5
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Το μεγάλο ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο. Αν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ΄να γρόσι*. Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο: Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο. (Συνέχισε την παράγραφο:) Πήγα και βρήκα το φίλο μου το Μιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς και ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα. (Συνέχισε:) - Το ταμπούρλο το ΄χουμε! του φώναξα. Βγαίνουμε απόψε; (Μετάφερε την παράγραφο που ακολουθεί στον ευθύ λόγο, ώστε να σχηματίσεις διάλογο:) Ο Μιχάλης δέχτηκε αμέσως. Είπε όμως πως έπρεπε να πάρουμε μαζί μας και τον αδερφό του το Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος και θα βοηθούσε πολύ στη δουλειά. Η αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος. Ξεκινήσαμε βραδάκι. Ο Μιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό που φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι και η φροντίδα να τ’ αναβοσβήνω κάθε τόσο. Ο Δημήτρης είχε τα χέρια στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο μπροστά πότε πιο πίσω μας. Η «πελατεία» του Μιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη στις φτωχογειτονιές. Οι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι ευχαριστώ αν τύχαινε να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τ’ αμύγδαλα. Τότε εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Αυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Μέρες τώρα το φύλαγα. Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι. Από τα Χριστούγεννα ακόμα με ρωτούσαν: - Ε, πιτσιρίκο! Δε θα ΄ρθεις να μας τα πεις; Εγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα όμως τ’ όνομα και φρόντιζα να μάθω και τη διεύθυνση. Έτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της «επιχείρησης», ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι εφτά «γενναία» ονόματα. Η δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Τάκης, ο γιος του κυρ Στέφανου του μπαρμπέρη ήρθε να πει τα κάλαντα. Κι έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Τα σελινάκια* ήρθαν να σκεπάσουν τα γρόσια των φτωχογειτονιών. Μα ένα πράμα δε μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Με φίλευαν ιδιαίτερα και μου ΄διναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Οικοσελίδαdim-empa-paf.schools.ac.cy/data/uploads/2017-2018/...ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Το μεγάλο ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν

  • Upload
    others

  • View
    3

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Οικοσελίδαdim-empa-paf.schools.ac.cy/data/uploads/2017-2018/...ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Το μεγάλο ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Το μεγάλο ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο. Αν είχες

ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το

φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ΄να γρόσι*.

Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο: Το μεσημέρι της

Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο. (Συνέχισε την παράγραφο:)

Πήγα και βρήκα το φίλο μου το Μιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς

και ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα. (Συνέχισε:)

- Το ταμπούρλο το ΄χουμε! του φώναξα. Βγαίνουμε απόψε; (Μετάφερε την παράγραφο που ακολουθεί στον ευθύ λόγο, ώστε να σχηματίσεις διάλογο:)

Ο Μιχάλης δέχτηκε αμέσως. Είπε όμως πως έπρεπε να πάρουμε μαζί μας

και τον αδερφό του το Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος και θα βοηθούσε πολύ

στη δουλειά. Η αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος.

Ξεκινήσαμε βραδάκι. Ο Μιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό που

φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα

ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι και η φροντίδα να τ’ αναβοσβήνω κάθε τόσο.

Ο Δημήτρης είχε τα χέρια στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο

μπροστά πότε πιο πίσω μας.

Η «πελατεία» του Μιχάλη και του Δημήτρη ήταν η

περισσότερη στις φτωχογειτονιές. Οι εισπράξεις

μέτριες. Λέγαμε κι ευχαριστώ αν τύχαινε να μας

δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και

τ’ αμύγδαλα.

Τότε εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές.

Αυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Μέρες τώρα το

φύλαγα.

Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο

γιατροί και δικηγόροι. Από τα Χριστούγεννα

ακόμα με ρωτούσαν:

- Ε, πιτσιρίκο! Δε θα ΄ρθεις να μας τα πεις;

Εγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα όμως τ’

όνομα και φρόντιζα να μάθω και τη διεύθυνση. Έτσι, στην πιο απελπιστική

στιγμή της «επιχείρησης», ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι

εφτά «γενναία» ονόματα.

Η δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Τάκης, ο

γιος του κυρ Στέφανου του μπαρμπέρη ήρθε να πει τα κάλαντα.

Κι έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Τα σελινάκια* ήρθαν να σκεπάσουν τα

γρόσια των φτωχογειτονιών. Μα ένα πράμα δε μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά

που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα,

ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Με φίλευαν ιδιαίτερα και

μου ΄διναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι

«δικό μου, μόνο δικό μου».

Page 2: ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Οικοσελίδαdim-empa-paf.schools.ac.cy/data/uploads/2017-2018/...ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Το μεγάλο ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Όμως η καρδιά μου δε βάσταξε και τους τ’ ομολόγησα αμέσως. Κι έτσι τα

ιδιαίτερά μου μπήκαν στο κοινό ταμείο.

