64
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [#1] για το μάθημα «Μικροοικονομική Θεωρία Ι » Κώστας Συριόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής siriopoulos @ upatras . gr ΚΕΦΑΛΑΙΟ 0 ΟΡΙΣΜΟΣ, ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ 0.1 Ιστορία Οικονομικής σκέψης Σε κάθε κοινωνία οι επιλογές αναφέρονται στα παραγόμενα αγαθά: ποιά αγαθά να παραχθούν, δεδομένων των περιορισμένων πόρων που διαθέτουν οι κοινωνίες. Ο κυρίαρχος καταναλωτής (consumer sovereignty), στο καθαρό καπιταλιστικό σύστημα, αποφασίζει ποιά αγαθά θα παραχθούν, πώς θα παραχθούν, δηλαδή ποιοί συνδυασμοί των συντελεστών παραγωγής θα χρησιμοποιηθούν (γη, εργασία, κεφάλαιο). Εννοείτε ότι οι κοινωνίες επιλέγουν έτσι, ώστε να χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά και με το λιγότερο κόστος οι συντελεστές παραγωγής, ενώ θα αποδίσουν το μέγιστο αναμενόμενο παραγώμενο προϊόν, για ποιόν θα παραχθούν, δηλαδή πώς θα κατανεμηθεί το παραγόμενο προϊόν στα μέλη της κοινωνίας, αποτελεσματικά και δίκαια. Βέβαια, η αρχή των περιορισμένων πόρων της κοινωνίας διδάσκει ένα σκληρό μάθημα, που αποτελεί τον κανόνα στις σύγχρονες οικονομίες της αγοράς: δεν μπορούν να ικανοποιηθούν όλες οι επιθυμίες και, συνεπώς, θα υπάρχουν ταυτόχρονα νικητές και ηττημένοι στον διαρκή αγώνα για την απόκτηση των αγαθών 1 . Από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, ο τρόπος λήψης αυτών των αποφάσεων, καθώς και η κατανομή των πόρων συζητούνται και εξετάζονται ακόμα στη διεθνή βιβλιογραφία, χωρίς να καταλήγουν σε συγκεκριμένους κανόνες, καθολικά αποδεκτούς. Με άλλα λόγια, η οικονομική δεν είναι ένα σύνολο από στατικούς 1 Ακόμα και ο Ροβινσώνας Κρούσος του Daniel Defoe (1659-1731) πρέπει να επιλέξει και να αποφασίσει πώς θα κατανείμει τους διαθέσιμους πόρους του νησιού, στο οποίο ναυάγησε. Η διαδικασία αυτή, μάλιστα, γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη με την εμφάνιση του Παρασκευά. Ο συγγραφέας Daniel Defoe υπήρξε δημοσιογράφος, πολυγραφότατος. Θεωρείται, μάλιστα, ο πατέρας της δημοσιογραφία, αλλά μόνον το έργου του για τον Ροβινσώνα Κρούσο θεωρήθηκε σημαντικό από τους κριτικούς. 1

Micro

Embed Size (px)

Citation preview

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [#1]για το μάθημα

«Μικροοικονομική Θεωρία Ι»

Κώστας Συριόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής siriopoulos @ upatras . gr

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 0

ΟΡΙΣΜΟΣ, ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

0.1 Ιστορία Οικονομικής σκέψης

Σε κάθε κοινωνία οι επιλογές αναφέρονται στα παραγόμενα αγαθά:

• ποιά αγαθά να παραχθούν, δεδομένων των περιορισμένων πόρων που

διαθέτουν οι κοινωνίες. Ο κυρίαρχος καταναλωτής (consumer sovereignty),

στο καθαρό καπιταλιστικό σύστημα, αποφασίζει ποιά αγαθά θα παραχθούν,

• πώς θα παραχθούν, δηλαδή ποιοί συνδυασμοί των συντελεστών παραγωγής

θα χρησιμοποιηθούν (γη, εργασία, κεφάλαιο). Εννοείτε ότι οι κοινωνίες

επιλέγουν έτσι, ώστε να χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά και με το λιγότερο

κόστος οι συντελεστές παραγωγής, ενώ θα αποδίσουν το μέγιστο

αναμενόμενο παραγώμενο προϊόν,

• για ποιόν θα παραχθούν, δηλαδή πώς θα κατανεμηθεί το παραγόμενο προϊόν

στα μέλη της κοινωνίας, αποτελεσματικά και δίκαια. Βέβαια, η αρχή των

περιορισμένων πόρων της κοινωνίας διδάσκει ένα σκληρό μάθημα, που

αποτελεί τον κανόνα στις σύγχρονες οικονομίες της αγοράς: δεν μπορούν να

ικανοποιηθούν όλες οι επιθυμίες και, συνεπώς, θα υπάρχουν ταυτόχρονα

νικητές και ηττημένοι στον διαρκή αγώνα για την απόκτηση των αγαθών1.

Από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, ο τρόπος λήψης αυτών των αποφάσεων,

καθώς και η κατανομή των πόρων συζητούνται και εξετάζονται ακόμα στη διεθνή

βιβλιογραφία, χωρίς να καταλήγουν σε συγκεκριμένους κανόνες, καθολικά

αποδεκτούς. Με άλλα λόγια, η οικονομική δεν είναι ένα σύνολο από στατικούς 1 Ακόμα και ο Ροβινσώνας Κρούσος του Daniel Defoe (1659-1731) πρέπει να επιλέξει και να αποφασίσει πώς θα κατανείμει τους διαθέσιμους πόρους του νησιού, στο οποίο ναυάγησε. Η διαδικασία αυτή, μάλιστα, γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη με την εμφάνιση του Παρασκευά. Ο συγγραφέας Daniel Defoe υπήρξε δημοσιογράφος, πολυγραφότατος. Θεωρείται, μάλιστα, ο πατέρας της δημοσιογραφία, αλλά μόνον το έργου του για τον Ροβινσώνα Κρούσο θεωρήθηκε σημαντικό από τους κριτικούς.

1

κανόνες, οι οποίοι ισχύουν πάντοτε και σε κάθε ιστορική συγκυρία. Η οικονομική

θεωρία, φαίνεται, έχει επηρεάσει την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά, ταυτόχρονα, οι

δυνάμεις της ιστορίας έχουν επηρεάσει την οικονομική σκέψη. Πολύ γενικά, για το

σκοπό της σύντομης αναφοράς στα κύρια οικονομικά ρεύματα, μπορούμε να

δεχτούμε τη διαίρεση της ιστορίας σε τρεις περιόδους, ως εξής: (Ι) την περίοδο πριν

τη βιομηχανική επανάσταση, (ΙΙ) την περίοδο στην οποία αναπτύχθηκε σημαντικά η

επιστήμη και η βιομηχανική ικανότητα και (ΙΙΙ) τη σύγχρονη εποχή.

(Ι) Πριν τη βιομηχανική επανάσταση

Η αρχαία Ελλάδα

Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνται οι πρώτοι που συνέβαλλαν σημαντικά στην εξέλιξη

και ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού. Ο Πλάτωνας (427-347 π.Χ.), μαθητής του

Σωκράτη μέχρι το θάνατο του τελευταίου στα 399 π.Χ., ξεκινά την «Πολιτεία» του

του με μια οικονομική ερμηνεία της ιστορίας και αναζητά την έννοια της

δικαιοσύνης, η οποία οδηγεί στην αξιολόγηση της δομής της κοινωνίας. Η

εξειδίκευση είναι ο λόγος ύπαρξης της κοινωνίας2. Η εξειδίκευση, κατά τον Πλάτωνα,

είναι η εκτίμηση των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων των ανθρώπων, που τους

επιτρέπει να μαθαίνουν και να τελειοποιούν τη γνώση τους. Αυτό έχει σαν

αποτέλεσμα να αυξάνεται η παραγωγικότητά τους και να βελτιώνεται η οικονομική

τους κατάσταση. Ταυτόχρονα, όμως, για τον Πλάτωνα, η εξειδίκευση, θεωρε΄λιται

και μια συνιστώσα της «δικαιοσύνης».

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) από τη Χαλκιδική, ο οποίος το 367 π.Χ. μαθήτευσε στη

Ακαδημία του Πλάτωνα στην Αθήνα, προσφέρει τη δυνατότητα να αναφερθούμε

στην «οικονομική» και τα «χρηματιστικά». Τα πρώτα αναφέρονται στην παραγωγή

και την κατανάλωση αγαθών και τα δεύτερα στις δραστηριότητες δημιουργίας

χρήματος (που δεν ήταν φυσικό για τον Αριστοτέλη) και, σε κάποιες πλευρές της

παραγωγής. Πρώτος ο Αριστοτέλης εντόπισε τη διάκριση μεταξύ της αξίας χρήσης

και της ανταλλακτικής αξίας των οικονομικών αγαθών3, όρισε δε την έννοια του

2 Η «εξειδίκευση» στον Πλάτωνα διαφέρει του «καταμερισμού της εργασίας», ο οποίος γίνεται σημαντικός στη σύγχρονη εποχή, μετά τον Adam Smith (1723-1790). Κατά τον Α Smith, ο καταμερισμός της εργασίας είναι η βασική πηγή αύξησης της παραγωγικότητας και ανάπτυξης των εθνών (“The Wealth of Nations”, 1776). Θα επανέλθουμε παρακάτω, στο ίδιο κεφάλαιο.3 Παρακάτω, θα δούμε τη διάκριση αυτή και στους φυσιοκράτες και στον A.Smith.

2

πλούτου ως τα χρήσιμα και περιορισμένα αγαθά που μπορούν να συσσωρευτούν.

Διέκρινε την οικονομική δράση σ΄ αυτήν που αποβλέπει στην κάλυψη των βασικών

βιοτικών αναγκών και σ΄ αυτήν που στοχεύει στον πλουτισμό (κερδοσκοπία, εμπόριο,

έντοκος δανεισμός, μονοπώλια). Ενώ αποδέχτηκε την ανταλλακτική αξία του

χρήματος ως φυσική του ιδιότητα, αποδοκίμασε τον χρηματισμό ως μη-φυσικό τρόπο

απόκτησης αγαθών και συνεπώς (ηθικά) καταδικαστέο. Συνολικά, η οικονομική

σκέψη του Αριστοτέλη εστιάζεται στην ηθική της οικονομικής συμπεριφοράς και την

έννοια της δικαιοσύνης.

Στη συνέχεια, οι Ρωμαίοι, εστιάστηκαν περισσότερο στην κοινωνία, ενώ η

οικονομική ανάπτυξη δεν ήταν η σπουδιαότερη πλαυρά της οικονομικής

δραστηριότητας και της κοινωνικής ζωής.

Μερκαντιλισμός

Με την αύξηση των εθνικών κρατών και την ανάπτυξη του εμπορίου (κυρίως, λόγω

της εξέλιξης της ναυπηγικής τεχνολογίας) μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα

εξελίχθηκε και πολλαπλασιάστηκε η εμπορική τάξη και, το εμπόριο θεωρήθηκε μια

από τις πηγές της εθνικής οικονομικής ευημερίας (μερακαντιλισμός ή

εμποριοκρατισμός, κυρίως στη Γαλλία και τη Γερμανία, Mercantilism).

Ο εμποριοκρατισμός είναι μια οικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία η

οικονομική ευημερία ενός έθνους εξαρτάται από την προσφορά κεφαλαίων και ότι, ο

όγκος του συνολικού εμπορίου μένει σταθερός (δεν μεταβάλλεται). Η δεύτερη πηγή

οικονομικής ευημερίας είναι η ηγεμονία του εθνικού κράτους, με την οποία τα

κυρίαρχα κράτη αποκτούν ρόλο προστάτη (protectionism) κυρίως μέσω της επιβολής

δασμών.

3

[Lorrain: Γαλλικό λιμάνι στα 1638, όπου κυριαρχούσε ο εμποριοκρατισμός].

Στόχος του εμπορίου είναι η συσώρρευση σε πολύτιμα μέταλα (π.χ.χρυσό) και αυτό

επιτυγχάνεται μέσω του ευνοϊκού εμπορικού ισοζυγίου (εξαγωγές > εισαγωγών), το

οποίο υπολογίζεται σε χρυσό ή ασήμι. Αυτό προσθέτει ένα νέο ρόλο στις

κυβερνήσεις, αυτόν της ρύθμισης (regulation), των όρων του εμπορίου και των

οικονομικών συναλλαγών, γενικά. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε ο μερκαντιλισμός στην

Ισπανία, όπου ετέθησαν και οι βάσεις της «ποστοτικής θεωρίας χρήματος» (quantity

theory of money) και του πληθωρισμού. Αυτό το οικονομικό ρεύμα αποτελεί την

απαρχή της κρατικής παρέμβασης και ελέγχου της οικονομίας στα οποία στήριξε τις

αρχές του ο καπιταλισμός. Διεθνώς, ο εμποριοκρατισμός ευνόησε τον Ευρωπαϊκό

ιμπεριαλισμό, καθώς οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές χώρες αναζητούσαν νέες «διαθέσιμες»

αγορές.

Ο μερκαντιλισμός είναι συνδεδομένος με το όνομα του Γάλλου Jean-Baptiste

Colbert (φωτο), ο οποίος διετέλεσε υπουργός των οικονομικών επί 22 έτη στο 17ο

αιώνα. Ο Colbert εργάστηκε με σκοπό τη μείωση των εισαγωγών με την επιβολή και

την άυξηση των εξαγωγών, το οποίο και επέτυχε. Οι βιομηχανίες ήταν οργανωμένες

σε σωματεία και μονοπώλια και, η παραγωγή αγαθών ήταν ρυθμισμένη από

εκατοντάδες κανονισμούς και νόμους του κράτους. Για να ενδυναμώσει τη

βιομηχανία επέτρεψε την είσοδο από το εξωτερικό τεχνιτών, χειρονακτών και

μαστόρων. Ακόμα, ο Colbert, εργάστηκε για τη μείωση των εσωτερικών εμποδίων

4

εμπορίου, μειώνοντας τους εσωτερικούς δασμούς και κατασκευάζοντας ένα δίκτυο

εθνικών οδών και υδάτινων καναλιών.

Συνολικά, οι ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές από τον Colbert ήταν σχετικά

επιτυχημένες και η Γαλλία ήταν η κυρίαρχη χώρα στην Ευρώπη. Ωστόσο, ήταν

λιγότερο επιτυχημένες στο να καταστήσουν τη Γαλλία πρώτη στο παγκόσμιο

εμπόριο, όπου η Αγγλία και η Ολλανδία υπήρξαν οι μεγάλες εμπορικές δυνάμεις.

Ο Γάλλος Jean-Baptiste Colbert.

Στην Αγγλία, ο μερκαντιλισμός βρέθηκε στο απόγειό του στη διάρκεια της μακράς

διακυβέρνησης (Long Parliement) την περίοδο 1640-1660 και συνδέθηκε με τους

Tudor (ή Tudor dynasty, την περίοδο 1485-1558), Stewart και Robert Walpole (1676-

1745, που υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός της Αγγλίας). Ο κρατικός έλεγχος ήταν

περιορισμένος στην εγχώρια οικονομία και περισσότερο αυστηρός και εντατικός με

τις ξένες χώρες τις συνδεδεμένες κάτω από έναν κοινό νόμο. Οι περισσότεροι

μερκαντιλιστές Άγγλοι συγγραφείς είναι διαιρεμένοι ανάλογα με την τοποθέτησή

τους ως προς την αναγκαιότητα εγχώριων περιορισμών και ελέγχων. Με άλλα λόγια,

ο μερκαντιλισμός στην Αγγλία έδωσε μεγάλη σημασία στον έλεγχο του εμπορίου.

5

[Κανάλι στην Τουλούζη: Το Canal du Midi.].

Ο μερκαντιλισμός βοήθησε στη δημιουργία εμπορικών σχηματισμών, όπως το

εμπορικό τρίγωνο (triangular trade) στο Βόρειο Ατλαντικό.

[Πηγή: Modified version of Image:World map.png, which was created by J.Monnpoly.].

6

Η Αμερικανική Σχολή

Στα τέλη του 18ου αιώνα το ρεύμα αυτό άρχισε να χάνει σε ισχύ, κυρίως λόγω της

κριτικής των κλασικών οικονομολόγων και του Adam Smith. Είναι ενδιαφέρον να

σημειωθεί ότι, οι ΗΠΑ δεν προσχώρησαν στην κλασική οικονομική σχολή, αλλά στο

ρεύμα εκείνο που ονομάζεται «Αμερικανική σχολή» (μιας μορφής νεο-

μερκαντιλισμού). Πατέρες αυτής της οικονομικής σχολής, θεωρούνται οι Αμερικάνοι

οικονομολόγοι Ηenry Clay, Αlexander Hamilton και ο Henrey C. Carey.

[Α lexander Hamilton : Hamilton's ideas and three Reports to Congress formed the philosophical basis

of the American School].

[Senator Henry Clay, leader of the Whig Party and advocate for the American System.]

7

Τρεις είναι οι κύριες χαρακτηριστικές της Αμερικάνικης σχολής ή του Αμερικάνικου

Συστήματος, σύμφωνα με την ονομασία που πρώτος έδωσε ο Η.Clay to 1824):

(α) Υποστήριξη της βιομηχανίας: προστασία της βιομηχανίας μέσω υψηλών δασμών

(κυρίως την περίοδο 1861-1932) και επιδοτήσεων (κυρίως την περίοδο 1932-1970).

Ο γνωστότερος από τους δασμούς αυτούς είναι ο δασμός του 1816 (Tariff 1816), ο

οποίος επεβλήθηκε ματά τον πόλεμο του 1812-1815 στη Βόρειο Αμερική, μεταξύ των

ΗΠΑ και της Αγγλίας και Ιρλανδίας. Μετά τον πόλεμο, το αποτέλεσμα του οποίου

οφέλησε γενικά τις ΗΠΑ στα μάτια του κόσμου, η Αγγλία δημιούργησε τεράστια

αποθέματα σιδήρου και υφαντουργίας, που ήταν ανταγωνιστικές των ΗΠΑ, με

αποτέλεσμα οι τιμές τους να είναι πολύ χαμηλές και να προτιμώνται από τους

Αμερικάνους καταναλωτές. Για την προστασία των αντίστοιχων αμερικάνικων

βιομηχανιών επεβλήθηκε δασμός στα εισαγόμενα αποό την Αγγλία, ο οποίος,

μάλιστα, αυξήθηκε στο διάστημα 1824-1828.

(β) Δημιουργία φυσικών υποδομών: δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής (κυρίως

μεταφορών) . Η βελτίωση των υποδομών ήταν συνεχής με σκοπό τη διευκόλυνση του

εμπορίου και την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Παραδείγματα είναι Union Pacific

Railroad και η Εθνική Οδός.

[Ο χάρτης δείχνει την Εθνική Οδό (National Road ή Cumberland Road), η οποία ξεκίνηση το 1811 και ολοκληρώθηκε το 1839.

8

(γ) Δημιουργία χρηματοοικονομικής υποδομής: μια κεντρική τράπεζα, η οποία θα

εκδίδει νομίσματα και, της οποίας οι πολιτικές θα προάγουν την ανάπτυξη

παραγωγικών επενδύσεων.

