11
Ποιητής (1896-1928) Ο Κώστας Καρυωτάκης θεωρείται ο πιο αντιπροσωπευτικός ποιητής της πρώτης δεκαετίας του Μεσοπολέμου (της Γενιάς του 1920). Η ποίηση του έχει σχέση με το έργο Γάλλων κυρίως ποιητών. Τη διακρίνει η δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα και η έλλειψη ιδανικών (δε συμμερίζεται τα ιδανικά της «Μεγάλης Ιδέας»), η απογοήτευση και ο ψυχικός κάματος, η διάθεση φυγής, η πικρία και η απαισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή, ενώ εκφράζει το αίσθημα του ανικανοποίητου, ένα πνεύμα διάλυσης και παρακμής. Αναζητείται η λύτρωση στην ποίηση, όμως στο τέλος κεντρικός άξονας της βιοθεωρίας γίνεται ο θάνατος, ενώ ως τρόπος έκφρασης κυριαρχεί ο σαρκασμός (και ο αυτοσαρκασμός). Οι ποιητικές συλλογές του ήταν: Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων Νηπενθή Ελεγεία και Σάτιρες Στις δύο πρώτες εκφράζει μια βαθιά μελαγχολική διάθεση για τη ζωή. Πιστεύει όμως, ότι η πίστη στην ποίηση θα τον οδηγήσει στην λύτρωση. Στο τρίτο έργο δεν υπάρχει καμία πίστη και κεντρικός άξονας της ποίησής του είναι ο θάνατος. Ως προς την τεχνοτροπία, ο ποιητής ακολούθησε αρχικά τις αρχές του συμβολισμού, όμως στην τελευταία του συλλογή, παρόλο που ακολουθούνται παλιές φόρμες, ο στίχος χαλαρώνει ρυθμικά και σπάζει, μεταδίδοντας με αυτόν τον τρόπο τη διάθεση του ποιητή. Η ποίηση του Καρυωτάκη αποτελεί σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και επηρέασε τους σύγχρονους με αυτόν ποιητές (αλλά και μερικούς μεταγενέστερους). Το έργο του αναγνωρίστηκε μετά το θάνατο του. Ὁ Καρυωτάκης δὲν ἀντιγράφεται. Καλὸς ἢ κακός, μικρὸς ἢ μεγάλος, ἀποτελεῖ μιὰ ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα, μοναδικὴ στὴ λογοτεχνία μας. Ἡ γοητεία τοῦ στίχου του εἶναι μιὰ νοσηρὴ καὶ ὀδυνηρὴ γοητεία, ποὺ διατηρεῖ ἀκατάκτητη τὴν ἰδιοτυπία της. (Ἰ. Μ. Παναγιωτόπουλος) [...] «Μόνο, λοιπόν, καταφύγιο μένει ὁ θάνατος, καὶ μόνο ὅπλο κατὰ τῆς ζωῆς, ὅσο ζοῦμε, καὶ μόνη ἀνακούφιση, ἡ εἰρωνεία. Ὁ Καρυωτάκης εἰρωνεύεται τύπους, πράγματα, καταστάσεις, ὅ,τι ξυπνᾷ τὴν ὀργή, τὸν οἶκτο του, τὴν ἀηδία του. [...] Κάτω ἀπὸ τὸ γέλιο του μαντεύει κανεὶς τὴ σύσπαση τοῦ πόνου, εἰρωνεία του δὲν εἶναι παρὰ ἕνας πνιγμένος λυγμός.» (Κλέων Παράσχος, «Κυριακὴ τοῦ Ἐλευθέρου Βήματος», 15 Ἰανουαρίου 1928) Ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα σε ηλικία 32 ετών. Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής : «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ . Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο.

μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων τελικο

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

Ποιητής

(1896-1928)

Ο Κώστας Καρυωτάκης θεωρείται ο πιο αντιπροσωπευτικός ποιητής της πρώτης δεκαετίας του Μεσοπολέμου (της Γενιάς του 1920). Η ποίηση του έχει σχέση με το έργο Γάλλων κυρίως

ποιητών. Τη διακρίνει η δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα και η έλλειψη

ιδανικών (δε συμμερίζεται τα ιδανικά της «Μεγάλης Ιδέας»), η απογοήτευση και ο ψυχικός

κάματος, η διάθεση φυγής, η πικρία και η απαισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή, ενώ

εκφράζει το αίσθημα του ανικανοποίητου, ένα πνεύμα διάλυσης και παρακμής. Αναζητείται

η λύτρωση στην ποίηση, όμως στο τέλος κεντρικός άξονας της βιοθεωρίας γίνεται ο

θάνατος, ενώ ως τρόπος έκφρασης κυριαρχεί ο σαρκασμός (και ο αυτοσαρκασμός). Οι ποιητικές συλλογές του ήταν:

Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων

Νηπενθή

Ελεγεία και Σάτιρες Στις δύο πρώτες εκφράζει μια βαθιά μελαγχολική διάθεση για τη ζωή. Πιστεύει όμως, ότι η

πίστη στην ποίηση θα τον οδηγήσει στην λύτρωση. Στο τρίτο έργο δεν υπάρχει καμία πίστη και κεντρικός άξονας της ποίησής του είναι ο θάνατος.

Ως προς την τεχνοτροπία, ο ποιητής ακολούθησε αρχικά τις αρχές του συμβολισμού,

όμως στην τελευταία του συλλογή, παρόλο που ακολουθούνται παλιές φόρμες, ο στίχος χαλαρώνει ρυθμικά και σπάζει, μεταδίδοντας με αυτόν τον τρόπο τη διάθεση του ποιητή.

Η ποίηση του Καρυωτάκη αποτελεί σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και επηρέασε τους σύγχρονους με αυτόν ποιητές (αλλά και μερικούς μεταγενέστερους). Το έργο του αναγνωρίστηκε μετά το θάνατο του.

