87
ΛΥΔΙΑ ΣΑΠΟΥΝΑΚΗ - ΔΡΑΚΑΚΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΑΘΗΝΑ 1995 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Παραδόσεις στο Δ' εξάμηνο των τμημάτων ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ 6 1. Ιστορία των συμβάντων ή ιστορία των δομών 6 2. Η νέα ιστορία των πόλεων : Προς μια διεπιστημονική ιστορία των πόλεων. 8 3. Η Ευρωπαϊκή αστική ιστορία 12 4. Πόλη και οικονομική ανάπτυξη - ορισμοί 13 5. Βασικές και μη βασικές λειτουργίες των πόλεων - Ειδικές Αστικές δραστηριότητες - Τύποι πόλεων 15 ΚΕΦ.ΙΙ Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΠΟΛΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ : (1000-1700 μ.Χ.) 17 1. Οικονομική και δημογραφική ιστορία της Ευρώπης : 1000-1320 / 1340 μ.Χ. 17 2. Η περίοδος των λοιμών : 1320/1350 μ.Χ. - 1470 μ.Χ. 23 3. Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου της Ευρώπης κάτω από συνθήκες στασιμότητας της οικονομίας : 1470/1490 - 1700 μ.Χ. 28 4. Η Μεσαιωνική και Αναγεννησιακή πόλη - Η επανάσταση των πόλεων του 11ου και 12ου αιώνα 33 5. Υποδείγματα πόλεων στη Μεσαιωνική Ευρώπη 35 5.1. Από το οχυρωμένο φρούριο στην κωμόπολη (Bourg), από την κωμόπολη στο "προάστιο" ή νέα κωμόπολη, από το προάστιο στην εμποροπανήγυρη κ.λ.π. 35 5.2. Μικρές πόλεις με τοπικές λειτουργίες 37 5.3. Περιφερειακά κέντρα ή περιφερειακές πόλεις 37 5.4. Μεγάλες πόλεις 38 6. Οι Ευρωπαϊκές πόλεις μεταξύ 16ου και 18ου αιώνα 40 6.1. Η ρήξη με το παρελθόν στις αρχές του 16ου αιώνα 40 6.2. Οι μεγάλες Ευρωπαϊκές πόλεις 41 6.3. Παράγοντες αστικής ανάπτυξης στις προβιομηχανικές κοινωνίες 42 7. Αστικοποίηση και ανάπτυξη 43 7.1. Η πόλη ως μέσο μετάδοσης του πολιτισμού 43 7.2. Πόλη και ανάπτυξη στην Ευρώπη : 1000-1500 μ.Χ. 46 7.3. Πόλη και ανάπτυξη στην Ευρώπη : 1500-1700 μ.Χ. 51 7.4. Σχέσεις πόλης και οικονομίας, στα πλαίσια των παραδοσια-κών οικονομιών. 54

Urban History

Embed Size (px)

Citation preview

ΛΥ∆ΙΑ ΣΑΠΟΥΝΑΚΗ - ∆ΡΑΚΑΚΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

ΑΘΗΝΑ 1995

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Παραδόσεις στο ∆' εξάµηνο των τµηµάτων

ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ 6

1. Ιστορία των συµβάντων ή ιστορία των δοµών 6 2. Η νέα ιστορία των πόλεων : Προς µια διεπιστηµονική ιστορία των

πόλεων. 8 3. Η Ευρωπαϊκή αστική ιστορία 12 4. Πόλη και οικονοµική ανάπτυξη - ορισµοί 13 5. Βασικές και µη βασικές λειτουργίες των πόλεων - Ειδικές Αστικές

δραστηριότητες - Τύποι πόλεων 15 ΚΕΦ.ΙΙ Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΠΟΛΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ : (1000-1700 µ.Χ.) 17 1. Οικονοµική και δηµογραφική ιστορία της Ευρώπης : 1000-1320 / 1340

µ.Χ. 17 2. Η περίοδος των λοιµών : 1320/1350 µ.Χ. - 1470 µ.Χ. 23 3. Η ανάπτυξη του εξωτερικού εµπορίου της Ευρώπης κάτω από συνθήκες

στασιµότητας της οικονοµίας : 1470/1490 - 1700 µ.Χ. 28 4. Η Μεσαιωνική και Αναγεννησιακή πόλη - Η επανάσταση των πόλεων

του 11ου και 12ου αιώνα 33 5. Υποδείγµατα πόλεων στη Μεσαιωνική Ευρώπη 35

5.1. Από το οχυρωµένο φρούριο στην κωµόπολη (Bourg), από την κωµόπολη στο "προάστιο" ή νέα κωµόπολη, από το προάστιο στην εµποροπανήγυρη κ.λ.π. 35

5.2. Μικρές πόλεις µε τοπικές λειτουργίες 37 5.3. Περιφερειακά κέντρα ή περιφερειακές πόλεις 37 5.4. Μεγάλες πόλεις 38

6. Οι Ευρωπαϊκές πόλεις µεταξύ 16ου και 18ου αιώνα 40 6.1. Η ρήξη µε το παρελθόν στις αρχές του 16ου αιώνα 40 6.2. Οι µεγάλες Ευρωπαϊκές πόλεις 41 6.3. Παράγοντες αστικής ανάπτυξης στις προβιοµηχανικές κοινωνίες 42

7. Αστικοποίηση και ανάπτυξη 43 7.1. Η πόλη ως µέσο µετάδοσης του πολιτισµού 43 7.2. Πόλη και ανάπτυξη στην Ευρώπη : 1000-1500 µ.Χ. 46 7.3. Πόλη και ανάπτυξη στην Ευρώπη : 1500-1700 µ.Χ. 51 7.4. Σχέσεις πόλης και οικονοµίας, στα πλαίσια των παραδοσια-κών

οικονοµιών. 54

ΚΕΦ.ΙΙΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΗ 55 1. Η Βιοµηχανική επανάσταση στην Αγγλία 55 2. Η αστικοποίηση στην Αγγλία 69

2.1. Παραδοσιακή Αγγλία : Ένα Κράτος µε χαµηλή αστικοποίηση παρά τον εµπορικό του ρόλο 69

2.2. Η αστικοποίηση ως επεξηγηµατικός παράγοντας της Βιοµη-χανικής Επανάστασης στην Αγγλία. 73

2.3. Παραδοσιακά αστικά κέντρα και εκβιοµηχάνιση 75 3. Αστικοποίηση και οικονοµική ανάπτυξη 76 4. Αστικοποίηση και εκβιοµηχάνιση 78 5. ∆ιαφορές µεταξύ βιοµηχανικών και παραδοσιακών πόλεων 81 6. Ανθρώπινα κόστη αλλά και οφέλη από την αστικοποίηση µετά τη

Βιοµηχανική Επανάσταση 83 7. Οι σιδηρόδροµοι : Εγκατάσταση νέων πόλεων - δηµιουργία πόλεων

γιγάντων 85 8. Οι Ελληνικοί Σιδηρόδροµοι 87 9. Οι Αστικές συγκοινωνίες στην Αθήνα τον 19ο αιώνα 90 10. Οι νέες πόλεις τον 19ο αιώνα 91

ΚΕΦ.IV Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ 93

1. Οι Ελληνικές πόλεις (1800-1856) 93 2. Αστικοποίηση και εκβιοµηχάνιση. Η ανάπτυξη του αστικού τοµέα 95 3. Βιοµηχανία και πόλεις 100

3.1. Παράγοντες χωροθέτησης της Ελληνικής Βιοµηχανίας 100 3.2. Τυπολογία των Ελληνικών Πόλεων ανάλογα µε την βιοµη-χανική

τους ανάπτυξη το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα 102 3.3. Οι κοινωνικοεπαγγελµατικές κατηγορίες του αστικού πλη-

θυσµού 103 3.4. Ο σχηµατισµός της εργατικής δύναµης στην Ελληνική Πόλη 105

4. Η σχέση Κράτους - ∆ήµων και η οργάνωση του χώρου τον 19ο αιώνα 109 ΚΕΦ.V Η ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ 114

1. Γενικότητες 114 2. Οι τάσεις της αστικοποίησης από το 1910 έως το 1980 115 3. Η σταθεροποίηση της αστικοποίησης τη δεκαετία του '30 στην Ευρώπη

και τη Βόρεια Αµερική και η επέκτασή της στην Σοβιετική Ενωση και την Ιαπωνία 116

4. 1946 - 1975 : Μια αληθινή έκρηξη της οικονοµίας 118 5. Μια καινούρια συµπεριφορά απέναντι στην πόλη 119 6. Ανάπτυξη και στασιµότητα των πολύ µεγάλων πόλεων 123 7. Η εµφάνιση των µεγαλουπόλεων 124 8. Οι νέες πόλεις 126 9. Το αυτοκίνητο και η διάλυση των πόλεων 128 10. Οι αστικές συγκοινωνίες στην Αθήνα και τον Πειραιά 130 11. Το ιδιωτικό αυτοκίνητο και η άνοδος της κυκλοφορίας του 133 12. Οι πόλεις και η υπεροχή του τριτογενούς τοµέα 134

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 137 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 201

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

1. Ιστορία των συµβάντων ή ιστορία των δοµών; Η ιστορία καταλαµβάνει σηµαντική θέση στο χώρο των κοινωνικών επιστηµών, διότι χρησιµεύει ως κλειδί για την ερµηνεία των συµπεριφορών του ανθρώπου αλλά και διότι γίνεται "βοηθός" δηλαδή συµπληρώνει κι άλλους επιστηµονικούς κλάδους. Αυτή η σχέση δίνει την δυνατότητα στην ιστορία να ασκεί κριτική απέναντι στους συναφείς κλάδους αφού αναλύει τις συνθήκες και προσδιορίζει τα όρια στα οποία πρέπει να κινείται κάθε ένας από αυτούς, αλλά και παράλληλα να µπορεί να συσχετίζει τα επίπεδα οικονοµικής, κοινωνικής κ.λ.π. αναλύσεως (π.χ. κριτική µοντέλου αναδροµικής οικονοµετρίας). Ως παράδειγµα, µπορεί να δοθεί η συµβολή της ιστορίας στην πολεοδοµία, επιστήµη στην οποία η θεωρία και η πρακτική είναι στενά συνδεδεµένες µεταξύ τους. Σύµφωνα µε τον F. Ghoay η ιστορία βοηθάει σήµερα να υπερπηδηθεί αντινοµία που υπήρχε παλαιότερα, µεταξύ των δύο υποδειγµάτων που βασίζονταν η πολεοδοµία, αφού κάθε ένα από αυτά αντιστοιχεί και σε διαφορετική χρονολογία και αντιµετωπίζει διαφορετικές µορφές προβληµάτων. Παράλληλα η ιστορία ανοίγει νέους ορίζοντες στους γεωγράφους, οικονοµολόγους και πολεοδόµους µε την παρουσίαση των δύο αιτηµάτων του χώρου, που µας εµφανίζουν ταυτόχρονα ως µέλη µιας συγκεκριµένης χρονικά και οριοθετηµένης στο χώρο κοινωνίας, αλλά και ως υποκείµενα. Τρεις είναι οι άξονες συµβολής της ιστορίας στην πολεοδοµική µέθοδο : Ι. Η ανεπαρκής γνώση του αστικού χώρου δίνει τη δυνατότητα στη συγκριτική ιστορία

να συµβάλλει στον ορισµό της οργάνωσής του. ΙΙ. Μια σύγχρονη ιστορία είναι απαραίτητη, ώστε να αποκαλύπτονται τα νέα στοιχεία

µε τα οποία οφείλει να ευθυγραµµίζεται η έννοια ενός νεωτεριστικού αστικού χώρου, και παράλληλα να γίνεται µια ριζοσπαστική κριτική (radical) της στρατηγικής στην πολεοδοµία.

ΙΙΙ. Με την ανάλυση των "βαθειών τοµών µε αργή εξέλιξη" της σύγχρονης ιστορίας, µπορούν να υπολογιστούν οι κοινωνικές αντιστάσεις που συνεπάγονται τα πρότυπα µιας νέας κοινωνικής οργάνωσης του χώρου.

Το ενδιαφέρον για την ιστορία ξεκίνησε από την περιέργεια του ανθρώπου να γνωρίσει το παρελθόν. Στη συνέχεια οι προτιµήσεις άρχισαν να επικεντρώνονται στα σπουδαία γεγονότα, σ'αυτά δηλαδή που όφειλαν να παραµείνουν ζωντανά στις µνήµες των ανθρώπων, γεγονότα της πολιτικής συγκυρίας κάθε εποχής, δηλαδή στο "πολιτικό γεγονός". Η ποµπώδης εξιστόρηση ενδόξων γεγονότων που κατέληγαν στο µύθο ή στην απλή αφήγηση της ζωής σπουδαίων προσώπων, χωρίς ακριβολογία και αξιοπιστία έδωσε τη θέση της αργότερα στην εξιστόρηση συµβάντων που αφορούσαν την οικονοµική συγκυρία, δηλαδή "το οικονοµικό γεγονός". Ετσι η ιστορία άρχισε να στρέφεται από το κοινωνικό στο οικονοµικό γεγονός και αργότερα στις νοοτροπίες. Ηδη από τον µεσοπόλεµο η συγκέντρωση του ενδιαφέροντος των ιστορικών εκδηλώθηκε προς τη γεωγραφία και προς µια "ιστορία των ανθρώπων και των στενών της σχέσεων µε τη γη". Στα µέσα του 20ου αιώνα µετά τη δηµιουργία της σχολής των annales οι ιστορικοί διέκριναν την ιστορία σε δύο "τύπους", δηλαδή µορφές. Ι. Την συµβαντολογική ιστορία η οποία αποτελούσε µέρος της "ιστορίζουσας

ιστορίας". ∆ηλαδή την ιστορία των σπουδαίων γεγονότων και "µεγάλων ηµεροµηνιών" ή σύµφωνα µε έκφραση του F. Braudel των "βαρύγδουπων νέων".

ΙΙ. Την ιστορία των δοµών, δηλαδή την ιστορία των µετασχηµατισµών των κοινωνιών,

"των αιτίων" που άλλοτε αποκαλύπτονται και άλλοτε όχι. Η ιστορία των δοµών, ως όρος, πρωτοχρησιµοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του µεσοπο-λέµου, αν και την µορφή της τη γνώριζαν οι ιστορικοί δύο αιώνες νωρίτερα, χωρίς βεβαίως να τη χρησιµοποιούν, ούτε να την κατανοούν πλήρως.

Για παράδειγµα, ο Bossuet πίστευε ότι τα ιστορικά γεγονότα προέρχονται από δύο πλέγµατα αιτιών, αυτές που ανήκουν στο χώρο του θείου και δεν ερµηνεύονται ούτε από τη θεολογία και αυτές που η µελέτη τους συµπίπτει στο χώρο της ιστορικής έρευνας. Η ιστορία των δοµών διαπλέκει το κάθε θέµα της µε το γύρω σύστηµα λαµβάνοντας υπόψη της τις δηµογραφικές αλλαγές, την εκµετάλλευση των νέων πηγών ενέργειας, την νέα τεχνολογία και εφευρέσεις, αλλά και το ρόλο των θεσµών και των ιδεολογιών. Οι τιµές των προϊόντων, το ύψος των µισθών, η φορολοφία και το κλίµα, οι σεισµοί, η διατροφή κ.α. καταλαµβάνουν ξεχωριστή θέση στη "µικροϊστορία". ∆ίνεται µεγάλη σηµασία σ'όλα τα "ταπεινά" γεγονότα της καθηµερινής ζωής, που αναπαράγονται σε µια απέραντη πολυµορφία γεωγραφικών χωρών. Μέσω αυτών των γεγονότων γίνεται προσπάθεια από τους ιστορικούς να αποδεσµεύσουν τους µηχανισµούς, να δώσουν ορισµένες εξηγήσεις και ενδεχοµένως να ανάγουν σε µια σύνθεση. Σύµφωνα µε τον F. Braudel, το επάγγελµα του ιστορικού συνίσταται στην επανατοποθέτηση του γεγονότος µέσα στην δυναµική των δοµών. Τί σηµαίνει όµως δοµή στην ιστορία; "∆οµή είναι αναµφισβήτητα, µια συναρµογή, µια αρχιτεκτονική, αλλά ακόµα περισσότερο µια πραγµατικότητα που ο χρόνος αργεί να φθείρει και µεταφέρει πολύ αργά". Μερικές δοµές µε το να παραµένουν ζωντανές για µεγάλα χρονικά διαστήµατα καταλήγουν στο να γίνονται σταθερά στοιχεία για έναν µεγάλο αριθµό γενεών. Αλλες διαλύονται γρηγορότερα. Αλλά όλες είναι εµπόδια και θέτουν όρια σε κάθε ανθρώπινη ενέργεια. Ως παράδειγµα αναφέρεται από τον ίδιο τον F. Braudel η δυσκολία να καταργηθούν ορισµένα γεωγραφικά πλαίσια, µερικές βιολογικές πραγµατικότητες, µερικά όρια στην παραγωγικότητα και ορισµένοι πνευµατικοί καταναγκασµοί, δηλαδή τα νοητικά πλαίσια που είναι "φυλακές µακράς διάρκειας". Οι διάρκειες λοιπόν των ιστορικών φαινοµένων δεν έχουν πάντοτε το ίδιο µήκος, υπάρχουν δηλαδή κοινοί χαρακτήρες που παραµένουν αµετάβλητοι, ενώ ανάµεσά του χιλιάδες άλλες αλλαγές µεταβάλλουν το πρόσωπο του κόσµου. Από όσα αναφέρθηκαν µέχρι τώρα, φαίνεται ότι η ιστορική έρευνα καταλαµβάνει συνεχώς καινούριους χώρους, που σύµφωνα µε τους Pierre Nora και Jacques Le Goff, µπορούν να αποδοθούν σε τρεις λόγους ή διαδικασίες : Ι. Τα καινούρια προβλήµατα απαιτούν αναθεώρηση της ίδιας της ιστορίας. ΙΙ. Οι καινούριοι τρόποι προσέγγισης των ζητηµάτων πλουτίζουν, ανατρέπουν,

αλλάζουν παραδοσιακούς τοµείς της ιστορίας. ΙΙΙ. Καινούρια αντικείµενα έρευνας εµφανίζονται στον επιστηµολογικό χώρο της

ιστορίας. 2. Η νέα ιστορία των πόλεων : Προς µια διεπιστηµονική ιστορία των πόλεων. Πριν από διακόσια χρόνια ένας στους δέκα κατοικούσε στην πόλη, σήµερα ένας στους τέσσερις, σε είκοσι χρόνια οι προβλέψεις οµιλούν για έναν στους δύο, ποσοστό που ήδη έχει ξεπεραστεί στα ανεπτυγµένα κράτη. Πριν δύο αιώνες η µεγαλύτερη πόλη ήταν της τάξεως του 1.000.000 κατοίκων ενώ σ'ολόκληρο τον κόσµο ο αριθµός των πόλεων δεν ξεπερνά τις 90 µε αριθµό κατοίκων πάνω από 100.000. Σήµερα υπάρχουν 9-10 πόλεις που απαριθµούν πληθυσµό µεγαλύτερο από 10.000.000 κατοίκους. Ετσι το πρόβληµα της πόλης και της ιστορίας της καταλαµβάνει όλο και µεγαλύτερο ενδιαφέρον στον σύγχρονο κόσµο. Τα έργα που αφορούν την ιστορία των πόλεων µπορούν να οµαδοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες : Ι. "Αστικές βιογραφίες" (urban biographies), δηλαδή ιστορίες διαφόρων πόλεων. Τα

είκοσι τελευταία χρόνια του περασµένου αιώνα, άρχισαν για εµπορικούς λόγους να βγαίνουν στην δηµοσιότητα τοπικές ιστορίες, γραµµένες κυρίως από δηµοσιογράφους ή βιβλιοπώλες. Τη δεκαετία του 1930, Αµερικανοί επαγγελµατίες ιστορικοί άρχισαν να ασχολούνται µε την ιστορία µεµονωµένων πόλεων, παραθέτοντας περιγραφικά τα ιστορικά γεγονότα. Αν και οι εργασίες αυτές ήταν καλογραµµένες και τεκµηριωµένες δεν αφορούσαν τη διαδικασία αστικοποίησης της πόλης µέσω του συγκεκριµένου παραδείγµατος, αλλά ήταν απλές αφηγήσεις της ιστορίας της πόλης µέσα στον χρόνο. Παράλληλα δεν είχαν σαφή εννοιολογική δοµή και πολλές φορές µε την περιοδολόγηση που ακολουθούσαν, έκαναν σύγχυση µεταξύ της ιστορίας της πόλης και του έθνους.

ΙΙ. Μια δεύτερη κατηγορία µελετών της πόλης είναι αυτές που εξετάζουν τον αστικό χώρο ως "τοπίο ή χώρο", δηλαδή urban as site. Οι ιστορίες αυτές έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι αναφέρονται σε κάποιο συµβάν το οποίο έλαβε χώρα σε κάποια πόλη. Αυτές οι κοινωνικοπολιτικές, οικονοµικές ή πολιτιστικές µελέτες που επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στη ζωή των πόλεων, δεν διακρίνουν την ιστορία των πόλεων από την κοινωνική και οικονοµική ιστορία στα πλαίσια των πόλεων. Το χαρακτηριστικό των µελετών αυτών είναι ότι αναφέρουν την πόλη περιστασιακά, δηλαδή ως χώρο στον οποίο λαµβάνει χώρα το θέµα το οποίο εξετάζεται. ∆εν διακρίνει την συγκεκριµένη συµπεριφορά σε σχέση µε τις αλληλοεπιδράσεις που υφίσταται από το περιβάλλον (urban environment). Αυτή η σχέση εξετάζεται τελευταία σε µελέτες κοινωνικής και γεωγραφικής κινητικότητας.

ΙΙΙ. Η τρίτη και τελευταία κατηγορία µελετών είναι αυτή που ασχολείται µε τον "αστικό χώρο ως διαδικασία" (urban as process). Αντίθετα µε την προηγούµενη κατηγορία εδώ η πόλη καταλαµβάνει κεντρική θέση δυναµικά, χωρίς να λαµβάνεται υπόψη ο παθητικός ρόλος της. Η ιστορία της εξέλιξης της αστικοποίησης, δηλαδή του φαινοµένου της συγκέντρωσης πληθυσµού και οικονοµικών δραστηριοτήτων σε κάποιο συγκεκριµένο σηµείο του χώρου, αντιµετωπίζει δυσκολίες λόγω της ύπαρξης εννοιολογικών προβληµάτων. Χαρακτηριστικά ο P. Hauser αναφέρει : "Υπάρχει ανάγκη να διαφοροποιηθεί η µελέτη της πόλης ως εξαρτηµένης ή ανεξάρτητης µεταβλητής. Πολλές από τις θεωρητικές διαµάχες στην αντίστοιχη βιβλιογραφία προέρχονται από την αδυναµία να γίνει αυτή η διάκριση".

Στην σύγχρονη βιβλιογραφία περισσότερο από όλους ο Eric Lampard προσπάθησε να δώσει µε περισσότερη σαφήνεια την έννοια του πεδίου των αστικών σπουδών (urban studies). Ειδικότερα εξέφρασε την προαναφερθείσα διάκριση µε τον εξής τρόπο : "Πώς µια πόλη αναπτύσσεται και πώς ένας πληθυσµός, σε µεγαλύτερο ή µικρότερο βαθµό, γίνεται κάτοικος µιας πόλης. Αυτή είναι η µελέτη της αστικοποίησης ως εξαρτηµένης µεταβλητής. Το πόσο επηρεάζει και ποιόν, ότι κάποια δραστηριότητα ή άλλο χαρακτηριστικό του πληθυσµού γίνεται στον αστικό χώρο είναι µελέτη της αστικοποίησης ως ανεξάρτητη µεταβλητή". Η µελέτη της αστικοποίησης ως εξαρτηµένης µεταβλητής µπορεί να γίνει σε επίπεδο µάκρο ή µίκρο. Στο µάκρο επίπεδο σύµφωνα µε τον Tisdale και τον Lampard η αστικοποίηση θεωρείται ως "γενική πορεία της κοινωνίας" (broad society process), ότι είναι δηλαδή το αποτέλεσµα της δηµιουργίας των πόλεων. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε στα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα και στις αρχές του δεκάτου ενάτου και βασίζεται στις σηµαντικές µεταβολές που επιτεύχθηκαν στην τεχνολογία και στις µεταφορές οι οποίες οδήγησαν τελικά στον µετασχηµατισµό της οικονοµίας και της κοινωνίας της Αµερικής και των χωρών της δυτικής Ευρώπης. Οσο δηλαδή ο ρυθµός και το µέγεθος των πόλεων αυξάνονταν, τόσο µεγάλωνε το ποσοστό του αστικού πληθυσµού. Μόλις τα τελευταία χρόνια οι ιστορικοί άρχισαν να εξετάζουν την εξέλιξη του φαινοµένου

της αστικοποίησης ως εξαρτηµένη µεταβλητή και σε µικρο-επίπεδο. Η µελέτη από την πλευρά της κοινωνίας αντικαταστάθηκε από την εξέταση µιας συγκεκριµένης πόλης. Ολες οι µελέτες που ήταν γραµµένες σύµφωνα µε αυτό το σκεπτικό είχαν ως κοινό σκοπό να εξετάσουν την διαδικασία, η οποία οδήγησε στην δηµιουργία του αστικού περιβάλλοντος. Σύµφωνα µε τον R. Lubove η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής (city building process) δίνει τη δυνατότητα ορισµού της κοινωνικής οργάνωσης και αλλαγής και προσδιορίζει τις σχέσεις µεταξύ της προσωπικότητας, της κοινωνικής οργάνωσης και του περιβάλλοντος. Σύµφωνα µάλιστα µε τους Gedess και Mumford, πρέπει να δίνεται µεγαλύτερη έµφαση στον ρόλο της τεχνολογικής ανάπτυξης στη διαδικασία αστικοποίησης. Το επίκεντρο σύµφωνα µε τον Lubove είναι η µελέτη της πόλης πολύ πιο συγκεκριµένα από τους οικολόγους οι οποίοι θεωρούν την πόλη ως µια ενότητα που η µορφή της προσδιορίζεται γενικά από τις ανθρώπινες αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν τη µορφή και τη χρήση της γης. Για παράδειγµα πρέπει να εξετάζεται η οικονοµία της πόλης, η δοµή της βιοµηχανίας της, η θέση των εργοστασίων, το στεγαστικό πρόβληµα, ο τοµέας των µεταφορών και επικοινωνιών, η σύνθεση και η διανοµή του πληθυσµού, η τοπική αγορά των κεφαλαίων, καθώς και οι εξωγενείς µεταβλητές της πόλης (όπως το εµπόριο, οι µεταφορές, η εξωτερική και εσωτερική µετανάστευση και η οργάνωση των επιχειρήσεων) που συνδέουν την πόλη µε την περιφέρεια και το έθνος, των οποίων σε τελευταία ανάλυση αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα. Η αστικοποίηση τέλος µπορεί να µελετηθεί και ως ανεξάρτητη µεταβλητή. Σ'αυτήν την περίπτωση δεν ερωτάται το τί δηµιουργεί το αστικό περιβάλλον, αλλά πώς το τελευταίο σε µια χρονική περίοδο ή διαχρονικά επηρεάζει τα γεγονότα που λαµβάνουν χώρα στα όριά του. Αυτά τα συµβάντα πιθανόν να µην περιορίζονται στις πόλεις, δεν είναι δηλαδή οπωσδήποτε αστικά per se. Η θεώρηση αφορά µάλλον το πώς αυτά επηρεάζονται από τις διάφορες µορφές του χώρου. Στην περίπτωση αυτή ο µελετητής έρχεται να απαντήσει στο ερώτηµα "είναι το αστικό η αιτία;" (does urban matter?) και στην περίπτωση αυτή καλείται να οµολογήσει αν η προσέγγιση µέσω της αστικοποίησης, εξηγεί το εν λόγω φαινόµενο καλύτερα από ότι µια άλλη προσέγγιση. Μπορεί δηλαδή να ενδιαφερθούµε να γνωρίσουµε πώς η πόλη επηρεάζει απλές συµπεριφορές, όπως τις γεννήσεις, τους θανάτους, τους γάµους, µεταβολές στα επαγγέλµατα, υγεία κ.α. ή πώς η πόλη επηρεάζει την κοινωνική κινητικότητα, την κοινωνικοποίηση, την ταξική συνείδηση ή πώς τέλος η πόλη επηρεάζει τους σκοπούς, τις αξίες και την προσωπικότητα. Η "νέα αστική ιστορία" όπως ορίσθηκε από οµάδα Αµερικανών ερευνητών το 1968, αφορούσε την συστηµατική µελέτη της αλληλεπίδρασης µεταξύ συµπεριφοράς και περιβάλλοντος µέσα στο δυναµικό πλαίσιο της αστικοποίησης και εκβιοµηχάνισης. Θεωρούσε τον αστικό χώρο ως διαδικασία, ως το δυναµικό υπόδειγµα των αλληλοεπιδρεαζοµένων σχέσεων, δηλαδή του περιβάλλοντος, της συµπεριφοράς του ατόµου και της συµπεριφοράς των οµάδων που ήταν οι τρεις συνιστώσες του ευρύτερου αστικού χώρου. Η έρευνα δηλαδή επικεντρούται : α) στον τρόπο που µεταβλήθηκε διαχρονικά το αστικό περιβάλλον β) στην κοινωνική συµπεριφορά που ήταν συνδεδεµένη µε τις διάφορες µορφές του

αστικού περιβάλλοντος γ) στους µηχανισµούς µέσω των οποίων µεταβλήθηκαν το περιβάλλον και η κοινωνία. Για παράδειγµα, τον 19ο αιώνα στην Αµερική η οικοδοµική βιοµηχανία στις πόλεις επηρεαζόταν κατά πολύ µεγάλο ποσοστό από την κατανοµή των βιοτεχνικών επαγγελµάτων. Ετσι οι παράγοντες που προσδιόριζαν την εγκατάσταση των βιοµηχανικών µονάδων όπως η ανάπτυξη των µεταφορών και επικοινωνιών ήταν κατά µεγάλο ποσοστό υπεύθυνοι και για τις µεταβολές των οικιστικών προγραµµάτων στις πόλεις. 3. Η Ευρωπαϊκή αστική ιστορία Σύµφωνα µε τον Richard Rodger, η Ευρωπαϊκή αστική ιστοριογραφία καταλήγει σε

αντίστοιχη τυπολογία των µελετών της αστικής ιστορίας. - Περιγραφικές µελέτες, δηλαδή χρονογραφήµατα που αφηγούνται κυρίως τα τυπικά

χαρακτηριστικά µιας αστικής περιοχής χωρίς να κάνουν συσχετισµούς µε άλλες αντίστοιχες περιοχές. Πολλές φορές συνδέονται µε άλλα θέµατα, όπως στέγαση, γαιοκτησία, µετανάστευση ή κοινωνικές τάξεις χωρίς όµως να αναλύουν σε βάθος και κυρίως χωρίς να ενδιαφέρονται για τις αλληλεπιδράσεις των φαινοµένων µε το αστικό περιβάλλον τους. Με άλλα λόγια συνήθως η πόλη αποτελεί ένα συµπλήρωµα της όλης µελέτης. Η οπτική παρουσίαση των τοπικών αυτών ιστορικών µελετών γίνεται µέσω των µουσείων και των αρχείων της περιοχής. Οι µελέτες αυτές που στο παρελθόν κατακρίθηκαν έντονα από διαπρεπείς ιστορικούς, σήµερα αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο επειδή διατηρούν τον τοπικό ιστορικό αστικό πολιτισµό αλλά και γιατί βοηθούν στην ανασύνθεση του χάρτη των αναµνήσεων του κύκλου της ζωής (life cycle memories). Η προφορική ιστορία καθώς και τα κινηµατογραφικά έργα που εγκλωβίζουν τα µικρής κλίµακας αστικά χαρακτηριστικά, σήµερα αποτελούν τη βάση όχι µόνο της τοπικής ιστορίας αλλά και της εθνολογίας.

- Αναλυτικές ή διαπλεκόµενες (interactional) - διεπιστηµονικές µελέτες που δίνουν έµφαση στη διαδικασία της ιστορικής αλλαγής, τις κοινωνικές και χωρικές αιτίες αλλά και τα αποτελέσµατά της. Σύµφωνα µε τον Dyos, στην κατηγορία των µελετών αυτών ανήκουν αυτές που αφορούν άµεσα και γενικά µια πόλη και όχι τα ιστορικά γεγονότα και τάσεις που τυχαία συµβαίνουν σ'αυτήν. Οι αναλυτικές αυτές µελέτες των "urban historians" δεν ξεκινούν µε µια συγκεκριµένη µεθοδολογία για τη προσέγγιση ενός καθορισµένου αντικειµένου (όπως π.χ. οι ιστορικοί της αρχιτεκτονικής ή πολεοδοµίας ενδιαφέρονται για τα κτίρια, οι ιστορικοί που ασχολούνται µε κοινωνικά θέµατα ενδιαφέρονται για το επίπεδο ζωής των οικογενειών κ.λ.π.) αντίθετα συνθέτουν τις απόψεις άλλων, δηλαδή ενδιαφέρονται για την αλληλεπίδραση των αστικών και των κοινωνικών δοµών.

"Η αστική ιστορία δεν είναι µόνο το άθροισµα των τµηµάτων που την αποτελούν, δηλαδή πολιτιστικά, φυσικά, οργανωτικά και συµπεριφοράς, αλλά µια ανάλυση της αλληλεπίδρασής τους σε µια µοναδική χωρική θέση. Σύµφωνα µε τον Dyos : "... διαφέρει από την τοπική ιστορία στο µέτρο που αφορά µια πιο γενική - διεισδυτική ιστορική διαδικασία, και από τη δηµοτική ιστορία αφού συνδέεται µε περισσότερες µορφές τοπικής διακυβέρνησης, διαφέρει ...από την κοινωνική ιστορία στην ειδική υποχρέωση που έχει να ερµηνεύει τόσο τον αστικό περίγυρο όσο και τις χρήσεις του, και από την κοινωνιολογία στο βασικό σκοπό της να ερµηνεύει το αστικό παρελθόν, διαφέρει από την οικονοµική ιστορία και γεωγραφία, λόγω του µεγαλύτερου ενδιαφέροντος που έχει στα ανθρωπιστικά και λειτουργικά στοιχεία που συνθέτουν τον αστικό χώρο, και διαφέρει από άλλες ιστορικές ειδικότητες, όπως αγροτική ιστορία, βιοµηχανική ιστορία, ιστορία των επιχειρήσεων, των µεταφορών, του στρατού και της πολεοδοµίας στο ότι δεν αφορά ειδικές δραστηριότητες...". 4. Πόλη και οικονοµική ανάπτυξη - ορισµοί Οπως ήδη αναφέρθηκε, το πρόβληµα της πόλης και κατά συνέπεια των σχέσεών της µε την οικονοµική ζωή απασχολεί ήδη σηµαντικό µέρος της ανθρωπότητας. Κατά συνέπεια το να ασχοληθούµε και εµείς µε αυτό το πρόβληµα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ακολουθώντας σε γενικές γραµµές το βιβλίο του Ελβετού ιστορικού της οικονοµίας Paul Bairoch. Η επιλογή του βιβλίου αυτού έγινε διότι αυτό αποτελεί µια από τις λίγες συνθέσεις της ιστορίας της αστικοποίησης, η οποία ταυτόχρονα αναφέρεται και στις σχέσεις της πόλης µε την οικονοµία µέσω των διαφόρων φάσεων της ιστορίας των πόλεων, αλλά και στις διάφορες κοινωνίες. Ενώ δηλαδή από την γαλλική αλλά και τη διεθνή βιβλιογραφία δεν λείπουν οι διατριβές που έχουν ως θέµα την αστική νοοτροπία όπως π.χ. την φτώχεια στην σύγχρονη εποχή, ή οι µελέτες που αναφέρονται στις δραστηριότητες µιας πόλης για µια

χρονική περίοδο, σπανίζουν οι µελέτες που ασχολούνται µε το φαινόµενο της αστικοποίησης µε την ιστορική του διάσταση στον χώρο, όπως αυτή του P. Bairoch. Σύµφωνα µε τον συγγραφέα το βιβλίο από την "Ιεριχώ στο Μεξικό - πόλεις και οικονοµία στην ιστορία" µπορεί να θεωρηθεί ως µια σύνθεση µεταξύ της γενικής ιστορίας και της οικονοµικής ζωής. Η έννοια της αστικοποίησης λαµβάνεται µε την παλαιά του όρου έννοια "αστικό", και είναι συνώνυµη µε την λέξη πόλη. Ο όρος αυτός πρωτοεµφανίστηκε ίσως τον 14ο αιώνα αλλά µε σιγουριά χρησιµοποιήθηκε µετά το 1740 από τη γαλλική γλώσσα. Σύµφωνα µε το γαλλικό λεξικό Robert, "ο όρος αστικοποίηση είναι το φαινόµενο της αυξανόµενης συγκέντρωσης του πληθυσµού στον αστικό χώρο". Το ίδιο λεξικό δίνει τον ορισµό του αστικού ως αυτού "που ανήκει στην πόλη, τις πόλεις (το αντίθετο του αγροτικού)". Και αφού δεν αναφερόµαστε σε πολιτικά - διοικητικά θέµατα της αστικοποίησης οι όροι πόλη - άστυ (cite - city), κωµόπολη (ville - town) ακόµα και αστική συγκέντρωση (agglomeration urbaine, urban agglomeration) ή αστικό κέντρο (centre urbain, urban center) θεωρούνται εδώ ως ταυτόσηµες. Σύµφωνα µε το Oxford English Dictionary, αστικό σηµαίνει "αναφερόµενο σε κάποιο φαινόµενο σε χαρακτηριστικό κάποιου φαινοµένου που λαµβάνει χώρα σε µια πόλη". Στη συνέχεια το ίδιο λεξικό συµπληρώνει ότι αστικοποίηση είναι η "διαδικασία επένδυσης µε αστικό χαρακτήρα", ορισµός που συµπληρώνει τον προηγούµενο του Robert και ταυτίζεται µε τον ορισµό που δίνει και ο Σιδηρόπουλος στις παραδόσεις του στην οικονοµική των αστικών κέντρων όπου "αστικοποίηση είναι το φαινόµενο της συγκέντρωσης πληθυσµού και οικονοµικών δραστηριοτήτων σε ένα συγκεκριµένο σηµείο του χώρου". Ο δεύτερος ορισµός που θα µπορούσε να δοθεί στον όρο αστικοποίηση είναι αυτός που συνδέεται µε την λέξη πολεοδοµία (urbanism, urban studies - planning) όρος που στη Γαλλία πρωτοχρησιµοποιήθηκε µετά το 1910. Σύµφωνα µε το λεξικό Robert, η αστικοποίηση µε αυτή την έννοια σηµαίνει "συστηµατική µελέτη των µεθόδων που επιτρέπουν την προσαρµογή του αστικού περιβάλλοντος στις ανθρώπινες ανάγκες". Στην παρούσα µελέτη η αστικοποίηση θα αναφέρεται µε την αρχική της έννοια. Στη συνέχεια υπάρχει και η διάκριση των εννοιών, µεγέθυνση, ανάπτυξη ή ακόµα και οικονοµική πρόοδος. Η µεγέθυνση θεωρείται ως απλή αύξηση της παραγωγής αγαθών, σε αντίθεση µε την ανάπτυξη που υπονοεί επιπλέον και αλλαγή των δοµών και την "οικονοµική πρόοδο" που προσθέτει στην ανάπτυξη νέα στοιχεία ευρύτερης κοινωνικής ή πολιτικής αλλαγής. Στις παραδόσεις µας ο όρος οικονοµική ανάπτυξη περιλαµβάνει το σύνολο όλων αυτών των αντιλήψεων, όπως ακόµα και τα φαινόµενα της υπανάπτυξης. Ακόµα µπορεί να θεωρηθεί ως συνώνυµος της "οικονοµικής και κοινωνικής ζωής" ή όπως θα έλεγε ο F. Braudel "του υλικού πολιτισµού". Με άλλα λόγια η ανάπτυξη η οικονοµική ανάπτυξη λαµβάνεται υπό ευρεία έννοια, δηλαδή αγκαλιάζει το σύνολο των κοινωνικοοικονοµικών φαινοµένων που συνδέονται µε την γενική ανάπτυξη των κοινωνιών. 5. Βασικές (basic) και µη βασικές (non basic) λειτουργίες των πόλεων - Ειδικές

Αστικές δραστηριότητες - Τύποι πόλεων Οι οικονοµικές δραστηριότητες των πόλεων µπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες λειτουργιών : βασικές και µη βασικές λειτουργίες. - Βασικές (basic) λειτουργίες είναι αυτές που οδηγούν στην παραγωγή αγαθών και

υπηρεσιών που προορίζονται για να εξαχθούν έξω από τα όρια της πόλης. - Μη βασικές (non basic) είναι αυτές που οδηγούν στην παραγωγή αγαθών και

υπηρεσιών για επιτόπια κατανάλωση µέσα στην πόλη. Από τους ως άνω ορισµούς προκύπτουν οι εξής παρατηρήσεις : · Οι βασικές λειτουργίες παίζουν τον σηµαντικότερο ρόλο για την ανάπτυξη της

πόλης. · Το όριο µεταξύ των βασικών και των µη βασικών δραστηριοτήτων δεν καθορίζονται

µόνο σύµφωνα µε την φύση τους αλλά κυρίως από τον προορισµό των αποτελεσµάτων τους, δηλαδή αν και κατά πόσο τα αποτελέσµατά τους υπερκαλύπτουν την κατανάλωση της πόλης.

· Από τις απαρχές της αστικής ιστορίας η αναλογία των βασικών απασχολήσεων διακυµάνθηκε ανάλογα µε το αστικό σύστηµα στο οποίο ανήκε η πόλη αλλά και από το στάδιο ανάπτυξής της (αντιστρόφως ανάλογες οι βασικές απασχολήσεις µε το µέγεθος της πόλης).

Ειδικές αστικές λειτουργίες ή αστικά επαγγέλµατα - δραστηριότητες, είναι αυτά που απορρέουν από τον αστικό τρόπο ζωής µε την καθαρή του όρου έννοια. ∆ραστηριότητες δηλαδή που δεν αφορούν τον αγροτικό χώρο π.χ. οι αστικές συγκοινωνίες. · Πρέπει να γίνεται διάκριση µεταξύ των ειδικών αστικών δραστηριοτήτων που

εγκαθίστανται στην πόλη και αυτών που ορίσαµε ως ειδικές αστικές δραστηριότητες.

· Οι ειδικές αστικές λειτουργίες είναι σηµαντικότερες στα σύγχρονα αστικά συστήµατα και είναι ανάλογες του µεγέθους της πόλης.

1. Ανάλογα µε την κυρίαρχη λειτουργία τους ο Derruau κατατάσσει τις πόλεις στις εξής κατηγορίες : - Θρησκευτική πόλη - Πανεπιστηµιούπολη - Κέντρο καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων - Πόλη - Φρούριο - Τουριστικό κέντρο - Βιοµηχανικό κέντρο - Εµπορικό κέντρο

2. Με βάση το χρόνο εµφάνισής της η πόλη χαρακτηρίζεται ως : - Προβιοµηχανική πόλη (φεουδαρχική, αυτοδιοικούµενη, απολυταρχική) - Βιοµηχανική πόλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΠΟΛΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1000-1700 µ.Χ.) 1. Οικονοµική και δηµογραφική ιστορία της Ευρώπης : 1000-1320/1340 µ.Χ. Σύµφωνα µε τον P. Bairoch η οικονοµική ιστορία της Ευρώπης την περίοδο που εξετάζεται, δηλαδή µεταξύ 1000-1700 µ.Χ. µπορεί να χωριστεί σε τρεις φάσεις. Η πρώτη φάση που ξεκινάει τον 11ο αιώνα και τελειώνει, µεταξύ 1320-1340 χαρακτηρίζεται ως εποχή "ευηµερίας" των Ευρωπαϊκών κρατών της ∆ύσης. Η αναβίωση της οικονοµίας της Ευρώπης µπορεί να αποδοθεί σε πέντε κυρίως λόγους : Ι) Στη βελτίωση των µεθόδων παραγωγής τόσο στη γεωργία όσο και στη βιοµηχανία. ΙΙ) Στην ανάπτυξη του εµπορίου. ΙΙΙ) Στην επάνοδο της εγχρήµατης οικονοµίας και στην ενεργοποίηση των

αποταµιεύσεων.

IV) Στην επανάνθηση των πόλεων και στο νέο κοινωνικοοικονοµικό τους πλαίσιο. V) Στη δηµιουργία ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους. Την περίοδο αυτή βελτιώθηκαν όλοι οι τοµείς της παραγωγής. Ειδικότερα στη γεωργία βελτιώθηκαν οι µέθοδοι, όχι µόνο λόγω της εφευρετικότητας των Ευρωπαίων, αλλά και γιατί υπήρχε έντονη αφοµοιωτική ικανότητα των καινοτοµιών, που εισήγαγαν οι Σταυροφόροι από την Ανατολή. Ετσι βελτιώθηκαν οι στρεµµατικές αποδόσεις και πιθανόν και η παραγωγικότητα της γεωργίας στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Ενα άλλο αποτέλεσµα ήταν ότι οι νεοτερισµοί αφορούσαν συµπληρωµατικές εργασίες, µε αποτέλεσµα να συνεπάγονται αλυσιδωτές βελτιώσεις, στο γεωργικό χώρο. Σύµφωνα µε την Lynn White, όπως αναφέρει ο Cipolla, "το αγροτικό άροτρο, οι µεγάλες εκτάσεις, η νέα ολοκλήρωση της γεωργίας µε την κτηνοτροφία, το τριαδικό σύστηµα της εκ περιτροπής καλλιέργειας, η χρήση περισσότερο συγχρόνων ιππο-σκευών, τα αγκαθωτά πέταλα και το µαστίγιο ως το έτος 1100 είχαν συνενωθεί σε ένα ολοκληρωµένο σύστηµα αγροτικής εκµετάλλευσης, δηµιουργώντας µια ζώνη αγροτικής ευηµερίας, που εκτείνονταν σε ολόκληρη τη Βόρεια Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως το ∆νείπερο". Εν τούτοις οι µέθοδοι και οι πρακτικές που ακολούθησαν οι Ευρωπαίοι κατά τη διάρκεια του µεσαίωνα, αλλά και κατά την αναγέννηση δεν ήταν τόσο αποτελε-σµατικές όσο χρειαζόταν για να µεγιστοποιηθεί η απόδοση της καλλιεργούµενης γης. Η τεχνολογική πρόοδος και οι καινοτοµίες αφορούσαν και εφευρέσεις µε ταυτόχρονη εφαρµογή, στη γεωργία και στη βιοµηχανία. Οπως για παράδειγµα η γενίκευση των νερόµυλων και οι ανεµόµυλοι. Κατά τη διάρκεια του δέκατου αιώνα οι νερόµυλοι βελτιώθηκαν και η δύναµή τους αυξήθηκε. ∆ύο αιώνες αργότερα διαδόθηκε ευρέως και η χρήση των ανεµόµυλων που εισήγαγαν οι σταυροφόροι και βελτίωσαν οι Ευρωπαίοι. Φαίνεται όµως ότι οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες στην Ευρώπη αφού υπήρχε αφθονία και ευρυθµία στη ροή των υδατίνων πόρων, οι άνεµοι ήταν ευνοϊκότεροι και τέλος υπήρχε µεγάλη ποσότητα διαθέσιµης ξυλείας. Η υιοθέτηση των νέων µεθόδων στη βιοµηχανία προκάλεσε βίαιες διαµαρτυρίες από τη µεριά του εργατικού δυναµικού στη Γαλλία, από φόβο µείωσης της ζήτησης εργασίας ενώ σε άλλες περιοχές όπως στην Αγγλία είχε ως συνέπεια την εγκατάσταση των µονάδων παραγωγής σε νέες περιοχές όπου οι συνθήκες ήταν περισσότερο κατάλληλες. Παρατηρούµε µάλιστα σύµφωνα µε τον Bairoch "µια µετατόπιση των ευρωπαϊκών βιοµηχανικών κέντρων προς το βορρά, εκεί όπου οι ενεργειακές πηγές ήταν περισσότερες, χωρίς εν τούτοις αυτός να είναι ο µόνος ούτε µάλιστα ο σπουδαιότερος επεξηγηµατικός παράγοντας αυτής της µετατόπισης". Ηδη από τον 11ο αιώνα η ανάπτυξη των µηχανών γίνονταν ολοένα και περισσότερο έντονη και η µηχανοποίηση της παραγωγής θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως αληθινό πάθος. Μερικοί µάλιστα υπεραπλουστεύοντες, θεώρησαν την υιοθέτηση µεθόδων εντάσεως κεφαλαίου στη παραγωγή και την τεχνολογική πρόοδο ως αποτέλεσµα της ανεπάρκειας εργατικού δυναµικού, µετά από τις επιδηµίες που σηµειώθηκαν εκείνη την περίοδο σε αντίθεση µε την ελληνορωµαϊκή περίοδο όπου η χαµηλή τεχνολογική πρόοδος οφειλόταν στην αφθονία των σκλάβων. Από όλα όσα αναφέρθηκαν φαίνεται σωστή η άποψη του Cipolla, η οποία αναφέρει ότι η βιοµηχανική επανάσταση ήταν φανερό ότι βρίσκονταν πολύ κοντά, η εξεύρεση ενέργειας δεν βασιζόταν πλέον µόνο τις ζωικές και φυτικές πηγές, αλλά και στην άψυχη ενέργεια, µε αποτέλεσµα ο παραδοσιακός κόσµος να καταρρέει και η βιοµηχανική όπως και η γεωργική παραγωγή συνεχώς να αυξάνονται. Σύµφωνα µε εκτιµήσεις του P. Bairoch µεταξύ 1000-1300 µ.Χ. η ετήσια αύξηση της συνολικής παραγωγής ήταν 0,2-0,5%. Τη γενική οικονοµική άνοδο της Ευρώπης, ο Cipolla την αποδίδει και στον Γερµανικό αποικισµό. "Η γερµανική προσπέλαση στα σλαβικά εδάφη εντάθηκε από τα µέσα του 12ου αιώνα και κορυφώθηκε στο πρώτο µισό του 13ου αιώνα... Το γερµανικό επεκτατικό

κίνηµα στα ανατολικά εδάφη είχε δηµογραφικές, οικονοµικές, πολιτικές και θρησκευτικές προεκτάσεις. Η οικονοµική σηµασία του θα πρέπει να αποτιµηθεί κάτω από το πρίσµα των ακόλουθων δεδοµένων. Στις περισσότερες από τις σλαβικές περιοχές που κατέλαβαν, η τοπική οικονοµία βασίζονταν κύρια στην αλιεία, στην πτηνοτροφία, στο κυνήγι και την κτηνοτροφία. Ο γεωργικός τοµέας ήταν ιδιαίτερα καθυστερηµένος. Οι Γερµανοί άποικοι ήταν κάτοχοι ανώτερης αγροτικής τεχνολογίας και διέθεταν µεγαλύτερο και ποιοτικά καλύτερο κεφάλαιο στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν εισήγαγαν το βαρύ άροτρο που κινούνταν σε ρόδες, και βαρείς πελέκεις, καταφέρνοντας έτσι να ξεκαθαρίσουν τα πυκνά δάση και να καλλιεργήσουν ακόµη και τα πιο σκληρά χώµατα. Με τον τρόπο αυτόν, η γερµανική προέλαση είχε ως αποτέλεσµα τη διεύρυνση των ορίων των γεωργικά εκµεταλλεύσιµων περιοχών της Ευρώπης. Επιπλέον στους Γερµανούς αγρότες που εγκαταστάθηκαν ανατολικότερα προστέθηκε και µεγάλος αριθµός µεταλλωρύχων και έτσι η διαδικασία αποικισµού της υπαίθρου συνέβαλε και στη δηµιουργία νέων πόλεων. Οι επιπτώσεις του γερµανικού αποικισµού έγιναν αισθητές πέρα από τα όρια των γερµανικών κτήσεων ή ακόµα και πέρα από τις περιοχές, στις οποίες εγκαταστάθηκαν Γερµανοί µετανάστες. Οι γερµανικές µέθοδοι στους τοµείς της εξόρυξης των µετάλλων, των αγροτικών καλλιεργειών και του εµπορίου υιοθετήθηκαν σταδιακά στα ανατολικά σλαβικά εδάφη. Οι εξελίξεις αυτές έθεσαν τις βάσεις για τη δηµιουργία ενός αγροτικού πλεονάσµατος στην Ανατολική Ευρώπη, την ανάπτυξη του εµπορίου στην περιοχή της Βαλτικής (το Βραδεµβούργο άρχισε να εξάγει δηµητριακά στην Αγγλία και την Φλάνδρα γύρω στα 1250), την ανάπτυξη της Χανσεατικής Ευρώπης και την ανάπτυξη της µεταλλουργίας και του εξορυκτικού τοµέα στην Κεντρική Ευρώπη. Ο συνδυασµός των ευνοϊκών αυτών συνθηκών προκάλεσε µια γενική οικονοµική άνοδο από την οποία φαίνεται ότι ωφελήθηκαν όλοι στην Ευρώπη, αν και σε διαφορετικό βαθµό ο καθένας... µπορεί να διακρίνει κανείς µια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση των πραγµατικών εισοδηµάτων όλων των κατηγοριών. Τα κέρδη, οι µισθοί και τα ενοίκια αυξήθηκαν και αυτό ίσως να οφείλεται εν µέρει στο γεγονός ότι η αύξηση του εισοδήµατος δηµιούργησε µεγαλύτερες δυνατότητες αποταµιεύσεως, αλλά και στο ότι µια σειρά καινοτοµιών διευκόλυναν τη διάθεση των αποταµιεύσεων για καταναλωτικούς καθώς και για παραγωγικούς σκοπούς". Ενας άλλος παράγοντας στον οποίο οφείλεται η οικονοµική ανάκαµψη των ευρωπαϊκών χωρών ήταν το εµπόριο, τόσο µεταξύ των χωρών αυτών και της Ασίας όσο και µεταξύ των βορείων ευρωπαϊκών περιοχών και των νοτίων. Σύµφωνα µε τον Σίδερη : "Αι από του 19ου αιώνος εσωτερικαί διχόνιαι του Ισλαµικού κόσµου και αι µεταξύ των αντιθέσεις των δηµιουργηθέντων Αραβικών Κρατών, εξασθενήσασαι την δύναµιν του Αραβικού κόσµου και την επί της Ευρώπης πίεσιν αυτού, κατέστησαν προβληµατικών την εξακολούθησιν του πειρατικού έργου των Αράβων, η οριστική των Νορµανδών επί της Βορείου Γαλλίας (Νορµανδίας), εγκατάστασις των Ούγγρων εις την σηµερινήν Ουγγαρίαν και η οριστική απαλλαγή της Αγγλίας από των επιδροµών των ∆ανών µετέβαλον τους πρώην επιδροµείς και πειρατάς εις ειρηνικούς εµπόρους, ως συνέβη πολλάκις εις την ιστορίαν της πειρατείας εξελιχθείσης εις εµπόριον". Η ανάπτυξη του εµπορίου που κατά κύριο λόγο οφειλόταν στην τεχνολογική πρόοδο στον τοµέα των µεταφορών είχε σηµαντικά αποτελέσµατα. Σύµφωνα µε τον Σίδερη οι έµποροι µε τη συγκέντρωση των αγροτικών προϊόντων στις πόλεις µε σκοπό τη διανοµή τους, στην εξωτερική και εσωτερική κατανάλωση, κατάφεραν να ανοίξουν την αποµονωµένη φεουδαλική ευρωπαϊκή οικονοµία. Η φυσική οικονοµία άρχισε ολοένα και περισσότερο να εκχρηµατίζεται αφού τα αγροτικά προϊόντα έπαψαν µόνο να αυτοκαταναλώνονται στην ύπαιθρο και άρχισαν να πωλούνται στην πόλη. Τα χρήµατα από τις εισπράξεις από την πώληση των αγροτικών προϊόντων στην συνέχεια άρχισαν να διοχετεύονται στην αγορά βιοτεχνικών προϊόντων που παράγονταν στην πόλη και έτσι η οικονοµία έγινε βαθµιαίως χρηµατική. Η ανάπτυξη της βιοτεχνίας στις πόλεις

οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης εργατικού δυναµικού η οποία καλύφθηκε από τους δουλοπάροικους των φεουδαρχών, µε αποτέλεσµα να µειωθεί η ισχύς των τελευταίων και να διαβρωθεί το φεουδαλικό καθεστώς. Σύµφωνα µε τον Πιρέν, όπως αναφέρει ο J. Merrington, "η ανταλλακτική οικονοµία αντικαταστάθηκε από µια οικονοµία της κατανάλωσης... Κάθε φέουδο αποτελούσε από και πέρα έναν µικρό κλειστό κόσµο... µια κλειστή οικιακή οικονοµία... χωρίς αγορές. ∆εν πουλούσαν γιατί δεν µπορούσαν να πουλήσουν, γιατί έλειπαν οι αγορές". Αντίθετα, η επανάληψη από τον 11ο αιώνα του εµπορίου µακρινών αποστάσεων - η αντεπίθεση της Χριστιανοσύνης κατά του Ισλάµ - αναζωογόνησε πόλεις και αγορές (στην Ιταλία και την Φλάνδρα) και έκοψε τα "στενά δεσµά" του Φεουδαλικού συστήµατος. Στην περίπτωση όµως αυτή ο καταµερισµός της εργασίας µεταξύ πόλης και υπαίθρου µεταµόρφωσε την ύπαιθρο : "ανεβάζοντας τις επιθυµίες του", η πόλη πολλαπλασίασε τις ανάγκες του χωρικού, ανέβασε το βιοτικό επίπεδό του και προκάλεσε έτσι το τέλος της δουλοπαροικίας, "που συνέπεσε µε την αύξηση της σπουδαιότητας του ρευστού κεφαλαίου", το αστικό εµπόριο τράβηξε την αγροτική παραγωγή προς την πόλη, "την εκσυγχρόνισε και την απελευθέρωσε". Η ανάπτυξη του εµπορίου µε την ανατολή λόγω της αυξηµένης ζήτησης για µπαχαρικά και είδη πολυτελείας, έδωσε τη δυνατότητα στις Ιταλικές πόλεις να αναπτυχθούν και να το µονοπωλήσουν. Το καταναλωτικό κοινό για τα πολυτελή καταναλωτικά αγαθά το αποτελούσαν οι ευγενείς αλλά και οι λαϊκοί και κληρικοί, ενώ οι βιοτέχνες ήταν αυτοί οι οποίοι ζητούσαν πρώτες ύλες. Υπήρχαν εµπορικές συναλλαγές και µεταξύ των ευρωπαϊκών περιοχών. Τα προϊόντα που εξήγε ο νότος προς τον βορρά ήταν κρασί ή αλάτι έναντι πρώτων υλών. Οπως αναφέρει ο Bairoch, ένα µεγάλο µέρος του "εξωτερικού εµπορίου" που διεξαγόταν µέσω του οδικού δικτύου συνέβαλε στο να δηµιουργηθούν εµποροπανηγύρεις στην κεντρική Ευρώπη, στο σηµείο συναντήσεως των εµπόρων του Βορρά και του Νότου. Ο δέκατος τρίτος αιώνας µάλιστα θεωρήθηκε ως ο "χρυσός αιώνας" των εκθέσεων αυτών. Εκτός όµως από τις τοπικές και διεθνείς εµποροπανηγύρεις υπήρχαν και οι εθνικές. Σύµφωνα µε τον Σίδερη, οι αγορές αυτές χαρακτηρίζονταν "ως κανονικαί, περιοδικαί και εις κατάλληλον εποχήν συναντήσεις εµπόρων εις ορισµένα κατάλληλα κέντρα, όπου είτε εκ της αυτής χώρας (εθνικαί), είτε εκ διαφόρων χωρών (διεθνείς εµποροπανηγύρεις) έµποροι έφερον εκεί εµπορεύµατα, τα εξέθετον επί ηµέρας, ενήργουν αγοράς και πωλήσεις, εξεκαθάριζον δοσοληψίας και ανέπτυσσον εµπορικάς σχέσεις και συναλλαγάς. Εις τας τοπικάς εµποροπανηγύρεις προσήρχοντο και καταναλωταί αγοράζοντες παρά των εκεί ερχοµένων εµπόρων... Οσον το εµπόριον µονιµοποιείται εις τας πόλεις αι τοπικαί αυταί εµποροπανηγύρεις αραιούνται ή εκλείπουν, των πόλεων αποτελουσών πλέον οιονεί µονίµους εµποροπανηγύρεις µε τα συγκεντρωµένα εις τα εµπορικά των καταστήµατα εµπορεύµατα, όπου οι προσερχόµενοι εύρισκον ό,τι ήθελον, και επικρατούν αι µεγάλαι εθνικαί και διεθνείς εµποροπανηγύρεις... Από του 11ου αιώνος αι εµποροπανηγύρεις αύται εγίνονται άπαξ ή δις του έτους και εις τον αυτόν πάντοτε τόπον. Οι ηγεµόνες και άρχοντες τας επροστάτευον και φρουροί ετήρουν την τάξιν εις αυτάς. Αι εν εµποροπανηγύρεσιν συναπτόµεναι πράξεις είχον ιδιαιτέρα βαρύτητα, χρεωστικά έγγραφα σφραγισµένα µε την σφραγίδα των αρχών των εποπτευουσών την εµποροπανήγυριν είχον ιδιαιτέραν υποχρεωτικήν δύναµιν. Αγοραπωλησίαι συνήπτοντο είτε µετρητοίς, είτε επί πιστώσει... Επετρέπετο λήψις τόκου, όστις κατά µέσον όρον ανήρχεται εις 16%. Αι εµποροπανηγύρεις εξέλειπον κατά τον 14ον αιώνα υπό την τότε κάµψιν της οικονοµίας". Αλλά και η ανάπτυξη στον τοµέα των "επιχειρηµατικών µεθόδων" ήταν θεαµατική µετά τον 11ου αιώνα. Σύµφωνα µε τον Cipolla η Ιταλία ήταν η χώρα στην οποία γεννήθηκαν οι νέες µέθοδοι στον τοµέα των επιχειρήσεων. Πρέπει να σηµειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του µεσαίωνα και µέχρι τον ενδέκατο αιώνα φαίνεται ότι δεν είχαν δηµιουργηθεί οι