Ο Henrey C. Carey, σημαντικός αμερικάνος οικονομολόγος, σύμβουλος του

Προέδρου Abraham Lincoln, στο βιλίο του «Harmony of Interests» προσθέτει ακόμα

δυο σημεία της οικονομικής φιλοσοφίας της Αμερικανικής σχολής, της οποίας

υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες:

(δ) Υποστήριξη της εκπαίδευσης και των επιστημών: το κράτος υποστηρίζει την

ανάπτυξη της επιστήμης και τη δημόσια εκπαίδευση. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω (ι)

ενός δημόσιου «κοινού» εκπαιδευτικού συστήματος και (ιι) επενδύσεων στην έρευνα

με χορηγίες και επιδοτήσεις.

(ε) Εναρμόνιση συμφερόντων: απόρριψη της πάλης των τάξεων προς όφελος της

εναρμόνισης των συμφερόντων των ιδιοκτητών και των εργαζομένων, των πλουσίων

και των εργατών.

[Πηγή: The Project Gutenberg EBook of History of the United States by Charles A. Beard and Mary R. Beard.].

9

Το αμερικανικό σύστημα (συνόνυμο του προστατευτισμού), αν και χρσιμοποιήθηκε

από το κόμμα των Δημοκρατικών το 1932 για να περιγράψει την οικονομική του

πολιτική (κυρίως των προστατευτικών δασμών) έπεσε σε δυσμένεια στις αρχές του

20ου αιώνα.

Η παραπάνω γελιογραφία της εποχής κοροϊδεύει το αμερικάνικο σύστημα του H.Clay

και, είναι χαρακτηριστική της πτώσης της αμρικανικής οικονομικής σχολής.

Χαρακτηρίζει το Αμερικάνικο Σύστημα ως το σύστημα της μαϊμούς, όπου ο καθένας

κοιτάει πώς θα αρπάξει από τον άλλο.

Είπαμε και παραπάνω ότι, στα τέλη του 18ου αιώνα το ρεύμα αυτό άρχισε να χάνει σε

ισχύ, κυρίως λόγω της κριτικής των κλασικών οικονομολόγων και του Adam Smith,

καθώς και των D.Hume και J.Locke. Η βασική κριτική ήταν η απουσία του

συγκριτικού πλεονεκτήματος στη θεωρία του μερκαντιλισμού και του συνεπαγόμενου

οφέλους από το εμπόριο4. Ο David Hume, σημείωσε τη μη δυνατότητα του σκοπού

του μερκαντιλισμού, για σταθερά θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Όσο μεγαλύτερη είναι η

ποσότητα σε πολύτιμα μέταλα που εισέρχεται στη χώρα, τόσο αυξάνεται η προσφορά

πολύτιμων μετάλων και, συνεπώς, μειώνεται η σχετική αξία τους ως προς άλλα

αγαθά. Σαν αποτέλεσμα, η χώρα που εξάγει πολύτιμα μέταλα θα βλέπει την αξία τους

να αυξάνεται σταδιακά. Έτσι, οι εξαγωγές αγαθών από χώρες με υψηλή τιμή σε

χώρες με χαμηλή τιμή δεν θα αποφέρουν κέρδος. Οι μερκαντιλιστές δεν κατανόησαν

τη θέση του Hume και, θεώρησαν ότι μια αύξηση στην προσφορά χρήματος, απλά,

σημαίνει ότι οι πολίτες γίνονται πλούσιοι.

Οι ρυθμίσεις των μερκαντιλιστών σταδιακά αναιρέθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου

αιώνα στην Αγγλία. Η κυβέρνηση της Αγγλίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου

ασπάσθηκε τη ελέυθερο εμπόριο και το laissez-faire του Α.Smith. Στην υπόλοιπη

Ευρώπη, τα πράγματα έλλαξαν, επίσης, αλλά με διαφορετικό ρυθμό και τρόπο. Στη

Γαλλία, ο οικονομικό έλεγχος παρέμεινε στα χέρια της βασιλικής οικογένειας και ο

μερκαντιλισμός συνέχισε να κυριαρχεί μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση.

4 Σε επόμενη ενότητα θα επανέλθουμε ουσιαστικά με παραδείγματα.

10

David Hume (1711-1776). Σκωτσέζος φιλόσοφος, οικονομολόγος και ιστορικός.

John Locke (1632-1704). Άγγλος φιλόσοφος.

Στη Γερμανία, επίσης, ο μερκαντιλισμός παρέμεινε η σημαντικότερη ιδεολογία μέχρι

και τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν εμφανίστηκε η ιστορική οικονομική σχολή, η οποία

επηρεάσθηκε ιδιαίτερα από τον κοινωνιολόγο Auguste Compte, ο οποίος μελέτησε τα

κοινωνικά φιανόμενα τόσο στατικά όσο και δυναμικά και εισήγαγε στην οικονομική

την επιρροή των ηθών, των ιδεών, των κοινωνικών καθηκόντων κλπ. Σύμφωνα με

αυτή τη σχολή, η μελέτη της ιστορίας αποτελεί την πηγή γνώσης της ανθρώπινης

συμπεριφοράς και της οικονομικής δραστηριότητας, αφού η οικονομική εξαρτάται

από τον πολιτισμό και δεν γενικέυεται στο χώρο και το χρόνο. Αυτή η θέση αποτελεί

απόρριψη της ιδέας ότι τα οικονομικά θεωρήματα έχουν καθολική ισχύ. Το

11

ενδιαφέρον της σχολής αυτής στην οικονομική είναι η πραγματικότητα και όχι η

προσέγγιση της πραγματικότητας με ένα μαθηματικό υπόδειγμα.

Φυσιοκράτες

Οι φυσιοκράτες (Ρhysiocrats) αναπτύχθησαν στη Γαλλία στα μέσα του 18ου αιώνα

και, αποτελούν μια αντίδραση στους μερακντιλιστές. Οι φυσιοκράτες, πιθανά να είναι

η πρώτη καλά αναπτυγμένη οικονομική σχολή, η οποία προηγείται της κλασικής

οικονομικής σχολής, η οποία ξεκίνησε με τη δημοσίευση του έργου «The Wealth of

Nations» του Adam Smith, το 1776.

Οι βάσεις της φυσιοκρατικής σκέψης τέθηκαν από τον Ιρλανδό τραπεζίτη Richard

Cantillon (1680-1734), ο οποίος ζούσε στη Γαλλία, με τη δημοσίσευση του έργου του

«Essai sur la nature du commerce en general» στα 17565. Ο Cantillon θεωρείται ο

πρόδρομος της Αυστριακής οικονομικής σχολής. Θεμελιωτής της σκέψης των

φυσιοκρατών θεωρείται ο ιατρός Francois Quesnay (1694-1774). Σαν ομάδα

οικονομολόγων, πιστεύουν ότι, η ευημερία των εθνών θα προέλθει αποκλειστικά σπό

την αγροτική οικονομία.

Francois Quesnay (1694-1774)

5 Ο Cantillon γεννήθηκε στην Ιρλανδία, πέθανε στο Λονδίνο, αλλά έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Γαλλία. Το σύγγραμμα αυτό ολοκληρώθηκε λίγο πριν τη μυστηριώδη δολοφονία του το 1734. Ο ίδιος ήταν πολύ καλό γνώστης της νομισματικής θεωρίας και κέρδισε μεγάλη περιουσία κερδοσκοπώντας με τις μετοχές της Compagnie Perpetuelle des Indes στη διάρκεια της ιδιοκτησία της εταιρίας από τον John Law (1671-1729). O J.Law ήταν Σκωτσέζος οικονομολόγος και επιχειρηματικό δαιμόνιο με ιδιαίτερες υπολογιστικές και στατιστικές ικανότητες και γνώσεις. Σαν οικονομολόγος θεωρούσε το χρήμα σαν μέσο συναλλαγής και όχι σαν μια συνιστώσα ευημερίας. Επίσης, πίστευε ότι η εθνική ευημερία εξαρτάται από το εμπόριο. Ακόμα, θεωρείται ο πατέρας της χρηματοοικονομικής και, υπεύθυνος για τη χρήση των τραπεζογραμματίων ή των συναλλαγματικών της σημερινής οικονομικής πραγματικότητας.

12

Η μεγαλύτερη και σημαντικότερη συμβολή των φυσιοκρατών είναι ότι έδωσαν

ιδιαίτερη έμφαση στην παραγωγική εργασία, η οποία αποτελεί και πηγή για την

ευημερία των εθνών. Κατά τους φυσιοκράτες μόνον η αγροτική εργασία έχει αξία,

σημείο για το οποίο δέχτηκαν ισχυρή κριτική από μεταγενέστερες οικονομικές

σχολές. Η θέση αυτή είναι, πράγματι, αντίθετη με τις απόψεις των μερκαντιλιστών, οι

οποίοι εστιάζονται στη συσώρρευση χρυσού ή το εμπορικό ισοζύγιο. Οι φυσιοκράτες

θεωρούν την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών σαν κατανάλωση του αγροτικού

πλεονάσματος, ενώ η σύγχρονοι οικονομολόγοι θεωρούν την παραγωγή αγαθών και

υπηρεσιών σαν παραγωγική εργασία και πηγή προστιθέμενης αξίας στο εθνικό

εισόδημα. Για τους φυσιοκράτες ο μόνος παραγωγικός τομέας της οικονομίας είναι η

γεωργία- και ο μόνος δυνάμενος να υποστεί φορολογία- ενώ οι άλλοι κλάδοι (π.χ. το

εμπόριο) δεν δημιουργούν πλεόνασμα διότι η συμβολή τους στο τελικό προϊόν

ισούται με τις δαπάνες απασχολήσεώς τους («στείρες» τάξεις, classes steriles). Θα

μπορούσαμε να πούμε ότι, οι φυσιοκράτες στράφηκαν ιδιαίτερα στην εσωτερική

αγορά και την εξεύρεση τρόπων για την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος ώστε

να επιτευχθεί η οικονομική ανάπτυξη, αντίθετα από τους μερκαντιλιστές, οι οποίοι

ασχολούνται με την επέκταση της εξωτερικής αγοράς.

Οι φυσιοκράτες είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με τη Γαλλική μοναρχία των Βερσαλιών,

από την οποία και στηρίχτηκαν. Ο Adam Smith, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη Γαλλία

επηρεάστηκε από τους φυσιοκράτες. Το ίδιο και ο Karl Marx, ο οποίος στο έργο του

«Das Kapital» αναφέρεται στους φυσιοκράτες ως εκείνους που εκλαϊκευσαν τη

θεωρία της αξίας της εργασίας.

Οι βασικές έννοιες στη θεμελίωση της φυσιοκρατικής σκέψης είναι:

1. Ο οικονομικός πίνακας του Quesnay (Quesnay’s Tableau Économique).

2. Ο ατομικισμός και η ρύθμιση του εμπορίου σε όρους Laissez faire.

3. Η ατομική ιδιοκτησία.

4. Οι φθίνουσες αποδόσεις (Diminishing returns).

5. Η ανάγκη για κεφάλαιο κίνησης (ή κυκλοφορούν κεφάλαιο, working capital) και

την επανεπένδυση του κεφαλαίου (reinvestment of capital).

13

(ΙΙ) Βιομηχανική επανάσταση και κλασική οικονομική

Την περίοδο μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα είχαμε μεγάλες τεχνολογικές μεταβολές,

οι οποίες κορυφώθηκαν την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης 1760-1830, με

τις γνωστές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Ο Adam Smith (1723-1790)

στηρίχθηκε στον αναπτυσσόμενο αγγλικό καπιταλισμό της εποχής, λαμβάνοντας

υπόψη τους και παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομία, που δεν είχαν λάβει

υπόψη τους οι προγενέστεροί του. Κατ’ αυτόν, η γεωργία δεν είναι η μόνη πηγή

πλούτου και η παρέμβαση του Κράτους καταλήγει να είναι καταστρεπτική.

Adam Smith (1723-1790). Σκωτσέζος οικονομολόγος και φιλόσοφος. Οι εργασίες του βοήθησαν στη δημιουργία της σύγχρονης οικονομικής και, αποτελούν την καλύτερη τεκμηρίωση του ελεύθερου εμπορίου, του καπιταλιστικού συστήματος και του φιλελευθερισμού.

Βέβαια, δέχεται, με τους φυσιοκράτες τη συμβολή της γεωργίας, ωστόσο, θεωρεί την

εργασία ενός έθνους εκέινη η οποία παράγει αγαθά που χρειάζεται το έθνος.

Πιστεύει-επηρεασμένος από τον D.Hume- ότι μέσω του καταμερισμού της εργασίας-

εθνικού και παγκόσμιου- κάθε παραγωγικός κλάδος αναπτύσσεται και ο

καταμερισμός ενισχύεται από το ελεύθερο διεθνές εμπόριο.

Ο Smith χρησιμοποίησε τη βασική μικροοικονομική στην ανάπτυξη της θεωρίας του

και, ιδιαίτερα, για να ερμηνεύσει την οικονομική ανάπτυξη ή τη δημιουργία του

14

πλούτου των εθνών. Η κυρίαρχη δύναμη στην αύξηση του πλούτου των εθνών είναι η

εργασία κατά τον A.Smith, ο οποίος την κατηγοριοποίησε σε:

(ι) εκείνη για την παραγωγή αγαθών και τη συσσώρευση κεφαλαίου,

(ιι) εκείνη που συντελεί στην αύξηση του πλεονάσματος για μελλοντικές επενδύσεις

και

(ιιι) εκείνη, που αν και χρήσιμη στην κοινωνία (για παράδειγμα, ιατροί, δικηγόροι,

ηθοποιοί κ.ά.), δεν συμβάλλει στην παραγωγή του κοινωνικού προϊόντος (στο The

Wealth of Nations, σελ. 352).

Με άλλα λόγια, ο A.Smith θεώρησε ως «παραγωγική εργασία» τις εργασίες εκείνες

που συνδυάζονται με το κεφάλαιο. Βέβαια, κατανόησε και διατύπωσε τα όρια του

καταμερισμού της εργασίας, καθώς ακι τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της

κατηγοριοποίησης. Συγκεκριμένα, επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται

εξειδικευμένα δεν μπορούν να εξασκήσουν τις ικανότητές τους και να εμπλουτίσουν

τις γνώσεις, έτσι ώστε: «... and generally becomes as stupid and ignorant as it is

possible for a human creature to become.» (στο The Wealth of Nations, σελ. 734).

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε και στη σημασία της εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, ότι οι

δαπάνες για την εκπαίδευση είναι επένδυση που δημιουργεί ανθρώπινο κεφάλαιο

(human capital) με αποδοτικότητα συναφή με αυτή των επενδύσεων σε υλικό

κεφάλαιο.

Σύμφωνα με τη θεωρία του A.Smith, ο ορθολογικός άνθρωπος (homo oeconomicus)

αναζητά τη μεγιστοποίηση της ωφέλειάς του (του προσωπικού του συμφέροντος) και,

για να μπορεί να ικανοποιηθεί η επιδίωξή τους αυτή πρέπει να υπάρχει ελεύθερο

διεθνές εμπόριο και ελεύθερος ανταγωνισμός, ελευθερία παραγωγής και εργασίας και

ελευθερία κατανάλωσης αγαθών. Μάλιστα, η κοινωνία συνολικά, μέσω της

ατομιστικής ωφελιμιστικής συμπεριφοράς, ωφελείται και αυτή. Αυτή η ιδέα οδήγησε

τους κλασικούς οικονομολόγους στην έρευνα της αξίας και των τιμών. Η συνάντηση

της επιδίωξης του προσωπικού οφέλους με την κοινωνική ωφέλεια επιτυγχάνεται

στον Adam Smith μέσω του «αόρατου χεριού» (invisible hand) της αγοράς.

Το «αόρατο χέρι»: Προέλευση και ερμηνείες

To solve the mystery of the meaning of the invisible hand, we go backward in time

and show that Smith discovered the general conceptual framework for the invisible

15

hand in Richard Cantillon’s Essai sur la Nature du Commerce en Général (1755,

hereafter, Essai)6.

Το Υπόδειγμα του Cantillon

Cantillon’s model of the isolated estate represents a revolutionary breakthrough in

economic theory and both of Smith’s economic applications of the invisible hand—

which have long been understood to be disconnected—can be found in it. This linkage

between Smith and Cantillon permits us to describe the invisible hand as the

processes that constitute price theory, competition, and distribution { σαν τη

διαδικασία που συνθέτει στη θεωρία τιμών, τον ανταγωνισμό και τη διανομή}.

The Essai was written in a difficult style, was highly rigorous—using new methods

and terminology—and was an integrated presentation that carried across various

chapters and sections. Consequently, Cantillon’s Essai was often misunderstood by

his readers. Smith appears to have understood the material—especially of Part I—and

captured Cantillon’s very well-disguised hand into his own invisible hand.

What then are the component parts of the invisible hand as constructed by Cantillon?

Of central importance was his model of the isolated estate, where Cantillon starts with

the property owner directing the activities of the estate and then transforms the estate

into leased farms and independent entrepreneurs, markets, wages and prices. The land

owner uses his rents to purchase goods and services for himself, but the vast majority

of the production of the estate is ultimately consumed by his former slaves and

servants. In the model, Cantillon moves the economy from the management of the

visible hand of the property owner to the invisible hand of the market, and the

resulting economy is presented as a circular-flow of production, distribution,

consumption and most importantly, one of mutual interdependence. The market itself

is directed by consumers whose choices are reflected in market prices that send

signals to entrepreneurs who are directed by their self-interest to obtain profits and

redirected by losses to ensure maximum production and consumer sovereignty.

Savings (i.e., capital) enhances our ability to produce and wealth represents our ability

to consume.

6 Essai sur la Nature du Commerce en Général (hereafter, Essai) was written around 1730 and circulated privately until it was published in 1755 therefore it might not have been available to Smith when he wrote the History of Astronomy (HA) in 1749, but probably was available for writing Theory of Moral Sentiments (TMS) and was obviously available to him for the writing of Wealth of Nations (WN). The Essai was also an important impetus to the establishment of the Physiocrats in 1756.

16

Holcombe (1999) shows for example that while there are certain aspects of

equilibrium and the invisible hand that are similar, and that each concept is

understood, in part, in terms of the other, that the invisible hand approach has distinct

differences from the equilibrium approach and that ignoring the invisible hand causes

important practical problems for economic analysis.

Αναφορές στο αόρατο χέρι στο έργο του A . Smith

Η πρώτη χρήση του όρου έγινε στο σύγγραμμά του «History of Astronomy” 1749,

όπου καταδίκασε εκείνους οι οποίοι αποδίδουν μια θεϊκή παρουσία στα πράγματα

που μπορούν να ερμηνευτούν επιστημονικά. Η δεύτερη αναφορά γίνεται στο έργο

«Theory of Moral Sentiments», 1759, όπου περιγράφει έναν χυδαίο γαιοκτήμονα, ο

οποίος υποχρεώνεται να μοιράσει την πλειοψηφία των αγαθών της γής του στους

χωρικούς με αντάλλαγμα την εργασία τους, τα αγαθά τους και της υπηρεσίες τους

που επιθυμεί. Σαν αποτέλεσμα, ο κόσμος θα είχε τα ίδια μέσα συντήρησης,

διατροφής κλπ, σαν να ήταν δίκαια μοιρασμένη η γή. Η Τρίτη και γνωστώτερη

αναφορά γίνεται στο «The Wealth of Nations» το 1776, στο οποίο το αόρατο χέρι

χρησιμοποιείται μεταφορικά για να καταδείξει τον ωφελιμισμό (ατομικισμό) των

ανθρώπων, δηλαδή ότι οι άνθρωποι που αναζητούν τη μέγιστη ωφέλειά τους, χωρίς

να το γνωρίζουν ή να το επιδιώκουν προάγουν το γενικό συμφέρον και τη μέγιστη

παραγωγή.//.