Ὁ Καρυωτάκης δὲν ἀντιγράφεται. Καλὸς ἢ κακός, μικρὸς ἢ μεγάλος, ἀποτελεῖ μιὰ ὁλοκληρωμένη

προσωπικότητα, μοναδικὴ στὴ λογοτεχνία μας. Ἡ γοητεία τοῦ στίχου του εἶναι μιὰ νοσηρὴ καὶ ὀδυνηρὴ γοητεία, ποὺ διατηρεῖ ἀκατάκτητη τὴν ἰδιοτυπία της. (Ἰ. Μ. Παναγιωτόπουλος)

[...] «Μόνο, λοιπόν, καταφύγιο μένει ὁ θάνατος, καὶ μόνο ὅπλο κατὰ τῆς ζωῆς, ὅσο ζοῦμε, καὶ μόνη ἀνακούφιση, ἡ εἰρωνεία. Ὁ Καρυωτάκης εἰρωνεύεται τύπους, πράγματα, καταστάσεις, ὅ,τι

ξυπνᾷ τὴν ὀργή, τὸν οἶκτο του, τὴν ἀηδία του. [...] Κάτω ἀπὸ τὸ γέλιο του μαντεύει κανεὶς τὴ σύσπαση τοῦ πόνου, ἡ εἰρωνεία του δὲν εἶναι παρὰ ἕνας πνιγμένος λυγμός.» (Κλέων Παράσχος, «Κυριακὴ τοῦ Ἐλευθέρου Βήματος», 15 Ἰανουαρίου 1928)

Ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα σε ηλικία 32 ετών. Στην τσέπη του κουστουμιού του

πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής:

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις

συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ . Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο

κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη

ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι

χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς

απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο.

Page 2: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας»

Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα.

Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης).

Γραμματολογική τοποθέτηση του έργου

Το ποίημα ανήκει, στη δεύτερη ποιητική συλλογή του Καρυωτάκη, που έχει τον τίτλο "Νηπενθή" (= αυτά που διώχνουν το πένθος / τροπικό διακοσμητικό φυτό, που έχει την ιδιότητα να συλλαμβάνει μέσα στα φύλλα του μικρά έντομα και να τα απομυζά).

Η συλλογή αυτή εκδόθηκε το 1921, όταν ο ποιητής ήταν μόλις 25 ετών, και εξέφραζε ακέραια την εκλεκτική συγγένεια του με τον Μπωντλαίρ που μπορούμε να την ανιχνεύσουμε σε διαφορά

επίπεδα. Ως εναρκτήριο κείμενο των "Νηπενθών" χρησιμοποιήθηκε από τον ποιητή η μετάφραση ενός ποιήματος του Γάλλου ομότεχνού του. Άμεση μπωντλαιρική και η καταγωγή της λέξης «Νηπενθή» που στην αθωότερη εκδοχή της σημαίνει παυσίπονα, παυσίλυπα.

Το ποιητικό είδος της μπαλάντας Ξένο στιχουργικό είδος, Λαϊκό και χορευτικό τραγούδι στην αρχή, εξελίχθηκε βαθμιαία σε μικρό και απλό επικόλυρικό ποίημα. Στην τελική μορφή της η μπαλάντα είναι ποίημα με ολοκληρωμένη υπόθεση και στοιχεία επικά, λυρικά και δραματικά. Έτσι, ενώ στις ρωμανικές

χώρες η μπαλάντα ήταν τραγούδι χορού που το τραγουδούσε ο ίδιος ο χορευτής, στη Γαλλία του 15ου αιώνα αποκρυσταλλώθηκε σε σταθερή μορφή, κυρίως οπό τον Βιγιόν.

Ο όρος πιθανώς προέρχεται από το ελληνικό «βαλλίζω» (= χορεύω, πηδώ ζωηρά). Βάλλισμα λεγόταν το χορευτικό τραγούδι των Ελλήνων της Ιταλίας. Ο Βιζυηνός ονομάζει τις μπαλάντες βαλλίσματα.

Οι μπαλάντες εμφανίζονται είτε με σταθερή είτε με ελεύθερη μορφή. Αυτές της πρώτης κατηγορίας αποτελούνται από τρεις στροφές με ισάριθμους η καθεμιά στίχους και από μια

τέταρτη στροφή με τους μισούς ή λιγότερους στίχους, που λέγεται επωδός Ο τελευταίος στίχος της πρώτης στροφής (ίσως και ο προτελευταίος) συμπίπτει με τον τελευταίο στίχο των άλλων στροφών και της επωδού και λέγεται γύρισμα (βόλτα και τσάκισμα

στα δημοτικά τραγούδια, γαλλικά refrain) Το είδος του μέτρου και ο αριθμός των συλλαβών στους στίχους κάθε στροφής δεν είναι

καθορισμένα. Οι στροφές όμως κάθε μπαλάντας πρέπει να έχουν το ίδιο μέτρο και ως προς τον αριθμό των στίχων μπορεί να έχουν από 7-13. Συνήθως οι στροφές έχουν δέκα ή οκτώ στίχους και, αντίστοιχα, τέσσερις ή τρεις ομοιοκαταληξίες.

Το βασικό νόημα του ποιήματος συσσωρεύεται στην επωδό. Η σταθερή μπαλάντα καλλιεργήθηκε στη Γαλλία, ενώ η ελεύθερη μπαλάντα

καλλιεργήθηκε κυρίως στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Αγγλία και στις Σκανδιναβικές χώρες. Στη νεοελληνική ποίηση μπαλάντες έγραφαν οι Βιζυηνός, Μαρτζώκης, Πολέμης, Παλαμάς, Καρυωτάκης.

Η «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» είναι ποίημα σταθερής μορφής και

μάλιστα ανήκει στην πιο συνηθισμένη εξωτερικά μορφή της μπαλάντας:

Page 3: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

α. Αποτελείται από τέσσερις στροφές (σταθερή μορφή) με στοιχεία δραματικά, επικά και

λυρικά. Οι τρεις πρώτες είναι οκτάστιχες και η επωδός τετράστιχη. 'Εχουμε δηλαδή το

σχήμα 8-8-8-4.

β. Και στις τέσσερις στροφές ο καταληκτικός στίχος είναι ίδιος. Έχουμε με άλλα λόγια

γύρισμα (ρεφραίν: "μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που "ναι").

γ. Όλες οι στροφές είναι γραμμένες στο ίδιο μέτρo- ιαμβικό -.

δ. Στις τρεις πρώτες στροφές έχουμε τρία είδη ομοιοκαταληξίας (1-3 , 2-4-5-7 , 6-8), ενώ

οι στίχοι της επωδού ομοιοκαταληκτούν πλεκτά (καιροί – πενιχρή – πούνε – που ’ναι).

