Upload
john-steve
View
58
Download
0
Embed Size (px)
Citation preview
1
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ
ΓΕΝΙΑ
2
Τάκης Βαρβιτσιώτης
1916
Υστερόγραφο
Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης
Μη λυπηθείτε φίλοι µου
Μη λυπηθείτε
Θα πνεύσει ένας άνεµος φορτωµένος
Νεκρά φύλλα
Φωνές λησµονηµένες
Αθόρυβα θα περάσετε
Το παγερό παράθυρο
Που ανοίγει προς τη νύχτα
Νύχτας σκληρή
Πιο τροµερή κι απ’ όλους τους ανέµους
Πιο άδεια κι απ’ την απουσία
Θα ‘ναι βαθιά η τρυφερότητά σας
Και το φιλί της αγάπης
Θα σας φωτίσει
Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης
Μη λυπηθείτε φίλοι µου
3
Μη λυπηθείτε
Ας ταξιδέψει ο χαµόγελό σας
Από στόµα σε στόµα
Μηνάς ∆ηµάκης
1914-1980
Έρχεσαι σαν πουλί πληγωµένο
Έρχεσαι σαν πουλί πληγωµένο
Ή σαν φοβισµένο ζώο
Σαν το σκυλί που σε κοιτάζει στα µάτια
Μπερδεύεται στα πόδια σου
Περιµένοντας ένα πρόσταγµα
Που το διώχνεις και πάλι το φωνάζεις
Μα σ’ ακολουθήσει
Οι άνθρωποι οι ερηµωµένοι λατρεύουν τα σκυλιά
Γεµίζουν το άδειο µε αφοσίωση µε υποταγή
Ρίχνουν πετρίτσες στην ατάραχη λίµνη
-∆εν αγαπώ τα σκυλιά
εγώ είχα γύρω µου θηρία
Άρης ∆ικταίος
1917-1983
Η Ποίηση
4
Μα εσύ Ποίηση
που έντυνες µια φορά τη γυµνή µέθη µας
όταν κρυώναµε και δεν είχαµε ρούχο να ντυθούµε
όταν ονειρευόµαστε, γιατί δεν υπήρχε άλλη ζωή να ζήσουµε
δε θα υπάρξουν πια σύννεφα για να ταξιδέψουµε τη ρέµβη µας;
δε θα υπάρξουν πια σώµατα για να ταξιδέψουµε τον έρωτά µας;
Μα εσύ Ποίηση
που δεν µπορείς να κλειστείς µέσα σε σχήµατα
µα εσύ Ποίηση
που δε µπορούµε να σ’ αγγίξουµε µε το λόγο
εσύ
το στερνό ίχνος ης παρουσίας του Θεού ανάµεσά µας
σώσε την τελευταία ώρα τούτη του ανθρώπου
την πιο στυγνή και την πιο απεγνωσµένη
που ο Θάνατος
που η Μοναξιά
που η Σιωπή
τον καρτερούν σε µια στιγµή µελλούµενη
Ανδρέας Καµπάς
1919-1965
Χειµώνας
5
Αργά ή γλήγορα ξεχνάµε!
Ο καιρός θα ρηµάξει τα δέντρα
όπως ρήµαξε και τη µνήµη
και θα µείνουν µόνο γυµνά κλαδιά και χέρσο χώµα
όπως έµειναν µόνο λίγες κουβέντες
που µόλις ακούγονται στο βάθος του χρόνου.
Τώρα µε το κρύο, αναζητάµε πάλι την άγνωστη εκείνη
θαλπωρή, που έµεινε πάντοτε το κέντρο της νοσταλγίας µας
αναζητάµε πάντοτε το αίσθηµα που είχε η πνοή
όταν το σύννεφο επύκνωσε και έγινε ουσία
όταν η ουσία πύκνωσε ακόµα πιο πολύ
κι έγινε ζωή και όνειρο.
Το πρώτο όνειρο, το ασύλληπτο, το άλυτο.
Τώρα που µαζευόµαστε γύρω στις φωτιές
µε τη νύχτα να µεγαλώνει
και να µας πιέζει απελπιστικά
ζητάµε από τη σκέψη και τα ένστιχτα
απ’ όλες τις δυνάµεις που γνωρίσαµε στη ζωή
ν’ αντλήσουµε φως
και να µπούµε µέσα στο σκοτάδι
να δούµε τι κρύβεται βαθιά
6
στο κέντρο του χάους
να σπάσουµε το γόρδιο δεσµό.
