2
Al ΗΓΗ MΑΤΑ ΓΙΑ TO ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Στάθηκε για µια µατιά. Παλιά, πόσο παλιά; Αγόραζε κι αυτός παλιά την εφηµερίδα του. Τράβηξε την προσοχή τούτο πρόσωπο του παιδιού. To µισάνοιχτο στόµα,τα µάτιατου. ∆ευτέρα πρωί, έπειτα από ένα µαύρο Σαββατοκύριακο που είχε µείνει κουκουλωµένος στο κρεβάτι, ανήµπορος να πάρει τα πόδιατου, κλαµένος, θεονήοτικος, όταν πληροφορήθηκε το συµβάν του Σαββάτου, δεν έδωσε και πολλή σηµασία. Κρίµα το παιδί, σκέφτηκε µόνο. To 'χε, λέει, πυροβολήσει κατάστηθα ένας αστυνοµικός. Κι επακολούθησε ο µεγάλος χαµός. Κοίταζε τώρα το πρωτοσέλιδο µε τη φωτογραφία. Χθες το κήδεψαν. Και τι γράφει κάτω χαµηλά; «Πυρ Ζητάδων µετά την κηδεία». Και παρακεί: «Ο Καραµανλής ζήτησε συναίνεση από τους αρχηγούς, αλλά του έδειξαν την κάλπη». Και mo κάτω: «Τέλειωσαν τα ψέµατα». Μα τελειώνουν τα ψέµατα; Ούτε στη ζωή ούτε και στην πολιτική τελειώνουν ποτέ. Αλλά πρώτα να πάρει τα τσιγάρα του. Χωρίς να το πολυσκεφτεί αγόρασε και την εφηµερίδα. Θα µπορούσε ίσως να πιει κι έναν ελληνικό mo πάνω στην καφετέρια. ∆εν καλάκουσε, κάτι του είπε ο περιπτεράς, τον καληµέρισε; Χαµογέλασε κι αυτός. Πόσο κοστίζει ένα χαµόγελο; Πήρε κι ένα φακελάκι παστίλιες ευκαλύπτου. Φαρµάκι το 'νιωθε το σάλιο του. Αν στεκόταν σε καµιά γωνία για κάνα δυο ώρες; Μπορεί και κάτι να 'πιανε, τα έκτακτα έξοδά του σήµερα, την εφηµερίδα και τις παστίλιες, µια χαρά θα τα εξοικονοµούσε απότους περαστικούς.Εδώ και µέρες γυροφέρνει την ιδέα. Αλλά όχι στην περιοχή του. ∆εν είχε όµως τη δύναµη να αποµακρυνθεί και πολύ. To αριστερό του πόδι είχε πάλι µουδιάσει. Θα καθίσει παραδίπλα στο παγκάκι να συνέλθει. Αλλά µήπως πρώτα πρέπει να βόλει και καµιά µπουκιά στο στοµάχι; To 'χε λαχταρίσει κι ένα τσιγαράκι, δεν το άντεχε όµως ο οργανισµός του τώρα αµέσως, πρέπει να κάνει και οικονοµία, κάτι να σκεφτεί, κάτι να υπολογίσει. Τι του διαφεύγει; Και το ηλεκτρικό του, πάντως, το πλήρωσε, και το νερό. Επέστρεψε και στο ψιλικάκι τα πενήντα ευρώ που χρωστούσε.Ολα καλά. Εχει όµως να κυλήσει τόσες µέρες. Ερχονται και Χριστούγεννα. Πώς το 'λεγε n µάνα του; Πολλά έλεγε n µακαρίτισσα. Αµέ και το άλλο: Και τι δε ρίχνει ο ουρανός που n γη να µην το πίνεις Την απόπαιρνε τότε, δεν την άντεχε. Και νά το τώρα, αυτό ειδικά, κοµµένο και ραµµένο στα µέτρα του. Και τι δεν κατάπιε τους τελευταίους µήνες, τι δεν ανέχτηκε. Στοµώνει όµως κάποτε και n γη, αρνείται να πιει άλλο. Τι γίνεται τότε; Πληµµύρες γίνονται, καταστροφές. Κι αυτός πόσο θ' αντέξει; To βλέµµα τον παιδιού Αλλά εκείνο για την κοιλιά πώς το 'λεγε; ∆υο πατάτες να βράσεις, µια ντοµάτα να κόψεις, και είσαι κύριος. Η κοιλιά δεν έχει παράθυρα. Εχειόµωςης ανάγκες της, µάνα. Θέλει ένα γλυκάκι, ένα φρούτο. Ενα απλό έστω µήλο. Πότε ήταν, πριν από πόσαχρόνια, που είχε πάει µε παρέα στο Πήλιο; Σαν όνειρο. Ούτε τα ονόµατα, ούτε τα πρόσωπα της παρέας θυµάται. Θυµάται όµωςτον ανθό της µηλιάς. Καµία σχέση µε της αµυγδαλιάς τον ανθό. Και θυµάται πως ήταν ερωτευµένος. Αντωνία, την έλεγαν; Ή µήπως ήταν τότε µε την Ελλη; παστίλιατου έκανε καλό. Κι εδώ στο παγκάκι θα πάρει την ανάσα του. Μα µπορεί µια γυναικεία φωνή να γίνει τόσο βάναυση; ∆ικηγόρος, σου λέει, µορφωµένη, πολιησµένη. Τη φαντάστηκε στογραφείο της, µε το ακουστικό of αυη' και µε το πτυχίοτης κορνίζα στον τοίχο. Αξηµέρωτα πάλι τον είχε κάνει n κακότροπη κουρέλι. Και π δεν του είπε. Μα πώς δεν το 'χε σκεφτεί; Απενεργοποίησεαµέσως το κινητό του. Κι έτσι θατο αφήσει στο εξής, κλειστό. Σάµπως έχει κάη να χάσει; Από ποιον περιµένει τηλεφώνηµα; Πρόσεξεπάλι Εχωσετο χέρι στην τσέπη, έβγαλε τα ψιλά του και τα µέτρησε. ΕΣι ευρώ. Ληλαδή για έ£ι µέρε$ µια χαρά το ψωµί του. ΕΕασφάλισε ήδη και για πέντε µέρε$ τα τέσσερα ηµερήσια τσιγάρα του το παιδί. Ποΰ κοιτάζει; Εντάξει, προς τον φακό της µηχανής. Αλλά τελευταία οτιγµή ξεφεύγει