76

Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Η λεύγα 3 τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα και κυκλοφόρησε στις 19.9.2011, διευρύνοντας τη συντακτική της ομάδα αλλά και τον κύκλο των φίλων και συνεργατών της.

Citation preview

Page 1: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011
Page 2: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

Μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνοlevga.gr

Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Γιώργος Καράμπελας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Κώστας Περούλης, Κώστας Σπαθαράκης, Χρήστος Τσάκας, Νίκος Τσιβίκης

Λεύγα 3 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2011) Φωτογραφίες: Αχιλλέας Βογιατζής, Μπάμπης Λουιζίδης Σχέδιο εξωφύλλου: Αλίκη Παναγιωτοπούλου Σκίτσα: Γιώργος ΜανουσέληςΓραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος

Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: [email protected]

Εκδόσεις futura - Μιχάλης Παπαρούνης Χαριλάου Τρικούπη 72, 106 80 ΑθήναΤηλ. & Fax: [email protected]

Η λεύγα 2 τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα και κυκλοφόρησε στις 29.5.2011, φέροντας δικαίως στο εξώφυλλό της την ένδειξη Μάιος 2011. Διακινήθηκε με όλους τους δυνατούς τρόπους, με αποτέλεσμα, ξεκινώντας από την Αθήνα, να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Δράμα, στα Γιάννενα, στην Κομοτηνή, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στη Ζάκυνθο, στο Αίγιο, στη Λάρισα, στην Πάτρα, στα κέντρα του απόδημου ελληνισμού, αλλά και σε πολυάριθμους αιγιαλούς, όπου χρησιμοποιήθηκε στην αποτελεσματική μέτρηση αποστάσεων. Στη διάδοσή της συντέλεσαν φίλοι, συνεργάτες και συνοδοιπόροι, οι εκδόσεις Futura που ανέλαβαν τη διάθεση στα βιβλιοπωλεία, οι απεργιακές συγκεντρώσεις, οι πολιτικοί και κοινωνικοί χώροι που ζή-τησαν αντίτυπα για διακίνηση, οι ηλεκτρονικές λίστες, οι εφημερίδες και τα ιστολόγια που αναφέρθηκαν σε αυτήν. Έχοντας διαθέσει περισσότερα από 500 τεύχη, η λεύγα 2 συντέλεσε στην προσωρινή σταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ η σημαντικότερη επιτυχία της εντοπίζεται στις ενορατικές ιδιότητες των συντακτών της. Κατά συνέπεια, η λεύγα τη νέα σχολική χρονιά διατηρεί την επιθυμία της να μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο, να διευρύνει τον κύκλο των συνεργατών της και να αρνείται ευγενικά να απαντήσει στην ερώτηση «τίνος είστε σεις», αποκρύπτοντας επιμελώς τα αδιαφανή κέντρα που την κατευθύνουν.

Page 3: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

2 Γιάννης Βογιατζής, Το πρόβλημα της ζωής

4 Στέφανος Βαμιεδάκης, Απογραφής το ανάγνωσμα

10 Κώστας Περούλης, Μια σύντομη ιστορία των αναθέσεων των δημοσίων έργων

17 Ελένη Κυραμαργιού, Ο Ηλεκτρικός δεν έγινε ακόμη Μετρό

20 Κωστής Καρπόζηλος, Τα παιδιά του ελληνικού λαού σε νέες περιπέτειες

26 Η χαμένη τιμή των Δημοσίων Υπαλλήλων

34 Γιώργος Καράμπελας, Μεσοπόλεμος χωρίς τέλος 38 Ελένη Κυραμαργιού, Παραμένοντας Προστάτης του Πολίτη 39 Μαίρη Καλδή, Μονόλογοι από τη Γάζα

43 Βιβή Αντωνογιάννη, Χαμένες ψευδαισθήσεις: Ελεημοσύνη και αλληλεγγύη47 Ξένια Μαρίνου, Σκιές ιστορίας από το περιθώριο51 Άγης Πετάλας, Η ανθρωπιά του προοδευτικού αντικομμουνισμού

57

60 Αλέκος Λούντζης, Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τρίτο: Αφωνία65 Γιώργος Καζαντζίδης, Ο ομπρελοκουβαλητής69 Βασίλης Κρίτσας, Σπορτ-Ματ: Αθλητισμός και ιστορικός υλισμός 72 Γιώργος Μανουσέλης: Ψιλά γράμματα

levga.gr [email protected]

Î·È ¿ÏϘ 19.997 ˘fi ÙË ı¿Ï·ÛÛ·ÛÂ٤̂ÚÈÔ˜

Page 4: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

Το πρόβλημα της ζωής

«Θέλουμε ζωή, όχι επιβίωση». Το πρωτοφώναξε ο γαλλικός Μάης και έτσι πήρε την άγουσα για την ελληνική πολιτική επικράτεια. Στη Μετα-πολίτευση βρέθηκε μάλλον στη σκιά του πιο ευφάνταστου (και πιο λα-λιώτειου) «η φαντασία στην εξουσία». Για χρόνια υπήρξε σύνθημα στους τοίχους των Εξαρχείων· όταν «ωρίμασαν οι συνθήκες», ακολούθησε την πεπατημένη και πολιτογραφήθηκε στην καθημερινή ρητορική της ευρύ-τερης (εξωκοινοβουλευτικής) αριστεράς· πρόσφατα αναγεννήθηκε απ’ τις στάχτες του και έγινε κεντρικό μότο της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ (σύνθημα του φεστιβάλ νεολαίας του 2008, κεντρικό σλόγκαν στις Ευρωεκλογές του 2009). Σήμερα κατακλύζει αντιμνημονιακές αφίσες, καλέσματα σε πορείες, προκηρύξεις και μπροσούρες.

Το δίλημμα όμως είχε κάποτε σκοπό να τρίψει στα μούτρα του μικροα-στισμού την «πραγματικότητά» του, την «αλήθεια» του, να αποκαλύψει όσα εκείνος επιμελώς απέκρυπτε. Ο μικροαστισμός, έλεγε η σχετική ρη-τορική, ονόμαζε ζωή την επιβίωση, ταυτίζοντας την τέχνη της ζωής με την τεχνική της επιβίωσης, αλλάζοντας το νόημα και της μεν και της δε. Το σύνθημα σκόπευε να επανοικειοποιηθεί το περιεχόμενο των λέ-ξεων, προκειμένου, ως συνήθως, να αποπειραθεί την επανοικειοποίηση των πραγμάτων: να επιστρέψει (σ)τη ζωή (σ)το πραγματικό νόημά της. Φυσικά το πρόταγμα ή η πρόθεση ήταν σαφώς περιεχομενική: να ξαναγε-μίσει με σημασίες, με νοήματα η καταστατική συνθήκη, η προϋπόθεση της ύπαρξης, η «ζωή». Σε αυτή τη γραμμή το να επιβιώνεις ήταν κατάπτυστο και το να ζεις ευκταίο: η επιβίωση ήταν συνώνυμη της λάθρας ζωής, της αστόχαστης ύπαρξης, της γιάπικης καριέρας, της απερίσκεπτης κανο-νικότητας χωρίς ουσιαστικές (ήτοι, ουσιώδεις) εξαιρέσεις. Κι όλα αυτά στρέφονταν, προφανώς, κατά του μικροαστισμού. Με ένα μόνο πρόβλημα: το δίλημμα είχε γίνει εφικτό από αυτόν τον ίδιο τον μικροαστισμό που (υποτίθεται ότι) αρνιόταν. Ο διχασμός ζωής και επιβίωσης προϋποθέτει την ευημερία: μόνο αν έχει ξεπεραστεί το πρόβλημα της επιβίωσης μπο-ρεί κανείς να αρχίσει να συζητάει για το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής. Το δίλημμα λοιπόν ερχόταν ασφαλώς από την εποχή της ευμάρειας: εκείνη την εποχή, «ζωή» ονομαζόταν η επιβίωση την οποία παραχωρούσε το καθεστώς στους υποτελείς, γι’ αυτό και έπρεπε να ανατραπεί από τον «ανταγωνιστικό» λόγο.

Η εποχή της αφθονίας όμως έχει λάβει –εδώ και καιρό– τέλος, και το πρόβλημα της επιβίωσης αρχίζει δειλά δειλά να επιστρέφει. Μένει τώρα να φανεί αν η κατάρρευση των υλικών και κοινωνικών προϋποθέσεων του μικροαστισμού θα ανατινάξει εν τέλει και την ιδεολογική κυριαρχία του: αν δηλαδή η επισφάλεια της επιβίωσης θα επαναφέρει στο κέντρο το πρόβλημα της ζωής ως τέχνης του βίου. Προς ώρας, τα πράγματα κάθε άλλο παρά αισιόδοξα είναι. Η αβέβαιη επιβίωση οδηγεί προς το παρόν σε αναδίπλωση στις καθιερωμένες μορφές του θριαμβευτικού μικροαστι-

[�]

Page 5: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�]

σμού: στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων αυτό είναι ολοφάνερο. Είτε πρόκειται για ερωτική σχέση, συμβίωση, γάμο ή «οικογενειακό προγραμ-ματισμό», η επιστροφή στην (οικονομική κατά βάση) ιδιωτικότητα είναι το τελευταίο στάδιο του μικροαστικού θριάμβου: είτε με τη μορφή της ορθολογικής και υπολογισμένης ερμητικότητας της (γιάπικης) «καριέρας της οικογένειας» (στεγαστικό, αυτοκίνητο, παιδιά, σκυλιά, πιστωτικές, προάστια, διακοποδάνεια) είτε με το αντεστραμμένο της είδωλο, τη (χί-πικη) ελευθερία ως τακτική εξαίρεση, ως κανονισμένη μη κανονικότητα, ως διακοπές από την «κανονική ζωή» (με τις πλάτες φυσικά της μικροα-στικής ιδεολογίας και οικονομίας).

Για να μιλήσουμε παρωχημένα, βρισκόμαστε στη σφαίρα του «εποικο-δομήματος», ενώ την ίδια στιγμή η «βάση» έχει απολέσει τη δυνατότητα να στηρίζει αυτό το εποικοδόμημα. Η απεγνωσμένη αγκίστρωση από τις συμβολικές μορφές του μικροαστισμού μαρτυρά την εύθραυστη κατάστα-ση στην οποία έχει περιέλθει αυτός. Οι στιγμές είναι ασφαλώς κρίσιμες! Και η κρισιμότητά τους εντείνεται ακόμα περισσότερο όσο απαντούμε σε ένα πραγματικό πρόβλημα με τον στρουθοκαμηλισμό της πλήρους υπα-ναχώρησης σε μια συμβολική σφαίρα, κατασκευασμένη από την κυρι-αρχία. Υπό αυτήν την έννοια, το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να αρνηθούμε στην πράξη το παλιό δίπολο: ο χωρισμός ζωής και επιβίωσης, εποικοδομήματος και βάσης, πρέπει να ανατραπεί. Στη θέση του, το μόνο που μας απομένει είναι να δώσουμε τον αγώνα για την επιβίωση, ναρκο-θετώντας τη «ζωή».

Γιάννης Βογιατζής

Page 6: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�]

Στέφανος Βαμιεδάκης

«Tι σε νοιάζει εσένα πού κοιμήθηκα;»Απογραφής το ανάγνωσμα*

πληθυσμού, αλλά η αποτύπωση της κίνησης των ατόμων στον χρόνο και τον χώρο. Για το λόγο αυτό [...] η διαδικασία θα διαρκούσε δεκαπέντε μέρες και όχι μία, όπως στην προ δεκαετίας απογραφή, ελπίζοντας ότι έτσι θα φανεί πού πραγματικά ζει το κάθε άτομο και θα αποφευχθεί η παραπλάνηση από οικογένειες που μεταβαίνουν στους τόπους καταγωγής τους για να απογραφούν εκεί. Δεν επρόκειτο επομένως για μία απλή καταμέτρηση του πληθυσμού, αλλά για έναν έλεγχο της κατα­νομής των ατόμων στον χώρο.Είναι εμφανές ότι το στοιχείο αυτό αποτελεί

ένα σημείο-κλειδί. Η προοπτική της απασχόλη-σης για δύο εβδομάδες αποτέλεσε σε πολλές περιπτώσεις το ισχυρότερο κίνητρο για τη συμ-μετοχή πλήθους ατόμων ως απογραφέων στη διαδικασία. Προκλήθηκε μάλιστα τέτοια κινητο-ποίηση, που οι περισσότεροι από εμάς βρεθήκα-με ξαφνικά να περιτριγυριζόμαστε από φίλους, γνωστούς και συγγενείς που έκαναν αιτήσεις για απογραφείς ή τομεάρχες. Η προσφορά σίγουρα υπερκάλυψε τη ζήτηση, γεγονός που εξηγεί και φαινόμενα μυστικοπάθειας που εμφανίστηκαν την περίοδο υποβολής των αιτήσεων. Όπως χα-ρακτηριστικά αναφέρει και ο Γ.Γ., απογραφέας στο Γαλάτσι, «αρκετοί το ήξεραν αλλά ελάχιστοι το διακινούσαν σε γνωστούς και φίλους».

Η ιδιαιτερότητα της φετινής Απογραφής (νέα μεθοδολογία, σημαντική διεύρυνση της χρονι-κής της διάρκειας κ.λπ.), αλλά και οι ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες εντός των οποίων αυτή διε-νεργήθηκε προσφέρουν την ιδανική αφορμή για μια κριτική αποτίμηση, μέσα από τις μαρτυρίες και τις εμπειρίες των ίδιων των υποκειμένων που ανέλαβαν την υποχρέωση να την εκτελέσουν.

Το τυρί και η φάκαΕίναι φανερό ότι η Απογραφή στάθηκε για πολύ κόσμο η ευκαιρία να γίνει μια ευχάριστη και όχι ιδιαίτερα κουραστική παρένθεση στη συνθήκη της ανεργίας ή ένα συμπληρωματικό εισόδημα ή μια ακόμα περιστασιακή απασχόληση:

Τον Μάιο ολοκληρώθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) η Απογραφή Πλη-

θυσμού �011. Η Αρχή πρόβαλλε τη φετινή Απο-γραφή ως μια διαδικασία με αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις αντίστοιχες του παρελθόντος. Επικαλέστηκε αλλαγές στη μεθο-δολογία και τη φιλοσοφία σε μια προσπάθεια εναρμόνισης με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρό-τυπα. Στο σχετικό Δελτίο Τύπου (��/7/�011) της ΕΛΣΤΑΤ με τα προσωρινά αποτελέσματα διαβά-ζουμε: «Τηρώντας τον Κανονισμό 76�/�008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η Απογραφή του �011 εστίασε στην καταγραφή του Μόνιμου Πληθυσμού της Χώρας σε αντίθεση με τις προηγούμενες Απογραφές, οι οποίες είχαν σκοπό την καταγραφή του de facto πληθυσμού. Γενικότερα, η μεθοδολογία της Απογραφής του �011 διαφέρει σημαντικά σε αρκετά σημεία από αυτή προηγούμενων απογραφών, όπως στη δι-άρκεια της Απογραφής, στην απογραφή ατόμων στον τόπο μόνιμης κατοικίας τους κ.λπ.». Η φε-τινή απογραφή λοιπόν διαφημίστηκε ως η πιο έγκυρη συγκριτικά με τις προηγούμενες, δηλαδή ως η πιο «πιστή» και πιο κοντά στην «πραγματι-κότητα» καταγραφή των ατόμων και των νοικο-κυριών της Ελλάδας.

Ως κυριότερο ατού της νέας αυτής προσέγγι-σης ήταν η χρονική διάρκεια της όλης διαδικασίας. Πράγματι, η Απογραφή του �011 διήρκεσε δύο εβδομάδες (10-�� Μαΐου), γεγονός που σύμφωνα με τη διοργανώτρια Αρχή θα επέτρεπε την καλύ-τερη δυνατή εφαρμογή της νέας λογικής, προσφέ-ροντας βάθος και επιστημονική εγκυρότητα στην καταγραφή. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη μεθοδολο-γία μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες επιμέρους στοχεύσεις, κάπως υπόρρητες. Όπως αναφέρει και η Ε.Χ., τομεάρχης στην περιοχή του Αμαρουσίου,

Στόχος υπήρξε όχι μία φωτογραφική εικόνα του

* Ευχαριστούμε τους/τις: Γ.Γ., Χ.Χ., Ε.Π., Σ.Π., Ε.Χ., Ε.Π., Θ.Κ. για τη συμβολή τους. Ο συντάκτης του κειμένου περιορί-στηκε απλώς στον άχαρο ρόλο της κοπτοραπτικής των ανταποκρίσεών τους.