Ερμηνείες για το αόρατο χέρι του A . Smith

1.Self-interest promotes the general interest. This is the most common interpretation

according to Grampp, but he claims this only holds true in competitive markets when

capital is maintained domestically and only when people actually follow their self-

interest (and Grampp gives several reasons why they often do not).

2. The invisible hand is the price mechanism. This is another common interpretation

that Grampp rejects because Smith’s equilibrium only maximizes welfare when

wealth is maximized by traders who restrict their trading to domestic markets.

17

3. Grampp labels the Neo-Austrian view of the invisible hand as the metaphor for

how beneficial social orders emerge from the unintended consequences of individual

actions.12

4. The invisible hand is competition. Grampp finds that Smith did not discuss

competition when describing the invisible hand and did not declare it present in all

competitive markets or self-interested acts.

5. The invisible hand is the mutual advantage from exchange. This mutual advantage

is not at all invisible in Smith and he does not discuss it in describing the role of the

invisible hand.

6. The invisible hand is a joke. A recent and novel interpretation in the AER13 based

on the idea that the meaning of the term is not consistent in its three uses. Grampp

finds that while there are three uses with distinct meanings, this hardly means the term

is a joke or without meaning.

7. Acquiring skills and knowledge in business leads to increases in wealth. You could

use an invisible-hand explanation for this process, but this process has nothing to do

with Adam Smith’s use and like #3 provides nothing of use for the economist.

8. The invisible hand is God. In HA Smith condemns religious explanations for

natural phenomena, in the TMS he makes a deistic reference, and in WN it is clearly

not a religious reference—he does not write “as if”—but is referring to tangible

human forces, so this interpretation is on weak grounds.

9. The invisible hand promotes the national defense by preventing the export of

capital. Grampp likes this explanation best of all because it is most like his own (i.e.

#13). This interpretation is based on Smith’s use of the phrase in WN, it refers term is

a joke or without meaning.

10. Acquiring skills and knowledge in business leads to increases in wealth. You

could use an invisible-hand explanation for this process, but this process has nothing

to do with Adam Smith’s use and like #3 provides nothing of use for the economist.

18

11. The invisible hand is God. In HA Smith condemns religious explanations for

natural phenomena, in the TMS he makes a deistic reference, and in WN it is clearly

not a religious reference—he does not write “as if”—but is referring to tangible

human forces, so this interpretation is on weak grounds.

12. The invisible hand promotes the national defense by preventing the export of

capital. Grampp likes this explanation best of all because it is most like his own (i.e.

#13). This interpretation is based on Smith’s use of the phrase in WN, it refers to what

the invisible hand does, and it relates to the geographic location of wealth. The only

problem, according to Grampp, is that it is not complete.

13. Grampp’s interpretation, which he claims is Adam Smith’s own interpretation, is

that when individuals’ self-interest leads them to keep their capital at home, rather

than exporting it, this promotes the national defense. In his own words, the “invisible

hand then is self-interest operating in this circumstance, the circumstance in which a

private transaction yields a positive externality that augments a public good.”

Παράδειγμα: The invisible hand is individuals who pursue their self interest,

who make exchanges of labor and goods with others to their mutual benefit.

These exchanges result in the development of markets and competition between

buyers and sellers and this competition drives the price system resulting in

maximum production and consumer satisfaction.

19

0.2 Η φύση της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης

Ένας από τους πλέον γνωστούς ορισμούς για την οικονομική επιστήμη δόθηκε από

τον Thomas Carlyle, ο οποίος στις αρχές του 19ου αιώνα χαρακτήρισε την οικονομική

σαν «θλιβερή επιστήμη». Αυτό που είχε κατά νού ο Carlyle ήταν οι αντι-ουτοπικές

συνέπειες των οικονομικών. Πράγματι, οι ουτοπιστές πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να

υπάρξει μια κοινωνία της αφθονίας δίχως συγκρούσεις, όπου το καλό αποτέλεσμα

έρχεται σαν συνέπεια των καλών (ιδανικών) σκοπών (και αντίστροφα).

Ένας άλλος ορισμός δόθηκε από τον Άγγλο οικονομολόγο W. Stanley Jevons στα

τέλη του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τον οποίο οικονομία είναι «οι μηχανισμοί της

χρησιμότητας και του ατομικού συμφέροντος». Μπορούμε δηλαδή να σκεφτούμε τα

οικονομικά σαν κοινωνική επιστήμη η οποία διερευνά τα αποτελέσματα και τη

συμπεριφορά των ανθρώπων που λειτουργούν με σκοπό τη μεγιστοποίηση τους

ατομικού τους συμφέροντος. Η τελευταία αυτή έκφραση είναι σημαντική στην

οικονομική επιστήμη.

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Alfred Marshall στο βιβλίο του «Principles of

Economics»- το βιβλίο που επηρέασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο την

οικονομκή επιστήμη- όρισε την οικονομική σαν «τη μελέτη της ανθρωπότητας στην

οικονομική της καθημερινότητα. Μελετά εκείνο το μέρος της ατομικής και

κοινωνικής συμπεριφοράς και δράσης, που είναι περισσότερο συνδεδεμένο με την

ικανοποίηση και με τη χρήση των υλικών απαιτήσεων που οδηγούν στην ευημερία.

Έτσι, είναι από τη μιά η μελέτη του πλούτου και από την άλλη, πιο σημαντικά, η

μελέτη του ανθρώπου.».

Πολλοί άλλοι συγγραφείς, στη συνέχεια, έδωσαν ορισμούς της οικονομικής

επιστήμης, οι οποίοι συμπεριελάμβαναν τη «μελέτη των συναλλαγών και της

παραγωγής». Οι ορισμοί αυτοί δίνουν έμφαση στη διαδικασία της συναλλαγής των

ανθρώπων, ωστόσο, δεν χρησιμοποιούνται τέτοιοι ορισμοί μετά τον Marshall.

Ο βραβευμένος με Nobel Οικονομίας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου,

Milton Friedman, συντηριτικός κοινωνικός φιλόσοφος και θεωρητικός

οικονομολόγος και στατιστικός, στο βιβλίο του με τίτλο «Εssays in Positive

Economics» (1953) θεωρεί την οικονομική μια θετική επιστήμη (positive economics).

Η οικονομική σαν θετική επιστήμη είναι η πειραματική αποδοχή των γενικεύσεων

20

των οικονομικών φαινομένων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την

πρόβλεψη των συνεπειών ενδεχόμενων μεταβολών7.

Πιο σύγχρονοι ορισμοί περιέχουν τις έννοιες της σπανιότητας (scarcity) και της

επιλογής (choice). Ο Lionell Robbins στο βιβλίο του «An Essay on the Nature and

Significance of Economics Science» to 1932 γράφει: «Τα οικονομικά είναι η επιστήμη

η οποία μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά από τη σχέση μεταξύ του σκοπού και

των σπάνιων μέσων που έχουν εναλλακτικές χρήσεις». Πράγματι, όλα τα βιβλία

οικονομικών στηρίζονται στον ορισμό αυτό. Αν και η γραμματική ή η σύνταξη

διαφέρουν, ο αναγνώστης θα διαβάσει ορισμούς όπως:

• «οικονομική είναι η κοινωνική επιστήμη που μελετά πώς οι άνθρωποι

αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν τις περιορισμένες ή σπάνιες πηγές

(πόρους) με σκοπό την ικανοποίηση των απεριόριστων αναγκών τους» ή,

ακόμα,

• «η οικονομική επιστήμη μελετά πώς τα οικονομούντα άτομα (καταναλωτές,

επιχειρήσεις, δημόσιο) και οι κοινωνίες επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν τους

σπάνιους πόρους, που η φύση και οι προηγούμενες γενεές άφησαν»

(K.E.Case, and R.C.Fair «Principles of Economics», 2001) ή

• «οικονομική είναι η μελέτη του πώς οι άνθρωποι και η κοινωνία επιλέγουν- με

ή χωρίς χρήματα- να χρησιμοποιήσουν τους περιορισμένους παραγωγικούς

πόρους, που μπορούν να έχουν και εναλλακτικές χρήσεις, με σκοπό την

παραγωγή διαφόρων προϊόντων διαχρονικά και τη διανομή τπυς στοςυ

καταναλωτές, τώρα και στο μέλλον» (P.A.Samuelson “Economics: An

Introductory Analysis”, 1995).

Η σύγχρονη οικονομική επιστήμη είναι ταυτόχρονα εμπειρική στη σύλληψή της και

αυστηρή στην έκφρασή της.

Με τον όρο εμπειρική εννοούνται δυο, κυρίως, χαρακτηριστικές της οικονομικής

επιστήμης:

(α). Η οικονομική πραγματικότητα δεν ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο και μοναδικό

σχήμα, το οποίο να είναι ικανό να απαντά σε κάθε οικονομικό ερώτημα. Αντίθετα,

στηρίζεται σε ένα σύνολο αφηρημένων απεικονίσεων (αναπαραστάσεων) των

πραγματικών οικονομικών φαινομένων, το οποίο ονομάζουμε «οικονομικά

υποδείγματα» (models). Βέβαια, κανένα οκονομικό υπόδειγμα δεν μπορεί να

7 Δες και παρακάτω στην ίδια ενότητα, καθώς και ενότητα 0.3, όπου συζητείται η διαφορά μεταξύ positive και normative οικονομικής.

21

θεωρηθεί ως το «ιδεατό» (δηλαδή το απολύτως αληθές) οικονομικό σχήμα. Ανάλογα

με τη φύση των φαινομένων που θέλουμε να αναλύσουμε, τις χαρακτηριστικές τους

και το μέγεθος της μελέτης, ο αναλυτής επιλέγει το κατάλληλο υπόδειγμα, έναντι

άλλων εναλλακτικών υποδειγμάτων.

(β). Έτσι, οι έννοιες (γενικά), στις οποίες στηρίζονται τα οικονομικά υποδείγματα δεν

αποτελούν καθαρές προεξοφλήσεις της σκέψης και των υποθέσεων του

οικονομολόγου, έξω από κάθε πργματικότητα, ούτε συνιστούν «ιδέες», με την

πλατωνική έννοια του όρου, έχοντας την ύπαρξη του «ουσιαστικού» που είναι

ανώτερο από κάθε παρατηρούμενη πραγματικότητα. Αντίθετα, οι έννοιες αυτές έχουν

την αξία των «ορισμών». Ένα αυστηρός ορισμός, λοιπόν, με συγκεκριμένο όνομα,

αποτελεί μια τέτοια έννοια. Με αυτή την έννοια, η σύγχρονη οικονομική επιστήμη

δεν είναι μόνον εμπειρική, αλλά εμπνέεται και από το «νομιναλισμό» (συμβολισμό,

nominalism8).

Δυο παρατηρήσεις αξίζει να κάνουμε εδώ:

1. Η οικονομική επιστήμη, εάν αγνοεί το «γιατί» των πραγμάτων, προσπαθεί,

ωστόσο, αν εξηγήσει το «πώς» με αυστηρότητα και σαφή τρόπο. Δηλαδή, στο

καθημερινό λεξιλόγιο αντικαθιστά τις λέξεις με σήματα ή σύμβολα μιας άλλης,

εξελιγμένης γλώσσας.

Με άλλα λόγια, η οικονομική επιστήμη, όπως κάθε άλλη επιστήμη- η νομική, η

ψυχολογία, η θεολογία, η μαθηματική κ.ά.- έχει το δικό τη δική της γλώσσα και,

συνεπώς, το δικό της τρόπο σκέψης. Για παράδειγμα, όπως ο μαθηματικός μιλάει για

θεωρήματα, αξιώματα, διανυσματικούς χώρους, ολοκληρώματα, εξισώσεις

διαφορών, κλπ. ή ο νομικός μιλάει για αδικοπραξία, τόπο εκδίκασης, έγγραφη

υπόσχεση πληρωμής, κατάπτωση εγγυητικής επιστολής κλπ, έτσι και ο

οικονομολόγος χρησιμοποεί τους δικούς του όρους, τη δική του γλώσσα: ζήτηση,

προσφορά, ελαστικότητα, χάρτης καμπυλών ίσου προϊόντος, πλεόνασμα καταναλωτή

κλπ. Μπορεί πολλές από αυτές τις λέξεις να μοιάζουν παράξενες, ωστόσο,

αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους και μοναδικούς ορισμούς, των οποίων η αξία

έγκειται στο γεγονός ότι προσφέρουν την ικανότητα να ερμηνεύσουμε και να

8 Φιλοσοφικό ρεύμα του 14ου και 15ου αιώνα πατέρας του οποίου θεωρείται ο Φραγκισκανός άγγλος Guillaume d’ Ockham (γεννήθηκε στο Surrey της Αγγλίας μεταξύ 1285-1290 και πέθανε στο Μόναχο το 1347). Ο νομιναλισμός αντιτίθεται στον πραγματισμό, μέσω της διαμάχης γνωστής σαν “la querelle des universaux” (~ διαμάχη των γενικών ιδεών). Διδάσκει ότι οι γενικές ιδέες (les universaux ή έννοιες) δεν είναι παρά λέξεις ή σήματα (σύμβολα), που αντιπροσωπεύουν πράγματα, τα οποία είναι μοναδικά. [Στο βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο «Το όνομα του ρόδου», ο μοναχός Guillaume de Baskerville, είναι πολύ κοντά στον Guillaume d’ Ockham].

22

σκεφτούμε για τον κόσμο στον οποίο ζούμε και συναλλασσόμαστε: δηλαδή να

σκεφτόμαστε σαν οικονομολόγοι.

2. Η οικονομική είναι επιστήμη ακριβώς επειδή οδηγείται στην κατασκευή

θεωριών μέσα από την παρατήρηση (της συμπεριφοράς των οικονομούντων ατόμων,

οργανισμών, της κοινωνίας). Για παράδειγμα, ο οικονομολόγος που παρατηρεί

γρήγορες αυξήσεις τιμών σε μια οικονομία, μπορεί να οδηγηθεί στη διατύπωση και

ανάπτυξη της θεωρίας του πληθωρισμού. Στη συνέχεια, για να ελέγξει τη θεωρία

συλλέγει και αναλύει δεδομένα τιμών και κυκλοφορίας χρήματος για πολλές χώρες.

Συνήθως, τέτοιες αναλύσεις γίνονται μέσω υποδειγμάτων: θεωρητικών σχημάτων και

των διαγραμματικών απεικονίσεων των οικονομικών μεγεθών και, μέσω εξισώσεων.

Εάν προκύψει θετική σχέση μεταξύ των δυο μεγεθών, τότε η θεωρία του

επιβεβαιώνεται.

Συνεπώς:

Παραδοχή του εμπειρισμού, έτσι ώστε να μην διατηρήσουμε και αποδεχτούμε την

καθολικότητα (παγκοσμιότητα) των φαινομένων που μελετάμε και, έρευνα της

αυστηρής λογικής στην έκφραση με σκοπό την επικοινωνία: αυτά είναι τα θεμέλια

της σύγχρονης μεθοδολογίας των οικονομικών υποδειγμάτων.

0.2.1 Οικονομικά Υποδείγματα και Συστήματα

Στη γενική ανάλυση συστημάτων, ορίζουμε ένα σύστημα σαν «ένα σύνολο στοιχείων

και σχέσεων μεταξύ των στοιχείων». Ένα στοιχείο του συνόλου που δεν έχει σχέση

με κανένα άλλο στοιχείο δεν αποτελεί μέρος του συστήματος. Ένα οικονομικό

υπόδειγμα, γραμμένο στη μαθηματική γλώσσα, μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα

αφηρημένο σύστημα μεταφράζοντας σε μαθηματικές σχέσεις (για παράδειγμα,

συναρτησιακές σχέσεις), τις παρατηρούμενες σχέσεις μεταξύ των διαφόροων

(συγκεκριμένων) στοιχείων, που αναπαρίστανται από τις μεταβλητές τους

υποδείγματος.

Ένα οικονομικό υπόδειγμα είναι ένα σύστημα διότι τα στοιχεία που το αποτελούν:

κατανάλωση, παραγωγή, τεχνολογία, φυσικοί πόροι, χρηματοοικον-ομικό σύστημα

(που είναι υποσύστημα του οικονομικού συστήματος) κλπ., έχουν σχέσεις μεταξύ

τους. Για παράδειγμα, αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος οδηγεί σε αύξηση της

κατανάλωσης γιατί υπάρχει «σχέση» μεταξύ εισοδήματος και κατανάλωσης. Εάν

αφαιρέσουμε τις σχέσεις από τα οικονομικά στοιχεία, τότε δεν υπάρχει σύστημα,

23

αλλά απλά, μια συλλογή από παραγωγές, καταναλώσεις κλπ. Με άλλα λόγια δεν

υπάρχει οικονομική δομή. Η οικονομική δομή δεν είναι παρά το σύνολο των σχέσεων

μεταξύ των στοιχείων του θεωρούμενου οκονομικού συστήματος.

Παράδειγμα.Άς υποθέσουμε ένα στατικό σύστημα (δηλαδή ένα σύστημα, του οποίου οι χαρακτηριστικές

των στοιχείων του μπορούν να προσδιοριστούν ανεξάρτητα του χρόνου):

Raxp ⋅=⋅

όπου p είναι η τιμή της σοκολάτας, x είναι η αγορασμένη ποσότητα της σοκολάτας και R

είναι το εισόδημα του καταναλωτή που ξόδεψε μέρος ίσο με a του εισοδήματός του για να

αγοράσει σοκολάτα ( )Ra < .

Έχουμε, λοιπόν, ένα σύστημα του οποίου τα στοιχεία είναι τα x και R , τα οποία συνδέονται

με την ισότητα με τις παραμέτρους p και a . Το σύστημα αυτό είναι στατικό γιατί οι

χαρακτηριστικές του x και R (δηλαδή οι αριθμητικές τους τιμές) μπορούν α προσδιοριστούν

ανεξάρτητα του χρόνου.

Εάν, τώρα, θεωρήσουμε:

)()( 11 −− −⋅=−⋅ tttt RRaxxp

όπου οι χαρακτηρισκές του συστήματος x και R είναι συναρτήσεις του χρόνου t , τότε θα

μιλάμε για ένα δυναμικό σύστημα.

Και στις δυο περιπτώσεις μελετάμε ένα απλό9 υπόδειγμα που αναπαριστά ένα, επίσης απλό,

οικονομικό πρόβλημα, το οποίο αναφέρεται σ’ ένα συγκεκριμένο σύστημα τα στοιχεία του

οποίου είναι το εισόδημα και η αγορασμένη ποσότητα σοκολάτας, που συνδέονται με τη

σχέση της ροπής για αγορά σοκολάτας, a . Αυτό το απλό (συγκεκριμένο) οικονομικό

σύστημα το παρουσιάσαμε μέσω ενός αφηρημένου συστήματος τα στοιχεία του οποίου είναι

( )xR, , και η σχέση που τα συνδέει είναι η ( )ap,= . Θα λέμε ότι κατασκευάσαμε ένα

υπόδειγμα (model) του οικονομικού φαινομένου που μελετάμε.

9 Η λέξη «απλό» είναι σημαντική, εδώ. Έχει την έννοια ότι το υπόδειγμα αποτελεί αναπαράσταση της πολύπλοκης οικονομικής πραγματικότητας, δεν είναι, όμως, η ίδια η πραγματικότητα. Πράγματι, σκεφτείτε πόσο άχρηστος θα ήταν ένας χάρτης σε κλίμακα 1:1. Με άλλα λόγια, ένα καλό υπόδειγμα απορρίπτει τις περιττές λεπτομέρειες και εστιάζει στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της οικονομικής πραγματικότητας. Αυτή η αρχή είναι γνωστή σαν Ockham’s razor.

