View
354
Download
3
Embed Size (px)
DESCRIPTION
.
Citation preview
ΡΟΜΠΕΝ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ
Alexandre Dumas
Λογοτεχνική προσαρμογή: Επιμέλεια-συντονισμός έκδοσης:
Στοιχειοθεσία: Σχεδιασμός εξωφύλλου:
ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΧΟΥΝΟΣ ΝΙΚΟΣ ΚΟΜΝ. ΧATΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΡΑΜΜΙΚΗ MULTIMEDIA Ε.Π.Ε. ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ
© 2004, για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο. Εκδόσεις ΑΛΚΥΩΝ, Μαυρομιχάλη 44, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210 3627170, 210 3605667, fax: 210 3645667, e-mail: [email protected]
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: ROBIN DES BOIS
I.S.B.N. 960-326-096-7
Κεφάλαιο 1 Ο Κόκκινος Γουίλ 7 Κεφάλαιο 2 Ένας αρραβώνας και μια εκτέλεση 35 Κεφάλαιο 3 Ο Ρομπέν βρίσκει το ταίρι του 66 Κεφάλαιο 4 Ο Ιππότης της Κοιλάδας 86 Κεφάλαιο 5 Ο επίσκοπος του Χέρφορντ 104 Κεφάλαιο 6 Το πάθημα του σερίφη 126 Κεφάλαιο 7 Ο Γουίλ και τ' αδέλφια του 142 Κεφάλαιο 8 Οι «Χαρούμενες Καρδιές» 148 Κεφάλαιο 9 Ο σερ Ρίτσαρντ πληρώνει
το χρέος του ..... 159 Κεφάλαιο 10 Η μεγάλη επίθεση στο δάσος
του Σέργουντ 171 Κεφάλαιο 11 Ο θάνατος του βαρόνου 190 Κεφάλαιο 12 Ο βασιλιάς Ριχάρδος 214 Κεφάλαιο 13 Το Σέργουντ χάνει τη βασίλισσά του........ 236 Κεφάλαιο 14 Το τέλος 244
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ο Κόκκινος Γουίλ
Ένα όμορφο αυγουστιάτικο πρωινό, ο Ρομπέν των Δασών, με την καρδιά γεμάτη χαρά κι ένα τραγούδι στα χε ί λη , περπατούσε μόνος σ' ένα μονοπάτι στο δάσος του Σέργουντ.
Ξαφνικά, μια φωνή δυνατή, που τα αλλόκοτα φάλτσα της μαρτυρούσαν άγνοια των μουσικών κανόνων, άρχισε να τραγουδά και να ξανατραγουδά την ερωτική μπαλάντα του Ρομπέν των Δασών.
- Παναγιά Παρθένα, μουρμούρισε ο νεαρός άντρας, τεντώνοντας τ' αφτιά του για ν' ακούσει προσεκτικά το άσμα του αγνώστου, αυτό κι αν είναι περίεργο! Το τραγούδι που μόλις άκουσα το είχα συνδέσει εγώ τότε που ήμουν παιδί και δεν το έχω μάθει σε κανέναν.
Μ' αυτή τη σκέψη, ο Ρομπέν κρύφτηκε πίσω από τον κορμό ενός δέντρου και περίμενε να περάσει ο διαβάτης.
Ο άγνωστος δεν άργησε να φανεί. Μόλ ις έφτασε μπροστά στη βελανιδιά όπου καθόταν ο Ρομπέν, κάρφωσε το βλέμμα του στο βάθος του δάσους. « Α , α», είπε, καθώς διέκρινε μέσα από την πυκνή βλάστηση ένα υπέροχο κοπάδι ζαρκαδιών, «να οι παλιοί μου φίλοι... για να δούμε, βλέπει καλά το μάτι μου, το χέρι μου είναι γρήγορο; Μα τον Ά γ ι ο Παύλο, με χαρά θα ρίξω ένα βέλος στον λεβέντη που προχωρά τόσο αργά!»
7
Πριν καλοτελειώσει τα λόγια του, ο ξένος τράβηξε ένα βέλος από τη φαρέτρα του, το τοποθέτησε προσεκτικά στο τόξο, σημάδεψε το ζαρκάδι και το ξάπλωσε νεκρό καταγής.
- Μπράβο! φώναξε μια γελαστή φωνή. Εξαιρετική βολή! Ξαφνιασμένος ο ξένος, στράφηκε απότομα. - Έ τ σ ι λες , άρχοντα μου; ρώτησε, ενώ παρατηρούσε τον
Ρομπέν από την κορφή ως τα νύχια. - Βεβαίως, και κυρίως για κάποιον που δεν είναι συνηθι
σμένος να ρίχνει σε ζαρκάδια. Και πώς ξέρεις ότι συνήθως αστοχώ;
- Α π ό τον τρόπο που κρατάς το τόξο σου. Στοιχηματίζω ό,τι θέλε ις , πως δεν είσαι περισσότερο ικανός να ρίξεις ανάσκελα έναν άντρα στο πεδίο της μάχης, απ' ό,τι να ξαπλώσεις καταγής ένα ζαρκάδι στο δάσος.
- Πολύ εύστοχη απάντηση, φώναξε γελώντας ο ξένος. Μου επιτρέπεις να ρωτήσω το όνομά σου;
- Το όνομά μου δεν έχει τόση σημασία στο θέμα που μας απασχολεί, αξιότιμε ξένε, μπορώ, όμως, να σου πω με τι καταγίνομαι. Ε ίμα ι ένας από τους πρώτους φύλακες τούτου του δάσους και δεν έχω την πρόθεση ν' αφήσω τα ζαρκάδια μου ανυπεράσπιστα στις επιθέσεις εκείνων που, για να δοκιμάσουν την επιδεξιότητα τους, τα βάζουν στο σημάδι.
- Ε λ ά χ ι σ τ α μ' ενδιαφέρουν οι προθέσεις σου, όμορφέ μου φύλακα, συνέχισε ο άγνωστος αποφασιστικά. Ε γ ώ θα σκοτώνω ζαρκάδια, θα σκοτώνω ελαφάκια, θα σκοτώνω ό,τι μ' αρέσει.
- Κα ι θα τα καταφέρεις πολύ εύκολα, αν δεν εναντιωθώ εγώ, γιατί είσαι εξαίρετος τοξότης, αποκρίθηκε ο Ρομπέν. Γ ι ' αυτό, λοιπόν, θα σου κάνω μια πρόταση. Άκουσε με: είμαι ο αρχηγός μιας συμμορίας με άντρες αποφασισμένους, έξυπνους και πολύ επιδέξιους σε όλες τις ασκήσεις που περιλαμβάνει το επάγγελμα τους. Μου φαίνεσαι γενναίο αγόρι... αν έχεις τίμια καρδιά, αν το πνεύμα σου είναι ήρεμο και 8
συμφιλιωτικό, θα είμαι ευτυχής να σε δεχτώ στη συμμορία μου. Μόλ ις καταταγείς μαζί μας, θα έχεις την άδεια να κυνηγάς, αν αρνηθείς, όμως, να ενταχθείς στην οργάνωση μας, σε καλώ να φύγεις από το δάσος.
- Ειλικρινά, κύριε φύλακα, θαυμάζω το ύφος σου. Λοιπόν, άκουσε με τώρα κι εσύ. Αν δεν βιαστείς να μου γυρίσεις την πλάτη , θα σου δώσω μια συμβουλή που, χωρίς όμορφες φράσεις, θα σε μάθει να προσέχεις τα λόγια σου - κι αυτή η συμβουλή, ξυπνοπούλι, είναι ένα πολύ βαρύ ξυλοφόρτωμα.
- Αγόρι μου, συνέχισε ο Ρομπέν, δεν θ έ λ ω να θυμώσω, γιατί έτσι θα αισθανόσουν πάρα πολύ άσχημα, αν, όμως, δεν υπακούσεις αμέσως στη διαταγή που σου δίνω να φύγεις από το δάσος, πρώτ' απ' όλα θα τιμωρηθείς αυστηρά, μετά, θα δοκιμάσουμε το μέγεθος του λαιμού σου και τη δύναμη του κορμιού σου στο ψηλότερο κλαδί ενός δέντρου σ' αυτό το δάσος.
Ο ξένος έβαλε τα γέλια. - Να με δείρουν και μετά να με κρεμάσουν, θα ήταν τε
λείως παράξενο, αν όχι αδύνατον. Αφησε λοιπόν τα λόγια και προχώρα στα έργα, περιμένω.
- Δεν μπαίνω στον κόπο να ξυλοφορτώνω με τα ίδια μου τα χέρια όλους τους καυχησιάρηδες που συναντώ, αγαπητέ μου φίλε, απάντησε ο Ρομπέν, έχω άντρες που εκτελούν για λογαριασμό μου αυτή την υπηρεσία. Θα τους φωνάξω και θα εξηγηθείς μαζί τους.
Ο Ρομπέν των Δασών έφερε ένα βούκινο στα χε ί λη του, αλλά τη στ ιγμή που ετοιμαζόταν να σημάνει ένα δυνατό κάλεσμα, ο ξένος, που είχε τοποθετήσει γρήγορα ένα βέλος στο τόξο του, φώναξε με ορμή:
- Σταμάτα, αλλιώς σε σκοτώνω! Ο Ρομπέν άφησε το βούκινο του να πέσει, άρπαξε το τό
ξο του και, πηδώντας προς τον ξένο ανάλαφρα και με πρω-τόφαντη ευλυγισία, φώναξε:
9
- Είναι τρελό! Μα δεν βλέπεις με ποιον θέλεις να τα βάλε ις ; Θα σε χτυπούσα πριν με πετύχεις και ο -θάνατος που θα έστελνες σ' εμένα, μόνο εσένα θ' άγγιζε. Λογικέψου, βάλε ξανά το βέλος στη φαρέτρα σου και, αφού θέλε ις να χρησιμοποιήσεις κοντάρι, ας πάρουμε κοντάρια! Αποδέχομαι τη μονομαχία.
- Ας πάρουμε κοντάρια, επανέλαβε ο ξένος, και όποιος καταφέρει να χτυπήσει τον άλλο στο κεφάλι δεν θα είναι μόνο νικητής, αλλά και θα ορίσει τη μοίρα του αντιπάλου του.
- Σύμφωνοι, αποκρίθηκε ο Ρομπέν. Πες μου, μόνο, σκέ-φτηκες τις συνέπειες της συμφωνίας που μου προτείνεις; Δ η λ α δ ή , αν σε αναγκάσω να φωνάξεις έλεος, θα έχω το δικαίωμα να σε εντάξω στη συμμορία μου;
- Ναι. - Πολύ καλά. Ας νικήσει, λοιπόν, ο πιο επιδέξιος. - Αμήν! είπε ο ξένος. Ο αγώνας δεξιοσύνης άρχισε. Τα χτυπήματα, που έπε
φταν ελεύθερα κι απ' τις δυο πλευρές, έγιναν γρήγορα αβάσταχτα για τον ξένο, ο οποίος δεν κατάφερε να πετύχει τον Ρομπέν ούτε μια φορά.
Εκνευρισμένος και λαχανιασμένος, ο δύστυχος νεαρός πέταξε το όπλο του.
- Σταμάτα, είπε, δεν αντέχω άλλο. - Ομολογείς ότι νικήθηκες; ρώτησε ο Ρομπέν. - Ό χ ι , αναγνωρίζω όμως ότι είσαι πολύ πιο δυνατός από
μένα... χρησιμοποιείς συχνά το κοντάρι, πράγμα που σου δίνει ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα. Πρέπει να ισορροπήσουμε τον αγώνα. Ξέρεις ξιφομαχία;
- Φυσικά, απάντησε ο Ρομπέν. - Θέλε ις να συνεχίσουμε με σπαθιά; - Βεβαίως. Τράβηξαν τα σπαθιά τους. Επιδέξιοι ξιφομάχοι και οι
δυο, μονομάχησαν για ένα τέταρτο της ώρας χωρίς να κα-10
τορθώσουν να προκαλέσουν ο ένας στον άλλον έστω μια γρατζουνιά.
- Σταμάτα! φώναξε ξαφνικά ο Ρομπέν. - Κουράστηκες; ρώτησε ο ξένος μ' ένα θριαμβευτικό χα
μόγελο. - Ναι , απάντησε ειλικρινά ο Ρομπέν, κι έπειτα, βρίσκω
ότι μια μονομαχία με σπαθιά δεν είναι διόλου ευχάριστη. Με τα κονταρόξυλα, αλλάζε ι το πράγμα: τα χτυπήματα τους είναι λιγότερο επικίνδυνα και παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον, ενώ το σπαθί έχει κάτι το σκληρό και το ωμό. Κουράστηκα, δεν λέω, πρόσθεσε ο Ρομπέν παρατηρώντας το πρόσωπο του αγνώστου, που φορούσε ένα σκούφο ο οποίος έκρυβε ένα μέρος από το μέτωπο του, αλλά δεν είναι αυτή ακριβώς η αιτία που μ' έκανε να ζητήσω στιγμιαία ανακωχή. Ό σ η ώρα στέκω απέναντι σου, πλημμυρίζουν το μυαλό μου παιδικές αναμνήσεις... το βλέμμα των μεγάλων γαλάζιων ματιών σου, δεν μου είναι άγνωστο. Η φωνή σου μου θυμίζει τη φωνή ενός φίλου... η καρδιά μου έχει κυριευθεί από ένα ακατανίκητο συναίσθημα για σένα. Πες μου το όνομα σου... αν είσαι αυτός που αγαπώ και που τον περιμένω με όλη την ανυπομονησία της πιο τρυφερής φιλίας, είσαι χ ίλ ιες φορές καλοδεχούμενος. Αν είσαι ξένος, δεν έχει σημασία, και πάλι σε καλωσορίζω. Θα σ' αγαπώ και επειδή είσαι εσύ, και για τις αγαπημένες αναμνήσεις που μου θυμίζεις.
- Μ ι λ ά ς με μια καλοσύνη που με γοητεύει, αξιότιμε δασοφύλακα, αποκρίθηκε ο άγνωστος, με μ ε γ ά λ η μου λύπη, όμως, δεν μπορώ ν' ανταποκριθώ στο τίμιο αίτημα σου. Δεν είμαι ελεύθερος, το όνομά μου είναι ένα μυστικό που η σύνεση με συμβουλεύει να μην το μαρτυρήσω.
- Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς από μένα, του αντιγύρισε ο Ρομπέν. Εξάλλου, είμαι ανίκανος να προδώσω την εμπιστοσύνη μιας καρδιάς που στηρίχτηκε στη διακριτικότητα της δικής μου. Πες μου το όνομά σου.
11
Ο ξένος δίστασε πάλι για μια στ ιγμή. - Θα είμαι φίλος σου, πρόσθεσε ο Ρομπέν με ειλικρινές ύφος. - Σύμφωνοι, αποκρίθηκε ο άγνωστος. Λέγομαι Γουίλιαμ
Γκάμγουελ. Ο Ρομπέν έβγαλε μια κραυγή: «Γουίλ! Γουίλ! Ο ευγενι
κός! Ο Κόκκινος Γουίλ!» - Ν α ι . - Κι εγώ, είμαι ο Ρομπέν των Δασών! - Ρομπέν, φώναξε ο νέος άντρας, πέφτοντας στην αγκα
λιά του φίλου του. Α, τι ευτυχία! Οι δυο νέοι αγκαλιάστηκαν σφιχτά· μετά, με μάτια που
άστραφταν από ανείπωτη χαρά, κοίταξαν προσεκτικά ο ένας τον άλλο, συγκινημένοι και έκπληκτοι .
- Κι εγώ σε απείλησα! είπε ο Ρομπέν. - Θέλησα να σε σκοτώσω! φώναξε ο Γουίλ. - Σε χτύπησα! συνέχισε ο Ρομπέν, σκάζοντας στα γέλια. - Μπα, το ξέχασα κιόλας. Πες μου γρήγορα, τι κάνει η...
Μοντ; - Η Μοντ είναι πολύ καλά. - Είναι;... - Πάντα μια όμορφη κοπέλα, που σ' αγαπάει, Γουίλ, που
μόνο εσένα αγαπάει στον κόσμο, φύλαξε την καρδιά της για σένα και θα σου δώσει το χέρι της. Έ κ λ α ψ ε για την απουσία σου, το υπέροχο πλάσμα... υπέφερες κι εσύ, καημένε μου Γουίλ, θα είσαι όμως ευτυχισμένος αν αγαπάς ακόμα την καλή και όμορφη Μοντ.
- Αν την αγαπώ! Πώς μπορείς να με ρωτάς κάτι τέτοιο, Ρομπέν; Δεν σταμάτησα στ ιγμή να την σκέφτομαι, η αγαπημένη της εικόνα συντρόφευε την καρδιά μου και της έδινε δυνάμεις, ήταν το θάρρος του πολεμιστή στο πεδίο της μάχης, η παρηγοριά του φυλακισμένου μες στο σκοτεινό μπουντρούμι της κρατικής φυλακής. Η Μοντ, αγαπητέ Ρομπέν, ήταν η σκέψη μου, το όνειρο μου, η ελπίδα μου, το 12
μέλλον μου. Γ ια να σου αποδείξω, φίλε Ρομπέν, πόσο σκεφτόμουν αυτό το λατρευτό κορίτσι, θα σου διηγηθώ ένα όνειρο που είδα στη Νορμανδία, ένα όνειρο που μένει ακόμα ζωντανό στο μυαλό μου, μολονότι το είδα πριν από ένα μ ή να. Ήμουν χωμένος σε μια φυλακή, με τα χέρια δεμένα, το κορμί τυλιγμένο με αλυσίδες και έβλεπα τη Μοντ λ ίγα βήματα παρέκει, χ λ ο μ ή σαν πεθαμένη και πλημμυρισμένη στο αίμα. Το δύσμοιρο κορίτσι άπλωνε ικετευτικά τα χέρια της προς το μέρος μου και το στόμα της, με χ ε ί λ η ξασπρι-σμένα, μουρμούριζε παραπονεμένα λόγια που δεν καταλάβαινα το νόημα τους, αλλά ένιωθα ότι υπέφερε φρικτά και μου ζητούσε να τη βοηθήσω.
» Ό π ω ς σου είπα, με είχαν αλυσοδεμένο, κυλιόμουν στο χώμα και, καθώς ήμουν ανήμπορος να κάνω κάτι, δάγκωνα τα σιδερένια ;δεσμά που έσφιγγαν τα μπράτσα μου, κοντολογίς, έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες για να συρθώ κοντά της. Ξαφνικά, οι αλυσίδες γύρω μου χαλάρωσαν απαλά, μετά έπεσαν. Πετάχτηκα όρθιος κι έτρεξα στη Μοντ, έσφιξα πάνω στην καρδιά μου το βουτηγμένο στο αίμα δύστυχο κορίτσι, γέμισα με φλογερά φιλιά τα μαγουλά της που ήταν άσπρα σαν το πανί και σιγά σιγά το αίμα σταμάτησε να χύνεται και άρχισε να κυκλοφορεί, αργά στην αρχ ή , μετά σ' ένα φυσικό ρυθμό. Τα χ ε ί λ η της πήραν χρώμα, άνοιξε τα μεγάλα, μαύρα μάτια της και με κοίταξε μ' ένα βλέμμα που έδειχνε τόση ευγνωμοσύνη και ταυτόχρονα ήταν. τόσο τρυφερό, που συγκινήθηκα μέχρι βαθιά στα σπλάχνα μου, η καρδιά μου σκίρτησε και, άφησα να ξεφύγει απ' το πυρπολημένο στήθος μου ένας βαθύς στεναγμός. Υπέφερα και ταυτόχρονα ήμουν πολύ ευτυχισμένος.
» Α μ έ σ ω ς μετά απ' αυτή τη σπαρακτική συγκίνηση, ξύπνησα. Πήδηξα κάτω απ' το κρεβάτι μου αποφασισμένος να επιστρέψω στην Α γ γ λ ί α . Ή θ ε λ α να ξαναδώ τη Μοντ, τη Μοντ που ήταν σίγουρα δυστυχισμένη. Τη Μοντ που,
13
δίχως άλλο , χρειαζόταν τη βοήθεια μου. Π ή γ α αμέσως στον λοχαγό μου, που ήταν ο επιστάτης του πατέρα μου και νόμιζα ότι είχα το δικαίωμα να περιμένω απ' αυτόν μια αποτελεσματική προστασία. Δεν του εξήγησα την αιτία της επιθυμίας μου να επιστρέψω στην Α γ γ λ ί α , γιατί θα γελούσε με την ανησυχία μου, του είπα μόνο ότι ήθελα να φύγω. Αρνήθηκε με πολύ σκληρό ύφος να μου δώσει την άδεια, αλλά αυτή η πρώτη αποτυχία δεν με αποθάρρυνε... με ε ίχε κυριεύσει κυριολεκτικά η μανία να ξαναδώ τη Μοντ. Ικέτευσα, εξόρκισα εκείνον τον άντρα, που παλαιότερα τον διέταζα, να μου δώσει άδεια. Γονάτισα μπροστά του. Η αδυναμία μου τον έκανε να χαμογελάσει και, με μια κλοτσιά, με πέταξε ανάσκελα. Τότε , Ρομπέν, σηκώθηκα, κι όπως είχα το σπαθί μου, το τράβηξα απ' το θηκάρι του και, δίχως να σκεφτώ, χωρίς να διστάσω, σκότωσα εκείνον τον άθλιο. Α π ό τότε, με καταζητούν. Άραγε, έχασαν τα ίχνη μου; Το ελπίζω. Να γιατί, αγαπητέ Ρομπέν, αφού σε πέρασα για ξένο, αρνιόμουν να σου αποκαλύψω τ' όνομα μου και ευλογημένοι να είναι οι ουρανοί που με οδήγησαν σ' εσένα! Τώρα, ας μιλήσουμε για τη Μοντ - μένει ακόμα στον πύργο του Γκάμγουελ ;
- Στον πύργο του Γκάμγουελ; επανέλαβε ο Ρομπέν. Μα, δεν τα έμαθες, αγαπητέ Γουίλ;
- Ό χ ι . Τι συνέβη; Με κάνεις να τρομάζω. . - Ο πύργος και το χωριό του Γκάμγουελ καταστράφηκαν. - Καταστράφηκαν! φώναξε ο Γουίλ. Παρθένα Μαρία!
Κα ι η μητέρα μου, Ρομπέν, ο αγαπημένος μου πατέρας και οι δύστυχες αδελφές μου;
- Ό λ ο ι τους είναι μια χαρά, ηρέμησε... η οικογένεια σου μένει στο Μπάρνσντε ϊλ . Γ ια σήμερα, αρκέσου στην πληροφορία πως αυτή η άσπλαχνη καταστροφή, που ήταν έργο των Νορμανδών, τους στοίχισε πολύ ακριβά. Σκοτώσαμε τα δύο. τρίτα του στρατού που έστειλε ο βασιλιάς Ερρίκος.
14
- Ο βασιλιάς Ερρίκος! φώναξε έκπληκτος ο Γουίλιαμ. Μ ε τ ά πρόσθεσε, κομπιάζοντας λίγο: - Μου είπες, Ρομπέν, ότι είσαι ο πρώτος φύλακας σ' αυ
τό το δάσος - άρα, είσαι στην υπηρεσία του βασιλιά; - Ό χ ι ακριβώς, ξανθέ μου εξάδελφε, αποκρίθηκε ο νέος
άντρας γελώντας. Οι Νορμανδοί πληρώνουν την «επίβλεψη» μου, δηλαδή οι πλούσιοι, γιατί απ' τους φτωχούς δεν παίρνω τίποτα. Ε ίμαι πράγματι φύλακας του δάσους, αλλά για λογαριασμό μου και για λογαριασμό των εύθυμων συντρόφων μου. Μ' άλλα λόγια, Γουίλιαμ, είμαι ο άρχοντας του δάσους Σέργουντ και θα υπερασπιστώ τα δικαιώματα και τα προνόμια μου από όποιον προσπαθήσει να μου τ' αρπάξει.
Αμέσως μετά ο Ρομπέν έφερε το βούκινο στα χ ε ί λ η του και έβγαλε τρεις οξείς ήχους. Πριν καλά καλά αντιβουίσουν στο δάσος αυτές οι διαπεραστικές νότες, ο Γουίλιαμ είδε να βγαίνουν μέσα από την πυκνή βλάστηση, από το ξέφωτο, από τα δεξιά και τ' αριστερά του, μια τριανταριά άντρες, όλοι ομοιόμορφα ντυμένοι με μια κομψή φορεσιά, που το πράσινο χρώμα της ταίριαζε τέλεια με το στρατιωτικό παρουσιαστικό τους. Τούτοι οι άντρες, οπλισμένοι με βέλη , με ασπίδες και, με κοντά σπαθιά, ήρθαν και παρατάχθηκαν σιωπηλοί γύρω από τον αρχηγό τους.
- Παλικάρια μου, να ένας άντρας που ξιφομάχησα μαζί του και μ' έκανε να φωνάξω έλεος.
Ο γιγαντόσωμος Ζαν (οι φίλοι του τον φώναζαν, χαϊδευτικά, Μικρό Ζαν ή Ζανούλη), ο οποίος φαινόταν λιγότερο ευχαριστημένος από τον Ρομπέν για την επιδεξιότητα του Γουίλιαμ, προχώρησε στη μέση του κύκλου που σχημάτιζαν όλοι τους και είπε στον νεαρό άντρα:
- Ξένε, αν έκανες τον γενναίο Ρομπέν των Δασών να φωνάξει έλεος, πρέπει να είσαι πολύ δυνατός... ωστόσο, δεν θα λένε ότι είχες την τ ιμή να νικήσεις τον αρχηγό των εύθυμων αντρών του δάσους, χωρίς να τις φας λίγο από τον υπαρχη-
15
γό του. Είμαι πολύ καλός στο κοντάρι, θέλεις να παίξεις μαζί μου; Έ τ σ ι θα δούμε ποιος...
- Α γ α π η τ έ μου Ζανούλη, είπε ο Ρομπέν, στοιχηματίζω μια φαρέτρα για ένα τόξο απ' το καλύτερο ξύλο ότι αυτό το γενναίο παλικάρι θα βγει πάλι νικητής.
- Μα πώς, Μικρέ Ζαν, φώναξε ο Γουίλ τη στ ιγμή που ο νεαρός άντρας ετοιμαζόταν ν' αρχίσει τη μονομαχία, θέλεις να χτυπηθείς με τον Κόκκινο Γουίλ, με τον ευγενικό Γουίλιαμ, όπως συνήθιζες να τον αποκαλείς;
- Ω, Θεέ μου! φώναξε έκπληκτος ο Ζανούλης και άφησε το κοντάρι του να πέσει. Α υ τ ή η φωνή! Αυτό το βλέμμα!... Καλωσόρισες στην εύθυμη Α γ γ λ ί α , Γουίλ, αγαπημένε μου Γουίλ, καλωσόρισες στο σπίτι των προγόνων σου, εσύ που με την επιστροφή σου φέρνεις τη χαρά, την ευτυχία και την ικανοποίηση. Αύριο, όλοι οι κάτοικοι του Μπάρνσντεϊλ θα γιορτάζουν, αύριο θα σφίξουν στην αγκαλιά τους αυτόν που νόμιζαν χαμένο για πάντα!
Ο καημένος ο Ζανούλης δεν μπόρεσε να πει περισσότερα· είχε τυλίξει τα μπράτσα του γύρω απ' τον Γουίλ, τον έσφιγγε δυνατά και βάλθηκε να κλαίει σιωπηλά, με λυγμούς.
Ο Γουίλιαμ ένιωθε την ίδια συγκινημένη χαρά με τον εξάδελφο του και ο Ρομπέν τούς άφησε για μια στ ιγμή τον ένα στην αγκαλιά του άλλου.
Μόλ ις ηρέμησαν από τούτη την πρώτη συγκίνηση, ο Ζανούλης δ ιηγήθηκε στον Γουίλ , όσο πιο σύντομα μπορούσε, τη φρικτή περιπέτεια της καταστροφής που ε ίχε διώξει την οικογένεια του από τον πύργο του Γκάμγουελ . Μόλ ις τελε ίωσε η αφήγηση, ο Ρομπέν και ο Ζανούλης οδήγησαν τον Γουίλ στις διάφορες κρυψώνες που ε ίχε φτιάξει η συμμορία μες στο δάσος και, αφού ο νέος άντρας τούς το ζήτησε ο ίδιος, τον δέχτηκαν στη συμμορία με το βαθμό του υπαρχηγού, γεγονός που τον έκανε ισότιμο με τον Μ ι κρό Ζαν. 16
Το άλλο πρωί, ο Γουίλ εξέφρασε την επιθυμία να πάει στο Μπάρνσντεϊλ . Ο Ρομπέν σεβάστηκε αυτή την τόσο φυσική λαχτάρα και ετοιμάστηκε αμέσως να συνοδεύσει τον νεαρό άντρα, όπως και ο Μικρός Ζαν. Ε δ ώ και δυο μέρες, τα αδέλφια του Ζανούλη βρίσκονταν στο Μπάρνσντεϊλ , όπου ετοίμαζαν το πανηγύρι για τα γενέθλια του άρχοντα Γκ ι . Δ ί χ ω ς άλλο, με την επιστροφή του Γουίλιαμ θα γινόταν ακόμα πιο λαμπερή γιορτή.
Αφού έδωσε διαταγές στους άντρες του, ο Ρομπέν των Δασών και οι δυο φίλοι του πήραν το μονοπάτι για το Μάν-σφελντ, όπου θα έβρισκαν άλογα. Έκαναν τη διαδρομή χαρούμενα· ο Ρομπέν τραγουδούσες τη σωστή και αρμονική φωνή του τις πιο χαρούμενες μπαλάντες του, ενώ ο Γουίλ, μεθυσμένος από χαρά, χοροπηδούσε στο πλάι του επαναλαμβάνοντας ανάκατα το ρεφρέν των τραγουδιών. Ο Ζα-νούλης μάλιστα πετούσε πότε πότε μια φάλτσα νότα και ο Γουίλ γελούσε δυνατά, ενώ ο Ρομπέν μοιραζόταν τη χαρά του Γουίλ.
Ωστόσο, μόλις έφτασαν σε μικρή απόσταση από το Μάν-σφελντ, οι χαρές και τα πανηγύρια τους κόπηκαν ξαφνικά. Τρεις άντρες ντυμένοι με τη στολή των δασονόμων πετάχτηκαν από ένα σύδεντρο και τους έκλεισαν το δρόμο.
Ο Ρομπέν των Δασών και οι σύντροφοι του σταμάτησαν για μια σ τ ι γ μ ή · ύστερα, ο νεαρός άντρας τούς ρώτησε με αυταρχικό ύφος:
- Ποιοι είστε; Κα ι τι γυρεύετε εδώ; - Θα σας έκανα ακριβώς τις ίδιες ερωτήσεις! απάντησε ο
ένας από τους τρεις άντρες, ένας γεροδεμένος λεβέντης με τετράγωνους ώμους, οπλισμένος μ' ένα κοντάρι κι ένα μακρύ σπαθί, που φαινόταν απολύτως ικανός ν' αντισταθεί σε μια επίθεση.
- Αλήθε ια ; τον ειρωνεύτηκε ο Ρομπέν. Ωραία, τότε! Ε ί μαι πολύ ευτυχής που σε απάλλαξα από τον κόπο, γιατί αν
17
είχες κάνει μια τόσο αναιδή ερώτηση, μάλλον θα σου απαντούσα με τρόπο που θα σ' έκανε να μετανιώσεις στον αιώνα τον άπαντα για το θράσος σου!
- Μ ι λ ά ς περήφανα, αγόρι μου, του αντιγύρισε ο δασονό-μος με κοροϊδευτικό ύφος. Ε ίμα ι ο φύλακας αυτής της περιοχής, έχω το δικαίωμα να επιβλέπω το δάσος από το Μάνσφελντ μέχρι ένα πλατύ σταυροδρόμι που βρίσκεται εφτά μίλια από 'δώ. Τούτοι οι δυο άντρες είναι βοηθοί μου. Έ χ ω λάβει εντολή από τον βασιλιά Ερρίκο και με δικές του διαταγές προστατεύω τα ζαρκάδια από ληστές σαν εσάς. Κατάλαβες;
- Πάρα πολύ καλά, αν όμως εσύ είσαι δασοφύλακας, τότε τι είμαστε εγώ κι οι σύντροφοι μου; Μέχρ ι τώρα, πίστευα πως μόνο εγώ κατείχα δικαιωματικά αυτό το αξίωμα. Είναι αλήθεια ότι δεν το οφείλω στην καλοσύνη του βασιλιά Ερρίκου, αλλά στη δική μου θέληση, που έχει μ ε γ ά λ η πέραση εδώ, γιατί λέγεται το δικαίωμα του δυνατότερου.
- Εσύ, δασοφύλακας του δάσους Σέργουντ; είπε περιφρο-νητικά ο δασονόμος. Αστειεύεσαι, θαρρώ! Ένας κατεργάρης είσαι και τίποτα παραπάνω.
- Α γ α π η τ έ μου φίλε, επέμεινε υπομονετικά ο Ρομπέν, μάλλον θέλε ις να με κάνεις να θαυμάσω την προσωπική σου αξία... δεν είσαι ο φύλακας που προσπαθεί να πάρει τ' αξιώματα αυτά από εμένα. Κι αν θες να ξέρεις, γνωρίζω πολύ καλά τον αληθινό φύλακα. Λέγεται Ζαν Κολλιτσίδας, και είναι ο χοντρός μυλωνάς του Μάνσφελντ.
- Ε γ ώ λοιπόν είμαι ο γιος του, ο Τρανός. - Εσύ είσαι ο Τρανός; Δεν σε πιστεύω. - Α λ ή θ ε ι α λέει , είπε ο Ζανούλης, τον γνωρίζω εξόψεως.
Μου έχουν πει ότι είναι πολύ καλός στο κοντάρι. - Δεν σου είπαν ψέματα, δασονόμε, και αν εσύ με γνωρί
ζεις, το ίδιο μπορώ να πω κι εγώ για σένα. Είναι αδύνατον να ξεχάσει κανείς το παράστημα και το πρόσωπο σου.
18
- Ξ έ ρ ε ι ς τ' όνομα μου; ρώτησε ο νέος άντρας. - Μάλιστα, αφέντη Ζαν. - Ε γ ώ είμαι ο Ρομπέν των Δασών, φύλακα Τρανέ. - Το φανταζόμουνα, παλικάρι μου, και είμαι γοητευμένος
από τη συνάντηση. Έχουν υποσχεθεί γενναία αμοιβή σ' αυτόν που θα σε πιάσει. Α π ό τη φύση μου είμαι πολύ φιλόδοξος κι αυτή η αμοιβή, που είναι ένα τεράστιο ποσό, θα μ' εξυπηρετούσε περίφημα. Σήμερα μου δίνεται η ευκαιρία να σε βουτήξω και δεν σκοπεύω να την αφήσω να μου ξεφύγει.
- Με όλο σου το δίκιο, τροφοδότη της κρεμάλας, απάντησε ο Ρομπέν περιφρονητικά. Εμπρός, ελεεινό υποκείμενο, τράβα το σπαθί σου! Ε ίμα ι αυτός που γυρεύεις.
- Σταματήστε! φώναξε ο Ζανούλης. Ο Τρανός χειρίζεται καλύτερα το κοντάρι απ' ό,τι το σπαθί · ας αγωνιστούμε τρεις εναντίον τριών. Ε γ ώ διαλέγω τον Τρανό· Ρομπέν, κι εσύ, Γουίλιαμ, πάρτε τους άλλους, ο αγώνας θα είναι έτσι πιο ίσος.
- Το δέχομαι, απάντησε ο φύλακας, γιατί έτσι κανείς δεν θα πει ότι ο Τρανός, ο γιος του μυλωνά του Μάνσφελντ, το έβαλε στα πόδια μπροστά στον Ρομπέν των Δασών και τους εύθυμους άντρες του.
- Γε ια στο στόμα σου! φώναξε ο Ρομπέν. Εμπρός, Ζα-νούλη, πάρε τον Τρανό, αφού τον θέλεις για αντ ίπαλο· εγώ θ' αναλάβω αυτόν τον γεροδεμένο λεβέντη. Είσαι ευχαριστημένος να χτυπηθείς μαζί μου; ρώτησε ο Ρομπέν τον βοηθό που η τύχη τον είχε φέρει να βρεθεί αντίπαλος του.
- Π ο λ ύ ευχαριστημένος, γενναίε παράνομε. - Εμπρός, ας αρχίσουμε και η αγία μητέρα του Θεού να
δώσει τη νίκη σ' αυτούς που αξίζουν πραγματικά την υποστήριξη της!
- Αμήν! είπε ο Ζανούλης. Η Παρθένα Μαρία δεν εγκαταλείπει ποτέ τον αδύναμο τη στ ιγμή της ανάγκης.
- Δεν εγκαταλείπει κανέναν, είπε ο Τρανός. - Κανέναν, συμφώνησε ο Ρομπέν κάνοντας το σταυρό του.
19
Αφού οι προετοιμασίες για τη μονομαχία τελείωσαν χαρούμενα, ο Ζανούλης φώναξε δυνατά:
- Αρχίζουμε! - Αρχίζουμε, επανέλαβαν ο Γουίλ και ο Ρομπέν. Ένα παλιό τραγούδι που μνημονεύει αυτή την αξέχαστη
μονομαχία, την περιγράφει κάπως έτσι:
«Μια όμορφη μέρα του μεσοκαλόκαιρου αρχίσανε να μονομαχούν,
ατρόμητοι και αποφασισμένοι. Απ' τις οχτώ το πρωί χτυπήθηκαν μέχρι το μεσημέρι·
χωρίς να λιγοψυχήσουν πάλευαν και χωρίς σταματημό.
Ο Ρομπέν, ο Γουίλ και ο Ζανούλης γενναία πολεμησανε·
καθόλου τους αντιπάλους τους δεν άφησαν να τους τραυματίσουνε».
- Ζανούλη, είπε κάποια στ ιγμή ο Τρανός λαχανιασμένος και αφού ζήτησε έλεος, γνώριζα από καιρό πόσο γενναίος είσαι και ήθελα να μονομαχήσω μαζί σου. Η επιθυμία μου εκπληρώθηκε, με νίκησες και ο θρίαμβος σου μου έδωσε ένα πολύ ωφέλιμο μάθημα μετριοφροσύνης.
- Είσαι εξαίρετος κονταρομάχος, φίλε Τρανέ, αποκρίθηκε ο Ζανούλης σφίγγοντας το χέρι που του έτεινε ο φύλακας, και δίκαια σε λένε γενναίο.
- Σ' ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση, δασονόμε, συνέχισε ο Τρανός. Πιστεύω όμως ότι είναι πιότερο ευγενική παρά ειλικρινής. Μήπως πιστεύεις ότι θ ίχτηκε η ματαιοδοξία μου από μια απρόσμενη ήττα; Ό χ ι , δεν αισθάνομαι διόλου ταπεινωμένος που νικήθηκα από ένα παλικάρι σαν εσένα.
- Σοφά τα είπες, ατρόμητε γιε του μυλωνά! φώναξε χαρούμενος ο Ρομπέν. Αποδεικνύεις ότι έχεις τα πιο αξιοζήλευτα 20
πλούτη, καλή καρδιά και σαξονική ψυχή. Μόνο ένας τίμιος άντρας μπορεί να δεχτεί χαρούμενα και χωρίς πίκρα μια αποτυχία που τραυματίζει το φιλότιμο του. Δώσε μου το χέρι σου, Τρανέ. Δέχεσαι ένα ποτήρι κρασί του Ρήνου; Θα το πιούμε για την καλότυχη συνάντηση μας και στη μελλοντική μας φιλία.
- Ορίστε το χέρι μου, Ρομπέν των Δασών, σου το δίνω με όλη μου την καρδιά. Ε ί χ α ακούσει να μιλάνε για σένα με τα καλύτερα λόγια. Ξέρω ότι είσαι ένας ευγενικός παράνομος κι ότι απλώνεις πάνω από τους φτωχούς τη γενναιόδωρη προστασία σου. Σ' αγαπούν ακόμα κι αυτοί που θα έπρεπε να σε μισούν, ακόμα κι οι εχθροί σου οι Νορμανδοί. Μιλάνε με σεβασμό για του λόγου σου και δεν άκουσα ποτέ κανέναν να κατακρίνει σοβαρά τις πράξεις σου. Σου άρπαξαν το βιος και σε εξόρισαν οι τίμιοι άνθρωποι σ' αγαπάνε γιατί η δυστυχία έπεσε στο σπιτικό σου.
- Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, φίλε Τρανέ. Δεν θα τα ξεχάσω και θ έλω να μου δώσεις τη χαρά της συντροφιάς σου μέχρι το Μάνσφελντ.
- Ε ίμα ι δικός σου, Ρομπέν, αποκρίθηκε ο Τρανός. - Κι εγώ επίσης, είπε ο άντρας που ε ίχε μονομαχήσει με
τον Ρομπέν. - Το ίδιο κι εγώ, πρόσθεσε ο αντίπαλος του Γουίλ. Πήραν μαζί το δρόμο για την πόλη, μιλώντας και γ ελώ
ντας, αγκαλιασμένοι απ' τους ώμους. - Α γ α π η τ έ μου Τρανέ, ρώτησε ο Ρομπέν καθώς έμπαι
ναν στο Μάνσφελντ, είναι προσεχτικοί οι φίλοι σου; - Γ ιατ ί ρωτάς; - Ε π ε ι δ ή η σιωπή τους είναι απαραίτητη για την ασφά
λεια μου. Καθώς καταλαβαίνεις, έρχομαι εδώ κρυφά και αν μια αδιάκριτη κουβέντα φανερώσει την παρουσία μου στο Μάνσφελντ, γρήγορα το πανδοχείο θα περικυκλωθεί από στρατιώτες, οπότε θ' αναγκαστώ να το σκάσω ή να πολεμήσω. Σήμερα, όμως, μήτε το ένα μήτε το άλλο θα μ' ευ-
21
χαριστούσε· με περιμένουν στο Γιορκσάιρ και δεν θ έ λ ω διόλου να καθυστερήσω την αναχώρηση μου.
- Σ ο υ εγγυώμαι για τη διακριτικότητα των συντρόφων μου. Όσο για τη δική μου, δεν μπορείς να την αμφισβητήσε ι ς · νομίζω, όμως, αγαπητέ μου Ρομπέν, ότι μεγαλοποιείς τον κίνδυνο. Θα 'πρεπε μόνο να φοβάσαι την περιέργεια των κατοίκων του Μάνσφελντ, αφού θα τρέξουν όλοι πίσω σου, για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τον διάσημο Ρομπέν των Δασών, τον ήρωα των ερωτικών τραγουδιών που σιγο-μουρμουρίζουν όλα τα κορίτσια.
Έφτασαν χωρίς απρόοπτα σ' ένα πανδοχείο απομακρυσμένο από την πόλη και κάθισαν χαρούμενοι γύρω από ένα τραπέζι, που ο ξενοδόχος το γέμισε αμέσως με μισή δωδεκάδα μακρυλαίμικα μπουκάλια, γεμάτα μ' αυτό το καλό κρασί του Ρήνου που λύνει τη γλώσσα και ανοίγει την καρδιά.
Γρήγορα ήρθαν κι άλλα μπουκάλια και η συζήτηση έγινε τόσο διαχυτική και τόσο εγκάρδια, που ο Τρανός παρακαλούσε να μην τελειώσει ποτέ. Κι έτσι, ζήτησε από τον Ρομπέν των Δασών να τον δεχτεί στη συμμορία τ ο υ · οι σύντροφοι του Τρανού, μαγεμένοι από τις χαρούμενες περιγραφές μιας ανεξάρτητης ζωής κάτω από τα πανύψηλα δέντρα του Σέργουντ, ακολούθησαν το παράδειγμα του αρχηγού τους και δεσμεύτηκαν με το στόμα και την καρδιά ν' ακολουθήσουν τον Ρομπέν των Δασών.
Αυτός δέχτηκε την ολόψυχη πρόταση τους· έπειτα ο Τρανός, που ήθελε να φύγει αμέσως, ζήτησε από τον νέο του αρχηγό την άδεια να πάει ν' αποχαιρετήσει την οικογένεια του.
Θα τον περίμενε να επιστρέψει ο Ζανούλης, που θα οδηγούσε τους τρεις άντρες στο κρησφύγετο μες στο δάσος, θα τους έδειχνε πού να μείνουν και θα ξανάπαιρνε το δρόμο για το Μπάρνσντεϊλ, όπου θα βρίσκονταν ο Γουίλιαμ και ο Ρομπέν.
Λίγα λεπτά πριν φύγουν από το πανδοχείο, μπήκαν στην αίθουσα δυο άντρες. Ο πρώτος απ' αυτούς έριξε μια γρήγορη
22
ματιά στον Ρομπέν των Δασών, περιεργάστηκε τον Μικρό Ζαν και κάρφωσε το βλέμμα του στον Κόκκινο Γουίλ. Τον κοίταξε τόσο έντονα και τόσο επίμονα, που ο νεαρός άντρας το αντ ιλήφθηκε · ετοιμαζόταν μάλιστα να ρωτήσει τον νεοφερμένο, όταν εκείνος, καθώς κατάλαβε ότι είχε τραβήξει την προσοχή, έστρεψε αλλού τα μάτια του, ήπιε μονορούφι το ποτήρι με το κρασί που είχε ζητήσει να του σερβίρουν και βγήκε από την αίθουσα μαζί με τον σύντροφο του.
Απορροφημένος από τη χαρά που του προκαλούσε η προσμονή να δει τη Μοντ πριν πέσει η νύχτα, ο Γουίλ αμέλησε να πληροφορήσει τα ξαδέλφια του γ ι ' αυτό το περιστατικό και ανέβηκε στο άλογο του χωρίς να πει τίποτα στον Ρομπέν των Δασών. Στο δρόμο, οι δυο φίλοι άρχισαν να καταστρώνουν ένα σχέδιο για να μπει ο Γουίλιαμ στον πύργο.
Ο Ρομπέν ήθελε να φανεί πως ήταν μόνος και να προετοιμάσει την οικογένεια για την άφιξη του Γ ο υ ί λ · ωστόσο, ο ανυπόμονος νεαρός δεν ήθελε με κανένα τρόπο να δεχτεί αυτή τη συμφωνία.
- Α γ α π η τ έ μου Ρομπέν, είπε, μη μ' αφήσεις μόνο· νιώθω τόση συγκίνηση, που δεν θα καταφέρω να μείνω σιωπηλός και ήσυχος, λ ίγα βήματα μακριά από το σπίτι του πατέρα μου. Ά λ λ α ξ α τόσο πολύ, το πρόσωπο μου έχει τόσα φανερά σημάδια από τη σκληρή ζωή, που δεν φοβάμαι διόλου μήπως μ' αναγνωρίσει η μητέρα μου με την πρώτη ματιά. Παρουσίασε με σαν ξένο, σαν έναν φίλο του Γουίλ. Έ τ σ ι θα έχω την ευτυχία να δω τους αγαπημένους μου γονείς νωρίτερα και να τους πω ποιος είμαι όταν θα έχουν προετοιμαστεί για την άφιξη μου.
Ο Ρομπέν υποχώρησε στην επιθυμία του Γουίλιαμ και οι δυο νεαροί άντρες παρουσιάστηκαν μαζί στον πύργο του Μπάρνσντεϊλ .
Βρήκαν την οικογένεια συγκεντρωμένη στο σαλόνι. Υποδέχτηκαν όλοι τον Ρομπέν με ανοιχτές αγκάλες και ο βαρο-
23
νέτος προσφέρθηκε εγκάρδια να φιλοξενήσει τον σύντροφο του Ρομπέν, που τον θεωρούσε ξένο.
Η Γουίνιφρεντ και η Μπάρμπαρα κάθισαν δίπλα στον Ρομπέν και τον ζάλισαν με τις ερωτήσεις· γιατί, συνήθως, ο νεαρός παράνομος ήταν για τα κοριτσόπουλα ο αντίλαλος των ειδήσεων από τον έξω κόσμο. Η Μοντ και η Μαριάν έλειπαν, κι έτσι ο Ρομπέν αισθανόταν πιο άνετα. Αφού απάντησε στις ερωτήσεις των ξαδελφάδων του, σηκώθηκε, στράφηκε προς τον άρχοντα Γ κ ι και είπε:
- Θείε μου, έχω να σας πω καλά μαντάτα, ειδήσεις που θα σας δώσουν μ ε γ ά λ η χαρά.
- Η επίσκεψη σου είναι ήδη μεγάλη ικανοποίηση για τη γέρικη καρδιά μου, Ρομπέν των Δασών, αποκρίθηκε ο γέροντας.
- Ο Ρομπέν των Δασών είναι αγγελιαφόρος τ' ουρανού! φώναξε η όμορφη Μπάρμπαρα, τινάζοντας με χάρη τις ξανθές μπούκλες των όμορφων μαλλιών της.
- Στην επόμενη επίσκεψη μου, Μπάρμπι, αποκρίθηκε χαρούμενα ο Ρομπέν, θα γίνω αγγελιαφόρος της αγάπης· θα σου φέρω έναν σύζυγο.
- Θα τον δεχτώ με μ ε γ ά λ η ευχαρίστηση, Ρομπέν, συνέχισε το νεαρό κορίτσι γελώντας.
- Κα ι πολύ καλά θα κάνεις, εξαδέλφη μου, γιατί θα του αξίζει αυτή η θερμή υποδοχή. Δεν θα σου τον περιγράψω· θα σου πω μόνο πως μόλις τα όμορφα μάτια σου πέσουν επάνω του, θα πεις στη Γουίνιφρεντ: « Α δ ε λ φ ή μου, να ένας άντρας που ταιριάζει στην Μπάρμπαρα Γκάμγουελ» .
- Πάει καλά... Κα ι τώρα, ας ακούσουμε τα μαντάτα που ήσουν έτοιμος να πεις στον πατέρα μου, πριν σκεφτείς να μου προσφέρεις σύζυγο.
- Δεσποινίς Μπάρμπαρα, ετοιμαζόμουν να πληροφορήσω τον θείο μου, τη θεία μου, κι εσένα επίσης, αγαπητή Γουίνιφρεντ, ότι άκουσα να μιλάνε για ένα εξαιρετικά αγαπημένο μας πρόσωπο...
24
- Γ ια τον αδελφό μου τον Γουίλ; ρώτησε η Μπάρμπαρα. - Ν α ι , εξαδέλφη μου. - Α, τι ευτυχία! Λοιπόν; - Λοιπόν, αυτός ο νεαρός που σε κοιτάζει τόση ώρα αμή
χανα, γιατί είναι πολύ ευτυχισμένος μπροστά σε μια τόσο όμορφη κοπέλα, είδε τον Γουίλιαμ πριν από μερικές μέρες!
- Είναι καλά στην υγεία του ο γιος μου; ρώτησε ο άρχοντας Γ κ ι με τρεμάμενη φωνή.
- Είναι ευτυχισμένος; ρώτησε η λαίδη Γκάμγουελ σταυρώνοντας τα χέρια της.
- Πού βρίσκεται; πρόσθεσε η Γουίνιφρεντ. - Ποια αιτία τον κρατάει μακριά μας; είπε η Μπάρμπα
ρα, καρφώνοντας τα δακρυσμένα μάτια της στο πρόσωπο του συντρόφου του Ρομπέν των Δασών.
Ο καημένος ο Γουίλιαμ ένιωθε το λαιμό του να καίγεται, την καρδιά του βαριά απ' τη συγκίνηση και ήταν ανίκανος να προφέρει την παραμικρή λέξη. Έ ν α λεπτό σιωπής ακολούθησε αυτές τις πιεστικές, απανωτές ερωτήσεις. Η Μπάρμπαρα εξακολουθούσε να κοιτάζει εξεταστικά τον νεαρό άντρα.
Ξαφνικά, έβγαλε μια κραυγή, όρμησε στον ξένο και, τυλίγοντας τον με τα μπράτσα της, φώναξε ανάμεσα στ' αναφιλητά της:
- Είναι ο Γουίλ! Είναι ο Γουίλ! Τον γνώρισα! Αγαπημένε μου Γουίλ, πόσο ευτυχισμένη είμαι που σε βλέπω!
Και με το κεφάλι γερμένο στον ώμο του αδελφού της, η νεαρή κοπέλα άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Η λαίδη Γκάμγουελ, οι γιοι της, η Γουίνιφρεντ και η Μπάρμπαρα περιτριγύρισαν τον νέο άντρα ενώ ο άρχοντας Γ κ ι , παρ' όλες τις προσπάθειες του να φανεί ήρεμος, έπεσε σε μια πολυθρόνα κι άρχισε να κλαίει σαν παιδί. Τα τρία αδέλφια του Γουίλ φαίνονταν να έχουν μεθύσει από ευτυχία.
25
Αφού έβγαλαν μια τρομερή ιαχή, σήκωσαν τον Γουίλιαμ στα στιβαρά τους μπράτσα και τον φίλησαν, κόβοντας του την ανάσα.
Επωφελημένος απ' αυτή τη γενική σύγχυση, ο Ρομπέν βγήκε από το σαλόνι και κίνησε για το διαμέρισμα της Μοντ. Η εξαιρετικά εύθραυστη υγεία της δεσποινίδας Λίντσεϊ , απαιτούσε μεγάλη προσοχή και ίσως ήταν επικίνδυνο να της αναγγείλουν έτσι ξαφνικά την επιστροφή του Γουίλιαμ.
Καθώς διέσχιζε έναν διάδρομο που γειτόνευε με το δωμάτιο της Μοντ, ο Ρομπέν συνάντησε τη Μαριάν.
- Τι συμβαίνει στον πύργο, καλέ μου Ρομπέν; ρώτησε η κοπέλα, αφού πρώτα δέχτηκε τις τρυφερές φιλοφρονήσεις του μνηστήρα της. Μόλις άκουσα φωνές που φαίνονται πολύ χαρούμενες.
- Και δεν έπεσες έξω, αγαπημένη μου Μαριάν, γιατί γιορτάζουν μια επιστροφή που την λαχταρούσαν με όλη τους την ψυχή.
- Ποιος γύρισε, λοιπόν; ρώτησε το νεαρό κορίτσι με φωνή που έτρεμε. Μήπως ο αδελφός μου;
- Αλίμονο, όχι, αγαπημένη μου Μαριάν, απάντησε ο Ρομπέν παίρνοντας τα χέρια της κοπέλας, ο Θεός δεν μας έστειλε ακόμα τον Αλαν , αλλά τον Γ ο υ ί λ · θυμάσαι τον Κόκκινο Γουίλ, τον ευγενικό Γουίλιαμ;
- Βεβαίως, κι είμαι πολύ ευτυχισμένη που μαθαίνω ότι γύρισε καλά. Πού βρίσκεται;
- Στην αγκαλιά της μητέρας του· βγήκα απ' το σαλόνι τη στιγμή που τ' αδέλφια του τσακώνονταν, ποιο θα τον πρωτο-χαϊδέψει. Γυρεύω τη Μοντ. Θ' ανέβω κοντά της, πρέπει να προετοιμάσω αυτό το καημένο παιδί να δεχτεί την επίσκεψη του Γουίλιαμ. Κι αυτή η αποστολή καθώς καταλαβαίνεις, είναι εξαιρετικά δύσκολη, πρόσθεσε ο Ρομπέν γελώντας · γνωρίζω πολύ καλύτερα τους λαβύρινθους στο δάσος του Σέρ-γουντ, από τις μυστηριώδεις πτυχές της γυναικείας καρδιάς.
26
- Μ η ν παριστάνεις τον αγαθό, άρχοντα Ρομπέν, αποκρίθηκε η Μαριάν χαρούμενα. Ξέρεις καλύτερα απ' τον καθένα πώς να μαγεύεις την καρδιά μιας γυναίκας.
- Ειλικρινά, Μαριάν, θαρρώ πως οι εξαδέλφες μου, η Μοντ, κι εσύ, βαλθήκατε να με κάνετε περήφανο· με γεμίζετε με κολακείες και παινέματα. Την ημέρα που είχα την ευτυχία να σε οδηγήσω στο σπίτι του πατέρα μου, ένιωθα μια δυνατή λαχτάρα να δω το πρόσωπο σου που, κρυμμένο από τις δίπλες της φαρδιάς κουκούλας, με άφηνε μόνο να βλέπω τα φωτεινά, καθάρια μάτια σου. Έ λ ε γ α στον εαυτό μου, καθώς βάδιζα ταπεινά στο πλευρό σου: « Α ν τα χαρακτηριστικά αυτής της κοπέλας είναι τόσο όμορφα όσο το βλέμμα της, θα την φλερτάρω».
- Ώστε στα δεκάξι σου, Ρομπέν, ονειρευόσουν να σε αγαπήσει μια γυναίκα!
- Θεέ μου, ναι, και τη στ ιγμή που σκεφτόμουν να σου αφιερώσω ολόκληρη τη ζωή μου, το αξιολάτρευτο πρόσωπο σου, απαλλαγμένο από το σκοτεινό πέπλο που το έκρυβε από τα μάτια μου, εμφανίστηκε σε όλη την αστραφτερή μεγαλοπρέπεια του. Στύλωσα το βλέμμα μου τόσο φλογερά στο δικό σου, που τα μάγουλα σου βάφτηκαν κόκκινα. Ακουσα μέσα μου μια φωνούλα να ψιθυρίζει, «Τούτη η κοπέλα θα γίνει γυναίκα σου». Το αίμα που είχε μαζευτεί στην καρδιά μου ανέβηκε στο πρόσωπο μου και ένιωσα ότι θα σε αγαπούσα. Ναι, αγαπημένη μου Μαριάν, αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που κοκκίνισα. Α π ό εκείνη την ημέρα, συνέχισε ο Ρομπέν αφού σώπασε για λ ίγο συγκινημένος, αυτή η ελπίδα, που έπεσε απ' τον ουρανό σαν την υπόσχεση ενός ευτυχισμένου μέλλοντος, έγινε η παρηγοριά και το στήριγμα της ζωής μου. Ε λ π ί ζ ω και πιστεύω.
Χαρούμενες κραυγές ανέβηκαν από το σαλόνι μέχρι το δωμάτιο όπου, με τα χέρια τους πλεγμένα και συζητώντας
27
χαμηλόφωνα, οι δυο νέοι εξακολουθούσαν ν' ανταλλάζουν λόγια τρυφερά.
- Γρήγορα, αγαπημένε μου Ρομπέν, είπε η Μαριάν προσφέροντας το όμορφο μέτωπο της στα χε ίλη του νέου άντρα, ανέβα στο δωμάτιο της Μ ο ν τ · εγώ θα πάω να φιλήσω τον Γουίλ και να του πω ότι είσαι μαζί με την πολυαγαπημένη του μνηστή.
Ο Ρομπέν πήγε γρήγορα στο δωμάτιο της Μοντ. - Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως αυτές οι χαρούμενες κραυ
γές ανάγγελλαν τον ερχομό σου, αγαπητέ Ρομπέν, του είπε δείχνοντας του να καθίσει. Συμπάθα με. που δεν κατέβηκα στο σαλόνι, αλλά αισθάνομαι άσχημα και νιώθω παρείσακ τ η μέσα στη γενική ικανοποίηση.
- Και γιατί, Μοντ; - Επε ιδή μόνο σε μένα δεν έχεις ποτέ να πεις ένα καλό νέο. - Θα έρθει κι η σειρά σου, αγαπητή Μοντ. - Έχασα πια το κουράγιο μου, Ρομπέν, κι αισθάνομαι
μια θανάσιμη πλήξη. Σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά, είμαι ευτυχισμένη που σε βλέπω κι ωστόσο, δεν σου δίνω κανένα δείγμα αυτής της στοργής · δεν σου δείχνω πόσο μ' ευχαριστεί η παρουσία σου ε δ ώ · μερικές φορές, μάλιστα, αγαπητέ Ρομπέν, προσπαθώ να σε αποφύγω.
- Ό χ ι δα! φώναξε ο νεαρός άντρας έκπληκτος. - Ναι, Ρομπέν, επειδή όταν ακούω να φέρνεις στον άρχο
ντα Γ κ ι νέα από τους γιους του, να κάνεις φιλοφρονήσεις στη Γουίνιφρεντ εκ μέρους του Ζανούλη, να δίνεις στη Μπάρμπαρα ένα μήνυμα από τ' αδέλφια της, λέω μέσα μου: «Εμένα πάντα με ξεχνάνε· μόνο στη δύστυχη Μοντ δεν έχει ποτέ τίποτα να δώσει ο Ρομπέν».
- Ωραία, αλλά τώρα θ έ λ ω να σου μιλήσω. - Τι έχεις να μου πεις, Ρομπέν; - Όμορφα πράγματα που, δίχως άλλο, θα σου δώσουν
μ ε γ ά λ η χαρά. - Τότε , λοιπόν, έχεις νέα από... από...
28
Κ α ι η νεαρή κοπέλα, με ερωτηματικό βλέμμα, τα μάγουλα ξαφνικά χρωματισμένα, κοίταξε τον Ρομπέν με μια έκφραση που φανέρωνε αμφιβολία, ελπίδα και χαρά.
- Α π ό ποιον, Μοντ; - Α, με κοροϊδεύεις κι όλας, είπε θλ ιμμένη η δύστυχη
Μοντ. - Ό χ ι , μικρή μου φίλη, έχω πραγματικά να σου πω κά
τι πολύ πολύ ευχάριστο. - Λ έ γ ε γρήγορα, λοιπόν! - Τι θα έλεγες για έναν σύζυγο; ρώτησε ο Ρομπέν. - Έναν σύζυγο! Περίεργη ερώτηση. - Καθόλου, αν αυτός ο σύζυγος ήταν... - Ο Γουίλ! Ο Γουίλ! Φέρνεις μαντάτα από τον Γουίλ!
Λυπήσου με, Ρομπέν, μην παίζεις με την καρδιά μου. Δ ε ς , χτυπάει τόσο δυνατά που κοντεύει να σπάσει... Σε ακούω, μίλησε, Ρομπέν. Είναι καλά ο αγαπητός Γουίλ;
- Σίγουρα, εφόσον σκέφτεται να σε κάνει γυναίκα του όσο το δυνατόν συντομότερα.
- Τον είδες; Πού είναι; Πότε θα 'ρθει εδώ; - Τον είδα, θα έρθει σύντομα. - Ω, αγία μητέρα του Θεού, σ' ευχαριστώ, από καρδιάς!
φώναξε η Μοντ με σταυρωμένα τα χέρια και σηκώνοντας προς τον ουρανό τα δακρυσμένα μάτια της. Πόση ευτυχία θα νιώσω όταν τον δω! πρόσθεσε η νεαρή κοπέλα. Μα...
Σταμάτησε, λες και μια μαγική δύναμη μαγνήτισε το βλέμμα της προς την πόρτα, όπου στεκόταν ένας νέος άντρας.
- Αυτός είναι! Αυτός είναι! Η Μοντ έβγαλε μια κραυγή απερίγραπτης χαράς, όρμησε
στην αγκαλιά του Γουίλιαμ... και έχασε τις αισθήσεις της. - Καημενούλα μου! ψιθύρισε ο νέος άντρας με τρεμάμενη
φωνή, η συγκίνηση ήταν πολύ δυνατή, πολύ απρόσμενη· λ ι ποθύμησε. Ρομπέν, κράτησε την λίγο, αισθάνομαι αδύναμος σαν παιδί, δεν με βαστούν τα πόδια μου.
29
Ο Ρομπέν πήρε απαλά τη Μοντ από την αγκαλιά του Γουίλ και την απόθεσε σ' ένα κάθισμα. Όσο για τον φτωχό Γουίλιαμ, ε ίχε κρύψει το πρόσωπο μες στα χέρια του κι έκλαιγε γοερά. Η Μοντ σ υ ν ή λ θ ε · η πρώτη σκέψη της φτερούγισε στον Γουίλ, το πρώτο βλέμμα της γύρεψε τον νεαρό άντρα. Εκείνος γονάτισε κλαίγοντας στα πόδια της, τύλιξε τα μπράτσα γύρω από τη μέση της και, με φωνή συγκινημένη και τρυφερή, ψιθύρισε το πολυαγαπημένο της όνομα:
- Μοντ! Μοντ! - Γουίλιαμ! Αγαπημένε μου Γουίλιαμ! - Ε γ ώ πάω να τα πω λ ιγάκι με την Μαριάν, είπε ο Ρο
μπέν γελώντας. Γεια σας, σας αφήνω μόνους· μην ξεχνάτε αυτούς που σας αγαπούν.
Η Μοντ άπλωσε το χέρι της στον παράνομο νεαρό και ο Γουίλιαμ του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη.
- Επιτέλους, να που γύρισα, αγαπημένη μου Μοντ, είπε ο Γ ο υ ί λ · είσαι ευχαριστημένη που με βλέπεις;
- Πώς είναι δυνατόν να μου κάνεις αυτή την ερώτηση, Γουίλιαμ; Ω, φυσικά είμαι ευχαριστημένη, και μάλιστα ευτυχισμένη, πολύ ευτυχισμένη.
- Δεν θέλε ις πια να φύγω μακριά σου; - Γιατί , μήπως το ήθελα ποτέ; - Όχι . . . μόνο που από σένα εξαρτάται αν η παρουσία μου
εδώ θα είναι οριστική, ή μια απλή επίσκεψη. - Τι θέλε ις να πεις; - Θυμάσαι την τελευταία συζήτηση που είχαμε κάνει; - Βέβαια, αγαπημένε μου Γουίλιαμ. - Με βαριά καρδιά σε άφησα εκείνη την ημέρα, αγαπη
μένη μου Μ ο ν τ · ήμουν απελπισμένος. Ο Ρομπέν κατάλαβε τη θ λ ί ψ η μου, με πίεσε και αναγκάστηκα να του ομολογήσω την αιτία. Μου μίλησε, κι έτσι έμαθα το όνομα του άντρα που αγαπούσες...
30
- Ας ξεχάσουμε τις παιδιάστικες τρέλες μου, τον διέκοψε η Μοντ τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του. Το παρελθόν ανήκει στον Θεό.
- Ναι , αγαπημένη μου Μοντ, μόνο στον Θεό - και το παρόν σ' εμάς, έτσι δεν είναι;
- Ναι, σ' εμάς και στον Θεό. Κι ίσως θα σε βοηθούσε να ξαναβρείς την, ηρεμία σου, αγαπημένε μου Γουίλιαμ, πρόσθεσε η νεαρή κοπέλα, αν είχες μια ξεκάθαρη, ειλικρινή και οριστική ιδέα για τις σχέσεις μου με τον Ρομπέν.
- Ξέρω όσα θα ήθελα να ξέρω, αγαπημένη μου Μ ο ν τ · ο Ρομπέν μού είπε όλα όσα συνέβησαν ανάμεσα σ' εσένα κι εκείνον.
Ένα αμυδρό κοκκίνισμα σκιάσε το μέτωπο της νεαρής κοπέλας.
- Αν δεν είχες φύγει τόσο βιαστικά, είπε η Μοντ, ακουμπώντας στον ώμο του νεαρού άντρα το φλογισμένο πρόσωπο της, θα μάθαινες ότι με ε ίχε αγγίξει βαθιά η υπομονετική τρυφερότητα της αγάπης σου και ήθελα ν' ανταποκριθώ. Σ τ η διάρκεια της απουσίας σου, συνήθισα να βλέπω, τον Ρομπέν σαν αδελφό μου και σήμερα αναρωτιέμαι, Γουίλ, αν η καρδιά μου χτύπησε ποτέ για κανέναν άλλον εκτός από σένα.
- Τότε , είναι αλήθεια ότι με αγαπάς λ ίγο, Μοντ; είπε ο Γουίλιαμ, με τα χέρια ενωμένα και με δάκρυα στα μάτια.
- Λίγο, όχι. Πολύ , ναι! - Ω! Μοντ, Μοντ, πόσο ευτυχισμένο με κάνεις!... Β λ έ
πεις, είχα δίκιο να ελπίζω, να περιμένω, να υπομονεύω, να λέω στον εαυτό μου, « Θ α έρθει η μέρα που θα με αγαπήσει». Θα παντρευτούμε, έτσι δεν είναι;
- Αγαπημένε μου Γουίλ! - Πες ναι, πες κάτι ακόμα καλύτερο: πες μου, Θ έ λ ω να
παντρευτώ τον καλό μου Γουίλιαμ! - Θ έ λ ω να παντρευτώ τον καλό μου Γουίλιαμ, επανέλα
βε υπάκουα η νεαρή κοπέλα.
31
- Δώσε μου το χέρι σου, αγαπημένη μου Μοντ. - Ορίστε... Ο Γουίλιαμ φίλησε με πάθος το μικρό χέρι της μνηστής του. - Πότε θα γίνει ο γάμος μας, Μοντ; ρώτησε. - Δεν ξέρω, φίλε μου, μια απ' αυτές τις ημέρες. - Σίγουρα, πρέπει όμως να τον ορίσουμε ακριβώς· να πού
με αύριο; - Αύριο, Γουίλ! Μην το σκέφτεσαι, είναι αδύνατον! - Αδύνατον! Γιατί ; - Επε ιδή είναι πολύ ξαφνικό, πολύ γρήγορο. - Η ευτυχία δεν έρχεται ποτέ πολύ γρήγορα, αγαπη
μένη μου Μοντ , κι αν μπορούσαμε να παντρευτούμε αυτή τη στ ιγμή κιόλας, θα ήμουν ο πιο ευτυχής άνθρωπος του κόσμου. Αφού όμως θέλε ις να περιμένουμε ως αύριο, υποχωρώ. Ε ί μ α σ τ ε σύμφωνοι, έτσι δεν είναι; Αύριο, θα γίνεις γυναίκα μου;
- Αύριο! φώναξε η νεαρή κοπέλα. - Ν α ι · κι αυτό για δυο λόγους: ο πρώτος είναι ότι θα γιορ
τάζουμε τα γενέθλια του πατέρα μου, που κλείνει τα εβδομήντα πέντε του χρόνια· ο δεύτερος είναι πως η μητέρα μου θέλε ι να δώσει μια μ ε γ ά λ η δεξίωση για την επιστροφή μου. Η γιορτή θα είναι πιο ολοκληρωμένη αν την ομορφύνουμε με την εκπλήρωση της αμοιβαίας επιθυμίας μας.
- Α γ α π η τ έ μου Γουίλιαμ, η οικογένειά σου δεν έχει προετοιμαστεί να με συμπεριλάβει στους δικούς της, και ίσως ο πατέρας σου να πει...
- Ο πατέρας μου, την διέκοψε ο Γουίλ, ο πατέρας μου θα πει ότι είσαι ένας άγγελος και ότι από καιρό ήδη σε θεωρεί κόρη του. Α χ , Μοντ, για ν' αμφιβάλλεις αν θα του δώσει μ ε γ ά λ η χαρά η ευτυχία του γιου του, πάει να πει ότι δεν γνωρίζεις καθόλου αυτόν τον αγαθό γέροντα!
- Έ χ ε ι ς τόσο μεγάλο ταλέντο να πείθεις, αγαπημένε μου Γουίλιαμ, που συμφωνώ απολύτως μαζί σου.
32
- Ώστε δέχεσαι, Μοντ; - Υποθέτω πως πρέπει, αγαπημένε μου Γουίλ. — Δεν είσαι διόλου υποχρεωμένη, δεσποινίς... - Ειλικρινά, Γουίλιαμ, με τίποτα πια δεν ευχαριστιέσαι!
Προτιμάς σίγουρα να με ακούσεις να σου απαντώ: Δέχομαι με όλη μου την καρδιά...
- Να σε παντρευτώ αύριο, πρόσθεσε ο Γουίλ. - Να σε παντρευτώ αύριο, επανέλαβε η Μοντ γελώντας. - Πολύ καλά, αυτό μού αρκεί. Έ λ α τώρα, αγαπημένη
μου. Π ά μ ε ν' αναγγείλουμε το γάμο στους φίλους μας. Ο Γουίλιαμ πήρε το μπράτσο της Μοντ, το γλίστρησε
κάτω απ' το δικό του και, φιλώντας τη νεαρή κοπέλα, την παρέσυρε προς το σαλόνι, όπου ήταν συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια.
Η λαίδη Γκάμγουελ και ο σύζυγος της έδωσαν την ευχή τους στη Μοντ· η Γουίνιφρεντ και η Μπάρμπαρα αποκάλεσαν τη νεαρή κοπέλα αδελφή τους, και τ' αδέλφια του Γουίλ την αγκάλιασαν με ενθουσιασμό.
Οι προετοιμασίες για το γάμο απασχόλησαν τις κυρίες που, εμψυχωμένες όλες από την ίδια επιθυμία, τη λαχτάρα να συμβάλουν στην ευτυχία του Γουίλ και να τονίσουν την ομορφιά της Μοντ, άρχισαν αμέσως να φτιάχνουν για τη νεαρή κοπέλα μια χαριτωμένη τουαλέτα.
Η επόμενη ημέρα ήρθε όπως έρχονται όλες οι επόμενες ημέρες, όταν τις περιμένει κανείς ανυπόμονα - με μ ε γ ά λ η αργοπορία. Α π ό το πρωί κιόλας, η αυλή του πύργου γέμισε από έναν τεράστιο αριθμό βαρελιών μπίρας που, στολισμένα με φύλλα, περίμεναν υπομονετικά μέχρι ν' αξιωθούν οι καλεσμένοι να τα προσέξουν. Στην κουζίνα ετοιμαζόταν εξαίσιο συμπόσιο, τα λουλούδια ήταν στρωμένα αγκαλιές στις αίθουσες, οι μουσικοί κούρδιζαν τα όργανα τους και π λ ή θ η καλεσμένων κατέφθαναν συνεχώς. Η ώρα που είχαν ορίσει για την τ ε λ ε τ ή του γάμου της δεσποινίδας Λίντσε ϊ με τον
33
Γουίλιαμ Γκάμγουελ πλησίαζε · η Μοντ, στολισμένη με θεσπέσιο γούστο, περίμενε στο σαλόνι τον ερχομό του Γουίλιαμ, αλλά ο Γουίλιαμ δεν φαινόταν πουθενά.
Ο άρχοντας Γ κ ι έστειλε έναν υπηρέτη να βρει τον γιο του. Ο υπηρέτης έψαξε στο πάρκο, γύρισε όλο τον πύργο, φώ
ναξε τον νεαρό άντρα, αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν ο αντίλαλος της ίδιας της φωνής του.
Ο Ρομπέν των Δασών και οι γιοι του άρχοντα Γ κ ι καβαλίκεψαν τ' άλογα τους και βγήκαν να ψάξουν έξω από τον πύργο · ωστόσο, δεν βρήκαν το παραμικρό ίχνος του νεαρού άντρα, δεν μπόρεσαν να πάρουν γ ι ' αυτόν καμιά πληροφορία.
Οι καλεσμένοι, χωρισμένοι σε ομάδες, πήγαν από την ά λ λ η πλευρά, να ψάξουν στο ύπαιθρο· και η δική τους αναζήτηση, όμως, αποδείχτηκε άκαρπη.
Τα μεσάνυχτα, όλη η οικογένεια περιτριγύρισε κλαίγοντας τη Μοντ, που εδώ και μια ώρα είχε βυθιστεί σε βαθιά λιποθυμία.
Ο Γουίλιαμ είχε εξαφανιστεί.
34
Ένας αρραβώνας και μια ε κ τ έ λ ε σ η
Ε κ ε ί ν ο τον καιρό, ο βαρόνος Φ ι τ ζ Όλγουιν είχε φέρει στο κάστρο του Νότιγχαμ την όμορφη και χαριτωμένη κόρη του, τη λαίδη, Κρίσταμπελ.
Μερικές ημέρες πριν από την εξαφάνιση του άμοιρου Γουίλιαμ, ο βαρόνος καθόταν σ' ένα δώμα του ιδιαίτερου διαμερίσματος του, απέναντι από έναν γέροντα ντυμένο με μια χρυσοποίκιλτη φορεσιά.
Κρίνοντας από το πρόσωπο του, αυτός ο φιλάρεσκος γέροντας πρέπει να ήταν πολύ πιο ηλικιωμένος από τον βαρόν ο · δεν έδειχνε όμως να θυμάται πόσο πίσω πήγαινε η λ η ξιαρχική πράξη της γέννησης του.
Ρυτιδιασμένοι και μορφάζοντας, ίδιοι γερο-πίθηκοι, οι ήρωες μας συζητούσαν χαμηλόφωνα και ήταν προφανές ότι πάσχιζαν να αποσπάσουν ο ένας από τον άλλο, με πονηριά και κολακεία, την οριστική λύση κάποιας σπουδαίας υπόθεσης.
- Είσαι πολύ σκληρός μαζί μου, βαρόνε, είπε ο κακά-σχημος γέροντας κουνώντας το κεφάλι.
- Μα την πίστη μου, όχι! αποκρίθηκε αργά ο λόρδος Φ ιτζ Όλγουιν, διασφαλίζω την ευτυχία της κόρης μου, αυτό είν' όλο, και σε προκαλώ, να αποδείξεις την υστεροβουλία στα λόγια μου, αγαπητέ μου άρχοντα Τρίστραμ.
- Ξέρω πως είσαι ένας καλός πατέρας, Φ ι τ ζ Όλγουιν, κι ότι το μόνο που σ' απασχολεί είναι η ευτυχία της λαίδης
35
Κρίσταμπελ... Και τι σκοπεύεις να δώσεις για προίκα σ' αυτό το αξιαγάπητο παιδί;
- Μα, σου το είπα ήδη: πέντε χιλιάδες χρυσά νομίσματα την ημέρα του γάμου της και ένα ίδιο ποσό αργότερα.
- Πρέπει να ορίσουμε την ημερομηνία, βαρόνε, πρέπει να ορίσουμε την ημερομηνία, μουρμούρισε ο γέροντας.
- Ας πούμε σε πέντε χρόνια. - Ου, πάει πολύ σε μάκρος... κι έπειτα, η προίκα που δί
νεις στην κόρη σου δεν λέει πολλά πράγματα. - Άρχοντα Τρίστραμ, είπε ο βαρόνος ξερά, υποβάλλεις
την υπομονή μου σε μεγάλη δοκιμασία. Θυμήσου, λοιπόν, σε παρακαλώ, πως η κόρη μου είναι νέα και όμορφη κι ότι εσύ δεν έχεις πια τις φυσικές αρετές που μπορεί να είχες πριν από πενήντα χρόνια.
- Έ λ α τώρα, Φ ι τ ζ Όλγουιν, μη μου κακιώνεις, οι προθέσεις μου είναι α γ α θ έ ς · μπορώ να βάλω ένα εκατομμύριο δίπλα στις δέκα χιλιάδες τα δικά σου χρυσά νομίσματα -και μάλιστα μόνο ένα εκατομμύριο; μπορεί και δυο.
- Ξέρω ότι είσαι πλούσιος, τον διέκοψε ο βαρόνος. Ε γ ώ , δυστυχώς, δεν είμαι τόσο πλούσιος, κι ωστόσο θ έ λ ω να βάλω την κόρη μου στο ίδιο επίπεδο με τις μεγαλύτερες κυρίες της Ευρώπης. Θ έ λ ω η λαίδη Κρίσταμπελ να ζήσει σαν βασίλισσα. Γνωρίζεις αυτή την πατρική επιθυμία, κι ωστόσο αρνείσαι να μου εμπιστευθείς το ποσόν που θα με βοηθήσει να την πραγματοποιήσω.
- Δεν καταλαβαίνω, αγαπητέ μου Φ ι τ ζ Όλγουιν, ποια διαφορά μπορεί να έχει για την ευτυχία της κόρης σου, αν κρατήσω στα χέρια μου τα χρήματα που αντιπροσωπεύουν το μισό της περιουσίας μου. Τοποθετώ την επικαρπία του ενός εκατομμυρίου, ας πούμε δύο εκατομμυρίων στο όνομα της λαίδης Κρίσταμπελ, κρατώ όμως την κυριότητα του κεφαλαίου. Μ η ν ανησυχείς, λοιπόν, σαν βασίλισσα θα ζήσει η γυναίκα μου.