"οικονοµικοί θεσµοί" που θα διοχέτευαν τις αποταµιεύσεις στον τοµέα των επενδύσεων. Σύµφωνα και πάλι µε τον ίδιο ιστορικό, "µε την άνοδο των πόλεων, ο θεσµός της πίστεως αναπτύχθηκε γοργά µε τη µορφή παροχής δυνατότητας στους αγοραστές µακροχρόνιας εξόφλησης των προϊόντων - "αγορά επί πιστώσει" -, γεγονός που έως ένα µεγάλο βαθµό επέδρασε ευνοϊκά ως προς την αύξηση της κατανάλωσης, αλλά και των επενδύσεων (ιδιαίτερα στη δηµιουργία αποθεµάτων - πρώτων υλών και ετοίµων προϊόντων από τους εµπόρους). Με τον καιρό ωστόσο υιοθετήθηκε µια σειρά πιο τελειοποιηµένων µηχανισµών που αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν ευκολότερη τη συγκέντρωση και την ενεργοποίηση των αποταµιεύσεων για παραγωγικούς σκοπούς". Μέσα από τα στοιχεία πίνακα του Bairoch διαγράφεται µια έντονη δηµογραφική ώθηση µεταξύ των ετών 1000 µε 1300-1340 σύµφωνα µε τον σχολιασµό του συγγραφέα. Ηδη από το 1100-1150 µ.Χ. η Ευρώπη όχι µόνον φθάνει στο πληθυσµιακό ύψος που είχε δέκα αιώνες νωρίτερα, αλλά καταφέρνει το 1340 µ.Χ. µε τα 65-75 εκατοµµύρια κατοίκους της να υπερβεί τον πληθυσµό των 30-70 εκατοµµυρίων κατοίκων του 200 µ.Χ. Ετσι η µέση αύξηση κάθε χρόνο του πληθυσµού της Ευρώπης παρουσιάζεται αρκετά χαµηλή. Εν τούτοις αν συγκριθεί µε τη µέση ετήσια αύξηση του παγκόσµιου πληθυσµού της εποχής δηλαδή µεταξύ 1000-1340 µ.Χ. εµφανίζεται σηµαντική. Ο λόγος για τον οποίο αυξήθηκε ο πληθυσµός ήταν σύµφωνα µε τον Σίδερη : Η ύφεση των επιδροµών η οποία είχε ως αποτέλεσµα να επικρατήσει ειρήνη στον ευρωπαϊκό χώρο και να µειωθούν οι λεηλασίες, οι καταστροφές και λιµοί. Μια άλλη διαφορά, πέρα από την αύξηση η οποία παρουσιάστηκε στον πληθυσµό των ευρωπαϊκών κρατών στην περίοδο που εξετάζουµε, είναι και η πυκνότητα του πληθυσµού. Εάν την προβιοµηχανική περίοδο θεωρήσουµε, όπως και ο Bairoch, ότι αστικός πληθυσµός ήταν αυτός που ζούσε σε πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων, τότε σύµφωνα µε το κριτήριο των 5.000 κατοίκων ο αστικός πληθυσµός γύρω στα 1000 µ.Χ. ήταν της τάξεως των 3.800.000 κατοίκων, ενώ το 1300 µ.Χ. ο αντίστοιχος πληθυσµός των ευρωπαϊκών πόλεων ανήλθε στα 7-9.000.000 άτοµα. Αν και σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις του ίδιου ιστορικού, ο αριθµός των 5.000 κατοίκων είναι µάλλον υπερβολικός, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, όπου ως αστικός µπορεί να θεωρείται και ο πληθυσµός πόλεων µε αριθµό κατοίκων µεγαλύτερο των 1000-2000. Ετσι παρόλο που µεταξύ 1000-1300 µ.Χ. υπήρξε αρκετά σηµαντική αστική ανάπτυξη, ο δείκτης αστικοποίησης παρέµεινε στα ίδια περίπου επίπεδα 9-11% και 10,5-11,5%, γεγονός που εξηγείται από την αυτόµατη άνοδο και του συνολικού ευρωπαϊκού πληθυσµού. Εν τούτοις όπως παρατηρεί ο Bairoch αν και η αναλογία του πληθυσµού των Ευρωπαίων που κατοικούσαν στις πόλεις µόλις αυξήθηκε σε σχέση µε τον συνολικό πληθυσµό, "η πυκνότητα του αστικού πληθυσµού στον χώρο διπλασιάστηκε". Με αποτέλεσµα ο αγροτικός πληθυσµός που αποτελούσε το 80-85% του συνολικού πληθυσµού τον δέκατο τέταρτο αιώνα, να µη θεωρεί την πόλη ως κάτι το άγνωστο, αφού η αυξηµένη πληθυσµιακή πυκνότητα των πόλεων έφερνε τη µια κοντύτερα στην άλλη. Ακόµα βασική διαφορά µεταξύ των ετών 1000 και 1300 µ.Χ. ήταν και το µέγεθος των πόλεων. Η Ευρώπη τον δέκατο τέταρτο αιώνα γενικά δεν είχε πολύ µεγάλες πόλεις, κυρίως λόγω του "πολιτικού κατακερµατισµού", ο οποίος ήταν έντονος την εποχή εκείνη. Εν τούτοις υπήρχαν διαφορές µεταξύ 1000 µ.Χ. και 1300 µ.Χ. στα µεγέθη των πόλεων. Ηδη από τον ενδέκατο αιώνα και κυρίως από τον δωδέκατο οι ήδη υπάρχουσες µεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις διευρύνθηκαν, αλλά και παράλληλα δηµιουργήθηκαν και νέες πόλεις. Στη Γαλλία ο Bairoch αναφέρει το Μοµπελλιέ, τη Ντιζόν, τη Λίλλη, στη Γερµανία την Λιψία, τη Νυρεµβέργη, το Μόναχο κ.α. και στις Κάτω Χώρες όλες τις πόλεις. Την ίδια εποχή δηµιουργήθηκαν ακόµα, η Μόσχα, η Κοπεγχάγη, το Οσλο, η Στοκχόλµη, η Βαρσοβία, το Εδιµβούργο και η Βιέννη. Οµως, όπως ήδη αναφέρθηκε, τότε και µικρές πόλεις έγιναν µητροπόλεις. Μεταξύ των ετών 1000 - 1100 µ.Χ. η Βενετία από 45.000 κατοίκους ανέβηκε στους 70.000. Το Λονδίνο από 25.000 σε 40.000, το Παρίσι από

20.000 σε 110.000, η Κολωνία από 20.000 σε 50.000 κ.λ.π. Γύρω στα 1000 µ.Χ. σύµφωνα µε εκτιµήσεις και πάλι του Bairoch η Ευρώπη απαριθµούσε 35-45 πόλεις µε περισσότερους από 20.000 κατοίκους, ενώ το 1340 υπήρχαν 100-110 πόλεις µε αυτό το µέγεθος. Το 1000 µ.Χ. µόνο µια πόλη είχε πάνω από 1000 κατοίκους και αυτή ήταν η Μουσουλµανική (Κόρντοβα), ενώ το 1300 µ.Χ. υπήρχαν πέντε πόλεις, δηλαδή το Παρίσι µε 230.000 κατοίκους, η Γρανάδα που πήρε τη θέση της Gordon ως µητρόπολη µε 150.000 κατοίκους, η Βενετία µε 110.000 κατοίκους και το Μιλάνο και η Γένουα µε 100.000 κατοίκους. 2. Η περίοδος των λοιµών : 1320/1350 µ.Χ. - 1470 µ.Χ. Η δεύτερη φάση ξεκινάει το 1320-1350 µ.Χ. και τελειώνει την εποχή των µεγάλων ανακαλύψεων το 1470. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την έντονη στασιµότητα που υπήρχε σε όλους τους τοµείς λόγω των κακών σοδειών, λοιµών και επιδηµιών. Ηδη από τις αρχές του δεκάτου τετάρτου αιώνα οι σοδειές στον ευρωπαϊκό χώρο ήταν µάλλον πενιχρές µέχρι που την περίοδο 1315-1317 µ.Χ. εµφανίστηκαν οι πρώτοι σοβαροί λοιµοί. Το 1337 επιπλέον ξεκίνησε ο εκατονταετείς πόλεµος, ενώ ήδη από το 1347 άρχισαν οι επιδηµίες της πανώλης, που απετέλεσε µάστιγα για την Ευρώπη, για δεκαπέντε περίπου χρόνια. Αλλες επιδηµίες παρουσιάστηκαν και τα έτη 1316, 1373 και 1380. Γι'αυτό άλλωστε και ο πληθυσµός της Ευρώπης µεταξύ των ετών 1330 µε 1340 και 1320 µε 1400 µειώθηκε κατά 25% και σε µερικές περιοχές ακόµα περισσότερο. Σύµφωνα µε τον Cipolla ένας σύγχρονος οικονοµολόγος θα µπορούσε να προβλέψει "το ενδεχόµενο κάποιας συντελειακής συµφοράς υπό την µορφή σειράς λιµών", εάν έκρινε την οικονοµική κατάσταση των ευρωπαϊκών κρατών της Ευρώπης των αρχών του 14ου αιώνα : "Ηδη στη διάρκεια του 13ου αιώνα, κάποιες πρώτες δυσχέρειες άρχισαν να γίνονται εµφανείς. Καθώς η δηµογραφική πίεση αυξανόταν σταθερά, δηµιουργήθηκε η ανάγκη εντατικοποίησης της καλλιέργειας ακόµα και οριακών γαιών, γεγονός που τελικά έφερε στο προσκήνιο τις δυσάρεστες συνέπειες του οικονοµικού νόµου της φθίνουσας οριακής απόδοσης. ∆εν είναι διόλου απίθανο ότι κατά το δεύτερο µισό του 13ου αιώνα, αι υπό εκµετάλλευση εκτάσεις ξεπέρασαν τα ανώτατα επιθυµητά όρια που υπαγορεύονταν από την αγροτική τεχνολογία της εποχής... Ταυτόχρονα λόγω της συνεχούς αύξησης του πληθυσµού και της συνακόλουθης σχετικής έλλειψης της καλλιεργήσιµης γης, οι νόµοι της προσφοράς και της ζήτησης προκάλεσαν αύξηση των ενοικίων και µείωση των πραγµατικών µισθών". Οι λιµοί και η µείωση του πληθυσµού είχαν οικονοµικές και κοινωνικές συνέπειες, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Bairoch : α) Προκάλεσαν µείωση των καλλιεργούµενων γαιών, η οποία συνοδευόταν από πτώση

της τιµής της γης σε µια αναλογία 5 προς 1. Η εξήγηση που δίνει ο Cipolla είναι ότι "καθώς ο πληθυσµός µειωνόταν, δεν υπήρχε πλέον καµία ανάγκη συνέχισης της καλλιέργειας των οριακών γαιών, η εκµετάλλευση των οποίων είχε αρχίσει εποχές ανόδου της πληθωριστικής πίεσης, και οι τελευταίες εγκαταλείπονται". Πολλά µάλιστα χωριά εγκαταλείφθηκαν και ουδέποτε κατοικήθηκαν ξανά.

β) ∆ηµιουργήθηκε νοµισµατικό πρόβληµα µε πολλές και σηµαντικές υποτιµήσεις των ευρωπαϊκών νοµισµάτων.

Ο Cipolla αναλύει και τις νοµισµατικές τάσεις της εποχής εκείνης : "Η ανάπτυξη νέων µεθόδων παροχής πίστης καθώς και µορφών συνεργασίας σε συνδυασµό µε το πρωτόγνωρο οικονοµικό κλίµα που επικρατούσε στις πόλεις, µείωσαν προοδευτικά τις αντιπληθωριστικές πιέσεις που ήταν αποτέλεσµα της απόκρυψης των αποταµιεύσεων. Στην µείωση των αντιπληθωριστικών πιέσεων, συνέβαλαν επίσης και εξελίξεις που αφορούσαν το ισχύον νοµισµατικό σύστηµα..." Με την αύξηση του πληθυσµού και του

εισοδήµατος και την συνακόλουθη αύξηση των εκχρηµάτων συναλλαγών, η ζήτηση του χρήµατος σηµείωσε άνοδο. Το χρήµα ωστόσο παρέµεινε αποκλειστικά µεταλλικό και µέχρι το τέλος του 15ου αιώνα, η παραγωγή του χρυσού και του αργύρου δεν αυξήθηκε τόσο δραστικά όσο η ζήτηση του χρήµατος. Κατ'αυτόν τον τρόπο, η αξία του χρυσού και του αργύρου σε σχέση µε τα αγαθά και τις υπηρεσίες αυξήθηκε µακροπρόθεσµα, πράγµα που σήµαινε ότι η τιµή των αγαθών και των υπηρεσιών σε σχέση µε τον χρυσό και τον άργυρο παρουσίαζε µείωση µε προφανείς αντιπληθωριστικές επιπτώσεις. Ανάµεσα στις πιθανές λύσεις του προβλήµατος που δηµιουργούσε η παρατεταµένη έλλειψη χρήµατος και η διαρκής µείωση των τιµών συγκαταλέγονταν η ανάπτυξη του πιστωτικού συστήµατος, η αντικατάσταση του µεταλλικού χρήµατος από άλλα µέσα ανταλλαγής και η µείωση της περιεκτικότητας των νοµισµάτων σε χρυσό και άργυρο. Μεταξύ του 10ου και του 15ου αιώνα επιχειρήθηκαν και οι τρεις αυτές λύσεις, αλλά εκείνες που υιοθετήθηκαν περισσότερο ήταν η ανάπτυξη του πιστωτικού συστήµατος και η µείωση της περιεκτικότητας του νοµίσµατος σε πολύτιµα µέταλλα... Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι χώρες στις οποίες σηµειώθηκε η µεγαλύτερη οικονοµική ανάπτυξη ήταν εκείνες στις οποίες σηµειώθηκε και η µεγαλύτερη νοµισµατική υποτίµηση. Οπως επισηµάνθηκε και πιο πάνω ένα από τα "αίτια" της προοδευτικής µείωσης της περιεκτικότητας των νοµισµάτων σε µέταλλο πριν το 1500 ήταν η µακροπρόθεσµη αύξηση της ζήτησης του χρήµατος ως κυρίου µέσου συναλλαγής ή οποιοσδήποτε συνδυασµός των φαινοµένων αυτών σε σχέση πάντοτε µε την ανεπαρκή ελαστικότητα που επιδεικνύει η προσφορά του χρυσού και του αργύρου. Ωστόσο αυτός δεν ήταν ο µοναδικός λόγος της νοµισµατικής υποτίµησης. Ανάµεσα στα σηµαντικότερα αίτια συγκαταλέγονται η αύξηση των κρατικών δαπανών, η πίστη που εξασκούσαν οι κοινωνικές οµάδες, τις οποίες συνέφερε η αύξηση του πληθωρισµού, καθώς επίσης και τα ελλείµµατα που παρουσίαζαν τα ισοζύγια πληρωµών. Ωστόσο, οι παράγοντες στους οποίους µόλις αναφερθήκαµε µπορούν να θεωρηθούν ως "αίτια", µόνο εκ των υστέρων. Αρχικά οι παράγοντες αυτοί δεν ήταν παρά προβλήµατα στα οποία θα µπορούσαν να είχαν δοθεί διάφορες εναλλακτικές λύσεις. Η υποτίµηση δεν ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσµα κάποιων αιτίων, αλλά η πλέον επικρατέστερη λύση ανάµεσα σε διάφορες εναλλακτικές, επειδή παρείχε τότε - όπως και πάντα - την ευκολότερη διέξοδο από µια σειρά προβληµάτων".

γ) Μείωσαν τον όγκο της βιοµηχανικής παραγωγής και του εµπορίου. Εν τούτοις είναι παρακινδυνευµένο να µιλήσει κάποιος γενικά για "οικονοµική ύφεση της Αναγέννησης", όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Cipolla. Παρόλο που οπωσδήποτε υπήρχε κάποια κάµψη στο συνολικό προϊόν, το κατά κεφαλήν προϊόν όχι µόνο δεν µειώθηκε, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αυξήθηκε, λόγω ακριβώς της µειώσεως του πληθυσµού. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγµα της Αγγλίας, την περίοδο που εξετάζουµε στην οποία ο πληθυσµός µειώθηκε στα 2/3 του αρχικού του µεγέθους, η παραγωγή του κασσίτερου διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα και συνεπώς η κατακέφαλή παραγωγή αυξήθηκε κατά το ποσοστό µειώσεως του πληθυσµού κ.α.

Ηταν φυσικό τα έσοδα των συντελεστών, της παραγωγής να επηρεαστούν και αυτά από τους λοιµούς, τις επιδηµίες και τους πολέµους. Σύµφωνα µε στοιχεία που παραθέτει ο Cipolla µεταξύ 1350 και 1500 οι πραγµατικοί µισθοί αυξήθηκαν, ενώ αντίθετα τα ενοίκια και τα επιτόκια παρέµειναν στάσιµα ή µειώθηκαν. Ανακεφαλαιώ-νοντας αναφέρουµε ότι το 1000-1250 τα ενοίκια, οι µισθοί και τα κέρδη αυξάνονται, στην περίοδο 1250-1348

λόγω της πληθυσµιακής πίεσης οι πραγµατικοί µισθοί παρέµειναν στάσιµοι ή µειώθηκαν και τα ενοίκια αυξήθηκαν. Το σχόλιο του Bairoch για την άνοδο των πραγµατικών µισθών, την περίοδο που εξετάζουµε είναι ότι µια εθνική οικονοµική καταστροφή την περίοδο εκείνη, πολλές φορές συνοδεύονταν από µια αύξηση του µέσου βιοτικού επιπέδου και µάλιστα των χαµηλών εισοδηµατικών τάξεων. Οι πραγµατικοί µισθοί στα τέλη του δέκατου τέταρτου αιώνα και στις αρχές του δέκατου πέµπτου, έφθασαν σε τέτοια επίπεδα που µόνο το δεύτερο µισό του δέκατου ένατου αιώνα, ως συνέπεια της βιοµηχανικής επανάστασης, συναντώνται στην Ευρώπη. Αυτή η ώθηση των πραγµατικών µισθών και των ονοµαστικών εξηγείται από την ευνοϊκότερη σχέση µεταξύ των πλουτοπαραγωγικών πηγών και του πληθυσµού, λόγω της µειώσεώς του από τις καταστροφές. Σύµφωνα µε τον Cipolla, "οι αντίθετες τάσεις που εµφανίζουν κατά το διάστηµα 1350-1500 οι πραγµατικοί µισθοί από τη µία και τα ενοίκια και τα επιτόκια από την άλλη, συµφωνούν µε την εικόνα µιας οικονοµίας που κάθε άλλο παρά σε κάµψη βρισκόταν, αλλά στην οποία εξωγενείς παράγοντες προκάλεσαν µια επίµονη σχετική έλλειψη εργατικών χεριών. Οι διαφορές που σηµειώθηκαν ως προς τις τάσεις των εσόδων των διαφόρων συντελεστών παραγωγής συνεπάγονταν και διαφορετική κατανοµή του εισοδήµατος". Οι αγρότες βελτίωσαν τη θέση τους σχετικά µε την τάξη των γαιοκτηµόνων και οι τεχνίτες των πόλεων τη θέση τους έναντι των εµπόρων γεγονός που επαληθεύεται µέσω της ιστορίας κατανάλωσης αυτών των τάξεων. Τέλος πρέπει να σηµειωθεί και η βελτίωση των τεχνικών στις µεθόδους της γεωργίας, βιοτεχνίας και µεταφορών, αλλά και στην οικονοµική οργάνωση, που παρατηρείται την περίοδο εκείνη. Την περίοδο αυτή τελειοποιήθηκε η γυροσκοπική πυξίδα, υιοθετήθηκε η κλεψύδρα για τη µέτρηση της κίνησης των πλοίων, καταρτίστηκαν χάρτες ναυσιπλοΐας που περιελάµβαναν σχετικές οδηγίες, συντάχθηκαν τριγωνοµετρικοί πίνακες, υιοθετήθηκε το πηδάλιο της πρύµνης και έτσι ανέβηκε η αποδοτικότητα των πλοίων, τα οποία πλέον ταξιδεύουν και τον χειµώνα. Λίγο αργότερα ανακαλύφθηκαν τα µατογυάλια, τα ρολόγια και τα πυροβόλα όπλα. Το 1440 ανακαλύφθηκε η τυπογραφία. Ακόµα δεν πρέπει να παραβλέπεται και η σηµασία της διάνοιξης των πρώτων µεγάλων καναλιών στην Ιταλία ήδη από το 1458 (και στις Κάτω Χώρες το 1560). Επίσης και η ανακάλυψη της χειράµαξας, που συνέβαλε στην ανάπτυξη της οικοδοµικής, αλλά και ορισµένων κλάδων της βιοµηχανίας και κατά συνέπεια και εµµέσως στην ανάπτυξη του εµπορίου. Σηµαντική ήταν ακόµα και η αλλαγή της νοοτροπίας των κεφαλαιούχων, µια παραγωγική επένδυση την υιοθετούσαν ταχύτερα τον δέκατο πέµπτο αιώνα απ΄ότι τον ενδέκατο, µε αποτέλεσµα, η πρόοδος των προηγούµενων αιώνων να γίνεται φανερή. Αν εξετασθούν οι πόλεις κατά περίπτωση, γίνεται φανερό ότι κάθε µία από αυτές παρουσίαζε και διαφορετική εικόνα, αφού οι δυσµενείς συνθήκες που γενικώς επικρατούσαν στην Ευρώπη, αµβλύνονταν ή οξύνονταν σύµφωνα µε τις ειδικές οικονοµικές συνθήκες κάθε πόλης. Για την Ευρώπη ως σύνολο, από το 1400 έως το 1420 οι πόλεις µε πληθυσµό άνω των 20.000 κατοίκων από 100-110 µειώθηκαν στις 80-90. Ηδη όµως από το 1420-1450 και στα τέλη του δεκάτου πέµπτου αιώνα, όπως παρατηρεί ο Bairoch, ο αστικός πληθυσµός της Ευρώπης έφθασε στα επίπεδα του 1340. Σύµφωνα µε τον ίδιο ιστορικό όµως η "αστική δοµή" διαφοροποιήθηκε αισθητά, κυρίως όσον αφορά τις µεγάλες πόλεις, αφού το 1500 υπήρχαν 20-22 πόλεις µε πληθυσµό µεγαλύτερο των 50.000 κατοίκων, ενώ το 1300 µ.Χ. µόλις 10-14 γεγονός, που εξηγείται µάλλον, από την ελάττωση του αριθµού των µικρών πόλεων. Γενικά όµως, όπως παρατηρεί και πάλι ο Bairoch, περισσότερο επηρεάστηκαν από τους λοιµούς οι πλέον ανεπτυγµένες περιοχές µε µεγάλο όγκο εµπορικών συναλλαγών και

γενικά οι πόλεις σε σχέση µε την ύπαιθρο. 3. Η ανάπτυξη του εξωτερικού εµπορίου της Ευρώπης κάτω από συνθήκες

στασιµότητας της οικονοµίας : 1470/1490 - 1700 µ.Χ. Η τρίτη φάση της οικονοµικής και δηµογραφικής ιστορίας της Ευρώπης αρχίζει στο τέλος του 15ου αιώνα και τερµατίζεται στον 18ο δηλαδή στις απαρχές της βιοµηχανικής επανάστασης. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από το µεγάλο γεωγραφικό άνοιγµα των Ευρωπαίων εµπόρων, σε ανοικτές θάλασσες, γεγονός που θεωρήθηκε ως εισβολή της Ευρώπης στον υπόλοιπο κόσµο της Ασίας και της Αµερικής, αλλά και συνάµα χαρακτηρίζεται από τη στασιµότητα της οικονοµίας. Από την έξοδο έως και την εξάπλωση των Ευρωπαίων µεσολάβησε ένας αιώνας, ο οποίος τοποθετείται στα τέλη του 15ου µέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα. Εξάπλωση θεωρείται από τον Β. Κρεµµυδά ως ο όρος αυτός που "περιγράφει το σύνθετο φαινόµενο της αποικιοκρατίας που η αρχή του βρίσκεται στα πρώτα υπερπόντια ταξίδια και στην εγκατάσταση των Ευρωπαίων σε περιοχές άλλων ηπείρων". Η βελτίωση της τεχνολογίας και των εφευρέσεων, η οποία συνέχιζε να υπάρχει, συνέτεινε στην ανακάλυψη των νέων οδών και συνέβαλε στην αύξηση του όγκου του εξωτερικού εµπορίου των ευρωπαϊκών κρατών που σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις συγχρόνων ιστορικών, φαίνεται ότι µεταξύ 1500-1700, πενταπλασιάστηκε. Εν τούτοις ως το τέλος του 18ου αιώνα, σύµφωνα µε τον Β. Κρεµµυδά οι τεχνικές πρόοδοι, που σηµειώθηκαν στην ναυσιπλοΐα δεν ήταν επαναστατικές. Οι τεχνικές πρόοδοι αφορούσαν σύµφωνα µε τον ίδιο ιστορικό : Ι) Την κατασκευή νέων τύπων πλοίων και τη βελτίωση και µετατροπή παλαιών. ΙΙ) Την κατασκευή οργάνων, ώστε να διευκολύνονται τα ταξίδια. ΙΙΙ) Τις νέες γνώσεις για ναυσιπλοΐα, που ενισχύθηκαν µε την ναυτική εκπαίδευση και

τελειοποιήθηκαν τους δύο επόµενους αιώνες. Σύµφωνα µε τον Cipolla : "Η ευρωπαϊκή προέλαση προς ανατολάς εκτυλίχθηκε µε ρυθµούς βραδύτερους σε σύγκριση µε την υπερπόντια διείσδυση των ευρωπαϊκών χωρών που βρίσκονταν προς την πλευρά του Ατλαντικού και η καθυστέρηση αυτή κύρια οφειλόταν στο γεγονός ότι η τεχνολογική υπεροχή των Ευρωπαίων δεν ήταν τόσο εµφανής στην ξηρά όσο στη θάλασσα... Η ευρωπαϊκή διείσδυση στην Ανατολή απέκτησε ορµητικότητα µόνο µετά τα µέσα του 17ου αιώνα, όταν η εξέλιξη της ευρωπαϊκής τεχνολογίας, επέτρεπε την κατασκευή περισσότερο ευελίκτων και ταχυβόλων όπλων." Η υπερπόντια διείσδυση των Ευρωπαίων προκάλεσε σηµαντικές επιπτώσεις στην οικονοµία, στην πολιτική, στην επιστήµη, στη δηµογραφική εξέλιξη αλλά και στον κοινωνικό τοµέα. Εντούτοις από όλους είναι παραδεκτό ότι οι οικονοµικές επιπτώσεις ήταν αυτές που είχαν τη µεγαλύτερη βαρύτητα. Οι αλλαγές που προήλθαν στον τοµέα της ευρωπαϊκής οικονοµίας ήταν : i) Η ποιοτική διαφοροποίηση των εισαγόµενων προϊόντων στον ευρωπαϊκό χώρο

καθώς και η δηµιουργία νέων αγορών στις υπερπόντιες χώρες στις οποίες διοχετεύονταν τα προϊόντα των µητροπόλεων. Από την Αµερική εισάγονταν ζάχαρη, κακάο, καφές και πατάτα.

ii) Η εισαγωγή µεγάλων ποσοτήτων χρυσού και αργύρου, από τα νεοανακα-λυφθέντα πλούσια κοιτάσµατα χρυσού και αργύρου του Μεξικού και του Περού. Σύµφωνα µε τον Bairoch, "Μέσα σε έναν αιώνα ο χρυσός και ο άργυ-ρος που εισήχθη από την Αµερική στην Ευρώπη ήταν σε τέτοιες ποσότητες, που το απόθεµα των πολυτίµων µετάλλων πολλαπλασιάστηκε σε µέγεθος το οποίο ακόµα δεν γνωρίζουµε ακριβώς αλλά που ξεπερνάει οπωσδήποτε το δύο. Αυτό άλλωστε οδήγησε σε αύξηση των τιµών". Πώς όµως η Ευρώπη οδηγήθηκε σε αύξηση των τιµών; την εξήγηση παρέχει αναλυτικά ο Cipolla. "Ενα ποσοστό από τα µέταλλα, πιθανόν περισσότερο από 20 τοις εκατό µετα-φέρονταν πίσω στην πατρίδα ως εισόδηµα του Στέµµατος και όπου, λόγω της έµµονης προσήλωσης ηγεµόνων όπως των Ισπανών στην ιδέα των

Σταυροφο-ριών, µέρος του θησαυρού µετατρεπόταν σε ενεργό ζήτηση για στρατιωτικές υπηρεσίες, οπλισµό και πολεµοφόδια". Ενα µέρος από το υπόλοιπο 80 τοις εκατό του θησαυρού µεταφερόταν στην Ισπανία από τους Κονκισταδόρες που επέστρεψαν. Ωστόσο το µεγαλύτερο µέρος των λαφύρων µετατρέπονταν σε ενεργό ζήτηση για καταναλωτικά και κεφαλαιουχικά προϊόντα - υφάσµατα, κρασί, όπλα, έπιπλα, εργαλεία διαφόρων ειδών, κοσµήµατα και ούτω καθεξής - καθώς επίσης και για υπηρεσίες που σχετίζονταν µε την εµπορία και µεταφορά των εν λόγω προϊόντων στην Αµερική.

Η ζήτηση αυτή σε συνδυασµό µε τα συνακόλουθα πολλαπλάσιά της (δηλαδή την αλληλουχία των δαπανών που προκλήθηκε από την αρχική τους αύξηση) συνέπεσε συµπτωµατικά και µε την γενική αύξηση του πληθυσµού, που συντελέστηκε στην Ευρώπη καθ'όλη τη διάρκεια, του 16ου αιώνα. Στο βαθµό που η προσφορά ήταν ελαστική, η αύξηση της ζήτησης είχε ως αποτέλεσµα την αύξηση των τιµών. Η περίοδος από το 1500 έως το 1620 έχει επονοµασθεί από τους οικονοµικούς ιστορικούς ως η εποχή της "επανάστασης των τιµών". Γενικά, πιστεύεται ότι κατά το διάστηµα µεταξύ του 1500 και του 1620, οι τιµές σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες σηµείωσαν αύξηση της τάξης του 300 έως 400 τοις εκατό κατά µέσο όρο...).

iii) Η µεταβολή της επιχειρηµατικής οργάνωσης, δεδοµένου ότι οι µεγάλες υπερπόντιες επιχειρήσεις δεν µπορούσαν να χρηµατοδοτηθούν από την ήδη υπάρχουσα επιχειρηµατική οργάνωση.

iv) Η οικονοµία άρχισε να εκχρηµατίζεται µε γρήγορους ρυθµούς, λόγω της αύξησης των εµπορικών συναλλαγών αλλά και της συνεπακόλουθης εξειδίκευσης της εργασίας.

v) Η µετατόπιση του κέντρου βαρύτητας του διεθνούς εµπορίου από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό (η µετακίνηση αυτή είναι γνωστή ως "εµπορική επανάσταση"). Αµεσο αποτέλεσµα αυτής της µετακίνησης ήταν η δηµιουργία νέων δικτύων και νέων εµπορικών πόλεων.

Σύµφωνα µε τον Bairoch, "αυτός ο αναµφισβήτητος ρόλος που έπαιξε το εµπόριο πάνω στην αστική ζωή των ευρωπαϊκών πόλεων είναι ένας πιθανός επεξηγηµατικός παράγοντας της σηµασίας που δίνουµε στο διεθνές εµπόριο όσον αφορά την οικονοµική ζωή των παραδοσιακών οικονοµιών". Φυσικά και η βιοµηχανία συµµετείχε στις διεθνείς συναλλαγές, αλλά όχι όλοι οι τοµείς της. Στη γεωργία, η οποία απασχολούσε το 80% περίπου του αγροτικού πληθυσµού µόνο ένα ποσοστό της παραγωγής της τάξεως 1-2% αφορούσε γεωργικές εξαγωγές σε µακρινές περιοχές. Αναµφίβολα λοιπόν ο τοµέας του διεθνούς εµπορίου, ήταν αυτός που αναπτύχθηκε περισσότερο στις παραδοσιακές κοινωνίες κατά την περίοδο που εξετάζουµε. Γενικά όµως η ευρωπαϊκή οικονοµία στο σύνολό της χαρακτηρίζεται από χαµηλούς ρυθµούς αναπτύξεως, όπου αυξάνεται η παραγωγή, γίνονται και ποιοτικές διαφοροποιήσεις των παραγωµένων προϊόντων µέσω της τεχνολογίας, αλλά τα επίπεδα της παραγωγικότητας παραµένουν σταθερά ή λίγο αυξανόµενα. Παρ'όλο που η ανάλυση της οικονοµικής ευρωπαϊκής ιστορίας την περίοδο που εξετάζουµε είναι αρκετά πολύπλοκη και εκτεταµένη, θα προσπαθήσουµε να δώσουµε σε γενικές γραµµές κάποια γενική εικόνα του επιπέδου των οικονοµικών σχέσεων, έτσι ώστε να κατανοηθούν κάπως οι µηχανισµοί που οργάνωσε και δηµιούργησε ο εµπορικός καπιταλισµός και που στη συνέχεια συνέβαλαν στη γέννηση της βιοµηχανικής επανάστασης. Οσον αφορά την γεωργία πρέπει να σηµειωθεί ότι στα τέλη του 15ου αιώνα τα 77-82% του συνολικού ενεργού πληθυσµού ασχολούνταν µε τη γεωργία ενώ το ίδιο ποσοστό φαίνεται ότι έπεσε γύρω στα 1700 σε 76-80%. Από µελέτες συγχρόνων ιστορικών, όπως αναφέρει ο Bairoch, φαίνεται ότι η παραγωγή αλλά κυρίως η παραγωγικότητα της

γεωργίας το διάστηµα αυτό ήταν σχεδόν στάσιµες. Γενικά οι γεωργικές τεχνικές το 1700 ήταν οι ίδιες µε αυτές του 1300. Οι αποδόσεις των δηµητριακών κατά επιφάνεια καλλιεργούµενης γης την περίοδο αυτή δεν φαίνεται να αυξάνονται αισθητά, εν τούτοις παρατηρείται κάποια µείωση της ποσότητας του χρησιµοποιούµενου σπόρου από 150 χιλιόγραµµα το εκτάριο σε 100 χιλιόγραµµα, µεταξύ των αρχών του 16ου αιώνα και των αρχών του 18ου. Πέρα από την µικρή ποσοτική άνοδο της γεωργικής παραγωγής στον τοµέα των δηµητριακών την περίοδο που εξετάζουµε παρατηρείται και µια διαφοροποίηση της ποιότητας αυτής. Οι αποδόσεις των λαχανικών και των οσπρίων φαίνεται ότι αυξήθηκαν σηµαντικά. Αν ληφθούν υπόψη οι εκτιµήσεις του για τον προσδιορισµό του ποσοστού του ενεργού αγροτικού πληθυσµού και αν δεχθούµε ότι η Ευρώπη µεταξύ 1700-1720 παρήγαγε επιτόπια 10% περισσότερη τροφή κατά κάτοικο από ότι το 1470-1490 τότε η παραγωγικότητα της εργασίας θα είχε αυξηθεί κατά 11-13%, λαµβάνοντας υπόψη ότι ο αγροτικός πληθυσµός το 1500 ήταν περίπου 77-82% και το 1700 µειώθηκε ως ποσοστό του συνολικού ενεργού πληθυσµού σε 76-80%, όπως ήδη αναφέραµε. Αντίστοιχα δύο αιώνες αργότερα κατά την διάρκεια των πρώτων φάσεων της γεωργικής επανάστασης στην Αγγλία η παραγωγικότητα αυξήθηκε 100%. Οι αβεβαιότητες για την βιοµηχανία και τους κλάδους της φαίνεται ότι ήταν πράγµατι πολλές, παρατηρείται όµως ότι η τεχνολογία στη βιοµηχανία γύρω στα 1700 ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα µε το τέλος του µεσαίωνα. Οσον αφορά τον πληθυσµό παρατηρείται µια αύξηση µεταξύ των δύο αιώνων που εξετάζουµε της τάξης του 32-40%, δηλαδή µε 0,13 και 0,17% µέση ετήσια αύξηση. Ακόµα πρέπει να σηµειωθεί ότι στο δέκατο έκτο αιώνα και σ'ένα κοµµάτι του δεκάτου εβδόµου συντελέστηκε µία νέα ώθηση του αστικού πληθυσµού της Ευρώπης η οποία σύµφωνα µε τον Bairoch οφείλεται στην ευρωπαϊκή επέκταση. "Ηδη από το 1600, η Ευρώπη, χωρίς τη Ρωσία, απαριθµούσε 110-130 πόλεις µε περισσότερους από 20.000 κατοίκους, περίπου δηλαδή 25-30% περισσότερους από το 1300, και κυρίως 10-12 πόλεις µε περισσότερους από 100.000 κατοίκους δηλαδή δύο φορές περισσότερες από το 1300. Αλλά µεγαλύτερες διαφορές εµφανίζονται, αν εξετασθεί η χωροταξική κατανοµή των πόλεων. Ο Ατλαντικός πήρε την θέση της Μεσογείου, έτσι η Λισαβόνα που απαριθµούσε 15.000 κατοίκους γύρω στα 1200, το 1600 συγκαταλέγεται πλέον µεταξύ των 11-12 µεγαλύτερων ευρωπαϊκών πόλεων, µε πληθυσµό 110.000 κατοίκους. Από τον κανόνα βέβαια δεν λείπουν και οι εξαιρέσεις, όπως η περίπτωση της πόλης Μπρυζ που παρ'όλο ότι ήταν λιµάνι του Ατλαντικού παρουσίασε κάµψη του πληθυσµού της µεταξύ 1400 και 1600. Γεγονός που αποδεικνύει ότι η δηµογραφική ανάπτυξη κάθε πόλης ήταν συνάρτηση και των ιδιαίτερων πολιτικών, οικονοµικών αλλά και άλλων συνθηκών που επικρατούν σ'αυτήν. Η µετατόπιση προς τον Βορρά σύµφωνα µε τον Braudel τοποθετείται γύρω στα 1600". Αυτός ο οποίος ζηµιώθηκε περισσότερο ήταν η Ιταλία, που ενώ το 1300 κατείχε πάνω από το ένα τέταρτο των µεγάλων πόλεων, το 1700 κατείχε µόνο το ένα έβδοµο από αυτές. Γενικά ο δείκτης αστικοποίησης δεν αυξήθηκε θεαµατικά και αυτό γιατί ο αστικός πληθυσµός αυξήθηκε ταυτόχρονα µε τον συνολικό πληθυσµό. Σύµφωνα µε τον P. Bairoch ο αστικός πληθυσµός που αντιπροσώπευε το 10-12% του συνολικού πληθυσµού το 1500, το 1600 αντιπροσωπεύει το 10-13% και το 1700 το 11-14%, µε αρκετά µεγάλες διαφοροποιήσεις κατά περιοχές. Σύµφωνα µε τον Cipolla οι δηµογραφικές συνέπειες της ευρωπαϊκής εξάπλωσης (όσον αφορά το σύνολο του ευρωπαϊκού πληθυσµού) ήταν αµελητέες. Η πρόσβαση στα νέα µέρη ήταν δύσκολη, οι συνθήκες καθόλου ιδανικές, µε αποτέλεσµα όσοι κατάφερναν να φθάσουν στον προορισµό τους να επιστρέψουν στον ευρωπαϊκό χώρο το ταχύτερο δυνατό. Οσον αφορά τις πολιτικές συνέπειες, "στο επίπεδο οργάνωσης και ενίσχυσης της κεντρικής εξουσίας στις ευρωπαϊκές χώρες, που είχαν βέβαια άµεσες επιπτώσεις στους

µηχανισµούς εξουσίας στους χώρους όπου εξαπλώνονταν, στηρίζονται απευθείας στα οικονοµικά δεδοµένα που σε κάθε στιγµή προέκυπταν από τις εφευρέσεις και από την ενίσχυση του εµπορικού καπιταλισµού". Αλλά και οι τεχνολογικές επιπτώσεις παρά την τεχνική µορφή τους σε τελευταία ανάλυση είχαν οικονοµικές επιπτώσεις. Η ανακάλυψη του τεχνικού χρονόµετρου όπως αναφέρει ο ίδιος σήµανε την απαρχή νέων εξελίξεων στη βιοµηχανία κατασκευής ωρολογίων. Η σύλληψη και κατασκευή των πυροβόλων των πλοίων είχε επιπτώσεις στη µεταλλουργική βιοµηχανία, οι καινοτοµίες που σηµειώθηκαν στον τοµέα της επιχειρηµατικής πρακτικής επέφεραν αλλαγές στη ναυπηγική βιοµηχανία κ.λ.π.". Οι υπερπόντιες κατακτήσεις όµως µετέβαλαν τις κοινωνικές ιδεολογίες ασκήθηκαν επιρροές που διαµόρφωσαν τον ανθρώπινο παράγοντα. Σύµφωνα και πάλι µε τον Cipolla "το εξωτερικό εµπόριο απετέλεσε στην πράξη µία σηµαντική σχολή εξάσκησης του επιχειρηµατικού πνεύµατος - όχι µόνο για εκείνους, όπως τον κυβερνήτη του σκάφους, τον επόπτη του φορτίου της εταιρείας και τους εµπόρους που έπαιρναν µέρος στα µακρινά ταξίδια, αλλά για τους εµπόρους, τους πράκτορες των ασφαλιστικών εταιρειών, τους ναυπηγούς, τους επανεξαγωγείς, τους εφοδιαστές, όλους εν γένει τους υπαλλήλους των εταιρειών, που αν και παρέµεναν στην Ευρώπη συµµετείχαν στις διαδικασίες του εξωτερικού εµπορίου µε διαφορετικές ιδιότητες και σε διαφορετικό βαθµό. Ηταν επίσης σηµαντική σχολή για τους αποταµιευτές που µάθαιναν το πώς να επενδύουν τις οικονοµίες τους στις εµπορικές εταιρείες ή ακόµα και στον αβέβαιο τοµέα της ναυτασφάλισης. Μια από τις σηµαντικότερες συνέπειες της ανάπτυξης της εµπορικής δραστηριότητας κατά τον 16ο και 17ο αιώνα αποτέλεσε η ασυνήθιστη συσσώρευση πλούτου που σηµειώθηκε σε µερικές ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά µια ακόµα σηµαντικότερη συνέπεια ήταν η συσσώρευση ενός πολυτίµου και πλούσιου "ανθρώπινου κεφαλαίου" δηλαδή ατόµων προικισµένων µε ισχυρές βάσεις επιχειρηµατικής εντιµότητας, µε ικανότητες θαρραλέας αντιµετώπισης των επιχειρηµατικών κινδύνων και µε κοσµοπολίτικες πλατιές αντιλήψεις. Οι διαπιστώσεις αυτές µας ωθούν σε µια πιο προσεκτική εξέταση των πολιτισµικών εξελίξεων της περιόδου εκείνης". 4. Η Μεσαιωνική και Αναγεννησιακή πόλη - Η επανάσταση των πόλεων του

ενδέκατου και δωδέκατου αιώνα Ενα νέο στοιχείο που µετέβαλε την ροή της ιστορίας ήταν η εµφάνιση των πόλεων µεταξύ του δέκατου και δέκατου τρίτου αιώνα. Η πληθυσµιακή ανάπτυξη των πόλεων δεν οφειλόταν στη διαφορά µεταξύ γεννητικότητας και θνησιµότητας (αφού η γενική άποψη είναι ότι στην προβιοµηχανική Ευρώπη συνήθως οι πόλεις χαρακτηρίζονταν από αρνητική δηµογραφική ισορροπία), αλλά στη µετανάστευση του αγροτικού πληθυσµού στον αστικό χώρο. Σύµφωνα µε τον Cipolla "δύο υπήρξαν οι λόγοι του µεταναστευτικού ρεύµατος : οι δυνάµεις απώθησης και οι δυνάµεις έλξης, λόγοι που δεν ήταν αναγκαστικά εναλλακτικοί". Η εξήγηση που δίνει ο ίδιος ο ιστορικός είναι ότι παρόλο ότι υπήρχε βελτίωση των οικονοµικών συνθηκών στον αγροτικό ευρωπαϊκό χώρο, εν τούτοις η άρχουσα τάξη που ήδη υπήρχε, διατηρούσε τη θέση της, µε αποτέλεσµα η ζωή του αγροτικού πληθυσµού να παραµένει αµετάβλητη. Ετσι η πόλη θεωρήθηκε ως ο τόπος στον οποίο οποιοσδήποτε είχε τη δυνατότητα να αναζητήσει την τύχη του και να ανέλθει στη σκάλα της κοινωνικής ιεραρχίας, αφού εκεί οι υπάρχοντες θεσµοί του παρελθόντος ήταν ανίσχυροι. "Για τους Ευρωπαίους από τον 11ο έως και τον 13ο αιώνα η πόλη ήταν ότι η Αµερική για τους Ευρωπαίους τον 19ο αιώνα. Ενώ αντίστοιχα η σχέση µεταξύ πόλεων και των κτήσεών τους τον 13ο και 14ο αιώνα προσοµοιάζει περισσότερο µε αυτή που υπήρχε ανάµεσα στα ευρωπαϊκά κράτη του 19ου αιώνα και τις κτήσεις τους, παρά µε την σχέση που υφίσταται µεταξύ της πρωτεύουσας µιας περιφέρειας και της ίδιας της περιφέρειας στην εποχή µας". Οι πόλεις της Μεσαιωνικής και Αναγεννησιακής Ευρώπης διέφεραν τόσο από τις πόλεις

της αρχαιότητας και του Βυζαντίου όσο και από τις πόλεις της Ανατολής. Σύµφωνα µε τον Cipolla, η διαφορά των Μεσαιωνικών και Αναγεννησιακών ευρωπαϊκών πόλεων µε πόλεις άλλων περιοχών, ή άλλων χρονικών περιόδων ήταν ότι σ'αυτές οι ελεύθεροι επαγγελµατίες, τεχνίτες και έµποροι είχαν τη δυνατότητα να ανέλθουν κοινωνικά. Η µεσαιωνική πόλη είχε τη δική της οντότητα, "ήταν ένας ιδιαίτερος οργανισµός µε συνείδηση της ζηλευτής οικονοµίας του και της διαφοροποίησής του από τη γειτονική ύπαιθρο: δηλαδή, υπήρχε ανταγωνισµός µεταξύ πόλης και υπαίθρου και σαφής διαχω-ρισµός µεταξύ τους. Εκτός από τα φυσικά - γεωγραφικά όρια, που τα καθόριζαν τα τείχη, η τάφρος και οι πύλες, υπήρχαν νοµικά όρια και πολιτισµικές αντιθέσεις, µε αποτέ-λεσµα η µεσαιωνική πόλη να θεωρείται η έκφραση µιας πολιτισµικής επανάστασης". Ο Merrington, στηριζόµενος σε µελέτες συγχρόνων ιστορικών, αναφέρει ότι η διαφορά µεταξύ ευρωπαϊκής πόλης και ανατολικής είναι, ότι στην Ευρώπη, στον αστικό χώρο υπήρχε η δυνατότητα ανεξάρτητης ανάπτυξης του κεφαλαίου, του εµπορίου κ.λ.π. Αντίθετα µε την "ανατολική πόλη, η οποία ήταν διαρκώς προσκολληµένη στις σχέσεις της µε τις τύχες της αυτοκρατορικής εξουσίας και στην οποία δεν υπήρχε τεµαχισµός της πολιτικής εξουσίας παρά µόνο σε περιόδους αναρχίας. Στην Κίνα "ο αέρας της πόλης" δεν επέτρεπε σε κανέναν να αισθάνεται ελεύθερος. Τα τείχη της πόλης δεν προσδιόριζαν τα όρια της δικής της, αυτόνοµης δικαιοδοσίας απέναντι στην ύπαιθρο, όπως στην περίπτωση της Ευρώπης, αλλά την εξωτερική στρατιωτικοδιοικητική αµυντική γραµµή µιας ανώτερης αρχής - συλλέκτη φόρου υποτελείας -, που στην µορφολογία της πόλης εκφραζόταν από την ξεχωριστή, οχυρωµένη "µέσα πόλη", που ήταν το καταφύγιο των φορέων της κρατικής εξουσίας. Η πόλη δεν είχε κοινωνική αυτονοµία : η κοινωνική της δοµή, βασισµένη στα γένη, τις πατριές και τις θρησκευτικές αιρέσεις ήταν προέκταση της αντίστοιχης κοινωνικής δοµής της υπαίθρου". Η ανάπτυξη της αστικής τάξης επηρέασε και την οικονοµία στις πόλεις της Μεσαιωνικής Ευρώπης. Πρώτα γιατί δηµιουργήθηκαν νέες επιθυµίες και κατά συνέπεια µεταβλήθηκε η δοµή της ενεργούς ζήτησης και κατά δεύτερο λόγο επειδή αναπτύχθηκε ενότητα και συνεργασία µεταξύ των κατοίκων των πόλεων για την αντιµετώπιση των εξωτερικών κινδύνων. Σε αντίθεση µε τον φεουδαρχικό κόσµο, όπου επικρατούσε µια "κάθετη ιεραρχική δοµή στις πόλεις αναπτύχθηκε µια οριζόντια διάταξη που βασιζόταν στην επί ίσοις όροις συνεργασία..." Αποτέλεσµα αυτής της οριζόντιας δοµής στην ιεραρχία, ήταν η δηµιουργία νέων θεσµών που αντανακλούσαν νέες νοοτροπίες και ιδανικά. Οι νέοι θεσµοί που αναπτύχθηκαν στην Μεσαιωνική πόλη ήταν η Κοινότητα (commune), δηλαδή "η ενοριακή συνένωση όλων των πολιτών", η συντεχνία, η αδελφότητα και το Πανεπιστήµιο. Κατ'αυτόν τον τρόπο, καταλήγει ο Cipolla, "η πόλη ανεξάρτητα από το αν αναπτύχθηκε από κάποιο portus που βρισκόταν δίπλα σε ένα φεουδαρχικό κάστρο, ή από το αν αναδύθηκε πάνω στα θεµέλια των ρωµαϊκών οικισµών, αποτελούσε στην ουσία ένα καινούριο φαινόµενο : ήταν ο πυρήνας µιας νέας κοινωνίας που δηµιούργησε νέες κοινωνικές δοµές, ανακάλυψε εκ νέου το κράτος και ανέπτυξε ένα καινούριο σύνολο πολιτισµικών αξιών και µια νέα κοινωνική οργάνωση. Οι αξίες, οι προσωπικές κοινωνικές σχέσεις, οι µορφές διοίκησης, η εκπαίδευση, η παραγωγή και η ανταλλαγή υποβλήθηκαν σε δραστικούς µετασχηµατισµούς. Η επανάσταση των πόλεων του 11ου και 12ου αιώνα αποτέλεσε το προοίµιο και δηµιούργησε τις προϋποθέσεις της βιοµηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα". Σύµφωνα µε τον Bairoch µια άλλη κοινωνική λειτουργία της πόλης του Μεσαίωνα, πέρα από την εκπαίδευση ήταν ότι αυτή πολλές φορές αποτελούσε "κέντρο εκµάθησης της δηµοκρατίας". Ενας πολύ µεγάλος αριθµός πόλεων είχε πραγµατική αυτονοµία. Αυτές οι πόλεις έγιναν πραγµατικά ελεύθεροι κόσµοι στους οποίους εγκαταστάθηκαν κυβερνήσεις σχετικώς δηµοκρατικές. Κυρίως αν συγκρίνουµε τις πόλεις µε την αγροτική κοινωνία, όπου κυριαρχούσε η δουλειά και ο φεουδαλισµός. Βασική παρατήρηση είναι, σύµφωνα µε

τον ίδιο ιστορικό, ότι σηµαντικό ρόλο για τα κινήµατα ανεξαρτησίας των πόλεων, έπαιξαν οι συντεχνίες όπως άλλωστε έπαιζαν και για την οικονοµική ζωή των πόλεων. Το συντεχνιακό σύστηµα όµως είχε και αρνητικές συνέπειες για την οικονοµία µερικών πόλεων, λόγω της ακαµψίας του, εν τούτοις µέσω της προώθησης της ανεξαρτησίας των πόλεων βοηθούσε έµµεσα στην άσκηση ανεξάρτητης οικονοµικής πολιτικής. 5. Υποδείγµατα πόλεων στη Μεσαιωνική Ευρώπη 5.1. Από το οχυρωµένο φρούριο στην κωµόπολη (Bourg), από την κωµόπολη στο

"προάστιο" ή νέα κωµόπολη, από το προάστιο στην εµποροπανήγυρη κ.λ.π. Σύµφωνα µε τον P. Bairoch, τον 14ο αιώνα οι 1400-1500 πόλεις που µπορούν να απαριθµηθούν στην Ευρώπη, διαφέρουν τόσο από άποψη µεγέθους όσο και λειτουργιών, γεγονός που οφείλεται στην προοδευτική και µε χαµηλούς ρυθµούς ανάπτυξή τους. Η περιγραφή του Pirenne δίνει µια πλήρη εικόνα της εποχής. "Η ∆υτική Ευρώπη" εκείνη την περίοδο (στις αρχές του 10ου αιώνα) ήταν γεµάτη κάστρα τα οποία είχαν δηµιουργήσει οι πρίγκιπες - φεουδάρχες µε σκοπό τη χρησιµοποίησή τους ως καταφύγιο για τους άνδρες τους. Αυτά τα φρούρια, ή για να χρησιµοποιήσουµε τον όρο που τα χαρακτηρίζει συχνά, αυτές οι κωµοπόλεις, αποτελούνταν συνήθως από έναν χωµάτινο ή λίθινο προµαχώνα που ήταν περικυκλωµένος από ένα αυλάκι και η έξοδος γινόταν από πόρτες. Οι χωριάτες των περιχώρων είχαν επιταχθεί για την οικοδόµηση και τη συντήρησή του. Στο εσωτερικό µια φρουρά ιπποτών ήταν µόνιµα εγκατεστηµένη. Ενας πύργος οχυρό, χρησίµευε ως κατοικία του τοπικού άρχοντα. Μια εκκλησία στέγαζε τους κληρικούς, που φρόντιζαν για την κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών της κοινότητας. Τέλος, οχυρώνες ή αποθήκες σίτου, φιλοξενούσαν τον σπόρο, τα καπνιστά κρέατα και τους ενιαύσιους φόρους κάθε είδους, που αντλούσαν από τις κυρίαρχες αγροτικές τάξεις και που εξασφάλιζαν την διατροφή της φρουράς και των ατόµων που σε περίπτωση κινδύνου συσσωρεύονταν στο εσωτερικό των οχυρωµάτων µαζί µε τα ζώα τους. Ετσι η λαϊκή κωµόπολη, όπως άλλωστε και η εκκλησιαστική κοινότητα επιβίωναν χάρη στη γη. ∆εν είχαν καµία δική τους οικονοµική λειτουργία. Αντιστοιχούσαν και η µία και η άλλη στον αγροτικό πολιτισµό. ∆εν αντιτίθενται σ'αυτό, αντίθετα θα µπορούσαµε να πούµε ότι τον προστατεύουν... Αλλά η εκ νέου ανάπτυξη του εµπορίου δεν άργησε να µεταβάλλει τον χαρακτήρα τους. Παρατηρούµε τα πρώτα συµπτώµατα των ενεργειών του κατά τη διάρκεια του δευτέρου µισού του δεκάτου αιώνα. Η ύπαρξη πλανόδιων εµπόρων, και κάθε µορφής αβεβαιότητα στην οποία υπόκεινταν, µία εποχή όπου η λεηλασία ήταν ένας από τους τρόπους µε τους οποίους επιβίωνε η µικρή αριστοκρατία του έκανε να ψάξουν και πάλι εξ αρχής να προφυλαχθούν µε οχυρωµένα τείχη που κλιµακώνονταν κατά µήκος των ποταµών ή των φυσικών οδών τις οποίες διάβαιναν. Κατά τη διάρκεια του θέρους τους χρησίµευαν ως τόποι σταθµεύσεως και κατά τη διάρκεια της χειµερινής περιόδου ως χειµαδιό... Σύντοµα, ο χώρος τον οποίο οι πόλεις και κωµοπόλεις προσέφεραν στους νεοφερ-µένους, που όλο και πλήθαιναν και καταλάµβαναν µεγαλύτερο χώρο, δεδοµένου ότι η κυκλοφορία γινόταν όλο και περισσότερο έντονη, δεν έφθανε πλέον για να καλύψει τις ανάγκες. Οι έµποροι αναγκάστηκαν να υπερβούν τα όρια της παλαιάς κωµόπολης και να δηµιουργήσουν δίπλα σ'αυτήν µια νέα κωµόπολη και για να χρησιµοποιήσουµε τη λέξη που το σκιαγραφεί µε ακρίβεια ένα "προάστιο" (faubourg), δηλαδή µια κωµόπολη εκτός. Ετσι δίπλα στις εκκλησιαστικές πόλεις ή τα φεουδαλικά οχυρά, δηµιουργήθηκαν συγκεντρώσεις εµπόρων στις οποίες οι κάτοικοι ζούσαν µε τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ζούσαν οι κάτοικοι της εσωτερικής πόλης. Σύµφωνα µε τον P. Bairoch αυτές οι νέες πόλεις αποτελούν το αρχέτυπο των δυναµικών εµπορικών πόλεων της δύσης και των παραγκο-πόλεων (bidonvilles) του τρίτου κόσµου. Χαρακτηριστική είναι και η περιγραφή του Le Goff στην οποία αναφέρει και ο Bairoch : "Η πόλη είναι κατ'αρχήν µια εύπορη κοινωνία συγκεντρωµένη σε έναν µικρό χώρο στο

