The warm2

Preview:

Citation preview

Ζούσε κάποτε μια γιαγιά που την έλεγαν Ευτυχία, είχε παιδιά και δυο εγγονάκια, τον Αναστάση και την Ειρήνη και της άρεσε τόσο πολύ το πλέξιμο, που όταν ξεκινούσε να πλέκει ξεχνούσε να σταματήσει!!

Ένα πρωί η γιαγιά αποφάσισε να πλέξει ένα σάλι. Βυθίστηκε στη μεγάλη κουνιστή πολυθρόνα της και ξεκίνησε τη δουλειά. Καθισμένη έξω στην αυλή έπλεκε συνέχεια κι όταν ήταν να κοιμηθεί, κοιμόταν στην καρέκλα αγκαλιά με το πλεκτό της.

Τα παιδιά και τα εγγόνια της, που ήξεραν πόσο της αρέσει το πλέξιμο, δεν παραξενεύτηκαν με όλα αυτά. Στενοχωριόντουσαν που την έβλεπαν τόσο απασχολημένη, αλλά τι να κάνουν; Την άφηναν να πλέκει. Έτσι όταν ο Αναστάσης και η Ειρήνη έφευγαν για το σχολείο, άφηναν τη γιαγιά να πλέκει κι ύστερα όταν γύριζαν την έβρισκαν πάλι να πλέκει.

Ούτε ο δυνατός αέρας μπορούσε να σταματήσει τη γιαγιά από το πλέξιμο…..

….αλλά ούτε και η βροχή.

Ήρθε ο Χειμώνας και η γιαγιά εξακολουθούσε να πλέκει καθισμένη στην πολυθρόνα της.

Ήρθε και το καλοκαίρι κι η γιαγιά εξακολουθούσε να πλέκει ασταμάτητα.

Το σάλι μεγάλωνε. Γέμισε την αυλή του σπιτιού και βγήκε στο δρόμο. Κι επειδή η γιαγιά δεν σταματούσε το πλέξιμο, ύστερα από λίγο καιρό, το σάλι έφτασε και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της πόλης.

Τα βράδια όσοι δεν είχαν σπίτι να μείνουν και κρύωναν μέσα στην παγωνιά της νύχτας,

τυλίγονταν μέσα στο σάλι της γιαγιάς και ζεσταινόντουσαν.

Και τα παιδιά καλύτερη κρυψώνα από αυτό δεν θα μπορούσαν να βρουν για να παίζουν κρυφτό.

Όταν κρυβόντουσαν κάτω από το τεράστιο σάλι κανένας δεν μπορούσε να τα ανακαλύψει.

Η γιαγιά συνέχισε να πλέκει και το σάλι να μεγαλώνει. Σε λίγο το άπλωναν επάνω στις στέγες των σπιτιών για να κάνουν σκιά τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.……..

Σύντομα κανένας δεν αγόραζε μάλλινα ρούχα αφού όλοι χρησιμοποιούσαν το σάλι της γιαγιάς και οι έμποροι της μικρής πόλης που πουλούσαν πουλόβερ και πλεκτά θύμωσαν πάρα πολύ…

Αν κάποιος κρύωνε δεν είχε παρά να τυλιχτεί με το σάλι που απλωνόταν στους δρόμους της πόλης και ζεσταινόταν στο λεπτό. Οι περισσότεροι έμποροι πλεκτών έμειναν χωρίς δουλειά και τα ρούχα τους πάλιωναν πάνω στα ράφια.

Αποφάσισαν τότε να κάνουν ένα μυστικό συμβούλιο για να βρουν λύση στο πρόβλημα τους. Συζητούσαν ώρες πολλές χωρίς αποτέλεσμα όταν από μια μεριά, ακούστηκε κάποιος να λέει «Κυρίες και κύριοι νομίζω ότι η λύση στο πρόβλημα μας βρίσκεται εδώ!»

Από την τσέπη του έβγαλε ένα μικρό βαζάκι που είχε μέσα ένα περίεργο σκουληκάκι. Το ακούμπησε στο τραπέζι και αμέσως μαζεύτηκαν όλοι για να το δουν.

Το μικρό σκουλήκι έτρωγε και χόρταινε αποκλειστικά με μάλλινα ρούχα και σύμφωνα με το σχέδιο, οι έμποροι θα έβαζαν το σκουλήκι μέσα στο σάλι της γιαγιάς κι εκείνο αχόρταγα θα άρχιζε να το τρώει.

Όλοι βρήκαν το σχέδιο καταπληκτικό και έστειλαν ένα μυστικό πράκτορα να βάλει το σκουληκάκι μέσα στο σάλι της γιαγιάς. Το σάλι άρχισε να μικραίνει καθώς το σκουληκάκι έτρωγε με βουλιμία τις κλωστές του.

Η γιαγιά Ευτυχία σύντομα κατάλαβε πως κάτι πήγαινε στραβά. Ανακάλυψε το μικρό σκουληκάκι και κατάλαβε τι είχε γίνει. Δε φαντάστηκε όμως πως κάποιος κρυβόταν πίσω από όλα αυτά. Νόμιζε πως το σκουληκάκι έτρωγε το πλεκτό της επειδή πεινούσε και το λυπήθηκε ….