36
- Ό λ α αυτά είναι πάρα πολύ καλά... στα λόγια, αγαπητέ μου Τρίστραμ. Επίτρεψέ μου όμως να σου πω πως, όταν υπάρχει μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ δύο συζύγων, η διχόνοια φωλιάζει στο σπιτικό τους. Μπορεί οι ιδιοτροπίες μιας νεαρής γυναίκας να σου γίνουν ανυπόφορες και να αποφασίσεις να πάρεις πίσω ό,τι θα έχεις δώσει. Αν κρατώ στα χέρια μου τη μισή σου περιουσία, θα είμαι ήσυχος για τη μελλοντική ευτυχία της κόρης μου· δεν θα έχει να φοβάται τίποτα, κι εσύ θα μπορείς να καβγαδίζεις μαζί της όσο σου κάνει κέφι.
- Εμε ί ς να καβγαδίσουμε! Αστειεύεσαι, αγαπητέ μου βαρόνε· ποτέ δεν θα συμβεί τέτοιο κακό. Α γ α π ώ πολύ τρυφερά την όμορφη μικρή περιστέρα και θα φοβάμαι μήπως την δυσαρεστήσω. Ε δ ώ και δώδεκα χρόνια ζω με την ελπίδα να πάρω το χέρι της, κι εσύ θαρρείς ότι είμαι ικανός να κατακρίνω τις ιδιοτροπίες της! Ας έχει όσες θέλε ι , θα είναι τόσο πλούσια, που θα μπορεί να τις ικανοποιήσει όλες.
- Να με συμπαθάς, άρχοντα Τρίστραμ, αλλά αν αρνηθείς και πάλι να ικανοποιήσεις το αίτημα μου, θ' ανακαλέσω την υπόσχεση που σου έδωσα.
- Είσαι πολύ απότομος, βαρόνε, πάρα πολύ απότομος, κλαψούρισε ο γέροντας. Ας μιλήσουμε λ ίγο ακόμα γι ' αυτή την υπόθεση.
- Ό,τ ι είχα να πω πάνω σ' αυτό, το είπα. Η απόφαση μου είναι οριστική.
- Μ η ν πεισμώνεις, Φ ι τ ζ Όλγουιν. Τι θα έλεγες αν σου έδινα πενήντα χιλιάδες χρυσά νομίσματα;
- Θα σε ρωτούσα μήπως βάλθηκες να με προσβάλεις... - Να σε προσβάλω! Φ ι τ ζ Όλγουιν, τι ιδέα έχεις για μέ
να;... Αν έλεγα διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα;... - Άρχοντα Τρίστραμ, ας σταματήσουμε εδώ. Ξέρω πόσο
γεμάτα είναι τα σεντούκια σου, κι η προσφορά που μου κάνεις είναι πραγματική κοροϊδία. Τι θέλεις να κάνω με τις διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα;
37
- Διακόσιες χιλιάδες είπα, βαρόνε; Ή θ ε λ α να πω πεντακόσιες χιλιάδες... πεντακόσιες, μ' ακούς; Δεν είναι σεβαστό ποσόν, ένα πολύ σεβαστό ποσόν;
- Χ μ , δεν λέω όχι, αποκρίθηκε ο βαρόνος. Πριν από λίγο, όμως, μου είπες ότι μπορούσες να βάλεις δύο εκατομμύρια δίπλα στις ταπεινές δέκα χιλιάδες χρυσά νομίσματα της κόρης μου. Δώσε μου ένα εκατομμύριο κι η Κρίσταμπέλ μου θα γίνει γυναίκα σου αύριο κιόλας, αν το θέλεις, καλέ μου Τρίστραμ.
- Ένα εκατομμύριο! Μου ζητάς, Φ ι τ ζ Όλγουιν, να σου εμπιστευτώ ένα εκατομμύριο! Ειλικρινά, βρίσκω την απαίτηση σου παράλογη. Η συνείδηση μου δεν μου επιτρέπει ν' αφήσω στα χέρια σου τη μισή μου περιουσία.
- Αμφιβάλλε ις για την αξιοπρέπεια και τα λεπτά μου αισθήματα; φώναξε ο βαρόνος εκνευρισμένος.
- Κ ά θ ε άλλο, αγαπητέ μου φίλε. - Μήπως υποθέτεις πως έχω άλλο συμφέρον από εκεί
νο που σχετίζεται με την ευτυχία της κόρης μου; - Ξέρω ότι αγαπάς τη λαίδη Κ ρ ί σ τ α μ π έ λ · όμως... - Όμως, τι; τον διέκοψε απότομα ο βαρόνος. Αποφάσισε
τούτη τη στ ιγμή, αλλιώς ακυρώνω για πάντα τις δεσμεύσεις μου απέναντι σου.
- Δεν μου αφήνεις καν το χρόνο να σκεφτώ. Εκε ίνη τη στ ιγμή, ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα
ανάγγειλε την άφιξη ενός υπηρέτη. - Έ λ α , πέρνα μέσα, είπε ο βαρόνος. - Μιλόρδε μου, είπε ο υπηρέτης, ένας αγγελιαφόρος του
βασιλιά φέρνει βιαστικό μαντάτο· περιμένει να το ανακοινώσει στην Αρχοντιά Σου.
- Πες του ν' ανεβεί, αποκρίθηκε ο βαρόνος. Και τώρα, άρχοντα Τρίστραμ, μια τελευταία λέξη: αν δεν δεχτείς τους όρους μου πριν μπει μέσα ο ταχυδρόμος, που θα είναι εδώ σε δυο λεπτά, μπορείς να ξεχάσεις για πάντα τη λαίδη Κρίσταμπέλ.,
- Άκουσε με, Φ ι τ ζ Όλγουιν, έλεος, άκουσέ με...
38
- Δεν ακούω τ ίποτα · η κόρη μου αξίζει ένα εκατομμύριο. Κι έπειτα, μου είπες πως την αγαπάς.
- Τρυφερά, πολύ τρυφερά, μουρμούρισε ο άσχημος γέροντας. - Ωραία! Τότε, άρχοντα Τρίστραμ, θα υποφέρεις πάρα πο
λύ, γιατί θα την αποχωριστείς για πάντα. Γνωρίζω έναν νεαρό άρχοντα, ευγενή σαν βασιλιά, πλούσιο, πολύ πλούσιο, και όμορφο, που δεν περιμένει παρά την άδεια μου για ν' απιθώσει το όνομα και την περιουσία του στα πόδια της κόρης μου. Αν διστάσεις ακόμα ένα δευτερόλεπτο, αύριο, πρόσεξε καλά, αύριο, αυτή που αγαπάς, η κόρη μου, η όμορφη και χαριτωμένη Κρίσταμπελ, θα γίνει γυναίκα του αντίζηλου σου άρχοντα.
- Είσαι αμείλικτος, Φ ι τ ζ Όλγουιν! - Ακούω τα βήματα του ταχυδρόμου! Απάντησέ μου,
ναι ή όχι; - Μα... Φ ι τ ζ Όλγουιν! - Ναι ή όχι; - Ναι, ναι, ψέλλ ισε ο γέροντας. Έ τ σ ι , λοιπόν, ο βαρόνος Φ ι τ ζ Όλγουιν πούλησε την κό
ρη του, την όμορφη Κρίσταμπελ, στον άρχοντα Τρίστραμ του Γκόλντμπορου για ένα εκατομμύριο χρυσά νομίσματα.
Μόλις μπήκε ο ταχυδρόμος, ανάγγειλε στον βαρόνο ότι ένας στρατιώτης είχε σκοτώσει τον λοχαγό του και τώρα κρυβόταν στο Νότιγχαμσαϊρ. Ο βασιλιάς πρόσταζε τον βαρόνο Φ ι τ ζ Όλγουιν να συλλάβει αυτόν τον στρατιώτη, και να τον κρεμάσει χωρίς να τον λυπηθεί.
Όταν έφυγε ο αγγελιαφόρος, ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν έσφιξε με τα δυο του χέρια τα τρεμάμενα χέρια του μέλλοντα συζύγου της κόρης του και του ζήτησε συγγνώμη που θα τον άφηνε μόνο σε μια τόσο ευτυχισμένη σ τ ι γ μ ή · όμως, οι διαταγές του βασιλιά ήταν σαφείς κι εκείνος έπρεπε να υπακούσει χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση.
Τρεις μέρες μετά τη σύναψη της «έντ ιμης» συμφωνίας ανάμεσα στον βαρόνο και τον άρχοντα Τρίστραμ, οι άντρες
39
του Όλγουιν συνέλαβαν τον στρατιώτη που καταζητούσαν και τον έκλεισαν σ' ένα μπουντρούμι, στο κάστρο του Νότ ιγχαμ.
Ο Ρομπέν των Δασών εξακολουθούσε να γυρεύει τον Γουίλιαμ, ο οποίος -αλίμονο!- ήταν ακριβώς ο δύστυχος «στρατιώτης» που είχαν συλλάβει οι άντρες του βαρόνου.
Απελπισμένος από τις άκαρπες έρευνες του σε όλη την κομητεία του Γιορκσάιρ, ο Ρομπέν των Δασών επέστρεψε στο δάσος, με την ελπίδα να μάθει κάποιες πληροφορίες από τους άντρες του οι οποίοι, καθώς παραμόνευαν αδιάκοπα στους δρόμους που οδηγούν από το Μάνσφελντ στο Νότιγχαμ, μπορεί να είχαν ανακαλύψει κάποια ίχνη του νεαρού άντρα.
Ένα μ ίλ ι πέρα από το Μάνσφελντ, ο Ρομπέν συνάντησε τον Τρανό, τον γιο του μ υ λ ω ν ά · καβάλα πάνω σ' ένα δυνατό άλογο, κάλπαζε ολοταχώς προς την κατεύθυνση απ' όπου ερχόταν ο Ρομπέν.
Μόλις είδε τον νεαρό αρχηγό του, ο Τρανός έβγαλε μια χαρούμενη κραυγή και σταμάτησε τ' άλογο του.
- Πολύ χαίρομαι που σε συναντώ, αγαπητέ μου φίλε, είπε. Πήγαινα στο Μ π ά ρ ν σ ν τ ε ϊ λ · έχω νέα για το αγόρι που ήταν μαζί σου όταν συναντηθήκαμε τις προάλλες.
- Τον είδες; Τον ψάχνουμε εδώ και τρεις μέρες. - Ναι, στο Μάνσφελντ, όπου επέστρεφα μετά από ένα
διήμερο που πέρασα με τους νέους συντρόφους μου. Καθώς ζύγωνα στο σπίτι του πατέρα μου, είδα μπροστά στην πόρτα πολλά άλογα, κι επάνω σ' ένα απ' αυτά ήταν ένας άντρας με σφιχτοδεμένα τα χέρια. Αναγνώρισα τον φίλο σου. Οι στρατιώτες έπιναν νερό κι είχαν αφήσει τον αιχμάλωτο δεμένο επάνω στ' άλογο. Δ ί χ ω ς να με πάρουν είδηση, έδωσα στο δύστυχο αγόρι να καταλάβει ότι θα έτρεχα αμέσως στο Μπάρνσντε ϊλ να σ' ενημερώσω για τη συμφορά που τον βρήκε. Α υ τ ή η υπόσχεση έδωσε κουράγιο στον φίλο σου, που μ' ευχαρίστησε κλείνοντας με νόημα το μάτι. 40
Χωρίς να χάσω ούτε λεπτό, ζήτησα ένα άλογο και καθώς ανέβαινα στη σέλα, ρώτησα έναν στρατιώτη ποια μοίρα περίμενε τον αιχμάλωτο. Μου απάντησε ότι, με διαταγή του βαρόνου Φ ι τ ζ Όλγουιν, πήγαιναν αυτόν τον νεαρό άντρα στο κάστρο του Νότιγχαμ.
- Σ' ευχαριστώ για τον κόπο που έκανες, αγαπητέ Τρανέ, είπε ο Ρομπέν. Έ μ α θ α ό,τι ακριβώς ήθελα να ξέρω, και θα 'μαστε πραγματικά πολύ άτυχοι αν δεν καταφέρουμε να ματαιώσουμε τα σκληρά σχέδια της νορμανδικής αφεντιάς του. Σ τ η σέλα σου, αγαπητέ μου Τρανέ! Π ά μ ε γρήγορα στο ξέφωτο του δάσους· εκεί θα πάρω τα απαραίτητα μέτρα για μια προσεχτική επιχείρηση.
Στο ξέφωτο του δάσους, ο Ρομπέν και ο Τρανός βρήκαν τον Ζανούλη. Αφού του είπε τα νέα που του έφερε ο Τρανός, ο Ρομπέν τον πρόσταξε να συγκεντρώσει τους άντρες που ήταν διασκορπισμένοι στο δάσος, να τους συντάξει σ' ένα μόνο λόχο και να τους οδηγήσει στις παρυφές του δάσους, κοντά στο κάστρο του Νότιγχαμ. Εκε ί , κρυμμένοι στις σκιές, έτοιμοι για μάχη, θα περίμεναν κάλεσμα του Ρομπέν. Αφού τελείωσαν αυτές οι προετοιμασίες, ο Ρομπέν και ο Τρανός ανέβηκαν στ' άλογα τους και πήραν καλπάζοντας το δρόμο για το Νότιγχαμ.
Όταν ο Ρομπέν έμεινε μόνος, έκρυψε τ' άλογο του σε μια πυκνή συστάδα δέντρων, ξάπλωσε στη σκιά μιας καρυδιάς και άρχισε να καταστρώνει ένα σχέδιο για να βοηθήσει αποτελεσματικά τον δύστυχο Γουίλ. Ε ν ώ είχε επιστρατεύσει όλες τις δυνατότητες του επινοητικού μυαλού του, ο νεαρός παράνομος παρακολουθούσε το δρόμο προσεχτικά. Μ ε τ ά από λίγο στην άκρη του δρόμου που ανέβαινε από το Νότιγχαμ προς το δάσος, πρόβαλε ένας νεαρός καβαλάρης ντυμένος με μια πολύ ακριβή φορεσιά.
« Μ α την πίστη μου», είπε μέσα του ο Ρομπέν, «αν αυτός ο κομψός εκδρομέας βαστάει από νορμανδική ράτσα, ε ίχε
41
μια πολύ καλή ιδέα να 'ρθει κατά 'δώ για να αναπνεύσει τον αρωματισμένο αέρα της εξοχής. Φαίνεται πως η κυρία Ε υ δαιμονία τού έχει φερθεί τόσο καλά. που θα 'ναι απόλαυση να πάρω από το πουγκί του το αντίτιμο για τις σαΐτες και τα τόξα που θα σπάσουν αύριο για χάρη του Γουίλιαμ».
Ο Ρομπέν σηκώθηκε βιαστικά ορθός και έκλεισε το δρόμο του ταξιδιώτη. Εκείνος, δίχως άλλο, περίμενε πως ο Ρομπέν θα υποκλινόταν μπροστά του και σταμάτησε.
- Καλωσόρισες, χαριτωμένε καβαλάρη, είπε ο Ρομπέν φέρνοντας το χέρι στο σκούφο του. Η ημέρα είναι τόσο σκοτεινή, που η γοητευτική εμφάνιση σου μου 'δωσε την εντύπωση πως είσαι ένας αγγελιαφόρος του Ήλιου. Το χαμογελαστό πρόσωπο σου φωτίζει το τοπίο και, αν μείνεις λίγο ακόμα στην άκρη του γέρικου δάσους, τα λουλούδια, που τώρα τα σκεπάζει η σκιά, θα νομίσουν πως είσαι μια ζεστή ηλιαχτίδα.
Ο ξένος βάλθηκε να γελάει χαρούμενα. - Μήπως ανήκεις στη συμμορία του Ρομπέν των Δασών;
ρώτησε. - Κρίνεις από την εμφάνιση, άρχοντα μου, αποκρίθηκε ο
νεαρός άντρας, κι επειδή με βλέπεις να φορώ τη στολή των ανθρώπων του δάσους, υποθέτεις ότι πρέπει ν' ανήκω στη συμμορία του Ρομπέν των Δασών. Κάνεις λάθος, θαρρείς πως όλοι οι κάτοικοι του δάσους είναι δεμένοι με την τύχη του αγαπητού παράνομου;
- Μπορεί, συνέχισε ο ξένος φανερά ανυπόμονος. Νόμιζα πως είχα συναντήσει ένα μέλος της ομάδας των εύθυμων αντρών του, έκανα όμως λάθος - κι αυτό είναι όλο.
Η απάντηση του ταξιδιώτη, κίνησε την περιέργεια του Ρομπέν.
- Άρχοντα μου, είπε, το πρόσωπο σου δείχνει μια τόσο ειλικρινή εγκαρδιότητα που, παρά το βαθύ μίσος που εδώ και πολλά χρόνια τρέφει η καρδιά μου για τους Νορμανδούς...
42
- Δεν είμαι Νορμανδός, αγαπητέ άνθρωπε του δάσους, τον διέκοψε ο ταξιδιώτης. Κρίνεις από την εμφάνιση. Τα ρούχα μου κι η προφορά μου, σ' έκαναν να βγάλεις λάθος συμπέρασμα. Ε ίμαι Σάξονας, μολονότι κυλούν στις φλέβες μου μερικές σταγόνες από νορμανδικό αίμα.
- Κ ά θ ε Σάξονας είναι για μένα αδελφός, άρχοντα μου, και με μ ε γ ά λ η χαρά θα σ' εμπιστευθώ. Ανήκω πράγματι στη συμμορία του Ρομπέν των Δασών. Όπως ξέρεις, σίγουρα, χρησιμοποιούμε μια κάπως λιγότερο αφιλοκερδή μέθοδο για να συστηθούμε στους Νορμανδούς ταξιδιώτες.
- Τη γνωρίζω αυτή τη μέθοδο, που είναι συνάμα ευγενική και αποδοτική, αποκρίθηκε ο ξένος γελώντας. Ακουσα να μιλάνε πολύ γι ' αυτήν και ήρθα στο Σέργουντ μόνο και μόνο για να έχω την ευχαρίστηση να συναντήσω τον αρχηγό σου.
- Κι αν σου έλεγα, άρχοντα μου, ότι έχεις μπροστά σου τον ίδιο τον Ρομπέν των Δασών;
- Θα του έδινα το χέρι μου, απάντησε ζωηρά ο ξένος συνοδεύοντας τα λόγια του με μια φιλική χειρονομία, και θα του έλεγα: Φ ί λ ε Ρομπέν, ξέχασες, λοιπόν, τον αδελφό της όμορφης Μαριάν;
- Ά λ α ν Κλαρ! Είσαι ο Ά λ α ν Κλαρ! φώναξε χαρούμενος ο Ρομπέν.
- Ναι, είμαι ο Α λ α ν Κλαρ, και η ανάμνηση του εκφραστικού προσώπου σου, αγαπητέ μου Ρομπέν, έχει χαραχτεί τόσο βαθιά στην καρδιά μου, που σε αναγνώρισα με την πρώτη ματιά.
- Πόσο ευτυχισμένος είμαι που σε βλέπω, αγαπητέ Αλαν! συνέχισε ο Ρομπέν σφίγγοντας με τα δυο του χέρια το χέρι του νεαρού άντρα. Ο ερχομός σου στην Α γ γ λ ί α θα δώσει ανέλπιστη χαρά στη Μαριάν.
- Η δύστυχη και πολυαγαπημένη μου αδελφή! είπε ο Ά λ α ν με μια έκφραση βαθιάς τρυφερότητας. Είναι καλά στην υγεία της; Είναι ευτυχισμένη;
43
- Η υγεία της είναι μια χαρά, αγαπητέ Άλαν , και μοναδική της λύπη είναι ότι δεν σ' έχει κοντά.
- Να λοιπόν που γύρισα, κι αυτή τη φορά για να μην ξαναφύγω ποτέ π ι α · έτσι, η αδελφή μου θα είναι απόλυτα ευτυχισμένη. Έ μ α θ ε ς , αγαπητέ Ρομπέν, ότι είχα μπει στην υπηρεσία του βασιλιά της Γαλλ ίας ;
- Ναι, ένας άνθρωπος του βαρόνου, και ο ίδιος ο βαρόνος, σ' ένα ξέσπασμα ειλικρίνειας που το προκάλεσε ο φόβος, μας πληροφόρησαν για τη θέση σου κοντά στον βασιλιά Λουδοβίκο.
- Μια ευνοϊκή περίσταση μου επέτρεψε να φανώ πολύ χρήσιμος στον βασιλιά της Γαλλ ίας που, από ευγνωμοσύνη, καταδέχτηκε να ενδιαφερθεί για τις επιθυμίες μου. Η καλοσύνη του βασιλιά μ' έκανε να ξεθαρρέψω: του μίλησα γ ι ' αυτό που βασάνιζε την καρδιά μου, του είπα πως είχαν αρπάξει την περιουσία μου και τον παρακάλεσα να μου επιτρέψει να γυρίσω στην Α γ γ λ ί α . Ο βασιλιάς μού έκανε τη χάρη να ικανοποιήσει το αίτημα μ ο υ · μου έδωσε αμέσως ένα γράμμα για τον Ερρίκο τον Β' κι έτσι, χωρίς να χάσω ούτε λεπτό, πήγα στο Λονδίνο. Μετά την παράκληση του βασιλιά της Γαλλ ίας , ο Ερρίκος ο Β' μού επέστρεψε την περιουσία του πατέρα μου και ο θησαυροφύλακας θα μου δώσει σε όμορφα, χρυσά σκούδα το εισόδημα που απέφεραν τα κτήματα μου όλο το διάστημα που τα είχαν αρπάξει. Πέρα απ' αυτό, κέρδισα κι ένα γενναίο ποσό που, μόλις το δώσω στον βαρόνο Φ ι τ ζ Όλγουιν, θα μου επιτρέψει να παντρευτώ την αγαπημένη μου Κρίσταμπελ.
- Ξέρω γ ι ' αυτό το συμβόλαιο, είπε ο Ρομπέν. Αύριο, μάλιστα, λήγε ι η προθεσμία των εφτά χρόνων που σου είχε δώσει ο βαρόνος, έτσι δεν είναι;
- Ναι, αύριο είναι η τελευταία μέρα από την περίοδο χάριτος. - Ε, λοιπόν, φρόντισε να επισκεφθείς γρήγορα τον βαρό
νο, γιατί ακόμα και μια ώρα καθυστέρησης μπορεί να σημάνει την καταστροφή σου!
44
- Καλά, εσύ πώς έμαθες γ ι ' αυτό το συμβόλαιο και τους όρους που περιέχει;
- Α π ό τον εξάδελφο μου, τον Ζανούλη. - Εννοείς τον γιγαντόσωμο ανιψιό του άρχοντα Γ κ ι του
Γκάμγουελ, σωστά; ρώτησε ο Άλαν. - Αυτόν ακριβώς. Το θυμάσαι, λοιπόν, αυτό το τίμιο αγόρι; - Μα, θέλε ι και ρώτημα; - Ε, λοιπόν, τώρα είναι ακόμα πιο ψηλός, κι όσο για τη
δύναμη του, ξεπερνάει το μπόι του. Α π ' αυτόν έμαθα τις δεσμεύσεις σου με τον βαρόνο.
- Ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν του το εξομολογήθηκε; ρώτησε ο Ά λ α ν χαμογελώντας.
- Ναι, ο Ζανούλης ρώτησε την Αρχοντιά του μ' ένα στιλέτο στο χέρι και την απειλή στα χε ί λη .
- Α, έτσι δικαιολογείται η φλυαρία του βαρόνου. - Α γ α π η τ έ μου φίλε, συνέχισε πιο σοβαρός τώρα ο Ρο
μπέν, να προσέχεις τον λόρδο Φ ι τ ζ Όλγουιν. Δεν σ' αγαπά και, αν του δοθεί η ευκαιρία, δεν θα διστάσει να καταπατήσει τον όρκο που σου έδωσε.
- Αν τολμήσει να μου αρνηθεί το χέρι της λαίδης Κρί-σταμπελ, σου ορκίζομαι, Ρομπέν, ότι θα τον κάνω να το μετανιώσει πικρά.
- Μήπως έχεις κάποιον τρόπο για να κάνεις τον βαρόνο να φοβηθεί τις απειλές σου;
- Ναι , αλλά και να μην είχα, πάλι θα τον κατάφερνα να τηρήσει την υπόσχεση τ ο υ · θα προτιμούσα να πολιορκήσω το κάστρο του Νότιγχαμ, παρά ν' απαρνηθώ την πολυαγαπημένη μου Κρίσταμπελ.
- Αν χρειάζεσαι βοήθεια, είμαι στις προσταγές σου, αγαπητέ Άλαν . Μπορώ αμέσως να θέσω στη διάθεση σου διακόσιους γοργοπόδαρους λεβέντες με στιβαρά μπράτσα. Χ ε ι ρίζονται με μαστοριά τόσο το τόξο και το σπαθί, όσο και το
45
ακόντιο και την ασπίδα· με μια λέξη σου θα 'ρθουν, μ' εμένα αρχηγό, και θα παραταχθούν γύρω σου.
- Χ ί λ ι α ευχαριστώ, αγαπητέ Ρομπέν, ήξερα πως μπορώ να βασίζομαι σε σένα. Μ ί λ η σ ε μου όμως για την αδελφή μου, τη Μαριάν... Έ χ ε ι αλλάξει πολύ;
- Ναι, αγαπητέ Άλαν , έχει αλλάξει πολύ. - Η δύστυχη αδελφή μου! - Έ χ ε ι γίνει μια τέλεια καλλονή, πρόσδεσε ο Ρομπέν γε
λώντας, γιατί η κάθε άνοιξη της έφερνε και μια καινούρια χάρη.
- Παντρεύτηκε; ρώτησε ο Άλαν . - Ό χ ι ακόμα. - Καλύτερα. Μήπως ξέρεις αν έχει δώσει σε κάποιον την
καρδιά της, αν έχει υποσχεθεί να δώσει το χέρι της; - Θαρρώ πως είναι καλύτερα ν' απαντήσει η ίδια η Μαριάν
σ' αυτή την ερώτηση, είπε ο Ρομπέν κοκκινίζοντας. Μα τι ζέστη είν' αυτή σήμερα! πρόσθεσε περνώντας το χέρι στο φλογισμένο μέτωπο του. Πάμε, σε παρακαλώ, στη σκιά των δέντρων* περιμένω έναν από τους άντρες μου και μου φαίνεται ότι έχει αργήσει περισσότερο απ' όσο θα 'πρεπε. Πες μου, Άλαν, θυμάσαι έναν από τους γιους του άρχοντα Γκ ι , που τον λέγαμε Κόκκινο εξαιτίας των κατακόκκινων μαλλιών του;
- Ένα όμορφο παλικάρι με μεγάλα, μπλε μάτια; - Ναι. Ο βαρόνος Φιτζ Όλγουιν έστειλε αυτό το δύστυχο
αγόρι στο Λονδίνο, όπου κατατάχτηκε σ' ένα σύνταγμα που ανήκε στα στρατεύματα κατοχής της Νορμανδίας. Μια ωραία πρωία, ο Γουίλιαμ ένιωσε την ακαταμάχητη επιθυμία να ξαναδεί την οικογένεια τ ο υ · όταν ζήτησε άδεια και δεν του την έδωσαν, εξαγριώθηκε με την επίμονη άρνηση του λοχαγού του και τον σκότωσε. Ο Γουίλ κατάφερε να έρθει στην Αγγλ ία , συναντηθήκαμε τυχαία και τον συνόδεψα στο Μπάρνσντεϊλ, όπου μένει η οικογένεια του. Την επομένη του ερχομού του όλο το σπίτι ήταν γεμάτο χαρά, επειδή γιόρταζαν όχι μόνο την επι-46
στροφή του εξόριστου, αλλά επίσης το γάμο του με τη Μοντ και, ακόμα, τα γενέθλια του άρχοντα Γκι . Μια ώρα πριν από την τελετή του γάμου, ο Γουίλ εξαφανίστηκε κι έμαθα πριν από, λίγο ότι τον έπιασαν οι στρατιώτες του βαρόνου. Συγκέντρωσα τους άντρες μου, σε λ ίγη ώρα θα είναι έτοιμοι ν' ανταποκριθούν στο κάλεσμα μου και βασίζομαι στην επιδεξιότητα μου και στη δική τους βοήθεια για ν' απελευθερώσω τον Γουίλιαμ. Να, έρχεται επιτέλους ο Τρανός μαζί με τον Άλμπερτ, τον ομογάλακτο αδελφό της Μοντ. Τώρα θα μάθουμε τι συμβαίνει με τον άμοιρο Γουίλ. Λοιπόν; ρώτησε ο Ρομπέν αφού αγκάλιασε τον νεαρό φίλο του.
- Δεν έχω πολλά πράγματα να σου πω, απάντησε ο Άλμπερτ . Ξέρω μόνο ότι μετέφεραν έναν αιχμάλωτο στον πύργο του Νότιγχαμ, και ο Τρανός μού είπε ότι αυτός ο δυστυχής ήταν ο καημένος ο φίλος μας, ο Κόκκινος Γουίλ. Αν θέλεις να τον σώσεις, Ρομπέν, πρέπει να βιαστείς. Κάλεσαν στο κάστρο έναν προσκυνητή μοναχό, περαστικό από το Νότιγχαμ, για να εξομολογήσει τον φυλακισμένο. Δ ί χ ω ς άλλο, σκοπεύουν να κρεμάσουν τον Γουίλ.
- Α γ ί α μητέρα του Θεού, λυπήσου μας! φώναξε ο Ρομπέν με σπασμένη φωνή. Ο Γουίλ, ο καημένος μου Γουίλ κινδυνεύει θανάσιμα! Πρέπει να τον πάρουμε από το κάστρο πάση θυσία! Δεν ξέρεις τίποτα περισσότερο; πρόσθεσε.
- Τίποτα σχετικά με τον Γουίλ. Έμαθα , όμως, ότι η λαίδη Κρίσταμπελ θα παντρευτεί στο τέλος της εβδομάδας.
- Θα παντρευτεί η λαίδη Κρίσταμπελ; επανέλαβε ο Άλαν. - Μάλιστα, άρχοντα μου, αποκρίθηκε ο Ά λ μ π ε ρ τ κοι
τάζοντας έκπληκτος τον ιππότη. Θα παντρευτεί τον πιο πλούσιο Νορμανδό της Α γ γ λ ί α ς .
- Αδύνατον! Αδύνατον! βόγκησε ο Ά λ α ν Κλαρ. - Κι όμως είναι αλήθεια, τον διαβεβαίωσε ο Άλμπερτ .
Κάνουν μεγάλες ετοιμασίες στο κάστρο για να γιορτάσουν το ευτυχές γεγονός.
47
- Το ευτυχές γεγονός! επανέλαβε ο ιππότης πικρά. Πώς λέγεται ο άθλιος που ισχυρίζεται ότι θα παντρευτεί τη λαίδη Κρίσταμπελ;
- Καταπώς φαίνεται, άρχοντα μου, είσαι ξένος στα μέρη μας. συμπέρανε ο Άλμπερτ , για να αγνοείς την τεράστια χαρά του εντιμότατου Φ ι τ ζ Όλγουιν! Ο μιλόρδος βαρόνος χειρίστηκε τόσο καλά τα πράγματα, που κατάφερε να κερδίσει μια κολοσσιαία περιουσία από τον άρχοντα Τρίστραμ του Γκόλντμπορου.
- Η λαίδη Κρίσταμπελ γυναίκα αυτού του άθλιου γέροντα! φώναξε ο ιππότης κατάπληκτος. Μα αυτός είναι τέρας ασχήμιας, ένας φριχτός τσιγκούνης! Η κόρη του βαρόνου Φ ι τ ζ Όλγουιν είναι μνηστή μου και όσο θα βγαίνει από τα χ ε ί λ η μου πνοή ζωής, κανένας άλλος δεν θα έχει δικαίωμα στην καρδιά της.
- Μνηστή σου, άρχοντα μου! Ποιος είσαι, λοιπόν; - Ο ιππότης Ά λ α ν Κλαρ, είπε ο Ρομπέν. - Ο αδελφός της λαίδης Μαριάν! Ο άνθρωπος που αγα
πά τόσο τρυφερά η λαίδη Κρίσταμπελ; - Ναι, αγαπητέ μου Α λ , είπε ο Άλαν. - Ζ ή τ ω ! φώναξε ο Άλμπερτ , πετώντας το σκούφο του
πάνω απ' το κεφάλι του. Επιτέλους, ήρθε η ώρα! Καλωσόρισες στην Α γ γ λ ί α , άρχοντα μου! Η παρουσία σου θα κάνει χαμόγελο τα δάκρυα της όμορφης μνηστής σου. Η τ ελετή αυτού του ελεεινού γάμου θα γίνει στο τέλος της εβδομάδας· αν θέλεις να τον εμποδίσεις, δεν έχεις καιρό για χάσιμο!
- Θα πάω αμέσως να επισκεφθώ τον βαρόνο, είπε ο Άλαν. Αν νομίζει ότι μπορεί να με κοροϊδεύει ακόμα, κάνει λάθος.
- Υπολόγιζε και στη δική μου βοήθεια, ιππότη, είπε ο Ρομπέν. Αναλαμβάνω να επιστρατεύσω όλη τη δύναμη και την πονηριά μου, για ν' αποφύγουμε αυτή τη συμφορά. Θα απαγάγουμε τη λαίδη Κρίσταμπελ. Πρέπει να πάμε και οι
48
τέσσερις στον πύργο· εσύ θα μπείς μόνος κι εγώ θα σε περιμένω να γυρίσεις, μαζί με τον Τρανό και τον Άλμπερτ .
Λ ί γ η ώρα αργότερα, οι νεαροί άντρες πλησίασαν στον πύργο του άρχοντα. Τη στ ιγμή που ο ιππότης ετοιμαζόταν να πάρει το δρόμο που οδηγούσε στην κινητή γέφυρα, ακούστηκε θόρυβος από αλυσίδες, η γέφυρα κατέβηκε κι από την πύλη του κάστρου βγήκε ένας γέροντας ντυμένος με τα ρούχα των προσκυνητών.
- Ο εξομολόγος που κάλεσε ο βαρόνος για τον άμοιρο Γουίλιαμ, είπε ο Άλμπερτ . Ρώτησε τον, Ρομπέν, μπορεί να σου πει τι σκοπεύουν να κάνουν τον φίλο μας.
- Την ίδια σκέψη έκανα κι εγώ, αγαπητέ μου Άλμπερτ , και πιστεύω πως η συνάντηση μ' αυτόν τον άγιο άνθρωπο είναι μια βοήθεια που μας στέλνει η θεία Πρόνοια. Με την ευχή της παρθένας Μαρίας, πάτερ! είπε ο Ρομπέν, κάνοντας με σεβασμό μια υπόκλιση μπροστά στον γέροντα.
- Αμήν , τέκνο μου! αποκρίθηκε ο προσκυνητής. - Έρχεστε από πολύ μακριά, πάτερ; - Α π ό τους Αγίους Τόπους, όπου έκανα ένα μεγάλο και
βασανιστικό προσκύνημα για να εξιλεωθώ για τ' αμαρτήματα της νιότης μ ο υ · και τώρα, εξαντλημένος από την κούραση, γύρισα να πεθάνω κάτω από τον ουρανό που με είδε να γεννιέμαι.
- Ο Θεός σάς έχει χαρίσει πολλά χρόνια ζωής, πάτερ. - Ναι, γιε μου, σε λ ίγο θα κλείσω τα ενενήντα και η ζωή
μού φαίνεται να ήταν απλώς ένα όνειρο. - Προσεύχομαι στην Παρθένα να δώσει στις τελευταίες
ώρες σας τη γαλήνη της ανάπαυσης, πάτερ. - Α μ ή ν , αγαπητό παιδί με την τρυφερή κι ευλαβική ψυ
χ ή . Κι εγώ, με τη σειρά μου, ζητώ απ' τον Θεό να ραντίσει το νεαρό κεφάλι σου μ' όλες τις ευλογίες. Είσαι ευσεβής και καλός. Δείξε επίσης ευσπλαχνία και σκέψου αυτούς που υποφέρουν, εκείνους που πρόκειται να πεθάνουν.
49
- Εξηγήστε μου, πάτερ, δεν σας καταλαβαίνω, είπε ο Ρομπέν με σπασμένη φωνή.
- Αλίμονο, αλίμονο, συνέχισε ο γέροντας, μια ψυχή ετοιμάζεται ν' ανεβεί στον ουρανό, στην ύψιστη κατοικία τ η ς · το κορμί στο οποίο δίνει ζωή με τη θεία πνοή της είναι μόλις τριάντα χρονών. Ένας άνθρωπος γύρω στην ηλικία σου, θα πεθάνει με θάνατο πολύ σκληρό· προσευχήσου γ ι ' αυτόν, γιε μου. Είναι πολύ μεγάλη συμφορά!
- Εννοείτε τον άνθρωπο που σας έκανε την τελευταία του εξομολόγηση, πάτερ;
- Ναι, σε λ ίγες ώρες θ' αφήσει βίαια τούτο τον κόσμο. - Και πού βρίσκεται αυτός ο δυστυχισμένος; - Μέσα σ' ένα σκοτεινό μπουντρούμι τούτου 'δώ του κά
στρου. - Είναι μόνος; - Ναι, γιε μου, μόνος. - Ε ίστε σίγουρος, πάτερ, πως ο κατάδικος δεν θα εκτε
λεστεί πριν από τα χαράματα; - Ε ίμαι βέβαιος, αλίμονο! Και πάλι δεν είναι πολύ νωρίς;
Τα λόγια σου με στενοχωρούν, παιδί μου* επιθυμείς το θάνατο του αδελφού σου;
- Ό χ ι , άγιε γέροντα, όχι, χ ίλ ιες φορές όχι! Θα έδινα και τη ζωή μου για να σώσω τη δική του. Το γνωρίζω αυτό το δύστυχο αγόρι, πάτερ, το γνωρίζω και το αγαπώ. Μήπως ξέρετε σε ποιο μαρτύριο τον καταδίκασαν; Μήπως ξέρετε, ακόμα, αν πρόκειται να εκτελεστεί μέσα στο κάστρο;
- Έ μ α θ α από τον δεσμοφύλακα ότι ο δυστυχισμένος νεαρός θα οδηγηθεί στην κρεμάλα από τον δήμιο του Νότιγ-χαμ. Θα εκτελεστεί δημόσια, στην πλατεία της πόλης.
- Ο Θεός να μας φυλάξει, μουρμούρισε ο Ρομπέν. Αγαπητέ και αγαθέ πάτερ, πρόσθεσε, παίρνοντας το χέρι του γέροντα, θέλετε να με βοηθήσετε;
- Τι θέλεις να κάνω, παιδί μου;
50
- Θέλω. . . σας παρακαλώ, πάτερ, να επιστρέψετε στον πύργο και να ζητήσετε απ' τον βαρόνο να σας επιτρέψει να συνοδεύσετε τον φυλακισμένο μέχρι την κρεμάλα.
- Μου έδωσε ήδη την άδεια, γιε μ ο υ · αύριο το πρωί θα στέκομαι στο πλευρό του φίλου σας.
- Ευλογημένος να είστε, άγιε πάτερ, ευλογημένος να είστε. Έ χ ω να πω κάτι πολύ σημαντικό στον μελλοθάνατο και θα 'θελα να σας αναθέσω, αγαθέ γέροντα, να του το πείτε εσείς αντί για μένα. Αύριο το πρωί, θα είμαι εδώ, δίπλα σ' αυτή τη συστάδα των δέντρων· έχετε την καλοσύνη, σας παρακαλώ, να 'ρθείτε και ν' ακούσετε αυτά που θέλω να του πείτε;
- Θα είμαι στην ώρα μου, τέκνο μου. - Ευχαριστώ, πάτερ · γεια σας μέχρι αύριο. - Θα σε δω αύριο και η ειρήνη του Κυρίου να είναι μαζί σου! Ο Ρομπέν υποκλίθηκε με σεβασμό και ο προσκυνητής,
με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του, απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας προσευχές.
- Ναι, αύριο, επανέλαβε ο νεαρός άντρας. Αύριο, θα δούμε αν θα κρεμάσουν τον Γουίλ!
- Οι άντρες σου θα πρέπει να κρυφτούν πολύ κοντά στο σημείο της εκτέλεσης, είπε ο Α λ , που είχε κρυφακούσει τη συζήτηση του Ρομπέν με τον εξομολόγο του δύστυχου φυλακισμένου.
- Όσο χρειαστεί για ν' ακούσουν το σύνθημα μου, είπε ο Ρομπέν.
- Πώς θα τα καταφέρεις να μην τους δουν οι στρατιώτες; - Μ η ν ανησυχείς, αγαπητέ μου Αλμπερτ , αποκρίθηκε ο
Ρομπέν. Οι εύθυμοι άντρες μου κατέχουν εδώ και πολύ καιρό την τέχνη να γίνονται αόρατοι, ακόμα και στους μεγάλους δρόμους - και, πίστεψε με, δεν θα πάνε να κολλήσουν πάνω στους στρατιώτες του βαρόνου και δεν θα εμφανιστούν παρά μόνο όταν τους δώσω εγώ το σύνθημα.
51
- Μου φαίνεσαι τόσο σίγουρος για την επιτυχία σου, αγαπητέ μου Ρομπέν, είπε ο Ά λ α ν , που θα 'θελα να είχα κι εγώ, για τις δικές μου υποθέσεις, έστω ένα μικρό μέρος από την αυτοπεποίθηση που σ' εμψυχώνει τούτη τη στ ιγμή.
- Ιππότη, αποκρίθηκε ο νεαρός άντρας, επίτρεψέ μου ν' απελευθερώσω πρώτα τον Γουίλιαμ, να τον πάω στο Μπάρνσντεϊλ , να τον δω στην αγκαλιά της αγαπημένης του γυναίκας και μετά θ' ασχοληθούμε με τη λαίδη Κρίσταμπελ. Μένουν ακόμα λίγες μέρες για το γάμο κι έτσι, έχουμε το χρόνο να προετοιμαστούμε για σοβαρό αγώνα εναντίον του λόρδου Φ ι τ ζ Όλγουιν.
- Θα μπω στον πύργο, είπε ο Άλαν, και θα μάθω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το μυστικό αυτής της κωμωδίας. Αν ο βαρόνος θεώρησε σωστό να σπάσει μια συμφωνία, που για λόγους τιμής και λεπτότητας έπρεπε να θεωρεί ιερή, θα έχω κι εγώ το δικαίωμα να ξεχάσω κάθε ένδειξη σεβασμού· έτσι, με το καλό ή με το κακό, η λαίδη Κρίσταμπελ θα γίνει γυναίκα μου.
- Έ χ ε ι ς δίκιο, αγαπητέ μου φίλε, παρουσιάσου αμέσως στον βαρόνο· μάλλον δεν περιμένει την επίσκεψη σου, κι από την έκπληξη του θα σου παραδοθεί δεμένος χειροπόδαρα. Μ ί λ η σ έ του θαρρετά και δώσ' του να καταλάβει πως δεν θα διστάσεις να χρησιμοποιήσεις βία για ν' αποκτήσεις τη λαίδη Κρίσταμπελ. Όσο εσύ θα κάνεις αυτό το σημαντικό διάβημα στον λόρδο Φ ι τ ζ Όλγουιν, εγώ θα βρω τους άντρες μου και θα τους προετοιμάσω για να εκτελέσουν προσεχτικά την αποστολή που σχεδιάζω. Πες μου, όμως, δεν φοβάσαι μήπως, αν μπεις στον πύργο, δεν καταφέρεις να ξαναβγείς;
- Ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν δεν θα τολμήσει να χρησιμοποιήσει βία εναντίον μου, αποκρίθηκε ο Άλαν, θα ήταν πολύ επικίνδυνο γ ι ' αυτόν. Εξάλλου, αν σκοπεύει πράγματι να δώσει την Κρίσταμπελ σ' αυτόν τον ελεεινό Τρίστραμ, θα θέλε ι τόσο πολύ ν' απαλλαγεί από μένα, που φοβάμαι περισσότερο μήπως αρνηθεί να με δεχτεί παρά μήπως με κρατήσει κοντά 52
του. Αντίο, λοιπόν, ή μάλλον καλή αντάμωση, αγαπητέ μου Ρομπέν θα έρθω σίγουρα να σε βρω πριν τελειώσει η μέρα.
- Θα σε περιμένω. Κι ενώ ο Α λ α ν Κ λ α ρ κατευθύνθηκε προς την πύλη του
πύργου, ο Ρομπέν, ο Α λ μ π ε ρ τ και ο Τρανός κίνησαν γρήγορα για την πόλη.
* * * Ο ιππότης μπήκε χωρίς καμιά δυσκολία στο δώμα του
λόρδου Φ ι τ ζ Όλγουιν και μετά από λίγο βρέθηκε μπροστά στον τρομερό πυργοδεσπότη.
Αν κάποιο φάντασμα είχε βγει από τον τάφο του, θα είχε προκαλέσει λιγότερο φόβο και τρόμο απ' αυτόν που ένιωσε ο λόρδος μόλις αντίκρισε τον όμορφο νεαρό άντρα που στεκόταν μπροστά του, αξιοπρεπής και υπερήφανος.
Ο βαρόνος έριξε στον υπηρέτη του ένα βλέμμα τόσο κεραυνοβόλο, που τον έκανε να φύγει τρέχοντας από το δωμάτιο.
- Δεν περίμενα να σε δω, είπε η αφεντιά του κοιτάζοντας τον ιππότη με μάτια που άστραφταν από οργή.
- Μπορεί, μιλόρδε μ ο υ · ήρθα, όμως. - Το βλέπω. Ευτυχώς για μένα που, αθέτησες το λόγο
σου· η προθεσμία που σου είχα ορίσει, έληξε χτες. - Η Αρχοντιά σας κάνει λάθος, είμαι απολύτως συνε
πής στο πολύτιμο ραντεβού που μου είχατε δώσει. - Χ μ , δυσκολεύομαι να πιστέψω στο λόγο σου. - Κρίμα για σας, γιατί θα με υποχρεώσετε να σας ανα
γκάσω με τη βία. Αναλάβαμε και οι δυο μια ρητή δέσμευση και έχω το δικαίωμα να απαιτήσω την πραγματοποίηση των υποσχέσεων σας.
- Εσύ , ικανοποιείς όλους τους όρους της συμφωνίας; - Φυσικά. Ήταν τρεις: έπρεπε να επανακτήσω την περι
ουσία μου, έπρεπε να έχω εκατό χιλιάδες χρυσά νομίσματα, έπρεπε να έρθω μετά από εφτά ακριβώς χρόνια και να σας ζητήσω το χέρι της λαίδης Κρίσταμπελ.
53
- Έ χ ε ι ς , πραγματικά, εκατό χιλιάδες χρυσά νομίσματα; ρώτησε ο βαρόνος με μια έκφραση απληστίας.
- Μάλιστα, μιλόρδε μου. Ο βασιλιάς Ερρίκος μου επέστρεψε την περιουσία μου, όπως επίσης και το εισόδημα που απέφεραν τα κτήματα μου από την ημέρα που κατασχέθηκαν. Ε ίμαι πλούσιος και απαιτώ να μου δώσετε, αύριο κιόλας, τη λαίδη Κρίσταμπελ.
- Αύριο, φώναξε ο βαρόνος, αύριο! Κι αν δεν είσαι εδώ αύριο, πρόσθεσε με σκοτεινό ύφος, η συμφωνία ακυρώνεται;
- Μ ά λ ι σ τ α · ακούστε με, όμως, λόρδε Φ ι τζ Όλγουιν: σας εξορκίζω να βγάλετε απ' το μυαλό σας το διαβολικό σχέδιο που καταστρώνετε τούτη τη στιγμή! Έ χ ω το δίκιο με το μέρος μου, βρίσκομαι μπροστά σας την προκαθορισμένη στιγμή και τίποτα στον κόσμο - μ η διανοηθείτε να χρησιμοποιήσετε β ία- τίποτα στον κόσμο δεν θα μ' αναγκάσει ν' απαρνηθώ τη γυναίκα που αγαπώ. Αν μου σκαρώσετε καμιά πονηριά, θ' αναγκαστώ, πιστέψτε με, να εκδικηθώ σκληρά. Γνωρίζω μια μυστηριώδη λεπτομέρεια της ζωής σας, και θα την αποκαλύψω. Έζησα στην Α υ λ ή του βασιλιά της Γαλλ ίας , κι εκεί έμαθα τα μυστικά μιας υπόθεσης που σας αφορά προσωπικά.
- Για ποια υπόθεση μιλάς; ρώτησε ο βαρόνος ανήσυχος. - Δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω αυτή τη σ τ ι γ μ ή · να ξέ
ρετε μόνο ότι έμαθα κι έχω σημειώσει τα ονόματα των άθλιων Α γ γ λ ω ν που προσφέρθηκαν να παραδώσουν την πατρίδα τους στον ξένο ζυγό.
Ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν έγινε κίτρινος. - Κρατήστε την υπόσχεση που μου δώσατε, μιλόρδε μου,
και θα ξεχάσω ότι υπήρξατε δειλός και δόλιος απέναντι στον βασιλιά σας.
- Ιππότη, βρίζεις έναν γέροντα, είπε ο βαρόνος παίρνοντας προσβεβλημένο ύφος.
- Λέω την αλήθεια και τίποτα περισσότερο. Μια ακόμα άρνηση, μιλόρδε μου, ένα ακόμα ψέμα, μια ακόμα πονηριά κι 54
οι αποδείξεις για τον πατριωτισμό σας θα σταλούν στον βασιλιά της Α γ γ λ ί α ς .
- Ευτυχώς για σένα, Α λ α ν Κλαρ, είπε ο βαρόνος γλυκαίνοντας τη φωνή του, που ο ουρανός μού έδωσε χαρακτήρα ήρεμο και υπομονετικό· αν ήμουν ευέξαπτος και παράφορος, θα μετάνιωνες σκληρά για το θράσος σου, θα σε πετούσα στην τάφρο του κάστρου.
- Αυτό θα 'ταν μ ε γ ά λ η τρέλα, μιλόρδε μου, γιατί δεν θα σας έσωζε από την εκδίκηση του βασιλιά.
- Τα νιάτα σου δικαιολογούν την ορμητικότητα των λόγων σου, ιππότη. Θα φανώ, λοιπόν, επιεικής, αν και μου είναι πολύ εύκολο να σε τιμωρήσω. Γιατί με απειλείς, πριν μάθεις αν σκοπεύω πραγματικά να σου αρνηθώ το χέρι της κόρης μου;
- Επε ιδή γνωρίζω ότι υποσχεθήκατε τη λαίδη Κρίσταμπελ σ' έναν άθλιο και ελεεινό γέροντα, τον άρχοντα Τρίστραμ του Γκόλντμπορου.
- Ώστε έτσι, ώστε έτσι! Και ποιος είναι, παρακαλώ, ο ηλίθιος φλύαρος που σου είπε αυτό το χαζό παραμύθι;
- Δεν έχει σημασία, σ' όλο το Νότιγχαμ σχολιάζουν τις προετοιμασίες αυτού του πλούσιου και γελοίου γάμου.
- Δεν φταίω εγώ, ιππότη, για τα ηλίθια ψέματα που κυκλοφορούν γύρω μου.
- Ώστε δεν υποσχεθήκατε στον άρχοντα Τρίστραμ το χέρι της κόρης σας;
- Επίτρεψέ μου να μην απαντήσω σ' αυτή την ερώτηση. Μέχρ ι αύριο, είμαι ελεύθερος να σκέφτομαι και να θέλω ό,τι μου αρέσει· το αύριο είναι δικό σου. Αν έρθεις, θα ικανοποιήσω απολύτως τις επιθυμίες σου. Αντίο, ιππότη Κλαρ, πρόσθεσε ο γέροντας καθώς σηκωνόταν, σου εύχομαι καλημέρα και σε παρακαλώ να μ' αφήσεις μόνο.
- Κ α λ ή αντάμωση, βαρόνε Φ ι τ ζ Όλγουιν. Μην ξεχνάτε πως ένας ευπατρίδης κρατάει πάντα το λόγο του.
55
- Πολύ καλά, πολύ καλά, μουρμούρισε ο γέροντας γυρίζοντας την π λ ά τ η στον επισκέπτη του.
Μόλις έφυγε ο Ά λ α ν για να συναντήσει τον Ρομπέν των Δασών, ο βαρόνος χτύπησε δυνατά ένα κουδούνι που βρισκόταν στο τραπέζι.
- Σ τ ε ί λ ε μου τον Μαύρο Πιέρ, είπε άγρια στον υπηρέτη. - Αμέσως, μιλόρδε μου. Λίγα λεπτά αργότερα, ο αξιωματικός που ζήτησε ο λόρ
δος Φ ι τ ζ Όλγουιν παρουσιαζόταν μπροστά του. - Πιέρ, είπε ο βαρόνος, μήπως έχεις μερικά γενναία και
διακριτικά παλικάρια που να εκτελούν, χωρίς να σχολιάζουν, τις διαταγές που παίρνουν;
- Μάλιστα, μιλόρδε μου. - Πολύ καλά. Πριν λ ίγο, βγήκε από 'δώ ένας καβαλά
ρης, ντυμένος κομψά με μια κόκκινη φορεσιά. Ακολούθησε τον μαζί με δυο άντρες σου και φρόντισε να μην ενοχλήσει ξανά κανέναν. Κατάλαβες;
- Πολύ καλά, μιλόρδε μου, αποκρίθηκε ο Μαύρος Πιέρ μ' ένα φριχτό χαμόγελο, μισοτραβώντας από τη θ ή κ η του ένα τεράστιο στιλέτο.
- Θα ανταμειφθείς γ ι ' αυτό, γενναίε μου Πιέρ. Κινήσου άφοβα, φρόντισε όμως να ενεργήσεις κρυφά και προσεχτικά· αν το πουλάκι μας πάρει το δρόμο του δάσους, αφήστε τον να χωθεί κάτω από τα δέντρα, κι εκεί θα έχετε το πεδίο ελεύθερο. Μόλ ις τον στείλετε στον άλλο κόσμο, θάψτε τον στη ρίζα μιας γέρικης βελανιδιάς και σκεπάστε το σημείο με φύλλα και βάτα. Έ τ σ ι , κανένας δεν θα μπορέσει ν' ανακαλύψει το πτώμα του.
Ο Μαύρος Πιέρ βγήκε από τον πύργο συνοδευόμενος από δυο άντρες και άρχισε αμέσως ν' ακολουθεί τα ίχνη του ιππότη.
Εκείνος, σκεφτικός και με την καρδιά βαριά από θλ ίψη, προχωρούσε αργά πλάι στο δάσος του Σέργουντ. Μόλις είδαν 56
τον νεαρό άντρα να μπαίνει στη σκιά των δέντρων, οι φονιάδες που τον παρακολουθούσαν σκίρτησαν από άγρια χαρά. Έτρεξαν και κρύφτηκαν πίσω από ένα θάμνο, έτοιμοι να ορμήσουν στον νεαρό άντρα την κατάλληλη στιγμή.
Ο Ά λ α ν γύρεψε με το βλέμμα του τον οδηγό που του είχε υποσχεθεί ο Ρομπέν και, καθώς έψαχνε ολόγυρα, συλλογιζόταν ποια μέσα έπρεπε να χρησιμοποιήσει για να τραβήξει την Κρίσταμπελ από τα χέρια του ανάξιου πατέρα της.
Ένας θόρυβος βιαστικών βημάτων έβγαλε τον ιππότη από τη μελαγχολ ική ονειροπόληση τ ο υ · έστρεψε το κεφάλι και είδε τρεις άντρες με μοχθηρά πρόσωπα που κρατούσαν σπαθιά στα χέρια, να προχωρούν προς το μέρος του.
Ο Ά λ α ν στήριξε την πλάτη σ' ένα δέντρο και τράβηξε το σπαθί του απ' το θηκάρι.
- Άθλ ιο ι ! Τι θέλετε από μένα; είπε αποφασιστικά. - Θέλουμε τη ζωή σου, ομορφοπούλι μου! φώναξε ο
Μαύρος Πιέρ και όρμησε κατά πάνω του. - Πίσω, παλιάνθρωπε! είπε ο Ά λ α ν χτυπώντας τον αντί
παλο του στο πρόσωπο. Πίσω όλοι σας! συνέχισε, αφοπλίζοντας με ασύγκριτη επιδεξιότητα και τον δεύτερο από τους ελεεινούς αντιπάλους του.
Ο Μαύρος Πιέρ πάσχισε πάλι με όλη του τη δύναμη, αλλά δεν κατάφερε να χτυπήσει τον αντίπαλο του, που όχι μόνο είχε θέσει εκτός μάχης τον ένα από τους υποψήφιους δολοφόνους, πετώντας το σπαθί του πάνω στα κλαδιά ενός δέντρου, αλλά είχε σκίσει και το κεφάλι του τρίτου. Αφοπλισμένος και παραλογισμένος από θυμό, ο Μαύρος Πιέρ ξερίζωσε ένα δεντράκι και όρμησε πάλι στον Άλαν. Χ τ ύ π η σε τον ιππότη κατακέφαλα με τόση δύναμη, που του γλ ίστρησε το σπαθί απ' το χέρι και έπεσε αναίσθητος.
- Το θήραμα λαβώθηκε! φώναξε θριαμβευτικά ο Πιέρ, βοηθώντας τους τραυματισμένους συντρόφους του να σταθούν στα πόδια τους. Σύρετε εσείς στον πύργο κι εγώ θα
57
αποτελειώσω αυτόν τον παλικαρά. Δεν σας χρειάζομαι πια και τα βογκητά σας με κουράζουν. Φύγετε , θα σκάψω μόνος μου μια τρύπα για να παραχώσω το κουφάρι αυτού του νεαρού άρχοντα. Δώστε μου το φτυάρι!
Οι δυο άντρες, τρέμοντας απ' τον πόνο και το φόβο τους, σύρθηκαν με δυσκολία έξω απ' το πυκνό δάσος.
Μόλις έμεινε μόνος, ο Πιέρ άρχισε να σκάβε ι · ε ίχε μισοτελειώσει το φριχτό έργο του, όταν ένα ξύλινο κοντάρι τον χτύπησε τόσο δυνατά στον ώμο, που έπεσε φαρδύς πλατύς μέσα στον τάφο που άνοιγε.
Μόλις καταλάγιασε κάπως ο πόνος απ' το χτύπημα, ο άθλιος έστρεψε το βλέμμα του σ' εκείνον που τον είχε ανταμείψει μ' αυτή την τόσο δίκαιη αμοιβή. Από πάνω του έστεκε το ροδοκόκκινο πρόσωπο ενός γεροδεμένου νεαρού άντρα, που φορούσε το ράσο των δομινικανών αδελφών.
- Τι καμώματα είν' αυτά, παλιάνθρωπε με τη μαύρη μούρη! φώναξε ο καλόγερος με στεντόρεια φωνή. Χτυπάς στο κεφάλι έναν ευπατρίδη και για να κρύψεις την ατιμία σου, θάβεις το δύστυχο θύμα σου! Απάντησε στην ερώτηση μου, ληστή! Ποιος είσαι;
- Θα σου απαντήσει το σπαθί μου, είπε ο Πιέρ που μ' έναν πήδο βρέθηκε ορθός. Θα σε στείλει στον άλλο κόσμο κι εκεί θα έχεις όλο το χρόνο να ρωτήσεις τον Σατανά για τ' όνομα που θέλεις να μάθεις.
- Δεν θα χρειαζόταν να κάνω αυτόν τον κόπο αν είχα την ατυχία να πεθάνω πριν από σένα, φαφλατά παλιάνθρωπε! Διαβάζω στο μούτρο σου τη συγγένεια, σου με την κόλαση! Και τώρα, επίτρεψέ μου να δώσω στο σπαθί σου τη συμβουλή να σιωπήσει, γιατί αν τολμήσει να κουνήσει τη γλώσσα του, το κοντάρι μου θα του επιβάλει την αιώνια σιωπή. Φύγε από 'δώ, είναι ό,τι καλύτερο έχεις να κάνεις.
- Ό χ ι πριν σου δείξω πως είμαι πολύ καλός ξιφομάχος, είπε ο Πιέρ και όρμησε στον καλόγερο με το σπαθί του.
58
Το χτύπημα ήταν τόσο γρήγορο και τόσο επιδέξια δοσμένο, που πέτυχε τον αδελφό στο αριστερό χέρι, σκίζοντας του τρία δάχτυλα μέχρι το κόκαλο.
Ο καλόγερος έβγαλε μια κραυγή, χίμηξε σαν αστραπή πάνω στον Πιέρ, τον ανάγκασε να διπλωθεί στα δυο με μια δυνατή λαβή και βάλθηκε να τον κοπανάει με το κοντάρι του.
Όταν ο ρασοφόρος σταμάτησε να χτυπάει, ο Πιέρ ήταν νεκρός.
- Το κάθαρμα, μουρμούρισε ο καλόγερος, εξαντλημένος απ' τον πόνο και την κούραση, το καταραμένο κάθαρμα! Μπας και νόμιζε ότι τα δάχτυλα του άμοιρου του Τακ, ήταν φτιαγμένα για να τα κόψει ένας Νορμανδός σκύλος; Θαρρώ πως του έδωσα ένα καλό μ ά θ η μ α · δυστυχώς, όμως, δεν θα 'χει την ευκαιρία να το αξιοποιήσει, επειδή άφησε την τελευταία του πνοή. Τι να γίνει, αυτός έφταιγε κι όχι εγώ... Άραγε, γιατί σκότωσε τούτο τ' όμορφο αγόρι;
Ο αγαθός αδελφός έσκυψε κι ακούμπησε το ανέπαφο χέρι του πάνω στο κορμί του ιππότη.
- Α, Θεέ μου! φώναξε. Αναπνέει ακόμα, είναι ζεστός κι η καρδιά του χτυπάει, αδύναμα βέβαια, αλλά αρκετά για να δείχνει πως έχει ακόμα ζωή. Θα τον φορτωθώ στους ώμους μου και θα τον πάω στο κρησφύγετο. Ευτυχώς, δεν είναι βαρύς ο ευλογημένος... Όσο για σένα, άθλιε φονιά, πρόσθεσε ο Τακ, σπρώχνοντας με το πόδι του το πτώμα του Πιέρ, μείνε εδώ και αν οι λύκοι δεν έχουν δειπνήσει ακόμα, θα γίνεις εσύ το γεύμα τους.
Μετά απ' αυτά τα λόγια, ο καλόγερος κίνησε με αποφασιστικά και γρήγορα βήματα για την περιοχή όπου έμεναν οι εύθυμοι άντρες.
Τώρα, όμως, είναι καιρός να πούμε με λ ίγα λόγια πώς είχαν συλλάβει τον Κόκκινο Γουίλ.
Εκείνος ο άνθρωπος που κοίταζε περίεργα τον Γουίλ - τ η ν ημέρα που καθόταν, με τον Ρομπέν και τον Ζανούλη,
59
στο πανδοχείο του Μάνσφελντ- ήταν ένας από τους πολλούς που γύριζαν στις επαρχίες, αναζητώντας τον δραπέτ η , που ε ίχε σκοτώσει τον λοχαγό του. Όταν εντόπισε τον νεαρό Γουίλ με τους συντρόφους του -που, δίχως άλλο , θα τον βοηθούσαν- ο συνετός κατάσκοπος αποφάσισε ν' αναβάλει τη σύλληψη του. Β γ ή κ ε λοιπόν από το πανδοχείο, έστειλε έναν αγγελιαφόρο στο Νότ ιγχαμ και ζήτησε ενισ χ ύ σ ε ι ς · πραγματικά, την ίδια κιόλας νύχτα, ένας λόχος στρατιωτών έφτασε στο Μπάρνσντε ϊλ .
Την επομένη, σαν από μια μοιραία σύμπτωση, ο Γουίλ βγήκε από τον π ύ ρ γ ο · ο δύστυχος έπεσε στα χέρια των στρατιωτών, οι οποίοι τον συνέλαβαν πριν προλάβει να προβάλει την παραμικρή αντίσταση.
Στην αρχή, ο Γουίλιαμ έπεσε σε βαριά απελπισ ία · μετά, η συνάντηση με τον Τρανό τού έδωσε κάποιες ελπίδες. Κατάλαβε ότι μόλις μάθαινε την απελπιστική του κατάσταση ο Ρομπέν των Δασών, θα έκανε τ' αδύνατα δυνατά να τον βοηθήσει, και ότι, αν δεν κατάφερνε να τον σώσει, τουλάχιστον δεν θα δίσταζε μπροστά σε κανένα εμπόδιο για να εκδικηθεί το θάνατο του. Ήξερε, επίσης - κ ι αυτό ήταν μεγάλο βάλσαμο για την πονεμένη καρδιά τ ο υ - ότι πολλά δάκρυα θα κυλούσαν για τη σκληρή του μοίρα· ήξερε ακόμα ότι η Μοντ, που είχε χαρεί τόσο με την επιστροφή του, θα έκλαιγε πικρά για τη χαμένη ευτυχία τους.
Κλεισμένος μέσα σ' ένα σκοτεινό μπουντρούμι, ο Γουίλ καρτερούσε θλιμμένος την ώρα της εκτέλεσης του και κάθε λεπτό που περνούσε, του έφερνε ταυτόχρονα ελπίδα και πόνο. Ο δύστυχος φυλακισμένος αφουγκραζόταν με αγωνία, σε κάθε θόρυβο που ερχόταν απέξω, ελπίζοντας ν' ακούσει από μακριά το βούκινο του Ρομπέν των Δασών.
Το πρώτο φως της ημέρας βρήκε τον Γουίλιαμ να προσεύχεται · είχε εξομολογηθεί με ευλάβεια στον αγαθό προσκυνητή και, με την ψυχή γεμάτη κατάνυξη και την καρδιά γεμάτη
60
εμπιστοσύνη για τον φίλο από τον οποίο περίμενε τη σωτηρία του, ετοιμάστηκε ν' ακολουθήσει τους φρουρούς του βαρόνου που θα έρχονταν να τον πάρουν με την ανατολή του ήλιου.
Οι στρατιώτες έβαλαν τον Γουίλ ανάμεσα τους και πήραν το δρόμο για το Νότιγχαμ.
Μόλ ις μπήκαν στην πόλη, το απόσπασμα περικυκλώθηκε γρήγορα από τους περισσότερους κατοίκους που, από νωρίς το πρωί, περίμεναν τον ερχομό της θλιβερής πομπής.
Όσο μεγάλες και να 'ταν οι ελπίδες του δύστυχου Γουίλ, ένιωσε να του κόβεται η ανάσα καθώς δεν είδε γύρω του κανένα γνώριμο πρόσωπο. Η καρδιά του βάρυνε από θ λ ί ψ η · δάκρυα, που με το ζόρι συγκρατούσε, μούσκεψαν τα βλέφαρα τ ο υ · παρ' όλ' αυτά, ήλπιζε ακόμα, γιατί μια μυστική φωνή τού έλεγε: ο Ρομπέν των Δασών δεν είναι μακριά, ο Ρομπέν των Δασών θα έρθει.
Όταν έφτασε μπροστά στην απαίσια κρεμάλα, που την είχαν στήσει με διαταγές του βαρόνου, ο Γουίλιαμ έγινε κίτρινος · δεν περίμενε να πεθάνει μ' έναν τόσο ατιμωτικό θάνατο.
- Θ έ λ ω να μιλήσω στον λόρδο Φ ι τ ζ Όλγουιν, είπε. Ως δικαστικός εκπρόσωπος του βασιλιά, είχε έρθει κι
εκείνος να παρακολουθήσει την εκτέλεση. - Τι θέλεις από μένα, δύστυχε; ρώτησε ο βαρόνος. - Μιλόρδε μου, να μην ελπίζω ότι θα μου δώσετε χάρη; - Ό χ ι , αποκρίθηκε ψυχρά ο γέροντας. - Τότε , συνέχισε με ήρεμη φωνή ο Γουίλιαμ, ζητώ μια
εξυπηρέτηση που καμιά γενναιόδωρη καρδιά δεν θα μπορούσε να μου αρνηθεί.
- Τι εξυπηρέτηση; - Μιλόρδε μου, κατάγομαι από αριστοκρατική οικογέ
νεια Σαξόνων, που τ' όνομα της είναι συνώνυμο της τιμής. Ποτέ , κανένας δεν γνώρισε την περιφρόνηση των συμπατριωτών του. Ε ίμαι στρατιώτης και ευπατρίδης, πρέπει να πεθάνω όπως πεθαίνουν οι στρατιώτες.
61
- Θα πεθάνεις στην κρεμάλα, είπε απότομα ο βαρόνος. - Μιλόρδε μου, διακινδύνεψα τη ζωή μου στα πεδία των
μαχών και δεν μου αξίζει να με κρεμάσουν σαν κλέφτη. - Χ α , χα, ώστε έτσι, κάγχασε ο γέροντας. Και με ποιο
τρόπο θέλεις να πληρώσεις για το έγκλημα σου; - Δώστε μου ένα σπαθί και διατάξτε τους στρατιώτες
σας να με χτυπήσουν με τ' ακόντια τ ο υ ς · θ έ λ ω να πεθάνω όπως πεθαίνουν οι έντιμοι άντρες, με λυμένα τα χέρια και το πρόσωπο στραμμένο στον ουρανό.
- Μα, καλά, με θεωρείς τόσο ηλίθιο ώστε να θέσω σε κίνδυνο τη ζωή έστω κι ενός στρατιώτη μου, για να ικανοποιήσω την τελευταία ιδιοτροπία σου; Ξέχνα το, θα πεθάνεις στην κρεμάλα.
- Μιλόρδε μου, σας εξορκίζω, σας ικετεύω, λυπηθείτε με. Μη μου δώσετε ούτε σπαθί, δεν θ' αμυνθώ, θ' αφήσω τους άντρες σας να με κόψουν κομματάκια...
- Ά θ λ ι ε , φώναξε ο βαρόνος, σκότωσες έναν Νορμανδό και ζητάς έλεος από έναν Νορμανδό! Τρελάθηκες θαρρώ! Θα πεθάνεις στην κρεμάλα και σύντομα, ελπίζω, θα σ' ακολουθήσει ο ληστής που λυμαίνεται το δάσος του Σέρ-γουντ μαζί με τους κατεργάρηδες φίλους του!
- Αν αυτός για τον οποίον μιλάς με τόση περιφρόνηση μπορούσε να μ' ακούσει, θα γελούσε με τις καυχησιές σου, γιατί είσαι ένας άθλιος φοβητσιάρης! Θυμήσου τα λόγια μου, βαρόνε Φ ι τ ζ Όλγουιν: αν πεθάνω, ο Ρομπέν των Δασών θα εκδικηθεί για το θάνατο μου. Φυλάξου από τον Ρομπέν των Δ α σ ώ ν · πριν τελειώσει αυτή η βδομάδα, θα βρίσκεται στο κάστρο του Νότιγχαμ.
- Ας έρθει μαζί με όλη τη συμμορία του, θα πω να στήσουν διακόσιες κρεμάλες. Δήμ ι ε , κάνε το καθήκον σου, πρόσθεσε ο βαρόνος.
Ο δήμιος άπλωσε το χέρι του στον ώμο του Γουίλιαμ. Το άμοιρο παλικάρι έριξε ολόγυρα του ένα απελπισμένο 62
βλέμμα και καθώς το μόνο που αντίκρισε ήταν το σιωπηλό και συγκινημένο πλήθος, εμπιστεύθηκε την ψυχή του στον Θεό.
- Σταματήστε! ακούστηκε ξαφνικά η τρεμουλιαστή φωνή του γέρου προσκυνητή. Περιμένετε! Πρέπει να δώσω μια τελευταία ευλογία στον δύστυχο μελλοθάνατο.
- Έ χ ε ι ς κάνει το καθήκον σου μ' αυτόν τον άθλιο, φώναξε ο βαρόνος θυμωμένος. Δεν είναι ανάγκη να καθυστερήσουμε κι άλλο την εκτέλεση του. Εμπρός!
- Αντίθρησκε! φώναξε ο προσκυνητής. Θέλε ις να στερήσεις απ' αυτόν τον νεαρό την παρηγοριά της θρησκείας;
- Εντάξει , αλλά κάνε γρήγορα, αποκρίθηκε με ανυπομονησία ο βαρόνος Φ ι τ ζ Όλγουιν. Μ' έχουν κουράσει πια όλες αυτές οι καθυστερήσεις.
- Στρατιώτες, απομακρυνθείτε λ ίγο, είπε ο προσκυνητής. Οι προσευχές ενός ετοιμοθάνατου δεν πρέπει να πέσουν σε ασεβή αφτιά.
Μ' ένα νεύμα του βαρόνου, οι στρατιώτες πισωπάτησαν, αφήνοντας μια κάποια απόσταση ανάμεσα σ' εκείνους και τον φυλακισμένο.
Ο Γουίλιαμ και ο προσκυνητής έμειναν μόνοι στην εξέδρα της κρεμάλας, ενώ ο δήμιος άκουγε με σεβασμό τις διαταγές του βαρόνου.
- Μ η ν κινηθείς, Γουίλ, είπε ο προσκυνητής, σκύβοντας μπροστά στον νεαρό άντρα, είμαι ο Ρομπέν των Δασών. Θα κόψω τα σκοινιά σου κι ύστερα θα ορμήσουμε ανάμεσα στους στρατιώτες, για να τους αιφνιδιάσουμε...
- Ευλογημένος να είσαι. Α, αγαπητέ μου Ρομπέν, ευλογημένος να είσαι! μουρμούρισε ο καημένος ο Γουίλ, πνιγμένος από ευτυχία.
- Σκύψε, Γουίλιαμ, κάνε πως μου μ ι λ ά ς · ωραία, κόψαμε και τα σκοινιά σου... πάρε τώρα το σπαθί που κρέμεται μέσα απ' το ράσο μου. Το 'πιασες;
63
- Ναι, μουρμούρισε ο Γουίλ. - Πολύ καλά. Τώρα, ακούμπησε την π λ ά τ η σου στη δι
κή μου, θα δείξουμε στον λόρδο Φ ι τ ζ Όλγουιν ότι δεν γεννήθηκες για να σε κρεμάσουν!
Με μια κίνηση πιο γρήγορη κι απ' τη σκέψη του, ο Ρομπέν των Δασών πέταξε το ράσο του προσκυνητή, αποκαλύπτοντας στα έκπληκτα βλέμματα των συγκεντρωμένων την πασίγνωστη στολή του διάσημου ανθρώπου του δάσους.
- Μιλόρδε μου! φώναξε ο Ρομπέν με δυνατή και αποφασιστική φωνή, ο Γουίλιαμ Γκάμγουελ ανήκει στη συμμορία των εύθυμων ανθρώπων. Μου τον είχες κλέψε ι κι ήρθα να τον ξαναπάρω· για αντάλλαγμα, θα σου στείλω το πτώμα εκείνου του μασκαρά, που τον είχες διατάξει να σκοτώσει ύπουλα τον ιππότη Ά λ α ν Κλαρ.
- Πεντακόσια χρυσά νομίσματα στον γενναίο που θα συλλάβει αυτόν τον ληστή! ούρλιαξε ο βαρόνος. Πεντακόσια χρυσά νομίσματα στον άξιο στρατιώτη που θα τον γραπώσει από το σβέρκο!
Ο Ρομπέν των Δασών έριξε στο πλήθος, που είχε μείνει άναυδο από την έκπληξη, ένα σπινθηροβόλο βλέμμα.
- Δεν συμβουλεύω κανέναν να διακινδυνέψει τη ζωή του, είπε, γιατί έχω γύρω μου τους συντρόφους μου.
Μόλις τέλειωσε τα λόγια του, ο Ρομπέν σήμανε το βούκινο και την ίδια στ ιγμή, μια μ ε γ ά λ η ομάδα από ανθρώπους του δάσους πρόβαλαν κάτω από τα δέντρα, κρατώντας στα χέρια τα τόξα τους τεντωμένα.
- Στα όπλα, φώναξε ο βαρόνος, στα όπλα! Πιστοί μου Νορμανδοί, εξολοθρεύστε όλους αυτούς τους ληστές!
Ένα σμήνος από βέλη σκέπασε την πλατεία. Ο βαρόνος, τρομοκρατημένος, κόλλησε στη ράχη του αλόγου του και κατευθύνθηκε, βγάζοντας δυνατές κραυγές, προς το κάστρο. Οι κάτοικοι του Νότιγχαμ, τρελοί από φόβο, ρίχτηκαν ξοπίσω απ' τον αφέντη τους και οι στρατιώτες, παρασυρμέ-64
νοι από τον τρόμο αυτού του γενικευμένου πανικού, έτρεξαν να σωθούν καλπάζοντας ολοταχώς.
- Ζ ή τ ω το δάσος κι ο Ρομπέν των Δασών! φώναζαν οι εύθυμοι άντρες καθώς έδιωχναν τους εχθρούς μπροστά τους, ξεσπώντας σε δυνατά γέλια.
Πολ ίτες , άνθρωποι του δάσους και στρατιώτες διέσχισαν φύρδην μίγδην την πόλη - οι πρώτοι βουβοί απ' τον τρόμο, οι δεύτεροι γελώντας, οι τρίτοι σε έξαλλη κατάσταση. Ο βαρόνος μπήκε πρώτος στο κάστρο: όλο το πλήθος τον ακολούθησε, εκτός από τους εύθυμους άντρες που, μόλις έφτασαν εκεί, χαιρέτησαν με κοροϊδευτικές ζητωκραυγές τους μικρόψυχους αντιπάλους τους.
Όταν ο Ρομπέν των Δασών, συνοδευόμενος απ' τον στρατό του, ξαναπήρε το δρόμο για το δάσος, οι πολίτες που δεν είχαν τραυματιστεί καθόλου και δεν είχαν χάσει σκηνή απ' αυτό το αλλόκοτο επεισόδιο, δόξασαν με δυνατές φωνές το θάρρος του νεαρού αρχηγού και την αφοσίωση του στη δύσκολη στιγμή.
Τα κοριτσόπουλα ένωσαν τις απαλές φωνές τους σ' αυτή την εγκωμιαστική συμφωνία. Μία απ' αυτές, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να δηλώσει πως οι άνθρωποι του δάσους τής φαίνονταν τόσο αξιαγάπητοι και τόσο φιλικοί, που δεν θα φοβόταν πια να διασχίσει μόνη της το δάσος.
65
Ο Ρομπέν βρίσκει το ταίρι του.
Αφού βεβαιώθηκε πως ο Ρομπέν των Δασών δεν σκόπευε να πολιορκήσει το κάστρο, ο λόρδος Φιτζ Όλγουιν, εξουθενωμένος σωματικά και με το μυαλό κυριευμένο από χίλια δυο σχέδια -το ένα πιο απραγματοποίητο από το ά λ λ ο - αποσύρθηκε στο διαμέρισμα του.
Εκε ί , βάλθηκε να συλλογίζεται το αλλόκοτο θράσος του Ρομπέν των Δασών που, στο φως της ημέρας, με μοναδικό όπλο ένα ακίνδυνο ξίφος -αφού το είχε βγάλει από· τη θήκη του μόνο και μόνο για να κόψει τα δεσμά του μελλοθάνατου- κατάφερε να κρατήσει σε απόσταση έναν πολυάριθμο λόχο φρουρών. Η ταπεινωτική σκηνή της φυγής ξανάρθε μπροστά στα μάτια του βαρόνου που, ξεχνώντας ότι αυτός είχε δώσει πρώτος το παράδειγμα, τους αναθεμάτισε για τη δειλία τους.
- Τι τρομάρα ήταν αυτή που τους έπιασε, φώναζε, πώς το έβαλαν έτσι στα πόδια! Τι θα λένε τώρα οι κάτοικοι του Νό-τιγχαμ; Εκείνοι είχαν το δικαίωμα να τρέχουν πανικόβλητοι, δεν είχαν κανένα μέσον να προστατέψουν τους εαυτούς τους· όχι όμως και στρατιώτες οπλισμένοι μέχρι τα δόντια, τέλεια εκπαιδευμένοι! Η φήμη της ανδρείας και της γενναιότητας μου, χάθηκε για πάντα!
Μετά απ' αυτόν το -διόλου κολακευτικό- συλλογισμό για την αξιοπρέπεια του, ο βαρόνος άρχισε να κάνει άλλου είδους 66
σκέψεις. Θεώρησε τόσο μεγάλη την ντροπή από την ήττα του, που κατέληξε ότι μοναδικοί υπεύθυνοι ήταν οι στρατιώτες του.
