39
1 Τόμος Α, Κεφ. 1 1.1 Γέννηση και εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής πόλης 1.1.1 Εννοιολογικός προσδιορισμός Η πόλη (μοναδικός τύπος πολιτικού οργανισμού) άρχισε να διαμορφώνεται τον 8 ο αι. π.Χ. ως ορθολογικά οργανωμένη κοινωνικοπολιτική οντότητα. Ο θεσμός της πόλης έφτασε στο αποκορύφωμά του στα μέσα του 5 ου αι. π.Χ., ενώ συνέχισε να εξελίσσετε και τον 4 ο αι. π.Χ. Τρεις ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στην εξελικτική πορεία του θεσμού της πόλης: η ανάπτυξη πρωτόγνωρων για την εποχή οικονομικών δραστηριοτήτων, ο εκπατρισμός και η άνθηση του θαλάσσιου εμπορίου. 1.1.2. Ο οικονομικός παράγοντας Έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στην εξέλιξη της πόλης. Τον 7 ο αι. π.Χ. οι εμπορικές και οι βιοτεχνικές δραστηριότητες σημειώνουν σημαντική άνθηση. Εμφανίζονται νέα προϊόντα και τεχνικές μέθοδοι, ενώ παράλληλα καθιερώνεται το νόμισμα ως μέσο συναλλαγής. Η καθιέρωση του νομίσματος οδήγησε στην ανάπτυξη του εμπορίου και στην ενίσχυση του θεσμού της κινητής περιουσίας, θεσμός που οδήγησε πολλούς φτωχούς και χρεωκοπημένους γεωργούς και τεχνίτες στα αστικά κέντρα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Παράλληλα, οι πόλεις το χρησιμοποίησαν για την είσπραξη φόρων που αποτελούσαν μαζί με τις δωρεές και τις χορηγίες τις κύριες πηγές εσόδων τους. Ο εκπατρισμός ήταν το αποτέλεσμα της στενότητας της καλλιεργήσιμης γης, της ανακάλυψης νέων εύφορων περιοχών και της ανάπτυξης της βιοτεχνίας. Οι μικροκαλλιεργητές οι οποίοι αδυνατούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους στους ευγενείς, μετά τη διάδοση του δανεισμού «επί σώμασι», είτε περιέπιπταν σε κατάσταση δουλείας είτε επέλεγαν τη λύση της μετοικεσίας. Η ναυσιπλοΐα και το εμπόριο έκαναν τους πληθυσμούς πιο ευκίνητους, έδωσαν ώθηση στην αστυφιλία και οδήγησαν στην αύξηση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων τα οποία ανταλλάσσονταν με άλλα προϊόντα, όπως μέταλλα, από άλλες περιοχές. Η ενασχόληση με το εμπόριο και τη βιοτεχνία αποτελούσε πλέον πηγή πλουτισμού. 1.1.3. Τα χαρακτηριστικά της πόλης Τα κύρια χαρακτηριστικά της πόλης ήταν η ενότητα, η αυτάρκεια και η αυτονομία . Τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον Αριστοτέλη η ενότητα, η συνοχή και η συνεκτικότητα του πληθυσμού της πόλης εξασφαλίζουν σε αυτόν την ευδαιμονία, ενώ η διάσπαση και η διχόνοια ήταν υπαίτιες για όλα τα δεινά. Ενότητα σήμαινε άμεση επικοινωνία μεταξύ των πολιτών, γνωριμία του ενός με τον άλλον και δράση σύμφωνα με τα κοινά ήθη, τους κοινούς θεσμούς και νόμους. Αποτελούσε κριτήριο για το μέγεθος της ιδανικής πόλης, καθώς μία πολύ μικρή πόλη δε μπορεί να είναι αυτάρκης και μία πολύ μεγάλη δε μπορεί να είναι πολιτικά λειτουργική. Η ενότητα προάγει την αλληλοκατανόηση και την αλληλεγγύη, απαραίτητα για τη λειτουργικότητα και ευρυθμία της πόλης. Αυτάρκεια σήμαινε την τέλεια εναρμόνιση του μεγέθους, του πληθυσμού και των πόρων της πόλης. Για τον Πλάτωνα αυτάρκης ήταν η πόλη που εξασφάλιζε στους πολίτες της «τα προς το ζην», ενώ για τον Αριστοτέλη εκείνη που εξασφάλιζε στους πολίτες της και το «ευ ζην».

Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ελπ 20. σημειωσεις, τομος Α, κεφάλαιο 1

Citation preview

Page 1: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

1

Τόμος Α, Κεφ. 1

1.1 Γέννηση και εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής πόλης

1.1.1 Εννοιολογικός προσδιορισμός

Η πόλη (μοναδικός τύπος πολιτικού οργανισμού) άρχισε να διαμορφώνεται τον 8ο αι. π.Χ. ως ορθολογικά

οργανωμένη κοινωνικοπολιτική οντότητα. Ο θεσμός της πόλης έφτασε στο αποκορύφωμά του στα μέσα του 5ου

αι. π.Χ., ενώ συνέχισε να εξελίσσετε και τον 4ο αι. π.Χ.

Τρεις ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στην εξελικτική πορεία του θεσμού της πόλης: η ανάπτυξη

πρωτόγνωρων για την εποχή οικονομικών δραστηριοτήτων, ο εκπατρισμός και η άνθηση του θαλάσσιου

εμπορίου.

1.1.2. Ο οικονομικός παράγοντας

Έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στην εξέλιξη της πόλης. Τον 7ο αι. π.Χ. οι εμπορικές και οι βιοτεχνικές

δραστηριότητες σημειώνουν σημαντική άνθηση. Εμφανίζονται νέα προϊόντα και τεχνικές μέθοδοι, ενώ

παράλληλα καθιερώνεται το νόμισμα ως μέσο συναλλαγής.

Η καθιέρωση του νομίσματος οδήγησε στην ανάπτυξη του εμπορίου και στην ενίσχυση του θεσμού της κινητής

περιουσίας, θεσμός που οδήγησε πολλούς φτωχούς και χρεωκοπημένους γεωργούς και τεχνίτες στα αστικά

κέντρα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Παράλληλα, οι πόλεις το χρησιμοποίησαν για την είσπραξη φόρων που

αποτελούσαν μαζί με τις δωρεές και τις χορηγίες τις κύριες πηγές εσόδων τους.

Ο εκπατρισμός ήταν το αποτέλεσμα της στενότητας της καλλιεργήσιμης γης, της ανακάλυψης νέων εύφορων

περιοχών και της ανάπτυξης της βιοτεχνίας. Οι μικροκαλλιεργητές οι οποίοι αδυνατούσαν να πληρώσουν τα χρέη

τους στους ευγενείς, μετά τη διάδοση του δανεισμού «επί σώμασι», είτε περιέπιπταν σε κατάσταση δουλείας

είτε επέλεγαν τη λύση της μετοικεσίας.

Η ναυσιπλοΐα και το εμπόριο έκαναν τους πληθυσμούς πιο ευκίνητους, έδωσαν ώθηση στην αστυφιλία και

οδήγησαν στην αύξηση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων τα οποία ανταλλάσσονταν με άλλα προϊόντα, όπως

μέταλλα, από άλλες περιοχές. Η ενασχόληση με το εμπόριο και τη βιοτεχνία αποτελούσε πλέον πηγή πλουτισμού.

1.1.3. Τα χαρακτηριστικά της πόλης

Τα κύρια χαρακτηριστικά της πόλης ήταν η ενότητα, η αυτάρκεια και η αυτονομία.

Τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον Αριστοτέλη η ενότητα, η συνοχή και η συνεκτικότητα του πληθυσμού της

πόλης εξασφαλίζουν σε αυτόν την ευδαιμονία, ενώ η διάσπαση και η διχόνοια ήταν υπαίτιες για όλα τα δεινά.

Ενότητα σήμαινε άμεση επικοινωνία μεταξύ των πολιτών, γνωριμία του ενός με τον άλλον και δράση σύμφωνα

με τα κοινά ήθη, τους κοινούς θεσμούς και νόμους. Αποτελούσε κριτήριο για το μέγεθος της ιδανικής πόλης,

καθώς μία πολύ μικρή πόλη δε μπορεί να είναι αυτάρκης και μία πολύ μεγάλη δε μπορεί να είναι πολιτικά

λειτουργική. Η ενότητα προάγει την αλληλοκατανόηση και την αλληλεγγύη, απαραίτητα για τη λειτουργικότητα

και ευρυθμία της πόλης.

Αυτάρκεια σήμαινε την τέλεια εναρμόνιση του μεγέθους, του πληθυσμού και των πόρων της πόλης. Για τον

Πλάτωνα αυτάρκης ήταν η πόλη που εξασφάλιζε στους πολίτες της «τα προς το ζην», ενώ για τον Αριστοτέλη

εκείνη που εξασφάλιζε στους πολίτες της και το «ευ ζην».

Page 2: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

2

Ο όρος αυτονομία περιέκλειε τις έννοιες της αυτοκυριαρχίας, της αυτοδιάθεσης, της κρατικής ανεξαρτησίας και

της ελευθερίας. Περιελάμβανε όχι μόνο τους θεσμούς και το δίκαιο της κάθε πόλης, αλλά και όλες τις κοινωνικές,

πολιτικές, οικονομικές, ηθικές και εθιμικές αρχές της. Ουσιαστικά αντικατόπτριζε την ταυτότητα, την ιδιαίτερη

φυσιογνωμία της κάθε πόλης. Τέλος, συνδεόταν με την ατομική ελευθερία, ένα βαθιά ριζωμένο και έντονο

συναίσθημα των πολιτών το οποίο εκφραζόταν τόσο με έναν τοπικιστικό πατριωτισμό, όσο και με την «εθνική»

συνείδηση. Η αυτονομία είχε τεράστια σημασία για τις πόλεις, οι οποίες δε δίσταζαν να ενωθούν μεταξύ τους,

προκειμένου να την διασφαλίσουν από εξωτερικούς εχθρούς.

Γεωγραφική θέση και μέγεθος.

Οι περισσότερες πόλεις χτίζονταν στις παρυφές ενός λόφου και σε σχετικά κοντινή απόσταση από τη θάλασσα.

Στην κορυφή του λόφου βρισκόταν η ακρόπολη, το φρούριο όπου κατέφευγαν οι κάτοικοι σε περίπτωση εχθρικής

επιδρομής. Πολλές πόλεις διέθεταν τείχη, όπως η Αθήνα και η Κόρινθος, ενώ υπήρχαν και ανοχύρωτες πόλεις,

όπως η Σπάρτη. Η χωροθέτηση αυτή εξασφάλιζε στους κατοίκους της την ασφάλεια και διευκόλυνε την άμυνα σε

περίπτωση επίθεσης. Η έκταση των πόλεων, δηλαδή το άστυ με την ύπαιθρο χώρα, ήταν σχετικά περιορισμένη,

ιδίως στα νησιά.

Αντικείμενο συζήτησης αποτελούσε ο πληθυσμός της ιδανικής πόλης. Για τον Ιππόδαμο η ιδανική πόλη έπρεπε να

είχε 10.000 κατοίκους. Ο Πλάτωνας υποστήριξε ότι ο πληθυσμός της πόλης θα έπρεπε να ήταν τέτοιος ώστε να

μπορεί να αμύνεται και ταυτόχρονα να επιτρέπει στους πολίτες να γνωρίζονται μεταξύ τους για να επιλέγουν

τους καλύτερους άρχοντες. Ο Αριστοτέλης ισχυριζόταν ότι η πόλη θα έπρεπε να είχε τόσους κατοίκους όσοι

χρειάζονται για να είναι αυτάρκης, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα το «μέτρο». Στην πραγματικότητα ελάχιστες

πόλεις ξεπερνούσαν τον αριθμό-μέτρο του Ιππόδαμου, με κυριότερες την Αθήνα και το Άργος.

Η κοινωνική δομή

Κύριο χαρακτηριστικό στην ιστορική εξέλιξη των πόλεων ήταν η αντιπαράθεση μεταξύ πλούσιων και φτωχών, με

βασικά αιτήματα των τελευταίων τον αναδασμό και την παραγραφή των χρεών. Μέχρι την εμφάνιση του

νομίσματος, η κατοχή γης αποτελούσε το μοναδικό κριτήριο πλούτου. Οι πλούσιοι, αν και αριθμητικά λιγότεροι,

κατείχαν όχι μόνο τη γη, αλλά και την εξουσία. Οι φτωχοί, περισσότεροι αριθμητικά, αγωνίζονταν για να

εξασφαλίσουν τα προς το ζην και να για πληρώσουν τα χρέη τους στους πλούσιους. Η κατάσταση αυτή

επικρατούσε σε όλες σχεδόν τις πόλεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στην Αθήνα, όπου με τις μεταρρυθμίσεις

του Σόλωνα και του Κλεισθένη τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν, βασικά επειδή το εμπόριο αποτέλεσε το

αντίβαρο προς την αγροτική καλλιέργεια.

Στις περισσότερες πόλεις υπήρχαν τρεις πληθυσμιακές ομάδες: πολίτες, μέτοικοι και δούλοι. Σε ορισμένες πόλεις

η δομή αυτή διαφοροποιείται: στη Σπάρτη υπήρχαν οι πολίτες, οι περίοικοι και οι είλωτες, ενώ οι δούλοι

εμφανίζονται τον 3ο αι. π.Χ.˙ στην Κρήτη οι κλαρώτες και στις θεσσαλικές πόλεις οι πενέστες αποτελούσαν την

τρίτη πληθυσμιακή ομάδα.

Οι πολίτες

Τρία ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά των πολιτών: η κατοχή γης, η κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων και η

καταγωγή από πολίτες γονείς. Είχαν το προνόμιο να καθορίζουν την τύχη της πόλης: εξέλεγαν τις αρχές,

αποφάσιζαν για ειρήνη ή πόλεμο, ήταν υπεύθυνοι για τη χρηματοδότηση της άμυνά της (και για τη στρατιωτική

μηχανή της), των θρησκευτικών τελετών και αγώνων της. Απέφευγαν τη χειρωνακτική εργασία, καθώς

επικρατούσε η αντίληψη ότι αυτό ήταν δουλειά των ξένων και των δούλων. Στην πραγματικότητα οι υπόλοιπες

τάξεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, απλώς υπηρετούσαν τα συμφέροντα των πολιτών είτε τους ίδιους τους πολίτες.

Page 3: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

3

Όπως προκύπτει από τις πηγές οι πολίτες αποτελούσαν μειοψηφία σε όλες τις πόλεις. Στην Αθήνα τον 5ο αι. π.Χ.

υπολογίζονται σε 40.000 (100.000 -130.000 μαζί με τις οικογένειές τους), ενώ στη Σπάρτη σε 8.000-9.000 (12.000-

15.000 μαζί με τις οικογένειές τους). Ο συνολικός πληθυσμός των πόλεων αυτών ήταν 250.000 για την Αθήνα και

190.000- 270.000 για τη Σπάρτη.

Οι μέτοικοι

Ονομάζονταν οι ξένοι που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε μία πόλη. Πολλοί μέτοικοι ήταν Έλληνες που

κατάγονταν από άλλες ελληνικές πόλεις, ενώ, όπως για παράδειγμα στην Αθήνα, υπήρχαν και μέτοικοι με

καταγωγή από τη Φρυγία, τη Λυδία και τη Συρία.

Τα περισσότερα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μετοίκων ήταν κοινά με αυτά των πολιτών: α) ήταν διοικητικά

ενσωματωμένοι στην πόλη όπου ζούσαν. Συγκεκριμένα, όπως και οι πολίτες, ήταν γραμμένοι στα μητρώα ενός

δήμου, σε ξεχωριστό ωστόσο κατάλογο από αυτόν των πολιτών, β) μπορούσαν να ασκήσουν ορισμένα δημόσια

λειτουργήματα, όπως του κήρυκα, του δημόσιου γιατρού, του εργολάβου δημοσίων έργων κ.λπ., γ) είχαν

δικαίωμα να αποκτήσουν κινητή περιουσία και δούλους, όχι όμως ακίνητη περιουσία και γη, εκτός κι αν τους είχε

απονεμηθεί το δικαίωμα αυτό, το ονομαζόμενο έγκτησις.

Η κύρια διάκρισή τους από τους πολίτες ήταν το γεγονός ότι δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα, ενώ η νομική

τους θέση ήταν κατώτερη: δεν ψήφιζαν, δεν εκλέγονταν και συνεπώς δεν μπορούσαν να καταλάβουν δημόσια

αξιώματα. Οι περιπτώσεις μετοίκων που απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα ως ανταμοιβή για τις εξέχουσες

υπηρεσίες τους προς την πόλη ήταν ελάχιστες. Όφειλαν να έχουν ως προστάτη έναν πολίτη, ο οποίος τους

αντιπροσώπευε στην επικοινωνία τους με τις αρχές.

Κύρια οικονομική υποχρέωση τους ήταν η καταβολή του μετοικίου, ενός κατά κεφαλή φόρου, τον οποίο

πλήρωναν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες. Είχαν δικαίωμα συμμετοχής, όπως οι εύποροι πολίτες, στις

λειτουργίες, με εξαίρεση την τριηραρχία.

Σε ότι αφορά στις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, υπηρετούσαν στο πεζικό ως οπλίτες και στον στόλο ως ερέτες,

αλλά αποκλείονταν από το ιππικό.

Η συμμετοχή τους στις θρησκευτικές τελετές ήταν μάλλον περιορισμένη, αποκλείονταν από τους χορούς (εκτός

των Ληναίων), μπορούσαν ωστόσο να μυηθούν στα ελευσίνια μυστήρια. Η μη ευρεία συμμετοχή τους

δικαιολογείται διττά. Αφενός γιατί η συμμετοχή στις εορτές συνδεόταν άμεσα με την ιδιότητα του πολίτη και,

αφετέρου, επειδή, όπως φαίνεται παρέμεναν πιστοί στη λατρεία των δικών τους θεών.

Η συνεισφορά τους στη κοινωνικοοικονομική ζωή των πόλεων υπήρξε σημαντική, ιδιαίτερα στο εμπόριο. Οι

περισσότεροι, τουλάχιστον στην Αθήνα, ήταν έμποροι, τραπεζίτες και βιοτέχνες. Τα κέρδη από τις

δραστηριότητες αυτές τους επέτρεπαν να συμμετέχουν ενεργά στην οικονομική ζωή της πόλης και να

προσφέρουν ενίοτε τις ευεργεσίες τους στο λαό.

Ο αριθμός τους είναι δύσκολο να εκτιμηθεί λόγω των αποσπασματικών πηγών.

Δραστηριότητα 4

1. η απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων, και συνεπώς η δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της πόλης, 2. η

απόκτηση του δικαιώματος κατοχής γης και ακινήτων, 3. η αυτονόμηση της προσωπικότητάς τους και 4. λόγοι

κοινωνικής καταξίωσης και γοήτρου.

Page 4: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

4

Οι δούλοι

Πρόκειται για την πολυπληθέστερη ομάδα των πόλεων. Ο θεσμός της δουλείας, γνωστός από τον Όμηρο,

εξαπλώθηκε τον 5ο αι. π.Χ. εξαιτίας μίας σειράς παραγόντων με κυριότερους: την ανάπτυξη του εμπορίου και της

βιοτεχνίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και της αυξανόμενης ενασχόλησής τους με τα κοινά,

της περιφρόνησης από πολλούς πολίτες της χειρονακτικής εργασίας και τέλος της προσιτής τιμής αγοράς των

δούλων.

Οι δούλοι θεωρούνταν αντικείμενο ιδιοκτησίας, «έμψυχο κτήμα» του κυρίου τους, ο οποίος αν και θεωρητικά

δεν έπρεπε να ασκεί επάνω τους βία, στην πραγματικότητα είχε επάνω τους απόλυτα δικαιώματα και μπορούσε

να τους εκμισθώσει σε τρίτους. Δεν είχαν νομική υπόσταση και οι οικογένειές τους δεν ήταν νομικά

αναγνωρισμένες.

Κατηγορίες δούλων:

Οικιακοί: (υπηρέται), ζούσαν στο σπίτι με τον κύριο-ιδιοκτήτη τους και βοηθούσαν τόσο στο σπίτι, όσο και στα

χωράφια και στα εργαστήρια. Η συντήρησή τους βάραινε τον κύριό τους. Οι χωρίς οικούντες: ζούσαν σε

ξεχωριστό σπίτι από αυτό του κυρίου τους και απολάμβαναν κάποιου είδους οικονομικής ανεξαρτησίας, καθώς

είχαν την δική τους εργασία. Από τα έσοδα τους πλήρωναν μία πάγια πρόσοδο (την αποφορά) στον κύριό τους

και κρατούσαν τα υπόλοιπα. Οι δημόσιοι δούλοι εργάζονταν ως αστυνομικοί, κλητήρες, γραμματείς,

οδοκαθαριστές, στα δημόσια έργα και στα ναυπηγεία, και συχνά αμείβονταν. Τα ανδράποδα μισθοφορούντα

αποτελούσαν την πιο υποβαθμισμένη κατηγορία δούλων οι οποίοι εκμισθώνονταν από τους κυρίους τους έναντι

αμοιβής είτε στο στόλο ως κωπηλάτες είτε στα μεταλλεία. Ο κύριός τους εισέπραττε την αμοιβής τους, ενώ ο

εργοδότης τους αναλάμβανε τη διατροφή τους.

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι δούλοι μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Αυτό γινόταν με εξαγορά της

ελευθερίας τους από τον κύριό τους με τις οικονομίες τους και ως πράξη γενναιοδωρίας λόγω αξιέπαινης

συμπεριφοράς ή υπηρεσιών προς τον κύριό τους ή προς την πόλη.

Η προσφορά τους στην παραγωγική διαδικασία ήταν αναμφισβήτητη, ενώ για τον αριθμό τους μόνο υποθέσεις

μπορούμε να κάνουμε. Αναφορικά με την καταγωγή τους, προέρχονταν κυρίως από τη Θράκη και από χώρες της

ανατολικής Μεσογείου, με τις οποίες οι ελληνικές πόλεις διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις.

Η κοινωνική δομή της Σπάρτης

Στη Σπάρτη ίσχυε ένα ιδιότυπο καθεστώς το οποίο διατηρήθηκε λόγω της αυτάρκειας της πόλης και της

δυσπιστίας των Σπαρτιατών προς κάθε τι ξένο προς το πολίτευμά τους.

Υπήρχαν τρεις κοινωνικές τάξεις: οι πολίτες, οι περίοικοι και οι είλωτες.

Πολίτες ήταν οι Σπαρτιάτες που καθόριζαν την τύχη της πόλης. Θεωρούνταν όλοι ίσοι μεταξύ τους, απείχαν από

οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα και η μόνη ενασχόλησή τους ήταν το «επάγγελμα» του στρατιώτη ή του

αξιωματικού, καθώς η κοινωνία ήταν πρωτίστως στρατοκρατικά οργανωμένη (η πολιτική ζωή ήταν

υποβαθμισμένη και οι πολιτικές τους υποχρεώσεις έπονταν των στρατιωτικών). Η ζωή τους βασιζόταν στη

λιτότητα, την κοινοκτημοσύνη, τον αντι-ατομικισμό και στην ομοιομορφία. Τα κύρια στοιχεία της σπαρτιατικής

αγωγής ήταν η πειθαρχία και η υπακοή. Συμμετείχαν μετά το 30ο έτος της ηλικίας τους στην Απέλλα (συνέλευση

των πολιτών) και μετά τα 60 στην ολιγομελή Γερουσία.

Page 5: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

5

Περίοικοι ονομάζονταν οι κάτοικοι των περιοχών που βρίσκονταν γύρω από τις 4 κώμες όπου είχαν εγκατασταθεί

οι Σπαρτιάτες με τις οικογένειές τους. Τα εδάφη αυτά θεωρούνταν σπαρτιατικά και οι περίοικοι μαζί με τους

Σπαρτιάτες ονομάζονταν Λακεδαιμόνιοι. Όταν οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν τη γη των περιοίκων δεν τη μοιράστηκαν,

αλλά την άφησαν σε αυτούς να την καλλιεργούν. Έτσι ζούσαν από την καλλιέργεια της γης και επίσης εργάζονταν

ως έμποροι και τεχνίτες. Αν και απολάμβαναν μία σχετική αυτονομία σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο,

βρίσκονταν πάντα κάτω από τον έλεγχο των σπαρτιατικών αρχών. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, αλλά

υπηρετούσαν στο στρατό δίπλα στους Σπαρτιάτες, μάλιστα μπορούσαν να γίνουν και αξιωματικοί, καθώς οι

Σπαρτιάτες λιγόστευαν λόγω πολέμων. Η γη των περιοίκων λειτουργούσε ως πρόχωμα σε εχθρικές επιθέσεις και

συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη της Σπάρτης σε μεγάλη δύναμη.