24

Συνεπώς:

Ένα υπόδειγμα είναι ένα αφηρημένο σύστημα, το οποίο βοηθάει στη μελέτη,

αναλογικά, ενός συγκεκριμένου οικονομικού συστήματος με τρόπο, ώστε να

εστιάζεται η προσοχή του ερευνητή στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της

πραγματικότητας.

0.2.2 Βασικές έννοιες και ορισμοί των συστημάτων

Είναι, επίσης, φανερό ότι, το συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα που μελετάμε δεν

είναι απομονωμένο, αφού πολλά πράγματα μπορούν να το επηρεάσουν ή να

επηρεαστούν από αυτό. Για παράδειγμα, μια αλλαγή της πολιτικής μισθών στην

εταιρία που εργάζεται ο καταναλωτής θα επηρεάσει το επίπεδο του μισθού του και,

συνεπώς, του διαθέσιμου εισοδήματός του, R ή ακόμα, η αλλαγή του

καταναλωτικού του προτύπου (διότι άλλαξε η μόδα, για παράδειγμα), θα επιφέρει

μεταβολή στην παράμετρο a . Ορίζουμε το εξωτερικό περιβάλλον (ή απλά

περιβάλλον) ενός συστήματος, το σύνολο των στοιχείων που δεν ανήκουν στο

σύστημα, αλλά τα οποία το επηρεάζουν ή επηρεάζονται από αυτό.

Από τον ορισμό του υστήματος και τον ορισμό του περιβάλλοντος ενός συστήματος,

εύκολα δεχόμαστε ότι, γενικά, ένα σύστημα αποτελείται από υποσυστήματα. Ένα

υποσύστημα ενός συστήματος ανήκει, γενικά, στο περιβάλλον ενός ή περισσότερων

υποσυτημάτων, προσδιοριζόμενα με τον ίδιο τρόπο.

Παράδειγμα:

Εθνική Οικονομία

Επιχείρηση

Συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης.

Ένα σύστημα θα λέγεται αλληλεξαρτημένο (δηλαδή όχι ανεξάρτητο) εάν κάθε σχετική

μεταβολή σε ένα στοιχείο του επιφέρει σχετική αλλαγή σε κάθε ένα από τα υπόλοιπα

στοιχεία του συστήματος. Στην οικονομική πραγματικότητα είναι πολύ σπάνιο να

συναντήσουμε «καθαρά» αλληλεξαρτημένα συστήματα ή «καθαρά» ανεξάρτητα

συστήματα.

25

Ένα σύστημα ονομάζεται συγκεντρωτικό εάν ένα στοιχείο του ή ένα υποσύστημά του

ασκεί προσδιοριστική επιρροή στα άλλα στοιχεία ή υποσυστήματά του δίχως να είναι

συμμετρικές οι σχέσεις του συστήματος.

Ένα σύστημα θα λέγεται κλειστό εάν δεν έχει ανταλλαγή με το εξωτερικό του. Για

παράδειμα, μια αυταρχική οικονομία.

Το σύνολο των χαρακτηριστικών των στοιχείων του συστήματος σε δεδομένη

χρονική στιγμή αποτελεί την κατάσταση του συστήματος εκέινη τη δεδομένη χρονική

στιγμή. Για ένα αφηρημένο σύστημα με αριθμητικές μαθηματικές μεταβλητές, η

«κατάστασή» του σε δεδομένη χρονική στιγμή είναι το σύνολο των αριθμητικών

τιμών των μεταβλητών του εκείνη τη δεδομένη χρονική στοιγμή. Η κατάσταση ενός

συστήματος μπορεί να είναι συμβατή (ή ασύμβατη) με την κατάσταση του

περιβάλλοντός του για την ίδια δεδομένη χρονική στιγμή.

Συνεπώς:

Μια κατάσταση ενός συστήματος είναι άριστη (optimum) εάν:

• Είναι συμβατή με το εξωτερικό περιβάλλον του συστήματος

• Είναι η καλύτερη δυνατή δεδομένου του αναζητούμενου σκοπού.

0.2.3 Η οικονομική μέθοδος: Αντικειμενική και υποκειμενική

Η οικονομική ενδιαφέρεται και, προσπαθεί να δώσει απαντήσεις, σε δυο ερωτήματα:

«τι είναι (ισχύει)» και «τι θα έπρεπε να είναι». Δηλαδή, αφενός να κατανοήσει τη

συμπεριφορά και τη λειτουργία του συστήματος έτσι όπως είναι δίχως να τα κρίνει

και, αφ’ ετέρου να αναλύσει τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς και λειτουργίας του

συστήματος και των στοιχείων του με σκοπό την πρόβλεψη και τη λήψη αποφάσεων

οικονομικής πολιτικής. Όταν προσπαθεί να εξηγήσει τα φαινόμενα του πραγματικού

κόσμου, είναι επιστήμη. Όταν προσπαθεί να βοηθήσει στη βελτίωση του κόσμου είναι

οικονομική πολιτική.

Παράδειγμα. (ι). Η περιγραφή της επίδρασης των επιτοκίων επί του πληθωρισμού, δηλαδή η

διατύπωση οικονομικής θεωρίας, απαντά στο «τί ισχύει», ενώ η πολιτική που θα πρέπει να

ακολουθηθεί με σκοπό τη μείωση του πληθωρισμού, για παράδειγμα, απαντά στο «τι θα

πρέπει να ισχύει».

(ιι). Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή οδηγεί σε αύξηση των τιμών του πετρελαίου με

αποτελέσματα αρνητικά στο κόστος διαβίωσης τω καταναλωτών. Για τον οικονομολόγο

26

επιστήμονα αυτή η παρατήρηση, δηλαδή η αύξηση των τιμών του πετρελαίου σε θεόρατα

ύψη, αποτελεί πρόκληση και ευκαιρία να μελετήσει τις συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία

(νοικοκυριά, επιχειρήσεις, εθνικές οικονομίες) ύστερα από την αύξηση των τιμών των κύριων

πηγών ενέργειας. Για τον λαμβάνοντα αποφάσεις οικονομικής πολιτικής, τίθεται το δύσκολο

ερώτημα «ποιά είναι η καλύτερη ανίδραση στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου;».

Στην ενότητα 0.1 αναφερθήκαμε και στον ορισμό της οικονομικής σαν θετική

επιστήμη του M.Friedman. Σύμφωνα με αυτόν η θετική οικονομική αναφέρεται στο

«τι είναι», ενώ η πρότυπη οικονομική (normative economics) έχει να κάνει με «τι θα

έπρεπε να είναι». Η θετική οικονομική είναι αντικειμενική, δίχως συναίσθημα ή

έκφραση γνώμης, άποψης. Εστιάζεται στα γεγονότα και τις σχέσεις αιτίας-

αποτελέσματος. Η θετική οικονομική είναι κοινωνική επιστήμη και σαν τέτοια

υπόκειται στην αυτηρότητα και τον έλεγχο της ορθότητας των υποθέσών της, σαν

επιστήμη. Αντίθετα, η πρότυπη οικονομική εκφράζει άποψη ηθικής και σαν τέτοια

είναι πέρα από την επιστήμη.

Η θετική οικονομική προσπαθεί να διατυπώσει επιστημονικές προτάσεις (δηλαδή,

επιστημονικές υποθέσεις, οι οποίες μπορούν να ελεγχθούν) γύρω από την οικονομική

συμπεριφορά ως προς αυτό που η οικονομία είναι πραγματικά. Σε τελική ανάλυση, η

θετική οικονομική υπηρετεί την πρότυπη οικονομική. Αν και οι περισσότεροι

οικονομολόγοι ακολουθούν, σήμερα, την προσέγγισης της θετικής οικονομικής θα

πρέπει να μπορούμε να ξεχωρίσουμε μεταξύ των δυο προσεγγίσεων. Αυτό είναι

εύκολα κατανοητό αφού, συνήθως, οι οικονομολόγοι συμφωνούν, για παράδειγμα ότι

η προσφορά χρήματος είανι η αιτία του πληθωρισμού (θετική οικονομική),

διαφωνούν όμως ως προς το εάν θα πρέπει άμεσα η Κεντρική Τράπεζα να αυξήσει

την προσφορά χρήματος (πρότυπη οικονομική). Με άλλα λόγια, οι μεγαλύτερς

αποκλίσεις των οικονομολόγων παρατηρούνται στην πρότυπη οικονομική.

Η θετική οικονομική προσέγγιση διαιρείται, συχνά, στην περιγραφική οικονομική και

την οικονομική θεωρία. Η πρώτη αναφέρεται στη συλλογή και παρουσίαση στοιχείων

που περιγράφουν τα γεγονότα και την οικονομική πραγματικότητα. Για παράδειγμα,

η έκδοση του Οικογενειακού Προϋπολογισμού από την Ε.Σ.Υ.Ε. Η δεύτερη

διαχειρίζεται και ερμηνεύει τα δεδομένα με σκοπό τη γενίκευση10. Για παράδειγμα,

μια από τις πρώτες οικονομικές θεωρίες είναι ο Νόμος της ζήτησης που διατυπώθηκε

από τον Alfred Marshall το 1890, σύμφωνα με τον οποίο, όταν η τιμή ενός προϊόντος

10 Βέβαια, δεν σημαίνει ότι, οι οικονομικές θεωρίες προκύπτουν όλες απαραίτητα από τη διαχείρηση αριθμητικών δεδομένων.

27

αυξάνεται τότε οι άνθρωποι τείνουν να αγοράζουν λιγότερες ποσότητες από αυτό το

προϊόν. Ένα υπόδειγμα είναι η τυπική δήλωση μιας οικονομιkής θεωρίας.

Παράδειγμα: Παραδείγματα δηλώσεων θετικής και πρότυπης οικονομικής

προσέγγισης

Θετική οικονομική Πρότυπη οικονομικήΜια αύξηση των επιτοκίων θα επιφέρει αύξηση στη συναλλαγματική ισοτιμία και αύξηση στη ζήτηση εισαγόμενων προϊόντωνΜείωση των φόρων μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της προσφοράς εργασίας

Θα πρέπει να μειωθούν οι δασμοί σε σημαντικό ποσοστό για να επιτύχουμε χαμηλότερες τιμές λόγω αυξημένου ανταγωνισμού

Η υιοθέτηση, σε μια οικονομία, κατώτατου μισθού ενδεχομένως να οδηγήσει σε συρρίκνωση της ζήτησης ανειδίκευτης εργασίας

Η υιοθέτηση, σε μια οικονομία, κατώτατου μισθού είναι εντελώς ανεπιθύμητη αφού δεν βοηθάει τους φτωχούς να βρούν δουλειά ακι οδηγεί σε υψηλά επίπεδα ανεργίας

Το ποσοστό πληθωρισμού στην Ελλάδα είναι χαμηλότερο από εκείνο της Πολωνίας

Για τη μείωση της φτώχεια στη χώρα θα πρέπει ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί κατά 5%

Οι χρηματιστηριακές αγορές ακολούθησαν ένα ράλυ ανόδου τη δεκαετία του 1990.

Ο προστατευτισμός έιναι ο μόνος τρόπος να βελτιωθεί το βιωτικό επίπεδο των εργαζομένων των οποίων η εργασία απειλείται από τις φτηνές εισγωγές

Η μείωση των επιτοκίων στεγαστικών δανείων θα οδηγήσει, κάτω από κανονικές συνθήκες, σε αύξηση της οικοδομικής δραστηριότηταςΣύμφωνα με την υπόθεση της σύγκλισης παρατηρείται αρνητική συσχέτιση ceteris paribus μεταξύ του αρχικού εισοδήματος και της ανάπτυξης

Τα αποτελέσματα της μελέτης της σύγκλισης καταδεικνύουν ότι η διϋκή οικονομία στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα της περιφερειακής πολιτικής στη δεκαετία του ’90, αλλά και κοινωνικών και ιστορικών μεταβολών

Σύμφωνα με την υπόθεση της αποτελεσματικής αγοράς, τα τρέχοντα επίεπδα των τιμών αντικατοπτρίζουν πλήρως και άμεσα κάθε διαθέσιμη πληροφορία στην αγορά

Από την εμπειρική ανάλυση προκύπτει ότι στο χρηματιστήριο Αθηνών, την περίοδο της μελέτης, οι επενδυτές προτιμούν να επενδύουν σε ημέρες με υψηλή τιμή του συντελεστή κύρτωσης και θετική τιμή του υσντελεστή ασυμμετρίας των αποδόσεω. Το αποτέλεσμα αυτό αποτελεί, πιθανά, μια εξήγηση του φαινομένου της εποχικότητας των χρηματιστηριακών τιμών

Σύμφωνα με το θεμελιώδη ψυχολογικό νόμο του Κέυνς, η κατανάλωση αυξάνει όσο αυξάνεται το εισόδημαΗ βραχυχρόνια οριακή ροπή για κατανάλωση (ορκ) είναι μικρότερη από τη μακροχρόνια ορκ αφού τα πρότυπα διαβίωσης των ανθρώπων δεν μεταβάλλονται βραχυχρόνια

28

0.2.4 Ceteris paribus υπόθεση, post hoc υπόθεση και σφάλμα τύπου ΙΙΙ

Είναι σχεδόν βέβαιο πως οποιοδήποτε οικονομικό φαινόμενο και εάν θέλουμε να

εξηγήσουμε με τη βοήθεια ενός υποδείγματος, θα χρειαστούν περισσότεροι από ένας

παράγοντες. Πράγματι, δύσκολα μπορούμε να πιστέψουμε ότι, για παράδειγμα, η

άνοδος των τιμών στο χρηματιστήριο οφείλεται στα χαμηλά επιτόκια. Σίγουρα, η

άνοδος ενδεχομένως να ερμηνευτεί από τις συνθήκες που ισχύουν στο διεθνές

οικονομικό περιβάλλον, στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης της εγχώριας

οικονομίας, στα χαμηλά επιτόκια και χαμηλό επίπεδο πληθωρισμού, στην αυξημένη

κερδοφορία των εισηγμένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων, στην επενδυτική

συμπεριφορά και ψυχολογία, .... κλπ. Παράγοντες που επηρεάζουν, μαζί με άλλους,

τις αποδόσεις μιας χρηματιστηριακής αγοράς, οι οποίοι, ωστόσο, δεν είναι σταθεροί,

αλλά μεταβάλλονται δυναμικά. Συνεπώς, δεν είναι προφανές ότι το επίπεδο των

επιτοκίων οδηγεί τις αποδόσεις στην κεφαλαιαγορά. Δυστυχώς, στην οικονομική

έρευνα δεν μπορούμε να ελέγξουμε την επίδραση όλων αυτών των παραγόντων

(μεταβλητών), όπως ο χημικός ή ο φυσικός στα πειράματά τους.

Οι οικονομολόγοι, λοιπόν, χρησιμοποιούν την υπόθεση ceteris paribus, όπως ένας

φυσικός χρησιμοποιεί το κενό αέρος. Ενώ η φυσική θεωρία περιγράφει πώς

συμπεριφέροναι τα μόρια σε κενό αέρος, οι οικονομικές θεωρίες εξηγούν πώς

συνδέονται δυο παράγοντες (μεταβλητές) εάν όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμένουν

σταθεροί (αμετάβλητοι). Δηλαδή, αφού αφαιρεθεί η επίδραση της συμπεριφοράς και

των μεταβολών των άλλων παραγόντων, που ενδεχομένως να επηρεάζουν τη

συμπεριφορά της μεταβλητής που μελετάμε. Για παράδειγμα, εάν η θεωρία

προβλέπει ότι η αύξηση της τιμής του καπνού οδηγεί στην πτώση των πωλήσεων

τσιγάρων, τότε αυτό ισχύει μόνον όταν όλοι οι άλλοι πιθανοί παράγοντες που

επηρεάζουν την πώληση των τσιγάρων θεωρηθούν αμετάβλητοι. Έτσι, θα πούμε: «οι

καταναλωτές αγοράζουν λιγότερα τσιγάρα εάν η τιμή του καπνού αξηθεί, ceteris

paribus». Θα μπορούσαμε να γενικεύσουμε και να πούμε: «η συνάρτηση ζήτησης

έχει αρνητική κλίση γιατί, ceteris paribus, χαμηλότερες τιμές σημαίνει ότι η

ζητούμενη ποσότητα αυξάνεται».

Στην κατασκευή υποδειγμάτων για να ερμηνεύσουμε οικονομικά φσαινόμενα ή για

να ελέγξουμε οικονομικές θεωρίες, κινδυνεύουμε να πέσουμε σε τρεις παγίδες: (ι) την

παγίδα post hoc ή ergo propter hoc (μετά από αυτό το γεγονός και, συνεπώς, εξ’

αιτίας του γεγονότος αυτού), (ιι) την παγίδα της γενίκευσης ( the fallacy of

29

composition) και (ιιι) σφάλμα τύπου ΙΙΙ, δηλαδή να κατασκευάσουμε το σωστό

υπόδειγμα για να ελέγξουμε τη λάθος υπόθεση (οικονομική θεωρία)11.

(ι). Η παγίδα post hoc ή ergo propter hoc είναι η πλέον κοινή και, αναφέρεται στη

σχέση αιτιότητας μεταξύ δυο μεταβλητών ή γεγονότων: εάν το γεγονός Α προηγείται

του γεγονότος Β, τότε το γεγονός Α υποχρεωτικά είναι η αιτία εμφάνισης του

γεγονότος Β. Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει. Για παράδειγμα, ο κ.Χ

έπλυνε το αυτοκίνητό του (γεγονός Α) και ύστερα έβρεξε (γεγονός Β). Προφανώς δεν

ισχύει η θέση ότι, όποτε ο κ. Χ πλένει το αυτοκίνητό του βρέχει.

Παράδειγμα.Διαβάζουμε καθημερινά στις οικονομικές εφημερίδες σχόλια και αναλύσεις του τύπου:

«σήμερα, στο χρηματιστήριο αξιών Αθηνών σημειώθηκε άνοδος 7 μονάδων. Οι αναλυτές

θεωρούν ότι η αύξηση αυτή των τιμών οφείλεται στη βελτίωση των συνομιλιών για ειρήνη

μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου, με τη διαμεσολάβηση της υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ». Η

εμπειρική έρευνα, ωστόσο, δείχνει ότι οι ημερήσιες μεταβολές των γενικών δεικτών των

χρηματιστηρίων αξιών είναι, σε μεγάλο βαθμό, τυχαίες. Σίγουρα κάποια μεγάλα γεγονότα

είναι ικανά να επηρεάσουν τις μεταβολές των τιμών κάποιων μετοχών. Δεν μπορεί, όμως,

κάποιος να ισχυριστεί ότι η μεταβολή των τιμών στο χρηματιστήριο συνδέεται με

συγκεκριμένες προεξοφλήσεις (όπως η «... βελτίωση των συνομιλιών για ειρήνη ...»).

