22
[ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ] ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Η/Υ 0 ΑΣΠΑΙΤΕ 2013 ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΡΑΠΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ

ρΑΤΣΙΣΜΟς ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ  · Web view2014. 5. 15. · Θεωρεί τη δική του φυλή ανώτερη από όλες τις άλλες (Γιουλτσής,

  • Upload
    others

  • View
    0

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

ρΑΤΣΙΣΜΟς ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΑΣΠΑΙΤΕ 2013ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗΡΑΠΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ

[ρΑΤΣΙΣΜΟς ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ]ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Η/Υ

(Εκπαιδευτικός: ΑΣΛΑΝΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΕΛΙΔΑ

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ1

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ1

ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ2

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ3

ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ5

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ9

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ11

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ13

14

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

«-Μα μπαμπά, λένε συχνά ότι κάποιος ανήκει στη λευκή φυλή, ένας άλλος στη μαύρη φυλή ή στην κίτρινη, μας το έχουν πει πολλές φορές στο σχολείο. Τις προάλλες μόλις, η δασκάλα μας μας είπε ότι ο Αμπντού, που είναι από το Μαλί, ανήκει στη μαύρη φυλή.

-Αν το είπε πραγματικά αυτό η δασκάλα σου, κάνει λάθος. Λυπάμαι που σου το λέω αυτό, ξέρω ότι την αγαπάς πολύ, όμως κάνει λάθος και νομίζω ότι δεν το ξέρει ούτε η ίδια. Άκουσε με καλά, κόρη μου: ανθρώπινες φυλές δεν υπάρχουν. Υπάρχει ένα ανθρωπινό γένος στο οποίο ανήκουν οι άνδρες και οι γυναίκες, οι έγχρωμοι, οι ψηλοί και οι κοντοί, όλοι, όσο διαφορετικές και ποικίλες ικανότητες και αν έχουν» (Απόσπασμα από το βιβλίου του μαροκινού Ταχάρ Μπεν Τζελούν «ο ρατσισμός όπως τον εξήγησα στην κόρη μου», 1998:32).

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ

Η έννοια του ρατσισμού (racism) αναφέρεται στην προκατάληψη και στις διακρίσεις σε βάρος ατόμων, λόγω της εθνικότητας ή του χρώματος τους (Κοκκινάκη, 2005). Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που υποστηρίζει τη θεωρία περί κατώτερων και ανώτερων φυλών, και προσπαθεί να διατηρήσει την καθαρότητα μιας φυλής έναντι των άλλων. «Είναι ένα πλέγμα αντιλήψεων, συμπεριφορών, στάσεων και θεσμοθετημένων μέτρων που εξαναγκάζει ορισμένους ανθρώπους σε υποτελή διαβίωση, επειδή ανήκουν σε διακριτή κατηγορία ανθρώπων» (Τσιάκαλος, 2000: 77).

Η λέξη «ρατσισμός» χρονολογείται το 13ο αιώνα και προέρχεται από την ισπανική λέξη «raza» και την αντίστοιχη πορτογαλική «raca». Η λέξη έχει αραβική προέλευση. Οι Άραβες έδωσαν το όνομα και ο Γάλλος βιολόγος Gobineau μετατόπισε τη χρήση του όρου από τη γλωσσολογία στη φυσιολογία. Και στις δύο αυτές γλώσσες η λέξη σχηματίσθηκε από τα αραβικά, στα οποία ras σημαίνει κεφάλι. Οι Άραβες παλιά ήταν νομάδες και χωρισμένοι σε διαφορετικές φυλές. Στο πλαίσιο της φυλής του, ο καθένας έδινε μεγάλη σημασία στη γνώση-επίγνωση της γενεαλογικής του καταγωγής βάσει της οποίας αποκτούσε και διατηρούσε προνόμια και υποχρεώσεις. Η καταγωγή, δηλαδή, προσδιόριζε την κοινωνική θέση του καθενός. Η γνώση όμως της καταγωγής μεταβιβαζότανε προφορικά, από στόμα σε στόμα. Έτσι, ο καθένας όφειλε να τη συγκρατεί στη μνήμη του, να την έχει μέσα στο «κεφάλι» του. Με αυτό το νόημα της φυλετικής και κοινωνικής καταγωγής, η λέξη «ράτσα» χρησιμοποιήθηκε και από άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Από το 16ο αιώνα υπάρχει στο αγγλικό και γαλλικό λεξιλόγιο και σημαίνει προέλευση, καταγωγή και ταξινόμηση (Δεμερτζής, 2000).

Ο ρατσισμός δεν είναι ενιαίος, αλλά υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά σε όλους τους ρατσισμούς. Κάθε ρατσισμός στηρίζεται σε αρνητικά πρότυπα, σε προκαταλήψεις απέναντι σε άλλες, ξένες φυλές. Ο ρατσιστής γνωρίζει ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους πολιτισμούς και τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες, τις οποίες όμως τις απολυτοποιεί, τις θεωρεί αναλλοίωτες και αιώνιες. Θεωρεί τη δική του φυλή ανώτερη από όλες τις άλλες (Γιουλτσής, 1997). Προκαταλήψεις διαμορφώνουμε όλοι από τα πρώτα στάδια της ανατροφής μας, εφόσον δεν μπορούμε να σχηματίσουμε ταυτότητα χωρίς τη διάκριση «εμείς – αυτοί». Ρατσιστής είναι εκείνος, που δε δέχεται να υποβάλλει σε κριτική συζήτηση τις προκαταλήψεις του. Ο Ρατσισμός υπάρχει, όπου υπάρχουν άνθρωποι και αποτελεί μέρος της ιστορίας (Jelloun, 1998).

ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ

Ο ρατσισμός αποτελεί διάκριση, μεροληπτική και άδικη αντιμετώπιση, που υφίστανται κάποιες κοινωνικές ομάδες, φυλές, μεμονωμένα άτομα από κάποιους άλλους που θεωρούν τους εαυτού τους «ανώτερους», τόσο σε βιολογικό επίπεδο (φυλετικός ρατσισμός), όσο και σε κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό, πολιτισμικό επίπεδο (κοινωνικός ρατσισμός). Ενώ ξεκίνησε ουσιαστικά ως δυτική ανακάλυψη, ως ιδεολογία και σύνολο κοινωνικό–πολιτικών πρακτικών, εξελίχθηκε σε παγκόσμιο φαινόμενο. Στο επίκεντρο της ρατσιστικής σκέψης βρίσκονται δύο αξιώματα 1) υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι διαφέρουν με λάθος τρόπο (κακή διαφορετικότητα) και 2) οι άνθρωποι που διαφέρουν με λάθος τρόπο είναι άχρηστοι και επικίνδυνοι για την ομάδα. Προβάλλεται επομένως ως δικαιολογία για την εκδήλωση του ρατσισμού, η διαφορετικότητα των ανθρώπων, στην οποία προστίθεται ένα είδος κατωτερότητας ή επικινδυνότητας (Taguieff, 1998).

Ο ρατσισμός οφείλεται στο φανατισμό και στην αλαζονεία που διακρίνει τον άνθρωπο, στην απώλεια της σωστής παιδείας που θα προσφέρει τα απαραίτητα εφόδια αντιμετώπισης των δύσκολων συνθηκών του κοινωνικού περιβάλλοντος. Οφείλει την παρουσία του στην κρίση των πραγματικών αξιών, οι οποίες αντικαθίστανται από νέες, όπως το χρήμα, η δόξα και η δύναμη. Ο ρατσισμός συνδέεται με την νοοτροπία που αποκτά το παιδί από την οικογένεια του, από το σχολείο του, από τα ΜΜΕ και τον κοινωνικό του περίγυρο.

Στη σημερινή εποχή το περιεχόμενου του ρατσισμού έχει αλλάξει. Η έννοια της «ράτσας» έχει τεθεί στο περιθώριο. Οι νέο-φυλετιστές αποφεύγουν να ταυτιστούν, για λόγους επικοινωνιακούς, με ρατσιστικές απόψεις που αποτελούν κοινωνική πρόσκληση. Επιλέγουν συγκαλυμμένες και ηπιότερες θέσεις, ώστε το μήνυμα να περνά με τις λιγότερες αντιδράσεις. Τέτοια είδη νεοφυλετισμού αποτελούν α) ο φυλετισμός κατά των μεταναστών (λόγω οικονομικής θέσης, θρησκευτικών πεποιθήσεων ή καταγωγής, β) ο φυλετισμός της νοημοσύνης (επιστήμονες έναντι αγράμματων), γ) ο μικροαστικός φυλετισμός (υπάλληλοι – επαγγελματίες έναντι ανέργων και περιθωριοποιημένων ομάδων), δ) ο αθηνοκεντρικός φυλετισμός (κάτοικοι της πρωτεύουσας έναντι της επαρχίας), ε) ο εθνικεντρικός φυλετισμός (πολιτιστική υπεροχή) (Taguieff, 1998, Δεμερτζής, 2000).

Οι νέες μορφές ρατσισμού αναπαράγονται περισσότερο με τη χρήση ενός συγκεκαλυμμένου λόγου που δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί σε νομικό επίπεδο. Ο «ρατσιστικός» λόγος, έχει διάφορα επίπεδα: το θεσμικό επίπεδο (ο «επίσημος λόγος» του κράτους που αποτυπώνεται στα νομοθετικά κείμενα και τις διοικητικές πράξεις και μπορεί να περιέχει γλωσσικές εκφράσεις ή παραστάσεις της ρατσιστικής προκατάληψης), το πολιτικό επίπεδο (ο «πολιτικός λόγος» των εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου και των πολιτικών κομμάτων), το εκπαιδευτικό επίπεδο (ο λόγος των σχολικών βιβλίων και των εκπαιδευτικών), το ακαδημαϊκό επίπεδο (ο λόγος των μελών της επιστημονικής κοινότητας και των διανοούμενων), το πληροφοριακό επίπεδο (ο λόγος των μέσων πληροφόρησης) και το διαπροσωπικό επίπεδο (ο λόγος της καθημερινότητας) (Χρυσοχόου, 2005).