Όµως, η παγωνιά που τώρα άρχισε οριστικά
θα ρηµάξει τις σκέψεις
θα παραλύσει τις πράξεις
θα ξεθωριάσει το όνειρο.
Ω Θε µου, ας προφτάσουµε!
Αργά η γλήγορα ξεχνάµε
µες στη σιωπή, µέσα στη παγωνιά.
Νάνος Βαλαωρίτης
1921
Κατάσταση πολιορκίας
Πολιορκούµεθα λοιπόν
Πολιορκούµεθα από ποιον
Από σένα κι από µένα απ’ τον τάδε και τον δείνα
Πολιορκούµεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική
Αστυνοµία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,
Απ’ τα παράσηµα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία
7
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά
Τις διαφηµίσεις, τον τουρισµό, τα οργανωµένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσµία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσµατα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις
Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
Την υποψία, τους κατατρεγµούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισµούς
Καλλονής, την έλλειψη χρηµάτων, την έλλειψη δικαιωµάτων, πολιορκούµεθα από τους βάναυσους
Τους άναρθρους, από τις µαύρες σκέψεις µας. Από τον εαυτό µας
Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούµεθα στενά.
∆ηµήτρης Παπαδίτσας
1922
«Το παράθυρο»
V
8
Το λέω ξανά είµαι µόνος
Σα µια µόνη πατηµασιά ανθρώπου σε δάσος
Είµαι µόνος σα δάχτυλο σε χέρι
Που η µηχανή του πήρε τα άλλα τέσσερα
Αν ήµουν σταγόνα θα ‘χα σβήσει στα έγκατα διψασµένης γης
∆εν είµαι όµως σταγόνα
Είµαι µικρή πέτρα ίσως πολύτιµη
Που ο καιρός την κάµνει άµµο
Και βλέπω το σχήµα της και τη λάµψη
Και την σκληρότητά της
Και το βάρος της να γίνονται άµµος
Το λέω ξανά
Στην καρδιά µου είναι µια προσευχή
Όµως µένει µέσα
Ας ήταν τώρα που δεν υπάρχει στόµα να ‘χα µια µαχαιριά στο πλευρό
Να βγει από εκεί σαν τρυφερό κορίτσι
Η προσευχή
Έκτωρ Κακναβάτος
1920
Χάθηκες µέσα σε κάτι άσπρο
Η φλόγα κόρωσε µόλις αγγίξανε δυο σύµφωνα
9
ο δρόµος στένευε µε λέξεις ψόφιες
που µυρίζανε.
Χάθηκες µέσα σε κάτι άσπρο.
Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη τού µονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ.
Σκεφτόµουνα πλάι σε ρουµπινέτα
το πρόβληµα του Αίγισθου:
διαβήτες, Κληταιµήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα που µου τέλειωσαν
το πρόβληµα της αποχέτευσης
σε διαµερίσµατα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΟΙΣΑ-ΠΑΡΑ∆ΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η µόνη λύση σε Μυκήνες.
Κόφτο λοιπόν να τελειώνουµε.
Τάκης Σινόπουλος
1917-1981
Ακόµη µια νύχτα
XVI
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια µέσα στην Ελλάδα ακολουθώντας το χυµένο αίµα το σπαταληµένο.
10
Αίµα σταλαµατιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.
Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωµένοι αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.
Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη µεριά που περπατάνε οι δολοφόνοι.
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάµεσα στους δολοφόνους
Γιώργης Παυλόπουλος
1924
Αναπαράσταση
Εδώ ήταν η συνηθισµένη θέση του.
Ο άνθρωπος καθισµένος ανάµεσα
στη σιωπή του και τον καθρέφτη
κοιτάζοντας ένα πράγµα να καίγεται γρήγορα
κι ολοένα να σώνεται ασχηµίζοντας.
Μπορούσε να υποφέρει ακόµα την αγάπη.
Καµιά φορά κουραζόταν
κοίταζε τότε κατά το ταβάνι
γεµάτο µάτια προσηλωµένα στα δικά του
και την αράχνη σε µιαν άκρη
κυµατίζοντας να κατεβαίνει.
Ύστερα πέφτανε πάνω του µεγάλες πέτρες
χαλάσµατα που τον κοµµάτιαζαν
11
σε µικρές φωνές.
Πάνος Θασίτης
1923
Το φως
Τώρα το φως το ρίχνουν στα κασόνια
το καρφώνουν και το πάνε.
Οι πράκτορες εισπράττουν τα ναύλα
χωρίς να το δουν. Οι παραλήπτες το µοιράζουν
χωρίς να το δουν.
Αθέατα χέρια
το συνάζουν πάλι στα κατώγια.
