2
3 συν ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ Μ. Παρασκευή - Κυριακή του Πάσχα 22-24 Απριλίου 2011 Ο Νίκος Παπάζογλου χορεύει στην ταβέρνα του Πλασταρά στην Ανω Πόλη της Θεσσαλονίκης Της Χάρης Ποντίδα Τ ο σπίτι του, έξω από τη Θεσσαλονίκη, ήταν το τελευταίο του κα- ταφύγιο. Στις δύσκο- λες ώρες δεν ήθελε πολλά πολ- λά με κανέναν, πέρα από την οι- κογένειά του. Αμήχανα ένιωθαν και οι φίλοι του γι' αυτό απέφευ- γαν να τον ενοχλήσουν. Ειρωνεία απίστευτη. Ενας από τους τελευ- ταίους επισκέπτες του ήταν ο Μανώλης Ρασούλης, όχι πάνω από μια εβδομάδα πριν από το δικό του αντίο. «Μανώλη, πες στον Νίκο ότι θέ- λω να έρθω να τον δω κι εγώ», έλεγε ο μουσικός και παραγωγός συναυλιών Γιάννης Θεοδωράκης, αλλά η απάντηση του Ρασούλη ήταν κάθετη: «Δεν του λέω τίπο- τα, θα τον τσαντίσω...». Ο Τάκης Σιμώτας, φίλος παλιός από το 1965 (επίλεκτο μέλος της παρέας της Θεσσαλονίκης και ο στιχουργός στο «Μπαγλαμαδάκι»), το είπε πιο γλαφυρά. «Τα τελευταία χρόνια είχαμε μιζερέψει. Δεν πολυβλε- πόμασταν». Εναν χρόνο πριν, η φήμη που απλώθηκε στην πόλη για την ασθένεια, λες και συσπεί- ρωσε εκ νέου την παλιά παρέα, όλοι γνώριζαν το «μυστικό», αλλά κανείς δεν είχε όρεξη για συζητή- σεις. Η σιωπή όμως έλεγε πολλά. Κάπoιος μάθαινε κάτι από έναν άλλο και… «ναι, μάλλον τα κατά- φερε ο Νίκος, είναι μια χαρά». Πέραν τούτου, κανένα σχόλιο. Η αλήθεια είναι ότι από τη στιγ- μή που έμαθε ο ίδιος για τη νόσο (καρκίνος στους πνεύμονες), σιγά σιγά κλείστηκε, κατέβηκε μια φο- ρά στη Νίσυρο, γύρισε, δεν ήθε- λε να δεχτεί ούτε τη χημειοθε- ραπεία - τουλάχιστον στην αρχή. Στήριγμά του όλο αυτό το διάστη- μα όπως και σε όλη τη διάρκεια της πορείας του, ήταν η γυναί- κα του η Μπάρμπαρα. Οσοι τους γνώριζαν καλύτερα, ήξεραν ότι η Μπάρμπαρα ήταν το δυνατό του σημείο. Πάντα εκεί. Βράχος. Αγρότισσα στο κτήμα τους, αφισ- σοκολλήτρια τα πρώτα χρόνια των συναυλιών του, οργανώ- τρια της ζωής τους, μητέρα. Και στα ταξίδια τους αργότερα, στη Νίσυρο, δίπλα του στο τιμόνι, στις φυγές του με το ιστιοπλοϊκό. Νίσυρος, το νησί της καρδιάς του. Το σπίτι που απέκτησαν εκεί το αναπαλαίωσε σχεδόν με τα ίδια του τα χέρια (άλλωστε αυτή η ικανότητα τον χαρακτήριζε). Στη