5
Μ. ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ: ΤΟ SHOW ΕΙΝΑΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. > ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ ….Κι ενώ ο μαέστρος έχει σηκωθεί από τη θέση του και δοκιμάζει το πιάνο πιέζοντας το λα, νότα στην οποία πατροπαράδοτα κουρδίζονται οι ορχήστρες, το κουδούνι της εξώπορτας αποκρίνεται με μια άλλη νότα, που μοιάζει ν' ανοίγει διάλογο με το πιάνο. Όλοι πετάγονται όρθιοι. Από την κυρία είσοδο, ανεβαίνοντας τα τριζάτα σκαλιά — γυαλισμένα και κερωμένα προσεχτικά και ντυμένα μ' ένα μακρύ υφασμάτινο διάδρομο, για να μη γλιστρούν οι επισκέπτες — , εμφανίζεται το ζεύγος που συνοδεύει τον ποιητή. Η Ρίκα, με τα έντονα ζυγωματικά, που δίνουν στο πρόσωπο της μια νότα εξωτική. Φοράει μαύρο γυαλιστερό πανωφόρι λουτρ, που το βγάζει για να μείνει μ' ένα σκούρο μπεζ πλισέ φόρεμα από ζορζέτα. Κι ο τριανταπεντάρης σύζυγος της Αλέκος, με σταυρωτό φθινοπωρινό κοστούμι, καλοκαμωμένος, με μαλλιά που αρχίζουν επικίνδυνα ν' αραιώνουν και να γκριζάρουν. Εκδίδουν το περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη, είναι κληρονόμοι του ποιητή και συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι στην Αλεξάνδρεια, στην οδό Λέψιους. Σαν μια αυλαία που ανοίγει, οι δύο κληρονόμοι παραμερίζουν, αφήνοντας πέρασμα στον ποιητή, που εμφανίζεται στην κορυφή της σκάλας λαχανιασμένος σαν από μηχανής θεός. Είναι τυλιγμένος σε σκούρο μακρύ παλτό, από το οποίο οι υπηρέτες σπεύδουν να τον απαλλάξουν, κι από κάτω φοράει ένα επίσης σκούρο πτι καρό μονόπετο σακάκι και φανελένιο παντελόνι. Στη βάση του λαιμού, σκεπάζοντας την όποια κραβάτα, φοράει ένα σκούρο καφέ μεταξωτό φουλάρι. Μέτριο ανάστημα, για έναν άνθρωπο αυτού του ύψους, πυκνά για την ηλικία του μαλλιά, που δεν έχουν ολότελα ασπρίσει. Χαιρετά τους παριστάμενους με λιγοστή και βραχνή φωνή που αφήνει παράδοξες μεταλλικές αντηχήσεις. Προχωρά με προσεχτικά βήματα προς το σαλόνι. Τα μάτια του εξερευνούν το περιβάλλον και σταματούν πάνω στον συνθέτη, που όρθιος στο βάθος σπεύδει να τον προϋπαντήσει. Γίνονται οι απαραίτητες συστάσεις. Μα εκείνοι είναι σαν να γνωρίζονται από παλιά. Έχει προηγηθεί μια αλληλογραφία μεταξύ τους. Σύντομη αλλά καθοριστική. Ο μαέστρος υποκλίνεται. Δίνουν τα χέρια. Πόσο διαφορετικός είναι στ' αλήθεια ο ποιητής από κοντά. Οι φωτογραφίες του δεν ανταποκρίνονται ολότελα στην πραγματικότητα. Πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά του από ταρταρούγα και κάτω από τα παχιά, στολισμένα με άσπρες τρίχες φρύδια, τα μάτια του κοιτάζουν λοξά, λες και υποφέρει από στραβισμό. Είναι αλλόκοτα έξυπνα, θα 'λεγες πονηρά, και με αυτά περιεργάζεται τους άλλους — κάτι που δίνει ζωντάνια στο κατά τα άλλα παραιτημένο παρουσιαστικό του. «Ελπίζω και εύχομαι να είστε πια καλά», του λέει ο μαέστρος. «Σας έχουμε ανάγκη. Είναι τιμή μου που σας γνωρίζω από κοντά». Δεν είναι λόγια τυπικά μόνο. Τα νεανικά μπλε, διαπεραστικά μάτια του μουσικού λάμπουν από θαυμασμό γι' αυτό τον άνθρωπο που ορισμένα από τα πιο ηδονικά και βαθιά στοχαστικά ποιήματα του αποφάσισε πριν από λίγα χρόνια να μελοποιήσει. «Ευχαριστώ. Καλύτερα». Φράσεις διακεκομμένες. «Είναι και διά εμέ τιμή. Σας βεβαιώ». Κάθε φορά που πρόκειται να μιλήσει, χρησιμοποιεί ένα μηχανηματάκι που το φέρνει πλάγια στη βάση του λαιμού, στις καρωτίδες, με αποτέλεσμα η φωνή να βγαίνει αλλοιωμένη, μεταλλική.

