Βάν Χόπερ, μέ τίς φτηνές της Ιδέες καί τήν κοι­νότατη άντίληψη, είχε καταλάβει πώς έκανα σφάλμα. « Φο­βούμαι πώς θά το μετανιώσεις», είχε πει. « Νομίζω πώς κά­νεις ένα μεγάλο σφάλμα.»

'Ε γώ δέν τήν άκουσα. Τήν είχα βρει σκληρή καί μοχθη­ρή. 'ταλλά είχε δίκιο, πέρα γ ιά πέρα. ταύτή ή τελευταία παρα­τήρηση πού μού είχε πετάξει πρίν μ' άποχαιρετήσει : « Δέν π ι­στεύω νά κολακεύεσαι πώς είναι έρωτευμένος, μαζί σου ; Είναι άπλώς μόνος και έρημος, κι' αύτό το μεγάλο &δειο σπίτι τού είναι τανυπόφορο», ήταν ή πιό λογική, ή πιό άληθινή παρατή­ρηση πού είχε κάμει στή ζωή της. Ό Μαξίμ δέ μ’ άγαπούσε. Δέ μ' είχε άγαπήσει ποτέ, Τό ταξίδ ι του γάμου μας στήν Ι τ α ­λ ία δεν είχε γ ι ' αύτόν καμιά σημασία, ούτε ή έδώ διπλή ζωή μας. ‘Ό ,τ ι ε ίχα νομίσει πώς ήταν άγάπη γ ιά μένα, γ ιά μένα τήν ίδια σάν άτομο, δεν ήταν άγάπη. Ή τα ν άντρας και ήμουν γυναίκα του, και ήμουνα νέα, και ήτανε μόνος. Τίποτ' άλλο. ‘Εμένα δέ μου άνηκε καθόλου. ’τανήκε στή Ρεβέκκα. Τή Ρεβέκ­κα είχε άκόμα στό νου ~ου. Ε μ ένα δέ θά μ’ άγαπούσε ποτέ, Εξαιτίας τής Ρεβέκκας. ταύτή, όπως είχε πει ή κ. (Ντάμβερς, ήταν άκόμα στό σπίτι, ήταν σ' έκείνη τήν κάμαρα τής δυτικής πτέρυγας, ήταν στή βιβλιοθήκη, στό μικρό πρωινό σαλονάκι, στόν Έξώστη πάνω άπ' το χώλ. Ά κόμα καί στο μικρό δωμα­τιάκι τών λουλουδιών, όπου το άδιάβροχό της ήταν πάντα κρε­μασμένο. Καί στόν κήπο, και στά δάση, καιε κεί κάτω, στό πέ­τρινο σπιτάκι της άκρογιαλιόίς. Τά βήματά της άντηχούσαν στούς διαδρόμους, τό άρωμά της πλανιόταν στή σκάλα. Οί ύπη­ρέτεςε κτελούσαν άκόμα τίς δ ιαταγές τ ίς δικές της, τά φα­γητά πού τρώγαμε ήταν τά φαγητά πού τής άρεσαν. Τά δωμά­τια ήταν γεμάτα άπ' τά λουλούδια πού προτιμούσε. Τά ρούχα της ήταν άκόμα στις ντουλάπες τής κάμαράς της, οί βούρτσες της ήταν στήν τουαλέτα της, τά παπούτσια της ήταν κάτω άπ' τήν καρέκλα της, το νυχτικό της άπάνω στό κρεβάτι της. Ή Ρεβέκκα εξακολουθούσε πάντοτε νά είναι ή οικοδέσποινα του Μάντερλέη. Ή Ρεβέκκα ήταν ακόμα ή κυρία ντέ Γουίντερ. 'Ε γώ δέν είχα καμιά δουλειά έδώ μέσα. Είχα μπει άστόχαστα, σά χαζή, σ' ένα μέρος άπαγορευμένο. «Πού είναι ή Ρεβέκκα ;» είχε φωνάξει ή γ ια γ ιά του Μαξίμ. « θέλω τή Ρεβέκκα. Τί τήν κάματε τή Ρεβέκκα ;» Ε μένα δέ μέ ήξερε, δέ νιαζόταν γ ιά μένα. Γιατί νά νιαστεί ; Έ γ ώ τής ήμουνα ξένη. Δέν άνήκα έγώ στόν Μαξίμ, δέν άνήκα στό Μάντερλέη. Ή ίδια ή Βεατρίκη, στήν πρώτη μας συνάντηση, κοιτάζοντάς με άπ' τήν κορφή ώς

Page 257: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τά νύχια, μού είχε πει ειλικρινά καί ίσια : « Είσαι τόσο αλλιώ­τικη άπ' τή Ρεβέκκα». Και ό Φράνκ, ό τόσο Επιφυλακτικός, πού αισθάνονταν σέ τόσο δύσκολη θέση όταν τού μιλούσα για κείνην, πού είχε τόσην άπέχθεια γι' αύτές τίς Ερωτήσεις μου όσην είχα κι' έγώ, μού είχε αποκτήσει στό τέλος, καθώς πη­γαίναμε πρός το σπίτι, μέ τή φωνή του τή βαριά καί τήν ήρε­μη : « Ναί. Ήταν το ώραιότερο πλάσμα πού είδα στή ζωή μου ».

Ή Ρεβέκκα. Πάντα ή Ρεβέκκα. 'Όπου κι' αν πήγαινα στό Μάντερλέη, όπουδήποτε κι' άν καθόμουνα, άκόμα και μέσα στή σκέψη μου, άκόμα και μές στά όνειρά μου, βρισκόμουν μπροστά στή Ρεβέκκα, 'Ήξερα τώρα πιά τή σιλουέτα της, τά μακριά λεπτά μέλη της, τά μικρά στενά πόδια της. Τούς ώμους της πού ήταν φαρδύτεροι άπ' τούς δικούς μου, τά χέρια της τά Επιδέξια και τά έξυπνα. Χέρια πού μπορούσαν νά κυβερνούν ένα κότερο, νά τιθασσεύουν ένα άλογο. Χέρια πού ταχτοποιού­σαν λουλούδια, πού έφτιαχναν μοντέλα καραβιών, πού έγραφαν « Στόν Μάξ ή Ρεβέκκα » στό έσώφυλλο ένός βιβλίου. Ή ­ξερα άκόμα τό πρόσωπό της, πού ήταν μικρό και όβάλ, το άσπρο κατακάθαρο δέρμα της, το σύννεφο τών μαύρων μαλ­λιών της. 'Ήξερα το άρωμα πού φορούσε, μπορούσα νά βάλω μέ τό νου μου το χαμόγελο και το γέλιο της. "ταν τήν άκουγα, έστω και άνάμεσα σέ χίλιους άνθρώπους, θά μπορούσα να άναγνωρίσω τή φωνή της. Ή Ρεβέκκα, διαρκώς ή Ρεβέκκα. Ποτέ δέ θά μπορούσα νά άπαλλαγώ άπ' τή Ρεβέκκα.

Ίσω ς νά τή βασάνιζα κι' εγώ με τήν παρουσία μου όπως μέ βασάνιζε κι' έκείνη μέ τή δική της. 'Ίσως νά μέ κοίταγε πάνω άπ’ τόν ’Εξώστη, όπως είχε πει ή κ. Ντάμβερς, και νά κάθονταν δίπλα μου όταν έγραφα τήν άλληλογραφία μου έκεί στό γραφείο της. ταύτό τό άδιάβροχο πού είχα φορέσει, αύτό τό μαντήλι πού είχα μεταχειριστεί, ήταν δικά της. Ίσ ω ς νά τό ήξερε, ίσως νά μέ είχε Ιδεί πού τά πήρα. Ό Τζάσπερ ήταν σκύλος δικός της, καί τώρα έτρεχε πίσω άπό μέ. Τά τριαντά­φυλλα ήταν δικά της, και τακοβα. Νά μού είχε τάχα κακία, νά μέ φοβόταν τάχα κι' αύτή, >δπως έγώ ; Νά ήθελε τάχα μό­νον ξανά τόν Μαξίμ μές στό σπίτι ; Μέ μιά ζωντανή θά μπο­ρούσα νά πολεμήσω, όχι όμως και μέ μιά πεθαμένη. "ταν ύπηρχε στό Λονδίνο μιά γυναίκα καί ό Μαξίμ τήν άγαπούσε, και τής έγραφε, και πήγαινε καί τήν εβλεπε, κι' ετρωγε μαζί της, καί κοιμόταν μαζί της, θά μπορούσα νά τήν πολεμήσω, θά πα­τούσαμε στό ίδιο έδαφος. Δέ θά φοβόμουν. Ό θυμός και ή ζή­λεια είναι πράγματα πού μπορείς νά τά νικήσεις. Κάποια μέρα αύτή ή γυναίκα θά γέραζε, ή θά κουράζονται, ή θ' άλλαζε, κι’ ό Μαξίμ θάπαυε νά τήν άγοτπάει. Μά ή Ρεβέκκα δέ θά γέραζε

— 261 —

Page 258: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

•ποτέ. Ή Ρεβέκκα θάμενε πάντοτε ή ίδια. Δέ μπορούσα να πα­λέψω μαζί της. Ή τα ν πολύ πιό δυνατή.

Σηκώθηκα άπό τό κρεβάτι καί τράβηξα τίς κουρτίνες. Ό ήλιος πλημμύρισε τό δωμάτιο. ΟΙ κηπουροί είχαν βάλει σέ τάξη τό ροδόκηπο. ’ταναρωτιόμουν αν θα κουβέντιαζαν τώρα οί καλεσμένοι γ ια τό χορό, όπως πάντοτε μετά από ένα γλέντι.

« Βρίσκεις ότι ήταν όπως άλλοτε ;»« 'α, ναί !»«Ή όρχήστρα ήταν κάπως άργή, έτσι μού φάνηκε.»«Το σουπέ ήτανε θαύμα.»« Τά πυροτεχνήματα δέν ήταν όίσχημα.»«Ή Βέα α έϊση αρχίζει νά γερνάει.»«Μά τί θέλεις. .. Μ' αύτό τό κοστούμι. . .»« ταύτός είχε τά χάλια του.»« Πάντα έτσι είναι.»« Πώς σου φάνηκε ή γυναίκα του ;»« Ά , τίποτα. Μάλλον πληκτική.»«Πολύ αμφιβάλλω ocv είναι ευτυχισμένος ό γάμος τους.»« Κι' έγώ το ίδιο.»Ξαφνικά, πρόσεξα πώς κάτω από τήν πόρτα, ήταν ένα ση­

μείωμα. Πήγα και το πήοα. 'ταναγνώρισα το γράψιμο τής Βεα­τρίκης. Τό είχε γράψει βιαστικά μέ μολύβι ύστερ' άπ' το πρό­γευμα.

«Χτύπησα τήν πόρτα σου, άλλά δέν πήρα απάντηση, και συμπεραίνω ότι ακολούθησες τή συμβουλή μου καί άποψάσισες νά κοιμηθείς γ ιά νά ξεκουραστείς. Ό Τζίλς βιάζεται νά γυρίσει νωρίς, γ ια τί τηλεφώνησαν ά ό το σπίτι πώς είναι α νά γ­κη νά άντικαταστήσει κάποιον στό κρίκετ, και το μάτς είναι στίς δύό. Πώς θά τά καταφέρει νά παίξει, ύστερ' απ ' όλη αύτή τή σαμπάνια πού ήπιε χτές το βράδυ, ένας θεός το ξέρει ! ται­σθάνομαι τά πόδια μου λ ιγά κ ι κομμένα, άλλα κοιμήθηκα σάν πεθαμένη. 'Ο Φρίθ λέει πώς δ Μαξίμ κατέβηκε πολύ νωρίς νά πάρει το πρωινό του, κι' άπό τότε έγινε άφαντος ! Πες του, σέ παρακαλώ, τήν καλημέρα μας, και πολλά εύχαριστώ καί στούς δύό σας γ ιά χτές. Περάσαμε έκτακτα. Μή σκέπτεσαι πιά το φουστάνι σου. (Ή τελευταία αύτή φράση ήταν ύπογραμμισμένη.) Μέ πολλή άγάπη, Βέα.» Καί σέ υστερόγραφο : « Σάς περιμένουμε και τούς δύό σας τό γρηγορώτερο.»

Εϊχε γράψει στο έπάνω μέρος τού χαρτιού «έννιά και μι­σή », καί τώρα ήταν έντεκάμιση.

Είχαν φύγει έδώ και δύό ώρες. Τώρα θά ήταν κιόλας φτασμένοι. Ή Βεατρίκη, μέ τό βαλιτζάκι της άκόμα κλεισμένο.

Page 259: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

θάβγαινε ατόν κήπο της καί θά ξανάρχιζε τήν καθημερινή της ρουτίνα, κι' ό Τζίλς θά Ετοιμαζόταν για τό μάτς, έπιθεωρώντας τή ρακέτα του.

Τό άπόγεμα ή Βεατρίκη θάβαζε ένα έλαφρό φουστάνι κι' ένα μεγάλο καπέλο καί θά κοίταγε τόν Τζίλς πού θάπαιζε κρί­κετ. 'Ύστερα θάπαιρναν το τσάι' τους κάτω άπό μιά τέντα, ό Τζίλς ξαναμμένος καί κατακόκκινος κι' ή Βεατρίκη γελώντας και κουβεντιάζοντας μέ τούς φίλους της. « Ναί, είχαμε πάει στό χορό τού Μάντερλέη. Περάσαμε (ταριστούργημα. 'ταπορώ πώς ό Τζίλς τα κατάφερε νά παίξει.» Καί θά κοίταζε χαμογελών­τας τον Τζίλς καί θά τόν χτυπούσε στήν πλάτη. Ή ταν καί οι δύό τους μεσόκοποι και χωρίς ρωμαντισμούς. Ή ταν είκοσι χρόνια παντρεμένοι, κι' είχαν ένα κοτζάμ παλικάρι πού θά πήγαινε στήν 'Οξφόρδη. Ή ταν πολύ εύτυχισμένοι. Ό γάμος τους ήταν μιά έπιτυχία. Δέν είχε άποτυχει στούς τρεις μήνες μέσα σάν το δικό μου.

Δέ μπορούσα νά μείνω περισσότερο στήν κάμαρά μου. ΟΙ καμαριέρες θάθελαν νά μπουν γιά νά συγυρίσουν. Το κάτω κάτω, μπορεί ή Κλάρις νά μήν είχε προσέξει το κρεβάτι τού Μαξίμ. Το άναστάτωσα καί το τσαλάκωσα, γιά νά φαίνεται σά νά είχε κοιμηθεί. Δέν ήθελα νά το μάθουν οί ύπηρέτες, άν ή Κλάρις δεν είχε πει τίποτα.

Έκαμα ένα μπάνιο, ντύθηκα και κατέβηκα. Το πρόσθετο πάτωμα τού χώλ το είχαν κιόλας βγάλει καί τά λουλούδια τά Είχαν σηκώσει. Τά άναλόγια είχαν φύγει άπ' τόν 'Εξώστη. Οι μουσικοί θά πρέπει να είχαν πάρει το τραίνο νωρίς. Οι κηπου­ροί στις πελούζες καί τήν άλέα μάζευαν τά καμένα πυροτε­χνήματα. Σέ λίγο δέ θάμενε ούτε ίχνος άπ' τό χορό του Μάν­τερλέη. Τί άτέλειωτες πού μάς είχαν φανεί οί έτοιμασίες, καί τί σύντομο καί γρήγορο πού ήταν τώρα τό καθάρισμα !

Θυμήθηκα τήν κυρία μέ τά ρόζ καθώς στεκόταν στήν πόρτα του σαλονιού μέ τό πιάτο το κοτόπουλο στο χέρι, καί μού φαί­νονταν σάν κάτι πού το είχα δει στ' όνειρό μου ή πού είχε γίνει πριν άπό πάρα πολύν καιρό. Ό Ρόμπερτ γυάλιζε το τραπέζι τής τραπεζαρίας. Ή ταν πάλι όπως άλλοτε, ό Ρόμπερτ ό κα­νονικός, ό χαζός, ό βαρύς, όχι τό έξαλλο πλάσμα πού ήταν τώρα τελευταία.

— Καλημέρα, Ρόμπερτ, είπα.— Καλημέρα σας, κυρία.— Μήπως είδες πουθενά τόν κύριο ;— Βγήκε, μόλις τέλειωσε το πρόγευμά του, κυρία. Πριν

κατέβει ό κύριος ταγματάρχης και ή κυρία α έϊση. Δέν ξανα­γύρισε άπό τότε.

— Δέν ξέρεις που πήγε ;

— 263 —

Page 260: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—Ό χ ι, κυρία.Γύρισα πίσω στό χώλ, κι' άφου πέρασα τό μεγάλο σαλόνι,

μπήκα στό πρωινό σαλονάκι. Ό Τζάσπερ έτρεξε κατά πάνω μου κι' άρχιζε νά μου γλείφει τά χέρια παλαβός άπ' τή χαρά του, σά νά μέ ξανάβλεπε μετά άπό καιρό. Είχε περάσει όλο τό βράδυ στό κρεβάτι τής Κλάρις, κι' είχα νά τόν δώ άπό χτές το άπόγεμα, τήν ώρα τού τσαγιού. 'Ίσ ω ς νά του είχαν φανεί κι' αύτουνού άτέλειωτες αύτές οί ώρες όπως και μένα.

Πήρα το τηλέφωνο και ζήτησα τόν άριθμό του γραφείου. ‘Ίσ ω ς ό Μαξίμ νά ήταν μέ τόν Φράνκ. ταίστάνθηκα ότι έπρεπε νά τού μ λήσω, κι' άς ήταν μόνο γ ιά δύό λεπτά. Έ π ρ επ ε νά τού έξηγήν ω ότι αύτό πού είχα κάμει χτές τό βράδυ δέν το έκαμα Επίτηδες. Κι' άν άκόμα δέν έπρόκειτο νά τού μιλήσω ποτέ πιά, έπρεπε αύτό νά τού το πώ. Στό τηλέφωνο μου άπάν­τησε ό ύπάλληλος, και μού είπε πώς ό Μαξίμ δεν ήταν έκεί .

—Ό κύριος Κρώλεη είν' έδώ, κυρία ντέ Γουίντερ, πρόσθεσε ό ύπάλληλος. Μήπως θέλετε νά του μιλήσετε ;

•Ετοιμαζόμουν να πώ όχι, άλλά δε μου άφησε τόν καιρό. Πριν προφτάσω νά κατεβάσω το άκουστικό, άκουσα τή φωνή τού Φράνκ.

— Συμβαίνει τίποτα ; ρώτησε.Πολύ άλλόκοτη άρχή, συλλογίστηκα, κι' αύτή ή σκέψη

πέρασε σάν άστραπή άπ ' το μυαλό μου. Δέν είπε « Καλημέ­ρα», ούτε «Κοιμηθήκατε καλά ;» Γ ιατί μέ ρωτούσε άν συνέ­βαινε τίποτα ;

— Φράνκ, έγώ είμαι, είπα. Που είναι ό Μαξίμ ;— Δέν ξέρω. Δέν τόν είδα. Δέν πέρασε άπό δώ σήμερα

το πρωί.— Δέν πέρασε άπό το γραφείο ;- Ό χ ι .—Ά , — ά, καλά. Δέν πειράζει.— Τόν είδατε στό πρόγευμα ; είπε ό Φράνκ.—Ό χ ι, άργησα νά σηκωθώ.— Πώς κοιμήθηκε ;Δίστασα μιά στιγμή. Ό Φράνκ ήταν ό μόνος άνθρωπος

πού δέ μ' έμελε νά το μάθει.— Δέν ήρθε χτές. το βράδυ νά πλαγιάσει.Στήν άλλη άκρη τής γραμμής έγινε μιά σιωπή, σάν ό

Φράνκ νά σκεφτόταν πολύ προτού μού άπαντήσει.—‘Ώ στε έτσι, είπε τέλος πολύ άργά. Καταλαβαίνω.Κι' ύστερα άπό ένα λεπτό πρόσθεσε :— Τό φοβόμουν πώς θά γινόταν κάτι τέτοιο.— Φράνκ, είπα μέ άπελπισία, τί είπε χτές τό βράδυ,‘όταν

έφυγε όλος ό κόσμος ; Τί κάματε μετά ;

— 204 —

Page 261: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—'Εγώ πήρα ένα σάντουιτς μέ τόν Τζίλς καί τήν κυρία αέϊση, είπε ό Φράνκ. Ό Μαξίμ δέν ήρθε μαζί μας. Βρήκε μιά δικαιολογία καί πήγε στή βιβλιοθήκη. "Υστερα, έγώ έφυγα σχεδόν άμέσως. "Ισως νά μπορεί νά σας πει ή κυρία α έϊση.

—"Εχει φύγει, είπα. Πήραν το πρωινό τους κι’ έφυγαν άμέ­σως. Μου άφησε ένα σημείωμα. Μού έλεγε πώς δέν είχε δει τόν Μαξίμ.

—"α Ι είπε ό Φράνκ.ταύτό το «■"α Ι» δέ μου άρεσε. Δέ μού άρεσε ό τρόπος πού

τό είπε. Είχε κάτι το όξύ, τό δυσοίωνο.—Πού φαντάζεστε νά πήγε ; είπα.— Δεν ξέρω, είπε ό Φράνκ. "Ισως νά πήγε κανένα περί­

πατο.Ή φωνή του ήταν σάν τή φωνή τού γιατρού μιανής κλι­

νικής, όταν πηγαίνουν οί συγγενείς νά ρωτήσουν.— Φράνκ, είπα, είναι άνάγκη νά τόν δώ. Πρέπει νά τού

έξηγήσω γιά χτές το βράδυ.Ό Φράνκ δέν άπάντησε. "Εβλεπα μέ τή φαντασία μου τήν

άγωνία του προσώπου του, τά χαράκια στό μέτωπό του.—Ό Μαξίμ νομίζει πώς τόκαμα επίτηδες, είπα, ένώ ή φω­

νή μου ραγίζονταν χωρίς νά το θέλω, και τά δάκρυά μου, που χτές τό βράδυ μέ τύφλωναν και δέν τά είχα άφήσει νά τρέ­ξουν, κυλούσαν τώρα στά μάγουλά μου, δεκάξη ώρες πιό άργά. Ό Μαξίμ έχει τήν Ιδέα πώς τόχω κάμει γ ι' άστείο ένα άπαίσιο, ένα άποτρόπαιο αστείο.

—"Οχι, όχι, είπε ό Φράνκ.—"Ετσι νομίζει, σάς λέω. 'Εσείς δέν είδατε τά μάτια του

όπως έγώ. Δέ στεκόσαστε δίπλα του, όλο το βράδυ, κοιτάζον­τάς τον, όπως έγώ. Δε μού μίλησε, Φράνκ, ούτε μιά φορά. Δέ μέ κοίταξε ούτε μιά φορά. Στεκόμαστε έκεί, πλάι-πλάι, όλο τό βράδυ, καί δέν άνταλλάξαμε λέξη.

— Δέ σάς δόθηκε »ή ευκαιρία, είπε ό Φράνκ. ''‘Ηταν τόσος πολύς κόσμος. 'Εγώ τό κατάλαβα. Ξέρω τόσο καλά τόν Μα­ξίμ. 'τακούστε κάτι...

— Δέν τόν άδικώ, τόν έκοψα. 'Εφόσον πιστεύει ότι έγώ του έπαιξα αύτό τό χυδαιότατο καί άποτρόπαιο άστείο, έχει τό δικαίωμα νά σκέφτεται γιά μένα ό,τι θέλει, καί νά μή μου ξαναμιλήσει ποτέ, ούτε νά μέ ξαναδεί.

— Μή μιλάτε έτσι, είπε ό Φράνκ. Δέν ξέρετε τί λέτε. 'ταφή­στε νά ρθώ νά σάς δώ. Νομίζω πώς μπορώ νά σάςε ξηγήσω-

ΤΙ θά ώφελούσε νά ρθει ό Φράνκ και νά κο(θήσουμε στό σαλονάκι, κι' ό Φράνκ νά θέλει νά μέ παρηγορήσει, καί νάναι όλο καλοσύνη καί τάκτ ; Τώρα πιά δέν είχα άνάγκη τής κα­λοσύνης κανενός. Ήταν πολύ άργά.

— 265 —

Page 262: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—Ό χ ι, είπα, όχι, δέ θέλω νά λέω όλο τά ίδια καί τά ίδια. •Ό,τι έγινε έγινε, δέ μπορεί νά ξεγίνει. Ά λλω στε, ίσως νάχει και το καλό του. Μ' έκαμε Επιτέλους νά καταλάβω κάτι πού θάτφεπε νά το ξέρω άπό πρίν, πού θάπρεπε νά το είχα ύποψιαστεί όταν τόν πήρα.

— Τί θέλετε νά πείτε ; ρώτησε ό Φράνκ.•Η φωνή του ήταν παράξενη, διαπεραστική. Δέ μπορούσα

νά καταλάβω τί σημασία μπορούσε ναχει γ ι ' αύτόν ότι ό Μα­ξ ίμ δέ μ' άγαπούσε. Γιατί δέν ήθελε νά το ξέρω ;

— Γιά τόν Μαξίμ και γ ιά τη Ρεβέκκα, ταποκρίθηκα, και τ ' όνομά της, καθώς το είπα, άντήχησε άλλόκοτο και ξινό σά μιά λέξη απαγορευμένη, κι' ούτε πιά ήταν ξαλάφρωμα, ούτε εύχαρίστηση γ ια μέ νά το λέω, άλλά κάτι πού μ’ έκαιγε και πού με ντρόπιαζε, σάν Εξομολόγηση μιας άμαρτίας.

Ό Φράνκ μιά στιγμή δεν άπάντησε. Τόν άκουα, στην άλλη άκρη τής γραμμής, νά άνασαίνει μέ δυσκολία.

— Τί Εννοείτε ; ξανάπε, πιό κοφτά τώρα, και πιό διαπε­ραστικά. Τί εννοείτε ·;

— Δέ μ' άγαπάει, άγαπάει τή Ρεβέκκα, είπα. Δέν τήν έχει ξεχάσει στιγμή. Διαρκώς, μέρα νύχτα, αύτήν σκέφτεται. Ε ­μένα ποτέ δέ μ' ά γ ά π η ο , Φράνκ. Διαρκώς ή Ρεβέκκα, ή Ρε­βέκκα, ή Ρεβέκκα.

Ά κουσα τόν Φράνκ, στήν άλλη άκρη τής γραμμής, νά βγάζει μιά φωνή, άλλά τώρα μου ήτίαν άδιάφορο άν Επρό­κειτο νά τόν σοκάρω.

—•Ορίστε, ξέρετε τώρα σε τ ί κατάσταση βρίσκομαι, είπα. Τώρα πιά καταλαβαίνετε.

—'τακούστε, είπε. Είναι άνάγκη νά ρθώ νά σάς δώ, είναι άνάγκη, μ' άκούτε ; Είναι άπόλυτη άνάγκη, είναι ζήτημα ζω­τικό, δέ μπορώ νά σάς πώ άπό το τηλέφωνο. Κυρία ντέ Γόυίντερ ; Κυρία ντέ Γουίντερ ;

Κατέβασα απότομα το άκουστικό και άπομακρύνθηκα άπ ' το γραφείο. Δέν ήθελα νά δώ τόν Φράνκ. Καμιά βοήθεια δέ μπορούσε νά μού δώσει. Κανείς δέ μπορούσε νά μέ βοηθήσει, παρά μόνο ό έαυτός μου. Τό πρόσωπό μου ήταν ξαναμμένο και πρισμένο άπό τά κλάματα. Περπατούσα πάνω κάτω στό σα­λονάκι, δαγκώνοντας και σχίζοντας μέ τά δόντια μου τήν άκρη τού μαντηλιού μου.

Είχα μέσα μου έντονώτατα τήν έντύπωση ότι δέ θά ξανά­βλεπα ποτέ πιά τόν Μαξίμ. Μιά πεποίθηση, γεννημένη άπό κά­ποιο ένστικτο άλλόκοτο. Ό Μαξίμ είχε φύγει, και δέν έπρόκειτο νά γυρίσει. ταισθανόμουν βαθύτοττα ότι κι' ό Φράνκ αύτό πίστευε, κι' ά ς μήν ήθελε στό τηλέφωνο νά τό παραδεχτεί. Δέν ήθελε νά μέ τρομάξει. 'Ά ν τού ξανατηλεφωνοΰσα αύτή

Page 263: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τή στιγμή ατό γραφείο, θά μου έλεγαν πώς είχε φύγει. Ό ύπάλληλος θά μού έλεγε : «Ό κύριος Κρώλεη μόλις έφυγε, κυρία ντέ Γουίντερ », κι' έβλεπα μέ τή φαντασία μου τόν Φράνκ, χω­ρίς καπέλο, νά πηδάει στό παμπάλαιο μορισάκι του και νά τρέχει νά -βρει τόν Μαξίμ.

Πήγα υτό παράθυρο, καί κοίταξα έξω το μικρό ξέφωτο, όπου ό σάτυρος έπαιζε τή φλογέρα του. Τά ροδόδεντρα είχαν μαδήσει. Τού χρόνου τώρα θά ξανάνθιζαν. 'Έτσι, χωρίς τά χρώματά τους, τά ψηλά τους θαμνόδεντρα φάνταζαν σκοτεινά και μουντά. Μιά όμίχλη άνέβαινε άπ' τή θάλασσα κι' έκρυβε τά δάση. 'Η ζέστη ήταν φοβερή, καταθλιπτική. Φανταζόμουν τούς χτεσινούς καλεσμένους μας νά λένε ό ένας στόν άλλο : «Μεγάλο εύτύχημα πού δέν είχαμε χτές τήν όμίχλη. Πώς θά βλέπαμε τά πυροτεχνήματα». Πέρασα άπ' το πρωινό σαλο­νάκι στο μεγάλο σαλόνι καί βγήκα στήν ταράτσα. Ό ήλιος τώρα πιά είχε χαθεί πίσω άπό έναν τοίχο άπό όμίχλη. Μιά κατάρα λές κι' είχε πέσει στό Μάντερλέη, παίρνοντάς του τόν ούρανό και το φως.

"Ενας κηπουρός πέρασε μπροστά μου, μ' ένα καρότσι γε­μάτο χαρτιά καί σκουπίδια, και φλούδια άπό φρούτα, πού εί­χαν μείνει άπό χτές στίς πελούζες.

— Καλημέρα, είπα.— Καλημέρα, κυρία.—"Ενα σωρό δουλειές, φοβούμαι, σάς έχει βγάλει ό χτε­

σινός χορός, είπα.— Δέν πειράζει, κυρία, είπε. Μιά φορά, όλοι γλεντήσαμε

μέ τήν καρδιά μας. ταύτό είναι το σπουδαίο, δέν είν' έτσι ;—Wai, βέβαια, είπα.Κοίταξε πάνω άπ' τίς πελούζες κατά τά δάση, έκεί στό

ξέφωτο, όπου ή κοιλάδα χαμήλωνε πρός τή θάλασσα. Τά δέν­τρα, κατασκότεινα, ξεχώριζαν άχνά και θολά.

— Πούσι πλακώνει, είπε.— Ναί, είπα.— Καλά πού δέν ήταν έτσι άπό χτές, είπε.— Ναί, είπα.Στάθηκε μιά στιγμή, ύστερα άγγιξε τόν κούκο του, καί

τράβηξε, σπρώχνοντας το καρότσι του. Πέρασα τίς πελούζες, και προχώρησα ώς τήν άκρη του δάσους. Ή όμίχλη πάνω στά δέντρα είχε κατακαθίσει σέ ύγρασία, και στάλαζε στό γυμνό μου κεφάλι σάν ψιλή ψιλή βροχή. Ό Τζάσπερ μ' άκολουθοΰσε αποκαμωμένος, μέ τήν ούρά του πεσμένη καί τή ρόδινη γλώσ­σα του κρεμασμένη έξω. Ή ύγρή κουφόβραση τόν έκανε νωθρό και βαρύ. 'ταπό κει πού ήμουν, άκουα τόν άργό και υπόκωφο ρόχθο τής θάλασσας καθώς έσπαγε στούς μικρούς κόρφους

— 267 —

Page 264: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

πέρα άπ' τα δάση. Ή άσπρη όμίχλη, προχωρώντας τριγύρω μου τουλούπες τουλούπες, «τανέβαινε πρός το σπίτι, μυρίζοντας ύγρή άρμύρα και φύκια. τακούμπησα τό χέρι μου πάνω στή γούνα τού Τζάσπερ. 'Ή τανε μούσκεμα. Γύρισα καί κοίταξα τό σπίτι. Δέν ξεχώριζα πιά ούτε τίς καμινάδες ούτε το περί­γραμμα τών τοίχων, έβλεπα μόνο τόν ακαθόριστον όγκο του, τά παράθυρα τής δυτικής πτέρυγας, καί, στην ταράτσα, τά κασόνια μέ τά λουλούδια. Στη δυτική πτέρυγα, τά παντζού­ρια ένός παράθυρου τής μεγάλης κρεβατοκάμαρας ήταν άνοιχτά, και κάποιος στεκότανε στό άνοιγμα, κοιτάζοντας προς τίς πελούζες. Ή σιλουέτα ήτοεν μουντή κα ίθολή , και τήν πρώτη στιγμή, μ' έναν τρόμο και μ' ένα ξάφνιασμα, νόμισα πώς ήταν ό Μαξίμ. "Υστερα ή σιλουέτα κουνήθηκε, είδα ένα μπράτσο νά βγαίνει νά κλείσει, και κατάλαβα πώς ήταν ή κ. Ντάμβερς. "Ωστε έ τ σ ι... Καθόταν έκεί και μέ κοίταζε, καθώς στεκόμουν στήν άκρη του δάσους, λουσμένη στήν άσπρη ν όμίχλη. Μέ είχε ιδεί νά περνώ ά ρ γά ά ρ γά τήν ταράτσα και νά πηγαίνω προς τις πελούζες. Μπορεί κιόλα και ν' άκουσε τήν κουβέντα μου με τόν Φράνκ στό τηλέφωνο, άπ' τή γραμμή πού συνέδεε το δωμάτιό της. θ α ξερε πώς ό Μαξίμ το προηγούμενο βράδυ δέν είχε άνέβει στήν κάμαρά μας. θ ά χ ε ακούσει πώς ήταν ή φωνή μου, θάχε καταλάβει πώς ε κλαιγα. 'Ή ξερε ότι όλο κλήρες ώ­ρες έγώ έκανα θέατρο, όρθια κοντά στον Μαξίμ με το γα λ ά ­ζιο φουστάνι μου στή βάση της σκάλας, κι' ότι αύτός ούτε με είχε κοιτάξει ο#τε μου μίλησε. Τόξερε γ ια τ ί αύτή το προετοί­μασε. Ή τα ν θρίαμβος δικός της, δικός της και τής Ρεβέκκας.

Τή θυμήθηκα όπως τήν είχα ίδεί χτές το βράδυ, νά μέ κοι­τάει άπ' τήν Ορθάνοιχτη πόρτα της δυτικής πτέρυγας, μέ τό διαβολικό έκείνο χαμόγελο στην κάτασπρη κι' άσαρκην όψη της, καί συλλογίστηκα ότι ήταν μιά γυναίκα πού ζούσε κι' άνάσαινε όπως έγώ, φτιαγμένη άπό σάρκα κι' άπό αίμα. Δέν ήταν μιά πεθαμένη, καθώς ή Ρεβέκκα. Μπορούσα αύτηνής νά τής μιλήσω, άν δέ μπορούσα νά μιλήσω στή Ρεβέκκα.

Ξαφνικά, κάτι αίστάνθηκα νά μέ σπρώχνει στό σπίτι, και γύρισα πίσω. Πέρασα το χώλ, άνέβηκα τά φαρδιά σκαλοπά­τια, έφτασα στόν 'Εξώστη, έστριψα στόν κεντρικό θολωτό διά­δρομο, πέρασα τήν πόρτα πού πάει στή δυτική πτέρυγα, καί πήρα το σκοτεινό σιωπηλό διάδρομο ως τήν κάμαρα τής Ρε­βέκκας. Γύρισα τό πόμολο τής πόρτας, καί μπήκα.

Ή κ. Ντάμβερς ήταν άκόμα κοντά στό παράθυρο, και τά παντζούρια ήταν πάλι άνοιγμένα.

— Κυρία Ντάμβερς, είπα. Κυρία Ντάμβερς.Γύρισε πρός Εμένα, καί είδα ότι τά μάτια της ήταν κα­

τακόκκινα και πρισμένα άπ' τό κλάμα σάν τά δικά μου, κι'

Page 265: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ότι είχε στο άσπρο της πρόσωπο κατασκότεινες σκιές.— Τί είναι; είπε, καί ή φωνή της, σάν τή δική μου, ήταν

βραχνή άπό τά δάκρυα.Δέν περίμενα νά τή βρώ σέ τέτοια κατάσταση. Τήν είχα

φανταστεί να χαμογελάει όπως χτές, μοχθηρή και ταποτρό­παιη. Σήμερα δέν ήταν τίποτ' άπ' όλ' αύτά. ’‘Ηταν μιά γριά γυναίκα, μαύρη καί δυστυχισμένη.

Δίστασα μιά στιγμή, μέ τό χέρι άκόμα στό πόμολο τής ανοιχτής πόρτας, και δέν ήξερα πιά ούτε τί να τής πώ, ούτε τί νά κάμω.

Εξακολουθούσε νά μέ κοιτάει μέ τά κόκκινα και πρισμένα της μάτια, καί δέν έβρισκα τί νά άποκριθώ.

— To menu το έχω βάλει στό γραφείο όπως πάντα, είπε. Μήπως θέλετε ν' άλλάξετε τίποτα ;

Τά λόγια της μούδωσαν θάρρος. Άφησα τήν πόρτα καί προχώρησα στή μέση τής κάμαρας.

— Κυρία Ντάμβερς, είπα, δέν ήρθα νά σάς πώ γιά το menu. Τό ξέρετε αύτό, έτσι δέν ε ίνα ι;

Δέ μου έδωσε άπάντηση. Τό ταριστερό της χέρι άνοιξε κι' έκλεισε.

— ταύτό πού θέλατε τό καταφέρατε, είπα. Το θελήσατε αύτό πού έγινε, δέν τό θελήσατε ; Είστε έν τάξει, τώρα ; Είστε εύχαριστημένη ;

Γύρισε άλλού τό κεφάλι, καί βάλθηκε νά κοιτάζει έξω άπ' τό παράθυρο, όπως τήν ώρα πού μπήκα.

— Γιατί ήρθατε έδώ ; είπε. Κανείς δέ σάς χρειαζόταν στό Μάντερλέη. "Ημαστε μιά χαρά όλοι, πρίν έρθετε. Γιατί δέ μεί­νατε έκεί πού ήσαστε, στή Γαλλία ;

— Ξεχνάτε, φαίνεται, είπα, πώς άγαπώ τόν κύριο ντέ Γουίντερ.

—Ά ν τόν άγαπούσατε, δέν έπρεπε ποτέ νά τόν παντρευ­τείτε, είπε.

Δέν ήξερα τί νά πώ. Ή κατάσταση ήταν τρελή, άφύσικη. 'Εξακολουθούσε νά μου μιλά με το κεφάλι γυρισμένο άλλού, μέ μιά φωνή μουντή και πνιγμένη.

— Νόμιζα πώς σάς μισούσα, τώρα όμως δέ σάς μισώ, είπε. βαρώ πώς έχει σβύσει μέσα μου κάθε αίσθημα.

— Γιατί θάπρεπε νά μέ μισείτε ; ρώτησα. Τί κακό σάς έκα­μα γιά νά μέ μισείτε ;

— Προσπαθήσατε νά πάρετε τή θέση τής κυρίας ντέ Γουίν­τερ, είπε.

'Εξακολουθούσε νά μή με κοιτάζει. 'Έστεκε έκεί , σκυ­θρωπή, μέ τήν όψη γυρισμένη ν άλλού.

— Δέν έφερα καμιάν άλλαγή, είπα. Τό Μάντερλέη έξακο-

— 269 —

Page 266: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

λουθεί να είναι όπως ήταν ανέκαθεν. Δέν έδωσα ούτε μιά δια­ταγή. Τ' άφησα όλα στά χέρια σας. θ ά μπορούσαμε νά τά πη­γαίναμε πολύ καλά μαζί, άν το είχατε θελήσει, σεις όμως μου φερθήκατε έχθρικά άπ' τήν πρώτη στιγμή. Τό είδα στήν όψη σας τή στιγμή πού σάς έδωσα τό χέρι.

Δέν απάντησε, και τό χέρι της, πάνω στή φούστα της, έξακολουθουσε νά ανοιγοκλείνει.

— Πολλοί άνθρωποι ξαναπαντρεύονται, άντρες και γυναί­κες, είπα. Τέτοιοι γάμοι γίνονται κάθε μέρα χιλιάδες. Μιλάτε σά νάταν έγκλημα ό γάμος μου μέ τόν κύριο ντέ Γουίντερ, σά νάταν Ιεροσυλία πρός τήν πεθαμένη. Δέν είχαμε κι' έμείς τό δικαίωμα νά εύτυχήσουμε, όπως όλος ό κόσμος ;

—Ό κύριος ντέ Γουίντερ δέν είναι εύτυχισμένος, είπε, γυ ­ρίζοντας έπιτέλους σε μένα. Κι' ένας ήλίθιος μπορεί νά το δει. Δέν έχετε παρά νά τόν κοιτάξετε στά μάτια. Βρίσκεται πάντα μέσα σέ μιά κόλαση, και είν' έτσι διαρκώς άπό τότε πού πέθανε εκείνη.

— Δεν είν’ άλήθεια, είπα. Δέν είν' άλήθεια. "Ηταν εύτυχισμένος όταν ήμαστε μαζί στή Γαλλία, ήταν πιό νέος, πολύ πιο νέος, ήταν γελαστός και χαρούμενος.

— Και λοιπόν ; "ταντρας δέν είναι ; είπε. Ποιος άντρας δέν είναι εύχάριστη μένος όταν είναι νιόγαμπρος ! Ό κύριος ντε Γουίντερ δεν είναι ούτε σαράντα έξη χρονών.

Γέλασε με περιφρόνηση και σήκωσε τούς ώμους της.— Πώς τολμάτε νά μου μιλάτε έτσι ; είπα. Πώς τολμάτε ;Δέν τή φοβόμουνα πιά. Πήγα καταπάνω της, τήν άρπαξα

άπ' τό μπράτσο κι' άρχισα νά τήν τραντάζω.—Σεις με κάματε χτες το βράδυ νά. φορέσω αύτό το κοστού­

μι, είπα. Ποτέ δε θά μου περνούσε άπό το νου αν έσείς δε μου βάζατε τήν Ιδέα. Το κάματε αύτό γ ια τ ί θέλοπτε νά κάμετε κακό στον κύριο ντέ Γουίντερ, γ ια τ ί θέλατε νά τόν κάμετε νά ύποφέρει. Δέ σάς φτάνουν όσα έχει τραβήξει ; Ή τα ν άνάγκη νά του παίξετε αύτό το απαίσιο, αύτό το αποτρόπαιο πα ιγνίδι ; 'Έ χετε τήν Ιδέα ότι ή άγω νία του καί ό πόνος του θά ξαναφέρουν τήν κυρία ντέ Γουίντερ στη ζωή ;

Τινάχτηκε και μού ξέφυγε, κι' ένα κύμα θυμού έβαψε τό πελιδνό πρόσωπό της.

“ Τί με νιάζει έμένα γ ιά τόν πόνο του ; είπε. Νιάστηκε εκείνος ποτέ γ ιά τόν πόνο το δικό μου ; Τί νομίζετε ότι ήταν γ ιά μένα, νά σάς βλέπω νά κάθεστε στή δική της τή θέση, νά πατάτε όπου έκείνη πατούσε, ν' α γγίζετε τά πράματα που ήταν δικά της ; Τί νομίζετε ότι ήταν γ ιά μένα όλοι αύτοί οί μήνες, όταν ήξερα ότι γράφατε στό γραφείο της, στό πρωινό σαλονάκι, μέ τήν ίδια τήν πένα της, ότι παίρνατε τό τηλέφωνο

Page 267: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τού σπιτιού όπως τόπαιρνε έκείνη και μιλούσε μαζί μου, κάθε πρωί, κάθε πρωί, άπό τότε πού πρωτόφτασε έδώ ; Τί νομίζετε ότι ήταν για μένα, ν’ άκούω τόν Φρίθ καί τόν Ρόμπερτ, και τούς άλλους ύπηρέτες, να σάς λένε «κυρία ντέ Γουίντερ»,— «'Η κυρία ντέ Γουίντερ εβγήκε περίπατο», «Ή κυρία ντέ Γουίν­τερ θέλει τό άμάξι στις τρεις το άπόγεμα», «Ή κυρία ντέ Γουίντερ δέ Θά γυρίσει γιά το τσάϊ προ τών πέντε»; Κι' όλο αύτό τόν καιρό, ή δική μου ή κυρία ντέ Γουίντερ, ή κυρία μου με τήν όμορψιά της, μέ τόν άέρα της, ή άληθινή κυρία ντέ Γουίντερ, νά κείτεται νεκρή, παγωμένη, ξεχασμένη, στήν κρύπτη τής έκκλησιάς Ι Ά ν λοιπόν ύποφέρει, καλά νά πάθει, άφού πήγε και παντρεύτηκε ένα κοριτσάκι σάν καί σάς προτού κλείσουν καλά καλά δέκα μήνες. Τώρα,— τά πληρώνει ! Έ χω ιδεί έγώ τήν όψη του, είδα τά μάτια του. Μόνος του τήν εφτιαξε, αύτή τήν κόλα­ση όπου ζει. Κανείς δέν τού φταίει. Ξέρει ότι έκείνη τόν βλέπει, ξέρει ότι έρχεται μέσα στή νύχτα και τόν κοιτάζει. Και δέν άρχεται μέ το γάντι, ή κυρία ή δική μου, όχι, κάθε άλλο. Δέν ήταν άνθρωπος αύτή ποτέ, νά καταπίνει τίς προσβο­λές χωρίς νά βγάζει μιλιά. «θ ά τούς πάρει ό διάβολος πρώ­τα, Ντάνη », θά μούλεγε, « Θά τούς πάρει και Θά τούς σηκώ­σει !» «Και βέβαια, χρυσή μου», Θά τής έλεγα εγώ. «'Εσένα κανείς δε μπορεί νά σέ κοροϊδέψει. 'Εσύ γεννήθηκες σέ τούτο τόν κόσμο γιά νά χαίρεσαι ό,τι θελήσεις.» Κι' άλήθεια χαί­ρονταν δ,τι ήθελε, δέ λογάριαζε, δε φοβότανε. Είχε ένα Θάρ­ρος και μιάν όρμή έντελώς σάν άγορι, ή δική μου ή κυρία ντέ Γουίντερ. 'Έπρεπε νάχε γεννηθεί άγόρι, έγώ πάντα τής τόλεγα. Έγώ τήν άνάθρεψα όταν ήταν μικρή. Το ξέρατε αύτό, δέν το ξέρατε ;

—Ό χι, είπα, όχι ! Τί χρειάζ<»νται όλ’ αύτά, κυρία Ντάμ­βερς ; Δέ θέλω ν' άκούσω περισσότερα. Δέ θέλω νά μάθω. 'Εγώ δέν αισθάνομαι σάν και σάς ; Δέν καταλαβαίνετε τί είναι γιά μένα ν' άκούω τ' όνομά της, νά στέκομαι έδώ και ν' άκούω όλα όσα μου λέτε γι' αύτήν ;

Δέ μ' άκουσε. Εξακολουθούσε νά παραμιλάει σάν τρελή, σάν ένας τύπος φανατικός, στριφουλίζοντας και τραβώντας μέ τά μακριά της τά δάχτυλα το μαύρο ύφασμα τού φουστα­νιού της.

— Και τί όμορφη πού ήτανε τότες, είπε. Όμορφη σά ζω­γραφιά. ‘Όταν περνούσε, οί άντρες γύριζαν και τήν κοίταζαν, καί δέν ήταν άκόμα ούτε δώδεκα χρονών. ταύτή τό καταλάβαινε, καί μούκλεινε, τό διαβολάκι, τό μάτι. «Έγώ θά γίνω καλλονή, ε, Ντάνη, δέ θά γίνω ; » μου έλεγε. Κι’ ‘έγώ τής ελεγα : « θ ά Ιδούμε, χρυσή μου, θά Ιδούμε». "Ήξερε άπό τότες τά πάντα σά νά ήταν μεγάλη, κι' έπιανε κουβέντα μέ γυναίκες καί μέ

— 271 —

Page 268: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ταντρες μέ μιάν έξυπνάδα και μιά τσοτχπινιά σά νάταν δεκαο­χτώ χρονών. Τόν πατέρα της τόν τραβούσε άπό τή μύτη, κι' άν ζούσε ή μητέρα της, το ίδιο θτακανε καί μ' αύτήν. Κι' όσο γ ιά φλόγα, γ ιά όρμή, γ ιά κουράγιο, κανείς δέν τήν έβαζε κάτω τήν κυρία μου. Μιά φορά, στά γενέθλιά της, τότε πού έκλεισε τά δεκατέσσερα, έκεί πού όδηγουσε εν' άμάξι μέ τέσσερα άλο­γα, σκαρφάλωσε δίπλα της έκεί στό κάθισμα του άμαξα ό ξάδερφός της ό κύριος Τζάκ, κι' έκαμε νά της πάρει τά γκ έ­μια από τά χέρια. 'Ά ρχισαν έκεί πάνω νά παλεύουν ol δύό τους σάν α γριόγατοι τρία όλόκληρα λεπτά, ένώ τ ' α λογα καλπά­ζανε σά δαιμονισμένα. Ποιός νίκησε ; ταύτή νίκησε, ή κυρία μου. Σκάει μιά μέ τό καμτσίκι της πάνω άπ' τό κεφάλι του, κι' αύτός έρχεται κάτω μέ μιά τούμπα, βρίζοντας καί γελών­τας. Ταιριαστό ζευγαράκι, σάς λέω, αύτή καί ό κύριος Τζάκ. ΟΙ δικοί του τόν έβαλαν στό Ναυτικό, ταλλά οώτός δέν έννοουσε νά ύποταχτεί στήν πειθαρχία. Καί δέν του δίνω ταδικο. Είχε πολλή ζωή μέσα του, καί πολλή φλόγα, γ ιά νά ύπακούει σέ διαταγές. "Οπως καί ή κυρία μου.

Τήν κοίταζα μαγνητισμένη, γεμάτη φρίκη' είχε στά χείλη ένα α λλόκοτο Εκστατικό χαμόγελο, πού τή γέραζε πιό πολύ παρά ποτέ, κι' έδινε ζωντάνια καί πραγματικότητα στήν α πο­σκελετωμένη της όψη.

—· Κανένας δέν τάβγαζε πέρα μαζί της, ποτέ, ποτέ, έξακολούθησε. Έ κ α νε ό,τι τής α ρεσε, ζούσε όπως τής α ρεσε. Είχε μιά δύναμη σά λιονταράκι. Τή θυμάμαι στά δεκάξη της χρό­νια, πού είχε καβαλήσει ένα α πό τ ' α λογα του πατέρα της, ένα α γριάλογο κοτζάμ θηρίο, πολύ άψύ, όπως έλεγε ό στα­βλίτης, γ ιά τά χρόνια της. Γαντζώθηκε άπάνω του, καί τά κατά­φερε μιά χαρά. θα ρώ πώς τή βλέπω αύτή τή στιγμή, μέ τά μαλλιά της στόν α νεμο, νά το χτυπάει μέ τό μαστίγιο της ως πού τουτρεχαν αίματα, νά του μπήγει τά σπηρούνια στά πλευ­ρά του. Ό τ α ν πέζεψε, τό ταλογο έτρεμε σύγκορμο, γεμ τατο αίματα κι' α φρούς. « Τουδωσα έγώ καί κατταλαβε, ψέματα, Ντάνη ;» είπε, καί πήγε νά πλύνει τά χέρια της σά νά μήν έτρεχε τίποτα. Κι' έτσι ήταν πάντα της, όταν μεγάλωσε. 'Ε γώ τήν έβλεπα, ήμουν πάντα μαζί της. Δέ σκοτιζόταν γ ιά τίποτα, γ ιά κανέναν. Καί στο τέλος τήν έπαθε. Ό χ ι όμως άπό ταντρα, ούτε α πό γυναίκα. Ή θάλασσα τήν έφαγε. Ή θάλασσα έστάθηκε πιό δυνατή. Ή θάλασσα στό τέλος τήν έφαγε.

Σώπασε. Τό στόμα της σάλευε άλλόκοτα, χαμηλώνοντας στίς γωνιές. Ά ρ χ ισ ε νά κλαίει δυνατά, μέ λυγμούς πού τήν τράνταζαν, μέ τό στόμα α νοιχτό καί μέ ταδτακρυτα μάτια.

— Κυρία Ντάμβερς, είπα. Κυρία Ντάμβερς ΙΣτεκόμουν μπροστα της σά χαμένη, μή ξέροντας τί νά

Page 269: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

κάμω. Είχα πάψει πιά νά τήν υποψιάζομαι, είχα πάψει νά τή φοβάμαι, άλλά το θέαμα αύτης της γυναίκας, μέ τούς λυ­γμούς της και τά ταδάκρυτα μάτια της, μ' α νατρίχιαζε, μ' α ρ­ρώσταινε.

— Κυρία Ντάμβερς, είπα. Είστε α διάθετη. Θά πρέπει νά πλαγιάσετε, Γιατί δέν πάτε στήν κάμαρά σας νά ήσυχάσετε ; Γιατί δέν πάτε νά πέσετε ;

Γύρισε και μέ κοίταξε α γριεμένη,— Δέ μπορείτε νά μ' α φήσετε ήσυχη ; είπε, Τί σάς νιάζει

άν δείχνω τόν πόνο μου.; 'Εγώ δέ ντρέπομαι γιά τόν πόνο μου, έγώ δέν κλείνομαι στήν κάμαρά μου γιά να κλάψω. 'Εγώ δέν περπατάω στήν κάμαρά μου ταπάνω κάτω, άπάνω κάτω, μέ κλειδωμένες τΙς πόρτες, σάν τόν κύριο ντέ Γουίντερ.

— Τί Εννοείτε ; είπα. Ό κύριος ντέ Γουίντερ δέν κάνει έτσι.— Πώς ! είπε. "Ετσι εκανε, όταν πέθανε έκείνη. Κλείστηκε

στή βιβλιοθήκη, κι' όλη τήν ώρα, άπάνω κάτω, άπάνω κάτω. 'Εγώ τόν άκουγα. Και τόν έχω ιδεί κιόλας, άπ' τήν κλειδαρό­τρυπα, όχι μιά και δύό φορές. Μπρός πίσω, μπρός πίσω, σά θηρίο στο κλουβί.

— Δέ Θέλω ν' άκούσω, είπα. Δέ θέλω νά μάθω.— Κι' ύστερα μού λέτε, έξακολούθησε, ότι τότε, στό ταξίδι

του γάμου σας, τόν κάματε εύτυχισμένο ! Τόν κάματε εύτυχισμένο, έσείς, ένα άπραγο κοριτσόπουλο, πού μπορούσε νά σάς είχε καί κόρη του ! Τί ξέρετε σεις άπ' τή ζωή ; Τί ξέρετε σεις απ' τούς άντρες ; "Ηρθατε δώ καί νομίζατε πώς θά μπορού­σατε νά πάρετε τή θέση τής κυρίας ντέ Γουίντερ. 'Εσείς Ι 'Ε­σείς νά πάρετε τή θέση της κυρίας μου ! Μά τακόμα κι' οί ύπη­ρέτες γελούσανε μέ σάς όταν ήρθατε στό Μάντερλέη. 'τακόμα κι' έκείνο τό μικρό τό δουλάκι πού συναντήσατε στόν πίσω διά­δρομο τό πρώτο πρωινό πού ήσαστε δώ. "Ηθελα νάξερα τί είχε στό μυαλό του ό κύριος ντέ Γουίντερ, πού σάς έφερε Εδώ στό Μάντερλέη όταν τέλειωσε έκείνο τό σπουδαίο γαμήλιο ταξίδι του ! "Ηθελα νάξερα τί νά συλλογίστηκε όταν σάς είδε γιά πρώτη φορά καθισμένη στό τραπέζι της τραπεζαρίας!

— Θάταν καλύτερα νά τ' α φήνατε αύτά, κυρία Ντάμβερς, είπα, Θάταν καλύτερα νά πηγαίνατε στήν κάμαρά σας,

— Νά πάω στήν κάμαρά μου, εκαμε παρωδώντας τή φωνή μου, νά πάω στήν κάμαρά μου! Ή κυρία του σπιτιού έχει τή γνώμη ότι Θάκανα καλύτερα νά πάω στήν κάμαρά μου ! "Ε, καί ύστερα ; θά πάτε τρέχοντας στόν κύριο ντέ Γουίντερ, καί θά τού πείτε : « Ή κυρία Ντάμβερς μού φέρθηκε άσχημα. Ή κυρία Ντάμβερς μού αύθαδίασε ». Θά πάτε τρέχοντας νά τού τό προφτάσετε, σάν τήν άλλη φορά, πού ήρθε δώ ό κύριος Τζάκ νά μέ δει.

— 273 —16 ΡφΜπα

Page 270: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— 'Εγώ δέν είπα ποτέ τίποτα, (ταπάντησα.— Ψέματα ! είπε. Ποιός άλλος θά του τόλεγε, άν δέν του τό'

λέγατε σεις ; Κανένας άλλος δέν ήταν έδώ. Ό. Φρίθ και ό Ρό­μπερτ είχαν βγει, και κανείς άπ' τούς άλλους ύπηρέτες δεν τόήξερε. Τότε πήρα κι' έγώ τήν α πόφαση νά σάς δώσω ένα μά­θημα, καί σ' έκείνον έπίσης. 'Ε γώ θά τόν κάμω νά ύποφέρει, είπα. Γιατί νά μέ νιάζει ; Δέν πά ' νά ύποφέρει ; Γιατί νά μή βλέπω τόν κύριο Τζάκ στο Μάντερλέη ; Είναι ό μόνος δεσμός πού μού μένει μέ τήν κυρία ντέ Γουί ντερ. « Δέν έννοώ νά ξαναποττήσει έδώ πέρα», είπε. « Σ ά ς προειδοποιώ, γ ιά τελευταία φορά.» Δέν τήν ξέχασε τή ζήλεια του, καθώς βλέπετε. Δεν τήν ξέχασε !

θυμήθηκα πώς είχα κολλήσει στόν τοίχο του Εξώ στη όταν άνοιξε ή πόρτα της βιβλιοθήκης, θυμήθηκα τή φωνή του Μαξίμ' νά λέει μέ μεγάλο θυμό τά λόγ ια άκριβώς πού είχε ξαναπεί ή κυρία Ντάμβερς. Ζήλεια. Ό Μαξίμ, ζή λεια . . .

— Τή ζήλευε όταν ήτοεν ζωντανή, τή ζηλεύει και τώρα πού είναι πεθαμένη, εξακολούθησε ή κυρία Ντάμβερς. 'ταπαγορεύει στόν κύριο Τζάκ νάρχεται σπίτι, όπως τόκανε και τότε. ταύτό δείχνει άν τήν ξέχασε ή όχι, δέ βρίσκετε ; Τή ζήλευε βέβαια ! Κι' έγώ τήν έζήλευα. Κι' όλοι τή ζήλευαν, όσοι τήν ήξεραν. ' ταλλά αύτή δέ σκοτίζονταν. Γέλαγε. « Έ γ ώ θά ζήσω όπως μου άρέσει, Ντόνη », μούλεγε. « Ό κόσμος νά χαλάσει, έγώ έτσι θά ζήσω .» ΟΙ άντρες, μιά ματιά νά της έριχναν, καί τρελαί­νονταν. Τούς έβλεπα έδώ στό σπίτι, ένα σωρό ότντρες πού τούς γνώριζε στο Λονδίνο και τούς έφερνε έδώ γ ιά τά σαββατοκύ­ριακα. Τούς πήγαινε γ ιά μπάνιο μέ το κότερο, έκανε μαζί τους πικ νικ βραδινά στό σπιτάκι της έκεί στό λιμανάκι. ‘Ό λοι, έννοείται, τήν κορτάριζαν ά γρ ια . Ποιος νά μή τήν κορτάρει ; ταύτή γέλαγε, κι' όταν γύριζε σπίτι, έρχόταν καί μούλεγε ό.τι είχαν κάμει κι' ό,τι είχαν πει. Δέν έδινε αύτή σημασία, αύτή τόπαιρνε σαν παιγνιδάκι. Σάν παιγνιδάκι. Ποιός νά μή τή ζη­λέψει ; ‘Ό λοι τη ζήλευαν, όλοι τρελαίνονταν γ ι ' αύτήν. Ό κύ­ριος ντέ Γουίντερ, ό κύριος Τζάκ, ό κύριος Κρώλεη, όλοι όσοι τήν ήξεραν, όλοι όσοι έρχονταν στό Μάντερλέη.

— Δέ θέλω νά μάθω, είπα. Δε θέλω νά μάθω.Ή κυρία Ντάμβερς ήρθε κοντά μου, Το πρόσωπό της σχε­

δόν ά γγιζε τό δικό μου.— Καί τί βγαίνει ; ειπε. Ποτέ δέ θά μπορέσετε νά τή βά­

λετε κάτω. ταύτή είν' άκόμα έδώ πέρα ή κυρία του σπιτιού, κι' ας έχει πεθάνει. ταύτή είν' ή ταληθινή κυρία ντέ Γουίντερ, όχι έσείς. Εσείς, κι' όχι αύτή, είστε τό ίσκιωμα και τό φάντασμα. Ε σ είς είσαστε ή ξεχασμένη, έσείς είσαστε ή τανεπιθύμητη, έσείς

Page 271: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ή παραπεταμένη. Γιατί λοιπόν δέν της αφήνετε τό Μάντερλέη ? Γιατί δέ φεύγετε ;

Έκανα πίσω, πρός τό παράθυρο. Ό παλιός μου ό φόβος καί ή φρίκη ξαναφούντωναν μέσα μου. Μού άρπαξε τό μπρά­τσο καί μού τόσφιξε, σά να μού τόσφιγγε μια τανάλια.

— Γιατί δέ φεύγετε ; έξακολούθησε. Κανείς άπό μας δέ σάς θέλει. Ούτ' έκείνος σάς θέλει. Ποτέ δέ σάς θέλησε. Δέ μπορεί νά τήν ξεχάσει, θέλει νά ξαναμείνει στό σπίτι μονάχος, μαζί της. 'Εσείς θάπρεπε νά κείτεστε έκεί στήν κρύπτη τής εκκλη­σιάς, όχι έκείνη. 'Εσείς θάπρεπε νάχετε πεθάνει, όχι ή κυρία ντέ Γουίντερ.

Μ' έσπρωξε πρός το άνοιγμένο παράθυρο. Έβλεπα κάτω άπό μένα τήν ταράτσα, σταχτιά καί θολή μέσα στήν άσπρη πυ­κνή καταχνιά.

— Δείτε κάτω, είπε. Εύκολο είναι, — δέν ε ίνα ι; Γ ιατί δέν πηδάτε ; Δέ θά το νιώσετε, δέ θά πονέσετε. Είναι γρήγορος τρόπος, γλυκός. Δέν είναι σά νά πνιγόσαστε. Γιατί δέ δοκιμά­ζετε ; Γ ιατί δέν πηδάτε ;

Ή όμίχλη, ύγρή καί γλιστερή, γέμιζε το άνοιγμένο παρά­θυρο, κολλούσε στά ρουθούνια μου, έκανε τά μάτια μου νά τσούζουν. Πιάστηκα μέ τά δύό μου χέρια άπό τή μπάρα τού παράθυρου.

— Μή φοβάστε, είπε ή κυρία Ντάμβερς. 'Εγώ δέν πρόκειται νά σάς σπρώξω. Ούτε πρόκειται νά σταθώ δίπλα σας. Ά ν θέ­λετε, θά πέσετε άπό μόνη σας. Τί βγαίνει μέ τό νά μένετε στό Μάντερλέη ; Εύτυχισμένη δέν είσαστε. Ό κύριος ντέ Γουίντερ δέ σάς άγαπάει. Τί άξία έχει γιά σάς ή ζωή ; Γιατί δέν πη­δάτε νά ξεμπερδέψετε ; "Υστερα δέ θάστε πιά δυστυχισμένη.

Έβλεπα τά κασόνια μέ τά λουλούδια κάτω στήν ταράτσα, καί τήν πηχτή γαλάζια τους πύκνα. ΟΙ πλάκες ήταν σταχτιές καί λείες. Δέν ήταν ούτε άνώμάλες ούτε κοφτερές. Ή όμίχλη τίς έκανε νά φαίνονται τόσο μακριά. Δέν ήταν πράγματι τόσο μακριά, δέν ήταν τόσο ψηλό τό παράθυρο.

— Γιατί δέν πηδάτε ; ψιθύρισε ή κυρία Ντάμβερς. Γιατί δέν κάνετε τήν άπόπειρα ;

Ή όμίχλη εγινε πυκνότερη, και τώρα δέν έβλεπα πιά τήν ταράτσα. Δέν ξεχώριζα πιά τά κασόνια τών λουλουδιών ούτε τό λείο πλακόστρωτο. Γύρω μου δέν υπήρχε παρά ή άσπρη θο­λούρα, πού μύριζε φύκι υγρό καί ριγηλό. Ή μόνη πραγματι­κότητα ήταν ή μπάρα του παράθυρου κάτω άπό τά χέρια μου καί ή άρπάγη τής κυρίας Ντάμβερς στό άριστερό μου τό μπρά­τσο. Ά ν πηδούσα, δέ θάβλεπα τό πλακόστρωτο νά όρμάει κατα­πάνω μου, ή όμίχλη θά μού τόκρυβε. Ό πόνος θάταν σουβλερός καί ξαφνικός, είχε πει. Πέφτοντας θά γινόμουν κομμάτια. Ό θά-

275 —

Page 272: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νορτος 6έ θάταν άργός, όπως είναι όταν πνίγεσαι. Μιά στιγμή, κι' όλα θοτταν τελειωμένα. Κι' ό Μαξίμ δέ μ' αγαπούσε. Ό Μα­ξίμ ήθελε νά μείνει καί πάλι μονάχος, μέ τή Ρεβέκκα.

—’Εμπρός ! ψιθύρισε ή κυρία 'Ντάμβερς. Ε μ πρός ! Μή φο­βάστε.

•Έκλεισα τά μάτια. Ε ίχα ζαλιστεί, κοςθώς κοιτούσα κάτω τήν ταράτσα τόση ώρα, κι' έτσι όπως έσφ ιγγα τή μπάρα του παράθυρου, μού είχαν πονέσει τά δάχτυλα. Ή όμίχλη έμπαινε μέσα στά ρουθούνια μου, και κατακάθιζε πάνω στά χείλη μου τοτγκή καί ξινή. ‘’Ή ταν κάτι πού σ' έπνιγε, σάν κουβέρτα βα­ριά, σάν α ναισθητικό. Ά ρ χ ιζ α νά ξεχνάω ότι ήμουν δυστυχι­σμένη, κι' ότι ταγαπούσα τόν Μαξίμ. ’Ά ρ χ ιζα νά ξεχνάω τή Ρεβέκκα. Σ έ λ ίγο ή σκέψη της Ρεβέκκας δέ θά μέ βασά­νιζε πιά.

Καθώς χαλάρωνα τά χέρια μου κι' α ναστέναζα, ή κάτα­σπρη καταχνιά, καί ή σιωπή πού ήταν ένα μαζί της, έσπασαν ξαφνικά, καί σκίστηκαν στά δύό, ταπό μιά έκπυρσοκρότηση πού τράνταξε τό παράθυρο όπου ήμαστε. Τό τζάμι έτριξε μές στό τελάρο του. 'Ά νοιξα τά μάτια μου. Κοίταξα τήν κυρία Ντάμ­βερς. Δεύτερη έκπυρσοκρότηση ακολούθησε τήν πρώτη, ύστερα τρίτη, ύστερα τέταρτη. ‘C κρότος τους τράνταξε τόν α έρα, κι' ένα α όρατο πλήθος πουλιά φτεροκόπησε απ' τά δάση γύρω στό σπίτι, ταπαντώντας μέ στρ ιγγλιές και τσ ιρίγματα.

— Τί συμβαίνει ; είπα σά χαμένη. Τί τρέχει ;Ή κυρία Ντάμβερς χαλάρωσε τήν αρπάγη της πάνω στό

μπράτσο μου. Κοίταξε έξω ταπ' το παράθυρο, μές στήν όμίχλη.Ρουκέτες είναι, είπε. Κάποιο καράβι θάχει πέσει στίς

ξέρες στό λιμανάκι.Σταθήκαμε κι' οί δυο μέ τεντωμένο τ ' αύτί, κοιτάζοντας

τήν άσπρη ν όμίχλη. ‘Ύστερα α κούσαμε βήματα. Στήν ταράτσα, κάτω άπό μάς, κάποιος έτρεχε.

Page 273: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

19Η Τ ταΝ ό Μαξίμ. Δέν τόν έβλεπα, άλλά άκουα τή φωνή

του. 'Έτρεχε φωνάζοντας τόν Φρίθ. "τακουσα τόν Φρίθ νά τού άπαντάει άπό το χώλ και νά βγαίνει στήν ταράτσα. Οί σιλουέτες τους, μές στήν όμίχλη,

διαγράφονταν άόριστα κάτω άπό μάς.—’Έχει καθίσει γιά καλά, είπε ό Μαξίμ. Το κοίταγα άπό

πάνω άπ' τόν κάβο και το είδα νά μπαίνει γραμμή στό λιμάνι με τήν πλώρη στήν ξέρα. 'ταδύνατο νά το ξεκαθίσουν μ’ αύτές τις παλίρροιες, θά πρέπει νά πήραν τόν κόρφο γιά το λιμάνι τού Κέρριθ. 'Η καταχνιά έκεί πέρα είναι σάν τοίχος. Πές τους στό σπίτι νάχουν έτοιμο φαγητό και κρασί, μήπως τό πλήρωμα Εχει άνάγκη άπό τίποτα, και τηλεφώνησε στό γραφείο, στόν κύ­ριο Κρώλεη, και πές του τί τρέχει. 'Εγώ ξαναπάω στό λιμανάκι, νά ίδώ αν μπορώ νά κάμω τίποτα. Κάμε μου τή χάρη νά μού φέρεις και τσιγάρα.

Ή κυρία Ντάμβερς τραβήχτηκε άπ' το παράθυρο. Ή όψη της είχε χάσει κάθε έκφραση. Είχε ξαναγίνει ή ψυχρή άσπρη μάσκα πού ήξερα πάντα.

— Είναι προτιμότερο νά κατέβουμε, είπε. Ό Φρίθ θά με ζη­τάει νά κανονίσουμε τί θα γίνει. Ό κύριος ντέ Γουίντερ μπορεί ϊσως νά φέρει τούς άνθρώπους στό σπίτι, έτσι είπε. Προσέχτε τά χέρια σας, — κλείνω τό παράθυρο.

’Έκαμα κι' 'έγώ κατά πίσω μέσα στήν κάμαρα, άκόμα ζα­λισμένη, άλαλιασμένη, άβέβαιη γιά μένα τήν ίδια, άβέβαιη γι' αύτήν. Τήν κοίταγα νά κλείνει το παράθυρο, νά σφαλάει τά παντζούρια, νά τραβάει τίς κουρτίνες στή θέση τους.

— Εύτυχώς πού ή θάλασσα είναι ήσυχη, είπε. 'ταλλιώς, δέ θά είχαν και μεγάλες έλπίδες. "Ετσι όμως πού είναι σήμερα ό καιρός, δέν ύπάρχει φόβος. Ό Ιδιοκτήτης μόνο θά χάσει το κα­ράβι του, άν «έπεσε στήν ξέρα, όπως είπε ό κύριος ντέ Γουίντερ.

— 277 —

Page 274: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

•Έριξε μιά ματιά ϋτό δωμάτιο, νά ιδεί άν ύπήρχε καμιά άκαταστασία ή άν τίποτα δέν ήταν στή θέση του. Τέντωσε τό σκέ­πασμα του διπλού κρεβατιού νά Ισιώσει καλά, κι' ύστερα πηγ£ στήν πόρτα καί τήν κράτησε άνοιχτή νά περάσω.

— θ ά πώ κάτω στήν κουζίνα νά σερβίρουν στήν τραπεζα­ρία ένα κρύο γεύμα, είπε, κι' έτσι θά μπορείτε νά καθήσετε στό τραπέζι ό,τι ώρα θελήσετε. Ό κύριος ίσως νά μή μπορέσει νά γυρίσει στή μία, άν είναι άπασχολημένος κάτω στήν άκτή.

Τήν κοίταξα σάν ύπνωτισμένη καί βγήκα άπό τήν ανοιχτή πόρτα αλύγιστη καί σάν ξύλινη, λές καί ήμουν νευρόσπαστο.

—'Ό ταν δείτε τόν κύριο ντέ Γουίντερ, κυρία, είπε, του λέτε, παρακαλώ, ότι όλα θά είναι έν τάξει, αν θελήσει νά φέρει τούς ανθρώπους του καραβιού, θ ά ύπάρχει γ ι ’ αύτούς ζεστό φα­γητό ό,τι ώρα καί νάρθουν.

— Καλά, είπα. Καλά, κυρία Ντάμβερς.Μου γύρισε τήν πλάτη καί πήρε το διάδρομο πρός τή σκάλα

ύπηρεσίας, άπόκοσμη άσαρκη μορφή στο μαύρο της φόρεμα, ένώ ή φούστα της έφτανε ίσια ίσια ώς το πάτωμα καί το σά­ρωνε, άπλόχωρη καί φαρδιά όπως ήταν οί φούστες τριάντα χρό­νια πίσω. "Υστερα, έστριψε τή γω νιά τού διαδρόμου καί χάθηκε.

Προχώρησα ά ργά στο διάδρομο κατά τήν πόρτα του Ε ξ ώ ­στη μέ ύπνωτισμένη καί νωθρή άκόμα τή σκέψη, σά νάχα ξυ­πνήσει άπό πολύωρον ύπνο. Πέρασα τήν πόρτα κι' άρχισα νά κατεβαίνω τή σκάλα, χω ρίς συγκεκριμένο σκοπό. Ό Φρίθ περ­νούσε άπ' τό χώλ καί πήγαινε πρός τήν τραπεζαρία. Μόλις μέ είδε, σταμάτησε, και περίμενε νά κατέβω.

— Ό κύριος ντέ Γουίντερ, κυρία, ήταν έδώ πρίν άπό λ ίγα λεπτά, είπε. Πήρε μερικά τσ ιγάρα και ξανάφυγε γ ιά τήν πα­ραλία. Φαίνεται πώς κάποιο καράβι έπεσε στίς ξέρες.

—:Ναί, είπα.— 'τακούσατε τίς ρουκέτες, κυρία ; είπε ό Φρίθ.— Ναί, άκουσα τίς ρουκέτες, είπα.—'Ήμουν στό όφις μέ τον Ρόμπερτ και γ ιά μιά στιγμή νομί­

σαμε κι’ οι δύό μας πώς κάποιος κηπουρός θάχε πετάξει καμιά ρουκέτα αφημένη άπό χτές το βράδυ, είπε ό Φρίθ. Καί είπα του Ρόμπερτ : « Τί τούς έπιασε μ' αύτό τόν καιρό ; Δέν τίς αφή­νουν νά παίξουν τά παιδιά το Σαββατόβραδο ; » "Υστερα άκούστηκε ή δεύτερη, κι’ ύστερα ή τρίτη. « Δέν είναι πυροτεχνή­ματα », είπε ό Ρόμπερτ. « θά να ι κανένα καράβι πού κινδυ­νεύει. » « θαρώ πώς έχεις δ ίκ ιο », του είπα και βγήκα στό χώλ. Έκείνη τή στιγμή άκουσα τόν κύριο ντέ Γουίντερ νά μέ φωνάζει άπ' τήν ταράτσα.

— Ναί, είπα.— 'Έ , δέν είναι καί πολύ παράξενο, κυρία, μέ τέτοια όμί-

Page 275: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

χλη. ταύτό άκριβώς έλεγα τώρα δα στόν Ρόμπερτ. Χάνει κα­νένας τό δρόμο του και στή στεριά, όχι στή θάλασσα.

— Ναί, είπα.— "ταν θέλετε νά προλάβετε τόν κύριο ντέ Γουίντερ, κυρία,

δέν είναι δυο λεπτά πού πέρασε τήν πελούζα, είπε ό Φρίθ.— Εύχαριστώ, Φρίθ, είπα.Βγήκα στήν ταράτσα. Πέρα άπ' τίς πελούζες τά δέντρα

ξανάρχιζαν νά παίρνουν το σχήμα τους. Ή όμίχλη σκόρπιζε, τανέβαινε σέ μικρά σύννεφα στόν ούρανό. Στριφογύριζε σά γιρ­λάντες καπνός πάνω άπ' το κεφάλι μου. Σήκωσα τά μάτια ψηλά στά παράθυρα. ‘’Ήταν κατάκλειστα, μέ σφαλιστά τά παν­τζούρια. Φαίνονταν σά νά μήν έπρόκειτο νά ξανανοίξουν ποτέ.

Σ ’ αύτό, το μεγάλο παράθυρο τής μέσης, έκεί ήμουν προ πέντε λεπτών. Τώρα, τί ψηλό πού μού φαίνονταν πάνω άπ' το κεφάλι μου, τί ψηλό, και τί άπόμακρο ! Κάτω άπ' τά πόδια μου, οί πλάκες τής ταράτσας ήταν σκληρές καί στερεές. Κοί­ταξα κάτω, ύστερα πάλι ψηλά, στό κατάκλειστο παράθυρο, καν τότε, καθώς έκανα αύτή τήν κίνηση, αίστάνθηκα ξαφνικά πώς το κεφάλι μου γύριζε και πώς ζεσταινόμουν. Μιά σταλίτσα άπό Ιδρώτα κύλησε πίσω στο λαιμό μου. Κάτι μαύρες κηλίδες άρ­χισαν νά χοροπηδάνε μπροστά μου στόν άέρα. Γύρισα πίσω στό χώλ και κάθησα σέ μιά καρέκλα. Τά χέρια μου ήτανε κάθυγρα. Καθόμουν άκίνητη σάν άγαλμα κρατώντας τά γόνατά μου.

— Φρίθ, φώναξα, στήν τραπεζαρία είσαι ;— Μάλιστα, κυρία.Βγήκε άμέσως στό χώλ και ήρθε κοντά μου.— Φρίθ, είπα, μέ συγχωρείς... είναι άστείο . .. άλλά θά­

θελα ένα ποτηράκι μπράντυ.— 'ταμέσως, κυρία.'Εξακολουθούσα νά κρατώ τά γόνατά μου καί νά στέκομαι

άκίνητη. Γύρισε μ’ ένα ποτηράκι τού λικέρ σ' ένα άσημένιο δισκάκι.

— Δέν αισθάνεστε καλά, κυρία ; είπε ό Φρίθ. θέλετε νά φω­νάξω τήν Κλάρις ;

— Ό χι, Φρίθ, θά μού περάσει, είπα, Δέν είναι τίποτα. Μέ χτύπησε ή ζέστη.

