21
1 ᾿Ορθόδοξος ᾿Ενημέρωσις «᾿Εντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης Πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καὶ μὴ σιώπα... Διὰ τοῦτο κἀγὼ ὁ τάλας, δεδοικὼς τὸ Κριτήριον, λαλῶ». (῾Οσ. Θεοδώρου Στουδίτου, PG 99, 1321) Τὸ μέτωπο τοῦ ᾿Ορθοδόξου ᾿Αντι-οικουμενισμοῦ ἰσχυροποιεῖται «Οἰκουμενισμός: Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις» Τὰ Πορίσματα τοῦ «Διορθοδόξου Θεολογικοῦ Συνεδρίου» (Θεσσαλονίκη, 20-24.9.2004) Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ Πρωτοπρεσβύτερος π. Μιχαὴλ Πομαζάνσκυ (Δογματολόγος, Φιλόσοφος, Καθηγητὴς τῆς Ρωσικῆς, ῾Ελληνικῆς καὶ Λατινικῆς γλώσσης), ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στὴν Ρωσικὴ Διασπορὰ (1988), εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς πολὺ χαρακτηριστικά: «Στὴν κρίσιμη αὐτὴ ἱστορικὴ στιγμὴ ἀπαιτοῦνται ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πιστῶς διατηροῦνται στὴν ᾿Ορθοδοξία, πολὺ θάρρος, σταθερότης, εὐσυνειδησία, ἑτοιμότης γιὰ θυσία καὶ ἰσχυρὰ πίστις στοὺς λόγους τοῦ Σωτῆρος διὰ τὸ ἀκλόνητον τῆς ᾿Εκκλησίας. Οὐδεμία ἀμφι- βολία ὑπάρχει, ὅτι στὸ βάθος κάθε τοπικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας ὑπαρχει μία ἀληθὴς κατανόησις τῆς ᾿Ορθο- δοξίας καὶ μία ἑτοιμότης πρὸς ἔγερσιν διὰ τὴν ὑπεράσπισιν Αὐτῆς. Οἱ φωνὲς θὰ πρέπει νὰ ἐγερθοῦν καὶ νὰ ἀκουσθοῦν. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀποθαρρυνώμεθα ἀπὸ τὴν προφανῆ ἀδυναμία καὶ ἀφάνεια τῶν φωνῶν αὐτῶν». Στὶς «φωνὲς» αὐτές, οἱ ὁποῖες ἀφυπνίζονται, ὑπερνικοῦν τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν ἀφάνεια καὶ προστίθενται στὸ μέτωπο τοῦ ᾿Ορθο- δόξου ᾿Αντι-οικουμενισμοῦ, ἤδη ἀνήκει καὶ τὸ «Διορθόδοξο Θεο- λογικὸ Συνέδριο» τῆς Θεσσαλονίκης (20-24.9.2004). Οἱ περίπου ἑξήντα Εἰσηγηταί, κατὰ τὸ πενθήμερο τοῦ «Συνεδρίου» αὐτοῦ, κατέστησαν πλήρως σαφές, ὅτι οἱ ὄντως ᾿Ορθόδοξοι δὲν εἶναι

«Οἰκουμενισμός: Γένεση - Προσδοκίες ... · 2007-06-18 · (8η ᾿Απριλίου)· ἐν συνεχείᾳ, παρέστησαν στὴν ἐνθρόνισι

  • Upload
    others

  • View
    1

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • – 1 –

    ᾿Ορθόδοξος ᾿Ενημέρωσις

    «᾿Εντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσηςΠίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καὶ μὴ σιώπα... Διὰ τοῦτο κἀγὼ ὁτάλας, δεδοικὼς τὸ Κριτήριον, λαλῶ».

    (῾Οσ. Θεοδώρου Στουδίτου, PG 99, 1321)

    � Τὸ μέτωπο τοῦ ᾿Ορθοδόξου Ἀντι-οικουμενισμοῦ ἰσχυροποιεῖται

    «Οἰκουμενισμός:Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις»

    Τὰ Πορίσματα τοῦ «Διορθοδόξου Θεολογικοῦ Συνεδρίου»

    (Θεσσαλονίκη, 20-24.9.2004)

    Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ Πρωτοπρεσβύτερος π. Μιχαὴλ Πομαζάνσκυ

    (Δογματολόγος, Φιλόσοφος, Καθηγητὴς τῆς Ρωσικῆς, ̔Ελληνικῆςκαὶ Λατινικῆς γλώσσης), ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στὴν Ρωσικὴ Διασπορὰ(† 1988), εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς πολὺ χαρακτηριστικά:

    «Στὴν κρίσιμη αὐτὴ ἱστορικὴ στιγμὴ ἀπαιτοῦνται ἀπὸὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πιστῶς διατηροῦνται στὴν᾿Ορθοδοξία, πολὺ θάρρος, σταθερότης, εὐσυνειδησία,ἑτοιμότης γιὰ θυσία καὶ ἰσχυρὰ πίστις στοὺς λόγους τοῦΣωτῆρος διὰ τὸ ἀκλόνητον τῆς ̓Εκκλησίας. Οὐδεμία ἀμφι-βολία ὑπάρχει, ὅτι στὸ βάθος κάθε τοπικῆς ᾿Ορθοδόξου᾿Εκκλησίας ὑπαρχει μία ἀληθὴς κατανόησις τῆς ᾿Ορθο-δοξίας καὶ μία ἑτοιμότης πρὸς ἔγερσιν διὰ τὴν ὑπεράσπισινΑὐτῆς. Οἱ φωνὲς θὰ πρέπει νὰ ἐγερθοῦν καὶ νὰ ἀκουσθοῦν.Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀποθαρρυνώμεθα ἀπὸ τὴν προφανῆἀδυναμία καὶ ἀφάνεια τῶν φωνῶν αὐτῶν».

    Στὶς «φωνὲς» αὐτές, οἱ ὁποῖες ἀφυπνίζονται, ὑπερνικοῦν τὴνἀδυναμία καὶ τὴν ἀφάνεια καὶ προστίθενται στὸ μέτωπο τοῦ ᾿Ορθο-δόξου ̓Αντι-οικουμενισμοῦ, ἤδη ἀνήκει καὶ τὸ «Διορθόδοξο Θεο-λογικὸ Συνέδριο» τῆς Θεσσαλονίκης (20-24.9.2004).

    Οἱ περίπου ἑξήντα Εἰσηγηταί, κατὰ τὸ πενθήμερο τοῦ «Συνεδρίου»αὐτοῦ, κατέστησαν πλήρως σαφές, ὅτι οἱ ὄντως ̓Ορθόδοξοι δὲν εἶναι

  • – 2 –

    δυνατὸν νὰ ἀνεχθοῦν πλέον τὸν διαχριστιανικὸ καὶ διαθρησκειακὸσυγκρητισμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ ἀφεύκτως στὴνἐκκλησιολογικὴ ἀλλοτρίωσι.

    Βεβαίως, δὲν διεκρίνοντο ὅλες οἱ Εἰσηγήσεις γιὰ τὴν γνήσιαἐπιστημονικὴ μεθοδολογία τους, οὔτε γιὰ τὴν θεολογικὴ-πατερικὴγνησιότητα καὶ τὴν ἱστορική τους ἀκρίβεια, ἐνίοτε δὲ οὔτε κἂν γιὰτὴν ἄμεση σχέσι τους μὲ τὴν θεματολογία τοῦ «Συνεδρίου» (!), ἀλλ᾿εἶναι ἀναμβισβήτητο, ὅτι τὸ «Συνέδριο» ἢδη ἀποτελεῖ ἱστορικὰ καὶσημειολογικὰ ἕνα ὁρόσημο στὴν πορεία τοῦ Ἀντι-οικουμενισμοῦκαὶ τὴν ζωὴ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.

    Τὰ Πορίσματα τοῦ «Συνεδρίου», τὰ ὁποῖα δημοσιεύουμε ἐνσυνεχείᾳ, θεμελιώνουν ἀδιάσειστα τὴν ἄποψί μας αὐτή, μάλιστα δὲεἶναι σαφὴς ὁ δυναμικὸς χαρακτήρας τοῦ «Συνεδρίου», ὅπως τοῦτοἐκφράζεται μὲ πλήρη διαύγεια στὶς Προτάσεις του καὶ εἰδικὰ ἡἀπόφασίς του

    «8. Νὰ διατρανωθεῖ πρὸς τὶς ἐκκλησιαστικὲςἡγεσίες ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ ἐξακολουθήσουν νὰσυμμετέχουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν παναίρεση τοῦΟἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκει-ακοῦ, ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονικὸς καὶἁγιοπατερικὸς δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶλαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπὴ δηλαδὴτοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθί-στανται συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέ-σεως καὶ τῆς πλάνης. Δὲν πρόκειται περὶ σχίσματος,ἀλλὰ περὶ θεαρέστου ὁμολογίας, ὅπως τὸ ἔπραξανπαλαιοὶ Πατέρες».

    * * *

    Κατακλείοντες τὶς σύντομες αὐτὲς εἰσαγωγικὲς σκέψεις μας,θεωροῦμε ἀναγκαῖο νὰ προβοῦμε στὶς ἑξῆς δύο κριτικὲς ἐπισημάνσεις:

    α. ῾Η εἰλικρίνεια τῶν Συνέδρων τῆς Θεσσαλονίκης, γιὰ τὴνὁποία οὐδόλως ἀμφιβάλλουμε, ἡ σταθερότης καὶ ἡ συνέπεια των σὲὅσα «διετράνωσαν» τὸν παρελθόντα Σεπτέμβριο ἤδη δοκιμάζεται: οἱ«ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες» τους, ἐκεῖνες ἀκριβῶς τὶς ἡμέρες τοῦ«Συνεδρίου», «ἀνεγνώρισαν» τὸ βάπτισμα τῶν Εὐαγγελικῶν ἐνΓερμανίᾳ (Φανάριον, 16-22α Σεπτεμβρίου)· τὴν ἐπαύριον τοῦ «Συν-εδρίου», αὐτὲς οἱ «ἡγεσίες» μετέβησαν στὸ Βατικανὸ καὶ παρέλαβαντὰ ἱερὰ Λείψανα (27η Νοεμβρίου)· κατόπιν, συνεώρτασαν μὲ τοὺς

  • – 3 –

    Παπικοὺς κατὰ τὴν Θρονικὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως (30ὴ Νοεμ-βρίου) 1· ὕστερα, συμμετεῖχαν πανορθοδόξως στὴν κηδεία τοῦ Πάπα(8η Ἀπριλίου)· ἐν συνεχείᾳ, παρέστησαν στὴν ἐνθρόνισι τοῦ νέουΠάπα (24η Ἀπριλίου)· καὶ τέλος, ἐφιλοξένησαν καὶ ὠργάνωσανστὴν Ἀθήνα τὸ ΙΔʹ Συνέδριο γιὰ τὴν ῾Ιεραποστολὴ τοῦ «Π.Σ.Ε.» (9-15η Μαΐου).