Τα στοιχεία που πρέπει να τονιστούν σχετικά με το ρατσισμό είναι α) το γεγονός ότι ο ρατσισμός αφορά συμπεριφορές και πράξεις (διακρίσεις), β) το γεγονός ότι ο ρατσισμός αποτελεί κοινωνική κατασκευή και γ) το γεγονός ότι το περιεχόμενο των φυλετικών διαφορών εξαρτάται από το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο (Χρυσοχόου, 2005).

Ο ρατσισμός λοιπόν μπορεί να υπάρχει σε προσωπικό, διαπροσωπικό, καθώς και σε θεσμικό και πολιτισμικό επίπεδο. Εκδηλώνεται με εμφανείς ή συγκεκαλυμμένους τρόπους και στις δυο περιπτώσεις είναι επιζήμιος. Οι συνέπειες του ρατσισμού τόσο ιστορικά όσο και σύγχρονα είναι καταστροφικές τόσο για τα θύματα όσο και για τις κοινωνίες. Ενώ έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση αυτών των αδικιών σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν κρυμμένες και λιγότερο κρυμμένες μορφές απομόνωσης, διακρίσεων και διαχωρισμού. Ο ρατσισμός σε τελική ανάλυση είναι προϊόν της κοινωνικής ανισότητας και όσο υπάρχει κοινωνική ανισότητα δε θα υπάρχει απάντηση στο πρόβλημα του ρατσισμού.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ.

Ένα κοινωνικό φαινόμενο που παρατηρείται στην εποχή μας είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός, δηλαδή η κοινωνική αποστέρηση που βιώνουν διάφορες κοινωνικές ομάδες σε έναν ή πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως απασχόληση, στέγαση και φυσικά εκπαίδευση. Το φαινόμενο αυτό έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και εκτείνεται και στο σχολικό περιβάλλον. Οι πιο σημαντικοί παράγοντες αυτού του κοινωνικού αποκλεισμού είναι τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις των μαθητών. Το στερεότυπο είναι μια συναισθηματικά φορτισμένη, θετική ή αρνητική, αντίληψη σχετικά με τα πρόσωπα και τις ομάδες. Όλα τα στερεότυπα μεταβιβάζονται και καθορίζουν τον τρόπο ερμηνείας των πραγμάτων, πριν ο μαθητής αποκτήσει τη δυνατότητα σύγκρισης με προσωπικές του εμπειρίες. Με αυτό τον τρόπο καλλιεργούνται στερεότυπα για ολόκληρες ομάδες προσδίδοντας στοιχεία υπεροχής ή κατωτερότητας. Το άτομο, ο μαθητής τοποθετείται αρνητικά και διαμορφώνει μια αντίθετη στάση, που ονομάζεται προκατάληψη. Απόρροια όλων αυτών των φαινομένων είναι η ξενοφοβία, ο φόβος για το «διαφορετικό», που συχνά παίρνει τη μορφή του ρατσισμό (Ντάνου, Παπαδόπουλος, 2010).

Ο ρατσισμός ενεργοποιεί αρνητικά συναισθήματα και οδηγεί συχνά σε αρνητική συμπεριφορά, που εκφράζεται με βία. Η περίπτωση της ρατσιστικής βίας, αναφέρεται σε μία εχθρική βία ή προσωπική κατευθυνόμενη βία, που σκοπό έχει να πληγωθεί ένα πρόσωπο για εκδίκηση ή για την εδραίωση κυριαρχίας. Η βιβλιογραφία αναφέρει και την τρομοκρατική βία ως μία απρόκλητη επίθεση σε άλλο παιδί που δεν έχει σκοπό να το τραυματίσει σωματικά, αλλά να το προσβάλλει και να το τραυματίσει ψυχολογικά (Cole & Cole, 2002:240).

Στην σχολική πραγματικότητα γίνεται συχνά η χρήση του όρου λεκτική βία ή λεκτικός εκφοβισμός (bullying) ή λεκτική ψυχολογική βία, που είναι η συστηματική χρήση βίας με σκοπό την προσβολή και τον αποκλεισμό του θύματος από την ομάδα. Η άσκηση τέτοιας μορφής βίας παρατηρείται κυρίως εναντίον των αλλοδαπών συμμαθητών. Ονομάζεται λεκτική ρατσιστική βία και έχει ως αποτέλεσμα το στιγματισμό και την περιθωριοποίηση τους (Ντάνου, Παπαδόπουλος, 2010).