Page 7: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�]

Πριν την απογραφή ήμουν χαρούμενος που επι­λέχτηκα επειδή πίστευα πως είναι ένας εύκολος και γρήγορος τρόπος να βγάλω λίγα χρήματα. Το βασικό ερώτημα όλων των απογραφέων ήταν «Πότε θα πληρωθούμε;». (Χ.Χ., Τρίπολη)

Μια γρήγορη διαδικτυακή συμπλήρωση αίτη­σης και ένα δίωρο σεμινάριο είναι σίγουρα όχι και ιδιαιτέρως κοπιώδης διαδικασία. Σίγουρα! Αν σκεφτεί κανείς ότι συμπληρώνοντάς την με ολίγες επισκέψεις σε άγνωστα σπίτια –συν ή πλην 150– της γειτονιάς σου μπορούν να αποφέρουν τα χρήματα για την κάλυψη κάποιων εκ των μελ­λούμενων εξόδων. (Ε.Π., 6ο διαμέρισμα Αθηνών)

Μία επιπλέον οικονομική ενίσχυση στο εισόδη­μά μου σαφώς και ήταν το κίνητρο για τη συμ­μετοχή μου στο εγχείρημα. (Γ.Γ., Γαλάτσι)

Στάθηκα τυχερή μιας και από τους τόσους γνω­στούς και φίλους που είχαν υποβάλλει ηλεκτρο­νικά την αίτηση κληρώθηκα να «εργαστώ» δύο βδομάδες για να βγάλω ένα χαρτζιλίκι. (Ε.Π., Ρέθυμνο)

Εύλογα θα υπέθετε κανείς ότι το σώμα των απο-γραφέων καλύφθηκε αποκλειστικά από νέους, φοιτητές, ανέργους, υποαπασχολούμενους κ.λπ., δηλαδή τους «συνήθεις υπόπτους». Όμως οι περιπτώσεις, όπως μας γνωστοποιήθηκαν, μιας συνταξιούχου της ΕΛΣΤΑΤ που εργάστηκε ως απογραφέας και μιας ψυχολόγου που εργά-στηκε ως τομεάρχης για να βοηθήσει οικονομικά την κόρη της, σίγουρα δεν υπήρξαν οι μοναδι-κές. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα η ζήτηση αυτή εκφραζόταν και κατά τη διάρκεια της ίδιας της απογραφής, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χ. Χ. από την Τρίπολη «κάποιοι ρωτούσαν πώς βρήκα αυτή τη δουλειά και αν μπορούν να κάνουν και αυτοί αίτηση».

Η διατίμηση της «εργασίας» (1,70 ευρώ το σπίτι και 1,�0 ευρώ το «κεφάλι», 1�0 περίπου νοικοκυριά, χωρίς ασφάλιση φυσικά), σε συνδυ-ασμό με το χρονικό εύρος της διαδικασίας δημι-

ούργησαν στους εργαζόμενους-απογραφείς την προσδοκία ότι, αν μη τι άλλο, το χρηματικό όφε-λος θα ήταν ανάλογο της δουλειάς. Αποδείχτηκε μάλλον το αντίθετο. Εντατικοποίηση, συνεχής έλεγχος, κοπιαστική αναζήτηση «πελατών», γρα-φειοκρατία και άλλες τέτοιες καταστάσεις παρα-πέμπουν μάλλον σε συνθήκες εργοστασίου. Εί-ναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι από τους απογραφείς με τους οποίους επικοινωνήσαμε για το θέμα δήλωσαν εκ των υστέρων μετανιωμένοι για την εμπλοκή τους:

Μετάνιωσα όσο τίποτα άλλο που πήρα μέρος στην απογραφή. Κατ’ αρχάς είναι μιζέρια, καθώς απογράφεις, να σκέφτεσαι «ελπίζω να πετύχω πο­λύτεκνη οικογένεια. 4 × 1,30 = 5,2 + 1,7 (το σπίτι) = 6,9» ή να υπολογίζεις πόσα χρήματα έβγαλες στο τέλος της μέρας ενώ έχεις επισκεφθεί κάθε σπίτι 5 φορές μέχρι να τους βρεις και έχεις τελειώσει 5 κάρτες ώστε να τους κλείσεις ένα τηλεφωνικό ραντεβού. Τα χρήματα είναι πολύ λίγα καθώς θα έπρεπε κάθε απογραφέας να κάνει μια προετοι­μασία από το σπίτι, να βγει να απογράψει και να γυρίσει να ξαναδεί τα δελτία και να τα περάσει στη συγκεντρωτική κατάσταση. Η πίεση από τους τομεάρχες σχεδόν αφόρητη καθώς ήθελαν ανα­φορά κάθε δύο μέρες για την πορεία της απογρα­φής. Στον τομέα μου ξεκινήσαμε 5 απογραφείς και μόνο εγώ ήμουν ίδιος μέχρι το τέλος, οι υπόλοιποι παραιτήθηκαν. Όταν πλέον παρέδωσα το υλικό στην ΕΛΣΤΑΤ ένιωσα ελεύθερος! (Χ.Χ., Τρίπολη)

Όσο περνάει ο καιρός και η πληρωμή αργεί αναρωτιέμαι αν θα έτρεχα ξανά από πόρτα σε πόρτα. (Ε.Π., Ρέθυμνο)

Αν και οι δεκαπέντε ημέρες φάνηκαν στην αρχή αρκετές, η πραγματικότητα μας διέψευσε, γιατί η επικοινωνία με όλα τα νοικοκυριά (περίπου 150) απεδείχθη ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικα­σία και έτσι και η προβλεπόμενη αμοιβή απο­δεικνύεται τελικά αναντίστοιχη με τις πραγμα­τικές ώρες εργασίας. Ουσιαστικά έπρεπε να εί­μαστε σε ετοιμότητα ολόκληρη την ημέρα, από το πρωί, στις 9:00 μέχρι το βράδυ, στις 22:00. Οι τηλεφωνικές επαφές με τον τομεάρχη μας ήταν

Page 8: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[6]

συνεχείς, όπως επίσης και οι επαφές με τους πολίτες, καθώς πολλοί εξ αυτών μπορούσαν να είναι διαθέσιμοι συγκεκριμένες ώρες, πράγμα που ακύρωνε το οργανωτικό μας σχέδιο. Οι πιέσεις από την πλευρά του τομεάρχη είχαν να κάνουν με την όσο το δυνατόν καλύτερη απο­γραφική κάλυψη της περιοχής και συνίσταντο στην εξάντληση των περιθωρίων επικοινωνίας με τα νοικοκυριά που είχαμε στην αρμοδιότητά μας (κάποιοι «κρύβονταν») και συχνά για αυτόν τον σκοπό έκανε επίκληση στην αμοιβή (όσο πιο πολλά νοικοκυριά και άτομα απογράφαμε, τόσο πιο πολλά χρήματα θα παίρναμε). (Σ. Π., 7ο διαμέρισμα Αθηνών)

Λόγω των κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών της περιοχής που είχα αναλάβει, το πρωί δεν εντόπιζα τους κατοίκους. Τους άφηνα ειδοποι­ητήριο. Το απόγευμα εντόπιζα τους περισσό­τερους. Έτσι η ένταση της εργασίας κορυφω­νόταν από τις 17:30 έως τις 21:30. Ακόμη δεν έχουμε πληρωθεί και φήμες αναφέρουν πως θα υπάρξουν περικοπές από όσα μας είχαν πει στην αρχή. Αν με ρωτούσε κανείς αν το μετάνιω­σα θα έλεγα «ναι». Δεν έσωσα τίποτα με αυτά τα λεφτά. Πολλή ένταση και δουλειά αλλά και ψυχολογικού τύπου μεταβίβαση που δεν άξιζε τον κόπο. (Γ.Γ., Γαλάτσι)

Η εντατικοποίηση μάλιστα υπογραμμίστηκε και από απογραφείς που είχαν τη δυνατότητα σύγκρι-σης με την προηγούμενη απογραφή του �001:

Eιδικά σε σύγκριση και με την προηγούμενη διαδικασία του 2001, περισσότερες ερωτήσεις, περισσότερη γραφική εργασία για τους απο­γραφείς και τομεάρχες, πολύ μεγαλύτερη πε­ριοχή ευθύνης. Δεν είναι άσχετο μ’ αυτό και η διάρκεια της απογραφής από μια ημέρα σε δύο βδομάδες. (Θ.Κ., Νέα Ιωνία)

Στην περίπτωση του Θ.Κ., το πρόβλημα απέ-κτησε και άλλη διάσταση, αφού δεν είχε υπολο-γιστεί η αρνητική συσχέτιση πολεοδομίας-χρη-ματικής αντιστοίχησης. Όπως μας αναφέρει:

Ανεξήγητο παραμένει γιατί χρεώνονταν σε απο­

γραφείς περιοχές που δε θα τους απέφεραν καμιά αποζημίωση χρηματική. Εξηγούμαι: η απογραφή ήταν κτιρίων και ατόμων, οι απογραφείς όμως κα­τέγραφαν μόνο κατοικίες, έτσι η χρέωση μιας ευ­ρύτερης περιοχής [...] δεν προσέφερε τίποτε εκτός από λιγότερη εργασία και ακολούθως χρήματα. Συγκεκριμένα στον τομέα μου δύο ολόκληρα οι­κοδομικά τετράγωνα καταλαμβάνονταν από ένα σχολείο, μια εκκλησία, ένα μουσείο κ.λπ.

Αποκορύφωμα της κατάστασης αυτής υπήρ-ξε το φαινόμενο των διαρροών. Το φαινόμενο αυτό προήλθε από την ανησυχία πολλών εργα-ζομένων-απογραφέων, που ήταν εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ και λάμβαναν επίδομα ανεργίας, ότι ακριβώς η απασχόλησή τους στην Απογραφή θα είχαν ως συνέπεια τη διαγραφή τους από τις λίστες ανέργων του ΟΑΕΔ και την περικοπή του σχετικού επιδόματος. Το ενδεχόμενο αυτό προ-κάλεσε διαρροές, διαμαρτυρίες και κινητοποιή-σεις συνδικαλιστικού τύπου. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, οι αρμόδιες αρχές επιχείρησαν να επιλύσουν το ζήτημα, καθησυχάζοντας τους απογραφείς που ανήκαν στην κατηγορία αυτή. Στις 10 Μαΐου, ο αναπληρωτής Υπουργός Εργασί-ας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Γ. Κουτρουμάνης, εξέδωσε δελτίου τύπου με το οποίο δήλωνε για τους απογραφείς ότι «αντιμετωπίζουμε το πρό-βλημα που έχει δημιουργηθεί με την απαραίτητη ρύθμιση έτσι ώστε να μην περικοπεί το επίδομα ανεργίας και να μην ακυρωθεί η κάρτα ανεργίας με αφορμή τη συμμετοχή τους για δύο εβδομά-δες στο πρόγραμμα της απογραφής». Η αμηχανία είναι εμφανής, όπως φαίνεται και από τη διατύπω-ση: οι άνεργοι «συμμετέχουν» στο πρόγραμμα της Απογραφής, δεν απασχολούνται σε αυτό. Λίγες μέρες αργότερα, στις �7 Μαΐου, και ενώ η διαδι-κασία της Απογραφής έχει τυπικά ολοκληρωθεί, ο Γενικός Διευθυντής Εργατικού Δυναμικού του ΟΑΕΔ κυκλοφορεί εγκύκλιο για το ίδιο ζήτημα, με την οποία καλεί τις υπηρεσίες του οργανισμού να μην «προχωρήσουν σε οποιαδήποτε ενέργεια σχετικά με την αναστολή του επιδόματος ή τη δια-γραφή του δελτίου ανεργίας μέχρι την ολοκλή-ρωση της σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας», παραπέμποντας έτσι στο μέλλον τη ρύθμιση του θέματος με σχετικό νομοθέτημα.

Page 9: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[7]

Το παραπάνω περιστατικό είναι ενδεικτικό μιας αντίληψης «απόψε αυτοσχεδιάζουμε» που διακατέχει την ελληνική διοικητική γραφειοκρατία. Ωστόσο, η αίσθηση προχειρότητας και ανοργανω-σιάς χαρακτήρισε την όλη διαδικασία και σε άλλα επίπεδα, όπως υπογραμμίζεται από τους απογρα-φείς. Τα σεμινάρια για την εκπαίδευση ήταν διεκπε-ραιωτικά, οι ελλείψεις σε υλικό συνεχείς:

Η εκπαίδευση μου έγινε σε ένα 4ωρο σεμινάριο από την ΕΛΣΤΑΤ. (Χ.Χ., Τρίπολη)

Η όλη οργάνωση μπορώ να πω πώς ήταν υπο­τυπώδης, τέτοια που να μπορέσει απλά να διεκ­περαιώσει την όλη διαδικασία. Η «εκπαίδευσή» μας ως απογραφέων περιορίστηκε σε ένα δίω­ρο ανάγνωσης ουσιαστικά του υποδείγματος του φυλλαδίου που είχαμε να συμπληρώσου­με. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν ήταν πρακτικής κυρίως φύσης και είχαν να κάνουν με την ποσότητα και τον τρόπο εφοδιασμού των απαραιτήτων (φυλλαδίων, δικαιολογητικών και κυρίως των «ειδικών» προβληματικών στυλό). (Θ. Κ., Νέα Ιωνία)

Επιπλέον υπήρξε σχετική έλλειψη σε κάποια φυλλάδια. (Σ.Π., 7ο διαμέρισμα Αθηνών)

Στο ζήτημα της αντιμετώπισης των μετανα-στών, η εκπαιδευτική διαδικασία υπήρξε εξίσου γενναιόδωρη και διαφωτιστική, συνάμα δε χα-ρακτηριστική μιας νοοτροπίας που συνδυάζει αριστοτεχνικά τυπολατρία και ευθυνοφοβία:

Καμία πρόβλεψη για τους μετανάστες. Για παράδειγμα, ενώ η στατιστική υπηρεσία είχε βγάλει πανελλαδικά αφίσες και υλικό σε άλλες γλώσσες [...] δεν δόθηκαν στους απογραφείς ή δεν κολλήθηκαν σε σημεία στην Παλιά πόλη για ανθρώπους που δεν θα μπορούσαν λόγω άγνοιας της γλώσσας να το πληροφορηθούν. Επιπρόσθετα η στατιστική είχε μιλήσει στο σεμι­νάριο για μεταφραστές­διερμηνείς που φυσικά, όταν κάποιοι ενδιαφέρθηκαν για να εργαστούν έναντι αμοιβής, δεν υπήρχε καμία μέριμνα ή έστω ενδιαφέρον. (Ε.Π., Ρέθυμνο)

«Δεν χρειάζεται να επιμείνετε για ονόματα, αν κάποιος αλλοδαπός δεν θέλει να σας το δώσει», μας ενημέρωσαν οι υπεύθυνες του σεμιναρίου, «Βάλτε ένα ψεύτικο, Λουντμίλα, Εύα, Φατί, οτι­δήποτε». (Ε.Χ., Μαρούσι)

Απογράφεται η καθημερινότητα;Ας δούμε τώρα κάποιες πλευρές της Απογραφής που αφορούν τα ίδια τα ερωτηματολόγια. Πώς συσχετίζονται αυτά με τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού; Τι ρωτήθηκαν οι απογραφόμε-νοι και πώς αντιμετώπισαν τη λογική με βάση την οποία δομήθηκαν τα ερωτηματολόγια; Έχει τεράστιο ενδιαφέρον να δει κανείς τις προσδο-κίες του απογραφόμενου πληθυσμού σε σχέση με τα στοιχεία που ζητάει το κράτος, και σε ποιο βαθμό αυτή η διάδραση καθορίζεται από την τρέχουσα κοινωνική και οικονομική συγκυρία.