κάπωςτο βλέµµα του, σαν να του έχει αποσπάσει την προσοχή κάτι. Εχωσε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε τα ψιλά του και τα µέτρησε. Εξι ευρώ. ∆ηλαδή για έξι µέρες µια χαρά το ψωµί του. Εξασφάλισε ήδη και για πέντε µέρες τα τέσσερα ηµερήσια τσιγάρα του. Από καιρό θα 'πρεπε νατο 'χει κόψει, as το περιορίσειτουλάχιστον. Ούτελόγος όµως να καθίσει στην καφετέρια για κείνο το καφεδάκι που θα 'θελε. Αύριο, έχει ο Θεόβ. Και γιαη' να µη στηθεί κι αυτός σε καµιά ουρά; Ενα πιάτο φαΐ, ό,τι να 'ναι, θατό εξασφάλιζε. Να 'χαµε και δυο στάλες µέλι... Χρόνια έχει να τραγουδήσει. Από πότε; Και να χορέψει. Χόρευεπαλιά,τραγουδούσε, n ψυχή της παρέας. Είδε τον εαυτό του µε τη Σόνια, ά εκείνο τον χορό δεν ήταν που συναντήθηκαν οι µσπές τους και τους χτύπησε κατακέφαλα ο έρωτας; Ανοιξε την εφηµερίδα. Γιατί να µην τη διαβάσει ολόκληρη; Παλιά συνήθιζε να την ξεκοκαλίζει την εφηµερίδα του. Τα άρθρα κυρίως. Και όσο να 'ναι,.ένιωθε κι αυτός on είναι σε όλα µέσα, on µαθαίνει n γίνεται παντού στον κόσµο. «∆ικαιοσύνη, όχι ελεηµοσύνη!» Αντικριστά στη σελίδα n ολοσέλιδη διαφήµιση µιας BMW X3. Γυρίζει φύλλο: «Κυβέρνηση του χάους και του φόβου». Κι άλλο φύλλο: «Κατάσταση πολιορκίας!» ∆ιαβάζει, αλλά δεν καταλαβαίνει n διαβάζει. Σηκώνει το κεφάλι, ησυχία Εκλεισετην εφηµερίδα Ηρθε και κάθισε δίπλατου µια γριά. Την κοπάζει λοξά. Ακουµπάει n γριά στα γόνατά-ins µια πάνινη σακούλα. Αναστενάζει. Κάτι λέει για την υγεία της. On δεν έχει να αγοράσει τα φάρµακά tns. On κάνει αγώνα για να εξοικονοµήσει το γιαουρτάκιτης, ένα ποτήρι γάλα, µια φέτα ψωµί. Τι να της πει; On & αυτόν το γάλα προκαλεί δυσφορία στο στοµάχι, γΓ αυτό και το αποφεύγει; On τα γαλακτοκοµικά γενικώς ποτέ δεν τα σήκωσε ο οργανισµός του; Καηµό το 'χε n µάνα του. Ασε µε, µάνα Ασε * jt ** * X * ip - µε, κυρά µου, θέλει να της πει. Αλλά δεν ms το 'πε. As είχα µόνο τα νιάτα σου, συνεχίζει n γριά Ποια νιάτα; δε µε βλέπεις; Ούτε πενήντα δε σε κάνω... Ωρα είναι να πιάσει τώρα και την πάρλα µαζί Tns. Ελα, πάρε ένα πακετάκι χαρτοµάντιλα, ποτέ να µη σου λείπουν, γιε µου, από την τσέπη. ∆ίνε του, της λέει, δεν έχω όρεξπ: Κάνει να σηκωθεί n γριά, στάσου, βγάζει και της αφήνει στην παλάµη ένα ευρώ. Την ευχή µου να 'χεις, του λέει, και του προσφέρει τα χαρτοµάντιλα. Τη βλέπει καθώς αποµακρύνεται. Η δική του γριά έχει πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια. Σκέψου να την είχε τώρα κι αυτήν στο κεφάλι. Και δεν την έχει; Μήπως για να την κηδέψει την κακοµοίρα δεν πήρε το πρώτο του δάνειο; Ούτε να πεθάνει κανείς δεν µπορεί χωρίς να επιβαρύνει τους συγγενείς του. Κι άρχισε, χωρίς να το καταλάβει, δάνειο το δάνειο, το χοντρό στένεµα. Από τη µιατράπεζαστην άλλη, απότον έναν τοκογλύφο δηλαδή στον άλλο. Καπάκι µετά, το λουκέτο στο εργοστάσιο που δούλευε. Προς Βουλγαρία µεριά, λέει, τ" αφενηκά. Κι άντε, cr1 αυτή την ηλικία να ψάχνει. Να τρέχει από δω κι από κει για κανένα µεροκάµατο. Καλά, πέρνα µεθαύριο και βλέπουµε. Να περνάει, να παρακαλάει, δυστυχώς τίποτα. Και να τον κοιτάζουν οι δυο τρεις φίλοι του σαν να τους αρρωσταίνει και µόνο µε την παρουσία του. Να µην τον αντέχουν a" αυτό το χάλι. Πάλι το πρόσωπο του παιδιού. To µελαγχολικό κοίταγµάτου. Αυτό είναι. Σαν να θέλει να του πιάσεικουβέντα:Με λένε Αλέξη, εσένα; Πάνο, ψιθυρίζει, εδώ και οχτώµήνες στο Ταµείο Ανεργίαβ. Θέλει να του πει κι άλλα, εξοµολόγηση εκ βαθέων," να του µιλήσει για τη Σόνια, πάει, την έκανε n Σόνια του, δυο pm^s έχει να µάθει νέα Tns. Κατάπιεντροπιασµένοςτο σάλιο του. Να πει n στο παιδί; On δεν τον άντεχε να την ξυλοφορτώνει; ∆ιόη σωστά το λένε, n φτώχεια φέρνει γκρίνια. Απαιτούσε όµως και λίγη συµπαράσταση από την κυρία, λίγη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ∆ΗΜΗΤΡΑ ΡΟΥΜΠΟΥΛΑ Al ΗΓΗ MΑΤΑ ΓΙΑ TO ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