Όταν οι μαθητές με διαφορετικό εθνικό-πολιτιστικό υπόβαθρο αποτελούν θύματα της σχολικής βίας, τότε η έννοια της συναρτάται με αυτή του ρατσισμού και αναφέρεται από τους μελετητές ως μία διακριτή υποκατηγορία, το racism bullying (DfES, 2006). Η σχολική βία που προκαλείται εξαιτίας εθνικής η πολιτισμικής ετερότητας έχει άλλα χαρακτηριστικά, άλλη δυναμική και άλλες συνέπειες από τις υπόλοιπες περιπτώσεις βίας. Χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ένταση και τραυματικό χαρακτήρα, καθώς και μια διεύρυνση της περιθωριοποίησης και του αποκλεισμού (Richardson, 2006). Η ρατσιστική βία έχει αρκετές ομοιότητες με τις άλλες μορφές σχολικής βίας και εκφοβισμού, αλλά και σημαντικές διαφοροποιήσεις. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει σκόπιμη δράση, η οποία λαμβάνει χώρα χωρίς να προκαλέσει το θύμα, ενώ υπάρχει και μια ανισότητα δύναμης. Οι διαφοροποιήσεις προκύπτουν από το γεγονός ότι ο ρατσισμός δρα σε πολλαπλά επίπεδα, όπως ατομικό, οικογενειακό, πολιτισμικό κ.λπ. Έτσι οι εκδηλώσεις βίας δεν αφορούν το άτομο ως πρόσωπο, αλλά ολόκληρη την ομάδα στην οποία ανήκει, και δεύτερον η νομιμοποίηση της πράξης στη συνείδηση του δράστη, η απενοχοποίηση που προκύπτει από την αίσθηση ότι λειτουργεί ως υπερασπιστής και υπέρμαχος των συμφερόντων της ομάδας του. Μια δεύτερη διάσταση αφορά στην περίπτωση που οι μαθητές με διαφορετικό πολιτισμικό επίπεδο αποτελούν τους θύτες και τότε ο προβληματισμός οδηγεί στο ζήτημα της ομαλής σχολικής και κοινωνικής τους ένταξης και συνδέεται με φαινόμενα περιθωριοποίησης και κοινωνικού αποκλεισμού (Μανιάτης,2010). Ο κοινωνικός αποκλεισμός, η κοινωνική ανισότητα και η ματαίωση οδηγούν τους αλλοδαπούς μαθητές στην υιοθέτηση βίαιης συμπεριφοράς.

Οι εθνοπολιτισμικές ταυτίσεις των παιδιών που κοινωνικοποιούνται σε μεταναστευτικά περιβάλλοντα, ενέχουν ασυμβατότητες που πηγάζουν από τη διπλή και αντιφατική τους κοινωνικοποίηση (χώρα προέλευσης και χώρα διαμονής). Όταν η κυρίαρχη ομάδα θέτει όρια και προβάλλει το δικό της πολιτισμικό παράδειγμα ως μοναδικό, τα άτομα των μεταναστευτικών ή μειονοτικών ομάδων στρέφονται προς την έσω-ομάδα (γκέτο) και προκύπτουν τελικά συγκρουσιακές καταστάσεις, με τις άλλες ομάδες.

Τα παιδιά με διαφορετικό εθνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο βιώνουν την καταγωγή τους ή την πολιτισμική τους παράδοση ως αιτία στιγματισμού, επιχειρώντας να ενταχθούν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δε λαμβάνει υπόψη το ιδιαίτερο πολιτισμικό τους κεφάλαιο. Η κουλτούρα του σχολείου είναι συμβατή με την κουλτούρα των παιδιών που προέρχονται από τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια φυσική μετάβαση από την πρωτογενή στη δευτερογενή κοινωνικοποίηση. Αντίθετα, τα υπόλοιπα παιδιά, όπως αλλοδαποί, βιώνουν μια ασυμβατότητα του πολιτισμικού τους κεφαλαίου με την κουλτούρα του σχολείου, γεγονός που οδηγεί στη σχολική αποτυχία. Το σχολείο επομένως, νομιμοποιεί την κουλτούρα των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων και για τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες (παιδιά μειονοτήτων ή μεταναστών), το σχολειό αποτελεί το χώρο, όπου επιβεβαιώνεται η αδυναμία τους να μετατρέψουν το πολιτισμικό τους κεφάλαιο σε οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο (Bourdieu & Passeron, 1977, Μανιάτης, 2010).

ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Οι ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και η Ελλάδα, βρίσκονται εδώ και αρκετά χρόνια σε μια φάση υποδοχής πολυπληθών μεταναστευτικών ρευμάτων και μόνιμης εγκατάστασης πολλών διαφορετικών εθνοτικών ομάδων. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν ότι ένας στους επτά κατοίκους είναι μετανάστης (Ζωγράφου, 2003). Η μετανάστευση αυτή δημιούργησε ένας είδος «ανισότητας». Ο όρος «ανισότητα» αναφέρεται σε διακρίσεις που υπόκεινται μειονοτικές ομάδες ατόμων. Όπως και σε άλλους τομείς όπου υφίστανται οι κοινωνικές διακρίσεις και ο ρατσισμός, έτσι και στην εκπαίδευση, οι διακρίσεις είναι είτε θεσμικά κατοχυρωμένες (θεσμικός ρατσισμός) είτε άτυπες (πολιτισμικός ρατσισμός) (Γκότοβος, 1996). Σε πολλές έρευνες που έχουν γίνει σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το σχολείο συμβάλλει στην αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας, έχει διαπιστωθεί ότι η ισότητα στην εκπαίδευση είναι μόνο τυπική (Φραγκουδάκη, 1995).