    • ῾Η ἀναμενομένη συμμετοχὴ τῶν «ἐκκλησιαστικῶν ἡγεσιῶν»τους καὶ στὴν Θρονικὴ τῆς Ρώμης (29η ᾿Ιουνίου), ἐλπίζουμε ὅτι θὰδιαλύση καὶ τὶς τελευταῖες ἀμφιβολίες τῶν Συνέδρων, ὅσον ἀφορᾶτόσο τὴν ἐκ πεποιθήσεως οἰκουμενιστικὴ πορεία τῶν «ἡγεσιῶν»τους, ὅσο καὶ τὴν μεγάλη ἐκκλησιολογικὴ ἀλλωτρίωσί τους, ὥστενὰ συνειδητοποιήσουν πλήρως, ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τῆς «ἀκοινωνησίας»,δηλαδὴ ἡ σωτήριος ̓Αποτείχισις, ἔχει ἤδη καθυστερήσει ὑπερβολικὰἐκ μέρους των.

    β. Στὰ Πορίσματα τοῦ «Συνεδρίου» (§Α, 6) γράφεται, ὅτι«ὁ μόνος θεολογικὸς διάλογος ποὺ ἔληξε μὲ

    ὑπογραφὴ τῶν ὀρθοδόξων θέσεων ἀπὸ ἑτεροδόξουςεἶναι ὁ διάλογος μὲ τοὺς Παλαιοκαθολικούς».

    ᾿Εν πρώτοις, ὁ Διάλογος με τοὺς Παλαιοκαθολικοὺς (1975-1987Συνελεύσεις Αʹ-Ζʹ), δὲν ἀντιμετωπίζει ὡς μόνο «σοβαρὸ ἐμπόδιοστὴν περαιτέρω θετικὴ ἐξέλιξή» του τὸ ζήτημα τῆς «ἱερωσύνως τῶνγυναικῶν», ὅπως γράφεται στὰ Πορίσματα, ἀλλὰ τὸ ὅτι ἕνα τμῆματῶν Παλαιοκαθολικῶν προτεσταντίζει, ἔχει κοινωνία μὲ τοὺς Εὐαγ-γελικοὺς τῆς Γερμανίας, γενικώτερα δὲ οἱ Παλαιοκαθολικοὶ εὑρί-σκονται ἀπὸ τοῦ 1931 σὲ μυστηριακὴ κοινωνία μὲ τοὺς ̓Αγγλικανοὺςκαὶ δὲν ἔχουν διάθεσι νὰ τὴν διακόψουν, προκειμένου νὰ ἑνωθοῦνμὲ τοὺς ̓Ορθοδόξους, ἐφ᾿ ὅσον θεωροῦν, ὅτι ἡ κοινωνία αὐτὴ «ἀνήκεισταθερὰ στὴν παλαιοκαθολικὴ ταυτότητα».

    Κατόπιν, τὸ κυριώτερο, εἶναι γνωστόν, ὅτι κατὰ τὴν Γʹ Συνδιάσκεψιτῆς ᾿Ορθοδοξο-Παλαιοκαθολικῆς Μικτῆς Θεολογικῆς ᾿Επιτροπῆς(Βόννη, 24-28.8.1979), στὸ ἐγκριθὲν κείμενο: «Τὰ ὅρια τῆς᾿Εκκλησίας», οἱ ᾿Ορθόδοξοι προέβησαν σὲ μία σοβαρωτάτηνθεολογικὴ παραχώρησι· ὑπέγραψαν ὡς δῆθεν διδασκαλίαν τῆς᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας τὴν ἄποψι ὅτι

    «ἐν τῇ ἱστορικῇ αὐτῆς πορείᾳ, ἡ ᾿Εκκλησία τοῦΧριστοῦ κατετμήθη εἰς πολλὰς καὶ διαφωνούσας᾿Εκκλησίας, τῆς ἀποστολοπαραδότου πίστεως καὶδιδασκαλίας ἐξ ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας νοθευθείσηςδιὰ πλάνης...»· «τὸ ζήτημα τῶν ὁρίων τῆς ᾿Εκκλη-

  • – 4 –

    σίας εἶναι δυνατὸν νὰ κριθῇ σήμερον κατὰ τρόπονεὐρύτερον» («τῆς ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς σώ-ματος Χριστοῦ νοουμένης ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ»)·«εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ ἀποδεκτόν, ὅτι ἡ ἐνέργειατῆς θείας παντοδυναμίας καὶ χάριτος δὲν ἀπο-κλείεται νὰ ἐκδηλοῦται καὶ ἐκεῖ ἔνθα ἡ ἀπόσπασιςἀπὸ τῆς πληρότητος τῆς ἀληθείας τῆς μιᾶς ̓Εκκλη-σίας δὲν εἶναι πλήρης» [§§ 2, 4, 5] 2.

    • Ἆρά γε, τὸ κεντρικὸ νόημα τῶν ἀπόψεων αὐτῶν δὲν συνιστᾶτὴν πεμπτουσία τῆς οἰκουμενιστικῆς περιεκτικῆς ἐκκλησιο-λογίας; Ἆρά γε, λησμονεῖται, ὅτι αὐτὴ ἡ μὴ Πατερική, ἡ μὴ᾿Ορθόδοξος ἄποψις ἦταν ἐκείνη, ἡ ὁποία ὤθησε τὸ ΠατριαρχεῖοΚωνταντινουπόλεως νὰ ἐπιδιώξη «τὴν ἐπαφή, τὴ συνάντηση καὶτὸ διάλογο μὲ τὶς μερίδες τῆς ΕΝΔΟΓΕΝΩΣ ΠΛΕΟΝΔΙΗΡΗΜΕΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», διότι δῆθεν ἡ διαδικασία αὐτὴ«ἦταν ὁ μόνος τρόπος καθορισμοῦ τῆς θέσεως τῆς ὀρθὰπιστευούσης ΜΕΡΙΔΟΣ, ἀπέναντι στὶς πλανώμενες ΜΕΡΙ-ΔΕΣ » 3;

    7-8/20-21.5.2005†῾Εβδομὰς Μυροφόρων

    1. «᾿Επίσης παρέστησαν οἱ Σεβ. Καρδινάλιος κ. Miroslav Vlk, ἈρχιεπίσκοποςΠράγας , καὶ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Edmond Farhat, Νούντσιος τοῦ Βατικανοῦ ἐνἈγκύρᾳ, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης τῶν ἐν τῇ Πόλει Συροϊακωβιτῶν κ. Yusuf Çetin, ὁΘεοφιλ. Ἀρμένιος ᾿Επίσκοπος κ. Aram Ate�yan, ἐκ τοῦ ἐν τῇ Πόλει Πατριαρχείουαὐτῶν, ὁ Θεοφιλ. ᾿Επίσκοπος τῶν ἐν τῇ Πόλει ΡΚαθολικῶν κ. Louis Pelâtre,᾿Αρχιερεῖς διαφόρων δογμάτων-φίλοι τῆς Κινήσεως τῶν Focolari, πραγμα-τοποιήσαντες Συνέδριον, ὁ Αἰδεσιμολ. κ. Ian Sherwood, ̓Αποκρισάριος τῆς ̓Αγγλι-κανικῆς ᾿Εκκλησίας παρὰ τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριαρχείῳ».

    (Περιοδ. «᾿Επίσκεψις», ἀριθ. 641/30.11.2004, σελ. 17)� Στὸ ὄντως περίεργο, διαχριστιανικὸ-διαθρησκειακὸ καὶ διεθνὲς «Κίνημα

    τῶν Focolari ῾῾ ῾Εστιῶν᾿᾿» θὰ ἀναφερθοῦμε ἐκτενῶς σὲ εἰδικὸ ἄρθρο, μὲ τὴνπρώτη εὐκαιρία.

    2. Μητροπολίτου ῾Ελβετίας Δαμασκηνοῦ, Θεολογικὴ Διάλογοι — Μία᾿Ορθόδοξος Προοπτική, σελ. 260 καὶ 261, ἐκδόσεις «Ἀδελφῶν Κυριακίδη»,Θεσσαλονίκη 1986.

    3. Γρηγορίου Μ. Λιάντα, ῾Ο Διμερὴς Θεολογικὸς Διάλογος ᾿Ορθοδόξων

    καὶ Παλαιοκαθολικῶν, σελ. 11, ἐκδόσεις «Ζήτη», Θεσσαλονίκη 2000.

    * * *

  • – 5 –

    Τὰ Πορίσματατοῦ «Διορθοδόξου Θεολογικοῦ Συνεδρίου»*

    Περίληψις

    ῾Η ̓Ορθόδοξος ̓Εκκλησία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀληθὴς ̓Εκκλη-σία, ἀλλ᾿ εἶναι ἡ μόνη ᾿Εκκλησία, ταυτιζομένη μὲ τὴν Μία,Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ ᾿Εκκλησία. ῾Ο Παπισμός, ὁπολύμορφος Προτεσταντισμός, ὁ Ἀγγλικανισμός, ὁ Παλαιο-καθολικισμὸς καὶ οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσῖτες δὲν εἶναιἀληθεῖς ᾿Εκκλησίες: τὸ κοινὸ ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις.Οἱ σύγχρονοί μας οἰκουμενικοὶ διάλογοι κατέληξαν σὲδογματικὸ μινιμαλισμό, συγκρητιστικὴ ἰσοπέδωσι, κοσμικὴἀγαπολογία. Προκλήθηκε ἀλλοτρίωσι καὶ ἄμβλυνσι τοῦ φρονή-ματος τῶν ὀρθοδόξων ἀπὸ τὸν συγχρωτισμὸ μὲ τοὺς αἱρετικούς.῾Η συμμετοχὴ στὸ «Π.Σ.Ε.» καὶ στοὺς Διαλόγους εἶναι ἡ μεγα-λύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεσις στὴν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας.Ἀναληθεῖς καὶ διαψευδόμενοι οἱ προβαλόμενοι ὡς λόγοι συμμε-τοχῆς (ἀγάπη - μαρτυρία). Τὸ φοβερὸ ἁμάρτημα τοῦ Οἰκου-μενισμοῦ: ἀποτρέπει τοὺς ἑτεροδόξους νὰ εἰσέλθουν στὴν ̓Ορθο-δοξία. ῾Η παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει βαρύτατεςσωτηριολογικὲς ἐπιπτώσεις.

    Ἀρνητικὴ ἀποτίμησις Διαλόγων μὲ Παπικούς, Προτεστάντας,Μονοφυσίτας καὶ Παλαιοκαθολικούς: καταστρατηγοῦνταιὀρθόδοξες προϋποθέσεις καὶ μεθοδολογία. Εἰδικὰ μὲ τοὺςΠαπικούς, ἀνώφελος καὶ ἐπιζήμιος ὁ Διάλογος. Μὲ τὸ κείμενοτοῦ Balamond (1993) ὑπεγράφη ἕνα νέο εἶδος Οὐνίας καὶνομιμοποιήθηκε ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία. ̔Η κατάστασις στὸνχῶρο τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τοὺς Διαλόγους μὲ Προτεστάντες συνιστᾶεὐτελισμὸ τῆς Μιᾶς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Διαθρησκειακὸς Οἰκου-μενισμός, ὡς ἐξέλιξι τοῦ Διαχριστιανικοῦ, ἔχει ὁδηγήσει σὲἀνεπίτρεπτο συγκρητισμό.

