Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας χιονάνθρωπος που ζούσε ψηλά στο βουνό. Μια μέρα ένας αγριοκούνελος του είπε πως σε λίγο θα έρθει η Άνοιξη και θα λιώσει. Έτσι πήρε το δρόμο για να βρεί πιο κρύα μέρη
Στο δρόμο βρήκε έναν αετό και τον ρώτησε που θα βρει κρυα μέρη. Ο αετός του είπε πως πρέπει να πάει προς το βορά και του έδειξε την
κατεύθυνση με την φτερούγα του
Προχώρησε αρκετά και βρήκε μια πλατεία με παιδιά που έπαιζαν. Έπαιξε μαζί τους και όταν νύχτωσε συνέχισε το δρόμο του
Συνάντησε ένα λεωφορείο και ρώτησε τον οδηγό που είναι ο Βοράς και αυτός του είπε να πάει στο λιμάνι για να τον πάνε τα καράβια
Τα καράβια όμως δεν έφευγαν από το λιμάνι επειδή είχε πολύ αέρα. Μόνο ένας βαρκάρης που τον λυπήθηκε του είπε πως θα τον πάει
Είχε όμως τόσο αέρα που η βάρκα βούλιαξε και ο χιονάνθρωπος έπεσε στο νερό. Εκεί είδε πολλά ψάρια και μάλιστα ένας καρχαρίας του έκοψε ένα κομμάτι και
πάγωσε ο λαιμός του. Σιγά σιγά όμως ο χιονάνθρωπος άρχισε να λιώνει στο νερό και το νερό το λιωμένο η θάλασσα το έβγαλε σε μια λακούβα στην στεριά
Εκεί οι ακτίνες του ήλιου ζέσταναν το νερό, το έκαναν μικρές σταγόνες που πήγαν ψηλά στον ουρανό και φτιάξανε ένα σύννεφο
Ο αέρας πήρε μαζί το σύννεφο και το πήγε πάνω από το βουνό το χιονισμένο απ΄ όπου είχε ξεκινήσει ο χιονάνθρωπος….
Κι εκεί το σύννεφο έπεσε σαν χιόνι πάνω στην κορυφή. Ήρθαν άνθρωποι και το έφτιαξαν ξανά χιονάνθρωπο Ήταν τόσο χαρούμενος
που παρόλο την ταλαιπωρία που πέρασε δεν χάθηκε
ΤΕΛΟΣ