Νίσυρο κατέφευγε όλο και πιο τακτικά όταν ήθελε τσίπουρο και παρέα νησιώτικη. Οταν κάπο- τε τον είχα ρωτήσει μήπως και εί- χε έρθει η στιγμή να κατέβει στην Αθήνα (το 2004 με αφορμή τις εμ- φανίσεις του στον «Ζυγό») μου είχε πει: «Οχι βέβαια, μάλλον με βλέπω να πηγαίνω στη Νίσυρο που έχω και πολλούς φίλους». H αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια είχε κόψει ταχύτητες, εί- χε ατονήσει το θρυλικό στούντιο «Αγροτικό» της Θεσσαλονίκης, ζούσε πιο πολύ με τις βόλτες του και τους φίλους του – κυρί- ως μουσικούς – στα στέκια της πόλης του. Τσιπουράκι, μεζέδες και παρέα. Ακόμη και οι βόλτες με τη μηχανή του έγιναν σιγά σι- γά παρελθόν. «Του έλεγα εγώ», λέει ο φίλος του Γ. Θεοδωράκης, «έλα να κάνεις καμιά συναυλία για τον δήμο, ού- τε να το ακούσει. Αλλωστε τον εί- χαν τρελάνει στα δικαστήρια και τα πρόστιμα για τις αφισοκολλή- σεις. Είχε κουραστεί με όλα αυ- τά. Προτιμούσε να ασχολείται με τη γη του στο κτήμα του». Πολυτεχνίτης αλλά όχι ερημο- σπίτης. Αυτοδίδακτος σε πολ- λά πράγματα και ένα από αυτά, η... καλλιτεχνία ζωής – όριζε τα πράγματα μόνος του χωρίς συμ- βιβασμούς. Ηλεκτρολόγος ικα- νότατος, ηχολήπτης μοναδικός (εκείνος έκανε τις ηχοληψίες στο «Αγροτικό»), κατασκευαστής επί- πλων, αντικειμένων – «Από μι- κρός, έφτιαχνε αεροπλανάκια και τα πετούσε» λέει ο Σιμώτας –, αγρότης, πιλότος, ιστιοπλόος και πάνω απ' όλα το «παιδί της γειτο- νιάς» που τον ήξεραν όλα τα μα- γέρικα, τα βουλκανιζατέρ, τα επι- πλάδικα, τα μικρομάγαζα της πε- ριοχής. «Πολλές φορές που ανέ- βαινα Θεσσαλονίκη στα μέσα του '90» λέει ο Στέλιος Ελληνιάδης (παραγωγός και δημιουργός του περιοδικού Ντέφι), «γυρίζαμε στη γειτονιά και κάποια στιγμή έβγαι- νε η ψησταριά στο πεζοδρόμιο, τα τσίπουρα, οι μεζέδες και πή- γαινε η ιστορία μέχρι το βράδυ». Ο Νίκος της γειτονιάς και της παρέας Η διαδρομή του τρελού κι αδέσποτου τραγουδοποιού από την «άλλη Θεσσαλονίκη» στη συναυλιακή Αθήνα, μέσα από τις μαρτυρίες των στενών του φίλων Γυρίστε σελίδα } ~ Ενα λαϊκό είδωλο χωρίς τη συμπεριφορά του σταρ. Ούτε Βούδας. Ούτε Κούδας. Ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά. Ούτε με τους διανοούμενους, ούτε με τους σκυλάδες