Είλωτες ήταν οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής της Σπάρτης, τους οποίους οι Σπαρτιάτες είχαν υποδουλώσει και

κατασχέσει τη γη τους την οποία είχαν μοιράσει σε κλήρους και τους υποχρέωναν να την καλλιεργούν για

λογαριασμό τους. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και η νομική τους θέση ήταν παρόμοια με αυτή των δούλων των

άλλων πόλεων, αν και διέφεραν σε τρία σημεία: είχαν δυνατότητα να αποκτήσουν τη δική τους οικογένεια,

αποτελούσαν περιουσία της πόλης και όχι των πολιτών και δεν μπορούσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους.

Η πόλη είχε απόλυτη δικαιοδοσία επάνω τους, δεν υπηρετούσαν στο στρατό, παρά μόνο ως συνοδοί των οπλιτών

και ως κωπηλάτες στο στόλο κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Οι σχέσεις μεταξύ Σπαρτιατών και

ειλώτων ήταν μόνιμα εχθρικές και υπάρχουν στοιχεία για μαζικές εξοντώσεις τους. Οι νέοι Σπαρτιάτες

εκπαιδεύονταν με την εξόντωση τους (κρυπτεία), ενώ οι έφοροι κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους

κήρυτταν τον πόλεμο κατά των ειλώτων. Ο αριθμός τόσο των περίοικων όσο και των ειλώτων είναι ασαφής.

Δραστηριότητα 5

1. οι είλωτες αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο της πόλης, ενώ οι δούλοι ιδιωτική περιουσία των πολιτών, 2. οι

είλωτες είχαν τη δυνατότητα δημιουργίας της δικής τους οικογένειας, ενώ οι δούλοι, κατά κανόνα, όχι, 3. οι

δούλοι μπορούσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, οι είλωτες όχι, 4. η σχέση Σπαρτιατών-Ειλώτων ήταν

μόνιμα εχθρική, ενώ η σχέση κυρίου-δούλου όχι.

Η πόλη ως πολιτικός οργανισμός

Πρωτίστως, η αρχαία ελληνική πόλη ήταν ένας πολιτικός οργανισμός. Το πολιτικό στοιχείο υπερίσχυε των

υπολοίπων, καθώς η πολιτική ενασχόληση ήταν καθημερινή δραστηριότητα όλων των πολιτών. Η πόλη είχε

προτεραιότητα έναντι του πολίτη, ο οποίος ήταν ο μοναδικός φορέας πολιτικών δικαιωμάτων, διότι η ελεύθερη

και αυτόνομη ύπαρξη του πολίτη ήταν άμεσα συνδεδεμένη με αυτή της πόλης. Στην πόλη υπήρχε αναπτυγμένο το

αίσθημα της συλλογικής συνείδησης, κυρίως απόρροια της ταύτισης πόλης και πολιτών, κυβερνώντων και

κυβερνωμένων. Αν και η ταύτιση αυτή παρουσίαζε ποιοτικές διαφορές που οφείλονταν στα διαφορετικά

πολιτεύματα, ήταν ωστόσο σχεδόν ολοκληρωτική και περιόριζε την προσωπική ζωή των πολιτών.

Επίσης πόλη και κοινωνία ήταν έννοιες σχεδόν ταυτόσημες, καθώς ήταν αδιαχώριστα τα όρια των πολιτικών,

πνευματικών, καλλιτεχνικών και θρησκευτικών δραστηριοτήτων. Συνέπεια αυτού ήταν και ο μη διαχωρισμός

πολιτικού και στρατιωτικού τομέα.

Σε ό,τι αφορά στην πολιτική οργάνωση, τρία ήταν κατά κανόνα τα πολιτειακά όργανα της πόλης: η πολυμελής

συνέλευση των πολιτών, ένα πολυμελής ή ολιγομελές βουλευτικό σώμα και μία ομάδα αξιωματούχων που

αναλάμβαναν εκ περιτροπής. Η σύνθεση και οι αρμοδιότητες των οργάνων αυτών διέφεραν από πόλη σε πόλη

ανάλογα με το πολίτευμά της.

Page 6: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

6

Η πόλη δεν ήταν ένα κράτος με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δηλαδή με ένα διοικητικό μηχανισμό αποκομμένο

από τους πολίτες. Αν και η Αθήνα διέθετε έναν τέτοιο μηχανισμό, δεν είχε ωστόσο καμία πολιτική λειτουργία,

καθώς αποτελούνταν από δούλους οι οποίοι ελέγχονταν από τους άρχοντες-πολίτες. Η εκκλησία του Δήμου

λάμβανε όλες τις σημαντικές αποφάσεις, όχι όμως από ειδικούς στα πολιτικά, αλλά από το σύνολο των πολιτών,

καθώς πίστευαν ότι η πολιτική ειδημοσύνη ανήκει στην πολιτική κοινότητα. Έτσι, η πόλη ήταν μια κοινωνία των

πολιτών με ταύτιση αρχόντων και αρχόμενων, την εκ περιτροπής, δηλαδή δυνατότητα ανάληψης αξιωμάτων.

Δραστηριότητα 6

1. Η ελεύθερη και αυτόνομη ύπαρξη του πολίτη ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την αυτόνομη και ελεύθερη ύπαρξη

της πόλης. 2. Ο πολίτης προέτασσε το συμφέρον της πόλης έναντι του ατομικού του συμφέροντος. 3. Ο πολίτης

ένοιωθε ότι η ζωή του στην πολιτική κοινωνία τον ολοκληρώνει και τον τελειοποιεί.

Page 7: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

7

1.2 Θεσμικό και κοινωνικό πλαίσιο οργάνωσης της κοινότητας των ελεύθερων πολιτών

1.2.1 Προσδιορισμός της έννοιας του ελεύθερου πολίτη

Το να είναι κανείς πολίτης σήμαινε ότι συμμετείχε ενεργά στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και θρησκευτική

ζωή της πόλης, και σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν εκείνος που κατείχε και ασκούσε το δικαίωμα του άρχειν

και του άρχεσθαι.

Το κριτήριο της καταγωγής

Για να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έπρεπε να έχει γεννηθεί από γονείς που ήταν και οι

δύο ελεύθεροι πολίτες (συγκεκριμένα, από πατέρα πολίτη και από μητέρα κόρη πολίτη). Μάλιστα σε μερικές

πόλεις ήταν αναγκαία η καταγωγή τριών γενεών από γονείς πολίτες. Ο κανόνας αυτός της καταγωγής από

αμφότερους γονείς πολίτες τηρήθηκε με ευλάβεια από όλες τις πόλεις με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως όταν μετά

από πολέμους μειωνόταν ο αριθμός του ανδρικού πληθυσμού.

Στην Αθήνα η Εκκλησία του Δήμου το 451 π.Χ. ενέκρινε ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο απαραίτητη προϋπόθεση

για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη ήταν η καταγωγή από γονείς Αθηναίους πολίτες. Μέχρι τότε αρκούσε

η κατοχή της ιδιότητας του πολίτη από τον πατέρα (η μητέρα μπορούσε να είναι ξένη, οι πολίτες αυτοί

ονομάζονταν μητρόξενοι). Ωστόσο, η Αθήνα απένειμε την ιδιότητα του πολίτη σε κάποιους συμμάχους και

μετοίκους ως ανταμοιβή για την προσφορά σημαντικών υπηρεσιών προς την πόλη. Επίσης, υπήρχαν και

περιπτώσεις ατομικής απονομής της ιδιότητας του πολίτη, όπως π.χ. στο νόθο παιδί του Περικλή (με την

Ασπασία), όταν οι δύο νόμιμοι γιοι του είχαν πεθάνει από το λοιμό. Τέλος, σε άλλες πόλεις αρκούσε η κατοχή της

ιδιότητας του πολίτη μόνο από τον πατέρα, ενώ σε άλλες, μόνο από τη μητέρα για να θεωρηθεί κάποιος

ελεύθερος πολίτης. Αντίθετα, στη Σπάρτη όλα αυτά θεωρούνταν αδιανόητα.

Η ιδιότητα του πολίτη περιφρουρήθηκε με ζήλο σε όλες τις ελληνικές πόλεις γιατί σήμαινε την απολαβή μίας

σειράς προνομίων και την κατάληψη αξιωμάτων: πολιτικά δικαιώματα (διαχείριση της εξουσίας), αμοιβές που

λάμβαναν για τη συμμετοχή τους στα πολιτειακά όργανα, οι δωρεάν διανομές σιταριού, η δυνατότητα απόκτησης

ακίνητης περιουσίας και γης, η πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα (με σημαντικότερα τα κληρονομικά

δικαιώματα). Έτσι, το σώμα των πολιτών, με μικρές μόνο εξαιρέσεις, παρέμεινε κλειστό και αυτοδιαιωνιζόμενο.

Το οικονομικό κριτήριο

Δύο ήταν τα βασικά οικονομικά χαρακτηριστικά της ιδιότητας του πολίτη: 1.το δικαίωμα απόκτησης και κατοχής

γης και ακινήτων, 2. η απαλλαγή από οποιονδήποτε σταθερό άμεσο φόρο. Η ιδιοκτησία γης αποτελούσε

αποκλειστικό προνόμιο των ελεύθερων πολιτών. Έτσι, στις ολιγαρχικές κυρίως πόλεις απαγορευόταν η πώληση

των κλήρων. Στην Αθήνα το μέτρο αυτό χαλάρωσε μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (επειδή η ιδιότητα του

πολίτη πιστοποιούνταν από την εγγραφή στους καταλόγους, η έγγεια ιδιοκτησία πέρασε σε δεύτερη μοίρα) και

παγιώθηκε με τον Εφιάλτη και τον Περικλή και έτσι ο πολίτης έπρεπε να είχε προσωπική αξία και όχι αναγκαστικά

περιουσία (π.χ. οι θήτες που ήταν ακτήμονες). Ωστόσο, ακόμα και τότε η γη εξακολουθούσε να αποτελεί σύμβολο

της ιδιότητας του πολίτη. Στη Σπάρτη ίσχυε ένα ιδιότυπο καθεστώς, διότι η γη ενώ ήταν μοιρασμένη σε τόσους

κλήρους όσοι ήταν και οι ελεύθεροι πολίτες (οι όμοιοι), αυτή δεν άνηκε στους πολίτες αλλά στην πόλη. Επίσης,

για την καλλιέργειά της ασχολούνταν αποκλειστικά οι είλωτες.

Το νομικό κριτήριο

Το νομικό χαρακτηριστικό της ιδιότητας του πολίτη ήταν η πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα που μεταφραζόταν

σε δυνατότητα σύναψης οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, δικαίωμα παράστασης στα δικαστήρια, δικαίωμα

Page 8: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

8

σύνταξης διαθήκης και κληρονομικά δικαιώματα. Όλα αυτά τα απολάμβαναν μόνο οι ενήλικες άρρενες πολίτες

(όχι οι γυναίκες και οι διανοητικά καθυστερημένοι). Τα νομικά δικαιώματα ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τα

πολιτικά, έτσι π.χ. ένας οφειλέτης του Δημοσίου έχανε όλα τα δικαιώματα του πολίτη, έως ότου εξοφλούσε τα

χρέη του.

Το κριτήριο των πολιτικών δικαιωμάτων

Τα πολιτικά χαρακτηριστικά της ιδιότητας του πολίτη ήταν τα σημαντικότερα, καθώς η πολιτική αποτελούσε την

κύρια δραστηριότητά του, η οποία σήμαινε τη συμμετοχή του στα πολιτικά θεσμικά όργανα, δηλαδή την

δυνατότητα έκφρασης των πεποιθήσεων και επιθυμιών τους. Στην Αθήνα είχαμε την Συνέλευση (Εκκλησία) του

Δήμου, τη Βουλή, την Ηλιαία και το ολιγομελές σώμα των Αρχόντων. Στη Σπάρτη και σε άλλες ολιγαρχικές πόλεις

είχαμε τη Συνέλευση του Δήμου, τη Γερουσία, το Συμβούλιο και το σώμα των Αρχόντων. Αν και πολλά από τα

ονόματα των πολιτικών οργάνων είναι τα ίδια, οι διαφορές ανάμεσα σε δημοκρατικές και ολιγαρχικές πόλεις

ήταν τεράστιες: στις ολιγαρχικές πόλεις η Συνέλευση δεν συγκαλούνταν συχνά κι όταν αυτό γινόταν, ο δήμος

απλά επικύρωνε τις προειλημμένες αποφάσεις της Γερουσίας. Επίσης η εκδίκαση των δικών δε γινόταν από

δικαστήρια στα οποία δικαστές ήταν οι απλοί πολίτες, αλλά από ολιγομελή όργανα (Γερουσία, έφοροι). Έτσι, την

εξουσία ασκούσαν ουσιαστικά μόνο λίγοι προνομιούχοι πολίτες. Αντίθετα, στην Αθήνα η συμμετοχή ήταν πιο

καθολική και ουσιαστική, προσωπική και άμεση.

Το στρατιωτικό κριτήριο

Το τέταρτο στοιχείο της ιδιότητας του πολίτη ήταν στρατιωτικού περιεχομένου. Από τον 5ο αι. π.Χ. υπήρχε

ταύτιση πολίτη και οπλίτη (οπλιτικής ικανότητας, που σήμαινε τη δυνατότητα του πολίτη να προμηθεύεται μόνος

του τον αναγκαίο στρατιωτικό εξοπλισμό). Την πολιτική ιδιότητα έπρεπε να κατέχουν μόνο εκείνοι που

μπορούσαν να υπερασπιστούν την πόλη τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα απόλυτης ταύτισης πολίτη και στρατιώτη αποτελούσε η Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες (οι

όμοιοι) ήταν πρωτίστως στρατιώτες και δευτερευόντως πολίτες. Περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους

σε στρατόπεδα, ενώ κάθε άλλη δραστηριότητα ήταν απαγορευμένη. Η συμμετοχή τους στην Απέλλα είχε τυπικό

χαρακτήρα, αφού απλά επικύρωναν προειλημμένες αποφάσεις της Γερουσίας και των εφόρων. Στην Αθήνα η

σχέση αυτή διατηρήθηκε μέχρι την εποχή του Κλεισθένη, ωστόσο αργότερα η ταύτιση αυτή χαλάρωσε, αφενός

επειδή η ιδιότητα του πολίτη επεκτάθηκε και σε εκείνους που δεν είχαν την οπλιτική ικανότητα (π.χ. στους θήτες)

και αφετέρου επειδή η Αθήνα έζησε ένα μεγάλο διάστημα χωρίς πολέμους. Μετά τον Πελοποννησιακό, η σχέση

πολίτη-οπλίτη χαλάρωσε εντελώς, αφού έχουμε την ύπαρξη μισθοφόρων (π.χ. Κρήτες τοξότες).

Το θρησκευτικό κριτήριο

Το τελευταίο χαρακτηριστικό της ιδιότητας του πολίτη αφορούσε στο θρησκευτικό τομέα. Η πολιτική ήταν άμεσα

συνδεδεμένη με τη θρησκευτική ζωή. Οι πολίτες όφειλαν να συμμετέχουν στις θρησκευτικές τελετές, όπως και

στην πολιτική ζωή. Όλες οι σημαντικές πολιτικές πράξεις περιελάμβαναν θυσίες και τελετές προς τιμή της

θεότητας-προστάτη, π.χ. στην Αθήνα η είσοδος ενός μελλοντικού πολίτη στην πολιτική κοινότητα συνοδευόταν

από τελετουργίες προς τιμή του Δία ή της Αθηνάς. Έτσι, η είσοδος στην πολιτική ζωή δεν αποτελούσε μόνο

πολιτική αλλά και θρησκευτική πράξη.

Η είσοδος στο πολιτικό σώμα των Αθηναίων

Η είσοδος των αγοριών στο πολιτικό σώμα επικυρωνόταν από δύο εγγραφές: την εγγραφή τους στους

καταλόγους της φρατρίας και την εγγραφή τους στους καταλόγους του δήμου στον οποίο ανήκαν. Η εγγραφή στη

Page 9: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

9

φρατρία αρρένων και θηλέων γινόταν κατά τη διάρκεια μίας τελετής την τρίτη ημέρα του εορτασμού των

Απατουρίων (εορτή κατά την οποία οι φρατρίες λάτρευαν το Φράτριο Δία και τη Φράτρια Αθηνά) κατά την οποία

δηλώνονταν τα παιδιά που είχαν γεννηθεί ή υιοθετηθεί από γονείς πολίτες κατά τη διάρκεια του έτους (κάτι σαν

τη ληξιαρχική πράξη). Ο πατέρας του παιδιού έδινε όρκο ότι αυτό γεννήθηκε από νόμιμο γάμο με Αθηναία (τα

ξένα ή νόθα παιδιά ούτε αναγνωρίζονταν ούτε υιοθετούνταν).

Η δεύτερη εγγραφή στους καταλόγους των δημοτών αφορούσε μόνο τα αγόρια και πραγματοποιούνταν με τη

συμπλήρωση του 18ου

έτους της ηλικίας τους. Οι δημότες έδιναν όρκο ότι είχαν την απαιτούμενη ηλικία, ότι ήταν

ελεύθεροι πολίτες και ότι κατάγονταν από νόμιμη γέννηση. Στη συνέχεια η λίστα υποβαλλόταν για έλεγχο στη

Βουλή. Εάν οι δημότες καταψήφιζαν κάποιον ως μη ελεύθερο, αυτός είχε το δικαίωμα να κάνει έφεση στο

δικαστήριο. Εάν δικαιωνόταν, οι δημότες υποχρεούνταν να τον εγγράψουν στους καταλόγους του δήμου, στη

αντίθετη περίπτωση, η πόλη τον πουλούσε ως δούλο.

Στη συνέχεια οι νέοι πολίτες, αφού συγκεντρώνονταν κατά φυλές, εκπαιδεύονταν για δύο έτη στο ακόντιο και στο

τόξο και περιπολούσαν στα φρούρια της Αττικής ως φύλακες. Μετά τη λήξη της υποχρεωτικής αυτής θητείας,

εισέρχονταν οριστικά στο σώμα των πολιτών.

1.2.2 Η ιδιότητα του πολίτη στην Αθήνα και στη Σπάρτη

Αν και τα χαρακτηριστικά της ιδιότητας του πολίτη ίσχυαν σε όλα τα πολιτεύματα, ωστόσο είχαν ποιοτικές

διαφορές που ήταν ουσιαστικές. Στα ολιγαρχικά πολιτεύματα υπήρχαν δύο τάξεις πολιτών, από τις οποίες πλήρη

δικαιώματα και ουσιαστικά εξουσία είχε μόνο μία: εκείνη της οποίας η περιουσία ξεπερνούσε ένα συγκεκριμένο

όριο.

Η περίπτωση της Σπάρτης

Ο πολίτης ήταν ταυτόχρονα και στρατιώτης «πλήρους απασχόλησης» υπό τις διαταγές των κληρονομικών

βασιλέων, οι οποίοι ασκούσαν την εξουσία με τα ισόβια μέλη της Γερουσίας και τους ετήσια εκλεγμένους

εφόρους. Η Απέλλα επικύρωνε απλώς τις αποφάσεις τους˙ σε μία στρατοκρατικά οργανωμένη κοινωνία, όπου οι

πολίτες είχαν μάθει να πειθαρχούν και να υπακούουν, οι στρατιώτες-πολίτες δε μπορούσαν να αντιταχθούν σε

αποφάσεις των ανωτέρων τους. Επίσης, οι Σπαρτιάτες (όμοιοι) αν και κατείχαν γη (ίσα μερίδια κλήρων) αυτή

άνηκε στην πόλη και όχι στους ίδιους. Τέλος, ήταν ανεπάγγελτοι, διότι απαγορευόταν οποιαδήποτε ενασχόληση

πέρα από τα στρατιωτικά. Από σύγχρονους ερευνητές το πολίτευμα της Σπάρτης χαρακτηρίζεται ως το

«πολίτευμα των συνταξιούχων».

Η περίπτωση της Αθήνας

Μόνο στην Αθήνα ο ενεργός πολίτης ήταν πραγματικά ελεύθερος. Μέχρι τον 6ο αι. π.Χ. η κατάσταση στην Αθήνα

δε διέφερε από τις άλλες ολιγαρχικές πόλεις. Η αντιπαράθεση πλούτου και φτώχειας προκαλούσε και εδώ

συγκρούσεις. Τέλος έβαλαν οι μεταρρυθμίσεις των Σόλωνα και Κλεισθένη.

Σόλωνας. Οι μεταρρυθμίσεις του (590 π.Χ.) υπήρξαν καταλυτικές για την έναρξη της διαδικασίας

εκδημοκρατισμού της Αθήνας:

1. Κατάργησε τα χρέη των φτωχών αγροτών, 2. Επέτρεψε σε όσους Αθηναίους πολίτες είχαν μεταναστεύσει, λόγω

αδυναμίας πληρωμής των χρεών τους, να επιστρέψουν, 3. Απαγόρευσε τη σύναψη δανείων με σωματική

εγγύηση (σεισάχθεια). Έτσι, έχουμε την οικονομική απελευθέρωση των φτωχών πολιτών και την εξασφάλιση της

ατομικής ελευθερίας τους. 4. Διαίρεσε τους πολίτες ανάλογα με το αγροτικό τους εισόδημα σε τέσσερις τάξεις:

πεντακοσιομέδιμνοι, τριακοσιομέδιμνοι ή ιππείς, διακοσιομέδιμνοι ή ζευγίτες και θήτες. Μόνο η ανώτερη τάξη

Page 10: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

10

μπορούσε να καταλάβει τα ανώτερα αξιώματα (των αρχόντων και των μελών του Αρείου Πάγου), οι ιππείς τα

μεσαία αξιώματα, οι ζευγίτες μπορούσαν να συμμετέχουν ως μέλη στη Βουλή των 400 και να καταλάβουν

κατώτερα αξιώματα, ενώ τέλος οι θήτες μπορούσαν να συμμετέχουν μόνο στην Εκκλησία του Δήμου και στην

Ηλιαία. Έτσι, έχουμε συμμετοχή όλων των τάξεων των ελεύθερων πολιτών στην Εκκλησία του Δήμου (δηλαδή

καθολική συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων).

Κλεισθένης. Οι μεταρρυθμίσεις του εγκρίθηκαν από το Δήμο το 508 π.Χ. και ολοκληρώθηκαν γύρω στο 501 π.Χ.,

θεωρείται ο ιδρυτής της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Οι μεταρρυθμίσεις του αποσκοπούσαν στον περιορισμό της εξουσίας των αριστοκρατικών οικογενειών και στην

παραχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων στις δύο κατώτερες τάξεις των πολιτών. Συγκεκριμένα, ανασύνθεσε το

πολιτικό σώμα και δημιούργησε νέες μονάδες κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης:

1. Κατένειμε τους πολίτες σε δέκα τεχνητές φυλές, αντί των τεσσάρων παραδοσιακών φυλών. 2. Διαίρεσε την

Αττική σε τριάντα ομάδες δήμων (ο συνολικός αριθμός των δήμων ήταν πάνω από εκατό) τις τριττύες που

αντιστοιχούσαν ανά δέκα στα τρία διαμερίσματα της Αττικής (Άστυ, Παραλία και Μεσογαία). 3. Απάρτισε κάθε

φυλή ενώνοντας τρεις τριττύες, μία από κάθε διαμέρισμα. 4. Έδωσε στους δήμους τη βαρύτητα που είχαν μέχρι

τότε οι παραδοσιακές φυλές: η απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη πιστοποιούνταν από την εγγραφή του στους

καταλόγους του δήμου, οι δήμοι όριζαν τους αντιπροσώπους στη Βουλή των 500 και στην Ηλιαία. 5. Διεύρυνε το

πολιτικό σώμα επιτρέποντας να γραφτούν στους καταλόγους των δήμων ένας μεγάλος αριθμός μετοίκων, αλλά

και δούλων (νεοπολίτες). 6. Αύξησε τον αριθμό των βουλευτών από 400 σε 500, ορίζοντας ότι κάθε φυλή θα

εκπροσωπείται από 50 βουλευτές (δημιουργία της Βουλής των 500). 7. Κατέστησε του θήτες εκλόγιμους ως μέλη

της Βουλής των 500. 8. Αύξησε τη συχνότητα των συνεδριάσεων της Εκκλησίας του Δήμου.