Τους μίλησε, λοιπόν, με τόση αυστηρότητα και οργή, πήρε ένα ύφος τέτοιας ακαταμάχητης και αδιαμφισβήτησης γενναιότητας, που οι στρατιώτες, κάτω από το βάρος του δέους που ένιωθαν για τον άρχοντα τους, πίστεψαν στο τέλος ότι αυτοί ήταν, πραγματικά, οι μοναδικοί φταίχτες. Έ τ σ ι , η λύσσα του βαρόνου τούς φάνηκε σαν δίκαιη οργή· έσκυψαν τα κεφάλια και σκέφτηκαν πως δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά κιοτήδες, που φοβούνταν ακόμα και τη σκιά τους. Όταν ο βαρόνος τελείωσε την ομιλία του, ένας από τους άντρες πρότεινε να κυνηγήσουν τους παράνομους μέχρι το κρησφύγετο τους, μέσα στο δάσος. Όλος ο λόχος δέχτηκε την πρόταση με κραυγές χαράς, και ο στρατιώτης που είχε τούτη την πολεμοχαρή ιδέα, παρακάλεσε τον γενναίο ομ ιλητή να τεθεί επικεφαλής τους. Εκείνος, όμως, δεν ε ίχε καμιά διάθεση να συμφωνήσει μ' αυτό το παράτολμο αίτημ α · απάντησε αμέσως πως τους ήταν υπόχρεος για τη μεγ ά λ η εκτίμηση που του έδειχναν, προς το παρόν, όμως, έκρινε εξαιρετικά πιο ευχάριστο να μείνει στο κάστρο του.
- Γενναίοι μου, πρόσθεσε ο βαρόνος, πρέπει να δείξουμε σύνεση και να περιμένουμε την κ α τ ά λ λ η λ η ευκαιρία για να συλλάβουμε τον Ρομπέν των Δασών. Θαρρώ πως είναι φρόνιμο, προς το παρόν τουλάχιστον, να μην κάνουμε καμιά άσκεφτη ενέργεια. Υπομονή σήμερα, θάρρος την ώρα της μάχης, δεν σας ζητώ τίποτα περισσότερο!
Τελειώνοντας, ο βαρόνος -που φοβόταν μήπως οι στρατιώτες επιμείνουν- τους παράτησε βιαστικά, αφήνοντας τους να καταστρώνουν μόνοι τους σχέδια για μελλοντικούς θριάμβους. Ήσυχος πια, βέβαιος πως είχε αποκατασταθεί η φήμη που τον ήθελε γενναίο πολέμαρχο, ο βαρόνος ξέχασε τον Ρομπέν των Δασών, για ν' ασχοληθεί αποκλειστικά με τα προσωπικά του συμφέροντα και μ' αυτούς που ήθελαν το χέρι
67
της κόρης του. Εννοείται ότι ο λόρδος Φιτζ Όλγουιν στήριζε την πραγματοποίηση των κρυφών επιθυμιών του στην αποδεδειγμένη επιδεξιότητα του Μαύρου Πιέρ, και πίστευε ότι ο Άλαν Κλαρ δεν υπήρχε πια. Βέβαια, ο Ρομπέν των Δασών τού είχε πει πως ο αιμοβόρος απεσταλμένος του ήταν νεκρός. Ωστόσο, ο βαρόνος δεν ενδιαφερόταν διόλου αν ο Πιέρ είχε πληρώσει με τη ζωή του την υπηρεσία που είχε προσφέρει στον άρχοντα και κύριο του. Αν ε ίχε ξεφορτωθεί τον Ά λ α ν Κλαρ, κανένα εμπόδιο δεν μπορούσε να σταθεί ανάμεσα στην Κρίσταμπελ και τον άρχοντα Τρίστραμ - ίσως, όμως, ο Ά λ α ν Κλαρ να ήταν ακόμα ζωντανός!
- Πρέπει να σιγουρευτώ αμέσως, φώναξε ο βαρόνος, που έγινε έξω φρενών και μόνο που έκανε αυτή τη σκέψη.
Χτύπησε με δύναμη το καμπανάκι που κουβαλούσε μέρα νύχτα κοντά του και αμέσως παρουσιάστηκε ένας υπηρέτης.
- Ο Μαύρος Πιέρ είναι στον πύργο; - Ό χ ι , μιλόρδε μου. Β γ ή κ ε χτες μαζί με δυο άντρες που
επέστρεψαν μόνοι τους, ο ένας σοβαρά τραυματισμένος, ο άλλος μισοπεθαμένος.
- Σ τ ε ί λ ε μου όποιον στέκεται ακόμα στα πόδια του. - Μάλιστα, μιλόρδε μου. Ο άντρας παρουσιάστηκε α μ έ σ ω ς · το κεφάλι του ήταν
τυλιγμένο με επιδέσμους και το αριστερό του μπράτσο στηριζόταν σε μια εσάρπα.
- Πού είναι ο Μαύρος Πιέρ; ρώτησε ο βαρόνος, χωρίς να ρίξει στον δυστυχισμένο ούτε ένα βλέμμα οίκτου.
- Δεν ξέρω, μιλόρδε μου, τον άφησα στο δάσος· έσκαβε ένα λάκκο για να κρύψει το πτώμα του νεαρού άρχοντα που σκοτώσαμε.
Το πρόσωπο του βαρόνου βάφτηκε κόκκινο. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά ανάκατες λέξεις μπερδεύτηκαν στα χ ε ί λ η του · γύρισε αλλού το κεφάλι και πρόσταξε τον φονιά να βγει απ' το διαμέρισμα... 68
Εκείνος, άλλο που δεν ήθελε - απομακρύνθηκε, στηριζόμενος στους τοίχους.
- Νεκρός! μουρμούρισε ο βαρόνος, νιώθοντας ένα αδιευκρίνιστο συναίσθημα. Νεκρός!
Ας αφήσουμε τώρα τον βαρόνο Όλγουιν να βασανίζεται από τις κρυφές αγωνίες της επαναστατημένης του συνείδησης, και ας πάμε στον σύζυγο που προόριζε για την κόρη του.
Ο άρχοντας Τρίστραμ δεν είχε φύγει καθόλου από τον πύργο και θα έμενε εκεί μέχρι το τέλος της εβδομάδας.
Ο βαρόνος ήθελε να γίνει ο γάμος της κόρης του στο παρεκκλήσι του κάστρου, αλλά ο άρχοντας Τρίστραμ, που φοβόταν μήπως του σκαρώσουν καμιά παλιανθρωπιά, ήθελε οπωσδήποτε να παντρευτεί σε μεγάλη τελετή , στο μοναστήρι του Λίντον, που απείχε περίπου ένα μίλι από το Νότιγχαμ.
- Α γ α π η τ έ μου φίλε, ε ίχε πει ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν πεισμωμένος, όταν τέθηκε αυτό το θέμα, είσαι ανόητος και ξεροκέφαλος, επειδή δεν αντιλαμβάνεσαι ούτε τις καλές μου προθέσεις ούτε το συμφέρον σου. Ή θαρρείς πως η κόρη μου είναι τόσο ευτυχισμένη που θα γίνει δική σου, ώστε θα πάει χαρούμενη μπροστά στο ιερό; Δεν μπορώ να σου πω το λόγο, αλλά προαισθάνομαι ότι στο αβαείο του Λίντον θα συμβεί κάτι πολύ καταστροφικό για τα σχέδια μας. Ε ίμαστε κοντά σε μια συμμορία ληστών που, με τον θρασύτατο αρχηγό τους, μπορούν πολύ άνετα να μας περικυκλώσουν και να μας κατακλέψουν.
- Θα με συνοδεύουν οι σωματοφυλακές μου, αποκρίθηκε ο άρχοντας Τρίστραμ. Είναι διαλεχτοί κι έχουν αποδείξει τη γενναιότητα τους.
- Όπως θέλεις , υποχώρησε ο βαρόνος. Αν όμως κάτι πάει στραβά, μην έρθεις μετά να μου παραπονεθείς.
- Μ η ν ανησυχείς, αν δεν διαλέξω το σωστό σημείο όπου πρέπει να γίνει η γαμήλια τ ελετή , τότε όλη η ευθύνη είναι δική μου.
69
- Α, και κάτι ακόμα, συνέχισε ο βαρόνος. Μη λησμονήσεις, σε παρακαλώ, την παραμονή της μεγάλης ημέρας, να μου μετρήσεις ένα εκατομμύριο χρυσά νομίσματα.
Ο άρχοντας Τρίστραμ στέναξε πονεμένα. - Το σεντούκι μ' αυτό το τεράστιο ποσό είναι στο δωμά
τιο μου, Φ ι τ ζ Όλγουιν. Θα το φέρουν στο διαμέρισμα σου την ημέρα του γάμου.
- Την παραμονή, είπε ο βαρόνος. Τελε ία και παύλα. - Έ σ τ ω , την παραμονή. Μ' αυτά τα λόγια, οι δυο γέροντες χώρισαν. Ο ένας πή
γε να φλερτάρει τη λαίδη Κρίσταμπελ, ο άλλος ξανάπεσε στην αυταπάτη των ονείρων του για μελλοντικά μεγαλεία.
Στον πύργο του Μπάρνσντεϊλ, μ ε γ ά λ η ήταν η θλ ίψη : ο ηλικιωμένος σερ Γκ ι , η γυναίκα του και οι δύστυχες αδελφές του Γουίλιαμ περνούσαν τις μέρες τους δίνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλο, και τις νύχτες τους κλαίγοντας για το χαμό του άμοιρου Γουίλ.
Την επομένη της αναπάντεχης απελευθέρωσης του νεαρού, η οικογένεια Γκάμγουελ ήταν ξανασυγκεντρωμένη στο σαλόνι. Συζητούσαν για την παράξενη εξαφάνιση του Γουίλ, όταν ο χαρούμενος ήχος ενός βούκινου αντήχησε στην πόρτα του πύργου.
- Ο Ρομπέν! φώναξε η Μαριάν κι έτρεξε σ' ένα παράθυρο. - Δ ίχως άλλο, φέρνει χαρούμενα νέα, είπε η Μπάρμπαρα.
Έ λ α , καλή μου Μοντ, μην απελπίζεσαι. Ο Γουίλ θα ξανάρθει. - Αλίμονο! Δεν το πιστεύω πια, αδελφή μου! είπε η Μοντ
κλαίγοντας. - Κι όμως, δεν έκανα λάθος! φώναξε η Μπάρμπαρα. Ε ί
ναι ο Γουίλ, ο Ρομπέν, κι ένας νεαρός που πρέπει να είναι φίλος τους.
Η Μοντ όρμησε προς την π ό ρ τ α · η Μαριάν, που είχε αναγνωρίσει τον αδελφό της (ο Α λ α ν Κλαρ, που από τον 70
πόνο και μόνο είχε μείνει αναίσθητος για λίγες ώρες, βρισκόταν σε θαυμάσια κατάσταση), έπεσε μαζί με τη Μοντ στην αγκαλιά των καινουριοφερμένων.
Η Μοντ, ξετρελαμένη, επαναλάβανε αδιάκοπα: - Γουίλ! Γουίλ! Αγαπημένε μου Γουίλ! Κα ι η Μαριάν, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το λαι
μό του αδελφού της, δεν μπορούσε να βγάλει λέξη από το στόμα της.
Ο σερ Γ κ ι έδωσε την ευχή του στον Γουίλ και στον σωτήρα του γιου του ενώ η λαίδη Γκάμγουελ, χαμογελαστή και χαρούμενη, έσφιξε πάνω στην καρδιά της τη χαριτωμένη Μοντ.
- Ε ίδατε που σας έλεγα ότι ο Ρομπέν μάς φέρνει καλά νέα; είπε η Μπάρμπαρα καθώς αγκάλιαζε τον Γουίλ.
- Πραγματικά, είχες δίκιο, αγαπητή Μπάρμπαρα, αποκρίθηκε η Μαριάν σφίγγοντας τα χέρια του αδελφού της.
- Έ τ σ ι μου 'ρχεται, συνέχισε η σκανταλιάρα Μπάρμπαρα, να παραστήσω πως έκανα λάθος και ν' αγκαλιάσω τον Ρομπέν με όλη μου τη δύναμη!
- Αν εκφράσεις έτσι την ευγνωμοσύνη σου θα δώσεις το κακό παράδειγμα, αγαπητή Μπάρμπι, φώναξε η Μαριάν γελώντας. Θ' αναγκαστούμε τότε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο, κι ο Ρομπέν θα σκάσει από υπερβολική ευτυχία.
- Ναι, αλλά θα ήταν ένας πολύ γλυκός θάνατος, έτσι δεν είναι, λαίδη Μαριάν;
Η νεαρή κοπέλα κοκκίνισε, ενώ, ένα αδιόρατο χαμόγελο φάνηκε στα χ ε ί λ η του Α λ α ν Κλαρ.
- Ιππότη, είπε ο Γουίλ βαδίζοντας προς τον νεαρό άντρα, βλέπεις πόση στοργή τρέφουν οι αδελφές μου για τον Ρομπέν, και δίχως άλλο την αξίζει. Όταν σου μίλησε για τις συμφορές μας, ο Ρομπέν δεν σου είπε πως είχε γλιτώσει απ' το θάνατο τον πατέρα και τη μητέρα μ ο υ · δεν σου είπε λέξη για την ακούραστη αφοσίωση του στη Γουίνιφρεντ και την
71
Μπάρμπαρα· δεν σου ανέφερε με πόση στοργή συμπαραστάθηκε στη Μοντ, τη μέλλουσα γυναίκα μου, σαν ο καλύτερος φίλος. Μιλώντας σου για τη λαίδη Μαριάν, την πολυαγαπημένη σου, ο Ρομπέν θα 'πρεπε να προσθέσει: «Προστάτευσα την ευτυχία αυτής που ήταν μακριά σ ο υ · στάθηκα στο πλευρό της ένας πολύ πιστός φίλος, ένας αδελφός αδιάκοπα αφοσιωμένος· δεν...»
- Γουίλιαμ, σε παρακαλώ, τον διέκοψε ο Ρομπέν, μη βάζεις σε δοκιμασία τη μετριοφροσύνη μου, γιατί μολονότι η λαίδη Μαριάν λέε ι ότι δεν ξέρω πια να κοκκινίζω, νιώθω τώρα το μέτωπο μου να φλογίζεται.
- Α γ α π η τ έ μου Ρομπέν, είπε ο Α λ α ν σφίγγοντας συγκινημένος τα χέρια του νεαρού παράνομου, σου χρωστώ από καιρό μ ε γ ά λ η υποχρέωση και νιώθω ευτυχισμένος που μπορώ, επιτέλους, να σου την δείξω. Δεν χρειαζόμουν τα λόγια του Γουίλ για να βεβαιωθώ ότι είχες εκτελέσει ευσυνείδητα τη λ ε π τ ή αποστολή που σου είχα αναθέσει, αφού η εντιμότητα σου ήταν μια σίγουρη εγγύηση για μένα.
- Ω, αδελφέ μου... είπε η Μαριάν. Αν ήξερες πόσο καλός και γενναιόδωρος στάθηκε με όλους μας! Αν ήξερες πόσο μου συμπαραστάθηκε, θα τον τιμούσες, αδελφέ μου, και θα τον αγαπούσες όπως... όπως...
- Όπως τον αγαπάς εσύ, έτσι δεν είναι; είπε ο Α λ α ν γελώντας τρυφερά.
- Ναι, όπως τον αγαπώ εγώ, συνέχισε η Μαριάν, με το πρόσωπο φωτισμένο από ένα συναίσθημα ανείπωτης υπερηφάνειας, ενώ η μελωδική φωνή της έτρεμε από συγκίνηση. Υποσχέθηκα να δώσω το χέρι μου στον Ρομπέν των Δασών, και περιμέναμε κι εσένα για να ζητήσουμε από τον Θεό την άγια ευλογία Του.
- Ντρέπομαι για τον εγωισμό μου, Μαριάν, είπε ο Αλαν , κι αυτή η ντροπή με κάνει να εκτ ιμώ διπλά την αξιοθαύμαστη συμπεριφορά του Ρομπέν. Ο φυσικός σου προστάτης 72
έλειπε, σε παραμελούσε κι εσύ, πιστή στην ανάμνηση του, περίμενες την επιστροφή του για να έχεις το δικαίωμα να ζήσεις ευτυχισμένη. Συγχωρήστε μου κι οι δυο αυτή τη σκληρή ε γ κ α τ ά λ ε ι ψ η · η Κρίσταμπελ θα με δικαιολογήσει στις τρυφερές καρδιές σας. Σ' ευχαριστώ, αγαπητέ Ρομπέν, πρόσθεσε ο ιππότης, σ' ευχαριστώ. Δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια την ειλικρινή ευγνωμοσύνη μου... Αγαπάς τη Μαριάν κι η Μαριάν σε αγαπάει, σου δίνω λοιπόν το χέρι της με υπερήφανη ευτυχία.
Με αυτά τα λόγια, ο ιππότης πήρε το χέρι της αδελφής του και το έβαλε χαμογελώντας ανάμεσα στα χέρια του νεαρού άντρα.
Εκείνος, με την καρδιά πλημμυρισμένη από χαρά, τράβηξε στο στήθος του τη Μαριάν, που έτρεμε από συγκίνηση, και την φίλησε με πάθος.
Ο Γουίλιαμ, τρελαμένος από τη χαρά που είχε απλωθεί γύρω του και ανυπομονώντας να εκφράσει κι αυτός τη δική του, έπιασε τη Μοντ από τη μέση, φίλησε το λαιμό της πολλές φορές, άρθρωσε μερικές ακατάληπτες λέξεις και κατάφερε επιτέλους να βγάλει μια ζητωκραυγή.
- Θα παντρευτούμε την ίδια μέρα, έτσι δεν είναι, Ρομπέν; φώναξε χαρούμενος. Ή, για να το πω καλύτερα, θα παντρευτούμε αύριο. Ω, όχι, όχι αύριο, είναι γρουσουζιά ν' αναβάλλεις κάτι που μπορεί να γίνει αμέσως. Παντρευόμαστε σήμερα; Ε, τ ι λες, Μοντ;
Η νεαρή κοπέλα έβαλε τα γέλια. - Σαν πολύ δεν βιάζεσαι, Γουίλιαμ; φώναξε ο ιππότης. - Γιατί ; Πες μου γιατί; ρώτησε το ανυπόμονο παλικάρι. - Επε ιδή πρέπει οπωσδήποτε να φύγω από το Μπάρν-
σντε ϊλ σε λ ίγες ώρες, φίλε Γουίλ, αποκρίθηκε ο ιππότης, και δεν θα ήθελα να λε ίπω από το γάμο το δικό σας και της αδελφής μου. Όσο για μένα, ελπίζω να έχω την ευτυχία να παντρευτώ τη λαίδη Κρίσταμπελ, οπότε οι τρεις γάμοι μπο-
73
ρουν να γίνουν την ίδια μέρα. Περιμένετε λίγο ακόμα, Γουίλ ι α μ · σε μια βδομάδα, όλα θα τακτοποιηθούν κατ' ευχήν για όλους μας.
- Μια βδομάδα! φώναξε ο Γουίλ. Δεν μπορώ να περιμένω μια βδομάδα!
- Μα, Γουίλιαμ, είπε ο Ρομπέν, μια βδομάδα θα περάσει χωρίς να την καταλάβετε.
- Πάει καλά, υποχωρώ, είπε ο νέος άντρας απογοητευμένος. Είσαστε όλοι εναντίον μου και κανένας δεν με υπερασπίζεται. Α κ ό μ η κι η Μοντ, που θα 'πρεπε να με βοηθήσει με την τρυφερή φωνή της, δεν λέε ι τίποτα. Ούτε εγώ θα πω τίποτ' άλλο. Ωστόσο, Μοντ, μου φαίνεται ότι πρέπει να μιλήσουμε για μας... πάμε να περπατήσουμε στον κ ή π ο · αυτός ο περίπατος θα μας πάρει τουλάχιστον δυο ώρες και θα είναι ένα κέρδος μπροστά στην αιωνιότητα της εβδομάδας.
Εφτά μέρες μετά τη συζήτηση ανάμεσα στον Α λ α ν Κλαρ και τον λόρδο Φ ι τ ζ Όλγουιν, η λαίδη Κρίσταμπελ ήταν μόνη μες στο δωμάτιο της, καθισμένη, ή μάλλον μι-σοξαπλωμένη σ' ένα κάθισμα.
Ένα άσπρο, μεταξωτό φόρεμα τύλιγε με τις απαλές πτυχές του το κουρασμένο κορμί της νεαρής κοπέλας κι ένα πέπλο με αγγλικό κέντημα, που στηριζόταν στις ξανθές μπούκλες των μαλλιών της, σκέπαζε τελείως το πρόσωπο της. Μια βαθιά χλομάδα είχε απλωθεί πάνω στα καθάρια, πανέμορφα χαρακτηριστικά της Κρίσταμπελ, τα άχρωμα χε ίλη της έστεκαν κλειστά και τα μεγάλα μάτια της, χωρίς ζεστασιά, ήταν στυλωμένα με απόγνωση σε μια πόρτα αντίκρυ της.
Πότε πότε ένα καυτό δάκρυ κυλούσε στα μάγουλα της κι αυτό το δάκρυ, μαργαριτάρι του πόνου, ήταν η μόνη ένδειξη ζωής σ' αυτό το ακίνητο κορμί.
- Με ξέχασε! φώναξε ξαφνικά η νεαρή κοπέλα σφίγγοντας τα χέρια της που ήταν πιο άσπρα κι απ' το μετάξι του 74
φορέματος της. Ξέχασε αυτήν που έλεγε ότι αγαπούσε αληθ ινά · αθέτησε τις υποσχέσεις του, παντρεύτηκε. Ω, Θεέ μου, λυπήσου με, οι δυνάμεις μου μ' εγκαταλείπουν, γιατί η καρδιά μου ραγίζει.
Ένας λυγμός φούσκωσε το στήθος της λαίδης Κρίσταμπελ και τα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Ωστόσο, ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα, την έβγαλε από την πονεμένη της ονειροπόληση.
- Περάστε, είπε με ξεψυχισμένη φωνή. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε το ρυτιδιασμένο πρόσω
πο του σερ Τρίστραμ. - Α γ α π η τ ή λαίδη, είπε ο γέροντας μ' ένα σαρκαστικό
μορφασμό που ο ίδιος θεωρούσε πως ήταν ένα όμορφο χαμόγελο, ήρθε η ώρα να φύγουμε. Επίτρεψέ μου, σε παρακαλώ, να σου προσφέρω το χέρι μ ο υ · μας περιμένει η συνοδεία και σε λ ίγο θα γίνουμε οι πιο ευτυχισμένοι σύζυγοι σε όλη την Α γ γ λ ί α .
- Μιλόρδε μου, τραύλισε η Κρίσταμπελ, δεν μπορώ να κατεβώ.
- Μα τι λες, αγάπη μου, δεν μπορείς να κατεβείς; Δεν καταλαβαίνω· είσαι ντυμένη, σε περιμένουμε. Εμπρός, δώσε μου τ' όμορφο χεράκι σου.
- Σερ Τρίστραμ, αποκρίθηκε η Κρίσταμπελ καθώς σηκωνόταν με μάτια φλογισμένα και τρεμάμενα χε ί λη , ακούστε με, σας εξορκίζω - αν έχετε στην ψυχή σας έστω και μια στάλα οίκτου, θα γλ ιτώσετε μια δύστυχη κοπέλα που σας ικετεύει, απ' αυτή τη φριχτή τ ελετή !
- Φριχτή τελετή ! επανέλαβε ο σερ Τρίστραμ κατάπληκτος. Τι σημαίνει αυτό, μιλαίδη; Δεν σε καταλαβαίνω.
- Μη με υποχρεώσετε να δώσω περισσότερες εξηγήσεις, απάντησε η Κρίσταμπελ κλαίγοντας με λυγμούς. Θα έχετε την ευχή μου, μιλόρδε, και θα παρακαλέσω τον Θεό για σας.
75
- Σαν πολύ ταραγμένη σε βλέπω, όμορφη περιστέρα μου, είπε ο γέροντας γλυκερά. Ηρέμησε, αγάπη μου, και απόψε, αύριο αν προτιμάς, θα μου πεις τι σε βασανίζει. Α υ τ ή τη στ ιγμή, δεν έχουμε καιρό για χ ά σ ι μ ο · όταν παντρευτούμε, όμως, θα έχουμε όσο χρόνο θέλουμε και θα σε ακούω απ' το πρωί μέχρι το βράδυ.
- Έλεος , μιλόρδε, ακούστε με τώρα: μπορεί ο πατέρας μου να σας ξεγέλασε, εγώ όμως δεν θέλω να σας δώσω μάταιες ελπίδες. Μιλόρδε, δεν σας αγαπώ, έχω δώσει την καρδιά μου σ' έναν νεαρό άρχοντα που ήταν ο πρώτος παιδικός μου φίλος. Αυτόν σκέφτομαι τη στιγμή που σας δίνω το χέρι μ ο υ · τον αγαπώ, μιλόρδε, κι η ψυχή μου είναι φλογερά δεμένη μαζί του.
- Θα τον ξεχάσεις τον νεαρούλη σου, μιλαίδη, και όταν γίνεις γυναίκα μου, πίστεψε με, δεν θα τον ξανασκεφθείς.
- Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ! Η μορφή του έχει χαραχτεί για πάντα στην καρδιά μου.
- Στην ηλικία σου, όλοι πιστεύουμε ότι θ' αγαπάμε αιώνια, αγαπούλα μου. Μετά, όσο περνάει ο καιρός, ξεθωριάζει η εικόνα που τόσο τρυφερά αγαπήσαμε. Έ λ α τώρα, θα μιλήσουμε για όλα αυτά αργότερα και θα σε βοηθήσω να βάλεις ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την ελπίδα για το μέλλον.
- Είσαστε άκαρδος, μιλόρδε! - Σ' αγαπώ, Κρίσταμπελ.. . - Θεέ μου, λυπήσου με! στέναξε η δύστυχη κοπέλα. - Μα και βέβαια θα σε λυπηθεί ο Θεός, είπε ο γέροντας
καθώς έπαιρνε το χέρι της Κρίσταμπελ. Θα σου στείλει την καρτερία και τη λησμονιά.
Σεβαστικά, αλλά με τρυφερότητα και συμπόνια συνάμα, ο σερ Τρίστραμ φίλησε το παγωμένο χέρι που κρατούσε μες στα δικά του.
- Θα είσαι ευτυχισμένη, μιλαίδη, είπε. Η Κρίσταμπελ χαμογέλασε πικρά. «Θα πεθάνω», σκέφτηκε.
76
Στο μεταξύ, μεγάλες προετοιμασίες γίνονταν στο αβαείο του Λίντον για το γάμο της λαίδης Κρίσταμπελ με τον γέρο σερ Τρίστραμ.
Α π ό τα χαράματα κιόλας, το παρεκκλήσι ήταν στολισμένο με υπέροχα πέπλα, ενώ μυροβόλα λουλούδια σκόρπιζαν μπροστά στο ιερό γλυκιές ευωδιές. Περιτριγυρισμένος από καλόγερους ντυμένους με λευκά άμφια, ο επίσκοπος του Χέρφορντ, που θα ένωνε τους δύο συζύγους, περίμενε στο κατώφλι της εκκλησιάς την άφιξη της πομπής.
Λίγα λεπτά πριν εμφανιστούν ο σερ Τρίστραμ και η λαίδη Κρίσταμπελ, παρουσιάστηκε μπροστά στον επίσκοπο ένας άντρας που κρατούσε μια μικρή άρπα.
- Σεβασμιότατε, είπε ο νεοφερμένος κάνοντας με σεβασμό μια υπόκλιση, θα κάνετε μια μεγάλη λειτουργία προς τ ιμή των μελλονύμφων, έτσι δεν είναι;
- Ναι, φίλε μου, απάντησε ο επίσκοπος. Γ ια ποιο λόγο μού κάνεις αυτή την ερώτηση;
- Σεβασμιότατε, αποκρίθηκε ο ξένος, είμαι ο καλύτερος αρπιστής της Γαλλ ίας και της Α γ γ λ ί α ς και συνήθως με φωνάζουν να παίξω στις λαμπρές τελετές . Άκουσα για το γάμο του πλούσιου σερ Τρίστραμ με τη μοναχοκόρη του βαρόνου Φ ι τ ζ Όλγουιν, και ήρθα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στην Εντιμότητα του.
- Αν έχεις τόσο ταλέντο όσο σιγουριά και ματαιοδοξία, είσαι καλοδεχούμενος.
- Ευχαριστώ, σεβασμιότατε. - Μου αρέσει πολύ ο ήχος της άρπας, συνέχισε ο επί
σκοπος. Δ ε ν μπορείς να μου παίξεις κάτι πριν από την τελετή του γάμου;
- Σεβασμιότατε, αποκρίθηκε περήφανα ο ξένος, τυλίγοντας με μεγαλοπρέπεια το μακρύ μανδύα γύρω απ' το κορμί του, αν ήμουν ένας απ' αυτούς τους αγύρτες που έχετε συνηθίσει ν' ακούτε, θα ικανοποιούσα την επιθυμία σας· παίζω
77
όμως μόνο τη στ ιγμή που πρέπει, και στους κατάλληλους χώρους. Σε λ ίγο, θα έχετε την ευκαιρία να μ' ακούσετε.
- Είσαι αυθάδης, είπε ο επίσκοπος νευριασμένος. Σε διατάζω να παίξεις αυτή τη στ ιγμή!
- Δεν πρόκειται ν' αγγίξω ούτε μια χορδή πριν από την άφιξη της πομπής, είπε απτόητος ο ξένος. Τότε , σεβασμιότατε, να είστε σίγουρος ότι θ' ακούσετε έναν ήχο που θα σας καταπλήξει.
- Ας είναι, σε λ ίγο θα μπορέσουμε να κρίνουμε την αξία σου, είπε ο επίσκοπος. Να, έρχονται οι μελλόνυμφοι.
Ο ξένος απομακρύνθηκε λ ίγα βήματα και ο επίσκοπος μπήκε επικεφαλής της πομπής. Τη στ ιγμή που διάβαινε το κατώφλι της εκκλησιάς, η λαίδη Κρίσταμπελ, μισολιπόθυμη , στράφηκε προς τον βαρόνο Φ ι τ ζ Όλγουιν.
- Πατέρα μου, είπε με σβησμένη φωνή, λυπηθείτε με' αυτός ο γάμος θα σημάνει το θάνατο μου.
Μια αυστηρή ματιά του βαρόνου έκανε τη δύστυχη κοπέλα να σωπάσει.
- Μιλόρδε, πρόσθεσε η Κρίσταμπελ, βάζοντας το σφιγμένο χέρι της στο μπράτσο του σερ Τρίστραμ, μην είστε σκληρός. Μπορείτε ακόμα να μου χαρίσετε τη ζωή, λυπηθείτε με.
- Καλά, καλά, θα μιλήσουμε γ ι ' αυτό αργότερα, αποκρίθηκε ο σερ Τρίστραμ.
Και, γνέφοντας στον επίσκοπο, την έσπρωξε να μπει στην εκκλησία.
Ο βαρόνος έπιασε το χέρι της κόρης του κι ετοιμαζόταν να την οδηγήσει στο ιερό, όταν, ξαφνικά, ακούστηκε μια δυνατή φωνή:
- Σταματήστε! Ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν έβγαλε μια κραυγή, ενώ ο σερ
Τρίστραμ στηρίχτηκε μισολιπόθυμος στη μ ε γ ά λ η πόρτα της εκκλησιάς. 78
Ο ξένος -που στο πρόσωπο του, ο επίσκοπος αναγνώρισε τον αρπιστή- ζύγωσε μ' ένα σάλτο κι έπιασε το χέρι της λαίδης Κρίσταμπελ.
- Ά θ λ ι ε φαντασμένε, φώναξε ο επίσκοπος, ποιος σου επέτρεψε ν' ακουμπήσεις με τα μισθοφορικά χέρια σου αυτή την ευγενική δεσποσύνη;
- Η Θεία Πρόνοια, που με στέλνει να τη βοηθήσω σ' αυτή τη δύσκολη στ ιγμή, απάντησε περήφανα ο ξένος.
Ο βαρόνος όρμησε στον αρπιστή. - Ποιος είσαι του λόγου σου; τον ρώτησε. Γιατί ταράζεις
τούτη την άγια τ ελετή ; Ο αρπιστής έλυσε με το ένα χέρι το κορδόνι που συγκρα
τούσε το μανδύα του και με το άλλο έφερε στα χ ε ί λ η του ένα βούκινο.
- Ο Ρομπέν των Δασών! φώναξε ο βαρόνος. - Ο Ρομπέν των Δασών, ο φίλος του Ά λ α ν Κλαρ! μουρ
μούρισε η λαίδη Κρίσταμπελ. - Ναι, ο Ρομπέν των Δασών και οι εύθυμοι άντρες του,
αποκρίθηκε ο ήρωας μας δείχνοντας με το βλέμμα του μια μ ε γ ά λ η ομάδα ανθρώπων του δάσους που είχε γλιστρήσει αθόρυβα γύρω από τη συνοδεία.
Την ίδια στ ιγμή, ένας κομψοντυμένος νεαρός καβαλάρης ήρθε και γονάτισε μπροστά στη λαίδη Κρίσταμπελ.
- Ά λ α ν Κλαρ! Αγαπημένε μου Ά λ α ν Κλαρ! φώναξε η νεαρή κοπέλα ενώνοντας τα χέρια της. Ευλογημένος να είσαι, που δεν με ξέχασες καθόλου!
Ο Ρομπέν έβγαλε το σκουφί του και πλησίασε τον επίσκοπο, με μια έκφραση μεγάλου σεβασμού.
- Σεβασμιότατε, είπε, ήσουν έτοιμος να ενώσεις, αντίθετα με όλους τους ανθρώπινους και κοινωνικούς νόμους, δυο πλάσματα που ο ουρανός δεν τα προόριζε να ζήσουν κάτω από την ίδια στέγη. Δ ε ς αυτή τη νεαρή κοπέλα, κοίταξε τον σύζυγο που ήθελε να της δώσει η ακόρεστη πλεονεξία του
79
πατέρα της. Όμως, η λαίδη Κρίσταμπελ είναι αρραβωνιασμένη, από την πιο τρυφερή της ηλικία με τον ιππότη Ά λ α ν Κλαρ. Όπως κι αυτή, είναι νέος, πλούσιος και ευγενής, την αγαπάει κι ερχόμαστε ταπεινά να σου ζητήσουμε να ευλογήσεις τη νόμιμη ένωση τους.
- Αρνούμαι κατηγορηματικά αυτό το γάμο! φώναξε ο βαρόνος, προσπαθώντας να ξεφύγει από τα σιδερένια δάχτυλα του Ζανούλη, που είχε αναλάβει να φυλάει τον γέροντα.
- Ησυχία, απάνθρωπε! τον αποκρίθηκε ο Ρομπέν των Δασών. Τολμάς να υψώνεις τη, φωνή σου στο κατώφλι μιας ιερής εκκλησιάς, όταν μάλιστα αθετείς τις υποσχέσεις που είχες δώσει!
- Δεν είχα δώσει καμιά υπόσχεση! βρυχήθηκε ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν.
- Σεβασμιότατε, ρώτησε ο Ρομπέν των Δασών τον επίσκοπο, θέλεις να ενώσεις αυτούς τους δυο νέους;
- Δεν μπορώ χωρίς τη συναίνεση του λόρδου Φ ιτζ Όλγουιν, απάντησε ο επίσκοπος του Χέρφορντ.
- Δεν θα δώσω ποτέ τη συναίνεση μου! φώναξε ο βαρόνος. - Σεβασμιότατε, συνέχισε ο Ρομπέν χωρίς να δώσει ση
μασία στις κραυγές του γέροντα, περιμένω την τ ελ ική σου απόφαση.
- Δεν μπορώ να ικανοποιήσω το αίτημα σας, αποκρίθηκε ο επίσκοπος. Η αναγγελία του γάμου δεν δημοσιεύτηκε και ο νόμος λέει...
- Ά μ α το λέε ι ο νόμος, τότε θα τον σεβαστούμε, είπε ο Ρομπέν. Φ ί λ ε μου Ζανούλη, ανάθεσε σ' έναν από τους άντρες μας να προσέχει τον εντιμότατο λόρδο και δημοσίευσε την αναγγελία!
Ο Ζανούλης υπάκουσε και ανάγγειλε μεγαλόφωνα τρεις φορές το γάμο του Ά λ α ν Κ λ α ρ με τη λαίδη Κρίσταμπελ Φ ι τ ζ Όλγουιν. Κα ι πάλι, όμως, ο επίσκοπος αρνήθηκε να ευλογήσει το γάμο των δύο νέων. 80
- Η απόφαση σου είναι οριστική, σεβασμιότατε; ρώτησε ο Ρομπέν.
- Ναι, απάντησε ο επίσκοπος. - Εντάξει. Το είχα προβλέψει κι έφερα μαζί μου έναν άγιο
άνθρωπο, που έχει το δικαίωμα να λειτουργήσει. Πάτερ, συνέχισε ο Ρομπέν μιλώντας σ' έναν γέροντα που είχε μείνει μέχρι τότε στην αφάνεια, μπείτε, παρακαλώ, στο παρεκκλήσι , οι νεόνυμφοι θα σας ακολουθήσουν.
Ο προσκυνητής που είχε βοηθήσει ν' απελευθερώσουν τον Γουίλ, προχώρησε αργά.
- Ε δ ώ είμαι, γιε μου, είπε. Θα προσευχηθώ γι ' αυτούς που υποφέρουν και θα ζητήσω απ' τον Θεό να συγχωρέσει τους κακούς.
Έ τ σ ι , με την παρουσία των δύο εύθυμων αντρών, η συνοδεία μπήκε ήσυχα στην εκκλησία και σε λ ίγο άρχισε η τελ ε τ ή . Ο επίσκοπος είχε εξαφανιστεί· ο σερ Τρίστραμ κλα-ψούριζε με ελεεινό τρόπο και ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν μουρμούριζε χαμηλόφωνα κάθε λογής απειλές.
- Ποιος δίνει αυτή τη νεαρή κοπέλα στον σύζυγο της; ρώτησε ο γέροντας, καθώς άπλωνε τα τρεμουλιαστά χέρια του επάνω στο κεφάλι της Κρίσταμπελ που ήταν γονατισμένη μπροστά του.
- Απάντησε, μιλόρδε! είπε ο Ρομπέν των Δασών. - Πατέρα μου, έλεος! τον ικέτευσε η νεαρή κοπέλα. - Ό χ ι , όχι, χ ίλ ιες φορές όχι! φώναξε ο βαρόνος εκτός
εαυτού. - Εφόσον ο πατέρας αυτού του ευγενικού παιδιού αρνείται να
τηρήσει την ιερή υπόσχεση του, είπε ο Ρομπέν, παίρνω εγώ τη θέση του. Ε γ ώ , ο Ρομπέν των Δασών, δίνω για σύζυγο στον ιππότη Αλαν Κλαρ τη λαίδη Κρίσταμπελ Φιτζ Όλγουιν.
Η λειτουργία του γάμου έγινε χωρίς κανένα απρόοπτο. Λίγο μετά την ένωση του Ά λ α ν Κλαρ και της Κρίστα
μπελ , εμφανίστηκε στο κατώφλι της εκκλησιάς η οικογέ-
81
νεια Γκάμγουελ. Ο Ρομπέν των Δασών τους πλησίασε, πήρε απ' το χέρι τη Μαριάν και την οδήγησε μπροστά στο ιερό · πίσω τους ακολούθησαν ο Γουίλιαμ και η Μοντ.
Περνώντας δίπλα από τον Ρομπέν, που είχε γονατίσει ευλαβικά στο πλευρό της Μαριάν, ο Γουίλ ψιθύρισε:
- Επιτέλους, Ρομπ, φίλε μου, έφτασε η ευτυχισμένη μέρα! Κοίταξε πόσο όμορφη είναι η Μοντ! Η καρδούλα της χτυπά πολύ δυνατά, σε διαβεβαιώνω.
- Πάψε , Γουίλ, και προσευχήσου, μας ακούει ο Θεός τούτη τη στ ιγμή.
- Ναι, θα προσευχηθώ, και μάλιστα μ' όλη μου την ψυχ ή , αποκρίθηκε το χαρούμενο παλικάρι.
Ο προσκυνητής ευλόγησε τα δυο ζευγάρια και υψώνοντας προς τον ουρανό τα τρεμουλιαστά χέρια του, ζήτησε να τα ελεήσει ο Θεός.
- Μοντ, αγαπημένη μου Μοντ, είπε ο Γουίλ μόλις βρέθηκαν πάλι έξω από την εκκλησιά, έγινες επιτέλους γυναίκα μου, η αγαπημένη μου γυναίκα! Ε ίχα τόσο απελπιστεί απ' όλα αυτά τα εμπόδια, που δεν μπορώ να πιστέψω σε τόση ευτυχία! Ε ίμαι τρελός από χαρά· είσαι δική μου! Μόνο δική μου!
Η Μοντ, με την καρδιά πλημμυρισμένη από αγάπη κι ευγνωμοσύνη για τον τρυφερό Γουίλιαμ, χαμογελούσε και έκλαιγε συνάμα.
Ο γάμος του Ρομπέν έκανε έξαλλους από χαρά τους εύθυμους άντρες που, μόλις βγήκαν από την εκκλησιά, ξέσπασαν σε τρομερές ζητωκραυγές.
- Α, ένα τσούρμο φωνακλάδες μασκαράδες! μουρμούρισε ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν, καθώς ακολουθούσε με το ζόρι τον γιγάντιο Ζανούλη που του είχε ζητήσει ευγενικά να βγει από το παρεκκλήσι.
Λίγες στιγμές αργότερα, η εκκλησία είχε ερημώσει. Ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν και ο σερ Τρίστραμ, χωρίς τ' άλογα τους, στηρίζονταν μελαγχολικά ο ένας στο μπράτσο του
82
άλλου και, σε μια απερίγραπτη συναισθηματική κατάσταση, βάδιζαν αργά στο δρόμο για το κάστρο.
- Φ ι τ ζ Όλγουιν, είπε ο γέροντας παραπατώντας, θα πρέπει τώρα να μου επιστρέψεις εκείνο το εκατομμύριο τα χρυσά νομίσματα που σου έδωσα.
- Μα την πίστη μου, όχι, σερ Τρίστραμ! Ε γ ώ δεν φταίω σε τίποτα για τη συμφορά που σε βρήκε. Αν είχες ακούσει τις συμβουλές μου, αυτή η καταστροφή δεν θα είχε συμβεί. Αν σας πάντρευα στο παρεκκλήσι του Νότιγχαμ, θα εξασφάλιζα την ευτυχία και των δυο μ α ς · εσύ, όμως, προτίμησες την επίδειξη από το μυστήριο, τη λαμπρότητα από τη σκοτεινιά - και ιδού το αποτέλεσμα. Για δες, αυτός ο άθλιος κατεργάρης άρπαξε την κόρη μ ο υ · πρέπει να αποζημιωθώ! Θα κρατήσω το εκατομμύριο.
Οι καλεσμένοι στους γάμους, συνοδευμένοι από τους εύθυμους άντρες, έφτασαν γρήγορα στην καρδιά του δάσους. Το γέρικο δάσος είχε στολιστεί για να υποδεχτεί τα ευτυχισμένα ζευγάρια και τα δέντρα, ολόδροσα από την πρωινή πάχνη, λύγιζαν τα φυλλωμένα κλαριά τους μέχρι τα κεφάλια των επισκεπτών. Μακριές γιρλάντες, ανάκατες με λουλούδια και φύλλα, τυλίγονταν η μια με την ά λ λ η κι έδεναν μαζί τις αιωνόβιες βελανιδιές, τις κοντόχοντρες φτελιές, τις ψηλόκορμες λεύκες. Από μακριά, έβλεπαν να εμφανίζεται ένα ελάφι στεφανωμένο με λουλούδια, σαν μυθολογικός θεός, ένα παγόνι με λοφίο στο κεφάλι να περπατάει καμαρωτά στο μονοπάτι, ενώ, πού και πού, ένα ζαρκάδι, στολισμένο κι αυτό γιορτινά, διέσχιζε σαν σαΐτα ένα καταπράσινο ξέφωτο. Καταμεσής στο μεγάλο σταυροδρόμι, είχαν στήσει ένα τραπέζι, είχαν ορίσει μια πίστα χορού, είχαν κάνει ετοιμασίες για διάφορα αγωνίσματα · κοντολογίς, είχαν φροντίσει για κάθε λογής διασκεδάσεις, ώστε να περάσουν καλά οι καλεσμένοι.
Π ο λ λ ά νεαρά κορίτσια από το Νότιγχαμ ομόρφαιναν με την παρουσία τους τη γιορτή του Ρομπέν των Δασών, και
83
μια ειλικρινής εγκαρδιότητα κυριαρχούσε στη χαρούμενη συγκέντρωση.
Η Μοντ και ο Γουίλιαμ, αγκαλιασμένοι, με το χαμόγελο στα χ ε ί λ η και την καρδιά γεμάτη χαρά, περπατούσαν μόνοι τους σ' ένα μονοπάτι απέναντι από την πίστα του χορού, όταν εμφανίστηκε μπροστά τους ο καλόγερος Τακ.
- Γενναίε μου Τακ, χαρούμενε Ζ ι λ , χοντρέ αδελφέ μου, φώναξε ο Γουίλ γελώντας, ήρθες κατά 'δώ για να περπατήσεις μαζί μας; Καλωσόρισες, Ζ ι λ , αγαπημένε φίλε μου, και κάνε μου τη χάρη να κοιτάξεις το θησαυρό της ψυχής μου, ό,τι πιο πολύτιμο έχω. Κοίταξε τούτο τον άγγελο, Ζ ι λ , και πες μου, υπάρχει άραγε στον κόσμο πλάσμα πιο γοητευτικό από την όμορφη μου Μοντ; Όμως, πρόσθεσε ο νεαρός άντρας, κοιτώντας με ενδιαφέρον το σκεφτικό πρόσωπο του καλόγερου, θαρρώ πως είσαι θ λ ι μ μ έ ν ο ς · τι έχεις; Έ λ α να μου πεις τον πόνο σου, θα προσπαθήσω να σε παρηγορήσω.
- Δεν έχω τίποτα να σου πω, Γουίλ, αποκρίθηκε ο καλόγερος με φωνή λίγο σπασμένη· είμαι πολύ ευχαριστημένος που βλέπω ότι εκπληρώθηκαν όλες οι πεθυμιές σου.
Αγκαλιασμένοι οι τρεις φίλοι, περπάτησαν μαζί για λίγο, μέχρι που τους φώναξε ο Ρομπέν, και πήγαν κοντά του.
Ο Ρομπέν είχε παρουσιάσει τον Τρανό στην Μπάρμπαρα, λέγοντας της πως αυτός ο λεβέντης ήταν ο σύζυγος που της είχε τάξει εδώ και καιρό· η Μπάρμπαρα, όμως, ε ίχε τινάξει νευριασμένη τις ξανθές μπούκλες της κι ε ίχε δηλώσει ότι δεν ή θ ε λ ε ακόμα να παντρευτεί.
Ο Ζανούλης που συνήθως δεν ήταν πολύ εκδηλωτικός, εκείνη την ημέρα φερόταν πολύ ευγενικά. Περιποιόταν συνέχεια την εξαδέλφη του Γουίνιφρεντ και εύκολα έβλεπε κανείς ότι οι δυο νέοι είχαν πολλά μυστικά να πουν ο ένας στον άλλο, γιατί μιλούσαν χαμηλόφωνα, χόρευαν αδιάκοπα μαζί και δεν έδιναν καμιά σημασία στους άλλους γύρω τους.
84
Όσο για την Κρίσταμπελ, το γλυκό πρόσωπο της ακτινοβολούσε από ευτυχ ία · ήταν ακόμα όμως τόσο συγκινημένη από τον απότομο χωρισμό με τον πατέρα της, τόσο εξασθενημένη από τις στενοχώριες που είχε περάσει, ώστε δεν είχε διάθεση για χορούς και παιχνίδια. Καθισμένη δίπλα στον Ά λ α ν Κλαρ, πάνω σ' ένα ανάχωμα με λογιών-λογιών πέπλα ολόγυρα και στρωμένο με λουλούδια, έμοιαζε με νεαρή βασίλισσα η οποία πρωτοστατούσε στη βασιλική γιορτή που έδινε για τους υπηκόους της.
Η Μαριάν, στηριγμένη τρυφερά στο μπράτσο του συζύγου της, περιφερόταν μαζί του στην πίστα του χορού.
- Θα έρθω να ζήσω μαζί σου, Ρομπέν, είπε κάποια στιγμή η νεαρή γυναίκα, και μέχρι την ευτυχισμένη στ ιγμή που θα σας δοθεί χάρη, θα μοιραστώ τις ταλαιπωρίες και τη μοναχική ζωή σας.
- Θα ήταν πιο φρόνιμο, καλή μου, να μείνεις στο Μπάρνσντε ϊλ .
- Ό χ ι , Ρομπέν, η καρδιά μου είναι μαζί σου και δεν θέλω ν' αφήσω την καρδιά μου.
- Δέχομαι με περηφάνια τη γενναία αφοσίωση σου, αγαπημένη μου γυναίκα, γλυκιά μου αγάπη, αποκρίθηκε ο νεαρός άντρας συγκινημένος. Θα κάνω ό,τι περνάει απ' το χέρι μου για να είσαι ικανοποιημένη και ευτυχισμένη στη νέα σου ζωή.
Ναι , δίχως άλλο, η ημέρα που παντρεύτηκε ο Ρομπέν των Δασών, ήταν μια ημέρα ευτυχίας και χαράς.
85
Ο Ιππότης της Κοιλάδας
Η Μαριάν κράτησε το λόγο της και, παρά τις τρυφερές αντιρρήσεις του Ρομπέν, έστησε το νοικοκυριό της κάτω από τα βαθύσκιωτα δέντρα του Σέργουντ. Ο Ά λ α ν Κλαρ που, όπως έχουμε πει, ε ίχε έναν υπέροχο πύργο στην κοιλάδα του Μάνσφελντ, δεν μπόρεσε να πείσει την αδελφή του να έρθει και να εγκατασταθεί εκεί μαζί με την Κρίσταμπελ. Η Μαριάν το 'χε πάρει απόφαση να μην αφήσει καθόλου τον σύζυγο της. Αμέσως μετά το γάμο του, ο Ά λ α ν είχε προτείνει στον Ερρίκο τον Β' να του πουλήσει τα κτήματα του στο Χάντιντοσαϊρ στα δύο τρίτα της αξίας τους, με τον όρο να επικυρώσει επισήμως την ένωση του με τη λαίδη Κρίσταμπελ Φ ι τ ζ Όλγουιν. Ο βασιλιάς, που αναζητούσε απεγνωσμένα κάθε ευκαιρία να ενώσει κάτω από το στέμμα του τα καλύτερα κτήματα της Α γ γ λ ί α ς , δέχτηκε την πρόταση και, με ειδικό διάταγμα, επικύρωσε το γάμο των δύο νέων. Ο Ά λ α ν Κ λ α ρ είχε υποβάλει το αίτημα του τόσο επιδέξια και διπλωματικά, κι ο βασιλιάς ήταν τόσο ευτυχισμένος που κατάφερε να διαπραγματευτεί με κέρδος τούτη την υπόθεση, ώστε όλα είχαν τελειώσει όταν ο επίσκοπος του Χέρ-φορντ και ο βαρόνος Φ ι τ ζ Όλγουιν έφτασαν στην Α υ λ ή .
Μέσα σε λ ίγες μόνο ώρες, ο ιερωμένος και ο Νορμανδός άρχοντας εξαγρίωσαν τον βασιλιά εναντίον του Ρομπέν των Δασών. Μ ε τ ά από επίμονο αίτημα τους, ο Ερρίκος ο Β' 86
έδωσε στον επίσκοπο το δικαίωμα να συλλάβει τον θρασύ-τατο παράνομο και να τον τιμωρήσει αλύπητα, δίχως καθυστέρηση, με την εσχάτη των ποινών.
Όσο οι δυο Νορμανδοί συνωμοτούσαν εναντίον του Ρομπέν, εκείνος, πανευτυχής, ζούσε ξέγνοιαστος και ήσυχος κάτω από τα καταπράσινα φύλλα του δάσους Σέργουντ.
Ο Κόκκινος Γουίλ, αφού είχε κερδίσει την πολυαγαπημένη του Μοντ, αισθανόταν ο πιο ευτυχής άνθρωπος του κόσμου. Όμοια με τον Ρομπέν και τη Μαριάν, ο Γουίλ και η γυναίκα του είχαν στήσει το νοικοκυριό τους μες στο δάσος, όπου ζούσαν όλοι μαζί αρμονικά και χαρούμενοι.
Την ημέρα που παντρεύτηκε ο Ρομπέν, πολλά κοριτσόπουλα του Νότιγχαμ ένιωσαν τις καρδιές τους να φλογίζονται. Καθώς χόρευαν, οι όμορφες κόρες της Εύας περιεργάζονταν κρυφά τους χαριτωμένους καβαλιέρους τους και ανα-ρωτιούνταν, έκπληκτες , πώς ήταν δυνατόν μέχρι σήμερα να τους φοβούνται· σκέφτονταν πως θα ήταν πολύ όμορφα να μοιραστούν μαζί τους, την περιπετειώδη ζωή των ριψοκίνδυνων συντρόφων. Άφησαν τούτη την κρυφή πεθυμιά να φωλιάσει στις αθώες καρδιές τους και οι άνθρωποι του δάσους, ενθουσιασμένοι, σκέφτηκαν αμέσως να επωφεληθούν όσο γινόταν καλύτερα απ' αυτή την κατάσταση.
Π ο λ ύ σύντομα, τα όμορφα κορίτσια του Νότιγχαμ, διαπίστωσαν ότι τόσο τα λόγια των αντρών του Ρομπέν των Δασών, όσο και τα βλέμματα τους εκφράζανε μια ακατανίκητη γοητεία.
Αποτέλεσμα αυτής της ανακάλυψης ήταν να πνιγεί στη δουλειά ο αδελφός Τακ, αφού από το πρωί ως το βράδυ ευλογούσε γάμους. Καθώς ήταν φυσικό, ο αγαθός καλόγερος αναρωτήθηκε μήπως αυτοί οι απανωτοί γάμοι ήταν μια πρωτόγνωρη επιδημία, και πόσοι ακόμα θα κολλούσαν. Το ερώτημα του, όμως, έμεινε αναπάντητο. Η μανία των γά-
87
μων έφτασε στο απόγειο της κι ύστερα καταλάγιασε · οι γάμοι άρχισαν να λιγοστεύουν· ωστόσο, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι τα συμπτώματα ήταν εξαιρετικά έντονα και ότι έτσι εξακολουθούν να είναι και στις μέρες μας.
Η μικρή παροικία του δάσους, λοιπόν, ζούσε ευτυχισμένα. Η σπηλιά, για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει , ήταν χωρισμένη σε κελιά και δώματα που τα χρησιμοποιούσαν μόνο για ύπνο. Τ ις ώρες της σχόλης και του φαγητού μαζεύονταν στα μεγάλα ξέφωτα, και μόνο το χειμώνα κατέβαιναν στο υπόγειο κρησφύγετο. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πόσο ειρηνικά και ήρεμα ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι. Ήταν, όλοι τους σχεδόν, Σάξονες και δεμένοι μεταξύ τους όπως τα μέλη μιας οικογένειας, αφού οι περισσότεροι είχαν υποφέρει σκληρά από την καταπίεση των Νορμανδών εισβολέων.
Δυο κοινωνικές τάξεις έδιναν περισσότερο φόρο υποτέλειας στη συμμορία του Ρομπέν των Δασών: οι πλούσιοι Νορμανδοί άρχοντες και οι ιερωμένοι. Οι πρώτοι, επειδή είχαν κλέψει από τους Σάξονες τους τίτλους ευγενείας και την κληρονομιά των πατεράδων τους· οι δεύτεροι, επειδή αύξαιναν αδιάκοπα, σε βάρος του λαού, τα ήδη σημαντικά πλούτη τους. Ο Ρομπέν φορολογούσε τους Νορμανδούς, αλλά αυτούς τους φόρους -πολύ υψηλούς, αλήθε ια- τους έπαιρνε χωρίς μάχες ή αιματοχυσίες. Οι άντρες του ακολουθούσαν πιστά τις διαταγές του νεαρού αρχηγού τους, γιατί τιμωρούσε την ανυπακοή με την ποινή του θανάτου. Α υ τ ή η αυστηρή πειθαρχία είχε δώσει μια εξαίρετη φήμη στο στρατό του Ρομπέν των Δασών, ο οποίος ήταν γνωστός για τον τίμιο και ιπποτικό χαρακτήρα του. Οι Νορμανδοί επιχείρησαν πολλές φορές ν' αναγκάσουν τους εύθυμους άντρες να εγκαταλείψουν το κρησφύγετο τους, μάταια, όμως. Τελικά, απηυδισμένοι από έναν αγώνα χωρίς αποτέλεσμα, έπαψαν να τους καταδιώκουν, και η αδιαφορία του Ερρίκου του Β' υποχρέωσε τους Νορμανδούς να ζουν σαν γείτονες με τους επικίνδυνους εχθρούς τους. 88
Μέσα στο πανέμορφο δάσος του Σέργουντ, η Μαριάν είχε βρει πολλούς τρόπους να περνάει τις ώρες της και να διασκεδάζει: άλλοτε περπατούσε με τον σύζυγο της στα όμορφα φιδωτά μονοπάτια του δάσους και άλλοτε έπαιζε τα παιχνίδια που συνήθιζαν τότε. Χάρη στον Ρομπέν, είχε αποκτήσει μια σπάνια και πολύτιμη συλλογή από γεράκια, και περνούσε ώρες ατελείωτες μαζί τους, να τα φροντίζει και να τα εκπαιδεύει. Ωστόσο, πιότερο από καθετί άλλο, η Μαριάν προτιμούσε να παίζει με το τόξο. Ακούραστος, υπομονετικός, ο Ρομπέν δίδασκε στη νεαρή γυναίκα του όλα τα μυστικά της τοξοβολίας. Η Μαριάν παρακολουθούσε με επιμονή τα μαθήματα και κανένας μαθητής δεν ήταν ποτέ πιο υπάκουος και προσεχτικός από εκείνη· έτσι, έγινε γρήγορα μια τοξότρια πρώτης τάξεως.
Ένας χρόνος κύλησε, ένας χρόνος γεμάτος χαρά, ευτυχία και γιορτές. Ο Α λ α ν του Β α λ (έτσι θ' αποκαλούμε πια τον ιππότη με το όνομα της περιοχής όπου βρίσκονταν τα κτήματα του) είχε γίνει πατέρας, αφού είχε δεχτεί απ' τον Θεό την ευλογία μιας κόρης· ο Ρομπέν και ο Γουίλιαμ είχαν ο καθένας από έναν υπέροχο γιο και γιόρτασαν αυτά τα χαρούμενα γεγονότα με φαγοπότια και χορούς.
Ένα πρωί, ο Ρομπέν των Δασών, ο Κόκκινος Γουίλ και ο Ζανούλης είχαν συγκεντρωθεί κάτω από μια βελανιδιά, που την ονόμαζαν Δέντρο της Σύναξης, γιατί τη χρησιμοποιούσαν κάθε φορά ως σημείο συγκέντρωσης του στρατού τους, όταν ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος θόρυβος.
- Κάντε ησυχία! είπε ξαφνικά ο Ρομπέν. Ακούω πέταλα αλόγου στο ξέφωτο. Πηγαίνετε να δείτε μήπως μας έρχεται κάποιος καλεσμένος· καταλαβαίνεις τι εννοώ, Ζανούλη;
- Βεβαίως, και θα σου φέρω τον καβαλάρη, αν αξίζει την τ ιμή να μοιραστεί το γεύμα σου.
- Θα 'ναι διπλά καλοδεχούμενος, συνέχισε ο Ρομπέν γελώντας, γιατί έχω αρχίσει να πεινάω φοβερά.
89
Ο Ζανούλης και ο Γουίλ γλίστρησαν μέσα απ' την πυκνή βλάστηση προς το μονοπάτι που ακολουθούσε ο ταξιδιώτης, και πολύ γρήγορα κατάφεραν να τον εντοπίσουν.
- Μα την άγια λειτουργία! Αυτός ο φτωχοδιάβολος έχει τα χάλια του και πάω στοίχημα ότι δεν νοιάζεται και τόσο για την περιουσία του.
- Ναι, ομολογώ ότι ο καβαλάρης μας δείχνει να έχει τα χάλια του, συμφώνησε ο Ζανούλης, Ίσως, όμως, το φτωχό παρουσιαστικό του να είναι μασκαριλίκι, για να μπορέσει να διασχίσει ατιμώρητος το δάσος του Σέργουντ.
- Μπορεί να ξέρει να κρύβεται, εμείς όμως θα του δείξουμε πως είμαστε πιο πονηροί από την αφεντιά του.
Μολονότι φορούσε στολή ιππότη, η πρώτη ματιά που έριχνες στον ταξιδιώτη σ' έκανε να τον λυπάσαι. Τα ρούχα του κυμάτιζαν ακατάστατα, θαρρείς και η θ λ ί ψ η τον έκανε να παραμελεί την εμφάνιση του.
Η βαθιά φωνή του Ζανούλη έβγαλε απότομα τον ξένο από την ονειροπόληση του,
- Καλημέρα, ξένε! φώναξε ο φίλος μας, προβάλλοντας μπροστά στον ταξιδιώτη. Καλωσόρισες στο πράσινο δάσος· σε περιμέναμε με ανυπομονησία.
- Με περιμένατε; ρώτησε ο άγνωστος κι έριξε στο χαρούμενο πρόσωπο του Ζανούλη ένα βλέμμα γεμάτο θλ ίψη .
- Μάλιστα, άρχοντα, συνέχισε ο Κόκκινος Γουίλ, ο κύπριος μας σε γυρεύει παντού, περιμένει εδώ και τρεις ώρες να έρθεις, για να καθίσεις στο τραπέζι.
- Μα κανείς δεν ήξερε πως θα περνούσα από 'δώ, αποκρίθηκε ο ξένος απορημένα. Κάνετε λάθος, δεν είμαι εγώ ο καλεσμένος που περιμένει ο κύριος σας.
- Με το συμπάθειο, άρχοντα μου, αλλά εσύ είσαι· έμαθε ότι θα περνούσες σήμερα από το δάσος του Σέργουντ.
- Αδύνατον, αδύνατον, επανέλαβε ο ξένος. - Α λ ή θ ε ι α σου λέμε , επέμενε ο Γουίλ.
90
- Και πώς λέγεται ο κύριος σας, που φέρεται τόσο ευγενικά απέναντι σ' έναν φτωχό ταξιδιώτη;
- Ρομπέν των Δασών, απάντησε ο Ζανούλης, κρύβοντας ένα χαμόγελο.
- Ρομπέν των Δασών, ο διάσημος άνθρωπος του δάσους; ρώτησε ο ξένος φανερά έκπληκτος.
- Ακριβώς, άρχοντα μου. - Ε δ ώ και καιρό μού μιλούν γι ' αυτόν, πρόσθεσε ο ταξι
διώτης, και η ευγενική συμπεριφορά του μου εμπνέει ειλικρινά τη συμπάθεια. Χαίρομαι ειλικρινά που θα 'χω την ευκαιρία να βρεθώ κοντά στον Ρομπέν των Δασών έχει πολύ τίμια και πιστή καρδιά. Δέχομαι , λοιπόν, με χαρά την ευγενική του πρόσκληση, αν και δεν μπορώ να καταλάβω πώς έμαθε ότι θα περνούσα από τα μέρη του.
- Θα σου το πει ο ίδιος, με μ ε γ ά λ η του ευχαρίστηση, αποκρίθηκε ο Ζανούλης.
- Τότε , ας γίνει όπως θέλετε , γενναίοι άνθρωποι του δάσους· προχωρήστε μπροστά κι εγώ θα σας ακολουθήσω.
Ο Ζανούλης έπιασε το μουλάρι του ταξιδιώτη από τα χαλινάρια και το οδήγησε στο μονοπάτι που κατέληγε στο σταυροδρόμι, όπου περίμενε ο Ρομπέν των Δασών. Ο Γουίλ ερχόταν πίσω από τον ταξιδιώτη.
Ο Ζανούλης πίστευε ακράδαντα πως αυτό το θλιβερό και φτωχικό παρουσιαστικό ήταν μια μεταμφίεση, που είχε σκαρφιστεί ο ταξιδιώτης, για την περίπτωση κακού συναπαντήματος. Ο Γουίλιαμ, από την άλλη , σκεφτόταν, πιο σωστά ίσως, πως ο ταξιδιώτης ήταν ένας κακομοίρης, απ' τον οποίο δεν θα είχαν άλλο κέρδος, παρά να τον δουν να τρώει ένα πλούσιο δείπνο.
Ο ξένος και οι συνοδοί του δεν άργησαν να φτάσουν μπροστά στον Ρομπέν, ο οποίος χαιρέτησε τον νεοφερμένο και, έκπληκτος με την-άθλια εμφάνιση του, βάλθηκε να τον περιεργάζεται καθώς εκείνος διόρθωνε όπως όπως τα φτωχικά του ρούχα. Ένα ύφος υπέρτατης αξιοπρέπειας συνόδευε τις
91
κινήσεις του αγνώστου και ο Ρομπέν κατέληξε γρήγορα στο ίδιο συμπέρασμα με τον Ζανούλη: ότι, δηλαδή, ο ταξιδιώτης παράσταινε τον μελαγχολικό και πως με τα φθαρμένα ρούχα του ήθελε να προστατέψει το πουγκί του. Ωστόσο, ο νεαρός αρχηγός υποδέχτηκε ανοιχτόκαρδα τον θλιμμένο άγνωστο, του πρόσφερε κάθισμα και πρόσταξε έναν από τους άντρες του να φροντίσει το μουλάρι του.
Σέρβιραν ένα εξαίσιο γεύμα πάνω στο γρασίδι και, όπως λέει ένα παλιό τραγούδι:
«Ψωμί, κρασί και ζαρκαδιου κοψίδια άφθονα προσφέρθηκαν
κανείς δεν έλειπε απ' τους καλεσμένους του δάσους, ως και τα πουλάκια ευφράνθηκαν...»
Μετά το γεύμα, ο Ρομπέν και ο «καλεσμένος» του ξάπλωσαν κάτω απ' τα πυκνά φυλλώματα των ψηλών δέντρων κι άρχισαν να μιλούν ανοιχτόκαρδα. Οι απόψεις που διατύπωνε ο ιππότης για τους ανθρώπους και τα πράγματα προξένησαν καλή εντύπωση στον Ρομπέν, ο οποίος, ωστόσο, δεν μπορούσε να πιστέψει πως η φτωχική εμφάνιση του καλεσμένου του ήταν αληθινή. Α π ' όλα τα ελαττώματα, ο Ρομπέν σιχαινόταν το ψέμα· ο ειλικρινής και ανοιχτός χαρακτήρας του δεν ανεχόταν την πονηριά. Έτσ ι , παρά την εκτίμηση που αισθανόταν πια για τον ιππότη, αποφάσισε να τον αναγκάσει να πληρώσει -και με το παραπάνω- την αξία του γεύματος. Δεν άργησε να του παρουσιαστεί η ευκαιρία όταν ο ξένος, αφού είπε διάφορα εναντίον της ανθρώπινης αχαριστίας, πρόσθεσε:
- Νιώθω τόση περιφρόνηση γ ι ' αυτό το ελάττωμα, που δεν μου κάνει πια καμιά εντύπωση· σας διαβεβαιώνω, όμως, ότι εγώ δεν θα φανώ ποτέ αχάριστος. Επίτρεψέ μου, Ρομπέν των Δασών, να σ' ευχαριστήσω από βάθους καρδιάς για τη φιλική σου υποδοχή, κι αν ποτέ η τύχη σε φέρει κοντά στο 92
μοναστήρι της Αγιας Μαρίας,, μην ξεχάσεις ότι στον πύργο της Κοιλάδας θα βρεις στοργική και εγκάρδια φιλοξενία.
- Αρχοντα ιππότη, αποκρίθηκε ο νεαρός άντρας, εκείνοι που υποδέχομαι μες στο καταπράσινο δάσος, δεν επιβαρύνονται ποτέ με τη δική μου επίσκεψη. Σε όσους έχουν πραγματικά ανάγκη από ελεημοσύνη κι ένα καλό γεύμα, προσφέρω ευχαρίστως μια θέση στο τραπέζι μου· δεν είμαι, όμως, τόσο γενναιόδωρος με τους ταξιδιώτες που μπορούν να πληρώσουν για τη φιλοξενία μου. Θα φοβόμουν μήπως πληγώσω την περηφάνια ενός ανθρώπου που έχει όλα τ' αγαθά της γης, αν του έδινα δωρεάν τα κυνήγια μου και το κρασί μου. Θεωρώ πως είναι πιο σωστό για εκείνον και για μένα, να του πω: «Τούτο το δάσος είναι ένα πανδοχείο, εγώ είμαι ο κάπελας και σερβιτόροι είναι οι εύθυμοι άντρες μου. Σαν ευγενικός επισκέπτης, πλήρωσε ελεύθερα γι ' αυτά που κατανάλωσες».
Ο ιππότης έβαλε τα γέλια. - Να, είπε, μια ευχάριστη άποψη των πραγμάτων κι ένας
έξυπνος τρόπος να εισπράττεις φόρους. Πριν από λίγες μέρες, άκουσα να παινεύουν τον ευγενικό τρόπο με τον οποίο ξεφορτώνεις τους ταξιδιώτες από τα περίσσια πλούτη τους· ποτέ, όμως, δεν μου το 'χαν εξηγήσει τόσο ξεκάθαρα.
- Ωραία, λοιπόν, άρχοντα ιππότη, θα σου το εξηγήσω ακόμα καλύτερα!
Μ' αυτά τα λόγια, ο Ρομπέν πήρε το βούκινο και το έφερε στα χ ε ί λ η του. Ο Ζανούλης και ο Κόκκινος Γουίλ έτρεξαν αμέσως στο κάλεσμα.
- Κύριε ιππότη, συνέχισε ο Ρομπέν των Δασών, εδώ τελειώνει η φιλοξενία· πλήρωσε, σε παρακαλώ, οι ταμίες μου περιμένουν τα χρήματα σου.
- Αφού θεωρείς ότι το δάσος είναι πανδοχείο, τότε κι ο λογαριασμός βγαίνει ανάλογα με την έκταση του; ρώτησε ο ιππότης με ήρεμη φωνή.
- Ακριβώς.
93
- Και χρεώνεις τις ίδιες τιμές σε έναν ιππότη, έναν βαρόνο, έναν δούκα κι έναν Ά γ γ λ ο ευπατρίδη;
- Τ ις ίδιες, αποκρίθηκε ο Ρομπέν των Δασών, κι έτσι πρέπει· δεν θα 'θελες, φαντάζομαι, ένας φτωχός χωριάτης σαν εμένα να φιλοξενήσει δωρεάν έναν ιππότη με οικόσημο, έναν κόμη, έναν δούκα ή έναν πρίγκιπα! Δεν θα ήταν διόλου καθωσπρέπει.
- Έ χ ε ι ς μεγάλο δίκιο, αγαπητέ μου οικοδεσπότη. Φοβάμαι, όμως, ότι θα σχηματίσεις πολύ άσχημη γνώμη για τον καλεσμένο σου, όταν ακούσεις ότι μοναδική του περιουσία είναι δέκα τάλιρα.
- Θα μου επιτέψεις ν' αμφισβητήσω αυτόν τον ισχυρισμό, ιππότη, αποκρίθηκε ο Ρομπέν.
- Α γ α π η τ έ μου οικοδεσπότη, καλώ τους συντρόφους σου να ψάξουν στα ρούχα μου, για να βεβαιωθούν ότι λέω τη σκληρή αλήθεια.
Ο Ζανούλης, που σπάνια έχανε την ευκαιρία να δείξει τη σβελτάδα του, βιάστηκε να υπακούσει.
- Ο ιππότης λέει αλήθεια, φώναξε ο Ζανούλης απογοητευμένος. Έ χ ε ι μόνο δέκα τάλιρα.
- Κι αυτό το ασήμαντο ποσό αντιπροσωπεύει τούτη τη στ ιγμή όλη την περιουσία μου, πρόσθεσε ο ξένος.
- Ώστε καταβρόχθισες όλη την κληρονομιά σου; ρώτησε ο Ρομπέν γελώντας. Ή μήπως αυτή η κληρονομιά δεν ήταν μεγάλη ;
- Η περιουσία μου ήταν σημαντική, απάντησε ο ιππότης, και δεν τη σπατάλησα καθόλου.
- Μα πώς γίνεται, τότε, να είσαι τόσο φτωχός; Θα πρέπει κι εσύ να παραδεχτείς πως η τωρινή σου κατάσταση μοιάζει να είναι αποτέλεσμα ασωτίας.
- Τα φαινόμενα απατούν, αλλά για να σας δώσω να καταλάβετε τη συμφορά μου, πρέπει να σας διηγηθώ μια θλ ι βερή ιστορία. -
94
- Άρχοντα ιππότη, σ' ακούω με όλη μου την καρδιά και αν μπορώ να φανώ χρήσιμος, είμαι στη διάθεση σου.
- Ξέρω, ευγενικέ Ρομπέν των Δασών, ότι συμπαθείς και προστατεύεις γενναιόδωρα τους καταπιεσμένους...
- Άρχοντα, μη χάνουμε χρόνο, σε παρακαλώ... ας ασχοληθούμε με τα πράγματα που μας ενδιαφέρουν.
- Λέγομαι Ρίτσαρντ, άρχισε ο ξένος, κι η φαμελιά μου κρατάει από τον βασιλιά Έθελρεντ .
- Τότε , είσαι Σάξονας; είπε ο νεαρός άντρας. - Μάλιστα, και η αριστοκρατική καταγωγή μου στάθη
κε αφορμή για πολλές συμφορές. - Επίτρεψέ μου να σφίξω το χέρι ενός αδελφού, φώναξε ο
Ρομπέν των Δασών μ' ένα χαρούμενο χαμόγελο στα χε ίλη . Οι Σάξονες, πλούσιοι ή φτωχοί, είναι ευπρόσδεκτοι δωρεάν στο δάσος του Σέργουντ.
Ο ιππότης ανταποκρίθηκε με θέρμη στο αγκάλιασμα του οικοδεσπότη του και συνέχισε:
- Με αποκαλούν Ρίτσαρντ της Κοιλάδας, γιατί ο πύργος μου βρίσκεται στη μέση μιας μεγάλης έκτασης, δυο μίλια περίπου από το μοναστήρι της Αγ ίας Μαρίας. Παντρεύτηκα αρκετά νέος, με μια γυναίκα που την αγαπούσα από την πολύ τρυφερή μου ηλικία κι ο Θεός ευλόγησε την ένωση μας με ένα γιο. Ποτέ , πατέρας και μητέρα δεν αγάπησαν το παιδί τους όπως εμείς αγαπάμε τον Χέρμπερτ μας, και ποτέ ένα παιδί δεν άξιζε περισσότερο αυτή την υπερβολική αγάπη. Ε ίχαμε πολλά πάρε-δώσε με το μοναστήρι της Αγίας Μαρίας κι είχα δεθεί πολύ στενά με τους μοναχούς. Μια μέρα, ένας δόκιμος μοναχός, που του είχα δείξει τη συμπάθεια μου, ζήτησε να μου μιλήσει κι αφού με πήρε παράμερα, μου είπε:
»- Σερ Ρίτσαρντ, σήμερα είναι η παραμονή της μέρας που θα δώσω όρκο αμετάκλητο· αύριο θ' αποχωριστώ για πάντα τα εγκόσμια κι αφήνω δίπλα στον τάφο της μητέρας μου μια
95
δύστυχη ορφανή, χωρίς περιουσία και χωρίς στήριγμα. Έ χ ω αφιερώσει όλη μου τη ζωή στον Θεό, κι ελπίζω οι στερήσεις της μονής να μου δώσουν το κουράγιο ν' αντέξω για λίγα χρόνια ακόμα το βάρος της ζωής. Σας ζητώ, στο όνομα της θείας Πρόνοιας, να λυπηθείτε τη δύστυχη κορούλα μου.
»- Αγαπημένε μου αδελφέ, είπα στον δύστυχο, σ' ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου και, εφόσον αποθέτεις τις ελπίδες σου σ' εμένα, δεν πρόκειται να σε απογοητεύσω· η κόρη σου θα γίνει και δική μου κόρη.
»— Ο αδελφός, συγκινημένος απ' αυτό που αποκάλεσε «γενναιοδωρία μου», με ευχαρίστησε θερμά και, μετά από δική μου παράκληση, έστειλε να φέρουν την κορούλα του. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο συγκινήθηκα, όταν αντίκρισα αυτό το παιδί. Ήταν δώδεκα χρόνων, λ ε π τ ή , ψ η λ ή , εξαιρετικά κομψή με μακριά, ξανθά μαλλιά που σκέπαζαν με μεταξένιες μπούκλες τους χαριτωμένους ώμους της. Μόλις μπήκε στην αίθουσα όπου την περίμενα, χαιρέτησε ευγενικά και στύλωσε στο πρόσωπο μου τα μεγάλα, μελαγχολικά μάτια της. Όπως καταλαβαίνεις, αγαπητέ μου οικοδεσπότη , αυτό το χαριτωμένο κορίτσι μού έκλεψε την καρδιά· πήρα τα χέρια της στα δικά μου και της έδωσα ένα πατρικό φιλί στο μέτωπο.
»- Β λ έ π ε τ ε κι εσείς, σερ Ρίτσαρντ, μου είπε ο καλόγερος, αυτό το τρυφερό παιδί αξίζει μια στοργική προστασία.
»- Ναι , αδελφέ μου, και ομολογώ ότι ποτέ στη ζωή μου τα μάτια μου δεν θαύμασαν πιο γοητευτικό πλάσμα.
»- Η Λ ί λ α μοιάζει πολύ με τη δύστυχη μητέρα της, μου αποκρίθηκε ο καλόγερος, και όποτε τη βλέπω η θ λ ί ψ η μου μεγαλώνει, απομακρύνει το πνεύμα μου από τα πράγματα τ' ουρανού, φέρνει τις σκέψεις μου στο τρυφερό πλάσμα που κοιμάται κάτω από την κρύα ταφόπετρα. Υιοθετήστε το αγαπημένο μου παιδί, σερ Ρίτσαρντ, δεν θα μετανιώσετε ποτέ γ ι ' αυτή τη φιλάνθρωπη πράξη. Η Λ ί λ α έχει εξαίρετα 96
προτερήματα, αξιαγάπητο χαρακτήρα, είναι ευλαβική, τρυφερή και καλή.
»- Θα είμαι ο πατέρας της, ένας τρυφερός πατέρας, αποκρίθηκα συγκινημένος.
»- Η καημένη η μικρούλα μάς άκουγε έκπληκτη και, κοιτάζοντας ανήσυχη με τα μεγάλα γαλάζια μάτια της μια εμένα και μια τον πατέρα της, είπε:
» - Πατέρα μου, θέλετε.. . »- Θ έ λ ω την ευτυχία σου, αγαπημένη μου κόρη, αποκρί
θηκε ο καλόγερος. Εμε ίς , πρέπει να χωρίσουμε. »- Δεν θα προσπαθήσω να σου περιγράψω, αγαπητέ μου
οικοδεσπότη, τη συγκινητική σκηνή που ακολούθησε μετά τις εξηγήσεις που έδωσε ο καλόγερος στο απαρηγόρητο παιδί του· έκλαψε κι εκείνος μαζί της και όταν ο δυστυχής μού έκανε ένα νεύμα, πήρα τη Λ ίλα από την αγκαλιά του και την οδήγησα έξω από το μοναστήρι. Τις πρώτες μέρες που εγκαταστάθηκε στον πύργο, η Λίλα ήταν θλ ιμμένη και ανήσυχη· ο χρόνος, όμως, και η ευγενική συντροφιά του γιου μου, Χέρ-μπερτ, κατόρθωσαν να απαλύνουν τον πόνο της. Τα δυο παιδιά μεγάλωσαν το ένα δίπλα στο άλλο και όταν η Λίλα έγινε δεκαέξι χρόνων και ο Χέρμπερτ είκοσι, κατάλαβα ότι αγα-πιούνταν πολύ τρυφερά.
