40

Καλικαντζαροι. 1doc

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Καλικαντζαροι. 1doc
Page 2: Καλικαντζαροι. 1doc

Καλικάντζαροι

Οι καλικάντζαροι είναι  μια παλιά παράδοση στην πατρίδα μας. Και σε κάθε τόπο, και πιο πολύ στα χωριά, υπάρχουν χίλιοι θρύλοι και έθιμα γύρο από αυτούς. Εμφανίζονται κάθε Χριστούγεννα. Μερικοί λένε ότι είναι πνεύματα, άλλα καλά και άλλα κακά.Επειδή από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα (το Δωδεκαήμερο, από τις 25 Δεκεμβρίου τα Χριστούγεννα, έως τις 6 Ιανουαρίου, το ξημέρωμα) ο Χριστός είναι ακόμη αβάφτιστος, είναι και "τα νερά αβάφτιστα". Έτσι βρίσκουν ευκαιρία οι καλικάντζαροι ν' αλωνίζουν τον κόσμο. Δωδεκαήμερο το λένε και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί: les Douze Jours, The Twelve Days, I Dodici Giorni) Στο διάστημα αυτών των ημερών, τα ειδωλολατρικά και χριστιανικά έθιμα συνυπάρχουν ειρηνικά και τελούνται με παραδοσιακή ένταση.Σύμφωνα με τις δοξασίες, σε αυτές τις 12 μέρες παρατηρείται μια κυριαρχία των κακών πνευμάτων στη γη.Οι Καλλικάντζαροι σε εμάς, οι λυκάνθρωποι, οι δράκοντες και οι μάγισσες στους ξένους λαούς, είναι οι κυρίαρχοι της νύχτας και της υπαίθρου και εχθρεύονται, ή ζηλεύουν, την οικογενειακή ζωή. Ας δούμε όμως πρώτα πώς τους φαντάζεται και τι πιστεύει γι' αυτούς ο ελληνικός λαός.

Λένε στις 25/12: Στις εικοσιπέντε Δεκεμπρίου

έρχεται το στράτευμα του Καλικαντζαρίου.

Και την παραμονή των Φώτων, που φεύγουν, λένε: Στις πέντε του Γενάρη

φεύγουν οι Καλικαντζάροι.

ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΗ

Οργιάζει κυριολεκτικά η λαϊκή φαντασία σχετικά με την εμφάνισή τους: Είναι ξερακιανοί, ψηλοί, μαυριδεροί και κακομούτσουνοι με διάφορα σωματικά ελαττώματα. Σύμφωνα με περιγραφή από την Αράχωβα αυτοί είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους». Αλλού λένε ότι «Είναι σαν τους ανθρώπους, όμως μαυριδεροί κι άσκημοι και πολύ ψηλοί και φορούν σιδεροπάπουτσα». Ή τσαρούχια. Αλλού τους φαντάζονται σαν σαν σκυλιά, αλλού σαν γάτες.Δεν κόβουν ποτέ τα νύχια τους και γι’ αυτό είναι μεγάλα σαν τσαμπιά και πολύ βρώμικα. Έχουν μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, πόδια τράγου ή γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, ("μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο), χέρια σαν της μαϊμούς και τριχωτό όλο το σώμα (σατανοπαίδια, όπως λένε στη Νάξο). Φορούν

Page 3: Καλικαντζαροι. 1doc

σκουφιά από γουρουνότριχες και τα ρούχα τους, αν είναι ντυμένοι, είναι κουρέλια. Χορεύουνε και σαλταπηδούνε. Μερικοί λένε ότι είναι κοντούληδες, σαν παιδιά από έξι έως δέκα χρονών, και στραβοκάνηδες. Αρκετές φορές φανερώνονται καβάλα σε ζώα και τότε είναι πολύ αστείοι, γιατί αυτοί, που είναι πιο ψηλοί, κάθονται στην πλάτη πετεινού και σέρνονται τα πόδια τους στη γη, κι άλλοι που είναι κοντοί σαν τον Κοντορεβυθούλη κάθονται πάνω σε γάϊδαρο. Κι αν τύχει και πέσουν, δεν μπορούν να ξανανέβουν στην πλάτη του εάν δεν τους βοηθήσουν. Η τροφή τους είναι σκουλήκια, βαθράκια (βάτραχοι), φίδια κ.ά. Μπαίνουν στα σπίτια απ' την καπνοδόχο και κατουρούν τη φωτιά, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, τους πιάνουν στο χορό. Είναι αερικά, λέγανε οι γιαγιάδες.

ΔΙΑΜΟΝΗΟι καλικάντζαροι έρχονται από «τον κάτω κόσμο», τη παραμονή των Χριστουγέννων, και μένουν μέχρι τα Φώτα. Βγαίνουν μέσα από τα φαράγγια και τα πηγάδια, από τις σπηλιές και τις καταβόθρες, τις καταπαχτές και τα πιο μικρά από τις μυρμηγκοφωλιές και διάφορες άλλες μικροσκοπικές τρύπες της Γης.Στη Σκιάθο πιστεύουν ότι φτάνουν με με πλοιάριο, στην Οινόη, με χρυσή βάρκα, στην Ικαρία, πάνω σε τσόφλια καρυδιών. Συνηθισμένα μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (εκεί που συναντιούνται 3 δρόμοι) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νχκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.

Page 4: Καλικαντζαροι. 1doc

Εκτός του Δωδεκαήμερου, τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και προσπαθούν, µε βρισιές και φωνές, να κόψουν το δένδρο που κρατά τη γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα), είτε πριονίζοντας και πελεκώντας το με τσεκούρια, είτε ροκανίζοντάς το με τα μακριά και σουβλερά τους δόντια. Δαγκώνουν, ξύνονται πάνω του, το γδέρνουν με τα νύχια τους και προσπαθούν με μανία να το κόψουν, «να πέσει η γης να ψιχουλιαστεί, στάχτη και πούλμπερη να σκορπίσει στους τέσσερους αγέρηδες». Βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τούς πλακώσει, είτε για να γλεντήσουν λιγάκι, πειράζοντας τους ανθρώπους, είτε (όπως λένε στη Μακεδονία) για να γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους. Λένε: «Χάιστε να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του». Την παραμονή των Φώτων αναχωρούν πάνω σε κρεμμυδότσουφλα και λένε: «Άρμενα κουπιά κι εγώ στον τόπο μου». Όταν κατεβαίνουν ξανά, βρίσκουν το δένδρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Το δένδρο των Χριστουγέννων συμβολίζει αυτή ακριβώς την ακεραιότητα και τη θεϊκή δύναμη και προστασία.

ΒΛΑΒΕΣΚαι τι δεν κάνουν οι καλικάντζαροι, σαν ξεπροβάλουν ένας ένας απ' τις τρύπες τους πάνω στη γη, όταν κυκλοφορούν τις νύχτες του Δωδεκαήμερου, που είναι οι πιο μακριές του χρόνου. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν, αν δεν αποκριθούν σωστά σε ό,τι ερωτηθούν ή, κατ’ άλλους, τους παρασύρουν σε

Page 5: Καλικαντζαροι. 1doc

χορό, όπου όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν. Κατ’ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους.Είναι πειραχτήρια και φοβεροί ζημιάρηδες. Έτσι και νυχτώσει, αρχίζουν να τριγυρίζουν στην εξοχή και στους μύλους, κατεβαίνουν στο χωριό μήπως και μπουν στα σπίτια, εμποδίζουν τα ζώα να περπατήσουν. Πάνε στους μύλους, όπου πειράζουν τους μυλωνάδες, σκορπάνε το αλεύρι και τους αναγκάζουν να τους φτιάξουν πίτες. Κάποιες φορές όμως είναι ευγνώμονες προς τους σπιτονοικοκύρηδες και τους στέλνουν προϊόντα από τα οποία έχουν μεγάλη έλλειψη.Αλίμονο σ' όποιον συναντήσουν νυχτιάτικα! Δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί, που λέμε. Τον τραβολογούν, τον πειράζουν, καβαλικεύουν στους ώμους του, χορεύουν ολόγυρά του κι άλλα πολλά. Αν καθίσουν στους ώμους του, τον ρωτάνε: «Στούππος ή μόλυβος;». Αν απαντήσει στούππος, ο καλικάντζαρος γίνεται ελαφρύς και κάθεται πάνω του μέχρι να τον μεταφέρει ο διαβάτης σπίτι του, όπου δεν πειράζει κανέναν και αφήνεται να τον δέσει με σπαρτόβρουλο (τα φύλλα του σπάρτου), ενώ αν απαντήσει μόλυβος, ο καλικάντζαρος βαραίνει και μένει πάνω του. Μανία τους να πειράζουν κυρίως τις κακόμοιρες τις γριές. Μπερδεύουν τις γυναίκες στο μπάλωμα των ρούχων. Γι’ αυτό και ήταν καλύτερα να μην εργάζεται κανείς αυτές τις ημέρες αλλά ούτε και να τριγυρνά μονάχος του έξω. Είναι πολύ ευκίνητοι, ανεβαίνουν στα δένδρα, πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Στα σπίτια μπαίνουν απ' την καπνοδόχο, τις νύκτες. Αν το τζάκι καίει και δεν μπορούν να μπουν, ρίχνουν τσιγκέλια μέσα, μπας και αρπάξουν κανένα λουκάνικο ή καμιά τηγανίτα…Και σαν πατήσουν το πόδι τους, αρχίζουν ν' ανακατεύουν και να μπερδεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους, ό,τι δηλαδή δεν είναι στη θέση του: αρπάζουν ρούχα, τα λερώνουν, μα το πιο πολύ που θέλουν είναι να λερώνουν τα φαγητά των ανθρώπων. «Βασανίζουν τις ακαμάτρες... γι΄ αυτό τα κορίτσια το 40ήμερο προσπαθούν να φτιάξουν όσο γίνεται πιο πολύ γνέμα» (Σάμος). Σκορπούν το αλεύρι και τη στάχτη από το τζάκι, τη λεγόμενη «δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρίσια». Τους αρέσουν οι καβγάδες και τσακώνονται πολύ μεταξύ τους. Έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση. Ή κλέβουν τα φαγητά που βρίσκουν, γιατί είναι πεινασμένοι και λιχούδηδες, και πιο πολύ τα μελωμένα χριστουγεννιάτικα γλυκά και τα ξερά σύκα, γιατί τους αρέσουν πολύ. Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα και στους λύχνους που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν για το φωτισμό στα χωριά, να αναποδογυρίζουν τις κατσαρόλες. Όταν τελειώσουν το φαγητό τους, μουρμουρίζουν κάτι παράξενα τραγούδια και αρχίζουν να χορεύουν. Η προσπάθεια των Καλικάντζαρων για να μπουν στο σπίτι, κορυφώνεται μετά το σφάξιμο του γουρουνιού (συνηθίζεται σε πολλούς ελληνικούς τόπους τα Χριστούγεννα) οπότε διεκδικούν μερίδιο από το χοιρινό, που τόσο τους αρέσει, λέγοντας:

Θεια λουκάνκο, θεια παστό,θεια λιγάκι γρούνι

γιατί είν' η μάνα μ' γκαστρουμένη.

Θεια λουκάν’κου, θεια παστό,θεια λιγάκι πουσουρτή.

Page 6: Καλικαντζαροι. 1doc

Δώσ’ κι μένα, φάει κι συαπού μέσ’ απ’ του ταψί.

Θεια λουκάν’κου, θεια παστό,θεια λιγάκι κουλουμέρι (χοιρομέρι),γιατί είν’ η μάνα μ’ γκαστρουμένη.

Κουκιά μη μαγιρέψιτι,ριβίθια μη μασάτι,

δαίμουνας μι ντάρα - ντάρα,θ’ απουλύκει την κουντάρα,

να σι πιάσ’ απ’ την πουδάρα.

Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους. Το μόνο που μπορούν είναι να τους πειράξουν, να τους ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν, αφού θεωρούνται (στη Μακεδονία) μωροί και ευκολόπιστοι. Γι’ αυτό οι άνθρωποι μπορούν πολλές φορές και τους ξεγελούν κι έτσι γλιτώνουν από αυτόν τον μπελά. Στη Νάξο οι καλικάντζαροι θεωρούνται χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος. Είναι ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων. Στη Μάνη, ακούγονται και στην εποχή μας, κάποια λαϊκά στιχουργήματα για τους Καλλικαντζάρους:

Αρορίτες είμαστε,αραρά γυρεύουμετηγανίδες θέλομε

τα παιδιά τα παίρνουμεή το (γ)κούρο ή τη (γ)κότα

ή θα σπάσαμε τη (μ)πόρτα.

ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΑ ΜΕΣΑ Κανένα κακό δε στάθηκε στον κόσμο, που ο άνθρωπος να μην προσπάθησε να βρει την γιατρειά του.Τα αποτρεπτικά μέσα κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

1. Πράξεις χριστιανικής λατρείας: Α) Το σημείο του σταυρού στη πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. Β) Ο αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων. Γ) Απαγγελία του «Πάτερ ημών» τρεις φορές.

2. Στιχάκια, όπως «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καημένα» (Καλαμάτα), τρεις φορές, που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν.

3. Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με καμμένα αντικείμενα που βρωμάνε, (όπως παλιοτσάρουχα), επίδειξη χοιρινού κόκαλου, χαϊμαλιά πίσω από τη πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί που το κουνούν φωνάζοντας «τρεχάτε γειτόνοι με τα δένδρινα δαυλιά».

Εκείνες τις μέρες φροντίζουνε και φράζουνε τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίνε λιβάνι σε θυμιατό και το τοποθετούν στο τζάκι, γιάτι οι Καλικάτζαροι δεν αντέχουν αυτή τη μυρωδιά.