µέσο µεγάλων εκτάσεων που είναι αραιοκατοικηµένες. Στη συνέχεια ένας τόπος παραγωγής και ανταλλαγών όπου διαπλέκονται η βιοτεχνία και το εµπόριο που τροφοδοτούνται από µία χρηµατική οικονοµία. Είναι ακόµα το κέντρο ενός περίεργου συστήµατος αξιών, απ'όπου προβάλλουν τη δηµιουργική πρακτική της εργασίας, η προτίµηση για τις διαπραγµατεύσεις και το χρήµα, η ροπή προς την πολυτέλεια, η έννοια της οµορφιάς. Είναι ακόµα ένα σύστηµα οργάνωσης ενός χώρου περιφραγµένου µε τείχη όπου εισερχόµαστε από πύλες, που οδεύεται από δρόµους και πλατείες, και που είναι γεµάτος πύργους". Στη συνέχεια θα προσπαθήσουµε να κατατάξουµε τις πόλεις ανάλογα µε τις βασικές τους οικονοµικές λειτουργίες, σύµφωνα µε την ταξινόµηση του Bairoch η οποία ισχύει για τις ευρωπαϊκές πόλεις τον τελευταίο ενάµισι αιώνα του Μεσαίωνα και τα πρώτα χρόνια της Αναγέννησης. 5.2. Μικρές πόλεις µε τοπικές λειτουργίες Οι µικρές πόλεις αυτές είχαν 2000-4000 µε 6000 κατοίκους που ασχολούνταν κυρίως µε τοπικές υποθέσεις. Αποτελούσαν έδρες µιας ή περισσότερων εκκλησιών, διέθεταν αγορά και φιλοξενούσαν και ένα µέρος της βιοτεχνίας που προοριζόταν για την κατανάλωση των γύρω χωρικών. Ακόµα υπήρχαν τα πανδοχεία, τα κουρεία και τα φαρµακεία. Το 60% των πόλεων ανήκε σ'αυτήν την κατηγορία χωρίς αυτό να αποκλείει, όπως παρατηρεί ο ίδιος ιστορικός, πόλεις µε αριθµό κατοίκων 3-4000 να εντάσσονται σε κάποια άλλη κατηγορία. Είναι η περίπτωση µερικών πόλεων, που αποτελούσαν έδρες διεθνών εκθέσεων αλλά µε πολύ µικρό µέγεθος. Ως παράδειγµα αναφέρεται η Γενεύη που γύρω στα 1300 είχε 4000 κατοίκους, εν τούτοις εκεί ήδη υπήρχε διεθνής εµποροπανήγυρης. 5.3. Περιφερειακά κέντρα ή περιφερειακές πόλεις Η κατηγορία αυτή αφορά γενικώς πόλεις µε µεγαλύτερο µέγεθος από τις µικρές πόλεις µε τις τοπικές λειτουργίες. Οι λειτουργίες τους είναι περισσότερες και πιο εξειδικευµένες, χωρίς φυσικά να λείπουν και οι λειτουργίες που εµφανίζονται στις µικρές πόλεις. Ο αριθµός των κατοίκων των πόλεων της κατηγορίας αυτής είναι 4-6000 ή 8-12.000 άτοµα και στην κατηγορία αυτή εντάσσονται περίπου 300-330 πόλεις. Λόγω του µεγέθους τους επιτρέπουν την άσκηση επαγγελµάτων καθαρά "αστικών". ∆ηλαδή επαγγελµάτων που απορρέουν από τη ζωή στην πόλη. Ως τέτοια επαγγέλµατα του Μεσαίωνα θεωρούµε αυτά τα οποία απορρέουν από τη διοίκηση, την αστυνόµευση, τον καθαρισµό των δρόµων και πολλές φορές την κατασκευή και συντήρηση των τειχών. Πέραν αυτών όµως των αστικών επαγγελµάτων, στην πόλη ασκούνταν εµπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Με τη διαφορά ότι οι πρώτες αφορούσαν κυρίως την αναδιανοµή από τους εµπόρους προϊόντων τα οποία δεν παράγονταν τοπικώς ενώ τα βιοτεχνικά προϊόντα που παράγονταν σ'αυτές ήταν περισσότερο εκλεπτυσµένα και εξειδικευµένα από αυτά που παράγονταν στις βιοτεχνίες των µικρών πόλεων. Ακόµα στις πόλεις αυτές ζούσαν έµποροι οι οποίοι έκαναν εξαγωγή του γεωργικού πλεονάσµατος σε άλλες πόλεις ή στο εξωτερικό. Τέλος εκεί κατοικούσαν οι διοικητικοί υπάλληλοι που ήταν αρµόδιοι για την περισυλλογή των φόρων. Οσον αφορά τον θρησκευτικό χώρο, εκεί διέµεναν επίσκοποι που συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη των πόλεων, αυτού κυρίως του µεγέθους. Μια επισκοπή συνεπάγονταν άµεσες και έµµεσες επαγγελµατικές δραστηριότητες. Μια λειτουργία των πόλεων δηλαδή ήταν η εκπαίδευση, που αφορούσε µια από τις προηγούµενες δραστηριότητες του κλήρου. Γενικώς η εκπαίδευση δεν αφορούσε την Πανεπιστηµιακή µόρφωση των κατοίκων της πόλης αλλά την στοιχειώδη εκπαίδευση και πολλές φορές τα πρώτα έτη της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης. Συνήθως τα Πανεπιστήµια βρίσκονταν σε πόλεις µεγαλύτερου µεγέθους, οι οποίες διέθεταν και περισσότερα έργα υποδοµής. Το υψηλό εισόδηµα µεγάλης µερίδας του πληθυσµού σ'αυτές, οδηγούσε στην διόγκωση

της τάξης του βοηθητικού - οικιακού προσωπικού, γεγονός που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των παραδοσιακών οικονοµιών (20% του ενεργού πληθυσµού και περίπου 50% του ενεργού γυναικείου πληθυσµού) που διατηρήθηκε µέχρι την πρώτη φάση της βιοµηχανικής επανάστασης. Αν εξετασθεί η προέλευση του βοηθητικού προσωπικού των πόλεων αυτών, θα παρατηρήσουµε ότι αυτό αποτελούσε ένα µέρος του µεταναστευτικού ρεύµατος από την ύπαιθρο στην πόλη η οποία τροφοδοτούνταν όχι µόνο µε τρόφιµα αλλά και µε εργατικό δυναµικό. Οι υπηρέτες και οι ανειδίκευτοι εργάτες ως κοινωνικοεπαγγελµατικές κατηγορίες, συγχέονταν γεγονός που φαίνεται µέσα από τις απογραφές του δεκάτου ενάτου αιώνα. 5.4. Μεγάλες πόλεις Οι µεγάλες πόλεις, σύµφωνα µε το κριτήριο της εποχής, ήταν αυτές που απαριθµούσαν γενικώς περισσότερους από 8-12.000 κατοίκους και ήταν περίπου 210. Αυτές µπορούν να χωριστούν σε τρεις ξεχωριστές οµάδες, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι η ταξινόµηση δεν υπόκειται σε υποκειµενικά στοιχεία και ότι κάποια από αυτές δεν µπορεί να εµπίπτει ταυτόχρονα σε πολλές κατηγορίες. Σύµφωνα µε τον P. Bairoch η ταξινόµηση των µεγάλων πόλεων είναι : Ι) Εµπορικές πόλεις µε την αµιγή έννοια του όρου, δηλαδή αυτές στις οποίες το

διεθνές εµπόριο έπαιζε αποφασιστικό ρόλο. ΙΙ) Βιοµηχανικές πόλεις ή Βιοτεχνικές πόλεις, δηλαδή αυτές που σε µεγάλη κλίµακα

έκαναν εξαγωγές "βιοµηχανικών" προϊόντων. ΙΙΙ) ∆ιοικητικές πόλεις, δηλαδή είτε πρωτεύουσες κρατών είτε πρωτεύουσες περιοχών. Ι) Εµπορικές πόλεις Στις εµπορικές πόλεις κατατάσσονται όλες οι πόλεις - κράτη της Ιταλίας στις οποίες το διεθνές εµπόριο έπαιξε σηµαντικό ρόλο. Σύµφωνα µε τον P. Bairoch, "αυτές οι Ιταλικές πόλεις - όπως πριν από αυτές οι Φοινικικές πόλεις και µετά από αυτές οι Ολλανδικές - έπαιξαν κυρίως τον ρόλο του µεσάζοντα µεταξύ ανατολής και δύσης". ∆ηλαδή η εισαγωγή µπαχαρικών, χρωµάτων, µετάξης κ.λ.π. από περιοχές της Εγγύς Ανατολής δεν προορίζονταν να καλύψουν µόνο την ζήτηση των Ιταλικών πόλεων, αλλά και τις ανάγκες ενός µεγάλου τµήµατος της Ευρώπης. Παράλληλα και οι εξαγωγές προϊόντων προς την εγγύς Ανατολή δεν αφορούσαν προϊόντα της Ιταλικής παραγωγής σε αποκλειστικότητα, αλλά προϊόντα Ευρωπαϊκής προέλευσης γενικά. Εκείνη την περίοδο δηµιουργήθηκε άλλο ένα εµπορικό κέντρο που συνδέεται άµεσα µε την προαναφερθείσα µορφή των "εµπορικών ναυτικών πόλεων", η Χανσεατική ένωση, η οποία δηµιουργήθηκε το 1241 µεταξύ Lubeck και Αµβούργου για την προστασία του περάσµατος µεταξύ Βαλτικής και Βόρειας Θάλασσας. Στις είκοσι περίπου µεγάλες γερµανικές πόλεις, που απάρτιζαν την ένωση οι δύο πρωτεργάτιδες πόλεις διατηρούσαν τα πρωτεία. Στις πόλεις αυτές συγκεντρώσουν την ξυλεία που ήταν απαραίτητη για την εκεί κατασκευή των νέων πλοίων. Εκτός από αυτούς τους δύο "ναυτικούς πόλους" υπήρχαν και αποµονωµένες ναυτικές πόλεις στην Αγγλία, Γαλλία και Ισπανία που έπαιζαν τον ίδιο ρόλο π.χ. η Μασσαλία, το Μοµπελιέ, το Μπρίστολ κ.λ.π. Ακόµα πρέπει να προστεθούν στις "εµπορικές ναυτικές πόλεις" και τα λιµάνια µεγάλων περιφερειών που χρησίµευαν ως λιµάνι για την έξοδο του περιφερειακού πλεονάσµατος. Ως τελευταία κατηγορία των εµπορικών πόλεων µπορούν να θεωρηθούν οι εµπορικές πόλεις που δεν ήταν παράλιες αλλά βρίσκονταν στο εσωτερικό και συνέβαλαν στην ανάπτυξη του εµπορίου µεταξύ βόρειας και νότιας Ευρώπης, όπως για παράδειγµα η Γενεύη και η Λυών. Τέλος πρέπει να σηµειωθεί ότι εκτός από την άντληση εισοδηµάτων µέσω του ενδοευρωπαϊκού εµπορίου, οι πόλεις αυτές χρησίµευαν και ως σταθµοί για το εξωτερικό εµπόριο. ΙΙ) Βιοµηχανικές πόλεις

Ως βιοµηχανικές πόλεις την προβιοµηχανική εποχή θεωρούνται σύµφωνα µε τον P. Bairoch αυτές στις οποίες η βιοµηχανική παραγωγή τους προοριζόταν κυρίως για την εξαγωγή σε περιοχές πέρα από την παραδοσιακή σφαίρα προσέλκυσής τους. ∆ηλαδή σύµφωνα µε την τεχνική ορολογία, ως βιοµηχανικές µπορούν να θεωρηθούν οι πόλεις, στις οποίες οι θεµελιώδεις λειτουργίες υπερέχουν έναντι των άλλων λειτουργιών και αφορούν κυρίως την βιοτεχνία. Σύµφωνα µε τον ίδιο ιστορικό οι θεµελιώδεις λειτουργίες ορίζονται ως αυτές που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες µε προορισµό την εξαγωγή τους από την πόλη, σε αντίθεση µε τις µη θεµελιώδεις λειτουργίες που έχουν ως σκοπό την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για εσωτερική κατανάλωση. Αντιπροσωπευτικές πόλεις αυτής της κατηγορίας είναι οι Φλαµανδικές πόλεις Υπρ και Γάνδη καθώς και η πόλη Μπρυζ η οποία διέθετε µεγάλη υφαντουργική παραγωγή. Χαρακτηριστικό ήταν ότι η πόλη αυτή εισήγαγε πρώτες ύλες και επανεξήγαγε έτοιµα βιοµηχανικά προϊόντα. ΙΙΙ) ∆ιοικητικές πόλεις Στην κατηγορία των πόλεων αυτών εντάσσονται αρχικώς οι µεγάλες πρωτεύουσες της Μεσαιωνικής Ευρώπης, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο κ.α. που αναπτύχθηκαν κυρίως γιατί αποτελούσαν κέντρα της Βασιλικής αυλής. Στην ανάλυση αυτών των πρωτευουσών πόλεων των διαφόρων "κέντρων περιφερειακής διοίκησης" πρέπει να λαµβάνεται υπόψη και ο ρόλος που έπαιζε η φρουρά, στην οποία πολλές πόλεις οφείλουν την δηµιουργία τους, όχι µόνο κατά τη διάρκεια της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. 6. Οι Ευρωπαϊκές πόλεις µεταξύ δέκατου έκτου και δέκατου ογδόου αιώνα 6.1. Η ρήξη µε το παρελθόν στις αρχές του 16ου αιώνα Στο διάστηµα µεταξύ 1450 µε 1530 η Ευρώπη υφίσταται βαθιά µεταβολή στις σχέσεις της µε τον υπόλοιπο κόσµο. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι συνέπειες ήταν δύο. Πρώτο, µεταβλήθηκε η δοµή των εµπορικών συναλλαγών και το απόθεµα των πολυτίµων µετάλλων της Ευρώπης και δεύτερο, άλλαξε η τύχη του υπόλοιπου κόσµου, αφού από τότε ευνοήθηκαν τα νέα συστήµατα, που αργότερα θα ήταν υπεύθυνα για τις διαδικασίες υπανάπτυξης ορισµένων περιοχών. Ηδη από το 1420 τα κίνητρα εκµετάλλευσης της Αµερικής και της Αφρικής πληθαίνουν και παράλληλα οι επιπτώσεις των νέων ανακαλύψεων στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες γίνονται καθοριστικές. Σύµφωνα µε τον Bairoch "η ρήξη µε το παρελθόν που έλαβε χώρα τον 16ο αιώνα µαζί µε την νεολιθική επανάσταση, την Ρωµαϊκή αποικιοκρατία, την µαύρη πανώλη και τη βιοµηχανική επανάσταση, αποτελεί ένα από τα 4-5 κοινωνικοοικονοµικά φαινόµενα, µε τη µεγαλύτερη σηµασία για την Ευρωπαϊκή Ιστορία. Οπως είδαµε και σε προηγούµενα κεφάλαια, µια νέα ώθηση της αστικοποίησης παρουσιάζεται τον δέκατο έκτο αιώνα. Εν τούτοις παρ'όλο που ο δείκτης αστικοποίησης δεν αυξάνεται µεταξύ 1500-1700 παρά µόνο από 0,5% σε 1%, ο αριθµός των νέων πόλεων αυξάνεται περίπου 37% και ο αριθµός των κατοίκων αυτών των πόλεων περίπου 55%, δηλαδή αυξάνεται σηµαντικά η "αστική πυκνότητα από την πλευρά του χώρου". 6.2. Οι µεγάλες Ευρωπαϊκές πόλεις Ο Σχηµατισµός των µεγάλων πόλεων της Ευρώπης, σύµφωνα µε τον Bairoch, οφειλόταν στην αύξηση της εξουσίας και των λειτουργιών του Αναγεννησιακού κράτους, καθώς και στην αύξηση του εµπορίου. Για πρώτη φορά µετά την πτώση της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, µεγάλες πόλεις ξεπέρασαν τους 50.000 κατοίκους. Γύρω στα 1500 υπήρχαν τέσσερις πόλεις µε πληθυσµό άνω των 100.000 κατοίκων, το 1700 δέκα και το 1750 δέκα τέσσερις που ήταν είτε λιµάνια είτε πρωτεύουσες, είτε και τα δύο. Ο πληθυσµός των µεγάλων πόλεων το 1500 αντιπροσώπευε το 7% του αστικού

πληθυσµού ενώ το 1700 το 18% του αντίστοιχου πληθυσµού. Σύµφωνα µε τον ίδιο ιστορικό, αυτές οι µεγάλες πόλεις και µάλιστα ένα µικρό ποσοστό µεταξύ αυτών ήταν υπεύθυνες για την αύξηση του αστικού πληθυσµού της Ευρώπης µεταξύ 1500 και 1700. Ετσι η γρήγορη ανάπτυξη 9 πόλεων, όλες πρωτεύουσες, δικαιολογεί το 1/3 της αύξησης του συνολικού αστικού πληθυσµού της Ευρώπης. Το Αµστερνταµ, η Κοπεγχάγη, το Παρίσι, το ∆ουβλίνο, η Λισαβόνα, η Μαδρίτη, η Ρώµη, το Λονδίνο και η Βιέννη, γύρω στα 1500 απαριθµούσαν µισό εκατοµµύριο κατοίκους, ενώ στο τέλος του 1700 περίπου δύο εκατοµµύρια. Το υπόλοιπο τµήµα της ανάπτυξης του πληθυσµού των ευρωπαϊκών πόλεων διαµοιραζόταν άνισα µεταξύ αυτών. Η αύξηση του πληθυσµού των µεγάλων πόλεων (µε αριθµό κατοίκων άνω δηλαδή των 100.000) ήταν γρηγορότερη από αυτή των πόλεων που ανήκαν σε άλλες κατηγορίες τόσο τον δέκατο έκτο όσο και τον δέκατο έβδοµο αιώνα. Αυτό το οποίο πρέπει να αναφερθεί ακόµα είναι ότι οι µεγάλες πόλεις οδηγούσαν σε διαφορετικό τρόπο ζωής από αυτόν που συνεπάγονταν οι µικρές, αφού οι τελευταίες είχαν στενότερες επαφές µε την ζωή στην ύπαιθρο. Στην περίπτωση των µεγάλων πόλεων η αντίθεση πόλης - υπαίθρου ήταν πολύ πιο έκδηλη. Σύµφωνα µε τον Merrington "γενικά η ύπαρξη πόλεων παραπέµπει οπωσδήποτε σε κάποια µορφή διαφοροποίησης µεταξύ πόλης και υπαίθρου : η απόσπαση τροφίµων και ανθρώπινης εργασίας από την ύπαιθρο εµπεριέχεται στον ίδιο τον ορισµό της πόλης. Προηγουµένως όµως η αγροτική οικονοµία ήταν εκείνη που καθόριζε τα ιστορικά όρια στην ανάπτυξη των πόλεων, µέχρις ότου η καπιταλιστική αστικοποίηση έσπασε την µαλθουσιανή αυτή εξάρτηση". Χαρακτηριστική είναι και η διαπίστωση του F. Braudel "η πόλη υπάρχει µόνο... σε σχέση µε µια µορφή ζωής υποταγµένη στη δική της. Για να επιζήσει, είναι υποχρεωµένη να κυριαρχεί πάνω σε µια αυτοκρατορία, οσοδήποτε µικρή και αν είναι αυτή". Ετσι από την µεγάλη αντίθεση αυτή και η ύπαιθρος όπως και η πόλη άρχισαν να υφίστανται τις συνέπειες. Σύµφωνα µε τον Bairoch, "όσον αφορά τον αστικό χώρο, είναι φανερό ότι το µεγάλο µέγεθος της πόλης ευνοούσε τις τεχνολογικές ανακαλύψεις, τόσο γιατί υπήρχαν µεγαλύτερες δυνατότητες καταµερισµού των έργων, όσο και γιατί ευνοούσε τη διάδοση των πληροφοριών. Οσον αφορά την ύπαιθρο, µεγάλη πόλη σήµαινε αύξηση της ζήτησης προϊόντων διατροφής και ως εκ τούτου ταυτόχρονη πίεση στην προσφορά και διακίνηση των αγροτικών προϊόντων. Οι µεγάλες πόλεις συνεπάγονται ακόµα και αυξηµένα µεταναστευτικά ρεύµατα". 6.3. Παράγοντες αστικής ανάπτυξης στις προβιοµηχανικές κοινωνίες Το 45% των πόλεων που µεταξύ 1500 και 1700 παρέµειναν στάσιµες ή σµικρύνθηκαν γεωγραφικά ανήκουν στην Ισπανία ή την Ιταλία. Ενώ αντίθετα την µεγαλύτερη ανάπτυξη την παρουσίασαν οι πόλεις της δυτικής Ευρώπης. Οι διαφορές που παρουσιάζονται κατά γεωγραφικές περιοχές µπορούν να ερµηνευθούν σύµφωνα µε τον Bairoch αν µέσα από την ανάλυση των γενικών χαρακτηριστικών των πόλεων αποδεσµευθούν οι επεξηγηµατικοί παράγοντες της αστικής ανάπτυξης. Σύµφωνα µε τον Trigger ένδεκα είναι οι παράγοντες που επιδρούν στην αστική ανάπτυξη των προβιοµηχανικών κοινωνιών : 1) Η αύξηση της προσφοράς ειδών διατροφής, 2) Η αύξηση του πληθυσµού και της αγροτικής ανεργίας, 3) Η εξειδίκευση των βιοµηχανικών δραστηριοτήτων, 4) Η εµπορευµατοποίηση και το εµπόριο, 5) Οι κτηµατίες (που ζουν στην πόλη), 6) Η διοίκηση, 7) Η άµυνα, 8) Η θρησκεία, 9) Οι περιηγήσεις των κατοίκων,

10) Η εκπαίδευση, 11) Οι οικιακές υπηρεσίες. Ο Bairoch προσθέτει ακόµα τρεις παράγοντες : 1) Την ανακάλυψη (ή εξάντληση) των αποθεµάτων των µεταλλευµάτων, 2) Την µεταβολή των πολιτικών συνόρων και τις οικολογικές διαφορές, 3) Τους τυχαίους παράγοντες. Γενικά πάντως, οι πρωτεύουσες που ήταν φαίνεται ότι αναπτύσσονταν γρηγορότερα και στη συνέχεια οι πόλεις λιµάνια παρουσιάζουν µεγαλύτερη ανάπτυξη του πληθυσµού τους. Η ανάπτυξη των τελευταίων φαίνεται αληθής αφού την περίοδο εκείνη η γεωργία ήταν µάλλον στάσιµη και οι ανάγκες διατροφής των πόλεων - λιµένων καλύπτονταν από τις εισαγωγές. Αλλες πόλεις που παρουσίασαν µεγαλύτερη ανάπτυξη τότε, σε σύγκριση µε τις διοικητικές, θρησκευτικές, πανεπιστηµιακές ή στρατιωτικές πόλεις ήταν οι εµπορικές ή βιοµηχανικές. 7. Αστικοποίηση και ανάπτυξη 7.1. Η πόλη ως µέσο µετάδοσης του πολιτισµού ∆εν υπάρχει αµφιβολία, σύµφωνα µε τον Bairoch, ότι οι πόλεις την περίοδο µεταξύ 1000 µε 1500 έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στη µετάδοση των τεχνικών, φιλολογικών, µουσικών, θρησκευτικών και άλλων γνώσεων που µε την γενική του όρου έννοια συνθέτουν ένα πολιτισµό. Τα πρώτα χρόνια την αποκλειστικότητα της µετάδοσης των γνώσεων δεν την είχαν µόνο οι πόλεις, τα κάστρα των ευγενών και κυρίως τα µοναστήρια καταλάµβαναν σηµαντική θέση σ'αυτήν την διαδικασία. Ο Le Goff τοποθετεί στον 12ο αιώνα την αρχή της περιόδου κατά την οποία "οι πόλεις προοδευτικά πήραν τα πρωτεία της διάδοσης από τα µοναστήρια". Οι πόλεις άρχισαν να παραγκωνίζουν τα µοναστήρια από τη στιγµή που η εκπαίδευση σε όλες τις βαθµίδες της άρχισε να εξαπλώνεται σ'αυτές. Η γραφή και η ανάγνωση άρχισε να διαδίδεται µαζικά στον παιδικό πληθυσµό αλλά ταυτόχρονα εβδοµήντα πανεπιστήµια δηµιουργήθηκαν στις ευρωπαϊκές πόλεις µεταξύ 1200-1500. Αυτή η ανοδική πορεία της εκπαίδευσης στις πόλεις είχε, όπως είναι φυσικό, µεγαλύτερες συνέπειες όσον αφορά τον τοµέα της διάδοσης των γνώσεων για τον αστικό παρά για τον αγροτικό περίγυρο. Ακόµα και στο θρησκευτικό επίπεδο, όπως παρατηρεί ο Bairoch, το οποίο λειτουργεί ως ενοποιητικός παράγοντας, είναι αποδεδειγµένο ότι υπήρχαν διαφοροποιήσεις στην εκπαίδευση, ποιοτικές αλλά και ποσοτικές, δεδοµένου ότι οι περισσότεροι και πιο µορφωµένοι κληρικοί δίδασκαν στις πόλεις. Μετά τον δέκατο έκτο αιώνα, οι λειτουργίες των πόλεων εντάθηκαν, ο ρόλος των φεουδαρχών µειώθηκε αλλά αντίστοιχα και ο ρόλος των µοναστηριών διαδοχικά άρχισε να χάνει τη σπουδαιότητά του. Στα 70-73 Πανεπιστήµια που ιδρύθηκαν πριν από το 1500 - και που στην πλειοψηφία τους διατηρούνται ακόµα - προστέθηκαν άλλα 15-17 νέα στην διάρκεια του δέκατου έκτου αιώνα και 14-16 τον επόµενο αιώνα. Το 1700, σύµφωνα πάντα µε τον Bairoch, υπήρχαν στην Ευρώπη (εκτός από τη Ρωσία) 100 Πανεπιστηµιουπόλεις, γεγονός που σηµαίνει ότι το 45% των πόλεων µε πληθυσµό πάνω από 20.000 κατοίκους διέθεταν τουλάχιστον ένα πανεπιστήµιο. Εν τούτοις υπήρχαν και µεγάλες πόλεις που το 1700 δεν διέθεταν πανεπιστήµιο, όπως το Λονδίνο, η Μαδρίτη, οι Βρυξέλλες, το Αµστερνταµ και άλλες. Κατά κανόνα οι πανεπιστηµιουπόλεις ήταν κοντά στις µητροπόλεις τους, όµως υπάρχουν παραδείγµατα µεγάλων και γνωστών πανεπιστηµίων που είχαν την έδρα τους σε µικρές πόλεις όπως το πανεπιστήµιο της Οξφόρδης, της Λουβαίν, του Καίµπριτς, της Ουψάλα κ.α. Χαρακτηριστικό όµως είναι το ότι παρ'όλο που το Πανεπιστήµιο συντελεί στην αστικοποίηση, παρά ταύτα σπάνια το ίδιο αποτελεί πόλο αστικής ανάπτυξης. Τέλος, οι πόλεις και µάλιστα οι εµπορικές πόλεις συνέτειναν στο να διαδοθούν στην Ευρώπη οι πολιτισµοί των χωρών της Ασίας και της προκολοµβιανής Αµερικής. Το 1700

από τις 11 πόλεις που είχαν πληθυσµό πάνω από 100.000 κατοίκους οι 7 ήταν λιµάνια τα οποία είχαν άµεσες σχέσεις µε την Ασία και την Αµερική, ενώ οι υπόλοιπες 4 είχαν επαφή µε αυτές τις πόλεις. Ετσι, καταλήγει ο Bairoch, τον 16ο αιώνα εντάθηκε ο ρόλος των πόλεων "ως πράκτορες του πολιτισµού". Εξ άλλου η Αναγέννηση αυτή καθ'εαυτή είναι ένα φαινόµενο που άµεσα συνδέεται µε τις πόλεις. Εν τούτοις µερικές τεχνικές ανακαλύψεις παρουσιάζουν πιο αµφίβολα αποτελέσµατα, σχετικά µε το που επέδρασαν περισσότερο. Οπως η τυπογραφία που µπορεί να αυξάνει το ρόλο της πόλης σε σχέση µε τα µοναστήρια σχετικά µε την παραγωγή βιβλίων, αλλά η µείωση της τιµής των βιβλίων οδηγεί στη διάδοση των γνώσεων όχι µόνο στον αστικό αλλά και στον αγροτικό χώρο. Αντίστοιχα η αύξηση των δραστηριοτήτων της βιοτεχνίας στον τοµέα της υφαντουργίας δεν ευνοεί µόνο τις πόλεις. Οπως παρατηρεί ο Bairoch, λόγω της ανάγκης χρησιµοποιήσεως του ύδατος στην υφαντουργία την περίοδο που εξετάζουµε, η αγροτική εργασία στον τοµέα της υφαντουργίας γνώρισε µεγάλη ανάπτυξη. Με άλλα λόγια η καπιταλιστική εκβιοµηχάνιση, όπως παρατηρεί ο Τ. Merrington, "δεν προκάλεσε µόνο τη µαζική µεταφορά ανθρώπινων και υλικών πόρων προς τα αστικά κέντρα, αλλά και την κατάκτηση της υπαίθρου, που υποβάλλεται πια σε µια διαδικασία τέλειας "υπαιθροποίησης", ενώ στο παρελθόν αποτελούσε κάθε άλλο παρά αποκλειστικό αγροτικό περιβάλλον". Αυτή η µεταφορά βιοµηχανικών δραστηριοτήτων προς την ύπαιθρο ξεκίνησε πολύ νωρίς σύµφωνα µε τον Barel. "Ηδη από τον 13ο αιώνα, σε µερικές περιοχές, αλλά κυρίως από τον δέκατο τέταρτο και δέκατο πέµπτο αιώνα βλέπουµε στην ∆υτική Ευρώπη µια µετατόπιση µιας σειράς βιοτεχνικών δραστηριοτήτων προς την ύπαιθρο, κυρίως την υφαντουργική βιοµηχανία". Σύµφωνα µε εκτιµήσεις του Braudel, φαίνεται ότι τον 16ο αιώνα ο αριθµός των Ευρωπαίων βιοτεχνών τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη, ήταν περίπου ίδιος. Ο Bairoch θεωρεί φυσική αυτή την ισότητα λέγοντας ότι "πράγµατι σε µια κατάσταση όπου το 90% του συνολικού ενεργού πληθυσµού είναι αγρότες, φθάνει το 6-7% αυτών να απασχολείται µε "βιοµηχανικά επαγγέλµατα", ώστε να υπάρχει ισότητα µεταξύ των απασχολούµενων στη βιοµηχανία της πόλης και της υπαίθρου, αφού στην πόλη η βιοµηχανία απασχολεί µόνο κάποιο 50-60% του ενεργού πληθυσµού της". Αυτή η επίδραση της πόλης στη ζωή, στις παραδοσιακές κοινωνίες έχει να κάνει περισσότερο µε οικονοµικούς παρά µε πολιτισµικούς παράγοντες αν και η οικονοµία αποτελεί ένα αναπόσπαστο τµήµα του πολιτισµού στο σύνολό του, εάν θεωρήσουµε τον πολιτισµό από την υλική του και όχι από την πνευµατική του διάσταση. Γενικά δεν πρέπει να παραβλέπεται η γενικότερη επίδραση της αγροτικής βιοµηχανικής εργασίας γιατί αυτή συνεπάγεται στενότερη και συχνότερη επαφή µε τον αστικό περίγυρο, που µεταβάλλει την πορεία της αγροτικής ζωής, έστω και αν οι συναλλαγές γίνονται συνήθως µέσω εµπόρων ή άλλων προσώπων. Ακόµα δεν πρέπει να παραβλέπεται και η παρουσία των γεωργών που κατοικούσαν στις πόλεις που διέφεραν από τους χωρικούς της υπαίθρου, αφού ο χωρικός των πόλεων ήταν κατά κανόνα "ελεύθερο άτοµο". Αλλά πέρα από τις ελευθερίες υπήρχαν και διαφορές που θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οικονοµικές, ο γεωργός της πόλης απολάµβανε σηµαντικά πλεονεκτήµατα : µικρότερο κόστος µεταφοράς, διευκολύνσεις στην εξεύρεση λιπασµάτων κ.α. 7.2. Πόλη και ανάπτυξη στην Ευρώπη : 1000-1500 µ.Χ. Η ανάπτυξη των πόλεων του δέκατου, ενδέκατου και δωδέκατου αιώνα οφείλεται κυρίως στον τοµέα της γεωργίας. Σύµφωνα µε τον Bairoch : "η αύξηση των αποδόσεων επέτρεψε µεγαλύτερη πυκνότητα του πληθυσµού στον αστικό χώρο, έστω και εάν η παραγωγικότητα παρέµεινε περίπου η ίδια". Η παραγωγικότητα και αποδοτικότητα της γεωργίας είναι δύο τελείως διαφορετικές έννοιες οι οποίες συχνά συγχέονται µεταξύ τους. Επαναλαµβάνουµε

τις διευκρινίσεις τις οποίες έδωσε ο ίδιος ο Bairoch : "ο όρος αποδόσεις (rendements, yield) χρησιµοποιείται µε την αµιγή έννοια του όρου, δηλαδή ως η σχέση µεταξύ παραγωγής και της καλλιεργούµενης επιφάνειας ή του χρησιµοποιούµενου σπόρου". Ως παράδειγµα ο ίδιος αναφέρει : "θα λέγαµε ότι η απόδοση του σίτου στη ∆υτική Ευρώπη από 700-900 χιλιόγραµµα το εκτάριο για την περίοδο 1810-1820, ανέβηκε σε 1200-1300 χιλιόγραµµα το εκτάριο για την περίοδο 1900-1910, ή σύµφωνα µε άλλη έκφραση - και αυτή συνήθως χρησιµοποιείται στις προβιοµηχανικές περιόδους - ότι τον Μεσαίωνα, η απόδοση του σίτου ήταν τέσσερις σπόροι ανά σπόρο που σπείρεται". Οι αποδόσεις λοιπόν των φυσικών πόρων, δηλαδή ο όγκος της παραγωγής ανά µονάδα καλλιεργούµενου εδάφους και πρώτης ύλης, µπορεί και να δοθεί ως λόγος : Απόδοση = Ογκος παραγωγής / καλλιεργούµενη επιφάνεια ή χρησιµοποιούµενο σπόρο. Αντίστοιχα, η παραγωγικότητα σύµφωνα µε τον Bairoch, µετράει το προϊόν που λαµβάνουµε χρησιµοποιώντας µια συγκεκριµένη ποσότητα εργασίας ή κάποιου άλλου συντελεστή της παραγωγής (π.χ. κεφαλαίου, τεχνολογίας κ.λ.π.). Κυρίως όµως η παραγωγικότητα αναφέρεται στη σχέση µεταξύ της παραγωγής και της ποσότητας της παρεχόµενης εργασίας, που επιτρέπει την παραγωγή αυτή. Η παραγωγικότητα της εργασίας, τονίζει ο Fourastie, δεν ενδιαφέρεται να εντοπίσει αν η παραγωγή άντλησε περισσότερες ή λιγότερες πρώτες ύλες αλλά τί όγκος παραγωγής τελικά έχει επιτευχθεί από µια ώρα ανθρώπινης εργασίας. Με άλλα λόγια "µετράει την ικανότητα του συντελεστή εργασίας για την παραγωγή αγαθών που ισούται µε την ποσότητα του παραγόµενου αγαθού κατά µονάδα χρησιµοποιούµενου συντελεστή". Αυτό δίνεται από το λόγο παραγωγικότητα της εργασίας = όγκος παραγωγής / αριθµού ωρών εργασίας. Για παράδειγµα η παραγωγικότητα µπορεί να µετρηθεί µε τον αριθµό των αναγκαίων ωρών εργασίας που είναι απαραίτητες για την παραγωγή ενός τόνου σίτου. Με αυτή την έννοια ο αριθµός των ωρών εργασίας δεν µεταβλήθηκε µέχρι το 1800, συνεπώς και η παραγωγικότητα το ίδιο. Υπάρχει πιθανότητα στον τοµέα της γεωργίας η παραγωγικότητα και οι αποδόσεις όχι µόνο να µην µεταβάλλονται µε τα ίδια ποσοστά, αλλά και να κινούνται διαφορετικά. Υπάρχουν εκµεταλλεύσεις που έχουν υψηλές αποδόσεις και χαµηλή παραγωγικότητα και το αντίθετο. Σύµφωνα µε τον Bairoch τα συστήµατα των εντατικών καλλιεργειών χαρακτηρίζονται συνήθως από υψηλές αποδόσεις και χαµηλά επίπεδα παραγωγικότητας, ενώ αντίθετα τα συστήµατα των εκτατικών καλλιεργειών χαρακτηρίζονται γενικά από χαµηλές αποδόσεις και υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας. Υπάρχουν δηλαδή και στη γεωργία πολλές δυνατότητες παραγωγής ενός προϊόντος, ανάλογα µε τις αναλογίες που θα συνδυαστούν οι συντελεστές παραγωγής για την παραγωγή του. Οπως αναφέρει ο Παυλόπουλος, "παραδείγµατα µεθόδων εντάσεως κεφαλαίων και εντάσεως εργασίας αντιστοίχως είναι ευχερές να εύρη τις εις όλους σχεδόν τους κλάδους παραγωγής... Η παραγωγή βάµβακος δύναται να γίνη είτε δι'εντατικής καλλιεργείας, δηλαδή µικράς ποσότητας εδάφους κατά τρόπον εντατικόν, διά της χρησιµοποιήσεως µεγάλης ποσότητας κεφαλαίου και εργασίας ανά µονάδα εδάφους, είτε δι'εκτατικής καλλιεργείας, όπου µεγάλη ποσότης εδάφους συνδυάζεται µε µικρά ποσότητα κεφαλαίου (µηχανήµατα κ.τ.λ.) και εργασίας". Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγµα που αναφέρει ο Bairoch για να δείξει ότι υπάρχουν διαφορές στις αποδόσεις και παραγωγικότητα στον γεωργικό τοµέα. "Στις Η.Π.Α. οι αποδόσεις του σίτου δεν ήταν παρά 2.300 κιλά ανά εκτάριο γης, για την περίοδο 1978/1982, δηλαδή περίπου το µισό από αυτές που απέδιδαν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Βέλγιο, Γερµανία κ.λ.π.), αλλά είναι προφανές ότι η παραγωγικότητα στις Η.Π.Α. είναι 3-5 φορές µεγαλύτερη από ότι στα κράτη αυτά". Η διαδικασία αστικής ανάπτυξης της Μεσαιωνικής Ευρώπης µπορεί να ερµηνευτεί µέσω των αποδόσεων της γεωργίας. Σύµφωνα µε τον Bairoch : "η αυξηµένη αποδοτικότητα στη µεσαιωνική Ευρώπη, έστω και χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας φαίνεται ότι επηρέασε

σηµαντικά στην αστικοποίηση. Το σπουδαιότερο από τα αποτελέσµατα στα οποία οδήγησε ήταν η δυνατότητα δηµιουργίας ενός πυκνότερου αστικού δικτύου από αυτό το οποίο υπήρχε προηγουµένως, από τότε κάθε αύξηση στην πυκνότητα του πληθυσµού οδηγούσε σε µείωση του κόστους µεταφοράς αυτών των ειδών διατροφής (καθώς και των βιοµηχανικών προϊόντων που πουλούσαν στην ύπαιθρο)". Ετσι οι ανταλλαγές αυξάνονταν µε την διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς και το επίπεδο αστικοποίησης όλο και µεγάλωνε. "Αυτή η αύξηση των αποδόσεων, µε αυτόν τον τρόπο, ενθάρρυνε και την εξειδίκευση των επαγγελµάτων στις πόλεις...". Σχετικά µε την περίπτωση "των υφαντουργικών πόλεων" της Φλάνδρας ο Nicolas καταλήγει στο συµπέρασµα ότι αυτές οι πόλεις "αναπτύχθηκαν σε περιοχές όπου η γεωργία ήταν εύφορη και ο προϋπάρχον πληθυσµός πυκνός". Οπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Bairoch "χρειάστηκε η ώθηση που δόθηκε από το διεθνές εµπόριο στη βιοµηχανία, ώστε τρεις πόλεις από τις δώδεκα της περιοχής, να µετασχηµατιστούν σε µεγάλες πόλεις τον δωδέκατο αιώνα". Γενικά όµως το πρόβληµα της επίδρασης της αστικοποίησης στην οικονοµική ανάπτυξη έχει µείνει σχεδόν ανεξέταστο. ∆ύο είναι τα σηµεία που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη : Ποιά είναι τα αποτελέσµατα της πόλης στη γεωργία, µέσω της αυξήσεως της ζητήσεως αγροτικών προϊόντων και τα αποτελέσµατα στη ζήτηση ειδών διατροφής που συνεπάγεται ο "αστικός" τρόπος ζωής. Σύµφωνα µε τον Bairoch εκτός από τα αποτελέσµατα που έχει η πόλη στη γεωργία πρέπει να εξετάζεται το κατά πόσο η ζήτηση των πόλεων ευθύνεται για τις αλλαγές των τεχνικών στη γεωργία. Οπως είδαµε µέχρι τώρα στους αρχαίους ποτισµούς, η πόλη, είναι πιθανό να ευνόησε κάποιες αλλαγές και να οδήγησε σε πρόοδο του αγροτικού τοµέα. Την περίοδο όµως που εξετάζουµε πρέπει να λάβουµε υπόψη µας τη θεωρία του Boserup που αφορά ορισµένες περιοχές του τρίτου κόσµου. Σύµφωνα µε τον Boserup η πληθυσµιακή πίεση που προκύπτει από τη δηµογραφική πίεση του τρίτου κόσµου, ανάγκασε τους γεωργούς να χρησιµοποιήσουν νέες τεχνικές µεθόδους, περισσότερο παραγωγικές, στην καλλιέργεια, αφού έπρεπε να διατραφούν περισσότερα άτοµα από πριν και οι καλλιεργούµενες επιφάνειες ήταν πεπερασµένες, εξ'αιτίας της καταστάσεως που είχε δηµιουργηθεί από προηγούµενη αύξηση του πληθυσµού. Εν τούτοις ο Crigg, ο οποίος ανέλυσε τη σχέση µεταξύ δηµογραφικής ανάπτυξης και µεταβολών στη γεωργία, όπως επισηµαίνει ο Bairoch, την περίοδο την οποία µελετάµε, κατέληξε στο συµπέρασµα ότι η ανάπτυξη του πληθυσµού µεταξύ των ετών 1000-1300, δεν επέφερε παρά µόνο µικρές µεταβολές στις γεωργικές µεθόδους. Σύµφωνα µε τον Crigg : η µεγαλύτερη αύξηση της παραγωγής τροφίµων φαίνεται ότι προήλθε από µια επέκταση των καλλιεργούµενων επιφανειών, αλλά γύρω στα 1250, οι πολύ καλές γαίες ήταν ελάχιστες και εντατικοποίηση επήλθε µε τη µείωση της αγρανάπαυσης, δηλαδή µε τη µετάβαση από το δυαδικό στο τριαδικό σύστηµα της εκ περιτροπής καλλιέργειας, αυτό όµως δεν ακολουθήθηκε πάντα από τα επαρκή µέσα που θα ήταν κατάλληλα ώστε να επιτευχθεί η γονιµότητα του εδάφους". Ακόµα, παρατηρεί ο Bairoch, η δηµογραφική έκρηξη του τρίτου κόσµου δεν είναι και συγκρίσιµη µε τη µεσαιωνική Ευρώπη, αφού η ετήσια ανάπτυξη του πληθυσµού της Ευρώπης ήταν 0,2% ενώ του τρίτου κόσµου 2,5%. Αλλά και οι πυκνότητες των πληθυσµών διέφεραν, το 1000 η Ευρώπη χωρίς να λαµβάνεται υπόψη η Ρωσία, είχε 8 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόµετρο, στις Ινδίες το 1960 αντιστοιχούσαν 131 κάτοικοι στο τετραγωνικό χιλιόµετρο και το 1980 201 κάτοικοι κ.λ.π. Μόνο αν ληφθούν αστικές περιοχές µε µεγάλη ανάπτυξη οι δύο περιπτώσεις µπορούν να γίνουν συγκρίσιµες : "Με µια τέτοια θεώρηση, είναι δυνατόν να φανούν τα αποτελέσµατα της πόλης στη γεωργία, κυρίως στις περιπτώσεις όπου η πόλη αντλεί τα εισοδήµατα της κατά ένα µέρος και από το εµπόριο µε µακρινές περιοχές, διότι οι αυξήσεις των αποδόσεων - έστω και χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας - αποδεικνύονται προσοδοφόρες. Η ανάπτυξη µιας πόλης οδηγεί σε

µια αύξηση των τιµών των γεωργικών προϊόντων στην περιφέρειά της, γιατί πρέπει είτε να διευρυνθεί η περιοχή από την οποία γίνεται η τροφοδοσία της πόλης µε τρόφιµα, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση του κόστους είτε συχνά να καλλιεργούνται εδάφη λιγότερο εύφορα. Αλλά από τότε και στο εξής οι χωρικοί οι οποίοι κατοικούν κοντά στην πόλη θα έχουν και το ενδιαφέρον να υιοθετήσουν περισσότερο παραγωγικές µεθόδους, έστω και αν αυτό συνεπάγεται υψηλότερο µέσο κόστος. Αυτά έλαβαν χώρα στην Φλάνδρα και σε ορισµένες περιοχές της Νότιας Ιταλίας, την περίοδο που εξετάζουµε..." Αλλά η ανάπτυξη των πόλεων συνεπάγεται και µια "κοινωνική διαφοροποίηση", η οποία οδηγεί σε µεταβολή των καταναλωτικών προτύπων. "Για κοινωνικές οµάδες µε υψηλό σχετικά εισόδηµα αυτό σηµαίνει αύξηση της ζήτησης ειδών πολυτελείας τόσο όσον αφορά προϊόντα ενδύσεως όσο και διατροφής. Η παραγωγή όµως βιοµηχανικών ειδών ευνοεί την εξειδίκευση στην περιφέρεια και ως εκ τούτου και τις αυξηµένες συναλλαγές µε µακρινές περιοχές, µερικά µάλιστα από τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα προέρχονται από µακρινές περιοχές. Ολα αυτά είναι φυσικά ένας λόγος για τον οποίο διαδίδεται η πρόοδος µε τη γενική του όρου έννοια. Στην περίπτωση ειδών πολυτελείας για διατροφή, η πολυτέλειά τους (ή τιµή τους) προέρχεται από το γεγονός ότι υπάρχει αδυναµία να καλλιεργηθούν σε εύκρατα κλίµατα, γεγονός που οδήγησε στο εµπόριο µε µακρινές περιοχές µε διάφορα κράτη και πολιτισµούς". Αυτό το εµπόριο, όπως το έχοµε ήδη δει συνεχίζει ο Bairoch, ήταν η αρχική αιτία να δηµιουργηθούν αρχικά οι πανηγύρεις που στη συνέχεια υποκίνησαν την ανάπτυξη µεγάλου αριθµού πόλεων. Σε πολλές περιπτώσεις, οι βιοµηχανικές δραστηριότητες ήλθαν να προστεθούν στις εµπορικές. Αυτή είναι η περίπτωση της Λυών, Ρουέν, Γενεύης, κ.λ.π. Το ότι άλλες πόλεις µε διεθνείς πανηγύρεις δεν προόδευσαν αυτό οφείλεται σε ορισµένους άλλους παράγοντες ανάλογα µε την περίπτωση, γεγονός που αποδεικνύει και την ιδιαιτερότητα κάθε πόλης. Πάντως πολλές εκθέσεις έγιναν σε µικρές πόλεις, οι οποίες στη συνέχεια δεν µπόρεσαν να προσαρµοστούν στις µεταβαλλόµενες συνθήκες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι µόνο η Λειψία κατάφερε διαχρονικά να διατηρήσει την έκθεσή της. Οσον αφορά την υπαιθροποίηση της υφαντουργίας, φαινόµενο το οποίο περιγράψαµε σε προηγούµενο κεφάλαιο αυτή οφειλόταν σε δύο λόγους. Πρώτον στις διαφορές των ηµεροµισθίων, δηλαδή στους χαµηλότερους µισθούς των γεωργικών εργατών, δεύτερο στην έλλειψη συντεχνιακών κανονισµών στον αγροτικό περίγυρο. Ο Barel, ο οποίος συµπλήρωσε τις θεωρίες του Braudel προβληµατίζεται : "εάν η ανάπτυξη της υφαντουργίας στην ύπαιθρο δεν συνδέεται µε µια επιπλέον άντληση του αγροτικού τοµέα από τα αστικά συστήµατα (λόγω της υπέρµετρης αύξησης της ζήτη-σης της πόλης), όπως ακόµα και µε κάποιο πρόβληµα υποαπασχόλησης του γεωργικού εργατικού δυναµικού, που λόγω του συντεχνιακού µαλθουσιανισµού των πόλεων απαγορεύεται να µεταναστεύσει σε άλλες πόλεις για να απασχοληθεί στη βιοτεχνία. Αυτά δεν είναι παρά προϋποθέσεις, αλλά ενισχυµένες από αυτά που γνωρίζουµε σχετικά µε τις διαφορές των ηµεροµισθίων µεταξύ της πόλης και της υπαίθρου και µε τους κανονισµούς των αστικών επαγγελµάτων, ανοίγουν τον δρόµο για την ανάλυση "της υπαιθροποίησης" της υφαντουργίας που βασίζεται στην υπόθεση, ότι το αστικό υπόδειγµα της εκβιοµηχάνισης πνίγεται και γίνεται ανίκανο να επανορθώσει µε την δική του εσωτερική δυναµική, αυτό που αποσπάται από την ύπαιθρο". Αλλά δεν πρέπει να παραβλέπεται και ο ρόλος του διεθνούς εµπορίου ως οικονοµικού παράγοντα της αστικής ανάπτυξης, έστω και αν το εµπόριο έπαιζε ως οικονοµικός παράγοντας αποφασιστικό ρόλο στην αστική ανάπτυξη τους επόµενους αιώνες. Το 1300 οι "Ευρωπαϊκές" Ιταλικές πόλεις, παρατηρεί ο Bairoch, µε πληθυσµό πάνω από 5000 κατοίκους περιελάµβαναν το 15-21% του συνολικού πληθυσµού όταν αντίστοιχα για την

υπόλοιπη Ευρώπη το ποσοστό αυτό ήταν 6-8%. Αλλά οι Ιταλικές πόλεις Αµάλφη, Βενετία, Γένοβα κ.λ.π. ήταν στην πραγµατικότητα όχι "Ιταλικές" αλλά ευρωπαϊκές πόλεις, από τις οποίες διενεργούνταν το µεγαλύτερο µέρος των συναλλαγών της Ευρώπης µε τον υπόλοιπο κόσµο. Από τον 13ο αιώνα λοιπόν, φαίνεται σύµφωνα µε τον Bairoch "αυτό που ο Braudel ονόµασε "οικονοµία κόσµο" (economie monde, economy world) που διαφέρει από την παγκόσµια οικονοµία (economie mondiale - world economy) που δηµιουργήθηκε το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα και που αποτέλεσε ένα σύστηµα οικονοµικών σχέσεων που άµεσα ή έµµεσα συνέδεαν κάθε γωνία της γης και ήταν προϊόν της βιοµηχανικής επανάστασης, αφού προϋποθέτει τέτοιες µεταβολές στην παραγωγικότητα, στον όγκο της παραγωγής και στην τεχνολογία, που µόνη η βιοµηχανική επανάσταση έκανε δυνατές... Και πρέπει να σηµειωθεί ότι αποτέλεσµα της βιοµηχανικής επανάστασης ήταν η υπανάπτυξη...". Αντίθετα η οικονοµία κόσµος, σύµφωνα µε τον Braudel, αφορά ένα µέρος της γης, ένα οικονοµικά αυτόνοµο τµήµα του πλανήτη, που µπορεί για τα βασικά να αυτοκαλυφθεί, στο οποίο οι εσωτερικές συνάφειες και ανταλλαγές παρέχουν µια οργανική ενότητα... "µια οικονοµία κόσµος" διαθέτει πάντοτε έναν αστικό πόλο, µια πόλη στο κέντρο, που διευθύνει τη λογική των εµπορικών των εργασιών. Οι πληροφορίες, τα εµπορεύµατα, τα κεφάλαια, οι πιστώσεις, οι άνθρωποι, τα προγράµµατα, η εµπορική αλληλογραφία, προς και από αυτήν. Στη συνέχεια παρατηρεί ο Bairoch, αυτά τα κέντρα δεν παραµένουν σταθερά και τα πρωτεία τα λαµβάνουν άλλα. Για παράδειγµα, τον 11ο αιώνα υπήρχε στην Ευρώπη "ένας διπολικός οικονοµικός κόσµος", στον οποίο κυριαρχούσαν οι πόλεις της Φλαµανδίας και η Μπρυζ από τη µια µεριά και οι Ιταλικές πόλεις από την άλλη. Μετά και για δύο αιώνες, τα πρωτεία τα κατέλαβαν οι Ιταλικές πόλεις Γένοβα και Βενετία ενώ αργότερα η διάδοχος πόλη της Βενετίας ήταν το Αµστερνταµ που στη συνέχεια έδωσε τη θέση του στο Λονδίνο... 7.3. Πόλη και ανάπτυξη στην Ευρώπη : 1500-1700 µ.Χ. Οπως και στην προηγούµενη περίοδο, έτσι και τώρα χωρίς αµφιβολία, παρατηρεί ο Bairoch, η οικονοµική ανάπτυξη προπαρασκεύασε σηµαντικά την αστική ανάπτυξη. Η διεύρυνση της αγοράς που συντελέστηκε µέσω του διεθνούς εµπορίου ενισχύθηκε και µε τις ναυτικές ανακαλύψεις του 15ου αιώνα που όπως ήδη έχει αναφερθεί µετατόπισαν το κέντρο βάρους της "αστικής" Ευρώπης στον Ατλαντικό. Αναµφίβολα δεν πρέπει από τον σηµαντικό ρόλο που έπαιξε το εµπόριο να παραγκωνίζεται και ο ρόλος του αγροτικού παράγοντα, που σε τελευταία ανάλυση ήταν και ο πλέον σηµαντικός, κυρίως για τις περιοχές, που η µετατόπιση του κέντρου βάρους του εµπορίου, προκάλεσε οικονοµική βλάβη. Ποιά όµως ήταν η επίδραση της ανάπτυξης των πόλεων στην οικονοµική ανάπτυξη; Στον βιοµηχανικό τοµέα, όπως και την προηγούµενη περίοδο, η αύξηση του πληθυσµού ευνόησε τη ζήτηση βιοµηχανικών προϊόντων και την ποιοτική διαφοροποίηση των προϊόντων. Ακόµα το µεγάλο µέγεθος των πόλεων της αναγέννησης ευνόησε την εξειδίκευση της εργασίας στο εσωτερικό των πόλεων που πλέον αποτελούσαν επαρκείς αγορές για τη διοχέτευση µιας µεγάλης σειράς προϊόντων πολυτελείας. Αµεσο αποτέλεσµα της διεύρυνσης αυτής της εσωτερικής αγοράς ήταν η πτώση των τιµών των αγαθών και ειδικά των ειδών πολυτελείας. Πρώτο, γιατί δεν ενσωµατωνόταν πλέον το υψηλό κόστος µεταφοράς, που απαιτούσαν οι µεγάλες διαδροµές, στην τιµή πώλησης των προϊόντων και δεύτερο, γιατί παρεµβάλλονταν λιγότεροι µεσάζοντες και κατά συνέπεια λιγότερα ενδιάµεσα κέρδη τα οποία θα επιβάρυναν τις τιµές. Μια µεγάλη πόλη µπορούσε να παράγει ταυτόχρονα, πολυτελή υφάσµατα, δαντέλες και γυαλικά χωρίς να αναγκάζεται να τα εισάγει από τη Φλάνδρα, Ιταλία ή Ελβετία. Η παραγωγή των αγαθών στην πόλη δεν µείωνε τον όγκο των συναλλαγών της µε άλλες περιοχές, αφού κάλυπτε µόνο την επιπλέον ζήτηση.