To βλέµµα τον παιδιούτου ∆εν είχε όµωςτη δύναµη να αποµακρυνθεί ... περιλαµβάνεται στο βιβλίο Γιατί

  • Upload
    others

  • View
    3

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: To βλέµµα τον παιδιούτου ∆εν είχε όµωςτη δύναµη να αποµακρυνθεί ... περιλαµβάνεται στο βιβλίο Γιατί

ÿþýüû: ÿúùø÷öþýõ / ôóöòõ / ñüðòïòîí / ìø÷öíëòõ

ìø÷öüøùêþõ: é÷èïçöõ, 30-07-2012

æ÷ðþýõ: 46,47 (1 õâÚ 2)

åçä÷ãüû: 1882 cm ²

åçëù îèîðüúüöþõ: 30250

ÿâòîüòêáêþõ ÷êïóâüè: (210) 6061.000

àçßù îð÷òýþ: ÿôéÞæÿÝæ ñÜÛÜôì

Al Η ΓΗ M ΑΤΑ ΓΙΑ TO ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Στάθηκε για µια µατιά. Παλιά, πόσο παλιά; Αγόραζε κι αυτός

παλιά την εφηµερίδα του. Τράβηξε την προσοχή τούτο πρόσωπο του παιδιού. To µισάνοιχτο στόµα, τα µάτιατου.