Αυτό που φαίνεται έντονα είναι μια σοβα-ρή αναντιστοιχία μεταξύ ερωτηματολογίου και πραγματικών συνθηκών ζωής. Η αντιμετώπιση του ζητήματος της ανεργίας είναι ένα χαρακτη-ριστικό παράδειγμα:

Παρατηρήθηκε μεγάλη αμηχανία και προσωπι­κή δυσκολία αρκετών απογραφόμενων ανέρ­γων ή ημι­απασχολούμενων στην ερώτηση

Page 10: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[8]

«ποια ήταν η κύρια ασχολία σας την εβδομάδα 3­9 Μαΐου 2011;». Η λέξη «άνεργος» δεν κα­ταγραφόταν στο ερωτηματολόγιο και αρκετοί ένιωθαν την ανάγκη να εξηγήσουν τον τρόπο που επιβίωναν, περισσότερο ως απολογία – απέναντι στον εαυτό τους κυρίως. Η «Άλλη περίπτωση» στο ερωτηματολόγιο κρύβει την ένταση και την αγωνία. Αλλά και όσοι δήλωναν συγκεκριμένη εργασία, αμέσως σχολίαζαν με κάποιο τρόπο το πόσο εντατικά εργάζονταν αρ­κετές ώρες. Μειδίαζαν στην ερώτηση 17, «Ώρες απασχόλησης». (Γ. Γ. , Γαλάτσι) Παρόμοια άποψη εκφράζουν και άλλοι:

Όσο για το ερωτηματολόγιο, θα είχε ενδιαφέ­ρον να σταθεί κανείς στους ορισμούς του εργα­ζόμενου, του άνεργου για την στατιστική υπη­ρεσία. Μήπως οι συντάκτες του ενημερωτικού εντύπου δεν ζουν ή δεν εργάζονται σε τούτη τη γη αλλά σε ένα παράλληλο σύμπαν... Καμιά ανταπόκριση, κανένα σημείο επαφής με την πραγματικότητα. Άλλη η καθημερινή εικόνα της εργασίας, με ημιαπασχολούμενους, ανασφάλι­στους, με τη μαύρη εργασία που κρύβεται και καμουφλάρεται επιμελώς ως εργασία. (Ε. Π. , Ρέθυμνο)

Η παντελής απουσία της λέξης ανεργία/άνερ­γος από το ερωτηματολόγιο ξένισε πολύ τον κό­σμο (και ορισμένους απογραφείς), σε σχετικές ερωτήσεις/διευκρινίσεις προς τους υπεύθυνους οι απαντήσεις κυμαίνονταν στο ότι τα ερωτη­ματολόγια είναι έτοιμα και ακολουθούν ενιαία λογική/πολιτική με την ΕΕ… (Θ. Κ., Ν. Ιωνία)

Οι ίδιες απορίες εκφράζονται με προσποιητή αφέλεια:

Η συντριπτική πλειονότητα των ατόμων που έλαχε να συναντήσω ήταν είτε άνεργοι είτε συνταξιούχοι, με αποτέλεσμα το μισό ερωτη­ματολόγιο να μην τους αφορά. Φυσικά, δια τι η εθνική στατιστική υπηρεσία δεν είχε καμία απο­ρία για το πόσο καιρό είναι αυτοί οι άνθρωποι άνεργοι, αν λαμβάνουν επίδομα ανεργίας και τι ποσοστό των εξόδων τους μπορούν να καλύ­

ψουν με το τυχόν προαναφερόμενο επίδομα της ντροπής, ακόμα με ταλανίζει σαν ερώτημα. Το αυτό και περί των συνταξιούχων: πόσα έτη εργασίας κουβαλούν στην πλάτη τους, ποια η ανταπόδοση για τα έτη αυτά από το ασφαλι­στικό τους ταμείο, είναι επαρκής η ιατροφαρ­μακευτική περίθαλψη που λαμβάνουν; Χμ, who knows? Who cares?(Ε.Π., 6ο διαμέρισμα Αθηνών)

Το ζήτημα αυτό μάλιστα αντιμετωπίστηκε και από τους ίδιους τους απογραφείς με χαρακτηρι-στική αιχμηρότητα:

Ήταν ένα από τα σημεία που ακούστηκαν αντι­δράσεις και αμηχανία τόσο από τους απογρα­φείς όσο και από τους εκπαιδευτές­υπεύθυνους της στατιστικής υπηρεσίας. Αποκορύφωση η προβοκατόρικη ερώτηση: «Εμείς οι απογρα­φείς τι δηλαδή, θεωρούμαστε εργαζόμενοι γιατί θα δουλέψουμε δυο βδομάδες;!»(Ε.Π., Ρέθυμνο)

Από την άλλη, η «χειραγώγηση» του θέματος εργασία/ανεργία φαίνεται πως υπήρξε συνειδη-τή επιλογή από τις διοργανώτριες αρχές.

Σε επίπεδο εργασίας από την άλλη, διαφά­νηκε μία προσπάθεια να μειωθεί το ποσοστό ανεργίας (εργαζόμενος θεωρήθηκε αυτός που απασχολήθηκε έστω και μία ώρα κατά την εβδομάδα 3­9 Μαΐου 2011), καθώς και ο χρό­νος ανεργίας του καθενός (δεν προκύπτει από κάπου το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κά­ποιος αναζητούσε εργασία). Και φυσικά δεν θα μπορούσε κανείς να αναμένει ερωτήματα σχε­τικά με τις συνθήκες εργασίας του καθενός ή το είδος σχέσεων εργασίας με την εργοδοσία. (Ε.Χ., τομεάρχης στο Μαρούσι)

Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει και άλλος απο-γραφέας:

Αλήθεια, πώς θα μπορούσε να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα γενικά κάποιος, χωρίς να εξατομικεύσει τις τόσες διαφορετικές κατηγο­ριοποιήσεις που όχι μόνο σκοπίμως δεν υπήρ­

Page 11: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�]

χαν στο ερωτηματολόγιο, αλλά και στη θέση τους υπήρχε μια κατασκευασμένη και προδια­γεγραμμένη απάντηση που χώραγε να δεχτεί στην αγκαλιά της κάθε απλήρωτη ημιαπασχό­ληση που χριζόταν αυτομάτως εργασία. Δυστυ­χώς δεν δόθηκε εκεί καμία μάχη… (Ε.Π., Ρέθυμνο)

Το παράδειγμα της εργασίας/ανεργίας δεν ήταν το μοναδικό, αλλά το πιο χαρακτηριστικό, δεδομέ-νης και της συγκυρίας. Οι αναφορές για νοικοκυριά γεμάτα άνεργους και απολυμένους, ακόμα και σε περιοχές «υπεράνω υποψίας» όπως το Μαρούσι, ενισχύουν την αίσθηση πλήρους αναντιστοιχίας ερωτηματολογίου και πραγματικών συνθηκών δια-βίωσης. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οι απο-γραφόμενοι σχολίαζαν δηκτικά το φαινόμενο αυτό ως συνολικό πρόβλημα του ερωτηματολογίου, γεγονός που επέτεινε την αίσθηση αδιαφορίας και εχθρότητας απέναντι στην όλη διαδικασία:

Οι ερωτώμενοι σε όλα αυτά δυσφορούσαν και εκδήλωναν με ένταση και αγένεια την αντίθεσή τους (λίγοι) είτε απαντούσαν με χιούμορ, εκδη­λώνοντας την απορία τους περί της χρησιμότη­τας των ερωτήσεων και της λογικής απουσίας άλλων που σχετίζονταν με το θέμα της ανεργίας και του βιοτικού τους επιπέδου και της καθημε­ρινότητάς τους […] Ακολούθως, τα σχόλια για την εφαρμοζόμενη πολιτική και τη μείωση εισο­δημάτων έδιναν και έπαιρναν. Γενικά μετά την αρχική επιφυλακτικότητα ο κόσμος απαντούσε τονίζοντας τα θέματα της ανεργίας και της κα­θημερινότητας και ρωτώντας για τη χρησιμότη­τα της όλης διαδικασίας. (Θ. Κ., Νέα Ιωνία)

Γενικά, υπήρχε η διάθεση για συνεργασία, αν και η συνολική απαξίωση για τα ερωτήματα της

απογραφής, όσον αφορά την επίτευξη του στό­χου της (διαπίστωση βιοτικού επιπέδου) ήταν διάχυτη σε μεγάλο μέρος των ερωτώμενων. (Σ.Π., 7ο διαμέρισμα Αθηνών)

Η τελετουργία της Απογραφής του Μαΐου που πέρασε διενεργήθηκε μέσα σε κλίμα σου-ρεαλισμού, οργής και απόγνωσης: σε αυτήν «συμμετείχαν» ως απογραφείς χιλιάδες άνεργοι και ημιαπασχολούμενοι, κάθε ηλικίας. Το σκη-νικό πλούσιο σε εικόνες: νοικοκυριά με απολυ-μένους και ανέργους ρωτήθηκαν «αν κάνουν ανακύκλωση», κουτοπόνηροι μικροαστοί με μο-ντέρνες δουλειές στον τριτογενή τομέα και ύφος μπλαζέ επιβεβαίωναν τον ριζοσπαστικό ατομικι-σμό τους απευθυνόμενοι στους απογραφείς με ύφος «δεν μπορώ τώρα να σας απαντήσω αλλά ούτε και ξέρω πότε ούτε με ενδιαφέρει τι κάνε-τε ούτε ποιος σας έστειλε», φοβισμένοι μετα-νάστες δικαιολογούσαν την παρουσία πλήθους συμπατριωτών τους στο οίκημα δηλώνοντας ότι απλώς κάνουν επίσκεψη, μεγαλοστελέχη της Χρυσής Αυγής αντιμετώπιζαν την απογραφή ως κάτι ιερό «για το καλό της χώρας», απορημένοι απογραφόμενοι μετρούσαν τα τετραγωνικά της κουζίνας τους και γυναίκες που είχαν χάσει παι-διά απαντούσαν στην ερώτηση «πόσα παιδιά έχουν γεννήσει», ηλικιωμένοι που έβρισκαν ευ-καιρία για παρέα και κουβέντα δίπλα σε νοικοκυ-ραίους που αρνούνταν να δώσουν πληροφορίες για το επάγγελμα και τα τετραγωνικά του σπιτιού τους φοβούμενοι το κρατικό φακέλωμα. Κυρίως όμως η φετινή Απογραφή στάθηκε μια ευκαιρία να γνωριστεί και να συνομιλήσει ο κόσμος της εργασίας και της ανεργίας, απογραφείς και απο-γραφόμενοι. Τα υπόλοιπα θα τα δούμε στα μέσα του �01� τυπωμένα σε πίνακες από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Gilb

ert G

arci

n

Page 12: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[10]

Γιατί υπάρχει αυτό το μένος κατά των εργολά-βων; Τα διόδια δεν είναι παρά η κορυφή ενός

παλιού παγόβουνου, που φέρει από κάτω ένα γιγά-ντιο λαϊκό αίσθημα, στα όρια του συλλογικού, αστι-κού μύθου: οι εργολάβοι είναι «κλέφτες». Το λαϊκό αίσθημα σπανίως πέφτει έξω, σπανίως όμως αντι-λαμβάνεται και τα πράγματα στη σωστή τους διά-σταση. Για παράδειγμα, θεωρεί, στην περίπτωση του εργολάβου, ότι η διαπλοκή να πάρει ένα έργο είναι ένα τηλεφώνημα, ενώ οι «πνευματικές» δυνά-μεις του συγκεντρώνονται στη κατασκευή και την παραχώρηση, πώς να «βγάλει» απ’ τα τιμολόγια, τα υλικά, τα διόδια. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν θέτει έναν εργολάβο σε «πνευματική εγρήγορση», όσο η ανάληψη ενός έργου. Και τίποτα δεν τον υποτιμάει τόσο, όσο η λαϊκή δοξασία ότι τα εκα-τομμύρια παίρνονται με απευθείας αναθέσεις.

Η δυνατότητα ανάληψης ενός έργου χαρακτη-ρίζει και διαφοροποιεί έναν εργολάβο από έναν άλλον. Αυτοί που παίρνουν τα έργα ισχυροποιού-νται οικονομικά, τεχνογνωσιακά και «πολιτικά», αφού μπορούν κατά βούληση να τα διαμοιράζουν υπεργολαβικά, δημιουργώντας σφαίρες επιρροής οι οποίες τελικά τους αποφέρουν κι άλλα έργα και μικρότερα κόστη. Στη σύγχρονη ιστορία της νο-μοθεσίας των δημοσίων έργων, τα συστήματα ανάθεσης έργων που χρησιμοποίησε η πολιτεία είναι αυτά και μόνο που υποδεικνύουν τι υπάρχει πίσω απ’ τον «προστατευτικό» μανδύα της δια-φθοράς κάθε μεμονωμένου δημοσίου λειτουργού ή κυκλώματος, αποτυπώνοντας την επικοινωνία της με το οικονομοτεχνικό κεφάλαιο: όταν πριν από ενάμισι περίπου χρόνο ένα νέο νομοσχέδιο για την αλλαγή του τρόπου ανάθεσης αναρτήθη-κε στο διαδίκτυο, για μήνες υπήρξε έντονο παρα-σκήνιο, φορείς και άτομα συμμετείχαν στη δημό-σια διαβούλευση, και τελικά, εν μιά νυκτί, το νομοσχέδιο αποσύρθηκε χωρίς εξηγήσεις.

Μια αφήγηση της ιστορίας των αναθέσεων και των εργολαβικών πρακτικών πρέπει να ‘χει δύο

«πλοκές». Αν και όλοι μάθαμε να ταυτίζουμε τον εργολάβο και τα δημόσια έργα με τα «μεγάλα έργα», ο κόσμος μας αποτελείται από αναρίθμη-τους μικρούς εργολάβους και μικρά έργα, χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τα μεγάλα. Οι αναθέσεις στα μικρότερα έργα δεν αποτελούν παρά το είδος του σαιξπηρικού παρω-διακού καθρέφτη που αποτελούσε πάντα η δευ-τερεύουσα πλοκή απέναντι στην κύρια. Ωστόσο, είναι αυτή που φωτίζει μ’ ένα άλλο φως το «έργο» της ανάθεσης, και, κατά κάποιο τρόπο, τη «δια-χρονική ουσία» της εργολαβικής καρδιάς.

Θε μου, κάνε να πάρω το εργάκι…Όταν το 1�8�, με την απαρχή (και) της σύγχρονης ιστορίας της νομοθεσίας των δημοσίων έργων, κα-θιερώθηκε ως γενικός κανόνας των αναθέσεων η προσφερόμενη από τον εργολάβο «χαμηλότερη τιμή» (δηλαδή η υψηλότερη έκπτωση), σε πολύ σύ-ντομο χρόνο, για να πάρει κανείς ένα έργο έπρεπε να δώσει έκπτωση έως και 80%. Δηλαδή, ένα έργο που το κόστος του είχε υπολογιστεί από την Τεχνική Υπηρεσία σε π.χ. 1 δισ. δρχ., ο εργολάβος υποσχό-ταν να το εκτελέσει με �00 εκατ. Ήταν αυτό δυνα-τόν; Δέκα χρόνια μετά, το 1���, και ενώ παρ’ όλα αυτά οι εργοληπτικές εταιρείες είχαν αρχίσει να συσσωρεύουν κέρδη, εισήχθη η «αιτιολόγηση» των προσφορών από τους υποψήφιους αναδό-χους, προκειμένου να εξηγείται το πώς προέκυπτε η τιμή που έδιναν και να σταματήσουν οι ανεδαφι-κές εκπτώσεις «στην τύχη» μόνο και μόνο για να «κάτσει» το έργο. Για τέσσερα χρόνια, μέχρι που άλλαξε όλο το σύστημα, έγινε η σφαγή των αμνών. Οι Επιτροπές Διαγωνισμού απλώς απέρριπταν τις χαμηλότερες προσφορές ως «αναιτιολόγητες» και έργα κατέληγαν στον �0ο ή τον �0ο μειοδότη, αφού ένας ένας οι προηγούμενοι μειοδότες «τρώ-γονταν» μέχρι να φτάσει η σειρά στον «εκλεκτό».