Την παραμονή των Θεοφανίων τους «ζεματίζουν» από το λάδι όπου παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες (λαλαγγίτες, λουκουμάδες). Όταν

Page 7: Καλικαντζαροι. 1doc

όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους, τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου.Η καθαριότητα και η τακτοποίηση των πραγμάτων στο σπίτι εμπόδιζε τους καλικαντζάρους να κάνουν ζημιές. Γι’ αυτό η νοικοκυρά δεν άφηνε τίποτα έξω, για να μην το «λερώσουν» τα παγανά. Η καλή νοικοκυρά θα συμμαζέψει πρώτα μέσα στο σπίτι ό,τι αγγεία βρίσκονται έξω. Θα βάλει στο άνοιγμα της καπνοδόχου ή πίσω από την πόρτα του σπιτιού ένα κόσκινο. Ο καλικάντζαρος και περίεργος είναι και «μπιτ για μπιτ κουτός». Μόλις το δει, στέκεται κι αρχίζει να μετράει τις τρύπες του· ένα δύο! Ένα δύο! Ένα δύο! Παρακάτω δεν ξέρει να μετρήσει, γιατί μπερδεύεται ή δεν τολμάει να πει το «τρία». Έτσι χάνει την ώρα του, γιατί έχει πια ξημερώσει και σαν λαλήσει ο πρώτος πετεινός πρέπει να εξαφανιστεί. Άλλοι έδεναν στο χερούλι της πόρτας ένα σκουλί (τούφα) λινάρι. Ώσπου να μετρήσει ο καλικάντζαρος τις ίνες του λιναριού, έφτασε το ξημέρωμα, κι όπου φύγει φύγει.Κάποιοι χτυπάνε κουδούνια και με τον ήχο τους, τους διώχνουν μακριά. Στα νησιά οι κάτοικοι κρεμούν πίσω από τις πόρτες ένα κομμάτι από παλιό ψαράδικο δίχτυ με πολλούς κόμπους και σταυρούς, γιατί, μέχρι οι καλικάτζαροι να λύσουν τους κόμπους και να χαλάσουν τους σταυρούς, λαλούσε ο πετεινός και τους έπαιρνε η μέρα. Άλλοι κάρφωναν τις πόρτες με μαυρομάνικο μαχαίρι. Για να τους ξορκίσουν οι άνθρωποι κρεμούσαν διάφορα θαυματουργά φυτά στις πόρτες τους, όπως σκόρδα, ο χαμοήλιος (ένα μικρό αγκάθι με κίτρινο ανθάκι σαν ήλιος), τα σπαραούνια (αγριοσπαράγγια) και πιπεριές. Σύμφωνα με ένα χαρακτηριστικό δίστιχο των ημερών όταν ο Καλικάντζαρος βλέπει χαμοήλιο κρεμασμένο στην πόρτα αναφωνεί:

«Χαμωήλιον έχουν εδώ,φυλαγμένο, σπιτικό».

Όταν πάλι βλέπει κρεμασμένο ένα στεφάνι με σπαραούνια στολισμένα με φύλλα συτριμμένου (κυκλάμινου), οι νοικοκυραίοι λένε:

«Για έμπα μέσα, Κάλκα Παγανέ,Δεν μ’ αφήνει ο Συτριμμένος,

Για έλα μέσα Βελώνη Κουνενέ,Δεν μ’ αφήνει η Σπαραουνιά».

Οι νοικοκυραίοι για να φύγουν, λένε:κουκιά μη ξιματίζιτι,λανάρια μη τραβίζιτι,

τάκα - τάκα τα λανάριαμεσ’ του κώλλου!

Ένα φυτό, που ακόμα και σήμερα βάζουμε στα σπίτια μας τέτοιες ημέρες, για καλή τύχη και προστασία, είναι η κρεμμύδα (Scilla maritima). Ήδη, τον 6ο π.χ. αιώνα, κρέμαγε ο Πυθαγόρας την κρεμμύδα, πάνω από την πόρτα του σαν σύμβολο καλής υγείας και αναγέννησης. Η Χρυσοβασιλίτσα, όπως αλλιώς τη λένε, ακόμα και ξεχασμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, βγάζει φύλλα τέτοια εποχή, και ξαναρχίζει τον κύκλο της ζωής της. Σαν το φως που ξαναγεννιέται στο χειμερινό ηλιοστάσιο, μας εύχεται καλές γιορτές και υγεία για την καινούργια χρονιά. Άλλοι βάζανε ένα καρπούζι δίπλα στο τζάκι, οι καλικάτζαροι αναρωτιούνται μήπως είναι καλοκαίρι, και με τη συζήτηση τους βρίσκει το ξημέρωμα. Στην Κρήτη, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Φώτα, που φεύγουν

Page 8: Καλικαντζαροι. 1doc

οι καλικάντζαροι, οι Χριστιανοί δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην βγάλουν κάτι μεγάλα σπυριά, τους καλόγηρους. Από τα Χριστούγεννα και μέχρι τα Θεοφάνια οι πιστοί στην Ήπειρο έβαζαν στο τζάκι δώδεκα αδράχτια με τη μύτη πάνω, για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι να μη κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. Άλλοι κρεμούσουν το κατωσάγωνο ενός χοίρου στην καπνοδόχο. Έκαιγαν απήγανο, ένα βοτάνι με δυσάρεστη μυρωδια ή παλιοπάπουτσα που βρομούσαν. Συχνά έκαιγαν χοντρό αλάτι. Οι κρότοι από το σκάσιμό του έδιωχναν τα παγανά. Με το κάψιμο των παλιοπάπουτων, λέγανε οι καλικάντζαροι:

Παλιοτσάρουχο μυρίζει εδώ μουτζώστε τούτο το χωριό.

Όμως εκείνο που τρέμουν και φοβούνται περισσότερο -το πιο σίγουρο μέσο για να γλιτώσεις απ' τους καλικάντζαρους- είναι η φωτιά. Αυτή τους διώχνει μακριά. Ο νοικοκύρης του σπιτιού έχει διαλέξει ένα χοντρό ξύλο από αγκαθερό δέντρο, (αχλαδιά, αγριοκερασιά), γιατί τ' αγκάθια διώχνουν τα δαιμόνια. Το κούτσουρο αυτό λέγεται Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης1. Το ανάβανε από την παραμονή των Χριστουγέννων και η φωτιά έπρεπε να καίει συνέχεια, μέχρι τα Φώτα, για να προστατεύει την οικογένεια από τους καλικάντζαρους. Στην Κεφαλονιά, το ίδιο, την παραμονή των Χριστουγέννων, αφού «βραδιώσει» καλά, συνήθιζαν να ανάβουν την φωτιά του Δωδεκαημέρου, που έπρεπε να κρατήσει με τη στάχτη της μέχρι την ημέρα του αγιασμού. Οι νοικοκυρές με ένα δαυλί - κάρβουνο σχημάτιζαν στις πόρτες και τα παράθυρα σταυρούς, ώστε τα «παγανά», όπως τα λένε εκεί, να μην μπουν στο σπίτι. Συγχρόνως, σαν ευχή ή σαν ξόρκι έλεγαν:

Χριστός γεννάται,το φως αξαίνει

και το σκοτάδι μικραίνει!Το φως εκείνες τις μέρες που αυξάνεται σε σχέση με τη νύχτα, είναι χρήσιμο για τη βλάστηση και την παραγωγή της σοδειάς και κατ’ επέκταση για την κτηνοτροφία. Η προφύλαξη του διαβάτη στο δρόμο ήταν να έχει πάνω του έστω και μια μικρή φωτιά. Γι' αυτό οι διαβάτες παίρνανε δαυλούς αναμμένους. Σε πολλά χωριά ρίχνουνε αναμμένα κάρβουνα στα πηγάδια, για να μην μαγαρίσουν οι καλικάντζαροι.

1 Ή σκαρκάντζαλο. Αυτό θα καίγεται μέρα νύχτα όλο το Δωδεκάμερο. Πριν το ρίξουν στη φωτιά, το ραίνουν με καταχύσματα, δηλαδή με ξηρούς καρπούς, που τα παιδιά χύνονται να τα μαζέψουν. Αλλού βάζουν δύο ή τρία ξύλα· το ένα από ίσιο αρσενικό δέντρο, π.χ. κέδρο, που συμβολίζει το νοικοκύρη του σπιτιού. Το δεύτερο, θηλυκό πάντοτε, από αγριοκερασιά ή αχλαδιά, συχνά με παραφυάδες, που συμβολίζει τη νοικοκυρά, και το τρίτο, τον κουμπάρο, πρόσωπο εξίσου απαραίτητο σε κάθε γάμο. Εδώ έχουμε το έθιμο που το λένε το «πάντρεμα της φωτιάς». Στη Λευκάδα, ο νοικοκύρης, λες και κάνει σπονδή, χύνει πάνω στα ξύλα αυτά λάδι και κρασί. Σε άλλα μέρη ρίχνουν και φυτά που κάνουν κρότο σαν καίγονται (π.χ. σπαραγγιές). Κι οι κρότοι κι ο καπνός διώχνουν μακριά τα δαιμόνια κατά τη λαϊκή πίστη. Απ' αυτή τη φωτιά, που είπαμε πως καίει ολημερίς κι ολονυχτίς, ακόμη και τα ξύλα που θ' απομείνουν σε κάτι χρησιμεύουν. Τα μπήγουν στα χωράφια , για να αποτρέπουν τα μάγια και για να καρπίζουν τα στάρια. Τη στάχτη πάλι τη σκορπίζουν στα τέσσερα σημεία του σπιτιού, ολόγυρα στην αυλή και στα χωράφια, για να διώξουν κάθε κακό μακριά.

Page 9: Καλικαντζαροι. 1doc

Πολλές φορές τους πιάνουν και με το καλό προσφέροντάς τους γλυκά και τηγανίτες, που τα πετάνε στην καπνοδόχο. Στην Κύπρο, τους ρίχνουν ξεροτήγανα την τελευταία μέρα του Δωδεκάμερου, απαγγέλλοντας ταυτόχρονα:

τιτσίν, τιτσίν λουκάνικον,κομμάτι ξεροτήανον

να φα’ ο καλικάντζαροςνα πάει στη δουλειά του.

Πιστευόταν ότι αν δεν τους έδιναν «ξεροτήανα», κατέβαιναν απο την καπνοδόχο και έφτυναν μέσα στα τηγάνια.Εκείνο που φοβούνται επίσης πάρα πολύ είναι ο παπάς και ο αγιασμός που κρατάει. Γιατί νομίζουν ότι η παπαδιά τον έχει ζεστάνει. Τότε τρέχοντας φωνάζουν:

Φεύγετε να φύγουμε τί εφτασ' ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του. Ο παπάς με αγιασμό, χωριανοί με το θερμό. Μας άγιασε μας έβρεξεκαι μας, μας εκατέκαψε

[ή] και θα μας μαγαρίσει.Τα κακάβια στο κεφάλι

τα παιδιά στην αμασχάληφίου… και φύγαν σαν καπνός.

Από τη παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών, των σπιτιών και της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες. Στην Παλαιόχωρα της Κρήτης, μετά τον αγιασμό της παραμονής των Φώτων, καθάριζαν το σπίτι και έριχναν πιπιλιά (στάχτη) γύρω και στα θεμέλια του σπιτιού, για να φύγουν οι καρκατζαλοί.Όλα αυτά θυμίζουν παρόμοιες δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων που περιέζωναν με κόκκινο νήμα τα ιερά τους ή άλειφαν με πίσσα τις πόρτες των σπιτιών τους, για να εμποδίσουν την είσοδο των ψυχών στους ναούς. Λένε πάντως ότι όποιος καταφέρει να δέσει με λινή κόκκινη κλωστή από το πόδι έναν καλικάντζαρο, τότε θα τον έχει δούλο του για πάντα...

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ - Ιστορικό δοξασίας Από την αρχαία Ελληνική Μυθολογία: από τους Σάτυρους και τον Πάνα, ή

τους Κενταύρους. Από τους αιγυπτιακούς κανθάρους. Από γλυπτά που έβλεπαν οι νεότεροι στο δυτικό αετωμα του Παρθενώνα Δαιμόνια της εστίας του πυρός.

Λένε πως η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές, οι "κύρες", σαν έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή, όσο διαρκούσαν τα Ανθεστήρια, προς τιμήν του Διονύσου, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς. 2

2Σύμφωνα με την καθηγήτρια του Ανοιχτού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κυρία Ευγενία Κούκουρα Δομνηνού, οι αντιλήψεις περί καλικάντζαρων και η μεταμφίεση σε ένα είδος φαντασμάτων (χάλοουιν) στις 25 Δεκεμβρίου, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της Δύσης,

Page 10: Καλικαντζαροι. 1doc

Οι άνθρωποι, ήδη από τα αρχαία χρόνια, προκειμένου να εξευμενίσουν αυτές τις ψυχές, ετοίμαζαν, ως προσφορά, "μελιτόεσσες", μικρές μελόπιτες (πιθανοί πρόγονοι των "μελομακάρονων). Τα Ρωμαϊκά χρόνια, στις 17 Δεκεμβρίου (κατ’ άλλους 19) άρχιζαν τα Σατουρνάλια. Ήταν εορτές με μεταμφιέσεις, πολύ χορό, τραγούδι, κρασί και ελευθερία για τους δούλους. Οι εορτές συνεχίζονταν έως τις 7 Ιανουαρίου, την εορτή του Ιανού, όπου και έκλεινε η εορταστική περίοδοςΟι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες: ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά για να γλιτώσουν απ' αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε, με το μεγάλο αγιασμό, όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.  Με το πέρασμα του χρόνου, όλα αυτά τα παράξενα φερσίματα, τα μασκαρέματα και οι φόβοι των ανθρώπων έμειναν ζωντανά στη μνήμη του λαού μας κι η πλούσια φαντασία του γέννησε σιγά σιγά τα αλαφροΐσκιωτα πλάσματα που τα ονόμασε καλικάντζαρους. Σε κάποια χωριά της Κύπρου, μέχρι πριν λίγα χρόνια συνήθιζαν κατά τα Δωδεκάμερα να μεταμφιέζονται σε «καλικάντζαρους» και να επισκέπτονται σπίτια των συγγενών τους ή να περιφέρονται στα περιβόλια και να φοβερίζουν τους κατοίκους. Οι μεταμφιέσεις, έθιμο που φαίνεται πως έχει σχέση με τους καλικάντζαρους, παρουσιάζεται μέχρι σήμερα στη Βόρεια Ελλάδα -Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία. Τους μεταμφιεσμένους τους ονομάζουν Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια ή Μωμόερους. Μεταμφιέζονται σε λύκους, αρκούδες, καμήλες, τράγους κ.ά. φορώντας τα τομάρια τους. Αλλά συνηθίζουν να ντύνονται και με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και άλλα όπλα. Γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά, μπαίνουν στα σπίτια, τραγουδουν και μαζεύουν δώρα. Άμα συναντηθούν δυο παρέες, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μια ομάδα να νικήσει κι η άλλη να δηλώσει υποταγή.