»- Αυτές οι νεανικές καρδιές, είπα τότε στη γυναίκα μου, δεν έχουν γνωρίσει τη θλίψη· ας τις προστατεύσουμε από τις παγίδες της. Ο Χέρμπερτ λατρεύει τη Λ ί λ α κι εκείνη, από τη μεριά της, αγαπάει με πάθος τον αγαπημένο μας γιο. Δεν μας ενδιαφέρει διόλου η καταγωγή της· μπορεί ο πατέρας της να ήταν άλλοτε ένας φτωχός Σάξονας αγρότης, σήμερα όμως είναι ένας άγιος άνθρωπος. Χάρη στις φροντίδες μας, η Λ ίλα έχει όλα τα. προτερήματα που ομορφαίνουν το φύλο της: αγαπάει τον Χέρμπερτ, θα του είναι πιστή σύντροφος.
»- Η γυναίκα μου συμφώνησε μ' όλη την καρδιά της να παντρευτούν τα δυο παιδιά μας, και τ' αρραβωνιάσαμε την
97
ίδια κιόλας μέρα. Η στιγμή που είχαμε ορίσει γ ι ' αυτή την ευτυχισμένη ένωση πλησίαζε, όταν ένας Νορμανδός ιππότης, ιδιοκτήτης μιας μικρής περιοχής κοντά στο Λάνκα-σαϊρ, ήρθε να επισκεφθεί το μοναστήρι της Αγ ίας Μαρίας. Αυτός ο Νορμανδός είχε δει κι ε ίχε θαυμάσει τον πύργο μου · τον κυρίευσε μεμιάς ο πόθος να τον κάνει δικό του. Χ ω ρίς να δείξει αυτή τη σφοδρή λαχτάρα του, κατάφερε να μάθει πως είχα υπό την πατρική προστασία μου ένα κορίτσι της παντρειάς. Λογαριάζοντας ότι θα έδινα ένα μέρος της περιουσίας μου σαν προίκα στη Λίλα, ο Νορμανδός εμφανίστηκε μια ωραία μέρα στην πύλη μου και, με το πρόσχημα να επισκεφθεί τον πύργο, κατόρθωσε να μπει στον στενό οικογενειακό μας κύκλο. Όπως σου είπα, Ρομπέν, η Λ ίλα είναι εξαιρετικά όμορφη και η παρουσία της πυρπόλησε τη φαντασία του επισκέπτη μου· ήρθε ξανά στον πύργο και μου εκμυστηρεύτηκε τον έρωτα του για τη μνηστή του γιου μου. Δεν αρνήθηκα την ευγενική προσφορά του Νορμανδού, αλλά τον πληροφόρησα για τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η νεαρή κοπέλα, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι η Λ ί λ α ήταν ελεύθερη να δώσει το χέρι της σε όποιον ήθελε εκείνη. Την βρήκε, λοιπόν, και της μίλησε. Η Λ ίλα αρνήθηκε ευγενικά, αλλά οριστικά: αγαπούσε τον Χέρμπερτ. Ο Νορμανδός εξοργίστηκε κι έφυγε από τον πύργο, απειλώντας να μας εκδικηθεί για την αυθάδειά μας, όπως είπε. Στην αρχή, γελάσαμε με τις απειλές του. Γρήγορα, όμως, τα γεγονότα μάς έδειξαν ότι μιλούσε σοβαρά.
»- Δυο μέρες μετά την αναχώρηση του Νορμανδού, ο πρωτότοκος γιος ενός από τους ανθρώπους μου ήρθε να μου πει πως ε ίχε συναντήσει, τέσσερα μίλια περίπου μακριά από τον πύργο, τον ξένο που με ε ίχε επισκεφθεί, να μεταφέρει στα μπράτσα του τη δύστυχη κόρη μου, που έκλαιγε. Αυτά τα νέα μάς έριξαν σε φριχτή απελπισία· δεν μπορούσα να το
98
πιστέψω, εκείνο το παιδί όμως μου έδωσε αδιάσειστες αποδείξεις για τη συμφορά που μας είχε βρει.
»- Σερ Ρίτσαρντ, μου είπε, σας λέω την αλήθεια, και ακούστε πώς βεβαιώθηκα για την απαγωγή της μις Λίλα. Καθόμουν στην άκρη του δρόμου, όταν ένας καβαλάρης, που κρατούσε σφιχτά μπροστά του, πάνω στ' άλογο, μια γυναίκα η οποία έκλαιγε, και που τον ακολουθούσε ο υπηρέτης του, σταμάτησε λίγα βήματα μακριά μου· είχε σπάσει η σαγή του αλόγου του και με φώναξε άγρια να τον βοηθήσω. Πλησίασα και είδα τη μις Λίλα να στρίβει τα χέρια της για να τ' απελευθερώσει. «Φτιάξε τα χαλινάρια», μου είπε απότομα ο καβαλάρης. Υπάκουσα και, χωρίς να με δει, έκοψα το λουρί της σέλας· μετά, κάνοντας πως κοιτάζω αν τα χαλινάρια ήταν εντάξει, κατάφερα να μπήξω ένα πετραδάκι σε μια οπλή του αλόγου. Ύστερα, ήρθα τρέχοντας να σας ειδοποιήσω.
»- Ο γιος μου, ο Χέρμπερτ, δεν χρειάστηκε ν' ακούσει περισσότερα - κατέβηκε στους στάβλους, σέλωσε ένα άλογο κι έφυγε καλπάζοντας. Η κατεργαριά του νεαρού αγρότη έπιασε τόπο κι όταν ο Χέρμπερτ έφτασε τον Νορμανδό, εκείνος είχε πέσει από τ' άλογο. Έ γ ι ν ε μια τρομερή μονομαχία ανάμεσα σ' αυτόν και τον γιο μου· το δίκαιο όμως θριάμβευσε και ο γιος μου σκότωσε τον απαγωγέα. Μόλις έγινε γνωστός ο θάνατος του Νορμανδού, έστειλαν ένα τσούρμο στρατιώτες για να βρουν τον γιο μου. Έκρυψα τον Χέρμπερτ κι έστειλα στον βασιλιά μια ταπεινή παράκληση. Πληροφόρησα τη Μ ε γαλειότητα του για την ελεεινή συμπεριφορά του Νορμανδού, περιέγραψα πώς μονομάχησε ο γιος μου με τον εχθρό του και πώς τον σκότωσε. Ο βασιλιάς μού πρότεινε να εξαγοράσω τη χάρη του Χέρμπερτ, πληρώνοντας σημαντικά λύτρα. Ευτυχισμένος με τη μεγαλοψυχία του βασιλιά, φρόντισα αμέσως να ικανοποιήσω την επιθυμία του. Έτσ ι , άδειασα το σεντούκι μου, πούλησα τα σερβίτσια και τα έπιπλα μου, αλλά ακόμα κι όταν τα έδωσα όλα, μου έλειπαν ακόμα
99
τετρακόσια χρυσά σκούδα. Τότε , ο αβάς της Αγίας Μαρίας μού πρότεινε να μου δανείσει, με εξασφάλιση μια υποθήκη, το ποσό που χρειαζόμουν· εννοείται ότι δέχτηκα με χαρά την ευγενική του προσφορά. Συμφωνήσαμε, λοιπόν, για να πάρω το δάνειο, να του πουλήσω εικονικά τα κτήματα μου, από τα οποία θα είχε τα έσοδα για έναν ολόκληρο χρόνο. Αν την τελευταία μέρα του δωδέκατου μήνα εκείνου του χρόνου δεν του επέστρεφα τα τετρακόσια χρυσά σκούδα, όλη μου η περιουσία θα γινόταν δική του. Τώρα ξέρεις σε ποια κατάσταση βρίσκομαι, αγαπητέ μου οικοδεσπότη, κατέληξε ο ιππότης. Πλησιάζει η μέρα που λήγε ι η προθεσμία κι εγώ έχω όλα κι όλα δέκα τάλιρα.
- Πιστεύεις ότι ο αβάς της Αγ ίας Μαρίας θ' αρνηθεί να σου δώσει προθεσμία για να εξοφλήσεις τα χρέη σου; ρώτησε ο Ρομπέν των Δασών.
- Αλίμονο, είμαι σίγουρος ότι δεν θα μου δώσει ούτε ώρα παραπάνω, ούτε ένα λεπτό. Αν δεν του μετρήσω μέσα στη συγκεκριμένη προθεσμία ακόμα και το τελευταίο σκούδο, τα κτήματα μου θα γίνουν δικά του. Ζήτησα βοήθεια απ' αυτούς που, όταν ήμουν πλούσιος, έλεγαν πως ήταν φίλοι μου, αλλά οι μισοί μού αρνήθηκαν παγερά κι οι άλλοι μισοί με αγνόησαν δεν έχω κανέναν φίλο, Ρομπέν, είμαι τελείως μόνος.
Τελειώνοντας, ο ιππότης έκρυψε το πρόσωπο του μες στα χέρια του που έτρεμαν κι ένας λυγμός .ξέφυγε από τα χείλια του,
- Σερ Ρίτσαρντ, είπε ο Ρομπέν των Δασών, με λύπησε πολύ η ιστορία σου. Ωστόσο, ο Θεός είναι μεγάλος και νομίζω ότι τούτη κιόλας τη στιγμή, σου στέλνει τη βοήθεια του απ' τον ουρανό.
- Α χ , στέναξε ο ιππότης, αν είχα λίγο χρόνο ακόμα, ίσως κατάφερνα να εξοφλήσω τα χρέη μου. Δυστυχώς, όμως, η μόνη εγγύηση που μπορώ να προσφέρω είναι μια ευχή στην Παρθένα Μαρία.
100
- Δέχομαι την εγγύηση, είπε ο Ρομπέν, και στο όνομα της Αγίας Μητέρας του Θεού, της προστάτιδας μας, θα σου δανείσω τα τετρακόσια χρυσά σκούδα που χρειάζεσαι.
Ο ιππότης έβγαλε μια κραυγή. - Εσύ , Ρομπέν των Δασών! Α, να 'σαι χίλ ιες φορές ευ
λογημένος! Ορκίζομαι, με όλη την ειλικρίνεια της καρδιάς μου, ότι θα σου επιστρέψω αυτό το ποσό.
- Το ελπίζω, ιππότη. Ζανούλη, πρόσθεσε ο Ρομπέν, ξέρεις την κρυψώνα του θησαυρού - μιας κι είσαι ο ταμίας του δάσους, πήγαινε να μου φέρεις τετρακόσια σκούδα. Κι εσύ, Γουίλ, κάνε μου τη χάρη να ψάξεις στην γκαρνταρόμπα μου μήπως βρεις ρούχα αντάξια του καλεσμένου μας.
- Ειλικρινά, Ρομπέν των Δασών, τέτοια καλοσύνη δεν την... ψέλλ ισε ο ιππότης.
- Φτάνει, φτάνει, τον έκοψε ο Ρομπέν γελώντας. Κάναμε μια συμφωνία και σου οφείλω κάθε τ ιμή , εφόσον, στα μάτια μου, είσαι ένας απεσταλμένος της Αγίας Παρθένου. Γουίλ, φέρε μαζί με τα ρούχα και μερικές πήχες καλό ύφασμα· μετά, βάλε καινούρια σέλα και γκέμια στον ψαρή που μας άφησε να τον προσέχουμε ο επίσκοπος του Χέρφορντ. Κι ακόμα, φίλε Γουίλ, πρόσθεσε σ' αυτά τα ταπεινά δώρα ό,τι νομίζεις πως θα φανεί χρήσιμο στον ιππότη.
Ο Μικρός Ζαν και ο Γουίλ έτρεξαν βιαστικά να εκτελέσουν τις εντολές.
- Ξάδελφε μου, είπε ο Μικρός Ζαν, τα δάχτυλα σου είναι πιο γρήγορα απ' τα δικά μου. Μέτρησε τα λεφτά κι εγώ θα μετρήσω το ύφασμα· για πήχη , θα χρησιμοποιήσω το τόξο μου.
- Ωραία, αποκρίθηκε ο Γουίλ γελώντας, το τόξο σου είναι ό,τι πρέπει.
- Βεβαίως, θα δεις. Ο Ζανούλης πήρε το τόξο του στο ένα χέρι, με τ' άλλο ξε
τύλιξε ένα τόπι υφάσματος και βάλθηκε δήθεν να μετράει.
101
- Συνέχισε, φίλε Ζανούλη, συνέχισε... όπως πας δεν θα σου φτάσει ολόκληρο το τόπι· μετράς τρεις πήχες για μία! Μπράβο!
- Πάψε, επιτέλους! Τάχα δεν ξέρεις πως ο Ρομπέν θα ήταν ακόμα πιο γενναιόδωρος αν βρισκόταν στη θέση μας;
- Ε, τότε, να βάλω κι εγώ μερικά σκούδα παραπάνω, είπε ο Γουίλιαμ.
- Μερικές χούφτες παραπάνω, ξάδελφε· θα τα πάρουμε πίσω από τους Νορμανδούς.
- Ορίστε, είμαστε έτοιμοι. Ο Ρομπέν, που κατάλαβε αμέσως την απλοχεριά του
Ζανούλη και τη γενναιοδωρία του Γουίλ, χαμογέλασε και τους ευχαρίστησε με το βλέμμα.
- Άρχοντα ιππότη, είπε ο Γουίλ, δίνοντας το χρυσάφι στον φιλοξενούμενο τους, κάθε μασούρι έχει εκατό σκούδα.
- Μα είναι έξι μασούρια, φίλε μου! - Κάνεις λάθος, τέσσερα είναι, τον διόρθωσε ο Ρομπέν.
Κι έπειτα, δεν έχει καμιά σημασία! Β ά λ ε τα λεφτά στο πουγκί σου κι ας μη μιλήσουμε άλλο γ ι ' αυτά.
- Και πόση προθεσμία μού δίνεις; ρώτησε ο ιππότης. - Ακριβώς ένα χρόνο από σήμερα, αν συμφωνείς κι εσύ,
κι αν είμαι ακόμα ζωντανός, είπε ο Ρομπέν. - Δέχομαι . - Κ ά τ ω απ' αυτό το δέντρο. - Θα είμαι ακριβής στο ραντεβού, Ρομπέν των Δασών, τον
διαβεβαίωσε ο ιππότης, σφίγγοντας με ευγνωμοσύνη τα χέρια του νεαρού αρχηγού. Πριν χωρίσουμε, όμως, επίτρεψέ μου να σου πω ότι όλα τα καλά λόγια που λένε για την ευγενική συμπεριφορά σου, δεν είναι τίποτα μπροστά σ' αυτά που γεμίζουν τούτη τη στιγμή την καρδιά μου. Δεν σώζεις μόνο τη ζωή μου, αλλά και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου.
- Άρχοντα, αποκρίθηκε ο Ρομπέν των Δασών, είσαι Σάξονας, κι αυτός ο τίτλος σού δίνει δικαιώματα στη φιλία μου· επιπλέον, σε τούτο το συναπάντημα μαζί μου είχες μια πα-102
ντοδύναμη ασπίδα, τη συμφορά σου. Ε ίμα ι αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν ληστής, κλέφτης - ληστεύω, όμως, μόνο τους πλούσιους και δεν παίρνω τίποτα απ' τους φτωχούς. Απεχθάνομαι τη βία, δεν χύνω ποτέ αίμα· αγαπώ την πατρίδα μου και σιχαίνομαι τους Νορμανδούς, γιατί είναι τύραννοι και άρπαγες. Μη με ευχαριστείς, δεν έκανα τίποτα το ξεχωριστό - δεν είχες κι εγώ σου έδωσα, άρα είναι απόλυτα δίκαιο.
- Ό,τ ι και να πεις, μου φέρθηκες ευγενικά και γενναιόδωρα· εσύ, ένας ξένος, έκανες για μένα περισσότερα απ' όλους εκείνους που λένε πως είναι φίλοι- μου. Ο Θεός να σ' ευλογεί, Ρομπέν, γιατί ξανάφερες τη χαρά στην καρδιά μου. Παντού και πάντα θα διαλαλώ περήφανα πως σου χρωστάω χάρη και παρακαλώ, ειλικρινά, τον Θεό να μου κάνει μια μέρα τη χάρη να σου δείξω τη βαθιά ευγνωμοσύνη μου. Αντίο, Ρομπέν, αντίο, αληθινέ μου φίλε· σ' ένα χρόνο, θα έρθω να εξοφλήσω το χρέος μου απέναντι σου.
- Κ α λ ή αντάμωση, ιππότη, αποκρίθηκε ο Ρομπέν, σφίγγοντας φιλικά τα χέρια του καλεσμένου του. Αν ποτέ γυρίσουν τα πράγματα και χρειαστώ τη βοήθεια σου, θα σου τη ζητήσω ανεπιφύλακτα.
- Μακάρι να τα φέρει έτσι ο Θεός! Τότε , θα σου αφιερωθώ ψυχή τε και σώματι.
Ο σερ Ρίτσαρντ έσφιξε τα χέρια του Γουίλ και του Ζανούλη και καβαλίκεψε το γκριζόασπρο φαρί του επισκόπου του Χέρφορντ. Πίσω του πήγαινε το μουλάρι του, φορτωμένο με τα δώρα του Ρομπέν των Δασών.
Παρακολουθώντας τον καλεσμένο του να χάνεται στη στροφή του δρόμου, ο Ρομπέν είπε στους συντρόφους του:
- Κάναμε έναν άνθρωπο ευτυχισμένο· γεμίσαμε καλά την ημέρα μας.
103
Ο επίσκοπος του Χέρφορντ
Ε δ ώ κι ένα μήνα, η Μαριάν και η Μοντ είχαν μετακομίσει στον πύργο του Μπάρνσντεϊλ. Γ ια να ξαναβρούν, όμως, τον παλιό τους τρόπο ζωής, έπρεπε πρώτα να συνέλθουν· γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δυο νεαρές γυναίκες είχαν γίνει μητέρες.
Ο Ρομπέν των Δασών δεν μπόρεσε ν' αντέξει για πολύ την απουσία της πολυαγαπημένης συντρόφου του. Ένα πρωί, πήρε μαζί του μερικούς άντρες της συμμορίας του και τους εγκατέστησε στο δάσος του Μπάρνσντεϊλ.
Ο Γουίλιαμ, που είχε ακολουθήσει, φυσικά, τον νεαρό αρχηγό του, δήλωσε αμέσως ότι το υπόγειο κρησφύγετο που έσκαψαν βιαστικά απέναντι από τον πύργο, άξιζε πολύ περισσότερο από εκείνο στο μεγάλο δάσος του Σέργουντ.
Ο Ρομπέν και ο Γουίλιαμ, λοιπόν, ήταν ενθουσιασμένοι με αυτή την αλλαγή , όπως και δυο ακόμα γνωστοί μας νεαροί, ο Ζανούλης και ο Τρανός Κολλιτσίδας, ο γιος του μυλωνά. Ο Ρομπέν αντιλήφθηκε γρήγορα πως ο Ζανούλης και ο Τρανός έλειπαν χωρίς λόγο στη διάρκεια της ημέρας. Κι όταν αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές, θέλησε να μάθει την αιτία· ρώτησε, λοιπόν, και τον πληροφόρησαν πως η εξαδέλφη του η Γουίνιφρεντ, που αγαπούσε πολύ τους περιπάτους, ε ίχε ζητήσει από τον Μικρό Ζαν να της δείξει τα πιο όμορφα μέρη στο δάσος του Μπάρνσντεϊλ. «Ωραία», εί-104
πε ο Ρομπέν, «εντάξει για τον Ζανούλη. Και ο Τρανός;» Του απάντησαν ότι η μις Μπάρμπαρα είχε την ίδια περιέργεια με την αδελφή της για τις ομορφιές της εξοχής και είχε ζητήσει κι εκείνη από τον Ζανούλη να την συνοδεύει στους περιπάτους της· εκείνος όμως, αξιοθαύμαστα προσεχτικός, είπε στη νεαρή δεσποσύνη πως ήταν ήδη μεγάλη ευθύνη να προσέχει μια γυναίκα, και πως δεν ήταν μπορετό να δεχτεί τη συντροφιά της και τις επιπλέον υποχρεώσεις που θ' αναλάμβανε. Το αποτέλεσμα ήταν να προσφέρει ο Τρανός την προστασία του στη μις Μπάρμπαρα, που εκείνη την δέχτηκε μετά χαράς.
Ένα σούρουπο, μετά από μια ημέρα πολύ ζεστή, κι όταν ένας χλιαρός άνεμος άρχισε να δροσίζει την ατμόσφαιρα, η Μαριάν και η Μοντ, πιασμένες αγκαζέ με τον Ρομπέν και τον Γουίλιαμ, βγήκαν από τον πύργο για να κάνουν ένα μεγάλο περίπατο στα μυρωδάτα ξέφωτα του δάσους. Η Γουίνιφρεντ και η Μπάρμπαρα ακολουθούσαν τα νεαρά ζευγάρια, ενώ ο Ζανούλης με τον αχώριστο του Τρανό βάδιζαν σαν σκιές πίσω από τις δύο αδελφές.
- Ε δ ώ , μπορώ και ανασαίνω, είπε η Μαριάν σηκώνοντας το χλομό πρόσωπο της στην αύρα. Μου φαίνεται ότι στο δώμα, μου λείπει ο αέρας και βιάζομαι να πάρω το δρόμο του δάσους.
- αρέσει, λοιπόν, να ζεις στο δάσος; ρώτησε η μις Μπάρμπαρα.
- Ναι , αποκρίθηκε η Μαριάν, έχει τόσο ήλιο, φως, σκιές, λουλούδια και φυλλώματα!
- Ο Τρανός μού έλεγε" χτες, συνέχισε η Μπάρμπαρα, ότι το δάσος του Σέργουντ ξεπερνάει σ' ομορφιά το δάσος του Μπάρνσντεϊλ· θα πρέπει τότε να 'χει όλες τις ομορφιές της πλάσης, γιατί έχουμε κι εμείς εδώ υπέροχα μέρη.
- Βρίσκεις ότι το δάσος του Μπάρνσντε ϊλ είναι όμορφο, Μπάρμπαρα; ρώτησε ο Ρομπέν κρύβοντας ένα χαμόγελο.
105
- Ναι, αποκρίθηκε η νεαρή κοπέλα ζωηρά. Έ χ ε ι θαυμάσια τοπία.
- Ποιο μέρος του δάσους σε γοητεύει περισσότερο, εξαδέλφη μου;
- Δεν θα μπορούσα ν' απαντήσω ξεκάθαρα στην ερώτηση σου, Ρομπέν· αν θυμάμαι καλά, όμως, προτιμώ μια κοιλάδα που, δίχως άλλο, όμοια της δεν υπάρχει στο γέρικο δάσος του Σέργουντ.
- Και πού βρίσκεται αυτή η κοιλάδα;... - Μακριά από 'δώ - δεν μπορείς, όμως, να διανοηθείς τί
ποτα πιο χαριτωμένο, πιο σιωπηλό και πιο μυρωδάτο απ' αυτή τη γωνιά της γης. Φαντάσου, εξάδελφε μου, μια μεγ ά λ η πλαγιά στρωμένη με γρασίδι, που στην κορφή της μεγαλώνουν κάθε λογής δέντρα. Όταν τα φωτίζει ο ήλιος, τα φύλλα τους παίρνουν διάφορες αποχρώσεις και προσφέρουν μια θαυμάσια εικόνα: μπροστά στα μάτια σου ξετυλίγεται άλλοτε μια σμαραγδένια κουρτίνα, άλλοτε ένα πολύχρωμο πέπλο. Η χλόη που σκεπάζει την κοιλάδα μοιάζει με μεγάλο, πράσινο χαλί· ούτε μια τσάκιση δεν ζαρώνει την επιφάνεια. Στα ριζά των δέντρων και στην πλαγιά των λόφων, βάλε λουλούδια στο χρώμα της πορφύρας, της ίριδας και του χρυσού, βάλε στη βάση της σκιερής χαράδρας ένα ρυάκι που το νερό του κυλάει μουρμουρίζοντας ανάμεσα στις δυο όχθες του, και θα 'χεις μπροστά σου την όαση του δάσους του Μπάρνσντεϊλ. Κι έπειτα, συνέχισε η νεαρή κοπέλα, είναι όλα τόσο γαλήνια μέσα σ' αυτό το απολαυστικό καταφύγιο, ο αέρας που ανασαίνεις εκεί είναι τόσο καθαρός, που νιώθεις την καρδιά σου να φουσκώνει από χαρά. Δεν έχω δει στη ζωή μου ωραιότερο μέρος.
- Πού βρίσκεται, λοιπόν, αυτή η μαγική κοιλάδα, Μπάρμπαρα; ρώτησε με αφέλεια η Γουίνιφρεντ.
- Ώστε δεν ήσαστε μαζί; την διέκοψε ο Ρομπέν χαμογελώντας.
106
- Ω, μαζί ήμαστε, προσπάθησε να τα μπαλώσει η Γουίνιφρεντ. Μόνο που χανόμαστε συνέχεια... όχι, ήθελα να πω πολύ συχνά... μερικές φορές, είναι το σωστότερο. Τέλος πάντων, να, ο Μικρός Ζαν έπαιρνε λάθος μονοπάτι κι έτσι χωριζόμαστε· προσπαθούσαμε να ξαναβρεθούμε, αλλά δεν ξέρω πώς γινόταν κι ανταμώναμε πάλι, λ ίγο πριν φτάσουμε στον πύργο. Πίστεψε με, χανόμαστε τελείως τυχαία.
- Ναι, πράγματι, τελείως τυχαία, συνέχισε ο Ρομπέν με κοροϊδευτικό ύφος. Κανένας δεν λέει το αντίθετο. Όμως, γιατί κοκκινίζεις, Μπάρμπαρα, γιατί χαμηλώνεις τα μάτια, Γουίνιφρεντ; Όπως βλέπετε , μήτε ο Ζανούλης μήτε ο Τρανός δείχνουν αμήχανοι· ξέρουν καλά ότι χανόσαστε μες στο δάσος χωρίς να το καταλαβαίνετε!
- Θεέ μου, ναι, πετάχτηκε ο Τρανός. Ήξερα πόσο λατρεύει η μις Μπάρμπαρα την ησυχία και την απομόνωση, και γ ι ' αυτό την πήγα σ' αυτό το μέρος της κοιλάδας που σας περιέγραψε.
- Θα πρέπει λοιπόν να πιστέψω, συνέχισε ο Ρομπέν, ότι η Μπάρμπαρα έχει μ ε γ ά λ η παρατηρητικότητα για να προσέξει με μια μόνο ματιά όλα αυτά τα υπέροχα τοπία που μας περιέγραψε. Πες μου, όμως, Μπάρμπαρα, μήπως βρήκες μέσα σ' αυτή την όαση του Μπάρνσντεϊλ, όπως αποκάλεσες προηγουμένως την κοιλάδα που ανακάλυψε ο Τρανός, κάτι πιο γοητευτικό από τα δέντρα με τα πλουμισμένα φύλλα, το πράσινο γρασίδι, το κελαρυστό ποταμάκι και τα πολύχρωμα λουλούδια;
Η Μπάρμπαρα κοκκίνισε. - Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, εξάδελφε μου. - Αλήθε ια ! Ε λ π ί ζ ω πως ο Τρανός θα με καταλάβει κα
λύτερα. Εμπρός, Τρανέ, απάντησε ειλικρινά: μήπως ξέχασε η Μπάρμπαρα να μας μιλήσει για κάποιο συναρπαστικό περιστατικό κατά την επίσκεψη σας σ' αυτόν τον επίγειο παράδεισο;
107
- Τι λογής περιστατικό, Ρομπέν; ρώτησε ο νεαρός άντρας χαμογελώντας ελαφρά.
- Διακριτικέ μου φίλε, συνέχισε ο Ρομπέν, μήπως έπεσε στην αντίληψη σου ότι δυο ερωτευμένοι νέοι πήγαν μόνοι τους στο όμορφο καταφύγιο που η Μπάρμπαρα θυμάται τόσο καλά στα βάθη της καρδιάς της;
Ο Τρανός κοκκίνισε σαν παπαρούνα. - Ε, λοιπόν, συνέχισε ο Ρομπέν, δυο πολύ γνωστοί μου
νέοι επισκέφτηκαν πριν από λ ίγες μέρες τον καταπράσινο παράδεισο σας. Όταν έφτασαν στις λουλουδιασμένες όχθες του όμορφου ρυακιού, κάθισαν ο ένας πλάι στον άλλο. Στην αρχή, θαύμασαν το τοπίο, αφουγκράστηκαν τα αιθέρια άσματα των πουλιών· έπειτα, έμειναν για λ ίγα λεπτά τυφλοί και αμίλητοι· μετά, ο νεαρός, ξεθαρρεμένος από την απομόνωση τους, από τη σιωπή της συντρόφου του που στεκόταν σιμά του ταραγμένη, πήρε μες στα δικά του τα δυο μικρά, άσπρα χεράκια της. Η νεαρή κοπέλα δεν σήκωσε τα μάτια, αλλά κοκκίνισε, κι αυτό το κοκκίνισμα έλεγε πολλά. Τότε , με φωνή που φάνηκε στην κοπέλα πιο τρυφερή κι απ' το κελάδημα των πουλιών, πιο αρμονική κι.απ ?
το μουρμουρητό της αύρας, ο νεαρός τής είπε: « Σ ε ολάκερο τον κόσμο, δεν αγαπώ κανέναν περισσότερο από σένα· κάλλιο να πεθάνω, παρά να χάσω την αγάπη σου κι αν θ ε λ ή σεις να γίνεις γυναίκα μου, θα με κάνεις τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο».
- Μα την πίστη μου, Τρανέ, είπε ο Γουίλιαμ, θαρρώ πως ο Ρομπέν μάντεψε σωστά - κι αν κρίνω από την ταραχή σου κι από το χρώμα στο μέτωπο και τα μάγουλα της αδελφής μου, εσείς είσαστε οι ερωτευμένοι της κοιλάδας. Μπράβο! Θεέ μου, Μπάρμπαρα, αν με λένε Κόκκινο Γουίλ εξαιτίας των κόκκινων μαλλιών μου, σε λίγο θα σε λέμε κι εσένα Κόκκινη Μπάρμπι, γιατί το πρόσωπο σου έχει βαφτεί κατακόκκινο. Έ τ σ ι δεν είναι, Μοντ;
108
- Κύριε Γουίλιαμ, είπε η Μπάρμπαρα ενοχλημένη, αν ήσουν τώρα κοντά μου, θα σου ξερίζωνα ευχαρίστως μια τούφα απ' αυτά τα κόκκινα μαλλιά σου.
- Θα 'χες το δικαίωμα να το κάνεις, αν αυτά τα μαλλιά βρίσκονταν σ' άλλο κεφάλι κι όχι στο δικό μου, είπε ο Γουίλιαμ ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Τρανό. Δεν μπορείς όμως να το κάνεις αυτό στο κεφάλι του αδελφού σου· αυτός έχει τον δικό του τύραννο, έτσι δεν είναι, Μοντ;
- Ναι, Γουίλ. Δεν σου τράβηξα, όμως, ποτέ τα μαλλιά. - Θα γίνει κι αυτό, μικρούλα μου. - Ποτέ , είπε η Μοντ γελώντας. - Λοιπόν, Τρανέ, δεν θα μας πεις τι απάντησε η κοπέλα; - Αν συναντήσεις ποτέ αυτή την κοπέλα, θα πρέπει να
την ρωτήσεις ο ίδιος, Ρομπέν. - Δεν θα παραλείψω. Κι εσύ, Ζανούλη, μήπως τάχα
γνωρίζεις ένα ευγενικό αγόρι που λατρεύει τη μοναξιά, συντροφιά μ' ένα χαριτωμένο πρόσωπο;
- Ό χ ι , Ρομπέν. Αν θέλε ις , όμως, να μάθεις ποιοι είναι αυτοί οι ερωτευμένοι, θα προσπαθήσω να τους ξετρυπώσω, απάντησε με αφέλεια ο Ζανούλης.
- Ακου τώρα μια ιδέα, Ζανούλη, φώναξε ο Γουίλ ξεσπώντας σε γέλια. Αυτοί οι ερωτευμένοι που λέει ο Ρομπέν δεν σου είναι άγνωστοι, και στοιχηματίζω ό,τι θέλεις πως ο εν λόγω νεαρός μπορεί να είναι εξάδελφος μου και η κοπέλα ένα χαριτωμένο πρόσωπο της παρέας μας.
- Η ιδέα σου είναι για κλάματα, Γουίλ, αποκρίθηκε ο Ζανούλης. Δεν μιλάει για μένα ο Ρομπέν.
- Χ μ , θαρρώ πως πήρα λάθος μονοπάτι, συνέχισε ο Γουίλ χαμογελώντας. Πράγματι, δεν μπορεί να μιλάει για σένα, ξάδελφε μου, γιατί εσύ δεν ήσουν ποτέ ερωτευμένος.
- Να με συμπαθάς, Γουίλ, απάντησε ο γίγαντας με ήρεμη φωνή, αλλά εδώ και καιρό, αγαπώ μ' όλη μου την καρδιά μια όμορφη και χαριτωμένη κοπέλα.
109
- Α! Α, φώναξε ο Γουίλ, να κάτι που δεν ξέραμε: ο Ζανούλης είναι ερωτευμένος!
- Και γιατί, παρακαλώ, να μην είναι ερωτευμένος ο Ζανούλης; ρώτησε με αφέλεια ο γιγαντόσωμος νεαρός. Τόσο περίεργο σας φαίνεται;
- Καθόλου, γενναίε μου φίλε· μ' αρέσει να τους βλέπω όλους ευτυχισμένους και ο έρωτας είναι ευτυχία. Α λ λ ά , μα τον άγιο Παύλο, θα 'θελα πολύ να γνωρίσω τη δεσποσύνη που σου έχει κλέψε ι την καρδιά!
- Τη δεσποσύνη που μου έχει κλέψει την καρδιά! φώναξε ο νεαρός άντρα. Μα ποια ά λ λ η , λοιπόν, θέλεις να 'ναι από την αδελφή σου τη Γουίνιφρεντ, εξάδελφε Γουίλ; Την αδελφή σου, που την αγαπώ από παιδί, όσο κι εσύ αγαπάς τη Μοντ, όσο κι ο Τρανός αγαπάει την Μπάρμπαρα!
Τρανταχτά γέλια ακολούθησαν την ειλικρινή εξομολόγηση του Ζανούλη και η Γουίνιφρεντ, που δεχόταν απ' όλους συγχαρητήρια, έριξε στον νεαρό άντρα ένα βλέμμα γεμάτο τρυφερή επιτίμηση.
Ο Κόκκινος Γουίλ πέταξε το σκούφο του φωνάζοντας από χαρά. Συμφωνούσε απόλυτα με τις επιλογές που είχαν κάνει οι αδελφές του, κι ήταν σίγουρος ότι ο σερ Γ κ ι και η λαίδη Γκάμγουελ θα ένιωθαν κι εκείνοι την ίδια ικανοποίηση.
- Τώρα καταλαβαίνω, είπε ο Ρομπέν γελώντας, γιατί δυο από τους καλύτερους άντρες μου λιποτακτούσαν τον τελευταίο καιρό!
Συνέχισαν να περπατούν μέσα στο δάσος. Ο Τρανός και ο Ζανούλης πρόσφεραν το μπράτσο τους στην Μπάρμπαρα και τη Γουίνιφρεντ, αυτή τη φορά, όμως, δεν χάθηκαν.
Το άλλο πρωί, ο Ζανούλης και ο Τρανός είχαν μια συζήτηση με τον σερ Γ κ ι , ο οποίος συμφώνησε ευχαρίστως να παντρευτούν οι θυγατέρες του αυτά τα τόσο γενναία παλικάρια.
110
- Η ζωή σας δεν θα 'ναι πάντα ανθόσπαρτη, είπε ο ευγενικός γέροντας, βγάζοντας ένα βαθύ στεναγμό. Η όμορφη Α γ γ λ ί α μας βασανίζεται ακόμα από τον πόλεμο και τις διαμάχες. Οι Νορμανδοί, που πάτησαν τη χώρα μας, λεηλατούν και καταστρέφουν όπου τους αρέσει. Η ζωή κυλάει δύσκολα σ' αυτή την περιοχή, αλλά η ευτυχία των νέων ανθρώπων, δεν μπορεί να περιμένει την αποκατάσταση της ειρήνης που, θαρρώ, αργεί πολύ ακόμα. Γ ι ' αυτό, σας δίνω την ευχή μου. Μου φαίνεται ότι θα ήταν προτιμότερο να ορίζαμε και την ημέρα του γάμου.
Βαθιά συγκινημένη η λαίδη Γκάμγουελ, έδωσε κι εκείνη την ευχή της. Α π ό εκεί κι έπειτα, δεν υπήρχαν στο δάσος πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι από τον Τρανό και τον Ζανούλη.
Την ίδια εκείνη ημέρα, ο Ρομπέν των Δασών, που ή θ ε λ ε να διαπιστώσει με τα μάτια του ποια ήταν η κατάσταση του σερ Ρίτσαρντ της Κοιλάδας, βάδιζε μόνος σ' ένα μονοπάτι που κατέληγε στη δημοσιά. Ξαφνικά, θόρυβος από καλπασμό αλόγων τράβηξε την προσοχή του· κίνησε γρήγορα προς την κατεύθυνση απ' όπου έρχονταν οι καβαλάρηδες και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον επίσκοπο του Χέρφορντ.
- Ο Ρομπέν των Δασών! φώναξε ο επίσκοπος, αναγνωρίζοντας τον ήρωα μας. Είναι ο Ρομπέν των Δασών! Προδότη , παραδώσου! Στρατιώτες, συλλάβετε αυτόν τον άθλιο Ρομπέν των Δασών!
Όπως καταλαβαίνουμε, βέβαια, ο Ρομπέν δεν είχε καμιά πρόθεση να συμμορφωθεί μ' αυτή τη διαταγή. Περικυκλωμένος, μην μπορώντας ν' αμυνθεί, ούτε καν να καλέσει σε βοήθεια τους εύθυμους άντρες του, στριμώχτηκε θαρρετά ανάμεσα σε δυο καβαλάρηδες που προσπαθούσαν να του κλείσουν το δρόμο κι όρμησε με ταχύτητα ελαφιού προς ένα σπιτάκι που βρισκόταν γύρω στα τετρακόσια μέτρα μακριά από τους στρατιώτες του επισκόπου. Αυτοί, βάλθηκαν να
111
τον κυνηγούν· καθώς, όμως, υποχρεώθηκαν να κάνουν κύκλο, δεν μπόρεσαν να φτάσουν γρήγορα στο σπιτάκι.
Ο Ρομπέν βρήκε ανοιχτή την πόρτα, μπήκε γρήγορα μέσα κι ασφάλισε τα παράθυρα, χωρίς να δώσει σημασία στις κραυγές μιας γριούλας που καθόταν μπροστά σ' ένα ροδάνι.
- Μη φοβάσαι, μητερούλα, είπε ο Ρομπέν, μόλις έκλεισε τις πόρτες και τα παράθυρα. Δεν είμαι κλέφτης, αλλά ένας δυστυχισμένος που μπορείς να τον βοηθήσεις.
- Πώς να σε βοηθήσω; Ποιος είσαι του λόγου σου; ρώτησε η γριούλα τρομαγμένη.
- Ε ίμαι ένας παράνομος, μητερούλα. Ε ίμαι ο Ρομπέν των Δασών και με κυνηγάει ο επίσκοπος του Χέρφορντ, που θέλε ι να με σκοτώσει.
- Τ ι ! Είσαι ο Ρομπέν των Δασών! είπε η αγρότισσα ενώνοντας τα χέρια της. Ο ευγενικός και γενναιόδωρος Ρομπέν των Δασών! Ευλογημένο τ' όνομα του Θεού, που επέτρεψε σ' ένα ταπεινό πλάσμα σαν εμένα να ξεπληρώσει το χρέος του στον σπλαχνικό παράνομο. Κοίταξε με, παιδί μου, και προσπάθησε να θυμηθείς στις αγαθοεργίες σου, το πρόσωπο που στέκει αντικρύ σου. Πάνε δυο χρόνια τώρα που μπήκες εδώ, τυχαία θα έλεγε μια αχάριστη γυναίκα, εγώ όμως λέω, οδηγημένος από τη θεία Πρόνοια. Με βρήκες μόνη, φτωχή και άρρωστη· μόλις είχα χάσει τον άντρα μου και δεν μου έμενε πια, παρά να πεθάνω κι εγώ. Τα τρυφερά και παρήγορα λόγια σου μου 'δωσαν θάρρος, δύναμη, υγεία. Την επαύριο, ένας άντρας δικός σου, μου έφερε τρόφιμα, ρούχα, λεφτά. Τον ρώτησα πώς λένε τον ευεργέτη μου κι εκείνος μου απάντησε: «Ρομπέν των Δασών». Α π ό εκείνη την ημέρα, παλικάρι μου, μνημονεύω τ' όνομα σου σε κάθε μου προσευχή. Το σπίτι μου είναι δικό σου, η ζωή μου σου ανήκει· είμαι δούλη σου.
- Ευχαριστώ, μητερούλα, αποκρίθηκε ο Ρομπέν, σφίγγοντας φιλικά τα τρεμάμενα χέρια της αγρότισσας. Ζ η τ ώ 112
τη βοήθεια σου, όχι γιατί φοβάμαι τον κίνδυνο, αλλά για ν' αποφύγω μια περιττή αιματοχυσία. Ο επίσκοπος έχει μαζί του μια πενηνταριά άντρες και, όπως βλέπεις, η μάχη είναι άνιση, είμαι μόνος...
- Αν βρουν οι εχθροί σου πού κρύφτηκες, θα σε δολοφονήσουν, είπε η γριούλα.
- Μ η ν ανησυχείς, μητερούλα, δεν θα φτάσουν ως εκεί. Θα βρούμε έναν τρόπο να αποφύγουμε τη βία τους.
- Ποιον τρόπο, παιδί μου; Μίλησε μου, πες τι θες κι εγώ θα υπακούσω.
- Θέλε ις να μου δώσεις τα ρούχα σου και να πάρεις τα δικά μου;
- Ν' αλλάξουμε φορεσιές! φώναξε η γριά αγρότισσα. Φοβάμαι, γιε μου, πως αυτή η κατεργαριά δεν πρόκειται να πιάσει... πώς γίνεται να μεταμορφωθεί μια γυναίκα της ηλικίας μου σε όμορφο καβαλάρη;
- Θα σε μεταμφιέσω τόσο καλά, μητερούλα, απάντησε ο Ρομπέν, που θα καταφέρουμε να ξεγελάσουμε τους στρατιώτες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν το πρόσωπο μου. Θα τρεκλίζεις σαν να 'σαι μεθυσμένη και ο σεβασμιότατος του Χέρφορντ θα βιάζεται τόσο πολύ να με συλλάβει, που θα δει μόνο τα ρούχα.
Άλλαξαν ρούχα στα γρήγορα. Ο Ρομπέν φόρεσε το γκρίζο φόρεμα και τη μαντίλα της γριούλας κι ύστερα τη βοήθησε να φορέσει τις περισκελίδες, το χιτώνα και τις μπότες του. Τέλος , έκρυψε προσεχτικά τα γκρίζα μαλλιά της αγρότισσας κάτω από τον κομψό σκούφο του και κρέμασε τα όπλα του στη ζώνη.
Μόλ ις είχαν τελειώσει όταν έφτασαν οι στρατιώτες έξω από την πόρτα του μικρού σπιτιού. Χτύπησαν πρώτα δυνατά, κι ύστερα κάποιος πρότεινε να σπάσει την πόρτα με τα πίσω πόδια του αλόγου του.
Ο ιερωμένος συμφώνησε με την πρόταση. Ο καβαλάρης γύρισε αμέσως μπρος-πίσω τ' άλογο του και το έριξε επάνω
113
στην πόρτα, τσιγκλίζοντάς το με το κοντάρι του. Ωστόσο, αυτή η τσιγκλιά έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που περίμενε ο στρατιώτης· γιατί το άλογο τσίνισε, σήκωσε ψηλά τα πίσω πόδια του και σφεντόνισε μακριά τον καβαλάρη του.
Το πέσιμο του άμοιρου στρατιώτη (που διέσχισε τον αέρα σαν βέλος) είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Ο επίσκοπος, που είχε ζυγώσει για να δει την πόρτα να πέφτει και να κλείσει το δρόμο του Ρομπέν των Δασών, χτυπήθηκε δυνατά κατάμουτρα από τα σπιρούνια του στρατιώτη.
Φρενιασμένος από τον πόνο ο γερο-επίσκοπος, και δίχως να σκεφτεί πως άδικα ξεσπούσε εκεί τη μανία του, σήκωσε το μπαστούνι που κρατούσε στο χέρι σαν ένδειξη του βαθμού του και βάλθηκε να χτυπάει με δύναμη τον δύστυχο που κειτόταν μισοπεθαμένος στα πόδια του αφηνιασμένου αλόγου του.
Καθώς ο σεβασμιότατος του Χέρφορντ καταγινόταν μ' αυτή τη γενναία πράξη, η πόρτα του μικρού σπιτιού άνοιξε.
- Στ ις θέσεις σας! φώναξε ο επίσκοπος με αυταρχική φωνή. Στ ις θέσεις σας!
Οι στρατιώτες στριμώχτηκαν με θόρυβο γύρω απ' το σπίτι. Ο επίσκοπος ξεπέζεψε, αλλά μόλις πάτησε στο χώμα, σκόνταψε στο κορμί του ματωμένου στρατιώτη και σωριάστηκε με το κεφάλι στο κατώφλι της πόρτας.
Η αναταραχή που προκάλεσε αυτό το γελοίο ατύχημα, βοήθησε θαυμάσια τα σχέδια του Ρομπέν των Δασών. Ζαλισμένος και κοντανασαίνοντας, ο επίσκοπος κοίταξε, χωρίς να το βλέπει καλά, ένα άτομο που καθόταν ακίνητο στην πιο σκοτεινή γωνιά του δωματίου.
- Αρπάξτε αυτόν τον παλιομασκαρά! φώναξε ο σεβασμιότατος, δείχνοντας στους στρατιώτες του τη γριούλα. Φιμώστε τον, δέστε τον πάνω στ' άλογο! Ε ίστε υπεύθυνοι με τη ζωή σας αν τον αφήσετε να ξεφύγει, θα σας κρεμάσω όλους, χωρίς να λυπηθώ κανέναν!
114
Οι στρατιώτες όρμησαν πάνω στο άτομο που τους έδειχνε οργισμένος ο επίσκοπος και, αντί για φίμωτρο, τύλιξαν το πρόσωπο της γριούλας μ' ένα μεγάλο μαντίλι που βρήκαν μπροστά τους. Παράτολμος όπως πάντα, ο Ρομπέν των Δασών, τους παρακάλεσε με τρεμουλιαστή φωνή να λυπηθούν τον αιχμάλωτο τους· ο επίσκοπος, όμως, δεν του έδωσε σημασία και βγήκε απ' το σπιτάκι, για ν' απολαύσει την υπέρτατη ικανοποίηση να δει τον εχθρό του δεμένο χειροπόδαρα στη ράχη ενός αλόγου.
Ζαλισμένος και σχεδόν τυφλός στο ένα μάτι από το τραύμα που του είχε σημαδέψει το πρόσωπο, ο σεβασμιότατος καβαλίκεψε πάλι τ' άλογο του και πρόσταξε τους άντρες του να τον ακολουθήσουν στη Βελανιδιά της Σύναξης των παρανόμων. Ο αξιότιμος επίσκοπος σκεφτόταν να κρεμάσει τον Ρομπέν από το ψηλότερο κλαδί αυτού του δέντρου. Ή θ ε λ ε πολύ να δώσει στους παράνομους μια σκληρή προειδοποίηση γι ' αυτό που τους περίμενε, αν εξακολουθούσαν να ζουν και να φέρονται όμοια με τον άθλιο αρχηγό τους.
Μόλ ις χάθηκαν οι καβαλάρηδες στο βάθος του δάσους, ο Ρομπέν των Δασών βγήκε από το σπιτάκι και κατευθύνθηκε τρέχοντας προς το δέντρο της Σύναξης. Φτάνοντας σ' ένα ξέφωτο, αντίκρισε, αλλά πολύ μακριά ακόμα, τον Ζανούλη, τον Κόκκινο Γουίλ και τον Τρανό.
- Κοιτάξτε εκεί κάτω, στο ξέφωτο, έλεγε την ίδια στιγμή ο Ζανούλης στους δυο φίλους του. Ένα αλλόκοτο πλάσμα έρχεται κατά 'δώ· μοιάζει με γριά μάγισσα. Μα την Παρθένα Μαρία, αν πίστευα πως είναι αληθινή αυτή η στρίγκλα της συμφοράς, θα της έστελνα ένα περιποιημένο βέλος.
- Έννοια σου, το βέλος σου δεν πρόκειται να την πετύχει, αποκρίθηκε ο Γουίλ γελώντας.
- Και γιατί, παρακαλώ; Αμφιβάλλεις για το σημάδι μου; - Κ ά θ ε άλλο! Αν όμως, όπως λες, αυτή η γυναίκα είναι
μάγισσα, θα σταματήσει τα βέλη σου στον αέρα.
115
- Μα την πίστη μου, είπε ο Τρανός που περιεργαζόταν προσεχτικά την παράξενη ταξιδιώτισσα, συμφωνώ με τη γνώμη του Ζανούλη: αυτή η κυρά, μου φαίνεται πολύ περίεργη! Το μπόι της θυμίζει γίγαντα κι έπειτα, δεν περπατάει σαν γυναίκα, κάνει τεράστιους διασκελισμούς και με φοβίζει... με την άδεια σου, Γουίλ, θα βάλουμε σε δοκιμασία τις μαγικές δυνάμεις που φαίνεται να της περισσεύουν...
Σ τ η στ ιγμή, ο Ζανούλης τέντωσε το τόξο του κι ετοιμάστηκε να σαϊτέψει την υποτιθέμενη μάγισσα.
- Σταματήστε! ακούστηκε μια βαθιά, βροντερή φωνή. Οι τρεις νεαροί άντρες απόμειναν με το στόμα ορθάνοιχτο. - Είμαι ο Ρομπέν των Δασών! πρόσθεσε η σιλουέτα που εί
χε τραβήξει τόσο πολύ την προσοχή των ανθρώπων του δάσους. Μόλις είπε τ' όνομα του, ο Ρομπέν των Δασών έβγαλε
τη μαντίλα που έκρυβε το κεφάλι κι ένα μεγάλο μέρος του προσώπου του.
- Ώστε τόσο αγνώριστος έγινα; ρώτησε ο ήρωας μας πλησιάζοντας τους συντρόφους του.
- Τα μαύρα σου τα χάλια έχεις, αγαπητέ μου φίλε, του αποκρίθηκε ο Γουίλ.
- Για ποιος ο λόγος γ ι ' αυτή την τρισάθλια μεταμφίεση; ρώτησε ο Τρανός.
Ο Ρομπέν αφηγήθηκε με λ ίγα λόγια στους φίλους του την αναποδιά που του είχε τύχει.
- Και τώρα, πρόσθεσε ο Ρομπέν, μόλις τελείωσε την αφήγηση του, ας σκεφτούμε πώς θ' αμυνθούμε. Πρώτα απ' όλα, πρέπει να βρω ρούχα. Κάνε μου τη χάρη, φίλε μου Τρανέ, και τρέξε στην αποθήκη να μου φέρεις μια καθωσπρέπει φορεσιά. Στο μεταξύ, ο Γουίλ κι ο Ζανούλης θα συγκεντρώσουν γύρω από το δέντρο της Σύναξης όλους τους άντρες που βρίσκονται στο δάσος. Βιαστείτε, παιδιά· σας υπόσχομαι ν' αποζημιωθείτε για όλες τις ταλαιπωρίες που μας προκαλεί ο σεβασμιότατος του Χέρφορντ.
116
Ο Ζανούλης και ο Γουίλ εξαφανίστηκαν στο δάσος ακολουθώντας διαφορετικές κατευθύνσεις, ενώ ο Τρανός πήγε να φέρει τα ρούχα που του ζήτησε ο Ρομπέν.
Μια ώρα μετά, ντυμένος με μια κομψή φορεσιά τοξότη, ο Ρομπέν βρισκόταν στο δέντρο της Σύναξης.
Ο Μικρός Ζαν έφερε εξήντα άντρες και ο Γουίλ συγκέντρωσε μια σαρανταριά.
Ο Ρομπέν σκόρπισε τον στρατό του μες στην πυκνή βλάστηση, που δημιουργούσε ένα αδιαπέραστο τείχος γύρω από το ξέφωτο, κι ύστερα πήγε και κάθισε στη ρίζα της μεγάλης βελανιδιάς, όπου ο σεβασμιότατος είχε πει ότι θα τον κρεμούσε.
Είχαν πάρει όλοι τις θέσεις τους, όταν ένιωσαν το έδαφος να τραντάζεται από τον ερχομό των καβαλάρηδων· τελικά εμφανίστηκε ο επίσκοπος με όλη την κουστωδία του.
Μόλ ις έφτασαν οι στρατιώτες καταμεσής στο ξέφωτο, ο ήχος ενός βούκινου αντήχησε στον αέρα, τα φύλλα των χαμηλότερων δέντρων κουνήθηκαν, κι απ' όλες τις πλευρές του καταπράσινου φράχτη ξεπετάχτηκαν άντρες οπλισμένοι ως τα δόντια.
Μόλ ις είδε την τρομερή εμφάνιση των ανθρώπων του δάσους που, μ' ένα νεύμα του αρχηγού τους -τον οποίο δεν έβλεπε ακόμα- έπαιρναν θέσεις μάχης, μια παγωμένη ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του ιερωμένου· κοίταξε γύρω του τρομοκρατημένος και διέκρινε έναν νεαρό άντρα ντυμένο μ' έναν πορφυρό μανδύα, που μοίραζε προστάγματα στο στρατό των παρανόμων.
Ο επίσκοπος στράφηκε σ' έναν στρατιώτη του, που στεκόταν πλάι στο άλογο το οποίο κουβαλούσε δεμένο χειροπόδαρα τον αιχμάλωτο.
- Ποιος είναι πάλι αυτός; ρώτησε, δείχνοντας τον Ρομπέν των Δασών.
- Είναι ο Ρομπέν των Δασών, αποκρίθηκε ο αιχμάλωτος με τρεμουλιαστή φωνή.
117
- Ο Ρομπέν των Δασών! φώναξε έκπληκτος ο επίσκοπος. Κι εσύ ποιος είσαι, άθλιε ;
- Ε γ ώ είμαι μια φτωχή γριά γυναίκα, σεβασμιότατε! - Αλίμονο σου, απαίσια μάγισσα! φώναξε ο επίσκοπος
εξοργισμένος. Αλίμονο σου! Εμπρός, παιδιά μου, πρόσθεσε παρακινώντας με μια κίνηση του χεριού τους στρατιώτες του, ορμήστε στο ξέφωτο, μη φοβάστε τίποτα! Σκορπιστέ με τα σπαθιά σας αυτό το άθλιο σκυλολόι! Εμπρός, γενναίοι μου! Εμπρός!
Φαίνεται, όμως, πως οι «γενναίοι» σκέφτηκαν ότι εύκολα δίνεις τη διαταγή της επίθεσης εναντίον των παρανόμων, αλλά δύσκολα την εκτελείς - κι έτσι, έμειναν ακίνητοι.
Μ' ένα νεύμα του Ρομπέν, οι άνθρωποι του δάσους τέντωσαν τις χορδές και σήκωσαν τα τόξα τους μ' έναν αξιοθαύμαστο συγχρονισμό· η φήμη της επιδεξιότητας τους ήταν τόσο γνωστή και τόσο τρομερή, που οι στρατιώτες του επισκόπου κουβαριάστηκαν τελείως πάνω στις σέλες τους.
- Πετάξτε τα όπλα σας! φώναξε ο Ρομπέν. Λύστε την αιχμάλωτη!
Οι στρατιώτες υπάκουσαν στις διαταγές του νεαρού άντρα. - Μητερούλα, είπε ο Ρομπέν οδηγώντας τη γριούλα έξω
από το ξέφωτο, πήγαινε στο σπίτι σου, θα σου στείλω αύριο την ανταμοιβή για την καλή σου πράξη. Πήγαινε γρήγορα, δεν προλαβαίνω να σ' ευχαριστήσω σήμερα· μην ξεχνάς, όμως, ότι σου έχω μεγάλη υποχρέωση.
Η αγαθή γριούλα φίλησε τα χέρια του Ρομπέν των Δασών και απομακρύνθηκε με τη συνοδεία ενός οδηγού.
- Έ λ ε ο ς , άρχοντα μου, έλεος! φώναζε ο επίσκοπος κουνώντας απεγνωσμένα τα χέρια του.
Ο Ρομπέν πλησίασε τον εχθρό του. - Καλωσόρισες, σεβασμιότατε, είπε με απαλή φωνή.
Επίτρεψέ μου να σ' ευχαριστήσω για την επίσκεψη σου. Όπως βλέπω, η φιλοξενία μου είναι τόσο ευχάριστη που η 118
αφεντιά σου δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να μοιραστεί τις απολαύσεις της.
Ο επίσκοπος κοίταξε απελπισμένος τον Ρομπέν κι ένας βαθύς στεναγμός βγήκε από τα χ ε ί λ η του.
- Κομματάκι στενοχωρημένο σε βλέπω, σεβασμιότατε, συνέχισε ο Ρομπέν. Τι σ' απασχολεί; Δεν είσαι ευτυχισμένος που με βλέπεις;
- Δεν μπορώ να πω ότι είμαι ευχαριστημένος, αποκρίθηκε ο επίσκοπος. Η θέση μου, δεν μου επιτρέπει να νιώσω αυτό το συναίσθημα. Καταλαβαίνεις πολύ καλά για ποιο λόγο ήρθα εδώ και, φυσικά, θα με εκδικηθείς χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, εφόσον έχεις αντίκρυ σου έναν αντίπαλο. Νομίζω, ωστόσο, ότι μπορώ να σου κάνω μια πρόταση: άφησε με να φύγω κι εγώ ποτέ, σε καμιά περίπτωση, δεν θα προσπαθήσω να σε βλάψω· άφησε με να φύγω μαζί με τους άντρες μου, κι η ψυχή σου δεν θα βαρύνεται μπροστά στον Θεό για θανάσιμο αμάρτημα - το ξέρεις, θαρρώ, πως είναι θανάσιμο αμάρτημα ο φόνος ενός αρχιερέα της αγίας Εκκλησίας.
- Σιχαίνομαι τους φόνους και τη βία, σεβασμιότατε, αποκρίθηκε ο Ρομπέν των Δασών, κι αυτό το δείχνουν κάθε μέρα οι πράξεις μου. Ποτέ δεν χτυπώ πρώτος· απλώς, υπερασπίζομαι τη ζωή μου και τη ζωή των γενναίων αντρών μου, που με εμπιστεύονται. Αν υπήρχε στην καρδιά μου το παραμικρό συναίσθημα μίσους ή πικρίας για την αφεντιά σου, σεβασμιότατε, θα σε υπέβαλλα στο μαρτύριο που ετοίμαζες εσύ για μένα. Δεν είναι όμως έτσι, δεν σε μισώ καθόλου και δεν εκδικούμαι ποτέ για το κακό που δεν μπόρεσαν να μου κάνουν. Θα σ' αφήσω λοιπόν ελεύθερο, αλλά με έναν όρο.
- Σε ακούω, άρχοντα, είπε ευγενικά ο επίσκοπος. - Θα μου υποσχεθείς ότι θα σεβαστείς την ανεξαρτησία
μου και την ελευθερία των αντρών μου· θα μου ορκιστείς ότι ποτέ στο μέλλον και σε καμιά περίσταση δεν θα επιχειρήσεις να με δολοφονήσεις.
119
- Υποσχέθηκα ήδη από μόνος μου ότι δεν θα σε βλάψω ποτέ, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα ο επίσκοπος.
- Μια υπόσχεση δεν είναι αρκετή για να δεσμεύσει μια απρόσεχτη συνείδηση, σεβασμιότατε. Θ έ λ ω να ορκιστείς.
- Ορκίζομαι στον άγιο Παύλο, ότι θα σας αφήσω να ζήσετε όπως σας αρέσει.
- Πολύ καλά, σεβασμιότατε. Είσαι ελεύθερος. - Σ' ευχαριστώ χίλ ιες φορές, Ρομπέν των Δασών. Δ ώ
σε, παρακαλώ, διαταγή να συγκεντρώσουν τους άντρες μου· έχουν σκορπιστεί κι έγιναν κιόλας φίλοι με τους συντρόφους σου.
- Όπως επιθυμείς, σεβασμιότατε... σε λ ίγα λεπτά οι στρατιώτες θα είναι στ' άλογα τους. Μέχρ ι να φύγετε, όμως, μήπως θέλεις να φας και να πιεις κάτι;
- Ό χ ι , όχι, δεν θέλω τίποτα, απάντησε βιαστικά ο επίσκοπος, τρομοκρατημένος και στο άκουσμα μόνο αυτής της επικίνδυνης πρότασης.
- Είσαι πολλές ώρες νηστικός, σεβασμιότατε, και μια φέτα πατέ...
- Ούτε μπουκιά, αγαπητέ μου οικοδεσπότη, ούτε μπουκιά. - Τότε, μια κούπα καλό κρασί; - Ό χ ι , όχι, εκατό φορές όχι! - Ώστε δεν θέλεις ούτε να φας ούτε να πιεις μαζί μου, σε
βασμιότατε; - Δεν πεινάω και δεν διψάω· απλώς, θ έλω να φύγω. Σε
ικετεύω, μην προσπαθείς να με κρατήσεις περισσότερο. - Όπως θέλεις , σεβασμιότατε. Ζανούλη, πρόσθεσε ο Ρο
μπέν, η εξοχότητά του θέλε ι να μας αφήσει. - Η εξοχότητά του κάνει όπως νομίζει, αποκρίθηκε ο
Ζανούλης κοροϊδευτικά. Θα του δώσω αμέσως το λογαριασμό.
- Το λογαριασμό! επανέλαβε έκπληκτος ο επίσκοπος. Τι θέλετε να πείτε; Αφού ούτε ήπια ούτε έφαγα.
120
- Α, αυτό δεν έχει να κάνει, του αντιγύρισε ο Ζανούλης σεβαστικά. Α π ό τη στ ιγμή που βρεθήκατε στο ξενοδοχείο μας, πληρώνετε για τα έξοδα. Οι άντρες σας πεινάνε, ζητάνε τρόφιμα· τ' άλογα σας έφαγαν κιόλας· και δεν είναι σωστό να πέσουμε θύματα της δικής σας εγκράτειας και να μην εισπράξουμε τίποτα, επειδή εσείς δεν πεινάτε. Ζ η τ ά μ ε απλοχεριά για τους υπηρέτες που μοχθούν να ταΐσουν άλογα και ανθρώπους.
- Πάρτε ό,τι θέλετε , είπε ανυπόμονα ο επίσκοπος, κι αφήστε με να φύγω.
- Ο σάκος βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο; ρώτησε ο Ζανούλης.
- Να τος, απάντησε ο επίσκοπος, δείχνοντας ένα μικρό δερμάτινο σάκο που κρεμόταν από τη σέλα του αλόγου του.
- Μου φαίνεται πιο βαρύς απ' ό,τι ήταν κατά την τελευταία σας επίσκεψη, σεβασμιότατε.
- Έ τ σ ι νομίζω κι εγώ, συμφώνησε ο επίσκοπος, πασχίζοντας απεγνωσμένα να φανεί ήρεμος. Περιέχει ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό.
- Με κάνετε ευτυχισμένο, σεβασμιότατε. Μπορώ να σας ρωτήσω τι ποσόν φιλοξενείτε μέσα σ' αυτό το όμορφο σακίδιο;
- Πεντακόσια χρυσά νομίσματα... - Α, υπέροχα! Τι γενναιοδωρία να έρθετε εδώ μ' έναν τέ
τοιο θησαυρό! σχολίασε ειρωνικά ο νεαρός άντρας. - Ναι, αλλά αυτόν το θησαυρό... τραύλισε ο επίσκοπος,
αυτόν το θησαυρό θα τον μοιραστούμε, έτσι δεν είναι; Δεν θα τολμούσατε ποτέ να μου κλέψετε ένα τόσο μεγάλο ποσό!
- Να σας κλέψουμε! επανέλαβε ο Ζανούλης με περιφρο-νητικό ύφος. Μα τι λέξη ήταν αυτή που ξεστομίσατε, σεβασμιότατε; Δεν καταλαβαίνετε, λοιπόν, τη διαφορά ανάμεσα στο κλέβω και στο «παίρνω από κάποιον κάτι που δεν του ανήκει»; Αποκτήσατε αυτά τα χρήματα με δόλιο τρόπο, τα
121
πήρατε από ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη και θέλω να τους τα επιστρέψω. Όπως βλέπετε, σεβασμιότατε, δεν σας κλέβω.
- Αυτόν τον τρόπο που ενεργούμε, εμείς τον ονομάζουμε φιλοσοφία του δάσους, πρόσθεσε ο Ρομπέν γελώντας.
- Δεν είναι και τόσο νόμιμη αυτή η φιλοσοφία, του αντιγύρισε ο επίσκοπος. Ωστόσο, αφού δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, είμαι υποχρεωμένος να υποκύψω σε όλες σας τις απαιτήσεις· πάρτε, λοιπόν, το πουγκί μου.
- Θ έ λ ω να σας ζητήσω και κάτι άλλο, σεβασμιότατε, συνέχισε ο Ζανούλης.
- Τι θέλεις πάλι; ρώτησε ανήσυχος ο επίσκοπος. - Ο πνευματικός μας, του απάντησε ο Ζανούλης, λείπει
αυτές τις μέρες στο Μπάρνσντεϊλ κι έχουμε μείνει πολύ καιρό χωρίς τη θεοσέβαστη βοήθεια του· σας παρακαλούμε λοιπόν, σεβασμιότατε, να κάνετε εσείς μια λειτουργία.
- Μου ζητάτε να διαπράξω ιεροσυλία; φώναξε ο επίσκοπος. Προτιμώ να πεθάνω παρά να κάνω μια τέτοια ασέβεια.
- Είναι καθήκον σου, σεβασμιότατε, είπε ο Ρομπέν, να μας βοηθάς σε κάθε ευκαιρία να λατρεύουμε τον Θεό· ο Ζανούλης έχει δίκιο, πάνε εβδομάδες τώρα που δεν είχαμε την ευτυχία ν' ακούσουμε τη θεία λειτουργία και δεν θα χάσουμε την ευκαιρία που μας παρουσιάζεται σήμερα. Ετοιμάσου, σε παρακαλώ, να ικανοποιήσεις το αίτημα μας.
- Θα είναι θανάσιμο αμάρτημα, έγκλημα, και θα με κάψει ο Θεός αν διαπράξω αυτή την ελεεινή ιεροσυλία! αποκρίθηκε ο επίσκοπος, κατακόκκινος από θυμό.
- Σεβασμιότατε, συνέχισε σοβαρός ο Ρομπέν, με χριστιανική ταπεινότητα θα αντικρίσουμε και πάλι τα θεία σύμβολα της καθολικής θρησκείας και, πίστεψε με, δεν θα βρεις ποτέ, ούτε καν στον περίβολο του καθεδρικού σου ναού, ακροατές πιο προσεχτικούς και πιο κατανυκτικούς από τους παρανόμους του Σέργουντ.
122
- Άραγε, μπορώ να πιστέψω τα λόγια σου; ρώτησε ο επίσκοπος γεμάτος αμφιβολία.
- Μάλιστα, σεβασμιότατε, και σε λίγο θα διαπιστώσεις πόσο αληθινά είναι.
- Εντάξει, σε πιστεύω· δείξε μου πού είναι το παρεκκλήσι. - Ακολούθησε με, σεβασμιότατε... Μπροστά ο Ρομπέν και πίσω ο επίσκοπος, έφτασαν σ'
έναν περιφραγμένο χώρο, κοντά στο δέντρο της Σύναξης. Εκε ί , στη μέση μιας μικρής αλάνας βρισκόταν μια αγία τράπεζα φτιαγμένη από χώμα, στολισμένη μ' ένα παχύ στρώμα βρύα, ανάκατα με λουλούδια. Ό λ α τα ιερά σκεύη που χρειάζονταν για τη θεία λειτουργία ήταν βαλμένα στη θέση τους με μεγάλη προσοχή, και ο σεβασμιότατος έμεινε έκθαμβος παρατηρώντας αυτό το όμορφο φυσικό ησυχαστήριο.
Ήταν, πράγματι, συγκινητικό θέαμα να βλέπεις εκατόν πενήντα με διακόσιους άντρες, να γονατίζουν ευλαβικά, με γυμνό το κεφάλι και την καρδιά και το πνεύμα τους σε κατανυκτική προσευχή.
Μετά τη λειτουργία, οι εύθυμοι άντρες έδειξαν στον ιερωμένο όλη την ευγνωμοσύνη τους. Εκείνος, πάλι, κατάπληκτος από την ευλαβική στάση των ανθρώπων του δάσους κατά τη διάρκεια της άγιας λειτουργίας, δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό κι έκανε απανωτές ερωτήσεις στον Ρομπέν για τον τρόπο που ζούσαν κάτω από τα τεράστια δέντρα του γέρικου δάσους.
Όσο ο Ρομπέν απαντούσε ευγενικά στις ερωτήσεις του επισκόπου, οι άνθρωποι του δάσους τραπέζωναν τους στρατιώτες του, ενώ ο Τρανός φρόντιζε να προετοιμάσει το πιο νόστιμο γεύμα που είχαν προσφέρει ποτέ στο δάσος.
Ο επίσκοπος, χωρίς να το καταλάβει, έφτασε μπροστά στους χαρούμενους συνδαιτυμόνες και τους κοίταξε με ζήλια· ωστόσο, η χαρά στα πρόσωπα τους διέλυσε και τα τελευταία υπολείμματα της κακοκεφιάς του.
123
- Οι άντρες σου, σεβασμιότατε, δεν χάνουν διόλου τον καιρό τους, είπε ο Ρομπέν δείχνοντας στην εξοχότητά του την πιο πειναλέα ομάδα της παρέας.
- Πράγματι , τρώνε με μ ε γ ά λ η όρεξη. - Θα πεινούσαν, σεβασμιότατε· είναι δύο η ώρα κι αισθά
νομαι την ανάγκη να βάλω κι εγώ κάτι στο στόμα μου· δεν θα με συνοδεύσεις σ' ένα λιτό γεύμα;
- Ευχαριστώ, αγαπητέ μου οικοδεσπότη, ευχαριστώ, απάντησε ο επίσκοπος, προσπαθώντας απεγνωσμένα να αγνοήσει τις διαμαρτυρίες του στομαχιού του. Δεν θέλω τίποτα, απολύτως τίποτα, αν και πεινάω κάπως.
- Δεν πρέπει ποτέ ν' αντιστεκόμαστε στις φυσικές μας ανάγκες, σεβασμιότατε, είπε ο Ρομπέν με σοβαρό ύφος. Γιατί τότε το πνεύμα και η καρδιά μας υποφέρουν κι έτσι χάνουμε την υγεία μας. Έ λ α , ας καθίσουμε στο γρασίδι· αν φοβάσαι μήπως αργοπορήσεις, φάε έστω μια μπουκιά ψωμί.
- Πρέπει, λοιπόν, να σε υπακούσω οπωσδήποτε; ρώτησε ο επίσκοπος με μια έκφραση χαράς που άδικα προσπάθησε να κρύψει.
- Δεν είσαι υποχρεωμένος, σεβασμιότατε, του αντιγύρισε ο Ρομπέν με πονηρό ύφος· αν δεν θέλεις να δοκιμάσεις μαζί μου αυτό το υπέροχο πατέ από άγριο ζώο και τούτο το εξαίσιο κρασί σ' αυτό εδώ το φλασκί, σε παρακαλώ μην το κάνεις, γιατί είναι ακόμα πιο επικίνδυνο να φορτώνει κανείς το στομάχι του με φαγητά, παρά να στερείται την τροφή για πολλές ώρες.
- Ω, δεν πιέζω το στομάχι μου, τον καθησύχασε ο επίσκοπος γελώντας. Έ χ ω πολύ μεγάλη όρεξη και καθώς είμαι νηστικός εδώ και πολλές ώρες, θαρρώ ότι θα τιμήσω την ευγενική σου πρόσκληση.
- Ας καθίσουμε, λοιπόν, σεβασμιότατε, και καλή μας όρεξη!
124
Ο επίσκοπος του Χέρφορντ γευμάτισε καλά· του άρεσε το πιόμα, και το κρασί που του σερβίριζε ο Ρομπέν ήταν τόσο γλυκόπιοτο, ώστε στο τέλος η εξοχότητά του έγινε τύφλα στο μεθύσι· τελικά, αργά το βράδυ, ο σεβασμιότατος επέστρεψε στο μοναστήρι της αγίας Μαρίας σε τέτοιο χάλ ι , που έκανε τους ευσεβείς καλόγερους να βγάλουν και πάλι κραυγές φρίκης και αγανάκτησης.
125
Το πάθημα του σερίφη
- Πολύ θα ήθελα να ξέρω πώς είναι σήμερα ο επίσκοπος του Χέρφορντ, έλεγε ο Κόκκινος Γουίλ στον εξάδελφο του Ζανούλη που, μαζί με τον Τρανό, συνόδευε τον Γουίλ στο Μπάρνσντεϊλ.
- Το κεφάλι του δύστυχου ιερωμένου θα πρέπει να 'ναι λίγο βαρύ, αποκρίθηκε ο Τρανός. Αν και μπορούμε να πούμε ότι η εξοχότητά του είναι συνηθισμένη στις κρασοκατανύξεις.
- Πολύ σωστή παρατήρηση, φίλε μου, συμφώνησε ο Ζα-νούλης· ο σεβασμιότατος του Χέρφορντ έχει την ικανότητα να πίνει πολύ, χωρίς ωστόσο να χάνει τα λογικά του.
- Ε δ ώ που τα λέμε, ο Ρομπέν τον ρεζίλεψε, παρατήρησε ο Τρανός. Έ τ σ ι κάνει με όλους τους κληρικούς που συναντάει;
- Ναι, όταν αυτοί οι κληρικοί, σαν τον επίσκοπο του Χέρφορντ, κάνουν κατάχρηση της πνευματικής εξουσίας τους για να ληστεύουν τους Σάξονες. Π ο λ λ έ ς φορές, μάλιστα, ο Ρομπέν δεν περιμένει πότε θα περάσουν αυτοί οι ευσεβείς ταξιδιώτες από το δρόμο του, αλλά ξεστρατίζει για να βρεθεί μπροστά τους, και μάλιστα μεταμφιεσμένος.
- Πώς, δηλαδή, μεταμφιεσμένος; ρώτησε ο Τρανός. - Μα, δεν ξέρεις την περιπέτεια του Ρομπέν, τότε που με
ταμφιέστηκε σε ζωέμπορο; - Ό χ ι , και πολύ θα 'θελα να την ακούσω, Ζανούλη.
126
- Μετά χαράς. Πριν από τέσσερα χρόνια περίπου, παρατηρήθηκε μεγάλη έλλε ιψη κρεάτων στην κομητεία του Νότιγχαμ· οι χασάπηδες κρατούσαν τόσο ψηλά τις τιμές, που μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να φάνε κρέας. Ο Ρομπέν των Δασών, που πάντα είναι μέσα σ' όλα, έμαθε γι ' αυτή την κατάσταση κι αποφάσισε να γιατρέψει τις συμφορές των δυστυχισμένων.
» Μ ι α μέρα που είχε παζάρι, ο Ρομπέν έστησε καρτέρι σ' ένα δρόμο μέσα στο δάσος, απ' όπου θα περνούσε ένας ζωέμπορας, ο κύριος προμηθευτής της πόλης του Νότιγχαμ.
» Τ ε λ ι κ ά , ο Ρομπέν είδε τον άνθρωπο του να 'ρχεται καβάλα σ' ένα καθαρόαιμο άτι, σπρώχνοντας μπροστά του ένα τεράστιο κοπάδι από γελάδια.
»Ο Ρομπέν αγόρασε το κοπάδι, το άλογο, τη φορεσιά του ζωέμπορα και τη σιωπή του - και για να σιγουρευτεί, μας άφησε τον έμπορα να τον προσέχουμε εμείς, μέχρι να επιστρέψει εκείνος στο δάσος. Ο Ρομπέν, που ήθελε να πουλήσει τα ζωντανά πολύ φτηνά, σκέφτηκε πως αν δεν εξασφάλιζε μια προστασία, του βοηθού σερίφη, λόγου χάρη, οι χασάπηδες θα μπορούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους για να εκμηδενίσουν τις καλές του προθέσεις απέναντι στους φτωχούς. Ο βοηθός σερίφης διαφέντευε ένα μεγάλο πανδοχείο, όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι έμποροι της περιοχής, όταν έρχονταν στο Νότιγχαμ. Ο Ρομπέν το ήξερε αυτό και, για ν' αποφύγει κάθε σύγκρουση με τους «συναδέλφους του», οδήγησε τα γελάδια του στην πλατεία της αγοράς, διάλεξε ανάμεσα τους το πιο παχύ και το πήγε στο πανδοχείο του βοηθού σερίφη. Εκείνος στεκόταν μπροστά στην πόρτα του κι όταν αντίκρισε το μοσχάρι που του είχε φέρει ο Ρομπέν, γούρλωσε τα μάτια. Ο φίλος μας, παριστάνοντας τον γοητευμένο από την υστερόβουλη, ίσως, υποδοχή του σερίφη, του είπε πως είχε το καλύτερο κοπάδι στην αγορά κι ότι θα ήταν πολύ ευτυχισμένος αν δεχόταν να κρατήσει το μοσχά-
127
ρι. Ο βοηθός σερίφης τον ευχαρίστησε ταπεινά για το τόσο ακριβό δώρο που του έκανε.
»- Άρχοντα σερίφη, του είπε ο Ρομπέν, είμαι ξένος, δεν ξέρω τις συνήθειες της περιοχής σας και φοβάμαι μήπως τσακωθώ με τους συναδέλφους μου. Θα σου ήμουν, λοιπόν, υπόχρεος αν προστάτευες έναν άνθρωπο ο οποίος, το μόνο που θέλε ι είναι να μη σου δημιουργήσει προβλήματα.
»0 σερίφης ορκίστηκε αμέσως (η ευγνωμοσύνη του εκείνη τη στ ιγμή ήταν όση και το πάχος του μοσχαριού) ότι θα πρόσταζε να κρεμάσουν όποιον τολμούσε να πειράξει τον φίλο μας· δήλωσε, ακόμα, πως ο Ρομπέν ήταν ένα ευγενικό παλικάρι και ο καλύτερος ζωέμπορας που είχε φανεί ποτέ στα μέρη τους. Ήσυχος από αυτή την πλευρά, ο Ρομπέν γύρισε στην πλατεία της αγοράς όπου, σε λίγο, άρχισε να καταφθάνει η φτωχολογιά, ρωτώντας πόσο κόστιζε το κρέας· δυστυχώς, όμως, η τ ιμή ήταν πολύ υψηλή για το φτωχό τους βαλάντιο. Όταν διαμορφώθηκαν οι τελικές τιμές, ο Ρομπέν πρόσφερε για μία πένα όσο κρέας έδιναν οι άλλοι για τρεις πένες. Τα νέα γι ' αυτή την καταπληκτ ική τ ιμή απλώθηκαν αστραπιαία σ' όλη την πόλη, και οι φτωχοί άρχισαν να φτάνουν τρέχοντας, απ' όλες τις γειτονιές. Μετά από λίγο, ο Ρομπέν άρχισε να δίνει για μία πένα όσο κρέας έδιναν οι συνάδελφοι του για πέντε. Γρήγορα μαθεύτηκε σ' όλη την αγορά, ότι ο Ρομπέν πουλούσε μόνο στους φτωχούς. Οι συνάδελφοι του, που δεν είχαν καμιά διάθεση ν' ακολουθήσουν το παράδειγμα του, τον θεώρησαν σπάταλο που, σε μια κρίση τρελής γενναιοδωρίας, «χάριζε» τα καλύτερα αγαθά του. Κατά το μεσημέρι, οι χασάπηδες συγκεντρώθηκαν και συμφώνησαν ότι έπρεπε να γνωριστούν με τον νεοφερμένο. Ένας απ' αυτούς πλησίασε τον Ρομπέν και του είπε:
»- Α γ α π η τ έ φίλε και αδερφέ, η συμπεριφορά σου μου φαίνεται κομματάκι παράξενη· γιατί, χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, χαλάς το επάγγελμα του χασάπη. Α π ' την άλ-128
λ η , όμως μια κι έχεις καλές προθέσεις, δεν μπορούμε παρά να σε συγχαρούμε και να χειροκροτήσουμε τη γενναιοδωρία σου. Οι συνάδελφοι μου είναι ενθουσιασμένοι με την καλοσύνη της καρδιάς σου και μου ανέθεσαν να σου μεταφέρω τα συγχαρητήρια τους και να σε προσκαλέσω στο γεύμα μας.