Άμεσα συνδεδεμένο με την υπόθεση post hoc είναι και η εσφαλμένη σχέση μεταξύ

της συσχέτισης και της αιτιότητας. Θα λέμε ότι δυο μεταβλητές συσχετίζονται

(γραμμικά) εάν οι τιμές της μιας μεταβλητής μεταβάλλονται όταν μεταβάλλονται και

οι τιμές της άλλης μεταβλητής. Ωστόσο, η συσχέτιση δεν συνεπάγεται αιτιότητα. Για

παράδειγμα, πόλεις με υψηλό ποσοστό εγκληματικότητας έχουν και πολλά

αυτοκίνητα σε κυκλοφορία, έτσι ώστε φαίνεται να υπάρχει μια σχέση μεταξύ του

πλήθους των αυτοκινήτων μιας πόλης και του ποσοστού εγκληματικότητας σε αυτή.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα αυτοκίνητα είναι η αιτία της εγκληματικότητας;

Προφανώς, όχι. Η ύπαρξη της συσχέτισης δεν συνδέεται με την αιτία και το

αποτέλεσμα.

11 Ο όρος αυτός είναι γνωστός σαν σφάλμα τύπου ΙΙΙ και συζητήθηκε από τον A.W.Kimball (“Errors of the third kind in statistical consulting”, Journal of American Statistical Association, 52, 1957), συμπληρωματικά με το σφάλμα τύπου Ι (απόρριψη μιας σωστής υπόθεσης) και το σφάλμα τύπου ΙΙ (αποδοχή μιας εσφαλμένης υπόθεσης).

30

(ιι). Ότι, ενδεχομένως, ισχύει για το άτομο δεν ισχύει αναγκαστικά και για το σύνολο.

Αυτή είναι η παγίδα της γενίκευσης. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι κάποιος είχε

10.000€ περισσότερα στον τραπεζικό του λογαριασμό. Τότε, αυτό θα ήταν πολύ καλό

για εκείνον. Εάν, όμως υποθέσουμε ότι όλοι είχαμε περισσότερα 10.000€ στους

τραπεζικούς μας λογαριασμούς, τότε θα είχαμε αύξηση της προσφοράς χρήματος με

συνέπεια την αύξηση των τιμών των προϊόντων, ceteris paribus (λόγω της

περιορισμένης προσφοράς), κάτι που δεν είναι καλό για την οικονομία.

(ιιι). Στην εμπειρική οικονομική έρευνα ελέγχουμε τις οικονομικές υποθέσεις,

συνήθως, με την κατασκευή οικονομετρικών υποδειγμάτων και την εκτίμηση των

παραμέτρων τους. Για παράδειγμα, για να μελετήσουμε την οριακή ροπή για

κατανάλωση σε μια οικονομία, παλινδρομούμε την κατανάλωση, C, στο εισόδημα, Υ:

ttt ubYaC ++= 12

Η κλίση της καμπύλης αυτής, b, είναι η οριακή ροπή για κατανάλωση και η τιμή της

πρέπει να είναι μικρότερη της μονάδας.

Οικονομετρία σημαίνει τον εμπειρικό προσδιορισμό των νόμων της οικονομικής

επιστήμης (H.Theil “Principle of Econometrics”, J.Wiley, 1971), με την εφαρμογή

της μαθηματικής στατιστικής σε οικονομικά δεδομένα (G.Tintner “Methodology of

Mathematical Economics and Econometrics”, The University of Chicago Press, 1968)

και, ορίζεται σαν η ποσοτική ανάλυση των οικονομικών φαινομένων, που στηρίζεται

στην επιλογή κατάλληλων μεθόδων επαγωγής που συνδέουν την οικονομική θεωρία

με την παρατήρηση (A.Goldberger “Econometric Theory”, J.Wiley, 1964).

Έτσι, το έργο της εμπειρικής οικονομικής έρευνας (συνεπώς, και της οικονομετρίας)

συνίσταται στην εύρεση ενός συνόλου υποθέσεων- ικανά εξειδικευμένων και

ρεαλιστικών- που να επιτρέπουν την πληρέστερη δυνατή εκμετάλλευση του

διαθέσιμου συνόλου δεδομένων (E.Malinvaud “Statistical Methods in Econometrics”,

Rand McNally, Chicago, 1966). Να σημειωθεί, βέβαια ότι, τα δεδομένα που καλείται

να αναλύσει ο οικονομέτρης είναι παρατηρήσιμα και όχι πειραματικά. Με άλλα λόγια,

το έργο του εξαρτάται από τα δεδομένα, στα οποία δεν μπορεί να επέμβει. (A.Spanos

“Probability Theory and Statistical Inference: Econometric Modeling with

Observational Data”, Cambridge Univrsity Press, 1999).

Σφάλμα τύπου ΙΙΙ, κινδυνεύουμε να έχουμε, όταν χρησιμοποιήσουμε το κατάλληλο

οικονομετρικό υπόδειγμα- με ότι συνεπάγεται, που ξεφεύγει της παρούσας

12 Ο σταθερός όρος υπάρχει για να δηλώσει το κατώτερο όριο κατανάλωσης και ο τελευταίος όρος είναι ο όρος των σφαλμάτων. Δεν είναι του παρόντος, όμως, να προχωρήσουμε περισσότερο.

31

συζήτησης- για να ελέγξουμε μια εσφαλμένη υπόθεση ή ένα κακοδιατυπωμένο

οικονομικό πρόβλημα. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση, για παράδειγμα,

όπου προσπαθούμε να ερευνήσουμε εμπειρικά μια οικονομική θεωρία ή οικονομική

υπόθεση που δεν κατανοούμε πλήρως. 13

Προκύπτει, λοιπόν, ο σημαντικός ρόλος των υποθέσεων στην οικονομική διερεύνηση.

Πράγματι, στην επιστημονική σκέψη- είτε πρόκειται για τη φυσική, τη βιολογία ή την

οικονομική- η τέχνη έγκειται στην επιλογή και διατύπωση ορθών υποθέσεων.

Παράδειγμα: «Βραχυπρόθεσμα» έναντι «μακροπρόθεσμα» στην οικονομικήΠοιές είναι οι επιπτώσεις στην οικονομία (γενικά ή ειδικότερα) από τη μεταβολή στην

πολιτική των τιμών; Για να προσεγγίσει ερωτήματα αυτού του τύπου ο οικονομολόγος πρέπει

να γνωρίζει: (ι) τιμές ποίων αγαθών; και (ιι) επιπτώσεις βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες;

Εάν, για παράδειγμα, πρόκειται για αγαθά των οποίων οι τιμές δεν μεταβάλονται συχνά, τότε

ο οικνομολόγος δικαιολογείται να υποθέσει ότι βραχυπρόπθεσμα δεν αναμένεται μεταβολή.

Αντίθετα, για μακροχρόνια ανάλυση πρέπει να υποθέσει ότι οι τιμές όλων των αγαθών και

υπηρεσιών είναι ευμετάβλητες.

Από το διαδίκτυο:

The 2nd edition of Parkin and Bade's "Economics" gives an excellent distinction between

the two:

"The short run is a period of time in which the quantity of at least one input is fixed and the

quantities of the other inputs can be varied. The long run is a period of time in which the

quantities of all inputs can be varied.

0.2.5 Ο Νόμος της σπανιότητας των πόρων και η Επιλογή

Είναι φανερό ότι στον ορισμό της οικονομίας περιλαμβάνονται έννοιες που

μεταφέρουν πολύ πληροφορία. Θα ήταν καλό, λοιπόν, να εξηγήσουμε τις έννοιες

κλειδιά: οικονομούν άτομο (economic agent), σπανιότητητα (scarcity, scarce

resources και, επιλογή (choice).

Οικονομούντα άτομα είναι τα άτομα και οι οργανισμοί που εμπλέκονται στην

κατανάλωση, την παραγωγή, τη συναλλαγή και την εξειδίκευση. Μπορεί να είναι

13 Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να σημειώσουμε τη μοναδικότητα του οικονομολόγου. Μπορεί ένας στατιστικός ή μαθηματικός να γνωρίζει πολύ καλά να διαζειρίζεται τεχνικά εργαλεία (μαθηματικά υποδείγματα, μεθόδους εκτίμησης, τεχνικές εξομάλυνσης κά.) ώστόσο δεν είναι βέβαιο ότι κατανοεί πλήρως το οικονομικό πρόβλημα που θέλει να επιλύσει. Σαν αποτέλεσμα, μπορεί να δώσει την ορθή απάντηση (τεχνικά) σε εσφαλμένο πρόβλημα (οικονομικά).

32

άτομα ή νοικοκυριά, επιχειρήσεις, δημόσιοι οργανισμοί, μη-κερδοσκοποικές εταιρίες

και οργανισμοί ή κυβερνήσεις. Τα οικονομούντα άτομα εξειδικεύονται, άλλοι είναι

έμποροι, άλλοι οικονομολόγοι, άλλοι ιατροί, δικηγόροι, λογιστές, μάναντζερς κλπ. Ο

Adam Smith στο βιβλίο του «The Wealth of Nations» το 1776 εξηγεί- στο παράδειγμα

της παραγωγής καρφιτσών- ότι, η εξειδίκευση και η συναλλαγή είναι οι πηγές της

οικονομικής ευημερίας. Η εξειδίκευση υπαγορεύει τη συναλλαγή. Δίχως συναλλαγή

η εξειδίκευση δεν θα είχε όφελος διότι τα οικονομούντα άτομα θα κατανάλωναν

μόνον τα αγαθά που διαθέτουν τα ίδια.

Σπανιότητα σημαίνει ότι οι άνθρωποι ζητούν πάντοτε περισσότερα από όσα είναι

διαθέσιμα. Η δήλωση αυτή είναι γνωστή σαν ο Νόμος της Σπανιότητας των πόρων. Ο

όρος της σπανιότητας στα οικονομικά είναι θεμελιώδης και καταδείχνει ότι ένα

αγαθό είναι λιγότερο διαθέσιμο από τη ζήτηση των καταναλωτών. Έτσι, όταν λέμε

«οικονομικό αγαθό» εννοούμε ένα αγαθό που βρίσκεται σε σπάνη. Η επιθυμία για

οικονομικά αγαθά είναι μεγαλύτερη από τη συνολική ποσότητα στην οποία αυτά τα

αγαθά είναι διαθέσιμα.

Η σπανιότητα των αγαθών, λοιπόν, μας περιορίζει από του να έχουμε τα αγαθά που

επιθυμούμε σε οποιαδήποτε ποσότητα, με αποτέλεσμα να είμαστε υποχρεωμένοι να

επιλέξουμε μεταξύ ενός περιορισμένου συνόλου εναλλακτικών. Με άλλα λόγια, η

σπανιότητα απαιτεί επιλογή, που δεν είναι παρά η πράξη να διαλέξουμε μεταξύ των

διαφόρων εναλλακτικών δυνατοτήτων.

0.2.6 Κόστος Ευκαιρίας και σπάνια αγαθά – Καμπύλη παραγωγικών δνατοτήτων

Όταν παίρνουμε την απόφαση να επιλέξουμε το αγαθό Α έναντι του Β αυτό σημαίνει

ότι το κόστος της επιλογής του Α ισούται με Β, δηλαδή με τη μη δυνατότητα

ικανοποίησης από την κατανάλωση του αγαθού Β. Εναλλατικά, μπορούμε να

θεωρήσουμε την επιλογή του Α σαν τη θυσία που συνεπάγεται η μη επιλογή του Β. Η

επιλογή του Α θα έχει λογική μόνον εάν τα αναμενόμενα οφέλη από την κατανάλωση

του Α είναι υψηλότερα του κόστους απόκτησης του Α. Έτσι, λοιπόν, όταν υπάρχουν

σπανιότητα και επιλογή, υπάρχει και κόστος. Το συνολικό κόστος που

αναλαμβάνουμε από τη λήψη της απόφασης για την επιλογή του Α περιλαμβάνει τη

θυσία που κάνουμε από τη μη απόφαση μιας εναλλακτικής επιλογής. Η καλύτερη

εναλλακτική, την οποία θυσιάζουμε- δεν επιλέγουμε δηλαδή- ονομάζεται κόστος

ευκαιρίας (opportunity cost). Το κόστος ευκαιρίας το συναντάμε σε κάθε απόφαση

33

είτε ατομική είτε επιχειρηματική είτε χρηματοοικονομική είτε, τέλος, στις αποφάσεις

της κοινωνίας και εφράζει την απώλεια της επόμενης καλύτερης επιλογής.

Το κόστος ευκαιρίας μας δίνει ένα σαφή τρόπο για να προσδιορίσουμε τη σπανιότητα

των αγαθών. Εάν ένα αγαθό βρίσκεται σε επαρκή προσφορά, έτσι ώστε να μπορούμε

να αποκτήσουμε οποιαδήποτε ποσότητα επιθυμούμε, τότε το κόστος ευκαιρίας είναι

μηδέν. Για παράδειγμα, εάν πάρουμε ένα κουβά άμμο από την έρημο της Σαχάρα,

κανένας δεν τη στερείται, αφού υπάρχει πολύ άμμος. Τα αγαθά που έχουν μηδενικό

κόστος ευκαιρίας ονομάζονται ελεύθερα αγαθά.

Τα σπάνια αγαθά έχουν θετικό κόστος ευκαρίας. Αυτό σημαίνει ότι για να

αποκτήσουμε μια επιπλέον μονάδα του σπάνιου αγαθού πρέπει να θυσιάσουμε μια

εναλλακτική επιλογή. Έτσι, κάθε επιλογή για την κατανομή των σπάνιων αγαθών

συνεπάγεται κόστος ευκαιρίας14.

Συνεπώς:

Το κόστος ευκαιρίας μιας εναλλακτικής ορίζεται σαν το κόστος από τη μη-επιλογή

της «επόμενης-καλύτερης» εναλλακτικής

Καμπύλη Παραγωγικών Δυνατοτήτων και Οριακό Κόστος Ευκαιρίας

Η σπανιότητα των αγαθών σημαίνει, λοιπόν, ότι οι οικονομικές μονάδες κάνουν

επιλογές μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών. Αυτές οι επιλογές μπορούν να

παρασταθούν από την καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων. Έστω για παράδειγνα ότι

μια επιχείρηση παράγει δυο αγαθά κάτω από τις υποθέσεις:

1. Η ποσότητα και η ποιότητα των διαθέσιμων πόρων (π.χ. των συντελεστών

παραγωγής) είναι σταθερή.

2. Η τεχνολογία είναι σταθερή.

3. Οι διαθέσιμοι πόροι απασχολούνται πλήρως (δηλαδή, δεν υποαπασχολούνται

ούτε είναι άνεργοι, άρα χρησιμοποιούνται όλοι οι διαθέσιμοι πόροι).

Ανεκμετάλευτη γή, ανενεργές βιομηχανίες, εργάτες που δεν βρίσκουν δουλειά

είναι παραδείγματα άνεργων πόρων της κοινωνίας. Υποαπασχόληση των

πόρων έχουμε όταν αυτοί δεν χρησιμοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό

14 Όταν οι οικονομολόγοι συζητούν για κόστος και όφελος, που αντιστοιχούν σε κάποιες εναλλακτικές δραστηριότητες, εννούν, γενικά, το οριακό κόστος και το οριακό όφελος. Η έννοια του οριακού κόστους έχει τεράστια σημασία στην οικονομική σκέψη. Το οριακό κόστος ορίζεται σαν το επιπλέον κόστος που συνοδεύει την αύξηση κατά μια μονάδα της συγκεκριμένης δραστηριότας (π.χ. της παραγωγής) και βρίσκεται λαμβάνοντας την παράγωγο της συνάρτηση ςτου συνολικού κόστους. Το οριακό όφελος ορίζεται σαν το επιπλέον όφελος που συνοδεύει την αύξηση κατά μια μονάδα της συγκεκριμένης δραστηριότας.

34

τρόπο. Για παράδειγμα, υποαπασχόληση πόρων σε μια κοινωνία έχουμε, όταν

οι πτυχιούχοι επιστήμονες απασχολούνται σαν σερβιτόροι, εργάτες ή οδηγοί

ταξί, ενώ οι απόφοιτοι λυκείου εργάζονται σαν δικηγόροι,

χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι ή γιατροί. Εάν ισχύει η 3η υπόθεση, έχουμε

αποτελεσματική παραγωγή (efficient production).

Παράδειγμα: Καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων

Ας δούμε τις υποθέσεις αυτές με άνα απλό και οικείο παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι

ένας φοιτητής έχει ακόμα 4 ώρες στη διάθεσή του προκειμένου να διαβάσει δυο

μαθήματα, Οικονομική Θεωρία και Μαθηματικά στα οποία εξετάζεται την ίδια

ημέρα15. Ας δούμε ποιό είναι το παραγόμενο προϊόν της περίπτωσης αυτής και τι

σημαίνουν οι υποθέσεις.

1. Το παραγόμενο προϊόν είναι: ο βαθμός που θα πάρει ο φοιτητής σε κάθε

μάθημα.

2. Η υπόθεση της σταθερότητας της ποιότητας και της ποσότητας των

διαθεσίμων πόρων σημαίνει ότι είναι σταθερή η προσφορά των βασικών

υλικών για μελέτη, όπως βιβλίο, σημειώσεις, ασκήσεις, οδηγίες μελέτης κλπ.,

για να χρησιμοποιηθούν στο διαθέσιμο χρόνο.

3. Σταθερή τεχνολογία σημαίνει ότι ο φοιτητής έχει δεδομένο επίεπδο

ικανοτήτων ώστε να μελετήσει, που είναι τέτοιο που θα του επιτρέψει να

μεταρέψει το υλικό μελέτης σε βαθμό.

4. Άνεργους διαθέσιμους πόρους έχουμε όταν δεν τους χρησιμοποιούμε. Για

παράδειγμα, ο φοιτητής δεν έλυσε καμία άσκηση μαθηματικών ή δεν διάβσε

το δεύτερο τόμο του βιβλίου της Οικονομικής Θεωρίας κλπ.

Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει πιθανούς συνδυασμούς ωρών μελέτης και πιθανούς

βαθμούς (αποτέλεσμα), που θα μπορούσε να πάρει ο φοιτητής:

# ωρών για # ωρών για Βαθμολογία στα Βαθμολογία στη

15 Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι ο φοιτητής που επιθυμεί να επιτύχει υψηλή βαθμολογία στα δυο αυτά μαθήματα (από τα σπουδαιότερα για έναν οικονομολόγο και απόφοιτο τμημάτων οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων), θα πρέπει να μελετήσει περισσότερες ημέρες και όχι μόνον 4 ώρες. Οι παραπάνω υποθέσεις όμως και, οι αντιστοιχούντες βαθμοί γίνονται χάριν του παραδείγματος και μόνον.

35

μελέτη

Μαθηματικών

μελέτη

ΟικονομικήςΜαθηματικά Οικονομική

0 4 0 61 3 3 5.52 2 5.5 4.53 1 7.5 34 0 8.5 0

Ο Νόμος της φθίνουσας απόδοσης

Παρατηρείστε ότι, σε κάθε επιπλέον ώρα μελέτης Μαθηματικών ή Οικονομικής,

μικρή μόνο βελτίωση επιτυγχάνεται στη βαθμολογία. Ο λόγος που παρατηρείται αυτό

είνα ότι, ο φοιτητής την πρώτη ώρα μελέτης θα την ξοδέψει στη μελέτη των ποιό

σημαντικών θεμάτων. Κάθε επιπλέον ώρα μελέτης ξοδεύεται στη μελέτη του

επόμενου σημαντικού θέματος από την εξεταστέα ύλη κ.ο.κ. Αυτό είναι ένα απλό

παράδειγμα του Νόμου της φθίνουσας απόδοσης (law of diminishing returns),

σύμφωνα με τον οποίο: η απόδοση θα αυξάνεται σταδιακά με ολοένα μικρότερο

ρυθμό όσο προστίθενται επιπλέον μονάδες εισροής (χρόνος, στην περίπτωση του

παραδείγματός μας) στην παραγωγική διαδικασία στην οποία οι άλες εισροές είναι

δεδομένες (σταθερές).