Ενδεικτικές επισημάνσεις

1. Ο τίτλος

Ο τίτλος του ποιήματος είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, διότι προσημαίνει και προφανερώνει

δύο βασικά στοιχεία: το είδος και τη μορφή του ποιήματος και το ποιητικό θέμα, δηλαδή την πρόθεση του ποιητή να συνθέσει μια μπαλάντα για τους άδοξους, άσημους ποιητές .

Ασφαλώς η πρόθεση αυτή του ποιητή σχετίζεται με τις -συχνές έτσι κι αλλιώς στο έργο του-

αυτοβιογραφικές διαθέσεις και αναφορές: πολύ νέος ακόμα, πρωτόβγαλτος στον αγώνα της ποίησης αμφιβάλλει για την αξία και την τελειότητα της τέχνης του. Έτσι, χωρίς καμιά βεβαιότητα

ότι θα κερδίσει μέσα από τη στιχουργική του δημιουργία την αναγνώριση και την καταξίωση, αυτοσαρκάζεται και με πικρόχολη ειρωνεία κατατάσσει τον εαυτό του στους άδοξους ποιητές, που τους μέλλεται να ζήσουν στην αφάνεια η στην άχαρη δημοσιότητα που θα κερδίσουν λόγω της

ελάσσονος τέχνης τους. Ωστόσο, σ Καρυωτάκης μας αφορά γιατί η ποίησή του, εμποτισμένη με ειρωνική δριμύτητα,

στρέφεται ενάντια στον ίδιο πρωτίστως αλλά κι ενάντια στην τέχνη του λόγου και των αναγκαίων, καταστατικών ψευδαισθήσεών της. Πολύ μακριά απ’ οποιαδήποτε πεποικιλμένη μελοδραματική διάθεση ο Καρυωτάκης, χαμογελώντας σαρδόνια, δηλώνει πως η ζωή δεν είναι ποίηση και η

ποίηση δεν είναι πραγματική

2. Πρώτη ανάγνωση του ποιήματος

Ο ποιητής αφιερώνει αυτή την περίτεχνη, τουλάχιστον στιχουργικά, μπαλάντα στους

ποιητές όλων των εποχών που έμειναν άδοξοι, έχοντας την πρόθεση να δείξει τη συμπάθεια

και τη συμπαράσταση του σ’ αυτούς και να ταυτιστεί μαζί τους , αφού και ο ίδιος είναι ακόμη άσημος και δεν έχει αναγνωριστεί το έργο του. Πριν παρουσιάσει ο ποιητής τους άδοξους ποιητές,

αναφέρεται σε κάποιους άλλους, ώστε με την αντίθεση -καλύτερα: με την αντιδιαστολή- να ξεκαθαρίσει την εικόνα των πρώτων.

Λίγα στοιχεία από το βίο και το έργο των άλλων τεσσάρων ποιητών…

α. Ο Πολ Βερλέν είναι από τους πιο σημαντικούς Γάλλους ποιητές του 19ου αιώνα. Συνδέθηκε με τους «ποιητές της παρακμής» και θεωρείται από τους εισηγητές του συμβολισμού. Ο αλκοολισμός

του, το ερωτικό του πάθος για το νεότερο του ποιητή Ρεμπό και οι οικονομικές δυσχέρειες τον οδήγησαν σε μια ζωή τυχοδιωκτική, με φυλακίσεις και άλλες περιπέτειες. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του ήταν το έργο Οι καταραμένοι ποιητές (κριτικές μελέτες για τους ποιητές

της εποχής του). β. Ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του γαλλικού ρομαντισμού, στα νεανικά του

χρόνια ήταν οπαδός των βασιλοφρόνων, έγραψε μάλιστα και φιλομοναρχικά ποιήματα. Όταν όμως συνδέθηκε με τους κύκλους των ρομαντικών, που εξέφραζαν το φιλελεύθερο πολιτικό πνεύμα, μπήκε επικεφαλής του κινήματος αυτού και αναμείχτηκε και στην πολιτική. Όταν ήταν υποψήφιος

για την προεδρία της Δημοκρατίας ο Λουδοβίκος-Ναπολέων Βοναπάρτης (ο Ναπολέων Γ), ο Ουγκώ τον υποστήριξε. Όμως ο Ναπολέων αναστέλλει με πραξικόπημα τη λειτουργία του

Συντάγματος (1851) και ο ποιητής εξεγείρεται κατά του «τυράννου» και αυτοεξορίζεται για δεκαοχτώ χρόνια στις Βρυξέλλες και στο αγγλικό νησί Τζέρσεϊ, Στους τόπους της εξορίας του ασκεί πολεμική κατά του Ναπολέοντα Γ', στο πλαίσιο της οποίας γράφει το λίβελο Ναπολέων ο

Page 4: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

Μικρός και τη σατιρική ποιητική συλλογή Οι Τιμωρίες. Ανάμεσα στα έργα του Ουγκώ ξεχωριστή θέση κατέχει το τόσο γνωστό και πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα του Οι Άθλιοι, στο οποίο στηλιτεύει την αδικία, το φαρισαϊσμό και την αστική μισαλλοδοξία. Ο Ουγκώ στα τελευταία

χρόνια της μακρόχρονης ζωής του έζησε δυστυχισμένος, γιατί δέχτηκε πολλά πλήγματα με τους θανάτους αγαπημένων προσώπων της οικογένειας του,

γ. Ο Έντγκαρ Αλαν Πόε (1809-1849), Αμερικανός λογοτέχνης, είναι από τους πιο σημαντικούς και πολυδιαβασμένους συγγραφείς στον κόσμο και αυτός που δημιούργησε και καθιέρωσε το αστυνομικό λογοτεχνικό είδος. Η ζωή του Πόε ήταν δραματική: σε ηλικία δύο ετών είχε χάσει τους

γονείς του και υιοθετήθηκε από ένα θείο του, με τον οποίο όμως ήρθε σε ρήξη εξαιτίας του απείθαρχου χαρακτήρα του και στη συνέχεια έζησε ως το τέλος της ζωής του με την αδερφή του

πατέρα του. Εργάστηκε κατά διαστήματα σε διάφορα περιοδικά, από τα οποία όμως τον απέλυαν. Τη σύντομη ζωή του ο Πόε την πέρασε μέσα στις περιπλανήσεις, στην ανέχεια, στον αλκοολισμό, στα ναρκωτικά και στο πάθος της χαρτοπαιξίας. Μάλιστα το πιοτό στάθηκε και η αιτία του