— Πράγματι, κυρία. Είναι πολύ ζεστός καιρός. Πάρα πολύ. Πνιγηρός, μπορεί νά πει κανείς.

— Ναι, Φρίθ, πολύ πνιγηρός,"Ηπια το μπράντυ κι' έβαλα πάλι το ποτηράκι στόν άση­

μένιο δίσκο,— "Ισως νά σάς τρόμαξαν οί ρουκέτες, είπε ό Φρίθ, 7 Η τα ν

τόσο ξαφνικό.— Ναί, άλήθεια, είπα.

Page 276: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

—' Είναι καί ή ζέστη, άλλά είναι καί ή όρθοστασία όλη τή νύχτα, κυρία. Ί σ ω ς γ ι ' αύτό νά μήν αισθάνεστε έντελώς καλά» είπε ό Φρίθ.

— Ναί, ίσως, είπα.— Δέν πηγαίνετε ν' άναπαυθείτε μισή ώρα ; Στή βιβλιο­

θήκη έχει πολλή δροσιά.— Ό χ ι , όχι, θά βγώ καλύτερα νά πάρω λ ίγο άέρα.— Πολύ καλά, κυρία.•Έφυγε καί μ' άφησε μόνη. Τό χώλ ήταν ήσυχο, ήσυχο καί

δροσερό. Κάθε ίχνος του χορού είχε χαθεί. Μπορούσε και να μήν είχε γίνει. Τό χώλ ήταν πάλι όπως ήτανε πάντοτε, σταχτί, σιωπηλό και αύστηρό, μέ τά πορτραίτα καί τίς πανοπλίες στούς. τοίχους. Μετά βίας μπορούσα νά πιστέψω ότι έγώ τήν προη­γούμενη νύχτα είχα σταθεί στή βάση της σκάλας μέ το γα λ ά ­ζιο φουστάνι μου, άνταλλόίζοντας χειραψίες μέ πεντακόσιους άνθρώπους. Δέ μπορούσα νά πιστέψω ότι χτές στόν Εξώ στη

νήταν στημένα άναλόγια, κι' ότι ύπήρχε έκεί μιά ορχήστρα πού' έπαιζε, κι' ένας άνθρωπος μ' ένα βιολί, κι' ένας άνθρωπος μ' ένα ταμπούρλο. Σηκώθηκα καί βγήκα ξανά στήν ταράτσα.

Ή όμίχλη σηκώνονταν, φτάνοντας ώς τίς κορφές τών δέν­τρων. Έ κεί πού τέλειωναν οί πελούζες, τά δάση άρχιζαν νά ξαναφαίνονται. Πάνω άπ ' τό κεφάλι μου, ένας ήλιος χλω μός προσπαθούσε νά τρυπήσει τό ,βαρύν ουρανό. Ή ζέστη είχε φτά­σει στό κατακόρυφο. Ό π ω ς είχε πει ό Φρίθ, ό άέρας ήταν πνι­γηρός. Μιά μέλισσα μέ τριγύριζε βουίζοντας, ψάχνοντας γ ιά εύωδιές. Βούιζε δυνατά, ύστερα χώθηκε μέσα σέ κάποιο λου­λούδι και άπότομα σώπασε. Πάνω στή χλόη τής πελούζας, ό κηπουρός έβαλε σέ κίνηση τή μηχανική του ψαλίδα. ‘Έ να ς τρο­μαγμένος σπίνος φτερούγισε άπ' τό γρασ ίδ ι μπροστά του και ■πέτοόξε πρός το ροδόκηπο. Ό κηπουρός έσκυβε πάνω στό στει­λιάρι τής μηχανής του και προχωρούσε ά ρ γά πάνω στήν πε­λούζα τινάζοντας δεξιά κι’ άριστερά τό ψιλοκομμένο γρασ ίδ ι καί τίς μαργαρίτες. Ό άέρας μούφερνε τή γλυκιά μυρωδιά του ζεστού χόρτου κι' ό ήλιος έχυνε πάνω άπ' το κεφάλι μου όλη τή λάμψη του, σκορπώντας μέ δύναμη τήν άσπρη όμίχλη. Σφύριξα τού Τζάσπερ, μά δέν ήρθε. 'Ίσ ω ς νά είχε άκολουθήσει τόν Μα­ξίμ όταν κατέβηκε στήν παραλία. Κοίταξα τό ρολόι μου. Ί +tocv δώδεκα καί μισή περασμένες. Κόντευε μία παρά είκοσι, χτές τέτοιαν ώρα, ό Μαξίμ κι' έγώ ήμαστε μέ τόν Φράνκ στό μικρ& περιβολάκι μπροστά άπό το σπίτι του, περιμένοντας τήν οικο­νόμο του νά μάς έτοιμάσει νά φάμε.

ΕΙκοστέσσερις ώρες πρίν. Μέ πείραζαν, μου ,άστειεύονταν γ ιά τό κοστούμι μου. « θά να ι καί γ ιά τούς δύό σας ή μεγαλύ­τερη έκπληξη της ζωής σας », τούς είχα πει.

— 280 —

Page 277: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Πέθαινα άπ' τή ντροπή μου, καθώς θυμόμουν Εκείνα τά λό­γιοι. Καί μεμιάς συλλογίστηκα γιά πρώτη φορά πώς ό Μαξίμ δέν είχε φύγει, όπως είχα φοβηθεί. Ή φωνή πού είχα άκούσει στήν ταράτσα ήταν ήρεμη καί συνηθισμένη. ‘'Ήταν ή φωνή που ήξερα. Ό χι ή φωνή ή χτεσινοβραδινή, τότε πού στεκόμουνα στή βάση τής σκάλας. Ό Μαξίμ δέν είχε φύγει. Ή ταν κάπου έκεί κάτω στήν παραλία. '’Ήταν ό έαυτός του, γερός καί φυσι­κός. Είχε βγει για περίπατο, όπως είχε πει ό Φρότνκ, Είχε πάει στόν κάβο, είχε δει τό καράβι νά πλησιάζει πρός τήν άκτή. 'Όλοι μου οί φόβοι ήταν αβάσιμοι. Ό Μαξίμ ήταν μιά χαρά. Βέβαια, είχα περάσει ένα φοβερό Εξευτελισμό, κάτι τό φρι­χτό, το Εξωφρενικό, μού είχε τύχει ένα πράμα πού ούτε και τώρα καλά καλά δέ μπορούσα νά το καταλάβω, πού δέν ήθελα νά τό θυμάμαι, κάτι πού θάθελα νά τόθαβα γιά πάντα όσο βα­θύτερα μπορούσα μές στά σκοτάδια τής μνήμης μου, μέ τούς παλιούς ξεχασμένους τρόμους τών παιδικών μου χρόνων. Μά ούτε κι' αύτό δέν είχε σημασία, άφού ήταν καλά ό Μαξίμ.

Πήρα κι' έγώ τό στριφτό μονοπάτι μές άπ' το σκοταδερό δάσος, και κατέβηκα στήν άκτή.

Ή καταχνιά είχε σκορπίσει σχεδόν έντελώς, κι' όταν βγήκα στό λιμανάκι, είδα άμέσως το καράβι, πεσμένο έξο3 κάπου δυο μίλια άπ' τήν παραλία, μέ τά κατάρτια του γερμένα πρός τούς απόκρημνους βράχους. Πήρα τόν κυματοθραύστη, έφτασα στήν άκρη, στάθηκα έκεί, τακουμπώντας στό στρογγυλεμένο τοιχάκι του. Πάνω στά βράχια, ψηλά, είχε κιόλας μαζευτεί ένα σωρό κόσμος άπ' το Κέρριθ, πού θά πρέπει νά είχαν έρθει άπό το μονοπάτι τών άκτοφυλάκων. ΟΙ ψηλοί ταπότομοι βράχοι κι’ ό κάβος άνήκαν στό Μάντερλέη, άλλά ό κόσμος είχε α νέ­καθεν τό Ελεύθερο νά περνάει άπό το μονοπάτι τής άκτής. Με­ρικοί ροβολούσαν κιόλας άπό πτανω ταπ' τά κατσάβραχα, γιά νά δουν από πιό κοντά τό καρταβι. Είχε γείρει στό πλάϊ, μ' ανα­σηκωμένη τήν πλώρη, κι' ένα πλήθος από βάρκες ήταν κιόλα τριγύρω του. Το ναυαγοσωστικό πλησίαζε. Είδα κάποιον μέσα σ' αύτό νά σηκώνεται καί νά φωνάζει μ' έναν τηλεβόα. Δέ μπο­ρούσα ν' α κούσω τί έλεγε. ’Ήτα ν α κόμα όμίχλη Ιξω στόν κόλπο, και δέν έβλεπα τόν όρίζοντα. Μιά σκούρα σταχτωπή βενζινάκατος, μέ κάμποσους μέσα, φάνηκε στό φώς. Μέσα ήταν κάποιος με στολή, θά πρέπει νάταν ό λιμενάρχης τού Κέρριθ, και μαζί του θάταν ό πράκτορας τής 'τασφάλειας. Μιά άλλη βενζινάκατος έρχόταν άπό πίσω, γεμάτη Εκδρομείς άπό το Κέρριθ. '"ταρχισαν νά γυρίζουν γύρω γύρω ταπ' το καρταβι, φλυαρώντας ζωηρά όλοι μαζί. Άκουα τίς φωνές τους πάνω άπ' τά ήσυχα νερά, ν’ ταπαντούν ή μιά στήν άλλη.

'Άφησα τόν κυματοθραύστη καί τό λιμανάκι, κι' άνηφόρισα.

— 281 —

Page 278: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

κατά τά βράχια όπου ήταν ό κόσμος. Δέν είδα τόν Μαξίμ που­θενά. Ό Φρανκ ήταν έκεί καί κουβέντιαζε μ' έναν άκτοφύλακα. Μόλις τόν είδα, τάχασα μια στιγμή, κι' έκαμα μιά κίνηση πρός τά πίσω. Μόλις έδώ και μιάν ώρα, τού μιλούσα στό τηλέφωνο κι' έκλαιγα. Δέν ήξερα τί νά κάμω. Μέ είδε άμέσως και μούκανε έτσι μέ το χέρι του. Πήγα καταπάνω τους. Ό τακτοφύλα­κας μ' ήξερε.

— 'Η ρθατε νά δείτε τό θέαμα, κυρία ντέ Γουίντερ ; είπε χαμογελώντας. Έ χ ω τήν Ιδέα πώς θά τραβήξουν το διάβολό τους. Τά ρυμουλκά μπορεί κάτι νά καταφέρουν, άλλά μου φαί­νεται σά δύσκολο. Είναι σφηνωμένο γ ιά καλά.

— Τί θά κάμουν ; είπα.— θ ά κατεβάσουν άμέσως ένα δύτη, νά δει ocv άνοιξε ή κα­

ρίνα, μου απάντησε. Είναι αύτός έκεί μέ τόν κόκκινο πλεχτό κούκο, θέλετε νά κοιτάξετε μέ τά κιάλια ;

Πήρα τά κιάλια και κοίταξα τό καράβι. Είδα στήν πλώρη του ένα τσούρμο άπό άνθρώπους νά στέκονται και νά κοιτά­ζουν. Κάποιος τούς έδειχνε κάτι. Ό άνθρωπος άπό το ναυαγο­σωστικό έξακολουθουσε νά φωνάζει μέ τό χωνί του.

Ό λιμενάρχης του Κέρριθ είχε πάει κι' αύτός έκεί πέρα στήν πλώρη του πλοίου. Ό δύτης μέ τόν πλεχτό κούκο καθόταν στή γκρ ίζα βενζινάκατο του λιμενάρχη.

Τό βαποράκι μέ τούς έκδρομείς έξακολουθουσε νά κάνει βόλτες τριγύρω άπ ' το καράβι. Μιά γυναίκα στεκόταν όρθια κι' έπαιρνε φωτογραφίες. "Ενα σμάρι άπό γλάρους κάθονταν πάνω στά νερά και φώναζαν σάν παλαβοί Ελπίζοντας κάτι ν' αρπάξουν. Έ δ ω σ α τά κιάλια στόν άκτοφύλακα.

— Δέ φαίνεται νά κάνουν τίποτα, είπα.— Τώρα δά θά κατεβάσουν τό δύτη, είπε ό άκτοφύλακας.

θαχουν πιάσει όμως άσφαλώς τή συζήτηση στήν άρχή, όπως κάνουν οί ξένοι. Νά, έρχονται τά ρυμουλκά.

— Τίποτα δέ θά κάμουν, είπε ιό Φρόνκ. Δέστε μέ τ ί γωνία «ίναι γερμένο το καράβι ! Είναι πολύ πιό ρηχά έκεί πέρα άπ ό,τι νόμιζα.

— Ή ξέρα προχωρεί πολύ στ' άνοιχτά, είπε ό άκτοφύλακας. Συνήθως, όταν περάσεις τόν κόλπο μέ κανένα μικρό καραβάκι, δέν τό παίρνεις χαμπάρι. 'ταλλά ένα καράβι σάν και τούτο, μέ τέτοιο βύθισμα, δέ μπορούσε παρά νά κοτθίσει.

— Ό τ α ν πέταξαν τίς ρουκέτες, έγώ ήμουν στό λιμονάκι τό πρώτο, κάτω άπ' τήν κοιλάδα, είπε ό Φράνκ. Έ κεί πού ήμουν έκείνη τήν ώρα, δέν έβλεπα ούτε τρία μέτρα μπροστά μου. Καί ξαφνικά, τίς είδα νά σκάνε μές στό γαλάζιο.

Συλλογίστηκα τί όμοιοι πού είναι οί άνθρωποι σέ κάτι τέ­τοιες περιστάσεις. Ό Φράνκ ήταν άπαράλλαχτος ό Φρίθ : μάς

Page 279: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

έδινε κι' αύτός τη δική του Εκδοχή γιά το Επεισόδιο, σά νά είχε καμιά σημασία, ή σά νά μάς Ενδιέφερε. "Ηξερα πώς είχε πάει στήν παραλία νά δει γιά τόν Μαξίμ. "Ηξερα πώς είχε ανησυχή­σει όπως κι' Εγώ, Καί τώρα όλα είχαν ξεχαστεί, δλα είχαν πάει κατά μέρος. Ή κουβέντα μας στό τηλέφωνο, ή ταγωνία μας και των δυονών μας, ή Επιμονή του νά ρθει νά μέ δει. Κι' όλ’ αύτά Επειδή ένα καράβι είχε έξωκείλει μές στήν όμίχλη.

"Ενα αγορτακι ήρθε τρέχοντας κοντα μας.— θά πνιγούν οί ναύτες ; μάς ρώτησε.— Ό χι, πιτσιρίκο, δεν ύπάρχει φόβος, είπε ό τακτοφύλακας.

' Η Θταλασσα είναι γυαλί. ταύτή τή φορά δέ θάχουμε θύματα.— "ταν γινόταν χτές τό εβράδυ, δέ θά το παίρναμε είδηση,

είπε ό Φράνκ. 'Εμείς χτές θά πρέπει νά ρίξαμε παραπάνω ταπό πενήντα ρουκέτες, ταφήνω τά μικρότερα πυροτεχνήματα.

—Πώς δέ θά τούς ακούγαμε, «είπε ό τακτοφύλακας, θ ά βλέ­παμε τή λάμψη και θά καταλαβαίναμε από πού έρχονταν. Να ό δύτης, κυρία ντέ Γουίντερ. Τόν βλέπετε πού βάζει τήν κτασκα του;

— θέλω νά δώ τό δύτη, είπε τ ' α γορτακι.— Να τον, είπε ό Φρτανκ, σκύβοντας και δείχνοντας μέ το

χέρι του. ταύτός έκεί πού βάζει τήν κτασκα. Έτοιμταζονται νά τόν κατεβάσουν στό νερό.

— θά πνιγεί ; είπε τό παιδί.— Οι δύτες δέν πνίγονται, είπε ό τακτοφύλακας. Τούς στέλ­

νουν όλη τήν ώρα αέρα μέ τήν αντλία. Για δές τον. Βουτταει. Πάει, χάθηκε.

'Η επιφάνεια τής θάλασσας ταράχτηκε γιά ένα λεπτό, κι' ■ύστερα ήρέμησε πάλι.

— Πάει, είπε τό άγοράκι.— Πού είναι ό Μαξίμ ; είπα.— Πήγε ένα ναύτη τού πληρώματος στό Κέρριθ, είπε ό

Φράνκ. Ό φίλος είχε χάσει τά μυαλά του, κι' όταν τό καράβι έπεσε απτανω στήν ξέρα, πήδηξε γιά νά τάβρει, καθώς φαίνεται. Τόν βρήκαν νά σκαρφαλώνει σ’ ένα βράχο κτατω ταπό τόν γκρε­μό. ' Ηταν μούσκεμα, φυσικα, κι' έτρεμε σάν τό ψάρι. 'Εννοεί­ται, δέν ήξερε ούτε λέξη ταγγλικα. Ό Μαξίμ κατέβηκε και τόν βρήκε μέ μιά τρομερή αιμορραγία από μιά πληγή ποΰχε κάμει στά βράχια. Τού μίλησε γερμανικά, ύστερα φώναξε μιά βεν­ζινάκατο από τό Κέρριθ πού έκανε βόλτες Εκεί τριγύρω σά σκυ­λόψαρο πεινασμένο, καί τόν πήγε στό γιατρό νά τού δέσει τήν πληγή. Ά ν είναι τυχεροί, θά βρούνε τό γέρο Φίλιπς τό γιατρό στό τραπέζι.

— Πότε έφυγε ; ρώτησα.— τακριβώς λίγο πρίν έρθετε, θάναι πάνω κάτω πέντε λε-

— 283 —

Page 280: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

πτά. Πώς δέν είδατε τή βενζινάκοετο ; Ό Μαξίμ καθόταν πίσω μέ .τό Γερμανό.

— Ί σ ω ς νά πέρασε τήν ώρα πού άνέβαινα στούς ψηλούς βράχους.

— Ό Μαξίμ είναι σπουδαίος σέ κάτι τέτοια, είπε ό Φράνκ. Πάντα του βοηθάει, όταν μπορεί. Να δείτε πού θά καλέσει έδώ στό Μάντερλέη τό πλήρωμα όλόκλήρο, γ ιά φαί καα έπ ιπ λ ο ν καί γ ιά ύπνο.

— ταύτό είν' αλήθεια, είπε ό άκτοφύλακας. Είναι Ικανός και τό πουκάμισό του άκόμα νά δώσει γ ιά τούς άνθρώπους του, πού λέει ό λόγος. Μακάρι νά τούμοιαζαν και πολλοί άλλοι στόν τόπο μας.

— Ναί, καλά θάτοcv, είπε ό Φράνκ.Εξακολουθούσαμε νά κοιτάζουμε το καράβι. Τά ρυμουλκά

ήταν άκόμα έκεί , άλλά το ναυαγοσωστικό είχε φύγει ξανά γ ιά τό Κέρριθ.

— ' ταδικα ήρθανε σήμερα, είπε ό άκτοφύλακας.— Ναί, είπε ό Φράνκ, καί μού φαίνεται πώς ούτε καί τά ρυ­

μουλκά δέ θά κάμουν τίποτα. ταύτός πού θά βγει κερδισμένος είν' έκείνος πού θά άναλάβει νά τό διαλύσει.

ΟΙ γλάροι γυροφέρνανε πάνω άπό τά κεφάλια μας, μιαουρίζοντας σάν πεινασμένα γα τιά . ' ταλλοι κούρνιαζαν πάνω στά βράχια, κι' άλλοι, πιό τολμηροί, πετούσαν κοντά στό κα­ράβι, ξυστά στο νερό. Ό άκτοφύλακας έβγαλε το κασκέτο του και σκούπισε το μέτωπό του.

-Ο ύ τ ε φού δέν κάνει, δέ σάς φαίνεται ; είπε.— Ναί, είπα.Τό Εκδρομικό βαποράκι μ' έκείνους πού έβγαζαν τίς φωτο­

γραφίεςε βαλε πλώρη κατά το Κέρριθ.— Βαρέθηκαν πιά, είπε ό άκτοφύλακας.•■Μέ τό δίκιο τους, είπε ό Φράνκ. Πρός το παρόν δε φαν

τόίζομαι νά γίνει τίποτα, θέλουμε ώρες άκόμα. Πρέπει πρώτα νά κάμει ό δύτης τήν άναφορά του, κι' ύστερα θά καταπιαστούν νά ξεκαθίσουν τό καράβι.

— Έ τ σ ι είναι, είπε ό άκτοφύλακας.— Δέ νομίζω πώς ,έχει νόημα νά κολλήσουμε έδώ πέρα, είπε

ό Φράνκ. Τόσο καί τόσο, δε μπορούμε νά κάμουμε τίποτα. 'Ε γώ πείνασα.

Δέν είπα τίποτα. Μιά στιγμή δίστασε. 'Ένιωθα άπάνω μου τή ματιά του.

— Ε σ είς τί θά κάμετε ; είπε.— Λέω νά μείνω άκόμα λ ίγο έδώ πέρα, είπα. Μπορώ νά γυ­

ρίσω όποιαδήποτε ώρα. Τό φαγητό μου είναι κρύο. Δέν έχει ση­μασία. θέλω νά Ιδώ τί θά κάμει ό δύτης.

Page 281: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

'Οπωσδήποτε, δέ μπορούσα αύτή τή στιγμή νά ταντικρίσω τόν Φράνκ. 'Ήθελα νά μείνω μόνη, ή μέ κάποιον πού νά μή τόν ξέρω, όπως ήταν ό τακτοφύλακας.

— Δέ θά δείτε τίποτα, είπε ό Φράνκ. Δέ θά ύπάρχει τίποτα νά δείτε. Γιατί δέ γυρίζουμε, καί νά ρθείτε νά φάμε μ α ζ ί;

— Ό χι, είπα. 'ταλήθεια... όχι.— Καλά, είπε ό Φράνκ. Ξέρετε που θά είμαι άν μέ χρεια­

στείτε. θά μείνω όλο τό ταπόγεμα στό γραφείο.— 'Εν τταξει, είπα.Χαιρέτησε τόν α κτοφύλακα και κατέβηκε από τά βράχια

στήν παραλία. Συλλογίστηκα μήπως τόν είχα προσβάλει. Δέ μπορούσα νά κάμω τίποτα. 'Όλ' αύτά ίσως κάποτε νά διορθώ­νονταν, κάποια μέρα. Είχα τήν έντύπωση ότι είχαν μεσολα­βήσει τόσα πολλά ταπό κείνη τήν ώρα πού τούχα μιλήσει στό τη­λέφωνο, και ήθελα νά μή σκέπτομαι τίποτα πιά σχετικώς. 'Ήθελα μόνο νά στέκομαι έκεί στά βρόχια καί νά κοιτάω το καράβι.

— Πολύ καλός α νθρωπος ό κύριος Κρώλεη, είπε ό τακτο­φύλακας.

— Ναί, είπα.— Καί τά μάτια του θάδινε γιά τόν κύριο ντέ Γουίντερ, είπε.— Ναί, έτσι νομίζω κι' έγώ, είπα,Τό ταγορτακι έξακολουθούσε νά χοροπηδάει στο χορτταρι

μπροστα μας.— Πότε θά βγει ό δύτης ; ρώτησε.— Ό χ ι τακόμα, πιτσιρίκο, είπε ό τακτοφύλακας.Μιά γυναίκα μ' ένα φουστάνι μέ ροζ γραμμές και μ' ένα

φιλέ στά μαλλιά φάνηκε νάρχεται πρός τό μέρος μας.— Τσάρλη ! Τσάρλη ! Που είσαι ; φώναξε.— Νά ή μητέρα σου, είπε ό τακτοφύλακας. Σού φέρνει κοκό.— Μαμούλα ϊ Είδα το δύτη ! φώναξε το αγορτακι.Ή γυναίκα μας χαιρέτησε χαμογελώντας. Δέ μέ γνώριζε.

Είχε έρθει εκδρομή ταπό το Κέρριθ.— Ό ,τι ήταν νά δούμε, τό είδαμε, έτσι δέν είναι ; είπε.

Έκεί πέρα στούς βράχους ό κόσμος έλεγε πώς τό καράβι εχει νά μείνει έδώ μέρες.

— Περιμένουν τήν αναφορά τού δύτη, είπε ό τακτοφύλακας.— Δέ μπορώ νά καταλάβω πώς βρίσκονται άνθρωποι πού

ταποφασίζουν και κατεβαίνουν στά βάθη τής Θταλασσας, είπε ή γυναίκα, θά πρέπει νά παίρνουν πολλά λεπτά.

— Ναί, πληρώνονται καλά, είπε ό τακτοφύλακας.— Μα μούλα, θέλω νά γίνω δύτης, είπε τό ταγορτακι.— Πρέπει, χρυσό μου, νά τό πούμε τού μπαμπά, είπε ή γυ­

ναίκα καί μας κοίταξε γελώντας. Πολύ ωραίο αύτό τό μέρος, δέν

— 285 —

Page 282: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

είναι ; είπε γυρίζοντας σέ μένα. •'Ηρθαμε άπό το πρωί μέ τό φαγητό μας. Που να φανταστούμε πώς θα μαςε πιανε τέτοια καταχνιά, καί πώς θά βλέπαμε μάλιστα καί ναυάγιο ! Ή μ α ­στε έτοιμοι να γυρίσουμε στό Κέρριθ, όταν, ξαφνικά, άρχισαν νά σκάνε οί ρουκέτες, μπροστά στή μύτη μας, θάλεγε κανείς•Εγώ τινάχτηκα σχεδόν στον άέρα. « Τί είναι ! Τί τρέχει !» είπα στόν άντρα μου. « Κάποιο καράβι κινδυνεύει», μού ταπάντησε«Πρέπει νά μείνουμε νά δούμε το θέαμα.» ’ταδύνατο νά τόν ξεκουνήσει κανείς. Είναι χειρότερος άπό το μικρό. Δέ μπορώ νά καταλάβω τί ένδιαφέρον βρίσκουν.

— Ναί, τώρα δέν έχει νά δει κανείς τίποτα, είπε ό άκτο­φύλακας.

— Πολύ ωραία έκείνα τά δάση έκεί κάτω, είπε ή γυναίκα, θ ά πρέπει νάναι κάποιο κτήμα, ύποθέτω.

Ό άκτοφύλακας έβηξε μέ κάποια στενοχώρια, καί γύρισε καί μέ κοίταξε. Έ γώ βάλθηκα νά μασουλάω ένα χορταράκι πού κρατούσα στό χέρι, κοιτάζοντας άλλού.

— Ναί, κτήμα είναι όλ' αύτά, είπε.— Ό άντρας μου λέει πώς όλ’ αύτά τά μεγάλα κτήματα

θ’ άπαλλοτριωθόΰνε μιά μέρα, καί θά γίνουν μικρές βίλες, είπε ή γυναίκα. Δε θά μού κακοφαίνονταν ν' άποκτήσω έδώ πέρα μιά βιλίτσα μέ θέα προς τή θάλασσα. "ταν καί το χειμώνα δέν ξέρω αν θά μου πολυάρεσαν σώτές οί μεριές.

— Ναί, είναι μεγάλη ερημιά εδώ το χειμώνα, είπε ό ακτο­φύλακας.

Ε γ ώ εξακολουθούσα νά μασουλάω το χορταράκι μου. Το άγοράκι γυρόφερνε χοροπηδώντας. Ό άκτοφύλακας κοίταξε τό ρολόι του.

— Έ γώ πρέπει νά φεύγω, είπε. Καλό βράδυ !Με χαιρέτησε και πήρε το μονοπάτι γ ιά το Κέρριθ.— 'Έ λα, Τσάρλη, πάμε στο μπαμπά, είπε ή γυναίκα.Μέ χαιρέτησε φιλικότατα κι' άπομακρύνθηκε χαζεύοντας,

ένώ το α γοράκι χοροπηδούσε ξοπίσω της. "Ενας άντρας μέ χακί κοντό πανταλόνι καί μ' ένα σακάκι μέ φαρδιές χρω ματι­στές γραμμές, τους κουνούσε το χέρι. Κάθησαν χάμω δίπλα σέ μιά λόχμη άπό θάμνους λ ιγαριάς, και ή γυναίκα άρχισε νά τανοίγει κάτι πακέτα διπλωμένα σ' έφη μερίδες.

θάθελα νά μπορούσα νά ξεχάσω ποιά ήμουν καί νά πή­γαινα μαζί τους κι' έγώ. Νά φάω σφιχτά αύγά καί σάντουιτς μέ κρέας τού κουτιού, νά γελάσω δυνατά, νά άνακατευτώ στήν κου­βέντα τους, κι' ύστερα νά γυρίσω τό άπόγεμα μαζί τους στό Κέρριθ, νά πλατσουλίσω στήν παραλία, νά παίξω κυνηγητό στήν άμμουδιά, κι' ύστερα νά πάμε στό σπίτι τους τήν ώρα του τσαγιού καί νά φάμε γαρίδες, ταντίς, έγώ θά γύριζα μόνη μου.

Page 283: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μές άπ' τά δάση, στό Μάντερλέη, και θά περίμενα τόν Μαξίμ. Κι' ούτε ήξερα τί θά λέγαμε ό ένας στόν άλλο, μέ τί βλέμμα θά μέ κοιτούσε, πώς θά ήταν ή φωνή του. Εξακολουθούσα νά μένω έκεί πέρα, στούς βράχους. Δέν πεινούσα, δέν είχα όρεξη γιά φαί.

Πλήθος άνθρωποι είχαν έρθει στό μεταξύ και τριγύριζαν πάνω στούς βράχους γιά νά δοΰν το καράβι. 7Ηταν το μεγάλα γεγονός τού ταπογέματος. Γνωστός δέν ήταν κανένας. "Ηταν όλοι έκδρομεις άπό το Κέρριθ. Ή θάλασσα ήταν καθρέφτης. ΟΙ γλάροι είχαν πάψει πιά νά πετάνε πάνω άπ' τά κεφάλια μας. Είχαν καθήσει στόν άφρό, δίπλα στό καράβι. Τό άπόγεμα ήρ­θαν κι' άλλες βάρκες. 'Εκείνη τήν ήμέρα οί βαρκάρηδες τού Κέρριθ έκαμαν τήν τύχη τους. Ό δύτης α νέβηκε μιά στιγμή και ξαναβούτηξε πάλι. Τό ένα ρυμουλκό είχε φύγει, το άλλο έξακολουθούσε ακόμα νά στέκεται έκεί κοντά. Ό λιμενάρχης έφυγε μέ τή γκρίζα βενζινάκατο, παίρνοντας καί μερικούς άλ­λους μαζί του, καθώς καί το δύτη πού είχε βγει ξανά ταπ' το νερό. ΟΙ ναύτες τού καραβιού έσκυβαν πτανω ταπ' τήν κουπαστή κι' έριχναν ψίχουλα στούς γλταρους, ένώ οί ξένοι πού είχαν έρ­θει με τις βάρκες τριγυρίζανε αργά άργά στό καράβι. Δε γ ι­νότανε τίποτα. Τά νερά ήταν τραβηγμένα και το πλοίο είχε γεί­ρει μέ τή μπάντα τόσο πολύ, πού ό έλικάς του φαινόταν ολοκά­θαρα. Μικρές σειρές άσπρα σύννεφα άρχισαν νά μαζεύονται κατά τή δύση κι' ό ήλιος είχε χλωμιάσει. 'Η ζέστη ήταν άκόμα πολλή. Ή γυναίκα μέ το ροζ ριγέ φόρεμα σηκώθηκε και πήρε μαζί μέ το άγοράκι το μονοπάτι γιά τό Κέρριθ. Ό άντρας με το κοντό πανταλόνι τούς α κολουθούσε, κρατώντας το καλταθι μέ τά πράματα.

Κοίταξα τό ρολόι μου. ΤΗταν τρεις περασμένες. Σηκώθηκα και κατέβηκα στό λιμανάκι. 7Ηταν ήσυχο κι' άδειο, όπως συ­νήθως. Τά χαλίκια είχαν ένα χρώμα σκούρο σταχτί. Τό νερό στό λιμανάκι ήταν ήσυχο σάν καθρέφτης. Τά πόδια μου έκαναν πάνω στά χαλίκια έναν παράξενο κρότο. Τ' άσπρα σύννεφα σκέπαζαν τώρα όλο τόν ούρανό πάνω ταπ' το κεφάλι μου, κι' ό ήλιος είχε κρυφτεί. Ό ταν έφτασα στήν άλλη άκρη τού μικρού κόρφου, είδα τόν Μπέν, διπλωμένο πτανω ταπό μιά λακούβα άνάμεσα σέ δυο βράχια, νά μαζεύει μύδια μέ τά χέρια του. Ό ίσκιος μου, καθώς πέρασα, έπεσε πάνω στο νερό. Σήκωσε τό κεφάλι και μέ γνώρισε.

— ’Μέρα, είπε, κάνοντας μέ τό στόμα του μιά γκριμάτσα, σά χαμόγελο.

— Καλημέρα, είπα.Σηκώθηκε μέ δυσκολία κι' άνοιξε ένα βρώμικο μαντήλι γε­

μάτο μύδια.

— 287 —

Page 284: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Τρως μύδια ; είπε.Δέ θέλησα νά τόν προσβάλω.— Εύχαριστώ, είπα.Μου άδειασε στό χέρι καμιά δωδεκαριά, κι' έγώ τάχωσα

στίς δύό τσέπες της φούστας μου.—Πολύ ώραία μέ ψωμί καί βούτυρο, είπε. Πρώτα θέλουνε

βράσιμο.— Ναί, ξέρω, είπα.•Εξακολουθούσε νά μέ κοιτάζει, μέ τή γκριμάτσα του.— Είδες κ α ρ ά β ι; είπε.—Ναί, είπα, έχει πέσει στήν ξέρα.— Έ ; είπε..— 'Ε χ ε ι καθίσει στήν ξέρα, ξανάπα. Φαντάζομαι ότι θάχει

κάμει καμιά μεγάλη τρύπα στό άμπάρι του.Τό πρόσωπό του πήρε μιάν έκφραση σαστισμένη καί ήλίθια.— Ναί, είπε. Έ χ ε ι πάει φούντο. Δέν ξαναβγαίνει.— Μπορεί τά. ρυμουλκά νά τό τραβήξουν, όταν σηκωθούνε

τά νερά, είπα.Δέ μοΰδωσε άπάντηση. Κοίταζε πέρα κατά τό ναυαγισμένο

πλοίο. ’ταπό κει πού στέκι μουν, έβλεπα τό πλά ϊ του, τά κόκκινα ύφαλα πού ξεχώριζαν καθαρά στήν άντίθεσή τους μέ τά μαύρα πλευρά του, καί τό φουγάρο του, σά μεθυσμένο, πού έγερνε πέρα κατά τούς βράχους. ΟΙ ναύτες έξακολουθούσαν νά τα ί ζουν τούς γλάρους, σκύβοντας πάνω άπ ' τήν κουπαστή καί κοιτάζοντας κάτω τό νερό. Οι βάρκες τραβούσαν κατά το Κέρριθ.

— Ό λλοντέζικο ε ίν α ι ; είπε ό Μπέν.— Δέν ξέρω, είπα. Ή γερμανικό, ή όλλανδικό.— θ ά γένει μποΰκούνια, αυτού πού είναι, είπε.— Πολύ φοβάμαι, είπα'χαμογέλασε πάλι μέ τή γκριμάτσα του και σκούπισε τή

μύτη του μέ τό άνάστροφο τού χεριού του.— Μποΰκούνια μποΰκούνια, λ ίγο λίγο, είπε. Ό χ ι φούντο

όλοσούμπιτο, σάν τό μικρό.Κρυφογέλασε πνιχτά, πιάνοντας τή μύτη του. Δέν είπα

λέξη.— Τώρα πάει, ψάρια φάγανε, — δέ φάγανε ; είπε.— Ποιόν ; είπα.’Έ καμε έτσι μέ το μεγάλο του δάχτυλο κατά τή θάλασσα.— ταύτήνε, είπε, τήν άλληνε.— Τά ψάρια δέν τρώνε καράβια, Μπέν, είπα.- ' Έ ; είπε.Μέ κοίταξε πάλι μέ τήν ϊδια ήλίθια έκφραση.— Τώρα πρέπει νά πηγαίνω, είπα. Καλό βράδυ.

Page 285: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Τόν άφησα, και πήρα.το μονοπάτι μές άπ’ τά δάση. Δέν κοίταξα τό σπιτάκι. Ήξερα πώς ήταν έκεί, στά δεξιά μου, στα­χτί καί ήσυχο. Προχώρησα όλόϊσα στό μονοπάτι καί χώθηκα μέσα στά δέντρα. Στή μέση τού δρόμου στάθηκα λιγάκι νά ξε­κουραστώ, και κοιτάζοντας μές άπ' τά δέντρα, είδα τό ναυαγι­σμένο καράβι πού έγερνε πρός τό άκρογιάλι. ΟΙ βάρκες μέ τούς έκδρομείς είχαν φύγει. 'τακόμα κι' <Λ ναύτες πάνω στό καράβι είχαν κατέβει καί είχαν χαθεί. Τά σύννεφα σκέπαζαν τώρα όλο τόν ούρανό. ‘Ένα άνάλαφρο άεράκι σηκώθηκε και μέ φύ­σηξε στό πρόσωπο. ‘Ένα φύλλο έπεσε στό χέρι μου πάνω άπό το δέντρο. 'ταναρρίγησα χωρίς λόγο. Τό άεράκι ξανάπιασε, ήταν πάλι ζεστό καί πνιγηρό. Το καράβι, πεσμένο έτσι στό πλάϊ, χωρίς ψυχή στό κοπάστρωμα, μέ τό λεπτό μαύρο φουγάρο του γερτό πρός τά βράχια, φαίνονταν έρημο κι' άπελπισμένο. Ή ■θάλασσα ήταν τόσο ήσυχη, πού όταν έσπαγε πάνω στά βότσαλα £κ£Ϊ στόν κόρφο, ήταν σάν ένας φλοίσβος, ήρεμος και σιγαλός. Πήρα πάλι το μονοπάτι μές άπ' τά δάση, μέ τά πόδια μου άνυπάκουα, το κεφάλι μου βαρύ, κι' ένα άλλόκοτο προαίσθημα στήν καρδιά μου.

Το σπίτι, μόλις έφτασα άντίκρυ του μές άπ' τό δάσος κι' άρχισα γά περνώ τήν πελούζα, φάνηκε μπρος μου γεμάτο γα­λήνη. Είχε κάτι το προφυλαγμένο, το προστατευμένο, καί ποτέ δέ μού είχε φανεί τόσο ώραίο. Καθώς στεκόμουν έκεί και τό κοίταγα, άναλογίστηκα ξαφνικά καί κατάλαβα, ίσως γιά πρώτη φορά, μ' ένα αίσθημα άλλόκοτο, ένα θάμπος και μιά περηφάνεια, ότι ήταν τό σπίτι μου, ότι του άνήκα, κι' ότι τό Μάν­τερλέη μου άνήκε. Τά δέντρα, και το γρασίδι, και τά κασόνια μέ τά λουλούδια έκεί στην ταράτσα, καθρεφτίζονταν στά παρά­θυρα. Άπό μιά καμινάδα, μιά ψιλή κολόνα καπνού ύψωνόταν στόν άέρα. Τό νιόκοπο χόρτο, έκεί στήν πελούζα, μοσχοβολούσε σάν τά σανά. Στήν καστανιά, κάποιος κότσυφας κελαηδούσε. Μιά κίτρινη πεταλούδα πέρασε μπρός μου μέ το παλαβό της φτερούγισμα καί τράβηξε πρός τήν ταράτσα.

Μπήκα στό χώλ κι' άπό κει στήν τραπεζαρία. Το σερβίτσιο μου ήταν άκόμα στρωμένο, άλλά τού Μαξίμ τό είχαν σηκώσει. Τό κρύο κρέας κι' ή σαλάτα μέ περίμεναν στό μπουφέ. Μιά στι­γμή δίστασα. "Υστερα χτύπησα το κουδούνι τής τραπεζαρίας. Ό Ρόμπερτ ήρθε, άπό πίσω άπ' τό παραβάν.

— Γύρισε ό κύριος ;— Μάλιστα, κυρία, είπε ό Ρόμπερτ. ’“Ηρθε κατά τίς δύο,

έφαγε βιαστικά, καί ξανάφυγε. Ρώτησε γιά σάς, κι' ό Φρίθ τού είπε ότι ίσως νά πήγατε νά δείτε τό πλοίο.

— Είπε πότε θά γυρίσει; ρώτησα.— "Οχι, κυρία.

— 289 —19 Pefiinna

Page 286: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— "Ισως νά πήγε·άπό άλλο δρόμο στήν παραλία, είπα. Φαί­νεται πώς χαθήκαμε.

— Πιθανόν, κυρία, είπε ό Ρόμπερτ.Κοίταξα τό κρύο κρέας και τή σαλάτα. ταισθανόμουνα μ ιά

λιγούρα, μά δέν πεινούσα. Δέν είχα όρεξη γ ιά κρύο κρέας αύτή>τή στιγμή.

— θ α φάτε, κυρία ; είπε ό Ρόμπερτ.— 'Ο χι, είπα. θ ά ήθελα, Ρόμπερτ, να μου φέρεις ένα τσάι,

στή βιβλιοθήκη. Ούτε μπριός, ούτε κέϊκ. Μόνο τσάϊ, καί ψω μί μέ βούτυρο.

— Μάλιστα, κυρία.Πήγα στή βιβλιοθήκη και κάθησα στό περβάζι τού παρά­

θυρου.Τό δωμάτιο ήταν παράξενο χω ρίς τόν Τζάσπερ. Θά είχε

πάει μέ τόν Μαξίμ. Τό γέρικο σκυλί κοιμόταν στο καλάθι του. Πήρα τούς « Τάιμς » κι' άρχισα νά γυρίζω τίς σελίδες χω ρίς νά διαβάζω. ’‘Ηταν. άλλόκοτο αύτό το αίσθημα, νά νιώθεις πώς μετράς τήν ώρα πού περνάει, σά νά ήσουν στήν αίθουσα α να­μονής ένός όδοντογιατρού. Ή ξ ε ρ α πώς δέ θά τά κατάφερνα ούτε νά πλέξω ούτε νά διαβάσω. Περίμενα κάτι νά γίνει, κάτι το απρόοπτο. Ή φρίκη πού είχα νιώσει το πρωί, το ναυάγιο του πλοίου, τό ότι ήμουν όλη μέρα νηστική, όλ' αύτά μαζί μού γεν­νούσαν β<χθιά μου μιά θολή καί κρυφήν ύπερδιέγερση πού δέ μπορούσα νά τήν κοεταλάβω. Ή τα ν σά νά είχα μπει σέ μιά νέα φάση της ζωής μου, όπου τίποτα δέν έμελλε νά είναι όπως ήτανε πρίν. Ή νέα γυναίκα πού ντυνόταν χτές το βράδυ γ ιά τό χορό, είχε π ιά ξεχαστεί. Ό λ ' αύτά είχανε γίνει πολύν καιρό πριν. Ή γυναίκα πού καθότανε τώρα στό περβάζι έκεί του πα­ράθυρου ήταν ένας άνθρωπος άλλος, καινούργιος, καί όλότελα αλλιώτικος.

•θ Ρόμπερτ μούφερε μέσα το τσάϊ μου κι' έφαγα με πολλήν όρεξη τό ψωμί μέ τό βούτυρο. Είχε φέρει καί μπριός, κα ί μερικά σάντουιτς, κι' ένα κέικ. θ ά τόβρηκε φαίνεται έντελώς άνάρμοστο νά φέρει μόνο ψωμί καί βούτυρο, έντελώς ξένο πρός τίς συνήθειες του Μάντερλέη. Χάρηκα πού είχε φέρει τίς μπριός και τό κέικ. θυμήθηκα ότι άπ' τό πρωί στίς έντεκάμιση δέν είχα πάρει παρά ένα κρύο τσάϊ, κι' ότι άπό κείνη τήν ώρα ήμουν νηστική.

‘τακριβώς μόλις τέλειωσα τό τρίτο φλυτζάνι μου, ό Ρόμπερτ ξαναμπήκε.

— Κυρία, είπε. Δέ γύρισε άκόμα ό κύριος, νομίζω, δέν είν' έτσι ;

"Οχι, είπα. Γιατί ; Τόν θέλει κανιίς ;— Μάλιστα, κυρία, είπε ό Ρόμπερτ. Ό πλοίαρχος Σήρλ, ό

Page 287: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

λιμενάρχης τού Κέρριθ, τόν ζητάει στό τηλέφωνο. Ρωτάει αν μπορεί νάρθει να δει προσωπικώς τόν κύριο ντέ Γουίντερ.

— Δέν ξέρω τί νά σου πώ, είπα. Μπορεί ν' άργήοει πολύ.— Πολύ καλά, κυρία.— Πές καλύτερα να ξανατηλεφωνήσουν στίς πέντε.Ό Ρόμπερτ βγήκε άπ' το δωμάτιο και σέ πέντε λεπτά ξα­

ναγύρισε.— Ό πλοίαρχος Σήρλ, κυρία, παρακαλεί νά τόν δεχθείτε

σεις, αν μπορείτε, είπε. Λέει ότι είναι πολύ μεγάλη άνάγκη. Προσπάθησε νά πάρει στό τηλέφωνο τόν κύριο Κρώλεη, άλλά δέν άπαντουσε.

— Βιαιότατα, είπα. 'Άν είναι άνάγκη, νά ρθει, Και άμέ­σως, άν θέλει. Έ χει αύτοκίνητο ;

— Πιστεύω, κυρία.Ό Ρόμπερτ βγήκε άπό το δωμάτιο. ταναρωτιόμουνα τί θά

είχα να πώ στον πλοίαρχο Σήρλ. θά πρέπει άσφαλώς κάτι νά ήθελε σχετικά μέ το ναυαγισμένο καράβι. Δέ μπορούσα νά κα­ταλάβω τί άφοροΰσε αύτή ή ύπόθεση τόν Μαξίμ. Φυσικά, άν το καράβι είχε ναυαγήσει μές στό λιμανάκι, το πράμα θάταν δια­φορετικό. Τό λιμανάκι άνηκε στό Μάντερλέη. Και τότε, ίσως θάπρεπε νά ζητήσουν άπό τόν Μαξίμ τήν άδεια ν' άνατινάξουν τά βράχια, ή νά κάμουν ό,τι άλλο θά είχε νά γίνει γιά νά ξεκαθίσουν το πλοίο. Μά ό κόλπος έξω στ' άνοιχτά, και ή ξέρα κάτω άπ’ το νερό, δέν άνηκαν στόν Μαξίμ. Ό πλοίαρχος Σήρλ άδικα θά χασομερούσε πού θά ρχόταν νά μου μιλήσει γι' αύτη τήν Ιστορία.

Φαίνεται πώς θά πήρε τ' αύτοκίνητο άμέσως μόλις μίλησε μέ τόν Ρόμπερτ, γιατί, πρίν περάσει καλά κοελά ούτ' ένα τέ­ταρτο, παρουσιάστηκε στή βιβλιοθήκη.

Φορούσε άκόμα τή στολή του, όπως τόν είχα δει μέ τά κιά­λια το άπομεσήμερο. Σηκώθηκα άπ' τό παράθυρο καί τοΰδωσα το χέρι.

— Λυπούμαι πολύ πού ό άντρας μου δέ γύρισε άκόμα, πλοί­αρχε Σήρλ, είπα. θάχει ξανακατέβει στήν παραλία. Πρίν, είχε πάει στό Κέρριθ. Ό λη μέρα σήμερα δέν τόν είδα.

— Ναί, τό έμαθα πώς ήταν στό Κέρριθ, μά δέν τόν πρόλαβα έκεί, είπε ό λιμενάρχης, θά γύρισε διά ξηράς, τήν ώρα πού πήγαινα έγώ μέ τη βενζινάκατο. Κι' ούτε τόν κύριο Κρώλεη δέ μπορώ νά βρω.

— Ή Ιστορία μέ τό καράβι άναστάτωσε σήμερα όλο τόν κόσμο, είπα. "Ημουν κι’ έγώ στήν παραλία. Δέν έφαγα μάλι­στα τό μεσημέρι. Ό κύριος Κρώλεη ήταν έκεί πρίν άπό μένα. Τι θά γίνει μ' αύτό τό πλοίο ; θά μπορέσουν, λέτε, νά τό τρα­βήξουν τά ρυμουλκά ;

Page 288: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Ό πλοίαρχος Σήρλ έκαμε ένα μεγάλο κύκλο μέ τά χέρ ιατου.

— Έ χ ε ι ατά ύφαλα μιά τρύπα τόση ! είπε. Το α μβούργο 6έν τό ξαναβλέπει. 'ταλλά άς αφήσουμε τό καράβι. Ό Ιδιοκτήτης του καί ό τασφαλιστής του άς κάμουν καλά. Ό χ ι , κυρία ντέ Γουίντερ, δέν ήρθα σχετικά μέ το καράβι. Δηλαδή, έμμέσως, Εξαιτίας του ήρθα. ’ταλλά πρόκειται γ ιά κάτι άλλο. Έ χ ω νά πώ στόν κύριο ντέ Γουίντερ όρισμένα νέα, και δέν ξέρω πώς νά τού τά πώ.

Μέ κοίταξε κατάματα, μέ τά φωτεινά καί όλοκάθαρα γ α ­λάζια του μάτια.

— Τί είδους νέα, πλοίαρχε Σήρλ ;•Έβγαλε άπό τήν τσέπη του ένα μεγάλο άσπρο μαντήλι

καί σκούπισε τή μύτη του.— Βλέπετε, κυρία ντέ Γουίν τ ε ρ .. . ούτε σέ σάς δέ μου είναι

πολύ εύχάριστο νά τά π ώ . .. Τό τελευταίο πράμα πού θά ήθελα να μου συμβεί, είναι νά σάς δημιουργήσω στενοχώριες καί βά­σανα, σέ σάς καί' στό σύζυγό σας. Ξέρετε πόσο άγαποΰμε όλοι μας στό Κέρριθ τόν κύριο ντέ Γουίντερ, τ δ ε οικογένεια έχει κάμει άνέκαθεν ένα σωρό καλά. Καί γ ι '- αύτόν καί γ ιά σάς, είναι σκληρό πού δέ μπορούμε ν' α φήσουμε το παρελθόν στήν ήσυχία τ&υ. Δέ βλέπω όμως τόν τρόπο, έτσι πού ήρθαν τα πρά­ματα.

Σώπασε, και ξανάβαλε το μοίντήλι στήν τσέπη του. Ά ν καί ήμαστε μόνοι μας στή βιβλιοθήκη, ό πλοίαρχος Σ ήρλ χ α ­μήλωσε τή φωνή του :

— Κατεβάσαμε ένα δύτη στή θάλασσα, είπε, νά έπιθεωρήσει τά ύφαλα τού πλοίου, κι' έκαμε έκεί κάτω μιάν α νακά­λυψη. 'ταφού βρήκε τήν τρύπα κάτω στ' άμπάρι, πήγε άπ ' τήν άλλη μεριά, νά Ιδεί τ ί άλλες ζημιές είχε πάθει, όταν βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σ’ ένα κοτεράκι βουλιαγμένο μέ τό πλάϊ, γερό και τανέπαφο. Ό δύτης είναι ντόπιος, καί το γνώρισε άμέ­σως. Ή τα ν τό μικρό κοτεράκι τής μακαρίτισσας κυρίας ντέ Γουίντερ.

Τό πρώτο μου αίσθημα ήταν μιά ταπέραντη εύγνωμοσύνη πού ό Μαξίμ δεν ήταν εκεί νά τ ' ακούσει. Τό καινούργιο αύτό χτύπημα α μέσως τ α μέσως, ύστερα α π' τή χτεσινοβράδινη μα­σκαράτα μου, ήταν μιά ειρωνεία φριχτή και άποτρόπαιη.

— Τί φοβερό πράμα ! είπα α ργά. Πού νά φανταστεί κανείς κάτι τέτοιο ! Είναι ταπαραίτητο νά τό πούμε στόν κύριο ντέ Γουίντερ ; Δέ μπορεί νά μείνει τό κότερο έκεί πού βρίσκεται ; Δέ φαντάζομαι νά πειράζει κανέναν. . .

— θ ά τό άφήναμε, κυρία ντέ Γουίντερ, άν τά πράματα ήταν όμαλά. Έ γώ θά ήμουν ό τελευταίος άνθρωπος πού θά έλεγε

Page 289: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νά το πειράξουν. Ότιδήποτε θά έδινα, σας τό είπα καί πριν, γιά νά άπαλλάξω τόν κύριο ντέ Γουίντερ άπό στενοχώριες και συγκινήσεις. 'ταλλά, βλέπετε, έχουμε κι' άλλα, κυρία ντέ Γουίν­τερ. Ό δύτης έφερε βόλτα τό κοτεράκι, κι' έκαμε κι' άλλη άνακάλυψη, άκόμα σπουδαιότερη. Ή πόρτα της καμπίνας ήταν κλεισμένη έρμητικά, χωρίς ούτε μιά χαραμάδα, και τά φιλι­στρίνια ήταν έπίσης κλειστά. Πήρε μιά πέτρα άπό τό βυθό» έσπασε ένα, και κοίταξε μέσα στήν καμπίνα. Ή καμπίνα ήταν πλημμυρισμένη, τά νερά θά πρέπει νά είχαν μπει άπό κάποιο: τρύπα της γάστρας, άλλη ζημιά δέ φαινόταν πουθενά. Και τότε, κυρία ντέ Γουίντερ, ό δύτης πήρε τό μεγαλύτερο φόβο τής ζωής του.

Ό πλοίαρχος Σήρλ σώπασε. "Εριξε μιά ματιά πάνω άπό τόν ώμο του, σά νά φοβόταν μήν τόν άκούσει κανένας ύπηρέτης.

— Στό πάτωμα τής καμπίνας ήταν ένα πτώμα, είπε ήρεμα. 'Εννοείται, ήταν άποσυντεθειμένο, χωρίς σάρκες καθόλου. Πάν­τως όμως, ήταν ένα πτώμα. Ό δύτης είδε το κεφάλι του καί τά άκρα του. ’τανέβηκε ύστερα, κι' έκαμε τήν άναφορά του σέ μένα τόν ίδιο. Καί τώρα, κυρία ντέ Γουίντερ, καταλαβαίνετε γιατί πρέπει νά δώ τό σύζυγό σας.

Τόν κοίταξα, έμβρόντητη στήν άρχή, άνάστατη ύστερα, εξουθενωμένη στο τέλος.

—Μά είχαν τήν ιδέα πώς ήταν μόνη της στό κότερο, μουρ­μούρισα. "Ωστε κάποιος τή συνόδευε και τόσον καιρό δέν τό ήξερε κανείς.

— "Ετσι φαίνεται, είπε ό λιμενάρχης.— Καί ποιός μπορεί νά ήταν ; είπα. Ά ν είχε έξαφανιστεί

κανείς, οί δικοί του θά τόν είχαν άναζητήσει. "Εγινε τόσος θό­ρυβος τότε, γράφτηκαν τόσα στόν τύπο. Πώς μπορεί νά ήταν κάποιος μέσα στήν καμπίνα, άφου τήν κυρία ντέ Γουίντερ τή βρήκαν ύστερ' άπό μήνες, τόσα μίλια μακριά ;

Ό πλοίαρχος Σήρλ κούνησε τό κεφάλι του.— Ό ,τι ξέρετε και σεις, ξέρω κι' έγώ, είπε. Το μόνο πού

μπορούμε νά πούμε, είναι ότι τό» πτώμα είν' έκεί, κι' ότι θά πρέ­πει νά τό άναφέρουμε στίς άρχές. Πολύ φοβούμαι, κυρία ντέ Γουίντερ, πώς δέ θά μπορέσουμε ν' άποφύγουμε τή δημοσιό­τητα. Δέ βλέπω, δηλαδή, μέ τί τρόπο. Βέβαια, είναι πάρα πολύ σκληρό, και γιά σάς και γιά τόν κύριο ντέ Γουίντερ. Νάσαστε καλά και περίκαλα, εύτυχισμένοι στό σπίτι σας, καί νά σάς βρίσκει αύτό τό κακό Ι

Τώρα καταλάβαινα τί νόημα είχε πρωτύτερα το προαί­σθημά μου. ταύτό πού ήταν τόσο άγριο, δέν ήταν ούτε το καράβι τό πεσμένο στήν ξέρα, ούτε <Λ γλάροι πού σκουζανε, ούτε τό φτενό κατάμαυρο φουγάρο πού ήταν γερμένο κατά τούς βρά-

— 293 —

Page 290: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

χους. Ή τα ν ή ήσυχία τών μαύρων νερών, καί τό άγνωστο πού έκρυβαν. Ή τα ν ό δύτης, πού κατέβαινε στά ήσυχα έκείνα κατάψυχρα βάθη, κι' έπεφτε πάνω στό κότερο τής Ρεβέκκας καί στόν πεθαμένο σύντροφο τής Ρεβέκκας. Ε κείνος είχε α γγ ίξ ε ι τό κότερο, είχε κοιτάξει μέσα στήν καμπίνα, κι' έγώ έν τω με­ταξύ ήμουν καθισμένη πάνω στα βράχια, καί δέν ήξερα τίποτα.

— Ά ς μπορούσαμε τουλάχιστον νά μήν του το λέγαμε, είπα. Ά ς μπορούσαμε τουλάχιστον νά του τά κρύψουμε όλ' αύτά.

— Τό ξέρετε, κυρία ντέ Γουίντερ, ότι θά τόκανα, αν ήταν στό χέρι μου, είπε ό λιμενάρχης. Ά λ λ ά σ' ένα γεγονός σάν αύτό, τά προσωπικά μου αισθήματα πρέπει να πάνε κατά μέρος. Ό φείλω νά κάμω τό καθήκον μου. ’Οφείλω ν' α ναφέρω ότι βρέθηκε αύτό το πτώμα.

Σώπασε α πότομα, γ ια τ ί ή πόρτα άνοιγε. Ό (Μαξίμ μπήκε μέσα στό δωμάτιο.

— Καλημέρα ! είπε. Τί τρέχει ; Δεν το ήξερα πώς είστε έδώ, πλοίαρχε £ήρλ. Μέ θέλετε τίποτα ;

Δέ μπορούσα ν’ τανθέξω περισσότερο. Βγήκα α π ' το δω­μάτιο, σά δειλή και άνανδρη πού ήμουν, κι’ έκλεισα πίσω μου τήν πόρτα. Δέν έριξα ούτε μιά ματιά στόν Μαξίμ. Είχα τήν α όριστη έντύπωση πώς είχε τό ύφος κουρασμένο καί τακατά­στατο, καί πώς ήταν χω ρίς καπέλο.

Πήγα καί στάθηκα στο χώλ, στήν πόρτα τής εισόδου. Ό Τζάσπερ έπινε νερό ταπό το τάσι του πλαταγίζοντας τά χείλη του. Βλέποντάς με, κούνησε τήν ούρά του, κι' έξακολούθησε νά πίνει. "Υστερα ήρθε κοντά μου καί χύθηκε άπάνω μου, τακουμπώντας τά πόδια του στό φόρεμά μου. Τόν φίλησα στό κεφάλι και βγήκα καί κάθησα στήν ταράτσα. Ή κρίσιμη ώρα είχε έρθει, κι' έπρεπε νά τήν α ντιμετωπίσω. ΟΙ παλιοί φόβοι μου, οί δισταγμοί μου, ή δειλία μου, το α νέλπιδο συναίσθημα της μειονεκτικότηττας μου, έπρεπε τώρα νά τά νικήσω καί νά τ' α φήσω κατά μέρος. Ά ν αποτύχαινα τώρα, θά ήταν γ ιά πάντα. " ταλλη εύκαιρία δέ θά μου δινόταν. Παρακαλούσα με α πό­γνωση νάβρω το θταρρος, κι’ έμπηγα τά νύχια μου μέσα στά χέρια μου. Κάθησα. έκεί πέντε λεπτά, κοιτάζοντας τίς πρά­σινες πελούζες καί τά κασόνια τών λουλουδιών στήν ταράτσα. Ά κουσα ένα αύτοκίνητο πουβαζε μπρός στήν α λέα. Θάταν ό πλοίαρχος Σήρλ. Είχε α ναγγείλει τά νέα στόν Μαξίμ, καί ξανάφευγε. Σηκώθηκα, μπήκα μέσα, πέρασα ά ργά τό χώλ, καί πήγα στή βιβλιοθήκη. Στριφογύριζα μέσα στίς τσέπες μου τά μύδια πού μού είχε δώσει ό Μπέν. Τά κρατούσα και τάσφιγγα μέσα στά χέρια μου.

Ό Μαξίμ ήταν όρθιος κοντά στό παράθυρο, μέ γυρισμένη

Page 291: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τήν πλάτη. Περίμενα πλάι στήν πόρτα. Δε γύρισε. 'Έβγαλα τά χέρια άπό τίς τσέπες μου και πήγα και στάθηκα δίπλα του. Πήρα το χέρι του και τόφερα στό μάγουλό μου. Δέν είπε λέξη. Έμενε άκίνητος.

— Μου κάνει τόσο κακό, μουρμούρισα, τόσο φοβερό, τόσο τρομερό κακό.

Δέν άπάντησε. Τό χέρι του ήταν παγωμένο. Τού τό φίλησα στή ράχη τής παλάμης, κι' ύστερα άρχισα νά τού φιλάω ένα ένα τά δάχτυλα.

— Δέ θέλω νά τήν περάσεις μόνος σου αύτή τή στιγμή, είπα. θέλω νά τή μοιραστώ μαζί σου. Έ χω πολύ μεγαλώσει, Μαξίμ, σ' αύτές τις είχοστέσσερις ώρες. Ποτέ πιά δέ θά είμαι παιδί.

Μ' άγκάλιασε και μ' έσφιξε άπάνω του. Ή συστολή μου είχε σπάσει, ή δειλία μου είχε χαθεί. Στεκόμουν έκεί, μέ το πρόσωπο άκουμπισμένο στόν ώμο του.

— Μέ συγχώρησες, — δέ μέ συγχώρησες ; είπα.'Επιτέλους μού μίλησε.—Ά ν σέ συγχώρησα ; μου είπε. Γιά τί πράμα νά σε συγ­

χωρήσω ;— Γιά χτές το βράδυ, είπα. Νόμισες πώς το έκαμα επίτηδες.— Ά , είπε. Το είχα ξεχάσει. Είχα θυμώσει μαζί σου, αύτό

δέν είναι;— ■Ναί, είπα.Δέν είπε τίποτ' άλλο. Εξακολουθούσε νά μέ κρατάει άγκα

λιασμένη καί σφιγμένη ν άπάνω του.— Μαξίμ, είπα. Δέ θά μπορούσαμε νά ξαναρχίσουμε άπό

τήν άρχή : Δέ θά μπορούσαμε ν’ άρχίσουμε άπό σήμερα, καί ν' άντικρίζουμε τά πράματα μ α ζί; Δέ σού ζητάω νά μ' άγαπήσεις, δέ γυρεύω άδύνατα πράματα, θαμαι ό φίλος σου, ό σύν­τροφός σου, ένα είδος, νά πούμε, σά νά ήμουν άγόρι. Δέ θά σου ζητήσω ποτέ τίποτ' άλλο.

Πήρε τό πρόσωπό μου στά χέρια του καί μέ κοίταξε στά μάτια. Γιά πρώτη φορά, πρόσεξα τί άδύνατο πού ήταν το πρό­σωπό του, τί ζαρωμένο, τί τραβηγμένο. Μεγάλα μαυράδια ήταν κάτω άπ' τά μάτια του.

— Πόσο μ’ άγαπάς ; είπε.Δέ μπορούσα νά μιλήσω. Τό μόνο πού μπορούσα, ήταν νά

τόν κοιτάζω, νά κοιτάζω τά βασανισμένα κατάμαυρα μάτια του, τό χλωμό τραβηγμένο του πρόσωπο.

— Είναι πολύ άργά, άγάπη μου, είπε. Πολύ άργά. Είχαμε καί μεις μιά μικρήν εύκαιρία νά γίνουμε εύτυχισμένοι, καί τή χάσαμε.

— Δέν είν' έτσι, Μαξίμ, είπα, δέν είν' έτσι Ι

— 295

Page 292: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— 'Έ τσι είναι, είπε. Τώρα πιά όλα έχουν τελειώσει, 'Έ γ ινε αύτό πού ήταν νά γίνει.

— Ποιό αύτό ; είπα.— ταύτό πού φοβόμουνα πάντα. ταύτό πού γύριζε διαρκώς

στό μυαλό μου, άπό μέρα σέ μέρα, άπό νύχτα σέ νύχτα. Δέν είμαστε φτιαγμένοι, εσύ κι' έγώ, γ ια νά γνωρίσουμε τήν εότυχία.

Κάτθησε στό περβάζι τού παράθυρου, κι' έγώ γονάτισα άντίκρυ του, μέ τα χέρια μου πάνω στούς ώμους του.

— Τί θέλεις νά πεις ; είπα.Έ βί,Λ ε τά χέρια του πάνω στά δικά μου και μέ κοίταξε

στά μάτια— Ή Ρεβέκκα κέρδισε, είπε.Τόν κοίταξα. Ή καρδιά μου χτυπούσε παράξενα, τά χέρια

μου, ξαφνικά, είχαν παγώ σει μές στά δικά του.— Ό ίσκιος της. . . εξακολούθησε. Ό ίσκιος της, πού ήταν

διαρκώς άνάμεσό μας ! Ό καταραμένος της ό ίσκιος, πού μάς κρατούσε σέ απόσταση και μάς χώ ριζε ! Πώς μπορουσοτ ποτέ νά σέ σφίξωε τσι άπάνω μου, γλυκιά μου, ταγαπούλα μου εσύ, μέ το φόβο διαρκώς στήν καρδιά γ ιά ό,τι ήταν νά γ ί ν ε ι ; θυμόμουν τά μάτια της, πώς μέ κοίταγαν μιά στιγμή πριν πε­θάνει. θυμόμουν το α ργό και το ύπουλο <έκείνο χαμόγελο. Τδξερε, άπό τότε ταξερε, πώς μιά μέρα αύτό θά συνέβαινε. Τόξερε πώς θά νικούσε στο τέλος.

— Μαξίμ, ψιθύρισα, Μαξίμ, τ ί λές, τ ί θέλεις νά π ε ις . . .— Τό κότερο βρέθηκε, είπε. Τόβρηκε ό δύτης το άπόγεμα.— 'Ναί, είπα, το ξέρω. ' Ηρθε και μου τόπε ό πλοίαρχος

Σήρλ. Συλλογιέσαι το πτώμα, αύτό δέν είναι ; Το πτώ μα πούβρηκε ό δύτης μές στήν καμπίνα.

— Ναί, είπε.— ταύτό θά πει ότι δέν ήταν μόνη της, είπα. ταύτό θά πει

ότι μαζί μέ τή Ρεβέκκα ήταν στο κότερο καί κάποιος άλλος. Καί τώρα, έχεις νά σκέφτεσαι, έχεις νά ψάχνεις νά βρεις ποιός ήταν. ταύτό δέν είναι, Μαξίμ ;

— Ό χ ι , είπε. Δέν είν' αύτό. Δέν καταλαβαίνεις.— θέλω νά είμαι μαζί σου, άγάπη, σ' αύτή τή δυστυχία,

είπα. θέλω νά σέ βοηθήσω, νά σου παρασταθώ.— Κανείς δέν ήταν μέ τή Ρεβέκκα, είπε. Ή Ρεβέκκα ήταν

μόνη της.Κοβόμουν έκεί, γονατισμένη μπροστά του, καί τόν κοι­

τούσα στό πρόσωπο, τόν κοιτούσα στά μάτια.— Τό πτώμα πού βρίσκεται <έκεί , στό πάτωμα τής καμπί­

νας, είναι τής Ρεβέκκας, είπε.— Δέ μπορεί ! είπα. Δέ μπορεί 1

— 296 —

Page 293: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Ή γυναίκα πού είναι θαμμένη στήν κρύπτη δέν είναι η Ρεβέκκα, είπε. Είναι τό πτώμα κάποιας άγνωστης πού δέν τήν άναζήτησε κανείς. Δέν έγινε δυστύχημα. Ή Ρεβέκκα δέν πνί­γηκε. Τή Ρεβέκκα τή σκότωσα έγώ. Της έδωσα μιά πιστολιά στό σπιτάκι της παραλίας. Τή σήκωσα και τήν πήγα στήν κα­μπίνα, κι' ύστερα έβγαλα άμέσως το κότερο στ' άνοιχτά και το βούλιαξα έκεί πού τό βρήκαν. ταύτή πού κοίτεται νεκρή έκεί στο πάτωμα της καμπίνας «είναι ή Ρεβέκκα. Και τώρα, μπορείς, νά μέ κοιτάζεις άκόμα στά μάτια και νά μού λές πώς μ' άγαπας ;

Page 294: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

20Η ΤταΝ πολύ ήσυχα μέσα στή βιβλιοθήκη. Δέν άκουγό

ταν παρά ό Τζάσπερ, πού έγλειψε το πόδι του. Κάποιο άγκάθι άσφαλώς θάχε χωθεί στήν πατούσα του, γι<χτΙ τήν πιπίλιζε και τή δάγκωνε όλη τήν ώρα. "Υστερα

άκουσα το τ ικ -τ ά κ τού ρολογιού του Μαξίμ πάνω στό χέρι του, δίπλα στ' αύτί μου. ΟΙ μικροί γνώριμοι ήχοι τής καθημερινής ζωής. Ά θ ελ ά μου θυμήθηκα μιά κουτή παροιμία τής παι­δικής μου ήλικίας : « Ό χρόνος και ή παλίρροια δεν περιμέ­νουν κανένα ». Τά λόγια αύτά στριφογύριζαν μέσα στή σκέψη μου. « Ό χρόνος και ή παλίρροια δέν περιμένουν κανένα .» ταύτοι ήταν οί μόνοι ήχοι τής στιγμής έκείνης, τό τικ τάκ του ρολο­γιού του Μαξίμ, κι' ό θόρυβος ποϋκανε ό Τζάσπερ, καθώς έγλειφε τήν πατούσα του στό πάτωμα δίπλα μου.

•Όταν σέ βρίσκει ένα μεγάλο χτύπημα, όπως είναι νά χά ­νεις έναν άνθρωπο, ένα σου χέρι ή ένα σου πόδι, νομίζω πώς δέν τό νιώθεις άπ’ τήν πρώτη στιγμή. 'Ά ν τύχει νά χάσεις τό χέρι σου, γ ιά λ ίγ α λεπτά δέν τό νιώθεις πώς σου λείπει το χέρι. Εξακολουθείς νά αισθάνεσαι τά δάχτυλά σου, τ ' άπλώνεις και τά χτυπάς ένα ένα στον άέρα, κι’ ώστόσο τίποτα άπ' αύτά δέν ύπάρχει, ούτε χέρι ούτε δάχτυλα. "Ημουν γονατισμένη δίπλα στόν Μαξίμ, τό σώμα μου άκουμπουσε στό δικό του, τά χέρια μου ήταν πάνω στούς ώμους του, καί δεν ένιωθα τίποτα, δέν είχα ούτε φόβο, ούτε πόνο, ούτε φρίκη. Συλλογιζόμουν πώς θά τά κατάφερνα νά βγάλω τ ' άγκάθι άπό το πόδι του Τζάσπερ, κι' άναρωτιόμουν άν θά ρχόταν ό Ρόμπερτ νά σηκώ­σει τά πράματα τού τσαγιού. Μου φαινόταν παράξενο πώς μπορούσα νά συλλογίζομαι τέτοια πράματα, τό πόδι του Τζά­σπερ, τό ρολόι του Μαξίμ, τόν Ρόμπερτ, τά πράματα τού τσα­γιού. Μέ πείραζε πού δέν αισθανόμουν καμιά συγκίνηση, μου φ α ινότα ν παράξενη ή ψυχρή μου άπάθεια κι' ή έλλειψη κάθε

— 298 —

Page 295: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ταγωνίας μές στήν ψυχή μου. Σ ιγά-σ ιγά , έλεγα, τά αισθή­ματα θά ξανάρθουν, θά καταλάβω σιγά σιγά. "Οσα μού είπε κι' όσα είχαν γίνει θάμπαιναν στή θέση τους όπως τά ξυλάκια άπ' τίς πασιέντσες τών παιδιών, θά σχημάτιζαν όλα μαζί μιάν εικόνα. 'ταλλά αύτή τή στιγμή δέν είμαι τίποτα, δέν έχω καρ­διά, δέν έχω σκέψη, δέν έχω αισθήσεις. Είμαι ένα άψυχο ξύλο στήν άγκαλιά τού Μαξίμ. "ταξαφνα, άρχισε νά με φιλάει. Ποτέ ως τότε δε μ’ είχε φιλήσει έτσι. 'Έπλεξα τά χέρια μου πίσω ταπ' τό κεφάλι του κι' έκλεισα τά μάτια.

— Σ' αγαπώ τόσο πολύ, μου ψιθύρισε. Σ ' άγαπώ τόσο πολύ.. .

ταύτό ήταν, συλλογίστηκα, πού λαχταρούσα μέρα νύχτα νά μου πει, καί νά πού επιτέλους μου τόλεγε. ταύτό ήταν πού ονειρευόμουν στό Μόντε Κάρλο, στήν 'Ιταλία, κι' έδώ-πέρα στό Μάντερλέη. Κι' αύτό τό λέει τώρα. 'Άνοιξα τά μάτια μου καί κοίταξα μιά γωνίτσα της κουρτίνας πάνω ταπ' το κεφάλι ταυ. Εξακολουθούσε νά μέ φιλάει παράφορα, άπελπισμένα, ψι­θυρίζοντας τ' όνομά μου, κι’ έγώ έξακολουθούσα νά κοιτάζω τη γωνίτσα τής κουρτίνας, προσέχοντας ότι τήν έβρισκε τώρα ό ήλιος καί τήν έκανε πιό φωτεινή άπό τά γύρω της. « Τί ήρεμη πού είμαι», συλλογίστηκα. « Κάθομαι δώ και κοιτάω ένα κομ­μάτι τής κουρτίνας, ένώ ό Μαξίμ μέ φιλάει. Γιά πρώτη φορά, μου λέει πώς μ' άγαπάει. »

'Άξαφνα σταμάτησε, μ' έσπρωξε μακριά καί σηκώθηκε.— Το βλέπεις ; Δέν είχα δίκιο ; είπε. Είναι πολύ άργά. Δε

μ' άγαπάς πιά. Μά και πώς νά μ' αγαπάς ;Πήγε και στάθηκε δίπλα στό τζάκι.— 'Άς τήν ξεχάσουμε αύτή τή στιγμή, είπε. Δέ θά ξανα­

γίνει ποτέ.Ή συναίσθηση τής πραγματικότητας ξαφνικά μέ πλημ­

μύρισε, κι' ή καρδιά μου άναπήδησε σ' έναν αιφνίδιο όρμητικό πανικό.

— Δέν είν' άργά; είπα γρήγορα γρήγορα, καί σηκώθηκα άπό το πάτωμα, και πήγα κι' έπλεξα τά χέρια μου γύρω στο λαιμό του. Δέν πρέπει νά το λές αύτό. Δέν καταλαβαίνεις. Σ' άγαπώ πιό πολύ άπ’ ό,τι άλλο στόν κόσμο. Μά τήν ώρα πού μέ φιλούσες είχα σαστίσει, είχα ταραχτεί τόσο πολύ, πού δεν αισθανόμουνα τίποτα. Σά νά είχε χαθεί κάθε αίσθηση μέσα μου.

— Δέ μ' άγαπάς, είπε. Γι’ αύτό δεν αισθανόσουνα τίποτα. Ξέρω. Καταλαβαίνω. Είναι πολύ άργά πιά γιά σένα. "Ετσι δέν είναι ;

— "Οχι, είπα.— ταύτό θάπρεπε νά είχε συμβεί τέσσερους μήνες πρωτύ-

— 299

Page 296: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τέρα, είπε. Έ πρεπε νά το είχα καταλάβει. ΟΙ γυναίκες δέν είναι σάν τούς άντρες.

— θέλω νά με ξαναφιλήσεις, είπα. Σ έ παρακαλώ, Μαξίμ..— Ό χ ι, είπε. Τώρα πιά δέν ώφελεί.— Δέ μπορούμε νά χάσουμε τώρα ό ένας τόν άλλον, είπα.

Πρέπει νάμαστε πάντα μαζί, χω ρίς μυστικά, χω ρίς ίσκιους. Σ έ παρακαλώ, άγάπη, σε παρακαλώ.

— Είναι ά ρ γά πιά, είπε. Δέ μάς μένουν παρά λ ίγες ώρες' λ ίγες μέρες. Πώς μπορούμε νάμαστε μαζί, τώρα πού έγινε ό,τι έγινε ; Βρήκαν το κότερο τής Ρεβέκκας, σου είπα, βρήκαν τή Ρεβέκκα.

Τόν κοίταγα, σά χαμένη, μη μπορώντας νά καταλάβω.— Τί θά κάμουν ; ψιθύρισα.— θ ά άναγνωρίσουν τό πτώμα, είπε. Τό κάθε τ ι μέσα στήν

καμπίνα θάναι και μιά άπόδειξη. Το φόρεμα πού φορούσε, τα παπούτσια της, τ ά δαχτυλίδια της. θ ' αναγνωρίσουν το πτώμα της. (Και τότε θά θυμηθούν τήν άλλη, τή γυναίκα πού είναι θαμμένη έκεί κάτω στήν κρύπτη.

