126

H Συνταγή Του Έρωτα

Embed Size (px)

DESCRIPTION

arlekin

Citation preview

Page 1: H Συνταγή Του Έρωτα
Page 2: H Συνταγή Του Έρωτα

Η Συνταγή του Έρωτα

Page 3: H Συνταγή Του Έρωτα

CINDY CAUSEY

Η Συνταγήτου Έρωτα

Page 4: H Συνταγή Του Έρωτα

Τίτλος πρωτοτύπου:Α HOT TIME IN TEXASby Cindy Causey

Copyright © 2008 by Cynthia Ubben Causey. All rights reserved.Translation Copyright 2012 Anubis Publications, Compupress S.A.Αποκλειστικότητα για την ελληνική γλώσσα: Εκδόσεις Anubis

Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός,τηλ.: 210 9238672, fax: 210 9216847Web site: www.anubis.gr, e-mail: [email protected]

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΔΟΣΕΩΝ: Μάρθα ΨυχάκηΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: Αλεξάνδρα ΛέτσαΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γεωργία ΣαββίδουΔΙΟΡΘΩΣΗ: Κάτια ΚαζάκηΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση ΣωτηρίουΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Μαίρη Λυμπέρη

www.e-bookshop.grAνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίωνΚλάδος της Digital Content A.E.ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων ΜανούσοςΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E.

Digital Content A.E.Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847Web site: www.digicon.gr, e-mail: [email protected]

ISBN: 978-960-497-503-7

Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα των παρoυσών ιστοριών είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναιεντελώς συμπτωματική.

Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευήαπόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίςπροηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από τηνπαρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες τουΔιεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.

Page 5: H Συνταγή Του Έρωτα

Για τη μητέρα μου, Σου,τη μεγάλυτερη έμπνευση και θαυμάστριά μου

Page 6: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Ένα

Το σκούρο γκρι κοστούμι με γιλέκο που φορούσε δεν είχε πιθανότητα να τη γλιτώσει.Η Τουίνκ Χάρισον γέμισε αφηρημένα δύο πιάτα με το πρωινό που ήταν η σπεσιαλιτέ του

καταστήματος –δύο αβγά μάτια, μπέικον, χυλό και μπισκότα– και μετά βγήκε από πίσω από τοντοίχο που χώριζε την αποπνικτική κουζίνα από τους θαμώνες του Καφέ της Ντάινα. Αφού έστριψεστη γωνία, κατευθύνθηκε προς τον πάγκο όπου περίμεναν ο συνταξιούχος Λες Χέιζ και η γυναίκατου, Λουσίλ.

Καθώς ονειροπολούσε ως συνήθως σχετικά με το εστιατόριο που ήθελε να ανοίξει στομικροσκοπικό Χάουαρντ του Τέξας, η Τουίνκ δεν πρόσεξε τον ψηλό, όμορφο ξένο που μπήκε μέσαβιαστικά, έχοντας στραμμένη την προσοχή του στην εφημερίδα που κρατούσε.

Για τη σύγκρουση αυτή θα μιλούσαν για μέρες.Ο χυλός πετάχτηκε πάνω στο μπροστινό μέρος του καλοσιδερωμένου, κάτασπρου πουκαμίσου

του. Τα μπισκότα τον χτύπησαν στο θώρακα και μετά έπεσαν με πάταγο στο πάτωμα. Τα αβγάγλίστρησαν κάτω στο παντελόνι του και τελικά έπεσαν με ένα «πλαφ» στα μαύρα λουστρίνια του.

Ω, Θεέ μου. Εμβρόντητη, η Τουίνκ δεν μπορούσε να μιλήσει παρά μόνο κοίταζε το χάλιμπροστά της, με τα άδεια πιάτα να κρέμονται από τα χέρια της. Δούλευε στης Ντάινα μόλις μίαεβδομάδα. Αυτό δεν θα ήταν καλό για την καριέρα της.

«Τι στο διάολο!» φώναξε ο ξένος, κρατώντας την εφημερίδα μπροστά του σαν ασπίδα ενάντιασε άλλες επιθέσεις.

Η Ντάινα έσπευσε αμέσως και άρχισε να ηρεμεί τον άνδρα που φώναζε αγανακτισμένος,μαζεύοντας τα κομματάκια του πρωινού των Χέιζ από το κοστούμι του.

Αφού γύρισε προς το μέρος της, έβγαλε την Τουίνκ από την κατάσταση σοκ στην οποίαβρισκόταν. «Τι στο καλό σκεφτόσουν; Έπεσες κατευθείαν πάνω του!»

Η Τουίνκ έσπευσε να ζητήσει συγνώμη. «Ω, Θεέ μου! Λυπάμαι πολύ!» Άρπαξε ένα πανί από τηζώνη της ποδιάς της και σκούπισε αναποτελεσματικά το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του.

Εκείνος έδιωξε τα χέρια της κοπανώντας τα με την εφημερίδα. «Σταμάτα, απλώς σταμάτα,εντάξει;» Κοίταξε πρώτα κάτω στα κατεστραμμένα ρούχα του σαν να βίωνε μια εξωσωματικήεμπειρία και μετά το ρολόι του. «Έχω χρόνο μόλις για να πάω στο σπίτι και να αλλάξω προτούανοίξει η τράπεζα.»

«Η τράπεζα;» ρώτησε η Τουίνκ σαν χαζή. «Δουλεύεις στην τράπεζα;»Η Ντάινα έδειξε προς το μέρος του άνδρα. «Τουίνκ, αυτός είναι ο Ίθαν Μακλάουντ. Είναι ο

αντιπρόεδρος της Πρώτης Εθνικής Τράπεζας του Χάουαρντ.»«Φυσικά και είναι» μουρμούρισε εκείνη και άπλωσε το χέρι της. «Τουίνκ Χάρισον.» Ο Ίθαν

δίστασε προς στιγμήν, αλλά στη συνέχεια έσφιξε ελάχιστα το χέρι της και γρήγορα το άφησε. Ότανη Τουίνκ κοίταξε κάτω, είδε τα υπολείμματα από δύο αβγά μάτια απλωμένα στην παλάμη της,καθώς και στη δική του, σαν ένα είδος περίεργης παιδικής συμφωνίας. Εκείνος έκανε μια γκριμάτσακαι σκούπισε το χέρι στο παντελόνι του.

Page 7: H Συνταγή Του Έρωτα

Η Τουίνκ έκανε και αυτή με τη σειρά της μια γκριμάτσα. Ο αντιπρόεδρος της τράπεζας. Απόόλους τους ανθρώπους στον κόσμο που θα μπορούσε να λερώσει, έπρεπε να είναι το μοναδικόάτομο που κρατούσε το μέλλον της στα λαδωμένα και λερωμένα από κρόκο αβγού χέρια του.

Μέσα στην απελπισία της να επανορθώσει, είπε «Θα στείλω το κοστούμι σας στοκαθαριστήριο.»

Ο Ίθαν την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, από τα σγουρά μαλλιά που η ίδια μισούσε μέχρι ταφθαρμένα αλλά άνετα αθλητικά παπούτσια της. Μειδίασε ειρωνικά σαν να μην υπήρχε τίποτα που ναμπορούσε η Τουίνκ να προτείνει και να άξιζε το πανάκριβο κοστούμι του. «Νομίζω ότι έκανες ήδηαρκετά.»

Κόρωσε από την περιφρόνησή του. Δεν τη γνώριζε, δεν γνώριζε τίποτα για εκείνη. Αλλά σαφώςτην είχε κρίνει με βάση το ακριβό κοστούμι του και τη βρήκε ανεπαρκή.

Γύρισε να φύγει γλιστρώντας λιγάκι πάνω σε μια λωρίδα μπέικον. Η Ντάινα τον στήριξε με τοχέρι της πάνω στο μπράτσο του. «Ήταν ατύχημα, Ίθαν. Μπορεί να είχες δει την Τουίνκ αν δεν είχεςτο κεφάλι σου χωμένο στην εφημερίδα. Και πάλι όμως θα πληρώσω το καθαριστήριο για τοκοστούμι σου.»

Ο Ίθαν Μακλάουντ, με το κοστούμι του ένα μουσκεμένο χάλι, έριξε μια ματιά πίσω στηνΤουίνκ, σφίγγοντας ελαφρώς τη γνάθο του. «Δεν πειράζει» μουρμούρισε και βγήκε από την πόρταστον καλοκαιρινό καύσωνα του Τέξας.

* * *

Δύο ώρες αργότερα η συζήτηση στο Καφέ εξακολουθούσε να περιστρέφεται γύρω από τον ΊθανΜακλάουντ.

Σιγοπίνοντας τον καφέ της αργά το πρωί, μια γυναίκα με κόμμωση σε σχήμα κυψέληςπαρατήρησε «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τον άφησε για εκείνον τον μηχανικό με τα τατουάζ! Ανείναι δυνατόν!»

«Ξέρεις, την είδα στο συνεργείο του πριν από μία εβδομάδα, ενώ μιλούσαν με τα κεφάλια τουςτόσο κοντά το ένα στο άλλο που δεν θα μπορούσες με τίποτα να τους χωρίσεις. Στο λόγο μου!»αναφώνησε η φιλενάδα της με το ίδιο χτένισμα.

Η Τουίνκ απόρησε που οι ευυπόληπτοι πολίτες του Χάουαρντ εξακολουθούσαν να θεωρούν τοχωρισμό του Ίθαν Μακλάουντ από τη σχεδόν αρραβωνιαστικιά του, τη Λόρα, συνταρακτική είδησηέπειτα από δύο μήνες. Φυσικά, το ατυχές περιστατικό με τον ίδιο εκείνο το πρωί δεν βοήθησε στο νασταματήσουν τα κουτσομπολιά.

Ήταν διαφορετικός απ’ ό,τι είχε φανταστεί η Τουίνκ. Πιο ψηλός, σχεδόν 1,90, λεπτός αλλάμυώδης. Με κορμοστασιά σαν το άγαλμα του Δαβίδ που είχε δει στην Ιταλία πριν από δύο χρόνια,είχε σκούρα καστανά μαλλιά, σγουρά και κοντοκουρεμένα, και τα σμιλευτά χαρακτηριστικά ενόςμυθικού θεού. Τα ανοιχτά καστανά μάτια του ήταν ψυχρά, γεμάτα με μια επιφυλακτικότητα πουέκανε την Τουίνκ να ανατριχιάσει. Και ποτέ δεν είχε συναντήσει πιο αλαζονικό βλάκα.

Ωστόσο, η αλήθεια ήταν ότι είχε άλλα πράγματα στο μυαλό της από την ερωτική ζωή τουτραπεζίτη ή την αλαζονεία του. Όπως το αν θα χρησιμοποιούσε εναντίον της την ατυχή«συνάντηση» μαζί της όταν εκείνη θα του ζητούσε δάνειο. Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό

Page 8: H Συνταγή Του Έρωτα

της με την άκρη της ποδιάς της και γύρισε δυο μπιφτέκια από την άλλη πλευρά. Να πάρει, γιατί δενήμουν πιο προσεκτική;

Η φωνή της Ντάινα την έβγαλε από τις σκέψεις της. «Τουίνκ, έχεις τηλεφώνημα.»Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά και σήκωσε το ακουστικό.«Μαίρη Λουίζ;» τιτίβισε μια οικεία φωνή. «Γεια σου, μαμά» απάντησε.«Πέρασε μία βδομάδα, χρυσή μου, και δεν μάθαμε νέα σου εκτός από το ηλεκτρονικό μήνυμα

με τον αριθμό τηλεφώνου. Αυτό είναι το τηλέφωνο στο σπίτι των παππούδων σου; Ποια ήταν εκείνηη γυναίκα που απάντησε;»

«Είναι η Ντάινα, το αφεντικό μου. Αυτός είναι ο αριθμός του Καφέ όπου έπιασα δουλειά. Δενέχω τηλέφωνο στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού ακόμα.»

«Ξέρεις, Μαίρη Λουίζ, όταν ήσουν μικρή και σε αφήναμε να επισκέπτεσαι τους γονείς μου στοΧάουαρντ ποτέ δεν φανταστήκαμε ότι θα μετακόμιζες εκεί μόνιμα. Ειδικά τώρα που έχουν πεθάνει.Γιατί στο καλό αποφάσισες να ανοίξεις το εστιατόριό σου σε αυτό το ασήμαντο μέρος αντί για τηνπεριφέρεια της Κολούμπια, όπου θα ήμασταν αρκετά κοντά για να σε βοηθήσουμε;»

Αναστενάζοντας κουρασμένα, η Τουίνκ απάντησε «Μητέρα, τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Αυτόακριβώς ήταν το σχέδιό μου, να απομακρυνθώ από την Κολούμπια. Πρέπει να τα καταφέρω μόνημου. Και όταν ο παππούς άφησε το σπίτι σε μένα, κατάλαβα ότι αυτό ήταν το σωστό. Εσύ και ομπαμπάς θα πρέπει απλώς να συνηθίσετε στην ιδέα.»

«Το ξέρω, το ξέρω.» Η φωνή της μητέρας της άλλαξε παίρνοντας μια ψευτοχαρούμενη χροιά,την οποία η Τουίνκ αντιλαμβανόταν ως τον τρόπο της να αντιμετωπίζει μια αμήχανη στιγμή.«Λοιπόν, πώς πάει το εστιατόριο; Πήγες στην τράπεζα;»

Δεν ήθελε να πει στους γονείς της ότι η πιθανότητα να πάρει δάνειο ήταν τόσο μεγάλη όσο ηπιθανότητα να καθαρίσει η λαδίλα από το κοστούμι του Ίθαν. Τα νέα θα προκαλούσαν στον πατέρατης μια φρενίτιδα να τη «σώσει», ως συνήθως. Το να προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο ήτανκαλύτερη τακτική.

«Δεν υπάρχουν ακόμη νέα, αλλά θα πάω σήμερα στην τράπεζα.»«Γλυκιά μου, γιατί δεν μας αφήνεις να σε βοηθήσουμε; Ο μπαμπάς μπορεί να μεταφέρει τα

χρήματα στο λογαριασμό σου αύριο κιόλας.»Μια οικεία αγανάκτηση κυρίευσε την Τουίνκ, με αποδέκτη αυτή τη φορά τη Φράνσις Φάρλι

Χάρισον, μια αξιαγάπητη αλλά επιπόλαιη Τεξανή η οποία επέτρεπε με χαρά στο στρατηγό τεσσάρωναστέρων και σύζυγό της να κυβερνά τον κόσμο. «Όχι, μητέρα. Έχω πει σε σένα και στον μπαμπά ότιείμαι μεγάλη κοπέλα και θα τα καταφέρω μόνη μου.»

«Ένα μικρό δάνειο είναι μόνο, Τουίνκ. Μπορείς να μας το επιστρέψεις.»«Όχι, μητέρα, και αυτή είναι η τελευταία μου κουβέντα.» Μακάρι να μη χρειαζόταν να κάνουν

την ίδια συζήτηση κάθε φορά που τηλεφωνούσε η Φραν.Η μητέρα της αναστέναξε βαθιά. «Εντάξει, χρυσή μου, καταλαβαίνω ότι θέλεις να είσαι

ανεξάρτητη. Αλλά εμείς θα είμαστε εδώ αν μας χρειαστείς. Και μην ξεχνάς, θα έρθουμε στα εγκαίνιαοπωσδήποτε.»

Η Τουίνκ ανατρίχιασε στη σκέψη ότι οι γονείς της θα έρθουν στο Χάουαρντ. Ο πατέρας της δενθα έμενε με τίποτα ικανοποιημένος. Θα έβρισκε ελαττώματα σε όλα – από το δρόμο που οδηγούσε

Page 9: H Συνταγή Του Έρωτα

στην πόλη μέχρι το χρώμα των πετσετών.Δεν θα άφηνε ποτέ τον πατέρα της να της δώσει τα είκοσι χιλιάδες δολάρια που χρειαζόταν για

να ολοκληρώσει το εστιατόριο. Αν τον άφηνε να βοηθήσει, θα αναλάμβανε εκείνος τον έλεγχο καιθα της υπαγόρευε την κάθε της κίνηση, όπως έκανε μια ζωή. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος εκτός απότον τρόπο του στρατηγού Ντουάιτ Ντ. Χάρισον. Και ο Θεός να λυπηθεί τον καημένο που θαπροσπαθήσει να του πάει κόντρα.

Η Τουίνκ είχε προσπαθήσει να ξεφύγει πολλές φορές χωρίς επιτυχία. Ο πατέρας της, όπωςακριβώς ο συνονόματός του, είχε κερδίσει όλες τις μάχες για τον έλεγχο της μοναχοκόρης του.Τελικά κρύφτηκε σε μια σχολή μαγειρικής και μετά ήρθε κατευθείαν στο Χάουαρντ μετά τηναποφοίτηση, σε απόσταση ασφαλείας από τον πατέρα της. Δεν μπορούσε να υποχωρήσει τώρα.

Όμως στο τέλος του μήνα έπρεπε να πληρώσει το ενοίκιο για το χώρο του εστιατορίου. Αν δενκατάφερνε να το στήσει και να το κάνει να λειτουργήσει, διακυβευόταν το εστιατόριο, και μαζί τομέλλον της.

Η Τουίνκ άκουσε τη βαθιά φωνή του πατέρα της στο βάθος «Η Τουίνκι μου είναι αυτή;Χρειάζεται να της βάλω χρήματα στον τραπεζικό της λογαριασμό; Γιατί δεν σταματάει αυτή τηνανοησία και να επιστρέψει στο σπίτι; Εστιατόριο στο Τέξας! Θα της χτίσω ένα εστιατόριο εδώ, μα τοΘεό!»

Ώρα να φύγει, αποφάσισε βιαστικά. Καλύτερα να μην μπλεχτεί σε μακρά λογομαχία με τονπατέρα της από το τηλέφωνο. Σίγουρα θα κατέληγε ως συνήθως, με εκείνον να οργίζεται και την ίδιανα αισθάνεται ανίκανη και ανόητη.

«Μαμά, πρέπει να φύγω τώρα, κάτι καίγεται.» «Εντάξει, γλυκιά μου, θα σου τηλεφωνήσωαύριο.»

«Όχι, όχι, θα σου τηλεφωνήσω εγώ!» απάντησε βιαστικά, αλλά τη διέκοψε ο ήχος τουακουστικού όταν η μητέρα της έκλεισε το τηλέφωνο.

* * *

Μόλις πέρασε η μεσημεριανή ώρα αιχμής, η Ντάινα και η Τουίνκ άφησαν το σύζυγο της Ντάινα, τονΤζόνα, υπεύθυνο στο Καφέ και διέσχισαν την πλατεία. Ήταν περίεργες να δουν αυτό το νέο μαγαζίγια το οποίο μιλούσε όλη η πόλη το πρωί, αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να προετοιμάσει τηνΤουίνκ για το θέαμα που αντίκρισε. Η Ντάινα και η ίδια έμειναν να κοιτάζουν συνεπαρμένες τηνπρόσοψη του καταστήματος.

Πολύχρωμα, άκαιρα χριστουγεννιάτικα φώτα πλαισίωναν τα τζάμια των δύο παραθύρων. Μιακουρτίνα με χάντρες κρεμόταν από την ορθάνοιχτη πόρτα, και αναβόσβηνε μια πινακίδα νέον όπουέγραφε «ανοιχτά.» Απόκοσμη μουσική με τους ήχους του σιτάρ έφτανε μέχρι το πεζοδρόμιο.Τεράστια, γραμμένα με το χέρι γράμματα διαλαλούσαν την επιχείρηση του Μέντιουμ ΜαντάμΓουάντα με μεγαλοπρέπεια.

Η Τουίνκ κάλυψε το στόμα της για να πνίξει ένα χαχανητό. Η Ντάινα κοίταξε πάλι προς τηνπόρτα, ίσιωσε τους ώμους της και έκανε στην άκρη την κουρτίνα. «Αυτό θα πρέπει να είναι καλό»ψιθύρισε καθώς έμπαιναν μέσα.

Μαζί τους μπήκε και η καλοκαιρινή ζέστη του Τέξας, αλλά γρήγορα αναμίχθηκε με τον αέρα τουανεμιστήρα που φυσούσε προς το μέρος τους. Η Τουίνκ άφησε τα μάτια της να προσαρμοστούν στο

Page 10: H Συνταγή Του Έρωτα

σκοτεινό δωμάτιο. Τεράστια μαξιλάρια με έντονα χρώματα, ορισμένα με κρόσσια και άλλα μεχάντρες και μικροσκοπικούς καθρέφτες, βρίσκονταν σκόρπια στο πάτωμα. Οι τοίχοι ήτανκαλυμμένοι με τεράστια χρωματιστά υφάσματα με ρίγες. Άλλο ύφασμα χώριζε μια μεγάλη γωνίαστο πίσω μέρος του δωματίου.

«Μοιάζει με το παλάτι ενός σουλτάνου» μουρμούρισε η Ντάινα με ευλάβεια.Πίσω από την κουρτίνα στη γωνία ακούστηκε δυνατά η βαθιά και εξωτική φωνή μιας γυναίκας,

«Καλώς ήρθατε στης Μαντάμ Γουάντα. Τις ει;»«Εγώ είμαι και η Τουίνκ, Μάρτζι.»«Ποια Τουίνκι;»«Η Τουίνκ, Μάρτζι, σου έχω μιλήσει γι’ αυτήν. Είναι η νέα μου μαγείρισσα στο Καφέ.»«Πλησιάστε.»Οι δύο γυναίκες περπάτησαν προσεκτικά ανάμεσα από τα μαξιλάρια προς την κουρτίνα στη

γωνία και κρυφοκοίταξαν. Μια μικροσκοπική γυναίκα είχε φωλιάσει ανάμεσα σε πολλά μαξιλάρια.Μια μπλούζα με φραμπαλά άφηνε να φανούν οι στιγματισμένοι από σκούρες κηλίδες ώμοι της, καιμια μακριά φούστα με μια ζώνη από κόκκινο σατέν φούσκωνε γύρω της. Καμιά εικοσαριά βραχιόλιαέβγαζαν ένα μεταλλικό ήχο καθώς χτυπούσαν μεταξύ τους στα κοκαλιάρικα μπράτσα της, και τοπρόσωπό της, που έμοιαζε με πουλιού, πλαισιωνόταν από τα πιο φουντωτά και τα πιο πλατινέμαλλιά στιλ Τέξας που είχε δει ποτέ η Τουίνκ.

«Μάρτζι, τι στο καλό κάνεις;» απαίτησε να μάθει η Ντάινα, με τα χέρια στη μέση της.Η Μάρτζι έδειξε με τα χέρια γύρω της. «Είμαι η Μαντάμ Γουάντα και βρίσκομαι εδώ για να δω

το μέλλον. Το δικό σας μέλλον. Καθίστε και θα σας πω ό,τι συμβαίνει και ό,τι πρόκειται να συμβεί.»Η Ντάινα γύρισε τα μάτια της κοροϊδευτικά προς τα πάνω. «Η Μαντάμ Γουάντα; Κολοκύθια!

Από πότε μπορείς εσύ να δεις το μέλλον; Την περασμένη εβδομάδα δεν μπορούσες ούτε τοαυτοκίνητό σου να βρεις στο Μπρούκσαϊρς! Περιφερόσουν για μισή ώρα μέχρι που ένας υπάλληλοςσου έδειξε πού βρισκόταν.»

Η Μαντάμ Γουάντα παρέμεινε ψύχραιμη. «Ντάινα, μη μου το χαλάς! Άνοιξε το μυαλό σου στοενδεχόμενο το μέλλον μας να είναι γραμμένο στα αστέρια, στις παλάμες μας, στα χαρτιά ή ακόμακαι τα φύλλα τσαγιού στον πάτο ενός φλιτζανιού. Πρέπει απλώς να κοιτάξουμε.»

Η Ντάινα χαλάρωσε τους ώμους της. «Εντάξει, μόνο γι’ αυτή τη φορά. Και μόνο επειδή είσαι ηπιο παλιά και αγαπημένη μου φίλη.»

Η Μάρτζι χαμογέλασε πλατιά στην πιο παλιά και αγαπημένη της φίλη. «Ωραία, είναι πέντεδολάρια προκαταβολικά.»

Η Τουίνκ ξέσπασε σε γέλια με την έκφραση στο πρόσωπο της Ντάινα, αλλά εκείνη έβγαλευπάκουα ένα χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων από την τσέπη της στολής της.

Η Τουίνκ δεν πολυπίστευε στη μαντεία, στα φυλαχτά ή στις προκαταλήψεις. Αλλά μπορεί ναείχαν πλάκα τα όσα θα τους έλεγε η Μαντάμ Γουάντα. Και ειδικά σήμερα, χρειαζόταν κάτι να τηςπάει καλά μετά το ατύχημά της με τον Ίθαν, που συνέτριψε το ενδεχόμενο να πάρει δάνειο. Ίσωςλίγη καλή τύχη να μην ήταν κι άσχημη.

Επιπλέον, στον πατέρα της δεν θα άρεσε καθόλου η ιδέα να επισκεφθεί η κόρη του έναμέντιουμ. «Σπατάλη χρημάτων!» θα φώναζε. Η Τουίνκ χαμογέλασε. Άξιζαν τα πέντε δολάρια απλώς

Page 11: H Συνταγή Του Έρωτα

και μόνο για να του πάει κόντρα.Ψαχούλεψε στην τσέπη του τζιν της για τα χρήματα και τα ακούμπησε στην απλωμένη παλάμη

της Μάρτζι. Μαζί με την Ντάινα σωριάστηκαν στα μαξιλάρια, τα οποία ήταν απροσδόκητα άβολα. ΗΤουίνκ προσπάθησε να καθίσει ευθυτενώς, δοκιμάζοντας διάφορες θέσεις μέχρι που μισοξάπλωσεσαν ένα μοντέλο του Ρούμπενς που έτρωγε σταφύλια.

«Ορίστε, λοιπόν, άνετα;» ρώτησε η Μάρτζι. Μετά άλλαξε τη φωνή της σε εκείνη της Γουάντα,ένα συνδυασμό μεταξύ γερμανίδας ψαρομανάβισσας και Μπέλα Λουγκόζι. «Τώρα κλείστε τα μάτιασας και συγκεντρωθείτε.» Κουνούσε τα χέρια της πάνω από μια κρυστάλλινη σφαίρα που βρισκότανστο τραπεζάκι μπροστά της.

Η Ντάινα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, αλλά η Τουίνκ κρυφοκοίταξε λιγάκι, με αποτέλεσμα ναδει τη Μάρτζι να βγάζει ένα βιβλίο κάτω από τη φούστα της και να διαβάζει λιγάκι, ενώ στησυνέχεια το έχωσε πάλι στην κρυψώνα του. Κατέβαλε προσπάθεια να μη χαμογελάσει.

Η Μάρτζι έκλεισε τα μάτια της και έγειρε πίσω το κεφάλι της. «Μμμμ. Μμμμ. Ελάτε, ωπνεύματα. Ελάτε μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα.» Κοίταξε βαθιά μέσα στη γυάλινη σφαίρα.«Ντάινα, βλέπω ότι θα αποκτήσεις κάποια χρήματα και θα έχεις καλή υγεία στο μέλλον. Εσύ και οΤζόνα θα έχετε ευημερία και μακροημέρευση.»

Από την άκρη των χειλιών της η Ντάινα ψιθύρισε στην Τουίνκ «Ευχαριστώ, κύριε Σποκ.»Η Τουίνκ έβγαλε ένα γελάκι. Από το μισάνοιχτο μάτι της είδε τη Γουάντα να κατσουφιάζει και

αισθάνθηκε σαν να την έπιασαν να ανταλλάσσει ραβασάκια στην τάξη.Η Μαντάμ Γουάντα κάρφωσε πάλι το βλέμμα της στη σφαίρα, και η σύγχυση που συννέφιαζε το

πρόσωπό της αντικαταστάθηκε από χαρά. Καθάρισε το λαιμό της. «Και για σένα, Τουίνκ, υπάρχειέρωτας στο μέλλον σου. Με έναν ψηλό, μελαχρινό, όμορφο άνδρα.»

Η Τουίνκ άνοιξε τα μάτια της. «Μήπως εννοείς ψηλό, μελαχρινό, όμορφο ξένο;»Η Γουάντα επεξεργάστηκε την κρυστάλλινη σφαίρα της. «Όχι, απλώς άνδρας.»Η Ντάινα άνοιξε απότομα τα μάτια της. «Μα… πάντα είναι ξένος.»Η Γουάντα φαινόταν να λυπάται ειλικρινά. «Μπορώ μόνο να σας πω αυτό που μου λέει η

σφαίρα. Όχι ξένος. Απλώς ένας άνδρας.»Η Ντάινα σηκώθηκε όρθια με δυσκολία. «Λοιπόν, αυτό είναι ό,τι πιο γελοίο έχω ακούσει ποτέ.

Είναι γνωστό τοις πάσι ότι όλοι οι άνδρες στο Χάουαρντ είναι είτε παντρεμένοι, είτε πολύ γέροι, είτελογοδοσμένοι.»

Η Γουάντα σηκώθηκε από τα μαξιλάρια της. Η κορυφή του κεφαλιού της έφτανε μέχρι τον ώμοτης Τουίνκ. Ψιθύρισε συνωμοτικά: «Αυτό δεν είναι απολύτως αληθές, χρυσή μου.»

Η Ντάινα έβγαλε έναν αποδοκιμαστικό ήχο. «Αν εννοείς αυτόν που νομίζω ότι εννοείς, τότεμπορείς να το ξεχάσεις. Ποτέ δύο άνθρωποι δεν ήταν πιο αταίριαστοι.»

«Ποιον;» ζήτησε να μάθει η Τουίνκ.Η Ντάινα είπε επικριτικά «Κανέναν! Ειδικά μετά απ’ ό,τι έγινε το πρωί.»Η Τουίνκ συνειδητοποίησε αμέσως ποιον εννοούσε.«Αυτόν; Δεν θα τον ήθελα ακόμη κι αν ήταν ο τελευταίος άνδρας στο Χάουαρντ!»Η Γουάντα αγνόησε την Τουίνκ. «Λοιπόν, κάτι πρόκειται να συμβεί, αυτό είναι βέβαιο. Η

σφαίρα δεν λέει ψέματα.»

Page 12: H Συνταγή Του Έρωτα

Η Τουίνκ χαμογέλασε με επιείκεια. Η Μάρτζι δεν μπορούσε να ξέρει ότι ο Ίθαν Μακλάουντ ήταντο τελευταίο πλάσμα που χρειαζόταν ή επιθυμούσε. Αλλά ήταν άσκοπο να γίνει αγενής, σκέφτηκε,και αγκάλιασε τη μικροσκοπική γυναίκα. «Ευχαριστώ, Μαντάμ Γουάντα. Υποθέτω πως θα πρέπει ναείμαι υπομονετική.»

Η Ντάινα τούς γύρισε την πλάτη και προχώρησε ανάμεσα στα μαξιλάρια προς την πόρτα. «Ποτέδεν άκουσα κάτι τόσο ανόητο. Όλοι ξέρουν ότι είναι ένας ψηλός, μελαχρινός, όμορφος ξένος.»Συνέχισε να μουρμουρίζει καθώς έβγαιναν από το δροσερό σκοτάδι της Μαντάμ Γουάντα στοναφόρητο καύσωνα της πλατείας του Χάουαρντ. «Η γυναίκα έχασε τα μυαλά της. Και μάλιστα πέντεδολάρια! Ανυπομονώ να το πω στον Τζόνα.»

Βαδίζοντας στο πεζοδρόμιο, έσπευσε να επιστρέψει στο Καφέ που έφερε το όνομά της. ΗΤουίνκ ήταν έτοιμη να γυρίσει και να την ακολουθήσει, μόλις είδε τον Ίθαν Μακλάουντ να βγαίνειαπό την τράπεζα στην απέναντι πλευρά του δρόμου, συνοδεύοντας μια γυναίκα που φαινόταν λίγαχρόνια μεγαλύτερη από την ίδια.

Η Τουίνκ αναστέναξε. Σχολαστικός και τσιτωμένος, ο άνδρας αυτός ήταν άκαμπτος καιτυπολάτρης· μάλλον δεν είχε ποτέ μια αυθόρμητη στιγμή στη ζωή του. Όπως ακριβώς ο πατέραςτης: πάντα δεσποτικός, απαιτώντας υπακοή. Καθόλου παράξενο που τον εγκατέλειψε η Λόρα!

Παρακολουθούσε καθώς ο Ίθαν μιλούσε με τη γυναίκα στο πεζοδρόμιο και μετά πέρασε τομπράτσο του γύρω από τον ώμο της για μια σύντομη, καθησυχαστική αγκαλιά. Έκπληκτη, η Τουίνκαναρωτήθηκε μήπως άραγε υπήρχε ακόμα ελπίδα για την επιχείρησή της. Ίσως, αν και σχεδόναπίθανο, ο Ίθαν Μακλάουντ να ήταν ο σωτήρας που χρειαζόταν απεγνωσμένα.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή το βλέμμα του συνάντησε το δικό της, και αγριοκοιτάχτηκαν γιαπολλή ώρα μέχρι που η Τουίνκ γρήγορα γύρισε από την άλλη.

Θυμήθηκε πάλι το κατεστραμμένο κοστούμι του Ίθαν και την πρόβλεψη της Μαντάμ Γουάντακαι γέλασε μόλις σκέφτηκε τον εαυτό της με το μοναδικό περιζήτητο εργένη του Χάουαρντ. Οεξοργιστικός Ίθαν Μακλάουντ: ψηλός, μελαχρινός και… Ευχαριστώ, δεν θα πάρω.

* * *

«Ευχαριστώ πολύ, κύριε Μπαλέστρα. Ανυπομονώ να συνεργαστώ μαζί σας.» Ο Ίθαν συγκράτησετον ενθουσιασμό του μέχρι που ακούμπησε απαλά το ακουστικό στη θέση του. Μετά, αφούβεβαιώθηκε ότι κανείς δεν παρακολουθούσε, πήδηξε στον αέρα και πανηγύρισε μαζί με μιαφωτογραφία του Ρόναλντ Ρίγκαν που κρεμόταν στον τοίχο του γραφείου του.

Επιτέλους, βρήκε τη δουλειά των ονείρων του. Εκείνη που είχε βάλει στο μάτι από τότε πουτελείωσε πέρυσι τη σχολή στο Νότιο Πανεπιστήμιο Μεθοδιστών. Εκείνη που θα τον έπαιρνε από τομικρό και σκονισμένο Χάουαρντ στα λαμπερά φώτα της μεγαλούπολης του Σικάγο.

Η επενδυτική εταιρία των Μπαλέστρα και Σιμς ήταν παλιά, καθιερωμένη και με συχνέςαναφορές στα οικονομικά περιοδικά που διάβαζε ο Ίθαν. Ενθουσιάστηκε όταν τον κάλεσαν ναπετάξει μέχρι το γραφείο τους για μια συνέντευξη, μετά για άλλη μία και τελικά για μια συνάντησημε τον ίδιο τον Λουίς Μπαλέστρα.

Ο τραχύς Νεοϋορκέζος που φορούσε δαχτυλίδι στο μικρό δαχτυλάκι και κάπνιζε συνήθως έναμεγάλο πούρο θύμιζε στον Ίθαν μια καρικατούρα μαφιόζου από το Σικάγο. Όταν όμως οΜπαλέστρα τού πρόσφερε δουλειά με το διπλάσιο μισθό από το σημερινό του, με εκπληκτικά

Page 13: H Συνταγή Του Έρωτα

οφέλη και δυνατότητες προαγωγής, ήταν μια προσφορά που δεν μπορούσε να αρνηθεί.Κοιτάζοντας μέσα από τα μεγάλα παράθυρα της τράπεζας, μπορούσε να δει τη ζέστη που χόρευε

στα καπό των παρκαρισμένων αυτοκινήτων τα οποία περικύκλωναν την καλοσυντηρημένη πλατεία.Το Καφέ της Ντάινα βρισκόταν στο τέλος του τετραγώνου στα δεξιά, το δικαστήριο στην απέναντιπλευρά του δρόμου. Και στα αριστερά μπορούσε να δει την πιο πρόσφατη επιχείρηση της μητέραςτου. Ο Ίθαν συνοφρυώθηκε και κούνησε το κεφάλι του. Θα τα άφηνε όλα πίσω του σε ένα μήνα. Τιθα της συνέβαινε;

Χτύπησε η εσωτερική γραμμή του γραφείου του. Πάτησε το αναμμένο κουμπί και σήκωσε τοακουστικό. «Ίθαν Μακλάουντ.»

Η νεανική φωνή στην άλλη άκρη απάντησε «Ε, κύριε Μακλάουντ.»Ο Ίθαν χαμογέλασε. «Ε, Τόμπι, τι γίνεται;»«Ήθελα απλώς να μάθω αν θα έρθετε να μου ρίξετε μερικές μπαλιές αύριο, αφού δεν παίζουμε

αυτό το σαββατοκύριακο. Θέλω να είμαι έτοιμος για την επόμενη εβδομάδα.»«Φυσικά. Συνάντησέ με στο πάρκο στις δύο.»«Ευχαριστώ. Τα λέμε.»«Τα λέμε, Τόμπι.» Ο Ίθαν έκλεισε το τηλέφωνο χαμογελώντας. Το να προπονεί την ομάδα

μπέιζμπολ ήταν μια από τις λίγες χαρές που είχε στο Χάουαρντ. Αγαπούσε τα παιδιά, αγαπούσε καιτο παιχνίδι. Ο πατέρας του είχε υποσχεθεί να του μάθει να παίζει, αλλά ήταν πάντα πολύαπασχολημένος. Έτσι ο Ίθαν είχε περάσει ώρες ολόκληρες στην πίσω αυλή, τελειοποιώντας τιςκινήσεις του, χτυπώντας μπάλες στα φρεσκοπλυμένα σεντόνια της μητέρας του.

Η σχέση του με τα παιδιά στο Χάουαρντ είχε αρχίσει όταν τους βοήθησε στα μαθηματικά πριναπό λίγα χρόνια. Του άρεσε πολύ να βλέπει την έκφραση στα πρόσωπά τους όταν καταλάβαιναν μιαδύσκολη έννοια για πρώτη φορά. Ήξερε ότι κάποια από αυτά είχαν ένα λαμπρό μέλλον μπροστάτους. Απλώς χρειάζονταν λίγο περισσότερη προσοχή.

Ανακάλυψε ότι μπορούσε να αυξήσει το χρόνο μελέτης τους, με αντάλλαγμα χρόνο για να τουςρίχνει μπαλιές. Μία ώρα διδασκαλίας για μία ώρα μπέιζμπολ. Πολύ γρήγορα άρχισε να περνάει τόσοχρόνο στο πάρκο όσο και στο σχολείο. Και τελικά, όταν ο γερο-Χότζες αναγκάστηκε να παραιτηθείλόγω κατάγματος στο γοφό, έγινε ο προπονητής των Γερακιών του Χάουαρντ.

Τον ενοχλούσε πολύ που τα μέσα για τα παιδιά ήταν τόσο περιορισμένα. Το γήπεδοαποτελούνταν σχεδόν απλώς από χώμα και μερικές ασταθείς κερκίδες, ενώ οι στολές τους ήταναταίριαστα αποφόρια. Ολόκληρη η πόλη παρευρισκόταν σε κάθε παιχνίδι, αλλά όλοι φαίνοντανικανοποιημένοι με την παρούσα κατάσταση.

Θα του έλειπε η ατημέλητη ομάδα των αγοριών όταν θα έφευγε από την πόλη. Αρνιόταν όμως νααφιερώσει τη ζωή του στο μπέιζμπολ ή στο Χάουαρντ. Αρκετά με τα όνειρα και τη ζωή μιας μικρήςπόλης.

Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Ήταν μόλις περασμένες δύο. Ήταν άλλη μια μεγάλη και βαρετήμέρα γεμάτη με ανιαρά καθήκοντα στην τράπεζα. Ανυπομονούσε να έχει σημαντική δουλειά νακάνει στο Σικάγο, δουλειά που θα σήμαινε κάτι. Εδώ τα καθήκοντα ήταν τόσο μικρά όσο και ηπόλη.

Αναστέναξε και κοίταξε το ημερολόγιό του. «Δείπνο με τη μαμά» ήταν καθαρά γραμμένο μεμολύβι σε μία γραμμή. Η εγκατάλειψή του από τη Λόρα είχε προκαλέσει αναστάτωση στη ζωή του

Page 14: H Συνταγή Του Έρωτα

και είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος του μήνα προσπαθώντας να την τακτοποιήσει και πάλι. Τοπρόγραμμά του ήταν πάντα πειθαρχημένο και προβλέψιμο, και έτσι του άρεσε.

Σήμερα για παράδειγμα. Μετά το κλείσιμο της τράπεζας θα πήγαινε να πάρει τη μητέρα του γιανα πάνε στο Γουάτσον για δείπνο όπως γινόταν κάθε Παρασκευή. Μετά το δείπνο, ακριβώς στιςεννέα το βράδυ, θα άφηνε τη μητέρα του στο σπίτι της, θα πήγαινε στης Ντάινα για καφέ και ένακομμάτι από την περίφημη ραβεντόπιτά της, και στη συνέχεια θα επέστρεφε στο σπίτι εγκαίρως γιανα παρακολουθήσει τις ειδήσεις. Η ρουτίνα του το βράδυ της Παρασκευής δεν είχε αλλάξει από τότεπου έφυγε η Λόρα, εκτός του ότι τώρα η συντροφιά του στο δείπνο ήταν η μητέρα του αντί για τηνάστατη γυναίκα που νόμιζε ότι αγαπούσε.

Όσο πιο πολύ το περιεργαζόταν στο μυαλό του τόσο πιο πολύ ξεκαθάριζε τα συναισθήματά του.Δεν ήταν τόσο συντετριμμένος που τον εγκατέλειψε η Λόρα όσο ήταν κατάπληκτος που εκείνηέκανε κάτι τόσο εντελώς… παράλογο.

Αποστρέφοντας το βλέμμα από το παράθυρο, είδε τη μοναχική φιγούρα που περίμενε ανάμεσαστην πληθώρα από καναπέδες στη μέση της αίθουσας υποδοχής της τράπεζας. Η Εθνική Τράπεζατου Χάουαρντ δεν θα μπορούσε ποτέ να χαρακτηριστεί γεμάτη από κόσμο. Στην πραγματικότητα,ποτέ δεν συνέβαιναν και πολλά για να αλλάξει ο νωθρός ρυθμός εκεί πέρα. Δηλαδή μέχρι που έκανετην εμφάνισή της η Τουίνκ Χάρισον.

Την είδε δει αρκετές φορές από τότε που είχε φτάσει στο Χάουαρντ πριν από μία ή δύοεβδομάδες, αλλά δεν την είχε συναντήσει μέχρι που συγκρούστηκαν εκείνο το πρωινό στης Ντάινα.Ολόκληρη η πόλη μιλούσε για το πόσο όμορφη ήταν, αλλά έκρινε ότι τα κουτσομπολιά δεν τηνείχαν εκτιμήσει δεόντως τώρα που την έβλεπε από κοντά.

Ήταν μεσαίου αναστήματος, αλλά το κορμί της είχε τέλειες αναλογίες – δεν ήταν υπερβολικάαδύνατη όπως η Λόρα. Ούτε το πρόσωπό της ήταν στενό με γωνίες, αλλά μάλλον νεραϊδένιο –μικρό και στρογγυλό με ελαφρώς ανασηκωμένη μύτη και λαμπερά πράσινα μάτια.

Συνήθως έμοιαζε σαν να είχε ντυθεί με ρούχα από δεύτερο χέρι. Χτες φορούσε μια μακριά,αεράτη φούστα με ένα σχεδόν διαφανές μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτο τον ένα ώμο. Τις προάλλεςτην είχε δει στο δρόμο να φοράει ένα στενό, ελαστικό κολάν με ένα υπερβολικά φαρδύ μπλουζάκι.Σήμερα δεν ήταν και τόσο άσχημα, παρατήρησε. Φορούσε ένα μπλουζάκι που έγραφε Ντάινα καιένα τζιν παντελόνι με μικρά φερμουάρ στους αστραγάλους.

Για ποιο λόγο χρειάζεται φερμουάρ εκεί; Δεν φαίνεται πολύ πρακτικό.Ωστόσο, τα μαλλιά της ήταν αυτά που του τράβηξαν την προσοχή. Κρέμονταν με πυκνές,

κυματιστές μπούκλες μέχρι τη μέση της πλάτης της, ενώ είχαν φυσικές ξανθές και πλατινέανταύγειες και ήταν πολύ λαμπερά. Κατά περίεργο τρόπο, ήθελε να τα αγγίξει, να τα αφήσει ναγλιστρήσουν ανάμεσα στα δάχτυλά του.

Κούνησε το κεφάλι του εκνευρισμένος. Τι στο διάολο με νοιάζουν τα φερμουάρ ή τα λαμπεράμαλλιά ή τα διαφανή μπλουζάκια που γλιστρούν από τον ένα ώμο;

Page 15: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Δύο

Στον Ίθαν δεν άρεσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι έβρισκε συναρπαστική την Τουίνκ Χάρισον. Ασφαλώςδεν ήταν το είδος της γυναίκας που θα διάλεγε για τον εαυτό του. Ήταν καλλιτεχνική φύση καιφανταχτερή, ενώ είχε ήδη αλλάξει πολλά πράγματα στης Ντάινα.

Παντού ξεφύτρωναν γαρνιτούρες, από το τηγανητό φιλέτο κοτόπουλο μέχρι τα σάντουιτς μετυρί σχάρας. Στις αρχές της εβδομάδας, όταν σταμάτησε για καφέ, πινακίδες με όμορφα γράμματαανακοίνωναν τη σπεσιαλιτέ της ημέρας. Όλοι ξετρελάθηκαν. Ο ίδιος θεώρησε ότι ήταν χάσιμοχρόνου.

Σηκώθηκε όρθιος και έφτιαξε το γιλέκο του. Το καλοκαίρι οι περισσότεροι άνδρες στην τράπεζαεγκατέλειπαν τα κοστούμια με γιλέκο για χάρη κοντομάνικων πουκαμίσων. Εκείνος όμως έπρεπε ναδιατηρήσει την εικόνα του ως αντιπροέδρου της τράπεζας, ανεξάρτητα από το πόση ζέστη έκανε.

Περπάτησε γύρω από το γραφείο του μέχρι το μέρος όπου καθόταν η Τουίνκ. «ΔεσποινίςΧάρισον» είπε.

Φάνηκε να εκπλήσσεται. «Κύριε Μακλάουντ, πώς είστε;»«Στερημένος από πρωινό, ευχαριστώ» είπε χαριτολογώντας, ελπίζοντας να την κάνει να

χαλαρώσει. Αλλά, αντί να χαμογελάσει, έγινε κατακόκκινη. Εκείνος έσπευσε να αλλάξει θέμα. «Πώςμπορώ να σας εξυπηρετήσω;»

«Πρέπει να μιλήσω με κάποιον σχετικά με ένα δάνειο.»«Με εμένα δηλαδή.»Αυτή τη φορά χλώμιασε. «Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος άλλος με τον οποίο θα μπορούσα να

μιλήσω.»Ο Ίθαν κοίταξε τριγύρω στην τράπεζα. «Όχι, μόνο εγώ. Λυπάμαι.»«Ω, Θεέ μου.» Φάνηκε να ζυγίζει τις επιλογές της. Εκείνος κόρωσε. «Πιστέψτε με, δεν θα

μετρήσει εναντίον σας το πρωινό.»«Ω, Θεέ μου» επανέλαβε, παίζοντας μηχανικά με την άκρη από το μπλουζάκι της.Της έτεινε το χέρι του. «Ανακωχή;»Τον κοίταξε με τα πράσινα μάτια της γεμάτα έκπληξη και απορία, αλλά άπλωσε κι εκείνη αργά

το χέρι της. «Ανακωχή.»Εκείνος το έσφιξε δυνατά. Ένιωσε μια σπίθα στα δάχτυλά του. Πρέπει να το ένιωσε κι εκείνη,

επειδή τράβηξε απότομα το χέρι της και τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, σαν να του είχανξεφυτρώσει τρία κεφάλια.

«Είστε καλά;» Έγειρε λίγο προς τα εμπρός για να δει το πρόσωπό της.Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και τραύλισε «Ναι, καλά. Με συγχωρείτε. Στατικός ηλεκτρισμός. Με

τίναξε.»«Πρέπει να φταίνε τα χαλιά.» Την οδήγησε στις δερμάτινες πολυθρόνες που ήταν τοποθετημένες

μπροστά από το άψογα τακτοποιημένο γραφείο του.

Page 16: H Συνταγή Του Έρωτα

Εκείνη κάθισε και άρχισε να παίζει αμήχανα με τα ξυσμένα μολύβια στη μολυβοθήκη.«Λοιπόν, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω σήμερα;» επανέλαβε και την είδε να ξαφνιάζεται.Έριξε κάτω τα μολύβια, μετά έσπευσε να τα μαζέψει, ρίχνοντας περισσότερα στο πάτωμα.

Μόλις εκείνη έσκυψε να τα μαζέψει, ο Ίθαν βρέθηκε να κοιτάζει την υπέροχη θέα του τέλειουπισινού της και της χαίτης των μαλλιών της που κάλυπταν την πλάτη της.

Απέστρεψε το βλέμμα του, νιώθοντας άβολα με τα συναισθήματα που ξύπνησαν ξαφνικά βαθιάμέσα του. Η Τουίνκ στάθηκε όρθια με ένα απολογητικό χαμόγελο και του παρέδωσε τα μολύβια.«Θα πρέπει να νομίζεις ότι είμαι το πιο αδέξιο άτομο στον κόσμο» μουρμούρισε καθώς κάθισεκάτω.

Φαινόταν τόσο άβολα που της είπε «Κανένα πρόβλημα. Τι χρειάζεστε;»Άφησε απότομα την ανάσα που κρατούσε. «Χρειάζομαι είκοσι χιλιάδες δολάρια.»Εκείνος σήκωσε ένα ξυσμένο μολύβι, σάλιωσε τη μύτη του και άρχισε να γράφει σε ένα

δερματόδετο σημειωματάριο. «Μάλιστα, ένα δάνειο. Για αυτοκίνητο; Ανακαίνιση; Ξέρω ότι μένετεστο παλιό σπίτι των Φάρλι έξω από την πόλη. Πρέπει να χρειάζεται πολλή δουλειά.»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Τα καταπράσινα μάτια της έλαμπαν από ενθουσιασμό.Έσκυψε πάνω από το γραφείο και τον Ίθαν τον ξάφνιασε μια απαλή μυρωδιά από αγιόκλημα. «Όχι,τα χρειάζομαι για ένα εστιατόριο.»

«Θέλετε να ανοίξετε ένα εστιατόριο;»«Ναι, έχω ήδη νοικιάσει το χώρο και άρχισα την ανακαίνιση. Χρειάζομαι απλώς άλλες είκοσι

χιλιάδες για την επίπλωση, τα επιτραπέζια σκεύη και τα εγκαίνια. Πρέπει να ανοίξω σε ένα μήνα.Τότε είναι πληρωτέο το ενοίκιο.»

Ο Ίθαν ένωσε τα δάχτυλά του και ακούμπησε τους αγκώνες του πάνω στο γυαλισμένο τουγραφείο.

«Μήπως νοικιάζεις το χώρο όπου βρισκόταν το Ιταλικό Πανδοχείο;»«Ναι, πάνω στον αυτοκινητόδρομο. Σκέφτηκα ότι θα μαζεύει την κίνηση από την πόλη και

επίσης διαπολιτειακούς ταξιδιώτες.»«Ξέρετε, υπήρξαν άλλα δύο εστιατόρια εκεί τα οποία απέτυχαν, εκτός από το Ιταλικό Πανδοχείο.

Το ένα ήταν μεξικάνικο και το άλλο ήταν...»«Μπάρμπεκιου. Το γνωρίζω. Αυτό οφείλεται στον υπερβολικό ανταγωνισμό. Υπάρχει ήδη ένα

μεξικάνικο μέσα στην πόλη και όλοι ξέρουν ότι το καλύτερο μπάρμπεκιου είναι παρακάτω, στοΓουάτσον.»

Έγειρε πίσω στην καρέκλα του και περιεργάστηκε την ενθουσιώδη, έξυπνη γυναίκα που είχεμπροστά του. «Λοιπόν, ποια είναι η δική σας συνταγή της επιτυχίας;» Χαμογέλασε με τολογοπαίγνιό του.

«Εν μέρει η τοποθεσία. Αλλά κυρίως η σπουδαία κλασική κουζίνα.»«Κλασική κουζίνα. Εννοείτε δηλαδή γαλλική και νέα γαλλική κ.λπ.;»Εκείνη χαμογέλασε και ο Ίθαν παρατήρησε τον τρόπο με τον οποίο ανασηκώνονταν οι άκρες

των ματιών της. «Ναι, ακριβώς αυτό.»«Μπορείτε να το κάνετε αυτό;»Προτού μπορέσει να απαντήσει, η κ. Χάμπι, μια γυναίκα μέσης ηλικίας με πρακτικά παπούτσια

Page 17: H Συνταγή Του Έρωτα

και ένα μολύβι στερεωμένο πίσω από το αφτί της, τοποθέτησε μια στοίβα χαρτιά στα εισερχόμενατου Ίθαν.

«Ναι, εκπαιδεύτηκα στο ΑΙΜ» είπε η Τουίνκ, ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα της καισταυρώνοντας τα μακριά, λεπτά της πόδια. Το τζιν τόνιζε κάθε καμπύλη της. Και είχε πολλές,σκέφτηκε ο Ίθαν νιώθοντας άβολα. Πέρασε ένα δάχτυλο γύρω από το κολάρο του που ξαφνικάάρχισε να το νιώθει σφιχτό.

Η κυρία Χάμπι έριξε μια ματιά στην Τουίνκ και χαμογέλασε νευρικά. Μάζεψε τη στοίβα από ταεξερχόμενα και προχώρησε βιαστικά μέχρι το δικό της γραφείο, που βρισκόταν ακριβώς έξω απότους γυάλινους τοίχους του Ίθαν. Σήκωσε το τηλέφωνο, πληκτρολόγησε στα γρήγορα κάποιανούμερα και μετά μίλησε ψιθυριστά στο άτομο που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής.

Η κυρία Χάμπι ήταν γνωστή ως απαράμιλλη κουτσομπόλα. Σύντομα θα μάθαινε όλη η πόλη ότιη Τουίνκ Χάρισον πήγε στο γραφείο του Ίθαν επειδή ήθελε να ανοίξει ένα εστιατόριο. Αηδιασμένοςμε τα κουτσομπολιά μιας μικρής πόλης, έστρεψε την προσοχή του στην ενδιαφέρουσα γυναίκα πουείχε μπροστά του. «Στο ΑΙΜ;»

«Αμερικανικό Ινστιτούτο Μαγειρικής στη Νέα Υόρκη.» Ο Ίθαν δεν μπορούσε να το πιστέψει.«Και θέλετε να ανοίξετε εστιατόριο στο Χάουαρντ; Αποφοιτήσατε τελευταία στην τάξη σας; Σαςέστειλαν εδώ ως ένα είδος τιμωρίας;»

Η Τουίνκ γέλασε. Ο απαλός, τραγουδιστός ήχος ταίριαζε απόλυτα με το νεραϊδένιο πρόσωπότης.

«Η αλήθεια, κύριε Μακλάουντ, είναι ότι μου πρόσφεραν διάφορες θέσεις σε εστιατόρια σεμεγάλες πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Όμως ονειρευόμουν όλη μου τη ζωή να επιστρέψω στοΧάουαρντ και να εγκατασταθώ εδώ, όπου έχω τις πιο ευτυχισμένες μου αναμνήσεις. Εδώ περνούσατα καλοκαίρια μου όταν ήμουν μικρή. Οι παππούδες μου ήταν οι Φάρλι.»

Περιέγραφε το Χάουαρντ σαν να ήταν ο παράδεισος και όχι το καθαρτήριο, όπως το θεωρούσε οΊθαν. Αλλά ήταν δύσκολο να μην παρασυρθεί κανείς έστω και λίγο από τον προφανή ενθουσιασμότης. Τον μάγεψε ο τρόπος με τον οποίο έλαμπαν τα μάτια της όταν μιλούσε για τα καλοκαίρια πουπέρασε εκεί.

«Ξέρετε, δεν υπάρχει λόγος να μην εκτιμήσουν την καλή κουζίνα και οι κάτοικοι της περιοχής»ήταν το επιχείρημά της.

Φαινόταν τόσο ειλικρινής με τα μεγάλα της μάτια και ένα στόμα για φίλημα.Όπα! Από πού προέκυψε αυτό; Δεν πρόκειται να μείνεις για πολύ ακόμα σε αυτή την πόλη, αγόρι

μου. Συμπεριφέρσου ανάλογα.Καθάρισε το λαιμό του, σαν να πίστευε ότι έτσι θα καθάριζε και το κεφάλι του. «Δεσποινίς

Χάρισον» είπε «αυτοί οι άνθρωποι προτιμούν το τηγανητό κοτόπουλο και όχι το φλαμπέ, ανκαταλαβαίνετε τι εννοώ. Ελπίζω να μην προσπαθείτε άσκοπα με λάθος κουζίνα. Αυτό θα ήταν κακόγια εσάς και για την τράπεζα – δηλαδή αν σας δώσουμε το δάνειο.»

Η Τουίνκ συνοφρυώθηκε και ρώτησε «Γιατί να μη μου δώσετε το δάνειο; Δεν έχω προβλήματαπίστωσης.»

«Είμαι σίγουρος πως δεν έχετε, αλλά πρέπει να βεβαιωθούμε ότι πρόκειται για υγιή επένδυση.»«Τι πρέπει να κάνω για να σας πείσω;»Ο Ίθαν θα μπορούσε να σκεφτεί διάφορα, αλλά κανένα δεν είχε σχέση με την τράπεζα.

Page 18: H Συνταγή Του Έρωτα

Ανάγκασε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φοράπου έκανε τόσο αντιεπαγγελματικές σκέψεις. «Λοιπόν, θα σας δώσω να συμπληρώσετε μερικάέγγραφα και μετά θα μιλήσω με τον πρόεδρο της τράπεζας.»

Έβγαλε ένα ντοσιέ από το συρτάρι του γραφείου του και το έδωσε στην Τουίνκ. Εκείνηπαραλίγο να το ρίξει, τελικά το κράτησε και το ακούμπησε στα πόδια της. «Παρακαλώσυμπληρώστε αυτό. Θα θέλατε καφέ ή ίσως ένα αναψυκτικό; Φαίνεται ότι κάνει περισσότερη ζέστηεδώ μέσα απ’ ό,τι συνήθως.»

Τίναξε τα μαλλιά της πίσω από τον ένα ώμο και άρχισε να κάνει αέρα στο λαιμό της. «Αυτό θαήταν υπέροχο. Κάνει λίγη ζέστη.»

Ο Ίθαν έλεγξε το θερμοστάτη καθώς πέρασε από μπροστά του. Η θερμοκρασία φαινότανφυσιολογική. Μάλιστα, το κλιματιστικό λειτουργούσε στο φουλ. Γιατί, λοιπόν, ζεσταινόταν τόσο;

Μόλις πέρασε μπροστά από την κυρία Χάμπι, εκείνη εξακολουθούσε να ψιθυρίζει ζωηρά στοτηλέφωνο. Της έριξε ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα, ελπίζοντας ότι θα έδειχνε πάλι επαγγελματικήσυμπεριφορά. Έδειξε να αισθάνεται λίγο ένοχη, αλλά απλώς κάλυψε το ακουστικό με το χέρι καιγύρισε από την άλλη.

Αφού επέστρεψε στο γραφείο του με τα αναψυκτικά, έδωσε το ένα στην Τουίνκ και πήρε πίσωτα έγγραφα. «Χρειάζομαι λίγα λεπτά. Συνήθως μπορούμε να το διεκπεραιώσουμε ενώ περιμένετε.Εκτός εάν προτιμάτε να έρθετε πάλι αύριο.» Την παρατηρούσε με αγωνία. Για κάποιο γελοίο λόγοδεν ήθελε να φύγει ακόμα.

«Όχι, ευχαριστώ, θα περιμένω.» Κάθισε καλύτερα στην καρέκλα και τύλιξε τα χέρια της γύρωαπό το παγωμένο κουτάκι του αναψυκτικού. Τα νύχια της ήταν καθαρά και κοντά – εργαζόμεναχέρια, σκέφτηκε εκείνος με θαυμασμό.

Υπέβαλε την πιστωτική αναφορά μέσω υπολογιστή και τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά. Ήξερεότι ο κύριος Όστερμπριτζ, ο πρόεδρος της τράπεζας, δεν θα συμφωνούσε ποτέ να δανείσουνχρήματα στην Τουίνκ. Αν και τον είχε επηρεάσει στο παρελθόν, δεν πίστευε ότι υπήρχε κάποιαπιθανότητα αυτή τη φορά. Και πάλι όμως, άξιζε να προσπαθήσει να μεταπείσει εκείνον τον ανιαρόγεράκο.

«Αν μου επιτρέπετε μια στιγμή, δεσποινίς Χάρισον, πρέπει να μιλήσω με τον πρόεδρό μας.»Ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία αντικατέστησε την προσδοκία στο πρόσωπό της.Έπειτα από πέντε λεπτά πήρε την απάντηση που περίμενε. Ο κύριος Όστερμπριτζ ήταν πολύ

αυστηρός με τους κανόνες, πράγμα που ο Ίθαν συνήθως θαύμαζε, αλλά αυτή τη φορά, για κάποιονπαράξενο λόγο, έλπιζε ο πρόεδρος να ήταν πιο ευέλικτος.

Κοίταξε προς την απέναντι πλευρά της αίθουσας, εκεί όπου καθόταν η γυναίκα στο γραφείο του,περιμένοντας με προσδοκία και παίζοντας με μια τούφα μαλλιά ανάμεσα στα δάχτυλά της. Αυτό τοκομμάτι της δουλειάς του δεν ήταν ποτέ εύκολο.

«Δεσποινίς Χάρισον» είπε σιγανά, καθώς έκανε το γύρο του γραφείου και κάθισε κάτω.Εκείνη έσκυψε προς τα εμπρός, ανυπομονώντας να μάθει τα νέα. Τα στήθη της πίεζαν το λεπτό

ύφασμα της μπλούζας της που έγραφε πάνω Ντάινα.Έγλειψε με τη γλώσσα του τα στεγνά του χείλη. «Φοβάμαι πως η τράπεζα δεν μπορεί να σας

χορηγήσει χρήματα αυτή τη φορά. Φάνηκε ότι το πήρε βαριά. «Οχ, όχι, γιατί; Νόμιζα ότι η πίστωσήμου είναι καλή.»

Page 19: H Συνταγή Του Έρωτα

«Η πίστωσή σας είναι μια χαρά. Απλώς δεν είναι αρκετή.»«Τι εννοείτε;»«Λοιπόν, ουσιαστικά δεν έχετε πιστωτικό ιστορικό. Έχετε πιστωτικές κάρτες;»«Ναι, αλλά δεν αγοράζω με πίστωση. Ο πατέρας μου μου έμαθε να χρησιμοποιώ πάντα

μετρητά.»«Και έχετε αυτοκίνητο;»«Ναι, αλλά το αγόρασα με μετρητά.»«Πληρώσατε το αυτοκίνητό σας με μετρητά;»«Ε, βασικά, ο πατέρας μου το πλήρωσε.»«Λοιπόν, αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν έχουμε τρόπο να υπολογίσουμε τι είδους ρίσκο θα

αποτελούσατε.»«Δεν θα αποτελούσα καθόλου ρίσκο! Αυτό δεν είναι προφανές;»«Λοιπόν, βλέπω ότι δεν έχετε καθόλου χρέη. Αλλά τα χρήματα που κερδίζετε επί του παρόντος

σε συνδυασμό με τα περιορισμένα σας περιουσιακά στοιχεία και το πιστωτικό σας ιστορικόκαθιστούν αδύνατη τη χορήγηση δανείου προς εσάς.»

Το αίμα άρχισε να συγκεντρώνεται στα μάγουλά της μέχρι που έγιναν κατακόκκινα. «Αυτό,λοιπόν, που μου λέτε είναι ότι, προκειμένου να δανειστώ χρήματα, πρέπει να δανειστώ χρήματα.»

«Ε, ναι, υποθέτω ότι είναι κάπως έτσι.» Είχε απορρίψει τη χορήγηση δανείων και σε άλλα άτομακαι ποτέ δεν γινόταν ευκολότερο. «Λυπάμαι, ειλικρινά. Υπάρχει κάποιος που θα συνυπέγραφε μαζίσας; Ο πατέρας σας ίσως;»

Σηκώθηκε απότομα όρθια και σκούπισε τις παλάμες της στο τζιν της, εκπνέοντας αργά σαν ναπροσπαθούσε να ελέγξει τον εαυτό της. «Φοβάμαι πως όχι.» Του έτεινε το χέρι της. «Σας ευχαριστώγια το χρόνο σας.»

Όταν το έσφιξε, ένιωσε τον ίδιο ηλεκτρισμό να τους διαπερνάει. Οι ματιές τους ενώθηκαν γιαπολλή ώρα. Εκείνη άφησε το χέρι του με την ίδια έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπο που είχε καιπροηγουμένως.

Έκανε να φύγει, αλλά γύρισε πάλι να τον κοιτάξει, ανασηκώνοντας το πιγούνι τηςπεριφρονητικά. «Είστε βέβαιος ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν βασίζεται στο γεγονός ότι χτες σαςλέρωσα το κοστούμι με αβγά;»

Παραλίγο να γελάσει. «Αυτό είναι γελοίο. Το άπλυτά μου δεν έχουν καμία σχέση με αυτό.»«Και ποια είναι η προσωπική σας άποψη;»Κόρωσε με τον υπαινιγμό ότι δεν έδειξε αντικειμενικότητα σε μια επαγγελματική συναλλαγή.

«Η προσωπική άποψη ποτέ δεν υπεισέρχεται στην τραπεζική πολιτική, δεσποινίς Χάρισον.»«Μα προφανώς πιστεύετε ότι το εστιατόριό μου θα αποτύχει. Αυτή δεν είναι προσωπική άποψη,

κύριε Μακλάουντ;»«Το ζήτημα είναι οι αριθμοί και όχι το αν πιστεύω ότι είναι ανοησία να ταΐζετε με κοτόπουλο

κόρντον μπλου τους κατοίκους του Χάουαρντ. Αποτελείτε κακό ρίσκο, δεσποινίς Χάρισον, αυτόείναι όλο. Οι αριθμοί δεν λένε ψέματα.»

Τα μάγουλά της έγιναν ακόμη πιο κόκκινα. Μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικο και βγήκεφουριόζα από το γραφείο του, διασχίζοντας την αίθουσα αναμονής, έξω στο πεζοδρόμιο, με τα

Page 20: H Συνταγή Του Έρωτα

ξανθά της μαλλιά να αναπηδούν ζωηρά.Ο Ίθαν την παρακολουθούσε καθώς έφευγε και για πρώτη φορά μίσησε τη δουλειά του. «Να

πάρει, κάνει πολλή ζέστη» μουρμούρισε θυμωμένα και ξεκούμπωσε το γιλέκο του.