Τα σημεία του παραπάνω πίνακα μπορούν να παρασταθούν διαγραμματικά από την

καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων (production possibilities curve , PPC), όπως αυτή

του επόμενου διαγράμματος. Κάθε σημείο επί της καμπύλης παριστάνει τον καλύτερο

βαθμό που μπορεί να πάρει ο φοιτητής χρησιμοποιώντας τις δεδομένες διαθέσιμες

πηγές μελέτης και τη διαθέσιμη τεχνολογία για κάθε εναλλακτικό συνδυασμό ωρών

μελέτης σε κάθε μάθημα.

36

Οριακό κόστος ευκαιρίας

Η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων είναι κοίλη (concave). Πράγματι, μεγάλη

βελτίωση στη βαθμολογία των οικονομικών μπορεί να επιτευχθεί θυσιάζοντας λίγες

μόνο μονάδες από τη βαθμολογία των Μαθηματικών. Η κίνηση από το σημείο Α στο

σημείο Β συνεπάγεται αύξηση 30 μονάδων στα Οικονομικά και μόνον 10 μονάδωες

απώλεια στα Μαθηματικά. Έτσι, ορίζεται το οριακό κόστος ευκαιρίας (marginal

opportunity cost): είναι το μέγεθος που πρέπει να θυσιάσουμε σε μονάδες του αγαθού

Χ για να παράγουμε μια επιπλέον μονάδα του αγαθού Υ.

Στο παράδειγμά μας το οριακό κόστος ευκαιρίας μιας επιπλέον μονάδας στα

Οικονομικά ισούται με 1/3 του βαθμού στα Μαθηματικά, αφού το κόστος ευκαιρίας

των 30 μονάδων στα Οικονομικά είναι 10 μονάδες μείωση του βαθμού στα

Μαθηματικά.

Ο Νόμος του αυξανόμενου κόστους

Ας δούμε τώρα τί συμβαίνει με μια επιπλέον ώρα μελέτης Οικονομικής Θεωρίας,

δηλαδή από το σημείο Β στο σημείο C του διαγράμματος. Σύμφωνα με το διάγραμμα,

η μεταφορά μιας επιπλέον ώρας από τη μελέτη των Μαθηματικών στη μελέτη των

Οικονομικών, έχει σαν αποτέλεσμα μικρότερη αύξηση της βαθμολογίας στα

Οικονομικά. (από 30 σε 45) και μεγαλύτερη μείωση στη βαθμολογία των

37

Μαθηματικών (από 75 σε 55). Στην περίπτωση αυτή, το οριακό κόστος ευκαιρίας

μιας μονάδας στο βαθμό των Οικονομικών αυξήθηκε στα 4/3 της μονάδας των

Μαθηματικών. Η αύξηση του οριακού κόστους ευκαιρίας των βαθμών στο μάθημα

των Οικονομικών με την με την επιπλέον ώρα μελέτης, αποτελεί ένα παράδειγμα του

Νόμου του αυξανόμενου κόστους. Σύμφωνα με το Νόμο αυτό το οριακό κόστος

ευκαιρίας μιας δραστηριότητας αυξανεται όσο το επίπεδο της δραστηριότητας

αυξάνεται. Γενικά, θα λέμε ότι ο Νόμος τους αυξανόμενου κόστους θέτει ότι, το

κόστος ανά μονάδα προϊόντος αυξάνει κατά μέσο όρο όσο αυξάνει ο όγκος

παραγωγής.

Ένας λόγος που έχουμε αυξανόμενο κόστος είναι οι φθίνουσες αποδόσεις. Κάθε

πειπλέον ώρα που αφιερώνεται στη μελέτη των Οικονομικών έχει σαν αποτέλεσμα

μια μικρή μόνο αύξης του βαθμού των Οικονομικών και μια μεγάλη μείωση στα

Μαθηματικά, λόγω, ακριβώς, της φθίνουσας απόδοσης του δαπανώμενου χρόνου σε

οποιοδήποτε μάθημα. Ένας δεύτερος λόγος που ισχύει ο Νόμος τους αυξανόμενου

κόστους είναι ότι οι διαθέσιμοι πόροι εξειδικεύονται. Δηλαδή, μερικοί από τους

διαθέσιμους πόρους είναι καλύτεροι για ορισμένες παραγωγικές δραστηριότητες, από

ότι είναι άλλοι.

Παράδειγμα δεύτερο: Η Καμπύλη Παραγωγικών ΔυνατοτήτωνΤο σύνολο παραγωγικών δυνατοτήτων δείχνει τις οικονομικές επιλογές όταν οι παράγοντες

παραγωγής χρησιμοποιούνται στην πληρότητά τους.

Έστω μια υποθετική οικονομία που παράγει 2 αγαθά, το αγαθό [Α] σε χιλιάδες και το αγαθό

[Β] σε τόννους, όπως στον πίνακα 1. Η οικονομία αυτή μπορεί να παράγει μέγιστο 18

τόννους του προϊότος [Β] εάν δεν παράγει καθόλου από το προϊόν [Α], σύμφωνα με το

συνδυασμό 1. Μπορεί, επίσης να παράγει μέγιστο 5000 του προϊότος [Α] εάν δεν παράγει

καθόλου από το προϊόν [Β], σύμφωνα με το συνδυασμό 6. Η καμπύλη παραγωγικών

δυνατοτήτων του διαγράμματος ενώνει όλους του συνδυασμούς 1-6 και δείχνει όλους τους

μέγιστους συνδυασμούς παραγωγής των δυο αυτών αγαθών που μπορεί νας παράγει

οικονομία κάτω από τους περιορισμούς των διαθέσιμων πόρων και της τεχνολογίας.

Πίνακας 0.1. Καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων

38

Για παράδειγμα, ο συνδυασμός 3 δείχνει ότι, εάν παραχθούν 2000 μονάδες προϊόντος [Α],

τότε ο μέγιστος αριθμός τόννων του προϊόντος [Β] που μπορεί να παραχθεί είναι 15 κ.ο.κ. Η

καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων έχει αρνητική κλίση προς τα δεξιά και είναι κοίλη

(concave) για να εξηγήσει το κόστος ευκαιρίας: μεγαλύτερη παραγωγή του προϊόντος [Α]

σημαίνει μικρότερη παραγωγή του προϊόντος [Β]. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερη είναι η

παραγωγή του προϊόντος [Α], τόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος ευκαιρίας. Αυτός είναι ο

Νόμος του αυξανόμενου κόστους.

Ένα σημείο (δηλαδή ένας συνδυασμός) που βρίσκεται πάνω-δεξιά από την PPF της

οικονομίας δεν είναι εφικτό16. Για παράδειγμα, η οικονομία που συζητάμε δεν διαθέτει τους

απαραίτητους πόρους για την παραγωγή 17 τόννων του προϊόντος [Β] και 3000 μονάδων του

προϊόντος [Α]. Επίσης, ένας συνδυασμός κάτω-αριστερά από την καμπύλη PPF είναι εφικτός

16 Βέβαια, θα πρέπει να σημειώσουμε για να αποφύγουμε παραξήγηση ότι: (α) η παραγωγική ικανότητα της οικονομομίας δεν παραμένει σταθερή. Εάν, για παράδειγμα, αυξηθεί η ποσότητα των οικονομικών πόρων ή εάν ακολουθηθούν βελτιωμένες μέθοδοι παραγωγής, τότε η οικονομία μπορεί να παράγει περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες και η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων θα μετατοπισθεί δεξιά. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της αύξησης της παραγωγής, μιλαμε για οικονομική ανάπτυξη (economic growth) και (β) αντίθετα με την οικονομική ανάπτυξη η αύξηση των συναλλαγών της εγχώριας οικονομίας με τις οικονομίες του εξωτερικού, ενώ αυξάνει το την κατανάλωση προϊόντων στην εγχώρια οικονομία (ενδεχομένως λόγω αύξησης του εισοδήματος) πέρα από την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας, εντ τούτοις δεεπιφέρει μετατόπιση της καμπύλων των παραγωγικών δυνατοτήτων.

39

να προαγματοποιηθεί, ωστόσο, δηλώνει αναποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων της

οικονομίας.

Για να λειτουργεί η εν λόγω οικονομία επί της καμπύλης των παραγωγικών δυνατοτήτων της

πρέπει να χρησιμοποιεί τους πόρους που διαθέτει με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα. Έτσι,

για κάθε παραγωγικό συνδυασμό, ο οποίος βρίσκεται επί της καμπύλης PPF θα λέμε ότι η

οικονομία είναι αποτελεσματική. Γενικά, η οικονομία θα είναι αποτελεσματική (efficient),

όταν κατανέμει αποτελεσματικά όλους τους πόρους τους οποίους διαθέτει και τους

χρησιμοποιεί στο μέγιστο των δυνατοτήτων.

0.2.7 Απόλυτο και Συγκριτικό πλεονέκτημα

Άμεσα συνδεδεμένη με το κόστος ευκαιρίας και της καμπύλης παραγωγικών

δυνατοτήτων είναι η έννοια του συγκριτικού πλεονεκτήματος (comparative

advantage)17 και του απόλυτου πλεονεκτήματος. Μάλιστα, ο P.Samuelson, θεωρεί ότι

είναι η μόνη θεωρία των κοινωνικών επιστημών που είναι ταυτόχρονα αληθής και

σημαντική.

Ο David Ricardo ήταν εκείνος που παρουσίασε μια συστηματική ερμηνεία της

θεωρίας το 1817 στο βιβλίο του «The Principles of Political Economy and Taxation»,

χρησιμοποιώντας σαν παράδειγμα την Αγγλία και την Πορτογαλία. Για την

Πορτογαλία είναι εύκολο να παράγει κρασί και ρούχα με λιγότερη εργασία από ότι η

Αγγλία. Ωστόσο, το σχετικό κόστος παραγωγής των δυο αυτών προϊόντων είναι

διαφορετικό στις δυο χώρες. Η Πορτογαλία μπορεί να παράγει τα δυο αγαθά εύκολα

και φτηνά, ενώ η Αγγλία παράγει κρασί με πολύ μεγάλη δυσκολία και με δυσκολία,

επίσης, αλλά πολύ λιγότερη, μπορεί να παράγει ρούχα. Συνεπώς, γιατί να μην

παράγονται τα δυο αγαθά, κρασί και ρούχα, στην Πορτογαλία; Τελικά, ενώ είναι

φτηνή η παραγωγή ρουχισμού στην Πορτογαλία έναντι της Αγγλίας, είναι ακόμα

φτηνότερη η υπερ-παραγωγή κρασιού στην Πορτογαλία, η οποία θα ανταλλάσσεται

με ρούχα που θα παράγονται στην Αγγλία. Η Αγγλία θα έχει όφελος από αυτή τη

συναλλαγή γιατί το κόστος παραγωγής ρουχισμού δεν μεταβάλλεται, ενώ θα μπορεί

να αποσβένει μέρος του από την ειαγωγή κρασιού από την Πορτογαλία, το οποίο

17 Η σημασία του συγκριτικού πλεονεκτήματος είναι ιδιαίτερα εμφανής και σημαντική στη θεωρία του διεθνούς εμπορίου. Πρωτοσυζητήθηκε από τον Robert Torrens το 1815 στο βιβλίο «Essay on the External Corn Trade», σχετικά με το εμπόριο του καλαμποκιού μεταξύ Αγγλίας και Πολωνίας. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αγγλία έχει πλεονέκτημα να εμπορεύεται διάφορα αγαθά με την Πολωνία, η οποία θα παράγει καλαμπόκι, ακόμα και εάν είναι φτηνότερη η παραγωγή καλαμποκιού στην Αγγλία. Ο Αυστριακός οικονομολόγος (καθηγητής του Harvard, Πρόεδρος της GATT το 1957) Gottfried Haberler (1900-1995) ξενάγραψε το 1936 τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος σε όρους κόστους ευκαιρίας.

40

παράγει με πολύ υψηλό κόστος. Με άλλα λόγια, για να οφεληθεί από την εξιδίκευση

και το ελεύθερο εμπόριο η Πορτογαλία, θα πρέπει να εξειδικευτεί στο εμπόριο του

προϊόντος η παραγωγή του οποίου είναι η «καλύτερη» για αυτήν (δηλαδή το κρασί),

ενώ η Αγγλία πρέπει να εξειδικευτεί στην παραγωγή και το εμπόριο του αγαθού η

παραγωγή του οποίου είναι η λιγότερο «χειρότερη» για αυτήν.

Ωστόσο, ασκήθηκε κριτική στη θεωρία του Ricardo κυρίως ως προς τις υποθέσεις

που έκανε: (ι) δεν υπάρχει κόστος μεταφοράς (ή είναι πολύ χαμηλό), (ιι) το

πλεονέκτημα της αυξημένης παραγωγής δεν έχει εξωτερικές επιδράσεις, π.χ. στο

περιβάλλον (μόλυνση) ή στην κοινωνική δικαιοσύνη, (ιιι) υπάρχουν περιορισμοί στην

κίνηση κεφαλαίων (αλλιώς δεν θα υπήρχε έναυσμα να επενδύσει κάποιος στην

παραγωγή κρασιού ή ρουχισμού στην Αγγλία, αφού και οι δυο παραγωγές είναι

ακριβότερες).

Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος εξηγεί γιατί είναι προτιμότερο (και

αποδοτικότερο σε όρους κέρδους, αλλά και σε όρους κατανομής πόρων) μεταξύ δυο

ατόμων, περιοχών, εθνικών οικονομιών κλπ, να εμπορεύονται και να

συναλλάσσονται ακόμα και, εάν το ένα μέρος μπορεί να παράγει κάθε αγαθό και

υπηρεσία φτηνότερα από το άλλο. Αυτό που τελικά ενδιαφέρει δεν είναι το απόλυτο

κόστος παραγωγής, αλλά ο λόγος της ευκολίας με την οποία παράγουν τα δυο μέρη.

Λέμε ότι μια επιχείρηση, οικονομία, μονάδα γενικότερα έχει απόλυτο πλεονέκτημα,

όταν είναι ικανή να παράγει αποτελεσματικότερα από μια άλλη μονάδα: δηλαδή,

κάτω από την υπόθεση ίσων συντελεστών παραγωγής, η μια μονάδα μπορεί να

παράγει περισσότερο.

Οι Adam Smith και David Ricardo υποστήριξαν ότι οφέλη προκύπτουν και από τη

διεθνή εξειδίκευση και το εμπόριο. Εάν κάθε χώρα εξειδιεκυτεί στην παραγωγή

αγαθών στην οποία υπερτερεί (είναι «καλή» δηλαδή), τότε το συνολικό μέγεθος των

παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών στην παγκόσμια οικονομία θα αυξηθεί.

Συνεπώς:

Εάν κάθε χώρα παράγει το αγαθό στο οποίο έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, τότε θα

υπάρχουν θετικές επιδράσεις και στην παγκόσμια οικονομία, αφού κάθε αγαθό

στην παγκόσμια κλίμακα θα παράγεται στο χαμηλότερο κόστος ευκαιρίας. Το

αποτέλεσμα αυτό θα επιφέρει μια αύξηση στο συνολικό επίπεδο παραγωγής.

41

Ο Adam Smith στο έργο του The Wealth of Nations υποστήριξε ότι η οικονομική

ανάπτυξη οφείλεται στην εξειδίκευση και τον καταμερισμό εργασίας. Εάν κάθε

νοικοκυριό παρήγαγε ότι ακριβώς κατανάλωνε, τότε η παραγωγή της οικονομίας θα

ήταν μικρή. Εάν κάθε άτομο (ή επιχείρηση) εξειδικεύεται στη δραστηριότητα στην

οποία είναι «καλύτερο», τότε η συνολική παραγωγή θα είναι μεγαλύτερη. Η

αυξανόμενη εξειδίκευση των εργαζομένων απαιτεί και ανάπτυξη του εμπορίου.

Συνεπώς:

Κατά τον Adam Smith αυξανόμενη εξειδίκευση της εργασίας και ανάπτυξη του

εμπορίου αποτελούν τις κυριώτερες πηγές της οικονομικής ανάπτυξης.

Παράδειγμα 1.Δυο ναυαγοί σ’ ένα νησί είναι απομονομένοι και για να επιβιώσουν πρέπει να

δραστηριοποιηθούν: να αναζητήσουν και συλλέγουν νερό, να ψαρεύουν για να έχουν τροφή,

να μαγειρέουν, να κατασκευάσουν ένα κατάλλυμα για να προστευετούν, να το συντηρούν

κλπ. Ο ένας από τους ναυαγούς είναι νέος, δυνατός και καλιεργημένος. Είναι γρήγορος,

οξυδερκής, έξυπνος, παραγωγικός και καλύτερος σε όλα έναντι του άλλου ναυαγού, ο οποίος

είναι γέρος, ακαλιέργητος, ασθενικός και μειονεκτεί σε όλα έναντι του πρώτου ναυαγού.

Έτσι, υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ τους σε πολλές δραστηριότητες και μικρότερη

διαφορά σε άλλες. Πάντος ο νεότερος ναυαγός υπερτερεί σε όλα έναντι του ηλικιωμένου

ναυαγού.

Ερώτηση: είναι προτιμότερο να απομονωθούν μεταξύ τους ή να συνεργαστούν; Προφανώς το

δεύτερο: η εξειδίκευση και η συναλλαγή μεταξύ τους θα οφελήσει και τους δυο. Πώς θα

μοιραστούν τις δραστηριότητες; Σύμφωνα με το συγκριτικό και όχι το απόλυτο πλεονέκτημα

(όπου ο νέος υπερτερεί σε όλα). Ο νέος μπορεί να επικεντρωθεί στις εργασίες εκείνες που

είναι πολύ καλύτρεος και ο ηλικιωμένος να εστιάσει την προσπάθειά του στις εργασίες

εκείνες που είναι λίγο, μόνο, χειρότερος. Μια τέτοια κατανομή των εργασιών θα αυξήσει την

παραγωγικότητά τους και θα μειώσει τη συνολική απαιτούμενη εργασία. Με άλλα λόγια, θα

οφελήσει και τους δυο. Παρατήρηση: Εξειδίκευση και ανταλλαγή δεν είναι δυνατή εάν

υπάρχει απόλυτος περιορισμός πόρων. Για παράδειγμα, εάν η μια και μοναδική πηγή για

νερό στο νησί έχει ποσότητες αρκετές για να ξεδιψάσει μόνον ο ένας από τους δυο ναυαγούς,

τότε θα έχουμε πόλεμο μεταξύ τους.

42

Παράδειγμα 2.Έστω δυο ισομεγέθεις18 χώρες η Α και η Β, οι οποίες παράγουν και καταναλώνουν δυο

αγαθά, τρόφιμα και ρούχα. Οι παραγωγικές δυνατότητες των Α και Β είναι τέτοιες ώστε, εάν

και οι δυο χρησιμοποιήσουν τους πόρους τους για να παράγουν τρόφιμα, τότε, η παραγωγή

τους θα είχε την ακόλουθη κατανομή:

Παραγωγή τροφίμων, μόνον

Χώρα Α: 100 τόννοι

Χώρα Β: 200 τόννοι

Παρόμοια, εάν και οι δυο χρησιμοποιήσουν τους πόρους τους για να παράγουν ρούχα, τότε, η

παραγωγή τους θα είχε την ακόλουθη κατανομή:

Παραγωγή ρούχων, μόνον

Χώρα Α: 100 τόννοι

Χώρα Β : 100 τόννοι

Υποθέσεις:

1. Και οι δυο χώρες έχουν σταθερά κόστη ευκαιρίας παραγωγής μεταξύ των δυο

προϊόντων.