— Τι θά κάμςις ; ψιθύρισα.— Δέν ξέρω, είπε. Δέν ξέρω.Το αίσθημα ξαναγύριζε μέσα μου σ ιγ ά -σ ιγ ά , όπως το

είχα προβλέψει. Τά χέρια μου δέν ήταν πιά κρύα. Ή τ α ν ύγρά καί ζεστά. ταίστάνθηκα ένα κύμα ν’ άνεβαίνει στό λαιμό μου, στό πρόσωπό μου. Συλλογίστηκα τόν πλοίαρχο Σήρλ, το δύτη, τόν πράκτορα τής ‘τασφαλιστικής ‘Εταιρείας, όλους έκ είν ους τούς ναύτες στό ναυαγισμένο καράβι, πού ακουμπούσαν στήν κουπαστή και κοιτάζανε τά νερά. Ε ίδα μέ τή φαντασία μου τούς καταστηματάρχες του Κέρριθ, τά παιδιά νά γυρίζουν στούς δρόμους σφυρίζοντας, τον έπίσκοπο νά βγαίνει άπό τήν έκκλησία, τή Λαίδη ΙΚρόουαν νά κόβει στόν κήπο της τριαν­τάφυλλα, τή-γυναίκα μέ τά ροζ και το άγοράκι της πάνω στά βράχια. Σ έ λ ίγο θά τά ήξεραν όλα. Σ έ λ ίγες ώρες. ταύριο, τήν ώρα του πρωινού. « Βρήκαν το κότερο τής κυρίας ντέ Γουίντερ. Λένε ότι μέσα στήν καμπίνα είν' ένα πτώ μα.» ‘Έ να πτώμα μέσα στήν καμπίνα. Ή Ρεβέκκα, πεσμένη στό πάτωμα έκεί τής καμπίνας. Δεν είναι καθόλου στήν κρύπτη. Μιά άλλη γυναίκα ήταν στήν κρύπτη. Ό Μαξίμ είχε σκοτώσει τή Ρεβέκκα. Ή Ρεβέκκα δέν είχε πνιγεί. Τήν είχε σκοτώσει ό Μαξίμ. Τήν είχε σκοτώσει μ' ένα πιστόλι στό σπιτάκι τής άκτής. Πήγε ύστερα τό πτώμα στό κότερο, καί βούλιαξε το κότερο στό μικρό λιμανάκι. Τό σταχτί σιωπηλό σπιτάκι πού ή βροχή χτυ­πούσε στή στέγη του. Τά ξυλάκια τής παιδιάτικης πασιέντσας άρχισαν πάλι νά περνούν άνάκοττα καί όρμητικά μπρός άπό τά μάτια μου. ΕΙκόνες κομματιαστές άστράφτανε ή μιά μετά

— 300 —

Page 297: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τήν άλλη στό (ταναστατωμένο μυαλό μου. Ό Μαξίμ στ' αύτοκί­νητο δίπλα μου, έκεί στή Νότιο Γαλλία : «'Εδώ κι' ένα χρόνο συνέβηκε κάτι πού άλλαξε τή ζωή μου έντελώς. θ α πρέπει νά ξαναρχίσω άπό το άλφα... » Ό Μαξίμ κι’ ή σιωπή του, ό Μαξίμ καί το άνώμαλο κέφι του. Τό ότι δε μιλούσε ποτέ για •τή Ρεβέκκα, το ότι δέν ελεγε ίιοτέ τ’ όνομά της. εΗ άντιπάθεια τού Μαξίμ για το μικρό λιμανάκι, για το σπιτάκι το πέτρινο : « "ταν είχες κι' εσύ τίς δικές μου αναμνήσεις, ούτε σύ δέ θά πήγαινες έκεί. » Ό τρόπος πού άνηφόριζε το μονοπάτι μές άπ' τά δάση, χωρίς νά κοιτάζει ποτέ πίσω του. Οι βόλτες του Μαξίμ στή βιβλιοθήκη όταν πέθανε ή Ρεβέκκα. Πάνω κάτω, πάνω κάτω. « "Ηρθα πάρα πολύ βιαστικά », είχε πει στήν κ. Βάν Χόπερ, με μιά ρυτίδα στά φρύδια του άνάμεσα, λεπτή σάν κλωστή. « Λένε πώς είναι απαρηγόρητος γιά το θάνατο της γυ­ναίκας του.» Ό χορός ό χτεσινός, κι' εγώ στό κεφαλόσκαλο, μέ το φουστάνι της Ρεβέκκας. « Ε γώ σκότωσα τή Ρεβέκκα », είχε πει ό Μαξίμ, «Τής έδωσα μιά πιστολιά στό σπιτάκι έκεί στό άκρογιάλι. » Κι' ό δύτης τή βρήκε, έκεί στήν καμπίνα, πε­σμένη κατάχαμα.

— Τί θά κάμουμε ; είπα. Τί θά πούμε ;Ό Μαξίμ δέν άπάντησε. Στεκόταν έκεί, δίπλα στό τζάκι,

μέ τά μάτια του όρθάνοιχτα, και κοιτούσε μπροστά του, χωρίς νά 'βλέπει.

— Το ξέρει κανείς ; είπα. ‘Υπάρχει κανείς πού νά τό ξέρει ;Κούνησε το κεφάλι του.— 'Όχι, είπε,— Κανείς άλλοςε κτός άπό μάς ;— 'Εκτός άπό σένα κι' άπό μένα, κανείς.— Κι' ό Φράνκ ; είπα ξαφνικά. Είσαι βέβαιος πώς ό Φράνκ

δεν το ξέρει ;— Πώς νά το ξέρει ; είπε ό Μαξίμ. 'Ήμουνα μόνος. ‘’Ήταν

σκοτάδι. . .Σώπασε. Κάθησε σέ μιά καρέκλα κι’ εβαλε το χέρι του

στό μέτωπό του. Πήγα κοντά του και γονάτισα δίπλα του. Μιά στιγμή έμεινε άκίνητος. Του κατέβασα το χέρι άπό το πρόσωπο καί τόν κοίταξα στά μάτια.

— Σ' άγαπώ, του ψιθύρισα. Σ ' άγαπώ. Μέ πιστεύεις τώρα ;

Μέ φίλησε στό πρόσωπο και στά χέρια. Πήρε τά χέρια μου και μού τά σφίξε δυνατά, σάν ένα παιδί πού θέλει νά σέ κάμει νά τό πιστέψεις.

— Μού φάνηκε πώς θά μού ρχότανε τρέλα, είπε. Νά κά­θομαι έδώ, μέρες όλόκληρες, περιμένοντας ότι κάτι θά γίνει. Νά κάθομαι έκεί στό γραφείο, ν' α παντάω στά φριχτά εκείνα

— 301 —

Page 298: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

συλλυπητήρια. ΟΙ ά γγελ ίες στίς έφη μερίδες, οί δημοσιογρά­φοι, όλα τά παρεπόμενα ένός θανάτου. Νά τρώγω, νά πίνω, νά προσπαθώ νά φαίνομαι έν τάξει, νά προσπαθώ νά φαίνομαι καλά. Ό Φρίθ, οί ύπηρέτες, ή κυρία Ντάμβερς. Ή κυρία Ντάμ­βερς, πού δέν είχα τό θάρρος νά τή διώξω, γ ιατί, έτσι όπος; ήξερε τή Ρεβέκκα, μπορούσε ,νά είχε ύποψιαστεί, νά είχε μαν­τέψει. .. Ό Φράνκ, πάντα δίΛλα μου, διακριτικός, συμπονετι­κός. « Γιατί δέν κάνεις ένα ταξίδι ; » νά μού λέει όλη τήν ώρα. «Μπορώ νά τά καταφέρω και μόνος μου έδώ. Πρέπει νά πας ένα τα ξ ίδ ι.» Κι’ ό Τζίλς, κι' ή Βέα, ή καλή μου ή αδιάκριτη ή Βέα. « Είσαι σέ φοβερή κατάσταση ! Δέν πας νά σέ δει ένας γιατρός ;» Και νά πρέπει νά τούς άντιμετωπίζω όλους, όλον αύτό τόν κόσμο, ξέροντας ότι κάθε μου λέξη ήταν κι’ ένα ψέμα.

Εξακολουθούσα νά του κρατάω τά χέρια σφιχτά σφιχτή. 'τακουμπούσα πάνω του, κολλημένη κοντά του.

— Μιά φορά κόντεψα νά στά πώ όλα, είπε. Τήν ήμερα πού ό Τζάσπερ είχε πάει στό λιμανάκι, καί συ μπήκες στό σπιτάκι γ ιά νά βρεις κανένα κομμάτι σπάγκο. Καθόμαστε έδώ, όπως τώρα, κι' άξαφνα ήρθε ό Φρίθ κι' ο Ρόμπερτ κι' έφεραν το τσάϊ.

— Ναί, είπα, θυ μ α μ ο . Γ ιατί νά μη μου τά πεις ; Πήγε χαμέ­νος τόσος καιρός πού μπορούσαμε νάμαστε μαζί, τόσες μέρες, τόσες βδομάδες.

— "Ησουν τόσο πολύ μακρινή, είπε. Γύριζες πάντα στον κήπο μέ τόν Τζάσπερ, ζούσες χωριστά γ ιά τον έαυτό σου. Ποτέ δέν ήρθες κοντά μου όπως αύτή τη στιγμή.

— Γιατί δέ μού τόλεγες ; ψιθύρισα. Γιατί δέ μου τόλεγες ;— Νόμιζα πώς δέν ήσουν εύχαριστημένη, πώς έπληττες,,

είπε. Είμαι τόσο μεγαλύτερος σου. "Εδινες την έντύπωση σά νά είχες νά πεις πολύ περισσότερα πράματα μέ τόν Φράνκ παρά μαζί μου. Μέ μένα ήσουν άλλόκοτη, άδέξια, συνεσταλ­μένη.

— Πώς μπορούσα νά ρθω κοντά σου, αφού ήξερα πώς είχες στό νου σου τή Ρεβέκκα ; είπα. Πώς μπορούσα νά σου ζητήσω νά μ' άγαπήσεις, αφού ήξερα πώς αγαπούσες άκόμα τή Ρε­βέκκα ;

Μέ τράβηξε κοντά του καί κάρφωσε τά μάτια του στά δικά μου.

— Τι είν' αύτά πού λές ; είπε. Τί θέλεις νά πεϊς ;Γονάτισα δίπλα του.— Κάθε φορά πού μ' ά γγιζες, νόμιζα πώς μέ σύγκρινες μέ

τή Ρεβέκκα, είπα. Κάθε φορά πού μού μιλούσες, πού μέ κοι­τούσες, που περπατούσες μαζί μου στον κήπο, πού καθόσουν

— 302 —

Page 299: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

(ταντίκρυ μου στό τραπέζι, φανταζόμουν πώς έλεγες μέσα σου :« ταύτό τό έκανα μέ τή Ρεβέκκα, καί τούτο, καί τό άλλο... »

Μέ κοίταγε σά χαμένος, σά νά μήν καταλάβαινε.— Και είν' άλήθεια, — δέν «ίναι : είπα.— ' ταχ, Θέ μου ! είπε.Μ' έσπρωξε πέρα, σηκώθηκε, κι’ άρχισε νά περπατάει

άπάνω κάτω μές στο δωμάτιο, με τά χέριο? φλεγμένα,— Τί τρέχει; Τί έχεις ; είπα.Γύρισε και μέ κοίταξε, καθώς ήμουν μαζεμένη στό πά­

τωμα.— Νόμιζες πώς άγαπουσα τή Ρεβέκκα ; είπε. Νόμιζες πώς

τή σκότωσα έπειδή τήν άγαπουσα ; Τή μισούσα, σού λέω, ό γάμος μας ήταν μιά κωμωδία άπό τήν πρώτη στιγμή. Ή ταν διεφθαρμένη, φριχτή, χαλασμένη ώς το κόκαλο. Ποτέ δεν άγαπηθήκαμε, ποτέ δε ζήσαμε μαζί μιά στιγμή εύτυχισμένη. Ή Ρεβέκκα ήταν άνίκανη ν' άγαπήσει, νά αίστανθεί τρυφερό­τητα, νά σταθεί καθώς πρέπει. Δέν ήταν ούτε κάν φυσιολο­γική.

"Ημουν καθισμένη κατάχαμα, και τόν κοίταζα κρατώνταςτά γόνατά μου.

— Ήταν έξυπνη βέβαια, είπε. Σατανικά έξυπνη. Κανείς δέ μπορούσε νά φανταστεί, όταν τήν έβλεπε, ότι δεν ήταν το πιο καλόκαρδο, το πιό γενναιόψυχο, το πιό προικισμένο πλάσμα του κόσμου. 'Ήξερε άκριβώς τί νά πει στόν κάθε άνθρωπο, πώς νά ταιριάξει τή διάθεσή της μέ τή δική του. 'Άν τήν είχες γνωρίσει, θά περπατούσε μαζί σου στόν κήπο πιασμένη απ' το μπράτσο σου, φωνάζοντας τόν Τζάσπερ, φλυαρώντας γιά μουσική, γιά ζωγραφική, γιά λουλούδια, γιά ό,τι ήξερε πώς; ήταν ή ιδιαίτερη άδυναμία σου. Και θά τήν πάθαι\'ες κι' έσύ σάν τούς άλλους, θά στεκόσουν μπροστά στά πόδια της και θά τή λάτρευες.

Κι’ όλο καί περπατούσε πάνω κάτω στή βιβλιοθήκη» πάνω κάτω, πάνω κάτω.

— 'Όταν τήν παντρεύτηκα, έξακολούθησε, είπαν πώς ήμουν ό τυχερώτερος άνθρωπος του κόσμου. Ή ταν τόσο χαριτωμένη, τόσο τέλεια, τόσο εύχάριστη. 'τακόμα κι' ή Γιαγιά, ό άνθρωπος πού έκείνο τόν καιρό ήταν τό δυσκολώτερο πράμα τού κόσμου νά τόν ευχαριστήσεις, τή λάτρεψε άπ' τήν πρώτη στιγμή : « Έ χει τά τρία πράματα πού έχουν σημασία γιά μιά σύζυγο», μου είπε, « τανατροφή, όμορφιά κι' έξυπνάδα.» Καί τήν πί­στεψα, ή μάλλον έβίασα τόν έαυτό μου νά τήν πιστέψω. Μά στό βάθος τής σκέψης μου είχα διαρκώς κάτι σάν υποψία. Είχε κάτι στά μάτια τη ς ...

Τά κομμάτια τής πασιέντσας άρχιζαν ένα ένα νά σμίγουν

— 303 —

Page 300: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

το ένα με το άλλο, κι' ή πραγματική Ρεβέκκα άρχιζε να πα ίρ­νει μορφή καί σχήμα μπροστά μου, βγαίνοντας άπ' τόν ίσκιο τού κόσμου της σάν ένα πλάσμα ζωντανό άπ' τήν κορνίζα ένός κάδρου. Ή Ρεβέκκα, χτυπώντας μέ το μαστίγιο της τό άλογό της ' ‘Η Ρεβέκκα, άδράχνοντας τή ζωή μέ τά δύό της χέρια. Ή Ρεβέκκα, θριαμβευτική, κοιτάζοντας κάτω άπό τον ’Εξώ­στη τών Μενεστρέλων, μ' ένα χαμόγελο στά χείλη της.

'τακόμα μιά φορά, ξαναείδα τόν έαυτό μου έκεί στήν άκτή, δίπλα σ’ έκείνο τόν κακόμοιρο τόν Μπέν, τόν κατατρομαγμένο. « Έ σύ καλή », είχε πει, « όχι σάν άλλη'. Ό χ ι βάλεις άσυλο έμένα, όχι, έ ; » Κάποια γυναίκα περπατούσε τή νύχτα μέσα στά δάση, μιά γυναίκα λεπτή και ψηλή. Κ αί είχες τήν αίσθηση πώς έβλεπες φ ίδι. . .

Ό Μαξίμ εξακολουθούσε νά μιλεί. Ό Μαξίμ έξακολουθούσε νά πηγαίνει άπάνω κάτω στή βιβλιοθήκη.

— 'ταμέσως τήν κατάλαβα, είπε. Πέντε μέρ-ες μετά το γά μ ο μας. θυμάσα ι κείνο τον περίπατό μας μέ το αύτοκίνητο στούς λόφους πάνω απ' το Μόντε Κάρλο ; θέλησα νά ξανα­πάω σ' αύτό το μέρος, νά ξοεναθυμηθώ. Ή τα ν καθισμένη έκεί πέρα, γελώντας, μέ τά μαύρα μαλλιά της στόν άνεμο. Μου μίλησε γ ιά τόν εαυτό της, μοΰπε πράματα πού μου είναι αδύ­νατο νά τά ξαναπώ σέ ά 'θρωπο. Τότε κατάλαβα τ ί είχα κάμει, τ ί γυναίκα είχα πάρει. 'τανατροφή, όμορφιά, εξυπνάδα ! ' ταχ, θ έ μου !

Σώπασε άπότομα. Πήγε και στάθηκε δίπλα στό παράθυρο, κοιτάζοντας έξω τις πελούζες. 'Έ βαλε τά γέλια . Στεκόταν έκεί και γελούσε. Μού ήταν κάτι ανυπόφορο, κάτι πού μέ τρό­μαζε, μ' ε κανε άρρωστη. Δέ μπόρεσα νά το βαστάξω.

— Μαξίμ ! φώναξα. Μαξίμ !'Άναψε ένα τσιγάρο κι' άρχισε νά καπνίζει, χωρίς νά

μιλεί. "Υστερα γύρισε κι' άρχισε πάλι νά περπατεί άπάνω κάτω.

— Λίγο έλειψε τότε νά τή σκοτώσω, είπε. θά τα ν τόσο εύ­κολο. "Ενα παραπάτημα, ένα γλίστρημα ! θυμάσα ι το γκρε­μνό. Σέ είχα τρομάξει, έτσι δέν είναι ; Νόμιζες πώς ήμουν τρελός. Μπορεί και νάμουνα. Μπορεί νάμαι και τώρα. Δέν είναι και τόσο εύκολο νά κρατήσεις γερό τό μυαλό σου, όταν συζείς μέ τό διάβολο.

Καθόμουν έκεί καί τόν κοίταζα, καθώς πήγαινε πάνω κάτω, πάνω κάτω.

— 'Εκεί, στό χείλος τού γκρεμνού, έκαμε μαζί μου μιά συμ­φωνία. « θ ά σού διευθύνω τό σ π ίτ ι». μού είπε, « θά σού φρον­τίζω το άκριβό σου τό Μάντερλέη, θά στό κάμω, άν θέλεις, τό άριστούργημα τής περιοχής. Κι' ό κόσμος θάρχεται νά μάς

— 304 -

Page 301: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ ΑΧ

βλέπει, κι' όλοι θά μάς.ζηλεύουν καί θά μιλούν για μάς. θα λένε πώς είμαστε τό πιό τυχερό, το πιό εΰτυχισμένο, τό πιό άμορφο ζευγάρι της 'ταγγλίας. Τί πλάκα, Μάξ ! » είπε. «Τί αθεόφοβος θρίαμβος !» Καθόταν έκεί στό γκρεμνό και γελούσε, κομματιάζοντας ένα λουλούδι στά δάχτυλά της.

Ό Μαξίμ πέταξε το τσιγάρο του, όλόκληρο άκόμα σχεδόν, στό άδειο τζάκι.

— Δέν τή σκότωσα τότε, είπε. Τήν κοίταξα, δέν είπα τί­ποτα, τήν άφησα νά γελάει. Μπήκαμε ύστερα στό αύτοκίνητο και φύγαμε. Και τόξερε πώς θά γινόταν όπως είπε, πώς θά γυρνούσαμε στό Μάντερλέη, θ' άνοίγαμε το σπίτι, θά δεχό­μαστε, κι' όλοι θάλεγαν πώς ό γάμος μας ήταν ή μεγαλύτερη επιτυχία τού αίώνα. “Ήξερε πώς θα προτιμούσα νά θυσιάσω τήν περηφάνεια μου, τήν τιμή μου, τά προσωπικά μου αισθήματα, όλες τίς άρετές τού κόσμου, παρά να βρεθώ, μιά βδομάδα μετά το γάμο μου, στα στόματα τού μικρού μας κύκλου, και νάμαι αναγκασμένος νά τούς Επαναλάβω όσα μού είχε πει. Ήξερε πώς δε θάχα το θάρρος ν' αντιμετωπίσω μιά δίκη διαζυγίου' όπου θά τήν κατηγορούσα, πώς δέ θ' άνεχόμουν νά μάς δεί­χνουν μέ το δάχτυλο, οί έφη μερίδες νά μάς ρεζιλεύουν, οί άν­θρωποι έδώ γύρω μας νά κρυφομιλούν ψιθυριστά μόλις θ' ά­κουγαν τ' όνομά μου, κι' όί περιηγητές άπό το Κέρριθ, περνών­τας μπρός άπ' τήν καγκελόπορτα τού Μάντερλέη, νά ρίχνουν μιά ματιά στό κτήμα και νά λένε : « Έδώ μένει. ταύτό είναι το Μάντερλέη. Εδώ είναι το κτήμα εκείνου τού τύπου πού δια­βάζαμε στίς έφημερίδες γιά το διαζύγιό του. θυμάσαι τί είπε γιά τή γυναίκα του ό δικαστής ; . . . »

Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, απλώνοντας τά χέριατου.

— Μέ περιφρονείς, δέν είν' έτσι ; είπε. Δέ μπορείς νά κα­ταλάβεις τή ντροπή μου, τόν άποτροπιασμό μου, τήν άηδία μου.

Δεν είπα λέξη. Κράτησα τά χέρια του πάνω στήν καρδιά μου. Δε μέ πείραζε καθόλου ή ντροπή πού έλεγε. "Οσα είπε, δέν είχαν καμιά σημασία γιά μένα. Σ ' ένα πράμα μόνο άγκιστρώθηκα, και τόλεγα και το ξανάλεγα μέσα μου : Ό Μα­ξίμ δέν άγαπούσε τή Ρεβέκκα. Ποτέ δέν τήν είχε άγαπήσει. Ποτέ, ποτέ. Δέν είχαν γνωρίσει μαζί ούτε μιά στιγμήν εύτυχίας. Ό Μαξίμ μιλούσε, κι' έγώ τόν άκουα, μά τά λόγια του δέν είχ<κν γιά μένα κανένα νόημα. Δέ μ' ένιαζαν στό βάθος κα­θόλου.

— Είχα μεγάλη άδυναμία στό Μάντερλέη, μού είπε. Το Μάντερλέη το έβαζα πάντοτε πρώτο, πάνω άπ' όλα. Κι' αυτού τού είδους ή άγάπη δέ βγαίνει σε καλό. Δέν τήν κηρύττουν

20 Ρββεκκα— 305 —

Page 302: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στίς Εκκλησίες. Τίποτα δέν είπε ό χριστός γ ια πέτρες, γ ια τούβλα, γ ιά τοίχους. Γιά τήν άγάπη που μπορε ι νάχει ένας άνθρωπος γ ιά τό δικό του κομμάτι γης, γ ιά τό χώ μα του, γ ιά τό μικρό του τό βασίλειο. Δέν κάνει λόγο γ ι ' αύτή τήν αγάπη ό χριστιανισμός.

— χρυσέ μου, είπα, δικέ μου Μαξίμ, άγάπη μου ε σ ύ ...Έ β α λ α τά χέρια του πάνω στό πρόσωπό μου, τά χάιδεψα

μέ τά χείλη μου.— Καταλαβαίνεις ; είπε. Πές μου, καταλαβαίνεις ;— Ναί, είπα, ναί, γλυκέ μου, ναί, άγάπη μου.Μά κοίταζα άλλου, νά μή βλέπει τήν όψη μου. Τί σημα­

σία είχε cfcv τόν κατοελάβαινα ή ό χ ι ; Ή καρδιά μου ήταν α νά­λαφρη, σά φτερό στόν άέρα. Δέν είχε άγαπήσει ποτέ τή Ρ ε­βέκκα.

— Δέ μ' άρέσει νά γυρίζω σ' έ κείνα τά χρόνια, είπε άργά. Ούτε μ' άρέσει νά σου μιλώ γ ι ' αύτά. Τό αίσχος, τόν έξευτελ’ισμό. Τήν ψεύτικη ζωή πού ζούσαμε αύτή κι' έγώ . Τήν ποταπή, τήν αισχρή κωμωδία πού παίζαμε μαζί, μπροστά στούς φίλους, μπροστά στούς γνωστούς, μπροστά στούς ύπηρέτες άκόμα, μπροστά σέ πιστά άφοσιωμένα πλάσματα σάν τόν Φρίθ. "Ολο», έδώ πέρα τήν πίστευαν, όλοι τή θαύμαζαν, ποτέ δέν κατάλαβαν πώς γελούσε μαζί τους τίσω άπ ' τή ράχη τους, πώς τούς κο­ρόιδευε, πώς τούς έκανε ίδιους και άπαράλλαχτους και τούς γελοιοποιούσε, θυμ ά μ α ι τ ίς μέρες πού το σπίτι ήταν γεμάτο άπό κόσμο, όταν κάναμε καμιά γιορτή ή κάτι τέτοιο, όταν είχαμε γκάρντεν πάρτυ, ή καμιά έρασιτεχνική παράσταση. κι' αύτή τριγύριζε μ' ένα χαμόγελο σάν άγγελος, πιασμένη στό μπράτσο μου, και μοιράζοντας τά βραβεία στά παιδάκια ένός μικρού παιδικού θιάσου. Και τήν άλλη μέρα, πρωί πρωί, έφευγε γ ιά τό Λονδίνο μέ το αύτοκίνητο, τραβώντας στό ιδια ί­τερο έκείνο διαμέρισμα πού είχε κοντά στό ποτάμι, σάν τό ζώο πού τρέχει στήν τρύπα του μέσα στή σούδα, και γυρνών­τας μετά, στο τέλος τής βδομάδας, ύστερ' άπό πέντε μέρες μιας ζωής πού δε λέγεται. Έ γώ , ά π ' το μέρος το δικό μου, έμεινα πιστός στή συμφωνία. Δέν τήν πρόδωσα ποτέ. Το δικό της τό διαβολεμένο το γούστο έκαμε το Μάντερλέη ό,τι είναι σήμερα. ΟΙ κήποι, τά δεντράκια, άκόμα καί οί αζαλέες στήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα,, νομίζεις πώς υπήρχαν τόν καιρό του π α ­τέρα μου ; Ό χ ι . Ή τα ν ένας άγριότοπος. Ό μορφος, δέ σου λέω, άλλά έρημος κι' άγριος, μέ μιά δική του βέβαια όμορφιά, μάλιστα, μά πού ήθελε έναν άνθρωπο πού νά ξέρει, και φροντίδα καί περιποίηση, κι' όλα αύτά ήθελαν χρήματα, πού ό πατέρας μου δέ θά δεχόταν ποτέ νά τά δώσει, καί πού ούτ έγώ θά σκεφτόμουν νά τά δώσω χωρίς τή Ρεβέκκα. Τά μισά

:M)i\ -

Page 303: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

άπό τά έπιπλα πού βλέπεις έδώ πέρα στά διάφορα δωμάτια, δέν υπήρχαν άνέκαθεν. Τό σαλόνι όπως είναι σήμερα, το πρωινό σαλονάκι, — δλ’ αύτά είναι Ρεβέκκα. ΟΙ πολυθρόνες πού δείχνει μέ τόσο καμάρι ό Φρίθ στούς επισκέπτες, τίς μέ­ρες πού το Μάντερλέη είναι άνοιχτό στό κοινό, κι' οι ταπετσα­ρίες στούς τοίχους, — είναι πάλι Ρεβέκκα. Έ , βέβαια, μερικι;άπ' αύτά τά πράματα ήταν έδώ τυχαία και μοιραία, στοιβαγ­μένα στά πίσω δωμάτια, — ό πατέρας μου δεν είχε ιδέα άπό έπιπλα ή άπό εικόνες, — μά τά περισσότερα τ’ άγόρασε ή Ρε­βέκκα. Ή όμορφιά τού Μάντερλέη όπως το βλέπεις σήμερα, τό Μάντερλέη με τ’ όνομα, πού το φωτογραφίζουν και το ζω­γραφίζουν, όφείλεται όλόκληρο σ' αύτήν, στή Ρεβέκκα.

Δέν έλεγα λέξη. Τόν κρατούσα α γκαλιασμένο σφιχτά. ’Ήθελα νά μή σταματήσει, νά Εξακολουθήσει νά μιλάει έτσι. ώστε ή πίκρα του νά χαθεί και νά φύγει, παίρνοντας μαζί της όλο το απωθημένο του μίσος, και τήν αηδία και το βόρβορο τών χαμένων του χρόνων.

— Κι' έτσι ζήσαμε, είπε, μήνες και μήνες, χρόνια καί χρόνι. ’τανεχόμουν τα πάντα, — γιά χάρη τού Μάντερλέη. Τί έκανε στό Λονδίνο μου ήταν άδιάφορο, — γιατί δέν πείραζε το Μάν­τερλέη. Και τά πρώτα έκείνα χρόνια ταν προσεκτική. Λέξη δέν ακούστηκε γι' αύτήν. Ούτε ψίθυρος. "Υστερα, άρχισε λίγο λίγο νά άδιαφορεί. Ξέρεις πώς άρχίζει κανείς νά πίνει, nivti στήν άρχή, πού καί πού, μόλις ένα ποτηράκι κάθε τόσο. Το πολύ πολύ, νά το ρίξει έξω μιά φορά στούς πέντε μήνες. "Υστερα, τά διαστήματα όλοένα μικραίνουν. ΟΙ πέντε μήνες γίνονται ένας. ύστερα μισός, ύστερα λίγες μέρες. Δέν ύπάρχει πιά σωτηρία, κι' όλες οι κρυφές πονηριές του πάνε περίπατο. "Ετσι έγινε καί μέ τή Ρεβέκκα. "ταρχισε νά καλεί τούς φίλους της εδώ. Έφερνε ένα δυο σέ κάθε πάρτυ τά σαββατοκύριακα καί τούς άνακάτευε μέ τούς καλεσμένους. "Ετσι, στήν άρχή, δέν ήμουν καί άπόλυτα βέβαιος, άπόλυτα σίγουρος. 'Οργάνωνε γλεντά­κια στό σπιτάκι της στην παραλία. Γύρισα κάποτε άπό ένα κυνήγι μου στή Σκωτία, καί τή βρήκα έκεί, μέ πέντ’ έξη άη αύτούς, πρόσωπα πού δέν τά είχα δει ποτέ στή ζωή μου. Τή\ προειδοποίησα. Κούνησε τούς ώμους της : « Τί διάβολο σέ νιάζει εσένα ; » είπε. Τής είπα ότι τούς φίλους της μπορούσε νά τούς δέχεται στό Λονδίνο. Το Μάντερλέη ήταν δικό μου. "Οφειλε νά μήν παραβαίνει αύτό το σημείο τής συμφωνίας. Χαμογέ­λασε χωρίς νά πει λέξη. Τότε άρχισε νά ρίχνεται στόν Φράνκ. τόν κακόμοιρο τόν Φράνκ, τόν τόσο πιστό, τον τόσο συνεσταλ­μένο. Μιά μέρα αύτός ήρθε και με βρήκε, και μοΰπε πώς ήθελη νά φύγει άπό τό Μάντερλέη και νά βρει δουλειά άλλού. Δυο ώρες συζητήσαμε έδώ στή βιβλιοθήκη, κι' άξαφνα κατάλαβα.

— 307 —

Page 304: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Ξέσπασε και μου τάπε. Δέν τόν άφηνε στιγμή ήσυχο, έλεγε, πήγαινε όλη τήν ώρα στό σπίτι του, προσπαθώντας να τόν τρα ­βήξει στό σπιτάκι. Ό καλός μου, ό δόλιος ό Φράνκ, πού τίποτα δέν είχε καταλάβει, και πού νόμιζε πάντα πώ ς ήμαστε το κα­νονικό κι' εύτυχισμένο ζευγάρι πού καμωνόμαστε τά χα πώς ήμαστε !

» Φώναξα τή Ρεβέκκα και της τάψαλα. ταύτή άναψε άμέ­σως, κι' άρχισε να μέ βρίζει, χρησιμοποιώντας όλο το βρώμικο ιδιαίτερο λεξιλόγιο της. Μιά σκηνή φριχτή και αποτρόπαιη. "Υστερα έφυγε γ ιά το Λονδίνο κι' έμεινε έκεί ένα μήνα. "Οταν γύρισε, κάθησε ήσυχη στήν άρχή, και νόμισα ότι το μάθημα είχε ώφελήσει. "Ενα σαββατοκύριακο ήρθαν ή Βέα καί ό Τζίλς. Κατάλαβα τότε έντελώς καθαρά κάτι πού τό ύποψιαζόμουν κάπου κάπου κι' άπό πρίν, ότι ή Βέα δέ συμπαθούσε τή Ρε­βέκκα. Μέ το άλλόκοτο, το άπότομο και το 'ίσιο μυαλό της, είχε μπει, νομίζω, στην ψυχή της Ρεβέκκας, μαντεύοντας όΥι είχε κάτι τό φαύλο. "Ηταν ένα σαββατοκύριακο δυσάρεστο, γ ε ­μάτο έκνευρισμό. Ό Τζίλς κι' ή Ρεβέκκα είχαν πάει ένα γύρο μέ τό κότερο. Έ γ ώ κι' ή Βέα χαζεύαμε στήν πελούζα. Κι’ ότα '/ γύρισαν, κατάλαβα άπό το κέφι και το γελούμενο ύφος τού Τζίλς, κι' άπό την έκφραση τών ματιών τής Ρεβέκκας, πώς τού είχε ριχτεί κι’ αυτουνού, όπως είχε ρ ιχτεί και του Φράνκ. Είδα τη Βέα στό τραπέζι νά κοιτάζει τον Τζίλς πού γελούσε πιό δυ­νατά άπό συνήθως καί μιλούσε κάπως πάρα πολύ. Και σ' όλο αύτό το διάστημα ή Ρεβέκκα νά κάθεται στήν τιμητική θέση του τραπεζιού και νά φαίνεται σάν άγγελος.

"Ολα είχαν μπει στή θέση τους τά κομμάτια της πασιέν­τσας. "Ολα τά άταίριαστα, τά παρδαλά, τά στριφνά εκείνα σχήματα, πού προσπαθούσα πασπατευτά νά τά ταιριάξω , και πού δέν ταίριαζαν ποτέ. Το άλλόκοτο ύφος του Φράνκ όταν του μίλησα γ ιά τή Ρεβέκκα. Ή Βεατρίκη και ή δύσπιστη μάλλον κι' επιφυλακτική στάση της. Έκείνη ή σιωπή, πού τήν έπαιρνα πάντα γ ιά συμπάθεια και λύπη, ήταν ή σιωπή πού γεννούσε ή ντροπή κι' ή άμηχανία. Τώρα μου φαινόταν άπίστευτο πώς δέν είχα καταλάβει τόσον καιρό. Συλλογιζόμουν πόσοι άνθρωπο', θά ύπήρχαν στόν κόσμο πού είχαν υποφέρει κι" έξακολουθοΰσαν νά ύποφέρουν, γ ια τ ί δεν είχαν μπορέσει νά σπάσουν τό δίχτυ της ντροπής και της δειλίας πού μόνοι τους είχαν δη­μιουργήσει, και στήν τύφλα τους και τήν τρέλα τους είχαν χτίσει μπροστά τους ένα πελώριο άπατηλό τείχος πού τούς έκ'ρυβε τήν άλήθεια. ταύτό άκριβώς είχα κάμει κι' έγώ. Είχα φτιάξει μές στό μυαλό μου διάφορες εικόνες, και είχα άρκεστεί σ' αύτό. Ποτέ δέν είχα λάβει το θάρρος νά ζητήσω νά μάθω τήν άλήθεια. "Ενα βήμα μονάχα νά είχα κάμει ξειερ-

— 308 —

Page 305: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νώντας τη συστολή μου και τή δειλία μου, και ό Μαξ'ι,μ θά μού είχε ειπωμένα τά πάντα άπό τέσσερους μήνες, άπό πέντε μήνες πιό πρίν.

— ταύτό ήταν, Εξακολούθησε ό Μαξίμ, το τελευταίο σαββα­τοκύριακο πού πέρασαν ή Βέα καί ό Τζίλς στό Μάντερλέη. Δέν τούς ξανακάλεσα ποτέ μονάχους. "Ερχονταν πιά μόνο Επι­σήμως, στά γκάρντεν πάρτυ και στούς χορούς. Ή Βέα δε μού είπε λέξη ποτέ, ούτε κι’ εγώ τής είπα τίποτα. Νομίζω όμως πώς μάντευε τή ζωή μου, νομίζω πώς ήξερε. Τό ίδιο κι' ό Φράνκ. Ή Ρεβέκκα άρχισε πάλι νά προσέχει. Ή διαγωγή της, φαινομενικά, ήταν άψογη. Ά ν όμως τύχαινε νά λείψω ένώ αύτή ήταν στό Μάντερλέη, ποτέ δε μπορούσα νά είμαι σίγου­ρος τί θά ήταν δυνατό νά συμβεί. Είχα τά προηγούμενα τού Τζίλς και του Φράνκ. Μπορούσε πολύ καλά νά ριχτεί σε κα­νέναν Εργάτη τού κτήματος, σε κανέναν άνθρωπο τού Κέρριθ. σέ όποιονδήποτε.. . Καί τότε θάσΚαζε ή μπόμπα. Το κουτσο­μπολιό, το σούσουρο πού φοβόμουνα.

Είχα τήν αίσθηση ότι βρισκόμουν ξανά στό σπιτάκι τής ακτής, κι' ότι άκουγα τή βροχή νά κροταλίζει στή στέγη. Είδα τή σκόνη πάνω στά μοντέλα τών καραβιών, τις τρύπες πού είχαν κάμει τά ποντίκια στό ντιβάνι. Είδα τόν Μπέν μέ τά κα­κόμοιρα, τά ξαφνιασμένα καί ήλίθια μάτια του. «"Οχι εμένα άσυλο έ<ύ, όχι, ε ;» Και συλλογίστηκα το σκοτεινό μονο­πάτι μές άπό το δάσος, καί πώς, αν μιά γυναίκα στεκόταν έκεί πίσω άπ' τά δέντρα, το βραδινό της φουστάνι θά θροούσε στήν άύρα τής νυχτός.

— Είχε έναν ξάδερφο, είπε άργά ό Μαξίμ, έναν τύπο πού είχε ξενητευτξί, καί είχε γυρίσει τελευταία και ζούσε πάλι στήν 'ταγγλία. "ταρχισε νάρχεται Εδώ, κάθε φορά πού τύχαινε κι' Ελειπα. Ό Φράνκ τόν Εβλεπε. Τόν Ελεγαν Τζάκ Φάβελ.

— Τόν ξέρω, είπα. Είχε έρθει Εδώ τήν ημέρα πού είχες πάει στό Λονδίνο.

— Τόν είχες δει κι’ έσύ ; είπε ό Μαξίμ. Γ ιατί δε μού τόπες ; Τομαθα άπό τον Φράνκ. Είχε δει το αυτοκίνητό του τη στιγμή πού Εβγαινε άπ' τήν καγκελόπορτα.

— Δέν ήθελα νά σού το πώ, είπα. Φοβόμουν μη σού θυμίσω τη Ρεβέκκα.

— Νά μου τή θυμίσεις ! ψιθύρισε. "ταχ, θέ μου, σά νά είχα άνάγκη νά μού τή θυμίσουν.

Είχε διακόψει μιά στιγμή τή διήγησή του καί κοίταζε ίσια μπροστά του, κι' Εγώ ταναρωτιόμουν αν συλλογίζονταν, 5αως συλλογιόμουνα Εγώ, τήν καμπίνα τήν πλημμυρισμένη νε­ρά στό βυθό τού κόλπου.

-τα υτό τόν τύπο, τόν Φάβελ. τόν δεχόταν συνήθως κάτω

— 309 —

Page 306: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στό σπιτάκι, έξακολούθησε ό Μαξίμ. 'Έ λεγε στούς ύπηρέτες πώς θά πήγαινε μέ τό κότερο καί πώς θά γύριζε το άλλο πρωί. Και περνούσε τή νύχτα έκεί κάτω μαζί του. Τήν προειδο­ποίησα άκόμα μιά φορά. Ά ν τόν συναντούσα, τής είπα, όπουδήποτε μέσα στό κτήμα, θά τόν σκότωνα. Είχε ένα όνομα φρι­κτό, άπαίσιο. 'Η σκέψη και μόνο, πώς αύτός ό άνθρωπος τρ ι­γυρνούσε στά δάση του Μάντερλέη, σέ μέρη σάν τήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα, μου έφερνε τρέλα. Δέ θά το ανεχόμουν, της είπα, ταύτή σήκωσε τούς ώμους της. Ξέχασε νά βλαστημήσει. Και πρόσεξα πώς ήταν πιό χλωμή άπό άλλοτε, πιό νευρική, κάπως σά χαμένη. ταναρωτιόμουν τί διάδολο θά γινότανε όταν θάρχιζε νά φαίνεται γριά , νά αισθάνεται γριά . Τά π ρά ­ματα τραβούσαν το δρόμο τους. Οί μέρες περνούσαν χω ρίς γ ε ­γονότα. Ξαφνικά, κάποια μέρα, πήγε στό Λονδίνο, και παρά τή συνήθειά της, γύρισε αύθημερόν. Δέν τήν περίμενα. Είχα φάει έκείνο το βράδυ στό σπίτι του Φράνκ. Είχαμε ένα σωρό δουλειές έκείνες τίς μέρες.

Μιλούσε τώρα με μικρές κομμένες φράσεις. Κρατούσα τά χέρια του σφιχτά, μέσα στά δικά μου.

— Γύρισα, μετά το δείπνο, κατά τίς δεκάμιση, κι’ είδα σέ μιά καρέκλα, στό χώλ, τή σάρπα της και τά γάντια της. 'τανα­ρωτιόμουν τί διάβολο είχε πάθει καί γύρισε πίσω. Πήγα στο σαλονάκι, μά δέν ήταν έκεί . Φαντάστηκα τότε πώς θάχε πάει κάτω στήν ακτή. Και κατάλαβα ξαφνικά πώς μού ήταν αδύ­νατο πιά ν' ανεχτώ αύτή τή ζωή τής ψευτιάς, τής βρωμιάς και τής άπάτης. Ή υπόθεση αυτή έπρεπε οπωσδήποτε νά κανονι­στεί. Σκέφθηκα νά πάρω ένα περίστροφο νά τρομάξω αύτό τό υποκείμενο, νά τους τρομάξω και τούς δύό. Τράβηξα γραμμή στό σπιτάκι. Οι ύπηρέτες δέν έμαθαν ποτέ πώς είχα γυρίσει στό σπίτι. Γλίστρησα έξω στόν κήπο και χώθηκα μέσα στό δά­σος. Είδα το παράθυρο τού σπιτιού φωτισμένο, και μπήκα ά ­μέσως. Πρός μεγάλη μου έκπληξη, ή Ρεβέκκα ήταν μονάχη. Ή τα ν ξαπλωμένη στό ντιβάνι, μέ δίπλα της ένα τασάκι γα ­μάτο άποτσίγαρα. Φαινόταν άρρωστη, αλλόκοτη.

» Ά ρ χ ισ α άμέσως νά τής λέω γ ιά τόν Φάβελ, και μ? ά ­κουσε χωρίς νά πει λέξη. « ταρκετά ζήσαμε κι' έσύ κι' ένώ α ύ ­τή τήν έξευτελιστική ζωή », τής είπα. «Τώρα τελείωσε, κατα λαβαίνεις ; Τί κάνεις· στο Λονδίνο, μού είναι άδιάφορο. Έ κ ε ί μπορείς νά συζείς μέ τόν Φάβελ ή μ’ όποιον άλλο σ’ αρέσει. Έδώ όμως όχι. 'Ο χ ι στό Μάντερλέη. »

» Έ μ εινε μιά στιγμή σιωπηλή. Ύστερα μέ κοίταξε χαμο­γελώντας.

» Κ ι ' άν υποθέσουμε πώς εδώ μέ βολεύει καλύτερα ;είπε.

310

Page 307: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

» — Ξέρεις τούς ορούς, τής είπα. 'Εγώ, αύτή τήν αισχρή, τήν αποτρόπαιη συμφωνία σου, τήν κράτησα. 'ταλλά έσύ παρα­σπόνδησες. Νομίζεις πώς μπορείς νά μεταχειρίζεσαι τό σπίτι μου καί τή στέγη μου σάν τό βόθρο σου έκεί στό Λονδίνο ; τα­νέχθηκα ώς σήμερα πάρα πολλά, άλλά μά τό θεό, Ρεβέκκα, είναι ή τελευταία φορά πού στό λέω.

»θυμάμαι ότι ζούληξε το τσιγάρο της στό τασάκι πού ήταν δίπλα στό ντιβάνι, κι' ύστερα σηκώθηκε καί άνακλαδίστηκε, μέ τά χέρια της πίσω άπ' το κεφάλι.

»— Έ χεις δίκιο, Μάξ, είπε. Είναι καιρός ν’ άλλάξω πιάζωή.

» Φαινόταν κατάχλωμη καί πολύ άδυνατισμένη. "ταρχισε νά περπατεί άπάνω κάτω μέσα στήν κάμαρα, μέ τά χέρια στίς τσέπες του πανταλονιού της. "Εμοιαζε σάν άγόρι μέ τά ναυτικά του, ένα άγόρι μ' ένα πρόσωπο σάν άγγελος τού Μποτιτσέλλι.

» — Συλλογίστηκες ποτέ, είπε, πόσο δύσκολο θά είναι νά έπιτύχεις μιάν άπόφαση εναντίον μου ; Στά δικαστήρια, θέλω να πώ. Ά ν ήθελες νά πάρεις διαζύγιο. Τό ξέρεις πώς ποτέ, άπ' τήν πρώτη στιγμή, δέν είχες ούτε τήν έλάχιστη άπόδειξη εναντίον μου ; Ό λοι σου ο! φίλοι, άκόμα κι' οι ύπηρέτες, νομί­ζουν τό γάμο μας Ιδεώδη.

» —Κι' ό Φράνκ ; είπα. Κι' ή Βεατρίκη ;» "Εγειρε πίσω το κεφάλι, γελώντας.» — Τί είδους Ιστορία θά μπορούσε νά πει ό Φράνκ εναντίον

μου ; Μέ ξέρεις άρκετά καλά, δέν είν' έτσι ; "Οσο γιά τή Βεα­τρίκη, δέ νομίζεις ότι θά ήταν το εύκολώτερο πράμα τού κό­σμου, μόλις θά παρουσιαζόταν στό δικαστήριο γιά μάρτυρας, νά Εμφανισθεί ώς ό τύπος τής ζηλιάρας γυναίκας, πού ό άντρας της έχασε κάποτε τά μυαλά του κι' έγινε γελοίος ; "α, όχι. Μάξ, θά σού ήταν πάρα πολύ δύσκολο νά βρεις μιάν απόδειξη Εναντίον μου.

» Στεκόταν έκεί καί μέ κοίταγε ζυγιάζοντας το κορμί της πάνω στίς φτέρνες της, μέ τά χέρια στις τσέπες, μ' ένα χαμό­γελο στό πρόσωπό της,

» — Το ξέρεις πώς μπορώ νά παρουσιάσω στό δικαστήριο τή Ντάνη, τήν Ιδιαίτερη καμαριέρα μου, καί νά τή βάλω νά όρκιστεί ό,τι θέλω ; Κι' ότι καί οί άλλοι ύπηρέτες, μέ τά μεσάνύχτα πού έχουν, θ' άκολουθούσαν το παράδειγμά της και θά όρκίζονταν τά ίδια ; "Εχουν τήν ιδέα ότι ζούμε στό Μάντερλέη σά δύό σύζυγοι, σάν άντρας μέ γυναίκα, δεν είν' έτσι ; Και τό ίδιο πιστεύουν οί πάντες, οί φίλοι σου, όλο μας το περιβάλ­λον, Λοιπόν ; Πώς θά μπορέσεις ποτέ ν' άποδείξεις τό ταντί­θετο ;

— 311 —

Page 308: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

» Κάθησε στήν άκρη τού τραπεζίου και μέ κοίταγε κουνών­τας τά πόδια της.

» — Δε νομίζεις πώς παίξαμε τό ρόλο μας ώς άγαπημέ­νων συζύγων σάν κάπως πάρα πολύ καλά ;

» θυμάμαι πώς παρακολουθούσα τό πήγαιν έλα του πο­διού της μέσα στό ριγωτό του τό σάνταλο και πώς τά μ ά π α μου καί τό μυαλό μου είχαν άρχίσει νά καίνε κατά έναν ά λ ­λόκοτο τρόπο.

» — θ ά μπορούσαμε, έγώ καί ή Ντάνη, νά σέ κάμουμε πολύ γελοίον, είπε ά ρ γ ά και σ ιγά . Νά σέ κάμουμε τόσο γ ε ­λοίο, Μάξ, πού κανείς νά μή σέ πιστεύει. Κανείς άπολύτως.

» Κι' όλο καί κουνιόταν μπρός πίσω έκείνο το πόδι, έκείνο το κοηαραμένο πόδι μέσα στό ριγω τό του τό σάνταλο μέ τ ις άσπρες καί γαλάζιες γραμμές.

» Ξαφνικά, πήδησε κάτω ά π ' τό τροπτέζι, και στάθηκε μπρο­στά μου χαμογελώντας, μέ τά χέρ ια πόεντα στίς τσέπες.

— "ταν είχα ένα παιδί, Μάξ, ειπε, οΰτ' έσύ, ούτε κανείς άλλος στόν κόσμο δέ θά μπορούσε ποτέ ν’ άποδείξει πώς αύτό το παιδί δέν είναι δικό σου. θ ά μεγάλωνε εδώ πέρα στο Μάντερ­λέη, και θά είχε τ' όνομά σου. Τίποτα δέ θά μπορούσες νά κά­μεις. Κι' όταν θά πέθαινες, το Μότντερλέη θάταν δικό του. Δε θά μπορούσες αύτό νά τό Εμποδίσεις, θ ά τα ν ό κληρονόμος της πατρογονικής περιουσίας, θά θελες νά είχες tvocv κληρονόμο γ ιά το ά γ α τημένο σου τό Μάντερλέη, δέ θάθελες ; θ ά το χ α ι­ρόσουν αύτό, νά .βλέπεις το γ ιό μου στο καροτσάκι του κάτω άπ' τήν καστα νιά, ή νά παίζει ’βαρελάκια πάνω στήν πελούζα, ή νά κυνηγάει πεταλούδες στήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα, δέ θά το χαιρόσουν ; θ ά σούδινε τή μεγαλύτερη συγκίνηση τής ζωής σου, δέν είν' έτσι, Μάξ ; Νά βλέπεις το γ ιό μου νά μεγαλώνει μέρα μέ τήν ήμέρα, και νά ξέρεις πώς οταν θά πεθάνεις, όλ' αυτά θάναι δικά του ;

» Σώπασε μιά στιγμή, έξακολουθώντας νά ζυγιάζετα ι πά ­νω στίς φτέρνες της, ύστερα άναψε ένα τσιγάρο και πήγε και στάθηκε στό παράθυρο. Ά ρ χ ισ ε νά γελάει. Γελούσε ώρα πολλή, 'Ε λ ε γ α πώς δέ θά σταματούσε ποτέ.

» — Τί γλέντι, θ έ μου, είπε, τί ύψος, τ ί θαύμα γλέντι ! Δέν άκουσες πού σου είπα πρωτύτερα πώς θ ' άλλάξω ζωή ; Τώρα ξέρεις τό λόγο. Ό λ ο ι θά ένθουσιαστουνε, δέ θά ένθουσιαστουνε ; Οι καθωσπρέπηδες έδώ γύρω μας, όλοι οί σέμπροι σου κα. οι κολλήγοι σου ; « ’τανέκαθεν το ηύχόμεθα το αίσιον αύτό γ ε ­γονός, κυρία ντέ Γουίντερ », θά πούνε, θ ά μ α ι ό τύπος κι' ό υπο­γραμμός τής μητέρας, Μάξ, όπως ήμουν ο τύπος κι' ό ύπογραμμός τής συζύγου. Και κανείς τους δέ θά μαντέψει ποτέ,, κανείς δέ θά μάθει τήν άλήθεια.

Page 309: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

»Γύρισε καί μέ κοίταξε, χαμογελώντας, με το ένα της χέρι στήν τσέπη και μέ τ' άλλο κροτώντας το τσιγάρο της"οταν τή σκότωσα, άκόμα χαμογελούσε. Τή σημάδεψα στήν καρδιά. Ή σφαίρα έκαμε διάνα. Δέν έπεσε άμέσως. Στεκόταν εκεί και με κοίταζε, με το άργό της εκείνο χαμόγελο, με ορθά­νοιχτα μάτια...

Ή φωνή τού Μαξίμ είχε γίνει τόσο χαμηλή, τόσο χαμηλή, πού όέν ήταν πιά παρά ένας ψίθυρος. Το χέρι πού κρατούσα μέσα στά δικά μου είχε πάγώσει. Δέν τόν κοιτούσα. Κοιτούσα τόν Τζάσπερ, πού κοιμότανε δίπλα μου πάνω στό χοελί, τήν ούρά του, πού σάλευε πότε πότε πάνω στό πάτωμα.

— Είχα ξεχάσει, είπε ό Μαξίμ, κι' ή φωνή του τώρα ήταν αργή, κουρασμένη κι' α νέκφραστη, ότι όταν σκοτώνεις έναν άνθρωπο βγαίνει τόσο πολύ αίμα.

'Εκεί στό χαλί, κάτω άπ' τήν ούρά τού Τζάσπερ, ήταν μιά τρύπα. Μιά κοψιά άπό τσιγάρο. 'ταναρωτιόμουν πόσον καιρό νά ήταν έκεί. Μερικοί λένε πώς ή στάχτη κάνει καλό στά χ<χλιά.

— ταναγκάστηκα νά φέρω νερό άπό το λιμανάκι, έξακολούθησε ο Μαξίμ. ταναγκάστηκα νά πάω καί νά γυρίσω γι' αύ­τή τή δουλειά ένα σωρό φορές. 'τακόμα καί δίπλα στο τζάκι, τόσο πιό πέρα, άκόμα κι' έκεί ύπηρχαν αίματα. Γύρω της, εκεί πού είχε πέσει, το πάτωμα ήταν γεμάτο. Ξαφνικά, άρχισε να φυσάει. Το παράθυρο δέν είχε μάνταλο. 'Άρχισε νά χτυπάει μπρός καί πίσω πάνω στον τοίχο, ένώ εγώ ήμουν γονατισμένος κάτω στο πάτωμα μέ μιά πατσαβούρα, και με δίπλα μου τόν κουφά μέ το νερό.

Και τή βροχή στή σκεπή, συλλογίστηκα, δέν τή θυμάται, τή βροχή στή σκεπή ; 'Έκανε τοκ τόκ, μ' ένα λεπτό, αλαφρό, καί γρήγορον ήχο.

— Τή σήκωσα και τήν πήγα στό κότερο, εξακολούθησε, θά πρέπει νάταν έντεκάμιση, κοντά μεσάνυχτα. Ή ταν κατα­σκότεινα. Φεγγάρι δέν είχε. Φυσούσε πουνέντες, ένας πουνέντες κομματιαστός. Την κατέβασα στήν καμπίνα καί τήν άφησα εκεί. ‘Ύστερα έπρεπε νά σαλπάρω, ρυμουλκώντας και το βαρ­κάκι, καί νά βγώ άπ' το λιμανάκι κόντρα στή φουσκονεριά. Ό ταγέρας μού ήτανε πρίμος, μά ερχόταν όλο σβιλάδες σβιλάδες, κι' έγώ ήμουν σέ μέρος άπάνεμο, γιατί μ ου κόβε τον αγέ­ρα ό κάβος, θυμάμαι ότι, καθώς σήκωνα το μεγάλο πανί στό κατάρτι, μού σφηνώθηκε στά μισά. Βλέπεις, είχα πολύν καιρό νά μανουβράρω. Δέν πήγαινα ποτέ με τή Ρεβέκκα.

»Και συλλογιζόμουν τήν παλίρροια, τί γρήγορα και τί όρμητικά πού μπουκάριζαν τά νερά στό λιμανάκι. Ό ταγέρας κατέβαινε από τόν κάβο σά ρούφουλας. Έ βγαλα τό κότερο

— 313 —

Page 310: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

έξω στόν κόλπο. Πέρασα μπρός άπό τό φάρο, και προσπάθησα νά βιράρω γ ιά ν' (ταποφύγω την ξέρα. Ό μικρός φλόκος πλατά­γιζε στόν άγέρα. Δέ μπορούσα νά τόν κατσάρω. Μιά σ&ιλάδιχ δυνατή μου άρπαξε τή σκότα άπό τά χέρια καί τήν τύλιξε γ ύ ­ρω γύρω στό κατάρτι. Τό πανί πλατάγιζε καί χτυπιότανε, κροταλίζοντας πάνω άπ' τό κεφάλι μου σάν καμτσίκι. Δέ μπο­ρούσα νά θυμηθώ τ ί πρέπει νά κάμεις σέ τέτοια περίσταση. Δέ μπορούσα νά θυμηθώ. Προσπάθησα νά φτάσω τή σκότα, κι' αύτή χτύπαγε στόν άγέρα άπό πάνω μου. Μιά άλλη σβιλάδα χτύπησε τό κότερο κατάπλευρα. 'ταρχίσαμε νά ξεπέφτουμε μέ τό πλάι κατά τ ίς ξέρες. Ή τα ν σκοτάδι, τέτοιο καταραμένο σκοτάδι, πού άπάνω στό γλιστερό και κατάμαυρο κατάστρωμα δέν ξεχώριζα τίποτα. Τελοσπάντων, κατάφερα νά κατέβω ό­π ω ς -όπω ς στήν καμπίνα. Είχα μαζί μου ένα λοστό. "ταν δέν ένεργουσα άμέσως, θάταν π ιά πολύ ά ργά . Τραβούσαμε τόσο γρήγορα πρός τήν ξέρα, πού άν πηγαίναμε έτσι, σέ λ ίγα λεπτά θά βρισκόμαστε στά ρηχά. 'Ά νοιξα τούς πείρους. Τό νερό άρχισε νά μπαίνει μέσα στό κότερο. Έ μ π η ξ α το λοστό στά μαδέρια τής γάστρας. Μιά σανίδα σκίστηκε στή μέση. Τρά­βηξα το λοστό κι' άρχισα νά τόν μπήγω σ' άλλη σανίδα. Τα πόδια μου ήταν μέσα στό νερό. 'Ά φησα τή Ρεβέκκα ξαπλω ­μένη έκεί στο πάτωμα. Σφάλησα τά δύό φιλιστρίνια κ ι’ έκλεισα τήν πόρτα τής καμπίνας. "Οταν ξανανέδηκα στο κατάστρωμα, είδα ότι ήμαστε καμιά δεκαπενταριά μέτρα μα­κριά άπό τίς ξέρες. Πέταξα στή θάλασσα ό,τι βρήκα πάνω στό κατάστρωμα : ένα σωσίβιο, δυο κουπιά, μιά κουλούρα σκοινί. Πήδηξα στό βαρκάκι. Μάκρυνα λίγο, ύστερα άκούμπησα στά κουπιά και κοίταξα. Το κότερο είχε γείρει στό πλάϊ. Ά ρ χ ιζε νά βουλιάζει. Βούλιαζε μέ τήν πλώρη. Ό φλόκος έξακολου· βουσε νά χτυπιέται στόν άγέρα πλατοτγίζοντας σάν καμτσίκι. Συλλογίστηκα ότι κάποιος, δέ μπορεί, θά τόν άκουγε, κάποιος

-πού θάχε β γε ι ά ρ γά τή νύχτα περίπατο πάνω στά βράχια, κα­νένας ψαράς άπ ' το Κέρριθ πέρα στόν κόλπο, πού τή βάρκα του έγώ δέ μπορούσα νά τή δώ. Τό κότερο μίκραινε, σάν ένας μαύ­ρος ίσκιος πάνω στά νερά. Το κατάρτι άρχιζε νά τρίζει, ά ρ χ ιζ : νά σπάζει. Ά ξα φ να το σκάφος μπατάρισε και τό κατάρτι έσπασε στά δύό, κομμένο στή μέση. Τά σωσίβια και τά κουπιά έπλεαν μακριά μου πάνω στά κύματα. Τό κότερο είχε χαθεί, θυμάμαι πώς στάθηκα και κοίταξα έκεί πού ήτανε πρίν άπύ λίγο. ‘Ύστερα γύρισα πίσω στό λιμανάκι. Είχε άρχίσει νάΜ χ « ·

Ό Μαξίμ σώπασε. Τά μάτια του ήταν καρφωμένα μπροστά του. "Υστερα γύρισε καί μέ κοίταξε, κοίθισμένην έκεί στό πά­τω μα δίπλα του.

— 314 —

Page 311: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— ταύτό είν' δλο, είπε. Τίποτ' άλλο δέν έχω να πώ. '"ταφησα τό βαρκάκι στή σημαδούρα, δπως θάχε κάμει έκείνη. Πήγα στό σπιτάκι νά ίδώ. Το πάτωμα ήταν όλο 'βρεμένο άπ' τήν άρμη. θά μπορούσε νά τδχε βρέξει κι' έκείνη. Πήρα το μονο­πάτι μές άπ’ τό δάσος. "Εφτασα στό σπίτι. 'τανέβηκα ίσια στήν κάμαρά μου. θυμάμαι πώς γδύθηκα. Είχε άρχίσει νά φυσάει καί νά βρέχει πολύ δυνατά. Καθόμουν έκεί πάνω στό κρεβάτι, δταν ή κυρία Ντάμβερς χτύπησε τήν πόρτα. Πήγα καί τής άνοιξα, με τη ρόμπα μου, και τη ρώτησα τί ήθελε. 'τανησυχούσε γιά τή Ρεβέκκα. Τής είπα νά ξαναπέσει. "Εκλεισα πάλι τήν πόρτα. Γύρισα και κάθησα με τή ρόμπα μου δίπλα στο παρά­θυρο, και κοίταζα τή βροχή, κι' άκουα τή θάλασσα καθώς οπούσε στήν άκτή, έκεί κάτω στό λιμανάκι.

Καθόμαστε οι δύό μας έκεί, χωρίς νά μιλούμε. Κρατούσα πάντα τά κρύα του χέρια. 'ταπορούσα γιατί δέν ερχόταν ό Ρό­μπερτ νά σηκώσει το τσάϊ.

— Βούλιαξε πάρα πολύ κοντά, είπε. "Επρεπε νά το είχα πάει πιό πολύ στ’ άνοιχτά, έξω στόν κόλπο. 'Εκεί δέ θά τοβρισκαν ποτέ. Ήταν πάρα πολύ κοντά.

— Φταίει το καράβι, είπα. Ά ν δέν τύχαινε αύτό τό καράβι, τίποτα δέ θά συνέβαινε. Κανείς δε θά μάθαινε.

— Ή ταν πολύ κοντά, είπε ό Μαξίμ.Σωπάσαμε πάλι. "ταρχισα νά αισθάνομαι κούραση.— Ήξερα ότι θά συνέβαινε κάποια μέρα, είπε ό Μαξίμ.

τακόμα κι' όταν πήγα στό "Ετζκομπ καί είδα έκείνο το πτώμα, και βεβαίωσα πώς ήταν αύτή, ήξερα ότι δέν είχε καμιά σημα­σία, άπολύτως καμιά. Ή ταν μόνο ζήτημα χρόνου. Ή Ρεβέκκα στό τέλος θά κέρδιζε. Το ότι σέ γνώρισα δέν έκαμε καμιά δια­φορά. Τό ότι σ' άγάπησα, δέν άλλαξε τίποτα. Καθόλου. Τίποτα. Ή Ρεβέκκα τόξερε πώς θά νικούσε στο τέλος. Τό είδα στό χα­μογέλιο της τήν ώρα πού πέθαινε.

— 'Η Ρεβέκκα είναι νεκρή, είπα. ταύτό πρέπει νά θυμόμα­στε. Ή Ρεβέκκα είνε νεκρή. Δέ μπορεί νά μιλήσει. Δε μπορεί νά μαρτυρήσει. Δέ μπορεί νά σού κάμει άλλο κακό.

— Υπάρχει το πτώμα της, είπε. Το είδε ό δύτης. Είν' έκεί, πεσμένο κατάχαμα στήν καμπίνα.

— Πρέπει νά δώσουμε μιά έξήγηση, είπα. Πρέπει νά σκε­φθούμε νά βρούμε μιά έξήγηση. Το πτώμα μπορεί νάναι καποΜχνού άγνώστου. 'Κανενός πού νά μήν τόν είδες ποτέ.

— Τά πράματά της θά ύπάρχουν άκόμα, είπε. Τά δαχτυλί­δια της στά δάχτυλά της. Κι' άν άκόμα υποθέσουμε πώς τά φορέματά της έχουν λιώσει μές στό νερό, κάτι άλλο θάμεινε να τούς πει τήν άλήθεια. Δέν είναι δπως δταν πνίγεται κανένας στή θάλασσα, καί το πτώμα του χτυπιέται στά βράχια. Ή κα-

— 31 Γ» —

Page 312: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μικίνα είναι άθικτη, θά να ι άκόμα ξαπλωμένη έκεί στό πάτωμα, όπως τήν είχα άφήσει. Το κότερο όλους αύτούς τούς μήνες έμεινε άπείραχτο. Κανείς δέν πείραξε τίποτα. Τό κότερο β ρ ί- ' σκεται έκεί , στόν πάτο τη ξ θάλασσας, στή θέση όπου είχε βου­λιάξει.

— Τό πτώμα λιώνει μές στο νερό, δέ λιώνει ; ψιθύρισα. 'τακόμα κι' όταν είναι ξαπλωμένο κι' άπείραχτο, τό νερό τό σα­πίζει, δέν το σαπίζει ;

— Δέν ξέρω, είπε, δέν ξέρω.— Πώς θα βεβαιωθείς γ ι ' αύτό, πώς θά μάθεις ; είπα.— Ό δύτης θά κατεβεί ξανά οεύριο τό πρωί στις πεντέμιση,

είπε ό Μαξίμ. Ό Σήρλ τάχει κανονίσει όλα. θ ά προσπαθήσουν νά βγάλουν έξω το κότερο. Δέ θάναι κανείς άλλος. Ε γ ώ θα πάω μαζί τους. θ ά στείλει τή βενζινάκατό του νά μέ πάρει άπό. τό λιμανάκι. Σ τ ις πέντε και μισή αύριο τό πρωί.

—■ Κι' ύστερα ; είπα. Τί θά γίνει άμα μπορέσουν και το βγάλουν έξω ;

— Ό Σήρλ θάχε ι αγκυροβολημένη έκεί κοντά τή μεγάλη μαούνα του λιμεναρχείου. Ά ν τά ξύλα του κότερου δέν έχουν σαπίσει, άν «βαστάξουν και δέ διαλυθούνε, το βίντσι του θά μπορέσει νά το άνεβάσει πάνω στή μαούνα. Τότε θά γυρίσουν στό Κέρριθ. Ό Σήρλ λέει πώς θά πλευρίσει τή μαούνα στό μι­κρό αχρηστεμένο λιμανάκι πού είναι στό μισοστράτι του Κέρριθ. Είναι πολύ εύκολο. Τά νερά έκεί είναι ρηχά, έχει βούρκί πολύ, κι' οί βαρκάρηδες δέ μπορούν νά τραβήξουν κουπί. Δε θά μάς Ενοχλήσει κοονείς. Λέει ότι, γ ιά νά έλευθερωθεί ή κα­μπίνα, πρέπει πρώτα ν’ ταφήσουμε νά τρέξουν τά νερά γ ιά ν' άδειάσει το κότερο, θ ά φροντίσει έν τω μεταξύ καί γ ιά γιατρό..

— Τί χρειάζεται ό γιατρός ; είπα. Τί θά κάμει ;— Δέν ξέρω, είπε.— Ά ν άνακαλύψουν πώς είναι ή Ρεβέκκα, είπα, πρέπει νά

πεις πώς έγινε λάθος μέ τ ' άλλο πτώμα. Πρέπει νά πεις πώς τό σώμα πού είναι στήν κρύπτη ήτοεν μιά πλάνη, μιά φοβερή πλάνη. Πρέπει νά πεις πώς όταν πήγες στό Έ τζκομ π ήσουν άρ­ρωστος και δέν ήξερες τί έκανες. Είχες και τότε άμφιβολίες. Δέ μπορούσες νά τό πεις σίγουρα. 'Έ γινε λάθος α πλούστατα. Έ τ σ ι θά πεις, δέν είν’ έτσι ;

— Ναί, είπε, ναί.— Δέν έχουν καμιά άπόδειξη έναντίον σου, είπα. Κανείς

δε σ' είδε έκείνη τή νύχτα. Είχες πέσει στό κρεβάτι. Δέν έχουν καμιά άπόδειξη. 'Έ ξω άπό μάς τούς δύό, κανείς δέν τό ξέρει. Κανείς άπολύτως. Ούτε κάν ό Φράνκ. Είμαστε 61 μόνοι στόν κόσμο, Μαξίμ, πού τό ξέρουμε. Ε σ ύ κι' έγώ. Κανείς άλλος.

— Ναί, είπε. Ναί.

Μ β —

Page 313: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— θά φανταστουνε πώς το κότερο αναποδογυρίστηκε και βούλιαξε, κάποια στιγμή που εκείνη ήταν στήν καμπίνα, είπα. ■θά, νομίσουν πώς θά είχε ϊσως κατεβεί γιά νά πάρει κοτνένα κομμάτι σκοινί ή κάτι τέτοιο, κι* ένώ ήτανε κάτω, ήρθε από τον κάβο μιά σβιλάδα κι* άναποδογύρισε το κότερο, κ ι’ ή Ρε­βέκκα βρέθηκε φυλακισμένη στήν καμπίνα και δε μπόρεσε νά βγει. "Ετσι θά σκεφτούν, δεν ε tv’ έτσι ;

— Δεν ξέρω, είπε, δέν ξέρω.Ξαφνικά, στό μικρό διπλανό δωματιάκι ακούστηκε το τη­

λέφωνο.

Page 314: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

21Ο ΜταΞΙΜ πήγε στό μικρό δω ματιάκι κι' έκλεισε τήν

πόρτα. "Υστερ' άπό λ ίγ α λεπτά, ήρθε μέσα ό Ρό­μπερτ, και μάζεψε τά πράματα του τσαγιού. Ε ίχα σηκωθεί και του γύ ρ ιζα τη ράχη, γ ιά νά μη βλέπει

την όψη μου. ’ταναρωτιόμουνα πότε θ ' ά ρχιζαν τά χα νά μαθαί­νουν τά γεγονότα οί άνθρωποι του κτήματος, ή ύπηρεσία, ό κό­σμος στο ίδιο το Κέρριθ. 'ταναρωτιόμουνα πόσο τά χα νά θέλει ένα νέο γ ιά νά φ ιλτράρει έξω και νά μαθευτεί.

Ά κ ο υ γ α θολά ά π ' το μικρό διπλανό δω ματιάκι τη φωνή του Μαξίμ, κι’ ένιωθα έδω στό στομάχι μιάν αίσθηση άναμονης ανυπόφορη. Τό κουδούνι του τηλεφώνου λές κα ι μου είχε ξυ­πνήσει όλα τά νεύρα του σώ ματός μου. Ή μ ο υ ν καθισμένη στό πόπωμα έκεί , κοντά στόν Μαξίμ, βυθισμένη σέ κάτι σάν όνειρο, μέ το χέρ ι του μές στό δικό μου, με το πρόσωπο ακουμπισμένο στόν ώμο του. Ε ίχα άκούσει τήν Ιστορία του, κι' ένα μέρος του έαυτου μου ε ίχε α κολουθήσει σάν ίσκιος τά ίχνη του. Ε ίχα σκο­τώσει κι’ έγώ τη Ρεβέκκα, ε ίχα βουλιάξει κ ι' έγώ έκεί στόν κόρφο το κότερο. Έ κ ε ί δ ίπ λ α του, ε ίχα άκούσει κι' έγώ τόν ά γέρ α και τά κύματα, ε ίχ α περιμείνει κι' έγώ το χτύπο της κυ­ρ ίας Ν τάμβερς στήν πόρτα. Ό λ ' αύτά τά ε ίχα ζήσει μαζί του, όλ' αύτά, καί πολλά άλλα . Ό ύπόλοιπος όμως έαυτός μου κα­θόταν έκεί στό χα λ ί, άσυγκίνητος καί ταμέτοχος, κι’ ένα π ρ ά μ α μονάχα σκεφτότανε, ένα τόν ένιαζε, και μιά φράση έλεγε δ ια ρ ­κώς καί ξανά λεγε : « Δέν α γαπούσε τή Ρεβέκκα, δέν ά γ α π ουοε τή Ρεβέκκα ». Τώρα, μόλις χτύπησε τό τηλέφωνο, οί δύό αύτοί έαυτοί μου συγχω νεύτηκαν π ά λ ι κα ί ξανάγιναν ένα. Ή μ ο υ ν πάλι ό έαυτός μου πού ήμουν άνέκαθεν, χω ρ ίς κ α μ ιά ν α λλα γή . Μέσα μου όμως υπήρχε κάτι πού δέν υπήρχε πρωτύτερα. Ή καρ­διά μου, παρ ' όλη τήν α γω νία καί τήν α μφιβολία της, ήταν α νάλαφρη, Ελεύθερη. Καί τότε κατάλαβα πώ ς δέ φοβόμουν π ιά τή Ρεβέκκα. Δέν τή μισουσσ πιά. Τώρα πού ήξερα πώς ήταν

Page 315: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

φαύλη, έκφυλη και διεφθαρμένη, δέν τή μισούσα πιά. Δέ μπο­ρούσε νά μέ βλάψει. Μπορούσα νά πάω στό σαλονάκι, νά καθήσω στό γραφείο, νά πιάσω τήν πένα, νά κοιτάξω τό γραφικό» της χαρακτήρα στις έτικέτες, και νά μή μέ νιάζει καθόλου. Μπορούσα νά πάω στήν κάμαρά της, στή δυτική πτέρυγα, νά σταθώ στό παράθυρο όπως τό πρωί, καί νά μή φοβάμαι τίποτα. Ή δύναμη της Ρεβέκκας είχε διαλυθεί στόν άέρα σάν τήν όμί­χλη. Ή σκέψη της, ή νοερή παρουσία της, δέ θά μέ βασάνιζε πιά. Ποτέ πιά δέ θά στεκόταν άπό πίσω μου στίς σκάλες, δέ θά καθότανε δίπλα μου στήν τραπεζαρία, δέ θάσκυβε πάνω απ’ τόν 'Εξώστη νά μέ κοιτάζει καθώς θά στεκόμουν στό χώλ. Ό Μαξίμ δέν τήν είχε άγαπήσει ποτέ. Δέν τή μισούσα πιά. Τα πτώμα της είχε γυρίσει, το κοτεράκι της μέ τό παράξενο προ­φητικό όνομα « Je reviens » είχε βρεθεί, έγώ όμως είχα λυτρω­θεί άπ' αύτήν γιά πάντα.

Τώρα πάει πιά. "Ημουν ελεύθερη νάμαι μαζί μέ τόν Μα­ξίμ, νά τόν αγγίζω, νά τόν άγκαλιάζω, νά τόν άγαπώ. θαπαυε πιά αύτή ή κατάσταση, νά είμαι διαρκώς σάν παιδί. θαπαυε πιά αύτό το « έγώ », πάλι « έγώ », πάντα « έγώ », στό έξης πιο θά ήταν « εμείς », θά ήταν « μάς ». θαμαστέ μαζί, εκείνος κι' εγώ. θ ' αντιμετωπίζαμε αύτή τή δύσκολη περίσταση μαζί, εκεί­νος κι' εγώ. Ό πλοίαρχος Σήρλ, κι' ό δύτης, κι' ό Φράνκ, κι' ή κ. Ντάμβερς, κι' ή Βεατρίκη, κι' οι άντρες κι' οι γυναίκες του Κέρριθ μέ τίς εφημερίδες τους, ποτέ πιά δέ θά μπορούσαν να μάς χωρίσουν. Ή ευτυχία μας δέν είχε έρθει πολύ άργά. Είχα πάψει νά είμαι πιά κοριτσάκι. Είχα πάψει νά είμαι δειλή. Είχο πάψει νά φοβάμαι, θ ' άγωνιζόμουνα γιά τόν Μαξίμ, θάλεγα ψέματα, θά όρκιζόμουνα, θά ψευδορκούσα, θά βλαστημούσα, θά έκλιπαρουσα. Ή Ρεβέκκα δέν είχε νικήσει, ή Ρεβέκκα είχε χάσει.

Ό Ρόμπερτ είχε σηκώσει το τσάϊ κι' ό Μαξίμ ξαναγύρισε στή βιβλιοθή κη.

— ‘’Ήταν ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, είπε. Είχε μόλις μι­λήσει μέ τόν Σήρλ. ταύριο τό πρωί θά ρθει μαζί μας κι' αύτός. Ό Σήρλ τού τά είπε.

— Γιατί ό συνταγματάρχης Τζούλιαν ; είπα. Γιά ποιο λόγο ;— Eivat ό δικαστής του Κέρριθ. Είναι άπαραίτητο νά ρθεί-— Τί είπε ;— Μέ ρώτησε άν είχα καμιά Ιδέα ποιανού νά είναι αύτό το

πτώμα.— Και τί του είπες ;— Τού είπα πώς δέν ξέρω. Νομίζαμε, είπα, πώς ή Ρεβέκκα

ήταν μόνη, Δέν ήξερα, τού είπα, ότι ήταν και κάποιος μαζί της— Είπε τίποτ' άλλο μετά ;

— 319

Page 316: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Ναί.— Τί είπε ;— Μέ ρώτησε 0cv είχα τή γνώμη ότι θά ήταν δυνατόν, τοτε

στό Έ τζκομπ, νά ε ίχα κάμει καί λάθος.— Τόπε αύτό ; Τόπε αύτό κιόλας ;— Ναί.— Κ ι' έσύ τ ί τουπές ;— Είπα ότι μπορεί. "Οτι δεν ήξερα.— "Λστε αύριο θ ά ρθει μοκζί σοτς που θά πατε γ ι α τ ο κό­

τερο ; ταύτός, ό πλοίαρχος Σήρλ, κι' ένας γ ια τρός ;— Και έπίσης κι’ ό Επιθεωρητής Γουέλτς.— Ό Επιθεωρητής Γουέλτς ;— Ναί.— Γ ιατί ; Γ ιά ποιό λόγο ό έπιθεωρητής Γ ουέλτς ;— Έ τ σ ι γίνετα ι, όταν βρίσκουν ένα πτώμα.Δέν είπα λέξή. Κ οιτάζαμε ό ένας τόν άλλο. "Ενιωθα πάλε

στο στομάχι μου να μέ ξαναπιάνει ό μικρός Εκείνος πόνος.— Μπορεί voc μήν καταφέρουν νά τανελκύσουν το κότερο,

είπα.---Ίσ ω ς , είπε.— Έ τ σ ι δέ θα μπορέσουν να κάμουν τίποτα μέ το πτώμα,

δέν είν' έ τ σ ι;— Δέν ξέρω, είπε .Κοίταξε έξω άπό το παράθυρο, Ό ούρα νός ήτα ν σκεπασμέ

νος μ' ασπρα σύννεφα, όπω ς όταν γύ ρ ιζα άπό τά βράχια . Μά δέ φυσούσε. Ή τ α ν ήρεμα και σιωπηλά.

— Ε δ ώ και μ ιά ω ρα ελ ε γ α πώ ς θάβαζε γαρμπή, ά λλά ό α έρ α ς ξανάπεσε άμέσως, είπε.

—(Ναί, είπα.— Ό δύτης βαχει μ ιά θάλασσα λάδι, είπε.Το τηλέφωνο στό πλαϊνό δω μ α τιά κ ι άρχισε πάλ ι νά χτυ­

πάει. Τά δ ιαπεραστικά Επιτακτικά του κουδουνίσματα είχαν κάτι το εφιαλτικό. Ό Μ αξίμ κι' Εγώ κοιταχτήκαμε. "Υστερα ό Μοίξίμ πήγε μέσα ν' άπαντήσει, κι' έκλεισε πίσω του τήν τιόρτα, όπως είχε κάμει και πρίν. Ό άλλόκοτος Εκείνος πόνος Εξακολουθούσε νά μέ τυραννάει. Μέ τό χτύπημα του τηλεφώ­νου, είχε ξαναγυρίσει πιό δυνατός. ‘Η αίσθηση αύτή μέ ξανά ­φερε πίσω στά π α ιδ ιά τικα χρόνια μου. Τόν ίδιο πόνο είχα a t· στανθεί και κάποτε πού ήμουν πολύ μικρή, κα ι μόλις άκουσα κάτι πυροτεχνήματα στούς δρόμους τής α όντρας, π ή γα και χώ ­θηκα άνατριχιάζοντας, μή καταλαβαίνοντας τ ί «έτρεχε, σ ’ ένα μικρό ντουλαπάκι κάτω ά π ' τή σκάλα. ‘'Ή ταν ό ίδ ιος πόνος, ή ίδ ια αίσθηση.