Στέλιος Γεράνης
1920
Ο ιπτάµενος δίσκος
«∆εν µπορώ να πιστέψω –έλεγε
πως είναι δυνατόν άνθρωποι να βασανίζουν ανθρώπους».
«Μα από που µας ήρθε αυτός-ρωτούσαν
οι συνδαιτυµόνες-µήπως είναι ιπτάµενος δίσκος
που δεν έχει ακόµα προσγειωθεί;»
«Μην παραξενεύεστε-είπε ο γεροντότερος
ο άνθρωπος αυτός είναι µάλλον φυτό.
12
Έχει πολύ πράσινο η φωνή του. Μας φέρνει
το δάσος, θυµίζει πουλιά, έχει
µέσα στα µάτια του το ζεστό καλοκαίρι.
Μην τον φορτώνετε µε τις µνήµες σας.
∆ε βλέπετε πόσο µας λείπει ένας αθώος;
Ας τον αφήσουµε στις περιπλανήσεις του.
Μας χρειάζεται –άλλωστε- ένας άνθρωπος
να πιστεύει πως δεν είναι ποτέ δυνατόν
άνθρωποι να βασανίζουν ανθρώπους.
Ελένη Βακαλό
1921
Το τέλος του σπιτιού
Μια µέρα ο µεγάλος µου γιος είπε
«το βράδυ δε θα γυρίσω σπίτι νωρίς»
Έβαλα τα µικρά να κοιµηθούνε
και τότε θαρρώ πως κοίταξα το σπίτι µας
για πρώτη φορά
Ήταν παλιό
και το χειµώνα θα έσταζε µε τις βροχές.
Μανόλης Αναγνωστάκης
1925
13
Νέοι της Σιδώνος, 1970
Κανονικά δε πρέπει να ‘χουµε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά- αρτιµελή αγόρια
Γεµάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, µε νόηµα και ζουµί και τα τραγούδια σας
Τόσο, µα τόσο ανθρώπινα, συγκινηµένα.
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ’ άλλα χρόνια
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καηµό του εν γένει πάσχοντος ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιµά τούτη η συµµετοχή
Στην προβληµατική και στους αγώνες του καιρού µας
∆ίνετε ένα άµεσο παρόν και δραστικό-κατόπιν τούτου
Νοµίζω δικαιούσθε µε το παραπάνω
∆υο-δυο, τρεις-τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, µετά από τόση κούραση.
Μας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;
Μίλτος Σαχτούρης
1919
Του θηρίου
14
Μη φεύγεις θηρίο
Θηρίο µε τα σιδερένια δόντια
Θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι
Θα σου δώσω ένα λαγήνι
Θα σου δώσω κι ένα κοντάρι
Θα σου δώσω κι άλλο αίµα να παίζεις.
Θα σε φέρω σ’ άλλα λιµάνια
Να δεις τα βαπόρια πως τρώνε τις άγκυρες
Πως σπάζουν στα δυο τα κατάρτια
Κι οι σηµαίες ξάφνου να βάφονται µαύρες.
Θα σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι
Να τρέµει δεµένο στο σκοτάδι το βράδυ
Θα σου βρω πάλι το σπασµένο µπαλκόνι
Και το σκύλο ουρανό
Που βαστούσε τη βροχή στο πηγάδι.
Θα σου βρω πάλι τους ίδιους στρατιώτες
Αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια
Με την τρύπα πάνω απ’ το µάτι
Κι αυτόν που χτυπούσε τις νύχτες τις πόρτες
Με κοµµένο το χέρι.
Θα σου βρω πάλι το σάπιο Μήλο
15
Μη φεύγεις θηρίο
Θηρίο µε τα σιδερένια δόντια.
Σταύρος Βαβούρης
1925
Υστερόγραφο
Μες στην καρδιά µου ακούγεται ένα ποίηµα.
Αντηχεί σ’ όλο µου το σώµα η µουσική του
κι όταν είµαι απαυδισµένος
µου δίνει φτερά.
Μου ψιθυρίζει: «όπου να ‘ναι ξηµερώνει. Να!»
όταν γίνεται η νύχτα αιωνιότης.
Ποτέ δεν το ‘γραψα.
∆ε µπόρεσα να κάνω συλλαβές, τους στίχους του και τις λέξεις.
Να γράφω µουσική δεν ξέρω,
και σκέπτοµαι συχνά
πως αν το γράψω κάποτε
θα ‘ναι για να πεθάνω.
Γιατί, µετά δε θ’ αποµείνει
τίποτα πια να πω.