    Προτείνεται ἡ ἀποχώρησις ἀπὸ τὸ «Π.Σ.Ε.» καὶ ἡ διακοπὴτῶν Διαλόγων. ῾Ο Παπισμὸς εἶναι αἵρεσις καὶ ὄχι «ἀδελφὴἐκκλησία» καὶ πρέπει νὰ ἀναθεωρηθοῦν οἱ σχέσεις πρὸς αὐτόν.᾿Επιβάλλεται ἡ τήρησις τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι ἀπα-γορεύουν τὶς συμπροσευχὲς μὲ ἑτεροδόξους σὲ ὅλες τὶς περι-πτώσεις. Νὰ ἐνισχυθῆ καὶ ἐνθαρρυνθῆ ὁ ἐνδο-ορθόδοξος διά-λογος. Νὰ παύση ἡ κίνησις τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως. Ἂνσυνεχισθῆ ἡ συμμετοχὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγεσιῶν στὴνπαναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θὰ ἐφαρμοσθῆ ἡ ἀκοινωνησία,δηλαδὴ ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπι-σκόπων.

    * * *

  • – 6 –

    ΣΤΗΝ Θεσσαλονίκη συνῆλθε καὶ διεξήγαγε μὲ μεγάλη ἐπιτυχία τὶςἐργασίες του «Διορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο» μὲ θέμα «Οἰκουμε-

    νισμός: Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις».Τὸ Συνέδριο συνδιοργάνωσαν τὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς

    Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ᾿Αριστοτελείου ΠανεπιστημίουΘεσσαλονίκης καὶ ἡ ῾Εταιρεία ᾿Ορθοδόξων Σπουδῶν.

    Οἱ ἐργασίες διεξήχθησαν ἀπὸ 20 μέχρι 24 Σεπτεμβρίου 2004 στὴνΑἴθουσα Τελετῶν τοῦ ᾿Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

    Τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν ἐκήρυξε ὁ Παναγιώτατος ΜητροπολίτηςΘεσσαλονίκης κ. ῎Ανθιμος. Παρέστησαν καὶ ἐχαιρέτησαν τὸ Συνέδριομητροπολῖτες, ὁ νομάρχης Θεσσαλονίκης κ. Παναγιώτης Ψωμιάδης,βουλευτὲς καὶ πανεπιστημιακοὶ καθηγητές.

    ᾿Ενώπιον πολυπληθοῦς ἀκροατηρίου, ποὺ ἀπετελεῖτο ἀπὸ καθηγου-μένους ἱερῶν μονῶν, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, μεταξὺ τῶνὁποίων ἦσαν πολλοὶ θεολόγοι, καθηγηταὶ τῶν δύο Θεολογικῶν Σχολῶνκαὶ φοιτηταὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,ἐπὶ πέντε ἡμέρες, ἑξήντα (60) ἐκλεκτοὶ εἰσηγηταί, μεταξὺ τῶν ὁποίωνκαὶ ἐπίσκοποι, ἀπὸ πολλὲς ̓Ορθόδοξες ̓Εκκλησίες, ἀνέλυσαν τὸ φαινό-μενο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ κάθε πλευρά.

    Μὲ βάση τὶς πολλὲς εἰσηγήσεις καὶ τὶς διεξαχθεῖσες ἐνδιαφέρουσεςσυζητήσεις, οἱ σύνεδροι προέβησαν στὶς ἀκόλουθες ἐκτιμήσεις καὶπροτάσεις:

    Α. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

    1. ῾Ο Οἰκουμενισμὸς κατασκεύασμα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦΠροτεσταντισμοῦ. Ἀποκρύπτει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴνἀληθῆ ᾿Εκκλησία.

    Ο Οἰκουμενισμὸς ξεκίνησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος στοὺςκόλπους τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὡς προσπάθεια νὰ ἐπανεύρει τὴν

    ἑνότητά του ὁ διηρημένος σὲ πάμπολλες ὁμάδες καὶ παραφυάδεςπροτεσταντικὸς κόσμος. Δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν οἰκουμενικότητακαὶ καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία διασώζεται μὲ πληρότητα,γεωγραφικ  καὶ ἐκκλησιολογική, στὴν Μία, ῾Αγία, Καθολικ  καὶ ᾿Απο-στολικ  ᾿Εκκλησία, δηλαδ  στὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποίαἐξακολουθεῖ νὰ πιστεύει «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντωνἐπιστεύθη». ῾Η ὕπαρξη αἱρέσεων καὶ σχισμάτων δὲν ἀναιρεῖ οὔτε τὴνἑνότητα οὔτε τὴν οἰκουμενικότητα καὶ καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας.῾Η ᾿Εκκλησία ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι μία καὶ καθολική. Οἱ αἱρέσεις καὶ

  • – 7 –

    τὰ σχίσματα, ὅπως εἶναι οἱ «καθολικὲς» καὶ προτεσταντικὲς «ἐκκλησίες»τῆς Δύσεως καὶ οἱ ἀντιχαλκηδόνιες τῆς ̓Ανατολῆς, δὲν εἶναι οἱ νόμιμεςκαὶ αὐθεντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν· ἐπανευρίσκουντὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητα, καθίστανται ἀληθεῖς ἐκκλησίες, ὅτανἐνσωματωθοῦν στὴν πίστη καὶ στὴ ζω  τῆς ᾿Ορθοδόξου Καθολικῆς᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀληθ ς ᾿Εκκλησία· εἶναι ἡμόνη ᾿Εκκλησία. ῾Επομένως τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο᾿Εκκλησιῶν», ὡς φορέας, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι σήμερα, τοῦ Προτε-σταντικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι ὑπὸ ἀληθῆ ἐκκλησιολογικ  ἔννοια«Παγκόσμιο Συμβούλιο αἱρέσεων καὶ σχισμάτων».

    Ἀπὸ τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ἐξῆλθε στὶςἀρχὲς τῆς δεύτερης χιλιετίας μὲ τὸ σχίσμα τοῦ 1054 μ.Χ. ὁ Παπισμός,ὁ ὁποῖος μὲ τὴν υἱοθέτηση αἱρέσεων, ὅπως αὐτὲς τοῦ filioque καὶ τοῦπρωτείου τοῦ πάπα, παρέσυρε στὴν αἵρεση καὶ στὴν πλάνη τὴν μέχριτότε ὀρθόδοξη ̓Εκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία ἀνέδειξε πολλοὺς ἁγίους,μάρτυρας καὶ ὁμολογητάς. ̓Αποκομμένη ἀπὸ τὴν μία καὶ ἀληθῆ ̓Εκκλησίαἡ τοπικ  ̓Εκκλησία τῆς Ρώμης, αἰχμάλωτη τοῦ Σχολαστικισμοῦ καὶ τῶνκοσμικῶν ἐπιδιώξεων τῶν παπῶν, ὄχι μόνον δὲν κατόρθωσε νὰ κρατήσεισὲ ἑνότητα τὸν δυτικὸ Χριστιανισμό, ἀλλὰ ἔγινε πηγ  νέων αἱρέσεωνκαὶ σχισμάτων, ὅπως τῆς προτεσταντικῆς Μεταρρυθμίσεως τοῦ 16ουαἰῶνος στὶς ποικίλες μορφές της, τοῦ ᾿Αγγλικανισμοῦ καὶ τοῦ Παλαιο-καθολικισμοῦ. ᾿Αλλοίωσε τὸν Θεανθρώπινο χαρακτήρα τῆς ᾿Εκκλησίαςσὲ ἀνθρώπινο καθίδρυμα κατεξουσιάσεως τῶν πιστῶν καὶ ὁδήγησε σὲἀποχριστιάνιση καὶ ἀποεκκλησιοποίηση τῆς Εὐρώπης. Εἰσηγητὲς καὶσύνεδροι ἀποδέχθηκαν τὸν προσφυέστατο ὁρισμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦποὺ μᾶς ἄφησε ὁ ὅσιος Γέροντας π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς, σύμφωνα μὲτὸν ὁποῖο: «῾Ο Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδο-χριστιανούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσατου εὑρίσκεται ἡ καρδιὰ ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μὲ ἐπὶκεφαλῆς τὸν Παπισμόν. ῞Ολοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱψευδοεκκλησίαι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρωςεἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά τους εἶναι ἡπαναίρεσις» 1.

    Οἱ ἑνωτικὲς προσπάθειες μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεωςποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν διάρκεια πέντε αἰώνων, ἀπὸ τὸ σχίσμα μέχρι τὴνἅλωση τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1453, μὲ ἀντίστοιχουςθεολογικοὺς διαλόγους, ἀπέτυχαν, διότι δὲν συνοδεύονταν ἀπὸ ἀληθῆμετάνοια, προθυμία ἀποκηρύξεως τῆς πλάνης καὶ ἐπιστροφῆς στὴνΜία, ῾Αγία, Καθολικ  καὶ ᾿Αποστολικ  ᾿Εκκλησία. Οἰκονομίες καὶ ὑπο-

  • – 8 –

    χωρήσεις σὲ θέματα πίστεως γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνώσεως ἀποκρού-σθηκαν πάντοτε ἀπὸ τὴν ἀγρυπνοῦσα καὶ φυλάττουσα συνείδηση τοῦἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Παρὰ τὴν προφανῆ ἐγκόσμια σκοπιμότητακαὶ πολιτικ  χειραγώγηση δὲν κατέληξαν πάντως αὐτὲς οἱ προσπάθειεςσὲ δογματικὸ μινιμαλισμό, σὲ συγκρητιστικ  ἰσοπέδωση καὶ σὲ κοσμικ ἀγαπολογία, ὅπως οἱ οἰκουμενιστικοὶ διάλογοι τοῦ 20οῦ αἰῶνος.᾿Επεκράτησε ἡ ἀποστολικ  καὶ ἁγιοπατερικ  ἀρχ  ὅτι «οὐ χωρεῖσυγκατάβασις εἰς τὰ τῆς πίστεως».

    Αὐτὸ ποὺ δὲν κατορθώθηκε ἐπὶ αἰῶνες μὲ τὸν Παπισμὸ ἐπιχειρεῖταιἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος μὲ τὸν προτεσταντικὸ Οἰκουμενισμό,τὸν ὁποῖον ἐνίσχυσε καὶ ὁ παπικὸς Οἰκουμενισμὸς μετὰ τὴν Βʹ Βατι-κάνειο Σύνοδο (1963-1965). ̓Αμφότεροι, Παπισμὸς καὶ Προτεσταντισμός,χάνουν διαρκῶς τὸ κῦρος τους σὲ ᾿Αμερική, Εὐρώπη καὶ ἁπανταχοῦτῆς γῆς. Μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ προσπαθοῦν νὰ καλυφθοῦν, νὰἀποκρύψουν τὴν ἀλλοτρίωση καὶ ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὴν μόνη καὶἀληθῆ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, νὰ κατοχυρώσουν τὴν μεγαλύτερηἐκκλησιολογικ  αἵρεση τῶν αἰώνων, ὅτι δηλαδ  δὲν ὑπάρχει, ὅτι ἐξέλιπεἡ Μία, ̔Αγία, Καθολικ  καὶ ̓Αποστολικ  ̓Εκκλησία, ὅτι ὅλες οἱ χριστιανικὲςὁμολογίες διασώζουν στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος, ὥστε νὰ μ  προ-βληματίζονται οἱ πιστοί τους καὶ ἀναζητοῦν τὴν ἀληθῆ ᾿Εκκλησία καὶτὴν σωτηρία τους.