2. Και οι δυο οικονομίες βρίσκονται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης των

συντελεστών παραγωγής κάθε χρονική στιγμή.

3. Όλοι οι συντελεστές παραγωγής μεταφέρονται πλήρως μέσα στην κάθε χώρα μεταξύ

της παραγωγής τροφίμων και ρούχων, αλλά δεν μεταφέρονται μεταξύ των δυο

χωρών.

4. Ο μηχανισμός δημιουργίας των τιμών λειτουργεί και ικανοποιούνται οι συθνήκες

πλήρους ανταγωνισμού. Δηλαδή υπάρχει πλήρως αποτελεσματική κατανομή των

συντελεστών παραγωγής.

Υπολογισμός κόστους ευκαιρίας

Έτσι, η χώρα Β έχει πλεονέκτημα στην παραγωγή τροφίμων έναντι της χώρας Α και, οι δυο

χώρες είναι το ίδιο αποτελεσματικές στην παραγωγή ρούχων. Με μια πρώτη ματιά θα λέγαμε,

λοιπόν ότι, δεν υπάρχει όφελος να συναλλάσσονται οι δυο αυτές οικονομίες μεταξύ τους. Εάν

εξετάσουμε τα κόστη ευκαιρίας, όμως, βλέπουμε πως στη χώρα Α το κόστος ευκαιρίας

παραγωγής ενός τόννου τροφίμων είναι ίσο με ένα τόννο παραγωγής ρούχων και αντίστροφα.

18 Υποθέτουμε δυο χώρες, δυο αγαθά, με σκοπό τη διευκόλυνση της παρουσίασης του παραδείγματος. Δεν υπάρχει δυσκολία στη γενίκευση. Για λόγους απλούστευσης, επίσης, υποθέτουμε δυο οικονομίες ίσου μεγέθους για τις χώρες Α και Β.

43

Για τη χώρα Β, ωστόσο, το κόστος ευκαιρίας παραγωγής ενός τόννου τροφίμων ισούται με

0.5 τόννους παραγωγή ρούχων και, το κόστος ευκαιρίας παραγωγής ενός τόννου ρούχων

ισούται με παραγωγή 2 τόννων τροφίμων. Με άλλα λόγια:

(α) η χώρα Β έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή τροφίμων έναντι της χώρας Α,

διότι το κόστος ευκαιρίας παραγωγής είναι χαμηλότερο από ότι είναι στη χώρα Α και,

(β) η χώρα Α έχει συγκριτικό πλεονέκτημα παραγωγής ρούχων έναντι της χώρας Β, το

κόστος ευκαιρίας της οποίας είναι χαμηλότερο στη χώρα Β σε σχέση με την παραγωγή

τροφίμων, από ότι είναι στη χώρα Α.

Συνεπώς, οι δυο χώρες θα έχουν, ενδεχομένως, όφελος από την εξειδίκευση της κάθε χώρας

στην παραγωγή ενός αγαθού και τις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές, λόγω, ακριβώς, των

διαφορών τους στα κόστη ευκαιρίας παραγωγής των δυο αγαθών.

Παραγωγή και κατανάλωση πριν την εμπορική συναλλαγή

Τρόφιμα Ρούχα

Χώρα Α 50 50

Χώρα Β 100 50

Συνολικό Εμπόριο 150 100

Ας δούμε τώρα τις συνέπειες που θα έχει η εμπορική συναλλαγή μεταξύ των δυο χωρών.

Με δεδομένη την παραγωγική ικανότητα κάθε χώρας, για να έχει όφελος από το εμπόριο με

την άλλη χώρα, η χώρα Α για να ανταλλάξει ένα τόννο ρούχων θα απαιτήσει, τουλάχιστον,

ένα τόννο τρόφιμα. Παρόμοια, η χώρα Β θα απαιτήσει τουλάχιστον ένα τόννο ρούχα για να

ανταλλάξει δυο τόννους τρόφιμα. Προφανώς, η τιμή ανταλλαγής θα είναι κάπου στη μέση.

Στη συνέχεια του παραδείγματος θα πούμε ότι η εμπορική τιμή 2/3 τόννωνρούχων είναι ένας

τόννος τρόφιμα.

Εάν και οι δύο χώρες εξειδικευτούν στην παραγωγή προϊόντος, στο οποίο έχουν συγκριτικό

πλεονέκτημα, τότε η παραγωγήέχει την ακόλουθη κατανομή:

Παραγωγή μετά την εμπορική συναλλαγή

Τρόφιμα Ρούχα

Χώρα Α 0 100

Χώρα Β 200 0

Συνολικό Εμπόριο 200 100

44

Παρατηρούμε ότι, τώρα, η συνολική παραγωγή τροφίμων έχει αυξηθεί και η παραγωγή

ρουχισμού έμεινε σταθερή. Χρησιμοποιώντας τη συναλλαγματική ισοτιμία 1 τόννος τρόφιμα

= 2/3 τόννοι ρούχων, οι χώρες Α και Β μπορούν να αναπτύξουν εμπορικές συναλλαγές και,

θα έχουν τα παρακάτω επίπεδα κατανάλωσης:

Κατανάλωση με εμπόριο μεταξύ Α και Β

Τρόφιμα Ρούχα

Χώρα Α 75 50

Χώρα Β 125 50

Συνολικό εμπόριο 200 100

Έτσι, η χώρα Α ανταλλάσσει 50 τόννους ρουχισμού έναντι 75 τόννων τροφίμων. Και οι δυο

χώρες είναι κερδισμένες και καταναλωνουν τα δυο αγαθά πέρα από την καμπύλη

παραγωγικών δυνατοτήτων τους.

Παράδειγμα 3.Ας υποθέσουμε ότι οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία παράγουν μόνον δυο αγαθά: CD και σιτάρι, κάτω

από τις γνωστές υποθέσεις. Η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων φαίνεται στο παρακάτω

διάγραμμα, από το οποίο φαίνεται ότι οι ΗΠΑ έχουν απόλυτο πλεονέκτημα σε κάθε αγαθό.

Για να υπολογίσουμε το συγκριτικό πλεονέκτημα κάθε χώρας, θα πρέπει πρώτα να

υπολογίσουμε το κόστος ευκαιρίας για κάθε αγαθό.

Κόστος ευκαιρίας παραγωγής CD

45

Το κόστος ευκαιρίας μιας μονάδας CD στις ΗΠΑ ισούται με 2 μονάδες σιτάρι. Στην Ιαπωνία,

το κόστος ευκαιρίας μιας μονάδας CD ισούται με 4/3 μονάδες σιτάρι. Συνεπώς, η Ιαπωνία

έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή CD.

Κόστος ευκαιρίας παραγωγής σίτου

Οι ΗΠΑ, ωστόσο, έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή σίτου, αφού το κόστος

ευκαιρίας μιας μονάδας παραγωγής σίτου ισούται με ½ της μονάδας παραγωγής CD στις

ΗΠΑ, αλλά 3/4 της μονάδας παραγωγής CD στην Ιαπωνία.

Εάν κάθε χώρα εξειδικευτεί στην παραγωγή του αγαθού για το οποίο διαθέτει συγκριτικό

πλεονέκτημα, μπορεί να αγοράζει το άλλο αγαθό από την άλλη χώρα σε κόστος χαμηλότερο

από το κόστος ευκαιρίας της παραγωγής του εν λόγω αγαθού στην εγχώρια οικονομία. Για

παράδειγμα, έστω ότι οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία συμφωνούν να ανταλάσσουν 1 μονάδα CD για

1.6 μονάδες σίτου. Οι ΗΠΑ οφελούνται από το εμπόριο διότι μπορεί να πάρει 1 CD έναντι

1.6 μονάδων σίτου σε κόστος, που είναι χαμηλότερο από το κόστος ευκαιρίας εγχώριας

παραγωγής CD.Όμοια, η Ιαπωνία, οφελείται απίσης από αυτή τη συναλλαγή διότι μπορεί να

εμπορευθεί 1 CD για 1.6 μονάδες σίτου, ενώ η εγχώρια παραγωγή του 1 CD κοστίζει μόνο

4/3 (περίπου ίσο με 1.33) μονάδων σίτου.

0.3 Οικονομικό Σύστημα, Κατανομή των διαθέσιμων πόρων

46

Για να λειτουργήσουν οι κοινωνίες πρέπει να ταξινομήσουν τις επιλογές τους.

Διαφορετικές κοινωνίες χρησιμοποιούν διαφορετικές τεχνικές, λύσεις. Άλλες

χρησιμοποιούν την ιδιωτική οικονομία και την κατανομή της αγοράς, άλλες

προτιμούν τη δημόσια ιδιοκτησία και την κυβερνητική κατανομή των πόρων. Στη

σημερινή πραγματικότητα, οι περισσότερες πάντως, επιλέγουν ένα συνδυασμό

ιδιωτικής και δημόσιας ιδοκτησίας και, αγοραίας και κυβερνητικής κατανομής των

περιορισμένων πόρων της οικονομίας. Το σύνολο της οργανωσιακής διευθέτησης και

των οργανισμών και ιδρυμνάτων που δημιουργούνται με σκοπό να διευκούνουν την

άριστη κατανομή των σπάνιων πόρων αποτελεί το οικονομικό σύστημα.

Οικονομικό σύστημα, λοιπόν, είναι η μέθοδος της οργάνωσης και κατανομής των

περιορισμένω πόρων της κοινωνίας. Διακρίνουμε δυο αντίθετα οικονομικά

συστήματα:

Το σύστημα της αγοράς, που είναι ένας τρόπος οργάνωσης έτσι ώστε η κατανομή των

πόρων της οικονομίας να προσδιορίζεται από τις ανεξάρτητες αποφάσεις και τις

δράσεις των μεμονομέννων καταναλωτών και παραγωγών.

Το κεντρικά σχεδιαζόμενο σύστημα, που είναι ένα τρόπος οργάνωσης στον οποίο η

κατανομή των περιορισμένων πόρων της οικονομίας προσδιορίζεται από τις

αποφάσεις του κράτους και των οργανισμών και ιδρυμάτων των.

Το διάγραμμα 0.1 παρουσιάζει τη βασική δομή του συστήματος της αγοράς

(παραλείποντας το ρόλο της κυβέρνησης).

47

ProductMarkets

FactorMarkets

Households Firms

RevenueExpenditure

Goodsdemanded

Goodssupplied

Costs

Inputsdemanded

Inputssupplied

Incomes

Flow of goods and services

Flow of money

Διάγραμμα 0.1: Η δομή του υποδείγματος της αγοράς [Πηγή: Προσαρμογή από Internet (?) και το Σχήμα 2.1 του βιβλίου του P.R.Gregory “Essentials of Economics”, Addison Wesley, 2002, σελ. 29].

Ο εξωτερικός κύκλος περιγράφει τη ροή των φυσικών αγαθών και υπηρεσιών, καθώς

και των συντελεστών παραγωγής στο σύστημα:

Οι επιχειρήσεις πωλούν τα παραγόμενα αγαθά στα νοικοκυριά, από τα οποία

αγοράζουν τις απαραίτητες στην παραγωγή εισροές (εργασία).

Τα νοικοκυριά αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες από τι επιχειρήσεις και τους

οργανισμούς και τους πωλούν εργασία.

Η ζήτηση και η προσφορά στην αγορά προϊόντων και συντελεστών παραγωγής

προσδιορίζουν τις τιμές των αγαθών και των εισροών στη διαδικασία της παραγωγής.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει ένας μοναδικός τρόπος για την κατανομή των σπάνιων πόρων

της οικονομίας. Είδαμε ότι η σπανιότητα απαιτεί επλογές. Η μη ισοσκέλιση των

επιθυμητών ζητούμενων ποσοστήτων και των διαθέσιμων, αντίστοιχα, οδηγεί τις

κοινωνίες σε μια συνεχή αναζήτηση της αποτελεσματικής κατανομής των πόρων,

μέσω της χρήσης των οικονομικών τους συστημάτων. Κατανομή είναι η διανομή, ή

μοιρασιά των πόρων της οικονομίας για συγκεκριμένους σκοπούς ή σε συγκεκριμένα

άτομα ή ομάδες οικονομούντων ατόμων. Στις σημερινές οικονομίες,

48

συμπεριλαμβανομένων και των οικονομιών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, οι

αγορές αποτελούν το βασικό μηχανισμό για την αποτελεσματική κατανομή πόρων.

Συνεπώς τα δυο πρώτα οικονομικά υποδείγματα είναι:

(ι). Η οικονομική δραστηριότητα συνίσταται από πολλές οικονομικές μονάδες,

οι οποίεςα πραγματοποιούν πολλές συναλλαγές μεταξύ τους: νοικοκυριά και

επιχειρήσεις. Για να κατανοήσουμε τη λειτουργία της οικονομίας πρέπει να

απλοποιήσουμε τη σκέψη μας σχετικά με τη σχέση και αλληλεξάρτηση των

δραστηριοτήτων αυτών. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα υπόδειγμα: το υπόδειγμα που

χρησιμοποιήσαμε είναι ένα οπτικό υπόδειγμα της οικονομίας, το διάγραμμα

κυκλικής ροής (circular-flow diagram), όπως αυτό του διαγράμματος 0.1.

(ιι). Τα οικονομούντα άτομα, οι πειχειρήσεις, εθνικές οικονομίες και οι κοινωνίες

έρχονται αντιμέτωποι με πολλές επιλογές. Δεδομένων των περιορισμένων πόρων

της οικονομίας πρέπει να επιλέξουν κατά τρόπο αποτελεσματικό και δίκαιο. Η

καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας αποτελεί ένα δεύτερο

οικονομικό υπόδειγμα. Ταυτόχρονα, η καπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων δείχνει

το κόστος ευκαιρίας.

0.3.1 Συμπληρωματικότητα Μακροοικονομικής και Μικροοικονομικής

Κάθε οικονομικό φαινόμενο μπορεί να μελετηθεί από τη μακροοικονομική ή τη

μικροοικονομική σκοπιά. Πριν αναφερθούμε στην ιστορία της μικρο- και μακρο-

οικονομικής, καθώς και στα οικονομικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν, άς δούμε έναν

ορισμό τους από την πλευρά της θεωρίας συστημάτων.

«Η μικροοικονομική μελετά τη συμπεριφορά και τις οικονομικές αποφάσεις των

στοιχείων του οικονομικού συστήματος, θεωρούμενα:

• είτε ξεχωριστά

• είτε ανά ομάδες, στο εσωτερικό ενός τομέα (υπηρεσιών ή βιομηχανίας, ...)

• είτε στο σύνολό τους

καθώς, επίσης και, το χαρακτήρα της συμβατότητας και, ενδεχομένως, το χαρακτήρα

της αριστότητας αυτών των συμπεριφορών».

Σε ένα επίπεδο η μικροοικονομική μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα εργαλείο που βοηθά

στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αριστοποίηση

οικονομικών μεταβλητών, όπως η μεγιστοποίηση της χρησιμότητας, των κερδών ή

49

της καθαρής απόδοσης. Ακόμα, στην ελαχιστοποίηση του κόστοςυ παραγωγής ανά

μονάδα προϊόντος. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο μπορεί να είναι χρήσιμη στην αποτίμηση

της αξίας, πολιτικών ή διοίκησης οργανισμών σε ένα οικονομικό σύστημα.

Αντίθετα, μπορούμε να πούμε ότι «η μακροοικονομική είναι το σύνολο των

υποδειγμάτων, που:

• δεν αναλύουν ποτέ τη συμπεριφορά των στοιχείων του συστήματος

• θεωρούν ότι οι ιδιωτικές συμπεριφορές είναι δεδομένες και αθροιστικές».

Η μακροοικονομική μελετά το συνολικό προϊόν και ο ρυθμό της ανάπτυξής του, τη

συνολική εργασία και την ανεργία και την κίνηση του γενικού επιπέδου των τιμών.

Παράδειγμα

Η νεοκλασική μικροοικονομική ανάλυση δείχνει ότι, εάν αποδεχθούμε ορισμένα αξιώματα,

οι ιδιωτικές συμπεριφορές είναι τέτοιες ώστε ο μισθός να ισούται υποχρεωτικά με την οριακή

παραγωγικότητα της εργασίας. Εάν, τώρα, θεωρήσουμε τα νεοκλασικά μακροοικονομικά

υποδείγματα ανάπτυξης, θα παρατηρήσουμε ότι τα υποδείγματα αυτά θέτουν ως αρχή ότι ο

μισθός αξίζει την οριακή παραγωγικότητα της εργασίας, σε συνολικό επίπεδο.

Προκύπτει, λοιπόν, ότι, η μικρο- και μακρο-οικονομική δεν είναι ούτε ξένες ούτε

αντίθετες, αλλά μάλλον συμπληρωματικές και συνδεδεμένες η μια με την άλλη. Για

παράδειγμα, ή αύξηση του πληθωρισμού (μακροοικνομικό αποτέλεσμα) θα οδηγήσει

τις τιμές των πρώτων υλών σε άνοδο με συνέπεεια την αύξηση του κόστους

παραγωγής των επιχειρήσεων και την επιβάρυνση της τελικής τιμής των προϊόντων

(μικροοικονομικό αποτέλεσμα).

Μέχρι τη δεκαετία του 1930 η πλειοψηφία της οικονομικής ανάλυσης δεν διαχώριζε

την ατομική οικονομική συμπεριφορά από τη συνολική. Με τη μεγάλη ύφεση της

δεκετίας του 1930 και την ανάπτυξη της έννοιας του εθνικού εισοδήματος και των

στατιστικών για την παραγωγή, ξεκίνησε η μελέτη της μακροοικονομικής, η οποία

επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τον John Maynard Keynes, ο οποίος προσπάθησε να

ερμηνεύσει τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας εκείνης. Πριν την εποχή εκείνη δεν

υπήρχαν εθνικοί λογαριασμοί, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα.

Μια από τις προκλήσεις της οικονομικής επιστήμης ήταν η προσπάθεια για το

συμβιβασμό των υποδειγμάτων της μικροοικονομικής με τη μακροοικονομική.

Ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’50, οι μακροοιοκονομολόγοι ανέπτυξαν

υποδείγματα της μικροοικονομικής για τη μελέτη της μακροοικονομικής

50

συμπεριφοράς (για παράδειγμα, η συνάρτηση κατανάλωσης). Πρώτος ο Ολλανδός

οικονομολόγος Jan Tinbergen ανέπτυξε ένα εθνικό μακροοικονομικό υπόδειγμα μετά

το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο εφάρμοσε στην οικονομία της Ολλανδίας και

ύστερα στις οικονομίες των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Ωστόσο, το πρώτο συνολικά

μακροοικονομικό υπόδειγμα είναι του Wharton Econometric Forecasting Associates

LINK, το οποίο ανέπτυξε ο καθηγητής Lawerence Klein, ο οποίος τιμήθηκε με το

Βραβείο Νόμπελ των Οικονομικών το 1980.