Μπορεί να είχε βρεθεί επιτέλους μια φόρμου-λα τα έργα να καταλήγουν εκεί που πρέπει, δεδο-

Κώστας Περούλης

Μια σύντομη ιστορία των αναθέσεων των δημοσίων έργων:Θε μου κάνε να πάρω το εργάκι (και θα Σου δώσω και Σένα ποσοστάκι)

Page 13: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[11]

μένου ότι το 1��� ξανασταθεροποιούνταν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και ξεκινούσε να ρέει το �ο ΚΠΣ, όμως το σύστημα περιείχε πλέον τόσο εξό-φθαλμη συναλλαγή που τελικά δυσχέραινε μάλ-λον –λόγω και της πολυδιάσπασης των φορέων ανάθεσης– μια «λογική» μοιρασιά των έργων σε λίγα χέρια – μια μοιρασιά που κυρίως δεν θα κό-στιζε τέτοιες εκπτώσεις. Έτσι, όταν τον Φεβρουά-ριο του 1��8, ούτε 6 μήνες μετά την ανάθεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ εν-όψει του επερχόμενου τσουνάμι έργων καθιέρωνε τον διαβόητο μαθηματικό τύπο προκειμένου να τα διασφαλίσει από τον κίνδυνο καθυστερήσεων και κακοτεχνιών που συνεπάγονται οι μεγάλες εκ-πτώσεις, αλλά και από το «διεφθαρμένο» σύστη-μα των «αιτιολογήσεων» που το ίδιο είχε εισαγά-γει, σίγουρα είχε υπόψη του την Εισηγητική Έκθεση του παλαιότερου ΠΔ 7��/7� που καταρ-γούσε την «δημοπρασία διά ποσοστού έκπτωσης μετ’ ευλόγου ορίου», έναν απλοϊκό πρόγονο του μαθηματικού τύπου:

Το σύστημα τούτο… παρά το προφανές πλεο­νέκτημα του να κατατείνει εις το να προφυ­λάσσει τους μικρούς κατασκευαστάς από τας αλογίστους εκπτώσεις δημοπρασιών, αίτινες και εις βάρος των έργων αποβαίνουν αλλά και κοινωνικάς παρενεργείας είναι δυνατόν να προξενήσουν ουχ ήττον παρουσιάζει εν έντο­νον μειονέκτημα, το ότι ευνοεί τον σχηματισμόν ομάδων εργοληπτών, συνεργαζομένων απλώς και μόνον διά να οδηγήσουν την έκπτωσιν της δημοπρασίας εις το επιθυμητόν υπ΄ αυτών ύψος και συνεπώς και εις τον υπ΄ αυτών υπο­στηριζόμενον ανάδοχον, όστις και αμείβει αυ­τούς, διά την τοιαύτην, αντιδεοντολογικήν και παράνομον παροχήν των υπηρεσιών των. Κατά τα τελευταία έτη το φαινόμενο τούτο έχει πα­ρουσιάσει τοιαύτην επίτασιν ώστε κρίνεται ως ενδεδειγμένη η κατάργησις του συστήματος τούτου δημοπρατήσεως.

Ο μαθηματικός τύπος ήταν στην πράξη ένας αλγόριθμος που υπολόγιζε, με βάση έναν περί-πλοκο μέσο όρο των προσφορών που είχαν υπο-βληθεί, ποιες ήταν «υπερβολικά χαμηλές», τις οποίες και πέταγε αυτόματα έξω. Τα μεγάλα έργα

μοιράστηκαν στις πράσινες ή πρασινωπές εταιρεί-ες (που ήταν συντριπτική πλειοψηφία) ως εξής: Οι «τρεις (πλέον) αδερφές» (Ελλάκτωρ, J&P Άβαξ, ΓΕΚ-Τέρνα) έκαναν μια πρώτη χοντρική μοιρασιά, μάζευαν τις εταιρείες-δορυφόρους και «έκοβαν» κοντινές εκπτώσεις για να διαμορφώσουν τον μέσο όρο: �% ο ένας, �,�% ο άλλος, �,�% ο παρα-δίπλα κ.ο.κ. Λόγω του αριθμού τους, οι συνεννοη-μένοι καθόριζαν το εύρος του μέσου όρου όπου κινούνταν οι «λογικές» προσφορές κι έτσι, αυτός που ήταν έξω απ’ την ομάδα, και θα έδινε μια όντως λογική έκπτωση �0-��%, είχε αυτομάτως πεταχτεί εκτός, ως υπερβολικά χαμηλός, ενώ το έργο έπεφτε στον συγκεκριμένο εργολάβο που η προσφορά του είχε λάβει τη «σωστή θέση» στον διαμορφωμένο μέσο όρο. Στη σπάνια περίπτωση που κάποιος απ’ τους «εκτός» μάντευε το πού θα κυμανθεί ο μέσος όρος (της ομάδας), έμπαινε σφήνα και, όταν άνοιγαν οι προσφορές, τού έπε-φτε το έργο στη ρουλέτα. Καθώς πλέον είχαν γίνει γνωστές οι προσφερθείσες εκπτώσεις, κάποιος απ’ την ομάδα έκανε ένσταση σε κάποιον άλλον της ομάδας, επειδή π.χ. του έλειπε ένα δικαιολο-γητικό, η Επιτροπή Διαγωνισμού την έκανε δεκτή και τον απέκλειε, και έτσι άλλαζε ξανά ο μέσος ο όρος τόσο ώστε η μπίλια τελευταία στιγμή να ξα-νακουνηθεί και να πάει στον επόμενο της ομάδας. Αντίστροφα με ό,τι ισχύει σήμερα, αυτός μπορού-σε να μεταβιβάζει «υπεργολαβικά» εκεί που έπρε-πε έως και το 70% του έργου. Οι μικρότερες πρά-σινες εταιρείες πήραν έτσι λιγότερα έργα στη

Μπά

μπης

Λου

ιζίδ

ης

Page 14: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[1�]

μοιρασιά, αλλά «πληρώνονταν» με υπεργολαβίες ή μικρά ποσοστά σε κοινοπραξίες σε έργα που έπαιρναν οι μεγάλες γιατί είχαν καλύτερη πρό-σβαση στους «κατ’ εξαίρεσιν» τρόπους ανάθεσης. Τον μαθηματικό τύπο κυνήγησε λυσσαλέα και, τελικά (κατόπιν εορτής βέβαια, το �00�), κατάφε-ρε να ρίξει ο μεγάλος γαλάζιος εργολάβος (Μηχανική), πετυχαίνοντας μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου την υποχρεωτική, εργασία-εργασία αξιολόγηση των «υπερβολικά χαμηλών προσφο-ρών», κάτι που οδήγησε στο δικαστικό μπλοκάρι-σμα όλων των έργων για ενάμιση χρόνο και τελι-κά, στην κατάρρευση του συστήματος.

Το παραπάνω ξεκίνησε από ένα έργο όπου η πράσινη ομάδα έδωσε εξωφρενικό εύρος εκπτώ-σεων από �% έως 7,�% και ο γαλάζιος ��% (ΣΤΕ ��7/�00�). Η κριτική του μαθηματικού τύπου απ’ τους αντιφρονούντες εργολάβους επικεντρώθηκε πάντοτε στη μεθόδευση του πού θα πάει το έργο, «ξεχνώντας» το με πόσο θα πάει. Για να γίνει κατα-νοητό το γιατί, μπορούμε να πούμε ότι για ένα μι-κρομεσαίο «μεγάλο έργο» των �0 εκατ. ευρώ, με μια καλή έκπτωση μαθηματικού τύπου �%, δηλαδή �,� εκατ., το δημόσιο το πλήρωνε �7,� εκατ. Με μια κανονική ανταγωνιστική έκπτωση γύρω στο ��%, αν δεν υπήρχε συμπαιγνία, θα ‘χε πληρώσει το ίδιο ακριβώς έργο �7,� εκατ. Σήμερα, με το σύστημα

της χαμηλότερης τιμής που ισχύει και πάλι, και τις συνήθεις εκπτώσεις του �0-60%, το ίδιο έργο θα γινόταν π.χ. με �� εκατ. Οι διαφορές των ποσών αυ-τών, στο συγκεκριμένο παράδειγμα άνω των �0 εκατ. ευρώ, μπήκαν «καθαρές» στις τσέπες των ερ-γολάβων. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το κό-στος των Ολυμπιακών Έργων και μόνο (γιατί την περίοδο του μαθηματικού τύπου υπήρξαν και άλλα πολλά, όπως σχεδόν όλη η Εγνατία Οδός, το κό-στος της οποίας έφτασε τα 6 δισ., τα ΠΑΘΕ κ.ά.), έφτασε τελικώς τα 1� δισ. ευρώ.

Απ’ την άλλη, στις μικρότερες κατηγορίες έργων –όπου λείπει πάντα το μάτι της δημοσιότητας– ο μαθηματικός τύπος γέννησε σκηνές απείρου κάλ-λους. Εκεί, κάθε λαμόγιος ξέθαβε τελειωμένες εταιρείες-φαντάσματα χωρίς δραστηριότητα και με κανονισμένα ανταλλάγματα τις έβαζε να συ-μπληρώνουν «ομαδοποιημένες» προσφορές ώστε να κάτσει η μπίλια σε κάποια απ’ αυτές και να «τσι-μπήσει» το έργο, προκειμένου στη συνέχεια να το «πουλήσει» στον πραγματικά ενδιαφερόμενο. Βέβαια, αν άλλος «κατέβαζε» μεγαλύτερη ομάδα προσφορών, το έργο έκανε φτερά. Για το τι έγινε εκείνη την εποχή, αφήνουμε να μιλήσει το κείμενο ενός εργολάβου που λέει τον πόνο του στη δημό-σια διαβούλευση (η οποία επιτέλους χρησίμεψε και σε κάτι):

Page 15: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[1�]

Όλες οι εργοληπτικές επιχειρήσεις βρέθηκαν στο «μάτι του κυκλώνα» με τη δημιουργία των ομάδων από «νεκραναστημένα εργοληπτικά πτυχία», με «αρχηγούς» και «αρχηγίσκους»… το κόστος των «νεκραναστημένων Λαζάρων» στη «μαύρη αγορά» έγινε δυσβάσταχτο… είχε στόχο την «αρπαγή» της εργολαβίας… με κατάθεση έως και 170 προσφορών σε πολλές δημοπρασίες και με κόστος 800­1.000­1.500 ευρώ «ανά κεφαλή» συμμετέχοντος και συνολι­κό «μαύρο κόστος» που μπορεί να πέρναγε και τις 150.000€. Ο ενδιαφερόμενος, για να πάρει κάποιο έργο ερχόταν σε συνεννόηση με τον αρχηγό, εξασφάλιζε 30, 50, 100 πτυχία, κανονί­ζοντας τα έξοδα παράστασης, μεταφοράς, φα­γητού, ξενοδοχείου και η ομάδα έρχονταν στην Πάτρα π.χ. και κατέθετε προκατασκευασμένες προσφορές έτοιμες από τον ενδιαφερόμενο μαζί με τις εγγυητικές στην Επιτροπή Δημο­πρασίας και μόνο δημοπρασία δεν ήταν… οι «ατσίδες» έφτιαξαν ομάδες κρούσης για την κατάληψη της δημοπρασίας, πήγαιναν στα 4 σημεία του ορίζοντα… Ο αξιοπρεπής που δεν μπήκε σε ομάδα «χάθηκε» στο δαιδαλώδες λογισμικό του μαθηματικού τύπου μηδέποτε αναδειχθείς μειοδότης και αναδείχθηκαν τα επιπλέοντα φελλά.1

Ο μαθηματικός τύπος τέλειωσε μαζί με την κυ-βέρνηση Σημίτη. Η επαναφορά της απόλυτης μειο-δοσίας από τον Σουφλιά, το �00�, προκειμένου να σπάσει το καρτέλ, ξαναγύρισε και τις προσφορές σε εκπτώσεις του �0-60%. Η σημερινή κατάρρευ-ση του κλάδου ήταν αναπόφευκτη, αφού τις εκ-πτώσεις αυτές άντεξαν μόνο όσες εταιρείες είχαν μαζέψει «λίπος» απ’ το προηγούμενο καθεστώς, δεδομένου και ότι με το νέο σύστημα, για λόγους υποτιθέμενης συγκράτησης των εκπτώσεων, όσο πιο μεγάλη έκπτωση δίνεις τόσο μεγαλύτερη τρα-πεζική εγγύηση καλής εκτέλεσης προσκομίζεις και πληρώνεις. Έτσι, με την αλλαγή του συστήμα-τος, και όσο έμεινε στην εξουσία η ΝΔ, συνέβη το

εξής: ενώ ο τζίρος των μεγάλων εταιρειών πολλα-πλασιάστηκε (� δισ. το �008 έναντι �,� δισ. το �00�), τα καθαρά κέρδη έπεσαν (�07 εκατ. το �008 έναντι �1� εκατ. το �00�).� Η λύση που βρέ-θηκε (πέραν απ’ τους «κατ’ εξαίρεσιν» τρόπους ανάθεσης), τουλάχιστον απέναντι στα φιλέτα, τους αμαρτωλούς αυτοκινητόδρομους, ήταν η εξής: καθεμία μεγάλη εταιρεία, πράσινη ή γαλάζια, ως εκ θαύματος κατέβηκε (ως leader κοινοπραξί-ας) ως μοναδική (ή μοναδική σοβαρή) υποψήφια σε έναν απ’ τους πέντε αυτοκινητόδρομους που είχε «επιλέξει», και, μολονότι σ’ αυτήν την περί-πτωση ο νόμος προβλέπει την κήρυξη της δημο-πρασίας ως άγονης λόγω έλλειψης ανταγωνισμού, τον πήρε.

Στα μικρότερα έργα των εκατοντάδων πεινα-σμένων εργολάβων όμως, όπου τέτοια δυνατότη-τα θαύματος να «κατέβεις» μόνος σου σ’ ένα έργο δεν υφίσταται, ένας άλλος παμπάλαιος εργολαβι-κός «θεσμός» ξαναβγήκε απ’ το συρτάρι, το κολό­κουρο. Πριν από τη δημοπρασία σ’ έναν Δήμο π.χ., οι υποψήφιοι, τριάντα ή πενήντα, μαζεύονται απ’ έξω, και προκειμένου να μην μπούνε μέσα και «ματώσουνε» με 60% εκπτώσεις, κάνουν κλήρω-ση μεταξύ τους. Ο τυχερός, μπαίνει μέσα με κάνα-δυο ακόμη στημένους για να φαίνεται ότι υπάρχει ανταγωνισμός, και παίρνει το έργο με έκπτωση �%. Υποχρεούται ωστόσο να δώσει σε όσους συμ-μετείχαν στη διαδικασία –την οποία ελέγχει ένας «θεματοφύλακας» που ορίζεται να «κρατάει» τις συμμετοχές– ένα μικρό ποσοστό από τα λεφτά που θα πληρωθεί στο μέλλον όταν εκτελέσει το έργο, το κολόκουρο δηλαδή, που ανάλογα με τον αριθμό των συμμετοχόντων και το ύψος του έρ-γου μπορεί να φτάνει από 1�0 έως 1.000-1.�00

1. Βλ. και το ενδιαφέρον ρεπορτάζ της Καθημερινής για το πώς μαζεύονταν εργολάβοι έξω απ’ το ΥΠΕΧΩΔΕ σε πα-ρακείμενο καφενείο, έχοντας κάνει κανονική «εταιρεία»: http://news.kathimerini.gr/�dcgi/_w_articles_politics_1000�8_��/06/�00�_1078�8.

�. Βλ. Ανέστης Ταρπάγκος, «Τεχνικές Κατασκευές: Από τη “χρυσή 10ετία” στην κρίση υπερσυσσώρευσης και την κα-τάρρευση», περ. Θέσεις, 11�, Οκτ.-Δεκ. �010. Ο συγγραφέ-ας αποδίδει το γεγονός σε κλασική καπιταλιστική «κρίση υπερσυσσώρευσης» του κεφαλαίου που συγκέντρωσαν οι εταιρείες στη χρυσή προ-ολυμπιακή περίοδο. Ωστόσο, πέραν του ότι τέτοια κρίση δεν υφίσταται, αφού τα κεφά-λαια επανεπενδύονται σε άλλες δραστηριότητες (διαχείρι-ση απορριμμάτων, ενέργεια, επέκταση στο εξωτερικό, real estate), το γεγονός οφείλεται στη συντριπτική μείωση των περιθωρίων κέρδους λόγω της αλλαγής του συστήματος ανάθεσης που οδήγησε σε πολύ μεγαλύτερες εκπτώσεις και τεράστια χρηματοοικονομικά έξοδα απ’ τις αυξημένες τραπεζικές εγγυήσεις.