•Ο Μ αξίμ ξαναγύρισε στή βιβλιοθήκη.

— 320 -

Page 317: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— 'ταρχίσαμε, είπε άργά.— Δηλαδή ; Τί συμβαίνει; είπα καί άξαφνα πάγωσα.—•"Ενας ρεπόρτερ ήταν, είπε. Ό τύπος τού «Κάουντυ Κρό-

νικλ ». Είναι άλήθεια, μέ ρώτησε, πώς βρέθηκε τό κότερο της πρώτης κυρίας ντέ Γουίντερ ;

— Τί τού είπες ;— Ναί, τού είπα, βρέθηκε κάποιο κότερο, άλλά θέν ξέρουμε

τίποτ' άλλο. Μπορεί νά μήν είναι τό δικό της.— Δέ σέ ρώτησε τίποτ' άλλο ;— Ναί, μέ ρώτησε άκόμα άν ήμουν σέ θέση νά Επιβεβαιώσω

τή διάδοση ότι μέσα στήν καμπίνα του βρέθηκε κάποιο πτώμα.— Ό χι δά !— Ναί. Κάποιος θά πρέπει νά τά είπε. Ό χ ι ό Σήρλ βέβαια.

Ή δ δύτης, ή κανένας φίλος του. Είναι άδύνατο νά κλείσεις τά στόματα αύτών τών άνθρώπων. ταύριο το πρωί, τήν ώρα που δ κόσμος θά παίρνει τό πρωινό του, αύτή ή Ιστορία, μέ όλες της τίς λεπτομέρειες, θάχε ι κάμει το γύρο τού Κέρριθ.

— Τί είπες γιά τό πτώμα ;— Είπα ότι δέν ήξερα τίποτα, ότι δέν είχα νά κάμω καμιάν

άνακοίνωση, κι' ότι θά τού ήμουν ύπόχρεος νά μή μού ξανατηλεφωνήσει.

— θά τούς Ερεθίσεις και θά τούς κάμεις έχθρούς.— Δέ μπορεί νά γίνει άλλιώς. ’Εγώ δέ δίνω συνεντεύξεις

στίς έφη μερίδες. Ούτε μπορώ νά τούς έχω κάθε ώρα και στι­γμή νά μου τηλεφωνούν καί νά μέ ρωτάνε.

— Μπορεί νά τούς χρειαστούμε, είπα.— "ταν χρειαστεί νά άγωνιστώ, είπε, θ' άγωνιστώ μόνος

μου. Δέ θέλω τήν ύποστήριξη τών Εφημερίδων.— Ό ρεπόρτερ θά βρει νά τηλεφωνήσει σέ κάποιον άλλον,

είπα. Στό συνταγματάρχη Τζούλιαν ή στόν πλοίαρχο Σήρλ.— Δέ θά σταθεί πιό τυχερός, είπε ό Μαξίμ.—'Άς μπορούσαμε τουλάχιστον νά κάναμε κάτι, είπα. Τό­

σες ώρες μπροστά μας, και μεις νά καθόμαστε μέ σταυρωμένα τά χέρια νά περιμένουμε νά ξημερώσει ό θεός τήν ήμερα του ;

— Δέ μπορούμε νά κάμουμε τίποτα, είπε ό· Μαξίμ.Μείναμε καθισμένοιε κεί στή βιβλιοθήκη. Ό Μαξίμ πήρε

ένα βιβλίο, μά ήξερα πώς δέ διάβαζε. Τόν εδλεπα, κάθε τόσο, νά σηκώνει το κεφάλι και νά τεντώνει το αύτί, σά νά περίμενε ξανά το τηλέφωνο. Μά τό τηλέφωνο δέν ξαναχτύπησε. Δέ μάς Ενόχλησε κανείς. Ντυθήκαμε, όπως Κάθε βράδυ, γιά το δείπνο. Μου φαινόταν «ταπίστευτο ότι χτές τό βράδυ τέτοια ώρα έγώ είχα φορέσει τό άσπρο φουστάνι μου, καί καθόμουνα στήν τουα­λέτα μου, μπροστά στόν καθρέφτη, κι' έφτιαχνα τίς μποΰκλε ; της περούκας μου. 'Όλ' αύτά ήταν σάν ένας παλιός ξεχασμένο;

21 Ρββέχκα

— 321 —

Page 318: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Εφιάλτης, κάτι πού· τό ξαναθυμόμουν ύστερ' άπό μήνες με δυσπιστία κι' α μφιβολία. Δειπνήσαμε. Ό Φρίθ είχε γυρίσει άπ ' τήν απογεματινή του έξοδο καί μάς σέρβιρε αύτός. Τό πρόσωπό του ήταν Επίσημο, χω ρίς καμιά (έκφραση. ’ταναρωτιόμουν άν «ίχε πάει στό Κέρριθ, άν ήξερε τίποτα.

Μετά τό δείπνο, ξαναγυρίσαμε στή βιβλιοθήκη. Δέ μιλή­σαμε πολύ. Καθόμουν στό πάτωμα στά πόδια του Μαξίμ, μέ το κεφάλι μου στά γόνατά του, κι' Εκείνος μού Εχωνε τά δάχτυλά του στά μαλλιά. Ό χ ι δπως άλλοτε, μέ τό άφηρημένο του έκείνο ύφος. Ό χ ι π ιά σά νά χάιδευε τόν Τζάσπερ. ταισθανόμουν πάνω στό δέρμα τής κεφαλής μου τις άκριες τών δαχτύλων του. Πότε πότε μέ φιλούσε. Δέν ύπήρχον πιά ίσκιοι άνάμεσό μας, κι' όταν σωπαίναμε, ήταν γ ια τ ί θέλαμε Εμείς οι ίδ ι ο ι αύτή τή σιωπή. •ταπορούσα πώς ήταν δυνατόν νάμαι τόσο εύτυχισμένη, όταν ό μικρός μοΰς κόσμος τριγύρω μας ήταν τόσο σκοτεινός. Ή το ν μιά ε ύτυχία παράξενη. Ό χ ι όπως τήν είχα όνειρευτεί , όπως τήν περίμενα. Δέν ήτον ή εύτυχία πού είχα φανταστεί τίς ώρες της μοναξιάς μου. Δέν είχε τίποτα τό πυρετικό, τό τανυπόμονο. Ή το ν μιά εύτυχία ήσυχη καί ήρεμη. Τά παράθυρα τής βιβλιο­θήκης ήτον διάπλατα, -κι' όταν δέ μιλούσαμε ή δέν ά γγ ίζα μ ε ό ένας τόν άλλο, κοιτάζαμε έξω τό σκοτεινό και βαρύν ουρανό.

θ ά πρέπει νάβρεξε Εκείνη τή νύχτα, γ ια τ ί όταν ξύπνησα το πρω ί στίς Εφτά, και σηκώθηκα, καί κοίταξα Εξω άπ ' τό παρά­θυρο, τά τριαντάφυλλα κάτω στόν κήπο είχαν γε ίρει καί στά­ζανε, καί τό γρασ ίδ ι κατά τό δάσος ήταν βρεμένο και σάν άσημένιο. "Ενα άρωμα α νάλαφρο καταχνιάς καί υγρασ ίας πλα­νιόταν στόν άέρα, τό άρω μα πού Ερχεται μέ τά πρώτα φύλλα πού πέφτουνε. Τό φθινόπωρο, άναρωτιό μουν, θάφτανε φέτος δύό μήνες νωρίτερα ; Ό Μαξίμ, στίς πέντε πού σηκώθηκε, δέ μέ ξύπνησε. Θά γλίστρησε σ ιγά σ ιγά άπ ' τό κρεβάτι του και Θά πέρασε άπ' τό λουτρό στήν τουαλέτα του χω ρίς ούτε έναν κρότο. ταύτή τή στιγμή θάτον κάτω στόν κόλπο, μαζί ,μέ το συνταγμα­τάρχη Τζούλιον, τόν πλοίαρχο Σήρλ, καί τούς άνθρώπους τής μαούνας. Ή μαούνα θάταν Εκεί, καί τό κότερο τής Ρεβέκκας θ' α νέβαινε στόν αφρό. ταύτή τή σκέψη τήν έκαμα ήρεμα καί ψύ­χραιμα, χωρίς καμιά ταραχή. Τούς έβλεπα όλους μέ τή φαντα­σία μου Εκεί κάτω στόν κόρφο, καί τό μικρό μαυρισμένο σκα­φίδι τού κότερου ν' α νεβαίνει στόν άφρό, μουσκεμένο, στάζον­τας νερά άπό ποντου, γεμάτο άνοιχτοπράσινα φύκια καί στρεί­δια κολλημένα στά πλευρά του. Καθώς θά τό άνέβαζαν στή μαούνα, τό νερό θάτρεχε άπ ' τά πλευρά του καί θά χυνόταν καί πάλι στή θάλασσα. Τό ξύλο τού μικρού κότερου θά φαινό-

— 322 —

Page 319: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τανε λείο και σταχτί, τόπους τόπους, βαρείς, οά λιωμένο, και θάχε τή μυρουδιά τής σκουριάς και τής λάσπης, κι' έκείνου τού σκούρου μαύρου φυκιού πού φουντώνει βαθιά κάτω άπ' τή θά­λασσα, δίπλα στούς βράχους πού ό πόντος τούς κρατεί σκεπα­σμένους γιά πάντα. Ή πλάκα μέ τ' όνομα ίσως νάταν άκόμα στήν πρύμη του. «'Επιστρέφω. » Τά γράμματα θά ήταν πρασι­νισμένα καί ξέθωρα. Τά καρφιά όλο σκουριά. Κι' ή ίδια ή Ρε­βέκκα θάταν έκεί, πεσμένη κατάχαμα μές στήν καμπίνα.

Σηκώθηκα, έκαμα τό μπάνιο μου, ντύθηκα, καί κατέβηκα γιά το πρωινό στίς έννιά, όπως συνήθως. Στό δίσκο μου ήταν ένα σωρό γράμματα, εύχαριστήρια γιά το χορό. Τούς έριξα μιά ματιά, δέν τά διάβασα όλα. Ό Φρίθ μέ ρώτησε άν έπρεπε νά κρατήσει ζεστό το πρωινό τού Μαξίμ. Τού είπα ότι δέν ήξερο: τί ώρα θά γύριζε. « "Επρεπε κάπου νά πάει», του είπα, « κι' έφυγε πολύ νωρίς. » Ό Φρίθ δέν άπάντησε. Είχε ένα ύφος πολύ έπίσημο, πολύ σοβαρό. ταναρωτήθηκα καί πάλι άν είχε μάθει τά γεγονότα.

‘Όταν τέλειωσα, πήρα τά γράμματα καί πήγα στό πρωινό σαλονάκι. Τά παράθυρα δέν είχαν άνοιχτεί, καί τό δωμάτιο μύ­ριζε κλεισούρα. Τ' άνοιξα διάπλατα, νά μπει μέσα ό καθαρός δροσερός άέρας. Πάνω στό τζάκι, τά λουλούδια είχαν άρχίσει νά γέρνουν, καί πολλά ήταν κιόλα μαραμένα. Τά πέταλά τους είχαν πέσει στό πάτωμα. Χτύπησα τό κουδούνι, καί ή Μώντ, ή δεύτερη ύπηρέτρια, μπήκε μέσα στό δωμάτιο.

— ταύτή ή κάμαρα, σήμερα το πρωί, έχει μείνει έντελώς έτσι, είπα. Ούτε τά παράθυρα δέν έχουν άνοίξει. ιΚαί τά λου­λούδια είναι μαραμένα. Πάρ' τα άπό δώ, σέ παρακαλώ.

Ταράχτηκε, και μέ κοίταξε σάν άνθρωπος πού συναισθάνε­ται ότι έκαμε σφάλμα.

— Συγνώμη, κυρία, είπε.Πήγε στό τζάκι και πήρε τά βάζα.— ταύτό νά μήν έπαναληφθεί, είπα.— "Οχι, κυρία, είπε, και βγήκε άπ' τό δωμάτιο μαζί μέ τά

λουλούδια.Δέν τό φανταζόμουν πώς ήταν τόσο εύκολο νάναι κανείς

αύστηρός. 'ταπορούσα πώς τόβρισκα άλλοτε τόσο δύσκολο. Το menu τής ήμέρας ήταν πάνω στό γραφείο. Κρύος σολομός μέ μαγιονέζα, κοτολέτες άσπίκ, γαλαντίνα πουλί, και σουφλέ. Τά ταναγνώρισα άμέσως. Ή ταν τά ίδια φαγητά πού είχαμε γιά τό σουι?έ τή νύχτα του χορού. Δηλαδή, τρώγαμε άκόμα ό,τι είχε μείνει. ‘Ό,τι είχαν σερβίρει ώς κρύο γεύμα καί χτές τό μεση­μέρι, πού έγώ δέν έφαγα. "Ωστε έτσι. Τό προσωπικό κοιτούσε τή βολή του. Τράβηξα μιά μολυβιά πάνω στό menu, καί χτύ­πησα του Ρόμπερτ.

— 323 —

Page 320: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Πές της κυρίας Ντάμβερς, είπα, νά δώσει έντολή νά έτοιμάσουν κάτι ζεστό. Ό ,τ ι άλλο έχει μείνει άπό προχτές, νά μήν τό παρουσιάσετε.

— Πολύ καλά, κυρία, είπε.Μόλις έφυγε, βγήκα κι' έγώ άπό τό σαλονάκι καί πήγα στό

καμαράκι τών λουλουδιών νά πάρω τό ψαλίδι μου. "Υστερα κα­τέβηκα στό ροδόκηπο κι' έκοψα μερικά μπουμπούκια. 'Ο άέρας είχε χάσει τή δροσιά του. Ή μέρα θάταν πάλι ζεστή και πνι­γηρή σαν καί χτές. Συλλογίστηκα άν ήταν όλοι τους κάτω άκόμα στόν κόλπο, ή άν είχαν γυρίσει στό λιμανάκι του Κέρριθ. Ό π ο υ νάνσι, 0ά ρχόταν ό Μαξίμ καί θά μούλεγε. ‘Ό ,τ ι κι' άν γινόταν, <έγώ έπρεπε νάμαι ψύχραιμη καί ήρεμη' Ό ,τ ι κι' άν γινόταν, θέν έπρεπε νά τρομάξω. 'Ε κοψ α τά τριαντάφυλλά μου καί γύρισα πίσω στό σοελονάκι. Τό χα λ ί είχε σκουπιστεί, καί τά πέταλα τά πεσμένα τά είχαν μαζέψει. Ά ρ χ ισ α νά φτιάχνω «ά λουλούδια στά βάζα, πού ό Ρόμπερτ τάχε γεμίσει νερό. Κόν­τευα νά τελειώσω, όταν χτύπησε ή πόρτα.

— Ε μπρός, είπα.Ή τα ν ή κ. Ντάμβερς. Κρατούσε στό χέρι τό menu. '’‘Ηταν

χλωμή και κουρασμένη. Τά μάτια της γύρω ήταν κατάμαυρα.— Καλημέρα, κυρία Ντάμβερς, είπα.— Δέν καταλαβαίνω, άρχισε, γ ια τ ί μού στείλατε τό menu

μέ τόν Ρόμπερτ καί του είπατε αύτουνοΰ νά μου πει. Γιατί τό κάματε αύτό ;

Τήν κοίταξα. Ε ίχα στό χέρ ι ένα τριαντάφυλλο.— ταύτές οί κοτολέτες κι' αύτός ό σολομός ήρθαν στό τρα ­

πέζι καί χτές, είπα. Τά είδα πάνω στό μπουφέ τής τραπεζα­ρίας. Σήμερα θά προτιμούσα κάτι ζεστό. Ά ν ή ύπηρεσία δέν τά θέλει, πετάξτε τα. Έ τ σ ι κι' έτσι, γίνεται τόση σπατάλη σ' αύτό το σπίτι, πού άν γίνει και λ ιγά κ ι παραπάνω, δέ θά κάμει καί μεγάλη διαφορά.

Μέ κοίταζε α μίλητη. 'Έ βαλα τό τριαντάφυλλο στό βάζο, μαζί μέ τ ' άλλα.

— Μή μου πείτε ότι δέ μπορείτε νά σκεφτείτε κάτι άλλο νά μας δώσετε, κυρία Ντάμβερς, είπα. ' Εσείς θά πρέπει νάχετε στήν κάμαρά σας όλων τών εΙδών τά menus, γ ιά κάθε περίσταση.

— Δέν έχω συνηθίσει νά λαβαίνω Εντολές μέσον του Ρό­μπερτ, είπε. "Οταν ή κυρία ντέ Γουίντερ ήθελε καμιάν άλλαγή στό menu, έπαιρνε το Εσωτερικό τηλέφωνο καί μου μιλούσε προσωπικώς.

— Φοβούμαι ότι δέ μέ άφορά καί πάρα πολύ τ ί έκανε ή κυρία ντέ Γουίντερ, είπα. Τώρα εί μ' \έγώ ή κυρία ντέ Γουίντερ, καθώς ξέρετε. Καί άν προτιμώ νά σάς στέλνω τίς όδηγίες μου

324 —

Page 321: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

μέ τόν Ρόμπερτ, θά σάς τίς στέλνω μέ τόν Ρόμπερτ.’Εκείνη τή στιγμή μπήκε μέσα ό Ρόμπερτ.— Τό « Κάουντυ Κρόνικλ » στό τηλέφωνο, κυρία, είπε.— Πές στό « Κάουντυ Κρόνικλ » ότι δέν είμ' έδώ, είπα.— Πολύ καλά, κυρία, είπε κι' έφυγε.— Λοιπόν, κυρία Ντάμβερς ; Τίποτ' άλλο ; είπα.'Εξακολουθούσε νά μέ κοιτάει σιωπηλή.— "ταν δεν έχετε τίποτ' άλλο νά μου πείτε, καλά θά κάμετε

νά πάτε στήν κουζίνα νά δώσετε όδηγίες γιά τό γεύμα, είπα. Είμαι μάλλον άπησχολημένη.

— Τί σάς ήθελε τό «Κάουντυ Κρόνικλ» ; είπε.— Δέν έχω ούτε τήν έλαχίστην Ιδέα, κυρία Ντάμβερς, είπα.— Είναι άλήθεια, είπε άργά, αύτή ή Ιστορία πού μάς έφερε

ό Φρίθ χτές τό βράδυ άπ' τό Κέρριθ, πώς βρέθηκε τάχα το κό­τερο της κυρίας ντέ Γουίντερ ;

— Λέγεται κάτι τέτοιο ; είπα. Δέν ξέρω τίποτα σχετικώς.— Ό πλοίαρχος Σήρλ, ό λιμενάρχης τού Κέρριθ, είχε έρ­

θει έδώ χτές, δέν είν' έτσι; είπε. Μού τό είπε ό Ρόμπερτ. Μού τον έδειξε κιόλας. Στό Κέρριθ, λέει ό Φρίθ, κυκλοφορει ή διά­δοση πώς ό δύτης πού βούτηξε κάτω στό λιμανάκι γιά το πλοίο, βρήκε το κότερο τής κυρίας ντέ Γουίντερ.

— 'Ίσως, είπα. θάταν καλύτερα νά περιμείνετε νά έπιστρέψει ό κύριος καί νά ρωτήσετε τόν ίδιον.

— Γιατί βγήκε τόσο πρωί σήμερα ό κύριος ;— ταύτό άφορά τόν κύριο, είπα.'Εξακολουθούσε νά με κοιτάζει.— Λένε άκόμα, μού είπε ό Φρίθ, ότι μέσα στήν καμπίνα

ήταν ένα πτώμα, είπε. Πώς βρέθηκε έκε'ί μέσα αύτό τό πτώμα ; Ή κυρία ντέ Γουίντερ όταν έπαιρνε το κότερο πήγαινε πάντα μονάχη της.

— Δέν ώφελεί νά μέ ρωτάτε, κυρία Ντάμβερς, είπα. Δέν ξέρω τίποτα περισσότερο άπό σάς.

— 'ταλήθεια ; είπε άργά.'Εξακολουθούσε νά μέ κοιτάζει. Γύρισα άπ" τήν άλλη μεριά

κι' έβαλα το βάζο στό τραπέζι, δίπλα στό παράθυρο.— Πάω νά κανονίσω γιά τό γεύμα, είπε.Στάθηκε μιά στιγμή και περίμενε. 'Εγώ έμεινα σιωπηλή.

‘Ύστερα βγήκε άπ' τό δωμάτιο. Δέ μπορούσε πιά νά μέ τρομά­ξει, συλλογίστηκα. Είχε χάσει τή δύναμή της μαζί μέ τή Ρε­βέκκα. Στό έξης, ό,τι καί νάλεγε, ό,τι καί νάκανε, δέ θά είχε γιά μέ σημασία, ούτε θά μπορούσε νά μ’ άγγίξει. "Ηξερα τήν έχθρα πού μού είχε, και δέ μ' ένιαζε. "ταν μάθαινε όμως τήν άλήθεια σχετικά μέ τό πτώμα, κι' άρχιζε νά μισεί καί τόν Μα­ξίμ ,—τότε τί θά γινότανε ; Τράβηξα τήν καρέκλα και κάθησα.

— 325 —

Page 322: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Ά φησα το ψαλίδι στό τραπέζι. Δέν είχα πιά τό κέφι να φτιάξω τά τριαντάφυλλα. 'ταναρωτιόμουν διαρκώς τί νάκανε ό Μαξίμ. Συλλογίστηκα τ ί νά ήθελε πάλι καί ξανατηλεφώνησε ό ρεπόρ­τερ του « Κάουντυ Κρόνικλ ». Ή όδυνηρή έκείνη αίσθηση μέ ξα­νάπιασε. Πήγα στό παράθυρο κι' α κούμπησα έξω. Έ κ α ν ε πολλή ζέστη. Ό άέρας μύριζε μπόρα. ΟΙ κηπουροί ταρχιζαν πάλι νά κουρεύουν τή χλόη. Έ β λ επ α έναν νά πηγαινοέρχεται μέ τή μη­χανή του πάνω στήν πελούζα. Μου ήτα ν α δύνατο νά μείνω πε­ρισσότερο στό πρωινό σαλονάκι. Ά φ ησ α το ψαλίδι και τά τρ ι­αντάφυλλα καί βγήκα στήν ταράτσα. Ά ρ χ ισ α νά περπατώ ταπτανω κάτω. Ό Τζτασπερ έρχόταν ξοπίσω μου, ταπορώντας γ ια τ ί δέν τόν πήγαινα περίπατο. Εξακολουθούσα νά περπατώ πάνω κάτω στήν ταράτσα. Κατά τίς έντεκα καί μισή ήρθε α πό τό χώλ ό Φρίθ.

— Ό κύριος σας ζητάει στο τηλέφωνο, κυρία, είπε.Μπήκα στή βιβλιοθήκη καί πέρασα στό διπλανό δωματιάκι.

Τά χέρια μου έτρεμαν καθώς σήκωνα τό τακουστικό.— Έ σύ ε ίσ α ι ; είπε. Μαξίμ έδώ. Σου τηλεφωνώ ταπό τό γρ α ­

φείο. Είμαι μέ τόν Φρτανκ.— Ν α ί; είπα.Μιά μικρή σιωπή.— θ ά ρθώ στή μία. θ ά φέρω μαζί μου γ ιά το γεύμα τό

συνταγματάρχη Τζούλυτν και τον Φρτανκ, είπε.— Έ ν τάξει, είπα.Περίμενα. Περίμενα νά συνεχίσει.— Το βγάλανε το κότερο, είπε. ταύτή τή στιγμή γυρίσαμε

από το λιμανάκι.— Ν α ί; είπα.— Ή τα ν έκεί κι' ό πλοίαρχος Σήρλ, ό σ υ ν γ μ α τ ά ρ χ η ς

Τζούλιαν, ό Φρτανκ, και οί ταλλοι, είπε.'ταναρωτιόμουν άν ό Φρανκ ήταν δίπλα του στό τηλέφωνο,

καί γ ι’ αύτό μου μιλούσε τόσο ψυχρά, τόσο τυπικτα.— Σύμφωνοι λοιπόν, «Τπε. Κατά τή μία θά ρθούμε.Έ β α λ α κάτω τό τακουστικό. Δέ μου είχε πει τίποτα. 'τακόμα

δέν ήξερα τί είχε συμβεί. Ξαναγύρισα στήν ταρτατσα, ταφού είπα πρώτα στόν Φρίθ πώς θταμαστε τέσσερις στό τραπέζι, ταντί δύο.

Πέρασε έτσι τακόμα μιά ώρα, ταργή, τατελείωτη. 'τανέβηκα στήν κάμαρά μου και φόρεσα ένα φουστάνι έλαφρότερο. Ξανακοπέβηκα. Πήγα στό σοίλόνι καί κάθησα, περιμένοντας. Μιά παρά πέντε, τακουσα στήν αλέα ένα αύτοκίνητο, κι’ ύστερα κου­βέντες στό χώλ. "Εφτιαξα λ ιγάκ ι τά μαλλιά μου μπροστά στόν καθρέφτη. 'Η όψη μου ήταν κατταχλωμη. "Εβαλα λ ίγο χρώμα στά μάγουλά μου, καί σηκώθηκα, περιμένοντάς τους νά μπούν

326 -

Page 323: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στό σαλόνι. Μπήκαν μέσα <6 Μαξίμ, ό Φράνκ κι' ό συνταγματάρ­χης Τζούλιαν, θυμήθηκα ότι τή βραδιά τού χορού τόν είχα δει ντυμένον .Κρόμγουελ. Σήμερα μου φάνηκε πολύ πιό μικροστός, σά ζαρωμένος. Πιό κοντός, Εντελώς άλλος άνθρωπος.

—Πώς είστε ; είπε.Μιλούσε ήρεμα, σοβαρά, σά γιατρός.— Πές τού Φρίθ νά φέρει τό τσέρυ, είπε ό Μαξίμ. 'Εγώ πάω

μιά στιγμή νά πλύνω τά χέρια μου.— θέλω κι' έγώ νά πλυθώ, ε Ϊπε ό Φράνκ.Πρίν προλάβω νά χτυπήσω το κουδούνι, ήρθε ό Φρίθ μέ τό

τσέρυ. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν δέν ήθελε. 'Εγώ πήρα λι­γάκι, γιά νά κάμω κάτι. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν ήρθε καί στάθηκε δίπλα μου κοντά στό παράθυρο.

— ’Οδυνηρότατη Ιστορία, κυρία ντέ Γουίντερ, είπε εύγενικά. Λυπούμαι πάρα πολύ, καί γιά σας, καί γιά τό σύζυγό σας.

— Εύχαριστώ, είπα."ταρχισα νά πίνω λίγο-λίγο το τσέρυ μου. "Υστερα άφησα

τό ποτήρι μου πάνω στό τραπέζι. Φοβόμουν μή δεί πώς έτρεμε τό χέρι μου.

— ταύτό πού δυσκολεύει τά πράματα, είπε, είναι ότι ό σύ­ζυγός σας είχε άναγνωρίσει πρό ένός έτους το πρώτο έκείνο πτώμα.

— Δέν καταλαβαίνω, είπα.— Μά δέ μάθατε τί βρήκαμε τό πρωί ; είπε.— "τακουσα ότι βρέθηκε κάποιο πτώμα, είπα. "Οτι ό δύτης

βρήκε κάποιο πτώμα.— Ναί, είπε, — καί ύστερα, ρίχνοντας πάνω άπ’ τόν ώμο του

μιά ματιά στό χώλ : Πολύ φοβούμαι ότι τό πτώμα είναι αύτή, χωρίς καμιά ταμφιβολία, είπε χαμηλώνοντας τή φωνή του. Δέ μπορώ, νά προχωρήσω σέ λεπτομέρειες μαζί σας, άλλά οί σχε­τικές Ενδείξεις ήταν άρκετές, ώστε ό σύζυγός σας και ό δόκτωρ Φίλιπς νά τό ταναγνωρίσουν.

Σώπασε άπότομα και ταπομακρύνθηκε άπό κοντά μου. Ό Μαξίμ κι' ό Φράνκ ξαναμπήκαν στό δωμάτιο.

— Τό τραπέζι εΪναι έτοιμο, πάμε, είπε ό Μαξίμ.Προχώρησα πρώτη πρός τό χώλ, μέ τήν καρδιά μουδια­

σμένη, βαριά σά μολύβι. Δεξιά μου κάθησε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, κι' άριστερά μου ό Φράνκ. Ό Φρίθ κι’ ό Ρόμπερτ άρ­χισαν νά σερβίρουν τό πρώτο φαγητό.

— Διάβασα στούς «Τάιμς» ότι χτές στό Λονδίνο ή ζέστη ήταν παραπάνω άπό τριάντα βαθμούς, είπε ό συνταγματάρχης.

— 'ταλήθεια ; είπα.— Ναί. θάναι φρίκη γιά τόν κοσμάκη πού δέ "μπορεί νά

πάει έξοχή.

— 827 —

Page 324: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— 'ταλήθεια, φρίκη θά είναι, είπα.— Στό Παρίσι κότνει κάποτε μεγαλύτερη ζέστη παρά στό

Λονδίνο, είπε ό Φράνκ. θυμούμαι μιά φορά πού είχα πάει, μέσα α ύγούστου, ένα σαββατοκύριακο, καί μου ήταν άδύνατο νά κλείσω μάτι. Σ ’ όλη τήν πόλη δέ φυσούσε ούτε πνοή. Ή θερμο­κρασία είχε ξεπεράσει τούς τρίανταπέντε βαθμούς.

— Κι’ οί Γάλλοι, βέβαια, κοιμούνται μέ κλειστά τά παρά­θυρα, δέν είν' έτσι ; είπε ό συνταγματάρχης.

— Δέν ξέρω, είπε ό Φράνκ. Είχα μείνει σ' ένα ξενοδοχείο. ταύτοί πού έμεναν έκεί ήταν οί περισσότεροι 'ταμερικανοί.

— θ έ τήν ξέρετε βέβαια πολύ καλά τή Γαλλία, κυρία ντέ Γουίντερ, !πε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

— Ό χ ι καί τόσο, είπα.— Ά ν α ί ; Ε ίχα τήν ιδέα πώς είχατε ζήσει πολλά χρόνια

έκεί πέρα.— Έ μ ενε στο Μόντε Κάρλο όταν γνωριστήκαμε, είπε ό Μα­

ξίμ. Δέν είναι άκριβώς Γαλλία, δέ νομίζετε ;— Έ βέβαια, δέν είναι, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιοεν.

θ ά πρέπει νάναι πολύ κοσμοπολίτικο μέρος. Μά ή άκτή είν’ ώραία, δέν είναι ;

— Πολύ ώραία, είπα.— Ό χ ι τόσο ά γρ ια σάν τή δική μας. Πάντως όμως, έγώ

προτιμώ τήν 'ταγγλ ία . Προκειμένου νά μένει κανείς μονίμως, δέν τήν άλλάζω μέ τίποτα. Ε δ ώ είναιε μάς τά νερά μας.

— Νά σάς π ω .. . Τό ίδιο θά αισθάνονται καί οί Γάλλοι γ ιά τή Γαλλία, είπε ό Μαξίμ.

— Έ βέβαια, φ υσ ικά ... είπε ό συνταγματάρχης Τζούλια ν .Εξακολουθήσαμε νά τρώμε, σιωπηλοί. Ό Φρίθ στεκόταν

πίσω άπ' τήν καρέκλα μου. Ό λ ο ι ένα πράμα συλλογιόμαστε, έξαιτίάς όμως του Φρίθ, ήμαστε ύποχρεωμένοι νά παίζουμε τή μικρή μας κωμωδία. Κι' ό Φρίθ, φαντάζομαι, τήν ίδια σκέψη θά είχε στό νοΰ του, και συλλογίστηκα πόσο άπλούστερο θά ήταν ν’ ταφήναμε κοοτά μέρος τούς τύπους και ν' άρχίζαμε νά μιλάμε μαζί του γ ιά ό,τι μάς άπασχολοΰσε όλους μας τόσο πολύ. Ό Ρόμπερτ έφερε τά κρασιά. ’ταλλάξαμε πιάτα κι' άρχίσαμε το άλλο φαγητό. Ή κ, Ντάμβερς δέν είχε λησμονήσει τί της είπα.

— ’ταριστούργημα ήταν προχτές, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Περάσαμε όλοι περίφημα.

— Πολύ χαίρομαι, είπα.— ταύτά τά πράματα ό κόσμος έδώ τά περιμένει πώς καί

πώς, είπε ό συνκχγματάρχης Τζούλιαν. Δέν ύπάρχει καί καμιά' άλλη διασκέδαση.

— ταύτό είν' α λήθεια, είπα.

— 328 —

Page 325: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Είναι ένστικτο φαίνεται ατόν άνθρωπο, αύτό τό κέφι yidt τή μεταμφίεση, είπε ό Φράνκ. Δέ νομίζετε ;

— Τότε έγώ 'δέν είμαι άνθρωπος, είπε ό Μαξίμ.— Είναι φυσικό, φαντάζομαι, είπε ό συνταγματάρχης Τζού­

λιαν, νά θέλει ό άνθρωπος νά παρουσιάζεται διαφορετικός άπ" ό,τι είναι. "Ολοι μας, κατά κάποιον τρόπο, είμαστε παιδιά.

'ταπορούσα τί εύχαρίστηση μπορούσε νά βρίσκει παριστά­νοντας τόν Κρόμγουελ. Δέν τόν είχα προσέξει καί πολύ στό· χορό. Εϊχε περάσει τό μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς στό σα­λονάκι, παίζοντας μπριτζ.

—Παίζετε γκόλφ, κυρία ντέ Γουίντερ ; «ίπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

— "Οχι, δυστυχώς, είπα.— Πρέπει νά μάθετε, είπε. Ή μεγάλη μου κόρη τρελαίνεται

γιά τό γκόλφ, καί ποτέ της δέ βρίσκει νέους άνθρώπους νά παίξει. Της χάρισα ατά γενέθλιά της ένα μικρό αύτοκινητάκι, και σχεδόν κάθε μέρα τρέχει μονάχη της στίς βόρειες άκτές' "Ετσι Εχει μιάν άπασχόληοη.

— Τί ώραία, είπα.— ταύτή έπρεπε νάχε γεννηθεί άγόρι, Εξακολούθησε. Ενώ ό

γιός μου είναι Εντελώς άλλο πράμα. Δέ βρίσκει κανένα Ενδιαφέρον στά σπόρ. Διαρκώς γράφει ποιήματα. Ελπίζω νά τού περάσει.

— "Ω, άσφαλώς, είπε ό Φράνκ. "Οταν ήμουν στήν ήλικία του, κι' Εγώ έγραφα ποιήματα. ’τανοησίες. ’ταργότερα, ούτε ξα­νάγραψα ποτέ.

— Δόξα τω θεφ Ι είπε ό Μαξίμ. ταύτό μάς έλειπε Ι— Δέν ξέρω άπό ποιόν τήν κληρονόμησε αύτή τή λόξα, είπε

ό Τζούλιαν. Ούτε άπό μένα βέβαια, ούτε άπό τή μητέρα του_Μείναμε πάλι γιά λίγο σιωπηλοί. 'Ο συνταγματάρχης

Τζούλιαν πήρε καί δεύτερη φορά κρέας μέ μανιτάρια.— Ή κυρία Λέϊση προχθές ήταν πολύ καλή, είπε.— Πράγματι, είπα.— "Οπως πάντα, της ήταν άδύνατο νά συμμορφώσει τό κο­

στούμι της, είπε ό Μαξίμ.-Ά ύτά τά άνατολίτικα κοστούμια θά πρέπει νάναι πολύ

δύσκολο νά φορεθούν καλά, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Καί όμως λένε, ξέρετε, πώς είναι πολύ πιό άνετα και πολύ πιο· δροσερά άπ' ό,τι φοράτε έσείς οί κυρίες στήν ’ταγγλία.

— 'ταλήθεια ; είπα.— Ναί, έτσι λένε. Φαίνεται ότι όλ' αύτά τά πέπλα καί οί δί­

πλες άπωθοΰν τίς θερμές άκτίνες τού ήλίου.— Τί περίεργο, είπε ό Φράνκ. θάλεγε κανείς Εντελώς τό·

άντίθετο.

— 329 —

Page 326: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Καί όμως έτσι είναι, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλκχν.— Ξέρετε τήν ’τανατολή, κύριε συνταγματάρχα ; είπε ό

Φράνκ.— Τήν Ά π ω ’τανατολή, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

Έ χ ω μείνει πέντε χρόνια στήν Κίνα, καί μετά στή Σιγκαπούρη.— Έ κεί δέ φτιόεχνουν, θαρώ, τό περίφημο «κάρρυ » ; είπα.— Ναί, κάνουν θαυμάσιο κάρρυ στή Σιγκαπούρη.— Τρελαίνομαι γ ιά τό κάρρυ, είπε ό Φράνκ.— Ά , αύτό έδώ στήν 'ταγ γ λ ία δέν είναι κάρρυ, είναι μιά

άηδία, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.Σήκωσαν τά π ιάτα καί μ£ς έφεραν ένα σουφλέ κι' ένα

μπώλ μέ φρούτα σαλάτα.— Φαντάζομαι ότι τά σμέουρα του Μάντερλέη θά είναι πιά

πρός τό τέλος τους, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Σπου­δαίο καλοκαίρι, φέτος, γ ιά τά σμέουρα, δέ βρίσκετε ; Ε μ ε ίς φτιάξαμε μαρμελάδα καί γεμίσαμε έναν κόσμο βάζα.

—Ποτέ δέν τή βρήκα περίφημη αύτή τή μαρμελάδα, είπε ‘ό Φράνκ. Έ χ ε ι πάντα ένα σωρό σπόρια.

— Νά ρθείτε νά δοκιμάσετε τή δική μας, είπε ό σύνταγμα· τάρχης Τζούλιαν..Δέ μου φαίνεται νά έχε ι τόσα πολλά.

— Φέτος θάχουμε πάρα πολλά μήλα στό Μάντερλέη, είπε ό Φράνκ. ταύτό άκριβώς έλεγα προχθές τού Μαξίμ. Ό τ ι ή φετεινή χρονιά θάχε ι τό ρεκόρ. Οά μπορούσαμε νά στείλουμε στό Λον­δίνο όλόκληρα φορτία.

— Βρίσκετε ότι άξίζει τόν κ ό π ο ; είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. ‘Ό τα ν βγάλετε τ ίς ύπερωρίες τών έργατών, τά έξοδα τής συσκευασίας καί τά κόμιστρα, μένει κέρδος καθόλου ;

— Μπα γ ιά όνομα τού θεού ! είπε ό Φράνκ. ’ταλλά ;— Τί λέτε ; ταύτό είναι ένδιαφέρον, είπε ό συντοτγματάρχης

Τζούλιαν. Πρέπει νά τό συζητήσω μέ τή γυναίκα μου.Το σουφλέ και τά φρούτα δέ μάς πήραν πολλή ώρα. Μόλις

τελειώσαμε, παρουσιάστηκε ό Ρόμπερτ μέ τό τυρί καί τά μπι­σκότα, και σέ λ ίγο ήρθε ό Φρίθ μέ τά τσ ιγάρα καί τόν καφέ. •Ύστερα βγήκαν έξω και οί δύο κι' έκλεισαν τήν πόρτα .Ή πιαμε τόν καφέ μας σιωπηλοί. Έ γ ώ είχα τά μάτια καρφωμένα στό -πιοοτάκι μου.

— Έ λ ε γ α στή γυναίκα σας, ντέ Γουίντερ, πρίν καθήσουμε -στό τραπέζι, άρχισε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν μέ τήν ήσυχη καί έμπιστευτικήν έκείνη φωνή πού είχε πάρει καί πρίν, ότι ή μεγάλη άναποδιά, σ' όλην αύτή τήν όδυνηρή Ιστορία, είναι το γεγονός ότι άναγνωρίσατε τότε τό πρώτο πτώμα.

— Ναί, άσφαλώς, είπε ό Μαξίμ.— Έ χ ω τή γνώμη, είπε γρήγορα ό Φράνκ, ότι ήταν πολύ

φυσικό νά κάμει κανείς λάθος ύπ' αύτές τίς συνθήκες. ΟΙ άρχές

— 830 —

Page 327: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

«Ιθοποίησαν τόν Μαξίμ νά πάει στό Έτζκομπ, προϊδεασμένες έκ τών προτέρων, πρίν φτάσει έκεί πέρα, τίνος ήταν τό πτώμα. Ό δέ Μαξίμ, έκείνο τόν καιρό, είχε τά χάλια του. Τού είπα νά τόν συνοδεύσω, άλλάε ννοούσε νά πάει μον<χχός. Χωρίς καθόλου νά είναι σέ θέση νά φέρει είίς πέρας ένα τέτοιο διάβημα.

— 'τανοησίες, είπε ό Μαξίμ. Ήμουν πάρα πολύ καλά.— Τέλος πάντων. Πρός τί τώρα νά καθόμαστε νά τά συζη­

τούμε όλ' αύτά, είπ>ε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Το γεγονός είναι ότι άναγνωρίοατε τό πρώτο πτώμα. Συνεπώς, τό μόνο πού μπορεί νά γίνει τώρα, είναι νά παραδεχθείτε ότι έσφάλατε. ταύτή τή φορά, δέ νομίζω νά υπάρχει άμφιβολία.

'—Καμία, είπε ό Μαξίμ.—Πολύ θά ήθελα νά γλιτώνατε τή διαδικασία και τή δη­

μοσιότητα τών σχετικών άνακρίσεων, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, άλλά φοβούμαι ότι θά είναι άπολύτως άδύνατο.

— 'τασφαλώς, είπε ό Μαξίμ.— Δέ φαντάζομαι νά κρατήσει καί πάρα πολύ, είπε ό συν­

ταγματάρχης Τζούλιαν, θά χρειαστεί μόνο νά βεβαιώσετε και πάλι ότι άναγνωρίζετε τό πτώμα, καί νά ληφθεί ή κατάθεση του Τάμπ, πού λέτε ότι έκαμε στό κότερο όρισμένες μετατροπές όταν ή σύζυγός σας τό άγόρασε άπ' τή Γαλλία, γιά νά μάς πει σέ τί κατάσταση ήταν άπό άπόψεως άσφαλείας, καί γενικώς άν "ήταν έν τάξει, τότε πού τό είχε στο ναυπηγείο του. ταπλή δια­τύπωση, βέβαια, άλλά πού πρέπει νά γίνει. Ό χ ι, αύτό πού μέ στενοχωρεί Εμένα, είναι αύτός ό διάβολος οί Εφημερίδες. Πολύ δυσάρεστο, καί γιά σάς, καί γιά τήν κυρία.

— Τί νά γίνει, δέ μπορεί νά γίνει άλλιώς, είπε ό Μαξίμ. Τό καταλαβαίνουμε.

— Μεγάλη άτυχία τελοσπάντων, μ' αύτό τό άναθεματισμένο τό καράβι, νά βρει έδώ άκριβώς νά καθίσει, είπε ό συνταγμα­τάρχης Τζούλιαν. "ταν δέν ήταν αύτό, τίποτα άπ' όλ' αύτά δέ θά συνέβαινε.

—Πράγματι, είπε ό Μαξίμ.— Τό μόνο παρήγορο είναι ότι ξέρουμε τώρα πιά πώς ό

θάνατος της καημένης της κυρίας ντέ Γουίντερ ήταν σύντομος καί ξαφνικός, κι' όχι αύτή ή φοβερή άργή άγωνία πού νομί­ζαμε. Ούτε κάν μπορεί νά τεθεί ότι προσπάθησε νά κολυμπήσει.

— Ούτε κάν, είπε ό Μαξίμ.— θά κατέβηκε κάτι νά πάρει, ή πόρτα ξαφνικά θά σφηνώ­

θηκε, κι’ έκείνη τή στιγμή κάποιο κύμα θά σκέπασε τό κότερο, χωρίς νά ύπάρχει στό τιμόνι κανείς, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Τρομερό είναι.

— Τρομερό, είπε ό Μαξίμ.

— 331 —

Page 328: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

— ταύτό φαίνεται πώς θάγινε, δέ νομίζετε, Κρώλεη ; είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν γυρίζοντας ατόν Φράνκ.

— ’τασφαλώς, δέν ύπάρχει άμψιβολία, είπε ό Φράνκ.Σήκωσα τό βλέμμα καί είδα τόν Φράνκ νά κοιτάει τόν

Μαξίμ. Άμέσως γύρισε τά μάτια του άλλού, όχι όμως πρίν προφτάσω νά ίδώ και νά καταλάβω τήν έκφρασή τους. Ό Φράνκ ήξερε. ιΚι' ό Μαξίμ δέν ήξερε ότι ήξερε. 'Εξακολούθησα νά άνακατεύω τόν καφέ μου. Το χέρι μου ήταν ύγρό και ζεστό.

— Φαίνεται ότι, ά ρ γά ή γρήγορα, όλοι μας κάνουμε κά­ποιο λάθος, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Και τότε πάει. •Η κυρία ντέ Γουίντερ άσφαλώς θά ήξερε ότι ό άέρας σ' αύτό τόν κόλπο μπουκάρει σά σίφουνας, κι’ ότι είναι έπικίνδυνο νά άφήνει κανείς α κυβέρνητο ένα τόσο μικρό κοτεράκι. Πλήθος φορές θά ταξίδεψε μόνη της σ’ αύτά τά νερά. Κι' υστέρα, μιάν ώραία ήμέρα, έκαμε μιάν άπροσεξία, — κι' αύτή ή ταπροσεξία τής στοίχισε τή ζωή. ταύτό είν' ένα μάθημα γ ιά όλους μα<;.

— Είναι τόσο εύκολο νά γίνει ένα δυστύχημα, είπε ό Φράνκ. Ά κόμα καί μέ τούς πιό πεπειραμένους άνθρώπους. Σκεφθείτε πόσος κόσμος σκοτώνεται στό κυνήγι, κάθε χρόνο.

— Ναί, βέβαιο:. Ά λλά σ' αύτές τ ίς περιπτώσεις, φταίει συ­νήθως τό άλογο, πού πέφτει και σάς γκρεμίζει. Ά ν ή κυρία ντέ Γουίντερ δέν είχε παρατήσει το τιμόνι του κότερου, τό δυστύ­χημα δέ θά συνέβαινε πο ;έ. Πολύ παράξενο πράμα. Έ ν α σωρό φορές τήν είχα παρακολουθήσει τά Σ άββατα στις ιστιοδρο­μίες του Κέρριθ, και ποτέ δέν τήν είδα νά κάνει λάθη στοι­χειώδη. Μόνο ένας άρχάριος μπορούσε νά κάμει αύτό πού έκαμε. Και μάλιστα σέ μιά θέση τέτοια, ίσα ίσα δίπλα στήν ξέρα.

— Είχε πολύ μεγάλη φουρτούνα έκείνο τό βράδυ, είπε ό Φράνκ. Μπορεί κάτι νάποίθαν τά άρμενα. Μπορεί κάτι νά μπλέ­χτηκε. Και νά κατέβηκε νά βρει κανένα σουγιά.

— Άσφαλώς, άσφαλώς. Τέλος πάντων, αύτό δέ θά τό μά­θουμε ποτέ. Κι' ούτε, φαντάζομαι, θά ωφελούσε σέ τίποτα άν το μαθαίναμε. Καθώς είπα καί πρίν, θάθελα πάρα πολύ νά μπο­ρούσα νά σταματήσω αύτή τήν άνάκριση, άλλά δέ μπορώ, θ ά προσπαθήσω νά τήν κανονίσω γ ιά τήν Τρίτη τό πρωί, καί θά είναι όσο τό δυνατόν συντομώτερη. • ταπλώς και μόνο ένας τύπος. Φοβούμαι όμως ότι τούς δημοσιογράφους δέ θά μπορέσουμε νά τούς αποφύγουμε.

Έ γ ιν ε πάλι σιωπή. Σκέφθηκα ότι ήταν ή κατάλληλη στιγμή νά σπρώξω πίσω τήν καρέκλα μου.

— θέλετε νά βγούμε στόν κήπο ; είπα.Σηκωθήκαμε όλοι καί τραβήξαμε γ ιά τήν ταράτσα. Ό

συνταγματάρχης Τζούλιαν χάιδεψε τόν Τζάσπερ.

— 332 —

Page 329: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Ώραίο σκυλί, είπε.—/Ναί, είπα.— ταύτά τά σκυλιά γίνονται πάρα πολύ άγαπητά, είπε.— Ναι, είπα.Σταθήκαμε έτσι γιά μιά στιγμή. "Υστερα κοίταξε τό ρο­

λόι του.— Εύχαριστώ γιά τό περίφημο γεύμα, είπε. Είμαι πνιγμέ­

νος στή δουλειά σήμερα τό άπόγεμα, καί έλπίζω νά μέ συγχω­ρήσετε πού θά πρέπει νά τό σκάσω.

— Βεβαιότατα, είπα.— Πολύ λυπούμαι γιά όλ' αύτά. "Εχετε όλη μου τη συμπά­

θεια, θεωρώ ότι γιά σάς είναι σχεδόν πιό βαρύ παρά γιά τόν άντρα σας. Τέλος πάντων. "Οταν θά τελειώσει κι' αύτό, θά φροντίσετε κι' οί δύό σας νά ξεχάσετε τά πάντα.

— Ναί, είπα. Ναί, θά προσπαθήσουμε.— Τό άμάξι μου είν' έδώ στήν άλέα. "Ισως ό Κρώλεη νά

θέλει νά τόν πάω. Κρώλεη ; "ταν σάς βολεύει, μπορώ νά σάς Ίχάω μέχρι τό γραφείο σας.

— Εύχαριστώ, κύριε συνταγματάρχα, είπε ό Φράνκ.Ήρθε σέ μένα καί μοΰσφιξε το χέρι.— θά σάς ξαναδώ, είπε.— Βεβαίως, είπα.Δέν τόν κοιτούσα. Φοβόμουν μήπως διάβαζε στό βλέμμα

μου. Δέν ήθελα νά καταλάβει πώς ήξερα. Ό Μαξίμ πήγε μαζί τους ώς τό αύτοκίνητο. "Οταν έφυγαν, ξαναγύρισε κοντά μου στήν ταράτσα. Μ' έπιασε άπ' τό μπράτσο. Σταθήκαμε έκεί, κοι­τάζοντας τίς πράσινες πελούζες πρός τή θάλασσα καί τό φάρο στόν κάβο.

— Τά πράματα πάνε καλά, είπε. Είμαι άπολύτως ήσυχος. "Εχω πλήρη έμπιστοσύνη. Είδες πώς ήταν ό Τζούλιαν στό τρα­πέζι, και ό Φράνκ. Καμιά δυσκολία δέ θά παρουσιαστεί στή διαδικασία. "Ολα θά πάνε καλά.

Δέν είπα τίποτα. Τόν κρατούσα σφιχτά άπό το μπράτσο.— Ζήτημα μή άναγνωρίσεως δέ μπορούσε νά τεθεί, είπε.

'ταπ' ό,τι είδαμε, ό δόκτωρ Φίλιπς θά μπορούσε νά άναγνωρίσει τό πτώμα και μόνος του, και άν άκόμα δέν ήμουν κι' έγώ έκεί . Τό πράγμα ήταν α πλούστατο, όλοφάνερο. Κανένα ίχνος δέν ύπάρχει άπ’ ό,τι έκαμα. Ή σφαίρα δέν άγγιξε τό κόκαλο.

Μιά πεταλούδα φτερούγισε στήν ταράτσα μπροστά μας, άνόητη καί άστόχαστη.

— "τακουσες τί είπαν, έξακολούθησε. Νομίζουν ότι κλεί­στηκε μέσα στήν καμπίνα. Τό ίδιο θά δεχτούνε καί στή διαδι­κασία. Κι' ό Φίλιπς αύτό θά τούς πει.

Σταμάτησε. 'Εγώ έξακολουθούσα νά μένω σιωπηλή.

— 333 —

Page 330: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Το μόνο που. με νιάζει είσαι συ. Δε μετανιώνω γ ια τίποτα. •Αν ε ίχα να το ξανακάμω , δε θάκανα διαφορετικά. Χ αίρομαι πού έχω σκοτώσει τη Ρεβέκκα. Ποτέ μου δέ θάχω τύψεις, ποτέ, ποτέ. Έ συ όμως ; Πώς μπορώ να ξεχάσω τ ι σου εχει κοστίσει δλο αύτό ; Πρώτα, στο τραπέζι, σε κοιτούσα όλη την ώρα και δεν είχα τίποτ’ άλλο στο μυαλό μου. Πάει πιά, πάει π ια εκείνη ή αστεία σου έκφραση, ή παιδιάστικη, ή λ ιγά κ ι σά χαμένη, που είχα τόσο αγαπήσει. Δέν πρόκειται νά ξοτνάρθει. Τη σκότωσα κι* αυτήν, ότοτν σου μίλησα γ ιά τή Ρεβέκκα. Πάει, σε εικοστέσ- σορις ώρες μέσα. Μ εγάλωσες τόσο π ο λ ύ .. .

Page 331: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

22Ε Κ Ε Ι Ν Ο Το ΒΡταΔΥ, δταν ό ΦρΙΘ μουφερε μέσα τήν το*

πική Εφημερίδα, ή πρώτη σελίδα της, άπάνω-άπάνω, ήταν γεμάτη μεγάλους τίτλους. "Εφερε τό φύλλο, καί τό άφησε πάνω στό τραπέζι. Ό Μαξίμ δέν ήταν έκεΐ»

Είχε άνέβει νωρίς νά ντυθεί γιά το δείπνο. Ό Φριθ στάθηκε μιά στιγμή, περιμένοντας μήπως έλεγα τίποτα, καί βρήκα πως θά ήταν μεγάλη άνοησία καί πολύ προσβλητικό άπό μέρους μου νά άγνοήσω ένα ζήτημα πού είχε γιά όλους στό σπίτι μεγάλη σημασία.

— Φοβερό πράμα, Φρίθ, είπα.—Πράγματι, κυρία, είπε. Είμαστε όλοι άνω κάτω.— Είναι τόσο σκληρό γιά τόν κύριο, νά πρέπει νά περάσει

ξανά άπ* δλ* αύτά.—Πράγματι, κυρία. Πολύ σκληρό. Είναι τόσο φοβερό, κυ­

ρία, νά έχει πάει, νά έχει Ιδεί τό πρώτο πτώμα, καί τώρα νά πάει νά άναγνωρίσει καί τό δεύτερο. Φαντάζομαι, δέ θά ύπάρχει αύτή τή φορά άμφιβολία ότι τό λείψανο πού βρέθηκε στό κότερο είναι τής κυρίας ντέ Γουΐντερ, έτσι δέν ε ίνα ι;

— Νομίζω πώς όχι, ΦρΟΘ. Καμιά άμφιβολία.— Μάς φαίνεται τόσο παράξενο, κυρία, νά τήν πάθει κατ*

αύτό τόν τρόπο καί νά βρεθεί κλεισμένη μές στήν καμπίνα. "Ηξερε τόσο πολύ άπό κότερα.

— Πράγματι, Φρίθ. "Ολοι αύτό λέμε. Λταλλά, βλέπεις, συμ­βαίνουν καμιά φορά δυστυχήματα. Καί φαντάζομαι δτι ποτέ δέ θά μάθουμε πώς έγινε αύτό.

— Κι’ έγώ νομίζω, κυρία. *ταλλ* αύτό είναι πολύ μεγάλοξαφνικό. Σάς λέω, είμαστε όλοι άνω κάτω. Κι* έτσι, όλο με­μιάς, άκριβώς τήν άλλη μέρα τοθ χορού Ι Δέν τό θέλει ό θεός,, τί νά σάς πώ . ..

— ταλήθεια, Φρίθ.

335 —

Page 332: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Πρόκειται νά γίνουν α νακρίσεις, φαίνεται. Είν' άλήθεια, κυρία ;

— Ναί. Τά τυπικός καταλαβαίνεις.—Άσφαλώς, κυρία. Λέτε νά φωνάξουν κανέναν άπό μάς

γ ιά μάρτυρα ;— Δέ νομίζω.—Ά ν παρουσιαστεί άνάγκη νά βοηθήσω σέ τίποτα, κυρία,

θά τό κάμω μέ όλη μου τήν καρδιά. Ό κύριος τό ξέρει.— Ναί, Φρίθ. Ά σφαλώς τό ξέρει.— Τούς το είπα στό προσωπικό, νά μήν άρχίσαυν τώρα τίς

κουβέντες, άλλά, ξέρετε, είναι πολύ δύσκολο νά τούς κότνεις τό -χωροφύλακα, καί μάλιστα στά κορίτσια. Τόν Ρόμπερτ, βέβαια, τόν άναλαμβάνω. Φοβούμαι ότι τήν κυρία Ντάμβερς αύτή ή εί­δηση τήν έχει ταράξει πάρα πολύ.

—Άσφαλώς, Φρίθ. Είναι πολύ φυσικό.—•ταμέσως μετά τό γεύμα, άνέβηκε στήν κάμαρά της καί

δέν ξαναφάνηκε. Ή ταλίκη της πήγε τώρα δά ένα τσάϊ καί τήν Εφημερίδα. Είπε ‘ότι ή κυρία Ντάμβερς είναι σε κακή κατά­σταση.

— Είναι κοςλύτερα ν μείνει νά ήσυχάσει, είπα. Νά μή ση­κωθεί γ ιά το σπίτι, άν είναι άρρωστη. Ή ταλίκη νά πάει νά τής το πει. Μπορώ νά τά κανονίσω πολύ καλά και μόνη μου. Σ υνεννοουμαι εγώ μέ τή μαγείρισσα.

— Πολύ καλά, κυρία. Ά λλά δε φαντάζομαι νά είναι άρρω­στη σωματικά. Είναι άπό τήν ταραχή πού βρέθηκε ή κυρία ντέ Γουίντερ. Ή τα ν πάρα πολύ άφοσιωμένη στήν κυρία ντέ Γ ουίντερ.

— Ναί, είπα. Ναί, ξέρω.‘Ύστερ' άπ' αύτή τήν κουβέντα ό Φρίθ έφυγε, κι' έγώ πήρα

τήν 'εφημερίδα κι' έριξα βιαστικά μιά ματιά πριν κατέβει ό Μαξίμ. Στήν πρώτη σελίδα είχε μιάν όλόκληρη στήλη, καί μιάν άποτρόπαιη φωτογραφία του Μαξίμ, μιά μουτζούρα, βγαλμένη άσφαλώς δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια πρωτύτερα. Ή τα ν κάτι φοβερό, νά τη βλέπω έκεί πέρα, μές στήν πρώτη σελίδα, νά με κοιτάει καταπρόσωπο. Κι' έκείνη ή γραμμίτσα γ ιά μένα, στό τέλος, που έλ'εγε ποιάν είχε πάρει ό Μαξίμ σε δεύτερο γάμο, κι' ότι προχτές άκριβώς είχε δώσει στό Μάν­τερλέη ένα μεγάλο χορό. "Ολ' αύτά χτυπούσαν τόσο ώμά, τόσο χοντρά, μέ τά μαύρα τυπογραφικά γράμματα τής έφη μερίδας. Ή Ρεβέκκα, πιού ή περιγραφή τήν παρουσίαζε ώραιότατη, προι­κισμένη μέ χίλια ταλέντα, και κοσμαγάπητη, πνίγεται έδώ κι’ ένα χρόνο. Ό Μαξίμ, άμέσως τήν έπόμενην άνοιξη, ξανα­παντρεύεται, φέρνει τή νεαρή του γυναίκα κατευθείαν στό Μάν­τερλέη (έτσ ι έγραφε ή έφημερίδα ), και δίνει πρός τιμήν της

-- ^

Page 333: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

αύτό τό (μεγάλο χορό. "Οταν, τήν άλλη μέρα, τό πτώμα της πρώτης γυναίκας του ξαναβρίσκεται, κλεισμένο μές στήν κα­μπίνα της θαλαμηγού της, στόν πυθμένα του κόλπου.

Ό λ ' αύτά, φυσικά, ήταν αλήθεια. 'ταλλά τά διάφορα καρυ­κεύματα, οί πρόσθετες μικροαγακρίβειες, έκαναν τήν Ιστορία ένα πικάντικο ανάγνωσμα /ιά τίς Εκατοντάδες τούς αναγνώ­στες πού πλήρωναν, καί δέν ήθελαν νά χάσουν τά λεφτά τους. Ό Μαξίμ, έκεί μέσα, Εμφανιζόταν σάν ένας ποελιάνθρωπος, ένα είδος σατύρου. Έφερνε στό Μταντερλέη τήν « νεαρόν σύζυ­γόν του », όπως μ’ έλεγε τό ταρθρο, κι' έδινε α μέσως αύτό τό χορό, σά νά θέλαμε νά Επιδειχτουμε στόν κόσμο.

"Εκρυψα τήν Εφημερίδα κάτω ταπό τό μαξιλάρι τής πολυ­θρόνας, γιατί δέν ήθελα ό Μαξίμ νά τή δει. 'ταλλά τά πρωινά φύλλα δέ μπόρεσα νά τού τά κρύψω. ΟΙ λοντρέζικες Εφημερί­δες πού παίρναμε είχαν κι' αύτές α?}ν Ιστορία. Είχαν μιάν είκόνα του Μάντερλέη, κι' αποκτατω τά γεγονότα. Τό Μάντερλέη είχε μπει στίς Εφημερίδες, κι' ό Μαξίμ τό Ιδιο. Και τον έλεγαν Μάξ ντέ Γουίντερ. ταύτό είχε κάτι τό ξιπασμένο, το α ποτρό­παιο. "Ολες οί Εφημερίδες υπογράμμιζαν τό γεγονός ότι τό πτώμα της Ρεδέκκας είχε βρεθεί τήν έπομένη του χορού, σά ναχε διαλεχτεί Επίτηδες ή στιγμή πού βρέθηκε. Κι' οί δύό έφημερίδες μεταχειρίζονταν τήν ίδια φράση : «ειρωνεία τής τύ­χης». Σωστά, πρταγματι ήταν ειρωνεία τής τύχης. Κι' ή Ιστο­ρία γινόταν σπουδαία. Κοίταγα τόν Μαξίμ στό τραπέζι, τήν ώρα πού παίρναμε τό πρωινό μ<“ς, νά διαβάζει τά φύλλα τό ένα ύστερ' α πό τ' α λλο, κι' ύστερα τήν τοπική Εφημερίδα, κι' όλοένα νά χλωμιάζει περισσότερο. Δέν είπε ούτε λέξη. Μέ κοί­ταξε μόνο, κι' Εγώ ταπλωσα τό χέρι πτανω ταπ' τό τραπέζι, κι' έπιασα τό χέρι του.

— Τούς ατιμους ! μουρμούρισε. Τούς α τιμους ! Τούς α τι­μους !

Τί δέ Θταλεγαν, σκέφτηκα, ταν ήξεραν τήν αλήθεια ! "Οχι μία, πέντε στήλες θά γράφανε, έξη στήλες. Στό Λονδίνο, ταφί­σες στούς τοίχους. ΟΙ Εφημεριδοπώλες θά φώναζαν στούς δρό­μους καί μπρός απ' τίς είσόδους τού ύπογείου. Κι' αύτή ή λέξη ή φριχτή, μέ τά μεγάλα της γράμματα, τυπωμένη παντού μές στή μέση φαρδιά καί κατάμαυρη.

Ό Φράνκ ήρθε, μόλις τελειώσαμε τό πρωινό μας. 9Ηταν χλωμός καί κουρασμένος σά νά είχε μείνει ταγρυπνος.

—"Εδωσα έντολή όποιοσδήποτε τηλεφωνήσει νά τόν συνδέ­σουν μέ τό γροοψείο, είπε του Μαξίμ. "Οποιος κι' α ν είναι. Ά ν τηλεφωνήσουν \tnb καμιά Εφημερίδα, θά τά κανονίσω Εγώ. ■'Επίσης κι' όποιος αλλος τηλεφωνήσει. "Ωστε σας νά μή σας ένοχλήσουν καθόλου. "Ηδη είχαμε κάμποσα τηλεφωνήματα από

22 Ρββίχχα— 337 —

Page 334: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γνωστούς έδώ γύρω. Σ ' όλους α πάντησα τά ίδια. Πώς ό κύριος καί ή κυρία ντε Γουίντερ εύχαριστουνε θερμώς γ ιά τό μεγάλο ένδιαφέρον, και πώς έλπίζουν ότι οί φίλοι τους θά κοτταλάβουν ότι γ ιά μερικές μέρες δέ θά δεχτούν. Ε πίσης, κατά τ ίς όχτώμιση, τηλεφώνησε ή κυρία α έϊση. "Ηθελε νά ρθει άμέσως.

— "Ω, Θέ μ ο υ ... άρχισε ό Μαξίμ.— Μήν α νησυχείς, τά κανόνισα. Τής είπα μέ όλη τήν ειλι­

κρίνεια ότι δέν πιστεύω ό έρχομός της νά ώψελήσει σε τίποτα. Και ότι δέ Θέλεις ν' α ντικρίσεις κ α ν έν α ν , έκτος α π ' τήν κυρία ντέ Γουίντερ. 'Ή θελε νά .μάθει πότε πρόκειται νά γίνει ή δ ιαδι­κασία, ταλλά τής είπα ότι τακόμα δέν Καθορίστηκε. Πάντως, δέ νομίζω ότι θά μπορέσουμε νά τήν έ μποδίσου με να ρθει, αν το δει στίς Εφημερίδες.

— ταύτοί οί τατιμοι οί δημοσιογράφοι... είπε ό Μαξίμ.— ιΝαί, σύμφωνοι, είπε ό Φράνκ. Όλονών μας μας έρχεται

νά τούς πνίξουμε, ταλλά θά πρέπει νά καταλάβεις και τήν άποψή τους. 'Έ τσ ι βγάζουν το ψωμί τους, αύτή είναι ή δουλειά τους στίς έφη μερίδες τους. 'Ά ν δέ βρουν κάθε τόσο νά σερβίρουν κι' α πό μιάν Ιστορία, ό άρχισυντάκτης α σφαλώς θά τους διώ­ξει. Ά ν ό ταρχισυνττακτης δε φροντίζει νά τραβιέται το φύλλο, ό ιδιοκτήτης διώχνει αύτόν. Κ ι' α ν ή Εφημερίδα δέν πουλιέται, ό Ιδιοκτήτης χάνει όλα τά λεπτά του. Ε σ ύ άλλωστε δέ θταχεις ούτε νά τούς δεις, ούτε νά τούς μιλήσεις. ταύτά τά ταναλαμβάνω έγώ. Ε σ ύ δέν έχεις παρά νά συγκεντρωθείς γ ιά νά Ετοιμάσεις τήν κατταθεσή σου.

— Ξέρω τ ί θά πώ, είπε ό Μαξίμ.— Φυσικά ξέρεις, ταλλά νά μήν ξεχνάς ότι ό κόρονερ ι είναι

ό γέρο Χόρριτζ. Είναι ένας τύπος πολύ σχολαστικός, και μπαί­νει σ' ένα σωρό λεπτομέρειες τελείως α σχετες, μόνο και μόνο γ ιά νά δείξει στούς Ενόρκους τ ί εύσυνείδητος πού είναι, θ ά πρέπει νά προσέξεις νά μή σέ μπερδέψει.

— Γιατί διάβολο νά μέ μπερδέψει ; Τίποτα δέν έχω πού νά μπορεί νά μέ μπερδέψει.

— Φυσικά δέν έχεις. Τόν έχω τακούσει όμως έγώ , ταλλες φο­ρές, πώς έξετάζει, και είναι πολύ εύκολο νά νευριάσει κανείς, και νά Εξερεθιστεί. Δέ θά πρέπει νά τόν πεισμώσεις.

—Ό Φρ άνκ έχει δίκιο, είπα. Καταλαβαίνω τί θέλει νά πει. ‘Ό σο πιό γρήγορα και πιο όμαλά πάνε τά πράματα, τόσο το καλύτερο Θάναι γ ιά όλους μας. Κι' ύστερα, όταν τελειώσει πιά αύτό τό κακό, θά τά ξεχάσουμε όλα, καί μεις καί οί πάντες. Δέν είν' έτσι, Φράνκ ;

1 Στήν ’ταγγλία, ό άρμόδιος δικαστικός λειτουργός προκειμένου γιά atfvi βίους ή βίαιους θανάτους.

-138 —

Page 335: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Βέβαια, φυσικά, είπε ό Φράνκ.'Εξακολουθούσα νά άποφεύγω τό βλέμμα του, ήμουν όμως

πεπεισμένη πιό πολύ παρά ποτέ ότι ήξερε τήν άλήθεια. θυμή­θηκα τήν πρώτη φορά πού τόν είδα, έκείνη τήν πρώτη μου μέρα στό Μάντερλέη,‘τότε πού αύτός, ή Βεατρίκη καί ό Τζίλς είχαν φάει μαζί μας, καί ή Βεατρίκη είχε δείξει τόσην έλλειψη τάκτ σχετικά μέ τήν ύγεία τού Μαξίμ, θυμήθηκα τόν Φράνκ, τί ήσυχα πού είχε γυρίσει άλλου τήν κουβέντα, τί άπλά καί τί άνεπαίσθητα πού είχε βοηθήσει τόν Μαξίμ, όπως πάντα όταν παρουσιάζονταν κανένα δύσκολο ζήτημα. Τήν παράξενη άποστροψή του νά μιλάει γιά τή Ρεβέκκα, τό άλύγιστο, τό άστείο, τό έπίσημο ύφος του όταν καμιά φορά ή κουβέντα άρχιζε νά γίνεται έμπιστευτική. Τώρα καταλάβαινα τά πάντα. Ό Φράνκ ήξερε. Μά ό Μαξίμ δέν ήξερε ότι ήξερε. Κι' ό Φράνκ δέν ήθελε νά ξέρει ό Μαξίμ ότι αύτός ήξερε. Καί στεκόμαστε έκεί όλοι μας, κοιτάζοντας ό ένας τόν άλλο, καί κρατούσαμε άνάμεσά μας υψωμένους τούς άδιόρατους έκείνους φραγμούς.

Το τηλέφωνο δέ μας ένόχλησε πιά. Ό λ α τά τηλεφωνήματα πήγαιναν στό γραφείο. Δέν είχαμε πιά παρά νά περιμένουμε. Νά περιμένουμε μέχρι τήν Τρίτη.

Τήν κ. Ντάμβερς δέν τήν εΪδα χοοθόλου. Τό menu, όπως συ­νήθως, έξακολουθοΰσα νά το βρίσκω στό πρωινό σαλονάκι, και δέν ίκανα-καμιάν άλλαγή. Ρώτησα τήν Κλάρις τί γίνεται. Μού είπε ότι έκανε τή δουλειά της όπως συνήθως, άλλά ότι δέ μι­λούσε σέ κανένα. "Ετρωγε πάντοτε μόνη της, στήν κάμαρά της.'

Ή Κλάρις, όλοφάνερα περίεργη, άνοιγε κάτι μάτια τόσα, δέ μέ ρωτούσε όμως τίποτα, κι' έγώ δέν άνοιγα βέβαια συζή­τηση μαζί της. 'τασφαλώς, στήν κουζίνα, στό κτήμα, στό θυρω­ρείο, στά ύποστατικά, δέ θά είχαν άλλη κουβέντα. Τό ίδιο, φαν­τάζομαι, καί σ' όλο τό Κέρριθ. 'Εμείς, μέναμε στό Μάντερλέη, στόν κήπο τριγύρω, πολύ κοντά στό σπίτι. Δέν πηγαίναμε ούτε ώς τό δάσος. Ή μπόρα δέν είχε άκόμα ξεσπάσει. Ή ζέστη έξακολουθοΰσε, βαριά καί πνιγηρή. Ή άτμόσφαιρα ήταν γεμάτη ήλεκτρισμό, και κάτω άπ' τόν άσπρο βαρύν ούρανό ή βροχή μαζευότανε χωρίς ν' άποφοκτίζει νά πέσει. Τήν ένιωθοε, και τή μύριζα, κρεμασμένη έκεί, κάτω άπ' τά σύννεφα. 'Η συνεδρίαση είχε όριστεί γιά τήν Τρίτη, στίς 2 τό άπόγεμα.

Φάγαμε στή 1 παρά τέταρτο. Ή ταν καί ό Φράνκ. Εύτυχώς, ή Βεατρίκη είχε τηλεφωνήσει ότι δέ θά μπορούσε νά ρθει. Ό Ρότζερ, ό γ ιός της, είχε. γυρίσει στό σπίτι μέ Ιλαρά, και τούς ήταν· άδύνατο νά Επικοινωνήσουν. "ταξιος ό μισθός της αύτής τής Ιλαράς, είπα άπό μέσα μου. Δέ μπόρεσα, όμολογώ, νά μήν τό πω. Δέ νομίζω ότι ό Μαξίμ θά μπορούσε νά τό ύποψέρει, νάναι δω, μές στό σπίτι, μέ τήν ειλικρίνεια της, τήν άγωνία της,

— 339 —

Page 336: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

καί τή στοργή της άσφαλώς, άλλά καί μέ τις άδιάκοπες, τις αίώνιες Ερωτήσεις της.

Φάγαμε γρήγορα καί βιαστικά. Είχαμε όλοι πολύ μεγάλο έκνευρισμό, καί μιλούσαμε έλάχιστα. Ό πόνος μου έκεί στό στομάχι, με είχε ξαναπιάσει. Δέ μπορούσα νά βάλω στό στόμα μου τίποτα. Μού ήταν άδύνατο νά καταπιώ. "Οταν τέλειωσε ή παρωδία αύτου τού γεύματος, κι' άκουσα τόν Μαξίμ, κάτω στήν άλέα, νά βάζει μπρος το αύτοκίνητο, ήταν μεγάλη άνακούφιση. Ό κρότος τής μηχανής μέ στήλωσε. Σήμαινε ότι είχαμε νά φύ­γουμε, ότι θά είχαμε κάτι νά κάμουμε. Δέ θά καθόμαστε έτσι, στό Μάντερλέη. Ό Φράνκ έρχόταν άπό πίσω μας μέ το άμάξι το δικό του, Σ ' όλη τή διαδρομή, είχα το χέρ ι μου πάνω στό γόνατ6 του Μαξίμ. ταύτός φαινόταν ήρεμώτατος. Καβόλου έκνευρισμένος. ’“Ηταν σά νά συνόδευα κάποιον σέ μιά κλινική, κάποιον πού θά έκανε εγχείριση, χω ρίς νά ξέρω τήν έκδαση. 'Ά ν ή έγχείριση θά πετύχει. Τά χέρ ια μου ήταν παγωμένα. Ή καρδιά μου χτυπούσε τρελά, τακανόνιστα. Καί διαρκώς, έκείνος ό πόνος έκεί , κάτω άπ' τήν καρδιά μου. Ή διαδικασία θά γινόταν στό Λάνυον, τήν πρωτεύουσα τής περιφέρειας, έξη μίλια πιό πέρα άπ' το (Κέρριθ. Τ' αύτοκίνητα θά τ' α φήναμε στή μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία της άγοράς. Τά αύτοκίνητα του δόκτορας Φίλιπς και το" συνταγμοίτάρχη Τζούλιαν ήταν κιό­λας 'έκεί . Καθώς κι’ ά λλα αύτοκίνητα. Είδα μιά γυναίκα πού περνούσε νά κοιτάει τόν Μαξίμ μέ περιέργεια, κι' ύστερα νά σκουντάει το μπράτσο αύτουνου πού τη συνόδευε.

— Λέω νά μείνω έδώ έγώ, είπα. Θά προτιμούσα νά μήν έρθω μαζί σας.

—•Εγώ δέν ήθελα νάρθεις, είπε ό Μαξίμ. Ή μουν έναντίον άπ' τήν πρώτη στιγμή. ’“Ηταν πολύ προτιμότερο νάχες μείνει στό Μάντερλέη.

—Ό χ ι, είπα, όχι. Ε δ ώ στό αύτοκίνητο θάμαι πολύ καλά.Ό Φράνκ ήρθε κοντά και κοίταξε μές άπ ' το τζάμι.—Ή κυρία ντέ Γουίντερ δε θάρθει ; είπε.“ ‘Ό χι, £Ϊιτε ό Μαξίμ, θ έλ ε ι νά μείνει έδώ στό αύτοκίνητο.— Καλά λέει. Δέν υπάρχει κανείς λόγος νά ρθει. Δέν πρό­

κειται ν’ άργήσουμε.—' Εν τάξει, είπα.—•Εγώ θά σάς κρατήσω μιά θέση, είπε ό Φράνκ, άν τύχει

κι' άλλάξετε γνώμη.Έ φ υ γα ν κι' <α δύό, κι’ έγώ έμεινα έκεί , καθιστή στό αύ­

τοκίνητο. Εκείνη τήν ήμέρα, τά μαγαζιά έκλειναν νωρίς, καί ήταν μουντά καί σκοτεινά. ΟΙ διαβάτες ήταν άραιοί. Τό Λτανυον άπείχε πολύ άπό τή θάλασσα, γ ιά νάναι κέντρο παραθερισμού. Κορθόμουν και κοίταζα τά σιωπηλά καταστήματα. Τά λεπτά

— 340

Page 337: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

περνούσαν. ταναρωτιόμουν τί νά έκαναν τελοσπάντων τόση ώρα, ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, ό κόρονερ, ό Φράνκ, ό Μα­ξίμ. Κατέβηκα άπό τό αύτοκίνητο κι' άρχισα νά περπατώ στήν πλάτεία πάνω κάτω. Πήγα καί κοίταξα τή βιτρίνα ένός μα­γαζιού. ‘Ύστερα ξανάρχισα τίς βόλτες μου. Είδα έναν άστυφύλακα νά μέ κοιτάει μέ περιέργεια, θέλησα νά τόν άποφύγω κι’ έστριψα σέ μιά πάροδο.

Ξαφνικά, πρόσεξα ότι, χωρίς νά το θέλω, πήγαινα πρός το κτίριο όπου γινόταν ή διαδικασία. ΟΙ Εφημερίδες δέν είχαν γράψει πολλά πράματα σχετικά μέ τήν ώρα, και γι' <χύτό δέν ύπήρχε κόσμος μαζεμένος άπέξω, όπως περίμενα καί είχα φο­βηθεί. Τό μέρος ήταν σάν έρημο. 'τανέβηκα τά έξω σκαλοπάτια και στάθηκα στήν είσοδο.

'Ένας άστυφύλακας βρέθηκε άξαφνα μπροστά μου.— θέλετε τίποτα ; είπε.—Ό χι, είπα. Ό χι.— Δέν έπιτρ έπεται νά στέκεστε έδώ, είπε.— Μέ συγχωρείτε, είπα, και γύρισα γιά νά κατέβω τά σκα­

λοπάτια.— Συγνώμη, κυρία, είπε. Δέν είστε, νομίζω, ή κυρία ντέ

Γουίντερ ;— Ναί, είπα.— Μά τότε διαφέρει, φυσικά, είπε. Μπορείτε νά μείνετε, αν

θέλετε. Μήπως προτιμάτε νά περάσετε άπό δώ ;— Εύχαριστώ, είπα.'Άνοιξε μιά πόρτα καί μ' έμπασε σ' ένα μικρό καί γυμνό

δωματιάκι όπου ήταν ένα γραφείο. ’Ήταν σάν τήν αίθουσα άναμονής ένός μικρού σταθμού. Κάθησα, μέ τά χέρια πάνω στή φούστα μου. Πέρασαν πέντε λεπτφ. Δέ γινότανε τίποτα. 'Εκεί ήταν χειρότερα. Πιό καλά ήμουνα έξω, καθισμένη Εκεί στό αύτοκίνητο. Σηκώθηκα καί βγήκα στό διάδρομο. Ό άστυ­φύλακας ήταν πάντοτε έκεί.