    2. Οἱ προβαλλόμενοι λόγοι τῆς συμμετοχῆς τῶν ᾿Ορθοδόξωνδὲν εἶναι ἀληθεῖς καὶ ἔχουν διαψευσθῆ.

    Δυστυχῶς στὴν παναίρεση αὐτ  τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τὶς βαρύτατεςσωτηριολογικὲς ἐπιπτώσεις, ἀναμίχθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχ  καὶ ἡ

    ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία μὲ κάκιστες πρωτοβουλίες τοῦ ΟἰκουμενικοῦΠατριαρχείου. Μὲ τὶς γνωστὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1920 καὶ1952 εἰσῆλθε στὴν οἰκουμενιστικ  διαδικασία, ἀναλαμβάνοντας μάλισταἡγετικὸ ρόλο σ᾿ αὐτήν. ῾Η παλαιὰ ἀποστολικ  καὶ ἁγιοπατερικ  στάσητου ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων ἀλλάζει ριζικὰ ἀπὸ τὸ1902 μὲ τὴν ἐπίδραση τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς συγκυρίας. ᾿Απὸ τὴνἐποχὴ μάλιστα τοῦ πατριάρχου ᾿Αθηναγόρου μέχρι σήμερα κατέστηκαὶ ἐπίσημη στάση τῆς ᾿Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, στὴν ὁποίαπαρέσυρε ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον καὶ τὶς ἄλλες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες, οἱὁποῖες στὴν πλειονότητά τους ἀντιμετώπισαν στὴν ἀρχὴ καὶ μέχριτῶν ἀρχῶν τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰῶνος μὲ πολὺ δισταγμὸ καὶἐπιφυλάξεις τὶς σχετικὲς πρωτοβουλίες. Στὸ Συνέδριο διαπιστώθηκε

  • – 9 –

    ἀπὸ τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὶς συζητήσεις ὅτι τὰ κίνητρα τῆς συμμετοχῆςτῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, δὲν ἦσανπνευματικά, ἀλλὰ πολιτικά, κοινωνικά, ἐθνικά· ἡ κάθε μία ἐκκλησίαξεχωριστὰ ἐπεδίωξε μὲ τὴ συμμετοχή της, εἴτε νὰ ἐξασφαλίσει τὴνπροστασία καὶ τὴν ἐνίσχυση εἴτε νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ πανίσχυρουδυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ὅπως ἔγινε καὶ στὶς παλαιὲς ἑνωτικὲςσυνόδους κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν σταυροφοριῶν καὶ ὀλίγον πρὸ τῆςἁλώσεως.

    ῾Η ἀπουσία θεολογικῶν καὶ πνευματικῶν λόγων, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίαςδὲν προσφέρεται στοὺς ἑτεροδόξους ὁ γνήσιος εὐαγγελικὸς λόγοςκαὶ ἡ σώζουσα ἀλήθεια, δὲν ὁμολογεῖται φυσικὰ ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὰςτοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀσφαλῶς ὑπῆρξαν καὶσημαντικὲς θεολογικὲς προσωπικότητες μὲ ἀγαθὰ κίνητρα καὶ ὀρθόδοξημαρτυρία στὰ πρῶτα στάδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ προβληθέντες καὶπροβαλλόμενοι θεολογικοὶ καὶ πνευματικοὶ λόγοι ὑπὲρ τῆς συμμετοχῆςτῶν ̓Ορθοδόξων στοὺς διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγουςκαὶ στὸ ὀνομαζόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο ̓Εκκλησιῶν» εἶναι βασικῶςδύο: ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἡ μαρτυρία τῆς ᾿Ορθοδόξουπίστεως. ῾Η ἀγάπη ὅμως δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. ῞Οταν ὁδιάλογος τῆς ἀγάπης δὲν συνυπάρχει μὲ τὸν διάλογο τῆς ἀληθείαςκαὶ δὲν ὁδηγεῖ στὴν συνάντηση καὶ ἀποδοχὴ τῆς σώζουσας ἀλήθειας,ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ᾿Εκκλησία Του, εἶναι ἐπικίνδυνη παγίδα ποὺὁδηγεῖ σὲ συγκρητιστικὴ ἀδιαφορία καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἑνότητατῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἀπομακρύνει ἀπὸτὴν σωτηρία. Δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακὸ ἀπὸ τὴν στέρηση τῆςσωτηρίας, καὶ μόνον ὡς ἔργο ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ.Εἶναι δυνατὸ νὰ στρέφεται ἡ ἀγάπη ἐναντίον τῆς ἀλήθειας; ῾Η αἵρεσηεἶναι ἀναλήθεια, ψεῦδος, δαιμονισμός, μῖσος καὶ παραποίηση τῆςἀλήθειας τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀγάπη τοῦ ψεύδους. Στοὺς οἰκουμενικοὺςδιαλόγους «χρησιμοποιήθηκε» περισσῶς ἡ ἀγάπη καὶ χάθηκε ἡ ἀλήθεια,ποὺ θεωρήθηκε ὡς ἀναζητούμενη, ὡς μὴ ὑπάρχουσα σὲ καμμία ἀπὸτὶς ἐκκλησίες. ῾Η ᾿Ορθόδοξη Καθολικὴ ᾿Εκκλησία δὲν ἀναζητᾶ τὴνἀλήθεια. Τὴν ἔχει. Καὶ αὐτὴν πρέπει ἐν ἀγάπῃ νὰ δώσει στοὺς ἑτερο-δόξους ποὺ τὴν στεροῦνται ἤ τὴν ἔχουν ἀλλοιώσει. Προτιμᾶται τῆςἀγάπης ἡ ἀλήθεια, ὅπως διδάσκει ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης Χρυσόστομος: «Εἴπου τὴν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαντῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου... τὴν ἀλήθειανμηδαμοῦ προδιδούς» 2. Καὶ συνιστᾶ μὲ ἔμφαση: «Μηδὲν νόθον δόγματῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε» 3. ̔Ο Οἰκουμενισμὸς περιπίπτει

  • – 10 –

    σὲ φοβερὸ ἁμάρτημα, καὶ διότι ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία πολλοὶἑτερόδοξοι ἀγωνίσθηκαν πολὺ νὰ βροῦν, καὶ διότι προσπαθεῖ νὰ κλείσειτὴν πόρτα σὲ ὅσους τὴν ἀναζητοῦν. Κατὰ ἀλήθειαν, τὰ λόγια τοῦΧριστοῦ πρὸς τοὺς Φαρισαίους ἔχουν ἐφαρμογὴ καὶ στοὺς οἰκου-μενιστάς: «Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετετὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκεἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν» 4.

    ῾Ως πρὸς τὴν ἐπιδιωκόμενη μαρτυρία τῆς πίστεως, ἀκόμη καὶ ἄνἀποτελοῦσε ἀγαθὴ προσδοκία καὶ ἐλπίδα, αὐτὸ ἔχει ἐκ τῶν πραγμάτωνδιαψευσθῆ. Δὲν μπορεῖ πάντως νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι θὰ μαρτυρήσεικαὶ θὰ κηρύξει τὴν ᾿Ορθόδοξη Πίστη, ἀρχίζοντας μὲ προδοσία τῆςπίστεως. ῾Η ἴδια ἡ πράξη τῆς συμμετοχῆς στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο᾿Εκκλησιῶν» καὶ στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους μὲ τοὺς αἱρετικοὺςΠαπικούς, Προτεστάντες καὶ Μονοφυσίτες, συνιστᾶ ἄρνηση τῆς μονα-δικότητος τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐξίσωση καὶ ἐξομοίωση τῆς Μιᾶς, ῾Αγίας,Καθολικῆς καὶ ̓Αποστολικῆς ̓Εκκλησίας μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα.Εἶναι, ὅπως ἐλέχθη, ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση στὴν ἱστορίατῆς ᾿Εκκλησίας. Διηρωτᾶτο ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Σάμου κυρὸςΕἰρηναῖος, ἐκφράζων καὶ τὴν θέση πολλῶν ἄλλων ἀρχιερέων: «Πῶςεἶναι δυνατὸν ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς νὰ μετέχουμε ἐκκλησιαστικοῦὀργανισμοῦ, ὅπου ἐξοβελίζεται ἡ ̔Αγία Τριάς, οἱ δὲ μετέχοντες πιστεύουνὅτι ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι θρυμματισμένη καὶ ὅτι κάθε αἵρεσιςεἶναι τεμάχιόν της καὶ ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Ανατολικὴ ᾿Εκκλησία εἶναικαὶ αὐτὴ ἕν τεμάχιον;» 5. Δὲν ὑπάρχει πράγματι κανεὶς ἀνάμεσαστοὺς ̔Αγίους ̓Αποστόλους καὶ στοὺς Πατέρες τῆς ̓Εκκλησίας, ὁ ὁποῖοςμὲ τὴ διδασκαλία, τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμεύσειὡς παράδειγμα, ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε τὴν ἰδιότητα μέλους καὶ τὴνπεραιτέρω παραμονὴ μας σὲ μία παρασυναγωγὴ αἱρετικῶν, ὅπως τὸ«Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν», καὶ σὲ παρόμοια συμβούλια καὶσυνάξεις.

