31
Ζούσε κάποτε μια γιαγιά που την έλεγαν Ευτυχία, είχε παιδιά και δυο εγγονάκια, τον Αναστάση και την Ειρήνη και της άρεσε τόσο πολύ το πλέξιμο, που όταν ξεκινούσε να πλέκει ξεχνούσε να σταματήσει!! Ένα πρωί η γιαγιά αποφάσισε να πλέξει ένα σάλι. Βυθίστηκε στη μεγάλη κουνιστή πολυθρόνα της και ξεκίνησε τη δουλειά. Καθισμένη έξω στην αυλή έπλεκε συνέχεια κι όταν ήταν να κοιμηθεί, κοιμόταν στην καρέκλα αγκαλιά με το πλεκτό της.

The warm2

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: The warm2

Ζούσε κάποτε μια γιαγιά που την έλεγαν Ευτυχία, είχε παιδιά και δυο εγγονάκια, τον Αναστάση και την Ειρήνη και της άρεσε τόσο πολύ το πλέξιμο, που όταν ξεκινούσε να πλέκει ξεχνούσε να σταματήσει!!

Ένα πρωί η γιαγιά αποφάσισε να πλέξει ένα σάλι. Βυθίστηκε στη μεγάλη κουνιστή πολυθρόνα της και ξεκίνησε τη δουλειά. Καθισμένη έξω στην αυλή έπλεκε συνέχεια κι όταν ήταν να κοιμηθεί, κοιμόταν στην καρέκλα αγκαλιά με το πλεκτό της.

Page 2: The warm2

Τα παιδιά και τα εγγόνια της, που ήξεραν πόσο της αρέσει το πλέξιμο, δεν παραξενεύτηκαν με όλα αυτά. Στενοχωριόντουσαν που την έβλεπαν τόσο απασχολημένη, αλλά τι να κάνουν; Την άφηναν να πλέκει. Έτσι όταν ο Αναστάσης και η Ειρήνη έφευγαν για το σχολείο, άφηναν τη γιαγιά να πλέκει κι ύστερα όταν γύριζαν την έβρισκαν πάλι να πλέκει.

Page 3: The warm2

Ούτε ο δυνατός αέρας μπορούσε να σταματήσει τη γιαγιά από το πλέξιμο…..

Page 4: The warm2

….αλλά ούτε και η βροχή.

Page 5: The warm2

Ήρθε ο Χειμώνας και η γιαγιά εξακολουθούσε να πλέκει καθισμένη στην πολυθρόνα της.

Page 6: The warm2

Ήρθε και το καλοκαίρι κι η γιαγιά εξακολουθούσε να πλέκει ασταμάτητα.

Το σάλι μεγάλωνε. Γέμισε την αυλή του σπιτιού και βγήκε στο δρόμο. Κι επειδή η γιαγιά δεν σταματούσε το πλέξιμο, ύστερα από λίγο καιρό, το σάλι έφτασε και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της πόλης.

Page 7: The warm2

Τα βράδια όσοι δεν είχαν σπίτι να μείνουν και κρύωναν μέσα στην παγωνιά της νύχτας,

τυλίγονταν μέσα στο σάλι της γιαγιάς και ζεσταινόντουσαν.

Page 8: The warm2

Και τα παιδιά καλύτερη κρυψώνα από αυτό δεν θα μπορούσαν να βρουν για να παίζουν κρυφτό.

Page 9: The warm2

Όταν κρυβόντουσαν κάτω από το τεράστιο σάλι κανένας δεν μπορούσε να τα ανακαλύψει.

Page 10: The warm2

Η γιαγιά συνέχισε να πλέκει και το σάλι να μεγαλώνει. Σε λίγο το άπλωναν επάνω στις στέγες των σπιτιών για να κάνουν σκιά τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.……..