«Καημένο μικρούλι, μη στενοχωριέσαι» του είπε «θα πλέξω πιο πολύ για να μπορείς κι εσύ να τρως, και το σάλι να μην μικραίνει». Του βρήκε και όνομα, Επαμεινώνδα το είπε. Κάθε πρωί το καλημέριζε κι ύστερα ξεκινούσε τη δουλειά.

Έπλεκε γρήγορα και ασταμάτητα και τα κατάφερε! Μετά από ένα μήνα σκληρής

δουλειάς το σκουληκάκι ήταν τετράπαχο και το σάλι απλωνόταν τεράστιο και ατελείωτο.

Τώρα όμως που το σκουληκάκι ο Επαμεινώνδας είχε άφθονο φαγητό όποτε ήθελε κι ήταν συνήθως χορτάτο, βαρέθηκε να τρώει το ίδιο πιάτο. «Γιατί να τρώω συνέχεια το ίδια και τα ίδια;

Καιρός να δοκιμάσω και τίποτε άλλο» σκέφτηκε..

Μάζεψε λοιπόν τα μπογαλάκια του και άρχισε να περιπλανιέται εδώ κι εκεί για να βρει καινούριες γεύσεις. Ψάξε ψάξε κατέληξε στο πλησιέστερο μαγαζί που πουλούσε πουλόβερ!!

Μπήκε μέσα στρογγυλοκάθησε σ’ ένα ράφι κι άρχισε να μασουλάει με ευχαρίστηση. Τι ποικιλία ήταν αυτή!! Πουλόβερ κοντά, πουλόβερ μακριά, μάλλινοι σκούφοι και κασκόλ σε χρώματα πράσινα ροζ και θαλασσιά!

Μασουλούσε λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο. Γέμισε όλα τα πλεκτά τρύπες κι όταν βαρέθηκε σ’ αυτό το μαγαζί πήγε σε άλλο κι ύστερα σε άλλο!!

Φανταστείτε την έκπληξη της παρέας των εμπόρων. Το αχόρταγο σκουληκάκι, που είχαν ρίξει ύπουλα επάνω στο σάλι της γιαγιάς, τώρα μασουλούσε το εμπόρευμα τους. Όλα τα πουλόβερ και τα πλεκτά τους γέμισαν τρύπες ενώ το σάλι της γιαγιάς εξακολουθούσε να απλώνεται στους δρόμους μεγαλύτερο από ποτέ!!

Έτσι οι έμποροι της μικρής μας ιστορίας, έκλεισαν τα μαγαζιά τους και κατέληξαν οι καημένοι να τραγουδάνε στους δρόμους, ζητιανεύοντας για λίγα χρήματα.

Όσο για τον Επαμεινώνδα, από το πολύ φαΐ τον πόνεσε η κοιλιά του και χρειάστηκε να πιεί κάμποσες σόδες για να χωνέψει. Έτσι κι αλλιώς όμως, είχε γίνει πια τόσο χοντρό που με δυσκολία μπορούσε να κουνηθεί.

Ύστερα μια μέρα η γιαγιά σταμάτησε το πλέξιμο, σηκώθηκε από την κουνιστή της πολυθρόνα και τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει. Έψαξε να βρει τον Επαμεινώνδα αλλά αυτός ήταν εξαφανισμένος. Μετά αποφάσισε να δοκιμάσει το σάλι που είχε πλέξει.

«Λίγο μεγάλο είναι» μουρμούρισε αλλά ύστερα το ξανασκέφτηκε και είπε «Καλύτερα που είναι έτσι μεγάλο γιατί θα τυλίγομαι και θα χώνομαι ολόκληρη μέσα σ’ αυτό τα κρύα βράδια του Χειμώνα»

Μετά, η γιαγιά ξανακάθησε στην πολυθρόνα της, αναφώνησε «Καιρός για δουλειά» και άρχισε να πλέκει ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες για τον εγγονό της τον Αναστάση.

Όπως είδαμε όμως η γιαγιά δεν ήταν καλή στο μέτρημα κι έτσι οι κάλτσες του Αναστάση έγιναν πολύ μεγάλες. Όταν του της έδωσε, αυτός στενοχωρήθηκε που δεν μπορούσε να τις φορέσει μιας και χωρούσε ολόκληρος μέσα!

Βρήκε όμως άλλο τρόπο να τις χρησιμοποιήσει: Κάθε βράδυ χωνόταν μέσα στην μια τεράστια κάλτσα χουχούλιαζε στην ζεστασιά της και βυθισμένος σε έναν ανάλαφρο ύπνο έβλεπε τα πιο ωραία όνειρα. Όσο για την άλλη κάλτσα, αυτή την έδωσε στην Ειρήνη, την αδελφή του, για να μπορεί κι αυτή να κοιμάται ήρεμα και να ονειρεύεται γλυκά.

The end© Ηλιοπούλου Ανθή

Recommended