* * *

«Τουίνκ, έχεις τηλεφώνημα» φώναξε η Ντάινα από το ταμείο, καθώς εκείνη έψηνε στη σχάραμπιφτέκια για τη σπεσιαλιτέ το βράδυ της Παρασκευής. «Νομίζω ότι είναι από την Ουάσιγκτον.»

«Συγνώμη, σου υπόσχομαι να αγοράσω σύντομα ένα κινητό.» Η Τουίνκ ανασήκωσε τουςώμους, αμήχανη που ήταν μάλλον το μοναδικό άτομο κάτω των 30 παγκοσμίως που δεν είχε κινητό.Απλώς δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα για το εστιατόριο και τέτοιες πολυτέλειες. Επιπλέον, έτσιπεριορίζονταν και οι κλήσεις από το σπίτι. Άφησε ένα δίσκο με άδεια πιάτα μέσα στο νεροχύτηπροτού αρπάξει το ακουστικό από τον πάγκο.

Ο Χάρβι Γουάιτμπρεντ, ο αρχηγός της αστυνομίας του Χάουαρντ, για σχεδόν είκοσι χρόνιακαθόταν στη συνηθισμένη του θέση στον πάγκο δίπλα από την μπροστινή πόρτα, σκύβοντας λίγομπροστά, σίγουρα για να ακούσει καλύτερα τη συζήτηση. Ήταν ένα επιτηδευμένο ανθρωπάκι, μετην καλοσιδερωμένη του στολή και τη βαριά ζώνη που ήταν γεμάτη με επισημοφανή παραφερνάλια.Η εγκληματικότητα ήταν ελάχιστη στο Χάουαρντ, αλλά η Τουίνκ κατάλαβε ότι αυτό δεν οφειλότανκαι τόσο στον αρχηγό Γουάιτμπρεντ. Του χαμογέλασε και μετά γύρισε την πλάτη για να έχει τηνησυχία της. «Εμπρός.»

Η φωνή της Φραν ακούστηκε από την άλλη άκρη. «Μαίρη Λουίζ, γλυκιά μου;»«Γεια σου, μητέρα.»«Σε παίρνω σχετικά με το φοντί.» Ακουγόταν λαχανιασμένη και κάπως ταλαιπωρημένη.«Εντάξει, πες μου.» Με την άκρη του ματιού της είδε το Χάρβι να αλλάζει θέση για να ακούσει

καλύτερα, σκύβοντας περισσότερο έξω από τον πάγκο. Γερο-περίεργε.«Λοιπόν, ο υφυπουργός Εξωτερικών έρχεται για δείπνο απόψε και κάνω εξάσκηση. Πες μου πώς

γίνεται. Χρησιμοποιώ γαρίδες. Και έχω όλο αυτό το καυτό λάδι.»«Εντάξει, τρυπάς μερικές. Μετά τις βάζεις στο καυτό λάδι για λίγα λεπτά. Δεν παίρνει πολλή

ώρα.»Ο Χάρβι έσκυψε λίγο ακόμα.«Εντάξει, το έκανα αυτό. Πιτσιλάνε πολύ. Θα μπορούσα να καώ;»«Μην ανησυχείς. Δεν είναι επικίνδυνο αν είσαι προσεκτική. Αλλά χρειάζεσαι αρκετά μεγάλη

κατσαρόλα.»Ο Χάρβι έπεσε από τον πάγκο στο πάτωμα. Η Ντάινα έσπευσε να τον βοηθήσει να σηκωθεί. «Τι

στο καλό κάνεις, Χάρβι; Είσαι εντάξει;»Το πρόσωπο του αρχηγού της αστυνομίας ήταν κάτασπρο, σαν να είχε δει φάντασμα. «Καλά

είμαι, Ντάινα. Πρέπει να πηγαίνω. Βάλ’ τα στο λογαριασμό μου.» Βγήκε έξω τόσο βιαστικά πουσχεδόν παραπάτησε στο μοναδικό σκαλοπάτι που οδηγούσε στο πεζοδρόμιο.

Η Τουίνκ ξέσπασε σε γέλια αμέσως μόλις έκλεισε πίσω του η πόρτα. Η Ντάινα την ακολούθησεσκουπίζοντας τα μάτια της με την άκρη της ποδιάς της.

«Τι συμβαίνει εκεί πέρα; Τουίνκ, είσαι καλά;» Η φωνή της μητέρας της την επανέφερε στην

Page 21: H Συνταγή Του Έρωτα

πραγματικότητα.«Ναι, είμαι καλά. Υπάρχει κάτι άλλο που θέλεις να μάθεις για το φοντί;»«Όχι, χρυσή μου, αυτό ήταν όλο. Ήθελα απλώς να βεβαιωθώ ότι το έκανα σωστά. Πώς πάνε τα

πράγματα εκεί κάτω;»«Καλά. Χτες μου είπαν τη μοίρα μου.»«Θεέ μου, μην το πεις στον πατέρα σου. Θυμάσαι τι έγινε όταν έφερα σπίτι εκείνο το βιβλίο

αστρολογίας.»Το χέρι της Τουίνκ έσφιξε το ακουστικό. «Ε, λοιπόν, ο μπαμπάς δεν είναι εδώ.» Ανάγκασε τον

εαυτό της να χαλαρώσει τη λαβή της στο ακουστικό και προσπάθησε να ακουστεί σαν ναχαμογελούσε· άλλωστε, ο στρατηγός βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. «Τέλος πάντων,είχε πλάκα, και η Μαντάμ Γουάντα μού είπε ότι πρόκειται να ερωτευτώ έναν ψηλό, μελαχρινό,όμορφο άνδρα.»

«Λοιπόν, αυτό θα ήταν υπέροχο, αλλά είπες στη Μαντάμ Πάντα ότι το μόνο που σε ενδιαφέρειτώρα είναι να καταφέρεις να ανοίξεις το εστιατόριό σου; Ο κύριος Ψηλός, Μελαχρινός και Όμορφοςθα μπορούσε να εμφανιστεί μπροστά σου κι εσύ θα τον προσπερνούσες στην προσπάθειά σου ναδοκιμάσεις καμιά καινούρια συνταγή.»

Της ήρθε ξαφνικά στο μυαλό μια εικόνα του Ίθαν Μακλάουντ με ένα κοστούμι με γιλέκο και μεένα όμορφο ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Έδιωξε την εικόνα ενοχλημένη. «Το σωστό είναιΜαντάμ Γουάντα, και το ξέρεις, μητέρα.»

«Λοιπόν, πρέπει να επιστρέψω στις γαρίδες μου» είπε η Φραν, αγνοώντας πρόσχαρα την Τουίνκ,ως συνήθως. «Ευχήσου μου καλή τύχη γι’ απόψε. Δεν θα ήθελα με τίποτα να δηλητηριάσω τονυφυπουργό Εξωτερικών. Ο πατέρας σου θα πάθαινε υστερία.»

«Λοιπόν, καλή τύχη.»«Καλή τύχη και για το εστιατόριό σου, γλυκιά μου.»Πολύ αργά γι’ αυτό. Δεν είχε νόημα να πει στους γονείς της ότι το δάνειο δεν υλοποιήθηκε

ακόμη. Απλώς δεν είχε τη δύναμη να πολεμήσει την επέμβαση του πατέρα της αυτή τη στιγμή. Ίσωςσε μερικές μέρες, όταν οι πληγές που της προξένησε ο Ίθαν δεν θα ήταν τόσο πρόσφατες.

* * *

Ο ήλιος έκαιγε ακόμη ψηλά στον ουρανό όταν ο Ίθαν πάρκαρε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι τήςμητέρας του εκείνο το βράδυ της Παρασκευής.

Δεν της είπε ακόμη για τη δουλειά. Ότι θα έφευγε σε λίγες εβδομάδες. Φυσικά, το είχανσυζητήσει ως πιθανό ενδεχόμενο. Της είχε ζητήσει ακόμη και να πάει μαζί του αν συνέβαινε. Αλλάτώρα ήταν οριστικό.

Θα άφηνε το Χάουαρντ και όλα τα μέρη και τους ανθρώπους που ήταν μέρος της ζωής του γιατριάντα δύο χρόνια. Τίποτα δεν θα τον κρατούσε πλέον εδώ. Ούτε η δουλειά στην τράπεζα, ούτε οιτρέλες της μητέρας του, ούτε τα παιδιά της ομάδας μπέιζμπολ, ούτε οι τρελές γυναίκες που λέρωνανμε πρωινό το κοστούμι του.

Έσβησε τη μηχανή κοιτάζοντας για λίγο το σπίτι όπου πέρασε την παιδική του ηλικία. Από τότεπου πέθανε ο πατέρας του το σπίτι φαινόταν να το στοιχειώνει το φάντασμα του Φρανκ Μακλάουντ.

Page 22: H Συνταγή Του Έρωτα

Ο Ίθαν είχε την παράξενη αίσθηση ότι ο πατέρας του παρακολουθούσε την κάθε του κίνηση, σεαντίθεση με ό,τι συνέβαινε όταν ζούσε.

Ο Ίθαν αναστέναξε με παραίτηση. Καλύτερα να τελειώνει με αυτό, σκέφτηκε μελαγχολικά, καιανέβηκε με βαριά βήματα τα σκαλοπάτια. Έτρεμε στη σκέψη ότι θα έμπαινε μέσα και θα έλεγε στημητέρα του πως η προσφορά εργασίας ήταν οριστική, αλλά τουλάχιστον είχε την πιο πρόσφατηεπιχείρησή της να την κρατά απασχολημένη. Στο κάτω κάτω, μπορεί να μην έπαιρνε και τόσοάσχημα τα νέα.

Η Μάρτζι Μακλάουντ στεκόταν στον πάγκο φορώντας μια μπλούζα που άφηνε ακάλυπτο τονένα ώμο και μια φανταχτερή φούστα, μια στολή που ήξερε ότι ταίριαζε με την τελευταία τηςπροσπάθεια. Τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα από χαρά.

«Ίθαν, γλυκέ μου, έλα μέσα.»«Γεια σου, μαμά. Ή μήπως θα πρέπει να σε αποκαλώ Μαντάμ Γουάντα;»Εκείνη γέλασε χαρούμενα και στριφογύρισε. «Πώς σου φαίνομαι;»«Νομίζω ότι μοιάζεις σαν να είσαι ντυμένη καρναβάλι» είπε πειραχτικά. «Πώς ήταν η πρώτη σου

εβδομάδα; Είπες σε κανέναν τη μοίρα του;»«Σε δεκάδες. Όλοι ήρθαν.» Έγειρε μπροστά σαν να πήγαινε να του πει ένα μυστικό. Έσκυψε κι

εκείνος για να την ακούσει. «Νομίζω ότι κυρίως ήταν περίεργοι να δουν τι σκάρωνα. Οιπερισσότεροι νομίζουν ότι είμαι τρελή, ξέρεις.»

«Λοιπόν, αυτό μπορεί να οφείλεται σε εκείνη την τρέλα με την ελεύθερη πτώση από αεροπλάνο.Ήταν κάπως υπερβολικό, μαμά.»

«Το ξέρω. Παρασύρθηκα. Μου άρεσε το κικ-μπόξιγκ ωστόσο.»«Ναι, μέχρι που έστειλες τον προπονητή σου στο νοσοκομείο. Τέτοιου είδους ζημιές θα πρέπει

να τις φυλάς για τους κακούς.»Σούφρωσε τα χείλη και χαμήλωσε το βλέμμα σεμνά, αλλά ο Ίθαν ήξερε ότι επρόκειτο για

ψεύτικο στραβομουτσούνιασμα. «Ήταν ατύχημα.»Την έσφιξε πάνω του και το κεφάλι της ίσα που έφθανε στον ώμο του, παρά τον όγκο των

μαλλιών της. Την ένιωθε μικρή και εύθραυστη, ενώ του ήρθε ξαφνικά η παρόρμηση να τηνπροστατέψει σαν να ήταν παιδί.

Ήξερε ότι όλη αυτή η παράλογη συμπεριφορά προερχόταν από τη θλίψη της για την απώλειατου πατέρα του. Αντί να ψωνίζει και να παίζει μπριτζ όπως οι φίλες της, πετούσε από τη μιαπεριπέτεια στην άλλη. Και τώρα αυτό… μέντιουμ! Ήταν τόσο αναξιοπρεπές και εξωφρενικό. Αλλάακίνδυνο μάλλον. Τουλάχιστον ήταν πιο ασφαλές από το μπάντζι-τζάμπιγκ.

Τον πλήγωνε που έβλεπε τη μητέρα του να αντιδρά έτσι στο θάνατο του πατέρα του. Είχεαγαπήσει τόσο πολύ το Φρανκ που του είχε αφιερώσει τη ζωή της, θυσιάζοντας τα πάντα γι’ αυτόν.

Ο Ίθαν ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι για τη Λόρα. Η σχέση τους, που κράτησε ένα χρόνο, ήτανπερισσότερο φιλική παρά παθιασμένη. Ήταν σταθερή και ασφαλής, προσγειωμένη και μεπρογραμματισμένο το μέλλον της. Αλλά τα απλά φιλιά που της έδινε για να την καληνυχτίσει δεντον γέμιζαν ιδιαίτερα και το μέτριο σεξ που έκαναν συνήθως τον άφηνε ανικανοποίητο.

Ωστόσο, προτίμησε τη συμβατότητα από το πάθος. Κατά την άποψή του, ο έρωτας είναιυπερτιμημένος. Ο έρωτας ήταν ταραχώδης. Ο έρωτας ήταν χαοτικός. Ο έρωτας πλήγωνε.

Page 23: H Συνταγή Του Έρωτα

Η σχέση του με τη Λόρα ήταν μια ταύτιση αντιλήψεων. Η Λόρα ήταν έξυπνη, εκλεπτυσμένη καιδιατεθειμένη να εγκαταλείψει το Χάουαρντ. Όλα τα κριτήρια που ο ίδιος απαιτούσε. Θα γινότανκαλή σύζυγος και σύντροφος, αν και όχι συναρπαστική.

Αν ήθελε έξαψη, θα αναζητούσε κάποια πιο απρόβλεπτη και γεμάτη εκπλήξεις. Κάποια σαν τηνΤουίνκ Χάρισον, για παράδειγμα. Ευχαριστώ, δεν θα πάρω, μουρμούρισε ο Ίθαν στον εαυτό του,κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του, αναλογιζόμενος τις ατυχείς συναντήσεις μαζί της τις τελευταίεςσαράντα οκτώ ώρες. Ήταν όλη φωτιά, με την οποία δεν ήθελε να παίξει.

Η Μάρτζι έβαλε τσάι σε ένα όμορφο πορσελάνινο φλιτζάνι και στριφογύρισε τα φύλλα πουβρίσκονταν στον πάτο. «Κάθισε, Ίθαν. Ας δούμε τι λένε τα φύλλα του τσαγιού για το μέλλον σου.»

«Κοίτα, μαμά. Καλό είναι που έχεις το μαγαζί και όλα αυτά. Χαίρομαι που έχεις κάτι να κάνεις,αλλά εγώ δεν πιστεύω σε τέτοια πράγματα.»

«Σώπασε, γλυκέ μου, και κάθισε κάτω.» Χτύπησε ελαφρά με το χέρι πάνω στο φθαρμένο δρύινοτραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα της.

«Όχι, μαμά, δεν ενδιαφέρομαι.» Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες.«Εντάξει.» Τοποθέτησε ένα πιατάκι πάνω στο φλιτζάνι και το αναποδογύρισε. «Σου είπα για τα

μαθήματα με θαλάσσιο αλεξίπτωτο που γίνονται στη λίμνη Λέιβον;»Ακούστηκε σαν να το ανέφερε τυχαία, αλλά ο Ίθαν κατάλαβε ότι επρόκειτο για απειλή. «Εντάξει,

μαμά, κέρδισες αυτή τη φορά. Πες μου τη μοίρα μου.» Κάθισε στο τραπεζάκι.Ρίχνοντάς του ένα αθώο χαμόγελο, αφαίρεσε το πιατάκι και αναποδογύρισε πάλι το φλιτζάνι,

μελετώντας τα τυχαία σχέδια που σχημάτιζαν τα βρεγμένα φύλλα στον πάτο και στα πλάγια.«Βλέπω μεγάλες αλλαγές στο μέλλον σου και μια ενδιαφέρουσα γυναίκα.» Σήκωσε το βλέμμα

της. Τόσο πολλές δυνατότητες, Ίθαν, αν είσαι ανοιχτός σε αυτές.»Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. Καλύτερα να της το έλεγε τώρα. «Λοιπόν, πράγματι, μεγάλες

αλλαγές έρχονται σύντομα. Τηλεφώνησε ο κύριος Μπαλέστρα σήμερα. Είπε ότι θέλει να ξεκινήσωσε ένα μήνα.»

Παρατηρούσε το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο για την αναμενόμενη απογοήτευση, αγωνία καιθλίψη που θα ένιωθε μια μητέρα της οποίας ο γιος θα μετακόμιζε τόσο μακριά από το σπίτι.Αντίθετα, η Μάρτζι φαινόταν σχεδόν αφηρημένη, καθώς κοιτούσε σκεπτικά μέσα στο ανόητοφλιτζάνι.

«Μαμά, με άκουσες; Φεύγω σε ένα μήνα.»«Ναι, χρυσέ μου, σε ένα μήνα. Δεν είναι πολύς καιρός, έτσι δεν είναι;»Ανακουφισμένος που κατανόησε τουλάχιστον τα νέα του, ο Ίθαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι

του. «Όχι, δεν είναι.»Η Μάρτζι σηκώθηκε από το τραπέζι και άρχισε να βηματίζει γύρω από το δωμάτιο, χτυπώντας

ελαφρά τα χείλη της με ένα κόκκινο βαμμένο νύχι. Γύρισε πάλι στο τραπέζι και ακούμπησε το χέριτου γιου της με μια έκφραση στα μάτια της που δύσκολα έκρυβε τον ενθουσιασμό της.

Κάλυψε το χέρι της με το δικό του, σφίγγοντάς το με την παλάμη του. «Ξέρεις, μαμά, λυπάμαιπου έφυγε η Λόρα. Ήθελα να ερχόσουν στο γάμο μου προτού φύγω για το Σικάγο και ναανυπομονούσες να αποκτήσεις εγγόνια. Δεν θα γίνει τίποτε απ’ όλα αυτά τώρα.»

Με το φόβο χαραγμένο στο μέτωπό της, η Μάρτζι ρώτησε: «Δεν πιστεύεις ότι θα επιστρέψει,

Page 24: H Συνταγή Του Έρωτα

έτσι δεν είναι;»«Όχι, μαμά, έφυγε. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω για τη φέρω πίσω. Δεν θα ήθελα

καν να προσπαθήσω.» Γέλασε περιφρονητικά. «Πώς θα μπορούσα να συναγωνιστώ τον Μπι Τζέικαι τα τατουάζ του;»

Η Μάρτζι σήκωσε το φλιτζάνι και κοίταξε μέσα. Ένα παράξενο χαμόγελο σχηματίστηκε στοπρόσωπό της, ενώ μουρμούρισε: «Ίσως τα πράγματα να εξελιχθούν με τον καλύτερο τρόπο, χρυσέμου.»

Αφού σηκώθηκε όρθιος, ο Ίθαν πέρασε το ένα του χέρι γύρω της. «Υποθέτω.» Ένιωσε ένααίσθημα ενοχής. Σήκωσε το πιγούνι της με το δάχτυλό του. «Μαμά, έλα μαζί μου. Δεν υπάρχειλόγος να μείνεις εδώ.»

Εκείνη τραβήχτηκε απότομα και έβαλε τα χέρια της στη μέση της. «Αυτό μου το λεςτουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, Ίθαν, αλλά ξέρεις ότι δεν πρόκειται να φύγω. Το Χάουαρντείναι το σπίτι μου. Οι φίλοι μου βρίσκονται εδώ.» Έδειξε με το χέρι της την κουζίνα και τιςαπόκοσμες αναμνήσεις της. «Το σπίτι μου βρίσκεται εδώ. Η ζωή μου βρίσκεται εδώ. Και τώρα τοίδιο και η επιχείρησή μου.»

Ο Ίθαν σήκωσε τα χέρια του ψηλά σε ένδειξη παραίτησης. Είχαν κάνει την ίδια συζήτησηδεκάδες φορές και η απάντηση ήταν πάντα η ίδια. «Εντάξει, μαμά, κέρδισες, αλλά θα συνεχίσω νασου το ζητάω.»

«Το ξέρω, γλυκέ μου, γι’ αυτό σ’ αγαπάω.» Τον χτύπησε στον πισινό με μια πετσέτα τωνπιάτων. «Πάμε τώρα. Θέλω να επιστρέψω νωρίς. Έχω πολλά να κάνω, αλλά όχι πολύ χρόνο.»

Ο Ίθαν ένιωσε ένα κακό προαίσθημα βαθιά μέσα του. «Τι εννοείς “πολλά να κάνεις”; Ότανεπιστρέψουμε από το Γουάτσον, γιατί να μη φορέσεις τη χνουδωτή σου ρόμπα για ναπαρακολουθήσεις τον Ντέιβιντ Λέτερμαν;»

Πήρε τη μεγάλη τσάντα της από βινύλιο και τον έσπρωξε να βγει έξω. «Ό,τι πεις, χρυσέ μου.»Τη φίλησε στην κορυφή των φουντωτών μαλλιών της. «Μην ανησυχείς, μαμά. Όλα θα πάνε

καλά.»Καθώς τη συνόδευε μέχρι το αυτοκίνητο, ενώ ακόμη φορούσε τη στολή της Μαντάμ Γουάντα,

την άκουσε να λέει: «Είμαι σίγουρη, γλυκέ μου. Πρέπει απλώς να στρωθώ στη δουλειά.»

Page 25: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Τρία

Η Τουίνκ δοκίμασε τα ζυμαρικά από το πιάτο που είχε μπροστά της. Η πικάντικη σος και τααρωματικά μπαχαρικά συνδυάζονταν ιδανικά. Αυτό έθετε σίγουρα υποψηφιότητα για το μενού τουεστιατορίου της.

Έκανε ένα μορφασμό.Αν αποκτήσω ποτέ εστιατόριο.Ήταν πολύ ευγενικό από μέρους της Ντάινα να την αφήνει να εργάζεται μέχρι αργά στο Καφέ

για να δημιουργεί νέες συνταγές. Η κουζίνα στο σπίτι των παππούδων της ήταν μικροσκοπική καιόχι καλά εξοπλισμένη. Ο φούρνος δεν λειτουργούσε σωστά και η ίδια δεν βρήκε ακόμα το χρόνο νασυγκεντρώσει όλα τα κουζινικά που χρειαζόταν.

Κάνα δυο φορές η Ντάινα είχε αφήσει την Τουίνκ υπεύθυνη στο Καφέ για να πάει σπίτι νωρίς.Απόψε εκείνη και ο Τζόνα πήγαν στο Γουάτσον για να δουν μια ταινία. Το Καφέ ήταν έρημο εκτόςαπό δύο άτομα που έπιναν καφέ αργά, γι’ αυτό και μπόρεσε να ασχοληθεί με τη δημιουργία αυτήςτης συνταγής για ζυμαρικά χωρίς πολλές διακοπές.

Άφησε το πιάτο στην άκρη και άρχισε να πλένει τα πιάτα. Όταν χτύπησε το κουδουνάκι τηςεισόδου, φώναξε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει: «Έρχομαι αμέσως.»

Έπειτα από λίγο βγήκε από την κουζίνα. «Πώς μπορώ να σας…» Σταμάτησε απότομα μόλις είδετον Ίθαν να κάθεται σε ένα σκαμπό πίσω από τον πάγκο.

Αντί για κοστούμι, φορούσε ένα χακί παντελόνι με τσάκιση και ένα μπλε πόλο μπλουζάκι,ανοιχτό στο λαιμό. Φαινόταν υπέροχος και έκπληκτος που είδε την Τουίνκ. «Πού είναι η Ντάινα;»

«Πήγε να δει μια ταινία μαζί με τον Τζόνα. Εγώ ασχολούμαι με μια συνταγή.» Σκέφτηκε τηναποτυχημένη αίτησή της για δάνειο και την αυξανόμενη αμηχανία της σχετικά με την τυχαία τουςσυνάντηση στο πρωινό. «Τι να σας φέρω;» ρώτησε όσο πιο ψυχρά μπορούσε. Δεν είχε καμίαδιάθεση να είναι ευγενική με αυτό τον αλαζόνα και υποκριτή άνδρα.

«Αν δεν σας κάνει κόπο» είπε απότομα «θα πάρω έναν καφέ και ένα κομμάτι ραβεντόπιτα.»Ετοίμασε την παραγγελία του σιωπηλά, την άφησε απότομα μπροστά του, σπρώχνοντας λιγάκι

τον καφέ και μετά πήγε να ξαναγεμίσει τις κούπες των άλλων δύο πελατών. Ήταν έτοιμοι ναπληρώσουν τους λογαριασμούς τους κι έτσι πήρε τα χρήματά τους στο ταμείο και τουςπαρακολούθησε καθώς έφευγαν. Μετά πήγε πίσω από τον πάγκο και άρχισε να τον τρίβει με μανία.

Η φωνή του, προκλητικά ήρεμη, την ξάφνιασε. «Γιατί έχω την αίσθηση ότι σε μένα θέλεις ναξεσπάσεις; Γιατί δεν τηγανίζεις μερικά αβγά για να μου τα πετάξεις; Ίσως μετά να νιώσειςκαλύτερα.»

Στράφηκε προς το μέρος του και έκανε τη φωνή της όσο πιο γλυκιά μπορούσε. «Μα, κύριεΜακλάουντ, γιατί να θέλω να το κάνω αυτό;»

«Λοιπόν, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ πως έχει να κάνει με το εστιατόριό σου. Και, σεπαρακαλώ, λέγε με Ίθαν.»

Page 26: H Συνταγή Του Έρωτα

Παρατήρησε το δριμύ σαρκασμό στη φωνή του και κόρωσε. «Αυτό το εστιατόριο, Ίθαν, είναι τομόνο πράγμα που ήθελα πάντα. Κι εσύ μου λες ότι δεν μπορώ να το αποκτήσω, επειδή δεν έχωαρκετό χρέος!» Γύρισε πάλι στον πάγκο και ξανάρχισε να τρίβει. «Αυτό είναι ό,τι πιο ανόητο έχωακούσει ποτέ. Με την πιστωτική αξιολόγηση που έχω, θα έπρεπε να με παρακαλάς για να δεχτώ ταηλίθια χρήματά σου.»

«Λοιπόν, αυτό θα γινόταν αν ήθελες ένα σκάφος ή ένα αυτοκίνητο ή κάτι τέτοιο. Κάτι που θαμπορούσαμε να κατασχέσουμε αν δεν εξοφλούσες.»

Η σκέψη ότι ο Ίθαν Μακλάουντ θα μπορούσε να κατασχέσει το σκάφος που δεν είχε και δεν θαήθελε ποτέ την έκανε τόσο έξαλλη που έπρεπε να καταβάλει προσπάθεια για να μην κλάψει. «Αν δενεξοφλούσα! Αν δεν εξοφλούσα! Πώς τολμάς; Ποτέ δεν άφησα κάτι απλήρωτο σε όλη μου τη ζωή!»

Μια φλέβα πετάχτηκε στη μια πλευρά του λαιμού του και σφίχτηκαν οι μύες στη γνάθο του.«Φυσικά και όχι – αφού ποτέ δεν αγόρασες κάτι με πίστωση!» φώναξε.

Αυτό ήταν. Του πέταξε το βρεγμένο πανί. Αυτό προσγειώθηκε κατευθείαν στο πρόσωπό του,μετά γλίστρησε και σωριάστηκε ακριβώς πάνω στην πίτα του.

Αμέσως κάλυψε το ανοιχτό της στόμα με τα χέρια της. Η Ντάινα θα τη σκότωνε!Κανένας από τους δύο δεν κουνήθηκε για αρκετά δευτερόλεπτα. Στη συνέχεια ο Ίθαν πήρε τη

χαρτοπετσέτα του και σκούπισε αργά το πρόσωπό του. Τα παγόβουνα φαίνονταν πιο ζεστά. ΗΤουίνκ δεν μπορούσε να μιλήσει. Ή να κουνηθεί. Για εκείνη είχε παγώσει ο χρόνος.

* * *

Από το τζουκ-μποξ στη γωνία άρχισε να ακούγεται η παραπονιάρικη φωνή της Πάτσι Κλάιν. Τρελή,είμαι τρελή που νιώθω τόσο μόνη…

Ξαφνικά, η παγερή έκφραση που είχε παγώσει τα όμορφα χαρακτηριστικά του Ίθαν έλιωσε. Τοένα άκρο των χειλιών του ανασηκώθηκε προς στιγμήν. Σηκώθηκε πάνω και άπλωσε το χέρι τουστην Τουίνκ. «Χόρεψε μαζί μου.»

Η Τουίνκ έμεινε να κοιτάζει τον Ίθαν Μακλάουντ, που την περνούσε κατά πολύ στο ύψος, μεαπλωμένο το μαυρισμένο του χέρι, το πρόσωπό του μια απαθής μάσκα.

Τρελή που νιώθω τόσο μελαγχολικά.Ήταν μόνη της στο Χάουαρντ, περιτριγυρισμένη από ξένους που της είχαν φερθεί με κάθε

καλοσύνη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ξένους. Ως παιδί στρατιωτικού, έτσι είχε περάσει όλη τη ζωή της.Μετακομίζοντας ξανά και ξανά, προτού προλάβει να κάνει δυνατές, σταθερές φιλίες, έχοντας μόνοτο δεσποτικό πατέρα της και τη συνεσταλμένη μητέρα της από τους οποίους μπορούσε ναγαντζωθεί.

Ήθελε απεγνωσμένα να φτιάξει το σπίτι της εδώ, στο Χάουαρντ του Τέξας. Να έχει ανθρώπουςπου θα αγαπάει και ανθρώπους που θα την αγαπούν. Μια κοινότητα στην οποία θα ανήκει. Έναμέρος όπου θα μεγαλώσει την οικογένειά της και θα γεράσει.

Ήθελε όμως και το εστιατόριο. Να φτιάξει κάτι, να δημιουργήσει κάτι, να μοιραστεί κάτι απότον εαυτό της. Και αυτό ήταν μέρος του ονείρου της. Και τώρα το όνειρο ήταν κάπως πιο θολό.

Εξαιτίας του άνδρα που στεκόταν μπροστά της και της ζητούσε να χορέψουν.Τι στα κομμάτια.

Page 27: H Συνταγή Του Έρωτα

Έπιασε το χέρι του, έκανε το γύρω του πάγκου και χώθηκε στην αγκαλιά του. Το ένα του χέριτην κρατούσε από τη μέση, τραβώντας την πιο κοντά, ενώ το άλλο έπιασε το δικό της και τοακούμπησε πάνω στο στέρνο του.

Ήξερα ότι θα με αγαπήσεις…Τα πόδια τους δεν κινούνταν σχεδόν καθόλου, αλλά τα κορμιά τους λικνίζονταν στο ρυθμό της

μουσικής. Η Τουίνκ αφέθηκε στη μουσική, χωρίς να την ακούει πραγματικά πάνω από το χτύπο τηςκαρδιάς της.

Ανησυχώ…Μπορούσε να νιώσει το γεροδεμένο του στέρνο να πιέζεται πάνω της, το μηρό του ανάμεσα

στους δικούς της, την ελαφριά πίεση του χεριού του που την έκανε να μιμείται ακριβώς τις κινήσειςτου. Μέσα από το λεπτό βαμβακερό μπλουζάκι της ένιωθε τη θέρμη του κορμιού του να λιώνει τησάρκα της.

Τρελή…Ήταν σαν να είχαν ξαναχορέψει μαζί εκατοντάδες φορές. Βήμα με βήμα, ανάσα με ανάσα, σε

τέλεια αρμονία. Σαν να ήταν γραφτό να χορεύουν για πάντα.…και είμαι τρελή που σ’ αγαπώ.Το τραγούδι σταμάτησε, αλλά κανείς τους δεν κουνήθηκε. Η Τουίνκ σήκωσε το βλέμμα της για

να κοιτάξει τον Ίθαν. Τα καστανά του μάτια ήταν σχεδόν μαύρα, μισόκλειστα, με μια φλόγα νασιγοκαίει μέσα τους. Όμως δεν υπήρχε θυμός εκεί πέρα. Τι ήταν εκείνο που έβλεπε… Πόθος;

Αυτό ήταν αδύνατο. Οι δοσοληψίες που είχε μαζί της ήταν καθαρά επαγγελματικές. Οι δικές τηςμαζί του ήταν σχεδόν ένα φιάσκο. Η συναισθηματική τους σχέση περιελάμβανε μόνο τις φωνές πουέβαλαν ο ένας στον άλλο.

Ωστόσο, καθώς έπαιρνε θέση το επόμενο σαρανταπεντάρι δισκάκι και η βελόνα ακουμπούσεστο αυλάκι, το κεφάλι του Ίθαν πλησίασε το δικό της, τα χείλη του άνοιξαν, η ανάσα του άγγιξε τοπρόσωπό της. Τα χέρια του την κράτησαν σφιχτά…

Ο Τζερεμάια ήταν βάτραχος. Ήταν καλός μου φίλος…Η μαγεία καταστράφηκε. Η Τουίνκ έκανε πίσω. Τα μπράτσα του Ίθαν κατέβηκαν στο πλάι του.

Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μια-δυο φορές. Εκείνη σκούπισε με το χέρι της το μέτωπό της. Ήτανιδρωμένο.

«Πω πω, κάνει ζέστη εδώ μέσα, έτσι δεν είναι;» είπε, σηκώνοντας τα μαλλιά της από το γιακάτης και κάνοντας αέρα στο λαιμό της.

«Ναι, έτσι είναι.» Ψαχούλεψε στην πίσω τσέπη του για το πορτοφόλι. «Αν μου φέρεις τολογαριασμό, θα φύγω από δω για να μπορέσεις να πας σπίτι.»

«Ε, εντάξει.» Πήγε στο ταμείο. «Δυόμισι.»Της έδωσε ένα χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων. «Κράτα τα ρέστα.»Τα βλέμματά τους ενώθηκαν για πολλή ώρα.«Ευχαριστώ» μουρμούρισε εκείνη.«Ευχαριστώ για το χορό» απάντησε εκείνος, χωρίς να χαμογελάει.Έφυγε έπειτα από ένα δευτερόλεπτο και η Τουίνκ σκέφτηκε ότι πρέπει να πήρε τον αέρα μαζί

του. Ξαφνικά το Καφέ έγινε αποπνικτικό. Τύλιξε τα μαλλιά της ψηλά σε έναν πρόχειρο κότσο και

Page 28: H Συνταγή Του Έρωτα

πέρασε ανάμεσά τους δυο μολύβια. Ύστερα από λίγο έκλεισε το Καφέ και περπάτησε μέχρι τοαυτοκίνητό της.

Ο εξωτερικός αέρας τη δρόσισε λίγο και τη βοήθησε να καθαρίσει το μυαλό της.Τι ήταν πάλι αυτό; Ένιωσε την ίδια παράξενα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα όπως τις προάλλες

στην τράπεζα. Σαν να μύριζε καταιγίδα. Έλεγξε τον ουρανό. Ασυννέφιαστος, με αστέρια πουλαμποκοπούσαν, αστερισμούς που της έκλειναν το μάτι, σαν να είχαν ένα μυστικό που δενμπορούσε να φανταστεί.

Για όλα αυτά φταίει η Μαντάμ Γουάντα. Όλα ήταν μια χαρά μέχρι που κοίταξε μέσα στηνκρυστάλλινη σφαίρα της. Τώρα έχω εμμονή με το γιο της, τον πλέον ακατάλληλο εργένη τουΧάουαρντ. Λοιπόν, αρκετά. Από τώρα και στο εξής θα ξεχάσω εκείνη την ανόητη πρόβλεψη. Ημοίρα μου είναι το εστιατόριό μου, όχι κάποιος άνδρας. Δεν με νοιάζει πόσο ψηλός, μελαχρινός καιόμορφος είναι.

Καθώς περπατούσε προς το Volvo της, παρατήρησε ένα περιπολικό του Χάουαρντ στην άλληπλευρά της πλατείας. Ο Χάρβι Γουάιτμπρεντ την παρακολουθούσε από μέσα, με το πούρο του ναλάμπει στο σκοτάδι.

* * *

«Ίθαν, γλυκέ μου, θα μπορούσες να περάσεις από το κατάστημα για λίγα λεπτά πριν από τομεσημεριανό σήμερα;» Η φωνή της Μάρτζι ακούστηκε ασυνήθιστα σιγανή και εύθραυστη στοτηλέφωνο.

«Ασφαλώς, μαμά. Είναι όλα εντάξει;» Όσο παλαβή κι αν ήταν η μητέρα του, εξακολουθούσε νατην αγαπάει και θα έκανε τα πάντα για εκείνη.

«Λοιπόν, χρειάζομαι λίγη βοήθεια. Αν μπορούσες να περάσεις κατά τις εντεκάμισι.»«Εντάξει. Θα σε δω τότε.» Έκλεισε το τηλέφωνο και ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του

γραφείου του, μπλέκοντας τα δάχτυλά του πίσω από το κεφάλι του.Η μητέρα του ήταν το μόνο πράγμα που τον κράτησε στο Χάουαρντ τόσο καιρό. Τη φρόντιζε

από τότε που πέθανε ο πατέρας του. Φαινόταν να χρειάζεται κάποιον να τη φροντίζει. Ήταν σαν ηθλίψη της να είχε πάρει τη μορφή της απερισκεψίας, οδηγώντας τη σε μια σειρά από τρελέςπεριπέτειες. Οι περισσότερες ήταν ακίνδυνες: το ατυχές περιστατικό με το κικμπόξιγκ, τα επικίνδυνααθλήματα στον ποταμό Πεντερνάλις και κάνα δυο μαθήματα γιόγκα.

Αλλά τότε προέκυψε η πτώση με αλεξίπτωτο. Δόξα τω Θεώ που του τηλεφώνησε ο Άρνολνταπό το μικρό αεροδρόμιο έξω από την πόλη. Ο Ίθαν χαμογέλασε λίγο καθώς θυμήθηκε πώς έσπευσεστον αεροδιάδρομο για να βρει τη μητέρα του, που είχε φορέσει μια φαρδιά στολή αλεξιπτωτιστών,παραπατώντας κάτω από το βάρος του σακιδίου και του τεράστιου κράνους. Την έπιασε ακριβώςπροτού σωριαστεί κάτω.

Τουλάχιστον αυτές οι προβλέψεις της μοίρας ήταν ασφαλείς. Δεν θα είχαμε σπασμένα οστάαυτή τη φορά – ούτε δικά της ούτε αλλουνού.

Και εφόσον δεν υπήρχε οικονομικό πρόβλημα, καλά θα ήταν να της κάνει τα χατίρια. Αυτό θαέκανε ο πατέρας του.

Ο Ίθαν αναστέναξε μόλις σκέφτηκε τον πατέρα του. Ψηλός και με φαρδείς ώμους, αλλά κατά

Page 29: H Συνταγή Του Έρωτα

βάθος ήπιος χαρακτήρας. Με το τεράστιο ανάστημά του δέσποζε πάνω από τη Μάρτζι, όπωςσυνέβαινε τώρα με το γιο του. Αλλά σε αντίθεση με τον Ίθαν, ο Φρανκ ήταν ικανός να τα χαρίσειόλα παρά να προγραμματίσει για το μέλλον. Ο Ίθαν ήταν αυτός που είχε επενδύσει μερικά από ταχρήματα του πατέρα του σε επικερδείς μετοχές και αγόρασε μια γενναιόδωρη ασφάλιση ζωής, ηοποία τώρα χρηματοδοτούσε τα καπρίτσια της Μάρτζι.

Η οικογένεια του Φρανκ ήταν ολόκληρο το Χάουαρντ. Κάθε χήρα που άκουγε κάποιο θόρυβο τηνύχτα καλούσε το Φρανκ. Κάθε έφηβος που χρειαζόταν μια θερινή δουλειά την έβρισκε από τοΦρανκ. Κάθε άνδρας που χρειαζόταν βοήθεια για επισκευές στο σπίτι καλούσε το Φρανκ.

Προφανώς το μόνο άτομο για το οποίο δεν είχε χρόνο ήταν ο Ίθαν. Αν ο γιος του χρειαζότανβοήθεια με τα μαθήματα, ο Φρανκ βοηθούσε κάποιον να κάνει τη φορολογική του δήλωση. Αν οΊθαν ήθελε να παίξει μπέιζμπολ, ο Φρανκ βρισκόταν στο κέντρο της πόλης σε μια συνάντηση στηνέα παιδική χαρά.

Ανακηρύχθηκε Άνδρας της Χρονιάς στο Χάουαρντ καμιά δεκαριά φορές. Αλλά, σκέφτηκε μεπικρία ο Ίθαν, ως πατέρας ήταν σπουδαίος γείτονας. Ο Φρανκ είχε αφιερωθεί σε αυτή την άθλια,ασήμαντη πόλη. Ο Ίθαν δεν θα ήταν τόσο αφελής.

Ήθελε να ξεφύγει. Και αφού η Λόρα προφανώς δεν ήθελε να φύγει μαζί του, θα πήγαινε μόνοςτου.

Στράφηκε με χαρά στις δανειακές αιτήσεις που είχε μπροστά του. Ξαφνικά ξεπήδησαν στομυαλό του εικόνες από πόδια ντυμένα με τζιν και μακριά, ξανθά μαλλιά που χόρευαν πάνω σταχαρτιά μπροστά του.

Σταγόνες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο πάνω χείλος του.Τι μου συμβαίνει; Πριν από δύο μήνες σχεδίαζα να ζητήσω από τη Λόρα να με παντρευτεί. Και

τότε, μπαμ! Ξαφνικά ανοίγει συνεργείο μαζί με τον κύριο Τατουάζ. Κι εγώ χορεύω στο Καφέ με μιαγυναίκα που αγοράζει τα πάντα με μετρητά.

Στριφογυρνούσε όλη τη νύχτα, στις σκέψεις του εναλλάσσονταν εικόνες με τη Λόρα πάνω σεμια Χάρλεϊ και με την Τουίνκ να χορεύει στην αγκαλιά του.

Αλλά οι εικόνες με τη Λόρα ήταν μακρινές και θολές. Εκείνες με την Τουίνκ ήταν πεντακάθαρες.Το χέρι της πάνω στον ώμο του ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο, εξακολουθούσε όμως να νιώθει τοαποτύπωμα σαν να τον είχε μαρκάρει. Τα μαλλιά της έπεφταν στην πλάτη της σε ένα συνονθύλευμααπό πλατινέ μπούκλες που μπλέκονταν στα δάχτυλά του. Και το βλέμμα της ποτέ δεν άφηνε το δικότου, ενώ τα μάτια της έκαιγαν σαν υγρά σμαράγδια στον έντονο φωτισμό του Καφέ.

Έμοιαζε με νύμφη του δάσους, βγαλμένη από το Όνειρο Θερινής Νυκτός του Σέξπιρ, η οποίαεμφανίστηκε στη μέση του Χάουαρντ, στο Τέξας, για να βασανίζει την ψυχή του.

Ο Ίθαν συνοφρυώθηκε βλέποντας τα χαρτιά μπροστά του και σηκώθηκε από το γραφείο.Στάθηκε όρθιος, τεντώθηκε και έδιωξε τις εικόνες της Τουίνκ από το μυαλό του.

Συνήθως δεν πήγαινε στην τράπεζα το Σάββατο το πρωί, αλλά η έλλειψη ύπνου τον έκανε νααισθάνεται τεντωμένος σαν ελατήριο. Γι’ αυτό πέρασε από κει για να ρυθμίσει κάποιεςλεπτομέρειες, νομίζοντας ότι με τη δουλειά δεν θα σκεφτόταν την Τουίνκ. Καλά τα πήγαινε μέχριτώρα.

Κοίταξε το ρολόι του. Είχε ήδη ελάχιστο χρόνο να περάσει από το σπίτι της Τζολίν Μάκι στοδρόμο για το κατάστημα της Μάρτζι.

Page 30: H Συνταγή Του Έρωτα

Χρειάστηκε ένα λεπτό μέχρι το κλιματιστικό να δροσίσει το εσωτερικό του αυτοκινήτου του.Έμοιαζε να κάνει περισσότερη ζέστη απ’ ό,τι συνήθως. Το παρατήρησε την Πέμπτη στην τράπεζαμόλις μπήκε μέσα η Τουίνκ και χτες το βράδυ στο Καφέ ενώ χόρευαν.

Τι ήταν αυτό που τον έπιασε και της ζήτησε να χορέψουν; Ειδικά όταν η λογομαχία τους τουκόστισε ένα βρεγμένο πανί στο πρόσωπο; Ήταν σαν να τους είχε επηρεάσει κάποιο ξόρκι.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Μπορεί να έφταιγε ο Σέξπιρ. Ή μπορεί να έφταιγε η μουσική.Πάντα είχε αδυναμία στην Πάτσι Κλάιν.

* * *

Στα περίχωρα της πόλης ο Ίθαν πάρκαρε το αυτοκίνητό του σε ένα χαλικόδρομο δίπλα στογαζωμένο από σφαίρες γραμματοκιβώτιο που έγραφε Μάκι. Στην κατάφυτη αυλή βρίσκοντανσκόρπια παμπάλαια ποδήλατα και δυο παλιά λάστιχα κρέμονταν από τα κλαδιά μιας καρυδιάς. Ηρημαγμένη βεράντα του ετοιμόρροπου σπιτιού ήταν γεμάτη από εκπληκτικά καλοκαιρινά άνθη.

Ο Ίθαν χτύπησε το κούφωμα της πόρτας και κρυφοκοίταξε μέσα από τη σήτα. «Κυρία Μάκι;Είστε εδώ;»

Ένα ξέσπασμα φασαρίας από μέσα απάντησε στην ερώτησή του. Τρία σκονισμένα παιδιάόρμησαν στην πόρτα, ενώ πίσω τους ακολουθούσε μια λεπτή γυναίκα που φορούσε τζιν και έναξεθωριασμένο μπλουζάκι.

Χαμογέλασε πλατιά και άγγιξε με το ένα της χέρι τα καστανά μαλλιά της, μαζεύοντας μερικέςτούφες που είχαν ξεφύγει από την αλογοουρά της. «Κύριε Μακλάουντ, περάστε παρακαλώ. Παιδιά,πηγαίνετε όλοι πίσω να τελειώσετε το μεσημεριανό σας.»

Ο Ίθαν χαμογέλασε στα παιδιά, καθώς μπήκε μέσα στο μικροσκοπικό σαλόνι. Ήταν καθαρό καισυμμαζεμένο, με ξεφτισμένα έπιπλα και μια εκλεκτή ποικιλία από μπιχλιμπίδια. Σε μια γωνιά, πάνωσε ένα παλιό γραφείο, είχε στηθεί μια ολοκαίνουρια, αστραφτερή μηχανή ραψίματος και από πάνωτης τα ράφια περιείχαν κλωστές και υφάσματα. Ένα μισοτελειωμένο πάπλωμα ήταν περασμένο στημηχανή, ενώ τα ζωηρά του χρώματα έκαναν έντονη αντίθεση με το μονότονο περιβάλλοντα χώρο.

«Πώς πάει;» ρώτησε ο Ίθαν καθώς σήκωσε τη μια άκρη του παπλώματος και χάιδεψε την ωραίαδεξιοτεχνία.

«Σύντομα θα είμαι έτοιμη να αρχίσω τη χειροτεχνία. Η κυρία Μακνίλ το θέλει εγκαίρως για τοπάρτι της ανιψιάς της. Μετά θα ξεκινήσω τα φορέματα από τις παρανύμφους στο γάμο της ΣούζανΓουέμπερ. Και η κυρία Χάιταουερ από το γυμνάσιο θέλει να φτιάξω τις φετινές στολές για τιςμαζορέτες.» Η Τζολίν Μάκι χαμογέλασε με υπερηφάνεια, αλλά το ταλαιπωρημένο πρόσωπό της τηνέκανε να φαίνεται μεγαλύτερη από τα είκοσι οκτώ της χρόνια.

«Πέρασα απλώς για να δω πώς πάτε εσείς και τα παιδιά. Τι κάνει η Αμάντα;» Έσκυψε νασηκώσει ένα από τα παιδιά, ένα μικρό κοριτσάκι γύρω στα τέσσερα με κατάξανθα μαλλιά καιμεγάλα, εκφραστικά μάτια.

Η Τζολίν χαμογέλασε στον Ίθαν. «Ο γιατρός που έστειλες λέει ότι θα γίνει καλά. Μου έδωσεμερικά φάρμακα να της δώσω και ένιωσε πολύ γρήγορα καλύτερα.»

Ο Ίθαν άφησε κάτω το παιδί. «Λοιπόν, αυτά είναι καλά νέα. Αν χρειαστείς κάτι, ειδοποίησέ με.»Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και του έπιασε το χέρι. «Είμαστε καλά τώρα, κύριε

Page 31: H Συνταγή Του Έρωτα

Μακλάουντ. Μόλις ξεκίνησα αυτή την επιχείρηση ως μοδίστρα, σώθηκα κι εγώ και τα παιδιά. Δενξέρω τι θα κάναμε αλλιώς μετά το θάνατο του Πίτερ.»

«Λοιπόν, γι’ αυτό υπάρχει η τράπεζα. Για να βοηθάει ανθρώπους σαν κι εσάς που έχουν ταλέντοκαι ικανότητα και τη θέληση να τα καταφέρνουν.»

Του χαμογέλασε γεμάτη χαρά, με βουρκωμένα μάτια. «Δεν θα το μετανιώσετε, το υπόσχομαι.»Της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Το ξέρω. Σας έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη, κυρία Μάκι.»Καθώς ο Ίθαν επέστρεφε στο αυτοκίνητό του ενώ τον χτυπούσε ο ήλιος, ήξερε ότι είχε κάνει το

σωστό όταν συνυπέγραψε ο ίδιος το δάνειο. Ο κύριος Όστερμπριτζ το θεώρησε ριψοκίνδυνοπροηγούμενο, αλλά ο Ίθαν ήθελε να το ρισκάρει. Στην Τζολίν Μάκι δεν θα άρεσε η φιλανθρωπία,αλλά ποτέ δεν θα μάθαινε ότι όλα οφείλονταν στον Ίθαν. Και αυτό τον έκανε να χαμογελάσει.

* * *

Μισή ώρα αργότερα ο Ίθαν έστριψε για να μπει στην πολυσύχναστη κεντρική πλατεία τουΧάουαρντ και πάρκαρε μπροστά στο κατάστημα της Μαντάμ Γουάντα. Έσβησε τη μηχανήγυρίζοντας τα μάτια του κοροϊδευτικά προς τα πάνω λόγω του γελοίου ονόματος και της τρέλαςόσων πίστευαν στη μοίρα ή στις προβλέψεις. Το μόνο πράγμα στο οποίο μπορούσε να βασίζεταιένας άνθρωπος ήταν στον εαυτό του και στην προσωπική του σκληρή δουλειά.

Μπήκε μέσα στο κατάστημα απροετοίμαστος για το θέαμα που τον περίμενε. Η ΜαντάμΓουάντα, ντυμένη με όλα της τα διακριτικά, ήταν ξαπλωμένη πάνω σε ένα βουνό από μαξιλάρια, μετο πόδι της στηριγμένο ψηλά, τυλιγμένο σε μπλε πλαστικό νάρθηκα μέχρι το γόνατο. Χαμογέλασεπλατιά.

«Μαμά! Τι συνέβη;» Άνοιξε δρόμο ανάμεσα στα μαξιλάρια και γονάτισε δίπλα της.«Λοιπόν» άρχισε να λέει ντροπαλά «προσπαθούσα να κάνω πατίνια σήμερα το πρωί...»Ο Ίθαν αναπήδησε όρθιος και άρχισε να κλοτσάει τα μαξιλάρια καθώς βημάτιζε τριγύρω στο

δωμάτιο. «Για όνομα του Θεού! Έχεις τρελαθεί; Θέλεις να σκοτωθείς;» Το παραλήρημασυνεχίστηκε για αρκετά λεπτά, μέχρι που εξαντλήθηκε και σωριάστηκε πάνω στα μαξιλάρια.

* * *

Η Μάρτζι τον κοίταξε ανάμεσα από τις βλεφαρίδες της σαν παιδάκι που το έπιασαν να κλέβεικουλουράκια. «Λυπάμαι, γλυκέ μου. Νόμιζα πως θα είχε πλάκα. Ο Τζέικ στο μαγαζί με τα ποδήλαταμε άφησε να τα δοκιμάσω.»

«Θα σκοτώσω τον Τζέικ αργότερα» μουρμούρισε ο Ίθαν.«Σιγά! Δεν φταίει ο Τζέικ. Είμαι απλώς μια αδέξια γριούλα. Σκόνταψα σε μια σχισμή στο

πεζοδρόμιο και στραμπούλισα τον αστράγαλό μου, αυτό είναι όλο. Θα είμαι μια χαρούλα σε μια-δυο μέρες.»

Ο Ίθαν αναστέναξε και έπιασε το λεπτό χέρι της μητέρας του. «Μαμά, γιατί δεν πηγαίνεις στηλέσχη βιβλίου ή δεν παίζεις μπριτζ σαν τις άλλες γυναίκες της ηλικίας σου; Θα ζήσεις πολύπερισσότερο.»

Τράβηξε το χέρι της και το κούνησε περιφρονητικά. «Και να πεθάνω νωρίς από τη βαρεμάρα;

Page 32: H Συνταγή Του Έρωτα

Όχι, ευχαριστώ.» Γύρισε από την άλλη το κεφάλι της και ανασήκωσε τη μύτη της.Δεν είχε νόημα να λογομαχεί μαζί της – η Μάρτζι είχε πραγματικά ελεύθερο πνεύμα. Κούνησε

το κεφάλι του και γέλασε.«Ίθαν, ο λόγος για τον οποίο ήθελα να περάσεις από εδώ είναι ότι δυσκολεύομαι να σηκώνομαι

και να κατεβαίνω από εδώ. Ήλπιζα ότι θα μπορούσες να πας δίπλα και να μου φέρεις μεσημεριανό.»Ο Ίθαν σηκώθηκε όρθιος. «Αυτό μόνο; Και πώς θα οδηγείς μέχρι το σπίτι;»«Α, αυτό δεν είναι πρόβλημα, δεν έπαθε τίποτα το πόδι με το οποίο οδηγώ.» Φάνηκε σκεπτική.

«Αλλά μπορεί να σε χρειαστώ για να μου φέρνεις τα γεύματα. Δεν μπορώ να τριγυρίζω στοπαντοπωλείο. Ίσως θα μπορούσες να μου φέρνεις κάτι από το Καφέ τις επόμενες μέρες.»

«Γιατί να μην κανονίσω να σου φέρνουν εκείνοι φαγητό εδώ;»Η Μάρτζι έσπευσε να απαντήσει «Όχι, γλυκέ μου, δεν θέλω να ταλαιπωρήσω την Ντάινα. Έχει

να φροντίσει τους πελάτες της. Δεν μπορεί να τρέχει εδώ πέρα, αφήνοντας το Καφέ δύο φορές τηνημέρα.»

Είχε δίκιο. Στης Ντάινα πάντα υπήρχαν κάνα δυο πελάτες που έπιναν καφέ και μιλούσαν για τιςτιμές των ζωοτροφών. «Εντάξει, θα σου φέρνω μεσημεριανό και βραδινό τις επόμενες μέρες. Ή θασου μαγειρεύω ο ίδιος.»

Το πρόσωπο της Μάρτζι σκοτείνιασε προς στιγμήν ή ίσως να ήταν μια σκιά. Το χαμόγελό τηςεπέστρεψε τόσο γρήγορα που ο Ίθαν δεν μπορούσε να είναι βέβαιος.

«Είσαι πολύ γλυκό παιδί, Ίθαν, αλλά δεν θα μπορούσα να σε αφήσω να το κάνεις αυτό. Έχειςκαλύτερα πράγματα να κάνεις από το να περνάς τα βράδια σου μαζί μου. Έτσι κι αλλιώς, θαπροτιμούσα τη μαγειρική της Ντάινα. Εσύ δεν βάζεις πολύ αλάτι.»

Ο Ίθαν σήκωσε τα χέρια του ψηλά σε ένδειξη υποταγής. «Εντάξει. Παραδίνομαι. Από τηνΝτάινα τότε. Αλλά θα σε πηγαινοφέρνω με το αυτοκίνητο από το σπίτι. Δεν δέχομαι αντιρρήσεις.»

Η Μάρτζι χαμήλωσε αθώα το βλέμμα της. «Εντάξει, χρυσέ μου.»

* * *

Το Καφέ ήταν φίσκα. Το μεσημέρι του Σαββάτου είχε συνήθως κίνηση από άτομα που βρίσκοντανστην πόλη για δουλειές ή απλώς χαλάρωναν ύστερα από μια μακριά, κουραστική εβδομάδα. Ησυζήτηση περιστρεφόταν γύρω από το επικείμενο Φεστιβάλ Φουντουκόπιτας του Χάουαρντ, πουδιεξαγόταν κάθε χρόνο στους χώρους της πανήγυρης έξω από την πόλη.

Από τη θέση της στο γκριλ, η Τουίνκ είχε ακούσει τα πάντα σχετικά με τα παιχνίδια και τιςεκδηλώσεις, τη δημοπρασία ζώων, το πανηγύρι χειροτεχνίας και τον αναπόφευκτο διαγωνισμόφουντουκόπιτας. Η Ντάινα είχε κερδίσει αρκετές φορές στο παρελθόν.

Η Τουίνκ άκουγε με το ένα αφτί τη συζήτηση που λάμβανε χώρα γύρω της, αλλά στο μυαλό τηςτριγύριζε όλο το πρωί ο Ίθαν Μακλάουντ. Τι εξοργιστικός άνθρωπος!

Πρώτα αρνήθηκε να της δώσει δάνειο, μετά την πρόσβαλε, κατόπιν της έβαλε τις φωνές και μετάτης ζήτησε να χορέψουν.

Και τι χορός ήταν εκείνος!Η αγκαλιά του ήταν επίμονη, δυνατή και αξιόπιστη. Μπορούσε να δει τις φλέβες και τους

τένοντες στα μπράτσα του με τις διάσπαρτες σκούρες τρίχες. Το έντονο μπλε πουκάμισό του που

Page 33: H Συνταγή Του Έρωτα

κάλυπτε το γυμνασμένο κορμί του τόνιζε τη μαυρισμένη του επιδερμίδα και τα σκούρα μάτια του.Όταν θύμωνε, τα μάτια του γίνονταν μαύρα σαν το κάρβουνο και εξίσου σκληρά, αλλά όταν

χόρευε μαζί της… μαλάκωσαν σαν απαλό σουέντ.Ένιωσε τη φλογερή του σάρκα κάτω από τα δάχτυλά της ενώ άγγιζε τον ώμο του, ενώ η καυτή

φλόγα του χεριού του ακουμπούσε στη μέση της. Η όλη στιγμή ήταν σαν το λαμπύρισμα τηςκαλοκαιρινής ζέστης στην άσφαλτο – μια όμορφη ψευδαίσθηση που χάθηκε γρήγορα.

Ωστόσο, μόλις μπήκε μέσα. Ο Ίθαν κοντοστάθηκε λίγο και την έπιασε να τον κοιτάζει επίμονα.Το στόμα του ανασηκώθηκε λίγο στην άκρη και έγνεψε σχεδόν ανεπαίσθητα για να δείξει ότι τηνπρόσεξε. Τίποτα περισσότερο. Μπήκε μέσα, χαιρέτισε μερικούς άλλους πελάτες και προχώρησεκατευθείαν προς το μέρος της Ντάινα.

Δεν περίμενε να της ορκιστεί αιώνια αγάπη, αλλά νόμιζε ότι θα ήταν λίγο περισσότερο φιλικός.Επέστρεψε στα μπιφτέκια που είχε μπροστά της στο γκριλ. Δεν πειράζει, σκέφτηκε, καθώς

κοπανούσε το ένα. Έπρεπε να συγκεντρωθεί στο άνοιγμα του εστιατορίου της. Ωστόσο, ενοχλήθηκεκάπως που παρέμεινε ασυγκίνητος από τη στιγμή που μοιράστηκαν.

Κατασκοπεύοντας τον Ίθαν, ο Χάρβι Γουάιτμπρεντ πετάχτηκε από τη συνηθισμένη του θέσηδίπλα στο ταμείο «Λοιπόν, Ίθαν, κανένα νέο από τη Λόρα; Μεγάλη ανοησία αυτό που έκανε, ανθέλεις τη γνώμη μου.»

Ο Ίθαν γέλασε χαμηλόφωνα. «Προφανώς πίστευε ότι θα κέρδιζε κάτι καλύτερο.»Ο Χάρβι έγειρε μπροστά με συνωμοτικό ύφος. «Νομίζω ότι είναι κάπως ύποπτο –έτσι δεν είναι;–

που ξαφνικά σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να πει λέξη.»Το γεροδεμένο ανθρωπάκι έβγαλε από την τσέπη του πουκαμίσου του ένα σημειωματάριο και το

έδειξε χτυπώντας το με την άκρη του δαχτύλου του. «Έχω τις λεπτομέρειες σχετικά με το όλοπεριστατικό ακριβώς εδώ.»

«Δεν διέπραξε έγκλημα, Χάρβι» είπε η Ντάινα με τα χέρια στη μέση της. «Το ότι το έβαλε σταπόδια με τον Μπι Τζέι μπορεί να ήταν μεγάλο λάθος, αλλά δεν αποτελεί κακούργημα.»

«Το γνωρίζω αυτό, Ντάινα. Όταν όμως κάποιος εγκαταλείπει την πόλη υπό περίεργες συνθήκες,εγώ προσέχω. Παρακολουθώ το σπίτι της. Και του Μπι Τζέι επίσης.» Στράφηκε προς τον Ίθαν.«Λοιπόν, παιδί μου, πώς τα πας;»

Η συμπόνια στη φωνή του ήταν τόσο ειλικρινής που η Τουίνκ αναγκάστηκε να κρατηθεί για ναμη χαμογελάσει.

Και ο Ίθαν πήρε ένα σοβαρό ύφος. «Λοιπόν, κύριε, ήταν δύσκολο να το αποδεχτώ στην αρχή,αλλά τώρα το έχω ξεπεράσει.»

Έριξε μια λοξή ματιά στην Τουίνκ.Δεν ήξερε αν έπρεπε ή όχι να τον πιστέψει. Δεν είχε σημασία έτσι κι αλλιώς. Αν έψαχνε για λίγη

γυναικεία συντροφιά προτού την κάνει για το Σικάγο, τότε ας κοιτούσε αλλού. Δεν ήθελε σχέση,πόσο μάλλον σχέση της μιας βραδιάς. Ήθελε μόνο να συγκεντρωθεί στο εστιατόριό της.

Και πάλι όμως τι χορός ήταν εκείνος!Ξαφνικά η Τουίνκ αισθάνθηκε τον ατμό από το γκριλ να την περιβάλλει και σκούπισε τον

ιδρώτα από το μέτωπό της με το μανίκι της. Ετοίμασε τις υπόλοιπες παραγγελίες στο ράφι μπροστάτης και είπε στην Ντάινα ότι θα έκανε ένα διάλειμμα.

Page 34: H Συνταγή Του Έρωτα

«Ωραία, θα μπορούσες να φτιάξεις ένα σάντουιτς με σαλάτα κοτόπουλο για τη Μάρτζι; Μετάβοήθησε τον Ίθαν να το πάει δίπλα. Στραμπούλισε τον αστράγαλό της η καημενούλα.»

«Πώς το κατάφερε αυτό; Σκόνταψε στα μαξιλάρια;» Ο Ίθαν τής έριξε ένα πλατύ χαμόγελο, κιεκείνη έλιωσε μπροστά στο φωτεινό του χαμόγελο. «Όχι κάτι τόσο κοινότοπο. Έπεσε με ταπατίνια.»

Η Τουίνκ δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι πιο γελοίο. «Τα φορούσε;»«Μόνο τόση ώρα όση χρειάστηκε για να πέσει.»Και οι δύο γέλασαν δυνατά. Η Ντάινα τούς έριξε ένα άγριο βλέμμα, αλλά δεν είχε σημασία. Το

γέλιο έδιωξε την ένταση που υπήρχε μεταξύ τους.Η Τουίνκ ετοίμασε βιαστικά μια πιατέλα για τη Μάρτζι με ένα σάντουιτς, φρούτα, τηγανητές

πατάτες και ένα μπισκότο για επιδόρπιο. Την έφτιαξε με τέχνη και την έβαλε σε ένα δίσκο μαζί μεένα μεγάλο ποτήρι παγωμένο τσάι. Τα μαχαιροπίρουνα και η πετσέτα διπλωμένη σε σχήμα κύκνουσυμπλήρωναν το σκηνικό.

Ο Ίθαν χαμογέλασε στη θέα της περίτεχνης διάταξης. «Αυτό είναι σίγουρα το πιο εντυπωσιακόσάντουιτς με κοτόπουλο που έχω δει ποτέ.»

Η Τουίνκ κοκκίνισε σαν χαζή με το μικρό κομπλιμέντο. Την ενόχλησε που χάρηκε με αυτό πουτης είπε. «Νόμιζα ότι οι κάτοικοι του Χάουαρντ δεν θα μπορούσαν να εκτιμήσουν την καλήκουζίνα» είπε με απότομο ύφος.

«Δεν θα χαρακτήριζα “καλή κουζίνα” το σάντουιτς με κοτόπουλο.»«Προφανώς δεν έχεις δοκιμάσει ένα από τα δικά μου.» Σήκωσε το δίσκο και περπάτησε

εκνευρισμένη μέχρι την πόρτα.Ο Ίθαν άνοιξε την πόρτα για να περάσει η Τουίνκ και της πήρε το δίσκο από τα χέρια μόλις

βγήκε. Χαμογέλασε, προφανώς ευχαριστημένος με τον εαυτό του που την έκανε να εκνευριστεί.Όφειλε να παραδεχτεί ότι κατάπιε το δόλωμα, γι’ αυτό του αναγνώρισε τη νίκη και έκανε

ανακωχή.«Λυπάμαι για την αρραβωνιαστικιά σου» τόλμησε να πει καθώς περπατούσαν στο πεζοδρόμιο.

«Πρέπει να ήταν μεγάλο σοκ.»«Ναι, βασικά, ήταν» είπε με ήρεμο ύφος, φαινομενικά ασυγκίνητος από την απώλειά της.Η Τουίνκ ξαφνιάστηκε από την έλλειψη συναισθήματος. Ίσως να ήταν πραγματικά τόσο ψυχρός

και αναίσθητος όσο έλεγαν όλοι. Απλώς ένα ρομπότ που έβγαζε τη μέρα.Ωστόσο, αυτό δεν κολλούσε με τον άνδρα με τον οποίο ήταν το προηγούμενο βράδυ. Που

λογομάχησε μαζί της, που της έβαλε τις φωνές. Και στη συνέχεια την κράτησε στην αγκαλιά του σαννα ήταν η μοναδική γυναίκα στον κόσμο εκείνη τη στιγμή. Ήταν ένας άνδρας με σάρκα και οστάεκείνος με τον οποίο χόρεψε.