Η διαδικασία εκδημοκρατισμού στην Αθήνα ολοκληρώνεται με τα μέτρα του Εφιάλτη (462 π.Χ.) και αργότερα του

Περικλή.

Εφιάλτης 1. Αποδυνάμωσε εντελώς τον Άρειο Πάγο (αριστοκρατικό συμβούλιο με ισόβια μέλη) μεταφέροντας τις

αρμοδιότητές του (πλην των θρησκευτικών, επίσης διατήρησε τις αρμοδιότητές του για φόνο και εμπρησμό) στα

υπόλοιπα πολιτειακά όργανα: Εκκλησία του Δήμου, Βουλή των 500 και Ηλιαία στα οποία είχαν συμμετοχή όλοι οι

πολίτες.

Περικλής 1. Επιλογή των αρχόντων με κλήρωση (από το 487 π.Χ., πριν γινόταν με ψηφοφορία). 2. Παραχώρηση

πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους τους πολίτες (από το 457 π.Χ. εκλόγιμοι για το αξίωμα των εννέα

αρχόντων γίνονται οι ζευγίτες, ενώ αργότερα και οι θήτες). 3. Καθιέρωση αμοιβής των μελών της Ηλιαίας και της

Εκκλησίας του Δήμου (ηλιαστικός και εκκλησιαστικός μισθός αντίστοιχα). Την εποχή του Περικλή όλοι οι πολίτες

γίνονται φορείς της πολιτικής βούλησης με τη συμμετοχή τους σε όλα τα πολιτειακά όργανα και τη δυνατότητα

εκλογής τους σε όλα τα δημόσια αξιώματα (με εξαίρεση του Στρατηγού, στο οποίο εκλέγονταν με ψηφοφορία

μόνο εύποροι πολίτες-πολίτες που άνηκαν στους πεντακοσιομέδιμνους, κάτοχοι ιδιόκτητης γης και που είχαν

γνήσια παιδιά).

1.2.3 Κοινωνικοπολιτικοί θεσμοί

Οι φρατρίες

Γνωστές από την αρχαϊκή εποχή, προέκυψαν από τη συνένωση συγγενικών γενών. Τα μέλη των γενών

ονομάζονταν γενήτες και συνδέονταν μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς. Πολλές φρατρίες μαζί αποτέλεσαν

αργότερα τις πρώτες φυλές. Στην κλασική Αθήνα η φρατρία λειτουργούσε κυρίως ως ένα θρησκευτικό σωματείο

Page 11: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

11

(όπως η σημερινή ενορία), αλλά μερικές λειτουργίες της είχαν σημαντικό πολιτικό περιεχόμενο. Η κυριότερη ήταν

η τελετή εγγραφής των νεογέννητων παιδιών. Διέθετε το δικό της ιερό, λάτρευε τις δικές της θεότητες, είχε το

δικό της αρχηγό (φρατρίαρχο) και δικαίωμα να κατέχει ακίνητη περιουσία. Κάθε χρόνο οι φρατρίες γιόρταζαν από

κοινού τα Απατούρια, γιορτή αφιερωμένη στο Φράτριο Δία και στη Φρατρία Αθηνά.

Οι φυλές

Η οργάνωση της αρχαϊκής πόλης βασίστηκε στο φυλετικό σύστημα, οργανικές μονάδες του οποίου ήταν το γένος,

η φρατρία και η φυλή. Η φυλή, η οποία προέκυψε από τη συνένωση φρατριών, ήταν μία αυτοδιοικούμενη

οργανική μονάδα με δικά της διοικητικά όργανα και δική της εδαφική περιοχή. Ανώτατο όργανο ήταν η

συνέλευση των ανδρών που μπορούσαν να φέρουν όπλα (πολεμιστές). Κάθε φυλή είχε τον αρχηγό της

(φυλοβασιλέα) ο οποίος ασκούσε τις διοικητικές, θρησκευτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες. Ανάμεσα στο

φυλοβασιλέα και στη συνέλευση των πολεμιστών, υπήρχε το συμβούλιο της φυλής που το συγκροτούσαν οι

αρχηγοί των γενών και των φρατριών. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν από το φυλοβασιλέα σε συνεργασία με το

συμβούλιο της φυλής και εγκρίνονταν ή απορρίπτονταν από τη συνέλευση των πολεμιστών.

Από τους ιστορικούς γνωρίζουμε ότι υπήρχαν δύο βασικές ομάδες φυλών: οι ιωνικές (ήταν τέσσερις) και οι

δωρικές (ήταν τρεις). Ακόμα και μετά τον Κλεισθένη (και την αύξησή τους από 4 σε 10 για την αποδυνάμωσή

τους) αν και θα απολέσει τον παραδοσιακό χαρακτήρα της, θα συνεχίσει να παίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική

ζωή, αφού κάθε φυλή εξέλεγε έναν άρχοντα, απέστελλε 50 βουλευτές στη Βουλή των 500, ασκούσε την

πρυτανεία μία φορά το χρόνο και συμμετείχε αναλογικά στην Ηλιαία. Η φυλή εμπλεκόταν και στις οικονομικές

υποχρεώσεις των πολιτών: υποδείκνυε τους χορηγούς στις τραγωδίες και στα Διονύσια. Τέλος, στο στρατιωτικό

τομέα ο ρόλος της ήταν σημαντικός, καθώς τον 5ο αι. π.Χ. στην Αθήνα οι 10 στρατηγοί εκλέγονταν

αντιπροσωπευτικά, ένας από κάθε φυλή.

Οι δήμοι

Μετά τον Κλεισθένη, οι δήμοι από απλές γεωγραφικές υποδιαιρέσεις έγιναν αυτοδιοικούμενες κοινότητες και

ταυτόχρονα πυρήνες της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης της πόλης (λόγω της μεταφοράς της πολιτικής

δραστηριότητας από τις παραδοσιακές φυλές στους δήμους). Στο εξής οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν δίπλα στο

όνομά τους το όνομα του δήμου στον οποίο ανήκαν (ήταν και κληρονομικό).

Στους επόμενους δύο αιώνες ο ρόλος των δήμων ήταν διττός: από τη μία αποτελούσαν τοπικές αυτοδιοικούμενες

μονάδες με δημοκρατική δομή και οργάνωση και από την άλλη αποκεντρωμένες μονάδες εφαρμογής των

κατευθύνσεων της κεντρικής εξουσίας και πυρήνες παραγωγής κεντρικής πολιτικής. Η αυτοδιοίκησή τους

εκφραζόταν με τα δικά τους διοικητικά όργανα που ήταν: η Συνέλευση των Δημοτών, ο Δήμαρχος, το Δημοτικό

Ταμείο, η Δημοτική Αστυνομία και το Δημοτικό Ιερατείο). Εισέπρατταν τους δικούς τους φόρους, διοργάνωναν τις

δικές τους πολιτιστικές εκδηλώσεις και τηρούσαν τη λίστα των υπόχρεων προς στράτευση πολιτών. Επίσης, ήταν

υπεύθυνοι για την είσπραξη των δημόσιων φόρων και οφειλών των δημοτών τους. Η κύρια αρμοδιότητά τους

ήταν η τήρηση του καταλόγου των δημοτών-πολιτών. Τέλος, όριζαν αναλογικά από κάθε φυλή τους βουλευτές

της Βουλής των 500 και τους δικαστές της Ηλιαίας.

Page 12: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

12

1.3 Τα κριτήρια απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη

1.3.1 Η καταγωγή

Πολίτης ήταν αυτός που κατείχε και ασκούσε τα πολιτικά δικαιώματα. Αντίθετα, αστοί θεωρούνταν: οι ελεύθεροι

πολίτες που τους είχαν αφαιρεθεί τα πολιτικά δικαιώματα για κάποιο σοβαρό αδίκημα, όπως λιποταξία και

προδοσία˙ τα ανήλικα αγόρια των πολιτών, μέχρι την εγγραφή τους στους καταλόγους των πολιτών του δήμου

στον οποίο ανήκαν˙ τα ανήλικα κορίτσια και οι σύζυγοι των ελεύθερων πολιτών.

Η καταγωγή αποτελούσε το πρωταρχικό κριτήριο απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη. Η γέννηση από Αθηναίους

γονείς πολίτες ή αστούς ήταν η κύρια οδός πρόσβασης στην πολιτική κοινότητα. Νόμιμη γέννηση θεωρούνταν

μόνο αυτή που προέκυπτε από το γάμο ενός Αθηναίου πολίτη ή αστού με την κόρη ενός άλλου Αθηναίου πολίτη

ή αστού. Κάθε γέννηση που προέκυπτε από άλλη σχέση θεωρούνταν μη νόμιμη και τα παιδιά νόθα. Τα νόθα

παιδιά δεν αποκτούσαν την ιδιότητα του πολίτη και δεν είχαν δικαίωμα στην πατρική κληρονομιά.

Η προϋπόθεση της καταγωγής από δύο γονείς πολίτες ως κριτήριο απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη ίσχυσε

στην Αθήνα από τα μέσα του 5ου

αι. π.Χ.. Μέχρι τότε φαίνεται ότι αρκούσε η κατοχή της ιδιότητας του πολίτη από

τον πατέρα. Η μητέρα μπορούσε να είναι ξένη. Οι πολίτες αυτοί (που είχαν δηλαδή γεννηθεί από πατέρα πολίτη ή

αστό και μητέρα ξένη) ήταν μητρόξενοι και χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν αυτές του Κλεισθένη, του Κίμωνα

και του Θεμιστοκλή. Στα μέσα του 5ου

αι. π.Χ. η στάση της Αθήνας στο θέμα των μεικτών γάμων άλλαξε ριζικά. Η

Εκκλησία του Δήμου το 451, μετά από πρόταση του Περικλή, ενέκρινε ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο, για να

θεωρηθεί κάποιος Αθηναίος πολίτης, έπρεπε να κατάγεται από γονείς πολίτες ή αστούς και από τις δύο πλευρές.

Ο Αριστοτέλης μάς πληροφορεί ότι σε ορισμένες δημοκρατικές πόλεις αρκούσε η ελεύθερη καταγωγή της

πολίτιδος μητέρας (δηλαδή να ήταν η μητέρα κόρη πολίτη), για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη, ενώ σε

άλλες την αποκτούσαν και τα νόθα παιδιά των πολιτών, όταν λιγόστευε ο αριθμός των γνήσιων πολιτών.

1.3.2 Η κατοχή γης και ακινήτων

H έγκτησις, δηλαδή η κατοχή γης και ακινήτων, αποτελούσε το δεύτερο καθοριστικό κριτήριο για την απόκτηση

της ιδιότητας του πολίτη, αμέσως μετά την καταγωγή. Η έγγεια ιδιοκτησία ήταν αποκλειστικό προνόμιο των

πολιτών και επί αιώνες ταυτόσημη με την ιδιότητα του πολίτη. Η γαιοκτησία ήταν ένα προνόμιο μόνο των

πολιτών καλά διαφυλαγμένο, διότι η γη δεν ήταν μόνο μέσο επιβίωσης και πρόσβασης στην πολιτική κοινότητα,

αλλά αποτελούσε ταυτόχρονα και σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης που πιστοποιούσε την αριστοκρατική

καταγωγή. Έτσι λοιπόν, τα αίτια διατήρησης αυτού του προνομίου δεν ήταν μόνο πολιτικά, αλλά συνάμα

κοινωνικά και κυρίως ψυχολογικά. Οι Έλληνες, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανώτερους από τους άλλους

λαούς, τους οποίους αποκαλούσαν βάρβαρους, δε θα επέτρεπαν ποτέ στους τελευταίους την πρόσβαση σε ένα

προνόμιο που πιστοποιούσε την αριστοκρατική ή ανώτερη καταγωγή τους. Ακόμα και η αθηναϊκή δημοκρατία

του 5ου

αι. π.Χ., που αποτέλεσε στον τομέα αυτό φωτεινή εξαίρεση, την περιφρούρησε σαν προνόμιο μόνο των

πολιτών της: κανείς ξένος, μέτοικος ή δούλος δεν μπορούσε να αγοράσει γη και ακίνητη περιουσία, παρόλο που

οι δύο πρώτοι μπορούσαν να την νοικιάσουν και να την εκμεταλλευτούν. Μόνο με ειδικό ψήφισμα της Εκκλησίας

του Δήμου παραχωρείτο το δικαίωμα της έγκτησις σε μετοίκους και ξένους, αλλά οι πηγές δείχνουν ότι κάτι

τέτοιο δεν ήταν καθόλου εύκολο.

Στις ολιγαρχικές πόλεις (π.χ. Σπάρτη, Κόρινθο και Θήβα) το δικαίωμα της έγκτησις προστατευόταν με

απαγορευτικά μέτρα, δηλαδή ίσχυε η απαγόρευση της πώλησης των κλήρων, διότι μόνο οι κάτοχοι γης είχαν

συμμετοχή στα κοινά, ενώ σε πολλές από αυτές την τύχη της πόλης καθόριζαν αποκλειστικά οι γαιοκτήμονες.

Page 13: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

13

Ό,τι ίσχυε για τη σχέση μεταξύ έγγειας ιδιοκτησίας και ιδιότητας του πολίτη στις ολιγαρχικού πολιτεύματος

πόλεις, ίσχυε περίπου και για την Αθήνα μέχρι την εποχή του Κλεισθένη. Η απαγόρευση της πώλησης κλήρων

ίσχυε και στα χρόνια του Σόλωνα. Μάλιστα ο Σόλων είχε απαγορεύσει την είσοδο στην αγορά στους πολίτες που

είχαν κατασπαταλήσει τον πατρικό τους κλήρο και ήταν πλέον ακτήμονες. Όμως η σχέση αυτή χαλάρωσε με το

μεταρρυθμιστικό έργο του Κλεισθένη, σύμφωνα με το οποίο η ιδιότητα του πολίτη πιστοποιούνταν με την

εγγραφή του στους καταλόγους του δήμου, με αποτέλεσμα η έγγεια ιδιοκτησία και η ακίνητη περιουσία να

περάσουν σε δεύτερη μοίρα. Πλέον η κατοχή γης, η περιουσία, ακόμα και το σταθερό εισόδημα, δεν

αποτελούσαν κριτήρια για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη. Μάλιστα, η κατώτερη τάξη των πολιτών, οι

θήτες, ήταν ακτήμονες χωρίς σταθερό εισόδημα. Αυτό που ξεκίνησε ο Κλεισθένης παγιώθηκε με τις αλλαγές που

έκαναν ο Εφιάλτης και ο Περικλής, με αποτέλεσμα η απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη να ήταν συνάρτηση της

προσωπικής αξίας του καθενός και όχι της κατοχής περιουσίας και της κοινωνικής θέσης.

Το διάταγμα του Φορμισίου, το 403 π.Χ., (αν και δεν ευδοκίμησε) προέβλεπε τον αποκλεισμό των ακτημόνων από

την πολιτική κοινότητα. Το ότι καταμετρήθηκαν 5.000 ακτήμονες εκείνη τη χρονιά, σε σχέση με το συνολικό

πληθυσμό των Αθηναίων πολιτών, που υπολογίζεται για εκείνη την περίοδο σε 30.000, μας δείχνει ότι το 1/6 από

αυτούς ήταν ακτήμονες. Ωστόσο, η προϋπόθεση της κατοχής γης και περιουσίας για την απόκτηση της ιδιότητας

του Αθηναίου πολίτη τέθηκε ξανά σε ισχύ μετά το τέλος της δημοκρατικής περιόδου της πόλης (από το 322 π.Χ.

και μετά).

1.3.3 Η απονομή της ιδιότητας του πολίτη

Μια άλλη οδός πρόσβασης των ξένων και των μετοίκων στην ιδιότητα του πολίτη ήταν η απονομή της από την

ίδια την πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά των διακεκριμένων υπηρεσιών τους σε αυτή (σπάνιο φαινόμενο

αλλά και ύψιστη τιμή). Αυτοί ονομάζονταν ποιητοί πολίτες και εξομοιώνονταν σε όλα με τους εκ καταγωγής

πολίτες (αποκτούσαν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, είχαν δικαιοπρακτική ικανότητα), αλλά δεν

μπορούσαν να εκλεγούν άρχοντες και να αποτελέσουν μέλη του ιερατείου της πόλης.) Η απονομή της ιδιότητας

του πολίτη μπορούσε να έχει ατομικό ή ομαδικό χαρακτήρα. Γενικά, τις περισσότερες περιπτώσεις

πολιτογράφησης τις συναντάμε στην Αθήνα (σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, μόνο δύο μεμονωμένες

περιπτώσεις υπήρξαν στη Σπάρτη).

Τρία παραδείγματα απονομής της ιδιότητας του πολίτη στην Αθήνα:

Ομαδικές

1. Επί Σόλωνα, όταν επέτρεψε να επιστρέψουν στην Αθήνα και να επανακτήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα

όσοι είχαν μετοικήσει λόγω χρεών. 2. Στους συμμάχους τους Πλαταιείς μετά την καταστροφή της πόλης τους από

Βοιωτούς και Σπαρτιάτες το 427 π.Χ..

Ατομικής 1. Στο γιο του Περικλή με την Ασπασία (λόγω του θανάτου των δύο γνήσιων γιων του από το λοιμό)

Κατά τα τέλη του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Αθηναίοι αναγνώρισαν στους Ευβοείς (με τους οποίους είχαν

παραδοσιακά καλές σχέσεις) την επιγαμία, δηλαδή αναγνωρίζονταν οι μικτοί γάμοι μεταξύ Αθηναίων και

Ευβοέων ως νόμιμοι (καθώς και τα παιδιά τους, έτσι αυτά αποτελούσαν μέλη της αθηναϊκής πολιτικής

κοινότητας).

Όμως, είναι πολύ πιθανόν εύποροι μέτοικοι να απέκτησαν την ιδιότητα του πολίτη παράνομα (εξαγοράζοντας την

εγγραφή τους στους καταλόγους των πολιτών ή τη μαρτυρία κάποιον πολιτών στα δικαστήρια σχετικά με την

ελεύθερη καταγωγή τους). Τα πρόστιμα σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν πολύ αυστηρά (αφαίρεση περιουσίας,

Page 14: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

14

υποβιβασμός σε δούλο). Για την αποφυγή τέτοιων περιστατικών οι κατάλογοι στην Αθήνα εξετάζονταν σε τακτά

διαστήματα από την Εκκλησία του Δήμου, ενώ το 451 π.Χ. ψηφίστηκε νόμος σχετικά με την καταγωγή των

πολιτών (από δύο γονείς πολίτες).

1.3.4 Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων

Ατιμία ήταν η ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων με την οποία τιμωρούνταν όσοι πολίτες κρίνονταν

ανάξιοι της τιμής να ανήκουν στο σώμα των πολιτών. Η ατιμία διακρινόταν σε ολική και μερική. Η ολική

μπορούσε να είναι είτε απόλυτη είτε σχετική.

Η ολική απόλυτη ατιμία συνεπαγόταν την απώλεια της δικαιοπρακτικής ικανότητας, την αφαίρεση των

περιουσιακών στοιχείων και την απαγόρευση παραμονής στο έδαφος της πόλης. Μάλιστα στην αρχή κάθε

πολίτης επιτρεπόταν ακόμη και να φονεύσει τον άτιμο χωρίς να τιμωρηθεί, σε περίπτωση που τον συναντούσε

στα όρια της πόλης. Την ολική απόλυτη ατιμία επέσυραν ιδιαίτερα σοβαρά αδικήματα όπως: επιδίωξη

εγκαθίδρυσης τυραννικού καθεστώτος, προσπάθεια κατάργησης ή παραποίησης της κείμενης νομοθεσίας, φόνος

προσώπου στο οποίο η πόλη είχε εγγυηθεί το απαραβίαστο, εξαπάτηση πολίτη, π.χ. δίνοντάς του γυναίκα ξένη

που την παρουσίασε ως αστή.

Συνηθέστερη μορφή ατιμίας ήταν η ολική σχετική ατιμία. Σε αυτή την περίπτωση, ο άτιμος έχανε ορισμένα από

τα πολιτικά του δικαιώματα, δεν έπαυε όμως να είναι πολίτης. Συμμετείχε στην Εκκλησία του Δήμου, αλλά δε

δικαιούνταν να λάβει το λόγο – συμμετείχε όμως στις ψηφοφορίες. Απαγορευόταν η ανάληψη οποιουδήποτε

αξιώματος, δε συμμετείχε στην Ηλιαία, δεν έμπαινε στην αγορά και στα ιερά και τέλος, δε συμμετείχε σε

δημόσιες θυσίες και αθλητικές εκδηλώσεις. Αυτό συνέβαινε όταν: υπήρχαν χρέη προς την πόλη (σε περίπτωση

χρεών η ατιμία ήταν κληρονομική και σε περίπτωση θανάτου του ατόμου, τα χρέη μεταφέρονταν στους

κληρονόμους μέχρι να εξοφληθούν), γινόταν απόπειρα δωροδοκίας δικαστών, ψευδομαρτυρούσαν κ.ά.

Η μερική ατιμία επέσυρε μία πιο περιορισμένη μείωση των πολιτικών δικαιωμάτων και της δικαιοπρακτικής

ικανότητας σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες. Συγκεκριμένα, συνεπαγόταν την απαγόρευση υποβολής

προτάσεων στην Εκκλησία του Δήμου, την απαγόρευση παράστασης στο δικαστήριο και τη μη συμμετοχή σε

συζητήσεις στην αγορά. Τα αδικήματα που επέσυραν την εν λόγω ποινή ήταν: η κατασπατάληση της πατρικής

περιουσίας, η μη εξόφληση προστίμων προς την πόλη (π.χ. από κάποιο δικαστήριο) κ.ά.

Η διάρκεια της ατιμίας μπορούσε να είναι είτε προσωρινή είτε οριστική. Η πρώτη αιρόταν στη λήξη της χρονικής

διάρκειας για την οποία είχε επιβληθεί. Η άρση της οριστικής ατιμίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση (κι αυτό γιατί τον

5ο αι. π.Χ. στην Αθήνα απαιτούνταν «πλήρη» συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου για να αποφασιστεί κάτι

τέτοιο, δηλαδή 6.000 ψήφους πολιτών)

Γενικά, η ατιμία στην αρχική μορφή της ισοδυναμούσε με έξωση από την κοινωνία της πόλης, ενώ αργότερα με

πολιτικό αφοπλισμό. Σε κάθε περίπτωση πάντως αποτελούσε σοβαρή ηθική μείωση της προσωπικότητας.

Δραστηριότητα 19, β

Ισοδυναμούσε με πολιτικό αφοπλισμό και έξωση από την κοινωνία της πόλης. Επίσης, λειτουργούσε ως

ασφαλιστική δικλίδα για την προστασία του πολιτεύματος.

1.3.5 Η θέση της γυναίκας στην πολιτική κοινότητα

Η θέση της γυναίκας ήταν από νομική, κοινωνική και πολιτική πλευρά σημαντικά υποβαθμισμένη. Δεν ανήκε στην

πολιτική κοινότητα και συνεπώς δε συμμετείχε στα κοινά. Η μόνη ανάμειξή της στα πολιτικά δρώμενα ήταν η

Page 15: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

15

παρουσίαση της νύφης στη φρατρία του γαμπρού, μέσω της οποίας αναγνωριζόταν ως θυγατέρα αθηναίου

πολίτη. Δε γράφονταν στους καταλόγους των πολιτών και δε θεωρούνταν πολίτες, αλλά αστές. Η γυναίκα δεν

ασκούσε καμία πολιτική δραστηριότητα και απουσίαζε από την πολιτική ζωή.

Όσον αφορά στη νομική θέση της, είχε πλήρη έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας (δεν μπορούσε να υπογράψει

συμβόλαια και να παραστεί στα δικαστήρια, ούτε κατείχε γη, ακίνητα και άλλα κινητά πράγματα). Έτσι, στην πόλη

την εκπροσωπούσε κάποιος άντρας, συγκεκριμένα ο πατέρας της, και αν είχε πεθάνει και ήταν ανύπαντρη, ο

μεγαλύτερος αδελφός της, ενώ εάν ήταν παντρεμένη, ο άντρας της και αν ήταν χήρα, ο μεγαλύτερος γιος της.