Page 11: The warm2

Σύντομα κανένας δεν αγόραζε μάλλινα ρούχα αφού όλοι χρησιμοποιούσαν το σάλι της γιαγιάς και οι έμποροι της μικρής πόλης που πουλούσαν πουλόβερ και πλεκτά θύμωσαν πάρα πολύ…

Page 12: The warm2

Αν κάποιος κρύωνε δεν είχε παρά να τυλιχτεί με το σάλι που απλωνόταν στους δρόμους της πόλης και ζεσταινόταν στο λεπτό. Οι περισσότεροι έμποροι πλεκτών έμειναν χωρίς δουλειά και τα ρούχα τους πάλιωναν πάνω στα ράφια.

Page 13: The warm2

Αποφάσισαν τότε να κάνουν ένα μυστικό συμβούλιο για να βρουν λύση στο πρόβλημα τους. Συζητούσαν ώρες πολλές χωρίς αποτέλεσμα όταν από μια μεριά, ακούστηκε κάποιος να λέει «Κυρίες και κύριοι νομίζω ότι η λύση στο πρόβλημα μας βρίσκεται εδώ!»

Page 14: The warm2

Από την τσέπη του έβγαλε ένα μικρό βαζάκι που είχε μέσα ένα περίεργο σκουληκάκι. Το ακούμπησε στο τραπέζι και αμέσως μαζεύτηκαν όλοι για να το δουν.

Page 15: The warm2

Το μικρό σκουλήκι έτρωγε και χόρταινε αποκλειστικά με μάλλινα ρούχα και σύμφωνα με το σχέδιο, οι έμποροι θα έβαζαν το σκουλήκι μέσα στο σάλι της γιαγιάς κι εκείνο αχόρταγα θα άρχιζε να το τρώει.

Page 16: The warm2

Όλοι βρήκαν το σχέδιο καταπληκτικό και έστειλαν ένα μυστικό πράκτορα να βάλει το σκουληκάκι μέσα στο σάλι της γιαγιάς. Το σάλι άρχισε να μικραίνει καθώς το σκουληκάκι έτρωγε με βουλιμία τις κλωστές του.

Page 17: The warm2

Η γιαγιά Ευτυχία σύντομα κατάλαβε πως κάτι πήγαινε στραβά. Ανακάλυψε το μικρό σκουληκάκι και κατάλαβε τι είχε γίνει. Δε φαντάστηκε όμως πως κάποιος κρυβόταν πίσω από όλα αυτά. Νόμιζε πως το σκουληκάκι έτρωγε το πλεκτό της επειδή πεινούσε και το λυπήθηκε ….

Page 18: The warm2

«Καημένο μικρούλι, μη στενοχωριέσαι» του είπε «θα πλέξω πιο πολύ για να μπορείς κι εσύ να τρως, και το σάλι να μην μικραίνει». Του βρήκε και όνομα, Επαμεινώνδα το είπε. Κάθε πρωί το καλημέριζε κι ύστερα ξεκινούσε τη δουλειά.

Page 19: The warm2

Έπλεκε γρήγορα και ασταμάτητα και τα κατάφερε! Μετά από ένα μήνα σκληρής

δουλειάς το σκουληκάκι ήταν τετράπαχο και το σάλι απλωνόταν τεράστιο και ατελείωτο.

Page 20: The warm2

Τώρα όμως που το σκουληκάκι ο Επαμεινώνδας είχε άφθονο φαγητό όποτε ήθελε κι ήταν συνήθως χορτάτο, βαρέθηκε να τρώει το ίδιο πιάτο. «Γιατί να τρώω συνέχεια το ίδια και τα ίδια;

Καιρός να δοκιμάσω και τίποτε άλλο» σκέφτηκε..

Page 21: The warm2

Μάζεψε λοιπόν τα μπογαλάκια του και άρχισε να περιπλανιέται εδώ κι εκεί για να βρει καινούριες γεύσεις. Ψάξε ψάξε κατέληξε στο πλησιέστερο μαγαζί που πουλούσε πουλόβερ!!