Οι παραδόσεις για την προέλευση και τη γέννηση αυτών των όντων ποικίλουν. Κατά διάφορες νεότερες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο, εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως. Για να εμποδίσουν

χάνονται στα βάθη των χιλιετιών. Υπάρχουν, προσθέτει, συγκεκριμένες αναφορές στον Πλούταρχο και στον Κικέρωνα με τις οποίες φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι ψυχές που αποχωρίστηκαν από το σώμα είτε παρίσταναν τους καλούς δαίμονες και ήταν φύλακες των ανθρώπων (lares) είτε τους κακούς και ονομαζόταν Iarvei (δηλαδή έμπουσες ή μορμολύκεια) και κατοικούσαν σύμφωνα με ορισμένες πηγές μεταξύ Σελήνης και Γης και σύμφωνα με άλλες στον Αδη. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι αυτοί οι δαίμονες επισκέπτονταν τρεις φορές τον χρόνο τη Γη: στις 24 Αυγούστου, στις 5 Οκτωβρίου και στις 8 Νοεμβρίου και τότε ο κόσμος ήταν ανοιχτός (muntus patet). Εκείνες τις περιόδους διοργανώνονταν ειδικές τελετές και εορτές για τις ψυχές. Κατά τον Κικέρωνα, ο στρατηγός Δέκιμος Βρούτος, ο οποίος ήταν ο πρώτος που επιτέθηκε στον Αδη, διάβηκε τον ποταμό της λήθης και επέστρεψε ζωντανός, γιόρταζε την εορτή των ψυχών την τελευταία ημέρα του τελευταίου μήνα του χρόνου. Τότε οι άνθρωποι έστρωναν τραπέζια για να ταΐσουν τα καλά πνεύματα και από κει προέρχεται το χάλοουιν, η γιορτή δηλαδή των χωρών της Δυτικής Ευρώπης στην οποία τα μικρά παιδιά μεταμφιέζονται και επισκέπτονται τα σπίτια της γειτονιάς όπου τους δίνονται γλυκά και δώρα.

Page 11: Καλικαντζαροι. 1doc

ένα τέτοιο παιδί να γίνει καλικάντζαρος, το δένουν απ' το χέρι της μητέρας του με μια σκορδοπλεξούδα ή με ψαθόσκοινο. Έτσι δεν μπορεί να φύγει μαζί τους. Το τι βασανιστήρια περνούσαν αυτά τα καημένα τα παιδάκια, στα πολύ παλαιότερα χρόνια, δε λέγεται. Τους έκαιγαν τα πέλματα των ποδιών τους και ειδικά τα νύχια τους, γιατί έλεγαν πως «όταν από τη φλόγα της φωτιάς καψαλιστούν και καούν τα νύχια του, δεν μπορεί να γίνει καλικάντζαρος χωρίς νύχια».Παρόμοια δοξασία είναι και αυτή του γερμανικού λαού για την Perchta, η οποία εμφανίζεται, το δωδεκαήμερο, να ακολουθείται από ένα πλήθος αβάπτιστων νηπίων και θεωρείται ως ο οδηγός της φάλαγγας των ψυχών, τις οποίες βοηθά στην επάνοδο τους στη γη.Κατά τους Σιφναίους, όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο γίνονται καλικάντζαροι.Στην Τήνο πιστεύουν ότι οι Καλγκάσαρ ήταν άνθρωποι που γίνονταν καλικάτζαροι όταν πλησίαζε η γιορτή του Αι Βασίλη, γιατί ο παπάς που τους βάφτισε είχε κάνει κάποιο λάθος κατά τη διάρκεια του μυστηρίου· μισοτρελαίνονταν και περιπλανιόντουσαν στους δρόμους και τα χωράφια τρομοκρατώντας τους ανθρώπους.Στην Υπάτη λένε ότι οι Καλικάντζαροι είναι οι ψυχές των στρατιωτών που έστειλε ο Ηρώδης για να σκοτώσουν όλα τα νήπια κάτω των δύο χρόνων, με την ελπίδα πως έτσι θα εξόντωνε και το νεογέννητο Χριστό. Στη Ζάκυνθο πίστευαν πως οι καλικάτζαροι είναι οι ψυχές των πεθαμένων που ανέβαιναν από τον Κάτω Κόσμο. Στα χωριά της Ηπείρου και της Καρδίτσας πίστευαν πως ο Θεός τιμώρησε τους Ρωμαίους στρατιώτες που έπιασαν το Χριστό, μεταμορφώνοντάς τους σε καλικατζάρους.Οι θρύλοι της Σαντορίνης μιλούν για τις Γιαλούδες, θηλυκά στοιχειά, κορίτσια που ήταν γεννημένα την ημέρα των Χριστουγέννων. Κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου οι Γιαλούδες υπνοβατούσαν και, όποιος τις συναντούσε, έπρεπε να τις ξυπνήσει, αλλιώς θα τον παρέσυραν σε κάποιο ποτάμι και θα τον έπνιγαν.

ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΙΑ Όλοι μαζί έχουν όλα τα «σακατ'λίκια» του κόσμου. Ο καθένας έχει και κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τον κάνει να ξεχωρίζει. Από αυτό το χαρακτηριστικό ο λαός μας τους έδωσε και τα ονόματά τους. Είναι ως επί το πλείστον λέξεις σύνθετες και αστείες.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΛΑΓΑΝΑΣ Ο Μαλαγάνας  θέλει πολλή προσοχή γιατί ξεγελάει τα  παιδιά με γλυκόλογα και έτσι καταφέρνει να τους παίρνει τα γλυκά.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΗΣ Ο Τρικλοπόδης έχει χταποδίσιο χέρι που το χώνει παντού και σκουντουφλάνε πάνω του οι άνθρωποι. Του αρέσει πολύ να μπερδεύει τις κλωστές από το πλεχτό της γιαγιάς.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΠΛΑΝΗΤΑΡΟΣ Ο Πλανήταρος πλανεύει τους ανθρώπους γιατί μπορεί να μεταμορφώνεται  σε  ζώο ή σε κουβάρι.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΛΑΠΕΡΔΑΣ Του Μαλαπέρδα του αρέσει να κατουράει και στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται. Γι’ αυτό όσες νοικοκυρές τον ξέρουν φροντίζουν να κλείνουν καλά το καπάκι της κατσαρόλας τους.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΓΑΡΑΣ

Page 12: Καλικαντζαροι. 1doc

Ο Μαγάρας έχει μια κοιλιά σαν τούμπανο και αφήνει βρομερά αέρια πάνω στα φαγητά των ανθρώπων.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΒΑΤΡΑΚΟΥΚΟΣ Ο Βατρακούκος είναι θεόρατος και ολόιδιος βάτραχος.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΑΤΑΧΑΝΑΣ - ΠΕΡΙΔΡΟΜΟΣ Ο Καταχανάς  τρώει διαρκώς και τα πάντα. Ρεύεται και βρομάει απαίσια.Ο Περίδρομος είναι ο άλλος  φαταούλας της παρέας  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ Ο Κουλοχέρης είναι σαραβαλιασμένος, μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ, κι όλο μπερδεύεται και πέφτει κάτω.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΠΑΡΩΡΙΤΗΣ Ο Παρωρίτης έχει μύτη σαν προβοσκίδα και πολύ μαλακή. Εμφανίζεται παράωρα, δηλαδή λίγη ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός, αξημέρωτα, κι έχει μανία να παίρνει τις φωνές των ανθρώπων. • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΓΟΥΡΛΟΣ Ο Γουρλός έχει τα μάτια του τεράστια σαν αυγά. Φυσικά, δεν του ξεφεύγει τίποτα.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΟΨΟΜΕΣΙΤΗΣ Ο Κοψομεσίτης είναι κουτσός και καμπούρης και, πιο πολύ απ’ όλους τους  άλλους καλικάντζαρους, του αρέσουν οι τηγανίτες με το μέλι.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΣΤΡΑΒΟΛΑΙΜΗΣ Το χαρακτηριστικό του Στραβολαίμη είναι ότι στριφογυρνάει διαρκώς σα σβούρα το κεφάλι του.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΟΨΑΧΕΙΛΗΣ Του Κοψαχείλη τα δόντια είναι τεράστια και κρέμονται έξω από τα χείλη του. Του αρέσει να κοροϊδεύει τους παπάδες και γι’ αυτό φορά συνήθως ένα ψεύτικο καλυμμαύκι.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΩΛΟΒΕΛΟΝΗΣ Ο Κωλοβελόνης είναι μακρύς σαν μακαρόνι κι έτσι μπορεί εύκολα να περνάει από τις κλειδαρότρυπες κι από τις τρύπες του κόσκινου. Είναι ιδιαίτερα σβέλτος και γρήγορος στις κινήσεις του. Λένε πως ίσως ο Κωλοβελόνης να έχει ουρά που καταλήγει σε βέλος.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΝΤΡΑΚΟΥΚΟΣ, ο ΖυμαρομύτηςΜαντρακούκος ή Πρώτος ή Κουτσός. Είναι κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος, καραφλός κι ασχημομούρης, πιο πολύ απ’ τους άλλους. Η σκούφια του, που την έχει υφάνει μόνος του από γουρουνότριχες, δεν φτάνει να σκεπάσει τα αυτιά του, που είναι μεγάλα σαν του γαϊδάρου. Έχει και μία τεράστια μύτη που του κρέμεται σαν μαλακό ζυμάρι.Ο «Μανδρακούκος» κρατάει για σκύπτρο του γκλίτσα, συχνάζει στα μαντριά και τα βοσκοτόπια και τη νύχτα βγαίνει και πειράζει τους ανθρώπους που περπατούν στο δρόμο. Ο Μανδρακούκος ρίχνει γάντζο από την καμινάδα και κλέβει λουκάνικα από την φωτιά και πειράζει τα πρόβατα στα βοσκοτόπια. • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΠΑΓΑΝΟΣ Παγανός ή Πρώτος ή Μεγάλος. Η αφεντιά του είναι κουτσός. Λένε μάλιστα πως τον κούτσανε μια κλοτσιά από το γαϊδούρι της Μάρως, μιας χωριατοπούλας που την κυνηγούσε κάποτε ο Παγανός  για να την κάνει γυναίκα του, αλλά αυτή κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι που είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι της και κατάφερε να του ξεφύγει. Ο Παγανός  έτρεξε μανιασμένος κοντά στο γαϊδούρι και την έψαχνε. Το ζωντανό τότε τρόμαξε τόσο πολύ, που άρχισε να κλοτσάει. Μια δυνατή φαίνεται πως έφαγε ο

Page 13: Καλικαντζαροι. 1doc

Παγανός και σακατεύτηκε. Ο Παγανός έχει κουνελίσια αυτιά και λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες. Φοβάται όμως πιο πολύ απ’ όλους τους Καλικάντζαρους  τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου. Ρίχνουν μάλιστα και αλάτι που κάνει θόρυβο όταν πέσει στη φωτιά, για να τον τρομάξουν ακόμα περισσότερο.  • ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΔΑΡΟΣ Κατσικοπόδαρος ή Κατσιποδιάρης ή Μέγας Καλικάντζαρος. Η μεγαλειότητά του είναι φαλακρός και κασιδιάρης κι έχει ένα κατσικίσιο ποδάρι. Είναι κακορίζικος, ελεεινός και γρουσούζης. Όπου βάλει το κατσικίσιο του ποδάρι φέρνει καταστροφή.

Άλλες ονομασίες«Καλικάντζαροι» (Πανελλαδική κοινή ονομασία), «Καλκατζόνια», «Καλκάνια», «Καλιτσάντεροι», «Καρκάντζαροι», «Σκαλικαντζέρια», «Σκαντζάρια», «Τζόγιες», «Λυκοκάντζαροι», «Καρκαντζόλοι», «καρκατζαλαίοι», «καρκατζέλια», «κλοτσονούρηδες», «καρκατζόκωλοι», «κολοτσέντες», «σκαρτσιμπλούκια», «σούστρες», «κατσιμποχέροι», «καλιβρούσηδες», «κακανθρωπίσματα», «Καλικαντζαρού», «Καλικαντζαρίνες», «Καλοκυράδες», «Βερβελούδες», «Κωλοβελόνηδες» «καψιούρηδες», «μνημοράτοι», «(π)αρωρίτες», «παγανά», «καλλισπούδηδες», «ζούζουλα», «σκαρκόντζες», Ο αρχηγός των καλικάντζαρων στη παλιά Αθήνα λεγόταν «κωλοβελόνης» ενώ στη Θεσσαλία «αρχι-τζόγιας» (και «τζόγιες» οι καλικάντζαροι) στη δε Κωνσταντινούπολη «Μαντρακούκος». «Τσιλικρωτά» (Καρδαμύλη Μάνης), «Καλιοντζήδες» (Ήπειρος), «Πλανήταροι» και «Πλανηταρούδια» (Κύπρος), «Κατσι-άδες» (Χίος), «Κάηδες» και «Καλισπούδηδες» (Σάμος), «Κάηδες» αλλά και «Καημπίληδες» (Κάρπαθος), «Σιβότες» και «Σιφώτες» (Καπαδοκία), και ακόμη «Χρυσαφεντάδες» (Οινόη-Πόντος), πλάσματα που γενικά αυτοί εμφανίζονται και συμπεριφέρονται και ως καλικάντζαροι. Σε μερικά μέρη τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους, η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες». Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξεροτήγανα! Στη Νάξο τις γυναίκες των καλικάντζαρων τις αποκαλούν «Καλοκυράδες» για να τις καλοπιάσουν (εξευμενίσουν), ενώ στη Κωνσταντινούπολη «Βερβελούδες». Η "Βερβετζού" ή "Τρίμουρη Τζόγια", με τα τρία πρόσωπα κρατάει ζωντανή την τριπρόσωπη θεά Εκάτη, ως τις μέρες μας. Όπως και στην αρχαιότητα, έτσι και στην Νεοελληνική παράδοση, της άφηναν οι νοικοκυρές ένα πιάτο φαΐ κουλουράκια ή λουκάνικα, στην άκρη της σκεπής.