»- Δέχομαι μ' όλη μου την καρδιά την πρόσκληση, αποκρίθηκε χαρούμενος ο Ρομπέν, και είμαι έτοιμος να σας ακολουθήσω.
»- Μαζευόμαστε συνήθως στο πανδοχείο του σερίφη, κι αν δεν έχεις αντίρρηση...
»- Γιατί να 'χω αντίρρηση! τον διέκοψε ο Ρομπέν. Αντίθετα, με μεγάλη μου χαρά θα βρεθώ παρέα μ' έναν άνθρωπο που τον τιμάτε με την εμπιστοσύνη σας.
»- Αν είναι έτσι, φίλε μου, τότε θα τελειώσουμε πολύ όμορφα την ημέρα μας.
- Εσύ ήσουν μαζί με τον Ρομπέν; ρώτησε ο Τρανός, έκπληκτος με τις λεπτομέρειες που τους περιέγραφε ο Ζανούλης.
- Εννοείται. Λες ν' άφηνα τον Ρομπέν μόνο του, τη στιγμή που κινδύνευε να τον αναγνωρίσουν; Με είχε διατάξει να μείνω παράμερα, εγώ όμως δεν τον άκουσα και στεκόμουν σχεδόν δίπλα του. Ξαφνικά με πήρε είδηση, μ' έπιασε απ' το χέρι και με κατσάδιασε για την ανυπακοή μου. Του εξήγησα χαμηλόφωνα τους λόγους που μ' έκαναν να παρακούσω τις διαταγές του. Ηρέμησε αμέσως και κοιτάζοντας με, χαμογελώντας με το γνωστό του τρυφερό χαμόγελο, είπε: «Ανακατέψου στο πλήθος, αγαπητέ μου Ζανούλη, και φρόντισε για την ασφάλεια σου, όπως φροντίζεις για τη δική μου. Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, αν σου συμβεί κάποιο κακό». Υπάκουσα στον Ρομπέν και χάθηκα μέσα στο πλήθος. Όταν ο Ρομπέν, μαζί με τους εύθυμους χασάπηδες, κίνησε για το πανδοχείο του σερίφη, τον ακολούθησα και μπήκα μαζί του στην τραπεζαρία. Παράγγειλα ένα
129
καλό γεύμα και κάθισα μπροστά σ' ένα παράθυρο. Εκε ίνη την ημέρα, ο Ρομπέν είχε μεγάλα κέφια· κάθισε στο τραπέζι μαζί με τους συναδέλφους του και, λίγο πριν τελειώσουν, παράγγειλε το καλύτερο κρασί της κάβας, δηλώνοντας ότι κερνούσε εκείνος. Όπως καταλαβαίνετε, δέχτηκαν με χειροκροτήματα τη γενναιόδωρη προσφορά του και το κρασί κυκλοφόρησε σε όλες τις γωνιές της αίθουσας - ακόμα κι εγώ πήρα το μερίδιο μου. Τη στ ιγμή που το κέφι των συνδαιτυ-μόνων είχε φτάσει στο αποκορύφωμα, παρουσιάστηκε στο κατώφλι της πόρτας ο σερίφης. Ο Ρομπέν τον κάλεσε να καθίσει, κι εκείνος δέχτηκε. Κάποια στιγμή, σκέφτηκε πως ο Ρομπέν ήταν το κεντρικό πρόσωπο της γιορτής, και τον ρώτησε πώς πήγε.
»- Α, ο φίλος μας είναι σαΐνι σωστό! φώναξε ένας από τους χασάπηδες. Ικανός, μυαλωμένος, καλό παιδί.
»Λ ίγα λεπτά αργότερα, το βλέμμα του σεφίφη έπεσε πάνω μου. Βλέποντας πως ήμουν ο μόνος ξεμέθυστος εκεί μέσα, σηκώθηκε κι ήρθε κοντά μου.
»- Αυτό το παλικάρι, μου είπε δείχνοντας τον Ρομπέν με το βλέμμα, πρέπει να είναι πολύ σπάταλος· πούλησε φαίνεται τα χωράφια και το σπίτι ή τον πύργο του, κι ήρθε τώρα εδώ να ξοδέψει σαν τρελός τα λεφτά του.
»- Ίσως, αποκρίθηκα αδιάφορα. »- Θα πρέπει να 'χει κι ά λ λ η περιουσία, ε; συνέχισε ο σε
ρίφης. »- Μ ά λ λ ο ν έτσι θα είναι, κύριε. »- Πιστεύετε ότι μπορεί να πουλήσει φτηνά όσα ζώα του
έχουν μείνει; »- Δεν ξέρω· υπάρχει όμως ένας απλός τρόπος να το μά
θετε. »- Ποιος; ρώτησε χαζά ο σερίφης. »- Για όνομα του Θεού! Να ρωτήσετε τον ίδιο! » - Δίκιο έχεις, ξένε.
130
»Ο σερίφης σηκώθηκε, πλησίασε ξανά τον Ρομπέν κι αφού τον καλόπιασε, παινεύοντας τον για την απλοχεριά του, τον συγχάρηκε για τον αξιέπαινο τρόπο που χρησιμοποιούσε την περιουσία του.
»- Νεαρέ μου φίλε, πρόσθεσε ο σερίφης, μήπως σου μένουν τίποτα γελάδια ακόμα για πούλημα; Θα σου βρω εγώ αγοραστή· κι αν θες να ξέρεις, κάνω αυτή την εξυπηρέτηση, γιατί, μ' όλο το θάρρος, ένας άντρας της δικής σου σειράς και με το δικό σου παρουσιαστικό, δεν μπορεί να καταγίνεται με το εμπόριο.
»Ο Ρομπέν μυρίστηκε αμέσως τα πραγματικά κίνητρα αυτού του πονηρού συλλογισμού· γέλασε κι αποκρίθηκε στον εξυπηρετικό σερίφη πως είχε ακόμα χίλια γελάδια, που θα τα ξεφορτωνόταν ευχαρίστως για πεντακόσια χρυσά σκούδα.
»— Ε γ ώ σου προσφέρω τριακόσια, είπε ο σερίφης. »— Ναι, αλλά με τις τωρινές τιμές, του αντιγύρισε ο Ρο
μπέν, τα ζωντανά μου αξίζουν δύο σκούδα το κεφάλι. »— Αν μου πουλήσεις όλο μαζί το κοπάδι, θα σου δώσω
τριακόσια σκούδα. Κι αν θες τη γνώμη μου, ευγενικέ μου άρχοντα, τριακόσια χρυσά σκούδα στο πουγκί, είναι πολύ καλύτερα από χίλια γελάδια στα λιβάδια. Αποφάσισε, λοιπόν· σύμφωνοι για τριακόσια χρυσά σκούδα;
»- Είναι πολύ χαμηλή τ ιμή, απάντησε ο Ρομπέν, ρίχνοντας μου μια φευγαλέα ματιά.
»- Μια φιλελεύθερη καρδιά σαν τη δική σου, άρχοντα μου, συνέχισε ο σερίφης προσπαθώντας να τον καλοπιάσει, δεν είναι δυνατόν να παζαρεύει για λ ίγα σκούδα. Έ λ α , η συμφωνία μας έκλεισε. Κ ό λ λ α το! Πού είναι τα ζώα; Θ έ λ ω να τα δω όλα μαζί.
»- Ό λ α μαζί! επανέλαβε ο Ρομπέν, γελώντας με την ιδέα που του είχε έρθει στο μυαλό.
»- Βεβαίως, νεαρέ μου φίλε, κι αν η περιοχή όπου βρίσκεται αυτό το υπέροχο κοπάδι δεν είναι μακριά από 'δώ,
131
μπορούμε να πάμε με τ' άλογα μας και να κλείσουμε τη συμφωνία επιτόπου. Πάω να φέρω τα χρήματα κι αν είσαι λογικός, η υπόθεση θα 'χει τελειώσει πριν κιόλας επιστρέψουμε στο Νότιγχαμ.
»- Ένα μ ίλ ι περίπου από την πόλη έχω πολλά στρέμματα γης, είπε ο Ρομπέν. Ε κ ε ί είναι συναγμένα τα ζωντανά μου και θα μπορείς να τα δεις με όλη σου την άνεση.
»- Ένα μ ίλ ι από το Νότιγχαμ, είπε σκεφτικός ο σερίφης, πολλά στρέμματα γης... Ξέρω καλά την περιοχή, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πού βρίσκονται τα κτήματα σου.
»- Μ ί λ α πιο σιγά, ψιθύρισε ο Ρομπέν σκύβοντας προς τον σερίφη· για προσωπικούς λόγους, δεν θέλω να φανερώσω τ' όνομα και τους τίτλους μου. Μια λέξη για το ακριβές σημείο που βρίσκονται τα ζωντανά μου, μπορεί να μου προκαλέσει μ ε γ ά λ η ζημιά. Καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;
»— Πάρα πολύ καλά, νεαρέ μου φίλε, απάντησε ο σερίφης, κλείνοντας πονηρά το μάτι. Να φοβάσαι τους φίλους σου, να τρέμεις τους συγγενείς σου... καταλαβαίνω, καταλαβαίνω.
»— Είσαι πολύ έξυπνος, σερίφη, συνέχισε ο Ρομπέν με μυστηριώδες ύφος, κι αρχίζω να πιστεύω ότι θα τα πάμε μια χαρά οι δυο μας. Ωραία, λοιπόν! Αν θέλεις, μπορούμε να φύγουμε στα κρυφά, τώρα που δεν μας βλέπουν οι χασάπηδες. Είσαι έτοιμος να μ' ακολουθήσεις;
»- Μα, βέβαια! Εσένα περιμένω τόση ώρα. Θα πω να σε-λώσουν γρήγορα τ' άλογα μας.
»- Πήγαινε, έρχομαι κι εγώ αμέσως. »Ο σερίφης βγήκε από την αίθουσα κι εγώ, με διαταγή
του Ρομπέν, έτρεξα να συναντήσω τους εύθυμους συντρόφους μας, που για περίπτωση ανάγκης, είχα φροντίσει να τους τοποθετήσω σε απόσταση αναπνοής, και τους ενημέρωσα για τον ερχομό του σερίφη. Λίγα λεπτά αφότου έφυγα εγώ, ο σερίφης ανέβασε τον Ρομπέν στο ιδιαίτερο δώμα του, 132
τον σύστησε στη γυναίκα του, μια νέα κι όμορφη κοπελούδα καμιά εικοσαριά χρονών, και τον παρακάλεσε να καθίσει μαζί της για να πάει εκείνος να φέρει τα λεφτά. Μόλις επέστρεψε ο σερίφης στο δώμα όπου είχε αφήσει τον Ρομπέν με τη γυναίκα, βρήκε τον αρχηγό μας στα πόδια της κυράς του. Α υ τ ή η εικόνα εκνεύρισε τον καχύποπτο σύζυγο· η ελπίδα του, όμως, να πιάσει κορόιδο τον Ρομπέν, του 'δωσε τη δύναμη να δαμάσει το θυμό του. Δάγκωσε τα χείλια του και είπε στον Ρομπέν:
»— Είμαι έτοιμος να σ' ακολουθήσω, άρχοντα μου. »Ο Ρομπέν έστειλε ένα φιλί στην ομορφονιά και, μπρο
στά στον εξοργισμένο σύζυγο, της είπε ότι θα επέστρεφε πολύ σύντομα. Λίγο μετά, ο σερίφης και ο Ρομπέν βγήκαν από το Νότιγχαμ καβάλα στ' άλογα τους. Μέσα από τα πιο έρημα μονοπάτια του δάσους, ο Ρομπέν οδήγησε τον σερίφη στο σταυροδρόμι όπου θα τους περιμέναμε εμείς.
»— Ορίστε, είπε ο Ρομπέν, απλώνοντας το μπράτσο του προς την πανέμορφη περιοχή του γέρικου Σέργουντ, ένα μέρος από τα κτήματα μου.
»- Αυτό είναι τελείως παράλογο και κάνεις λάθος, αποκρίθηκε ο σερίφης, που πίστευε ότι τον κορόιδευαν. Αυτό το δάσος, και ό,τι περιέχει, ανήκει στον βασιλιά.
»— Μπορεί, είπε ο Ρομπέν. Αφού όμως το πήρα εγώ, τώρα είναι όλα δικά μου.
»- Μα τι 'ναι αυτά που λες; Δ ικά σου; »- Σίγουρα· και σε λίγο θα μάθεις με ποιον τρόπο. »— Βρισκόμαστε σ' ένα ερημικό κι επικίνδυνο σημείο, είπε
ο σερίφης. Το δάσος είναι γεμάτο από ληστές.. . ο Θεός να μας φυλάει από τον Ρομπέν των Δασών. Έ τ σ ι και πέσουμε στα χέρια του, θα μας πάρει ό,τι έχουμε και δεν έχουμε.
»- Θα δούμε τι θα κάνει, αποκρίθηκε ο Ρομπέν γελώντας. Στοιχηματίζω χίλ ια προς ένα ότι δεν θ' αργήσει να εμφανιστεί μπροστά μας.
133
»Ο σερίφης έγινε κατακίτρινος κι άρχισε να κοιτάζει τρομοκρατημένος γύρω του, στην πυκνή βλάστηση.
»— Θα προτιμούσα, είπε, να βρίσκονταν τα κτήματα σου σε κάποιο λιγότερο επικίνδυνο σημείο. Αν με είχες προειδοποιήσει ότι θα 'ρχόμαστε εδώ, σίγουρα δεν θα σ' ακολουθούσα.
»- Μα, σε διαβεβαιώνω, αγαπητέ μου κύριε, ότι βρισκόμαστε στα κτήματα μου.
»- Τι θέλεις να πεις; Για ποια κτήματα μου μιλάς; ρώτησε ο σερίφης με αγωνία.
»— Μα, θαρρώ ότι τα λόγια μου είναι ξεκάθαρα, του απάντησε ο Ρομπέν. Σου δείχνω αυτά τα ξέφωτα, αυτές τις απλάδες, αυτά τα σταυροδρόμια και σου λέω: «Ορίστε η ιδιοκτησία μου». Εσύ, όταν μιλάς για τη γυναίκα σου, δεν λες: «Η γυναίκα μου;»
»- Ναι, ναι, φυσικά, ψέλλ ισε ο σερίφης. Και πώς λέγεσαι, σε παρακαλώ; Βιάζομαι να γνωρίσω τ' όνομα ενός τόσο πλούσιου άρχοντα.
»- Έννοια σου, θα ικανοποιήσω γρήγορα την περιέργεια σου, του απάντησε γελώντας ο Ρομπέν.
Την ίδια στ ιγμή, ένα μεγάλο κοπάδι ζαρκάδια διέσχισε το μονοπάτι.
»- Ορίστε, ορίστε, άρχοντα, κοίταξε δεξιά σου· να μια εκατοστή από τα ζώα μου... καλοθρεμμένα κι όμορφα, δεν νομίζεις;
»Ο σερίφης έτρεμε ολόκληρος. »- Μακάρι να μην είχα έρθει εδώ, είπε, ρίχνοντας ανήσυ
χες ματιές στο πυκνό δάσος. »- Μα γιατί; απόρησε ο Ρομπέν. Λόγω τιμής, το γέρικο
Σέργουντ είναι θαυμάσιο σπιτικό· κι έπειτα, τι φοβάσαι; Δεν είμαι μαζί σου;
»- Αυτό ακριβώς μ' ανησυχεί, άρχοντα ξένε· ομολογώ ότι εδώ και λ ίγα λεπτά, η συντροφιά σου δεν μου είναι και τόσο ευχάριστη. 134
»— Ευτυχώς που ελάχιστοι έχουν την ίδια γνώμη μ' εσένα, άρχοντα σερίφη, αποκρίθηκε ο Ρομπέν γελώντας. Κι αφού, για μεγάλη μου λύπη, είσαι κι εσύ ένας απ' αυτούς, δεν χρειάζεται να συνεχίσουμε άλλο τη συζήτηση μας.
»Ο Ρομπέν υποκλίθηκε ειρωνικά μπροστά στον συνομιλ η τ ή του και έφερε το βούκινο στα χ ε ί λ η του. (Ξέχασα να σας πω, φίλοι μου, ότι εμείς ακολουθούσαμε βήμα βήμα τους δυο καβαλάρηδες. Τρέξαμε, λοιπόν, με το πρώτο σάλπισμα). Τρομοκρατημένος ο σερίφης, λ ίγο έλειψε να πέσει από τ' άλογο του.
»— Τι επιθυμείς, ευγενικέ μου αφέντη; είπα στον Ρομπέν. Δώσε μου, σε παρακαλώ, τις διαταγές σου και θα τις εκτελέσω αμέσως.
- Έ τ σ ι μιλάς πάντα στον Ρομπέν, Ζανούλη; απόρησε ο Κόκκινος Γουίλ.
- Ναι, Γουίλ, γιατί είναι και καθήκον μου και ευχαρίστηση μου, απάντησε αγαθά ο γιγαντόσωμος νεαρός.
»- Έφερα ίσαμε 'δώ τον σπουδαίο βοηθό σερίφη του Νότιγχαμ, αποκρίθηκε ο Ρομπέν. Η εξοχότητά του επιθυμεί να δει μερικά από τα ζωντανά μου και να μοιραστεί το δείπνο μου. Φρόντισε, αγαπητέ μου υπαρχηγέ, να έχει ο φιλοξενούμενος μας όλες τις περιποιήσεις που αρμόζουν στο μεγαλείο του αξιώματος του.
»- Θα του σερβίρουμε τα καλύτερα φαγητά, αποκρίθηκα, γιατί είμαι σίγουρος ότι θα πληρώσει πολύ γενναιόδωρα το δείπνο του.
»- Θα πληρώσω! φώναξε έκπληκτος ο σερίφης. Τι εννοείτε;
»- Θα σου εξηγήσω σαν έρθει η ώρα, άρχοντα, του αποκρίθηκε ο Ρομπέν. Και τώρα, επίτρεψέ μου ν' απαντήσω στην ερώτηση που μου έκανες, όταν μπήκαμε σ' αυτό το δάσος.
»- Ποια ερώτηση; μουρμούρισε ο σερίφης. »- Αν δεν κάνω λάθος, ήθελες να μάθεις τ' όνομα μου.
135
»- Αλίμονο! κλαψούρισε ο σερίφης. »- Λέγομαι Ρομπέν των Δασών, άρχοντα. »- Το κατάλαβα, είπε ο σερίφης, δείχνοντας με το βλέμ
μα την ομάδα των εύθυμων αντρών. »- Όσο για το τι εννοούμε όταν λέμε ότι θα πληρώσεις,
μάθε ότι προσφέρουμε δωρεάν γεύματα στους φτωχούς· αποζημιωνόμαστε, όμως, για όλα μας τα έξοδα από τους καλεσμένους που κυκλοφορούν με το πουγκί γεμάτο.
»— Ποιοι είναι οι όροι σας; ρώτησε ο σερίφης με κλαψιάρι-κη φωνή.
»- Δεν βάζουμε όρους και δεν ορίζουμε τιμές· παίρνουμε, χωρίς να τα μετρήσουμε, όλα τα λεφτά του καλεσμένου μας. Εσύ, να πούμε, έχεις στην τσέπη σου τριακόσια χρυσά σκούδα.
»- Θεέ μου! Θεέ μου! μουρμούρισε ο σερίφης. »- Ο λογαριασμός σου, λοιπόν, θα είναι τριακόσια σκούδα. »- Τριακόσια σκούδα! »- Μάλιστα, και σε συμβουλεύω να φας και να πιεις όσο
μπορείς περισσότερο, ώστε να μην πληρώσεις για κάτι που δεν πήρες...
»Σέρβιραν ένα εξαίσιο γεύμα επάνω στο γρασίδι. Ο σερίφης ίσα που τσίμπησε το φαγητό, ήπιε όμως πάρα πολύ. Υποθέσαμε ότι αυτή η υπερβολική δίψα οφειλόταν στην απελπισία του. Μας έδωσε τα τριακόσια χρυσά σκούδα και μόλις το τελευταίο νόμισμα χάθηκε μες στο πουγκί μου, εκδήλωσε την επιθυμία να μας αφήσει. Ο Ρομπέν είπε να φέρουν τ' άλογο του, τον βοήθησε να πεζέψει, του ευχήθηκε καλό κατευόδιο και τον παρακάλεσε να δώσει τους χαιρετισμούς του στην κυρά του. Ο σερίφης δεν απάντησε διόλου στις ευχαριστίες μας· βιαζόταν τόσο πολύ να βγει απ' το δάσος, που πρόγκησε τ' άλογο του να καλπάσει κι απομακρύνθηκε χωρίς να πει λέξη. Έ τ σ ι τελείωσε η περιπέτεια του Ρομπέν των Δασών με τους χασάπηδες του Νότ ιγχαμ» . 136
- Θα ήθελα πολύ, είπε ο Κόκκινος Γουίλ, να δω μια μέρα αν μπορώ κι εγώ να μεταμφιεστώ. Προσπάθησες ποτέ να μασκαρευτείς, Ζανούλη;
- Ναι, για να εκτελέσω μια διαταγή του Ρομπέν. - Και πώς τα πήγες; - Αρκετά καλά για την περίσταση, απάντησε ο Ζανούλης. - Και ποια ήταν η περίσταση; ρώτησε ο Τρανός. - Ε, να, κάποιο πρωί, ο Ρομπέν ετοιμαζόταν να επισκε
φθεί τον Ά λ μ π ε ρ τ Λίντσε ϊ και την όμορφη γυναίκα του, όταν του είπα ότι θα 'ταν επικίνδυνο να μπει ανοιχτά στην πόλη. Μετά απ' αυτό που είχε συμβεί με τον σερίφη και τα γελάδια, περιμέναμε την εκδίκηση του. Ο Ρομπέν περιγέλασε τους φόβους μου κι απάντησε ότι για να τους κοροϊδέψει καλύτερα, θα μεταμφιεζόταν σε Νορμανδό. Ντύθηκε , λοιπόν, με μια υπέροχη φορεσιά ιππότη, επισκέφτηκε τον Ά λ μ π ε ρ τ και μετά πήγε στο πανδοχείο του σερίφη. Εκε ί , ξόδεψε πολλά, συγχάρηκε τη γυναίκα του σερίφη για την ομορφιά της, συζήτησε με τον άντρα της, που τρέλανε τον αρχηγό μας στις περιποιήσεις κι έπειτα, λ ίγο πριν φύγει απ' το πανδοχείο, πήρε τον σερίφη παράμερα και του είπε γελώντας:
»- Χ ί λ ι α ευχαριστώ, αγαπητέ μου, για τον ευγενικό τρόπο που φέρθηκες στον Ρομπέν των Δασών.
» Μ έ χ ρ ι να συνέλθει ο σερίφης από την κατάπληξη του, ο Ρομπέν είχε γίνει καπνός».
- Πολύ ωραία! είπε ο Γουίλιαμ. Όμως, η νέα απόδειξη της επιδεξιότητας του Ρομπέν, δεν μας λέει πώς μεταμφιέστηκες εσύ, Ζανούλη.
- Α, εγώ ντύθηκα ζητιάνος. - Για ποιο λόγο; - Για να υπακούσω, όπως σας είπα, σε μια διαταγή του Ρο
μπέν. Ο Ρομπέν ήθελε να με δοκιμάσει, να δει αν μπορούσα κι εγώ να μεταμφιεστώ όπως εκείνος. Με άφησε να διαλέξω και
137
καθώς ήξερα ότι μόλις είχε πεθάνει ένας πλούσιος Νορμανδός, που τα κτήματα του βρίσκονταν έξω από το Νότιγχαμ, απο-φάσισα ν' ανακατωθώ με τους φτωχούς που θ' ακολουθούσαν την επικήδεια πομπή. Φόρεσα λοιπόν ένα παλιό καπέλο στολισμένο με κοχύλια, πήρα ένα τεράστιο ραβδί, ρούχα προσκυνητή, ένα δισάκι για τα τρόφιμα κι ένα μικρό πουγκί για τις ελεημοσύνες που θα μου έδιναν. Με τέτοια άθλια εμφάνιση έμοιαζα τόσο πολύ με πραγματικό ζητιάνο, που ακόμα και οι εύθυμοι σύντροφοι μας ήθελαν να μου δώσουν τον οβολό τους. Ένα μίλι περίπου από το κρησφύγετο μας, συνάντησα μερικούς ζητιάνους που πήγαιναν κι εκείνοι για τον πύργο του πεθαμένου. Ο ένας απ' αυτούς τους κατεργάρηδες παράσταινε τον τυφλό, ο άλλος τον κουτσό· οι δυο τελευταίοι απλά φορούσαν άθλια κουρέλια.
» « Ν α » , είπα μέσα μου, παρατηρώντας τους λοξά, «αυτοί οι λεβέντες μπορούν να μου μάθουν πολλά· θα τους πλευρίσω και θα καμωθώ πως γράφομαι στο σχολειό τους».
»- Καλημέρα, αδέρφια μου, φώναξα ευγενικά. Ε ίμαι πολύ ευτυχισμένος που η τύχη μάς έφερε κοντά. Για πού τραβάτε;
»- Όπου μας βγάλει ο δρόμος, μου απάντησε ξερά το παλικάρι που είχα ρωτήσει.
» Ο ι αλλόκοτοι στρατοκόποι με κοίταξαν απ' την κορφή ως τα νύχια και πήραν μια έκφραση φοβισμένης έκπληξης.
»- Αυτός ο παλικαράς δεν μοιάζει με το καμπαναριό στο μοναστήρι του Λίντον; είπε ο ένας από τους φτωχούς πισω-πατώντας.
»- Να 'σαι σίγουρος ότι μοιάζω με κάποιον που δεν σκιάζεται τίποτα και κανέναν, αποκρίθηκα απειλητικά.
»- Έ λ α , τώρα, ησυχάστε! μουρμούρισε ο ένας απ' τους ζητιάνους.
»— Εντάξει , ησυχάζουμε, είπα. Μα τι υπάρχει για ροκάνισμα στο τέλος του δρόμου, και βλέπω να ξεπετάγονται ολούθε άτομα της άγιας αδελφότητας μας, των κουρελή-138
δων; Γιατί σημαίνουν τόσο θλιβερά οι καμπάνες στο μοναστήρι του Λίντον;
»- Γιατί μόλις τα τίναξε ένας Νορμανδός... »- Πηγαίνουμε να πάρουμε το μερτικό μας απ' αυτά που
μοιράζουν στις κηδείες σε φτωχοδιαβόλους σαν εμάς, κι αν θέλεις , μπορείς να 'ρθεις μαζί μας.
»— Αυτό θα κάνω κι ευχαριστώ για την πρόσκληση, αποκρίθηκα.
»— Βρομερέ ψηλέα, φώναξε ο πιο καρδαμωμένος απ' τους ζητιάνους, δεν θέλουμε την ηλίθια παρέα σου! Εμένα μου μοιάζεις κατεργάρης και δεν έχω καμιά όρεξη να βλέπω τα μούτρα σου. Πάρε δρόμο, και άρπα κι αυτή στην κεφάλα για να μάθεις!
» Μ ε αυτά τα λόγια ο ψηλός ζητιάνος μού έριξε μια τρομερή κατραπακιά στο κεφάλι.
» Α υ τ ή η ξαφνική επίθεση, μ' έκανε έξαλλο, συνέχισε ο Ζανούλης. Έπεσα επάνω στον ζητιάνο κι άρχισα να τον βαράω με τις γροθιές μου.
»Ο ελεεινός έφαγε τόσες πολλές, που μετά από λίγο ζήτησε έλεος.
»- Σειρά σας τώρα, παλιόσκυλα! φώναξα απειλώντας με το κοντάρι μου τους υπόλοιπους αλήτες.
»Ε ιλ ικρ ινά, θα βάζατε τα γέλια, καλοί μου φίλοι, αν βλέπατε τον τυφλό ν' ανοίγει τα μάτια του και να παρακολουθεί τρομοκρατημένος τις κινήσεις μου, και τον κουτσό να τρέχει ολοταχώς προς το δάσος. Όσο για τους άλλους φωνακλάδες, που με ξεκούφαιναν με τις κραυγές τους, άρχισα να τους κοπανάω στους ώμους με το κοντάρι μου, τον ένα μετά τον άλλο, για να σωπάσουν. Ξαφνικά, ένα δισάκι σκίστηκε από τα χτυπήματα μου και χρυσά νομίσματα κύλησαν στο χώμα· ο κατεργάρης που τα κουβαλούσε έπεσε στα γόνατα μπροστά στο θησαυρό του, προσπαθώντας να τον κρύψει.
139
»— Ω, ω, φώναξα, τώρα αλλάζουν τα πράγματα, ελεεινά υποκείμενα, άθλιοι παλιοκλέφτες! Δώστε μου αμέσως όσα. λεφτά έχετε, αλλιώς θα σας κάνω κομπόστα!
» Ο ι δειλοί μού ζήτησαν έλεος για μια ακόμα φορά και καθώς είχα κουραστεί να τους δέρνω, τους έκανα τη χάρη. Όταν παράτησα τους ζητιάνους, με τις τσέπες μου γεμάτες από τα κλοπιμαία τους, μόλις που κρατιούνταν στα πόδια τους.
»Ξαναπήρα γρήγορα, χαρούμενος με το κατόρθωμα μου, γιατί 'ναι δίκαιο να ληστεύεις τους κλέφτες, το δρόμο του δάσους.
»Ο Ρομπέν των Δασών και η εύθυμη ομάδα του έκαναν σκοποβολή με τα τόξα τους.
»- Ζανούλη, φώναξε μόλις μ' αντίκρισε, γύρισες κιόλας; Δεν άντεξες να παραστήσεις τον ζητιάνο μέχρι το τέλος;
»- Να με συμπαθάς, αγαπητέ μου Ρομπέν, αλλά έκανα το καθήκον μου κι ο έρανος μου καρποφόρησε. Φέρνω εξακόσια χρυσά σκούδα.
»- Εξακόσια χρυσά σκούδα! φώναξε έκπληκτος. Μήπως λήστεψες κανέναν πρίγκιπα της Εκκλησίας ;
»- Ό χ ι , αρχηγέ, συγκέντρωσα αυτό το ποσό από μια ομάδα ζητιάνων.
»Ο Ρομπέν των Δασών σοβαρεύτηκε μεμιάς. »- Εξηγήσου, Ζανούλη, μου είπε. Δεν μπορώ να πιστέ
ψω ότι πήρες λεφτά από φτωχούς ανθρώπους. » Α φ η γ ή θ η κ α την περιπέτεια μου στον Ρομπέν, παρατη
ρώντας ότι ζητιάνοι γεμάτοι χρυσάφι δεν μπορεί να είναι παρά επαγγελματίες κλέφτες.
»Ο Ρομπέν συμφώνησε μαζί μου και το πρόσωπο του έλαμψε.
- Κ α λ ά σου πήγε εκείνη η μέρα, είπε ο Τρανός γελώντας. Εξακόσια σκούδα με μια μόνο ψαριά!
140
- Το ίδιο βράδυ, συνέχισε ο Ζανούλης, μοίρασα στους φτωχούς γύρω από το Σέργουντ τη μισή λεία μου.
- Γενναίε Ζανούλη! είπε ο Γουίλ σφίγγοντας το χέρι του νεαρού άντρα.
- Γενναιόδωρε Ρομπέν, θέλεις να πεις, Γουίλιαμ. Γιατί εγώ απλώς υπάκουσα στις διαταγές του αρχηγού μου.
- Να που φτάσαμε στο Μπάρνσντεϊλ , είπε ο Τρανός. Μ ή τ ε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα.
- Θα το πω αυτό στην αδελφή μου, φώναξε ο Γουίλ γελώντας.
- Κι εγώ θα προσθέσω, αποκρίθηκε ο Τρανός, ότι δεν έπαψα στ ιγμή να την σκέφτομαι.
141
Ο Γουίλ και τ' αδέλφια του
Εφτά μέρες κύλησαν από τότε που ο Γουίλιαμ, ο Τρανός και ο Ζανούλης είχαν εγκατασταθεί στον πύργο του Μπάρνσντεϊλ, και το χαρούμενο σπιτικό ετοιμαζόταν να γιορτάσει τους γάμους της Γουίνιφρεντ και της Μπάρμπαρα. Με τις οδηγίες του Κόκκινου Γουίλ, το πάρκο και οι κήποι του πύργου μεταμορφώθηκαν σε στίβους και σε πίστες χορού. Ο ευγενικός νεαρός άντρας φρόντιζε προσεχτικά για την ευτυχία όλων γενικά, και του καθενός ιδιαίτερα. Ακούραστος και κεφάτος, καταπιανόταν με τα πάντα, ενδιαφερόταν για όλα και γέμιζε το σπίτι με τη χαρά του.
Δούλευε λοιπόν σκληρά, συζητούσε, γελούσε, φώναζε τον Ρομπέν, πείραζε τον Τρανό. Ξαφνικά, μια τρελή ιδέα πέρασε απ' το μυαλό του Κόκκινου Γουίλ, που ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
- Τι συμβαίνει, Γουίλιαμ; ρώτησε ο Ρομπέν. - Α γ α π η τ έ μου φίλε, προσπάθησε να μαντέψεις για ποιο
λόγο γελάω έτσι· πάω στοίχημα πως δεν θα τα καταφέρεις. - Μα, για να γελάς μόνος σου, πάει να πει πως είναι κά
τι εξαιρετικά αστείο. - Πράγματι , είναι εξαιρετικά αστείο. Γνωρίζεις τα έξι
αδέλφια μου, έτσι δεν είναι; Είναι όλοι τους ίδιοι, σχεδόν μια κοψιά: ξανθοί σαν τα στάχυα, τρυφεροί, γενναίοι και τίμιοι.
- Πού θες να καταλήξεις, Γουίλιαμ;
142
- Στο γεγονός ότι αυτά τα καλά παιδιά δεν γνωρίζουν τον έρωτα.
- Και λοιπόν; ρώτησε ο Ρομπέν χαμογελώντας. - Λοιπόν, συνέχισε ο Κόκκινος Γουίλ, μου ήρθε μια ιδέα
που θα μας κάνει όλους να χαρούμε πολύ. - Ποια ιδέα; - Όπως ξέρεις, έχω μεγάλη επιρροή στ' αδέλφια μου· θα
πάω να τους πείσω, σήμερα κιόλας, ότι πρέπει να παντρευτούν. Ο Ρομπέν έβαλε τα γέλια. - Θα τους στριμώξω σε μια γωνιά της αυλής, συνέχισε ο
Γουίλ, και θα τους πιπιλίσω το μυαλό ότι πρέπει να βρουν γυναίκα την ίδια μέρα με τον Τρανό και τον Ζανούλη.
- Δεν θα 'ναι και τόσο εύκολο αυτό, αγαπητέ μου Γουίλ, του αποκρίθηκε ο Ρομπέν. Τ' αδέλφια σου είναι από τη φύση τους πολύ ήρεμα και λογικά παλικάρια για να ενθουσιαστούν με τα λόγια σου· εξάλλου, απ' όσο ξέρω, κανένας τους δεν είναι ερωτευμένος.
- Τόσο το καλύτερο, γιατί έτσι θα υποχρεωθούν να φλερτάρουν με τις φίλες των κοριτσιών και φυσικά το θέαμα θα είναι απολαυστικό. Φαντάσου για λίγο την έκφραση του Γκρε-γκουάρ, καθώς θα προσπαθεί να ξελογιάσει μια γυναίκα. Έ λ α μαζί μου, Ρομπέν, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο· μας μένουν μόνο τρεις μέρες. Θα συγκεντρώσω τ' αδέλφια μου κι όσο μπορώ πιο σοβαρά θα τα συμβουλέψω σαν πατέρας.
- Ο γάμος είναι σοβαρή υπόθεση, Γουίλ, και δεν πρέπει να την παίρνεις στ' αστεία. Αν τελικά πείσεις τ' αδέλφια σου να παντρευτούν, κι αργότερα δυστυχήσουν επειδή αποφάσισαν βιαστικά, δεν θα λυπηθείς που θα 'ναι δυστυχισμένα εξαιτίας σου;
- Μ η ν ανησυχείς, Ρομπέν. Θα βρω για τ' αδέλφια μου κορίτσια που θ' αξίζουν και τώρα και στο μέλλον την αγάπη τους. Πρώτ' απ' όλα, γνωρίζω μια όμορφη κοπέλα που αγαπά με πάθος τον αδελφό μου, τον Χέρμπερτ.
143
- Δεν είναι αρκετό, Γουίλ. Α υ τ ή η κοπέλα, μπορεί να σταθεί πλάι στη Γουίνιφρεντ και την Μπάρμπαρα;
- Σίγουρα, και μάλιστα είμαι βέβαιος ότι θα γίνει υπέροχη σύζυγος.
- Ο Χέρμπερτ την γνωρίζει; - Βεβαίως! Είναι όμως αφελής και δεν φαντάζεται καν
ότι μπορεί κάποιος να ενδιαφέρεται γ ι ' αυτόν. - Και πάλι, Γουίλ, το έργο σου είναι δύσκολο, εφόσον
έχεις να παντρέψεις έξι αδελφούς. - Μην ανησυχείς, θα ψάξω και θα βρω άλλα πέντε κο
ρίτσια. - Πάει καλά. Όταν βρεις, όμως, αυτές τις δεσποινίδες,
πιστεύεις ότι τ' αδέλφια σου θα τους ταιριάζουν; - Ούτε λόγος! Τ' αδέλφια μου είναι όλα νέα, γεροδεμέ
να, όμορφα παλικάρια - μου μοιάζουν εξάλλου, πρόσθεσε ο Γουίλ με μια έκφραση ματαιοδοξίας. Μπορεί να μην έχουν τη δική σου γοητεία, Ρομπέν, ούτε τόσο αξιαγάπητο χαρακτήρα, ωστόσο, τίποτα στο παρουσιαστικό τους δεν μπορεί να ενοχλήσει μια κοπέλα φρόνιμη και λογ ική , που γυρεύει έναν καλό σύζυγο. Α, να ο Χέρμπερτ, είπε ο Γουίλ στρέφοντας το κεφάλι του προς τη μεριά ενός νεαρού που περνούσε σε μια αλέα του κήπου. Θα τον φωνάξω. Χέρμπερτ, έλα 'δώ, αγόρι μου!
- Τι θέλε ις , Γουίλ; ρώτησε ο νεαρός μόλις πλησίασε. - Θ έ λ ω να μιλήσουμε, φίλε μου. - Σ' ακούω, Γουίλ. - Αυτά που έχω να σου πω, αφορούν και τ' αδέλφια μας·
πήγαινε να τους φωνάξεις. - Τρέχω. Όση ώρα έλειψε ο Χέρμπερτ, ο Γουίλ παρέμεινε σκεφτικός. Τα αγόρια έτρεξαν κοντά του αμέσως, χαμογελαστά. - Ήρθαμε, Γουίλιαμ, είπε πρόσχαρα ο μεγαλύτερος. Τι
συμβαίνει; Γ ιατί μας φώναξες;
144
- Γ ια έναν πολύ σοβαρό λόγο, αγαπημένα μου αδέλφια. Μου επιτρέπετε να σας κάνω πρώτα μια ερώτηση;
Έγνεψαν όλοι καταφατικά. - Αγαπάτε πολύ τον πατέρα μας, έτσι δεν είναι; - Ποιος θα μπορούσε ν' αμφισβητήσει την αγάπη μας γ ι '
αυτόν; ρώτησε ο Γκρεγκουάρ. - Κανείς· απλώς, σας κάνω αυτή την ερώτηση για εισα
γωγή. . . Αγαπάτε , λοιπόν, τον πατέρα μας, και πιστεύετε ότι ο τίμιος γέροντας φέρθηκε πάντα με αξιοπρέπεια, σαν πραγματικός Σάξονας...
- Βεβαίως, φώναξε απορημένος ο Έγκμπερτ . Για όνομα του Θεού, Γουίλ, τι σημαίνουν όλ' αυτά; Μήπως κακολόγησε κανείς τον πατέρα μας; Δείξε μου αυτόν τον άθλιο κι αναλαμβάνω ν' αποκαταστήσω την τ ιμή των Γκάμγουελ.
- Κανείς δεν έθιξε την τ ιμή των Γκάμγουελ, αγαπητά μου αδέλφια, κι αν την είχαν λερώσει με το ψέμα, πρώτος εγώ θα 'χα ξεπλύνει την κηλίδα με το αίμα του συκοφάντη. Θ έ λ ω να σας μιλήσω για κάτι λιγότερο σοβαρό, κι ωστόσο πολύ σημαντικό — μόνο μη με διακόψετε, αν θέλετε ν' ακούσετε πριν πέσει η νύχτα, αυτά που έχω να σας πω. Θα συμφωνείτε ή διαφωνείτε μαζί μου με νεύματα του κεφαλιού. Προσοχή, αρχίζω. Ο πατέρας μας υπήρξε πάντα ένας τίμιος άνθρωπος· άραγε, πρέπει αυτή η συμπεριφορά του να μας σταθεί ως οδηγός και πρότυπο;
- Ναι, έγνεψαν ταυτόχρονα έξι ξανθά κεφάλια. - Ακριβώς τον ίδιο δρόμο ακολούθησε κι η μητέρα μας,
συνέχισε ο Γουίλ. Μήπως σε όλη της τη ζωή δεν έκανε πάντα το καθήκον της, και δεν υπήρξε υπόδειγμα αρετής;
- Ναι, ναι. - Ο αγαπητός μας πατέρας και η τρυφερή μητέρα μας
αγαπήθηκαν, έζησαν μαζί, φρόντισαν ο ένας για την ευτυχία του άλλου. Αν ο πατέρας μας δεν είχε παντρευτεί, εμείς
145
δεν θα υπήρχαμε - άρα, δεν θα 'χαμε γνωρίσει τη χαρά της ζωής. Είναι ξεκάθαρο αυτό που λέω;
- Ναι, ναι. - Ε, λοιπόν, αγόρια μου, δεν πρέπει τάχα να ευγνωμο
νούμε τον πατέρα και τη μητέρα μας που παντρεύτηκαν, που μας έφεραν στον κόσμο και που τους οφείλουμε τη ζωή μας;
- Ναι, ναι. - Πώς γίνεται, λοιπόν, να μη βλέπετε μπροστά σας αυ
τή τη ζωγραφιά μιας τόσο μεγάλης ευτυχίας; Πώς γίνεται να είστε αχάριστοι απέναντι στη θεία Πρόνοια; Πώς γίνεται και αρνείστε να δώσετε στους γονείς μας ένα δείγμα σεβασμού, τρυφερότητας και ευγνωμοσύνης;
Οι νεαροί γούρλωσαν τα μάτια τους κατάπληκτοι· δεν καταλάβαιναν λέξη απ' αυτά που τους έλεγε ο αδελφός τους.
- Τι θέλεις να πεις, Γουίλιαμ; ρώτησε ο Γκρεγκουάρ. - Θ έ λ ω να πω, κύριοι, ότι πρέπει ν' ακολουθήσετε το πα
ράδειγμα του πατέρα μας· πρέπει ν' αποδείξετε το θαυμασμό σας για τη συμπεριφορά του, που παντρεύτηκε και μας έφερε στη ζωή· και για να γίνει αυτό, μόνο ένας τρόπος υπάρχει: να παντρευτείτε κι εσείς!
- Ω, Θεέ μου! φώναξαν τ' αγόρια, όχι και τόσο ευχαριστημένα.
- Ο γάμος είναι ευτυχία, συνέχισε ο Γουίλ. Σκεφτείτε πόση χαρά θα νιώσετε όταν θα κρατάτε στην αγκαλιά σας ένα λατρευτό πλασματάκι, ένα υπέροχο πλασματάκι που θα σας αγαπάει, θα σας σκέφτεται και που θα είστε όλη του η ζωή. Κοιτάξτε γύρω σας, κατεργάρηδες, και θα δείτε τα τρυφερά βλαστάρια του γάμου. Πρώτα τη Μοντ κι εμένα, που δίχως άλλο ζηλεύετε όταν μας βλέπετε να παίζουμε με το παιδάκι μας. Έπε ιτα, τον Ρομπέν και τη Μαριάν. Σκεφτείτε τον Ζανούλη κι ακολουθήστε το παράδειγμα αυτού του άξιου παλικαριού. Θ έ λ ε τ ε κι άλλες αποδείξεις για την ευτυχία που χαρίζει ο Θεός στους νέους συζύγους; Επισκε-146
φτείτε τον Ά λ μ π ε ρ τ Λίντσε ϊ και την όμορφη του Γκρέις· κατεβείτε στην κοιλάδα του Μάνσφελντ και θα βρείτε τον Ά λ α ν Κλαρ και τη λαίδη Κρίσταμπελ. Είσαστε φριχτοί εγωιστές, που δεν σκεφτήκατε ποτέ ότι από σας εξαρτάται να κάνετε μια γυναίκα ευτυχισμένη. Μην κουνάτε τα κεφάλια, δεν θα πείσετε ποτέ κανέναν ότι είσαστε καλά και με-γαλόκαρδα παιδιά. Κοκκινίζω για λογαριασμό σας με τη στεγνή ψυχή σας και θλίβομαι σαν ακούω παντού να λένε, « Ο ι γιοι του γερο-βαρόνου δεν έχουν αγνές καρδιές». Αποφάσισα, λοιπόν, να δώσω ένα τέλος σ' αυτή την κατάσταση και θ έλω, σας προειδοποιώ, θέλω να σας παντρέψω!
Ο Γουίλ, παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων από τ' αδέλφια του, πέτυχε το σκοπό του. Βρήκε ο καθένας τους τη δική του νύφη.
Ο σερ Γκ ι , έξυπνα προετοιμασμένος από τον Ρομπέν να δώσει τη συγκατάθεση του στους γιους του, υποδέχτηκε με μ ε γ ά λ η αγάπη τις έξι όμορφες αρραβωνιαστικιές. Οι οκτώ γάμοι έγιναν την καθορισμένη μέρα με μεγάλες τιμές, κι όλοι τους ήταν ευχαριστημένοι με το μερίδιο της ευτυχίας που τους έτυχε.
147
Οι «Χαρούμενες Καρδιές»
Ένα μήνα μετά τα γεγονότα που μόλις αφηγηθήκαμε, ο Ρομπέν των Δασών, η γυναίκα του κι ολόκληρος ο στρατός των εύθυμων αντρών, εγκαταστάθηκαν και πάλι κάτω από τα δέντρα του Σέργουντ.
Την ίδια περίπου εποχή, πολλοί Νορμανδοί -οι οποίοι πληρώνονταν απευθείας από τον βασιλιά Ερρίκο Β ' , για τις στρατιωτικές υπηρεσίες που του είχαν προσφέρει- ήρθαν να πάρουν τα κτήματα που τους παραχωρούσε ο βασιλιάς. Μ ε ρικοί απ' αυτούς τους Νορμανδούς αναγκάστηκαν να περάσουν μέσα από το δάσος του Σέργουντ, κι έτσι η εύθυμη συμμορία των παρανόμων, τους ανάγκασε να πληρώσουν «διόδια». Οι νεοφερμένοι έβγαλαν κραυγές αγανάκτησης και κατάγγειλαν τα γεγονότα στις αρχές του Νότιγχαμ. Ωστόσο, κανείς δεν έλαβε στα σοβαρά υπόψη αυτές τις καταγγελίες , που έκρυβαν μέσα τους και μια μ ε γ ά λ η δόση υπερβολής. Έ τ σ ι , οι σερίφηδες και οι άλλοι ισχυροί της πόλης φρόντιζαν να κρατούν προσεχτικά τις αποστάσεις.
Πολλο ί από τους άντρες της συμμορίας του Ρομπέν συγγένευαν με τους κατοίκους του Νότιγχαμ οι οποίοι, όπως ήταν φυσικό, φρόντιζαν να μην πάρουν οι πολιτικές και οι στρατιωτικές αρχές αυστηρά μέτρα εναντίον των ανθρώπων του δάσους. Αυτοί οι έντιμοι πολίτες φοβούνταν πως αν διώχνονταν οι εύθυμοι άντρες από το καταπράσινο κρησφύγετο 148
τους, θα έφταναν μια μέρα να δουν κάποιο δικό τους παλικάρι κρεμασμένο στην κρεμάλα της πόλης.
Ωστόσο, έπρεπε να δείξουν σ' εκείνους που έκαναν τις καταγγελίες ότι κι αυτοί αγανακτούσαν και πως ήθελαν να είναι δίκαιοι απέναντι τους· γ ι ' αυτό, λοιπόν, διπλασίαζαν την αμοιβή που θα έδιναν σε όποιον κατάφερνε να συλλάβει τον Ρομπέν των Δασών. Όποιος ήθελε , έπαιρνε αμέσως την άδεια να συλλάβει τον διάσημο παράνομο. Πολλο ί δυνατοί και ψυχωμένοι άντρες είχαν προσπαθήσει, συνέβη όμως κάτι το τελείως απρόσμενο: μπήκαν με δική τους θέληση στη συμμορία των εύθυμων ανθρώπων του δάσους.
Ένα πρωί, ο Ρομπέν, ο Τρανός και ο Κόκκινος Γουίλ περπατούσαν μες στο δάσος. Συζητώντας, οι τρεις φίλοι κατευθύνονταν προς το δρόμο του Νότιγχαμ· ξαφνικά, είδαν μια κοπέλα να κλαίει σπαρακτικά. Ο Ρομπέν έτρεξε αμέσως κοντά της.
- Γ ιατί κλαις, παιδί μου; τη ρώτησε στοργικά. Η κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς. - Θ έ λ ω να δω τον Ρομπέν των Δασών, απάντησε, κι αν
με λυπάστε λίγο, κύριε, οδηγήστε με σ' αυτόν. - Ε γ ώ είμαι ο Ρομπέν των Δασών, ομορφιά μου, την κα
θησύχασε ο νεαρός άντρας τρυφερά. Μήπως σε πρόσβαλαν οι άντρες μου; Μήπως είναι άρρωστη η μητέρα σου; Έρχεσαι να μου ζητήσεις βοήθεια; Μίλησε , είμαι στη διάθεση σου.
- Κύριε, μ εγάλη συμφορά μάς χτύπησε· ο σερίφης του Νότιγχαμ φυλάκισε τρία από τ' αδέλφια μου, που είναι στο στρατό σας.
- Πες μου πώς λέγονται τ' αδέλφια σου, παιδί μου. - Ανταλμπέρ, Εντελμπέρ και Εντρουάν, οι χαρούμενες
καρδιές, απάντησε το κορίτσι, ανάμεσα στους λυγμούς του. Μια πονεμένη κραυγή βγήκε απ' τα χ ε ί λ η του Ρομπέν. - Οι αγαπημένοι μου σύντροφοι, είπε. Οι πιο γενναίοι, οι
πιο τολμηροί στρατιώτες μου. Πώς έπεσαν στα χέρια του σερίφη, μικρή μου φίλη; ρώτησε ο Ρομπέν.
149
- Τους έπιασε οταν πήγαν ν' απελευθερώσουν εναν νεαρό άντρα που τον έσερναν στη φυλακή επειδή υπερασπίστηκε τη μητέρα του, που της είχαν επιτεθεί πολλοί στρατιώτες. Α υ τ ή τη στ ιγμή, άρχοντα Ρομπέν, στήνουν την αγχόνη στην είσοδο της πόλης· εκεί θα κρεμάσουν τ' αδέλφια μου.
- Σκούπισε τα δάκρυα σου, χαριτωμένο μου παιδί, της αποκρίθηκε καλοσυνάτα ο Ρομπέν. Τ' αδέλφια σου δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν· ακόμα κι ο τελευταίος άντρας μέσα στο δάσος του Σέργουντ είναι έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του για να σώσει αυτούς τους τρεις γενναίους. Θα κατεβούμε στο Νότιγχαμ. Εσύ πήγαινε στο σπίτι σου, παρηγόρησε με την τρυφερή φωνή σου τη θλ ιμμένη καρδιά του γέρου πατέρα σου και πες στη μητέρα σου ότι ο Ρομπέν των Δασών θα της ξαναφέρει τα παιδιά της.
- Να έχετε την ευλογία του Θεού, κύριε, μουρμούρισε το κορίτσι, χαμογελώντας μέσα απ' τα δάκρυα του. Έ χ ω ακούσει να λένε πως είσαστε πάντα έτοιμος να βοηθήσετε τους δυστυχισμένους, να προστατεύσετε τους φτωχούς. Έ λ ε ο ς , άρχοντα Ρομπέν, βιαστείτε, τα πολυαγαπημένα μου αδέλφια διατρέχουν θανάσιμο κίνδυνο.
- Έ χ ε μου εμπιστοσύνη, αγαπητό μου παιδί· θα είμαι εκεί την κ α τ ά λ λ η λ η στιγμή. Πήγαινε γρήγορα στο Νότιγχαμ, αλλά μην πεις τίποτα σε κανέναν για τη συνάντηση μας.
Η νεαρή κοπέλα πήρε τα χέρια του Ρομπέν και τα φίλησε με ευγνωμοσύνη.
- Ό λ η μου τη ζωή θα προσεύχομαι για την ευτυχία σας, κύριε, είπε συγκινημένη.
- Να έχεις την ευχή του Θεού, παιδί μου! Κ α λ ή αντάμωση.
Το κορίτσι ξαναπήρε τρέχοντας το δρόμο για την πόλη και σε λίγο χάθηκε κάτω απ' τις σκιές των δέντρων. 150
- Επιτέλους, είπε ο Γουίλ, να μια ευκαιρία να ξεμουδιάσουμε και να διασκεδάσουμε λίγο. Και τώρα, Ρομπέν, στις διαταγές σου.
- Βρες τον Ζανούλη, πες του να μαζέψει όσο περισσότερους άντρες μπορεί και να τους οδηγήσει, χωρίς βέβαια να τους δει κανείς, στην άκρη του δάσους απέναντι από το Νότιγχαμ. Μετά, μόλις ακούσετε το βούκινο μου, θα τρέξετε κοντά μου με τα τόξα και τα σπαθιά σας έτοιμα.
- Τι σκέφτεσαι να κάνεις; τον ρώτησε ο Γουίλ. - Θα πάω στην πόλη, να δω μήπως υπάρχει τρόπος να
καθυστερήσω την εκτέλεση. Μην ξεχνάτε, φίλοι μου, ότι πρέπει να δράσουμε πολύ προσεχτικά, γιατί αν μάθει ο σερίφης ότι ξέρω την τραγική θέση των αντρών μου, θα τους κρεμάσει μέσα στον πύργο, ώστε ν' αποκλείσει κάθε προσπάθεια μας να τους ελευθερώσουμε. Αυτά για τους φυλακισμένους. Όσο για μας, ξέρεις ότι η εξοχότητά του έχει δηλώσει πως αν πέσουμε ποτέ στα χέρια του, θα μας κρεμάσει στην πλατεία της πόλης. Ο σερίφης συνέλαβε τόσο γρήγορα τους εύθυμους άντρες, που δεν θα πρέπει να φοβάται μήπως έχω μάθει τι πρόκειται να τους κάνει· άρα, για να τρομοκρατήσει τους κατοίκους του Νότ ιγχαμ, θα κρεμάσει δημόσια τους συντρόφους μας. Πηγαίνω τρέχοντας στην πόλη· φύγε κι εσύ αμέσως να βρεις· τους άντρες σου και ακολούθησε κατά γράμμα τις εντολές μου.
Μόλ ις ο νεαρός άντρας χώρισε από τους συντρόφους του, συνάντησε έναν προσκυνητή του τάγματος των επαιτών.
- Τι νέα από την πόλη, αγαθέ γέροντα; ρώτησε ο Ρομπέν.
- Τα νέα από την πόλη, παλικάρι μου, απάντησε ο προσκυνητής, προβλέπουν κλαυθμούς και οδυρμούς. Με διαταγή του βαρόνου Φ ι τ ζ Όλγουιν, θα κρεμάσουν τρεις από τους συντρόφους του Ρομπέν.
Μια σκέψη πέρασε αστραπιαία απ' το μυαλό του Ρομπέν.
151
- Πάτερ, είπε, είμαι παλιός δασοφύλακας και θέλω να δω την εκτέλεση αυτών των λαθροκυνηγών χωρίς να μ' αναγνωρίσει κανείς. Θέλε ις ν' αλλάξουμε ρούχα;
- Αστειεύεσαι, νεαρέ; - Ό χ ι , πάτερ· απλώς, θ έλω ν' ανταλλάξω τη φορεσιά
μου με το ράσο σου. Αν δεχτείς την πρόταση μου, θα σου δώσω τέσσερα σελίνια για να τα ξοδέψεις όπως θέλεις.
Ο γέροντας κοίταξε με περιέργεια αυτόν που του έκανε τούτη την παράξενη πρόταση.
- Εσύ φοράς όμορφα ρούχα, είπε, ενώ το ράσο μου είναι σκισμένο. Δεν πιστεύω πως θες ν' αλλάξεις την αστραφτερή φορεσιά σου με άθλια κουρέλια. Είναι μεγάλο αμάρτημα να περιπαίζεις έναν γέροντα· προσβάλλεις τον Θεό και θα σε βρει μ ε γ ά λ η συμφορά.
- Πάτερ, συνέχισε ο Ρομπέν, σέβομαι τ' άσπρα σου μαλλιά και προσεύχομαι στην Παρθένα Μαρία να σε προστατεύει. Μ' αυτό που σου ζητώ, δεν θέλω διόλου να σε περιπαίξω· μου χρειάζεται το ράσο σου για να κάνω μια καλή πράξη. Ορίστε, πρόσθεσε, προσφέροντας στον γέροντα είκοσι χρυσά νομίσματα, και η εγγύηση για να κλείσουμε τη συμφωνία μας.
Ο προσκυνητής κοίταξε τα σκούδα με λαχτάρα. - Τα νιάτα έχουν μέσα τους την τρέλα, είπε, κι αν εσύ θέ
λεις να κάνεις του κεφαλιού σου, δεν βλέπω για ποιο λόγο να σ' εμποδίσω.
- Τώρα μίλησες σοφά, του αποκρίθηκε ο Ρομπέν. Έ λ α , γδύσου... Τα παπούτσια σου μοιάζουν καμωμένα από τα γεγονότα, συνέχισε ο Ρομπέν γελώντας. Αν κρίνω από τ' άπειρα κομμάτια που 'χεις κομποδέσει εδώ πέρα, έχουν μαζεμένες επάνω τους όλες τις εποχές του χρόνου.
Ο προσκυνητής έβαλε τα γέλια. - Η φορεσιά μου μοιάζει με τη συνείδηση των Νορμαν
δών, αποκρίθηκε. Είναι φταγμένη από κουρέλια κι από λο-
152
γιών-λογιών δοσίματα, ενώ η δική σου είναι η εικόνα της σαξονικής καρδιάς: γερή και πεντακάθαρη.
- Χρυσάφι τα λόγια σου, πάτερ, είπε ο Ρομπέν καθώς φορούσε επιδέξια τα κουρέλια του γέροντα. Κι οφείλω να σε συγχαρώ για την περιφρόνηση που σου εμπνέουν τα πλούτη , γιατί το ράσο σου έχει μια απόλυτα χριστιανική απλότητα.
- Πρέπει να κρατήσω και τα όπλα σου; - Ό χ ι , όχι, πάτερ, αυτά μού χρειάζονται. Και τώρα που
μεταμφιεστήκαμε κι οι δυο, επίτρεψέ μου να σου δώσω μια συμβουλή: απομακρύνσου απ' αυτό το σημείο του δάσους και, κυρίως, για δική σου ασφάλεια, φρόντισε να μη με ακολουθήσεις. Φοράς τα ρούχα μου, έχεις τα λεφτά μου στην τσέπη σου, είσαι πλούσιος και καλοντυμένος, τράβα να βρεις την τύχη σου μερικά μίλια μακριά από το Νότιγχαμ.
- Σ' ευχαριστώ για τη συμβουλή, νεαρέ! Ταιριάζει απόλυτα με τις κρυφές μου πεθυμιές. Έ χ ε την ευλογία ενός γέροντα κι αν αυτό που θέλεις να κάνεις είναι τίμιο, σου εύχομαι καλή επιτυχία.
Ο Ρομπέν αποχαιρέτησε τον προσκυνητή κι απομακρύνθηκε βιαστικά προς την πόλη. Τη στ ιγμή που, έτσι μεταμφιεσμένος και με μοναδικό φανερό όπλο ένα κοντάρι από βελανιδιά, έφτανε στο Νότιγχαμ, έφιπποι στρατιώτες έβγαιναν από τον πύργο και πήγαιναν προς την άκρη της πόλης, όπου είχαν στήσει τρεις κρεμάλες.
Ξαφνικά, ένα απρόσμενο μαντάτο απλώθηκε στο π λ ή θος: ο δήμιος είχε αρρωστήσει, βρισκόταν στα τελευταία του και δεν ήταν σε θέση να στείλει κανέναν στον άλλο κόσμο. Με διαταγή του σερίφη, έβγαλαν μια ανακοίνωση: ζητούσαν κάποιον που, έναντι γενναίας αμοιβής θα δεχόταν να εκτελέσει τα καθήκοντα του δημίου.
153
Ο Ρομπέν, που βρισκόταν στις πρώτες σειρές των θεατών, βγήκε και στάθηκε μπροστά στον βαρόνο Φ ι τ ζ Όλγουιν.
- Ευγενικέ άρχοντα, είπε μιλώντας με τη μύτη, τι θα μου δώσεις αν δεχτώ ν' αντικαταστήσω τον εκτελεστή της ανώτατης αρχής;
Ο βαρόνος πισωπάτησε μερικά βήματα, σαν να φοβόταν μήπως τον αγγίξει.
- Θαρρώ, απάντησε ο «ευγενικός άρχοντας» παρατηρώντας τον Ρομπέν από την κορυφή ως τα νύχια, πως δεν θα έλεγες όχι αν σου έδινα μερικά ρούχα. Λοιπόν, ζητιάνε, αν μας βγάλεις από τη δύσκολη θέση, θα σου δώσω έξι καινούριες φορεσιές και επιπλέον την αμοιβή που παίρνει ο δήμιος, δηλαδή δεκατρία σολδία.
- Και πόσα θα μου δώσεις, εκλαμπρότατε, αν κρεμάσω κι εσένα μαζί; ρώτησε ο Ρομπέν πλησιάζοντας τον βαρόνο.
- Στάσου μακριά μου, ζητιάνε, κι επανάλαβε αυτό που είπες, δεν το άκουσα.
- Μου πρόσφερες έξι καινούριες φορεσιές και δεκατρία σολδία, επανέλαβε ο Ρομπέν, για να κρεμάσω αυτούς τους δυστυχισμένους· ρωτάω, λοιπόν, πόσα παραπάνω θα μου έδινες αν αναλάμβανα να κρεμάσω εσένα και μια δωδεκάδα από τους Νορμανδούς σκύλους σου;
- Αναιδέστατε ζητιάνε! Τι σημαίνει αυτό; φώναξε ο βαρόνος, κατάπληκτος με το θράσος του προσκυνητή. Ξέρεις σε ποιον μιλάς; Α θ λ ι ε δούλε, μια λέξη να πεις ακόμα και θα είσαι το τέταρτο πουλί που θα κρεμαστεί σ' αυτή την κρεμάλα.
- Άραγε παρατήρησες, άρχοντα μου, συνέχισε απτόητος ο Ρομπέν, ότι είμαι ένας φτωχός άνθρωπος, ελεεινά ντυμένος;
- Ναι, πράγματι, πολύ ελεεινά ντυμένος, συμφώνησε ο βαρόνος κάνοντας ένα μορφασμό αηδίας.
154
- Ε, λοιπόν, του είπε ο ήρωας μας, μάθε πως αυτή η εξωτερική φτώχεια κρύβει μια μεγάλη καρδιά, έναν πολύ λεπτό χαρακτήρα. Ε ίμαι πολύ ευαίσθητος στις βρισιές και με πειράζουν η περιφρόνηση και η προσβολή, τουλάχιστον όσο κι εσένα, ευγενικέ βαρόνε. Δέχτηκες χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό τις υπηρεσίες μου, κι ωστόσο με προσβάλλεις για τη μ ε γ ά λ η φτώχεια μου.
- Πάψε, πολυλογά ζητιάνε. Πώς τολμάς να συγκρίνεις τον εαυτό σου μ' εμένα, μ' εμένα, τον λόρδο Φ ιτζ Όλγουιν; Άντε , είσαι τρελός!
- Ε ίμαι ένας φτωχός, είπε ο Ρομπέν. Ένας φτωχός και δυστυχισμένος.
- Άκου, δεν ήρθα εδώ για ν' ακούσω τις ανοησίες ενός υποκειμένου σαν εσένα, συνέχισε ο βαρόνος ανυπόμονα. Αν αρνείσαι την πρόταση μου, πάρε δρόμο· αν τη δέχεσαι, φρόντισε να κάνεις το καθήκον σου.
- Δεν ξέρω ακριβώς σε τι μπορώ να βοηθήσω, του αποκρίθηκε ο Ρομπέν, που προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για να προλάβουν οι άντρες του να φτάσουν στην άκρη του δάσους. Ποτέ δεν ήμουν δήμιος, κι ευγνωμονώ γι ' αυτό την Παρθένα Μαρία. Κατάρα σ' αυτό το αισχρό επάγγελμα και στον άθλιο που το εξασκεί!
- Φτάνει πια! Με κοροϊδεύεις, τιποτένιε; βρυχήθηκε ο βαρόνος, έξαλλος με την αναίδεια του Ρομπέν. Άκουσε με καλά: αν δεν κάνεις τη δουλειά σου αμέσως, θα πω να σε μαυρίσουν στο ξύλο. Θα καταριέσαι την ώρα και τη στ ιγμή που αποφάσισες να εμφανιστείς μπροστά μου για να πεις τις εξυπνάδες σου!
- Και τι θα καταφέρεις μ' αυτό, εκλαμπρότατε; ρώτησε ο Ρομπέν. Μήπως θα βρεις κάποιον να υπακούσει στις διαταγές σου; Όχ ι . Έ β γ α λ ε ς μια ανακοίνωση που την άκουσαν όλοι, κι ωστόσο, μόνο εγώ προσφέρθηκα να ικανοποιήσω την επιθυμία σου.
155
- Καταλαβαίνω πού θέλεις να καταλήξεις, άθλιε κατεργάρη! φώναξε έξαλλος ο βαρόνος. Θέλεις περισσότερα λεφτά για να στείλεις αυτά τα καθάρματα στον άλλο κόσμο!
Ο Ρομπέν ανασήκωσε τους ώμους. - Πες , τότε, να τους κρεμάσει όποιος αρέσει στην αφεντιά
σου, του αποκρίθηκε παριστάνοντας τον αδιάφορο. - Μα όχι, όχι, γλύκανε τη φωνή του ο βαρόνος, εσύ θα το
κάνεις. Διπλασιάζω την αμοιβή σου, αλλά αν δεν κάνεις τη δουλειά σου όπως πρέπει, θα έχω το δικαίωμα να λέω πως είσαι ο χειρότερος δήμιος του κόσμου.
- Αν ήθελα να θανατώσω αυτούς τους δυστυχισμένους, του αποκρίθηκε ο Ρομπέν, το ποσό που μου πρόσφερες θα ήταν αρκετό· αρνούμαι, όμως, να λερώσω τα χέρια μου πιάνοντας μια κρεμάλα.
- Τι σημαίνει αυτό, άθλιε ; βρυχήθηκε ο βαρόνος. - Περίμενε, εκλαμπρότατε, θα φωνάξω κάποιους ανθρώ
πους που μόλις τους διατάξω, θα σ' απαλλάξουν για πάντα απ' αυτούς τους φριχτούς εγκληματίες .
Με αυτά τα λόγια, ο Ρομπέν σάλπισε στο βούκινο του έναν χαρούμενο σκοπό κι έπιασε με τα δυο του χέρια τον τρομοκρατημένο βαρόνο.
- Εκλαμπρότατε, του είπε, η ζωή σου κρέμεται από μια κλωστή· αν κουνηθείς, θα καρφώσω το μαχαίρι μου στην καρδιά σου. Πες στους φρουρούς σου να μην πλησιάσουν, πρόσθεσε ο Ρομπέν, κραδαίνοντας πάνω απ' το κεφάλι του γέροντα ένα τεράστιο κυνηγετικό μαχαίρι.
- Στρατιώτες, μείνετε στις θέσεις σας! φώναξε ο βαρόνος με στεντόρεια φωνή.
Ο ήλιος έπεφτε επάνω στην αστραφτερή λάμα του μαχαιριού και η αντανάκλαση τύφλωνε τον γέρο άρχοντα· έτσι, δεν προσπάθησε ν' αντισταθεί, αλλά υποτάχτηκε κλαψου-ρίζοντας.
156
- Τι θέλεις από μένα, ευγενικέ προσκυνητή; ψέλλισε ο βαρόνος, προσπαθώντας να τρυφερέψει τη φωνή του.
- Τη ζωή των τριών αντρών που θέλεις να κρεμάσεις, άρχοντα μου, του απάντησε ο Ρομπέν των Δασών.
- Δεν μπορώ να σου κάνω αυτή τη χάρη, αγαπητέ μου, αποκρίθηκε ο γέροντας. Αυτοί οι δυστυχισμένοι σκότωσαν ζαρκάδια που ανήκουν στον βασιλιά και το παράνομο κυνήγι τιμωρείται με θάνατο. Ό λ ο το Νότιγχαμ ξέρει το έ γ κ λ η μα τους και την καταδίκη τους· αν, λοιπόν, κάνω αυτό που μου ζητάς, θα το μάθει ο βασιλιάς και θα με κατηγορήσει για ασυγχώρητη υποχωρητικότητα.
Εκε ίνη τη στ ιγμή έγινε μια αναταραχή μέσα στο πλήθος και πολλά βέλη πέρασαν σφυρίζοντας πάνω απ' τα κεφάλια του κόσμου.
Ο Ρομπέν, που κατάλαβε ότι είχαν έρθει οι άντρες του, έβγαλε μια κραυγή.
- Α! Ώστε είσαι ο Ρομπέν των Δασών! φώναξε ο βαρόνος με κλαψιάρικη φωνή.
- Μάλιστα, άρχοντα μου, αποκρίθηκε ο ήρωας μας, είμαι ο Ρομπέν των Δασών!
Προστατευμένοι από τους κατοίκους της πόλης, οι εύθυμοι άντρες ξεφύτρωσαν απ' όλες τις μεριές. Μόλις απελευθέρωσαν τους μελλοθάνατους, ο βαρόνος Φ ι τ ζ Όλγουιν κατάλαβε πως ο μοναδικός τρόπος να βγει σώος και αβλαβής απ' αυτή την τόσο δύσκολη κατάσταση ήταν να φιλιώσει με τον Ρομπέν των Δασών.
- Πάρε γρήγορα τους κατάδικους, του είπε. Οι στρατιώτες μου είναι νευριασμένοι από την τελευταία ήττα τους και μπορεί ν' αντιδράσουν.
- Το λες αυτό επειδή δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, του αντιγύρισε γελώντας ο Ρομπέν των Δασών. Δεν φοβάμαι τους στρατιώτες σου· οι άντρες μου είναι ανίκητοι.
157
Ο Ρομπέν χαιρέτησε ειρωνικά τον γέροντα, του γύρισε την πλάτη και πρόσταξε τους άντρες του να πάρουν το δρόμο για το δάσος.
Το κατακίτρινο πρόσωπο του βαρόνου έδειχνε ταυτόχρονα ανήμπορη λύσσα και τρόμο· συγκέντρωσε τους στρατιώτες του, ανέβηκε στ' άλογο του κι απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Οι κάτοικοι του Νότιγχαμ, που δεν έβλεπαν τη λαθρο-θηρία σαν αξιόποινη πράξη, περιτριγύρισαν τις «χαρούμενες καρδιές» ζητωκραυγάζοντας ευχαριστημένοι.
Οι προεστοί της πόλης, ήσυχοι μετά τη φυγή του βαρόνου, είπαν στον Ρομπέν των Δασών πόσο πολύ τον συμπαθούσαν, ενώ οι γονείς των νεαρών μελλοθάνατων φιλούσαν τα γόνατα του λυτρωτή των γιων τους.
Οι ταπεινές και ειλικρινείς ευχαριστίες εκείνων των φτωχών ανθρώπων, άγγιξαν την καρδιά του Ρομπέν περισσότερο απ' ό,τι θα είχαν πετύχει όμορφα λόγια ειπωμένα από το στόμα του πλουσιότερου άρχοντα...
158
Ο σερ Ρίτσαρντ πληρώνει το χρέος του
Ένας ολόκληρος χρόνος κύλησε από την ημέρα που ο Ρομπέν είχε βοηθήσει τόσο γενναιόδωρα τον σερ Ρίτσαρντ της Κοιλάδας, και εδώ και μερικές εβδομάδες οι εύθυμοι άντρες είχαν φωλιάσει και πάλι στο δάσος του Μπάρνσντεϊλ.
Το πρωί της ημέρας που είχαν ορίσει για την επίσκεψη του ιππότη, ο Ρομπέν ετοιμάστηκε να τον υποδεχτεί· όμως, η ώρα της συνάντησης πέρασε, και ο σερ Ρίτσαρντ δεν έλεγε να φανεί.
- Δεν πρόκειται να 'ρθει, άδικα περιμένουμε, είπε ο Κόκκινος Γουίλ που καθόταν μαζί με τον Ζανούλη και τον Ρομπέν των Δασών στη σκιά ενός δέντρου και κοιτούσε ανυπόμονα το δρόμο που ξετυλιγόταν μπροστά τους.
- Η αχαριστία του σερ Ρίτσαρντ να μας γίνει μάθημα, αποκρίθηκε ο Ρομπέν. Να μάθουμε να μη βασιζόμαστε στις υποσχέσεις των ανθρώπων... ωστόσο, για χάρη του ανθρώπινου γένους, δεν θα 'θελα ν' αποδειχτεί λαθεμένη η εκτίμηση μου για τον σερ Ρίτσαρντ, γιατί, μέχρι που τον συνάντησα, δεν είχα ξαναδεί πιο τίμιο κι ειλικρινό πρόσωπο. Ομολογώ ότι αν ο οφειλέτης μου αθετήσει το λόγο του, δεν θα ξέρω πια πώς ν' αναγνωρίζω έναν τίμιο άνθρωπο.
- Ε γ ώ είμαι σίγουρος ότι ο καλός ιππότης θα 'ρθει, είπε ο Ζανούλης. Ο ήλιος δεν βασίλεψε ακόμα πίσω από τα δέντρα και σε μια ώρα ο σερ Ρίτσαρντ θα είναι εδώ.
159
- Με την ευχή του Θεού, αγαπητέ μου Ζανούλη, αποκρίθηκε ο Ρομπέν των Δασών, και θέλω να ελπίζω μαζί με εσένα ότι ένας Σάξονας τηρεί πάντα το λόγο του. Θα μείνω σ' αυτή τη θέση μέχρι να φανούν τα πρώτα αστέρια, κι αν δεν έρθει ο ιππότης, θα τον θρηνήσω σαν ένα χαμένο φίλο. Πάρτε τα όπλα σας, λεβέντες μου, φωνάξτε τον Τρανό και τραβάτε κι οι τρεις κατά το μονοπάτι που βγάζει στο μοναστήρι της Παρθένας Μαρίας. Μπορεί ν' ανταμώσετε κάπου τον σερ Ρίτσαρντ - ή, αντί γι ' αυτόν τον αχάριστο, κάποιον πλούσιο Νορμανδό, ή έστω έναν πεινασμένο φτωχοδιάβολο. Θέλω απόψε να δω ένα άγνωστο πρόσωπο... πηγαίνετε να ψάξετε και φέρτε μου όποιον καλεσμένο βρείτε.
- Περίεργος τρόπος παρηγοριάς, αγαπητέ μου Ρομπέν, είπε ο Κόκκινος Γουίλ γελώντας. Ας γίνει όμως το θέλημα σου. Θα ψάξουμε να σου βρούμε κάτι να διασκεδάσεις.
Πριν προλάβει ο Γουίλ ν' αποσώσει τα λόγια του, η απρόσμενη εμφάνιση μιας μ ε γ ά λ η ς ομάδας καβαλάρηδων -στρατιά ολάκερη, σε σύγκριση με τους λιγοστούς ανθρώπους του δάσους που, τον περισσότερο καιρό, ήταν σκορπισμένοι σε κάθε γωνιά του- ανησύχησε κάπως τον Ρομπέν, που δεν άρχιζε εχθροπραξίες πριν σιγουρευτεί ότι μπορούσε να νικήσει.
Οι καβαλάρηδες διέσχισαν γρήγορα το ξέφωτο· μόλις έφτασαν σε απόσταση βέλους από το σημείο όπου στεκόταν ο Ρομπέν, εκείνος που φαινόταν για αρχηγός τους, όρμησε με τ' άλογο του προς το μέρος του νεαρού αρχηγού.
- Ο σερ Ρίτσαρντ είναι! φώναξε ο Ζανούλης με χαρούμενη φωνή αφού πρόσεξε τον ορμητικό καβαλάρη.
- Α γ ί α Μητέρα, σ' ευχαριστώ! φώναξε ο Ρομπέν και μ' ένα σάλτο βρέθηκε ορθός. Ένας Σάξονας δεν αθέτησε το λόγο του!
Ο σερ Ρίτσαρντ ξεπέζεψε γρήγορα, έτρεξε ίσια πάνω στον Ρομπέν και ρίχτηκε στην αγκαλιά του. 160
- Να έχεις την ευλογία του Θεού, Ρομπέν των Δασών, είπε καθώς φιλούσε πατρικά τον νεαρό άντρα. Ο Θεός να σου δίνει χαρά και υγεία μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής σου!
- Καλωσόρισες στο πράσινο δάσος, ευγενικέ ιππότη, αποκρίθηκε ο Ρομπέν συγκινημένος. Ε ίμα ι πολύ χαρούμενος που βλέπω ότι κράτησες την υπόσχεση σου κι έχεις στην καρδιά σου αγαθά συναισθήματα για έναν αφοσιωμένο υπηρέτη.
- Θα ερχόμουν ακόμα και μ' άδειο πουγκί, Ρομπέν των Δασών, μόνο και μόνο για την τιμή και τη δόξα να σου σφίξω τα χέρια" πολύ περισσότερο τώρα, που με μεγάλη μου ικανοποίηση είμαι σε θέση να σου επιστρέψω τα χρήματα που μου δάνεισες με τόση μεγαλοψυχία, καλοσύνη και ευγένεια.
- Ξαναπήρες, λοιπόν, πίσω την περιουσία σου; ρώτησε ο Ρομπέν.
- Ναι, και ο Θεός να σου δώσει σε πλούτη όλη την ευτυχία που σου χρωστάω.
Οι καβαλάρηδες, υπέροχα ντυμένοι με τη μόδα της εποχής, που σχημάτιζαν μια αστραφτερή γραμμή γύρω από τον σερ Ρίτσαρντ, δεν άργησαν να τραβήξουν την προσοχή του Ρομπέν.
- Δικός σου είναι αυτός ο όμορφος στρατός; ρώτησε ο νεαρός άντρας.
- Α υ τ ή τη στ ιγμή μού ανήκει, απάντησε ο ιππότης χαμογελώντας.
- Θαυμάζω τα ρούχα τους και το στρατιωτικό τους παράστημα, συνέχισε ο Ρομπέν των Δασών πραγματικά έκπληκτος. Φαίνονται απόλυτα πειθαρχημένοι.