Θεόφιλος ∆. Φραγκόπουλος
1923
16
Τραγική ποίηση
Πόσο λίγα πράγµατα ξέρω
και τούτα πόσο δύσκολο µου είναι
να τα πω.
Από ένα σηµείο και ύστερα όλα τα λόγια
γίνονται δύσκολα
γιατί πια δεν υπάρχουν.
Μένεις µόνος
σ’ έναν κόσµο ξένο
όπου όλοι σε χαιρετούν
µε ψεύτικη καλοσύνη
και σε κοιτούν ζηλεύοντας
ό,τι δεν έχουν οι ίδιοι.
Και προχωράς
µε τη λάσπη ως το σαγόνι
ανταποδίδοντας τις υποκλίσεις
που σου έχουν πια µάθει πώς
να τις εκτελείς κανονικά.
Την ίδια ώρα ακριβώς
που σε κάποιο πολεµικό εργοστάσιο
αυτού του κόσµου
17
ανυποψίαστα χέρια φτιάχνουν
τη σφαίρα που γράφει
πάνω της
το όνοµά σου.
Νίκος Καρύδης
1917-1984
Η στιγµή των αρχάγγελων
Να τελειώνει η µέρα και να περιµένουν
στίχοι άγραφτοι
όπως το φως πίσω από τα τζάµια
χαµένοι φαντάροι σε ξένους δρόµος
µ’ ένα καθρεφτάκι στην απάνω τσέπη
κι ένα φυλαχτό στη θέση της καρδιάς.
Α, οι άσπρες κιµωλίες στα µικρά δάχτυλα
κι ο ασβέστης στα πεζούλια
χρωµατισµένος από τα γεράνια και τα βασιλικά
και οι φωτιές τις νύχτες στα βουνά
καλοκαιριάτικα
σινιάλο για να φύγω.
Κι εσύ να υπάρχεις πάντα
χωρίς λύπη χωρίς στεναγµό ξέροντας
18
πως δεν τελειώνει η µέρα ποτέ
όσο ορίζει τη ζωή µας η στιγµή
ταξιδεµένη τα πέλαγα µε τη δικαιοσύνη
όλων των αρχάγγελων
δική µας.
Κλείτος Κύρου
1921
Κιβωτός του Νώε
Ήταν κι η επανάσταση
πέρα από κάθε κίνητρο
µια ιδεώδης διέξοδος.
Τόσες ζητωκραυγές
τόσα όνειρα
τόσες αστραπές
πού να χωρέσουν.
Ύστερα από την καταστολή
οι θλιβεροί επιζώντες
είκοσι χρόνια περιφέρουν
τα λείψανα της πυρκαγιάς.
Κι αναλογίζονται µε κάποιο φθόνο
τις αναλλοίωτες µορφές Εκείνων
19
που έπεσαν σε µιαν ακµή.
Επαµεινώνδας Χ. Γονατάς
1924
Άτιτλα
Είχε κρεµάσει µικρούς καφρέθτες πάνου στα δέντρα για να βλέπονται τα πουλιά.
*
Αδιαφορούσα για τα λουλούδια – κείνες τις αδηφάγες µολόχες – που χάσκανε τα στόµατά τους και γαυγίζαν στο πέρασµά µου.
∆εν τους έδινα ποτέ το δάχτυλό µου να το δαγκώσουν.
*
Μη ζητάτε ρολόι, δεν υπάρχει, γιατί όπως σας εξήγησα βρισκόµαστε σε µια βαθιά σπηλιά. Υπάρχει όµως το µεγάλο
εκείνο µάτι µέσα στο πλεχτό κλουβί., υπάρχει και η καρδιά µου που σηµαίνει τις ώρες και σας οδηγεί ανάµεσα στο σκοτάδι.
*
Υποµονή. Θα πήξει το δάκρυ , θα γίνει νησί.
Γιώργος Γεραλής
1917
Πίσω απ’ τους λόφους
Πίσω απ’ τους λόφους άλλοι λόφοι, πίσω απ’ τις κορφές
άλλες κορφές για ν’ ανεβούµε χέρι-χέρι.
Τα σκοτεινά δασωµένα φαράγγια. Κράταµε.
Αίµα της γης, ανάµνηση θαµπή, πιο θαµπή ελπίδα.
20
Κι από τους λόφους κι απ’ τα δάση πέρα, χαµηλά,
η θάλασσα η ατέλειωτη κι ο ανασασµός της.
Το έρηµο φως. Κι η ανάµνηση νεκρή, κι η ελπίδα.