Ήταν ένας άνδρας με σάρκα και οστά εκείνος που περπατούσε δίπλα της, κρατώντας ένα δίσκομε το μεσημεριανό της μητέρας του.

«Έμαθα ότι βρήκες δουλειά στο Σικάγο» παρατήρησε, ελπίζοντας να κατευθύνει σε πιο ασφαλέςθέμα τα συναισθήματα που της αναστάτωναν το μυαλό.

Της χαμογέλασε. «Ναι, φεύγω από το Χάουαρντ σε ένα μήνα.»Η Τουίνκ δεν ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτό που ένιωσε σαν γροθιά στο στομάχι μόλις ο Ίθαν

Page 35: H Συνταγή Του Έρωτα

είπε τη λέξη «φεύγω.» Και δεν ήταν προετοιμασμένη για την έκφραση σύγχυσης που εμφανίστηκεστη συνέχεια στο πρόσωπό του όταν της άνοιξε την πόρτα του καταστήματος. Αλλά η έκφρασηεξαφανίστηκε τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκε, και η Τουίνκ σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν στηφαντασία της. Άλλωστε, ο Ίθαν ποτέ δεν φαινόταν έστω και λίγο αβέβαιος για τον εαυτό του.

Μόλις βρέθηκαν μέσα, ακούμπησαν το δίσκο κοντά στη Μαντάμ Γουάντα. Η Τουίνκ βυθίστηκεστα μαξιλάρια δίπλα της. Ο Ίθαν έσκυψε στηριζόμενος στο ένα γόνατο από την άλλη πλευρά.

Η Μάρτζι χαμογελούσε με χαρά. «Σας ευχαριστώ, χρυσά μου. Τι όμορφος δίσκος. Εσύ τοέκανες αυτό, Τουίνκ; Έχεις πολύ μεγάλο ταλέντο στην παρουσίαση.»

«Σκέφτηκα ότι σας άξιζε κάτι όμορφο για να φωτίσει τη μέρα σας.» Χαιρόταν πολύ ναμαγειρεύει και να σερβίρει φαγητό, να στρώνει ένα όμορφο τραπέζι, να περιποιείται τον κόσμο.Ανέκαθεν θεωρούσε ότι αποτελούσε χάρισμα το να κάνεις τους ανθρώπους να αισθάνονται άνετα μεκαλό φαγητό, όμορφα σερβιρισμένο.

Σήκωσε το βλέμμα και είδε τον Ίθαν να της χαμογελά σαν να είχε διαβάσει το μυαλό της.Η Μάρτζι διέκοψε τη ματιά τους. «Λοιπόν, τώρα που είστε εδώ, επιτρέψτε μου να διαβάσω τις

παλάμες σας. Έχω μελετήσει χειρομαντεία. Είναι συναρπαστική. Ίθαν δώσε μου το χέρι σου.»«Μαμά, ξέρεις τι πιστεύω γι’ αυτές τις ανοησίες.»«Ναι, χρυσέ μου, τώρα δώσε μου το χέρι σου.»Αναστέναξε βαθιά και ανασήκωσε τους ώμους κοιτάζοντας την Τουίνκ. Μετά έτεινε το χέρι του

στη μητέρα του. Ήταν μεγάλο, αλλά λεπτό και μακρύ, με λεπτά δάχτυλα. Φορούσε ένα βαρύδαχτυλίδι της σχολής του. Κοίταξε για να δει από ποιο πανεπιστήμιο ήταν και ξαφνιάστηκε ότανδιάβασε τις λέξεις Λύκειο Χάουαρντ που ήταν χαραγμένες γύρω από την πέτρα.

Η Μαντάμ Γουάντα περιεργάστηκε το χέρι του για λίγα λεπτά και μετά κοίταξε το γιο της.«Έχεις αυτό που λένε “χέρι διανοούμενου”: τετράγωνη παλάμη και μακριά δάχτυλα.» Πέρασε τοδάχτυλό της πάνω από μια γραμμή στο εσωτερικό της παλάμης του, ανάμεσα στον αντίχειρα και τοδείκτη, σχεδόν μέχρι τον καρπό του.

«Αυτή είναι η γραμμή της ζωής σου. Το μήκος της δεν σου λέει πόσο θα ζήσεις.» Του έκλεισε τομάτι συνωμοτικά. «Αυτό απλώς το έλεγαν οι γιαγιάδες. Αλλά δεν έχει σημασία, η δική σου είναιπολύ δυνατή και ομαλή, εκτός από ένα μικρό σχίσμα που συμβαίνει στην ηλικία των τριάντα κάτι –χμ, περίπου τώρα, υποθέτω.»

Χαμογέλασε στο γιο της, που φάνηκε ανήσυχος. Του χτύπησε καθησυχαστικά την παλάμη.«Αυτή είναι η γραμμή του κεφαλιού σου. Βλέπεις τι επίπεδη και ευθεία που είναι; Αυτό σημαίνει ότιέχεις ευρεία αντίληψη, αλλά μετριάζεται από μια πρακτική φύση.» Στράφηκε προς την Τουίνκ καιείπε ψιθυριστά: «Καθόλου φαντασία.»

Ο Ίθαν αντέδρασε. «Φυσικά και έχω φαντασία.»Η Μαντάμ Γουάντα απέρριψε με μια χειρονομία τις αντιρρήσεις του. «Αυτή είναι η γραμμή της

καρδιάς σου. Κοίτα αυτές τις μικρές ρωγμές κατά μήκος της. Αυτοί είναι συναισθηματικοί αγώνες.Βλέπεις πώς ισιώνει εδώ και συνεχίζει ομαλά ανάμεσα σε αυτά τα δάχτυλα; Αυτό μου λέει ότισύντομα θα νοικοκυρευτείς και θα γίνεις ευτυχισμένος.»

Ο Ίθαν τράβηξε το χέρι του. «Αυτό ελπίζω κι εγώ.» Έκανε νόημα προς την Τουίνκ. «Σειρά σου.»Αυτό είναι άσκοπο. Η Μαντάμ Γουάντα είχε ήδη προβλέψει ένα παράξενο ρομάντζο για την

Τουίνκ το οποίο κατά κάποιον τρόπο περιελάμβανε τον Ίθαν. Αλλά ήταν σαφές ότι έλεγε απλώς

Page 36: H Συνταγή Του Έρωτα

αερολογίες. Εκείνος θα έφευγε σε ένα μήνα. Ψηλός, μελαχρινός και… φευγάτος.Ανασήκωσε τους ώμους της και άπλωσε το χέρι. «Εντάξει, όρμα.» Στο κάτω κάτω, ποιο το

κακό;Η Μαντάμ Γουάντα έπιασε το χέρι της και το γύρισε με το δικό της. «Εσύ έχεις ευαίσθητο χέρι:

μακριά παλάμη, μακριά δάχτυλα.» Το περιεργάστηκε, περνώντας τα έντονα βαμμένα κόκκινα νύχιατης πάνω από τις γραμμές. «Η γραμμή της ζωής σου είναι αλυσιδωτή. Αυτό σημαίνει ότι έχεις ζήσειπολλές αλλαγές. Η τελευταία λαμβάνει χώρα εδώ, στην ηλικία των είκοσι πέντε.»

Η Τουίνκ αναστέναξε. «Ίσως αυτό να σημαίνει ότι θα μείνω στο Χάουαρντ. Τέρμα πια οιμετακινήσεις.» Διάβασε το ερωτηματικό βλέμμα του Ίθαν και απλώς απάντησε: «Ο μπαμπάς μουείναι στρατιωτικός. Έχω ζήσει σε όλο τον κόσμο.»

«Τυχερή.»Νόμισε ότι το είπε σαρκαστικά, αλλά με ένα βλέμμα κατάλαβε ότι το εννοούσε.Η Γουάντα καθάρισε το λαιμό της, τραβώντας πάλι την προσοχή πάνω της. «Αυτή είναι η

γραμμή του κεφαλιού σου. Κοίτα πώς κάνει μια βαθιά καμπύλη. Αυτό δείχνει ότι έχεις ευρείααντίληψη η οποία επηρεάζεται από μεγάλη φαντασία.» Στράφηκε προς τον Ίθαν. «Καθόλουεπιχειρηματικό μυαλό.»

Η Τουίνκ ένιωσε αγανάκτηση. «Με συγχωρείτε!» Τράβηξε πίσω το χέρι της.Ο Ίθαν γέλασε. Η Τουίνκ τον αγριοκοίταξε. Η Γουάντα καθάρισε πάλι το λαιμό της. «Μου

επιτρέπεις να συνεχίσω;» Η Τουίνκ άπλωσε το χέρι της υπάκουα.«Η γραμμή της καρδιάς σου είναι καθαρή και δυνατή και σταματάει ακριβώς εδώ, ανάμεσα σε

αυτά τα δύο δάχτυλα. Αυτό δείχνει ότι αποκομίζεις υγιή, σωματική απόλαυση από το σεξ.»Ο Ίθαν γέλασε δυνατά. Η Τουίνκ έβγαλε ένα μουγκρητό. «Για όνομα του Θεού, Μάρτζι! Πώς

είναι δυνατόν να το δείχνει αυτό;»Η Μαντάμ Γουάντα έχωσε το χέρι κάτω από το μαξιλάρι όπου καθόταν και τράβηξε ένα βιβλίο.

Ήταν διαφορετικό από εκείνο που είχε δει την προηγούμενη φορά η Τουίνκ. «Το λέει ακριβώς εδώ.»Το κούνησε κάτω από τη μύτη της Τουίνκ.

«Αυτά είναι ανοησίες» είπε σθεναρά, πασχίζοντας να σηκωθεί όρθια.Ο Ίθαν σηκώθηκε χαμογελώντας πλατιά. «Εννοείς ότι δεν αποκομίζεις υγιή απόλαυση από το

σεξ;»«Όχι, δεν είπα αυτό.»«Δηλαδή απολαμβάνεις το σεξ;»Ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. «Ούτε αυτό το είπα.»«Λοιπόν, τι από τα δύο ισχύει;» Ήταν προφανές ότι απολάμβανε την αμηχανία της.Σήκωσε ένα μαξιλάρι ως απάντηση και του το πέταξε. Εκείνος έσκυψε για να το αποφύγει και το

μαξιλάρι βρήκε τον τοίχο. Γύρισε την πλάτη και άνοιξε δρόμο ανάμεσα στα μαξιλάρια για να φτάσειστην πόρτα. Λίγο προτού τη φτάσει, ένα μαξιλάρι την πέτυχε ακριβώς στην πλάτη. «Σειρά μου»είπε, σχεδόν γελώντας.

«Θα μου το πληρώσεις αυτό» απάντησε εκείνη χωρίς να γυρίσει.«Ανυπομονώ!» φώναξε από πίσω της.Βγήκε έξω στον ήλιο και ένιωσε τη ζέστη να τη χτυπά.

Page 37: H Συνταγή Του Έρωτα

Αργότερα το ίδιο βράδυ, μόλις ξάπλωσε στο κρεβάτι συντροφιά με ένα ρομαντικό μυθιστόρημα,κοίταξε την παλάμη της. Υπήρχε καθόλου δόση αλήθειας σε όσα είχε πει η Μάρτζι; Θα έμενε στ’αλήθεια στο Χάουαρντ; Προσευχήθηκε να είναι αλήθεια.

Θεώρησε ειρωνικό το ότι ο Ίθαν, που είχε μεγαλώσει στο Χάουαρντ, ανυπομονούσε να φύγει καιη ίδια, που είχε μόλις φτάσει, δεν ήθελε τίποτ’ άλλο παρά μόνο να ριζώσει στη μικροσκοπική πόληκαι να γεράσει εκεί για πάντα.

Αλλά τι ήταν εκείνες οι ανοησίες για τη σεξουαλική της ζωή; Δεν ήταν παρθένα, αλλά είχεπεράσει καιρός από τότε που είχε σοβαρή σχέση. Οι έρωτες στις στρατιωτικές βάσεις δενδιαρκούσαν και πολύ κι εκείνη πάντα τους απέφευγε. Άλλωστε, ο πατέρας της έκανε τη ζωήδύσκολη σε όποιο αγόρι την πλησίαζε.

Μια εικόνα του Ίθαν Μακλάουντ σχηματίστηκε στο μυαλό της. Φορώντας το κοστούμι μεγιλέκο κουμπωμένο μέχρι πάνω, θα κέρδιζε αμέσως τον πατέρα της. Αλλά δεν ήταν η προσοχή πουέδινε στην εμφάνισή του αυτό που κυριαρχούσε στη σκέψη της. Στο μυαλό της μπορούσε ακόμα ναδει τις γραμμές του καλοσχηματισμένου κορμιού του, το σοβαρό σοκολατί βλέμμα του, τα σπαστάκαστανά μαλλιά του. Της χαμογελούσε πλατιά, την πείραζε και την κρατούσε στην αγκαλιά τουκαθώς έπαιζε η μουσική.

Η Τουίνκ έμεινε ξύπνια για πολλή ώρα, κοιτάζοντας τις ρωγμές στο ταβάνι πάνω από το κρεβάτιτης. Έμοιαζαν με τις γραμμές στην παλάμη της.

Page 38: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Τέσσερα

Η σκάλα ταλαντεύτηκε επίφοβα καθώς η Τουίνκ τεντώθηκε για να φτάσει το γύψινο διακοσμητικόστο ταβάνι με τη βούρτσα βαψίματος. Ανέκαθεν ήθελε να ήταν ψηλότερη.

«Να πάρει» μουρμούρισε και κατέβηκε από τη σκάλα για να την επανατοποθετήσει πιο κοντάστη γωνία.

Κάθε ελεύθερη στιγμή που διέθετε την περνούσε στο εστιατόριο, τρίβοντας, ξεκολλώντας τηνταπετσαρία και βάφοντας. Η κουζίνα ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση. Οι συσκευές και οι μετρητέςείχαν εγκατασταθεί στο σύνολό τους. Μόνο η τραπεζαρία απέμενε. Στη μια γωνία υπήρχε μια στοίβααπό χαρτιά και οι κουρτίνες υποτίθεται ότι θα παραδίδονταν την επόμενη εβδομάδα.

Και μετά το όνειρό της θα τελείωνε. Θα ξέμενε από χρήματα, και η επίπλωση, ταμαχαιροπίρουνα –πόσο μάλλον το φαγητό– και τα εγκαίνια δεν θα υλοποιούνταν ποτέ.

Αναστέναξε. Τίποτα δεν τελείωσε ακόμα. Επομένως, ανέβηκε πάλι στη σκάλα, άπλωσε μπογιάστη δύσκολη γωνία και μετά βούτηξε τη βούρτσα πάλι στο κουτί με την μπογιά που ήτανστηριγμένο στην κορυφή της σκάλας. Έγειρε λίγο προς τα πίσω για να επιθεωρήσει το έργο της.

«Καλή δουλειά» είπε μια απαλή φωνή από πίσω της.Εκείνη ξαφνιάστηκε και έχασε την ισορροπία της. Η σκάλα ταλαντεύτηκε. Το κουτί με την

μπογιά έγειρε και έπεσε πάνω στο προστατευτικό κάλυμμα που βρισκόταν από κάτω, μαζί με τηνΤουίνκ, η οποία προσγειώθηκε ομαλά στην αγκαλιά του Ίθαν Μακλάουντ.

Η μπογιά δεν ήταν τόσο τυχερή. Χύθηκε πάνω στο κάλυμμα και σχημάτισε μια λιμνούλα κάτωαπό τη σκάλα.

«Συγνώμη. Δεν ήθελα να σε τρομάξω» είπε ο Ίθαν ενώ συνέχιζε να κρατάει την Τουίνκ.«Μπορείς να με αφήσεις κάτω τώρα. Νομίζω ότι πέρασε ο κίνδυνος» είπε εκείνη σαρκαστικά.

Την άφησε κάτω προσεκτικά και έκανε ένα βήμα πίσω. Η Τουίνκ επιθεώρησε τη ζημιά. Μισό κουτίμπογιά βρισκόταν στο πάτωμα και η αξιοπρέπειά της θίχτηκε από τη συνεχή αδεξιότητά τηςμπροστά του. «Γιατί με αιφνιδίασες έτσι; Κοίτα χάλι!»

Εκείνος έτριψε το πιγούνι του. «Δεν είναι τίποτα. Απλώς θα πετάξουμε αυτό το κάλυμμα και θαανοίξουμε άλλο κουτί μπογιά.»

«Εύκολο να το λες εσύ αυτό, κύριε Λεφτά-στην-τράπεζα, αλλά εγώ δεν έχω την πολυτέλεια ναχαραμίζω μπογιά, γι’ αυτό ή θα τη μαζέψουμε πάλι στο κουτί ή θ’ αρχίσουμε να βάφουμε τουπόλοιπο γύψινο.» Στεκόταν με τα χέρια στη μέση της, προκαλώντας τον.

Εκείνος φορούσε τζιν με τσάκιση, ακριβά αθλητικά παπούτσια και ένα ανοιχτό κίτρινο πόλομπλουζάκι. Όχι ακριβώς ρούχα για ένα απογευματινό βάψιμο.

Κοίταξε τη λιμνούλα που απλωνόταν γύρω του. «Νομίζω ότι η επιλογή νούμερο ένααποκλείεται, γι’ αυτό ας στρωθούμε.» Η Τουίνκ τον κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα καθώς έβγαλε ταπαπούτσια και τις κάλτσες του και τα εναπόθεσε τακτικά δίπλα στην πόρτα. Μετά έβγαλε τομπλουζάκι του, το δίπλωσε και το ακούμπησε πάνω στα παπούτσια του.

Page 39: H Συνταγή Του Έρωτα

Η Τουίνκ ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Ήταν εντελώς απροετοίμαστη γι’ αυτό. Ο Ίθαν είχεένα τέλεια σχηματισμένο σώμα, από τους γραμμωμένους ώμους του μέχρι το επίπεδο στομάχι του.Δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει τη σκούρα γραμμή από τις σγουρές τρίχες που άρχιζαν στοκέντρο του στέρνου του και εξαφανίζονταν κάτω από τη ζώνη του τζιν του.

Την κοίταξε και χαμογέλασε πλατιά. «Θα θυσιάσω το τζιν για το σκοπό μας, αλλά αυτό μόνο.Έτσι κι αλλιώς, με αυτή τη ζέστη, όσο λιγότερα ρούχα τόσο το καλύτερο.»

Έκανε όντως ζέστη, σκέφτηκε η Τουίνκ καθώς έριξε μια ματιά στο δικό της σορτσάκι καιαμάνικο μπλουζάκι. Σταγόνες ιδρώτα σχηματίστηκαν στο άνω χείλος της. Κοίταξε πάλι τοναπροσδόκητο βοηθό της και ένιωσε ένα φτερούγισμα στο στομάχι.

Δεν ήθελε τη βοήθειά του. Δεν ήθελε να της υπαγορεύει τι να κάνει ή πώς να το κάνει. Αυτήήταν δουλειά για μια γυναίκα. Κι εκείνος ήταν σαφώς αρσενικό.

Απέστρεψε το βλέμμα της επικεντρώνοντας την προσοχή της στη λιμνούλα μπογιάς στα πόδιατης. «Δεν είναι ανάγκη, αλήθεια. Μπορώ να τα καταφέρω.»

«Ανοησίες – αισθάνομαι υπεύθυνος.» Έπιασε μια βούρτσα. «Θα ξεκινήσω με το γύψινο γύρωαπό το δάπεδο κι εσύ συνέχισε γύρω από το ταβάνι.» Μετακίνησε τη σκάλα πάνω σε ένα άλλοπροστατευτικό κάλυμμα.

Η Τουίνκ ανασήκωσε τους ώμους. Αν επέμενε ως ζήτημα αρχής, αυτό θα της κόστιζε τηνπολύτιμη βοήθεια. Και την ευκαιρία να κοιτάξει για όσο θέλει τους καλύτερους κοιλιακούς που είχενα δει εδώ και πολύ καιρό. Άνοιξε ένα δεύτερο κουτί μπογιά και το ακούμπησε πάνω στη σκάλα.

Ο Ίθαν κάθισε δίπλα από το προστατευτικό κάλυμμα που ήταν γεμάτο με μπογιά. Άπλωσε τουγρό πάνω από το γύψινο. Με την άκρη του ματιού της εκείνη τον παρακολουθούσε καθώςσκούπιζε σχολαστικά κάθε σταγόνα από τα ξύλινα σανίδια. Μερικές φορές, σκέφτηκε ειρωνικά, έναςυπερβολικά τυπικός τραπεζίτης αποδεικνύεται χρήσιμος.

«Λοιπόν, τι κάνεις εδώ σαββατιάτικα; Εκτός από καταστροφές» τον ρώτησε, συγκρατώντας τογέλιο της.

«Είχα μια δουλειά στο Γουάτσον και είδα το αυτοκίνητό σου παρκαρισμένο έξω, καθώςεπέστρεφα από το διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο. Σκέφτηκα να σταματήσω για να δω πώςφτιάχνεις το μέρος.»

Έγειρε πίσω στις φτέρνες του και κοίταξε τριγύρω. Μετά ανάφερε όλως τυχαίως «Ίσως μπορώνα σου βρω ένα συνεγγυητή.»

Η Τουίνκ έριξε τη βούρτσα πάλι στο κουτί και γύρισε να τον κοιτάξει. «Ένα συνεγγυητή;»«Έναν επενδυτή. Κάποιον που να πιστεύει ότι το εστιατόριο θα αποδειχθεί επικερδής επιχείρηση.

Βάζουν το ενέχυρο για το δάνειο. Στη συνέχεια, αργότερα, παίρνουν μερίδιο από τα κέρδη.»Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί η Τουίνκ ήταν ο πατέρας της και η επιμονή του να γίνονται

τα πάντα με το δικό του τρόπο. Αυτό ήταν το εστιατόριό της και το όνειρό της. Δεν ήθελε ναακολουθεί τους κανόνες κανενός. Θα το έκανε μόνη της ή καθόλου.

«Θέλω να τα καταφέρω μόνη μου, Ίθαν. Εκτιμώ τη βοήθειά σου, αλλά όχι, ευχαριστώ.»Ανησυχούσε ότι δεν θα προλάβαινε να ανοίξει εγκαίρως. Και μετά δεν θα μπορούσε να

πληρώσει το ενοίκιο ή τους λογαριασμούς που ήδη συσσωρεύονταν. Αλλά το εστιατόριοαντιπροσώπευε την ανεξαρτησία της, την απαλλαγή της από τον πατέρα της. Δεν ήθελε να τοδιακινδυνέψει αυτό.

Page 40: H Συνταγή Του Έρωτα

Ο Ίθαν σήκωσε τα χέρια του σε ένδειξη απογοήτευσης. «Δεν καταλαβαίνω, Τουίνκ. Δουλεύειςσαν σκυλί σε αυτό το μέρος. Και για ποιο λόγο; Κάποια στιγμή θα σου τελειώσουν τα χρήματα καιμετά δεν θα έχεις τίποτα. Θα χάσεις τη μίσθωσή του και θα πρέπει να τρέξεις πίσω στον μπαμπάκα.Τι θα έχεις κερδίσει τότε;»

Πέταξε πάλι τη βούρτσα στο σχεδόν άδειο κουτί μπογιάς. «Την αξιοπρέπειά μου, για όνομα τουΘεού! Βαρέθηκα να είμαι το κοριτσάκι του μπαμπά! Ποτέ δεν θα τρέξω πίσω σ’ αυτόν για να τοναφήσω να ξαναελέγξει τη ζωή μου! Δε μ’ ενδιαφέρει αν χάσω εκατό εστιατόρια!»

Ξανασήκωσε τη βούρτσα και άρχισε να βάφει μανιωδώς το κομμάτι που είχε μόλις τελειώσει,πασχίζοντας να κάνει το χέρι της να σταματήσει να τρέμει από οργή.

Ο Ίθαν άφησε κάτω τη βούρτσα του και πήγε προς το μέρος όπου έβαφε η Τουίνκ. Ακούμπησετα χέρια του στους ώμους της και άρχισε να της κάνει μασάζ για να τη χαλαρώσει. Εκείνη ένιωσετην ένταση να την εγκαταλείπει και γύρισε να τον κοιτάξει.

«Συγνώμη που σου μίλησα απότομα. Δεν φταις εσύ που το εστιατόριό μου πρόκειται νααποτύχει. Φέρθηκες πολύ καλά έπειτα από εκείνη τη μέρα στην τράπεζα. Απλώς δεν είμαι έτοιμη ναδεχτώ συνέταιρο.»

Την κοίταξε με κατανόηση. «Εντάξει, πες μου αν αλλάξεις γνώμη.»«Ευχαριστώ. Θα το κάνω.»Επέστρεψε στο γύψινό του, ενώ εκείνη έβαψε το ίδιο κομμάτι για τρίτη φορά προτού το

συνειδητοποιήσει και προχωρήσει παρά πέρα.Ύστερα από μία ώρα περίπου ο Ίθαν άφησε κάτω τη βούρτσα του και σηκώθηκε όρθιος,

τεντώνοντας τα άκρα του. Η Τουίνκ μπορούσε να δει τους μυς να σφίγγονται στην πλάτη και στουςδικέφαλούς του.

Όταν γύρισε και την κοίταξε απροσδόκητα, εκείνη απέστρεψε αμέσως το βλέμμα, ελπίζοντας ότιδεν την πρόσεξε που τον κοιτούσε επίμονα.

«Έχεις βελτιώσει πολύ αυτό το μέρος. Φαίνεται εντελώς διαφορετικό από το ΙταλικόΠανδοχείο» είπε αδιάφορα, πλησιάζοντας το μέρος όπου εκείνη ήταν σκαρφαλωμένη στη σκάλα.

Δόξα τω Θεώ που δεν μ’ έπιασε να τον κοιτάζω σαν μαθητριούλα.«Πώς ονομάζεται αυτό το είδος διακόσμησης, παρεμπιπτόντως;» Κοίταξε τριγύρω

επικεντρώνοντας το βλέμμα του στα πολύπλοκα γύψινα, στα γυαλισμένα ξύλινα πατώματα και στηνεκρού επένδυση ξύλου με καφέ-γκρι διακόσμηση.

Εκείνη κατέβηκε από τη σκάλα και σήκωσε από τη στοίβα ένα ρολό λουλουδάτη ταπετσαρία.«Επαρχιακό γαλλικό στιλ» είπε, χαϊδεύοντάς το με τρυφερότητα. «Απλό αλλά κομψό. Είναι τοαγαπημένο μου είδος εσωτερικής διακόσμησης. Βλέπεις;» Ξετύλιξε το ρολό και το ακούμπησε πάνωστον τοίχο. Μικροσκοπικά μοβ και ροζ μπουμπουκάκια με φύλλα σε απαλές πράσινες αποχρώσειςάνθιζαν κάτω από τα χέρια της.

«Πολύ όμορφο» είπε σιγανά ο Ίθαν, και η Τουίνκ συνειδητοποίησε ότι δεν κοίταζε τηνταπετσαρία, αλλά την ίδια, με μια παράξενη πεινασμένη έκφραση.

Ξαφνικά τα έχασε, ξανατύλιξε βιαστικά το χαρτί και το άφησε πάνω στη στοίβα. Έχωσε τα χέριατης στις τσέπες από το σορτσάκι της. «Κοίτα, Ίθαν, ευχαριστώ που με βοήθησες να βάψω.»

Εκείνος έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.

Page 41: H Συνταγή Του Έρωτα

«Είμαι σίγουρη ότι έχεις να πας κάπου αλλού.» Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη σπονδυλικήτης στήλη.

Εκείνος έκανε ακόμη ένα βήμα προς το μέρος της. Τα μάτια του λαμπύριζαν από το πάθος.«Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω αφού σε έκανα να ρίξεις την μπογιά.»

Εκείνη ξεροκατάπιε. «Ήταν ατύχημα.»«Φαίνεται ότι παθαίνουμε πολλά ατυχήματα όταν είμαστε μαζί.» Εκείνη κοκκίνισε έντονα,

νιώθοντας τα μάγουλά της να καίνε.Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το μάγουλό της με τον αντίχειρά του. «Έχεις μπογιά στο

πρόσωπό σου.»Η απάντησή της ήταν ένα αδύναμο γέλιο. Τι νόμιζε ότι σκόπευε να της κάνει; Να τη φιλήσει; Δεν

του είχε καν ξαναμιλήσει μέχρι πριν από τρεις μέρες. Για όνομα του Θεού. Συγκεντρώσου, κοπελιά.«Ευχαριστώ» μουρμούρισε τρίβοντας το μάγουλό της με το πίσω μέρος του χεριού της.Γύρισε να επιθεωρήσει το δωμάτιο, διακόπτοντας την επαφή μαζί της. Εκείνη πήρε μια βαθιά

ανάσα.«Λοιπόν, χρησιμοποίησα όλη την μπογιά που χύθηκε και το κάτω γύψινο είναι έτοιμο. Τώρα τι

άλλο;» Την κοίταξε με προσδοκία στο βλέμμα του.«Δεν θα μπορούσα να σπαταλήσω άλλο το χρόνο σου.»«Έχω πολύ χρόνο.» Δεν φαινόταν να βιάζεται να φύγει.«Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο μέχρι να στεγνώσει το γύψινο. Μετά θα ασχοληθώ με την

ταπετσαρία.»«Θα βοηθήσω.»Η Τουίνκ ήθελε πολύ να του πει «όχι.» Είχε ήδη καταφέρει να εισχωρήσει στη ζωή της. Φοβόταν

να του ανοίξει περισσότερο την πόρτα, αλλά κατά βάθος –πολύ βάθος– τον ήθελε εκεί. Άλλωστε, ητοποθέτηση ταπετσαρίας στους τοίχους του εστιατορίου που είχαν ύψος τρία μέτρα δεν ήταν το ίδιομε το βάψιμο του γύψινου, που είχε μήκος μερικά μέτρα. Ξαφνικά της ήρθε στο μυαλό μια εικόνατου εαυτού της να έχει μπλεχτεί με την ταπετσαρία όπως η Λουσίλ Μπολ.

Έγνεψε θετικά με μισή καρδιά. «Εντάξει, αυτό θα ήταν υπέροχο.»«Ωραία, απλώς πες μου πότε.»«Τι θα έλεγες για Πέμπτη βράδυ;»Της άγγιξε πάλι το μάγουλο, τρίβοντας με τον αντίχειρά του το σημείο όπου είχε μπογιά. «Την

Πέμπτη τότε.»Έγειρε λίγο προς το χέρι του, αλλά σταμάτησε τον εαυτό της προτού κλείσει τα μάτια και

αναστενάξει. Ένιωσε μεγάλη σύγχυση. Το μυαλό και το κορμί της μάχονταν για να πάρουν τονέλεγχο. Ωστόσο, αυτή τη φορά κέρδισε το μυαλό της. Δόξα τω Θεώ. Χαμογέλασε στον Ίθαν καιέκανε ένα βήμα πίσω.

«Λοιπόν, ας καθαρίσουμε αυτό το χάλι για να φύγουμε από δω.»Καθάρισαν τις βούρτσες και ο Ίθαν μάζεψε τα ρούχα του, ενώ η Τουίνκ κλείδωσε την πόρτα της

εισόδου. Την συνόδεψε μέχρι το αυτοκίνητό της και την περίμενε μέχρι να μπει μέσα και να καθίσει.Μετά έσκυψε μέσα από το παράθυρο, ακουμπώντας τα μπράτσα του στην πόρτα. Τα αισθησιακάχείλη του απείχαν μόλις εκατοστά από εκείνη.

Page 42: H Συνταγή Του Έρωτα

«Ευχαριστώ που με φίλησες –εννοώ που με βοήθησες– απόψε.» Ω, Θεέ μου. Το άκουσε αυτό;Η μία άκρη των χειλιών του κουνήθηκε ελαφρώς και μετά μετατράπηκε αργά σε χαμόγελο.

«Ευχαρίστησή μου» είπε σιγανά, ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένα στο στόμα της. Ω, ναι.Σίγουρα το άκουσε.

Προτού γίνει περισσότερο ρεζίλι, έβαλε μπρος το Volvo της και βγήκε από το πάρκιγκ.Κοιτάζοντας πίσω από τον εσωτερικό καθρέφτη, τον είδε που στεκόταν εκεί ξυπόλητος με τηνμπλούζα του ριγμένη πάνω στον ώμο.

* * *

Την επόμενη μέρα στη μία ο Ίθαν κράτησε ανοιχτή την πόρτα του Καφέ για να περάσει η Τουίνκ, ηοποία κουβαλούσε τον άδειο δίσκο από το μεσημεριανό της Μάρτζι. Μόλις το ακούμπησε κάτω καιπήρε τη θέση της στο γκριλ, η Ντάινα έβγαλε μια φωνή ενθουσιασμού.

«Κέρδισα! Κέρδισα!» Κρατούσε ένα μικρό τετράγωνο χαρτάκι ψηλά στον αέρα και χόρευε γύρωγύρω φωνάζοντας ξανά και ξανά.

Η Τουίνκ έτρεξε κοντά της. «Τι; Τι κέρδισες;» Άρπαξε το χαρτί από το χέρι της Ντάινα και τοκοίταξε προσεκτικά.

«Θεέ μου» ψιθύρισε χαμηλόφωνα. «Κέρδισες!» Μετά συνειδητοποίησε τι σήμαινε αυτό, άρπαξετην Ντάινα και τη στριφογύρισε γύρω γύρω.

Οι θαμώνες του Καφέ μαζεύτηκαν τριγύρω. «Τι κέρδισες, Ντάινα; Άσε μας να δούμε.»Η Τουίνκ κρατούσε το απόκομμα και το επέστρεψε στην Ντάινα κλείνοντάς της το μάτι.

«Κέρδισε στο λαχείο, παιδιά. Είκοσι χιλιάδες δολάρια.»Απόλυτη σιωπή επικράτησε στην παρέα των κατοίκων του Χάουαρντ, σαν να είχε κάνει ξαφνικά

την εμφάνισή της μια θεότητα. Κάρφωσαν όλοι το βλέμμα τους πάνω στην Ντάινα, αναμένονταςαπό εκείνη να βγάλει ένα βαρυσήμαντο λόγο.

«Πρέπει να το πω στον Τζόνα.» Έβγαλε την ποδιά της και την πέταξε πάνω στον πάγκο.«Κλείδωσε, Τουίνκ, σε παρακαλώ! Καληνύχτα σε όλους!» Βγήκε έξω φουριόζα και εξαφανίστηκεστο λυκόφως.

Ο Χάρβι Γουάιτμπρεντ ξανακάθισε στη θέση του δίπλα στο ταμείο χαϊδεύοντας το πιγούνι του.«Απίστευτο! Η Μαντάμ Γουάντα είχε δίκιο» μουρμούρισε.

«Τι είπες, αρχηγέ;» ρώτησε η Τουίνκ.Σήκωσε το βλέμμα του προς το μέρος της με μια σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό του. «Είπα, η

Μαντάμ Γουάντα είχε δίκιο. Προέβλεψε ότι η Ντάινα θα κέρδιζε μερικά χρήματα. Και τώρα αυτόέγινε.»

«Πώς ήξερες τι είπε η Μαντάμ Γουάντα;»Έδειξε να προσβάλλεται. Προφανώς, θεωρούσε ότι ήταν δικαίωμά του να γνωρίζει όλα όσα

συνέβαιναν στο Χάουαρντ, δίχως αμφιβολία. «Η Ντάινα μού το είπε. Γελούσαμε μ’ αυτό.» Κούνησελυπημένα το κεφάλι του. «Λοιπόν, δεν γελάω τώρα.»

Ο Ίθαν, που στεκόταν δίπλα στην πόρτα, με δυσκολία κρατιόταν να μη γελάσει. «Δηλαδή ημαμά μου προέβλεψε ότι η Ντάινα θα κέρδιζε μερικά χρήματα; Και νομίζεις ότι αυτό είναι τοαποτέλεσμα; Το “μερικά χρήματα” θα μπορούσε να σημαίνει την εύρεση ενός εικοσάλεπτου στο

Page 43: H Συνταγή Του Έρωτα

πεζοδρόμιο ή παραπάνω ρέστα από τη Μάρθα στο φαρμακείο.»«Ναι, αλλά δεν ήταν μερικά ρέστα, σωστά; Ήταν είκοσι χιλιάδες δολάρια. Είκοσι χιλιάδες

δολάρια!» Ο αρχηγός δίπλωσε το σημειωματάριό του στην τσέπη του και έχωσε μαζί και το στιλό.«Θα έλεγα ότι η μαμά σου το πέτυχε ακριβώς, παιδί μου.»

Ο Ίθαν κούνησε το κεφάλι του σαν να θεωρούσε άσκοπη την περαιτέρω συζήτηση.Η Τουίνκ σκούπισε χωρίς να βιάζεται τον πάγκο με ένα βρεγμένο πανί. Επομένως, η πρόβλεψη

της Μαντάμ Γουάντα για την Ντάινα πραγματοποιήθηκε. Αυτό σήμαινε ότι το ίδιο θα συνέβαινε καιμε τη δική της; Έριξε μια ματιά στον Ίθαν. Ακόμα κι αν η πρόβλεψη έβγαινε αληθινή, μπορείεκείνος να μην ήταν ο ψηλός, μελαχρινός, όμορφος άνδρας που εννοούσε η Γουάντα. Στο κάτωκάτω, δεν ανέφερε ότι σκόπευε να αλλάξει τα σχέδιά του και να παραμείνει στο Χάουαρντ.

Το γκριλ έβγαλε έναν τσιριχτό ήχο καθώς το νερό από το πανί πιτσίλισε πάνω του. Ξαφνικά ένααίσθημα φόβου τής έσφιξε την καρδιά. Τι θα γινόταν αν ερωτευόταν τον Ίθαν; Η πρόβλεψη τηςΓουάντα δεν ανέφερε τίποτα για ένα ευτυχισμένο τέλος. Δεν ανέφερε γάμο και παιδιά ή κάτι από ταπράγματα που ονειρευόταν η Τουίνκ να αποκτήσει μια μέρα. Απλώς μιλούσε για έρωτα. Και αυτό θαμπορούσε να είναι κάτι που θα την πλήγωνε πολύ.

Τον κοίταξε ξανά. Συζητούσε φιλικά με το διευθυντή του Λυκείου Χάουαρντ και τη σύζυγό του.Τα μάτια του έκαναν ρυτίδες γέλιου και το αισθησιακό του στόμα ήταν χαλαρό και χαμογελαστό.Είχε βγάλει το σακάκι του και είχε χαλαρώσει τη γραβάτα του. Το πρώτο κουμπί από το πουκάμισότου ήταν ξεκούμπωτο και τα μανίκια γυρισμένα προς τα πάνω λόγω της ζέστης. Φαντάστηκε τιςκαστανές τρίχες στο στήθος του, τη μαυρισμένη του επιδερμίδα.

Μην παρασύρεσαι από τη γοητεία του. Μη δελεάζεσαι από την ομορφιά του. Μην αφήσεις τηνεξυπνάδα και το πνεύμα του να σε αιφνιδιάσουν. Να είσαι δυνατή.

Ναι, καλά, σκέφτηκε, τρίβοντας με μανία τον πάγκο δίπλα από το γκριλ. Είναι ήδη πολύ αργάγια μένα.

* * *

Τα φώτα στο γήπεδο του Χάουαρντ συνέχιζαν να λάμπουν, ενώ πλησίαζε το τέλος του όγδοουγύρου. Ήταν η σειρά των Γερακιών του Χάουαρντ να χτυπήσουν την μπάλα, ενώ προηγούνταν με10-9 έναντι των Αετών του Γιούλες. Η Τουίνκ ήξερε ότι, αν κέρδιζαν τα Γεράκια, θα συνέχιζαν σταπλέι-οφ της Μικρής Λίγκας, τα οποία θα διεξάγονταν στο χώρο της πανήγυρης κατά τη διάρκεια τουΦεστιβάλ Φουντουκόπιτας το επόμενο σαββατοκύριακο.

Ο Ίθαν στεκόταν δίπλα στον πάγκο, αφού προπονούσε τα παιδιά. Φορούσε τζιν και έναμπλουζάκι των Γερακιών και ήταν τόσο προσηλωμένος στην ομάδα και στο παιχνίδι που δεν τηνείχε προσέξει στην εξέδρα. Είχε πάει μόνης της, ελπίζοντας να κατανοήσει την κουλτούρα τουΧάουαρντ και να μάθει προς τι όλος ο ντόρος. Οι άνθρωποι μιλούσαν για την ομάδα και τηνπιθανότητα να περάσουν στα πλέι-οφ εδώ και μέρες στο Καφέ.

Φορούσε μπότες πεζοπορίας, έχωσε τα πόδια της κάτω από την κερκίδα και έσκυψε μπροστά γιανα παρακολουθήσει τη ρίψη της μπάλας. Ευτυχώς που είχε φορέσει σορτσάκι και αμάνικομπλουζάκι. Ακόμη και μετά τη δύση του ήλιου, η θερμοκρασία στο Τέξας παρέμενε σε υψηλάεπίπεδα.

«Πάμε, Γεράκια!» φώναξε, καθώς ένα εξαιρετικά μικροκαμωμένο αγόρι χτύπησε τις τάπες των

Page 44: H Συνταγή Του Έρωτα

παπουτσιών του με το μπαστούνι και μετά πήρε τόσο επαγγελματική πόζα όσο μπορούσε έναδεκάχρονο παιδί.

Ο Ίθαν πρέπει να την άκουσε, επειδή γύρισε απότομα και της έγνεψε, ενώ μετά γύρισε γρήγορανα παρακολουθήσει τη δράση στο γήπεδο. Στεκόταν σιωπηλά, μέχρι που άκουσε τον ήχο που έκανετο μπαστούνι όταν χτύπησε την μπάλα. Μόλις το παιδί πέταξε το μπαστούνι και άρχισε να τρέχει, οΊθαν προχώρησε μερικά μέτρα μπροστά και φώναξε «Πάμε, Τόμπι, τρέχα!»

Όταν το παιδί έφτασε στην πρώτη βάση, ο Ίθαν χειροκρότησε και σφύριξε, ενώ μετά του έκανενοήματα με τα χέρια μέχρι που ήρθε η σειρά του επόμενου ροπαλοφόρου. Τα παιδιά έπαιζαν πολύκαλά, πειθαρχημένα και με ευγενή άμιλλα. Κατάλαβε ότι αυτό οφειλόταν στον Ίθαν.

Ένα αγόρι, πιο μικροκαμωμένο από τα άλλα, έκανε στράικ, και ενώ οι άνδρες στην εξέδραεξέφρασαν γενικά τη δυσαρέσκειά τους, ο Ίθαν φώναξε! «Κράτα γερά, Τζόσουα, θα την πετύχειςτην επόμενη φορά!»

Ο Τζόσουα, που επέστρεφε αποκαρδιωμένος στον πάγκο των Γερακιών σέρνοντας τομπαστούνι, ίσιωσε τους ώμους του και πέταξε στην άκρη το μπαστούνι. Κάθισε δίπλα στους άλλουςπαίκτες, που τον υποδέχτηκαν χαμογελαστοί χτυπώντας του την πλάτη.

Η καρδιά της Τουίνκ σφίχτηκε από τρυφερότητα προς τον Ίθαν.Τα Γεράκια διατήρησαν το προβάδισμα κατά τον ένατο γύρο, με τελικό σκορ 12-11, που τους

διασφάλισε μια θέση στα πλέι-οφ στη διάρκεια του Φεστιβάλ Φουντουκόπιτας εκείνο τοσαββατοκύριακο.

Στη συνέχεια συνάντησε τον Ίθαν στον πάγκο με τα παγωτά, όπου κερνούσε όλη την ομάδα.«Αγαπάς αυτή την ομάδα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε μόλις έφυγαν τα παιδιά με τους γονείς τους

και ο Ίθαν τη συνόδεψε μέχρι εκεί που ήταν παρκαρισμένα τα αυτοκίνητά τους.Γύρισε και την κοίταξε έκπληκτος. «Αγαπώ το μπέιζμπολ. Παίζω από τότε που ήμουν παιδί.

Σκεφτόμουν ακόμη και να γίνω επαγγελματίας όταν ήμουν πιο νέος.»«Γιατί δεν έγινες;» ρώτησε εκείνη, δείχνοντας ενδιαφέρον για αυτή τη νεοανακαλυφθείσα πτυχή

του άνδρα που πλέον κυριαρχούσε στις σκέψεις της.Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Δεν ξέρω. Δεν φαινόταν και πολύ ώριμος τρόπος να κερδίζει κανείς τα

προς το ζην. Το να παίζει συνεχώς ένα παιχνίδι. Δεν αντικατοπτρίζει και πολύ την πραγματικότητα.»Την ξανακοίταξε και η θλίψη που είδε στα μάτια του της έσφιξε την καρδιά. «Τα οικονομικά

είναι πολύ πιο αξιόπιστα, δεν συμφωνείς;»Επρόκειτο για ένα όνειρο που απορρίφθηκε από την κοινή λογική. Η Τουίνκ αναρωτήθηκε ποιες

άλλες επιθυμίες του είχε εγκαταλείψει ο Ίθαν στο όνομα της αυτοπειθαρχίας.Χαμογέλασε στον Ίθαν. «Λοιπόν, δεν γνωρίζω πολλά σχετικά με τα οικονομικά και δεν γνωρίζω

τίποτε από μπέιζμπολ, αλλά χαίρομαι που ήρθα.»Της έπιασε το χέρι και το έσφιξε, αλλά μετά το άφησε γρήγορα. «Κι εγώ χαίρομαι.»Η ματιά του ήταν απαλή σαν βελούδο και τόσο θλιμμένη όσο ήταν όταν μίλησε για το

μπέιζμπολ.

* * *

Page 45: H Συνταγή Του Έρωτα

Η εμπειρία που είχε η Τουίνκ με την τοποθέτηση ταπετσαρίας ήταν μόνο από ένα μικρό μπάνιο στοσπίτι των γονιών της στην Ουάσιγκτον. Τίποτα δεν θα μπορούσε να την είχε προετοιμάσει για τηναναστάτωση που θα προκαλούσαν η ίδια και ο Ίθαν σε δύο ώρες. Το νερό από την ποτίστρα πουχρησιμοποιούσαν για να βρέχουν τις λωρίδες πιτσιλούσε όλο το πάτωμα. Σε συνδυασμό με τηνκόλλα που έσταζε σχημάτιζε ένα ολισθηρό στρώμα πάνω στην ξύλινη επιφάνεια. Πεταμένες λωρίδεςχαρτιού –τα θύματα εσφαλμένων μετρήσεων– ήταν διασκορπισμένες σε κολλώδεις σωρούς εδώ κιεκεί. Εργαλεία καλυμμένα με κόλλα ήταν σκόρπια στο πάτωμα.

Ο Ίθαν καθόταν με σταυρωμένα τα πόδια στο κέντρο της ακαταστασίας. Κομματάκια από χαρτίήταν κολλημένα στις πατούσες του. Η Τουίνκ επιθεώρησε το χάλι.

«Όχι κι άσχημα» καυχήθηκε ο Ίθαν, μην έχοντας προφανώς επίγνωση της εμφάνισής του.Κοίταξε τριγύρω στους ταπετσαρισμένους τοίχους με μια αυτάρεσκη έκφραση στο πρόσωπό του.

«Θ’ αστειεύεσαι βέβαια.» Πλησίασε τον έναν τοίχο, στο κέντρο του οποίου υπήρχε μια κενήλωρίδα. Την έδειξε με μια χειρονομία. «Τι θα γίνει μ’ αυτό;»

Εκείνος σηκώθηκε όρθιος. «Κανένα πρόβλημα. Ας τοποθετήσουμε και την τελευταία λωρίδα καιτελειώσαμε.»

«Εντάξει, θα φέρω το χαρτί.» Πήγε μέχρι τη γωνία όπου ήταν στοιβαγμένα τα χαρτιά. Η στοίβαδεν υπήρχε. Κοίταξε τον Ίθαν. «Εσύ έχεις το τελευταίο ρολό;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, το χρησιμοποίησα όλο. Πάρε ένα άλλο.»Άνοιξε τα χέρια της με μια κίνηση. «Μας τελείωσε.»Εκείνος προχώρησε με δυσκολία προς τη γωνία περνώντας μέσα από την ακαταστασία. «Δεν

μπορεί να μας τελείωσε. Υπήρχε ένα βουνό από χαρτιά εδώ πέρα.»«Το ξέρω, αλλά τώρα έχει τελειώσει.»Έβαλε τα χέρια στη μέση του και γύρισε να την κοιτάξει. «Υπέροχα. Τι θα κάνουμε τώρα;»«Δεν ξέρω» απάντησε εκείνη, νιώθοντας έναν κόμπο στο στομάχι από την απελπισία.

«Χρειάστηκε να περάσουν εβδομάδες για την παραγγελία και δεν μπορώ να πληρώσω γιαπερισσότερο.» Της ήρθε να κλάψει.

Μόλις διαισθάνθηκε την οδύνη της, ο Ίθαν ανέλαβε δράση. Ψαχούλεψε ανάμεσα στις υπόλοιπεςλωρίδες, σηκώνοντάς τες ψηλά στον τοίχο. Καμία δεν ήταν αρκετά μακριά. Τελικά, διάλεξε μία καιτην έκοψε στη μέση.

«Τι κάνεις;» ρώτησε εκείνη, έκπληκτη από την καταστροφή του χαρτιού.«Κάνε λίγη υπομονή» είπε βρέχοντας το ένα κομμάτι στην ποτίστρα. Όταν ήταν έτοιμο, ανέβηκε

στη σκάλα και το κόλλησε προσεκτικά στο κενό. Κάλυπτε περίπου το ένα τρίτο. Μετά έβρεξε και τοάλλο μισό και το κόλλησε από κάτω. Παρέμενε ακόμη ένα κενό περίπου τριάντα εκατοστών στοκέντρο του τοίχου.

Η Τουίνκ ήταν δύσπιστη. Ακόμη και αν κάλυπτε την τρύπα, οι συνδετικές γραμμές θα ήτανορατές. Θα έμοιαζε με κακοτεχνία.

Ο Ίθαν δεν φαινόταν να ανησυχεί. «Ορίστε» ανακοίνωσε θριαμβευτικά, ενώ τα καστανά τουμάτια έλαμπαν.

«Τι θα γίνει με την τρύπα;» ρώτησε εκείνη.«Ε, θα βρούμε κάτι να κρεμάσουμε εκεί ή θα βάλουμε μπροστά τον μπουφέ της γιαγιάς σου.»

Page 46: H Συνταγή Του Έρωτα

Η Τουίνκ ανασήκωσε τους ώμους. Ποια η διαφορά έτσι κι αλλιώς; Αν δεν κατάφερνε να πάρειτο δάνειο, κανείς δεν θα έβλεπε ποτέ την ταπετσαρία. Αν όντως έπαιρνε το δάνειο, θα αγόραζεαπλώς ένα άλλο ρολό για να φτιάξει τη λωρίδα σωστά.

Του έριξε ένα χαμόγελο. Του άξιζε αυτό. «Είναι όμορφο, Ίθαν.»Πέρασε τους αντίχειρές του μέσα από τους βρόχους της ζώνης στο σορτσάκι του. «Είναι,

όντως.» Φαινόταν ευχαριστημένος με την προσπάθειά τους χαμογελώντας πλατιά.Εκείνη γέλασε. «Αν ήμουν στη θέση σου, δεν θα παρατούσα τη δουλειά μου πάντως.» Πήρε τη

λεπίδα για να καθαρίσει τις άκρες από τα νέα κομμάτια.Χτύπησε το μέτωπό του με το κάτω μέρος της παλάμης του. «Αυτό θα κάνω! Θα ταξιδεύω τον

κόσμο για να φέρνω την ομορφιά μέσω της ταπετσαρίας. Εσύ τι λες;»Γύρισε να τον αντικρίσει. «Νομίζω ότι είσαι τρελός.»Έτρεξε προς το μέρος της, τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την στριφογύρισε. «Τρελός, ε; Θα

σου δείξω πόσο τρελός!» Τα πόδια της ήταν στον αέρα και έπρεπε να πιαστεί σφιχτά από το λαιμότου για να μην πεταχτεί στην άλλη άκρη του δωματίου.

Μετά το πόδι του γλίστρησε σε ένα σημείο του πατώματος. Έχασε την ισορροπία του και τηλαβή του πάνω στην Τουίνκ. Σωριάστηκε κάτω, πέφτοντας με την πλάτη στο πάτωμα. Εκείνη τουγλίστρησε από τα χέρια και έπεσε στο πάτωμα, στριφογυρίζοντας λίγο ακόμα προτού σταματήσειμπρούμυτα μερικά μέτρα μακριά του.

Κοίταξαν ο ένας τον άλλο και ξέσπασαν σε γέλια. Σύρθηκε με τα χέρια και τα γόνατά του στομέρος όπου εκείνη βρισκόταν ξαπλωμένη μπρούμυτα.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε μπερδεύοντας τα λόγια του.«Ναι.» είπε εκείνη χαχανίζοντας. «Αυτό ήταν εντυπωσιακό. Αλλά την επόμενη φορά πρέπει να

βελτιώσουμε την απόδοσή μας.»«Ναι, αλλά τα πήγα καλά στην προσγείωση» είπε ξεκολλώντας κομμάτια ταπετσαρίας από τον

πισινό του.«Υπέροχα. Μακάρι η τοποθέτηση ταπετσαρίας ζευγαριών να ήταν ολυμπιακό αγώνισμα. Θα

κερδίζαμε σίγουρα.» Συνέχισε να χαχανίζει καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί από το πάτωμα. Στομπροστινό μέρος της είχε ένα λεπτό στρώμα κόλλας.

«Αηδία» είπε πιάνοντας τα ρούχα της. «Είμαι χάλια.»Αργά, ο Ίθαν σηκώθηκε όρθιος. Το βλέμμα του δεν έφυγε από πάνω της, σκοτεινό και

ακατανόητο. «Ναι, καλά, είσαι χάλια» είπε σχεδόν ψιθυρίζοντας. Έπιασε το πιγούνι της με το χέριτου. «Έχεις κόλλα στο πρόσωπό σου.»

Σήκωσε το χέρι της ντροπαλά στο πρόσωπό της. «Πού;» είπε βραχνά, ενώ η φωνή της φαινόταννα την είχε εγκαταλείψει.

Χαμήλωσε το κεφάλι του και τη φίλησε απαλά στο μάγουλο. «Εκεί.» Τη φίλησε στον κρόταφο.«Κι εκεί.» Στη μύτη της. «Κι εκεί.» Στα χείλη της. «Και κυρίως εδώ.»

Το στόμα του ξελόγιασε το δικό της με ένα απολαυστικά αργό φιλί. Αβίαστα και νωχελικά, σαννα μην είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν εκτός από το να στέκονται εκεί για πάντα. Κανένα μέροςτων κορμιών τους δεν αγγιζόταν εκτός από το χέρι του πάνω στο πιγούνι της και τα χείλη του πάνωστα δικά της, ωστόσο, η Τουίνκ άρχισε να νιώθει μια καυτή φλόγα που ξεκινούσε από τα δάχτυλα

Page 47: H Συνταγή Του Έρωτα

των ποδιών της. Ταξίδευε προς τα πάνω, σιγοκαίγοντας τα πόδια της και χαμηλά στην κοιλιά της,καθώς απλωνόταν στα στήθη της μέχρι και τις άκρες των δαχτύλων της. Όταν η υγρή φλόγα έκαψετα χείλη της, τραβήχτηκε απότομα.

Μην μπλέξεις με αυτό τον άνδρα. Μην παρασυρθείς από τα γλυκά φιλιά και την καλοκαιρινήζέστη. Φεύγει σύντομα.

Η βραχνή, τραχιά φωνή του την καλούσε να επιστρέψει. «Συγνώμη. Δεν έπρεπε να το είχα κάνειαυτό.»

«Δεν πειράζει» είπε η Τουίνκ, αγγίζοντας τα χείλη της με τα δάχτυλά της. Ήταν ακόμαμουδιασμένα από το φιλί του.

Ο Ίθαν έχωσε τις γροθιές του στις τσέπες από το σορτσάκι του. «Κοίτα, Τουίνκ. Δεν είμαιβέβαιος για το τι συμβαίνει εδώ. Ποτέ δεν σκόπευα να το κάνω αυτό. Είναι λες και συμπεριφέρομαισαν τρελός όταν είμαι κοντά σου.» Σκούπισε το φρύδι του με την άκρη από το μπλουζάκι του,αποκαλύπτοντας το γραμμωμένο στομάχι του. «Πρέπει να φταίει αυτή η αναθεματισμένη ζέστη.»

Εκείνη έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα, αφήνοντας τα λόγια του να κατασιγάσουν το πάθος της.«Τέλος πάντων» συνέχισε εκείνος «φεύγω σε μερικές εβδομάδες. Δεν έχει νόημα να μπλεχτούμε

σε κάτι που δεν μπορεί να συνεχιστεί.»Σκούπισε τα χέρια της πάνω στο σορτσάκι της. Έτρεμαν λίγο, γεγονός που την εκνεύρισε.

«Συμφωνώ απόλυτα. Θα ήταν εντελώς άσκοπο.» Παίρνοντας μια σακούλα σκουπιδιών που ήτανκοντά της, άρχισε να χώνει μέσα δεσμίδες από ταπετσαρία. «Να σου πω κάτι; Ας μείνουμε απλώςφίλοι. Τίποτα σοβαρό. Έτσι, όταν φύγεις, κανείς δεν θα πληγωθεί.»

Άρπαξε μια σκούπα και άρχισε να σκουπίζει τα κομματάκια χαρτιού σε ένα σωρό. «Ωραία. Καλήιδέα. Απλώς φίλοι.»

Δούλεψαν σιωπηλά για λίγα λεπτά, μέχρι που το δωμάτιο καθάρισε και μαζεύτηκαν οι σακούλεςτων σκουπιδιών και τα εργαλεία. Η Τουίνκ έσβησε το φως και βγήκαν έξω στην καλοκαιρινή νύχτα.

Κλείδωσε την πόρτα. Ένα παράξενο κενό τής βάραινε το στήθος.«Ευχαριστώ που με βοήθησες να κολλήσω την ταπετσαρία.» Του χαμογέλασε. «Φίλε.»Τη χαιρέτησε. «Ευχαρίστησή μου, φίλη.»Στέκονταν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο αμήχανα για λίγο. Μετά ο Ίθαν έσπασε τη σιωπή. «Ε, το

φεστιβάλ είναι αυτό το Σάββατο.»«Ναι, το ξέρω. Όλοι μόνο γι’ αυτό μιλούν.»«Λοιπόν, πρέπει να δουλέψω σε έναν από τους πάγκους, αλλά θα προσπαθήσω να σε βρω

αργότερα.»Η Τουίνκ αισθάνθηκε το κενό στο στήθος να γεμίζει με φως. «Εντάξει, θα σε ψάξω.»Οδήγησε μέχρι το σπίτι της, σκεπτόμενη πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα σε ένα μήνα

από τώρα. Αν δεν επέτρεπε στον Ίθαν να της διασφαλίσει ένα συνεγγυητή για το τραπεζικό δάνειο,το μακροχρόνιο όνειρό της για ένα εστιατόριο θα έφτανε στο τέλος του. Και ο Ίθαν θα έφευγε.

Είχε απόλυτο δίκιο. Δεν είχε νόημα να μπλεχτούν.Έλεγξε τον εσωτερικό καθρέφτη προτού αλλάξει λωρίδα. Υπήρχε ένα αυτοκίνητο πίσω της.

Άλλαξε και αυτό λωρίδα. Μόλις η ίδια έστριψε στη γωνία, έστριψε κι εκείνο.Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά καθώς πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο κτήμα της. Ένιωσε

Page 48: H Συνταγή Του Έρωτα

ανακούφιση όταν το αυτοκίνητο την προσπέρασε και αναγνώρισε το σύμβολο της αστυνομίας τουΧάουαρντ στα πλάγια.

Page 49: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Πέντε

Κάτω από τα πόδια της Τουίνκ έτριζε το χαλίκι του πάρκινγκ καθώς κατευθυνόταν στον πάγκο τωνεισιτηρίων που βρισκόταν στην είσοδο του χώρου της πανήγυρης λίγο έξω από το Χάουαρντ.

Έδωσε στη Μέιμπελ Χέντρικς, την ηλικιωμένη επικεφαλής του ουσιαστικά ανενεργού ΣυλλόγουΒοήθειας των Κυριών του Χάουαρντ, τα δύο της δολάρια και άκουσε που της είπε ότι όλα τα έσοδαθα πήγαιναν στη σύνδεση του λυκείου με το «δίχτυ» με μια «ευρεία ζώνη.»

«Αν και, για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει αυτό» είπε στην Τουίνκψιθυρίζοντας συνωμοτικά. «Δεν μπορώ να φανταστώ γιατί να θέλουν να περάσουν ένα δίχτυ γύρωαπό το σχολείο. Τι ανοησίες. Τι νομίζουν ότι θα πιάσουν; Και τι στο καλό είναι μια ευρεία ζώνη;Ένα ελαστικό πράγμα πάνω στο δίχτυ, υποθέτω. Ολόκληρος ο κόσμος τρελάθηκε, αν θέλεις τηνάποψή μου.» Άρχισε να μουρμουρίζει στον εαυτό της και η Τουίνκ την ευχαρίστησε και έσπευσε ναπεράσει από την πύλη, χαμογελώντας.

Αγαπάω αυτή την πόλη.Σταμάτησε πρώτα στη σκηνή που είχε στηθεί για το διαγωνισμό φουντουκόπιτας. Η Τουίνκ

άφησε την πίτα της ανάμεσα στις άλλες που βρίσκονταν στο ήδη φορτωμένο τραπέζι. Της φάνηκεσαν κάθε γυναίκα της πόλης να έφτιαξε μια πίτα και να την έφερε να την κρίνουν.

* * *

Η υποψηφιότητά της ήταν ασυνήθιστη και ήταν σίγουρη ότι δεν θα κέρδιζε βραβείο, αλλάανυπομονούσε να θέσει υποψηφιότητα έτσι κι αλλιώς. Τουλάχιστον θα έκανε τους άλλους ναμιλούν για τη φουντουκόπιτά της με γλυκοπατάτες και αυτό μπορεί να κινούσε το ενδιαφέρον για τονέο της εστιατόριο – αν το άνοιγε ποτέ.

Ακόμη δεν είχε τα χρήματα που χρειαζόταν για να το ολοκληρώσει. Κατά τη διάρκεια τηςπροηγούμενης εβδομάδας είχε ρωτήσει και σε άλλες τράπεζες, όπου ανακάλυψε ότι η πολιτική τουςήταν παρόμοια με εκείνη της Εθνικής του Χάουαρντ. Μπορούσε να πάρει δάνειο μόνο αν κάποιοςέμπαινε συνεγγυητής. Και ήταν αποφασισμένη να μη ζητήσει βοήθεια από τον πατέρα της.

Όλη της τη ζωή ήταν η μικρή του Τουίνκι. Την είχε κακομάθει δίνοντάς της ό,τι ζητούσε και ό,τιπίστευε εκείνος πως χρειαζόταν. Η υπερβολική επιείκεια τελικά έδωσε τη θέση της στην υπαγόρευσηκάθε της κίνησης, στην κριτική των επιλογών της, των φίλων της, των αποφάσεών της. Ηγελοιοποίηση και ο χλευασμός ήταν ο κανόνας, με τη Φραν να μένει ήσυχα στο περιθώριο, χωρίς ναεπεμβαίνει ποτέ, φοβούμενη να διαφωνήσει με το στρατηγό.

Το χειρότερο ήταν η απόφαση της Τουίνκ να μην καταταγεί στο στρατό. Ο πατέρας της είχεπρογραμματίσει να τη βάλει στο Γουέστ Πόιντ, είχε μιλήσει με όλα τα κατάλληλα άτομα, είχεοργανώσει τα πάντα. Το ονειρευόταν αυτό ολόκληρη τη ζωή της, γι’ αυτό της έμαθε σκοποβολή, τηνέγραψε σε γυμναστήριο και σε μαθήματα αυτοάμυνας, που η ίδια απεχθανόταν, ενώ την κρατούσεξύπνια τις νύχτες με ασκήσεις πορείας. Όταν εκείνη ανακοίνωσε ότι θα πήγαινε στο ΑμερικανικόΙνστιτούτο Μαγειρικής, ο πατέρας της έγινε έξαλλος, απείλησε ότι θα της έκοβε τη χρηματοδότηση

Page 50: H Συνταγή Του Έρωτα

και μαινόταν για μέρες χωρίς να της μιλά.Αφού συνειδητοποίησε ότι η Τουίνκ το εννοούσε σοβαρά, άλλαξε τακτική και ανέλαβε πάλι

δράση, τηλεφωνώντας στη σχολή για να κανονίσει τη χρηματοδότηση και της αγόρασε αυτοκίνητο.Και μετά, την ημέρα της αποφοίτησης, εκείνη ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μετακομίσει στο

Χάουαρντ για να στήσει το εστιατόριο και να ζήσει στο σπίτι των παππούδων της. Τη θεωρούσε τηνημέρα της χειραφέτησής της, επειδή τότε ήταν που σταμάτησε να δέχεται βοήθεια από τον πατέρατης. Ήταν η μέρα που εκείνος δεν έλεγχε πλέον τη ζωή της. Άρχισε να εργάζεται για ναεξοικονομήσει χρήματα, ώστε να έρθει στο Τέξας.

Αυτό συνέβη πριν από δύο χρόνια. Και να που βρέθηκε εδώ. Λίγο πριν από την εκπλήρωση τουονείρου της. Υπήρχε μόνο ένα πράγμα που τη χώριζε ακόμα από την επιτυχία.

Με ένα βαθύ αναστεναγμό, συνειδητοποίησε ότι θα αναγκαζόταν να ζητήσει από τον Ίθαν να τηςβρει συνεγγυητή. Το συντομότερο δυνατόν.

Η Τουίνκ σήκωσε τα μαλλιά της, τα στριφογύρισε και τα έπιασε με ένα κοκαλάκι. Τεράστιοιανεμιστήρες είχαν τοποθετηθεί στις γωνίες της σκηνής, αλλά δεν ήταν αναμμένοι. Ο αέρας ήταναποπνικτικός. Κοίταξε το ρολόι της. Εννέα το πρωί και έκανε ήδη τρομερή ζέστη.

«Πολλή ζέστη, έτσι δεν είναι;» είπε ο Χάρβι Γουάιτμπρεντ από τις σκιές στην άκρη της τέντας.Τι έκανε και παραμόνευε εκεί, κοιτάζοντάς την καχύποπτα και διαβάζοντας το μυαλό της;«Βλέπω ότι έφτιαξες πίτα.» Πέρασε τους αντίχειρές του μέσα από τους βρόχους της ζώνης στο

γκρι παντελόνι της στολής του.Εκείνη εξέπνευσε αργά. Ήταν άσκοπο να βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα. «Φυσικά και

έφτιαξα. Φουντουκόπιτα με γλυκοπατάτα» είπε η Τουίνκ χαμογελώντας, αποφασισμένη να φερθείφιλικά. Άλλωστε, ήταν καινούρια στην πόλη. Ίσως ερευνούσε έτσι εξονυχιστικά όλους τουςνεοφερμένους.