- Ναι, είναι γενναίοι, πιστοί και όλοι τους από σαξονική γενιά, τίμιοι και δοκιμασμένοι. Θα μου έκανες μεγάλη χάρη, αγαπητέ μου Ρομπέν, αν πρόσταζες τους άντρες σου να φιλοξενήσουν τους συντρόφους μου· έχουν κάνει πολύ δρόμο και σίγουρα χρειάζονται λ ίγες ώρες ανάπαυσης.
161
- Καιρός να μάθουν τι σημαίνει φιλοξενία στο δάσος, αποκρίθηκε αμέσως ο Ρομπέν. Εύθυμοι άντρες μου, φώναξε στα παλικάρια του που είχαν αρχίσει να προβάλλουν μέσα απ' την πυκνή βλάστηση, τούτοι οι ξένοι είναι αδέλφια μας, Σάξονες· πεινάνε και διψάνε. Δε ίξτε τους, σας παρακαλώ, πώς φερόμαστε στους φίλους που μας επισκέπτονται μέσα στο πράσινο δάσος.
Οι άνθρωποι του δάσους υπάκουσαν στις διαταγές του Ρομπέν με τόση προθυμία, που σίγουρα άφησε ικανοποιημένο τον σερ Ρίτσαρντ· γιατί, πριν καθίσει παράμερα με τον οικοδεσπότη του, είδε το γρασίδι να γεμίζει με τρόφιμα, κανάτες γεμάτες μπίρα και φλασκιά με καλό κρασί.
Ο Ρομπέν των Δασών, ο σερ Ρίτσαρντ, ο Ζανούλης και ο Γουίλ απόλαυσαν ένα πλούσιο γεύμα και, όταν έφτασαν στο επιδόρπιο, ο ιππότης άρχισε ν' αφηγείται τα γεγονότα που είχαν συμβεί από την ημέρα της πρώτης συνάντησης του με τον ήρωα μας.
- Δεν μπορώ να σας περιγράψω, αγαπημένοι μου φίλοι, με ποια συναισθήματα ευγνωμοσύνης και χαράς βγήκα απ' αυτό το δάσος, πριν από έναν ακριβώς χρόνο. Η καρδιά μου χτυπούσε ανάλαφρα και βιαζόμουν τόσο πολύ να δω τη γυναίκα και τα παιδιά μου, που έφτασα στον πύργο γρηγορότερα απ' όσο χρειάζεται για ν' αφηγηθώ την ιστορία μου.
»- Σωθήκαμε! φώναξα, σφίγγοντας τους όλους στην αγκαλιά μου.
»— Η γυναίκα μου ξέσπασε σε κλάματα και λ ίγο έλειψε να λιποθυμήσει, τόσο μ ε γ ά λ η ήταν η έκπληξη και η συγκίνηση της.
»- Πώς λέγεται ο γενναιόδωρος φίλος που μας βοήθησε; ρώτησε ο Χέρμπερτ.
»- Παιδιά, απάντησα, χτύπησα όλες τις πόρτες, ζήτησα μάταια να με βοηθήσουν όλοι αυτοί που έλεγαν πως ήταν φίλοι μας, και με λυπήθηκε μόνο ένας τελείως άγνωστος. Αυ-
162
τός ο ευεργέτης είναι ένας ευγενικός παράνομος, ο προστάτης των φτωχών, το στήριγμα των δυστυχισμένων, ο εκδικητής των καταπιεσμένων, ο Ρομπέν των Δασών.
» Τ α παιδιά μου γονάτισαν δίπλα στη μητέρα τους και, με ευλαβική φωνή, ύψωσαν προς τον Θεό τις ειλικρινείς ευχαριστίες και τη βαθιά τους ευγνωμοσύνη.
»Αφού έκαναν αυτό το καθήκον, ο Χέρμπερτ με παρακάλεσε να του επιτρέψω να σε επισκεφθεί· του έδωσα όμως να καταλάβει ότι κάτι τέτοιο θα σ' έφερνε μάλλον σε δύσκολη θέση, γιατί δεν σου αρέσει να σου μιλάνε για τις αγαθοεργίες σου.
- Α γ α π η τ έ μου ιππότη, τον διέκοψε ο Ρομπέν, ας αφήσουμε για λίγο αυτό το κομμάτι της ιστορίας σου και πες μας, πώς τακτοποίησες την υπόθεση σου με τον αβά της Παρθένας Μαρίας.
- Υπομονή, φίλε μου, υπομονή, είπε ο σερ Ρίτσαρντ χαμογελώντας· δεν πρόκειται να πλέξω το εγκώμιο σου, μην ανησυχείς· ξέρω πόσο σεμνός είσαι. Ωστόσο, οφείλω να σου πω ότι και η γλυκιά Λ ί λ α με παρακάλεσε, μαζί με τον Χέρμπερτ, και χρειάστηκε να δείξω όλη την πατρική μου αυστηρότητα για να υποχωρήσουν. Υποσχέθηκα στα παιδιά μου ότι θα έχουν την ευτυχία να σε δουν στον πύργο.
- Έκανες πολύ καλά, σερ Ρίτσαρντ. Σου υπόσχομαι ότι μια απ' αυτές τις ημέρες θα έρθω να με φιλοξενήσεις, είπε ευγενικά ο Ρομπέν.
- Σ' ευχαριστώ, αγαπητέ μου φίλε. Θα μεταφέρω στη Λ ίλα και τον Χέρμπερτ την υπόσχεση σου, και η ελπίδα να σ' ευχαριστήσουν οι ίδιοι θα τους γεμίσει με ικανοποίηση.
»Όταν έφυγα λοιπόν από 'δώ, συνέχισε ο σερ Ρίτσαρντ, την ά λ λ η κιόλας μέρα, κίνησα για το μοναστήρι της Παρθένας Μαρίας.
» Έ μ α θ α αργότερα ότι, την ώρα ακριβώς που πήγαινα στο μοναστήρι, ο αβάς και ο πνευματικός κάθονταν στην τραπεζαρία και μιλούσαν για μένα.
163
»— Πριν από ένα χρόνο ακριβώς, έλεγε ο αβάς στον πνευματικό, δάνεισα σ' έναν ιππότη, που τα κτήματα του συνορεύουν με το μοναστήρι, τετρακόσια χρυσά σκούδα. Είναι υποχρεωμένος να μου επιστρέψει αυτά τα χρήματα μαζί με τους τόκους, αλλιώς, όλη του η περιουσία γίνεται δική μου. Ε γ ώ θεωρώ ότι η μέρα τελειώνει το μεσημέρι: άρα, η προθεσμία έληξε και από τούτη τη στ ιγμή είμαι ο απόλυτος κύριος της περιουσίας του.
»— Αδελφέ μου, αποκρίθηκε ο πνευματικός αγανακτισμένος, είσαστε πολύ σκληρός. Κ ά θ ε δυστυχής που οφείλει να πληρώσει ένα χρέος, δικαιούται μια τελευταία προθεσμία είκοσι τεσσάρων ωρών. Θα ήταν ντροπή από μέρους σας ν' απαιτήσετε μια περιουσία στην οποία δεν έχετε ακόμα κανένα δικαίωμα. Αν το κάνετε αυτό, θα καταστρέψετε έναν δυστυχισμένο, παίρνοντας του όλο του το βιος, ενώ το καθήκον σας, ως μέλους της αγίας Εκκλησίας , σας υποχρεώνει να απαλύνετε όσο μπορείτε περισσότερο τη θ λ ί ψ η που βαραίνει τους ώμους των δύστυχων αδελφών μας.
»- Κράτα τις συμβουλές σου γι ' αυτούς που θέλουν να τις ακούσουν, αποκρίθηκε θυμωμένος ο αβάς. Ε γ ώ θα κάνω ό,τι νομίζω, χωρίς να λάβω υπόψη τις υποκριτικές σκέψεις σου.
»Εκε ίνη τη στιγμή μπήκε στην τραπεζαρία ο αποθηκάριος. »- Μήπως έχεις νέα από τον σερ Ρίτσαρντ της Κοιλά
δας; τον ρώτησε ο αβάς. »— Ό χ ι , αλλά αυτό δεν μ' ενδιαφέρει διόλου. Το μόνο που
ξέρω είναι ότι τώρα πια, η περιουσία του σας ανήκει. »- Μια που είναι εδώ ο μέγας δικαστής, είπε ο αβάς, θα
τον ρωτήσω αν μπορώ ν' απαιτήσω σήμερα κιόλας τον πύργο του σερ Ρίτσαρντ.
»Ο αβάς πήγε να βρει τον μεγάλο δικαστή ο οποίος, αφού ζήτησε και πήρε ένα μεγάλο ποσό, απάντησε στον καλόγερο:
»- Ο σερ Ρίτσαρντ δεν θα έρθει σήμερα· άρα, μπορείς, να υπολογίζεις ότι είσαι πια ο κύριος όλης του της περιουσίας. 164
» Α υ τ ή η άδικη απόφαση πάρθηκε τη στ ιγμή ακριβώς που χτυπούσα την πόρτα του μοναστηριού.
»Γ ια να δοκιμάσω τη γενναιοδωρία του δανειστή μου, είχα φορέσει άθλια ρούχα και οι άντρες που με ακολουθούσαν ήταν κι εκείνοι πολύ φτωχά ντυμένοι.
»Ήρθε να μου ανοίξει ο πορτιέρης του μοναστηριού. Του είχα φερθεί πολύ απλόχερα την εποχή της ευμάρειας μου, κι ο αγαθός άνθρωπος το θυμόταν αυτό με ευγνωμοσύνη. Εκείνος μου μετέφερε τη συζήτηση ανάμεσα στον αβά και τον πνευματικό. Φυσικά, δεν ξαφνιάστηκα καθόλου· ήξερα καλά ότι δεν έπρεπε να περιμένω καμιά χάρη από τον άγιο άνθρωπο.
»- Καλωσορίσατε, συνέχισε ο πορτιέρης. Ο ερχομός σας θα είναι μια ευχάριστη έκπληξη για τον πνευματικό. Ο αι-δεσιμότατος αβάς δεν θα χαρεί τόσο πολύ, γιατί πιστεύει ήδη ότι είναι ο ιδιοκτήτης του όμορφου πύργου σας. Θα βρείτε πολύ κόσμο στη μ ε γ ά λ η αίθουσα, ευγενείς, πολλούς λόρδους. Ε λ π ί ζ ω , σερ Ρίτσαρντ, να μην πιστέψατε τα γλυκά λόγια του ηγουμένου μας και να φέρνετε μαζί σας χρήματα, πρόσθεσε ο αγαθός πορτιέρης με στοργική ανησυχία στη φωνή.
»Καθησύχασα τον καλόγερο και μπήκα μόνος στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε όλη η θρησκευτική κοινότητα, για τον τρόπο που θα μ' έδιωχναν από τα κτήματα μου.
» Ο ι σπουδαίοι αυτοί ευγενείς ένιωσαν μια τόσο δυσάρεστη έκπληξη όταν μ' αντίκρισαν... θαρρείς κι ήμουν κάποιο φριχτό φάντασμα που ήρθε επίτηδες από τον άλλο κόσμο για να τους κλέψει κάτι που ήθελαν πάρα πολύ.
»Χαιρέτησα σεβαστικά τους αξιότιμους κυρίους και με ύφος ψεύτικης ταπεινότητας, είπα στον αβά:
»- Όπως βλέπετε, αγαπητέ αβά, κράτησα την υπόσχεση μου και ήρθα.
»- Μου έφερες λεφτά; ρώτησε απότομα ο άγιος άνθρωπος. »- Δυστυχώς, ούτε μια πένα...
165
» Έ ν α χαμόγελο χαράς διαγράφηκε στα χ ε ί λ η του γενναιόδωρου δανειστή μου.
»- Τότε γιατί ήρθες εδώ, αφού δεν είσαι σε θέση να εξοφλήσεις το χρέος σου;
»- Ήρθα να σας παρακαλέσω να μου δώσετε λίγες μέρες προθεσμία.
»- Αδύνατον! Καταπώς τα συμφωνήσαμε, πρέπει να πληρώσεις σήμερα. Αν δεν μπορείς, τότε η περιουσία σου μου ανήκει· εξάλλου, αυτό τ' αποφάσισε ο μέγας δικαστής. Έ τ σ ι δεν είναι, άρχοντα μου;
»- Ναι, απάντησε ο δικαστής. Σερ Ρίτσαρντ, πρόσθεσε ρίχνοντας μου ένα περιφρονητικό βλέμμα, τα κτήματα των προγόνων σου ανήκουν από σήμερα στον αξιότιμο αβά μας.
»Παράστησα τον απελπισμένο, και ικέτευσα τον αβά να με λυπηθεί, να μου δώσει ένα περιθώριο τριών ημερών· του περιέγραψα την άθλια μοίρα που περίμενε τη γυναίκα και τα παιδιά μου, αν τους έδιωχνε απ' τον πύργο. Ο αβάς έμεινε αδιάφορος στα παρακάλια μου, κι όταν πια βαρέθηκε να με βλέπει, με πρόσταξε απότομα να βγω από την αίθουσα.
»Εξοργισμένος απ' αυτή την άθλια συμπεριφορά, σήκωσα περήφανα το κεφάλι μου, περπάτησα μέχρι το κέντρο της αίθουσας κι άφησα επάνω στο τραπέζι ένα σάκο γεμάτο με λεφτά.
»— Ορίστε τα τετρακόσια χρυσά νομίσματα που μου δάνεισες! Το ρολόι δεν σήμανε ακόμα μεσημέρι· ικανοποίησα λοιπόν όλους τους όρους της συμφωνίας μας και παρά τα τεχνάσματα σου, η περιουσία μου δεν αλλάζει χέρια.
»Δεν μπορείς να διανοηθείς, Ρομπέν, πρόσθεσε ο ιππότης γελώντας, την κατάπληξη, τη λύσσα και την οργή του αβά· γύριζε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, γούρλωνε τα μάτια, μουρμούριζε ακατάληπτα λόγια, έκανε σαν τρελός. Αφού απόλαυσα για μια στιγμή το θέαμα αυτής της βουβής παρα-φοράς, βγήκα από την αίθουσα και πήγα στο αρχονταρίκι. 166
Εκεί , φόρεσα αξιοπρεπή ρούχα, άλλαξαν και οι άντρες μου και με συνοδεία αντάξια της θέσης μου, επέστρεψα στη σάλα.
»Η εξωτερική μου μεταμόρφωση τους ξάφνιασε όλους πάρα πολύ· προχώρησα ήρεμα και στάθηκα μπροστά στον μεγάλο δικαστή.
»- Απευθύνομαι σ' εσάς, άρχοντα, είπα με φωνή δυνατή κι αποφασιστική, και σας ρωτώ, μπροστά σε όλους τους αξιότιμους κυρίους: τώρα που εκπλήρωσα όλες τις υποχρεώσεις του συμβολαίου μου, τα κτήματα και ο πύργος της Κοιλάδας παραμένουν δικά μου;
»— Παραμένουν δικά σας, απάντησε ο δικαστής με βαριά καρδιά.
» Δ έ χ τ η κ α με σεβασμό αυτή τη δίκαιη απόφαση και βγήκα από το μοναστήρι όλος χαρά.
» Σ τ ο δρόμο του γυρισμού, συνάντησα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου.
»- Ό λ α τακτοποιήθηκαν, αγαπημένοι μου, τους είπα και τους φίλησα. Προσευχηθείτε για τον Ρομπέν των Δασών, γιατί χωρίς αυτόν τώρα θα ήμαστε ζητιάνοι. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να δείξουμε στον γενναιόδωρο Ρομπέν ότι δεν ξεχνάμε το καλό που μας έκανε.
»Αρχίσαμε τη δουλειά από την επόμενη κιόλας μέρα και γρήγορα, η γη έβγαλε σε αξία το ποσό που μου είχες δανείσει. Σου φέρνω εξακόσια χρυσά νομίσματα, αγαπητέ μου Ρομπέν, εκατό τόξα απ' το καλύτερο ξύλο, μαζί με σαΐτες και φαρέτρες, επίσης σου χαρίζω το λόχο των αντρών που θαύμαζες πριν από λίγο. Είναι όλοι πολύ καλά οπλισμένοι και καθένας τους έχει ένα εξαιρετικό πολεμικό άτι. Κράτησε τους, θα σε υπηρετήσουν με ευγνωμοσύνη και πίστη.
- Αν δεχτώ αυτό το τόσο ακριβό δώρο, θα παραβιάσω τις αρχές μου, αποκρίθηκε ο Ρομπέν συγκινημένος. Ούτε τα χρήματα που μου φέρνεις θα δεχτώ. Ο πρώτος αποθηκάριος του μοναστηριού της Παρθένας Μαρίας έφαγε μαζί μας το
167
πρωί κι από τα έξοδα του μπήκαν στο σεντούκι μας οχτακόσια χρυσά νομίσματα. Ποτέ δεν παίρνω δυο φορές λεφτά την ίδια μέρα· πήρα το χρυσάφι του καλόγερου αντί για το δικό σου, το χρέος σου λοιπόν τακτοποιήθηκε. Ξέρω, αγαπητέ μου ιππότη, ότι τα εισοδήματα σου έχουν περιοριστεί εξαιτίας των απαιτήσεων του βασιλιά, και πρέπει να τα χειριστείς με προσοχή. Σκέψου τα παιδιά σου· εγώ είμαι πλούσιος, οι Νορμανδοί έρχονται μπουλούκια στα μέρη μας και είναι φορτωμένοι με χρυσάφι. Ας μη μιλάμε μεταξύ μας για εξυπηρέτηση κι ευγνωμοσύνη, εκτός αν μπορώ να βοηθήσω στην αύξηση της περιουσίας σου ή στην ευτυχία των αγαπημένων σου.
- Μετά από μια τόσο ευγενική και γενναιόδωρη συμπεριφορά, αποκρίθηκε ο σερ Ρίτσαρντ, πιστεύω ότι θα ήμουν αγενής αν επέμενα να δεχτείς τα δώρα μου.
- Ναι, ιππότη, ας μη μιλήσουμε άλλο γ ι ' αυτό, είπε χαρούμενος ο Ρομπέν. Πες μας τώρα τι συνέβη και άργησες τόσο πολύ στο ραντεβού μας.
- Καθώς ερχόμουν εδώ, έπιασε ν' αφηγείται ο σερ Ρίτσαρντ, πέρασα από ένα χωριό όπου είχαν συγκεντρωθεί οι καλύτεροι καβαλάρηδες των δυτικών περιοχών αγωνίζονταν γερά μεταξύ τους. Τα βραβεία για τον νικητή ήταν ένας λευκός ταύρος, ένα άλογο, μια σέλα και χαλινάρια στολισμένα με χρυσά καρφιά, ένα ζευγάρι περιβραχιόνια, ένα ασημένιο δαχτυλίδι κι ένα βαρέλι παλιό κρασί. Σταμάτησα για να παρακολουθήσω λίγο τον αγώνα. Ένας στρατιώτης με κανονικό μπόι φαινόταν τόσο δυνατός και ψυχωμένος, που ήταν ξεκάθαρο ότι θα κέρδιζε όλα τα βραβεία· πράγματι, αφού έριξε από τη σάλα όλους τους αντιπάλους του, έμεινε όρθιος και απόλυτος κυρίαρχος στο πεδίο της μάχης. Όμως, ξαφνικά, την ώρα που ετοιμάζονταν να του δώσουν τα βραβεία, ανακάλυψαν ότι ανήκε στη συμμορία σου.
- Ήταν, πράγματι, δικός μου; ρώτησε δυνατά ο Ρομπέν.
168
- Ναι, λεγόταν Γασπάρ. - Κέρδισε, λοιπόν, τα βραβεία, αυτός ο γενναίος Γασπάρ; - Τα κέρδισε αλλά δεν του τα έδιναν, με το πρόσχημα
ότι ανήκε στο στρατό των εύθυμων αντρών. Ο Γασπάρ υπερασπιζόταν με θάρρος τη θέση του· τότε, δυο ή τρεις απ' τους μονομάχους άρχισαν να στολίζουν τ' όνομα σου με άσχημα κοσμητικά επίθετα. Έπρεπε να δεις με πόση δύναμη σε υπερασπίστηκαν τα πνευμόνια και τα μπράτσα του Γασπάρ· φώναζε και χειρονομούσε τόσο έντονα, που σε λίγο τράβηξαν μαχαίρια. Ο δύστυχος Γασπάρ δεν θα τα έβγαζε πέρα με τόσους εχθρούς· τότε, μαζί με τους άντρες μου, τους αναγκάσαμε όλους να το βάλουν στα πόδια. Μ ε τά απ' αυτή τη μικρή εξυπηρέτηση, φώναξα το γενναίο παλικάρι, του έδωσα πέντε χρυσά νομίσματα για το κρασί του και κάλεσα τους κυνηγημένους να γευτούν το περιεχόμενο του βαρελιού. Όπως καταλαβαίνεις, δεν αρνήθηκαν, αλλά πήρα μαζί μου τον Γασπάρ, για να τον φυλάξω από ενδεχόμενη εκδίκηση τους.
- Σ' ευχαριστώ που προστάτεψες έναν από τους γενναίους άντρες μου, καλέ μου ιππότη, είπε ο Ρομπέν. Όποιος συντρέχει τους ανθρώπους μου, έχει την αιώνια φιλία μου. Αν ποτέ με χρειαστείς, έλα να με βρεις· τα μπράτσα μου και το πουγκί μου είναι στη διάθεση σου.
- Θα σε θεωρώ πάντα αληθινό φίλο, Ρομπέν, αποκρίθηκε ο ιππότης, κι ελπίζω ότι το ίδιο θα νιώθεις κι εσύ για μένα.
Οι τελευταίες ώρες του απομεσήμερου κύλησαν χαρούμενα, και όταν πήρε να σουρουπώνει, ο σερ Ρίτσαρντ ακολούθησε τον Ρομπέν, τον Γουίλ και τον Ζανούλη στον πύργο του Μπάρνσντεϊλ, όπου ήταν συγκεντρωμένα όλα τα μέλη της οικογένειας Γκάμγουελ.
Ο σερ Ρίτσαρντ χαμογέλασε με θαυμασμό όταν αντίκρισε τις έξι όμορφες γυναίκες. Αφού πρώτα έδειξε στον ιππότη την πολυαγαπημένη του Μοντ, ο Γουίλ τράβηξε τον κα-
169
λεσμένο του παράμερα και τον ρώτησε χαμηλόφωνα αν είχε δει ποτέ του πιο γοητευτικό πρόσωπο από της Μοντ.
Ο ιππότης έβαλε τα γέλια και απάντησε στον Γουίλ ότι θα ήταν αγένεια προς τις άλλες κυρίες αν εξέφραζε μεγαλο-φώνως τη γνώμη του για την αξιολάτρευτη Μοντ.
Ο Γουίλιαμ, γοητευμένος μ' αυτή τη χαριτωμένη απάντηση, έτρεξε να φιλήσει τη γυναίκα του με την πεποίθηση ότι ήταν ο πιο τυχερός σύζυγος και ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.
Μόλις έπεσε η νύχτα, ο σερ Ρίτσαρντ έφυγε απ' το Μπάρνσντεϊλ και με τη συνοδεία μερικών αντρών του Ρομπέν, που θα τον οδηγούσαν μέσα στο δάσος, δεν άργησε να περάσει, μαζί με τους στρατιώτες του, τα τε ίχη του πύργου της Κοιλάδας.
170
Η μ ε γ ά λ η επίθεση στο δάσος του Σέργουντ
Ο σερίφης του Νότιγχαμ (μ ιλάμε, βέβαια, για τον αγαπητό μας βαρόνο Φ ι τ ζ Όλγουιν, κι όχι τον βοηθό που γνωρίσαμε σ' εκείνη την περιπέτεια του Ρομπέν με τους χασάπηδες) μόλις έμαθε πως ο Ρομπέν των Δασών και μερικοί άντρες του βρίσκονταν στο Γιορκσάιρ, πίστεψε ότι θα μπορούσε, με τη βοήθεια των «γενναίων» στρατιωτών του, ν' απαλλάξει το δάσος του Σέργουντ από τους παρανόμους που, χωρίς τον αρχηγό τους, δεν θα μπορούσαν ν' αμυνθούν. Μετά, αφού ξεμπέρδευε μαζί τους, θα έστηνε φρουρές στις παρυφές του δάσους, για να συλλάβει τον Ρομπέν τη στιγμή που θα επέστρεφε. Βέβαια, όπως ξέρουμε, οι «ήρωες» του βαρόνου δεν ήταν καθόλου πρότυπα γενναιότητας· έτσι, αφού το καλοσκέφτηκε, ο βαρόνος έφερε από το Λονδίνο ένα λόχο παλικαράδες και τους εκπαίδευσε ο ίδιος στο κυνήγι των παρανόμων που σχεδίαζε.
Ο εύθυμοι άντρες γνώριζαν τόσο κόσμο στο Νότιγχαμ, που έμαθαν αμέσως τα σχέδια του αφελούς βαρόνου εναντίον τους - ακόμα και την ημέρα και την ώρα που είχε οριστεί για την αιματηρή επίθεση. Αυτό το χρονικό διάστημα έδωσε στους ανθρώπους του δάσους την ευκαιρία να προετοιμάσουν την άμυνα τους, ώστε να υποδεχτούν κατάλληλα το στρατό του μεγάλου σερίφη.
171
Πράγματι , την ορισμένη ημέρα, ενθουσιασμένοι με την προοπτική μιας πλούσιας ανταμοιβής, οι άντρες του βαρόνου επιτέθηκαν με ύφος ακαταμάχητης γενναιότητας.
Πριν όμως καλοπρολάβουν να μπουν στο δάσος, έσκασε πάνω τους μια βροχή από βέλη , τόσο τρομερή, που οι μισοί από δαύτους σωριάστηκαν άψυχοι καταγής.
Μια δεύτερη βροχή ακολούθησε, και μετά μια τρίτη, πιο δυνατή, πιο αποφασιστική, πιο θανατηφόρα· κάθε σαΐτα έβρισκε το στόχο της, ενώ οι τοξότες παρέμεναν αόρατοι. Αφού προκάλεσαν τρόμο και σύγχυση στον εχθρικό στρατό, οι παράνομοι του δάσους πετάχτηκαν από τις κρυψώνες τους ουρλιάζοντας και ξάπλωσαν νεκρούς όσους προσπάθησαν ν' αντισταθούν. Ο στρατός του σερίφη σκόρπισε σε κατάσταση απερίγραπτου πανικού και οι «γενναίοι» του επέστρεψαν κυνηγημένοι στον πύργο του Νότιγχαμ.
Ούτε ένας από τους εύθυμους άντρες δεν λαβώθηκε σ' αυτή την αλλόκοτη μάχη. Με το σούρουπο, ξεκούραστοι και ανανεωμένοι, στοίβαξαν σε φορεία τους σκοτωμένους στρατιώτες και τους απόθεσαν έξω από την καστρόπορτα του Φ ι τ ζ Όλγουιν.
Εξοργισμένος και απελπισμένος, ο βαρόνος πέρασε τη νύχτα βλαστημώντας τη μοίρα του· κατηγόρησε τους άντρες του, δήλωσε ότι τον ε ίχε εγκαταλείψε ι ο άγιος του, τα έβαλε με όλους και όλα για το φιάσκο της επίθεσης και, τελ ικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος ήταν γενναίος αρχηγός, αλλά θύμα της ανικανότητας των κατωτέρων του.
Την επομένη εκείνης της θλιβερής ημέρας, ο λόρδος Φ ι τζ Όλγουιν δέχτηκε την επίσκεψη ενός Νορμανδού φίλου του, που ήρθε να τον δει συνοδευμένος από μια πενηνταριά άντρες. Ο βαρόνος τού μίλησε για τη συμφορά που τον βρήκε, τονίζοντας, για να δικαιολογήσει τις απανωτές ήττες του, ότι η συμμορία του Ρομπέν ήταν αόρατη. 172
- Α γ α π η τ έ μου βαρόνε, του αποκρίθηκε ήρεμα ο σερ Γ κ ι του Γκίσμπορν (έτσι λεγόταν ο επισκέπτης), ο Ρομπέν των Δασών είναι ο ίδιος ο διάβολος, αλλά αν εγώ ήθελα να του ξεριζώσω τα κέρατα, θα του τα ξερίζωνα.
- Με τα λόγια δεν γίνεται τίποτα, φίλε μου, αποκρίθηκε πικρόχολα ο γέρος άρχοντας. Σε προκαλώ να συλλάβεις αυτόν τον άθλιο Ρομπέν.
- Αν αποφασίσω να τον πιάσω, είπε ο Νορμανδός νωχελικά, θα το κάνω μόνος μου. Αισθάνομαι αρκετά δυνατός ώστε να δαμάσω ακόμα και λιοντάρι, ενώ ο Ρομπέν σου είναι απλώς ένας άνθρωπος· δεν λέω, έξυπνος άνθρωπος, αλλά όχι ένα πρόσωπο διαβολικό και άπιαστο...
- Λ έ γ ε ό,τι θέλεις, σερ Γκ ι , τον τσίγκλισε ο βαρόνος, που εδώ και ώρα κλωθογύριζε στο μυαλό του η σκέψη να σπρώξει τον Νορμανδό σε μια επίθεση εναντίον του Ρομπέν των Δασών. Δεν υπάρχει, όμως, άνθρωπος στην Α γ γ λ ί α , αγρότης ή στρατιώτης, που να μπορεί να γονατίσει αυτόν τον ηρωικό παράνομο. Δεν φοβάται τίποτα και κανέναν· ακόμα κι ολόκληρος στρατός δεν θα τον πτοούσε.
Ο σερ Γ κ ι χαμογέλασε περιφρονητικά. - Δεν αμφιβάλλω διόλου, είπε, για την παλικαριά αυτού
του γενναίου παράνομου· πρέπει όμως να ομολογήσεις, βαρόνε, ότι μέχρι σήμερα ο Ρομπέν των Δασών πολέμησε με φαντάσματα.
- Ό χ ι δα! φώναξε ο βαρόνος, που πληγώθηκε η περηφάνια του.
- Ε, ναι, με φαντάσματα, το επαναλαμβάνω, παλιέ μου φίλε! Οι στρατιώτες σου δεν είναι πλασμένοι από σάρκα και οστά, αλλά από λάσπη και γάλα. Μα την πίστη μου, τόσο γελοία ανθρωπάκια δεν έχω ξαναδεί! Το βάζουν στα πόδια μπροστά στα βέλη των παρανόμων και μόνο το όνομα του Ρομπέν των Δασών τούς φέρνει ανατριχίλα. Ω, αν ήμουν εγώ στη θέση σου!
173
- Τι θα έκανες; ρώτησε ανυπόμονα ο βαρόνος. - Θα έβαζα να κρεμάσουν τον Ρομπέν των Δασών... - Ειλικρινά, αυτό λαχταράω κι εγώ, είπε ο βαρόνος κα-
τσουφιασμένος. - Το βλέπω, βαρόνε. Σου λείπει , όμως, η δύναμη. Ε, λοι
πόν, είναι πολύ τυχερός ο φιλαράκος σου που δεν βρέθηκε ποτέ απέναντι μου.
- Χ α , χα! γέλασε ο βαρόνος. Θα τον τρυπούσες με το κοντάρι σου, ε; Ά σ ε καλύτερα, θα έτρεμες απ' την κορφή ως τα νύχια, και να σου έλεγα μόνο: Να ο Ρομπέν των Δασών!
Ο Νορμανδός πετάχτηκε ορθός. - Σε πληροφορώ, είπε θυμωμένος, ότι δεν φοβάμαι ούτε
τους ανθρώπους ούτε τον διάβολο ούτε κανέναν στον κόσμο, και σε προκαλώ να με υποβάλεις σε μια δοκιμασία που να ξεπερνάει το θάρρος μου. Κι αφού ξεκινήσαμε αυτή τη συζήτηση για τον Ρομπέν των Δασών, σου ζητώ σαν χάρη να με βάλεις στα χνάρια αυτού του άντρα, που σ' αρέσει να τον αποκαλείς ανίκητο επειδή δεν μπόρεσες ποτέ να τον συλλάβεις! Αναλαμβάνω να τον πιάσω, να του κόψω τ' αφτιά και να τον κρεμάσω απ' τα πόδια σαν γουρουνάκι του γάλακτος. Πού μπορεί να συναντήσει κανείς αυτόν τον παλικαρά, που τον θεωρούν τόσο δυνατό; συνέχισε ο σερ Γ κ ι του Γκίσμπορν.
- Μέσα στο δάσος του Μπάρνσντε'ι'λ. - Πόσο απέχει αυτό το δάσος από το Νότιγχαμ; - Γύρω στις δυο μέρες πορεία, από διάφορα παραδρόμια·
ωστόσο, αγαπητέ μου σερ Γκ ι , επειδή θα στενοχωρηθώ πολύ αν σου συμβεί κάτι εξαιτίας μου, επίτρεψέ μου να ενώσω τους άντρες μου με τους δικούς σου και να πάμε μαζί να ξετρυπώσουμε αυτόν τον κατεργάρη. Ξέρω, από καλή πηγή, ότι αυτή τη στ ιγμή είναι αποκομμένος από το καλύτερο μέρος της συμμορίας του· θα μας είναι εύκολο, λοιπόν, αν κινηθούμε προσεχτικά, να περιζώσουμε το καταφύγιο αυτών 174
των ληστών, να συλλάβουμε τον αρχηγό τους και ν' αφήσουμε τους στρατιώτες μας να τους εκδικηθούν. Oι δικοί μου έχουν υποφέρει πολύ στο δάσος του Σέργουντ και θα χαρούν αφάνταστα να πάρουν το αίμα τους πίσω.
- Δέχομαι ευχαρίστως την ευγενική σου προσφορά, αγαπητέ μου φίλε, αποκρίθηκε ο Νορμανδός. Έ τ σ ι , θα μου δοθεί η ευκαιρία να σου αποδείξω ότι ο Ρομπέν των Δασών δεν είναι ούτε διάβολος ούτε ανίκητος και, επιτέλους, όχι μόνο θα ισορροπήσω το παιχνίδι ανάμεσα σ' εκείνον κι εμένα, αλλά και θα ντυθώ σαν απλός καβαλάρης για να τον πολεμήσω σώμα με σώμα.
Ο βαρόνος πάσχισε να κρύψει τη χαρά που του έδωσε η περήφανη απάντηση του επισκέπτη του· αρκέστηκε να κάνει, με φοβισμένο και τάχα στοργικό ύφος, μερικές αόριστες παρατηρήσεις για τον κίνδυνο που θα διέτρεχε ο εξαίρετος φίλος του, για την απρονοησία μιας μεταμφίεσης που θα τον έφερνε σε άμεση επαφή μ' έναν άνθρωπο ξακουστό για την επιδεξιότητα και τη σωματική του δύναμη.
Ο Νορμανδός, που καμάρωνε σαν το παγόνι, φουσκωμένος από ματαιοδοξία κι αυτοπεποίθηση, έκοψε τις υποκριτικές ανησυχίες του βαρόνου οπότε εκείνος - μ ε ταχύτητα αναπάντεχη για την ηλικία τ ο υ - έφυγε για να διατάξει τους στρατιώτες του να ετοιμαστούν.
Μια ώρα αργότερα, ο σερ Γ κ ι του Γκίσμπορν και ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν, ακολουθούμενοι από εκατό περίπου στρατιώτες, έπαιρναν με αγέρωχο ύφος το παραδρόμι που θα τους έβγαζε στο δάσος του Μπάρνσντεϊλ.
Στο μεταξύ, οι δυο σύμμαχοι είχαν καταστρώσει το σχέδιο τους: ο σερ Γ κ ι θα άφηνε τον Φ ι τ ζ Όλγουιν να κατευθύνει το στρατό του σ' ένα προκαθορισμένο σημείο του δάσους, ενώ εκείνος -που θα περνούσε απαρατήρητος με τη φορεσιά του έφιππου στρατιώτη- θ' ακολουθούσε διαφορετική κατεύθυνση, θα έβρισκε τον Ρομπέν των Δασών, θα μο-
175
νομαχούσε μαζί του και, φυσικά, θα τον έστελνε στον άλλο κόσμο. Ο Νορμανδός θα πληροφορούσε τον βαρόνο για την επιτυχία του (να σημειώσουμε εδώ ότι δεν είχε καμιά αμφιβολία γι ' αυτή την επιτυχία), σαλπίζοντας έναν συνθηματικό σκοπό στο βούκινο του. Μόλ ις άκουγε το θριαμβευτικό σάλπισμα, ο σερίφης θα έπρεπε ν' αναγγείλει τη νίκη του Νορμανδού και να τρέξει ολοταχώς με το στρατό στο σημείο, της μονομαχίας. Αφού οι στρατιώτες θα διαπίστωναν με τα ίδια τους τα μάτια τη νίκη του, βλέποντας το πτώμα του Ρομπέν των Δασών, θα ξεχύνονταν μετά στις λόχμες, μες στις πυκνές συστάδες των δέντρων και στα υπόγεια καταφύγια, για να σκοτώσουν ή να αιχμαλωτίσουν, ανάλογα με την κρίση τους, όλους τους παρανόμους που θα τα είχαν χαμένα κι έτσι θα έπεφταν εύκολα στα χέρια τους.
Την ώρα που ο στρατός ζύγωνε κρυφά στο δάσος του Μπάρνσντεϊλ, ο Ρομπέν των Δασών ήταν ξαπλωμένος κάτω απ' το παχύ φύλλωμα του δέντρου της Σύναξης και κοιμόταν βαθιά.
Ο Ζανούλης, καθισμένος πλάι στον αρχηγό του, τον πρόσεχε κι αναλογιζόταν πόσο αγαθή καρδιά είχε και πόσο έξυπνη ήταν η όμορφη γυναίκα του, η γλυκιά Γουίνιφρεντ, όταν τον έβγαλε από την τρυφερή του ονειροπόληση το στριγκό κρώξιμο μιας τσίχλας που είχε καθίσει σ' ένα χαμηλό κλαδί της βελανιδιάς και τσίριζε με όλη της τη δύναμη, χτυπώντας τα φτερά της. Αυτό το διαπεραστικό κρώξιμο ξύπνησε απότομα τον Ρομπέν, που πετάχτηκε τρομαγμένος.
- Ε! είπε ο Ζανούλης. Τι συμβαίνει, αγαπητέ μου Ρομπέν; - Τίποτα, τον καθησύχασε ο νεαρός άντρας, ξαναβρί
σκοντας τον εαυτό του. Κ ά τ ι ονειρεύτηκα, που δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, και φοβήθηκα... Ε, να, μου είχαν επιτεθεί δυο καβαλάρηδες· με χτυπούσαν μ' όλη τους τη δύναμη κι εγώ τους αντιγύριζα τα χτυπήματα με μ ε γ ά λ η γενναιοδω-
176
ρία. Ωστόσο, θα με νικούσαν, έβλεπα το θάνατο να μου απλώνει το χέρι του, όταν ένα πουλί, που δεν ξέρω από πού ήρθε, μου είπε κελαηδώντας: Κάνε κουράγιο, θα σου στείλω βοήθεια. Ξυπνάω και δεν βλέπω ούτε κίνδυνο ούτε πουλί · άρα, τα όνειρα είναι σαχλαμάρες, πρόσθεσε ο Ρομπέν χαμογελώντας.
- Δεν συμφωνώ μαζί σου, αρχηγέ, είπε βλοσυρός ο Ζανούλης· γιατί ένα μέρος από τ' όνειρο σου βγήκε κιόλας αληθινό. Πριν από λίγο, στεκόταν πάνω σ' εκείνο το κλαδί μια τσίχλα που κελαηδούσε στη διαπασών. Μόλ ις ξύπνησες, τρόμαξε κι έφυγε. Μπορεί να σε προειδοποιούσε για κάτι.
- Ώστε είμαστε προληπτικοί, φίλε Ζανούλη; ρώτησε ο Ρομπέν κοροϊδευτικά. Έ λ α τώρα, είναι γελοίο στην ηλικία σου· τέτοια παιδιαρίσματα είναι για τα κοριτσάκια και τ' αγοράκια, όχι για μας! Ωστόσο, συνέχισε ο Ρομπέν, με τη ζωή που κάνουμε εμείς, ίσως θα 'ταν φρόνιμο να τα προσέχουμε όλα. Ποιος ξέρει, μπορεί η τσίχλα να μας είπε: Φρουροί, γρηγορείτε! Και είμαστε η εμπροσθοφυλακή ενός στρατού γενναίων. Εμπρός, λοιπόν, όταν γνωρίζεις τον κίνδυνο, είναι σαν να τον έχεις ξεπεράσει.
Ο Ρομπέν φύσηξε στο βούκινο του και οι εύθυμοι άντρες, που είχαν σκορπίσει στα γειτονικά ξέφωτα, έτρεξαν αμέσως κοντά του.
Ο Ρομπέν τούς έστειλε στο μονοπάτι που κατέβαινε από το Γιορκ, γιατί μόνο απ' αυτή την πλευρά μπορούσαν να φοβούνται κάποια επίθεση, ενώ εκείνος, μαζί με τον Ζανούλη, πήγε να ψάξει στην αντίθετη πλευρά του δάσους. Ο Γουίλιαμ και δυο γενναίοι άνθρωποι του δάσους κίνησαν για το δρόμο του Μάνσφελντ.
Αφού έλεγξαν προσεχτικά τα μονοπάτια και τους δρόμους γύρω τους, ο Ρομπέν και ο Ζανούλης πήραν το μονοπάτι που είχε ακολουθήσει ο Κόκκινος Γουίλ. Εκε ί , καθώς έβγαιναν σε μια απλάδα, συνάντησαν έναν καβαλάρη που
177
αντί για χιτώνα φορούσε μια αλογοπροβιά. Εκε ίνη την εποχ ή , αυτό το ρούχο ήταν πολύ της μόδας στους έφιππους στρατιώτες του Γιορκσάιρ, που οι περισσότεροι ήταν αλο-γατάρηδες.
Ο άγνωστος είχε ζωσμένα στη μέση του ένα σπαθί κι ένα στιλέτο και η φυσιογνωμία του. η σκληρή έκφραση του προσώπου του, μαρτυρούσαν ότι σκότωνε πολύ συχνά μ' αυτά τα όπλα.
- Α, α! φώναξε ο Ρομπέν μόλις τον είδε. Μα την πίστη μου, να ένας αρχιαπατεώνας - κι αν δεν απαντήσει τίμια στις ερωτήσεις μου, θα κοιτάξω να δω τι χρώμα έχει το αίμα του.
- Είναι σαν μολοσσός με γερά δόντια, αγαπητέ μου Ρομπέν. Πρόσεξε, μείνε κάτω απ' αυτό το δέντρο και θα τον ρωτήσω εγώ ποιος είναι, πούθε κρατάει η σκούφια του και τι θέλε ι εδώ.
- Αγαπητέ μου Ζανούλη, του αντιγύρισε απότομα ο Ρομπέν, κάτι μ' έχει πιάσει μ' αυτόν εκεί τον παλικαρά. Αφησε με να τον περιλάβω εγώ. Πάει καιρός που δεν έχω μονομαχήσει και, μα την Αγία Μητέρα, την προστάτισσά μου, δεν θα μπορούσα να ρίξω ούτε μια γροθιά αν άκουγα τις ορμήνιες σου. Τράβα να βρεις τον Γουίλ και μην έρθετε κοντά μου παρά μόνο όταν ακούσετε το θριαμβευτικό μου σάλπισμα.
- Η θέληση σου είναι νόμος για μένα, Ρομπέν των Δασών, αποκρίθηκε ο Ζανούλης κατσουφιασμένος, κι είναι καθήκον μου να σε υπακούω, έστω και με βαριά καρδιά.
Θ' αφήσουμε τώρα τον Ρομπέν που πηγαίνει ν' ανταμώσει τον ξένο και θ' ακολουθήσουμε τον Ζανούλη που, ακολουθώντας πιστά τις διαταγές του αρχηγού του, πήγαινε γρήγορα να βρει τον Γουίλιαμ ο οποίος, μαζί με δυο άντρες, είχε ριχτεί στο δρόμο του Μάνσφελντ.
Ο Ζανούλης δεν είχε περπατήσει ούτε τριακόσια μέτρα πάνω στο μονοπάτι, όταν βγήκε σ' ένα ξέφωτο κι αντίκρισε 178
τον Κόκκινο Γουίλ και τους δυο συντρόφους του να πολεμούν με όλη τους τη δύναμη ενάντια σε μια δεκαριά στρατιώτες. Ο Ζανούλης έβγαλε μια κραυγή και μ' ένα σάλτο βρέθηκε στο πλευρό των φίλων του. Ωστόσο, ο κίνδυνος έγινε ακόμα μεγαλύτερος, όταν ο νεαρός άντρας άκουσε κλαγ-γές όπλων και θόρυβο από πέταλα αλόγων, που έρχονταν από την άκρη του δρόμου.
Αντικρύ στο μονοπάτι, και μες στη σκιά που έριχναν τα δέντρα, ξεπρόβαλε ένας λόχος από στρατιώτες και μπροστά τους ένα πλούσια στολισμένο άτι, που ποδοκροτούσε ανυπόμονο. Πάνω σ' αυτό το άτι ήταν θρονιασμένος, με υπεροπτικό ύφος και με το κοντάρι έτοιμο, ο σερίφης του Νότιγχαμ.
Ο Ζανούλης στράφηκε ν' αντιμετωπίσει τους νεοφερμένους, τέντωσε το τόξο του και σημάδεψε τον βαρόνο. Ωστόσο, ο νεαρός άντρας έκανε τόσο γρήγορες και απότομες κινήσεις, τέντωσε τόσο δυνατά το τόξο του, που το έσπασε στα δυο σαν γυαλί.
Ο Ζανούλης καταράστηκε το ακίνδυνο πια βέλος κι άρπαξε ένα άλλο τόξο που του έτεινε ένας παράνομος, ο οποίος είχε τραυματιστεί θανάσιμα από τους στρατιώτες που πολεμούσε ο Γουίλιαμ.
Ο βαρόνος, όμως, κατάλαβε την κίνηση και τις προθέσεις του τοξότη· έσκυψε μεμιάς επάνω στ' άλογο του κι έγινε ένα με τη ράχη του ζώου, έτσι ώστε το βέλος που προοριζόταν να τον σκοτώσει, ξάπλωσε μέσα στη σκόνη τον άντρα που βρισκόταν πίσω του.
Ο θάνατος του συντρόφου τους εξόργισε όλους τους στρατιώτες. Αποφασισμένοι να νικήσουν, μια και ήταν περισσότεροι, σπιρούνισαν τ' άλογα τους και όρμησαν γρήγορα.
Α π ό τους δυο συντρόφους του Γουίλιαμ, ο ένας ήταν νεκρός κι ο άλλος πολεμούσε ακόμα· εύκολα, όμως, καταλάβαινε κανείς ότι πλησίαζε η ώρα της ήττας τους. Ο Ζανούλης αντιλήφθηκε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε ο εξά-
179
δελφός του· χίμηξε μέσα στην ομάδα των στρατιωτών, τράβηξε τον Γουίλ από τα χέρια τους και του φώναξε ν' απομακρυνθεί γρήγορα.
- Ποτέ! αποκρίθηκε ο Γουίλ αποφασιστικά. - Έ λ ε ο ς , Γουίλ, έλεγε ο Ζανούλης, καθώς χτυπούσε
τους αντιπάλους του, πήγαινε να βρεις τον Ρομπέν των Δασών, φώναξε τους εύθυμους άντρες! Αλίμονο! Ποτάμι θα τρέξει σήμερα το αίμα επάνω στο γρασίδι· το κελάδημα της τσίχλας ήταν σημάδι του Θεού!
Τελ ικά, ο Γουίλιαμ υπέκυψε στα παρακάλια του εξαδέλφου του· ήταν εύκολο να τα καταλάβει, βλέποντας όλους αυτούς τους στρατιώτες να πλημμυρίζουν το ξέφωτο. Κατάφερε ένα τρομερό χτύπημα σ' έναν άντρα που προσπαθούσε να του κλείσει το δρόμο και εξαφανίστηκε μες στην πυκνή βλάστηση.
Ο Ζανούλης πολεμούσε σαν λιοντάρι· ήταν όμως τρέλα ν' αγωνίζεται μόνος απέναντι σε τόσους εχθρούς. Σε λίγο ο Ζανούλης νικήθηκε, έπεσε, οι στρατιώτες τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον άφησαν στη ρίζα ενός δέντρου.
Ο βαρόνος θ' αποφάσιζε για την τύχη του δύστυχου φίλου μας. Φώναξαν λοιπόν με δυνατές κραυγές τον βαρόνο Φ ι τ ζ Όλγουιν, κι εκείνος έτρεξε αμέσως.
Μόλις αντίκρισε τον αιχμάλωτο, ο βαρόνος χαμογέλασε με μια έκφραση ικανοποιημένου μίσους και τα χαρακτηριστικά του αγρίεψαν.
- Α, α, είπε απολαμβάνοντας με απερίγραπτη ικανοποίηση τη χαρά του θριάμβου του, σ' έπιασα επιτέλους, μα-ντράχαλε του δάσους! Πριν σε στείλω στον άλλο κόσμο, θα σε κάνω να πληρώσεις ακριβά το θράσος σου.
- Μα την πίστη μου, του αντιγύρισε ο Ζαν με αδιάφορο ύφος αλλά δαγκώνοντας το κάτω χε ίλ ι του, όσα βασανιστήρια και να μου κάνεις, δεν θα μπορέσεις να ξεχάσεις ότι κρατούσα τη ζωή σου στα χέρια μου και ότι αν μπορείς ακόμα να 180
βασανίζεις τους Σάξονες, αυτό το χρωστάς στην καλοσύνη μου. Και τώρα, πρόσεξε: θα 'ρθει ο Ρομπέν των Δασών, και μαζί του δεν θα ξεμπερδέψεις τόσο εύκολα όσο μ' εμένα!
- Ο Ρομπέν των Δασών, επανέλαβε ο βαρόνος καγχάζοντας, ο Ρομπέν των Δασών θ' ακούσει σε λίγο να σημαίνει η τελευταία του ώρα. Έδωσα τη διαταγή να του κόψουν το κεφάλι και ν' αφήσουν εδώ το κουφάρι του, για να το φάνε οι λύκοι. Στρατιώτες, πρόσθεσε ο βαρόνος μιλώντας σε δυο άντρες -που έτρεξαν σαν σκλάβοι να εκτελέσουν τις διαταγές τ ο υ - φορτώστε αυτόν τον απατεώνα στη ράχη ενός αλόγου και ας περιμένουμε εδώ την επιστροφή του σερ Γκ ι · όπου να 'ναι, θα μας φέρει το κεφάλι του Ρομπέν των Δασών.
Οι άντρες στάθηκαν δίπλα στ' άλογα τους, έτοιμοι να καβαλικέψουν πάλι, ενώ ο βαρόνος θρονιάστηκε αναπαυτικά σ' ένα καταπράσινο ανάχωμα, και βάλθηκε να περιμένει με την άνεση του το σάλπισμα του σερ Γ κ ι του Γκίσμπορν.
Ας αφήσουμε την εξοχότητά του να ξαποστάσει, κι ας πάμε να δούμε τι γινόταν ανάμεσα στον Ρομπέν των Δασών και τον άντρα που ήταν ντυμένος με την αλογοπροβιά.
- Κ α λ ή σου μέρα, κύριε μου! είπε ο Ρομπέν, πλησιάζοντας τον ξένο. Αν κρίνει κανείς από το εξαίρετο τόξο που κρατάς, θα μπορούσε να πιστέψει πως είσαι ένας γενναίος και τίμιος τοξότης.
- Ξεστράτισα, αποκρίθηκε ο άγνωστος, απαξιώνοντας ν' απαντήσει στο σχόλιο του Ρομπέν, και φοβάμαι μήπως χαθώ μέσα σ' αυτό το δαίδαλο από σταυροδρόμια, ξέφωτα και μονοπάτια.
- Ξέρω όλα τα μονοπάτια του δάσους, κύριε, αποκρίθηκε ευγενικά ο Ρομπέν των Δασών, κι αν έχεις την καλοσύνη να μου πεις πού ακριβώς θέλεις να πας, θα σε οδηγήσω εγώ.
- Δεν πάω κάπου συγκεκριμένα, απάντησε ο ξένος παρατηρώντας προσεχτικά τον συνομιλητή του. Θ έ λ ω να φτάσω
181
στην καρδιά αυτού του δάσους, γιατί εκεί ελπίζω να συναντήσω έναν άντρα που θα 'θελα πολύ να συζητήσω μαζί του.
- Φίλος σου είναι αυτός ο άντρας; ρώτησε ο Ρομπέν. - Ό χ ι , απάντησε απότομα ο ξένος. Είναι ένας από τους
χειρότερους απατεώνες, ένας παράνομος που του αξίζει να πεθάνει στην κρεμάλα.
- Α, α! είπε ο Ρομπέν, εξακολουθώντας να χαμογελά. Μήπως μπορώ να ρωτήσω, χωρίς να γίνω αδιάκριτος, πώς λέγεται αυτός ο παλιάνθρωπος;
- Βεβαίως· λέγεται Ρομπέν των Δασών και θα 'δινα ευχαρίστως, νεαρέ, δέκα χρυσά νομίσματα για να έχω τη χαρά να τον συναντήσω.
- Α γ α π η τ έ μου, είπε ο Ρομπέν, είσαι πολύ τυχερός που βρέθηκα μπροστά σου. Μπορώ, χωρίς ν' αμφισβητήσω τη γενναιοδωρία σου, να σε οδηγήσω στον Ρομπέν των Δασών. Επίτρεψέ μου, μόνο, να ρωτήσω και το δικό σου όνομα.
- Ονομάζομαι σερ Γ κ ι του Γκίσμπορν, είμαι πλούσιος κι έχω πολλούς άντρες στην υπηρεσία μου. Καθώς καταλαβαίνεις, τούτα τα ρούχα που φοράω, είναι μια μεταμφίεση. Ο Ρομπέν των Δασών δεν θα φοβηθεί ποτέ έναν φτωχοδιάβο-λο τόσο άθλια ντυμένο και θα μ' αφήσει να τον πλησιάσω. Το θέμα είναι να μάθω πού λημεριάζει. Α, έτσι και τον βρω θα πεθάνει, σου τ' ορκίζομαι, και δεν θα προλάβει μήτε θα μπορέσει ν' αμυνθεί· θα τον σκοτώσω χωρίς να τον λυπηθώ καθόλου.
- Ώστε τόσο μεγάλο κακό σού έχει κάνει ο Ρομπέν των Δασών;
- Εμένα; Ποτέ! Μέχρι πριν από λίγες ώρες μήτε που τον είχα ακουστά και όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ, αν με οδηγήσεις κοντά του, ούτε κι εκείνος με γνωρίζει...
- Τότε, γιατί θέλεις να τον εξαφανίσεις από προσώπου γης; - Γ ια κανέναν ιδιαίτερο λόγο· απλώς και μόνο για να το
απολαύσω.
182
- Με την άδεια σου, αγαπητέ μου, βρίσκω κομματάκι περίεργη αυτή την απόλαυση και, επιπλέον, σε λυπάμαι που έχεις τόσο αιμοβόρες επιθυμίες.
- Ε, λοιπόν, πέφτεις έξω, δεν είμαι κακός, κι αν δεν ήταν αυτός ο ηλίθιος, ο Φιτζ Όλγουιν, τώρα που σου μιλάω θα γύριζα ήσυχα στον πύργο μου. Εκείνος μ' έσπρωξε σ' αυτή την περιπέτεια, προκαλώντας με να τα βάλω με τον Ρομπέν των Δασών. Έθιξε τον εγωισμό μου, κι έτσι πρέπει οπωσδήποτε να νικήσω. Τώρα, όμως, πρόσθεσε ο σερ Γκι , που σου είπα τ' όνομα μου, ποιος είμαι και πού θέλω να πάω, σειρά σου ν' απαντήσεις στις ερωτήσεις μου. Kαι πρώτ' απ' όλα, ποιος είσαι;
- Ποιος είμαι; επανέλαβε ο Ρομπέν με δυνατή φωνή και σοβαρό ύφος. Θα σου πω: είμαι ο κόμης του Χάντινγκτον, ο βασιλιάς αυτού εδώ του δάσους· είμαι ο άνθρωπος που γυρεύεις, ο Ρομπέν των Δασών!
Ο Νορμανδός πισωπάτησε ξαφνιασμένος. - Τότε , ετοιμάσου να πεθάνεις! φώναξε, τραβώντας το
σπαθί του. Ο σερ Γ κ ι του Γκίσμπορν κρατάει πάντα το λόγο του: ορκίστηκα να σε σκοτώσω και θα πεθάνεις! Κάνε την προσευχή σου, Ρομπέν των Δασών, γιατί σε λίγο ο ήχος του βούκινου μου θ' αναγγείλει στους συντρόφους μου, που περιμένουν εδώ κοντά, ότι ο αρχηγός των παρανόμων δεν είναι πια παρά ένα άμορφο πτώμα, ένα ακέφαλο κουφάρι.
- Μόνο ο νικητής έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλε ι με το σώμα του αντιπάλου του, αποκρίθηκε ψυχρά ο Ρομπέν των Δασών. Φυλάξου, λοιπόν! Ορκίστηκες να μη με λυπηθείς· ορκίζομαι κι εγώ τώρα, αν η Παρθένα Μαρία μού δώσει τη νίκη, να σου φερθώ όπως σου αξίζει. Εμπρός, μέχρι ένας απ' τους δυο μας να σκοτωθεί· η ζωή αντιμέτωπη με το θάνατο!
Αμέσως μετά, οι δυο αντίπαλοι διασταύρωσαν τα ξίφη τους. Ο Νορμανδός όχι μόνο ήταν ένας αληθινός Ηρακλής, αλλά και δυνατότερος στην ξιφομαχία. Ε π ι τ έ θ η κ ε στον Ρο-
183
μπεν με τόση ορμή, που ο νεαρός παράνομος στριμώχτηκε, αναγκάστηκε να πισωπατήσει και τα πόδια του μπλέχτηκαν στις ρίζες μιας βελανιδιάς. Ο σερ Γ κ ι αντιλήφθηκε αμέσως το πλεονέκτημα του - δυνάμωσε τα χτυπήματα του και πολλές φορές, ο Ρομπέν ένιωσε το σπαθί του να γλ ι στράει απ' το χέρι του.
Η θέση του Ρομπέν χειροτέρευε ολοένα· οι σκληρές ρίζες του δέντρου που μπερδεύονταν στους αστραγάλους του, εμπόδιζαν τις κινήσεις του· δεν μπορούσε ούτε μπροστά να κάνει ούτε πίσω. Αποφάσισε τότε να πηδήξει έξω από τον κύκλο που είχε πιαστεί και, μ' ένα πήδημα απελπισμένου ελαφιού, βγήκε από την κακοτοπιά· καθώς έκανε, όμως, αυτό το σάλτο, το αριστερό του πόδι σκόνταψε σ' ένα χαμηλό κλαδί και κυλίστηκε στη σκόνη.
Ο σερ Γκ ι , γερός πολεμιστής, δεν θ' άφηνε να χαθεί μια τέτοια ευκαιρία· βγάζοντας μια θριαμβευτική κραυγή, όρμησε στον Ρομπέν, με σκοπό, προφανώς, να του ανοίξει το κεφάλι στα δυο.
Ο Ρομπέν είδε τον κίνδυνο· έκλεισε τα μάτια του και ψιθύρισε με θέρμη:
- Αγ ία Μητέρα του Θεού, βοήθησε με! Θ' αφήσεις να με σκοτώσει το χέρι αυτού του άθλιου Νορμανδού;
Πριν καλοπρολάβει ο Ρομπέν να τελειώσει αυτά τα λόγια -που ο σερ Γ κ ι νόμιζε ότι ήταν λόγια μετάνοιας, κι έτσι δεν τόλμησε να τον διακόψει- ένιωσε μια νέα δύναμη να ξεχύνεται σ' όλο το κορμί του· έστρεψε τη μύτη του σπαθιού του προς τον εχθρό του και καθώς εκείνος προσπαθούσε ν' αποφύγει το απειλητικό όπλο, ο Ρομπέν τίναξε τα πόδια του και στάθηκε όρθιος, ελεύθερος και δυνατός, στη μέση του μονοπατιού.
Η μονομαχία, που είχε διακοπεί για μια στ ιγμή, ξανάρχισε με νέα ορμή· η νίκη, όμως, είχε αλλάξει πλευρά και είχε πάει με το μέρος του Ρομπέν. 184
Το σπαθί ξέφυγε από το χέρι του σερ Γ κ ι που, λαβωμένος κατάστηθα, σωριάστηκε στο χώμα χωρίς να βγάλει άχνα: ήταν νεκρός. Ο Ρομπέν ευχαρίστησε τον Θεό, σιγουρεύτηκε ότι ο σερ Γ κ ι είχε πράγματι αφήσει την τελευταία του πνοή κι έπειτα, καθώς παρατηρούσε το άψυχο πρόσωπο του Νορ-μανδού, θυμήθηκε ότι εκείνος ο άντρας δεν είχε έρθει μόνος του, πως είχε φέρει μαζί του στρατιώτες που ήταν κρυμμένοι τώρα κάπου στο δάσος και καρτερούσαν το σάλπισμα του.
- Θαρρώ πως καλό είναι να πάω να δω μήπως αυτοί οι λεβέντες είναι στρατιώτες του βαρόνου και να διαπιστώσω με τα ίδια μου τα μάτια πόση χαρά θα του δώσει το μαντάτο του θανάτου μου. Θα φορέσω τα ρούχα του σερ Γκ ι , θα του κόψω το κεφάλι και θα προσπαθήσω να ξεγελάσω τους συντρόφους του.
Ο Ρομπέν έγδυσε τον πεθαμένο Νορμανδό, φόρεσε - μ ε μια κάποια σιχασιά, είναι αλήθε ια- τα ρούχα του και, μόλις έριξε στους ώμους το αλογοτόμαρο, ήταν ολόιδιος ο σερ Γ κ ι του Γκίσμπορν.
Μόλ ις τελείωσε, λέρωσε το κεφάλι του Νορμανδού με χώματα, ώστε να μην μπορεί κανείς να τ' αναγνωρίσει με την πρώτη ματιά, κι ύστερα σάλπισε το βούκινο.
Θριαμβευτικές ζητωκραυγές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του νεαρού άντρα, που όρμησε προς το σημείο απ' όπου ακούστηκαν οι χαρούμενες φωνές.
- Σταθείτε , σταθείτε! φώναξε ο Φ ι τζ Όλγουιν καθώς σηκωνόταν. Είναι πράγματι ο ήχος από το βούκινο του σερ Γκ ι ;
- Μάλιστα, άρχοντα, του απάντησε ένας από τους άντρες του ιππότη, αποκλείεται να κάνουμε λάθος· το βούκινο του αφέντη μου έχει έναν ξεχωριστό ήχο.
- Νικήσαμε, τότε! πανηγύρισε ο γερο-βαρόνος. Ο γενναίος και τίμιος σερ Γ κ ι , σκότωσε τον Ρομπέν.
- Ούτε εκατό σαν τον Γ κ ι σου δεν θα μπορούσαν να νικήσουν τον Ρομπέν των Δασών, αν μονομαχούσαν μαζί του
185
ένας ένας! βρυχήθηκε ο δύστυχος Ζανούλης. αν και μια φριχτή αγωνία τού έσφιγγε την καρδιά.
- Πάψε, μακρυπόδαρε βλάκα! του αποκρίθηκε απότομα ο βαρόνος. Αν βλέπεις καλά, κοίταξε στην άκρη του ξέφωτου, θα δεις να 'ρχεται τρέχοντας ο νικητής του άθλιου αρχηγού σου, ο ατρόμητος σερ Γ κ ι του Γκίσμπορν!
Ο Ζανούλης ανασηκώθηκε κι αντίκρισε -όπως ακριβώς είχε πει ο βαρόνος- να πλησιάζει ένας καβαλάρης με το κορμί του τυλιγμένο σε προβιά αλόγου. Ο Ρομπέν είχε ξεσηκώσει τόσο καλά την περπατησιά του ιππότη, που ο Ζανούλης γελάστηκε και νόμιζε ότι έβλεπε τον άντρα που είχε αφήσει αντιμέτωπο με τον φίλο του.
Μια κραυγή ανήμπορης λύσσας βγήκε απ' το στήθος του Ζανούλη.
- Α, ο ληστής! Α, ο παλιάνθρωπος! ούρλιαξε απελπισμένος ο νεαρός άντρας. Σκότωσε τον Ρομπέν των Δασών! Σκότωσε τον πιο γενναίο Σάξονα όλης της Α γ γ λ ί α ς ! Εκδίκηση! Εκδίκηση! Εκδίκηση!
- Κάνε την προσευχή σου, σκύλε, φώναξε ο βαρόνος, κι άσε μας στην ησυχία μας! Ο αφέντης σου είναι νεκρός και σύντομα θα 'χεις κι εσύ την ίδια τύχη. . . Κάνε την προσευχή σου και φρόντισε να προστατέψεις την ψυχή σου από τα βασανιστήρια που σε περιμένουν. Περιμένεις να σε λυπηθούμε, όταν απειλείς μ' αυτό τον τρόπο τον ευγενικό ιππότη που καθάρισε τη γη μας από έναν ελεεινό λ η σ τ ή ; Π λ η σίασε, γενναίε σερ Γ κ ι , συνέχισε ο λόρδος Φ ι τ ζ Όλγουιν, μιλώντας στον Ρομπέν των Δασών που ζύγωνε γοργά· σου αξίζουν τα συγχαρητήρια και η ευγνωμοσύνη μας: απάλλαξες όλη την περιοχή από την κλεψιά, νίκησες έναν άντρα που ο τρόμος του λαού τον ε ίχε κάνει ανίκητο, σκότωσες τον περίφημο Ρομπέν των Δασών! Ζ ή τ η σ ε μου ό,τι θέλε ις γ ι ' αντάλλαγμα. Β ά ζ ω στη διάθεση σου την επιρροή μου στην Α υ λ ή , το στήριγμα της αιώνιας φιλίας μου· 186
ζήτησε μου ό,τι θέλε ις , ευγενικέ ιππότη, είμαι πρόθυμος να σου το δώσω.
Ο Ρομπέν είχε κρίνει με μια ματιά την κατάσταση και το άγριο βλέμμα που του έριχνε ο Ζανούλης, μαρτυρούσε πολύ καλύτερα από τα λόγια ευγνωμοσύνης του γέρου άρχοντα, πόσο πετυχημένη ήταν η μεταμόρφωση του.
- Δεν μου αξίζουν τόσες ευχαριστίες, αποκρίθηκε ο Ρομπέν, προσπαθώντας να μιμηθεί τη φωνή του ιππότη. Σκότωσα σε τίμια μονομαχία τον άντρα που μου επιτέθηκε και, εφόσον μου το επιτρέπεις, αγαπητέ μου βαρόνε, θα ήθελα να εισπράξω τώρα την ανταμοιβή μου: άφησε με να μονομαχήσω μ' αυτόν τον κατεργάρη, τον αιχμάλωτο σου. Με καταβροχθίζει με τα μάτια, και το βλέμμα του με νευριάζει· θα τον στείλω κι αυτόν στον άλλο κόσμο, να κρατήσει συντροφιά στον αγαπημένο του σύντροφο.
- Με την άνεση σου! αποκρίθηκε ο λόρδος τρίβοντας τα χέρια του χαρούμενος. Σκότωσε τον, αν σου κάνει κέφι, η ζωή του είναι στα χέρια σου.
Ωστόσο, η φωνή του Ρομπέν των Δασών δεν είχε ξεγελάσει τον Ζανούλη, κι ένα αδιόρατο χαμόγελο ανείπωτης ικανοποίησης είχε διώξει απ' την καρδιά του το βάρος της φριχτής αγωνίας που την πλάκωσε τόση ώρα. Ο Ρομπέν πλησίασε τον Ζανούλη, αλλά τον ακολούθησε ο βαρόνος.
- Άρχοντα, είπε ο Ρομπέν γελώντας, άφησε με για λίγο μόνο μ' αυτόν τον απατεώνα· δίχως άλλο, ο φόβος ενός ατιμωτικού θανάτου θα τον κάνει να μου πει πού βρίσκεται το κρησφύγετο της συμμορίας του. Κάνε πίσω, λοιπόν, και πες στους άντρες σου να τραβηχτούν, αλλιώς θα φερθώ στους περίεργους όπως ακριβώς φέρθηκα και σ' αυτόν που σας φέρνω το κεφάλι του...
Με τα λόγια αυτά, ο Ρομπέν πέταξε το ματωμένο του τρόπαιο στα χέρια του λόρδου Φιτζ Όλγουιν. Ο γέροντας έβγαλε μια κραυγή φρίκης: το παραμορφωμένο κεφάλι του σερ Γ κ ι
187
κύλησε στο χώμα και στάθηκε με το μέτωπο μέσα στη σκόνη. Τρομαγμένοι οι στρατιώτες, απομακρύνθηκαν βιαστικά.
Μόλις ο Ρομπέν έμεινε μόνος με τον Ζανούλη, του έκοψε τα δεσμά και του έδωσε το τόξο και τα βέλη που είχε πάρει από τον σερ Γκ ι · μετά, φύσηξε δυνατά στο βούκινο του.
Πριν καλοπρολάβει ν' απλωθεί ο ήχος στο δάσος, ακούστηκε ένας ορυμαγδός, τα κλαδιά των δέντρων παραμερίστηκαν απότομα κι εμφανίστηκε πρώτος ο Κόκκινος Γουίλ, που το πρόσωπο του φάνταζε πιότερο μελιτζανί παρά κόκκινο, και μετά ένα μπουλούκι από εύθυμους άντρες με τα σπαθιά στα χέρια.
Ο βαρόνος, που κοίταζε γύρω του με τα δόντια σφιγμένα, δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη· στράφηκε απότομα, ανέβηκε στ' άλογο του και, χωρίς να δώσει έστω μια διαταγή στους στρατιώτες του, έφυγε με την ουρά κάτω απ' τα σκέλια. Οι στρατιώτες του, αξιοθαύμαστα εκπαιδευμένοι πια, μιμήθηκαν τον αρχηγό τους και ακολούθησαν, καλπάζοντας ολοταχώς, τα ίχνη του.
- Έννοια σου, και θα σ'αρπάξει ο δαίμονας στα νύχια του! φώναξε ο Ζανούλης οργισμένος. Τα βέλη μου φτάνουν αρκετά μακριά για να σε πετύχουν!
- Μην του ρίξεις, Ζανούλη, είπε ο Ρομπέν, πιάνοντας το μπράτσο του φίλου του. Βλέπε ις πολύ καλά, ότι σύμφωνα με τους νόμους της φύσης, αυτός ο άνθρωπος δεν πρόκειται να ζήσει πολύ ακόμα· ποιος ο λόγος να τον στείλεις νωρίτερα στην κόλαση; Άφησε τον να ζήσει με τις τύψεις του, μακριά από κάθε οικογενειακό δεσμό, μέσα σ' αυτή τη γεμάτη μίσος ανικανότητα του.
- Άκου, Ρομπέν, δεν μου 'ρχεται καλά να φύγει έτσι αυτός ο γερο-παλιάνθρωπος... άφησε με να του δώσω ένα καλό μάθημα, ένα ενθύμιο από τη βόλτα του στο δάσος· δεν θα τον σκοτώσω, έχεις το λόγο μου.
188
- Εντάξει , τότε· ρίξε γρήγορα, όμως, γιατί θα χαθεί στη στροφή του μονοπατιού.
Ο Ζαν έριξε το βέλος του - κι αν κρίνουμε από τον τρόπο που τινάχτηκε ο βαρόνος πάνω στη σέλα του, κι από τη βιασύνη του να τραβήξει το βέλος απ' το σημείο όπου τον είχε πετύχει, δεν υπάρχει ίχνος αμφιβολίας ότι θα έκανε καιρό να ξανανεβεί σε άλογο ή να καθίσει άνετα σε καρέκλα.
189
Ο θάνατος του βαρόνου
Ο βαρόνος Φ ι τ ζ Όλγουιν θεωρούσε πια -και με το δίκιο τ ο υ - τον Ρομπέν των Δασών σαν τον εφιάλτη της ζωής του· ο ακόρεστος πόθος του να εκδικηθεί για όλες τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί από τον νεαρό άντρα, μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, ώρα την ώρα, στ ιγμή τη στ ιγμή. Κ ά θ ε που νικιόταν από τον αντίπαλο του, ο βαρόνος ξανάρχιζε την επίθεση και ορκιζόταν, τόσο πριν όσο και μετά την ήττα, ότι θα εξολόθρευε όλη τη συμμορία των παρανόμων.
Όταν ο βαρόνος αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως δεν θα κατάφερνε ποτέ να νικήσει τον Ρομπέν των Δασών με τα όπλα, αποφάσισε να επιστρατεύσει την πονηριά. Αφού μελέτησε αρκετά αυτό το νέο σχέδιο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε σκαρφιστεί έναν ειρηνικό τρόπο να τραβήξει τον Ρομπέν στα δίχτυα του. Χωρίς να χάσει λεπτό, κάλεσε στον πύργο του έναν πλούσιο έμπορο του Νότιγχαμ, του αποκάλυψε τα σχέδια του και του ζήτησε να τον βοηθήσει.
Την ά λ λ η κιόλας ημέρα, πιστός στην υπόσχεση που είχε δώσει στον αμετανόητο γέροντα, ο έμπορος συγκέντρωσε στο σπίτι του τους προεστούς της πόλης και τους πρότεινε να τον ακολουθήσουν για να ζητήσουν από τον σερίφη την άδεια να οργανώσουν έναν αγώνα τοξοβολίας, στον οποίο θα είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλοι οι άντρες του Νότιγχαμ και του Γιορκσάιρ. 190
- Αυτές οι δυο κομητείες ζηλεύουν λίγο η μια την ά λ λ η , πρόσθεσε ο έμπορος, και για την τ ιμή της πόλης, μετά χαράς θα πρόσφερα στους γείτονες μας την ευκαιρία ν' αποδείξουν τις ικανότητες τους στην τοξοβολία - ή, για να το πω πιο καθαρά, την ευκαιρία στους δικούς μας τοξότες να δείξουν την αδιαφιλονίκητη ανωτερότητα τους. Και για να είναι ίσος ο αγώνας ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα, προτείνω να στήσουμε το πεδίο βολής στα σύνορα των δύο περιοχών το βραβείο για τον νικητή θα είναι ένα ασημένιο βέλος με χρυσά φτερά.
Οι προεστοί, που τους είχε καλέσει ο σύμμαχος του βαρόνου, δέχτηκαν πρόθυμα την πρόταση του κι έτσι, όλοι μαζί, κίνησαν για το κάστρο, να ζητήσουν από τον βαρόνο Φ ιτζ Όλγουιν την άδεια να διοργανώσουν έναν διαγωνισμό τοξοβολίας ανάμεσα στις δυο αντίπαλες περιοχές.
Ο γέροντας, ενθουσιασμένος με τη γρήγορη επιτυχία του πρώτου μέρους του σχεδίου του, έκρυψε τη βαθιά του ικανοποίηση και, με απόλυτα αδιάφορο ύφος, έδωσε τη συγκατάθεση του· πρόσθεσε, μάλιστα, πως αν η παρουσία του μπορούσε να δώσει κάποια α ίγλη ή να συμβάλει στην επιτυχία της γιορτής, τότε θα ήταν χαρά του αλλά και καθήκον του να τιμήσει τους αγώνες.
Οι προεστοί διαβεβαίωσαν τον άρχοντα τους ότι η παρουσία του θα ήταν ευλογία Θεού, και φάνηκαν τόσο ευτυχισμένοι με την υπόσχεση του βαρόνου ότι θα τους τιμούσε, που ήταν σαν να είχε δεθεί μαζί τους με τους πιο τρυφερούς δεσμούς. Έφυγαν από τον πύργο με την καρδιά πλημμυρισμένη χαρά και μίλησαν στους συμπολίτες τους για την καλοσύνη του βαρόνου· οι αγαθοί άνθρωποι τους άκουγαν με μάτια γουρλωμένα και στόματα ορθάνοιχτα - ήταν τόσο ασυνήθιστο να τους φέρεται ευγενικά ο Νορμανδός άρχοντας!
Μια προσεχτικά διατυπωμένη προκήρυξη ανάγγειλε ότι θα διεξαγόταν ένας αγώνας τοξοβολίας, όπου θα μπορούσαν
191
να πάρουν μέρος οι κάτοικοι των κομητειών του Νότιγχαμ και του Γιορκ. Συνάμα, οριζόταν η ημερομηνία και ο τόπος -ένα σημείο ανάμεσα στο δάσος του Μπάρνσντεϊλ και στο Μάνσφελντ. Καθώς οι στρατιώτες φρόντισαν να κυκλοφορήσει η προκήρυξη του αγώνα ακόμα και στην τελευταία γωνιά των δυο περιοχών, η είδηση έφτασε και στ' αφτιά του Ρομπέν των Δασών. Δ ίχως να το σκεφτεί καν, ο νεαρός άντρας αποφάσισε να πάρει μέρος, για να στηρίξει την τ ιμή του Νότιγχαμ. Σ τ η συνέχεια, ο Ρομπέν έμαθε επίσης ότι θα παρακολουθούσε τους αγώνες ως πρόεδρος, ο βαρόνος. Α π ' αυτή την απόφαση του γέροντα, που ταίριαζε τόσο λίγο με τον κα-τσούφικο χαρακτήρα του, ο Ρομπέν κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν ο κρυφός σκοπός του ευγενικού βαρόνου.
- Ωραία, λοιπόν, μονολόγησε ο φίλος μας, ας μπούμε σ' αυτή την περιπέτεια, αλλά με όλες τις προφυλάξεις για μια γενναία άμυνα.
Την παραμονή του αγώνα, ο Ρομπέν συγκέντρωσε τους άντρες του και τους ανακοίνωσε πως είχε αποφασίσει να πάει και να κερδίσει το βραβείο για την τ ιμή της πόλης του Νότιγχαμ.
- Λεβέντες μου, πρόσθεσε ο Ρομπέν, ακούστε με καλά: στη γιορτή θα είναι και ο βαρόνος Φ ι τ ζ Ό λ γ ο υ ι ν έχει ιδιαίτερο λόγο που θέλε ι τόσο πολύ να γίνει αρεστός στους μισθοφόρους, και θαρρώ πως ξέρω ποιος είναι αυτός ο λόγος: θέλε ι να με συλλάβει. Θα πάρω λοιπόν μαζί μου στους αγώνες εκατόν σαράντα συντρόφους· έξι θ' αγωνιστούν σαν αντίπαλοι για το βραβείο του ασημένιου τόξου και οι άλλοι θα σκορπίσουν μέσα στο πλήθος, έτοιμοι όμως να συγκεντρωθούν με το πρώτο σύνθημα σε περίπτωση προδοσίας. Να έχετε έτοιμα τα όπλα σας για μια μάχη μέχρι εσχάτων.
Οι διαταγές του Ρομπέν εκτελέστηκαν με ακρίβεια· χαράματα την ά λ λ η μέρα, σκορπισμένοι σε μικρές ομάδες, οι άντρες του πήραν το δρόμο για το Μάνσφελντ κι έφτασαν 192
χωρίς κανένα πρόβλημα στην πλατεία, όπου είχε συγκεντρωθεί ένα πολυάριθμο πλήθος.
Ο Ρομπέν, ο Ζανούλης, ο Κόκκινος Γουίλ, ο Τρανός και πέντε ακόμα εύθυμοι άντρες θα συμμετείχαν στον αγώνα· φορούσαν όλοι διαφορετικά ρούχα και μιλούσαν ελάχιστα μεταξύ τους, για ν' αποφύγουν κάθε κίνδυνο να τους αναγνωρίσουν.
Το σημείο που είχε επιλεγεί για τον αγώνα της τοξοβολίας ήταν ένα μεγάλο ξέφωτο στις παρυφές του δάσους του Μπάρνσντε ϊλ και σε μικρή απόσταση από τη δημοσιά. Γύρω από τους στόχους στριμωχνόταν ένα τεράστιο, φασαριό-ζικο πλήθος. Απέναντι από το σημείο βολής είχε στηθεί μια εξέδρα που περίμενε τον βαρόνο, ο οποίος θα είχε την τιμή να κρίνει τις βολές και να δώσει το βραβείο.