Θεωρητικοί της οικονομικής επιστήμης, όπως ο Robert Lucas Jr, έδειξαν στη

δεκαετία του 1970 ότι, κάποια παραδοσιακά κεϋνσιανά μακροοικονομικά

υποδείγματα ήταν αμφισβητούμενης αξίας επειδή δεν παράγονταν από υποθέσεις

ατομικής συμπεριφοράς. Έτσι, η Νεο-Κεϋνσιανή μακροοικονομική χρησιμοποιεί,

γενικά, μικροοικονομικά υποδείγματα για να υποστηρίξει τη μακροοικονομική της

θεωρία, άν και μερικοί κεϋνσιανοί οικονομολόγοι αμφισβητούν ότι η

μικροοικονομική θεμελίωση είναι απαραίτητη.

Η Νεο-Κεϋνσιανή οικονομική αναπτύχθηκε ως απάντηση στη Νεο-Κλασική

οικονομική (βασική της θέση: δεν έχει νόημα να υποστηρίζουμε ότι η κατάσταση της

οικονομίας σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή μπορεί να είναι «εκτός ισορροπίας»). Η

τελευταία αναπτύχθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 αντιτιθέμενη στην

κεϋνσιανή οικονομική επειδή δεν χρησιμοποιούσε τη μικροοικονομική θεωρία.

Σύμφωνα με τη νεο-κλασική οικονομική θεωρία, η μεταβλητότητα των συνολικών

οικονομικών μεγεθών απορρέουν από τις ατομικές συμπεριφορές των οικονομούντων

ατόμων (= μικροοικονομική), τα οποία συνεχώς βελτιστοποιούν τη χρησιμότητά τους

λαμβλανοντας υπόψη κάθε νέα πληροφορία που εισέρχεται σε κάθε κατάσταση του

συστήματος. Αργότερα, μερικοί από αυτούς διαφώνησαν ως προς το εάν η

μακροοικονομική έχει μικροοικονομική θεμελίωση, ωστόσο, θεωρούν τι η

μικροοικονομική αποτελεί ένα εργαλείο για τη μελέτη των οικονομικών συστημάτων

σε κατάσταση ισορροπίας.

51

Από το διαδίκτυο:

Microeconomics is the study of decisions that people and businesses make

regarding the allocation of resources and prices of goods and services. This means

also taking into account taxes and regulations created by governments.

Microeconomics focuses on supply and demand and other forces that determine

price levels for specific companies in specific industry sectors. For example,

microeconomics would look at how a specific company could maximize it's

production and capacity so it could lower prices and better compete in its industry.

Macroeconomics, on the other hand, is the field of economics that studies the

behavior of the economy as a whole and not just on specific companies, but entire

industries and economies. This looks at economy-wide phenomena such as Gross

National Product (GDP) and how it is affected by changes in unemployment,

national income, rate of growth, and price levels. For example, macroeconomics

would look at how an increase/decrease in net exports would affect a nation's capital

account or how GDP would be affected by unemployment rate.

Πρόσφατα, ο Greg Mankiw σ’ ένα κείμενό του (στο Internet 2006) παρατηρεί ότι η

διάκριση μεταξύ των νεοκλασικών και των νεοκεϋνσιανών μακρο-οικονομολόγων

δεν είναι, ουσιαστικά, ότι οι πρώτοι προσεγγίζουν την πολιτική δεξιά και οι δεύτεροι

των πολιτική αριστερά. Σε μεγαλύτερη έκταση είναι η διαφορά μεταξύ των καθαρά

επιστημόνων (νεοκλασικοί) και των οικονομολόγων-μηχανικών (νεοκεϋνσιανοί)19.

19 Παρατηρεί, μάλιστα ότι, νεοκλασικοί ακαδημαϊκοί δεν εγκαταλείπουν την ακαδημαϊκή τους καριέρα για να ασχοληθούν με δημόσια πολιτική, αντίθετα από τους νεοκεϋνσιανούς: Stanley Fisher, Larry Summers, Joseph Stiglitz και Janet Yellen το διάστημα που Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Clinton και, οι John Taylor, Richard Clarida, Ben Bernanke και Greg Mankiw την περίοδο της προεδρίας του Bush.

52

Παράδειγμα.Στον πίνακα 1.1 δίνονται ορισμένα παραδείγματα μικρο- και μακρο- οικονομικής

ενασχόλησης.

Πίνακας 1.1: Θέματα ενδιαφέροντος της μικρο- και μακρο- οικονομικής (ενδεικτικά). [Πηγή: Προσαρμογή από τον Πίνακα 1.1 του βιβλίου των K.E.Case and R.C.Fair, “Principles of Economics”, Prentice Hall, 2001, σελ. 8].

53

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

1. Η οικονομική είναι η μελέτη του πώς

α). Θα κατανεμηθεί το παραγόμενο προϊόν της οικονομίας με δίκαιο τρόπο

β). Θα κάνουμε το καλύτερο με ότι έχουμε

γ). Θα μειώσουμε τις απεριόριστες επιθυμίες μας

δ). Θα αυξήσουμε τα αποθέματα των πόρων που διαθέτουμε.

2. Εάν μια επιλογή έχει κόστος ευκαιρίας, τότε θα πρέπει

α). Να την αποφύγουμε

β). Να την επιλέξουμε, πράγματι

γ). Να βεβαιωθούμε ότι το αναμενόμενο όφελος θα είναι μεγαλύτερο του κόστους

δ). Να βεβαιωθούμε ότι το κόστος της επιλογής θα είναι μεγαλύτερο από το

αναμενόμενο όφελος.

3. Η παραγωγή προϊόντων υψηλής ζήτησης με το μικρότερο κόστος σημαίνει

α). Πλήρη εργασία

β). Οικονομική ανάπτυξη

γ). Δίκαιη κατανομή εισοδήματος

δ). Οικονομική αποτελεσματικότητα

4. Οι οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν προβλήματα, όταν προσπαθούν να ελέγξουν τις

θεωρίες τους διότι

α). Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι απρόβλεπτη

β). Ο πραγματικός κόσμος είναι τόσο πολύπλοκος που δεν μπορεί να ερμηνευτεί

γ). Συνήθως, δεν μπορούν να ελέγξουν (να «διατηρήσουν σταθερούς») άλλους

παράγοντες, οι οποίοι, ενδεχομένως, να επηρεάζουν τη μεταβλητή που μελετάνε

δ). Σχεδόν ποτέ δεν μπορούν να βρούν τα απαραίτητα αριθμητικα δεδομένα για να

εφαρμόσουν τα υποδείγματά τους.

5. Οι σύγχρονοι ορισμοί της οικονομικής δίουν έμφας:

α). Στην ανταλλαγή και την παραγωγή

β). Στη σπανιότητα και την επιλογή

54

γ). Στη σπανιότητα και τη ζήτηση

δ). Στη ζήτηση και την προσφορά

6. Ποιο άτομο, από τα παρακάτω, συμπεριφέρεται σύμφωνα με την ορθολογική

οικονομική σκέψη:

α). Ο Γιάννης αποφασίζει παντοτε στην τύχη

β). Ο Νίκος μιμείται τη Μαρία στις επιλογές του για τις μετοχές που αγοράζει στο

χρηματιστήριο

γ). Η Ειρήνη, πριν από κάθε της απόφαση, θέλει πάντα να γνωσρίζει το όφελος που

θα αποκομίσει

δ). Η Δήμητρα θεωρεί μόνον εκείνες τις πράξεις της που οφελούν το κοινωνικό

σύνολο.

7. Κύρια χαρακτηριστική της οικονομικής επιστήμης είναι ότι:

α). Αναφέρεται και μελετά τον πραγματικό κόσμο με επίκεντρο την ανθρώπινη

συμπεριφορά

β). Μπορεί να αποδείξει ότι μια οικονομική θεωρία είναι αληθινή

γ). Οι προβλέψεις της λαμβάνουν πάντοτε υπόψη τους τη χειρότερη περίπτωση με

ακρίβεια

δ). Οι θεωρίες της είναι επιδεκτικές ελέγχου στον πραγματικό κόσμο

8. Ποια δήλωση από τις παρακάτω είναι πρότυπη οικονομική:

α). Η Πάτρα είναι πρωτεύουσα του νομού Αχαϊας

β). Η οδήγηση αυτοκινήτου σε πάγο είναι εξαιρετικά δύσκολη

γ). Δεν πρέπει να γίνονται παραδόσεις στο Πανεπιστήμιο όταν χιονίζει

δ). Ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος στη Βολιβία από ότι στην Ελλάδα.

9. Σπανιότητα στα οικονομικά σημαίνει:

α). Οι αποφάσεις των οικονομούντων ατόμων είναι αναποτελεσματικές επειδή είναι

ανορθολογικά άτομα

β). Τα οικονομούντα άτομα ζητάνε πάντοτε περισσότερα από όσα μπορούν να

παραχθούν

γ). Τα οικονομούντα άτομα δεν μπορούν να έχουν περισσότερα οφέλη από όσα θα

είχαν με την διαρκή εξειδίκευση και τη συχνή εμπορική δραστηριότητα

55

δ). Τα παραγόμενα αγαθά είναι σε περιορισμένη προσφορά, με αποτέλεσμα τα

οικονομούντα άτομα να μην μπορούν να ικανοποιήσουν άμεσα τις ανάγκες τους.

10. Σε μια ουτοπική κοινωνία, ο οικονομικός προϋπολογισμός είναι απαλλαγμένος

από τη σπανιότητα των αγαθών και υπηρεσιών, επειδή, υποτίθεται, ότι η παραγωγή

είναι πολύ μεγάλη ή ότι τα μέλη της ουτοπικής κοινωνίας:

α). Αγαπιούνται μεταξύ τους

β). Δεν είναι ορθολογικά άτομα

γ). Έχουν περιορίσει σημαντικά τις ανάγκες τους

δ). Ενδιαφέρονται μόνο για το κοινωνικό σύνολο και όχι για την ικανοποίηση των

ατομικών τους αναγκών.

11. Να συνδυάσετε τα 1, 2, ..., 10 με τα Α, Β, ..., Κ στον πίνακα «Συνδυασμοί»:

Συγγραφέας/Σχολή Χαρακτηριστικό στον ορισμό της οικονομικής

1. Πλάτωνας Α. Μελέτη πλούτου/ανθρώπου

2. Αριστοτέλης Β. Θλιβερή επιστήμη

3. Εμποριοκρατισμός Γ. Θετική οικονομική/ πειραματική οικονομική

4. Αμερικανική Σχολή Δ. Προσφορά κεφαλαίων / δασμοί

5. Φυσιοκράτες Ε. Δημιουργία φυσικών υποδομών/ εκπαίδευση-

επιστήμες

6. A.Smith Ζ. Εξειδίκευση / εμπόριο

7. T.Carlayle Η. Αγροτική οικονομία/ παραγωγική εργασία

8. A.Marshall Θ. εξειδίκευση/ δικαιοσύνη

9. S.Jevons Ι. Χρησιμότητα/ ατομικό συμφέρον

10. M.Friedman Κ. Δημιουργία χρήματος / κατανάλωση

Πίνακας: Συνδυασμοί

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

12. Δήλωση θετικής επιστήμης είναι όταν:

α). Υπόκειται σε εμπειρικό έλεγχο με σκοπό την απόρριψη ή την αποδοχή της μετ την

χρήση δεδομένων παρατήρησης

β). Περιέχει τρόπους βελτίωσης των φαιν ομένων συζήτησης

56

γ). Μελετά προβλήματα της πραγματικής οικονομίας

δ). Περιγράφει το οικονομικό πρόβλημα που μελετά.

13. Στο σύγχρονο ορισμό της οικονομικής επιστήμης κυρίαρχη θέση οι έννοιες της

σπανιότητας και της επιλογής. Σε μια οικονομία ποιες αποφάσεις/επιλογές

αναφέρονται στα παραγόμενα αγαθά;

14. Με ποιόν τρόπο η σύγχρονη οικονομική εξηγεί το «Πώς» των οικονομικών

φαινομένων;

15. Ποιες ερμηνείες για το «αόρατο χέρι» έχουν δοθεί στη βιβλιογραφία; Ο ίδιος ο

Α.Σμίθ γιατί χρησιμοποίησε την έκφραση αυτή;

16. Συζητείστε σύντομα τις διαφορές της θετικής και της πρότυπης οικονομικής. Να

δώσετε 3 παραδείγματα σε κάθε περίπτωση.

17. Συζητείστε την ΚΠΔ με αν παράδειγμα δικό σας.

18. Σχολιάστε τις παρακάτω δηλώσεις ως προς τη θετική /πρότυπη οικονομική: (α) Ο

μισθός σαου είναι 200€ χαμηλότερος από το μέσο εθνικό μισθό και (β) Ο μισθός σου

πρέπει να είναι υψηλότερος από ότι είναι σήμερα.

19. Ποια από τις παρακάτω δηλώσεις ΔΕΝ είναι πρότυπη:

α). Ο τέλειος ανταγωνισμός είναι η ακριβής μορφή της αγοράς

β). Η μείωση των μισθών μπορεί να οδηγήσει στη μείωση της ανεργίας και αποτελεί

καλή λύση από οικονομικής πλευράς, αλλά είναι απαγορευτική από πολιτικής

απόψεως

γ). Οι εργαζόμενο πρέπει να απολαμβάνουν τον ελάχιστο μισθό

δ). Στόχος της επιστήμης είναι η δημιουργία ομοιόμορφων δομών.

ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ: ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΖΗΤΗΣΗ

57

Demand and Supply ModelHow are all the individual buying and selling decisions taken in a market system co-ordinated? Answer - via price changes.

Prices are determined by and, in turn, co-ordinate buying and selling (i.e. demand and supply) decisions in markets. The demand and supply model shows how prices fulfil this crucial co-ordinating role

DemandA demand function for a good A can be written as follows:

( )D F P Y P P TA A s C= , , , ,

i.e. the demand for a good A (DA) depends upon:

• Price of the good (PA)

• Income of consumers (Y)

• Prices of related goods - complements (PC) and substitutes (PS)

• Tastes (T) - preferences of consumers

A demand schedule shows the relation between the market price (PA) and the quantity demanded of a good during a given time period, all other determinants held constant (ceteris paribus)Numerical example: Demand Schedule

Price per unit Quantity per period

2 19

4 18

6 17

8 16

10 15

12 14

58

0

2

4

6

8

10

12

14

0 10 20 30

Quantity per period

Pric

e pe

r uni

t

D

• If the price changes - a movement along the demand curve

• If another variable changes - a shift in the demand curve

e.g. an increase in income shifts the demand curve to the right (normal good) or to the left (inferior good)

✒ Now try seminar question 2

SupplyA supply function for a good A can be written as follows:

( )S F P P TA A F= , ,

i.e. the supply of a good A (SA) depends upon:

• Price of the good (PA)

• Prices of inputs (factors) (PF)

• Technology - the available production methods

A supply schedule shows the relation between the market price (PA) and the quantity of a good firms are willing to supply in a given period of time, all other determinants held constant (ceteris paribus)Numerical example: Supply Schedule

Price per unit Quantity per period

2 4

4 8

6 12

8 16

10 20

59

12 24

0

2

4

6

8

10

12

14

0 10 20 30

Quantity per period

Pric

e pe

r uni

t

S

• If the price changes - a movement along the supply curve

• If another variable changes - a shift in the supply curve

e.g. if the wage rate paid to labour increases, the supply curve shifts to the left.

✒ Now try seminar question 3

EquilibriumThe concept of equilibrium is central to microeconomic models. Equilibrium is a position of balance, which persists because there is no incentive for anyone to change their behaviour.

Market equilibrium exists when demand = supply; i.e. when the amount consumers want to buy at a particular price equals the amount firms want to sell at that price. The price which equates demand and supply (i.e. clears the market) is the equilibrium price.

Numerical example: Market equilibrium

Price per unit Quantity demanded per period

Quantity supplied per period

2 19 4

4 18 8

6 17 12

8 16 16

10 15 20

12 14 24

60

0

2

4

6

8

10

12

14

0 10 20 30

Quantity per period

Pric

e pe

r uni

t

S

D

16

The equilibrium price is 8 and the equilibrium quantity traded is 16

• If price is above equilibrium - excess supply (glut) - price falls

• If price is below equilibrium - excess demand (shortage) - price rises

Comparative StaticsWhat happens if one of the held constant variables determining demand and/or supply changes? Clearly, a new equilibrium price and quantity will occur.

Numerical example: Decrease in IncomeSuppose that consumers’ incomes decrease (and the good is normal) - the demand curve shifts to the left as less is demanded at every price. Assume that demand falls by 5.

Price per unit Old Quantity demanded per period

New Quantity demanded per period

Quantity supplied per period

2 19 14 4

4 18 13 8

6 17 12 12

8 16 11 16

10 15 10 20

12 14 9 24

61

0

2

4

6

8

10

12

14

0 10 20 30

Quantity per period

Pric

e pe

r uni

t

S

D1

16

D2

12

The new equilibrium price is 6 and quantity traded is 12; i.e. both quantity and price fall.

✒ Now try seminar questions 4 & 5

The Role of PricesThe demand and supply model clarifies the fundamental role of prices in the market system. Specifically, prices perform the following essential functions:

• Prices convey information - about relative scarcity or abundance of goods and inputs to households and firms

• Prices ration scarce resources - by equating demand and supply

• Prices determine incomes - a household’s income from the market depends on the prices of the inputs it supplies to the market.

62

The Market Economy: Seminar Questions

1. Evaluate each of the following statements:

a) A society can always produce more automobiles if it chooses to do so. Hence, there can never be any real scarcity of automobiles.

b) Governments have the power to raise all the money they want by taxation. Hence, scarcity is not a problem for governments.

c) Citizens of Sweden are lucky because they have free health care, while citizens of the United States have to pay for it.

2. Explain what happens to the demand curve for a good when the following changes occur, ceteris paribus.

a) A rise in the price of a substitute good

b) A rise in the price of a complementary good

c) A fall in the price of the good

3. Explain what happens to the supply curve for a good when the following changes occur, ceteris paribusa) A fall in the price of components used to make the good

b) An improvement in the productivity of the labour producing the good

c) A rise in the price of the good.

4. Suppose that the market demand curve for haircuts in some town is:D P I= − +80 2 5

where D is quantity demanded per month, P is price per haircut, and I is consumer income (in tens of thousands of pounds). The supply curve is:

S P= 2where S is the quantity supplied per month.

a) According to this model, are haircuts a normal or inferior good?

b) Suppose I = 3. find the equilibrium price and quantity of haircuts.

c) Because of a recession, I falls to 2. What happens in the haircut market?

5. In the late 1980s, improvements in technology led to a dramatic lowering in the price of fax machines. Use a supply and demand model to predict the impact of this development on the overnight document-delivery business. Use the diagram to predict changes in the number of pieces of overnight mail, and the price per piece.

//////////////////////

63

Παράδειγμα: Κόστος ευκαιρίας

• Suppose that you own a building that you use for a retail store. If the next-best use of the building is to rent it to someone else, the opportunity cost of using the business for your business is the rent you could have received. If the next-best use of the building is to sell it to someone else, the annual opportunity cost of using it for your own business is the foregone interest that you could have received (e.g., if the interest rate is 10% and the building is worth $100,000, you give up $10,000 in interest each year by keeping the building, assuming that the value of the building remains constant over the year -- depreciation or appreciation would have to be taken into account if the value of the building changes over time).

• The opportunity class of attending college includes: o the cost of tuition, books, and supplies (the costs of room and board

only appear if these costs differ from the levels that would have been paid in your next-best alternative),

o foregone income (this is usually the largest cost associated with college attendance), and

o psychic costs (the stress, anxiety, etc. associated with studying, worrying about grades, etc.).

o If you attend a movie, the opportunity cost includes not only the cost of the

tickets and transportation, but also the opportunity cost of the time required to

view the movie.

///////////////////////////////////////

64