Kουμανταρέα, Μια μέρα από τη ζωή τους

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Kουμανταρέα, Μια μέρα από τη ζωή τους

Μ. ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ: ΤΟ SHOW ΕΙΝΑΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. > ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ….Κι ενώ ο μαέστρος έχει σηκωθεί από τη θέση του και δοκιμάζει το πιάνο πιέζοντας το λα, νότα στην οποία πατροπαράδοτα κουρδίζονται οι ορχήστρες, το κουδούνι της εξώπορτας αποκρίνεται με μια άλλη νότα, που μοιάζει ν' ανοίγει διάλογο με το πιάνο.Όλοι πετάγονται όρθιοι.Από την κυρία είσοδο, ανεβαίνοντας τα τριζάτα σκαλιά — γυαλισμένα και κερωμένα προσεχτικά και ντυμένα μ' ένα μακρύ υφασμάτινο διάδρομο, για να μη γλιστρούν οι επισκέπτες — , εμφανίζεται το ζεύγος που συνοδεύει τον ποιητή.Η Ρίκα, με τα έντονα ζυγωματικά, που δίνουν στο πρόσωπο της μια νότα εξωτική. Φοράει μαύρο γυαλιστερό πανωφόρι λουτρ, που το βγάζει για να μείνει μ' ένα σκούρο μπεζ πλισέ φόρεμα από ζορζέτα. Κι ο τριανταπεντάρης σύζυγος της Αλέκος, με σταυρωτό φθινοπωρινό κοστούμι, καλοκαμωμένος, με μαλλιά που αρχίζουν επικίνδυνα ν' αραιώνουν και να γκριζάρουν. Εκδίδουν το περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη, είναι κληρονόμοι του ποιητή και συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι στην Αλεξάνδρεια, στην οδό Λέψιους.Σαν μια αυλαία που ανοίγει, οι δύο κληρονόμοι παραμερίζουν, αφήνοντας πέρασμα στον ποιητή, που εμφανίζεται στην κορυφή της σκάλας λαχανιασμένος σαν από μηχανής θεός.Είναι τυλιγμένος σε σκούρο μακρύ παλτό, από το οποίο οι υπηρέτες σπεύδουν να τον απαλλάξουν, κι από κάτω φοράει ένα επίσης σκούρο πτι καρό μονόπετο σακάκι και φανελένιο παντελόνι. Στη βάση του λαιμού, σκεπάζοντας την όποια κραβάτα, φοράει ένα σκούρο καφέ μεταξωτό φουλάρι. Μέτριο ανάστημα, για έναν άνθρωπο αυτού του ύψους, πυκνά για την ηλικία του μαλλιά, που δεν έχουν ολότελα ασπρίσει.Χαιρετά τους παριστάμενους με λιγοστή και βραχνή φωνή που αφήνει παράδοξες μεταλλικές αντηχήσεις. Προχωρά με προσεχτικά βήματα προς το σαλόνι. Τα μάτια του εξερευνούν το περιβάλλον και σταματούν πάνω στον συνθέτη, που όρθιος στο βάθος σπεύδει να τον προϋπαντήσει. Γίνονται οι απαραίτητες συστάσεις. Μα εκείνοι είναι σαν να γνωρίζονται από παλιά. Έχει προηγηθεί μια αλληλογραφία μεταξύ τους. Σύντομη αλλά καθοριστική. Ο μαέστρος υποκλίνεται. Δίνουν τα χέρια.