Στην κοινωνική ζωή ήταν λιγότερο αποκλεισμένη. Συμμετείχε στις κυριότερες θρησκευτικές γιορτές και τελετές

(σε επίπεδο πόλης, οικογένειας, φρατρίας και φυλής). Σημαντικό ρόλο έπαιζε στα Θεσμοφόρια που ήταν μια

γιορτή αφιερωμένη στην παντρεμένη γυναίκα, με την οποία τιμούνταν οι θεές της γονιμότητας. Οι Έλληνες,

επηρεασμένοι από την Ανατολή, θεωρούσαν τη γυναίκα από τη φύση της αδύναμο πνευματικά ον το οποίο

έπρεπε να υπακούει τον άντρα. Ο Ξενοφώντας τόνιζε το ρόλο της ως καλής συζύγου και νοικοκυράς. Πίστευε ότι

ένα σπίτι για να προκόψει πρέπει η γυναίκα να είναι νοικοκυρά. Ο Σωκράτης έλεγε ότι η γυναίκα δεν ήταν από τη

φύση της υποδεέστερη του άντρα, αφού και οι δύο έχουν τις ίδιες καταβολές και ικανότητες. Ο Περικλής έλεγε

ότι είναι τιμή για τη γυναίκα να μην τη συζητάνε οι άντρες.

Η θέση της γυναίκας στη Σπάρτη

Παρουσιάζει διαφορές κυρίως ως προς την κοινωνική της θέση, διότι και στη Σπάρτη η γυναίκα δεν είχε πολιτικά

δικαιώματα (δεν άνηκε στο σώμα των πολιτών). Είχαν μεγαλύτερη ελευθερία και ασκούσαν επιρροή στους

άνδρες. Ο Αριστοτέλης αποκαλεί τους Σπαρτιάτες γυναικοκρατούμενους.

Οι γυναίκες δεν ήταν κλεισμένες στο σπίτι, ούτε οι νεαρές κοπέλες στο γυναικωνίτη. Αντίθετα, οι νεαρές κοπέλες

γυμνάζονταν για να δυναμώσει τα σώμα τους και έτσι να κάνουν υγιή παιδιά, έτρεχαν, πάλευαν και έριχναν δίσκο

και ακόντιο. Εμφανίζονταν στο γυμναστήριο και στις δημόσιες τελετές και πομπές γυμνές. Η γύμνωση των

κοριτσιών για τους Σπαρτιάτες δεν είχε τίποτα το αισχρό, γιατί δεν το θεωρούσαν απρέπεια. Στη Σπάρτη δεν ήταν

ανάγκη η γυναίκα να είναι μια καλή νοικοκυρά, αφού οι άντρες έλειπαν από το σπίτι και ήταν στα στρατόπεδα ή

στο γυμναστήριο και έτρωγαν όλοι μαζί στα κοινά συσσίτια. Έτσι, οι γυναίκες είχαν τη δυνατότητα να

επικοινωνούν και να συναναστρέφονται μεταξύ τους.

Τέλος, η νομική θέση της Σπαρτιάτισσας ήταν διαφορετική. Τα 2/5 της συνολικής γης της Σπάρτης ανήκαν στις

γυναίκες, γεγονός που υποδηλώνει ότι στο θέμα της έγγειας ιδιοκτησίας, η γυναίκα στη Σπάρτη είχε

δικαιοπρακτική ικανότητα. Γενικά, η διαφορετική θέση της γυναίκας στη Σπάρτη οφειλόταν στην στρατιωτική

οργάνωση της κοινωνίας και στην άποψη για την ευγονία.

Page 16: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

16

1.4 Υποχρεώσεις και δικαιώματα του ελεύθερου πολίτη

1.4.1 Στρατιωτικές υποχρεώσεις

Η στρατιωτική υπηρεσία ήταν η πιο σημαντική υποχρέωση των πολιτών. Αυτή μεταφραζόταν στη δυνατότητα του

πολίτη να προμηθεύεται με δικά του οικονομικά μέσα τον απαραίτητο οπλισμό και να είναι σωματικά υγιής και

ικανός να υπερασπιστεί την πόλη του (οπλιτική ικανότητα).

Μέχρι τα μέσα του 7ου

αι. π.Χ. η υπεράσπιση της πόλης ήταν καθήκον των ευγενών και των πλουσίων. Όταν

αναπτύχθηκε ο θεσμός της πόλη έγιναν αλλαγές και στο στρατιωτικό τομέα, καθώς σε αυτόν δε μετείχαν μόνο οι

αριστοκράτες, αλλά και ευρύτερα στρώματα των πολιτών. Αυτό οφείλεται στην καθιέρωση της οπλιτικής

φάλαγγας ως πολεμικής τεχνικής που έγινε στα μέσα του 7ου

αι. π.Χ.. Σε αυτήν έχουμε την παράταξη των

πολεμιστών (οπλιτών) κατά στοίχους οι οποίοι μάχονται σαν μάζα ο ένας δίπλα στον άλλο κρατώντας στο

αριστερό τους χέρι την ασπίδα και στο δεξί τους το δόρυ. Κανένας από τους οπλίτες δεν ήταν αναντικατάστατος

και όλοι ήταν ίσοι τόσο στη μάχη όσο και στο μοίρασμα των λαφύρων και της κατακτώμενης γης.

Η νέα πολεμική τεχνική απαιτούσε περισσότερους πολεμιστές, έτσι μπορούσαν να προσφέρουν στρατιωτική

υπηρεσία στην πόλη και οι πολίτες των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων οι οποίοι είχαν την οπλιτική

ικανότητα. Παράλληλα, αυτήν την περίοδο γίνεται η σύνδεση μεταξύ της ιδιότητας του πολίτη με την ιδιότητα

του οπλίτη. Ως αποτέλεσμα, έχουμε την ταύτιση μεταξύ των δύο αυτών ιδιοτήτων. Στρατός και πολιτική δε

διαχωρίζονται σε όλες τις ελληνικές πόλεις. Την ιδιότητα του πολίτη είχε εκείνος που μπορούσε να υπερασπιστεί

την πόλη με την ασπίδα του. Σε όλες τις ελληνικές πόλεις οι πολίτες ήταν υπόχρεοι θητείας από το 20ο – 60

ο έτος

της ηλικίας τους, κάτι που στις ολιγαρχικές πόλεις ίσχυε μέχρι τον 4ο αι. π.Χ..

Στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων δε μετείχαν πλέον μόνο οι ευγενείς, αλλά και τα στρώματα των πολιτών

που υπηρετούσαν ως οπλίτες. Η ισότητα στο στρατιωτικό τομέα μεταφέρθηκε και στον πολιτικό, με αποτέλεσμα

την ανάπτυξη της ιδέας της ισότητας στην πολιτική ζωή και τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας από κοινού από

όλους τους ελεύθερους πολίτες (οπλίτες).

Η ένταξη στην πολιτική κοινότητα παρέμεινε συνυφασμένη επί δυόμιση αιώνες με την κατοχή της οπλιτικής

ικανότητας (μέσα 7ου

- τέλη 5ου

), διότι επικρατούσε η άποψη ότι η ιδιότητα του πολίτη έπρεπε να ανήκει σε

εκείνους που μπορούσαν να υπερασπιστούν την πόλη και επειδή ο κάτοχός της συμμετείχε στη διαχείριση της

πολιτικής εξουσίας.

Στην Αθήνα όμως και στη Σπάρτη τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αφού στην Αθήνα η οπλιτική ικανότητα

χωρίστηκε από την ιδιότητα του πολίτη από την εποχή του Κλεισθένη και στη Σπάρτη η κοινωνία ήταν

οργανωμένη στρατιωτικά. Από τα τέλη του 5ου

αιώνα η σχέση πολίτη – οπλίτη άρχισε να εξασθενεί. Σε πολλές

πόλεις οι οπλίτες δεν ήθελαν να στρατευθούν, ειδικά τον 4ο αιώνα. Έτσι, οι πόλεις μίσθωναν επαγγελματίες

στρατιώτες για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο οι εχθρικές πόλεις προς την Αθήνα

χρησιμοποίησαν μισθοφορικά στρατεύματα, ακόμα και οπλιτών. Οι πολίτες δεν ένιωθαν πίστη και αφοσίωση

στην ιδέα της πόλης και δεν ήταν διατεθειμένοι να θυσιαστούν για αυτήν. Οι εκστρατείες τούς είχαν κουράσει και

ο πληθυσμός είχε μειωθεί σημαντικά. Έτσι, εμφανίστηκε μία νέα δύναμη, η Μακεδονία, με νέα ιδανικά.

Η περίπτωση της Αθήνας

Ό,τι ίσχυε για τη σύνδεση οπλίτη-πολίτη σε όλες τις πόλεις, ίσχυε και στην Αθήνα από τα μέσα του 7ου

αι..

Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν το 509 π.Χ. με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, ο οποίος αποσύνδεσε την

ιδιότητα του οπλίτη από την ιδιότητα του πολίτη. Συγκεκριμένα, οι οπλίτες προέρχονταν από τις τρεις

Page 17: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

17

ευπορότερες-ανώτερες τάξεις των πολιτών (πεντακοσιομέδιμνοι, ιππείς και ζευγίτες), ενώ η κατώτερη τάξη των

πολιτών, οι θήτες, υπηρετούσαν ως κωπηλάτες (ναύτες) στο στόλο, καθώς η Αθήνα είχε εξελιχθεί σε ισχυρή

ναυτική δύναμη. Η στρατιωτική υπηρεσία είτε ως οπλίτη είτε ως κωπηλάτη αποτελούσe τιμή για τον Αθηναίο

πολίτη, που ήταν πρόθυμος να υπερασπιστεί τους θεσμούς και τα ιερά της πόλης. Η λιποταξία και η δειλία ήταν

κάτι το προσβλητικό και επέσυραν αυστηρές ποινές.

Τον 5ο αι. η Αθήνα χορηγούσε ημερήσια αμοιβή θητείας για όσους υπηρετούσαν στο στόλο ή λάμβαναν μέρος σε

εκστρατείες (μισή με μία δραχμή την ημέρα). Συνεπώς, η προθυμία για στράτευση μπορεί να μην ήταν τελείως

ανιδιοτελής για μία μερίδα πολιτών, διότι η αμοιβή δεν ήταν υψηλή, αλλά ούτε και ασήμαντη (δινόταν μόνο για

τις ημέρες που πολεμούσαν, οι οπλίτες δεν αποζημιώνονταν για τον οπλισμό τους). Υπόχρεοι στράτευσης ήταν

όλοι οι πολίτες που μπορούσαν να φέρουν όπλα από τα 20 μέχρι τα 60 τους χρόνια. Από τα 18 μέχρι τα 20 χρόνια

τους ονομάζονταν έφηβοι και υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία ως εκπαιδευόμενοι στα όπλα και στις

τεχνικές του πολέμου. Από τη στράτευση εξαιρούνταν οι βουλευτές, οι δικαστές και οι δημόσιοι λειτουργοί.

Οι Αθηναίοι έφηβοι έδιναν και όρκο. Όταν ξεκίνησε ο Πελ/κός πόλεμος πολλοί δεν ήθελαν να στρατευθούν

κυρίως από τις αγροτικές περιοχές εξαιτίας: 1) των απωλειών σε έμψυχο δυναμικό, 2) των καταστροφών της γης.

Κατά τον Πελ/κό πόλεμο είχε διαρραγεί η σχέση πολίτη- στρατιώτη. Η υπεράσπιση της πόλης δεν ήταν μόνο

υπόθεση των πολιτών, πολλοί μέτοικοι υπηρετούσαν ως κωπηλάτες στον στόλο και ως οπλίτες υπερασπίζοντας

τα τείχη της πόλης. Στα τέλη του 5ου

αιώνα η Αθήνα χρησιμοποιεί μισθοφορικά στρατεύματα για να καλύψει τις

απώλειες των πολιτών. Τον 4ο αιώνα η τάση των μισθοφόρων καθιερώθηκε, γιατί οι Αθηναίοι εξαιτίας του λοιμού

και του πολέμου δεν ήταν πρόθυμοι να στρατευτούν και να πολεμήσουν για την πόλη. Οι πολίτες άρχισαν να

προτιμούν την καλλιέργεια της γης από τη συμμετοχή σε μια αβέβαιη επιχείρηση, και έτσι οι εκστρατείες

έβρισκαν λιγότερη υποστήριξη.

Η περίπτωση της Σπάρτης

Η Σπάρτη ήταν μία στρατοκρατικά οργανωμένη πόλη, στην οποία η ταύτιση του στρατού και της πολιτικής

κοινότητας ήταν απόλυτη. Προκειμένου να κυριαρχήσουν σε ένα μεγάλο αριθμό υποτελών, είχαν δομήσει την

κοινωνία τους με τρόπο που αυτή να εκπληρώνει καθήκοντα αστυνόμευσης, με αποτέλεσμα η οπλιτική

(στρατιωτική) ιδιότητα να υπερίσχυε της πολιτικής. Κύριο στοιχείο της στρατιωτικά οργανωμένης ζωής ήταν

θεωρητικά η ισότητα. Όλοι οι Σπαρτιάτες ήταν από στρατιωτικής πλευράς ίσοι (όμοιοι). Έτσι, τόσο ο κύκλος της

ζωής τους όσο και η αγωγή (δηλαδή τόσο η ανατροφή όσο και η εκπαίδευση) που λάμβαναν ήταν κοινές για

όλους και αποσκοπούσαν στο να γίνουν πρώτα ικανοί στρατιώτες και ύστερα υπάκουοι πολίτες.

Οι Σπαρτιάτες από 20ο-60

ο έτος της ηλικίας τους ήταν πρώτα στρατιώτες και μετά πολίτες. Στο 7

ο έτος της ηλικίας

τους τα αγόρια εντάσσονταν σε ομάδες (αγέλες) στις οποίες έπαιζαν και διαπαιδαγωγούνταν μαζί. Στη συνέχεια,

όταν ενηλικιώνονταν εξακολουθούσαν να γυμνάζονται να τρώνε και να ζούνε μαζί, περνώντας την περισσότερη

ζωή τους στα στρατόπεδα. Κύριος φορέας της σπαρτιατικής αγωγής ήταν η συμμετοχή τους στα συσσίτια, που

ήταν λιτά και κοινά δείπνα μιας ομάδας Σπαρτιατών, στα οποία ο κάθε συνδαιτυμόνας συνεισέφερε κάθε μήνα

το δικό του φαγητό. Οι μετέχοντες σε αυτά ονομάζονταν σύσκηνοι, επειδή αυτά γίνονταν σε σκηνές. Ο

χαρακτήρας τους ήταν καθαρά στρατιωτικός (η επιμέλειά τους ήταν αρμοδιότητα των πολέμαρχων) και στόχευαν

στο να συνηθίσουν οι πολίτες στην εγκράτεια, στη φειδώ και στο λιτό τρόπο ζωής.

Όλοι οι Σπαρτιάτες: 1. Ανατρέφονταν με έναν κοινό, τυποποιημένο και υποχρεωτικό τρόπο που αποσκοπούσε

στην εμφύσηση της υπακοής, ανδρείας, πειθαρχίας και στρατιωτικής ικανότητας, 2. Είχαν ένα μόνο επάγγελμα,

αυτό του οπλίτη-στρατιώτη ή αξιωματικού (απαγορευόταν οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική ενασχόληση), 3.

Είχαν οικονομική ασφάλεια και ήταν ελεύθεροι από οικονομικές φροντίδες, αφού όλες οι παραγωγικές

υπηρεσίες παρέχονταν από τους υποτελείς τους είλωτες και περίοικους. Οι αγοραπωλησίες και οι συναλλαγές

Page 18: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

18

ήταν απαγορευμένες δραστηριότητες. Υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Τα

νομίσματα ήταν από σίδηρο και είχαν μεγάλο όγκο, για να μην μπορούν να αποθηκευτούν, 4. Η δημόσια ζωή

τους χαρακτηριζόταν από ομοιομορφία και αντι-ατομικισμό. Εύποροι και ευγενείς δεν είχαν τη δυνατότητα να

ζουν διαφορετικά.

Δραστηριότητα 22

Α. Ομοιότητες: 1. Η στρατιωτική υπηρεσία αποτελούσε τιμή για τους πολίτες και των δύο πόλεων, 2. Υπόχρεοι

θητείας ήταν όλοι οι πολίτες. Διαφορές: 1. Υπήρχε απόλυτη ταύτιση των δύο ιδιοτήτων (πολίτη - στρατιώτη

(οπλίτη) στη Σπάρτη, ενώ στην Αθήνα μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη οι δύο ιδιότητες αποσυνδέονται, 2.

Στη Σπάρτη υπήρχε απαγόρευση άσκησης άλλου επιτηδεύματος εκτός από αυτό του στρατιώτη από τους πολίτες-

οπλίτες, ενώ στην Αθήνα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, 3. Η αγωγή και ο τρόπος ζωής των Σπαρτιατών δεν είχαν κανένα

κοινό σημείο με αυτούς της Αθήνας.

1.4.2 Οι οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών

Την κλασική περίοδο ήταν κανόνας να αναλαμβάνουν οι εύποροι πολίτες όχι μόνο το μεγαλύτερο βάρος των

στρατιωτικών αρμοδιοτήτων, αλλά και το κόστος της λειτουργίας του πολιτεύματος. Έτσι δικαιολογείται το

γεγονός ότι στις περισσότερες ολιγαρχικές πόλεις οι ολίγοι-πλούσιοι κατείχαν την εξουσία. Καμία ελληνική πόλη

δεν είχε αναπτύξει ένα φορολογικό σύστημα άμεσων και έμμεσων φόρων. Εξαίρεση αποτελούσε η Αθήνα, η

οποία διέθετε μία μορφή επιβολής άμεσων φόρων, κυρίως περιουσίας και μετά εισοδήματος. Στον αντίποδα

βρισκόταν η Σπάρτη, όπου το κοινωνικό σύστημά της στηριζόταν στην κοινοκτημοσύνη και επικρατούσε

απαξιωτική αντίληψη για το χρήμα ως μέσο συναλλαγής.

Από τον 6ο αι. π.Χ. τα έσοδα των ελληνικών πόλεων προέρχονταν από: 1. Εκμετάλλευση της «κρατικής»

περιουσίας (ενοικίαση γης και ακινήτων σε μετοίκους, ακτήμονες κ.ά., ορυχεία, π.χ. Λαυρίου, κλπ), 2. Φόρους

ακίνητης περιουσίας ή εισοδήματος των εύπορων μόνο πολιτών (επιβάλλονταν μόνο όταν η πόλη είχε ανάγκη

από χρήματα, όπως σε πολεμικές περιόδους.

Στην Αθήνα οι πηγές δημόσιων εσόδων ήταν περισσότερες. Εκτός από τις δύο που αναφέρθηκαν πιο πάνω,

σημαντική πηγή εσόδων ήταν: 1. Οι ετήσιες εισφορές των πόλεων της Αθηναϊκής Συμμαχίας, οι οποίες

καταβάλλονταν μετά τα Μηδικά, αρχικά οικειοθελώς, για την αποκατάσταση των ζημιών του πολέμου και στη

συνέχεια ως φόρος υποτέλειας προς την υπερδύναμη της εποχής, την Αθήνα (λίγο πριν τον Πελ/κό ανέρχονταν

στα 600 τάλαντα το χρόνο) . Σε περίπτωση μη καταβολής τους, η Αθήνα τις διεκδικούσε με πόλεμο, 2. Η

ναυπήγηση πλοίων, 3. Τα τελωνειακά τέλη επί των προϊόντων που διακινούνταν μέσω του λιμανιού του Πειραιά.

Δευτερεύουσες πηγές ήταν: 1. Τα πρόστιμα που επέβαλλαν τα δικαστήρια, 2. Ο φόρος διαμονής των μετοίκων

(μετοίκιο). Τέλος, στα δημόσια έσοδα συγκαταλέγονταν οι οικονομικές υποχρεώσεις των εύπορων μόνο πολιτών:

οι λειτουργίες και η εισφορά.

Οι λειτουργίες

Ήταν ετήσιες προσωπικές, οικονομικές υποχρεώσεις που αναλάμβαναν μόνο οι εύποροι ελεύθεροι πολίτες της

Αθήνας και αφορούσαν στην κάλυψη των εξόδων ορισμένων δημόσιων εκδηλώσεων, πολιτιστικού και αθλητικού,

κυρίως, περιεχομένου. Τον 4ο αι. τις αναλάμβαναν οι εύποροι πολίτες των οποίων η περιουσία ξεπερνούσε τα 3

τάλαντα. Ο Δημοσθένης μάς πληροφορεί ότι στα μέσα του 4ου

αι. οι λειτουργίες ήταν περισσότερες από 60, ενώ

κάποιοι τις υπολογίζουν στις 97.

Page 19: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

19

Οι κυριότερες λειτουργίες ήταν η χορηγία, η γυμνασιαρχία και η τριηραρχία. Η χορηγία κάλυπτε τα έξοδα του

χορού ενός δραματικού, λυρικού ή μουσικού έργου. Η γυμνασιαρχία κάλυπτε τα έξοδα μίας αθλητικής

διοργάνωσης. Τέλος, η τριηραρχία, που ήταν η σημαντικότερη, κάλυπτε τα έξοδα εξοπλισμού και συντήρησης για

ένα χρόνο μίας πολεμικής τριήρους. Ο πολίτης που αναλάμβανε την τριηραρχία ονομαζόταν τριήραρχος και ήταν

ταυτόχρονα ο διοικητής της τριήρους. Το κόστος της κυμαινόταν μεταξύ 3.000 και 6.000 δραχμών, ενώ το 4ο αι.

υπολογίζεται ότι οι πολίτες που μπορούσαν να ανταποκριθούν στο κόστος αυτό ήταν 300, για αυτό επιτρεπόταν η

ανάληψή της από δύο ή περισσότερους πολίτες και στην περίπτωση αυτή ονομαζόταν συντριηραρχία.

Η ανάθεση των λειτουργιών στους πολίτες γινόταν με απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου. Αυτός που επιλεγόταν

μπορούσε να αρνηθεί την απόφαση ανάληψης λέγοντας ότι είχε αναλάβει πρόσφατα άλλη λειτουργία ή

ισχυριζόμενος ότι κάποιος άλλος πολίτης είχε μεγαλύτερη περιουσία από αυτόν (έπρεπε να τον υποδείξει). Εάν ο

υποδεικνυόμενος δε δεχόταν να αναλάβει τη λειτουργία, ο υποδεικνύων μπορούσε να ζητήσει ανταλλαγή της

περιουσίας του με αυτή του επιδεικνυόμενου (αντίδοσις). Η διαδικασία της ανταλλαγής κρινόταν από κάποιο

δικαστήριο. Έπρεπε να μεσολαβήσει ένα έτος για την ανάληψη δύο συνεχόμενων εορταστικών λειτουργιών και

δύο έτη για την ανάληψη μίας τριηραρχίας από τον ίδιο πολίτη. Επίσης, απαγορευόταν η ανάληψη δύο

λειτουργιών ταυτόχρονα τον ίδιο χρόνο από τον ίδιο πολίτη. Η ανάληψη μίας λειτουργίας σήμαινε τιμή και

κοινωνική αναγνώριση για το λειτουργό και έτσι έδειχνε την αφοσίωση και την αγάπη του για την πόλη. Πολλοί

επώνυμοι Αθηναίοι ήθελαν να αναλάβουν μια λειτουργία και ειδικά οι εύποροι που ασχολούνταν με την

πολιτική, διότι μέσω αυτής μπορούσαν να αυξήσουν την πολιτική τους επιρροή.

Η εισφορά

Αποτελούσε τη δεύτερη οικονομική υποχρέωση των εύπορων Αθηναίων πολιτών. Πρόκειται για φόρο περιουσίας

που επιβαλλόταν σε πολεμικές, κυρίως, περιόδους, κατά τις οποίες η πόλη χρειαζόταν χρήματα για να καλύψει

έκτακτες ανάγκες. Η καθιέρωσή της έγινε λίγο πριν τον Πελ/κό, το 428 π.Χ., και ανερχόταν στο 1% επί της

περιουσίας. Τον 4ο αι. τα έσοδα της εισφοράς υπολογίζονται σε 60 τάλαντα, καθώς σύμφωνα με μία μαρτυρία το

ύψος του φορολογητέου εισοδήματος των υπόχρεων εισφοράς Αθηναίων πολιτών ανέρχονταν σε 6.000 τάλαντα.

1.4.3 Πολιτικές υποχρεώσεις και δικαιώματα

Η κατοχή της ιδιότητας του πολίτη ήταν ταυτόσημη με την κατοχή των πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία

εξασφάλιζαν στον κάτοχό τους τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή της πόλης, δηλαδή τη συμμετοχή στη διαχείριση

της πολιτικής εξουσίας. Πολιτικά δικαιώματα είχαν όλοι οι ενεργοί πολίτες, δηλαδή οι ενήλικοι άνδρες (αυτοί που

είχαν συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας τους). Πολιτικά δικαιώματα δεν αποκτούσαν οι γυναίκες, οι ξένοι, οι

δούλοι και οι πολίτες που είχαν κάποια μόνιμη πνευματική βλάβη.