∆ευτέρα πρωί, έπειτα από ένα µαύρο Σαββατοκύριακο

που είχε µείνει κουκουλωµένος στο κρεβάτι, ανήµπορος να πάρει τα πόδιατου, κλαµένος, θεονήοτικος, όταν πληροφορήθηκε

το συµβάν του Σαββάτου, δεν έδωσε και πολλή σηµασία. Κρίµα το παιδί, σκέφτηκε

µόνο. To 'χε, λέει, πυροβολήσει κατάστηθα ένας αστυνοµικός. Κι επακολούθησε

ο µεγάλος χαµός. Κοίταζε τώρα το πρωτοσέλιδο µε τη φωτογραφία.

Χθες το κήδεψαν. Και τι γράφει κάτω χαµηλά; «Πυρ Ζητάδων µετά την κηδεία».

Και παρακεί: «Ο Καραµανλής ζήτησε συναίνεση από τους αρχηγούς, αλλά του έδειξαν την κάλπη».

Και mo κάτω: «Τέλειωσαν τα ψέµατα». Μα τελειώνουν τα ψέµατα; Ούτε στη ζωή ούτε και στην πολιτική τελειώνουν ποτέ. Αλλά πρώτα να πάρει τα τσιγάρα του. Χωρίς να το πολυσκεφτεί αγόρασε και την εφηµερίδα.

Θα µπορούσε ίσως να πιει κι έναν ελληνικό mo πάνω στην καφετέρια. ∆εν καλάκουσε, κάτι του είπε ο περιπτεράς, τον καληµέρισε; Χαµογέλασε κι αυτός. Πόσο κοστίζει ένα χαµόγελο; Πήρε κι ένα φακελάκι

παστίλιες ευκαλύπτου. Φαρµάκι το 'νιωθε το σάλιο του.

Αν στεκόταν σε καµιά γωνία για κάνα δυο ώρες; Μπορεί και κάτι να 'πιανε, τα έκτακτα έξοδά του σήµερα, την εφηµερίδα και τις παστίλιες, µια χαρά θα τα εξοικονοµούσε

από τους περαστικούς. Εδώ και µέρες γυροφέρνει την ιδέα. Αλλά όχι στην περιοχή

του. ∆εν είχε όµως τη δύναµη να αποµακρυνθεί και πολύ. To αριστερό του πόδι

είχε πάλι µουδιάσει. Θα καθίσει παραδίπλα στο παγκάκι να συνέλθει. Αλλά µήπως πρώτα πρέπει να βόλει και καµιά µπουκιά στο στοµάχι; To 'χε λαχταρίσει κι ένα τσιγαράκι,

δεν το άντεχε όµως ο οργανισµός του τώρα αµέσως, πρέπει να κάνει και οικονοµία,

κάτι να σκεφτεί, κάτι να υπολογίσει. Τι του διαφεύγει;

Και το ηλεκτρικό του, πάντως, το πλήρωσε, και το νερό. Επέστρεψε και στο ψιλικάκι

τα πενήντα ευρώ που χρωστούσε. Ολα καλά. Εχει όµως να κυλήσει τόσες µέρες. Ερχονται και Χριστούγεννα. Πώς το 'λεγε n µάνα του; Πολλά έλεγε n µακαρίτισσα. Αµέ και το άλλο: Και τι δε ρίχνει ο ουρανός που n γη να µην το πίνεις

Την απόπαιρνε τότε, δεν την άντεχε. Και νά το τώρα, αυτό ειδικά, κοµµένο και ραµµένο

στα µέτρα του. Και τι δεν κατάπιε τους τελευταίους µήνες, τι δεν ανέχτηκε. Στοµώνει

όµως κάποτε και n γη, αρνείται να πιει άλλο. Τι γίνεται τότε; Πληµµύρες γίνονται, καταστροφές. Κι αυτός πόσο θ' αντέξει;