— Πόση ώρα θά κάμουν άκόμα ; είπα.—"ταν θέλετε, νά πάω νά κοιτάξω, είπε.Πήγε ως τό βάθος τού διαδρόμου, καί χάθηκε. "Υστερ' άπό

ένα λεπτό, ξαναγύρισε.— Φαντάζομαι πώς δέ θ' άργήσουν, είπε. Ή έξέταση του

κυρίου ντέ Γουίντερ τελείωσε άκριβώς τώρα-δά. Ό πλοίαρ­χος Σήρλ, ό δύτης, καί ό δόκτωρ Φίλιπς έχουν κι' αύτοί Εξετα­στεί. "Ενας μόνο μένει άκόμα. Ό Μίστερ Τάμπ, ό ναυπηγός τού Κέρριθ.

— Τότε κοντεύουν, είπα.— Κι' έγώ νομίζω, κυρία, είπε.Κι’ ύστερα, σά νά τούρθε μιά Ιδέα ξαφνικά :

— 341 —

Page 338: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Μήπως θέλετε ν' α κούσετε τήν τελευταία κατάθεση ; Ύπχχρχει μιά θέση, άκριβώς δίπλα στήν πόρτα. Ά ν γλιστρή­σετε μέσα σ ιγά σιγά, κανείς δέ θά σας πάρει είδηση.

— Ναί, είπκχ, ναί. Καλή ιδέα.Ή τα ν σχεδόν στό τέλος. Ό Μαξίμ είχε τελειώσει τήν κα­

τάθεσή του. Τά ύπόλοιπα δέ μ' ένδιέφερε άν βά τ ' άκουγα. Τόν Μαξίμ δεν ήθελα ν' ακούσω. 'τακούγοντάς τον, θάχα με­γάλη ταραχή. Γι' αύτό το λόγο δεν τούς είχα άκολουθήσει άπ' τήν άρχή, τόν Μαξίμ και τόν Φράνκ. Τώρα μού ήταν άδιάφορο, Τό δικό του το ίμερος είχε τελειώσει.

'τακολούθησα τόν αστυφύλακα, κι' αύτός άνοιξε μιά πόρτα στό βάθος του διαδρόμου. Γλίστρησα μέσα καί κάθησα .άκρι­βώς δίπλα στήν πόρτα. Κρατούσα το κεφάλι μου σκυμμένο, ώστε νά μήν έχω νά αντικρίσω κανέναν. Ή αίθουσα ήταν μι­κρότερη άπ' ό,τι είχα φανταστεί. Ή ζέστη ήταν άνυπόφορη. Είχα φανταστεί ,μιά μεγάλη γυμνή αίθουσα μέ μπάνκους, σάν τίς έκκλησίες. Ό Μαξίμ και ό Φράνκ ήταν κομισμένοι στήν άλλη άκρη. Ό κόρονερ ήταν ένας αδύνατος γέρος μέ γυαλιά τής μύτης. Είχε καί κόσμο πού μού ήταν άγνωστος. Τούς κοί­τα γα μέ τήν άκρη τού ματιού μου. Ξαφνικά, άναγνώρισα τήν κ. Ντάμβερς, καί ή καρδιά μου άναπήδησε. Ή τα ν καθισμένη έντελώς στο βάθος της αίθουσας, καί δίπλα της ήταν ό Φάβελ. Ό Τζάκ Φάβελ, ό ξάδερφος τής Ρεβέκκας. Στεκόταν σκυμμέ­νος έ μπρός, μέ το σαγόνι στά χέρια του και μέ τά μάτια του καρφωμένα στον κόρονερ, τόν κ. Χόρριτζ. Δέν τόν περίμενα εκεί. ταναρωτιόμουνα ocv ό Μαξίμ τον είχε δει. Ό Τζαίημς Τάμπ, ό ναυπηγός, ήταν όρθιος μπροστά, και ό κόρονερ κάτι τόν ρωτούσε.

— Μάλιστα, άπαντοϋσε ό Τάμπ. 'Ε γώ είχα μεταποιήσει το κότερο τής κυρίας ντέ Γουίντερ. Ή τά ν άρχικώς ένα γαλλικό ψαροκάικο, και ή κυρία ντέ Γουίντερ τόχε αγοράσει στή Βρε­τάνη σχεδόν γ ιά τίποτα και τόψερε έδώ. Μού άνέθεσε νά τής το μεταποιήσω εγώ, και νά τής το φτιάξω ώς είδος κοτεράκι.

— Το σκάφος αύτό ήταν σέ βέση νά ταξιδέψει ;— Πέρσι τόν α πρίλη, πού τής το παρέδωσα, ήταν άπολύτως

έν τάξει, είπε ό Τάμπ. Τον Όχτώβρη, όπως συνήθως, ή κυρία ντέ Γουίντερ μου το είχε ξαναφέρει στό ναυπηγείο μου, και κοττόπι, το Μάρτη, με είχε ειδοποιήσει νά τής το έτοιμάσω' όπως καί έκαμα. Ή τα ν το τέταρτο καλοκαίρι πού ή κυρία ντέ Γουίντερ είχε αύτό το κότερο, άπό τότε πού τής το είχα μεταποιήσει.

— Ξέρετε άν αύτό το κότερο είχε ναυαγήσει άλλη φορά ; ρώτησε ό κόρονερ.

— 'Ό χι. Ά ν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, ή κυρία ντέ Γουίντερ

342 —

Page 339: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

θα μέ ειδοποιούσε άμέσως. "Οπως μοϋλεγε έμένα, ήταν ένθουσιασμένη ιμ' αύτό τό κοτεράκι.

— Γιά πείτε μας, δ£ χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή όταν κανείς κυβερνάει ένα σκάφος ; είπε ό κόρονερ.

— Να σάς πώ, πάντοτε χρειάζεται νάχει κανείς τό νου του όταν άρμενίζει στή θάλασσα, δέ λέω τό έναντίσν, άπάντησε ο Τάμπ. Άλλά τό κότερο τής κυρίας ντέ Γουίντερ δέν ήταν κανένα άιτό κείνα τα καρυδότσουφλα πού δέ μπορείς νά τ' άφήσεις μονάχα τους ούτε στιγμή, όπως είναι κάτι καραβάκια πού βλέπουμε στό Κέρριθ. Ή ταν καράβι γερό, καλοτάξιδο, και μπορούσε νά βαστάξει τό μπουρίνι. Ή κυρία ντέ Γουίντερ τόχε βγάλει στή θάλασσα μέ πολύ χειρότερους καιρούς. Πώς το θέλετε, φυσούσε βέβαια έκείνο τό εβράδυ, άλλά όχι καί όλη τήν ώρα. Ό άγέρας ήταν κομματιαστός. 'Εγώ τό είπα Εξαρ­χής, Δέν τό χωράει τό μυαλό πώς βούλιαξε τό κότερο τής κυ­ρίας ντέ Γουίντερ μέ καιρό σάν έκείνο τό βράδυ.

—Πάντως όμως, άν ή κυρία ντέ Γουίντερ κατέβηκε κάτω νά πάρει ένα παλτό, δπως ύποτίθεται, κι’ έκείνη τή στιγμή φύσηξε ξοεφνικά άπό τόν κάβο, δέ μπορούσε νά άναποδογυρίσει rd κότερο; ρώτησε ό κόρονερ.

Ό Τζαίημς Τάμπ κούνησε το κεφάλι του.— 'Όχι, είπε πεισματάρικα. ταύτό δέν τό πιστεύω.— •Και όμως, έτσι θά πρέπει νά έγινε, είπε ό κόρονερ. Δέ

νομίζω ότι ό κύριος ντέ Γουίντερ, ή κοπείς άπό μάς, α ίτιαται κοεθόλου γι' αύτό τό δυστύχημα τή δουλειά τή δική σας. 'Εσείς άρματώσατε έν τάξει τό κότερο στήν άρχή τής έποχής, δηλώ­σατε ότι ήταν σέ καλή κατάσταση κι' ότι μπορούσε νά βγει στή θάλασσα, κι’ αύτό έμένα μού άρκεί. Δυστυχώς, ή κυρία ντέ Γουίντερ χαλάρωσε μιά στιγμή τήν προσοχή της, κι' αύτο τής στοίχισε τή ζωή. Τό κότερο βούλιαξε, κι' έκείνη μαζί του. Τέτοια δυστυχήματα έχουν γίνει ένα σωρό. Σάς έπαναλαμ6άνω, κανείς δέν σάς αιτιάται.

— Μέ συγχωρείτε, είπε ό ναυπηγός. 'ταλλά ύπάρχει και κάτι άλλο. Και θά ήθελα μέ τήν άδειά σας, νά σάς πώ κάπως πλατύτερα τή σκέψη μου.

— Πολύ καλά, έξακολουθήστε, είπε ό κόρονερ.— Λοιπόν, πέρσι, μετά πού έγινε τό δυστύχημα, πολύς κό­

σμος στό Κέρριθ μού κατηγόρησε τή δουλειά μου. Υπήρχαν άνθρωποι πού είπαν πώς είχα άφήσει τήν κυρία ντέ Γουίντερ ν' άρχίσει τό κ<χλοκαίρι της μ' ένα ξεχαρβαλωμένο σαπιοκά­ραβο. 'Εξαιτίας αύτοΰ, είχα χάσει καί δύό τρεις παραγγε­λίες. Ήταν πολύ μεγάλη άδίίκία, άλλά τό κότερο είχε βου­λιάξει, καί δέ μπορούσα νά πώ τίποτα γιά ν' άποδείξω ότι δέν έφταιγα. "Οταν, μιά μέρα, τυχαίνει αύτό τό ναυάγιο πού

— 343 —

Page 340: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ξέρετε, του μεγάλου καραβιού, βρίσκεται τό κότερο τής κυ­ρίας ντέ Γουίντερ, και τό βγάζουν ίξω . Ό πλοίαρχος Σ ήρλ μοΰδωσε ό ίδιος τήν άδεια νά πάω να τό Ιδώ, καί χτές πήγα. 'Ή θελα νά βεβαιωθώ ότι ή δουλειά μου ήταν έν τάξει, κι' άς είχε μείνει μές ατό νερό παραπάνω άπό χρόνο.

— Πολύ φυσικό, είπε ό κόρονερ. Και Ελπίζω ότι θά μεί­νατε Ικανοποιημένος.

— Πράγματι έμεινα Ικανοποιημένος. Τίποτα Ελαττωματικό δέν είχε το κότερο, άναφορικά μέ τή δουλειά τή δική μου. 'Εκεί πάνω στή μαούνα, πού τό είχε άνεβάσει ό πλοίαρχος Σήρλ, τό κοίταξα σπιθαμή πρός σπιθαμή. Έ κεί πού είχε βου­λιάξει, ό βυθός ήταν όλο άμμος, ρώτησα τό δύτη, κι' αύτός μου τόπε. Ή ξέρα ήταν πέντε όλόκληρα πόδια πιό πέρα, και δέν τήν είχε ά γγ ίξε ι καθόλου. Τό κότερο είχε φουντάρει στόν άμμο, και 8έν είχε ούτε ίχνος άπάνω του ότι είχε τρακάρει σέ βράχο.

Ό Τάμπ σώπασε. Ό κόρονερ τον κοίταξε περιμένοντας.— ταοιπόν ; είπε. Τελειώσομε ό,τι είχατε νά πείτε ;— •'Οχι, είπε ό Τάμπ Εμφαντικά. Δέν τελείωσα. ταύτό πού

θέλω νά !μάθω είναι τούτο : ΤΙς τρύπες πού έχει στό κύτος του, ποιός τίς έκαμε ; Τά βράχια, άποκλείεται. Ή κοντινότερη ξέρα ήταν τουλάχιστον πέντε πόδια μακριά. 'Εκτός αύτου, όταν ένα καράβι χτυπήσει στά βράχια, έχουμε άλλου είδους σημάδια. ταύτά ήτανε τρύπες. Τρύπες καμωμένες με λοστό.

Δέν τόν κοιτούσα. Κοιτούσα το πάτωμα. Το πάτωμα είχε μουσαμά. ‘Έ να μουσαμά πράσινο. ταύτόν κοιτούσα.

•ταναρωτιόμουνα γ ια τ ί ό κόρονερ έμενε ά μ ίλητος. Γιατί κρατούσε τόσο ή σιωπή ; ‘Ό τα ν ό κόρονερ μίλησε τέλος, ή φωνή του άκουστηκε άπό.μακρη :

— Τί έννοείτε ; είπε. Τί είδους τρύπες ;— Τρεις τρύπες Εν όλω, είπε ό ναυπηγός. Ή μία μπροστά

μπροστά, Εκεί πού μαζεύεται ή καδένα τής άγκυρας, στή δε­ξιά μάσκα, κάτω άπό τήν ίσαλο. ΟΙ άλλες δύο, δίπλα δίπλα, στά μισά του σκαριού, κάτω στήν καρένα. 'Επίσης, ή σαβούρα είχε φύγει από τή θέση της. Ή τα ν όλη σκόρπια. Καί δέν είναι μόνο αύτό. ΟΙ πείροι ήταν α νοιγμένοι.

— ΟΙ πείροι ; Τί είν' αύτά ; ρώτησε ό κόρονερ.— ΟΙ βαλβίδες ασφαλείας πού σφαλάνε τά λούκια ένός

νιπτήρα ή ένός καμπινέ. Ή κυρία ντέ Γουίντερ είχε πίσω στήν πρύμη μιά μικρή τουαλέτα. Και μπροστά, ήταν ένας νεροχύτης. 'Έ νας πείρος ήταν Εκεί, κι' άλλος ένας στήν τουαλέτα. ταύτούς τούς πείρους τούς κρατάτε πάντα στεγανά σφαλιστούς όταν εί­σαστε στή θάλασσα, γ ιατί άλλιώς τά νερά μπαίνουν μέσα. Χτές πού Επιθεώρησα τό κότερο, καί οί δυο ήταν όρθάνοιχτοι.

— 344 —

Page 341: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Ή ζέστη ήταν πολλή, πάρα πολλή. Γιατί δέν ανοιγαν ένα παράθυρο ; θά οκάγαμε α ν μέναμε έτσι κλεισμένοι μέσα σ' αύτή τήν ατμόσφαιρα, καί ήταν τόσος πολύς κόσμος πού τανά­πνεε αύτό τόν ασχημο αέρα, τόσος πολύς κόσμος.

— Μ' έκείνες τίς τρύπες στό κύτος του, καί μέ τανοιγμένους τούς πείρους, ένα μικρό κοτερτακι σάν αύτό δέ θέλει και πολύ' νά {βουλιάξει. Δέκα λεπτά τό τανώτατον όριο. ‘Όταν βγήκε απ’ τά σκαριά μου, αύτές οί τρύπες δέν ύπηρχαν. "Ημουν πολύ εύχαριστημένος από τή δουλειά μου, καί ή κυρία ντέ Γουίντερ έπίσης. Ή γνώμη μου είναι ότι τό κότερο δέ βούλιαξε καθόλου άπό μόνο του. Τό κότερο κάποιος το βούλιαξεε πίτηδες.

Πρέπει νά προσπαθήσω νά βγώ έξω. Πρέπει νά προσπα­θήσω νά ξαναπάω στό δωιματιτακι πού περίμενα πρίν. 'ταέρας καθόλου δέν ύπήρχε έκεί μέσα, κι' ό τανθρωπος δίπλα μου με είχε στριμώξει! τόσο πολύ, τόσο πολύ... Κάποιος μπροστά μου σηκώθηκε. Ό κόσμος α ρχισε νά μιλάει. "Ολοι μιλούσανε. Τί γινόταν δέν ήξερα. Δέν έβλεπα τίποτα. 'Έκανε ζέστη, πολλή ζέστη. Ό κόρονερ έλεγε στόν κόσμο νά σωπάσουν. Καί κάτι έλεγε γιά τόν «κύριο ντέ Γουίντερ». Δέ μπορούσα νά δώ. Τό καπέλο αύτής τής γυναίκας μπροστά μου δέ μ' α φηνε. Ό Μαξίμ είχε σηκωθεί. Δέ μπορούσα νά τόν κοιτάξω. ταύτό το αίσθημα τό είχα ξανανιώσει. Πότε ήταν ; Δέν ξέρω. Δέ θυμαιμαι. "α, ναί, μέ τήν κ. Ντάμβερς. Τήν ήμέρα πού ή κ. Ντταμβερς στεκόταν δίπλα μου, κοντά στό παράθυρο. Τώρα ή κ. Ντάμβερς ήταν έδώ κι' α κουέ τόν κόρονερ. Ό Μαξίμ ήταν όρθιος έκεί μπροστα. Ή ζέστη τανέβαινε απ' τό πάτωμα καί μέ τύλιγε σέ ταργοσταλευτα κύματα. Έφτανε στά χέρια μου, τά ύγρά καί γλιστερά, ταγγιζε τό λαιμό μου, τό σαγόνι μου, τό πρόσωπό μου.

— Κύριε ντέ Γουίντερ, τακούσατε τήν κατάθεση του Τζαίημς Τάμπ, πού είχε τή φροντίδα τού κότερου τής κυρίας ντέ Γουίν­τερ. Ξέρετε τίποτα σχετικά μέ τίς τρύπες πού λ έ ε ι;

— Τίποτα α πολύτως. #— 'Έχετε Ιδέα γιά τί νά έγιναν ;— Καθώς είναι αύτονόητο, βεβαίως όχι.— Πρώτη φορά τακούτε νά γίνεται λόγος γι' αύτές ;— Μάλιστα.— Και βεβαίως είναι γιά σας μεγάλος κλονισμός ;— 'ταρκετός κλονισμός ήταν γιά μένα, νά μάθω ότι έδώ

κι' ένα χρόνο είχα κάμει λάθος α ναγνωρίζοντας έκείνο τό πτώμα. Και δέ φττανει αύτό, ταλλά τώρα μαθαίνω όχι μόνο ότι ή πρώτη γυναίκα μου πνίγηκε μές στήν καμπίνα της, ταλλά καί ότι στό κύτος τού κότερου βρέθηκαν κάτι τρύπες α νοιγμέ­νες έπίτηδες, μέ τό σκοπό νά μπουν τά νερά και νά βουλιάξει.

— 345 —

Page 342: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Και έκπλήττεσθε ότι αύτό είναι γ ιά μένα μεγάλος κλονισμός ;« 'Ο χι, Μαξίμ, όχι. θ ά τόν θυμώσεις. Δέν άκουσες τί σου

είπε ό Φράνκ ; Δέν πρέπει νά τόν θυμώσεις. Ό χ ι μ' αύτή τη φωνή. Ό χ ι μ' αύτή τή θυμωμένη φωνή, Μαξίμ. Δέ θά κατα­λάβει. Σέ παρακαλώ, άγάπη μου, σέ παρακαλώ. ' ταχ, θ έ μου, μήν άφήσεις τόν Μαξίμ νά χάσει τήν ψυχραιμία του, μήν τόν άφήσεις νά χάσει τήν ψυχραιμία του ! »

— Κύριε ντέ Γουίντερ, σας παρακαλώ νά πιστέψετε ότι όλοι συμμεριζόμαστε βαθύτατα τά αισθήματά σας σ' αύτή τή δο­κιμασία. Δέν ύπάρχει ταμφιβολία, θά πρέπει νά ήταν γ ιά σόίς κλονισμός, πολύ .μεγάλος κλονισμός, νά μάcθετε ότι ή πρώτη σύζυγός σας είχε πνιγεί μές στήν καμπίνα της, και όχι κο­λυμπώντας, όπως νομίζατε. Κ ι’ όλη αύτή ή διαδικασία έπί τού θέματος, γίνεται γ ιά σάς. Επιθυμώ , άκριβώς πρός χάριν σας, νά άνακαλύψω πώς άκριβώς, και γιατί, βρήκε τό θά­νατο. Δέν το κάνω γ ιά το κέφι το δικό μου.

— ταύτό το φαντάζομαι.— Το έλπίζω. Ό Τζαίημς Τάμπ μάς είπε προ όλίγου ότι το

κότερο πού περιείχε τά λείψανα τής πρώτης κυρίας ντέ Γουίν­τερ είχε τρεις τρύπες στο κύτος του, καί ότι οί πείροι του ήταν άνοιχτοί. 'ταμφισβητείτε τήν κατάθεσή του ;

— Κάθε «άλλο. Ναυπτγός είναι. Ξέρει τ ί λέει.— Ποιος φρόντιζε το κότερο τής κυρίας ντέ Γουί ντερ ;— Ή ίδια.— Ά νθρωπο δέν είχε ;— Ό χ ι, κανέναν.— Το κότερο ήταν συνήθως άγκυροβολημένο στό ιδιωτικό

λιμανάκι τού Μάντερλέη ;— Μάλιστα.- " ταν κανείς είχε τήν πρόθεση νά προξενήσει μιά βλάβη

στό κότερο, θά γινόταν άντιληπτός ; ‘Υπάρχει κανένα πέρασμα γ ιά τόν κόσ,μο πού νά πηγαίνει στο άγκυροβόλιο ;

— Ό χ ι, άπολύτως κανένα.— Το άγκυροβόλιο είναι άπομονωμένο, — δέν είναι ; — και

τριγυρισμένο άπό δέντρα ;— Μάλιστα.— •Ένας κακοποιός θά μπορούσε νά μή γίνει άντιληπτός ;— Πιθανόν.— 'ταλλά ό Τζαίημς Τάμπ μάς είπε, και δέν έχουμε κανένα

λόγο νά μήν τόν πιστέψουμε, ότι ένα κότερο, μέ τίς τρύπες αύτές μές στό κύτος του, καί μέ άνοιγμένους τούς πείρους, δέ θά μπορούσε νά μείνει στήν έπιφάνεια παραπάνω άπό δέκα λεπτά ή ένα τέταρτο.

— Πολύ σωστά,

— 346 —

Page 343: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Επομένως, μπορούμε ν' α ποκλείσουμε τήν Ιδέα ότι το κότερο έβλά&η >έκ προθέσεως προτού έπιδιβασθεί ή κυρία ντέ Γουίντερ για τό νυκτερινό θαλασσινό της περίπατο. Ά ν είχε γίνει κάτι τέτοιο, τό κότερο θά είχε βυθιστεί προτού βγει άπ' τό λιμάνι

— 'ταναμψισδητήτως.— ‘Επομένως, πρέπει νά δεχτούμε ότι έκεϊνος που έβγαλε

στ’ άνοιχτά έκείνο το βράδυ τό κότερο, αυτός έκαμε καί τις τρύπες ατό κύτος του κι' άνοιξε και τούς πείρους.

— Υποθέτω.— Μας είπατε προ όλίγου ότι ή πόρτα τής καμπίνας ήταν

σφαλιστή, τά φιλιστρίνια κλειστά, κι' ότι ό νεκρός τής συζύγου σας ήταν κατάχαμα. Ή κατάθεσή 3ας, και του δόκτορος Φίλιπς, και τού πλοιάρχου Σήρλ, αύτό δέ λένε ;

— Μάλιστα.— Και τώρα, ή πληροφορία πού προστίθεται είναι ότι ύπάρ

χουν στό κύτος κάτι τρύπες καμωμένες μέ λοστό, και ότι οί πείροι ήταν α νοιγμένοι. ταύτό δέ σάς ξαφνιάζει, κύριε ντέ Γουίντερ, ώς κάτι πολύ παράξενο ;

— 'τασφαλώς.— Δέν έχετε νά μάς δώσετε καμιά ίδέα σχετικά μ' όλ'

αύτά ;— Ό χι. 'ταπολύτως καμία.— Κύριε ντέ Γουίντερ, όσο κι' άν είναι όδυνηρό, είμαι ύπο

χρεωμένος νά σάς υποβάλω μιάν έρώτηση έντελώς προσωπική.— Όρίστε.— ΟΙ σχέσεις σας μέ τήν πρώτη κυρία ντέ Γουίντερ ήταν

άπολύτως εύτυχείς ;Δέ μπορεί, έπρεπε νά ρθοΰνε οί μαύρες έκείνες κηλίδες

μπρός άπ' τά μάτια μου, πού χόρευαν, καί πεταλούδιζαν, και έστιζαν τή θολούρα τού ταέρα, κι' έκανε ζέστη, τόση ζέστη, μ' όλον έκείνο τόν κόσμο, όλα έκείνα τά πρόσωπα, καί μ' όλ' αύτά τά παράθυρα τά κλειστά. Ή πόρτα, όσο κι' άν ήταν κοντά μου, ήταν μακρύτερα άπ' ό,τι είχα νομίσει, καί το πάτωμα, όλη τήν ώρα, τανέβαινε, τανέβαινε νά μέ βρει.

Καί τότε, μές στήν αλλόκοτη όμίχλη τριγύρω μου, ή φωνή τού Μαξίμ, καθαρή, δυνατή :

— Μπορεί κανείς νά πάει £ξω τη γυναίκα μου ; Είν' έτοιμη νά λιποθυμήσει.

Page 344: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

23Η Μ Ο Υ Ν πάλι κο(θισμένη στο μικρό δωματιάκι. Τό δω ' ματιάκι πού ήταν σαν αίθουσα μικρού σταθμού. Ό (ταστυφύλακας ήταν έκεί , σκυμμένος άπάνω μου, δί­νοντάς μου ένα ποτήρι νερό, και στό ιμπράτσο μου

άπάνω ήταν κάποιο χέρι, το χέρ ι του Φράνκ. Είχα ήρεμήσειέντελώς, και το πάτωμα, οί τοίχοι, οί μορφές του Φράνκ καιτου αστυφύλακα, έπαιρναν μπροστά μου σταθερό σχήμα.

— Πολύ λυπούμαι, είπα. Είναι τόσο άνόητο. 'Έ κανε τόση ζέστη σ' αύτή τήν αίθουσα, τόσο φοβερή ζέστη.

— ’τασφυξία σέ πιάνειε κεί μέσα, είπε ό άστυφύλακας. Πολύσυχνά έχουμε παράπονα, άλλα δε γίνετα ι τίποτα. Κι' άλλεςφορές έχουν λιποθυμήσει κυρίες.

— Είστε καλύτερα τώρα, κυρία ντέ Γουίντερ ; είπε ό Φράνκ.— Ναί. 'Ναί, πολύ καλύτερα, θ ά συνέλθω. Μήν άπασχολεί

στε μαζί ιμου.— θ ά σάς πάω πίσω στό Μάντερλέη.— Ό χ ι . Δέ θέλω.— Μάλιστα. Ό Μαξίμ μου το είπε.— Ό χ ι . Πρέπει νά μείνετε μαζί του.— Ό Μαξίμ ιμου είπε να σάς πάω πίσω στό Μάντερλέη.Μ' έπιασε μπράτσο και με βόηθησε να σηκωθώ.— Μπορείτε νά περπατήσετε ως το αύτοκίνητο ; 'Ή νά πάω

νά το φέρω ;— Μπορώ. 'ταλλά θέλω να μείνω έδώ πέρα. θέλω νά περι­

μείνω τόν Μαξίμ.— Ό Μαξίμ μπορεί ν' άργήσει.Γιατί τόλεγε αύτό ; Τί Εννοούσε ; Γιατί δε με κοίταζε ; Μ'

έπιασε άπ' τό μπράτσο, περάσαμε τό διάδρομο, βγήκαμε στήν πόρτα, κατεβήκαμε τά σκαλιά καί βρεθήκαμε κάτω στό δρόμο. 'Ο Μαξίμ μπορούσε ν' άργήσει. . .

348 -

Page 345: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Πηγαίναμε α μίλητοι. Φτάσαμε στό μικρό μορισάκι του. "τανοιξε τήν πορτιέρα, καί μέ βόηθησε νά μπω. ‘Ύστερα μπήκε κι' αύτός, κι' έβαλε μπρός το αύτοκίνητο. 'ταφήσαμε -πίσω μας -τήν πλακόστρωτη πλατεία, περάσαμε τήν έρημη πολιτεία, και βγήκαμε στό δρόμο τού Κέρριθ.

— Γιά ποιό λόγο θ' άργήσουν ; Τί πρόκειται νά κάμουν ;— "Ισως νά έξετάσουν τούς μάρτυρες ξανά.Ό Φράνκ κοίταγε ίσια μπροστά του τόν άνώμαλο κάτα­

σπρο δρόμο.— Μά όλοι οί μάρτυρες έξετάστηκαν, είπα. "Ο,τι είχαν νά

πουν, τό έχουν πει.— Δέν ξέρει κανείς, είπε ό Φράνκ. "Ισως ό κόρονερ νά δια­

τυπώσει τίς Ερωτήσεις του κατ' άλλον τρόπο. 'Η κατάθεση τού Τάμπ άλλαξε τά πάντα. Ό κόρονερ θά πρέπει ν' αντικρίσει τήν ύπόθεση άπό άλλη σκοπιά.

— Τί σκοπιά ; Τίε ννοείτε ;— 'τακούσατε τήν κατάθεση του Τάμπ; 'τακούσατε τί είπε

γιά το κότερο ; Ή έκδοχή του δυστυχήματος έχει ταποκλεισθεί.— Μά είναι άνόητο, Φράνκ, είναι γελοίο. Δέν επρεπε ν'

ακούσουν τόν Τάμπ. Πώς μπορεί νά πει, ύστερ' α πό τόσους μή­νες, πώς έγιναν οί τρύπες σ' ένα κότερο ; Τί προσπαθούν ν' απο­δείξουν ;

— Δέν ξέρω.— ταύτός ό κόρονερ θά έξακολουθήσει νά τυραννάει τόν

Μαξίμ, καί θά τόν κάμει νά χάσει τήν ύπομονή του, θά τόν κά­μει νά πει πράματα πού ούτε τά σκέπτεται, θ ' α ρχίσει νά χόν ρωτάει καί νά τόν ξαναρωτάει, Φράνκ, κι' ό Μαξίμ δέ θά μπο­ρέσει νά τό ύποφέρει, τό ξέρω πώς δε θά μπορέσει νά το ύποφέρει.

Ό Φράνκ δέν απταντησε. "Ετρεχε μέ μεγταλη ταχύτητα. Γιά πρώτη φορά ταπό τότε πού τόν γνώριζα, δέν εύρισκε νά πει μιά τυπική συμβατική κουβέντα. ταύτό έδειχνε ότι κάτι τόν βαστανιζε, τόν βαστανιζε πολύ. Καί συνήθως, όταν όδηγοΰσε, πήγαινε πταντα τόσο αργα, μέ τόση προσοχή. Σέ κάθε σταυροδρόμι σταματούσε, κοίταγε δεξιά κι' α ριστερά, σέ κταθε στροφή κορνταριζε.

— ‘’Ήταν έκεί κι’ έκεϊνος ό τανθρωπος, είπα. ταύτός πού είχε έρθει μιά φορά στό Μάντερλέη νά ιδεί τήν κυρία Ντάμβερς.

— Ό Φάβελ λέτε ; είπε ό Φράνκ. Ναί, τόν είδα.— Ήταν μέ τήν κυρία Ντάμβερς, είπα.— Ναί, τό ξέρω.—Γιατί ήταν έκεί ; Μέ ποιό δικαίωμα παρακολουθούσε τή

διαδικασία ;— Ή Ρεβέκκα ήταν ξαδέρφη του.

— 349 —

Page 346: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Δεν είναι καλό νά είν' έκει ή κυρία Ντάμβερς κι' αύτός καί ν' άκοΰνε τούς μάρτυρες. Δέν τούς έχω έμπιστοσύνη, Φρανκ.

- Ο ύ τ ' έγώ.— Μπορεί κάτι νά κάμουν αύτοί. . . Κάτι κ α κ ό ...Και πάλι, ό Φράνκ δεν άπάντησε. Καταλάβαινα ότι ή τιμιό­

τητά του άπέναντι στόν Μαξίμ ήταν τόσο μεγάλη, πού δέ θάφηνε τόν έαυτό του νά παρασυρθεί σε συζήτηση ούτε κάν μαζί μου. Δέν ήξερε ως ποιό σημείο ήξερα. Κι' ουτ' έγώ μπορούσα νά πώ με βεβαιότητα ώς ποιό σημείο ήξερε. 'Ή μαστε σύμμα­χοι, πηγαίναμε τόν ίδιο δρόμο, μά δε μπορούσαμε νά κοιτα­χτούμε κατάματα. Κανείς άπ ' τούς δύό μας δέν τολμούσε νά ξανοιχτεί . Περνούσαμε τώρα τήν καγκελόπορτα και μπήκαμε στή στενή φιδωτή άλέα που πήγαινε πρός τό σπίτι. Παρατή­ρησα γ ιά πρώτη φορά σέ τί βαθμό είχαν φουντώσει οί όρτανσίες, πώς ύψωναν πάνω άπ' το πράσινο φύλλωμα τά γα λάζια κεφάλια τους. Παρ' όλη τήν ό μορφιά τους, ή άνθησή τους είχε κάτι το σκοτεινό, κάτι το πένθιμο. Ή τα ν σάν τά ψεύτικα έκείνα στεφάνια, τά άλύγιστα, πού βλέπει κανείς μες στίς γυάλινες θήκες τους σέ κάτι ξένα νεκροταφεία. Ή τα ν έκεί , άπ ' τ ίς δυο μεριές τής άλέας, σ ' ολο το μάκρος της, γαλάζιες, μονότονες' σά θεατές άραδιασμένοι σ' ένα δρόμο γ ιά νά μάς δούνε πού Θά περνούσαμε.

Φτάσαιμε επιτέλους στο σπίτι, και κάμαμε στροφή στή με­γάλη απλωσιά μπροστά στά σκαλιά.

— Συνήλθατε πιά ; είπε ό Φράνκ, θ ά πάτε τώρα νά ξα­πλώσετε ;

— Ναί, είπα, ναί, ίσως.— 'Ε γώ γυρίζω στό ταάνυον, είπε. Ό Μαξίμ μπορεί νά με:

χρειάζεται.Δέν είπε τίποτ' άλλο. Ξαναμπήκε γρήγορα γρήγορα στό

αύτοκίνητο, κι' έφυγε. Ό Μαξίμ μπορεί νά τόν χρειάζονταν Γιατί είπε πώς ό Μαξίμ μπορεί νά τόν χρειάζονταν ; "Ισως ό κόρονερ νά ήθελε νά εξετάσει ξανά καί τόν Φράνκ. Νά τόν ρω­τήσει γ ιά κείνο το βράδυ, έδώ κι' ένα χρόνο, που ό Μαξίμ είχε δειπνήσει στο σπίτι τού Φράνκ. θάθελε νά μάθει τί ώρα άκρι­βώς ό Μαξίμ είχε φύγει, θάθελε νά μάθει άν τόν είδε κανείς όταν γύρισε σπίτι. Ά ν τόξεραν οί ύπηρέτες πώς είχε γυρίσει. Ά ν μπορούσε κανείς ν’ άποδείξει πώς ό Μαξίμ είχε πάει γραμμή νά πλαγιάσει καί είχε γδυθεί. Μπορεί νά ρωτουσαν τήν κυρία Ντάμβερς. Μπορεί νά τήν καλούσαν νά καταθέσει. Κι' ό Μαξίμ ν' άρχιζε νά χάνει τήν ύπομονή του, ν' άρχιζε νά χ λ ο μ ιά ζε ι..

Μπήκα στό χώλ. ’τανέβηκα στήν κάμαρά μου καί ξαπλώ­θηκα στό κρεβάτι μου όπως μέ συμβούλεψε ό Φράνκ. Σκέπασα

350 —

Page 347: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τά μάτια μου μέ τά χέρια μου. 'Εξακολουθούσα νά βλέπω έκείνη τήν αίθουσα κι’ όλα έκείνα τά πρόσωπα. Τή ζαρωμένη, τήν προσηλωμένη, τήν αύστηρήν όψη του κόρονερ, τά ματο­γυάλια του τά χρυσά.

« "Ο,τι κάνω δέν τό κάνω γιά τό κέφι μου.» Τό μυαλό του τό άργό, τό προσεχτικό, ό εύθικτος καί ευερέθιστος χαρακτήρας του. Τί νάλεγαν αύτή τή στιγμή όλοι αύτοί; Τί νά γινότανε ; Κι' άν ό Φράνκ, σέ λίγη ώρα, γύριζε μόνος στό Μάντερλέη ;

Δέν ήξερα τί γινότανε. Δέν ήξερα τί έκαναν, θυμόμουν κάτι φωτογραφίες πού «έβλεπα καμιά φορά στίς έφη μερίδες, μέ άνθρώπους πού έβγαιναν άπό τέτοιες αίθουσες, και πού τούς έπαιρναν συνοδεία. 'Άν έπαιρναν έτσι και τόν Μαξίμ ; Δέ θά μ' άφηναν νά πάω μαζί του. Δέ θά μ' άφηναν νά τόν δώ. θ ά ­πρεπε νά στέκομαι έδώ, στό Μάντερλέη, μέρες και νύχτες, μέ­ρες και νύχτες, περιμένοντας όπως περίμενα τώρα. Μερικοί, σάν το συνταγματάρχη Τζούλιαν, θά ήταν μαζί -μου καλοί Μερικοί θά μού Έλεγαν : « Δέν πρέπει νά .μένετε μόνη. Πρέπει νά ρθείτε σέ μάς.» Το τηλέφωνο, οί έφη μερίδες, ξανά τό τηλέ­φωνο. « Ό χ ι, ή κυρία ντέ Γουίντερ δέ μπορεί νά δεχθεί κανέ­ναν. Ή κυρία ντέ Γουίντερ δέν έχει τίποτα νά άνακοινώσει στό “ Κάουντυ Κ ρόνικλ''. » Κι’ άλλη μιά μέρα. «Κι' άλλη μιά μέραΒδομάδες όλόκληρες, θολές, χωρίς νόημα, χωρίς ύπαρξη. 'Επι­τέλους, ό Φράνκ θά μέ πήγαινε νά ίδώ τόν Μαξίμ. Κι' αύτός θάταν άδυνοτισμένος, παράξενος, όπως οί άνθρωποι στά νοσο­κομεία. ..

Κι' άλλες γυναίκες είχαν βρεθεί στήν ίδια θέση. Είχα δια­βάσει γι' αύτές στίς έφη μερίδες. Έστελναν γράμματα στον Υπουργό τών Εσωτερικών, καί δέν έβλεπαν κανένα άποτέλεσμα. Ό Υπουργός έλεγε πάντα ότι ή δικαιοσύνη πρέπει ν' α κο­λουθήσει τό δρόμο της. 'Επίσης, διάφοροι φίλοι έστελναν έκκλήσεις, δέν υπήρχε άνθρωπος πού νά μήν ύπογράψει, ό Υπουργός όμως ποτέ δέ μπορούσε νά κάμει τίποτα. Καί ό κό­σμος, πού τά διάβαζε όλ' αύτά στίς έφημερίδες, έλεγε : « Καί γιατί, παρακαλώ, νά τή γλιτώσει αύτός ό κύριος ; Τή σκότωσε τή γυναίκα του, ή δέν τή σκότωσε ; Και γιά τήν κακομοίρα τή σκοτωμένη καμιά κουβέντα δέ γίνεται ; "Ολοι αύτοί οί αισθη­ματισμοί γιά τήν κατάργηση τής ποινής του θανάτου τίποτ' άλλο δέν κάνουν παρά νά Ενθαρρύνουν το έγκλημα. Ό κύριος αύτός έπρεπε αύτά νά τά σκεφθεί πρίν σκοτώσει τή γυναίκα του. Τώρα είναι πολύ άργά. Πρέπει νά τόν κρεμάσουν γιά ό,τι έκαμε, όπως όλους τούς φονιάδες. Και καλά νά τήν πάθει. Μά πάρουν οί άλλοι παράδειγμα και νά βάλουνε μυαλό.»

θυμήθηκα μιά φωτογραφία πού είχα Ιδεί κάποτε στήν πίσω σ«λΙδα μιας Εφημερίδας, κάτι άνθρώπους μαζεμένους:

— 351 —

Page 348: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

έξω άπ' τήν πόρτα μιας φυλακής, κι' έναν α στυφύλακα, νά βγαίνει άκριβώς μετά τίςε ννιά, και νά κολλάει μιάν άνακοίνωση. Ή άνακοίνωση μιλούσε γ ιά τήν έκτέλεση μιας θανατι­κής κοτταδίκης : « Σήμερον, και ώραν 9ην π. μ., «έλαβε χώραν έκτέλεσις θανατικής ποινής, έπί παρουσία τού Διευθυντού τής Φυλακής, του ’Ιατρού αύτής καί του Βασιλικού 'Επιτρόπου της Κομητείας.» Ό ταπαγχονισμός είναι γρήγορος θάνατος. Ό άπαγχονισμός δέν είναι θάνατος όδυνηρός. Ό τράχηλος θραύε­ται άμέσως. Ό χ ι , δεν είν' έτσι. Κάποιος είπε μιά μέρα ότι αύτό δέ γίνεται πάντοτε. Κάποιος πού είχε γνωρίσει τό διευ­θυντή μιας φυλακής. Σού βάζουν στό κεφάλι αύτό τό σάκο, έσύ στέκεσαι όρθιος σ' ένα μικρό σανίδωμα, και μεμιάς, το έδαφος χάνεται κάτω άπ' τά πόδια σου. 'ταπ' τή στιγμή πού Θά βγεις άπ ' το κελί σου, ώς τή στιγμή πού σέ κρεμάνε, δέν περ­νάνε παραπάνω άπό τρία λεπτά. Ούτε, — πενήντα δευτερόλε­πτα έλεγε κάποιος. Ό χ ι , αύτά είναι άνοησίες. νΔέ μπορεί νά είναι πενήντα δευτερόλεπτα. Στό ύπόστεγο δίπλα έχει κάτι σκαλοπάτια πού κατεβαίνουν στό πηγάδι. Ό γιατρός κατεβαί­νει γ ιά νά ιδεί. Ό θάνατος είναι άκαριαίος. 'Ο χι, δέν είναι. Το σώμα, γ ιά λίγο, έξακόλουθεί νά σαλεύει. Ό τράχηλος δέ Θραύε­ται πάντοτε. Ναί, άλλά κι' αύτό νά συμβεί, δεν αισθάνονται τ ί­ποτα. Κάποιος έλεγε ότι αισθάνονται. Κάποιος, πού ό άδερφός του ήταν γιατρός μιας φυλακής, έλεγε πώς ό κόσμος αύτό δέν το ξέρει, γ ια τί άλλιώς θά γινόταν πολύ μεγάλο σκάνδαλο, άλλά ότι δέν πεθαίνουνε πάντοτε άμέσως. Τά μάτια τους είναι άνοιχτά, καί μένουν άνοιχτά γ ιά πολλή ώρα.

θ έ μου, άς μήν τά σκέφτομαι πιά αύτά τά πράματα. Ά ς σκεφτώ κάτι άλλο. 'Ά ς σκεφτώ άλλα πράμοττα. Τήν κ. Βάν χό ­περ, στήν α μερική. Τώρα θά πρέπει νά μένει με τήν κόρη της. 'Έχουν γ ιά το καλοκαίρι έ κείνο το σπίτι στό Λονγκ Ά ϊλα ντ. Φαντάζομαι ότι θά παίζουν αιωνίως μπριτζ, θ ά πηγαίνουν στίς κούρσες. ‘Η κ. Βάν Χόπερ είχε μανία μέ τις κούρσες. Ποιός ξέ­ρει, το φοράει άκόμα έκείνο το καπελάκι το κίτρινο ; Ή τα ν τόσο μικροσκοπικό γ ιά το μπόι της. Τόσο μικροσκοπικό γ ιά τήν κεφάλα της. 'Η κ. Βάν Χόπερ στόν κήπο της,ε κεινοϋ του σπι­τιού στό Λονγκ 'Ά ϊλαντ. Τά γόνατά της είναι γεμάτα ρομάντσα, περιοδικά, έφημερίδες. Ή κ. Βάν Χόπερ. Σηκώνει τά φασαμαίν της καί φωνάζει τήν κόρη της : « Γιά κοίτα, Έ λ εν . Ό Μάξ ντέ Γουίντερ, φαίνεται, είχε σκοτώσει τήν πρώτη γυναίκα του. 'Ε γώ πάντοτε τό έλεγα, ότι αύτός ό άνθρωπος είχε κάτι τό παράξενο. Τής τόχα πει, αύτηνής της παλαβής, ότι έκανε πολύ μεγάλο σφάλμα, άλλά δέν ήθελε νά μ' άκούσει. Τέλος πάντων. ταύτή, μιά φορά, τώρα έκαμε τήν τύχη της. Φαντάζομαι ότι Θά τήν κάμουν χρυσή γ ιά νά βγει στόν κινηματογράφο. »

352 —

Page 349: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Κάτι άγγιζε -το χέρι μου. ΤΗταν ό Τζάσπερ. Ό Τζάσπερ, πού έχωνε τήν υγρή καί κρύα μύτη του μέσα στά χέρια μου. "Οταν είχα άνεβεί, μέ είχε α κολουθήσει. Γιατί τά σκυλιά νά σέ κάνουν νά θέλεις νά κλάψεις ; Ή συμπόνια τους έχει κάτι τό τόσο σιωπηλό, και τό τόσο αβρήβητο. "Ηξερε ό Τζάσπερ ότι έτρεχε κάτι κακό, όπως όλα τά σκυλιά. Τά μπαούλα πού κλεί­νονται, Τ' αύτοκίνητα πού έρχονται μέχρι τήν ξώπορτα. Τά σκυλιά, πού στέκονται έκεί, μέ πεσμένη τήν ούρά, μέ τά μάτια όλο θλίψη. Πού γυρίζουν ξανά στά καλάθια τους μέσα στά 3(ώλ, όταν ό θόρυβος του αυτοκίνητου χάνεται...

θά μέ είχε πάρει, φαίνεται, ό ύπνος, γιατί, μιά στιγμή, ξύ­πνησα α πότομα μ' ένα ξάφνιασμα, τακούγοντας μιά πρώτη βροντή. Άνακάθησα στό κρεβάτι μου. Το ρολόι έλεγε πέντε. Σηκώθηκα και πήγα στό παράθυρο. Δε φυσούσε ούτε πνοή. Τά φύλλα κρέμονταν νωχελικά άπό τά δέντρα, προσμένοντας. Ό ουρανός ήταν μολυβένιος. Μιά ταστραπή έσκισε τόν ούρανό. Μακριά, άλλη βροντή. Βροχή καθόλου. Βγήκα έξω στό διάδρομο και στάθηκα ν' α κούσω. Δέν άκουσα τίποτα. Προχώ­ρησα ώς τό κεφαλόσκαλο. Σημείο ζωής πουθενά. Το χώλ ήταν κατασκότεινο απ’ τή φοβέρα τής μπόρας πού πλάκωνε. Κατέ­βηκα και βγήκα στήν ταράτσα. Και τρίτη βροντή. Μιά στα­γόνα έπεσε πάνω στό χέρι μου. Μιά σταγόνα. 'Ό χι περισσό­τερες. Ή μαυρίλα ήταν πολλή. Ή θάλασσα, πέρα απ' τήν κοι­λάδα. φαινόταν σάν κατάμαυρη λίμνη. "ταλλη σταγόνα στό χέρι μου, κι’ άλλη βροντή. Στά άπάνω δωμάτια κάποια α π" τίς υπηρέτριες άρχισε νά κλείνει τά παράθυρα. Πίσω μου πα­ρουσιάστηκε ό Ρόμπερτ κι1 έκλεισε τά παράθυρα του σαλονιού.

— Δέ γύρισαν ακόμα οί κύριοι, Ρόμπερτ ; ρώτησα.—'τακόμα, κυρία. Νόμιζα ότι ήσαστε μαζί τους.—’Όχι. Έ χω γυρίσει έδώ καί λίγη ώρα.— θέλετε το τσάι σας, κυρία ;— "Οχι, όχι. θά περιμείνω.—Ή μπόρα, φαίνεται, θά ξεσπάσει έπιτέλους, κυρία.-Ν αί.Ή βροχή τίποτα. 'Εκείνες οί δυο σταγόνες μονάχα στό

χέρι μου. Μπήκα μέσα καί κάθησα στή βιβλιοθήκη. Στίς ntvτέμιση παρουσιάστηκε ό Ρόμπερτ.

-Τ ό αύτοκίνητο ήρθε αύτή τή στιγμή, κυρία, είπε.— Ποιό αύτοκίνητο ;— Του κυρίου, κυρία.—Ό ίδιος ό κύριος όδηγεί ;— Μάλιστα, κυρία."Εκαμα νά σηκωθώ, άλλά τά πόδια μου ήταν σάν τά μπα­

μπάκια καί δέ μπορούσαν νά μέ κροττήσουν. Στάθηκα όρθια,

— 353 —23 Ι’αβίχΜα

Page 350: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

(τακουμπώντας στό ντιβάνι. Ό λαιμός μου ήταν κατάξερος. Σ ’ ένα λεπτό, ό Μαξίμ μπήκε μέσα. Στάθηκε δίπλα στήν πόρτα^

Φαινόταν κατάκοπος, γερασμένος. Τά χείλη του είχαν στίς άκρες κάτι ρυτίδες πού δέν τίς είχα Προσέξει πρωτύτερα.

—Πάει κι' αύτό, είπε.Στάθηκα περιμένοντας. 'τακόμα νά μπορέσω νά μιλήσω, η

νά πάω καταπάνω του.— ταύτοκτονία, είπε. Χωρίς επαρκείς άποδείξεις γ ιά τόν

καθορισμό της διανοητικής καταστάσεως τής νέκρας. Είχαν πελαγώσει, έννοείται, δέν ήξεραν τ ί τούς γινότανε.

Κάθησα στό ντιβάνι.— ταύτοκτονία ; είπα. Ά λλά τά α ίτια ; Τί α ίτια είπαν ;— •θ θεός ξέρει, είπε. Δέ φάνηκαν νά πιστεύουν ότι είναι

ταπαραίτητο νά ύπάρχουν α ίτια . Ό γέρο Χόρριτζ είχε καρφώ­σει τά ιμάτια του άπάνω μου καί μέ ρωτούσε αν ή Ρεβέκκα είχξ τυχόν οικονομικές στενοχώριες. Οικονομικές στενοχώριες ! θ εέ καί Κύριε Ι

Πήγε και στάθηκε κοντά στο παράθυρο, κοιτάζοντας έξω τίς πράσινες πελούζες..

— θ ά βρέξει, είπε. Δόξα σόι ό θεός, θά βρέξει έπιτέλους,— Τί έγινε ; είπα. Τί ε Ϊπε ό κόρονερ ; Γ ιατί άργησες τόσσ

πολύ ;—Γύριζε συνεχώς γύρω άπ ' τό ίδιο σημείο, είπε. ‘Ό λο κάτι

μικρολεπτομέρειες σχετικά μέ το κότερο, χω ρίς κανένα ένδια-φέρον. Ή τα ν εύκολο ή δύσκολο ν' άνοιξε' κανείς τούς πεί­ρους ; Πού άκριβώς ήταν ή πρώτη τρύπα σχετικά μέ τή δεύ­τερη ; Τί σαβούρα είχε ; Τί έπίδραση μπορούσε νά έχει ατήν εύστάθεια τού πλοίου τό ότι ή σαβούρα είχε σκορπίσει ; Μπο­ρούσε όλ' αύτά νά τά κάμει μιά γυναίκα μονάχη της ; Ή πόρτα τής καμπίνας έκλεινε καλά ; Τί πίεση έπρεπε νάχει τό νερό γ ιά νά σπάσει τήν πόρτα ; Νόμιζα πώς θά τρελαθώ. Παρ' όλ' αύτά όμως, δέν έχασα τήν ψυχραιμία μου. Έ β λ επ α έσένα έκεί δ ί­πλα στήν πόρτα, κι' αυτό μου θύμιζε τ ί έπρεπε νά κάμω. "ταν δέν είχες λιποθυμήσει, ποτέ δέ θά μπορούσα νά σταθώ έτσι όπως στάθηκα. ταύτό μέ τράνταξε καί μέ συνέφερε. Είδα μπρο­στά μου κατακάθαρα τί έπρεπε νά πώ. Κοίταγα τόν Χόρριτζ διαρκώς μές στά μάτια, κι' ούτε στιγμή δέν τράβηξα τό βλέμμα μου <£π' τό ά δυνατό καί σχολαστικό μικροσκοπικό πρόσωπό του μέ τά χρυσά του τά γυαλιά, θ ά τό θυμάμαι αύτό τό πρόσωπο ώς τήν ήμέρα πού θά πεθάνω. Έ χ ω όμως μιά κούραση, ά γ ά ­πη μου ! Τέτοια κούραση, πού ούτε βλέπω, ούτε άκούω, ούτε αισθάνομαι τίποτα.

Κάθησε στό περβάζι τού παράθυρου. Σκυφτός, μέ τό κε­φάλι ιιέσα στά χέρια του. Πήγα κοντά του καί κάθησα δίπλα

— 354 —

Page 351: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

του. Ύστερ’ άπό λίγα λεπτά, μπήκε μέσα ό Φρίθ, καί πίσω του ό Ρόμπερτ, σπρώχνοντας τό τραπεζάκι τού τσαγιού. Ή Ιεροτε­λεστία άρχισε, όπως κάθε μέρα, όπως πάντα. Τό άνοιγμα τού τραπεζιού, τά στηρίγματα κάτω άπ' τά φύλλα του, τό στρώ­σιμο του χιονάτου τρ<χπεζομάντηλου, ή άσημένια τσαγέρα, ή μπουγιότα μέ τή φλογίτσα άπό κάτω. Τρία είδη κέικ, τά σάν­τουιτς, οί μπριός. Ό Τζάσπερ κολλητά στό τραπέζι, ή ουρά του πού σάλευε κάθε τόσο στό πάτωμα, τά μάτια του, πού μέ κάρ­φωναν περιμένοντας. 'ταστείο είναι, συλλογίστηκα, τί κορδόνι πού πάει αύτή ή ρουτίνα τής ζωής. ‘Οτιδήποτε νά συμβεί, έμείς κάνουμε τά ίδια πράματα, συνεχίζουμε τήν ίδια μικρή μας παράσταση, τρώμε, κοιμόμαστε, πλενόμαστε. Καμιά κρίση δε μπορεί τα'ά σπάσει τήν κρούστα τής συνήθειας. 'Έβαλα τό τσάϊ του Μαξίμ, τού τό πήγα έκεί στό παράθυρο, τοΰδωσα τή μπριός του, πήρα μιά καί γιά μένα καί τής έβαλα βούτυρο.

— Πού είναι ό Φράνκ ; ρώτησα.— Είχε νά περάσει άπό τόν πάστορα, είπε. 'Έπρεπε κι' εγώ

νά είχα πάει, άλλά ήθελα νά γυρίσω μιά ώρα αρχύτερα νά σε βρώ. Σέ σκεφτόμουνα συνεχώς, πού στεκόσουν έδώ πέρα όλομόναχη καί περίμενες, χωρίς νά ξέρεις τί είχε άπογίνει.

— Γιατί άπ' τόν πάστορα ; είπα.—Άπόψε έχουμε κάποια δουλειά. Κάποια δουλειά στήν εκ­

κλησία.Τόν κοίταξα σαστισμένη. ‘Ύστερα, κατάλαβα. Επρόκειτο

νά θάψουν τή Ρεβέκκα. 'Επρόκειτο νά φέρουν άπό τό νεκροτο­μείο τή Ρεβέκκα.

—‘Ορίσαμε στίς έξήμιση, είπε. Κανείς δέν το ξέρει. Ό Φράνκ μόνο, ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, ό πάστορας, κι' έγώ. Δέν πρόκειται νά είναι κανείς άλλος. Τά κανονίσαμε χτές. Ή άπόφαση δέν άλλάζει τά πράματα σέ τίποτα.

— Τί ώρα θά φύγεις ;— θά τούς συναντήσω στήν έκκλησία στίς έξη και είκο

σπέντε.Δέν είπα τίποτα. 'Εξακολουθούσα νά πίνω τό τσάι μου. 'Ο

Μαξίμ άφησε τό σάντουιτς του χωρίς νά τό άγγίξει.— ταύτή ή φοβερή ζέστη άκόμα έξακολουθεί, είπε.— Είναι ή μπόρα, είπα. Δέν έννοεί νά ξεσπάσει. Κάτι στα­

γόνες μόνο, άραιά καί που. Είναι άπό πάνω μας. Δέν έννοεί νά ξεσπάσει.

— Τήν ώρα πού ξεκινούσα άπό τό Λάνυον, άκουσα βροντές. Ό ούρανός ήτανε πίσσα. Γιατί δέ βρέχει, γιά όνομα του θεού ;

Στά δέντρα, τά πουλιά ήταν σιωπηλά. Ή μαυρίλα έξακολουθουσε.

— Δέ θάθελα νά ξαναφύγεις, είπα.

355 —

Page 352: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Δέν α πάντησε. Φαινόταν κατάκοπος, κατάκοπος μέχρι θα ­νάτου.

— θ ά τά πούμε το βράδυ, όταν θά γυρίσω, είπε ξαφνικά. Έ χουμε τόσα πολλά νά κάμουμε μαζί, δέν έχουμε ; θ ά ξαναρ­χίσουμε όλη τή ζωή μας άπό τήν α ρχή. "Ημουν γ ιά σένα ό χει­ρότερος σύζυγος.

—Ό χ ι ! είπα. Ό χ ι !— Μόλις τελειώσουν όλ' αύτά, θά ξαναρχίσουμε α πό τήν

α ρχή. Μπορούμε νά το κάνουμε, και σύ, και εγώ . Δέν είναι σά νά ήμαστε μόνοι μας. Τά περασμένα δέ ιμπορούν νά μάς κά­μουν κακό, ταφού είμαστε μαζί. θ ά κάμουμε και παιδιά.

‘Ύστερ' α πό λίγο, κοίταξε τό ρολόι του.— Έ ξη και δέκα, είπε. Πρέπει νά πηγαίνω. Δε θά μάς πά ­

ρει πολλή ώρα. Μισή ώρα τό πολύ. θ ά κατέβουμε κάτω στήν κρύπτη.

Τουπιαοα το χέρι.— θάρθω κι' έγώ, είπα. Δε θά μέ πειράξει. 'Ά σε με ναρθω

κι' έγώ.—Ό χ ι, είπε. Ό χ ι,, δέ θέλω νά ρθείς."Υστερα βγήκε άπ' το δωμάτιο. Κάτω στήν άλέα, ακόυσα

το αύτοκίνητο πού έβαζε μπρος. 'Έ πειτα ό θόρυβος έσβυσε. καί κατάλαβα πώς είχε φύγ ι.

Ό Ρόμπερτ ήρθε νά σηκώσει το τσάϊ. ‘Ό πω ς πάντα. Ή ρουτίνα δέν αλ λ α ζε .'ταναρωτιόμουν άν θά γινότανε τό ίδιο στήν περίπτωση πού ό Μαξίμ δε θά γύριζε πίσω ταπ' το Λάνυον. ’τανα ­ρωτιόμουν ocv ό Ρόμπερτ θά στεκόταν έκεί , μ' αύτή τήν ξύλινη ν έκφραση στήν όψη του πού ήταν σάν τού προβάτου, μαζεύοντας μέ τή βούρτσα του τραπεζιού τά ψίχουλα α π' το χιονάτο τραπεζομάντηλο, διπλώνοντας το τραπέζι και παίρνοντάς το έξω.

"Ηταν πολύ ήσυχα στή βιβλιοθήκη όταν έφυγε ό Ρόμπερτ. 'Ά ρχισα νά συλλογίζομαι τόν Μαξίμ και τους άλλους έκεί κάτω στό παρεκκλήσι, νά βγαίνουν α πό κείνη τήν πόρτα καί νά κατεβαίνουν τά λ ίγα σκαλοπάτια τής κρύπτης. Δέν είχα πάει ποτέ έκεί . Μόνο τήν πόρτα είχα δει. ταναρωτιόμουν πώς νά είναι μιά κρύπτη, άν έχει φέρετρα μέσα. Του πατέρα και τής μητέρας τού Μαξίμ. ' ταναρωτιόμουν τί θά γινότανε μέ το φέρετρο εκείνης της άλλης γυναίκας που το είχαν βάλει έκεί κοίτα λάθος. 'ταναρωτιόμουν ποιά νά ήταν, τό φτωχό καί ταζή­τητο έκείνο πλάσμα που τό είχε εκβράσει το κύμα κι’ ό ταγ έ ­ρας. Στό έξής, θά ύπήρχε έκεί μέσα α κόμα ένα φέρετρο, θ α α ναπαυόταν 'έκεί καί ή Ρεβέκκα. ’ Ισως έκείνη τήν &ρα ό πά­στορας νά διάβαζε έκεί τή νεκρώσιμη άκολουθία, μέ τόν Μα­ξίμ, καί τόν Φράνκ, και το συνταγματάρχη Τζούλιαν στό πλάι τουΓ. Χοΰς εί καί είς χουν άπελεύσει. Είχα τήν Εντύπωση πώς

3Γ)Γ)

Page 353: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Λ

ή. Ρεβέκκα είχε πάψει πια να είναι κάτι πραγματικό. Είχε Εξανεμιστεί όταν τή βρήκαν έκεί κατάχαμα μές στήν καμπίνα. Δέν ήταν ή Ρεβέκκα σ' αύτό τό φέρετρο μέσα στήν κρύπτη, ήταν μιά σκόνη. Μιά σκόνη μόνο, καί τίποτ' άλλο.

Άμέσως σχεδόν μετά τις έφτά, ή βροχή άρχισε. Σιγά στήν άρχή, ένα α νάλαφρο θρόισμα στά φύλλα τών δέντρων, και τόσο ψιλή, πού δέν τήν ξεχώριζα. "Υστερα, μέ πιό πολύ κρότο και πιό πολλή δύναμη, 2νας χείμαρρος πού ξεχυνόταν λοξά άπ' το μολυβένιον ούρανό, σάν καταρράχτης. ’Άφησα τά πα­ράθυρα διάπλατα. 'Όρθια μπροστά τους, άνάσαινα τόν ψυχρό κατακάθαρο άέρα. Ή βροχή πιτσίλιζε το πρόσωπό μου, τα χέ­ρια μου. Πέρα άπ' τίς πελούζες δέ μπορούσα νά ίδώ. Ή βροχή έπεφτε πυκνή και ραγδαία. Τήν άκουγα πού κροτάλιζε μέσα στά λούκια πάνω άπ' τό παράθυρο καί πλατάγιζε στίς πλάκες τής ταράτσας. ΟΙ βροντές είχαν πάψει. Ή βροχή άνάδινε το άρωμα της γης και της χλόης, καί της μαύρης φλούδας τών δέντρων.

Δέν άκουσα τόν Φρίθ νά μπαίνει στό δωμάτιο. Στεκόμουν έκεί στό παράθυρο και κοίταγα τή βροχή. Δέν τόν είδα παρά όταν ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.

— Συγνώμη, κυρία, είπε. Ξέρετε αν ό κύριος θ' αργήσει ;—'Όχι, είπα. Δέ θ' άργήσει πολύ.— "Ενας κύριος τόν ζητάει, είπε ό Φρίθ άφού δίστασε μιά

στιγμή. Δέν ξέρω άκριβώς τί πρέπει νά πώ. 'Επιμένει τόσο πολύ νά ιδεί τόν κύριο !

— Ποιός είναι ; είπα. Τόν ξέρεις ;Ό Φρίθ φαινόταν σέ δύσκολη θέση.— Μάλιστα, κυρία, είπε. Είναι ένας κύριος πού άλλοτε αρ­

χόταν συχνά, όταν ζούσε ή κυρία ντέ foutVTcp. "Ενας κύριος πού λέγεται κύριος Φάβελ.

Γονάτισα στό περβάζι τού παράθυρου καί τόκλεισα. 'Η βροχή έμπαινε μέσα κι' έβρεχε τά μαξιλάρια. "Υστερα γύρισα πρός τόν Φρίθ.

— Πες στόν κύριο Φάβελ νά περάσει, είπα.— Πολύ καλά, κυρία.Πήγα κι' άκούμπησα στό αδειανό τζάκι. 'Ίσως τά κατά­

φερνα νά ξεφορτωθώ τόν Φάβελ πρίν γυρίσει ό Μαξίμ. Δέν ήξερα τί θά τούλεγα, άλλά δέ φοβόμουν.

Σέ λίγα λεπτά ό Φρίθ ξαναγύρισε κι” έμπασε τόν Φάβελ στή βιβλιοθήκη. Ή ταν ίδιος κι' άπαράλλαχτος όπως τίς άλλες φορές, μόνο λιγάκι πιό βάναυσος, άν είναι δυνατόν, κάπως πε­ρισσότερο άτημέλητος. ‘’’Ηταν άπό κείνους τούς τύπους πού εί­ναι πάντα χωρίς καπέλο, τά μαλλιά του ήταν ξασπρισμένα άπό τόν ήλιο τών τελευταίων ή μερών, καί τό δέρμα του ήταν δυ-

— 357 —

Page 354: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

νατά ήλιοκαμένο. Τα μάτια του ήταν φλογισμένα και κατα­κόκκινα. 'ταναρωτήθηκα μήπως ήταν πιωμένος.

— Δυστυχώς ό Μαξίμ δέν είν' έδώ, είπα. Δέν ξέρω τ ί ώρα θα γυρίσει. Δέ θάταν καλύτερα νά όρίζατε μιάν ώρα και νά τόν βλέπατε αύριο στό γραφείο ;

— Δε μέ πειράζει νά περιμείνω, είπε ό Φάδελ, 'Άλλωστε, νά σάς πώ, δε φαντάζομαι νά περιμείνω και πολύ. Περνώντας, έριξα μιά ματιά στήν τραπεζαρία, και είδα ότι ή θέση του γ ιά τό δείπνο είναι στρωμένη.

— "Υστερα τά κανονίσαμε αλλιώς, είπα. Ό Μαξίμ μπορεί απόψε νά μή γυρίσει καθόλου.

— Τόσκασε, έ ; είπε ό Φάδελ μ' ένα χαμογελάκι πού καθό­λου δέ μού άρεσε. 'Ή θελα νάξερα άν έννοείτε πράγμ ατι αύτό. Και εβέδαια, έτσι πού ήρθαν τά πράματα, αύτό θά ήταν το φρο­νιμότερο. Μερικοί μερικοί δέ σηκώνουν το κουτσομπολιό. Προ­τιμούν νά το άποφύγουν, τ ί λέτε και σεις.

— Δέν ξέρω τ ί έννοείτε, είπα.— 'ταλήθεια ; είπε. 'Ελάτε δά, δέ φαντάζομαι νά νομίζετε

ότι το πιστεύω ; Γιά πέστε μου, αισθάνεστε τώ ρα καλύτερα ; ’Άσχημο πράμα, άύτή ή λιποθυμία σας σήμερα το άπόγεμα μές στή συνεδρίαση. ‘Οπωσδήποτε θά οχόμουνα νά σάς περιποιηθώ, αλλά είδα ότι είχατε κ ιό \α δίπλα σας τόν πιστό σας θεράποντα. Βάζω στοίχημα πώς ό Φράνκ Κρώλεη θά καλοπέρασε. ταύτόν τόν άφήσατε νά σάς φέρει ώς έδώ. 'Εμένα, τότε πού σάς είπα νά σάς πάω δέκα βήματα μέ τό αύτοκίνητο, μούπο:τε ό χ ι . ..

— Γιά τί ζήτημα θέλετε νά δείτε τόν Μαξίμ ; ρώτησα.Ό Φάδελ έσκυψε πρός το τραπέζι %καί πήρε ένα τσιγάρο.— Δέ σάς ένοχλεί νά καπνίσω, φαντάζομαι ; είπε. Δέν π ι­

στεύω νά σάς ζαλίζει ; Ξέρει κανείς ποτέ τί γίνεται μέ τάς νεαράς συζύγους ;

Με κοίταξε πάνω άπ' τόν αναπτήρα του.— 'Έ χετε κάπως μεγαλώσει άπό τότε πού έχω νά σάς δώ.

έτσι μου φαίνεται, είπε. ’Ή θελα νάξερα σάν τί νά έχετε κά­μει. Περαντσάδες μέ τόν Φράνκ Κρώλεη ύπό τάς φιλλύρας ;

Φύσηξε στόν αέρα ένα σύννεφο καπνό :— Γιά πέστε μου, θά είχατε αντίρρηση νά λέγατε του φί­

λου μου τού Φρίθ νά μου φέρει ένα γουί σκυ μέ σόδα ;Δέν άπάντησα. Πήγα καί χτύπησα το κουδούνι. ταύτός κά

θησε στό μπράτσο του ντιδανιού κουνώντας μπρός πίσω τά πό­δια του, μ' έκείνο το χαμογελάκι στά χείλη. Στό κουδούνι μου. ήρθε ό Ρόμπερτ.

— ‘Έ να γουί σκυ μέ σόδα γ ιά τόν κύριο Φάδελ, είπα.— Μπρέ, καλώς τόν Ρόμπερτ ! είπε ό Φάδελ. Χρόνια έχω

3Γ>8 -

Page 355: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε P. Κ Κ Κ Α

νά σε δώ. Τί κάνουν τα κοριτσόπουλο τού Κέρριθ ; Εξακολου­θείς νά τούς καις τις καρδιές ;

Ό Ρόμπερτ έγινε κατακόκκινος. Μού ρίξε μιά ματιά, φο­βερά ντροπιασμένος.

— 'Ε γ νια σου, άγόρι μου. έγνια σου. Δέν πρόκειται νά στά βγάλω στή φόρα. 'Άντε, τρέχα νά μού φέρεις ένα γουί•σκυ διπλό, και στά γρήγορα.

‘Ο Ρόμπερτ έγινε άφαντος. Ό Φάβελ γελούσε, τινάζοντας τη στάχτη του στό πάτωμα.

— Μιά μέρα πού ό Ρόμπερτ είχε έξοδο, είπε, τόν είχα πά­ρει μοεζί μου. 'Η Ρεβέκκα δέν τό πίστευε, και βάλαμε στοί­χημα ένα πεντόλιρο. ίΚαί τό πεντόλιρο το τσίμπησα. Ποτέ μου δέν έσπασα τέτοιο κέφι σάν έκείνο τό βράδυ. Τό τί γέλασα δέν περιγράφεται ! Ό Ρόμπερτ, όταν έρθει στό κέφι, άξίζει ό,τι νά πεις ! Καί νιώθει άπό γυναίκες, — όχι, παίζουμε ! 'ταπ’ όσες είδαμε κείνο το βράδυ, (βούτηξε τόν καλύτερο κόμματο !

Ό Ρόμπερτ ξαναγύρισε, φέρνοντας σ’ ένα δίσκο τό γουίσκυ. Ή ταν άκόμα κατακόκκινος και καταντροπιασμένος. Ό Φάβελ τόν. κοίταγε χαμογελώντας, καθώς τού έβ<χζε το γουίσκυ του, κι’ ύστερα, γέρνοντας πίσω πάνω στό ντιβάνι, άρχισε τά γέλια. Σφύριζε τόν ήχο ένός τραγουδιού, χωρίς νά ξεκολ­λάει τά μάτια άπό πάνω του.

— ταύτό δέν ήταν; είπε. 'Έ, Ρόμπερτ; ταύτός δέν ήταν ό σκοπός ; 'Εξακολουθούν νά σ' άρέσουν οί κοκκινομαλλούσες, Ρόμπερτ ;

Ό Ρόμπερτ τόν κοίταξε μ' ένα κακόμοιρο ξεψυχισμένο χα­μόγελο. Τόν λυπόταν ή ψυχή σου. Τά γέλια τού Φάβελ, έτσι πού τόν έβλεπε, έγιναν άκόμα δυνατότερα. Ό Ρόμπερτ γύρισε καί βγήκε άπ' τό δωμάτιο.

— Το κακόμοιρο το παιδί, είπε δ Φάβελ. 'ταπό κείνη τήν ήμερα, δεν πιστεύω νά τόριξε έξω άλλη φορά. ’Εκείνος ό ξε­κούτης ό Φρίθ τούχει σφιγμένα τά λουριά καί δέν τόν άφήνει ούτε νά άνασάνει.

Άρχισε νά πίνει το γουίσκυ του κοιτάζοντας γύρω τό δω­μάτιο, ρίχνοντάς μου κάθε τόσο καί μιά ματιά, μ' ένα χα­μόγελο.

— Δε μού φαίνεται πώς θά σκοτιστώ καί πολύ αν δέ γυρί­σει ο Μάξ γιά τό δείπνο, είπε. Τι λέτε καί σεις ;

'Εγώ δέν άπάντησα. Στεκόμουν όρθια δίπλα στό τζάκι, μέ τά χέρια πίσω άπ' τή ράχη μου.

' Δέν πιστεύω ν’ άφήσετε αύτή τή θέση έκεί στό τραπέζι νά πάει χαμένη ; είπε.

Μέ κοίταγε μέ το οοίώνιο του χαμόγελο, μέ το κεφάλι έλαφρώς γερμένο στό πλάι.

— 3ό 9 —

Page 356: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Κύριε Φάβελ, είπα, δέ θέλω νά είμαι άγενής, άλλά πρέ­πει νά σάς πώ πώς είμαι κατάκοπη. 'Η μέρα μου σήμερα ήταν πολύ κουραστική. Ά ν δέ μπορείτε νά μου πείτε τ ί θέλετε τόν Μαξίμ, προτιμότερο είναι νά πηγαίνετε. Καλύτερα θά ήταν νά είχατε κάμει ό,τι σάς είπα, και να περνούσατε αύριο το πρωί άπό τό γραφείο.

Γλίστρησε άπ ' τό μπράτσο τού ντιβανιού και ήρθε πρός εμένα μέ το ποτήρι στό χέρι.

— Ό χ ι , όχι, είπε. Ό χ ι , όχι, μήν είσαστε κακιά. Και μένα ή μέρα μου ήταν πολύ κουραστική. Μή μ' άφήνετε στά κρύα του λουτ >οϋ. Δέν έχετε νά φοβηθείτε τίποτα άπό μένα, αλήθεια σας λέω. Ιοιός ξέρει ό Μάξ τ ί Ιστορίες θά σάς έχει ξεφουρνί­σει γ ιά ,μέ

Δέν είπα τίποτα.— 'Εσείς μέ παίρνετε γ ιά κανένα μπαμπούλα, έτσι δέν εί­

ναι ; Μά δέν είν' άλήθεια, άκουστε πού σάς λέω. Ά νθρω πος είμαι κι' εγώ , σάν τούς άλλους, άκίνδυνος έντελώς. Καί σ' όλη οΛτή τήν Ιστορία εγώ βρίσκω πώς φερθήκατε περίφημα, άλήθεια σάς λέω, άπολύτως περίφημα. Σ ά ς βγάζω το κοτπέλο, πώς νά σάς το πώ, ειλικρινώς σάς βγάζω το καπέλο !

Το τελευταίο αύτό λογίδριο το είπε τραυλιστά, μπερδεύ­οντας τά λόγια του. Πολύ μετάνιωσα πού είπα του Φρίθ να του πει νά περάσει.

— 'ταριβάρετε δω μιάν ώραία ή μέρα, είπε κάνοντας με τό χέρι του μιάν άόριστη κίνηση, φορτώνεστε στήν πλάτη σας όλη οηίτή τή σπιτάρα, γνωρίζετε ένα ξαφνικό άνθρώπους πού ούτε ξέροετε πρίν πώς ύπήρχαν, έχετε αύτόν τόν φίλτατον Μάξ μέ όλες του τίς ζεβζεκιάς καί τ ίς γκρίνες του, δέ δίνετε ένα κάστανο σάπιο γ ιά κανέναν, και τραβάτε μπροστά ώραία ώραία, τή ζωούλα σάς και τό δρόμο σας. Ε γ ώ αύτό το βρίσκω με­γάλο κατόρθωμα, κι’ έχω νά το λέω. Πολύ μεγάλο κατόρθωμα.

Τρίκλισε λίγο, ύστερα στυλώθηκε, κι' άκούμπησε το άδειοποτήρι του πάνω στο τραπέζι.

— Νά σάς πώ τήν άλήθεια, είπε, αύτή ή Ιστορία μ' έφερε καπάκι. Ματσουκιά μου ήρθε. Ή Ρεβέκκα ήτανε ξαδέρφη μου. "Ημουν τρελός γ ιά δαύτηνε.

— Ξέρω, είπα. Και συμμερίζομαι.— Μαζί μεγαλώσαμε, έξακολούθησε. Παρέα τρελή. Γου­

στάραμε τά ίδια πράματα, τούς ίδιους άνβρώπους. Γελάγαμε μέ τά ίδια άστεία. Τήν τρέλα πού είχα <έγώ τής Ρεβέκκας, ά λ­λος άνθρωπος στόν κόσμο δέν πιστεύω νά τήν είχε. Κι' έκείνη μου είχε τρέλα. Σ ά ς λέω, όλ' αύτά μου ήρθαν νταμπλάς.

— Έ βέβαια, είπα. Φυσικά.— Καί τώρα ; Δέ μου λέτε τί λογαριάζει νά κάμει ό Μάξ :

— 360 —

Page 357: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

’Έχει τήν Ιδέα πώς μιά και πήρε τέλος αύτή ή γελοία διαδ κασία μπορεί νά κοιμάται ήσυχος ; 'Έ ; Δέ μού λέτε ;

Είχε πάψει νά χαμογελάει. Μου μίλαγε σκύβοντας άπάνωμου.

— Σκοπεύω οπωσδήποτε νά ζητήσω δικαιοσύνη γιά τή Ρε­βέκκας είπε, μιλώντας όλοένα καί πιό δυνατά. 'τακούς αυτοκτο­νία ! . . . ταύτός ό ήλίθιος ό κόρονερ, ό ραμολός, αύτός τούς κα­τάφερε τούς Ενόρκους, μνήσθητί μου Κύριε ! νά πουν πώς ήταν αύτοκτονία Ι "Ομωςε μεϊς οί δύο το ξέρουμε πολύ καλά πώς ή. Ρεβέκκα δέν αύτοχειριάστηκε, — δέν τό ξέρουμε ;

’Έσκυψε άπάνω μου άκόμα πιό πολύ.— Δέν τό ξέρουμε ; ξανάπε άργά.Έκείνη τή στιγμή άνοιξε ή πόρτα καί μπήκε μέσα ό Μα­

ξίμ με τόν Φράνκ άπό πίσω του. Στάθηκε άκίνητος, μέ τήν πόρτα άκόμα άνοιχτή, καί κοίταξε τόν Φάδελ.