θανάτου του. Από τα έργα του ξεχωρίζουν: το αριστουργηματικό ποίημα Το κοράκι, Η πτώση του οίκου των Άσερ (ιστορία φρίκης και τρόμου) και η συλλογή διηγημάτων Αλλόκοτες ιστορίες. Το

έργο του Πόε δεν εκτιμήθηκε στη χώρα του όσο έπρεπε από τους συγχρόνους του, ενώ ο ίδιος ως κριτικός της λογοτεχνίας δημιούργησε με τις καυστικές παρατηρήσεις του πολλούς εχθρούς. Όμως λίγο μετά το θάνατο του ο Γάλλος ποιητής Μποντλέρ μετέφρασε έργα του στα γαλλικά και τον

καθιέρωσε ως μεγάλο δημιουργό. δ. Ο Σαρλ Μποντλέρ, Γάλλος λογοτέχνης του 19ου αιώνα, που κατέχει κορυφαία θέση στην

παγκόσμια λογοτεχνία, είναι πρόδρομος των συμβολιστών και των υπερρεαλιστών και άσκησε αποφασιστική επίδραση στη νεότερη ευρωπαϊκή ποίηση. Χαρακτήρας απείθαρχος και ανεξάρτητος, έζησε σπαταλώντας την περιουσία του πατέρα του (τον οποίο είχε χάσει σε ηλικία

πέντε ετών), υποφέροντας από αφροδίσιο νόσημα, με εθισμό σε ναρκωτικά και μέσα στην πικρία και στη μελαγχολία, η οποία μάλιστα τον οδήγησε και σε απόπειρα αυτοκτονίας. Η περίφημη

συλλογή του Τα Άνθη του Κακού (1847) με ποιήματα ερωτικά, λεσβιακά, πεισιθάνατα και ανατρεπτικά προκάλεσε σκάνδαλο. Τα αντίτυπα του βιβλίου κατασχέθηκαν, επειδή το περιεχόμενο θεωρήθηκε ανήθικο, χυδαίο και βλάσφημο, ενώ ο ποιητής τιμωρήθηκε με πρόστιμο. Ο Μποντλέρ

πέθανε σε ηλικία 46 ετών, απογοητευμένος, που δεν αναγνωρίστηκε και που πολεμήθηκε το έργο του.

Πίσω από τους πληθυντικούς των τεσσάρων ονομάτων νοούνται εκείνοι που ως προς την τύχη

του έργου τους και ως προς τις συγκυρίες της ζωής παρουσιάζουν ομοιότητες.

Οι άλλοι ποιητές λοιπόν είναι εκείνοι σαν τον Βερλέν, τον Πόε και τον Μποντλέρ, που ήταν βέβαια ταλαντούχοι και η παρουσία τους, όπως φάνηκε αργότερα, σημάδεψε την πορεία της

ποίησης σε παγκόσμια κλίμακα, όμως, όσο ζούσαν, μισήθηκαν από τους συγχρόνους τους λόγω της συμπεριφοράς τους ή του περιεχομένου της ποίησης τους και έμειναν παραμερισμένοι ή έζησαν δυστυχισμένοι μέσα στην ανέχεια, στα προσωπικά πάθη τους ή στα πλήγματα της μοίρας ή

γνώρισαν δυσκολίες λόγω της σύγκρουσης τους με την εξουσία, όπως ο Ουγκό. Ωστόσο, αυτοί οι ποιητές καταξιώθηκαν, καθιερώθηκαν ως μεγάλες φυσιογνωμίες και δοξάστηκαν έστω και μετά το

θάνατο τους (κυρίως οι τρεις πρώτοι). Όμως υπάρχουν και πολλοί άλλοι ποιητές, για τους οποίους δεν κάνει ποτέ λόγο κανένας και

μένουν για πάντα στη λήθη. Αυτοί δε θεωρούνται πραγματικοί ποιητές αλλά στιχοπλόκοι και ο

κόσμος περιφρονεί το έργο τους. Ωστόσο, αυτοί οι ποιητές, που θεωρούνται ατάλαντοι, φαντάζονται ότι είναι σπουδαίοι, αλλά παραγνωρίζεται η αξία τους, και ότι θα αποκτήσουν στο

μέλλον αναγνώριση και δόξα. Αυτή η αυταπάτη και η ψευδαίσθηση είναι το δράμα τους. Και ο ποιητής, γεμάτος θλίψη γι’ αυτούς, εντάσσει και τον εαυτό του στη χορεία τους προβλέποντας ότι στο μέλλον κάποιοι θα αναρωτηθούν ποιος άδοξος ποιητής έγραψε αυτή την πενιχρή μπαλάντα για

τους άδοξους ποιητές. Η μπαλάντα αυτή του Καρυωτάκη μπορεί να μην είναι βέβαια αριστούργημα ποιητικό, όμως

δεν είναι καθόλου «πενιχρή» και αυτό το γνωρίζει ο δημιουργός της, ο οποίος είναι απλώς άδοξος ακόμη.

Page 5: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

3. Θέμα και περιεχόμενο

Πρωτότυπο θέμα του ποιήματος είναι η τραγική αυταπάτη των ατάλαντων ποιητών που

φαντάζονται ότι θα αποκτήσουν στο μέλλον αναγνώριση και δόξα. Το περιεχόμενο είναι στοχαστικό.

4. Δομή ποιήματος

1η στροφή : Οι ταλαντούχοι ποιητές που δοξάστηκαν αργότερα ( 6 στίχοι ) και η στάση του ποιητή στους άδοξους ποιητές ( 2 στίχοι ).

2η στροφή : Οι ταλαντούχοι ποιητές που δοξάστηκαν αργότερα ( 3 στίχοι ), αναφορά στους άδοξους ποιητές ( 3 στίχοι ) και η στάση του ποιητή ( 2 στίχοι )

3η στροφή : Αναφορά στους άδοξους ποιητές ( 5 στίχοι ) και η στάση του ποιητή ( 3 στίχοι )

4η στροφή : Ο ποιητής και οι άδοξοι ποιητές.