To βλέµµα τον παιδιού

Αλλά εκείνο για την κοιλιά πώς το 'λεγε; ∆υο πατάτες να βράσεις, µια ντοµάτα να κόψεις, και είσαι κύριος. Η κοιλιά δεν έχει παράθυρα. Εχει όµωςης ανάγκες της, µάνα. Θέλει ένα γλυκάκι, ένα φρούτο. Ενα απλό έστω µήλο. Πότε ήταν, πριν από πόσα χρόνια,

που είχε πάει µε παρέα στο Πήλιο; Σαν όνειρο. Ούτε τα ονόµατα, ούτε τα πρόσωπα της παρέας θυµάται. Θυµάται όµως τον ανθό της µηλιάς. Καµία σχέση µε της αµυγδαλιάς τον ανθό. Και θυµάται πως ήταν ερωτευµένος.

Αντωνία, την έλεγαν; Ή µήπως ήταν τότε µε την Ελλη;

παστίλια του έκανε καλό. Κι εδώ στο παγκάκι θα πάρει την ανάσα του. Μα µπορεί µια γυναικεία φωνή να γίνει τόσο βάναυση;

∆ικηγόρος, σου λέει, µορφωµένη, πολιησµένη.

Τη φαντάστηκε στο γραφείο της, µε το ακουστικό of αυη' και µε το πτυχίο της κορνίζα στον τοίχο.

Αξηµέρωτα πάλι τον είχε κάνει n κακότροπη κουρέλι. Και π δεν του είπε. Μα πώς

δεν το 'χε σκεφτεί; Απενεργοποίησε αµέσως το κινητό του. Κι έτσι θατο αφήσει στο εξής, κλειστό. Σάµπως έχει κάη να χάσει; Από ποιον περιµένει τηλεφώνηµα; Πρόσεξε πάλι

Εχωσε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε τα ψιλά του και τα µέτρησε. ΕΣι ευρώ. Ληλαδή για έ£ι µέρε$ µια χαρά το ψωµί του. ΕΕασφάλισε ήδη και για πέντε µέρε$ τα τέσσερα ηµερήσια τσιγάρα του

το παιδί. Ποΰ κοιτάζει; Εντάξει, προς τον φακό της µηχανής. Αλλά τελευταία οτιγµή ξεφεύγει κάπως το βλέµµα του, σαν να του έχει αποσπάσει την προσοχή κάτι. Εχωσε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε τα ψιλά του και τα µέτρησε. Εξι ευρώ. ∆ηλαδή για έξι µέρες µια χαρά το ψωµί του. Εξασφάλισε ήδη και για πέντε µέρες τα τέσσερα ηµερήσια τσιγάρα

του. Από καιρό θα 'πρεπε νατο 'χει κόψει, as

το περιορίσει τουλάχιστον. Ούτε λόγος όµως να καθίσει στην καφετέρια για κείνο το καφεδάκι

που θα 'θελε. Αύριο, έχει ο Θεόβ. Και γιαη' να µη στηθεί κι αυτός σε καµιά ουρά; Ενα πιάτο φαΐ, ό,τι να 'ναι, θατό εξασφάλιζε.

Να 'χαµε και δυο στάλες µέλι... Χρόνια έχει να τραγουδήσει. Από πότε;

Και να χορέψει. Χόρευε παλιά, τραγουδούσε, n ψυχή της παρέας. Είδε τον εαυτό του µε τη Σόνια, ά εκείνο τον χορό δεν ήταν που συναντήθηκαν οι µσπές τους και τους χτύπησε

κατακέφαλα ο έρωτας; Ανοιξε την εφηµερίδα. Γιατί να µην τη

διαβάσει ολόκληρη; Παλιά συνήθιζε να την ξεκοκαλίζει την εφηµερίδα του. Τα άρθρα κυρίως. Και όσο να 'ναι,.ένιωθε κι αυτός on είναι σε όλα µέσα, on µαθαίνει n γίνεται παντού στον κόσµο. «∆ικαιοσύνη, όχι ελεηµοσύνη!»

Αντικριστά στη σελίδα n ολοσέλιδη διαφήµιση µιας BMW X3.