Όλα θα τελειώναν μια χαρά, θα περνούσαμε μια Πρωτοχρονιά φίνα, αν στο

γυρισμό, εκεί στα μπαξεδάκια* του Μαρουφιού, δε συναντούσαμε το

Στραβοσπύρο με την παρέα του. Ο Στραβοσπύρος ήταν ένας μόρτης*

ίσαμε κει πάνω. Τις Κυριακές, στον Άγιο Κωνσταντίνο, πουλούσε

κουλούρια της κανέλας. Μαζί του ήταν και δυο άλλοι – Παναγιά φύλαγε! –

που κουβαλούσαν μια λατέρνα* και ένα φαναράκι τζάμινο στολισμένο με

λογής λογής κορδέλες και χαρτιά! Τι ήθελε ο Δημήτρης να τους παινευτεί

για τις εισπράξεις μας;

Ώσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά

και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Τι μπορούσε να σου κάνει κι ο

Μιχάλης, το παιδί, μ’ αυτούς τους νταγλαράδες*;

Εγώ κλαίγοντας και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου

τράβηξα για το σπίτι. Ο Μιχάλης κι ο Δημήτρης όμως πήραν το κατόπι

τους μόρτες καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες* να τους πιάσουν.

Δεν ξέω πως τέλειωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα ή δε θυμάμαι πια. Εκείνο

όμως που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως πέρασα μια Πρωτοχρονιά γεμάτη

πίκρα και θλίψη απαρηγόρητη.

Στρατής Τσίρκας

Λεξικό

Γρόσι: Τουρκικό νόμισμα μικρής αξίας (τουρκ. Kuruş) που

χρησιμοποιήθηκε και στην Κύπρο κατά την τουρκοκρατία. Όταν οι Άγγλοι

έφεραν στην Κύπρο το δικό τους νομισματικό σύστημα, οι Κύπριοι

συνέχισαν να ονομάζουν γρόσια τα νομίσματα των 5 μιλς, δηλαδή των 5

χιλιοστών της λίρας (μισό σεντ). Συχνά αποκαλείτο «μπακίρα» λόγω του

υλικού κατασκευής του (bakιr (τουρκ.) = χαλκός).

Σελίνι: Αγγλικό νόμισμα ίσο με το 1/20 της λίρας (ίσο προς 12 πέννες).

Στην Κύπρο «σελίνι» ονομαζόταν ανεπίσημα το κέρμα των 50 mils και

αργότερα αυτό των 5 cent. Ισοδυναμούσε αρχικά με 9 γρόσια και αργότερα

με 10.

Γρόσια: Τουρκικό Αγγλοκρατίας Μετά την ανεξαρτησία

Κυπριακά Σελίνια: Αγγλοκρατίας Μετά την ανεξαρτησία

Μπαξές: (τουρκ. Bahçe) Κήπος.

Μόρτης: Αλήτης, άνθρωπος του δρόμου. Η σημασία αυτή είναι

μεταφορική. Η λέξη είναι ιταλική (ιταλ. Mortis) και στην κυριολεξία

σημαίνει «νεκροθάφτης».

Λατέρνα: Μηχανικό μουσικό όργανο. Ο οργανοπαίχτης γυρνούσε απλώς

μια μανιβέλα και το όργανο έπαιζε συγκεκριμένα μουσικά κομμάτια με ένα

μηχανισμό κυλίνδρων.

Νταγλαράς: Πολύ ψηλός και δυνατός (τουρκ. dağ : βουνό)

Τσαούσης: (τουρκ. çavuş) Λοχίας, βαθμός υπαξιωματικού της αστυνομίας

ή του στρατού.

Page 3: ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Οικοσελίδαdim-empa-paf.schools.ac.cy/data/uploads/2017-2018/...ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Το μεγάλο ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Η ελληνική ηθογραφία έχει

εμπνεύσει το μεγάλο έλληνα

ζωγράφο του 19ου αιώνα Νικηφόρο

Λύτρα να δημιουργήσει αρκετούς

από τους ωραιότερους του πίνακες.

Το 1872 ζωγράφισε τον πάρα πάνω

πίνακα , εμπνευσμένος από τη

μακραίωνη λαϊκή παράδοση των

καλάντων.

Ας θεωρήσουμε ότι ο Λύτρας

εμπνεύστηκε τον πίνακά του από τη

σκηνή που βλέπουμε στη φωτογραφία.

Ποια από τα στοιχεία της φωτογραφίας

κράτησε και ποιες αλλαγές έχει κάνει.

Πίσω από κάθε αλλαγή κρύβεται

πρόθεση. Τι θέλει να δείξει ή να πει

με την κάθε αλλαγή ο ζωγράφος;

Μια εικόνα χίλιες λέξεις

Ένας πίνακας μπορεί να είναι όπως ένα

διήγημα. Λέει μια ιστορία, δίνει

πληροφορίες, προκαλεί συναισθήματα.

Στον πίνακα του Λύτρα υπάρχουν

οχτώ πρόσωπα. Παρατήρησε τη

στάση και την έκφρασή τους και

φαντάσου τι μπορεί να σκέφτεται το

καθένα.