2011-04-22-ΝΕΑ-Ενθετο Νσυν-ΣΕΛ-03-04 - Χάρη Ποντίδα - Ο Νίκος της γειτονιάς και της παρέας

Embed Size (px)

DESCRIPTION

2011-04-22-ΝΕΑ-Ενθετο Νσυν-ΣΕΛ-03-04 - Χάρη Ποντίδα - Ο Νίκος της γειτονιάς και της παρέας Παπάζογλου

Citation preview

Page 1: 2011-04-22-ΝΕΑ-Ενθετο Νσυν-ΣΕΛ-03-04 - Χάρη Ποντίδα - Ο Νίκος της γειτονιάς και της παρέας

3συνΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣΜ. Παρασκευή - Κυριακή του Πάσχα 22-24 Απριλίου 2011

Ο Νίκος Παπάζογλου χορεύει στην ταβέρνα του Πλασταρά στην Ανω Πόλη της Θεσσαλονίκης

Της Χάρης Ποντίδα

Το σπίτι του, έξω από τη Θεσσαλονίκη, ήταν το τελευταίο του κα-ταφύγιο. Στις δύσκο-

λες ώρες δεν ήθελε πολλά πολ-λά με κανέναν, πέρα από την οι-κογένειά του. Αμήχανα ένιωθαν και οι φίλοι του γι' αυτό απέφευ-γαν να τον ενοχλήσουν. Ειρωνεία απίστευτη. Ενας από τους τελευ-ταίους επισκέπτες του ήταν ο Μανώλης Ρασούλης, όχι πάνω από μια εβδομάδα πριν από το δικό του αντίο. «Μανώλη, πες στον Νίκο ότι θέ-λω να έρθω να τον δω κι εγώ», έλεγε ο μουσικός και παραγωγός συναυλιών Γιάννης Θεοδωράκης, αλλά η απάντηση του Ρασούλη ήταν κάθετη: «Δεν του λέω τίπο-τα, θα τον τσαντίσω...». Ο Τάκης Σιμώτας, φίλος παλιός από το 1965 (επίλεκτο μέλος

της παρέας της Θεσσαλονίκης κ α ι ο σ τ ι χ ο υ ρ γ ό ς σ τ ο «Μπαγλαμαδάκι»), το είπε πιο γλαφυρά. «Τα τελευταία χρόνια είχαμε μιζερέψει. Δεν πολυβλε-πόμασταν». Εναν χρόνο πριν, η φήμη που απλώθηκε στην πόλη για την ασθένεια, λες και συσπεί-ρωσε εκ νέου την παλιά παρέα, όλοι γνώριζαν το «μυστικό», αλλά κανείς δεν είχε όρεξη για συζητή-σεις. Η σιωπή όμως έλεγε πολλά. Κάπoιος μάθαινε κάτι από έναν άλλο και… «ναι, μάλλον τα κατά-φερε ο Νίκος, είναι μια χαρά». Πέραν τούτου, κανένα σχόλιο. Η αλήθεια είναι ότι από τη στιγ-μή που έμαθε ο ίδιος για τη νόσο (καρκίνος στους πνεύμονες), σιγά σιγά κλείστηκε, κατέβηκε μια φο-ρά στη Νίσυρο, γύρισε, δεν ήθε-λε να δεχτεί ούτε τη χημειοθε-ραπεία - τουλάχιστον στην αρχή. Στήριγμά του όλο αυτό το διάστη-μα όπως και σε όλη τη διάρκεια

της πορείας του, ήταν η γυναί-κα του η Μπάρμπαρα. Οσοι τους γνώριζαν καλύτερα, ήξεραν ότι η Μπάρμπαρα ήταν το δυνατό του σημείο. Πάντα εκεί. Βράχος. Αγρότισσα στο κτήμα τους, αφισ-σοκολλήτρια τα πρώτα χρόνια των συναυλιών του, οργανώ-τρια της ζωής τους, μητέρα. Και στα ταξίδια τους αργότερα, στη Νίσυρο, δίπλα του στο τιμόνι, στις φυγές του με το ιστιοπλοϊκό. Νίσυρος, το νησί της καρδιάς του. Το σπίτι που απέκτησαν εκεί το αναπαλαίωσε σχεδόν με τα ίδια του τα χέρια (άλλωστε αυτή η ικανότητα τον χαρακτήριζε). Στη Νίσυρο κατέφευγε όλο και πιο τακτικά όταν ήθελε τσίπουρο και παρέα νησιώτικη. Οταν κάπο-τε τον είχα ρωτήσει μήπως και εί-χε έρθει η στιγμή να κατέβει στην Αθήνα (το 2004 με αφορμή τις εμ-φανίσεις του στον «Ζυγό») μου είχε πει: «Οχι βέβαια, μάλλον με

βλέπω να πηγαίνω στη Νίσυρο που έχω και πολλούς φίλους». H αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια είχε κόψει ταχύτητες, εί-χε ατονήσει το θρυλικό στούντιο «Αγροτικό» της Θεσσαλονίκης, ζούσε πιο πολύ με τις βόλτες του και τους φίλους του – κυρί-ως μουσικούς – στα στέκια της πόλης του. Τσιπουράκι, μεζέδες και παρέα. Ακόμη και οι βόλτες με τη μηχανή του έγιναν σιγά σι-γά παρελθόν. «Του έλεγα εγώ», λέει ο φίλος του Γ. Θεοδωράκης, «έλα να κάνεις καμιά συναυλία για τον δήμο, ού-τε να το ακούσει. Αλλωστε τον εί-χαν τρελάνει στα δικαστήρια και τα πρόστιμα για τις αφισοκολλή-σεις. Είχε κουραστεί με όλα αυ-τά. Προτιμούσε να ασχολείται με τη γη του στο κτήμα του». Πολυτεχνίτης αλλά όχι ερημο-σπίτης. Αυτοδίδακτος σε πολ-λά πράγματα και ένα από αυτά,