Γυρίζει φύλλο: «Κυβέρνηση του χάους και του φόβου». Κι άλλο φύλλο: «Κατάσταση πολιορκίας!» ∆ιαβάζει, αλλά δεν καταλαβαίνει

n διαβάζει. Σηκώνει το κεφάλι, ησυχία Εκλεισε την εφηµερίδα Ηρθε και κάθισε

δίπλα του µια γριά. Την κοπάζει λοξά. Ακουµπάει n γριά στα γόνατά-ins µια πάνινη

σακούλα. Αναστενάζει. Κάτι λέει για την υγεία της. On δεν έχει να αγοράσει τα φάρµακά

tns. On κάνει αγώνα για να εξοικονοµήσει το γιαουρτάκιτης, ένα ποτήρι γάλα,

µια φέτα ψωµί. Τι να της πει; On & αυτόν το γάλα προκαλεί

δυσφορία στο στοµάχι, γΓ αυτό και το αποφεύγει; On τα γαλακτοκοµικά γενικώς

ποτέ δεν τα σήκωσε ο οργανισµός του; Καηµό το 'χε n µάνα του. Ασε µε, µάνα Ασε

* jt ** * X * ip -

µε, κυρά µου, θέλει να της πει. Αλλά δεν ms το 'πε.

As είχα µόνο τα νιάτα σου, συνεχίζει n γριά Ποια νιάτα; δε µε βλέπεις; Ούτε πενήντα

δε σε κάνω... Ωρα είναι να πιάσει τώρα και την πάρλα µαζί Tns. Ελα, πάρε ένα πακετάκι

χαρτοµάντιλα, ποτέ να µη σου λείπουν, γιε µου, από την τσέπη.

∆ίνε του, της λέει, δεν έχω όρεξπ: Κάνει να σηκωθεί n γριά, στάσου, βγάζει και της αφήνει στην παλάµη ένα ευρώ. Την ευχή µου να 'χεις, του λέει, και του προσφέρει τα χαρτοµάντιλα.

Τη βλέπει καθώς αποµακρύνεται. Η δική του γριά έχει πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια. Σκέψου να την είχε τώρα κι αυτήν στο κεφάλι.

Και δεν την έχει; Μήπως για να την κηδέψει την κακοµοίρα δεν πήρε το πρώτο του δάνειο; Ούτε να πεθάνει κανείς δεν µπορεί χωρίς να επιβαρύνει τους συγγενείς του. Κι άρχισε, χωρίς να το καταλάβει, δάνειο

το δάνειο, το χοντρό στένεµα. Από τη µιατράπεζαστην άλλη, από τον έναν τοκογλύφο

δηλαδή στον άλλο. Καπάκι µετά, το λουκέτο στο εργοστάσιο

που δούλευε. Προς Βουλγαρία µεριά, λέει, τ" αφενηκά. Κι άντε, cr1 αυτή την ηλικία να ψάχνει. Να τρέχει από δω κι από κει για κανένα µεροκάµατο. Καλά, πέρνα µεθαύριο και βλέπουµε. Να περνάει, να παρακαλάει, δυστυχώς τίποτα. Και να τον κοιτάζουν οι δυο τρεις φίλοι του σαν να τους αρρωσταίνει

και µόνο µε την παρουσία του. Να µην τον αντέχουν a" αυτό το χάλι.

Πάλι το πρόσωπο του παιδιού. To µελαγχολικό κοίταγµάτου. Αυτό είναι. Σαν να

θέλει να του πιάσει κουβέντα: Με λένε Αλέξη, εσένα; Πάνο, ψιθυρίζει, εδώ και οχτώ µήνες στο Ταµείο Ανεργίαβ. Θέλει να του πει κι άλλα, εξοµολόγηση εκ βαθέων," να του µιλήσει

για τη Σόνια, πάει, την έκανε n Σόνια του, δυο pm^s έχει να µάθει νέα Tns.

Κατάπιε ντροπιασµένος το σάλιο του. Να πει n στο παιδί; On δεν τον άντεχε να την ξυλοφορτώνει; ∆ιόη σωστά το λένε, n φτώχεια

φέρνει γκρίνια. Απαιτούσε όµως και λίγη συµπαράσταση από την κυρία, λίγη

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ∆ΗΜΗΤΡΑ ΡΟΥΜΠΟΥΛΑ

Al Η ΓΗ M ΑΤΑ ΓΙΑ TO ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

www.clipnews.gr

Page 2: To βλέµµα τον παιδιούτου ∆εν είχε όµωςτη δύναµη να αποµακρυνθεί ... περιλαµβάνεται στο βιβλίο Γιατί

ÿþýüû: ÿúùø÷öþýõ / ôóöòõ / ñüðòïòîí / ìø÷öíëòõ

ìø÷öüøùêþõ: é÷èïçöõ, 30-07-2012

æ÷ðþýõ: 46,47 (2 õâÚ 2)