«Κατάλαβα. Λοιπόν, θα την προσέχω μέχρι ν’ αρχίσει ο διαγωνισμός αργότερα.» Έκανε μερικάβήματα προς το μέρος της με καχύποπτο βλέμμα. «Για να ξέρεις. Δεν είμαστε όλοι χωριάτες.Κάνουμε το καθήκον μας εδώ στο Χάουαρντ.»

Η Τουίνκ αναγκάστηκε να συγκρατήσει τα γέλια της. «Ευχαριστώ, αρχηγέ Γουάιτμπρεντ. Είμαιβέβαιη γι’ αυτό.»

Γύρισε να φύγει. Κάνει λες και πρόκειται να κλέψω καμιά πίτα! Η σκέψη ότι θα άρπαζε μια πίτακαι θα έτρεχε όπως να ‘ναι μέσα στο πλήθος την έκανε να γελάσει δυνατά.

Έξω από τη σκηνή το φεστιβάλ είχε αρχίσει για τα καλά. Η Τουίνκ περιπλανήθηκε σε διάφορουςπάγκους που είχαν χειροτεχνίες προς πώληση. Στα αριστερά της είχε στηθεί ένα λούνα παρκ, μετροχό και καρουζέλ. Δεκάδες παιδιά περίμεναν ήδη στην ουρά, χωρίς να μπορούν να καθίσουνακίνητα από τον ενθουσιασμό. Ακουγόταν μουσική από το όργανο καλλιόπη.

Στα δεξιά της βρίσκονταν περισσότεροι πάγκοι, δύο ηλεκτρονικά παιχνίδια και εκπτωτικοίπάγκοι όπου πωλούνταν κρύα αναψυκτικά, καλαμπόκια, χοτ-ντογκ και το αναπόφευκτο τηγανητόκέρασμα της χρονιάς. Η Τουίνκ σημείωσε στο μυαλό της να επιστρέψει εκεί αργότερα.

Ακριβώς ευθεία, ανάμεσα σε περισσότερους πάγκους και παιχνίδια, βρισκόταν μια πρόχειρηαρένα με κερκίδες στη μια πλευρά. Θα υπήρχαν επιπλέον ένα ροντέο, μια δημοπρασία ζώων καιπολλά πυροτεχνήματα εκεί το απόγευμα και το βράδυ. Παραπέρα βρισκόταν το γήπεδο μπέιζμπολ,όπου θα έπαιζαν αργότερα τα Γεράκια του Χάουαρντ.

Page 51: H Συνταγή Του Έρωτα

Πέρασε με δυσκολία ανάμεσα από τους πάγκους προς την αρένα, σταματώντας για να θαυμάσειένα πλεκτό ή να χαιρετίσει άτομα που γνώριζε από το Καφέ. Προφανώς ολόκληρη η πόλη είχεπροσέλθει, και ακόμη περισσότεροι.

Αμέσως μετά από έναν πάγκο όπου ένας άνδρας πουλούσε κλουβιά για πουλιά, ένα μικρόπλήθος ενθάρρυνε με φωνές ένα νεαρό παιδί. Σημάδευε με μια μπάλα του μπέιζμπολ έναν στόχοπου ήταν κρεμασμένος δίπλα από μια δεξαμενή γεμάτη νερό. Καθισμένος αναπαυτικά στομικροσκοπικό κάθισμα, ψηλά πάνω από το νερό, βρισκόταν ο Ίθαν Μακλάουντ.

«Έλα, Τζέισον, μπορείς να το κάνεις! Σε έχω δει να ρίχνεις. Απλώς σημάδεψέ το προσεκτικά»του έδινε ήρεμα οδηγίες, φαινομενικά σίγουρος ότι το αγόρι δεν θα κατάφερνε με τίποτα να τονρίξει στο νερό. Πράγμα που ήταν αλήθεια.

Όταν ο Τζέισον έριξε τελικά την μπάλα, δεν πλησίασε καν το στόχο. Το πλήθος τονπαρακινούσε να προσπαθήσει ξανά, αλλά εκείνος, αντίθετα, έτρεξε να ανέβει στον τροχό.

«Ποιος είναι ο επόμενος;» φώναξε ο Ίθαν.Φορούσε μαγιό, και η Τουίνκ εντυπωσιάστηκε από τα δυνατά του πόδια και το κορμί του, τα

γραμμωμένα του μπράτσα, την επίπεδη κοιλιά, όλα με τέλειες αναλογίες, ενώ επιδεικνύονταν μεόμορφο τρόπο μπροστά της.

Αναρωτιέμαι πώς θα φαινόταν βρεγμένος.Πέταξε ένα πενηνταράκι πάνω στον πάγκο. «Εγώ είμαι» είπε.Μια μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα, την οποία η Τουίνκ αναγνώρισε ως τη γραμματέα από την

τράπεζα, της παρέδωσε δύο μπάλες, με ένα φοβισμένο βλέμμα στο πρόσωπό της.Ο Ίθαν τής χαμογέλασε πλατιά. «Νομίζω ότι δεν κινδυνεύω.»«Θα το δούμε αυτό» είπε η Τουίνκ, με περισσότερη αυτοπεποίθηση απ’ όση ένιωθε. Η μόνη

εμπειρία που είχε από το μπέιζμπολ ήταν όταν έπαιζε στη σχολή. Δεν είχε πιάσει καν μπάλα σταχέρια της τα τελευταία πέντε χρόνια.

Ο Ίθαν έκανε τάχα πως φοβόταν.Το πλήθος άρχισε να μεγαλώνει καθώς οι άνθρωποι μαζεύονταν για να παρακολουθήσουν.

Άρχισαν να φωνάζουν τραγουδιστά: «Βύθισέ τον, βύθισέ τον, βύθισέ τον, βύθισέ τον!»Αυτό δεν βοηθούσε.Πήρε φόρα, έβαλε σημάδι και έριξε την μπάλα, ακουμπώντας ξυστά το κάτω μέρος του στόχου.

Ο Ίθαν σκούπισε με το μπράτσο το μέτωπό του. «Παραλίγο – ναι, καλά!»Το πείραγμά του την εκνεύρισε. Ήθελε να τον βυθίσει – τον αλαζόνα. Της απέρριψε το δάνειο,

την πρόσβαλε, την πείραξε και τη φίλησε. Άλλο η φιλία. Αυτό ήταν εκδίκηση.Τον κοίταξε κατάματα, σηκώνοντας αργά την μπάλα και σημάδεψε το στόχο. Τράβηξε πίσω το

χέρι της και μετά το τίναξε μπροστά. Η μπάλα διέσχισε την καυτή καλοκαιρινή ατμόσφαιρα καιχτύπησε τον κόκκινο κύκλο στο κέντρο του στόχου.

Το κάθισμα κάτω από τον Ίθαν υποχώρησε. Εκείνος έπεσε στη δεξαμενή, σηκώθηκε στάζοντας,σκαρφάλωσε πάλι στο κάθισμα και σκούπισε το νερό από τα μάτια του με το πίσω μέρος του χεριούτου. Της έριξε ένα αγριεμένο βλέμμα. Το πλήθος ξέσπασε σε επιδοκιμασίες.

Του χαμογέλασε πλατιά. «Αυτό ήταν για το μαξιλάρι. Θυμάσαι;»Ξαφνικά η σκοτεινή έκφρασή του φωτίστηκε και γέλασε δυνατά. «Καλή βολή. Θέλεις να

Page 52: H Συνταγή Του Έρωτα

προσπαθήσεις ξανά;»Φαινόταν υπέροχος όταν ήταν βρεγμένος. Τα σκούρα του μαλλιά έλαμπαν κατάμαυρα στον ήλιο

και το δέρμα του ήταν λείο και απαλό σαν μετάξι. Το μαυρισμένο του πρόσωπο είχε κάνει ρυτίδεςαπό το χαμόγελο. Ήταν προφανές ότι το διασκέδαζε. Η Τουίνκ ένιωσε την καρδιά της να σταματάξαφνικά, απροσδόκητα, επικίνδυνα.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Μου επιτρέπεται μόνο μία εκδικητική πράξη την ημέρα.»Το πλήθος διαλύθηκε, ενώ έμειναν μόνο δύο έφηβοι που φαίνονταν αποφασισμένοι να βυθίσουν

τον αντιπρόεδρο της τράπεζας. Η Τουίνκ έκλεισε το μάτι στον Ίθαν. «Νομίζω ότι θ’ αφήσω τουςδικούς μου να σε ταπεινώσουν περαιτέρω.» Γύρισε να φύγει.

«Εϊ!» φώναξε ο Ίθαν από πίσω της. Γύρισε να τον αντικρίσει. «Η βάρδια μου τελειώνει σε μισήώρα. Θέλεις να με συναντήσεις στον τροχό;»

«Εντάξει, σε τριάντα λεπτά στον τροχό.» Συνέχισε να περπατάει, αλλά έστριψε προς τηνκατεύθυνση του λούνα παρκ. Καθώς απομακρυνόταν, άκουσε το καμπανάκι του στόχου και στησυνέχεια ένα μεγάλο παφλασμό και τρανταχτά γέλια.

Τα επόμενα τριάντα λεπτά προβλέπονταν πολύ υγρά για τον Ίθαν.

* * *

Ενώ το δέρμα του ήταν ακόμα υγρό από την τελευταία βουτιά, ο Ίθαν φόρεσε ένα πόλο μπλουζάκικαι τζιν παντελόνι. Τα ρούχα κόλλησαν πάνω του, αλλά, με αυτή τη ζέστη, ήξερε ότι αμέσως θαστέγνωναν εντελώς. Πέρασε μια χτένα από τα μαλλιά του, έβαλε τα παπούτσια του και βγήκε από ταπρόχειρα αποδυτήρια πίσω από τη δεξαμενή βύθισης.

Ο δήμαρχος είχε πάρει τη θέση του στο μικροσκοπικό κάθισμα πάνω από τη δεξαμενή με τονερό και μαζεύτηκε ένα πλήθος ανυπομονώντας να μουσκέψει τον άνθρωπο που θεωρούνταν απόμερικούς μέτριος πολιτικός έτσι κι αλλιώς. Ο Ίθαν τού έγνεψε και φώναξε «Καλή τύχη!» και μετάπέρασε βιαστικά ανάμεσα στο πλήθος με κατεύθυνση τον τροχό, στην άλλη άκρη της πανήγυρης.

Ένιωσε ένα ρίγος έξαψης που τον εξέπληξε. Γιατί ανυπομονούσε να δει την Τουίνκ; Πραγματικάδεν ήταν καθόλου ο τύπος του, με τα μακριά, ανακατωμένα μαλλιά της, το νεραϊδένιο πρόσωπο καιτο ανεξάρτητο πνεύμα της. Προτιμούσε πιο εκλεπτυσμένες γυναίκες, πιο ήσυχες και κομψές. Ναι,σαν τη Λόρα. Και κοίτα πού κατέληξες!

Αν το καλοσκεφτόταν, ολόκληρη την περασμένη εβδομάδα είχε το ίδιο παράξενο αίσθημαπροσδοκίας την ώρα του μεσημεριανού και του βραδινού, όταν ήξερε ότι θα την έβλεπε στο Καφέ.Κατά περίεργο τρόπο, η Ντάινα ήταν απασχολημένη κάθε φορά και ζητούσε από την Τουίνκ ναετοιμάσει το δίσκο και να τον συνοδέψει στης Μαντάμ Γουάντα.

Εξεπλάγη από το πόσο πολύ είχε διασκεδάσει, βοηθώντας την Τουίνκ με την ταπετσαρία καιμετά το παιχνίδι μπέιζμπολ. Οι συναντήσεις τους ήταν γεμάτες από συζητήσεις σχετικά με τοΧάουαρντ, το φεστιβάλ, το εστιατόριό της και τα σχέδιά του να μετακομίσει στο Σικάγο. Δενυπήρχαν στιγμές αμηχανίας μεταξύ τους ούτε δυσάρεστες διαφωνίες, απλώς ευχάριστη συζήτηση.Δύο άνθρωποι που ανακάλυπταν ο ένας τον άλλο.

Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Υπήρχε και η ζέστη. Η θερμοκρασία φαινόταν να ανεβαίνει κατά δύοβαθμούς όποτε βρισκόταν κοντά της. Στην αρχή το απέδωσε στο καλοκαίρι του Τέξας ή σε κάποια

Page 53: H Συνταγή Του Έρωτα

ξαφνική νευρικότητα παρουσία μιας νέας γνωριμίας. Αλλά ήταν κάτι περισσότερο.Το αίμα του άρχιζε να σιγοβράζει όταν την πλησίαζε. Ένιωθε το δέρμα του να ανατριχιάζει, ενώ

το στόμα του στέγνωνε εντελώς. Ήταν ό,τι πιο περίεργο είχε βιώσει ποτέ.Και προφανώς το ένιωθε και η ίδια. Επειδή ύστερα από μερικά λεπτά μάζευε τα μαλλιά της με το

ένα χέρι και έκανε αέρα στο λαιμό της με το άλλο. Την παρακολουθούσε να το κάνει καθημερινάόλη την εβδομάδα και ανυπομονούσε να ξαναδεί την οικεία κίνηση.

Τα χρυσαφένια της μαλλιά λαμπύριζαν στον ήλιο, ενώ έπεφταν σαν καταρράκτης πάνω από τομπράτσο της. Το εκτεθειμένο μήκος του λαιμού της ήταν λείο και απαλό. Περισσότερες από μίαφορά σκέφτηκε να το φιλήσει.

Και μετά τη φίλησε ενώ ήταν καλυμμένη με κόλλα ταπετσαρίας! Πάντα ήταν ικανός να ελέγχειτα συναισθήματά του όσον αφορά τις γυναίκες. Ούτε μία φορά δεν είχε αφήσει τα συναισθήματάτου να τον παρασύρουν έτσι στην περίπτωση της Λόρα. Καυχιόταν για την ψυχραιμία, το πρακτικόμυαλό και τον αυτοέλεγχό του.

Όλη αυτή η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχό του, συμπέρανε εκνευρισμένος, χτενίζοντας μετα δάχτυλά του τα ακόμη βρεγμένα μαλλιά του. Θα έφευγε σε ένα μήνα και η Τουίνκ θα ήταν μιαμακρινή ανάμνηση. Απλώς ένα ευχάριστο διάλειμμα σε ένα καλοκαίρι που απειλούσε να σπάσεικάθε ρεκόρ θερμοκρασίας. Ναι, έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι ενώ ίσιωσε τους ώμους του με νέααποφασιστικότητα, καλύτερα να μείνουν τα πράγματα απλά, χωρίς επιπλοκές.

Αλλά έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα τελευταία, αν περνούσε υπερβολικά πολύ χρόνο με τηνΤουίνκ Χάρισον, μπορεί να έσκαγε απότομα.

«Οπωσδήποτε πιθανό» μουρμούρισε μόλις την είδε να στέκεται δίπλα από το ταμείο στον τροχό.Φορούσε τζιν σορτσάκι και ένα κόκκινο μπλουζάκι που τόνιζε τις καμπύλες του στήθους και τηςμέσης της. Πότε πότε, όταν έκανε κάποια κίνηση όπως προηγουμένως που έριξε την μπάλα, αυτόσηκωνόταν αρκετά ώστε να αποκαλύψει λίγη από την απαλή επιδερμίδα της.

Δεν ήταν ψηλή, ίσως μόνο 1,65, αλλά τα πόδια της φαίνονταν να συνεχίζονται επ’ άπειρον,καθώς εξαφανίζονταν κάτω από το σορτσάκι της στο κατάλληλο σημείο. Τα μαλλιά της ήταν έναςκυκεώνας από χρυσαφένιες τούφες, πιασμένες με ένα κόκκινο πλαστικό κοκαλάκι. Να πάρει, ήθελενα την αγκαλιάσει.

Απλώς φίλοι, υπενθύμισε στον εαυτό του και έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιούτου.

Εκείνη χαμογέλασε μόλις τον είδε, κάνοντάς του νεύμα να πλησιάσει στο ταμείο. «Μας αγόρασαδύο εισιτήρια για τον τροχό. Θέλεις να ανέβεις;» Κούνησε τα εισιτήρια μπροστά της χαμογελώνταςπλατιά.

«Φυσικά.» Έπιασε το χέρι της και την οδήγησε στην πύλη. «Πάμε.» Δεν μπορούσε να μηνπροσέξει ότι το χέρι της έμοιαζε μικρό μέσα στο δικό του, αλλά σταθερό και δυνατό. Το έσφιξελιγάκι και ανταμείφθηκε με ένα χαμόγελο που φώτισε το νεραϊδένιο πρόσωπό της.

Το μικρό κάθισμα τούς ανάγκασε να καθίσουν κοντά, ακουμπώντας ο ένας πάνω στον άλλο. Οιώμοι του Ίθαν ήταν πολύ φαρδιοί, γι’ αυτό και πέρασε το ένα του μπράτσο γύρω από την πλάτη τουκαθίσματος. Εκείνη χαλάρωσε δίπλα του, έβγαλε το κοκαλάκι από τα μαλλιά της και τα άφησεελεύθερα. Εκείνος ένιωσε το δέρμα του λαιμού της πάνω στο δέρμα του μπράτσου του.

Απλώς φίλοι, υπενθύμισε ξανά στον εαυτό του.

Page 54: H Συνταγή Του Έρωτα

Μετά από μια στιγμή ο γεροδεμένος χειριστής έκανε τον τροχό να ξεκινήσει. Το κάθισμά τουςκουνήθηκε απότομα. Η Τουίνκ έπεσε προς τα πίσω πάνω στο μπράτσο του Ίθαν. Η πρώτη τουαντίδραση ήταν να πιάσει τον ώμο της με το χέρι του, αλλά γρήγορα το τράβηξε πίσω σαν να είχεκαεί. Το να την αγγίζει δεν ήταν καλή ιδέα. Καθόλου καλή ιδέα.

Σήκωσε το βλέμμα να τον κοιτάξει, ενώ τα μάτια της έλαμπαν από χαρά. «Δεν έχω ανέβει σετροχό από τότε που ήμουν μικρή.»

«Πού είχες ανέβει;»«Λοιπόν, μια φορά στο Άρκανσο, στο Φορτ Χουντ. Μετά πήγαμε στην Ιαπωνία, στη Γερμανία

και στη Σαουδική Αραβία. Παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πέρυσι ο μπαμπάς μου πήρεπροαγωγή. Βρίσκεται στην Ουάσιγκτον τώρα, ως μέλος των Γενικών Επιτελείων.»

«Παιδί στρατιωτικού, ε;» είπε πειρακτικά.Τον κοίταξε κάτω από τις σκούρες, μεγάλες βλεφαρίδες της με τα μεγάλα και καταπράσινα μάτια

της. Τσαχπίνικα μάτια. «Νομίζεις, λοιπόν, ότι είμαι παιδί;»Ξαφνικά δεν ήθελε άλλο να την πειράξει. Ήθελε να τη φιλήσει. Όταν μίλησε, η φωνή του

ακούστηκε βραχνή. «Όχι ακριβώς.»Το βλέμμα του έμεινε για λίγο καρφωμένο στο δικό της· μετά το κάθισμα τραντάχτηκε πάλι και

μετακινήθηκε στην κορυφή του τροχού. Κοίταξαν κάτω στο χώρο της πανήγυρης.«Α, κοίτα πόσο ψηλά είμαστε.» Έσκυψε λίγο μπροστά και το κάθισμα κουνήθηκε επίφοβα. Ο

Ίθαν την έπιασε και την τράβηξε πίσω και πάνω του. Κράτησε το μπράτσο του γύρω της.«Ώπα, πρόσεχε. Θα ήθελα να παραμείνω εδώ πάνω σώος και αβλαβής, αν δεν σε πειράζει.»Του χαμογέλασε. «Εγώ θα ήθελα να μείνω εδώ πάνω όλη μέρα.»Ένα ξαφνικό αεράκι τους φύσηξε. Η Τουίνκ σήκωσε τα μαλλιά της και έκανε αέρα στο λαιμό

της. «Δεν κάνει ζέστη;» ρώτησε.Και πού να ’ξερες.Μόλις πάτησε σταθερά στο έδαφος μετά την αιώρησή τους με τον τροχό πάνω από το χώρο της

πανήγυρης συντροφιά με τον Ίθαν, η Τουίνκ τον τράβηξε από το μπράτσο. «Τι συμβαίνει εκείπέρα;»

«Δεν ξέρω, πάμε να δούμε.» Την οδήγησε μέσα από ένα μικρό πλήθος που είχε συγκεντρωθείγύρω από έναν πάγκο.

Η Τουίνκ χαμογέλασε μόλις άκουσε μια οικεία φωνή να λέει τραγουδιστά: «Μμμμ... Μμμμ... Α,η κρυστάλλινη σφαίρα είναι καθαρή τώρα. Μπορώ να δω το μέλλον σου. Θα περάσεις μια περίοδοανάπτυξης.»

«Οχ, όχι, είναι η μητέρα μου» είπε ο Ίθαν με ένα βαθύ στεναγμό, καθώς πλησίαζαν. «Το ήξεραότι θα ερχόταν εδώ. Αλλά μάλλον το είχα απωθήσει από το μυαλό μου. Έβγαλε το νάρθηκα χτες, γι’αυτό επέστρεψε πάλι στα δικά της.»

Η Τουίνκ κοίταξε με δυσκολία ανάμεσα στο πλήθος, που γελούσε τρανταχτά μαζί με άλλα δύοάτομα τα οποία στέκονταν μπροστά από τον πάγκο των Προβλέψεων του Μέντιουμ ΜαντάμΓουάντα.

Ο Πιτ και η Σάλι Γιόχανσον ήταν σουηδικής καταγωγής, ψηλοί και ξανθοί, με καλοσυνάταχαμόγελα. Ο Πιτ είχε ύψος πάνω από 1,90 και, όπως σκέφτηκε η Τουίνκ, θα μπορούσε εύκολα να

Page 55: H Συνταγή Του Έρωτα

σηκώσει ένα μεγάλο πρόβατο.«Λοιπόν, αυτά σίγουρα δεν είναι τα νέα που περιμέναμε» είπε η Σάλι χαχανίζοντας. «Ήδη με

δυσκολία τον ταΐζω έτσι όπως είναι τώρα.»Η Μαντάμ Γουάντα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, ενώ το βλέμμα της έλαμπε από χαρά.

«Όχι, όχι, χρυσή μου, εννοώ ότι θα αποκτήσετε μωρό!»Το πλήθος γύρω τους μουρμούρισε συγχαρητήρια.Ο Πιτ κοίταξε πρώτα τη Σάλι με λατρεία στο βλέμμα του και μετά τη Γουάντα. «Είσαι σίγουρη;»«Φυσικά, χρυσέ μου! Η σφαίρα δεν λέει ψέματα.»Κάποιος στο πλήθος μουρμούρισε: «Ναι, κοίτα τι έγινε με την Ντάινα. Έγινε σχεδόν

εκατομμυριούχα χάρη στη Γουάντα.»Η Γουάντα κούνησε το ένα κοκαλιάρικο και φορτωμένο με βραχιόλια χέρι της. «Όχι, όχι, εγώ

δεν κάνω το μέλλον να συμβεί με συγκεκριμένο τρόπο. Είμαι απλώς ο αγγελιαφόρος.»Ο Ίθαν έβγαλε ξανά ένα βαθύ αναστεναγμό. «Μη χειρότερα! Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι οι

άνθρωποι τα χάφτουν αυτά. Η Ντάινα κέρδισε στο λαχείο. Αυτό συμβαίνει συνεχώς. Το Τέξας είναιγεμάτο με ανθρώπους που έχουν κερδίσει.»

«Λοιπόν» απάντησε η Τουίνκ «το μόνο άτομο που κέρδισε εδώ γύρω είναι η Ντάινα. Και εκείνηγια την οποία προέβλεψε η μητέρα σου ότι θα κέρδιζε. Αυτό είναι κάπως ασυνήθιστο, οφείλεις να τοπαραδεχτείς.»

Ο Ίθαν γέλασε και σήκωσε τα χέρια του ψηλά σε ένδειξη υποχώρησης. «Δεν παραδέχομαιτίποτα πέραν του ότι έχει εξαιρετικό τάιμινγκ. Και δεν κάνει πτώσεις με αλεξίπτωτο. Μόνο αυτό μ’ενδιαφέρει.»

«Θέλεις απλώς να είναι ασφαλής.»«Σωστά. Τότε, όταν φύγω για το Σικάγο, δεν θα χρειάζεται να ανησυχώ μήπως σκοτωθεί

κάνοντας καμιά τρέλα.»Ένα αίσθημα θλίψης αντικατέστησε την καλή διάθεση της Τουίνκ. Ο Ίθαν έφευγε σε λίγες

εβδομάδες. Απομάκρυνε αυτή τη σκέψη. Ήταν απλώς φίλοι. Και οι φίλοι μπορούσαν νααποχαιρετιστούν όταν θα ερχόταν η ώρα.

«Ίθαν, γλυκέ μου!» φώναξε η Μάρτζι από τον πάγκο της. Με τη φανταχτερή στολή της έμοιαζεμε ένα τροπικό πουλί που κούρνιαζε ανάμεσα σε μια ζούγκλα από πράσινο σατέν ύφασμα το οποίοκρεμόταν σε λωρίδες τριγύρω της σαν σκηνή. Ένα τεράστιο χαμόγελο φώτισε το μικροσκοπικό τηςπρόσωπο.

Ο Ίθαν αναστέναξε βαθιά για τρίτη φορά και μουρμούρισε: «Σαν ποντίκι πιασμένο στη φάκα.»Η Τουίνκ τού έδωσε μια αγκωνιά στα πλευρά. «Φέρσου καλά» του ψιθύρισε, μετά έγνεψε με το

χέρι και κατευθύνθηκε προς τη Μάρτζι, σέρνοντας πίσω της τον απρόθυμο Ίθαν.«Πώς πάει το πόδι, μαμά;» ρώτησε, ενώ το πλήθος γύρω από τον πάγκο αραίωνε.Ένα πόδι με σανδάλι ξεπρόβαλε από κάτω από τη φαρδιά φούστα της. Το στριφογύρισε με

ευκολία. «Μια χαρά, βλέπεις;»«Τώρα μακριά από τα πατίνια, εντάξει;» είπε πειρακτικά στη μητέρα του, η οποία κοκκίνισε και

κοίταξε το γιο της με ντροπαλό βλέμμα.«Το υπόσχομαι, χρυσέ μου.»

Page 56: H Συνταγή Του Έρωτα

«Πώς πάει η δουλειά, Μαντάμ Γουάντα;» ρώτησε η Τουίνκ.Η Μάρτζι τής χαμογέλασε γεμάτη χαρά. «Το έμαθες, οι Γιόχανσον θα αποκτήσουν παιδί!»Ο Ίθαν αντέδρασε επικριτικά και κέρδισε άλλη μια αγκωνιά στα πλευρά από την Τουίνκ.«Αλήθεια;» είπε. «Τι άλλο;»«Ε, τίποτα ιδιαίτερο. Κάνα δυο αληθινοί έρωτες, αλλαγές καριέρας και καλή τύχη. Ξέρεις, τα

συνηθισμένα.»Η Τουίνκ γέλασε. «Τίποτα κακό;»Η Μάρτζι έσκυψε μπροστά με βλέμμα που γυάλιζε σκανταλιάρικα. «Να σου πω την αλήθεια,

είχα ένα προαίσθημα για μια επικείμενη καταστροφή. Θεομηνία ή κάτι τέτοιο. Αλλά δεν μπορώακόμα να το κατανοήσω. Μεγάλο μυστήριο.» Χαμήλωσε τη φωνή της και ψιθύρισε σιγανά «Μεγάλομυστήριο.»

Εκείνη τη στιγμή δυο νεαρά αγόρια πέρασαν τρέχοντας, ντυμένα με τις στολές των Γερακιώντου Χάουαρντ. Η Μάρτζι φώναξε από πίσω τους «Εϊ, Τόμπι, συγχαρητήρια για το σπουδαίο παιχνίδιπου κερδίσατε σήμερα!»

Γύρισε και έγειρε το κεφάλι στα πλάγια απορημένος. «Μα, κυρία Μακλάουντ, δεν παίξαμε κανακόμα.» Άρχισε πάλι να τρέχει για να προφτάσει τους φίλους του στο γήπεδο.

Η Μάρτζι έμοιαζε να είναι σε σύγχυση. Στράφηκε προς τον Ίθαν. «Δεν παίξατε ακόμα;»Ο Ίθαν τής χαμογέλασε με επιείκεια. «Όχι ακόμα, μαμά, λυπάμαι.»Η Μάρτζι ήταν ατάραχη. «Ε, λοιπόν, θα κερδίσετε.»Στράφηκε προς έναν πελάτη που της έριξε δύο δολάρια πάνω στο τραπέζι μπροστά της.Ο Ίθαν και η Τουίνκ απομακρύνθηκαν με κατεύθυνση την τέντα όπου θα κρίνονταν οι

φουντουκόπιτες, γελώντας μεταξύ τους.

* * *

«Κύριε Μακλάουντ!» άκουσε η Τουίνκ μια φωνή να λέει από πίσω τους. Γύρισαν από την άλλη μαζίμε τον Ίθαν.

Μια μικροκαμωμένη γυναίκα με τζιν και ένα ξεθωριασμένο μπλουζάκι, περιτριγυρισμένη απότρία σκονισμένα, χαμογελαστά παιδιά, έτεινε το χέρι στον Ίθαν.

Εκείνος χαμογέλασε και το έσφιξε θερμά. «Κυρία Μάκι, πώς είστε;» Τη σύστησε στην Τουίνκ.Κουβαλούσε ένα χειροποίητο πάπλωμα, ραμμένο με γκιγκάν σε απαλό γαλάζιο και ροζ χρώμα, πουτονιζόταν από κίτρινο και πράσινο κάλικο.

Η Τουίνκ χαμογέλασε στα παιδιά. Κανένα δεν ήταν πάνω από έξι χρονών. Όλα ήταν ευγενικά καιπερίεργα, κρυφοκοιτάζοντας τον κόσμο πίσω από τη μητέρα τους.

«Κύριε Μακλάουντ» είπε, χαϊδεύοντας το ένα αφηρημένα στο κεφάλι καθώς μιλούσε.«Πλήρωσα την τελευταία δόση για τη ραπτομηχανή. Είναι όλη δική μου πλέον.»

Η Τουίνκ άκουσε την υπερηφάνεια στη φωνή της και αναρωτήθηκε τι ρόλο είχε παίξει ο Ίθανστη ζωή της.

«Αυτό είναι πολύ όμορφο» είπε η Τουίνκ, σηκώνοντας τη μια άκρη του παπλώματος καιθαυμάζοντας με την αφή την ωραία δεξιοτεχνία.

Page 57: H Συνταγή Του Έρωτα

Η Τζολίν κοκκίνισε. «Θα συμμετάσχω με αυτό στο πανηγύρι χειροτεχνίας.»«Θα είναι καλό για τη δουλειά σου» είπε ο Ίθαν.«Σίγουρα θα κερδίσεις» είπε η Τουίνκ, θαυμάζοντας το έργο τέχνης.Η Τζολίν Μάκι χαμογέλασε με υπερηφάνεια, αλλά το ταλαιπωρημένο πρόσωπό της την έκανε να

φαίνεται μεγαλύτερη από την ηλικία της. «Ευχαριστώ.» Ένα από τα παιδιά της τράβηξε την άκρηαπό την μπλούζα της. «Καλύτερα να πηγαίνουμε μάλλον. Υποσχέθηκα να τους κεράσω μαλλί τηςγριάς.»

«Καλή τύχη στο διαγωνισμό!» είπε ο Ίθαν.Ξαφνικά η Τζολίν σήκωσε το μικροσκοπικό της κορμί στις μύτες των ποδιών και φίλησε τον

Ίθαν βιαστικά στο μάγουλο και μετά έφυγε γρήγορα χωρίς να κοιτάξει πίσω.Εκείνος άγγιξε το πρόσωπό του με ένα δάχτυλο και ακολούθησε με σκεπτικό βλέμμα την

Τζολίν. Καθώς άρχισε πάλι να περπατά με την Τουίνκ με κατεύθυνση την τέντα του διαγωνισμούπίτας, παρέμεινε σιωπηλός.

«Ώστε, λοιπόν, τη βοήθησες να πάρει δάνειο; Για να ξεκινήσει μια επιχείρηση ραπτικής;»ρώτησε η Τουίνκ, περίεργη για τον άνθρωπο δίπλα της, ο οποίος δήλωνε πως μισούσε το Χάουαρντ.

Φαινόταν αμήχανος με το θέμα, ατενίζοντας το διάστημα και αποφεύγοντας να συναντήσει τοβλέμμα της. «Ναι, φαινόταν χαμένη μετά το θάνατο του συζύγου της σε εργατικό ατύχημα. Χωρίςασφάλιση. Χωρίς εισόδημα. Με τρία μικρά παιδιά. Είχε ευτυχή κατάληξη όμως.»

* * *

Η Τουίνκ περιεργάστηκε το προφίλ του κάτω από το μεσημεριανό ήλιο. Δεν μπόρεσε να αντισταθείστον πειρασμό να μην πετάξει σπόντα. «Όχι και πολύ καλό ρίσκο για την τράπεζα όμως, έτσι; Μιαγυναίκα με ελάχιστο ή και καθόλου πιστωτικό ιστορικό και χωρίς εμφανή μέσα στήριξης.»

Εκείνος απέστρεψε το βλέμμα. «Ήταν ένας ιδιώτης επενδυτής. Βρήκαμε κάποιον να μπεισυνεγγυητής στο δάνειο.»

Η Τουίνκ ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο άνδρας που στεκόταν δίπλα της είχε μια καρδιά στομέγεθος του Τέξας.

Την έπιασε να τον κοιτάζει επίμονα. «Τι;» Αναστέναξε. «Κοίτα, μη βγάζεις αυθαίρετασυμπεράσματα. Χρειαζόταν βοήθεια. Τη βοήθησα. Δουλειά μου είναι. Θα έκανα το ίδιο και για σένα,αν με άφηνες.»

Του χαμογέλασε πλατιά. «Εντάξει.»«Τι εννοείς “εντάξει”;»«Εννοώ, σας παρακαλώ, κύριε, θα μπορούσατε να μου βρείτε ένα συνεγγυητή;»Την κοίταξε με γουρλωμένα τα καστανά του μάτια, ενώ το στόμα του έμεινε ανοιχτό.

«Αλήθεια;»Εκείνη γέλασε. «Ναι, κάποιον καλό και ήσυχο, σε παρακαλώ, που να μη θέλει να έχει λόγο για

τα πάντα. Απλώς έναν αφανή εταίρο.»«Χμ, μήπως είσαι λίγο ιδιότροπη;»«Ναι, και υπάρχει κάτι ακόμα.»

Page 58: H Συνταγή Του Έρωτα

«Τι ακριβώς;» ρώτησε, προσπαθώντας να φαίνεται αυστηρός, αλλά αποτυγχάνοντας οικτρά.«Κάν’ το όσο πιο γρήγορα μπορείς. Αλλιώς, είμαι τελειωμένη.»Τη χαιρέτισε στρατιωτικά, ενώ ένα ελκυστικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Όπως

επιθυμείτε.»Εκνευρισμένη από το πείραγμά του, άρπαξε το μπράτσο του και τον τράβηξε προς την τέντα.

«Έλα τώρα. Τουλάχιστον είναι πιο δροσερά εδώ μέσα.»Στο εσωτερικό ήταν όντως πιο δροσερά. Στην τεράστια τέντα έκανε ρεύμα χάρη στους τέσσερις

γιγάντιους ανεμιστήρες που λειτουργούσαν στο φουλ βγάζοντας ένα μονότονο ήχο και ήταντοποθετημένοι σε κάθε γωνία. Πρόσφεραν μια ευχάριστη ανακούφιση από την αποπνικτική ζέστηέξω.

Ο διαγωνισμός ήταν υπό εξέλιξη. Η Τουίνκ και ο Ίθαν μετακινήθηκαν σε ένα σημείο κοντά στηνΝτάινα.

«Πού είναι ο Τζόνα;» ψιθύρισε στην Ντάινα η Τουίνκ.«Λέει ότι αυτό είναι βαρετό. Κερδίζω κάθε χρόνο, γι’ αυτό πήγε στο χώρο των ζώων για να δει

ένα άλογο που τον ενδιαφέρει.»«Ε, λοιπόν, θα πρέπει να αφήσεις και κανέναν άλλο να κερδίσει καμιά φορά.»Η Ντάινα τής έκλεισε το μάτι. «Εννοείς να χάσω επίτηδες; Είναι λίγο αργά γι’ αυτό. Έφτιαξα τη

συνηθισμένη μου τέλεια πίτα. Είμαι σίγουρα η νικήτρια. Να πάρει.»Το πείραγμα της φίλης της ήταν σχεδόν αρκετό για να κάνει την Τουίνκ να ξεχάσει ότι ο Χάρβι

Γουάιτμπρεντ την παρακολουθούσε επίμονα από μια γωνιά της τέντας.Στράφηκε προς τον Ίθαν και ψιθύρισε: «Παρατήρησες ότι ο Χάρβι με παρακολουθεί όλη την

ώρα;»Ο Ίθαν κοίταξε προς τη γωνία που του υπέδειξε η Τουίνκ. «Όχι, δεν το είχα προσέξει. Για ποιο

λόγο να σε παρακολουθεί;»«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Απλώς, όπου πηγαίνω, τον βρίσκω μπροστά μου.»«Η πόλη είναι πολύ μικρή. Κι εμένα με βρίσκεις πάντα μπροστά σου.» Χαμογέλασε και την

αγκάλιασε στιγμιαία σφίγγοντάς την από τους ώμους.Η Τουίνκ κοκκίνισε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Εσύ δεν με ακολουθείς μέχρι το σπίτι

μου.»Ο Ίθαν ανασήκωσε τα φρύδια του σε ένδειξη δυσπιστίας. «Αυτό κάνει;»«Ναι, είμαι απολύτως σίγουρη.»«Γιατί δεν τον ρωτάς τι συμβαίνει;»«Λοιπόν, αν είναι η φαντασία μου, δεν θέλω να πω καμιά βλακεία. Μάλλον θα περιμένω να δω

αν θα το ξανακάνει.»«Πες μου αν το συνεχίσει.» Κοίταζε επίμονα τον αρχηγό της αστυνομίας συνοφρυωμένος,

σφίγγοντας τα χείλη του.Η Τουίνκ δεν ήθελε να προκαλέσει προβλήματα ανάμεσα στο Χάρβι και τον Ίθαν. Ακούμπησε

το χέρι της στο μπράτσο του. Η επιδερμίδα του ήταν ζεστή στο άγγιγμα. «Είμαι σίγουρη πως δενείναι τίποτα. Μάλλον απλώς με ελέγχει καθότι καινούρια στην πόλη.»

Page 59: H Συνταγή Του Έρωτα

Έπιασε το χέρι της με το δικό του. «Λοιπόν, αν αληθεύει, αυτός είναι ένας απίθανος τρόπος νακαλωσορίσεις κάποιον στην πόλη.»

Το βλέμμα του, καρφωμένο στο δικό της, ήταν καθησυχαστικό, δυνατό και προστατευτικό. ΗΤουίνκ με δυσκολία αντιστάθηκε για να μη γείρει πάνω του, από την έλξη της δύναμής του.

Ο δήμαρχος καθάρισε το λαιμό του προτού μιλήσει στο μικρόφωνο και μετά το χτύπησεελαφρά, με αποτέλεσμα να ακουστεί δυνατά και να την επαναφέρει στη στιγμή. «Κυρίες και κύριοι,τώρα ήρθε η ώρα που όλοι περιμένατε. Οι κριτές έχουν δοκιμάσει τις πίτες. Ο κύριος Όστερμπριτζαπό την Εθνική Τράπεζα του Χάουαρντ έχει υπολογίσει όλες τις βαθμολογίες.» Κράτησε ψηλά ένακομμάτι χαρτί. «Και τώρα οι νικήτριες.»

Προσεκτικά και με μεγάλη εθιμοτυπία ξεδίπλωσε το χαρτί. Ανακοινώθηκαν η τέταρτη, η τρίτηκαι η δεύτερη θέση. Οι ενθουσιασμένες νικήτριες πήγαν στο βάθρο και δέχτηκαν τις κορδέλες τουςκαι μια χειραψία από το δήμαρχο.

Η Τουίνκ ήξερε ότι δεν θα κέρδιζε. Η πίτα της ήταν πολύ διαφορετική, πολύ μη παραδοσιακή.Ωστόσο, έμενε ακόμη μια ευκαιρία. Άρπαξε το χέρι του Ίθαν χωρίς να το σκεφτεί. Εκείνος πέρασετα δάχτυλά του ανάμεσα στα δικά της.

«Και η νικήτρια είναι –όπως πάντα– η Ντάινα Μόμπλι.» Το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα.Η Τουίνκ άφησε το χέρι του Ίθαν για να αγκαλιάσει την Ντάινα. Αλλά όταν η άλλη γυναίκα πήγεστο βάθρο για να παραλάβει τη γαλάζια κορδέλα της, εκείνος πέρασε το μπράτσο του γύρω από τουςώμους της Τουίνκ για να την παρηγορήσει. Επέτρεψε στον εαυτό της να γείρει επάνω του.

Γιατί απογοητεύτηκα; Εντάξει, εντάξει. Ξέρω γιατί. Επειδή είμαι εκπαιδευμένη σεφ. Εγώ θαέπρεπε να κερδίσω αυτό τον ανόητο διαγωνισμό.

Ο δήμαρχος πλησίασε πάλι το μικρόφωνο, ενώ το πλήθος άρχισε να διαλύεται. «Περιμένετε,παιδιά, υπάρχει ένα ακόμη βραβείο σε αυτό το χαρτί. Προφανώς οι κριτές πρόσθεσαν μια κατηγορίαφέτος. Έγραψαν εδώ πέρα ότι ήταν πεντανόστιμη, αλλά δεν μπορούσαν να τη χαρακτηρίσουν ωςκανονική φουντουκόπιτα. Γι’ αυτό της έδωσαν το βραβείο της Πιο Ασυνήθιστης. Και πηγαίνει στηφουντουκόπιτα με γλυκοπατάτα της δεσποινίδας Τουίνκ Χάρισον.»

Η Τουίνκ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο Ίθαν την έσπρωξε μπροστά και ψιθύρισε στο αφτί της«Πήγαινε προς το δήμαρχο. Θα σου δώσει μια κορδέλα.»

Περπάτησε σαστισμένη μέχρι το βάθρο.«Τη φτιάξαμε ειδικά για σένα.» Της έσφιξε το χέρι. «Πολύ καλή πίτα.»Η Τουίνκ επέστρεψε στον Ίθαν και του έδειξε την κορδέλα της. Είχε ακτινωτό σχήμα και ήταν

φτιαγμένη από αλουμινόχαρτο με πολύχρωμες κορδέλες κολλημένες επάνω, οι οποίες ξεχύνοντανμπλεγμένες μεταξύ τους με εορταστικό τρόπο.

Ο Ίθαν την έπιασε, την αναποδογύρισε στα χέρια του και μετά την επέστρεψε στην Τουίνκ.«Είναι σίγουρα η κατάλληλη κορδέλα για την πιο ασυνήθιστη πίτα» είπε, κάνοντας ένα διακριτικόκομπλιμέντο.

Η Τουίνκ την έσφιξε στο στήθος της. «Σουτ! Είναι όμορφη!» Άρχισε να κλαίει.Ο Ίθαν την αγκάλιασε, περικλείοντάς τη στη δυνατή, θερμή παρουσία του. Οι ανεμιστήρες τής

χάιδευαν τα μαλλιά. Έχωσε το ένα του χέρι μέσα στα μαλλιά της και πίεσε το κεφάλι της πάνω στοστέρνο του. Η Τουίνκ εισέπνευσε την καθαρή, αρρενωπή μυρωδιά του. Η καρδιά του χτυπούσεσταθερά κάτω από το αφτί της.

Page 60: H Συνταγή Του Έρωτα

Ήταν μια ιδανική μέρα. Αλλά δεν μπορούσε να διαρκέσει.

Page 61: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Έξι

Η Τουίνκ παρατηρούσε μια σταγόνα βούτυρο που κυλούσε στο σαγόνι του Ίθαν. Αντιστάθηκε στηνπαρόρμηση να τη γλείψει. Τελικά εκείνος τη σκούπισε με μια χαρτοπετσέτα και μετά δάγκωσε ξανάτο ζουμερό καλαμπόκι του.

Ο Ίθαν επέμενε να σταματήσουν στον πάγκο όπου τα μέλη της λέσχης Κιβάνι σέρβιραν τοκαλαμπόκι. Οι μύες της γνάθου του κινούνταν δυναμικά καθώς δάγκωνε και μασούσε, με κλειστάτα μάτια και φανερή απόλαυση. Οι βλεφαρίδες του ήταν πυκνές, σκούρες και γυριστές. Κανέναςάνδρας δεν θα έπρεπε να έχει τέτοιες βλεφαρίδες, σκέφτηκε εκείνη ζηλιάρικα.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή εκείνα τα ζηλευτά μάτια άνοιξαν και καρφώθηκαν πάνω της. «Τοδιασκεδάζεις;» τη ρώτησε, ανασηκώνοντας το ένα φρύδι.

«Ναι, περισσότερο απ’ όσο περίμενα» είπε με ειλικρίνεια, ενοχλημένη που την έπιασε πάλι νατον κοιτάζει.

Ο Ίθαν γέλασε. «Το Χάουαρντ πρέπει να είναι πολύ βαρετό σε σύγκριση με ό,τι έχεις συνηθίσει– Παρίσι, Ρώμη, Νέα Υόρκη.»

Η Τουίνκ έγνεψε καταφατικά. «Διαφορετικό, ναι. Βαρετό ποτέ! Πού αλλού θα ήταν δυνατό ναβυθίσω στο νερό τον αντιπρόεδρο μιας τράπεζας, να μου πει τη μοίρα μου ένα πραγματικό μέντιουμκαι να με παρακολουθεί μέρα και νύχτα ο αρχηγός της αστυνομίας; Για να μην αναφέρω τοκαλαμπόκι. Ποτέ δεν δοκίμασα κάτι τέτοιο στην Ευρώπη, πίστεψέ με.» Έφαγε μια μεγάλη μπουκιάγια να τονίσει το επιχείρημά της.

Ο Ίθαν γέλασε. «Ναι, αυτή είναι μια λίστα με χαρακτηριστικά τα οποία φιλοδοξεί να έχει κάθεμεγαλούπολη.»

«Εϊ, μην υποτιμάς το Χάουαρντ! Ο κόσμος είναι υπέροχος, αλλά, όπως λένε, “σπίτι μου, σπιτάκιμου”.»

Ο Ίθαν έκανε ένα μορφασμό. «Όχι απαραίτητα. Σε ζηλεύω για τα ταξίδια σου στον κόσμο. Έχειςδει κι έχεις κάνει πράγματα για τα οποία εγώ έχω μόνο διαβάσει. Δεν μπορώ να πιστέψω ότισυμβιβάζεσαι με αυτό» –άπλωσε τα χέρια του, χτυπώντας παραλίγο έναν άνδρα με το καλαμπόκιτου– «ενώ θα μπορούσες να μένεις στη Νέα Υόρκη ή στο Παρίσι ή στη Ρώμη.»

«Το σπίτι βρίσκεται εκεί όπου είναι και η καρδιά σου, Ίθαν. Η καρδιά μου δεν είναι στη Ρώμη ήστο Παρίσι. Η καρδιά μου είναι εδώ, στο Χάουαρντ. Θα έκανα τα πάντα για να μείνω.»

«Κι εγώ θα έκανα τα πάντα για να φύγω.» Κατάπιε την τελευταία μπουκιά από το καλαμπόκιτου, ενώ η χαρά είχε φύγει από την έκφρασή του.

Η Τουίνκ εξεπλάγη από τη βασανιστική αγωνία που την έπιασε ξαφνικά μόλις ο Ίθαν είπε εκείνατα λόγια. Δεν ήθελε να φύγει ακόμα. Δεν πέρασαν αρκετό χρόνο μαζί.

Γιατί τώρα; αναρωτήθηκε. Γιατί τώρα, μόλις ανακάλυψαν ο ένας τον άλλο; Ενώ διασκέδαζανμαζί; Έκανε δυνατά την ερώτησή της, έχοντας ανάγκη από μια απάντηση και ελπίζοντας ότι έτσι θαμετριαζόταν ο πόνος που ένιωθε. «Γιατί δεν έφυγες νωρίτερα, Ίθαν; Γιατί όχι μετά το λύκειο; Ήμετά το πανεπιστήμιο;»

Page 62: H Συνταγή Του Έρωτα

«Μετά το λύκειο πήρα υποτροφία για το Νότιο Πανεπιστήμιο Μεθοδιστών. Έμεινα στο Ντάλαςτέσσερα χρόνια, ενώ εργαζόμουν και παρακολουθούσα μαθήματα ταυτόχρονα. Δεν σκόπευα ναεπιστρέψω στο Χάουαρντ. Αλλά τότε ο πατέρας μου έπαθε καρδιακή προσβολή. Ήταν πλέον πολύαδύναμος και ανήμπορος να κάνει και πολλά. Ανέλαβα την επιχείρησή του και το σπίτι. Ότανπέθανε, η μητέρα μου άρχισε να συμπεριφέρεται περίεργα, φοβόμουν να την αφήσω μόνη της.Βρήκα τη δουλειά στην τράπεζα για να μπορώ να είμαι κοντά της. Μόλις πρόσφατα αισθάνθηκα ότιθα μπορούσα να την αφήσω.»

«Γιατί δεν την παίρνεις μαζί σου;»«Το έχω προσπαθήσει, πίστεψέ με. Δεν υποχωρεί. Δεν θέλει να αφήσει το σπίτι, την πόλη,

τίποτα. Τώρα έχει το κατάστημα. Ήρθε η ώρα να προχωρήσω στη ζωή μου.»Η Τουίνκ κοιτούσε τα παπούτσια της, από φόβο μήπως ο Ίθαν έβλεπε τα δάκρυα στα μάτια της.Της έπιασε το χέρι και είπε σιγανά «Έλα, Ντόροθι, πάμε.»Η Τουίνκ πέταξε το καλαμπόκι της σε έναν κοντινό κάδο και ακολούθησε τον Ίθαν σε ένα στενό

μονοπάτι. Τα λόγια του ήταν μια αναφορά στο «Μάγο του Οζ». «Δεν νομίζω ότι βρίσκομαι πλέονστο Κάνσας» μουρμούρισε εκείνη, κυρίως στον εαυτό της.

Καθώς περνούσαν ανάμεσα από τα άτομα που χάζευαν στον πάγκο με τις χειροτεχνίες, έναςπίνακας σε ακουαρέλα τράβηξε την προσοχή της. Το απαλό γαλάζιο και ροζ χρώμα αναμιγνύοντανομαλά με τις άφθονες πράσινες και κρεμ αποχρώσεις. Ήταν μια αγροικία στη γαλλική εξοχή μετραχείς πέτρινους τοίχους και μια απλή αχυροσκεπή, γεμάτη λουλούδια.

Σταμάτησε να το θαυμάσει. Το σκηνικό ήταν παρόμοιο με ένα που είχε δει στην Αλσατία ότανγύρισε με σακίδιο όλη τη Γαλλία πριν από χρόνια. Το ταξίδι εκείνο αποτέλεσε την έμπνευσή της γιατο εστιατόριο. Ο πίνακας τής θύμισε όλες τις υπέροχες αναμνήσεις.

«Σου αρέσει ο πίνακας;» ρώτησε ο Ίθαν πάνω από τον ώμο της.«Ναι, μου θυμίζει ένα ταξίδι που έκανα κάποτε. Είναι υπέροχος, έτσι δεν είναι;» Τον σήκωσε

ψηλά και τον αναποδογύρισε. Η τιμή ήταν πέρα από τις δυνατότητές της, τη στιγμή που χρειαζόταντόσα άλλα πράγματα για το εστιατόριο. Άφησε κάτω τον καμβά με τρυφερότητα και κούνησεαρνητικά το κεφάλι της στη γυναίκα πίσω από τον πάγκο.

«Είναι υπέροχος, αλλά δεν μπορώ να τον αγοράσω σήμερα. Ευχαριστώ.»Έδιωξε τη στιγμιαία απογοήτευσή της και χαμογέλασε στον Ίθαν, ο οποίος την περιεργαζόταν

επίμονα, συνοφρυωμένος.«Πάμε» είπε ζωηρά και άρχισε να περπατάει γρήγορα προς την ταλαιπωρημένη αρένα του

ροντέο.

* * *

Ο Ίθαν πρόσεξε ότι αρκετοί άνδρες είχαν συγκεντρωθεί στη μια πλευρά του μεγάλου,περιφραγμένου χώρου.

Η Τουίνκ τον κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια της λόγω του ήλιου. Αυτό έκανε να φαίνεταιακόμη πιο νεραϊδένιο το πρόσωπό της. «Τι κάνουν;» τον ρώτησε.

«Είναι ο διαγωνισμός σκοποβολής.»«Σκοποβολής; Με περίστροφα;»

Page 63: H Συνταγή Του Έρωτα

«Όχι βέβαια! Εδώ είναι Τέξας. Τα περίστροφα είναι για τους δειλούς ή για τα μέλη συμμοριών.Αυτοί οι τύποι πυροβολούν με εικοσιδυάρι.» Μετά, αφού συνειδητοποίησε ότι εκείνη μάλλον δεν θαήξερε τίποτα σχετικά με τα όπλα, πρόσθεσε «τουφέκι.»

«Αλήθεια;» Σταμάτησε για να παρακολουθήσει.Ο Ίθαν σταμάτησε από πίσω της. «Σε ενδιαφέρει η σκοποβολή;»«Λίγο. Ο πατέρας μου μου έμαθε να χρησιμοποιώ διάφορα είδη όπλων.» Η έκφρασή του θα

πρέπει να πρόδιδε τη δυσπιστία του, επειδή εκείνη συνέχισε με αγανακτισμένο ύφος. «Πάντα ήμουνσχεδόν μια απογοήτευση γι’ αυτόν. Ήθελε ένα αγόρι που θα ακολουθούσε τα βήματά του. Εγώξεκαθάρισα ότι δεν επρόκειτο να καταταγώ στο στρατό, κι εκείνος ξεκαθάρισε ότι θα μάθαινα ναείμαι ετοιμοπόλεμη έτσι κι αλλιώς.»

«Όπως μάχη σώμα με σώμα;» είπε εκείνος πειρακτικά.«Ναι, πάνω κάτω.» Το είπε πολύ απλά, αφού είχε στραμμένη την προσοχή της στους άνδρες και

τα τουφέκια τους.Ο Ίθαν την πλησίασε και έβαλε τα χέρια του στη μέση της. «Νομίζεις ότι θα μπορούσες να μου

δείξεις κάποια στιγμή;»Τον κοίταξε με τα τσαχπίνικα πράσινα μάτια της. Είδε εκεί το φανερό της πόθο. «Δεν ξέρω αν

αυτό είναι κάτι που μπορούν να κάνουν μαζί οι φίλοι» του ψιθύρισε με βραχνή φωνή.Ξέφυγε από την αγκαλιά του και κατευθύνθηκε προς την παρέα των ανδρών.Εκείνος φώναξε από πίσω της «Πάω στοίχημα πως μπλοφάρεις. Μάλλον δεν έχεις ιδέα από

όπλα.»Εκείνη σταμάτησε μπροστά από μια παρέα που περιλάμβανε το Χάρβι Γουάιτμπρεντ και

διάφορους άλλους που σύχναζαν στο Καφέ. Με ελαφρώς απειλητικό ύφος, είπε στον Ίθαν: «Μπορώνα λύσω μια μπερέτα εννέα χιλιοστών και να την ξανασυναρμολογήσω σε λιγότερα από είκοσιδευτερόλεπτα.»

Ο Χάρβι σχεδόν πνίγηκε από το πούρο του, μετά έβγαλε το μικρό του σημειωματάριο καιέγραψε κάτι βιαστικά. Οι άλλοι άνδρες έβγαλαν ήχους επιδοκιμασίας.

Ο Ίθαν σκούπισε το μέτωπό του με το πίσω μέρος του χεριού του. Ήταν φοβερή αυτή η γυναίκαπου στεκόταν μπροστά του, με τα χέρια στη μέση της, τα μακριά και λεπτά πόδια της ελαφρώςανοιχτά, όσο χρειαζόταν για να έχει εκείνος πλήρη θέα τους, ενώ τα μαλλιά της λαμπύριζανκατάξανθα στον απογευματινό ήλιο. Σφύριξε σιγανά. «Θέλεις να προσπαθήσεις;»

«Συγνώμη;»«Θέλεις να πάρεις μέρος στο διαγωνισμό; Όλοι μπορούν να συμμετάσχουν.»Τίναξε πίσω τα μαλλιά της. «Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έριξα με τουφέκι. Όμως

πέρασε πολύς καιρός και από τότε που πέταξα μια μπάλα του μπέιζμπολ. Και τα κατάφερα μιαχαρά.» Έκλεισε το μάτι στον Ίθαν. «Εντάξει, θα προσπαθήσω.»

Πλησίασαν στο τραπέζι του υπεύθυνου και δήλωσαν το όνομα της Τουίνκ. Εκείνος ανασήκωσετο ένα του φρύδι δείχνοντας την έκπληξή του, αλλά έγραψε ως όφειλε το όνομά της στη λίστα τωνσυμμετεχόντων.

Ο Χάρβι Γουάιτμπρεντ είχε το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της. Ψιθύρισε στον Ίθαν: «ΟΧάρβι με παρακολουθεί ξανά.»

Page 64: H Συνταγή Του Έρωτα

«Όλοι σε παρακολουθούν» είπε ο Ίθαν αστειευόμενος. «Είσαι ό,τι πιο όμορφο υπάρχει στηναρένα.»

Όταν είδε ότι τον αγριοκοίταξε, πρόσθεσε: «Είμαι σίγουρος ότι δεν είναι τίποτα. Δεν ήξερε ότιθα έκανες σκοποβολή, αυτό είναι όλο.»

«Έχεις δίκιο. Τέλος πάντων, δεν θα τον αφήσω να με ταράξει.»«Έτσι μπράβο.» Ο Ίθαν τής έσφιξε το χέρι και την άφησε να περιμένει στην ουρά με τους

άλλους για να ρίξει.Όταν ήρθε η σειρά της, ένας από τους κριτές έδωσε στην Τουίνκ ένα τουφέκι. Δοκίμασε κάνα

δυο φορές το βάρος του και έλεγξε τη θαλάμη. Όπλισε, έκλεισε το ένα μάτι και με το άλλο εστίασεστο στόχαστρο.

Οι αυτοσχέδιοι στόχοι ήταν τρία μικρά πλαστικά μπουκάλια από αναψυκτικό γεμάτα με νερότοποθετημένα πάνω σε στοίβες από τσιμεντόλιθους περίπου τριάντα μέτρα μακριά. Άλλα τρίακρέμονταν από ένα μεταλλικό μαραφέτι που είχαν φέρει μέσα στην αρένα. Ένας άνδρας πουβρισκόταν κοντά τα έκανε τα ταλαντεύονται επίφοβα.

Το πλήθος από πίσω της ανέμενε σιωπηλά. Ακούμπησε την κάννη του όπλου πάνω στον ώμοτης, πήρε μια βαθιά ανάσα, έγλειψε τα χείλη της και πίεσε τη σκανδάλη. Ένα από τα σταθεράπλαστικά μπουκάλια εξερράγη, πιτσιλώντας νερό σε μεγάλη ακτίνα. Ακολούθησαν τα άλλα δύο.

Όπλισε ξανά, στόχευσε, αστόχησε σε έναν από τους κινούμενους στόχους, αλλά πέτυχε τουςδύο τελευταίους.

Το πλήθος που παρακολουθούσε από τις κερκίδες ξέσπασε σε χειροκροτήματα.«Πολύ καλό σημάδι, δεσποινίς» είπε ο Νεντ Μόργκαν, ένας ζαρωμένος γεράκος με φουντωτή

γενειάδα και έξυπνα γαλανά μάτια.«Πού έμαθες να ρίχνεις έτσι;» ρώτησε ένα νεαρό αγόρι με γουρλωμένα μάτια. «Όλοι ξέρουν ότι

τα κορίτσια δεν μπορούν να ρίχνουν έτσι.»Η Τουίνκ χαμογέλασε πλατιά και τράβηξε το γείσο του καπέλου του πάνω από τα μάτια του.

«Λοιπόν, τότε όλοι κάνουν λάθος, έτσι δεν είναι;»Πέρασε τους αντίχειρές της μέσα από τους βρόχους της ζώνης του τζιν της και περπάτησε

καμαρωτά μέχρι το μέρος όπου στεκόταν ο Ίθαν ακουμπισμένος στο φράχτη. «Λοιπόν, τι λες;» τονρώτησε.

«Πολύ καλά ρίχνεις… για κορίτσι» είπε αστειευόμενος.Τον χτύπησε ελαφρά στο στομάχι με τη γροθιά της. Εκείνος άρχισε να γελάει και την τράβηξε

στην αγκαλιά του. Ταίριαζε τέλεια πάνω του, με τα σφιχτά της στήθη να πιέζονται στα πλευρά του,ενώ ο μηρός του ήταν ανάμεσα στα πόδια της. Δεν ήθελε να αναπνεύσει, πόσο μάλλον να κουνηθεί.Έμειναν έτσι για λίγο, μέχρι που τελείωσαν και οι άλλοι τη σειρά τους. Όταν τελικά την άφησε, ταμπράτσα του την ποθούσαν πάλι οδυνηρά.

Ανακοινώθηκαν οι νικητές και η Τουίνκ ήρθε τρίτη. Πήγε να παραλάβει την κορδέλα της και ναξανακάνει χειραψία με το δήμαρχο.

«Είσαι μια πολυτάλαντη νεαρή, δεσποινίς Χάρισον. Φτιάχνεις πεντανόστιμη πίτα και ρίχνειςκαταπληκτικά. Και πάλι συγχαρητήρια!»

Η έξοδός της από την αρένα συνοδεύτηκε από χειροκροτήματα.

Page 65: H Συνταγή Του Έρωτα

Ο Ίθαν χειροκροτούσε και σφύριζε. «Λοιπόν, έχει δίκιο ο δήμαρχος. Είσαι μια εντυπωσιακήγυναίκα. Έχεις άλλα κρυφά ταλέντα;»

Τον κοίταξε ανάμεσα από τις χαμηλωμένες βλεφαρίδες της. «Όχι κάτι που να μπορώ ναμοιραστώ μαζί σου, φίλε.»

Ο Ίθαν ένιωσε ένα σφίξιμο στην κοιλιά του. «Χμ, πολύ κρίμα.»Του χαμογέλασε πλατιά και γύρισε από την άλλη, χαρίζοντάς του μια υπέροχη θέα του ντυμένου

με τζιν πισινού της.«Φοβερή παράσταση, δεσποινίς Χάρισον!» είπε ο Χάρβι ενώ περνούσε από δίπλα, χαιρετώντας

με το καπέλο του. Στον Ίθαν δεν άρεσε η αλαζονική του έκφραση. Τι σκάρωνε αυτός ο άνθρωπος;Αλλά ο αρχηγός διέκοψε τις σκέψεις του. «Κατευθύνεσαι προς το γήπεδο, Ίθαν;» Να πάρει,

σχεδόν ξέχασα το παιχνίδι. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Πρέπει να πηγαίνουμε. Ώρα ναπαίξουμε. Ευχαριστώ, αρχηγέ! Τα λέμε αργότερα.»

Ο Χάρβι τούς παρακολουθούσε από πίσω, μισοκλείνοντας τα μάτια του με καχυποψία. «Ναείσαι σίγουρος.»

Ο Ίθαν έσπευσε στο γήπεδο. Θ’ ασχοληθώ μαζί του αργότερα.Η Τουίνκ με δυσκολία τον πρόφταινε. «Εϊ! Πιο σιγά.» Κατάφερε να συμβαδίσει μαζί του.«Συγνώμη, είμαι λίγο νευρικός για το παιχνίδι.» «Πανεύκολο. Τα ισχυρά Γεράκια του Χάουαρντ

σίγουρα θα κερδίσουν.»«Ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου. Όλα οφείλονται στα παιδιά, ξέρεις. Ποτέ δεν είμαι

σίγουρος αν είμαι καλός προπονητής. Η προπονητική ήταν ένα από τα πολλά ταλέντα του πατέραμου.»

Προσπάθησε να μη δείξει πικρία, αλλά η Τουίνκ το διαισθάνθηκε.«Ακούγεσαι σαν να μην ήθελες να είναι προπονητής ο πατέρας σου. Δεν κέρδιζε η ομάδα σας;»«Α, ναι, πήγαμε στα πλέι-οφ τρεις φορές.» Δεν μπορούσε να μη θυμάται πόσο υπερήφανος ήταν

που ο πατέρας του προπονούσε τη νικήτρια ομάδα του.«Τότε, λοιπόν, γιατί τόση πικρία;»Κοίταξε μέσα στα καταπράσινα μάτια της, που ήταν τόσο σοφά και τόσο ειλικρινή. «Δεν νιώθω

πικρία επειδή ήταν προπονητής ο μπαμπάς μου. Αυτή είναι μια από τις καλές αναμνήσεις που έχω.Ίσως η μόνη καλή ανάμνηση που έχω.»

«Μπήκε όμως στον κόπο να προπονήσει την ομάδα σου. Αυτό θα πρέπει να μετράει, έστω καιλίγο.»

«Θα μετρούσε, αν προπονούσε την ομάδα μου. Η αλήθεια είναι ότι προπονούσε την ομάδα γιαπολλά χρόνια. Απλώς έτυχε τελικά να μπω κι εγώ στην ομάδα.»

Η Τουίνκ κούνησε αρνητικά το ξανθό της κεφάλι. «Λοιπόν, εσύ είσαι τώρα ο προπονητής.Τουλάχιστον για σήμερα. Και τα παιδιά βασίζονται πάνω σου, όχι στον πατέρα σου.»

Τη φίλησε στη μύτη. «Ευχαριστώ, φιλαράκι. Τη χρειάζομαι λίγη εμψύχωση.»Την πήγε μέχρι τις κερκίδες και την έβαλε να καθίσει προτού την αποχαιρετήσει. «Πρέπει να

τους εμψυχώσω πριν από το παιχνίδι.»

* * *

Page 66: H Συνταγή Του Έρωτα

Η Τουίνκ τον παρακολουθούσε καθώς περπατούσε με κατεύθυνση τον περιφραγμένο χώρο πουχρησίμευε ως γήπεδο. Περπατούσε κάπως καμαρωτά, κουνώντας τα χέρια του, με τους στενούςγοφούς του και την τεντωμένη πλάτη του. Πολύ σέξι για τσιτωμένος τραπεζίτης.

* * *

Τα παιδιά όρμησαν πάνω του όλα μαζί, περικυκλώνοντάς τον σαν να ήταν ο Νόλαν Ράιαν. Άγγιξε τοκαθένα τους στον ώμο και τελικά επέστρεψαν στον πάγκο, χωρίς να μπορούν να καθίσουν ακίνητααπό τη νευρικότητα. Έσκυψε μπροστά τους και σχημάτισε κάτι στο χώμα μπροστά τους. Τονάκουγαν με απόλυτη προσοχή ενώ μιλούσε.