—Τί διάβολο γυρεύεις έδώ μέσα ; είπε.Ό Φάβελ γύρισε, μέ τά χέρια στίς τσέπες. Δίστασε μια

στιγμή, κι' άρχισε ύστερα νά χαμογελάει.— Νά σού πώ, φίλε Μάξ. ’Ήρθα νά σέ συγχαρώ γιά τό

άπόγεμα.— Μου κάνεις τή χάρη νά σηκωθείς καί νά φύγεις, είπε ό

Μάξ, ή προτιμάς νά σέ πετάξουμε έξω έγώ κι' ό Κρώλεη ;— Μιά στιγμή, μιά στιγμή. . . είπε ό Φάδελ."ταναψε δεύτερο τσιγάρο καί ξανακάθησε στό μπράτσο τού

ντιβανιού.— Δέν πιστεύω νά θέλεις ν' άκούσει ό Φρίθ ό,τι έχω νά σού

πώ, έτσι δέν είναι; είπε. Και θ' άκούσει, 0cv δεν κλείσεις αύτή τήν πόρτα.

Ό Μαξίμ δέν κουνήθηκε. Είδα τόν Φράνκ, σιγά σιγά, νά κλείνει τήν πόρτα.

— Και τώρα, άκουσέ με, Μάξ, είπε ό Φάβελ. Τά κατάφερες καί ξέμπλεξες μιά χαρά άπ' αύτή τή δουλειά, τί λές κι' έσύ. Πολύ καλύτερα άπ' ό,τι περίμενες. Ναί, ναί, —ήμουνα κι' εγώ σήμερα τό άπόγιομα, και μού φαίνεται πώς μέ είδες. "Ημουν άπό τήν άρχή μέχρι τό τέλος. "Ημουν έκεί όταν λιποθύμησε ή γυναίκα σου, μιά κάποια κρίσιμη στιγμή,— καί δέν τής δίνω· καθόλου άδικο. Παρά πέντε ήταν, Μάξ, — έ, Μ ά ξ;—γιά νά πάρει ή δουλειά ποιός ξέρει τί δρόμο... 'ταλλά ε λα, πρός με­γάλη σου τύχη, πήρε τό δρόμο πού πήρε. Πές μου, στό θεό σου : Δέν τούς είχες δασκαλέψει αύτούς τούς χοντροκέφαλους πού παράσταιναν τούς Ενόρκους ; Ε γώ θάκοδα το κεφάλι μου,

Ό Μαξίμ έκαμε μιά κίνηση πρός τόν Φάδελ, μά ό Φάβελ σήκωσε τό χέρι του.

— Μιά στιγμή, παρακαλώ, είπε. Άκόμα δέν τελείωσα. Άν-

— 36L —

Page 358: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τιλαμβάνεσαι, φίλε Μάξ, ότι μπορώ νά σου ανοίξω πολύ με­γάλες Ιστορίες, άν μου κάμει κέφι ; Έ ; Τό ταντιλαμβάνεσαι ; Τί λέω μεγάλες Ιστορίες... 'Επικίνδυνες Ιστορίες !

Κάθησα στήν πολυθρόνα έκεί δίπλα στό τζάκι. Έ π ια σ α τά μπράτσα της και τά κρατούσα σφιχτά. Ό Φράνκ ήρθε κοντά μου και στάθηκε πίσω μου. Ό Μαξίμ έξακολουθούσε νά μένει -ακίνητος. Δέν άφηνε τόν Φάδελ άπ' τά μάτια του ούτε μιά στιγμή.

— 'ταλήθεια ; είπε. Και δέ μού λές πώς ;— 'Άκου, Μάξ, είπε ό Φάδελ. Δέ φαντάζομαι νά έχεις μυ­

στικά άπ ' τή γυναίκα σου, κι' όπως δείχνουν τά πράματα, ό Κρώλεη άπό δώ συμπληρώνει τό τρίο μεγαλείο. Μπορώ λοι­πόν νά μιλήσω άνοιχτά, κ ι' αύτό πρόκειται νά κάμω. "Ολοι ξέ­ρετε τί είχαμε μεταξύ μας έμεϊς οί δύό, ή Ρεβέκκα κι' έγώ. Είχαμε έρωτα. Ποτέ δέν τό άρνήθηκα, κι' ούτε σκοπεύω. Λοι­πόν ! Μέχρι σήμερα, πίστευα κι' έγώ, όπως όλοι οί άλλοι κου­τεντέδες, πώς ή Ρεβέκκα είχε πνιγεί κάνοντας βόλτες μέ τό κό­τερο, και πώς τό πτώμα της, μετά άπό κάμποσες βδομάδες, ε Ϊχε βρεθεί στό Έ τζκομπ . Βέβαια, αύτό μού ήρθε ξαφνικό, πολύ μεγάλο ξαφνικό; Είπα όμως άπό μέσα μου : « Τέτοιου ε ί­δους θάνατο θά διάλεγε ή Ρεδέκκα. Νά πάει όπως έζησε, πα­λεύοντας. »

Σταμάτησε μιά στιγμή, καθισμένος έκεί στήν άκρη άπ' το ντιβάνι, και μάς κοίταξε όλους έναν έναν.

— Ό το ν , ένα βράδυ, έδώ και λ ίγες μέρες, παίρνω τή βρα­δινή έφη μερίδα, και διαβάζω πώς ό δύτης έδώ τής περιοχής έπεσε άπάνω στό κότερο τής Ρεδέκκας, και πώς μέσα <τίήν καμπίνα ήταν ένας πνιγμένος. ‘ταδύνατο νά τό κοηταλάδω αύτό το πράμα. Ποιος ήταν πάλι αύτός ό διάδολος, πού ή Ρεδέκκα τόν έπαιρνε μαζί της μέ το κότερο ; ταύτό ήταν άνω ποταμών. Ή ρ θ α λοιπόν έδώ, κι' έπιασα ένα δωμάτιο σ' ένα έξοχικό ξε­νοδοχείο έξω άπό τό Κέρριθ. Μήνυσα τής κυρίας Ντάμβερς, και συναντηθήκαμε. Καί τότες, αύτή μούπε πώς τό πτώμα μέσα στήν καμπίνα ήταν τής Ρεδέκκας. Είπα λοιπόν κι' έγώ, όπως όλος ό κόσμος, πώς είχε γίνει λάθος μέ το πρώτο πτώμα, και πώς ή Ρεδέκκα, ποιός ξέρει πώς, Θά βρέθηκε κλεισμένη μέσα στήν καμπίνα κάοποια στιγμή πού κοττέδηκε νά πάρει ένα ρούχο. Σήμερα το άπόγεμα, έρχομαι κι' έγώ στή συνεδρίαση,—τό ξέ­ρετε. Κι' όλα πάνε μιά χαρά, — έτσι δέν είναι ; — ώς τή στιγμή Ίτού έρχεται ό Τάμπ καί καταθέτει. ‘Ύστερα όμως ; Έ , φίλε Μάξ ; Σάν τί ε χεις νά πεις γ ι ' αύτές τίς τρύπες στό κύτος και yi& κείνους τούς πείρους πού ήταν όρθάτνοιχτοι;

— Έ χ ε ις τήν Ιδέα, εΤπε ό Μαξίμ άργά, ότι ύστερ' άπό τό­σες ώρες συζήτηση σήμερα τό άπόγεμα, θά ξαναρχίσω τώρα

— 362 —

Page 359: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Η Ε Κ Κ Α

μαζί σου ; ’Άκουσες τί είπαν οι μάρτυρες, κι' άκουσες καί τήν α πόφαση. Τού κόρονερ τούφτασε. Να σου φτάσει καί σένα.

— "Λστε αύτοκτονία ! είπε ό Φάδελ. Ή Ρεβέκκα, αύτοκτονία ! Της έρχεται γάντι, δέ βρίσκεις ; 'Άκου δώ. Ήξερες ποτέ ότι είχα στά χέρια μου αύτό το σημείωμα ; Τό κράτησα γιατί ήταν τα τελευταία λόγια πού μ ου γ ράψε. θά στό διαβάσω. Φαντάζομαι νά σ' ένδιαφέρει.

'Έβγαλε άπ' τήν τσέπη του ένα ψύλλο χαρτί. ταναγνώρισα τό λεπτό έκείνο το γράψιμο, το μυτερό καί τό γερτό. 'Άρχισε νά το διαβάζει :

« Προσπάθησα νά σε πάρω άπό το σπίτι, μά το τηλέφωνο δεν άπαντούσε. Ξεκινάω γραμμή γιά το Μάντερς. Άπόψε θά βρίσκομαι στό σπιτάκι, κι' άν λάβεις έγκαίρως αύτό το ση­μείωμα, πάρε τό αύτοκίνητο κι' έλα. θ ά περάσω τή νύχτα στό σπιτάκι, και θ' αφήσω τήν πόρτα άνοιχτή γιά νά μπεις. Έ χω κάτι νά σου πώ, καί θέλω νά σέ δώ τό γρηγορώτερο.

Ρεβέκκα.»

Ξανάβαλε το σημείωμα στήν τσέπη του.— Δε γράφει κανείς τέτοιου είδους σημειώματα όταν έχει

στο νοΰ του ν’ αύτοκτονήσει, δέ βρίσκετε ; είπε. Τό βρήκα στό σπίτι μου όταν γύρισα, κατά τίς τέσσερις τό πρωί. Δέν είχα ιδέα πώς ή Ρεβέκκα ήταν νάρθει στή Λόντρα έκείνη τήν ή μέρα. άλλιώς θάχα φροντίσει νά τή δώ. (Δυστυχώς, έκείνο τό βράδυ έτυχε νάμα ι καλεσμένος. "Οταν διάβασα το σημείωμα, τέσσε­ρις ή ώρα τό πρωί, είπα πώς ήταν πολύ άργά γιά νά σπάσω το λαιμό μου έξη ώρες δρόμο ώς το Μάντερλέη. Έπεσα καί κοιμήθηκα, κι' είχα μέ τό νου μου νά τήν πάρω τήν άλλη μέρα στό τηλέφωνο. Καί πράγματι. Κατά τίς δώδεκα τής τηλεφώ­νησα. Κι' έμαθα πώς ή Ρεβέκκα είχε πνιγεί !

Στεκόταν καθισμένος έκεί καί κοιτούσε τόν Μαξίμ. Κα­νείς μας δέ μίλησε.

— ’Ά ς υποθέσουμε μιά στιγμή ότι σήμερα το άπόγεμα «χύτό το γράμμα τό διάβαζε ό κόρονερ. Τί λές, φίλε Μάξ, δέ θά είχαμε κάτι λίγα μπερδέματα, άν το διάβαζε ;

— Και λοιπόν ; είπε ό Μαξίμ. Γ ιατί δέν πήγαινες νά του το δώσεις ;

— Στάσου, φίλτατε, στάσου. Δέν ύπάρχει λόγος νά παίρ­νουμε φωτιά. 'Εγώ δέ θέλω τό κακό σου. Μάρτυς μου ό θεός δτι φίλος σου δέν ήμουνα ποτέ, -έχθρα όμως δέ σουχω κρατή­σει. "Ολοι οί παντρεμένοι είναι ζηλιάρηδες, όταν έχουν όμορ­φες γυναίκες, έτσι δέν είναι ; ‘Υπάρχουν μάλιστα καί μερικοί -

— 363 —

Page 360: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Η Β Ε Κ Κ Α

μερικοί πού είναι ταδύνατο να μήν κάμουν τούς Όθέλλους, Τύ­χει τό σκαρί τους. Δέν τούς κατηγορώ. Τούς λυπάμαι. Ε γ ώ , να σας πώ τήν α λήθεια, είμαι κατά τόν τρόπο μου λ ιγάκ ι σο­σιαλιστής; και δε μπορώ νά καταλάβω γ ια τ ί οί άνθρωποι θέ μπορούν νά μοιράζονται τ ις γυναίκες τους άντί νά τις σκοτώ­νουν. Τί τούς πειράζει ; Τό ίδιο μπορούν νά τις γλεντούνε. Οί όμορφες γυναίκες δέν είναι λάστιχα, νά πεις πώς χαλάνε. "Οσο μεγαλύτερη χρήση τούς κάνεις, τόσο καλύτερες γίνονται. Λοι­πόν, Μάξ, Μ' α νοιχτά χαρτιά. Γ ιατί νά μή βρούμε τόν τρόπο νά τά βολέψουμε ; 'Ε γώ πλούσιος δέν είμαι. Έ χ ω τέτοια μανία μέ τό χαρτί, πού ποτέ δέ Θά μπορέσω νά πλουτήνω. Ά λλά αύτό πού δέ μ’ ταφήνει νά όρθοποδίσω, είναι ότι ποτέ μου δέν είχα ένα κεφάλαιο νά βασιστώ. Λοιπόν, αν είχα έξασφάλισμένο όσο ζω ένα εισόδημα α πό δυο ή τρεις χιλιάδας λίρες το χρόνο, θά τά κατάφερνα νά τά βολέψω περίφημα. Κι' ούτε θά σε ξαναενοχλούσα ποτέ. Σού τ ' όρκίζομαι.

— Σ τοπ α μιά φορά νά σηκωθείς και νά φύγεις, είπε ό Μαξίμ. Δέ σκοπεύω νά στό ξαναπώ. ‘Η πόρτα είναι άπό πίσω μου. Μπορείς νά τήν α νοίξεις μοναχός σου.

— Μιά στιγμή, Μαξίμ, είπε ό Φράνκ. Το ζήτημα δεν είναι τόσο α πλό.

Γύρισε στόν Φάδελ.— Βλέπω που θέλετε νά καταλήξετε, είπε. Είν' ή αλήθεια,

δυστυχώς, ότι μπορείτε, όπως είπατε, νά περιπλέξετε τά π ρ ά γματα καί νά δημιουργήσετε του Μαξίμ δυσκολίες. Δε νομίζω ότι τό ταντιλαμβάνεται τόσο καθαρά όσο έγώ. Τί ποσόν ζητάτε α κριβώς νά σάς διαθέσει ό Μαξίμ ;

Είδα τόν Μαξίμ νά γίνεται κατάχλωμος, και μιά φλεβίτσα ν' α ρχίζει νά παίζει στό μέτωπό του.

— Μήν α νακατεύεσαι, Φράνκ, είπε. ταύτό είναι άπολύτως δική μου δουλειά. Δέν πρόκειται έγώ νά ύποκύψω σέ εκβια­σμούς.

— Δέ φαντάζομαι νά θέλει ή γυναίκα σου νά τή δείχνουν μέ το δάχτυλο και νά λένε πώς είναι ή κυρία ντέ Γουί ντερ, ή χήρα ένός δολοφόνου, ένός τύπου πού τόν πήγαν στήν κρε­μάλα ! είπε ό Φάβελ γελώντας και γύρισε και με κοίταξε.

— θα ρ είς πώς μπορείς νά μέ τρομάξεις, έ, Φάβελ ; είπε ό Μαξίμ. Λοιπόν, πέφτεις έξω. Τίποτα δέ μέ τρομάζει, και κάμε ό,τι θέλεις. Τό τηλέφωνο είναι έδώ δίπλα, στό ταλλο δωμάτιο. Θέλεις νά τηλεφωνήσω του συνταγματάρχη Τζούλιαν καί νά τόν παρακαλέσω νά ρθει ; ταύτός είν' ό δικαστής. ‘Η Ιστορία σου θά τόν ένδιαψέρετ.

Ό Φάβελ τόν κοίταξε καί γέλασε.— Σπουδαία μπλόφα, είπε, ταλλά μέ μένα δέν πιάνει. Ποτέ

Η64

Page 361: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

δε θά τολμήσεις να τηλεφωνήσεις τού γέρο Τζούλιαν. ταύτά πού έχω νά καταθέσω είν' άρκετά για νά σέ στείλουνε στήν κρεμάλα, φίλτατε Μάξ.

‘Ο Μαξίμ διέσχισε άργά τή βιβλιοθήκη και πέρασε στό διπλανό δωματιάκι. "τακουσα το κλικ του τηλεφώνου.

— Σταματήστε τον ι είπα του Φράνκ. Γιά τ' όνομα του θεού, σταματήστε τον !

Ό Φράνκ μούριξε μιά ματιά καί τράβηξε πρός τήν πόρτα.τακουσα τή φωνή τού Μαξίμ, ψυχρότατη καί ήρεμώτατη.-Δώστε μου τό Κέρριθ, άριθμός 17, είπε.

Ό Φάβελ κοίταγε τήν πόρτα με μιά παράξενα έντονη ν έκφραση.

— ’Άφησέ με, άκουσα τόν Μαξίμ νά λέει τού Φράνκ.Κι' ύστερ' άπό δυο λεπτά :— Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν : 'Εδώ, ντέ Γουίντερ. Μά­

λιστα. Μάλιστα, ξέρω. Μήπως θά μπορούσατε νά ρθείτε τώρα άμέσως : Μαι, στό Μάντερλέη. Είναι άπόλυτη άνάγκη. Δέ μπορώ νά σάς πώ στό τηλέφωνο, άλλά θά μάθετε αύτοστιγμεί μόλις φτάσετε. Πολύ λυπούμαι πού σάς 'βάζω σε τέτοια φασα­ρία. Μάλιστα. Εύχαριστώ πάρα πολύ. Γειά σας.

Ό Μαξίμ γύρισε πίσω στή 'βιβλιοθήκη.— Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν έρχεται άμέσως, είπε.Πέρασε τό δωμάτιο καί πήγε κι' άνοιξε τά παράθυρα διά­

πλατα. "Εβρεχε άκόμα ραγδαία. Στάθηκε έκεί, γυριζοντάς μας τη ράχη, άνασαίνοντας βαθιά τόν ψυχρόν αέρα.

— Μαξίμ, είπε ήσυχα ό Φράνκ. Μαξίμ.ταύτός δεν άπάντησε. Ό Φάβελ γέλασε καί πήρε κι’ άλλο

τσιγάρο.— ταφού θέλεις νά κρεμαστείς με τά ίδια σου τά χέρια,

φίλτατε μου, έμένα το ίδιο μου κάνει, είπε.Πήρε άπ' το τραπέζι μιάν έφημερίδα, ξαπλώθηκε βαριά

στό ντιβάνι, έβαλε το ένα πόδι πάνω στ' άλλο, κι' άρχισε νά τήν ξεφυλλίζει. Ό Φράνκ δέν ήξερε τί νά κάμει, και κοίταζε μιάε μένα καί μιά τόν Μαξίμ. ‘Ύστερα ήρθε κοντά μου.

— Δε μπορείτε νά κάμετε κάτι ; ψιθύρισα. Νά βγείτε έζω νά συναντήσετε τό συνταγματάρχη Τζούλιαν, νά τόν προλά­βετε νά μή μπει μέσα, νά τού πείτε πώς ήταν μιά παρεξήγηση :

Ό Μαξίμ, άπ’ το παράθυρο δίπλα, μίλησε χωρίς νά γυ­ρίσει.

— Ό Φράνκ δε θα βγει άπό δώ μέσα, είπε. ταύτή τήν Ιστο­ρία θα τήν κανονίσω μονάχος μου. Ό συνταγματάρχης Τζού­λιαν θά βρίσκεται δώ άκριβώς σέ δέκα λεπτά.

Κανείς μας δέ μίλησε. Ό Φάβελ έξακολουθουσε νά δια­βάζει τήν έφημερίδα του. Δέν άκούονταν τίποτ' άλλο, παρά δ

— 3βδ —

Page 362: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

κρότος της άδιάκοπης βροχής. ’Έ βρεχε χωρίς νά παύει, στιγμή, τασταμάτητα, σταθερά καί μονότονα. ταίστάνθηκα α βοήθητη, χωρίς δύναμη. Τίποτα δέ μπορούσα νά κάμω. Τί­ποτα. Ούτε κι' ό Φράνκ. Ά ν αύτά συνέβαιναν σέ κανένα βι­βλίο, ή στό θέατρο, θά βρίσκαμε ένα περίστροφο, θά σκοτώ­ναμε τόν Φάβελ, και θά κρύβαμε το πτώμα του σέ κανένα ντουλάπι. 'ταλλά περίστροφο δέν υπήρχε. Ντουλάπι δέν υπήρχε. “Ημαστε άνθρωποι συνηθισμένοι. Τίποτ' άπ ' αύτά δέν έγινε. Ούτε μπορούσα νά πάω στόν Μαξίμ και νά τόν παρακαλέσω γονατιστή νά δώσει τού Φάδελ τά χρήματα. 'Έ πρεπε νά κά­θομαι έδώ, μέ τά χέρια μου πάνω στή φούστα μου, καί νά κοιτάω τή βροχή, νά κοιτάω τόν Μαξίμ έκεί . στό παράθυρο, όρθιον μέ γυρισμένη τήν πλάτη.

Έ β ρ εχε πάρα πολύ δυνατά, ώστε ν' ακούσουμε το αύτο­κίνητο. Ό κρότος τής βροχής σκέπαζε όλους τούς άλλους. Δέν καταλάβαμε πώς ήρθε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, παρα τή στιγμή πού άνοιξε ή πόρτα καί ό Φρίθ τόν έμπασε μέσα.

Ό Μαξίμ γύρισε άμέσως παρατώντας το παράθυρο.— Καλησπέρα, σας» είπε. 'Εδώ είμαστε πάλι. Σ άν πουλί

ήρθατε.— Ναί, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Μου είπατε ότι

ήταν άπόλυτη άνάγκη, κ.' ήρθα άμέσως. Εύτυχώς, το αύτοκίνητό μου δέν τόχαν μπάσει άκόμα στό γκαράζ. Τί μέρα σή­μερα, θ έ μου !

Κοίταξε τόν Φάβελ ταβέβαια, κι' ύστερα ήρθε σέ μένα και μούσφιξε τό χέρι, χαιρετώντας συγχρόνως τόν Φράνκ μέ μ ιά κίνηση τού κεφαλιού.

— Καλά πού ξέσπασε αύτή ή βροχή, είπε. Μέρες τώρα μας φοβέριζε. Ε λπ ίζω νά αισθάνεστε καλύτερα.

Ψιθύρισα κάτι, ούτε κι' έγώ δέν ξέρω τί, κι' έκεινος στε­κότανε κεί , κοιτάζοντάς μας μιά τόν ένα μιά τόν άλλον, ένώ έτριβε τά χέρια του.

—Καταλαβαίνετε βέβαια, είπε ό Μαξίμ, ιτώς δέ σάς κου­βάλησα ώς έδώ μέ τέτοιον παλιόκαιρο άπλώς και μόνο γ ιά νά κάμουμε προδέγγερο. Σ ά ς παρουσιάζω τόν Τζάκ Φάβελ, πρώτοξάδερφο τής Ρεδέκκας. Δέν ξέρω αν έχετε ιδωθεί άλλη φορά.

Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν χαιρέτησε μέ μιά κίνηση τού κεφαλιού.

— •Η φυσιογνωμία σας μού φαίνεται γνωστή. "Ισως νά σάς έχω δει έδώ άλλοτε.

— 'τασφαλώς, είπε ό Μαξίμ. Ά ντε Φάβελ, έμπρός.•θ Φάδελ σηκώθηκε καί πέταξε τήν έφη μερίδα ξανά στό

τραπέζι. ταύτά τά δέκα λεπτά φαίνεται πώς τόν είχαν ξεμεθύ­σει. Περπατούσε τώρα ίσια κι' είχε πάψει νά χαμογελάει. Είχα

— 3 6 C —

Page 363: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τήν Εντύπωση ότι δέν ήταν άπολύτως εύχάριστη μένος με τή στροφή πού έπαιρναν τα πράματα, ούτε προετοιμασμένος νά συναντήσει τδ συνταγματάρχη Τζούλιαν. 'Άρχισε νά μιλάει μέ φωνή δυνατή, καί μάλλον Επιτακτικά.

— τακούστε δώ, συνταγματάρχα Τζούλιαν, είπε. Περιστρο φές δέ μάς χρειάζονται. Ό λόγος πού βρίσκομαι ·έδώ είναι ότι δέν είμαι καθόλου ικανοποιημένος άπό τήν άπόφαση πού βγήκε σήμερα τό άπόγεμα.

— Ναί ; είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Άλλά άρμοδιότερος άπό σάς γιά να πει κάτι τέτοιο δέν είναι μάλλον ό κύριος ντέ Γουίντερ ;

— 'Όχι, δέν το νομίζω, είπε ό Φάδελ. 'Έχω το δικαίωμα νά μιλήσω, όχι μόνο σάν ξάδερφος τής Ρεβέκκας, άλλά και σάν μέλλων άντρας της, άν ήταν άκόμα στή ζωή.

Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν φάνηκε μάλλον κατάπληκτος^— ’Ά ! είπε. Καταλαβαίνω. Τότε βέβαια διαφέρει. ταλή­

θεια είν' αύτό, ντέ Γουίντερ ;Ό Μαξίμ σήκωσε τούς ώμους.— Πρώτη φορά άκούω κάτι τέτοιο, είπε.Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν τούς κοίταγε πότε τόν £ν<χ

καί πότε τόν άλλο μέ άμψιβολία.— 'τακούστε δώ, Φάβελ, είπε. Τί άκριβώς είναι ή ένστασή

σας ;Ό Φάβελ στάθηκε μιά στιγμή και τόν κοίταξε. Ή ταν όλο

φανερό ότι κάτι μηχανεύονταν στό μυαλό του, άλλά δέν ήταν άρκετά νηφάλιος γιά νά μπορέσει νά τό φέρει είς πέρας. "Εβαλε το χέρι του άργά στήν τσέπη τού γιλέκου του κι1 έβγαλε τό σημείωμα τής Ρεβέκκας.

— ταύτό τό σημείωμα, είπε, γράφτηκε λίγες ώρες πρίν ξε­κινήσει ή Ρεβέκκα, καθώς υποτίθεται, γιά το ταξιδάκι τής αύτοκτονίας της. ‘Ορίστε. Σάς παρακαλώ νά τό διαβάσετε, και νά μου πείτε άν φαντάζεστε ότι μιά γυναίκα, πού γράφει ένα τέτοιο σημείωμα, εχει στο νου της ν' αύτοκτονήσει.

Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν έβγαλε τά γυαλιά του άπό μιά θήκη πού είχε στήν τσέπη' του και διάβασε το σημείωμα. "Υστερα τό ξανάδωσε τού Φάβελ.

— "Οχι, είπε. Εκ πρώτης όψεως, όχι, 'ταλλά δέν ξέρω σέ Η άναφέρεται αύτό τό σημείωμα. "Ισως έσείς νά το ξέρετε. 'Ή ίσως τό ξέρει ό ντέ Γουίντερ ;

Ό Μαξίμ δέν άπάντησε. Ό Φάβελ έστριβε τό χαρτάκι στά δάχτυλά του χωρίς ν' άφήνει τόν Τζούλιαν άπ' τά μάτια του.

— Ή ξαδέρφη μου, είπε, μού όριζε μ' αύτό τό σημείωμα ενα συγκεκριμένο ραντεβού. Ή μήπως ό χ ι ; Μού έλεγε ρητώς νά πάω τό ίδιο βράδυ στό Μάντερλέη γιατί είχε κάτι νά μου πει-

— 367 —

Page 364: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ΊΓί ακριβώς ήταν αύτό, δέ φαντάζομαι ότι θά τό μάθουμε ποτέ, ,άλλά αύτό είναι έξω άπό τό θέμα. Μού όριζε ένα ραντεβού, και σκόπευε νά περάσει όλη τή νύχτα στό σπιτάκι γ ιά νά είμα­στε μόνοι. Το γεγονός αύτό κοίθ' έαυτό, ότι πήγε μιά βόλτα μέ το κότερο, δέ μέ ξαφνιάζει κοεθόλου. Πάτντα τό έκανε, νά πη­γαίνει μιά δυο ώρες μέ τό κότερο, όταν ή μέρα της στό Λον­δίνο τήν είχε κουράσει. 'ταλλά νά τρυπήσει τά σανίδια της κα­μπίνας, και νά πνιγεί μέ το ίδιο της τό θέλημα, άπό ένα κα­πρίτσιο ύστερικό τής στιγμής σάν το πρώτο νευρασθενικό κο­ριτσόπουλο, — έ, αύτό όχι, συνταγματάρχα Τζούλιαν, γ ιά το θεό , αύτό όχι !

Το αίμα τού είχε άνέβει στό κεφάλι, και στά τελευταία λόγια είχε αρχίσει νά όρύεται. Ό τρόπος του δέν τόν έξυπηρετουσε καθόλου, καί μπορούσα νά ίδώ, άπ ' τή λεπτή έκείνη γραμμούλα στό στόμα του, ότι ό συνταγματάρχης Τζούλιαν δεν είχε πάρει μέ καλό μάτι τόν Φάβελ.

— 'ταγαπητέ μου, είπε, είναι έντελώς περιττό νά παραφέ­ρεστε μαζί μου. Δέν είμαι ό κόρονερ πού δ ιεξήγαγε σήμερα το άπόγεμα τη διαδικασία, ούτε είμαι κανείς άπ ' τούς ένορκους που έβγαλαν αύτή τήν απόφαση. Είμαι άπλώς ό δικαστής τής περιφέρειας. Φυσικά, θέλω πάρα πολύ νά σάς συνδράμω όσο μπορώ, και τόν ντέ Γουόντερ έπίσης. Λέτε πώς δέν παραδέχε­στε ότι ή ξαδέρφη σας αύτοκτόνησε. 'ταπ’ τήν άλλη μεριά, τήν κατάθεση τού ναυπηγού τήν άκούσατε καί σεις όπως όλοι μας. Οί πείροι ήταν άνοιχτοί, καί τό σκάφος είχε τρύπες. Έ ν τάξει. "Άς έρθουμε λοιπόν στήν ούσία. Τί φαντάζεστε πράγματι ότι έγινε ;

Ό Φάβελ γύρισε ά ρ γά το κεφάλι καί κοίταξε τόν Μοοξίμ. Εξακολουθούσε νά στρίβει τό σημείωμα στά δάχτυλά του.

— Τούς πείρους δέν τούς άνοιξε ή Ρεβέκκα. Ούτε έκαμε έκείνη τίς τρύπες. Ή Ρεβέκκα δέν οίύτοκτόνησε. Μοΰπατε νά σας πώ τήν ιδέα μου, καί, μά το θεό πού πιστεύω, θά σάς τήν πώ. Τή Ρεβέκκα τή σκότωσαν. Κι’ άν θέλετε νά μάθετε ποιός είναι ό φονιάς, ό φονιάς είναι δώ, έκεί πλάι στό παρόεθυρο, μ' αύτό το καταραμένο υπεροπτικό του χαμόγελο στήν όψη. Δέ μπόρεσε νά περιμείνει νά περάσει καλά καλά ουτ' ένας χρό­νος, καί παντρεύτηκε το πρώτο κοριτσόπουλο πού βρήκε μπρο­στά του. Ε δ ώ είν' ό δολοφόνος, νά τος, όρίστε : ό κύριος Μα­ξιμιλιανός ντέ Γουίντερ. Γιά κοιτάχτε τον καλά. ‘Ωραίος δε θά­ναι, κρεμαστός στήν κρεμάλα ;

Κι' ό Φάβελ άρχισε νά γελάει, διαπεραστικά, δυνατά πα­λαβά, σά μεθύστακας, κι' όλο κι' έστριβε μές στά δάχτυλα τό σημείωμα τής Ρεβέκκας.

368 —

Page 365: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

24Σ ' ΕΥΧταΡΙΣΤΩ, θέ μου, γι' αύτό το γέλιο τού Φάδελ.

Σ ' εύχαριστώ πού έδειχνε έτσι μέ τό δάχτυλο, καί ή όψη του ήταν έτσι κατακόκκινη, καί τά μάτια του άπλανά, φλογισμένα άπό το αίμα. Σ ' εύχαριστώ για

τόν τρόπο πού στεκότανε καί πού τρέκλιζε στά πόδια του. Γ ιατί όλ' αύτά διαθέσανε άσχημα τό συνταγματάρχη Τζούλιαν, καί τόν έκαμαν να ρθει μέ τό μέρος μας. Είδα στήν όψη του, στή γρήγορη σύσπαση τών χειλιών του, νά ζωγραφίζεται ή άηδία. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν όέν τόν πίστευε. Ό συνταγμα­τάρχης Τζούλιαν ήταν μαζί μας.

— ταύτός ό άνθρωπος είναι μεθυσμένος, είπε. Δέν ξέρει τίλέει.

— Εγώ μεθυσμένος ; ούρλιαξε ό Φάβελ. 'Ό χι δά, φιλα­ράκο μου, όχι δά ! Μπορεί νάστε όσο θέλετε δικαστής, καί συν­ταγματάρχης κιόλας άπό πάνω, άλλά έγώ γιά όλ' αύτά δε δίνω δεκάρα. 'Έχω το νόμο κι' έγώ μιά φορά μέ το μέρος μου, καί δε σκοπεύω νά χάσω τήν εύκαιρία. "Εχει κι' άλλους δικα­στές έκτός άπό σας, σ' αύτόν τό βρωμότοπο. ‘τανθρώπους πού έχουν καί λιγάκι μυαλό στό κεφάλι τους, και πού νιώθουν τί θά πει δικαιοσύνη. "Οχι καραβανάδες πού τούς έδωσαν τά πα­πούτσια στό χέρι έδώ καί χρόνια, γιατί δέν ήξεραν πούθε πάνε τά τέσσερα, καί τώρα σεργιανάνε μέ μιά κρεμάθα τενεκεδά­κια στό πέτο. Τή Ρεβέκκα τή σκότωσε ό Μάξ ντέ Γουίντερ, και θά σάς τό άποδείξω.

— Μιά στιγμή, κύριε Φάβελ, είπε ήρεμα ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Ήσαστε σήμερα τό άπόγεμα στή συνεδρίαση, δέν ήσαστε ; θυμάμαι τώρα. Σάς είδα. "ταν σάς πείραξε τόσο πολύ αύτή ή άδικη άπόψαση, γιατί δέν τδπατε άμέσως στούς Ενόρ­κους, και στόν κόρονερ τόν ίδιον ; Γ ιατί δέν παρουσιάσατε στή διαδικασία αύτό τό σημείωμα *

— W9 —'J4 Hftiixya

Page 366: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

•θ Φάβελ τόν κοίταξε, καί γέλασε.— Γ ια τ ί; είπε. Γιατί έτσι μου γουστάριζε, νά γιατί. Προτί­

μησα νάρθω νά τά πούμε μέ τόν ντέ Γουίντερ αύτοπροσώπως.“ Γι’ αύτό άκριβώς σάς τηλεφώνησα, είπε ό Μαξίμ παρα­

τώντας τό παράθυρο. Ξέραμε ήδη τίς κατηγορίες του Φάβελ. Κι' έγώ τόν ρώτησα τό ίδιο : Γ ιατί δέν είπε τίς .ύποψίες του στόν κόρονερ ; Είπε τότε ότι δέν ήταν άνθρωπος πλούσιος, κι’ ότι άν τού <έκοβα ένα εισόδημα Ισόβιο άπό δυο ή τρεις χιλιάδες λίρες το χρόνο, δέ θά μέ ξαναενοχλούσε ποτέ. Ό Φράνκ και ή γυναίκα μου ήταν μπροστά. Τόν άκουσαν κι' οί δύό τους. Ρωτήστε τους.

— Είναι άληθέστατο, κύριε Συνταγματάρχα, είπε ό Φράνκ. Πρόκειται ταπλούστατα περί ένός καθαρού έκβιασμοϋ.

— Ναι, βέβαια, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Το κακό είναι ότι το ζήτημα δέν είναι ούτε τόσο καθαρό, ούτε ιδιαιτέ­ρως άπλό. Μπορεί νά δημιουργήσει ένα σωρό δυσάρεστα σε πολλούς άνθρώπους, άκόμα και άν ό έκβιαστής βρεθεί στό τ’έλος στή φυλακή. Κ αμιά φορά και αθώοι άνθρωποι βρίσκονται έπίσης στή φυλακή, θέλουμε νά το άποφύγουμε αύτό στήν προ' κείμενη περίπτωση. Δεν ξέρω αν είστε άρκετά νηφάλιος, Φάβελ, γ ιά ν' άπαντήσετε στίς έρωτήσεις μου, και άν αφήσετε κατά μέρος τίς προσωπικές προσβολές, πού δέν έχουν καμιά 6χέση μέ το θέμα, θά μπορέσουμε ίσως νά βρούμε τήν άκρη πιό γρήγορα. Προ όλίγου, διατυπώσατε έναντίον τού ντέ Γουίν­τερ μιά σοβαρότατη κατηγορία. 'Έ χετε καμιάν απόδειξη νά τή στηρίξετε ;

— ’ταπόδειξη ; είπε ό Φάβελ. Τί διάβολο τη θέλετε τήν από­δειξη ; Δέν είναι ταρκετή ταπόδειξη αύτές οι τρύπες στό κότερο ;

— 'τασφαλώς όχι, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, εκτός άν μπορείτε νά μάς φέρετε ένα μάρτυρα πού νά είδε τον ντε Γουίντερ νά τ ίς φτιάχνει. Που είναι αύτός ό μάρτυς ;

— Δέν τούς στέλνετε στό διάβολο τούς μάρτυρες, είπε ό Φάβελ. Καί βέβαια ό ντέ Γουίντερ τις έφτιαξε, Ποιός άλλος θα σκότωνε τή Ρεβέκκα ;

— Το Κέρριθ έχει πολύ πληθυσμό, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Γιατί νά μήν πάμε άπό σπίτι σέ σπίτι ν' αρχίσουμε ανακρίσεις ; Μπορεί νά τήν έχω σκοτώσει κι' εγώ. Δε. φαίνεται νά έχετε περισσότερες α ποδείξεις έναντίον του ντέ Γουίντερ άπ' όσες, π. χ., έναντίον μου.

— Καταλαβαίνω, είπε ό Φάβελ. Πάτε παρ' όλ’ αύτά νά τόν βγάλετε α σπροπρόσωπο. Πάτε νά τού κάνετε πλάτες. Τόν προ­στατεύετε γ ια τ ί τρώτε στό σπίτι του καί τρώει στό δικό σας. Είναι ταπό τζτακι. Είναι ό κύριος τού Μάντερλέη. Κακομοίρη ξιπασμένε 1

— Φάβελ, προσέχτε Ι

— 370 —

Page 367: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Νομίζετε πώς έχετε το πάνω χέρι, έ ; Νομίζετε πώς δε στέκεται στό δικαστήριο ή κατηγορία μου ! θά σάς τίς φέρω τίς άποδείξεις πού γυρεύετε, μή χολοσκάτε ! Σάς λέω πώς ό ντέ Γουίντερ σκότωσε τή Ρεβέκκα Εξαιτίας μου. 'Ήξερε ότι ήμουν Ερωμένος της, και ζήλευε, ήταν τρελός άπό τή ζήλεια του. ’Ήξερε πώς με περίμενε στο σπιτάκι της παραλίας, και πήγε εκεί και τή σκότωσε. "Υστερα, πήγε το πτώμα στό κότερο, και το βούλιαξε.

-Πολύ έξυπνη Ιστορία στο είδος της, Φάδελ, άλλά σάς ξαναλέω άκόμα μιά φορά ότι δεν έχετε αποδείξεις. Φέρτε μου τόν άνθρωπο πού τά είδε αύτά με τά μάτια του, και τότε θ' αρχίσω νά σάς παίρνω στά σοβαρά. Το ξέρω αύτό το σπιτάκι τής παραλίας. Τόχαν γιά νά κάνουν πικ νικ, έτσι δέν είναι ; Ή κυρ ία 'ντέ Γουίντερ συνήθιζε νά βάζει Εκεί μέσα ό,τι χρεια­ζόταν γιά το κότερο, θά σάς βοηθούσε πολύ στήν ιστορία σας άν μπορούσατε νά το κάμετε ξαφνικά μιά βιλίτσα με καμιά πενηνταριά άλλες βιλίτσες τριγύρω της. Τότε, θά ύπήρχε ίσως το Ενδεχόμενο κάποιος άπό τούς γειτόνους νά είχε Ιδεί τά γε­γονότα.

— Γιά σταθείτε, είπε άργά ό Φάδελ, γιά σταθείτε.. . Υπάρ­χει ίσως μιά πιθανότητα νά είδε κάποιος τον ντέ Γουίντερ έκείνο το βράδυ. Και μάλιστα πολύ μεγάλη πιθανότητα. 'ταξίζει τόν κόπο νά το Εξετάσουμε. Τί θά λέγατε αν σάς έφερνα ένα μάρ­τυρα ;

Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν σήκωσε τούς ώμους. Είδα τόν Φράνκ νά κοιτάει Ερωτημοττικά τόν Μαξίμ. Ό Μαξίμ δεν είπε τίποτα. Κοιτούσε τον Φάδελ, Ξαφνικά, κατάλαβα τί Εννο­ούσε ό Φάδελ. Κατάλαδα τί έλεγε. Και μέσα σε μιάν άστραπή τρομάρας και φρίκης, κατάλαδα ότι είχε δίκιο. Ύπήρχε κά­ποιος αύτόπτης Εκείνη τή νύχτα. Φρασούλες διάφορες μού ξανάρθαν στό νου. Λόγια πού μού είχαν μείνει άκατάληπτα, φρά­σεις πού τίς είχα νομίσει ξεκρέμαστα νοήματα ένός ήλιθίου. « 'Έχει πάει φούντο. Δέν ξαναβγαίνει.» « Ε γώ δέν είπα τίπο­τα. » « Δε θά τήν έδρουνε, έ ; Τώρα πάει, φάγανε ψάρια, — δε φάγανε ; » «"Οχι γυρίσει ξανά.» Ό Μπέν ήξερε. Ό Μπέν είχε δει. Ό Μπεν, με το άλλόκοτο ξεχαρβαλωμένο μυαλό του, είχε ίδεί τα πάντα. Έκείνη τή νύχτα ήταν κρυμμένος μέσα στό δάσος. Είχε Ιδεί τόν Μαξίμ νά βγάζει το κότερο στ’ άνοιχτά καί νά γυρίζει με το βαρκάκι μονάχος. "Ενιωθα τήν όψη μου νά χάνει ολο το χρώμα της. ’Έγειρα πίσω στό μαξιλάρι τής πολυθρόνας.

— Είναι κάποιος βλάκας έδώ τού χωριού, πού περνάει όλες τίς ώρες του στήν παραλία, είπε ό Φάδελ. Έκεί γύρω ήτανε πάντα, δταν πήγαινα νά βρώ τή Ρεβέκκα. Πολλές φορές τόν

371 -

Page 368: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

είχα δει. ‘Ό ταν οί νύχτες ήταν ζεστές, κοιμότανε στό δάσος ή στό άκρογιάλι. Είναι τσιμπημένος, καί ποτέ δέ θά ρχότανε άπό μόνος του νά τά πει. Μά έγώ έχω τόν τρόπο νά τόν κάμω να μιλήσει, όν είδε τίποτα έκείνη τή νύχτα. Καί ύπάρχουν πολύ μεγάλες πιθανότητες νά είδε.

— Ποιός είν' αύτός ; Γιά ποιόν λέει ; είπε ό συνταγματάρ­χης Τζούλιαν.

— θ ά έννοεί τον Μπέν, είπε ό Φράνκ, ρίχνοντας άλλη μιά ματιά στόν Μαξίμ. Είναι ό γιος ένός άπ ' τούς κολλήγους μας. Μά ό άνθρωπος τάχει χαμένα, δέν ξέρει ούτε τ ί λέει, ούτε τί κάνει. Είναι ηλίθιος έκ γενετής.

— Και τί παναπεί αύτό ; είπε ό Φάδελ. Έ χ ε ι μάτια ή δέν έχει ; Τί βλέπει, το ξέρει. Δέ θάίχει παρά ν' όίποντάει μ' ένα ναι ή μ' ένα όχι. 'ταρχίζετε νά τά χάνετε, βλέπω, — τί λέτε ; Πάει π ιά ή ώραία σιγουριά.

— Μπορούμε νά τόν βρούμε αύτό τόν άνθρωπο και νά τόν εξετάσουμε ; είπε ό συντοτγματάρχης Τζούλιαν.

— Βεβαιότατα, είπε ό Μαξίμ. Πές του Ρόμπερτ, Φράνκ, να πεταχτεί ώς το σπιτάκι τής μάνας του και νά τόν φέρει.

Ό Φράνκ δίστασε. Τόν είδα νά μου ρίχνει ένα βλέμμα με τήν άκρη του ματιού.

— Ά ν τε λοιπόν, γ ια όνομα τού θεού, είπε ό Μαξίμ. Νά τε­λειώνουμε π ιά μ' αύτή τήν Ιστορία.

‘Ο Φράνκ βγήκε άπ’ το δωμάτιο. 'Ά ρχισε και πάλι νά μέ πιάνει έ κείνος ό πόνος κάτω άπ ' τήν καρδιά.

Σέ λ ίγα λεπτά ό Φρόνκ ξοναγύρισε.— Ό Ρόμπερτ πήρε τό αύτοκίνητό .μου, είπε. ‘Ά ν ό Μπέν

είναι σπίτι του, σέ δέκα λεπτά θάν’ έδώ.— θ ά τόν έχει κλείσει ή βροχή, ε Ϊπε ό Φάδελ. Έ κεί θάναι.

Καί βά δείτε, πιστεύω, ότι θάχω τόν τρόπο νά τόν κάμω να μιλήσει.

Γέλοεσε και κοίταξε τόν Μαξίμ. Ή όψη του ήτον άκόμα κατακόκκινη. Ή το ν τόσο ξαναμμένος, πού είχε Ιδρώσει. Το μέτωπό του ήταν όλο σταγόνες σταγόνες. Παρατήρησα πώς ξεχείλωνε ό σβέρκος του άπ' τό κολάρο του πίσω, και τί χα ­μηλά στό κεφάλι του πού ήτον ριζωμένα τ' αύτιά του. Τήν άνθηρήν αύτήν όψη δε θά τήν είχε άκόμα γ ιά πολύ. Ά πό τώρα κιόλα είχε άρχίσει νά παίρνει τήν κάτω βόλτα, νά φαίνεται σάν πρησμένος. Πήρε κι' άλλο τσιγάρο.

— Ε σ είς έδώ πέρα στό Μάντερλέη μου είσαστε σάν ένα μι­κρό σωματείο, είπε. Τά κάνετε όλα πλακάκια. Κι' ό δικαστής άκόμα τού τόπου, κι’ αύτός μέσα είναι. ταύτή πού πρέπει νά έξαιρεθεϊ, είναι βέδαια ιή νεαρά σύζυγος. Μιά γυναίκα δέν καταθέτει ποτέ έναντίον τού άντρός της. "Οσο γιά τόν Κρώ·

372 —

Page 369: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

λεη, αύτόν φυσικά τόν έχουν λαδώσει. Ξέρει ότι dev πει τήν άλήθεια, θά χάσει τή θέση του. Κι' άν καταλαβαίνω σωστά, έχει μέσα του καί λιγάκι κακία εναντίον μου. Δέν είχες καί μεγάλη έπιτυχία με τή Ρεβέκκα, έ, Κρώλεη ; Οί γλύκες δέ βάσταξαν καί πάρα πολύ. Τώρα όμως, είναι σάν πιό εύκολα κάπως τά πράματα, δέν είναι ; 'Η νεαρά σύζυγος θά σού έχει εύγνωμοσύνη νά της δίνεις τό άδελφικό σου το μπράτσο κάθε φορά πού λ,ιγοθυμάει. "Οταν θ' ακούσει το δικαστή νά άπαγγέλλει τήν είς θάνατον καταδίκην τού άντρός της, αύτό τό μπράτσο θά της έρθει πολύ πρόχειρο καί βολικό.

Το πράμα έγινε πολύ γρήγορα. Πάρα πολύ γρήγορα, ώστε νά μπορέσω νά καταλάβω τί έκαμε άκριβώς ό Μαξίμ. Είδα μόνο τόν Φάβελ νά κλονίζεται και νά πέφτει πάνω στό μπράτσο τού ντιβανιού, κι' ύστερα νά σωριάζεται στο πάτωμα. Κι’ ό Μα­ξίμ νά είναι δίπλα του. ταίστάνθηκα πάρα πολύ άσχημα. Είχε κάτι το έξευτελιστικό, το ότι ό Μαξίμ είχε χτυπήσει τόν Φά­βελ. θά προτιμούσα νά μήν το ήξερα, θ ά προτιμούσα νά μήν ήμουν μπροστά νά το δώ. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν δέν είπε λέξη. Φαινόταν πολύ σκυθρωπός. Τούς γύρισε τή ράχη και ήρθε καί στάθηκε δίπλα μου.

— Νομίζω πώς θάταν προτιμότερο νά άνεβαίνατε, μου είπε ήρεμα.

"Εκαμα μιά κίνηση του κεφαλιού.“ Ό χι, ψιθύρισα. Ό χι.— Στήν κατάσταση πού είναι αύτός ό άνθρωπος, είναι ικα­

νός νά πει ποιός ξέρει τί, είπε, ταύτά πού είδατε αύτή τή στι­γμή δέν είναι και πολύ ώραία. Βέβαια, ό σύζυγός σας είχε δίκιο, άλλά όπωσδήποτε ήταν δυσάρεστο πού έγινε ό,τι έγινε μπροστά σας.

Δέν άπάντησα. 'Κοίταξα τόν Φάβελ, %πού σηκωνόταν στά πόδια του άργά-άργά. Κάθησε βαριά στό ντιβάνι, κι' έψ£ρε τό μαντήλι του στό πρόσωπό του.

— Δώστε μου κάτι νά πιώ, είπε, Δώστε μου κάτι νά πιώ.Ό Μαξίμ κοίταξε τόν Φράνκ. Ό Φράνκ βγήκε έξω. Κανείς

μας δέ μίλαγε. Σέ μιά στιγμή, ό Φράνκ γύρισε, μέ το γουίσκυ καί τή σόδα σ' ένα δίσκο. "Εβαλε σ' ένα ποτήρι, καί τόδωσε του Φάβελ. Ό Φάβελ ήπιε μέ λαιμαργία, σάν το ζώο. Ό τρόπος πού έβαζε το ποτήρι στό στόμα του είχε κάτι το λάγνο και το άποτρόπαιο. Τά χείλη του σούρωναν πάνω στό ποτήρι κατά έναν τρόπο περίεργο. Στό σαγόνι του, έκεί πού τόν είχε χτυ­πήσει ό Μαξίμ, είχε ένα κοκκινόμαυρο μελάνιασμα. Ό Μαξίμ τού είχε ξαναγυρίσει τή ράχη κι' είχε ξαναπάει στό παράθυρο. Έριξα μιά ματιά στό συνταγματάρχη Τζούλιαν, καί είδα ότι κοιτούσε τόν Μαξίμ. Τό βλέμμα του ήταν άλλόκοτο, έντατικό.

— 373 —

Page 370: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

•Η καρδιά: μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα γρήγορα. Γ ιατί νά κοιτάει έτσι τόν Μαξίμ ό συντοτγματάρχης Τζούλιαν ;

Τί νά σήμαινε αύτό άραγε ; Μήπως ότι είχε άρχίσει να αναρωτιέται, και νά υποπτεύεται;

Ό Μαξίμ δέν τόν έβλεπε. Κοίταγε τή βροχή. Έ πεφ τε κατακάθετη και πυκνή όπως και πρώτα. Ό κρότος της γέμιζε τήν κάμαρα. Ό Φάδελ τέλειωσε το γουίσκυ του και ξανάδαλε το ποτήρι του στό τραπέζι πού ήταν δίπλα στό ντιβάνι. 'τανάσαινε βαριά. Δέ μάς κοίταγε. Κοίταγε ίσια μπροστά του το πάτωμα.

Το τηλέφωνο άρχισε νά χτυπάει στο μικρό δωματιάκι, με μιά νότα διαπεραστική και παράτονη. Πήγε ό Φράνκ.

Γύρισε άμέσως και κοίταξε το συνταγματάρχη Τζούλιαν.— Ή κόρη σας είναι, είπε. Ρωτούν άπό το σπίτι σας αν

πρέπει νά καθήσουν ή νά περιμείνουν.Ό συντοτγματάρχης Τζούλιαν έκαμε μιά χειρονομία άδη

μονίας.— Πήτε τους νά καθήσουν, είπε. Κ ι' ότι δέν ξέρω τί ώρα

θα γυρίσω.'Έ ριξε μιά ματιά στό ρολόι του.— 'τακούς ιδέα νά τηλεφωνήσουν, μουρμούρισε. Βρήκανε

τη στιγμή.Ό Φράνκ ξαναπήγε στο δωματιάκι γ ιά νά δώσει τήν απάν­

τηση. Συλλογίστηκα την κόρη του, στην άλλη άκρη άπό το σύρμα. Τήν έβλεπα μέ το νου μου νά φωνάζει τής άδερψής της : « Ό Μπαμπάς λέει νά καθήσουμε. Τί δουλειά τάχα νά Το μπιφτέκι θά γίνει σά σόλα ». Το μικρό τους το σπιτικό εϊχε γίνει άνω κάτω έξαιτίας μας. Τούς είχαμε αναστατώσει τις καθεβραδινές τους συνήθειες. Ό λ ' αύτά είχαν μπερδευτεί πα ­λαβά και άσυνάρτητα γ ια τ ί ό Μαξίμ είχε σκοτώσει τη Ρε­βέκκα. Κοίταξα τόν Φράνκ. Ή όψη του ήταν κατάχλωμη κο:ί σοβαρή.

— Άκούω τόν Ρόμπερτ πού γυρίζει μέ το αύτοκίνητο, ε Ϊπ? στο συνταγματάρχη Τζούλιαν. ταύτό το παράθυρο βλέπει στην αλέα.

Βγήκε άπ' τη βιβλιοθήκη έξω στο χώλ. τακούγοντάς τον. ό Φάβελ είχε υψώσει το κεφάλι. Σηκώθηκε και στάθηκε όρ­θιος κοιτάζοντας πρός την πόρτα. Είχε στην όψη του ένα κακό άλλόκοτο χαμόγελο.

•Η πόρτα άνοιξε καί μπήκε ό Φράνκ. "Υστερα γύρισε, και μίλησε σέ κάποιον πού ήταν έξω στο χώλ.

— 'Έ λα, Μπέν, είπε ήρεμα. Ό κύριος ντέ Γουίντερ θέλει νά σου δώσει μερικά τσιγάρα. Γιατί φοβάσαι ;

Ό Μπέν, άδέξια και δειλά, μπήκε μέσα στό δωμάτιο. Είχε τον κούκο του στό χέρι. Χωρίς καπέλο, φαινόταν άλλόκοτος καί

— 874 -

Page 371: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

γυμνός. Γιά πρώτη φορά παρατήρησα δτι το κεφάλι του ήταν •ξυρισμένο έντελώς, κι’ ότι δέν είχε μαλλιά καθόλου. Φαινόταν άλλόκοτος, τρομακτικός.

Θαλεγε κανείς ότι το φώς τόν θάμπωνε. Κοίταγε τριγύρω τό δωμάτιο μ’ ένα ύφος ήλίθιο, μισοκλείνοντας τά μικρούτσικα μάτια του. Το βλέμμα του μ’ άρπαξε, κι' έγώ τού έκαμα ένα φευγαλέο και τρεμάμενο χαμόγελο. Δέν ξέρω άν με άναγνώρισε. Μισό κλείσε μόνο τά μάτια. ‘Ύστερα, ό Φάδελ πήγε άργά καταπάνω του και στάθηκε μπροστά του.

— Καλώς τον, είπε. Τί έγινες άπό τότε πού έχω νά σε ίδώ ;Ό Μπέν δέν τόν κοίταξε. Τίποτα στήν όψη του δέν έδειχνε

ότι τόν άναγνώριζε. Δέν άπάντησε.— Λοιπόν ; είπε ό Φάδελ. Ξέρεις ποιός είμαι, δέν ξέρεις :Ό Μπέν εξακολουθούσε νά στρίβει τόν κούκο του.—'Έ ; είπε.— Πάρε ένα τσιγαράκι, είπε ό Φάβελ δίνοντάς του το κουτί.Ό Μπέν κοίταξε τόν Μαξίμ και τόν Φρανκ.— 'Εν τάξει, έν τάξει, είπε ό Μαξίμ. Πάρε όσα θέλεις.Ό Μπέν πήρε τέσσερα κι’ έβαλε άπό δύο πίσω άπό κάθε

αυτί. 'Ύστερα ξανάρχισε νά στριφογυρίζει τόν κούκο του.— Ξέρεις ποιος είμαι, δέν ξέρεις ; ξανάπε ό Φάβελ.Καί πάλι, ό Μπέν δέν άπάντησε. Ό συνταγματάρχης Τζού­

λιαν πήγε καταπάνω του.— Σέ λίγη ώρα θά γυρίσεις στό σπίτι σου, Μπέν, τού είπε.

Κανείς δέν πρόκειται νά σε πειράξει, θέλουμε μόνο νά μάς άπαντήσεις σ' ένα δυο πράματα πού θά σέ ρωτήσουμε. Ξέρεις τόν κύριο Φάβελ, δεν τόν ξέρεις ;

ταύτή τή φορά ό Μπέν κούνησε το κεφάλι του.— Ποτέ μου είδα, είπε.— Μήν κάνεις το βλάκα, είπε άγριοί ό Φάβελ. Το ξέρεις

πολύ καλά ότι μ’ έχεις δει. Μ' έχεις δει στό σπιτάκι της παρα­λίας, το σπιτάκι τής κυρίας ντέ Γουίντερ. Μ' έχεις δει έκεί πέρα, δέ μ' έχεις δει ;

— 'Όχι, είπε ό Μπέν. Είδα κανένανε.— Βρέ βλάκα άρχιψεύτη του διαόλου, είπε ό Φάβελ, θά μού

πεις τώρα έμένα ότι πέρσι δέ μ’ είχες δει, νά βολτάρω στό δάσος με την κυρία ντε Γουίντερ κι' ύστερα νά μπαίνω στό σπι­τάκι ; Δε σε τσακώσαμε μάλιστα μιά φορά, νά μάς παραμο­νεύεις άπό το παράθυρο ;

— ” Ε ; είπε ό Μπέν.— Πειστικότατος μάρτυς ! είπε ό συνταγματάρχης Τζού­

λιαν σαρκαστικά.Ό Φάδελ γύρισε καί τόν κοίταξε.— ταύτό είναι μηχανή, είπε. Κάποιος πήγε και βρήκε αύτό

— 375 —

Page 372: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

το ξόανο και τόν τραμπουκωσε. Σ ά ς λέω ότι μ' έχει δει ένα σωρό φορές. Γιά έλα δώ. Μπάς και σέ κάνει αύτό νά θυμηθείς ;

'Έ βαλε τό χέρι του στήν πίσω τσέπη του πανταλονιού του κι' έβγολε ένα πορτοφόλι. Πήρε ένα χαρτονόμισμα τής μιας λίρας και τό άνέμισε μπρός στά μάτια τού Μπέν.

— Τώρα μέ θυμάσαι ; είπε.Ό Μπέν κούνησε τό κεφάλι του.— Ποτέ μου είδα, είπε.Κι’ ύστερα, άρπάζοντας το μπράτσο τού Φράνκ :— Ή ρ θ ε δώ μέ (βάλει άσυλο ;— Ό χ ι, Μπέν, είπε ό Φράνκ. Μή φοβάσαι.— Δέ θέλω πάω άσυλο, είπε ό Μπεν. 'Άσυλο κακοί άνθρωποι.

θέλω μείνω σπίτι μου. Ό χ ι έκαμα τίποτα.— 'Εν τάξει, έν τάξει, Μπέν, είπε ό συνταγματάρχης Τζού­

λιαν. 'Κανείς δέν πρόκειται νά σέ εβάλει στό άσυλο. Είσαι βέ­βαιος ότι δέν έχεις ξαναδεί οώτό τόν άνθρωπο ;

— Ό χ ι , είπε ό Μπέν. Ποτέ μου είδα.— θυμάσαι την κυρία ντέ Γουίντερ, δεν τη θυμάσαι ; είπε

συνταγματάρχης Τζούλιαν.Ό Μπέν μού έριξε μιάν άβέβαιη ματιά.— Ό χ ι , είπε μέ καλοσύνη ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

Τήν άλλη κυρία ντέ Γουίντερ, αύτήν πού πήγαινε στό σπιτάκι.- Έ ; είπε ό Μπέν.— θυμάσαι τήν κυρία πού είχε τό κότερο ;Ό Μπέν μισόκλεισε τά μόττια του.— Πάει, είπε.— Ναί, αύτό τό ξέρουμε, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

Πήγαινε συχνά μέ το κότερο, δέν πήγαινε ; Μήπως ήσουνα στήν παραλία την τελευταία φορά πού πήρε τό κότερο ; Έ ν α βράδυ, πάνω κάτω έδώ κι' ένα χρόνο ; Τότε πού δέν ξανοτγύρισε ;

Ό Μπέν στριφογύριζε τό σκούφο του. Έ ρ ιξ ε μιά ματιά του Φράνκ, κι' ύστερα κοίταξε τόν Μαξίμ.

— Έ ; είπε.— Έ κεί ήσουν, δεν ήσουν ; είπε ό Φάβελ γέρνοντας μπρο­

στά. Είδες την κυρία ντέ Γουίντερ νά κατεβαίνει στό σπιτάκι, κι' ύστερα είδες και τόν κύριο ντέ Γουίντερ. Ή ρ θ ε στό σπι­τάκι μετά. "Υστερα τί έγινε ; Έ λ α , λέγε. Τί έγινε ;

Ό Μπέν έκαμε κατά πίσω και κόλλησε στόν τοίχο.— Τίποτα είδα, είπ<£. θέλω μείνω σπίτι μου. Δέ θέλω πάω

άσυλο. Ποτέ είδα έσένα. Ποτέ είδα. Ποτέ είδα δάσο έσένα κι αύτήνε.

Κι' έβαλε κάτι κλάματα σάν παιδί.— Ζωντόβολο του διαβόλου, είπε ό Φάβελ άργά. Παλιο­

τόμαρο τού διαβόλου.

:π<)

Page 373: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Ό Μπέν σκούπιζε τά μάτια του με το μανίκι του.— Ό μάρτυς πού μάς φέρατε δέ φαίνεται νά σάς βοηθάει

και πολύ, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Μάλλον χάσαμε τήν ώρα μας μ' αύτή τήν παράσταση, δέ νομίζετε ; Θέλετε να τόν ρωτήσετε τίποτ’ άλλο ;

— ταύτό είναι συνωμοσία ! ούρλιαξε ό Φάδελ. Μούχετε στήσει μηχανή. Κι' είσαστε ολοι μέσα, όλοι σας. ταύτόν τα βλάκα κάποιος τόν εχει λαδώσει. "Εχει πάρει λεφτά αύτός, γιά νά λέει ολ' αύτά τά άτιμα ψέματα.

— 'Νομίζω πώς ό Μπέν μπορεί νά γυρίσει στό σπίτι του, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

— 'Εν τάξει, Μπέν, είπε ό Μαξίμ. Ό Ρόμπερτ Θά σέ πάει πίσω. Και κανένας δέν πρόκειται νά σέ .βάλει στό άσυλο, μή φοδάσαι. Πές τού Ρόμπερτ νά τού βάλουν στήν κουζίνα κάτι νά φάει, πρόσθεσε ύστερα στόν Φράνκ. Κρύο ψητό νά τού δώ­σουν, ή δ,τι άλλο τού κάνει κέφι.

— Ή πλερωμή γιό τή δούλεψη, ε ; είπε ό Φάδελ. Τόδγαλε σήμερα το μεροκάματο, έ, Μάξ ;

Ό Φρανκ πήρε έξω τόν Μπέν. Ό συνταγματάρχης Τζού­λιαν έριξε μιά ματιά τού Μαξίμ.

— ταύτός ό δυστυχής φαινόταν τρομοκρατημένος, είπε, "Ετρεμε σάν το φύλλο. Τον έδλεπα. Μήπως τόν έχουν κακομε­ταχειριστεί ;

— "Οχι, είπε ό Μαξίμ. Είναι άπολύτως άκίνδυνος, καί του είχα πάντα το Ελεύθερο νά γυρίζει όπου θέλει.

— Κάποιος τόν έχει τρομοκρατήσει, είπε ό Τζούλιαν. "Ε­τρεμε σάν το σκυλί, πού πας καταπάνω του νά το ξυλίσεις.

— Και γιατί δέν το κάνατε ; είπε ό Φάδελ. θ ά μέ θυμότανε μιά χαρά, άν του δίνατε ένα χέρι ξύλο. ’ταλλά βέδαια, τόν πάνε τώρα να τόν μπουκώσουνε γιά τόν κόπο του. Τόν Μπέν κανείς δέν πρόκειται νά τόν ξυλίσει.

— Δέ σάς στάθηκε καθόλου χρήσιμος στήν άποψή σας, δέν είν' έτσι ; είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Είμαστε πάντοτε στό ίδιο σημείο. Δέ μπορείτε νά φέρετε ούτε ίχνος άποδείξεως έναντίον του ντέ Γουίντερ, καί τό ξέρετε. Το έλατήριο πού ύποστηρίζετε δεν άντέχει στήν έρευνα. Λέτε ότι ήσαστε ό μέλλων σύζυγος τής κυρίας ντέ Γουίντερ, καί ότι είχατε μαζί της κρυφά ραντεβού στό σπιτάκι της παραλίας. Κι' ώστόσο, άκόμα κι' αύτός ό κακομοίρης ό ήλίθιος πού είχαμε τώρα δά έδώ μπροστά μας, παίρνει όρκο πώς δέ σάς είδε ποτέ. Δέ μπορείτε V' αποδείξετε ούτε τήν Ιστορία τή δική σας, τό καταλαβαίνετε ;

— Δέ μπορώ ; είπε ό Φάδελ.Τόν είδα νά χαμογελάει. Πήγε πρός τό τζάκι και χτύπησε

τό κουδούνι.

— 377 —

Page 374: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

-· Τί πρόκειται νά κάμετε ; είπε ό συνταγματάρχης Τζούλίαν.

— 'Υπομονή μιά στιγμή, και θά δείτε, είπε ό Φάδελ.'ταμέσως κατάλαβα τί έπρόκειτο νά γίνει. 'τακούοντας το

κουδούνι, παρουσιάστηκε ό Φρίθ.— Πές τής κυρίας Ντάμβερς νά ρθει έδώ, είπε ό Φάβελ.Ό Φρίθ έριξε μιά ματιά του Μαξίμ. Ό Μαξίμ έκαμε μιά

σύντομη κίνηση του κεφαλιού.Ό Φρίθ βγήκε.— 'Η κυρία Ντάμβερς δεν είναι ή οικονόμος σας ; είπε ό

συνταγματάρχης Τζούλιαν.— “Ηταν έπίσης και προσωπική φίλη τής Ρεβέκκας, είπε ό

Φάβελ. Ή τα ν μαζί της πολλά χρόνια πρίν παντρευτεί, και μπορεί να πει κανείς ότι αύτή τήν άνάθρεψε. θ ά δείτε ότι ή Ντάνη είναι έντελώς άλλου είδους μάρτυρας άπό τόν Μπέν.

Ό Φράνκ ξαναγύρισε.— Έ ν τάξει ό Μπέν ; είπε ό Φάιβελ. Τον ξαποστείλανε στό

κρεβατάκι του ; Τού δώσαμε το κοκό του και τού είπαμε πώς ήταν καλό παιδί ; ταύτή τη φορά όμως τά πράματα δε θάναι και τόσο εύκολα γ ϊά το σωματείο μας.

— Πρόκειται νά ρθει ή κυρία Ντάμβερς, είπε ό συνταγμα­τάρχης Τζούλιαν στόν Φοάνκ. Ό Φάβελ φαίνεται νά πιστεύει ©τι άπ' αύτήν κάτι θά μπορέσουμε νά βγάλουμε.

Ό Φράνκ έριξε μιά γρήγορη ματιά ατόν Μαξίμ. Ό συν­ταγματάρχης Τζούλιαν είδε αύτή τή ματιά. Ε ίδα τά χείλη του νά σουφρώνουν. ταύτό δέ μου άρεσε. Ό χ ι , αύτό δε μού άρεσε. ’Ά ρχισα νά δαγκώνω τά νύχια μου.

"Ολοι στεκόμαστε περιμένοντας, κοιτάζοντας κατά τήν πόρτα. Και ή κ. Ντάμβερς μπήκε. 'Ίσ ω ς ήταν έπειδή συνήθως τήν έβλεπα μόνη της, και δίπλα μου μού φαινόταν ψηλή και ξερακιανή, — τώρα όμως μού φάνηκε ζαρωμένη και τόση δά, και παρατήρησα ότι γ ιά νά κοιτάξει τόν Φάβελ, τόν Φράνκ και τόν Μαξίμ, έπρεπε νά κοιτάξει καταπάνω. Στάθηκε δίπλα στήν πόρτα, με τά χέρια σταυρωμένα μπροστά της, κοιτάζοντάς μας πότε τόν ένα πότε τόν άλλο.

— Καλησπέρα, κυρία Ντάμβερς, είπε ό συνταγματάρχης Τ ζούλιαν.

— Καλησπέρα σας, είπε αύτή, μ' έκείνη τη γέρικη, τή νεκρή, τή μηχανική της φωνή, πού τόσες φορές τήν είχα άκούσει.

— Πρώτα άπ' όλα, κυρία Ντάμβερς, Θέλω νά σόίς κάμω μια έρώτηση, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Καί ή έρώτηση αύτή είν' ή έξης : "Ησαστε έν γνώσει τών σχέσεων τής πρώτης κυρίας ντέ Γουίντερ καί τού κυρίου Φάβελ άπό δώ ;

- Ή τα ν πρώτα ξαδέρφια, είπε ή κ. Ντάμβερς.

— 378 —

Page 375: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Δέν άναφέρομαι σέ σχέσεις συγγένειας, κυρία Ντάμ&ερς, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. 'Εννοώ κάτι πολύ πιύ στενό.

— Δέν καταλαβαίνω πολύ καλά τί θέλετε να πείτε, είπε ή κ. Ντάμβερς.

— ’Έλα λοιπόν, Ντάνη, άσ’ τα αύτά, ξέρεις πολύ καλά τί θέλει νά πει, είπε ό Φάβελ. Τού τάχω πει τού συνταγματάρχη Τζούλιαν, άλλά δέ φαίνεται νά μέ πιστεύει. ‘Η Ρεβέκκα κι' εγώ ήμαστε μαζί χρόνια όλόκληρα, δέν ήμαστε ; Μ’ αγαπούσε, δέ μ' αγαπούσε ;

Πρός μεγάλη μου έκπληξη, ή κ. Ντάμβερς τόν κοίταξε μιά στιγμή χωρίς νά μιλήσει, και ό τρόπος πού τόν κοίταξε είχε κάτι σάν περιφρόνηση.

— ’Όχι, δέ σάς άγαπούσε, είπε.— Βρέ γριά μουρλή. .. άρχισε ό Φάβελ.’ταλλά ή κ. Ντάμβερς τόν έκοψε.— Δέ σάς αγαπούσε, όπως δέν άγαπούσε ούτε τόν κύριο

ντέ Γουίντερ. Δέν αγαπούσε κανέναν. Τούς άντρες όλους τούς περιφρονούσε. ’Ήταν παραπάνω άπ' δλ' αύτά.

Ό Φάβελ έγινε κατακόκκινος άπ’ το Θυμό του.— "τακου δω, δέν έπαιρνε κάθε βράδυ το μονοπάτι τού δά­

σους γιά νά ρθει νά μέ βρει ; Σύ ή ίδια δέν τήν περίμενες νά γυρίσει ; Δέν περνούσε όλα της τά σαββατοκύριακα στο Λον­δίνο μαζί μου ;

— Καί λοιπόν ; είπε ή κ. Ντάμβερς μέ μιάν άξαφνη ν έξαψη. Τι μ’ αύτό ; Δικαίωμά της ήταν νά κάνει το κέφι της, δικαίωμά της δέν ήταν ; Ό έρωτας γ ι' αύτήν ήταν ένα παιγνιδάκι, και τίποτ’ άλλο. 'Εμένα μού τόλεγε. Ό λ ' αύτά τάκανε γιά νά κάνει γούστο. Γιά νά κάνει γούστο, σάς λέω. Σάς έκανε γούστο καί γελούσε μέ σάς δπως καί μ' όλους τούς άλλους. Τήν έχω ιδεί εγώ νσ γυρίζει, καί νά κάθεται στό κρεβάτι της καί νά ξεραί­νεται άπό τά γέλια με όλους έσάς.

Είχε κάτι το φριχτό ό ξαφνικός αύτός χείμαρρος, κάτι το φριχτό καί το άπροσδόκητο. Μ' έκανε νά Εξανίσταμαι, κι' ας ήταν γνωστά μου δλ' αύτά. Ό Μαξίμ είχε γίνει κατάχλωμος. Ό Φάδελ τήν κοίταγε μέ το στόμα άνοιχτό, σά νά μήν κατα­λάβαινε τί άκουγε. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν τραβολο­γούσε τό μικρό μουστακάκι του. Γιά λίγο δλοι μείναμε άμί' λητοι. Και δέν άκουγες άλλον κρότο, άπό τήν άναπότρεπτη βροχή. "Υστερα, ή κ. Ντάμβερς Λρχισε τά κλάματα. 'Έκλαιγε σάν έκείνο το πρωί στήν κρεβατοκάμαρα τής Ρεβέκκας. Δέ μπορούσα νά τήν κοιτάζω. 'ταναγκάστηκα νά γυρίσω. Κανείς δέ μιλούσε. Δύό πράματα άκούγονταν μόνο μές στό δωμάτιο. ή βροχή καί το κλάμα τής κ. Ντάμβερς. Μού ρχόταν νά βάλω

— 879 —

Page 376: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τΙς φωνές. Να τρέξω έξω άπ' τό δωμάτιο, καί νά φωνάζω, νά φωνάζω.

Κανένας δέν τήν πλησίασε, νά τής πει κάτι, να τή βοηθή­σει. ταύτή έξακολουθουσε νά κλαίει. Τέλος, ύστερ' άπό λ ίγα λεπτά πού μου φάνηκαν αιώνες, άρχισε κάπως νά συνέρχεται. Λ ίγο -λ ίγο τό κλάμα έπαψε. Στεκόταν άκίνητη, μέ τήν όψη της σέ μιάν άδιάκοπη σύσπαση, ένώ τά χέρια της τσαλακώνανε νευρικά το μοά)ρο ύφασμα του φουστανιού της. Τέλος, έμεινε πάλι σιωπηλή. Τότε, ό συνταγματάρχης Τζούλιαν άρχισε νά της μιλάει ά ρ γά καί ήσυχα.

— (Κυρία Ντάμβερς, είπε, μήπως έχετε καμιά Ιδέα τ ί λόγο μπορεί νά είχε ή κυρία ντέ Γουίντερ — έστω koc! τόν πιό μα­κρινό—νά αυτοκτονήσει ;

Ή κ. Ντάμβερς κατάπιε το σάλιο της. Τά χέρια της έξακολουθουσαν νά τσαλακώνουν τό φουστάνι της. 'Έ καμε μιά κίνηση του κεφαλιού.

— Ό χ ι , είπε. Ό χ ι .— Βλέπετε ; πετάχτηκε ό Φάδελ. Είναι άδύνατο νά αύτο

κτόνησε. Τό ξέρει κι' αύτή πολύ καλά, όπως κι' έγώ. Ε γ ώσάς τόπα !

— Σταθείτε σάς παρακαλώ, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιοεν. ταφήστε τήν κυρία Ντάμβερς νά σκεφθεί. Ό λ ο ι μας συμ­φωνούμε ότι εκ πρώτης όψεως το πράγμα είναι παράλογο καί έκτος συζητήσεως. Ε γ ώ δέ συζητώ ούτε τήν ειλικρίνεια ούτε τή γνησιότητα αύτοϋ του σημειώματος. ταύτό είναι όλοφάνερο. Σ ά ς έγραψε κάποια στιγμή αύτό το σημείωμα στίς ώρες πού βρισκόταν στό Λονδίνο. 'Ήθελε κάτι νά σάς πει. Και είναι πολύ πιθανόν, ότι αν ξέραμε τί ήταν αύτό το κάτι, θαμαστέ ίσως σέ θέση νά βρούμε μιάν απάντηση σ' αύτό το τρομακτικό πρό­βλημα. Δώστε τής κυρίας Ντάμβερς νά διαβάσει το σημείωμα. 'Ίσ ω ς μπορέσει νά μάς διαφωτίσει.

Ό Φάβελ κούνησε τούς ώμους του. Ψηλάφησε τήν τσέπη του γ ιά νά βρει το σημείωμα, και το πέταξε στο πάτωμα στά πόδια τής κ.. Ντάμβερς. ταύτή έσκυψε και το σήκωσε. Καθώς διάβαζε τά λόγια, κοιτάγαμε τά χείλη της πού σάλευαν. Το διάβασε δυο φορές. "Υστερα κούνησε το κεφάλι της.

— Τίποτα δέ βγαίνει, £Ϊπε. Δέν ξέρω τ ί έννοεί . "ταν είχε κάτι το σπουδαίο νά πει του κυρίου Τζάκ, θά μου τόχε πει έμένα πρωτύτερα.

— Δέν τήν είχατε δει έκείνο τό βράδυ ;- ' Ό χ ι , ήμουν έξω. Είχα περάσει το άπόγεμα καί τό βράδυ

μου στό Κέρριθ. Ποτέ δέ θά τό συγχωρήσω αύτό στόν έαυτό μου. Ποτέ, όσο νά πεθάνω.

— "Ώστε, κυρία Ντάμβερς, δέν ξέρετε τί μπορεί νά τήν

Page 377: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

άπασχολοΰσε ; Δέν έχετε καμιά Ιδέα να μάς δώσετε ; ταύτά τά λόγια : « "Εχω κάτι νά σού πώ » δέ σάς φέρνουν τίποτα στο μυαλό σας, τίποτα άπολύτως ;

— Ό χι, άποκρίθηκε ή κ. Ντάμβερς. Τίποτα άπολύτως.— Μήπως ξέρει κανείς πώς πέρασε αύτή τήν ήμερα στό

Λονδίνο ;Κανείς δέν άπάντησε. Ό Μαξίμ κούνησε το κεφάλι τ ρο.

Ό Φάδελ βλαστήμησε μέσα στά δόντια του.- - 'τακουστέ, είπε. Μού άφησε αύτό το σημείωμα στό σπίτι

μου στίς τρεις το άπόγεμα. Ό θυρωρός τήν είδε. "Υστερα, θά πρέπει νά ξεκίνησε άμέσως γιά δώ, καί νάτρεχε μάλιστα σαν άστραπή.

— Ή κυρία ντέ Γουίντερ είχε κλείσει ώρα στό κομμωτή­ριό της δώδεκα μέ μιάμιση, είπε ή κ. Ντάμβερς. Το θυμάμαι, γιατί μερικές μέρες πρωτύτερα είχα τηλεφωνήσει στό Λον­δίνο νά τής το κανονίσω. Τό θυμάμαι πολύ καλά. Δώδεκα μέ μιάμιση. Ό ταν πήγαινε στό κομμωτήριο, έτρωγε πάντα κα­τόπι στή λέσχη της, γιά νά μπορεί νά κρατήσει τά μαλλιά της στά τσιμπιδάκια. Είναι σχεδόν άπολύτως βέβαιο ότι κι' εκείνη τήν ή μέρα εκεί θάψαγε το μεσημέρι.

— Ά ς πούμε ότι τής χρειάστηκε μισή ώρα γιά νά φάει. Ύστερα, δύο μέ τρεις, τί έκαμε ; Πρέπει αύτό νά το εξακρι­βώσουμε, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

— Μά τέλος πάντων, νά πάρει ό διάβολος, τί μάς νιάζει τι έκαμε ; ούρλιαξε ό Φάβελ. Μιά φορά, δ ε ν αύτοκτάνησε, μονάχα αύτό έχει σημασία.