η... καλλιτεχνία ζωής – όριζε τα πράγματα μόνος του χωρίς συμ-βιβασμούς. Ηλεκτρολόγος ικα-νότατος, ηχολήπτης μοναδικός (εκείνος έκανε τις ηχοληψίες στο «Αγροτικό»), κατασκευαστής επί-πλων, αντικειμένων – «Από μι-κρός, έφτιαχνε αεροπλανάκια και τα πετούσε» λέει ο Σιμώτας –, αγρότης, πιλότος, ιστιοπλόος και πάνω απ' όλα το «παιδί της γειτο-νιάς» που τον ήξεραν όλα τα μα-γέρικα, τα βουλκανιζατέρ, τα επι-πλάδικα, τα μικρομάγαζα της πε-ριοχής. «Πολλές φορές που ανέ-βαινα Θεσσαλονίκη στα μέσα του '90» λέει ο Στέλιος Ελληνιάδης (παραγωγός και δημιουργός του περιοδικού Ντέφι), «γυρίζαμε στη γειτονιά και κάποια στιγμή έβγαι-νε η ψησταριά στο πεζοδρόμιο, τα τσίπουρα, οι μεζέδες και πή-γαινε η ιστορία μέχρι το βράδυ».

Ο Νίκος της γειτονιάς και της παρέαςΗ διαδρομή του τρελού κι αδέσποτου τραγουδοποιού από την «άλλη Θεσσαλονίκη» στη συναυλιακή Αθήνα,

μέσα από τις μαρτυρίες των στενών του φίλων

Γυρίστε σελίδα

}

~

Ενα λαϊκό είδωλο χωρίς τη συμπεριφορά του

σταρ. Ούτε Βούδας. Ούτε Κούδας. Ούτε

Αριστερά, ούτε Δεξιά. Ούτε με τους

διανοούμενους, ούτε με τους

σκυλάδες

Page 2: 2011-04-22-ΝΕΑ-Ενθετο Νσυν-ΣΕΛ-03-04 - Χάρη Ποντίδα - Ο Νίκος της γειτονιάς και της παρέας

4 συν ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

«Nιώθω τη μοναξιά της σκοπιάς»Τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ από μόνα τους, τυ-χαία, όπως δεν ήταν τυχαία η δημιουργικότητα εκεί-νης της γενιάς. Θυμάται ο Στέλιος Ελληνιάδης: «Το ενοποιητικό στοιχείο ήταν η Lyra. Ηταν ήδη ο Σαββόπουλος εκεί, είχε βγει ήδη ο πρώτος δίσκος της Ρεμπέτικης Κομπανίας από το '75, όλος ο αέρας μύριζε ανανέωση. Και όλοι εμείς που αργότερα φτιά-ξαμε το περιοδικό “Ντέφι” και ανοίξαμε για πρώ-τη φορά το Θέατρο του Λυκαβηττού το '82, ήμα-σταν μια μεγάλη παρέα – να πω από τις πιο δημιουρ-γικές παρέες που υπήρ-ξαν ποτέ – που διασκεδά-ζαμε πολύ και παράλληλα δώσαμε ώθηση στο τρα-γούδι. Ο Σαββόπουλος, ο Ρασούλης, ο Ξυδάκης, ο Φαληρέας (παραγωγός) ο Βακαλόπουλος (συγγρα-φέας), ο Κυριτσόπουλος (ζωγράφος), ο Αρβανίτης (γραφίστας) κ.ά. Υπήρχε μια ωραία και ανατροφο-δοτούμενη σχέση μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, που έδωσε ωραία πράγ-ματα. Ο Νίκος βγήκε μέσα από αυτό το “κλίμα” και εί-ναι ο πιο γνήσιος εκφρα-στής του. Χαμηλών τόνων αλλά με δυνατή προσωπι-κότητα. Αυτοοργανώθηκε, δεν δέχτηκε κανένα κα-λούπι, έμεινε σταθερός στις αξίες του και βοήθη-σε να βγει προς τα έξω μια ολόκληρη γενιά καλλι-τεχνών». Καλλιτέχνες πρότυπα ίσως να μην υπάρχουν, αλλά το «άστρο» του Παπάζογλου έμοιαζε να είχε μια τέ-τοια λάμψη. Το καλό εί-ναι ότι τίποτα δεν πάει χα-μένο. Και δεν πάει χαμέ-νο γιατί μένει πίσω η μουσι-κή. Η μουσική μιας εποχής και μιας γενιάς που το γλέ-ντησε και μας... γλέντησε. Πολύ τακτικά, μέσα από στίχους που μάρκαραν τα καλοκαίρια και τους έρω-τές μας. Είναι δυνατόν να κρατούν για πάντα οι κα-λές μέρες; Ο ίδιος το εί-χε συνειδητοποιήσει εδώ και χρόνια. «Oλοι μου οι φί-λοι, η δημιουργική παρέα μου, έγιναν Αθηναίοι», έλε-γε σε μια συνέντευξή του το 2002. «Τώρα είμαι κατά-μονος». Και σε λίγο γελώ-ντας: «Nιώθω τη μοναξιά της σκοπιάς».