Το γεγονός ότι οι Έλληνες είναι οι πλέον ξενόφοβοι στην Ευρώπη , δεν μπορεί να παρά να έχει αντίκτυπο και στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την Ξενοφοβία και το Ρατσισμό, το 87,5% των Ελλήνων τοποθετούνται αρνητικά απέναντι στο φαινόμενο της μετανάστευσης (Δεληθανάση, 2005).

Το αίσθημα της αρνητικής συμπεριφοράς απέναντι σε αλλοδαπούς συνομήλικους, είναι ενεργό ακόμα και στην τρυφερή παιδική ηλικία. Σύμφωνα με τα ευρήματα έρευνας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), που έγινε με την εποπτεία της εγκληματολόγου Ιωάννας Τσίγκανου, ανάμεσα σε 5000 παιδιά αναφέρεται:

· Η λεκτική βία μεταξύ μαθητών και οι καβγάδες κυριαρχούν με ποσοστό 60%.

· Οι συμπλοκές με 34%

· Κλοπές αντικειμένων μαθητών με ποσοστό 30%

· Κλοπές αντικειμένων σχολείου με 18%

· Οι βανδαλισμοί με ποσοστό 16%

· Κλοπές αντικειμένων εκπαιδευτικών με ποσοστό 11%

· Διαρρήξεις με ποσοστό 8%

· Καταστροφές αντικειμένων εκπαιδευτικών με ποσοστό 8%

· Εμπρησμοί με ποσοστό 5%

· Καταστροφή σχολικού αρχείου με ποσοστό 5%

· Επίθεση κατά εκπαιδευτικών με ποσοστό 5%

Σημαντικό είναι το γεγονός, ότι το 12% των μαθητών, δήλωσαν ότι αναγκάστηκαν να απουσιάσουν από το σχολείο για μέρες, μετά από ένα περιστατικό βίας στο οποίο είχαν εμπλακεί, και φοβόντουσαν την εκδίκηση (δημοσίευση «Ελευθεροτυπία, στις 6/6/2006).

Η αρνητική συμπεριφορά εκφράζεται με τη λεκτική βία, δηλαδή κοροϊδία, υποτίμηση, προσβολή του ίδιου του παιδιού και της οικογενείας του. Οι κατηγορίες της σχολικής βίας, μεταξύ παιδιών σχολικής ηλικίας είναι (Καλοβρυνά, 2009, Ντάνου – Παπαδόπουλος, 2010):

1. Σωματική επίθεση (σπρωξίματα, κλοτσιές, μπουνιές, χαστούκια).

2. Συναισθηματική επίθεση (σκόπιμη απομόνωση του παιδιού-θύματος, να λερώνουν και να καταστρέφουν τα πράγματα του, να εκβιάζουν για χρήματα).

3. Λεκτική επίθεση (κοροϊδία, βρίσιμο, σαρκασμός, ειρωνεία, διάδοση ψευδούς φήμης, ρατσιστικά ή ομοφοβικά σχόλια, χειρονομίες, συκοφαντικά γκράφιτι, απειλές).

4. Σεξουαλικός εκφοβισμός (ανεπιθύμητο άγγιγμα, απειλές, προσβλητικά μηνύματα, γράμματα και εικόνες).

5. Ηλεκτρονικός εκφοβισμός (χρήση ιντερνέτ, e-mail,chat room, κλήσεις κινητών και sms με κακοποιητικό και απειλητικό περιεχόμενο, χρήση κάμερας με σκοπό την απειλή και την ταπείνωση του παιδιού).

Ο ρατσισμός στην εκπαίδευση αφορά τόσο τους μαθητές και τους γονείς τους, όσο και τους δασκάλους – καθηγητές. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την ΚΑΠΑ RESEARCH Α.Ε. για λογαριασμό της UNICEF στα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα (UNICEF, 2001):

ΓΟΝΕΙΣ

· Το 51,7% των γονιών δηλώνει ότι η παρουσία των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία τους προκαλεί ανησυχία και το 16,2% των γονιών δηλώνει ότι η παρουσία των ξένων τους ενοχλεί.

· Μόνο οι 4 στους 10 γονείς πιστεύουν ότι τα παιδιά των αλλοδαπών στην Ελλάδα θα πρέπει να μπορούν να γράφονται σε οποιοδήποτε ελληνικό σχολείο. Η πλειοψηφία των γονέων πιστεύει ότι θα πρέπει να γράφονται μόνο σε ειδικές τάξεις / τμήματα για αλλοδαπούς (29,2%) ή σε άλλα σχολεία που θα είναι ειδικά και μόνο για παιδιά αλλοδαπών.

· Ο ένας στους δυο γονείς (50,5%) δηλώνει ότι θα τον ενοχλούσε εάν στο σχολείο που πηγαίνει το παιδί του φοιτούσε σημαντικός αριθμός αλλοδαπών μαθητών.

Σημαντικά είναι τα αποτελέσματα που αφορούν στους μαθητές, έτσι:

· Το 71,8% των μαθητών εκφράζει θετική γνώμη για τους αλλοδαπούς συμμαθητές του.

· Το 52,6% έχει φίλο κάποιο παιδί από άλλη χώρα, και το 48,3% θα επιθυμούσε να έχει στενότερες φιλικές σχέσεις με τους αλλοδαπούς συμμαθητές του.