    ᾿Επειδὴ λοιπὸν ἡ ρίζα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἦταν καὶ εἶναι κακή, γι᾿αὐτὸ καὶ οἱ καρποὶ του εἶναι κακοί: «᾿Εκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρονγινώσκεται» 6. ῎ Εκλεισε ὁ Οἰκουμενισμὸς ἕνα σχεδὸν αἰῶνα ζωῆς,ἔδειξε σαφῶς τὴν ταυτότητά του καὶ μποροῦμε με ἀσφάλεια νὰ τὸνκρίνουμε. ᾿Ανησυχοῦν μάλιστα γιὰ τὴν πορεία του καὶ τὰ ἀδιέξοδα,στὰ ὁποῖα ὁδήγησε, ἀκόμη καὶ συνειδητοὶ ὑπέρμαχοι καὶ ὑποστηρικταίτου ἀπὸ πλευρᾶς ᾿Ορθοδόξων, καὶ προσπαθοῦν μὲ πολλοὺς τρόπουςνὰ ἀποτρέψουν τὴν ἤδη ἀρξαμένη καὶ τείνουσα νὰ αὐξηθεῖ ἀποχώρησηπολλῶν ̓Ορθοδόξων ̓Εκκλησιῶν. Στὸ Συνέδριο ἀπὸ πολλοὺς εἰσηγητὰς

  • – 11 –

    παρουσιάσθηκε ἡ ὀλέθρια καρποφορία τῶν θεολογικῶν διαλόγων καὶτῆς συμμετοχῆς μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν». Πρὶνπαρουσιάσουμε ἐν συντομίᾳ τὰ ἀποτελέσματα τῶν θεολογικῶν διαλόγων,παραθέτουμε τὴν σημαντικὴ ἐκτίμηση εἰσηγητῶν καὶ συνέδρων, σύμ-φωνα μὲ τὴν ὁποία ἀπὸ τὴν ἐξάπλωση τοῦ οἰκουμενιστικοῦ κινήματοςκαὶ τὴν παρουσία τῶν ᾿Ορθοδόξων στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλη-σιῶν» κατὰ τὰ τελευταῖα ἑξήντα χρόνια οἱ οἰκουμενισταὶ δὲν ἔχουνμεταστρέψει κανένα ἑτερόδοξο στὴν ᾿Ορθόδοξη πίστη. ᾿Αντιθέτως οἱμεταστροφὲς ἔγιναν παρὰ τὴν ἐπικρατήσασα στὸν Οἰκουμενισμὸ τάσηνὰ παραμένουν ὅλοι στὶς ὁμολογίες τους, ἐν ὄψει τῆς ἀναμενομένηςἑνώσεως τῶν «ἐκκλησιῶν». ᾿Επίσκοποι τῆς διασπορᾶς ἀρνήθηκαν νὰδεχθοῦν στὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἐπιστρέφοντες ἑτεροδόξους. Ποῦλοιπὸν στηρίζεται καὶ ποῦ βρίσκεται ἡ πολυδιαφημισθεῖσα μαρτυρίατῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεως; ᾿Αντίθετα, ἀντὶ νὰ μαρτυροῦμε τὴν ἀλήθεια,συμμαρτυροῦμε τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη. ῎Εχει ἐπέλθει ἀπὸ τὸνμακροχρόνιο καὶ μοναδικὸ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία συγχρωτισμόμας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τέτοια ἀλλοτρίωση καὶ ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξουφρονήματος, ὥστε εὐχερῶς πλέον κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ὑπογράφουνκείμενα διαλόγων, ὅπου προσβάλλονται καὶ ἀθετοῦνται ἀποστολικὰκαὶ πατερικὰ δόγματα, ἡ αἵρεση παρουσιάζεται ὡς ἀλήθεια, καὶ οἱαἱρετικοὶ ἐμφανίζονται ὡς ᾿Ορθόδοξοι, τὸ βάπτισμα καὶ τὰ μυστήριάτους ἀναγνωρίζονται ὡς ἔγκυρα, γι᾿ αὐτὸ καὶ σταδιακὰ ἀπὸ τὶς συμ-προσευχὲς προχωροῦμε καὶ στὴν μυστηριακὴ κοινωνία (Intercommunio).

    3. ῾Ο διάλογος μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺςἀνώφελος καὶ ἐπιζήμιος.

    Ετσι, γιὰ νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸν Παπισμό, διαπιστώθηκε ὅτι ὁὑπερεικοσαετ ς θεολογικὸς διάλογος ἄρχισε κατὰ πρωτοφανῆ

    μεθόδευση ὄχι ἀπὸ τὰ χωρίζοντα, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἑνοῦντα, ὥστε οἱ μὲνπιστοὶ τῆς Ρώμης νὰ ἐφησυχάζουν καὶ νὰ μὴ ἀναζητοῦν ἀλλοῦ τὴνἀλήθεια, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν μεγάλες διαφορὲς καὶ ὅλοι ἀνήκουνστὴν ᾿Εκκλησία, οἱ δὲ κληρικοὶ τοῦ πάπα νὰ ἀξιοποιοῦν ἐπικοινωνιακάτὶς συναντήσεις μὲ τοὺς ᾿Ορθοδόξους καὶ τὶς συμπροσευχές, ὥστε νὰπροωθοῦν τὸν ἐπαίσχυντο καὶ ὕπουλο θεσμὸ τῆς Οὐνίας μεταξὺ πτωχῶνκαὶ ταλαιπωρημένων ἀπὸ δυσμενεῖς πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς συγκυρίεςὀρθοδόξων λαῶν, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν φτώχεια καὶ τὴν ἀνέχεια. ῾ΗΟὐνία, μολονότι εὐθύνεται γιὰ τὴν διακοπὴ τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου,ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ Βατικανὸ μὲ ποικίλους τρόπους.Σημαντικὸς ἀριθμὸς εἰσηγήσεων ἀφιερώθηκε στὴν ἐξέταση τῆς ἱστο-

  • – 12 –

    ρικῆς ἐξελίξεως καὶ τῆς σημερινῆς δράσεως τῆς Οὐνίας, μὲ τὸσυμπέρασμα ὅτι ἡ Ρώμη δὲν ἀφίσταται τῶν προσηλυτιστικῶν καὶἐπεκτατικῶν της βλέψεων εἰς βάρος τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, τὴνὁποία ὑποκριτικὰ ὀνομάζει καὶ δέχεται ὡς «ἀδελφὴ ἐκκλησία». Τὴνὥρα ποὺ συζητᾶ καὶ διαλέγεται, συγχρόνως ἁπλώνει ἁρπακτικὰ τὸχέρι της σὲ ὀρθόδοξα ποίμνια καὶ ἱδρύει ἐπισκοπὲς καὶ δικαιοδοσίεςγιὰ προσηλυτιστικοὺς λόγους μέσα σὲ ὀρθόδοξες δικαιοδοσίες, δὲνκρύβει δὲ καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀποκτήσει περισσότερα δικαιώματα ἐπὶτῶν Παναγίων Προσκυνημάτων τῶν ῾Αγίων Τόπων. Δὲν δέχθηκε τὴνκαταδίκη τῆς Οὐνίας ποὺ ὑπέγραψαν ὁμόφωνα ̓Ορθόδοξοι καὶ Παπικοὶθεολόγοι μέλη τῆς «Διεθνοῦς Μικτῆς ᾿Επιτροπῆς ἐπὶ τοῦ ΘεολογικοῦΔιαλόγου μεταξὺ ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καὶ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς᾿Εκκλησίας» κατὰ τὴν Ϛʹ Συνέλευση τῆς ῾Ολομελείας στὸ Freising τοῦΜονάχου (6-15 ᾿Ιουνίου 1990), ἀπόδειξη περὶ τοῦ πόσο σέβεται καὶπόσο θὰ σεβασθεῖ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ ὁποιουδήποτε διαλόγου, ὅτανθίγουν τὶς ἐπιδιώξεις της. Γιὰ νὰ ἐξαφανίσει δὲ τελείως αὐτὴν τὴνκαταδίκη, παρέσυρε τοὺς ᾿Ορθοδόξους σὲ νέα συζήτηση τοῦ θέματοςστὸ Balamand τοῦ Λιβάνου (17-24 ᾿Ιουνίου 1993), ὅπου ἀθωώθηκε καὶνομιμοποιήθηκε ἡ Οὐνία μὲ τὶς ὑπογραφὲς ἀντιπροσώπων ἐννέααὐτοκεφάλων καὶ αὐτονόμων ἐκκλησιῶν (Κωνσταντινουπόλεως, ᾿Αλε-ξανδρείας, ̓Αντιοχείας, Ρωσίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Πολωνίας, ̓Αλβανίας,Φιλλανδίας), ἐνῶ δὲν ἔλαβαν μέρος ἀρνούμενες τὴν μεθόδευση ἕξηἐκκλησίες (῾Ιεροσολύμων, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, ῾Ελλάδος,Τσεχοσλοβακίας).

    Τὸ σημαντικώτερο ὅμως γνώρισμα τοῦ κειμένου τοῦ Balamand δὲνβρίσκεται στὴν ἀθώωση καὶ νομιμοποίηση τῆς Οὐνίας, ἀλλὰ στὶς σοβαρὲςπαραχωρήσεις τῶν ̓Ορθοδόξων ἀντιπροσώπων σὲ θέματα πίστεως. Γιὰπρώτη φορά, μὲ ἀθέτηση τῆς σταθερῆς καὶ καθαγιασμένης πατερικῆςπαραδόσεως αἰώνων, ἀλλὰ καὶ συγχρόνων «Δηλώσεων» καὶ «᾿Απο-φάνσεων», ̓Ορθόδοξοι θεολόγοι ἀρνοῦνται ὅτι ἡ ̓Ορθόδοξη ̓Εκκλησίαεἶναι ἡ Μία, ῾Αγία, Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία· δέχονται ὅτισυναποτελεῖ μετὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ᾿Εκκλησίας τὴν Μία ᾿Εκκλησίακαὶ εἶναι ἀπὸ κοινοῦ μὲ αὐτὴν ὑπεύθυνη γιὰ τὴν διατήρηση τῆς᾿Εκκλησίας στὴν πιστότητα τῆς θείας οἰκονομίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ᾿Ορθόδοξοι καὶ Ρωμαιοκαθολικοὶ ποιμένες πρέπει ἀμοιβαίως νὰ ἀνα-γνωρίζονται ὡς ἀληθεῖς ποιμένες τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. ῾Υπάρχειἀμοιβαία ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων, τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶτῆς ὁμολογίας τῆς ἀποστολικῆς πίστεως. Μετὰ ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦBalamand, ὅπου οὐσιαστικὰ ὑπεγράφη ἕνα νέο εἶδος Οὐνίας, δικαιο-

  • – 13 –

    λογοῦνται ἀπολύτως οἱ ἐπισκέψεις τοῦ πάπα στὶς «ἀδελφὲς ἐκκλησίες»τῆς Ρουμανίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Γεωργίας καὶ τῆς ̔Ελλάδος. Δικαιο-λογεῖται ἐπίσης ἡ ἀποδοχὴ τῆς «Βαπτισματικῆς Θεολογίας» τῆς ΒʹΒατικανείου Συνόδου, ἀπὸ πολλοὺς ̓Ορθοδόξους Θεολόγους. Σύμφωναμὲ αὐτὴν τὸ ἐκτὸς τῆς ̓Εκκλησίας βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυροκαθ᾿ ἑαυτό· τὸ βάπτισμα καθορίζει τὰ ὅρια τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ὄχι ἡ᾿Εκκλησία τὴν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσματος. Μὲ τὸ βάπτισμα ὅλοι οἱΧριστιανοί, ὅπου καὶ ἄν ἀνήκουν, γίνονται μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦΧριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀναβαπτισμὸς τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τοὺς ̓Ορθο-δόξους ἀπογορεύεται ἤδη στὸ κείμενο τοῦ Balamand. ̓Απὸ τὶς σχετικὲςὅμως εἰσηγήσεις καὶ τὴν ἐπακολουθήσασα συζήτηση στὸ Συνέδριοκατοχυρώθηκε πλήρως ἡ ἄποψη ὅτι ἐκτὸς τῆς ᾿Εκκλησίας δὲν ἐνεργεῖἡ σώζουσα Χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, καὶ ἑπομένως τὰ μυστήριατῶν ἑτεροδόξων εἶναι ἄκυρα καὶ ἀνυπόστατα. Κατ᾿ ἀκρίβειαν οἱ ἐπι-στρέφοντες στὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἑτερόδοξοι πρέπει νὰ βαπτί-ζονται.