Οσο µεγάλωνε ο κύκλος των οικονοµικών δραστηριοτήτων µιας πόλης, τόσο µεγάλωνε και ο αριθµός των διακινουµένων πληροφοριών, τόσο στο εσωτερικό κάθε τοµέα όσο και από τον ένα τοµέα στον άλλο. Ακόµα η ανταγωνιστική πόλη έδινε τη δυνατότητα, της ταύτισης µεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας εξειδικευµένων επαγγελµάτων. Σύµφωνα και πάλι µε τον Bairoch, λεπτότερο είναι το θέµα της επίδρασης της αστικής ανάπτυξης στη γεωργία : "Η ανάπτυξη δεν ήταν οµοιογενής για τις περιοχές που επηρεάστηκαν από αυτή την αστική ώθηση. Χονδρικά πρέπει να διαχωρίζεται ο Βορράς και ο Νότος : Η Ισπανία και η Πορτογαλία από τη µία πλευρά, οι Κάτω Χώρες από την άλλη". Η ανάπτυξη των πόλεων στην Νότια Ευρώπη δεν είχε θετική επίδραση στον µετασχηµατισµό της γεωργίας, αντίθετα στις κάτω χώρες η γεωργία έκανε µεγάλες προόδους. Μετά από αυτή τη διαπίστωση χρήσιµο είναι να διερευνηθούν και τα αίτια των διαφορών, τόσο στον ρυθµό ανάπτυξης των πόλεων, όσο και στους δείκτες αστικοποίησης των ευρωπαϊκών κρατών την περίοδο της Αναγέννησης. Μεταξύ 1500-1700, ο αστικός πληθυσµός στην Πορτογαλία αυξήθηκε 30-50% και στις Κάτω Χώρες 300-500%. Ενώ οι δείκτες αστικοποίησης αυξήθηκαν στην µεν Πορτογαλία 25% στις δε κάτω χώρες πάνω από 40%. Αλλά παρατηρεί ο Bairoch αυτό που έχει µεγαλύτερη σηµασία είναι ακριβώς αυτό το επίπεδο αστικοποίησης και όχι ο ρυθµός ανάπτυξης που σε τελευταία ανάλυση εάν ληφθεί σε ετήσια βάση δεν φαίνεται και τόσο υψηλός. Ακόµη στην περίπτωση πόλεων µε πολύ ψηλούς ρυθµούς αστικής ανάπτυξης, αυτό το οποίο έχει σηµασία είναι οι µέσοι όροι. Ενα ψηλό επίπεδο αστικοποίησης οδήγησε φυσικά σε πίεση πάνω στα µέσα της γεωργικής παραγωγής και ευνόησε την υιοθέτηση περισσότερο παραγωγικών µεθόδων. Και αυτό ακόµα περισσότερο στην περίπτωση των Ολλανδικών πόλεων, που τα κέρδη από το εµπόριο διοχετεύονταν µερικώς στην κατανάλωση και έτσι οδηγούσαν σε ανύψωση του βιοτικού επιπέδου. Αλλά παρατηρεί ο Bairoch "για µια ακόµα φορά αυτό δεν οδηγεί οπωσδήποτε σε αύξηση της παραγωγικότητας στην γεωργία αλλά ούτε και σε άνοδο του µέσου επιπέδου των τιµών περισσότερο στις Κάτω Χώρες από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τα έσοδα του εµπορίου επέτρεπαν όχι µόνον την αγορά ενός µεγάλου µέρους ειδών διατροφής που προορίζονταν για τις πόλεις αλλά και βιοµηχανικά προϊόντα που είχαν ως προορισµό τους την ύπαιθρο. Αλλά όλα αυτά είναι γεγονότα πιθανά αλλά όχι σίγουρα... χωρίς αυτό να απορρίπτει την υπόθεση ότι οι τεχνικές πρόοδοι στον τοµέα της γεωργίας εδραίωσαν τις πρώτες φάσεις της αστικής ανάπτυξης..." Πάντως πρέπει να επιµείνουµε στο γεγονός ότι, παρ'όλο που έγιναν σηµαντικές πρόοδοι από την Ολλανδική γεωργία, αυτή όπως και προηγουµένως η γεωργία της Φλάνδρας δεν µπορούσε να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του µεγάλου αστικού πληθυσµού. Από µελέτη σχετικά µε το λιµάνι του Αµστερνταµ, προέκυψε ότι "αυτός ο πληθυσµός µε την µεγάλη πυκνότητα και αυτή η εξειδικευµένη οικονοµία δεν θα µπορούσαν να ξεπροβάλλουν, εάν αυτή η περιοχή δεν είχε τη δυνατότητα να στηρίζεται ειδικά στην Πολωνία, για τα δηµητριακά της". ∆ύο ακόµα παράγοντες επικαλείται ο Bairoch για να ερµηνεύσει τις διαφορές της ανάπτυξης µεταξύ της Ιβηρικής χερσονήσου και των Κάτω Χωρών. Την εισαγωγή πολυτίµων µετάλλων αφενός και την διοχέτευση πληθυσµού µέσω της αποικιακής αυτοκρατορίας αφετέρου. Εάν είναι έγκυρη αυτή η εξήγηση τότε θα αφορά περισσότερο την Ισπανία παρά την Πορτογαλία. Πολλές φορές επιµένουµε, συνεχίζει ο ίδιος ιστορικός, στον αρνητικό ρόλο που έπαιζε η αφθονία του όγκου των πολυτίµων µετάλλων µε τη δυνατότητα χρησιµοποιήσεως λύσεων ευκολίας. Αλλά η ίδια δικαιολογία θα µπορούσε να δοθεί και για τα εµπορικά κέρδη των περιόδων της Ολλανδικής ακµής". Η δυνατότητα άµβλυνσης, της πίεσης που ασκούσε ο πληθυσµός στη γη, µέσω της µετανάστευσης στις αποικίες, πιθανόν να έπαιξε κάποιον επιπλέον ρόλο, αλλά χρειάζεται

περισσότερο εξειδικευµένες µελέτες. Σύµφωνα µε τον Crigg και τον Bairoch, η επίδραση στη γεωργία της δηµογραφικής ανάπτυξης κατά την περίοδο 1500-1700 ήταν µικρή, όπως άλλωστε και την προηγούµενη περίοδο. 7.4. Σχέσεις πόλης και οικονοµίας, στα πλαίσια των παραδοσιακών οικονοµιών. Οι σχέσεις πόλης και οικονοµίας στις παραδοσιακές οικονοµίες µπορούν να δοθούν περιληπτικά. Η αστικοποίηση συνδέεται στενά µε τη γεωργία και τα γεωργικά πλεονάσµατα που πριν από τους µετασχηµατισµούς της βιοµηχανικής επανάστασης ήταν χαµηλά όπως άλλωστε και το µέγεθος του αστικού πληθυσµού. Ο αστικός πληθυσµός της Ευρώπης πλην της Ρωσίας σύµφωνα µε το κριτήριο των 5000 κατοίκων ήταν το έτος 1000 9-11% σε σχέση µε τον συνολικό πληθυσµό και το 1700, 11-14%. Σύµφωνα µε το κριτήριο των 2000 ατόµων 12-15% το 1000 και 15-17% το 1700 δηλαδή η µεταβολή του δείκτη ήταν ακόµη µικρότερη. Η άνοδος και η κάθοδος της αστικοποίησης προσδιοριζόταν κατά κύριο λόγο από τις γενικές οικονοµικές συνθήκες και κυρίως από αυτές που επικρατούσαν στην γεωργία. Κάτω από ειδικές συνθήκες, µερικές περιοχές και µάλιστα πόλεις κράτη που ήταν εξειδικευµένες στο διεθνές εµπόριο - κατάφεραν σύµφωνα µε τον Bairoch να ξεπεράσουν τον µέσο δείκτη αστικοποίησης του 15-17%. Αλλά αυτές οι πόλεις κράτη πρέπει να λαµβάνονται υπόψη µέσα στο γενικότερο ευρωπαϊκό σύνολο στο οποίο ασκούσαν κάποιες λειτουργίες και από όπου αντλούσαν τα απαραίτητα τρόφιµα του πληθυσµού των πόλεων τους. Αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά, η επίδραση της αστικοποίησης στην οικονοµική ανάπτυξη, αλλά εκεί οι µηχανισµοί είναι περισσότερο ασαφής. Φαίνεται όµως ότι η πόλη δηµιούργησε το κατάλληλο έδαφος για τη διάδοση των νεοτερισµών και έτσι απετέλεσε έναν σηµαντικό παράγοντα για τη µετάδοση του πολιτισµού. Η πόλη ευνόησε (και συνεχίζει να ευνοεί), σύµφωνα και πάλι µε τον Bairoch τις τεχνολογικές ανακαλύψεις και στον βιοµηχανικό τοµέα. Ακόµα µέσω της αυξηµένης ζήτησης των υψηλών εισοδηµατικών οµάδων του πληθυσµού της κοινωνίας της συνετέλεσε στην αύξηση του "διεθνούς εµπορίου" πολυτελών αγαθών και µέσω του εµπορίου αυτού διεδόθησαν ταχύτερα οι ξένοι πολιτισµοί και ανακαλύψεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Ενα από τα όχι σίγουρα, αλλά πιθανά αποτελέσµατα είναι η επίδραση που είχε η ζήτηση των πόλεων στις τεχνικές του γεωργικού τοµέα. Αλλά πιθανόν να υπάρχει και αντίθετο αποτέλεσµα η αυξηµένη ζήτηση να οδηγήσει σε µεγάλη αύξηση των εισαγωγών που στη συνέχεια οδήγησε σε µείωση της γεωργικής παραγωγής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΗ

1. Η Βιοµηχανική επανάσταση στην Αγγλία Στο έργο του η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848 ο Hobsbawn διευκρινίζει το νόηµα της φράσης η βιοµηχανική επανάσταση ξέσπασε : "Σηµαίνει ότι κάποια στιγµή στη δεκαετία του 1780, και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, λύθηκαν τα δεσµά της παραγωγικής δύναµης των ανθρωπίνων κοινωνιών, που στο εξής µπόρεσαν να επιτύχουν τον συνεχή, ταχύ, και ως σήµερα απεριόριστο πολλαπλασιασµό ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό είναι σήµερα γνωστό στους οικονοµολόγους ως "η απογείωση για µια αυτοδύναµη ανάπτυξη". Καµία προηγούµενη κοινωνία δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τους περιορισµούς που επέβαλαν στην παραγωγή η µικροβιοµηχανική κοινωνική διάρθρωση, η ατελής επιστήµη και τεχνολογία και, εποµένως, οι περιοδικοί κλονισµοί, ο λιµός και ο θάνατος. Η "απογείωση" δεν ήταν φυσικά ένα από τα φαινόµενα που, όπως οι σεισµοί και οι µεγάλοι µετεωρίτες, καταλαµβάνουν εξαπίνης τον µη τεχνολογικό κόσµο... Από τα µέσα

του 18ου αιώνα η "φόρα" που έπαιρνε η οικονοµία για να απογειωθεί ήταν τόσο ευδιάκριτη που παλαιότεροι ιστορικοί είχαν την τάση να χρονολογούν τη βιοµη-χανική επανάσταση στο 1760. Αλλά η προσεκτική έρευνα οδήγησε τους πιο πολλούς ειδικούς να επιλέξουν τη δεκαετία του 1780 και όχι αυτή του 1760 ως την πιο αποφασιστική, διότι τότε ήταν απ'όσο µπορούµε να πούµε, που όλοι οι σχετικοί στατιστικοί δείχτες άρχισαν να ανεβαίνουν απότοµα, σχεδόν κατακόρυφα, και να σηµειώνουν την "απογείωση". Η οικονοµία θα έλεγε κανείς, βρισκόταν εν πτήσει". Η διαδικασία αυτή ονοµάστηκε "Βιοµηχανική Επανάσταση" παρ'όλο που από αρκετούς, αµφισβητήθηκε ο όρος επανάσταση. Σύµφωνα µε τον P. Bairoch όρος αυτός έρχεται σε αντίθεση µε τους χαµηλούς ρυθµούς των πρώτων χρόνων, των πρώτων φάσεων δηλαδή του µετασχηµατισµού της αγγλικής οικονοµίας αφού το γαλλικό λεξικό Robert ορίζει την επανάσταση ως βίαια ή απότοµη µεταβολή αλλά ο όρος είναι επαρκής εάν λάβουµε υπόψη µας τους ρυθµούς πριν από τη βιοµηχανική επανάσταση". Αν ο απότοµος ποιοτικός και ριζικός µετασχηµατισµός που πραγµατοποιήθηκε στη δεκαετία του 1780 δεν ήταν επανάσταση, τότε η λέξη δεν έχει καµία λογική έννοια", συµπληρώνει ο Hobsbawm. Σύµφωνα µε τον ∆ερτιλή µεταξύ των άπειρων παραγόντων που είναι σπουδαίοι ή δευτερεύοντες και που συντελούν στις οικονοµικές µεταλλαγές ξεχωρίζουν δύο πλέγµατα παραγόντων που συµβάλλουν περισσότερο στη διαδικασία µετάβασης από το προβιοµηχανικό σε ένα βιοµηχανικό σύστηµα. "Πρόκειται για τη διαθέσιµη ποσότητα και τη συµπεριφορά του εργατικού δυναµικού και του κεφαλαίου. Για να µετασχηµατιστεί η οικονοµία για να δηµιουργηθεί ένα βιοµηχανικό καπιταλιστικό σύστηµα, χρειάζεται προφανώς να υπάρχει εργασιακό δυναµικό και σωρευµένο κεφάλαιο και τα διαθέσιµα αυτά χρειάζεται να διοχετευθούν, σε επαρκή ποσότητα, στην υποδοµή µιας βιοµηχανικής οικονοµίας και στην ίδια τη µεταποίηση. Η διοχέτευση αυτή θα γίνει, φυσικά, µέσω των επενδύσεων υποδοµής και των βιοµηχανικών επενδύσεων. Η P. Dean αναλύει διεξοδικά τον χαρακτήρα του µετασχηµατισµού που συντελέστηκε στην παραδοσιακή προβιοµηχανική Βρετανική Οικονοµία τον δέκατο όγδοο αιώνα και τον αποδίδει σε ένα σύνολο "αλληλοσυσχετιζόµενων" µεταβολών : 1. Αλλαγές στην οικονοµική οργάνωση που αφορούσαν :

α) Μεταβολή του τρόπου παραγωγής που έπαψε πλέον να βασίζεται στην οικογενειακή εκµετάλλευση και στηριζόταν στην επιχείρηση κεφαλαιο-κρατικού τύπου, η οποία παρήγε για την αγορά, χρησιµοποιούσε εξαρτηµένη εργασία και λειτουργούσε µε δαπανηρό εξοπλισµό.

β) ∆ιεύρυνση της αγοράς για τα Βρετανικά εµπορεύµατα, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, όπου µάλιστα οι φορείς λήψεως αποφάσεων για την κατανάλωση ή παραγωγή ήταν ειδικοί οικονοµικοί οργανισµοί.

2. Αλλαγές στην τεχνολογία, που ήταν συνέπειες της εφαρµογής της επιστηµονικής γνώσης αλλά και της µεταβολής της νοοτροπίας όσον αφορά τις νέες µεθόδους παραγωγής και διανοµής. Οι αλλαγές στον τοµέα αυτόν αφορούσαν : α) Τη χρήση µηχανών που δεν χρησιµοποιούσαν πλέον ζωική ενέργεια, αλλά

ατµό. β) Τη χρησιµοποίηση νέων µορφών ενέργειας ή νέων πρώτων υλών είτε γιατί

ήταν αποδοτικότερες είτε γιατί ήταν πιο σπάνιες π.χ. αντί ξύλου χρησιµοποιούσαν άνθρακα κ.λ.π.

3. Αλλαγές στη δοµή της βιοµηχανίας που είχαν ως αποτέλεσµα : α) Μεταβολές στη διάθεση των οικονοµικών πόρων, δηλαδή τη µετακίνησή τους

από τον πρωτογενή στον δευτερογενή τοµέα ή στον τοµέα των υπηρεσιών. β) Την παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών σε µεγαλύτερη κλίµακα και όχι µόνο

καταναλωτικών. ∆ηµιουργήθηκε δηλαδή ένα µηχανικό εξοπλισµένο εργοστασιακό σύστηµα που παρήγε τόσο µεγάλες ποσότητες και µε κόστος που µειωνόταν τόσο γρήγορα µε αποτέλεσµα να µην εξαρτάται από την

υπάρχουσα ζήτηση, αλλά να δηµιουργεί δική του αγορά. Αλλά στην πραγµατικότητα, όπως επισηµαίνει ο Hobsbawn, "η βιοµηχανική ανάπτυξη του 18ου αιώνα δεν οδήγησε ούτε αµέσως ούτε σχετικά γρήγορα σε βιοµηχανική επανάσταση".

γ) Την µαζική παραγωγή προϊόντων δ) Την µετακίνηση πληθυσµού από την ύπαιθρο στην πόλη.

Οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν την οικονοµική ανάπτυξη σύµφωνα µε την Deane και αυτό για τρεις λόγους : 1) Επιτυγχάνεται καλύτερη κατανοµή των πλουτοπαραγωγικών πόρων και

απασχολούνται πόροι που ήταν υποαπασχολούµενοι σε προηγούµενες περιόδους. 2) ∆ίνονται οι δυνατότητες συνεχούς βελτίωσης της ποιότητας του εργατικού

δυναµικού. 3) Συντείνουν στη συνεχή ποιοτική αλλά και ποσοτική αύξηση του αποθέµατος των

κεφαλαιουχικών πόρων. Οι αλλαγές αυτές που συντελέστηκαν στο δεύτερο µισό του δέκατου όγδοου αιώνα στη Βρετανία γίνονταν ταυτόχρονα και σε µια τέτοια κλίµακα που να εφαρµόζεται ευρέως και να συντείνει στο ξεκίνηµα µιας συνεχούς και συσσωρευτικής πορείας αλλαγής και πλούτου. Γιατί όµως η βιοµηχανική επανάσταση ξεκίνησε από την Αγγλία; Σύµφωνα µε τον Hobsbawm, "οι κατάλληλες συνθήκες υπήρχαν εµφανώς στη Βρετανία, όπου είχε περάσει περισσότερο από ένας αιώνας από τότε που ο πρώτος βασιλιάς είχε επίσηµα δικαστεί και εκτελεστεί από το λαό του, και από τότε που το ιδιωτικό κέρδος και η οικονοµική ανάπτυξη είχαν θεωρηθεί ως ύψιστοι στόχοι κυβερνητικής πολιτικής. Ηδη µια χούφτα γαιοκτήµονες προσανατολισµένοι προς το εµπόριο, µονοπωλούσαν σχεδόν τη γη την οποία καλλιεργούσαν ενοικιαστές γεωργοί, προσλαµβάνοντας για το σκοπό αυτό ακτήµονες ή µικρο-κληρούχους. Υπήρχαν αρκετά αποµεινάρια της παλιάς συλλογικής οικονοµίας του χωριού, τα οποία θα εξάλειφαν οι νόµοι περί περιφράξεων (enclosure acts) στα1760-1830, ωστόσο δεν µπορούµε πια να µιλάµε για βρετανική "αγροτιά" µε τον τρόπο που µιλάµε για γαλλική, γερµανική ή ρωσική. Η καλλιέργεια της γης γινόταν κατά κύριο λόγο από την αγορά. Η βιοµηχανία είχε από καιρό εξαπλωθεί σε µια µη φεουδαλική ύπαιθρο. Η γεωργία ήταν ήδη έτοιµη να επιτελέσει τις τρεις βασικές της λειτουργίες σε εποχή εκβιοµηχάνισης, "να αυξήσει την παραγωγή και την παραγωγικότητα ώστε να εξασφαλιστεί η συντήρηση του µη γεωργικού πληθυσµού, που αυξανόταν ταχύτατα, να εξασφαλίσει ένα µεγάλο και αυξανόµενο πλήθος ατόµων που δυνάµει θα επάνδρωναν τις πόλεις και τις βιοµηχανίες, και να προσφέρει ένα µηχανισµό για τη συσσώρευση κεφαλαίου που θα το χρησιµοποιούσαν στους πιο σύγχρονους τοµείς της οικονοµίας. Λιγότερο σηµαντικές στη Βρετανία ήταν προφανώς οι δύο άλλες λειτουργίες : η δηµιουργία αρκετά µεγάλης αγοράς στον γεωργικό πληθυσµό - που συνήθως αποτελούσε τη µεγάλη µάζα του λαού και η δηµιουργία εξαγωγικού πλεονάσµατος - που συµβάλλει στην εξασφάλιση εισαγωγών κεφαλαίου. Ηδη είχε αρχίσει να δηµιουργείται και ένας σηµαντικός όγκος κοινωνικού παγίου κεφαλαίου - ο πολυδάπανος γενικός εξοπλισµός που ήταν απαραίτητος για την οµαλή ανάπτυξη ολόκληρης της οικονοµίας - και κυρίως στη ναυτιλία, στις λιµενικές εγκαταστάσεις και στη βελτίωση των χερσαίων και των πλωτών οδών. Η πολιτική ήταν ήδη προσανατολισµένη στην κερδοσκοπία. Οι συγκεκριµένες αξιώσεις του επιχειρηµατία ίσως να έβρισκαν αντίσταση από άλλα κατεστηµένα συµφέροντα και, όπως θα δούµε, οι αγρότες επρόκειτο να υψώσουν ένα τελευταίο εµπόδιο για να αναχαιτίσουν την πρόοδο των βιοµηχάνων ανάµεσα στο 1795 και το 1846. Σε γενικές γραµµές, ωστόσο, ήταν αποδεκτό ότι το χρήµα όχι µόνο µιλούσε αλλά κυβερνούσε. Αυτό το οποίο χρειαζόταν ο βιοµήχανος για να γίνει δεκτός στην ηγετική τάξη της κοινωνίας ήταν µονάχα το χρήµα...

Οι πρωτοπόρες βιοµηχανικές επαναστάσεις συντελέστηκαν άλλωστε σε µια ειδική ιστορική συγκυρία, στο πλαίσιο της οποίας η οικονοµική ανάπτυξη γεννιέται από το πλέγµα των αποφάσεων αναρίθµητων ιδιωτικών επιχειρηµατιών και επενδυτών, που ο καθένας τους ακολουθεί την πρώτη εντολή της εποχής, να αγοράζει δηλαδή στην φτηνότερη αγορά και να πουλά στην ακριβότερη. Πώς θα ανακάλυπταν ότι το µέγιστο κέρδος θα προερχόταν από την οργάνωση βιοµηχανικής επανάστασης και όχι από πιο οικείες (και στο παρελθόν πιο επικερδείς) επιχειρηµατικές δραστηριότητες; Πώς θα µάθαιναν κάτι που κανένας δεν µπορούσε τότε να γνωρίζει, ότι δηλαδή η βιοµηχανική επανάσταση θα προκαλούσε µια πρωτοφανή επιτάχυνση στην ανάπτυξη των αγορών τους; ∆εδοµένου ότι τα κύρια κοινωνικά θεµέλια µιας βιοµηχανικής κοινωνίας είχαν ήδη τεθεί, όπως σχεδόν σίγουρα είχαν τεθεί στην Αγγλία του τέλους του 18ου αιώνα, οι επιχειρηµατίες χρειάζονταν δύο πράγµατα : πρώτον, µια βιοµηχανία που να ανταµείβει ήδη πλουσιοπάροχα τον βιοµήχανο, ο οποίος µπορούσε να αυξήσει την παραγωγή του γρήγορα, στην ανάγκη µε σχετικά φτηνές και απλές καινοτοµίες, και δεύτερον, µια παγκόσµια αγορά την οποία θα µονοπωλούσε κατά µέγα µέρος ένα µόνο παραγωγικό έθνος. Τα παραπάνω ισχύουν από µια άποψη για όλες τις χώρες στην περίοδο που µας απασχολεί. Σε όλες τους π.χ. το προβάδισµα στην οικονοµική ανάπτυξη το είχαν οι κατασκευαστές ειδών µαζικής κατανάλωσης - κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, κλωστοϋ-φαντουργικών προϊόντων - διότι ήδη υπήρχε η µεγάλη αγορά για τα είδη αυτά, και οι επιχειρηµατίες µπορούσαν σαφώς να διακρίνουν τις δυνατότητες ανάπτυξής της. Από µια άλλη άποψη, ωστόσο, ισχύουν µονάχα για την Βρετανία. ∆ιότι οι πρωτοπόροι βιοµήχανοι αντιµετώπιζαν και τα πιο δύσκολα προβλήµατα. Από τη στιγµή που η Βρετανία ξεκίνησε την εκβιοµηχάνισή της θα άρχιζαν και οι άλλες χώρες να αποκοµίζουν τα οφέλη της ταχείας οικονοµικής ανάπτυξης που υποκίνησε η πρωτοπόρος βιοµηχανική επανάσταση... Η επιτυχία της Βρετανίας απέδειξε τί µπορούσε να κατορθωθεί µε την επανάσταση αυτή. Θα µπορούσε κανείς να µιµηθεί τη βρετανική τεχνική και να εισαγάγει τις βρετανικές ειδικές γνώσεις και το κεφάλαιο. Η Σαξονική κλωστοϋφαντουργία, µια και η ίδια αδυνατούσε να καινοτοµήσει, αντέγραψε τις αγγλικές επινοήσεις κάποτε υπό την εποπτεία Άγγλων µηχανικών. Αγγλοι που τους άρεσε η ηπειρωτική Ευρώπη, όπως οι Cockerill, εγκαταστάθηκαν στο Βέλγιο και σε διάφορα µέρη της Γερµανίας. Ανάµεσα στο 1789 και το 1848 η Ευρώπη και η Αµερική κατακλύστηκαν από Βρετανούς εµπειρογνώµονες, ατµοµηχανές, µηχανήµατα επεξεργασίας βαµβακιού και επενδύσεις. Η Βρετανία δεν είχε τέτοια πλεονεκτήµατα. Από την άλλη µεριά, διέθετε µια οικονοµία αρκετά ισχυρή και µια πολιτεία αρκετά επιθετική ώστε να µπορεί να κατακτά τις αγορές των ανταγωνιστών της. Πράγµατι, οι πόλεµοι των ετών 1793-1815, η τελευταία και αποφασιστική φάση της αγγλογαλλικής µονοµαχίας ενός αιώνα, κυριολεκτικά εξάλειψαν όλους τους ανταγωνιστές από τον µη ευρωπαϊκό κόσµο, εκτός ίσως από τις νεαρές ΗΠΑ. Η Βρετανία άλλωστε διέθετε µια βιοµηχανία που προσφερόταν θαυµάσια για πρωτοπόρο βιοµηχανική επανάσταση µε καπιταλιστικούς όρους, καθώς και µια ευνοϊκή γι'αυτό οικονοµική συγκυρία : τη βαµβακοβιοµηχανία και την αποικιοκρατική εξάπλωση... Μολονότι η ανάπτυξη της βαµβακοβιοµηχανίας και η κυριαρχούµενη από το βαµβάκι βιοµηχανική οικονοµία "ξεπερνά καθετί που θα µπορούσε να συλλάβει προηγουµένως ακόµη και η πιο ροµαντική φαντασία", η πρόοδός της κάθε άλλο παρά οµαλή ήταν, και στη δεκαετία του 1830 καθώς και στις αρχές της δεκαετίας του 1840 εµφάνισε µεγάλα προβλήµατα ανάπτυξης, εκτός φυσικά από την επαναστατική αναταραχή που δεν έχει το όµοιό της σε καµία άλλη περίοδο της πρόσφατης βρετανικής ιστορίας. Αυτό το πρώτο γενικό "παραπάτηµα" της βιοµηχανικής καπιταλιστικής οικονοµίας απεικονίζεται στη σηµαντική µείωση του ρυθµού µεγέθυνσης, ίσως ακόµη και στην πτώση του βρετανικού εθνικού εισοδήµατος της περιόδου αυτής. Αλλά αυτή η πρώτη γενική καπιταλιστική κρίση δεν ήταν καθαρά βρετανικό φαινόµενο.

Οι σοβαρότερες συνέπειες της κρίσης ήταν κοινωνικές : η µετάβαση στη νέα οικονοµία προκάλεσε αθλιότητα και δυσαρέσκεια, την πρώτη ύλη της κοινωνικής επανάστασης. Και η κοινωνική επανάσταση, µε µορφή σποραδικών εξεγέρσεων των φτωχών στις πόλεις και στις βιοµηχανίες, ξέσπασε πράγµατι και προκάλεσε τις επαναστάσεις του 1848 στην ηπειρωτική Ευρώπη και το µεγάλο κίνηµα των χαρτιστών στη Βρετανία. Αλλά η δυσαρέσκεια δεν περιορίστηκε στους φτωχούς εργαζόµενους. Θύµατα της Βιοµηχανικής Επανάστασης και των επιστώσεών της ήταν επίσης οι µικροί και ανίκανοι να προσαρµοστούν επιχειρηµατίες, οι µικροαστοί, κάποιοι ειδικοί τοµείς της οικονοµίας. Οι απλοί εργάτες αντιδρούσαν στο νέο σύστηµα συντρίβοντας τα µηχανήµατα που θεωρούσαν υπεύθυνα για τα προβλήµατά τους. Αλλά ένας εκπληκτικά µεγάλος αριθµός τοπικών επιχειρηµατιών και γεωργών ήταν πολύ ευνοϊκά διατεθειµένος απέναντι στις λουδιστικές αυτές ενέργειες των εργατών τους, διότι και αυτοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους θύµατα µιας διαβολικής µειονότητας εγωιστών νεοτεριστών. Η εκµετάλλευση της εργατικής τάξης που κρατούσε τα εισοδήµατά της σε επίπεδο απλής επιβίωσης επιτρέποντας έτσι στους πλούσιους να συσσωρεύουν τα κέρδη µε τα οποία χρηµατοδοτούσαν την εκβιοµηχάνιση (και τις δικές τους µεγάλες ανέσεις), προκαλούσε την εχθρότητα των προλετάριων. Εν τούτοις, η µετατόπιση του εθνικού εισοδήµατος από τους φτωχούς στους πλούσιους, από την κατανάλωση στην επένδυση, προκαλούσε επίσης, από µια άλλη άποψη, την εχθρότητα των µικροεπιχειρηµατιών. Οι ντόπιοι και ξένοι µεγάλοι κεφαλαιούχοι, που αποτελούσαν µια συµπαγή κοινότητα και εισέπρατταν όσα όλοι οι άλλοι πλήρωναν σε φόρους - γύρω στο 8% του συνολικού εθνικού εισοδήµατος - ήταν ίσως πιο αντιδηµοτικοί στους κύκλους των µικροεπιχειρηµατιών και των γεωργών παρά στην εργατική τάξη, διότι οι πρώτοι γνώριζαν αρκετά πράγµατα σχετικά µε το χρήµα και τις πιστώσεις για να αγανακτούν µε τη µειονεκτική τους θέση. Οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για τους πλούσιους, που µπορούσαν να αποκτήσουν όλες τις αναγκαίες πιστώσεις και είχαν τη δυνατότητα να επιβάλουν στην οικονοµία αυστηρά αντιπληθωριστικά µέτρα και νοµισµατική "ορθοδοξία" µετά τους ναπολεόντειους πολέµους : αυτοί που υπέφεραν ήταν οι "µικροµεσαίοι", που σε όλες τις χώρες και σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα, απαιτούσαν εύκολη πρόσβαση στις πιστώσεις και οικονοµική "ανορθοδοξία". Η εργατική τάξη και οι δυσαρεστηµένοι µικροαστοί, που κινδύνευαν να πέσουν στην άβυσσο της φτώχειας, είχαν συνεπώς τους ίδιους λόγους δυσαρέσκειας. Οι λόγοι αυτοί µε τη σειρά τους τους ένωναν στα µαζικά κινήµατα, του "Ριζοσπαστισµού", της "∆ηµοκρατίας" ή του "Ρεπουµπλικανισµού", των οποίων οι πιο σθεναροί εκπρόσωποι ανάµεσα στο 1815 και 1848 ήταν οι Βρετανοί ριζοσπάστες, οι γάλλοι ρεπουµπλικανοί και οι Αµερικανοί Τζακσονικοί δηµοκράτες. Από την άποψη των καπιταλιστών, ωστόσο, τα κοινωνικά αυτά προβλήµατα είχαν κάποια σηµασία για την πρόοδο της οικονοµίας µόνο εφόσον, από µια φριχτή κακοτυχία, επρόκειτο να ανατρέψουν την κοινωνική τάξη. Από την άλλη πλευρά φαίνεται ότι υπήρχαν ορισµένα ενδογενή µειονεκτήµατα της οικονοµικής διεργασίας που απειλούσαν τη θεµελιώδη της κινητήρια δύναµη, δηλαδή το κέρδος. ∆ιότι αν ο συντελεστής απόδοσης του κεφαλαίου µηδενιζόταν, ο ρυθµός ανάπτυξης της οικονοµίας στο πλαίσιο της οποίας οι άνθρωποι συµµετείχαν στην παραγωγή µε µόνο σκοπό το κέρδος θα έπρεπε να επιβραδυνθεί και να φτάσει στο στάσιµο εκείνο στάδιο που οι οικονοµολόγοι πρόβλεπαν και φοβούνταν. Τα τρία πιο προφανή µειονεκτήµατα ήταν ο εµπορικός κύκλος της οικονοµικής άνθησης και της οικονοµικής κρίσης, η πτωτική τάση του συντελεστή κέρδους και (πράγµα που οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσµα) η έλλειψη επικερδών επενδυτικών ευκαιριών... Η βιοµηχανία πιεζόταν έτσι πάρα πολύ να προχωρήσει σε αυτοµατισµό (δηλαδή να µειώσει τις δαπάνες µε οικονοµία στα εργατικά χέρια), σε ορθολογική οργάνωση και σε επέκταση της παραγωγής και των πωλήσεών της, έτσι ώστε να αντισταθµίσει τη µείωση των περιθωρίων µε τα πολλά µικρά κέρδη ανά µονάδα. Η επιτυχία της ήταν ασταθής.

Οπως είδαµε, η αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών ήταν γιγαντιαία. Το ίδιο ίσχυε, µετά το 1815, για τον αυτοµατισµό των µέχρι τότε χειρωνακτικών ή µερικώς αυτοµατισµένων ενασχολήσεων, και ιδίως της υφαντικής. Ο αυτοµατισµός αυτός πήρε κυρίως τη µορφή µιας γενικής χρήσης των µηχανηµάτων που ήδη υπήρχαν, ή άλλων ελαφρά βελτιωµένων µηχανών, και όχι τη µορφή περαιτέρω τεχνολογικής επανάστασης. Μολονότι η πίεση για τεχνική καινοτοµία αυξήθηκε σηµαντικά - υπήρχαν στα 1800-20 τριάντα εννιά νέες πατέντες στην κλωστοϋφαντουργία, πενήντα µία στη δεκαετία του 1820, ογδόντα έξι στη δεκαετία του 1830 και εκατόν πενήντα έξι στη δεκαετία του 1840 - η βρετανική βαµβακοβιοµηχανία παρουσίαζε ήδη στη δεκαετία του 1830 τεχνολογική στασιµότητα. Από την άλλη µεριά, µολονότι η παραγωγή ανά εργάτη αυξήθηκε στη µεταναπολεόντεια περίοδο, δεν αυξήθηκε σε ιδιαίτερο, επαναστατικό όπως θα λέγαµε, βαθµό. Η πραγµατικά σηµαντική επιτάχυνση της παραγωγής θα συνέβαινε στο δεύτερο µισό του αιώνα. Υπήρχε και ανάλογη πίεση στα επιτόκια του κεφαλαίου, που οι σύγχρονοι θεωρητικοί έτειναν να την ταυτίζουν µε το κέρδος. Αλλά η εξέταση του σηµείου αυτού µας οδηγεί στην επόµενη φάση της βιοµηχανικής ανάπτυξης - στη δηµιουργία µιας βασικής βιοµηχανίας κεφαλαιουχικών αγαθών. Είναι προφανές ότι καµία βιοµηχανική οικονοµία δεν µπορεί να αναπτυχθεί πέρα από ένα ορισµένο σηµείο πριν αποκτήσει επαρκή ικανότητα παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών. Αυτό είναι ο λόγος που, ακόµη και σήµερα, ο πιο αξιόπιστος δείκτης του βιοµηχανικού δυναµικού κάθε χώρας είναι η ποσότητα της παραγωγής της σε σίδηρο και χάλυβα. Αλλά είναι επίσης προφανές ότι, σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, η εξαιρετικά µεγάλη επένδυση σε κεφάλαιο που απαιτείται για µια τέτοια ανάπτυξη είναι απίθανο να αναληφθεί το ίδιο εύκολα όπως αναλαµβάνεται για την εκβιοµηχάνιση του βαµβακιού ή άλλων καταναλωτικών αγαθών. Για τα αγαθά αυτά υπάρχει ήδη µια µεγάλη αγορά, τουλάχιστον δυνάµει : και οι πιο πρωτόγονοι άνθρωποι φορούν πουκάµισα ή χρησιµοποιούν οικιακά σκεύη και τρόφιµα. Το πρόβληµα είναι απλά και µόνο πώς θα τεθεί µια αρκετά µεγάλη αγορά, αρκετά γρήγορα, στα όρια δικαιοδοσίας, θα λέγαµε, των επιχειρηµατιών. ∆εν υπάρχει όµως τέτοια αγορά, π.χ. για βαριά σιδηρά είδη όπως οι σιδηροδοκοί. Η αγορά αυτή δηµιουργείται µόνον στην πορεία µιας βιοµηχανικής επανάστασης (και πάλι όχι πάντοτε), και όσοι δεσµεύουν τα χρήµατά τους στις πολύ µεγάλες επενδύσεις που απαιτούν ακόµη και τα περιορισµένης έκτασης εργοστάσια επεξεργασίας σιδήρου (σε σύγκριση µε τα σχετικά µεγάλα κλωστοϋφαντουργία), πριν ακόµη διαφανεί στον ορίζοντα µια τέτοια αγορά, είναι πιθανότατα κερδοσκόποι, τυχοδιώκτες και ονειροπαρµένοι µάλλον παρά συνετοί επιχειρηµατίες. Η περιγραφή των διαδικασιών που έδωσαν ώθηση στην εκβιοµηχάνιση αποτελεί µέρος µόνο του έργου του ιστορικού. Μέρος του έργου του αποτελεί επίσης να παρακολουθήσει την κινητοποίηση και την ανακατανοµή των οικονοµικών πόρων, την προσαρµογή της οικονοµίας και της κοινωνίας, στοιχεία απαραίτητα προκειµένου να διατηρηθεί η νέα, επαναστατική πορεία. Ο πρώτος και ίσως ο ζωτικότερος παράγων που έπρεπε να κινητοποιηθεί και να ανακατανεµηθεί ήταν η εργασία, διότι βιοµηχανική οικονοµία σηµαίνει απότοµη πτώση του γεωργικού (δηλαδή αγροτικού) πληθυσµού και απότοµη αύξηση του µη γεωργικού (δηλαδή του πληθυσµού στα αστικά κέντρα) και ασφαλώς σηµαίνει (όπως στην περίοδο που µας απασχολεί) µια ταχύτατη γενική πληθυσµιακή αύξηση. Εποµένως, συνεπάγεται κατ'αρχήν µια απότοµη αύξηση στην προσφορά ειδών διατροφής, κυρίως από την εγχώρια γεωργία - δηλαδή µια "γεωργική επανάσταση". Η ταχεία ανάπτυξη πόλεων και οικισµών µη γεωργικών στη Βρετανία είχε φυσικά από καιρό τονώσει τη γεωργία, που είναι ευτυχώς τόσο αναποτελεσµατική στην προβιοµηχανική της µορφή ώστε αρκετά περιορισµένες βελτιώσεις - κάποια µικρή προσοχή στην κτηνοτροφία, στην εναλλαγή των καλλιεργειών, στη λίπανση και τη

διάρθρωση των αγροκτηµάτων ή η καθιέρωση νέων καλλιεργειών - µπορούν να επιφέρουν δυσανάλογα σηµαντικά αποτελέσµατα. Μια τέτοια αλλαγή στη γεωργία είχε ήδη προηγηθεί της βιοµηχανικής επανάστασης και µπόρεσε να ανταποκριθεί στα πρώτα στάδια της ταχείας πληθυσµιακής αύξησης. Ετσι φυσικά συνεχίστηκε η ανοδική πορεία, µολονότι η βρετανική γεωργία υπέφερε πολύ κατά τη διάρκεια της περιόδου κάµψης των τιµών που ακολούθησε τις αφύσικα υψηλές τιµές της περιόδου των ναπολεόντειων πολέµων. Ως προς την τεχνολογία και την επένδυση κεφαλαίου, οι αλλαγές που σηµειώθηκαν ήταν προφανώς αρκετά περιορισµένες ως τη δεκαετία του 1840, όταν η γεωπονία θα µπορούσε να πει κανείς ότι ενηλικιώθηκε. Η τεράστια αύξηση στην παραγωγή, που επέτρεψε στη βρετανική γεωργία να προµηθεύει στη δεκαετία του 1830 το 98% των σιτηρών για πληθυσµό 2 ή 3 φορές µεγαλύτερο από τον πληθυσµό των µέσων του 18ου αιώνα, επιτεύχθηκε µε τη γενική υιοθέτηση µεθόδων οι οποίες εγκαινιάστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές του 18ου αιώνα, µε την ορθολογική οργάνωση της παραγωγής και µε την επέκταση των καλλιεργηµένων εκτάσεων. Ολα αυτά επιτεύχθηκαν µε κοινωνικό µάλλον παρά µε τεχνολογικό µετασχηµατισµό : µε την εξαφάνιση της µεσαιωνικής "κοινοτικής" καλλιέργειας, µε τους ανοιχτούς αγρούς της και τα κοινά της βοσκοτόπια (το "κίνηµα της περίφραξης"), την εξαφάνιση της γεωργίας των µικροκαλλιεργητών, µε χαρακτηριστικό την αυτάρκεια και την κατάργηση των παλιών αντιεµπορικών τρόπων αντιµετώπισης της γης. Χάρη στις προκαταρκτικές εξελικτικές διεργασίες ου 16ου - 18ου αιώνα, αυτή η µοναδική ριζοσπαστική λύση του αγροτικού προβλήµατος που έκανε τη Βρετανία χώρα λίγων µεγάλων γαιοκτηµόνων, κάποιου περιορισµένου αριθµού ενοικιαστών γης και µεγάλου αριθµού αγρεργατών επιτεύχθηκε µε ελάχιστα προβλήµατα, µολονότι περιοδικά της αντιστέκονταν όχι µόνο οι δύστυχοι φτωχοί αγρότες αλλά και η παραδοσιακή αριστοκρατία της γης. Το "σύστηµα Speenhamland" για την ανακούφιση των φτωχών, σύστηµα που υιοθετήθηκε αυθόρµητα από "ευγενείς" δικαστές σε αρκετές χώρες, τόσο το 1795 όσο και µετά από το δύσκολο αυτό έτος, θεωρήθηκε η τελευταία συστηµατική απόπειρα προστασίας της παλιάς αγροτικής κοινωνίας ενάντια στη διάβρωση του χρήµατος. Οι Νόµοι περί σιτηρών, µε τους οποίους επιχειρήθηκε η προστασία της γεωργίας από τη µετά το 1815 κρίση, σε πείσµα κάθε οικονοµικής ορθοδοξίας, ήταν εν µέρει ένα µανιφέστο ενάντια στην τάση να αντιµετωπίζεται η γεωργία ως µια βιοµηχανία όπως όλες οι άλλες να κρίνεται δηλαδή µε βάση τα κριτήρια του κέρδους και µόνο µ'αυτά. Αλλά δεν ήταν παρά καταδικασµένες ενέργειες οπισθοχώρησης στην τελική εισαγωγή του καπιταλισµού στην ύπαιθρο. Τελικά ηττήθηκαν από το κύµα της ριζοσπαστικής προόδου της µεσαίας τάξης µετά το 1830, το νέο Νόµο περί φτωχών του 1834 και την κατάργηση των Νόµων περί σιτηρών το 1846. Ως προς την οικονοµική παραγωγικότητα, ο κοινωνικός αυτός µετασχηµατισµός ήταν µια τεράστια επιτυχία. Ως προς την ταλαιπωρία των ανθρώπων όµως ήταν µια τραγωδία που επιδεινώθηκε µε τη γεωργική ύφεση µετά το 1815, η οποία οδήγησε τους φτωχούς αγρότες σε ηττοπάθεια και ανέχεια. Μετά το 1800, ακόµη και ο Arthur Young, ο ενθουσιώδης αυτός οπαδός της γεωργικής προόδου, κλονίστηκε από τις κοινωνικές της επιπτώσεις. Οσον αφορά όµως την εκβιοµηχάνιση, οι συνέπειες αυτές ήταν επιθυµητές, γιατί µια βιοµηχανική οικονοµία χρειάζεται εργατική δύναµη που ασφαλώς θα προέλθει από τον προηγουµένως µη βιοµηχανικό τοµέα. Ο αγροτικός πληθυσµός στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, µε τη µορφή µετανάστευσης (κυρίως της ιρλανδικής), ήταν οι πιο εµφανείς πηγές εργατικού δυναµικού, τις οποίες συµπλήρωναν οι διάφοροι µικροπαραγωγοί και οι φτωχοί εργαζόµενοι. Οι άνθρωποι έπρεπε ή να επιλέξουν τις νέες ενασχολήσεις, ή το πιθανότερο, να εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, εφόσον δεν ήταν πρόθυµοι να το κάνουν οικειοθελώς. Η αποτελεσµατικότερη ώθηση ήταν η οικονοµική και κοινωνική ανέχεια, ενώ το επιπλέον κίνητρο ήταν τα υψηλότερα ηµεροµίσθια και η µεγαλύτερη ελευθερία της πόλης. Για ποικίλους λόγους, οι δυνάµεις που θα αποµάκρυναν τους ανθρώπους από το ιστορικό κοινωνικό αραξοβόλι τους ήταν

ακόµη σχετικά ανίσχυρες στην περίοδο που µας απασχολεί σε σύγκριση µε το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα. Χρειάστηκε µια πραγµατικά συγκλονιστική καταστροφή, όπως ο λιµός της Ιρλανδίας, για να προκαλέσει το κύµα αυτό της τεράστιας µετανάστευσης (1.500.000) από συνολικό πληθυσµό 8.500.000 στα 1835-50), που ήταν συνηθισµένο φαινόµενο µετά το 1850. Παρ'όλα αυτά, η µεταναστευτική τάση ήταν ισχυρότερη στη Βρετανία από οπουδήποτε αλλού. Αν τα πράγµατα δεν ήταν έτσι, η βρετανική βιοµηχανική ανάπτυξη θα καθυστερούσε όσο και η γαλλική, λόγω της σταθερότητας και της σχετικής άνεσης της αγροτιάς και της µικροαστικής τάξης που στερούσαν τη βιοµηχανία από την απαραίτητη εισροή εργατικού δυναµικού. Αλλο ήταν να αποκτήσει κανείς αρκετούς εργάτες κι άλλο να βρει αρκετούς µε τα σωστά προσόντα και τις κατάλληλες ειδικότητες. Η εµπειρία µας στον 20ο αιώνα έχει δείξει ότι το πρόβληµα αυτό είναι το ίδιο σοβαρό, και η επίλυσή του δυσχερέστερη. Καταρχάς όλοι οι εργαζόµενοι έπρεπε να µάθουν να δουλεύουν µε τρόπο που εξυπηρετούσε τη βιοµηχανία, δηλαδή µε κανονικό και συνεχή ρυθµό καθηµερινής εργασίας, πράγµα τελείως διαφορετικό από τις εποχιακές δουλειές του αγροκτήµατος ή την απασχόληση των ανεξάρτητων τεχνιτών. Επρεπε επίσης να µάθουν να είναι ευαίσθητοι σε χρηµατικά κίνητρα. Οι Βρετανοί εργοδότες τότε, όπως οι σηµερινοί της Νότιας Αφρικής, παραπονούνταν συνεχώς για την "τεµπελιά" των εργαζόµενων ή για την τάση τους να δουλεύουν µόνο όσο χρειαζόταν για να εξασφαλίζουν το παραδοσιακό βδοµαδιάτικο που τους αρκούσε για να ζήσουν. Η λύση βρέθηκε µε ένα σκληρό σύστηµα "ποινών" για τους εργάτες (πρόστιµα, έναν κώδικα Αφέντη και Υπηρέτη που κινητοποιούσε το νόµο υπέρ του εργοδότη κ.τ.λ.), αλλά προπάντων µε την πρακτική, όπου η εφαρµογή της ήταν εφικτή, να πληρώνονται τόσο λίγο ώστε να χρειάζεται να εργάζονται κανονικά όλη την εβδοµάδα για να µπορούν να κερδίζουν ένα ελάχιστο εισόδηµα. Στα εργοστάσια, όπου το πρόβληµα ήταν επιτακτικότερο, θεωρούνταν συχνά πιο βολικό να προσλαµβάνονται γυναίκες και παιδιά, που ήταν ευπειθέστεροι αλλά και χαµηλόµισθοι εργαζόµενοι. Από το σύνολο των εργατών στις αγγλικές κλωστοϋφαντουργίες στα 1834-47 το 1/4 περίπου ήταν άντρες, περισσότερο από το 50% γυναίκες και κορίτσια, και το υπόλοιπο αγόρια κάτω των 18 χρόνων. Ενας άλλος συνήθης τρόπος εξασφάλισης της πειθαρχίας της εργατικής δύναµης, τρόπος που απεικόνιζε τη µικρής κλίµακας και τµηµατική διαδικασία εκβιοµηχάνισης σ'αυτή την πρώιµη φάση, ήταν η "υπεργολαβία", η πρακτική του να ορίζονται ειδικευµένοι εργάτες ως οι κατ'ουσίαν εργοδότες των ανειδίκευτων βοηθών τους. Στη βαµβακοβιοµηχανία, π.χ. περί τα 2/3 των αγοριών και το 1/3 των κοριτσιών ήταν "στην άµεση υπηρεσία των χειριστών", και συνεπώς σε πιο στενή επιτήρηση, ενώ έξω από το χώρο του ίδιου του εργοστασίου το σύστηµα αυτό ήταν περισσότερο διαδεδοµένο. Ο υπεργοδότης είχε φυσικά άµεσο οικονοµικό συµφέρον να φροντίζει ώστε οι βοηθοί του να µην αδρανούν. Η πρόσληψη ή η εκπαίδευση αρκετών ειδικευµένων ή τεχνικά καταρτισµένων εργατών ήταν δυσκολότερη, διότι πολύ λίγες από τις προβιοµηχανικές ειδικότητες εξυπηρετούσαν πια τη σύγχρονη βιοµηχανία, µολονότι, φυσικά, πολλά επαγγέλµατα, όπως αυτό των οικοδόµων, παρέµειναν ουσιαστικά αµετάβλητα. Ευτυχώς, η αργή ηµιεκβιοµηχάνιση της Βρετανίας κατά τη διάρκεια των αιώνων πριν από το 1789 είχε δηµιουργήσει ένα αρκετά µεγάλο απόθεµα κατάλληλων ειδικοτήτων, τόσο στην τεχνική της υφαντουργίας όσο και στην επεξεργασία µετάλλων. Ετσι στην ηπειρωτική Ευρώπη ο κλειδαράς, ένας από τους λίγους τεχνίτες που ασχολούνταν µε εργασία ακριβείας στην επεξεργασία µετάλλων, έγινε ο πρόδροµος του κατασκευαστή µηχανών, στον οποίο µάλιστα πρόσφερε και ένα όνοµα, ενώ στη Βρετανία ο "µηχανουργός" ή "µηχανικός" (ήδη συνηθισµένη ειδικότητα στα ορυχεία) διαιώνισε πράγµατι το όνοµά του. ∆εν είναι τυχαίο ότι η λέξη "µηχανικός" περιγράφει τόσο τον ειδικευµένο εργάτη όσο και τον σχεδιαστή, διότι η µεγάλη µάζα των τεχνικών προερχόταν από αυτούς τους ειδικευµένους στα µηχανολογικά, αυτοδύναµους

ανθρώπους. Η Βρετανική εκβιοµηχάνιση στηρίχτηκε πράγµατι σ'αυτήν τη µη προγραµµατισµένη προσφορά ειδικοτήτων, γεγονός που δεν µπορούσε να συµβεί στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό εξηγεί τη σκανδαλώδη παραµέληση της γενικής και τεχνικής παιδείας στη χώρα αυτή, της οποίας το τίµηµα θα πληρωνόταν αργότερα. Σε σχέση µε αυτά τα προβλήµατα στην προσφορά εργατικής δύναµης, τα προβλήµατα προσφοράς κεφαλαίου ήταν ασήµαντα. Αντίθετα µε ό,τι συνέβαινε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στη Βρετανία δεν υπήρχε έλλειψη κεφαλαίου για άµεσες επενδύσεις. Η σηµαντικότερη δυσκολία ήταν ότι αυτοί που έλεγχαν το µεγαλύτερο µέρος του κεφαλαίου τον 18ο αιώνα - γαιοκτήµονες, έµποροι, πλοιοκτήτες, κεφαλαιούχοι κ.α. - δεν ήταν πρόθυµοι να το επενδύσουν στις νέες βιοµηχανίες, οι οποίες, συνεπώς, ξεκινούσαν συχνά µε µικρές αποταµιεύσεις ή µε δάνεια και αναπτύσσονταν έπειτα µε την επανεπένδυση του κέρδους. Η τοπική έλλειψη κεφαλαίου έκανε τους πρώτους βιοµηχάνους - ειδικά τους αυτοδηµιούργητους - σκληρότερους, πιο φιλάργυρους και πλεονέκτες, ενώ αντίστοιχα οι εργάτες τους υφίσταντο µεγαλύτερη εκµετάλλευση. Το γεγονός αυτό όµως αντανακλούσε την ατελή ροή του εθνικού επενδυτικού πλεονάσµατος και όχι την ανεπάρκειά του. Από την άλλη µεριά, οι πλούσιοι του 18ου αιώνα ήταν πρόθυµοι να τοποθετήσουν τα χρήµατά τους σε ορισµένες επιχειρήσεις που ευνοούσαν την εκβιοµηχάνιση και, κυρίως, στις µεταφορές (διώρυγες, λιµενικές εγκαταστάσεις, δρόµους και, αργότερα, σιδηροδρόµους) και στα ορυχεία, από τα οποία οι γαιοκτήµονες αντλούσαν δικαιώµατα ακόµη και όταν δεν τα εκµεταλλεύονταν οι ίδιοι. Καµία δυσκολία δεν υπήρχε επίσης σχετικά µε την τεχνική των εµπορικών συναλλαγών και των χρηµατοπιστωτικών µέσων, τόσο ιδιωτικών όσο και δηµόσιων. Οι τράπεζες και τα τραπεζογραµµάτια, οι συναλλαγµατικές, οι οµολογίες και οι µετοχές, οι διατυπώσεις και οι λεπτοµέρειες του εξωτερικού εµπορίου και του χονδρεµπορίου, καθώς και το marketing, ήταν πράγµατα αρκετά οικεία, και άφθονοι ήταν οι άνθρωποι που µπορούσαν να τα χειριστούν ή εύκολα να µάθουν να τα χειρίζονται. Επιπλέον, ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα, η κυβερνητική πολιτική ήταν σταθερά προσανατολισµένη υπέρ της επικράτησης των επιχειρήσεων εν γένει. Παλαιότερες πράξεις που ευνοούσαν το αντίθετο (όπως αυτές του κοινωνικού κώδικα της περιόδου των Τυδόρ) είχαν από καιρό περιπέσει σε αχρησία και καταργήθηκαν τελικά - εκτός από όσες αφορούσαν τη γεωργία - στα 1813-35. Θεωρητικά, οι νόµοι και οι οικονοµικοί ή εµπορικοί θεσµοί της Βρετανίας ήταν αδέξιοι και περιορίζονταν στο να παρακωλύουν µάλλον παρά να διευκολύνουν την οικονοµική ανάπτυξη. Για παράδειγµα, απαιτούσαν ειδικές πράξεις του Κοινοβουλίου σχεδόν κάθε φορά που οι άνθρωποι εξέφραζαν την επιθυµία να συστήσουν µετοχική εταιρεία. Η Γαλλική Επανάσταση πρόσφερε στους Γάλλους - και µέσω της επίδρασής τους στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη - ορθολογικό και πολύ πιο αποτελεσµατικό µηχανισµό για τέτοιους σκοπούς. Στην πράξη όµως οι Βρετανοί τα κατάφεραν πολύ καλά, και µάλιστα πολύ καλύτερα από τους ανταγωνιστές τους. Με αυτόν τον µάλλον τυχαίο, απρογραµµάτιστο εµπειρικό τρόπο δηµιουργήθηκε η πρώτη σηµαντική βιοµηχανική οικονοµία. Με σύγχρονα κριτήρια ήταν µικρή και απαρχαιωµένη, και αυτός ο απαρχαιωµένος χαρακτήρας της σηµαδεύει ακόµη και σήµερα τη Βρετανία. Με τα κριτήρια του 1848 ήταν τεράστια, αν και µάλλον τερατώδης, γιατί οι νέες πόλεις της ήταν ασχηµότερες, το προλεταριάτο της σε αθλιότερη κατάσταση απ'ό,τι αλλού, και η πνιγµένη στην οµίχλη και τους καπνούς ατµόσφαιρα µε τα ωχρά πλήθη των ανθρώπων να πηγαινοέρχονται βιαστικά στενοχωρούσε τον ξένο επισκέπτη. Αλλά η οικονοµία αυτή δάµαζε την ισχύ ενός εκατοµµυρίου ίππων στις ατµοµηχανές της, παρήγαγε δύο εκατοµµύρια γιάρδες βαµβακερού υφάσµατος το χρόνο σε πάνω από 17 εκατοµµύρια µηχανικά αδράχτια, εξόρυσσε περί τα 50 εκατοµµύρια τόνους κάρβουνο εισήγαγε και εξήγαγε εµπορεύµατα αξίας 170 εκατοµµυρίων στερλινών κάθε χρόνο. Το εµπόριο της Βρετανίας ήταν διπλάσιο από του πιο ισχυρού ανταγωνιστή της, της Γαλλίας. Το 1780 το είχε µόλις ξεπεράσει. Η κατανάλωση βαµβακιού ήταν διπλάσια από την αµερικανική και

τετραπλάσια από τη γαλλική. Παρήγαγε περισσότερο από το µισό του συνολικού χυτοσιδήρου στον οικονοµικά ανεπτυγµένο κόσµο, και χρησιµοποιούσε διπλάσιο ανά κάτοικο από τη δεύτερη στη σειρά πιο βιοµηχανοποιηµένη χώρα (Βέλγιο), τριπλάσιο απ'ό,τι οι ΗΠΑ και περισσότερο από τετραπλάσιο απ'ό,τι η Γαλλία.Βρετανικές επενδύσεις σε κεφάλαιο ύψους 200-300 εκατοµµυρίων στερλινών - ένα τέταρτο στις ΗΠΑ και ένα πέµπτο περίπου στη Λατινική Αµερική - απέφεραν µερίσµατα και εµβάσµατα από όλα τα µέρη του κόσµου. Η Βρετανία ήταν πράγµατι το "εργαστήρι του κόσµου". Τόσο η Βρετανία όσο και ο υπόλοιπος κόσµος γνώριζαν άλλωστε ότι η Βιοµηχανική Επανάσταση - που συντελέστηκε στα νησιά αυτά από εµπόρους και επιχειρηµατίες, και µέσω αυτών, οι οποίοι µοναδικό νόµο είχαν να αγοράζουν στη φτηνότερη αγορά και να πουλούν χωρίς περιορισµούς στην ακριβότερη - επρόκειτο να µετασχηµατίσει τον κόσµο. Τίποτε δεν στεκόταν εµπόδιο στο δρόµο της. Οι θεοί και οι βασιλιάδες του παρελθόντος ήταν ανίσχυροι µπροστά στους επιχειρηµατίες και τις ατµοµηχανές του παρόντος. Η συνοπτική επισκόπηση ενός σύνθετου φαινόµενου, όπως χαρακτηρίζει ο Bairoch τη βιοµηχανική επανάσταση, ξεκινάει γύρω στα τέλη του δέκατου έβδοµου αιώνα την εποχή που µια βαθιά διαδικασία µετασχηµατισµού ξεκίνησε να ανατρέψει τις δοµές της παραδοσιακής αγγλικής γεωργίας. Τα πρώτα χρόνια χρησιµοποιήθηκαν µέθοδοι που είχαν ακολουθηθεί στις Κάτω Χώρες και µάλιστα µε µεγαλύτερη επιτυχία. Οι συνθήκες στη Βρετανική γεωργία ήταν ευνοϊκότερες, τα εδάφη λιγότερο πυκνοκατοικηµένα επέτρεπαν ταυτόχρονες αυξήσεις των αποδόσεων αλλά και της παραγωγικότητας της γεωργίας. Αργότερα νέες εφευρέσεις τοπικής προέλευσης πήραν την θέση των προηγούµενων εισαγόµενων µεθόδων και οδήγησαν σε ακόµη µεγαλύτερη πρόοδο του τοµέα της γεωργίας. Αλλά αυτή η βαθιά αλλαγή του τοµέα της οικονοµικής ζωής που απασχολούσε το 70-80% του ενεργού πληθυσµού προκάλεσε αλυσιδωτές µεταβολές και στους άλλους τοµείς. Μέσω της ζήτησης του αγροτικού κόσµου, που ήταν αυξηµένη υποκινήθηκαν µεταβολές τόσο στον τοµέα της βιοµηχανίας όσο και στις µεταφορές. Οι βασικότερες µεταβολές ήταν πρώτον η εκµηχάνιση της υφαντουργίας και δεύτερον η χρησιµοποίηση άνθρακα για την παραγωγή σιδήρου. Αλλά η Βρετανία ήταν ο σιτοβολώνας της Ευρώπης ήδη από το 1730-1740, αφού εξήγαγε τακτικά 10-12% της παραγωγής της. Αν και αργότερα η Βρετανική γεωργία έπαψε να είναι εξαγωγική, όµως µόνο µετά το 1846 άρχισε να εισάγει σιτάρι, όταν πλέον είχαν καταργηθεί οι φόροι για τα σιτηρά που είχαν θεσπιστεί για την προστασία του "Landlords". Μέχρι την δεκαετία του 1840, παρατηρεί ο Bairoch, η γεωργία της Αγγλίας είχε τη δυνατότητα να καλύπτει τις ανάγκες διατροφής του συνεχώς αυξανόµενου πληθυσµού, χωρίς να χρειάζεται να απασχολεί παρά µόνο µέρος της αγροτικής εργασίας που απα-σχολούσε τον προηγούµενο αιώνα. Ετσι µεταξύ 1740 και 1840 ο πληθυσµός της Αγγλίας και της Ουαλίας αυξήθηκε από 6 σε 15,7 εκατοµµύρια ενώ οι γεωργοί που το 1740 αντιπροσώπευαν το 60-70% του συνολικού ενεργού πληθυσµού το 1840 αποτελούσαν µόνο το 22%. Ποσοστό που σύµφωνα µε τον Bairoch δεν κατάφεραν ούτε τη δεκαετία του 1980 να προσεγγίσουν διάφορα κράτη και που µόλις το 1955 κατάφερε να προσεγγίσει η Γαλλία και το 1976 η Ισπανία. Αυτό σηµαίνει ότι έστω και µε µικρή αύξηση της κατά κεφαλή κατανάλωσης, η παραγωγικότητα αυξήθηκε πάνω από τρεις φορές την περίοδο εκείνη αλλά και κάτι περισσότερο ότι υπήρχε η δυνατότητα αστικής επέκτασης που συνόδευε την γρήγορη εκβιοµηχάνιση. Η παραγωγικότητα ενός µέσου εργάτη µιας σύγχρονης κλωστοϋφαντουργικής επιχείρησης ήταν το 1825 ίση µε αυτή 200-300 εργατών που χρησιµοποιούσαν παραδοσιακή µέθοδο κατά το τέλος του προηγούµενου αιώνα. Την ίδια χρονιά λειτούργησε και η πρώτη σιδηροδροµική γραµµή. Αναπόφευκτο αποτέλεσµα αυτών των αναταραχών της οικονοµίας ήταν µια γεωγραφική µεταλλαγή. Εργασία στην βιοµηχανία και το εµπόριο σηµαίνει σχεδόν πάντα εργασία στην πόλη. Η αύξηση του µεγέθους των επιχειρήσεων οδηγεί στην ταχύτατη µεταµόρφωση µιας αγροτικής ζώνης µε

βιοµηχανικές δραστηριότητες σε µια πραγµατική πόλη. 2. Η αστικοποίηση στην Αγγλία 2.1. Παραδοσιακή Αγγλία : Ενα Κράτος µε χαµηλή αστικοποίηση παρά τον εµπορικό του

ρόλο Η αστική ανάπτυξη της µεσαιωνικής Αγγλίας ήταν σε χαµηλά επίπεδα και διατηρήθηκε σ'αυτά µέχρι τα πρώτα χρόνια του δέκατου έκτου αιώνα µε αποτέλεσµα η Αγγλία να είναι πάνω από τον µέσο ευρωπαϊκό όρο αγροτική. Αλλά σύµφωνα µε τον P. Bairoch, "η κατάσταση µεταβλήθηκε σηµαντικά τον 16ο και κυρίως στις αρχές του 17ου αιώνα την εποχή κατά την οποία η επέκταση του εµπορίου και µια καθορισµένη αύξηση της παραδοσιακής βιοµηχανίας παρέσυραν σε νέα φάση την αστική ανάπτυξη. Αλλά η εξάπλωση αυτή του εµπορίου µας αναγκάζει όµως να ανοίξουµε µια παρένθεση πάνω στο ρόλο που έπαιξε το εξωτερικό εµπόριο, στο ξέσπασµα της βιοµηχανικής επανάστασης". Μια παλαιότερη µελέτη του ίδιου ιστορικού που αφορούσε τις απαρχές της εκβιοµηχάνισης στην Αγγλία, δηλαδή την περίοδο 1700-1710 µε 1780-1790 και στηριζόταν σε εµπειρικά αποτελέσµατα καταλήγει στα συµπεράσµατα που ακολουθούν : Οποιαδήποτε θεώρηση και αν υιοθετηθεί η εµπειρική ανάλυση υποδεικνύει ότι η συµβολή του εξωτερικού εµπορίου στη "γέννηση" της αγγλικής βιοµηχανικής επανάστασης ήταν ελάχιστη. Η παραδοσιακή θέση που σύµφωνα µε την οποία η εµπορική εξάπλωση του 16ου και 17ου αιώνα ήταν µια σηµαντική αιτία, αν όχι η µόνη αιτία, που προκάλεσε τη βιοµηχανική επανάσταση δεν µπορεί να αποκρούσει µια αντικειµενική εξέταση που να αναζητεί και άλλες αιτίες. Η εµπορική εξάπλωση δεν ήταν ασφαλώς µια επαρκής αιτία, γιατί τότε η Ολλανδία, για να αναφερθούµε µόνο σ'αυτό το παράδειγµα, θα έπρεπε να είχε εκβιοµηχανιστεί πριν από την Αγγλία. ∆εν ήταν µάλιστα η εµπορική εξάπλωση ούτε καν αναγκαίος όρος, γιατί τότε ο κατάλογος των ευρωπαϊκών κρατών που εκβιοµηχανίστηκαν θα έπρεπε να ήταν περισσότερο περιορισµένος. Αλλά ο αναγνώστης πιθανόν να διερωτηθεί σχετικώς µε τα κέρδη του εξωτερικού εµπορίου και την ζήτηση που προήλθε από τη ναυτιλία. Σχετικά µε το πρώτο σκέλος της ερώτησης, έστω και αν όλα τα κέρδη από την εµπορική επέκταση είχαν επενδυθεί στην Αγγλική οικονοµία, δεν θα αντιπροσώπευαν παρά µόνο το 10-20% των συνολικών επενδύσεων, και αυτό το µέρος που πράγµατι επενδύθηκε ήταν 6-8% του συνόλου. Εξ'άλλου τα συγγράµµατα που εξετάζουν αυτόν τον σηµαντικό λειτουργικό δεσµό σφάλλουν λόγω της µεθοδολογίας τους : θα έπρεπε να αναλύεται η προέλευση του κεφαλαίου και των επιχειρηµατιών των τοµέων που ήταν η κινητήρια δύναµη για τη βιοµηχανική επανάσταση και όχι να ανιχνεύονται οι περιπτώσεις στις οποίες το εµπορικό κεφάλαιο επενδύθηκε στην νεοεµφανιζόµενη βιοµηχανία. Εάν ακολουθηθεί η σωστή προσέγγιση τότε οδηγούµαστε στη διαπίστωση το κεφάλαιο που προήλθε από το διεθνές εµπόριο δεν ήταν το κυρίαρχο στις πρώτες φάσεις της εκβιοµηχάνισης. Υπάρχει εξάλλου µια πολύ καθαρή ασυµφωνία µεταξύ των γεωγραφικών ζωνών που συσσωρεύτηκε το εµπορικό κεφάλαιο και αυτών όπου έλαβε χώρα η εκβιοµηχάνιση, τόσο σε κλίµακα κράτους όσο και σε µικρότερες περιοχές. Αυτή η ασυµφωνία, µια εποχή όπου οι µεταφορές των κεφαλαίων από το ένα µέρος στο άλλο ήταν σπάνιες, είναι έν αποδεικτικό στοιχείο πολύ σηµαντικό. Οι λόγοι απουσίας αυτής της συνεργασίας είναι καθαρά κοινωνιολογικοί. Αλλαγές στις δραστηριότητες είναι αρκετά σπάνιες στις περιπτώσεις που ο παλαιός χώρος απασχόλησης ή τα κέρδη δεν χειροτέρευαν απότοµα. Οσον αφορά τη ζήτηση, που προήλθε από την δηµιουργία και την ανανέωση της αγγλικής εµπορικής και βιοµηχανικής ναυτιλίας της οποίας η ανάπτυξη έγινε µε ταχύ ρυθµό, η απορρέουσα αυτή ζήτηση είχε οριακές επιπτώσεις στη βιοµηχανία. Πράγµατι σύµφωνα µε αποσπασµατικά στοιχεία µπορέσαµε και εκτιµήσαµε ότι η ζήτηση αυτή ήταν περίπου κάτω από 0,5% του εθνικού προϊόντος. Η επίδραση αυτή ήταν επίσης πολύ αµυδρή σε τοµείς που αποτελούσαν την κινητήρια δύναµη της βιοµηχανίας (περίπου 1% για την υφαντουργία και 2% για την σιδηρουργία).