Ερμηνευτική προσέγγιση Το ποίημα διακρίνεται για τον εξαιρετικό τρόπο με τον οποίο οργανώνεται το ποιητικό θέμα. Πιο συγκεκριμένα, η μπαλάντα έχει την άρτια αρχιτεκτονική δομή μιας αντεστραμμένης

πυραμίδας: στην αναποδογυρισμένη βάση της βρίσκονται οι μείζονες ένδοξοι ποιητές των αιώνων, αμέσως μετά εμφανίζονται οι άδοξοι και αμήχανα στιχουργούντες ελάσσονες ποιητές αυτοί που

ανάμεσά τους κατατάσσει ο ποιητής και τον εαυτό του, τη μοναχική αυτοσαρκαζόμενη οντότητα που θα κλείσει το ποίημα. Ειδικότερα:

Πρώτη στροφή / ενότητα

Υπήρξαν ποιητές, όπως ο Βερλέν, που έζησαν μια δύσκολη ζωή μέσα στην κοινωνική ανυποληψία

και κατακραυγή, ωστόσο κέρδισαν το μέγιστο πλούτο του ποιητή: την καταξίωση της τέχνης τους. Άλλοι πάλι, θέτοντας την πένα τους στην υπηρεσία του πολιτικού και κοινωνικού αγώνα, συγκρούστηκαν με την εξουσία και γνώρισαν τα βάσανα της καταδίωξης, όπως ο Ουγκώ. Και σε

τούτους απόμεινε πλούτος η δόξα του μεγάλου καλλιτέχνη που άφοβος καταγγέλλει τον αυταρχισμό και την υποκρισία. Ο ποιητής της μπαλάντας όμως δεν επιθυμεί να μιλήσει ούτε για

χους πρώτους ούτε για τους δεύτερους. Πρόθεση του είναι ν' αφιερώσει ένα ποίημα σ' όσους ποτέ δεν θα τους αναγνωριστεί καμιά αξία.

Δεύτερη στροφή / ενότητα

Ήσαν κι άλλοι ποιητές, σαν τον Πόε ή τον Μπωντλαίρ, που η δυστυχία του βίου τους τούς έκανε

να ζουν σαν νεκροί, να περιφέρονται απελπισμένες υπάρξεις μέσα στον κόσμο των ασφαλισμένων και ευδαιμόνων χωρίς να μπορούν να ενωθούν μαζί τους. Κέρδισαν όμως την Αθανασία, τον πλούτο του να μνημονεύονται αιώνια. Ο ποιητής της μπαλάντας ούτε για τούτους θέλει να

συνθέσει. Όσοι «στιχουργούν ανάξια» είναι που ερεθίζουν την ποιητική του φαντασία. Αποκλεισμένοι από την ιστορία της τέχνης, τούτοι οι άδοξοι αξίζουν για τον ποιητή μια προσφορά.

Στους τέσσερις τελευταίους στίχους της δεύτερης στροφής το ποίημα έχει ήδη εισέλθει στο κεντρικό του θέμα.

Το σχήμα της εναντίωσης: Στις δύο πρώτες στροφές το ποιητικό νόημα και θέμα αναπτύσσεται και εξελίσσεται με το σχήμα της εναντίωσης:

α) - Ο Βερλέν: ξεπεσμένος άρχοντας αλλά πλούτος, ρίμα αργυρή. - Ο Ουγκώ: τιμωρημένος αλλά μεθυσμένος από ολύμπια εκδίκηση - Ο Πόε και ο Μπωντλαίρ: νεκροί ως ζωντανοί αλλά αθάνατοι ως νεκροί

Ποιητές με άχαρη και βασανισμένη ζωή αλλά καταξιωμένη τέχνη.

β) Αν και είθισται σχεδόν οι πάντες ν' ασχολούνται με τους ένδοξους, ο ποιητής θα γράψει μια

μπαλάντα για κείνους που δεν γνώρισαν την κατάφαση της τέχνης τους, τους άδοξους.

Page 6: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

Τρίτη στροφή / ενότητα

Η τρίτη στροφή έρχεται να αιτιολογήσει την πρόθεση του ποιητή. Πρόκειται για μια αιτιο-λόγηση έμμεση και πλάγια, που η προσεκτικότερη μελέτη της μπορεί να αποκαλύψει το θαυμάσιο

σύμπαν της καρυωτακικής ειρωνείας όπως χαρτογραφεί το πύρινο βίωμα του, τον υπαρξιακό του σπαραγμό. Ο Καρυωτάκης εδώ θα μεταθέσει σταδιακά τον άξονα των αντιθέσεων του από τη

σχέση υποκειμενικού-αντικειμενικού στη σχέση φαινομένου-ουσίας. Την τρίτη στροφή μπορούμε να τη θεωρήσουμε μια σκηνή πλασμένη από τα υλικά του

υπαινιγμού και της αφαίρεσης. Το τοπίο είναι ασαφές ανάμεσα στο πλήθος των "κανονικών" που

καταφρονούν κάθε ετερότητα, περνούν οι άδοξοι ποιητές, «αλύγιστοι κι ωχροί». Αδιάφοροι για το υποτιμητικό κοινωνικό σχόλιο, χλωμοί από τον πυρετό που προκαλεί κάθε ανταπόκριση στην

κλίση της ύπαρξης , κινούνται με το βλέμμα τους προσηλωμένο σ’ ένα επέκεινα. Στο πέρα από τα εδώ περιμένει η Δόξα΄ αυτήν ποθούν να κατακτήσουν, τραγικά αυταπατώμενοι .

Ποια είναι ωστόσο η ουσία της αυταπάτης τους; Ότι θα δικαιωθούν ως ποιητές κάποτε ή ότι η

κατάκτηση της Δόξας συνιστά την ουσία, που υπερβαίνει τον απατηλά και νόθο κόσμο και καθιερώνει έναν άλλο κόσμο αυθεντικό και ιδεατό;

Η Δόξα -με κεφαλαίο στο ποίημα όπως και η Αθανασία- αναφέρεται ως «παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή». Παρθένα, ύπαρξη αγνή που την άγγιξαν πολλοί, αλλά σε κανέναν δεν ανήκει. Πλήρης χαράς, που κατακτήθηκε με βαθύ στοχασμό. Εδώ η ποιητική εικόνα βασίζεται σε μια αντίθεση που

βγαίνει στην επιφάνεια με μια ποιητική έκφραση που φαντάζει αντιφατική. Έχουμε λοιπόν μια στάση αμφισβήτησης των καθιερωμένων σημασιοδοτήσεων που απορρέει από ένα καθολικά

ανικανοποίητο αίσθημα. Πώς συμβιβάζεται η χαρά -τόπος της ελαφρότητας- με το βαθύ στοχασμό; Αν θεωρηθούμε πως στην τέταρτη στροφή της μπαλάντας το "πέρασμα" των άδοξων ποιητών

εννοείται ως προς τη ζωή, πέρασαν από τη ζωή «ωχροί», δηλαδή με μόνη κατακτημένη περιουσία

την άχρωμη ασημαντότητά τους, κατανοούμε και τη λήθη που τους περιέβαλε. Ο μόνος που τους θυμάται είναι ο ίδιος ο ποιητής -η δική ταυ μνήμη είναι το μόνο μέλλον τους- , γι' αυτό και θρηνεί

τη σκιώδη παρουσία τους τότε και τώρα με τη μελαγχολική του μπαλάντα.