åçä÷ãüû: 1882 cm ²

åçëù îèîðüúüöþõ: 30250

ÿâòîüòêáêþõ ÷êïóâüè: (210) 6061.000

àçßù îð÷òýþ: ÿôéÞæÿÝæ ñÜÛÜôì

ΜΑΡΩ ΛΟΥΚΑ

j Υ'-απ εµένα *Ι

t

TO ΒΙΒΛΙΟ To διήγηµα «To βλέµµα του παιδιού» περιλαµβάνεται στο βιβλίο «Γιατί εµένα n ψυχή µου», µε δεκαεπτά πεζογραφήµατα,

Tns Μάρως ∆ούκα, το οποίο κυκλοφορεί από tis εκδόσεις «Πατάκη»

κατανόηση. Τουναντίον, κινίνο τα λόγια Tns, να τον φαρµακώνει, να τον ταπεινώνει, να του χτυπάει καθηµερινοί ότι χαράµισε τη ζωή Tns δίπλα του, τι κέρδισε τόσα χρόνια µαζί του, π χάρηκε; Αµ αυτός; Κέρδισε κάτι αυτός; χάρηκε; Από τα χαράµατα eos αργά το απόγευµα στο πόδι, κάθε µέρα, µια ζωή, κάθε µέρα. Για να µη Tns λείψει τίποτα Tns κυρίας.

Τι θέλει τώρα και τα σκαλίζει; Αλλα προέχουν. Αντέχει να σηκωθεί και v" αγοράσει

τη φρατζόλα του; Θα τη µασουλίζει έπειτα και θα παρακολουθεί την κίνηση στην πλατεία.

Αύριο, έχει ο Θεός! noios Θεός, κακοµοίρη; Τίποτα δεν έχει ο Θε05, ακόµη νατο

καταλάβει; Αν εσύ, κακοµοίρη, δεν έχεις κάτι για τον εαυτό σου, ακόµη και ο Θεός έρχεται n ώρα και σε µουντζώνει.

Πρέπει εξάπαντος να το πάρει απόφαση. Θα κοιµηθεί απόψε καλά, ώστε να 'χει αύριο τα κουράγια. Σε ποιο σταθµό του Μετρό να σταθεί; Νά και ο κόπρος που ήρθε και κάθισε

δίπλα στα πόδια του. Εβαλε άλλες δυο ηασήλιεζ στο στόµα. ∆ροσίστηκε. Ευτυχώς που δεν απέκτησε µε τη Σόνια παιδιά. Να

'χε τώρα το βλέµµα tous να τον καταδικάζει.

Κοιτάζει πάλι το παιδί. Τι πρόλαβες κι εσύ, φιλαράκο; Ονειρα µόνο. Αν κλείσει συνάντηση µε τη δικηγόρο; Αλλο κόλπο κι αυτό, να αναθέτουν οι τράπεζες σε δικηγορικά

γραφεία την αποπληρωµή των δανείων. Αν την πάρει την κακότροπη και Tns προ-

...Krvivo τα λόγια Tns, ya toy φαρµακώνει, να τον ταπεινώνει, να του χτυπάει καθηµερινώ5 ότι χαράµισε τη Ζωή Tns δίπλα του, τι κέρδισε τόσα χρόνια µαΖί του, τι χάρηκε; Αµ auros; Κέρδισε κάτι auros;

Li ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ «Επιτύµβια σύνθεση B » του Γιάννη Μόραλη, από την έκθέση «∆ωρεές καλλιτεχνών», στην Εθνική Πινακοθήκη, που θα διαρκέσει έως tous πρώτους µήνες του φθινοπώρου

τείνει, αντί να τον απειλεί από τηλεφώνου µέρα παρά µέρα και να τον βρίζει, να περάσει

από το γραφείο Tns και να µελετήσουν από κοντά την περίπτωσή του; Γιατί όχι; Λέγειν, δόξα τω Θεώ, διαθέτει, θα Tns εκθέσει

έκτου σύνεγγυβ την κατάσταση. Ελεοβ, κυρία µου. ∆εν µπορεί, το πρόσωπο, λένε, είναι σπαθί, αν τον δει, αν την προκαλέσει να τον κοιτάξει στα µάτια, αν τον ακούσει, δεν µπορεί, άνθρωπος είναι κι αυτή, θα 'χει κι αυτή τις ευαισθησίες Tns, γυναίκα δεν είναι; θα 'χει κι αυτή το κουµπί Tns, κάπως θα τη συγκινήσει.