Την ταύτιση πόλης και πολίτη, κυβερνώντων και κυβερνωμένων, την συναντάμε σε όλες τις πόλεις με ποιοτικές

ωστόσο διαφορές, λόγω των διαφορετικών πολιτευμάτων. Στην Αθήνα είχε ευρύτερη βάση όπως και η

συμμετοχή στα κοινά. Στη Σπάρτη αφορούσε μόνο του Σπαρτιάτες, διότι οι περίοικοι δε θεωρούνταν πολίτες. Η

ιδέα της ταύτισης πόλης-πολίτη πραγματοποιείται στην Αθήνα με τη δημοκρατική πολιτική συμμετοχή των

πολιτών στα κοινά, ενώ στη Σπάρτη με την αυταπάρνηση και αφοσίωση των Σπαρτιατών στο πολίτευμά τους.

Η πολιτική δραστηριότητα των πολιτών εκφραζόταν στα πολιτειακά όργανα της πόλης τα οποία ήταν κατά κανόνα

τρία: η συνέλευση των ελεύθερων πολιτών, ένα πολυμελές ή ολιγομελές βουλευτικό σώμα και μία ομάδα

αξιωματούχων που αναδεικνύονταν εκ περιτροπής με εκλογή, ορισμό ή κλήρο, κατά κανόνα, για ένα χρόνο.

Page 20: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

20

Η πολιτική δραστηριότητα των πολιτών στην Αθήνα

Η πολιτική δραστηριότητα των Αθηναίων πολιτών μετά την εποχή του Κλεισθένη ήταν η σημαντικότερη. Οι

βάσεις για μία ευρύτερη πολιτική συμμετοχή είχαν τεθεί με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα (βλ. σ.σ. 9-10) οι

οποίες περιελάμβαναν τη δημιουργία της Βουλής των 400 και των δικαστηρίων της Ηλιαίας, καθώς και τη

συμμετοχή των θητών (η κατώτερη τάξη των πολιτών) στην Εκκλησία του Δήμου και στην Ηλιαία. Έτσι πλατιά

τμήματα της κοινωνίας έπαιρναν μέρος στη λήψη των αποφάσεων. Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (βλ. σελ.10)

άνοιξαν την πόρτα στην άμεση δημοκρατία, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της με τις αλλαγές του Εφιάλτη

και του Περικλή (βλ. σελ. 10). Συγκεκριμένα, ο Κλεισθένης, μεταξύ άλλων, αναδιάρθρωσε τις φυλές, διεύρυνε τη

Βουλή των 400 στη Βουλή των 500, μετατόπισε το πολιτικό κέντρο βάρους στους δήμους και αύξησε τη

συχνότητα των συνεδριάσεων της Εκκλησίας του Δήμου. Όλα αυτά βοήθησαν ώστε περισσότεροι πολίτες να

συμμετέχουν στη διακυβέρνηση της πόλης. Οι κυριότερες αλλαγές του Εφιάλτη και του Περικλή ήταν: η

υποβάθμιση του ρόλου του Αρείου Πάγου (του αφαιρέθηκαν όλες οι πολιτικές αρμοδιότητες και δόθηκαν στη

Βουλή των 500 και στην Ηλιαία), εκλόγιμοι για το αξίωμα των εννέα αρχόντων γίνονται οι ζευγίτες, ενώ αργότερα

και οι θήτες), καθιέρωση αμοιβής των μελών της Ηλιαίας και της Βουλής των 500 (ηλιαστικός και βουλευτικός

μισθός, αντίστοιχα). Με τις αλλαγές αυτές η συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή της Αθήνας έφρασε την

μεγαλύτερη ευρύτητά της, καθώς όλοι οι ελεύθεροι πολίτες συμμετείχαν άμεσα σε όλα τα πολιτειακά όργανα και

ήταν εκλόγιμοι για όλα τα δημόσια αξιώματα (πλην του Στρατηγού).

Στην Αθήνα ο δήμος (το σύνολο των Αθηναίων πολιτών) ήταν παντοδύναμος. Στην Εκκλησία του Δήμου η

συμμετοχή ήταν προσωπική, άμεση, ενεργητική και δημιουργική, ενώ η δημοκρατία άμεση, συμμετοχική και

μοναδική. Οι ίδιοι οι πολίτες διαμόρφωναν την πολιτική βούληση, διότι αυτοί προετοίμαζαν τις προτάσεις στη

Βουλή των 500 και οι ίδιοι λάμβαναν τις αποφάσεις στην Εκκλησία του Δήμου. Οι πολίτες πάλι, με τη συμμετοχή

τους στα δικαστήρια της Ηλιαίας, απένειμαν δικαιοσύνη και καλούνταν να νομοθετήσουν σε περίπτωση που

υπήρχε κενό νόμου. Όλοι μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην πόλη και δεν έπαιζε ρόλο η

περιουσία και η κοινωνική θέση. Μάλιστα, κάθε Αθηναίος πολίτης ήταν προδιαγεγραμμένο ότι σε κάποια στιγμή

της ζωής του θα προσέφερε τις υπηρεσίες του στην πολιτική ζωή της πόλης, καταλαμβάνοντας κάποιο ή κάποια

από τα ανώτατα αξιώματα.

Η κριτική της Αθηναϊκής Δημοκρατίας

Ο Μαρξ , όπως κι άλλοι ερευνητές, υποστήριξαν ότι η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μία κοινωνία αργόσχολων που

ζούσε από το μόχθο των δούλων. Οι ελεύθεροι πολίτες ασχολούνταν με την πολιτική, επειδή υπήρχαν οι δούλοι,

και έτσι είχαν ελεύθερο χρόνο να το κάνουν αυτό. Η αντίθετη άποψη λέει ότι η προσφορά της δουλείας ήταν για

δύο λόγους υπερτιμημένη: 1) η εργασία των δούλων υπήρξε ενδημικός θεσμός και 2) δεν είχαν όλοι οι πολίτες

δούλους. Πάνω σ’ αυτό ο Αριστοτέλης έλεγε ότι οι άποροι πολίτες που δεν έχουν δούλους χρησιμοποιούν τις

γυναίκες και τα παιδιά τους.

Ο περιορισμός της παντοδυναμίας του πολίτη

Η παντοδυναμία του πολίτη περιοριζόταν μόνο από τους νόμους. Οι νόμοι βρίσκονταν υπεράνω του ατόμου και

της πόλης, διότι ήταν θεσπισμένοι να υπηρετούν το κοινό συμφέρον. Τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του Δήμου δε

συγκρούονταν ποτέ με τους νόμους. Έτσι, ο ρυθμιστής του πολιτεύματος και το μέσον απονομής της δικαιοσύνης,

δηλαδή ο πραγματικός κύριος της πόλης ήταν το κοινό συμφέρον. Κυρίαρχη αρχή της αθηναϊκής δημοκρατίας

ήταν η ισονομία. Σύμφωνα με αυτήν, όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα από την καταγωγή, την περιουσία και την

κοινωνική τους θέση, ήταν ίσοι απέναντι στο νόμο (γραπτό και άγραφο) και είχαν ίδιες ευκαιρίες συμμετοχής στα

πολιτειακά όργανα της πόλης.

Page 21: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

21

1.4.4 Τα πολιτειακά όργανα της Αθήνας

Την κλασική περίοδο ήταν η Εκκλησία του Δήμου, η Βουλή των 500, η Ηλιαία και μία σειρά από δημόσια

αξιώματα (γνωστά ως αξιώματα των αρχόντων).

Η Εκκλησία του Δήμου

Ήταν το κυρίαρχο πολιτειακό όργανο της κλασικής Αθήνας με εκτελεστικές αρμοδιότητες. Στις συνεδριάσεις της

συμμετείχαν οι πολίτες που είχαν συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας τους, ενώ η συμμετοχή τους σε αυτές δεν

ήταν υποχρεωτική. Τον 4ο αι. π.Χ. καθιερώθηκε ο εκκλησιαστικός μισθός που ανερχόταν αρχικά σε 1 και

αργότερα σε 3 οβολούς ανά συνεδρίαση σε όλους τους μετέχοντες πολίτες. Η Εκκλησία του Δήμου συνερχόταν 4

φορές ανά πρυτανεία, δηλαδή 40 φορές το χρόνο. Η κάθε πρυτανεία διαρκούσε 36 ημέρες. Τόπος συνεδρίασης

ήταν η Πνύκα (λόφος στα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης), η οποία χωρούσε περίπου 6.000 ανθρώπους. Οι

συνεδριάσεις ξεκινούσαν με την ανατολή του ηλίου και τελείωναν το μεσημέρι. Οι περισσότερες αποφάσεις

λαμβάνονταν με πλειοψηφία, με ανάταση του χεριού (χειροτονία). Για σημαντικές αποφάσεις απαιτούνταν

απαρτία που ισοδυναμούσε με 6.000 ψήφους.

Οι αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου ονομάζονταν ψηφίσματα, τα οποία μετά το τέλος της ψηφοφορίας

χαράσσονταν σε μία στήλη και εκτίθεντο σε κοινή θέα. Αρμόδιοι για τη σύγκλησή της ήταν οι 50 πρυτάνεις (μέλη

από την ίδια φυλή), ενώ την ημερήσια διάταξή της καθόριζε η Βουλή των 500.

Αρμοδιότητες: εξέλεγε τους άρχοντες, είχε πλήρη εξουσία σε όλα τα νομοθετικά, διοικητικά θέματα, καθώς και

στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, στα πλαίσια αυτά αποφάσιζε για πόλεμο ή ειρήνη, σύναψη συμμαχιών

και διπλωματικών σχέσεων, επιβολή έκτακτης φορολογίας σε περιόδους πολέμου, εκτέλεση δημόσιων έργων,

απονομή ή στέρηση της ιδιότητας του πολίτη και για πολλά άλλα.

Τα θέματα για τα οποία αποφάσιζε η Εκκλησία του Δήμου προετοιμάζονταν και προτείνονταν από τη Βουλή των

500 (προβουλεύματα). Κάθε πολίτης μπορούσε να προτείνει αλλαγές σε κάθε προβούλευμα ή να αρνηθεί την

ψήφισή του. Το προβούλευμα είχε ως σκοπό τον έλεγχο της Εκκλησίας του Δήμου και την αποφυγή αυθαιρεσιών.

Οι αποφάσεις της Εκκλησιάς του Δήμου δεν έπρεπε να συγκρούονται με τους γραπτούς και άγραφους νόμους.

Εάν κάποιος πολίτης θεωρούσε ότι αυτό συνέβαινε ή ότι κάτι είχε ψηφισθεί με παράτυπη διαδικασία μπορούσε

να καταθέσει αγωγή, την ονομαζόμενη γραφή παρανόμων, η οποία εκδικαζόταν από τα δικαστήρια της Ηλιαίας.

Αν τελικά το ψήφισμα δεν ήταν παράνομο, ο πολίτης τιμωρούνταν. Η Εκκλησία του Δήμου ασκούσε την

ουσιαστική διακυβέρνηση και έπαιρνε την τελική απόφαση για κάθε προβούλευμα που υποβαλλόταν από την

Βουλή των 500.

Η Βουλή των 500

Αποτελούνταν από 500 μέλη (50 από κάθε φυλή) τα οποία όριζαν οι δήμοι αναλογικά με τον πληθυσμό τους. Η

επιλογή των βουλευτών γινόταν με κλήρωση μεταξύ αυτών που είχαν δηλώσει υποψηφιότητα. Βουλευτές

μπορούσαν να γίνουν οι πολίτες που είχαν κλείσει τα 30 και επιτρεπόταν να καταλάβουν το αξίωμα μόνο 2 φορές

στη διάρκεια της ζωής τους.

Η θητεία των βουλευτών ήταν ετήσια, έδιναν όρκο πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους και

απολάμβαναν μία σειρά προνομίων, όπως απαλλαγή από στρατιωτικές υποχρεώσεις και τιμητική θέση στο

θέατρο και σε δημόσιες τελετές και εορτές. Επίσης εισέπρατταν μισθό (βουλευτικός μισθός) ο οποίος ανερχόταν

σε 5 οβολούς τον 4ο αι. , ενώ τον 5

ο ήταν σημαντικά χαμηλότερος. Οι 50 βουλευτές της κάθε φυλής είχαν την

προεδρία στις συνεδριάσεις της Βουλής για 36 ημέρες. Η περίοδος αυτή ονομαζόταν πρυτανεία και οι βουλευτές

Page 22: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

22

που προέδρευαν πρυτάνεις. Κάθε μέρα ένας από τους 50 πρυτάνεις οριζόταν με κλήρωση πρόεδρος της Βουλής

και ονομαζόταν επιστάτης. Κανένας δεν μπορούσε να εκλεγεί δύο φορές επιστάτης. Αυτός κρατούσε τη σφραγίδα

της πόλης, τα κλειδιά των ιερών, του αρχείου και του θησαυροφυλακίου της πόλης.

Οι συνεδριάσεις λάμβαναν χώρα στο Βουλευτήριο και ήταν, κατά κανόνα, δημόσιες. Οι πρυτάνεις και ο επιστάτης

διανυκτέρευαν στη Θόλο (κτήριο δίπλα στο Βουλευτήριο). Όλοι οι πρυτάνεις ήταν υποχρεωμένοι να είναι

παρόντες στις συνεδριάσεις της Βουλής και ήταν υπεύθυνοι για τη σύγκληση της Εκκλησίας του Δήμου και της

Βουλής, καθώς επίσης και για τον καταρτισμό των ημερήσιων διατάξεων των δύο αυτών οργάνων. Δικαίωμα

ομιλίας στις συνεδριάσεις είχαν μόνο οι βουλευτές, ωστόσο κάθε πολίτης μπορούσε να ζητήσει ακρόαση από

τους πρυτάνεις για κάποιο θέμα. Η Βουλή των 500 συνερχόταν σχεδόν κάθε μέρα, με εξαίρεση τις γιορτές και τις

αργίες (270-280 φορές το χρόνο).

Αρμοδιότητες:1. Προβουλευτική, δηλαδή η επεξεργασία κάθε πρότασης που θα έρχονταν για συζήτηση στην

Εκκλησία του Δήμου. 2. Η επίβλεψη και ο συντονισμός της εφαρμογής των ψηφισμάτων της Εκκλησίας του

Δήμου. 3. Η εποπτεία της οργάνωσης του στρατού (κυρίως του ιππικού και του στόλου). 4. Η διαχείριση και ο

έλεγχος των δημόσιων οικονομικών. 5. Η υποδοχή των ξένων διπλωματικών αποστολών, καθώς και η σύνταξη

των συμφωνιών και συνθηκών με άλλες πόλεις. 6. Ο έλεγχος του απολογισμού των αρχόντων στο τέλος της

θητείας τους, καθώς και η εποπτεία και καθοδήγηση των υπαλλήλων της πόλης. 7. Ο προγραμματισμός και η

εκτέλεση των δημόσιων έργων. 8. Η επιβολή προστίμων μέχρι 500 δραχμών.

Κοντολογίς, η Βουλή δεν είχε εκτελεστικές αρμοδιότητες, αλλά ήταν ένα όργανο με συμβουλευτικό, συντονιστικό

και εποπτικό ρόλο.

Η Ηλιαία

Το πολιτειακό όργανο με δικαστικό ρόλο που εισήγαγε ο Σόλων. Την Ηλιαία απάρτιζαν 6.000 πολίτες οι οποίοι

εκλέγονταν με κλήρο από το σύνολο των πολιτών που είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους και είχαν

πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Από κάθε φυλή εκλέγονταν με κλήρωση 600 πολίτες. Η θητεία των δικαστών ήταν

ετήσια. Η Ηλιαία ήταν διαρθρωμένη σε αυτοτελή τμήματα των 600 δικαστών, από τους οποίους οι 501 ήταν

τακτικοί και οι υπόλοιποι αναπληρωματικοί. Ανάλογα με τη σοβαρότητα της εκδικαζόμενης υπόθεσης

συνέρχονταν περισσότερα του ενός τμήματα. Σπάνια η Ηλιαία συνερχόταν σε ολομέλεια για την εκδίκαση

υπόθεσης, εκτός κι αν ήταν ιδιαίτερα σοβαρή.

Τα δικαστήρια συνέρχονταν 250 ημέρες το χρόνο και οι δικαστές (ονομάζονταν ηλιαστές) εισέπρατταν ημερήσια

αμοιβή για κάθε ημέρα παράστασή τους (ηλιαστικός μισθός) που ανερχόταν στους δύο οβολούς την ημέρα. Την

παραμονή της δίκης αποφασιζόταν με κλήρωση σε πιο τμήμα θα εκδικαζόταν η κάθε υπόθεση, για την αποφυγή

επηρεασμού των δικαστών. Η δίκες ολοκληρώνονταν την ίδια ημέρα, δηλαδή σε μία συνεδρίαση η οποία

διαρκούσε, κατά μέσο όρο, δυόμιση ώρες. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν με απλή πλειοψηφία, μετά από μυστική

ψηφοφορία. Οι αποφάσεις της ήταν τελεσίδικα εκτελέσιμες, δηλαδή μη εφέσιμες.

Η δικαστική αρμοδιότητα της Ηλιαίας περιελάμβανε όλο το φάσμα της νομολογίας, από αστικές μέχρι πολιτικές

και δημόσιες δίκες. Επίσης, εκδίκαζε τις γραφές παρανόμων. Ενώ οι ποινές που επέβαλλε περιελάμβαναν από

πρόστιμα μέχρι εξορία και ποινή θανάτου.

Ο καθοριστικός ρόλος που είχε η Ηλιαία στην πολιτική ζωή επί δύο τουλάχιστον αιώνες οφειλόταν στις τέσσερις

αρμοδιότητές της: 1. Μέσω της γραφής παρανόμων μπορούσε να τροποποιήσει, να ακυρώσει ή να αναστείλει τις

αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου. 2. Λόγω της αρμοδιότητάς της να εκδικάζει πολιτικούς, η καταδίκη τους

μπορούσε να αποβεί ολέθρια για την πολιτική τους καριέρα, ενώ η αθώωσή τους μπορούσε να τους αναδείξει

Page 23: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

23

πολιτικά. 3. Μπορούσε να εκδικάζει άρχοντες για κατάχρηση δημόσιου χρήματος, απιστία, δωροληψία κ.ά.. 4. Οι

νέοι νόμοι ή οι τροποποιήσεις των ισχυόντων συντάσσονταν, μετά από τη συζήτησή τους στην Εκκλησία του

Δήμου, από δικαστές της Ηλιαίας που εκλέγονταν με κλήρο. 5. Οι αποφάσεις της ήταν μη εφέσιμες.

Τα δημόσια αξιώματα

Τα δημόσια αξιώματα (γνωστά ως αξιώματα των αρχόντων) καταλάμβαναν πολίτες άνω των 30 και εκλέγονταν με

κλήρο (για τα περισσότερα από αυτά) ή με ανάταση του χεριού από την Εκκλησία του Δήμου (οι στρατιωτικές

αρχές κι αυτοί που διαχειρίζονταν τα δημόσια χρήματα). Η θητεία τους ήταν ετήσια. Μέχρι το 457 π.Χ. εκλόγιμοι

σε αυτά ήταν μόνο οι πολίτες των δύο ανώτερων τάξεων (πεντακοσιομέδιμνοι και ιππείς), ενώ μετά το εν λόγω

έτος μπορούσαν να εκλεγούν στα δημόσια αξιώματα οι ζευγίτες και αργότερα και οι θήτες. Οι περισσότεροι

δημόσιοι λειτουργοί ήταν όργανα της Βουλής των 500 από την οποία και ελέγχονταν. Ασκούσαν το λειτούργημά

τους βάσει των νόμων και λογοδοτούσαν στη Βουλή μετά τη λήξη της θητείας τους. Ο αριθμός τους σύμφωνα με

τον Αριστοτέλη ανερχόταν σε 700. Πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους υποβάλλονταν σε εξέταση (δοκιμασία)

ενώπιον της Βουλής των 500. Οι 9 άρχοντες υποβάλλονταν και σε δοκιμασία ενώπιον της Ηλιαίας, που ήταν μια

τυπική εξέταση στην οποία διαπιστωνόταν η κατοχή της ιδιότητας του πολίτη του υποψηφίου και η εκπλήρωση

των στρατιωτικών και φορολογικών του υποχρεώσεων. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους οι αξιωματούχοι ήταν

απαλλαγμένοι από κάθε στρατιωτική υποχρέωση.

Τα κυριότερα δημόσια αξιώματα ήταν αυτά των εννέα αρχόντων: του επώνυμου άρχοντα, του βασιλέα, του

πολέμαρχου και των έξι θεσμοθετών. Αρμοδιότητες: Ο επώνυμος άρχων ήταν υπεύθυνος για υποθέσεις που

αφορούσαν στο οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο, ενώ παράλληλα φρόντιζε για τις δημόσιες γιορτές και

τελετές. Ο βασιλιάς φρόντιζε για τη δημόσια λατρεία και τις σχετικές με αυτή υποθέσεις. Ο πολέμαρχος ήταν ο

αρχιστράτηγος του στρατού και επιμελητής των στρατιωτικών υποθέσεων. Μετά τους περσικούς πολέμους οι

αρμοδιότητές του μεταβιβάστηκαν στους 10 στρατηγούς και ο ίδιος είχε μόνο κάποια θρησκευτικά καθήκοντα.

Επίσης, ήταν αρμόδιος για την εκδίκαση υποθέσεων των μετοίκων. Οι έξι θεσμοθέτες καθόριζαν τις δικάσιμες

ημέρες, ήταν πρόεδροι στα δικαστήρια και επικύρωναν τις συμφωνίες που γίνονταν με άλλες πόλεις. Ενώπιόν

τους διεξαγόταν η δοκιμασία των αξιωματούχων.

Άλλοι αξιωματούχοι ήταν οι 10 ταμίες, οι 10 αποδέκτες, οι 10 λογιστές, οι 10 αστυνόμοι, οι 10 επόπτες του

εμπορίου. Όλοι εκλέγονταν με κλήρο, ένας από κάθε φυλή.

Για τα περισσότερα από τα παραπάνω αξιώματα δε χρειάζονταν ιδιαίτερες γνώσεις, και έτσι όλοι οι πολίτες είχαν

πρόσβαση σε αυτά. Γνώσεις και εμπειρία χρειάζονταν τα στρατιωτικά αξιώματα (10 στρατηγοί, 10 ταξίαρχοι, 10

ίππαρχοι και 10 φύλαρχοι). Όλοι αυτοί εκλέγονταν με ανάταση του χεριού από την εκκλησία του Δήμου για ένα

χρόνο (χειροτονία). Οι στρατηγοί όμως μπορούσαν να επανεκλεγούν και ως κριτήριο για την εκλογή τους ήταν η

κατοχή γης στη Αττική, και γι’ αυτό το λόγο εκλέγονταν μόνο εύποροι πολίτες. Μόνο το αξίωμα του στρατηγού

είχε πολιτική επιρροή, λόγω, της αλληλεξάρτησης μεταξύ πολιτικής και στρατού, καθώς και της δυνατότητας

επανεκλογής των στρατηγών. Οι άρχοντες και οι άλλοι αξιωματούχοι δεν ήταν φορείς πολιτικής εξουσίας, ήταν

απλά εκτελεστικά όργανα του σώματος των πολιτών.

Δραστηριότητα 27

1. Το αξίωμα του στρατηγού, διότι έλεγχαν το στρατό και, κατά συνέπεια, το σώμα των πολιτών (αλληλεξάρτηση

στρατού-πολιτικής), είχαν απεριόριστη δυνατότητα επανεκλογής στο αξίωμα. 2. Το αξίωμα του δικαστή στην

Ηλιαία, διότι μπορούσε να ανατρέψει ή να τροποποιήσει αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, είχε αρμοδιότητα

να εκδικάζει πολιτικούς και οι αποφάσεις του ήταν τελεσίδικες (μη εφέσιμες).