Πόσο διαφορετικός είναι στ' αλήθεια ο ποιητής από κοντά. Οι φωτογραφίες του δεν ανταποκρίνονται ολότελα στην πραγματικότητα. Πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά του από ταρταρούγα και κάτω από τα παχιά, στολισμένα με άσπρες τρίχες φρύδια, τα μάτια του κοιτάζουν λοξά, λες και υποφέρει από στραβισμό. Είναι αλλόκοτα έξυπνα, θα 'λεγες πονηρά, και με αυτά περιεργάζεται τους άλλους — κάτι που δίνει ζωντάνια στο κατά τα άλλα παραιτημένο παρουσιαστικό του.«Ελπίζω και εύχομαι να είστε πια καλά», του λέει ο μαέστρος. «Σας έχουμε ανάγκη. Είναι τιμή μου που σας γνωρίζω από κοντά».Δεν είναι λόγια τυπικά μόνο. Τα νεανικά μπλε, διαπεραστικά μάτια του μουσικού λάμπουν από θαυμασμό γι' αυτό τον άνθρωπο που ορισμένα από τα πιο ηδονικά και βαθιά στοχαστικά ποιήματα του αποφάσισε πριν από λίγα χρόνια να μελοποιήσει.«Ευχαριστώ. Καλύτερα». Φράσεις διακεκομμένες. «Είναι και διά εμέ τιμή. Σας βεβαιώ».Κάθε φορά που πρόκειται να μιλήσει, χρησιμοποιεί ένα μηχανηματάκι που το φέρνει πλάγια στη βάση του λαιμού, στις καρωτίδες, με αποτέλεσμα η φωνή να βγαίνει αλλοιωμένη, μεταλλική.

Page 2: Kουμανταρέα, Μια μέρα από τη ζωή τους

«Να σας συστήσω και τη φίλη μου», και ο μαέστρος πιάνει απαλά από το μπράτσο την κυρία Καίτη. Μια γυναίκα που θα σταθεί στο πλευρό του, αναμμένο κερί, σε όλη του τη ζωή.Μαέστρος και ποιητής παίρνουν θέσεις αντικριστά. Οι άλλοι κάθονται σε κάποια απόσταση, λες από σεβασμό ή σαν να θέλουν να τους αφήσουν μόνους.Κι όπως αρχίζει ένας διάλογος ανάμεσα στους δύο, η φωνή του συνθέτη αντηχεί θερμή, με ηχοχρώματα που θα τα ζήλευε η καλύτερη παρτιτούρα, ενώ του άλλου η φωνή μοιάζει εγγαστρίμυθη. Λες και δεν είναι παρά ένας κουρδιστός άνθρωπος, συναρμολογημένος από μεταλλικά εξαρτήματα, που στην παραμικρή βλάβη κινδυνεύει να διαλυθεί ολόκληρος, σαν την κούκλα Ολυμπία στα Παραμύθια του Χόφμαν.