    Διαπιστώθηκε ἐπίσης ὅτι ἡ «Λειτουργικὴ Κίνηση», καλλιεργηθεῖσαἐπὶ μακρὸν στοὺς κόλπους τοῦ Παπισμοῦ καὶ υἱοθετηθεῖσα ἀπὸ τὴν ΒʹΒατικάνειο Σύνοδο (1963-1965), ἐπηρέασε ἐπίσης ̓Ορθοδόξους κληρικούςκαὶ θεολόγους. ῾Υπὸ τὸ πρόσχημα τῆς «Λειτουργικῆς ᾿Ανανέωσης»ἀποβλέπει στὴν ἕνωση τῶν ̓Ορθοδόξων ὑπὸ τόν πάπα κατά τὸ πρότυποτῶν Οὐνιτῶν. Προσπαθεῖ σταδιακά, μετὰ ἀπὸ κάποιο χρόνο ψυχολογικῆςπροετοιμασίας, νά ἐπιβάλει μία ἀδογματικὴ λατρεία, χωρὶς ἀναφορὲςσέ δόγματα, αἱρέσεις καὶ ὁμολογητὰς ἁγίους, ὥστε ἡ νέα Οὐνία νάγίνεται δεκτὴ ἀπὸ ὅλους. ῎Ετσι ἐξηγεῖται καὶ ὁ προωθούμενος σχε-διασμὸς τῆς κάθαρσης τῶν λειτουργικῶν κειμένων.

    4. ῾Η συμμετοχὴ στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν»καὶ οἱ διάλογοι μὲ τοὺς Προτεστάντες .

    Στὸν χῶρο τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου ᾿Εκκλησιῶν» καὶ στοὺςθεολογικοὺς διαλόγους συνολικὰ μὲ τὶς Προτεσταντικὲς ὁμολογίες,

    Λουθηρανισμό, ᾿Αγγλικανισμό, Μετερρυθμισμένους διαπιστώθηκε ὅτιἡ κατάσταση εἶναι ἐξ ἴσου ζοφερὴ ἤ καὶ ζοφερώτερη. ῾Ο διὰ τῆςσυμμετοχῆς μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν» εὐτελισμὸςτῆς Μιᾶς, ῾Αγίας, Καθολικῆς καὶ ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας μὲ τὸνὑποβιβασμὸ καὶ τὴν ἔκπτωσή της σὲ ἕνα κομμάτι, σὲ ἕνα μέλος τῆςσυνάξεως τῶν πολυπληθῶν αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὄχι μόνο τῆςστέρησε ἀριθμητικά, ὡς ἀνύπαρκτης σχεδὸν στὶς διάφορες ψηφοφορίες,τὴν δυνατότητα νὰ ἔχει ἀποφασιστικὸ λόγο στὶς διάφορες συνελεύσεις,

  • – 14 –

    ἀλλὰ κυρίως αὐτὸς ὁ ὑποβιβασμὸς καὶ ἡ ἰσοπέδωση ἀπεθράσυναντοὺς ἐλευθερόφρονες Προτεστάντες, ὥστε νὰ εἰσάγουν στὶς διάφορεςσυναντήσεις καὶ νὰ συζητοῦν θέματα, τὰ ὁποῖα ἀναιροῦν τὸ ἴδιο τὸΕὐαγγέλιο καὶ τὴν Παράδοση τῆς ̓Εκκλησίας, τὸν ἴδιο τὸν Χριστιανισμό,ὅπως εἶναι τὰ θέματα τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν, τοῦ γάμου τῶνὁμοφυλοφίλων καὶ διάφορες ἀνιμιστικὲς εἰδωλολατρικὲς ἐκδηλώσειςπίστεως καὶ λατρείας.

    ῾Υπῆρξε τέτοια καὶ τόση ἡ ἀντίδραση γιὰ τὴν ἀποστασία αὐτὴ τῶνΠροτεσταντῶν ἀπὸ τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή, ποὺ ἀποδεικνύειπερίτρανα ὅτι εἶναι μύθος καὶ φαντασία ἡ δῆθεν μαρτυρία τῆς᾿Ορθοδόξου πίστεως κατὰ τὴ συμμετοχή μας στοὺς θεολογικοὺςδιαλόγους, ὥστε πολλὲς ᾿Ορθόδοξες ἐκκλησίες ἔλαβαν ὁριστικὴ καὶἀμετάκλητη ἀπόφαση νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο᾿Εκκλησιῶν» καὶ ἀπὸ τοὺς θεολογικούς διαλόγους, ὅπως ἔπραξε πρώτητὸ 1992 ἡ Μήτηρ τῶν ᾿Εκκλησιῶν, τὸ παλαίφατο καὶ πρεσβυγενὲςΠατριαρχεῖο ̔Ιεροσολύμων, καὶ ἀκολούθησαν στὴ συνέχεια ἡ ̓ΕκκλησίαΓεωργίας καὶ ἡ ᾿Εκκλησία Βουλγαρίας, ἐνῶ ἦσαν ἕτοιμες νὰ ἀπο-χωρήσουν καὶ ἄλλες ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες. ῾Η ᾿Εκκλησία τῆς Σερβίαςἀποφάσισε σὲ συνεδρία τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου κατὰ Μάϊο-᾿Ιούνιο τοῦ1997 νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν»,ἀπόφαση ποὺ δυστυχῶς δὲν ἐφήρμοσε στὴ συνέχεια. ῾Η ᾿Εκκλησίατῆς Κύπρου ἐπίσης σὲ συνεδρία τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου διχάσθηκε·ἰσοψήφισαν τὰ μέλη της κατὰ τὴν σχετικὴ συνεδρία, καὶ μόνον τὸβάρος τῆς ψήφου τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἔσωσε τὴν ἀπόφαση τῆς παρα-μονῆς στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν», ὥστε νὰ ἀποφευχθοῦνἀρνητικὲς συνέπειες στὸ ἐθνικὸ θέμα τῆς νήσου. ῎Εντονος προβλη-ματισμὸς ὑπῆρχε καὶ στὴν ̓Εκκλησία τῆς ̔Ελλάδος πρὶν ἀπὸ τὴν σημερινὴἡγεσία, ὅπως καὶ στὴν ᾿Εκκλησία τῆς Ρωσίας, σὲ ἐπίπεδο μάλισταἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.

    Οἱ ἐνδοορθόδοξες αὐτὲς ἐξελίξεις, ποὺ ἀποδεικνύουν καὶ θὰ ἀπε-δείκνυαν ἐμφανέστερα, ἄν ὁλοκληρώνονταν, ὅτι ἡ Μία, ̔Αγία, Καθολική,καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία παραμένει πιστὸς μάρτυρας καὶ φύλακαςτῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς, δυστυχῶς ἀνεστάλησαν μὲ τὴνὑποβολὴ τῆς γνώμης ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ψιθυριστὴ καὶ ἐπίβουλο τῆςσωτηρίας, ὅτι δὲν πρέπει νά διασπασθεῖ ἡ διορθόδοξη ἑνότητα καὶπρέπει ἀπὸ κοινοῦ νὰ ἀποφασίσουν σχετικὰ ὅλες οἱ ἐκκλησίες, μολονότιεἶναι γνωστόν ὅτι καὶ ἡ συμμετοχὴ δὲν ἀποφασίσθηκε ἀπὸ κοινοῦ,ἀλλὰ κάθε ἐκκλησία ἀποφάσισε ξεχωριστά. ᾿Αλλοίμονο ἄν οἱ ῞ΑγιοιΠατέρες καὶ οἱ ὀρθόδοξες σύνοδοι περίμεναν νὰ πάρουν κοινὲς

  • – 15 –

    ἀποφάσεις μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ μὲ τοὺς φίλους τῶν αἱρετικῶν καὶτοὺς αἱρετικὰ φρονοῦντας.

    ῎Ετσι, μὲ αἴτημα τῶν ἐκκλησιῶν Σερβίας καὶ Ρωσίας, συνῆλθε ἡ«Διορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεσσαλονίκης» μὲ πρωτοβουλία τοῦΟἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (29 ̓Απριλίου-2 Μαΐου 1998), ἡ ὁποία ἐπάγωσεὅλες τὶς σχετικὲς κινήσεις μὲ ἀναγνώριση βέβαια τοῦ δικαίου τῶνἀντιδράσεων καὶ τῶν ἀποφάσεων, ἀλλὰ μὲ ἔκκληση παραμονῆς ἐπὶ τῇἐλπίδι τῆς βελτιώσεως τῶν πραγμάτων. ᾿Αναγνωρίζεται εἰς τὸ ἀνα-κοινωθὲν ὅτι «μετὰ ἕνα αἰῶνα ὁλόκληρον ὀρθοδόξου συμμετοχῆς εἰςτὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν καὶ παρουσίας ἡμίσεος αἰῶνος εἰς τὸ Π. Σ.᾿Εκκλησιῶν, δὲν διαπιστοῦται ἱκανοποιητικὴ πρόοδος εἰς τὸν πολυμερῆμεταξὺ τῶν Χριστιανῶν Θεολογικόν Διάλογον. ᾿Αντιθέτως τὸ χάσμαμεταξὺ ᾿Ορθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερον λόγῳ τῆςαὐξήσεως ἀναλόγων τάσεων (= «περιεκτικὴ» γλώσσα, χειροτονίαγυναικῶν, δικαιώματα σεξουαλικῶν μειονοτήτων, θρησκευτικὸς συγκρη-τισμὸς) ἐν τοῖς κόλποις ὡρισμένων Προτεσταντικῶν ῾Ομολογιῶν».

    Γιὰ νὰ ἀποκτήσει καὶ θεολογικὸ ὑπόβαθρο ἡ ἐσφαλμένη αὐτὴ ἀπό-φαση, νὰ παράσχει ἐπιχειρήματα στοὺς οἰκουμενιστὰς καὶ οἰκουμενί-ζοντας καὶ νὰ καθησυχάσει τὶς ἀνησυχίες τῶν ̓Ορθοδόξων ̓Εκκλησιῶν,συνεκλήθη στὴ Θεσσαλονίκη «Διεθνὲς ̓Επιστημονικὸ Συμπόσιο», τυπικῶςμὲν ἀπὸ τὴν Θεολογικὴ Σχολή, οὐσιαστικῶς ὅμως ἀπὸ τὸ «ΠαγκόσμιοΣυμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν», ποὺ μετεῖχε μὲ ἐκπροσώπους του, καὶ ἀπὸοἰκουμενιστὰς καθηγητὰς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, τὸν ̓Ιούνιο τοῦ 2003,παρουσίᾳ καὶ τοῦ Μακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν καὶ πάσης῾Ελλάδος κ. Χριστοδούλου. ᾿Αποδείχθηκε ἄλλη μία φορὰ ὁ μύθος τῆςμαρτυρίας τῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεως. Στὰ πορίσματά του τὸ οἰκου-μενιστικὸ αὐτὸ συμπόσιο προσβάλλει τὴν ᾿Ορθόδοξη Θεολογία μὲ τὴνθέση του γιὰ τὴν ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν καὶ ἀνατρέπει τὴν κανονικὴλειτουργικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας στὸ θέμα τῆς συμπροσευχῆς.Διαπιστώνει στὰ Πορίσματά του τὴν «ἀδυναμία τῆς ἐναντίον τῆςχειροτονίας τῶν γυναικῶν θεολογικῆς ἐπιχειρηματολογίας τῶν᾿Ορθοδόξων» καὶ ἀποφαίνεται γιὰ τὸ θέμα τῆς συμπροσευχῆς ὅτι «ἡμόνη κοινὴ προσευχὴ ποὺ ρητὰ ἀπαγορεύεται εἶναι ἡ εὐχαριστιακή».Στὸ τέλος μάλιστα ὡς συμπέρασμα αὐτῶν τῶν θέσεων διαπιστώνεταιὅτι, ἀφοῦ δὲν ἔχουμε ἐπιχειρήματα στὸ θέμα τῆς χειροτονίας τῶνγυναικῶν, οἱ δὲ συμπροσευχὲς πλὴν τῆς εὐχαριστιακῆς ἐπιτρέπονται,κακῶς καὶ ἀθεολογήτως ἀπεχώρησαν μερικὲς ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίεςἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν». Γι᾿ αὐτὸ κάνουν ἔκκλησηπρὸς τὶς ἐκκλησίες Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας νὰ ἐπιστρέψουν «στὴν