Τέταρτη στροφή / ενότητα

Η τέταρτη στροφή, επωδός της μπαλάντας, έχει χαρακτήρα αυτοαναφορικό. Ευρηματικά ο ποιητής βάζει στο "στόμα" του μέλλοντος όσα ο ίδιος αναφέρει για τον εαυτό του. Εδώ η ποιητική

έκφραση στηρίζεται σ' ένα ερώτημα που διχοτομείται από το υπερβατό σχήμα. Έτσι στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος «Ποιος άδοξος ποιητής», ο ποιητής κατατάσσει τον εαυτόν του στο πάνθεο των άσημων ποιητών, ενώ στο δεύτερο «την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα» χαρακτηρίζει την

μπαλάντα του πενιχρή, φτωχή. Αυτός ο τελευταίος χαρακτηρισμός δεν είναι έκφραση ποιητικής αυτογνωσίας. Είναι η αμφιβολία του ποιητή για την αξία και την αρτιότητα της ποιητικής του

γραφής και ταυτόχρονα για την αξία της τέχνης του λόγου.

Η «πενιχρή» μπαλάντα (Δικαιολογείται αυτός ο χαρακτηρισμός;)

Το ποίημα του Καρυωτάκη από άποψη τεχνοτροπίας είναι άρτιο και αποτελεί εξαίρετο δείγμα

μπαλάντας. Επομένως, υπ’ αυτή την έννοια η μπαλάντα του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «πενιχρή». Εντούτοις, ο ποιητής κατανοεί πως μπροστά στο μεγάλο πόνο που βίωσαν όλοι αυτοί οι ποιητές, που είδαν τις προσδοκίες και τα όνειρά τους να διαψεύδονται, το ποίημά του δεν μπορεί να

προσφέρει τίποτε το ουσιαστικό, γι’ αυτό και το χαρακτηρίζει πενιχρό. Άλλωστε, όντας εκείνη τη στιγμή κι ο ίδιος ένας άδοξος ποιητής, αντικρίζει το ποίημά του, όπως θα το έκρινε κάποιος που δε

γνώριζε και δεν είχε καμία εκτίμηση για το δημιουργό αυτής της μπαλάντας. Εντοπίζουμε, δηλαδή, απηχήσεις της πικρίας του Καρυωτάκη για το γεγονός πως δεν είχε εκτιμηθεί το έργο του, παρά το γεγονός πως ο ίδιος ένιωθε σίγουρος για την ποιητική του ικανότητα. Ένας αυτοσαρκασμός από τη

μεριά του Καρυωτάκη, που ένιωθε το φόβο πως η ποιητική του παραγωγή θα έμενε στην αφάνεια, σα να ήταν ανάξια προσοχής.

Page 7: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

Η τεχνική του ποιήματος Το ποίημα είναι πολύ προσεγμένο τεχνικά (δείτε και τα εισαγωγικά για τη μπαλάντα).

Η αρχιτεκτονική του βασίζεται κυρίως στο σχήμα της αντίθεσης:

Πρώτη αντίθεση: ανάμεσα στη δυστυχισμένη ζωή των ποιητών και στη δόξα που έλαβαν

από το έργο τους.

Δεύτερη αντίθεση: ανάμεσα στους γνωστούς και δοξασμένους ποιητές (Βερλέν, Ουγκό,

Πόε, Μποντλαίρ) και σε αυτούς που έμειναν άγνωστοι και άδοξοι.

Τρίτη αντίθεση: η ιδέα που είχαν οι άδοξοι ποιητές για την ποίησή τους και την

πραγματικότητα.

Αξιοσημείωτη είναι και η κλιμάκωση του θέματος των άδοξων ποιητών στο ποίημα

(προοδευτική παρουσίαση): Στην πρώτη στροφή ο Καρυωτάκης αφιερώνει δύο στίχους για τους άδοξους ποιητές, στη

δεύτερη πέντε, ενώ στην τρίτη και τους οκτώ. Στην πρώτη στροφή διατυπώνει απλώς την επιθυμία του να αφιερώσει μια λυπητερή

μπαλάντα στους άδοξους ποιητές. Στη δεύτερη στροφή δίνει πιο εμφατικά το γεγονός πως,

σε αντίθεση με τους γνωστούς ποιητές, κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία να μιλήσει για τους άδοξους ποιητές, και γι’ αυτό τους σκεπάζει το βαρύ σκοτάδι. Παρόλο που το έργο του

υπήρξε ανάξιο, ο ποιητής θέλει να τους προσφέρει μια μπαλάντα, για να τους τιμήσει. Στην τρίτη στροφή πάντως ο Καρυωτάκης περιγράφει πιο αναλυτικά τη ζωή αυτών των

άδοξων ποιητών, που το μόνο που γνώρισαν στη ζωή τους ήταν η περιφρόνηση. Παρά τις

προσπάθειές τους και παρά το γεγονός ότι πάντοτε πίστευαν πως είναι θέμα χρόνου να δοξαστούν, έμειναν τελικά στην αφάνεια και ξεχάστηκαν.

Το υλικό του ποιήματος ως προς τη διάταξή του έχει την ακόλουθη μορφή:

Α) Η θέση των άδοξων ποιητών (προοδευτική παρουσίαση) Β) Οι ποιητές που έχουν καταξιωθεί (φθίνουσα παρουσίαση)

Γ) Η προσωπική στάση του ποιητή απέναντι στους άδοξους (προϊούσα ένταση στο τέλος καθεμιάς από τις τρεις στροφές: εγώ (αμεσότητα) / θα γράψω-κάνω-κλαίω-θέλω / αυτοσαρκασμός (πενιχρή) / επιπλέον στίχος / προσδιορισμοί (λυπητερή-ιερή-θλιβερή-πενιχρή)

Γλώσσα : απλή, διακρίνεται για τη φυσικότητα και τη μουσικότητά της.