Και τα χέρια λυµένα. Η θάλασσα. Μονάχα η θάλασσα.
Κι άκουσε το τραγούδι το ασίγαστο από ποια βάθη ανεβαίνει.
Ιάσων ∆επούντης
1919
Στα γκρεµισµένα σπίτια του χειµώνα
Τώρα βρίσκοµαι µ’ όλα τ’ άρρωστα κι αδύναµα πουλιά µαζί
πάλε τη στέγη ράγισε η σιωπή για τη θλιµµένη ανάµνησή µου.
Τ’ άλλα που θα διηγηθώ είναι οράµατα-
Τις νύχτες ενώ δεν ταράζει τον ύπνο µας η συννεφιά ή τ’ όνειρο
ξυπνούµε πολλές φορές – τα πουλιά στη φωλιά τους
κι εγώ στο κρεβάτι µου και κλαίµε.
Μένουν µονάχα τους κι αυτά – και ξέρουν
πόσο κρυώνει ένα πουλί έξω από τη φωλιά του.
Άρης Αλεξάνδρου
1922-1978
Επιστροφή
Έτσι που γυρίσαµε
γυαλίζουνε οι ράγιες στο σκοτάδι
21
απ’ την πολλή σιωπή
έτσι που γυρίσαµε
βρήκαµε τους εισπράκτορες σφαγµένους
και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο
θα µας περισσεύει
και τα τέσσερα χρόνια
γι’ αυτό που λέγαµε ζωή µας
θα µας λείπουν
έτσι που γυρίσαµε κι οι δρόµοι προχωράνε
τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία
σε πένθιµους φακέλους
κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασµουριέται
Θεέ µου! ας µίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας µου ζητούσε
την ταυτότητά µου.
Γιώρος Γαβαλάς
1922
Ηδονή
Τυχαία συναντήθηκαν στον πλάγιο δρόµο
κι ούτε καν υπήρχε πρόθεση
«Φόνος εκ προµελέτης»
22
Ήταν γνωστό πως µισιόνταν
χωρίς τίποτα να προϋπάρχει
λόγοι χρηµάτων, γυναίκας ή ιδεολογίας .
Βέβαια έφτανε η γραµµή του βλέµµατος
η τόσο σίγουρη και ευθεία
ο βηµατισµός που κοµµάτιαζε τα χαλίκια
η νύχτα µε το µατωµένο άστρο της
και προπαντός η ηδονή του σκοτωµένου.
Κρίτων Αθανασούλης
1916-1979
Η παραίνεση του έµπειρου
Αν σκάψεις βαθιά στην ψυχή µου θ’ ανακαλύψεις τον πόλεµο.
Έχει κι αυτός τους εχθρούς του και κρύβεται , αποκοιµιέται περιµένοντας.
Αν δεν ήταν η άνοιξη, τα οπωροφόρα δέντρα, οι λευκοί κρίνοι, της καρδιάς το σκίρτηµα, το έκπαγλο φως θα ζούσε πολύ στην επιφάνεια. Η ποίηση είναι εχθρός του πολέµου. Εµάς τους δύο που βαδίζουµε χεροπιασµένοι φοβάται ο πόλεµος. Γι’ αυτό µη λύνεται ποτέ τα χέρια, µη περιφρονείτε τα πουλιά., κάθε µέρα στους κήπους. Να κοιτάτε τον ήλιο στα µάτια. Μακριά απ’ τους
ρήτορες. Ακούτε καλύτερα των ρυακιών του ψιθύρους.
Αντώνης ∆εκαβάλλες
1920
Λίγα λόγια µιας γενιάς
23
Γενιά παράξενη
Νιότη δεν είχαµε ποτέ µας.
Μήπως την είδατε την άνοιξη,
κείνη που δίνει, κείνη που παίρνει
τον αστόχαστο καρπό;
Σπέρναµε πάντα αµίλητοι
φραγκοσυκιές στοργής
το χαµοµήλι ης υποταγής
σαρακηνιές της καρτερίας
το µανδραγόρα ης υποµονής
σε περάσµατα και µεταβάσεις
σε σεισµούς και λαβυρίνθους.
Περιµέναµε τότε, ακολουθώντας.
∆εν περιµένουµε πια,
κι ακολουθούµε ακόµα. Πόρτες
ανοίγουµε πάντα µε υπόκλιση
για να περάσουν
εκείνοι και τούτοι
το πριν και το µετά.
Απ’ το νωρίς διαβήκαµε στο αργά
χωρία άλλο ενδιάµεσο παρά µια νύχτα
24
βασταχτερή που µας πήρε
το ασχηµάτιστο πρόσωπο
το αγέννητο βρέφος, τον εαυτό .