— ’Έχω το σημειωματάριό της στήν κάμαρά μου, είπε άργά ή κ. Ντάμβερς. "Ολ’ αύτά τάχω φυλάξει. Ό κύριος ντέ Γουίντερ δέ μού τά ζήτησε ποτέ. Είναι πολύ πιθανό νά έχει σημειώσει όλες τίς δουλειές πού είχε νά κάμει έκείνη τήν ήμέρα. "Ηταν πολύ μεθοδική σ' αύτά. Είχε τή συνήθεια νά τά γράφει όλα, κι' ύστερα νά σημοτδεύει ό,τι δουλειά είχε τελειώσει μ' ένα σταυρό. "ταν νομίζετε δτι μπορεί νά σάς φανεί χρήσιμο σέ τί­ποτα. νά πάω νά το φέρω.

— Τί λέτε, ντέ Γουίντερ ; είπε ο συνταγματάρχης Τζούλιαν. "Εχετε άντίρρηση νά το δούμε αύτό το σημειωματάριο ;

" Ο χ ι (pgUoctoc, είπε -6 Μαξίμ. Τί άντίρρηση νά έχω ;τακόμα μιά φορά, είδα το συνταγματάρχη Τζούλιαν νά

τόν κοιτάει μ' έκείνο το γρήγορο περίεργο βλέμμα του. Κι’ <χύτή τη φορά ό Φράνκ τό παρατήρησε. Είδα τον Φράνκ νά κοιτάε, κι' αύτός τόν Μαξίμ. Κι' ύστερα πάλι εμένα. ταύτή τή φορά, έγώ σηκώθηκα καί πήγα στό παράθυρο. Μού φάνηκε πώς δέν έβρεχε πιά τόσο ροτγδαία. Ή μεγάλη μπόρα είχε πε­ράσει. Ή βροχή είχε τώρα μιά νότα πιό σιγανή, πιό μαλακή.

381 —

Page 378: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ό ούρανός είχε πάρει το γκρίζο φώς τού βραδιού. Οι πελούζες ήταν κατασκότεινες, μούσκεμα άπ' τή βαριά βροχή, καί τα δέντρα είχαν μιά όψη μελαγχολική, κι' ήτανε λές σά σαβανω­μένα. ’ταπό πάνω μου, άκουγα τήν ύπηρέτρια νά τραβάει τις κουρτίνες γ ιά το βράδυ καί νά κλείνει τά παράθυρα πού είχαν μείνει άκόμα άνοιχτά. Ή καθημερινή μικρορουτίνα εξακολου­θούσε άναπότρεπτα, έτσι όπως πάντα. Οι κουρτίνες πού κλεί­νουν, το σήκωμα τών παπουτσιών γ ιά νάναι αύριο γυαλισμένα το άπλωμα τής πετσέτας στήν καρέκλα τού λουτρού, το νερό πού τρέχει γ ιά το μπάνιο μου. Το φτιάξιμο τών κρεβατιών γ ια τή νύχτα, οι παντούφλες κάτω άπ ' τήν καρέκλα. Κι’ εμείς ήμα­στε κει στή βιβλιοθήκη, άμίλητοι όλοι μας, ξέροντας όλοι στα κατάβαθα τής καρδιάς μας ότι έκείνη τήν ώρα κρινόταν ή ζωή τού Μαξίμ.

Γύρισα καθώς άκουσα τήν πόρτα νά κλείνει σιγά. Ή τα ν ή κ. Ντάμβερς. Είχε γυρίσει μέ το σημειωματάριο στό χέρι'.

— Καλά έλεγα, είπε ήσυχα. Είχε γράψει ό,τι είχε νά κάμει, όπως σάς είπα. Ό ρίστε, στήν ή μερομήνια του θανάτου της.

Ά νοιξε το σημειωματάριο, ένα μικρό τεφτεράκι δεμένα μέ κόκκινο δέρμα. Τόδωσε του συνταγματάρχη Τζούλιαν. ταυ­τός έβγαλε καί πάλι τά γυαλιά του άπό τή θήκη τους. 'Ό σο κοίταγε τη σελίδα, έ γ ιν : ιμιά μεγάλη σιωπή. Και τότε, μου φάνηκε ότι έκείνη άκριβώς ή στιγμή, πού αύτός κοίταγε αυτή τή σελίδα καί μεις στεκόμαστε περιμένοντας, είχε κάτι που εμένα μέ φόβιζε πιό πολύ άπ' ό,τι άλλο είχε γίνει όλο εκείνα το βράδυ.

'Έ μπηξα τά νύχια μου μές στίς παλάμες μου. Δέ μπορούσα νά κοιτάω τόν Μαξίμ. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν θά πρέπει ν' άκουγε τήν καρδιά μου, πού χτύπαγε δυνατά καί χοροπη­δούσε στο στήθος μου.

— Ά ! έκαμε, μέ το δάχτυλο μές στή μέση του ψύλλου.« Κάτι πρόκειται νά συμβεί, συλλογίστηκα, κάτι πρόκειται

νά συμβεί τρομερό. »— Μάλιστα, είπε. Νά, έδώ είναι. Στίς δώδεκα, όπως είττί

ή κυρία Ντάμβερς, μαλλιά. Και στο πλάϊ ένας σταυρός. Ε π ο ­μένως, έπήγε. Γεύμα στή λέσχη, και σταυρός. Τι έχουμε όμως εδώ ; Μπέικερ, 2 μ. μ. Ποιος είναι ό Μπέικερ ;

Κοίταξε τόν Μαξίμ. Ό Μαξίμ έκαμε μιά κίνηση τού κεφα­λιού. 'Ύστερα τήν κ. Ντάμβερς.

— Μπέικερ ; Επανέλαβε ή κ. Ντάμβερς. Κανέναν δέν ήξερε πού νά λέγετα ι Μπέικερ. Πρώτη φορά άκούω αύτό τό όνομα.

— Όρίστε, £δώ είναι, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν δ ί­νοντάς της τό σημειωματάριο. Μπορείτε νά δείτε και μόνη σας. Μπέικερ. "Εχει βάλει μάλιστα δίπλα κι' ένα μεγάλο σταυρό.

— 382

Page 379: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

λές κι' ήθελε νά σπάσει το μολύβι. Προφανώς, τόν είδε αύτόν τον Μπέικερ, όποιος κι’ αν είναι.

Ή κ. Ντάμβερς κοίταξε το όνομα πού ήταν γραμμένο στο σημειωματάριο, καθώς και το μαύρο σταυρό εκεί στό πλάι του.

— Μπέικερ, είπε. Μπέικερ. ..— ’Έχω τήν ιδέα πώς άν ξέραμε ποιός είναι αύτός ό Μπέι­

κερ δα φτάναμε στό βάθος όλης αύτής τής ιστορίας, είπε ό συν­ταγματάρχης Τζούλιαν. Μήπως είχε πέσει στά χέρια τίποτα τοκογλύφων ;

Ή κ. Ντάμβερς τόν κοίταξε μέ περιφρόνηση.—Ή κυρία ντέ Γουίντερ ; είπε.— Τότε, μήπως τήν είχαν μπλέξει τίποτα εκβιαστές ; είπε

ό συνταγματάρχης Τζούλιαν μ' ένα βλέμμα στόν Φάβελ.‘Η κ. Ντάμβερς κούνησε το κεφάλι της.— Μπέικερ, έλεγε και ξανάλεγε. Μπέικερ. ..— Μήπως είχε κανέναν έχθρό, μήπως τήν είχε απειλήσει

κανείς, μήπως φοβόταν κανέναν ;— Ή κυρία ντέ Γουίντερ νά φοβηθεί ; είπε ή κ. Ντάμβερς.

ταύτή δέ φοβότανε τίποτα, και κανέναν. "Ενα μόνο πράμα τη βασάνιζε, κι' αύτό ήταν ή ιδέα πώς θά γέραζε, πώς μπορεί και ν' άρρώσταινε, καί νά πέθαινε στό κρεβάτι της άπό άρρώστεια. Χίλιες φορές μού τόχε πει : « "Οταν θά πρόκειται νά πεθάνω, Ντάνη, θέλω νά πεθάνω γρήγορα, όπως σβύνει ένα κερί». Κι' αύτή ήταν ή μόνη παρηγοριά μου όταν πέθανε. Λένε ότι δεν υποφέρει κανείς όταν πνίγεται, έτσι δέν είναι ;

Κοίταξε το συνταγματάρχη Τζούλιαν ερωτηματικά, ταύτός: δέν άπάντησε. Στεκόταν διστακτικός, τραβολογώντας το μου­στάκι του. Τον είδα νά ρίχνει ξανά τού Μαξίμ ένα γρήγορο βλέμμα.

— Τί βγαίνει, διάβολε, μ' όλ’ αύτά ; είπε ό Φάβελ κάνοντας ένα βήμα μπροστά. 'Εμείς δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο παρά νά φεύ­γουμε διαρκώς άπό το θέμα. Τί μάς νιάζει ποιός είναι αύτός ο Μπέικερ ; Τί σχέση έχει αύτός με το δικό μας το ζήτημα ; θάναι. κανένας πού θά πουλάει τίποτα κάλτσες ή τίποτα καλλυντικά. Ά ν είχε τήν παραμικρή σημασία, ή Ντάνη θά τόν ήξερε. ‘Η Ρεβέκκα δέν είχε μυστικά άπό τη Ντάνη.

’Εγώ όμως κοίταγα τήν κ. Ντάμβερς. Είχε στά χέρια τό σημειωματάριο καί γύριζε τά φύλλα του. Ξαφνικά, έβγαλε μιά φωνή.

— Κάτι υπάρχει έδώ πέρα, είπε. Πίσω πίσω, στούς άριθμούς τηλεφώνου. Μπέικερ. Και δίπλα ένα νούμερο : 0488. Δε γράφει όμως το κέντρο.

— Μπράβο, Ντάνη, είπε ό Φάβελ. ’τατσίδα μούγινες, τώρα

— 383 —

Page 380: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

στα γεράματα. Πας όμως πίσω ένα όλόκληρο δωδεκάμηνο. Ά ν μας τάλεγες αύτά έδώ κι' ένα χρόνο, κάτι θά μπορούσε νάχε γίνει.

— Μάλιστα, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Μά τος ό αριθμός : 0488, και δίπλα το όνομα Μπέικερ. Γ ιατί να μήν έχει γραμμένο τό κέντρο ;

— Κ αί δέ δοκιμάζετε όλα τά κέντρα τής Λόντρας ; είπε ό Φάβελ σαρκαστικά, θ ά σόίς φάει βέβαια όλη τή νύχτα, άλλα δ έ μας πειράζει. Τί τόν νιάζει τόν Μαξ που θά πάει ό λογαρ ια ­σμός του τηλεφώνου, — έ, Μάξ ; Καιρό θέλεις ε σύ νά κερδίσεις. Κι' έγώ έτσι θάκανα, άν ήμουνα στή θέση σου.

— Υ πάρχει ένα σημαδάκι πλάϊ στόν αριθμό, άλλά μπορεί νά μήν είναι και τίποτα, ε Ϊπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Γ ία δέστε και σεις, κυρία Ντάμβερς. Μήπως μπορεί νά είναι Μ ;

Ή κ. Ντάμβερς πήρε πάλι τό σημειωματάριο.— Μπορεί ! είπε μέ πολλή άμφιβολία. Δέν έκανε έτσι το Μ,

μπορεί όμως να τογραψε σε στιγμή πού βιαζότανε. Ναί, μπο­ρεί νά είναι Μ.

— Μέϊφερ 043.8, είπε ό Φάβελ. Τί μεγοελοφυία ! Τί πνεύμα !— Λοιπόν ! είπε ό Μαξίμ, άνάβοντας το πρώτο τσιγάρο του.

Κάτι πρέπει να γίνει, Επιτέλους. Φράνκ ! Πήγαινε σέ παρακαλώ και ζήτησε στό τηλέφω/ο τό Μέϊφερ 0488.

Έ κεινος ό πόνος κάτω άπ' τήν καρδιά μου είχε άρχίσει νά ιΓιναι ανυπόφορος. Στεκόμουν άκίνητη, μέ τά χέρια πεσμένα. Ό Μαξίμ δέ μέ κοίταζε.

'Ο Φρανκ πέρασε στο διπλανό δωματιάκι. "Οσο νά πάρει τόν άριθμό, έμεϊς περιμέναμε. Σ ' ένα λεπτό, ξαναγύρισε, « θ α με καλέσουν », είπε σιγά. 'Ο συνταγματάρχης Τζούλιαν έπλεξε τά χέρια του πίσω άπ’ τή ράχη του κι' άρχισε νά περπατάει πέρα δώθε στό δωμάτιο. Κάνεις δέ μιλούσε. "Υστερ' άπό τέσ­σερα λεπτά πάνω κάτω, το τηλέφωνο άρχισε νά χτυπάει δια­περαστικά καί έπίμονα, μέ τήν έκνευριστική και μονότονη νότα ίο υ έχει το κουδούνι του στις μακρινές συνδιαλέξεις. Ό Φράνκ έτρεξε.

---Μέϊφερ 0488 ; είπε. Μπορείτε παρακαλώ νά μού πείτε άν μένει έκεί κάποιος κύριος όνόματι Μπέικερ ; Ά , έτσι. Μέ συγχωρειτε. Ναί, θά έκαμα λάθος στον άριθμό. Εύχαριστώ πολύ

'τακούστηκε το μικρό κλικ καθώς κατέβασε το άκουστικό 'Ύστερα, γύρισε μέσα.

~ Στό Μέϊφερ 0488 μένει κάποια κυρία Ή στλαϊ. Είναι κά­ποιο σπίτι της όδου Γκρόσβενορ. Κανέναν Μπέικερ δέν ξέρουν.

Ό Φάβελ έσκασε στά γέλια.— Ό Ρουμπής, ό Κουμπής, ό Ρουμποκομπολογής, 'έπηγε νά

ρουμπέψει, νά κουμπέψει, νά ρουμποκομπολογέψει . . είπε

384

Page 381: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

ταβάντι, κύριε Ντετέκτιβ No 1. Ποιό κέντρο έρχεται παρακάτω ;— Πάρτε νά δούμε το Μιούζεουμ, είπε ή κ. Ντάμβερς.Ό Φράνκ κοίταξε τόν Μαξίμ.— "ταντε, Φράνκ, είπε ό Μαξίμ.Ή φάρσα ξανάρχισε. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν ξανάρ­

χ ισ ε νά περπατάει πάνω κάτω στό δωμάτιο. 'Άλλα πέντε λε­πτά, καί τό τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Ό Φράνκ ξαναπήγε. 'Άφησε τήν πόρτα άνοιχτή, και τόν είδα νά σκύβει στό τραπέζι όπου ήταν το τηλέφωνο, και νά παίρνει τό άκουστικό.

— Εμπρός ! Μιούζεουμ 0488 ; Μπορείτε παρακαλώ νά μού πείτε άν μένει εκεί κάποιος κύριος όνόματι Μπέικερ ; 'Ά ! ποιός στό τηλέφωνο ; Ό νυκτοφύλακας ; Ναί, ναί, καταλαβαίνω. Δέν υπάρχουν γραφεία. 'Έ βέβαια, μάλιστα. Μπορείτε νά μού δώ­σετε τή διεύθυνση ; Ναί, είναι απόλυτη άνάγκη.

Σταμάτησε. Γύρισε καί μάς φώναξε πάνω άπό τόν ώμο του :— Θαρώ πώς τόν πετύχαμε.ταχ Θέ μου ! "τας μήν είν' αλήθεια. Κάμε νά μή βρεθεί ό

Μπέικερ. Σέ παρακαλώ, θέ μου, κάμε νάχει πεθάνει ό Μπέικερ. Ήξερα ποιός ήταν ό Μπέικερ. Τόξερα άνέκαθεν. Κοίταγα τόν Φράνκ άπό τήν πόρτα, τόν είδα νά σκύβει μπρός ξαφνικά, νά παίρνει ένα μολύβι κι' ένα κομμάτι χαρτί.

— 'Εμπρός ! Ναί, άκούω. Μπορείτε νά μού πείτε ένα ένα τά γράμματα ; Εύχαριστώ. Εύχαριστώ πολύ. Καληνύχτα.

Γύρισε πίσω στή βιβλιοθήκη, μέ το χαρτάκι στό χέρι. 'Ο Φράνκ,— πού άγαπούσε τόν Μαξίμ, πού δέν ήξερε ότι τό χαρ­τάκι πού κρατούσε ήταν τό μόνο άποδεικτικό στοιχείο μέ κάποια :χξία σ' όλο αύτό το βραχνά τής βραδιάς μας, καί πού προσό­ν οντάς το, μπορούσε νά άφανίσει τόν Μαξίμ τόσο καλά καί τόσο σίγουρα, όσο κι' αν είχε ένα στιλέτο στό χέρι, και τού τό κάρ­φωνε στήν πλάτη.

— Ήταν ό νυχτοφύλακας ένός σπιτιού τού Μπλούμσμπερυ, είπε, Δέ μένει κανείς έκεί. Το σπίτι χρησιμοποιείται τήν ή μέρα ώς Ιατρείο. Φαίνεται ότι ό Μπέικερ έχει πάψει πιά νά έξασκεί , κι' άφησε τό σπίτι, είναι τώρα έξη μήνες. 'ταλλά μπορούμε νά τόν βρούμε. Ό νυχτοφύλακας μούδωσε τή διεύθυνσή του. Τήν έχω γράψει σ' αύτό το χαρτί.

Page 382: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

25Τ Ο Τ Ε ΜΟΝΟ γύρισε και μέ κοίταξε ό Μαξίμ. Πρώτη φορά

πού μέ κοίταγε εκείνο τό βράδυ. Καί στά μάτια του διάβασα ένα μήνυμα άποχαιρετισμου. Ή τα νε σά νάταν άκουμπισμένος στήν κουπαστή ένός καραβιού, κι' έγώ

νά στεκόμουν άποκάτω, στήν άπσβάθρα. Πλήθος άλλοι άνθρω­ποι θ' ά γγ ίζα νε τόν ώμο του, και θ ' ά γγ ιζα ν καί τό ιδικό μου τόν ώμο, άλλά ‘έμείς δέ θά τούς βλέπαμε. Ούτε θά μιλούσαμε, ή θά φωνάζαμε ό ένας τόν άλλο, γ ια τ ί ό άέρας και ή άπόσταση θαπαιρναν τ ίς φωνές μας μακριά, θαβλεπα όμως τά μάτια του, πριν σαλπάρει τό πλοίο, καί θάβλεπε κι' οίύτός τά δικά μου. Ό Φάβελ, ή κ. Ντάμβερς, ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, ό Φράνκ μέ το χαρτάκι στό χέρι, όλοι είχαν π ιά ξεχαστεί αύτή τή στιγμή. Ή τα ν ιδικό μας, άπαραβίαστο, αύτό τό ψήγμα του χρόνου το αιωρούμενο άνάμεσα σέ δυο δευτερόλεπτα. "Υστερα ό Μαξίμ γύρισε, κι' άπλωσε το χέρι του πρός τό μέρος του Φράνκ.

— Λαμπρά, είπε. Που είναι αύτή ή διεύθυνση ;— Κάπου κοντά στό Μπάρνετ, στήν περιοχή βορείως του Λον­

δίνου, είπε ό Φράνκ δίνοντάς του το χαρτί. Δέν έχει όμως τηλέ­φωνο. Δέ μπορούμε νά τόν πάρουμε.

— Μπράβο, Κρώλεη, τά καταφέρατε σπουδαία, είπε ό συν­ταγματάρχης Τζούλιαν. Και σεις, κυρία Ντάμβερς. Βλέπετε τώρα κανένα φώς ;

Ή κ. Ντάμβερς κούνησε το κεφάλι της.— Ή κυρία ντέ Γουίντερ ποτέ δέ χρειάστηκε γιατρό, είπε.

"Οπως όλοι οί γεροί άνθρωποι, δέν τούς είχε κοΕθόλου σέ ύπόληψη. Ό μόνος πού ήρθε έδώ μιά φορά, ήταν ό κύριος Φίλιπς.. άπ' τό Κέρριβ, τότε πού είχε στραμπουλήξει τό χέρι της. Ποτέ μου δέν τήν άκουσα νά μιλάει γ ι ' αύτόν τόν Μπέικερ, ούτε μού ανέφερε ποτέ τό όνομά του.

Σάς είπα, θάναι κανένας πού φτιάχνει καλλυντικά, ειπε

386 —

Page 383: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

d Φάβελ. Τί διάολο μάς νιάζει ποιός είναι; "ταν ήταν κανένας πού νάχει σημασία, ή Ντάνη θά τόν ήξερε. Σάς λέω, θάναι κανένας παλαβός πού θά άνακάλυψε καμιά καινούργια μέθοδο νά βάψει τά μαλλιά ή ν' άσπρίζει τό δέρμα, θ ά τής έδωσαν τή διεύθυνση στό κομμωτήριο τό πρωί, καί θά πήγε μετά το φαί άπό περιέργεια.

— 'Όχι, είπε ό Φράνκ. Σ ' αύτό νομίζω πώς πέφτετε έξω. Ό Μπέικερ δέν είναι κανένας τσαρλατάνος. Ό νυχτοφύλακας τού ιατρείου μούπε πώς είναι ένας γυναικολόγος γνωστότατος.

— Χμ ! έκαμε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν τραβώντας το μουστάκι του. Κάτι θάχε λοιπόν. Πολύ περίεργο, νά μήν πει τί­ποτα σε κανέναν, ούτε κάν σέ σάς, κυρία Ντάμβερς...

— Ήταν πάρα πολύ άδύνοττη, είπε ό Φάβελ. Ε γώ τής τόλεγα, άλλά αύτή γελούσε. Έ λεγε ότι τής πήγαινε. 'ταγών κατά τής παχυσαρκίας, φαντάζομαι, όπως όλες οί γυναίκες. "Ισως νά πήγε σ' αύτόν τόν Μπέικερ γιά νά τής όρίσει καμιά δίαιτα.

— Το θεωρείτε πιθανό, κυρία Ντάμβερς ; ρώτησε ό συντα­γματάρχης Τζούλιαν.

Ή κ. Ντάμβερς κούνησε άργά το κεφάλι της. Ή ταν σά νά τάχε σαστίσει, νά τάχε χάσει, μ' αύτά τά πράματα πού άκουγε ξαφνικά σχετικά μέ τόν Μπέικερ.

— Δέ μπορώ νά καταλάβω, έλεγε. Τί νόημα έχει αύτή ή Ιστο­ρία. .. Μπέικερ. "Ενας γιατρός πού λέγεται Μπέικερ. Γιατί δε μου τόπε ; Γιατί μού τόκρυψε ; ταύτή ,μούλεγε τά πάντα.

— "Ισως νά μήν ήθελε νά σάς άνησυχήσει, είπε ό συνταγμα­τάρχης Τζούλιαν, θά πήρε άσφαλώς ραντεβού, θά το ν είδε, καί τό βράδυ πού θά γύριζε, θά σάς έλεγε όλα τά σχετικά.

— Και το σημείωμα στόν κύριο Τζάκ ; είπε ξαφνικά ή κ. Ντάμβερς. Το σημείωμα πού τούλεγε : « "Έχω νά σού πώ κάτι. Είναι άνάγκη νά σέ δω » ; Είχε σκοπό νά τά πει και σ' αύτόν ;

— 'ταλήθεια, είπε άργά ό Φάβελ. Ξεχνάμε το σημείωμα.Το ξανάβγαλε και πάλι καί μάς διάβασε δυνατά :— « "Εχω κάτι νά σού πω, και θέλω νά σέ δώ τό γρηγορώ

τερο. Ρεβέκκα.»— "Ετσι είναι, δέν υπάρχει άμφιβολία, είπε ό συνταγματάρ­

χης Τζούλιαν γυρίζοντας στόν Μαξίμ. Χίλιες λίρες βάζω στοί­χημα. Ήθελε νά πει του Φάβελ τί τής είπε ό γιατρός Μπέικερ.

— Σά νά μού φαίνεται πώς έχετε δίκιο, είπε ό Φάβελ. Τό σημείωμα κι' αύτή ή έπίσκεψη στό γιατρό φαίνεται πώς είναι σχετικά. Άλλά τί διάβολο ήταν αύτό, τελοσπάντων ; ταύτό θέλω έγώ νά μάθω. Τί τής συνέβαινε ;

‘Η άλήθεια φώναζε μπροστά στά μάτια τους, και δέν τήν έβλεπαν. Στέκονταν όλοι τους όρθιοι έκεί πέρα, κοιτάζοντας ό ενας τόν άλλο, και δέν καταλάβαιναν. Δέν τολμούσα νά τούς

— 387 —

Page 384: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

κοιτάξω. Δέν τολμούσα νά κουνηθώ, από φόβο μήπως προδώσω αύτό πού ήξερα. Ό Μαξίμ δέν έλεγε τίποτα. Είχε ξαναπάει στό παράθυρο καί κ ο ίτ ο ε έξω στό περιβόλι, πού ήταν σιωπηλό, μαύρο και άσάλευτο. Ή βροχή επιτέλους είχε πάψει, μά άπό τά φύλλα πού ήτανε μούσκεμα, κι’ άπό τά λούκια πάνω άπ' το παράθυρο, έπεφταν στάλες διαρκώς.

— θόεναι πολύ εύκολο νά Εξακριβώσουμε, είπε ό Φράνκ. Ή τωρινή διεύθυνση του γιατρού είν' έδώ. Μπορώ νά τού γράψω ένα γράμμα, καί νά τόν ρωτήσω άν θυμόνται μιάν έπίσκεψη περ­σινή τής κυρίας ντέ Γουίντερ.

— Δέν ξέρω αν θά λάβαινε ύπ' όψη το γράμμα σας, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. ΟΙ γιατροί είναι τόσο πολύ τυπικοί. Βλέπετε, £Ϊναι στή μέση το ε παγγελματικό μυστικό. Ό μόνος τρόπος νά τού άποσπάσουμε κάτι, θά ήταν νά τόν έβλεπε ό ντέ Γουίντερ ιδιαιτέρως και νά του εξηγούσε πώς είναι τά πρά­ματα. Τί λέτε, ντέ Γουίντερ ;

Ό Μαξίμ γύρισε πρός τά μέσα.— Είμαι έτοιμος νά κάμω ότιδήποτε μού πείτε, είπε ήσυχα.— Δηλαδή, πώς νά κερδίσουμε καιρό, έ ; είπε ό Φάβελ. Σ έ

είκοστέσσερις ώρες μπορεί νά κάμει κανείς ένα σωρό πράματα. Νά πηδήξει σ' ένα τραίνο, νά σκαρφαλώσει σ’ ένα καράβι, νά κάμει φτερά μ' ένα αεροπλάνο.

Είδα την-κ. Ντάμβερς νά κοιτάει εντατικά μιά τόν Φάβελ καί μιά τόν Μαξίμ, καί τότε συνέλαβα γ ιά πρώτη φορά ότι ή κ. Ντάμβερς δέν ήξερε τίποτα σχετικά μέ τήν κατηγορία του Φάβελ. Στό τέλος, άρχισε νά καταλαβαίνει. Το διάβασα στήν έκφραση τού προσώπου της. Στήν αρχή, ή όψη της έδειξε μιάν υποψία, υστέρα ένα ξάφνιασμα ανακατεμένο μέ μίσος, καί τέ­λος πεποίθηση. Τά μακριά κοκαλιάρικα χέρια της άρχισοεν πάλι νά τσαλακώνουν τό ρούχο της. "Υστερα, πέρασε τή γλώσσα της πάνω στά χείλη της. Εξακολουθούσε νά κοιτάει τόν Μαξίμ. Σ τ ι­γμή δέν ξεκόλλησε τά μάτια άπό πάνω του. Είναι π ιά πολύ άργά, συλλογίστηκα, τώρα τίποτα π ιά δέ μπορεί νά μάς κά­μει, τό κακό έγινε. Δέν έχει π ιά σημασία τί θά μάς πει, ή τ ί θά κάμει. Το κακό έγινε. Δέ μπορεί νά μάς κάμει μεγαλύτερο κακό. Ό Μαξίμ δέν τήν πρόσεξε, ή, αν τήν πρόσεξε, δέν τοδειξε. Μιλούσε τού συνταγματάρχη Τζούλιαν.

— Τί προτείνετε ; είπε. Νά πάω αύριο το πρωί σ' οτύτή τη διεύθυνση έκεί στο Μπάρνετ ; Μπορώ νά τηλεγραφήσω του Μπέικερ νά μέ περιμένει.

Μόνος του δέ βά πάει, ε ίπε ό Φάβελ μ' ένα σύντομο γ έ ­λιο. Έ χ ω κάποιο δικαίωμα νά έπιμείνω σ' αύτό, δέν έχω : Στείλτε τον μέ τόν 'Επιθεωρητή Γουέλτς, καί δέν έχω καμιά αντίρρηση.

Page 385: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Κ Κ Κ Λ

"τας έπαυε πιά ή κ. Ντάμβερς νά κοιτάει τόν Μαξίμ ! Ό Φράνκ τώρα την είχε δει. Τήν κοιτούσε με αμηχανία, με αγω­νία. Τόν είδα νά ξαναρίχνει άλλη μιά ματιά οτό κομματάκι το χαρτί πού κρατούσε, κι' όπου είχε γραμμένη τη διεύθυνση τού Μπέικερ. ‘Ύστερα ξανακοίταξε τόν Μαξίμ. Φαντάζομαι ότι έκείνη τή στιγμή κάποια άμυδρή Ιδέα της άλήθειας θ’ άρχισε νά άνοίγει με κόπο το δρόμο της στή συνείδησή του, γιατί έγινε κατάχλωμος κι' άφησε το χαρτάκι στό τραπέζι.

— Δε νομίζω ότι υπάρχει καμιά άνάγκη νά ανακατέψουμε α αύτή τήν υπόθεση τόν 'Επιθεωρητή Γουέλτς —πρός το παρόν, ξ,Γπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

Ή φωνή του ήταν αλλιώτικη, τραχύτερη. Δε μού άρεσε ό τρόπος πού είπε αύτό τό « πρός το παρόν ». Και γενικά, γιατί νά το πει ; Δε μού άρεσε αύτό.

— Ά ν πάω έγώ μέ τόν ντέ Γουίντερ, καί μείνω μαζί του όλη τήν ώρα, καί τόν φέρω εγώ πίσω, αύτό θά σάς είναι ταρ­κετό ; είπε.

Ό Φάδελ κοίταξε τόν Μαξίμ κι' ύστερα το συνταγματάρχη Τζούλιαν. Ή έκφρασή του ήταν άσχημη, ύπολογιστική, και ύπηρχε και κάτι σά θρίαμβος οτά άνοιχτογάλανα μάτια του.

— Ναί, είπε άργά, ναί, μάλλον. 'ταλλά γιά πιό πολλή σι­γουριά, θά σάς πείραζε ocv έρχόμουνα μαζί σας ;

— Ό χι, είπε ό Τζούλιαν, έχετε δυστυχώς το δικαίωμα, νο­μίζω, νά ζητήσετε αύτό πού ζητάτε. 'ταλλά άν έρθετε μαζί μας, έχω το δικαίωμα νά ταπαιτήσω νά είστε ξεμέθυστος.

— Μήν α νησυχείτε γι' αύτό, είπε ό Φάβελ άρχίζοντας νά χαμογελάει, θάμαι ξεμέθυστος, ένια σας. Ξεμέθυστος σάν το δικαστή πού θά δικάσει τόν Μάξ σέ τρεις μήνες. 'ταρχίζω νά πιστεύω πώς αύτός ό γιατρός θά μάς δώσει τίς άποδείξεις πού χρειάζομαι.

Μάς κοίτοοξε όλους έναν έναν κι' άρχισε νά γελάει. Φαν­τάζομαι ότι κι' αύτός είχε καταλάβει έπιτέλους το νόημα αύτης τής έπίσκεψης στο γιατρό.

— Λοιπόν ; Τί ώρα ξεκινάμε αύριο το πρωί ;Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν κοίταξε τόν Μαξίμ :— Τί ώρα μπορείτε νάστε έτοιμος ;- 'Ό,τι ώρα θέλετε, είπε ό Μαξίμ.’Εννέα ;Εννέα, είπε ό Μαξίμ.Πώς θά ξέρουμε ότι άπόψε τή νύχτα δέ θά το σκάσει ;

είπε ό Φάβελ. Δέν έχει παρά νά πάει στό γκαράζ και νά πάρει τό αύτοκίνητο του.

— Σάς άρκεϊ ό λόγος μου ; είπε ό Μαξίμ γυρίζοντας στό συνταγματάρχη Τζούλιαν.

— 389 —

Page 386: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Και γ ια πρώτη φορά ό συνταγματάρχης Τζούλιαν έδίστασε. Τόν είδα νά ρίχνει ένα βλέμμα στόν Φράνκ. Κ αί τότε ό Μαξίμ έγινε κατακόκκινος. Είδα, στό μέτωπό του, τή μικρή έκείνη φλεβίτσα νά χτυπάει.

— Κυρία Ντάμβερς, είπε άργά , ο ιocv ή κυρία ντέ Γουίντερ κι' έγώ ανεβούμε άπόψε νά πλαγιάσουμε, θέλετε νά ρθείτε ή ίδια και νά κλειδώσετε άπ ' έξω την πόρτα ;

— Μάλιστα, κύριε, είπε ή κ. Ντάμβερς.Καί διαρκώς τόν κοιτούσε χω ρίς νά τόν άφήνει στιγμή άπό

τά μάτια της, και διαρκώς τά χέρ ια της τσαλακώναν το ρούχο της.

— Ε ν τάξει, λοιπόν, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν κο­φτά. Δέ νομίζω νά ύπάρχει τίποτ' άλλο νά συζητήσουμε άπόψε. ταύριο τό πρωί, στίςε ννιά άκριβώς, θάμαι δω. θ ά χε ι θέση γ ια μένα στο αύτοκίνητο σας, ντέ Γουίντερ ;

— Μάλιστα, είπε ό Μαξίμ.— Κι' ό Φάβελ θά μάς άκολουθήσει μέ το δικό του ;— "Ωσπερ ή σκιά σας, άγαπητέ φίλε, είπε ό Φάβελ. "Ωσπερ

ή σκιά σας.Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν μέ πλησίασε και μούσφιξε

το χέρι.— Καληνύχτα σας, είπε. Ξέρετε τά αισθήματά μου άπέ

ναντί σας, σ' όλη οεύτή τήν Ιστορία. Δέν ctvai άνάγκη νά σας τά πώ. 'Ά ν μπορέσετε, βάλτε τόν άντρα σας νά κοιμηθεί τό γρηγορώτερο. ταύριο θά κουραστεί πολύ.

Κράτησε γ ιά λ ίγο το χέρι μου, κι' ύστερα άπομακρυνθηκε. Ή το ν περίεργο πώς άπόφευγε τά μάτια μου. Τό σαγόνι μου κοιτούσε διαρκώς. Ό Φράνκ του κράτησε τήν πόρτα άνοιχτή νά περάσει. Ό Φάβελ έσκυψε, και γέμισε τή σιγαροθήκη του ά π ' το κουτί πού ήταν πάνω στό τραπέζι.

— Δέ φαντάζομαι νά μέ κρατήσετε γ ιά το δείπνο ; είπε.Κανείς δέν άπάντησε. 'Άναψε ένα άπ’ τά τσ ιγάρα πού

πήρε, καί φύσηξε στόν άέρα ένα σύγνεφο καπνό.— ταύτό σημαίνει ότι θά περάσω μίαν ήρεμωτάτην εσπέραν

στό χάνι μου, είπε. Και ή σερβιτόρα είναι γκαβή. Στό διά­βολο ! 'Ωραία νύχτα μέ περιμένει ! Δέν πειράζει, θά συλλογί­ζομαι τήν έπ<χύριον ! Καληνύχτα σου, Ντάνη, γηραιά μου δέ­σποινα. Μήν ξεχάσεις νά κλειδώσεις τόν κύριον ντέ Γουίντερ, έ τ σ ι;

Ή ρθε σέ μένα και μού άπλωσε το χέρι του.Σάν παιδί πεισματάρικο, έβαλα πίσω τά χέρια μου. ταύτός

γέλασε, και ύποκλίθηκε.— Τί κρίμα, έ ; Νάρχεται ένας παλιάνθρωπος σάν καί μένα

νά σάς χαλάει όλο τό κέφι ;. . Μή στενοχωριέστε, ρίγη συ γκι-

— 3ίΚ> —

Page 387: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νήσεως θά σάς καταλάβουν όταν ό κίτρινος τύπος θά παραλά­βει τήν Ιστορία σας, και θά δείτε κορφή κορφή ατή σελίδα κάτι τίτλους τόσους : « Άπό Μόντε Κάρλο είς Μάντερλέη. At περιπέτειαι τής νεαρός συζύγου ένός δολοφόνου». Σάς εύχο­μαι καλύτερη τύχη στό μέλλον.

Τράβηξε πρός τήν πόρτα, κάνοντας μιά κίνηση του χεριού στον Μαξίμ πού ήταν πάντα στο παράθυρο.

— Είς το έπανιδείν, φίλτατε, είπε. 'Όνειρα γλυκά. Και μήν τη χαραμίσεις τή νύχτα σου, έκεί πού θάσαι κλειδωμένος.

Γύρισε σέ μένα καί γέλασε, κι' ύστερα βγήκε άπ' το δωμά­τιο. Ή κ. Ντάμβερς τόν ακολούθησε. Ό Μαξίμ κι' έγώ μείναμε μόνοι. ταύτός έξακολουθούσε νά στέκει στό παράθυρο. Δέν αρ­χόταν κοντά μου. Ό Τζάσπερ ήρθε τρέχοντας άπό το χώλ. Ό λο τό βράδυ τόν είχαμε κλείσει έξω. "Ορμησε άπάνω μου, δοεγκώνοντας τήν άκρη τής φούστας μου.

— θά ρθώ κι’ έγώ αύριο το πρωί, είπα τού Μαξίμ, θ ά ρθω κι' έγώ στό Λονδίνο μέ το αύτοκίνητο.

Δέ μού άπάντησε άμέσως. 'Εξακολουθούσε νά κοιτάει άπό το παράθυρο. "Υστερα είπε, μέ μιά φωνή χωρίς έκφραση :

— Ναί. Ναί, πρέπει νά μείνουμε μαζί.Ό Φράνκ ξαναγύρισε. Στάθηκε στήν πόρτα, μέ τό χέρι

στο πόμολο.— Έφυγαν, είπε. Τούς είδα.— 'Εν τάξει, Φράνκ, είπε ό Μαξίμ.— Μήπως μέ χρειάζεστε τίποτα ; είπε ό Φράνκ. Μήπως θέ­

λετε τίποτα ; Νά κάμω κανένα τηλεγράφημα, νά κανονίσω κα­μιά δουλειά ; Άλλο δέ θέλω νά μείνω όληνύχτα, άν ύπάρχει τί­ποτα νά κάμω. 'Εννοείται, είναι το τηλεγράφημα στόν Μπέικερ.

— "Ενια σου, Φράνκ, είπε ό Μαξίμ. Δέν ύπάρχει τίποτα' — πρός το παρόν. Μετά άπό αύριο, θά ύπάρχουν ίσως πολλά νά φροντίσεις. ταλλά αύτά μπορούμε νά τά πούμε όταν θάρθει ή ώρα. 'ταπόψε θέλουμε νά μείνουμε σί δύό μας. Μάς καταλαβαί­νεις, ε Φράνκ ;

— Φυσικά, είπε ό Φράνκ. Και βέβαια.Στάθηκε μιά στιγμή, μέ το χέρι στήν πόρτα.— Καληνύχτα σας, είπε.—Καληνύχτα, είπε ό Μαξίμ.'Όταν έφυγε, κι' έκλεισε πίσω του τήν πόρτα, ό Μαξίμ

ήρθε κοντά μου έκεί πού ήμουν δίπλα στό τζάκι. Τού άνοιξα τά χέρια μου, κι' ήρθε σέ μένα σά μικρό παιδί. Τόν αγκάλιασα και τόν έσφιξα άπάνω μου. Γιά πολλή ώρα, μείναμε άμίλητοι. Τόν κρατούσα σφιχτά άπάνω μου και τόν παρηγορούσα σά νά­ταν ό Τζάσπερ. Σάν ό Τζάσπερ νάχε χτυπήσει πουθενά και νά οχόταν σέ μένα νά τόν χαϊδολογήσω.

— 391 —

Page 388: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Στό αυτοκίνητο μπορούμε να καθήσουμε μαζί μπροστά, είπε.

— Ναί, είπα.— Ό Τζούλιαν δέ θα παρεξηγήσει, είπε.— Ό χ ι , είπα.— θαχουμε και τήν αύριανή νύχτα δική μας, είπε. Δέ θά

κάμουν τίποτα άμέσως, φαντάζομαι, θ ά περάσουν ίσως είκοστέσσερις ώρες.

— Ναί, είπα.— Τώρα δέν υπάρχει τόση αύστηρότης, είπε. 'ταφήνουν να

δέχεται Γενείς «έπισκέψεις. Κ αι θά πάρει πολύν καιρό. Ά ν μπορέσω, ■£ χ προσπαθήσω νά πάρω τόν Χάστινγκς. Είναι ό κα­λύτερος. 'Ή τόν Χάστινγκς, ή τόν Μπίρκετ. Ό Χάστινγκς ήξερε τόν πατέρα μου.

— Ναί, είπα.— θ ά πρέπει νά τού πώ τήν αλήθεια, είπε, ταύτό τούς διευ­

κολύνει πολύ. Ξέρουν που βαδίζουν.Ή πόρτα όένοιξε, και ό Φρίθ μπήκε στό δωμάτιο. 'Έσπρωξα

μακριά τόν Μαξίμ και στάθηκα όρθια, στητή και συμβατική, φτιάχνοντας τά μαλλιά, μου.

— θ ' ανεβείτε νά ντυθείτε, κυρία, ή νά σερβίρω τώρ' άμέ­σως ;

— Ό χ ι , Φρίθ, άπόψε υά μείνουμε όπως είμαστε, είπα.— Πολύ καλά, κυρία, είπε.Ά φησε τήν πόρτα άνοιχτή. Ό Ρόμπερτ ήρθε, κι' άρχισε

νά τραβάει τις κουρτίνες. Ταχτοποίησε τά μαξιλάρια, ίσιωσε το ντιβάνι, έβαλε τάξη στά βιβλία και στίς Εφημερίδες πού ήταν άπάνω στο τραπέζι. Πήρε το γουίσκυ και τή σόδα, και τά γεμάτα τασάκια. Ό λ ' αύτά τόν ε Ϊχα δει νά τά κάνει, σάν το τυπικό μιας Ιεροτελεστίας, όλα τά βράδια πού είχα περάσει στό Μάντερλέη, άπόψε όμως μου φαίνονταν σά νά παίρνανε κά­ποιο άλλο, Ιδιαίτερο νόημα, σάν ή μνήμη τους νά επρόκειτο νά βαστάξει γ ιά πάντα, κι' έγώ νά λέω, ύστερ' άπό χρόνια, σέ κάποιαν άλλη έποχή τής ζωής μου, « Τή θυμάμαι αύτή τή στι­γμή ».

"Υστερα ήρθε ό Φρίθ, και μάς είπε πώς το τραπέζι ήταν έτοιμο.

Λύτης της βραδιάς θυμάμαι κόίθε της λεπτομέρεια, θυ μ ά ­μαι τά φλυτζάνια το παγωμένο κονσομέ, τίς γλώσσες φιλέτο, καί τή σπάλα το άρνάκι του γάλακτος.

θυμάμαι τήν κρέμα τήν καραμελέ, και τήν πικάντικη γεύση πού μοΰχε άφήσει στό στόμα.

Τά άσημένια καντηλέρια είχαν καινούργια κεριά, άσπρα, λεπτά, καί πανύψηλα. ΟΙ κουρτίνες, τραβηγμένες κι' Εδώ, έκρυ*

392 —

Page 389: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

6ocv το μουντό γκρίζο βράδυ. Σού φαινόταν περίεργο νάσαι καθισμένος έδώ στήν τραπεζαρία και νά μή βλέπεις έξω τίς πελούζες. Ήταν σάν άρχή άπό φθινόπωρο.

Το τηλέφωνο χτύπησε έκεί πού πίναμε τόν καφέ μας στή βιβλιοθήκη. ταύτή τή φορά πήγα έγώ. "τακουσα τή φωνή τής Βεατρίκης.

— Σ ύ είσαι ; είπε. "Ολο το βράδυ πολεμάω νά σάς πάρω. Διαρκώς μιλούσε.

— Πολύ λυπούμαι, είπα, πάρα πολύ λυπούμαι.— Λάβαμε τίς βραδινές Εφημερίδες έδώ και δυο ώρες

άπάνω κάτω, είπε, και ή απόφαση μάς αναστάτωσε και τούς δύό. Τί λέει ό Μαξίμ ;

— 'Όλο τόν κόσμο έχει ταναστατώσει, είπα.— Μα άγαπητή μου, αύτό είναι άνω ποταμών. Γιά ποιό

λόγο θ' αύτοκτονούσε ή Ρεβέκκα ; Ό μόνος άνθρωπος πού δέ θά τόκανε, είν' αύτή. θά πρέπει νά συμβαίνει κάποιο λάθος.

— Δέν ξέρω, είπα.— Τί λέει ό Μαξίμ ; Πού είναι ;— Είχαμε κόσμο, είπα. Τό συνταγματάρχη Τζούλιαν, καί

άλλους. Ό Μαξίμ είναι κατάκοπος. ταύριο έχουμε νά πάμε στό Λονδίνο.

— Τί διάβολο νά κάμετε ;— Κάτι σχετικά μέ τήν απόφαση. Δέν ξέρω νά σού εξη­

γήσω καί καλά.— θά πρέπει νά κάμετε αναίρεση, είπε. Είναι γελοίο, έν­

τελώς γελοίο. Και είναι τόσο άσχημο γιά τόν Μαξίμ, όλο αύτό το φοβερό σούσουρο, θάχει ταντανάκλαση ταπάνω του.

— Ναί, είπα.— ’τασφαλώς ό συνταγματάρχης Τζούλιαν κάτι θά μπορεί

νά κάμει, είπε. Δικαστής είναι. Τί χρησιμεύουν αλλιώς οί δι­καστές ! Ό γέρο Χόρριτζ τού Λτανυον θάχει χτασει τά μυαλά του. Και ταπό τί αίτια ύποτίθεται ότι αύτοκτόνησε ; Είναι ή πιό μεγάλη βλακεία πού έχω τακούσει στή ζωή μου. Κάποιος θά πρέπει νά πιάσει τόν Τταμπ. Πώς μπορεί νά πει άν αύτές οί τρύπες στό κότερο έχουν γίνει έκ προθέσεως ή ό χ ι ; Ό Τζίλς λέει, πολύ φυσικά, ότι θά πρέπει νάναι άπό τά βράχια.

— ταύτοί φαίνεται νά μήν το παραδέχονται, είπα.— "Επρεπε νώμου ν έγώ έκεί, είπε. θ ά έπέμενα νά μέ τακού­

σουν. Καμιά προσπάθεια δέ φαίνεται νά έγινε. Ό Μαξίμ είναι πολύ άνω κάτω ;

— Είναι κουρασμένος, είπα. Περισσότερο από κταθε τι άλλο, είναι κουρασμένος.

— θάθελα πολύ νά μπορούσα νά πεταχτώ κι' έγώ στό Λον­δίνο νά σάς βρώ, είπε. Άλλά δέν τό βλέπω πώς θά μπορέσω.

— 393 —

Page 390: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ό Ρότζερ είναι μέ 40 πυρετό, το κακόμοιρο το παιδί, καί ή νοσοκόμα πού πήραμε είναι έντελώς ήλιθία. Δέ μπορεί νά τή δει στά μάτια του. Είναι άδύνατο νά τόν άφήσω.·

— Καί βέβαια, είπα. Ούτε νά το σκεφθείς.— Πού περίπου θά είσαστε στό Λονδίνο ;— Δέν ξέρω, είπα. Είναι μάλλον άβέβαιο άκόμα.— Πές του Μαξίμ ότι πρέπει να κάμει ό,τι μπορεί γ ιά νά

μεταβάλει αύτή τήν άπόφαση. Είναι τόσο άσχημο γ ια τήν οι­κογένεια. 'Ε γώ έδώ πέρα, όπου σταθώ κι' όπου βρεθώ, λέω πώς είναι έντελώς τερατώδες. Ή Ρεβέκκα ποτέ δέ θά σκοτω­νόταν μονάχη της. Δέν ήταν ό τύπος της. Έ τ σ ι μούρχεται νά γράψω στόν κόρονερε γώ ή ίδια.

— Είναι πολύ άργά , είπα. Είναι προτιμότερο νά τ' άφήαε ις. Δέ θά βγει τίποτα.

— Τέτοια βλακεία ! Εξακολούθησε. 'Έ ξω φρενών μέ κάνει ! Ό Τζίλς κι' έγώ κάνουμε τή σκέψη ότι είναι πολύ πιθανότερον αν αύτές οι τρύπες δεν έγιναν άπό τ ίς ξέρες, νά έχουν γίνει 'άπό κονέναν κακοποιό, κανένα. τέτοιο κουμάσι. Μπορεί άπό κανέναν κομμουνιστή.. Ό τόπος έχει γεμίσει έδώ πέρα άπό δαύτους. Έ ν α κι' ένα είναι, μιά τέτοια δουλειά νά τήν έχει κάμει κανένας κομμουνιστής.

Ό Μαξίμ, άπό τή βιβλιοθήκη, μέ φώναξε.— Δέν τήν παρατάς τελοσπάντων ; Τί διάβολο σου λέει τό

:τες ώρες !— Βεατρίκη, είπα απεγνωσμένα, θά προσπαθήσω νά σού

τηλεφωνήσω άπό τό Λονδίνο.— Λές νά βγει τίποτα αν έπιστρατεύσω τόν Ντίκ Γκόντολ

φιν ; είπε. Είναι ό βουλευτής σας. Τόν ξέρω πάρα πολύ, πολύ περισσότερο άπ' ό,τι τόν ξέρει ό Μαξίμ. Ή τ α ν στήν 'Οξφόρδη μαζί μέ τόν Τζίλς. Ρώτησε τόν Μαξίμ αν θέλει νά τηλεφωνήσω του Ντίκ καί νά δώ άν μπορεί νά κάνει τίποτα γ ιά νά άκυρώσουμε τήν άπόφαση. Ρώτησε τόν Μαξίμ καί πώς του φαίνεται ή Ιδέα μου γ ιά τόν κομμουνιστή.

— Δεν ώφελεϊ, είπα. Δέν πρόκειται νά βγάλουμε τίποταΣέ παρακαλώ, Βεατρίκη, μήν έπιχειρήσεις νά κάμεις καμιά ένέργεια. Μπορεί τά πράματα νά γίνουν χειρότερα, πολύ χε ι­ρότερα. Ή Ρεβέκκα μπορεί νά είχε κάποιο λόγο, κι' έμείς νά μήν ξέρουμε τίποτα σχετικώς. Καί δέ νομίζω οί κομμουνιστές νά κάνουν τρύπες στά κότερα. Τί θά είχαν να κερδίσουν. Σέ παρακαλώ, Βεατρίκη, μήν κάμεις τίποτα.

' ταχ, θ έ μου, τ ί καλά πού δέν τήν είχαμε σήμερα εδώ. "ταχ, θ έ μου, σ' εύχαριστώ γ ι ' <χύτό τουλάχιστον, άν όχι γ ιά τίποτ' άλλο. Στό τηλέφωνο κάτι άρχισε νά βουίζει. 'Άκουσα τή Βέα-

— 3114 —

Page 391: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τρίκη νά φωνάζει : « ’Εμπρός, Εμπρός, μή διακόπτετε ! Κέν­τρον ! », κι’ υστέρα ένα κλικ, και υστέρα σιωπή.

Γύρισα στη βιβλιοθήκη άποκαμωμένη. Δε μπορούσα νά σταθώ στά πόδια μου. Σε λίγα λεπτά, τό τηλέφωνο ξανάρχισε. Δεν έδωσα άκρόαση. Το άφησα νά χτυπάει. Πήγα και κάθησα χάμω, στά πόδια του Μαξίμ. Αύτό εξακολουθούσε. Δέν κουνή­θηκα. Τέλος, σταμάτησε, ξαφνικά, σαν άπό νεύρο. Το ρολόι πάνω στο τζάκι χτύπησε δέκα. Ό Μαξίμ μ* άγκάλιασε καί με τράβηξε πάνω του. ’Αρχίσαμε νά φιλιόμαστε, πυρετικά, απελ­πισμένα, σά δυο ένοχοι εραστές πού φιλιούνται γιά πρώτη φορά.

Page 392: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

2 6Ο Τ ταΝ ΞΥΠΝΗΣα την άλλη μέρα το πρωί, κατά τις

έξη, και σηκώθηκα και πήγα στό παράθυρο, μια άχνα δροσιάς είχε καθήσει σάν πάχνη στή χλόη, και τά δέντρα ήταν τυλιγμένα σέ μιά κάτασπρη κα­

ταχνιά. Φυσούσε ένα άεράκι αλαφρό και δροσερό, κι? ή ατμό­σφαιρα είχε τήν ψύχρα και τήν ήρεμη εύωδιά του φθινόπωρου.

Καθώς στεκόμουν γο ατισμένη στό περβάζι του παράθυ­ρου, κοιτάζοντας κάτω το ροδόκηπο όπου τά λουλούδια έγερναν

στους μίσχους τους μέ τά πέταλα σκούρα και ζαρωμένα άπό τή βραδινή νεροποντή, τα χτεσινά γεγονότα μου φάνηκαν σάν άπόμακρες φαντασίες. 'Εδώ, στο Μάντερλέη, μιά καινούρ­γ ια ή μέρα ξημέρωνε, και τίποτα άπό όσα μάς βασάνιζαν δέν άγγ ιζε τα πράματα τού κήπου. "Ενας κότσυφας πέρασε πε­τώντας το ροδόκηπο, και τράβηξε πρός τ ίς πελούζες μέ γο ρ γά και μικρά φτερουγίσματα, σταματώντας κάθε τόσο νά τσι­μπολογήσει το χώμα μέ το κίτρινο ράμφος του. Μιά τσίχλα τραβούσε κι' αύτή στις δουλειές της, δυο μικρές σουσουράδες ξατρέχονταν, κι' ένα σμάρι σπουργίτια τιτίβιζε και χαλούσε τόν κόσμο. "Ενας γλάρος ζυγιάζονταν στόν άέρα ψηλά, σιωπη­λός και μονάχος, κι' υστέρα άνοιξε τίς φτερούγες του διάπλα­τες και χύθηκε άπ' τίς πελούζες στό δάσος και μετά στήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα. ταυτά όλα εξακολουθούσαν, τά βάσανά μας και οί αγωνίες μας δέν είχαν τή δύναμη νά τ ' άλλάξουν. Σέ λίγο, οι κηπουροί θάταν στό πόδι, θά μάζευαν τά πρώτα φύλλα άπ' τις πελούζες και τα δρομάκια, θά σκάλιζαν τό χα ­λίκι τής άλέας. Κουβάδες θ' ακούγονταν νά χτυπιούνται στήν αύλή άπό πίσω άπ' τό σπίτι, ή μάνικα θ' άνοιγε νά πλυθεί το αύτοκίνητο, τό μικρό ύπηρετριάκι, άπ ' τήν όρθάνοιχτη πόρτα, θ' άρχιζε τή φλυαρία μέ τούς άνθρώπους έκεί στήν αύλή. Τό μπέικον θ' άρχιζε νά μυρίζει δυνατά καί ζεστά. ΟΙ ύπηρέτριες

:\'Μ\

Page 393: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

θ' άνοιγαν τό σπίτι, θά διαπλάτωναν τα παράθυρα, θα μαζεύ­ανε τίς κουρτίνες.

Τά σκυλιά θά γλιστρούσαν άπ' τά καλάθια τους, θά χα­σμουριόντουσαν, θά τεντώνονταν, θάτρεχαν έξω στην ταράτσα, καί θά μισόκλειναν τά μάτια στίς πρώτες προσπάθειες τού χλωμού ήλιου νά τρυπήσει τήν καταχνιά. Ό Ρόμπερτ θάστρωνε τό τραπέζι γιά το πρωινό, θάφρνε μέσα τίς τυλιχτές έκείνες μπριός, τήν αύγουλιέρα με τ' αύγά, το μέλι καί τίς μαρμελά­δες στά γυάλινα κουπάκια τους, το μπώλ με τά ροδάκινα, το καλάθι μέ τά κόκκινα τσαμπιά, μόλις κομμένα άπό τή σέρρα, μέ το χνούδι άκόμα τής άχνας.

Ot ύπηρέτριες θά σκούπιζαν τό πρωινό σαλονάκι, το σα­λόνι, κι' ό καθαρός δροσερός άέρας θά εισορμούσε άπ' τά ψηλά όρθάνοιχτα παράθυρα. Καπνός θά ύψώνονταν απ' τίς καμινά­δες, καί λ ίγο-λίγο ή καταχνιά τού φθινόπωρου θά διαλύον­ταν, και τά δέντρα, οί πελούζες, τά δάση θάπαιρναν σχήμα, ή θάλασσα, πέρα άπ' τήν κοιλάδα, θά λαμπύριζε λουσμένη στόν ήλιο, καί ό φάρος θά ξεχώριζε στόν κάδο, ψηλός και στητός.

Ή γαλήνη του Μάντερλέη. Ή ήσυχία του καί ή χάρη του. 'Οποιος κι' αν ζούσε κάτω άπ' τή στέγη του, ό,τι έγνια, ό,τι ταραχή κι' αν ύπήρχε, όση δήποτε στενοχώρια κι' οσοσδήποτε πόνος, όσα δάκρυα κι' άν χύνονταν κι' όσηδήποτε κι' άν ήταν ή λύπη, ή γαλήνη του Μάντερλέη δέ μπορούσε νά σπάσει, ούτε ή ό μορφιά του μπορούσε νά χαθεί. "Ο,τι λουλούδια μαραίνον­ταν, μιάν άλλη χρονιά θα ξανάνθιζαν, και τά ίδια πουλιά θά ξανάχτιζαν τίς φωλιές τους, καί τά ίδια δέντρα θά πετούσαν άνθούς. Το παμπάλαιο καί ήμερο μύρο τής χλόης θά ξεχύνον­ταν πάντα στόν άέρα τριγύρω, γρύλοι και μέλισσες θάρχονται πάλι, κι' οί Ερωδιοί, στά πυκνά μαύρα δάση, θά χτίζαν καί πάλι φωλιές. ΟΙ πεταλούδες θά χόρευαν, πάνω άπ’ τίς πελού­ζες, τόν εύθυμο χορό τους, αράχνες θά ύφαίνανε τά θολά τους υφάδια, καί μικρά φοδιτσάρικα κουνέλια θά ρχόντουσαν ακά­λεστα καί θάχωναν τίς μουρίτσες τους στούς πυκνούς, αδιαπέ­ραστους θάμνους. Οί πασχαλιές καί τ' άγιόκλημα θά φουντώ­νανε πάντα, και δίπλα στά παράθυρα τής τραπεζαρίας, οι άσπρες μανιόλιες θ' άργοξεδίπλωναν τά μπουμπούκια τους. Κανείς δέ θά μπορούσε ποτέ νά πειράξει το Μάντερλέη. θ άστεκε πάντοτε έκεί, μές στήν πράσινη κόγχη του, σάν κάτι το μαγεμένο, καί τά δάση θά τό κρατούσαν προφυλαγμένο, ασφα­λισμένο καί άπείραχτο, ένώ ή θάλασσα θάσπαγε στούς γιαλούς μέ τά βότσαλα, και θά μάκραινε, και θά γύριζε πάλι.

•ο Μαξίμ κοιμόταν άκόμα, κι' έγώ δέν τόν ξύπνησα. Ή μέρα πού είχαμε μπροστά μας θάταν κουραστική καί μακριά.

— Η97 —

Page 394: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Οί άτέλειωτοι δρόμοι, οι στύλοι τού τηλέγραφου, ή μονοτονία της κυκλοφορίας, ή άργή διαδρομή του Λονδίνου. Κι' ούτε ξέ­ραμε τί θά βρίσκαμε στό τέρμα τού δρόμου μας. Το μέλλον ήταν άγνωστο. Κάπου, στά βόρεια τού Λονδίνου, ζούσε ένας άνθρωπος πού λέγονταν Μπέικερ, πού ποτέ δέν είχε άκούσει νά γίνεται λόγος γ ια μάς, κι' ώστόσο κρατούσε στή φούχτα του το πεπρωμένο μας. "όπου νάναι, κι' αύτός θά ξυπνούσε, θ' ανακλαδίζονταν, θά χασμουριότανε, και θά τραβούσε γ ια τίς καθημερινές του ασχολίες. Σηκώθηκα, πέρασα στό λουτρό, κι' ετοίμασα το μπάνιο μου. "Ολες άύτές οι δουλειές έπαιρναν γ ια μένα τήν ίδια σημασία πού είχε πάρει χτές το βράδυ κι’ ό Ρόμπερτ καθώς συγύριζε τή βιβλιοθήκη. Ά λλοτε, όλΛ αύτά τάκονα μηχανικά, σήμερα όμως είχα πλήρη συναίσθηση τί έκανα, όταν βούτηξα τό σφουγγάρι μου στό νερό, όταν άπλωσα τό μπουρνούζι μου στήν καρέκλα, όταν ξάπλωσα στή μπα­νιέρα κι' άφησα το vε po νά κυλάει πάνω στό σώμα μου. Ή κάθε στιγμή ήταν κάτι το πολύτιμο, πού έκλεινε μέσα του το νόημα τού τέλους: "Οταν γύρισα στήν κρεβατοκάμαρα κι' ά ρ ­χισα νά ντύνομαι, άκουσα ένα βήμα σιγανό νά πλησιάζει, νά στέκεται απέξω άπό τήν πόρτα, και το κλειδί νά γυρνάει σ ιγά στήν κλειδαριά. "Υστερα έγινε πάλι σιωπή, κι’ ύστερα τά βή­ματα μάκρυναν. Ή τα ν ή κ. Ντάμβερς.

Δέν είχε ξεχάσει. Είχα άκούσει τόν ίδιο κρότο και χτές βράδυ, μετά πού άνεβήκαμε άπ ' τή βιβλιοθήκη. Δέν είχε χτυ­πήσει τήν πόρτα, δέν είχε δώσει άλλο σημείο παρουσίας' μόνο εκείνα τά βήματα, και ή στροφή του κλειδιού στήν κλειδαριά. ταύτό μέ ξανάψερε στήν πραγματικότητα, και μ' έκαμε νά άντικρύσω και πάλι το άμεσο μέλλον.

Τέλειωσα το ντύσιμό μου, και πήγα νά έτοιμάσω το μπά­νιο τού Μαξίμ. Ή Κλάρις ήρθε με τό τσάϊ μας. Τόν ξύπνησα. Μέ κοίταξε στήν άρχή σάν παιδί σαστισμένο, κι' ύστερα μου άπλωσε τά χέρια. "Ηπιαμε τό τσάϊ μας. Σηκώθηκε, πέρασε στό λουτρό του, κι' έγώ άρχισα νά βάζω μεθοδικά διάφορα πράματα στό βαλιτζάκι μου. ’Ίσ ω ς νά ήμαστε ύποχρεωμένοι νά μείνουμε στό Λονδίνο.

'Έ βαλα στό βαλιτζάκι τις βούρτσες πού μούχε χαρίσει ό Μαξίμ, ένα νυχτικό, τη ρόμπα μου, τις παντούφλες μου, ένα φουστάνι, κι' ένα ζευγάρι παπούτσια. Ή βαλίτζα μου, όταν τήν τράβηξα άπό τό βάθος μιας ντουλάπας, μου φάνηκε κάτι τό ξένο. Είχα τήν αίσθηση ότι είχε περάσει τόσος καιρός άπό τήν τελευταία φορά πού τήν είχα μεταχειριστεί, — κι' ώστόσο δέν ήταν παραπάνω άπό τέσσερους μήνες. Είχε άκόμα τό σημάδι μέ τήν κιμωλία πού τής είχαν κάνει στό τελωνείο τού Καλαί. Σ ’' ένα τσεπάκι της βρήκα ένα εισιτήριο συνοτυλίας του Καζί-

: m -

Page 395: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νου τού Μόντε Κάρλο. Τό τσαλάκωσα μέσα στά χέρια μου καί τό πέταξα στό καλάθι. 'τανηκε σ' -άλλην Εποχή, σ' άλλον κό­σμο. Ή κρεβατοκάμαρά μας άρχισε να παίρνει έκείνο το ύφος, πού έχουν όλα τά δωμάτια όταν οί ένοικοι φεύγουν. Ή τουα­λέτα, χωρίς τίς βούρτσες μου, ήταν γυμνή. "Ενα κομμάτι χαρτί μεταξωτό καί μιά Ετικέτα παλιά ήταν πεταμένα στό πάτωμα. Τά κρεβάτια όπου είχαμε κοιμηθεί είχαν ένα ύφος άδειανό τρομερό. ΟΙ πετσέτες, τσαλακωμένες, σέρνονταν στό πάτωμα του λουτρού, Ή ντουλάπα έχασκε. "Εβαλα το καπέλο μου, για νά μήν έχω νά ξανανέβω, καί πήρα τήν τσάντα μου, τά γάντια μου καί το βαλιτζάκι μου. Έ ριξα μιά ματιά τριγύρω στό δω­μάτιο, νά δώ μήπως ξέχασα τίποτα. Ή όμίχλη είχε άρχίσει να διαλύεται, κι' ό ήλιος τήν τρύπαγε καί σκόρπαγε σχέδια πάνω στό χαλί. Ό ταν έφτασα στά μισά τού διαδρόμου, είχα μιά περίεργη, άνεξήγητην αίσθηση, ότι έπρεπε νά γυρίσω και νά ίδώ τήν κάμαρά μου καί πάλι. Γύρισα πράγματι, χωρίς κα­νένα λόγο, καί στάθηκα μιά στιγμή, κοιτάζοντας τήν όρθάνοιχτη ντουλάπα καί τά άδειανά κρεβάτια, καί, στό τραπέζι, το δίσκο τού τσαγιού. Στάθηκα καί τά κοίταζα, έντυπώνοντάς τα γιά πάντα στό νού μου, κι' άναρωτιόμουνα γιατί είχαν τή δύ­ναμη νά με συγκινούν, νά με κάνουν νά θλίβομαι, σά νά ήταν παιδιά πού δέν ήθελαν νά μ' αφήσουν νά φύγω.

"Υστερα γύρισα κι' έφυγα, καί κατέβηκα γιά το πρωινό. Έκανε κρύο στήν τραπεζαρία, ό ήλιος 'δέν είχε έρθει άκόμα στά παράθυρα, καί ό καφτός πικρός καφές καί το τονωτικό μπέικον ήταν μεγάλη εύεργεσία. Ό ΜοεξΙμ κι' έγώ φάγαμε χωρίς νά μιλάμε. Κάθε τόσο κοιτούσε τό ρολόι του. "τακουσα τόν Ρόμπερτ νά φέρνει στό χώλ τίς βαλίτζες και τήν κουβέρτα,, κι' ύστερα άκούστηκε τό αύτοκίνητο, πού τόφερναν μπρός άπ' τήν είσοδο.

βγήκα έξω καί στάθηκα στήν ταράτσα. Ή βροχή είχε καθαρίσει τήν άτμόσφαιρα, αί το γρασίδι είχε ένα άρωμα δροσερό και γλυκό. ‘Όταν ό ήλιος θά ήταν ψηλότερα, ή μέρα θά ήταν ώραία. Συλλογίστηκα τόν περίπατο πού θά μπορού­σαμε νά κάναμε στήν κοιλάδα πριν άπό τό γεύμα, και πώς θότ καθόμαστε κατόπι, μέ τά βιβλία και τις έφημερίδες μας, κάτω άπ' τήν καστανιά. "Εκλεισα μιά στιγμή τά μάτια, καί αίστάνθηκα τή ζεστασιά τού ήλιου στό πρόσωπό μου καί στά χέριοτ μου.

"τακουσα τόν Μαξίμ νά μέ φωνάζει άπό το σπίτι. Μπήκα μέσα, κι' ό Φρίθ μέ 'βόηθησε νά βάλω τό παλτό μου. "τακουσα άλλο αύτοκίνητο. Ή ταν ό Φράνκ.

— Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν περιμένει στήν καγκελό­πορτα, είπε. Βρήκε περιττό να ρθει ώς έδώ.

— 399 —

Page 396: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Σωστά, είπε ό Μοϋξίμ.— θ ά μείνω όλη μέρα στό γραφείο, είπε ό Φράνκ, και θά

περιμένω τηλεφώνημά σας. Μετά πού θά δείτε τόν Μπέικερ, μπορεί νά με χρειαστείτε νά ρθώ στο Λονδίνο.

— Ναί, είπε ό Μαξίμ. Μπορεί.— Ε ννέα άκριβώς, είπε ό Φράνκ. Είσαστε έν τάξει. Ή

μέρα θάναι πολύ ώραία. θά χετε ώραία διαδρομή.- Ν α ί .— Ε λπίζω νά μήν παρακουραστείτε, κυρία ντέ Γουίντερ,

είπε γυρίζοντα σέ μένα. 'Ά ν και ή μέρα θάναι μάλλον κουρα­στική γ ιά σάς.

— θ ά τά καταφέρω, ένια σας, είπα.Κοίταξα τόν Τζάσπερ πού στεκότανε στά. πόδια μου, με

τ' αύτιά του πεσμένα και μέ κάτι μάτια λυπημένα γεμάτα παράπονα.

— Πάρτε μαζί σας τόν Τζάσπερ στό γραφείο, είπα. Φαί­νεται τόσο δυστυχής ό κακόμοιρος.

— θ ά τόν πάρω, είπε, θά τόν πάρω.— Νά ξεκινάμε, καλύτερα, είπε ό Μαξίμ. Ό γέρο Τζου

λ ιαν θ' άρχίζει να ανυπομονεί. Γειά χαρά, Φράνκ.'τανέβηκα στο αύτοκίνητο δίπλα στόν Μαξίμ. Ό Φρανκ

έκλεισε τήν πόρτα.— θ ά τηλεφωνήσετε, δέν είν' έτσι ; είπε.— Ναί, ναί, άσφαλώς, είπε ό Μαξίμ.Γύρισα και κοίταξα το σπίτι. Ό Φρίθ στεκόταν στά σκα­

λοπάτια της εισόδου, κι' άπό πίσω του δ Ρόμπερτ, Τά μάτια μου, χω ρίς λόγο, γέμισον δάκρυα. Γύρισα άλλου το κεφάλι κι' έκανα τάχα πώς κάτι έψαχνα στό σάκο μου στό βάθος του αύτοκινήτου, ώστε κανείς νά μή δει. "Υστερα ό Μαξίμ έβοώ.ε μπρος, κάναμε στροφή, πήραμε τήν άλέα, και το σπίτι χάθηκε.

Στήν καγκελόπορτα, σταματήσαμε και πήραμε το συνταγ­ματάρχη Τζούλιαν. Κάθησε πίσω. Ό ταν με είδε, φάνηκε νά απορεί,

— θά χετε νά υποστείτε πολλούς κόπους σήμερα, είπε. Δε νομίζω ότι έπρεπε νά ρθείτε. Ξέρετε πολύ καλά ότι εγώ θά φρόντιζα γ ιά τόν άντρα σας.

— 'Ή θελα νά ρθώ, είπα.Δέν επέμεινε. Βολεύτηκε έκεί στή γωνιά του.— Πολύ ώραία μέρα, είπε. Είναι κάτι κι' αύτό.— Ναι, είπε ό Μαξίμ.— ταύτός ό κύριος είπε πώς Θά μάς συναντήσει στό σταυ­

ροδρόμι. 'Ά ν δέν είν' έκεί, δέν πιστεύω νά τόν περιμείνετε. . Θάμαστε πολύ πιό καλά χωρίς αύτόν. Ε λπίζω αύτό τό καταρα­μένο ύποκείμενο νά τδχει ρίξει στόν ύπνο.

— 400

Page 397: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

"Οταν όμως φτάσαμε ατό σταυροδρόμι, τό μακρύ πρά­σινο άμάξι του Φάδελ ήτανε κεϊ, κι' ή καρδιά μου μαύρισε. Είχα Ελπίσει ότι μπορούσε και νά μήν ήταν στήν ώρα του. Ό Φάδελ ήταν κομισμένος στό εβολάγ, χωρίς καπέλο, μέ το τσιγάρο στό στόμα. Μόλις μάς είδε, μάς έκαμε ένα α παίσιο χαμόγελο και μάς κούνησε τό χέρι. 'Εγκαταστάθηκα στό κά­θισμά μου, γιά τό ταξίδι, μέ τό χέρι μου στό γόνατο του Μαξίμ. ΟΙ ώρες περνούσαν, τά χιλιόμετρα έφευγαν. Κοίταγα τό δρόμο μπροστά μας σάν άποχαυνωμένη. Ό συνταγματάρχης Τζού­λιαν, στό βάθος του αύτοκινήτου, έπαιρνε κάθε τόσο κι' έναν ύπνάκο. Καθώς γύριζα καμιά φορά, τόν έβλεπα με τό κεφάλι πεσμένο πίσω στά μαξιλάρια και μέ το στόμα ανοιχτό. Το πράσινο αύτοκίνητο μάς α κολουθούσε άπό κοντά, πότε ξεπερ­νώντας μας καί πότε καθυστερώντας. 'ταλλά ποτέ δέν τό χά­σαμε άπ' τά μάτια μας. Στή μία, σταματήσαμε γιά νά φάμε στό ταπαραίτητο παλαιικό ξενοδόχε ιά κ ι πού έχουν όλες οί έπαρχιακές μικροπολιτείες στο μεγάλο δρόμο τους. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν πήρε άπ' όλα τά φαγητά, άρχίζοντας μέ σούπα και ψάρι και συνεχίζοντας μέ μοσχάρι ψητό και μέ πουντίγκα του Γιόρκσαϊρ. Ό Μαξίμ κι' έγώ πήραμε κρύο ζαμπόν και καφέ.

Τόχα σχεδόν γιά βέβαιο πώς ό Φάβελ θά ρχόταν κι’ αύτός έκεί, κι' ίσως μάλιστα καί στό τραπέζι μας. 'ταλλά όταν τε­λειώσαμε και πηγαίναμε νά ξαναμπούμε στο αύτοκίνητο, είδα τό άμάξι του σταματημένο έξω άπό ένα α ντικρινό καφενείο, θά πρέπει, φαίνεται, να μας είδε άπό τό τζάμι, γιατί τρία λεπτά μετά πού ξεκινήσαμε, αύτός ήταν πάλι άπό πίσω μας.

Φτάσαμε στά περίχωρα τού Λονδίνου κατά τίς τρεις. Τότε πρωτοάρχισα νά αισθάνομαι κούραση. 'ταπό το θόρυβο, και το συνωστισμό τών αύτοκινήτων στούς δρόμους, τό κεφάλι μου άρχισε νά βουίζει. Και στο Λονδίνο έκανε ζέστη. ΟΙ δρόμοι είχαν έκείνη τή σκονισμένη και ξέθωρη όψη τού ταύγούστου, κ,αι τά φύλλα κρέμονταν άψυχα άπό τ' άχρωμα δέντρα. 'Η μπόρα του Μάντερλέη θά ήταν φαίνεται τοπική. 'Εδώ δέν είχε βρέξει καθόλου.

Ό κόσμος περπατούσε στούς δρόμους μέ ρούχα καλοκαι­ρινά, και οί άντρες ήταν χωρίς καπέλο. Μύριζε παλιόχαρτα, πορτοκαλόψλουδες, πόδια καί φρυγμένο χορτάρι. Τά λεωφο­ρεία σέρνονταν βαριά και άργοκίνητα, και τά ταξί πήγαιναν σάν τίς χελώνες. ταισθανόμουν τή ζακέτα μου και τή φούστα μου σά νά κολλούσαν άπάνω μου, και οί κάλτσες μου μου κεντούσαν τό δέρμα.

Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν άνασηκώθηκε στό κάθισμά του καί κοίταξε έξω άπό τό τζάμι του.

— 401 —

Page 398: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Έ δώ δέν έβρεξε, είπε.— •Όχι, είπε ό Μαξίμ.— Ό τόπος όμως τήν ήθελε κι' έδώ τή βροχή.- Ν α ί .— Δέν καταφέραμε νά τόν ξεφορτωθούμε τον Φάβελ. ' τακόμα

άπό πίσω μας είναι.- Ν α ί .Στούς εμπορικούς δρόμους έκεί στά προάστεια, ό συνω­

στισμός ήταν μεγάλος. Κουρασμένες γυναίκες, μέ μωρά πού έκλαιγαν στά καροτσάκια τους, κοίταγαν τίς βιτρίνες, γυρο­λόγοι έσκουζαν, παιδιά κρεμόντουσαν πίσω ά π ’ τά καμιόνιαΠάρα πολύς κόσμος και πάρα πολύς θόρυβος. Κι' ό αέρας άκόμα ήταν Εκνευρισμένος, άπαυδισμένος, χω ρίς όξυγόνο.

•Η διαδρομή μές άπ' τό Λονδίνο μου φάνηκε ατελείωτη, κι' όταν βγήκαμε πάλι σέ Ελεύθερο δρόμο πέρα άπό το Χάμπστεντ, ένιωθα το κεφάλι μου νά χτυπάει σάν ταμπούρλο καί τά μάτια μου καίγανε.

"Έλεγα μέσα μου τί κούραση θά είχε ό Μαξίμ. Ή τα ν κατάχλωμος και τά μάτια του γύρω ήταν κατάμαυρα, μά δέν έλεγε λέξη. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, στο πίσω κάθισμα, εξακολουθούσε νά χασμουριέται. Ά ν ο ιγ ε το στόμα του δ ιά ­πλατο καί χασμουριόταν δυνατά, κι' ύστερα βαριαναστέναζε. ταύτό γινότανε κάθε λ ίγ α λεπτά. ταισθανόμουνα νά μέ πιάνει ένα νεύρο κουτό καί παράλογο, καί δέν ήξερα πώς νά συγκρα­τήσω τόν έαυτό μου νά μή γυρίσω καί νά του φωνάξω νά πάψει.

Μόλις περάσαμε τό Χάμπστεντ, έβγαλε άπό τήν τσέπη του ένα μεγάλο χάρτη κι' άρχισε νά λέει του Μαξίμ τί δρόμο νά πάρει γ ιά τό Μπάρνετ. Ό δρόμος ήταν ολοφάνερος, και είχε παντού πινακίδες πού μόες έλεγαν άπό που νά τραβήξουμε, αύτός όμως Εννοούσε νά μας δείχνει κάθε στροφή και κάθε γύρισμα, κι' ocv ό Μαξίμ είχε καμιά άμψιβολία, ό συνταγμα­τάρχης Τζούλιαν κατέβαζε το τζάμι καί γύρευε πληροφορίες άπό τούς διαβάτες.