Στιχουργική: υπάρχει πλούσια ομοιοκαταληξία. Η ομοιοκαταληξία στις τρεις πρώτες στροφές του ποιήματος ακολουθεί το ίδιο σχήμα: ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο, πέμπτο και έβδομο, ενώ ο έκτος με τον όγδοο. Έχουμε

δηλαδή στις τρεις πρώτες στροφές: αβαββγβγ. Ενώ στην τέταρτη τετράστιχη στροφή έχουμε πλεχτή ομοιοκαταληξία με τον πρώτο στίχο να

ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και τον δεύτερο με τον τέταρτο, ενώ συνάμα ο πρώτος και τρίτος στίχος ομοιοκαταληκτούν με τους δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο των προηγούμενων στροφών, ενώ ο δεύτερος και τέταρτος ομοιοκαταληκτούν με τους έκτο και όγδοο των

προηγούμενων στροφών (βγβγ). Το ποίημα είναι γραμμένο σε μέτρο ιαμβικό και οι στίχοι είναι ενδεκασύλλαβοι και

δεκασύλλαβοι. Ο ποιητής είναι επηρεασμένος από την τεχνοτροπία του συμβολισμού, γι’ αυτό και δίνει μεγάλη βαρύτητα στην επεξεργασία του στίχου όπως φαίνεται από τις ομοιοκαταληξίες. Με το σταθερό ιαμβικό ρυθμό και την πλούσια ομοιοκαταληξία

δημιουργείται μουσικότητα. Η μουσικότητα του ποιήματος, πέρα από την ομοιοκαταληξία ενισχύεται με:

το μέτρο: οι στίχοι του ποιήματος είναι ενδεκασύλλαβοι και δεκασύλλαβοι κι έχουν γραφτεί σε ιαμβικό μέτρο, έχουμε δηλαδή εναλλαγή μίας άτονης και μίας τονισμένης συλλαβής. Για παράδειγμα: Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε (ως τόνος δε λογίζεται μόνο ο

Page 8: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

γραμματικός τόνος, αλλά και ο μουσικός τόνος που δίνεται κατά την ανάγνωση σε συμφωνία με το μέτρο του ποιήματος).

την επανάληψη του στίχου «μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι» που τίθεται ως

καταληκτικός στίχος όλων των στροφών και λειτουργεί ως το γύρισμα (ρεφρέν) της μπαλάντας.

τις παρηχήσεις σε διάφορους στίχους

Τα εκφραστικά μέσα του ποιήματος

Εκτός από τις αντιθέσεις για τις οποίες έγινε αναφορά παραπάνω υπάρχουν στο ποίημα:

Μεταφορές: άρχοντες πικροί, μαραίνονται οι Βερλαίν, πλούτος η ρίμα, των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε, έρεβος εσκέπασε βαρύ, η καταφρόνια τους βαραίνει…

Παρομοιώσεις: σαν άρχοντες που εξέπεσαν

Προσωποποιήσεις: η Αθανασία τους είναι χαρισμένη, η Δόξα καρτερεί, παρθένα

βαθυστόχαστα ιλαρή, οι μελλούμενοι καιροί θέλω να πούνε

Οξύμωρο: εζήσανε νεκροί

Επαναλήψεις :(η επωδός-ρεφραίν)

Παρηχήσεις: του –σ, του –ρ, του –λ , του –ν ( Για παράδειγμα, στους δύο πρώτους στίχους,

έχουμε παρήχηση του «σ»: “Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι, /σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί.”Ενώ στους δύο επόμενους έχουμε παρήχηση του «ρ»: “μαραίνονται οι

Βερλέν· τους απομένει / πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή”)

Ιδιαίτερη η θέση των επιρρημάτων: με αυτά ο Καρυωτάκης επιτείνει την εντύπωση

(ανάξια στιχουργούνε, βαθυστόχαστα ιλαρή, κλαίω νοσταλγικά)

Τελική αποτίμηση Η «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» είναι ποίημα «ποιητικής». Ο Γ. Π.

Σαββίδης σε μελέτημά του για τον Καβάφη, ονόμασε ποιήματα «ποιητικής» τα ποιήματα που

έχουν, άμεσα ή έμμεσα, ως αντικείμενο τους την ποιητική πράξη και γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία: τις προϋποθέσεις της, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες της και τις συνέπειές της.

Από το σύνολο των 166 καταγεγραμμένων ποιημάτων του Καρυωτάκη συμπεριλαμβανομένων

και των μεταφράσεών του, τα 74 είναι ποιήματα ποιητικής, στα οποία ο ποιητής μας μεταφέρει τις ποικίλες εκφάνσεις του προβληματισμού του ως προς τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα

στις οποίες παράγεται το ποιητικό έργο και παράλληλα καταγράφει την προσωπική του αγωνία της γραφής. Αυτή η προσωπική αγωνία φανερώνεται από τη θεματική εμμονή του ποιητή: έχει το αίσθημα της οριακής, σχεδόν, αναμέτρησης με την κοινωνική απαξία του έργου του. Βιώνει

σκληρά την αμφισβήτηση από μέρους του κοινωνικού αποδέκτη του στίχου του, που είναι εθισμένος σε μια ποίηση λιγότερο δραματική και περισσότερο "ωραία". Το αποτέλεσμα είναι να

μετατρέψει αυτή την αμφισβήτηση και να την καταγράψει με τη μορφή της αυτοακύρωσης, του αυτομηδενισμού: «ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε…

Για τον Καρυωτάκη ο ρόλος του ποιητή δεν είναι πλέον ο ρόλος του προφήτη ούτε η ποίηση

μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Το ποιητικό υποκείμενο συνειδητά μοιάζει να γράφει στίχους εφήμερους, που ακολουθούν τη μοίρα του ανθρώπου και είναι, επομένως, καταδικασμένοι στη

λησμονιά και στο θάνατο: «Κανένας όμως δεν ανιστορεί …και το έρεβος εσκέπασε βαρύ»... Ωστόσο ακόμα κι έτσι, φαίνεται να υποστηρίζει την ιδιαιτερότητα και την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ποιητή και της ποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιώνεται μέσα από την αυθεντικότητά της, που