Page 24: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

24

1.4.5 Η πολιτική δραστηριότητα των πολιτών στη Σπάρτη

Το πολίτευμα της Σπάρτης χαρακτηρίζεται ως μικτό, διότι είχε στοιχεία από τρεις τύπους πολιτευμάτων της

κλασικής εποχής: μοναρχία, ολιγαρχία και δημοκρατία. Φορείς της πολιτικής εξουσίας στην κλασική Σπάρτη ήταν

οι δύο βασιλείς, η Γερουσία και οι πέντε έφοροι (η προέλευση των τελευταίων δεν έχει διαλευκανθεί). Στην

Απέλλα λαμβάνονταν αποφάσεις μόνο για σημαντικά ζητήματα, όπως η έναρξη και η λήξη πολέμων, η σύναψη ή

μη συμμαχιών με άλλες πόλεις και η εκλογή της Γερουσίας και των εφόρων. Τα περιθώρια των απλών πολιτών να

είναι φορείς της πολιτικής βούλησης ήταν περιορισμένα, καθώς οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν ουσιαστικά

από την αποκαλούμενη Μικρή Εκκλησία, δηλαδή από τους δύο βασιλείς, τη Γερουσία και τους πέντε εφόρους.

Αναλυτικότερα, το σπαρτιατικό πολίτευμα διέθετε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: 1. Ήταν ένα κλειστό πολιτικό

σύστημα, διευθυνόταν από μία κάστα ανθρώπων, που κύριο στόχο της είχε τη διατήρηση της ηγετικής θέσης της.

Η σχέση κυβερνώντων- κυβερνωμένων κινούνταν προς μία κατεύθυνση, από την κορυφή προς τη βάση. Οι όποιες

εντάσεις μεταξύ των τριών ηγετικών ομάδων παραμερίζονταν με τη λήψη αποφάσεων οι οποίες ικανοποιούσαν

τα συμφέροντά τους και, κυρίως, τη διατήρηση του υπάρχοντος συστήματος. Έτσι, οι συγκρούσεις των ηγετικών

ομάδων αφορούσαν στις σχέσεις με άλλες πόλεις και όχι στα ζητήματα που σχετίζονταν με το πολίτευμα και τη

διακυβέρνηση. 2. Υπήρχε το στοιχείο της κληρονομικής αριστοκρατίας, οικογένειες επηρέαζαν την πολιτική

βούληση και προωθούσαν τα δικά τους μέλη. Τα μέλη της Γερουσίας κατάγονταν από οικογένειες ευγενών, ενώ

οι έφοροι αρχικά άνηκαν στην αριστοκρατία και αργότερα στους πλούσιους πολίτες, αν και θεωρητικά στο

αξίωμα μπορούσε να εκλεγεί ο κάθε πολίτης άνω των 30. 3. Ο απλός Σπαρτιάτης (πολίτης), ήταν ανίσχυρος και

αποδυναμωμένος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να εγκρίνει ή σπάνια να αποδοκιμάσει στην Απέλλα

προτάσεις που επεξεργάζονταν και κατέθεταν η Μικρή Εκκλησία. Αυτό γινόταν διά βοής, ούτε καν με

ψηφοφορία. Επίσης δεν είχε το δικαίωμα να καταθέσει πρόταση στην Απέλλα, ούτε να πάρει το λόγο να

προτείνει, για παράδειγμα, τροποποίηση κάποιας πρότασης. 4. Η Απέλλα αποφάσιζε μόνο για σοβαρά θέματα

(βλ. παραπάνω) και όταν υπήρχε διαφωνία μεταξύ των ηγετικών ομάδων. Επιπλέον, εάν μία πρόταση, την οποία

κατέθεταν οι ηγετικές ομάδες προς ψήφιση στην Απέλλα, δεν γινόταν αποδεχτή, τότε μπορούσαν να διαλύσουν

την Απέλλα και να μην αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. 5. Δεν υπήρχε ελευθερία πολιτικής

έκφρασης, εξαιτίας της στρατοκρατικής οργάνωσης της Σπάρτης. Κύρια στοιχεία της σπαρτιατικής αγωγής ήταν η

υπακοή, η πειθαρχεία και η εκούσια υποχώρηση προς το συμφέρον της πόλης. Ο απλός Σπαρτιάτης ήταν

πρωτίστως στρατιώτης, η παρουσία του οποίου στο στρατόπεδο ήταν καθημερινή, ενώ στην Απέλλα μία φορά το

μήνα. Συνεπώς, πριν ψηφίσει στην Απέλλα θα αναλογιζόταν τις συνέπειες της επόμενης μέρας, εάν καταψήφιζε

τις προτάσεις εκείνων που τον εκπαίδευαν, που ήταν ανώτεροί του και είχε μάθει να τους υπακούσει.

Οι βασιλείς

Ο θεσμός της βασιλείας αποτελεί συνέχεια του θεσμού της ομηρικής εποχής. Επικεφαλής του σπαρτιατικού

πολιτεύματος ήταν οι δύο βασιλείς, η θητεία των οποίων ήταν ισόβια και κληρονομική. Ήταν ισόβια μέλη της

γερουσίας με δικαίωμα ψήφου. Τόσο θεσμικά όσο και πολιτειακά οι δύο βασιλείς ήταν ίσοι (η εξουσία τους ήταν

ισότιμη, άρα πρόκειται για δυαρχία και όχι για μοναρχία). Οι βασικές τους αρμοδιότητες ήταν οι ακόλουθες: 1. Η

φροντίδα για την εκτέλεση των θυσιών στους θεούς (θρησκευτικές εξουσίες), 2. Οι επαφές με το ιερό των

Δελφών, 3. Η υποδοχή των απεσταλμένων άλλων πόλεων, 4. Ήταν οι επικεφαλής του σπαρτιατικού στρατού (στο

στρατό οι βασιλείς είχαν απεριόριστη εξουσία). Θεωρητικά, μπορούσαν να κηρύξουν πόλεμο, στην πράξη όμως

αυτό το αποφάσιζαν συλλογικά μαζί με τις άλλες ηγετικές ομάδες και την Απέλλα. Ο ένας από αυτούς εκλεγόταν

από την Απέλλα ως αρχηγός του στρατού. Ο βασιλιάς είχε απόλυτη εξουσία στις εκστρατείες και στο πεδίο της

μάχης. Στις εκστρατείες συνοδευόταν από δύο εφόρους οι οποίοι παρακολουθούσαν την διοίκηση του στρατού

και κατέγραφαν τις αποφάσεις του. Αφού τελείωνε η εκστρατεία μπορούσαν να τον καταγγείλουν για κακή

Page 25: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

25

διοίκηση και για λανθασμένες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή δικαστήριο ήταν η Γερουσία, οι 5 έφοροι και ο

δεύτερος βασιλιάς, 5. Είχαν δικαστικές εξουσίες, κυρίως σε ζητήματα οικογενειακού δικαίου.

Οι βασιλείς δεν είχαν πολιτειακές αρμοδιότητες, αλλά έπαιξαν ρόλο στην πολιτική ζωή της Σπάρτης 1) γιατί

συγκέντρωναν όλες τις στρατιωτικές αρμοδιότητες, και επειδή η Σπάρτη ήταν μια στρατιωτικά οργανωμένη

κοινωνία, οι στρατιωτικές αποφάσεις ασκούσαν επιρροή στην πολιτική ζωή της πόλης, 2) διέθεταν σημαντικό

κύκλο επιρροής ο οποίος αποτελούνταν από σπουδαίους Σπαρτιάτες. Μέσω της αυλής τους (μέλη της Γερουσίας

ή και έφοροι) μπορούσαν να επηρεάσουν ή να επιβάλουν πολιτικές αποφάσεις που ήταν υπέρ τους.

Η Γερουσία

Ως θεσμός προέρχεται από το Συμβούλιο των Γερόντων της ομηρικής εποχής. Ο θεσμικός της ρόλος εμφανίζεται

για πρώτη φορά στη Μεγάλη Ρήτρα. Η Γερουσία αποτελούνταν από 28 μέλη, συν τους δύο βασιλείς. Θεωρητικά,

δυνατότητα εκλογής στη Γερουσία είχαν όλοι οι πολίτες που είχαν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους.

Ωστόσο, όσοι πολίτες δεν είχαν ευγενή καταγωγή δεν είχαν τη δυνατότητα αυτή, εξαιτίας της ισόβιας θητεία και

του περιορισμένου αριθμού των μελών της. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι στη Γερουσία εκλέγονταν οι συγγενείς των

βασιλέων.

Η εκλογή των μελών της Γερουσίας (γέροντες) γινόταν δια βοής στην Απέλλα, ενώ οι αποφάσεις στη Γερουσία

λαμβάνονταν με ψηφοφορία, στην οποία συμμετείχαν και οι δύο βασιλείς.

Αρμοδιότητες: στα μέσα του 5ου

αι. π.Χ. η Γερουσία ήταν το ουσιαστικό κυβερνητικό σώμα με νομοθετική και

δικαστική εξουσία.. 1. Συμβουλευτικό όργανο των βασιλέων, 2. Καθοδηγητικό όργανο της Απέλλας, 3.

Λειτουργούσε ως ανώτατο δικαστήριο. Αναλυτικότερα, ήταν αρμόδια για την εκδίκαση σοβαρών αδικημάτων που

επέσυραν τις ποινές του θανάτου, της εξορίας ή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, όπως ο φόνος πολίτη,

η προδοσία της πατρίδας κ.ά. Επίσης, η Γερουσία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Σπάρτης, γιατί

τα μέλη της μαζί με τους εφόρους συγκροτούσαν δικαστήριο το οποίο εκδίκαζε κατηγορίες εναντίον των

βασιλέων οι οποίες υποβάλλονταν από τους εφόρους. Στο δικαστήριο αυτό, το οποίο αποτελούνταν από τα μέλη

της Γερουσίας, τους 5 εφόρους και τους δύο βασιλείς, τα μέλη της Γερουσίας ήταν τα περισσότερα, και έτσι από

τις αποφάσεις της Γερουσίας εξαρτιόταν το μέλλον των βασιλέων.

Από το τέλος του 5ου

αι. διατήρησε το συμβουλευτικό και δικαστικό ρόλο της, ενώ μοιράστηκε με τους εφόρους

την καθοδήγηση της Απέλλας. Συγκεκριμένα, τη συγκαλούσε, συνεργαζόταν με τους εφόρους πριν μία πρόταση

κατατεθεί για ψήφιση στην Απέλλα (προβουλεύματα) και φρόντιζε αυτή να ψηφιστεί.

Οι έφοροι

Η προέλευση του θεσμού δεν έχει προσδιοριστεί ιστορικά. Πάντως, δεν μνημονεύεται στη Μεγάλη Ρήτρα,

γεγονός που μαρτυρεί δύο πράγματα ή ότι την εποχή εκείνη (6ος

αι. π.Χ.) δεν υπήρχε ο θεσμός ή δεν είχε

ιδιαίτερη πολιτική σημασία. Όποτε και αν θεσπίστηκε ως θεσμός, οι έφοροι εξελίχθηκαν σε σημαντικό θεσμικό

όργανο του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Ήταν πέντε και εκλέγονταν δια βοής από την Απέλλα για θητεία ενός

έτους. Δυνατότητα εκλογής είχαν όλοι οι Σπαρτιάτες πολίτες που είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους.

Ήταν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του σώματος των πολιτών τα συμφέροντα του οποίου προάσπιζαν απέναντι

στους βασιλείς. Θεωρούνταν προστάτες του πολιτεύματος και φρουροί της δημόσιας τάξης. Παράλληλα,

βοηθούσαν τους βασιλείς στη διεκπεραίωση των καθηκόντων τους. Στο τέλος της θητείας τους λογοδοτούσαν

μόνο στους διαδόχους τους. τις αποφάσεις τις έπαιρναν κατά πλειοψηφία.

Αναλυτικότερα, είχαν πολιτικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Οι πολιτικές ήταν οι εξής: 1) συγκαλούσαν και

προέδρευαν της Απέλλας (συνήθως ο ένας, ο λεγόμενος «επώνυμος έφορος») και της Γερουσίας, 2) η εποπτεία

Page 26: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

26

της υλοποίησης των αποφάσεων της Απέλλας, 3) ο απολογισμός των δημόσιων αρχών στο τέλος της θητείας τους,

4) η εποπτεία της διαπαιδαγώγησης (αγωγής) των νέων, 5) η εποπτεία των βασιλέων στις εκστρατείες, 6) ο

έλεγχος της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών της πόλης, 6) μαζί με την εκκλησία του δήμου όριζαν τον

βασιλιά που θα ηγούνταν του στρατεύματος. Οι δικαστικές αρμοδιότητες ήταν οι ακόλουθες: 1) η εκδίκαση όλων

των αστικών υποθέσεων των πολιτών, 2) η εισαγωγή σε δίκη των άλλων πολιτειακών φορέων, ακόμα και των

βασιλέων, για παράβαση ή παράλειψη καθήκοντος, 3) η εκδίκαση όλων των ποινικών υποθέσεων στις οποίες

εμπλέκονταν είλωτες και ξένοι. Στο πλαίσιο αυτό μπορούσαν να επιβάλουν πρόστιμα, να κάνουν συλλήψεις ή να

θέτουν σε επιτήρηση ακόμα και τους βασιλείς. Τις ιδιωτικές υποθέσεις δίκαζαν ο καθένας ατομικά, στις δημόσιες

ενεργούσαν ως συλλογικό σώμα.

Έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του σπαρτιατικού πολιτεύματος, γιατί έλεγχαν και παρέπεμπαν σε δίκη

τους άλλους πολιτειακούς φορείς και αρχές. Η εξουσία τους όμως δεν ήταν απόλυτη, από τη μία εξαιτίας της

σύντομης θητείας τους και από την άλλη αναλογιζόμενοι τα προβλήματα που ενδέχεται να είχαν, μετά τη λήξη

της θητείας τους, με τους ισόβιους βασιλείς και τους γέροντες, είναι πιθανό να επιδίωκαν αντί της σύγκρουσης τη

συνεργασία μαζί τους.

Η Απέλλα

Ήταν η συνέλευση των ομοίων, η εκκλησία του δήμου. Η λειτουργία της ως πολιτειακό όργανο προβλέπεται στη

Μεγάλη Ρήτρα (χρησμός που έδωσε το Μαντείο των Δελφών στο Λυκούργο, ιδρυτή του σπαρτιατικού

πολιτεύματος). Σύμφωνα με αυτήν, την πολιτική εξουσία στη Σπάρτη μοιράζονται οι βασιλείς με τους γέροντες, οι

πέντε έφοροι δε μνημονεύονται, ενώ η Απέλλα εμφανίζεται ως ένα χειραγωγημένο πολιτειακό όργανο. Με την

εμφάνιση του θεσμού των εφόρων ο ρόλος των βασιλέων και της Γερουσίας διαφοροποιείται (περιορίζεται), ενώ

της Απέλλας δε σημειώνει αξιόλογες μεταβολές, αν και ενισχύεται ο ρόλος του δήμου στην άσκηση της εξουσίας.

Την κλασική περίοδο η Απέλλα δε συνεδρίαζε σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά σε έκτακτα περιστατικά.

Συμμετείχαν οι πολίτες που είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους, αν και θεωρητικά δικαίωμα

συμμετοχής είχαν οι πολίτες που είχαν συμπληρώσει το 20ο. Για τους νέους πολίτες μεταξύ 20-30 δε θεωρούνταν

τιμητικό να παρευρίσκονταν στο χώρο της Απέλλας, αλλά στα γυμναστήρια, στα στρατόπεδα και στις εκστρατείες.

Οι εξουσίες της φαίνεται πως ήταν περιορισμένες, αλλά υπαρκτές. Είτε τυπικά είτε ουσιαστικά είχε τον τελικό

λόγο στη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Συγκεκριμένα, αποφάσιζε για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής (πόλεμο,

ειρήνη, σύναψη συμμαχιών), εξέλεγε τους έφορους και τους γέροντες, υποδείκνυε τους στρατηγούς και τους

άρχοντες, παρείχε πολιτικά δικαιώματα σε μη Σπαρτιάτες, αφαιρούσε πολιτικά δικαιώματα από τους ομοίους.

Την εισήγηση των προς ψήφιση προτάσεων στην Απέλλα είχε η Γερουσία, ενώ από τα τέλη του 6ου

αι. την

ανέλαβαν οι έφοροι. Οι απλοί πολίτες δεν μπορούσαν να υποβάλουν προτάσεις για συζήτηση στην Απέλλα ούτε

μπορούσαν να λάβουν το λόγο για να ζητήσουν την τροποποίηση σε κάποια πρόταση. Η ψήφιση των προτάσεων

γινόταν δια βοής και έπαιζε ρόλο η ένταση της φωνής. Άρα, ο απλός πολίτης το μόνο που έκανε ήταν να εγκρίνει

ή να απορρίπτει μια πρόταση. Εάν η Απέλλα στην ψηφοφορία μιας πρότασης πήγαινε ενάντια στη θέληση των

ηγετικών ομάδων, αυτές μπορούσαν να ακυρώσουν την απόφαση, να διαλύσουν την Απέλλα και να ξαναφέρουν

την πρόταση για ψήφιση μέχρι να πετύχουν το αποτέλεσμα που ήθελαν.

Ωστόσο, η Απέλλα ίσως να μην ήταν ένα ολοκληρωτικά χειραγωγούμενο όργανο, καθώς όταν οι ηγετικές ομάδες

διαφωνούσαν, εκείνη που έπαιρνε τις αποφάσεις ήταν η Απέλλα. Επίσης, οι απόψεις των ηγετικών ομάδων δεν

μπορεί να ήταν όλες προκαθορισμένες, πολλές φορές οι αποφάσεις διαμορφώνονταν κατά τη διάρκεια της

διαδικασίας ψήφισής τους στην Απέλλα. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή οι ηγετικές ομάδες έπρεπε να

Page 27: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

27

επηρεάσουν τη γνώμη των χιλιάδων πολιτών. Το βέβαιο είναι ότι οι έντονες συζητήσεις γίνονταν στις

συνεδριάσεις των εφόρων και της γερουσίας που προηγούνταν της Απέλλας.

Δραστηριότητα 30

1. Η Γερουσία λειτουργούσε ως συμβουλευτικό όργανο των βασιλέων, ενώ η Βουλή των 500 ως συμβουλευτικό

όργανο της Εκκλησίας του Δήμου. 2. Η Γερουσία ήταν το ανώτατο δικαστήριο της Σπάρτης. Η Βουλή των 500 είχε

κληρονομήσει μεγάλο μέρος των δικαστικών δικαιοδοσιών του Αρείου Πάγου, ωστόσο τον 4ο π.Χ. οι δικαστικές

και διωκτικές αρμοδιότητές της περιορίστηκαν. 3. Η Γερουσία ασκούσε κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική σκηνή της

Σπάρτης, ενώ δε συνέβαινε το ίδιο με τη Βουλή των 500.

Γενικό σχόλιο (σύνοψη)

Η ισότητα των πολιτών (όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο) σήμαινε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες κατείχαν τα ίδια

πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Στις δημοκρατικές πόλεις, και πρωτίστως στην Αθήνα, η ισότητα είχε κυρίως

πολιτικό περιεχόμενο και μεταφραζόταν σε ίσες ευκαιρίες συμμετοχής όλων των πολιτών στα πολιτειακά όργανα.

Αντίθετα, στη Σπάρτη η ισότητα είχε κοινωνικό περιεχόμενο, η οποία βασίστηκε στο θεσμό της κοινοκτημοσύνης

και στον κοινό τρόπο ζωής.

Τόμος Α, Κεφ. 2

Page 28: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

28

2.1 Γενικά χαρακτηριστικά της αριστοκρατικής κοινωνίας την αρχαϊκή εποχή (8ος

– 6ος

αι. π.Χ.)

2.1.1 Κοινωνική οργάνωση

Μετά από τρεις αιώνες (11ος

– 9ος

αι. π.Χ.) που αποκαλείται «ελληνικός Μεσαίωνας» ή ομηρική εποχή, ο

ελληνικός κόσμος εισέρχεται σε μία νέα περίοδο, γνωστή ως αρχαϊκή εποχή (8ος

– 6ος

αι. π.Χ.). Το κοινωνικό και

πολιτικό καθεστώς που επικρατούσε σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις εκείνης της εποχής ήταν η αριστοκρατία.

Κοινωνικές τάξεις της αριστοκρατικής κοινωνίας (αρχαϊκής εποχής)

1. Ευγενείς (άριστοι, ευπατρίδες, καλοί, ιππείς, άριστοι). Στήριζαν τη δύναμή τους στην καταγωγή που την

ανήγαγαν σε θεούς και ήρωες (κληρονομικό δικαίωμα), ήταν μεγαλογαιοκτήμονες (πλούσιοι), έφεραν όπλα,

έκτρεφαν άλογα και μάχονταν (πολεμούσαν, μονοπωλούσαν στον στρατιωτικό τομέα), είχαν τη δυνατότητα να

καλλιεργήσουν το πνεύμα τους (παιδεία), μονοπωλούσαν την πολιτική, θρησκευτική και δικαστική εξουσία, την

οποία ασκούσαν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους στηριζόμενοι στην ερμηνεία ενός εθιμικού δικαίου. 2.

Δημιουργοί (τεχνίτες), ασχολούνται με διάφορα επαγγέλματα, όπως, υφαντουργοί, σιδηρουργοί, κεραμοποιοί,

χτίστες κ.ά. 3. Αγρότες, άλλοι μικροί και μεγάλοι γαιοκτήμονες, άλλοι ακτήμονες (γεωργικοί εργάτες), άλλοι

πλούσιοι, άλλοι φτωχοί. 4. Νέα τάξη (μεσαία τάξη), που ασχολείται με το εμπόριο και τη βιοτεχνία και με βάση το

νόμισμα, το οποίο κάνει την εμφάνισή του στα τέλη του 7ου

αι. π.Χ.. 4. Δούλοι, συνέπεια της οικονομικής

ανάπτυξης. Οι ευγενείς, οι δημιουργοί και οι έμποροι καταφεύγουν στην εργασία των δούλων. Προέρχονται από

αιχμαλώτους πολέμου, από επιδρομές στη Θράκη και τη Μ. Ασία και γενικότερα από περιοχές με τις οποίες οι

Έλληνες ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις.

2.1.2 Οικονομικοί παράγοντες και «εμπορική τάξη»

Δεν μπορούμε να μιλάμε για τη δημιουργία μίας νέας αμιγούς τάξης εύπορων εμπόρων ή τεχνιτών, καθώς οι

εμπορικές δραστηριότητες συνδέονταν άρρηκτα με τις γεωργικές. Όσοι πλούτιζαν με το εμπόριο ή αγόραζαν γη

για να ανταγωνιστούν τους ευγενείς ή αναζητούσαν μέσα από την επανάσταση ευκαιρία να αποκτήσουν γη με τη

βία. Εξάλλου, η αρχαία οικονομία ήταν κυρίως αγροτική. Αυτό που δημιουργείται είναι μια νέα τάξη ανθρώπων

που βελτιώνει τη θέση της και διαμαρτύρεται για τον αποκλεισμό της από τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.

Έτσι έχουμε τους εύπορους-ευγενείς και τους εύπορους-μη ευγενείς που διακρίνονται μόνο από το κριτήριο της

καταγωγής. Οι τελευταίοι είχαν αποκτήσει συνήθειες και απόψεις που δε διέφεραν από εκείνες των ευγενών και

ένιωθαν ότι ο αποκλεισμός τους από την πολιτική εξουσία ήταν αυθαίρετος.

Το νόμισμα και η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων

Η χρήση του νομίσματος οδήγησε: 1) στην κατάργηση της ανταλλαγής σε είδος, 2) η αποθήκευση του πλούτου

και η μεταφορά του γίνεται ευκολότερη. Η συσσώρευση του πλούτου σε είδος ήταν περιορισμένη και τα χρέη των

αγροτών είχαν κάποια όρια. Όταν ο πλούτος άρχισε να υπολογίζεται σε ασήμι και χρυσό τα όρια της

συσσώρευσης καταργήθηκαν. Αποθηκεύουν έτσι όσο ασήμι ή χρυσό ήθελαν. Οι φτωχοί μπορούσαν να πάρουν

εύκολα δάνειο αλλά όσοι δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν το χρέος τους έχαναν και τα κτήματά τους και την

προσωπική τους ελευθερία και έτσι μεγάλωνε το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς.

Δραστηριότητα 4

Αιτίες δυσαρέσκειας προς την αριστοκρατία: 1. Η εξαθλίωση και τα χρέη των αγροτών, 2. Η οικονομική ανάπτυξη

που κατανέμει άνισα τον πλούτο, 3. Διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών, 4. Φιλονικίες

ανάμεσα στους αριστοκράτες για την εξουσία, 5. Η μη διεύρυνση του κοινωνικού και πολιτικού σώματος, 6.

Page 29: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

29

Καταπιεστική συμπεριφορά αριστοκρατικών καθεστώτων, 7. Η ανικανότητα των αριστοκρατών να

αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που εμφανίζονται στις αρχές του 7ου

αι. π.Χ..