Ο κόπρος πάντα στα πόδια του, κάθε λίγο ανταλλάσσουν µατιές. Και το βλέµµα του παιδιού; Λυπηµένο, ή µήπως έτσι του φαίνεται;

Τι θέλει να του πει το βλέµµα του παιδιού; Να τον παρηγορήσει;

Βγαίνει από δίπλα ο περιπτεράς. Είσαι µισό-µισό; του προτείνει, καθώβ ξετυλίγει το σάντουιτβ και το κόβει στα δυο. Πρόσεξε ότι το κοµµάτι που του προσφέρει είναι µια ιδέα µεγαλύτερο αη' αυτό που κρατάει ο ίδιος για τον εαυτό του. Τον ευχαριστεί µ' ένα χαµόγελο.

Κάθεται πλάι του ο περιπτεράς, δαγκώνει το δικό του κοµµάτι, ρίχνει κι αυτός µια µαηά

ογπ φωτογραφία του παιδιού, καταπίνει βιαστικά. ∆εν µπορώ να το χωνέψω... Εχεις µετρήσει πόσα τραγούδια έχουν γραφτεί για το παιδί; To 'χεις ακούσει εκείνο το συγκινητικό

που λέει νατο προσέχεις το παιδί, πώς ακριβώς πάει; γιατί αν γλιτώσει το παιδί... Και το άλλο, σκοτώσαν οι εχθροί pas το γελαστό παιδί; Οι εχθροί pas ή οι δικοί µας; σχολίασε ο Πάνος, αφού πρώτα κατάπιε µε δυσκολία την µπουκιά.

Τι µου θύµισες, επικρότησε αµέσως ο περιπτεράς, στα νιάτα µας, θα το θυµάσαι, το τραγουδούσαµε ανάλογα µε την περίσταση,

σκοτώσαν οι φασίστες... σκοτώσαν οι µπασκίνες... Και τι δεν έχει περάσει αυτός

ο τόπος... To κανονικό, πάντως, αν δεν µε απατάει n µνήµη µου, είναι σκοτώσαν οί Εγγλέζοι.

i wrn

Πάνος είχε δαγκώσει άλλη µια µπουκιά, από την αφαΑ για, τελευταία, λες κι είχε φράξει ο οισοφάγος του,

j***-' κι όσο νατη µασήσει καλά, mp τον παίδευαν και τα δόντια

του,προσπαθούσε να θυµηθεί πότε ήταν, πριν από

πόσα χρόνια, που ξεχνούσε τα δικά του βάσανα µε το να σκέφτεται παρηγορηµένος

τα βάσανα των άλλων. Επειτα τι έγινε και µίκρυνε τόσο ο κόσµος του; Και στένεψε n καρδιά του;

Με ντοµάτα και γραβιέρα το σάντουιτς. Κι ένιωθε ως βαθιά µέσα του την ευχαρίστηση.

Μεγάλα ζόρια περνάω κι εγώ, συνέχισε ο περιπτεράς, µεγάλα ζόρια περνάµε

όλοι, Ντίνο µε λένε, εσένα; Ο Πάνος ξερόβηξε να καθαρίσει κάπως

τη φωνή του. Συστήθηκε. Εβγαλε έπειτα τσιγάρα κι αναπτήρα, άνοιξε το πακέτο, του πρόσφερε. Αναψαν, φύσηξαν τον καπνό. ∆ιασταυρώθηκαν οι µατιές τους, κι αµέσως, σχεδόν ταυτόχρονα, προσηλώθηκαν στη φωτογραφία του παιδιού. ∆ες το στόµατου, δεν είναι σαν να θέλει να µιλήσει; ψιθύρισε ο Πάνοβ. Ωρα προσπαθώ να καταλάβω τι θέλει να µου πει...

To σκυλί, ξαπλωµένο ανάµεσα στα πόδια tous, ησύχαζε.

Να 'τανε, ακούστηκε έπειτα από λίγο µε σπασµένη φωνή ο Πάνος, αχ, να 'τανε να χωθώ και να µείνω για πάντα στα πανηγύρια του 2004. Σ' εκείνον τον Ιούλιο. Με την κεφαλιά-οβίδα

του Χαριστέα. Και µε τη γαλανόλευκη ζωγραφισµένη στο πρόσωπο. Θυµάσαι

που το πήραµε τότε και τρελάναµε όλη την υφήλιο;

(2009)

Για us ανάγκες Tns δηµοσίευσα n συγγραφέας επεξεργάστηκε

εκ νέου το διήγηµα.

««Mi ∆ΟΤΚΑ

j Υ'-απ εµένα *Ι

www.clipnews.gr