επικυρώνεται μέσα από την ταύτιση ποίησης και ζωής: Στ. 7: Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα

Στ. 15: Μα εγώ σαν προσφορά θα κάνω ιερή Στ. 22-23: Μα [….] εγώ κλαίω τη θλιβερή

Εγείρεται, ωστόσο, το ερώτημα: ο ποιητής δεν προσβλέπει στην υστεροφημία; Η ελπίδα

υστεροφημίας εμφανίζεται στην επωδό της μπαλάντας, παίρνοντας τη μορφή της υστεροφημίας του ελαχίστου΄ δεν μπορεί παρά να διαιωνίσει ένα μήνυμα που όμως θα έρθει κι αυτό με καθυστέρηση:

Page 9: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

«και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί [...] θέλω να πούνε»: ο ποιητής θα είναι πια αμετάκλητα απών. Το επίθετο «πενιχρή» μάλλον τελικά πρέπει να εννοηθεί σε σχέση με την ελπίδα του ποιητή να αφήσει πίσω του φήμη, και όχι να αποδοθεί στο ποίημα καθαυτό.

Παράλληλα κείμενα

1. Φρανσουά Βιγιόν, ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

μτφρ. Κ. Γ. Καρυωτάκης

Πέστε μου πού, σε ποιο μέρος της γης,

είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,

η Αλκιβιάδα, κι ύστερα η Θαΐς,

η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;

Ηχώ απαλή, σκιά σε λίμνη, τρόμοι

των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,

η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.

Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Πού ’ναι η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;

Γι’ αυτήν είχε τότε καλογερέψει

ο Πέτρος Αμπαγιάρ. Άλλος κανείς

όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.

Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη

κι έριξε στο Σηκουάνα, αληθινά,

το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;

Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,

με τη φωνή της τη γλυκά ακουσμένη,

η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς

του Μαίν, η Σπαρτιάτισσα η Ελένη,

κι η καλή Ιωάννα από τη Λορραίνη,

όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,

η ανάμνησή τους ζωηρή απομένει.

Μα πού ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Πρίγκιψ, αν τις αναζητείτε τώρα,

τάχα θα τις έβρετε πουθενά,

τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;

Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Την βαθιά γνώση του ποιητικού είδους της μπαλάντας αποκαλύπτει όχι μόνον η πρωτότυπη

ποιητική παραγωγή του Καρυωτάκη, αλλά και η λαμπρή μετάφρασή του “Της Μπαλάντας των

Page 10: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

κυριών του παλιού καιρού” του Φρανσουά Βιγιόν (ανθολογείται στο βιβλίο Κείμενα

Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου). Ο περιπλανώμενος ποιητής, στο τριακοστό έτος της

ηλικίας του, αποφυλακισμένος με τη χάρη που του έδωσε ο Λουδοβίκος ο ΙΑ', νιώθει πως η

νιότη του έχει φύγει χωρίς να την έχει χρησιμοποιήσει όπως θα έπρεπε. Το αίσθημα του χρόνου,

που αδυσώπητος αφανίζει τα πάντα, τον οδηγεί στη σύνθεση αυτού του ποιήματος, το οποίο

είναι ένας θρήνος για τις γυναίκες που ήταν ξακουστές και που έσβησαν τόσο γρήγορα, όπως

λιώνει το χιόνι. (Πατήστε πάνω στους υπερσυνδέσμους για περισσότερες πληροφορίες!).

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στις δύο μπαλάντες ως

προς τη μορφή και το περιεχόμενο;

2.ΣΑΠΦΩ, 58D. = 55LP. = 55V

«Όταν θα κείτεσαι νεκρή, θα κείτεσαι ανύπαρκτη

κι ούτε πια ανάμνηση για σένα ούτε καμιά νοσταλγία

ποτέ δε θα υπάρξει· γιατί δε μετέχεις στης Πιερίας τα ρόδα*.

Μα και στου Άδη τα δώματα ανύπαρκτη θα γυρνάς με τις μαύρες σκιές

των νεκρών, ένα τίποτε».

στης Πιερίας τα ρόδα: στην ποίηση

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υποθέστε ότι το παρακάτω σωζόμενο απόσπασμα το απευθύνει η Σαπφώ

(αρχαία λυρική ποιήτρια)σε μια άλλη ποιήτρια. Ποια στάση κρατά ο Καρυωτάκης και ποια η

Σαπφώ απέναντι στους ομοτέχνους τους;

3. Κώστα Καρυωτάκη, «Υστεροφημία» (από τη συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες»)

"Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,

δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς

τα περιστέρια, που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,

κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός"

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια μαντεύει ότι ο Καρυωτάκης ότι θα είναι η τύχη της ποίησής του σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα από το ποίημά του υστεροφημία και την Μπαλάντα του βιβλίου σας;

5.Γιάννη Ρίτσου, «ΠΟΙΗΤΕΣ»

Στον Κώστα ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Ω, δε χωρεί καμία αμφισβήτηση, ποιητές

είμαστ' εμείς με κυματίζουσα την κόμη

-- έμβλημ' αρχαίο καλλιτεχνών -- και χτυπητές

μάθαμε φράσεις ν' αραδιάζουμε κι ακόμη

μια ευαισθησία μας συνοδεύει υστερική,

που μας πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,

μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική

τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ' ένα φίλο.

Page 11: μπαλαντα στους αδοξους ποιητες των αιωνων   τελικο

Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,

όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε

το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί

η βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.

Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς

γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας

σ' αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς

το θρήνο δέχεται του ανούσιου έρωτά μας.

Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά

χιλιειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε

το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλιά»·

την ασχολία μας τόσ'ωραία δικαιολογούμε.

Για μας ο κόσμος όλος μόνο είμαστ' εμείς,

και τυλιγόμαστε, μανδύα μας, ένα τοίχο.

Μ' έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής

σ' έναν -- με δίχως χασμωδίες -- μουσικό στίχο.

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,

κι αν τους λυγίζει, αν τους φλογίζει η αδικία --

ω, τέτοια θέματα πεζά ν' ανησυχούν

τους αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Να συγκρίνετε την άποψη του Ρίτσου για τους ποιητές στο ποίημα που ακολουθεί με την άποψη του Κώστα Καρυωτάκη. Σε ποιο σημείο συγκλίνει ο

προβληματισμός τους και σε ποιο αποκλίνει;