Page 14: Καλικαντζαροι. 1doc

Κατά το ρωμαϊκό και βυζαντινό παρελθόν ονομάζονταν βαβουτσικάριοι, δηλαδή εφιάλτες.

ΕτυμολογίαΔιαφορετικές είναι και οι απόψεις περί της ετυμολογίας της ονομασίας τους, «καλικάντζαροι».

Καλίκη = πέταλο, σιδεροπάπουτσο. Άντζα, άντυξ = καμάρα, τόξο, καμπύλη. Παράγωγο από την Τουρκική γλώσσα (κατά Schmidt και Wachsmuth). Εκ του «καλός + κάνθαρος» [Καλικάνθαρος] Κοραής (Άπαντα Δ΄) που

συμφωνούν αργότερα ο Boll, ο Κουκουλές και ο Μπούντουρας. "Κάνθαρος"(=σκαθάρι) που το Μεσαίωνα ονομαζόταν και "κάντζαρος": Οι γεωργοί παρομοίαζαν τα σκαθάρια με δαιμονικά όντα, επειδή έβλαπταν τη σοδειά τους.

Εκ του «λύκος + κάνθαρος» παρήγαγε επίσης και ο Πολίτης (Πανδώρα). Εκ του «λύκος + άντζαρος » [= ανήρ] παρήγαγε ο Λουκάς (Φιλολογικές

επισκέψεις). Επίσης εκ του «καλίκιν + τσαγγίον» ή «καλός + τσαγγίον» και της

μεγεθυντικής κατάληξης –άρος (= ο φέρων καλά τσαγγία, υποδήματα, αντί καλίκια) ή ο φέρων καλίκια αντί τσαγγίων όπως παρήγαγε ο Πολίτης.

Εκ του λατινικού «καλιγάτος» “Caligatus” ετυμολόγησε ο Οικονόμου. Τελευταία (1955) η ετυμολογία του Παντελίδη υποστήριξε εκ του «καλίκιν +

άντζα». Ο Lawson παρήγαγε ετυμολογία εκ του «καλός + κένταυρος» ενώ Ο Δεινάκης υποστηρίζει ότι η ετυμολογία του ονόματος είναι παράγωγο του

«καρκάντζι» (καρκάντζαρος) που σημαίνει το ξηρό, το καμμένο, o τσουρουφλισμένος.

Κάποιοι λένε ότι το Καλι προέρχεται από το καλός, κάλος, για να εξευμενίζει τα πνεύματα και τα καλοπιάνει. Όπως π.χ. συνηθίζουμε στην Ελλάδα να λέμε

Page 15: Καλικαντζαροι. 1doc

την τρικυμία, φουρτούνα ή το ξύδι, γλυκάδι και τις Ερινύες, Ευμενίδες. Η ονομασία παγανά, έχει να κάνει με τη λέξη "pagano" δηλαδή ειδωλολάτρης.

Και μια παροιμίαΑυτός γεννήθηκε στην «εποχή των καλικαντζάρων». Λέγεται για άτομα άτολμα και ευθυνόφοβα (Μακεδονία)

……………………………………………………………………………

Παραδόσεις1Οι καλικάντζαροι είναι μικρά πλάσματα που τρώνε όλα τα γλυκά των Χριστουγέννων. Έτσι, λένε και στην Αντίπαρο, πως στο κάστρο έβγαιναν καλικάντζαροι και χόρευαν όλο το βράδυ. Κατόπιν περνούσαν στο Σιφνέικο μέσα σε μια σπηλιά και έμεναν εκεί. Κατά διαστήματα μεταμορφώνονταν σε γουρούνες μαζί με τα μικρά τους και πήγαιναν στη βρύση του χωριού. Εκεί στη βρύση ήταν μια συκιά, που έκανε πολλά σύκα. Κάτω από τη συκιά έμεναν οι γουρούνες με τα γουρουνάκια. Οι καλικάντζαροι ήταν ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών της Αντιπάρου. Μια φορά ήταν ένας και πήγαινε στο μύλο. Εκεί λοιπόν, σε ένα αλώνι, είδε κάτι καλικάντζαρους. Είχε συνεννοηθεί με το μυλωνά να έχει το στάρι έξω απ' το μύλο. Μόλις αντίκρισε τους καλικάντζαρους, από το φόβο του, έριξε κάτω το στάρι κι άρχισε το χορό. Καθώς χόρευε, έκραξε ένας κόκορας και οι καλικάντζαροι είπαν: «Έκραζε κόκορας, ξημέρωσε, να φύγουμε.» Ένας άλλος όμως καλικάντζαρος είπε: «Όχι, αυτός ο κόκορας είναι άσπρος.» Μετά κράζει άλλος κόκορας, λέει ένας άλλος καλικάντζαρος: «Αυτός ο κόκορας είναι κόκκινος». Αργότερα έκραξε ένας μαύρος κόκορας και είπαν όλοι οι καλικάντζαροι: «Τώρα πια είναι μέρα. Θα φύγουμε, ξημερώνει.» Κάνουν ένα «φρου» και ο άνθρωπος έμεινε μόνος του στο αλώνι.

2Μια παραμονή των Φώτων ένας μυλωνάς φόρτωσε, κατά τα μεσάνυχτα, το άλεσμά του στο ζώο και κίνησε για το χωριό. Διένυσε μικρή απόσταση και αντιλήφθηκε «ένα κουπάδ' καρκατζαλοί, μι φουνές, μι τραγούδια, μι διουλιά»! [βιολιά]Τα ’χασε ο άνθρωπος. Τι να κάνει; «Για να γλυτώσ', ένα μουνάχα τον έσωζε, να μην τον καταλάβουν!».«Μια κι δυο ρίχνιτι πάν' στο σαμάρ', ανάμεσα στα δυο σακιά με τ’ αλεύρ’ κι ζαρώνει». Φτάνουν οι καλικατζάροι, αρχίζουν να πηδούν γύρω - γύρω στο ζώο, και φώναζαν: «να η μια μεριά, να κι η άλλη μερια απ' το γαιδούρ, ο Μυλουνάς πούντος;». Αυτός ο έρημος άχνα δεν έβγαζε. Ευτυχώς το ζώο μετά το πρώτο ξάφνιασμα, συνέχισε να τραβά για το χωριό, με δυσκολία βέβαια, γιατί το περικύκλωναν τα παγανά.Σαν ζύγουσαν όμως στο χωριό, κουκουρίκου! κουκουρίκου! ακούεται να λαλάει το πρώτο του πετεινάρ'». Τότε οι καλικάντζαροι φωνάζουν:Αϊντιστι να φεύγουμι,έρχετι ζουρλόπαπαςμι του παλιουμπάκρατσου,να μας φουτίσει τουν κώλου μαςκι τα κακαβράκια μας.

Page 16: Καλικαντζαροι. 1doc

3Μια γυναίκα είχε ένα κορίτσι κι ένα «προγόνι» (παρακόριτσο) που δεν το αγαπούσε. Μια μέρα που είχαν απλωμένα τα ρούχα στο ποτάμι άφησε το παρακόριτσο να μαζέψει τα ρούχα, ενώ αυτή κι η κόρη της έφυγαν. Στόχος βέβαια της κακής γυναίκας ήταν να νυχτωθεί το προγόνι και να το πάρουν οι Καλικάντζαροι.Πράγματι, σε λίγο ήρθαν αυτοί και άρχισαν να ρωτούν το κορίτσι, που δεν τους φοβήθηκε:- Τι θέλει η νύφη; Αυτή απάντησε : - Θέλει φστάνι». Αμέσως η επιθυμία της εκπληρωνόταν. Έτσι, το κορίτσι γύρευε συνεχώς και οι Καλικάντζαροι την ικανοποιούσαν. Προς τα ξημερώματα πια, γύρεψε «μια σέλά άλογου». Μόλις το άλογο ήρθε και «κανόνζαν να καβαλκέψει η νύφη, για να φύγουν, λάλσι πετεινός κι παν οι καλκατζαροί». Έμεινε, λοιπόν, η κόρη με όλα τα πράγματα, καβαλίκεψε το άλογο κι έφτασε στο σπίτι.Η παραμάνα, σαν έμαθε τα μαντάτα, και για να μη μείνει η δική της κόρη χωρίς πράγματα, την έστειλε το άλλο βράδυ στο ίδιο μέρος. Ήρθαν πάλι οι καλκατζάροι κι τη ρουτούσαν:«Τι θέλει η νύφη; Κι αυτή, άπληστη καθούς ήνταν, τα ζήτσε ούλα μαζί και της έφηραν και τ' άλογο γλήγορα, κι έτσι την πήραν κι έφυγαν».

ΠαραλλαγήΜια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι ορφανό από μάνα που ζούσε με τον πατέρα του και τη μητριά του. Ο πατέρας του κοριτσιού ταξίδευε συχνά κι έτσι η μικρή τον περισσότερο καιρό έμενε με τη μητριά του, που ήταν κακιά και το βασάνιζε και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το ξεφορτωθεί.Καθώς ήρθαν τα Χριστούγεννα, το δαιμόνιο μυαλό της μητριάς σκαρφίστηκε τρόπο για να βγάλει από τη μέση το κοριτσάκι μας. Σκέφτηκε πως, μιας και τις νύχτες τούτες κυκλοφορούσαν τα καλλικαντζάρια, ήταν ευκαιρία να βρει αφορμή να το στείλει για κάποιο θέλημα ένα βράδυ, ώστε να την αρπάξουν και να γλιτώσει από αυτό. Κι έτσι, αφού σκοτείνιασε το έστειλε στο μύλο να πάει να αλέσει στάρι, τάχα γιατί είχε σωθεί το αλεύρι και δεν είχανε να φτιάξουνε ψωμί. Το κοριτσάκι, που γνώριζε για τους καλλικαντζάρους, δεν ήθελε να βγει μες στη νύχτα καθώς φοβόταν πως θα το έπαιρναν μαζί τους, αλλά δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς κι αναγκάστηκε να πάει.Φόρτωσε λοιπόν τα σακιά με το στάρι στο γαϊδουράκι και ξεκίνησε. Φτάνοντας στο μύλο, βρήκε το μυλωνά να σφαλίζει την πόρτα. Μόλις το είδε ο μυλωνάς, απόρησε:-Γιατί κοριτσάκι γυρνάς τέτοια ώρα έξω; Δεν ξέρεις πως τέτοια ώρα βγαίνουν τα καλλικαντζάρια;-Το ξέρω, μα και τι να κάνω; Με έστειλε η μητριά μου για αλεύρι.αποκρίθηκε εκείνο.-Καλά, έμπα μέσα και άλεσε. Μα σαν τελειώσεις, φεύγοντας, κλείσε την πόρτα.τού'πε ο μυλωνάς κι έφυγε.`Αρχισε να αλέθει το κοριτσάκι και νά'σου φανερώνονται τα καλλικαντζάρια κι αρχίσαν να του λένε πως θα το πάρουνε μαζί του. Τί να κάνει το κοριτσάκι, προσπάθησε να τα καθυστερήσει, μπας και γλιτώσει. Κι έτσι, κάθε φορά που το ρωτούσαν αν θά'ρθει μαζί τους, εκείνο τους ζητούσε κι από ένα πράγμα για ανταλλάγμα. Μ'αυτό τον έξυπνο τρόπο, προσπαθούσε να τα καθυστερήσει μέχρι να λαλήσει ο πετεινός τρεις φορές κι εκείνα να εξαφανιστούν! Κι έτσι κι έγινε. Κι όταν τελικά λάλησε ο κόκκορας τρίτη φορά, όχι μόνο τα καλλικαντζάρια ξεκουμπίστηκαν, αλλά το κοριτσάκι είχε κερδίσει κι ένα σωρό καλούδια από κείνα που τους ζητούσε κάθε φορά που τη ρωτούσαν αν θα πήγαινε μαζί τους.

Page 17: Καλικαντζαροι. 1doc

Έτσι, όταν έφτασε στο σπίτι της, η κακιά μητριά, που την είδε να γυρίζει πίσω σώα και μάλιστα φορτωμένη με ένα σωρό δώρα, σάστισε κι άρχισα να ζητάει να μάθει πως έγινε τούτο και πως βρέθηκαν τόσα πράγματα. Το κοριτσάκι της εξήγησε πως της τα δώσαν τα καλλικαντζάρια καθώς τους τα ζήταγε για αντάλλαγμα για να τα ακολουθήσει. Μόλις τ'άκουσε αυτό η άπληστη μητριά αποφάσισε να πάει κι εκείνη στο μύλο το επόμενο βράδυ.Όταν, λοιπόν, πήγε η μητριά και φανερώθηκαν τα καλλικαντζάρια για να την πάρουνε μαζί τους, εκείνη ανυπόμονη και αχόρταγη τους ζήτησε μονομιάς όλα εκείνα που ήθελε μαζεμένα. Οπότε οι καλλικάντζαροι της τά'φεραν στη στιγμή, δεν είχε απομείνει πια τίποτε να ζητήσει, οπότε την άρπαξαν και την κατέβασαν μαζί τους στα άδυτα της γης. Κι έτσι, το κοριτσάκι μας γλίτωσε από την κακιά μητριά κι έζησε ευτυχισμένο με τον πατέρα του που γύρισε απ'τα ταξίδια.

4Διηγιότανε μια γυναίκα, πως αφού ετοίμασε τα γλυκά της - βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα - είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε. Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί λένε «του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα». Έτρεξε και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν. Όμως η αυγή αργούσε να 'ρθει και ξαφνικά σ' ένα τρίστρατο, ακούσαν φωνές και γέλια. Σε μια στιγμή γέμισε ο δρόμος Καλικάτζαρους. Άρπαξαν τα παιδιά, τους πετάξανε ότι κρατούσανε, και αρχίσανε έναν τρελό χορό τραγουδώντας:- Ω!... στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε, μπρε μπαγάσικα.Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένοι οι Καλικάτζαροι αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού, κι αρχίσανε να τρέχουνε με στριγγλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους «που 'ναι κόκκινες σαν φλογίτσες φωτιάς» και κουνούσανε τις ουρές τους σαν το «φυσερό», εδώ και εκεί. Σαν ξημέρωσε, βγήκαν τα τρία παιδιά και διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει οι Καλικάτζαροι.