Μιλούν για τις μεταφράσεις στα αγγλικά που ο συνθέτης ζήτησε για δέκα από τα ποιήματα του Αλεξανδρινού, κι εκείνος ανταποκρίθηκε για τα εφτά στέλνοντας τα με το ταχυδρομείο.«Και πάλι σας ευχαριστώ για τις μεταφράσεις σας».«Σας εχρησίμευσαν;» ρωτάει ο ποιητής. «Τόσον το καλύτερο. Χαίρομαι».«Θα χρησιμεύσουν στον ξένο ακροατή», διευκρινίζει ο συνθέτης. «Είναι πολύτιμες. Εννοείται, εφόσον τυπώσω τα τραγούδια. Ξέρετε, δεν είναι πάντα εύκολο να βρει κανείς εκδότη».«Γι' αυτό κι εγώ ποτέ δεν αναζήτησα τοιούτον», λέει ο ποιητής. «Προτίμησα να τα τυπώνω μόνος σε μονόφυλλα. Feuilles detachees είναι πιο ακριβές να τα πει κανείς. Βλέπετε, η ελληνική γλώσσα, με την κατάχρηση που της έγινε, απώλεσε τη δύναμη της. Έπαψε να είναι κυριολεκτική».«Ωστόσο, εσείς τα καταφέρνετε θαυμάσια μαζί της», χαμογελά ο συνθέτης.Παρ' όλα αυτά, σκέφτεται, τούτος ο Αλεξανδρινός έχει τη φήμη ότι προφέρει τα ελληνικά περίεργα, σάμπως η προφορά του να «αγγλίζει». Πράγμα, βεβαίως, που η σημερινή κατάσταση της φωνής του δεν επιτρέπει να φανεί.«Όσο κι αν έλαβα αγγλοσαξονική παιδεία», λέει ο ποιητής σαν να μαντεύει τη σκέψη του άλλου, «τα ελληνικά δεν έπαψαν να είναι η μητρική μου γλώσσα. Έστω και εάν ομιλούμε άλλες γλώσσες, όπως οι Τυρρηνοί υπό τον ρωμαϊκό ζυγό, στο βάθος ακούμε πάντα ελληνικά. Με αυτά εβυζάξαμε».«Έτσι είναι, δάσκαλε. Συμφωνώ απολύτως».Του αρέσει ο τρόπος που μιλά ο Αλεξανδρινός. Δεν έχει μεγάλη απόσταση η ομιλία του από τα γραπτά του, κι ας μην είναι σε στίχους.«Βεβαίως», επανέρχεται ο ποιητής, «θα υπάρξουν και άλλες μεταφράσεις επαγγελματικές. Ήδη ακούω ότι ο φίλος κύριος Μαυρογορδάτος κάτι ετοιμάζει. Οπωσδήποτε, τα αγγλικά, περισσότερο από τα γαλλικά, είναι κοντύτερα στους στίχους μου. Θαρρώ, αποδίδονται καλύτερα σ' αυτήν την κατά τα άλλα παγερή γλώσσα».Βήχει. Η προσπάθεια του να μιλήσει με την υποστήριξη του μηχανήματος τον εξαντλεί. Η Ρίκα από κάποια απόσταση ρίχνει ανήσυχες ματιές στον ποιητή.«Σε ό,τι αφορά τα τρία των οποίων δεν μου στείλατε μεταφράσεις», λέει ο μουσικός, «προσπάθησα να τα κάνω μόνος. Ελπίζω να σας ικανοποιήσουν».«Άκουσα πολύ καλά λόγια για τα τραγούδια σας από τον Αντώνη τον Μπενάκη», λέει ο ποιητής.«Τον ευχαριστώ».Μένουν για λίγο αμήχανοι ο ένας απέναντι στον άλλο.