Ο Νίκος της γειτονιάς και της πα-ρέας. Και ας σειόταν εκείνη την εποχή ο Λυκαβηττός από λαοθά-λασσες φανατικών ακροατών. Κάτι σαν λαϊκό είδωλο που όμως δεν είχε συμπεριφορά σταρ. Οχι με την τρέχουσα έννοια του όρου. Ο καλλιτέχνης που εξέφρασε μια συγκεκριμένη εποχή και μια διψα-σμένη και καταπιασμένη γενιά, ακριβώς μετά τη φάση των με-γάλων «λαϊκών συνάξεων» της Μεταπολίτευσης. Ούτε Βούδας. Ούτε Κούδας. Ούτε Αριστερά και σίγουρα ούτε Δεξιά (παρ' ότι το όνομά του συσπείρωνε τις πιο υποψιασμένες και προοδευτικές τάξεις της νέας γενιάς). Ούτε παι-δί των διανοουμένων ούτε των σκυλάδων. Εκείνος δεν ήταν ποι-ητής. Ηταν στιχάκι της στιγμής. Και της ζωής. Η Ντόρα Ρίζου, επί πολλά χρόνια παραγωγός στη Λύρα, θυμάται τα χρόνια που ενώ ο Παπάζογλου είχε φτιάξει τον μύθο του (αρχές '90) και θα μπορούσε να απασχο-ληθεί με πιο… προσοδοφόρες ασχολίες, είχε την ιδέα να κατα-γράψουν τους «θησαυρούς» των χωριών του Ολύμπου. Γυρνούσαν λοιπόν με μια κινητή μονάδα βαν και φορητά μηχανήματα και κα-τέγραφαν τραγούδια από μέρος σε μέρος. Ο Παπάζογλου έκα-νε την ηχοληψία. Ολο αυτό, βέ-βαια, με το στυλ του. «Παρέες, τσιμπούσια, φίλους σε κάθε χω-ριό. Ωραία γλέντια. Το ίδιο έκα-νε και στο “Αγροτικό”. Εφερνε