Σε επίπεδα ταυτόχρονα στενότερα (γεωγραφικά) και ευρύτερα (ιστορικά), ο O'Brien κατέληξε στο συµπέρασµα ότι εάν η Αγγλία είχε εξαιρεθεί µεταξύ 1489 και 1789 από το εµπόριο µε τον µελλοντικό Τρίτο Κόσµο αυτό δεν θα οδηγούσε παρά σε πτώση 7% το µέγιστο των αγγλικών επενδύσεων. Αν και αυτή η εµπορική επέκταση δεν έπαιζε σηµαντικό ρόλο στη γέννηση της βιοµηχανικής επανάστασης, εν τούτοις προκάλεσε, όπως είδαµε πιο πάνω, µια αστική ώθηση. Αλλά την παραµονή των αλλαγών που θα ανέτρεπαν την Αγγλική οικονοµία και κοινωνία, η Αγγλία σύµφωνα µε τις προδιαγραφές της εποχής ήταν ελάχιστα αστικοποιηµένη. Ακόµα και γύρω στα 1700 ο δείκτης αστικοποίησης στην Αγγλία πιθανόν να ήταν της τάξης του 13-16%, µόλις δηλαδή ψηλότερος από τον αντίστοιχο µέσο ευρωπαϊκό δείκτη που ήταν 11-14%, αλλά χαµηλότερος από τον Βελγικό, τον Ιταλικό, τον Ολλανδικό και τον Πορτογαλικό, και περίπου στα ίδια επίπεδα µε τον δείκτη αστικοποίησης της Ισπανίας και της Γαλλίας. Οσον αφορά το γενικό επίπεδο αστικοποίησης των 820.000 - 900.000 κατοίκων που ζούσαν στις Αγγλικές πόλεις µε πληθυσµό από 5.000 κατοίκους και πάνω, οι 550.000 κατοικούσαν στο Λονδίνο. Το Λονδίνο εκείνη την περίοδο (και πιθανόν πριν από µια ή δύο δεκαετίες) ήταν η µεγαλύτερη ευρωπαϊκή πόλη. Τότε το Παρίσι είχε 530.000 κατοίκους. Αλλά η Αγγλία του 1700 δεν είχε παρά 6 εκατοµµύρια κατοίκους, όταν η Γαλλία είχε περίπου λίγο περισσότερα από 2 εκατοµµύρια. Ετσι το Λονδίνο συγκέντρωνε 9% του συνολικού πληθυσµού της Αγγλίας, Είναι µια κατάσταση που δεν συναντάµε στην Ευρώπη πριν από τη Βιοµηχανική επανάσταση παρά µόνο σε δύο περιπτώσεις - εάν εξαιρέσουµε τη Ρώµη της Αρχαιότητας - στις Κάτω Χώρες, όπου το Αµστερνταµ γύρω στα 1750 διέθετε το 11% περίπου του πληθυσµού (9% γύρω στα 1700) και στην Πορτογαλία, όπου η Λισαβόνα γύρω στα 1700 είχε το 12%. Μ'αυτά τα τρία κράτη βρισκόµαστε µπροστά, για εκείνη την εποχή, στην τυπική αστική δοµή που περιέγραψε ο Jefferson όπου µια πρώτη σε ιεραρχία πόλη κυριαρχεί σε όλες τις άλλες. Η δεύτερη Αγγλική πόλη (Norrwich) δεν είχε παρά µόνο 30.000 κατοίκους περίπου. Τα ίδια και για την Πορτογαλία, και σε µικρότερη κλίµακα στις Κάτω Χώρες όπου το Ρότερνταµ πλησίαζε τους 50.000 κατοίκους. Η γρήγορη εξάπλωση του Λονδίνου ξεκίνησε στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, όπου ο πληθυσµός πέρασε από τους 50.000 κατοίκους στους 100.000 (δηλαδή ένα ποσοστό 1,3% το χρόνο). Η ανάπτυξη µάλιστα του Λονδίνου ήταν γρηγορότερη µεταξύ 1600 και 1650, περίοδο που ο πληθυσµός της πόλης µάλλον διπλασιάστηκε (ετήσια αύξηση 1,5%). Αυτή η ανάπτυξη επιβραδύνεται το 1650 µε 1800 αλλά επιταχύνεται και πάλι τον δέκατο ένατο αιώνα, όπου φθάνει στα 2% το χρόνο. Οπως ήδη παρατηρήσαµε, το Λονδίνο ήταν η πρώτη πόλη του κόσµου που ξεπέρασε τα 2 εκατοµµύρια κατοίκους (και από το 1840) και οπωσδήποτε η πρώτη που ξεπέρασε τα 3 εκατοµµύρια (το 1865 περίπου). Από τα µέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, η αστικοποίηση άρχισε να εξαπλώνεται και σε άλλες περιοχές της χώρας, µε αποτέλεσµα να δηµιουργούνται νέοι αστικοί πυρήνες άµεσα συνδεδεµένοι µε την διαδικασία εκβιοµηχάνισης. Ηδη από το 1800 δίπλα στο Λονδίνο - που εκείνη την εποχή απαριθµούσε 900.000 περίπου κατοίκους - υπήρχαν δεκαπέντε περίπου πόλεις µε πληθυσµό πάνω από 20.000 κατοίκους (µεταξύ των οποίων πέντε µε πληθυσµό πάνω από 50.000). ∆ηλαδή 2,1 εκατοµµύρια κάτοικοι αντιστοιχούσαν στο σύνολο των πόλεων µε πληθυσµό πάνω από 5.000 κατοίκους, δηλαδή ο δείκτης αστικοποίησης ήταν της τάξεως του 23% περίπου. Εάν προσθέσουµε τις πόλεις µε πληθυσµό 2.000-5.000 κατοίκους ο δείκτης αστικοποίησης ανεβαίνει στα 26-28%. Ενα τέτοιο επίπεδο αστικοποίησης που πραγµατοποιήθηκε χωρίς µαζική εισαγωγή προϊόντων διατροφής ήταν αδύνατο να επιτευχθεί σε ένα κράτος πριν από τη Βιοµηχανική επανάσταση. Εξ'άλλου γύρω στο 1750-1770 φαίνεται ότι η Αγγλία ξεπέρασε το όριο της αστικής ανάπτυξης που φθάνουν οι παραδοσιακές οικονοµίες όταν απουσιάζουν οι εισαγωγές τροφίµων.

Το 1967 ο δηµογράφος - ιστορικός Wigley προσπάθησε να διερευνήσει τη σχέση που υπήρχε µεταξύ της ανάπτυξης αλλά κυρίως µεταξύ του µεγέθους του Λονδίνου και της γεωργικής επανάστασης χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι ο συγγραφέας παραδεχόταν ως µοναδική εξήγηση για την γεωργική επανάσταση τον παράγοντα του Λονδίνου. Πιθανόν η γρήγορη ανάπτυξη του Λονδίνου να ήταν ένας ευνοϊκός παράγοντας για τη γεωργική επανάσταση, αλλά υπήρχαν και ορισµένοι περιορισµοί που πρέπει, σύµφωνα µε τον Bairoch, να λαµβάνονται υπόψη : I) Η περίπτωση του Λονδίνου δεν πρέπει να θεωρείται µοναδική. II) Οι σηµαντικότερες εφευρέσεις του τοµέα των γεωργικών καλλιεργειών εισήχθησαν

πρώτα στις περισσότερο αποµακρυσµένες περιοχές από την περιοχή του Λονδίνου, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι η επίδραση του Λονδίνου στις επαρχίες αυτές πρέπει αναγκαστικά να θεωρείται µηδαµινή.

III) Είναι σίγουρο ότι η ύπαρξη µιας µεγάλης πόλης, µε εξωτερικές πηγές εισοδήµατος, όπως το εµπόριο οδηγεί πολλές φορές σε βελτίωση των µεθόδων της αγροτικής παραγωγής, τεχνικές που βοηθούν κυρίως στην ανάπτυξη των αποδόσεων κατά στρέµµα παρά της παραγωγικότητας. Πολλές φορές τα κέρδη από τις αποδόσεις γίνονται σε βάρος της παραγωγικότητας, γιατί, όπως εξηγεί ο Bairoch, η γειτνίαση µε µια αγορά, δηλαδή την αγορά του Λονδίνου, επέτρεπε στους γεωργούς των κοντινών περιοχών να διατηρούν την ανταγωνιστικότητά τους αφού δεν είχαν ν'αντιµετωπίσουν υψηλό κόστος µεταφοράς όπως οι γεωργοί των µακρινών περιοχών. Αλλά γεωργική επανάσταση δεν νοείται χωρίς αυξήσεις της παραγωγικότητας. Ετσι πρέπει να αρνηθούµε κάθε σηµαντικό ρόλο του Λονδίνου στη γεωργική επανάσταση.

IV) Ο τελευταίος περιορισµός προκύπτει από τη διαπίστωση που αφορά τον χαµηλό βαθµό ανάπτυξης των παραδοσιακών πόλεων στις πρώτες φάσεις της βιοµηχανικής επανάστασης. Το Λονδίνο δεν διαφέρει από το γενικό υπόδειγµα, αφού κατά τον 18ο αιώνα η αύξηση του πληθυσµού του ήταν αρκετά χαµηλή.

2.2. Η αστικοποίηση ως επεξηγηµατικός παράγοντας της Βιοµηχανικής Επανάστασης στην Αγγλία.

Ι. Η συνθετική µέθοδος του Landes (1965). Σύµφωνα µε αυτόν αναφέρει ο Bairoch : "η αστικοποίηση είναι ένας παράγοντας που είναι ικανός να ερµηνεύσει τους λόγους για τους οποίους προηγήθηκε η βιοµηχανική επανάσταση στην Αγγλία. Αλλά η διαπίστωση αυτή αφορά έναν παράγοντα µεταξύ άλλων που τοποθετείται στην όγδοη και προτελευταία θέση". Αλλά για τον Landes "αυτό το οποίο προσδίδει ιδιαίτερη σηµασία στο υπόδειγµα της εγκαθίδρυσης και της δηµιουργίας οικισµών, δεν ήταν µόνο ότι στην Αγγλία υπήρχε περισσότερος κόσµος για να ζήσει στις πόλεις από ότι σε οποιοδήποτε άλλο κράτος της Ευρώπης, εκτός ίσως από την Ολλανδία, αλλά είναι αυτή καθεαυτή η αστική Βρετανική ζωή". Στην κριτική που κάνει ο Bairoch στον Landes είναι ότι κάνει ορισµένα λάθη στις εκτιµήσεις του αλλά έχει δίκιο όταν επιµένει στο γεγονός ότι οι αγγλικές πόλεις ήταν ανοικτότερες στην οικονοµία, γιατί ο πληθυσµός τους περιελάµβανε λιγότερους δηµόσιους υπάλληλους κληρικούς και στρατιωτικούς". Ακόµα ο Landes θεωρεί τον ρόλο της αστικοποίησης όχι και τόσο σηµαντικό παράγοντα, αναφερόµενος στις αλλαγές του αστικού υποδείγµατος της Μεγάλης Βρετανίας τον 18ο αιώνα. Σύµφωνα µε αυτόν, από τις αυξήσεις του πληθυσµού ενισχύθηκε κυρίως η ύπαιθρος και ξεπρόβαλε ένας σηµαντικός αριθµός βιοµηχανικών κωµοπόλεων που σύντοµα µεγάλωσαν αισθητά. ΙΙ. Η θεωρία του Flinn (1966). Σύµφωνα µε αυτόν, παρόλο που η αστικοποίηση ευνόησε τη βιοµηχανική επανάσταση, εν τούτοις ο ρόλος της δεν είναι πολύ σηµαντικός. Η σηµασία που δίνεται στην αστικοποίηση οφείλεται κυρίως στην αυξηµένη ζήτηση που προέρχεται από την πιο ανεπτυγµένη

υποδοµή των πόλεων (urban infrastucture), όπως ακόµα και στη ζήτηση των ειδών που είναι απαραίτητο για την διατήρηση του πληθυσµού των πόλεων. Ως παράδειγµα αναφέρει ο Flinn τον πρώτο αγωγό που έγινε στην Αγγλία για τη µεταφορά του κάρβουνου στο Μάντσεστερ το 1761 κ.λ.π. Αλλά και οι επαρχιακές εφηµερίδες που έγιναν τότε ήταν ένα "αστικό συµβάν" η διακίνηση των πληροφοριών που γινόταν µ'αυτές συνέβαλε στη διεύρυνση της αγοράς. Ολοι οι συγγραφείς της ιστορίας της περιόδου εκείνης ενδιαφέρονται λίγο ως πολύ για τις αγορές που οι πόλεις προσφέρουν για τα βιοµηχανικά προϊόντα. Και συµφωνούν στο ότι η συγκέντρωση ενός µεγάλου τµήµατος του πληθυσµού διευκολύνει την διάθεση των βιοµηχανικών προϊόντων, γεγονός που µε τη σειρά του συµβάλλει στην ανάπτυξη νέων µεθόδων παραγωγής οι οποίες βοηθούν στην όλο και µεγαλύτερη τυποποίηση των προϊόντων. Συµπερασµατικά καταλήγει ο Flinn, οι υπάρχουσες αναλύσεις θεωρούν φυσικά ότι ο ρόλος της αστικοποίησης ήταν θετικός αλλά δεν µπορεί να θεωρηθεί ως ένας σηµαντικός παράγοντας που βοήθησε πολύ στην ερµηνεία της βιοµηχανικής επανάστασης. ΙΙΙ. Η ανάλυση του Hartwell (1967). Ο συγγραφέας αυτός δεν θεωρεί την αστικοποίηση ως παράγοντα που προκάλεσε το ξέσπασµα της βιοµηχανικής επανάστασης. Αυτή άλλωστε είναι και η άποψη της Deane το 1967. Σε αντίθεση µε τον Landes που όπως είδαµε πιστεύει ότι µέσω της αστικοποίησης σε γενικές γραµµές µπορεί να ερµηνευθεί γιατί εµφανίστηκε τόσο νωρίς η βιοµηχανική επανάσταση στην Αγγλία. Το ίδιο απούσα είναι η πόλη στην ανάλυση που κάνει ο P. Mathias (1969) καθώς και η συλλογική εργασία που αφορά την οικονοµική ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας. IV. Η µελέτη του Pawson (1979). Ανήκει στην αντίθετη σχολή, ίσως επειδή αυτός ήταν γεωγράφος και απευθυνόταν κυρίως σε συναδέλφους του. Σύµφωνα µε τον Pawson "οι µεγάλες πόλεις των απαρχών της βιοµηχανικής επανάστασης ήταν κάτι περισσότερο από σύµβολα των αλλαγών, ήταν κατά ένα µεγάλο βαθµό οι αιτίες που τις προκάλεσαν". Τη συµβολή της αστικοποίησης στο µετασχηµατισµό των παραδοσιακών κοινωνιών της αποδίδει στα εξής σηµεία : α. Στη ζήτηση των αγροτικών προϊόντων από την πόλη. β. Στο γεγονός ότι οι πόλεις ήταν όχι µόνο παραγωγικά κέντρα αλλά και ταυτόχρονα ο

χώρος από τον οποίο προερχόταν µέρος της ζήτησης των βιοµηχανικών προϊόντων. γ. Οι πόλεις συνέβαλαν στην υποβολή των µεταφορών. δ. Η πόλη έπαιζε σηµαντικό ρόλο στον εκσυγχρονισµό της κοινωνίας στο σύνολό της.

Αλλά και σύµφωνα µε τον Pawson η αστικοποίηση ήταν ένας µεταξύ των παραγόντων που εξηγούν την βιοµηχανική επανάσταση και µάλιστα όχι ο σηµαντικότερος.

V. Η θέση του Corfield (1982). Είναι σχετική µε τη θεωρία του Pawson. Σύµφωνα µε αυτόν : "Εστω και µια ασθενής αύξηση των πόλεων µπορεί να έχει κάποιες οικονοµικές επιπτώσεις όσο µικρές και αν είναι. Οταν το εύρος και η διάρκεια της αστικοποίησης γίνουν σηµαντικά τότε υπάρχει µια καλή αιτία να τη θεωρήσουµε ως έναν παράγοντα "ανισορροπίας" που προέρχεται από έναν βασικό οικονοµικό µετασχηµατισµό. Πράγµατι καταλήγει η θεωρία, η αστικοποίηση δεν ήταν η πρώτη αιτία που έγινε η βιοµηχανική επανάσταση, αιτία που αναζητείται από καιρό και που είναι τόσο ασαφής. Από τις γενικές θεωρίες που προαναφέρθηκαν, φαίνεται ότι καµία από αυτές δεν δίνει το προβάδισµα, στην ανάπτυξη των πόλεων, για την ερµηνεία της βιοµηχανικής επανάστασης. Αλλά και οι αναλυτικές µελέτες εκείνες, δηλαδή που αφορούν ειδικά θέµατα καταλήγουν στο ίδιο συµπέρασµα. Ο αυξηµένος ρόλος της πόλης φαίνεται µόνο µέσα από τις µελέτες που αναφέρονται στα έργα υποδοµής στον τοµέα των µεταφορών όπου η πόλη ήταν ο βασικός παράγοντας για τη δηµιουργία τους. Η πόλη ήταν η βασική

κινητήρια δύναµη για τη δηµιουργία του δικτύου των διωρύγων που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1760. Το ίδιο ισχύει και για τους σιδηροδρόµους της δεκαετίας του 1830, γιατί όπως εξηγεί ο Bairoch "µόνο µια πολύ πυκνή κυκλοφορία µπορεί να δικαιολογήσει τις δαπάνες που προκύπτουν από τέτοια έργα υποδοµής στον τοµέα των µεταφορών σε σύγκριση µε τις φυσικές θαλάσσιες ή χερσαίες οδούς". Συµπερασµατικά καταλήγει ο ίδιος ιστορικός, καµία από τις σύγχρονες θεωρίες δεν δίνει βάρος στο ρόλο της εµπορικής ανάπτυξης και κατά συνέπεια ο αστικός παράγοντας όλο και θεωρείται µικρότερης σηµασίας. Γενικά όχι ότι η αστικοποίηση δεν είναι σηµαντικό στοιχείο των απαρχών της διαδικασίας εκβιοµηχάνισης αλλά είναι τόσο αιτία όσο και αιτιατό. 2.3. Παραδοσιακά αστικά κέντρα και εκβιοµηχάνιση Οι αγγλικές παραδοσιακές πόλεις των αρχών του δέκατου όγδοου αιώνα δεν έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στη βιοµηχανική επανάσταση της χώρας, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι το πλαίσιο των νέων εφευρέσεων και οι πρώτες βιοµηχανικές εγκαταστάσεις έγιναν αποκλειστικά στον αγροτικό χώρο. Γενικά οι καινοτοµίες εφαρµόστηκαν σε µικρές πόλεις, του ηµιαγροτικού περίγυρου, οι οποίες δεν είχαν τα απαραίτητα στοιχεία για να αποτελέσουν ένα κυρίαρχο αστικό δίκτυο. Η ερµηνεία του φαινοµένου αυτού δίνεται µε επιτυχία από τον Pirenne στο επίπεδο των κοινωνικών τάξεων. "Πιστεύω ότι σε κάθε διαδοχική περίοδο που µπορούµε να διακρίνουµε στην οικονοµική µας ιστορία, αντιστοιχεί µια καθαρά διακεκριµένη τάξη καπιταλιστών. Με άλλα λόγια, η οµάδα των καπιταλιστών που υπάρχει µια δεδοµένη εποχή δεν προέρχεται από την οµάδα των καπιταλιστών της προηγούµενης περιόδου". Μπορούµε να πούµε, συµπληρώνει ο Bairoch, ότι κάθε οικονοµικό στάδιο ευνοεί έναν κάποιο αριθµό αστικών δικτύων, και αυτό όπως για τους καπιταλιστές, χωρίς να επιφέρει την εξαφάνιση των προηγούµενων αστικών πυρήνων. Η ανάπτυξη των νέων βιοµηχανιών των πρώτων φάσεων της βιοµηχανικής επανάστασης εκτός των ορίων των υπαρχόντων αστικών κέντρων µπορεί να αποδοθεί στους παράγοντες που ακολουθούν : Ι. Λόγοι ενεργειακοί π.χ. χωροθέτηση των υφαντουργικών βιοµηχανιών σε περιοχές

όπου υπήρχαν υδάτινοι πόροι κ.λ.π. ΙΙ. Λόγοι καθαρά οικονοµικοί

α. Χαµηλότεροι µισθοί στον αγροτικό χώρο ή στις µικρές πόλεις. β. Χαµηλότερη αξία των οικοδοµών και κτιρίων. γ. Ελλειψη ρυθµίσεων που υπήρχαν σε πόλεις οι οποίες θα παρεµπόδιζαν τη

δηµιουργία επιχειρήσεων. Συµπερασµατικά, καταλήγει ο Bairoch, από την εξέταση των σχέσεων µεταξύ της πόλης τον 18ο αιώνα και ανάπτυξης στην Αγγλία φαίνεται ότι αυτές δεν αποτελούν όργανα ανάλυσης για την ερµηνεία της οικονοµικής ανάπτυξης, ούτε µπορούν να εξηγήσουν µε αποτελεσµατικό τρόπο την αγγλική βιοµηχανική επανάσταση. 3. Αστικοποίηση και οικονοµική ανάπτυξη Σύµφωνα µε τον Bairoch, τα Ευρωπαϊκά κράτη ανάλογα µε την εποχή που ξεκίνησε η "σύγχρονη" ανάπτυξή τους µπορούν να διαιρεθούν σε τέσσερις κατηγορίες : Ι. Η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ελβετία. Στα κράτη αυτά η γεωργική επανάσταση

φαίνεται ότι άρχισε να διαδίδεται µεταξύ των ετών 1740-1780 και η βιοµηχανική επανάσταση µεταξύ των ετών 1770-1800.

ΙΙ. Η Γερµανία και ορισµένες περιοχές της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, κυρίως η Τσεχοσλοβακία. Στην κατηγορία των χωρών αυτών η γεωργία άρχι-σε να µεταβάλλεται περίπου το 1800-1820 ενώ η βιοµηχανία το 1840-1860.

ΙΙΙ. Η Ισπανία, η Ιταλία, η Ρωσία και η Σουηδία. Στα κράτη αυτά οι ηµεροµηνίες των µετασχηµατισµών της γεωργίας ήταν περίπου το 1860-1870 και της βιοµηχανίας το 1860-1880.

IV. Η κατηγορία αυτή είναι αρκετά ανοµοιογενής. Το µόνο κοινό σηµείο µεταξύ των κρατών που ανήκουν στην κατηγορία αυτή είναι ο χαµηλός βαθµός εκβιοµηχάνισής

τους. Τα κράτη της κατηγορίας αυτής µπορούν να χωριστούν σε δύο υποκατηγορίες : α. Πλούσια κράτη όπως η ∆ανία, η Νορβηγία και οι Κάτω Χώρες. β. Πτωχά κράτη όπως η Πορτογαλία και τα κράτη που παλαιότερα βρίσκονταν

κάτω από το ζυγό της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Ακόµα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι όσο πιο κοντά γεωγραφικά µια χώρα βρισκόταν στην Αγγλία, τόσο γρηγορότερα ξεκίνησε ο µετασχηµατισµός της κοινωνίας και της οικονοµίας της. Αυτή η διαπίστωση, συµπληρώνει ο Bairoch, οδηγεί στη µείωση της σηµασίας της αστικής δοµής µιας περιοχής την εποχή της διάδοσης της εκβιοµηχάνισης. Μεταξύ των πρώτων κρατών που ακολούθησαν το παράδειγµα της Αγγλίας το µεγαλύτερο ποσοστό ανήκε σε κράτη µε χαµηλό επίπεδο αστικοποίησης. Αυτό οδηγεί στη σκέψη ότι "ένα υψηλό επίπεδο αστικοποίησης δεν αποτέλεσε σε καµία περίπτωση ούτε τον αναγκαίο παράγοντα, ούτε καν ήταν ένας θετικός παράγοντας για µια πρώιµη ανάπτυξη". Αντίθετα κράτη που άργησαν να εκβιοµηχανιστούν, όπως η Ιταλία, Ισπανία κ.λ.π., ανήκαν στην κατηγορία µε υψηλό δείκτη αστικοποίησης. Για να διευκολυνθούν οι συγκρίσεις και να µειωθούν τα σφάλµατα στις εκτιµήσεις των µεγεθών που αφορούν τους ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης, δεδοµένου ότι η περίοδος που κάθε κράτος έµπαινε στη διαδικασία οικονοµικής ανάπτυξης ήταν διαφορετική. Ο Bairoch έλαβε υπόψη του τις πρώτες πέντε δεκαετίες στις οποίες φαίνεται ότι ξεκίνησε το πρώτο στάδιο της διαδικασίας οικονοµικής ανάπτυξης στα διάφορα κράτη. Στη συνέχεια για τα κράτη στα οποία υπήρχε σαφής διαφορά του χρόνου µεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας στη γεωργία και των απαρχών της εκβιοµηχάνισής τους χρησιµοποιήθηκε ο µέσος όρος του χρόνου για να τοποθετηθεί η ηµεροµηνία της αρχής της οικονοµικής ανάπτυξης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η αρχή της διαδικασίας της ανάπτυξης τοποθετήθηκε 10 χρόνια πριν από την αρχή της οικονοµικής ανάπτυξης. Κατόπιν χώρισε την Ευρώπη σε δύο κατηγορίες κρατών ανάλογα µε τον ρυθµό της οικονοµικής ανάπτυξης κάθε κράτους ως δείκτη του ρυθµού ανάπτυξης θεώρησε την εξέλιξη του Α.Ε.Π. κατά κάτοικο, σε όγκο δηλαδή σε σταθερές τιµές. "Με τον αυθαίρετο καθορισµό του 1% το χρόνο, ως διαχωριστική γραµµή, βρίσκουµε δύο κατηγορίες που απαριθµούν περίπου τον ίδιο αριθµό κρατών. Η οµάδα µε τον ταχύ ρυθµό ανάπτυξης (µε 1% και πάνω) περιλαµβάνει αρχικώς την ∆ανία και τη Σουηδία που είχαν ρυθµό ανάπτυξης της τάξης του 2%. Στη συνέχεια έρχονται η Ελβετία, η Γερµανία και το Βέλγιο, των οποίων η ανάπτυξη ήταν 1,5%. Η Γαλλία, η Νορβηγία γνώρισαν µια ανάπτυξη της τάξης του 1,2% και η Αυστροουγγαρία και Ρωσία της τάξης του 1%. Η άλλη οµάδα, αυτές που είχαν αργή ανάπτυξη αφορά τις Κάτω Χώρες, την Ρουµανία και την Ελλάδα µε ποσοστό ανάπτυξης της τάξης του 0,8%. Στη συνέχεια ακολουθούν η Ιταλία, η Σερβία και η Βουλγαρία µε 0,5% και τέλος η Ισπανία και Πορτογαλία µε µόνο 0,1%. Στην ανάλυσή του ο Bairoch περιέλαβε και τις Η.Π.Α. γιατί ήταν το µόνο µη Ευρωπαϊκό κράτος που είχε πληθυσµό αποτελούµενο από Ευρωπαίους. Τα συµπεράσµατα στα οποία κατέληξε ο Bairoch ήταν : "Γενικώς όσο λιγότερο ένα κράτος ήταν αστικοποιηµένο τόσο η ανάπτυξή του ήταν γρηγορότερη τα πρώτα πενήντα χρόνια της ανάπτυξής του. Για παράδειγµα, για τα εννέα κράτη για τα οποία ο δείκτης αστικοποίησης στις αρχές της ανάπτυξης ήταν κάτω από 11%, το µέσο ποσοστό ανάπτυξης ήταν 0,96%. Για τα άλλα εννέα κράτη που ο δείκτης αστικοποίησης ήταν πάνω από 11% το µέσο ποσοστό ανάπτυξης ήταν 0,86%..." 4. Αστικοποίηση και εκβιοµηχάνιση Αναφερόµενος σε αποτελέσµατα έρευνάς του ο Bairoch αναφέρει : "Πέντε µεταξύ των έξι κρατών που είχαν αρκετά νωρίς υψηλό επίπεδο εκβιοµηχάνισης την περίοδο που άρχιζε η ανάπτυξή τους παρουσίαζαν χαµηλό δείκτη αστικοποίησης. Αυτά τα πέντε κράτη ήταν η Γερµανία, η Γαλλία, η Σουηδία, η Ελβετία και οι Η.Π.Α. Για το έκτο κράτος (το Βέλγιο),

αν και είχε αρκετά υψηλό δείκτη αστικοποίηση, η βελγική βιοµηχανία δεν ήταν πολύ διαφοροποιηµένη και το µεγαλύτερο µέρος της ήταν προσανατολισµένο στην κατασκευή των βιοµηχανικών προϊόντων. Μεταξύ των εννέα κρατών µε ασθενή εκβιοµηχάνιση, τα έξι είναι κράτη τα οποία παρουσιάζουν υψηλή αστικοποίηση (∆ανία, Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία, Κάτω Χώρες και Πορτογαλία). Στο σηµείο αυτό πρέπει να σηµειώσουµε ότι σε πολλές περιπτώσεις το φαινόµενο της εκβιοµηχάνισης ήταν ανεξάρτητο του ρυθµού οικονοµικής ανάπτυξης : πολλά κράτη αναπτύχθηκαν χωρίς αναγκαία να εκβιοµηχανιστούν σε µεγάλο βαθµό. Ετσι µεταξύ των 12-14 κρατών που ήταν τα πλέον πλούσια αν όχι τα πλέον ανεπτυγµένα του κόσµου το 1913, βρίσκουµε έξι κράτη µε κυρίαρχο τον αγροτικό τοµέα. Η ∆ανία, η Νορβηγία, οι Κάτω Χώρες, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και ο Καναδάς (το περισσότερο εκβιοµηχανισµένο κράτος από τα έξι). Εννοείται βέβαια ότι έστω και αν όλα τα πολύ ανεπτυγµένα κράτη δεν είναι βιοµηχανικά, όλα τα βιοµηχανικά κράτη είναι ανεπτυγµένα σε αντίθεση µε τα γεωργικά που δεν είναι οπωσδήποτε ανεπτυγµένα. Στο µέτρο που, όπως έχουµε δει, στις παραδοσιακές κοινωνίες, η αστικοποίηση ήταν από µόνη της ένας παράγοντας ανάπτυξης ζήτησης και της προσφοράς βιοµηχανικών προϊόντων. Αυτή η υπεροχή κρατών µε υψηλό βαθµό αστικοποίησης µεταξύ των καθυστερηµένων κρατών θέτει έντονα προβλήµατα. Γι'αυτά τα προβλήµατα, δεν υπάρχουν µέχρι τώρα δυστυχώς, επεξηγηµατικές αναλύσεις. Υπάρχουν όµως δύο ερµηνείες που η µια συµπληρώνει την άλλη. Η πρώτη αναφέρεται στην παρατήρηση που τέθηκε µε την ευκαιρία των πρώτων φάσεων της βιοµηχανικής επανάστασης στην Αγγλία, ότι η εκβιοµηχάνιση έλαβε χώρα σε περιοχές εκτός των παραδοσιακών αστικών κέντρων (στο σηµείο αυτό δεν αναφερόµαστε µόνο στο Λονδίνο αλλά και σε όλες τις µεγάλες πόλεις). Τα πράγµατα έγιναν κατά παρόµοιο τρόπο και στα περισσότερα κράτη που εκβιοµηχανίστηκαν τον δέκατο ένατο αιώνα. Στη Γερµανία σε σύνολο 38 πόλεων µε περισσότερους από 1.000.000 κατοίκους που απαριθµούσε το Κράτος το 1905, οι 17 ήταν γύρω στα 1800 πολύ µικρές πόλεις, οι µισές από τις οποίες είχαν λιγότερους από 6000 κατοίκους... Στη Γαλλία τον δέκατο ένατο αιώνα οι πόλοι της βιοµηχανικής ανάπτυξης τοποθετούνται σε περιοχές τις οποίες λίγο είχε αγγίξει η παραδοσιακή αστικοποίηση. Μόνες εξαιρέσεις σπουδαίων παραδοσιακών πόλεων που έγιναν σηµαντικές βιοµηχανικές πόλεις ήταν η Λίλλη και η Λυών... Για προφανείς λόγους αυτή η διαφορά ήταν λιγότερο φανερή στα κράτη µε µικρότερο βαθµό εκβιοµηχάνισης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Αλλά ακόµα και εκεί ένας αρκετά µεγάλος αριθµός βιοµηχανικών πόλεων ήταν παλαιότερα αστικά κέντρα µε οριακή σηµασία. Μια πασιφανής εξήγηση αυτού του γεγονότος έγκειται στο νέο γεωγραφικό ντετερµινισµό, που οδήγησε ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία που συνέβαλαν στη διαδικασία εκβιοµηχάνισης, δηλαδή το κάρβουνο. Από τη στιγµή που τον 19ο αιώνα η παραγωγή ενός τόνου τηγµένου σιδήρου απαιτούσε έξι τόνους άνθρακα, η βιοµηχανία σιδήρου εγκαταστάθηκε κοντά σε περιοχές που ήταν ανθρακοφόρες. Ακόµα και µετά την εισαγωγή των ατµοµηχανών µε την οποία συνδέεται η µείωση του κόστους µεταφοράς, µόνο µετά το δεύτερο µισό του εικοστού αιώνα ήταν δυνατή οικονοµικά η εναλλακτική λύση της µεταφοράς προϊόντων µε µεγάλο βάρος όπως ο άνθρακας ή ακόµα και το σιδηροµετάλλευµα. Η παραγωγή σιδήρου προφανώς επηρέασε και την εγκατάσταση άλλων βιοµηχανιών σ'αυτές τις περιοχές. Με δεδοµένο ότι η χηµική βιοµηχανία στις πρώτες της φάσεις (και µέχρι τις αρχές του 1950) χρησιµοποιούσε τον άνθρακα ως πρώτη ύλη, αυτό δηµιουργούσε άλλον ένα παράγοντα για εγκατάσταση. Αν και οι πρώτες ύλες αποτελούν µόνο πολύ µικρό ποσοστό της τιµής του κόστους τελικού προϊόντος εντούτοις και ο τοµέας αυτός της βιοµηχανίας ήταν εγκατεστηµένος

πλησίον περιοχών που παρήγαγαν άνθρακα. Ετσι ο άνθρακας αποτελούσε έναν σηµαντικό παράγοντα εγκατάστασης των νέων βιοµηχανικών πόλεων και ήταν ιδιαίτερα ικανός να εξηγήσει τη µετατόπιση µακριά από τα παραδοσιακά αστικά συστήµατα. Πρέπει ακόµα να λάβουµε υπόψη µας και άλλα στοιχεία όπως κάναµε και για την Αγγλία, και πρώτα την υδραυλική ενέργεια που αν και ήταν µικρότερης σηµασίας τον 19ο αιώνα σε σχέση µε τον 18ο, όµως έπαιζε σηµαντικό ρόλο στον προσδιορισµό των εργοστασίων των πόλεων. Μπορεί όµως να εκτιµηθεί ότι το 1870 το νερό παρείχε τη µισή µηχανική ενέργεια απ'αυτή που χρησιµοποιούσαν τα ανεπτυγµένα κράτη. Είναι προφανές ότι η εισαγωγή ατµού στον τοµέα της βιοµηχανίας έδωσε µεγαλύτερη ελευθερία στην εγκατάσταση της υφαντουργικής βιοµηχανίας των κρατών που εκβιοµηχανίστηκαν µεταγενέστερα της Αγγλίας, τις απαγκίστρωσε δηλαδή από τον απόλυτο γεωγραφικό ντετερµινισµό. Ενας άλλος επεξηγηµατικός παράγοντας ήταν οι χαµηλότεροι µισθοί των αγροτικών εργατών καθώς και το κόστος που ήταν χαµηλότερο για τα κτίρια και οικόπεδα των µικρών πόλεων ή των αγροτικών περιοχών. Παρ'όλα αυτά, αν και όλοι αυτοί οι παράγοντες χρησιµεύουν στην ερµηνεία του γιατί η βιοµηχανική ανάπτυξη έλαβε χώρα σε περιοχές εκτός των παραδοσιακών αστικών συστηµάτων, κανείς απ'αυτούς δεν βοηθάει σηµαντικά στην ερµηνεία του γιατί ένας υψηλός βαθµός παραδοσιακής, προβιοµηχανικής, αστικοποίησης θα µπορούσε να ενεργήσει ως τροχοπέδη της οικονοµικής ανάπτυξης. Και στο σηµείο αυτό πρέπει να δοθεί µια δεύτερη οµάδα επεξηγηµατικών στοιχείων. Τα κράτη που είχαν υψηλό δείκτη αστικοποίησης και γνώρισαν δυσκολίες στην ανάπτυξή της, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι το αστικό τους σύστηµα προήλθε από µια λειτουργία τους που είχε καταργηθεί, π.χ. η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Ακόµη τα κράτη αυτά διέθεταν διογκωµένο "παρασιτικό" αστικό τοµέα αν και ο χαρακτήρας τους ήταν κατά βάση αγροτικός. Το 1850 ο αστικός πληθυσµός των κρατών αυτών ήταν 40-50% περισσότερος από εκείνον που θα έπρεπε να διέθεταν σύµφωνα µε το επίπεδο της οικονοµικής τους ανάπτυξης. Οπως χαρακτηριστικά συµπεραίνει ο Bairoch : "Τελικά βρισκόµαστε µπροστά σε µια αστική υπερτροφία, περίπου την ίδια µε αυτήν που υπάρχει εδώ και µερικές δεκαετίες στον τρίτο κόσµο. Αλλά αν και οι αιτίες αυτής της υπερτροφίας διαφέρουν, τα αποτελέσµατα grosso modo είναι περίπου τα ίδια. Είναι σίγουρο ότι το υψηλό αυτό επίπεδο αστικοποίησης εµπόδισε τη µετακίνηση κεφαλαίων σε επενδύσεις παραγωγικών τοµέων της οικονοµίας λόγω των καταναλωτικών αναγκών και κατά καιρούς του εξοπλισµού των πόλεων. Αυτός ο υπερδιογκωµένος αστικός τοµέας οδήγησε τελικά και σε υποαπασχόληση αστικών επαγγελµάτων µε αποτέλεσµα να πέφτει η παραγωγικότητα στο σύνολο της οικονοµίας. Η υποαπασχόληση ήταν ασφαλώς ένας παράγοντας διόγκωσης του τοµέα των υπηρεσιών και από εκεί προκλήθηκε ακαµψία της ανειδίκευτης προσφοράς εργασίας και έλλειψη κινητικότητας". 5. ∆ιαφορές µεταξύ βιοµηχανικών και παραδοσιακών πόλεων Σύµφωνα µε τον Bairoch οι διαφορές µεταξύ των βιοµηχανικών πόλεων και των πόλεων των παραδοσιακών κοινωνιών µπορούν να οµαδοποιηθούν στις εξής κατηγορίες: 1. ∆ιαφορές στις κυρίαρχες λειτουργίες. Στις πόλεις των παραδοσιακών κοινωνιών οι

κυρίαρχες λειτουργίες ήταν κυρίως διοικητικές, εµπορικές και κατά δεύτερο λόγο βιοτεχνικές. Αντίθετα η βασική λειτουργία των βιοµηχανικών πόλεων ήταν βιοτεχνική.

2. ∆ιαφορές στον τόπο εγκαταστάσεως των βιοµηχανιών. Τον δέκατο ένατο αιώνα σχεδόν εξαφανίστηκαν οι βιοτεχνίες που ήταν εγκατεστηµένες στον αγροτικό χώρο. Μεταξύ 1800 και 1913 ο αριθµός των απασχολούµενων στις βιοµηχανίες των αστικών κέντρων σχεδόν δεκαπλασιάστηκε. Εντούτοις η απασχόληση του ενεργού πληθυσµού στον τριτογενή τοµέα των πόλεων µόλις και τετραπλασιάστηκε µεταξύ 1800 και 1913 αφού το ποσοστό του πληθυσµού που απασχολούνταν στον τριτογενή τοµέα του αγροτικού χώρου το 1914 ήταν πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο του 1800.

3. ∆ιαφορές στο κατά µέσο όρο ποσοστό των απασχολούµενων στη βιοµηχανία των πόλεων. Στις πόλεις της Αναγεννησιακής Ευρώπης εκτιµάται ότι το 35-40% του ενεργού του πληθυσµού απασχολούνταν στη βιοτεχνία. Αντίθετα στα τέλη του δέκατου αιώνα και µέχρι γύρω στα 1913 η βιοµηχανία φαίνεται ότι απορροφούσε το 50-55% κατά µέσο όρο της συνολικής απασχόλησης στις πόλεις. Αλλά δεν έλειπαν και διαπεριφερειακές και διακρατικές διαφο-ρές. Για παράδειγµα στη Ρωσία το 1897 το 25% των αστικών επαγγελµάτων αφορούσαν επαγγέλµατα του βιοµηχανικού τοµέα, ενώ το 1882 η γερµανική απογραφή αποκάλυψε ότι τουλάχιστον το 53% του ενεργού αστικού πληθυσµού απασχολούνταν στη βιοµηχανία και τα µεταλλεία.

4. Ποιοτικές διαφορές. Η εκβιοµηχάνιση οδήγησε σε βαθιά αλλαγή της κοινωνικής κατάστασης που επικρατούσε στην απασχόληση του εργαζόµενου στο βιοµηχανικό τοµέα. Αυξήθηκε δηλαδή το ποσοστό των απασχολούµενων µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας, µε άλλα λόγια ο αριθµός των απασχολούµενων τόσο στη βιοµηχανία όσο και στο εµπόριο µε αµοιβή µισθού. Από την άλλη πλευρά στον αγροτικό κόσµο τον 19ο αιώνα οι ανεξάρτητοι µικροϊδιοκτήτες γεωργοί ήταν η πλειοψηφία. Ετσι υπήρχε µια αντίστροφη σχέση από αυτή που επικρατούσε στις παραδοσιακές οικονοµίες της ∆ύσης : τον 19ο αιώνα ο κόσµος στις πόλεις ήταν σε πολλούς τοµείς λιγότερο ελεύθερος από ότι στην ύπαιθρο. Αλλη µια ποιοτική διαφοροποίηση ήταν, που µπορεί να χαρακτηριστεί ως θετική, η µείωση του αριθµού των υπηρετών η οποία αντισταθµίστηκε από την αύξηση του αριθµού των µισθωτών στον τοµέα των υπηρεσιών και κυρίως στον εµπορικό τοµέα.

5. ∆ιαφορές και στον τοµέα της κατοικίας. Υπάρχουν µεγάλες διαφορές µεταξύ της κατοικίας των παραδοσιακών πόλεων και της κατοικίες των νέων βιοµηχανικών πόλεων. Σε πολλές πόλεις µετά κυρίως το 1850 κτίζονται κατοικίες που ήταν προορισµένες για την εγκατάσταση βιοµηχανικών εργατών καθώς και των εργατών των ορυχείων. Μέχρι το 1920-1930 η πρωτοβουλία προέρχονταν κυρίως από την πλευρά του ιδιωτικού τοµέα και αποτελούσε ένα µέσο πίεσης της εργατικής τάξης.

6. Η εκβιοµηχάνιση τον 19ο αιώνα συνεπάγονταν εργοστάσια που αποτελούσαν "αναπόσπαστο κοµµάτι" του αστικού χώρου. Στις πρώτες φάσεις της βιοµη-χανικής επανάστασης η βιοµηχανία εγκαταστάθηκε σε προϋπάρχοντα κτίρια, τα αβαεία, αποθήκες, µύλους κ.λ.π. Μετά το 1830-1850 όµως στη δυτική Ευρώπη µε τη χρησιµοποίηση του ατµού και στη βιοµηχανία η κατάσταση µεταβάλλεται. Τα εργοστάσια παύουν να εξαρτώνται από την ενέργεια που έδινε τότε το νερό ενώ παράλληλα η τεχνολογική πρόοδος τα υποχρεώνει να µεγαλώσουν ακόµα περισσότερο. Στις µεγάλες πόλεις το εργοστάσιο εγκαθίσταται κοντά στις εργατικές κατοικίες µε σκοπό την ελαχιστοποίηση των διαδροµών των εργατών ενώ στις µικρές γύρω από τα εργοστάσια συγκεντρώνονταν και οι εργατικές κατοικίες αλλά και οι βοηθητικοί χώροι. Κατά συνέπεια το εργοστάσιο αποτελούσε αναπόσπαστο τµήµα του αστικού χώρου, γεγονός που είχε ως συνέπεια µετά το 1830, τα εργοστάσια να µοιάζουν περισσότερο µε πύργους ώστε να οµορφαίνουν την πόλη.

7. Αλλά και η διαφορετική "φύση" των εργοστασίων ανάλογα µε την πόλη, που απαιτούσαν οι νέες συνθήκες που επικρατούσαν τον 19ο αιώνα, οδηγούσαν σε κοινωνικές συνέπειες που πολλές φορές ήταν αρκετά σηµαντικές όπως για παράδειγµα η απασχόληση µεγάλου αριθµού γυναικών στις υφαντουρ-ικές βιοµηχανίες των πόλεων ή αυξηµένα ηµεροµίσθια εκεί όπου η βιοµηχανία απαιτούσε υψηλή εξειδίκευση.

6. Ανθρώπινα κόστη αλλά και οφέλη από την αστικοποίηση µετά τη Βιοµηχανική Επανάσταση

Η κακή ποιότητα της ζωής των εργατών στις αρχές της εκβιοµηχάνισης απετέλεσε το αντικείµενο συζήτησης για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Σύγχρονοι αρθρογράφοι τόσο στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα αναφέρονταν στις άθλιες συνθήκες που επικρατού-σαν

την δεκαετία του 1830 στην Μυλούζη, στη Λίλλη αλλά και σε άλλες εργατουπόλεις. Εν τούτοις, σύµφωνα µε τον Bairoch, αυτή δεν ήταν η µέση κατάσταση των εργατών στις πόλεις. Σύµφωνα µε τον ίδιο υπήρχε µια τάση εξιδανίκευσης της αγροικίας χωρίς αυτό να σηµαίνει φυσικά ότι η έλλειψη χώρου στις αστικές κατοικίες δεν είχε ολέθριες συνέπειες στην αύξηση της θνησιµότητας στις πόλεις. Αλλά και οι συνθήκες στην κατοικία µεταβλήθηκαν ως συνέπεια της µεγάλης τεχνολογικής προόδου. Οι συνθήκες ειδικότερα στον τοµέα της ύδρευσης µεταβάλλονται, κάθε σπίτι σχεδόν αρχίζει να αποκτά στις πόλεις τρεχούµενο νερό όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Gleichmann "οι πόλεις γίνονται πιο καθαρές και χωρίς οσµές". Τον 19ο αιώνα ακόµα ανακαλύπτεται το φωταέριο για το φωτισµό, το τηλέφωνο και η κεντρική θέρµανση. Ετσι η αστικοποίηση ευνοεί την εκβιοµηχάνιση αλλά και η τελευταία αντίστροφα την αστικοποίηση. Πληθώρα εργοστασίων δηµιουργούνται ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των πόλεων αλλά και πολλά επαγγέλµατα δηµιουργούνται για να εξυπηρετηθούν οι κάτοικοι σ'αυτές, όπως για παράδειγµα οδηγοί τραµ, φωτοανάπτες, υδρονοµείς κ.α. Ετσι λόγω όλων αυτών των τεχνολογικών ανακαλύψεων και εφευρέσεων τα διαµε-ρίσµατα στις πόλεις γίνονται σαφώς ανετότερα από τις αγροικίες µε αποτέλεσµα να δηµιουργείται ένα ακόµα κίνητρο για την προσέλευση αγροτικού πληθυσµού στην πόλη. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στη γεωργία σε συνδυασµό µε τη µεγαλύτερη αύξηση του αγροτικού πληθυσµού στην ύπαιθρο είχαν ως συνέπεια την αύξηση της προσφοράς εργασίας στον αγροτικό χώρο, που βρήκε όµως διέξοδο στην πόλη λόγω της εκβιοµηχάνισης. Αλλά στην πόλη η αγορά εργασίας δεν παρουσιάζει ιδανικές συνθήκες δουλειάς. Ι. Η εργασία ήταν κακοπληρωµένη. Τον 19ο αιώνα, τον περισσότερο καιρό ο µισθός

του ανειδίκευτου εργάτη ήταν 10-15% υψηλότερος από τον µισθό του γεωργικού εργάτη.

ΙΙ. Ο εργάτης των πόλεων είχε να αντιµετωπίσει πολύ µεγαλύτερα έξοδα για την διαβίωσή του.

ΙΙΙ. Ο χρόνος εργασίας του εργάτη στις πόλεις, στις πρώτες φάσεις της εκβιοµηχάνισης ήταν πολύ µεγαλύτερος από τον αντίστοιχο χρόνο του αγρό-τη των παραδοσιακών κοινωνιών. Ειδικότερα ο εργάτης δούλευε 4.100-4.900 ώρες το χρόνο ενώ ο αγρότης 2.500-3.000 ώρες στις παραδοσιακές κοινωνίες. Μετά όµως την βιοµηχανική επανάσταση επήλθε µια εντατικο-ποίηση και της αγροτικής εργασίας τον 19ο αιώνα.

ΙV. Αυξήθηκε η παιδική εργασία. Ενώ δηλαδή στις παραδοσιακές κοινωνίες η αρχή της µαθητείας ξεκινούσε, όσον αφορά τον τοµέα της υφαντουργίας στα 12 µε 14 χρόνια, στις βαµβακοβιοµηχανίες της απαρχής της βιοµηχανικής επανάστασης, φαίνεται ότι χρησιµοποιούνταν παιδιά ηλικίας 6-8 ετών. Τα ωράρια των παιδιών ήταν αντίστοιχα µε τα ωράρια των ενηλίκων όµως ο µισθός τους ήταν το ένα πέµπτο ή και το ένα έβδοµο του µισθού του ενήλικα εργάτη. Τον 19ο αιώνα και µάλιστα στα τέλη του σταµάτησε αυτή η εκµετάλλευση του παιδικού πληθυσµού. Πρώτα γιατί η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος δεν απαιτούσε τη χρησιµοποίηση παιδιών σε µεγάλη έκταση και έπειτα γιατί έγινε συνείδηση σε όλους ότι έπρεπε να υπάρχει µια γενικότερη παιδεία γεγονός που είχε ως συνέπεια την υποχρεωτική πρωτοβάθµια εκπαίδευση. Αντίστοιχη ήταν και η εκµετάλλευση των γυναικών : το ηµεροµίσθιό τους ήταν το ένα τρίτο περίπου του ανδρικού.

Υπήρχαν εντούτοις και κοινωνικά οφέλη που απέρρεαν από την αστικοποίηση, όπως µεγαλύτερες ευκαιρίες για εκπαίδευση, µεγαλύτερες δυνατότητες για άνοδο στην κοινωνική ιεραρχία, και περισσότερη δυνατότητα ανθρώπινης επικοινωνίας. Το αν τα κόστη είναι περισσότερα από τα οφέλη ή το αντίστροφο, είναι δύσκολο να απαντηθεί, εντούτοις είναι σίγουρο ότι η κατάσταση είναι ανάλογη της περιόδου που εξετάζεται. Αν αναφερθούµε στο παράδειγµα που δίνει ο Bairoch, δηλαδή την Αγγλία τότε

παρατηρούµε ότι : "Στις αρχές του 19ου αιώνα τα κόστη ήταν µεγαλύτερα από τις ωφέλειες, και πιθανόν µέχρι περίπου το 1840-1850 : αλλά η κατάσταση είναι ασφαλώς αντίστροφη στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου ήδη οι ρυθµοί στη θνησιµότητα εξισώνονται, όπου τα καταλύµατα γίνονται µεγαλύτερα και υγιεινότερα και όπου, αυτό εξηγεί αυτό που είπαµε, οι πραγµατικοί µισθοί στις πόλεις αυξήθηκαν αρκετά και ξεπέρασαν τότε ουσιωδώς τους µισθούς του αγροτικού χώρου, που εντούτοις και αυτοί αυξήθηκαν. Αλλά πότε ποιά περίοδο αλλάζει αυτό το ισοζύγιο; Είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσουµε όχι µόνο τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν από κράτος σε κράτος αλλά και επίσης µεταξύ των περιφερειών. Εάν πάρουµε τους δύο περισσότερο ενδεικτικούς δείκτες συγκεκριµένα την µέση διαφορά (απόκλιση) µεταξύ των µισθών που καταβάλλονταν στους εργάτες στον αστικό χώρο και στον αγροτικό, και τις µέσες διαφορές µεταξύ της παιδικής θνησιµότητας στις πόλεις και τα χωριά, µπορούµε να καταρτίσουµε για την δυτική Ευρώπη κατά προσέγγιση τον πίνακα που ακολουθεί :

Αποκλίσεις µισθών υπέρ της πόλης ∆ιαφορές στην παιδική θνησιµότητα υπέρ της υπαίθρου Circa 1815-1840 15-20% 50-70% Circa 1900-1914 25-30% 10-20%

Σ'αυτά τα στοιχεία, πρέπει ακόµα να προσθέσουµε το γεγονός της µεγαλύτερης δυνατότητας για κοινωνική άνοδο. Ο µισθός του γεωργικού εργάτη γύρω στα 1900-1914 θα έπρεπε να συγκριθεί µε µια κοινωνικο-επαγγελµατική κατηγορία ανώτερη οικονοµικά δηλαδή αυτή του ανειδίκευτου εργάτη της πόλης. Συνεπώς, κατά κάποιο τρόπο µια "ορθολογική" επιλογή στις αρχές του εικοστού αιώνα θα ήταν υπέρ της πόλης. Αλλά ο άνθρωπος είναι αποκλειστικά homo economicus και µπορούµε να σκεφτόµαστε πάντα µε οικονοµικούς όρους : η εκβιοµηχάνιση προσέλκυσε τον άνθρωπο προς την πόλη και πολύ συχνά µε επιτακτικό τρόπο τον έδιωξε από την ύπαιθρο. 7. Οι σιδηρόδροµοι : Εγκατάσταση νέων πόλεων - δηµιουργία πόλεων γιγάντων Μετά το δεύτερο µισό του δέκατου ένατου αιώνα, η γεωγραφία του αστικού δικτύου της Ευρώπης µεταβλήθηκε. Για λόγους οικονοµικούς, οι νέες βιοµηχανικές πόλεις εγκαταστάθηκαν έξω από τα παραδοσιακά αστικά κέντρα. Συγκεκριµένα οι πόλεις που οι κύριες δραστηριότητες τους βασίζονταν στην βαριά βιοµηχανία εγκαταστάθηκαν κοντά σε ανθρακωρυχεία, ώστε να µειώνονται τα κόστη µεταφοράς, σε αντίθεση µε την υφαντουργία, που ήταν περισσότερο διεσπαρµένη αφού η πρώτη ύλη της, δηλαδή το βαµβάκι ήταν κυρίως εισαγόµενο. Εντούτοις την µεγάλη αλλαγή την επέφερε ο σιδηρόδροµος. Σύµφωνα µε τον Bairoch ο σιδηρόδροµος στην Αγγλία εισέβαλε στην οικονοµική ζωή µετά τον µετασχηµατισµό της οικονοµίας της σε αντίθεση µε τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη όπου η εµφάνιση του σιδηροδρόµου ταυτίζεται µε την εκβιοµηχάνιση και τον µετασχηµατισµό της οικονοµίας τους. Η πρώτη σιδηροδροµική γραµµή στην Αγγλία αλλά και στον κόσµο άνοιξε το 1825. Το 1870 υπήρχαν 105.000 χιλιόµετρα σιδηροδροµικές γραµµές από τις οποίες οι 8.000 ανήκαν στη ∆υτική Ευρώπη και οι 88.000 στη Βόρεια Αµερική. Το 1913 οι αριθµοί άλλαξαν και έγιναν 363.000 και 467.000. Από τότε το σιδηροδροµικό δίκτυο αυξήθηκε λίγο ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 στις Η.Π.Α. και γύρω στα 1960 στην Ευρώπη παρατηρείται µια συρρίκνωση. Πώς όµως το σιδηροδροµικό δίκτυο συνέβαλε στην αστικοποίηση και κυρίως στην εγκατάσταση νέων πόλεων; Ι. Οι σιδηρόδροµοι µαζί µε τις φυσικές διαδροµές καθόριζαν τη θέση µιας πόλης. Για

παράδειγµα πόλεις πάνω στη συµβολή δύο σιδηροδροµικών γραµµών βρίσκονταν σε προνοµιακή θέση στην οποία όφειλαν τη γέννησή τους ή την ταχεία ανάπτυξή τους.