Page 22: The warm2

Μπήκε μέσα στρογγυλοκάθησε σ’ ένα ράφι κι άρχισε να μασουλάει με ευχαρίστηση. Τι ποικιλία ήταν αυτή!! Πουλόβερ κοντά, πουλόβερ μακριά, μάλλινοι σκούφοι και κασκόλ σε χρώματα πράσινα ροζ και θαλασσιά!

Page 23: The warm2

Μασουλούσε λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο. Γέμισε όλα τα πλεκτά τρύπες κι όταν βαρέθηκε σ’ αυτό το μαγαζί πήγε σε άλλο κι ύστερα σε άλλο!!

Page 24: The warm2

Φανταστείτε την έκπληξη της παρέας των εμπόρων. Το αχόρταγο σκουληκάκι, που είχαν ρίξει ύπουλα επάνω στο σάλι της γιαγιάς, τώρα μασουλούσε το εμπόρευμα τους. Όλα τα πουλόβερ και τα πλεκτά τους γέμισαν τρύπες ενώ το σάλι της γιαγιάς εξακολουθούσε να απλώνεται στους δρόμους μεγαλύτερο από ποτέ!!

Page 25: The warm2

Έτσι οι έμποροι της μικρής μας ιστορίας, έκλεισαν τα μαγαζιά τους και κατέληξαν οι καημένοι να τραγουδάνε στους δρόμους, ζητιανεύοντας για λίγα χρήματα.

Page 26: The warm2

Όσο για τον Επαμεινώνδα, από το πολύ φαΐ τον πόνεσε η κοιλιά του και χρειάστηκε να πιεί κάμποσες σόδες για να χωνέψει. Έτσι κι αλλιώς όμως, είχε γίνει πια τόσο χοντρό που με δυσκολία μπορούσε να κουνηθεί.

Page 27: The warm2

Ύστερα μια μέρα η γιαγιά σταμάτησε το πλέξιμο, σηκώθηκε από την κουνιστή της πολυθρόνα και τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει. Έψαξε να βρει τον Επαμεινώνδα αλλά αυτός ήταν εξαφανισμένος. Μετά αποφάσισε να δοκιμάσει το σάλι που είχε πλέξει.

Page 28: The warm2

«Λίγο μεγάλο είναι» μουρμούρισε αλλά ύστερα το ξανασκέφτηκε και είπε «Καλύτερα που είναι έτσι μεγάλο γιατί θα τυλίγομαι και θα χώνομαι ολόκληρη μέσα σ’ αυτό τα κρύα βράδια του Χειμώνα»

Page 29: The warm2

Μετά, η γιαγιά ξανακάθησε στην πολυθρόνα της, αναφώνησε «Καιρός για δουλειά» και άρχισε να πλέκει ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες για τον εγγονό της τον Αναστάση.

Page 30: The warm2

Όπως είδαμε όμως η γιαγιά δεν ήταν καλή στο μέτρημα κι έτσι οι κάλτσες του Αναστάση έγιναν πολύ μεγάλες. Όταν του της έδωσε, αυτός στενοχωρήθηκε που δεν μπορούσε να τις φορέσει μιας και χωρούσε ολόκληρος μέσα!

Page 31: The warm2

Βρήκε όμως άλλο τρόπο να τις χρησιμοποιήσει: Κάθε βράδυ χωνόταν μέσα στην μια τεράστια κάλτσα χουχούλιαζε στην ζεστασιά της και βυθισμένος σε έναν ανάλαφρο ύπνο έβλεπε τα πιο ωραία όνειρα. Όσο για την άλλη κάλτσα, αυτή την έδωσε στην Ειρήνη, την αδελφή του, για να μπορεί κι αυτή να κοιμάται ήρεμα και να ονειρεύεται γλυκά.

The end© Ηλιοπούλου Ανθή