Page 3: Kουμανταρέα, Μια μέρα από τη ζωή τους

«Επιτρέψτε μου να ρωτήσω», σπάει πρώτος τη σιωπή ο μαέστρος. «Το όνομα σας, το επώνυμο σας εννοώ, από πού προέρχεται;»«Είναι πιθανό να κρατεί από το περσικό ή κατ' άλλους αραβικό Χαράφ που οι Τούρκοι έκαναν Καβάφ, δηλαδή κατασκευαστής παπουτσιών. Κοινώς τσαγκάρης. Με φαντάζεστε έτσι;» λέει με κάποια κοκεταρία.Την ίδια στιγμή ετοιμάζεται να γελάσει, μα το γέλιο του βγαίνει παράφωνο μέσα από το ηχείο.Στο μεταξύ από δίπλα όλοι έχουν στήσει αυτί.«Ενέχει και μιαν άλλη σημασία», συνεχίζει ο ποιητής. «Αυτήν του κακότροπου ανθρώπου. Ίσως αυτό με αρμόζει περισσότερον».Κοιτάζει γύρω του την ομήγυρη βλοσυρός, για να ξεσπάσει αμέσως σ' ένα βραχνό γέλιο. Πνίγεται.«Μήπως κουράζεσθε;» ρωτάει ο μαέστρος.«Θέλετε ένα ποτήρι νερό, μετρ;» ρωτάει η οικοδέσποινα.«Κάθε άλλο. Όχι, ευχαριστώ. Όμως υπάρχει και μια άλλη ρίζα αραβική», προσθέτει ευθύς μόλις συνέρχεται, «πιο ευγενής. Στ' αραβικά σημαίνει: Εκείνος που συνθέτει στίχους. Ίσως, λοιπόν, κάποιος από τους προγόνους μου να ήτο ποιητής και αυτός. Δεν θα με ξάφνιζε. Ποτέ δεν ξέρει κανείς. Τι λέτε;» και περιφέρει το βλέμμα του ένα γύρο.«Εγώ δεν είχα προγόνους μουσικούς», λέει ο συνθέτης. «Είναι περίεργο ότι οι άνθρωποι σαν κι εμάς ξεφυτρώνουν ξαφνικά μέσα σε μια κατά τα άλλα ήσυχη και προκομμένη οικογένεια».«Ίσως για να τη διαλύσουν», λέγει ο ποιητής.Γελούν τώρα κι οι δυο και ακολουθεί ο χορός από τα γέλια των παρισταμένων.«Προσέξτε μην πνιγείτε πάλι», τον συμβουλεύει η Ρίκα.Μα τώρα μετέχουν και όλοι οι άλλοι στην κουβέντα. Οι ερωτήσεις διασταυρώνονται, ο ένας θέλει να ξεπεράσει τον άλλο, επιζητούν ν' ακουστεί η φωνή τους. Κυρίως όμως θέλουν ν' ακούνε τον ποιητή, έστω με αυτή την παραποιημένη φωνή, διότι τον άλλο, βεβαίως, έχουν την ευκαιρία να τον συναντούν και να τον ακούνε στα κοντσέρτα, όσοι βεβαίως πηγαίνουν σε αυτά. Εκτός εξαιρέσεων, δενείναι τόσο φιλόμουσο γένος οι λογοτέχνες.«Τι γράφετε αυτή την εποχή, μετρ;» ρωτάει μια κυρία που δεν ξέρουμε, ποια ακριβώς είναι, όμως μαντεύουμε τη μορφή της από την ερώτηση της.«Α, τίποτε», λέει ο ποιητής. «Απολύτως τίποτε».Είναι εμφανώς βαριεστημένος και η νεαρά κυρία, με το μαύρο μπροκάρ, όπως τη φανταζόμαστε, και με τα μαλλιά φριζαρισμένα, συμμαζεύεται.«Όμως διαβάζετε, αγαπητέ», επεμβαίνει ευγενικά ο οικοδεσπότης και ταξιδευτής. «Σίγουρα διαβάζετε».