ΙΙ. Σε περιοχές µε πλεόνασµα ενεργού εργατικού δυναµικού οι σιδηρόδροµοι έδιναν τη δυνατότητα να εγκατασταθούν βιοµηχανίες που χρησιµοποιούσαν πρώτες ύλες µε

σχετικά υψηλή πραγµατική αξία όπως η υφαντουργία ή άλλες που συνεπάγονταν µια υψηλή προστιθέµενη αξία µέσω του κόστους εργασίας, όπως για παράδειγµα η βιοµηχανία επεξεργασµένων µετάλλων. Αυτό είχε ως συνέπεια την εκβιοµηχάνιση περιοχών που άλλες εποχές ασκούσαν λίγες οικονοµικές λειτουργίες, όπου κατά κύριο λόγο η γεωργία ήταν λιγότερο παραγωγική. Γιατί µια από τις βασικές συνέπειες των σιδηροδρόµων, συνεχίζει ο Bairoch, ήταν να βγάλει ορισµένες αγροτικές περιοχές µε πτωχό έδαφος ή κακές κλιµατολογικές συνθήκες από το περιθώριο. Τελικά µε την εξίσωση των τιµών των αγροτικών προϊόντων οι σιδηρόδροµοι ευνόησαν τις περιοχές όπου το κόστος εκµετάλλευσης της γης ήταν περισσότερο υψηλό.

ΙΙΙ. Η επίδραση των σιδηροδρόµων ήταν αµεσότερη όσον αφορά στην ανάπτυξη των πολύ µεγάλων πόλεων. Οι σιδηρόδροµοι βοήθησαν στην µεταφορά των αναγκαίων ειδών διατροφής, καυσίµων και πρώτων υλών σε µεγάλες πόλεις. Πρέπει να σηµειωθεί ότι όσο χαµηλότερος ήταν ο βαθµός αστικοποίησης του 19ου αιώνα τόσο η ανάπτυξη των πόλεων επηρεάστηκε περισσότερο µε την δηµιουργία των σιδηροδρόµων.

Η ανάπτυξη του σιδηροδροµικού δικτύου στα ανεπτυγµένα κράτη του 19ου αιώνα µπορεί να χωριστεί σε τρεις φάσεις, σύµφωνα µε τον πίνακα που ακολουθεί :

Φάσεις αναπτύξεως των σιδηροδρόµων στα ανεπτυγµένα κράτη Χρονική περίοδος Φάση Μορφή σιδηροδροµικού δικτύου 1825-1850 Α Βασικό εθνικό δίκτυο 1850-1860 Β Σύνδεση εθνικών δικτύων 1860- Γ Επέκταση εθνικών δικτύων σε µη ανεπτυγµένες περιοχές, αναζήτηση νέων διεξόδων, διεθνοποίη-ση σιδηροδρόµων. (Στην Ευρώπη Αγγλογαλλική γραµµή και Γερµανοαυστριακή)

Πηγή : Ε. Παπαγιαννάκης, "Οι Ελληνικοί Σιδηρόδροµοι: 1880-1910. Πολιτικές, οικονοµι-κές και κοινωνικές διαστάσεις" ως Θέµατα νεοελληνικής ιστορίας (18ος-20ος αιώνας), Αθήνα 1991, σσ.387.

8. Οι Ελληνικοί Σιδηρόδροµοι Οι σηµαντικότερες επενδύσεις σε έργα υποδοµής του 19ου αιώνα έγιναν από τον Τρικούπη, λίγο πριν από την πτώχευση του Ελληνικού κράτους και αφορούσαν κύρια τα σιδηροδροµικά έργα. Η σύλληψη της ιδέας για τη δηµιουργία σιδηροδρόµων και στον Ελληνικό χώρο υπήρξε πριν από το 1882. Ηδη από το 1869 λειτουργούσε γραµµή που ένωνε την Αθήνα και τον Πειραιά, συνολικού µήκους εννέα χιλιοµέτρων. Οι εργασίες για την δηµιουργία της γραµµής αυτής είχαν αναληφθεί από Ελληνοαγγλική εταιρεία µε την επωνυµία ΣΑΠ. Η γραµµή ξεκινούσε από την αρχή της οδού Αθηνών-Πειραιώς και κατέληγε στο Θησείο. Η σύνδεση του λιµανιού µε την νέα πρωτεύουσα ήταν πρωταρχικής σηµασίας σκοπός για το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Ηδη από το 1835 είχε τελειώσει ο αµαξωτός δρόµος Αθηνών-Πειραιώς και είχε υπογραφεί σύµβαση που εξασφάλιζε τη συγκοινωνία των δύο πόλεων µε ιππήλατες άµαξες (Σκλαβούνος, 1989). Το 1870 η κυβέρνηση υποχρέωσε την εταιρεία ΣΑΠ να θέσει σε λειτουργία µια γραµµή ιππηλάτων αµαξών, που θα ξεκινούσε από τον Σταθµό του Πειραιά και θα έκανε τον γύρο της πόλης. Στην πρωτεύουσα, υπήρχαν ήδη τέτοιες γραµµές, που λόγω του µεγάλου µεγέθους της, µπορούσαν να καλύπτουν το κόστος λειτουργίας τους. Μεταξύ 1857-1880 υποβλήθηκαν προτάσεις από ιδιώτες αναδόχους, ξένους επενδυτές που ζητούσαν να αναλάβουν την κατασκευή του ελληνικού σιδηροδροµικού δικτύου. Η γεωγραφία του Ελληνικού τοπίου, οι δυνατότητες που υπήρχαν και οι ανάγκες τοποθετούσαν τους ελληνικούς σιδηροδρόµους σε δύο άξονες : τον άξονα Νότου-Βορρά που µε αφετηρία την Καλαµάτα και µέσω Λαµίας και Θεσσαλονίκης θα ένωνε την Ελλάδα µε την Ευρώπη και τον άξονα Ανατολής-∆ύσης που θα ένωνε την Αθήνα µε την Πάτρα ή

την Ηγουµενίτσα και στη συνέχεια µέσω θαλάσσης θα γινόταν η σύνδεση µε το Μπρίντεζι. Ετσι το 1882 υπάρχουν συγκεκριµένες προτάσεις :ένα συνολικό σχέδιο, "µια πλήρης εποπτεία του δυνατού δικτύου που µπορεί να πραγµατοποιηθεί στην Ελλάδα. Μιλάµε για ένα δίκτυο της τάξεως των 1800 χιλιοµέτρων" (Παπαγιαννάκης, 1984). Οπως ήδη αναφέρθηκε µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1860, ο σιδηρόδροµος ήταν προνόµιο µόνο των αναπτυγµένων χωρών. Μετά το 1870 εµφύλιοι και άλλοι πόλεµοι, καθώς και η οικονοµική κρίση, δίνουν στον σιδηρόδροµο άλλη σηµασία. Οι Βαλκανικές χώρες αναγκάζονται και αυτές να προσαρµοστούν στα νέα δεδοµένα. "Αναζητώντας το µερίδιό τους από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, που µεταναστεύει µαζικά, προσφέρουν γη και εργασία, πλειοδοτούν σε παροχές (εγγύηση ελάχιστου κέρδους, επιχορηγήσεις, δασµολογική ατέλεια, δωρεάν ξυλεία, φορολογικές και νοµοθετικές διευκολύνσεις...)" (Παπαγιαννάκης, 1984). Την περίοδο του Τρικούπη, στην Ελλάδα υπήρχε η πολιτική βούληση υλοποίησης των σιδηροδροµικών σχεδίων, που όµως είχε διαµορφωθεί κάτω από πιέσεις τόσο ιδεολογικές όσο και γεωπολιτικές και που έρχονταν σε διάσταση µε τις κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες της χώρας. Η χώρα βρισκόταν σε τέτοια γεωγραφική θέση, µεταξύ ανατολής και δύσης, που µεσολαβούσε για τη µεταφορά των εξαγωγίµων προϊόντων αλλά παράλληλα ήταν στρατηγικής σηµασίας τόσο για τον Αγγλογαλλικό δρόµο όσο και για τον Γερµανοαυστριακό. Οι σιδηρόδροµοι µείωναν το κόστος και το χρόνο των µεταφορών διά ξηράς, βοηθούσαν στην ενοποίηση της αγοράς και κατά συνέπεια συνέτειναν στην προώθηση της βιοµηχανικής ανάπτυξης της χώρας. Γι'αυτό άλλωστε χαρακτηρίστηκαν και ως "βιοµηχανικό αίτηµα". Στην Ελλάδα η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Το βασικό αίτηµα ήταν οι δρόµοι, το ανύπαρκτο οδικό δίκτυο της χώρας και ο σιδηρόδροµος ήταν ένας τρόπος να τους αντικαταστήσει. Γι'αυτό θεωρείται ως "γεωργικό αίτηµα" (Παπαγιαννάκης, 1984). Το 1882 η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ευνοϊκή για την υλοποίηση των σχεδίων. Οι διεθνείς εξελίξεις, η αποκατάσταση της χρηµατιστηριακής πίστης της Ελλάδας, η συσσώρευση κεφαλαίων των οµογενών στη χώρα, αλλά και η στροφή των Ευρωπαϊκών κεφαλαίων σε περιφερειακές αγορές οδήγησαν σε αισιοδοξία για το στήσιµο των σιδηροδρόµων και στην Ελλάδα. Το δίκτυο που υιοθέτησε ο Τρικούπης ήταν προσαρµοσµένο στις πραγµατικές οικονοµικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές συνθήκες. Ο σιδηρόδροµος δεν µετέφερε αυτόµατα τη νέα τεχνολογία και πρόοδο. Για να αναπτυχθεί η Ελλάδα χρειάζονταν ευρύτερες προϋποθέσεις. Σύµφωνα µε τον Παπαγιαννάκη (1981), το σχέδιο για τους σιδηροδρόµους του Τρικούπη προέβλεπε "∆ίκτυο λιτό (στενό), οµοιόµορφο και προσανατολισµένο προς την παραγωγική ενδοχώρα, µε µοναδική εξαίρεση τη βόρεια διεθνή του διέξοδο. ∆ίκτυο φτηνό, εύκολο και γρήγορα πραγµατοποιήσιµο αυτόµατα πέτυχε να ελαχιστοποιήσει την επιβάρυνσή του (επιχορήγηση 20.000 δρχ./χλµ. όσο δηλαδή το κόστος κατασκευής οδικού δικτύου). ∆ίκτυο τοπικού χαρακτήρα, περισσότερο βελτιωµένο υποκατάστατο του πρωτόγονου άλλωστε οδικού δικτύου παρά ιστορική διέξοδος, ανύπαρκτων εµποροβιοµηχανικών αναζητήσεων. ∆ίκτυο όργανο προώθησης της πολιτικής και οικονοµικής ενοποίησης της γεωργικής Ελλάδας. Ο σιδηρόδροµος θα εξυπηρετήσει τις γεωπολιτικές βλέψεις της χώρας αν πρώτα λειτουργήσει αναπτυξιακά προσαρµοσµένος στην ελληνική πραγµατικότητα. Περισσότερο από µια αναγκαιότητα που επιβάλλει την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας, ο σιδηρόδροµος είναι για τον Τρικούπη ένα µέσο που µπορεί να της επιτρέψει να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που ανοίγει η ανατολική πορεία της ώριµης αλλά και ανήσυχης Ευρώπης". Τα επόµενα δέκα χρόνια 1882-1892 κατασκευάστηκαν 900 χιλιόµετρα, κατά το διάστηµα

1893-1900 έγιναν 100 χιλιόµετρα ενώ από το 1901 µέχρι 1909 έγιναν άλλα 600 χιλιόµετρα από τον Θεοτόκη. Οι αυξοµειώσεις της απόδοσης του δικτύου ερµηνεύονται από διαφόρους παράγοντες, στους οποίους περιλαµβάνονται οι οικονοµικές κρίσεις, οι πόλεµοι αλλά και η κερδοσκοπία. Πού οφείλονται όµως τα χαµηλά έσοδα της επένδυσης και τα αµελητέα κέρδη; Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν τόσο στην πλευρά του κόστους όσο και των τιµών. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι δαπάνες της επένδυσης ήταν ανελαστικές, οι τιµές των εισιτηρίων σχεδόν σταθερές και η πληθυσµιακή πυκνότητα και αυτή περίπου σταθερή, η µακροχρόνια τάση των µεγεθών φαίνεται ότι ήταν συνάρτηση των µεταβολών των δοµών της οικονοµίας και της κοινωνίας αλλά και του ποσοστού µεταβολής της παραγωγής των καλλιεργούµενων εδαφών (Παπαγιαννάκης, 1984). Ετσι λοιπόν συνοπτικά µπορούµε να καταλήξουµε, σχετικά µε τα αποτελέσµατα της προσπάθειας δηµιουργίας Ελληνικών Σιδηροδρόµων, στις διαπιστώσεις που ακολουθούν. 1. Ο όγκος των εµπορευµάτων σε τόνους ανά εγκατεστηµένο χιλιόµετρο παρουσιάζει

κάποια αύξηση, αργή αλλά σταθερή που αποδίδεται εν µέρει και στην αύξηση των καλλιεργούµενων εδαφών. Οι διακυµάνσεις της εµπορευµατικής κίνησης ερµηνεύονται και από τις κλιµατολογικές συνθήκες.

2. Ο αριθµός επιβατών ανά εγκατεστηµένο χιλιόµετρο σ'όλη την περίοδο για το σύνολο του δικτύου δεν παρουσιάζει µεταβολή. Από αναλύσεις που έγιναν για διάφορες περιοχές µπορούν να βγουν και µερικά επιµέρους συµπεράσµατα. Αύξηση της επιβατικής κίνησης παρουσιάζεται π.χ. στην πρωτεύουσα που είναι αστική περιοχή και στα λιµάνια αντίθετα στις γεωργικές περιοχές της Πελοποννήσου παρατηρείται µείωση όσο αποµακρυνόµαστε από το λιµάνι και πλησιάζουµε στην ενδοχώρα. Παρατηρούµε δηλαδή κάποια επιτάχυνση της διαδικασίας "παραγωγής" του αστικού χώρου µέσω του σιδηροδροµικού δικτύου.

3. Η ακτίνα κίνησης του µέσου επιβάτη ή εµπορεύµατος παραµένει και αυτή σταθερή όλο το διάστηµα που εξετάζεται. Η κίνηση περιορίζεται κυρίως ανάµεσα στο χωριό και την κοντινότερη κωµόπολη ή πόλη.

9. Οι Αστικές συγκοινωνίες στην Αθήνα τον 19ο αιώνα Η ώθηση στις αστικές συγκοινωνίες δόθηκε και πάλι το 1882. (Οταν µιλάµε την περίοδο αυτή για αστικές συγκοινωνίες εννοούµε τον ιπποτροχιόδροµο και το τραµ. Αργότερα στις συγκοινωνίες των πόλεων προστίθενται τα λεωφορεία και τα ιδιωτικά αυτοκίνητα). Η Βελγική εταιρεία "V Demerbe et Cie" ανέλαβε την κατασκευή αλλά και την εκµετάλλευση δικτύου ιπποτροχιοδρόµων στην πρωτεύουσα. Το πρώτο ατµοκίνητο τραµ κατασκευάστηκε το 1887 και ένωνε την λεωφόρο Πανεπιστηµίου µε το Νέο Φάληρο. Η γραµµή λειτουργούσε ήδη τέσσερα χρόνια ως ιππήλατη. Με τη νέα τεχνολογία η καταναλισκόµενη ενέργεια ήταν µικρότερη και η ταχύτητα των µέσων συγκοινωνίας µεγαλύτερη, µε αποτέλεσµα τα επιβατικό κοινό να εξυπηρετείται καλύτερα. Σύµφωνα µε την περιγραφή του Σκλαβούνου (1989), "η µορφή του δικτύου ήταν ακτινική και οι 5 κύριες γραµµές κατευθύνονταν από την Οµόνοια προς το Ζάππειο, το µικροαστικό προάστιο των Πατησίων στα βόρεια, το εργατικό προάστιο Κολοκυνθού στα βορειοδυτικά και προς τον Σταθµό Θησείου, εξυπηρετούµενα µε δύο γραµµές. Μια άλλη γραµµή είχε αφετηρία το Σύνταγµα και κατέληγε στους Αµπελόκηπους στα βορειοανατολικά. Εξάλλου το δίκτυο µπορούσε να χρησιµοποιηθεί εξίσου και για την µεταφορά εµπορευµάτων, µε τιµολόγια που καθόριζε το Κράτος". Αν και την τιµή των εισιτηρίων την καθόριζε το κράτος, οι διαδροµές εκτός πόλης ήταν αρκετά ακριβές για το εισόδηµα της εργατικής τάξης (35 λεπτά η διαδροµή) µε αποτέλεσµα η αποδοτικότητα των διαφόρων γραµµών να στηρίζεται και στη µεταφορά εµπορευµάτων ή επιβατών από και προς τους νεοσύστατους σιδηροδροµικούς σταθµούς. Τα µακρινά προάστια της Αθήνας συνδέθηκαν µε την πρωτεύουσα µε σιδηροδροµικές γραµµές. Το 1885 η Εταιρεία Σιδηροδρόµων λειτούργησε τη σιδηροδροµική γραµµή

Αθήνα-Κηφισιά και το παρακλάδι της στο Λαύριο. Το 1891 εγκαινιάστηκε η πρώτη γραµµή τραµ που συνέδεε την Αθήνα µε τον Πειραιά. Η πρώτη γραµµή ιπποτροχιοδρόµου µέσα στον Πειραιά ξεκινούσε από το Σταθµό και κατέληγε στο τελωνείο και είχε κατασκευαστεί από τη ΣΑΠ ήδη το 1883. Η σιδηροδροµική ένωση Αθήνας και Πειραιά εµπλουτίστηκε µε µια άλλη γραµµή που έφτασε µέχρι την Οµόνοια το 1893. Στις αρχές του εικοστού αιώνα το δίκτυο της Αθήνας αναγκάστηκε να προσαρµοστεί στην πολεοδοµική της επέκτασης. Τρεις νέες γραµµές δηµιουργήθηκαν Μητρόπολη-Κολωνάκι, Μοναστηράκι-Ιπποκράτους και Οµόνοια-Αχαρνών. Αλλά δεν ήταν µόνο η δηµογραφική πρόοδος που οδηγούσε στην αντίστοιχη ανάπτυξη των συγκοινωνιών. Η συγκέντρωση πληθυσµού κατά µήκος των γραµµών των αστικών συγκοινωνιών αλλά και στα τέρµατά τους ήταν µεγαλύτερη όπως άλλωστε και η συγκέντρωση του πληθυσµού κοντά στους σταθµούς του σιδηροδρόµου στα βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά προάστια (Σκλαβούκος, 1989). 10. Οι νέες πόλεις τον 19ο αιώνα Ο ανεπτυγµένος κόσµος του 1910 απαριθµούσε, σύµφωνα µε τον Bairoch, περίπου 268 πόλεις µε πληθυσµό πάνω από 100.000, µεταξύ αυτών 98 είτε ήταν ανύπαρκτες, είτε ήταν χωριά στις αρχές του 19ου αιώνα. Το ποσοστό φαίνεται ότι ήταν µεγαλύτερο για τις πόλεις που είχαν µικρότερο µέγεθος, και σύµφωνα µε υπολογισµό του ίδιου του ιστορικού εκτιµάται ότι το 40% περίπου των πόλεων µε αριθµό κατοίκων πάνω από 50.000 που υπήρχαν το 1910 ήταν νέες πόλεις που δηµιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούµενου αιώνα. Εξ'άλλου µετά τον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο πολύ λίγες πόλεις γεννήθηκαν, µε εξαίρεση στη Σοβιετική Ενωση, έστω και αν κατά τη δεκαετία του 1930 ξεκίνησε το φαινόµενο "της προγραµµατισµένης δηµιουργίας νέων πόλεων" που στην πραγµατικότητα όµως αποτελούσαν αποσυµφόρηση των ήδη υπαρχόντων µεγάλων αστικών κέντρων. Στις εκατό περίπου µεγάλες πόλεις που δηµιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα πάνω από τις µισές βρίσκονταν στις Η.Π.Α., στον Καναδά, ενώ στην Ευρώπη σε σύνολο 157 πόλεων που δηµιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα µόνο το 24% µπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία των µεγάλων πόλεων. Αυτή είναι µια από τις ουσιώδεις µεταξύ άλλων διαφορές µεταξύ Ευρώπης και Αµερικής, που µας κάνει να εξετάζουµε χωριστά την ιστορία των πόλεων όχι µόνο µεταξύ ανεπτυγµένων και υποανάπτυκτων χωρών αλλά και µεταξύ των ανεπτυγµένων. Στην Ευρώπη οι νέες µεγάλες πόλεις δηµιουργήθηκαν κυρίως στην Αγγλία και στην Γερµανία και κατά δεύτερο λόγο στη Γαλλία και το Βέλγιο. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Bairoch, "µέχρι τα µισά του 18ου αιώνα, η διαχωριστική γραµµή µεταξύ των πολύ αστικοποιηµένων περιοχών της Ευρώπης από τις λιγότερο ανεπτυγµένες διαχώριζε το Βορρά από το Νότο. Από το Β' µισό όµως του 19ου αιώνα έγινε µια στροφή 45°. Η καινούρια γραµµή πήγαινε πλέον από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά ξεκινώντας από τα Γαλλοϊσπανικά σύνορα για να φθάσει µέχρι την άλλη άκρη των Γερµανοπολωνικών συνόρων. Βόρεια αυτής της γραµµής ήταν τα περισσότερα αστικοποιηµένα κράτη, δηλαδή η Γαλλία, το Βέλγιο, οι Κάτω Χώρες, η Μεγάλη Βρετανία, η Ελβετία, η Γερµανία και τα Σκανδιναβικά Κράτη. Το 1910 ο δείκτης αστικοποίησης αυτής της περιοχής ήταν 47% έναντι 30% για την υπόλοιπη Ευρώπη χωρίς την Ρωσία". Ακόµα στην αστικοποίηση της Ευρώπης το δεύτερο µισό του δέκατου ένατου αιώνα έπαιζαν σηµαντικό ρόλο δύο αντικρουόµενα φαινόµενα : 1. Η µετανάστευση µέρους του Ευρωπαϊκού πληθυσµού έξω από την Ευρωπαϊκή

Ηπειρο. Γεγονός που είχε ως συνέπεια την µείωση του µεταναστευτικού ρεύµατος από την ύπαιθρο προς την Ευρωπαϊκή πόλη.

2. Η δυνατότητα εισαγωγής µεγαλύτερων ποσοτήτων ειδών διατροφής που οδήγησε σε αύξηση της αστικοποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ

ΚΕΝΤΡΩΝ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ

1. Οι Ελληνικές πόλεις (1800-1856) Η ανάπτυξη των Ελληνικών πόλεων και οργάνωση του χώρου τους, καθώς και ο τρόπος της ζωής που διαµορφώνεται σ'αυτές, συνδέονται άµεσα µε τους µετασχηµατισµούς της ελληνικής οικονοµίας και κοινωνίας. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, τα πρώτα µεγάλα αστικά κέντρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας, εµφανίστηκαν στους τόπους διαµονής των Τούρκων γαιοκτηµόνων, περιοχές οι οποίες ταυτόχρονα αποτελούσαν κέντρα περιφερειακής διοίκησης της οθωµανικής αυτοκρατορίας. Παράλληλα µε τα µεγάλα αυτά αστικά κέντρα υπήρχε και πληθώρα πόλεων στην επαρχία, που διέθεταν µικρή αγορά, φιλοξενούσαν µικρό µέρος της βιοτεχνίας, που κάλυπτε τη ζήτηση των γύρω χωρικών και που ασχολούνταν µε τοπικές υποθέσεις. Οι µικρές αυτές κωµοπόλεις δεν διέθεταν διοικητική και πολιτική αυτονοµία. Ετσι λοιπόν µέχρι τη σύσταση του νέου Ελληνικού κράτους η τυπολογία των πόλεων της Ελλάδας που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία της Οθωµανικής αυτοκρατορίας µε κριτήριο το µέγεθος του πληθυσµού τους και τις κοινωνικο-οικονοµικές λειτουργίες τους ήταν η ακόλουθη (Φίλιας, 1977) : 1. Μεγάλα αστικά κέντρα, δηλαδή εµπορικές πόλεις της Οθωµανικής αυτοκρα-τορίας

που συναλλάσσονταν κατά κύριο λόγο µε τις Ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Στην κατηγορία αυτή υπάγονταν η Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα.

ΙΙ. Μεγάλα παραθαλάσσια αστικά κέντρα, που ως κύρια λειτουργία τους είχαν το διαµετακοµιστικό εµπόριο µεγάλων γεωγραφικών περιοχών. Τέτοια κέντρα ήταν η Αθήνα, η Πάτρα, το Ναύπλιο κ.α.

ΙΙΙ. Ηπειρωτικά αστικά κέντρα, όπως η Τρίπολη, η Λάρισα, οι Σέρρες κ.α. στα οποία υπήρχαν συγκεντρωµένες στρατιωτικές και διοικητικές τουρκικές υπηρεσίες, ήταν πρωτεύουσες τουρκικών πασαλικιών και τόποι διαµονής των ανωτέρων Τουρκικών στρωµάτων. Ταυτόχρονα τα κέντρα αυτά αποτελούσαν και τόπους αναδιανοµής και εµπορίας αγροτικών προϊόντων.

IV. Μικροί ηµιαστικοί οικισµοί και κωµοπόλεις. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται όλες οι Ελληνικές πόλεις που είχαν άµεση εξάρτηση από τον αγροτικό τους περίγυρο και ασκούσαν περιορισµένες λειτουργίες.

V. Ναυτικά κέντρα, όπως οι Σπέτσες και η Υδρα που η οικονοµία τους στηριζόταν στις πλούσιες εµπορικές και ναυτιλιακές δραστηριότητες των κατοίκων τους.

Μετά την Ελληνική Επανάσταση, τα περισσότερα αστικά κέντρα του Ελλαδικού χώρου παρέµειναν έξω από την επικράτεια του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Μια άλλη οµάδα πόλεων µείωσαν σηµαντικά τον κύκλο των δραστηριοτήτων τους αφού έπαψαν να ανήκουν στην Οθωµανική αυτοκρατορία µε αποτέλεσµα να µην έχουν την ίδια λειτουργική σηµασία µ'αυτήν που είχαν τα προηγούµενα χρόνια. Τέλος άλλες πόλεις έπαψαν να αποτελούν κέντρα άσκησης *** και άλλων λειτουργιών της Οθωµανικής αυτοκρατορίας µε αποτέλεσµα να µειωθεί ο κύκλος δραστηριοτήτων τους σηµαντικά. Ετσι, σχετικά µε τις αρχές του αιώνα πολλές πόλεις παρουσίασαν ακόµα και µείωση του πληθυσµού τους.

Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τσουκαλάς (1875) : Το σύστηµα ιεράρχησης του χώρου που ίσχυε στην Τουρκοκρατία, παραµορφώνεται οριστικά µε την παρέµβαση του Κράτους που ιδιοποιείται όλες τις διευθυντικές λειτουργίες. Το θεσµικό, οικονοµικό και κοινωνικό δίκτυο που άρθρωνε όλα αυτά τα κέντρα µεταξύ τους καταστρέφεται. Η Τρίπολη, η Λάρισα, τα Τρίκαλα και τα Γιάννενα που στην Τουρκοκρατία υπήρξαν τα σηµαντικότερα αστικά κέντρα της ελληνικής ενδοχώρας, και έχουν το 1920 πληθυσµό που µόλις ξεπερνούσε εκείνον που είχαν το 1800. Εκτός από την παρακµή των διοικητικών και µορφωτικών λειτουργιών των επαρχιακών κέντρων και καθαρά οικονοµικοί λόγοι συµβάλανε στη διαδικασία αυτής της στασιµότητας, λόγοι που συνοψίζονται στη βαθµιαία παρακµή ορισµένων τοπικών δραστηριοτήτων, που είχαν σηµαντικά αναπτυχθεί προς το τέλος του 18ου αιώνα. Η οικονοµική αποδιοργάνωση, συνέπεια της δεκαετίας του απελευθερωτικού πολέµου, αποδείχτηκε ολέθρια για όλα τα εµπορικά κέντρα. Η παραδοσιακή εξαγωγή βιοµηχανικών προϊόντων µε βάση τη ντόπια παραγωγή (που το κύκλωµα των δραστηριοτήτων της, σύµφωνα µ' ένα µάλλον υπερβολικό υπολογισµό, έφτανε τα 200 χιλιάδες φράγκα το 1815), εξαφανίστηκε στα χρόνια της Επανάστασης και οι άµεσες εµπορικές σχέσεις µε το εξωτερικό ανακόπηκαν. Ετσι η πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας επηρέασε διττά τα παραδοσιακά αστικά κέντρα. Από την µια πλευρά, επέφερε την καταστροφή των παλαιών µορφών κοινωνικής και πολιτικής αυτονοµίας και την παράλληλη εξαφάνιση των συστηµάτων που συγκροτούσαν το χώρο σ'ένα ιεραρχηµένο σύνολο. Από την άλλη, συνδυάστηκε µε την καταστροφή πολλών παραγωγικών δραστηριοτήτων, που έφεραν σε άµεση σχέση τα αστικά στρώµατα της επαρχίας µε το εξωτερικό... Σύµφωνα µε τον Φίλια (1977), "οι νέοι παράγοντες που έδωσαν το πλαίσιο των νέων µορφοποιήσεων ήταν οι ακόλουθοι : Ι. Η αποδέσµευση των πεδινών εδαφών, που σε µεγάλο ποσοστό βρισκόταν στα χέρια

των Τούρκων, γεγονός που συνεπαγόταν µια σοβαρή µετακίνηση πληθυσµού από τα ορεινά στα πεδινά και µια αντίστοιχη βαθµιαία µετακόµιση του κέντρου βάρους της Ελληνικής οικονοµικής ζωής.

ΙΙ. Η ανάγκη να διαµορφωθεί ένα νέο πολιτικό-διοικητικό και ταυτόχρονα οικονοµικό κέντρο, που να διαδραµατίζει στα πλαίσια του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους το ρόλο που έπαιζαν πριν η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Σµύρνη κ.λ.π.

ΙΙΙ. Η µετακίνηση κινητού πλούτου και κεφαλαίων από τα ορεινά προς τις πόλεις και ιδιαίτερα προς την πρωτεύουσα.

IV. Ο περιορισµός και ταυτόχρονα η ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς κάτω από τις συνθήκες που διαµόρφωνε η νέα πραγµατικότητα".

Αντίθετα µε τις µεγάλες πόλεις τα πρώτα είκοσι χρόνια µετά την Ελληνική επανάσταση, οι ηµιαστικοί συνοικισµοί καθώς και οι µικρές κωµοπόλεις φαίνεται ότι αυξήθηκαν πληθυσµιακά. Την ίδια περίοδο αναπτύσσονται τα δύο "αυτόνοµα κέντρα αστικής ανάπτυξης, η Αθήνα και η Σύρος, γενικά όµως οι ρυθµοί είναι χαµηλοί και τα χάσµατα µεταξύ των περιφερειών µικρά. Μετά το 1870 οι διαφορές µεταξύ των Ελληνικών περιφερειών αρχίζουν να µεγαλώνουν. Αντίστοιχες περιφερειακές αντιθέσεις παρατηρούνται και σε άλλα κράτη εκείνης της εποχής, µετά την αλλαγή της παραδοσιακής τους οικονοµίας, µε τη διαφορά ότι στην Ελλάδα υπήρχαν διακοπές της συνέχειας που οφείλονταν στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και στηρίζει µε τα παλαιά συστήµατα παραγωγής, τις παλαιές δοµές που ίσχυαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας (Αγριαντώνη, 1989). 2. Αστικοποίηση και εκβιοµηχάνιση. Η ανάπτυξη του αστικού τοµέα "Η γεωφυσική µορφή του πρώτου Ελλαδικού Βασιλείου έχει σχετικά ενιαία χαρακτηριστικά. Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Εύβοια, Κυκλάδες, Χώροι µεσογειακοί,

κλίµα εύκρατο, ορεινή ενδοχώρα και κατατµηµένα, εκτεταµένα παράλια, διάσπαρτο αρχιπέλαγος. Τα µορφολογικά στοιχεία του χώρου επηρεάζουν αποφασιστικά τις δυνατότητες οικονοµικής ανάπτυξης και προκαθορίζουν, ήδη από την κλασική αρχαιότητα, την κλίµακα και το είδος ανάπτυξης των Ελλαδικών γεωγραφικών χώρων" (∆ερτιλής, 1984). Πριν από την εφαρµογή της νέας τεχνολογίας των χωρών της δύσης, όσο δηλαδή η τεχνολογία παρέµενε αµετάβλητη, τόσο τα γεωφυσικά στοιχεία δρούσαν ανασταλτικά για την οικονοµική ανάπτυξη της χώρας διότι : Ι. Παρεµπόδιζαν την ενοποίηση των τοπικών αγορών. ΙΙ. Συνεπάγονταν απαγορευτικό κόστος για τη βελτίωση των επικοινωνιών και

µεταφορών της χώρας µέσω της δηµιουργίας επενδύσεων στον τοµέα των µεταφορών.

ΙΙΙ. Περιόριζαν άµεσα τις δυνατότητες ανάπτυξης της οικονοµίας, αφού δεν υπήρχαν ούτε µεγάλες πεδιάδες ούτε µεγάλα ποτάµια ούτε µόνιµα βοσκοτόπια. Κατά συνέπεια δεν υπήρχαν οι δυνατότητες ανάπτυξης µιας "καπιταλιστικής" γεωργίας και µιας αγροτικής βιοµηχανίας και έτσι δυσκόλευαν οι συνθήκες για µια αρχική εκβιοµηχάνιση της χώρας.

Αντίστοιχα η µορφολογία του εδάφους και οι κλιµατολογικές συνθήκες οδηγούσαν στην καλλιέργεια µεσογειακών προϊόντων, όπως λάδι, κρασί κ.λ.π., τα οποία απαιτούσαν φροντίδα και οδηγούσαν στην οργάνωση της καλλιέργειας σε µικρή κλίµακα και στη µικροϊδιοκτησία µε αποτέλεσµα να µικραίνουν οι δυνατότητες σχηµατισµού µιας καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής. Το 1839 η πυκνότητα του πληθυσµού ήταν 17 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόµετρο, ο συγκεντρωµένος στα χωριά πληθυσµός ήταν κάτω από 2000 (χωρίς να µπορεί να χαρακτηριστεί σίγουρα ως αστικός) και τέλος ο αστικός πληθυσµός δεν ξεπερνούσε το 10-15% του συνολικού πληθυσµού (Τσουκαλάς 1975 και Αγριαντώνη 1989). Το 1856 η Ελλάδα απαριθµούσε 12 πόλεις άνω των 5000 κατοίκων όπου ζούσε το 13% του συνολικού πληθυσµού (Αγριαντώνη, 1989) οι αριθµοί δηλαδή δεν αλλάζουν σηµαντικά. Κύριο χαρακτηριστικό του αστικού τοµέα ήταν η ισχυρότητά του αλλά και η αδυναµία του να διαφοροποιηθεί τελείως από τον αγροτικό τοµέα, όπως άλλωστε και η γεωργία από τη βιοµηχανία. Ακόµα και το 1870 η διάκριση δύο τοµέων της οικονοµίας δεν φαίνεται να έχει πραγµατοποιηθεί κοινωνικά και οικονοµικά, γι'αυτό άλλωστε και τα µέτρα για την εµψύχωσή της συνεχίζουν να είναι κοινά (Σαπουνάκη-∆ρακάκη, 1990). Ετσι λοιπόν αν και η διαδικασία µετάβασης στο καπιταλιστικό σύστηµα είχε ξεκινήσει ήδη τον 18ο αιώνα, ο µεγάλος όγκος του πληθυσµού ζούσε στους ρυθµούς της "οικονοµίας του χωριού" και ο καταµερισµός της εργασίας µεταξύ της πόλης και της υπαίθρου είναι σχεδόν ανύπαρκτος (Αγριαντώνη 1986). Συνολικά οι δραστηριότητες που εκτελούνταν στον αγροτικό τοµέα της οικονοµίας ήταν : Ι. Γεωργικές δραστηριότητες για αυτοκατανάλωση ΙΙ. Εµπορικές καλλιέργειες ΙΙΙ. Νοµαδική κτηνοτροφία IV. Μεταποιητικές δραστηριότητες είτε για αυτο-κατανάλωση είτε ως συµπληρωµατική

απασχόληση "πλανοδίων εποχιακών τεχνιτών" παράλληλη µε τις κύριες γεωργικές ασχολίες τους.

Αντίστοιχα η µορφολογία του δευτερογενούς τοµέα δεν διέφερε µεταξύ των πόλεων και της υπαίθρου. Τα έργα υποδοµής ήταν ελάχιστα, δεν υπήρχε το απαραίτητο ποσό ταυτόχρονων επενδύσεων στην υποδοµή της οικονοµίας και στη µεταποίηση. Με άλλα λόγια το οδικό δίκτυο ήταν ανύπαρκτο, οι πηγές ενέργειας αναξιοποίητες και οι µεγάλοι υδρόµυλοι και λοιπές εγκαταστάσεις που θα µπορούσαν να χρησιµεύσουν για βιοµηχανική χρήση ανεπαρκείς. Ετσι δεν υπήρχε συγκριτικό πλεονέκτηµα, που θα ευνοούσε την

εγκατάσταση κάποιων βιοµηχανιών σε συγκεκριµένες περιοχές. Αντί-στοιχα όπως παρατηρεί η Αγριαντώνη (1989) το εργατικό δυναµικό ήταν εξοπλισµένο µε εργαλεία παλιάς τεχνολογίας, φορητά, µε αποτέλεσµα να µην ευνοείται για έναν ακόµα λόγο η εγκατάσταση βιοµηχανικών δραστηριοτήτων σε κάποιο συγκεκριµένο χώρο. Η βιοµηχανική επανάσταση των χωρών της δύσης και η αυξανόµενη ζήτηση τους για γεωργικά προϊόντα, οδήγησε στη µεταβολή της δοµής των Ελληνικών παραδοσιακών καλλιεργειών που είχαν σχεδόν ως αποκλειστικό προορισµό την εξαγωγή τους (π.χ. η σταφιδάµπελος). Σηµαντικό επακόλουθο αυτής της επέκτασης των νέων καλλιεργειών ήταν και "η αναδόµηση του χώρου", η µεταφορά δηλαδή των πόλεων µε σηµαντικές οικονοµικές λειτουργίες από τα ψηλά στα χαµηλά, από τα βουνά στα πεδινά και από εκεί στα λιµάνια που µεσολαβούν στο εξωτερικό εµπόριο ή ακόµα και στην πρωτεύουσα. Αποτέλεσµα της διαδικασίας αυτής, όπως ήταν φυσικό, ήταν και η µεταβολή της γεωγραφικής κατανοµής του πληθυσµού εκεί όπου παρουσιάστηκαν τέτοιες αλλαγές (π.χ. Αχαΐα, Ηλεία). Οι µεγαλύτερες διαφοροποιήσεις όµως στη δηµογραφική ανάπτυξη των περιφερειών άρχισαν να εµφανίζονται µετά το 1870 όταν άρχισαν να µεταβάλλονται και οι δοµές της ελληνικής οικονοµίας ως αποτέλεσµα της ανάπτυξης των προηγούµενων ετών (Αγριαντώνη, 1989). Στο σηµείο αυτό πρέπει να σηµειωθεί ότι η ανάπτυξη του πληθυσµού των πόλεων δεν πρέπει να αποδίδεται µόνο στην αγροτική έξοδο, αλλά παράλληλα και στην παλιννόστηση Ελλήνων οµογενών, στον ερχοµό Βαυαρών την εποχή του Οθωνα και ειδικευµένων τεχνιτών από το εξωτερικό αργότερα. Γενικότερα η δηµογραφική εξέλιξη και η σύνθεση του πληθυσµού των πόλεων δεν επηρεαζόταν τόσο από το ισοζύγιο θανάτων και γεννήσεων αλλά από τα µεταναστευτικά ρεύµατα, από και προς αυτές (Καλόγρη-Τσοκόπουλος, 1985). Σύµφωνα µε την Αγριαντώνη (1989), "κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών 1870 και 1880, τα ποσοστά αύξησης που παρατηρούνται στο σύνολο του αστικού τοµέα φθάνουν σε πρωτοφανές ύψος. Μέχρι τότε η εξέλιξη του αστικού πληθυσµού ήταν παράλληλη µε τη συνολική δηµογραφική ανάπτυξη της χώρας, και το σχετικό του βάρος µέσα στο συνολικό πληθυσµό παρέµενε αµετάβλητο. Αλλά από το 1870 µέχρι το 1889, ο αριθµός των πόλεων µε πληθυσµό άνω των 5.000 κατοίκων από 17 σε 27 (µέσα στα όρια του Ελληνικού κράτους όπως είχαν διαµορφωθεί το 1864 και η κατηγορία του πληθυσµού τους σε σχέση µε τον συνολικό πληθυσµό της χώρας, περνάει από 13,7% σε 21,5%). Το 1889, οι πόλεις µε πληθυσµό άνω των 20.000 κατοίκων είναι τέσσερις, και η Αθήνα έχει ξεπεράσει το όριο των 100.000 κατοίκων". Ο δείκτης αστικοποίησης όµως διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και από πόλη σε πόλη. Από µετρήσεις που έγιναν φαίνεται ότι όσο αυξάνεται η οικονοµική ευηµερία µιας πόλης τόσο περισσότερο αυξάνεται και ο πληθυσµός της. Ανάλογα µε την οικονοµική τους ανάπτυξη οι Ελληνικές πόλεις µεταξύ του 1870-1889 ταξινοµούνται στις εξής κατηγορίες : Ι. Πόλεις που στηρίζουν την οικονοµία τους και στην καλλιέργεια της σταφίδας και

στα έσοδα από το εµπόριο της, όπως δηλαδή η Πάτρα, το Αίγιο, η Καλα-µάτα, ο Πύργος και το Μεσολόγγι. Στις πόλεις αυτές ο πληθυσµός αυξάνει πάνω από 2,5% κατά µέσο όρο το χρόνο και αυτό για την εικοσαετία 1870-1889. Η πληθυσµιακή άνοδος εξηγείται από τα µεταναστευτικά ρεύµατα που τα αποτελούν τα πληθυσµιακά πλεονάσµατα των περιοχών που παρακµάζουν.

ΙΙ. Πόλεις της βορειοανατολικής Πελοποννήσου που η οικονοµία τους δεν εξαρτάται από την καλλιέργεια της σταφίδας, όπως το Ναύπλιο, η Υδρα, οι Σπέτσες και ο Πόρος που βρίσκονται ήδη σε παρακµή. Πολλά λιµάνια που από τις αρχές του 18ου αιώνα είχαν αρχίσει να πλουτίζουν από την ακµάζουσα ναυτιλία τους και ήδη από τότε να εµφανίζουν κάποιο "πρωτοαστικό" χαρακτήρα, µετά την Ελληνική Επανάσταση αρχίζουν βαθµιαία να παρακµάζουν. Η εµφάνιση των πλοίων µε ατµό

ήταν το αποφασιστικό χτύπηµα για την παραδοσιακή Ελληνική ναυτιλία που ήδη είχε συρρικνωθεί κατά την διάρκεια του αγώνα.

Στα µέσα του 19ου αιώνα οι ναυπηγικές εργασίες καθώς και οι παρα-γωγές τους αρχίζουν να µειώνονται αισθητά. Πολλοί από τους εφοπλιστές της Υδρας µεταφέρουν τα κεφάλαιά τους σε άλλες περιοχές και τα επενδύουν σε κτηµατικές επιχειρήσεις (Σαπουνάκη-∆ρακάκη, 1990). Μοιραία η Σύρος µετά το 1880, όταν γενικεύθηκε η χρησιµοποίηση του ατµού στα πλοία έχασε τη θέση της από τον Πειραιά, που από τότε κυριάρχησε στο θαλάσσιο εµπόριο και ανακηρύχτηκε το πρώτο λιµάνι της χώρας (Τσουκαλάς, 1975).

ΙΙΙ. Νησιωτικές πόλεις-λιµάνια που εξυπηρετούν µεγάλη σε έκταση ενδοχώρα και συγκεντρώνουν µεγάλη µερίδα του αστικού πληθυσµού. Οι πόλεις αυτές λόγω της µορφής αυτής του πληθυσµού τους κατάφερναν να ασκούν για µεγαλύτερο διάστηµα τις αστικές λειτουργίες τους σε σχέση µε τα παραδο-σιακά αστικά κέντρα που έπεσαν όµως σε παρακµή. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η Ερµούπολη, η Κέρκυρα, το Αργοστόλι, το Ληξούρι κ.α. Οι πόλεις της κατηγορίας αυτής τελικώς παρουσίασαν µείωση του πληθυσµού τους.

IV. Το πολεοδοµικό συγκρότηµα της Αθήνας και του Πειραιά. τα µεταναστευτικά ρεύµατα των διαφόρων περιοχών της ελληνικής επικράτειας µακροπρόθεσµα απορροφόνταν από τον Πειραιά ο οποίος για το διάστηµα 1870-1889 παρουσίαζε ετήσια πληθυσµιακή αύξηση της τάξης του 6%.

Αµα συγκρίνουµε την εικοσαετία που αναφέραµε µε την επόµενη περίοδο, θα παρατηρήσουµε ότι µόνο η Αθήνα και το επίνειό της συνέχιζαν να αναπτύσσονται. Όπως έχει διαπιστωθεί από τους µελετητές της ιστορίας των πόλεων τον προηγούµενο αιώνα, η µεγάλη ανάπτυξη της πρωτεύουσας ήταν το κύριο γνώρισµα της αστικής διαµόρφωσης της Ελλάδας. Σύµφωνα µε στοιχεία του Τσουκαλά (1975), η Αθήνα από το 1880 απορροφά όλη σχεδόν την αύξηση του αστικού πληθυσµού. Η Αθήνα από το 1907 συγκεντρώνει το 10% του συνόλου του πληθυσµού της χώρας (40% του συνολικού αστικού πληθυσµού της) και αριθµό κατοίκων διπλάσιο από το άθροισµα του πληθυσµού των πέντε µεγαλύτερων πόλεων. Μετά το διπλασιασµό του πληθυσµού και της έκτασης της χώρας το 1912-1913 ο ρυθµός ανάπτυξης της πρωτεύουσας, γίνεται ακόµα εντονότερος και ξεπερνάει κατά πολύ τους ανάλογους ρυθµούς αστικοποίησης των γειτονικών χωρών. Ακριβώς µετά τον πρώτο παγκόσµιο πόλεµο και πριν από το προσφυγικό κύµα του 1922, ο πληθυσµός πλησιάζει το µισό εκατοµµύριο κατοίκους (Τσουκαλάς, 1975). Η παρακµή των Ελληνικών πόλεων στην πλειοψηφία τους είναι γενική. Εκτός από την Αθήνα και τον Πειραιά τα µόνα αστικά κέντρα που αναπτύχθηκαν ήταν τα κέντρα διαµετακοµιστικού εµπορίου και αυτά κατά καιρούς, καθώς και τα κέντρα παραγωγής και εµπορίας αγροτικών προϊόντων, οι κόµποι σταθµεύσεως στρατιωτικών φρουρών και οι τόποι συγκεντρώσεως περιφερειακών διοικήσεων. Η αστική ανάπτυξη δεν ήταν ισόρροπη µεταξύ των διαφόρων περιφερειών του Ελληνικού χώρου. Σύµφωνα µε τον Τσουκαλά µεταξύ 1870-1880 οι ισορροπίες στον αστικό χώρο συνεχίζουν να διατηρούνται, παρ'όλο που η Αθήνα και ο Πειραιάς αναπτύσσονται ταχύτερα, γιατί όπως εξηγεί ο ίδιος "η σχετική ισορροπία της διαδικασίας αστικοποίησης συµβαδίζει µε την επιβίωση µιας δυναµικής οικονοµικής και πολιτιστικής ζωής στην επαρχία και κυρίως στην Ερµούπολη, στην Πάτρα και στην Κέρκυρα". Την επόµενη όµως περίοδο που ξεκινάει από τα µέσα της δεκαετίας του 1880 και τελειώνει πριν από την περίοδο των Βαλκανικών πολέµων η κατάσταση διαφοροποιείται. Η Αθήνα τα περίχωρα της και το επίνειο της αναπτύσσονται µε ταχύτερους ρυθµούς σε αντίθεση µε άλλες πόλεις που παρακµάζουν ή παραµένουν στάσιµες.

3. Βιοµηχανία και πόλεις 3.1. Παράγοντες χωροθέτησης της Ελληνικής Βιοµηχανίας Ι. Η νεοσύστατη Ελληνική βιοµηχανία στηρίχτηκε στη συσσώρευση του εµπορικού

κεφαλαίου, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο αλλά και τη συσσώρευση εργατικού δυναµικού στις ακµάζουσες περιοχές. Έτσι οι πρώτες βιοµηχανίες ιδρύθηκαν κυρίως από εµπόρους, που παράλληλα ήταν βιοµήχανοι και µάλιστα σε πόλεις που στήριζαν την οικονοµία τους στο εµπόριο.

ΙΙ. Η εγκατάσταση νέων βιοµηχανιών έγινε σε περιοχές που διέθεταν πρώτες ύλες, δεδοµένου ότι, λόγω του κακού συγκοινωνιακού δικτύου της χώρας και της µορφολογίας του εδάφους, η µεταφορά των πρώτων υλών επιβαρύνει σηµαντικά το κόστος εµπορευµάτων (Αγριαντώνη, 1985). Για παράδειγµα, η βαµβακοβιοµηχανία πρωτοδηµιουργείται το 1865 στην Λιβαδιά, ενώ το 1875 ήδη υπάρχουν 2 εργοστάσια νηµατουργίας στον Πειραιά, 1 στη Σύρο, 2 στην Πάτρα αλλά και 1 στη Στυλίδα, 1 στη Χαλκίδα και 3 στη Θήβα.

ΙΙΙ. Οι νέες βιοµηχανίες εγκαταστάθηκαν σε πόλεις-λιµάνια που πλεονεκτούσαν λόγω των συγκοινωνιακών ευκολιών που παρείχαν για την ανάπτυξη της βιοµηχανίας.

Κοντά στα λιµάνια τα νεοσύστατα εργοστάσια µπορούσαν να προµηθεύονται γρηγορότερα και φθηνότερα καύσιµα και πρώτες ύλες χωρίς να επιβαρύνεται υπερβολικά κατά συνέπεια και το κόστος παραγωγής των βιοµηχανικών προϊόντων. Πέρα από τα πλεονεκτήµατα όµως αυτά τα προϊόντα της βιοµηχανίας κοντά στα λιµάνια µπορούσαν να απορροφηθούν από µια ευρύτερη αγορά. i) Την τοπική αγορά που είναι µεγαλύτερη λόγω των πληρωµάτων των πλοίων και του

κινητού γενικώς πληθυσµού αλλά και των µεταναστών που έχουν τη δυνατότητα ευκολότερης πρόσβασης στα λιµάνια.

ii) Την εθνική αγορά που σχηµατίζεται - συνδέεται αναγκαστικά µέσω ενός πυκνού εµπορικού δικτύου.

iii) Την διεθνή αγορά, το εξωτερικό εµπόριο που κινείται κυρίως διά θαλάσσης (Καλόγρη, Τσοκόπουλος 1985).

Η συνεργασία µεταξύ γεωργίας και βιοµηχανίας ήταν ανύπαρκτη όπως άλλωστε και η συνεργασία µέσα στον αγροτικό χώρο µε αποτέλεσµα πολύ σύντοµα η Ελληνική βιοµηχανία να αναγκαστεί να εισάγει πρώτες ύλες, όταν την ίδια εποχή η Ελληνική γεωργική παραγωγή προοριζόταν για εξαγωγές. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Αγριαντώνη (1979), "η βιοµηχανία για να στηριχθεί, να επιβιώσει και να ευδοκιµήσει, έπρεπε να αποσπαστεί από τον αγροτικό κόσµο και να δηµιουργήσει τον δικό της ζωτικό χώρο. Και αυτό ακριβώς συνέβη, πράγµα που όξυνε τις αντιθέσεις, επιδείνωσε τις ανισορροπίες µεταξύ των περιφερειών και ενίσχυσε την τάση της βιοµηχανίας για γεωγραφική συγκέντρωση... µόνο στον Πειραιά κατορθώνει να επιβάλει τη δική της λογική η βιοµηχανία, η κύρια δραστηριότητα της πόλης, ανακουφισµένη από την γειτνίαση µε την διαρκώς διευρυνόµενη αθηναϊκή αγορά και από την όλο και πιο µαζική παρουσία εκείνων που συρρέουν από την επαρχία αναζητώντας κάποια απασχόληση... µόνο στον Πειραιά δηµιουργούνται εκείνα "τα πολλαπλασιαστικά φαινόµενα", χωρίς τα οποία η εκβιοµηχάνιση δεν µπορεί σε καµία περίπτωση να επιβιώσει. Αντίθετα, στις µικρές πόλεις, οι βιοµηχανίες περιορίζονται σε µικρές µονάδες παραγωγής, πολλαπλών χρήσεων, και τις περισσότερες φορές, µε ασήµαντο ή ανύπαρκτο µηχανικό εξοπλισµό. Περιορίζονται κυρίως στους κλάδους της παραγωγής που µπορούν να συµβιβαστούν µε την εποχιακή λειτουργία, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις διαθεσιµότητες των εργατικών χεριών του αγροτικού χώρου... Το 1900 ο Πειραιάς συγκεντρώνει το 35% του συνολικού αριθµού των βιοµηχανικών εγκαταστάσεων, περισσότερο από το 50% της συνολικής ιπποδύναµης και περισσότερο

από το 50% του συνολικού εργατικού δυναµικού της βιοµηχανίας. Επίσης, συγκεντρώνει όλες τις νέες βιοµηχανίες. Και µολονότι επιζούν ακόµη στη Ζάκυνθο τα µικρά σαπωνοποιεία, τα µεγάλα χηµικά ελαιουργεία - σαπωνοποιεία εγκαθίστανται στον Πειραιά και στην Ελευσίνα. Το ίδιο συµβαίνει και µε τα νέα βυρσοδεψεία, που εγκαταλείπουν πλέον την Ερµούπολη. Στον Πειραιά δηµιουργείται η πρώτη επιχείρηση βασικών χηµικών προϊόντων (σύντοµα µάλιστα θα έρθει και η σειρά του πρώτου τσιµεντοποιείου που ιδρύθηκε το 1901) και αναπτύσσεται η βιοµηχανία των µηχανοκατασκευών". 3.2. Τυπολογία των Ελληνικών Πόλεων ανάλογα µε την βιοµηχανική τους ανάπτυξη το

τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα Ι) Βιοµηχανικές πόλεις : Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται πόλεις µε ανεπτυγµένη

βιοµηχανία, δηλαδή η Ερµούπολη και ο Πειραιάς. Οι πόλεις αυτές παρουσιάζουν ορισµένες οµοιότητες αλλά και διαφορές.

Τα κοινά χαρακτηριστικά των πόλεων αυτών είναι : α) Πλήρης ανεξαρτησία µε τον αγροτικό τους περίγυρο που εξασφαλίζεται

εξαρχής µε την δηµιουργία της νεοσύστατης βιοµηχανίας σε νέες πόλεις, σε ένα αστικό περιβάλλον που πλαισιώνει την οικονοµία της αγοράς που στηρίζεται στο χρήµα, καθώς και µια πραγµατική αγορά εργασίας που βασίζεται κατά κανόνα στους πραγµατικούς µισθούς και όχι σε µισθούς σε είδος.

β) Μικρό ποσοστό του ενεργού πληθυσµού (1,5-2,3%) απασχολείται στον αγροτικό τοµέα. Τα βασικά επαγγέλµατα των κατοίκων είναι το εµπόριο, η µικρή βιοτεχνία, η ναυτιλία καθώς και επαγγέλµατα που απορρέουν από τον αστικό τρόπο ζωής.

γ) Εχουν την δυνατότητα εύκολης επικοινωνίας και πρόσβασης στις αγοράς του εξωτερικού και κατά συνέπεια µπορούν να προµηθεύονται µε ευκολία πρώτες ύλες και εργατικό δυναµικό.

δ) Προοδευτική νοοτροπία του πληθυσµού τους που συµβάλλει στην δηµιουργία βιοµηχανίας του στηρίζεται σε σύγχρονες µεθόδους η οποία επιβάλλεται από την κατάσταση των εσωτερικών συντελεστών παραγωγής.

ΙΙ) Πόλεις µε µεσαία βιοµηχανική ανάπτυξη. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται πόλεις-λιµάνια όπως η Πάτρα, η Καλαµάτα και η Κέρκυρα και µετά το 1880 ο Βόλος, που παρουσιάζουν ορισµένα κοινά χαρακτηριστικά. α) Εξαρτώνται από τον αγροτικό τους περίγυρο και σε καµία περίπτωση δεν

είναι αποκοµµένες από αυτόν. Με άλλα λόγια, η επιλογή των εργοστασίων που ιδρύονται σ'αυτές εξαρτάται από τα προϊόντα του αγροτικού περίγυρου π.χ. στην περιοχή Πατρών όπου υπήρχαν αµπέλια ιδρύθηκαν οινοποιεία κ.λ.π. Ετσι οσάκις η βιοµηχανία κατάφερνε να αποσπαστεί από τον αγροτικό κόσµο, απαραίτητη προϋπόθεση για να αναπτυχθεί, αντιµετώπιζε προβλήµατα από το αγροτικό περιβάλλον...

β) Παίζουν ρόλο του µεσάζοντα για την εξαγωγή της αγροτικής παραγω-γής γεγονός που οδηγούσε αναγκαστικά στη συγκυριακή ανάπτυξη της βιοµηχανίας, όταν η επένδυση σε άλλους τοµείς της οικονοµίας δηλαδή στο εµπόριο οδηγούσε σε µεγαλύτερα κέρδη. Η Καλαµάτα συνέχισε να επεξεργάζεται στα εργοστάσιά της το µετάξι, βιοµηχανία που στηρι-ζόταν καθαρά στα προϊόντα του αγροτικού περίγυρου και αντίστοιχα στην Πάτρα πολλαπλασιάζονται οι βιοµηχανίες τροφίµων µικρής κλίµακας, η οινοπνευµατοποιία και η βιοµηχανία ξύλου για την κατασκευή σταφιδοκιβωτίων (Αγριαντώνη, 1989).

ΙΙΙ) Πόλεις µε µικρή βιοµηχανία όπως η Λιβαδιά, η Σπάρτη και ο Πύργος. Οι πόλεις που εντάσσονται σ'αυτήν την κατηγορία βρίσκονται στο επίκεντρο της αγροτικής

παραγωγής και χωρίς να είναι παράλιες έχουν εύκολη πρόσβαση σε κάποιο λιµάνι. Υποστηρίζεται ότι στις περιοχές αυτές αυτό το οποίο οδή-γησε στην εκβιοµηχάνιση ήταν ο πλούτος των πρώτων υλών σε συνδυασµό µε την δυσκολία στη µεταφορά τους (Καλόγρη, Τσοκόπουλος, 1985).