· Έξι στους δέκα (59,5%) δηλώνουν ότι δεν θα τους ενοχλούσε εάν στο σχολείο τους φοιτούσε σημαντικός αριθμός αλλοδαπών παιδιών, ενώ το 55,1% δεν θα το ενοχλούσε η φοίτηση, στην ίδια τάξη, αλλοδαπών μαθητών.

· Το 46,2% των μαθητών πιστεύει ότι τα παιδιά από άλλες χώρες θα πρέπει να μπορούν να γράφονται σε οποιοδήποτε ελληνικό σχολείο. Το 24,5% πιστεύει ότι θα πρέπει να γράφονται σε ειδικές τάξεις για αλλοδαπούς, και το 20,6% ότι θα πρέπει να γράφονται σε ειδικό σχολείο μόνο για αλλοδαπούς.

ΔΑΣΚΑΛΟΙ - ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ

· Οι 9 περίπου στους 10 δασκάλους και καθηγητές που συμμετείχαν στην έρευνα (87,9%) διδάσκουν σε αλλοδαπούς μαθητές.

· Αυτοαξιολογώντας την εκπαιδευτική τους επάρκεια και δεξιότητες για τη διδασκαλία των αλλοδαπών μαθητών, οι εφτά στους δέκα δασκάλους και καθηγητές θεωρούν ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί δεν είναι επαρκώς καταρτισμένοι για να διδάξουν τα παιδιά των αλλοδαπών.

· Το 33,9% των εκπαιδευτικών υπήρξε μάρτυρας συγκεκριμένου περιστατικού διάκρισης εις βάρος αλλοδαπού μαθητή που έγινε, σύμφωνα με τη σειρά συχνότητας αναφοράς, από: μαθητές (ποσοστό 47,1%), από γονείς (ποσοστό 37,4%), από εξωσχολικούς παράγοντες (ποσοστό 12,5%), αλλά και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς (ποσοστό 10,9%) και τη διεύθυνση του σχολείου (ποσοστό 3,9% ).

Φαίνεται λοιπόν ότι ο ρατσισμός στο σχολικό περιβάλλον, είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται πολύ συχνά. Υποστηρίζεται ότι αποτελεί οργανικό στοιχείο και στις ομάδες συνομηλίκων και στη διεκδίκηση και διατήρηση status, αποτελώντας τελικά ένα δυσεπίλυτο παιδαγωγικό πρόβλημα (Γκότοβος, 1996).

Σημαντικές όμως είναι οι δράσεις μαθητών, γονιών, δασκάλων, καθηγητών και του υπουργείου έναντι του ρατσισμού που πραγματοποιούνται στα σχολεία. Παράδειγμα, αποτελούν οι εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν σε πολλές σχολικές μονάδες στις 21 Μαρτίου (Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού), κατόπιν αντίστοιχης εγκυκλίου που στάλθηκε στα σχολειά της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμια εκπαίδευσης, από το Υπουργείο Παιδείας (enet, 2013). Εξίσου σημαντικές κινήσεις είναι και η έκδοση ηλεκτρονικών σχολικών εφημερίδων, στις οποίες γίνονται αναφορές σε θέματα κατά του ρατσισμού (Παράρτημα Α). Γενικότερα, κείμενα, σκίτσα, project, ποιήματα κατά του Ρατσισμού (Παράρτημα Β) που γράφονται από παιδιά, δείχνουν ότι η νέα γενιά μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην καταπολέμηση του φαινομένου του ρατσισμού.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Το σχολείο, ως θεσμός άρρηκτα δεμένος με την κοινωνία, επηρεάζεται από τις συνθήκες που επικρατούν τα τελευταία χρόνια. Οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχουν αναπτύξει ποικίλες στρατηγικές προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα νέα κοινωνικά δεδομένα και τις ανισότητες στο χώρο της εκπαίδευσης. Οι πιο συνηθισμένες εκπαιδευτικές τακτικές, που σχετίζονται με την κοινωνικοποίηση των μεταναστών και προωθούν την ισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών, είναι αυτές της «αντιρατσιστικής και διαπολιτισμικής εκπαίδευσης». Πρόκειται για πρακτικές οι όποιες έρχονται σε ρήξη με τον μέχρι τώρα εθνοκεντρικό χαρακτήρα του σχολείου, υποστηρίζοντας ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο αποδέχεται τα παιδιά μειονοτικών ομάδων, τα αναγνωρίζει θετικά και τους διδάσκει τον πολιτισμό τους (Ασκούνη, 2001).

Το σχολείο και η κοινωνία πρέπει να διασφαλίσουν σε όλους τους νέους ίσες ευκαιρίες, ανεξάρτητα από εθνική, φυλετική, πολιτισμική και κοινωνική προέλευση, καθώς απευθύνεται τόσο στα μέλη της μειονότητας, όσο και στα μέλη της πλειονότητας ενός κοινωνικού συνόλου, επιδιώκοντας να δώσει λύση στα σύνθετα προβλήματα που ανακύπτουν στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες (Μάρκου, 1998).