5Ήταν μια γυναίκα μαμή, που καθόταν κοντά στο Σιφνέικο. Μια νύχτα της χτύπησαν την πόρτα και της είπαν: «Κυρα-μαμή, κυρα-μαμή, έλα από κει, γιατί κοιλοπονάει η αδερφή μου.» Άνοιξε την πόρτα, και τι να δει; Κάτι μικρά και τρομαχτικά πλάσματα, τους καλικάντζαρους! Είχε φοβηθεί, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, γιατί είχε ανάγκη από χρήματα, ήταν φτωχιά. Πήγε λοιπόν μαζί τους και, καθώς περνούσαν κάτω από το Σταυρό, της είπαν οι καλικάντζαροι: «Αν κάνει αγόρι, χαρά σε σένα. Αν κάνει κορίτσι, θα σε σκοτώσουμε». Η μαμή πήρε ένα κεράκι μαζί της για καλό και για κακό. Αφού έφτασαν, την κατέβασαν μέσα σε μια σπηλιά, όπου ήταν κι άλλες τέσσερις γυναίκες-καλικάντζαροι. Γέννησε η έγκυος και έκανε κορίτσι! Τότε η μαμή το κεράκι, που κρατούσε, το κάρφωσε στο παιδάκι. «Αγόρι, αγόρι!» φώναξε η μαμή και της έδωσαν οι καλικάντζαροι ένα πουγκί με λίρες. Πήγε στο σπίτι της η γυναίκα και έκλεισε την πόρτα. Μάλιστα έβαλε από πίσω εικόνες και παρακαλούσε να μην καταλάβουν οι καλικάντζαροι το κόλπο της. Αργότερα, πήγαν οι καλικάντζαροι έξω από το σπίτι της, χτυπούσαν την πόρτα κι έλεγαν: «Κυρα-μαμή, κυρα-μαμή, κερένιο ήταν το παιδί».

Page 18: Καλικαντζαροι. 1doc

6Πριν πολλά χρόνια κάποιος άνθρωπος καθώς επέστρεφε από τα περιβόλια του με το γαϊδούρι κάποια στιγμή ένιωσε κάποιον να πηδάει και να καβαλάει πίσω του. Το γαϊδούρι κοίταξε την σκιά του και πράγματι κάποιος πολύ ψηλός άντρας φαινόταν ότι καθόταν πίσω του. Όντας μέρες των Χριστουγέννων, και ξέροντας ότι κυκλοφορούν καλικάντζαροι, γυρίζει ξαφνικά και του μπήγει μια βελόνα στο μέτωπο (λέγεται ότι αν κανείς κάτι τέτοιο φυλακίζεις τον καλικάντζαρο και γίνεται δούλος σου). Και πράγματι έτσι έγινε. Ο καλοκάνταρος είχε πάρει τη μορφή ενός πανύψηλου άσχημου άντρα. Ο άνθρωπος έβαζε τον καλικάντζαρο να του φτιάχνει τα χωράφια, και γενικότερα όλες τις δουλείες του... Ο άνθρωπος όμως που κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον καλικάντζαρο τον περιποιότανε, του έκοβε τα νύχια, τα μαλλιά και γενικότερα τον φρόντιζε. έτσι πέρασαν τα χρόνια και ο καλικάντζαρος παρέμεινε δούλος του, όταν πέθανε όμως ο καλικάντζαρος δεν είχε κανένα να τον φροντίσει( οι συγγενείς του ανθρώπου που τον αιχμαλώτισε ,χαίρονταν την περιούσια που είχε φτιάξει ο καλικάντζαρος και κανείς δεν τον φρόντιζε) έτσι μια μέρα ο καλικάντζαρος καθώς περπατούσε βλέπει μια γριούλα που ήταν φανερό ότι δεν έβλεπε καλά. Και της λέει<<γιαγιά κοιτάζεις αν έχω τίποτα εδώ στο μέτωπο γιατί κάτι με ενοχλεί?>> ψηλαφά η γιαγιά και αγγίζει το βελόνι<< ναι παιδάκι μου του λέει κάτι έχεις>> ( δεν κατάλαβε η γιαγιά ότι ήταν καλικάντζαρος , καθότι δεν έβλεπε καλά) << μου το βγάζεις σε παρακαλώ;>> της λεει και αυτος. Του βγάζει η γρια το βελόνι και αμέσως χάθηκε ο καλικάντζαρος και μαζί του χάθηκαν και όλα αυτά που είχε φτιάξει.....

7Στη Σκοτεινή ήταν ένας μυλωνάς ο οποίος είχε το μύλο του έξω από το χωριό. Ένα βράδυ, ενώ άλεθε το άλεσμα, πήγε ένας καλικάντζαρος και εκτύπησε την πόρτα. Άνοιξε ο μυλωνάς και είδε τον καλικάντζαρο που τον έλεγαν Τσόκαρο. Αφού καλησπέρισε το μυλωνά, ο μυλωνάς τον επέρασε μέσα. Είχε βάλει χοιρινό κρέας στη σούβλα και το έψηνε. Ο καλικάντζαρος είχε μια σούβλα με βατράχια και την έβαλε δίπλα στη σούβλα του μυλωνά που είχε λίπος, ενώ του καλικάντζαρου ξεραινόταν. Ο καλικάντζαρος λέει του μυλωνά: «Μπάρμπα, άλειφ' το και μένα». Το άλειψε μια, δυο, τρεις, ώσπου στο τέλος απελπίστηκε και λέγει στον καλικάντζαρο να σκύψει να ιδεί αν έχουν ψηθεί τα βατράχια. Μόλις έσκυψε ο καλικάντζαρος, τον εχτύπησε στο κεφάλι με τη σούβλα. Τότε άρχισε ο καλικάντζαρος να φωνάζει: «Οχ, ο κακομοίρης ο Ντοσαβέτε». Όταν άκουσαν οι άλλοι καλικάντζαροι τις φωνές του έξω από το μύλο, έφτασαν και τον ρώτησαν τι έπαθε. Αυτός συνέχιζε να φωνάζει το ίδιο. Οι άλλοι του απάντησαν: «Αφού κάηκες μόνος σου, τι φωνάζεις;». Έτσι οι άλλοι καλικάντζαροι έφυγαν και γλίτωσε ο μυλωνάς».

ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ (ΛΥΓΟΥΡΙΟ)Ο Ευάγγελος Τσιλογιάννης από το Λυγουριό, διηγείται:«...Μια φορά λέει, ένας από δω, από το χωριό, είχε πάει ν' αλέσει στο νερόμυλο, κάμποσο μακριά από το χωριό. Άργησε όμως να τελειώσει τη δουλειά του και στο δρόμο, όπως γύριζε, να 'σου και βγαίνουνε μπροστά του κάτι γκατζόνια (καλικάντζαροι). Μόλις τους πήρε το μάτι του, πηδάει στα γρήγορα στη μέση, στο σαμάρι του μουλαριού του, που είχε φορτώσει τα δυο σακιά με το άλεσμα και κουκουλώνεται με μια παλιόπανα που είχε κοντά του.

Page 19: Καλικαντζαροι. 1doc

Όταν φτάσανε κοντά οι καλικάντζαροι, είδανε το μουλάρι να προχωράει μοναχό του, κι είπανε ο ένας στον άλλο: «Να το ένα πλευρό, να και το άλλο, να και το πανωγόμι στη μέση. Πού είν' ο κερατάς; Μπροστά θα είναι». Πιλαλάγανε τότε μπροστά από το μουλάρι, αλλά δε βρίσκανε τίποτα και ξαναγυρίζανε πίσω. Τηράγανε ξανά το μουλάρι, αλλά δε βρίσκανε τίποτα και ξαναγυρίζανε πίσω και πάλι τα ίδια: «Να το ένα πλευρό, να και το άλλο, να και το πανωγόμι στη μέση. Πού είν' ο κερατάς; Πίσω θα είναι». Άιντε, λοιπόν, πίσω για να βρούνε τον άνθρωπο. Δε βλέπανε όμως κανένα και γυροφέρνανε το μουλάρι και ξανά τα ίδια από την αρχή. Το μουλάρι τράβαγε μοναχό του το δρόμο για το σπίτι κι από κοντά οι καλικάντζαροι, μέχρι που φτάσανε αγνάντια στο χωριό. Τότε ακουστήκανε από μακριά να λαλούν τα κοκόρια και αμέσως τα γκατζόνια χαθήκανε, γιατί μόλις ακούγανε κόκορα να λαλάει, τρέχανε να κρυφτούνε. Τόσες ώρες παλεύανε και δεν κατάλαβαν τελικά ότι ο άνθρωπος ήτανε στη μέση του μουλαριού, κουλουριασμένος και μισοπεθαμένος από την τρομάρα του. Έτσι όπως ήτανε, έφτασε στο σπίτι του. Η γυναίκα του, που άκουσε το κουδούνι του μουλαριού, πετάγεται από το κρεβάτι και βγαίνει για να βοηθήσει τον άντρα της να ξεφορτώσει. Τι να δει, όμως; Ο άντρας της, ξυλιασμένος πάνου στο μουλάρι και έτοιμος να ξεψυχήσει. Μαζεύονται οι γειτόνοι από τις φωνές της, τον κατεβάζουνε, τον πάνε στο σπίτι. Αν δεν τον λιβανίζανε και δε φέρνανε τον παπά να τον διαβάσει, θα πέθαινε ο άνθρωπος. Όταν πια συνήλθε, τους είπε τη λαχτάρα που τράβηξε από τα κουτά γκατζόνια, που ευτυχώς όμως ήτανε κουτά και δεν τον καταλάβανε, γιατί αλλιώτικα, αλίμονο του. Πολλοί άλλοι, όμως, που είχανε πάθει από καλικαντζάρια, πεθαίνανε αμίλητοι. Μαυρίζανε ή βγαίνανε μαυροκόκκινες πετάλες (φούσκες) ή από το στόμα τους τρέχανε αφροί». Τσιτσί (Τυχερό Έβρου)Τα "τσιτσί" συνδέονται με τον ερχομό των καλικάντζαρων στον επάνω κόσμο και παρομοιάζονται με πολύ μεγάλες γάτες, οι οποίες εμφανίζονται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και προκαλούν ζημιές σε όσα σπίτια δεν προσφέρουν λεφτά, όταν χτυπούν στους τοίχους τους. Ανήμερα τα Χριστούγεννα χτυπούν οι καμπάνες σημαίνοντας το τέλος της κυριαρχίας αυτών των πλασμάτων, ενώ τα παιδιά του χωριού περιφέρονται με το τσατάλ, βέργα με διχάλα στο ένα άκρο της, και ένα ταψί στο οποίο συγκεντρώνουν τα κεράσματα και τραγουδούν "Τσιτσί κολουντρί χάπε ντέρε σε ιγκούδιν" (δηλαδή: Τσιτσί κολουντρί ανοίξτε την πόρτα, γιατί ξημέρωσε). Στο παρελθόν, εκείνοι που δεν άνοιγαν την πόρτα τους τιμωρούνταν παραδειγματικά με τη μεταφορά κάποιου αντικειμένου από την αυλή τους στο δρόμο ή στην πλατεία του χωριού. Σήμερα η σκανταλιά έχει μεγαλύτερη σημασία από αυτό καθαυτό το κέρασμα.

Τα καρκατζόλια στα χωριά της Έξω Μάνης«Τις λιγοστές ώρες που μέναμε το βράδυ στο μαγερειό, κοντά στην αναμμένη φωτογονία, πνιγμένοι στον καπνό, ακούγαμε τις κυράδες μας, να μας λένε για τα καρκατζόλια (καλλικαντζάρους), που ήταν λέει κάτι μαγαρισμένα δαιμονικά. Όλο το χρόνο ζούσαν κάτω από τη Γη και προσπαθούσαν να κόψουν το τεράστιο δέντρο που την κράταγε με όλες τις πολιτείες και τα Χωριά της. Ήθελαν να την δουν να γκρεμίζεται στο χάος και να γελάνε. Παραμονές όμως Χριστουγέννων άφηναν το κόψιμο του δέντρου και ανέβαιναν πάνω στη Γη, για να πειράξουν τους ανθρώπους,

Page 20: Καλικαντζαροι. 1doc

γιορτές μέρες που έρχονταν, μαγαρίζοντας τα φαγητά και τα γλυκά τους. Έμεναν μέχρι την Πρωτάγιαση, που αγιάζονταν τα νερά. Τότε έλεγαν γεμάτα τρόμο: "Φύγετε να φύγουμε, γιατί έρχετ' ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του", και έφευγαν. Στο μεταξύ το μισοκομμένο δέντρο είχε θρέψει, και οι κουτούτσικοι καλλικάντζαροι πολέμαγαν πάλι από την αρχή και πάλι το άφηναν μισοκομμένο τα ερχόμενα Χριστούγεννα. Έτσι η γη έμενε και θα μένει στη θέση της.» 