3.3. Οι κοινωνικοεπαγγελµατικές κατηγορίες του αστικού πληθυσµού Η σύνθεση του πληθυσµού των πόλεων ποιοτικά, δηλαδή από την πλευρά της κοινωνικοοικονοµικής του δοµής αλλά και ποσοτικά είναι δύσκολο να προσδιοριστεί γιατί: α) ∆εν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία αλλά και τα υπάρχοντα στοιχεία είναι διάσπαρτα

και ελλιπή, β) Οι τοµείς της οικονοµίας µέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα δεν είχαν σαφή όρια

διάκρισης µεταξύ τους και έτσι πολλά επαγγέλµατα, όπως οι αγωγιάτες δεν υπάγονταν από τις δηµόσιες στατιστικές στον αγροτικό πληθυσµό αλλά περιλαµβάνονταν στην κατηγορία των βιοµηχανικών απασχολήσεων

γ) Οι αρµόδιοι φορείς για την συγκέντρωση των στατιστικών στοιχείων, αστυνοµικά όργανα κ.λ.π. ήταν ακατάλληλοι

δ) ∆εν υπήρχε διάκριση στον τόπο άσκησης του βιοµηχανικού επαγγέλµατος, δηλαδή στην πόλη ή στην ύπαιθρο

ε) Στα πλαίσια των µικρών µονάδων, δεν γινόταν διάκριση µεταξύ του τεχνίτη επιχειρηµατία και του τεχνίτη που απασχολείται µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας.

Εν τούτοις σύµφωνα µε τον Τσουκαλά (1975) µπορούµε να οδηγηθούµε από τα υπάρχοντα στοιχεία σε τρία γενικά συµπεράσµατα : Πρώτο : Ο ενεργός πληθυσµός που απασχολείται στον πρωτογενή τοµέα είναι

υψηλός και σύµφωνα µε τα διορθωµένα επίσηµα στατιστικά στοιχεία από τον Ευελπίδη, κυµαίνεται µεταξύ 74-70% το χρονικό διάστηµα 1860-1920.

∆εύτερο : Ο αριθµός των απασχολούµενων στον δευτερογενή τοµέα είναι χαµηλός αλλά και το ποσοστό αυτών που απασχολούνται στη βιοµηχανία είναι χαµηλότερο σε σχέση µε το ποσοστό αυτών που απασχολούνται στον τριτογενή τοµέα (εµπόριο - µεταφορές - οικονοµία, οικιακές και προσωπικές υπηρεσίες, ∆ηµόσια διοίκηση, Ελεύθερα επαγγέλµατα).

Τρίτο : Οι βιοµηχανικοί εργάτες που µόλις στις αρχές του εικοστού αιώνα ξεπέρασαν τις 20.000, στο σύνολο του µη αγροτικού ενεργού πληθυσµού ποτέ δεν ξεπέρασαν το 40%. Η βιοµηχανική παραγωγή αυξανόταν µόνο στις περιοχές όπου υπήρχε αύξηση της ζήτησης της ίδιας περιοχής και µάλιστα µόνο µέρος αυτής.

Ετσι καταλήγει ο Τσουκαλάς (1975), "κοντολογίς, φαίνεται πως η ανάπτυξη της αστικής βιοτεχνίας ακολούθησε απλά και µόνο την ανάπτυξη της διαδικασίας αστικής

συγκέντρωσης. Οι περισσότερες βιοτεχνικές δραστηριότητες αποβλέπανε στην άµεση ικανοποίηση της ζήτησης ενός αστικού πληθυσµού, ήδη αρκετά συµπαγούς, ώστε να µπορεί να απασχολεί πλήθος ατόµων στις ιδιωτικές υπηρεσίες. ∆ηλαδή, η µεταποιητική παραγωγή δεν σκόπευε ποτέ στη δηµιουργία µιας αγοράς ευρύτερης από την υπάρχουσα. Αντίθετα από ότι συνέβαινε στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου, η διερεύνηση µιας ντόπιας αγοράς ήταν εκείνη που πολλαπλασίασε τις βιοτεχνικές δραστηριότητες, και όχι µια διαδικασία συγκέντρωσης των παραγωγικών δραστηριοτήτων που θα συνέβαλε η ίδια στη διαµόρφωση του αστικού χώρου...". Αλλά και η παρακολούθηση της σύνθεσης του τριτογενούς τοµέα µπορεί να µας οδηγήσει σε κάποια συµπεράσµατα ή τάσεις που να αφορούν τη συγκρότηση του αστικού χώρου. Αναµφισβήτητα ο αριθµός των απασχολούµενων στον τριτογενή τοµέα ήταν υψηλός αφού πάνω από το 60% του συνολικού αριθµού του αστικού πληθυσµού είχε απορροφηθεί από αυτόν. Οσον αφορά τις κατηγορίες που συγκροτούσαν τον τριτογενή τοµέα, παρατηρούµε ότι δεν αναπτύχθηκαν ισόρροπα. Ο αριθµός του υπηρετικού και βοηθητικού προσωπικού ήταν πολύ υψηλός και µειώθηκε αισθητά µόνο µετά τον Βαλκανικό πόλεµο. Η δηµόσια διοίκηση απασχολούσε σε µεγάλο µέρος του ενεργού πληθυσµού των πόλεων και τέλος οι κοινωνικοοικονοµικές κατηγορίες των ελευθέρων επαγγελµάτων. Οταν όµως επιταχύνθηκε η συγκέντρωση του πληθυσµού στην πρωτεύουσα µετά δηλαδή το 1880, άρχισαν να φαίνονται κάποιες µεταβολές και στις κατηγορίες που αποτελούσαν τον τριτογενή τοµέα. Από τότε άρχισε να γίνεται εµφανής η αύξηση των ελευθέρων επαγγελµάτων αλλά και από τότε διευρύνθηκε η σφαίρα του εµπορίου µε αποτέλεσµα την µετατόπιση του "κέντρου βάρους στη διαδικασία δόµησης των κυρίαρ-χων στρωµάτων των πόλεων" στις εµπορικές και χρηµατιστηριακές δραστηριότητες. 3.4. Ο σχηµατισµός της εργατικής δύναµης στην Ελληνική Πόλη Στην Ελλάδα, αντίθετα µε τις άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης, ο αγροτικός χώρος δεν φαίνεται να τροφοδοτεί τις πόλεις µε άφθονο και φτηνό εργατικό δυναµικό, το οποίο στη συνέχεια θα µπορούσε να ενισχύσει τη νεοσύστατη Ελληνική βιοµηχανία. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, τα πληθυσµιακά πλεονάσµατα, µέσω ενός µηχανισµού ενδοαγροτικής γεωγραφικής κινητικότητας συγκρατούσαν στην αγροτική ενδοχώρα µε αποτέλεσµα την διεύρυνση του αγροτικού χώρου. Η ελληνική γεωργία δεν µετατράπηκε από εντατική σε εκτατική, αφού και τα προϊόντα που προορίζονταν για εξαγωγές ήταν εντάσεως εργασίας, ώστε να εξαρθρωθεί ένα µέρος του ενεργού αγροτικού πληθυσµού και να µετατραπεί σε βιοµηχανικό εργάτη (Παναγιωτόπουλος, 1985). Η έλξη πληθυσµιακών πλεονασµάτων αγροτικού πληθυσµού προς την πόλη εµποδιζόταν και από την παραδοσιακή δοµή της ελληνικής γεωργίας, δηλαδή τον µικρό κλήρο, την οικογενειακή εκµετάλλευση και την υψηλή αυτοκατανάλωση των χωρικών που τους επέτρεπε να επιβιώνουν. Σχεδόν όλοι διέθεταν κάποιο κτήµα, έκτιζαν µόνοι τους τα σπίτια τους, έραβαν και συντηρούσαν µόνοι τους τα ενδύµατά τους και η διατροφή τους στηριζόταν σε προϊόντα που καλλιεργούσαν οι ίδιοι. Με αυτόν τον τρόπο οι πιθανές αυξήσεις των τιµών των ειδών διατροφής δεν επηρεάζουν πολύ την κατανάλωση των διαφόρων κατηγοριών του αγροτικού πληθυσµού αφού οι ιδιοκτήτες κατανάλωναν ένα µεγάλο µέρος της παραγωγής τους και οι γεωργικοί εργάτες και υπηρέτες των κτηµάτων πέραν της χρηµατικής αµοιβής λαµβάνουν και κάποιο ποσοστό της αµοιβής τους σε είδος. Γενικά το 25% περίπου του συνολικού µισθού δινόταν σε είδος και το υπόλοιπο 75% σε χρήµα. Αυτό τους έβαζε σε καλύτερη θέση σχετικά µε τον πληθυσµό των πόλεων, όπου κάθε ώθηση των τιµών βασικής κατανάλωσης συνεπάγονταν και πτώση της αγοραστικής τους δύναµης. Η κατανάλωση από άποψη ποιότητας µεταξύ των οµάδων του πληθυσµού ήταν αρκετά συγγενής µεταξύ των διαφόρων κατηγοριών του αγροτικού πληθυσµού, όπως άλλωστε και τα διαιτολόγιά τους. Πρέπει να σηµειωθεί ότι το 1855 τα δηµητριακά αντιπροσώπευαν το 80% περίπου των

συνολικών δαπανών διατροφής µιας οικογένειας µέσου εισοδήµατος. Οι χωρικοί διατρέφονται κυρίως µε ψωµί κακής ποιότητας. Υπήρχαν πολλοί τύποι ψωµιού που διαφοροποιούνται αναλόγως των δηµητριακών που κάθε γεωργός καλλιεργούσε στο κτήµα του. Ετσι οι Ελληνες κατασκεύαζαν το ψωµί τους µε σίκαλη, σιτάρι, βρόµη, ή αραβόσιτο χρησιµοποιώντας αυτά τα προϊόντα χωριστά ή ανάµεικτα. Γενικά όµως διατρέφονταν το καλοκαίρι µε ψωµί φτιαγµένο µε αλεύρι από σιτάρι και το χειµώνα µε ψωµί από καλαµπόκι. Η διατροφή των αγροτών περιλάµβανε ακόµα κρεµµύδια, πιπεριές, αλµυρά, αλάτι, κουκιά, ελαιόλαδο, ελιές και τυρί, κυρίως τουλουµοτύρι. Η κατανάλωση ελαιόλαδου ήταν περίπου 3,07 δράµια κατά άτοµο την ηµέρα στις αγροτικές περιοχές. Η κατανάλωση γάλακτος άρχισε να αυξάνεται µετά το 1861. Το βούτυρο που φτιαχνόταν κυρίως από γάλα κατσίκας, προοριζόταν για τις πλουσιότερες τάξεις του ελληνικού πληθυσµού. Αντίστοιχα και η κατανάλωση κρέατος ήταν περιορισµένη αφού το κρέας ήταν είδος για κατανάλωση τις Κυριακές, τις Απόκριες, το Πάσχα και κατά τη διάρκεια ειδικών γεγονότων όπως για παράδειγµα στα προεκλογικά γεύµατα. Ακόµα πρέπει να σηµειωθεί ότι όσο περισσότερο τα διαθέσιµα εισοδήµατα ήταν χαµηλά τόσο υπήρχε και µεγαλύτερη προσήλωση στις νηστείες. Το µεγαλύτερο µέρος του εισοδήµατος των αγροτών απορροφήθηκε από τις δαπάνες για διατροφή. Περί τα µέσα του 19ου αιώνα το 78% των συνολικών δαπανών µιας ελληνικής αγροτικής οικογένειας επτά ατόµων µέσου εισοδήµατος πήγαινε στη διατροφή, 10,7% στην ενδυµασία, 1,2% στην υγεία, 1,2% στις επισκευές της κατοικίας και 8% στους φόρους σε χρήµα. Οι συνολικές δαπάνες µιας τυπικής αγροτικής οικογένειας στην Ελλάδα ήταν µετά τη φορολογία 76 δρχ. κατά άτοµο ενώ τα έξοδα για διατροφή 63 δρχ. Κατά την ίδια περίοδο η κατά κεφαλή κατανάλωση µιας οικογένειας στην Εύβοια µέσου εισοδήµατος ήταν περίπου 105 δρχ. κατ'άτοµο και κατά έτος. Μετά το 1852 οι µέσοι αγροτικοί µισθοί στην Ελλάδα κυµαίνονται µεταξύ 2-3δρχ. την ηµέρα, ποσό που κάλυπτε τα έξοδα διαβίωσης µιας αγροτικής οικογένειας. Στις περιπτώσεις που τα αγροτικά ηµεροµίσθια δεν επαρκούσαν, πριν από τη µετακίνησή του στην πόλη ο αγροτικός εργάτης είχε πολλές επιλογές. Η γυναίκα του µπορούσε να εργαστεί µε µια δραχµή ηµεροµίσθιο, ο ίδιος µπορούσε να έχει πολλαπλή απασχόληση ή τέλος µε τη βοήθεια του κράτους ή των φιλανθρώπων µπορούσε να ξεπεράσει τις δυσκολίες που συνήθως ήταν εποχιακές. Κατά συνέπεια οι κοινωνικο-οικονοµικές συνθήκες στον αγροτικό χώρο παρέµειναν σταθερές και ο πρωτογενής τοµέας παρέµεινε ανίκανος να προµηθεύσει τις πόλεις µε φτηνό εργατικό δυναµικό. Η νοοτροπία του εργάτη της πόλης ήταν παρόµοια µε εκείνη του Ελληνα αγρότη. Αυτός µέσω της µαθητείας προσπαθούσε να αποκτήσει κάποια εξειδίκευση και στη συνέχεια να εργαστεί για λογαριασµό του. Η έλλειψη εργατικού δυναµικού στις πόλεις όπως και στην ύπαιθρο οδηγούσε σε αυξήσεις µισθών και ηµεροµισθίων. Αυτό το φαινόµενο δρούσε ανασταλτικά στην ανάπτυξη µιας ανταγωνιστικής ελληνικής βιοµηχανίας. Εάν εκφράσουµε τις ονοµαστικές αµοιβές, σε γραµµάρια αργύρου αντιλαµβανόµαστε ότι οι αµοιβές των τραπεζικών υπαλλήλων, όπως άλλωστε και των εξειδικευµένων εργατών ήταν υψηλότερες στην Ελλάδα από ό,τι στα άλλα βαλκανικά κράτη. Αντίστοιχα αν συγκρίνουµε την αµοιβή εργασίας του εργατικού δυναµικού των Ελλήνων µε αυτό των άλλων βαλκανικών κρατών παρατηρούµε ότι συχνά οι αµοιβές των Ελλήνων ήταν σε καλύτερη µοίρα. Αντίθετα οι µισθοί των δηµοτικών υπαλλήλων και κυρίως αυτών οι οποίοι τοποθετούνται στις χαµηλά ιεραρχικά θέσεις ήταν χαµηλότερες στην Ελλάδα από ό,τι στα λοιπά βαλκανικά κράτη. Τρεις αιτίες µπορούν να ερµηνεύσουν αυτό το φαινόµενο. 1. Οι δηµοτικοί προϋπολογισµοί είχαν περιορισµένα έσοδα και ως εκ τούτου µικρές

δυνατότητες στην πληρωµή µισθών. 2. Ο έλεγχος του κράτους υποχρεώνει τους δήµους να ακολουθούν ορθολογιστική

πολιτική δαπανών. 3. Η πολιτική των δαπανών του δηµοτικού προϋπολογισµού ήταν ένα από τα εργαλεία

του δηµάρχου για την εξύψωση του κοινωνικού του προφίλ. Παρόλο ότι οι δηµοτικοί µισθοί ήταν χαµηλοί, εντούτοις µια θέση στο δήµο ήταν περιζήτητη και αυτό όχι µόνο γιατί υπήρχαν οι δυνατότητες ασκήσεως παράλληλα δεύτερης εργασίας αλλά και για κοινωνική προβολή. Η διάρθρωση των µισθών δεν παρέµεινε η ίδια. Η αύξηση των ονοµαστικών µισθών των Ελλήνων εργαζοµένων η οποία πρωτοεµφανίστηκε στα µέσα του ΧΙΧου αιώνα είναι ταχύτερη για τις κατηγορίες των εξειδικευµένων εργατών. Κυρίως µετά το 1870 όπου η αυξηµένη ζήτηση εξειδικευµένης εργασίας λόγω της εκβιοµηχάνισης του Κράτους ήρθε να συναντήσει το χαµηλό αριθµό εργατών µε κάποια εξειδίκευση ή εµπειρία. Παρόλο που υπάρχει έλλειψη συνεχών στατιστικών σειρών εντούτοις µπορούµε να θεωρήσουµε ότι σε όλη την εξεταζόµενη περίοδο, οι τιµές των προϊόντων βασικής κατανάλωσης δεν γνώρισαν σοβαρές µεταβολές, όπως άλλωστε και η δοµή και ποσότητα κατ'άτοµο της κατανάλωσης των φτωχότερων τάξεων του πληθυσµού. Αυτή η διαπίστωση µπορεί να επιβεβαιωθεί και από τη σταθερότητα που παρουσίαζε η κατά κεφαλή δαπάνη για διατροφή των µαθητών και προσωπικού ενός ορφανοτροφείου που ανερχόταν κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου σε 15 δρχ. το µήνα. Από την άλλη πλευρά η σταθερότητα του σχεδίου τροφοδοσίας των ναυτών του Βασιλικού Ναυτικού µας επιτρέπει να συµπεράνουµε ότι και τα σχέδια κατανάλωσης των µεσαίων τάξεων του ελληνικού πληθυσµού παρέµειναν περίπου τα ίδια. Εάν δεχθούµε ότι η οικονοµική κατάσταση του ναυτικού σώµατος, παρέµεινε η ίδια, η σταθερότητα του κατά κεφαλή ποσού για τροφοδοσία οδηγεί στο συµπέρασµα ότι µέχρι το 1850 οι τιµές των αγαθών δεν παρουσίαζαν µεταβολή στην Ελλάδα. Εντούτοις µετά το 1852 µέχρι το 1872 παρατηρείται µια αύξηση των τιµών ορισµένων προϊόντων. Η αυξητική τάση των τιµών των αγαθών αντικατοπτρίζεται και στην αύξηση των κατά κεφαλή δαπανών για κατανάλωση των µαθητριών σχολείου της εποχής. Ετσι η αύξηση των ονοµαστικών µισθών που εµφανίζεται στην Ελλάδα ήδη από τα µέσα του ΧΙΧου αιώνα αντικατοπτρίζει ως επί το πλείστον αυξήσεις και του πραγµατικού µισθού των ανειδίκευτων εργατών. Μετά το 1870 η κατάσταση αρχίζει να µεταβάλλεται. Οι νέες συνήθειες των ανώτερων τάξεων, που είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό, άρχισαν να εισέρχονται και στις εργατικές τάξεις. Η κατανάλωση ειδών πολυτελείας, οι δαπάνες ευρωπαϊκής ενδυµασίας και τα νέα καταναλωτικά προϊόντα αλλάζουν τη συνάρτηση κατανάλωσης του πληθυσµού των πόλεων, αλλά συγχρόνως διευρύνουν την εσωτερική αγορά και αυξάνουν τη διάθεση αγαθών που δεν µπορούν πλέον να κατασκευαστούν από τον καταναλωτή τους. Και ενώ οι λίγοι εργάτες συνέχιζαν να εργάζονται χωρίς συµβάσεις εργασίας και συσπειρώσεις, η νεοσύστατη αστική τάξη είχε αρχίσει ήδη να κάνει δυναµικά την εµφάνισή της. Απασχολούσε χαµηλόµισθους εργάτες, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ξένους ή και προσπάθησε δυναµικά να πάρει στα χέρια της την εκπαίδευση της εργατικής τάξης, ελπίζοντας ότι έτσι θα εξασφάλιζε φτηνή και εξειδικευµένη εργασία, γεγονός που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν αδύνατο να επιτύχει (Σαπουνάκη-∆ρακάκη 1990). Σύµφωνα µε τον Παναγιωτόπουλο (1985), η χαµηλή συσσώρευση κεφαλαίου στη χώρα δύσκολα θα µπορούσε να σπάσει τις παραδοσιακές µορφές οργάνωσης της ελληνικής οικονοµίας. Το παράδειγµα της Ερµούπολης και του Πειραιά επιβεβαιώνουν αυτήν τη θέση, αφού το εργατικό που επανδρώνει τις βιοµηχανίες τους δεν προέρχεται κατά κανόνα από τον αγροτικό χώρο. Αντίστοιχα, οι δηµογραφικές πιέσεις, τα πλεονάσµατα του αγροτικού πληθυσµού στις αρχές του 20ου αιώνα και πάλι δεν απορροφήθηκαν από την πόλη παρά τροφοδότησαν την υπέρ-ατλαντική αγορά εργασίας µέσω της µεταναστεύσεως. Η ερµηνεία αυτής της συµπεριφοράς του πληθυσµού αποδίδεται σε οικονοµικούς αλλά και ψυχολογικούς λόγους. Από τα διαθέσιµα ποσοτικά στοιχεία πληθυσµού φαίνεται ότι η διαµόρφωση του αστικού δικτύου της χώρας άρχισε να διαφοροποιείται από µετακινήσεις πληθυσµών στην

πόλη, όχι για λόγους οικονοµικούς αλλά λόγω εξωοικονοµικών κριτηρίων. Ο αστικός πληθυσµός το 1879 αποτελούσε το 18% του συνολικού πληθυσµού, το 1920 το 27%, το 1928 το 33%. Η βασική εισροή εργατικού δυναµικού στις πόλεις έγινε από τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922 και αργότερα από τους ανέργους λόγω του εµφυλίου πολέµου το 1945-1949. Τέλος δεν πρέπει να υποτιµάται η επίπτωση που είχε για τη διατήρηση της αγροτικής µορφής της Ελληνικής οικονοµίας κατά τη διάρκεια του µεσοπολέµου, η µαζική προσέλευση προσφυγικών αγροτικών πληθυσµών στη χώρα. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παναγιωτόπουλος (1985), "ο εποικισµός των νέων επαρχιών, κυρίως Μακεδονίας - Θράκης, µε παραδοσιακούς αγροτικούς πληθυσµούς, πρόσφυγες των Ελληνοβουλγαρικών ανταλλαγών το 1913 και της µικρασιατικής καταστροφής το 1922, έθεσε σε λειτουργία ένα µηχανισµό συνολικής αγροτοποίησης της Ελληνικής οικονοµίας, όπως τον έχουµε εντοπίσει στην Νότια Ελλάδα του 19ου αιώνα, µηχανισµός τον οποίο δεν µπορούσαν να ανατρέψουν οι θύλακες της ελληνικής βιοµηχανίας, παρά την πρόσφατη σηµαντική ανάπτυξη της και τη συµβολή σ'αυτήν της άλλης κατηγορίας των προσφύγων, εκείνων της πόλης και το συνακόλουθο βάθεµα της διαδικασίας της συσσώρευσης του κεφαλαίου στη χώρα. Η νέα αγροτοποίηση που επέφερε ο προσφυγικός εποικισµός, και η αντοχή γενικότερα των αγροτικών δοµών ως τον Β' Παγκόσµιο πόλεµο γίνονται εµφανείς µε µια πρώτη ανάγνωση των στοιχείων της απογραφής του 1940. Ο ρυθµός αστικοποίησης µένει στάσιµος στο επίπεδο του 1928, ενώ ο αγροτικός χώρος φθάνει στο υψηλότερο ποσοστό της πυκνότητας που γνώρισε ποτέ (40 κάτοικοι κατά τετραγωνικό χιλιόµετρο) πράγµα που δεν νοµίζω ότι είναι άσχετο µε τις πολιτικές και κοινωνικές συµπεριφορές της δεκαετίας 1940-1949..." 4. Η σχέση Κράτους - ∆ήµων και η οργάνωση του χώρου τον 19ο αιώνα Η οργάνωση του χώρου καθορίζεται από το θεσµικό πλαίσιο το οποίο τον περιβάλλει. Οι νέες ιδέες και πρακτικές που εισήγαγε το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος από τη δύση εφαρµόστηκαν και στην Ελλάδα για την συγκρότηση και αναδιοργάνωση του αστικού χώρου µέσω της δηµοτικής διοίκησης έτσι όπως θεσµοθετήθηκε, αλλά και όπως αναγκάστηκε από τα πράγµατα να εφαρµοστεί. Η σχέση Κράτους - ∆ήµων ρευστή από τη φύση της, οδήγησε πολλές φορές σε αντιφάσεις, που ερµηνεύονται από την έλλειψη οργάνωσης και από τη χαµηλή συσσώρευση κεφαλαίου στη χώρα αλλά καθορίζονται αποφασιστικά και από την ανάγκη ύπαρξης ισχυρού δηµόσιου τοµέα, ο οποίος θα

βοηθούσε στην γρηγορότερη συγκρότηση του Ελληνικού εθνικού - αστικού κράτους (Σαπουνάκη-∆ρακάκη 1991). Σύµφωνα µε την Καλαφάτη (1985), "στην Α' Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου η πολιτική και διοικητική συγκέντρωση διακηρύσσεται ως θεµελιώδης αρχή του πολιτεύµατος, στο όνοµα του ορθού λόγου... Στη συνέχεια, στους διαδοχικούς διοικητικούς οργανισµούς που συντάσσονται στα χρόνια του Αγώνα, διαφαίνεται η ανάγκη δηµιουργίας νέων ιεραρχηµένων σχέσεων ανάµεσα στην κεντρική εξουσία και στις τοπικές αρχές, που θα επιτρέψουν στις επαναστατηµένες περιοχές να συγχωνευθούν σε µια νέα οργανική ενότητα. Ωστόσο η νέα αυτή διοικητική οργάνωση δεν µεταφράζεται άµεσα στο χώρο, αφού για την εγκατάσταση των νέων τοπικών αρχών υιοθετούνται οι περιφέρειες των παλαιών µορφών της κοινοτικής διοίκησης. Μέσα στη ρευστή κατάσταση του πολέµου όπου είναι αδύνατος ο καθορισµός της εδαφικής βάσης της Ελληνικής επικράτειας, η επαρχία, η κωµόπολη, το χωριό αντιµετωπίζονται σαν στοιχεία που από την ένωσή τους θα παραχθεί η "µια και αδιαίρετος" Ελληνική επικράτεια. Η διοικητική διαίρεση του χώρου και η ιεράρχηση των διοικητικών οργάνων µπόρεσε να επιτευχθεί µόνο αφού καθορίστηκαν τα όρια του Κράτους, και έτσι το κράτος χωρίστηκε σε νοµούς, επαρχίες και δήµους. Με άλλα λόγια το συγκεντρωτικό Ελληνικό Κράτος καθιέρωσε ένα "οιονεί" αποκεντρωτικό σύστηµα διοίκησης, το οποίο όµως κηδεµόνευε ή επιτηρούσε µε διοικητικούς ελέγχους και αυτό γιατί λόγω της προκαπιταλιστικής µορφής του δεν µπορούσε να ασκήσει τον ρόλο του, έτσι όπως του τον υπαγόρευαν οι νέοι θεσµοί. Όταν το Κράτος άρχισε να αναδιοργανώνεται και να αποκτά µηχανισµούς µε τους οποίους θα µπορούσε µόνο του να ασκεί τον νέο του ρόλο, άρχισε σταδιακά να αφαιρεί αρµοδιότητες από τους δήµους αλλά και τα έσοδα που προορίζονταν για τη χρηµατοδότηση των αρµοδιοτήτων αυτών. Τότε λοιπόν φάνηκε καθαρά η πολιτική επιλογή του νέου κράτους, να θεσµοθετήσει ένα συγκεντρωτικό µοντέλο διακυβέρνησης µε αποτέλεσµα την αποδιάρθρωση της κοινοτικής αυτοδυναµίας του Ελλαδικού χώρου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του δήµου Πειραιώς όπου µέχρι το 1849 τα αστυνοµικά δικαιώµατα (πρόστιµα κ.α.) αποτελούσαν σηµαντική πηγή χρηµατοδότησης του δηµοτικού προϋπολογισµού και µετά το 1849 έπαψαν να εισπράττονται από τη δηµοτική Αστυνοµία αφού τότε αυτή συγχωνεύτηκε µε τη ∆ηµοτική αστυνοµία της Αθήνας. Ανάλογο παράδειγµα είναι και το παράδειγµα της ∆ηµοτικής Εκπαίδευσης. Οσο οι αρµοδιότητες των δήµων περιορίζονται τόσο οι σχέσεις κράτους - δήµων έρχονται σε ρήξη. Τελικά επικρατούσε η άποψη της ανώτερης διοικητικής αρχής. Το 1850 για παράδειγµα µετά από πίεση του δηµοτικού συµβουλίου του Πειραιά, ορίστηκε µε νόµο να επιστρέφονται στο δήµο τα αστυνοµικά δικαιώµατα που πλεόναζαν µετά την κάλυψη των αστυνοµικών εξόδων, µε αποτέλεσµα το κονδύλι των µονίµων δικαιωµάτων του δήµου να είναι αυξηµένο. Μετά το 1860 το δηµόσιο έπαψε να πληρώνει τα πλεονάσµατα και ο νόµος έπεσε σε αδράνεια. Τα ιστορικά αρχεία µεγάλων δήµων επιβεβαιώνουν ότι τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα, οι δήµοι δεν χρηµατοδοτούσαν µε τον προϋπολογισµό τους µόνο δαπάνες που από τη φύση τους ήταν δηµοτικές ή που η εκτέλεσή τους από τον δήµο θα ικανοποιούσε περισσότερο τις προτιµήσεις των δηµοτών, οι δήµοι ασκούσαν και οικονοµικές λειτουργίες του Κράτους. Οι δραστηριότητες των δήµων χρηµατοδοτούνταν από τα δηµοτικά έσοδα, δεδοµένου ότι το Κράτος τους έδινε κάποια χρηµατοδοτική εξουσία µέσω της φορολογίας αλλά και µέσω άλλων δηµοτικών "προσόδων" (Σαπουνάκη-∆ρακάκη, 1991). Αντίθετα µε το σύστηµα που επικρατούσε στην Αγγλία, ∆ανία και Βέλγιο, όπου οι ανάγκες των δήµων καλύπτονταν από ειδικούς φόρους της εγκατεστηµένης παραγωγής, η Ελλάδα ακολούθησε το σύστηµα που είχε ήδη εφαρµοστεί από τη γαλλική δηµοτική

νοµοθεσία. Ο δηµοτικός δασµός ή δασµός ωνίων και εµπορευµάτων επιβλήθηκε µε το νόµο 68 της 22/23 ∆εκεµβρίου 1847, έδινε, αρχικά, στους δήµους που ήταν πρωτεύουσες επαρχιών ή είχαν τελωνειακή αρχή και τα εισοδήµατά τους δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των αναγκών τους, τη δυνατότητα επιβολής δασµών στα είδη που εισάγονταν για εσωτερική κατανάλωση µέχρι 2% της τιµής τους. Σύµφωνα µε τον νόµο ΞΗ αντικείµενα κατανάλωσης θεωρούνταν : α) τα οινοπνευµατώδη ποτά και τα λοιπά ρευστά β) τα τρόφιµα εκτός των δηµητριακών καρπών, αλεύρων, ψωµιού, λαχανικών, χλωρών

οσπρίων, χλωρών φρούτων, χλωρού τυριού, γάλατος, αλατιού, ορνίθων, αυγών και άλλων µικρών ειδών.

Με άλλα λόγια ο νόµος αυτός εξαίρεσε από τη φορολογία τα είδη πρώτης ανάγκης και αυτό για να προστατεύσει την κατανάλωση των χαµηλών εισοδηµατικών τάξεων των πόλεων. Μέσω του φόρου αυτού οι δηµοτικές αρχές µπορούσαν να ασκήσουν φορολογική πολιτική, να αναδιανείµουν τα εισοδήµατα των φορολογουµένων και σε τελευταία ανάλυση να µεταβάλουν τις δοµές κοινωνικές και οικονοµικές της περιοχής τους. ∆ιότι µπορούσαν να αυξοµειώσουν µε αποφάσεις του δηµοτικού συµβουλίου τον "φορολογικό όρο" µέχρι 2% αλλά και γιατί καθόριζαν τις αγοραίες τιµές της φορολογητέας ύλης. Ο νόµος αυτός καταργήθηκε εκατό χρόνια αργότερα. Σε γενικές γραµµές οι αρχικές επιλογές, όσον αφορά τη διαχείριση του χώρου και την οργάνωση των παροχών, µόνο σε µεγάλους δήµους µπόρεσαν να εφαρµοστούν. Στα αστικά κέντρα που η ψηλή τους πληθυσµιακή πυκνότητα, η σχετικά µεγάλη συσσώρευση κεφαλαίου και η προοδευτική νοοτροπία των κατοίκων τους τα εξοµοίωνε µε τα αστικά κέντρα των χωρών από τις οποίες είχαν εισαχθεί οι νέοι θεσµοί στην Ελλάδα. "Το δηµοτικό σύστηµα που εγκαθιδρύεται στα 1833-1834 εµπεριέχει τόσο στη διατύπωση των στόχων όσο και στον καθορισµό των µέσων, το όραµα µιας χώρας µε ψηλό επίπεδο αστικοποίησης γενικευµένη στοιχειώδη εκπαίδευση, διοικητική και δικαστική αστυνοµία, κοινωνική πρόνοια, δίκτυα υποδοµής. Ολα αυτά προϋποθέτουν πυκνότητα πληθυσµού και οικονοµικές δραστηριότητες που να επιτρέπουν την ύπαρξη δήµων µε σχετικά µικρή εδαφική περιοχή και ικανούς χρηµατικούς πόρους" (Καλαφάτη, 1985). Με ποιά κριτήρια όµως έγινε ο καθορισµός των δηµοτικών περιφερειών; Τα δύο βασικά κριτήρια που έθεσε ο νόµος το 1833 περί του σχηµατισµού και της διαίρεσης των δήµων, ήταν η γεωγραφική θέση καθώς και ο πληθυσµός. Ως γεωγραφική θέση ο νόµος θεωρούσε τα "εκτεταµένα έλη και άλλους ακαλλιέργητους και ολίγους κατοίκους έχοντες τόπους" που έπρεπε να διαιρεθούν σε ξεχωριστές περιφέρειες. Η φυσική τοποθεσία και τα "µόνιµα σήµατα" όπως οι ράχες των βουνών, τα φαράγγια, τα νερά κ.α. καθόριζαν τα όρια των ∆ήµων. Ακόµα κάθε χωριό µε πληθυσµό από 300 κατοίκους και πάνω µπορούσε να σχηµατίσει δήµο. Οταν όµως συνέτρεχαν ειδικοί λόγοι, οι οποίοι δεν παρεµπόδιζαν τους δηµοτικούς σκοπούς υπήρχε δυνατότητα δηµιουργίας δήµου και µε µικρότερο πληθυσµό κυρίως στις περιπτώσεις "όταν πρόκειται λόγος να συνοικισθώσει νέα χωρία δι'αποίκων". Στις οδηγίες που δόθηκαν το 1834 "περί σχηµατισµού των δήµων του Βασιλείου της Ελλάδος" προβλέπονταν άλλα δύο κριτήρια για τον καθορισµό των περιφερειών του Βασιλείου, το έδαφος και ο πλούτος της περιοχής. Η έκταση έπρεπε να ήταν τέτοια που να διευκολύνει τη σωστότερη κατανοµή των πλουτοπαραγωγικών πόρων στους δηµότες µέσω της καλής επικοινωνίας των τελευταίων, µε τις δηµοτικές αρχές. Ακόµα µε γνώµονα τις πιθανές διαφοροποιήσεις του πληθυσµού των δήµων οι οδηγίες διευκρίνιζαν ότι κυρίως πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ο πλούτος του δήµου, δηλαδή πόσους κατοίκους ο τελευταίος θα µπορούσε να "θρέψει και αν δύναται να κατορθωθούν σχέσεις κοινωνίας" (Καλαφάτη, 1985). Μέσα στο σύνολο των κριτηρίων φαίνεται ότι υπάρχει και κάποιο πολιτικό κριτήριο το

οποίο αναφερόταν καθαρά σε άρθρο της οικονοµικής επιθεώρησης το 1877 : "όσον αφορά την εν τοις δηµοτικαίς περιφερείας παρατηρουµένην µεταξύ των δηµοτών και των κατοίκων αριθµητική δυσαρµονίαν, πρέπει αύτη να αποδοθεί εν µέρει µεν εις τας έξωθεν παροικήσεις και τας προς τας έξω αποδηµίας, εν µέρει δε εις την τοπικήν εκλογικήν, ήτις πολλά ευρίσκει συµφέροντα από τοιαύτης ή τοιαύτης των δηµολογιών κατασκευής" (Ανώνυµος, 1977). Ανάλογα µε τον αριθµό των κατοίκων τους οι δήµοι σύµφωνα µε τον νοµοθέτη χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες : α) ∆ήµοι α' τάξεως µε 10.000 τουλάχιστον κατοίκους β) ∆ήµοι β' τάξεως µε 2.000 τουλάχιστον κατοίκους γ) ∆ήµοι γ' τάξεως µε ολιγότερους από 2.000 κατοίκους Η συγκέντρωση του πληθυσµού στις πρωτεύουσες των δήµων και ιδιαίτερα στην Αθήνα ήδη από το 1877 επισηµαίνεται από τον ανώνυµο αρθρογράφο της οικονοµικής επιθεωρήσεως : "η σηµασία της κατά τόπους συγκεντρώσεως του Ελληνικού πληθυσµού αναφαίνεται ιδιαιτέρως από τον αριθµό των εν ταις δηµοτικαίς πρωτεύουσες κατοίκων. Τοιουτοτρόπως εάν υποθέσωµεν ότι πόλεις µεν πρέπει να ονοµασθώσιν αι άνω των 3.000 κατοίκων περιλαµβάνουσαι, κωµοπόλεις δε άνω των 1.000 και χωριά οι περιέχοντες έλαττον των 1.000 ψυχών συνοικισµός, η ανωτέρω καταγραφή αποδεικνύει ότι εν Ελλάδι υπάρχουσι : α) 2 πόλεις άνω των 20.000 κατοίκων, 4 άνω των 10.000, 13 άνω των 5.000 και 20 άνω

των 3.000. β) 20 κωµοπόλεις άνω των 2.000 και 104 άνω των 1.000. (Ανώνυµος, 1977).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Η ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΟΥ

ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ 1. Γενικότητες Στο κεφάλαιο αυτό αναφέρονται οι θέσεις του Bairoch σχετικά µε την αστικοποίηση των Κρατών της δυτικής Ευρώπης, οι οποίες απετέλεσαν αντικείµενο βαθιάς έρευνας του ιστορικού : "Στο προηγούµενο κεφάλαιο τονίσαµε τον ουσιώδη ρόλο που έπαιζε ο 19ος αιώνας στη διαµόρφωση του αστικού δικτύου του σύγχρονου ανεπτυγµένου κόσµου. Αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι ανάµεσα στο 1913 και 1980 η αστική ιστορία αυτής της περιοχής ήταν ανύπαρκτη. Αρχικά εµφανίζεται το φαινόµενο της επιβράδυνσης του ρυθµού αύξησης του πληθυσµού των πόλεων και επίσης του ποσοστού αστικοποίησης. Πράγµατι, η επιβράδυνση του ρυθµού αστικοποίησης είναι ένα φαινόµενο αναπόφευκτο µετά από ένα ορισµένο σηµείο. Σε τελική ανάλυση αντιµετωπίζουµε µια παύση (ή µια υποχώρηση) διότι, όπως έχουµε ήδη σηµειώσει, µε το ποσοστό αστικοποίησης, είµαστε µπροστά σε ένα από αυτά τα πολυάριθµα χαρακτηριστικά των κοινωνικών και οικονοµικών δοµών που φθάνουν ένα απόλυτο και φανερό όριο, αφού δεν µπορούµε να ξεπεράσουµε ένα δείκτη αστικοποίησης της τάξης του 100%. Αυτό το όριο έχει άλλη µια επίπτωση που εκδηλώνεται µε έντονο τρόπο τον 20ο αιώνα, δηλαδή µια εξίσωση των επιπέδων αστικοποίησης στον διεθνή χώρο. Είναι µια πλευρά που θα εξεταστεί σ' αυτό το κεφάλαιο όταν µελετηθεί η εξέλιξη της αστικοποίησης. Με την ευκαιρία αυτή θα πρέπει να αναρωτηθούµε πάνω σ' αυτό που φαίνεται ως µια θεµελιώδης µεταβολή της συµπεριφοράς του πληθυσµού απέναντι στην πόλη, τροποποίηση που µπορούµε να πούµε ότι άρχισε γύρω στα 1968-70. Τον 20ο αιώνα εµφανίζονται µεγάλες πόλεις που σταθεροποιούνται σε κάποιο επίπεδο και υποχωρούν. Επίσης βλέπουµε µια εκρηκτική επέκταση των πόλεων που και αυτή φαίνεται να έχει φτάσει στα όριά της. Αντίθετα µε τον 19ο αιώνα τον 20ο αιώνα δεν γεννήθηκαν πολλές νέες πόλεις. Οµως, τα προβλήµατα που προκάλεσε το µεγάλο µέγεθος µερικών

µητροπόλεων οδήγησαν σε µια πολιτική αποκέντρωση, που ευνόησε τη δηµιουργία νέων πόλεων κοντά σ'αυτές τις µητροπόλεις. Εξ άλλου η γρήγορη εκβιοµηχάνιση της Σοβιετικής Ενωσης, που αρχικά παρουσίαζε χαµηλή αστικοποίηση, οδήγησε στη δηµιουργία ενός ορισµένου αριθµού νέων πόλεων. Τελικά, από τη δεκαετία του 1920-30 εµφανίζεται µια ταχύτατη ανάπτυξη του τριτογενούς τοµέα στις πόλεις και αυτό προκάλεσε µια αλλαγή στη φύση τους. 2. Οι τάσεις της αστικοποίησης από το 1920 έως το 1980 Η περίοδος αυτή καλύπτει τέσσερις φάσεις αρκετά ευδιάκριτες µεταξύ τους. Η πρώτη -που φθάνει µέχρι την αρχή της ύφεσης της δεκαετίας του 1930- δείχνει κατά κάποιο τρόπο τη συνέχεια της φάσης της γρήγορης αστικοποίησης του τέλους του 19ου αιώνα. Η δεύτερη φάση περιλαµβάνει την περίοδο της ύφεσης µέχρι και τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο, δηλαδή αφορά µια καθαρή επιβράδυνση. Η τρίτη φάση είναι η φάση µιας επιτάχυνσης και πάλι της διαδικασίας αστικοποίησης και αποτελεί συνέχεια της περιόδου της γρήγορης οικονοµικής ανάπτυξης. Το τέλος αυτής της φάσης είναι πιο δύσκολο να καθοριστεί, γιατί φαίνεται ότι, πριν από τις επιδράσεις της κρίσης του 1974-1975, εκδηλώθηκε µια επιβράδυνση του ρυθµού αστικοποίησης που πρέπει να συνδεθεί µε τον νέο τρόπο συµπεριφοράς που αναφέρουµε πιο πάνω. Αυτή η επιβράδυνση αποτελεί την τέταρτη φάση που, πολύ πιθανά να συνεχιστεί πέρα από το 1980. Ας σηµειωθεί ακόµα ότι η εξέλιξη του ρυθµού αστικοποίησης δεν είναι η ίδια για κάθε κράτος, σε κάθε φάση έτσι όπως την ορίσαµε. Αυτό είναι εµφανές όσον αφορά τους δείκτες αστικοποίησης. Αλλά ας παρατηρήσουµε αυτές τις φάσεις µε περισσότερες λεπτοµέρειες. Αν εξετάσουµε τις επιδράσεις του Α' Παγκοσµίου Πολέµου, οι δεκαετίες 1910-1930 µπορούν να θεωρηθούν ως µια περίοδος γρήγορης αστικοποίησης Πράγµατι, για το σύνολο των ανεπτυγµένων κρατών, µε εξαίρεση την Ιαπωνία και τη Σοβιετική Ενωση, και θεωρώντας ότι ο πόλεµος προκάλεσε µια απώλεια χρόνου τεσσάρων ετών, καταλήγουµε σε ετήσια αύξηση του δείκτη αστικοποίησης της τάξεως του 1,2% δηλαδή όσο τον δέκατο ένατο αιώνα. Η εξέλιξη ήταν ιδιαίτερα γρήγορη στις ανεπτυγµένες χώρες οι οποίες δεν επηρεάστηκαν άµεσα από τις συνέπειες του πολέµου. Ετσι στις Η.Π.Α παρά την επιβράδυνση της µετανάστευσης, µετά τον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (400.000 άτοµα το χρόνο µεταξύ 1920-1929 έναντι ενός εκατοµµυρίου το χρόνο µεταξύ 1905-1914) ο δείκτης αστικοποίησης τη δεκαετία του 1920 αυξήθηκε 1,1% το χρόνο. 3. Η σταθεροποίηση της αστικοποίησης τη δεκαετία του '30 στην Ευρώπη και τη

Βόρεια Αµερική και η επέκταση της στη Σοβιετική Ενωση και την Ιαπωνία. Για τη ∆υτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αµερική η δεκαετία του 1930 είναι µια περίοδος σταθεροποίησης της διαδικασίας αστικής ανάπτυξης. Η µεγάλη έκταση της κρίσης του 1920, που ήταν η σοβαρότερη που γνώρισε ποτέ το καπιταλιστικό σύστηµα και η διάρκεια της ύφεσης της δεκαετίας του '30 που ήταν η περισσότερο µακροχρόνια από αυτή που έζησαν αρκετά ανεπτυγµένα Κράτη, εξηγούν τη σταθεροποίηση αυτή της αστικοποίησης. Στη Σοβιετική Ενωση και την Ιαπωνία η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Στη Σοβιετική Ενωση το πρόγραµµα εκβιοµηχάνισης που εφαρµόστηκες το 1928 και 1929 οδήγησε σε µια πολύ γρήγορη αστική ανάπτυξη. Το µεγαλύτερο µέρος των ήδη υπαρκτών πόλεων (µε πληθυσµό πάνω από 100.000 κατοίκους) γνώρισαν µια επέκταση του πληθυσµού τους της τάξεως του 50% µεταξύ 1930 και 1939 (δηλαδή 4,8% το χρόνο). Η Μόσχα από 2,8 εκατοµµύρια κατοίκους φθάνει σε 4,1 εκατοµµύρια, το Λένινγκραντ από 2,2 εκατοµµύρια σε 3,2 εκατοµµύρια κατοίκους. Εξάλλου δηµιουργήθηκε και ένας µεγάλος αριθµός νέων πόλεων. Ηδη την εποχή του πρώτου πενταετούς προγράµµατος (1928-1932) ιδρύθηκαν 60 νέες πόλεις, µερικές από τις οποίες γνώρισαν υπερβολικά γρήγορη επέκταση. Ετσι στις 33 περίπου πόλεις µε πληθυσµό µεταξύ 200.000 και 500.000 κατοίκων που είχε η Σοβιετική Ενωση το 1939, πριν από την επανάσταση οι πέντε ήταν πολύ µικρές ή ήταν ανύπαρκτες. Συνολικά, µεταξύ 1936 και 1966 εκτιµούµε ότι

δηµιουργήθηκαν 900 πόλεις ένας αριθµός των οποίων προέκυψε από την συγχώνευση παλαιών µικρών πόλεων. Το 1941, πριν από την γερµανική εισβολή, η Σοβιετική Ενωση συγκέντρωνε περίπου το 30-34% του πληθυσµού της σε πόλεις, όταν πριν από την Οκτωβριανή επανάσταση το ίδιο ποσοστό ήταν 15-16%, ενώ παράλληλα πολλοί από τους κατοίκους ζούσαν και σε πολύ µεγάλες πόλεις. Είναι µια παράδοξη εξέλιξη όταν γνωρίζουµε τις ιδέες των επαναστάσεων σχετικά µε το θέµα της πολεοδοµίας. Γι' αυτές ο ανταγωνισµός µεταξύ πόλης και υπαίθρου ήταν, σύµφωνα µε τον Μαρξ καρπό του ανταγωνισµού και οι νέοι αρµόδιοι σε θέµατα αστικής πολιτικής προσπαθούσαν να συµβιβάσουν, µε πολύ φαντασία την απαραίτητη εκβιοµηχάνιση µε νέους τρόπους αστικοποίησης, από όπου έπρεπε, κυρίως η µεγάλη πόλη να εκλείπει. Είναι αλήθεια ότι, και σ' αυτόν τον τοµέα όπως και σε τόσους άλλους ο Σταλινισµός παραιτήθηκε από ορισµένες αρχές. Ιδεαλισµός και φαντασία. Πράγµατι υπήρξε πληθώρα ερευνών που προσπαθούσαν να δώσουν στο Σοβιετικό λαό των πόλεων µια καινούρια µορφή. Επρεπε ακόµα, για πολλούς Σοβιετικούς αρχιτέκτονες "να µεταβληθεί η πόλη για να αλλάξει και η ζωή". Μετά από την περίοδο της "αρχιτεκτονικής του χαρτιού" των πρώτων χρόνων λειτουργίας του νέου συστήµατος, µπορούµε -ακολουθώντας τον Κοpp- να κατανείµουµε τους πολεοδόµους που, στο τέλος της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αναζητούσαν πρακτικά να στήσουν το αστικό σύστηµα, σε δύο κυρίαρχα ρεύµατα: στους πολεοδόµους (urbanizers) και στους µη πολεοδόµους (deurbanizers). Για τους πολεοδόµους, έπρεπε, πάνω από όλα, να καταργηθούν οι µεγάλες πόλεις και τα χωριά µε τη δηµιουργία σοσιαλιστικών συναθροίσεων (agglomeration) "που ήταν αποτέλεσµα της συγχώνευσης των βιοµηχανικών και αγροτικών δραστηριοτήτων". Το µέγεθος των πόλεων αυτών κατά µέσο όρο θα απαριθµούσε 40.000 - 60.000 κατοίκους. Γι' αυτούς που ακολουθούσαν την άλλη πολεοδοµική τάση σκοπός ήταν η κατάργηση της πόλης από τόπο διαµονής, η διασπορά των "δηµοτών", περίπου όπως το υπόδειγµα των µεγάλων προαστίων των Αµερικανικών Πόλεων του 1950, αλλά µε κοινωνική υποδοµή που θα απευθύνονταν σε όλους. Εκαναν κριτική επίσης της τάσης που υπήρχε για κοινόβια σπίτια που ήταν στη µόδα κυρίως µεταξύ του 1926 και 1929. Αυτά τα κοινόβια συνδέονταν µε προγενέστερα ουτοπιστικά σοσιαλιστικά ρεύµατα και προέβλεπαν οµαδικές κατοικίες µεγάλης χωρητικότητας (από 750 µέχρι 3000 άτοµα) όπου χώρος που προορίζονταν για προσωπικές δραστηριότητες έπρεπε να µειώνεται προς όφελος των κοινοχρήστων χώρων: τραπεζαρία, παιδικός σταθµός, πλυντήρια, λέσχη, βιβλιοθήκη κ.α. Οπως θα το δούµε σε άλλο κεφάλαιο στην Ιαπωνία όπως και στη Σοβιετική Ενωση η γέννηση του αστικού φαινοµένου ήλθε αργότερα αλλά και βίαια. Με αποτέλεσµα η παραδοσιακή Ιαπωνία να γίνει, σε αντίθεση µε την Ρωσία έντονα αστικοποιηµένη. Στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν µόνο 4-7% του Ρωσικού πληθυσµού ήταν αστικός, το ίδιο ποσοστό στην Ιαπωνία ήταν 11-14%. Η επανάσταση των Meigi (1868) που απετέλεσε αντίδραση των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων στην βαθµιαία εγκατάλειψη µέρους της Εθνικής εξουσίας, από το 1854 οδήγησε την Ιαπωνία στο µονοπάτι του εκσυγχρονισµού (σήµερα θα λέγαµε της εκδοτικοποίησης), της εκβιοµηχανοποίησης, που κρίθηκε ότι ως όρος "sine qua non" δεν θα µπορούσε ποτέ να υπάρξει ανεξαρτησία απέναντι στον δυτικό κόσµο. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια µισού αιώνα περίπου, η εκβιοµηχάνιση δεν µετέβαλε την αστική δοµή. Το 1920, η Ιαπωνία στις πόλεις συγκέντρωνε το 18% των κατοίκων. Από τότε τα πράγµατα επιταχύνθηκαν. Από το 1920 µε 1930, ο πληθυσµός των πόλεων αυξήθηκε κατά 4,4% το χρόνο, γεγονός που ήδη υποδηλώνει µεγάλη ταχύτητα. Από το 1930 µέχρι το 1940, παρουσιάζεται µια καινούρια επιτάχυνση, σχεδόν 6%. ∆ηλαδή το υψηλότερο ποσοστό που είχε ποτέ σηµειωθεί για χώρες που βρίσκονταν σε διαδικασία εκβιοµηχάνισης. Αυτή η αστική ανάπτυξη έγινε χωρίς να προκαλέσει τη δηµιουργία πραγµατικά µεγάλων πόλεων. Η ανάπτυξη των

παραδοσιακών πόλεων υπήρξε πολύ γρήγορη. Το 1940 υπήρχαν πέντε πόλεις µε πάνω από ένα εκατοµµύριο κατοίκους. Το Τόκιο που είχε περίπου 600.000 κατοίκους στην επανάσταση των Meigi, απαριθµούσε σχεδόν 7 εκατοµµύρια το 1940. Η Οσάκα από τους 30.000 κατέληξε να έχει 3 εκατοµµύρια. 4. 1946-1975 : Μια αληθινή έκρηξη της Οικονοµίας. Συχνά, έχουµε την τάση να παραµελούµε τον εξαιρετικό χαρακτήρα της οικονοµικής ανάπτυξης των τριών δεκαετιών που ακολούθησαν το τέλος του δεύτερου παγκοσµίου πολέµου. Από το 1946 µέχρι το 1975, ο όγκος του Εθνικού ακαθάριστου προϊόντος των ανεπτυγµένων χωρών για κάθε κάτοικο αυξήθηκε 3,7% το χρόνο, το οποίο συνεπάγεται µια συνολική αύξηση της τάξης του 190%, πράγµα που σηµαίνει ότι, κατά τη διάρκεια αυτών των τριών δεκαετιών, η αύξηση του βιοτικού επιπέδου ήταν εξίσου σηµαντική µε εκείνη των 120 χρόνων πριν από το 1946. Μια τέτοια ανάπτυξη δεν µπορούσε να µην έχει επιπτώσεις και στην αστικοποίηση, πόσο µάλλον που συνοδευόταν από ένα καινούριο φαινόµενο. Από τη δεκαετία του 1940 στις Η.Π.Α. και τη δεκαετία του 1950 στην Ευρώπη, η παραγωγικότητα του αγροτικού τοµέα αυξήθηκε περίπου δύο φορές περισσότερο από την παραγωγικότητα του βιοµηχανικού, ενώ παλαιότερα η τάση ήταν αντίθετη (η βιοµηχανική παραγωγικότητα αυξανόταν δυο φορές γρηγορότερα από ότι η γεωργική). ∆εδοµένου ότι η ελαστικότητα των καταναλωτικών ειδών διατροφής είναι χαµηλή, η κατάσταση αυτή οδήγησε σε µια γρήγορη µείωση του ενεργού αγροτικού πληθυσµού. Ολοι αυτοί η λόγοι εξηγούν γιατί, παρόλο που το επίπεδο αστικοποίησης των ανεπτυγµένων Κρατών στο σύνολο τους ήταν ήδη υψηλό αυτό αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα, κυρίως από το 1950 µέχρι το 1970. Σ' αυτά τα 20 χρόνια, ο δείκτης αστικοποίησης αυξήθηκε κατά 1,5% το χρόνο δηλαδή ταχύτερα από ότι το 19ο αιώνα. Είναι αλήθεια ότι ένα µεγάλο µέρος αυτής της εξέλιξης οφείλεται στην Ιαπωνία και Ε.Σ.Σ.∆. δύο χώρες σχετικά λίγο αστικοποιηµένες γύρω στο 1950 που γνώρισαν όµως και οι δύο υψηλούς ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης (8,7% το χρόνο η Ιαπωνία και κάτι γύρω στο 5,2% η Ε.Σ.Σ.∆.). Εάν εξαιρέσουµε τα δύο αυτά κράτη η αύξηση του δείκτη αστικοποίησης ξαναγυρίζει στο 1,3%. Σ' αυτές τις δύο περιπτώσεις αστικοποίησης µε γρήγορους ρυθµούς, πρέπει να προστεθεί το σύνολο χωρών της ∆. Ευρώπης, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα. Ολες αυτές οι χώρες είχαν ως κοινό σηµείο τη γρήγορη οικονοµική τους ανάπτυξη κάτω από ένα σχετικά χαµηλό δείκτη αστικοποίησης γύρω στη δεκαετία του '50. Ετσι κατά τη διάρκεια της νέας φάσης της οικονοµικής ανάπτυξης που ακολούθησε τον Β' Παγκόσµιο Πόλεµο παρουσιάστηκε για µια ακόµη φορά µια σχέση µεταξύ χαµηλών επιπέδων αστικοποίησης και γρήγορων ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης. Αυτό το οποίο παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον στο παρόν σηµείο είναι ότι αυτή η εξέλιξη προκάλεσε µια εξίσωση των επιπέδων αστικοποίησης των ανεπτυγµένων Κρατών. Ενώ το 1950 µεταξύ των τριών λιγότερο αστικοποιηµένων Κρατών και των τριών περισσότερο ανεπτυγµένων Κρατών ο δείκτης αστικοποίησης ήταν 1 προς 3,3 το 1970 η αναλογία ήταν 1 προς 2 και το 1980 µόλις 1 προς 1,9. Αλλά πέρα από την εξίσωση αυτή που την προκάλεσαν οι διαφορετικοί ρυθµοί οικονοµικής ανάπτυξης και το προς τα επάνω όριο των πιθανών επιπέδων αστικοποίησης, µπορούµε να προβληµατιστούµε µήπως πρέπει να παρεµβληθεί και ένας άλλος παράγοντας. Πράγµατι παρατηρούµε ότι κατά την περίοδο αυτή υπήρχε µια πραγµατική αλλαγή της σχέσης µεταξύ του ρυθµού οικονοµικής ανάπτυξης και του ρυθµού αστικοποίησης. Το 19ο αιώνα και το πρώτο µισό του 20ου (εκτός από τη δεκαετία της ύφεσης του 1930) κάθε φορά που ο όγκος του εθνικού κατά κεφαλή ακαθάριστου προϊόντος αυξανόταν κατά 1% προέκυπτε κατά µέσο όρο µια αύξηση της τάξης του 0,8%-1,1% του δείκτη αστικοποίησης. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της περιόδου 1950-1970, µια αύξηση του 1% του Ε.Α.Π. κατά κεφαλή δεν ανέβαζε παρά µόνο 0,4% τον δείκτη αστικοποίησης. Κυρίως µεταξύ 1970-1980 µια αύξηση 1% του Ε.Α.Π. κατά κάτοικο δεν προκάλεσε παρά µόνο µια αύξηση κάτω του 0,3% του δείκτη