Το Σχολείο του μέλλοντος πρέπει να είναι πιο δημοκρατικό, περισσότερο συνεργατικό αλλά και να προάγει τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Τα παιδιά μας χρειάζονται ένα σχολείο αντιαυταρχικό, ενεργητικό, κριτικό και δημιουργικό. Η κοινωνία μας όμως απαιτεί ένα σχολείο ανοιχτό για όλη τη ζωή, δηλαδή ένα σχολείο για όλους. Αντίθετα ο ρατσισμός προδίδει πάντα τη διαστροφή του ανθρώπου «ζώου ομιλούντος» θεσμοθετεί, δηλώνει, γράφει, εγγράφει, προγράφει σύστημα στιγμάτων, ιχνογραφεί τους τόπους για να ορίσει περιορισμό κατ’ οίκον ή για να κλείσει τα σύνορα. Δε διακρίνει, αλλά εισάγει διακρίσεις.

Τα φαινόμενα αναβίωσης του ρατσισμού στις μέρες μας δείχνουν πως το αίτημα για ισότιμες σχέσεις απαλλαγμένες από διακρίσεις και αδικία παραμένει πάντα ανοιχτό και επίκαιρο. Είναι υποχρέωση μας να βοηθήσουμε ώστε κάθε άνθρωπος να ζει ελεύθερος σε μια κοινωνία που δεν υφίσταται τις διακρίσεις και το ρατσισμό χωρίς λόγο.

Κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από την παιδεία την οποία έλαβε και τον πολιτισμό στον οποίο ανατράφηκε έχει μέσα του την ίδια φλόγα της ανθρώπινης φύσης που έχουμε και εμείς. Έχει δηλαδή την ικανότητα να αγαπά, να δημιουργεί, να ζει σε κοινωνίες, να σκέπτεται, να χαίρεται, να θαυμάζει.

Για να μπορούν οι άνθρωποι να κατανοούν πότε υπονομεύονται τα δικαιώματα των συνανθρώπων τους, τις διακρίσεις σε βάρος τους και τις σκοπιμότητες που κρύβονται για να είναι σε θέση να κρίνουν τι είναι ρατσισμός και τι όχι, πρέπει να έχουν γνώσεις. Με την παιδεία, με τη μελέτη της ιστορίας, κοινωνιολογίας αλλά και της βιολογίας θα πειστούν ότι οι ρατσιστικές αντιλήψεις είναι επιστημονικά αβάσιμες, και πως η ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους είναι αδιαμφισβήτητη. Με την απόκτηση γνώσεων οι άνθρωποι θα διαπιστώσουν ότι κάθε λαός έχει τη δική του συνεισφορά στην ανάπτυξη του πολιτισμού. Θα αποκτήσουν ευαισθησία σε θέματα ελευθερίας, δημοκρατίας και δικαιοσύνης. Θα παραμερίσουν τον εγωισμό και θα κατανοήσουν ότι πως κάθε άνθρωπος κάθε φυλή και κάθε έθνος είναι κάτι ξεχωριστό και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να παραβιάζει την ιδιαιτερότητα αυτή. Το αίτημα για ισότιμες σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και λαών, για σχέσεις απαλλαγμένες από διακρίσεις και αδικίες είναι πάντα ανοιχτό και επίκαιρο.

Πρέπει όλοι να ευαισθητοποιηθούμε για την αντιμετώπιση και εξάλειψη του. Ιδιαίτερα η νέα γενιά, θα πρέπει να βοηθήσει όσο μπορεί ώστε να γίνει πεποίθηση ότι είναι υποχρέωση μας να πιστέψουμε ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να ζει ελεύθερος σε μια κοινωνία που δεν θα υφίστανται διακρίσεις και ρατσισμός γιατί όλοι οι άνθρωποι στην ουσία είναι ίσοι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

· Bourdieu,P.&Passeron, J. (1977) Reproduction in Education, Sosiety and Culture. London: Sage Publications.

· Colle,M. –Cole, S. (2002) Η ανάπτυξη των παιδιών. Β’ τόμος (μτφρ Σόλμαν, Μ.). Αθήνα: Τυπωθήτω.

· Departmant for Education and Skills (2006) Bullying Around Racism, Religion and Culture, DfES.

· Jelloun, B.T. (1998) Ο ρατσισμός όπως τον εξήγησα στην κόρη μου. (Μετάφραση Α. Βερυκοκάκη) Αθήνα: εκδόσεις Λιβάνη.

· Taguieff, P. (1998) Ο ρατσισμός. (Μετάφραση Σπανός, Γ. ) Αθήνα: εκδόσεις Π. Τραυλός

· UNICEF (2001) ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ – ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ – ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Διαθέσιμο στο http://www.unicef.gr/reports/racism.php. πρόσβαση την 31η Μαρτίου 2013.

· Ασκούνη, Ν. (2001) Εθνοκεντρισμός και πολυπολιτισμικότητα: η αναζήτηση ενός νέου προσανατολισμού της εκπαίδευσης, στο Εκπαίδευση: πολιτισμικές διαφορές και κοινωνικές ανισότητες. Τόμος Β΄, Εθνοπολιτισμικές διαφορές και εκπαίδευση. Πάτρα.