Page 16: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[1�]

ευρώ ανά κεφάλι. Πολλοί «αεριτζήδες», που δεν έχουν καν τα μέσα να εκτελέσουν το έργο, πηγαί-νουν απλά και βγάζουν μεροκάματο, και ακόμα πιο πολλοί στέλνουν δικούς τους ανθρώπους και σε άλλες δημοπρασίες που γίνονται συγχρόνως σε άλλους δήμους για να μαζέψουν κι από κει κο-λόκουρα.� Αν κάποιος αρνηθεί να συμμετάσχει στη διαδικασία και μπει να χτυπήσει το έργο κα-νονικά (ο λεγόμενος «κανονιέρης»), αναγκάζει και τους υπόλοιπους να μπούνε μέσα και να «ματώ-σουνε». Θα μπορούσε πάντως να πει κανείς ότι τα κατώτερα στρώματα εργολάβων, παρουσιάζουν μεγαλύτερη αλληλεγγύη και συνδιαχείριση του εργολαβικού ανταλλάγματος.

…και θα Σου δώσω και Σένα ποσοστάκι Οι μοιρασιές του παλιότερου μαθηματικού τύπου και της σημερινής μειοδοσίας που ‘καναν μεταξύ τους οι εργολάβοι δεν θα ‘ταν τίποτα χωρίς τις δια-χρονικές «κατ’ εξαίρεσιν» διαδικασίες ανάθεσης. Μπορεί η απευθείας ανάθεση να είναι η απόλυτη φαντασίωση του εργολάβου, όμως, με εξαίρεση λίγα Ολυμπιακά Έργα της τελευταίας στιγμής, στα μεγάλα έργα η δημοσιότητα είναι εξαιρετικά απο-τρεπτική. Βολικότερη υπήρξε πάντοτε η δημο-πράτηση έργων «με τεχνικές ιδιαιτερότητες» με το σύστημα της μελέτης-κατασκευής, της λιγότερο λαμπερής μελετοκατασκευής. Στο σύστημα αυτό, οι εργολάβοι συντάσσουν και τη μελέτη του έρ-γου η οποία βαθμολογείται από τις Επιτροπές του Διαγωνισμού (τεχνική προσφορά) και μόνο για όσους δεν κοπούν και περάσουν στην επόμενη φάση εξετάζεται συνδυαστικά και η οικονομική τους προσφορά (η έκπτωση) σε μια συνολική βαθμολογία. Για τον λόγο αυτό, το σύνθετο αυτό σύστημα εντάσσεται όχι στην ανάθεση με τη «χα-μηλότερη τιμή», αλλά με τη «συμφερότερη προ-σφορά». Υπήρξε πάντα πρακτικά αδύνατον να

εξηγήσει κανείς γιατί π.χ. μια μελέτη παίρνει 6� (στα 100) και κόβεται ή 71 και περνάει, ή γιατί μια μελέτη παίρνει �7 και μια άλλη 70 ώστε, η δεύτε-ρη, που μπορεί να δίνει πολύ φτηνότερη οικονο-μική προσφορά, να «χάνει» από την πρώτη στη σούμα της βαθμολογίας, που παίρνει το έργο με μια ωραιότατη έκπτωση. Πλήθος από μεγάλα έργα, όπως π.χ. το Ολυμπιακό Χωριό, ο Κηφισός, το Μετρό Θεσσαλονίκης κ.λπ., πέρασαν από δω. Στα δε μεσαία και τα μικρότερα έργα, όπως συνήθως, γίνεται το έλα να δεις. Οι εργολάβοι δίνουν αληθινή μάχη να βάλουν τον δικό τους άνθρωπο στην Επιτροπή ή να βγάλουν τον άνθρωπο του άλλου.� Αλλά και πάλι το έργο δεν σιγουρεύεται. Υπάρχουν αμέτρητες δικαστικές αποφάσεις όπου η Προϊ-σταμένη Αρχή, που εγκρίνει το αποτέλεσμα του διαγωνισμού που υποβάλλεται από την Επιτροπή, απλώς αναβαθμολογούσε εν μιά νυκτί τις μελέτες και το πρωί το έργο είχε φύγει απ’ τα χέρια σου και είχε πάει αλλού. Σε μία τέτοια περίπτωση μάλιστα, που Προϊσταμένη Αρχή ήταν ο ίδιος ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, η Επιτροπή Διαγωνισμού αποτελούνταν από καθηγητές ΑΕΙ οι οποίοι θεώρησαν εαυτούς θιγμένους και στράφηκαν κατά της απόφασης του Υπουργού (δηλαδή όργανο του Δημοσίου στρά-φηκε κατά οργάνου του Δημοσίου) με τη διαδικα-σία που προβλέπεται για τους εργολάβους, ελλεί-ψει άλλης (ΣΤΕ �80�/�7)! Για να αποφεύγονται όλα

�. Κατά το slang.gr, κολόκουρο «σημαίνει το μαλλί του ζώου που προέρχεται από την κοιλιά και τα πόδια του, το οποίο είναι κοντύτερο και προφανώς κατώτερης ποιότητας από το μαλλί που προέρχεται από τα άλλα, πλουσιότερα σε τρι-χοφυΐα μέρη του ζώου, π.χ. πλάτη», ενώ στα δημόσια έργα μάλλον «προέρχεται από το ότι ο εργολάβος ο οποίος κατό-πιν συνεννοήσεως αναλαμβάνει τελικά το έργο, λαμβάνει το μακρύτερο και καλύτερο “μαλλί” (την ανάθεση της σύμβα-σης), ενώ οι υπόλοιποι εργολάβοι, πάντα κατόπιν συνεννο-ήσεως, αρκούνται στα κολόκουρα».

�. Βλ. π.χ. ΣΤΕ (ΑΣΦ) �6�/�006, ΣΤΕ (ΑΝΑΣΤ) �70/�007, ΕΣ �10/�007, όπου προσβάλλεται η σύνθεση της Επιτροπής που βαθμολογεί.

Μπά

μπης

Λου

ιζίδ

ης

Page 17: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[1�]

αυτά όμως, προτιμάται ακόμα καλύτερα η εξαρχής εισαγωγή φωτογραφικών όρων στις προδιαγραφές του έργου (π.χ. τεχνική ικανότητα, εξοπλισμός, εμπειρία) τους οποίους πληρούν μόνο ή πληρούν περισσότερο ορισμένοι εργολάβοι – οι όροι αυτοί μεταφράζονται σε νόμιμα «βαθμουλάκια». Το «κατ’ εξαίρεσιν» αυτό σύστημα δημοπράτησης, το οποίο έφτασε καταχρηστικά να χρησιμοποιείται ακόμα και για κατασκευή απλών κτιρίων, υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές μετά την αλλαγή κυβερνήσεων το �00� και το �00�: οι δημοπρατήσεις με μελετοκατα-σκευή υπερτριπλασιάστηκαν σε σχέση με τις άλλες χρονιές.�

Οι απευθείας αναθέσεις, απ’ την άλλη, επιτρέ-πονται κυρίως για λόγους «απρόβλεπτου και κα-τεπείγοντος». Στα μικρότερα έργα το τι βαφτίστη-κε «κατεπείγον και απρόβλεπτο» είναι μεγάλη ιστορία (π.χ. έργα πυροπροστασίας δάσους αμέ-σως μετά το τέλος του καλοκαιριού), τόσο που, με την πίεση και της Ε.Ε. το όριο για τον προσυμβατι-κό έλεγχο νομιμότητας των αναθέσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο έπεσε πια στο 1 εκατ. ευρώ. Από κει και κάτω, αρπάζει το έργο όποιος μπορεί. Από κει και πάνω, η πιο απλή τακτική είναι το έργο να «σπάει» σε μικρότερα που να μην ξεπερνούν το καθένα τους το εκατομμύριο, ώστε οι απευ-θείας αναθέσεις τους να μην περνάνε απ’ το Ελεγκτικό Συνέδριο που θα τις «γυρίσει πίσω». Στα πολύ μικρά δημοτικά έργα, όπου επιτρέπεται απευθείας ανάθεση χωρίς καμία αιτιολογία (από τη Δημαρχιακή Επιτροπή, ουσιαστικά, δηλαδή τον ίδιο τον Δήμαρχο), για μέχρι περίπου 10.000 ευρώ ή με πρόχειρο διαγωνισμό (χωρίς δημοσιεύσεις αλλά μόνο ανακοίνωση σε μια τοπική εφημερίδα, δηλαδή όποιος το μάθει «από μέσα») μέχρι ��.000 (το �010 εν μέσω ελέγχου των δαπανών λόγω κρί-

σης ο Παπακωνσταντίνου, αν και Υπουργός Οικονομικών και όχι Δημοσίων Έργων, το έκανε 60.000), μπορεί κανείς να δει την κατασκευή του ίδιου δρόμου να σπάει κάθε �0-100 μέτρα σε αμέ-τρητα δεκαχίλιαρα ή σαρανταπεντοχίλιαρα, ή για τα ίδια 100 μέτρα άλλο έργο να είναι η ασφαλτό-στρωση και άλλο το πεζοδρόμιο. Τα έργα αυτά τα παίρνει με απευθείας ανάθεση ο ίδιος εργολάβος με εκπτώσεις του �%. Φυσικά, δεν σηκώνουν με-γαλύτερη έκπτωση, γιατί αν και συνήθως υπερτι-μολογημένα, ένα μεγάλο κομμάτι των χρημάτων του εργολαβικού ανταλλάγματος πρέπει να επι-στραφεί σ’ αυτούς που του έδωσαν το έργο.

Και η προστασία του νόμου; Ο ριγμένος εργο-λάβος είχε πάντα από το νόμο πλήθος προδικα-στικών και ένδικων μέσων: ένσταση, αίτηση θερα-πείας, προσφυγή, ασφαλιστικά μέτρα. Και γινόταν το εξής: επειδή οι προθεσμίες για τις ενστάσεις κατά των Επιτροπών Διαγωνισμού (που είναι τυπι-κή προϋπόθεση για όλα τα άλλα) ήταν σύντομες (επιπέδου �8ωρου) και άρχιζαν να «τρέχουν» από την κοινοποίηση της απόφασης κατακύρωσης του διαγωνισμού, άρχιζε να παίζεται ένα κρυφτού-λι για το πότε θα τοιχοκολληθεί ή θα σταλεί με φαξ η απόφαση. Ο εργολάβος που ήξερε ότι θα του «τη φέρουν», έπρεπε να τη «στήνει» έξω από την Υπηρεσία κάθε μέρα απ’ το πρωί, περιμένο-ντας. Τη μέρα που θα έλειπε, θα τοιχοκολλούνταν η απόφαση ή θα έφτανε στο γραφείο του το φαξ κάτι απογεύματα Παρασκευής, που δεν φαντάζε-σαι δημόσιο υπάλληλο να βρίσκεται στο δικό του γραφείο και να δουλεύει. Και πάλι όμως. Κι αν ο εργολάβος προλάβαινε την ένσταση, που δεν είχε καμία τύχη συνήθως, μέχρι να κινηθεί δικαστικά το αμέσως επόμενο διάστημα, ο φορέας υπέγρα-φε τη σύμβαση ανάθεσης του έργου με τον «δικό» του – ακόμα και την ίδια νύχτα. Απ’ τη στιγμή που υπογραφόταν η σύμβαση όλα πια είχαν τελειώσει. Όταν κρινόταν τελεσίδικα η υπόθεση, μετά από χρόνια, το έργο είχε κατασκευαστεί προ πολλού από τον εργολάβο του, ο οποίος είχε πάρει τα λε-φτά και είχε φύγει. Ο «ριγμένος» εργολάβος μπο-ρούσε απλά να επιδιώξει αποζημίωση για τα δια-φυγόντα κέρδη του, οπότε, αν αποφάσιζε να πληρώνει για μερικά ακόμα χρόνια τους δικηγό-ρους του, το Δημόσιο ξαναπλήρωνε αποζημίωση πάνω στο έργο που είχε ήδη πληρώσει. Μόλις το

�. (�00�:1�1, �006:7�, �007:�0, �008:��, �00�:10�, �010:��) Βλ. ιστοσελίδα της ΠΕΣΕΔΕ (http://www.pesede.gr/live/page.php?section=news&id=���), όπου και οι συγκρού-σεις κατώτερων-ανώτερων εργοληπτικών φορέων για να καταργηθεί η μελετοκατασκευή. Για πρόσφατες «φωτογρα-φήσεις», βλ. την ΣΤΕ �08/�011 και κυρίως τη διαμαρτυρία της ΠΕΣΕΔΕ για σωρεία δημοπρατήσεων φωτογραφικών με-λετοκατασκευών το �011 (http://www.pesede.gr/~pesede /site/UserFiles/DeltioTipou%�01�-6-�011.pdf), δεδομένου ότι από το �00� που καθιερώθηκαν τα τυποποιημένα τεύχη δημοπράτησης ελέω Ε.Ε., (φωτογραφικές) αποκλίσεις είναι δυνατές μόνο με έγκριση του Υπουργείου.

Page 18: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[16]

�008, μετά από σχεδόν �� χρόνια σύγχρονης νο-μοθεσίας των δημοσίων έργων και φυσικά ελέω Ε.Ε., απαγορεύτηκε απόλυτα επί ποινή ακυρότη-τας να υπογράφεται σύμβαση ανάθεσης ενός έρ-γου, αν υπάρχει οποιουδήποτε τύπου εκκρεμότη-τα από τη δημοπράτηση.

Με το νέο νομοσχέδιο που είχε δημοσιευθεί, προβλεπόταν ένα σύμφωνο ακεραιότητας που ο ανάδοχος εργολάβος θα υπέγραφε μαζί με τη σύμβαση ανάθεσης, με το οποίο θα… έδινε το λόγο του στην αναθέτουσα αρχή ότι «δεν μετήλθε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάθεσης παρά-νομα μέσα όπως δωροδοκίες, υποσχέσεις κλπ. προς τους υπαλλήλους και τα όργανα της αναθέ-τουσας αρχής». Η πλάκα του πράγματος δεν κάνει λιγότερο σοβαρή τη συνήθη αντιστροφή της πραγματικότητας από τους κυβερνητικούς ευφη-μισμούς. Τι προέβλεπε το νομοσχέδιο; Καθιέρωση ως κανόνα ανάθεσης ενός συστήματος «συμφε-ρότερης προσφοράς» (ναι, αυτό με τις βαθμολο-γίες), όπου εκτός από την οικονομική έκπτωση θα μετράνε με αδιευκρίνιστη βαρύτητα η έκπτωση στον χρόνο αποπεράτωσης, η πλειοδοσία στον

χρόνο συντήρησης (άμεσο πλεονέκτημα συνεπώς για τις ισχυρές εταιρείες) και άλλα, επίσης αδιευ-κρίνιστα, τεχνικά κριτήρια. Γιατί αποσύρθηκε; Ίσως γιατί ο συνδικαλιστικός φορέας των δύο ανώτερων εργοληπτικών τάξεων (ΣΤΕΑΤ), που χαιρέτησε την αλλαγή στη διαβούλευση, πρότει-νε, διακριτικά πάντως, πως ίσως θα ‘ταν καλύτερο να εφαρμοσθεί παράλληλα και ένας «αλγόριθμος» που να πετάει έξω τις πολύ χαμηλές προσφορές – μια και όλοι οι φορείς και των κατώτερων τάξε-ων εξόρκιζαν τις «καταστροφικές» εκπτώσεις. Η παρέμβαση της πολιτείας μέσω των συστημάτων ανάθεσης φαίνεται να έχει μια κάποια κυκλικότη-τα σε κάθε εποχή αναδιάταξης ή επανασυσσώ-ρευσης του οικονομοτεχνικού κεφαλαίου: από μεμονωμένα επιλεκτική σε «συστημική». Καθώς αναπτυξιακά λεφτά του ΕΣΠΑ έρχονται όπου να ‘ναι από την Ε.Ε. και έργα θα ξαναβγούν στη γύρα, ίσως οι εκπτώσεις πρέπει να ξαναπέσουν συστη-μικά. Όπως και να ‘χει, σύντομα ο εργολάβος, που έχασε για λίγο την πίστη του με όσα του συνέβη-σαν στα διόδια, θα ξέρει πώς να ξανακάνει την προσευχή του.