Η Τουίνκ πάσχιζε να τον ακούσει, αλλά τα λόγια του χάνονταν στη φασαρία του αυξανόμενουπλήθους. Ενθουσιασμένοι φίλαθλοι γέμισαν τις φθαρμένες ξύλινες κερκίδες και στις δύο πλευρέςτου γηπέδου κουνώντας τσόχινα σημαιάκια.

Έπαιζαν με τα Λιοντάρια του Ίρβιγκ και προφανώς υπήρχε βεντέτα από παλιά. Οι φίλαθλοι στηνάλλη πλευρά των κερκίδων ήρθαν από το προάστιο του Ντάλας, μέσα στον καύσωνα και στοπλήθος των φανατικών θαυμαστών της φουντουκόπιτας, για να στήσουν τις ξαπλώστρες τους και νααπλώσουν τις κουβέρτες τους αναμένοντας να απολαύσουν ένα απόγευμα καθαρά αμερικανικήςδιασκέδασης.

Η φιλοξενούμενη ομάδα από το Ίρβιγκ χτυπούσε πρώτη. Τη στιγμή που το πρώτο αγόρι πήρεθέση στην αρχική βάση με ανοιχτά τα πόδια, το μπαστούνι ψηλά πάνω από το δεξί του ώμο, έναφίλαθλος από το Ίρβιγκ φώναξε «Τσάκισέ τον, Ματ!» Το δωδεκάχρονο έγνεψε θετικά μεσοβαρότητα και έφτυσε στο χώμα μπροστά στα πόδια του.

Η Τουίνκ δεν θεώρησε ότι αυτό ήταν καλό σημάδι.Είδε τον Ίθαν να σηκώνει το κεφάλι του, αναζητώντας τον ένοχο στις κερκίδες του Ίρβιγκ, ένα

μεσήλικα με φαλάκρα, μπιροκοιλιά και άσχημη συμπεριφορά. Τον αγριοκοίταξε και μετά φώναξεστο φοβισμένο αγόρι που βρισκόταν στο ανάχωμα.

«Όλα καλά, Τόμπι! Απλώς συγκεντρώσου στη ρίψη.»Ο Τόμπι, ένα μικροκαμωμένο αγόρι με γυαλιά και φακίδες, έκανε ό,τι του είπε και έβγαλε έξω

τον αντίπαλο.Όταν ήταν η σειρά των Γερακιών να χτυπήσουν, οι φίλαθλοί τους έδειξαν την ίδια έλλειψη

άμιλλας με εκείνους από το Ίρβιγκ, πετώντας προσβολές και αγενή σχόλια στους νεαρούς παίκτεςτης άλλης ομάδας. Αλλά ο Ίθαν διατήρησε την ψυχραιμία του και τα παιδιά ακολούθησαν τοπαράδειγμά του. Στο τέλος του πρώτου γύρου το Χάουαρντ προηγούνταν με έναν πόντο.

Τέσσερις γύρους αργότερα, κι ενώ υπήρχε ισοπαλία, η πλειοψηφία των ανδρών και στις δύοπλευρές της κερκίδας ήταν απογοητευμένη σε βαθμό αποπληξίας. Ωστόσο, ο Ίθαν περιφερόταν μεηρεμία, δίνοντας συμβουλές στο ροπαλοφόρο, κάνοντας νοήματα στους παίκτες της εξωτερικήςπεριοχής και στο ρίπτη και ενθαρρύνοντας με φωνές το δρομέα που τελικά πάτησε τη βάση.

Η Τουίνκ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Έχασε τον πόντο που σκόραρε οεγγονός του Χάρβι Γουάιτμπρεντ. Δεν είδε τον Τόμπι να κλέβει τη δεύτερη βάση. Και το βλέμμα τηςήταν καρφωμένο στον Ίθαν όταν δύο παίκτες της εξωτερικής περιοχής συγκρούστηκαν μεταξύ τουςπροσπαθώντας να πιάσουν μια μπάλα στον αέρα.

Page 67: H Συνταγή Του Έρωτα

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του ένατου γύρου, με τις βάσεις γεμάτες, δύο παίκτες εκτός καιτον καλύτερο ροπαλοφόρο του Χάουαρντ, τον Τζέιμι Πάρκερ, έτοιμο να χτυπήσει, η Τουίνκερωτεύτηκε.

Έχασε το νικηφόρο πόντο.

* * *

Ο ήλιος που έδυε έβαφε το δυτικό ορίζοντα με αποχρώσεις του ροζ και του πορτοκαλί. Με τοηλιοβασίλεμα ήρθε ένα ζεστό αεράκι που ανακάτευε τις μπούκλες στα μαλλιά της Τουίνκ και πήρετην υγρασία που έκανε τα ρούχα της να κολλούν πάνω της σχεδόν όλη την ημέρα. Σήκωσε ταμαλλιά της από το λαιμό της και άφησε τον αέρα να τη δροσίσει.

Η ίδια και ο Ίθαν κάθισαν μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό του Χάουαρντ στις κερκίδες τηςπαλιάς αρένας του ροντέο, γλείφοντας παγωτό κεράσι σε χωνάκια. Τα αγωνίσματα του ροντέο είχανολοκληρωθεί για σήμερα. Αρκετοί είχαν γεμίσει τα πορτοφόλια τους με τις εκδηλώσεις της ημέρας.Δεκάδες παιδιά ανεβοκατέβαιναν στις κερκίδες, καθώς βιάζονταν να πάρουν ένα ακόμα μαλλί τηςγριάς προτού αρχίσουν τα πυροτεχνήματα.

Τα μάτια του Ίθαν ήταν καρφωμένα στο λαιμό της Τουίνκ. Εκείνη, ντροπαλά, άφησε κάτω ταμαλλιά της και έψαχνε κάτι να πει. «Πέρασα πολύ ωραία σήμερα.»

Αυτό φάνηκε να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. «Κι εγώ το ίδιο. Ήταν περισσότεροδιασκεδαστικό απ’ ό,τι συνήθως.»

Το στομάχι της Τουίνκ σφίχτηκε από μια περίεργη αίσθηση θριάμβου. «Δεν σου αρέσεισυνήθως το φεστιβάλ;»

«Όχι, δεν είναι αυτό. Απλώς έρχομαι εδώ και πολλά χρόνια. Μετατράπηκε κάπως σε ρουτίνα.Μέχρι σήμερα.» Δεν χαμογελούσε. Αντίθετα, τα σοκολατί μάτια του ήταν σοβαρά, σχεδόνλυπημένα.

Η Τουίνκ θέλησε να εκμεταλλευτεί προς όφελός της τη συζήτηση. «Και γιατί σήμερα;» Τηνκοίταξε για πολλή ώρα και μετά γύρισε το βλέμμα προς την αρένα προτού πει «Μάλλον επειδήκερδίσαμε στα πλέι-οφ.»

Ο θρίαμβος μετατράπηκε σε απογοήτευση. Πέρασε καλά επειδή η ομάδα του κέρδισε τοπαιχνίδι. Όχι επειδή ήταν μαζί της. Της φάνηκε σαν μια γροθιά στο στομάχι.

Προς στιγμήν, είχε σκεφτεί ότι μπορεί να υπάρχει μια πιθανότητα για τους δυο τους. Ότι μπορείόντως να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Ίσως αρκετά ακόμη και για να αλλάξει τα σχέδιά του και ναπαραμείνει στο Χάουαρντ. Αποκλείεται. Κορόιδευε τον εαυτό της.

Τα πρώτα πυροτεχνήματα εξερράγησαν στον αέρα από πάνω τους. Και για τα επόμενα τριάνταλεπτά απολάμβαναν μια επίθεση από χρωματιστά αστέρια, σιντριβάνια, πίδακες και σπείρες με τησυνοδεία των αντίστοιχων ήχων και ισχυρών εκρήξεων. Τα παιδιά ξετρελάθηκαν. Έβγαζανεπιφωνήματα θαυμασμού και έδειχναν το νυχτερινό ουρανό.

Η Τουίνκ κοιτούσε τα πόδια της. Ο Ίθαν κοιτούσε ευθεία μπροστά. Τα παγωτά έλιωσαν εντελώς.Όταν τελείωσε το θέαμα, περπάτησαν σιωπηλά μέχρι το πάρκιγκ. Η Τουίνκ ποτέ δεν είχε

αισθανθεί τόσο άβολα. Ο Ίθαν φαινόταν να αντιμάχεται τις δικές του σκέψεις, καθώς είπε ξερά:«Λοιπόν, είχε πλάκα. Συγχαρητήρια για τις κορδέλες σου.»

Page 68: H Συνταγή Του Έρωτα

Έσφιξε τα βραβεία πάνω στο στήθος της. «Ευχαριστώ. Συγχαρητήρια για το νικηφόρο σαςπαιχνίδι.»

Εκείνος σήκωσε το μεγάλο τρόπαιο που είχε κερδίσει η ομάδα χαιρετώντας με μισή καρδιά.«Ευχαριστώ. Λοιπόν, θα τα πούμε.»

«Σίγουρα, θα τα πούμε.»Η Τουίνκ μπήκε στο αυτοκίνητό της όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βγήκε βιαστικά από το

πάρκιγκ στο δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα είδε προβολείςαυτοκινήτου να την ακολουθούν. «Αυτός ο αναθεματισμένος Χάρβι Γουάιτμπρεντ! Γιατί δεν μ’αφήνει ήσυχη;» Πάτησε το γκάζι και το αυτοκίνητό της απομακρύνθηκε. Έλεγξε τον εσωτερικόκαθρέφτη. Το άλλο αυτοκίνητο συνέχιζε να την ακολουθεί.

«Λοιπόν, θέλει να παίξουμε.» Η Τουίνκ ένιωσε παράτολμη. Είχε ερωτευτεί και απογοητευτεί τηνίδια μέρα. Μια υπέροχη αλλά και απαίσια ταυτόχρονα μέρα. Ένιωσε αρκετά λυπημένη με τον εαυτότης ώστε να το ρισκάρει. Ποιος θα νοιαζόταν άλλωστε; Πάντως όχι ο Ίθαν Μακλάουντ.

Η Τουίνκ επιτάχυνε, και το αυτοκίνητο πάλι την ακολουθούσε. Πήρε απότομα μια στροφή καιδυσκολεύτηκε να κρατήσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Το άλλο αυτοκίνητο δεν έμεινε καθόλουπίσω.

Πάσχιζε να δει ανάμεσα από τα δάκρυα που έτρεχαν στο πρόσωπό της. Στο βάθος φαινόταν ηέξοδος προς το κτήμα της. «Φτάνει τόση πλάκα για σήμερα, Χάρβι. Πάω σπίτι μου.»

Μια αλεπού διέσχισε το δρόμο καθώς έπαιρνε το πόδι της από το γκάζι για να κόψει ταχύτητα.Οι προβολείς έπεσαν πάνω στο κόκκινο τρίχωμα και τη φουντωτή ουρά της. Η Τουίνκ γύρισεαπότομα το τιμόνι στα δεξιά. Το Volvo βγήκε από το δρόμο. Πάτησε απότομα το φρένο. Τοαυτοκίνητο ανατράπηκε και έπεσε μέσα σε ένα χαντάκι, ούτε δέκα μέτρα μακριά από την έξοδό της.Την κατάπιαν οι αερόσακοι.

Page 69: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Επτά

Η ανδρική φωνή κάλεσε το όνομα της Τουίνκ, αλλά ο ήχος ακούστηκε πνιχτός. Δυνατά χέρια τηντράβηξαν από το αυτοκίνητο από τους ώμους.

Είδε το πρόσωπο του Ίθαν καθώς την ξάπλωσε στο έδαφος. Στη λάμψη των προβολέων είδε τηνέκφρασή του: τρομαγμένη… και οργισμένη.

«Θεέ μου, είσαι καλά;» Έλεγξε με τα χέρια του τα μπράτσα και τα πόδια της. «Έχεις χτυπήσειπουθενά;»

«Όχι» απάντησε εκείνη, που με δυσκολία άκουγε τη δική της φωνή.Εκείνος σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να βηματίζει στην άκρη του δρόμου. «Τότε σε πειράζει να

μου πεις γιατί στο διάολο οδηγούσες έτσι; Πρέπει να πήγαινες με 120. Τρελάθηκες; Θα μπορούσεςνα είχες σκοτωθεί!»

Εκείνη ανακάθισε, εκτίμησε τα ελάχιστα τραύματά της –ένα καρούμπαλο στο κεφάλι κι έναμελανιασμένο γόνατο– και μετά, μόλις συνειδητοποίησε ότι ήταν περισσότερο τρομαγμένη καιθυμωμένη απ’ οτιδήποτε άλλο, σηκώθηκε όρθια και κοίταξε κατάματα τον Ίθαν.

«Ο Χάρβι Γουάιτμπρεντ με ακολουθούσε ξανά, το κάθαρμα. Και απλώς τα πήρα. Πίστευα ότι θατου ξέφευγα, αλλά κατόρθωσε να με ακολουθήσει. Μετά κουράστηκα και ήθελα απλώς να πάωσπίτι, αλλά η αλεπού είχε άλλες ιδέες.» Κοίταξε τριγύρω. «Πού είναι παρεμπιπτόντως;»

«Η αλεπού; Έτρεξε και κρύφτηκε στο χωράφι.»Η Τουίνκ άπλωσε τα χέρια της σε ένδειξη εκνευρισμού. «Όχι η αλεπού! Ο Χάρβι Γουάιτμπρεντ!

Πρέπει να είδες προς τα πού πήγε.» Πλησίασε οργισμένη το αυτοκίνητό της, που είχε γείρει σταπλάγια μέσα στο χαντάκι, με τους προβολείς να αναβοσβήνουν παράξενα. Κούνησε τα χέρια τηςπρος τα εκεί. «Εκείνος το προκάλεσε αυτό και μετά το έβαλε στα πόδια! Αυτό δεν λέγεταιεγκατάλειψη θύματος τροχαίου ή κάτι τέτοιο; Ακόμα κι αν δεν με χτύπησε;»

Ο Ίθαν άρχισε να γελάει σιγανά, μετά πιο δυνατά, μετά κάθισε πάνω στον προφυλακτήρα τουαυτοκινήτου του και συνέχισε να γελάει μέχρι που δυσκολευόταν να πάρει ανάσα.

«Τι πρόβλημα έχεις; Δεν νομίζω ότι είναι καθόλου αστείο! Με καταδιώκει η αστυνομία!»Ο Ίθαν κατάφερε με δυσκολία να συγκρατήσει τα γέλια του. «Όχι απόψε, δεν σε καταδιώκει.

Οδηγούσες σαν μανιασμένη για να ξεφύγεις από το Χάρβι. Αλλά εγώ ήμουν αυτός που σεακολουθούσε.»

Η Τουίνκ σταμάτησε να βηματίζει για να τον κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια. «Εσύ; Δεν ήταν οΧάρβι;»

«Όχι, σε ακολούθησα από το πάρκιγκ του φεστιβάλ.»«Δεν καταλαβαίνω. Γιατί να με ακολουθήσεις;» Η ίδια θεώρησε προφανές ότι εκείνος

ανυπομονούσε να τελειώσει η μέρα. Και μετά την ακολούθησε μέχρι το σπίτι της. Γιατί;«Υπήρχε κάτι που ξέχασα να σου δώσω.» Σηκώθηκε από τον προφυλακτήρα και την πλησίασε

σε απόσταση λίγων εκατοστών. Οι προβολείς έκαναν τις γωνίες του προσώπου του πιο αυστηρές,

Page 70: H Συνταγή Του Έρωτα

πιο τραχιές.«Α, τι δηλαδή;» ψιθύρισε εκείνη, ταραγμένη από το πόσο κοντά της βρισκόταν.«Αυτό» είπε βραχνά, καθώς την άρπαξε με τα χέρια του και την αγκάλιασε σφιχτά. Έμπλεξε το

χέρι του μέσα στα μαλλιά της, έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω και ακούμπησε τα χείλη του σταδικά της.

Αυτό δεν ήταν ένα γλυκό και τρυφερό φιλί για να την καληνυχτίσει. Αυτό ήταν πρωτόγοναέντονο, ειλικρινά άγριο. Ήταν ένα ασυγκράτητο φιλί. Ένα φιλί που έκανε την Τουίνκ να πασχίζει ναπάρει αέρα, ενώ ταυτόχρονα δεν την ένοιαζε αν θα πέθαινε από ασφυξία, αρκεί ο Ίθαν να συνέχιζενα την κρατάει.

«Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί σε αυτό το τροχαίο.» Ανέπνεε πάνω στα χείλη της, καθώςήταν κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο. «Τι σκεφτόσουν;»

«Ήμουν θυμωμένη μαζί σου και μετά νόμιζα ότι με ακολουθούσε ο Χάρβι. Απλώς δεν άντεξα.»«Γιατί ήσουν θυμωμένη μαζί μου;» ρώτησε εκείνος, ενώ την έσφιξε ακόμη περισσότερο πάνω

του, δίνοντάς της φιλιά στο λαιμό.Μπορούσε να νιώσει τα δυνατά του μπράτσα, το σκληρό του στέρνο, την απόδειξη του πόθου

του. «Επειδή κέρδισε η ομάδα σου και πέρασες καλά στο φεστιβάλ» είπε βαριανασαίνοντας, καθώςτα χέρια του στον πισινό της την τραβούσαν πιο κοντά του.

Της δάγκωσε απαλά το αφτί. «Και γιατί θύμωσες μ’ αυτό;»Ακούμπησε τις παλάμες της πάνω στο στήθος του και τον έσπρωξε μακριά, παραπατώντας προς

τα πίσω. Της ξέφυγε ένας λυγμός. «Επειδή δεν είχε καμία σχέση με μένα.»Εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά κι εκείνη ένα βήμα πίσω.Το βλέμμα του ήταν θολό από τον πόθο, αλλά το μέτωπό του ήταν συνοφρυωμένο από τη

σύγχυση. «Δεν καταλαβαίνω» είπε τρυφερά και άπλωσε τα χέρια του προς το μέρος της.Ήθελε πάρα πολύ να του πει ότι τον αγαπούσε και ότι δεν ήξερε πώς είχε συμβεί τόσο δύσκολα

και τόσο έντονα, αλλά ήταν αλήθεια. Και η άλλη αλήθεια ήταν ότι ήθελε απεγνωσμένα να μην είναιερωτευμένη με τον Ίθαν Μακλάουντ. Αλλά ήταν. Και ήταν ένας μάταιος και αδύνατος έρωτας –χωρίς μέλλον, χωρίς τίποτα, παρά μόνο ένα θλιβερό αποχαιρετισμό που τους περίμενε. Όχι, δενμπορούσε να του πει ότι τον αγαπούσε. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ.

Το μόνο που είχε ήταν τρεις εβδομάδες για τον κρατήσει. Τρεις εβδομάδες για να γεμίσει απόαναμνήσεις μιας ζωής. Μετά, όταν θα έφευγε, εκείνη θα τις κρατούσε βαθιά μέσα στην καρδιά τηςγια να τη ζεσταίνουν τα μεγάλα, μοναχικά βράδια του χειμώνα, όταν στο Τέξας ακούγεται τοουρλιαχτό του ανέμου από το τζάκι και τρίζουν τα παράθυρα. Θα κουλουριαζόταν με μια από τιςφθαρμένες κουβέρτες της γιαγιάς της και θα έφερνε στο νου της τον καύσωνα του καλοκαιριού καιτη φλόγα που έκαιγε έντονα ανάμεσα σε εκείνη και στον ψηλό, μελαχρινό, όμορφο άνδρα που τηςέκανε νόημα να πάει στην αγκαλιά του.

Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και τον πλησίασε πρόθυμα. «Δεν πειράζει» ψιθύρισεεκείνη καθώς τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του. «Φίλησέ με ξανά.»

Χαμήλωσε το στόμα του πάνω στο δικό της, και τα πυροτεχνήματα που ένιωσε στο μυαλό τηςήταν εφάμιλλα εκείνων του Φεστιβάλ Φουντουκόπιτας του Χάουαρντ.

* * *

Page 71: H Συνταγή Του Έρωτα

Ο Ίθαν ακούμπησε το παλτό του στην πλάτη της δερμάτινης καρέκλας του. Σπάνια εργαζόταν μόνομε πουκάμισο, αλλά το κλιματιστικό στην τράπεζα είχε χαλάσει από την έντονη χρήση και δενμπορούσε να αντέξει άλλο τη ζέστη. Οι τεχνικοί προσπαθούσαν να φτιάξουν το σύστημα και είχανυποσχεθεί ότι θα λειτουργεί μέχρι το μεσημέρι.

Ένας ακόμη λόγος για να χαίρεται που θα έφευγε από το Χάουαρντ για τις πιο δροσερέςθερμοκρασίες στα βόρεια. Τουλάχιστον στο Σικάγο σπάνια είχαν καύσωνα.

Έριξε μια ματιά στην αίθουσα αναμονής. Το τρόπαιο της ομάδας ήταν τώρα τοποθετημένο σεένα στολισμένο τραπέζι με μια κορνιζωμένη φωτογραφία της ομάδας δίπλα του. Κάθε παιδί είχευπογράψει με υπερηφάνεια το όνομά του στη φωτογραφία.

Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα του Τόμπι να σκοράρει το νικηφόρο πόντο. Μετά θυμήθηκε ταπαιδιά που πανηγύριζαν από χαρά όταν κέρδισαν, προσπαθώντας μάταια να τον σηκώσουν ψηλάστους αδύνατους ώμους τους. Αντίθετα, εκείνος ήταν που κουβάλησε τον Τόμπι, ενώ οι άλλοισπρώχνονταν για το ποιος θα κρατούσε το τεράστιο τρόπαιο.

Η μητέρα του δεν δίστασε να καυχηθεί για την πραγματοποίηση της ανόητης πρόβλεψής της.Αναγκάστηκε να της υπενθυμίσει ότι έπαιζαν μόνο δύο ομάδες. Το Χάουαρντ είχε μία στις δύοπιθανότητες να κερδίσει.

Εκείνο το πρωί πλήθος ανθρώπων από την κοινότητα συνέρρεε στην τράπεζα για να θαυμάσει τοβραβείο, να συγχαρεί τον Ίθαν και να απολαύσει την κοινή τους δόξα.

Θα του έλειπε αυτό το πνεύμα της κοινότητας.Γέλασε χαμηλόφωνα όταν σκέφτηκε πόσο έκπληκτη ήταν η Τουίνκ που είχε κερδίσει η ομάδα.

Όταν τη βρήκε μετά το παιχνίδι, φάνηκε ξαφνιασμένη, σαν να μην είχε παρακολουθήσει καθόλουτον τελευταίο γύρο του παιχνιδιού. Του άρεσε πολύ η έκφραση στο πρόσωπό της όταν ήτανέκπληκτη. Τα καταπράσινα μάτια της είχαν γουρλώσει και έλαμπαν, τα μάγουλά της είχανκοκκινίσει και το γλυκό της στόμα ήταν ανοιχτό από την έκπληξη και ό,τι έπρεπε για φίλημα.

Η σκέψη να φιλήσει την Τουίνκ τού άναψε μια φλόγα βαθιά μέσα του. Ο τρόπος με τον οποίο τοσώμα της ακουμπούσε πάνω στο δικό του. Το ανασηκωμένο της πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο απότην επιθυμία της για εκείνον. Ναι, μπορούσε να το καταλάβει. Γιατί όχι; Το ένιωθε κι ο ίδιος.Φαινόταν να έχουν αυτή την τρελή χημεία μεταξύ τους που τους έκαιγε.

Έσκυψε πάνω από το γραφείο και άρχισε να παίζει με ένα μολύβι που βρισκόταν εκεί. Τις δύοτελευταίες εβδομάδες ήταν δύσκολο να συγκρατήσει την παρόρμηση να της κάνει έρωτα. Ανπερνούσε πολύ χρόνο μαζί της, όπως σκόπευε, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να το αποφύγει στις τρειςεβδομάδες που του απέμεναν.

Αλλά δεν θα ήταν δίκαιο για κανέναν από τους δύο να αρχίσουν κάτι που δεν θα μπορούσαν νασυνεχίσουν. Ήταν ήδη δύσκολο να αφήσουν μια σχέση που είχε βασιστεί στη φιλία. Αν της έκανεέρωτα και μετά δεν την έβλεπε ξανά ποτέ, αυτό θα προκαλούσε πολύ πόνο και στους δύο.

Αλλά θα του έλειπε.Μάλιστα, δεν ήθελε να αφήσει τον εαυτό του να σκέφτεται το πόσο πολύ θα του έλειπε. Ένιωσε

ήδη πολύ άσχημα όταν εκείνη έπεσε με το αυτοκίνητό της στο χαντάκι το Σάββατο το βράδυ.Εκείνη τη στιγμή που είδε το αυτοκίνητό της να βγαίνει από το δρόμο, φοβήθηκε ότι την έχασε

σίγουρα και αισθάνθηκε ευγνώμων όταν την τράβηξε έξω και εκείνη τα είχε βάλει με το ΧάρβιΓουάιτμπρεντ που την ακολουθούσε. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι αερόσακοι.

Page 72: H Συνταγή Του Έρωτα

Είχε θυμώσει μαζί της που διακινδύνευε την ασφάλειά της. Ο θυμός και ο φόβος τον έκαναν ναχάσει τον έλεγχο και να τη φιλήσει. Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να το ξανακάνει.Ήταν τυχεροί που δεν οδήγησε σε κάτι παραπάνω.

Ευτυχώς, ο Χάρβι περνούσε με το αυτοκίνητο και είδε τους προβολείς του αυτοκινήτου στοχαντάκι. Σταμάτησε και φώναξε γερανό για να τραβήξει έξω το αυτοκίνητο.

Περίεργο που ο Χάρβι έτυχε να περνάει.Στο σημειωματάριο που βρισκόταν δίπλα από το τηλέφωνό του ο Ίθαν σημείωσε το όνομα του

Χάρβι. Ώρα να μάθει τι συνέβαινε με τον αρχηγό της αστυνομίας. Αυτή η καταδίωξη είχε συνεχιστείγια πολύ. Είχε προκαλέσει τέτοια νευρικότητα στην Τουίνκ που παραλίγο να σκοτωθεί χτες τοβράδυ.

Ο Ίθαν δεν ήταν απολύτως πεπεισμένος ότι ο αρχηγός την ακολουθούσε. Ίσως η Τουίνκ έδειχνεαπλώς υπερβολική ευαισθησία στις κάπως υπερενθουσιώδεις αστυνομικές μεθόδους του Χάρβι.Ήταν δύσκολο να φανταστεί ότι ο αρχηγός θα καταδίωκε κάποια τόσο ακίνδυνη όσο η Τουίνκ. Καιγια ποιο λόγο; Ωστόσο, δεν θα πείραζε να έχει το νου του.

Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για εκείνη προτού φύγει. Σηκώθηκε όρθιος, τεντώθηκεκαι πήρε το σακάκι του. Σε λίγες εβδομάδες θα έφευγε και η εικόνα του στο Σικάγο θα ήταν η μόνηπου θα είχε σημασία. Προς το παρόν, καλύτερα να ένιωθε άνετα. Άφησε το παλτό του στην πλάτητης καρέκλας και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, σφυρίζοντας ζωηρά τη μελωδία του τραγουδιούLet It Snow.

Η κυρία Χάμπι τον κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα καθώς περνούσε από μπροστά της. Σίγουραθα σκεφτόταν ότι τρελάθηκε. Ο τραπεζίτης χωρίς παλτό που σφύριζε. Φοβερό θέαμα, σίγουρα.Υποκλίθηκε με θεατρικό τρόπο.

Ο Ίθαν βγήκε στο δρόμο και ένιωσε να τον χτυπάει ο καυτός αέρας. Αναρωτήθηκε τι θα σέρβιρεη Ντάινα σήμερα για μεσημεριανό. Όχι ότι είχε σημασία. Με την Τουίνκ κυρίως να μαγειρεύει, όλαήταν υπέροχα. Το εστιατόριό της θα είχε σίγουρη επιτυχία αν κρίνει κανείς από το φαγητό στηςΝτάινα.

Του έδωσε την άδεια να μιλήσει με κάποιον σχετικά με τη συνυπογραφή του δανείου της. Καιήξερε ποιο ακριβώς θα έπρεπε να είναι αυτό το πρόσωπο.

* * *

Η Τουίνκ πέρασε ένα άσχημο πρωινό. Κόπηκε στο πόδι ενώ ξυριζόταν, έκαψε το χέρι της στο γκριλστο Καφέ και έριξε ένα πιάτο με μπιφτέκια στο πάτωμα. Για όλα έφταιγε ο Ίθαν.

Δεν μπορούσε να σταματήσει να τον σκέφτεται και ο περισπασμός την έκανε αδέξια. Αν δενσταματούσε, θα σκοτωνόταν μέχρι το βράδυ.

Αλλά το να προσπαθεί να σταματήσει να σκέφτεται τον Ίθαν ήταν τόσο εύκολο όσο και το νασταματήσει να αναπνέει. Στο τέλος θα μελάνιαζε και θα λιποθυμούσε. Έπειτα, τον έβλεπε σταόνειρά της. Όπως έγινε την προηγούμενη νύχτα. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, θυμόταν πώς ένιωσε όταντον φιλούσε, τον κρατούσε και έλιωνε πάνω του.

Έδιωξε αυτές τις σκέψεις καθώς προσπαθούσε να ισορροπήσει μια πιατέλα με χάμπουργκερ πουξεχείλιζε από καυτές τηγανητές πατάτες. Την ακούμπησε προσεκτικά πάνω στον πάγκο για να την

Page 73: H Συνταγή Του Έρωτα

πάρει η Ντάινα.Το Καφέ ήταν γεμάτο την ώρα του μεσημεριανού. Και αυτή την εβδομάδα η κουβέντα

περιστρεφόταν γύρω από τον καιρό.«Ένα ψυχρό μέτωπο αναμένεται σήμερα το απόγευμα» ανακοίνωσε ο Χάρβι Γουάιτμπρεντ.

«Μόλις έμαθα τον καιρό από το σταθμό.»Ο Σκιτς σήκωσε το βλέμμα του από το τηγανητό του κοτόπουλο. «Ναι, άκουσα ότι μπορεί και

να βρέξει στο τέλος της εβδομάδας.»Η Ντάινα άφησε το μπιφτέκι μπροστά στον Μπιλ Μουρ, ο οποίος είχε το κατάστημα με τις

ζωοτροφές. «Σίγουρα χρειαζόμαστε ένα διάλειμμα από αυτό τον καιρό. Είχαμε απίστευτη ξηρασίαόλη τη χρονιά. Οι αγρότες εδώ γύρω έχουν σχεδόν απογοητευτεί» είπε.

«Κάλλιο αργά παρά ποτέ, υποθέτω» πρόσθεσε ο Μπιλ, δαγκώνοντας το μπιφτέκι του.Χτύπησε το καμπανάκι της πόρτας και η Τουίνκ γύρισε να δει τον Ίθαν που έμπαινε μέσα. Του

χαμογέλασε. Εκείνος χαμογέλασε πλατιά και της έκλεισε το μάτι, μετά κάθισε απέναντι από τοδήμαρχο, που του έκανε νόημα να καθίσει.

Δεν φορούσε το παλτό του. Η ζέστη πρέπει, επιτέλους, να τον επηρέασε. Οποιοσδήποτε στηθέση του συντηρητικού τραπεζίτη της θα είχε εγκαταλείψει από τον καιρό. Κούνησε αρνητικά τοκεφάλι της και γύρισε πάλι στο γκριλ. Ακόμη και η τυπικότητά του ήταν αξιολάτρευτη.

Χτύπησε το τηλέφωνο, απάντησε η Ντάινα και μετά φώναξε την Τουίνκ. «Είναι από τηνΟυάσιγκτον.»

Η Τουίνκ πήγε να απαντήσει στο τηλέφωνο δίπλα από το ταμείο και παρατήρησε το προφανέςενδιαφέρον του Χάρβι. Εντάξει, θα τον αφήσω να ακούσει κάθε λέξη.

«Γεια σου, κοτοπουλάκι.» Ήταν ο Μπόρις Κετρόφσκι, ο γιος ενός ρώσου πρέσβη καισυμφοιτητής της στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Μαγειρικής. Είχαν γίνει γρήγορα φίλοι στο ινστιτούτοκαι συχνά την άφηνε να εξασκήσει τα ρωσικά της μαζί του. Ήταν μια από τις τρεις γλώσσες που είχεμάθει στο σχολείο στη Γερμανία.

«Γεια σου» του απάντησε σε σπαστά ρωσικά. «Πώς με βρήκες;»«Η μητέρα σου μου έδωσε τον αριθμό. Την είδα τις προάλλες και είπε ότι ανοίγεις εστιατόριο σε

μια απομακρυσμένη πόλη του Τέξας.»«Η μητέρα πάντα υποστηρίζει τις αποφάσεις μου.»Εκείνος γέλασε. Με την Τουίνκ είχε πολλά κοινά προβλήματα που οφείλονταν στο γεγονός ότι

ήταν παιδιά κυβερνητικών υπαλλήλων. «Είπε ότι τα εγκαίνια θα γίνουν σε δύο εβδομάδες.»«Το ελπίζω, αλλά περιμένω ακόμη κάποια χρηματοδότηση.» Δεν ήθελε να του πει ότι αν δεν

γινόταν κάτι τις επόμενες μέρες, το εστιατόριο δεν θα άνοιγε καθόλου.«Λοιπόν, εγώ ξεκινάω σε ένα καινούριο εστιατόριο στην Ατλάντα στα τέλη του μήνα, γι’ αυτό

δεν μπορώ να έρθω στα εγκαίνιά σου. Αλλά θα πάρω μερικές μέρες άδεια και θα έρθω αργότερα.»Η Τουίνκ το γύρισε πάλι στα αγγλικά. «Στην Ατλάντα, ε; Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ο

πρέσβης σε αφήνει να φύγεις από την Ουάσιγκτον!»«Θέλω να φύγω απεγνωσμένα. Οι γονείς μου θα με πνίξουν με την καλοσύνη τους.»Εκείνη γέλασε. «Η ασφυξία είναι ένας απαίσιος τρόπος να πεθάνει κανείς. Εγώ το ξέρω. Ο

στρατηγός προσπαθεί να με πνίξει εδώ και χρόνια. Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής.»

Page 74: H Συνταγή Του Έρωτα

Τον άκουσε που πήρε απότομα ανάσα και γύρισε να δει το Χάρβι που ήταν κατάχλωμος και μεανοιχτό το στόμα. Αμέσως συνήλθε και σημείωσε κάτι βιαστικά στο σημειωματάριό του. Τιπρόβλημα έχει αυτός ο άνθρωπος;

Έστρεψε πάλι την προσοχή της στο τηλέφωνο εγκαίρως για να ακούσει τον Μπόρις να λέει:«Είμαι ασφαλής προς το παρόν. Φεύγει αύριο για τη Μόσχα.»

«Για τη Μόσχα, ε; Όχι κι άσχημα.»Γέλασε με ένα δυνατό, τρανταχτό ήχο. «Ναι. Μέχρι να επιστρέψει, εγώ θα μαγειρεύω στην

Ατλάντα.»«Κάνε πρώτα μια παράκαμψη από εδώ.»«Μακάρι να μπορούσα, αλλά θα πρέπει να περιμένει μερικές εβδομάδες.»Κάνοντας τάχα ότι κατσουφιάζει, η Τουίνκ είπε «Εντάξει, Μπόρις, ανυπομονώ να σε δω.»«Αντίο, κοτοπουλάκι.» «Ντασβιντάνια.»Ο Χάρβι έχωσε στο στόμα του την τελευταία μπουκιά από το τσίλι του, το κατέβασε με μια

μεγάλη γουλιά γλυκό τσάι, πέταξε μερικά χαρτονομίσματα πάνω στο τραπέζι και έφυγε βιαστικά.Ο Ίθαν πήγε και στάθηκε δίπλα της στο ταμείο. «Τι τρέχει μ’ αυτόν;» επανέλαβε την ερώτηση

της Τουίνκ.«Ιδέα δεν έχω.» Κοίταξε τον Ίθαν ελπίζοντας ότι θα διάβαζε την έκφραση «σ’ τα ’λεγα εγώ» στο

πρόσωπό της. Η συμπεριφορά του Χάρβι γινόταν όλο και πιο περίεργη, ακόμη κι αν ήταν αυτός πουτην ακολουθούσε το προηγούμενο βράδυ.

«Δεν ήξερα ότι μπορούσες να μιλήσεις ρωσικά» είπε, κοιτάζοντάς τη με θαυμασμό. Τηνπλησίασε περισσότερο και η ανάσα του άγγιξε τα μαλλιά της. «Μαγειρεύεις σαν την ΤζούλιαΤσάιλντ, πυροβολείς σαν αστυνομικός και φιλάς ονειρικά. Τώρα μιλάς και ρωσικά. Κάτι άλλο πουθα ήθελες να μοιραστείς με την τάξη;»

Εκείνη κοίταξε μέσα στα σκούρα σοκολατί μάτια του. Ήταν πανέμορφα μάτια. «Μιλάω επίσηςγερμανικά και γαλλικά. Και έχω ένα τατουάζ στο… Λοιπόν, κάποια πράγματα θα πρέπει να μείνουνκρυφά, αν με πιάνεις.»

Ανασήκωσε ελαφρώς το ένα του φρύδι στο όμορφο πρόσωπό του. «Χμ, μ’ αρέσουν ταμυστήρια.»

«Ωραία» είπε εκείνη και επέστρεψε στο γκριλ, γνωρίζοντας ότι φλερτάρει με τον κίνδυνο.

* * *

«Γιατί το κάνω αυτό, δεν θα το καταλάβω ποτέ» μουρμούρισε η Τουίνκ στον εαυτό της, καθώςπάσχιζε να βγάλει ένα τραπεζάκι από το υπόγειο που χρησίμευε ως καταφύγιο από τις καταιγίδες.

Το αποπνικτικό δωματιάκι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν τσιμεντένιο λάκκο σκαμμένοδίπλα από την κύρια κατοικία στο κτήμα των παππούδων της, ο οποίος έκλεινε με μια καταπακτήφτιαγμένη από παλιές σανίδες του στάβλου. Πάντα θύμιζε στην Τουίνκ το Μάγο του Οζ.

Έσπρωξε το τραπέζι μέσα από την καταπακτή και σκαρφάλωσε και η ίδια στη συνέχεια. Ένασύννεφο σκόνης έδειχνε ότι ένα αυτοκίνητο πλησίαζε από το δρόμο. Ποιος μπορεί να είναι;

Ήταν ο Ίθαν. Βγήκε από την τεράστια Chrysler, τσαλακωμένος αλλά δροσερός, φορώντας χακί

Page 75: H Συνταγή Του Έρωτα

σορτσάκι και μοκασίνια. Το βαμβακερό του πουκάμισο ήταν ανοιχτό στο λαιμό. Η Τουίνκ ίσιωσε μετο χέρι της το αμάνικο μπλουζάκι της και το σορτσάκι. Ήταν ξυπόλυτη και δεν έκανε τον κόπο ναφορέσει σουτιέν. Τα μαλλιά της κρέμονταν σε υγρές τούφες στα πλαϊνά του προσώπου και τουλαιμού της.

Αν και το αναμενόμενο ψυχρό μέτωπο είχε φυσήξει εκείνο το πρωί, δεν φαινόταν να υπάρχειμεγάλη διαφορά ανάμεσα στους 40 και στους 35 βαθμούς. Ειδικά αν ο Ίθαν ήταν κοντά της.

«Γεια. Δεν ήξερα ότι θα ερχόσουν.»Έβγαλε τα γυαλιά του και προχώρησε προς το μέρος της. «Προσπάθησα να τηλεφωνήσω δύο

φορές σήμερα, αλλά δεν υπήρχε απάντηση. Έπρεπε να σου μιλήσω για κάτι και ήθελα να δω αν θασου άρεσε να πάμε στο Γουάτσον για καμιά ταινία απόψε.»

«Συγνώμη, ενεργοποίησα, επιτέλους, το τηλέφωνο, αλλά δεν το άκουσα να χτυπάει. Είμαι άνωκάτω εδώ πέρα.» Έδειξε με το χέρι της τριγύρω στο χορτάρι. Αρκετά κομμάτια από μικρά έπιπλακαι πολλά διακοσμητικά αντικείμενα αντίκες ήταν διασκορπισμένα γύρω από το άνοιγμα τουκαταφυγίου.

«Το βλέπω. Τι κάνεις; Μετακομίζεις;»«Βασικά, παίρνω κάποια πράγματα από το καταφύγιο για να τα χρησιμοποιήσω στο εστιατόριο.

Είναι αντίκες που ανήκαν στους παππούδες μου.»Περπάτησε νωχελικά μέχρι το καταφύγιο και κοίταξε μέσα. «Τι είναι όλα αυτά;»«Οι παππούδες μου ήταν από τις μεσοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν μετακόμισαν εδώ μετά

τον πόλεμο, ο παππούς το έχτισε για να κρύβονται την περίοδο των ανεμοστρόβιλων. Τελικά ηγιαγιά μου άρχισε να το χρησιμοποιεί για φρούτα και λαχανικά. Όταν γέμισε η σοφίτα, μετατράπηκεσε αποθηκευτικό χώρο για τα περιττά της έπιπλα.»

«Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.»«Αυτό πιστεύω κι εγώ. Μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτά τα πράγματα για να δημιουργήσω

ατμόσφαιρα στο εστιατόριο.»«Γι’ αυτό ήθελα να σου μιλήσω.» Η Τουίνκ πήρε ένα φωτιστικό και ξεκίνησε να το μεταφέρει

μέχρι το σπίτι. «Επίτρεψέ μου πρώτα να πάρω από την αυλή αυτά τα πράγματα, εντάξει; Φαίνεταιότι η βροχή που προέβλεψαν πλησιάζει.»

Ο Ίθαν άρπαξε μια αμαυρωμένη, ασημένια κανάτα. «Χρειάζεσαι βοήθεια;»Για άλλη μια φορά, όπως είχε συμβεί με τον πίνακα και με την ταπετσαρία, ο Ίθαν εμφανίστηκε

την κατάλληλη στιγμή για να της δώσει ένα χέρι βοηθείας. Ο άνθρωπος είχε απίστευτο τάιμινγκ.«Φυσικά. Να σου πω και κάτι. Αν με βοηθήσεις να βάλω αυτά τα πράγματα μέσα στο σπίτι και

μερικά ακόμα από το καταφύγιο, θα ετοιμαστώ και μπορούμε να πάμε στην προβολή. Κερνάω εγώ.»«Σύμφωνοι. Μόνο που κερνάω εγώ.»Η Τουίνκ σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό που σκοτείνιαζε. «Εντάξει, αλλά νομίζω ότι είναι

καλύτερα να βιαστούμε.»Η μεταφορά μερικών τραπεζιών, καρεκλών και μπιχλιμπιδιών στο μεγάλο σπίτι πήρε μόνο

μερικά λεπτά. Μετά ασχολήθηκαν με τα υπόλοιπα δύο αντικείμενα που κρύβονταν στα βάθη τουκαταφυγίου, ένα πορσελάνινο ντουλάπι που ήταν ουσιαστικά δύο κομμάτια – ένας μπουφές και μιακασέλα που τοποθετούνταν πάνω του.

Page 76: H Συνταγή Του Έρωτα

Η κασέλα με δυσκολία χωρούσε από την πόρτα και προσπάθησαν να τη σηκώσουν πάνω από τακεφάλια τους, προσέχοντας να μη σπάσουν τις γυάλινες πόρτες με υαλογράφημα.

Το πουκάμισο του Ίθαν, βρεγμένο από τον ιδρώτα, κολλούσε πάνω του όταν τελικά χώρεσαντην κασέλα μέσα στο σπίτι και την ακούμπησαν προσεκτικά πάνω σε ένα φθαρμένο ανατολίτικοχαλί στο σαλόνι.

Σκούπισε με το μπράτσο το μέτωπό του. «Αν βιαστούμε, μπορούμε να βάλουμε μέσα τονμπουφέ προτού αρχίσει να βρέχει.»

Βγήκαν έξω τρέχοντας από την πίσω πόρτα, ενώ τους έδερνε ο αέρας που δυνάμωνε. Ο ουρανόςείχε γίνει σκούρος μπλε και ήταν βαρύς με τη μυρωδιά της βροχής. Μερικές σταγόνες πιτσίλισαν ταμπράτσα και τους ώμους της Τουίνκ καθώς έτρεχε.

«Δεν θα τα καταφέρουμε!» φώναξε στον Ίθαν. Αλλά εκείνος δεν την άκουσε και μπήκε στοκαταφύγιο. Τον ακολούθησε ακριβώς τη στιγμή που άνοιξαν οι σκοτεινοί ουρανοί.

«Άρχισε!» του είπε. «Δεν μπορούμε να μετακινήσουμε τίποτα τώρα. Θα το καταστρέψει ηβροχή.»

«Ας περιμένουμε εδώ μέχρι να σταματήσει.» Άπλωσε το χέρι για να τραβήξει την πόρτα τουκαταφυγίου. Έκλεισε με πάταγο, αλλά όχι προτού η βροχή βομβαρδίσει τον τοίχο ακριβώς στηνείσοδο.

«Δε θα κρατήσει για πολύ» είπε εκείνος, καθώς βυθίστηκαν στο σκοτάδι. «Στη χειρότερηπερίπτωση, θα τρέξουμε μόλις καταλαγιάσει λίγο. Μπορούμε να πάρουμε αύριο τον μπουφέ.»

Η Τουίνκ θεώρησε ότι αυτό ακουγόταν λογικό. «Εντάξει, ας βρω τώρα το φακό.» Προχώρησεπροσεκτικά μέχρι τη μια γωνία, ψηλαφώντας με απλωμένα τα χέρια τον τοίχο. «Ευτυχώς, ο παππούςήταν πάντα προετοιμασμένος. Υπάρχει μια κρυψώνα με κονσέρβες και νερό εδώ πέρα. Και κάποτευπήρχε κι ένας φακός.» Έπιασε με το χέρι της το οικείο σχήμα. «Να το!»

Τον άναψε. Μια αδύναμη ακτίνα φώτισε το μικροσκοπικό δωματιάκι.«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι λειτουργούν οι μπαταρίες» είπε ο Ίθαν.«Μάλλον δεν θα λειτουργούν για πολύ ακόμα.» Ένας κεραυνός φώτισε το σκοτάδι μέσα από

την παλιά ξύλινη πόρτα. Σταγόνες νερού μαζεύονταν απειλητικά γύρω από τις άκρες.Ο Ίθαν πήρε έναν κουβά και τον τοποθέτησε σε στρατηγικό σημείο κάτω από τις σταγόνες.Μια βροντή συντάραξε έξω τον ουρανό.Η Τουίνκ αναπήδησε και μετά γέλασε νευρικά με την ανοησία της. Ήταν απλώς μια ξαφνική

καταιγίδα και το μόνο κακό που μπορούσε να κάνει ήταν να τους εμποδίσει να προλάβουν μια απότις πρώτες προβολές. Επιπλέον, ίσως η βροχή να τους δρόσιζε λίγο.

Έριξε μια κλεφτή ματιά στον Ίθαν, ο οποίος την παρατηρούσε, ενώ φαινόταν να το διασκεδάζει.«Εντάξει, εντάξει» παραδέχτηκε, νιώθοντας αμήχανα που την έπιασε να δείχνει έναν παιδικό της

φόβο. «Πάντα φοβόμουν τις βροντές και τις αστραπές. Όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μου επέμενεότι ο φόβος μου ήταν παράλογος και με έβαζε σκόπιμα να κάθομαι μόνη μου στο δωμάτιό μου κατάτη διάρκεια των καταιγίδων. Πίστευε ότι θα μάθαινα πως δεν υπήρχε λόγος να φοβάμαι.»

Οι βροντές και οι αστραπές συγκρούονταν από πάνω τους με εκκωφαντικό θόρυβο.Η Τουίνκ ένιωθε το αίμα να εγκαταλείπει το πρόσωπό της και τις παλάμες της να ιδρώνουν.

Χαμογέλασε ντροπαλά στον Ίθαν. «Προφανώς το σχέδιό του δεν πέτυχε.»

Page 77: H Συνταγή Του Έρωτα

Ο Ίθαν έπιασε και τα δυο τρεμάμενα χέρια της με τις δικές του στεγνές και δυνατές παλάμες.«Μη φοβάσαι. Είναι απλώς θόρυβος. Σίγουρα τρομακτικός, εκκωφαντικός θόρυβος, αλλά απλώςθόρυβος. Αυτό είναι όλο. Είμαστε απολύτως ασφαλείς εδώ.»

Το μούδιασμα στα χέρια της της θύμισε ότι υπήρχαν και άλλοι κίνδυνοι, χειρότεροι από τηνκαταιγίδα που λυσσομανούσε έξω.

Οι βροντές έσκιζαν τον αέρα από πάνω τους. Ο ήχος ανταγωνιζόταν τον εκρηκτικό χτύπο τηςκαρδιάς της. Άφησε τα χέρια του και άρχισε να σπρώχνει μακριά από τη γωνία ένα παλιόπτυσσόμενο κρεβάτι. «Τουλάχιστον ας καθίσουμε.»

Τη βοήθησε να το ανοίξει. Έτριζε και ήταν στενό, καλυμμένο με ένα ξεθωριασμένο σεντόνι.Αλλά τουλάχιστον ήταν καλύτερο από το να στέκονται όρθιοι.

Αφού κάθισε κάτω προσεκτικά, ο Ίθαν έλεγξε την αντοχή του με το βάρος του. Εφόσον δενκατέρρευσε, της χαμογέλασε πλατιά και χτύπησε το στρώμα για να καθίσει δίπλα του. Κάθισε κάτωμόλις μια ακόμη βροντή μπουμπούνισε από πάνω τους.

Ήταν τόσο κοντά που η Τουίνκ ανησύχησε μήπως το παλιό σπίτι δεν αντέξει το ταρακούνημα.Κάθισαν μερικά λεπτά σιωπηλοί, ακούγοντας τη βροχή. Στο μικροσκοπικό δωματιάκι είχε

αποπνικτική ζέστη και υγρασία, με μοναδικό σχεδόν θετικό την προφύλαξή τους από την καταιγίδα.Υπήρχε, ωστόσο, και η παρουσία του Ίθαν, επομένως, δεν ήταν και όλα αρνητικά.

Εκείνος καθόταν στο κρεβάτι σιωπηλός, ρίχνοντας πότε πότε ματιές προς τα πάνω, σαν ναπροσπαθούσε να κάνει την καταιγίδα να σταματήσει. Καθώς δεν σταματούσε, κοίταζε πάλι τηνΤουίνκ και της χαμογελούσε πλατιά ή της έκλεινε το μάτι. Εκείνη εκτιμούσε τις μικρές δόσειςενθάρρυνσης. Κατά κάποιον τρόπο, η καταιγίδα δεν ήταν και τόσο τρομακτική με εκείνον στο πλάιτης.

Γύρισε να τον αντικρίσει στο σκοτάδι. «Για ποιο πράγμα ήθελες να μου μιλήσεις;»Μπορούσε να τον δει που την κοιτούσε, το βλέμμα του μισόκλειστο και ακατανόητο. Ένιωσε

την καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά. Η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν έντονη καιπροφανής όσο και η υγρασία στο δωμάτιο.

Της σήκωσε το πιγούνι, ώστε τα μάτια της να είναι στο ίδιο ύψος με τα δικά του. «Μπορεί ναπεριμένει» της είπε με βραχνή φωνή.

Μετά χαμήλωσε το στόμα του στο δικό της, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της,ζητώντας σιωπηρή άδεια να τη φιλήσει. Δεν τον σταμάτησε. Ήθελε να την αγκαλιάσει και να τηνπροστατέψει. Πουθενά δεν ένιωθε πιο ασφαλής απ’ ό,τι εδώ με τα μπράτσα του γύρω της και ταχείλη του πάνω στα δικά της.

Τα χείλη του ήταν ζεστά και αποφασισμένα, απαιτητικά, καθώς υποχωρούσαν και επιτίθοντανξανά στο φρούριο της αποφασιστικότητάς της. Οι άμυνές της είχαν εξαντληθεί, είχαν αναλωθεί στηνπροσπάθεια να διατηρήσει μια φιλία που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια αδύναμη επίφαση.Με τη βροχή να σφυροκοπά το παλιό τους καταφύγιο και τον ουρανό να σκίζεται από πάνω τους,αφέθηκε στο φιλί του.

Γι’ αυτό όταν μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και το ακόλουθο πλήγμα σχεδόν ξεχαρβάλωσετην πόρτα, ούτε καν το πρόσεξε.

Το πρόσεξε όμως ο Ίθαν.«Τι στο διάολο ήταν αυτό;» αναφώνησε, αφήνοντάς τη για να ελέγξει το ταβάνι της κρυψώνας

Page 78: H Συνταγή Του Έρωτα

τους. Σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε πολλές φορές να ανοίξει την πόρτα. Δεν μετακινούνταν.Ανέβηκε στο πρώτο σκαλί της σκάλας που οδηγούσε στην έξοδο και έσπρωξε την πόρτα με τον

ώμο του. Άνοιξε μόλις μια χαραμάδα, αρκετά για να μπορέσει να κοιτάξει έξω.«Θεέ μου» είπε κλείνοντας την πόρτα και κατεβαίνοντας από τη σκάλα.«Τι;» ζήτησε να μάθει η Τουίνκ.«Φαίνεται ότι ο κεραυνός χτύπησε ένα κλαδί της φουντουκιάς δίπλα από το σπίτι. Μπλοκάρει

την πόρτα. Δεν υπάρχει τρόπος να τη μετακινήσουμε.»

Page 79: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Οκτώ

«Εννοείς ότι δεν μπορούμε να βγούμε;» αναφώνησε η Τουίνκ, ενώ τα μάτια της φαίνονταν τεράστιακαι απόκοσμα στο φως του φακού. Η φωνή της έτρεμε λίγο. Έπειτα απ’ όσα του είχε πει σχετικά μετο φόβο της για τις καταιγίδες, θαύμασε τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούσε να κρατήσει τονέλεγχο.

«Ακριβώς. Έχουμε παγιδευτεί» της είπε, προσπαθώντας να ακουστεί όσο το δυνατόν πιοψύχραιμος.

Η Τουίνκ σκαρφάλωσε στη σκάλα και έσπρωξε την πόρτα με το ένα χέρι. Δεν μετακινούνταν.«Ούτε ακόμη κι αν σπρώξουμε και οι δύο;» ρώτησε απεγνωσμένα.

Δεν ήθελε να της δώσει φρούδες ελπίδες. «Εντάξει, ας σπρώξουμε και οι δύο. Αλλά μάλλον δενθα πετύχουμε κάτι. Είναι μεγάλο το κλαδί απ’ ό,τι είδα. Θα χρειαστούν πολλά άτομα για ναμετακινηθεί.»

Στάθηκε στη σκάλα από κάτω της και μαζί έσπρωξαν την πόρτα αρκετές φορές, αλλά μάταια.Άνοιξε μόνο αρκετά ώστε να δει η Τουίνκ ότι ο Ίθαν είχε δίκιο.

Ξανακάθισαν και οι δύο στο κρεβάτι.«Εντάξει, τι κάνουμε τώρα;» τον ρώτησε.«Να καλέσουμε σε βοήθεια.» Αναζήτησε το κινητό του στην τσέπη του. «Να πάρει!»«Τι; Πού είναι το κινητό σου;»«Είναι στο αυτοκίνητο.»«Γιατί είναι στο αυτοκίνητο; Πάντα το έχεις μαζί σου!» του είπε απότομα.«Είχα μόλις τηλεφωνήσει στη μητέρα μου και το άφησα στο κάθισμα.» Ο εκνευρισμός της έκανε

και το δικό του να μεγαλώνει. «Συγνώμη! Δεν θεώρησα ότι θα το χρειαζόμουν στη διαδρομή από τοσπίτι στο καταφύγιο!»

«Υπέροχα.» Ακούμπησε απότομα πίσω στο κρεβάτι. «Θα περάσουν μέρες μέχρι να μαςαναζητήσει κάποιος.»

«Πολύ αμφιβάλλω. Υποτίθεται ότι πρέπει να πάω στη δουλειά αύριο, το ίδιο κι εσύ. Αν δενεμφανιστούμε και δεν τηλεφωνήσουμε κι αν δεν μπορέσουν να επικοινωνήσουν μαζί μας, είμαισίγουρος ότι κάποιος θα μας αναζητήσει.»

Τα μάτια της βούρκωσαν. Η φωνή της έτρεμε. «Αυτό είναι αλήθεια.» Κούνησε το κεφάλι τηςσαν να ήθελε να διώξει από το μυαλό της τυχόν αμφιβολίες. Μετά σηκώθηκε όρθια και έβαλε ταχέρια της στη λεπτή της μέση.

«Λοιπόν, τότε ας κάνουμε έναν απολογισμό της κατάστασής μας. Αν πρόκειται να είμαστε εδώμέχρι αύριο, τότε καλύτερα να βολευτούμε, επειδή αυτός ο φακός θα σβήσει γρήγορα.»

Αφού εκείνη μπορούσε να παραστήσει την Πολυάννα και να δει τη θετική πλευρά τωνπραγμάτων, τότε μπορούσε και ο ίδιος. «Σωστά. Τι κάνουμε πρώτα, λοχαγέ;» Τη χαιρέτισεστρατιωτικά.

Page 80: H Συνταγή Του Έρωτα

Εκείνη τον αντάμειψε με ένα χαμόγελο που έκανε την καρδιά του να εκραγεί από επιθυμία.Ωστόσο, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα, και ήταν απλώς φίλοι. Φίλοι που πρόσφατα φιλήθηκαν μετόσο πάθος που ήταν ικανό να κατεδαφίσει το σπίτι – ή τουλάχιστον το διπλανό δέντρο.

«Χαίρομαι που καταλαβαίνεις ποιος είναι επικεφαλής εδώ πέρα» του είπε πειρακτικά. «Αςαρχίσουμε με κεριά. Νομίζω ότι υπάρχουν και μερικά σπίρτα.» Μια σύντομη έρευνα αποκάλυψε έναμεταλλικό κουτί με χοντροκομμένα κεριά και σπίρτα κρυμμένα δίπλα σε ένα πλήρες κουτί πρώτωνβοηθειών.

Ακούμπησαν μερικά κεριά πάνω στο ράφι και τα άναψαν, ενώ μετά έσβησαν το φακό για ναδιατηρήσουν τις μπαταρίες. Οι φλόγες που τρεμόπαιζαν έλουσαν το δωμάτιο με ένα απαλό κίτρινοφως.

Η Τουίνκ ψαχούλεψε ανάμεσα στις κονσέρβες και τα πακέτα. Ορισμένα πήγαιναν πίσωδεκαετίες, αλλά μερικά βάζα της γιαγιάς της με μαρμελάδες, σαλάτες φασόλια τουρσί, ψωμί καιβούτυρο μπορούσαν προφανώς να φαγωθούν, όπως και μερικές κονσέρβες με κρέας. Το νερό είχεπαλιώσει, αλλά ο Ίθαν βρήκε ένα καφάσι μπίρες σε μια γωνιά, κάτω από μερικά παλιά παπλώματα.Σήκωσε ένα μπουκάλι για να το επιθεωρήσει η Τουίνκ.

Εκείνη χαμογέλασε. «Η προσωπική κρυψώνα του παππού.»Ο Ίθαν επιθεώρησε το δωματιάκι και τις αμφιβόλου ποιότητας προμήθειές του. «Τουλάχιστον»

είπε «δεν θα πεθάνουμε από την πείνα.»«Μακάρι να μη μείνουμε εδώ τόσο πολύ ώστε να υπάρξει αυτό το ενδεχόμενο.» Τράβηξε ένα

κουτί από το ράφι. «Εϊ, κοίτα, ένα παλιό παιχνίδι Scrabble. Και υπάρχει μια τράπουλα εδώ μαζί μεμια παλιά Βίβλο.»

«Μπίρα, χαρτιά, μια Βίβλος και ένα παιχνίδι Scrabble» είπε ο Ίθαν σκεφτικά. «Οι παππούδεςσου ήταν ενδιαφέροντες άνθρωποι.»

«Ναι, ήταν υπέροχοι. Οι πιο αγαπημένες μου αναμνήσεις είναι από τα καλοκαίρια που πέρασαεδώ.»

Η Τουίνκ ακουγόταν νοσταλγική και λιγάκι θλιμμένη. Ο Ίθαν ξανακάθισε στο κρεβάτι κι εκείνητον μιμήθηκε. «Πες μου για εκείνα τα καλοκαίρια» την παρότρυνε.

Κοιτούσε τα χέρια της που τα είχε πιασμένα πάνω στα πόδια της. «Ε, αυτή θα ήταν μια μεγάλη,βαρετή ιστορία.»

Σταύρωσε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του και ακούμπησε πίσω στον τοίχο. «Το μόνο πουέχω είναι χρόνος. Και θα ήθελα να μάθω γιατί σου αρέσει εδώ τόσο πολύ, ιδίως επειδή εγώ το μόνοπου σκέφτομαι είναι να ξεφύγω.»

Μάζεψε τα πόδια της από κάτω της και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Εντάξει. Πέρασα τη ζωή μουταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο με τον πατέρα μου. Δεν μείναμε πουθενά για πάνω από δύο χρόνια.Μερικές φορές η μαμά μου κι εγώ μέναμε στην Ουάσιγκτον, ενώ εκείνος ήταν σε κάποια αποστολή– όπως η Καταιγίδα της Ερήμου.

Μου άρεσε πολύ να βλέπω άλλα μέρη του κόσμου, και μερικές φορές πήγαινα σχολείο στη βάσημε άλλα αμερικανάκια, ενώ άλλες φορές πήγαινα σχολείο με παιδιά της περιοχής, μαθαίνοντας τηγλώσσα και την κουλτούρα τους. Έτσι άρχισα να ενδιαφέρομαι για τη μαγειρική. Επισκεπτόμουν τασπίτια τους, έβλεπα τις μητέρες τους να μαγειρεύουν κάτι εξωτικό και μετά πήγαινα στο σπίτι καιπροσπαθούσα να το φτιάξω. Οι γονείς μου έφαγαν μερικά πολύ απαίσια παρασκευάσματα όλα

Page 81: H Συνταγή Του Έρωτα

εκείνα τα χρόνια.»Χαμογέλασε και μια έντονη επιθυμία διαπέρασε πάλι τον Ίθαν. Πίστευε ότι δεν γνώρισε ποτέ

κάποια περισσότερο συναρπαστική. Και εκείνο το νεραϊδένιο πρόσωπο – το λάτρευε.Την παρότρυνε να συνεχίσει. «Αλλά δεν πέθαναν κιόλας, προφανώς.»Γέλασε. «Όχι, και τελικά βελτιώθηκα.»«Γιατί δεν θέλεις να ζητήσεις βοήθεια από τον πατέρα σου;» ρώτησε σιγανά ο Ίθαν.Μια μακριά, αργή σιωπή έκανε τον Ίθαν να ανησυχήσει ότι την αναστάτωσε. Ακριβώς μόλις

σκέφτηκε ότι δεν θα απαντούσε, εκείνη μετακινήθηκε πάνω στο κρεβάτι και γύρισε να τοναντικρίσει, με το ένα πόδι από κάτω της.

«Σου είπα πως στην πραγματικότητα ήθελε ένα γιο για να συνεχίσει την παράδοσή του στοστρατό.»

Ο Ίθαν έγνεψε καταφατικά.«Λοιπόν, όταν γεννήθηκα, απογοητεύτηκε αλλά σκέφτηκε ότι θα προσπαθούσαν για το γιο.

Αφού όμως η μητέρα μου είχε αρκετές αποβολές, οι γιατροί τής είπαν να μην ξαναμείνει έγκυος. Οπατέρας μου ήταν συντετριμμένος.

Η παιδική μου ηλικία ήταν μπερδεμένη. Οι γονείς μου με κακόμαθαν με παιχνίδια και μαθήματαχορού και μουσικής. Αλλά εκείνος με κρατούσε σε απόσταση.»

Κοίταξε τον Ίθαν με βουρκωμένα μάτια. «Δεν θυμάμαι να μου είπε ποτέ ότι ήταν περήφανος γιαμένα έπειτα από ένα ρεσιτάλ ή μια παράσταση. Πάντα υπήρχε κάτι το οποίο θα μπορούσα ναβελτιώσω. Ποτέ δεν μπορούσα να τον ευχαριστήσω.» Κοντοστάθηκε και η φωνή της είχε έναν τόνοεναντίωσης. «Γι’ αυτό σταμάτησα να προσπαθώ.

Προσπάθησε να με κάνει να καταταγώ στο στρατό. Μια γυναίκα στρατιώτης ήταν καλύτερα απόκανέναν στρατιώτη. Αλλά εγώ είχα βαρεθεί όλους τους κανόνες σχετικά με το τι να φορέσω, ποιοννα δω, πότε να μιλήσω, πότε να βγω έξω και πότε να επιστρέψω. Ήμουν στο στρατό όλη μου τηζωή.

Αρνήθηκα, γι’ αυτό με έβαλε να μάθω πολεμικές τέχνες και σκοποβολή. Ακόμη κι όταν κέρδιζασε εκείνα τα τουρνουά, ποτέ δεν ήταν αρκετό.»

Χαμήλωσε τη φωνή της για να μιμηθεί, όπως υπέθεσε ο Ίθαν, τον πατέρα της. «Τουίνκι μου,πρέπει να πιέζεις δυνατά τη σκανδάλη. Δεν σου έμαθαν τα βασικά; Τουίνκι μου, πρέπει νασυγκεντρωθείς. Δεν μπορείς να αφήνεις τον αντίπαλο να σε κερδίζει.»

Έδιωξε από το μυαλό της εκείνες τις δυσάρεστες αναμνήσεις. «Τέλος πάντων, όταν τελείωσα τολύκειο, γράφτηκα στο Ινστιτούτο Μαγειρικής. Δεν μπορούσε πλέον να με εμποδίσει. Όταναποφοίτησα, είχε μετακομίσει στην Ουάσιγκτον και είχε διοριστεί μέλος των Γενικών Επιτελείων.Επέστρεψα για λίγο στο σπίτι μετά τη σχολή για να εξοικονομήσω χρήματα και μετά μετακόμισαεδώ. Οι παππούδες μου μου είχαν αφήσει το σπίτι και το κτήμα στη διαθήκη τους.

Ο πατέρας μου θέλει ακόμα να ελέγχει τη ζωή μου. Αν του δώσω πάτημα, θα την ελέγχειπλήρως. Αυτό πρέπει να το καταφέρω μόνη μου. Πρέπει να του δείξω ότι δεν είμαι ο γιος που δενείχε ποτέ. Είμαι εγώ. Και θα κάνω αυτό που θέλω στη ζωή μου. Αυτό που πρέπει να κάνω.»

Η σιωπή γέμισε το δωμάτιο όπως και η βαριά ατμόσφαιρα. Ο Ίθαν ήθελε να την κάνει νασυνεχίσει. Φαινόταν να το χρειάζεται. «Γιατί εδώ;» τη ρώτησε. «Εννοώ, γιατί στο Χάουαρντ; Θα

Page 82: H Συνταγή Του Έρωτα

μπορούσες να είχες πουλήσει το σπίτι των Φάρλι για να αποκτήσεις αρκετά χρήματα, ώστε ναανοίξεις το εστιατόριό σου κάπου αλλού.» Χαμογέλασε πλατιά. «Οπουδήποτε αλλού.»