Page 4: ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Οικοσελίδαdim-empa-paf.schools.ac.cy/data/uploads/2017-2018/...ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Το μεγάλο ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Τα πάθη των φωνηέντων

1) Κάνω έκθλιψη, αφαίρεση και αποκοπή στις παρακάτω φράσεις, όπως στα παραδείγματα:

ΕΚΘΛΙΨΗ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟΚΟΠΗ

Τα αμύγδαλα τ’ αμύγδαλα Θα έρθεις; Θα ’ρθεις; φέρε το φερ’ το

Σε εμένα __________ του είπε __________ πάρε το _________

Το άλογο __________ τα έφερε __________ κόψε το __________

Θα ανεβώ __________ πού είσαι __________ δώσε τα _________

Από όλα __________ θα είμαστε __________ πάρε τους __________

Σε έφερε __________ να έχουν __________ φέρε τους __________

Και άλλος __________ μου έδωσε __________ βάλε τα __________

2) Γράφω τις παρακάτω φράσεις, αφού κάνω έκθλιψη, αφαίρεση, αποκοπή, όπου γίνονται.

α) Το άφησε πριν να αρχίσει Τ ’ άφησε πριν ν ’ αρχίσει .

β) Μη με αφήσετε μόνη μου ___________________________

γ) Τραγουδούν τα αηδόνια ___________________________

δ) Από εδώ κι από εκεί ___________________________

ε) Ξεκινήσαμε για αλλού ___________________________

Έκθλιψη

Απ’ όλα τα πετεινά τ’ ουρανού, ξεχωρίζω το περιστέρι.

Όταν μια λέξη που τελειώνει σε φωνήεν

ακολουθείται από άλλη που αρχίζει από φωνήεν,

συχνά χάνεται το τελικό φωνήεν της πρώτης λέξης.

Το φαινόμενο λέγεται έκθλιψη

Αποκοπή

Μεσ’ απ’ το καλάθι ξεπήδησε μια κόμπρα.

Όταν μια λέξη που τελειώνει σε φωνήεν

ακολουθείται από άλλη που αρχίζει από σύμφωνο,

κάποτε χάνεται το τελικό φωνήεν της πρώτης λέξης.

Το φαινόμενο λέγεται αποκοπή.

Αφαίρεση

Μου ‘πες και σου ΄φερα ένα τριαντάφυλλο.

Όταν μια λέξη που τελειώνει σε φωνήεν

ακολουθείται από άλλη που αρχίζει από φωνήεν,

κάποτε χάνεται το αρχικό φωνήεν της δεύτερης λέξης.

Το φαινόμενο λέγεται αφαίρεση

Page 5: ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Οικοσελίδαdim-empa-paf.schools.ac.cy/data/uploads/2017-2018/...ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Το μεγάλο ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν

Ευθύς Λόγος Ο ΄΄ευθύς λόγος΄΄ είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρουμε αυτούσια τα λόγια ενός προσώπου

σε ένα κείμενο. Συντάσσεται με βάση τους ακόλουθους κανονισμούς :

❖ Ξεκινώ τη φράση, σε καινούργια παράγραφο, με μια παύλα ( - ). Αν αριθμός προσώπων σχηματίζουν διάλογο, αλλάζουμε παράγραφο και ξεκινούμε με νέα παύλα κάθε φορά που

αλλάζει ο ομιλητής.

❖ Μετά τη φράση στον ΄΄ευθύ λόγο΄΄ είναι καλό να ακολουθεί δευτερεύουσα διευκρινιστική πρόταση. Αυτή πιστοποιεί το πρόσωπο που μιλά και καθορίζει το ύφος εκφοράς της φράσης

(π.χ. ρώτησε, φώναξε, απείλησε, κατηγόρησε, ψιθύρισε)

❖ Το τέλος της φράσης ορίζεται με κόμμα, ερωτηματικό ή θαυμαστικό. Η δευτερεύουσα

συνοδευτική πρόταση ξεκινά πάντα με μικρό γράμμα, ακόμα και μετά από θαυμαστικό ή

ερωτηματικό. Μπορεί να ακολουθήσει νέα φράση του ιδίου.

- Να τα πούμε; Να τα πούμε; ρώτησαν το

παιδιά μόλις είδαν το παράθυρο να

ανοίγει.

- Και δεν τα λέτε! χαμογέλασε η χωρική με

το μωρό στην αγκαλιά.

- Καλήν εσπέραν άρχοντες …, άρχισαν να

τραγουδούν και οι πέντε ΄΄καλλίφωνοι΄΄

καλαντάρηδες.

- Ποιοι άρχοντες μωρέ, λεβέντες; σχολίασε

εύθυμα η γυναίκα. Εδώ στις

φτωχογειτονιές; Άιντε! Ελάτε μέσα όλοι

να σας κεράσω.

- Ευχαριστούμε κυρά, φώναξε με

ενθουσιασμό ο ΄΄ταμίας΄΄ βλέποντας δύο

ολόκληρα γρόσια να πέφτουν στο κουτί

του, και μια χούφτα αμύγδαλα.