Page 19: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[17]

Με μια διαφημιστική εκστρατεία που κόστισε 1.�00.000 ευρώ στην τηλεόραση, το ραδιό-

φωνο και τις εφημερίδες η ΗΣΑΠ Α.Ε. ενημέρωνε το επιβατικό κοινό για το μεγάλο έργο που επρό-κειτο να ξεκινήσει. Μετά την ολοκλήρωσή του ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος –η γραμμή που συνδέ-ει τον Πειραιά με την Κηφισιά και διέρχεται από το κέντρο της Αθήνας– θα ήταν ταχύτερος και ασφα-λέστερος. Η εκστρατεία έλαβε χώρα στο μακρινό �008 και ακόμα και σήμερα, τον Σεπτέμβρη του �011, το έργο δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν ευ-θύνεται για αυτό η κρίση χρέους, το Διεθνές Νο-μισματικό Ταμείο ή το Μεσοπρόθεσμο. Σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό τα έργα της ανα-καίνισης της γραμμής θα διαρκούσαν 7� εβδομά-δες. Ήδη έχουν ξεπεράσει τις 1�0, ενώ σπανίζουν πλέον οι διαβεβαιώσεις για τον τερματισμό τους. Η καθυστέρηση αυτή συνοδεύεται από την άρνη-ση των αρμοδίων να ενημερώσουν το επιβατικό κοινό για την πρόοδο των εργασιών, τις αιτίες της καθυστέρησης και το χρονοδιάγραμμα όπως έχει πλέον διαμορφωθεί· όλο το διάστημα που διαρ-κούν οι εργασίες, μονόστηλα στον τύπο και σε ειδησεογραφικά σάιτ ανακοινώνουν τις αλλαγές στα δρομολόγια, τα μεγάφωνα των σταθμών ζη-τούν την κατανόηση του επιβατικού κοινού για τη μείωση των δρομολογίων και οι λεωφορειακές γραμμές υποκαθιστούν τη συγκοινωνία ανάμεσα στους σταθμούς που έχουν τεθεί εκτός λειτουργί-ας. Μέσα στην εικόνα του γενικευμένου χάους, το εισιτήριο έχει αυξηθεί με απόφαση του αρμόδιου υπουργείου από 80 λεπτά σε 1.�0 ευρώ, αγνοώ-ντας το αίτημα της εξαίρεσης που υπέβαλαν τα σωματεία των εργαζομένων στον ΗΣΑΠ μέχρι την ολοκλήρωση του έργου.

Σύμφωνα με τη διαφημιστική-ενημερωτική εκστρατεία της ΗΣΑΠ Α.Ε., η γραμμή του ηλε-κτρικού είχε εδώ και καιρό εξαντλήσει τα όρια ασφαλείας, καθιστώντας επιτακτική ανάγκη την ανακαίνιση της υποδομής. Η ανακαίνιση της γραμμής θα γινόταν με την τοποθέτηση σταθε-ρής επιδομής (οπλισμένο σκυρόδεμα) στη θέση των σκύρων (χαλίκια) και των ξύλινων σανίδων.

Τα έργα θα είχαν ως αποτέλεσμα α) οι γραμμές να μη χρειάζονται τακτική συντήρηση όπως στο πα-ρελθόν, με αποτέλεσμα να μειωθεί το κόστος της συντήρησής τους, β) να αυξηθεί η ταχύτητα των συρμών – η διαδρομή από τον Πειραιά έως την Κηφισιά θα μειωνόταν κατά δέκα λεπτά, γ) να μει-ωθεί ο θόρυβος από την τριβή των συρμών με τις σιδηροτροχιές, με αποτέλεσμα να ανακουφιστούν οι κάτοικοι των περιοχών από όπου διέρχεται η γραμμή.

Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας απο-φάσισε τα έργα να γίνουν παράλληλα με τη λει-τουργία της γραμμής: το τρένο θα εξακολουθού-σε να λειτουργεί, θα έκλειναν προσωρινά κάποιοι σταθμοί, θα ξηλώνονταν διαδοχικά οι ράγες κάθε πλευράς, οι συρμοί θα διέρχονταν από την ίδια γραμμή και λεωφορεία θα επιστρατεύονταν για την εξυπηρέτηση των επιβατών. Η διαφήμιση απέκρυψε ότι ολόκληρα τμήματα της γραμμής θα παρέμεναν κλειστά για μήνες, ενώ το επιβατικό κοινό δεν ενημερώθηκε για το διάστημα που θα διαρκούσαν οι τροποποιήσεις αυτές. Είναι ενδει-κτικό ότι ακόμη και τον Αύγουστο του �011, όταν πλέον το έργο βρίσκεται κοντά στην παράδοση, το τμήμα Πειραιάς-Ομόνοια, δηλαδή το ήμισυ της γραμμής, παρέμενε κλειστό τα σαββατοκύριακα, αποκόπτοντας το λιμάνι σε μια εποχή αύξησης της τουριστικής κίνησης. Σε γενικές γραμμές ο χρόνος μετακίνησης διπλασιάστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια των έργων εξαιτίας της παράλληλης λει-τουργίας της γραμμής με την εκτέλεση των εργα-σιών ανακαίνισης – η διαδρομή από τον Πειραιά έως την Ομόνοια ορισμένες φορές ξεπέρασε τα σαράντα λεπτά, ενώ ανάλογες καθυστερήσεις εμ-φανίστηκαν και στο τμήμα της γραμμής Ομόνοια-Κηφισιά. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα λεωφορεία που επιστρατεύτηκαν, διένυαν την ίδια απόσταση σε πολύ περισσότερο χρόνο, επιβαρύνοντας ταυ-τόχρονα την κυκλοφορία. Επιπλέον, σύμφωνα με τους εκπρόσωπους των εργαζομένων, η παράλλη-λη λειτουργία της γραμμής προκάλεσε την καθυ-στέρηση του έργου, μιας και οι εργασίες προχώ-ρησαν πολύ αργά και με μεγαλύτερο χρηματικό

Ελένη Κυραμαργιού

Ο Ηλεκτρικός δεν έγινε ακόμη Μετρό

Page 20: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[18]

κόστος, ενώ σημειώνουν ότι η αμφιδρόμηση των γραμμών υπήρξε επικίνδυνη για την ασφάλεια των συρμών. Για περισσότερες από 1�0 εβδομά-δες το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών της ΗΣΑΠ Α.Ε. είναι πολύ χαμηλό· οι επιβάτες είναι οι πρώτοι που βιώνουν τις επιπτώσεις, καθώς η μεί-ωση των δρομολογίων επιφέρει καθυστερήσεις και μεγάλη πληρότητα στους συρμούς.

Πίσω από το προφανές, δηλαδή τα προβλή-ματα που αντιμετωπίζουν χιλιάδες επιβάτες επί δύο και πλέον χρόνια, υπάρχει μια παράλληλη πραγματικότητα. Καμία διαφήμιση του ΗΣΑΠ δεν γνωστοποίησε ότι κατά την προκήρυξη του έργου δεν κατατέθηκε μελέτη κόστους/ωφέλειας και με-λέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, γεγονός που καταγγέλθηκε με την αποχώρηση των συνδικαλι-στών του κλάδου από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου και οι υπερβάσεις του θα μπορούσαν να αποτελέσουν το θέμα μιας διαφήμισης για τις βλαβερές συνέπειες του τρόπου ανάθεσης και πα-ράδοσης των δημοσίων έργων.

Το έργο «Ανακαίνιση υποδομής/επιδομής γραμμών και ενίσχυση της σήραγγας από Μο-ναστηράκι έως Ομόνοια της ΗΣΑΠ Α.Ε.», με προ-ϋπολογισμό 10�.6�7.088,11 ευρώ (+ ΦΠΑ) και συγχρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και το Ελληνικό Δημόσιο, ανέλαβε η κατασκευαστική κοινοπραξία Άκτωρ Α.Τ.Ε. – Μοχλός Α.Ε. στις �8 Φεβρουαρίου �008 με εργολαβικό αντάλλαγμα 7�.0�7.�6�,07 ευρώ (+ ΦΠΑ). Η Άκτωρ Α.Τ.Ε. υπήρξε ο τρίτος μειοδότης που κέρδισε και τον διαγωνισμό – στη συνέχεια ανέθεσε στον δεύτερο μειοδότη, την Μοχλός Α.Ε., την εκτέλεση ενός μέρος του έρ-γου, καθιστώντας έτσι το έργο αντικείμενο κοι-νοπραξίας. Σύμφωνα με την αρχική σύμβαση, η Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία Άκτωρ υποχρεούνταν να παραδώσει το έργο μετά από διάστημα 7� εβδομάδων. Πιο συγκεκριμένα, η υλοποίηση του έργου θα ξεκινούσε 6 μήνες αργότερα (δηλαδή τον Αύγουστο του �008) και αυτό θα παραδιδό-ταν τον Φεβρουάριο του �010. Ακολούθησαν δύο διαδοχικές παρατάσεις στην έναρξη του έργου, με αποτέλεσμα αυτό να ξεκινήσει τον Ιανουάριο του �00�, δηλαδή σχεδόν ένα έτος μετά την υπογρα-φή της σύμβασης και έξι μήνες μετά την προβλε-πόμενη ημερομηνία. Η πρώτη παράταση δόθηκε

λόγω της απεργίας των τραπεζικών υπαλλήλων τον Μάρτιο του �008 και η δεύτερη γιατί κρίθηκε απαραίτητη η ενημέρωση του επιβατικού κοινού για τις τροποποιήσεις των δρομολογίων αλλά και για την αναγκαιότητα του έργου. Το κόστος της δι-αφημιστικής αυτής εκστρατείας (1.�00.000 ευρώ) ανέλαβε εξολοκλήρου η ΗΣΑΠ Α.Ε.

Σύμφωνα με το νέο χρονοδιάγραμμα η ανα-καίνιση της γραμμής θα έπρεπε να έχει ολοκλη-ρωθεί τον Ιούνιο του �010, όμως οι παρατάσεις συνεχίστηκαν και μετά την έναρξη του έργου. Οι εργασίες ανακαίνισης δεν ήταν δυνατόν να υλο-ποιηθούν στον χρόνο που είχε υπολογιστεί, λόγω της παράλληλης λειτουργίας του δικτύου –κάτι που είχαν ήδη επισημάνει δίχως αποτέλεσμα οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στο Δ.Σ. της εται-ρείας– και των απαιτήσεων εφαρμογής της στα-θερής επιδομής. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια εκτέ-λεσης των εργασιών ανακαίνισης, οι Δήμοι και οι εμπορικοί σύλλογοι –το δίκτυο διέρχεται από � δήμους– απαιτούσαν τη διακοπή εκτέλεσης των εργασιών σε περιόδους όπως τα Χριστούγεννα, οι Απόκριες ή το Πάσχα. Η μετάθεση των προ-γραμματισμένων εργασιών σε μεταγενέστερη ημερομηνία επέφερε τη μετατόπιση του χρόνου ολοκλήρωσης στο συγκεκριμένο τμήμα και, κατά συνέπεια, καθυστέρηση στην ανάπτυξη του επό-μενου εργοταξίου.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίστηκαν προκάλεσαν νέες καθυστερήσεις και τροποποι-ήσεις στον αρχικό σχεδιασμό. Το κύριο ζήτημα ανέκυψε όταν, κατά την εκτέλεση των εργασιών εκσκαφής για την κατασκευή του κεφαλόδεσμου των μικροπασσάλων και την κατασκευή της κοι-τόστρωσης στο τμήμα Μοναστηράκι-Ομόνοια, εντοπίστηκαν σημαντικά ευρήματα (πηγάδια,

Page 21: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[1�]

τμήματα αγαλμάτων), τα οποία έπρεπε να απο-καλυφθούν και να καταγραφούν. Ένα μνημείο του δωδεκάθεου, που αποκαλύφθηκε κατά την απομάκρυνση των σκύρων στο τμήμα Θησείο-Μοναστηράκι, οδήγησε ομάδα αρχαιολατρών σε δικαστική προσφυγή, προκειμένου να μην καταχωθεί. Άλλωστε η Α΄ Εφορία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων είχε ήδη απαιτήσει τη διακοπή των εργασιών, ενώ είχε ξεκινήσει διαδι-κασίες σωστικής ανασκαφής και αποτύπωσης των ευρημάτων. Η σοβαρότητα του ζητήματος προκά-λεσε την παρέμβαση του υπουργείου Πολιτισμού, που αποφάσισε το «πάγωμα» της ανασκαφής, γε-γονός που επέτρεψε την κατάχωση των ευρημά-των και την επανέναρξη των εργασιών, πριν δια-κοπούν από την αγωγή των αρχαιολατρών. Μόλις στα τέλη Ιουλίου του �011 η οριστική απόρριψη της αγωγής σήμανε τη συνέχιση των εργασιών. Η συγκεκριμένη καθυστέρηση πέρα από τις τρο-ποποιήσεις που επέφερε στο συνολικό χρονοδιά-γραμμα υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζονται τα δημόσια έργα. Ενώ ήταν κάτι περισσότερο από αναμενόμενο ότι η ανακαίνιση της γραμμής θα αντιμετώπιζε το αρχαίο παρελ-θόν των τόπων από όπου διέρχεται, δεν υπήρχε ίχνος κεντρικού σχεδιασμού για το πώς θα αντι-μετωπιζόταν το ζήτημα. Η ελλιπής επεξεργασία εναλλακτικών σχεδίων ή κάθε πρόνοιας προξενεί αναμφίβολα απορίες, ιδίως όταν στο έργο εμπλέ-κεται μία κοινοπραξία με μακρά παράδοση στην ανάληψη δημοσίων έργων.

Και ενώ η ανακαίνιση της γραμμής οδεύει προς την ολοκλήρωσή της και πιθανά μια νέα διαφημι-στική εκστρατεία θα ενημερώνει το επιβατικό κοινό για αυτό το μεγάλο έργο, κανείς δεν θα κάνει λόγο για την άστοχη εκτέλεσή του τα τελευταία δυόμιση χρόνια, για την ταλαιπωρία των επιβατών και την αδιαφορία των υπευθύνων για τη μείωση της ποιό-τητας των παρεχόμενων υπηρεσιών σε συνδυασμό με τον διπλασιασμό σχεδόν της τιμής του εισιτηρίου. Επιπλέον σε καμία διαφημιστική εκστρατεία δεν θα γίνεται αναφορά σε μια σειρά από άλλα έργα που ήδη θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί αλλά ακόμη δεν έχουν ξεκινήσει, όπως η υπογειοποίηση του τμήματος Πειραιάς-Φάληρο (το τμήμα αυτό δεν ανακαινίστηκε), η λειτουργία τριών νέων σταθμών και η επέκταση του δικτύου προς τον Άγιο Στέφανο. Η ανακαίνιση της γραμμής του ΗΣΑΠ είναι ενδεικτι-κή του τρόπου με τον οποίο εκτελούνται τα περισ-σότερα έργα· απουσία μελέτης κόστους/ωφέλειας και μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία θεωρείται μια αχρείαστη λεπτομέρεια, γενναιώδωρη κρατική επιχορήγηση του ιδιωτικού κεφαλαίου, το οποίο στην ολοκλήρωση του έργου θα εμφανιστεί ως συντελεστής του εκσυγχρονισμού των υποδο-μών, ελλιπής ενημέρωση και υποτίμηση του κοινού, που επί δύο χρόνια είδε την καθημερινότητα του να υποβαθμίζεται. Ήταν ένα έργο που δεν κατάφερε να το τροποποιήσει η διαφωνία των εργατικών συνδι-κάτων, η υποβόσκουσα δυσαρέσκειά του επιβατι-κού κοινού αλλά μόνο –για λίγο– η σύγκρουση με το αρχαίο παρελθόν.

