3
1972 - Το δώρο της Πίπση. Πρέπει τώρα να σας πω την ιστορία μιας γάτας. Δεν ήταν όμορφη, ούτε χαδιάρα. Ήταν ίσως η πιο άσκημη και άκομψη γάτα που έχω γνωρίσει. Μονοκόμματη και τραχιά σαν μπουλντόγκ. Δεν ήταν καν δική μου. Όμως μου έκανε ένα θαυμάσιο Χριστουγεννιάτικο δώρο. Ζούσα τότε σε προάστιο της Αθήνας. Το σπίτι, μονοκατοικία παλιά και άβολη, ήταν απομονωμένο σε ένα ύψωμα. Πίσω του το δάσος. (Τώρα έχει γίνει πολυκατοικίες!) Το παλιό κτίσμα είχε μείνει καιρό ακατοίκητο. Ανήκε σε ένα γέροντα γιατρό, που ζούσε εκεί ολομόναχος. Είχε πεθάνει πάνω από ένα χρόνο. Πέρασε και άλλος καιρός μέχρι να συμφωνήσω με τους κληρονόμους για την ενοικίαση και να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές. Για αρκετούς μήνες, αφού μετακόμισα, έβλεπα μιά γριά και άσκημη γάτα που τριγύριζε συστηματικά το σπίτι. Βέβαια γάτες εκεί υπήρχαν πολλές - και οι δικές μου και οι τακτικές επισκέπτριες και οι περαστικές. 'Ομως αυτή ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλησίαζε πολύ ούτε απομακρυνόταν. Βρισκόταν πάντα σε ίδια απόσταση από το σπίτι, σαν να ήταν δεμένη με ένα αόρατο σκοινί. Στηνόταν απέναντι και κοιτούσε συνεχώς τα παράθυρα, με μάτια κουρασμένα, κοκκινισμένα ενώ έβγαζε ένα χαμηλόφωνο μακρόσυρτο ήχο - κάτι ανάμεσα ουρλιαχτό και παράπονο. Φερόταν σαν άγρια γάτα - αλλά δεν έμοιαζε άγρια. 'Οταν στηνότανε απέναντι στο παράθυρο, της άνοιγα να μπεί αλλά αυτή στεκόταν εκεί στην ίδια πάντα απόσταση. Αν πλησίαζα, οπισθοχωρούσε, χωρίς να τρομάζει και να εξαφανίζεται. 'Ετρωγε το φαγητό που της έδινα, με τον όρο ότι πάντα θα σεβόμουνα την προκαθορισμένη απόσταση. Αν στεκόμουν κοντά στο πιάτο, προτιμούσε να μείνει νηστική. Το αίνιγμα λύθηκε όταν μίλησα με την κόρη του παλιού ιδιοκτήτη. 'Ηταν η γάτα του! Η μοναδική του συντροφιά! Την έλεγαν Πίπση κι ο γέροντας την υπεραγαπούσε. Μόνο που την είχε τόσα χρόνια, που κανείς δεν φανταζόταν ότι ζούσε ακόμα. Πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε χρόνων - υπέργρια. 'Οταν πέθανε ο γιατρός, δεν την βρήκαν στο σπίτι. Το κλείδωσαν - κι ούτε που την σκέφτηκαν. Κι εκείνη, πήρε τα βουνά και έγινε άγρια. Δηλαδή, το σπίτι που έμενα, ήταν το δικό της! 'Εκανα ότι μπορούσα να την πείσω να επιστρέψει - μάταια. Δεν εμπιστευόταν κανένα. Η χαϊδεμένη και καλομαθημένη, που γριά βρέθηκε στο δρόμο, επέζησε - αλλά δεν πίστευε πιά σε τίποτα. Μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα, παραμονές και ξαφνικά ακούω ένα άλλο νιάου και βλέπω την Πίπση με την μύτη κολλημένη στο τζάμι. Ανοίγω το παράθυρο και - δεν πιστεύω τα μάτια μου - μπαίνει στο σπίτι. Πρώτη φορά μπαίνει στο σπίτι, μυρίζει δεξιά-αριστερά με μεγάλη προσοχή, ψάχνει - και τελικά έρχεται εκεί που καθόμουνα, νιαουρίζει παρακλητικά και πηδάει στην αγκαλιά μου. Η Πίπση - που τηρούσε πάντα την απόσταση ασφαλείας, τα τρία μέτρα! Είχε έρθει για να γεννήσει. Μέσα στην αγκαλιά μου πάλευε τρεις ώρες και έκανε τέσσερα μικρά γούνινα. Κάθισε δύο μήνες στο σπίτι, τα μεγάλωσε, τα ανάθρεψε - και μία μέρα τα πήρε και εξαφανίστηκαν. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ. Ούτε αυτά. Δεν τα πήρε όλα όμως. Έμεινε ένα, το γλυκύτερο, που αργότερα έγινε η γάτα της ζωής μου. Το καλλίτερο Χριστουγεννιάτικο Δώρο.