(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)

Τα καμώματα των καλικαντζάρων [Το διηγήθηκε ο Σταύρος Σταυρίδης από τον Αγ. Επίκτητο, 52 χρονών]Μια μέρα άκουσα την Αϊσιέ ή Σελιμούν, όπως τη λέγαμε, μια Τουρκάλα, να Ρώτα τη μητέρα μου.-Ηρταν γειτόνισσα το σκαλαπούνταρος;-Όι, γειτόνισσα, ύστερα από πέντε μέρες έρχεται ο κουτσός και ύστερα από έξι μέρες έρχεται όλο το τάγμα.Παραξενεύτηκα, μα πριν προφτάσω να ρωτήσω, μου έδωσε την απάντηση η γριά Αίσιε.-Τεν ξεύρεις, ογλούμ, σκαλαπούνταρος; Πάνω στην δώμαν ηβουρά, ξιμαρισιάν του ιτσιμινιάν κάμνει, κακός, πολλά κακός... μεν φοάσαι, γιαβρούμ, παπά ιτικόν σας θκιώχνει".Εγώ προσποιήθηκα ότι κατάλαβα και οι δυο γειτόνισσες κάθισαν και άρχισαν ατελείωτες κουβέντες για τους σκαλαπούνταρους, που δεν καταλάβαινα αν ήταν γεγονότα η παραμύθια. Ύστερα από πέντε μέρες η μητέρα μου έδωκε μιαν κουλούρα και λίγα φύλλα ελιάς των Βαΐων, να τα πάρω της Σελιμούς και να της πω πως ήρθαν. Η απορία μου τόσο μεγάλωσε, που μόλις παρεδωκα την κουλούρα και την ελιά στην Αϊσιέ, έτρεξα στο σπίτι του παππού μου, που δεν ήταν πολύ μακριά και τον ρώτησα:-Ποιοι έρχονται παππού; Κι εκείνος αμέσως κατάλαβε τι είχα στη σκέψη μου και μου άπαντα.-Οι σκαλαπούνταροι, παιδί μου. Έλεγαν, παιδί μου, πως κάποτε ένας γέρος Τούρκος από το Καζαφανι έτυχε να νυκτωθεί στο χωριό μας, χωρίς να ξέρει ότι είναι δωδεκάμερα. Όταν του το είπαν οι χωριανοί και παρ' όλο που τον προσκαλέσανε να μείνει στο χωριό τους ως την άλλη μέρα, για να μην περπατά μόνος στο δρόμο νύκτα, αυτός, επειδή έπρεπε να βρεθεί στο σπίτι του, τη νύκτα, έφυγε. Στο δρόμο όμως τον καταδίωξε ένας καλικάντζαρος. Ευτυχώς δεν ήταν σε μεγάλη απόσταση από το χωριό του και τα κατάφερε να φθάσει τρέχοντας στο σπίτι του. Ο καλικάντζαρος όμως τον πρόφτασε και τον άρπαξε από τη βράκα, την ώρα που έμπαινε μέσα και έκλειε την πόρτα. Του κάκου την τραβούσε για να ελευθερωθεί. Ο Τούρκος μέσα, ο καλικάντζαρος έξω, μέχρις ότου η χανούμισσα πήρε το ψαλίδι και έκοψε τη βράκα, ελευθερώνοντας έτσι τον άντρα της.

Από "τα Παγανά" του Στρατή Μυριβήλη...  ..."Από τα Γέννα ως τα Φώτα αυτή 'ταν η μυστική λαχτάρα ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Θα τα δούνε φέτος τα Παγανά; Κάθε βράδι γι' αυτά μιλούσαν. Για τα συνήθια και για τα καμώματά τους.Η μάνα, σαν έγερναν να κοιμηθούν, έριχνε μια φούχτα αλάτι στη σκεπασμένη χόβολη. Τσατ, πατ, έσκαγε κάθε λίγο και λιγάκι τ'αλάτι, να τρομάζουν οι

Page 21: Καλικαντζαροι. 1doc

καλλικαντζάροι, να μη σβήνουν τη φωτιά με τον τρόπο πούξεραν. Τρόμαζαν τα Παγανά, τρόμαζαν και τα παιδιά πάνω στον ύπνο τους και ξεπετιόνταν. Πριν πέσει να κοιμηθεί στρίμωχνε και μια ρίζα αφάνες μπροστά στη σταχτοθυρίδα, μην κατεβούν και κατουρήσουν τη στάχτη κ' ύστερα λιώνουν και τρυπάνε τα ρούχα στη μπουγάδα.Κρέμαζαν οι γυναίκες μάτσα τρικοκκιές και γύρω στο ψωμοσάνιδο, να μη μπορούν να μαγαρίσουν τη ζυμωσιά.Όμως κάποιο βράδυ έρχονται πλια οι Καλλικαντζάροι, και μάλιστα με τον πιο πίσημον τρόπο.Κει που καθόντανε κουλουριασμένα τα παιδιά μέσα στο παραγώνι κι άκουγαν νυσταγμένα τα παραμύθια της γριάς, πατημασιές έτριζαν πάνω στο χιονισμένο δώμα, γέλια πνιγμένα και μικρά ουρλιαχτά.Κόβονταν τότε στη μέση οι κουβέντες, οι καρδιές χτυπούσαν με λαχτάρα, τα μάτια καρφώνονταν στο ταβάνι.-Αυτοί είναι, μάνα!Τα παιδιά πετάγονταν έξω από το παραγώνο, χλωμά-θειαφοκέρι.-Εμ, Αυτοί θάναι, έλεγαν οι μεγάλοι, και κοιτάζονταν με νόημα. Ποιός άλλος, μέρες πούναι!Είτανε αλήθεια οι Καλλικαντζάροι.Σε λίγο γινόταν μια μικρή φασαρία από σιδερικά εκεί ψηλά, μέσα στα μαύρα βάθια της καμινάδας. Τσάγκα, τσούγκα! Οι καπνιές πλια μαδούσαν και πέφτανε πάνω στα κούτσουρα, και σε λίγο να και κατέβαινε σιγά-σιγά ένα λανάρι κρεμασμένο από ψιλό σκοινί. Το λανάρι κουνιότανε πέρα-δώθε πάνω από τη φωτιά, και μεσ' από την καμινάδα ακούγονταν οι Καλλικαντζάροι που τραγουδούσαν το τραγούδι τους:Λαγκούρ, λουγκούρ τα λανάριατου παπά τα καλεντάρια!Για μια πίτα με τυρίγια σαράντα σαραϊλί!Είτανε κάτι που δε λέγεται το τί νιώθαν οι μικροί. Μια γλυκιά φρίκη έτρεχε μέσα στα φυλλοκάρδια, στύλωναν τα μάτια, κ' η καρδιά χτυπούσε να σπάσει.Η μάνα πήγαινε έφερνε τυρόπιτα και την κάρφωνε στα καρφιά του λαναριού. Που να βρεθούν "σαράντα σαραϊλί" στο φτωχικό τους.Οι Καλλικάντζαροι ανασέρνανε πάλι το λανάρι, και πριν να φύγουν κατέβαινε ακόμη μια φορά η φωνή τους μέσ' από τον μπουχαρή.-Και του χρόνου Χριστιανοί!-Αμήν! έλεγαν σοβαρά, σιγανά όλοι οι μεγάλοι. Και του χρόνου νάμαστε γεροί."....

Ο Κόλιαντρoς. Ο Κόλιαντρος δεν είναι ένα απλό ξυλαράκι με πρακτική μόνο αξία. Αντίθετα, κρύβει και άλλες ιδιότητες, που είναι μαγικές και φυλακτικές. Το κεδρόξυλο, που χρησιμοποιούν για την κατασκευή του, καθώς και τα σκαλίσματα που κάνουν στις τέσσερες πλευρές του, δεν διαλέχτηκαν άσκοπα και τυχαία.Ξύλο από κέδρο, που έχει τη μυρωδιά του λιβανιού και το λιβάνι, όπως ξέρουμε, το χρησιμοποιούν παντού και όλοι για να απομακρύνουν το κακό και ειδικά τον έξω από δω. Έπειτα το σχοινάκι με την κοκκινόασπρη σύνθεση του, συμβολίζει με το άσπρο του χρώμα την αγνότητα και την αθωότητα και με το κόκκινο, τη ζωή, την ευρωστία και γονιμότητα.Παρόμοια, και οι αρχαίοι Έλληνες με “φλόκια” άσπρου και κόκκινου βαμμένου μαλλιού, στόλιζαν την Ειρεσιώνη (από το είρος=έριον, μαλλί), που την είχαν σύμβολο της ευφορίας και της γονιμότητας της γης και σαν έθιμο. Έθιμο παρόμοιο με τα Κόλιαντα και τα Σούρβαλα που γιορτάζουμε στους Μεταξάδες. Εκτός από τις παραπάνω ιδιότητες, όμως, το κόκκινο χρώμα έχει προστατευτική και αποτρεπτική δύναμη που εμποδίζει τα Καρκαντζέλια, αλλού τα λένε παγανά, να πλησιάσουν και να μαγαρίσουν τα κουλουράκια του κόλιαντρου, που τόσο τα

Page 22: Καλικαντζαροι. 1doc

λιγουρεύονται.Εκείνο όμως που κάνει τα Καρκαντζέλια να εξαφανισθούν από το πρόσωπο της γης, είναι ο Σταυρός, το γράμμα Χ και το διπλό καγκελάκι που είναι επαναλαμβανόμενο Χ (Χριστός), σκαλισμένο στις τέσσερες πλευρές του κόλιαντρου.Τα κουλουράκια, επίσης, που λιγουρεύονται τα καρκαντζέλια κρύβουν και αυτά πολλές ιδιότητες. Εκείνο που μας κάνει εντύπωση είναι ότι οι μητέρες μας, χωρίς να υποψιάζονται το γιατί επιμένανε να τα φτιάχνουν λειψά, άζυμα, και να τα ψήνουν πρόχειρα, στη μπόντσα μέσα σε χόβολη, όπως είπαμε και πιό πάνω.Αυτή η συνήθεια έχει τις ρίζες της στην Ιουδαϊκή Ιερή Παράδοση, που πηγάζει από την Αγία Γραφή, όπου μαθαίνουμε ότι ο θεός δίνει ρητή εντολή στους Ισραηλίτες “επτά ημέρας άζυμα εδεσθε” Γιατί όπως μας εξηγεί και ο Απόστολος Παύλος (Α' Κορ. κεφ 5 στ.8), ο άζυμος άρτος είναι σύμβολο της αρετής, της ειλικρίνειας και της αλήθειας ενώ ο ένζυμος της κακίας και της πονηριάς. Ο δε Θεοδώρητος ο Κύρου, Πατέρας της Εκκλησίας, προσθέτει “Η ζύμη ως μεταβάλλουσα (φουσκώνουσα) το ζυμωτόν λαμβάνεται ως σύμβολον της φθοράς, της κακίας, το δε άζυμον σύμβολον της αρετής”. Τα παιδιά είναι αθώα και αγνά και γι'αυτό πρέπει να γευθούν από τον Άρτο της Αρετής και της Ζωής, (Άμωμο Αμνό). Ήταν το φιλοδώρημα του νεογέννητου Χριστού. Αυτός ο ίδιος ο Χριστός.Επίσης και η χρήση της ρόκας είναι συμβολική, γιατί σύμφωνα με μια δοξασία του λαού, που την είχαν και ο αρχαίοι μας πρόγονοι, η ρόκα είναι το σύνεργο που χρησιμοποιεί η μια από τις τρεις μοίρες της ζωής, η Κλώθω για να κλώσει τη μοίρα του νεογέννητου Χριστού.Πολλές ομοιότητες βρίσκουμε και στη Σουρβαλιά της Πρωτοχρονιάς. Μοιάζει πολύ με την αρχαία Ειρεσιώνη, καθώς και με την Ικετηρία, μόνο που αυτά τα σύμβολα διαφέρουν ως προς τον στολισμό τους. Η Ειρεσιώνη της αρχαιότητας ήταν ένα κλωνάρι ελιάς στολισμένο με μαλλιά προβάτου και στα κλωνιά κρεμούσαν διάφορους καρπούς. Το ίδιο γινόταν και με την Ικετηρία από τους Ικέτες.Η Σουρβαλιά στολιζόταν αποκλειστικά με κρέας χοιρινό και λουκάνικα, γι'αυτό και τη λιγουρεύονταν τα καρκαντζέλια, και οι νοικοκυρές για να μην την πλησιάσουν την κρεμούσαν μόνο με τα λουκάνικα μπροστά στο εικονοστάσι. Άλλωστε, κάθε βράδυ θυμιάτιζαν όλο το σπίτι για να είναι σίγουρες ότι δεν θα τολμήσουν να μπουν μέσα αυτά τα κακό μορφα και ενοχλητικά όντα.Σε πανάρχαιες δοξασίες έχει τις ρίζες της και η συνήθεια των Χριστοϊαννάδων να βροντολογούν τις αυτοσχέδιες ντααρτζίκες τους τη νύχτα των Χριστουγέννων, γιατί, όπως λέει η Λαογράφος, Άννα Παπαμιχαήλ, “ο μεταλλικός ήχος έχει εν δυνάμει την ικανότητα να απομακρύνει τα πάσης φύσεως δαιμονικά όντα και πνεύματα23”. Για του λόγου την αλήθεια, αναφέρουμε ενδεικτικά τα κουδουνάκια που χρησιμοποιεί η Εκκλησία στα Δεσποτικά άμφια, στο θυμιατό και αλλού καθώς και το χτύπημα που κάνει ο ιερέας σε μέταλλο πριν την θεία κοινωνία. Οι βοσκοί επίσης κρεμούν κάθε λογής κουδούνια στα ζώα τους, ασφαλώς όχι μόνο για να είναι όμορφα.Τέλος, το κόσκινο που χρησιμοποιεί η νοικοκυρά για να βάλει μέσα τα σπορίδια είναι εκείνο που στην κυριολεξία τις δύσκολες για την Παναγία ώρες και συνάμα χαρούμενες, μπερδεύουν τα καρκαντζέλια, τα κρατούν μακρυά μας και τα αποδυναμώνουν.Υπάρχει μια δοξασία του Ελληνικού λαού που λέει ότι “τα παγανά” μαζί με τον Κουτσό, όταν δούν σπόρους καρπουζιού ή άλλου καρπού αρχίζουν να τους μετρούν. Ένα κόσκινο με τα σπορίδια μέσα είναι ό,τι το χειρότερο γι'αυτά. Καταπιάνονται, λοιπόν, με το μέτρημα. Επειδή, όμως, ενώ μετρούν δεν τολμούν να προφέρουν το τρία, που συμβολίζει την Αγία Τριάδα, ξαναρχίζουν πάλι από το ένα. Στο μεταξύ φτάνει το ξημέρωμα, κελαηδεί ο πετεινός και τα καρκαντζέλια φεύγουν πανικόβλητα και έτσι αφήνουν ήσυχους τους ανθρώπους, χωρίς να τους κάνουν κανένα κακό. Ήσυχη, όμως, αφήνουν και την Παναγιά και δεν την ενοχλούν τις δύσκολες ώρες της γέννας, με αποτέλεσμα να γεννήσει πιο εύκολα.