Ό τ α ν φτάσαμε στό Μπάρνετ, έκανε τόν Μαξίμ κάθε λ ίγο νά σταιιατάει.%

— Μπορείτε, παρακαλώ, νά μάς πείτε που είναι μιά βίλα πού λέγεται Ρόζελαντ ; Μένει έκεί κάποιος γιατρός όνόματι Μπέικερ, πού έχει πάψει πιά νά εξασκεί κι' Εγκαταστάθηκα εδώ τελευταία.

Κι' ό διαβάτης, σουφρώνοντας τά φρύδια του, στεκότανε μιά στιγμή σά χαμένος, μέ τήν άγνοια γραμμένη όλοκάθαρα στήν όψη του.

— Γιατρός Μπέικερ ; Κανένα γιατρό Μπέικερ δέν ξέρω.

402 -

Page 399: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

'Υπάρχει ένα σπίτι κοντά στήν Εκκλησία, πού λέγεται Ρόζ Κό­τατζ, άλλά έκεί μένει κάποια κυρία Γουίλσον.

— Ό χι, Εμείς ζητάμε τή βίλα Ρόζελαντ, τό σπίτι του για­τρού Μπέικερ, ελεγε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, καί βάζαμε πάλι μπρός, γιά νά σταθούμε ξανά δίπλα σέ κάποια νταντά μ' ενα καροτσάκι.

— Μπορείτε, παρακαλώ, νά μάς πείτε πού είναι ή βίλα Ρόζελαντ ;

— Δυστυχώς. Δέν έχω πολύν καιρό πού μένω έδώ πέρα.— Δέν ξέρετε κάποιο γιατρό Μπέικερ ;— Ό χι. Τό γιατρό Ντάδιντσον ξέρω.— Ό χι. 'Εμείς θέλουμε τό γιατρό Μπέικερ.Έριξα μιά ματιά στόν Μαξίμ. Φαινόταν κατάκοπος. Το

στόμα του ήταν σφιγμένο. Πίσω μας σερνόταν ό Φάδελ, μέ το πράσινο άμάξι του άσπρο άπ' τή σκόνη.

Το σπίτι, στό τέλος, μας τόδειξε Ινας ταχυδρόμος. Έ να σπίτι τετράγωνο, σκεπασμένο μέ κισσούς, χωρίς όνομα στήν καγκελόπορτα, πού δύό φορές κιόλα τό είχαμε περάσει. Πήρα μηχανικά τήν τσάντα μου και πουδράρισα το πρόσωπό μου μέ ό,τι πούδρα είχε μείνει στό φτερό. Ό Μαξίμ λόξεψε τό αύτοκίνητο στήν άκρη τού δρόμου. Δέν τό έμπασε στό μικρό δρο­μάκι τού κήπου. Γιά λίγα λεπτά μείναμε άμίλητοι.

— Λοιπόν. 'Εδώ είμαστε, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Καί είναι άκριβώς πέντε και δώδεκα. Θά τούς πετύχουμε μές στήν ώρα τού τσαγιού. Καλύτερα νά περιμείνουμε λιγάκι.

Ό Μαξίμ άναψε ένα τσιγάρο κι' ύστερα μού άπλωσε τό χέρι του. Δέ μιλούσε. Άκουσα τό συνταγματάρχη Τζούλιαν νά ξεδιπλώνει τό χάρτη του.

—Μπορούσαμε νά είχαμε έρθει κατευθείαν χωρίς νά πε­ράσουμε άπό τό Λονδίνο, είπε, καί θά κερδίζαμε καμιά σαραν­ταριά λεπτά. Τά πρώτα διακόσια μίλια τρέχαμε ώραία. 'ταπό τό Τσίσγουϊκ καί ύστερα χασομερήσαμε.

"Ενα παιδί άπό μαγαζί, μέ τό ποδήλατό του, μας προσπέ­ρασε σφυρίζοντας. ‘Ένα αύτοκίνητο σταμάτησε στή γωνιά, και δύό γυναίκες βγήκαν άπό μέσα. Τό ρολόϊ κάποιας Εκκλησίας χτύπησε και τέταρτο. Έδλεπα τόν Φάδελ, ξαπλωμένον στό άμάξι του πίσω μας, νά καπνίζει ένα τσιγάρο. Είχα τήν Εν­τύπωση ότι δέν αισθανόμουν πιά τίποτα. Στεκόμουνα μόνο καθισμένη έκεί πέρα, καί κοίταγα τά διάφορα άσήμαντα μι­κροπράματα. ΟΙ δύό γυναίκες τού λεωφορείου περπατούνε στό δρόμο. Το παιδί μέ τό ποδήλατο στρίδει καί χάνεται στή γωνιά. Έ να σπουργίτι χοροπηδάει στή μέση του δρόμου τσι­μπολογώντας μιά άκαθαρσία.

— Ό φίλος μας ό Μπέικερ δέ θάναι, φαίνεται, καλός

— 403 —

Page 400: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

κηπουρός, ε Ϊπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Δείτε αύτά τά δεντράκια πώς έχουν καβαλικέψει τόν τοίχο του. θάπρεπε νά τάχε κλαδέψει.

Δίπλωσε το χάρτη καί τόν ξανάβαλε στήν τσέπη του.— Ώ ρ α ίο μέρος διάλεξε γ ιά νάρθει νά άναπαυθεί , έξακο

λούθησε. Δίπλα ακριβώς στό μεγάλο δρόμο, και πνιγμένο σ' ένα σωρό σπίτια. Ε μένα ποτέ δέ θά μ' άρεσε. Ί σ ω ς άλλοτε, πρίν άρχίσουν νά χτίζουν, νά ήταν ωραία. 'τασφαλώς, κάπου έδώ κοντά θά πρέπει νά υπάρχει κάποιο καλό γήπεδο γ ιά γκολφ.

Έ μ εινε μιά στιγμή σιωπηλός, ύστερα άνοιξε τήν πόρτα και κατέβηκε στό δρόμο.

— Λοιπόν, ντέ Γουίντερ, είπε. Τί λέτε, πάμε ;— Είμαι έτοιμος, είπε ό Μαξίμ.Κατεβήκαμε άπό το αύτοκίνητο. Ό Φάβελ πλησίασε.— Τί περιμένατε τόσες ώρες ; είπε. Τρέμανε τά πόδια σας ;*Κανείς δέν του άπάντησε. Μπήκαμε στό δρομάκο πού πή­

γαινε στην ξώπορτα του σπιτιού. Περίεργη, παράταιρη παρέα. Καθώς πηγα ίναμε,. είδα πίσω άπό τό σπίτι ένα γήπεδο γ ιά τένις, κι' άκουσα το χτύπο άπό τίς μπάλες. Μιά άγορίστικη φωνή φώναξε : « Σαράντα δεκαπέντε. Ό χ ι τριάντα. Δέ θυμόίσαι πώς έκαμες άουτ, βλακέντιε ; »

— θαχουν τελειώσει το τσάϊ τους, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

Δίστασε μιά στιγμή, ρίχνοντας μιά ματιά στόν Μαξίμ. "Υστερα χτύπηοε τό κουδούνι.

Το κουδούνισμα αντήχησε κάπου στό βάθος. Γιά κάμποση ώρα, δεν ακούστηκε τίποτα. "Υστερα, μιά νεώτατη ύπηρέτρια μάς άνοιξε. Φάνηκε σαστισμένη πού ήμαστε τόσοι πολλοί.

— Ό κύριος Μπέικερ ; είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.— Μάλιστα, κύριε. Περάστε, παρακαλώ.Μπήκαμε στό χώλ, καί πήγε άριστερά και άνοιξε μιά

πόρτα, θ ά πρέπει νάταν το σαλόνι, μάλλον ακατοίκητο κάλο' καιριάτικα. Στον τοίχο ήταν ένα πορτραίτο. Μιά γυναίκα πολύ άσχημη και πολύ μελαχροινή. 'ταναρωτήθηκα αν ήταν ή κ. Μπέικερ. Ό καναπές και τα καθίσματα ήταν άπό ώραίο ύφασμα με πολύχρωμα σχέδια, γυαλιστερό και κατακαίνουργο. Πάνω στό τζάκι ήταν οί φωτογραφίες δυο παιδιών με στολή κολλεγίου, και μέ όλοστρόγγυλα γελαστά πρόσωπα. Στή γωνιά, κοντά στό παράθυρο, ήταν ένα τεράστιο ραδιόφωνο. Ό Φάδελ άρχισε νά έξετάζει το πορτραίτο πού ήταν στόν τοίχο. Ό " ταγματάρχης Τζούλιαν πήγε και στάθηκε δίπλα στό ά? 'ό τζάκι. Ό Μαξίμ κι' έγώ εϊχαμε πάει στό παράθυρο και κοιτά­ζαμε έξω. Κάτω άπό ένα δέντρο, είδα μιά διπλωτή πολυθρόνα

— ΙΟ Ι -

Page 401: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Κ Κ Κ Α

καί το πίσω μέρος ένός γυναικείου κεφαλιού. Τό γήπεδο τού τένις θα πρέπει να ήταν άπ' τήν άλλη μεριά. 'Άκουγα τίς φω­νές τών παιδιών μεταξύ τους. "Ενα γέρικο φόξ τερριέ ξυνό­τανε στή μέση ένός δρομάκου. Σταθήκαμε κάπου πέντε λεπτά, περιμένοντας. "Ητανε σά νά ζούσα τή ζωή κάποιου άλλου προ­σώπου, και νάχα έρθει σ' αύτό το σπίτι γιά έναν έρανο φιλαν­θρωπικό. ’Ήταν γιά μέ κάτι άλλιώτικο, πού ώς τότε δέν τό είχα ζήσει ποτέ. Ούτε αισθανόμουνα, ούτε πονούσα.

Τέλος ή πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ένας άντρας. Είχε ανάστημα μέτριο, μάλλον μακροπρόσωπος, με μυτερό σαγόνι. Είχε μαλλιά κοκκινόξανθα, κι’ είχε άρχίσει ν' άσπρίζει. Φο­ρούσε ένα πανταλόνι φανελένιο κι' ένα σακάκι σπορ ριγωτό μέ μπλε σκούρες γραμμές.

— Με συγχωρείτε πού σάς έκαμα νά περιμένετε, είπε, ξα­φνιασμένος λιγάκι, όπως κι' ή υπηρέτρια, πού ήμαστε τόσοι πολλοί. "Επρεπε νά πάο> νά πλυθώ. "Οταν χτυπήσατε, έποαζα τένις .Γιατί δεν κάθεστε ; είπε γυρίζοντας σέ μένα.

Κάθησα στήν κοντινότερη πολυθρόνα, και στάθηκα περιμένοντας.

— θα βρίσκετε πολύ ασυνήθιστη τήν εισβολή μας, γιατρέ μου, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, καί σάς παρακαλώ ειλι­κρινώς νά μάς συγχωρήσετε πού σάς άνησυχοΰμε τόσο πολύ. 'Ονομάζομαι Τζούλιαν. Ό κύριος ντέ Γουίντερ, ή κυρία ντέ Γουίντερ, καί ό κύριος Φάδελ. θά είδατε ίσως στίς Εφημερίδες, τώρα τελευταία, το όνομα του κυρίου ντέ Γουίντερ.

— Ά , είπε ό γιατρός Μπέικερ, μάλιστα, μάλιστα, νομίζω. Σχετικά μέ κάτι άνακρίσεις, ή κάτι τέτοιο, άν δεν κάνω λάθος. Ή γυναίκα μου τά διαβάζει αύτά.

— Ή Ετυμηγορία τών Ενόρκων είναι ότι πρόκειται γιά αύ­τοκτονία, είπιε ό Φάδελ κάνοντας ένα βήμα μπροστά. Κι' έγώ λέω πώς αύτό άποκλείεται άπολύτως. Ή κυρία ντέ Γουίντερ ήταν ξαδέρφη μου, καί είχαμε σχέσεις στενώτατες. Ποτέ δε θάκανε κάτι τέτοιο, και Εκτός αύτού, δέν ε Ϊχε και λόγο νά το κάμει. ταύτό πού θέλουμε νά μάθουμε, είναι τί διάδολο ήθελε καί ήρθε νά σάς δει άκριδώς τήν ήμέρα του θανάτου της.

— Είναι προτιμότερο ν’ αφήσεις τόν Τζούλιαν ή Εμένα νά μιλήσουμε, είπε ήσυχα ό Μαξίμ. Ό γιατρός δεν καταλαβαίνει ούτε λέξη άπ' όσα τού αραδιάζεις.

Γύρισε πρός το γιατρό, πού στεκόταν άνάμεσά τους με μιά ζάρα άνάμεσα στά φρύδια του καί μέ το πρωτινό εύγενικό του χαμόγελο παγωμένο τώρα στά χείλη.

— Ό ξάδερφος τής πρώτης γυναίκας μου, είπε ό Μαξίμ, δέν είναι Ικανοποιημένος άπ' αύτή τήν άπόφαση. Και ήρθαμε σήμερα νά σάς δούμε, Επειδή βρήκαμε στό σημειωματάριό της

— 405 —

Page 402: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

τό όνομά σας και τό τηλέφωνο τού παλιού σας Ιατρείου. Καθώς φαίνεται, ε Ϊχε κλείσει ώρα μαζί σας, καί ήρθε νά σας δει στίς δύο τό άπόγεμα, τήν τελευταία μέρα πού είχε περάσει στό Λονδίνο, θ ά μπορούσατε ίσως νά μάς κάνετε τή χάρη νά τό έξακριβώσετε ;

Ό γιατρός Μπέικερ άκουε τόν Μαξίμ μέ μεγάλο ένδιαφέρον, όταν όμως τελείωσε, κούνησε το κεφάλι.

— Λυπούμαι πάρα πολύ, είπε, άλλά νομίζω ότι κάνατε κάποιο λάθος, θ ά τό θυμόμουνα, τό όνομα ντέ Γουίντερ. Δέν έξήτασα ποτέ στή ζωή μου καμία κυρία ντέ Γουίντερ.

Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν έβγαλε το πορτοφόλι του και του έδωσε τό φύλλο πού είχε σκίσει άπό το σημειωματάριο.

— Ό ρίστε, είπε. Τόχει γραμμένο έδώ πέρα. Μπέικερ, 2 μμ. Καί δίπλα ένας μεγάλος σταυρός, ότι πήγε. Κι' εδώ το τηλέ­φωνο : Μιούζεουμ 0488.

Ό γιατρός Μπέικερ κοίταξε το χαρτάκι.— Πολύ περίεργο. Πάρα πολύ περίεργο, είπε. Μάλιστα,

όπως είπατε, ό άριθμός είν' αύτός.— Είναι δυνατόν νά ήρθε νά σας δει και νά σάς έδωσε

άλλο όνομα ; είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.— Πώς, βέβαια, μπορεί. Ί σ ω ς έτσι νά έκαμε. Εννοείται,

είναι άντικανονικό. Ποτέ δέν έχω ένθαρρύνει αύτού τού είδους τά πράγματα. Δέν είναι καλό γ ιά το έπάγγελμα, νάχει ό κό­σμος τήν ιδέα ότι μπορΕί νά μάς φέρεται έτσι.

— Μήπως ύπάρχει στό άρχείο σας καμιά μνεία γ ι ' αύτή τήν έπίσκεψη ; είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Ξέρω βέβαια ότι δεν είθισται νά τίθενται τέτοιες Ερωτήσεις, άλλά οί περι­στάσεις είναι έντελώς έξαιρετικές. Έ χο υ μ ε τήν έντύπωση ότι ή έπίσκεψή της σε σάς θά πρέπει νά έχει κάποια σχέση μέ το ζήτημα πού μάς άπασχολεί και μέ τήν 4πακολουθήσασαν — α υ­τοκτονία της.

— Δολοφονία, είπε ό Φάβελ.Ό γιατρός Μπέικερ ύψωσε τά φρύδια του και κοίταξε

έρωτηματικά τόν Μαξίμ.— Δέν ε ίχα ιδέα ότι επρόκειτο γ ιά κάτι τέτοιο, είπε ήρεμα,

'Εν τοιαύτη περιπτώσει, καταλαβαίνω, και θά κάμω ό,τι μπορώ γ ιά νά σάς βοηθήσω. "ταν μού έπιτρέπετε μιά στιγμή, θά πάω καί θά κοιτάξω στο άρχείο μου. ΟΙ έπισκέψεις τού έτους κατα­χωρούνται όλες σ' ένα βιβλίο, μέ πλήρη περιγραφή κάθε περι­πτώσεως. Πάρτε τσιγάρα, παρακαλώ. Είναι μάλλον νωρίς γ ιά νά σάς προσφέρω ένα τσέρρυ.

Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν κι' ό Μαξίμ κούνησαν τό κεφάλι. Μου φάνηκε πώς ό Φάβελ ήταν έτοιμος νά πει κάτι άλλά πρίν προφτάσει, ό Μπέικερ είχε βγει άπό τό δωμάτιο-

— 400 —

Page 403: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Καθώς πρέπει άνθρωπος φαίνεται, είπε ό συ νταγματάρχης Τζούλιαν.

— Γιατί θέ μάς πρόσφερε γουίσκυ ; είπε ό Φάβελ. (Κλειδω­μένο Θα τόχει, έτσι φαίνεται. Δέ μού γεμίζει και πολύ τό μάτι. Ούτε μού φαίνεται πώς Θά μάς είναι μεγάλη βοήθεια.

Ό Μαξίμ δέν είπε τίποτα. 'Άκουγα έξω τούς χτύπους άπ' τις μπάλες τού τένις. Το φόξ τερριέ άρχισε νά γαβγίζει. Μιά φωνή γυναικεία τού φώναξε νά ήσυχάσει. Καλοκαίρι, και δια­κοπές. Ό Μπέικερ επαιζε μέ τ' άγόρια του. Τούς είχαμε χα­λάσει τήν ήσυχία τους. Πάνω στο τζάκι, ενα ψηλό χρυσό ρο­λόι. σ' ένα γυάλινο γλόμπο, εκανε ένα γρήγορο τικ τάκ. ταπάνω του ήταν άκουμπισμένη μιά κάρτα μέ τή Λίμνη τής Γενεύης. ΟΙ Μπέϊκερς -είχαν φίλους στήν Ελβετία.

Ό γιατρός Μπέικερ ξαναγύρισε μ' ένα μεγάλο βιβλίο και μιά δελτιοθήκη στο χέρι. Τάβαλε πάνω στο τραπέζι.

--'Έφερα τά χαρτιά μου τά περσινά, είπε. Άπό τότε πού μετακομίσαμε δεν τά ξανάνοιξα. Είναι μόλις έξη μήνες πού έχω πάψει νά Εξασκώ.

Άνοιξε το βιβλίο κι' άρχισε νά γυρνάει τίς σελίδες. Έ γώ τον κοιτούσα σάν ύπνωτισμένη. Στό τέλος, άσφαλώς θάβρισκε. Τώρα πιά ήταν ζήτημα λεπτών, δευτερολέπτων.

— Επτά τού μηνός, όκτώ τού μηνός, δέκα του μηνός, ψι­θύριζε. Τίποτα. Δώδεκα είπατε ; Στίς 2 μμ ; Ά !

Κανείς άπό μάς δέν κουνήθηκε. Κοιτάγαμε όλοι το πρό­σωπό του.

~ Δώδεκα του μηνός, στις 2 ή ώρα, Εξήτασα κάποια κυ­ρία Ντάμβερς, είπε.

— Τή Ντάνη ! . . . Τί διάβολο. . . άρχισε ό Φάβελ.Ό Μαξίμ όμως τόν έκοψε.— 'Έδωσε άλλο όνομα, πολύ φυσικά, είπε. ταύτό φάνηκε

άπ' τήν πρώτη στιγμή, θυμάστε τώρα αύτή τήν Επίσκεψη, γιατρέ μου ;

Μά ό γιατρός Μπέικερ έξακολουθούσε νά κοιτάει τά δελ­τία του. Είδα τά δάχτυλά του νά άνασκαλεύουν το χώρισμα πού είχε άπάνω ένα D. Βρήκε σχεδόν άμέσως. Έ ριξε βιαστικά μιά ματιά στά γράμματά του.

— Μάλιστα, είπε άργά. Μάλιστα, ή κυρία Ντάμβερς. θ υ ­μάμαι τώρα.

— Ψηλή, άδύνατη, μελαχροινή, πολύ ώραία ; είπε ήσυχα ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

— Μάλιστα, είπε ό γ ιατρός Μπέικερ. Μάλιστα.Διάβασε τά δελτία του καί τά ξανάβαλε στή θήκη τους.— Ξέρετε βέβαια, είπιε ρίχνοντας μιά ματιά στον Μαξίμ,

αύτό πού κάνω είναι άντικανονικό. ΟΙ άσθενείς πού μάς Επι-

— 407 —

Page 404: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

σκέπτονται είναι σά νά πηγαίνουν στόν πνευματικό τους. 'ταλλά ή σύζυγός σας έχει πεθάνει, και καταλαβαίνω πολύ καλά ότι οί περιστάσεις είναι έντελώς έξαιρετικές. θέλετε νά μάθετε μήπως μπορώ νά σας δώσω καμιά νύξη αν ή σύζυγός σας είχε κανένα λόγο νά αύτοκτονήσει ; θα ρώ πώς ναί. Ή κυρία πού παρουσιάστηκε ώς κυρία Ντάμβερς έπασχε άπό κάτι πολύ σοβαρό.

Σώπασε, και μάς κοίταξε όλους έναν έναν.— Τή θυμάμαι πάρα πολύ καλά, είπε ξαναγυρίζοντας στά

δελτία του. Είχε έρθει νά μέ δει, πρώτη φορά, μιά βδομάδα πρίν από τήν ή μερομήνια πού λέτε. Είχε όρισμένες ένοχλήσεις, καί τής έκαμα ακτίνες. Ή δεύτερη έπίσκεψη ήταν γ ιά νά της πω το αποτέλεσμα. Τίς πλάκες δέν τίς έχω έδώ πέρα, έχω όμως γραμμένες όλες τίς λεπτομέρειες. Τή θυμούμαι στό ιατρείο μου, όρθια, ν' απλώνει το χέρι γ ιά νά πάρει τίς πλάκες, «θέλω να μάθω τήν αλήθεια », μού είπε. « Δέ θέλω γλυκόλογα και π α ­ρηγοριές. Ά ν είμαι καταδικασμένη, νά μου το πείτε καθαρά. »

Σταμάτησε, κι' έριξε πάλι μια μοοτιά στά δελτία του.Ε γ ώ περίμενα, περίμενα. Γιατί δέν τελείωνε έπιτέλους,

νά ξεμπερδέψουμε καί νά μάς άφήσει νά φύγουμε ; Γιατί να είμαστε υποχρεωμένοι νά στεκόμαστε έκεί , περιμένοντας, με τά μάτια καρφωμένα στό πρόσωπό του ;

— Μιά κι' ήθελε λοιπόν νά μάθει τήν άλήθεια, της τήν είπα. 'Ορισμένοι άσθενείς τό προτιμούν. Οι περιστροφές δέν τούς κ ά ­νουν καλό. 'Η κυρία Ντάμβερς αύτή, ή μάλλον ή κυρία ντέ Γουίντερ, δέν ήταν άνθρωπος να τής πει κανείς ψέματα, θ α το ξέρετε καλύτερά μου. 'Ό ταν τής είπα, στάθηκε πολύ καλά. Δε λύγισε καθόλου. Μούπε ότι το είχε ύποπτευθεί άπό κάμπο­σον καιρό. "Υστερα μου έδωσε τήν άμοιβή μου κι' έφυγε. Ά πό τότε δέν τήν ξαναείδα.

’Έκλεισε τη δελτιοθήκη του μ’ έναν κρότο, καθώς έπίσης καί το βιβλίο του.

— Οί πόνοι ήταν άκόμα έλαφροί, άλλά το κακό είχε πολύ προχωρήσει, είπε, Σ έ τρεις τέσσερους μήνες θάπρεπε ν' αρ­χίσει μορφίνη. Εγχείρηση δέ θά ώφελούσε. Τής το είπα. Το κακό είχε πολύ βαθιές ρίζες. Σ ’ αύτοΰ τού είδους τίς περιπτώ­σεις, δέ μπορεί κανείς νά κάμει τίποτα. ταπλώς, δίνει μορφίνη καί περιμένει.

Κανείς δέν είπε ούτε λέξη. Πάνω στό τζάκι, τό μικρό ρο­λόι έκανε τικ τάκ, καί στον κήπο τά παιδιά έπαιζαν τένις. Στόν ούρανό άκουόταν ό βόμβος ένός α εροπλάνου.

— Στήν όψη, βέβαια, φαινόταν ύγειέστατη, είπε. Κάπως πολύ άδύνατη, θυμάμαι, κάπως ώχρή, αλλά πάντως, όσ· κι' άν elvai θλιβερό, αύτή είναι σήμερα ή μόδα. ταύτό όμως δεν είναι

408 —

Page 405: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Κ Κ Κ Λ

βάση, προκειμένου για έναν άσθενή. 'Όχι, άπό βδομάδα σέ βδομάδα οί πόνοι θά γίνονταν δυνατότεροι, καί, όπως σάς είπα, σε τέσσερους πέντε μήνες, θά ήταν άναγκασμένη νά κρατιέ­ται μέ τή μορφίνη. Οι ακτίνες έδειξαν και κάποια παραμόρ­φωση τής μήτρας, καθώς θυμάμαι, πράγμα πού έσήμαινε ότι δε θά μπορούσε ποτέ ν’ αποκτήσει παιδί. 'ταλλά αύτό είναι άλλο ζήτημα, άσχετο εντελώς μέ τήν άσθένεια.

θυμάμαι ότι άκουσα το συνταγματάρχη Τζούλιαν νά μι­λάει, και νά λέει κάτι γιά τήν ευγενή καλοσύνη τού γιατρού Μπέικερ πού τόν άνησυχήσαμε τόσο πολύ.

— Μάς είπατε ό,τι είχαμε άνάγκη νά μάθουμε, είπε. Και άν μπορούσαμε νά έχουμε ένα άντίγραφο όλων αυτών, θά μάς ήταν πολύτιμο.

— Βεβαιότατα, είπε ό γιατρός Μπέικερ. Βεβαιότατα."Ολοι ήταν όρθιοι. Σηκώθηκα κι’ έγώ άπ’ τήν πολυθρόνα:

μου. ’Έσφιξα το χέρι τού γιατρού. Ό λοι τού σφίξαμε το χέρι. Βγήκαμε μαζί του στό χώλ. Μιά γυναίκα στεκόταν και κοίταζε άπ' τήν άπέναντι πόρτα, και μόλις μάς είδε τραβήχτηκε. Στό άπάνω πάτωμα, κάποιος είχε ανοίξει τή βρύση τού λουτρού καί το νερό έτρεχε με θόρυβο. Το φόξ τερριέ μπήκε μέσα άπ' τον κήπο κι άρχισε νά μυρίζεται τά τακούνια μου.

— Το άντίγραφο νά το στείλω σέ σάς ή στόν κύριο ντέ Γουίντερ ; είπε δ γιατρός Μπέικερ.

— 'Ίσως νά μήν το χρειαστούμε, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Νομίζω μάλλον ότι θά είναι περιττό. 'Ή ό κύριος ντέ Γουίντερ ή έγώ. θά σάς γράψουμε. Νά σάς δώσω τήν κάρτα μου.

— Είμαι πολύ έύτυχής πού σάς φάνηκα χρήσιμος, είπε ό γιατρός Μπέικερ. Ούτε στιγμή δέν είχε περάσει άπ' το μυαλό μου ότι ή κυρία ντέ Γουίντερ και ή κυρία Ντάμβερς ήταν ένα και τό αύτό πρόσωπο.

— Έ βέβαια, φυσικά, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.— Επιστρέφετε στό Λονδίνο, φαντάζομαι.-Ναί. Μάλλον. ’— Ό συντομότερος δρόμος είναι νά στρίψετε άριστερά.

άμέσως μετά το γραμματοκιβώτιο, καί μετά νά πάτε ώς τήν Εκκλησία. 'ταπό κει καί ύστερα, ό δρόμος πάει κατ' εύθείαν.

— Εύχαριστώ. Εύχαριστώ πολύ.Βγήκαμε στό δρομάκο καί πήγαμε στό αύτοκίνητο. Ό

γιατρός Μπέικερ έμπασε στο σπίτι το φόξ τερριέ. "τακουσα τήν πόρτα νά κλείνει. Στήν άκρη τού δρόμου, ένας άνθρωπος μέ κομμένο το πόδι καί μ’ έ'να όργανέτο άρχισε νά παίζει τά « Ρόδα τής Πικαρδίας ».

— 4θί» —

Page 406: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

27Σ Τ Ε Κ Ο Μ ταΣΤΕ ΟΡΘΙΟΙ πλάϊ ατό αύτοκίνητο. Γιά

λ ίγα λεπτά κανείς μας δε μίλησε. Ό συνταγματάρ: χης Τζούλιαν πρόσφερε σε όλους τσιγάρα. Ό Φάδελ ήταν στοεχτύς καί φαινόταν πολύ ταραγμένος. Κοτθώς

κρατούσε τό σπίρτο, πρόσεξα ότι τά χέρια του τρέμανε. Ό άνθρωπος μέ τό όργανέτο σταμάτησε μιά στιγμή και μας πλη­σίασε πηδώντας στό ένα του πόδι μέ τόν κούκο στό χέρι. Ό Μαξίμ τούδωσε δύό σέλα .α. Ύστερο; γύρισε στό όργανέτο του κι’ άρχισε έναν άλλο σκοπό. Τό ρολόϊ τής έκκλησίας χτύπησε έξη. Ό Φάδελ άρχισε νά μιλάει. Ή φωνή του ήταν μετρημένη και ταδιάφορη, άλλά ή όψη του ήταν άκόμα σταχτιά. Δέ μάς κοίταγε. Κοίταγε χάμω διαρκώς το τσ ιγάρο του, καί τό γ ύ ­ριζε ατά δάχτυλά τόυ.

— ταύτός ό κα ρκ ίνος... ε ίπ ε ,— ξέρει κανείς σ α ς ; Μπάς και είναι κολλητικός ;

Κανείς δέν τού άπάντησε. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν σήκωσε τούς ώμους του.

— Ποτέ δέ μού πέρασε ούτε ή παραμικρότερη ιδέα, είπ<: ό Φάδελ νευρικά. Τόχε κρατήσει μυστικό άπ ' όλους, ούτε στή Ντάνη δέν τόπε. Τί τρομερό πράμα, έ ; Που νά τό φανταστεί κανείς ποτέ γ ιά τή Ρεβέκκα. Τί λέει ή παρέα. Πάμε κάτι νά πιούμε ; ταύτό το πράμο μ’ έχει διαλύσει, όμολογώ. 'τακούς καρκίνος ! θ εέ καί Κύριε !

'τακούμπησε στό πλευρό τού αύτοκινήτου κι' έκρυψε τά μάτια του μέ τά χέρια του.

— Πέστε αύτουνού τού κέρατου μέ τό όργανέτο νά ξεκου­μπίζεται άπό δω, είπε. Δέ μπορώ ν' άκούω αύτό τό ξεθ*

— Δέ θάταν α πλούστερο νά φύγουμε μεις ; είπε ό . μ Μπορείς μόνος σου νά πας τό αύτοκίνητο, ή νάρθει ό Τζούλιαν ;

— Βαστάτε μιά στιγμή, είπε ό Φάδελ. θ ά μου περάσει.

410

Page 407: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Εσείς πού νά καταλάβετε. ταύτό τό πράμα μου έχει έρθει νταμπλάς.

— Σύνελθε λιγάκι, άνθρωπέ μου, για όνομα του θεού. είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. "ταν σου χρειάζεται κάτι νά πιεις, γύρνα πίσω στό σπίτι και ζήτα τού Μπέικερ, θά ξέρει αύτός, ύποθέτω, πώς νά σε συνεφέρει. Μή γίνεσαι θέαμα μές στή μέση του δρόμου.

— Βέβαια, Εσείς τήν έχετε καλά, είσαστε Εν τάξει Εσείς, είπε ό Φάβελ, και στυλώθηκε κοιτάζοντας τό συνταγματάρχη Τζούλιαν καί τόν Μαξίμ. Τί έχετε πιά νά σάς κόβει. Τώρα πιά, θ Μάξ είναι καβάλα. 'Έχετε στό χΕρι σας το λόγο πού γυ­ρεύατε, κι' ό ΜπΕϊκερ, μόλις τού πείτε, θά πάρει χαρτί και καλαμάρι καί θά σάς στείλει το κιτάπι δωρεάν, θ ά μπορείτε νά τρώτε στό ΜάντερλΕη, γιά τόν κόπο σας, μιά φορά τή βδομάδα, και νά καμαρώνετε. Κ Γ ό Μάξ, έκατό τά έκατό, μόλις κάμει το πρώτο του παιδί, θά σας πει νά τού γίνετε κουμπάρος.

— Δέ μπαίνουμε στό αύτοκίνητο νά φύγουμε ; είπε ό συν­ταγματάρχης Τζούλιαν τού Μαξίμ. Τά σχΕδιά μας τά κανο­νίζουμε πηγαίνοντας.

Ό Μαξίμ άνοιξε την πόρτα τού οίύτοκινήτου καί ό συν­ταγματάρχης Τζούλιαν άνέβηκε. 'Εγώ κάθησα στή θέση μου. εμπρός. Ό Φάβελ έμενε άκόμα άκουμπισμένος στό πλευρό τού αμαξιού καί δέ σάλευε.

— Σέ συμβουλεύω νά γυρίσεις γραμμή στό σπίτι σου και νά πας νά κοιμηθείς, είπε κοφτά ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Και νά πηγαίνεις σιγά, μή βρεθείς στή φυλακή Επί άνθρωποκτονία. θέλω έπίσης νά σε προειδοποιήσω, μιά και δέν πρό­κειται νά σε ξαναδώ, ότι έχω, ώς δικαστής πού είμαι, όρισμένη Εξουσία, πού αν ξαναπατήσεις στό Κέρριθ, ή στήν περι­φέρεια, θά τήν αίστανθείς. Ό Εκβιασμός δέν είναι και πολύ υψηλό Επάγγελμα, κύριε Φάβελ. Και ξέρουμε πώς νά τόν κά­μουμε καλά, έδώ στόν τόπο μας, όσο παράξενο κι' άν σού φαίνεται.

Ό Φάβελ κοίταγε τόν Μαξίμ. Ή όψη του δέν είχε πιά αύτή τή σταχτίλα, καί το παλιό του δυσάρεστο χαμόγελο ήταν πάλι στά χείλη του.

— Ναί, μεγάλη τύχη ήταν γιά σένα, κύριε Μάξ, αύτή ή ιστορία, πές, δέν ήταν ; είπε άργά. Νομίζεις πώς κερδίζεις. &έ νομίζεις ; Ό νόμος όμως μπορεί άκόμα νά σέ γραπώσει, — κι’ Εγώ τό ίδιο, άπό άλλη μεριά...

Ό Μαξίμ έβαλε μπρός τή μηχανή.— "Εχεις τίποτ’ άλλο νά πεις ; είπε. Γιατί άν έχεις τίποτα

ν α πεις, προτιμότερο νά τό πεις τώρα.

— 411 -

Page 408: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ό χι, είπε ό Φάδελ. Ό χ ι, νά μή σάς κρατάω. Μπορείτε νά φεύγετε.

'Έ καμε πίσω στό πεζοδρόμιο, μέ το χαμόγελο πάντα στά χείλη. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Καθώς στρίβαμε τη γωνιά, κοίταξα πίσω, και τόν ειδίχ νά στέκεται εκεί νά μάς κοιτά­ζει' μάς έκαμε μια κίνηση τού χεριού, καί γελούσε.

Γιά ένα διάστημα τρέχαμε αμίλητοι. Υστερα, μίλησε ό συ ντα γ μ ατά ρχη ς Τ ζούλιαν.

— Τίποτα δέ μπορεί νά κάμει, είπε. ταύτό το χαμόγελο, και η κίνηση τού χεριού, ήταν κι' αύτά μές στη μπλόφα του. 'Έ τσ ι είναι όλοι τους, αύτοί οί τύποι. Τώρα πιά δέν έχει νά φέρει ούτε σκιάν α ποδείξεως. Ή μαρτυρία του Μπέικερ θά τήν κου­ρέλιαζε.

Ό Μαξίμ δεν άπάντησε. Τούριξα μιά ματιά με τήν άκρη τού ματιού, άλλά ή όψη του δέ μου είπε τίποτα.

--•ταμέσως το κατάλαδα, ότι τή λύση θά μάς τήν έδινε ό Μπέικερ, είπε ύ Τζούλιαν : Ή μυστικότης της επισκέψεως, και το ότι δεν είπε τίποτα ούτε στήν κυρία Ντάμβερς. Βλέπετε, είχε υποψίας. Καταλάβαινε ότι ήταν κάτι κακό. Ή αλήθεια είνα> ότι είναι τρομερό. Τρομερό και τρομερό. Πώς νά μη χάσει τά μυαλά της, μιά νέα καί όμορφη γυναίκα.

Τρέχαμε στό μεγάλο ίσιο δρόμο. Τηλεγραφικοί στύλοι, λεωφορεία, ανοιχτές κούρσες, μικρές βιλίτσες με κατακαί­νουργα περιβολάκια κολλημένες ή μιά με τήν άλλη, πέρναγαν σάν αστραπή μπροστά στά μάτια μου, γεμίζοντας το μυαλό μου μέ εικόνες πού θά τις θυμόμουν γ ιά πάντα.

— Δε σάς πέρασε ποτέ αύτή ή ιδέα. υποθέτω, ντέ Γουίντερ ; είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν.

— Ό χι, είπε ό Μαξίμ. Ποτέ.— Δέν ύπάρχει αμφιβολία, υπάρχουν άνθρωποι πού χή φο­

βούνται αύτή τήν ασθένεια μέχρι σημείου νοσηρότητος, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Καί ιδιαιτέρως οι γυναίκες. ταύτό θά πρέπει νά ήταν καί μέ τή γυναίκα σας. Γιά ό,τι άλλο, είχε θάρρος. Γι’ αύτό όμως όχι, Δε μπορούσε νά αντιμετωπίσει τούς πόνους. Τέλος πάντων. ταύτό τουλάχιστον το γλίτωσε.

— Πράγματι, είπε ό Μαξίμ.Δε νομίζω ότι 9ά ήταν κακό, αν αφήσω μέ τρόπο νά γ ί­

νει γνωστό στό Κέρριθ καί στήν περιφέρεια ότι κάποιος γ ια ­τρός τού Λονδίνου μάς έδωσε το αίτιο τής αύτοκτονίας, είπε ο συνταγματάρχης Τζούλιαν. Φυσικά, μόνο καί μόνο α ν αρχίσουν τά κουτσομπολιά. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι γίνεται, βλέπετε. θ κόσμος, πολλές φορές, είναι αλλόκοτος. " ταν γίνουν γνωστά

τά σχετικά μέ την κυρία ντε Γουίντερ, θάναι γ ιά σάς πολύ κα­λύτερα.

Page 409: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

— Ναί. είπε ό Μαξίμ. Ναί, καταλαβαίνω.— Είναι νά τα χάνει κανείς, και να γίνεται έξω φρενών, τί

έκταση παίρνουν στις Επαρχίες οί διαδόσεις, είπε ό συνταγμα­τάρχης Τζούλιαν. Ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω γιατί, άλλα δυστυχώς έτσι είναι. Ό χ ι πού φοβάμαι άπό πριν μήν έχουμε καμιάν Ιστορία, άλλά όπωσδήποτε είναι προτιμότερο νά τόχουμε υπ’ όψη μας. Ό κόσμος,: άμα τού δοθεί και ή παραμι­κρότερη αφορμή, λέει τά πιό άπίδανα πράματα.

— Πράγματι, είπε ό Μαξίμ.-Φυσικά, έσείς κι' ό Κρώλεη θά μπορείτε νά συντρίψετε

κάθε ανοησία πού τυχόν θά ειπωθεί στό Μάντερλέη ή στό κτήμα. 'Εγώ άναλαμβάνω το Κέρριθ. θά κάμω μιά νύξη και στήν κόρη μου. ταύτή βλέπει ένα πλήθος νεολαία, κι' αύτοί εί­ναι, πολύ συχνά, οί χειρότεροι τερατολόγοι. Οί εφημερίδες δε νομίζω νά σάς ξαναε\Όχλήσουν, κι' αύτό είναι σπουδαίο, θά δείτε, σ ένα δυο μέρες όλη αύτή ή ιστορία θάχει ξεθυμάνει.

— Ναί, είπε ό Μαξίμ.Περνούσαμε τά βόρεια περίχωρα τού Λονδίνου και φτά­

σαμε πάλι στό Φίνσλεϋ και στό Χάμπστεντ.— Έξήμιση, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Τί σκοπεύ­

ετε νά κάμετε ; 'Έχω μιάν άδελφή, πού μένει στό Σάιντ Τζώνς-Γουντ, κι' έχω πολύ μεγάλη όρεξη νά πάω νά τή βρώ ξαφνικά και νά τής πώ νά μέ κρατήσει νά φάω. Κι' ύστερα, παίρνω το τελευταίο τραίνο τού Πάντινκτον. Ξέρω ότι σκο­πεύει νά μείνει εδώ άκόμα οχτώ μέρες. Είμαι βέβαιος ότι θά ενθουσιαστεί νά σάς δει και τούς δύό.

Ό Μαξίμ δίστασε μιά στιγμή και μοϋριξΞ μιά ματιά.— Ευχαριστούμε πάρα πολύ, είπε, αλλά νομίζω πώς είναι

προτιμότερο εμείς νά πηγαίνουμε. Πρέπει νά τηλεφωνήσω του Φράνκ, κι’ έχο) κ»' άλλες δουλειές, θά πάμε κάπου νά φάμε ήσυχα ήσυχα, κι’ ύστερα θά συνεχίσουμε, και θα περάσουμε τή νύχτα σε κανένα Εξοχικό ξενοδοχειάκι πού θά βρούμε στό δρόμο. Λέω μάλλον έτσι νά κάμουμε.

— Έ , βέβαια, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, σάς κα­ταλαβαίνω άπολύτως. Μπορείτε νά με πάτε ώς τής άδελφής μου ; Είναι σέ μιά στροφή Εδώ παρακάτω.

"Οταν φτάσαμε στό σπίτι, ό Μαξίμ σταμάτησε το αύτο­κίνητο λίγο πιο πάρα άπό τήν καγκελόπορτα.

— Είναι αδύνατο νά σάς εύχαριστήσω για όλ' αύτά πού κάματε σήμερα, είπε. Ξέρετε τί αισθάνομαι. Δέν είναι άνάγκη νά σάς τό πώ.

— 'ταγαπητέ μου, είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν, είμαι πάρα πολύ εύτυχής πού μπόρεσα νά σάς φανώ χρήσιμος. Μόνο, πού άν ξέραμε δ,τι ήξερε ό Μπέικερ, τίποτα &π' όλ' αύτά δέ

— 413 —

Page 410: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

βαχε γίνει. Ε ν πάση περιπτώσει, τώρα met μην τα σκέπτεστε. Πρέπει να τήν ξεχάσετε όλη αύτή την Ιστορία, σάν ένα έπεισόδιο δυσάρεστο και τατυχές. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι ό Φά­βελ δέν πρόκειται ξανά νά σας ένοχλήσει. 'Ά ν -Επιχειρήσει, ύπολογίζω σέ σας ότι θά μέ. ειδοποιήσετε άμέσως. θ ά έχω τότ τρόπο νά τόν κανονίσω.

Κατέβηκε άπό τό αυτοκίνητο, μαζεύοντας τό παλτό του και το χάρτη του.

— 'Ε γώ στή θέση σας θάφευγα γ ιά λίγο, είπε χωρίς νά μάς κοιτάζει στά μάτια. Κάντε ένα μικρό ταξιδάκι, ''ίσ ω ς και στο εξωτερικό.

Εμείς δέν είπαμε τίποτα. 'Ο συνταγματάρχης Τζούλιοεν παιδευότανε μέ τό χάρτη του.

— Ή Ε λ β ετία αύτή την έποχή είναι θαύμα, είπε. θυμάμαι, είχαμε πάει μιά φορά στίς διακοπές τής κόρης μου, και εύχαριστηθήκαμε πάρα πολύ. ’ Εχει κάτι περίπατους άριστούργημο.

Δίστασε μιά στιγμή, καί καθάρισε τή φωνή του.- Μπορεί, ξέρω κι' έγώ, πολλή ταμυδρή ή πιθανότης, να

δημιουργηθούν τίποτα. μικροζητήματα. Ό χ ι άπό τόν Φάδελ, αλλά από κανένα πρόσωπο τής περιοχής. Κανείς δέν ξέρει άκριβώς τ ί έχει πει ό Τάμπ, πώς το ξανάπανε οί άλλοι, και ούτω καθ’ έξης. Φυσικά, τανοησίες. Ξέρετε όμως τήν παλιά π α ­ροιμία : Μάτια πού δέ βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται. Ό τα ν οί άνθρωποι είναι μακριά, καί δέν είναι στά στόματα οί κουβέντες σταματάνε. Έ τ σ ι είν' ό κόσμος.

Στάθηκε μιά στιγμή, μετρώντας τά πράματά του.- Τά πήρα όλα, πιστεύω, χάρτης, γυαλιά, μπαστούνι,

παλτό, "Ολα έν τάξει. Λοιπόν. Γειά σας και χαρά σας. Μην π α ­ρακουραστείτε όμως. ταρκετούς κόπους είχατε σήμερα.

Πέρασε τήν καγκελόπορτα και ανέβηκε τά σκαλοπάτια. Είδα μιά γυναίκα νά βγαίνει στό παράθυρο, νά χαμογελάει καί νά κάνει έτσι το χέρι. Εξακολουθήσαμε το δρόμο μας και στρίψαμε τη γωνιά. Ξάπλωσα στό κάθισμά μου κι' έκλεισα τά μόέτια. Τώρα πού ήμαστε πάλι μονάχοι μας, και ή αγω νία είχε φύγει, τό ξαλάφρωμα πού ένιωθα ήταν σχεδόν α νυπόφορο. Ή τα ν σά νάχα ένα απόστημα, και νά μυύχε σπάσει. Ό Μαξίμ έμενε α μίλητος. ταιστάνθηκα το χέρι του νά σκεπάζει τό δικό μου. Τρέχαμε ανάμεσα σ' ένα πλήθος αύτοκίνητα, και δέν έβλεπα κανένα. Ά κουα το βουητό τών λεο)φορείων, τίς τρό μπες τών ταξί, αύτή τήν αιώνια, τήν α σταμάτητη χλαλοή του Λονδίνου, ταλλά έγώ ήμουν α πέξοχ Ή μουν σ' έναν άλλον κό­σμο, δροσερό, καί ήσυχο, καί γαλήνιο. Τίποτα δέ μπορούσε στό έξης νά μάς α γγίξει. Είχαμε περάσει, είχαμε βγει ταπό τήν κρίσιμην ώρα μας.

Page 411: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Κ Β Ε Κ Κ Α

'Όταν ό Μαξίμ σταμάτησε το αύτοκίνητο, άνοιξα τά -μά­τια μου καί άνακάθησα. "Ημαστε άντίκρυ ά ένα άπό κείνα τά αμέτρητα έστιατοράκια τών στενών δρόμων του Σόχο. Κοί­ταζα μπροστά μου, ζαλισμένη και άποχαυνωμένη.

— Είσαι κουρασμένη, είπε σύντομα ό Μαξίμ. Νηστική, κου­ρασμένη, πού δέ μπορείς νά σταθείς. Μόλις φας κάτι, 0ά συνέλ­θεις. Το ίδιο κι' εγώ. θά μπούμε έδώ καί θά πούμε νά μάς φέ­ρουν άμέσως νά φάμε. 'Έτσι, θά τηλεφωνήσω και τού Φράνκ.

Κατεβήκαμε άπ' το αύτοκίνητο. Στό Εστιατόριο δέν ήταν κανείς, έκτος άπό τόν μαίτρ ντ’ ότέλ, ένα γκαρσόνι, κι' ένα κο­ρίτσι πίσω άπ' το ταμείο. Ή ταν σκοτεινά κι' είχε δροσιά. Πή­γαμε σ' ένα τραπέζι δεξιά, στή γωνία. Ό Μαξίμ άρχισε νά παραγγέλνει το φαγητό.

— Δίκιο είχε ό Φάδελ πού ήθελε κάτι νά πιει. Κι' εγώ τόχω άνάγκη, και συ. Νά πάρεις έσύ λίγο μπράντυ.

Ό μαιτρ ντ' ότέλ ήταν χοντρός και γελαστός. Μάς έφερε κάτι ψωμάκια μακρόστενα, τυλιγμένα σέ ψιλόχαρτο. Ή ταν ξε­ροψημένα και κρουστά. Πήρα ένα κι' άρχισα νά τό τρώω μέ βουλιμία. Τό μπράντυ μου μέ τή σόδα ήταν γλυκό. Σέ ζέ­σταινε και σέ τόνωνε παράξενα.

— Ό ταν τελειώσουμε, θά ξεκινήσουμε και θά πάμε ήσυχα ήσυχα. Το βραδάκι θάχει καί δροσιά. 'Εκεί πού θά πηγαίνουμε, θά βρούμε κάπου νά περάσουμε τή νύχτα. Καί τό πρωί, θά τραβήξουμε γιά το Μάντερλέη.

— Ναί, είπα.— Μήπως ήθελες νά φάμε στης άδελφή ς τού Τζούλιαν και

να γυρίσουμε μέ το τελευταίο τραίνο ;- Ό χ ι .Ό Μαξίμ τέλειωσε τό μπράντυ του. Τά μάτια του φαίνον­

ταν μεγάλα μεγάλα, κι’ είχαν γύρω γύρω όλο σκιές. Χλω­μός καθώς ήταν, φαίνονταν κατάμαυρα.

— "Ως ποιό σημείο, είπε, λές νά κατάλαβε ό Τζούλιαν τήν άλήθεια ;

Τόν κοίταξα πάνω άπ' το ποτήρι μου. Δέν είπα τίποτα.— Ξέρει, είπε, άργά ό Μαξίμ. Άσφαλώς ξέρει.

Καί νά ξέρει, είπα, δέ Οά πει τίποτα ποτέ. Ούδέποτε.— Ναί, είπε ό Μαξίμ. Δέ θά πει.Είπε τού μαίτρ ντ' ότέλ νά τού φέρει άκόμα ένα μπράντυ.

Καθόμαστε σιωπηλοί και ήρεμοι στή σκοτεινή μας γωνιά.— Είμαι σίγουρος, είπε ό Μαξίμ, πώς ή Ρεβέκκα μούπε

ψέματα Επίτηδες. 'Ήταν ή ύστατη μπλόφα της. Τδθελε, νά τή σκοτώσω. Είχε προβλέψει τά πάντα. Γ ι’ αύτό γελούσε. Γι' αύτό στεκόταν Εκεί καί γελούσε, όταν πέθανε.

Δέν είπα τίποτα. 'Εξακολουθούσα νά πίνω τό μπράντυ μου,

415

Page 412: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ό λα είχαν τελειώσει. ‘Ό λ α είχαν κανονιστεί. Δέν ύπήρχε m οι ζήτημα. Δέν ήταν άνάγκη ναναι χλωμός ό Μαξίμ, και άνω κάτω.

— ''Ήταν τό τελευταίο κακό της παιγνίδι, είπε ό Μαξίμ. Και τό καλύτερο άπ' όλα. Και ποιός ξέρει. 'τακόμα και τώρα, μπορεί να έχει βγει κερδισμένη.

— Τί θέλεις να πεις ; Πώς είναι δυνατόν να έχει βγει κερ­δισμένη ;

— Δέν ξέρω, είπε. Δέν ξέρω.'Άδειασε το δεύτερο ποτήρι του, "Υστερα σηκώθηκε.-Π άω νά τηλεφωνήσω του Φράνκ, είπε.Έ μ εινα καθισμένη (έκεί στη γω νιά μου, καί τό γκαρσόνι

μοϋφερε το ψάρι μου. Ή τα ν αστακός. Ζεστός ζεστός καί ωραιότατος. Πήρα κι' εγώ ένα δεύτερο μπράντυ. Ή τ α ν α χά ­ριστο, καί πολύ ώραίο, να κάθεσαι εκεί καί νά μή σέ νιάζει γ ιά τίποτα. Χαμογέλασα στο γκαρσόνι. Είπα νά μού ξαναφέ· ρουν ψωμί, καί τόπα γαλλικά, χωρίς λόγο. ταύτό τό έστιατοράκι ήταν ήσυχο, εύχάριστο, και φιλικό. Ό Μαξίμ κι’ έγώ ή μαστέ μαζί. "Ολα είχαν τελειώσει. "Ολα είχαν ταχτοποιηθεί. Ή Ρεβέκκα ήταν πεθαμένη. Ή Ρεβέκκα δέ μπορούσε νά μάς κάμει κακό. Τόχε παίξει και το τελευταίο της παιγνίδι, όπως είχε πει κι' ό Μαξίμ. Τώρα πιά, δέ μ/ποροΰσε νά μόός κάμει τ ί­ποτ' άλλο.

Σε δέκα λεπτά, ό Μαξίμ ήρθε πίσω.— Λοιπόν ; είπα, καί ή ίδια μου ή φωνή μού φαινόταν σάν

απόμακρη. Τί κάνει ό Φράνκ ;— Ό Φράνκ είναι.πολύ καλά, είπε ό Μαξίμ. Ή τα ν στό γ ρ α ­

φείο, καί περίμενε τηλεφώνημά μου από τίς τέσσερις κιόλα. Τού είπα τά γεγονότα. Φάνηκε εύχάριστη μένος.

— Έ βέβαια, είπα.— Συμβαίνει όμως κάτι περίεργο, είπε ά ργά ό Μαξίμ, μέ

μιά ζάρα άνάμεσα σ τά ,φρύδια του. Έ χ ε ι τήν ιδέα πώς ή κυ­ρία Ντάμβερς έφυγε. Έ χ ε ι γίνει άφαντη. Δέν είπε τίποτα σέ κανέναν, φαίνεται φμως ότι όλη τήν ή μέρα μάζευε τά πράματά της, άδειαζε το δωμάτιό της, καί κατά τίς τέσσερις τό άπό­γεμα ήρθε ό άνθρωπος άπό το σταθμό και πήρε τίς βαλίτζες της. Ό Φρίθ τηλεφώνησε τού Φράνκ σχετικώς, καί ό Φρανκ είπε τού Φρίθ νά πει στήν κυρία Ντάμβερς νά κατέβει στό γραφείο. Τήν περίμενε, άλλά δέν παρουσιάστηκε. Δέκα λεπτά περίπου πρίν τηλεφωνήσω, ό Φρίθ ξανατηλεφώνησε του Φράνκ καί τού είπε ότι είχε έρθει γ ιά τήν κυρία Ντάμβερς μιά υπεραστική τη­λεφωνική κλήση, ότι είχε συνδέσει τό έξωτερικό τηλέφωνο μέ τό τηλέφοίνο τής κάμαράς της, κι' ότι αύτή είχε α παντήσει. ταύτό θά πρέπει νά έγινε κατά τις έξη καί δέκα. Σ τίς έπτά παρά

— 416 -

Page 413: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

τέταρτο, χτύπησε -τήν πόρτα της καί βρήκε τό δωμάτιό της άδειανό καί τήν κρεβατοκάμαρά της έπίσης. Έψαξαν νά τή βούν, άλλά δέν τή βρήκαν πουθενά. "Εχουν τήν Ιδέα πώς έφυγε, θά βγήκε φαίνεται άπό τό σπίτι και θά κόψε κατευθείαν άπό τό δάσος. 'ταπό τήν καγκελόπορτα δέν πέρασε.

— Καί δέν τό βρίσκεις εύχάριστο ; είπα. Μάς γλιτώνει άπό ένα σωρό φασαρίες. Μιά φορά, όπωσδήποτε θάπρεπε νά τή διώξουμε. Φαντάζομαι ότι τό κατάλαβε άπό μόνη της. Είχε μιάν έκφραση στό πρόσωπό της χτές τό βράδυ ! Τό σκεφτό­μουν τό πρωί στό αύτοκίνητο.

— ταύτό δέ μ' άρέσει καθόλου, είπε ό Μαξίμ. Δέ μ' άρέσει καθόλου.

— Δέ μπορεί να κάμει τίποτα, είπα μέ έπιμονή. Ά ν σηκώ­θηκε κι' έφυγε, τόσο τό καλύτερο. Το τηλεφώνημα θάταν άσφα­λώς τού Φάβελ. θα τής είπε γιά τόν Μπέικερ, θ ά τής είπε ίσως και ό,τι τού είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Ό συνταγμα­τάρχης Τζούλιαν είπε πώς άν έχουμε καμιάν άπόπειρα Εκβια­σμού, νά τόν ειδοποιήσουμε. Δέ θά τό τολμήσουν. Δέ μπορούν, θά βροΰν πολύ μεγάλο μπελά.

— Δέ σκέπτομαι τό Ενδεχόμενο του Εκβιασμού, είπε ό Μαξίμ.

— Τί άλλο μπορούν νά κάμουν ; είπα. 'Εμείς πρΕπει νά κά­μουμε αύτό πού είπε ό συνταγματάρχης Τζούλιαν. Πρέπει νά τά ξεχάσουμε. Δέν πρέπει νά Εξακολουθήσουμε νά τά σκεφτό­μαστε. Πάει πιά, άγάπη μου, όλ' αύτά έχουν τελειώσει, θ απρεπε νά εύχαριστούμε τό θεό γονατιστοί, πού τελειώσανε.

Ό Μαξίμ δέν άπάντησε. Κοίταγε μπροστά του τό κενό.— θά σού κρυώσει ό άστακός σου, είπα. Έ λα , άγάπη μου,

φάε. θά σού κάμει καλό. Πρέπει κάτι νά φας. Είσαι κατάκοπος.Τούλεγα τά ίδια λόγια πού μουχε πει. ταισθανόμουν καλύ­

τερα, καί δυνατότερη. Τώρα τόν φρόντιζα Εγώ. ταύτός ήταν κουρασμένος, ώχρός. 'Εμένα, ή Εξάντλησή μου και ή κούρασή μου είχαν περάσει, καί τώρα, ό μονος πού ύπόφερνε, άπ' τήν άντίδραση, ήταν αύτός. Ή ταν γιατί ήταν νηστικός, γιατί ήταν κατάκοπος. Δέν ύπήρχε κανείς λόγος νά στενοχωριέται τώρα πιά. Ή κ. Ντάμβερς είχε φύγει. Και γι' αύτό έπίσης έπρεπε νά εύχαριστούμε το θεό. "Ολα μάς είχαν έρθει τόσο βολικά, άλήθεία, τόσο βολικά.

— Φάε τόν άστακό σου, είπα.'ταπό δώ καί πέρα δλα θά ήταν άλλιώς. Στό έξής, ούτε θά

δείλιαζα ούτε θά τά σάστιζα μέ τήν ύπηρεσία. Τώρα πού ή κ. Μτάμβερς είχε φύγει, τό σπίτι, λ ίγο -λίγο, θά μάθαινα νά τό διευθύνω μονάχη μου. θά πήγαινα στήν κουζίνα καί θά μιλούσα μέ τή μαγείρισσα, θ ά τούς έκανα νά μέ συμπαθήσουν,

— 417 —

Page 414: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

νά με σέβονται. Σ έ λίγο, θά ήταν σάν ή κ. Ντάμβερς νά μήν είχε ποτέ τή διεύθυνση του σπιτιού, θ ά κατατοπιζόμουν έπίσης περισσότερο σχετικά μέ το κτήμα, θ ά παρακαλούσα τόν Φράνκ νά μου -έξηγήσει τά πράγματα. Ή τα ν σίγουρο πώς ό Φράνκ μέ συμπαθούσε. Κι' έγώ έπίσης τόν συμπαθούσα, θ ά τανακα­τευόμουν στά διάφορα ζητήματα και θά μάθαινα πώς τά κα­νόνιζαν. θ ά μάθαινα τί έκαναν στό ύποστατικό. Πώς κανόνιζαν τίς δουλειές τού πάρκου, θ α άναλάβαινα τίς διαρρυθμίσεις του κήπου έγώ ή ίδια, και θάκονα μέ τόν καιρό ένα δύό άλλαγές. Νά πούμε, έκείνη ή μικρή πελούζα έξω άπ' το παράθυρο τού πρωινού σαλονιού, μέ το ά γαλμα τού σατύρου. ταύτή δέ μού άρεσε. Το σάτυρο θά τόν βγάζαμε, χίλια, πράματα θά μπορούσα νά κάμω, σ ιγά σιγά. θ ά δεχόμαστε, θα φιλοξε­νούσαμε κόσμο, και δέ θά μ' έμελε, θά χε ενδιαφέρον νά τα ­χτοποιεί κανείς τά δωμάτιά τους, νά τούς βάζει βιβλία και λουλούδια, νά κανονίζει τό φοτγητό. θ ά κάναμε καί παιδιά. ’ Βεβαίως και θά κάναμε παιδιά.

— Τελείωσες ; είπε ξαφνικά ό Μαξίμ. Ε γ ώ δέ θέλω τίποτ’ άλλο. Καφέ μόνο θά πάρω. Μαύρον, σέ παρακαλώ, πολύ βαρύ, και το λογαριασμό, είπε γυρίζοντας στόν μαιτρ ντ' ότέλ.

Συλλογίστηκα γ ιά ποιό λόγο νά φύγουμε τόσο γρήγορα. Τό έστιατόριο ήταν εύχάρ ττο, και δέν ύπήρχε τίποτα πού νά μάς άναγκάζει νά φύγουμε. Μού άρεσε πού καθόμουν έκεί , μέ το κεφάλι άκουμπισμένο πίσω στή ράχη του καναπέ, κι' έκανα σχέδια γ ιά τό μέλλον ρεμβάζοντας ευχάριστα και ξεκούραστα, θ ά μπορούσα νά μείνω έκεί όλόκλήρες ώρες.

Σηκωθήκαμε καί βγήκαμε έξω. Χασμουριόμουνα, και το βήμα μου ήταν κάπως α βέβαιο.

— Άκουσε, μου είπε μόλις βρεθήκαμε στό πεζοδρόμιο. Νο­μίζεις πώς θά μπορούσες νά κοιμηθείς στό αύτοκίνητο, άν σέ τύλιγα στήν κουβέρτα καί σέ βόλευα ώραία ώραία στό πίσω κάθισμα ; Μαξιλάρι ύπάρχεί, κι' έχουμε άκόμα καί τό παλτό μου.

— Νόμιζα πώς έπρόκειτο νά βρούμε κάπου νά μείνουμε γ ιά τή νύχτα, είπα μέ άπορία. Σέ κανένα ξενοδοχειάκι πού θά βρίσκαμε στό δρόμο μας.

— Ναί, είπε, άλλά αισθάνομαι κάτι μέσα μου πού μού λέει νά γυρίσουμε α πόψε. Δέ θά μπορέσεις νά κοιμηθείς στό αυτο­κίνητο ;

— Ναί, είπα μέ κάποιο δισταγμό. Φαντάζομαι.— Ή ώρα είναι όχτώ παρά τέταρτο. ’Ά ν ξεκινήσουμε τώρα,

θάμαστε έκεί κατά τίς δυόμιση. Ό δρόμος δέ θάχε ι μεγάλη κίνηση.

— θ ά κουραστείς πολύ, είπα. θ ά κουραστείς πάρα πολύ.

— 418 —

Page 415: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

- - ’Όχι, είπε κουνώντας τό κεφάλι του. 'Εγώ θά είμαι έν τάξει, θέλω νά γυρίσουμε σπίτι. Κάτι συμβαίνει κακό. Ξέρω τί είναι, θέλω νά γυρίσουμε σπίτι.

Ή όψη του ήταν άλλόκοτη, γεμάτη άγωνία. Άνοιξε τήν πόρτα του αύτοκινήτου κι' άρχισε νά ταχτοποιεί τήν κουβέρτα και το μαξιλάρι στό πίσω κάθισμα.

— Τί κακό μπορεί νά συμβαίνει ; είπα. Είναι τόσο παρά­λογο νά βασανίζεσαι, τώρα πιά πού είναι δλα τελειωμένα. Δέ μπορώ νά σέ καταλάβω.

Δέν άπάντησε. 'τανέβηκα στό πίσω μέρος τού αύτοκινήτου, καί ξάπλωσα μέ τά πόδια μου διπλωμένα. Μέ σκέπασε μέ τήν κουβέρτα. Ή ταν πολύ καλά. Πολύ πιό καλά άπ' δ.τι νόμιζα. Βόλεψα το μαξιλάρι κάτω άπ' το κεφάλι μου.

— Είσαι καλά ; είπε. Είσαι βέβαιη πώς είσαι έν τάξει ;— Ναί, είπα χαμογελώντας. Είμαι περίφημα, θά κοιμηθώ.

Δε θέλω νά σταθούμε πουθενά γιά τή νύχτα. Είναι πολύ καλύ­τερα έτσι, νά γυρίσουμε σπίτι, θ ά φτάσουμε στό Μάντερλέη πολύ πρίν βγει ό ήλιος.

'τανέβηκε μπροστά κι' έβαλε μπρός τή μηχανή. Έκλεισα τά μάτια. Τό αύτοκίνητο ξεκίνησε και αίστάνθηκα κάτω άπ' τό σώμα μου το Ελαφρό τράνταγμα τής σουσπανσιόν. "Εχωσα τό πρόσωπό μου στό μαξιλάρι. 'Η κίνηση του αύτοκινήτου ήταν όμαλή και σταθερή, και ή σκέψη μου άκολουθουσε τό ρυθμό της. Πλήθος οί είκόνες άρχισαν νά περνάνε μπροστά μου μό­λις έκλεισα τά μάτια μου, πράματα πού είχα δει, πράματα πού είχα ζήσει, και πράματα πού είχα ξεχάσει. 'Έσμιγαν καί μπερδεύονταν ή μιά μέ τήν άλλη σέ συμπλέγματα χωρίς νόημα. Το φτερό τού καπέλου τής κ. Βάν Χόπερ, τά σκληρά καί ίσια καθίσματα τής τραπεζαρίας τού Φράνκ, τό μεγάλο παράθυρο τής δυτικής πτέρυγας του Μάντερλέη, τό άνοιχτό ρόζ κοστούμι τής κυρίας μέ τό χαμόγελο τή βραδιά τού χορού, μιά χωρια­τοπούλα σ' ένα δρόμο κοντά στό Μόντε Κάρλο.

"Εβλεπα πότε τόν Τζάσπερ νά κυνηγάει πεταλούδες στίς πελούζες, πότε το φόξ τερριέ τού γιατρού Μπέικερ νά ξύνει το αύτί του κοντά σέ μιά πολυθρόνα περιβολιού. "Εβλεπα άκόμη τόν ταχυδρόμο πού μάς είχε δείξει το σπίτι σήμερα τό άπόΥεμα, καί τή μητέρα τής Κλάρις νά μού ξεσκονίζει μιά κα­ρέκλα για νά καθήσω στό σαλονάκι τής ύπηρεσίας. Ό Μπέν μού χαμογελούσε, κρατώντας στά χέρια του κάτι κοχύλια, και ή γυναίκα τού Επισκόπου μού έλεγε νά μείνω, νά πάρουμε το τσάι; μας μαζί. "Ενιωθα τή δροσιά και τήν εύχάριστην αίσθηση άπ' τά σεντόνια τού κρεβατιού μου, και τό τραχύ βότσαλο τής μικρής άκτής. 'τανάσαινα τό άρωμα τής φτέρης του δάσους, τά πέταλα τής μαραμένης άζαλέας, τό μύρο τού βρεμένου

— 419 —

Page 416: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

χορταριού.'Έπεφτα σ' έναν ύπνον α λλόκοτο και σπασμένο, γυρνώντας κάθε τόσο στήν πραγματικότητα πίσω, πότε γ ια τί ένιωθα τό μούδιασμα του στριμωγμένου κορμιού μου, πότε γιατί έβλεπα α ντίκρυ μου τή ράχη τού Μαξίμ. Τό σούρουπο είχε γίνει σκοτάδι. 'Έ βλεπα τα φώτα τών αύτοκινήτων πούτρεχαν στό δρόμο. Τά χω ριά πού περνούσαμε, μέ τά κλειστά κουρτινάκια και τά φωσάκια α πό πίσω τους. Σ ταλευα, άλλαζα πλευρό, χά ι ξαναποκοιμιόμουν.

'Έβλεπα τή σκάλα του Μάντερλέη, και ‘•ήν κ, Ντάμβερς έκεί στό κεφαλόσκαλο, νά μέ περιμένει μέ το μαύρο φουστάνι της. Καθώς άνεβαίνω τά σκαλοπάτια, κάνει πίσω στό θολωτό πέρασμα κι' έξαφανίζεται. Ψάχνω νά τη βρώ, άλλά δέν τή βρίσκω. /Ύ στερα, άντικρύζω το πρόσωπό της νά μέ κοιτάει άπ' τό βάθος μιας πόρτας. Τή φωνάζω και ξανά γίνετα ι άφαντη.

— Τί ώρα είναι ; είπα. Τί ώρα είναι ;Ό Μαξίμ γύρισε και μέ κοίταξε. Μές στό σκοτάδι, ή όψη

του ήταν χλωμή, σάν το φάντασμα.— Έντεκάμιση, είπε. Είμαστε κιόλα παραπάνω άπ ' τά

μισά. Προσπάθησε νά ξανακοιμηθείς.— Διψάω, είπα.Στήν πρώτη πολιτεία πού συναντήσαμε, σταμάτησε. Ό άν­

θρωπος τού γκαράζ μας ει: ε πώς ή γυναίκα του δέν είχε πάει τακόμα νά πλαγιάσει και θά μάς έκανε λ ίγο τσάϊ. Κατεβήκαμε άπό το αύτοκίνητο καί μπήκαμε στό γκαράζ. Έ κ α μ α μια δύό βόλτες άπάνω κάτω, χτυπώντας τά πόδια μου νά ξεμουδιά­σω. Ό Μαξίμ κάπνισε ένα τσιγάρο. 'Έ κανε κρύο. 'ταπ' τήν άνοιχτή πόρτα τού γκαράζ έμπαινε ένας άέρας τσουχτερός και χτύπαγε τή λαμαρίνα της στέγης. 'ταναρίγησα, καί κούμπωσα το πανωφόρι μου.

— Ναί, ταπόψε τσούζει, είπε ό άνθρωπος τού γκαρταζ, δου­λεύοντας τήν τρόμπα τής μπενζίνας. Σήμερα το α πόγεμα, ό καιρός φαίνεται νά γύρισε. ταύτές τίς μέρες ήταν οί τελευ­ταίες φετεινές ζέστες Ό π ο υ νάναι, θ' α ρχίσει νά χρειάζεται φωτιά.

— Στό Λονδίνο έκανε ζέστη, είπα.— Ναί ; είπε. 'Έ τσι είνο:ι πάντα. Τίς τελευταίες καλοκαι­

ρίες αύτοί τίς χαίρονται. ΟΙ πρώτες μπόρες λαχαίνουν σέ μάς. ταύριο χαράματα, θά φυσάει άγρ ια στό άκροθαλάσσι.

'Άφησα τήν προστασία τού γκαράζ μέ δυσφορία. Ό κρύος άέρας μέ φύσηξε κατά πρόσωπο. ’Ά στρα καί σύγνεφα τρέ­χανε στόν ούρανό.

— Ναί, είπε ό άνθρωπος τού γκαράζ, πάει τό φετεινό κα­λοκαίρι.

Ξαναμπήκαμε στό αύτοκίνητο. Βολεύτηκα πάλι κάτω ταπ'

420 -

Page 417: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

την κουβέρτα μου. Το άμάξι ξεκίνησε. "Εκλεισα τά μάτια. Ό άνθρωπος με τό ξύλινο πόδι άρχισε νά παίζει τό όργανέτο του, κι' ό σκοπός άπ' τά « Ρόδα της Πικαρδίας » νά βουίζει στό κε­φάλι μου μές στό λίκνισμα τού άμαξιού. Ό Φρίθ καί ό Ρόμπερτ φέρνουν στή βιβλιοθήκη τό τσάϊ. Ή γυναίκα τού θυρωρείου μέ χαιρετάει μουτρωμένη καί φωνάζεί τού παιδιού της νά μπει μέσα. Βλέπω στό σπιτάκι τής άκτής τά μοντέλα τών καραβιών, καί τή σκόνη πού άνεμίζει στόν άέρα. Βλέπω τίς άράχνες κρε­μασμένες στά ξάρτια τους. 'τακούω τή βροχή πάνω στή στέγη, και τό ρόχθο τής θάλασσας, θέλω νά πάω στήν Εύτυχισμένη Κοιλάδα, καί δέν τή βρίσκω πουθενά. Γύρω-τριγύρω είναι, δάση, δέν είναι ή Εύτυχισμένη Κοιλάδα. Δέντρα μόνο, σκο­τεινά καί μουντά, και φτέρες, θαλεροί Θάμνοι φτέρες. ΟΙ κου­κουβάγιες θρηνούνε. Το φεγγάρι άντιφεγγίζει στά παράθυρα τού Μάντερλέη. Και στόν κήπο έχει όλο τσουκνίδες, δέκα πό­δια, είκοσι πόδια ψηλές.

— Μαξίμ ! φώναξα. Μαξίμ !— Τί τρέχει; είπε. 'Εν τάξει είμαστε. 'Εδώ είμαι.— Είδα ένα όνειρο, είπα. "Ενα όνειρο.— Τί όνειρο ; είπε.— Δέν ξέρω. Δέν ξέρω.Πίσω πάλι, στά κινούμενα ανήσυχα βάθη. Γράφω γράμ­

ματα στό πρωινό σαλονάκι. Στέλνω προσκλήσεις. Τίς γράφω όλες μονάχη μου, μέ μιά λεπτή μαύρη πένα. Μά δταν κοιτάω νά δώ τί έχω γράψει, δέν είναι τό μικρό μου τετράγωνο γρά­ψιμο, άλλά μιά άλλη γραφή, μακρουλή, και λοξή, μέ παράξε­νες μύτες. Σπρώχνω τίς κάρτες πάνω άπ' το σουμαίν, και τίς κρύβω. Σηκώνομαι καί πάω στόν καθρέφτη. Μιά μορφή μέ κοιτάει, καί δέν είναι ή δική μου. ταύτή είναι κατάχλωμη, πάρα πολύ όμορφη, μ' ένα σύννεφο γύρω της άπό μαύρα μαλλιά. Τά μάτια μισοκλείνουν, καί χαμογελάνε. Τά χείλη άνοίγουνε. 'Η μορφή στόν καθρέφτη μέ κοιτάει καί γελάει. Καί τότε βλέπω πώς είναι καθισμένη σέ μιά πολυθρόνα, μπροστά στήν τουαλέτα τής κάμαράς της, κι’ ό Μαξίμ τής βουρτσίζει τά μαλλιά. Κρατάει τά μαλλιά της στά χέρια του, και καθώς τά βουρτσίζει, τά στρίβει και τά πλέκει σ' ένα μακρύ χοντρό σκοινί. Τό σκοινί τυλίγεται σά φίδι, και τότε αύτός τό πιάνει μέ τά δύό χέρια, καί χαμογελάει τής Ρεβέκκας, και τής τό βάζει γύρω άπ' τό λαιμό.

— Ό χ ι ! φώναξα. Ό χ ι Ι Ό χ ι ! Πρέπει νά πάμε στήν ‘Ελ­βετία. Ό συνταγματάρχης Τζούλιαν είπε πώς πρέπει νά πάμε στήν ‘Ελβετία Ι

ταίστάνθηκα πάνω στό πρόσωπό μου τό χέρι τού Μαξίμ.— Τί τρέχει ; είπε. Τί συμβαίνει ;

— 421 —

Page 418: Ρεβέκκα - Daphne Du Maurier

Ρ Ε Β Ε Κ Κ Α

Άνακόβθησα, κι' έσπρωξα τά μαλλιά μου άπό τό πρόσωπόμου.

— Δέ μπορώ να κοιμηθώ, είπα. Δέν άξίζει τόν κόπο.— Κοιμήθηκες, είπε. -Κοιμήθηκες δυο ώρες. Είναι δύό και

τέταρτο. Είμαστε τέσσερα μίλια μετά το Λάνυον.Έκ<ζνε πιό κρύο άκόμα άπό πρίν. Μές στό σκοτάδι του

αμαξιού, ά να ριγούσα.— θάρθω δίπλα σου, είπα. θάμαστε πίσω κατά τίς τρεις.Σκαρφάλωσα πάνω άπό το κάθισμα και κάθησα δίπλα

του, κοιτάζοντας μπροστά μου μέσα άπό το τζάμι. 'τακούμπησα τό χέρι μου στό γόνατό του. Τά δόντια μου χτύπαγαν.

- Κρυώνεις, είπε.- Ναί, είπα.

ΟΙ λόφοι υψώνονταν μπροστά μας, καί πάλι βούλιαζαν, και πάλι υψώνονταν. Τό σκοτάδι ήταν πυκνό. Τ' άστέρια είχαν φύγει.

Τί ώρα είπες πως ήταν ; ρώτησα.— Δύο και είκοσι, είπε.

Περίεργο, είπα. 'Εκεί κάτω, πίσω άπό κείνους τούς λό­φους, είναι σά ν' άρχιζε ι νά χαράζει. Δέ μπορεί όμως. Είναι πάρα πολύ νωρίς.

— Δέν είναι άπό κει, εΤπε. Κοιτάς πρός τή δύση.Ξέρω. είπα. Περίεργο είναι, δέν είναι ;

Δέ μούδωσε άπάντηση, κι' έγώ έξακολούθησα νά κοιτάζω τόν ούρανό. "Οσο τόν κοίταγα, λές και γινόταν φωτεινότερος. Σάν τό πρώτο κόκκινο φ έγγος τής άνατολής. Λ ίγο -λ ίγο , ό ούρανός γέμισε όλος.

— Το χειμώνα δέν είναι πού φαίνεται το βόρειο σέλας ; είπα. ’Ό χ ι το καλοκαίρι ;

— Δέν είναι τό βόρειο σέλας, είπε ό Μαξίμ. Είναι το Μάν­τερλέη.

Γύρισα καί τόν κοίταξα, και είδα τήν όψη του. Είδα τά μάτια του.

— Μαξίμ. είπα. Μαξίμ, τί είναι ;Τρέχαμε τώρα πιό γρήγορα, πολύ πιό γρήγορα. 'τανεβή­

καμε τό λοφίσκο που ήταν μπροστά μας, και είδαμε το Λάνυον, σέ μιά γούβα κάτω άπ' τά πόδια μας. 'ταριστερά μας. ήταν ή άσημένια γραμμή τού ποταμού, πού φάρδαινε πρός τόν κόλπο τού Κέρριθ. έξη μίλια μακρύτερα. Ό δρόμος του Μάντερλέη ήταν μπροστά μας. Δέν είχε φεγγάρι. Ό ούρανός άπό πίσω μας ήταν κατάμαυρος. Μά ό ούρανός στόν όρίζοντα δέν ήταν μαύρος καθόλου. ΤΗταν άλικος, σά ματωμένος. Και στάχτες μάς έρχονταν πεταλουδίζοντας, μέ το α ρμυρό ταγέρι τής θά­λασσας.

Τ Ε Λ θ Ι