Μια πενηνταριά ένοπλοι άντρες του βαρόνου, ντυμένοι σαν μικροκτηματίες, είχαν γλιστρήσει μέσα στο πλήθος, με διαταγή να συλλαμβάνουν όσους τους φαίνονταν ύποπτοι και να τους πηγαίνουν στον σερίφη.
Μετά από τόσες προφυλάξεις και καλοσχεδιασμένες κινήσεις, ο λόρδος Φ ιτζ Όλγουιν είχε κάθε λόγο να ελπίζει πως ο Ρομπέν των Δασών -που με τον παράτολμο χαρακτήρα του αψηφούσε κάθε κίνδυνο- θα ερχόταν στη γιορτή ασυνόδευτος κι έτσι θα είχε επιτέλους την ικανοποίηση να πάρει την εκδίκηση του, που την περίμενε πέρα από τα όρια της ανθρώπινης υπομονής.
Επιτέλους, οι αγώνες άρχισαν· τρεις άντρες από το Νότιγχαμ πέτυχαν τους στόχους, αλλά όχι ακριβώς στο κέντρο. Τους διαδέχτηκαν τρεις μικροκτηματίες από το Γιορκ-σάιρ, με τα ίδια περίπου αποτελέσματα. Μετά ήρθε η σειρά του Κόκκινου Γουίλ, ο οποίος πέτυχε το κέντρο με μ ε γ ά λ η ευκολία.
Θριαμβευτικές ζητωκραυγές υποδέχτηκαν την επιτυχία του Γουίλ, που τον διαδέχτηκε ο Ζανούλης. Ο γιγαντόσωμος
193
άντρας έστειλε το βέλος του ακριβώς μέσα στην τρύπα που είχε ανοίξει το βέλος του Γουίλιαμ· μετά, πριν προλάβει ο υπεύθυνος να βγάλει το βέλος, ο Ρομπέν το έκανε χίλια κομμάτια με το δικό του, που καρφώθηκε ακριβώς στην ίδια θέση;
Μ ε γ ά λ η αναταραχή δημιουργήθηκε στο ενθουσιασμένο πλήθος, και oι πολίτες του Νότιγχαμ άρχισαν να βάζουν μεγάλα στοιχήματα, προκαλώντας τους πολίτες του Γιορκσάιρ.
Οι τρεις καλύτεροι τοξότες του Γιορκσάιρ προχώρησαν και με σταθερό χέρι πέτυχαν κι εκείνοι το κέντρο του στόχου.
Τώρα ήταν η σειρά των Βορείων να ζητωκραυγάσουν και να δεχτούν τα στοιχήματα των κατοίκων του Νότιγχαμ.
Ό λ η αυτή την ώρα, ο βαρόνος, που δεν σκοτιζόταν μήτε για το Νότιγχαμ μήτε για το Γιορκσάιρ, παρατηρούσε προσεχτικά τους τοξότες. Ο Ρομπέν τράβηξε την προσοχή του με την πρώτη κιόλας σαϊτιά, αλλά η εξασθενημένη όραση του, δεν του επέτρεπε να διακρίνει από τόσο μακριά τα χαρακτηριστικά του εχθρού του.
Ο Τρανός και οι εύθυμοι άντρες που είχε διαλέξει ο Ρομπέν, πέτυχαν εύκολα το στόχο· και το ίδιο έκαναν τέσσερις μικροκτηματίες, που τους διαδέχτηκαν.
Οι περισσότεροι τοξότες ήταν τόσο μαθημένοι να πετυχαίνουν στόχους με τα βέλη τους, που όλοι θα μπορούσαν να μοιραστούν τη νίκη, κι έτσι να μην έχει καμιά αξία· αποφάσισαν τότε να βάλουν αντί για κανονικούς στόχους, κλαδιά, και να διαλέξουν εφτά άντρες ανάμεσα στους νικητές των δυο αντίπαλων στρατοπέδων.
Οι κάτοικοι του Νότιγχαμ διάλεξαν, για να υπερασπίσει την τ ιμή της περιοχής τους, τον Ρομπέν των Δασών και τους άντρες του, ενώ οι κάτοικοι του Γιορκσάιρ διάλεξαν ανάμεσα στους μικροκτηματίες εκείνους που είχαν αποδειχτεί καλύτεροι ως τώρα.
Οι μικροκτηματίες άρχισαν πρώτοι: ο πρώτος έσκισε το κλαδί και ο δεύτερος το άγγιξε, ενώ το βέλος του τρίτου πέ-194
ρασε τόσο κοντά του, που φαινόταν αδύνατον ότι θα έφερναν οι αντίπαλοι τους καλύτερα αποτελέσματα.
Ο Κόκκινος Γουίλ προχώρησε, πήρε νωχελικά το τόξο του, έριξε με χαμηλωμένα τα χέρια κι έσκισε στα δυο το κλαδί της ιτιάς.
- Ζ ή τ ω το Νότιγχαμ! φώναξαν οι κάτοικοι του Νότιγχαμ πετώντας τους σκούφους τους στον αέρα, χωρίς να σκεφτούν στ ιγμή ότι θα ήταν αδύνατον μετά να τους ξαναβρούν.
Έστησαν καινούρια κλαδιά και οι άντρες του Ρομπέν, από τον Ζανούλη μέχρι τον τελευταίο τοξότη, τα έσκισαν άνετα. Όταν ήρθε η σειρά του Ρομπέν, έριξε τρεις σαΐτες στα κλαδιά με τέτοια γρηγοράδα, που αν δεν έβλεπαν τα κλαδιά σπασμένα, δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν σε τέτοια επιδεξιότητα.
Έγιναν πολλές προσπάθειες ακόμα και ο Ρομπέν κατανίκησε όλους τους αντιπάλους του, μολονότι ήταν κι αυτοί εξαίρετοι τοξότες.
Μερικοί άρχισαν να μουρμουρίζουν πως ούτε ο περίφημος Ρομπέν των Δασών δεν θα μπορούσε ν' ανταγωνιστεί τον τοξότη με την κόκκινη καζάκα - έτσι αποκαλούσαν μέσα στο πλήθος, τον Ρομπέν των Δασών.
Ωστόσο, οι ψίθυροι -οι τόσο επικίνδυνοι για την ανωνυμία του νεαρού άντρα- έγιναν γρήγορα βεβαιότητα και απλώθηκε η φήμη ότι ο νικητής της τοξοβολίας δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Ρομπέν των Δασών.
Οι εκπρόσωποι του Γιορκσάιρ άρχισαν να φωνάζουν ότι ο αγώνας ανάμεσα σ' εκείνους και σ' έναν άντρα με τη δύναμη και την τέχνη του Ρομπέν των Δασών, ήταν άνισος. Παραπονέθηκαν ότι είχε θιγεί η τ ιμή τους, ως τοξότες, ότι έχασαν τα λεφτά τους (το σπουδαιότερο γ ι ' αυτούς) και προσπάθησαν, με την ελπίδα ν' ακυρώσουν τα στοιχήματα που είχαν βάλει, να μετατρέψουν τη συζήτηση σε καβγά.
Μόλ ις οι εύθυμοι άντρες είδαν τις κακές διαθέσεις των αντιπάλων τους, ενώθηκαν όλοι μαζί και σχημάτισαν, χω-
195
ρις να δείχνουν τις προθέσεις τους, μια ομάδα από εκατόν ογδόντα έξι άντρες.
Καθώς η διχόνοια απλωνόταν κι ανάμεσα στο πλήθος, σ' εκείνους που είχαν στοιχηματίσει, ο Ρομπέν των Δασών οδηγήθηκε προς τον σερίφη, κάτω από τις χαρούμενες επευφημίες των κατοίκων του Νότιγχαμ.
- Ανοίξτε χώρο να περάσει ο νικητής! Ζ ή τ ω ο ανίκητος τοξότης! φώναζαν διακόσιες φωνές. Να αυτός που κέρδισε το βραβείο!
Ο Ρομπέν των Δασών είχε σκύψει ταπεινά το κεφάλι και στεκόταν μπροστά στον λόρδο Φ ι τ ζ Όλγουιν με μεγάλο σεβασμό.
Ο βαρόνος γούρλωσε όσο μπορούσε τα μάτια για να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του νεαρού άντρα. Μια κάποια ομοιότητα στο παράστημα, ίσως μάλιστα και στη φορεσιά, τον έκαναν να πιστεύει πως είχε απέναντι του τον άπιαστο παράνομο. Όμως, μπερδεμένος μ' αυτά τα συναισθήματα που αντιπάλευαν μέσα του -από τη μια η αμφιβολία κι από την ά λ λ η μια αδύναμη βεβαιότητα- κατάλαβε πως αν βιαζόταν, μπορεί να τίναζε όλο το σχέδιο του στον αέρα. Έτεινε το βέλος στον Ρομπέν, ελπίζοντας ν' αναγνωρίσει τον νεαρό άντρα από τη φωνή του· ο Ρομπέν, όμως, τον απογοήτευσε· πήρε το βέλος αμίλητος, υποκλίθηκε ευγενικά και το πέρασε στη ζώνη του.
Ένα δευτερόλεπτο κύλησε· ο Ρομπέν έκανε πως φεύγει, αλλά τη στ ιγμή που ο βαρόνος, απελπισμένος, ετοιμαζόταν να κάνει μια αποφασιστική κίνηση, σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε στα μάτια τον Φ ι τζ Όλγουιν και του είπε γελώντας:
- Δεν θα μπορούσα ποτέ να εκφράσω με λόγια την αξία που δίνω στο δώρο σου, ανεκτίμητε φίλε μου. Επιστρέφω, με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη, στα καταπράσινα δέντρα του μοναχικού σπιτιού μου και θα φυλάξω σαν τα μάτια μου το πολύτιμο δείγμα της καλοσύνης σου. Σου εύχομαι καλημέρα, ευγενικέ άρχοντα του Νότιγχαμ.
196
- Σταματήστε! Σταματήστε! βρυχήθηκε ο βαρόνος. Στρατιώτες, κάντε το καθήκον σας! Αυτός ο άνθρωπος είναι ο Ρομπέν των Δασών. Συλλάβετε τον!
- Α θ λ ι ε δειλέ! αποκρίθηκε ο Ρομπέν. Ε ίπες πως οι αγώνες ήταν δημόσιοι, ανοιχτοί σε όλους, για να χαρεί όλος ο κόσμος!
- Οι παράνομοι δεν έχουν δικαιώματα, είπε ο βαρόνος. Δεν συμπεριλαμβάνονται στους τίμιους πολίτες. Εμπρός, στρατιώτες, πιάστε αυτόν τον ληστή!
- Θα σκοτώσω όποιον τολμήσει να με πλησιάσει! φώναξε ο Ρομπέν, σημαδεύοντας με το τόξο του έναν στρατιώτη που ερχόταν καταπάνω του· μόλις εκείνος είδε αυτή την απειλητική διάθεση, πισωπάτησε κι εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος.
Ο Ρομπέν σάλπισε με το βούκινο του και ot εύθυμοι άντρες του, που είχαν προετοιμαστεί να δώσουν αιματηρή μάχη, προχώρησαν αποφασιστικά για να τον προστατέψουν. Όταν oι πολεμιστές του μαζεύτηκαν όλοι γύρω του, ο Ρομπέν τούς πρόσταξε τα τεντώσουν τα τόξα τους και να αποχωρίσουν αργά· οι στρατιώτες ήταν τόσο πολλοί, ώστε αν έδιναν μάχη θα προκαλούσαν, δίχως άλλο, φοβερή αιματοχυσία.
Ο βαρόνος κατέβηκε βιαστικά από τη εξέδρα, μπήκε επικεφαλής των αντρών του και με οργισμένη φωνή τούς διέταξε να συλλάβουν τους παρανόμους. Οι στρατιώτες υπάκουσαν και οι κάτοικοι του Γιορκσάιρ, νευριασμένοι από την ήττα τους, ενώθηκαν με τους άντρες του βαρόνου και κινήθηκαν κι αυτοί απειλητικά εναντίον των ανθρώπων του δάσους. Οι πολίτες του Νότιγχαμ, όμως, ένιωθαν μεγάλη φιλία κι ευγνωμοσύνη για τον Ρομπέν των Δασών, ώστε να τον αφήσουν αβοήθητο, στο έλεος των στρατιωτών του άρχοντα τους. Έκαναν χώρο για να περάσουν oι εύθυμοι άντρες, τους ζητωκραύγασαν κι ύστερα έκλεισαν ξανά πίσω τους το πέρασμα που είχαν ανοίξει.
197
Δυστυχώς, οι προστάτες του Ρομπέν των Δασών δεν ήταν ούτε πολλοί ούτε αρκετά δυνατοί για να καλύψουν τη φυγή του· οι στρατιώτες έσπασαν γρήγορα τις γραμμές τους και όρμησαν στο δρόμο όπου έφευγαν τρέχοντας οι άνθρωποι του δάσους.
Άρχισε τότε μια φοβερή καταδίωξη· κάθε τόσο, οι παράνομοι σταματούσαν και έλουζαν με μια βροχή από βέλη τους στρατιώτες· έκαναν κι εκείνοι το ίδιο και παρά τις μεγάλες απώλειες και στα δυο στρατόπεδα, συνέχιζαν με πείσμα να καταδιώκουν τους φυγάδες.
Ε ί χ ε περάσει μια ώρα που οι δυο στρατοί αντάλλαζαν σαϊτιές, όταν ο Ζανούλης, που βάδιζε μαζί με τον Ρομπέν των Δασών επικεφαλής των ανθρώπων του δάσους, σταμάτησε απότομα και είπε στον νεαρό αρχηγό του:
- Αγαπημένε μου φίλε, ήρθε η ώρα μου· είμαι σοβαρά τραυματισμένος, οι δυνάμεις μου μ' εγκαταλείπουν και δεν μπορώ να περπατήσω άλλο.
- Πώς! φώναξε ο Ρομπέν. Λαβώθηκες; - Ναι, απάντησε ο Ζανούλης, στο γόνατο, κι εδώ και μι
σή ώρα έχω χάσει τόσο αίμα που νιώθω τελείως εξαντλημένος. Δεν με βαστούν άλλο τα πόδια μου...
Μόλις είπε την τελευταία λέξη, ο Ζανούλης σωριάστηκε ανάσκελα.
- Θεέ μου! φώναξε ο Ρομπέν γονατίζοντας δίπλα στον γενναίο φίλο του. Ζαν, γενναίε μου Ζαν, κάνε κουράγιο, προσπάθησε να σηκωθείς και να στηριχτείς επάνω μου. Δεν είμαι κουρασμένος και θα σε βαστάω εγώ· λίγα λεπτά ακόμα και δεν θα μας φτάνουν πια τα βέλη τους. Άφησε με να δέσω την π λ η γ ή σου, θα νιώσεις πολύ καλύτερα...
- Ό χ ι , Ρομπέν, είναι περιττό, αποκρίθηκε ο Ζανούλης με σβησμένη φωνή. Το πόδι μου είναι σαν παράλυτο, δεν μπορώ να κάνω την παραμικρή κίνηση· φύγε εσύ, άφησε έναν δυστυχισμένο που το μόνο που ζητάει είναι να πεθάνει...
198
- Να σ' εγκαταλείψω, εγώ! φώναξε ο Ρομπέν. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω τέτοια ατιμία!
- Δεν θα 'ναι ατιμία, Ρομπ, αλλά καθήκον. Είσαι υπεύθυνος μπροστά στον Θεό για τη ζωή των γενναίων ανθρώπων, που σου είναι ολόψυχα αφοσιωμένοι. Άφησε με λοιπόν εδώ... αν μ' αγαπάς, όμως, αν μ' αγάπησες ποτέ, μην επιτρέψεις σ' αυτόν τον ελεεινό σερίφη να με πιάσει ζωντανό! Μπήξε στην καρδιά μου το κυνηγετικό μαχαίρι σου, για να μπορέσω να πεθάνω σαν τίμιος και γενναίος Σάξονας.
Ο Ρομπέν ένιωσε τα μάτια του να πλημμυρίζουν δάκρυα. - Σε παρακαλώ, Ρομπέν, σκότωσε με, θα με γλιτώσεις
από φριχτά βασανιστήρια κι απ' τη δοκιμασία να ξαναδώ τους εχθρούς μας· είναι τόσο δειλοί, αυτοί οι άθλιοι Νορμανδοί, που θα με καταραστούν ακόμα και τη στ ιγμή που θ' αφήνω την τελευταία μου πνοή.
- Έ λ α τώρα, Ζανούλη, του αποκρίθηκε ο Ρομπέν σκουπίζοντας τα δάκρυα του, μη μου ζητάς να κάνω κάτι αδύνατο... ξέρεις καλά ότι δεν πρόκειται να σ' αφήσω να πεθάνεις μακριά μου, χωρίς να σε βοηθήσω· ξέρεις καλά ότι θα θυσίαζα τη ζωή μου και τη ζωή των αντρών μου για να σώσω τη δική σου, κι ακόμα ότι όχι μόνο δεν θα σ' εγκατέλειπα ποτέ, αλλά και θα έχυνα και την τελευταία σταγόνα από το αίμα μου για να σε υπερασπιστώ. Όταν πέσω, Ζαν, θα πέσω στο πλευρό σου... ελπίζω και τότε να φύγουμε για τον άλλο κόσμο με τα χέρια και τις καρδιές μας ενωμένα, όπως κι εδώ κάτω.
- Θα πολεμήσουμε και θα πεθάνουμε στο πλευρό σου, αν πάψει να μας βοηθάει ο Θεός, είπε ο Γουίλ αγκαλιάζοντας τον εξάδελφο του, και θα δεις ότι υπάρχουν ακόμα στη γη γενναία παλικάρια. Παιδιά, στράφηκε ο Γουίλ στους ανθρώπους του δάσους που είχαν σταματήσει κι αυτοί, ο φίλος σας, ο σύντροφος σας, ο αρχηγός σας, έχει τραυματιστεί βαριά· πιστεύετε ότι πρέπει να τον εγκαταλείψουμε στην εκδίκηση των παλιανθρώπων που μας κυνηγάνε;
199
- Ο χ ι , όχι! Χ ί λ ι ε ς φορές όχι! απάντησαν οι εύθυμοι, άντρες με μια φωνή. Θα παραταχθούμε γύρω του, κι αν χρειαστεί θα πεθάνουμε για να τον προστατέψουμε!
- Με την άδεια σας, είπε ο γιγαντόσωμος Τρανός, κάνοντας ένα βήμα μπροστά, θαρρώ πως δεν χρειάζεται να διακινδυνέψουμε το πετσί μας. Ο Ζαν έχει τραυματιστεί μόνο στο γόνατο, άρα μπορούμε να τον μεταφέρουμε, χωρίς να φοβόμαστε μήπως αιμορραγήσει. Θα τον πάρω στους ώμους μου και θα τον κουβαλήσω όσο αντέξουν τα πόδια μου.
- Αν πέσεις, Τρανέ, είπε ο Γουίλ, θα σ' αντικαταστήσω εγώ, και μετά κάποιος άλλος, έτσι δεν είναι, παλικάρια μου;
- Ναι, ναι, απάντησαν πρόθυμα οι άνθρωποι του δάσους. Παρά τις αντιρρήσεις του Ζανούλη, ο Τρανός τον ανασή
κωσε αποφασιστικά και με τη βοήθεια του Ρομπέν τον φορτώθηκε στους ώμους. Αμέσως μετά, οι φυγάδες συνέχισαν γρήγορα το δρόμο τους. Η αναγκαστική στάση τους είχε επιτρέψει στους στρατιώτες να τους πλησιάσουν - οι πρώτοι είχαν αρχίσει κιόλας να φαίνονται. Οι εύθυμοι άντρες τούς φιλοδώρησαν μ' ένα σμήνος από βέλη κι άρχισαν να τρέχουν πιο γρήγορα, ελπίζοντας να φτάσουν στο κρησφύγετο τους, σίγουροι πως οι στρατιώτες δεν θα είχαν ούτε τη δύναμη ούτε το θάρρος να τους ακολουθήσουν μέχρι εκεί. Σε μια διακλάδωση της δημοσιάς που χανόταν μες στα χωράφια, οι άνθρωποι του δάσους διέκριναν μέσα από τα φύλλα των δέντρων τις πολεμίστρες ενός πύργου.
- Ποιος να διαφεντεύει τάχα αυτή την περιοχή; ρώτησε ο Ρομπέν. Μήπως κανείς από σας γνωρίζει τον ιδιοκτήτη;
- Ε γ ώ , αρχηγέ, είπε ένας άντρας που είχε μπει πρόσφατα στη συμμορία.
- Ωραία. Μήπως ξέρεις αν θα μας καλοδεχτεί αυτός ο άρχοντας; Γ ιατί αν δεν μας ανοίξουν τις πύλες τους, χαθήκαμε.
200
- Εγγυώμαι για την καλοσύνη του σερ Ρίτσαρντ της Κοιλάδας, απάντησε ο άνθρωπος του δάσους. Είναι ένας γενναίος Σάξονας.
- Ο σερ Ρίτσαρντ της Κοιλάδας! φώναξε έκπληκτος ο Ρομπέν. Μα, τότε, σωθήκαμε. Εμπρός, παλικάρια μου, εμπρός! Ευλογημένο τ' όνομα της Παρθένας Μαρίας! συνέχισε ο Ρομπέν, κάνοντας το σταυρό του με ευγνωμοσύνη· ποτέ δεν εγκαταλείπει τους δυστυχισμένους σε ώρα κινδύνου. Κόκκινε Γουίλ, πήγαινε μπροστά και πες στον φρουρό της κινητής γέφυρας ότι ο Ρομπέν των Δασών και οι άντρες του καταδιώκονται από τους Νορμανδούς και ζητούν από τον σερ Ρίτσαρντ την άδεια να μπουν στον πύργο.
Ο Γουίλιαμ κάλυψε σαν γοργοφτέρουγη σαΐτα την απόσταση που τον χώριζε από τον πύργο του σερ Ρίτσαρντ. Κι ενώ ο νεαρός άντρας έδινε το μήνυμα του, ο Ρομπέν και οι σύντροφοι του κατευθύνονταν προς το κάστρο.
Σε λίγο, μια λευκή σημαία υψώθηκε στο εξωτερικό τείχος· ένας καβαλάρης, που τον ακολουθούσε ο Γουίλ, βγήκε από τον πύργο και με γρήγορο καλπασμό ήρθε στον νεαρό αρχηγό, ξε-πέζεψε κι άπλωσε προς το μέρος του και τα δυο του χέρια.
- Κύριε, είπε ο νεαρός, σφίγγοντας συγκινημένος τα χέρια του Ρομπέν, είμαι ο Χέρμπερτ Γκόβερ, ο γιος του σερ Ρίτσαρντ. Ο πατέρας μου μού ανέθεσε να σου πω ότι είσαι καλοδεχούμενος στον πύργο μας και ότι θα είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου αν του δώσεις την ευκαιρία να ελαφρύνει λίγο τις μεγάλες υποχρεώσεις που έχουμε απέναντι σου. Ε ίμαι ολόψυχα δικός σου, σερ Ρομπέν, πρόσθεσε ο νεαρός άντρας με όλο τον ενθουσιασμό της βαθιάς ευγνωμοσύνης, πες μου τι θέλεις να κάνω. Η κινητή γέφυρα είναι κατεβασμένη· πάμε γρήγορα. Σε μερικά λεπτά, δεν θα έχεις πια τίποτα να φοβάσαι από τους εχθρούς σου.
Ο σερίφης και οι άντρες του που έφτασαν λίγο μετά, έμειναν να παρακολουθούν τη μικρή ομάδα του Ρομπέν να δια-
201
σχίζει την κινητή γέφυρα του πύργου. Εξοργισμένος απ' αυτό το νέο ρεζιλίκι, ο βαρόνος πήρε αμέσως τη θαρραλέα απόφαση να ζητήσει από τον σερ Ρίτσαρντ, στο όνομα του βασιλιά, να του παραδώσει τους άντρες που δίχως άλλο τον είχαν ξεγελάσει, και είχαν καταφύγει στον πύργο του. Ζ ή τ η σε, λοιπόν, να μιλήσει με τον σερ Ρίτσαρντ, και ο ιππότης εμφανίστηκε στις πολεμίστρες.
- Σερ Ρίτσαρντ της Κοιλάδας, φώναξε ο βαρόνος, που είχε μάθει τ' όνομα του ιδιοκτήτη από τους άντρες του, γνωρίζεις τους ανθρώπους που μόλις μπήκαν στον πύργο σου;
- Τους γνωρίζω, κύριε, αποκρίθηκε ψυχρά ο ιππότης. - Α! Ώστε ξέρεις ότι ο άθλιος που διοικεί αυτούς τους λη
στές είναι ένας παράνομος, ένας εχθρός του βασιλιά, κι εσύ τον προστατεύεις; Ξέρεις ότι μπορεί να τιμωρηθείς σαν προδότης;
- Ξέρω πως αυτός ο πύργος και η γη ολόγυρα του μου ανήκουν· ξέρω πως εδώ μπορώ να κάνω ό,τι θ έλω και να φιλοξενήσω όποιον μου αρέσει. Α υ τ ή είναι η απάντηση μου, κύριε! Πάρε, λοιπόν, τους άντρες σου και φύγε αμέσως, αν θέλεις ν' αποφύγεις μια μάχη που δεν θα σου βγει σε καλό -έχω στη διάθεση μου μια εκατοστή πολεμιστές και τα πιο μυτερά βέλη σ' όλη τη χώρα. Κ α λ ή σου μέρα, κύριε.
Μ' αυτή την ειρωνική απάντηση, ο ιππότης έφυγε από τις πολεμίστρες.
Ο βαρόνος, που ήξερε ότι δεν θα τον στήριζαν οι στρατιώτες του αν προσπαθούσε να επιτεθεί στον πύργο, αποφάσισε να υποχωρήσει και, όπως καταλαβαίνουμε, πήρε με βαριά καρδιά το δρόμο της επιστροφής για το Νότιγχαμ.
- Χ ί λ ι ε ς φορές καλωσόρισες στο σπιτικό που το χρωστάω στην καλοσύνη σου, αγαπητέ μου Ρομπέν! είπε ο ιππότης, αγκαλιάζοντας τον επισκέπτη του. Χ ί λ ι ε ς φορές καλωσόρισες!
- Ευχαριστώ, ιππότη, είπε ο Ρομπέν. Έ λ ε ο ς , όμως, μη μου μιλάς άλλο για τη μικρή εξυπηρέτηση που είχα τη χα-
2 0 2
ρά να σου κάνω. Την έχεις ξεπληρώσει με το παραπάνω με τη φιλία σου και σήμερα με σώζεις από έναν πραγματικό κίνδυνο. Ακου, έχω μαζί μου έναν τραυματία και θέλω να τον περιποιηθείς όσο γίνεται καλύτερα.
- Θα τον περιποιηθώ σαν να ήσουν εσύ ο ίδιος, αγαπητέ μου Ρομπέν.
- Εξάλλου, το ξέρεις κι εσύ καλά αυτό το τίμιο παλικά-pt, ιππότη, συνέχισε ο Ρομπέν. Είναι ο Ζανούλης, ο πρώτος υπαρχηγός μου, ο πιο αγαπητός κι ο πιο πιστός απ' τους συντρόφους μου.
- Θ' ασχοληθούν μαζί του η γυναίκα μου και η Λίλα, αποκρίθηκε ο σερ Ρίτσαρντ, και θα τον φροντίσουν καλά, μπορείς να είσαι ήσυχος απ' αυτή την άποψη.
- Αν εννοείς τον Ζανούλη, ή μάλλον τον πιο ψηλό Ζαν που κράτησε ποτέ σπαθί στα χέρια του, είπε ο Χέρμπερτ, βρίσκεται ήδη στα χέρια ενός εξαίρετου γιατρού από το Γιορκ, που τον φιλοξενούμε εδώ από χτες το βράδυ: έχει δέσει κιόλας την π λ η γ ή και υποσχέθηκε στον τραυματία ότι θα γίνει γρήγορα καλά.
- Δόξα τω Θεώ! είπε ο Ρομπέν. Ο αγαπητός μου Ζανούλης ξεπέρασε τον κίνδυνο. Τώρα, ιππότη, πρόσθεσε, είμαι όλος δικός σου.
- Η γυναίκα μου και η Λ ίλα ανυπομονούν να σε δουν, αγαπητέ μου Ρομπέν, είπε ο ιππότης, και σε περιμένουν στο απέναντι δωμάτιο.
Η Λ ί λ α είχε μεγαλώσει όπως ακριβώς θα το περίμενε κανείς· το όμορφο παιδί που πρωτοσυναντήσαμε στο μοναστήρι της Παρθένας Μαρίας, είχε γίνει τώρα μια υπέροχη γυναίκα. Ψ η λ ή , λυγερόκορμη και χαριτωμένη σαν ελαφίνα, η Λ ί λ α προχώρησε με το βλέμμα χαμηλωμένο και μ' ένα θείο χαμόγελο στα ρόδινα χ ε ί λ η της, προς το μέρος των επισκεπτών. Κοίταξε ντροπαλά τον Ρομπέν των Δασών με τα μεγάλα μ π λ ε μάτια της και του άπλωσε το χέρι της.
203
- Ο σωτήρας μας δεν μου είναι άγνωστος, είπε με γλυκιά φωνή.
Ο Ρομπέν, άφωνος από θαυμασμό, έφερε στα χ ε ί λ η του το κρινόλευκο χέρι της κοπέλας.
Μετά την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων ανάμεσα στη σύζυγο του σερ Ρίτσαρντ και τους επισκέπτες του, ο ιππότης άφησε τον Γουίλ και τον γιο του να συζητούν με τις κυρίες, και πήρε παράμερα τον Ρομπέν.
- Α γ α π η τ έ μου Ρομπέν, του είπε, θέλω να σου αποδείξω ότι δεν υπάρχει στον κόσμο άνθρωπος που να τον αγαπώ όσο εσένα, και σε διαβεβαιώνω και πάλι για τη φιλία μου, ώστε να νιώσεις άνετα και να πράξεις σύμφωνα με τα σχέδια σου. Θα είσαι ασφαλής εδώ, όσο αυτός ο πύργος θα μπορεί να σε προστατεύει, όσο θα υπάρχει έστω κι ένας άντρας όρθιος στις επάλξεις, και θ' αποκρούσω με τα όπλα μου όλους τους σε-ρίφηδες του βασιλείου. Έδωσα διαταγή να κλείσουν την κα-στρόπορτα και να μην αφήσουν κανέναν να μπει χωρίς την άδεια μου. Όλο ι οι άντρες μου κυκλοφορούν οπλισμένοι, έτοιμοι ν' αποκρούσουν γενναία οποιαδήποτε επίθεση. Οι άντρες σου ξεκουράζονται· άφησε τους να ηρεμήσουν για μια βδομάδα και μετά θα σκεφτούμε τι πρέπει να κάνεις.
- Δέχομαι ευχαρίστως να μείνω εδώ για λίγες μέρες, αποκρίθηκε ο Ρομπέν, αλλά με έναν όρο.
- Ποιον; - Οι εύθυμοι άντρες μου θα γυρίσουν αύριο στο δάσος του
Μπάρνσντεϊλ· θα τους συνοδέψει ο Κόκκινος Γουίλ που θα επιστρέψει εδώ μαζί με την αγαπημένη του Μοντ, τη Μαριάν, και τη γυναίκα του άμοιρου Ζανούλη.
Ο σερ Ρίτσαρντ συμφώνησε με όλη του την καρδιά και κανονίστηκαν όλα έτσι ώστε να μείνουν ικανοποιημένοι και οι δυο φίλοι.
Δεκαπέντε χαρούμενες μέρες κύλησαν στον πύργο της Κοιλάδας. Αμέσως μετά, ο Ρομπέν, ο Ζανούλης, που η λα-
204
βωματιά του είχε γιατρευτεί τελείως, ο Κόκκινος Γουίλ και η ασύγκριτη Μοντ, η Μαριάν και η Γουίνιφρεντ βρέθηκαν για μια ακόμα φορά κάτω από τα πανύψηλα δέντρα του δάσους του Μπάρνσντεϊλ.
Την επομένη της επιστροφής του στο Νότιγχαμ, ο βαρόνος Φ ι τ ζ Όλγουιν έφυγε για το Λονδίνο. Εκε ί , παρουσιάστηκε στο παλάτι και αφηγήθηκε στον βασιλιά την άθλια περιπέτεια του.
- Θα συμφωνήσετε μαζί μου, Μεγαλειότατε, είπε ο βαρόνος, πως είναι παράξενο ένας ιππότης, στον οποίο ο Ρομπέν των Δασών κατέφυγε για βοήθεια, ν' αρνηθεί να μου παραδώσει αυτόν τον ένοχο, όταν του τον ζήτησα στο όνομα του βασιλιά.
- Πώς; Τόλμησε ιππότης να δείξει ασέβεια στον βασιλιά του; φώναξε ο Ερρίκος νευριασμένος.
- Μάλιστα, Μεγαλειότατε, ο ιππότης Ρίτσαρντ Γκόβερ της Κοιλάδας, απέρριψε το αίτημα μου. Μου απάντησε πως κάνει ό,τι θέλε ι στα κτήματα του και πως ελάχιστα τον ενδιαφέρει η δύναμη της Μεγαλειότητας σας.
Όπως βλέπουμε, ο βαρόνος έλεγε τερατώδη ψέματα για να πετύχει το σκοπό του.
- Ωραία, λοιπόν! Θα έρθω μόνος μου να δω πόσο δυνατός είναι αυτός ο κατεργάρης. Θα είμαι στο Νότιγχαμ σε δεκαπέντε ημέρες. Να έχεις μαζί σου όσους άντρες νομίζεις ότι χρειάζονται για να δώσεις μάχη, και αν για κάποιο λόγο δεν μπορέσουμε να συναντηθούμε, κάνε ό,τι νομίζεις καλύτερο· φρόντισε να συλλάβεις αυτόν τον ατίθασο Ρομπέν των Δασών, και τον ιππότη Ρίτσαρντ, φυλάκισε τους στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι σου και μετά ειδοποίησε με. Θα σκεφτώ, τότε, τι θα κάνω.
Ο βαρόνος Φ ι τζ Όλγουιν υπάκουσε κατά γράμμα στις διαταγές του βασιλιά. Συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατό και
205
κίνησε να επιτεθεί στον πύργο του σερ Ρίτσαρντ. Ωστόσο, οι, δύστυχος βαρόνος φάνηκε άτυχος ακόμα μια φορά, αφού; όταν έφτασε εκεί, ο Ρομπέν είχε ήδη φύγει την προηγούμε-· νη ημέρα. Η σκέψη να κυνηγήσει τον Ρομπέν μέχρι το κρησφύγετο του μήτε που πέρασε απ' το μυαλό του γέρου άρχοντα. Κάποιες αναμνήσεις, κι ένας πόνος που δεν τον άφηνε ακόμα να καβαλικέψει με ευκολία, έβαλαν φραγμό στον ενθουσιασμό του. Έ τ σ ι , μια και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα καλύτερο, σκέφτηκε να συλλάβει τουλάχιστον τον σερ Ρίτσαρντ· επειδή όμως μια κατά μέτωπο επίθεση ήταν σίγουρα επικίνδυνη, αποφάσισε να καταφύγει στην πονηριά, για να πετύχει το σκοπό του.
Ο βαρόνος διασκόρπισε τους άντρες του, κράτησε κοντά του μια εικοσαριά γεροδεμένα παλικάρια και έστησε ενέδρα σε μικρή απόσταση από τον πύργο.
Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ: την ά λ λ η μέρα κιόλας, ο σερ Ρίτσαρντ, ο γιος του και μερικοί φρουροί έπεσαν στην καλοστημένη παγίδα του βαρόνου και, παρά τη γενναία τους αντίσταση, νικήθηκαν· τους φίμωσαν αμέσως, τους φόρτωσαν επάνω στ' άλογα και πήραν το δρόμο για το Νότιγχαμ.
Ωστόσο, ένας φρουρός του σερ Ρίτσαρντ κατάφερε να ξεφύγει και γύρισε, καταματωμένος από τα τραύματα του, να αναγγείλει στην κυρά του τα θλιβερά μαντάτα.
Παραλογισμένη από τη θ λ ί ψ η της η λαίδη Γκόβερ, θέλησε να πάει κοντά στον σύζυγο της· η Λίλα, όμως, της έδωσε να καταλάβει ότι μια τέτοια ενέργεια δεν θα βοηθούσε καθόλου τους δυο άντρες, και συμβούλεψε τη μητέρα της να ζητήσει βοήθεια από τον Ρομπέν των Δασών.
Η λαίδη Γκόβερ υπέκυψε στα παρακάλια της νεαρής γυναίκας και, χωρίς να χάσει στιγμή, διάλεξε δυο πιστούς στρατιώτες, ανέβηκε στ' άλογο της κι έφυγε καλπάζοντας για το δάσος του Μπάρνσντεϊλ. Ένας άνθρωπος του δάσους, που εί-206
χε μείνει άρρωστος στον πύργο, αλλά είχε συνέλθει αρκετά πια, την οδήγησε μέχρι το δέντρο της Σύναξης.
Για καλή της τύχη, ο Ρομπέν των Δασών βρισκόταν στο συνηθισμένο πόστο του.
- Να έχεις την ευλογία του Θεού, Ρομπέν! φώναξε η λαίδη Γκόβερ ξεπεζεύοντας. Έρχομαι να σε παρακαλέσω, έρχομαι να σου ζητήσω, στ' όνομα της Παρθένας Μαρίας, ακόμα μια μεγάλη χάρη.
- Με τρομάζετε, λαίδη. Tt συμβαίνει; φώναξε ο Ρομπέν ξαφνιασμένος. Πε ίτε μου τι θέλετε , είμαι έτοιμος να σας βοηθήσω.
- Α, Ρομπέν, είπε κλαίγοντας η δύστυχη γυναίκα, ο εχθρός σου, ο σερίφης του Νότιγχαμ, συνέλαβε τον σύζυγο και τον γιο μου. Σε ικετεύω, Ρομπέν, σώσε το παιδί μου, τρέχα να προφτάσεις τους ελεεινούς που τους πήραν μαζί τους· δεν είναι πολλοί και μόλις πριν από λίγο έφυγαν από τον πύργο.
- Μην ανησυχείτε, κυρία, είπε ο Ρομπέν των Δασών, ο σύζυγος σας θα βρεθεί ξανά γρήγορα κοντά σας. Ο σερ Ρίτσαρντ είναι ιππότης και μόνο ο βασιλιάς μπορεί να τον δικάσει. Όση δύναμη και να έχει ο βαρόνος Φιτζ Όλγουιν, δεν μπορεί να σκοτώσει έναν ευγενή Σάξονα. Πρέπει πρώτα να δικάσουν τον σερ Ρίτσαρντ, αν το παράπτωμα για το οποίο τον κατηγορούν είναι αρκετά σοβαρό. Μην ανησυχείτε, σκουπίστε τα δάκρυα σας, ο σύζυγος σας και ο γιος σας θα γυρίσουν γρήγορα στην αγκαλιά σας.
- Α π ό το στόμα σου και στου Θεού τ' αφτί! σταυροκο-πήθηκε η λαίδη Γκόβερ.
- Τώρα, κυρία, επιτρέψτε μου να σας δώσω μια συμβουλ ή : γυρίστε στον πύργο, σφαλιστέ την καστρόπορτα και μην αφήσετε κανέναν ξένο να περάσει. Ε γ ώ , θα μαζέψω τους άντρες μου και θα κυνηγήσω τον βαρόνο του Νότιγχαμ.
Η λαίδη Γκόβερ έφυγε κάπως πιο ήσυχη.
207
Ο Ρομπέν πληροφόρησε τους άντρες του για τη σύλληψη του σερ Ρίτσαρντ και τους ενημέρωσε ότι θα προσπαθούσε να σταματήσει τον σερίφη. Οι άνθρωποι του δάσους, αγανακτισμένοι για την προδοσία του βαρόνου, αλλά και χαρούμενοι που θα είχαν την ευκαιρία να ρίξουν μερικά βέλη, άρχισαν να προετοιμάζονται για την επιχείρηση.
Ο Ρομπέν μπήκε επικεφαλής των γενναίων αντρών του και, μαζί με τον Ζανούλη, τον Κόκκινο Γουίλ και τον Τρανό, άρχισε να καταδιώκει τον σερίφη.
Μετά από μια μεγάλη και κουραστική πορεία, η ομάδα έφτασε στο Μάνσφελντ, όπου ο Ρομπέν έμαθε από έναν πανδοχέα πως οι στρατιώτες του βαρόνου είχαν ξεκουραστεί για λίγο κι ύστερα συνέχισαν το δρόμο τους για το Νότιγχαμ. Ο Ρομπέν είπε στους άντρες του να πιουν κάτι για να δροσιστούν, άφησε κοντά τους τον Τρανό και τον Ζανούλη, πήρε μαζί του τον Γουίλ και καλπάζοντας ολοταχώς μ' ένα γερό άτι, πήγε στο δέντρο της Σύναξης, στο δάσος του Σέργουντ. Έ ξ ω από το υπόγειο κρησφύγετο, σήμανε με το βούκινο του και αμέσως έτρεξαν κοντά του μια εκατοστή άνθρωποι του δάσους.
Ο Ρομπέν πήρε μαζί του κι αυτούς τους πολεμιστές και ακολούθησε διαφορετική πορεία, ώστε να παγιδέψει ανάμεσα σε δυο στρατούς τη συνοδεία του βαρόνου - αφού οι άντρες που είχε αφήσει στο Μπάρνσντεϊλ θα έπαιρναν κι εκείνοι, μετά από μια ώρα ξεκούρασης, το δρόμο που οδηγούσε στο Νότιγχαμ.
Οι εύθυμοι άντρες έφτασαν γρήγορα σ' ένα σημείο που απείχε ελάχιστα από την πόλη και, με μ ε γ ά λ η τους ικανοποίηση, έμαθαν πως ο στρατός του σερίφη δεν είχε περάσει ακόμα.
Ο Ρομπέν διάλεξε ένα πλεονεκτικό πόστο, πρόσταξε τους μισούς άντρες του να κρυφτούν και τοποθέτησε τους υπόλοιπους στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. 2 0 8
Η εμφάνιση έξι στρατιωτών, έδειξε ότι ζύγωνε ο σερίφης με τους καβαλάρηδες του. Οι άνθρωποι του δάσους ετοιμάστηκαν για να τους κάνουν την πιο θερμή υποδοχή... Η εμπροσθοφυλακή πέρασε ανεμπόδιστα την ενέδρα και όταν οι έξι στρατιώτες απομακρύνθηκαν αρκετά, για να νομίζουν οι υπόλοιποι ότι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν, ένα σάλπισμα έσκισε τον αέρα κι ένα σμήνος από βέλη χαιρέτησε την πυκνή γραμμή των πρώτων Νορμανδών. Ο σερίφης τούς πρόσταξε να σταματήσουν κι έστειλε μια τριανταριά άντρες να ψάξουν ανάμεσα στις λόχμες. Ήταν σαν να τους έστελνε σε βέβαιο θάνατο.
Χωρισμένοι σε δυο ομάδες, οι στρατιώτες δέχτηκαν επίθεση από δυο διαφορετικές πλευρές ταυτόχρονα· αναγκάστηκαν έτσι να καταθέσουν τα όπλα και να παραδοθούν.
Μετά απ' αυτή την επιτυχία τους, οι εύθυμοι άντρες όρμησαν στη συνοδεία του βαρόνου - εκεί, όμως, οι καλύτερα οπλισμένοι και γυμνασμένοι στρατιώτες, αντιστάθηκαν με σθένος.
Ο Ρομπέν και οι άντρες του πολεμούσαν για ν' απελευθερώσουν τον σερ Ρίτσαρντ και τον γιο του. Α π ό την ά λ λ η μεριά, οι καβαλάρηδες που είχαν έρθει από το Λονδίνο, προσπαθούσαν να κερδίσουν την ανταμοιβή που είχε τάξει ο βασιλιάς σ' αυτόν που θα συλλάμβανε τον Ρομπέν των Δασών.
Και οι δυο πλευρές, λοιπόν, πολεμούσαν λυσσασμένα και η νίκη ήταν αβέβαιη, όταν ξαφνικά, η εμφάνιση της δεύτερης ομάδας των ανθρώπων του δάσους έφερε τα πάνω κάτω. Ο Ζανούλης και τα παλικάρια του, που έρχονταν από το Μπάρνσντεϊλ , ρίχτηκαν στη μάχη με ακατανίκητη ορμή.
Μια δεκαριά τοξότες περικύκλωσαν γρήγορα τον σερ Ρίτσαρντ και τον γιο του, τους έλυσαν, τους έδωσαν όπλα κι εκείνοι, χωρίς να σκεφτούν τον κίνδυνο, άρχισαν να πολεμούν σώμα με σώμα με τους άντρες του βαρόνου, που όλοι φορούσαν πανοπλίες.
209
Με την απερισκεψία και την ορμητικότητα της ν ιότης, ο Χέρμπερτ όρμησε, μαζί με μερικούς εύθυμους άντρες, στην καρδιά της συνοδείας του βαρόνου. Για ένα τέταρτο περίπου της ώρας, το γενναίο παιδί πάλεψε με τους καβαλάρηδες· εκείνοι όμως ήταν πολύ περισσότεροι, κι όταν όλα έδειχναν πως θα πλήρωνε ακριβά την αποκοτιά του, ένας τοξότης, είτε για να βοηθήσει τον παράτολμο νεαρό είτε για να δώσει πιο γρήγορα ένα τέλος στη μάχη , σημάδεψε γρήγορα τον βαρόνο, του τρύπησε το λαιμό με μια σαϊτιά, τον γκρέμισε από τ' άλογο του και του έκοψε το κεφάλι· μετά το κάρφωσε στη μύτη του σπαθιού του, το σήκωσε ψηλά και φώναξε:
-Νορμανδικά σκυλιά, κοιτάξτε τον αρχηγό σας, δείτε για τελευταία φορά το άσχημο μούτρο του υπεροπτικού σερίφη σας και παραδοθείτε, αλλιώς σας περιμένει κι εσάς η ίδια τύ...!
Ο άνθρωπος του δάσους δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του: ένας Νορμανδός τού έκοψε το κεφάλι και το έστειλε να κυλιστεί μέσα στη σκόνη. Ωστόσο, ο θάνατος του λόρδου Φ ι τ ζ Όλγουιν υποχρέωσε τους Νορμανδούς να καταθέσουν τα όπλα και να παραδοθούν. Με διαταγή του Ρομπέν, μερικοί από τους εύθυμους άντρες οδήγησαν τους νικημένους μέχρι το Νότιγχαμ, ενώ ο ίδιος, επικεφαλής των υπόλοιπων αντρών του, μάζεψε τους νεκρούς, περιποιήθηκε τους τραυματίες και εξαφάνισε κάθε ίχνος της μάχης.
- Αντίο για πάντα, αιμοβόρε άνθρωπε! είπε ο Ρομπέν, κοιτάζοντας με σιχασιά το πτώμα του βαρόνου. Βρήκες, επιτέλους, το θάνατο που σου άξιζε και θ' ανταμειφθείς για τις απαίσιες πράξεις σου. Η καρδιά σου ήταν άπληστη και αδίστακτη, το χέρι σου απλώθηκε σαν μάστιγα πάνω στους δύστυχους Σάξονες· βασάνισες τους ανθρώπους σου, πρόδωσες τον βασιλιά σου, εγκατέλειψες την κόρη σου... σου αξίζουν όλα τα βασανιστήρια της κόλασης. Ωστόσο, παρακαλώ τον φιλεύσπλαχνο Θεό να λυπηθεί την ψυχή σου και να συγχωρέσει τις αμαρτίες σου. Σερ Ρίτσαρντ, πρόσθεσε ο Ρο-210
μπέν μόλις οι στρατιώτες πήραν το πτώμα του γέρου άρχοντα και κίνησαν για το Νότιγχαμ, θα θυμόμαστε πάντα με θ λ ί ψ η τούτη τη μέρα. Σε γλιτώσαμε απ' το θάνατο αλλά όχι κι από την καταστροφή, γιατί τώρα, δίχως άλλο, θα σου πάρουν όλο το βιος σου. Μακάρι, καλέ μου Ρίτσαρντ, να μη σε είχα γνωρίσει ποτέ.
- Γ ιατί αυτό; ρώτησε ο ιππότης ξαφνιασμένος. - Επε ιδή , αν δεν είχα βρεθεί στο δρόμο σου, θα 'χες βρει
άλλο τρόπο σίγουρα, να πληρώσεις τα χρέη σου στον αβά της Παρθένας Μαρίας κι έτσι, η ευγνωμοσύνη σου απέναντι μου δεν θα σε είχε υποχρεώσει να με βοηθήσεις κι εσύ με τη σειρά σου. Φταίω, άθελα μου, για τη συμφορά σου: θα σε εξορίσουν, θα σε διώξουν απ' το βασίλειο, θα πάρει την περιουσία σου κάποιος Νορμανδός, η αγαπημένη σου οικογένεια θα υποφέρει, κι όλα αυτά εξαιτίας μου... Βλέπε ις , Ρίτσαρντ, η φιλία μου είναι επικίνδυνη.
- Αγαπημένε μου Ρομπέν, είπε ο ιππότης με μια έκφραση ανείπωτης τρυφερότητας, η γυναίκα μου και τα παιδιά μου υπάρχουν, είσαι φίλος μου, για ποιο πράγμα να μετανιώσω; Αν με καταδικάσει ο βασιλιάς, θα φύγω από τον πύργο των προγόνων μου κατεστραμμένος οικονομικά, αλλά ευτυχισμένος και ευλογώντας την ώρα που με οδήγησε κοντά στον ευγενικό Ρομπέν των Δασών!
Ο νεαρός άντρας κούνησε αργά το κεφάλι του. - Ας μιλήσουμε σοβαρά για την κατάσταση, αγαπητέ
μου Ρίτσαρντ, συνέχισε. Τα μαντάτα για όσα έγιναν πριν από λίγο εδώ, θα φτάσουν στο Λονδίνο και ο βασιλιάς δεν θα λυπηθεί κανέναν. Χτυπήσαμε τους στρατιώτες του και θα σε κάνει να πληρώσεις για την ήττα τους, όχι μόνο με εξορία, αλλά και με ατιμωτικό θάνατο. Φύγε από τον πύργο σου, έλα μαζί μου, σου δίνω το λόγο της τιμής μου ότι όσο ανασαίνω, θα είσαι ασφαλής με την προστασία των εύθυμων αντρών.
211
- Δέχομαι ευχαρίστως τη γενναιόδωρη προσφορά σου, Ρομπέν, αποκρίθηκε ο σερ Ρίτσαρντ. Τη δέχομαι με χαρά κι ευγνωμοσύνη· όμως, πριν εγκατασταθώ στο δάσος, θα προσπαθήσω (πρέπει να το κάνω, για το μέλλον των παιδιών μου) ν' απαλύνω το θυμό του βασιλιά. Ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, ίσως τον πείσει να χαρίσει τη ζωή σ' έναν αριστοκράτη ιππότη.
Το ίδιο βράδυ, ο σερ Ρίτσαρντ έστειλε μήνυμα στο Λονδίνο, παρακαλώντας έναν ισχυρό συγγενή του να μεσολαβήσει γ ι ' αυτόν στον βασιλιά. Ο αγγελιαφόρος επέστρεψε απ' το Λονδίνο ολοταχώς και πληροφόρησε τον αφέντη του ότι ο Ερρίκος ο Β ' , εξοργισμένος με το θάνατο του βαρόνου Φιτζ Όλγουιν, ε ίχε στείλει ολόκληρο τάγμα από τους καλύτερους στρατιώτες του στον πύργο του ιππότη, με διαταγή να τον κρεμάσουν, μαζί με τον γιο του, στο πρώτο δέντρο του δρόμου. Ο αρχηγός αυτής της στρατιάς, ένας άκληρος Νορμανδός, είχε δεχτεί από τον βασιλιά δώρο τον πύργο της Κοιλάδας, για τον ίδιο και τους απογόνους του, μέχρι την τελευταία γενιά.
Ο συγγενής του σερ Ρίτσαρντ πληροφορούσε ακόμα τον καταδικασμένο ότι είχε κυκλοφορήσει προκήρυξη στις περιοχές του Νότιγχαμ, του Ντέρμπισαϊρ και του Γιορκσάιρ, που υποσχόταν τεράστια αμοιβή σε όποιον κατάφερνε να πιάσει τον Ρομπέν των Δασών και να τον παραδώσει, νεκρό ή ζωντανό, στα χέρια του σερίφη μιας απ' αυτές τις τρεις περιοχές.
Ο σερ Ρίτσαρντ ενημέρωσε αμέσως τον Ρομπέν γ ι ' αυτή την προκήρυξη και του ανάγγειλε ότι θα πήγαινε σύντομα κοντά του.
Με τη βοήθεια των ανθρώπων του, ο ιππότης ξεγύμνωσε τον πύργο κι έστειλε τα έπιπλα του, τα όπλα του και τα σερβίτσια του στη Σύναξη του Μπάρνσντεϊλ. Όταν πέρασε και η τελευταία άμαξα την κινητή γέφυρα, ο σερ Ρίτσαρντ, η γυναίκα του, ο Χέρμπερτ και η Λ ίλα εγκατέλειψαν κα-212
βαλα στ' άλογα τους το αγαπημένο τους κάστρο και έφτασαν χωρίς κανένα πρόβλημα στο καταπράσινο δάσος.
Όταν οι στρατιώτες του βασιλιά έφτασαν στον πύργο, βρήκαν την πύλη ολάνοιχτη και τα δωμάτια τελείως άδεια. Ο καινούριος ιδιοκτήτης της περιουσίας του σερ Ρίτσαρντ απογοητεύτηκε βρίσκοντας άδειο το κάστρο· καθώς, όμως, είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αντιμετωπίζοντας αναποδιές της τύχης, τα κανόνισε έτσι ώστε να μην υποφέρει πολύ απ' αυτή την κατάσταση. Έδιωξε τους στρατιώτες και, προς μ ε γ ά λ η απογοήτευση των υπηρετών, εγκαταστάθηκε σαν αφέντης στον πύργο της Κοιλάδας.
213
Ο βασιλιάς Ριχάρδος
Τρία ήρεμα χρόνια κύλησαν μετά τα γεγονότα που αφηγηθήκαμε. Ο στρατός του Ρομπέν των Δασών είχε μεγαλώσει πολύ και η φήμη του ατρόμητου αρχηγού είχε απλωθεί σε όλη την Α γ γ λ ί α .
Μετά το θάνατο του Ερρίκου Β' ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του Ριχάρδος, ο οποίος, αφού σπατάλησε τους θησαυρούς του στέμματος, έφυγε για τις σταυροφορίες, ορίζοντας αντιβασιλέα τον αδελφό του, πρίγκιπα Ιωάννη, άνθρωπο ανήθικο και εξαιρετικά τσιγκούνη, που το λιγοστό μυαλό του δεν τον βοηθούσε καθόλου να εκπληρώσει την υψηλή αποστολή που του είχαν αναθέσει.
Η φτώχεια του λαού, που είχε ήδη ξεπεράσει τα όρια κατά τη βασιλεία του Ερρίκου Β ' , έγινε ακόμα μεγαλύτερη κατά την περίοδο αυτής της τυραννικής αντιβασιλείας. Ο Ρομπέν ανακούφιζε με ανεξάντλητη γενναιοδωρία τα βάσανα και την πείνα των φτωχών του Νότιγχαμ και του Ντέρ-μπισαϊρ· ήταν πάντα το ίνδαλμα όλων αυτών των δυστυχισμένων. Όσα έδινε, όμως, στους φτωχούς, τα έπαιρνε με το παραπάνω από τους πλούσιους και οι Νορμανδοί, οι ανώτεροι κληρικοί και οι καλόγεροι «βοηθούσαν» απλόχερα, με μεγάλη τους απελπισία, τις αγαθοεργίες του ευγενικού παράνομου.
214
Η Μαριάν εξακολουθούσε να μένει στο δάσος και οι δυο σύζυγοι αγαπιούνταν πάντα τρυφερά, όπως τις πρώτες μέρες του ευτυχισμένου γάμου τους.
Ο χρόνος δεν είχε λιγοστέψει καθόλου το πάθος του Γουίλιαμ για τη χαριτωμένη γυναίκα του και στα μάτια του πιστού Σάξονα, η Μοντ διατηρούσε, σαν καθαρό διαμάντι, την ομορφιά της.
Ο Ζανούλης και ο Τρανός εξακολουθούσαν να μακαρίζουν την τύχη τους, που είχαν διαλέξει για συζύγους ο ένας την τρυφερή Γουίνιφρεντ και ο άλλος τη σκανταλιάρα Μπάρμπαρα· όσο για τ' αδέλφια του Γουίλ, δεν είχαν κανένα λόγο να μετανιώνουν για τους βιαστικούς γάμους τους. Ήταν ευτυχισμένοι κι έβλεπαν τη ζωή μέσα από ένα ρόδινο πρίσμα.
Το ίδιο ευτυχισμένοι ζούσαν ο Ά λ α ν Κλαρ και η λαίδη Κρίσταμπελ. Το σπίτι τους, φτιαγμένο σύμφωνα με τις οδηγίες του ιππότη, ήταν ένα θαύμα άνεσης και καλογουστιάς. Μια σειρά από γέρικα δέντρα έκρυβε τους κήπους από κάθε αδιάκριτο βλέμμα, σχηματίζοντας ένα αδιαπέραστο τείχος γύρω απ' αυτό το ποιητικό σπίτι.
Όμορφα παιδάκια με γλυκιές φατσούλες, ζωντανά λουλούδια σ' αυτή την όαση της αγάπης, αναστάτωναν με τα θορυβώδη παιχνίδια τους τη γαλήνη του μεγάλου αρχοντικού. Οι χαρούμενες φωνές τους αντιλαλούσαν ολόγυρα και τα ποδαράκια τους άφηναν τις αχνές πατημασιές τους επάνω στην άμμο που ήταν στρωμένη στις αλέες του πάρκου. Ο Ά λ α ν και η Κρίσταμπελ είχαν παραμείνει νέοι στην καρδιά, στο μυαλό και στο πρόσωπο, κι οι εβδομάδες κυλούσαν γι ' αυτούς γρήγορα σαν ημέρες, οι ημέρες σαν ώρες.
Η Κρίσταμπελ δεν είχε ξαναδεί τον πατέρα της από την ημέρα που παντρεύτηκε τον Ά λ α ν Κλαρ στο μοναστήρι του Λίντον, αφού ο ιδιότροπος γέροντας απέκρουε πεισματικά όλες τις απόπειρες συμφιλίωσης που γίνονταν από τη μεριά της κόρης του και του ιππότη. Ο θάνατος του βαρόνου στε-
215
νοχώρησε πολύ την Κρίσταμπελ· η θ λ ί ψ η της, όμως, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν με το θάνατο του γεννήτορα της έχανε κι έναν πραγματικό πατέρα.
Οι επιθέσεις του Ρομπέν εναντίον των Νορμανδών και των αξιωματούχων της Εκκλησίας πολλαπλασιάστηκαν και ήταν τόσο καταστροφικές για τις περιουσίες αυτών των πλουσίων, που στο τέλος τράβηξαν την προσοχή του Λονκσάν, μεγάλου καγκελάριου της Α γ γ λ ί α ς και επισκόπου του Ε λ ί .
Ο επίσκοπος αποφάσισε να διαλύσει τους εύθυμους τοξότες κι έτσι, λοιπόν, ετοίμασε μια σοβαρή εκστρατεία εναντίον τους. Πεντακόσιοι άντρες, με επικεφαλής τους τον πρίγκιπα Ιωάννη, κατέβηκαν στον πύργο του Νότιγχαμ κι εκεί, μετά από λίγες μέρες ανάπαυσης, κατέστρωσαν τα σχέδια τους για να συλλάβουν τον Ρομπέν των Δασών. Α υ τός, όμως, που πληροφορήθηκε αμέσως τα σχέδια αυτής της μεγάλης στρατιάς, γέλασε κι ετοιμάστηκε να ξεγλιστρήσει ακόμα μια φορά απ' όλες τις ενέδρες τους, χωρίς να εκθέσει τους άντρες του στους κινδύνους μιας μάχης.
Έκρυψε τη συμμορία του, έντυσε μια δωδεκαριά ανθρώπους του δάσους με διάφορα ρούχα και τους έστειλε στον πύργο, όπου προσφέρθηκαν να υπηρετήσουν ως οδηγοί, μέσα στα δαιδαλώδη μονοπάτια του δάσους.
Ο Ιωάννης και οι αξιωματικοί τούς δέχτηκαν αμέσως, και καθώς το δάσος απλωνόταν σε μια έκταση τριάντα περίπου μιλίων, εύκολα καταλαβαίνουμε πόσους γύρους ανάγκασαν τους δύστυχους στρατιώτες να κάνουν αυτοί οι εθελοντές οδηγοί τους. Φορές φορές, όλος ο στρατός χανόταν μέσα σε μικρές κοιλάδες, άλλοτε βυθιζόταν μέχρι το γόνατο μέσα στο βούρκο των βάλτων, άλλοτε , τέλος, διασκορπισμένοι στους γύρω λόφους, οι στρατιώτες αναθεμάτιζαν οργισμένοι τη μοίρα τους, στέλνοντας στον διάβολο τον μεγάλο καγκελάριο της Α γ γ λ ί α ς , τον Ρομπέν των Δασών και την αόρατη συμμορία του· γιατί, φυσικά, δεν χρειάζεται να 216
πούμε πως ούτε δείγμα από πράσινο χιτώνα δεν φάνηκε στον ορίζοντα.
Με το σούρουπο, οι στρατιώτες βρίσκονταν πάντα εφτά ή οχτώ μίλια μακριά από τον πύργο του Νότιγχαμ, όπου έπρεπε να επιστρέψουν, εκτός αν περνούσαν τη νύχτα στο ύπαιθρο. Έπαιρναν τότε το δρόμο της επιστροφής εξαντλημένοι από την κούραση, πεθαμένοι από την πείνα και χωρίς να έχουν δει έστω ένα σημάδι που να δείχνει την παρουσία των εύθυμων αντρών.
Ε π ί δεκαπέντε ημέρες, αυτές οι κουραστικές εξορμήσεις επαναλαμβάνονταν, με το ίδιο πάντα αποτέλεσμα. Τελ ικά, ο πρίγκιπας Ιωάννης νοστάλγησε την καλοπέραση του Λονδίνου κι έτσι, τα παράτησε και πήρε με το στράτευμα του το δρόμο για τη μ ε γ ά λ η πόλη.
Δυο χρόνια μετά απ' αυτή την τελευταία εκστρατεία, ο Ριχάρδος επέστρεψε στην Α γ γ λ ί α και ο πρίγκιπας Ιωάννης, που με το δίκιο του φοβόταν την οργή του αδελφού του, έτρεξε να βρει καταφύγιο πίσω από τα τε ίχη του παλιού κάστρου του Νότιγχαμ.
Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, που είχε μάθει την ελεεινή συμπεριφορά του αντιβασιλέα, έμεινε μόνο τρεις μέρες στο Λονδίνο κι έπειτα, με μια χούφτα στρατιώτες, βάδισε αποφασιστικά εναντίον του στασιαστή.
Το κάστρο του Νότιγχαμ περικυκλώθηκε· μετά από μάχες τριών ημερών έπεσε, αλλά ο πρίγκιπας Ιωάννης κατόρθωσε να ξεφύγει.
Πολεμώντας με το σπαθί στο χέρι, όπως κι ο τελευταίος του στρατιώτης, ο Ριχάρδος παρατήρησε ότι μια ομάδα από γεροδεμένους εθελοντές τού πρόσφερε σημαντική βοήθεια και συνειδητοποίησε ότι ε ίχε νικήσει χάρη στη γενναία συνδρομή τους.
Μ ε τ ά τη μάχη, κι αφού εγκαταστάθηκε στο κάστρο, ο Ριχάρδος ζήτησε πληροφορίες γ ι ' αυτούς τους εξαίρετους
217
τοξότες που τον είχαν στηρίξει· κανένας, όμως, δεν μπόρεσε να του απαντήσει κι έτσι αναγκάστηκε να ρωτήσει τον βοη-θό σερίφη του Νότιγχαμ.
Αυτός ο βοηθός σερίφης ήταν ο ίδιος άνθρωπος στον οποίο ο Ρομπέν των Δασών είχε παίξει εκείνο το άσχημο παιχνίδι -όταν τον παρέσυρε με πονηριά στο δάσος και τον ανάγκασε να πληρώσει για την επίσκεψη του τριακόσια χρυσά σκούδα.
Επηρεασμένος απ' αυτή την άσχημη ανάμνηση, ο σερίφης απάντησε στον βασιλιά πως, δίχως άλλο, οι τοξότες για τους οποίους γινόταν λόγος δεν ήταν άλλοι από τους άντρες του διαβόητου Ρομπέν των Δασών.
- Αυτός ο Ρομπέν των Δασών, πρόσθεσε ο μνησίκακος πανδοχέας, είναι μεγάλος παλιάνθρωπος! Τα ΐζε ι τη συμμορία του σε βάρος των ταξιδιωτών, ληστεύει τους τίμιους ανθρώπους, σκοτώνει τα ελάφια του βασιλιά και κάνει, καθημερινά, κάθε λογής κλεψιές.
Την ώρα που γινόταν αυτή η συζήτηση, βρισκόταν τυχαία κοντά στον βασιλιά ο Α λ μ π ε ρ τ Λίντσεϊ , ο ομογάλακτος αδελφός της όμορφης Μοντ, που είχε την τύχη να διατηρήσει τη θέση του φύλακα στο κάστρο. Το αίσθημα ευγνωμοσύνης του απέναντι στον Ρομπέν, καθώς και ο γενναιόδωρος χαρακτήρας του, τον έκαναν να ξεχάσει την ταπεινή του θέση· έτσι, πλησίασε τον σπουδαίο συνομιλητή του σερίφη και είπε συγκινημένος:
- Μεγαλειότατε, ο Ρομπέν των Δασών είναι ένας τίμιος Σάξονας, ένας δυστυχισμένος παράνομος. Μπορεί να παίρνει το περίσσευμα των πλουσίων, ανακουφίζει, όμως, από την αθλιότητα τους φτωχούς, κι από το Νότιγχαμ μέχρι το Γιορκ προφέρουν τ' όνομα του με σεβασμό και αιώνια ευγνωμοσύνη.
- Γνωρίζεις προσωπικά αυτόν τον γενναίο τοξότη; ρώτη-σε ο βασιλιάς τον Άλμπερτ .
Α υ τ ή η ερώτηση τάραξε τον Άλμπερτ · έγινε κατακόκκινος κι απάντησε με αμηχανία: 218
- Συνάντησα τον Ρομπέν των Δασών, αλλά πριν από πολύ καιρό· σας επαναλαμβάνω, όμως, Μεγαλειότατε, ότι μόνο καλά λόγια λένε οι φτωχοί γ ι ' αυτόν, που δεν τους αφήνει να πεθάνουν από την πείνα.
- Έ λ α , παλικάρι μου, είπε ο βασιλιάς χαμογελώντας, σήκωσε το κεφάλι και μην απαρνείσαι τον φίλο σου. Μα την αγία Τριάδα, αν είναι έτσι όπως τα λες , τότε η φιλία του θα 'ναι πολύτιμη. Θα χαρώ πολύ να γνωρίσω αυτόν τον παράνομο κι αφού με βοήθησε, δεν θ έ λ ω να λένε πως ο Ριχάρδος της Α γ γ λ ί α ς είναι αχάριστος, ακόμα και απέναντι σ' έναν παράνομο. Αύριο το πρωί, θα κατεβώ στο δάσος του Σέργουντ.
Ο βασιλιάς κράτησε το λόγο του: την επομένη, με συνοδεία του ιππότες και στρατιώτες και με οδηγό τον σερίφη, -που δεν του άρεσε και τόσο αυτή η εκδρομή- περιπλανήθηκε στα μονοπάτια, στους δρόμους, στα ξέφωτα του γέρικου δάσους, άδικα όμως, γιατί ο Ρομπέν των Δασών δεν φάνηκε πουθενά.
Πολύ δυσαρεστημένος μ' αυτή την αποτυχημένη επιχείρηση, ο Ριχάρδος έστειλε να φωνάξουν έναν δασοφύλακα του Σέργουντ και τον ρώτησε αν ήξερε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να συναντήσει τον αρχηγό των παρανόμων.
- Μεγαλειότατε, αποκρίθηκε ο δασοφύλακας, θα μπορούσατε να ψάχνετε έναν ολόκληρο χρόνο μέσα στο δάσος, χωρίς να δείτε ούτε τη σκιά ενός παρανόμου, αν έχετε μαζί σας στρατιώτες. Ο Ρομπέν των Δασών αποφεύγει όσο μπορεί τις μάχες, όχι επειδή φοβάται, γιατί γνωρίζει τόσο καλά το δάσος που τίποτα δεν τον τρομάζει, ούτε καν η επίθεση από πεντακόσιους ή εξακόσιους άντρες, αλλά επειδή είναι φιλήσυχος και προσεχτικός. Αν επιθυμείτε, Μεγαλειότατε, να συναντήσετε τον Ρομπέν των Δασών, δεν έχετε παρά να φορέσετε ένα ράσο, να πάρετε μαζί σας μόνο τέσσερις ή πέντε ιππότες, και τότε αναλαμβάνω να σας οδηγήσω εγώ.
219
Ορκίζομαι στον άγιο Ντάνσταν, ότι κανείς δεν θα πάθει τίποτα! Ο Ρομπέν των Δασών πιάνει τους κληρικούς, τους φιλοξενεί, τους παίρνει όλα τα λεφτά, αλλά δεν τους κακομεταχειρίζεται.
- Μα τον τίμιο σταυρό, δασοφύλακα, τα λόγια σου είναι χρυσάφι, είπε ο βασιλιάς γελώντας, και θ' ακολουθήσω την έξυπνη συμβουλή σου. Τα καλογερίστικα δεν θα μου πηγαίνουν καθόλου, αλλά δεν πειράζει! Πηγαίνετε να μου φέρετε ένα ράσο.
Ανυπόμονος ο μονάρχης, φόρεσε το πλούσιο ράσο ενός αβά, διάλεξε τέσσερις ιππότες που τους έντυσε με απλά καλογερίστικα ράσα και ακολουθώντας το σχέδιο του δασοφύλακα, φόρτωσαν τρία άλογα έτσι που όποιος τους έβλεπε, να υποθέσει ότι κουβαλούσαν ένα θησαυρό.
Τρία μίλια περίπου μακριά από το κάστρο, ο δασοφύλακας που έδειχνε το δρόμο στους ψευτο-καλόγερους, πλησίασε τον βασιλιά και του είπε:
- Μεγαλειότατε, κοιτάξτε στην άκρη του ξέφωτου και θα δείτε τον Ρομπέν των Δασών, τον Ζανούλη και τον Κόκκινο Γουίλ, τους τρεις αρχηγούς της συμμορίας.
- Ωραία, είπε χαρούμενος ο βασιλιάς. Και, σπιρουνίζοντας το άλογο του, ο Ριχάρδος καμώθη-
κε πως ήθελε τάχα να ξεφύγει. Ο Ρομπέν των Δασών πήδηξε καταμεσής του μονοπατι
ού, άρπαξε το άτι από τα χαλινάρια και το ακινητοποίησε. - Με το συμπάθειο, κύριε αβά, είπε. Στάσου λίγο να σε
καλωσορίσουμε... - Βέβηλε αμαρτωλέ! φώναξε ο Ριχάρδος, προσπαθώντας
να μιμηθεί τη γλώσσα των ανθρώπων της Εκκλησίας . Ποιος θαρρείς πως είσαι και σταματάς έναν άγιο άνθρωπο που πηγαίνει σε ιερή αποστολή;
- Ε ίμαι ένας υπηρέτης αυτού του δάσους, απάντησε ο Ρομπέν, και ζω, όπως κι οι σύντροφοι μου, από το κυνήγι
220
και από τις απλοχεριές των ευλαβών ανθρώπων της αγίας Εκκλησίας .
- Μα την πίστη μου, είσαι ένας θρασύς παλιομασκαράς, αποκρίθηκε ο βασιλιάς κρύβοντας ένα χαμόγελο, όταν τολμάς να μου λες κατάμουτρα ότι τρως τα δικά μου... τα ελάφια του βασιλιά, και ληστεύεις τους κληρικούς. Μα τον άγιο Ουμβέρτο, όμως, είσαι τουλάχιστον ειλικρινής.
- Η ειλικρίνεια είναι το μόνο που απομένει σε ανθρώπους στερημένους απ' όλα, απάντησε ο Ρομπέν. Ωστόσο, οι εισοδηματίες, οι κτηματίες, εκείνοι που 'χουν το χρυσάφι και τ' ασήμι, δεν τη χρειάζονται, γιατί δεν θα ήξεραν τι να την κάνουν.
- Μπορεί και να 'χεις δίκιο, αποκρίθηκε ο βασιλιάς, ξεχνώντας σχεδόν ότι παρίστανε έναν ιερωμένο, και η ειλικρίνεια του προσώπου σου μ' αρέσει πολύ. Φαίνεσαι πολύ πιο τίμιος απ' ό,τι είσαι στην πραγματικότητα· ωστόσο, για χάρη της ευγενικής θωριάς σου κι από χριστιανική αγάπη για τον συνάνθρωπο, σου χαρίζω όλα τα λεφτά που έχω τούτη τη στ ιγμή, σαράντα χρυσά νομίσματα. Λυπάμαι που δεν έχω περισσότερα· ο βασιλιάς, όμως, που όπως θα 'μαθες μένει εδώ και λίγες μέρες στο κάστρο του Νότιγχαμ, φρόντισε ν' αδειάσει πρώτος τις τσέπες μου. Δ ικά σου, λοιπόν, αυτά τα λεφτά, γιατί μου αρέσουν τα όμορφα πρόσωπα και οι εκφράσεις των γεροδεμένων συντρόφων σου.
Μ' αυτά τα λόγια, ο βασιλιάς έδωσε στον Ρομπέν των Δασών ένα δερμάτινο πουγκί, που περιείχε σαράντα χρυσά νομίσματα.
- Είσαι ο φοίνικας των ιερωμένων, άρχοντα αβά, είπε ο Ρομπέν γελώντας, κι αν δεν είχα ορκιστεί να στύβω, λ ίγο ή πολύ, όλους τους ανθρώπους της αγίας Εκκλησ ίας , τώρα θ' αρνιόμουν να δεχτώ τη γενναιόδωρη προσφορά σου· ωστόσο, κανείς δεν θα μπορέσει να πει ότι υπέφερες πολύ από το πέρασμα σου μέσα απ' το. δάσος του Σέργουντ. Η συνοδεία και τ' άλογα σου θα περάσουν τελείως ελεύθερα
221
και επιπλέον, με την άδεια σου, θα δεχτώ μόνο είκοσι χρυσά νομίσματα.
- Είσαι μεγαλόκαρδος, άνθρωπε του δάσους, αποκρίθηκε ο Ριχάρδος που φάνηκε να συγκινείται από την ευγένεια του Ρομπέν, και με μεγάλη μου χαρά θα μιλήσω για σένα στον βασιλιά μας. Ο Μεγαλειότατος σ' έχει φαίνεται ακουστά, γιατί μου είπε να σου δώσω τα χαιρετίσματα του, αν είχα την τύχη να σε συναντήσω. Νομίζω, μεταξύ μας βέβαια αυτό, ότι ο βασιλιάς Ριχάρδος, που του αρέσει η γενναιότητα και την ανταμείβει, θα ήθελε να ευχαριστήσει προσωπικά τον ατρόμητο άντρα που τον βοήθησε να γκρεμίσει την καστρόπορτα του Νότιγχαμ και να τον ρωτήσει για ποιο λόγο εξαφανίστηκε, μαζί με τους γενναίους συντρόφους του, αμέσως μετά τη μάχη.
- Αν έχω κάποια μέρα την ευτυχία να βρεθώ μπροστά στον Μεγαλειότατο, δεν θα διστάσω ν' απαντήσω σ' αυτή την ερώτηση· προς το παρόν, όμως, κύριε αβά, ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Α γ α π ώ πολύ τον βασιλιά Ριχάρδο, γιατί είναι Α γ γ λ ο ς στην καρδιά και στην ψυχή, μολονότι έχει δεσμούς αίματος με μια νορμανδική οικογένεια. Όλο ι εδώ, ιερωμένοι και λαϊκοί, είμαστε πιστοί υπηρέτες του Μεγαλειότατου και, αν συμφωνείς κι εσύ, κύριε αβά, θα πιούμε μαζί στην υγεία του ευγενικού Ριχάρδου.
- Δέχομαι ευχαρίστως την πρόσκληση σου, Ρομπέν των Δασών, αποκρίθηκε ο βασιλιάς, και είμαι έτοιμος να σ' ακολουθήσω.
- Ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου δείχνεις, καλέ μου αβά, είπε ο Ρομπέν και οδήγησε το άλογο που ίππευε ο Ριχάρδος στο μονοπάτι που κατέληγε στο δέντρο της Σύναξης.
Τους ακολούθησαν ο Ζανούλης, ο Κόκκινος Γουίλ και οι τέσσερις ιππότες που ήταν μεταμφιεσμένοι σε καλόγερους.
Μόλις μπήκαν στο μονοπάτι, ένα ελάφι, τρομαγμένο από τη φασαρία πέρασε γρήγορα από μπροστά τους· γρηγορότε-222
ρο όμως το βέλος του Ρομπέν, σαΐτεψε θανάσιμα στο πλευρό το άμοιρο ζώο.
- Ωραία βολή! Θαυμάσια βολή! φώναξε ενθουσιασμένος ο βασιλιάς.
- Ε, δεν ήταν και τίποτα το εξαιρετικό, κύριε αβά, είπε ο Ρομπέν κοιτάζοντας κάπως έκπληκτος τον Ριχάρδο. Όλο ι ανεξαιρέτως οι άντρες μου μπορούν να σαϊτέψουν ένα ελάφι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο· ακόμα κι η γυναίκα μου ξέρει να ρίχνει με το τόξο, και μάλιστα σε στόχους πολύ δυσκολότερους απ' αυτόν εδώ.
- Η γυναίκα σου; επανέλαβε ο βασιλιάς. Είσαι παντρεμένος; Μα τη θεία λειτουργία, ανυπομονώ να γνωρίσω αυτήν που μοιράζεται τους κινδύνους και τις περιπέτειες της ζωής σου.
- Η γυναίκα μου δεν είναι η μόνη, άρχοντα αβά, που προτιμά μια πιστή καρδιά κι ένα πρωτόγονο σπιτικό από μια δόλια αγάπη και την πολυτέλεια της ζωής στην πόλη.
- Θα σου γνωρίσω κι εγώ τη γυναίκα μου, κύριε αβά, φώναξε ο Κόκκινος Γουίλ, κι αν δεν συμφωνήσεις ότι έχει βασιλική ομορφιά, θα μου επιτρέψεις να σου πω ότι είσαι τυφλός ή δεν έχεις ιδέα από γυναίκες!
- Μα τον άγιο Ντάνσταν, είπε ο Ριχάρδος, φαίνεται πως δίκαια σας αποκαλούν εύθυμους άντρες· τίποτα δεν σας λείπει εδώ: όμορφες γυναίκες, βασιλικό κυνήγι, πλούσια βλάστηση, απόλυτη ελευθερία.
- Ε ίμαστε πολύ ευτυχισμένοι, άρχοντα, συμφώνησε ο Ρομπέν γελώντας.
Η ομάδα έφτασε γρήγορα σ' ένα ξέφωτο όπου, πάνω στο γρασίδι, τους περίμενε, έτοιμο, ένα πλούσιο γεύμα· και μόνο η θέα αυτού του γεύματος, όπου αφθονούσε το λαχταριστό, μυρωδάτο κυνήγι, άνοιξε την όρεξη του Ριχάρδου του Λεο-ντόκαρδου.
223
- Μα τη συνείδηση της μητέρας μου, φώναξε, να ένα πραγματικά βασιλικό γεύμα!