Μιχάλης Κατσαρός
1919-
Θα σας περιµένω
Θα σας περιµένω µέχρι τα φοβερά µεσάνυχτα αδιάφορος-
∆εν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραµονεύουν το τέλος µου
ανάµεσα σε θρυµµατισµένα πουκάµισα και λεγεώνες.
Θα περιµένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαµογελώντας µε ψυχρότητα για τις ένδοξες µέρες.
Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεµος δικός µου
µάταιοι θόρυβοι και τυµπανοκρουσίες επίσηµες
µάταιοι λόγοι.
Μην αµελήσετε.
Πάρτε µαζί σας νερό.
Το µέλλον µας θα έχει πολύ ξηρασία.
25
Τάσος Λειβαδίτης
Ω θλίψη
Έπρεπε να ξεφύγω, αλλιώς ήµουν χαµένος, αλλά ο άγνωστος του σταθµού µε περίµενε κιόλας στην άκρη του ταξιδιού µου. Ποιος άγνωστος; Ήµουν εγώ ο ίδιος νικηµένος κι άνοιγα τις
πόρτες στα σταµατηµένα βαγόνια κι έβγαινα απ’ την άλλη µεριά του ονείρου.
Ω θλίψη, σε µάθαµε από παιδιά, σχεδόν πριν γνωρίσουµε τον κόσµο.
Ευχαριστώ
Θεέ µου, γιατί δεν µπορώ να σε καταλάβω; Ίσως όµως αν σε καταλάβαινα να µην µπορούσα να αντέξω το βάρος σου.
Θεέ µου, µ’ αυτήν την ευτελή πραγµατικότητα γύρω µας κινδυνεύεις.
Πως να σε σώσω...
Απλοί στίχοι
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
ένας κόσµος για να πεθάνεις
Ποιητές
Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών
την ώρα που πέφτουν χτυπηµένα.
Τερέζα
26
Εκείνο το βράδυ γύρισα ανήσυχος, «Τερέζα» φώναξα, τίποτα, έψαξα τα δωµάτια, κατέβηκα στο υπόγειο «που είναι η Τερέζα;» ρώτησα, «πέθανε, είπε κάποιος – την κηδέψαµε χθες», «ηλίθιοι, φώναξα, σας ξεγέλασε, δεν ξέρετε τι µεγάλη πουτάνα ήταν » κανείς δε µίλησε «µα πως µπορεί ένας άγγελος να πεθάνει »
είπα κλαίγοντας.
Άνοιξα το παράθυρο και πράγµατι εκεί στο βάθος τ’ ουρανού έλαµπε η Τερέζα σαν άστρο.
Νίκος Φωκάς
1927
Μετά το θάνατο
ενός βρέφους που κάηκε ζωντανό
Μέσα σε τούτο το σκοτεινό δωµάτιο
Έκλεισα τις πόρτες, τα παράθυρα, τις ρωγµές
Για να µη µπαίνει αβεβαιότητα
Για να µη µπαίνει αυτή που κόβει λουλούδια στον κήπο.
Με τη σάρκα µας πολύτιµη σαν Όνειρο
-Άνεργα τα µέλη κι ενωµένα – πλαγιασµένοι
Σε µιας γυναίκας τη βαθιά κι ατέρµονη σκιά
δε νιώθουµε τους άλλους – είναι αέρας
δε νιώθουµε τον ίδιο µας το θάνατο-
Είναι ένας κάποιος άλλος.
Μέσα σε τούτο το σκοτεινό, το ευρύχωρο δωµάτιο
Χρόνια τώρα βασανίζουν κάποιον.
27
Παίζουν µε τις αισθήσεις του µπροστά στην ψυχή του.
Πρωί-βράδυ, πρωί-βράδυ.
Μιλώ για το φεγγάρι, το στήθος της, τη θάλασσα
Τα φώτα των νερών από την πολιτεία.
Κοπιάζει η ψυχή µου µπροστά σ’ όλα αυτά
∆ίχως να ξέρει τι πρέπει να κάνει.
Χρόνια τώρα µάχεται για µια πράξη αληθινή...
Συ που µε βασανίζεις
∆ώσε στα µέλη µου φωτιά
∆ώσε στο κορµί µου το µαρτύριο (συ που καις τα βρέφη).
∆είξε την κακία σου και σε µένα,
Χωρίς περιστροφές.