Εκείνη χαμογέλασε και έσκυψε λιγάκι μπροστά. Το βλέμμα της έλαμπε από την έξαψη υπό τοφως των κεριών. «Μου άρεσε πολύ όταν ερχόμουν εδώ τα καλοκαίρια. Περνούσα ένα μήνα καιπερισσότερο με τους παππούδες μου κάθε χρόνο. Ήταν ένα καταφύγιο από τον πατέρα μου και τομοναδικό σπιτικό που γνώρισα ποτέ. Ήμουν το μοναδικό τους εγγόνι, γι’ αυτό με κακόμαθαν πολύ.Αλλά με την προσοχή τους, όχι με υλικά πράγματα.

Πηγαίναμε στο Φεστιβάλ Φουντουκόπιτας, μαζεύαμε ροδάκινα στο κτήμα των Λάντραμ καιμετά φτιάχναμε πίτες ή κομπόστα. Πηγαίναμε στις παραστάσεις στο παλιό Βασιλικό Θέατρο στηνπόλη και σταματούσαμε μετά στο Καφέ για γλυκό. Δεν θυμάμαι ποιος το είχε τότε.»

Ο Ίθαν θυμόταν. «Ο Τζο Θόρντον. Τo πούλησε στην Ντάινα πριν από δέκα χρόνια.»«Και θυμάμαι εκείνο τον άνδρα που ερχόταν στο σπίτι για να βοηθήσει μερικές φορές τον

παππού. Μπορούσε να κάνει μαγικά κόλπα. Και μια φορά έφτιαχναν το φράχτη. Εκείνος ο άνδραςπάτησε σε μια φωλιά λαγού και στραμπούλισε τον αστράγαλό του.»

Ο Ίθαν το θυμόταν κι αυτό. «Ήταν ο πατέρας μου.»«Θεούλη μου! Εκείνος ήταν ο πατέρας σου;»«Ναι, θυμάμαι εκείνη τη μέρα επειδή, όταν επέστρεψε από το γιατρό, είχε το πόδι του ψηλά.

Έπρεπε να ακυρώσουμε το ψάρεμα εκείνο το σαββατοκύριακο.»«Λυπάμαι. Πραγματικά τον συμπαθούσα πολύ. Ήταν αστείος και πάντα τόσο φιλικός. Φερόταν

υπέροχα στους παππούδες μου. Αποτελεί μια από τις καλύτερες αναμνήσεις που έχω από τοΧάουαρντ.»

Ο οικείος πόνος έσφιξε την καρδιά του Ίθαν. Αγαπούσε τον πατέρα του περισσότερο απόοτιδήποτε, αλλά ένιωθε ότι αναγκαζόταν να τον μοιράζεται με μια αχάριστη πόλη που τονεξαντλούσε. Ήταν καλό να ξέρει ότι η Τουίνκ και οι παππούδες της εκτιμούσαν τις προσπάθειες τουπατέρα της.

Το χέρι της Τουίνκ άγγιξε το μπράτσο του και έμεινε εκεί. Η φωνή της ήταν σιγανή και ήρεμη.«Ο παππούς μου είπε κάποτε ότι ο Φρανκ –έτσι τον έλεγαν, σωστά;– ήταν η “ψυχή” του Χάουαρντ.Ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν όλοι ήξεραν το νόημα της λέξης “γείτονας” όπως ο Φρανκ.»

Ο Ίθαν κοίταξε τα καταπράσινα μάτια της, που ήταν καρφωμένα στο βλέμμα του. «Ευχαριστώ,το χρειαζόμουν αυτό.» Ακούμπησε με το χέρι του το δικό της, το έπιασε και το έβαλε πάνω στοστήθος του, φέρνοντάς την πιο κοντά του στο κρεβάτι.

«Τουίνκ, υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρεις» ψιθύρισε στα μαλλιά της.«Τι είναι;»Το βλέμμα της του έδειχνε τόση εμπιστοσύνη και ήταν γεμάτο από ένα συναίσθημα που σχεδόν

φοβόταν να κατανοήσει. Δεν ήταν δίκαιο να της πει την αλήθεια για τα αισθήματά του, αφού θαέφευγε σε δύο εβδομάδες. Δεν μπορούσε να της πει ότι την αγαπούσε, παρόλο που κάθε κύτταροτης ύπαρξής του παλλόταν από επιθυμία για εκείνη.

Δίστασε και τραβήχτηκε λίγο πίσω, καθαρίζοντας το λαιμό του. «Η μητέρα μου θέλει ναεπενδύσει στο εστιατόριό σου.»

* * *

Page 83: H Συνταγή Του Έρωτα

Η Τουίνκ άφησε το χέρι του και σηκώθηκε αναπηδώντας από το κρεβάτι. Η καρδιά της χτυπούσεπολύ γρήγορα, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν ήταν από ανακούφιση και ενθουσιασμό ή από καθαρόφόβο.

«Η Μάρτζι θέλει να γίνει ο αφανής εταίρος μου;»Ο Ίθαν γέλασε. «Η μαμά ποτέ δεν ήταν αφανής στη ζωή της. Και δεν πρόκειται να γίνει τώρα.

Αυτή είναι η παγίδα βασικά.» Έπιασε το χέρι της Τουίνκ και την τράβηξε για να καθίσει πάλι δίπλατου στο κρεβάτι.

Την κοίταξε με σοβαρό ύφος, ενώ τα καστανά του μάτια ξεχείλιζαν από ειλικρίνεια. «Θέλει ναγίνει πλήρης εταίρος. Θέλει να σε βοηθήσει να διαχειριστείς το εστιατόριο.»

Το συναίσθημα ήταν σαφές τώρα. Καθαρός φόβος.«Τι θα γίνει με το κατάστημα του μέντιουμ Μαντάμ Γουάντα; Τα πάει πολύ καλά, ξέρεις. Έχει

πελάτες όλη την ώρα. Ειδικά από τότε που μαθεύτηκαν τα νέα σχετικά με την εγκυμοσύνη τηςΓιόχανσον.» Η Τουίνκ άκουγε τη φωνή της που έπαιρνε μια υστερική χροιά.

Ο Ίθαν ήταν ήρεμος, μιλώντας με μονοσύλλαβες λέξεις για να την καθησυχάσει. «Το ξέρω.Νομίζω ότι της έκανε καλό.»

Η Τουίνκ σκέφτηκε τη μικροσκοπική μάντισσα. Ήταν εντελώς τρελή κατά έναν πονηρό, έξυπνοτρόπο. Και κάθε πρόβλεψη που έκανε βγήκε αληθινή. Ακόμη κι εκείνη που έλεγε ότι η Τουίνκ θαερωτευόταν έναν ψηλό, μελαχρινό, όμορφο άνδρα. «Φαίνεται να έχει πραγματικό χάρισμα.»

Ο Ίθαν απέρριψε το ενδεχόμενο με μια του χειρονομία. «Σύμπτωση. Αυτό είναι όλο.» Έσκυψεπρος την Τουίνκ. «Κοίτα, είναι πρόθυμη να σου δώσει είκοσι χιλιάδες δολάρια για σαράντα τοιςεκατό μερίδιο στο εστιατόριο. Οι δυο σας θα πρέπει να διευθετήσετε τις λεπτομέρειες. Ίσως ο ΤζονΆρμστρονγκ, ο δικηγόρος, θα μπορούσε να συντάξει μερικά έγγραφα. Τουλάχιστον θα μπορούσεςνα ανοίξεις το εστιατόριο εγκαίρως.»

Η Τουίνκ δεν είχε άλλες επιλογές και ήταν έτοιμη να τα παρατήσει. Ή, ακόμη χειρότερα, ναζητήσει δάνειο από τους γονείς της. Ήταν ριψοκίνδυνο να συνεταιριστεί με τη Μάρτζι, αυτό ήτανσίγουρο, αλλά είχε άλλη επιλογή;

Εκτιμούσε την ανεξαρτησία και την ελευθερία της πάνω απ’ όλα. Είχε αγωνιστεί πολύ καιρό καιπολύ σκληρά για να φτάσει μέχρι εδώ, αψηφώντας τον πατέρα της για να πάει στο iνστιτούτο και ναεπιστρέψει μετά στο Χάουαρντ. Το σχέδιο ήταν να τα καταφέρει μόνη της. Δεν σχεδίαζε να έχεισυνέταιρο, ιδίως κάποια τόσο ευθαρσή. Η συμφωνία με τον Ίθαν ήταν για έναν αφανή συνέταιρο.

Ωστόσο, τα χρήματά της τελείωσαν και θα έπρεπε να πληρώσει το ενοίκιο σε δύο εβδομάδες.Δεν θα μπορούσε να πληρώσει για το χώρο χωρίς εισόδημα. Πόσο μάλλον εφόσον είχε ξοδέψει τιςαποταμιεύσεις μιας ζωής και όλη της την ενέργεια τους τελευταίους έξι μήνες γι’ αυτό το μέρος. Δενήθελε να εγκαταλείψει τώρα. Να αποτύχει. Όπως είχε προβλέψει ο πατέρας της.

Αλλά η Μάρτζι ως εταίρος; Συμπαθούσε τη μικροσκοπική γυναίκα που έμοιαζε με πουλάκι.Θαύμαζε το θάρρος και τον ενθουσιασμό της, το πάθος της για τη ζωή. Αλλά θα κατάφερνε ναεκπληρώσει το δικό της όνειρο και να διαχειρίζεται ταυτόχρονα και τη Μάρτζι;

Η Τουίνκ πήρε μια βαθιά ανάσα και έσφιξε το χέρι του Ίθαν. «Εντάξει, δέχομαι.»Την αγκάλιασε. «Συγχαρητήρια.»Δεν ήταν σίγουρη αν ήταν από τον ενθουσιασμό που βρήκε τα χρήματα για το εστιατόριο ή ένα

αίσθημα ευγνωμοσύνης προς τον Ίθαν, αλλά τον φίλησε – γρήγορα, γλυκά. Ήταν ένα φιλικό, αγνό

Page 84: H Συνταγή Του Έρωτα

φιλί. «Ευχαριστώ» του ψιθύρισε.Ο Ίθαν έβγαλε ένα βαθύ βογκητό και την τράβηξε πάνω του, γέρνοντας πίσω στο κρεβάτι έτσι

ώστε το σώμα της να είναι από πάνω του, να πιέζεται πάνω στο δικό του, με τα πόδια της ανάμεσαστα δικά του και τα χέρια του σφιχτά γύρω της. Εκείνη κοίταξε το όμορφο πρόσωπό του,χαράσσοντας στη μνήμη της τη γραμμή της μύτης του, τις ρυτίδες στο μέτωπό του, την καμπύλητων ζυγωματικών του, το σχήμα των χειλιών του.

Μετά της ανταπέδωσε το φιλί. Το φιλί του δεν ήταν καθόλου φιλικό, αλλά αργό, νωθρό καικαυτό. Άναψε μια φλόγα που κυλούσε στις φλέβες του. Ήταν το φιλί κάποιου που είχε όλο το χρόνομπροστά του και σκόπευε να απολαύσει τη στιγμή.

Αλλά δεν είχαν όλο το χρόνο μπροστά τους, σωστά;Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, περνώντας τα δάχτυλά της ανάμεσα στα πυκνά

μαλλιά στο σβέρκο του. Με τη γλώσσα της, έκανε τα χείλη του να ανοίξουν. Ήταν μια πρόσκλησηπου εκείνος δέχτηκε με λαιμαργία, χώνοντας τη γλώσσα του βαθιά μέσα στο στόμα της,προκαλώντας τη να κάνει το ίδιο.

Όσο βάθαινε το φιλί τόσο πιο σφιχτή γινόταν η αγκαλιά του Ίθαν. Τα κορμιά τους ήτανκολλημένα το ένα με το άλλο, το ένα του πόδι περασμένο πάνω από τα δικά της. Μπορούσε νααισθανθεί τη στύση του να πιέζει το μηρό της.

Τα χέρια του χάιδευαν την πλάτη της, τραβώντας το μπλουζάκι της στην προσπάθειά του να τοβγάλει. Τα δάχτυλά του έτριβαν την ευαίσθητη σάρκα από κάτω, ανάβοντας φωτιές στο πέρασμάτους. Με μια γρήγορη κίνηση, τους γύρισε στα πλάγια, καλύπτοντας το στενό κρεβάτι, το οποίοδιαμαρτυρήθηκε για το βάρος τους τρίζοντας δυνατά.

Εκείνη το αγνόησε και άρχισε να τραβά το πουκάμισό του για να το βγάλει μέσα από τοσορτσάκι του. Εκείνος έσπρωξε τα χέρια της για να το βγάλει ο ίδιος με μια κίνηση και μετά έκανετο ίδιο και με το δικό της. Τα γυμνά της στήθη ρίγησαν μόλις τα άγγιξε το δασύ του στήθος, καθώςπιέζονταν δυνατά πάνω στους σφιχτούς μυς του. Την ξαναφίλησε μουρμουρίζοντας πάνω στα χείλητης «Τουίνκ, είσαι πολύ όμορφη. Θεέ μου, ήθελα να σε αγγίξω εδώ και βδομάδες. Νομίζω ότι ηφιλία ήταν μια απαίσια ιδέα.»

«Ας μη μείνουμε φίλοι τότε.»Τραβήχτηκε λίγο για να μπορέσει να την κοιτάξει. «Συνειδητοποιείς αυτό που λες;»Τον χάιδεψε με το δάχτυλό της από την άκρη του ματιού μέχρι τα χείλη του. «Ναι, είμαι σίγουρη

ότι θα το μετανιώσω το πρωί, αλλά αυτή τη στιγμή θέλω να μου κάνεις τρελό, παθιασμένο έρωτα.»Της χαμογέλασε πλατιά. «Ίσως μπορέσω να σκεφτώ κάτι να κάνω το πρωί για να μη σκέφτεσαι

τα προβλήματά σου.»«Σ’ αυτό υπολογίζω κι εγώ.» Παρά τα γενναία της λόγια, ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν.Την ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι απαλά και χάιδεψε τα στήθη της, φιλώντας το καθένα με τη

σειρά μέχρι που οι ρώγες της έγιναν σκληρές και κατακόκκινες και η Τουίνκ τέντωσε την πλάτη τηςγια να συναντήσει το στόμα του.

Δυσκολεύτηκε στο σκοτάδι με το κουμπί από το σορτσάκι της, το ξεκούμπωσε τελικά καιγλίστρησε μέσα τα δάχτυλά του, χαϊδεύοντας την επιδερμίδα πάνω από την καμπύλη της κοιλιάς τηςκαι ακόμη πιο χαμηλά, μπλέκοντας τα δάχτυλά του στις σγουρές τρίχες που βρήκε εκεί. Αργά,τράβηξε προς τα κάτω το σορτσάκι της και το πέταξε στο πάτωμα, μετά έχωσε ένα δάχτυλο κάτω

Page 85: H Συνταγή Του Έρωτα

από το νάιλον εσώρουχό της, ανακαλύπτοντας το σημείο που την έκανε να βογκά από ευχαρίστηση.Πρόσθεσε το κιλοτάκι της στο σωρό από ρούχα που βρίσκονταν πεταμένα στο πάτωμα, ενώακολούθησε επίσης το δικό του σορτσάκι και σλιπάκι.

Το κορμί του ήταν τέλειο. Ακόμη και στο μισοσκόταδο, η Τουίνκ μπορούσε να διακρίνει τοαπαλό του δέρμα και τα σγουρά του μαλλιά, τους μυώδεις ώμους και τη λεπτή του μέση. Τα χέριατης εξερευνούσαν κατά βούληση, εμμένοντας σε σημεία που τον έκαναν να βογκά το όνομά της.

Κι εκείνος έκανε το ίδιο, σαν να ήθελε να χαράξει το κορμί της στη μνήμη του. Άφησε μιαγραμμή από φιλιά στην πλάτη της, στην καμπύλη της μέσης και του γοφούς της, στο μηρό της, στοευαίσθητο σημείο πίσω από το γόνατό της, ακόμη και στα δάχτυλα των ποδιών της. Τη γαργαλούσε,την ερέθιζε, έκανε τη σάρκα της να καίει, μέχρι που τον ικέτεψε να σταματήσει. «Έλα εδώ, αν δενθέλεις να ουρλιάξω.»

Το βλέμμα του γυάλιζε από την πονηριά. «Εμπρός, ούρλιαξε. Είμαστε παγιδευμένοι εδώ και θακάνω ό,τι θέλω μαζί σου.»

«Με βασανίζεις και το απολαμβάνεις!» Σχεδόν ούρλιαξε μόλις ακινητοποίησε τα χέρια της σταπλευρά της και φιλούσε ασταμάτητα τα τρεμάμενα στήθη της.

Φίλησε την πατούσα της, κάνοντας να τη διαπεράσουν ρίγη από το πόδι μέχρι τη σπονδυλικήτης στήλη. «Ναι, το απολαμβάνω.» Γέλασε σαν μανιακός προτού συρθεί προς τα πάνω για ναφιλήσει την κοιλιά της και το σημείο ακριβώς από κάτω.

Έβγαλε μια πνιχτή φωνή. «Κι εγώ το απολαμβάνω.»Με μια τόλμη που την εξέπληξε, τύλιξε τα δάχτυλά της προσεκτικά γύρω από την παλλόμενη

στύση του και κουνούσε αργά το χέρι της, πειράζοντάς τον με μια επιδεξιότητα που δεν ήξερε ότικατείχε.

Με ένα μουγκρητό που έδειξε ότι έχανε τον έλεγχο, στηρίχτηκε από πάνω της και άνοιξε απαλάτα πόδια της με το ένα του γόνατο. Έσκυψε το κεφάλι του για να φιλήσει στα γρήγορα το κάθε τηςστήθος· μετά χαμήλωσε το στόμα του πάνω στα χείλη της, παγιδεύοντάς τα σε ένα γλυκό, έντονοφιλί καθώς μπήκε σιγά μέσα της.

Εκείνη έβγαλε ένα βογκητό όταν τη γέμισε, παίρνοντάς τον ολόκληρο μέσα της σαν πεινασμένη,τυλίγοντας τα πόδια της γύρω του για να τον φέρει ακόμη πιο κοντά της.

Χρησιμοποίησε τα δάχτυλά του για να τη φέρει στα πρόθυρα να εκραγεί, μετά άρχισε νασπρώχνει ρυθμικά καθώς εκείνη σπαρταρούσε σε συντονισμό μαζί του, γνωρίζοντας ο καθένας τορίσκο που έπαιρνε ο άλλος, πρόθυμοι να θυσιάσουν το μέλλον για το παρόν, αλλά προσευχόμενοιότι δεν θα χρειαζόταν.

Όταν ήρθε το αποκορύφωμα, τους κυρίευσε μια θέρμη όπως η φωτιά του καλοκαιριού κατακαίειτο ξερό χορτάρι, απότομα, γρήγορα και έντονα. Μετά τελείωσε και έμειναν ξαπλωμένοι,μουσκεμένοι στον ιδρώτα, αναπνέοντας βαθιά τον πνιγηρό αέρα. Η Τουίνκ είχε φωλιάσει στηναγκαλιά του Ίθαν, ενώ άκουγε τη σταθερή του αναπνοή, το χτύπο της καρδιάς του κάτω από το αφτίτης, τον κρατούσε, τον αγαπούσε και αποκοιμιόταν.

* * *

«Λοιπόν, τι θα φάμε για βραδινό;» ρώτησε η Τουίνκ, θέλοντας να απασχοληθεί με κάτι.

Page 86: H Συνταγή Του Έρωτα

Είχε ξυπνήσει μαζί με τον Ίθαν από τον υπνάκο τους πριν από καμιά ώρα και έπαιξαν κάνα δυοπαιχνίδια με την τράπουλα, ακόμα και ένα με το Scrabble. Αλλά ήταν δύσκολο να διακρίνουν ταγράμματα στο μισοσκόταδο.

Παρόλο που κάνοντας έρωτα μετριάστηκε η συσσωρευμένη ένταση που ένιωθε, η Τουίνκδιαισθάνθηκε μια νέα αμηχανία μεταξύ τους, σαν να υπήρχε μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί στοδωμάτιο – ή στο υπόγειο, εν προκειμένω.

Ο έρωτάς τους ήταν καυτός σαν το καλοκαίρι στο Τέξας. Η Τουίνκ ήξερε ότι θα ήταν εξίσουσύντομος. Σε δύο εβδομάδες ο Ίθαν θα έφευγε για το Σικάγο. Δεν θα του ζητούσε να μείνει. Ήξερεπώς ήταν να σε ελέγχουν με την ενοχή. Δεν θα έπαιζε αυτό το παιχνίδι με τον Ίθαν. Την αγαπούσε,ήταν σίγουρη γι’ αυτό, αλλά, αν του ζητούσε να μείνει στο Χάουαρντ κι εκείνος έμενε, στη συνέχειαθα το μετάνιωνε. Και θα άρχιζε να τη μισεί για τη θυσία που του ζήτησε να κάνει. Όχι, ήτανκαλύτερα να τον αγαπάει τώρα, αυτές τις στιγμές που μοιράζονταν εδώ στο αποπνικτικό σκοτάδι,και μετά να τον αφήσει να συνεχίσει τη νέα του ζωή.

Τα κεριά μίκρυναν και ο αέρας ήταν βαρύς από τη ζέστη και την υγρασία. Ο Ίθαν καθόταν στοκρεβάτι φορώντας μόνο το σορτσάκι του. Η Τουίνκ πήρε με δυσκολία το βλέμμα της από τοκαλοσχηματισμένο κορμί του. Ήταν άσκοπο να σκέφτεται αυτό που δεν θα αποκτούσε ποτέ. Θαέπρεπε να αρκεστεί σε σύντομες αναμνήσεις.

Η προσποιητή του χαρά ήταν ολοφάνερη. «Οχ, μόλις μας τελείωσε η νικητήρια πίτα σου μεγλυκοπατάτα και η πιτσαρία δεν κάνει παράδοση εδώ πέρα· υποθέτω ότι θα πρέπει νασυμβιβαστούμε με ψωμί και βούτυρο και» – πήρε μια μικρή κονσέρβα και την κράτησε ψηλά στοφως– «λουκάνικα Βιέννης. Μμμμ, νόστιμο.»

Η Τουίνκ έκανε ένα μορφασμό. «Εξαιρετική επιλογή.» Ψαχούλεψε στα ράφια και βρήκε χάρτιναπιάτα, χαρτοπετσέτες και πλαστικά πιρούνια. Τουλάχιστον θα έτρωγαν πολιτισμένα. Τακτοποίησε τοφαγητό, προσθέτοντας λίγη σαλάτα φασόλια, ενώ ο Ίθαν άνοιξε δύο μπουκάλια μπίρα.

Άπλωσε ένα σεντόνι πάνω από τον μπουφέ που τελικά δεν κατάφερε να βγει από το καταφύγιοκαι έβαλε ένα από τα κεριά στη μέση. Η Τουίνκ τοποθέτησε τα πιάτα. Ο Ίθαν κρέμασε μιαχαρτοπετσέτα στο μπράτσο του και της έγνεψε να καθίσει στο τραπέζι με μεγαλοπρέπεια.«Μαντμουαζέλ, θα δειπνήσετε μόνη;»

Κάθισε κάτω, κάνοντας τάχα πως ισιώνει τη μακριά φούστα της. «Όχι, περιμένω κάποιο πολύιδιαίτερο πρόσωπο.»

Της παρουσίασε το μπουκάλι μπίρα σαν να ήταν ένα ακριβό κρασί. «Θα θέλατε ένα ποτό ενώπεριμένετε;»

Το περιεργάστηκε προσεκτικά. «Α, Chateau Budweiser, το αγαπημένο μου. Πώς το ξέρατε;»Έσκυψε και της φίλησε το χέρι και στη συνέχεια κάθε δάχτυλο ξεχωριστά. Εκείνη ανατρίχιασε.Την κοίταξε με τα σκούρα, σοκολατί μάτια του, γεμάτα πόθο. «Η δουλειά μου, μαντμουαζέλ,

απαιτεί να γνωρίζω τα πιο κρυφά σας μυστικά.»Ακούμπησε το χέρι της στα πόδια της. «Και τι μυστικά δηλαδή;»«Λοιπόν, το αγαπημένο σου χρώμα είναι το μπλε.»Έγνεψε καταφατικά. «Εύκολο να το ανακαλύψει αυτό κανείς. Συνέχισε.»«Γλείφεις τα χείλη σου προτού πατήσεις τη σκανδάλη στο τουφέκι.»

Page 87: H Συνταγή Του Έρωτα

Έκπληκτη, η Τουίνκ ρώτησε «Αλήθεια;» Μετά το σκέφτηκε. «Ναι, είναι αλήθεια, υποθέτω πωςναι. Τι άλλο;»

«Απεχθάνεσαι τις καυτερές πιπεριές.»Έγινε έξαλλη. «Όχι. Απλώς δεν τις έχω συνηθίσει.»«Μάλιστα, γι’ αυτό τις στοιβάζεις στην άκρη του πιάτου σου.»Κατσούφιασε. Είχε δίκιο φυσικά. «Έλα τώρα. Κάτι που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να

ξέρει.»Ο Ίθαν το σκέφτηκε για μια στιγμή. Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και άρχισε να χαράσσει με το

δάχτυλό του μια νοητή γραμμή από το γόνατο μέχρι το μηρό της. «Λοιπόν, υπάρχει ένα τατουάζ στογοφό σου, ακριβώς εδώ. Σχημάτισε κύκλους με το δάχτυλό του.

Η Τουίνκ έβγαλε μια πνιχτή φωνή και έδιωξε μακριά το χέρι του, προσπαθώντας να μηναποκαλύψει τη φωτιά που άναψε βαθιά μέσα της το άγγιγμά του. «Και τι μ’ αυτό;»

«Λοιπόν, αν σε φιλήσω εκεί, θα βγάλεις ένα γλυκό βογκητό.»Σηκώθηκε όρθια αναπηδώντας και έβαλε τα χέρια της στη μέση της, ενώ ένιωθε ντροπή που την

ήξερε τόσο καλά. «Όχι!»Ο Ίθαν την αγκάλιασε από τη μέση, ώστε να μην μπορέσει να απομακρυνθεί. «Ας εξετάσουμε τη

θεωρία μου. Αν κάνω λάθος, θα ζητήσω συγνώμη από σένα και το γοφό σου.»«Δεν μπορούμε, το φαγητό μας θα κρυώσει –ή θα ζεσταθεί– τέλος πάντων.»«Δεν μπορεί να σοβαρολογείς. Αυτό το φαγητό βρίσκεται εδώ ήδη δέκα χρόνια. Μερικά ακόμη

λεπτά θα του κάνουν καλό, είμαι σίγουρος. Επιπλέον, πρέπει να αφήσουμε την μπίρα να αναπνεύσει.Εκείνη γέλασε. «Είσαι θεότρελος.»«Είσαι το πρώτο άτομο που μου το λέει αυτό. Προτού γνωρίσω εσένα, ήμουν ο πιο βαρετός

άνθρωπος εδώ γύρω. Αν είμαι θεότρελος, φταις εσύ. Με έχεις κάνει άνω κάτω, Τουίνκ. Με έχειςτρελάνει.»

Θυμήθηκε εκείνη τη νύχτα στο Καφέ, όταν χόρεψαν με τη μουσική της Πάτσι Κλάιν. Τοναγκάλιασε σφιχτά. «Συγνώμη. Δεν το ήθελα.»

Λίγο προτού τη φιλήσει, της ψιθύρισε: «Δεν πειράζει. Σε συγχωρώ.»

* * *

«Γράφεις “γλυκό” ή “γλυφό”;» ρώτησε ο Ίθαν.Ήταν περίπου μεσημέρι της Δευτέρας. Είχαν κοιμηθεί με διακοπές, πότε ο ένας και πότε ο άλλος

στο κρεβάτι ή το μοιράζονταν αφού έκαναν έρωτα αρκετές φορές. Άδεια κουτιά και πακέτα ήτανσκόρπια πάνω στον μπουφέ και μικροσκοπικά κεράκια εξέπεμπαν ένα τρεμουλιαστό φως.

Ο Ίθαν ήλπιζε να μην έκανε λάθος όταν σκέφτηκε ότι η Ντάινα θα ερχόταν να ψάξει την Τουίνκ.Οι υπάλληλοι της τράπεζας ή ακόμη και η μητέρα του μπορεί να αναρωτιούνταν πού βρισκόταν,αλλά ενδεχομένως να μη σκέφτονταν να ψάξουν στης Τουίνκ, μέχρις ότου συνειδητοποιούσαν ότιέλειπε κι εκείνη. Έτσι μπορεί να περνούσε όλη η μέρα.

«Γράφω “γλυκό”. Μάλλον επειδή θα ήθελα λίγο τώρα.» Του χαμογέλασε ειρωνικά.«Ευχαριστώ πολύ που το ανέφερες. Μόλις είχα πείσει σχεδόν το στομάχι μου ότι το ψωμί και το

Page 88: H Συνταγή Του Έρωτα

βούτυρο ανήκει στις κύριες διατροφικές ομάδες.»«Συγνώμη.» Η Τουίνκ κουνούσε τα πόδια της στην άκρη του κρεβατιού σαν μικρό κοριτσάκι.

«Πιστεύεις ότι θα έρθουν σύντομα;»«Φυσικά.» Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Είναι περίπου δέκα. Και οι δύο έχουμε αργήσει κάνα

δίωρο στη δουλειά. Η Ντάινα θα τηλεφωνήσει στην τράπεζα για να με ρωτήσει αν ξέρω πούβρίσκεσαι, αφού δεν θα απαντήσει κανείς εδώ. Η κυρία Χάμπι θα τηλεφωνήσει στη μητέρα μου γιανα δει αν ξέρει πού είμαι, αφού κανείς δεν θα απαντήσει στο διαμέρισμά μου. Η μητέρα μου και ηΝτάινα θα το σκεφτούν από κοινού και θα καταλήξουν...»

«...στην παράλογη ιδέα ότι το σκάσαμε μαζί.»«Για ποιο λόγο να το σκεφτούν αυτό; Ποτέ δεν το σκάσαμε χωρίς να πούμε τίποτα.»«Γιατί όχι; Η Λόρα το έκανε.»«Ναι, αλλά δεν είσαι σαν τη Λόρα –δόξα τω Θεώ!– ούτε κι εγώ σαν τον Μπι Τζέι.»Χάιδεψε με τα χέρια της το στήθος του. «Δηλαδή δεν έχεις τατουάζ;»«Τι, δεν το είδες πριν;»«Όχι, συγνώμη, είναι σκοτεινά εδώ μέσα κι εγώ ήμουν… απασχολημένη. Δεν κοίταξα πολύ

προσεκτικά.»«Πίστεψέ με, είδες τα πάντα.»Εκείνη χαχάνισε και τράβηξε τη ζώνη από το σορτσάκι του. «Είσαι σίγουρος; Μπορεί να μου

ξέφυγε κανένα σημείο!»Εκείνος γέλασε και γλίστρησε τα χέρια του κάτω από το μπλουζάκι της. «Αποκλείεται. Αλλά

μπορείς να ξανακοιτάξεις αν θέλεις. Δηλαδή, φυσικά, μόνο αν έχω κι εγώ την ίδια δυνατότητα.»«Ασφαλώς – αυτό είναι ένα καταφύγιο ίσων ευκαιριών.»Της έδωσε ένα καυτό φιλί. Δεν μπορούσε να τη χορτάσει. Όσες φορές κι αν είχαν κάνει έρωτα τη

νύχτα, εκείνος ήθελε περισσότερο. Σαν να μπορούσε να τη μεταφέρει μαζί του στο Σικάγο απλώςαγκαλιάζοντάς την.

Ήξερε ότι βρίσκονταν σε μαγικό χρόνο, μια κατάσταση αναστολής. Εδώ, στην ησυχία και στοσκοτάδι του καταφυγίου, ο υπόλοιπος κόσμος βρισκόταν πολύ μακριά. Υπήρχαν μόνο οι δυο τους,που κρατούσαν σφιχτά ο ένας τον άλλο, χρειάζονταν ο ένας τον άλλο, αγαπούσαν ο ένας τον άλλο.

Καθώς το φιλί τους βάθαινε, ένα κομμάτι του ήλπιζε να μην τους σώσουν ποτέ.Από πολύ μακριά ο Ίθαν άκουσε μια οικεία φωνή να καλεί το όνομά του και μια άλλη να καλεί

το όνομα της Τουίνκ. Δεν ήθελε να τις ακούσει, αλλά ακούγονταν όλο και πιο δυνατά και κοντά.Η Τουίνκ διέκοψε το φιλί και ψιθύρισε λαχανιάζοντας στο αφτί του. «Ακούω κάποιον. Ίθαν,

κάποιος ήρθε.»Εκείνος έβγαλε ένα μουγκρητό. «Ίσως, αν κάνουμε πολλή ησυχία, να φύγουν.»Έβαλε τα δυο της χέρια στα μάγουλά του και τον φίλησε γλυκά. «Σκέψου το δείπνο, Ίθαν.

Θέλεις να φας κομπόστα ροδάκινο – ξανά;»Εκείνος έβγαλε ένα δυνατό μουγκρητό και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Εντάξει, εντάξει.

Κέρδισες.»Του έριξε μια ματιά, ενώ προσπαθούσε να ισιώσει το μπλουζάκι και το σορτσάκι της. «Όχι,

Page 89: H Συνταγή Του Έρωτα

χάσαμε και οι δύο.»Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν κι έμειναν έτσι για πολλή ώρα. Ο Ίθαν διάβασε στο βλέμμα

της την ίδια σύγχυση και θλίψη που ένιωθε κι ο ίδιος. Είχαν υπερβεί τα όρια και δεν υπήρχεεπιστροφή. Εκτός…

Έσπρωξε την ιδέα στο πίσω μέρος του μυαλού του για αργότερα. Έπρεπε να τους βγάλει απόεκεί μέσα. Πήγε προς την πόρτα και έκανε τα χέρια του χωνί γύρω από το στόμα του. «Ντάινα!Μαμά! Εδώ είμαστε! Στο καταφύγιο!»

Η Τουίνκ τον μιμήθηκε κι εκείνη, χτυπώντας επιπλέον την μπλοκαρισμένη πόρτα δυνατά.Λίγο μετά, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Άκουσαν τη φωνή της Ντάινα να τους καλεί, «Τουίνκ!

Ίθαν!»Ο Ίθαν απάντησε φωνάζοντας, «Ντάινα, ναι, εμείς είμαστε! Δόξα τω Θεώ!»«Τι στο καλό κάνετε εκεί πέρα;»Ο Ίθαν στράφηκε στην Τουίνκ και της έκλεισε το μάτι. Του έδωσε αγκωνιά στα πλευρά και είπε

απειλητικά: «Μην τολμήσεις να της πεις.»Εκείνος γέλασε και απάντησε στην Ντάινα: «Άσ’ το αυτό τώρα. Απλώς βγάλτε μας έξω.»Η Μάρτζι μίλησε δυνατά. «Λοιπόν, μπορεί να χρειαστεί αρκετή ώρα, γλυκέ μου. Φαίνεται ότι

εκείνη η μεγάλη φουντουκιά χωρίστηκε στα δύο από τον κεραυνό. Η μισή έχει πέσει πάνω στηνπόρτα. Γι’ αυτό δεν μπορούσατε να βγείτε.»

Ο Ίθαν σκαρφάλωσε στη σκάλα και μίλησε μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας «Πήγαινε ναφωνάξεις τον Τζόνα και τον αρχηγό Γουάιτμπρεντ. Θα ξέρουν τι να κάνουν.»

Η Τουίνκ σκαρφάλωσε στη σκάλα πίσω από τον Ίθαν. «Χρησιμοποίησε το τηλέφωνο τουσπιτιού. Δεν είναι κλειδωμένα.»

«Δεν μπορώ, γλυκιά μου. Το τηλέφωνό σου δεν λειτουργεί. Γι’ αυτό ήρθαμε μέχρι εδώ να σεψάξουμε όταν δεν εμφανίστηκες σήμερα το πρωί. Σκέφτηκα μήπως αρρώστησες ή κάτι τέτοιο» είπεη Ντάινα.

«Χρησιμοποίησε το κινητό μου. Είναι στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου μου»προσφέρθηκε ο Ίθαν.

«Εντάξει, εσείς οι δύο μείνετε εκεί που είστε. Θα σας βγάλουμε έξω στο πι και φι» είπε η Μάρτζιγελώντας. «Είμαι σίγουρη ότι τα περνάτε χάλια εκεί κάτω.»

Η Τουίνκ και ο Ίθαν κατέβηκαν από τη σκάλα. Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της κιεκείνη τον αγκάλιασε και με τα δυο της χέρια. Δεν μίλησαν. Τι θα μπορούσαν να πουν που δεν είχεήδη ειπωθεί τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες;

Ο χρόνος τους τελείωσε και ο κόσμος τούς καλούσε πίσω. Έπρεπε να επιστρέψουν.Να πάρει.

Page 90: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Εννιά

Το βουητό από τα αλυσοπρίονα πάνω από τα κεφάλια τους αντηχούσε στο μικροσκοπικό χώρο,κάνοντας το κεφάλι της Τουίνκ να βουίζει.

Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα ώστε η Ντάινα και η Μάρτζι να κινητοποιήσουν τη μισή πόλη.Μέσα σε μία ώρα κάποιος έσπασε την πόρτα με τσεκούρι, θρυμματίζοντάς την. Μετά πέταξαν

κάτω στην Τουίνκ και τον Ίθαν πακέτα με σάντουιτς και κρύα αναψυκτικά ανάμεσα από τα κλαδιά.Επίσης, ανάμεσα από τα κλαδιά περνούσαν καλοδεχούμενες αχτίδες φωτός μέσα στο καταφύγιο,λούζοντάς τους με ένα απόκοσμο, διάστικτο φως.

Έμειναν σιωπηλοί καθώς καταβρόχθιζαν το φρέσκο φαγητό. Αφού είχε εξαφανιστεί και ητελευταία γουλιά αναψυκτικού και ο Ίθαν αναστέναξε από ικανοποίηση, η Τουίνκ έκανε μιαπροσπάθεια να εξουδετερώσει τη βόμβα που εξακολουθούσε να υπάρχει στο σκοτεινό καταφύγιο.«Λοιπόν, τι γίνεται τώρα;»

Το βλέμμα του Ίθαν σκοτείνιασε και το μέτωπό του συνοφρυώθηκε. Με ένα από τα λεπτά τουδάχτυλα χάιδευε το μάγουλό της. «Λοιπόν, δεν έχουμε πολύ χρόνο, αλλά θα μπορούσαμεενδεχομένως να κάνουμε έναν απλό γάμο αμέσως πριν φύγω για το Σικάγο.»

Η Τουίνκ ένιωσε την καρδιά της να σταματά. Μόλις της έκανε πρόταση; «Τι; Τι λες, Ίθαν;»Εκείνος γέλασε σιγανά. «Λέω ότι θέλω να σε αποκαταστήσω. Αν θέλεις κι εσύ.»Η Τουίνκ έχασε τα λόγια της. «Μα τι θα γίνει με... δεν...» Σηκώθηκε όρθια και άρχισε να

βηματίζει στο μικρό δωματιάκι. «Λες ότι θέλεις να παντρευτούμε και μετά να φύγεις για το Σικάγο.»«Σωστά. Νομίζω ότι θα τα καταφέρουμε εγκαίρως αν η Ντάινα και η μαμά...»Τον διέκοψε, απλώνοντας το χέρι της για να τον σταματήσει. «Και υποθέτεις ότι θα πάω μαζί

σου;»«Λοιπόν, μετά το τελευταίο εικοσιτετράωρο, είναι προφανές...»Ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. «Ίθαν, δεν αρνούμαι ότι κάτι υπέροχο συνέβη εδώ πέρα.

Αλλά ανοίγω το εστιατόριό μου σε δύο εβδομάδες, ιδίως τώρα που η Μάρτζι θέλει να γίνεισυνέταιρός μου. Δεν μπορώ απλώς να σηκωθώ και να πάω στο Σικάγο.»

Σωριάστηκε στο κρεβάτι, ενώ ευχόταν να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο στο σημείο πριν απότην έναρξη της καταιγίδας. Κοιτούσε την πλάτη του Ίθαν, καθώς εκείνος είχε καρφωμένο το βλέμμαστην κλειστή ακόμη πόρτα του καταφυγίου. «Μείνε εδώ μαζί μου» του ψιθύρισε.

«Δεν μπορώ. Έχω μια δουλειά που με περιμένει στο Σικάγο... μια ζωή... ένα μέλλον.»«Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να έχουμε ένα κοινό μέλλον.»«Θα έχουμε αν έρθεις μαζί μου.»Η Τουίνκ έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Το μέλλον του, η ζωή του, η πόλη του, η

δουλειά του. Όχι τα δικά μου. Όχι τα δικά μου. Αρνούμαι να εγκαταλείψω το όνειρό μου για νακάνω κάποιον άλλον ευτυχισμένο. Ήταν αυτό που περίμενε από την αρχή. Ο Ίθαν ήθελε να τηνελέγξει, να την κάνει να προσαρμοστεί στην ιδέα που είχε εκείνος ως προς το ποια να είναι και τι να

Page 91: H Συνταγή Του Έρωτα

κάνει. Ακριβώς όπως ο πατέρας της.Γύρισε από την άλλη, για να μη δει τα μάτια της που είχαν βουρκώσει. «Δεν μπορώ να έρθω

μαζί σου.»«Δεν μπορείς ή δεν θέλεις;»Θίχτηκε από το ύφος του. «Εντάξει τότε, δεν θέλω. Δεν θα εγκαταλείψω το όνειρό μου, όπως

δεν θα το κάνεις κι εσύ.»«Αυτό ήταν τότε, έτσι;» Στη φωνή του διέκρινε θυμό και απογοήτευση – ό,τι δηλαδή ένιωθε και

η ίδια. Κάθισε κάτω δίπλα της στο κρεβάτι. Άκουγαν σιωπηλοί καθώς οι άνδρες από πάνωπροσπαθούσαν να τους ελευθερώσουν.

Πέρασε άλλη μία ώρα μέχρι να καθαριστούν αρκετά κλαδιά για να μπορέσουν νασκαρφαλώσουν έξω. Η Τουίνκ ανοιγόκλεισε τα μάτια στο φως του ήλιου, ανέπνευσε τον καθαρό,καλοκαιρινό αέρα και γρήγορα επιθεώρησε το σκηνικό.

Η αγαπημένη της φουντουκιά, απ’ όπου κρεμόταν μια κούνια όταν ήταν μικρή και αποτελούσετην κρυψώνα της τα επόμενα καλοκαίρια, είχε χωριστεί στη μέση, με το μεγαλύτερο κομμάτι ναείναι διασκορπισμένο σε κομμάτια σε όλη την αυλή. Αρκετοί άνδρες εργάζονταν για να το κόψουνσε διαχειρίσιμα κούτσουρα που θα χρησιμοποιούνταν για το τζάκι τα επόμενα χρόνια.

Οι γυναίκες είχαν στήσει ένα αυτοσχέδιο πικνίκ κοντά στο σπίτι και ήταν απασχολημένες με τηνπροετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού. Όλοι περνούσαν υπέροχα.

Η Τουίνκ ήθελε να κλάψει.Ξεροκατάπιε, νιώθοντας έναν κόμπο στο λαιμό της, και γύρισε να φύγει μακριά από το

παραμορφωμένο δέντρο και την έντονη δραστηριότητα κάτω από τα υπόλοιπα κλαδιά του. Ήτανμόνο ένα δέντρο άλλωστε. Το μεγάλο, δαιδαλώδες διώροφο σπίτι, που διατηρούσε τις αναμνήσειςτων παππούδων της σε κάθε έπιπλο και κάθε ξεκολλημένο κομμάτι ταπετσαρίας, άντεξε στηνκαταιγίδα. Οι καινούριοι της φίλοι από το Χάουαρντ είχαν συγκεντρωθεί για να διασώσουν την ίδιακαι τον Ίθαν. Αυτά ήταν τα πράγματα που είχαν σημασία.

Και αυτά ήταν τα πράγματα που θα της έμεναν αφού θα είχε φύγει ο Ίθαν.Η Ντάινα έτρεξε προς το μέρος της και την αγκάλιασε σφιχτά. «Θεέ και Κύριε, παιδί μου, τι στο

καλό έκανες εκεί κάτω;»Προτού μπορέσει να απαντήσει, σκαρφάλωσε έξω και ο Ίθαν, προστατεύοντας τα μάτια του από

τον ήλιο, και η Ντάινα τον συμπεριέλαβε στην αγκαλιά της.Μετά είχε σειρά η Μάρτζι, η οποία τύλιξε τα κοκαλιάρικα μπράτσα της γύρω από το γιο της και

στη συνέχεια αγκάλιασε την Τουίνκ.Ο Ίθαν έκανε χειραψία με τον Χάρβι Γουάιτμπρεντ, ο οποίος χαμογέλασε πλατιά και τον

χτύπησε στην πλάτη σαν να μοιράζονταν ένα ανδρικό μυστικό. Μετά όλοι άκουγαν προσεκτικάκαθώς η Τουίνκ και ο Ίθαν αφηγούνταν λεπτομερώς πώς παγιδεύτηκαν και πώς επιβίωσαναψηφώντας το θάνατο, παραλείποντας τα σημαντικά μέρη.

Η Μάρτζι είπε: «Γιατί εσείς οι δύο δεν πάτε γρήγορα μέχρι το σπίτι για να πλυθείτε λιγάκι; Μετάελάτε πάλι έξω για να φάτε λίγο μεσημεριανό. Οι άνδρες θα έχουν τελειώσει με το δέντρο μέχριτότε.»

«Ωραίο ακούγεται αυτό» συμφώνησε η Τουίνκ. Έσκυψε να αγκαλιάσει ξανά τη μικροσκοπική

Page 92: H Συνταγή Του Έρωτα

γυναίκα και στη συνέχεια της ψιθύρισε στο αφτί: «Ο Ίθαν μού είπε τι θέλεις να κάνεις με τοεστιατόριο. Είμαι πολύ ευγνώμων.»

Το βλέμμα της Μάρτζι έλαμψε από χαρά. «Ω, ακούγεται τόσο συναρπαστικό! Και έχω μια ιδέαπου θα ήθελα να συζητήσω μαζί σου. Τι λες για αύριο στης Ντάινα; Χρειάζεσαι μια μέρα για ναξεκουραστείς από τη δοκιμασία σου.» Έριξε μια ματιά στο γιο της και χαχάνισε.

Εκείνος την αγριοκοίταξε.Η Τουίνκ ήταν περίεργη να μάθει την ιδέα της Μάρτζι. Τι ήθελε να κάνει; Να φέρει ζωντανούς

αλιγάτορες; Ζογκλέρ με φωτιές; «Υπέροχα. Τι θα ’λεγες για μετά τη μεσημεριανή ώρα αιχμήςαύριο;» Στράφηκε προς τον Ίθαν. «Έλα. Έχω ακόμα μερικά από τα παλιά πράγματα του παππού.Πιθανόν να σου κάνουν.»

«Βασικά, έχω ένα σάκο γυμναστηρίου στο αυτοκίνητο με μερικά ρούχα. Αλλά ένα ντους τοχρειάζομαι.»

Κατευθύνθηκαν προς το σπίτι, έχοντας επίγνωση ότι όλα τα βλέμματα τους ακολουθούσαν.Ο Ίθαν μουρμούρισε: «Έχουν ξετρελαθεί μ’ αυτό. Όλοι κάνουν υποθέσεις για το τι συνέβη μέσα

στο καταφύγιο το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Οι φήμες θα εξαπλωθούν με ταχύτητα φωτός. Αυτόείναι ένα από τα πράγματα που απεχθάνομαι στις μικρές πόλεις. Καθόλου ιδιωτική ζωή.»

Η Τουίνκ εκνευρίστηκε και του μίλησε απότομα. «Ε, λοιπόν, το ενδιαφέρον αυτής της μικρήςπόλης μόλις μας έσωσε τη ζωή.»

«Δεν σε πειράζει που μιλάνε για μας;»«Ε, δεν κάναμε κάτι για το οποίο ντρέπομαι. Και θα πιστεύουν ό,τι θέλουν έτσι κι αλλιώς.

Άλλωστε, πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουν τι κάναμε;»Ακούστηκε κάπως σαρκαστικός, καθώς κατευθυνόταν με βαριά βήματα προς την πίσω πόρτα

του σπιτιού. «Μπορεί να το αποκάλυψες η ίδια.»«Εγώ; Τι έκανα;»Σταμάτησε ακριβώς στην είσοδο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. «Φοράς την μπλούζα

σου ανάποδα.»Κοίταξε κάτω την μπλούζα της, με τις ραφές απ’ έξω και ορατές σε όλους και γύρισε τα μάτια

της προς τα πάνω. «Ω, Θεέ μου.»Ο Ίθαν γέλασε καθώς πήγε να πάρει το σάκο του από το αυτοκίνητο, και με την Τουίνκ

χρησιμοποίησαν ξεχωριστά το μοναδικό μπάνιο του σπιτιού.Μόλις έβγαλε τα βρόμικα ρούχα της, προσγειώθηκε ανώμαλα στην πραγματικότητα. Η

περιπέτειά τους τελείωσε. Για μια σύντομη, λαμπρή στιγμή είχε σταματήσει γι’ αυτούς ο χρόνος καιέκαναν έρωτα χωρίς αυτοσυγκράτηση. Τώρα επέστρεψαν στον πραγματικό κόσμο, όπου ο χρόνοςκρεμόταν από πάνω τους σαν δαμόκλειος σπάθη, και ο κόσμος παρακολουθούσε.

Στάθηκε γυμνή μπροστά στο θολό καθρέφτη του μπάνιου. Το χέρι της πήγε διστακτικά προς τηνεπίπεδη κοιλιά της. Θα αποκτούσε παιδί από τον Ίθαν; Δεν είχαν χρησιμοποιήσει προφυλακτικό, δεντο είχαν καν σκεφτεί. Ήταν όλα μέρος της εξωπραγματικής κατάστασης στην οποία είχαν βρεθεί.Πώς ήταν δυνατόν να μείνει έγκυος όντας παγιδευμένη μέσα σε ένα καταφύγιο;

Τώρα, φυσικά, στο φως της ημέρας τής πέρασε από το μυαλό η πολύ μεγάλη πιθανότητα. Αλλάδεν την τρόμαζε αυτό το ενδεχόμενο. Μάλιστα, τη γέμισε ένα ζεστό, καθησυχαστικό συναίσθημα. Ο

Page 93: H Συνταγή Του Έρωτα

Ίθαν θα έφευγε και η ίδια δεν θα μπορούσε να τον εμποδίσει. Αν είχε όμως το παιδί του – αυτό θαήταν κάτι που θα μπορούσε να κρατήσει.

* * *

«Ποτέ δεν είχα ξανακούσει κάτι παρόμοιο» είπε η Τουίνκ.«Λοιπόν, το διάβασα σε ένα από τα βιβλία μου» απάντησε η Μάρτζι, με βλέμμα που λαμπύριζε.

Έσκυψε πάνω από το τραπέζι στης Ντάινα και ανακάτεψε αργά το φλιτζάνι με το τσάι της.«Υπήρχαν κάποτε εστιατόρια όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να πάνε να φάνε και να μάθουν τη μοίρατους από τον πάτο του φλιτζανιού τους.»

Η Τουίνκ κοίταξε τη νέα της συνέταιρο με δυσπιστία. «Και αυτό είναι που θέλεις να κάνουμε;»«Ναι, θα μπορούσαμε απλώς να συνδυάσουμε τις δύο επιχειρήσεις σε μία. Θα μπορούσαμε να

το ονομάσουμε Το Τυχερό Φλιτζάνι.» Κοντοστάθηκε, περιμένοντας από την Τουίνκ να εμπεδώσειτην ιδέα.

Η Τουίνκ περιεργάστηκε το όνομα στο μυαλό της. Ακουγόταν καλό, χαρούμενο. Όχι ιδιαίτεραπαράξενο. Ωστόσο, είχε ακόμα τις επιφυλάξεις της. Πολλές επιφυλάξεις. «Τι θα γίνει με τηδιακόσμηση; Έχω φτιάξει όλο το μέρος σε επαρχιακό γαλλικό στιλ. Καμία σχέση με ευρωπαϊκότσιγγάνικο στιλ ή στιλ Άπω Ανατολής.» Η Μάρτζι κούνησε αρνητικά τα χέρια της. «Ξέχνα το αυτό.Ήταν μόνο για πλάκα. Μου αρέσει πολύ το επαρχιακό γαλλικό στιλ. Θα προσδώσει μεγαλύτερηαξιοπιστία στις προβλέψεις μου. Είναι τόσο εκλεπτυσμένο.»

Αυτό κίνησε το ενδιαφέρον της Τουίνκ. Ακουγόταν υπέροχο. Ακόμη καλύτερο απ’ ό,τι είχεφανταστεί. «Και από φαγητό; Θα σερβίρουμε τσάι φυσικά. Ίσως ακόμη και βουτήματα καισαντουιτσάκια το απόγευμα. Σαν τεϊοπωλείο. Αυτό θα προσέλκυε και γυναίκες από άλλες πόλεις,ιδίως αφού το εμπορικό κέντρο βρίσκεται ανάμεσα στο Χάουαρντ και το Γουάτσον.»

«Λοιπόν, τι λες; Συνέταιροι;» Η Μάρτζι άπλωσε το λεπτό της χέρι πάνω από το τραπέζι.Η Τουίνκ το έσφιξε προσεκτικά. Η χειραψία της Μάρτζι την εξέπληξε με τη δύναμή της.

Χαμογέλασε στην άλλη γυναίκα. «Συνέταιροι.»Η Μάρτζι έγνεψε θετικά. «Εντάξει, λοιπόν, θα δώσω εντολή να μεταφερθούν τα χρήματα στο

λογαριασμό του εστιατορίου. Και μπορούμε να ζητήσουμε από τον Τζον Άρμστρονγκ να συντάξειμερικά έγγραφα που μπορούμε να υπογράψουμε αν θέλεις.»

«Ασφαλώς.» Η Τουίνκ χαμογέλασε ανακουφισμένη από τη συμφωνία τους που πήγε τόσο καλά.«Και Μάρτζι, σ’ ευχαριστώ. Δεν θα το μετανιώσεις. Θα κερδίσουμε χρήματα. Το ξέρω ότι θακερδίσουμε.»

«Γλυκιά μου, εγώ το ήξερα από την αρχή.»Η Τουίνκ την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Η γυναίκα εκείνη ήταν ένα μυστήριο. Η Μάρτζι

σηκώθηκε όρθια και πήρε την τεράστια τσάντα της από βινύλιο. «Πρέπει να βιαστώ. Περιμένω τονΧόρας Μπράνφορντ να έρθει με τη φαγάνα να σκάψει μια λιμνούλα στην πίσω αυλή μου. Θα τηγεμίσω με χρυσόψαρα.»

Μάλιστα, αυτή ήταν η Μάρτζι που ήξερε και φοβόταν. Όχι η λογική γυναίκα με την οποίαμιλούσε το τελευταίο μισάωρο. Καθώς η Τουίνκ την παρακολουθούσε που έφευγε βιαστικά,αναρωτήθηκε πού έμπλεξε.

Page 94: H Συνταγή Του Έρωτα

Την παρακολουθούσε και η Ντάινα. Μετά άρχισε πάλι να γεμίζει τις ζαχαριέρες. Η Τουίνκ είχεένα αίσθημα ενοχής που της είχε γίνει πολύ οικείο τελευταία. Πλησίασε το αφεντικό της και άρχισενα ξαναγεμίζει τις άδειες αλατιέρες.

«Κι εσένα, Ντάινα;» τη ρώτησε. «Δε σ’ ενδιαφέρει που θα σου πάρω ένα μέρος της πελατείαςσου;»

«Γλυκιά μου, εγώ κράτησα ανοιχτό το Καφέ τόσο καιρό για να μην πεθάνουν της πείνας μερικοίαπ’ αυτούς – όπως ο γερο-Σκιτς εκεί πέρα» είπε, δείχνοντας έναν ηλικιωμένο αγρότη με γένια τριώνημερών που έτρωγε με θόρυβο τη σούπα του σε μια γωνιά. «Και τώρα που θα έχεις ανοιχτό τοεστιατόριο τα βράδια σκέφτομαι να κλείνω μετά τη μεσημεριανή ώρα αιχμής.»

Μόλις η Τουίνκ άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, η Ντάινα σήκωσε το ένα χέρι για νατην εμποδίσει. «Σου είμαι ευγνώμων, Τουίνκ. Τώρα δεν χρειάζεται να δουλεύω πλέον μέρα καινύχτα. Ο Τζόνα κι εγώ έχουμε περισσότερα χρήματα απ’ όσα χρειαζόμαστε –ιδίως αφότου κέρδισαστο λαχείο– και κανέναν για τον οποίο να τα ξοδέψουμε παρά μόνο τους εαυτούς μας. Να πάρει,γλυκιά μου, σκεφτόμαστε να κάνουμε μια κρουαζιέρα μέχρι την Αρούμπα.»

Το βλέμμα της έλαμπε με τέτοια χαρά που η Τουίνκ τη σήκωσε και τη στριφογύρισε με χαρά.Όταν ζαλίστηκαν και οι δύο, η Τουίνκ την άφησε κάτω και την άρπαξε από τους ώμους. «Είσαισίγουρη;»

Η Ντάινα τής έδωσε μια με την πετσέτα. «Τι στο καλό πρέπει να κάνω για να σε πείσω;»Η Τουίνκ γέλασε. «Εντάξει, εντάξει, με έπεισες!» Έδειξε τον Σκιτς, που ακόμη έτρωγε με

ευχαρίστηση. «Αλλά δεν νομίζω ότι στον Σκιτς θα αρέσει να τρώει τη σούπα του στην τραπεζαρίατου Τυχερού Φλιτζανιού με τα πολλά φρουφρου.»

«Θα συνηθίσει.»

* * *

Η Τουίνκ κρατούσε σταθερά το τεράστιο χαρτονένιο κουτί, ενώ ο Ίθαν το έβαλε με ελιγμούς μέσαστην κουζίνα και το ακούμπησε πάνω στο μακρύ πάγκο από ανοξείδωτο ατσάλι.

«Τουλάχιστον τα πιάτα έχουν φτάσει.» Άρχισε να ξεπακετάρει το κουτί, στοιβάζονταςπροσεκτικά τα λουλουδάτα πιάτα και πιατάκια στη μια πλευρά.

Ο Ίθαν κουβάλησε μέσα αρκετά ακόμη κουτιά που περιείχαν περισσότερα πιάτα, συν φλιτζάνιακαι ποτήρια. Τα ασημικά είχαν φτάσει την προηγούμενη μέρα μαζί με τα λευκά είδη, τις κατσαρόλεςκαι τα σκεύη. Η Τουίνκ τα είχε επιλέξει και παραγγείλει πριν από εβδομάδες και τα έβαλε στηναναμονή, ελπίζοντας το αδύνατο, ότι δηλαδή θα έβρισκε τα χρήματα εγκαίρως.

Πιστή στο λόγο της, η Μάρτζι είχε ανοίξει ένα λογαριασμό για το Τυχερό Φλιτζάνι, και έναςδικηγόρος συνέταξε μια απλή συμφωνία που παραχωρούσε στην Τουίνκ το μερίδιο διαχείρισης τουεστιατορίου. Έκτοτε τα πράγματα προχωρούσαν γρήγορα.

Τα εγκαίνια ορίστηκαν για το Σάββατο, μόλις σε οκτώ ημέρες. Τυπώθηκαν τα μενού, και ταέπιπλα αναμένονταν τη Δευτέρα. Είχαν προσλάβει αρκετούς νέους της περιοχής για να δουλέψουνως σερβιτόροι και δύο μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες που θα δούλευαν στην κουζίνα. Είχαν μπειαγγελίες στην τοπική εφημερίδα, στην εφημερίδα του Γουάτσον και σε άλλες πόλεις, σε μεγάλεςαποστάσεις, μέχρι και στο Φορτ Γουόρθ.

Page 95: H Συνταγή Του Έρωτα

Στην αρχή θα άνοιγαν μόνο για βραδινό, μετά θα επεκτείνονταν στο μεσημεριανό και στο τέλοςθα πρόσθεταν το απογευματινό τσάι.

Η Τουίνκ έβαλε στην άκρη το τελευταίο πιάτο. «Ορίστε – αυτό είναι. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα.Υπάρχουν μερικά κρύα ποτά στο ψυγείο.»

Παρακολουθούσε τον Ίθαν καθώς έβαζε τα ποτά σε ποτήρια με πάγο και αναλογίστηκε τιςτελευταίες μέρες. Πρόσεχαν ώστε να μην περνούν πολλή ώρα μόνοι τους, προσπαθώντας ναεξισορροπήσουν τη σχέση τους και τις συνακόλουθες επιθυμίες τους. Δεν ήταν εύκολο.

Ιδίως εφόσον εργάζονταν στο εστιατόριο κάθε ελεύθερο λεπτό. Η Μάρτζι ήταν εκεί, φυσικά,αλλά ενώ η Τουίνκ και ο Ίθαν κουβαλούσαν τα βαριά πράγματα, η Μάρτζι έκανε διάφορα θελήματα,πήγαινε να πάρει το ένα και το άλλο πράγμα σε ολόκληρη την πόλη. Περνούσαν χρόνο μόνοι τους...πολύ χρόνο.

Το να μην αγγίζουν ο ένας τον άλλο ήταν σχεδόν αδύνατο. Και το μόνο που κατάφερναν ήταν νααυξάνουν τη συνολική τους θερμοκρασία.

Επίσης δεν βοηθούσε το γεγονός ότι είχε πάλι καύσωνα μετά το σύντομο διάλειμμα με τηνκαταιγίδα. Το προσωρινό διάλειμμα της θερμοκρασίας είχε διαρκέσει μια-δυο μέρες· μετά ουδράργυρος είχε εκτοξευθεί στους σαράντα βαθμούς και πάλι.

Ο Ίθαν τής έδωσε το ποτό. Μπήκαν στη σχεδόν άδεια τραπεζαρία και κάθισαν στο πάτωμα. Ομπουφές και η κασέλα βρίσκονταν στη μια πλευρά, περιμένοντας μερικές διακοσμητικές προσθήκες.Ένα καλυμμένο τραπέζι, μια καρέκλα και μια λάμπα βρίσκονταν στην άλλη γωνία, έτοιμα για τονπρώτο πελάτη της Μαντάμ Γουάντα.

Το βλέμμα του περιεργάστηκε το δωμάτιο. «Τα πράγματα φαίνεται να προχωρούν πολύ καλά.Αν και τελευταία είχα την περίεργη αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά.»

«Αλήθεια; Αυτό είναι περίεργο. Εγώ είμαι ικανοποιημένη με την πρόοδο.» Η Τουίνκ ήπιε μιαγουλιά από το ποτό της, απολαμβάνοντας την κρύα αίσθηση του υγρού στο λαιμό της.

«Το ξέρω· γι’ αυτό δεν το κατανοώ.» «Πότε άρχισες να νιώθεις έτσι;»«Δεν ξέρω.» Πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα κοντοκουρεμένα μαλλιά του. «Υποθέτω τη νύχτα

που έπεσες με το αυτοκίνητό σου στο χαντάκι.»Η Τουίνκ ένιωσε να κοκκινίζει από ντροπή. Δεν είχε ξεπεράσει το πόσο γελοία ένιωθε που

άφησε τον αρχηγό Γουάιτμπρεντ να την επηρεάσει έτσι.«Είμαι σίγουρη πως δεν είναι τίποτα. Μάλλον απλώς άγχος που φεύγεις από το Χάουαρντ και

ξεκινάς μια καινούρια δουλειά στο Σικάγο.» Το είπε όσο πιο χαρούμενα μπορούσε, σαν να μιλούσανγια την αγορά μιας νέας γραβάτας.

Η αναφορά στον επικείμενο χωρισμό τους ήταν δύσκολη, αλλά έπρεπε να υπενθυμίζει στονεαυτό της ότι ο Ίθαν θα έφευγε σε λίγες μέρες. Κοιτούσε επίμονα τις φυσαλίδες που έσκαγαν στοποτό της.

Ο Ίθαν έσπασε τη σιωπή. «Σχεδόν το ξέχασα. Έχω μια έκπληξη για σένα στο αυτοκίνητο.»Η Τουίνκ παρακολουθούσε από το μπροστινό παράθυρο καθώς ο Ίθαν έβγαζε από το πίσω

κάθισμα του αυτοκινήτου ένα τεράστιο αντικείμενο τυλιγμένο με ένα σεντόνι.«Τι είναι αυτό;» Προσπάθησε να κρυφοκοιτάξει κάτω από το σεντόνι.Το αποκάλυψε με επισημότητα.

Page 96: H Συνταγή Του Έρωτα

Χαμογέλασε στον Ίθαν. «Είναι η ελαιογραφία από το φεστιβάλ.» Άγγιξε προσεκτικά τις απαλέςαποχρώσεις του γαλάζιου και του μοβ. «Επέστρεψες για να το πάρεις. Ω, Ίθαν. Είναι πολύ όμορφο.»

Το κουβάλησε μέχρι τον τοίχο, στο σημείο όπου τους είχε τελειώσει η ταπετσαρία πριν από τρειςεβδομάδες. Ήταν ακόμη μπαλωμένο με το ανάποδο κομμάτι. Η Τουίνκ δεν είχε το χρόνο ούτε τηδιάθεση να το φτιάξει.

«Το αγόρασα για να μπει εδώ. Τι λες;» Το σήκωσε ακριβώς πάνω από το σημείο, χαμογελώνταςπλατιά.

Η καρδιά της σφίχτηκε οδυνηρά. Θα της έλειπε πάρα πολύ.«Είναι τέλειο» είπε, σκουπίζοντας ένα δάκρυ από το μάτι της προτού το δει εκείνος. «Το

λατρεύω. Κι εσένα σε συμπαθώ πολύ.»Τον φίλησε στο μάγουλο, αλλά προτού μπορέσει να τραβηχτεί πίσω, εκείνος ακούμπησε τον

πίνακα στον τοίχο και την αγκάλιασε σφιχτά.«Τουίνκ, σ’ αγαπώ. Μακάρι να άλλαζες γνώμη και να ερχόσουν μαζί μου στο Σικάγο.»«Δεν μπορώ.» Κοίταξε το ειλικρινές του πρόσωπο ανάμεσα στα δάκρυά της. «Το σπίτι μου

βρίσκεται εδώ τώρα. Τα όνειρά μου είναι εδώ.»«Θα μπορούσα να τηλεφωνήσω στον Μπαλέστρα και να του πω ότι άλλαξα γνώμη.»Μπορούσε να ακούσει το συνδυασμό απροθυμίας και θλίψης στη φωνή του. Αρνιόταν να γίνει η

αιτία για την οποία θα εγκατέλειπε το όνειρό του. «Όχι, σ’ αγαπώ κι εγώ. Γι’ αυτό θέλω να πας στοΣικάγο.»