· Γιουλτσής, Β. (1997) Γενική κοινωνιολογία. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη

· Γκότοβος, Α. (1996) Ρατσισμός: κοινωνικές, ψυχολογικές και παιδαγωγικές όψεις μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής. Αθήνα: Υπουργείο Εθνικής παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενική Γραμματεία Λαϊκής επιμόρφωσης.

· Δεληθανάση, Μ. (2005) Έλληνες , οι πιο ξενόφοβοι στην Ευρώπη. Διαθέσιμο στο http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100015_18/12/2005_167379. Πρόσβαση την 29η Μαρτίου 2013.

· Δεμερτζής, Ν. (2000) Ρατσισμός από τη φυλή στην κουλτούρα, Καθημερινή (31/12/2000, σελ 39)

· Ζωγράφου, Α. (2003) Διαπολιτισμική αγωγή στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Αθήνα: Τυπωθήτω.

· Καλοβρυνά, Λ. (2009) Σχολείο ή Εφιάλτης; Διαθέσιμο στο http://www.10percent.gr/periodiko/teyxos25/992-2009-03-15-14-54-52.html. πρόσβαση την 30η Μαρτίου 2013.

· Κοκκινάκη, Φ. (2005) Κοινωνική ψυχολογία: Εισαγωγή στη μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς. Αθήνα: τυπωθήτω.

· Μανιάτης, Π. (2010) Σχολική βία και ετερότητα στην Ελλάδα. Η αναγκαιότητα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Διαθέσιμο στο http://users.sch.gr/kdimitrakakis/kdim/bia/epistimonika_keimena/sxoliki_bia_kai_eterotita_stin_ellada.pdf. Πρόσβαση την 29η Μαρτίου 2013.

· Μάρκου, Γ. (1998) Προσεγγίσεις της Πολυπολιτισμικότητας και η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση – Επιμόρφωση των Μαθητών. Αθήνα: Υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων, Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης.

· Ντάνου, Θ – Παπαδόπουλος, Β. (2010) Λεκτική ρατσιστική βία σε παιδιά μεταναστών στο Δημοτικό Σχολείο. Επιστημονικό Βήμα, τευχος 14, Δεκέμβριος 2010.

· Τσιάκαλος, Γ. (2000) Οδηγός Αντιρατσιστικής Εκπαίδευσης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

· Φραγκουδάκη, Α. (1995) Γλώσσα και ιδεολογία: κοινωνιολογική προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας.

· Χρυσοχόου, Ξ. (2005) Πολυπολιτισμική πραγματικότητα. Οι κοινωνικοψυχολογικοί προσδιορισμοί της πολυπολιτισμικής πολλαπλότητας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

· (2013) Ημέρα δράσης κατά του Ρατσισμού. Διαθέσιμο στο http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=351936. Πρόσβαση την 28η Μαρτίου 2013.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

Πηγή: ΚΑΤΑ…ΤΕΙΧΗ (ηλεκτρονικη εκδοση της εφημερίδας του 1ου γυμνασίου Συκεών).http://1gym-sykeon.thess.sch.gr/katateixh/index.php/fakeloi/racism/15-rac/22-rackoufakis

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

Ποίημα που έχει γράψει ένα παιδί από την Αφρική και προτάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως το καλύτερο ποίημα του 2006.

ΟΤΑΝ ΓΕΝΝΙΕΜΑΙ, ΕΙΜΑΙ ΜΑΥΡΟΣ

ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΩ, ΕΙΜΑΙ ΜΑΥΡΟΣ

ΟΤΑΝ ΚΑΘΟΜΑΙ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ, ΕΙΜΑΙ ΜΑΥΡΟΣ

ΟΤΑΝ ΦΟΒΑΜΑΙ, ΕΙΜΑΙ ΜΑΥΡΟΣ

ΟΤΑΝ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΩ, ΕΙΜΑΙ ΜΑΥΡΟΣ

ΚΙ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΩ, ΑΚΟΜΑ ΕΙΜΑΙ ΜΑΥΡΟΣ

ΚΙ ΕΣΥ, ΛΕΥΚΕ ΑΝΘΡΩΠΕ ΟΤΑΝ ΓΕΝΝΙΕΣΑΙ, ΕΙΣΑΙ ΡΟΖ

ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙΣ, ΓΙΝΕΣΑΙ ΛΕΥΚΟΣ

ΟΤΑΝ ΚΑΘΕΣΑΙ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ, ΓΙΝΕΣΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟΣ

ΟΤΑΝ ΚΡΥΩΝΕΙΣ, ΓΙΝΕΣΑΙ ΜΠΛΕ

ΟΤΑΝ ΦΟΒΑΣΑΙ, ΓΙΝΕΣΑΙ ΚΙΤΡΙΝΟΣ

ΟΤΑΝ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΕΙΣ, ΓΙΝΕΣΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΣ

ΚΙ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ, ΓΙΝΕΣΑΙ ΓΚΡΙ

ΚΑΙ ΛΕΣ ΕΜΕΝΑ ΕΓΧΡΩΜΟ.

Πηγή: http://texni-kai-logos.blogspot.gr/2009/04/2006.html