  • – 16 –

    εὐρεία παγκόσμια οἰκουμενικὴ οἰκογένεια». Τὸν παντελῶς ἀστήρικτοκαὶ ἕωλο αὐτὸ θεολογικὸ λόγο ἀποδέχθηκε, ὡς φαίνεται, καὶ ὁ παρώνστὶς ἐργασίες τοῦ συμποσίου ἀρχιεπίσκοπος ̓Αθηνῶν καὶ πάσης ̔Ελλάδος,ὁ ὁποῖος ἐδήλωσε, μὲ ἤ χωρὶς συνοδικὴ κάλυψη, ὅτι βλέπει «νὰἀπομακρύνεται ἡ περίπτωση τῆς ἀποχώρησης τῆς ᾿Εκκλησίας μας(=᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος) ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε.».

    Σχετικὰ μὲ τὰ δύο σημαντικὰ θέματα τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶνκαὶ τῆς συμπροσευχῆς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους στὶς σχετικὲς εἰσηγήσειςκαὶ στὶς συζητήσεις τοῦ παρόντος «Διορθοδόξου Θεολογικοῦ Συνεδρίου»κατοχυρώθηκαν μὲ συντριπτικὴ ἐπιχειρηματολογία τὸ ἀδύνατο τῆςχειροτονίας γυναικῶν στὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία καὶ ἡ ἀπαγόρευσηκάθε εἴδους συμπροσευχῆς ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ ὄχι μόνοτῆς εὐχαριστιακῆς. Προσευχόμεθα ὑπὲρ τῶν ἑτεροδόξων, γιὰ νὰ ἐπι-στρέψουν στὴν ᾿Εκκλησία, ὄχι ὅμως μετὰ τῶν ἑτεροδόξων.

    5. ῾Ο διάλογος μὲ τοὺς Μονοφυσίτες.

    Η ἴδια εἰκόνα ὄχι μόνο τῆς παντελοῦς ἀκαρπίας, ἀλλὰ καὶ τῶνσοβαρῶν παραχωρήσεων σὲ θέματα πίστεως ὑπάρχει καὶ στὸν

    θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς μέχρι σήμερα θεωρούμενους καὶ ὄνταςΜονοφυσίτας, τώρα ὅμως ἀπὸ «ἀγάπη» χαρακτηριζομένους ὡς«᾿Αντιχαλκηδονίους», «Προχαλκηδονίους», «᾿Αρχαῖες ᾿Ανατολικὲς᾿Εκκλησίες», τελικῶς δὲ καὶ ᾿Ορθοδόξους. Στὸ Συνέδριο διαπιστώθηκεὅτι ὁ διεξαχθεὶς διάλογος δὲν ἀπέφερε κανένα θετικὸ ἀποτέλεσμα. Οἱτρεῖς «Δηλώσεις» ᾿Ορθοδόξων καὶ ᾿Αντιχαλκηδονίων εἶναι κείμεναἀπαράδεκτα ὀρθοδόξως. Σοβαρώτατα ὀλισθήματα ἐπίσης εἶναι ἡμυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσίτες, ποὺ ἀποφασίστηκεἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο ᾿Αντιοχείας, ἡ μερικὴ ἀναγνώριση ἀπὸ τὸΠατριαρχεῖο ᾿Αλεξανδρείας τῶν μυστηρίων τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ οἱεἰσηγήσεις περὶ καθάρσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων καὶ ὁρισμοῦτυπικοῦ συλλειτουργίας ᾿Ορθοδόξων καὶ Μονοφυσιτῶν. Σὲ ἐπίπεδοθεολογικῆς ἔρευνας φθάσαμε στὸ ἀδιανόητο καὶ βλάσφημο γιὰ τὶςἅγιες Συνόδους καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ποὺ καταδίκασαν τοὺςἀρχηγοὺς τῆς αἱρέσεως, ἐγχείρημα νὰ ἐγκρίνονται ἀπὸ τὸ ΤμῆμαΘεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκηςδύο διδακτορικὲς διατριβές, ποὺ ἀποφαίνονται ὅτι οἱ ΜονοφυσίτεςΔιόσκορος καὶ Σεβῆρος δὲν ἦσαν αἱρετικοί, ἀλλὰ καταδικάσθηκαν γιὰμὴ θεολογικοὺς λόγους.

    6. ῾Ο διάλογος μὲ τοὺς Παλαιοκαθολικούς.

  • – 17 –

    Ο μόνος θεολογικὸς διάλογος ποὺ ἔληξε μὲ ὑπογραφὴ τῶν᾿Ορθοδόξων θέσεων ἀπὸ ἑτεροδόξους εἶναι ὁ διάλογος μὲ τοὺς

    Παλαιοκαθολικούς. Τὰ ὑπογραφέντα κείμενα καταδικάζουν ὅλες τὶςβασικὲς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀποχώρησαν μετὰ τὴνΑʹ Βατικάνειο Σύνοδο τοῦ 1870 οἱ ὀνομασθέντες Παλαιοκαθολικοί,διαμαρτυρόμενοι γιὰ τὴν ἀνακήρυξη σὲ δόγμα τῆς διδασκαλίας περὶτοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα. Προφανῶς μὴ φέρουσα αὐτὴν τὴν ἐξέλιξη,δυσμενέστατη καὶ μὴ ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὴν ἴδια, ἡ Ρώμη ἔκανε τὸ πᾶν,ὥστε ὁ αἰσίως περατωθεὶς αὐτὸς διάλογος νὰ μὴ προχωρήσει σὲἕνωση τῶν Παλαιοκαθολικῶν μὲ τὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. Θὰ ἦταν ἡπρώτη φορά, ποὺ τμῆμα τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ θὰ ἐνσωματωνότανκαὶ θὰ ἐπέστρεφε στὴν Μία, ̔Αγία, Καθολικὴ καὶ ̓Αποστολικὴ ̓Εκκλησία,δείχνοντας παραδειγματικὰ σὲ ὁλόκληρη τὴ Δύση, Παπικὴ καὶ Προτε-σταντική, τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Οἱ Παλαιοκαθολικοὶ διέπραξανὅμως καὶ αὐτοὶ τὸ λάθος στὸν διάλογό τους μὲ τοὺς ᾿Αγγλικανοὺς νὰταχθοῦν ὑπὲρ τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν, ἀναιροῦντες ὅσα μετὰτῶν ᾿Ορθοδόξων ἐδέχθησαν, καὶ νὰ ἐγείρουν ἔτσι σοβαρὸ ἐμπόδιοστὴν περαιτέρω θετικὴ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων.

    7. ῾Ο ἀληθὴς διάλογος καὶ οἱ προϋποθέσεις του.

    Συμπερασματικά, σχετικὰ μὲ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, διαπι-στώθηκε ὅτι ἡ ̓Εκκλησία δὲν ἀποφεύγει τὸν διάλογο· εἶναι ἀνοικτὴ

    εἰς ὅλους καὶ τοὺς καλεῖ νὰ ἔλθουν σ᾿ αὐτήν, γιὰ νὰ σωθοῦν. Αὐτὴεἶναι ἡ ἀναγκαία προϋπόθεση καὶ ὁ ἀπαράβατος ὅρος κάθε διαλόγου·δὲν τίθεται σὲ συζήτηση καὶ ἀμφισβήτηση ἡ σώζουσα ἀλήθεια τῆς᾿Εκκλησίας. Σὲ περίπτωση μὴ κατανοήσεως ἤ ἀρνήσεως ἐκ μέρουςτῶν ἑτεροδόξων αὐτοῦ τοῦ σωτηριώδους πλαισίου, δὲν πρέπει νὰπαρατείνεται χρονικὰ ὁ διάλογος, ἀλλὰ τηρουμένων τῶν ἀναγκαίωνχρονικῶν ὁρίων, ὅπως ἔκαναν οἱ ῞Αγιοι Πατέρες στὶς συνόδους, νὰδιακόπτεται ὁ διάλογος, ὅπως ἔπραξε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρὸς ὅσουςδὲν ἀντελήφθησαν τὴν διδασκαλία Του καὶ δυσανασχετοῦσαν: «Μὴκαὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» 7. ῎Ετσι μόνον ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ συνειδη-τοποιήσουν τὴν πλάνη οἱ ἑτερόδοξοι καὶ νὰ ἀπαντήσουν σήμερα στὴν᾿Εκκλησία, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ εἰς τοὺς αἰῶνας ἐπεκτεινόμενος:«Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» 8. Αὐτὴντὴν ἀξιομνημόνευτη καὶ ὑποδειγματικὴ στάση ἐκράτησε στὸν διάλογομὲ τοὺς Προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης ὁ πατριάρχης ̔ΙερεμίαςΒʹ ὁ Τρανὸς στὴ δεύτερη «᾿Απόκρισή» του (1581). ῞Οταν διεπίστωσε

  • – 18 –

    σύντομα ὅτι ἐμμένουν στὶς πλάνες καὶ ἀπορρίπτουν τὴν διδασκαλίατῶν ῾Αγίων Πατέρων, «τῶν φωστήρων καὶ θεολόγων τῆς ᾿Εκκλησίας»,διέκοψε τὴν ἐπικοινωνία καὶ τοὺς ἄφησε νὰ βαδίζουν τὸν δικό τουςδρόμο: «῞Ωστε τὸ καθ᾿ ὑμᾶς ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τὴνὑμετέραν οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μὲν περὶ δογμάτων, φιλίας δὲμόνης ἕνεκα, εἰ βουλητόν, γράφετε» 9.