Γιώργος Σαραντής
1919-1978
Κάποτε φτάνει ένας καιρός
η ποίηση είναι η στιγµή
η αγωνία είναι το παν
η αγωνία να ζεις
ύστερα φτάνει ένας καιρός που δεν υπάρχεις
στις µέρες που έρχονται κανείς
στα πλοία που φεύγουνε κανείς
28
σ’ όλα τα πρόσωπα κανείς
στους δρόµους των συνωστισµών κανείς
στο όρος της προσευχής κανείς
στους λόφους της σιγής κανείς
στο δάσος της οργής κανείς
στη µνήµη της βροχής κανείς
στα όνειρα των τυφλών κανείς
στην αναπόληση κανείς
σ’ όλη τη λησµονιά κανείς
σ’ όλη τη µουσική κανείς
µες στην αγάπη σου κανείς
σ’ όλη την άρνηση κανείς
στην επανάσταση κανείς
κανείς
κάποτε φτάνει ένας καιρός άδειος
που δεν υπάρχεις.
Γιάννης ∆άλλας
1924
Πόρτες εξόδου
3
Γδύσου. Τι να γδυθώ;
29
Εκείνους που σ’ έχτισαν
µε τα πιο χοντρά υλικά
και δεν σ’ άφησαν πολεµίστρες.
Αλλιώς θα τρελαθείς.
γδύσου
όπως το φίδι το δέρµα του
ο φαντάρος την πανοπλία
τ’ αποφόρι του ρόλου σου
τα χειρόκτια της συναλλαγής.
Γδύσου επιτέλους την ποίηση
τι λαιµοδέτης Θε µου πέτρινος,
Νίκος Καρούζος
1926-1988
Αίφνης
Αυτό που λέµε όνειρο δεν είν’ όνειρο
που η πλατιά πραγµατικότητα δεν είναι πραγµατική.
Κάπου γελιέµαι µα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα,
σαν το σύννεφο που αλλάζει στα νωθρά δευτερόλεπτα
όντας µονάχα η ακάλεστη µεταµόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραµα
και η πάπια δεν έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη·
30
το χταπόδι βγαίνει απ’ το ρηχό θαλάµι του µε γαλαζόπετρα
στα ξέφωτα η τίγρη λησµονιέται ανεπίληπτα.
Νυχτώνει και σήµερα. Η αγωνία
λέει πάλι: θα βοσκήσω το µαύρο.
∆ηµήτρης ∆ούκαρης
Η πέµπτη διεθνείς
Αν οι Λουδοβίκοι πλησίασαν άνετα
στο είκοσι
και οι Παλαιολόγοι λίγο ακόµη
θα έφταναν στο δέκα·
αν στη Ρώµη απελπιστικά σωριάστηκαν
οι αριθµοί· Σιλβέστροι και Κληµέντιοι,
Παύλοι και Ιωάννηδες, Πίοι
και τα λοιπά-
εµείς της γης οι κολασµένοι
µε τα πολλά «εµπρός»
και τις σηµαίες στα οδοφράγµατα
αλλά και τα στοµφώδη µέγαρα
µε ύµνους διθυραµβικούς
από ακραιφνή Σοβιέτ
σταθήκαµε στο τέσσερα από καιρό·
31
οι Λουδοβίκοι όµως ήξεραν τα µυστικά
οι Παλαιολόγοι κρατούσαν βιβλία παλαιά,
στη Ρώµη τα είχαν µελετήσει εξονυχιστικά·
πρέπει οπωσδήποτε να φτάσοµε στο πέντε
οριστικά-
κρίµα που θα ‘ταν να τελειώσοµε
µονάχα µε το τέσσερα.
Όλγα Βότση
1922
Άτιτλο
Πέπλο βασιλικό του Θεού.
ξανθιά γυναίκα στην ευτυχία της,
έκσταση σαν γαληνεύουν οι στοχασµοί, -
µε τι να σ’ ονοµάσω µπορώ;
Άφατη στιγµή της µεγάλης σιωπής
φάδι ανάπαψης στην πονεµένη καδιά µας,
αστραφτερέ µαντύα της περηφάνιας µας,
όνειρο γαλάζιο των ουρανών.
Θάλασσα,
µε τι να σ’ ονοµάσω µπορώ,
καθώς στα µεθυσµένα µάτια µου απλώνεσαι
32
ατάραχη, βασιλική, γαλάζια κι ωραία.
Άθως ∆ηµουλάς
1921
Θησεύς
Για τους Λαβύρινθους χρειάστηκες
ένα κουβάρι νήµα· και κάποιον
να το κρατάει στην είσοδο- όπου
µπορούσες να το δέσεις κιόλας
αποφεύγοντας έτσι τους έρωτες
που επιτείνουνε τα λάθη.