Xristougeniatikes istories

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Xristougeniatikes istories

1972 - Το δώρο της Πίπση.

Πρέπει τώρα να σας πω την ιστορία µιας γάτας. Δεν ήταν όµορφη, ούτε χαδιάρα. Ήταν ίσως η πιο άσκηµη και άκοµψη γάτα που έχω γνωρίσει. Μονοκόµµατη και τραχιά σαν µπουλντόγκ. Δεν ήταν καν δική µου. Όµως µου έκανε ένα θαυµάσιο Χριστουγεννιάτικο δώρο.Ζούσα τότε σε προάστιο της Αθήνας. Το σπίτι, µονοκατοικία παλιά και άβολη, ήταν αποµονωµένο σε ένα ύψωµα. Πίσω του το δάσος. (Τώρα έχει γίνει πολυκατοικίες!) Το παλιό κτίσµα είχε µείνει καιρό ακατοίκητο. Ανήκε σε ένα γέροντα γιατρό, που ζούσε εκεί ολοµόναχος. Είχε πεθάνει πάνω από ένα χρόνο. Πέρασε και άλλος καιρός µέχρι να συµφωνήσω µε τους κληρονόµους για την ενοικίαση και να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές.Για αρκετούς µήνες, αφού µετακόµισα, έβλεπα µιά γριά και άσκηµη γάτα που τριγύριζε συστηµατικά το σπίτι. Βέβαια γάτες εκεί υπήρχαν πολλές - και οι δικές µου και οι τακτικές επισκέπτριες και οι περαστικές. 'Οµως αυτή ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλησίαζε πολύ ούτε αποµακρυνόταν. Βρισκόταν πάντα σε ίδια απόσταση από το σπίτι, σαν να ήταν δεµένη µε ένα αόρατο σκοινί. Στηνόταν απέναντι και κοιτούσε συνεχώς τα παράθυρα, µε µάτια κουρασµένα, κοκκινισµένα ενώ έβγαζε ένα χαµηλόφωνο µακρόσυρτο ήχο - κάτι ανάµεσα ουρλιαχτό και παράπονο.Φερόταν σαν άγρια γάτα - αλλά δεν έµοιαζε άγρια. 'Οταν στηνότανε απέναντι στο παράθυρο, της άνοιγα να µπεί αλλά αυτή στεκόταν εκεί στην ίδια πάντα απόσταση. Αν πλησίαζα, οπισθοχωρούσε, χωρίς να τροµάζει και να εξαφανίζεται. 'Ετρωγε το φαγητό που της έδινα, µε τον όρο ότι πάντα θα σεβόµουνα την προκαθορισµένη απόσταση. Αν στεκόµουν κοντά στο πιάτο, προτιµούσε να µείνει νηστική.Το αίνιγµα λύθηκε όταν µίλησα µε την κόρη του παλιού ιδιοκτήτη. 'Ηταν η γάτα του! Η µοναδική του συντροφιά! Την έλεγαν Πίπση κι ο γέροντας την υπεραγαπούσε. Μόνο που την είχε τόσα χρόνια, που κανείς δεν φανταζόταν ότι ζούσε ακόµα. Πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε χρόνων - υπέργρια. 'Οταν πέθανε ο γιατρός, δεν την βρήκαν στο σπίτι. Το κλείδωσαν - κι ούτε που την σκέφτηκαν. Κι εκείνη, πήρε τα βουνά και έγινε άγρια.Δηλαδή, το σπίτι που έµενα, ήταν το δικό της! 'Εκανα ότι µπορούσα να την πείσω να επιστρέψει - µάταια. Δεν εµπιστευόταν κανένα. Η χαϊδεµένη και καλοµαθηµένη, που γριά βρέθηκε στο δρόµο, επέζησε - αλλά δεν πίστευε πιά σε τίποτα.Μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα, παραµονές και ξαφνικά ακούω ένα άλλο νιάου και βλέπω την Πίπση µε την µύτη κολληµένη στο τζάµι. Ανοίγω το παράθυρο και - δεν πιστεύω τα µάτια µου - µπαίνει στο σπίτι. Πρώτη φορά µπαίνει στο σπίτι, µυρίζει δεξιά-αριστερά µε µεγάλη προσοχή, ψάχνει - και τελικά έρχεται εκεί που καθόµουνα, νιαουρίζει παρακλητικά και πηδάει στην αγκαλιά µου. Η Πίπση - που τηρούσε πάντα την απόσταση ασφαλείας, τα τρία µέτρα!Είχε έρθει για να γεννήσει. Μέσα στην αγκαλιά µου πάλευε τρεις ώρες και έκανε τέσσερα µικρά γούνινα. Κάθισε δύο µήνες στο σπίτι, τα µεγάλωσε, τα ανάθρεψε - και µία µέρα τα πήρε και εξαφανίστηκαν. Δεν την ξαναείδαµε ποτέ. Ούτε αυτά.Δεν τα πήρε όλα όµως. Έµεινε ένα, το γλυκύτερο, που αργότερα έγινε η γάτα της ζωής µου. Το καλλίτερο Χριστουγεννιάτικο Δώρο.