    Στὸ συνέδριο τονίσθηκε ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη, ἀδικαιολόγητη καὶμοναδικὴ στὴν ἱστορία τῆς ̓Εκκλησίας μέθοδος νὰ διεξάγονται σήμεραδιάλογοι ὄχι γιὰ τὶς διαφορές, γιὰ τὰ χωρίζοντα, ἀλλὰ γιὰ τὶς ὁμοιότητες,γιὰ τὰ ἑνοῦντα. Τί νόημα ἔχει νὰ συζητοῦμε γι᾿ αὐτά, τὰ ὁποῖα δεχόμαστεκαὶ στὰ ὁποῖα συμφωνοῦμε; ῾Απλῶς κρύβουμε τὶς διαφορὲς καὶ ἐξυπη-ρετοῦμε ἄλλες σκοπιμότητες· τὴν μὴ φανέρωση τοῦ χάσματος καὶτὸν ἐφησυχασμὸ τῶν καλοπροαιρέτων ἑτεροδόξων, ὡς καὶ τὴν διευ-κόλυνση τοῦ προσηλυτιστικοῦ ἔργου εἰς βάρος τῶν ̓Ορθοδόξων. Εἶναιἀπαραίτητο ἐπίσης οἱ ὁποιεσδήποτε ἀποφάσεις στὶς σχέσεις μὲ τοὺςἑτεροδόξους νὰ ἔχουν συνοδικὴ κάλυψη, καὶ νὰ ἐνημερώνεται σχετικῶςτὸ πλήρωμα τῆς ̓Εκκλησίας, διότι ὑπάρχει σοβαρὸ ἔλλειμμα οὐσιαστικῆςσυνοδικότητος.

    Τελικῶς οἱ σύνεδροι ἐπεκρότησαν καὶ ἐπήνεσαν τὸ σκεπτικὸ τῶν᾿Ορθοδόξων ̓Εκκλησιῶν πού ἀποχώρησαν ἤ ἐπρόκειτο νὰ ἀποχωρήσουνἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν» καὶ τοὺς θεολογικοὺςδιαλόγους, ὅπως διατυπώνεται στὸ ἱστορικὸ καὶ ὀρθοδοξότατο γράμμαπού ἔστειλε ἡ ᾿Εκκλησία ῾Ιεροσολύμων 22 Σεπτεμβρίου 1992 πρὸςτοὺς ἀρχηγοὺς τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων ᾿Εκκλησιῶν, στὸ ὁποῖο ἀνα-κοινώνει ὅτι διακόπτει τὸν θεολογικὸ διάλογο «μετὰ πάντων τῶνἑτεροδόξων γενικῶς, ἡγησαμένη ὅτι οὗτος, οὐ μόνον ἀνώφελός ἐστιν,ἀλλὰ καὶ ἐπιζήμιος ἀποβαίνει διὰ τὴν ἐν γένει ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίανκαὶ ἰδιαιτέρως διὰ τὴν ̔Αγιωτάτην ἡμῶν ̓Εκκλησίαν τῶν ̔ Ιεροσολύμων».

    8. Ἀπὸ τὸν διαχριστιανικὸ στὸν διαθρησκειακὸ συγκρητισμό.

    Διαπιστώθηκε ἐπίσης ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός, μετὰ τὴν ἐπιτυχία ποὺεἶχε στοὺς διαχριστιανικοὺς διαλόγους μὲ τὶς θεωρίες τῶν «κλάδων»,

    τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καὶ τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἔχειἤδη περάσει στὴν ἑπόμενη ἐπιδίωξη τῶν σχεδιαστῶν τῆς «Νέας᾿Εποχῆς», στὴν διαθρησκειακὴ ἑνότητα, μὲ τὴν προβολὴ τῆς ὄντωςδαιμονικῆς θέσεως ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, ἡζωή, τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια· καὶ οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας,ὥστε στὸ τέλος νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ πανθρησκεία τοῦ ᾿Αντιχρίστου στὰ

  • – 19 –

    πλαίσια τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Οἱπυκνούμενες καὶ ἐνισχυόμενες ἀπὸ Χριστιανοὺς ἡγέτες, καὶ μερικοὺς᾿Ορθοδόξους, διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ οἱ διαθρησκειακοὶ διά-λογοι ἔχουν ὁδηγήσει σὲ ἀνεπίτρεπτο συγκρητισμό, ἀποτελοῦν ἄρνησητοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν ῾Αγίων Μαρτύρων καὶ ῾Ομολογητῶντῆς πίστεως, τῶν ὁποίων τὸ μαρτύριο καὶ ἡ ὁμολογία ὑπὲρ τῆς μοναδικῆςἀληθείας χάνουν πλέον κάθε νόημα, μεταβάλλονται δὲ καὶ αὐτοὶ εἰςἀνοήτους «φουνταμενταλιστάς».

    Β. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

    Μετὰ τὶς διαπιστώσεις αὐτὲς καὶ ἐκτιμήσεις τὸ «ΔιορθόδοξοΘεολογικὸ Συνέδριο» προέβη στὶς ἀκόλουθες προτάσεις:

    1. ᾿Επειδὴ εἶναι πανθομολογούμενο πλέον μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ ἔτη τὸἀνώφελο καὶ ἐπιζήμιο τῆς συμμετοχῆς τῆς ᾿Εκκλησίας, μὲ ὅρουςδιομολογιακῆς καὶ διαθρησκειακῆς ἰσότητος καὶ ἰσοπεδώσεως, στὸ«Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν», στοὺς διαχριστιανικοὺς καὶ στοὺςδιαθρησκειακοὺς διαλόγους, προτείνεται νὰ προχωρήσουν καὶ οἱ λοιπὲςαὐτοκέφαλες ἐκκλησίες σὲ ἀποχώρηση ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο᾿Εκκλησιῶν» καὶ σὲ διακοπὴ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῶν διαλόγων. Γιὰ τὸνσκοπὸ αὐτὸ δὲν ἀπαιτεῖται πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ καὶ ἡ συμ-μετοχὴ ἀποφασίσθηκε μεμονωμένως. ῾Ο μόνος διάλογος ποὺ δικαιο-λογεῖται βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως εἶναι ἡἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν προσερχομένων αὐτοπροαιρέτως νὰ σωθοῦνἑτεροδόξων καὶ ἑτεροθρήσκων: «Τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;» 10 ἤ «Τίποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» 11.

    2. Νὰ ἀναθεωρήσουν οἱ ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες, καὶ προπαντὸς ἡπροηγουμένη τῇ τιμῇ καὶ ταῖς πρωτοβουλίαις ̓Εκκλησία Κωνσταντινου-πόλεως, τὶς σχέσεις τους πρὸς τὸν Παπισμό, τὸν ὁποῖο ὅλοι οἱ ῞ΑγιοιΠατέρες, ἀπὸ τὸν Μ. Φώτιο, μέσῳ τοῦ ̔Αγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΜάρκουΕὐγενικοῦ, Κολλυβάδων ῾Αγίων, μέχρι καὶ τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου καὶτοῦ Γέροντος ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, θεωροῦν ὡς αἵρεση καὶ ὄχι ὡς«ἀδελφὴ ἐκκλησία».

    3. Νὰ τηρηθοῦν οἱ ἱεροὶ κανόνες τῆς ̓Εκκλησίας, ποὺ ἀπαγορεύουντὴν συμπροσευχὴ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους γενικῶς, σὲ ὅλες τὶς περι-πτώσεις, καὶ ὄχι μόνο τὴν εὐχαριστιακὴ συμπροσευχή, ὅπως προ-βάλλεται ἐσχάτως. ῾Η τήρηση τῶν κανόνων ἐπιβάλλεται κυρίως σὲθέματα πίστεως καὶ ὄχι μόνον σὲ θέματα διοικήσεως καὶ δικαιοδοσιῶν.

  • – 20 –

    4. Νὰ γίνει ἔκκληση πρὸς τὶς ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες, ποὺ δὲνδέχθηκαν μέχρι τώρα νὰ ἐπισκεφθεῖ ὁ πάπας τὶς χῶρες τους, νὰἐμμείνουν σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀπόφαση. Φαντάζεται κανεὶς κάποιον ἀπὸτοὺς ̔Αγίους Πατέρες νὰ ὀργανώνει ὑποδοχές, νὰ τιμᾶ καὶ νὰ ἀσπάζεταιτὸν ῎Αρειο, τὸν Νεστόριο, τὸν Εὐτυχῆ κ.ἄ.; Νὰ διαγραφεῖ ἀπὸ τὸ῾Ημερολόγιο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος (=Δίπτυχα) ἡ ἀπαράδεκτηἀναγραφὴ τῆς ἐπισκέψεως τοῦ πάπα ὡς μεγάλου ἱστορικοῦ γεγονότος,καὶ νὰ ἀποτραπεῖ στὸ μέλλον κάθε ἐνέργεια γιὰ ἀνταπόδοση ἤ ἐπανά-ληψη τῆς ἐπισκέψεως.

    5. Νὰ διερευνηθεῖ τὸ θέμα τῆς μυστηριακῆς διακοινωνίας τοῦΠατριαρχείου ᾿Αντιοχείας μὲ τοὺς Μονοφυσίτας ὡς καὶ τὸ τῆςἀναγνωρίσεως μερικῶν μυστηρίων τῶν αὐτῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸΠατριαρχεῖο ᾿Αλεξανδρείας καὶ νὰ ἐφαρμοσθεῖ στὴν περίπτωση αὐτὴἡ κανονικὴ ἀρχὴ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω».

    6. Νὰ ἐνισχυθεῖ ὁ ἐνδοεκκλησιαστικὸς διάλογος στὸ πνεῦμα τῆςσυνοδικότητος, ποὺ δὲν περιορίζεται μόνον στοὺς ἐπισκόπους. Εἶναιτουλάχιστον λυπηρὸν νὰ ἐπιδιώκεται ὁ διάλογος μὲ τοὺς ποικιλώνυμουςαἱρετικοὺς καὶ ἑτεροθρήσκους, καὶ νὰ ἀπορρίπτεται ἡ διαφορετικὴἄποψη ἀδελφῶν ἐν τῇ πίστει, ποὺ συκοφαντοῦνται ὡς φανατικοί.

    7. Νὰ ἀποθαρρυνθοῦν καὶ νὰ σταματήσουν οἱ λειτουργικὲς ἀλλαγὲςκαὶ ἀνανεώσεις, γιατὶ ἀποτελοῦν ἐφαρμογὴ ἀρχῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦκαὶ ἀποβλέπουν σὲ δημιουργία ἀδογματικῆς λατρείας, ὥστε νὰ διευ-κολύνεται ἡ ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων. ̓́ Αλλωστε ὁ λειτουργικὸς πλοῦτοςτῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας δὲν ἀνήκει σὲ κάποια τοπικὴ ἐκκλησία.᾿Εκφράζει τὴν διαχρονικὴ ζωὴ τῆς ̓Εκκλησίας καὶ πρέπει νὰ φυλάσσεταιὡς κόρη ὀφθαλμοῦ. Εἰδικὰ γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος, ἐπέμεινανοἱ σύνεδροι στὴν ἐπίκριση καὶ ἀπόρριψη τοῦ πρωτοφανοῦς καὶ παντελῶςἀδικαιολογήτου ἐγχειρήματος νὰ ἀναγινώσκονται συγχρόνως στὸ ἀρχαῖοκείμενο καὶ σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματασὲ ναοὺς τῆς ᾿Αρχιεπισκοπῆς ᾿Αθηνῶν.

    8. Νὰ διατρανωθεῖ πρὸς τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες ὅτι σὲ περίπτωσηποὺ ἐξακολουθήσουν νὰ συμμετέχουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν παναίρεσητοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, ὁ ἐπιβεβλη-μένος