Μπά

μπης

Λου

ιζίδ

ης

Page 22: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�0]

Να συγχαρούμε τα παιδιά του ελληνικού λαού (…) [που] σταθήκανε όρθιοι και προφυλά-

ξανε τη λειτουργία της δημοκρατίας». Η Ντόρα Μπακογιάννη στην κοινοβουλευτική συζήτη-ση στις �0 Ιουνίου του �011 συμπύκνωσε την ηγεμονική ρητορική γύρω από τη φύση και το ρόλο των σωμάτων ασφαλείας στην εποχή της κρίσης. Τα παιδιά του ελληνικού λαού, αυτοί που δεν είναι «Κολωνακιώτες» κατά τον Χρήστο Μαρ-κογιαννάκη, είναι οι υπαγόμενοι στη διεύθυνση αστυνομικών επιχειρήσεων της Ελληνικής Αστυ-νομίας και ειδικότερα οι «άνδρες των ΜΑΤ», αυ-τοί που εφάρμοσαν το επιτελικό σχέδιο της διά-λυσης των συγκεντρώσεων στο διήμερο �8 και �� Ιουνίου. Οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις τις μέρες της γενικευμένης καταστολής είναι κατά-φορτες από κοινοτοπίες για τη λαϊκή καταγωγή όσων στελεχώνουν τις εν λόγω μονάδες, τις αντί-ξοες συνθήκες εργασίας τους και την αχαριστία της πολιτείας. Η εξύμνηση της προσφοράς της Ελληνικής Αστυνομίας συνιστά άλλωστε μόνιμο μοτίβο της κοινοβουλευτικής πραγματικότητας. Ας μη λησμονούμε ότι η γιγάντωση του αστυνο-μικού σώματος και η ύπαρξη δεκάδων χιλιάδων συνταξιούχων σε παραγωγική ηλικία, καθιστά τον «έλληνα αστυνομικό» ένα ιδιαίτερα επίζηλο εκλογικό ακροατήριο. Σύμφωνα με την εισηγη-τική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού το �010, οι υπηρετούντες στα Σώματα Ασφαλείας ξεπερνούσαν τις 70.000, δηλαδή το 1�% των μό-νιμα εργαζομένων στον δημόσιο τομέα.

Αν κάτι ξεχωρίζει –εκτός από την έμπνευση του Ευάγγελου Βενιζέλου να χαρακτηρίσει την

τοποθέτηση της Αλέκας Παπαρήγα «πολύ γκρα-μσιανή», με αποτέλεσμα ο εκπρόσωπος του ΛΑ.Ο.Σ. να ξεκαθαρίσει ότι το κόμμα του προτι-μά τον Αριστοτέλη– είναι η γενική ταύτιση των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου γύρω από τους ακαθόριστους κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία. Προς το παρόν αυτοί που απειλούν το πολίτευμα δεν έχουν όνομα – στην καλύτερη περίπτωση περιγράφονται ως «μπαχαλάκηδες» ή «κάποιες ομάδες». Αντίθετα, οι υπερασπιστές της δημοκρατίας έχουν όνομα και πρόκειται ακριβώς για τις αστυνομικές δυνάμεις, μέσα από την ακό-λουθη συλλογιστική: το κοινοβούλιο είναι ο ναός της δημοκρατίας, οι αστυνομικοί προστατεύουν το κοινοβούλιο, άρα και τη δημοκρατία. Η ανάδει-ξη της συνεισφοράς της αστυνομίας στην απρό-σκοπτη λειτουργία του πολιτεύματος δεν αποτελεί πρωτοφανές στοιχείο της πολιτικής ζωής. Όταν ο εχθρός είχε όνομα ήταν «τα Σώματα Ασφαλείας [που] φράσσουν τον δρόμον εις την κομμουνιστι-κήν συνωμοσίαν, προστατεύοντα το θεμέλιον του Δημοκρατικού πολιτεύματος».1

Η επιστροφή σε σχήματα που η μεταπολι-τευτική ευφορία είχε καταστήσει περιθωριακά, καθώς η αστυνομική καταστολή διασφάλιζε την «εφαρμογή των νόμων» και όχι τη «λειτουργία της δημοκρατίας», είναι μία ένδειξη των μετα-σχηματισμών του πολιτικού λόγου που επιφέρει

Κωστής Καρπόζηλος

Τα παιδιά του ελληνικού λαού σε νέες περιπέτειες

Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει.Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:Ξέρει να σκέφτεται.Μπέρτολτ Μπρεχτ, Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου

[Στους Δόκιμους Αστυφύλακες] απαγορεύεται η εισαγωγή, κατοχή και ανάγνωση σε οποιοδήποτε

χώρο της Σχολής βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών. Βασική Διαταγή λειτουργίας Σχολής Αστυφυλάκων, 1��6

1. Ε. Καλαντζής (υφυπουργός Εσωτερικών) στην κοινοβου-λευτική συζήτηση �.1�.1��8, όπως παρατίθεται στο Οι φί­λοι και οι εχθροί της Δημοκρατίας, αποκαλυπτικαί συζητήσεις εις την Βουλήν, Αθήνα, 1���, σ. �.

«

Page 23: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�1]

η εποχή της ύφεσης. Ταυτόχρονα, αποτυπώνει τις μεταβολές στο ρόλο που θα κληθούν να επιτελέ-σουν τα σώματα ασφαλείας, ιδίως σε συνάρτηση με την προϊούσα στρατιωτικοποίησή τους και τον ανάλογο επιχειρησιακό τους προσανατολισμό. Τέ-λος, εκφράζει την προσπάθεια ιδεολογικής θωρά-κισης των ίδιων των σωμάτων ασφαλείας – γιατί το μπρεχτικό «ελάττωμα» απασχολεί ακόμα τους «στρατηγούς».

Η προσπάθεια διερεύνησης των ιδεολογικών μηχανισμών που λειτουργούν στο εσωτερικό των σωμάτων ασφαλείας προσκρούει σε μεγάλο βαθμό στον πολλαπλό κατακερματισμό τους, τη συνύπαρξη αντιφατικών τάσεων και τη λειτουργία ποικίλων μη χαρτογραφήσιμων μηχανισμών. Την τελευταία δεκαετία, οι διαδοχικές αναδιαρθρώ-σεις της Ελληνικής Αστυνομίας με την παράλληλη ίδρυση νέων εξειδικευμένων σωμάτων έχουν δι-ευρύνει καθοριστικά το πεδίο δράσης της και την παρουσία της στον δημόσιο χώρο. Το σύμπαν των δεκάδων αρκτικόλεξων αποτυπώνει την επέκτα-ση της επικράτειας της Ελληνικής Αστυνομίας – το

νεοσύστατο σώμα της Οικονομικής Αστυνομίας αποτελεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα της συμπλη-ρωματικής παρουσίας της δίπλα σε δημόσιους οργανισμούς. Σύμφυτη με την επέκταση αυτή υπήρξε η εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας – είτε με την ανάληψη έργου όπως η φύλαξη των συνόρων (βλ. το σώμα των συνοριο-φυλάκων) είτε με την ανανέωση του εξοπλισμού των σωμάτων που σχεδόν αποκλειστικά χρησι-μοποιούνται στην καταστολή της κοινωνικής δια-μαρτυρίας.

Μία έμμεση επιβεβαίωση προσφέρουν οι επι-σημάνσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυ-νομικών Υπαλλήλων σε ένα πολυσέλιδο κείμενό της με τίτλο «Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της Ελληνικής Αστυνομίας» και συγγραφέα τον διδάκτορα του τμήματος Ψυχολογίας στο Πά-ντειο Πανεπιστήμιο Γιώργο Παπακωνσταντή. Το ζήτημα της στρατιωτικοποίησης εμφανίζεται ως ανασταλτικός παράγοντας στην κοινωνική νομι-μοποίηση της αστυνομίας, καθώς «το πρόβλημα, […] έγκειται στην τάση που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια για τη “στρατιωτικού τύπου”

Page 24: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

καθημερινή αστυνόμευση, η οποία έχει εδραιω-θεί ως πεποίθηση που έχουν αναπτύξει αρκετά ανώτερα στελέχη της Αστυνομίας. Θεωρούν ότι η στρατιωτικού τύπου στολή, ο αντίστοιχος εξο-πλισμός, τα διάφορα στρατιωτικά σήματα και σύμβολα, συμβάλλουν στην καλύτερη αστυνό-μευση. Η τάση αυτή υιοθετείται εύκολα από τους νεαρούς αστυνομικούς οι οποίοι θεωρούν ότι η στρατιωτική και εν πολλοίς “εμπόλεμη” εμφάνιση, τους προσθέτει κύρος και εξουσία».�

Οι συγκρούσεις του Δεκέμβρη του �008 σή-μαναν την επιτάχυνση αυτών των τάσεων: έκτοτε πυκνώνει η ίδρυση νέων ομάδων όπως οι μηχανο-κίνητες ομάδες Δύναμη Ελέγχου Ταχείας Αντίδρα-σης (Δ.ΕΛ.Τ.Α.) και Δίκυκλη Αστυνόμευση (ΔΙ.ΑΣ.), ενώ ταυτόχρονα ένα νέο επιχειρησιακό δόγμα προκρίνει την προληπτική μαζική χρήση ασφυξι-ογόνων και χημικών. Πρόκειται για επιλογές της πολιτικής ηγεσίας, καθώς στον επιχειρησιακό σχε-διασμό συμμετέχει ο εκάστοτε αρμόδιος υπουρ-γός – όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε με την απου-σία του Χρήστου Παπουτσή από το κοινοβούλιο την ώρα των αστυνομικών επιθέσεων στις �� Ιου-νίου. Οι «καπελάκηδες» που δημιουργούσαν τον πρώτο φραγμό και οι Μονάδες Αποκατάστασης Τάξης που λάμβαναν διαταγή για χρήση δακρυ-γόνων ως έσχατη λύση έχουν αντικατασταθεί από τις εφορμήσεις των μηχανοκίνητων ομάδων και την προσομοίωση των Μονάδων Αποκατάστασης Τάξης με την Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρα-τική Μονάδα.

Η ορατή αναβάθμιση του εξοπλισμού υπήρξε μία διαδικασία παράλληλη με την ποινική και πο-λιτική σκλήρυνση στην αντιμετώπιση της κοινω-νικής ανυπακοής. Η επωδός του κατασταλτικού διημέρου υπήρξε αναμφίβολα η καλοκαιρινή ανακίνηση των σεναρίων για την παραγγελία και χρήση όπλων εκτόξευσης πλαστικών σφαιρών. Η ενδεχόμενη χρήση αυτών θα αποτελέσει σημα-ντική τομή στην πορεία στρατωτικοποίησης της αστυνομίας, καθώς προσδίδει στην κοινωνική σύ-γκρουση χαρακτηριστικά πολεμικής επιχείρησης σε αστικό περιβάλλον. Υπό αυτήν την οπτική, το ενδεχόμενο χρήσης του στρατού για την καταστο-

λή της κοινωνικής διαμαρτυρίας απομακρύνεται, καθώς τα κατασταλτικά σώματα που έχουν δημι-ουργηθεί μπορούν να επιτελέσουν το ίδιο έργο με μικρότερο κοινωνικό κόστος και κυρίως πα-ρακάμπτοντας τις ταλαντεύσεις που δημιουργεί η ύπαρξη ενός μη μισθοφορικού στρατεύματος. Με όλους τους κινδύνους που ενέχουν οι νοητι-κές αφαιρέσεις, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι ο σημερινός εξοπλισμός και η εκπαίδευση των δυ-νάμεων των Μ.Α.Τ., των Ε.Κ.Α.Μ., της Δ.ΕΛ.Τ.Α., της ΔΙ.ΑΣ. θα μπορούσε να διασφαλίσει την ανακατά-ληψη του Πολυτεχνείου το 1�7�, ιδίως με τα μέσα άμυνας που επέλεξε εκείνη τη στιγμή το μαζικό κίνημα, δίχως να χρειαστεί η επέμβαση στρατιω-τικών δυνάμεων.

Η στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας και η από-δοση σε αυτήν του ρόλου του εγγυητή της δημο-κρατικής ομαλότητας καθίσταται πιο εμφανής αν αναλογιστούμε τις αντίστοιχες πραγματικότητες στον Ελληνικό Στρατό. Ο τελευταίος εμφανίζεται εξοβελισμένος από τη δημόσια πολιτική συζήτη-ση, παρά μόνο ως ένας μπαμπούλας (βλ. δηλώ-σεις Πάγκαλου), ενώ δύσκολα διακρίνει κανείς στοιχεία ιδεολογικής λειτουργίας στην καθημερι-νότητά του. Ο προσανατολισμός στον «εξωτερι-κό εχθρό», έργο που μετά το 1�8� απέκτησε νέα χαρακτηριστικά, σήμανε την ταυτόχρονη υποχώ-ρηση της ιδεολογικής του λειτουργίας, μέσα από θεσμικές αλλαγές, όπως η κατάργηση της «δια-παιδαγώγησης», η απαγόρευση των εκφράσεων αλυτρωτισμού και εθνικισμού, η υποχώρηση των διακρίσεων, η απάλειψη του αντικομμουνισμού, η κατοχύρωση ενός στρατιωτικού κανονισμού που αναγνωρίζει ατομικά δικαιώματα. Το τραύμα του 1�67 φάνηκε να καθορίζει τον βηματισμό του στρατού σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, κα-θώς η αποπολιτικοποίησή του υπήρξε όρος της μεταπολιτευτικής σταθερότητας.

Είναι τέτοιος ο βαθμός της απουσίας του στρα-τού από την πραγματικότητα της κοινωνικής σύ-γκρουσης, που ένα δελτίο τύπου του Συνδέσμου Υποστήριξης και Συνεργασίας Μελών Ενόπλων Δυνάμεων (Σ.Υ.Σ.Μ.Ε.Δ) δημιούργησε ιδιαίτερη αί-σθηση – ακριβώς γιατί ο Σύνδεσμος έχει αποκλει-στικά μέλη του εν ενεργεία στρατιωτικούς. Την 1η Ιουλίου �011, ο Σύνδεσμος ενημέρωσε τον ελλη-

�. Γιώργος Παπακωνσταντής, Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της Ελληνικής Αστυνομίας, Π.Ο.ΑΣ.Υ., Μάρτιος, �011, σ. �0.

Page 25: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

νικό λαό ότι «οι έλληνες στρατιωτικοί για να δια-λύσουν οποιαδήποτε νεφελώδη αμφιβολία έχει διασπαρθεί τον τελευταίο καιρό […] διαβεβαιώ-νουν ότι απέχουν από κάθε προσπάθεια εμπλοκής τους σε οποιουσδήποτε πιθανούς αντισυνταγμα-τικούς σχεδιασμούς ή φήμες, καταδικάζουν ως απαράδεκτα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά τυφλής και δυσανάλογης έκτασης χρήσης βίας εναντίον συμπολιτών τους. Θεωρούν αδιανόητη οποιαδήποτε λογική δικαιολόγησης τύπου “παρά-πλευρων απωλειών” της άσκησης βίας στο βωμό οποιουδήποτε σκοπού. Έχοντας αφομοιώσει όλα τα ιστορικά διδάγματα της νεότερης ιστορίας, και με πλήρη επίγνωση του ρόλου τους, διαβεβαι-ώνουν τους συμπολίτες τους ότι αποτελούν τον ακλόνητο ύστατο υπερασπιστή της πατρίδας και ως εκ τούτου και του λαού, και πως αν και εφόσον χρειαστεί θα πράξουν συνειδητά το καθήκον τους, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, στους οποίους έχουν ορκιστεί πίστη και αφοσίωση, δί-πλα και μαζί με το λαό ενάντια σε όποιον θελήσει να τα πλήξει».

Η ανακοίνωση του ΣΥΣΜΕΔ συνέπεσε με τη νομική του κατοχύρωση ως αναγνωρισμένου σω-ματείου ύστερα από μία παρατεταμένη νομική πε-ριπέτεια, κατά την οποία υπήρξαν ευθείες παρεμ-βάσεις, ενδεικτικές των λεπτών ισορροπιών γύρω από το ζήτημα της συλλογικής οργάνωσης στρα-τιωτικών. Η ίδρυση του ΣΥΣΜΕΔ αναμφίβολα δη-μιουργεί ρήγματα στην παγιωμένη αποπολιτικο-ποίηση του στρατεύματος, όσο και αν οι ιδρυτές του είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διευκρινίζουν ότι δεν αποσκοπούν στη συνδικαλιστική οργάνω-ση, αλλά «στη δημιουργία ενός φορέα διαλόγου, έκφρασης και ενημέρωσης των μελών των ενό-πλων δυνάμεων για θέματα επαγγελματικής εξέ-λιξης και σταδιοδρομίας». Άλλωστε, οι άνθρωποι που σήμερα δραστηριοποιούνται στον Σύνδεσμο πρωταγωνίστησαν σε μία ιδιαίτερη κινητοποίηση στους δρόμους της Αθήνας, όταν ακόμα εκκρε-μούσε η θεσμική αναγνώριση ως σωματείου.