πιτσιρικάδες να γράψουν και τους έκανε τον ηχολήπτη». Επιστροφή στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ο Παπάζογλου έχει επιστρέψει από τη Γερμανία, έχει αφήσει πίσω του το όνειρο για μια καριέρα με το γκρουπ του Ζηλωτές και «ψάχνεται» τραγουδώντας ιταλικές επιτυ-χίες και ξενόγλωσσα σουξέ. Ο Σαββόπουλος τον γνωρίζει, τον αποκαλεί μάλιστα «τραγουδι-στή ορχήστρας» – και όταν γί-νονται οι «Αχαρνείς» τον καλεί να συμμετέχει στην παράστα-ση. Ο Γιώργος Κοντογιάννης, δημοσιογράφος εκείνη την επο-χή, ήταν μαζί με τον αδελφό του Δημήτρη (που τραγούδησε και στην «Εκδίκηση της Γυφτιάς» αρ-γότερα) μέλος της ευρύτερης πα-ρέας των Αθηνών και του πυρή-να που εξελίχθηκε στο περιοδικό «Ντέφι». Κάπως έτσι θυμάται τα πρώτα βήματα μιας σχέσης που οδήγησε στην ηχογράφηση της «Εκδίκησης της Γυφτιάς», που είχε τη φωνή του Παπάζογλου. «Με πλησιάζει ο Ρασούλης σε ένα διάλειμμα της παράστασης “Αχαρνείς” και μου λέει ότι θέ-λει να φτιάξει ένα περιοδικό. Γνωριζόμαστε καλύτερα και αρχί-ζουμε να γυρνάμε τα βράδια την Αθήνα και να ακούμε Καζαντζίδη φανατικά. Το “Υπάρχω” χίλιες φορές. Μου λέει και για τον φίλο του τον Ξυδάκη, ότι γρά-φουν μαζί κάποια πραγματάκια. Τα ακούω και του λέω, “η εποχή

θέλει πιο λαϊκά, αλλά τα λαϊκά μας έχουν απαίσιο στίχο”. Μια μέρα λοιπόν φέρνει το “Τρελή κι αδέσποτη” και κάποια τρα-γούδια ακόμα. Οταν τελικά φτιά-χνουμε τα πρώτα τραγούδια της “Εκδίκησης της Γυφτιάς” και τα δίνουμε στον Σαββόπουλο, απο-φασίζει ότι πρέπει να συμμετέ-χει ο Παπάζογλου οπωσδήπο-τε. Ανεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη και γράψαμε στο “Αγροτικό” (της Τούμπας), σε ένα στούντιο που ήταν ακόμα υπό κατασκευή. Στην παρουσίαση, ο Πατσιφάς φώνα-ζε και έλεγε “τι είναι μωρέ αυτά;”, οι δε δημοσιογράφοι της εποχής μάς αντιμετώπισαν με καχυπο-ψία, γιατί το κλίμα του δίσκου δεν είχε καμία σχέση με το πολιτικό τραγούδι που επικρατούσε τότε». Ο δίσκος βέβαια δεν έκανε πω-λήσεις. Τίποτα. Ωστόσο, ο δη-μιουργικός οίστρος της παρέας Ρασούλη - Ξυδάκη είχε πιάσει κορυφή και μέσα σε κάνα - δυο μήνες ο Ρασούλης παρέδωσε στον Κοντογιάννη νέα τραγού-δια. Ο Πατσιφάς όμως ούτε να το ακούσει. Λέμε κι εμείς, λέει ο Κοντογιάννης, «να κάνουμε την παραγωγή μόνοι μας. Ετσι κι έγι-νε, αλλά μέχρι να ολοκληρωθεί το πράγμα, περνούσαν οι μήνες και σιγά σιγά άρχισε να πουλάει η “Εκδίκηση της Γυφτιάς”. Με παίρ-νει λοιπόν μια μέρα ο Πατσιφάς και μου λέει: “Πού είναι αυτοί μω-ρέ, φέρ' τους”. Ετσι, βγήκαν και τα “Δήθεν”».

1. Ο Νίκος Παπάζογλου στο στούντιο «Αγροτικόν» το 1977, στην ηχογράφηση του δίσκου «Η εκδίκηση της Γυφτιάς». Στο βάθος, ο Διονύσης Σαββόπουλος

2. Στο αμφιθέατρο της Φυσικομαθηματικής Σχολής Θεσσαλονίκης τραγουδάει κομμάτια από την «Εκδίκηση της Γυφτιάς»

3. Με τον Μανώλη Ρασούλη στην ηχογράφηση του δίσκου «Πότε Βούδας, πότε Κούδας»

Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο φίλου του Νίκου Παπάζογλου και δημοσιεύτηκαν στο ιστολόγιο της Βασιλικής Μετατρούλου (http://xyzcontagion.wordpress.com)

11

12

13