Ο ποιητής ρίχνει ματιές γύρω του. Δεν περνάει γρήγορα η ώρα σ' ετούτο το σαλόνι. Πού οι δικές του συνάξεις και αναγνώσεις στην οδό Λέψιους.«Ασφαλώς και διαβάζω, αγαπητέ Κώστα. Και ξέρεις τι;»Όλοι τεντώνουν το λαιμό τους.«Αστυνομικά. Είναι κάτι που ανεκάλυψα προσφάτως και πολύ χαίρομαι δι' αυτό. Αυτή η Αγγλίδα, η Αγκάθα Κρίστι, είναι σωστή ιδιοφυία».Πολλοί κοιτάζουν έκπληκτοι. Ο μαέστρος χαμογελά. Αλλάζει ματιές με την κυρία Καίτη.«Είναι φυσικό», επεμβαίνει ο Δημήτρης. «Μας ξεκουράζουν τα πράγματα που δεν

Page 4: Kουμανταρέα, Μια μέρα από τη ζωή τους

έχουν άμεση σχέση με την τέχνη μας. Έτσι δεν είναι, δάσκαλε;»Έτσι, συγκατανεύει με το κεφάλι ο ποιητής.……………………………………………………………………………………………………… «Χαίρομαι που συμφωνούμε, δάσκαλε. Όταν πρωτοδιάβασα τα ποιήματα σας, στους δικούς μας αρχαίους πήγε το μυαλό μου, καθώς και στους Αγγλοσάξονες, που έχουν συμπυκνωμένα νοήματα».«Χωρίς τους Αγγλοσάξονες, αλλά και την αρχαία ποίηση, καθώς βεβαίως και τον Πλούταρχο», σπεύδει να συμφωνήσει ο ποιητής, «θα έγραφα ακόμη τα άτεχνα ποιήματα της νεότητός μου».Από αυτή την άποψη, χαίρεται που δεν είναι νέος. Φαντάσου τώρα να έπρεπε να διαβεί αυτό τον Ρουβίκωνα των δυσκολιών, των αμφιβολιών, αυτό το βάσανο ώσπου να διαμορφώσει ίδιον ύφος.Βήχει. Σκύβει στο διπλανό τραπέζι. Πίνει νερό. Πνίγεται. Βήχει ολοένα και περισσότερο. Ανήσυχη η Ρίκα βρίσκεται στο πλευρό του. «Πίνετε γουλιά γουλιά», τον συμβουλεύει, «όχι απότομα. Έτσι...»Μοιάζει να παρακολουθεί κάθε του κίνηση, να ελέγχει την κάθε του λέξη. Τρομερές γυναίκες. Άραγε, έτσι να 'ταν κι η Χαρίκλεια, η μητέρα του;«Μήπως θέλετε να πηγαίνουμε;» τον ρωτάει. Μπροστά στους ξένους του μιλά πάντα στον πληθυντικό.Την κοιτάζει ανήσυχος. Ποιος ξέρει τι όψη έχει το πρόσωπο του. Δεν τολμά να πλησιάσει καθρέπτη. «Είναι αργά;» ρωτάει, όπως θα ρωτούσε ένα παιδί τη μάνα του. «Να μην μείνουμε λίγο ακόμη;»Κρίμα, θέλει να πει, η παρέα εδώ είναι τόσο καλή. Δεν συναντά κανείς ανθρώπους κάποιας αξίας κάθε μέρα. Ρίχνει λοξές ματιές στον μαέστρο σαν να του ζητά συμπαράσταση. Τα μάτια της Ρίκας κοιτάζουν τον συνθέτη, κάνοντας του σιωπηρά νόημα ν' αρνηθεί τη χάρη που ζητά ο ποιητής.Στο σημείο αυτό επεμβαίνουν οι άλλοι καλεσμένοι. Θέλουν, όσο γίνεται, να γευτούν κι αυτοί τη σοφία του ποιητή, να του κάνουν ερωτήσεις.«Δεν σκεφτήκατε ποτέ να γράψετε πεζό;» ρωτάει μια κυρία που συνοδεύει κάποιον από τους προσκεκλημένους.