Μέσ’ στα φλόγινα θεμέλιατου 'Αδη, στης φωτιάς το κέντροστηλωμένο ως τη συντέλειαστέκει γίγαντας το δέντρο…Τ’ άγρια παγανά μανιάζουν,ρυάζονται, το δέντρο αδράζουνμε τα δόντια, το ξεσκίζουν

Page 23: Καλικαντζαροι. 1doc

…Και με λύσσα πελεκάνεπελεκάν με τα τσεκούριακαι μ’αγώνα πολεμάνενα το ρίξουν μ’ άγρια φούρια

Γιώργος Στεφόπουλος που υπογράφει ως 'Αγνης Ορφικός.

Η (ανομολόγητη) λατρεία των νερών Θρησκευτικές και δεισιδαιμονικές αντιλήψεις συνυπάρχουν σε μια από τις μεγαλύτερες εορτές του χριστιανισμού ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΟΛΥΜΕΡΟΥ-ΚΑΜΗΛΑΚΗ | Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2007

Το σύνολο θρησκευτικών και δεισιδαιμόνων δοξασιών και αντιλήψεων που εκφράζουν τον σεβασμό και τον φόβο του πρωτόγονου ανθρώπου για δυνάμεις που δεν μπορεί να ελέγξει με τις αισθήσεις του συγκροτεί το σύστημα της λαϊκής πίστης, η οποία εκδηλώνεται με τη λαϊκή λατρεία. Στο σύστημα αυτό ανήκουν αρχέγονες δοξασίες και πράξεις αντίστοιχα αλλά και θρησκευτικές συνήθειες τις οποίες έχουν καθιερώσει οργανωμένες θρησκείες, όπως ο χριστιανισμός, σε ένα αρμονικό σύνολο μαγικοθρησκευτικών αντιλήψεων και ενεργειών. Η συνύπαρξη αυτή ήταν απαραίτητη, εφόσον ο λαός δεν ήταν δυνατόν να ερμηνεύσει με τον ίδιο κάθε φορά τρόπο φαινόμενα και περιστατικά της ζωής του σε σχέση με τη φύση που τον περιέβαλλε.

Μπορεί βεβαίως κάποιες γιορτές να έχουν χάσει τη συμβολική και τελετουργική τους σημασία και να διατηρούν ως ανάμνηση τους λόγους καθιέρωσής τους, ωστόσο τα Θεοφάνια ή Φώτα, όπως χαρακτηριστικά τα ονομάζει ο λαός, αποτελούν ακόμη και σήμερα τη μεγάλη γιορτή του χριστιανισμού, θεότρομη γιορτή. Ο λαός λέγοντας Φώτα και Λαμπρή εννοεί ότι αυτές οι δύο γιορτές είναι οι μεγαλύτερες του χρόνου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για υπολανθάνουσα λατρεία των νερών, αφού τη νύχτα της 5ης Ιανουαρίου πιστεύουν ότι ανοίγουν οι ουρανοί, η θάλασσα γλυκαίνει, οι άνεμοι ημερεύουν, ακόμη και τα ζώα μιλούν. Η Εκκλησία οδηγώντας σε αυτό το θαύμα υπογραμμίζει: «Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις».

Η «φύσις των υδάτων» αγιάζεται, δηλαδή αποκτά ξανά, με τη δύναμη του σταυρού, τον ιερό της χαρακτήρα, τον οποίο κατά τη διάρκεια του χρόνου που πέρασε απώλεσε, εν όλω ή εν μέρει, καθώς σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού, οι οποίες έχουν την αφετηρία τους στους αρχέγονους φόβους του ανθρώπου για τη μεγαλοσύνη και την παντοδυναμία του φυσικού κόσμου που τον περιβάλλει, πονηρά πνεύματα κυκλοφορούν πάνω στη γη, ιδιαίτερα

Page 24: Καλικαντζαροι. 1doc

κατά το προηγηθέν Δωδεκαήμερο, και ενοχλούν τους ανθρώπους. Αυτά τα όντα, δύσμορφα και «παράταιρα», έχουν διάφορες ονομασίες: Λυκοκαντζαραίοι, Σκαρικατζέρια, Καρκατζέλια, Πλανήταροι (Κύπρος), Κάηδες (Σύμη), Καλλισπούδηδες, Χρυσαφεντάδοι (Πόντος), Κωλοβελόνηδες, Παρωρίτες ή Παραωρίτες (πριν από το λάλημα του πετεινού), Παγανά κ.ά. Με παρεμφερή ονόματα υπάρχουν οι καλικάντζαροι και στους βαλκανικούς λαούς.

Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις «οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης αποκάτου. Ούλο το χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν κόβουν όσο που μενέσκει λιγάκι ακόμα ως μια κλωνά άκοπο, και λεν "χάισε να πάμε, και θα πέση μοναχό του". Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης, και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ' έρχονται κι ούλο φτόνι τη δουλειά κάνουν. Κυρίως κάνουν κακό (πνίγουν) τα αβάφτιστα παιδιά. Και στα νησιά φτάνουν οι καλικάντζαροι. Με το καράβι τους. Κάνουν ζημιές: Χύνουν το νερό, τ' αλεύρι, κατουρούν τη στάχτη. Γι' αυτό και βάζουν στη φωτιά ρείκια, αλάτι, που κάνουν κρότο, ή ρίχνουν κανένα πετσί να βρωμάει. Καλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννιούνται το Δωδεκαήμερο, γιατί έχουν συλληφθεί την ίδια μέρα με το Χριστό. Γίνονται κακοί και θέλουν να κάνουν κακό στους ανθρώπους».

Τα Φώτα λοιπόν όλα αυτά τα πονηρά πνεύματα φεύγουν με τον αγιασμό που πραγματοποιεί ο ιερέας και με αυτόν ραντίζει όλους τους χώρους. Ομολογούν την ήττα τους και λένε:

«Φεύγετε να φεύγουμε, έρχετ' ο τουρλόπαπας

Με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του».

Την έννοια του καθαρμού και της απαλλαγής από την επήρεια των δαιμονίων του Δωδεκαημέρου έχουν κι άλλες συνήθειες κατά τη διάρκειά του, όπως το συνεχές άναμμα της φωτιάς στο τζάκι, η δημιουργία σταυρού στο ανώφλι του σπιτιού με τα κεριά των Φώτων. Ακόμη παίρνουν «καινούργιο» νερό, αγιασμένο από την κατάδυση σ' αυτό του σταυρού, και με αυτό ραντίζουν το σπίτι και τα κτήματα. «Αγιασμό» κρατούν και στο εικονοστάσι του σπιτιού για τις δύσκολες ώρες. Στη Θράκη την ημέρα των Φώτων βρέχουν στη βρύση τον ιερέα ή ένα νέο ανδρόγυνο για το καλό της χρονιάς. Είναι προφανής ο γονιμικός και ευετηρικός χαρακτήρας της εθιμικής πράξης.

Τη στάχτη από το τζάκι που καίει κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου τη συγκεντρώνουν και με αυτή «ραντίζουν» περιμετρικά το σπίτι, δημιουργώντας έναν προστατευτικό κύκλο γύρω από αυτό για να φύγουν τα καλικαντζάρια και τα μυρμήγκια.

Page 25: Καλικαντζαροι. 1doc

Ο μεγάλος αγιασμός, ο οποίος γίνεται παντού, αποτελεί τελετή καθαγιασμού και εξαγνισμού των υδάτων. Μέσα στα παγωμένα συνήθως νερά ρίχνεται ο σταυρός και νέοι βουτούν για να τον πιάσουν, γεγονός που θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό για την υγεία και την καλή χρονιά.

Την ίδια ημέρα σε πολλά μέρη της Ελλάδας γινόταν πλύσιμο των φορητών εικόνων σε λίμνες, ποτάμια ή στη θάλασσα, για να καθαριστούν. Η συνήθεια αυτή παραπέμπει ενδεχομένως στα Πλυντήρια του αγάλματος της Αθηνάς από τους αρχαίους Αθηναίους στο Φάληρο. Παράλληλα γίνονταν πλειστηριασμοί για τη μεταφορά και φιλοξενία στο σπίτι για ένα διάστημα των εικόνων για την ενίσχυση του εκκλησιαστικού ταμείου. Του Θεού τα ύδατα

Από τη βρύση ως τον ποταμό και τη λίμνη και τη θάλασσα τα νερά έχουν θεοποιηθεί και τα λατρεύει ο άνθρωπος. Κανένα άλλο φυσικό στοιχείο δεν έχει θεοποιηθεί όπως το νερό, μέσα στο οποίο ζουν χιλιάδες οργανισμοί και με τη βοήθεια του οποίου ζουν οι υπόλοιποι οργανισμοί. Το ύδωρ της Στυγός (ο ιερότερος όρκος) και το αθάνατο (νερό της μυθολογίας). Το νερό είναι ζωντανό και αισθάνεται (κοιμάται, ξυπνά, το καλημερίζουμε, είναι αμίλητο), έχει δύναμη εξαγνισμού και καθαρμού. Από εκεί και η ιδιαίτερη σημασία της βρύσης ή του πηγαδιού προς τα οποία εκδηλώνεται ο απαραίτητος σεβασμός με την επίσκεψη της νύφης, την προμήθεια νέου αμίλητου νερού κατά την πρώτη του έτους κτλ. Από τον βαβουτζικάριον στους καλικάντζαρους

Παγανά είναι γενικότερα τα εξωτικά και τα φαντάσματα. Paganus σημαίνει χωρικός, ο αστράτευτος (παγάνα, παγανιά) και κατόπιν ο εθνικός και μη χριστιανός. Και παγανή Κυριακή = χωρίς άλλη εορτή. Παγανό = το αβάπτιστο νήπιο. Τα αβάπτιστα, σύμφωνα με τις λαϊκές αντιλήψεις, γίνονται παγανά, τελώνια, καλικάντζαροι. Και στους άλλους χριστιανικούς λαούς συναντώνται δοξασίες για δαιμονικά όντα κατά το Δωδεκαήμερο: Λυκάνθρωποι, Στρίγκλες, Μάγισσες, Νόρνες. Οι Βυζαντινοί είχαν αντιστοίχως τον βαβουτζικάριον (εφιάλτην). Ο Μιχαήλ Ψελλός σατιρίζοντας γράφει ότι ένας αγράμματος και αφελής έβλεπε και την ημέρα φανταστικά όντα, όπως ο Ορέστης τις Ευμενίδες. Και καταλήγει για τις δοξασίες περί βαβουτσικαρίων τις ημέρες του Δωδεκαημέρου: «Ει δε μη πάντα τον χρόνον, αλλ' εν ταις ημέραις την του Χριστού γένναν πανηγυρίζομεν, και το θείον εορτάζομεν βάπτισμα, τούτο δη το πάθος εις δαίμονα αναπέπλασται, θαυμάζειν ου χρη. Τηνικαύτα γαρ διά τας αναγκαίας πανηγύρεις νυκτός παρ' αλλήλους οι άνθρωποι αφικνούμενοι, το τε πάθος υφίστανται, και η του δαίμονος χώραν έσχεν υπόληψις».

Page 26: Καλικαντζαροι. 1doc

Η κυρία Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη είναι διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

………………………..

Χριστούγεννα Γιορτή των Θεοφανίων: Κάλαντα για τα «Ουράνια», τα «Φωτόγεννα» ή αλλιώς τα «Φώτα» Τον 4ο μ.χ. αιώνα έγιναν πολλές και χρονοβόρες συζητήσεις για το πότε θα γιόρταζαν οι Χριστιανοί τη Γέννηση του Χριστού. Οι περισσότερες εν ζωή, τότε, θρησκείες, γιόρταζαν τη Γέννηση του "Θεϊκού Παιδιού" γύρω στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Η Ρωμαϊκή εκκλησία έτεινε πιο πολύ προς την 25η Δεκεμβρίου μια και ήταν, παραδοσιακά, η εορτή γέννησης πολλών ηλιακών θεοτήτων. Του Όσιρις, του Βάαλ, του Διόνυσου και – κυρίως - του Μίθρα. Ο Μίθρας, περσική ηλιακή θεότητα, είχε εκείνη την εποχή μεγάλη απήχηση στην Ρώμη, την Ιταλία και τις Δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Η Ανατολική εκκλησία άργησε ν’ασπασθεί αυτήν την ημερομηνία ως επίσημη εορτή της Γέννησης του Χριστού (375 μ.χ.). Η εκκλησία της Ιερουσαλήμ, περίμενε μέχρι τον 7ο μ.χ. αιώνα. H Γέννηση του Χριστού αποφασίστηκε να εορτάζεται την ημέρα που στα προχριστιανικά χρόνια οι λαοί τιμούσαν τον θεό Ηλιο διότι, όπως επισημαίνουν μεταξύ άλλων οι θεολόγοι, ο Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης και το ανέσπερο φωςΟ στολισμός των δένδρων, ο γάμος της φωτιάς, οι φωτισμοί, τα δώρα και οι λιτανείες ήταν πρακτικές ευχαριστίας και δοξασίας της γέννησης του φωτός πολύ πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Οι αρχαίοι Έλληνες, για παράδειγμα, για την λατρεία του Δια και της Κυβέλης στο ύπαιθρο, στόλιζαν δένδρα με αναθήματα, κουλουράκια, πλακούντες και κορδέλες και τα φώτιζαν με λυχνάρια. Δένδρο στόλιζαν και περιέφεραν, για να καταλήξουν στο ναό και οι "Δενδροφόροι" προς τιμήν του Διόνυσου και της Δήμητρας.Τα πρώτα κάλαντα ήταν σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, μελωδίες και ύμνοι των αγγέλων. Τα κάλαντα  είχαν καθιερωθεί από τα πολύ παλιά χρόνια, όταν ακόμη δεν υπήρχαν τα βιβλία, για να διδάσκουν τους μικρότερους αλλά και να υπενθυμίζουν στους μεγαλύτερους τις συνήθειες και τα γιορτινά έθιμα, σχετικά με τη γιορτή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων. Από τότε τα κάλαντα διακρίνονται σε παραδοσιακά και θρησκευτικά.Τα παραδοσιακά κάλαντα διαδόθηκαν στην Αγγλία κατά την εποχή του Μεσαίωνα. Είχαν συνήθως στίχους στην καθομιλουμένη διάλεκτο (και όχι στη λατινική γλώσσα όπως συνέβαινε με τα θρησκευτικά) και είχαν δημιουργηθεί με σκοπό να συνοδεύουν τις γιορτές.