Τη φίλησε με όλη του την ψυχή κι εκείνη αφέθηκε στο φιλί του. Ήθελε να τον αγαπήσειολοκληρωτικά, αιώνια. Ήταν όμως αδύνατο, και σε λίγες μέρες θα έφευγε από τη ζωή της. Τα χείλητης έτρεμαν πάνω στα δικά του.

«Τουίνκ, μην κλαις» της ψιθύρισε, απομακρύνοντας τα δάκρυά της με τα φιλιά του. «Δεν θαμπορέσω να φύγω αν κλαις.»

Απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του και πήγε στο άλλο δωμάτιο, το οποίο ξαφνικά πάγωσεπαρά τον καύσωνα που έκανε έξω. Σκούπισε τα μάτια της με το μανίκι από το μπλουζάκι της.

«Εντάξει, θα προσπαθήσω.» Του έριξε ένα τρεμάμενο χαμόγελο. «Αλλά κράτα τα χείλη σουμακριά.»

Ο Ίθαν κατσούφιασε. «Άντε, καλά.»Χτύπησε σιγανά το κουδούνι της εισόδου. Η Τουίνκ σήκωσε το κεφάλι και είδε την Ντάινα με

τη Μάρτζι που έμπαιναν μέσα. Κουβαλούσαν ένα τεράστιο σωρό από διπλωμένο βινύλιο σε μιαόμορφη απόχρωση του γαλάζιου.

«Γεια» τις χαιρέτισε η Τουίνκ. «Τι είναι αυτό;»Άπλωσαν το βινύλιο πάνω στο χαλί. Πάνω ήταν γραμμένο με κυρτά γράμματα Το Τυχερό

Φλιτζάνι.«Είναι μια επιγραφή!» χειροκρότησε η Τουίνκ.Η Μάρτζι γέλασε. «Όχι ακριβώς. Είναι ένα πανό. Τελευταία είχα περισσότερα προαισθήματα.»Ο Ίθαν γύρισε τα μάτια του κοροϊδευτικά προς τα πάνω.Η Τουίνκ αγκάλιασε και τις δυο γυναίκες. «Είναι υπέροχο! Πού το βρήκατε;»

Page 97: H Συνταγή Του Έρωτα

«Από ένα μαγαζί στο Γουάτσον. Η Μάρτζι το παρήγγειλε τη Δευτέρα αμέσως μόλις μιλήσατε οιδυο σας.»

Η Μάρτζι έμοιαζε να ντρέπεται. «Ήθελα να σου κάνω έκπληξη.»«Ε, λοιπόν, τα κατάφερες! Είναι τέλειο!»Ο Ίθαν χαμογέλασε στη μητέρα του και μετά στράφηκε στην Τουίνκ. «Θα το ανεβάσω εγώ. Πού

είναι η σκάλα;» Ο Ίθαν πήγε να βρει τη σκάλα και η Μάρτζι άρχισε να διπλώνει την πινακίδα για νατη βγάλει έξω. Μαζί με την Ντάινα τη μετέφεραν έξω, ενώ τα μακριά σχοινιά κρέμονταν από κάθεγωνία.

Ο Ίθαν επέστρεψε κουβαλώντας τη σκάλα. Τη φίλησε στο μάγουλο καθώς περνούσε. Τονπαρακολουθούσε καθώς προσπαθούσε να κρεμάσει την πινακίδα κάτω από τις αντικρουόμενεςοδηγίες των δύο γυναικών.

Του έδειχναν μια έτσι και μια αλλιώς, η καθεμιά με τη δική της ιδέα για το πώς θα έπρεπε ναφαίνεται η πινακίδα. Η Τουίνκ επέστρεψε στην κουζίνα για να συνεχίσει να τακτοποιεί τα πιάτα.

Ξαφνιάστηκε που είδε τον αρχηγό Γουάιτμπρεντ να διαβάζει την ετικέτα σε ένα κλειστό ακόμηκουτί με ποτήρια.

«Γεια. Από πού ήρθατε εσείς;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να ακούγεται φιλική.Σήκωσε το κεφάλι να την κοιτάξει και μετά γύρισε να την αντικρίσει, ακουμπώντας το χέρι του

στο όπλο που είχε στο πλάι. «Από το Μιζούρι αρχικά.»Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και τροποποίησε την ερώτησή της. «Τι μπορώ να κάνω για

σας;»«Η δεσποινίς Λόσον, η διευθύντρια του ταχυδρομείου, μου ζήτησε να σου φέρω ένα πακέτο που

έφτασε σήμερα το πρωί.» Κοντοστάθηκε. «Είναι από την Ουάσιγκτον.» Κοντοστάθηκε ξανά καιμετά πρόσθεσε με δραματικό ύφος: «Περιφέρεια της Κολούμπια.»

Της παρέδωσε ένα μικρό κουτί, τυλιγμένο με απλό λευκό χαρτί και δεμένο με σπάγκο.Αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα και τη διεύθυνση επιστροφής. «Α, ο Μπόρις.» Χαμογέλασε, ενώσκεφτόταν πόσο ιδιαίτερος ήταν ο φίλος της.

«Μπόρις, ε;» μουρμούρισε ο αρχηγός Γουάιτμπρεντ. «Αυτό είναι ενδιαφέρον.» Μετά πιοδυνατά: «Δεν θα το ανοίξεις;»

Ήξερε ότι ήταν κάτι που είχε διαλέξει γι’ αυτήν ο Μπόρις ως δώρο για τα εγκαίνια τουεστιατορίου. Θα ήταν καλύτερα να το αφήσει για αργότερα, όταν θα μπορούσε να απολαύσει τηστιγμή χωρίς το επίμονο, αδιάκριτο βλέμμα του αρχηγού.

«Θα το ανοίξω αργότερα. Δεν είναι κάτι που χρειάζομαι τώρα.»«Χμ.» Ο αρχηγός τεντώθηκε προς τα πίσω, προβάλλοντας το στήθος του. «Λοιπόν, τότε είναι η

Μάρτζι εδώ γύρω; Έμαθα ότι θα γίνει συνέταιρός σου.» Έβγαλε το καπέλο του και έξυσε το κεφάλιτου. «Απίστευτο αυτό.»

Ο άνθρωπος φαινόταν σε πλήρη σύγχυση με τόσες γυναίκες γύρω του. Η Τουίνκ έκρυψε τογέλιο της με το χέρι της.

«Η Μάρτζι είναι έξω, αρχηγέ. Κρεμάει την καινούρια μας πινακίδα.»Το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν να είχε μόλις εμφανιστεί ο ήλιος. «Εντάξει τότε, θα πάω να τη

χαιρετίσω.» Εξαφανίστηκε ανάμεσα στις διπλές πόρτες, αφήνοντας την Τουίνκ απορημένη.

Page 98: H Συνταγή Του Έρωτα

Πήρε το πακέτο του Μπόρις, έλυσε προσεκτικά το σπάγκο και αφαίρεσε το χαρτί. Μέσα στοκουτί υπήρχε ένα πανέμορφο φλιτζάνι αντίκα και ένα κουτάκι από εξωτικό ρωσικό τσάι. Ένασημείωμα μέσα στο φλιτζάνι έγραφε:

«Συγχαρητήρια, φίλη μου. Ξέρω ότι καλή τύχη περιμένει εσένα και το Τυχερό Φλιτζάνι. Θα σεδω σύντομα.

Με αγάπη από τη Ρωσική Αρκούδα»Η Τουίνκ σήκωσε το τηλέφωνο που είχε εγκατασταθεί πριν από δύο μέρες και κάλεσε τον

αριθμό του Μπόρις. Χαιρέτισαν ο ένας τον άλλο στα ρωσικά, τον ρώτησε για τη νέα του δουλειά καιτον ευχαρίστησε για το ευγενικό του δώρο. Η συζήτηση στράφηκε στο εστιατόριο και στοασυνήθιστο θέμα του.

«Πες μου πάλι πώς διαβάζετε το μέλλον σε μερικά βρεγμένα φύλλα τσαγιού» είπε πειρακτικά«Εγώ δεν γνωρίζω πολλά γι’ αυτό. Τα σχήματα αντιπροσωπεύουν διαφορετικά πράγματα. Το

αεροπλάνο σημαίνει ταξίδι, η σημαία σημαίνει κίνδυνος, η τσάντα σημαίνει παγίδα, το φίδι σημαίνειεχθρός.»

«Όλα αυτά ακούγονται πολύ δυσοίωνα. Τίποτα καλό;»«Α, φυσικά, τα συνηθισμένα. Θα σου δώσω τον κατάλογο όταν σε δω. Μακάρι να ερχόσουν στα

εγκαίνια. Δεν θα είναι το ίδιο χωρίς εσένα.»«Τι θα γίνει με τους γονείς σου;» ρώτησε ο Μπόρις.«Α, θα έρθει και το άγημα από την Ουάσιγκτον με αεροπλάνο. Θα προσγειωθούν στην

κοντινότερη βάση και μετά με αυτοκίνητο μέχρι εδώ.»Ο Μπόρις αναστέναξε. «Κι εγώ θα σου εύχομαι καλή επιτυχία ενώ φτιάχνω την ψαρόσουπά

μου.»Εκείνη γέλασε. «Ευχαριστώ, Μπόρις, ντασβιντάνια.» Η Τουίνκ γύρισε να κλείσει το τηλέφωνο

και αναπήδησε από την έκπληξη.Ο αρχηγός Γουάιτμπρεντ στεκόταν μπροστά από τις ανοιγοκλειόμενες πόρτες. Το πρόσωπό του

ήταν κάτασπρο, όπως και οι αρθρώσεις του χεριού του καθώς έπιανε σφιχτά το όπλο που βρισκότανστη θήκη του.

Η Τουίνκ αναφώνησε, εκνευρισμένη που άκουγε ξανά μια από τις συζητήσεις της στο τηλέφωνο.«Τι κάνετε; Με τρομάξατε.»

Τραύλισε κάτι, ότι χρειαζόταν μερικά καρφιά κι ένα σφυρί από το περιπολικό του, που ήτανπαρκαρισμένο στην πίσω αυλή, και βγήκε βιαστικά από την πίσω πόρτα της κουζίνας. Η Τουίνκάκουσε την πόρτα του αυτοκινήτου να χτυπάει με πάταγο και τα λάστιχά του να συνθλίβουν τοχαλίκι καθώς επιτάχυνε.

«Ο άνθρωπος τρελάθηκε» μουρμούρισε εκείνη, ενώ βρήκε το σφυρί και τα καρφιά και πήγε έξωστο δρόμο. Ο Ίθαν κάθισε στο πεζούλι, καλύπτοντας τα αφτιά του με τα χέρια του, ενώ η Ντάινα καιη Μάρτζι λογομαχούσαν για το αν θα έπρεπε να κρεμάσουν την πινακίδα πάνω από την είσοδο τουεστιατορίου ή πάνω από το μεγάλο τρίφατσο παράθυρο.

* * *

Μια μικρή αύρα ανακάτευε τα μαλλιά του Ίθαν καθώς έβγαινε από την Chrysler και έμπαινε στο

Page 99: H Συνταγή Του Έρωτα

πάρκιγκ του Τυχερού Φλιτζανιού το Σάββατο το βράδυ. Ήταν σαν την ανάσα της κόλασης – καυτήκαι απειλητική. Ένιωσε τον αυχένα του να ανατριχιάζει από φόβο. Γέλασε με την ίδια την ανόητηπροκατάληψή του. Αυτό ήταν δουλειά της μητέρας του.

Ίσιωσε τη γραβάτα του και κατευθύνθηκε προς το πλήθος που βρισκόταν στην είσοδο,σφυρίζοντας σκόπιμα μια χαρούμενη μελωδία. Προφανώς όλοι από το Χάουαρντ είχαν προσέλθειγια τα εγκαίνια του εστιατορίου της Τουίνκ και το τελευταίο τρελό εγχείρημα της μητέρας του.Υπήρχαν ακόμη και μερικά άτομα τα οποία δεν αναγνώριζε ο Ίθαν.

Ίσως το εστιατόριο να σημείωνε όντως επιτυχία. Τότε η Τουίνκ δεν θα αφήσει ποτέ το Χάουαρντ.Ο Ίθαν έδιωξε εκείνη τη σκέψη. Ήταν η βραδιά της Τουίνκ, το επιστέγασμα του ονείρου της, κιεκείνος δεν θα το χαλούσε ελπίζοντας σε πράγματα που δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ποτέ.

Καθώς διέσχιζε το πάρκιγκ, παρατήρησε τον αρχηγό Γουάιτμπρεντ να στέκεται στην άκρη,βηματίζοντας μπροςπίσω κοντά στο περιπολικό του. Κοίταξε το ρολόι του αρκετές φορές.

Μια μεγάλη γαλάζια κορδέλα ήταν δεμένη στην είσοδο του εστιατορίου, ενώ η Μάρτζι και ηΤουίνκ στέκονταν από πίσω, κρατώντας η καθεμιά από ένα ψαλίδι. Η Τουίνκ φορούσε ένα φόρεμααπό έντονο μπλε φανταχτερό ύφασμα που αγκάλιαζε κάθε καμπύλη του κορμιού της και γλιστρούσεσαν υγρό σχεδόν μέχρι κάτω στα πόδια της. Μικροσκοπικές μπούκλες πλαισίωναν το πρόσωπό τηςκαι έπεφταν σαν καταρράκτης πίσω στην πλάτη της.

Μόλις την είδε ο Ίθαν, του κόπηκε η ανάσα.Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και του έγνεψε καθώς διέσχιζε το πάρκιγκ. Της ανταπέδωσε το

νεύμα μέσα από το πλήθος. Τον άφησε έκθαμβο με ένα ζεστό χαμόγελο και του έκανε νόημα ναπλησιάσει. Ενώ άνοιγε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, του φάνηκε ότι τα πράγματα άρχισαν ναεξελίσσονται σε αργή κίνηση.

Ένα τεράστιο μαύρο αυτοκίνητο έστριψε στη γωνία, με κατεύθυνση προς το εστιατόριο, ενώαμερικανικές σημαίες κυμάτιζαν από τις κεραίες. Μπήκε στο πάρκιγκ και σταμάτησε μπροστά απότην είσοδο. Ο οδηγός, ένας στρατιωτικός, βγήκε έξω και άνοιξε τη μαύρη πόρτα για ένανμεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα, με πλήρη στρατιωτική περιβολή και τέσσερα αστέρια να αστράφτουναπό το γιακά του. Από πίσω του ακολούθησε μια μικροκαμωμένη γυναίκα με προσεκτικάχτενισμένα μαλλιά και λαμπερά πράσινα μάτια.

Η Τουίνκ κίνησε προς το αυτοκίνητο, ακολουθούμενη από τον Ίθαν, ο οποίος συνειδητοποίησεότι εκείνοι ήταν προφανώς οι γονείς της Τουίνκ από την Ουάσιγκτον. Και ο αρχηγός περπάτησεγρήγορα προς το αυτοκίνητο, κάνοντας νόημα σε κάποιον να τον ακολουθήσει. Ο Σκιτς και μερικοίαπό τους θαμώνες του Καφέ ξεπρόβαλαν από πίσω από το κτίριο και διέσχισαν τρέχοντας το χώροστάθμευσης.

Τα κυνηγετικά όπλα τους άστραφταν στον απογευματινό ήλιο. «Πάνω τους, παιδιά» φώναξε οαρχηγός, καθώς πάσχιζε να βγάλει το δικό του περίστροφο από τη θήκη του. Εκπυρσοκρότησε.

Ο Ίθαν έριξε την Τουίνκ στο έδαφος και κάλυψε το κορμί της με το δικό του. Πρόσεξε ότι οστρατηγός έκανε το ίδιο με τη μικροκαμωμένη γυναίκα.

«Τα χέρια ψηλά, προδότες κομμούνια!» απαίτησε ο Σκιτς, κουνώντας το όπλο του πέρα-δώθεεπίφοβα. Οι άλλοι άνδρες περικύκλωσαν τη λιμουζίνα και έστρεψαν τα όπλα τους στα άτομα πουβρίσκονταν στο έδαφος.

Ο στρατιωτικός οδηγός, που ήταν ακόμη όρθιος, τράβηξε το δικό του όπλο.

Page 100: H Συνταγή Του Έρωτα

Ο Ίθαν σηκώθηκε όρθιος και όρμησε στον Σκιτς. «Τι στο διάολο κάνεις;» Ο γέρος αμέσως έριξετο όπλο του, φοβισμένος από την επίθεση του Ίθαν. Οι άλλοι έριξαν μια νευρική ματιά στο Χάρβικαι μετά στον Ίθαν. Στη συνέχεια χαμήλωσαν αργά τα όπλα τους, μόλις είδαν ότι ο σαστισμένοςαρχηγός της αστυνομίας εξέταζε την τρύπα από σφαίρα στη μπότα του. Προφανώς η εξαιρετικάμαχητική ομάδα ήταν αβέβαιη για την επόμενη κίνησή της.

Ο στρατηγός γρύλισε κάτι στο στρατιωτικό οδηγό από εκεί όπου βρισκόταν ακόμα, επάνω στημικροκαμωμένη γυναίκα. «Μάζεψε αυτό το πράγμα, παιδί μου.» Σηκώθηκε από πάνω από τηγυναίκα και τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της. «Είσαι καλά, Φραν;»

Εμφανώς ταραγμένη, η μητέρα της Τουίνκ ίσιωσε το μεταξωτό της φόρεμα, χωρίς να αντιληφθείτο λεκέ από λάδια που πλέον στόλιζε το μπροστινό μέρος. «Καλά είμαι, αγάπη μου. Τι συνέβη;»

«Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα σκοπεύω να μάθω.» Ένας ένας σηκώθηκαν όλοι όσοι είχαν σκύψειγύρω από τη λιμουζίνα. Ο Ίθαν βοήθησε την Τουίνκ να σταθεί στα πόδια της. «Είσαι εντάξει;»

Παραζαλισμένη και σαστισμένη, η Τουίνκ τράβηξε το μανίκι του φορέματός της, που είχεσκιστεί στον ώμο. «Νομίζω πως ναι, αλλά το φόρεμά μου σκίστηκε.» Έπιασε το σκισμένο γιακά στοσακάκι του Ίθαν. «Το ίδιο και το πανωφόρι σου.» Σήκωσε το βλέμμα να τον κοιτάξει απορημένη.

Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του. «Ξέχνα τα ρούχα, γλυκιά μου. Ας δούμε τι συμβαίνει εδώπέρα.»

Αλλά προτού προλάβει να κατευθύνει την Τουίνκ προς το μέρος του αρχηγού Γουάιτμπρεντ,σχεδόν τσαλαπατήθηκαν από τη Μάρτζι και την Ντάινα που έτρεξαν προς τον αρχηγό, ο οποίοςακόμα προσπαθούσε να ελευθερώσει το όπλο του από τη θήκη.

«Χάρβι Γουάιτμπρεντ, τι στο διάολο νομίζεις ότι κάνεις;» απαίτησε να μάθει η Ντάινα, με τημύτη της να απέχει μόλις εκατοστά από το πρόσωπο του Χάρβι.

Εγκατέλειψε την προσπάθεια με το όπλο, μουρμούρισε μια βρισιά και έστρεψε την προσοχή τουστις δυο γυναίκες, διπλώνοντας τα μπράτσα του στο στήθος του. «Είναι κατάσκοπος, Ντάινα. Τηνπαρακολουθώ εδώ και εβδομάδες. Όλοι είναι στο κόλπο – εκτός από τον Ίθαν, φυσικά. Εκείνοςείναι απλώς ένα καημένο κορόιδο.»

Page 101: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Δέκα

Η Τουίνκ έβγαλε μια πνιχτή φωνή. Ένιωσε το μπράτσο του Ίθαν να τη σφίγγει από τη μέση και τονάκουσε που πήρε απότομα ανάσα.

«Ποιος είναι κατάσκοπος;» ρώτησε η Μάρτζι με γουρλωμένα μάτια. Έσπρωξε την Ντάινα από τημέση και χτύπησε τον αρχηγό Γουάιτμπρεντ στο στήθος με το δείκτη της. «Δεν μπορεί να εννοείςτην Τουίνκ!»

«Φυσικά και μπορώ» είπε εκείνος με αυτάρεσκο ύφος.«Και τι σε κάνει να το νομίζεις αυτό, βλάκα;» είπε η Μάρτζι μπερδεύοντας τα λόγια της.Ο Χάρβι δεν φάνηκε καθόλου να πτοείται. «Η Βιρτζίνια Χάμπι από την τράπεζα την άκουσε να

λέει στον Ίθαν ότι εκπαιδεύτηκε στο ΑΙΜ. Μετά μίλησε με κάποιον στην Ουάσιγκτον για κάτιτύπους που τους έβρασαν σε λάδι.» Έκανε πως ανατρίχιασε. «Μετά κέρδισε το διαγωνισμόσκοποβολής στο Φεστιβάλ Φουντουκόπιτας του Χάουαρντ. Δείξε μου μια άλλη γυναίκα που νακερδίζει στη σκοποβολή μια ολόκληρη πόλη! Μετά μίλησε ρωσικά στο τηλέφωνο με κάποιον.Μόλις την περασμένη εβδομάδα τής έστειλε ένα μυστήριο πακέτο κι εκείνη τού έδωσε ένανκατάλογο με κωδικές λέξεις. Σας λέω, κάτι σκαρώνει. Υποθέτω ότι αγοράζει μυστικά από αυτό τονάθλιο προδότη στρατηγό και τα πουλάει στο Ρώσο.»

Αυτό εξηγεί τα πάντα. Το ότι με παρακολουθούσε. Το ότι σημείωνε σε εκείνο το εκνευριστικόσημειωματάριο. Όλη την περίεργη συμπεριφορά. Εντάξει, ίσως όχι όλη την περίεργη συμπεριφορά.

Η Μάρτζι, κατακόκκινη από οργή, φώναξε: «Αυτή είναι η πιο γελοία επινόηση που άκουσα ποτέ!Τι σκεφτόσουν; Άκου να βγάλεις όπλο! Παραλίγο να πυροβολήσεις το ίδιο σου το πόδι, γερο-ανόητε!»

Ο Χάρβι είπε: «Τηλεφώνησα στο FBI. Τους είπα ότι είχαμε μια ρωσίδα κατάσκοπο εδώ στοΧάουαρντ. Αλλά αρνήθηκαν να έρθουν, γι’ αυτό και πήρα ως βοηθούς τα παιδιά εκεί πέρα.»

Πέρασε τους αντίχειρές του μέσα από τους βρόχους της ζώνης του και ταλαντευότανστηριζόμενος στις φτέρνες του, δείχνοντας απόλυτα ικανοποιημένος με τον εαυτό του.

Μέχρι που τον πλησίασε ο στρατηγός. Η Τουίνκ ακολούθησε τον πατέρα της, τους επίδοξουςβοηθούς σερίφη, τη μητέρα της, τον Ίθαν και το στρατιωτικό οδηγό.

«Ο αρχηγός Γουάιτμπρεντ, υποθέτω» είπε με βαριά φωνή ο στρατηγός, προσπαθώντας νακρύψει τη θυμηδία από το πρόσωπό του. «Φοβάμαι πως υπήρξε μια παρεξήγηση.»

«Δηλαδή;» Ο Χάρβι έκανε ένα βήμα πίσω, χτυπώντας πάνω σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο.«Είμαι ο στρατηγός Τζον Χάρισον. Είμαι μέλος του Γενικού Επιτελείου Στρατού… από την

Ουάσιγκτον… Η Τουίνκι εκεί πέρα είναι η κόρη μου.»«Η κόρη σας;» Ο Χάρβι καταχλώμιασε.«Ναι» συνέχισε καθησυχαστικά ο στρατηγός. «Ήρθαμε στα εγκαίνια του εστιατορίου της.»«Του εστιατορίου;»Ο στρατηγός πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη Φραν. «Αυτή είναι η μητέρα της Τουίνκ. Ο

Page 102: H Συνταγή Του Έρωτα

Ρώσος στον οποίο αναφερθήκατε είναι ένας παλιός φίλος της Τουίνκ, ο Μπόρις Πετρόφσκι. Είναι ογιος του ρώσου πρέσβη και επίσης σεφ.»

«Του ρώσου πρέσβη;»«Η κόρη μας έμαθε να μιλάει ρωσικά όταν πήγαινε σχολείο στην Ευρώπη. Προτού πάει στο

ΑΙΜ.»Το χρώμα επέστρεψε στα μάγουλα του Χάρβι. «Στο ΑΙΜ!» Γύρισε προς το μέρος της Ντάινα

και της Μάρτζι. Η Τουίνκ μπορούσε να διακρίνει την οργή στο βλέμμα του. Ο Ίθαν γύρισε λιγάκιαπό την άλλη για να κρύψει το χαμόγελο που άρχισε να σχηματίζεται στο πρόσωπό του. Μερικάσιγανά γελάκια ακούγονταν από το πλήθος. Η ίδια δεν το θεωρούσε καθόλου αστείο.

Προχώρησε μπροστά, σφίγγοντας τις γροθιές της στα πλαϊνά της για να συγκρατηθεί και να μηρίξει μπουνιά στο Χάρβι, και στον Ίθαν επιπλέον. «Ναι, αρχηγέ, στο ΑΙΜ. Αμερικανικό ΙνστιτούτοΜαγειρικής! Σχολή μαγειρικής στη Νέα Υόρκη! Είμαι σεφ! Όχι κατάσκοπος!»

Μόλις αφέθηκε ελεύθερος, ο θυμός που συσσωρεύτηκε τον τελευταίο μήνα ξέσπασε σανχείμαρρος. «Παραμόνευες στα πάρκιγκ, με καταδίωκες σαν τρελός! Σχεδόν σκοτώθηκα επειδήνόμιζα ότι με ακολουθούσες μέχρι το σπίτι μετά το φεστιβάλ! Και τώρα αυτό!» Κουνούσε ξέφρενατα χέρια της.

Ο Χάρβι οπισθοχώρησε κι έπεσε πίσω στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, εξαιτίας του εξάψαλμουτης Τουίνκ.

Η Μάρτζι τού όρμησε, διώχνοντας την Τουίνκ από τη μέση. «Ανόητε! Κατέστρεψες τα εγκαίνιάμας!» Τον χτύπησε με την τσάντα της μέχρι που ο Ίθαν αναγκάστηκε να απομακρύνει τη μητέρα τουσε ασφαλή απόσταση.

Ανέλαβε η Ντάινα, με σκληρό ύφος. «Χάρβι Γουάιτμπρεντ, θέλεις να μάθεις αν υπάρχει γυναίκαστο Χάουαρντ που να μπορεί να πυροβολεί σαν την Τουίνκ; Γύρνα στα πλάγια και βάλε το πούροσου στο στόμα.» Στράφηκε στο στρατιωτικό οδηγό. «Δώσε μου το όπλο σου.»

Απόλυτη σιωπή επικράτησε στο πλήθος.Ο στρατηγός ξέσπασε σε γέλια. «Αυτό δεν είναι απαραίτητο, κυρία μου.» Στράφηκε στο Χάρβι,

οι συνηθισμένοι υπεροπτικοί λεονταρισμοί του οποίου είχαν αντικατασταθεί από απόλυτη αμηχανία.«Η αλήθεια είναι ότι εκτιμούμε το ζήλο του αρχηγού όσον αφορά την προστασία της εθνικήςασφάλειας. Θα πω στον επικεφαλής της Εσωτερικής Ασφάλειας ότι υπάρχει τουλάχιστον μίαασφαλής πόλη στην Αμερική.»

Ο Χάρβι ίσιωσε την πλάτη του αισθητά.Η οργή της Τουίνκ εξαφανίστηκε. Δεν είχε δει ποτέ αυτή την πλευρά του πατέρα της. Του

διπλωμάτη, του ειρηνοποιού. Τον παρατηρούσε εμβρόντητη με θαυμασμό.Ο στρατηγός έκανε νόημα στο πλήθος. «Προτείνω όλοι να επιστρέψουμε στο κόψιμο της

κορδέλας και να απολαύσουμε το δείπνο μέσα. Γι’ αυτό ήρθαμε, έτσι δεν είναι;»Το πλήθος ξέσπασε σε έντονες επευφημίες και όλοι επέστρεψαν στο εστιατόριο, ανυπομονώντας

να δουν τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί που θα ξεπερνούσε αυτό που μόλις παρακολούθησαν στοπάρκιγκ του Τυχερού Φλιτζανιού.

Η Τουίνκ σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να φιλήσει τον πατέρα της στο μάγουλο.«Ευχαριστώ, μπαμπά.»

Page 103: H Συνταγή Του Έρωτα

Της έκλεισε το μάτι. «Για ποιο λόγο;»«Που δεν άφησες την Ντάινα να πυροβολήσει το Χάρβι.» Της χαμογέλασε πλατιά.Κι εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Έτσι μπορώ να το κάνω η ίδια αργότερα.»Της έσφιξε τους ώμους. «Μπράβο το κορίτσι μου.»Ο Ίθαν συνόδεψε την ήρεμη πλέον Μάρτζι στη θέση της πίσω από την κορδέλα, φίλησε την

Τουίνκ στο μάγουλο και της ψιθύρισε στο αφτί: «Μόνο στο Χάουαρντ θα πίστευε κανείς ότι εσύείσαι κατάσκοπος.»

Του χαμογέλασε ειρωνικά. «Ναι, είναι μια καταπληκτική πόλη.»«Ναι, καταπληκτική» είπε εκείνος χωρίς να χαμογελά και απομακρύνθηκε.Η Τουίνκ ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Ανυπομονεί ακόμη να φύγει από δω. Φαίνεται

ξεκάθαρα στο πρόσωπό του. Μισεί αυτή την πόλη και τους ανθρώπους της. Πιθανόν κι εμένα. Είναιαποφασισμένος να πάει σε μια εκλεπτυσμένη πόλη όπως το Σικάγο, όπου οι άνθρωποι δεν σεσημαδεύουν με κυνηγετικά όπλα. Αντίθετα, χρησιμοποιούν περίστροφα.

Ένιωσε αηδιασμένη. Αφού ήθελε το Σικάγο, ας πήγαινε στο Σικάγο.Έριξε μια ματιά στο πλήθος που προσδοκούσε από εκείνη να πει κάτι σημαντικό σχετικά με την

υλοποίηση του ονείρου της. Ακόμη και η Μάρτζι κοιτούσε την Τουίνκ, με το βλέμμα της να λάμπειαπό την έξαψη και την προσδοκία για το πόσο θα το διασκέδαζαν.

Χαμογέλασε στη γλυκιά, παλαβή γυναίκα και αναστέναξε. Προτιμούσε ανεπιφύλακτα τοΧάουαρντ, με όλους τους παράξενους χαρακτήρες του και τη γοητεία της μικρής πόλης.

«Κυρίες και κύριοι» άρχισε να λέει, προσπαθώντας να ελέγξει το ελαφρό τρεμούλιασμα τηςφωνής της. Ο Ίθαν τής έκλεισε το μάτι και η κίνησή του αυτή τής έδωσε δύναμη. «Καλώς ήρθατεστα εγκαίνια του Τυχερού Φλιτζανιού. Αυτή είναι μια μέρα την οποία σχεδιάζω από τότε πουσπούδαζα στο ΑΙΜ.» Κοίταξε το Χάρβι Γουάιτμπρεντ, που στεκόταν δίπλα στην Ντάινα. Εκείνοςκουνούσε το κεφάλι του και χτυπούσε με την άκρη του ποδιού του το πεζοδρόμιο.

Η Τουίνκ συνέχισε: «Δηλαδή στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Μαγειρικής, όπου σπούδασα σεφ.Αυτό το όνειρο πραγματοποιήθηκε απόψε. Χάρη στη μεγάλη βοήθεια των φίλων μου και τηςκαινούριας μου συνεταίρου.» Έσφιξε τη Μάρτζι πάνω της. «Ελάτε, λοιπόν, μέσα. Ετοιμάσαμε γιαεσάς έναν μπουφέ με τις σπεσιαλιτέ μας ως μια πρόγευση των όσων θα βρείτε όταν μαςεπισκεφθείτε για δείπνο. Και αφιερώστε ένα λεπτό για να προβλέψει η Μαντάμ Γουάντα το μέλλονσας από τον πάτο ενός φλιτζανιού. Έχει ένα καταπληκτικό χάρισμα, όπως έχετε ακούσει όλοι.»

Μέσα από το πλήθος ένας άνδρας φώναξε: «Ναι, θ’ αποκτήσουμε δίδυμα!»Όλοι γύρισαν να κοιτάξουν τον Πιτ Γιόχανσον, από τον πάγκο της Μαντάμ Γουάντα στο

φεστιβάλ. Έλαμπε από υπερηφάνεια. Και δίπλα του η Σάλι χαμογελούσε πλατιά, ιδιαίτεραχαρούμενη αλλά και αμήχανη.

Ο Ίθαν αναστέναξε βαθιά. Έσκυψε για να ψιθυρίσει στην Τουίνκ: «Τίποτα δεν θα την σταματάειπλέον.»

Γέλασε. «Χαίρομαι. Θα είναι καλό για την επιχείρησή μας.» Χάρηκε πολύ με τα νέα τωνΓιόχανσον. Και ζήλεψε λίγο.

Δεν υπήρξε ευτυχές ατύχημα για την ίδια και τον Ίθαν ως αποτέλεσμα της παραμονής τους στοκαταφύγιο. Κανένα μωρό που θα της έμενε όταν θα έφευγε εκείνος. Απομάκρυνε αυτή τη σκέψη.

Page 104: H Συνταγή Του Έρωτα

Ήταν καλύτερα έτσι. Θα έβαζε όλες τις προσπάθειες και την αγάπη της στο Τυχερό Φλιτζάνι. Τοεστιατόριο θα ήταν η ζωή της όταν θα έφευγε ο Ίθαν.

Η ίδια και η Μάρτζι έκοψαν την κορδέλα εν μέσω ενθουσιωδών επευφημιών και το πεινασμένοπλήθος έκανε «ουρά» για να περάσει μέσα, στη σειρά από τα φορτωμένα τραπέζια του μπουφέ.Καθώς παρακολουθούσε τον Ίθαν να γελάει μαζί με τον πατέρα της, η Τουίνκ αναρωτήθηκε γιαπρώτη φορά αν θα της ήταν αρκετό το εστιατόριο.

* * *

Ο Ίθαν γέμισε το πιάτο του με τα λαχταριστά εδέσματα που είχαν ετοιμάσει η Τουίνκ και το μικρόπροσωπικό της. Όλα φαίνονταν πεντανόστιμα, αν και κάπως εξωτικά. Κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιογια να δει πώς αντιμετώπιζαν οι άλλοι την ασυνήθιστη κουζίνα του Τυχερού Φλιτζανιού.

Οι επίδοξοι βοηθοί σερίφη, κάπως στενοχωρημένοι από την περιπέτειά τους στο πάρκιγκ,περιφέρονταν πέρα-δώθε με τα πιάτα τους γεμάτα κις και κοτόπουλο τεριγιάκι, δείχνοντας ταλαχταριστά λαχανικά ζουλιέν σαν να ήταν ένα πιάτο με σκουλήκια. Μετά όμως η πείνα του Σκιτςξεπέρασε το φόβο του. Έβαλε ένα κομμάτι κοτόπουλο στο στόμα του και χαμογέλασε πλατιά καθώςοι γευστικοί του κάλυκες ξύπνησαν από τον αιώνιο ύπνο τους.

Παρόμοιες σκηνές διαδραματίστηκαν και στην υπόλοιπη αίθουσα. Ο στρατηγός και η Φρανέκαναν παρέα στην Ντάινα. Ο κύριος και η κυρία Όστερμπριτζ αντάλλασσαν απόψεις για το φαγητόμε την κυρία Χάμπι. Οι Γιόχανσον δέχονταν συγχαρητήρια από το δήμαρχο.

Ο Ίθαν πλησίασε την Τουίνκ, η οποία σέρβιρε μερίδες ψητού βοδινού με μια γευστική σάλτσαχρένου.

«Όλοι ξετρελάθηκαν. Είσαι ιδιοφυΐα που σκέφτηκες το μπουφέ.»Του χαμογέλασε και η καρδιά του σφίχτηκε απροσδόκητα, θυμίζοντάς του ότι δεν θα έβλεπε

ακόμη πολλά χαμόγελα από την Τουίνκ.«Νομίζω ότι πάει καλά. Ήρθαν περισσότεροι απ’ ό,τι περίμενα.»«Λοιπόν, το έκανες οικονομικά προσιτό για όλους απόψε.»«Υπάρχουν ακόμα κάποιοι που δεν περίμενα να καταφέρουν να έρθουν. Όπως η Τζολίν. Και οι

Μπεργκ.» Έδειξε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που καθόταν σε ένα τραπέζι στη γωνία. Η Τουίνκ γνώριζεότι ο Αλ και η Τζοάν Μπεργκ είχαν ένα σταθερό εισόδημα και σπάνια άφηναν τη λιτή ξύλινηκατοικία τους.

Ο Ίθαν απέστρεψε το βλέμμα και άρχισε να κοκκινίζει στο πρόσωπο. «Εγώ τους κάλεσα, και τηνΤζολίν επίσης. Επιπλέον, τους Χέντριξ και τους Μέρφι.»

Η Τουίνκ έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα και με απορημένο βλέμμα. Και κάτι πουέμοιαζε με θυμηδία, σκέφτηκε ο Ίθαν.

Έσπευσε να δώσει εξηγήσεις. «Κοίτα, ήθελα η βραδιά να είναι επιτυχημένη, και ήθελα ναμπορέσουν να έρθουν όλοι από την πόλη. Γι’ αυτό αγόρασα μερικά επιπλέον εισιτήρια για τονμπουφέ και τα έστειλα σε μερικά άτομα που ήξερα ότι δεν θα μπορούσαν να έρθουν διαφορετικά.»

Η Τουίνκ έκλεισε το στόμα της, αλλά συνέχισε να τον κοιτάζει επίμονα. Τα μάτια της είχανβουρκώσει.

Εκείνος την έσφιξε στιγμιαία στην αγκαλιά του. «Αυτό είναι ό,τι πιο σπουδαίο θα συμβεί εδώ

Page 105: H Συνταγή Του Έρωτα

πέρα μέχρι τη χριστουγεννιάτικη γιορτή στην Εκκλησία των Μεθοδιστών. Απλώς ήθελα όλοι νααπολαύσουν την εμπειρία.»

Η Τουίνκ έγειρε το κεφάλι της στη μια πλευρά και του χαμογέλασε πλατιά.«Το εννοώ. Δεν ήταν τίποτα. Αλήθεια!»Εκείνη ξέσπασε σε γέλια. «Ναι, καλά. Ξέρω πόσο μισείς αυτή την πόλη» του είπε σαρκαστικά.

«Σαν να είσαι ο πολιούχος άγιος του Χάουαρντ.»«Μη χειρότερα!» Ενοχλημένος και πεπεισμένος ότι η Τουίνκ έκανε μεγάλο λάθος, ο Ίθαν

παράτησε κάτω το πιάτο του και πήγε με βαριά βήματα μέχρι τη γωνία όπου καθόταν η μητέρα τουστο τραπεζάκι της.

Ο Χάρβι, αποκαρδιωμένος, καθόταν με σκυφτή την πλάτη στην απέναντι καρέκλα. Εκείνηανακάτευε τα φύλλα στον πάτο του φλιτζανιού. Μετά έβαλε το πιατάκι από πάνω, αναποδογύρισε τοφλιτζάνι και αφαίρεσε το πιατάκι. Τα φύλλα κόλλησαν στα πλαϊνά και στον πάτο του φλιτζανιού,σχηματίζοντας μια σειρά από τυχαία σχήματα.

«Λοιπόν, Χάρβι, φαίνεται ότι δεν θα πέσει φωτιά να σε κάψει που φέρθηκες σαν γερο-ανόητος.»Ο Χάρβι αντέδρασε, αλλά εκείνη συνέχισε. «Μάλιστα, φαίνεται ότι πρόκειται να ξεκινήσεις μια νέαπεριπέτεια. Αυτό μοιάζει με το σύμβολο για τη γυναίκα. Και εδώ πέρα το σημάδι της ευτυχίας.»

Κοίταξε τον αρχηγό της αστυνομίας και χαμογέλασε γαλήνια, σχεδόν θερμά, σκέφτηκε ο Ίθαν,αν σκεφτεί κανείς ότι παραλίγο να τον σκοτώσει τον άνθρωπο πριν από μία ώρα.

Ο Χάρβι την ευχαρίστησε τραυλίζοντας, έγινε κατακόκκινος, πήρε το καπέλο του από το τραπέζικαι σηκώθηκε όρθιος, ρίχνοντας την καρέκλα προς τα πίσω. Ο Ίθαν την έπιασε και κάθισε μόλις οΧάρβι κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του μπουφέ.

Ο Ίθαν έσφιξε το χέρι της μητέρας του στο δικό του. «Λοιπόν, μαμά, έχεις ένα καινούριοπαιχνίδι. Και πιστεύω ότι αυτό σου ταιριάζει απόλυτα.»

Χαμογέλασε πλατιά στο γιο της. «Μπορεί να έχεις δίκιο, γλυκέ μου. Νομίζω ότι η Τουίνκ κι εγώμπορούμε να τα καταφέρουμε.» Κοίταξε τα χέρια του γιου της που κρατούσαν τα δικά της.«Πιστεύω ότι ο Φρανκ θα το ενέκρινε, έτσι δεν είναι;»

Ο Ίθαν σκέφτηκε τον πατέρα του, που τον ένιωθε τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά του. «Ναι,μαμά, πιστεύω ότι ο μπαμπάς θα το ενέκρινε.»

Ένιωσε ένα μεγάλο βάρος να φεύγει από τους ώμους του μόλις εκείνη του έσφιξε ελαφρά ταχέρια. «Δηλαδή θα είσαι εντάξει εδώ μόνη σου όταν φύγω για το Σικάγο μεθαύριο;» τη ρώτησε.

Άφησε τα χέρια του και άπλωσε τα δικά της για να δείξει την αίθουσα που ήταν γεμάτη μεφίλους και ανθρώπους της κοινότητας. «Γλυκέ μου, δεν είμαι καθόλου μόνη μου.»

«Ξέρεις τι εννοώ, μαμά.»Η Μάρτζι σοβαρεύτηκε. «Ναι, γλυκέ μου, ξέρω τι εννοείς.» Κοντοστάθηκε και μετά τον κοίταξε

στα μάτια με σοβαρότητα. «Ίθαν, είμαι μόνη από τότε που πέθανε ο πατέρας σου, τρέχοντας από δωκι από κει σαν ανόητη, προσπαθώντας να γεμίσω το χρόνο μου και το κενό στη ζωή μου. Είμαικαλύτερα τώρα. Έχω το εστιατόριο. Έχω τους ανθρώπους που αγαπώ και με αγαπούν, όσο παλαβάκι αν συμπεριφέρομαι.»

Κοίταξε γύρω της στην αίθουσα, κοντοστάθηκε προς στιγμήν στο τραπέζι του μπουφέ όπου οΧάρβι γέμιζε το πιάτο του με βραστές γαρίδες και γεμιστά καβούρια, και μετά στράφηκε πάλι στον

Page 106: H Συνταγή Του Έρωτα

Ίθαν. «Σταματώ να πενθώ για τον πατέρα σου. Έφυγε και είναι καιρός να προχωρήσω στη ζωή μου.Όπως είναι καιρός να προχωρήσεις κι εσύ. Πήγαινε στο Σικάγο, αν νομίζεις ότι αυτό πρέπει νακάνεις.» Του έκλεισε το μάτι. «Αλλά μην εκπλαγείς αν δεν βρεις εκεί αυτό που επιθυμεί η καρδιάσου.»

Ο Ίθαν γέλασε. «Ακούγεσαι σαν την Γκλέντα, την Καλή Μάγισσα του Βορρά.»Η Μάρτζι έγνεψε προς την κατεύθυνση της Τουίνκ. Ο Ίθαν γύρισε και έπιασε την Τουίνκ να

γελάει μαζί με τους γονείς της, με γερμένο πίσω το κεφάλι, τα μαλλιά τους να λάμπουν μέχρι κάτωστην πλάτη της, ενώ το γαλάζιο της φόρεμα κάλυπτε το κορμί που ο ίδιος είχε μάθει πολύ καλά.Ένας κόμπος σχηματίστηκε στο στομάχι του. Γύρισε το βλέμμα του πάλι στη μητέρα του.

Του χαμογελούσε, ενώ από τα μάτια της φαινόταν να το διασκεδάζει. «Σπίτι μου, σπιτάκι μου,Ίθαν.»

* * *

Η Τουίνκ δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Ο πατέρας και η μητέρα της συζητούσανμαζί της ως ενήλικες. Χωρίς διαλέξεις, φωνές και διαταγές. Απλώς γελούσαν και μιλούσαν για τοπεριστατικό στο πάρκιγκ σαν να ήταν φίλοι από τη Λέσχη Αξιωματικών αντί για γονείς και κόρη.

Εξωγήινοι, λοιπόν, ήρθαν και απήγαγαν τους γονείς της και τους αντικατέστησαν με αυτούς τουςφυσιολογικούς, λογικούς ανθρώπους.

«Λοιπόν, μπαμπά, παρά την ένοπλη αντίσταση που συνάντησες έξω, τι γνώμη έχεις για τη νέαμου πόλη;»

«Ξέρεις, Τουίνκι μου» απάντησε ο στρατηγός, χρησιμοποιώντας το όνομα με το οποίο τηναποκαλούσε από τότε που έδωσε το πρώτο της ρεσιτάλ μπαλέτου πριν από είκοσι χρόνια, «πάνταπίστευα ότι το Χάουαρντ ήταν ένα ενδιαφέρον μέρος. Όταν η μητέρα σου κι εγώ το επισκεφθήκαμεπριν από χρόνια, οι άνθρωποι ήταν πάντα ζεστοί και φιλικοί. Αλλά ποτέ δεν μας χαιρέτησαν όπωςαπόψε – με χαιρετισμό από είκοσι ένα όπλα!»

Γέλασε με ένα βαθύ, δυνατό ήχο που έκανε όλα τα κεφάλια στο εστιατόριο να γυρίσουν. ΗΦραν ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του και είπε σιγανά: «Τζον, δεν υπήρχε κάτι που ήθελεςνα πεις στη Μαίρη Λουίζ;»

Το γέλιο του κόπηκε απότομα και κάθισε ίσια στην καρέκλα. «Ναι, χρυσή μου, είναι αλήθεια.»Στράφηκε στην Τουίνκ. «Πιστεύω ότι σε υποτίμησα, Τουίνκ. Ποτέ δεν πίστεψα ότι θα μπορούσες νατο κάνεις αυτό χωρίς τη βοήθειά μου. Μάλιστα, ποτέ δεν πίστεψα ότι θα μπορούσες να κάνειςοτιδήποτε χωρίς τη βοήθειά μου.» Γέλασε με την ίδια του την ανοησία. «Προφανώς, κατόρθωσες ναπραγματοποιήσεις τα όνειρά σου εδώ στο Χάουαρντ. Έχεις φίλους που σε στήριξαν και σεενθάρρυναν.» Καθάρισε το λαιμό του. «Έχεις εξελιχθεί σε μια ικανή, δυνατή γυναίκα, Τουίνκ. Αυτόήταν που πάντα ήθελα για σένα. Και αν ήμουν σκληρός μαζί σου, ήταν επειδή έβλεπα τιςδυνατότητές σου και ήθελα να γίνεις το καλύτερο που μπορείς. Μπορεί να σε πίεσα υπερβολικά.Φοβάμαι πως σε απομάκρυνα.»

Έπιασε τα χέρια της μοναχοκόρης του και την κοίταξε με ειλικρίνεια στα μάτια της, πουέμοιαζαν με τα δικά του. «Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που ήθελα να κάνω. Ελπίζω να μεσυγχωρέσεις. Η μητέρα σου κι εγώ σε αγαπάμε και θέλουμε να είμαστε μέρος της ζωής σου. Αν μαςτο επιτρέψεις.»

Page 107: H Συνταγή Του Έρωτα

Ανάμεσα από τα δάκρυα που έτρεχαν στο πρόσωπό της, η Τουίνκ είδε τη μητέρα της ναχαμογελάει πλατιά. Κούνησε το κεφάλι της. «Μπαμπά, το μόνο που ήθελα ήταν να είσαιυπερήφανος για μένα, να με αποδεχτείς γι’ αυτό που είμαι.»

«Υπερήφανος;» αναφώνησε ο στρατηγός, με βραχνή από τη συγκίνηση φωνή. «Όσο δεν πάει,κορίτσι μου.»

Η Τουίνκ αγκάλιασε τον έκπληκτο πατέρα της. «Μπαμπά! Σ’ αγαπάω.» Και μετά τη μητέρα της.«Και σένα, μαμά! Χαίρομαι πολύ που ήρθατε!»

Η Φραν σκούπισε τα μάτια της. «Δεν θα το χάναμε, γλυκιά μου.» Έριξε μια λοξή ματιά στοσύζυγό της και μετά έκλεισε το μάτι στην κόρη της. «Ο πατέρας σου δεν με έχει ρίξει κάτω για ναπηδήξει πάνω μου εδώ και πολύ καιρό.»

«Μητέρα!» ξεφώνισε η Τουίνκ.Ο στρατηγός γέλασε ξανά και έκλεισε και τις δύο γυναίκες στην αγκαλιά του.

* * *

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν η Τουίνκ τελικά κλείδωσε την πόρτα του Τυχερού Φλιτζανιού. Ηβραδιά ήταν μια απολαυστική επιτυχία, με πλήθος κόσμου, τους γονείς της και τον Ίθαν δίπλα τηςσχεδόν συνέχεια. Τη βοήθησε να καθαρίσει και μετά προσφέρθηκε να μεταφέρει τη μητέρα του καιτην Ντάινα στα σπίτια τους με το αυτοκίνητο.

Το Χάουαρντ είχε σίγουρα παρευρεθεί στα εγκαίνια του εστιατορίου της. Τώρα μακάρι ναέρχονταν και για δείπνο αύριο. Αναστέναξε, νιώθοντας ένα μίγμα από χαρά, κούραση καιανακούφιση στην ατμόσφαιρα της ήσυχης, ζεστής βραδιάς.

«Απογοητευμένη;» Η απαλή φωνή την ξάφνιασε. Γύρισε από την άλλη, καθώς ο Ίθαν διέσχιζετο πάρκιγκ με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες τού παντελονιού του. Δεν φορούσε το παλτό και τηγραβάτα του, ενώ τα μανίκια του πουκαμίσου του ήταν γυρισμένα και φαίνονταν οι μύες σταμπράτσα του. Μπράτσα που την είχαν αγκαλιάσει – πόσες φορές; Και μετά από αύριο ποτέ ξανά.

«Με τρόμαξες.»«Συγνώμη.» Δεν φαινόταν καθόλου να λυπάται – αντίθετα, είχε έναν αέρα απειλητικού

αισθησιασμού. Επικίνδυνος, σκέφτηκε η Τουίνκ, πολύ επικίνδυνος. Εκείνος έκανε ένα βήμα προς τομέρος της. Τους χώριζαν λίγα μέτρα. «Ακουγόσουν απογοητευμένη.»

Εκείνη έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, απρόθυμη να χάσει έστω και λίγο τον αυτοέλεγχό της. Ανκατάφερνε να τον κρατήσει σε απόσταση, μπορεί να είχε μια πιθανότητα. Άλλωστε, έφευγε τηνεπομένη. Ποιο το όφελος μιας ακόμη νύχτας; Είχε πείσει τον εαυτό της ότι αυτό που συνέβη στοκαταφύγιο ήταν κάτι τυχαίο, το αποτέλεσμα ασυνήθιστων συνθηκών. Δεν έπρεπε να ξανασυμβεί.Δεν θα ξανασυνέβαινε, αν μπορούσε να παραμείνει σε εγρήγορση.

Αλλά εκείνος πλησίαζε περισσότερο. Κι έκανε τόση ζέστη. «Απογοητευμένη;» ρώτησε εκείνη μεβραχνή φωνή.

Το στόμα του ανασηκώθηκε λίγο στη μία άκρη. «Ναι, δεν πήγε καλά η βραδιά;»Έγλειψε τα χείλη της. «Ναι, φυσικά, ήταν υπέροχα.» Γέλασε, με έναν τσιριχτό, νευρικό τρόπο.

«Μετά το μικρό σόου του Χάρβι, φυσικά.»Ο Ίθαν έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Τους χώριζαν λίγα εκατοστά. Μπορούσε να μυρίσει

Page 108: H Συνταγή Του Έρωτα

ελαφρώς το άρωμά του – αρρενωπό και επικίνδυνα δελεαστικό. «Ο Χάρβι είναι φοβερόςχαρακτήρας.» Η φωνή του είχε γίνει ψίθυρος.

Καθάρισε το λαιμό της. «Χαίρομαι που δεν θα με καταδιώκει πλέον.»Εκείνος την πήρε απότομα στην αγκαλιά του και γρύλισε. «Δεν θέλω να σε καταδιώκει κανείς

άλλος εκτός από μένα.»Η διαμαρτυρία της πνίγηκε όταν τα χείλη του κάλυψαν τα δικά της για ένα εκπληκτικό φιλί. Δεν

χωρούσε αμφιβολία ότι ήθελε να αφήσει το σημάδι του στα χείλη, στο λαιμό, στο μάγουλο και στομέτωπό της. Όπου την άγγιζαν τα χείλη του, η φλόγα του πάθους έκαιγε τη σάρκα της.

Εκείνη αποτραβήχτηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας τον καλοκαιρινό αέρα να δροσίσειτην επιδερμίδα της.

«Όχι, Ίθαν, δεν μπορούμε. Με πληγώνει πολύ που ξέρω ότι δεν θα σε ξαναδώ.»«Τουίνκ, εγώ...» Πέρασε ένα χέρι ανάμεσα από τα μαλλιά του. «Συγνώμη. Δεν μπόρεσα να

κρατηθώ. Είσαι τόσο όμορφη απόψε, κι έχω να σε αγγίξω τόσο καιρό. Θέλω απεγνωσμένα να σουκάνω έρωτα και να σε πείσω να έρθεις στο Σικάγο μαζί μου, αλλά ξέρω ότι δεν μπορώ.»

Της ξέφυγε ένας λυγμός. «Ίθαν, ξέρεις ότι σε ερωτεύτηκα σε εκείνο το παιχνίδι των πλέι-οφ.»«Τι; Στο παιχνίδι;»«Τέλος πάντων. Το θέμα είναι ότι δεν θέλω να ζήσω τη ζωή μου μαραζώνοντας για κάτι που δεν

μπορώ να αποκτήσω. Αύριο εσύ θα φύγεις κι εγώ θα μείνω εδώ. Πρέπει να προχωρήσουμε στη ζωήμας. Μια ακόμη νύχτα μαζί απλώς θα κάνει ακόμη πιο δύσκολο τον αποχωρισμό.»

Το δάχτυλό του χάραξε μια νοητή γραμμή από τον ώμο μέχρι το χέρι της. Το έσφιξε με το δικότου και το ακούμπησε στο στήθος του. «Θα χορέψεις μαζί μου τότε;»

Ρούφηξε τη μύτη της. «Εδώ;»«Εδώ.»Την πήρε στην αγκαλιά του και τη στριφογύρισε στη μέση του σκοτεινού πάρκιγκ. Μια μόνο

λάμπα του δρόμου φώτιζε το σημείο όπου στέκονταν. Ο Ίθαν άρχισε να τραγουδά με βαθιά φωνήβαρύτονου. Η Τουίνκ δεν τον είχε ακούσει ποτέ να τραγουδά, και η ομορφιά της φωνής του τηνεξέπληξε.

«Τρελός. Είμαι τρελός που νιώθω τόσο μόνος.»Χόρευαν αργά, κάνοντας μικρά βηματάκια στο φωτεινό σημείο, ενώ η φωνή του Ίθαν γέμιζε τον

ουρανό με απροσδόκητη μουσική.«Τρελός.»Η Τουίνκ ακούμπησε το κεφάλι της στο φαρδύ του ώμο και αφέθηκε στο ρυθμό των κορμιών

τους, ελπίζοντας μάταια ότι ποτέ δεν θα την εγκατέλειπε, γνωρίζοντας ότι σε ένα λεπτό η στιγμή θαπερνούσε. Θα αποχαιρετιούνταν και ο καθένας θα πήγαινε σπίτι του μόνος.

«Που νόμιζα ότι η αγάπη μου θα σε κρατούσε.»Δάκρυα έβρεχαν το πουκάμισο του Ίθαν. Την έσφιξε περισσότερο, ενώ οι λυγμοί συντάραζαν το

κορμί της. Το τραγούδι του μετέφερε την απαλή καλοκαιρινή αύρα.«Τρελός που κλαίω, τρελός που προσπαθώ, και είμαι τρελός που σ’ αγαπώ.»

Page 109: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Έντεκα

Ο Ίθαν χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι της μητέρας του για τρίτη φορά και μετακίνησε το σακίδιοστο άλλο του χέρι. Πακετάριζε αργά τις τελευταίες δύο εβδομάδες, απρόθυμος κατά κάποιον τρόπονα γκρεμίσει τη ζωή του εδώ στο Χάουαρντ. Παρ’ όλα αυτά, την επομένη, το φορτηγό θα έπαιρνε ταυπάρχοντά του στο νέο διαμέρισμα στο Σικάγο. Θα ακολουθούσε με το αυτοκίνητό του. Σχεδίαζε ναπεράσει αυτή την τελευταία νύχτα με τη Μάρτζι.

Γιατί δεν απαντά; Ξέρω ότι με περιμένει.Αρχίζοντας να ανησυχεί ότι η Μάρτζι μπορεί να είχε κάνει καμιά ανοησία και να είχε

τραυματιστεί, γύρισε το πόμολο και μπήκε μέσα στο δροσερό, σκοτεινό σπίτι.Περίεργο που όλα τα φώτα ήταν σβηστά ενώ βρισκόταν ακόμη στο σπίτι.«Μαμά!» φώναξε, αφήνοντας το σακίδιο δίπλα στην πόρτα.«Έκπληξη!» ακούστηκαν οι δυνατές φωνές, μόλις άναψαν τα φώτα που αποκάλυψαν ένα πλήθος

περίπου τριάντα ατόμων από το Χάουαρντ που χαμογελούσαν πλατιά στον Ίθαν.«Τι; Γιατί; Ποιος;» είπε τραυλίζοντας.«Όλες πολύ καλές ερωτήσεις, γλυκέ μου» είπε καθησυχαστικά η μητέρα του, οδηγώντας τον σε

μια διπλανή καρέκλα. «Και αν καθίσεις εδώ στην τιμητική θέση, θα σου πούμε ποιος, τι και γιατί.»Όλοι περιφέρονταν στο δωμάτιο, ενώ μερικοί από τους ηλικιωμένους κάθονταν σε καναπέδες

και καρέκλες. Περισσότερες καρέκλες μεταφέρθηκαν μέσα από την τραπεζαρία και την κουζίνα γιανα βολευτεί το πλήθος που έμπαινε συνεχώς από το χολ και είχε συνωστιστεί στην είσοδο. Ο Ίθανπροσάρμοσε την εκτίμησή του. Υπήρχαν πενήντα ή και περισσότερα άτομα που είχαν στριμωχτείμέσα στο σπίτι. Μέσα στο πλήθος διέκρινε την Ντάινα με τον Τζόνα, τους Μπεργκ, την ΤζολίνΜάκι, τον αρχηγό Γουάιτμπρεντ, τα παιδιά της ομάδας μπέιζμπολ με τους γονείς τους, και τηνΤουίνκ.

Το χαμόγελο της Τουίνκ φαινόταν αφύσικο και βεβιασμένο, και τα μάτια της κόκκινα – άραγεαπό το κλάμα; Εξακολουθούσε να είναι όμορφη, έκλεβε τον αέρα από το δωμάτιο με το μακρύ,αεράτο και λουλουδάτο φόρεμά της, ενώ τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα ψηλά στο κεφάλι καιπιασμένα με ένα κοκαλάκι στολισμένο με άνθη. Τούφες από κατάξανθα μαλλιά δραπέτευσαν καιπλαισίωναν το νεραϊδένιο πρόσωπό της. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και έμειναν νακοιτάζονται μέχρι που εκείνη απέστρεψε το βλέμμα. Η έκφραση πόνου στο πρόσωπό της του ράγισετην καρδιά.

Ο δήμαρχος βγήκε μπροστά, κρατώντας μια πλακέτα. «Ίθαν, συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ γιανα σε τιμήσουμε. Ξέρουμε ότι δεν σου αρέσει να τραβάς την προσοχή, γι’ αυτό σκεφτήκαμε ότι δενθα ερχόσουν αν παραθέταμε τιμητικό δείπνο για σένα στο δημαρχείο.» Γελάκια ακούστηκαν από τοπλήθος. Ο Ίθαν άρχισε να κοκκινίζει. Ο δήμαρχος συνέχισε: «Η Μάρτζι πρότεινε να έρθουμε εδώκαι σε να παγιδεύσουμε. Εδώ είμαστε λοιπόν!»

Ο Ίθαν αγριοκοίταξε τη μητέρα του, η οποία χαμογέλασε αθώα και του κούνησε τα δάχτυλα. Θαασχολιόταν μαζί της αργότερα.

Page 110: H Συνταγή Του Έρωτα

Ο δήμαρχος καθάρισε το λαιμό του και συνέχισε με δυνατή φωνή που ακουγόταν καθαρά σεόλο το μικρό σπιτάκι. «Ίθαν Μακλάουντ, αναγνωρίζοντας τις εξαιρετικές υπηρεσίες που πρόσφερεςσε αυτή την κοινότητα και τις μεγάλες σου θυσίες με το χρόνο, το ταλέντο και τις ικανότητες πουαφιέρωσες, σε ονομάζουμε Άνδρα της Χρονιάς του Χάουαρντ.»

Το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ο δήμαρχος παρέδωσε στον Ίθαν την πλακέτα με τηνεπιγραφή του ονόματός του και της ημερομηνίας. Του έσφιξε το χέρι. «Ο πατέρας σου θα ήτανυπερήφανος, παιδί μου.»

«Ευχαριστώ» είπε ο Ίθαν με βραχνή φωνή, νιώθοντας ξαφνικά έναν κόμπο στο λαιμό. Κοίταξετη μητέρα του, η οποία σκούπιζε τα μάτια της με ένα μαντίλι. Την πλησίασε και της έδειξε τηνπλακέτα. Του έπιασε το πρόσωπο και το χαμήλωσε για να τον φιλήσει στο μάγουλο. «Κι εγώ είμαιυπερήφανη, γλυκέ μου» του ψιθύρισε.

Ίσιωσε την πλάτη του και έψαξε την Τουίνκ μέσα στο πλήθος, αλλά δεν την είδε πουθενά.Απογοητευμένος, στράφηκε πάλι στο δήμαρχο. «Σας ευχαριστώ, κύριε δήμαρχε. Είναι τιμή μου.»

Ο δήμαρχος μίλησε στο πλήθος. «Συχνά στη ζωή οι καλές πράξεις περνούν απαρατήρητες ή δεντυγχάνουν αναγνώρισης. Ασφαλώς αυτό ισχύει στην περίπτωση του Ίθαν. Ωστόσο, ο Ίθαν φεύγειαύριο από το Χάουαρντ, κι εμείς έχουμε την ευκαιρία να του πούμε κατά πρόσωπο πόσοευγνώμονες είμαστε για όλα όσα έχει κάνει για μας και πόσο θα μας λείψει. Μάλιστα, μερικά πολύιδιαίτερα άτομα βρίσκονται εδώ απόψε για να μοιραστούν κάποια από αυτά τα πράγματα και να τονευχαριστήσουν προσωπικά.»

Ο Ίθαν αποτραβήχτηκε από την αμηχανία που τον κυρίευσε. Ποτέ δεν ήθελε να είναι στοπροσκήνιο. Ήταν αναξιοπρεπές. Αυτός ήταν ο τομέας της μητέρας του. Ο ίδιος δεν ήθελε να ξέρουνοι άνθρωποι τι έκανε. Όσο περισσότεροι άνθρωποι ήξεραν τι έκανες τόσο περισσότερα θααπαιτούσαν από σένα. Δεν ήθελε να δοθεί ολοκληρωτικά στους κατοίκους του Χάουαρντ.

Αλλά με κάποιον τρόπο το έμαθαν. Και να που βρίσκονταν εδώ, να τον χειροκροτούν, να τουχαμογελούν και να τον περιβάλλουν.

Εκτός από την Τουίνκ. Πού ήταν η Τουίνκ;Ο δήμαρχος κάλεσε τα παιδιά της ομάδας του μπέιζμπολ να μιλήσουν πρώτα. Φώναζαν γύρω

από τον Ίθαν κι εκείνος τούς χτύπησε στην πλάτη και τους έσφιξε τα χέρια. Μίλησε ο Τόμπι.«Κόουτς, θέλαμε απλώς να σ’ ευχαριστήσουμε που μας προπονείς όλα αυτά τα χρόνια και που μαςέφτασες μέχρι τα πλέι-οφ. Και για όλη τη βοήθεια με την προπόνηση τα Σάββατα.»

«Και με τα μαθηματικά» πετάχτηκε ο Τζόσουα. «Δεν θα είχα περάσει την έκτη αν δεν ήσουνεσύ.»

Ο Ίθαν κοίταξε τη γεμάτη ειλικρίνεια έκφραση στο πρόσωπό του. «Εσύ έκανες όλη τη δουλειά,Τζος. Είμαι υπερήφανος για σένα.» Μετά μάζεψε όλα τα παιδιά γύρω του. «Είμαι υπερήφανος γιαόλους σας. Και την επόμενη χρονιά ξέρω ότι θα τα πάτε εξίσου καλά με νέο προπονητή.»

Τα παιδιά δυσανασχέτησαν. «Δεν θέλουμε άλλον προπονητή, θέλουμε μόνο εσένα» είπε οΤόμπι. Επέστρεψαν θλιμμένοι στους γονείς τους και ο Ίθαν ένιωσε σαν να τον μαχαιρώνουν στοστήθος.

Η Τζολίν Μάκι βγήκε μπροστά. Με διστακτική φωνή, τόσο σιγανά που οι άλλοι δυσκολεύονταννα την ακούσουν, είπε: «Ήθελα απλώς να ευχαριστήσω τον κύριο Μακλάουντ που έδωσε μιαευκαιρία σε μένα και την οικογένειά μου. Όταν πέθανε ο Πίτερ, αντιμετωπίζαμε σοβαρά

Page 111: H Συνταγή Του Έρωτα

προβλήματα. Δεν ήξερα πού να απευθυνθώ. Ο κύριος Μακλάουντ μάς πρόσφερε ένα δάνειο από τηντράπεζα για να αγοράσουμε μια μηχανή ραπτικής και να ξεκινήσουμε μια επιχείρηση.» Έγινεκατακόκκινη. «Όλοι το γνωρίζετε αυτό, έτσι κι αλλιώς. Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι ξέρω πωςήσασταν εσείς, κύριε Μακλάουντ, που συνυπογράψατε το δάνειό μου, και θέλω να σας δώσω αυτότο πάπλωμα.»

Έδωσε στον Ίθαν ένα υπέροχο πάπλωμα σε αποχρώσεις του μπλε, του καμηλό και του γκρι.Κάθε ξεχωριστό τετράγωνο του παπλώματος έφερε την υπογραφή ενός κατοίκου της πόλης ραμμένηστο χέρι. Χάιδεψε με τα δάχτυλά του το όνομα της Τουίνκ.