Page 2: Xristougeniatikes istories

1973 - Λιγότερα!

Νοέµβριος µετά το Πολυτεχνείο. Ο πιο µουντός και άχαρος των τελευταίων χρόνων. Τόσο σκοτάδι που σχεδόν δεν ξηµερώνει. Η σκιά της ηρωικής αλλά µάταιης (έτσι φαινόταν τότε) εξέγερσης, η σκιά µίας νέας πιο στυγνής δικτατορίας, η σκιά της παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης, πέφτουν επάλληλες και πνίγουν κάθε φως.

Ετοιµάζω την χριστουγεννιάτικη κάρτα της εταιρίας - και ξαφνικά έχω µία διαφορετική ιδέα. Αντί για εορταστική κάρτα (τι να γιορτάσει κανείς!) γράφω ένα απλό κείµενο - και το τυπώνουµε µαύρο σε άσπρο φόντο - χωρίς χρώµατα και έλατα. Η κάρτα εκτυπώνεται σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα, ταχυδροµείται και εκεί γίνεται το απροσδόκητο. Κατακλυζόµαστε από γράµµατα, από τηλεφωνήµατα, από επισκέψεις. Θέλουν κι άλλες κάρτες. Μέσα σε ένα µήνα ανατυπώνουµε τρεις φορές.

Το κείµενο µιλούσε - φαινοµενικά - για την οικονοµική κρίση και την ανάγκη περισυλλογής. Αλλά ο κόσµος κατάλαβε:

Είθε ο νέος χρόνος να µας φέρει λιγότερα

λιγότερο πόνο σε αυτούς που πονούν, λιγότερο µίσος σε αυτούς που µάχονται, λιγότερη στέρηση σε όσους στερούνται, λιγότερο πόλεµο, λιγότερο θάνατο, λιγότερη καταπίεση, λιγότερη εκµετάλλευση, λιγότερη δυστυχία και λιγότερη οδύνη.