«Έγραψα», αποκρίνεται ο ποιητής. «Και ποιο το όφελος; Η πεζογραφία είναι δουλειά αχθοφόρου, χαμάλη. Ο γράφων σηκώνει αφόρητο βάρος σελίδων επί σελίδων, κι ακόμη περισσότερον ο αναγνώστης γογγύζων».«Ενώ η ποίηση;» ρωτάει κάποιος άλλος.«Α, η ποίηση! Είναι τα μάτια, το δέρμα, η αναπνοή μας. Είναι θέμα ζωτικό. Εννοείται όταν έχει κανείς κάτι ζωτικό να πει και τα μέσα να το εκφράσει. Αφήνω ότι είναι μια ασχολία για πρίγκιπες. Ο ποιητής είναι πρίγκηψ χωρίς τίτλους».«Παρατηρώ ότι δεν χρησιμοποιείτε πάντα την ομοιοκαταληξίαν», λέει ο σοφός καθηγητής με τα πυκνά φρύδια.«Ή όταν τη χρησιμοποιεί, το κάνει με τον δικό του ιδιότυπο τρόπο», λέει ο Μιλτιάδης. «Κάνω λάθος;» αποτείνεται στον ποιητή.«Τι νομίζετε για τον ελεύθερο στίχο;» ρωτάει και η Αύρα.«Η ομοιοκαταληξία είναι μάχαιρα αμφίστομος», αποκρίνεται ο ποιητής. «Από τη μια, αποσπά ρυθμό, συγκίνηση, μέτρο, από την άλλη, μπορεί να γελοιοποιηθείς πλήρως. Καμιά φορά», εξομολογείται, «μου αρέσει να γελοιοποιώ — ιδίως τα σοβαρά».Πάει να γελάσει, μα το μόνο που κατορθώνει είναι να ξεφυσά μέσα από το λαρύγγι

Page 5: Kουμανταρέα, Μια μέρα από τη ζωή τους

του.Θα μπορούσε να τραβήξει κι άλλο τούτη η βραδιά. Όμως επεμβαίνει η Ρίκα. Πιάνει τον Αλεξανδρινό από το μπράτσο για να τον σηκώσει. Ο μαέστρος κάνει μια κίνηση να βοηθήσει κι αυτός. Μα η Ρίκα τού κάνει νόημα «τα καταφέρνω και μόνη».Στέκονται τώρα και οι δυο, μουσικός και ποιητής, στο μεγάλο χολ με τα πολύχρωμα πλακάκια, σε σχέδια γεωμετρικά, που οδηγεί στην εζοο^ο. Δεξιά και αριστερά μπρούντζινες κόρες κρατώντας λάμπες, με το ένα βυζί τους ξετραχηλισμένο, φωτίζουν αυτούς τους δυο, τους πιο ακριβούς από τους καλεσμένους.«Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που επιτέλους μπόρεσα να σας συναντήσω, να σας ιδώ από κοντά», λέει ο μουσικός, «και που ακούσατε τα τραγούδια μου. Σας βεβαιώ ότι το μόνο που φρόντισα σε αυτά είναι ταπεινά να σας εκφράσουν».Ο ποιητής κάνει θεατρική στροφή προς την έξοδο. Τώρα είναι η στιγμή που η παράσταση πρέπει να ολοκληρωθεί, να υπάρξει φινάλε με κορόνες.«Α, προσοχή», λέει, «δεν χρειάζεται τόση ταπεινότης». Μεμιάς η φωνή του υψώνεται, θαρρείς ξαναβρίσκει τους παλιούς τόνους. «Πρέπει να υπερασπιζόμεθα το έργο μας με θάρρος. Η ίδια η Τέχνη ημπορεί να είναι δούλα, όμως εμείς οφείλουμε να την παρουσιάζουμε κυρά. Να τη φυλάττουμε ως άλλοι Άργοι με μάτια χίλια».Τα μάτια του λάμπουν. Κάνει μια μεγαλόπρεπη χειρονομία, που επισφραγίζει τα λόγια του:«Σας χαιρετώ. Ώρα να πηγαίνω».