Η Τζολίν σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και του έδωσε ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο.«Είμαι τόσο υπερήφανη που πίστεψες σε μένα.»

Της ανταπέδωσε την αγκαλιά, σφίγγοντας το πάπλωμα στο στήθος του, ενώ αναρωτιόταν πώςέμαθε για το δάνειο. Το πλήθος χειροκρότησε ξανά· η Μάρτζι σκούπισε τα μάτια της με το πίσωμέρος του χεριού της.

Στη συνέχεια βγήκε μπροστά ο Αλ Μπεργκ. Με βραχνή από τη συγκίνηση φωνή είπε: «Κάθεχρόνο από τότε που σταμάτησα να δουλεύω στην εταιρία φυσικού αερίου ο Ίθαν έρχεται κρυφά στοκατώφλι μας την παραμονή των Χριστουγέννων με ένα μεγάλο καλάθι με τρόφιμα. Νομίζει ότι δεντον έχουμε δει, αλλά εμείς τον είδαμε. Και θέλουμε απλώς να τον ευχαριστήσουμε που κάνει ταΧριστούγεννά μας λίγο πιο γευστικά κάθε χρόνο.»

Άπλωσε το ροζιασμένο του χέρι, το οποίο ο Ίθαν έσφιξε εγκάρδια, στενοχωρημένος που η καλήτου πράξη αποκαλύφθηκε. Προτού μπορέσει να πει κάτι, πετάχτηκε η κυρία Μάμφρι, ησυνταξιούχος δασκάλα, και είπε: «Και σε μένα επίσης! Ο Ίθαν μού φέρνει ένα καλάθι κάθε χρόνο.»

«Και σε μας επίσης!» φώναξε ο κύριος Τόρες, ένας ηλικιωμένος αγρότης, που στεκόταν δίπλαστη μικροκαμωμένη γυναίκα του.

Σαστισμένος που οι ανώνυμες καλές πράξεις του ήταν γνωστές σε όλους, ο Ίθαν αναφώνησε:«Πώς το μάθατε όλοι; Πρόσεχα πολύ για να βεβαιωθώ ότι δεν με έβλεπε κανείς.»

«Μα Ίθαν» είπε γελώντας η κυρία Τόρες «οδηγείς εκείνο το μεγάλο, παλιό αυτοκίνητο. Σεακούμε που έρχεσαι από ένα μίλι μακριά.»

Όλοι στο δωμάτιο ξέσπασαν σε γέλια. Και ο Ίθαν επίσης δεν μπόρεσε να μη γελάσει με τηνανοησία του.

«Κανείς άλλος;» ρώτησε ο δήμαρχος παρατηρώντας το πλήθος.Αρκετοί άλλοι βγήκαν μπροστά για να εξιστορήσουν πώς τους βοήθησε ο Ίθαν να μετακομίσουν

ή να επισκευάσουν τους φράχτες και τις στέγες τους ή να χρηματοδοτήσουν νέα εγχειρήματα πουέσωσαν οικογένειες από τη χρεοκοπία. Έπειτα από μία ώρα ήταν όλοι εξαντλημένοι, αφού πέρασανμια συναισθηματική βραδιά, παρόμοια με την εκπομπή Αυτή είναι η ζωή σου.

Οι καλεσμένοι πέρασαν με τη σειρά από το τραπέζι της Μάρτζι για καφέ και κέικ και μετάέσφιξαν το χέρι του Ίθαν για να του δώσουν τις ευχές τους. Αρκετές γυναίκες έκλαψαν και αρκετοίάνδρες βούρκωσαν από ευγνωμοσύνη.

Όμως η Τουίνκ δεν βρισκόταν ανάμεσά τους.

* * *

Page 112: H Συνταγή Του Έρωτα

Η Τουίνκ άκουγε από την κουζίνα τις ιστορίες της γενναιοδωρίας του Ίθαν προς τους κατοίκους τουΧάουαρντ. Ήταν απασχολημένη ετοιμάζοντας κανάτες με παγωμένο τσάι με φύλλα μέντας και φέτεςπορτοκαλιού να κρέμονται στις άκρες. Ωστόσο, αρκετές φορές κατέρρευσε σε μια καρέκλα,καταβεβλημένη από τα δάκρυα. Κάθε ιστορία ήταν πιο συγκινητική από την προηγούμενη, και όλαβοήθησαν να σχηματιστεί η εικόνα του άνδρα που δήλωνε ότι μισούσε το Χάουαρντ, αλλά είχεαφιερώσει την καρδιά του στη μικρή αυτή πόλη.

Τι κενό που θα άφηνε όταν θα έφευγε... Το κενό στη δική της καρδιά ήταν τόσο μεγάλο πουμπορούσε να ακούσει την ηχώ από τα δάκρυά της. Τον αγαπούσε απεγνωσμένα, αλλά έπρεπε να τοναφήσει να φύγει.

Τελείωσε με το ανακάτεμα και μετέφερε τις κανάτες στην τραπεζαρία, όπου αμέσωςσχηματίστηκε «ουρά» από όσους ήρθαν για να ευχηθούν στον Ίθαν. Ενώ έκοβε το κέικ και το έβαζεστα πιάτα, ήταν σε θέση να παρατηρεί τον Ίθαν καθώς χαιρετούσε τον καθένα.

Ο συνωστισμός ανέβασε σημαντικά τη θερμοκρασία στο δωμάτιο και το πουκάμισο του Ίθανκολλούσε στο καλοσχηματισμένο του στήθος και στην πλάτη. Σκούπιζε πότε πότε το μέτωπό του μεμια από τις λινές πετσέτες της Μάρτζι. Είμαι σίγουρη ότι δεν θα του λείψει αυτή η ζέστη.

Προτού μπορέσει να δραπετεύσει πάλι στην αποπνικτική κουζίνα, ο Ίθαν κοίταξε προς το μέροςτης. Συνάντησε το βλέμμα της και το κράτησε μέχρι που η Ντάινα τής έδωσε μια σιγανή γροθιά σταπλευρά για να της θυμίσει ότι πολλά άτομα περίμεναν για το κέικ.

Μία ώρα αργότερα δεν είχε μείνει κανείς, τα πιάτα είχαν πλυθεί, η Ντάινα με τον Τζόνα είχανφύγει και ο Ίθαν με τη Μάρτζι δεν φαίνονταν πουθενά. Η Τουίνκ κρέμασε την πετσέτα στοντουλάπι, έσβησε το φως, βγήκε από την πίσω πόρτα και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό της, πουήταν παρκαρισμένο στο δρόμο.

«Δεν σκόπευες να με αποχαιρετήσεις;» Η φωνή του Ίθαν διέσχισε το αποπνικτικό, ζεστόνυχτερινό αεράκι. Ακουμπούσε χαλαρά στο αυτοκίνητο της Τουίνκ, με σταυρωμένα τα μπράτσα καιτο πρόσωπό του στο σκοτάδι.

«Βασικά, όχι» ομολόγησε η Τουίνκ, σπεύδοντας να πάει στο αυτοκίνητο. «Αποχαιρετιστήκαμεχτες το βράδυ. Υπάρχει όριο στη χαρά που μπορώ να αντέξω.»

Σηκώθηκε από το αυτοκίνητο, αλλά δεν έφυγε από μπροστά της. «Είναι, λοιπόν, άσκοπο να σουξαναζητήσω να έρθεις μαζί μου.»

Δεν τον κοίταξε. «Άσκοπο» είπε με όλη τη δύναμη που μπόρεσε να επιστρατεύσει.«Θα αξίζει τον κόπο.» Η φωνή του ήταν σαν μέλι που έσταζε πάνω της.«Είμαι βέβαιη γι’ αυτό. Όμως η ζωή μου βρίσκεται εδώ. Όπως και η δική σου βρίσκεται στο

Σικάγο – από αύριο δηλαδή.»«Θα μπορούσες κι εσύ να ζήσεις στο Σικάγο.»«Έχουν πολλά εστιατόρια στο Σικάγο. Δεν χρειάζονται εμένα.»Έσκυψε λίγο μπροστά μέχρι που η ανάσα του άγγιξε το μάγουλό της. Την περιέβαλλε η

παρουσία του, η ζεστασιά και η μυρωδιά του. Της ψιθύρισε: «Σε χρειάζομαι. Έλα μαζί μου.»Η Τουίνκ άκουσε την ξεκάθαρη ανάγκη στη φωνή του και του απάντησε με τον ίδιο τρόπο. «Κι

εγώ σε χρειάζομαι. Μείνε εδώ μαζί μου.»Ίσιωσε την πλάτη του. «Δεν μπορώ να μείνω εδώ. Θα πάθω ασφυξία.»

Page 113: H Συνταγή Του Έρωτα

«Αν φύγω, θα παραδοθώ.»Απομακρύνθηκε. «Αντίο, λοιπόν.»«Αντίο, Ίθαν.» Άνοιξε γρήγορα την πόρτα και μπήκε μέσα, έβαλε μπρος και βγήκε από το

πάρκιγκ χωρίς να κοιτάξει πίσω, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της, τα οποία φοβότανότι δεν θα σταματούσαν ποτέ.

* * *

Ο Ίθαν κάθισε στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση. Επαναλήψεις σειρών και αισχρές τηλεοπτικέςεκπομπές εισέβαλαν στο μερικώς επιπλωμένο διαμέρισμά του στο Σικάγο. Δεν είχε κάνει καν τονκόπο να γίνει συνδρομητής στην καλωδιακή τηλεόραση ή στο διαδίκτυο.

Μια βροντή σηματοδότησε την έναρξη μιας καταιγίδας. Τουλάχιστον δεν θα χρειαζόταν να βγειέξω. Άνοιξε το πακέτο που είχε πάρει από την πιτσαρία Λαμπρίνι επιστρέφοντας στο σπίτι καισούφρωσε τη μύτη του, αποφασισμένος να φάει κάτι διαφορετικό το επόμενο βράδυ. Απόψε όμωςήταν υπερβολικά κουρασμένος για να νοιαστεί.

Μέχρι τώρα οι γρήγοροι ρυθμοί του στο Σικάγο αποτελούνταν από ένα μήνα που περνούσε ταβράδια στο σπίτι, μποτιλιαρίσματα, απογοητεύσεις στη δουλειά και κακό φαγητό. Τα πράγματαπήγαιναν τέλεια.

Έβγαλε τα παπούτσια του και ανέβασε τα πόδια του στον καναπέ, ελπίζοντας ότι αν έκλεινε γιαλίγο τα μάτια του, ο φοβερός πονοκέφαλος θα υποχωρούσε.

Χτύπησε το κουδούνι. Πήγε να ανοίξει φορώντας τις κάλτσες του. Ήταν η Τουίνκ, με το ίδιοφανταχτερό γαλάζιο φόρεμα που είχε φορέσει στα εγκαίνια του Τυχερού Φλιτζανιού. Του έδωσε έναπιάτο με λαχταριστό κοτόπουλο κόρντον μπλου.

Πώς το κράτησε ζεστό στο αεροπλάνο;Η Τουίνκ μπήκε στο διαμέρισμα, αλλά ήταν η Μάρτζι εκείνη που κάθισε στον καναπέ, ντυμένη

με στολή αλεξιπτωτιστή.«Μαμά, τι κ...»Χτύπησε ξανά το κουδούνι. Εκεί στέκονταν η Τζολίν, οι Μπεργκ και ολόκληρη η ομάδα

μπέιζμπολ. Μπήκαν μέσα και άρχισαν να τρώνε πίτσες που έφερε ο κύριος Λαμπρίνι, ο οποίοςφορούσε καουμπόικο καπέλο και μπότες.

Η Τουίνκ ήρθε πίσω από τον Ίθαν, τύλιξε τα χέρια της γύρω του και ψιθύρισε: «Σ’ αγαπώ, αλλάτο να περάσουμε μια ακόμη νύχτα μαζί απλώς θα κάνει ακόμη πιο δύσκολο τον αποχωρισμό.»

Εκείνος γύρισε από την άλλη, την έσφιξε πάνω του και τη φίλησε. Την ένιωσε ζεστή και απαλήστην αγκαλιά του, άκουσε την τραχιά ανάσα της, διαισθάνθηκε πόσο τον είχε ανάγκη.

Από μακριά ακούστηκε ένα κουδούνισμα.Έστρεψε την προσοχή του πάλι στην Τουίνκ, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί, το ίδιο και η Μάρτζι,

η Τζολίν, οι Μπεργκ, η ομάδα και ο κύριος Λαμπρίνι με τις πίτσες του.Ο Ίθαν άνοιξε τα μάτια του. Το διαμέρισμα ήταν ήρεμο και ήσυχο, εκτός από την καταρρακτώδη

βροχή απ’ έξω και το αδιάκοπο κουδούνισμα από μέσα.Σήκωσε το ακουστικό από το άγκιστρο της συσκευής και απάντησε με ένα γρύλισμα.

Page 114: H Συνταγή Του Έρωτα

«Ίθαν, εσύ είσαι; Συμβαίνει κάτι; Είσαι άρρωστος; Έχεις κοτόσουπα;» Άκουσε τη φωνή τηςΜάρτζι, σαφώς ανήσυχη.

«Α, γεια σου, μαμά. Τίποτα δεν συμβαίνει. Δεν είμαι άρρωστος. Νομίζω ότι αποκοιμήθηκα.»Έτριψε τα μάτια του. Η Τουίνκ. Φαινόταν τόσο αληθινή. Τόσο ζεστή. Τόσο απαλή. Τόσο... μακριάαπό εδώ.

Να πάρει.«Ίθαν, είσαι καλά;» Η ανησυχία στη φωνή της Μάρτζι έγινε εντονότερη.«Φυσικά, μαμά, είμαι καλά. Απλώς είδα ένα παράξενο όνειρο, αυτό είναι όλο. Πώς είσαι;»«Είμαι καλά, γλυκέ μου. Έχεις χαιρετίσματα από όλους.»«Από την Τουίνκ;»«Ε, φυσικά, κι από κείνη.»Μια αστραπή προκάλεσε παράσιτα στην τηλεφωνική γραμμή. Ο Ίθαν μίλησε πιο δυνατά.

«Μαμά, η Τουίνκ είναι καλά;»«Ναι, γλυκέ μου, η Τουίνκ είναι καλά. Είναι πολύ απασχολημένη αυτές τις μέρες.»«Δηλαδή το εστιατόριο πάει καλά.»«Α ναι, έχει μεγάλη επιτυχία. Είμαστε σχεδόν γεμάτοι κάθε βράδυ.»Ο Ίθαν αναστέναξε, νιώθοντας μια εγωιστική απογοήτευση που το εγχείρημα της Τουίνκ και της

Μάρτζι ήταν επιτυχημένο. Εφόσον το Τυχερό Φλιτζάνι τα πήγαινε καλά, η Τουίνκ θα ήτανευτυχισμένη στο Χάουαρντ.

Κι εκείνος δυστυχισμένος στο Σικάγο.Αφού αντάλλαξαν νέα σχετικά με τις εξελίξεις στο Χάουαρντ και τη συναρπαστική ζωή του Ίθαν

στην τράπεζα, αποχαιρέτησε τη μητέρα του, έκλεισε το τηλέφωνο και ακούμπησε το κεφάλι του σταχέρια του. Ο πόνος στους κροτάφους του αντηχούσε το μπουμπουνητό απ’ έξω.

Ώστε, λοιπόν, η Τουίνκ τα πήγαινε υπέροχα. Η Τουίνκ περνούσε πολύ καλά. Η ζωή της Τουίνκκυλούσε ομαλά.

Πώς μπόρεσε να τον ξεπεράσει τόσο γρήγορα; Πώς μπορούσε να είναι καλά όταν εκείνος ήτανχάλια χωρίς εκείνη; Δεν μπορεί να τον έχει ξεπεράσει! Η Τουίνκ ήταν ερωτευμένη μαζί του! Ήτανβέβαιος γι’ αυτό!

Ο τρόπος με τον οποίο είχαν σμίξει τόσο τέλεια τα κορμιά τους στο καταφύγιο. Πόσο τοδιασκέδασαν στο φεστιβάλ! Δούλεψαν μαζί για να ετοιμάσουν το εστιατόριο. Μίλησαν,μοιράστηκαν στιγμές και χόρεψαν. Όλα αυτά δεν σήμαιναν τίποτε για εκείνη;

Του είπε ακόμη και ότι τον αγαπούσε. Κι εκείνος της είχε πει το ίδιο.Γιατί, λοιπόν, καθόταν σε ένα μοναχικό διαμέρισμα στο Σικάγο, ακούγοντας τη βροχή, κάνοντας

μια θλιβερή και απογοητευτική ζωή, ενώ θα μπορούσε να είναι στο Χάουαρντ με την Τουίνκ;Ο Ίθαν σκέφτηκε το Χάουαρντ. Οι άνθρωποι που είχε δει στον ύπνο του τώρα έρχονταν να

στοιχειώσουν τις σκέψεις του. Η Τζολίν και άλλοι όπως εκείνη που είχε βοηθήσει με δάνεια καισυμβουλές. Χάρη σε αυτόν, μπορούσαν να συντηρήσουν τις οικογένειές τους.

Και τι θα γινόταν με τα Γεράκια του Χάουαρντ; Τα χαρούμενα, γεμάτα ελπίδα πρόσωπά τουςβασίζονταν στον ίδιο για τις ηγετικές του ικανότητες και για την ενθάρρυνση που τους έδινε.Κάποιος άλλος θα έκανε αυτή τη δουλειά του χρόνου. Θα ήξερε ο νέος προπονητής ότι ο Τζέισον

Page 115: H Συνταγή Του Έρωτα

χρειαζόταν επιπλέον βοήθεια με τα χτυπήματα ή ότι ο Έρικ αργούσε στην προπόνηση επειδή ημητέρα του τον ανάγκαζε να κάνει μαθήματα πιάνου;

Και υπήρχαν και άλλοι επίσης, όπως η Ντάινα και ο Σκιτς, συμπαθητικά πρόσωπα που έδινανστο Χάουαρντ έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Τους αγαπούσε όλους. Και του έλειπαν.

Δεν έκανε φίλους στο Σικάγο. Τα περισσότερα άτομα από τη δουλειά ήταν διασκορπισμένα στηνευρύτερη περιοχή του Σικάγο. Όχι και πολύ κοντά δηλαδή. Οι άνδρες ενδιαφέρονταν κυρίως για τηδική τους καριέρα, και καμία γυναίκα δεν του έκανε εντύπωση. Σίγουρα στη δουλειά όλοι ήτανφιλικοί και τον καλωσόρισαν, αλλά ένα γεύμα περιστασιακά ήταν όλη κι όλη η κοινωνική επαφήπου είχε σε αυτή την πολυπληθή πόλη.

Αν εκτιμούσε με ειλικρίνεια την κατάσταση, όφειλε να παραδεχτεί ότι δεν είχε προσπαθήσει καιπολύ σκληρά τον τελευταίο μήνα. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν το Χάουαρντ και ηΤουίνκ. Να πάρει, αγαπούσε εκείνο το μέρος… κι εκείνη τη γυναίκα.

Και τώρα συνέχιζε απλώς τη ζωή της σαν να μην είχαν περάσει ποτέ μαζί μέρες και νύχτες στονκαλοκαιρινό καύσωνα του Τέξας! Σαν να μην έκανε ο ένας να βράζει το αίμα του άλλου!

Τα φώτα στο διαμέρισμα τρεμόπαιξαν κι έσβησαν. Ο Ίθαν σήκωσε το τηλέφωνο. Κομμένο. Ηκαταιγίδα είχε κόψει το ρεύμα και το τηλέφωνο. Θα γινόταν κατακλυσμός.

Αλλά είχε περάσει και χειρότερα.Μια εικόνα της Τουίνκ σχηματίστηκε στο μυαλό του, η ιδρωμένη επιδερμίδα της να γυαλίζει στο

φως των κεριών, καθώς έκαναν το καλύτερο σεξ που είχε βιώσει ποτέ.Ναι, ήταν μια φοβερή καταιγίδα.Κατέβασε απότομα το ακουστικό και περπάτησε μέχρι την ντουλάπα.

* * *

«Καταρρακτώδεις βροχές στις μεσοδυτικές πολιτείες – μια από τις χειρότερες καταιγίδες τηςτελευταίας πενταετίας. Διακόπηκε η ηλεκτροδότηση σε ορισμένες περιοχές του Σικάγο, ενώκόπηκαν επιπλέον οι τηλεφωνικές γραμμές. Η καταιγίδα έχει ήδη προκαλέσει υψηλές βροχοπτώσειςσε όλη την περιοχή, χωρίς να δείχνει σημάδια βελτίωσης μέχρι αύριο, ενώ το χαμηλό βαρομετρικόαρχίζει να μετακινείται ανατολικά.»

Η Τουίνκ έκλεισε την τηλεόραση. Αναρωτήθηκε αόριστα αν ο Ίθαν είχε ομπρέλα. Φυσικά καιέχει. Είναι μαύρη και αξιοπρεπής και κατάλληλη για έναν τραπεζικό. Και ποτέ δεν θα έβρεχε ταγυαλισμένα του παπούτσια. Ο Ίθαν είναι ευτυχισμένος στο Σικάγο, χαζούλα. Κάνει αυτό πουεπιθυμούσε. Το ίδιο κι εσύ.

Έσβησε τη λάμπα δίπλα από το κρεβάτι, γύρισε από την άλλη, σκεπάστηκε μέχρι το πιγούνι καιέμεινε να κοιτάζει το σκοτάδι, ελπίζοντας ότι θα την έπαιρνε γρήγορα ο ύπνος απόψε.

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου που βρισκόταν πάνω στο διπλανό κομοδίνο την ξάφνιασε λίγοαργότερα. Ίσως να είναι ο Ίθαν, σκέφτηκε με ελπίδα, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Δεν τηςείχε τηλεφωνήσει εδώ κι ένα μήνα, αλλά ίσως, ίσως...

«Κοτοπουλάκι μου» ακούστηκε η ρωσική προφορά από την άλλη άκρη.Η Τουίνκ ένιωσε την καρδιά της να σταματάει και μετά να ξεκινάει αργά, ενώ μίλησε

χαμογελώντας στο ακουστικό. «Μπόρις, πώς είσαι;»

Page 116: H Συνταγή Του Έρωτα

«Καλά. Έρχομαι αύριο να σε δω.»«Αύριο; Αυτό είναι πολύ ξαφνικό. Τι συνέβη;»«Α, η Ατλάντα. Το εστιατόριο δεν ήταν καθόλου όπως μου υποσχέθηκαν. Δεν είμαι ο

υπεύθυνος, αλλά πρέπει να λογοδοτώ σε μια απαίσια γυναίκα από τη Λουιζιάνα, η οποία επιμένει ότιόλα πρέπει να είναι τηγανητά. Δεν μπορώ, απλώς δεν μπορώ!»

Η Τουίνκ γέλασε. «Ω, καημενούλη μου. Λοιπόν, έλα να με δεις. Θα φτιάξουμε αριστουργήματαστην κουζίνα μου. Και τίποτα τηγανητό, το υπόσχομαι.»

«Νόστιμο ακούγεται. Το αεροπλάνο μου φτάνει το μεσημέρι.»«Θα έρθω να σε πάρω.»«Ωραία, ανυπομονώ να σε δω.»«Κι εγώ το ίδιο. Και...» κοντοστάθηκε, ενώ το μυαλό της άρχισε να επεξεργάζεται ένα σχέδιο.

«Μπόρις, θέλω κάτι να συζητήσουμε.»«Δεν θα μου πεις τώρα;»«Όχι, αύριο, αυτοπροσώπως.»«Χμ, μυστικά – πολύ κατασκοπικό από μέρους σου.»«Δεν έπρεπε να σου είχα πει ότι ο αρχηγός Γουάιτμπρεντ με πέρασε για μυστική πράκτορα.»«Που πουλούσε μυστικά σε μένα!» Γέλασε δυνατά. «Το μόνο μυστικό που θέλω από σένα είναι

η συνταγή σου για την ειδική σος.»«Δεν θα με κάνεις ποτέ να μιλήσω!»Ο Μπόρις προσποιήθηκε ένα απειλητικό ύφος. «Αυτό θα το δούμε.»Η Τουίνκ χαμήλωσε τη φωνή της και μιμήθηκε τη ρωσική προφορά. «Αύριο, ρωσική μου

αρκούδα.»«Αύριο, κοτοπουλάκι μου.»Ο Μπόρις έκλεισε το τηλέφωνο και η Τουίνκ γύρισε από την άλλη. Την πήρε ο ύπνος, ενώ

σκεφτόταν ότι ίσως τελικά να έσμιγε με τον Ίθαν.

Page 117: H Συνταγή Του Έρωτα

Κεφάλαιο Δώδεκα

Ο Ίθαν κοίταξε το ρολόι του για δέκατη φορά. Κάθονταν στον αεροδιάδρομο εδώ και μία ώρα,περιμένοντας να πάρουν την άδεια για απογείωση. Με αυτό το ρυθμό δεν θα έφτανε ποτέ στοΧάουαρντ.

Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για να πει στην Τουίνκ ότι την αγαπούσε, ότι ήθελε να περάσειόλη του τη ζωή μαζί της.

Έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι στο κάθισμα. Μια εικόνα της Τουίνκ σχηματίστηκεστο μυαλό του, που φορούσε αμάνικο μπλουζάκι και σορτσάκι, πασαλειμμένη με κόλλαταπετσαρίας. Χρειάστηκε όλη η δύναμη της θέλησής του εκείνη την ημέρα για να μη σκίσει ταλερωμένα από κόλλα ρούχα πάνω από το αισθησιακό της κορμί και να μην της κάνει έρωτα στοκολλώδες πάτωμα. Το φιλί που ακολούθησε ήταν η καταστροφή του. Και έκτοτε δεν άλλαξε τίποτα.

Έριξε ξανά μια ματιά στο ρολόι του. Τέσσερις το πρωί. Του πήρε πολλή ώρα να οδηγήσει μέχριτο αεροδρόμιο μέσα στην καταιγίδα, πηγαίνοντας αργά λόγω της καταρρακτώδους βροχής. Στησυνέχεια, μόλις έφτασε εκεί, διαπίστωσε ότι πολλές από τις πτήσεις είχαν ακυρωθεί. Θα μπορούσενα είχε φτάσει στο Χάουαρντ πιο γρήγορα οδηγώντας.

* * *

Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που η Τουίνκ σχεδόν δεν μπορούσε να δει την παλάμη της μπροστά στοπρόσωπό της. Είχε πέσει κατά τη διάρκεια της νύχτας, καλύπτοντας τις χαμηλές εκτάσεις γύρω απότο Χάουαρντ.

Οδηγούσε αργά για να διασχίσει την ετοιμόρροπη γέφυρα που ένωνε τις όχθες του ρυακιού σταόρια του κτήματος, σημειώνοντας στο νου της να την επισκευάσει σύντομα.

Τώρα που το εστιατόριο τα πήγαινε τόσο καλά μπορούσε να προγραμματίσει για το μέλλον, νακάνει επισκευές στην αγαπημένη της αγροικία, ίσως ακόμη και να αγοράσει μερικές αγελάδες ήάλογα. Γέλασε με τον εαυτό της. Εντάξει, ίσως μόνο ένα σκύλο. Για συντροφιά.

Αυτή ήταν η τελευταία αποκάλυψη από τότε που έφυγε ο Ίθαν. Ήταν μόνη στη μεγάλη,δαιδαλώδη αγροικία και στο νέο, γεμάτο από κόσμο εστιατόριό της. Τώρα που η ζωή της έστρωσε, ηησυχία και η μοναξιά ήταν πιο έκδηλες.

Κι έπειτα ένιωθε εκείνο το κενό στο στήθος της όπου βρισκόταν κάποτε η καρδιά της.Αναστέναξε. Αρκετά με τη λύπηση για τον εαυτό της. Έπρεπε να πάει στο εστιατόριο για να

υποδεχτεί το φορτηγό τροφοδοσίας και αργότερα θα πήγαινε να πάρει τον Μπόρις από τοαεροδρόμιο.

* * *

«Κυρίες και κύριοι, σε λίγο προσγειωνόμαστε στο Χιούστον. Παρακαλείστε να τοποθετήσετε τατραπεζάκια στην όρθια θέση τους.»

Page 118: H Συνταγή Του Έρωτα

Χιούστον. Ο Ίθαν γύρισε τα μάτια του κοροϊδευτικά προς τα πάνω. Ο πιλότος είχε ανακοινώσειπριν από μία ώρα ότι θα κατευθύνονταν προς το Χιούστον εξαιτίας της ομίχλης στο διεθνέςαεροδρόμιο Ντάλας/Φορτ Γουόρθ. Όλοι θα επιβιβάζονταν σε άλλο αεροπλάνο που θαπροσγειωνόταν στο Ντάλας κατά το μεσημέρι. Έως τότε η ομίχλη θα είχε διαλυθεί.

Το μεσημέρι. Θα μπορούσε να νοικιάσει αυτοκίνητο και να οδηγήσει δύο ώρες μέχρι τοΧάουαρντ. Ίσως να έφτανε εκεί νωρίς το απόγευμα.

Έγειρε πίσω στο κάθισμα και έκλεισε ξανά τα μάτια του, ενώ αισθανόταν την ανησυχητικήμείωση της ταχύτητας του τεράστιου αεροσκάφους κατά την κάθοδό του.

Μια εικόνα της Τουίνκ τού ήρθε στο νου. Γεμάτη πάθος και εκπλήξεις. Με τα λαμπερά,καταπράσινα μάτια της και το νεραϊδένιο πρόσωπό της. Και τα κατάξανθα μαλλιά της. Να γελάει στοφεστιβάλ, ενώ βούτυρο από το καλαμπόκι της έτρεχε στο πιγούνι της. Πόσο ήθελε τότε να τογλείψει!

Γέλασε με τις αναξιοπρεπείς του σκέψεις. Πόσο διαφορετικός ήταν σε σύγκριση με δύο μήνεςπριν.

Ένα σφίξιμο ξεκίνησε από την καρδιά του και συνεχίστηκε πιο χαμηλά, μέχρι το στομάχι του.Πρέπει να ήμουν τρελός που έφυγα για το Σικάγο. Νόμιζα ότι θα μπορούσα απλώς να απομακρυνθώκαι να την ξεχάσω; Δεν πέρασε λεπτό από τότε που να μην την έχω σκεφτεί.

Κοίταξε ψηλά για να στείλει μια μικρή προσευχή στον ουρανό. Κι αν δεν με θέλει; Μακάρι ναμε αγαπάει ακόμα. Δεν θα την αφήσω ποτέ ξανά. Το υπόσχομαι.

Το αεροπλάνο σταμάτησε στην πύλη δώδεκα στο Διηπειρωτικό Αεροδρόμιο του Χιούστον.Κάλεσε τον αριθμό του εστιατορίου από το κινητό του. Κατειλημμένο. Με μια βρισιά το έκλεισε καιπερπάτησε βιαστικά ανάμεσα στο πλήθος για να προλάβει την πτήση για το Ντάλας.

* * *

«Δεν ξέρω πού είναι» είπε νευριασμένη η Μάρτζι. «Δεν απαντάει κανείς στο διαμέρισμά του καιστην τράπεζα λένε ότι δεν εμφανίστηκε σήμερα. Ο Ίθαν δεν κάνει κάτι τέτοια.» Κούνησε αρνητικάτο κεφάλι της, ενώ συνοφρυώθηκε από τη σύγχυση και την ανησυχία.

Στέκονταν στην κουζίνα του Τυχερού Φλιτζανιού. Η Τουίνκ έλεγξε το θερμοστάτη στον τοίχο.Για κάποιο λόγο είχε περισσότερη ζέστη μέσα στο εστιατόριο παρά έξω.

Χτύπησε ελαφρά στον ώμο την άλλη γυναίκα. «Ίσως να πήρε ρεπό.» Όταν η Μάρτζι ανασήκωσετο ένα φρύδι, η Τουίνκ γέλασε. «Υποθέτω ότι ο Ίθαν δεν είναι τύπος που κάνει διακοπές, έτσι δενείναι; Ασφαλώς όχι τόσο σύντομα.»

Η διορατική ματιά της Μάρτζι διαπέρασε την Τουίνκ. «Απλώς ακουγόταν τόσο παράξενα στοτηλέφωνο χτες το βράδυ. Κάπως αφηρημένος και στενοχωρημένος.»

«Είμαι σίγουρη πως είναι απλώς η φαντασία σου. Εννοώ ότι πήγε στο Σικάγο για να βρει αυτόπου επιθυμούσε η καρδιά του. Μάλλον θα είναι τρισευτυχισμένος. Τέλος πάντων, δεν είναι δική μαςδουλειά το τι κάνει, έτσι δεν είναι;»

Προσπαθούσε να ακούγεται χαλαρή και κεφάτη, αλλά, αντίθετα, τα λόγια της βάραιναν τηνατμόσφαιρα, ήταν πικρά και κακεντρεχή. Γι’ αυτό άλλαξε θέμα.

«Φαίνεται ότι κάτι δεν πάει καλά με το κλιματιστικό. Τηλεφώνησα στον τεχνικό, αλλά μπορεί να

Page 119: H Συνταγή Του Έρωτα

μην προλάβει να έρθει προτού αρχίσει η ώρα αιχμής του δείπνου.»Η Μάρτζι έμοιαζε φοβισμένη. «Οχ, όχι, αυτό είναι κακός οιωνός.»Η Τουίνκ έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. «Α, πρέπει να φύγω αν θέλω να συναντήσω

εγκαίρως τον Μπόρις.» Άρπαξε το τσαντάκι της και βγήκε έξω από την πίσω πόρτα χαιρετώντας τηΜάρτζι. «Θα επιστρέψω γύρω στις δύο.»

* * *

Ο Ίθαν κοίταξε το κινητό του και την κενή οθόνη. Εκτός λειτουργίας. Δεν πρόλαβε να το φορτίσεικαι ξέχασε να πάρει μαζί του το φορτιστή πάνω στη βιασύνη του να φτάσει στο Χάουαρντ.

Σηκώθηκε όρθιος, χτυπώντας το κεφάλι του στο ταβάνι του μικρού αεροσκάφους.Προσγειώθηκαν, επιτέλους, στο Ντάλας και βιαζόταν να πάει στο κατάστημα ενοικίασηςαυτοκινήτων. Αλλά προτού μπορέσει να πάρει τη χειραποσκευή του, βρέθηκε στριμωγμένοςανάμεσα στο μπροστινό κάθισμα και σε μια μεγαλόσωμη γυναίκα που κουβαλούσε ένα ακόμη πιομεγάλο λούτρινο αρκουδάκι πάντα.

«Κάνε μου τη χάρη!» του γρύλισε καθώς προσπαθούσε να περάσει.Θα μπορούσε να της είχε δώσει μια απάντηση, αλλά δεν μπορούσε να αναπνεύσει, κολλημένος

όπως ήταν στο κάθισμα. Όταν μπόρεσε, κατέβασε τη χειραποσκευή του από το ντουλάπι ψηλά καιακολούθησε τους άλλους επιβάτες στο διάδρομο και μετά στη σκάλα.

Μόλις βγήκε από τη σήραγγα, είδε πολλά άτομα που ξανάσμιγαν γύρω του, πλήθος να πηγαίνειαπό τη μια πύλη στην άλλη, καθώς ευτυχισμένοι φίλοι και συγγενείς συναντούσαν ο ένας τον άλλο.Ο Ίθαν ευχήθηκε να είχε καταφέρει να επικοινωνήσει με τη μητέρα του τηλεφωνικά για να ερχόταννα τον συναντήσει.

Θα μπορούσε να το είχε ζητήσει από την Τουίνκ, φυσικά, αλλά κατά κάποιον τρόπο ήθελε νατην εκπλήξει με την επιστροφή του, να την αγκαλιάσει, να την στριφογυρίσει και να τη φιλήσειμέχρι λιποθυμίας σε ένα πιο ιδιωτικό μέρος από το αεροδρόμιο.

Όχι, ήταν καλύτερα που δεν υπήρχε κάποιος να τον συναντήσει. Θα νοίκιαζε ένα αυτοκίνητο, θαοδηγούσε μέχρι το σπίτι της μητέρας του και θα κατευθυνόταν στο εστιατόριο. Το ξανασμίξιμό τουμε την Τουίνκ, σκέφτηκε ενώ παρακολουθούσε το συναισθηματικό χαιρετισμό ενός νεαρούζευγαριού, θα ήταν αξιομνημόνευτο.

Αφού φόρεσε το σακίδιο στον ώμο, κατευθύνθηκε για το κατάστημα ενοικίασης, αλλά ξαφνικάσταμάτησε.

Πιο μπροστά, με τη σιλουέτα της να σκιαγραφείται στο τζάμι του παραθύρου που έβλεπε στοχώρο του αεροδρομίου, στεκόταν η Τουίνκ φορώντας ένα αεράτο φόρεμα που έφτανε μέχρι τουςαστραγάλους της. Ήταν τόσο διαφανές που, με φόντο τα παράθυρα, ο Ίθαν μπορούσε να διακρίνεικάθε καμπύλη των καλοσχηματισμένων ποδιών της. Κοιτούσε με προσμονή τριγύρω στηνκατάμεστη αίθουσα, παρατηρώντας τους επιβάτες που πηγαινοέρχονταν, αναζητώντας κάποιον.

Αλλά ποιον; Δεν ήξερε ότι έφτανε.Μόλις ο Ίθαν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, τα χείλη της Τουίνκ σχημάτισαν ένα υπέροχο

χαμόγελο. Στάθηκε στις μύτες των ποδιών, κουνώντας ένα τεράστιο ψάθινο καπέλο, φωνάζονταςκάτι που ο Ίθαν δεν μπόρεσε να καταλάβει μέσα στο θόρυβο του αεροδρομίου.

Page 120: H Συνταγή Του Έρωτα

Προτού προλάβει να τη φωνάξει, εκείνη έκανε μερικά βήματα μπροστά και έπεσε στην ανοιχτήαγκαλιά του πιο μεγαλόσωμου άνδρα που είδε ποτέ του. Με ύψος πάνω από 1,90, δέσποζε πάνωαπό την Τουίνκ, η οποία τον αγκάλιαζε όλο χαρά. Είχε φαρδιές πλάτες και ήταν γεροδεμένος, μετεράστια πόδια και χέρια, τα τελευταία από τα οποία ήταν τυλιγμένα προστατευτικά γύρω από τηνΤουίνκ.

Τα απείθαρχα μαύρα του μαλλιά, που έπεφταν ελεύθερα στους ώμους του, σε συνδυασμό με τηνπλούσια γενειάδα και το μουστάκι, τον έκαναν να μοιάζει με μεγάλη, μαύρη αρκούδα.

Μετά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, η μεγάλη αρκούδα σήκωσε την Τουίνκ και τη φίλησε και σταδύο μάγουλα. Εκείνη χαμογέλασε πλατιά και πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, ενώ ταπόδια της κρέμονταν σχεδόν μισό μέτρο πάνω από το έδαφος.

Τι στο διάολο συνέβαινε; Ο Ίθαν άλλαξε θέση στη χειραποσκευή του και έκανε δυο βήματα έξωαπό την αίθουσα αναμονής, προς το διάδρομο, σκοπεύοντας να μάθει προτού ο τύπος έκανε κάτιπου θα μετάνιωνε αργότερα. Η αρκούδα άφησε κάτω την Τουίνκ απαλά και άρχισαν να περπατούναγκαζέ προς το χώρο παραλαβής αποσκευών.

Ο Ίθαν μπήκε βιαστικά στο διάδρομο και τον υποδέχτηκε ο ήχος μιας δυνατής κόρνας. Γύρισεκαι είδε ένα καραβάνι από μηχανοκίνητα καροτσάκια τα οποία μετέφεραν τουλάχιστον καμιάεικοσαριά καλόγριες και έρχονταν καταπάνω του. Πηδώντας προς τα πίσω, στηρίχτηκε σε μιακαρέκλα και προσπάθησε να επικεντρωθεί στην πλάτη της αρκούδας που απομακρυνόταν. Μεδυσκολία διέκρινε τη μαύρη χαίτη του ενώ ανέμιζε μέσα στο πλήθος.

Έπειτα από ένα ολόκληρο λεπτό πέρασε και το τελευταίο καροτσάκι κι εκείνος ξεκίνησε σχεδόννα τρέχει στο διάδρομο. Δεν είδε τη μεγαλόσωμη γυναίκα και το τεράστιο πάντα της μέχρι που ήτανπολύ αργά.

Έκανε ξέφρενες χειρονομίες σε έναν μικροκαμωμένο άνδρα με μουστάκι, προφανώςεκνευρισμένη μαζί του για κάποιο τρομερό παράπτωμα, όταν ξαφνικά έκανε ένα βήμα πίσω στοδιάδρομο.

Ο Ίθαν έπεσε πάνω της με φόρα· σωριάστηκαν και οι δύο στο πάτωμα. Κατέληξε σε μιαντροπιαστική στάση, καβαλικεύοντας το πάντα. Σώα και αβλαβής, αλλά έξαλλη, η γυναίκασηκώθηκε όρθια με τη βοήθεια αρκετών αθώων περαστικών. Όρμησε στον Ίθαν με τα χέρια και τιςτσάντες και τις ομπρέλες της, αποφασισμένη να σώσει το πάντα όσο ήταν ακόμα ανέπαφη η τιμή καιη γέμισή του.

Ο Ίθαν υποχώρησε στο διάδρομο όπου έμπαιναν οι επιβάτες μιας άλλης πτήσης από την πόρτακαι ρίχνονταν στις αγκαλιές των φίλων και των μελών της οικογένειάς τους. Έξαλλος, τέντωνε τολαιμό του για να δει μέσα στο πλήθος, αλλά η μαύρη χαίτη είχε εξαφανιστεί. Το ίδιο και η Τουίνκ.

«Πρόσεχε!» φώναξε κάποιος.Ο Ίθαν γύρισε προς την κατεύθυνση της φωνής ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να δεχτεί ένα

λοξό χτύπημα στο πρόσωπο από το βαλιτσάκι της γυναίκας με το πάντα. Αφού έχασε την ισορροπίατου, έπεσε στα γόνατα, ενώ αίμα έτρεχε από ένα μικρό σκίσιμο στο μάγουλο.

Ένας φρουρός της ασφάλειας, που είχε παρακολουθήσει τον καβγά, πήγε τη γυναίκα με το πάντακαι το έκλυτο λούτρινο αρκουδάκι στην άλλη άκρη της αίθουσας, προτού καταφέρει περισσότεραχτυπήματα στο κεφάλι του Ίθαν.

Αφού σηκώθηκε με δυσκολία στα πόδια του, ο Ίθαν άρπαξε το σάκο του και κατευθύνθηκε

Page 121: H Συνταγή Του Έρωτα

βιαστικά προς το κατάστημα, ελπίζοντας να μην έχει ξανά στενές επαφές με είδη προς εξαφάνιση καιτους προστάτες τους.

Μια εικόνα του μαυρομάλλη αρκουδάνθρωπου τού πέρασε ξαφνικά από το νου.Ποιος στο διάολο ήταν;

* * *

Στριμωγμένος στο μικρό λεωφορείο της εταιρίας ενοικίασης αυτοκινήτων, ο Ίθαν άγγιξε το μάγουλότου. Έτσουζε. Έκανε ένα μορφασμό μόλις σκέφτηκε τη σκηνή στο αεροδρόμιο. Πόσο γελοίοςφαινόταν σωριασμένος επάνω στο λούτρινο πάντα. Όλα εξαιτίας της Τουίνκ!

Χαμογέλασε. Του την έφερε πάλι.Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στον κρόταφό του. Ξεκούμπωσε τα μανίκια του πουκαμίσου του

και τα γύρισε προς τα πάνω, παρατηρώντας και το ξεραμένο αίμα που είχε πέσει στο μπροστινόμέρος. Τον χτύπησε ο αυγουστιάτικος καύσωνας τη στιγμή που βγήκε από το αεροπλάνο στοΔιεθνές Αεροδρόμιο Ντάλας/Φορτ Γουόρθ.

Σπίτι μου, σπιτάκι μου.Ο Ίθαν αναζήτησε στο πάρκιγκ με το βλέμμα το αυτοκίνητο που του παραχώρησαν. Ο οδηγός

σταμάτησε δίπλα σε ένα παλιό Σεντάν.«Προσέξτε πού πατάτε, κύριε. Έσπασε ένας αγωγός νερού εδώ σήμερα το πρωί και το πάρκιγκ

γέμισε νερά.»«Ευχαριστώ. Θα προσέχω.»Ο Ίθαν άρπαξε τη χειραποσκευή του και βγήκε από το λεωφορειάκι βουτώντας μέσα στο

τρεχούμενο νερό μέχρι τον αστράγαλο. Γλίστρησε και έπεσε στα πλάγια, μόλις καταφέρνοντας νακρατήσει το σάκο του ψηλά, στεγνό.

Αλλά ένα από τα ιταλικά, δερμάτινα παπούτσια του γλίστρησε από το πόδι του, παρασύρθηκεκαι εξαφανίστηκε μέσα σε ένα κοντινό φρεάτιο. Ο Ίθαν όρμησε να το πιάσει, αλλά δεν τα κατάφερεεγκαίρως.

Με μια βρισιά, σηκώθηκε όρθιος με δυσκολία και, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά,κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο που τον περίμενε.

Σίγουρα αυτή η μέρα δεν θα μπορούσε να γίνει χειρότερη.

* * *

Στις τέσσερις η ώρα η Τουίνκ και ο Μπόρις απολάμβαναν ένα ποτήρι παγωμένο τσάι σε ένα από τατραπέζια στο Τυχερό Φλιτζάνι. Ο Μπόρις κατέβασε μια ικανοποιητική γουλιά και κοίταξε τριγύρωστην αίθουσα.

«Υπέροχα, κοτοπουλάκι μου» είπε τραγουδιστά. «Είμαι πολύ περήφανος για σένα. Κοίτα τικατάφερες!»

Η Τουίνκ κοκκίνισε από ευχαρίστηση από τα κομπλιμέντα του φίλου της. «Χαίρομαι που σουαρέσει. Δεν είναι και πολύ εκλεπτυσμένο. Όχι ιδιαίτερα μοντέρνο και κομψό. Είναι πιο... πιο...» Ηφωνή της εξασθένισε καθώς αναζητούσε τη λέξη που περιέγραφε το γαλλικό εσωτερικό στιλ.

Page 122: H Συνταγή Του Έρωτα

«Γραφικό, χαριτωμένο, επαρχιακό, άνετο, φιλόξενο... Να συνεχίσω;» Ο Μπόρις γέλασε και οδυνατός ήχος γέμισε την αίθουσα με χαρά.

Ήταν ένα συναίσθημα που η Τουίνκ δεν είχε νιώσει για ένα μήνα. Της έλειπε το γέλιο του Ίθανκαι η χαρά που έφερε στη ζωή της. Χαμογέλασε στο φίλο της. «Χαίρομαι που είσαι εδώ. Μουέλειψες.»

Ο Μπόρις έσκυψε πάνω από το τραπέζι και έπιασε το πιγούνι της Τουίνκ με την τεράστιαπαλάμη του. «Χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ, αλλά νομίζω ότι άλλος είναι που σου λείπει.»

Η Τουίνκ χαμήλωσε το βλέμμα επειδή φοβήθηκε ότι θα έβλεπε εκεί τη θλίψη της και τηνεπαλήθευση της δήλωσής του. «Μη λες ανοησίες. Εδώ έχω όλα όσα χρειάζομαι.»

«Ναι, έχεις το εστιατόριό σου, και είναι υπέροχο. Το όνειρό σου εκπληρώθηκε.» Άπλωσε ταχέρια του, δείχνοντας όλη την αίθουσα. «Και έχεις την παράξενα χαριτωμένη συνέταιρό σου, τουςφίλους σου και το σπίτι των αγαπημένων παππούδων σου όπου ζεις. Έχεις ακόμα και την έγκρισηκαι την ευλογία του πατέρα σου, ο οποίος τελικά συνειδητοποίησε ότι δεν είσαι αγόρι αλλά μιααπίστευτα όμορφη και ταλαντούχα νέα γυναίκα.»

Η Τουίνκ κοκκίνισε και χαμήλωσε ξανά το βλέμμα της, αυτή τη φορά για να κρύψει τα δάκρυαπου απειλούσαν να κυλήσουν. «Ναι, τα έχω όλα αυτά τα πράγματα. Είμαι ευτυχισμένη, εκστατικάευτυχισμένη. Ειδάλλως θα ήμουν χαζή.»

Με ένα λυγμό, έκρυψε το κεφάλι της στα χέρια της και έκλαψε. Ο Μπόρις την έβαλε να καθίσειστα πόδια του, χάιδεψε τα μαλλιά της με την παλάμη του και τη χτύπησε ελαφρά στην πλάτη σαν ναήταν παιδάκι, καθησυχάζοντάς τη σιγανά στα ρωσικά. «Μικρή μου χαζούλα. Όταν ο έρωτας ανθεί,όλα τα άλλα λουλούδια χάνουν το άρωμά τους, έτσι δεν είναι;»

* * *

Η «ουρά» των αυτοκινήτων εκτεινόταν για χιλιόμετρα στο διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο, μέχριεκεί όπου έφτανε το μάτι του Ίθαν. Προχωρούσε με ρυθμό χελώνας, μία ώρα από το Χάουαρντ,αλλά του φαινόταν μια ολόκληρη ζωή μέχρι να δει την Τουίνκ.

«Η κυκλοφορία είναι αργή στον αυτοκινητόδρομο 20 λόγω ενός σοβαρού δυστυχήματος πουέλαβε χώρα πριν από δεκαπέντε λεπτά. Αναμένονται σημαντικές καθυστερήσεις. Αυτά από τοελικόπτερο 5.»

Ο Ίθαν έκλεισε το ραδιόφωνο. Ακούμπησε το κεφάλι του στο τιμόνι. Ένιωθε ηττημένος καιαυτό του έκοβε την ανάσα.

Ποτέ δεν θα κατάφερνε να φτάσει. Δεν θα προλάβαινε να της πει ότι είχε κάνει ένα τρομερόλάθος, ότι την αγαπούσε, ότι θα μετακόμιζε πίσω στο Χάουαρντ, ότι το μόνο που ήθελε στον κόσμοήταν να ζήσει εκεί μαζί της, να κάνουν οικογένεια και να γεράσουν μαζί.

* * *

Τώρα, εξαιτίας της ηλιθιότητάς του και της γυναίκας με το πάντα, η Τουίνκ θα παντρευόταν τηντεράστια μαύρη αρκούδα. Θα γεννούσε τα παιδιά του και θα γερνούσε μαζί του, σκέφτηκεθυμωμένος, αφήνοντας την απογοήτευση να υπερνικήσει τη λογική του.

Η εικόνα της αρκούδας με την Τουίνκ να κάνουν παιδιά ήταν κάτι που δεν άντεχε ο Ίθαν. Με το

Page 123: H Συνταγή Του Έρωτα

ξυπόλυτο πόδι του, πάτησε το γκάζι του νοικιασμένου αυτοκινήτου και βγήκε εκτός δρόμου.Τρέχοντας στην άκρη του αυτοκινητόδρομου, προσπέρασε τα αυτοκίνητα που του έκλειναν τοδρόμο.

Μια σειρήνα ούρλιαζε από πίσω του.

* * *

Ο Μπόρις είχε δίκιο. Η Τουίνκ χρειαζόταν να μαγειρέψει. Ήταν η παρηγοριά της, η θεραπεία της, οτρόπος με τον οποίο εξέφραζε τα συναισθήματά της. Όταν, επιτέλους, ανέκτησε την αυτοκυριαρχίατης, της πρότεινε να ασχοληθούν με μερικές νέες συνταγές. Συμφώνησε με χαρά, αφού θα της έδινετην ευκαιρία να δοκιμάσει μερικές από τις ιδέες που σκέφτηκε μαζί με τη Μάρτζι για να τιςσερβίρουν με το τσάι. Κι επιπλέον θα αποσπούσε τις σκέψεις της από τον Ίθαν.

Πού τέτοια τύχη!Ενώ ο Μπόρις πετούσε στον αέρα με μαεστρία μια τηγανιά μανιτάρια, εκείνη ζύμωνε τα

κουλουράκια, αφήνοντας τα χέρια της να κάνουν μασάζ στην εύπλαστη ζύμη. Όμως τα δάχτυλά τηςθυμούνταν την ίδια κίνηση που έκαναν πάνω στην επιδερμίδα του Ίθαν, που ήταν απαλή και σφιχτή,δυνατή και ευλύγιστη. Της άρεσε πολύ να τον αγγίζει.

Μια βαθιά ανάσα γέμισε τους πνεύμονές της με τη μυρωδιά των φρέσκων συστατικών, τωνμπαχαρικών και των βοτάνων. Ωστόσο, το μυαλό της θυμήθηκε τη διακριτική μυρωδιά τουαρώματος που φορούσε ο Ίθαν.

Αυτό συνέβαινε εδώ και μέρες. Τα πάντα τής θύμιζαν τον Ίθαν και δεν μπορούσε νασυγκεντρωθεί στις δουλειές της για πάνω από δύο δευτερόλεπτα χωρίς το μυαλό της να επιστρέφεισε εκείνον.

Τον γνώρισε μόλις ένα μήνα προτού φύγει. Γιατί δεν μπορούσε να τον ξεχάσει;Χτύπησε τη γροθιά της με δύναμη στη μέση της ζύμης. Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της.

Ώρα να μιλήσει με τον Μπόρις.

* * *

Οι πρώτοι πελάτες για το δείπνο ήταν περισσότεροι απ’ ό,τι συνήθως, αλλά η Τουίνκ ήτανευχαριστημένη. Είχαν περισσότερους πελάτες κάθε βράδυ, καθώς η φήμη τους εξαπλωνότανχιλιόμετρα μακριά. Έπειτα υπήρχαν και οι τακτικοί πελάτες.

Η Ντάινα με τον Τζόνα μοιράζονταν ένα τραπέζι με τον Σκιτς και τον αρχηγό Γουάιτμπρεντ. Οαρχηγός ερχόταν κάθε βράδυ, κυρίως για να δει τη Μάρτζι. Έτρωγε κάτι απλό και μετά καθότανκοντά στο τραπέζι όπου έλεγε τη μοίρα. Συνήθιζε μάλιστα να την πηγαίνει στο σπίτι της με τοαυτοκίνητο τα περισσότερα βράδια.

Οι άνθρωποι μπορούσαν να αλλάξουν, σκέφτηκε. Ο αρχηγός ήταν πολύ καλός μαζί της τώρα,περιποιητικός, και μάλιστα της συμπεριφερόταν πιο πολύ σαν να ήταν κόρη του παρά πρώηνκατάσκοπος.

Όμως ο Ίθαν δεν θα άλλαζε ποτέ. Γι’ αυτό έπρεπε να το κάνει η ίδια. Μακάρι να δεχόταν οΜπόρις.

Page 124: H Συνταγή Του Έρωτα

Είχε θίξει το ζήτημα εκείνο το απόγευμα· υποσχέθηκε να το σκεφτεί και να της απαντήσει το ίδιοβράδυ. Η Μάρτζι πίστευε πως ήταν μια θαυμάσια ιδέα, και αν τα πράγματα πήγαιναν καλά, θαέπαιρνε το αεροπλάνο για Σικάγο σε λίγες μέρες για να κάνει έκπληξη στον Ίθαν με τα νέα της.

Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να σκεφτεί το ενδεχόμενο ότι εκείνος ήταν απόλυτα ευτυχισμένοςστο Σικάγο χωρίς την ίδια και ότι δεν θα ενθουσιαζόταν ιδιαίτερα με την ανακοίνωσή της.

Ένα χτύπημα στον ώμο την ξύπνησε από το ονειροπόλημά της. «Ας μιλήσουμε, κοτοπουλάκιμου» είπε ο Μπόρις, και την οδήγησε σε ένα γωνιακό τραπέζι.

Σκούπισε τις ιδρωμένες της παλάμες πάνω στο βαμβακερό ύφασμα του καλοκαιρινού τηςφορέματος. Ο καύσωνας του Τέξας δεν την έκαιγε όπως όταν βρισκόταν κοντά της ο Ίθαν, αλλά ηλέξη «αποπνικτικός» εξακολουθούσε να τον χαρακτηρίζει απόλυτα, ακόμα κι όταν λειτουργούσε τοκλιματιστικό.

«Εντάξει, φίλε μου, τι αποφάσισες;» Τα μικρά μαύρα μάτια του Μπόρις έλαμπαν απόενθουσιασμό. «Η πρότασή σου είναι ενδιαφέρουσα και την αποδέχομαι. Θα εργαστώ εδώ στοεστιατόριό σου, ενώ εσύ θα πας στο Σικάγο σε αναζήτηση του χαμένου σου έρωτα.»

Η Τουίνκ αναπήδησε όρθια, έκανε το γύρο του τραπεζιού και στάθηκε στις μύτες των ποδιών γιανα αγκαλιάσει τον Μπόρις.

«Τώρα θα είσαι ευτυχισμένη;» την ρώτησε, χαμογελώντας.«Ναι, ω ναι! Θα είμαι» τον διαβεβαίωσε, αγκαλιάζοντάς τον τόσο σφιχτά που εκείνος τη σήκωσε

στον αέρα και τη στριφογύρισε, προς τέρψιν των έκπληκτων θαμώνων.«Πάνω απ’ το πτώμα μου.»Όλα τα κεφάλια γύρισαν να δουν τον Ίθαν, που στεκόταν στην είσοδο. Ήταν βρεγμένος, με

τσαλακωμένα και λασπωμένα ρούχα από πάνω μέχρι κάτω, χωρίς το ένα παπούτσι, με έναν κόκκινολεκέ στο πουκάμισό του και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του οι οποίοι ταίριαζαν με τη σκιάαπό τα γένια που ξεπρόβαλλαν από τη σφιγμένη γνάθο του, στην οποία έφερε επίσης ένα σκίσιμο.

«Ίθαν;»Ο Μπόρις έκανε ένα βήμα μπροστά με απλωμένο το χέρι του. «Ώστε, λοιπόν, εσύ είσαι ο Ίθαν.

Ήρθες πάνω στην ώρα για να γιορτάσεις τα καλά μας νέα. Τι ειρωνεία της τύχης που είσαι εδώ!»«Ναι, άκουσα τα καλά νέα. Φαίνεται ότι δέχτηκε την πρότασή σου.»Ο Μπόρις χαμογέλασε πλατιά, προφανώς απολαμβάνοντας τη στιγμή. «Βασικά, εγώ δέχτηκα τη

δική της.»Ο Ίθαν φαινόταν έξαλλος, ενώ η γνάθος του άρχισε να τρέμει. Προσπέρασε το απλωμένο χέρι

του Μπόρις και όρμησε στην Τουίνκ που οπισθοχώρησε επιφυλακτικά. «Εσύ έκανες πρόταση σεαυτόν;»

Η Τουίνκ σήκωσε ψηλά το κεφάλι της και ίσιωσε τους ώμους. Πώς τόλμησε να έρθει εδώ και ναφερθεί σαν η ίδια να είχε διαπράξει έγκλημα; «Δεν είχε παρθεί η απόφαση μέχρι τώρα. Ηρέμησε. Τοέκανα για σένα. Ήλπιζα να χαρείς.» Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Δεν περίμενα να εισβάλειςέτσι εδώ μέσα. Τι σου συνέβη παρεμπιπτόντως; Φαίνεσαι χάλια.»

Το ύφος του ήταν γεμάτο σαρκασμό «Λες και σε νοιάζει. Αναγκάστηκα να υπομείνω χίλιεςταλαιπωρίες για να φτάσω εδώ. Ήθελα να σου μιλήσω προτού κάνεις κάτι απερίσκεπτο. Αλλά,προφανώς, δεν έφτασα εγκαίρως.» Οι ώμοι του λύγισαν από την κούραση.

Page 125: H Συνταγή Του Έρωτα

Η Μάρτζι πλησίασε και του έπιασε το χέρι. «Έλα εδώ, γλυκέ μου, και κάθισε. Έφαγες τίποτα;Ορίστε ένα σάντουιτς με σολομό. Είναι πολύ νόστιμο. Η Τουίνκ τα φτιάχνει για...»

«Μαμά, σε παρακαλώ. Όχι τώρα. Πρέπει να μιλήσω με την Τουίνκ. Να την αποτρέψω από αυτήτην τρελή ιδέα.»

«Ποια τρελή ιδέα; Το να σερβίρει σάντουιτς με σολομό μαζί με το τσάι;»Ο Ίθαν σηκώθηκε όρθιος, αφήνοντας το πιάτο του να πέσει στο πάτωμα. «Όχι, για όνομα του

Θεού! Το να παντρευτεί αυτό τον τύπο!»«Ποιον να παντρευτεί;» ρώτησαν με μια φωνή όλοι στην αίθουσα.Πήγε προς το μέρος όπου στεκόταν η Τουίνκ και τον κοίταζε με ανοιχτό το στόμα και

γουρλωμένα μάτια. Της έπιασε και τα δυο χέρια με τα δικά του. «Τουίνκ, σ’ αγαπώ. Σε παρακαλώ,μην τον παντρευτείς. Όποιος κι αν είναι. Ξέρω ότι δεν μπορεί να τον αγαπάς. Παντρέψου εμένα αντίγι’ αυτόν.»

Ξαφνικά, η παρανόηση του Ίθαν έγινε απολύτως κατανοητή. Τράβηξε τα χέρια της και είπεοργισμένη: «Υπεροπτικέ βλάκα! Νομίζεις ότι μπορείς απλώς να έρθεις εδώ πέρα και να μου κάνειςμια πρόταση που δεν μπορώ να αρνηθώ;»

Πέρασε το μπράτσο της γύρω από τον σαστισμένο Μπόρις και τον τράβηξε κοντά της. «Θαπαντρευτώ όποιον θέλω, Ίθαν Μακλάουντ. Αυτός είναι ένας υπέροχος και αξιοπρεπής άνδρας. Μιαμέρα θα γίνει υπέροχος σύζυγος. Αλλά, δυστυχώς, όχι δικός μου!»

Ο Ίθαν ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια του. «Τι;»Η Μάρτζι στάθηκε μπροστά από το γιο της. «Ίθαν, χαζούλη. Αυτός είναι ο Μπόρις, ο ρώσος

φίλος της Τουίνκ. Πρόκειται να εργαστεί εδώ στο εστιατόριο, ώστε εκείνη να έρθει μαζί σου στοΣικάγο!»

Ανοιγόκλεισε ξανά τα μάτια του. «Είσαι ο Μπόρις;»Ο Ρώσος βγήκε πάλι μπροστά με τεντωμένο το χέρι. Αυτή τη φορά ο Ίθαν το έσφιξε εγκάρδια

και του χαμογέλασε ειλικρινά.Η αίθουσα ξέσπασε σε χειροκροτήματα καθώς η μεγάλη αρκούδα χτυπούσε τον Ίθαν στην

πλάτη.Στράφηκε στην Τουίνκ. Η έκφραση μεταμέλειας στο πρόσωπό του της μαλάκωσε την καρδιά.

Ήθελε απεγνωσμένα να τον αγκαλιάσει, αλλά κρατούσε τα χέρια της σφιγμένα στα πλαϊνά της.Καλύτερα να έβλεπε πού θα οδηγούσε όλο αυτό.

Εκείνος την πλησίασε με ένα βήμα. Οπισθοχώρησε μέχρι που ένιωσε την ανοιγοκλειόμενη πόρτατης κουζίνας πίσω της. Ο Ίθαν την έσπρωξε μέσα απαλά μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε σταπλακάκια του τοίχου. Τα ένιωσε δροσερά πάνω στο γυμνό της δέρμα που άφηνε εκτεθειμένο τοκαλοκαιρινό της φόρεμα.

«Ώστε νόμιζες ότι θα παντρευτώ τον Μπόρις;» άρχισε να λέει με τρεμουλιαστή φωνή.Ο Ίθαν χαμογέλασε πλατιά. «Κι εσύ ερχόσουν στο Σικάγο για να με βρεις;»Έκανε τάχα πως κατσούφιασε. «Ναι, όμως άλλαξα γνώμη.»«Αλήθεια; Για ποιο λόγο;» μουρμούρισε εκείνος, ενώ το βλέμμα του είχε γίνει σκοτεινό καθώς

την κοιτούσε.«Κοίτα πώς έγινες! Χάλια. Δεν είσαι καθόλου ο τύπος μου.» Ακούμπησε τις παλάμες της στο

Page 126: H Συνταγή Του Έρωτα

στήθος του κι ένιωσε τη ζεστή επιδερμίδα του μέσα από το απαλό βαμβακερό του πουκάμισοΕκείνος στήριξε τα χέρια του στον τοίχο σε κάθε πλευρά της. Η ανάσα του στο μάγουλό της

ήταν τόσο ζεστή όσο η καλοκαιρινή αύρα του Τέξας. «Και τι τύπο ψάχνεις;»Η απάντησή της του ακούστηκε βραχνή. «Ε, ψηλός, μελαχρινός, ο τύπος που θα προπονούσε

μια παιδική ομάδα και θα βοηθούσε κάποιον να επισκευάσει τη στέγη του.»«Αυτός ήταν ο πατέρας μου.»«Ξέρεις τι λένε: το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει.» Κοιτούσε επίμονα τα χείλη του. Έγλειψε

τα χείλη του και ψιθύρισε. «Έτσι λένε;»Η απάντησή της χάθηκε στο φιλί του. Την κατάπιε το στόμα του που κάλυψε το δικό της, τη

χάιδευε, την εξερευνούσε και τελικά την κατέλαβε. Προσπάθησε να πάρει ανάσα.«Ίθαν. Το εννοούσες αυτό που είπες εκεί μέσα;»Άρχισε πάλι να της δίνει πολλά, απαλά φιλιά. «Ποιο απ’ όλα;»Πήρε μια ανάσα με δυσκολία καθώς τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της και την τράβηξαν πάνω

του. «Το ότι ήθελες να με παντρευτείς.»«Ναι, το εννοούσα.»«Τι θα γίνει με το Σικάγο;»Είπε ψιθυριστά στο λαιμό της: «Ξέχνα το Σικάγο. Δεν μου άρεσε καθόλου το Σικάγο. Αγαπώ το

Χάουαρντ. Και αγαπώ εσένα.»«Είσαι σίγουρος;»«Απολύτως.» Το φιλί του βάθυνε. Μετά ξαφνικά αποτραβήχτηκε. «Πρέπει να πάμε να το πούμε

στους άλλους. Θα ξαφνιαστούν πολύ.»Κοίταξε πάνω από τον ώμο του στην τραπεζαρία, μέσα από το παράθυρο της πόρτας της

κουζίνας. Η Μάρτζι, με το Χάρβι δίπλα της, έλεγε στον Μπόρις τη μοίρα του, κρατώντας τηντεράστια παλάμη του στο δικό της μικροσκοπικό χεράκι. Η Τουίνκ νόμισε ότι είδε τη μητέρα τουΊθαν να την κοιτάζει και να της κλείνει το μάτι.

Η Τουίνκ χαμογέλασε στον άνδρα με τον οποίο ήταν γραφτό να περάσει τη ζωή της. «Όχι στηΜαντάμ Γουάντα. Το ήξερε από την αρχή.»