Δραστηριότητα 5

Κοινωνικά και οικονομικά αίτια της κρίσης της αρχαϊκής κοινωνίας (τέλη 7ου

αι. π.Χ.): 1. Δημογραφική αύξηση και

κατακερματισμός της έγγειας ιδιοκτησίας, 2. Υπερχρέωση των μικροαγροτών και συσσώρευση της γης σε λίγους,

3. Διακοπή των περιοδικών αναδασμών της γης. Όλα αυτά οδήγησαν τους χρεωμένους αγρότες, που μη

μπορώντας να εξοφλήσουν τα χρέη τους έχαναν τα κτήματά τους και την προσωπική τους ελευθερία, να ζητούν

αναδασμό της γης και κατάργηση των χρεών. 4. Απουσία της αλληλεγγύης που προϋπήρχε στα πρωτόγονα γένη,

5. Οικονομική και κοινωνική ανεξαρτησία των δημιουργών, 6. Ανάπτυξη του εμπορίου και η εμφάνιση του

νομίσματος, 7. Δημιουργία των δούλων ως νέο είδος κεφαλαίου, 8. Η εμφάνιση μίας νέας τάξης ανθρώπων, οι

εύποροι (αγρότες)- μη ευγενείς οι οποίοι συμμετείχαν στον πόλεμο και αξίωναν συμμετοχή στα κοινά. Η νέα αυτή

τάξη μαζί με τους υπερχρεωμένους αγρότες ήρθαν αντιμέτωποι με τους αριστοκράτες που κατείχαν ταυτόχρονα

τη γη και την πολιτική εξουσία.

2.1.3 Στρατιωτικοί παράγοντες

Φάλαγγα οπλιτών

Η υιοθέτηση της οπλιτικής φάλαγγας ως πολεμικής τεχνικής στα μέσα του 7ου

αι. π.Χ. αποτέλεσε το στρατιωτικό

παράγοντα που συνέβαλε στην κρίση της αριστοκρατικής κοινωνίας (για τους κοινωνικούς και οικονομικούς

παράγοντες βλ. δραστηρ. 5). Η ανάγκη για υπεράσπιση της χώρας από ξένους εισβολείς απαιτεί σχετικά

αριθμητική υπεροχή, αύξηση, δηλαδή, του αριθμού αυτών που συμμετέχουν στον πόλεμο. Η λύση δόθηκε με την

υιοθέτηση της φάλαγγας στην οποία συμμετέχουν όλοι εκείνοι που διαθέτουν την οπλιτική ικανότητα (δηλαδή,

τα οικονομικά μέσα να προμηθευτούν από μόνοι τους τον οπλισμό και να είναι σωματικά υγιής). Με τον τρόπο

αυτό διευρύνεται η πολεμική ιδιότητα, η οποία παύει να αποτελεί προνόμιο μίας μικρής αριστοκρατίας και

γίνεται το προνόμιο ενός ευρύτερου κοινωνικού σώματος, και έτσι από την κοινωνία των αρίστων μεταπηδάμε

σταδιακά στην κοινωνία των οπλιτών, στην πόλη των οπλιτών.

Η φάλαγγα αποτελείται από βαριά οπλισμένους πεζούς, τους οπλίτες. Οι ηρωικές-ατομικές μονομαχίες, που

επιδίωκαν το προσωπικό κλέος, παραχώρησαν τη θέση τους στην παράταξη κατά στοίχους. Το σημαντικό ζήτημα

ήταν να μείνει αδιάσπαστη η γραμμή του σχηματισμού. Η φάλαγγα επιβάλει μία συλλογική μάχη, όπου η νίκη

ανήκει σε όλους. Στηρίζεται στην αρχή της ισότητας (στο πεδίο της μάχης και στο μοίρασμα των λαφύρων και της

γης που κατακτάται) και της εναλλαγής (αντικατάσταση όσων συμμετέχουν).

Η πολεμική ισότητα που επέβαλε η οπλιτική φάλαγγα στο πεδίο της μάχης δημιούργησε το αίτημα για ίσα

δικαιώματα στην πολιτική ζωή. Η πολεμική ιδιότητα γίνεται καθήκον όλων όσων συμμετέχουν στο νέο σώμα των

πολιτών και η πόλη ενσωματώνει τον πόλεμο στην πολιτική και εξομοιώνει τον πολίτη με τον πολεμιστή. Το

πρότυπο του νέου πολίτη τον υποχρεώνει να συμμετέχει σε όλες τις πολιτικές, στρατιωτικές, κοινωνικές και

θρησκευτικές δραστηριότητες της πόλης.

2.1.4 Πολιτικές εξελίξεις

Τίποτα

2.2 Πολιτική και κοινωνία στην αρχαϊκή και κλασική Αθήνα (7ος

– 4ος

αι. π.Χ.)

Page 30: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

30

2.2.1 Πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Αθήνα κατά τον 7ο αι. π.Χ.

Η ζωή στην Αττική τον 7ο αι. π.Χ. ήταν καθαρά αγροτική, ενώ το πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς που

επικρατούσε ήταν η αριστοκρατία. Αυτοί που διοικούσαν την πόλη ήταν οι εννέα άρχοντες με ετήσια

εναλλασσόμενη θητεία:

1. Ο επώνυμος άρχων, έδινε το όνομά του στο έτος και κατείχε τη μέγιστη εξουσία,

2. Ο βασιλιάς, με θρησκευτικά καθήκοντα,

3. Ο πολέμαρχος, αρχηγός του στρατού,

4. Οι έξι θεσμοθέτες (ή νομοθέτες), με δικαστικές αρμοδιότητες.

Άλλο διοικητικό σώμα ήταν ο Άρειος Πάγος. Πρόκειται για ένα συμβούλιο που αποτελούνταν από ισόβια μέλη τα

οποία είχαν διατελέσει άρχοντες και δεν είχαν υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα κατά τη διάρκεια της θητείας

τους.

Η πολιτική διαίρεση της κοινωνίας περιελάμβανε τρεις τάξεις που προσεγγίζουν τη στρατιωτική διαίρεση:

1. Οι ιππείς, κάτοχοι αλόγων, μόνο αυτοί υπηρετούσαν ως άρχοντες, δικαστές ή ιερείς.

2. Οι ζευγίτες, λέγονταν έτσι, πιθανότατα από το ζεύγος βοδιών ή από το ζεύγος της φάλαγγας. Περιλαμβάνει

τους αγρότες μεσαίων κλήρων οι οποίοι μπορούσαν να εφοδιαστούν με την πανοπλία του οπλίτη.

3. Οι θήτες, ιδιοκτήτες μικρών κλήρων ή ακτήμονες γεωργικοί εργάτες οι οποίοι υπηρετούσαν ως ψιλοί (δηλαδή

ελαφρά οπλισμένοι).

Η κοινωνική διαίρεση της κοινωνίας περιελάμβανε τρεις τάξεις:

1. Οι ευπατρίδες, ήταν οι ευγενείς που αποτελούσαν τη στρατιωτική αριστοκρατία των μεγαλογαιοκτημόνων και

είχαν το αποκλειστικό προνόμιο της εξουσίας.

2. Οι δημιουργοί, που ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα, ήταν τεχνίτες, ψαράδες, έμποροι, χειροτέχνες, οι οποίοι

ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας των πολιτών.

3. Οι γεωμόροι ή αγροίκοι, που περιλαμβάνει την ευρύτερη τάξη των αγροτών, δηλαδή ιδιοκτήτες μεσαίων και

μικρών κλήρων, ακτήμονες γεωργικούς εργάτες και χρεωμένους αγρότες, με τους τρεις τελευταίους να

αποτελούν την πλειοψηφία. Γενικά χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: α) σε αυτούς που ζούσαν με δάνεια και για να

ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους έβαζαν ως υποθήκη ή το κτήμα τους ή τον εαυτό τους και την οικογένειά

τους, δηλαδή την προσωπική ελευθερία τους (δανείζειν επί σώμασι), β) σε αυτούς που για να ανταποκριθούν στις

υποχρεώσεις του κλήρου τους ή των δανείων τους, ενοικίαζαν τη γη άλλων. Από την καλλιέργεια έδιναν ένα

μέρος της σοδειάς ως μίσθωμα και με το μέρος που κρατούσαν οι ίδιοι έπρεπε να εξοφλήσουν τα χρέη τους και

να ζήσουν. Οι αγρότες αυτοί ονομάζονταν εκτήμοροι. Δεν ξέρουμε εάν έδιναν το 1/6 ή τα 5/6 της παραγωγής

τους, πάντως αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του δήμου. Όσοι οφειλέτες, είτε ως δανειζόμενοι είτε ως

εκτήμοροι, δεν μπορούσαν να αποδώσουν το μίσθωμα ή να εξοφλήσουν τα χρέη τους έχαναν τη γη τους (αυτοί

που είχαν) και μπορούσαν να πουληθούν ως δούλοι οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.

Κύλωνας

Page 31: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

31

Μεταξύ 636 και 630 π.Χ., ο Κύλωνας, αριστοκράτης Αθηναίος κατέλαβε την Ακρόπολη και επιχείρησε να γίνει

τύραννος. Το εγχείρημά του απέτυχε, καθώς οι Αθηναίοι έφτασαν από την ύπαιθρο και μαζί με τους

αριστοκράτες τον έδιωξαν και σκότωσαν πολλούς από τους οπαδούς του. Η σημαντικότερη αιτία αποτυχίας του

Κύλωνα ήταν η έλλειψη σοβαρής δυσαρέσκειας των χωρικών, οι οποίοι προτίμησαν την αριστοκρατική

διακυβέρνηση από οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική λύση. Η πράξη αυτή αποτελεί την πρώτη πολιτική παρέμβαση

του δήμου.

Δράκοντας

Τροποποιήσεις Δράκοντα (624 ή 621 π.Χ., τέλη 7ου

αι.): 1) προσπάθησε να κωδικοποιήσει και να διατυπώσει

γραπτώς τους νόμους, 2) επέκτεινε το πολιτικό δικαίωμα και σε άλλες τάξεις πλουσίων και σ’ αυτούς που έφεραν

όπλα, 3) διαχώρισε τον φόνο εκ προμελέτης από τον ακούσιο και απαγόρευσε την αυτοδικία/ανθρωποκτονία

λόγω εκδίκησης. Ο Άρειος Πάγος θα εκδίκαζε τις υποθέσεις αυτές και θα τιμωρούσε τον ένοχο.

Επί Δράκοντα γίνεται προσπάθεια να αντικατασταθεί το εθιμικό και οικογενειακό δίκαιο από ένα δίκαιο κοινό για

όλους. Αυτό ενίσχυσε το ρόλο της πόλης και τους ευπατρίδες που αποτελούσαν το συμβούλιο του Άρειου Πάγου.

Παράλληλα, πιστοποιεί τη νομική γέννηση της πόλης, διότι για πρώτη φορά θεσπίζονται νόμοι που ισχύουν για

όλους και δίνεται στο λαό ένας γραπτός κώδικας.

2.2.2 Από την τιμοκρατία (μορφή ολιγαρχίας) στη δημοκρατία

Σόλωνας

Στα τέλη του 7ου

αι. π.Χ. η Αθήνα αντιμετώπιζε εσωτερική κρίση (στάσις) με κύρια αιτήματα τον αναδασμό της γης

και την αποκοπή των χρεών. Ο Σόλων εκλέγεται επώνυμος άρχων το 594 π.Χ. Το μεταρρυθμιστικό έργο του

περιελάμβανε τα εξής:

1. χορήγησε γενική αμνηστία σε όσους είχαν καταδικαστεί για πολιτικά αδικήματα (εκτός τυραννίας),

2. επικύρωσε τους νόμους του Δράκοντα,

3. απαγόρευσε την εξαγωγή σιτηρών, για να κάνει την Αττική αυτάρκη,

4. προχώρησε στην κατάργηση του «δανείζειν επί σώμασι», με αναδρομική ισχύ, δηλαδή ελευθέρωσε όσους

είχαν υποδουλωθεί για χρέη, ενώ όσοι είχαν πουληθεί ως δούλοι εξαγοράστηκαν και ελευθερώθηκαν.

Ταυτόχρονα, απαγόρευσε κάθε μελλοντική υποδούλωση προερχόμενη από δανεισμό που είχε ως υποθήκη την

ατομική ελευθερία,

5. κατήργησε όλα τα χρέη προς το «δημόσιο» και τους ιδιώτες (αποκοπή χρεών, «σεισάχθεια»). Έτσι, δε

συναντάμε πια εκτήμορους και δούλους λόγω χρεών,

6. κατέταξε τους Αθηναίους πολίτες σε 4 εισοδηματικές τάξεις με βάση το τίμημα (φορολογητέο εισόδημα). Τα

δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πολιτών ρυθμίζονταν σύμφωνα με την τάξη στην οποία άνηκαν και, κατ’

επέκταση, ανάλογα με το ετήσιο εισόδημά τους. Η διάκριση των πολιτών σε 4 τάξεις έγινε με βάση το ετήσιο

εισόδημα τους σε μεδίμνους για τα στερεά γεωργικά προϊόντα και σε μετρητές (ή αμφορείς) για τα υγρά ή σε

χρήμα ανάλογης αξίας (από την άσκηση άλλων επιτηδευμάτων ή εμπορίου).

Οι πεντακοσιομέδιμνοι, όσοι είχαν ετήσιο εισόδημα άνω των 500 μεδίμνων ή είχαν το αντίστοιχο ποσό ως

εισόδημα. Μόνο αυτοί εκλέγονταν στα ανώτερα αξιώματα και στο στρατό υπηρετούσαν ως έφιπποι ή άνηκαν στη

στρατιωτική διοίκηση.

Page 32: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

32

Οι ιππείς (ή τριακοσιομέδιμνοι), με εισόδημα από 300-500 μεδίμνους, είχαν δικαίωμα εκλογής σε μεσαία

αξιώματα και υπηρετούσαν ως ιππείς.

Οι ζευγίτες (ή διακοσιομέδιμνοι), με εισόδημα από 200-300 μεδίμνους, είχαν δικαίωμα εκλογής σε κατώτερα

αξιώματα και στο στρατό υπηρετούσαν ως βαριά οπλισμένοι πεζοί στρατιώτες (οπλίτες).

Οι θήτες, με εισόδημα κάτω των 200 μεδίμνων, ήταν ιδιοκτήτες μικρών κλήρων ή ακτήμονες ημερομίσθιοι

εργάτες (γεωργικοί ή μη). Συμμετείχαν μόνο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Ηλιαία, ενώ στο στρατό

υπηρετούσαν ως ψιλοί (ελαφρά οπλισμένοι). Αναπάντητο παραμένει το ερώτημα του πώς περιλήφθηκαν στο

σώμα των πολιτών, καθώς δεν υπηρετούσαν ως οπλίτες.

7. οι άρχοντες εκλέγονταν (από την ανώτερη τάξη και έπειτα από πρόταση του Αρείου Πάγου) από την Εκκλησία

του Δήμου στην οποία συμμετείχαν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες άνω των 20 ετών και από τις 4 τάξεις. Η Εκκλησία

του Δήμου είχε το δικαίωμα να τιμωρεί τους άρχοντες και να μην επιτρέπει σε κάποιους να γίνουν μέλη του

Αρείου Πάγου.

8. ο Άρειος Πάγος, τα μέλη του οποίου αποτελούνταν από όσους άνηκαν στην ανώτερη μόνο τάξη, είχε την

ανώτατη δικαστική εξουσία της πόλης για θέματα διαγωγής των πολιτών και των αξιωματούχων, ενώ παράλληλα

εκδίκαζε υποθέσεις φόνου, εμπρησμού και κατάλυσης του πολιτεύματος.

9. ως αντίρροπο του Αρείου Πάγου, θέσπισε τη Βουλή των 400, στην οποία εκλέγονταν 100 μέλη από κάθε φυλή

(ήταν τέσσερις), μέλη που προέρχονταν από τις τρεις πρώτες τάξεις. Το σώμα αυτό είχε προβουλευτική

αρμοδιότητα (αποφάσιζε για τις προτάσεις που θα υποβάλλονταν για συζήτηση στην Εκκλησία του Δήμου).

10. θέσπισε το δικαστήριο της Ηλιαίας ή ορθότερα την εκκλησία της Ηλιαίας που την εποχή εκείνη θα πρέπει να

ήταν η ίδια η Εκκλησία του Δήμου η οποία συνερχόταν με δικαστική εξουσία. Ωστόσο η Ηλιαία ως λαϊκό

δικαστήριο με κληρωτά μέλη είναι δημιούργημα της δημοκρατίας

Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα το κριτήριο της καταγωγής για την άσκηση της πολιτικής εξουσίας

αντικαταστάθηκε από αυτό του πλούτου (τιμοκρατία). Αν και το αίτημα του αναδασμού της γης δεν

ικανοποιήθηκε, όλοι οι πολίτες συμμετείχαν στην Εκκλησία του Δήμου και στην Ηλιαία, δηλαδή απέκτησαν έστω

και το ελάχιστο της πολιτικής δύναμης.

Κλεισθένης

Οι μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 501/0 π.Χ., αποσκοπούσαν στην αναδιοργάνωση του πολιτικού

σώματος και στη νέα οργάνωση των εξουσιών.

1. διεύρυνε το πολιτικό σώμα των Αθηναίων εισάγοντας σε αυτό ξένους ή δούλους που κατοικούσαν στην Αττική.

Οι νέοι πολίτες ονομάζονταν «νεοπολίται». Η ενέργεια αυτή επιβεβαιώνει μία νέα αρχή της πόλης: ότι η κατοχή

γης δεν αποτελούσε πλέον κριτήριο για να είναι κάποιος πολίτης.

2. αναδιοργάνωσε τον «πολιτικό» χώρο σύμφωνα με το «γεωγραφικό χώρο». Αντικατέστησε τις τέσσερις

παραδοσιακές φυλές από δέκα τεχνητές. Κάθε μία φυλή περιελάμβανε τρεις τριττύες και δέκα περίπου δήμους.

Συνολικά δημιουργήθηκαν τριάντα τριττύες και 140 δήμοι. Δέκα τριττύες αποτελούσαν το Άστυ, δέκα την

Παραλία και δέκα τη Μεσογαία. Καθεμία από τις δέκα φυλές απαρτίστηκε από τρεις τριττύες, όχι συνεχόμενες

γεωγραφικά, αλλά απομακρυσμένες μεταξύ τους, αφού βρίσκονταν μία στο Άστυ, άλλη στην Παραλία και άλλη

στη Μεσογαία. Η δημιουργία νέων τεχνητών φυλών αποσκοπούσε στην αποδυνάμωση της τοπικής επιρροής των

παλαιών οικογενειών (ευγενών), στη συσπείρωση σε μία μικρο-κοινότητα των κατοίκων των αστικών, αγροτικών

Page 33: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

33

και παράλιων περιοχών και στην ανάπτυξη αισθήματος ενότητας μεταξύ των μελών της ίδιας φυλής, τα οποία

στον πόλεμο μάχονταν δίπλα-δίπλα.

3. άλλαξε τον ρόλο των δήμων, οι οποίοι από απλές γεωγραφικές υποδιαιρέσεις μετατρέπονται σε

αυτοδιοικούμενες κοινότητες και σε πυρήνες της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης. Μεταφέροντας τους τομείς της

πολιτικής δραστηριότητας από τις παραδοσιακές φυλές στους δήμους, τους καθιστά τις βασικές μονάδες

διαίρεσης του πολιτικού σώματος. Με την ενσωμάτωση των δήμων στις φυλές, ο Κλεισθένης ήθελε να

καταστήσει τους νέους δήμους ίσους όχι ως προς την έκταση τους, αλλά ως προς τον πληθυσμό τους, αφού κάθε

φυλή είχε την ίδια αντιπροσώπευση στο νέο συμβούλιο των 500. Οι δήμοι είχαν τη δική τους τοπική

αυτοδιοίκηση και πρότειναν υποψήφιους για τα μέλη της Βουλής των 500 και για τα άλλα αξιώματα.

4. διατήρησε κάποια παλαιά πολεμικά και θρησκευτικά πλαίσια: τους ναυκράτορες ως αξιωματούχους του

στόλου (τουλάχιστον μέχρι το 483 π.Χ.), ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε σε 50, τις τέσσερις εισοδηματικές τάξεις

του Σόλωνα, οι οποίες καθόριζαν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και την πρόσβαση στις αρχές της πόλης, τις

παλαιές φρατρίες, ωστόσο, αποψιλωμένες από τις δικαιοδοσίες τους, λειτουργούσαν κυρίως ως θρησκευτικά

σωματεία.

5 δημιουργία της Βουλής των 500, με 50 μέλη από κάθε φυλή τα οποία ορίζονταν από τους δήμους αναλογικά με

τον πληθυσμό τους.

6. αύξησε τη συχνότητα των συνεδριάσεων της Εκκλησίας του Δήμου.

7. κατέστησε του θήτες εκλόγιμους ως μέλη της Βουλής των 500.

Ο Κλεισθένης δεχόταν ότι ο λαός είναι ο καλύτερος κριτής όλων των σημαντικών υποθέσεων, έπρεπε όμως να

οδηγείται από άντρες σοφούς και πλούσιους.

2.2.3 Από την ολοκλήρωση και την ακμή της δημοκρατίας στην κρίση (5ος

– 4ος

αι. π.Χ.)

Από τον Κλεισθένη στον Εφιάλτη

Τα τέσσερα μέτρα που προστάτευαν τη δημοκρατία από την τυραννία ήταν τα εξής: ο νόμος για τον οστρακισμό,

ο όρκος των βουλευτών, ο θεσμός των στρατηγών και ο τρόπος εκλογής των αρχόντων.

Ο νόμος για τον οστρακισμό

Εφαρμόστηκε μετά το 487. Ανήκει στα δημοκρατικά μέτρα που στόχο είχε να απομακρύνει από την πόλη τον

πολίτη εκείνον που φαινόταν πως μπορεί να εγκαθιδρύσει προς όφελός του τυραννία. Κατά τη διάρκεια της 6ης

πρυτανείας γινόταν μία ψηφοφορία με ανάταση του χεριού για να αποφασιστεί εάν ο λαός επιθυμούσε εκείνη τη

χρονιά μία οστρακοφορία. Εάν το αποτέλεσμα ήταν θετικό, τότε κατά τη διάρκεια της 8ης πρυτανείας

ακολουθούσε μία δεύτερη ψηφοφορία, μυστική αυτή τη φορά, όπου υποδεικνυόταν ο πολίτης που θα

καταδικαζόταν. Έπρεπε να υπάρχει απαρτία, ώστε το αποτέλεσμα να έχει χαρακτήρα λαϊκής ετυμηγορίας. Η

ποινή που προβλεπόταν ήταν η ατιμία, δηλαδή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και εξορία για δέκα χρόνια.

Μετά από δέκα χρόνια ο ένοχος μπορούσε να επιστρέψει στην Αθήνα και να επανακτήσει τα δικαιώματά του. Η

περιουσία του έμενε άθικτη και μπορούσε να την εκμεταλλευτεί.

Ο όρκος των βουλευτών

Οι βουλευτές δεσμεύονταν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το νόμο, να αγωνιστούν ενάντια

κάποιου που θέλει να εγκαθιδρύσει τυραννία και να μην υποβάλλουν στη συνέλευση καμιά άνομη πρόταση.

Page 34: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

34

Ο τρόπος εκλογής των αρχόντων

Οι άρχοντες εκλέγονταν με ψηφοφορία, ενώ από το 487 με κλήρωση από κάθε φυλή και μέσα από έναν κατάλογο

10 ατόμων που είχαν επιλεγεί από τους δήμους (πρώτα εκλέγονταν με ψηφοφορία δέκα πολίτες για κάθε θέση

και έπειτα κληρωνόταν ο ένας από τους δέκα, το έτος 487/6 π.Χ. εκλόγιμοι στα αξιώματα των εννέα αρχόντων

γίνονται και οι ιππείς).

Ο αθηναϊκός δήμος στα μέσα του 5ου

αι. π.Χ.

Το 457 π.Χ. οι ζευγίτες γίνονται εκλόγιμοι στα αξιώματα των λεγομένων «εννέα αρχόντων». Πολύ σύντομα

επεκτάθηκε και στους θήτες το δικαίωμα να κληρώνονται στα εν λόγω αξιώματα χωρίς νομοθετική ρύθμιση.

Παράλληλα, όμως, υποβιβάστηκε η σημασία των αξιωμάτων του Άρχοντος και του Πολεμάρχου και μεγάλωσε η

σημασία των Στρατηγών (δέκα, ένας από κάθε φυλή).