Η γιορτή του θεού Ηλιου δεν είναι το μόνο στοιχείο των αρχαίων θρησκειών που διασώθηκε μέσα στους αιώνες και εμφανίζεται κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων. Οι καλικάντζαροι, οι γιορτές στις πλατείες, το κόκκινο χρώμα, τα ξωτικά και το χάλοουιν αποτελούν κατ' εξοχήν δοξασίες των αρχαίων θρησκειών και πολισμών. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων, των Ρωμαίων και των σκανδιναβικών λαών

Page 27: Καλικαντζαροι. 1doc

παραμένουν ζωντανές και εξακολουθούν να καθορίζουν τις συμπεριφορές πολλών ανθρώπων κατά τη διάρκεια των εορτών. Το κόκκινο χρώμα Το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα, δηλαδή την καρποφορία, όπως επισημαίνει η κυρία Ευγ. Κούκουρα, σε μια εποχή που η φύση είναι νεκρή. Στους αρχαίους πολιτισμούς, προσθέτει, καθ' όλη τη διάρκεια του χειμώνα οι λαοί υπέμεναν την έλλειψη των καρπών και ανέμεναν την έλευση της άνοιξης. H εορτή του θεού Ηλίου μετά τη χειμερινή ισημερία - με το παλιό ημερολόγιο ήταν στις 21 Δεκεμβρίου - αποτελούσε την αφορμή για να βγουν όλοι οι άνθρωποι στους δρόμους και να γιορτάσουν την έλευση της άνοιξης η οποία πλησίαζε. Ετσι βουτούσαν στα παγωμένα νερά των ποταμών και συγκεντρώνονταν στις πλατείες για να γιορτάσουν την εμφάνιση του θεού Ηλίου, ο οποίος θα έλιωνε τα χιόνια και η γη θα άρχιζε και πάλι να καρποφορεί. Ακόμη κρεμούσαν πάνω στα δένδρα φρούτα και κόκκινες κορδέλες, οι οποίες συμβόλιζαν την καρποφορία, την ευφορία και τη ζωή.

Τα μικρά ξωτικά τα οποία στις ταινίες του Χόλιγουντ εργάζονται νυχθημερόν για να ετοιμάσουν τα δώρα που θα μοιράσει ο Σάντα Κλάους στα παιδιά, αποτελούν μέρος της παράδοσης των λαών των σκανδιναβικών χωρών. Τα μικρά αυτά ξωτικά ζούσαν στις ρίζες των δένδρων για να τις διατηρήσουν ζωντανές, για να προφυλαχθούν τα ίδια από το χιόνι και το κρύο και έκαναν την εμφάνισή τους την ημέρα της εορτής του Ηλιου. H επανεμφάνισή τους αποτελούσε, το μήνυμα ότι η άνοιξη πλησιάζει. Φορούσαν κόκκινα ρούχα και είχαν λευκά μανίκια με γούνα από ερμίνα για να διατηρούνται ζεστά, να διατηρούν ζεστή την ελπίδα, ενώ μετέδιδαν το μήνυμα ότι η άνοιξη φτάνει, η γέννηση και η αναγέννηση έρχεται... Χριστουγεννιάτικο δέντρο

Η σύνδεση των δέντρων με τη λατρεία και τα έθιμα της λαϊκής λατρείας είναι πανάρχαια και συναντάται σ’ όλες τις θρησκείες. Αναζητώντας, λοιπόν, τις ρίζες του εθίμου, πρέπει να ξεκινήσουμε από τα πολύ παλιά τα χρόνια· από τότε δηλαδή που το δέντρο, «φυλλοβολώντας το χειμώνα και ξαναζωντανεύοντας την άνοιξη ή και φυλλοκρατώντας ολοχρονίς, όταν όλα γύρω μαραζώνουν, είναι ατόφια η εικόνα της ζωής που βγαίνει από της γης τα βάθη».

Για τον πρωτόγονο, επομένως, το δέντρο είναι η ενσάρκωση της ζωής· μάλιστα «φορτωμένο μαζί κι από τους καρπούς, που τονώνουν το κορμί, το δέντρο γίνεται παράσταση της Γης κι είναι γεμάτο από τη μυστική της δύναμη. Κι όταν η Δύναμη μεταμορφώνεται σε θεούς και δαίμονες, το δέντρο γίνεται ο ενσαρκωμός και παραπέρα η κατοικία του θεού ή του δαίμονα που βγαίνει από τούτο. Ένα του δέντρου κλαδί, ασκάλιστο ή χοντροσκαλισμένο στην αρχή, γίνεται ομοίωμα του θεού· μπροστά του στέκει ο βωμός ή δίπλα χτίζεται ένας ναός, αγιάζοντας το σύδεντρο». Κι ο λάτρης, τέλος, προσεύχεται στο δέντρο κι αγγίζει τα κλαριά του για απόκτηση της δύναμής του.Στη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων η δεντρολατρεία κατέχει σπουδαία θέση. Στη Μινωική θρησκεία η παρουσία του ιερού δέντρου είναι σημαντική, ενώ η μεγάλη θεά της εμφανίζεται καθισμένη κάτω από το φουντωμένο ιερό της δέντρο. Στη Μυκηναϊκή επίσης η θεά της βλάστησης, της ευφορίας και των δέντρων, όπως φαίνεται στο χρυσό δαχτυλίδι των Μυκηνών του 15ου αιώνα

Page 28: Καλικαντζαροι. 1doc

π.χ., υποδέχεται τους δαίμονες, που της προσφέρουν το νέο κρασί, καθισμένη σε κάθισμα κάτω από το ιερό δέντρο. Γνωστά ακόμη είναι: το ιερό δέντρο της Αθηνάς στην Ακρόπολη, η ιερή «φηγός» της Δωδώνης, τα δέντρα των Δρυάδων Νυμφών, οι οποίες ζούσαν και πέθαιναν μαζί με τις «δρυς» τους κ.λ.π. Δεν είναι χωρίς σημασία, επίσης, ότι: 1) Μινωίτες και Μυκηναίοι πρόσφεραν σπονδές σε ιερούς κλάδους, 2) τα ιερά που αναφέρει ο Όμηρος δεν ήταν παρά ένας βωμός σε κάποιο άλσος με αφιερώματα κρεμασμένα ολόγυρα στα δέντρα, 3) οι αρχαίοι συνήθιζαν να στολίζουν τα σπίτια τους με κλωνάρια δάφνης και ελιάς υποδεχόμενοι το νέο χρόνο κ.λ.π.Στη Φρυγία, τέλος, ένα δέντρο αειθαλές, πεύκο ή έλατο, είναι το κέντρο ορισμένων τελετουργιών που συνδέονται με τη λατρεία της μεγάλης Θεάς, της Κυβέλης. «Είναι η μορφή της Μητέρας Γης και το δέντρο η χρονιάτικη βλάστησή της. Σ’ ένα ανοιξιάτικο πανηγύρι το δέντρο τούτο στολίζεται με μενεξέδες, μάλλινες κορδέλες κι ανοιξιάτικα λουλούδια· απάνου κρεμιέται και τ’ ομοίωμα μικρού παλικαριού, ο γνώριμος ανθρωπομορφισμός του Μαγιόκλαδου και του γονιμικού δαίμονά του».

Από την αρχαιότητα η ιδέα του δέντρου μπαίνει στο χριστιανισμό, ως σύμβολο πλέον του δέντρου «της Γνώσεως» της Παλαιάς Διαθήκης και μετέπειτα του Χριστού, που θεωρήθηκε ως το αληθινό «δέντρο της ζωής». Με δυο δέντρα ελιάς συμβολίζονται ακόμη η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Αργότερα πάλι οι χριστιανοί, ακολουθώντας πατροπαράδοτες συνήθειες, στολίζουν τις εκκλησίες, που πανηγυρίζουν, με κλωνάρια μυρτιάς, δάφνης και ελιάς, ενώ συν τω χρόνω εμφανίζονται δέντρα (ορειχάλκινα, σιδερένια ή σε μωσαϊκά) και στο διάκοσμο των ναών«Η παλιότερη μαρτυρία, που αναφέρει παρόμοιο διάκοσμο, είναι ένα χειρόγραφο πιθανώς του 13ου αιώνα στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο κάνει λόγο για ένα ναό, που έκτισε το 512 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α΄ στο Tur Abdin της βόρειας Συρίας. Μαζί με τα άλλα αφιερώματα και στολίδια γίνεται λόγος και για δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα, τα οποία ήταν στημένα στις δυο πλευρές της Ωραίας Πύλης του ιερού Βήματος. Στα φύλλα των δέντρων υπήρχε θέση για φώτα, ενώ στο καθένα κρέμονταν πενήντα (50 ) αργυρές αλυσίδες από πάνω έως κάτω και σ’ αυτές ήταν τοποθετημένα μικρά αντικείμενα από χαλκό, χρυσό και άργυρο, όπως: αυγά, ζώα, πτηνά, σταυροί, στέφανα, κλαδίσκοι, δίσκοι κ.α.». Η περιγραφή θυμίζει ασφαλώς το διάκοσμο των σημερινών Χριστουγεννιάτικων Δέντρων (Χ.Δ.).Η τοποθέτηση των δέντρων στην εκκλησία του Tur Abdin προφανώς δεν έγινε τυχαία. Ο Λουκιανός (2ος αιώνας μ.Χ.) αναφέρει πως στη Συριακή πόλη Ιεράπολη οι ειδωλολάτρες πρόσφεραν στη Θεά τους θυσίες, κρεμώντας στο δέντρο τα θυσιαζόμενα ζώα με ενδύματα και διάφορα χρυσά και αργυρά αντικείμενα, τα οποία είχαν την έννοια του αποτρόπαιου (δηλαδή να αποτρέπουν το κακό). Οι χριστιανοί, λοιπόν, μη μπορώντας να καταργήσουν το δημοφιλές έθιμο, του προσέδωσαν χριστιανικό νόημα και έβαλαν το δέντρο στις εκκλησίες, εξακολουθώντας να κρεμούν σ’ αυτό διάφορα μικροαντικείμενα, αγγεία, απομιμήσεις ζώων και πτηνών κ.λ.π.Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προέλευση του εθίμου είναι Ανατολική και πως από την Ανατολή πέρασε στη Δύση. Πότε όμως συνέβη αυτό και πότε εμφανίζεται σαν ειδικό πια δέντρο των Χριστουγέννων, δεν είναι γνωστά.Οι αρχαιότερες μαρτυρίες χρήσης κλάδων ή δέντρων ελάτης για χριστουγεννιάτικο διάκοσμο στις γερμανικές χώρες αναφέρονται στην περιοχή

Page 29: Καλικαντζαροι. 1doc

του Στρασβούργου, κατά το 16ο αιώνα. Η ευαισθησία των Γερμανών για το έλατο και ο συμβολισμός της ελπίδας, της σταθερότητας, του κουράγιου και της δύναμης, που του απέδιδαν, αποτυπώνεται στο τραγούδι των Ιπποτών «o Tannenbaum, o Tannenbaum» (Ω έλατο, ω έλατο), που προέρχεται από την ίδια χρονική περίοδο (1550).Είναι βέβαιο, επίσης, πως από τη Γερμανία το έθιμο επανήλθε στις ορθόδοξες χώρες κατά τους δύο τελευταίους αιώνες.Στην Ελλάδα το έφεραν οι Βαυαροί του Όθωνα και τα πρώτα δέντρα στολίστηκαν στην Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1835. Διαδόθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στη χώρα μας και εκλαϊκεύτηκε μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.

Τα Θεοφάνια είναι μία από τις λαμπρότερες γιορτές του έτους. Γιορτάζεται στην αρχή της νέας χρονιάς και με τη μέρα αυτή ολοκληρώνεται το εορταστικό δωδεκαήμερο της Χριστουγεννιάτικης περιόδου. Αν και πρόκειται για μια βαθύτατα χριστιανική γιορτή, τα Θεοφάνεια προέρχονται από την Αρχαία Ελλάδα και γιορτάζονταν στην αρχή της άνοιξης, στους Δελφούς. Αργότερα, η πρώτη μαρτυρία για τα χρόνια του Χριστιανισμού, μας έρχεται από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, ο οποίος έζησε στα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια. Στην ευρύτερη λαϊκή τους απόδοση τα Θεοφάνια ονομάζονται και «Φώτα Ολόφωτα» ή «Φωτόγεννα», γιατί εκείνη τη μέρα, ο κόσμος φωτίζονται και τα νερά αγιάζονται.

Τα γνωστότερα κάλαντα που ψάλλονται την παραμονή των Θεοφανίων είναι τα εξής:

«Σήμερα τα Φώτα και ο Φωτισμόςκαι χαρά μεγάλη στο αφεντικό. Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό Είναι η Παναγιά η Δέσποινα. Με τα θυμιατούρια στα δάχτυλαΤον Άι Γιάννη παρακαλεί: «Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε- Δύνασαι να βαφτίσεις Θεού παιδί;- Δύναμαι και θέλω και Προσκυνώ, Για τον Κύριό μου παρακαλώ....

Κατά μία άλλη εκδοχή, οι στίχοι αναφέρουν τα εξής: «Σήμερα τα Φώτα και οι Φωτισμοίκαι χαρά μεγάλη και Αγιασμοί. Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό Είναι η Παναγιά μας η Δέσποινα. Με τα θυμιατούρια στα δάχτυλαΤον Άι Γιάννη παρακαλεί: «Άγιε μου Γιάννη ΠρόδρομεΒάφτισε και μένα Θεού παιδί, Να αγιαστούν οι κάμποι και τα νεράΝα αγιαστεί κι ο Αφέντης με την Κυρά»....

Page 30: Καλικαντζαροι. 1doc