Για τους Μινώταυρους χρειάστηκες
τη δύναµή σου. Και θα αρκούσε,
θ’ αρκούσε µόνο ν’ αλλάξεις τα πανιά
για να επιζήσει κι ο Αιγέας.
∆ηµήτρης Χριστοδούλου
1924
Εστίες αντιστάσεως
Και θα ‘ρχονται βροχές
χώµα από τ’ άλλο χώµα
χιόνι από την άλλη καταχνιά
όγκοι ζωής
33
κρουνοί νερού
ρίζες που ξέχασες
και θα ‘ρχονται
πίσω απ’ το σίδερο
και πέρα απ’ το καλάι
πέρα απ’ το σώµα µας που ξέχασε
και θα ‘ρχονται
µέσ’ απ’ την πέτρα
και κάτω από την άργιλο
και θα ‘ρχονται
άλλα νερά
στήθη κοµµένα σ’ άλλο µάρµαρο
κι όπως θα ξέρεις
κι όπως θα λες
σώµα πού πας
σχεδία πικρή κορµί µου
στόµα εσύ;
Τώρα καθώς χιµάει ν’ αναφλεγεί
τώρα καθώς λυσσάει
τώρα
κορµί που πας;
34
Και να φοβάσαι πια τον ίδιο φόβο
να σφίγγεις µε την ίδια λύσσα το κλειδί
το ίδιο µήκος µπρος στα δάχτυλα τα νύχια
τα δόντια πάντοτε σε στάση απειλής.
Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
1925
Φωτογραφία
Τώρα µπορείς να µε κοιτάξεις.
∆ες µε καλά για να τυπώσεις
τη µορφή µου σταθερά.
∆εν έχω τίποτα να κρύψω, δε φοβάµαι
να προβάλω στο φως,
Ό,τι βλέπεις στα µάτια µου
µπορείς να το διαβάσεις
και να ‘σαι σίγουρος·
ό,τι διακρίνεις στα χείλη µου
µπορείς να το µαντέψεις·
κι ό,τι έχω στην καρδιά µου
να το!
Ζωγράφισέ µε αυθεντικά
µε την αλάνθαστή σου Μέθοδο
35
του Σοσιαλιστικού Ρεαλισµού.
Κι αν τύχει αύριο να σε ρωτήσει κάποιος,
µη διστάσεις: ήταν κι αυτός
ένας αδύνατος άνθρωπος, πες του
σαν τους άλλους.
Τίτος Πατρίκιος
1928
∆υο άνθρωποι
Αν είδες ποτέ στη µέση του δρόµου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν µε χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να ήµουν εγώ
που µε ξαναστέλναν εξορία.
Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα ‘βρισκα
για έναν περίπατο στα φώτα και στην άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορµί του
είχε κι εκείνος χαραγµένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
36
(Τον πήρανε χαράµατα στις έξι από τη γυναίκα του.)
Όταν βλέπεις στο δρόµο δυο ανθρώπους
µε χειροπέδες
µη νοµίσεις τίποτα περισσότερο
µη νοµίσεις τίποτα λιγότερο.
∆υο άνθρωποι
σαν και σένα.
Κώστας Στεργιόπουλος
1926
Αναβοσβήνοντας το φως
5
Όπως σε µιαν επίσηµη τελετή τους θυµάµαι
έναν-έναν
που παρακολουθούσαν απ’ την ακτή το θέαµα,
χωρίς κανείς να κουνηθεί απ’ τη θέση του.
Τους θυµάµαι όλους- κι εσένα φυσικά!-
σχεδόν σε στάση προσοχής
που µ’ έβλεπαν απ’ την ακτή
να πνίγοµαι.
Θανάσης Κωσταβάρας
1927
37
Το τσίρκο
∆εν είπα τίποτα ακόµα.
∆εν είπα τίποτα κι ας κυλιέται πάντα ο πόνος µας
ανάµεσα σε σηµαίες, µεγάφωνα και βεγγαλικά.
Μα ο πιο µεγάλος µας πόνος δε µιλιέται, δε γράφεται.
∆ε γρικιέται απ’ τους άλλους.
Γυρίζει µέσα µας µόνο. Σαν το λιοντάρι, µουγκρίζοντας·
τρώγοντας απ’ τις σάρκες µας.
Ο πιο µεγάλος µας πόνος δεν αλλάζει σε δόξα.
∆ε γίνεται τσίρκο και αγορά.