Ο Εφιάλτης και οι νόμοι για τον Άρειο Πάγο

Το 462 π.Χ. ο Εφιάλτης αφαίρεσε από τον Άρειο Πάγο σημαντικές αρμοδιότητες οι οποίες μεταβιβάστηκαν στην

Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή των 500 και στην Ηλιαία. Ωστόσο, διατήρησε τις αρμοδιότητες που αφορούσαν

στα θρησκευτικά ζητήματα, καθώς και την εκδίκαση φόνων και εμπρησμών.

Κάποιοι σύγχρονοι μελετητές τού αποδίδουν το θεσμό της «γραφής παρανόμων».

Περικλής

Το σημαντικότερο θεσμικό μέτρο του Περικλή ήταν η μισθοφορά, δηλαδή ο μισθός που δινόταν στους αθηναίους

πολίτες, όταν εκτελούσαν δημόσια λειτουργήματα. Οι πρώτοι που πήραν αυτόν το μισθό ήταν οι ηλιαστές (3

οβολοί για κάθε ημέρα που εκδίκαζαν). Στη συνέχεια, επεκτάθηκε σε όλες τις άλλες αρχές, εκτός ίσως από αυτές

του στρατηγού και των αρεοπαγιτών. Μάλιστα τον 4ο αι. π.Χ. καθιερώθηκε και μισθός για όσους συμμετείχαν στις

συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου (εκκλησιαστικός μισθός). Ο θεσμός αυτός επέτρεπε σε κάθε Αθηναίο

πολίτη, ακόμα και στον πιο φτωχό, να αφιερώνει ένα μέρος του χρόνου του στη δημόσια ζωή της πόλης, και

έκανε την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων ισότιμη με ένα «επάγγελμα». Ταυτόχρονα, τον έλεγχο της

λειτουργίας του καθεστώτος δεν τον είχαν οι επίλεκτοι Αθηναίοι, καθώς, από τη μία η μισθοφορά επέτρεπε σε

ένα μεγάλο αριθμό Αθηναίων πολιτών να ανέλθουν στα αξιώματα, και από την άλλη η Εκκλησία του Δήμου

συγκαλούνταν τακτικά και αποτελούσε την κυρίαρχη εξουσία.

Ο Περικλής συνέδεσε στενά το δημοκρατικό καθεστώς με την ηγεμονία της Αθήνας στο Αιγαίο. Αναπτύσσοντας

τον αθηναϊκό στόλο και καθιστώντας τον Πειραιά το πρώτο λιμάνι της Μεσογείου, εξασφάλισε στους πιο

φτωχούς πολίτες τα μέσα για να ζήσουν ευπρεπώς. Η ίδρυση στρατιωτικών αποικιών σε νευραλγικά σημεία του

Αιγαίου και η εγκατάσταση εκεί χιλιάδων Αθηναίων πολιτών ως κληρούχων (κληρουχία ήταν μία μορφή

αποικισμού που ικανοποιούσε τα αιτήματα των πιο φτωχών και τους απομάκρυνε από την πόλη χωρίς να χάνουν

τα δικαιώματα του Αθηναίου πολίτη) επέτρεψε στην Αθήνα να ελέγχει την πειθαρχία των σύμμαχων πόλεων και

την παροχή γης στους ακτήμονες Αθηναίους της Αττικής.

Την εποχή του Περικλή οι θεσμοί αγγίζουν την οριστική τους μορφή, στο εξής ελάχιστα θα διαφοροποιηθούν.

Από τον Πελοποννησιακό πόλεμο στην κρίση της δημοκρατίας

Page 35: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

35

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.) ανέτρεψε την ισορροπία που υπήρχε και προκάλεσε κρίση στην

δημοκρατία της Αθήνας. Οι αντίπαλοι της δημοκρατίας, εκμεταλλευόμενοι στρατιωτικές αποτυχίες, κατάφεραν

δύο φορές να πάρουν την εξουσία.

Η πρώτη ολιγαρχική επανάσταση (καθεστώς των 400) το 411 π.Χ. εμφανίζεται ως συνέπεια της καταστροφικής

εκστρατείας στη Σικελία. Αποτέλεσμα ήταν η κατάργηση της μισθοφοράς και η μείωση του σώματος των πολιτών

σε 5.000. Αυτό το καθεστώς δε λειτούργησε ποτέ και σε αυτό βοήθησε η δυναμική αντίδραση των Αθηναίων

στρατιωτών και ναυτών που βρίσκονταν στη Σάμο.

Το 405/4 π.Χ. μετά τη νίκη του Λυσάνδρου στους Αιγός Ποταμούς και την είσοδο του σπαρτιατικού στόλου στον

Πειραιά, επιτυγχάνεται μια δεύτερη ολιγαρχική επανάσταση (καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων) με στόχο πάλι

την κατάργηση της μισθοφοράς και τη μείωση των πολιτών στους 3.000. Κράτησε μόλις 8 μήνες, καθώς η

αντίδραση των εξόριστων δημοκρατικών στη Θήβα και οι διχόνοιες στους κόλπους των ολιγαρχικών διευκόλυναν

την επανεγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Στο εξής οι ολιγαρχικοί εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια ανατροπής του

πολιτεύματος.

Τρία είναι τα στοιχεία που παρατηρούνται την περίοδο αυτή.

1. η πολιτική παραίτηση του δήμου, ο οποίος αδιαφορεί για τις υποθέσεις της πόλης, εκτός και αν επρόκειτο για

κάποιον πόλεμο από τον οποίο θα προέκυπταν οφέλη για τον ίδιο. Αντίθετα, αυτό που προσελκύει το δήμο ήταν

ένας νέος μισθός, ο εκκλησιαστικός, ο οποίος έδινε τη δυνατότητα στον εξαθλιωμένο δήμο να αποφύγει

τουλάχιστον τη μιζέρια. Παράλληλα, τα πρόστιμα, οι δημεύσεις και διάφοροι μισθοί, όπως ο θεωρικός (στην αρχή

ήταν το δικαίωμα εισόδου στο θέατρο που αργότερα κατέληξε σε επιχορήγηση για τους φτωχούς) προσέφεραν

στους φτωχότερους μία μικρή βοήθεια.

2. η δίκες εναντίον των πλουσίων και η παραπομπή με τη μορφή συκοφαντίας (υποβολή καταγγελίας)

πολλαπλασιάζονταν. Καθένας μπορούσε να κατηγορήσει τον ένα ή τον άλλο, εάν η συμπεριφορά του του

φαινόταν ύποπτη ή έκρινε ότι έθετε σε κίνδυνο τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Εάν ο

κατηγορούμενος καταδικαζόταν, η περιουσία του δημευόταν και ένα μέρος της μεταφερόταν σε αυτόν που τον

κατηγόρησε, ενώ με το υπόλοιπο πληρώνονταν οι δικαστές. Ήταν ένα εκβιαστικό μέσο με θύματα όχι πάντα τους

εχθρούς της δημοκρατίας, αλλά συχνά τους πλουσίους. Το φαινόμενο αυτό υπονόμευε την ελεύθερη λειτουργία

των πολιτικών θεσμών και διόγκωνε την πολιτική υποβάθμιση του δήμου.

3. ο αυξανόμενος επαγγελματικός χαρακτήρας της πολιτικής ζωής. Στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής

εμφανίζονται νέοι άντρες που δεν προέρχονταν από την αριστοκρατία η οποία ήταν παραδοσιακά εκπαιδευμένη

στη διοίκηση του κράτους, αλλά από το χώρο των επιχειρήσεων και του χρήματος. Επιδέξιοι στην τέχνη του λόγου

(ρήτορες) και ειδικοί σε τεχνικά θέματα (οικονομικά, πολέμου) κατάφερναν να κερδίζουν τα πλήθη και να

μεταχειρίζονται την Εκκλησία του Δήμου σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.

2.2.6 Στρατιωτική ζωή

Όποιος προσπαθούσε να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία καταδικαζόταν σε «ατιμία», ενώ η λιποταξία και η

δειλία θεωρούνταν εγκληματικές πράξεις και οι ποινές ήταν εξαιρετικά αυστηρές. Τέλος, η απειθαρχία

τιμωρούνταν με σωματική ή χρηματική ποινή. Αντίθετα, η καλή διαγωγή και η ανδρεία επέφερε τιμές, με τις

μεγαλύτερες να αποδίδονται σε όσους πέθαιναν πολεμώντας για την πόλη.

Κάθε Αθηναίος πολίτης ήταν στρατεύσιμος από το 18ο μέχρι το 60

ό έτος της ηλικίας του. Τα δύο πρώτα χρόνια

(18ο-20

ό), περίοδος που αποκαλούνταν εφηβεία, υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία εκπαιδευόμενοι στα

Page 36: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

36

όπλα και στις τεχνικές του πολέμου. Από το 20ό έως το 50

ό έτος της ηλικίας τους, οι Αθηναίοι πολίτες

στρατεύονταν μόνο αν το απαιτούσαν οι συνθήκες. Από το 51ο έως το 60

ό έτος αποτελούσαν μαζί με τους

εφήβους (18-20 ετών) ένα είδος εθνοφρουράς, που σε περίπτωση ανάγκης χρησιμοποιούνταν για την άμυνα της

Αττικής (φύλαξη τειχών και φρουρίων). Ανάλογα με τις ανάγκες, η επιστράτευση μπορούσε να είναι γενική ή

μερική, από την οποία εξαιρούνταν οι βουλευτές, οι δικαστές και οι δημόσιοι λειτουργοί. Οι μέτοικοι

υπηρετούσαν στο στρατό ως οπλίτες, κυρίως στη φρουρά της πόλης ή στην περιοχή της Αττικής, και στο στόλο ως

ερέτες, αλλά αποκλείονταν από το ιππικό. Οι δούλοι χρησιμοποιούνταν ως στρατιώτες σε εξαιρετικές μόνο

περιπτώσεις, όπως στο Μαραθώνα. Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας δημιουργήθηκαν τμήματα δούλων-τοξοτών

που έφταναν τους 1.200 άντρες. Όταν επεκτάθηκε η χρήση του μισθοφορικού στρατού, οι Αθηναίοι πολίτες

υπηρετούσαν μόνο ως εθελοντές, ενώ όσοι υπηρετούσαν στο ιππικό έστελναν μισθωμένους ιππείς.

Η οργάνωση του στρατού βασιζόταν στο σύστημα των 10 φυλών του Κλεισθένη. Φαίνεται πως μέχρι και τη μάχη

του Μαραθώνα (490 π.Χ.), επί κεφαλής του στρατού ήταν ο Πολέμαρχος, έχοντας υπό τις διαταγές του τους δέκα

Στρατηγούς, καθένας από τους οποίους διοικούσε τους οπλίτες της φυλής του οι οποίοι συγκροτούσαν μονάδα

που ονομαζόταν «τάξις». Μετά τα Μηδικά οι αρμοδιότητες του Πολέμαρχου περιορίζονται σε θρησκευτικά και

δικαστικά καθήκοντα. Παράλληλα, αυξήθηκε η δικαιοδοσία των στρατηγών, οι οποίοι συνέχισαν να

αναδεικνύονται διά κλήρου μεταξύ των πολιτών που άνηκαν στην πρώτη τιμοκρατική τάξη (πεντακοσιομέδιμνοι),

όχι όμως κατά φυλές όπως πριν, αλλά μεταξύ όλων των Αθηναίων που άνηκαν στην εν λόγω τάξη. Όπως και πριν

η θητεία τους ήταν ετήσια και είχαν το δικαίωμα της επανεκλογής. Ασκούσαν τα καθήκοντα των γενικών

αξιωματικών κατά ξηρά και κατά θάλασσα (διοίκηση του στρατού και διευθέτηση όλων των πραγμάτων που

αφορούσαν στον πόλεμο). Πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους υποβάλλονταν σε δοκιμασία που αφορούσε την

εξέταση της διαγωγής και του χαρακτήρα τους, ενώ στο τέλος της θητείας τους υποβάλλονταν σε έλεγχο και

απολογισμό του έργου τους από τη Βουλή. Στον πόλεμο συμμετείχαν είτε όλοι μαζί είτε ορισμένοι από αυτούς,

ανάλογα με τις ανάγκες. Τη διοίκηση των πεζών στρατιωτικών μονάδων που σχηματίζονταν κατά φυλές (τάξις)

ανέλαβαν στη θέση των Στρατηγών οι Ταξίαρχοι (εκλέγονταν ένας από κάθε φυλή). Κάθε τάξις είχε δέκα λόχους,

καθένας από τους οποίους διοικούνταν από έναν λοχαγό που τον επέλεγε ο Στρατηγός και αργότερα ο Ταξίαρχος.

Οι ιππείς είχαν χωριστή διοίκηση: δύο Ιππάρχους (καθένας διοικούσε του ιππείς πέντε φυλών) και δέκα

Φύλαρχους (ένας από κάθε φυλή ο οποίος διοικούσε τους ιππείς της φυλής του, όπως ο Ταξίαρχος τους πεζούς

της).

Η φάλαγγα περιελάμβανε όλα τα όπλα σε συνδυασμό. Οι πολίτες των δύο ανώτερων τάξεων αποτελούσαν το

ιππικό, οι ζευγίτες τους οπλίτες (βαριά οπλισμένους πεζούς στρατιώτες) και οι θήτες ως ψιλοί, δηλαδή ελαφρά

οπλισμένοι (επίσης, οι θήτες υπηρετούσαν ως κωπηλάτες στο στόλο). Κάθε οπλίτης, όπως και κάθε ιππέας

συνοδευόταν από έναν υπηρέτη που ονομαζόταν υπασπιστής και ιπποκόμος αντίστοιχα. Από τα μέσα του 5ου

αι.

π.Χ. οι Αθηναίοι οργάνωσαν ένα μόνιμο ελαφρό σώμα πεζικού 1.200 τοξοτών (ψιλοί) που το απάρτιζαν θήτες.

Μετά τις απώλειες που υπέστη το σώμα αυτό κατά τον Πελοποννησιακό, οι πολίτες αντικαταστάθηκαν από

μισθοφόρους. Τέλος, στις αρχές του 4ου

αι. π.Χ. διαμορφώθηκε ένα ειδικό σώμα πεζικού, ανάμεσα στους ψιλούς

και τους οπλίτες, ήταν το σώμα των πελταστών, το όνομα του οποίου προερχόταν από τη μικρή θρακικής

προέλευσης ασπίδα, την «πέλτη».

Στο μέτρο που ο στρατός ταυτιζόταν με το σώμα των πολιτών, οι στρατηγοί ήταν υπεύθυνοι και για την εξωτερική

πολιτική. Ταυτόχρονα, επειδή η πόλη τους εμπιστευόταν και τα υλικά μέσα για να εκπληρώσουν με τον καλύτερο

δυνατό τρόπο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, έλεγχαν και τη φορολογική πολιτική.

Οι στρατηγοί που κυριαρχούσαν στην Αθήνα τον 5ο και στις αρχές του 4

ο αι. π.Χ. (Θεμιστοκλής, Κίμωνας,

Περικλής-εκλεγόταν για 15 συναπτά έτη, κ.ά.) έπρεπε να είναι και καλοί ρήτορες, ώστε να υπερασπίζονται στην

Εκκλησία του Δήμου την πολιτική τους.

Page 37: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

37

Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου παρατηρείται μία αλλαγή (βλ. σελ. 35, 3), η οποία γίνεται

εντονότερη τον 4ο αι. π.Χ.. Οι στρατηγοί γίνονται όλο και περισσότερο στρατηγοί με την τεχνική έννοια του όρου,

δηλαδή τεχνίτες του πολέμου, διότι οι μακρινές εκστρατείες τούς απομάκρυναν από την Εκκλησία του Δήμου.

Παράλληλα, η μεγάλη διάρκεια των εκστρατειών και η διεξαγωγή μαχών σε απομακρυσμένες περιοχές είχε ως

συνέπεια να προτιμούνται οι μισθοφόροι (παρέμεναν πιστοί σε αυτόν που τους διοικούσε, όσο βέβαια τους

πλήρωνε), δηλαδή οι επαγγελματίες στρατιώτες αντί του πολίτη-στρατιώτη ο οποίος έδειχνε απροθυμία να

εγκαταλείψει την εργασία του αγροτική ή μη για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στην ανάπτυξη της μισθοφορίας

συνετέλεσε και η εξέλιξη της πολεμικής τεχνικής. Προτιμούνταν πιο ευέλικτα και επαγγελματικά στρατεύματα

από τη βαριά φάλαγγα των οπλιτών (βλ. και σελ. 17). Οι στρατηγοί, απόντες από την Αθήνα για αρκετά μεγάλα

χρονικά διαστήματα, ασκούσαν αρκετές φορές προσωπική επιλογή που δεν ήταν συμφέρουσα για την πόλη,

άλλοτε εγκωμίαζαν τις υπηρεσίες κάποιου ρήτορα, ώστε να τους υποστηρίξει στην Εκκλησία του Δήμου, ενώ

τέλος προσεταιρίζονταν ένα ξένο ηγεμόνα, ώστε να πληρώσουν τους στρατιώτες τους και να φέρουν εις πέρας

την αποστολή που τους είχε αναθέσει η πόλη. Έτσι εξηγείται γιατί οι στρατηγοί είχαν μπει στο στόχαστρο των

ρητόρων και γιατί είχαν αυξηθεί οι δίκες εναντίον τους τον 4ο αι. π.Χ.

Στην ταύτιση στρατού-πόλης (οπλίτη-πολίτη) θα πρέπει να ληφθούν δύο ζητήματα. Πρώτον, οι οπλίτες την

κλασική εποχή αντιπροσώπευαν ένα μόνο μέρος του πολιτικού σώματος (κάτι λιγότερο από το μισό του συνόλου

των πολιτών στις αρχές του Πελοποννησιακού). Οι υπόλοιποι, οι θήτες, υπηρετούσαν στο στόλο ως κωπηλάτες

την εποχή που η ηγεμονία της Αθήνας στηριζόταν στη ναυτική της δύναμη, δύναμη που αποτέλεσε μία από τις

βάσεις της δημοκρατίας. Συνεπώς, ο στρατός, δηλαδή οι οπλίτες δεν ταυτίζονται με την πόλη, με το σώμα των

πολιτών, ιδιαίτερα εάν υπολογίσουμε και τους μετοίκους που υπηρετούσαν δίπλα στους πολίτες. Το δεύτερο

ζήτημα αφορά τη χρήση μισθοφόρων (βλ. παραπάνω).

2.2.7 Θρησκευτική ζωή

Στην κλασική Αθήνα η λατρεία του δωδεκάθεου αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας της πόλης.

Όλες οι σημαντικές πράξεις της πολιτικής ζωής περιελάμβαναν μία θυσία στους προστάτες θεούς της πόλης, ενώ

οι γιορτές προς τιμή τους καθόριζαν το πολιτικό ημερολόγιο.

Η αθηναϊκή δημοκρατία λάτρευε ιδιαίτερα την Αθηνά, προστάτιδα της πόλης, στην οποία ήταν αφιερωμένα τα

σημαντικότερα μνημεία της Ακρόπολης: ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο και το ιερό της Νίκης. Στην Ακρόπολη κάθε

τέσσερα χρόνια γινόταν η γιορτή των μεγάλων Παναθηναίων προς τιμή την θεάς Αθηνάς, κατά τη διάρκεια της

οποίας επιβεβαιωνόταν η πολιτική ενότητα της πόλης. Στη γιορτή αυτή, που προσέλκυε πολλούς ξένους,

συμμετείχε όλος ο πληθυσμός της Αθήνας. Νέες κοπέλες ύφαιναν τον πέπλο που προοριζόταν για το άγαλμα της

θεάς.

Αντικείμενο ιδιαίτερης λατρείας αποτελούσε ο θεός Διόνυσος. Σε δύο από τις γιορτές προς τιμή του, τα Λήναια

και τα μεγάλα Διονύσια, τελούνταν και δραματικοί αγώνες, στους οποίους συναγωνίζονταν οι πιο μεγάλοι

ποιητές. Τον 5ο αι. π.Χ. οι αγώνες γίνονταν σε ένα χώρο κατάλληλα διαμορφωμένο κάτω από την Ακρόπολη, ο

οποίος τον 4ο αι. π.Χ. αντικαταστάθηκε από ένα πέτρινο θέατρο. Όλοι οι πολίτες όφειλαν να παρευρίσκονται στις

παραστάσεις προς τιμή του θεού και η απόφασή τους έκρινε το νικητή των αγώνων. Από τα τέλη του 5ου

αι. π.Χ.

θεσμοθετήθηκε το «θεωρικόν», μισθός που δινόταν σε κάθε πολίτη που παρευρισκόταν στο θέατρο και που

μαρτυρά τον πολιτικό χαρακτήρα της λατρείας του Διονύσου.

Η λατρεία της Δήμητρας κατείχε ξεχωριστή θέση στην πόλη των Αθηνών. Κάθε χρόνο στο ναό της, στην Ελευσίνα,

τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια. Η θεά λατρευόταν ιδιαίτερα από τις γυναίκες και η γιορτή που ήταν

αφιερωμένη προς τιμή της, τα Θεσμοφόρια, αφορούσε αποκλειστικά τις παντρεμένες γυναίκες, συζύγους των

πολιτών.

Page 38: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

38

Αυτό που απαιτούνταν από τους πολίτες ήταν να εφαρμόζουν με σχολαστικότητα το τελετουργικό που συνόδευε

όλες τις πράξεις της ζωής του πολίτη. Όσοι το παρέβλεπαν θεωρούνταν ιερόσυλοι, άνθρωποι επικίνδυνοι που

έθεταν σε κίνδυνο την ίδια την πόλη. Για το λόγο αυτό στο νομικό οπλοστάσιο της πόλης υπήρχε η «γραφή

ασεβείας», σύμφωνα με την οποία όποιος ήταν ύποπτος για ασέβεια απέναντι στους θεούς της πόλης

οδηγούνταν στο δικαστήριο (π.χ. Πρωταγόρας, Σωκράτης κ.ά.)

Υπήρχε επίσης ανοχή προς τις ξένες θεότητες που εισάγονταν στην Αθήνα, προς χάρη των σχέσεων που η πόλη

διατηρούσε με «βάρβαρες» χώρες. Στα τέλη του 5ου αιώνα εισήχθη στον Πειραιά η λατρεία της θρακικής

Βενδίδος και τον επόμενο αιώνα παραχωρήθηκαν σε ξένους χώροι για να κατασκευαστούν ναοί της Κύπριας

Αφροδίτης και της αιγύπτιας Ίσιδας. Τον 4ο αι. π.Χ. πολλαπλασιάστηκε η λατρεία περιθωριακών θεοτήτων στην

οποία συνυπήρχαν άντρες με γυναίκες, πολίτες, ξένοι ή και δούλοι, καθώς επίσης και θεότητες όπως η Κυβέλη

και ο Άδωνης που μέχρι τότε ήταν άγνωστες.

Τέλος, η Αθήνα διατηρούσε ισχυρούς θρησκευτικούς δεσμούς με τα πανελλήνια θρησκευτικά κέντρα (Δελφούς,

Ολυμπία, ναό του Ποσειδώνα στον Ισθμό της Κορίνθου) στα οποία έστελνε αντιπροσώπους κατά τη διάρκεια των

εορτών τους.

Δραστηριότητα 25

Βασικές αρχές στις οποίες στηριζόταν η αθηναϊκή δημοκρατία: 1. Ισονομία (όλοι οι πολίτες ήταν ίσοι ενώπιον του

νόμου), 2. Ισηγορία (είχαν ίσα δικαιώματα λόγου στα δικαστήρια και στην Εκκλησία του Δήμου), 3. Ισοτιμία (ήταν

άξιοι να εκλέγουν και να εκλέγονται και ίσοι ως προς τις τιμές, που τους αποδίδονταν όχι σύμφωνα με τη γέννησή

τους-καταγωγή τους, αλλά σύμφωνα με την προσωπική τους αξία).

2.3 Πολιτική και κοινωνία στην αρχαϊκή και κλασική Σπάρτη

Η δημιουργία της πόλης της Σπάρτης

Page 39: Ελπ20, Τομος Α Κεφαλαιο 1

39

Η Σπάρτη δεν κατοικήθηκε πριν από τον 9ο αι. π.Χ.. Στο πρώτο μισό του 8

ου αι. π.Χ. η πόλη γεννιέται από τη

συνένωση, τον συνοικισμό 5 χωριών (της Πιτάνης, της Μεσόας, της Κυνοσούρας, των Λιμνών και των Αμυκλών).