αστικοποίησης. Οπως σηµειώσαµε πιο πάνω, αυτό εξηγείται µερικώς από τα ήδη υψηλό υπαρκτό επίπεδο αστικοποίησης. Εντούτοις µπορούµε να αναρωτηθούµε σε πιο µέτρο αυτή η επιβράδυνση δεν οφείλεται σε τροποποίηση της συµπεριφοράς του πληθυσµού. 5. Μια καινούρια συµπεριφορά απέναντι στην πόλη Εύκολα δίνουµε µια θετική απάντηση. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι στην πλειοψηφία των ανεπτυγµένων χωρών από το 1968-1970 βρισκόµαστε µπροστά σε µια καινούρια συµπεριφορά απέναντι στην πόλη, που έφερε µια βαθιά ρήξη στις τάσεις αστικοποίησης. Οι αριθµοί µιλούν ήδη από µόνοι τους. Σύµφωνα µε προβλέψεις που πραγµατοποιήθηκαν το 1975 στη Η.Π.Α., ο αστικός πληθυσµός της Βόρειας Αµερικής έπρεπε να αυξηθεί κατά 18% µεταξύ 1970 και 1980, αλλά η αύξηση δεν ήταν παρά µόνο 8%. Στην ∆υτική Ευρώπη ήταν 8% έναντι του 13% που προέβλεπε η έρευνα, όταν η Γερµανία µόνη της ήταν σχεδόν υπεύθυνη για την συνολική αυτή αύξηση. Πράγµατι, µεταξύ των ανεπτυγµένων χωρών, µόνο η Γερµανία και η Ιαπωνία ξεφεύγουν προς το παρόν από αυτήν την νέα τάση. Ενας µεγάλος αριθµός χωρών γνωρίζει ακόµα µια διαδικασία αποαστικοποίησης, ας απαριθµήσουµε τις Η.Π.Α., την Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο, την Ελβετία και τις Κάτω Χώρες. Στις Η.Π.Α., όπου - όπως πάντα οι µελέτες είναι πολυάριθµες - αυτή η τάση φαίνεται ότι αντικατοπτρίζει διαφορές στη συµπεριφορά απέναντι στην πόλη όλων των κατηγοριών ηλικιών του πληθυσµού. Τα οικονοµικά υποδείγµατα που θα µπορούσαν να ερµηνεύσουν τη φάση κατά την οποία "οι µητροπόλεις εκρήγνυνταν" είναι ανεπαρκή να ερµηνεύσουν την φάση κατά τη διάρκεια της οποίας οι µητροπόλεις άδειαζαν". Η ανάλυση των µεταναστεύσεων στη Γαλλία κατά την περίοδο 1968 - 1978 αφήνει να προβλέψουµε κατά τον ίδιο τρόπο µια αλλαγή στη συµπεριφορά του πληθυσµού. Αρκεί εξ' άλλου να αναλύσουµε τις δηµοσιεύσεις του τύπου ή των άλλων µέσων ενηµέρωσης για να αντιληφθούµε ότι η πόλη έχασε µεγάλο µέρος της γοητείας της. Είναι προφανές ότι δεν γράφονται πιά, ή εν πάσει περιπτώσει δεν τραγουδιούνται τραγούδια για τη δόξα της µιας ή της άλλης πόλη. Το Παρίσι ή η Νέα Υόρκη δεν είναι παρά µόνο σπάνια τίτλοι επιτυχηµένων τραγουδιών. Τα αίτια µιας τέτοιας διαφοροποίησης δεν απουσιάζουν. Ποια πρέπει να αναφέρουµε πρώτα: Αυτά που έχουν µετατρέψει την πόλη σε τόπο όπου δεν ζούµε πλέον τόσο καλά; Αυτά που έχουν αφαιρέσει από την επαρχία πολλά από τα παραδοσιακά µειονεκτήµατα; ή εκείνα που συνδέονται µε την αφθονία του ανεπτυγµένου κόσµου που επιτρέπει να πραγµατοποιήσουµε µια εκλογή, µια προτίµηση που ήταν πάντα παρούσα αλλά τα οικονοµικά εµπόδια δεν άφηνα να πραγµατοποιηθεί; Ας δούµε µερικά από αυτά τα αίτια της κάθε µιας από αυτές τις κατηγορίες πριν εκφράσουµε τις απαραίτητες επιφυλάξεις µας πάνω στη φύση της αποαστικοποίησης και πάνω στην ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα της δεκαετίας του '70 που παραµένει µοναδική στα Ιστορικά Χρονικά, και που οφείλεται όχι µόνο στη αλλαγή της ανθρώπινης συµπεριφοράς αλλά και σε άλλες αιτίες. Ποιοι είναι οι λόγοι της ποιοτικής παρακµής της ζωής στις πόλεις; Ο σπουδαιότερος λόγος είναι το µέγεθος. Ενα αυξανόµενο ποσοστό ατόµων που ζουν στις πόλεις ξεπερνά το ιδανικό µέγεθος, δηλαδή το όριο όπου τα µειονεκτήµατα αρχίζουν να υπερτερούν των πλεονεκτηµάτων. Ασφαλώς το παλαιό πρόβληµα καθορισµού του ιδανικού µεγέθους των πόλεων παραµένει άλυτο και θα ήµουν ο τελευταίος να το απαρνηθώ έχοντας περάσει τόσα χρόνια προσπαθώντας να εξεύρω λύση. Οµως δεν υπάρχει αµφιβολία ότι στον ανεπτυγµένο κόσµο το ιδανικό µέγεθος πληθυσµού είναι κάτω από 500.000 άτοµα, πιθανόν γύρω στα 200.000 - 300.000. Παρατηρώντας την επίδραση του µεγέθους του πληθυσµού της πόλης σε πάνω από είκοσι πλευρές των συνθηκών ποιότητας ζωής (που τοποθετούνται από την µόλυνση έως την εγκληµατικότητα, από την εκπαίδευση έως το βιοτικό επίπεδο κ.λ.π.) καταλήγουµε ότι όλες αυτές γίνονται δυσµενέστερες µόλις ο πληθυσµός ξεπεράσει τους 500.000 κατοίκους. Αλλά σήµερα σχεδόν ο µισός πληθυσµός των κατοίκων των πόλεων διαµένει σε πόλεις µε

πληθυσµό πάνω από 500.000 κατοίκους. Θα επανέλθουµε αργότερα σ' αυτό του πρόβληµα του ιδανικού µεγέθους των πόλεων, που είναι ένα από τα σηµαντικότερα σηµεία του αστικού προβλήµατος. Η συµφόρηση του κέντρου των µεγάλων πόλεων έσπρωξε προς την περιφέρεια ένα µέρος του πληθυσµού που προέρχονταν από τις µεσαίες κοινωνικές τάξεις και που αναζητούσε περισσότερο χώρο, ο οποίος ήλθε να προστεθεί σε άλλο τµήµα του πληθυσµού που παλαιότερα λόγω οικονοµικής στενότητας είχε αναγκαστεί να φύγει από το κέντρο. Τα προάστια έγινα περιφέρειες και το όνειρο του πρασίνου χώρου µετατράπηκε σε πύργου από µπετόν ή σε µια ατελείωτη γραµµή σπιτιών χωρίς ψυχή, που έχαναν πολλά από τα πλεονεκτήµατα τους όταν µεγάλωναν πλέον τα παιδιά. Οπως αναφέρει ο κοινωνιολόγος Chombart de Lauwe (1982) η περιφέρεια των πόλεων έγινε ένας χώρος "µεταξύ µιας ελαττωµατικής ζωής στις πόλεις και µιας υποβαθµισµένης αγροτικής ζωής". Και στο σηµείο αυτό το µέγεθος είναι ανασταλτικός παράγοντας. Αλλά δεν φταίει µόνο το µέγεθος. ∆ιότι αν παραδείγµατος χάρη, κατά γενικό κανόνα, µια πόλη 800.000 κατοίκων θεωρείται περισσότερο µολυσµένη από µια πόλη 200.000 κατοίκων αυτό δεν σηµαίνει ότι η τελευταία δεν είναι περισσότερο µολυσµένη από ότι ήταν πριν από δύο δεκαετίες. Η ακόµα παρόλο που είναι πιο δύσκολη η κυκλοφορία σε µια πόλη 3 εκατοµµυρίων κατοίκων από ότι µια πόλη των 100.000 κατοίκων, εν τούτοις η κυκλοφορία έχει γίνει πυκνή τόσο στην µικρή όσο και στη µεγάλη πόλη κ.λ.π. Αλλά ποιοι είναι οι λόγοι που εξάλειψαν από την επαρχία αρκετά από τα παραδοσιακά της µειονεκτήµατα; Ας ξεκινήσουµε από την ψυχαγωγία. Κατά την διάρκεια δεκαετιών, η ψυχαγωγία ήταν ένας πόλος έλξης προς την πόλη. Πως περνάει όµως σήµερα ο πολίτης τις ελεύθερες ώρες του; Τις περνάει µπροστά στην µικρή οθόνη, παρακολουθώντας τις ίδιες εκποµπές και τις ίδιες βιντεοταινίες µε τον µέσο αγρότη. Παραδόξως το αυτοκίνητο που είναι κατά µεγάλο µέρος υπεύθυνο για την χειροτέρευση των δεινών της πόλης, αποτέλεσε µέσο για την απελευθέρωση της υπαίθρου. Ακόµα η εκµηχάνιση της γεωργίας περιόρισε την αναγκαστική εργασία στους αγρούς και εξίσωσε τις ώρες εργασίας, οι οποίες από τις δεκαετίες 1930-1950 ήταν λιγότερες στην πόλη πάρα στην ύπαιθρο. Αλλά µπορούν να προστεθούν και άλλα στοιχεία. Ας σταµατήσουµε όµως στις συνέπειες από την αύξηση των οικονοµικών πόρων. Περισσότερο από οτιδήποτε η αυξανόµενη ευηµερία των ανεπτυγµένων κρατών ευνόησε την συγκράτηση ενός µέρους του πληθυσµού στον αγροτικό χώρο που κάτω από άλλες συνθήκες θα εξαναγκαζόταν να µεταναστεύσει. Χάρη στην ταχύρυθµη αύξηση του βιοτικού επιπέδου ακόµα και παραµεθόριες αγροτικές επιχειρήσεις έπαψαν να πιέζουν αυτούς που ζούσαν από αυτές να εγκαταλείψουν τη γη γεγονός που θα συνέβαινε κάτω από άλλες συνθήκες. Αυτή η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου σίγουρα επιβράδυνε και την έξοδο προς την πόλη ορισµένων κατοίκων χωριών και µικρών πόλεων που δεν ασχολούνταν µε αγροτικά επαγγέλµατα. Τελικώς όσον αφορά την πόλη, η αύξηση του βιοτικού επιπέδου επέτρεψε σε ορισµένους κατοίκους των πόλεων να ζήσουν στο αγροτικό περιβάλλον αν και η πόλη δεν έπαψε να παραµένει πηγή των πόρων τους. Αλλά η τελευταία αυτή κατηγορία του πληθυσµού αφορούσε πραγµατικούς αγρότες; Ενα µέρος της επιβράδυνσης της διαδικασίας αστικοποίησης πιθανόν να οφείλεται σ' αυτή τη διασπορά του αστικού πληθυσµού. Οπως οι Bawers και Roux µπορούµε να µιλάµε για "την επαναστικοποίηση (rurbanization) ή τη διασκορπισµένη πόλη", παρά για κάποια διακοπή της πορείας της διαδικασίας αστικοποίησης µε την πραγµατική της έννοια. Εκτός αυτού η δεκαετία του 1970 είχε την εµπειρία της πετρελαϊκής κρίσης και µια από τις µεγαλύτερες υφέσεις της µεταπολεµικής περιόδου. Και παρόλο που η νέα τάση για την αποµάκρυνση από τις πόλεις, όπως και όλο το οικολογικό σύστηµα µε το οποίο µπορούµε να τη συσχετίσουµε ξεκινάει πριν από το 1973 (πρώτη πετρελαϊκή κρίση), δεν πρέπει να αποκλείσουµε την υπόθεση κατά την οποία η επάνοδος, εάν υπάρχει επάνοδος σε µια νέα

κατάσταση, θα µπορούσε να επαναφέρει την αστικοποίηση στις τάσεις της πριν από το 1970. Οπως ακόµα δεν αποκλείεται και µια επιπλέον άνοδος των προτιµήσεων για αγροτική ζωή. 6. Ανάπτυξη και στασιµότητα των πολύ µεγάλων πόλεων. Στα 1900 η µεγαλύτερη πόλη του ανεπτυγµένου κόσµου αλλά και όλης της ανθρωπότητας ήταν το Λονδίνο, µε 6,6 εκατοµµύρια κατοίκους, µόνο δύο άλλες πόλεις είχαν πάνω από 3 εκατοµµύρια κατοίκους, η Νέα Υόρκη και το Παρίσι. Συνολικώς, µια δεκάδα πόλεων (συµπεριλαµβανοµένων και των τριών που προαναφέραµε) ξεπερνούσαν το ένα εκατοµµύριο κατοίκους. Το 1950 υπήρχαν 52 πόλεις και το 1980, 110 πόλεις µεταξύ των οποίων 93 ξεπερνούσαν τα 5 εκατοµµύρια κατοίκους και 20 τα 3 εκατοµµύρια. Από το 1930 η Νέα Υόρκη πέρασε σε πληθυσµό τα 10 εκατοµµύρια (και το 1964-1966 τα 15). Το Λονδίνο ξεπέρασε τα 10 εκατοµµύρια λίγο πριν το 1950 και το Τόκιο ξεπέρασε το ίδιο νούµερο το 1962-1963. Ας σηµειωθεί ότι η πρώτη πόλη που ξεπέρασε τα 10 εκατοµµύρια ήταν πιθανόν η Σαγκάη και αυτό γύρω στα 1970. Μεταξύ 1970 και 1983, 4 ή 5 πόλεις ήλθαν να προστεθούν σ' αυτή τη λίστα (Μεξικό, Μπουένος Αϊρες, Σαν Πάολο, Ρίο ντε Τζανέιρο και Πεκίνο). Αλλά ένα σύνολο από παράγοντες µεταξύ των οποίων την σηµαντικότερη θέση κατείχε η φθορά του αστικού πλαισίου ζωής, συνέβαλαν στην επιβράδυνση της ανάπτυξης των µεγάλων πόλεων αυτών, µόλις οι τελευταίες έφτανα στα 8-10 εκατοµµύρια κατοίκους. Είναι η περίπτωση ακριβώς του Λονδίνου από τη δεκαετία του 60 και άλλων µεγά-λων πόλεων από την αρχή της δεκαετίας του 1970. Ετσι αν λάβουµε υπόψη όλες τις πό-λεις που το 1970 είχαν ξεπεράσει τα 8 εκατοµµύρια κατοίκους, παρατηρούµε ότι συνο-λικώς, ο πληθυσµός τους παρέµεινε στάσιµος µεταξύ 1970 και 1980, όταν για το σύνολο των πόλεων των ανεπτυγµένων, κρατών η αύξηση έφθασε το 16%. Ακόµα και αν πάρου-µε τις πόλεις που, το 1970, είχαν 3 µε 8 εκατοµµύρια κατοίκους, βλέπουµε ότι η ανάπτυ-ξη τους ήταν ακόµα πιο αµυδρή από ότι ήταν σε µικρότερες πόλεις δηλαδή µόλις 6%. Αυτές οι διαπιστώσεις οδηγούν κατευθείαν στο πρόβληµα του ιδανικού µεγέθους των πόλεων που προαναφέραµε. Κατά την γνώµη µας το πρόβληµα αυτό είναι αποφασιστικής σηµασίας, γιατί καθορίζει τις συνθήκες διαβίωσης αυτών που στο µέλλον θα αποτελούν το µεγαλύτερο ποσοστό της ανθρωπότητας. Αυτό το πρόβληµα προσπαθήσαµε να αναλύσουµε σε άλλο έργο µε όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτοµέρειες και παίρνουµε του θάρρος να πούµε στον αναγνώστη να προσφύγει στο έργο αυτό γι' αυτά τα θέµατα αν τον ενδιαφέρουν, που όµως ξεφεύγουν από τον σκοπό αυτού του βιβλίου. Γι' αυτό το λόγο θα δώσουµε παρακάτω περίληψη των βασικών συµπερασµάτων αυτής της µελέτης. 7. Η εµφάνιση των µεγάλων πόλεων. Κατά την διάρκεια του εικοστού αιώνα, οι διάφορες φάσεις της οικονοµικής µεγέθυνσης, αντικατοπτρίζονται στην εξέλιξη της αστικοποίησης. Η δεκαετία του '30 και οι πόλεµοι οδήγησαν σε µια επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσµού των πόλεων και αντίστοιχα του δείκτη αστικοποίησης. Αντίθετα µετά τον Β' Παγκόσµιο Πόλεµο, οι χώρες γνώρισαν έντονη αστική ανάπτυξη. Εντούτοις, οι δείκτες δεν µπόρεσαν να ξεπεράσουν κάποιο φυσικό όριο, δηλαδή το 100%. Με αυτό το σκεπτικό εξηγείται και η επιβράδυνση της δεκαετίας του 1970. Η οικονοµική ύφεση των ετών 1974-1975 και η ενεργειακή κρίση οδήγησαν σε στροφή του ενδιαφέροντος των πληθυσµών στην οικολογία και στον αγροτικό τρόπο ζωής γεγονός που φαίνεται ότι ήταν αποτέλεσµα της υπέρµετρης αστικής ανάπτυξης, φαινόµενο δηλαδή που εµφανίζεται στις "υπεραστικοποιηµένες κοινωνίες". ∆εν πρέπει ακόµα να λησµονείται και η διαχρονική εναρµόνιση των δεικτών αστικοποίησης µεταξύ των περισσότερο και λιγότερο αστικοποιηµένων περιοχών. Το 1910 η διαφορά του δείκτη αστικοποίησης των προαναφερθέντων περιοχών ήταν 480%

ενώ το 1980 µόνο 240%. Αυτό δεν σηµαίνει εξηγεί ο Bairoch ότι τα επίπεδα αστικοποίησης είναι τελείως ανεξάρτητα από το επίπεδο οικονοµικής ανάπτυξης της αντίστοιχης περιοχής αλλά ότι όσο ανεβαίνουµε στα όρια αυξάνονται δηλαδή οι απόλυτοι ρυθµοί στην αστικοποίηση, τόσο "οι ειδικοί - εθνικοί" παράγοντες παίζουν µεγαλύτερο ρόλο. Οι "ειδικοί" αυτοί παράγοντες µπορούν να ταξινοµηθούν σε δύο κατηγορίες. Ι. Οι καθαρώς γεωγραφικοί (π.χ. µορφολογία του εδάφους), ΙΙ. Οι πολιτικοί (π.χ. το µέγεθος κράτους, µορφή διακυβέρνησης οικονοµική πολιτική κ.α.) Γύρω στα 1900 δηλαδή, η ανάλυση της γραµµικής συσχέτισης µεταξύ του επιπέδου ανάπτυξης (ανάλογα µε το ακαθάριστο κατά κεφαλή προϊόν) και τον δείκτη αστικοποίησης ήταν για τα ευρωπαϊκά κράτη 0,62 ενώ το 1970 µόλις 0,27. Με άλλα λόγια, εξηγεί ο Bairoch, "γύρω στα 1900 οι διαφορές των επιπέδων οικονοµικής ανάπτυξης εξηγούν πάνω από το ένα τρίτο στις διαφορές των επιπέδων αστικοποίησης, γύρω στα 1970, αυτές εξηγούν λιγότερο από το ένα δέκατο των διαφορών". Σύµφωνα µε τον Bairoch "Ο όρος που θα χρησιµοποιηθεί για να περιγραφούν οι νέες πόλεις γίγαντες (µεγαλούπολη, µητρόπολη κ.λ.π.) έχει µικρή σηµασία. Γεγονός είναι ότι µετά τη βιοµηχανική επανάσταση, εµφανίστηκε ένα τελείως νέο φαινόµενο που χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από το προς τα άνω ανέβασµα του ορίου του µεγέθους των πόλεων. Οταν µιλούµε για το µέγεθος µιας πόλης πρέπει κατ' αρχήν να υπάρχει συµφωνία για την περίµετρο της πόλης. Σήµερα ξεχωρίζουµε µεταξύ τριών, κατά κύριο λόγο, εννοιών που χρησιµοποιούνται για να ορίσουν την πόλη. "Η πόλη" µε την ακριβή σηµασία της λέξης (Proper City), "αστική συγκέντρωση" (Urban agglomaration) και "µητροπολιτική ζώνη ή περιοχή" (metropolitan area). Πολύ σχηµατικά αυτές οι τρεις έννοιες µπορούν να δοθούν ως εξής: "Η πόλη µε την ακριβή σηµασία της λέξης" ορίζεται µε διοικητικά κριτήρια - όρια και περιλαµβάνει όλα τα διαµερίσµατα, που σχηµατίζουν ένα αστικό κέντρο, µε την ακριβή του όρου έννοια. Είναι η πόλη µε την περισσότερο στενή έννοια, που αντιστοιχεί µ' αυτό που στον σύγχρονο κόσµο θα µπορούσε να αποδοθεί, ως η πόλη χωρίς προάστια. Σε ιστορικούς όρους αυτή η έννοια της πόλης ισχύει πρακτικά για όλες τις πόλεις πριν από τον δέκατο αιώνα. Η "αστική συγκέντρωση", µπορεί να οριστεί και ως "η πόλη µε τα περίχωρα της", αφορά γενικώς τις ζώνες µε καθαρό αστικό χαρακτήρα, που βρίσκονται έξω από το όριο της πόλης µε την ακριβή σηµασία της λέξης, αλλά που είναι γειτονικές µε αυτήν. Ετσι προφανές ότι τα προάστια ήταν κυρίως αποτέλεσµα της αστικής ανάπτυξης του δέκατου ένατους αιώνα, έστω και αν µερικές πόλεις είχαν ήδη περίχωρα από την εποχή του Μεσαίωνα. Η "µητροπολιτική περιοχή ή ζώνη", ήταν έννοια που χρησιµοποιήθηκε αρχικώς στις Ηνωµένες Πολιτείες και δεν αφορά παρά µόνο πόλεις που συνήθως έχουν αρκετά µεγάλο µέγεθος και στην περίπτωση των Ηνωµένων Πολιτειών, πόλεις που έχουν διοικητικό κέντρο που απαριθµεί 50.000 κατοίκους περίπου. Η περίµετρος µιας µητροπολιτικής περιοχής περιλαµβάνει περιοχές που "υπάρχει µια φανερή αλληλεξάρτηση των τοπικών λειτουργιών και αυτών που ανήκουν σε µία κεντρική πόλη". Σε πρακτικούς όρους αυτό σηµαίνει ότι η ζώνη η µητροπολιτική περιφέρεια περιλαµβάνει όχι µόνο γειτονικά περίχωρα αλλά και µικρές συγκεντρώσεις που λόγω της γειτνίασης τους, έγιναν εξαρτηµένες από την κεντρική πόλη. Σε ιστορικούς όρους αυτή η έννοια δεν ισχύει πριν από τον εικοστό αιώνα. Η µε άλλα λόγια, για τον δέκατο ένατο αιώνα "αστική συγκέντρωση" και µητροπολιτική περιοχή είχαν πρακτικά τα ίδια όρια, όπως για τους προηγούµενους αιώνες δεν υπήρχε διαφορά µεταξύ της έννοιας της πόλης και της αστικής συγκέντρωσης, σήµερα οι διαφορές είναι προφανείς. Ετσι για το 1955, σύµφωνα µε εκτιµήσεις των Ηνωµένων Εθνών, που έγιναν το 1970, ο πληθυσµός των αστικών συγκεντρώσεων υπερέβη τον πληθυσµό των πόλεων µε τη στενή

του όρου έννοια κατά 3% ενώ ο πληθυσµός των µητροπολιτικών περιοχών υπερέβη τον αντίστοιχο πληθυσµό των αστικών συγκεντρώσεων κατά 21%. Πρέπει ακόµα να σηµειωθεί ότι πολύ µεγάλες πόλεις, από εξαιρέσεις άρχισαν να πρωτοεµφανίζονται µετά την βιοµηχανική επανάσταση µάλιστα µπορούµε να εκτιµήσουµε ότι πριν από την βιοµηχανική επανάσταση στον κόσµο δεν υπήρχαν συγχρόνως πάνω από πέντε µε επτά πόλεις που να ξεπερνούν τους 500.000 κατοίκους. Οπως, παρατηρεί ο Bairoch, µετά το 1910 µπορούµε να βρούµε στην Ευρώπη είκοσι εννέα πόλεις µεγαλύτερες των 500.000 κατοίκων. Ακόµα καµία πόλη δεν ξεπέρασε πριν από την βιοµηχανική επανάσταση 8. Oι νέες πόλεις Σε µερικές περιπτώσεις η επιβράδυνση της ανάπτυξης των µεγάλων µητροπόλεων ήταν θεληµατική. Ετσι στο Λονδίνο ήδη από το 1940, επιτροπή µελέτης συµβούλευσε τον περιορισµό της ελάττωσης της βιοµηχανίας. Ενώ ήδη από το 1945 αποφασίστηκε η δηµιουργία ενός δικτύου νέων αυτόνοµων πόλεων σε µια απόσταση 40-50 χιλιοµέτρων από το Λονδίνο. Οι νέες πόλεις αυτές ανήκαν στην κατηγορία των "κηπουπόλεων" (garden cities) που ξεκίνησαν το 1899 µε εµπνευστή τον Ebenezer Howard, πατέρα του σύγχρονου νεοτεριστικού κύµατος των νέων πόλεων. Ο Howard δηµοσίευσε το 1898 το περίφηµο βιβλίο του "Garden cities of Tomorrow" που κατάστρωνε σχέδια νέων πόλεων προσπαθώντας να υλοποιήσει το παλαιό όνειρο µιας κατοικίας στην πόλη που θα συνδύαζε τα πλεονεκτήµατα του αστικού χώρου και τα του αγροτικού. Οπως έδειξε όµως πολύ καλά ο Galantay το 1975, o Howard συγκαταλέγεται στην µεγάλη γενιά των οραµατιστών µιας ιδανικής πόλης και η επιρροή του ήταν καθοριστική. Είναι ενδιαφέρον να σηµειωθεί ότι η πρώτη, µεταξύ των δύο πόλεων που δηµιουργήθηκε σύµφωνα µε το όραµα του Howard, το Letchworth (που ιδρύθηκε το 1903) που στην αρχή τη θεωρούσαν µάλιστα ως αποτυχία λόγω των δυσκολιών για τη δηµιουργία σ'αυτήν απασχολήσεων, µακροχρόνια θεωρήθηκε επιτυχηµένη. Πράγµατι, µήπως η πολύ αυστηρή στις κρίσεις της εφηµερίδα "Financial Times" την πρώτη Αυγούστου του 1980, σε άρθρο της µε τίτλο "Μια κηπούπολη ανθίζει µετά 77 χρόνια" δεν έγραφε ότι, η ανεργία ήταν πολύ µικρότερη εκεί από το υπόλοιπο κράτος; Το άρθρο κατέληγε στα παρακάτω : To Letchworth δεν ανήκει στη ζώνη των εναλλασσοµένων µετοικήσεων του Λονδίνου όπως συµβαίνει µε την περίπτωση των πόλεων του Νότιου Τάµεση. Εχει τη δική της ζωή, τη δική της βιοµηχανική υπόσταση και τη δική της αίσθηση του πεπρωµένου της (sence of purpose). O Ebenezer Howard θα ήταν ευτυχισµένος για τις προόδους που έγιναν µέσα σ'αυτά τα 77 χρόνια." Το Αγγλικό παράδειγµα για την αποκέντρωση του Λονδίνου ακολούθησαν και άλλες πόλεις. Από το 1950 καταρτίστηκαν σχέδια για την αποκέντρωση της Στοκχόλµης. Εν τούτης, εκείνη την εποχή η Στοκχόλµη, δεν είχε παρά µόνο 740.000 κατοίκους και παράλληλα κατείχε την πλέον χαµηλή πυκνότητα πληθυσµού µεταξύ των πόλεων µε τον ίδιο πληθυσµό. Πολλές πόλεις δορυφόροι προσχεδιάστηκαν και µερικές από αυτές ξεπερνούν σήµερα αυτό το µέγεθος. Το υπόδειγµα που ακολουθήθηκε ήταν τελείως διαφορετικό από το αντίστοιχο του Λονδίνου, αφού έπρεπε να βρίσκονται το πολύ, σε 30 λεπτά απόσταση από το κέντρο της Στοκχόλµης. Η Φιλανδία για το Ελσίνκι ακολούθησε σύντοµα το παράδειγµα της Σουηδίας, Αρχικώς κτίστηκε µια µόνο πόλη αλλά αντιµετωπίζεται το πρόβληµα να δηµιουργηθούν και άλλες. Για την αποκέντρωση της Οζάκα, οι Ιάπωνες ακολούθησαν ένα υπόδειγµα που στηρίζονταν στην Βρετανική αλλά και Σουηδική εµπειρία και η οικοδόµηση των νέων πόλεων ξεκίνησε το 1963. Η Γαλλία αντιµετώπισε αργότερα αυτή την λύση παρά το γεγονός ότι το Παρίσι είναι µια από τις πλέον πυκνοκατοικηµένες πόλεις της Ευρώπης. Το 1965 παρουσιάστηκε κάποιο σχέδιο ενώ τα έργα άρχισαν το 1970. Προσχεδιάστηκαν ακόµα και νέες πόλεις κοντά στις µεγάλες µητροπόλεις της επαρχίας.

Οπως είδαµε µέχρι τώρα, η οικοδόµηση νέων πόλεων άρχισε πολύ νωρίς στη Σοβιετική Ενωση. Το πρόβληµα της επιβράδυνσης ανάπτυξης της Μόσχας δοκιµάστηκε πρώτα µε άλλους τρόπους, κυρίως µε εκείνους που ήταν πραγµατοποιήσιµοι σε ένα καθεστώς στο οποίο είναι δυνατόν να µειωθεί η ελευθερία εγκατάστασης. Η λύση αυτή όµως δεν ήταν αρκετά αποτελεσµατική µε αποτέλεσµα οι αρχές να αποφασίσουν να προτείνουν, το 1956 ένα σχέδιο που προέβλεπε την οικοδόµηση 20 νέων πόλεων. Στις Η.Π.Α., όπου βασιλεύει η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν υπάρχουν πραγµατικά σχέδια για την αποκέντρωση των µεγάλων µητροπόλεων µέσω της δηµιουργίας νέων πόλεων. Φυσικά αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν δηµιουργήθηκαν νέες πόλεις αυτές τις τελευταίες δεκαετίες ούτε ακόµα στο τέλος του 19ου αιώνα. Η πλέον ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι της "Pullman City" την οποία το 1983 ο Claude Massu χαρακτήριζε ως "Πρότυπο Πόλης του άγριου αµερικανικού καπιταλισµού". Είναι κατ' εξοχή η πατερναλιστική πόλη, που προορίζονταν για τους εργάτες και τους υπαλλήλους των περίφηµων βαγονιών και που είχε ως προορισµό να αµβλύνει τη διαµάχη µεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας. Η πόλη αυτή ιδρύθηκε το 1880 και στη διεθνή έκθεση της Πράγας χαρακτηρίστηκε ως η πλέον όµορφη πόλη - υπόδειγµα του κόσµου, γιατί πράγµατι είχε γίνει προσπάθεια γι' αυτή την κατεύθυνση. Ολη η επιχείρηση βασιζόταν στις αρχές του κέρδους αφού τα ενοίκια έπρεπε να καλύπτουν τα έξοδα λειτουργίας. Παράλληλα ένας κάποιος πουριτανισµός προήδρευε στο σχεδιασµό των δηµοσίων χώρων (κυρίως η έλλειψη ποτοπωλείων). Κοινωνικές διαµάχες και κυρίως η απεργία του προσωπικού της Pullman το 1894, οι οποίοι ζητούσαν µείωση ενοικίων, οδήγησαν σε ξέσπασµα κρίσης που εξασθένησε την πόλη. Η πόλη επέζησε µόνο µερικά χρόνια µετά τον θάνατο του Pullman το 1897. Τα δηµόσια κτίρια πουλήθηκαν και γύρω στα 1910 η Pullman City δεν ήταν πια παρά ένα προάστιο µεταξύ των τόσων άλλων του Σικάγου. 9. Το αυτοκίνητο και η διάλυση των πόλεων Οι δύο ολιγότερο πυκνοκατοικηµένες πόλεις ήταν το Ντιτρόιτ και το Λος Αντζελες. ∆ύο πόλεις, που µε διαφορετικό τρόπο απεικονίζουν την δύναµη του αυτοκινήτου και τα αποτελέσµατα του στην διάλυση των πόλεων. Το Ντιτρόιτ βρίσκεται στην καρδιά της κυριότερης περιοχής αυτοκινήτων. Το Λος Αντζελες είναι η πόλη που κατά πάσα πιθανότητα είναι η πλέον πυκνοκατοικηµένη του κόσµου αφού µερικές λεωφόροι της έχουν µήκος 80 χιλ. Οπως παρατηρήσαµε στο κεφάλαιο 18, ήδη το 1914 περίπου 2,5 εκατοµµύρια αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στον κόσµο. Παρά το ξέσπασµα του πολέµου, το 1920 αυτός ο αριθµός ανέβηκε στα 10,9 εκατοµµύρια και το 1930 σε 35,1 εκατοµµύρια. Στη Βόρεια Αµερική αναλογούσαν σε 1000 κατοίκους 210 αυτοκίνητα ενώ στο υπόλοιπο ανεπτυγµένο κόσµο µόνο 13 αυτοκίνητα σε 1000 κατοίκους (µε εξαίρεση τη Σοβιετική Ενωση που είχε τότε µόνο 22-25000 αυτοκίνητα). Αυτό εξηγεί γιατί η διάσπαση των πόλεων άρχισε πρώτα στη Βόρεια Αµερική και αυτό από τη δεκαετία του 1920. Στη ∆υτική Ευρώπη το ίδιο φαινόµενο άρχισε να γίνεται αισθητό στη δεκαετία του 1960. Η ∆υτική Ευρώπη µόλις το 1969 - 70 κατάφερε να φθάσει, στο σύνολο της τον αριθµό των κατοίκων ανά αυτοκίνητο που είχε η Βόρεια Αµερική το 1930. Είναι αλήθεια ότι βασικός επεξηγηµατικός παράγοντας αυτών είναι οι διαφορετικές πληθυσµιακές πυκνότητες; οι αραιοκατοικηµένες αγροτικές περιοχές της Βόρειας Αµερικής, οδήγησαν στον αυξηµένο εφοδιασµό του πληθυσµού τους µε οχήµατα. Παντού το φαινόµενο της διάσπασης των πόλεων εµφανίστηκε µε την ίδια µορφή. Η έλλειψη άνεσης στη µεγάλη πόλη οδήγησε ένα µεγάλο ποσοστό αυτών να εγκατασταθεί στην περιφέρεια και να διευκολύνει τις µετακινήσεις του µε αυτοκίνητο. Αυτή η µετακίνηση των κατοίκων (σε πλειοψηφία νέα ζευγάρια µε παιδιά) οδήγησε και στην µετατόπιση και ορισµένων εµπορικών επιχειρήσεων δεδοµένου ότι η εγκατάσταση τους στην περιφέρεια ήτα πλεονεκτικότερη αφού εκεί τα προβλήµατα παρκαρίσµατος ήταν ανύπαρκτα σε σχέση µε το κέντρο της πόλη όπου υπήρχε µεγάλο πρόβληµα. Η καρδιά της

πόλης έχασε έτσι ένα σηµαντικό µέρος των ανέσεων της κατά συνέπεια της έλξης της και έτσι επιταχύνθηκε η µετακίνηση του πληθυσµού προς την περιφέρεια. Στις Η.Π.Α. από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, διαπιστώνουµε τα πρώτα σηµάδια ανατροπής αυτής της τάσης µε την επιστροφή των κατοίκων προς το κέντρο της πόλης. Αλλά το φαινόµενο αυτό δεν παρουσιάζει ακόµα µεγάλες διαστάσεις, και σε κάθε περίπτωση πρέπει να θέτουµε το ερώτηµα κατά πόσο οι µελλοντικές εξελίξεις στον τοµέα της απασχόλησης θα επιβραδύνουν την επάνοδο των κατοίκων προς την πόλη. Οµως µε τις δυνατότητες που προσφέρει σήµερα η πληροφορική, η πιθανότητα µιας αποκέντρωσης πολυαρίθµων εργασιών φαίνεται µεγάλη. Αυτή η αποκέντρωση θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως "οικοτεχνία" (domiciliation) αφού ένα µεγάλο µέρος του εργατικού δυναµικού µπορεί να εργάζεται, λόγω των ηλεκτρονικών υπολογιστών στο σπίτι του. Αυτή η κατ' "οίκον απασχόληση" δεν είναι ασυµβίβαστη µε µια επάνοδο των κατοίκων στο κέντρο της πόλης. Και οι προσπάθειες που έγιναν σε Αµερικανικές και Ευρωπαϊκές πόλεις για την αναζωογόνηση του κέντρου τους, που ενισχύθηκαν από το αυξανόµενο κόστος των καυσίµων, αποτελούν πόλο έλξης. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι αυτή η µεταστροφή αντικατοπτρίζεται ακόµα και στον αριθµό των ατόµων που χρησιµοποιούν δηµόσια µέσα µεταφοράς. Ας παρατηρήσουµε και πάλι τις τρεις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν. Στις Η.Π.Α. ο αριθµός των διαδροµών για κάθε κάτοικο των αστικών περιοχών - που κατέβηκε στο χαµηλότερο σηµείο το 1972 - αρχίζει από το 1974 να παρουσιάζει αυξητική τάση. Αφού το βιβλίο αυτό καταγράφηκε στη Γενεύη, ας δώσουµε τις στατιστικές γι' αυτή την πόλη. Το 1950 αντιστοιχούσαν 221 διαδροµές ανά κάτοικο, αυτός ο αριθµός έφθασε στο ζενίθ του το 1964 µε 221 επιβάτες. Το 1970 έπεσε πάλι στις 230 και σχετικά µε τις περισσότερο ευρωπαϊκές πόλεις η κατάσταση που υπήρχε στην Γενεύη φαίνεται ευνοϊκή. Η πτώση του αριθµού των επιβατών εξανάγκασε τους αρµοδίους σε θέµατα δηµοσίων µεταφορών να µειώσουν τις συχνότητες, και η να καταργήσουν ορισµένες γραµµές ή και να ανεβάσουν τα τιµολόγια. Η κατάσταση αυτή φυσικά οδήγησε σε µεγαλύτερη χρήση ιδιωτικών αυτοκινήτων. ∆εδοµένου ότι τα ιδιωτικά αυτοκίνητα χρειάζονται δέκα µε τριάντα φορές περισσότερο χώρο από ότι οι δηµόσιες µεταφορές, οι δηµοτικές αρχές εξαναγκάζονται να αυξήσουν το χώρο που προορίζεται για την κυκλοφορία. Αυτό έχει ως συνέπεια την µείωση των κρασπέδων των πεζοδροµίων, των πρασίνων χώρων (τα αυτοκίνητα καταβροχθίζουν τα δέντρα) και η συρροή των αυτοκινήτων, εξ αιτίας του θορύβου και της ρύπανσης, κάνει την πόλη ακόµα πιο αφόρητη. Ετσι δηµιουργείται νέο µεταναστευτικό ρεύµα προς την περιφέρεια και κατά συνέπεια αυξάνεται ακόµα περισσότερο η κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Και έτσι οι πόλεις βρίσκονται εγκλωβισµένες µέσα σ' ένα φαύλο κύκλο που τις καταστρέφει. Στις Γαλλικές επαρχιακές πόλεις, ο αριθµός των διαδροµών µεταξύ 1973 και 1975 αυξήθηκε 7%. Τέλος στη Γενεύη, ο αριθµός των διαδροµών ανά κάτοικο, που σε πρώτη φάση µεταξύ 1973 και 1976, είχε σταµατήσει να πέφτει, από το 1976 έως το 1972 παρουσίασε ετήσια άνοδο 3% 10. Οι αστικές συγκοινωνίες στην Αθήνα και στο Πειραιά. Η ανάπτυξη των συγκοινωνιών στην Αθήνα και στο Πειραιά στις αρχές του 20ου αιώνα επηρεάστηκε : 1) Από την ηλεκτροκίνηση του σιδηροδρόµου Αθηνών - Πειραιά και του δικτύου τραµ. 2) Από την λειτουργία της σιδηροδροµικής γραµµής Πειραιά - Αθήνα - Λαµία -

∆εµερλί (κοντά στη Λάρισα). 3) Από την Μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση στο Λεκανοπέδιο της

Αττικής 250.000 προσφύγων. Το πρώτο αυτοκίνητο εµφανίστηκε στην Αθήνα το 1896, αλλά η χρήση του ήταν µόνο για

τις υψηλές εισοδηµατικές τάξεις, όπως άλλωστε και τα λεωφορεία τα οποία κάλυπταν τις γραµµές των ακριβών προαστίων της Αθήνας. Μέχρι το 1922 η συγκοινωνίες στην Αττική γίνονταν κατά κύριο λόγο µε το τραµ. Η ηλεκτροκίνηση στο µέσο µεταφοράς είχε ως συνέπεια τη µείωση της τιµής των εισιτηρίων 27-47% γεγονός που οδήγησε στη δυνατότητα χρησιµοποίησης της από το ευρύτερο κοινό. Οι τιµές του εισιτηρίου καθορίζονταν ανάλογα µε το µήκος της διαδροµής και το κόστος τους, παρ'όλη τη µείωση που είχε επέλθει, ήταν σχεδόν απαγορευτικές για την εργατική τάξη. Γι' αυτό καθιερώθηκαν οι "εργατικοί συρµοί" τις πρώτες πρωινές ώρες που µε 15 λεπτά κάλυπταν τη διαδροµή κατοικία - εργασία - κατοικία των χαµηλών εισοδηµατικών τάξεων του αθηναϊκού πληθυσµού. Η ανάδοχος εταιρεία για την ηλεκτροκίνηση των τραµ ήταν η "Ελληνική Εταιρεία Τροχιοδρόµων Αθηνών, Πειραιώς περιχώρων", που συνεργαζόταν µε Βέλγους καθώς και µε την Ελληνική Εταιρεία συστήµατος Thomson - Hanston. H ανάδοχος εταιρεία είχε εξαγοράσει την V. Demerbe et Cie. Σύµφωνα µε τον Σλαβούνο (1989) "Το δίκτυο της Αθήνας αποτελούνταν από 16 γραµµές, και η ηλεκτροκίνησή τους έγινε σταδιακά από το 1907 µέχρι το 1910. Οι πρώτες ηλεκτροκίνητες γραµµές ήταν αυτές που συνέδεαν την Αθήνα και τον Πειραιά µε το Νέο Φάληρο προφανώς για να συναγωνισθούν τον σιδηρόδροµο. Η ΣΑΠ αντέδρασε αµέσως. Μείωσε τα τιµολόγια του ηλεκτρικού σιδηροδρόµου και ηλεκτροκίνησε τη γραµµή τραµ της προκυµαίας για να διευκολύνει τη µεταφορά των εµπορευµάτων". Μέσα από το παράδειγµα του Ν. Φαλήρου µπορεί να φανεί πως οι αστικές συγκοινωνίες µπορούν να επηρεάσουν τη διαµόρφωση του αστικού χώρου. Η απαγόρευση από τη σύµβαση της αναδόχου εταιρείας µεταφορά εµπορευµάτων - επιβατών µεταξύ Πειραιά και Αθήνας από τον σιδηρόδροµο Πειραιώς - Λαρίσης είχε ως συνέπεια τη συγκέντρωση εργοστασίων κατά µήκος των σιδηροδροµικών γραµµών από Πειραιά µέχρι Ν. Φάληρο και παρακµή του προαστίου τη διάρκεια του 1920. Εργοστάσια δηµιουργήθηκαν και κατά µήκος άλλων σιδηροδροµικών γραµµών, στα βόρεια και βορειοδυτικά τµήµατα του Πειραιά µε αποτέλεσµα στις περιοχές αυτές να κατοικεί το µεγαλύτερο µέρος του εργατικού πληθυσµού της πόλης. Αντίθετα η νότια πλευρά κατοικήθηκε κυρίως από ναυτικούς - λιµενεργάτες και κατώτερους υπαλλήλους ενώ οι υψηλές εισοδηµατικές τάξεις κατοικούσαν στο Κέντρο, Ζέα και Καστέλα. Η πλατεία ∆ηµαρχείου έγινε ένα νέο κέντρο και αυτό φαίνεται από τη µορφή του τραµ. (Σλαβούνος 1989). Η γρήγορη αστικοποίηση της Αθήνας και του Πειραιά οδήγησε το 1940 στην ενοποίηση των δύο πόλεων. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιφέρεια κυρίως δυτικά κοντά στον τόπο εγκατάστασης των βιοµηχανιών που θα ζητούσαν εργασία, αλλά και αρκετοί από αυτούς στην ανατολική περιφέρεια (Ν. Σµύρνη) για να τροφοδοτήσουν τον τοµέα των υπηρεσιών. Η αύξηση του πληθυσµού της πρωτεύουσας οδήγησε στην αύξηση του αριθµού των λεωφορείων που ανήκαν σε µικροϊδιοκτήτες που συναγωνίζονταν τα διάφορα συγκοινωνιακά µέσα που εκµεταλλεύονταν οι δύο µονοπωλιακές εταιρείες. Το µεγαλύτερο µέρος των αστικών συγκοινωνιών µονοπωλήθηκε το 1925 από το τραστ που δηµιουργήθηκε µεταξύ της ΣΑΠ που συνδεόταν µε την Εθνική Τράπεζα και το "Συνδικάτο Ελληνικών Τραπεζών" και τον Αγγλικό χρηµατιστηριακό όµιλο "Power and Traction" (Θυγατρικές του τραστ ήταν η ΕΗΣ και η ΕΗΜ). Αργότερα µετά την µείωση της δικτατορίας του Πάγκαλου δόθηκαν ορισµένες παραχωρήσεις στους λεωφορειούχους µε αποτέλεσµα να αυξάνεται ο αριθµός των λεωφορείων µέχρι το 1929. Η ανάπτυξη του µέσου αυτού παρουσίαζε ορισµένα βραχυχρόνια πλεονεκτήµατα : 1) Ηταν ευέλικτο και µπορούσε να προσαρµόζεται εύκολα στις ανάγκες της

πρωτεύουσας που συνεχώς µεγάλωνε. 2) ∆εν χρειαζόταν βαρύ εξοπλισµό δηλαδή τροχιές βαγόνια και καλώδια.

3) Η καταναλισκόµενη ενέργεια δεν επιβάρυνε το ηλεκτρικό ρεύµα αλλά παραγόταν από τη µηχανή του οχήµατος, (πετρέλαιο, βενζίνη)

4) Το ποσοστό κέρδους που απαιτούσαν οι οδηγοί - λεωφορειούχοι ήταν κατώτερο από το κέρδος που θα απαιτούσαν οι µονοπωλιακές επιχειρήσεις.

Το µεγάλο µειονέκτηµα όµως ήταν οι οικολογικές συνέπειες που επιβαρύνουν το λεκανοπέδιο της Αττικής ακόµα και σήµερα. Με το νόµο 6033/34 το Κράτος δηµιούργησε τα Κοινωνικά Ταµεία Εισπράξεων (ΚΤΕ) κατά γραµµή ή σύνολο γραµµών τα οποία χαρακτηρίζονται ως "είδος συντεχνιακών µονοπωλίων των λεωφορειούχων" (Σλαβούνος, 1989). Μετά από αυξοµειώσεις του αριθµού των λεωφορείων και των ταξί και αντίστροφα του ποσοστού κέρδους, το 1919 ο αριθµός των λεωφορείων µειώθηκε σε 709 από 1204 που ήταν το 1929. Γενικά πρέπει να σηµειωθεί όπως παρατηρεί ο Σλαβούνος, ότι πριν από τον δεύτερο παγκόσµιο Πόλεµο "Οι µονοπωλιακές συγκοινωνιακές επιχειρήσεις - κεφαλαιοκρατικές και συντεχνιακές- ακολούθησαν µια αυστηρή συγκοινωνιακή, εποµένως και πολεοδοµική πολιτική, όχι γραµµές που δεν είναι αυστηρά ακτινικές, η διόγκωση του κέντρου επιφέρει διόγκωση των κερδών". Μετά το τέλος του Β' παγκοσµίου πολέµου και µέχρι τα µέσα περίπου τις δεκαετίας του 1960 τα κοινόχρηστα συγκοινωνιακά µέσα κυριαρχούν στο προσκήνιο των αστικών συγκοινωνιών της πρωτεύουσας. Η κακή ποιότητα των παρεχόµενων υπηρεσιών των συγκοινωνιών που άρχισε να επιδεινώνεται γρήγορα µετά το 1962 οδήγησε στη στροφή του επιβατικού κοινού προς το ιδιωτικό αυτοκίνητο και το ταξί. Ο αριθµός των επιβατών όλο και µεγάλωνε και η συµφόρηση της κυκλοφορίας στο κέντρο της πόλης γινόταν όλο και πιο αφόρητη και αδικαιολόγητα µεγάλη σχετικά µε τον αριθµό των κυκλοφορούντων οχηµάτων. Που όµως οφειλόταν το µποτιλιάρισµα; 1) Στην ενίσχυση του κέντρου και των ακτινικών γραµµών αλλά και στην

ακολουθούµενη πολεοδοµική πολιτική. 2) Στην αντίδραση, από τους αρµόδιους φορείς, δηµιουργίας ακτινικών "συνεχών"

γραµµών που θα διέσχιζαν το κέντρο και θα ενίσχυαν τη δύναµη των περιφερειακών εµπορικών κέντρων.

Από έρευνες που έγιναν για την Αθήνα και τα περίχωρα της βγαίνει το συµπέρασµα ότι τη δεκαετία του 1960 τα συγκοινωνιακά µέσα συνέβαλαν στην κατοίκηση των δυτικών περιχώρων, που ήταν ο τόπος κύριας εγκατάστασης των βιοµηχανιών της περιοχής πρωτευούσης και οι τιµές της γης κατοικίας φθηνότερη συγκριτικά µε τις περιοχές του ∆ήµου της Αθήνας. Το 1952 οµαδοποιήθηκαν οι λεωφορειακές γραµµές σε 6 ΚΤΕΛ (κοινά ταµεία, εισπράξεις λεωφορείων µε αποτέλεσµα να βελτιωθούν οι συγκοινωνίες και ποιοτικά και ποσοτικά λόγω της καλύτερης οργάνωσης που συντελέστηκε µε την ένωση. Το 1956-7 από τους Ελληνικούς Ηλεκτρικούς Σιδηροδρόµους (ΕΗΣ) έγινε η ηλεκτροκίνηση του σιδηροδρόµου Αθήνας - Κηφισιάς και έτσι εξυπηρετήθηκαν τα βορειοδυτικά προάστια. 11. Το ιδιωτικό αυτοκίνητο και η άνοδος της κυκλοφορίας του στην Αθήνα Η κυριαρχία του ιδιωτικού αυτοκινήτου, αλλά και του λεωφορείου αρχικά, στην πρωτεύουσα µπορεί σε γενικές γραµµές να αποδοθεί 1) Στα µεγάλα έργα οδοποιίας της περιόδου Καραµανλή (1952-63), που παρέκαµπταν

το Κέντρο και εξυπηρετούσαν τις ανατολικές συνοικίες 2) Τα τεχνικά µέτρα που πάρθηκαν το 1960, για την διευκόλυνση της οδικής

κυκλοφορίας, όπως οι µονοδροµήσεις, η φωτεινή σηµατοδότηση. 3) Η φορολογία του αυτοκινήτου σε σχέση µε τα αυξανόµενα εισοδήµατα των

ανωτέρων στρωµάτων ήταν χαµηλότερη τουλάχιστον µέχρι το 1980. 4) Η αύξηση του συντελεστή δόµησης το 1955 στις κεντρικές ζώνες της Αθήνας και η

µείωσή του στις περιφέρειες είχε ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία κατοικιών στις ζώνες αυτές λόγω του ότι ανταποκρινόταν στις προτιµήσεις των κατοίκων του κέντρου. Η πόλη συγκέντρωνε ευκαιρίες απασχόλησης, προσέφερε επιλογές κοινωνικών σχέσεων αλλά και κοινωνικές διευκολύνσεις. Στη δεκαετία του '70 η κατάσταση αλλάζει, το κέντρο της πόλης σιγά σιγά γίνεται αφόρητο και οι υψηλές εισοδηµατικές τάξεις των κατοίκων κατευθύνονται προς τις βορειοανατολικές και νοτιοανατολικές περιοχές της Αθήνας απ' όπου και µετακινούνται µε το ΙΧ τους αυτοκίνητο. Εντούτοις ένα µεγάλο ποσοστό του πληθυσµού εξ ανάγκης κατοικεί στην πόλη ( Σλαβούνος, 1989). Σύµφωνα µε στοιχεία της απογραφής του 1971 το ποσοστό αύξησης του πληθυσµού της Αθήνας από την προηγούµενη απογραφή ήταν 38,2% όταν το σύνολο της αύξησης για όλη την πρωτεύουσα ήταν 37%. Ο Πειραιάς παρουσίασε µείωση του πληθυσµού του µεταξύ των δύο απογραφών κατά 1,7%, που αποδίδεται τόσο στο "τριτογενές κέντρο" της Αθήνας όσο και στην αποµάκρυνση Βιοµηχανιών από τα όρια του.

Ετσι µέχρι το 1972 το κυκλοφοριακό πρόβληµα δεν ήταν τόσο οξύ δεδοµένου ότι αποµακρύνθηκαν αρκετές βιοµηχανίες από το ∆ήµο της Αθήνας και εγκαταστάθηκαν ∆υτικά στην Εθνική οδό, µε αποτέλεσµα να µετακινηθεί και µέρος του πληθυσµού στις περιοχές αυτές. Τα υψηλά εισοδηµατικά στρώµατα άρχισαν και αυτά να εγκαταλείπουν µε ταχύτερους ρυθµούς τις κατοικίες τους στο κέντρο και να κατευθύνονται στα ΒΑ και ΝΑ προάστια, χρησιµοποιώντας ως βασικό εργαλείο το ΙΧ αυτοκίνητο. Ετσι η απογραφή του 1981 παρουσίασε αύξηση του πληθυσµού των δυτικών προαστίων κατά 17% σχετικά µε την προηγούµενη και των ανατολικών κατά 45,7%, ενώ η αύξηση του ∆ήµου της Αθήνας ήτα 2,2% και Πειραιά 4,8% (Σλαβούνος, 1898). Το τριτογενές κέντρο ενισχύθηκε λόγω της ευκολίας πρόσβασης των υψηλών εισοδηµατικών στρωµάτων σ' αυτό µε το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο αλλά και λόγω της διαµονής σ' αυτό των οικογενειών µε χαµηλά εισοδήµατα, αποτέλεσµα αυτών ήταν η αποµάκρυνση ορισµένων εταιρειών εκτός κέντρου, λόγω των αυξηµένων προβληµάτων (συµφόρηση, ρύπανση κ.λ.π.) που παρουσιάζονταν σ' αυτό. Για να αναδηµιουργηθεί η Αθήνα πρέπει να εφαρµοστεί ένα κοινωνικο-οικονοµικό σχέδιο για το οποίο η "ποιότητα ζωής" δεν θα είναι πολυτέλεια αλλά βασικό στοιχείο (Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Πράσινο Βιβλίο). 12. Οι πόλεις και η υπεροχή του Τριτογενούς τοµέα. Τελικά, η τελευταία και σηµαντική αλλαγή που έλαβε χώρα στις πόλεις των ανεπτυγµένων κρατών ήταν η µείωση του αριθµού των απασχολήσεων στο βιοµηχανικό τοµέα προς όφελος των υπηρεσιών. Από το 1960 ο τριτογενής τοµέας της οικονοµίας απορροφούσε το 50% του ενεργού εργατικού δυναµικού στις πόλεις του ανεπτυγµένου κόσµου. Κατά πάσα πιθανότητα το ποσοστό αυτό σήµερα, πλησιάζει το 65% στις πόλεις των ανεπτυγµένων κρατών. Σε γενικές γραµµές η κατάσταση που επικρατούσε έναν αιώνα πριν σχεδόν αντιστράφηκε, το 60-65% των απασχολήσεων στις πόλεις της δυτικής Ευρώπης αφορούν τον τοµέα των υπηρεσιών, έναντι του 30-35% των απασχολήσεων που αφορούν τον βιοµηχανικό τοµέα δηλαδή τον δευτερογενή τοµέα της οικονοµίας. Για µια ακόµα φορά πρέπει να επιµείνουµε στη µοναδικότητα του αστικού φαινοµένου, αυτοί οι αριθµοί είναι µέσοι όροι που προκύπτουν από µια αρκετά ισχυρή αριθµητική διασπορά. Υπάρχουν πάντα πολυάριθµες πόλεις που είναι εξειδικευµένες σε βιοµηχανικές δραστηριότητες, ή άλλες που αφορούν τις µεταφορές καθώς και άλλες πόλεις στις οποίες υπάρχει συγκέντρωση διοικητικών υπηρεσιών. Αλλά σε κάθε περίπτωση ο τριτογενής τοµέας προοδεύει και η τάση αυτή που ξεκίνησε από τις δεκαετίες 1920 και 1930 δεν φαίνεται να τερµατίζεται για πολλές δεκαετίες ακόµη. Οπως η εκβιοµηχάνιση των πόλεων τον 19ο αιώνα οδήγησε σε µετασχηµατισµό των κοινωνικών δοµών των κατοίκων και γενικώς σε αλλαγή του τρόπου ζωής στις πόλεις, έτσι

και η παροχή των υπηρεσιών προκάλεσε µε τη σειρά της µεταβολές στη ζωή της πόλης του δεύτερου µισού του 20ου αιώνα. Ο µετασχηµατισµός αντικατοπτρίζεται ήδη στο επίπεδο της αρχιτεκτονικής των πόλεων, τα συγκροτήµατα γραφείων διαφέρουν κατά πολύ από τα εργοστάσια, γιατί προσαρµόζονται γρηγορότερα και αρµονικότερα µε το περιβάλλον τους. Η γενική ενσωµάτωση των αστικών των αστικών υπηρεσιών στη ζωή της πόλης επηρεάζεται ακόµη από το γεγονός ότι µεγάλο µέρος της αύξησης των υπηρεσιών αφορά την εκπαίδευση η οποία µε τη σειρά της εξαρτάται γενικά από την κυβέρνηση. Το υψηλό µέσο επίπεδο των µισθών στον τριτογενή τοµέα οδηγεί σε µεταβολή του καταναλωτή των προτύπων που ενθαρρύνονται ακόµα περισσότερο από την µεγαλύτερη σταθερότητα στην απασχόληση του τοµέα αυτού. Πράγµατι οι κυκλικές διακυµάνσεις επηρεάζουν τις υπηρεσίες λιγότερα από ότι τη βιοµηχανία µε αποτέλεσµα να οδηγούν σε µικρότερη την ολική ανεργία. Κατά κάποιο τρόπο, ο τριτογενής τοµέας οδηγεί σε µια νέα ανάπτυξη επαγγελµάτων που συνδέονται µε τις υπηρεσίες, για ένα υψηλότερο επίπεδο ζωής συνεπάγεται µεγαλύτερη κατανάλωση υπηρεσιών µε την ευρεία του όρου έννοια. Αυτή είναι η περίπτωση των ξενοδοχείων, εστιατορίων κ.λ.π. Η συχνότητα που πηγαίνει κάποιος σε εστιατόριο δεν πρέπει να αναζητιέται µόνο στο ύψος των εισοδηµάτων αλλά και στη µορφή των απασχολήσεων στον τριτογενή τοµέα αφού οι απασχολούµενοι στις υπηρεσίες εργάζονται σε αστικές περιοχές και ακολουθούν αρκετά ελαστικά ωράρια που τους επιτρέπουν µεγάλα διαλείµµατα για γεύµατα. Αλλά πιθανόν να υπάρξουν και διαφορές που να προέρχονται και από πολλούς άλλους παράγοντες. Μεταξύ του µεγάλου αριθµού και της ποικιλίας των Mπιστρό στο Παρίσι και τη Γενεύη και της υπαίθριας Αθηναϊκής ή Εβραϊκής ταβέρνας του Τελ - Αβίβ, και των σπάνιων εστιατορίων στη Στοκχόλµη ή στη Μόσχα, υπάρχει πλήθος ενδιάµεσων καταστάσεων. Η επέκταση των απασχολήσεων στον τριτογενή τοµέα δεν είχε µόνο θετικά αποτελέσµατα, σε πολλές πόλεις οδήγησε στην παρακµή του κέντρου της πόλης. Οι ανάγκες χώρου κατά εργαζόµενο σ'αυτόν τον τοµέα είναι µικρότερες από ότι στον βιοµηχανικό τοµέα οι δε ανάγκες σε πρώτες ύλες σχεδόν ανύπαρκτες, γεγονός που ενθαρρύνει την εισαγωγή στο κέντρο της πόλης γραφείων τα οποία σιγά σιγά διώχνουν του κατοίκους και τις εµπορικές επιχειρήσεις από το κέντρο. Μόλις κλείσουν τα γραφεία, το κέντρο της πόλης που λόγω της τηλεόρασης έχει χάσει και µεγάλο µέρος από τα κέντρα διασκέδασης που υπάρχουν σ'αυτή, παρουσιάζει ακόµα περισσότερο την εικόνα µιας πόλης φάντασµα µε προσόψεις κτιρίων χωρίς ζωή. Οπως το παρατηρεί ο Gottmann, που µε πείσµα και για πολύ καιρό µελετάει το πρόβληµα των µεγάλων πόλεων : "Η διερεύνηση της εργασίας σε γραφεία και σε άλλα παρεµφερή επαγγέλµατα επιτρέπει να ερµηνεύσουµε την σύγχρονη ανάπτυξη των πόλεων". Εξ άλλου, ο τριτογενής τοµέας παίρνει νέες µορφές, που συνδέονται στενά µε το σύστηµα πληροφόρησης και τη λήψη αποφάσεων, που προτάθηκε να ονοµάζεται "τεταρτογενείς τοµέας". Και αν µέχρι σήµερα αυτές οι δραστηριότητες βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, ο νέος προσανατολισµός στον οποίο οδηγεί η επανάσταση της πληροφορικής δεν αποκλείει καθόλου µια διασπορά αυτών των επαγγελµάτων, που θα οδηγούσε στο να αδειάσουν τα γραφεία του κέντρου.