Ο βασιλιάς κάθισε κατάχαμα κι άρχισε να τρώει με άπειρη ευχαρίστηση. Προς το τέλος του γεύματος, στράφηκε στον οικοδεσπότη του:
- Μετά απ' όσα μου είπες, ανυπομονώ να γνωρίσω τις συντρόφισσες σας. Φώναξε τις, λοιπόν, είμαι περίεργος να δω αν αξίζουν πράγματι, όπως είπε ο κοκκινομάλλης φίλος σου, να στολίζουν την Α υ λ ή του βασιλιά της Α γ γ λ ί α ς .
Ο Ρομπέν έστειλε τον Γουίλ να βρει τις όμορφες νύμφες του δάσους και είπε στους άντρες του να ετοιμαστούν για τα αγωνίσματα με τα οποία καταγίνονταν τις ημέρες της σχόλης.
- Οι άντρες μου θα προσπαθήσουν να σε διασκεδάσουν λίγο, κύριε αβά, είπε ο Ρομπέν επιστρέφοντας κοντά στον βασιλιά, και θα δεις ότι οι απολαύσεις μας και ο κάπως παράξενος τρόπος που ζούμε, δεν έχουν τίποτα το κακό. Kαι όταν δεις τον καλό βασιλιά Ριχάρδο, να του πεις, αυτό σού το ζητώ σαν χάρη, πως οι καλοί Σάξονες δεν πρέπει να φοβούνται τους εύθυμους άντρες του Σέργουντ, που φέρονται πάντα ευγενικά σε όσους συμπονούν τις αναπόφευκτες αθλιότητες της σκληρής ζωής τους.
- Μείνε ήσυχος, γενναίε στρατιώτη, ο Μεγαλειότατος θα πληροφορηθεί όλα όσα συμβαίνουν εδώ, σαν να ήταν ο ίδιος παρών σε τούτο το γεύμα.
Οι άντρες του Ρομπέν άρχισαν τότε να αγωνίζονται στην τοξοβολία, με χέρι τόσο σταθερό και με τόσο καλό σημάδι, που ο βασιλιάς τούς συγχάρηκε πραγματικά έκπληκτος.
Μετά από μισή ώρα περίπου, φάνηκε ο Κόκκινος Γουίλ, φέρνοντας μαζί του τη Μαριάν και τη Μοντ, που ήταν ντυμένες με πράσινη φορεσιά αμαζόνας από ύφασμα του Λίν-κολν, και κρατούσαν η καθεμιά τους τόξο και φαρέτρα.
Πίσω τους έρχονταν η Μπάρμπαρα, η Γουίνιφρεντ, η Λίλα και οι όμορφες γυναίκες των νεαρών Γκάμγουελ. 224
Ο βασιλιάς γούρλωσε τα μάτια κατάπληκτος και κοίταξε αμίλητος τα όμορφα πρόσωπα που κοκκίνιζαν κάτω από το βλέμμα του.
- Κύριε αβά. είπε ο Ρομπέν παίρνοντας το χέρι της Μαριάν, σου παρουσιάζω τη βασίλισσα της καρδιάς μου, την πολυαγαπημένη μου γυναίκα.
- Μπορείς δίκαια να την αποκαλείς βασίλισσα των εύθυμων αντρών σου, γενναίε Ρομπέν, φώναξε ο βασιλιάς. Έ χ ε ι ς δίκιο να περηφανεύεσαι ότι σε αγαπάει ένα τόσο όμορφο πλάσμα. Α γ α π η τ ή κυρία, συνέχισε ο βασιλιάς, επιτρέψτε μου να χαιρετήσω στο πρόσωπο σας τη βασίλισσα του μεγάλου δάσους του Σέργουντ και να σας υποβάλω τα σέβη μου.
Με αυτά τα λόγια, ο βασιλιάς γονάτισε στο ένα του πόδι, πήρε το λευκό χέρι της Μαριάν και το φίλησε με χάρη.
- Είσαστε πολύ ευγενικός, κύριε αβά, είπε η Μαριάν ταπεινά. Μην ξεχνάτε, όμως, σας παρακαλώ, ότι δεν αρμόζει σ' έναν άντρα με το δικό σας άγιο χαρακτήρα, να γονατίζει έτσι μπροστά σε μια γυναίκα· μόνο στον Θεό πρέπει να δείχνετε τόση ταπεινότητα και σεβασμό.
- Να μια επίπληξη εξαιρετικά ηθ ική για τη γυναίκα ενός απλού ανθρώπου του δάσους, μουρμούρισε ο βασιλιάς καθώς πήγαινε να ξανακαθίσει κάτω από το δέντρο της Σύναξης.
- Κύριε αβά, να σου γνωρίσω κι εγώ τη γυναίκα μου! φώναξε ο Γουίλ, φέρνοντας τη Μοντ κοντά στον Ριχάρδο.
Ο βασιλιάς κοίταξε τη Μοντ και χαμογέλασε. - Αυτό το όμορφο πλάσμα είναι η κυρία που μου έλεγες
πως θα τιμούσε το παλάτι ενός βασιλιά; - Μάλιστα, άρχοντα, αποκρίθηκε ο Γουίλ. - Ε, λοιπόν, φίλε μου, συνέχισε ο Ριχάρδος, συμφωνώ
μαζί σου κι αν μου επιτρέπεις, θα δώσω ένα φιλί στα όμορφα μάγουλα της αγαπημένης σου.
225
Ο Γουίλιαμ χαμογέλασε και ο βασιλιάς, που θεώρησε αυτό το χαμόγελο σαν καταφατική απάντηση, φίλησε ευγε-, νικά τη νεαρή γυναίκα.
- Άφησε με να σου πω κάτι εμπιστευτικά, κύριε αβά, είπε ο Γουίλ πλησιάζοντας τον βασιλιά που δέχτηκε ευχαρίστως την πρόταση του. Τελικά, ξέρεις να κρίνεις τις γυναίκες, συνέχισε ο Γουίλ, και δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι μέσα στο δάσος του Σέργουντ. Από σήμερα, σου υπόσχομαι μια εγκάρδια υποδοχή, κάθε φορά που θα σε φέρνει η τύχη κοντά μας.
- Σ' ευχαριστώ, ευγενικέ στρατιώτη, απάντησε χαρούμενος ο βασιλιάς. Α, α, μα εδώ έχουμε κι άλλες ; φώναξε έκπληκτος ο Ριχάρδος καθώς έβλεπε τις αδελφές του Γουίλ που, μαζί με τη Λίλα, παρουσιάζονταν μπροστά του. Ε ι λ ι κρινά, λεβέντες μου, οι Δρυάδες σας είναι σωστές νεράιδες!
Εκε ίνη τη στ ιγμή εμφανίστηκε στο κέντρο της ομήγυρης ο ιππότης Ρίτσαρντ της Κοιλάδας, που έλειπε από το πρωί. Μόλις είδε τον βασιλιά, ο ιππότης τινάχτηκε, γιατί γνώριζε τέλεια το πρόσωπο του Ριχάρδου. Πλησίασε τον Ρομπέν και κατάλαβε πως ο νεαρός άντρας δεν είχε ιδέα ποιος ακριβώς ήταν ο επισκέπτης του.
- Μήπως ξέρεις πώς λέγεται αυτός με το ράσο του αβά; ρώτησε χαμηλόφωνα ο σερ Ρίτσαρντ.
- Ό χ ι , του απάντησε ο Ρομπέν. Ε δ ώ και λ ί γ η ώρα, όμως, σκέφτομαι πως μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο μπορεί να έχει αυτά τα κόκκινα μαλλιά και τα μεγάλα, γαλάζια μάτια, ο...
- Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, ο βασιλιάς της Α γ γ λ ί α ς ! φώναξε άθελα του ο ιππότης.
- Χ α , χα! γέλασε ο ψευτο-καλόγερος, πλησιάζοντας. Ο Ρομπέν των Δασών και ο σερ Ρίτσαρντ έπεσαν στα γό
νατα. - Τώρα αναγνωρίζω το λαμπρό πρόσωπο του βασιλιά
μου, είπε ο αρχηγός των παρανόμων. Είναι πράγματι το
226
πρόσωπο του καλού βασιλιά Ριχάρδου της Α γ γ λ ί α ς . Ο Θεός να σας προστατεύει, Μεγαλειότατε!
Ένα χαμόγελο συμπάθειας διαγράφηκε στα χε ί λη του βασιλιά.
-Μεγαλε ιότατε , συνέχισε ο Ρομπέν στην ίδια ταπεινή στάση, ξέρετε τώρα ποιοι είμαστε: παράνομοι, που μας έδιωξε από τα σπίτια των προγόνων μας μια άδικη και σκληρή τυραννία. Φτωχοί και άστεγοι, βρήκαμε καταφύγιο μες στη μοναξιά του δάσους· ζήσαμε με το κυνήγι, με ελεημοσύνες -που τις απαιτούσαμε, βέβαια, -αλλά χωρίς βία και όσο πιο ευγενικά μπορούσαμε. Μας έδιναν ευχαρίστως ή γογγύζο-ντας, ποτέ όμως δεν παίρναμε πριν βεβαιωθούμε ότι αυτός που αρνιόταν να μας βοηθήσει, είχε το πουγκί του γεμάτο. Μεγαλειότατε, σας ικετεύω να δείξετε επιείκεια στους συντρόφους μου και στον αρχηγό τους.
- Σήκω, Ρομπέν των Δασών, αποκρίθηκε καλοσυνάτα ο βασιλιάς, και πες για ποιο λόγο με βοήθησες με τους γενναίους τοξότες σου κατά την επίθεση μου στο κάστρο του Νότιγχαμ.
- Μεγαλειότατε, απάντησε ο Ρομπέν των Δασών, που μολονότι ε ίχε υπακούσει στη διαταγή του βασιλιά, στεκόταν ελαφρά σκυμμένος μπροστά του, είσαστε το ίνδαλμα κάθε γνήσιας αγγλικής καρδιάς. Με τα κατορθώματα σας, για τα οποία όλοι σάς θαυμάζουν, κατακτήσατε τον τ ίτλο του γενναιότερου των γενναίων, του ανθρώπου με τη λιο-νταρίσια καρδιά, που σαν τίμιος ιππότης, σκορπίζει τους εχθρούς του κι απλώνει στους δυστυχισμένους τη γενναιόδωρη προστασία του. Αξ ιζε στον πρίγκιπα Ιωάννη να πέσει στη δυσμένεια σας και όταν έμαθα ότι ο βασιλιάς μου βρισκόταν μπροστά στα τε ίχη του κάστρου του Νότιγχαμ, μπήκα κρυφά στην υπηρεσία σας. Όταν η Μεγαλειότητα σας κυρίευσε το κάστρο όπου είχε καταφύγει ο στασιαστής πρίγκιπας, έκρινα πως η αποστολή μου είχε ολοκληρωθεί
227
και αποχώρησα χωρίς να πω τίποτα, γιατί με ικανοποιούσε βαθιά και μόνο το γεγονός ότι είχα υπηρετήσει πιστά τον βασιλιά μου.
- Σ' ευχαριστώ για την ειλικρίνεια σου, Ρομπέν των Δασών, είπε ο Ριχάρδος, και για τη στοργή σου στο πρόσωπο μου. Τα λόγια και τα έργα σου δείχνουν τίμιο άνθρωπο· είμαι ικανοποιημένος και δίνω χάρη σε όλους τους εύθυμους άντρες του Σέργουντ. Ε ί χ ε ς στα χέρια σου μ ε γ ά λ η εξουσία, θα μπορούσες να κάνεις κακό, αλλά δεν επωφελήθηκες απ' αυτή την επικίνδυνη δύναμη. Βοήθησες τους φτωχούς, που είναι πολλοί στην περιοχή του Νότιγχαμ. Πήρες χρήματα μόνο από τους πλούσιους Νορμανδούς, για τις ανάγκες των ανθρώπων σου. Συγχωρώ τα λ ά θ η σου· ήταν οι φυσικές συνέπειες μιας πολύ δύσκολης εποχής. Εφόσον, όμως, παραβιάστηκαν οι δασικοί νόμοι, εφόσον οι αξιωματούχοι της Ε κ κλησίας και οι άρχοντες υποχρεώθηκαν να σου αφήσουν έστω κι αυτά τα ψίχουλα από τις τεράστιες περιουσίες τους, η συγχώρεση που σου δίνω πρέπει να είναι γραπτή, για να μπορέσεις να ζήσεις πια χωρίς τον κίνδυνο να σε κατηγορήσουν ή να σε δικάσουν. Αύριο, μπροστά στους ιππότες μου, θ' ακυρώσω την απόφαση που σε υποβιβάζει σε θέση κατώτερη και από τον τελευταίο δούλο του βασιλείου. Επιστρέφω, λοιπόν, σ' εσένα και σε όσους έζησαν μαζί σου αυτή την περιπετειώδη ζωή, τα δικαιώματα και τα προνόμια των ελεύθερων ανθρώπων. Ε ίπα και ορκίζομαι στον παντοδύναμο Θεό ότι θα τηρήσω το λόγο μου.
- Ζ ή τ ω ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος! φώναξαν οι ιππότες. - Η Παρθένα Μαρία να 'ναι πάντα στο πλευρό σας, Μ ε
γαλειότατε! είπε ο Ρομπέν των Δασών συγκινημένος· και, προσπέφτοντας στο ένα γόνατο, φίλησε με σεβασμό το χέρι του γενναιόδωρου βασιλιά.
Μετά απ' αυτή την κίνηση ευγνωμοσύνης, ο Ρομπέν σηκώθηκε, σάλπισε με το βούκινο του και οι εύθυμοι άντρες, 228
που άλλοι καταγίνονταν με την τοξοβολία και άλλοι ασκούνταν στην κονταρομαχία, έτρεξαν αμέσως και σχημάτισαν κύκλο γύρω από τον νεαρό αρχηγό τους.
- Γενναίοι σύντροφοι, είπε ο Ρομπέν, γονατίστε και βγάλτε τα σκουφιά σας: βρισκόσαστε μπροστά στον νόμιμο ηγεμόνα μας, στον πολυαγαπημένο βασιλιά της εύθυμης Α γ γλίας, τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο! Τ ιμήστε τον ευγενικό κύριο και άρχοντα μας!
Οι παράνομοι υπάκουσαν στη διαταγή του αρχηγού τους και καθώς υποκλίνονταν ταπεινά μπροστά στον Ριχάρδο, ο Ρομπέν τούς πληροφόρησε για την επιείκεια και τη μεγαλοψυχία του ηγεμόνα τους.
Οι εύθυμοι άντρες δεν χρειάστηκαν ά λ λ η προτροπή για να εκφράσουν τη χαρά τους· έβγαλαν μια ζητωκραυγή τόσο τρομερή, που δεν θα είναι υπερβολή να υποθέσουμε ότι ακούστηκε δυο μίλια μακριά από το δέντρο της Σύναξης.
Αμέσως μετά, ο Ριχάρδος της Α γ γ λ ί α ς κάλεσε τον Ρομπέν να τον συνοδεύσει στο κάστρο του Νότιγχαμ, μαζί με τους άντρες του.
- Μεγαλειότατε, αποκρίθηκε ο Ρομπέν, η πρόσκληση σας με κολακεύει και γεμίζει την καρδιά μου με ανείπωτη χαρά. Η ψυχή και το σώμα μου ανήκουν στον ηγεμόνα μου· αν μου επιτρέπετε, θα διαλέξω εγώ εκατόν σαράντα τοξότες που, με απόλυτη αφοσίωση, θα είναι οι ταπεινοί υπηρέτες της Μεγαλειότητας σας.
Ο βασιλιάς, κολακευμένος αλλά και έκπληκτος με την ταπεινή στάση του ηρωικού παράνομου απέναντι του, ευχαρίστησε εγκάρδια τον Ρομπέν των Δασών και, αφού του είπε να ξαναστείλει τους άντρες του στα αγωνίσματα τους, πήρε μια κούπα, τη γέμισε ξέχειλα κρασί, το ήπιε μονορούφι και είπε με ύφος χαρούμενο και φιλικό:
- Kαι τώρα, φίλε Ρομπέν, πες μου, σε παρακαλώ, ποιος είναι αυτός εκεί ο γίγαντας;
229
- Σπουδαίο παλικάρι, Μεγαλειότατε, απάντησε ο Ρομπέν. Είναι τόσο δυνατός που μπορεί να σταματήσει μόνος του ένα λόχο στρατιωτών, αλλά δακρύζει σαν παιδάκι όταν ακούει μια συγκινητική ιστορία. Ο άνθρωπος που είχε την τ ιμή να τον προσέξετε είναι αδελφός μου, Μεγαλειότατε, σύντροφος μου, ο καλύτερος φίλος μου· έχει χρυσή καρδιά, μια καρδιά πιστή σαν το ατσάλι του σπαθιού του. Χειρίζεται το κοντάρι τόσο επιδέξια, που κανείς δεν τον έχει νικήσει μέχρι σήμερα. Είναι, επιπλέον, ο καλύτερος τοξότης όλης της περιοχής και το πιο γενναίο παλικάρι του κόσμου.
- Ειλικρινά, μ' αρέσει πολύ ν' ακούω τέτοια εγκώμια, Ρομπέν, είπε ο βασιλιάς. Γιατί αυτός για τον οποίο τα λες, αξίζει να 'ναι φίλος σου. Θ έ λ ω να μιλήσω λίγο μ' αυτόν τον γενναίο στρατιώτη. Πώς λέγεται ;
- Ζαν Νέιλορ, Μεγαλειότατε. Εμε ίς , όμως, τον φωνάζουμε Ζανούλη, εξαιτίας του ύψους του.
- Μα την πίστη μου, φώναξε ο βασιλιάς γελώντας, μια χούφτα από τέτοιους Ζανούληδες θα είχε σπείρει τον τρόμο σ' εκείνα τα άπιστα σκυλιά. Ε, όμορφο δέντρο του δάσους, πύργε της Βαβυλώνας, Ζανούλη, παλικάρι μου, έλα εδώ, θέλω να σε δω από κοντά.
Ο Ζανούλης πλησίασε με το σκούφο του στο χέρι και περίμενε με ήρεμη σιγουριά τις διαταγές του Ριχάρδου.
Ο βασιλιάς μίλησε κάμποσο μαζί του, σχολιάζοντας την καταπληκτ ική του δύναμη, κι ύστερα του πρότεινε να παλέψουν· ωστόσο, παρ' όλο το σεβασμό που έδειχνε ο γιγαντόσωμος Ζανούλης στο πρόσωπο του, ο βασιλιάς νικήθηκε γρήγορα.
Μετά απ' αυτή τη δοκιμή, ο βασιλιάς πήρε μέρος στα παιχνίδια και στα αγωνίσματα των εύθυμων αντρών με τόση φυσικότητα, σαν να ήταν χρόνια σύντροφος τους, και δήλωσε στο τέλος ότι είχε πολύ καιρό να περάσει μια τόσο όμορφη μέρα. Εκε ίνη τη νύχτα, ο βασιλιάς της Α γ γ λ ί α ς
230
κοιμήθηκε κάτω από τ' άστρα, με την προστασία των παρανόμων του δάσους του Σέργουντ και την επομένη, αφού τίμησε ένα εξαίρετο γεύμα, ετοιμάστηκε να πάρει το δρόμο για το Νότιγχαμ.
- Γενναίε μου Ρομπέν, είπε ο βασιλιάς, μπορείς να μου φέρεις μερικές φορεσιές σαν αυτές που φορούν οι άντρες σου;
- Φυσικά, Μεγαλειότατε. - Ωραία, τότε! Πες να φέρουν μία για μένα, ντύσε ίδια τους
ιππότες μου και σου υπόσχομαι πως μόλις φτάσουμε στο Νότιγχαμ θα περάσουμε μερικές πολύ όμορφες στιγμές.
Ο βασιλιάς και οι ιππότες του άλλαξαν τα ράσα με τις φορεσιές που τους έφερε ο Ρομπέν και μετά από ένα ευγενικό φιλί που έδωσε στη Μαριάν, προς τ ιμή όλων των κυριών του δάσους, ο Ριχάρδος -περιτριγυρισμένος από τον Ρομπέν, τον Ζανούλη, τον Κόκκινο Γουίλ, τον Τρανό και εκατόν σαράντα τοξότες- πήρε χαρούμενος το δρόμο για το αρχοντικό του.
Στ ις πύλες της πόλης του Νότιγχαμ, ο Ριχάρδος πρόσταξε τους άντρες της ακολουθίας του να βγάλουν μια θριαμβευτική ζητωκραυγή.
Μ' αυτή την τρομερή ζητωκραυγή, οι κάτοικοι βγήκαν στα κατώφλια των σπιτιών τους - και μόλις είδαν όλους αυτούς τους εύθυμους άντρες οπλισμένους μέχρι τα δόντια, υπέθεσαν ότι ο βασιλιάς είχε σκοτωθεί από τους παρανόμους και πως οι άνθρωποι του δάσους, ενθουσιασμένοι από το θρίαμβο τους, είχαν κατεβεί στην πόλη για να σφάξουν όλους τους κατοίκους. Τρομοκρατημένοι οι δύστυχοι, άρχισαν να τρέχουν όπως όπως - άλλοι για να κρυφτούν στις πιο σκοτεινές γωνιές των σπιτιών τους, άλλοι ευθεία μπροστά τους, στα τυφλά. Ά λ λ ο ι χτύπησαν την καμπάνα του συναγερμού, κάλεσαν το στρατό της πόλης κι έψαξαν να βρουν τον μεγάλο σερίφη που, σαν από θαύμα, είχε γίνει άφαντος...
231
Οι στρατιώτες του βασιλιά ετοιμάστηκαν να επιτεθούν για να διαλύσουν τους παρανόμους, αλλά οι αρχηγοί τους, που δεν ήθελαν να πολεμήσουν χωρίς να ξέρουν το λόγο, έκοψαν την ορμή του πολεμικού τους οίστρου.
- Θαυμάστε τους πολεμιστές μας, είπε ο Ριχάρδος, παρατηρώντας με κοροϊδευτικό ύφος τους φοβισμένους υπερασπιστές της πόλης· θαρρώ πως τόσο οι πολίτες όσο κι οι στρατιώτες, αγαπούν πολύ τη ζωούλα τους. Ο σερίφης λείπει, οι αρχηγοί τρέμουν... μα το Θεό, αυτοί οι δειλοί αξίζουν μια παραδειγματική τιμωρία.
Πριν προλάβει ν' αποσώσει ο βασιλιάς αυτόν τον διόλου κολακευτικό συλλογισμό για τους κατοίκους του Νότιγχαμ, βγήκαν βιαστικά από το κάστρο οι άντρες της φρουράς του, με επικεφαλή έναν λοχαγό, έτοιμοι για μάχη , με τα ακόντια προτεταμένα.
- Μα τον άγιο Διονύσιο, οι λεβέντες μου δεν χωρατεύουν! φώναξε ικανοποιημένος ο βασιλιάς κι έφερε στα χ ε ί λ η του το βούκινο που του είχε δώσει ο Ρομπέν.
Σάλπισε τρεις φορές ένα κάλεσμα που είχε από πριν συμφωνημένο με τον λοχαγό των σωματοφυλάκων του κι εκείνος, αναγνωρίζοντας το σύνθημα, πρόσταξε τους άντρες του να κατεβάσουν τα όπλα και περίμενε με σεβασμό να πλησιάσει ο ηγεμόνας του. Τα νέα της επιστροφής του Ριχάρδου με τη θριαμβευτική συνοδεία του αρχηγού των παρανόμων, απλώθηκαν τόσο γρήγορα, όσο είχε απλωθεί και η φήμη πως έρχονταν οι άνθρωποι του δάσους με άγριες διαθέσεις. Οι κάτοικοι, που είχαν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους, βγήκαν κατακίτρινοι, αλλά με το χαμόγελο στα χε ίλη· και μόλις βεβαιώθηκαν πως ο Ρομπέν των Δασών και η συμμορία του είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη του βασιλιά, στριμώχτηκαν φιλικά γύρω από τους εύθυμους άντρες, δίνοντας συγχαρητήρια στον ένα, σφίγγοντας το χέρι του άλλου, δηλώνοντας πως ήταν φίλοι τους και θα τους προστάτευαν 232
όλους. Το πλήθος ξεσπούσε σε κραυγές χαράς και ευτυχίας κι από παντού ακούγονταν συνέχεια το ίδια λόγια: «Δόξα στον ευγενικό Ρομπέν των Δασών, στον γενναίο στρατιώτη, στον όμορφο παράνομο! Δόξα στον τρυφερό και ευγενικό Ρομπέν των Δασών!» Οι φωνές, ολοένα και πιο τολμηρές, επευφημούσαν τόσο πολύ τον αρχηγό των παρανόμων, που ο Ριχάρδος δεν άντεξε πια και φώναξε: « Μ α το στέμμα και το σκήπτρο μου, Ρομπέν, μου φαίνεται πως εσύ είσαι ο βασιλιάς εδώ! Σε διαβεβαιώνω ότι μπορείς να υπολογίζεις σ' εμένα».
- Μεγαλειότατε, αποκρίθηκε ο Ρομπέν, δεν έχω λόγια να εκφράσω τη χαρά μου για την υποστήριξη σας: τη δέχομαι για μένα, για τους άντρες μου και για έναν ιππότη που έπεσε στη δυσμένεια του βασιλιά Ερρίκου του Β' και αναγκάστηκε να καταφύγει στο δάσος του Σέργουντ. Αυτός ο ιππότης, Μεγαλειότατε, είναι ένας άνθρωπος με καρδιά, ένας άξιος οικογενειάρχης, ένας γενναίος Σάξονας, και αν μου κάνετε την τ ιμή ν' ακούσετε την ιστορία του σερ Ρίτσαρντ Γκόβερ της Κοιλάδας, είμαι σίγουρος ότι θα ικανοποιήσετε το αίτημα που θα τολμήσω να σας υποβάλω.
- Σου έδωσα το βασιλικό μου λόγο ότι θα σου κάνω όσες χάρες θέλεις , φίλε Ρομπέν, αποκρίθηκε στοργικά ο Ριχάρδος. Μ ί λ α άφοβα, λοιπόν, και πες μου τις συνθήκες που αυτός ο ιππότης έπεσε στη δυσμένεια του πατέρα μου.
Υπακούοντας στη διαταγή του βασιλιά, ο Ρομπέν αφηγήθηκε όσο πιο σύντομα μπορούσε την ιστορία του ιππότη της Κοιλάδας.
- Γ ια όνομα της Παναγίας! φώναξε έκπληκτος ο Ριχάρδος. Πράγματι , φέρθηκαν πολύ σκληρά σ' αυτόν τον ιππότη κι έκανες πολύ καλά που τον βοήθησες. Ωστόσο, γενναίε μου Ρομπέν, και σ' αυτή την περίπτωση, δεν θέλω να πούνε ότι ξεπέρασες τον βασιλιά της Α γ γ λ ί α ς σε μεγαλοψυχία και γενναιοδωρία. Θ έ λ ω κι εγώ να προστατέψω τον φίλο σου· φώναξε τον να 'ρθει κοντά μας.
233
Ο Ρομπέν φώναξε τον ιππότη που, συγκινημένος από μια κρυφή ελπίδα, παρουσιάστηκε με σεβασμό μπροστά στον βασιλιά.
- Σερ Ρίτσαρντ της Κοιλάδας, είπε με μεγαλοπρέπεια ο βασιλιάς, ο γενναίος σου φίλος Ρομπέν των Δασών, μόλις με πληροφόρησε για τις συμφορές που χτύπησαν την οικογένεια σου, για τους κινδύνους που διέτρεξες. Με μεγάλη μου χαρά θα αποδώσω δικαιοσύνη, ώστε να δείξω και στον Ρομπέν τον ειλικρινή θαυμασμό και τη βαθιά μου εκτίμηση για τη συμπεριφορά του. Σου επιστρέφω την περιουσία σου και για ένα χρόνο δεν θα πληρώσεις κανένα φόρο και καμιά εισφορά.
- Μεγαλειότατε, είπε ο ιππότης προσπέφτοντας στο ένα γόνατο, πώς μπορώ να σας δείξω την ευγνωμοσύνη που πλημμυρίζει την καρδιά μου;
- Λέγοντας μου ότι είσαι ευτυχισμένος, απάντησε χαρούμενος ο βασιλιάς· δίνοντας μου την υπόσχεση ότι δεν προσβάλεις ποτέ τα μ έ λ η της αγίας Εκκλησίας.
Ο σερ Ρίτσαρντ φίλησε το χέρι του μεγαλόκαρδου πρίγκιπα και χάθηκε διακριτικά μέσα στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί κοντά στον βασιλιά.
- Λοιπόν, γενναίε μου τοξότη, συνέχισε ο Ριχάρδος γυρίζοντας προς τον Ρομπέν, τι άλλο θέλεις από μένα;
- Τίποτα προς το παρόν, Μεγαλειότατε. Αργότερα, αν μου επιτρέψετε, θα σας ζητήσω μια τελευταία χάρη.
- Θα σου την κάνω. Τώρα, πάμε στο κάστρο· με φιλοξένησες πλουσιοπάροχα στο δάσος του Σέργουντ κι ελπίζω να υπάρχουν στο κάστρο του Νότιγχαμ αρκετές προμήθειες για να σου προσφέρουμε ένα βασιλικό γεύμα.
Ο γενναιόδωρος βασιλιάς πραγματοποίησε την ίδια κιόλας μέρα την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ρομπέν των Δασών· υπέγραψε μια απόφαση που ακύρωνε τη διαταγή εξορίας και επέστρεφε στον νεαρό άντρα τα δικαιώματα και 234
τους τίτλους για την περιουσία και τα αξιώματα της οικογένειας των Χάντινγκτον.
Την επομένη αυτής της ευτυχισμένης ημέρας, ο Ρομπέν συγκέντρωσε τους άντρες του σε μια από τις αυλές του κάστρου και τους ανάγγειλε την ανέλπιστη αλλαγή της τύχης του. Αυτό το μαντάτο πλημμύρισε με ειλικρινή χαρά τις καρδιές των γενναίων στρατιωτών· αγαπούσαν τόσο πολύ τον αρχηγό τους, που αρνήθηκαν, μ' ένα στόμα θα 'λεγες, να φύγουν από την υπηρεσία του. Συμφώνησαν, λοιπόν, ότι οι εύθυμοι άντρες θα έπαυαν στο μέλλον να «εισπράττουν» εισφορές από τους Νορμανδούς και τους κληρικούς, κι ότι θα ζούσαν με έξοδα του ευγενικού αφέντη τους, του Ρομπέν, που είχε γίνει πάλι ο πλούσιος κόμης του Χάντινγκτον.
- Παλικάρια μου, είπε ο Ρομπέν, εφόσον θέλετε να ζήσετε κοντά μου και να με συνοδεύσετε στο Λονδίνο, αν μας στείλουν εκεί οι διαταγές του πολυαγαπημένου μας ηγεμόνα, θ έ λ ω να ορκιστείτε ότι δεν θ' αποκαλύψετε σε κανέναν πού βρίσκεται το κρησφύγετο μας. Ας φυλάξουμε αυτό το πολύτιμο καταφύγιο για μια ενδεχόμενη συμφορά.
Οι άντρες έδωσαν με δυνατή φωνή τον όρκο που τους ζήτησε ο αρχηγός τους, και ο Ρομπέν τούς έστειλε να προετοιμάσουν, χωρίς καθυστέρηση, την αναχώρηση τους.
Στ ις 30 Μαρτίου 1194, μια μέρα πριν ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής του στο Λονδίνο, ο Ριχάρδος συγκάλεσε συμβούλιο στο κάστρο του Νότιγχαμ κι ανάμεσα στα σημαντικά θέματα που συζητήθηκαν, ήταν και η αποκατάσταση των δικαιωμάτων του Ρομπέν των Δασών στην κομητεία του Χάντινγκτον. Ο βασιλιάς εξέφρασε τη σαφή επιθυμία του να επιστραφεί στον Ρομπέν η περιουσία που κατακρατούσε ο αβάς του Ραμσέ, και οι σύμβουλοι του υποσχέθηκαν ότι θα τον ικανοποιούσαν απόλυτα με μια πράξη δικαιοσύνης η οποία θα διόρθωνε όλες τις αδικίες που τόσο καρτερικά είχε αντέξει ο ευγενικός παράνομος...
235
Το Σέργουντ χάνει τη βασίλισσά του...
Π ρ ι ν απομακρυνθεί, ίσως για πάντα, από το πανάρχαιο δάσος που του είχε προσφέρει καταφύγιο, ο Ρομπέν των Δασών ένιωσε μια τόσο δυνατή νοσταλγία για το παρελθόν, έναν φόβο για το μέλλον -που, ωστόσο, δεν ταίριαζαν με τις προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά του μετά τις γενναιόδωρες υποσχέσεις του Ριχάρδου— ώστε αποφάσισε να περιμένει κάτω από την προστασία των δέντρων την υλοποίηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει ο βασιλιάς της Α γ γ λ ί α ς .
Τελ ικά, η απόφαση του Ρομπέν να παραμείνει στο Σέργουντ αποδείχτηκε σ ω σ τ ή · η στέψη του Ριχάρδου, που έγινε στο Γουίντσεστερ λίγο μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, τους απορρόφησε όλους τόσο πολύ, ώστε κανείς δεν βρήκε το χρόνο ν' ασχοληθεί με τα δικαιώματα του νεαρού κόμη του Χάντινγκτον που είχαν μεν αναγνωριστεί, αλλά δεν είχαν ακόμα ανακοινωθεί επισήμως.
Όταν τελείωσαν οι γιορτές της στέψης, ο Ριχάρδος αναχώρησε για την ηπειρωτική Ευρώπη, όπου τον καλούσε μια έντονη λαχτάρα εκδίκησης εναντίον του Φιλίππου της Γαλλίας, και πιστεύοντας στα λόγια και τις υποσχέσεις των συμβούλων του, τους άφησε να φροντίσουν για την αποκατάσταση της περιουσίας του γενναίου Ρομπέν των Δασών.
Ο βαρόνος του Μπράουτον (ο αβάς του Ραμσέ), που εξακολουθούσε ν' απολαμβάνει τα αγαθά της οικογένειας Χάντιν-236
γκτον, έβαλε σ' ενέργεια όλη την επιρροή και την τεράστια περιουσία του για να καθυστερήσει την εκτέλεση της απόφασης που είχε πάρει ο Ριχάρδος υπέρ του αληθινού κληρονόμου του τίτλου, για την παράδοση των κτημάτων αυτής της πλούσιας κομητείας· ενώ, όμως, φρόντιζε ν' αποκτήσει προστάτες και φίλους, ο συνετός βαρόνος δεν εναντιωνόταν ανοιχτά στις αποφάσεις του βασιλιά· περιοριζόταν μόνο να ζητάει παράταση χρόνου, να γεμίζει τον καγκελάριο με πλούσια δώρα κι έτσι κατάφερνε να παραμένει ιδιοκτήτης της περιουσίας που είχε αρπάξει.
Όσον καιρό πολεμούσε ο Ριχάρδος στη Νορμανδία και ο αβάς του Ραμσέ εξαγόραζε, μεθοδικά, όλους τους ανθρώπους της καγκελαρίας, ο Ρομπέν των Δασών καρτερούσε το μήνυμα που θα τον πληροφορούσε πως η περιουσία του πατέρα του γινόταν και πάλι δική του.
Ωστόσο, έντεκα μήνες αναμονής εξάντλησαν την υπομονή του νεαρού άντρα· οπλίστηκε με θάρρος και υπολογίζοντας στην καλοσύνη που του είχε δείξει ο βασιλιάς όταν είχε έρθει στο Νότιγχαμ, έκανε μια αίτηση στον Ουμβέρτο Γουόλτερ, αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπιουρι, σφραγιδοφύ-λακα της Α γ γ λ ί α ς και μεγάλο δικαστή του βασιλείου. Το αίτημα του Ρομπέν έφτασε στον προορισμό του και το διάβασε ο αρχιεπίσκοπος· ωστόσο, χωρίς ν' απορριφθεί ανοιχτά, έμεινε αναπάντητο κι ήταν σαν να μην είχε υποβληθεί ποτέ.
Βλέποντας την απροθυμία και την αδράνεια εκείνων που είχαν αναλάβει να του επιστρέψουν την περιουσία του, ο νεαρός άντρας μάντεψε εύκολα ότι ένας κρυφός πόλεμος γινόταν εναντίον του. Δυστυχώς, ο αβάς του Ραμσέ, που είχε γίνει βαρόνος του Μπράουτον και κόμης του Χάντινγκτον, ήταν ένας πολύ δυνατός αντίπαλος για να μπορέσει ο Ρομπέν -τουλάχιστον όσο έλειπε ο Ριχάρδος- να του κάνει και τα παραμικρά αντίποινα. Έ τ σ ι , ο ήρωας μας αποφάσισε να κλείσει τα μάτια στις αδικίες που γίνονταν σε βάρος του και να περιμένει ήσυχα την επιστροφή του βασιλιά της Α γ γ λ ί α ς .
237
Όταν πήρε αυτή την απόφαση, ο Ρομπέν έστειλε ένα δεύτερο μήνυμα στον μεγάλο δικαστή. Τον ενημέρωσε πόσο δυσαρεστημένος αισθανόταν για την υποστήριξη που έδειχνε στον αβά του Ραμσέ, και του δήλωσε ότι, μέχρι να επιστρέψει ο Ριχάρδος στην Α γ γ λ ί α και ν' αποδώσει δικαιοσύνη, εκείνος έμπαινε πάλι επικεφαλής της συμμορίας του και θα συνέχιζε να ζει, όπως στο παρελθόν, στο βαθύσκιωτο δάσος του Σέργουντ.
Τέσσερα χρόνια κύλησαν μέσα στην απατηλή ηρεμία που επικρατεί συνήθως πριν απ' τις καταιγίδες και τις επαναστατικές αναταραχές. Ένα πρωί, το μαντάτο ότι πέθανε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος χτύπησε σαν κεραυνός το βασίλειο της Α γ γ λ ί α ς και σκόρπισε τον τρόμο σε όλες τις καρδιές. Αμέσως μετά, η άνοδος στο θρόνο του πρίγκιπα Ιωάννη, που άρχισε να φαίνεται σαν να 'θελε να προκαλέσει εναντίον του το μίσος όλου του κόσμου, έδωσε το σύνθημα για αλλεπάλληλα εγκλήματα και άθλιες πράξεις βίας.
Σ τ η διάρκεια αυτής της καταστροφικής περιόδου, ο αβάς του Ραμσέ, μαζί με μια πολυάριθμη ακολουθία, πέρασε μέσα από το δάσος του Σέργουντ για να πάει στο Γιορκ, κι έπεσε στα χέρια του Ρομπέν. Για ν' απελευθερώσουν αυτόν και τη συνοδεία του, οι άνθρωποι του δάσους ζήτησαν υπέρογκα λύτρα. Αναγκάστηκε να πληρώσει, αλλά υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε για να τους τιμωρήσει σκληρά - κι αυτή η επιστροφή, δεν άργησε πολύ.
Ο αβάς του Ραμσέ απευθύνθηκε στον βασιλιά και ο Ιωάννης, που εκείνη την εποχή χρειαζόταν πάρα πολύ τη στήριξη των ευγενών, εισάκουσε τα παράπονα του βαρόνου κι αποφάσισε να στείλει μια εκατοστή άντρες υπό τις διαταγές του σερ Γουίλιαμ Γκρέι, μεγαλύτερου αδελφού του Ζαν Γκρέι, ευνοούμενου του βασιλιά, για να καταδιώξουν τον Ρομπέν των Δασών και ν' αποδεκατίσουν όλη τη συμμορία του. 238
Ο ιππότης του Γκρέι, που ήταν Νορμανδός, σιχαινόταν τους Σάξονες και σπρωγμένος απ' αυτό το μίσος, ορκίστηκε ότι θα έριχνε γρήγορα στα πόδια του αβά το κεφάλι του μισητού αντιπάλου του.
Ο ξαφνικός ερχομός ενός λόχου βαριά οπλισμένων και άγριων στρατιωτών, έσπειρε τον πανικό στη μικρή πόλη του Νότιγχαμ· όταν μαθεύτηκε, όμως, ότι στόχος τους ήταν το δάσος του Σέργουντ και η εξόντωση της συμμορίας του Ρομπέν, ο τρόμος έγινε δυσαρέσκεια και μερικοί άντρες αφοσιωμένοι στους παράνομους, έτρεξαν να τους ειδοποιήσουν για τη συμφορά που χτυπούσε ξανά την πόρτα τους.
Ο Ρομπέν άκουσε τα μαντάτα σαν άνθρωπος που βρίσκεται πάντα σ' επιφυλακή και περιμένει απ' τη μια στ ιγμή στην ά λ λ η το χτύπημα του εχθρού. Αμέσως μετά συγκέντρωσε τους άντρες του και τους προετοίμασε για ν' αντισταθούν σκληρά στις επιθέσεις των Νορμανδών· ύστερα έστειλε στους εχθρούς του έναν διαλεχτό τοξότη, ο οποίος, μεταμφιεσμένος σε αγρότη, θα προσφερόταν να οδηγήσει τους στρατιώτες στη βελανιδιά που όλη η κομητεία ήξερε πως ήταν το σημείο συγκέντρωσης των εύθυμων αντρών.
Αυτό το απλό τέχνασμα, που είχε βοηθήσει τόσες φορές στο παρελθόν τον Ρομπέν, έπιασε και τώρα, και ο ιππότης του Γκρέι δέχτηκε πρόθυμα την προσφορά του απεσταλμένου του Ρομπέν. Ο άνθρωπος του δάσους, λοιπόν, μπήκε επικεφαλής των στρατιωτών κι άρχισε να τους περιφέρει ανάμεσα στους θάμνους, στις λόχμες και τα βάτα τρεις ολόκληρες ώρες, δείχνοντας να μην καταλαβαίνει πως ot βαριές πανοπλίες ανάγκαζαν τους δύστυχους στρατιώτες να βαδίζουν με δυσκολία. Τέλος, όταν πια εξαντλήθηκαν από την κούραση, ο οδηγός τούς πήγε όχι στο δέντρο της Σύναξης, αλλά σ' ένα μεγάλο ξέφωτο, όπου ολόγυρα υπήρχαν φτελιές, οξιές και αιωνόβιες βελανιδιές. Σ' αυτό το σημείο, όπου το γρασίδι φύτρωνε τόσο φουντωτό και πυκνό όσο κι έξω από μια καστρόπορτα, είχαν στή-
239
σει το καρτέρι τους, άλλοι ορθοί, άλλοι ξαπλωμένοι, όλοι οι εύθυμοι άντρες.
Μόλις είδαν τους εχθρούς τους έτσι σκορπισμένους και -καταπώς τους φάνηκε- ανέτοιμους, οι στρατιώτες πήραν κουράγιο· χωρίς ν' αναζητήσουν τον οδηγό, που είχε γλ ι στρήσει ανάμεσα στις γραμμές των παρανόμων, έβγαλαν μια θριαμβευτική ιαχή και όρμησαν στους ανθρώπους του δάσους. Προς μ ε γ ά λ η τους έκπληξη οι Νορμανδοί διαπίστωσαν ότι οι εύθυμοι άντρες δεν έδειξαν διόλου να ενοχλούνται από την επίθεση τους - αντίθετα, χωρίς να μετακινηθούν από τις θέσεις τους, σήκωσαν πάνω απ' τα κεφάλια τους τεράστια κοντάρια κι άρχισαν να τα στριφογυρίζουν, σκασμένοι στα γέλια.
Εξοργισμένοι απ' αυτή τη γελοία υποδοχή, οι στρατιώτες ρίχτηκαν μπουλούκι με τα σπαθιά στα χέρια στους ανθρώπους του δάσους που, τελείως ατάραχοι, λύγισαν το ένα μετά το άλλο όλα τα όπλα που τους απειλούσαν, με τρομερά χτυπήματα των κονταριών· μετά, με εκπληκτική ταχύτητα, τσάκισαν με θανατηφόρα χτυπήματα τα κεφάλια και τις ράχες των Νορμανδών. Ο υπόκωφος ήχος που έκαναν οι πανοπλίες και τα κράνη των Νορμανδών ανακατευόταν με τις κραυγές των πεσμένων στρατιωτών και με τις ζητωκραυγές των ανθρώπων του δάσους, που δεν φαίνονταν να υπερασπίζονται τη ζωή τους, αλλά να εξασκούνται πάνω σε ακίνητα κορμιά.
Ο σερ Γουίλιαμ του Γκρέι, που καθοδηγούσε την επίθεση των στρατιωτών, έβλεπε λυσσασμένος να σωριάζονται γύρω του οι καλύτεροι άντρες του κι αναθεμάτιζε από τα βάθη της καρδιάς του την ιδέα του να ντύσει το στρατό του με τόσο βαριές πανοπλίες.
Τρομοκρατημένος από την πιθανότητα μιας συντριπτικής ήττας, ο ιππότης σήμανε υποχώρηση και, χάρη στη γενναιοδωρία του Ρομπέν, μπόρεσε να οδηγήσει μέχρι το Νότιγχαμ τ' απομεινάρια του στρατού του. 240
Εννοείται ότι μόλις γύρισε στο κάστρο, ο «ευγνώμων» ιππότης ετοιμάστηκε να επαναλάβει την επίθεση την επόμενη κιόλας μέρα, αλλά με στρατιώτες πιο ελαφρά ντυμένους.
Ο Ρομπέν, που είχε μαντέψει τα σχέδια του σερ Γκρέι, παρέταξε τους άντρες του στο ίδιο ακριβώς σημείο και περίμενε ήρεμα να εμφανιστούν οι στρατιώτες· κάποια στ ιγμή, ένας ανιχνευτής του, στημένος δυο μίλια μακριά από το δέντρο της Σύναξης, τον ειδοποίησε πως είχε δει τους στρατιώτες σε διάφορα σημεία έξω από το Νότιγχαμ.
Α υ τ ή τη φορά οι Νορμανδοί φορούσαν ελαφριές στολές τοξοτών και ήταν οπλισμένοι με τόξα, με μικρά σπαθιά και με ασπίδες.
Ο Ρομπέν και οι άντρες του έμειναν στις θέσεις τους μια ώρα περίπου, αλλά οι στρατιώτες δεν έλεγαν να φανούν. Ο νεαρός άντρας άρχιζε να πιστεύει πως οι εχθροί του είχαν αλλάξει γνώμη, όταν τον πλησίασε τρέχοντας ολοταχώς ένας τοξότης και του είπε ότι οι Νορμανδοί είχαν χάσει το δρόμο τους και πήγαιναν κατευθείαν για το δέντρο της Σύναξης, όπου με διαταγή του Ρομπέν είχαν συγκεντρωθεί όλες οι γυναίκες.
Μόλ ις άκουσε αυτά τα μαντάτα, ο Ρομπέν ένιωσε ένα κακό προαίσθημα· έγινε κατακίτρινος και φώναξε στους άντρες του: « Π ά μ ε γρήγορα να προλάβουμε τους Νορμανδούς· πρέπει να τους κόψουμε το δρόμο. Αλίμονο σ' αυτούς αλλά και σ' εμάς αν φτάσουν στις γυναίκες μας!»
Οι άνθρωποι του δάσους όρμησαν σαν ένα σώμα προς το δρόμο που ακολουθούσαν oι στρατιώτες, με σκοπό να τους κλείσουν το πέρασμα ή να φτάσουν πριν απ' αυτούς στο δέντρο της Σύναξης· οι στρατιώτες, όμως, είχαν ήδη προχωρήσει πάρα πολύ κι ήταν πια αδύνατον να τους σταματήσουν, ή έστω να προλάβουν τη φριχτή συμφορά. Γνωρίζοντας τα ήθη , ή μάλλον την ανηθικότητα εκείνης της βάρβαρης εποχής, ο Ρομπέν και oι σύντροφοι του φοβούνταν σκληρά αντίποινα σε γυναίκες τελείως μόνες και απροστάτευτες.
241
Πράγματι, οι Νορμανδοί έφτασαν σε λίγο στο δέντρο της Σύναξης. Μόλις τους αντίκρισαν, οι γυναίκες σηκώθηκαν φοβισμένες, έβγαλαν κραυγές τρόμου κι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητες σε όποιο μονοπάτι ανοιγόταν μπροστά τους. Με μια μόνο ματιά, ο σερ Γουίλιαμ έκρινε πως θα μπορούσε να ικανοποιήσει το μίσος του για τους Σάξονες, επάνω στις απομονωμένες και αδύναμες συντρόφισσες τους· αποφάσισε να τις πιάσει και να τις σκοτώσει, παίρνοντας έτσι εκδίκηση για την αποτυχία της πρώτης του επίθεσης εναντίον του Ρομπέν των Δασών.
Με διαταγή του αρχηγού τους οι στρατιώτες σταμάτησαν και ο σερ Γουίλιαμ παρακολούθησε για μια στ ιγμή με το βλέμμα τις προσπάθειες των δυστυχισμένων γυναικών να ξεφύγουν. Μια απ' αυτές έτρεχε μπροστά και οι συντρόφισσες της προσπαθούσαν ταυτόχρονα και να τη φτάσουν και να την προστατέψουν. Μεμιάς, ο Νορμανδός κατάλαβε πως εκείνη η γυναίκα είχε μια ανώτερη θέση· αποφάσισε, λοιπόν, να τη χτυπήσει πρώτη· πήρε το τόξο του, πέρασε μια σαΐτα στη χορδή και σημάδεψε ψυχρά. Ο ιππότης ήταν καλός τοξότης· χτυπημένη ανάμεσα στους ώμους, η δύστυχη γυναίκα έπεσε καταματωμένη ανάμεσα στις συντρόφισσες της που, χωρίς να σκεφτούν τη δική τους σωτηρία, γονάτισαν γύρω της κι άρχισαν να βγάζουν σπαραχτικές κραυγές.
Ωστόσο, ένας άντρας είχε δει τη δολοφονική κίνηση του άθλιου Νορμανδού, ένας άντρας που είχε σημαδέψει τον Νορμανδό στο μέτωπο, ελπίζοντας να προλάβει τη θανατηφόρα βολή. Το βέλος αυτού του άντρα πέτυχε το στόχο του, αλλά πάρα πολύ αργά· γιατί ο σερ Γουίλιαμ πρόλαβε να χτυπήσει τη Μαριάν, πριν πεθάνει ο ίδιος από το χέρι του Ρομπέν.
- Η λαίδη Μαριάν χτυπήθηκε! Χ τ υ π ή θ η κ ε με βέλος και πεθαίνει!
Το τρομερό μαντάτο απλώθηκε από στόμα σε στόμα κι έφερε δάκρυα στα μάτια όλων των Σαξόνων που αγαπούσαν τη βασίλισσα τους τρυφερά και απεριόριστα.
242
Όσο για τον Ρομπέν, ο πόνος του είχε γίνει παραλήρημα· δεν μιλούσε, δεν έκλαιγε, μόνο πολεμούσε. Μαζί με τον Ζανούλη, πηδούσαν σαν πεινασμένες τίγρεις ανάμεσα στους Νορμανδούς και έσπερναν το θάνατο στις γραμμές τους, χωρίς να βγάζουν ούτε μια κραυγή, σφίγγοντας τα κατακί-τρινα χ ε ί λ η τους· τα μπράτσα τους κινούνταν, θα 'λεγες, με υπεράνθρωπη δύναμη: έπαιρναν εκδίκηση για τη Μαριάν, κι αυτή η εκδίκηση ήταν πολύ σκληρή!
Α υ τ ή η αιματηρή μ ά χ η κράτησε δυο ώρες· οι άνθρωποι του δάσους πετσόκοψαν τους Νορμανδούς, δεν χάρισαν σε κανέναν τη ζωή· μόνο ένας κατάφερε να γλιτώσει και να πληροφορήσει τον αδελφό του σερ Γουίλιαμ του Γκρέι, για τη μοιραία κατάληξη της εκστρατείας.
Στο μεταξύ, οι γυναίκες είχαν μεταφέρει τη Μαριάν σ' ένα ξέφωτο μακριά από το πεδίο της μάχης, και ο Ρομπέν βρήκε τη Μοντ βουτηγμένη στα δάκρυα να προσπαθεί, μάταια όμως, να σταματήσει το αίμα που έτρεχε ποτάμι από τη φριχτή λαβωματιά.
- Αγαπημένε μου Ρομπέν, ψιθύρισε η Μαριάν, θ έλω να με θάψετε κάτω από το δέντρο της Σύναξης... Θ έ λ ω να είναι ο τάφος μου γεμάτος από λουλούδια...
- Ναι, πολυαγαπημένη μου Μαριάν, ναι, άγγελε μου, θα κοιμηθείς κάτω από ένα μυρωδάτο στρώμα και όταν έρθει η τελευταία μου στιγμή, που τη λαχταρώ μ' όλη μου την ψυχ ή , θα ζητήσω απ' αυτόν που θα μου κλείσει τα μάτια να με βάλει δίπλα σου...
- Σ' ευχαριστώ, αγαπημένε μου· ο τελευταίος χτύπος της καρδιάς μου είναι για σένα και πεθαίνω ευτυχισμένη, αφού πεθαίνω στην αγκαλιά σου... Αντίο, αντ...
243
Το τέλος. . .
Ο Ρομπέν των Δασών ικανοποίησε με θρησκευτική ευλάβεια την τελευταία επιθυμία της γυναίκας τ ο υ · πρόσταξε να σκάψουν έναν τάφο κάτω από το δέντρο της Σύναξης και σκέπασε το άψυχο σώμα του αγγέλου, που ήταν το φως και η παρηγοριά της ζωής του, μ' ένα στρώμα από λουλούδια. Τα νεαρά κορίτσια της κομητείας, που έτρεξαν για να παραστούν στη νεκρώσιμη τ ελετή της ταφής, σκέπασαν με γιρλάντες από ρόδα τον τάφο της Μαριάν και ένωσαν τα δάκρυα τους με τους λυγμούς του δύστυχου Ρομπέν.
Ο Ά λ α ν και η Κρίσταμπελ, που ειδοποιήθηκαν για το μοιραίο γεγονός, έφτασαν τα χαράματα· ήταν και οι δυο τους απελπισμένοι κι έκλαψαν πικρά για το χαμό της πολυαγαπημένης τους αδελφής.
Όταν τελείωσαν όλα, όταν το πτώμα της Μαριάν χάθηκε απ' τα βλέμματα τους, ο Ρομπέν, που είχε οργανώσει τις θλιβερές λεπτομέρειες της ταφής, έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή, τραντάχτηκε από την κορφή ως τα νύχια σαν άνθρωπος χτυπημένος κατάστηθα από θανατηφόρο βέλος και χωρίς ν' ακούσει τον Άλαν, χωρίς ν' απαντήσει στην Κρίσταμπελ, που είχαν τρομοκρατηθεί από τούτη τη μανιασμένη απελπισία, ξέφυγε από τα χέρια τους και χάθηκε μέσα στο δάσος.
Ο δύστυχος Ρομπέν ήθελε να μείνει μόνος, μόνος με τον πόνο του, μόνος με τον Θεό. 244
Ο χρόνος, που ηρεμεί και απαλύνει ακόμα και τις μεγαλύτερες πληγές , δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στην ανοιχτή λαβωματιά που έχασκε στην καρδιά του Ρομπέν. Έ κ λ α ι γ ε αδιάκοπα, έκλαιγε για τη γυναίκα που είχε φωτίσει με το γλυκό της πρόσωπο το γέρικο δάσος, εκείνη που στην αγάπη της είχε βρει την ευτυχία, που υπήρξε η μοναδική χαρά της ζωής του.
Η διαμονή στο δάσος κατάντησε γρήγορα ανυπόφορη για τον νεαρό άντρα, ο οποίος αποτραβήχτηκε στον πύργο του Μπάρνσντεϊλ· εκεί, όμως, οι συγκινητικές αναμνήσεις βάραιναν ακόμα πιο πολύ και ο Ρομπέν έπεσε σε μια καταθλιπτ ική απάθεια που βύθισε σε λήθαργο όλες τις πνευματικές του δραστηριότητες. Δεν ζούσε πια ούτε με το πνεύμα ούτε με τη σκέψη, ούτε καν με τις αναμνήσεις.
Α υ τ ή η παθολογική ανία -μόνο έτσι μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε- άπλωσε στην ομάδα των εύθυμων αντρών τη σκιά μιας βαθιάς μελαγχολίας. Τα δάκρυα του νεαρού αρχηγού τους είχαν σβήσει κάθε αναλαμπή χαράς και οι δύστυχοι παράνομοι περιφέρονταν σκεφτικοί στα μονοπάτια του γέρικου δάσους, σαν χαμένες ψυχές. Δεν ακουγόταν πια κάτω από τα πυκνά φυλλώματα το δυνατό γέλιο του καλόγερου Τακ· δεν ακούγονταν πια οι ζητωκραυγές τους, ο αντίλαλος των κονταριών που χτυπιούνταν στα αγωνίσματα· τα βέλη σκονίζονταν άχρηστα μέσα στις φαρέτρες, αφού δεν έκαναν πια σκοποβολή.
Η έλλε ιψη ύπνου, η απέχθεια του για κάθε είδος τροφής, προκάλεσαν μια ορατή μεταβολή στα χαρακτηριστικά του Ρομπέν· χλόμιασε, μαύροι κύκλοι δημιουργήθηκαν γύρω από τα μάτια του, ένας ξερός βήχας ταλαιπωρούσε το στήθος του κι ένας αργός πυρετός ολοκλήρωσε το έργο που είχε αρχίσει η βαθιά κατάθλιψη, Ο Ζανούλης, που παρακολουθούσε σιωπηλός αυτή τη σκληρή μεταμόρφωση, κατόρθωσε μια μέρα να πείσει τον Ρομπέν ότι έπρεπε όχι μόνο να απομακρυνθεί από το
245
Μπάρνσντεϊλ, αλλά και από το Γιορκσάιρ και να ταξιδέψει, για ν' απαλύνει κάπως τον πόνο του. Αφού αντιστάθηκε για μια ολόκληρη ώρα, ο Ρομπέν δέχτηκε τελικά τις συμβουλές του Ζανούλη και, πριν αποχωριστεί τους συντρόφους του, τους έθεσε κάτω από τις διαταγές του αδελφικού φίλου του.
Ντυμένος αγρότης, για να μην τον αντιληφθεί κανείς, ο Ρομπέν έφτασε μέχρι το Σκάρμπορου. Σταμάτησε για να ξαποστάσει λίγο στην πόρτα μιας φτωχικής αχυροκαλύβας όπου έμενε η χήρα ενός ψαρά, και της ζήτησε να τον φιλοξενήσει. Η αγαθή γριούλα υποδέχτηκε φιλικά τον ήρωα μας και την ώρα που του σερβίριζε το γεύμα, του μίλησε για τα βάσανα της ζωής της· του είπε πως είχε ένα καΐκι με πλήρωμα τρεις άντρες, που δύσκολα το συντηρούσε, μολονότι εκείνοι οι άντρες δεν ήταν αρκετοί για να οδηγούν το καΐκι και να το βγάζουν στην όχθη, όταν ήταν γεμάτο με ψάρια.
Μια και δεν είχε τίποτ' άλλο να κάνει για να γεμίσει το χρόνο του, ο Ρομπέν πρότεινε στη γριούλα να δουλέψει κι εκείνος με το υπόλοιπο πλήρωμα με πολύ μικρή αμοιβή και η γυναίκα, γοητευμένη με την ευγενική προσφορά του επισκέπτη της, δέχτηκε ευχαρίστως τις υπηρεσίες του.
- Πώς λέγεσαι, ευγενικό μου παιδί; ρώτησε η γριούλα, όταν τακτοποιήθηκε ο Ρομπέν, που θα κοιμόταν στην αχυ-ροκαλύβα.
- Λέγομαι Σάιμον του Λ η , αγαπητή μου κυρία, απάντησε ο Ρομπέν των Δασών.
- Ωραία, λοιπόν! Σάιμον του Λ η , θ' αρχίσεις από αύριο δουλειά και αν σου αρέσει, θα μείνουμε πολύ καιρό μαζί.
Την επομένη, ο Ρομπέν ανοίχτηκε στη θάλασσα μαζί με τους νέους συντρόφους του· πρέπει όμως να πούμε ότι ο Ρομπέν, που δεν είχε ιδέα από θαλασσινές δουλειές, παρ' όλες τις προσπάθειες του, δεν μπόρεσε να βοηθήσει σε τίποτα τους έμπειρους ψαράδες. Ευτυχώς για τον φίλο μας, δεν είχε να κάνει με κακούς συντρόφους - αντί να του βάλουν τις φωνές 246
για την ανικανότητα του, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια βλέποντας πως είχε πάρει μαζί του τα βέλη και το τόξο του.
« Α ν είχα αυτούς τους λεβέντες στο δάσος του Σέργουντ, δεν θα γελούσαν έτσι σε βάρος μου», σκέφτηκε ο Ρομπέν. « Α λ λ ά δεν πειράζει! Ο καθένας ξέρει τη δουλειά του" κι εγώ σίγουρα δεν τους φτάνω στη δική τους».
Αφού γέμισαν το καΐκι με ψάρια, oι ψαράδες άνοιξαν τα πανιά και κατευθύνθηκαν προς τον όρμο. Ξαφνικά, είδαν μια μικρή γ α λ λ ι κ ή κορβέτα να 'ρχεται καταπάνω τους. Η κορβέτα δεν φαινόταν να κουβαλάει πολύ κόσμο, ωστόσο οι ψαράδες τρομοκρατήθηκαν κι άρχισαν να φωνάζουν ότι ήταν χαμένοι.
Μόλις ζύγωσε το πολεμικό πλοίο, ο Ρομπέν είδε έναν άντρα να στέκεται στην πλώρη και ρίχνοντας του ένα βέλος στο λαιμό, τον ξάπλωσε άψυχο πάνω στη γέφυρα. Ένας δεύτερος ναύτης είχε την ίδια τύχη. Οι ψαράδες, που είχαν τρομοκρατηθεί στην αρχή, έβγαλαν μια θριαμβευτική κραυγή και ο μεγαλύτερος απ' αυτούς έδειξε στον Ρομπέν τον τιμονιέρη της κορβέτας. Ο Ρομπέν τον ξάπλωσε κι αυτόν νεκρό, το ίδιο γρήγορα με τους άλλους.
Τα δύο πλεούμενα ήρθαν δίπλα δίπλα· ήταν ακόμα έξι άντρες πάνω στην κορβέτα, αλλά γρήγορα ο Ρομπέν έστειλε στον άλλο κόσμο τρεις ακόμα άμοιρους Γάλλους.
Μόλ ις είδαν οι ψαράδες πως είχαν απομείνει μόνο τρεις άντρες στο πολεμικό πλοίο, αποφάσισαν να τους αιχμαλωτίσουν· και δεν δυσκολεύτηκαν πολύ, γιατί οι Γάλλο ι , που κατάλαβαν ότι κάθε αντίσταση θα ήταν περιττή και επικίνδυνη, κατέθεσαν τα όπλα τους και παραδόθηκαν. Τελ ικά, την ά λ λ η μέρα, oι ψαράδες άφησαν ελεύθερους τους ναύτες, που γύρισαν στη Γ α λ λ ί α μ' ένα ψαροκάικο.
Ο Ρομπέν έμεινε λ ίγες εβδομάδες ακόμα κοντά στους αγαθούς ψαράδες που η γενναιοδωρία του τους έκανε τόσο ευτυχισμένους· μετά, ένα πρωί, βαρέθηκε τη θάλασσα, νο-
247
στάλγησε το γέρικο δάσος και τους αγαπημένους συντρόφους του και ανακοίνωσε στους ψαράδες ότι θα έφευγε.
- Καλοί μου φίλοι, είπε ο Ρομπέν, σας αφήνω με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη για τις φροντίδες και την αγάπη που μου δείξατε. Μάλλον δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ· ωστόσο, θέλω να θυμάστε πάντα τον επισκέπτη σας, τον φίλο σας Ρομπέν των Δασών, όπως θα σας θυμάται κι αυτός.
Πριν προλάβουν οι εμβρόντητοι ψαράδες να ξαναβρούν τα λόγια τους, ο Ρομπέν είχε εξαφανιστεί.
Χαράματα, ένα όμορφο πρωινό του Ιουνίου, ο Ρομπέν έφτασε στις παρυφές του δάσους Μπάρνσντεϊλ. Μπήκε , νιώθοντας μια βαθιά συγκίνηση σ' ένα στενό μονοπάτι του δάσους όπου, πολλές φορές -αλίμονο!- το πολυαγαπημένο πλάσμα, που για το χαμό του θα θρηνούσε αιώνια, ερχόταν να τον προϋπαντήσει, με την καρδιά γεμάτη χαρά και το χαμόγελο στα χε ίλη . Αφού ατένισε για λίγο βουβός τους τόπους που υπήρξαν μάρτυρες της χαμένης του ευτυχίας, ο Ρομπέν ανάσανε πιο ελεύθερα· ένιωσε να ξαναζεί στο παρελθόν και η ανάμνηση της Μαριάν γλίστρησε ανάλαφρη και γλυκιά σαν μυρωδάτη νεφέλη πάνω στα σκοτεινά μονοπάτια, πάνω στο καταπράσινο γρασίδι, μέσα στα ξέφωτα που τα σκίαζαν οι αιωνόβιες βελανιδιές. Ο Ρομπέν ακολούθησε την αγαπημένη σκιά, μπήκε μαζί της στα φουντωτά άλση, κατέβηκε πίσω της στα βαθιά ρέματα και συντροφιά πάντα με το τρυφερό όραμα έφτασε στο σταυροδρόμι όπου συγκεντρωνόταν συνήθως το κύριο σώμα των εύθυμων αντρών.
Εκε ίνη την ημέρα, ο μεγάλος χώρος ήταν άδειος· ο Ρο-μπέν έφερε το βούκινο στα χ ε ί λ η του, κι έστειλε μέχρι την καρδιά του δάσους ένα δυνατό κάλεσμα. Μια κραυγή, ή μάλλον ζητωκραυγές αποκρίθηκαν στο σάλπισμα: τα κλαδιά των δέντρων γύρω από το σταυροδρόμι παραμέρισαν απότομα και ο Κόκκινος Γουίλ όρμησε με τα μπράτσα
248
απλωμένα ν' αγκαλιάσει τον Ρομπέν, ενώ ξοπίσω του ακολουθούσε όλη η συμμορία.
- Α γ α π η τ έ Ρομπ, πολυαγαπημένε μου φίλε, ψιθύρισε ο όμορφος Γουίλ με σπασμένη φωνή, γύρισες λοιπόν! Ε υ λ ο γ η μένο τ' όνομα του Κυρίου! Σε περιμέναμε ανυπόμονα. Ήμαστε όλοι πολύ στενοχωρημένοι, έτσι δεν είναι, Ζανούλη;
- Ναι, αλήθεια, απάντησε ο Ζανούλης, που τα πλημμυρισμένα με δάκρυα μάτια του ατένιζαν με πόνο το χλομό πρόσωπο του ταξιδιώτη. Ο Ρομπέν μάς λυπήθηκε για την ανησυχία και την αγωνία μας και γ ι ' αυτό γύρισε.
- Ναι, αγαπημένε μου Ζανούλη, κι ελπίζω να μη σας αφήσω ποτέ πια.
Ο Ζανούλης πήρε το χέρι του Ρομπέν και το έσφιξε με αγάπη πολύ δυνατά, αλλά ο νεαρός άντρας δεν τόλμησε να παραπονεθεί για τον πόνο που του προκάλεσε αυτό το σφίξιμο.
- Καλωσόρισες κοντά μας, Ρομπέν των Δασών! φώναξαν χαρούμενοι οι άνθρωποι του δάσους. Χ ί λ ι ε ς φορές καλωσόρισες!
Ο ενθουσιασμός που προκάλεσε η επιστροφή του, άπλωσε ένα δροσερό βάλσαμο πάνω στην αγιάτρευτη π λ η γή της καρδιάς του ήρωα μας. Κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να εγκαταλειφθεί περισσότερο στον πόνο του και ν' αφήσει χωρίς στήριγμα τους γενναίους άντρες που είχαν δεθεί με την κακοτυχία του.
Τα νέα κατορθώματα του Ρομπέν των Δασών έγιναν γρήγορα αντικείμενο όλων των συζητήσεων στην Α γ γ λ ί α , και οι πλούσιοι άρχοντες του Νότιγχαμ, του Ντέρμπισαϊρ και του Γιορκσάιρ ικανοποιούσαν απλόχερα τις ανάγκες των φτωχών και εξασφάλιζαν τη συντήρηση της συμμορίας.
Π ο λ λ ά χρόνια κύλησαν, που όμως δεν έφεραν καμιά αλλ α γ ή στην κατάσταση των παρανόμων ωστόσο, πριν κλείσουμε τούτο το βιβλίο, πρέπει να πούμε στους αναγνώστες ποια ήταν η μοίρα μερικών από τους ήρωες μας.
249
Ο σερ Γ κ ι του Γκάμγουελ και η γυναίκα του πέθαναν σε βαθιά γεράματα και άφησαν τους γιους τους στον πύργο του Μπάρνσντεϊλ, όπου είχαν αποτραβηχτεί μετά την αποχώρηση τους από τη συμμορία του Ρομπέν των Δασών.
Ο Κόκκινος Γουίλ ακολούθησε το παράδειγμα των αδελφών του· εγκαταστάθηκε σ' ένα όμορφο σπίτι μαζί με την αγαπημένη του Μοντ, που είχε γίνει μητέρα πολλών παιδιών και που ο άντρας της εξακολουθούσε να την αγαπά τρυφερά, όπως τις πρώτες ημέρες του έρωτα τους. Ο Τρανός και η Μπάρμπαρα έμειναν κοντά στη Μοντ· ο Ζανούλης όμως, που τον χτύπησε η συμφορά κι έχασε τη Γουίνιφρεντ, δεν ε ίχε κανένα λόγο να βαρεθεί το δάσος κι έμεινε πιστός και κάτω από τις διαταγές του Ρομπέν· εξάλλου, πρέπει να το πούμε, ο Ζανούλης αγαπούσε υπερβολικά τον Ρομπέν για να τον αφήσει έστω και για μια στ ιγμή , κι έτσι οι δυο σύντροφοι έμεναν ο ένας κοντά στον άλλο , πιστεύοντας ακράδαντα ότι μόνο ο θάνατος θα μπορούσε να χωρίσει τις καρδιές τους.
Ωστόσο, αυτή η πολύχρονη αδράνεια, η έλλε ιψη κάθε σωματικής και πνευματικής δραστηριότητας, βύθισε τον Ρομπέν των Δασών σε βαθιά κατάθλ ιψη και μείωσε τις δυνάμεις του. Βέβαια, ο ήρωας μας δεν ήταν πια νέος· είχε κλείσει τα πενήντα, ενώ ο Ζανούλης είχε φτάσει στην αξιοσέβαστη ηλικία των εξήντα έξι ετών. Όπως είπαμε, ο χρόνος δεν απάλυνε διόλου τον πόνο του Ρομπέν και η ανάμνηση της Μαριάν, πάντα νωπή και έντονη όπως την επομένη του χωρισμού τους, είχε σφαλίσει για κάθε άλλο έρωτα την καρδιά του Ρομπέν.
Από μέρα σε μέρα, η θ λ ί ψ η του Ρομπέν γινόταν όλο και πιο βαριά και αβάσταχτη· από μέρα σε μέρα, το πρόσωπο του έπαιρνε μια όλο και πιο σκυθρωπή έκφραση, το χαμόγελο χάθηκε από τα χ ε ί λ η του και ο Ζανούλης, ο υπομονετικός και αφοσιωμένος Ζανούλης, μάταια περίμενε να πάρει μια 250
απάντηση από τον φίλο του, στις ανήσυχες ερωτήσεις που του έκανε.
Ο Ρομπέν, ωστόσο, συγκινημένος από τις φροντίδες του φίλου του, δέχτηκε να πάει να ζητήσει την παρηγοριά της θρησκείας από μια ηγουμένη που το μοναστήρι της βρισκόταν κοντά στο δάσος του Σέργουντ.
Η ηγουμένη, που γνώριζε τον Ρομπέν των Δασών και τις ιδιαιτερότητες της ζωής του, τον δέχτηκε με μ ε γ ά λ η καλοσύνη και του πρόσφερε όλη τη βοήθεια που μπορούσε να του δώσει.
Ο Ρομπέν συγκινήθηκε από τη θερμή υποδοχή της μοναχής και της ζήτησε, αν είχε την καλοσύνη, να του κάνει μια αφαίμαξη. Η ηγουμένη δέχτηκε· οδήγησε τον αδύναμο άντρα σ' ένα κελί και έκανε την επέμβαση με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα· μετά, τύλιξε ανάλαφρα, όπως θα έκανε ένας έμπειρος γιατρός, το μπράτσο του αρρώστου με έναν επίδεσμο και τον άφησε, εξαντλημένο, ξαπλωμένο στο κρεβάτι.
Ένα παράξενο σκληρό χαμόγελο διαγράφηκε στα χ ε ί λ η της καλόγριας όταν βγήκε απ' το κελί και αφού διπλοκλεί-δωσε την πόρτα, πήρε μαζί της το κλειδί.
Ας πούμε όμως λίγα λόγια γ ι ' αυτή την καλόγρια. Ήταν συγγενής του σερ Γ κ ι του Γκίσμπορν, του Νορ-
μανδού ιππότη που, όπως θυμάστε, σε μια εκστρατεία που είχε κάνει μαζί με τον λόρδο Φ ι τ ζ Όλγουιν εναντίον των εύθυμων αντρών, είχε πεθάνει με τον τρόπο ακριβώς που σκεφτόταν εκείνος να σκοτώσει τον Ρομπέν των Δασών. Ωστόσο, μήτε που θα 'χε περάσει απ' το μυαλό αυτής της γυναίκας να εκδικηθεί για το θάνατο του εξαδέλφου της, αν ο αδελφός του σερ Γκ ι , πολύ δειλός ο ίδιος για να εκτεθεί σε μια τίμια μάχη, δεν την είχε πείσει ότι θα έκανε μια δίκαιη και καλή πράξη αν φρόντιζε να απαλλάξει το βασίλειο της Α γ γ λ ί α ς από τον διάσημο παράνομο. Η αδύναμη ηγουμένη υπέκυψε στη θέληση του άθλιου Νορμανδού: ακολουθώ-
251
ντας τις εντολές του, έκοψε την κεντρική αρτηρία του ανυποψίαστου Ρομπέν των Δασών.
Αφού άφησε τον άρρωστο για μια ώρα στον αναπόφευκτο ύπνο που ήρθε μετά από μια τόσο μεγάλη αιμορραγία, η καλόγρια γύρισε σιωπηλά κοντά του, έβγαλε τον επίδεσμο που· έκλεινε τη φλέβα και όταν το αίμα ξανάρχισε να κυλάει, απομακρύνθηκε στις μύτες των ποδιών της.
Ο Ρομπέν κοιμήθηκε μέχρι το πρωί χωρίς να νιώσει καμιά δυσφορία· όταν άνοιξε, όμως, τα μάτια και προσπάθησε να σηκωθεί, ένιωσε τόσο μεγάλη αδυναμία, που πίστεψε πως είχε φτάσει η τελευταία του στιγμή. Το αίμα, που δεν είχε σταματήσει να κυλάει από την ανοιχτή αρτηρία, είχε πλημμυρίσει το κρεβάτι και ο Ρομπέν κατάλαβε ότι διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Με υπεράνθρωπη σχεδόν θέληση, κατάφερε να συρθεί μέχρι την πόρτα· προσπάθησε να την ανοίξει, είδε πως ήταν κλειδωμένη και, σπρωγμένος από την αδάμαστη θέληση του, μια δύναμη τόσο μεγάλη που μπόρεσε να νικήσει την εξάντληση του κορμιού, έφτασε στο παράθυρο, το άνοιξε κι έσκυψε για να περάσει από μέσα του· δεν τα κατάφερε, κι έστειλε μια ύστατη επίκληση στον Θεό· τότε, σαν να δέχτηκε θεία φώτιση, πήρε το βούκινο του, το έφερε στα χε ίλη του και με μεγάλη προσπάθεια σάλπισε μερικούς αδύναμους ήχους.
Ο Ζανούλης, που δεν μπορούσε ν' αποχωριστεί τον πολυαγαπημένο του σύντροφο, είχε περάσει τη νύχτα έξω από τα τείχη του μοναστηριού. Μόλις είχε ξυπνήσει κι ετοιμαζόταν να ζητήσει την άδεια να δει τον Ρομπέν των Δασών, όταν έφτασε στ' αφτιά του το ξεψυχισμένο σάλπισμα.
* * * - Α ρ χ η γ έ , αγαπημένε μου αρχηγέ, ποιος έκανε το άθλιο
έγκλημα να επιτεθεί σ' έναν άρρωστο; Ποιο βέβηλο χέρι εγκλημάτησε μέσα στον οίκο του Θεού; Απάντησε μου, σε παρακαλώ, απάντησε μου!
252
Ο Ρομπέν κούνησε το κεφάλι αδύναμα. - Δεν έχει σημασία, είπε, τώρα που όλα τέλειωσαν για
μένα, τώρα που έχασα και την τελευταία ρανίδα από το αίμα που κυλούσε στις φλέβες μου... Ας μη μ ιλάμε γ ι ' αυτό, φίλε μου· δώσε μου το τόξο μου κι ένα βέλος, πήγαινε με στο παράθυρο, θέλω ν' αφήσω την τελευταία μου ανάσα εκεί όπου θα πέσει το τελευταίο μου βέλος.
Ο Ρομπέν, στηριγμένος από τον Ζανούλη, σημάδεψε μακριά, τέντωσε τη χορδή του τόξου κι η σαΐτα, φτερουγίζοντας σαν πουλί πάνω απ' τις κορφές των δέντρων, έπεσε πολλά μέτρα μακριά.
- Αντίο, αγαπημένο μου τόξο... αντίο, πιστά μου βέλη , ψιθύρισε ο Ρομπέν συγκινημένος, καθώς τ' άφηνε να γλ ι στρήσουν από τα χέρια του. Ζαν, φίλε μου, πρόσθεσε με πιο ήρεμη φωνή, πήγαινε με στο σημείο που έπεσε η σαΐτα μου, εκεί θ έλω ν' αφήσω την τελευταία μου πνοή.
Λ ί γ η ώρα αργότερα, ο Ζανούλης είχε μεταφέρει τον Ρομπέν έξω από το μοναστήρι κι είχε ειδοποιήσει με το βούκινο του τους συντρόφους του, που ήρθαν τρέχοντας και στάθηκαν αμίλητοι γύρω απ' τον ετοιμοθάνατο αρχηγό τους.
- Σ' ευχαριστώ, παλιέ μου φίλε, πεθαίνω ευτυχισμένος. Πηγαίνω να βρω τη Μαριάν για πάντα. Αντίο, Ζαν...
Η αδύναμη φωνή του ένδοξου παράνομου έσβησε, μια χλιαρή νεφέλη χάιδεψε το πρόσωπο του Ζανούλη και η ψυχή του ανθρώπου που είχε αγαπήσει πιότερο από κάθε άλλον στη ζωή του, πέταξε στον ουρανό.
- Γονατίστε, παιδιά μου! είπε ο Ζανούλης κάνοντας το σταυρό του. Ο ευγενικός και γενναιόδωρος Ρομπέν των Δασών δεν ζει πια!
Ό λ α τα κεφάλια έσκυψαν και ο Γουίλιαμ είπε πάνω απ' το άψυχο κορμί του Ρομπέν μια σύντομη αλλά θερμή προσευχή· μετά, με τη βοήθεια του Ζανούλη, μετέφερε το λείψανο στο σημείο όπου θ' αναπαυόταν για πάντα.
253
Δυο άνθρωποι του δάσους έσκαψαν ένα μνήμα δίπλα σ' εκείνο όπου αναπαυόταν η Μαριάν και απόθεσαν τον Ρομπέν πάνω σ' ένα στρώμα από φύλλα και λουλούδια. Ο Ζανούλης απόθεσε πλάι στον Ρομπέν το τόξο και τα βέλη του κι αποχαιρέτησε για πάντα, κλαίγοντας μ' αναφιλητά, τον αγαπημένο αρχηγό του...
Έ τ σ ι τελείωσε η σταδιοδρομία του ανθρώπου που πρόσφερε μια από τις πιο καταπληκτικές σελίδες στα χρονικά της γηραιάς Αγγλ ίας . . . Ας αναπαύεται αιώνια η ψυχή του!
Τ Ε Λ Ο Σ
254