Κι αν τύχει και φέρει µαζί λιγότερη αφθονία και λιγότερη απόλαυση λιγότερο πλούτο και λιγότερη καλοπέραση

Ίσως τότε µας χαρίσει λιγότερη ελαφροµυαλιά και λιγότερη σπατάλη λιγότερη επιπολαιότητα και λιγότερη αυθάδεια.

Ίσως τα λιγότερα είναι περισσότερα…

Page 3: Xristougeniatikes istories

1963 - Οι Πατέρες .

Μία παρέα φίλοι, σκεπτόµαστε να κάνουµε Χριστούγεννα σε µοναστήρι. Κάποιος µας µιλάει για

την Μονή Ιερουσαλήµ ψηλά στον Παρνασσό, πάνω από την Δαύλεια. Ωραία ιδέα λέµε και

ξεκινάµε προπαραµονή. Ο ένας διαθέτει Ι.Χ. στριµωγνόµαστε και δρόµο.

Η αλήθεια είναι πως φύγαµε κοµµάτι αργά. Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν φτάσαµε στην Δαύλεια -

και όταν µε το καλό σκαρφαλώσαµε τον απαίσιο λασπόδροµο ως την µονή είχε πέσει το σούρουπο.

Μεγάλη ταλαιπωρία η λάσπη, πέντε φορές αναγκαστήκαµε να κατέβουµε και να σπρώξουµε το

αυτοκίνητο που είχε κολλήσει.

Όταν όµως είδαµε την µονή µε τα καντήλια της να τρεµοσβύνουν στο σύθαµπο, αναγαλλιάσαµε.

Ζέστη, φαγητό και κατάνυξη - να τι ζητούσαν τα παγωµένα σώµατα και οι άπληστες ψυχές µας.

Αλίµονο! Η µεγάλη κεντρική πύλη, ίδια καστρόπορτα σε τείχος, ήταν θεόκλειστη. Κορνάρουµε.

Μόνον η ηχώ απαντάει. Ξανακορνάρουµε. Τίποτα. Χτυπάµε την πόρτα. Καµία απόκριση.

Φωνάζουµε. Σιωπή. Σηκώνουµε ολόκληρα αγκωνάρια και τα πετάµε στην µεταλλική πόρτα.

Αντιβουίζει το βουνό, αλλά αντίδραση καµία.

Εν τω µεταξύ έχει νυχτώσει για τα καλά, κάνει άγριο κρύο και ο οδηγός µας αρνιέται να κατέβει

νύχτα τον λασπόδροµο. 'Εχει δίκιο, δεν αστειεύονται οι γκρεµοί γύρω-γύρω. Κάτω έχει ψιλό

παγωµένο χιόνι, πώς θα βγάλουµε την νύχτα; Δύο στο αυτοκίνητο, δύο ξάπλα στη γη

αγκαλιασµένοι µέσα σε µία παλιοκουβέρτα, που βρέθηκε στο πορτµπαγκάζ κι ένας να φυλάει

τσίλιες µη µας ορµήξουν τίποτα λύκοι. Αλλαγή βάρδιας κάθε τόσο. Δεν κοιµήθηκε βέβαια κανένας.

Χαράµατα, στις έξη ξαγρυπνισµένοι και παγωµένοι βλέπουµε να ανοίγει η βαριά σιδερόπορτα.

Βγαίνει ένας καλόγερος καβάλα σε µουλάρι. Αγανακτισµένοι τον περικυκλώνουµε - τόση φασαρία

κάναµε, είναι δυνατόν να µην µας ακούσατε;

"Κάτι ακούσαµε", λεει ατάραχος ο καλόγερος, "αλλά δεν ξέραµε τι ήτανε. Κι εσείς ευλογηµένοι,

δεν φωνάζατε: 'Πατέρες! Πατέρες!' να καταλάβουµε πως ήσασταν καλοί Χριστιανοί, να σας

ανοίξουµε;"

Πέρασαν χρόνια, η παρέα σκόρπισε. Αλλά όποτε συντυχαίνουµε ο ένας τον άλλον η προσφώνηση

είναι δεδοµένη: "Πατέρες! Πατέρες!"