Έτσι, στις � Μαΐου του �010, δύο μέρες πριν την πρώτη μεγάλη πανεργατική απεργία της εποχής της ύφεσης, εκατοντάδες ένστολοι συ-γκεντρώθηκαν στο Μοναστηράκι για έναν «περί-πατο» – ένα τέχνασμα που διασφάλισε την οργά-νωση μίας διαδήλωσης ενάντια στην οικονομική

πολιτική της κυβέρνησης δίχως να αντιμετωπί-ζεται ως τέτοια. Πολλοί κουβαλούσαν τσάντες και σακούλες – σαν εκείνον τον διαδηλωτή του Μάριου Χάκκα που παθημένος από τα κυνηγητά κουβαλούσε μαζί του μια φραντζόλα για κάλυψη. Οι «ένστολοι περίπατοι» υπογραμμίζουν τη δια-φορά με τα σώματα ασφαλείας, όπου ο συνδικα-λισμός είναι κατοχυρωμένος –η ύπαρξη των δύο σωματείων στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και η συμμετοχή τους στα συνέδρια της ΑΔΕΔΥ θα μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστό θέμα ανάλυσης– και οι συντεχνιακές διαδηλώσεις των ποικίλων ομοσπονδιών του κλάδου συνηθισμένο φαινόμενο.

Το κατοχυρωμένο συνδικαλιστικό δικαίωμα των αστυνομικών υπαλλήλων ανατροφοδοτεί την παρουσία της αστυνομίας στον δημόσιο χώρο – από την εικόνα των ένστολων αστυνομικών διαδηλωτών έως τη συστηματική παρουσία των συνδικαλιστικών τους εκπροσώπων στην τηλε-όραση. Ο θεσμικός λόγος που αρθρώνεται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του κλάδου συ-νήθως παραπέμπει στο μέσο όρο της ρητορικής των σωματείων του ευρύτερου δημόσιου τομέα: συντεχνιακά αιτήματα διαπλέκονται με τη ρη-τορική καταγγελία της δημοσιονομικής πολιτι-κής και κυρίως του μνημονίου που αφανίζει τον κλάδο «μας». Η επακριβής παρακολούθηση των συνδικαλιστικών κατακερματισμών, των παρατα-ξιακών αντιπαραθέσεων και ακόμα περισσότερο των διαφορετικών άτυπων δικτύων που λειτουρ-γούν στο εσωτερικό των ποικίλων αστυνομικών σωματείων είναι έργο που προϋποθέτει μέγιστη υπομονή και ταξινομικές αρετές. Αντίθετα, δεν χρειάζεται μεγάλη παρατηρητικότητα για να δια-κρίνει κανείς ότι πρόκειται για αφυδατωμένους, διεκδικητικούς στα όρια μίας «πολιτικής ορθότη-τας», μηχανισμούς.

Στον αντίποδα, ένας γαλαξίας ιστοσελίδων, ανεπίσημων χώρων έκφρασης των αστυνομικών υπερβαίνει τα όρια του καθωσπρεπισμού. Νεό-τεροι αστυνομικοί, συχνά αυτοί που υπηρετούν στις μονάδες κρούσης, πρωτοστατούν στην ανα-διήγηση περιστατικών από την καθημερινότητα των συγκρούσεων, υιοθετούν λεκτικά σχήματα της άκρας δεξιάς («οι άπλυτοι»), ενώ ταυτόχρονα

Page 26: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

εμφανίζουν εαυτούς ως τους απόλυτους εγγυητές του Νόμου. Υπό την οπτική αυτή, η βία στη διαδή-λωση καθαγιάζεται, καθώς πρόκειται για τη μονα-δική στιγμή που ο Νόμος μπορεί να εφαρμοστεί. Ένα εικονογραφικό παράδειγμα είναι αρκετό: Οι περίπου �.000 εγγεγραμμένοι σε μία ανεπίσημη σελίδα φίλων της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ. στο Facebook έχουν την ευκαιρία να δουν τη φωτογραφία ενός πιστολιού με σιγαστήρα. Το πιστόλι εκπροσωπεί την αστυνομία, ενώ ο σιγαστήρας τη δικαιοσύνη –το σχετικό συνοδευτικό σημειώνει «η Αστυνομία προσπαθεί να κάνει τη δουλειά της όσο καλύτε-ρα γίνεται, συλλαμβάνοντας τους Παραβάτες του νόμου, όμως η Ελληνική Δικαιοσύνη έρχεται ως σιγαστήρας να “σβήσει” το έργο της Αστυνομίας, αφήνοντάς τους πάλι Ελεύθερους στους δρόμους να συνεχίσουν αυτό που έκαναν!!». Η εγνωσμένη παρουσία ακροδεξιών θυλάκων στις τάξεις της αστυνομίας δεν αφορά πλέον τα νοσταλγικά απο-μεινάρια της εποχής του νόμου και της τάξης. Τα «χουντογλέντια» της Θεσσαλονίκης έχουν αντικα-τασταθεί από μαχητικές τάσεις, που αντιμετωπί-ζουν τη σύγκρουση στο πεζοδρόμιο ως κομμάτι ενός πολέμου με ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Στο συνεχές αυτό, οι σχέσεις τμημάτων της αστυ-νομίας με τη Χρυσή Αυγή δεν προκύπτουν από αφηρημένες ιδεολογικές ταυτίσεις, αλλά από την αίσθηση της δράσης και της αντιμετώπισης ενός κοινού «εσωτερικού» εχθρού.

Θα ήταν αφελές να αποδώσει κανείς απο-κλειστικά σε αυτές τις τάσεις τη βιαιότητα των κατασταλτικών μηχανισμών, όπως για παράδειγ-μα αυτή εκδηλώθηκε στις �8 και στις �� Ιουνίου. Είναι το επίσημο επιχειρησιακό δόγμα αυτό που υπαγορεύει την αποφασιστική και προμελετημέ-νη κλιμάκωση της σύγκρουσης, ενώ ταυτόχρονα η ιδεολογική θωράκιση των κατασταλτικών μονά-δων εδράζεται στον θεσμικό λόγο της επιβολής του Νόμου, της υπεράσπισης της νομιμότητας, της προστασίας εν τέλει της δημοκρατίας. Οι έλ-ληνες αστυνομικοί δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά τα μη προνομιούχα παιδιά του ελληνικού λαού που παρέχουν στην κοινωνία το προνόμιο της ασφάλειας. Η ασφάλεια αποτελεί δεσπόζουσα έννοια στο ιδεολογικό οπλοστάσιο των πολιτικών προϊσταμένων της αστυνομίας, όπως άλλωστε φάνηκε από τη μετονομασία του υπουργείου Δη-

μοσίας Τάξης σε υπουργείο Προστασίας του Πολί-τη. Ανάλογα, το κύριο ερευνητικό κέντρο της Ελ-ληνικής Αστυνομίας ονομάζεται Κέντρο Μελετών Ασφαλείας. Οι ερευνητικές του δραστηριότητες, η διακριτική συνεργασία του με πανεπιστημιακά ιδρύματα και η παρουσία μελών Δ.Ε.Π. από τμή-ματα Πολιτικής Επιστήμης και όχι μόνο στο διοι-κητικό του συμβούλιο δεν θα μας απασχολήσουν προς το παρόν. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι η διάχυση του λόγου περί ασφάλειας μέσα από θεσμικούς και μη δρόμους και η σύνδεση αυτού με το αίτημα της ασφάλειας του πολιτεύματος.

Το μηνιαίο περιοδικό Ασφάλεια και Προστασία (υπότιτλος: «οδηγός για προσωπική και οικογενει-ακή προστασία») συνιστά το πρόσφατο εκδοτικό εγχείρημα του ομίλου Compupress Α.Ε. που φιλο-δοξώντας να καλύψει την «ανάγκη πληροφόρη-σης του σημερινού έλληνα πολίτη», παρακολουθεί την παρουσία της αστυνομίας στην καθημερινό-τητα. Με επιμελημένη εμφάνιση, επαγγελματίες συνεργάτες και άφθονες διαφημίσεις το περιοδι-κό διαφοροποιείται από τα αφυδατωμένα θεσμι-κά περιοδικά, όπως η Αστυνομική Ανασκόπηση του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά και από τα φορτισμένα έντυπα του ευρύτερου πατριωτικού χώρου που απευθύνονται στους άνδρες των σωμάτων ασφαλείας. Το αστυνομικό ρεπορτάζ, η αποδελτίωση της εγκληματικότητας, η παρουσίαση όπλων, προϊόντων ασφαλείας και τεχνικών αυτοάμυνας συνιστά τη μία όψη της ύλη του. Η άλλη συνίσταται στο ρεπορτάζ, όπου οι κύριες θεματικές κινούνται γύρω από τη δράση της αστυνομίας και τις εξελίξεις στα «γκέτο» της Αθήνας εκεί «που μετά τη δύση του ηλίου οι δρό-μοι αδειάζουν» εξαιτίας των «λαθρομεταναστών» και των «επικίνδυνων παράνομων» και οι κάτοικοι οργανώνονται σε «επιτροπές κατοίκων».

Στις σελίδες του Ασφάλεια και Προστασία οι συνεντεύξεις των εκπροσώπων της Ελληνικής Αστυνομίας αποσκοπούν στην παρουσίαση του έργου της και στην εμπέδωση του νέου τύπου σχέσεων αυτής με την κοινωνία. Η συστηματική εξύμνηση της αστυνομίας παραπέμπει στις πα-ραδόσεις οργανώσεων όπως ο «Όμιλος Φίλων της Ελληνικής Αστυνομίας» –που πλέον έχει εκ-συγχρονιστεί σε ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊ-κού Συνδέσμου Φίλων της Αστυνομίας με έδρα

Page 27: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

την Αθήνα. «Συμπαραστάτης μας η κοινωνία» είναι ο τίτλος της συνέντευξης του Αθανάσιου Κοκκαλάκη, εκπρόσωπου τύπου της ΕΛ.ΑΣ., στο τρίτο τεύχος, ενώ το κύριο θέμα του δεύτερου παρουσιάζει την ομάδα ΔΙ.ΑΣ., τον «σύγχρονο “Ιερό Λόχο”». Το ζήτημα της κοινωνικής αποδο-χής της αστυνομίας είναι κύριο μέλημα στη διάρ-θρωση των συνεντεύξεων, ιδίως σε αυτήν με τον επικεφαλής της ομάδας ΔΙ.ΑΣ., ταξίαρχο Γιώργο Σταύρακα. Στο όνομα αυτής άλλωστε υπογραμ-μίζεται η διαφορά με ένα –ακαθόριστο– παρελ-θόν, όταν η αστυνομία λειτουργούσε απωθητι-κά, με αποτέλεσμα ο συνταξιούχος «να κάνει μάθημα στα εγγόνια του και να τους λέει “αυτός ο αστυνομικός [του σήμερα] δεν είναι αυτός που γνώρισα εγώ δεκαετίες πριν”».

Η επισήμανση της διαφοράς του «σήμερα» με «δεκαετίες πριν» είναι ένα διαρκές μοτίβο, παρόν στις κοινοβουλευτικές αγορεύσεις που αναφέ-ρονται στο θέμα της κοινωνικής ανυπακοής, στο λόγο των θεσμικών εκπροσώπων της Ελληνικής Αστυνομίας, στις δημοσιογραφικές παραινέσεις προς την ελληνική κοινωνία να υπερβεί την κα-χυποψία απέναντι στους κατεξοχήν εκπροσώ-πους της ελληνικής πολιτείας. Κάποτε οι πολίτες είχαν λόγο να δυσπιστούν και να αντιμετωπίζουν φοβικά την αστυνομία, σήμερα ο δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος καθιστά αυτές τις συμπεριφορές αναχρονιστικές, εφόσον η αστυνο-μία βρίσκεται στο πλευρό του πολίτη. Η θεσμική κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου, μία πρόνοια που αφορούσε τις δυσλειτουργίες της

δημοκρατίας στο «χτες» και πλέον έχει καταστεί άνευ ουσίας, συνιστά προσφιλές και γνώριμο πα-ράδειγμα για το πώς αρθρώνεται αυτή η συλλο-γιστική.

Παρά την προσπάθεια αντιδιαστολής του δη-μοκρατικού «σήμερα» με το «χτες», η διαπίστωση «σήμερον, κανένα κόμμα πολιτικόν δεν θέλει την Χωροφυλακήν δούλην των ισχυρών και διώκτιν των αδυνάτων» και η διαβεβαίωση ότι «εσείς οι αστυνομικοί με το αδελφόν σας Σώμα της Χω-ροφυλακής είσθε οι φρουροί της ειρήνης και της ασφαλείας του Κράτους» συνιστούν –με τους ανα-γκαίους εκσυγχρονισμούς– τα θεμέλια της νομι-μοποιητικής ιδεολογίας για τη δράση των κατα-σταλτικών μηχανισμών.� Η εποχή της κρίσης και η κοινωνική πόλωση που τη συνοδεύει είναι αυτή που θα καθορίσει το περιεχόμενο των κατασταλ-τικών πολιτικών, αλλά και τις νέες διαχωριστικές γραμμές, όταν οι ακαθόριστοι εχθροί της σταθε-ρότητας του πολιτεύματος, της «ειρήνης και της ασφαλείας του Κράτους» θα αποκτήσουν όνομα.

�. Πανελλήνια Ένωσις Συνταξιούχων και Αποστράτων Οπλιτών Χωροφυλακής, Χωροφυλακή και Τ.Α.Ο.Χ. [Ταμείο Αλληλοβοήθειας Οπλιτών Χωροφυλακής], Αθήνα 1���(;), σ. 1�. Λόγος του Ιωάννη Μεταξά εις το Σώμα των αστυνο-μικών Αθηνών και Πειραιώς, �7.�.1��7, όπως παρατίθεται στο Τέσσερα χρόνια διακυβερνήσεως Ιωάννου Μεταξά, τόμ. Δ’: Στρατός, Ναυτικόν, Αεροπορία, Τουρισμός­Ραδιοφωνία­Τύ­πος­Διαφώτισις, Ιδεολογικόν Περιεχόμενον Εθνικού Κράτους, Αθήνα1��0, σ. ���.

Sterling Wood, Riot Control, Military Service Publishing Company, 1���.

Page 28: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�6]

Η χαμένη τιμή των Δημοσίων Υπαλλήλων

υπάλληλος αποτελούσε και αποτελεί εργαλείο του νεοελληνικού –και τώρα πια εντελώς διε-φθαρμένου– κράτους. Ήταν, και ακόμα περισ-σότερο σήμερα είναι, ένας «φορέας εξουσίας» που του δόθηκε ταυτόχρονα με τον μισθό του σαν αντάλλαγμα για τις διαφορετικές υπηρεσίες που καλείται να προσφέρει κάθε φορά. Ο νεοδιο-ρισμένος υπάλληλος εκτελεί αυτές τις λειτουρ-γίες αγνοώντας –ή μη θέλοντας να δει– ότι είναι το ένα από τα μέρη μιας συνδιαλλαγής, έχοντας σαν «άλλοθι» ότι αυτό που επιδιώκει είναι μια εργασία και μια αμοιβή, ενώ στην πραγματικό-τητα του προσφέρεται μια θέση κι ένας μισθός. Πολύ σύντομα αυτή η συνδιαλλαγή γίνεται φα-νερή και στον ίδιο, αλλά την αποδέχεται άλλοτε παθητικά, αδιαφορώντας για το αντικείμενο της εργασίας του, κι άλλοτε ενεργητικά, είτε απαι-τώντας και αποκτώντας μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας απέναντι στον πολίτη είτε απαιτώντας μεγαλύτερο μερίδιο οικονομικού οφέλους πάρα πολλές φορές με παράνομους τρόπους.

Πιο συγκεκριμένα: Ακόμα κι αν αγνοήσου-με –ως μη υπάρχουσες– τις παράνομες και διε-φθαρμένες εκφάνσεις του δημόσιου ρόλου του, αυτός ο ρόλος-χαρακτήρας του δημοσίου υπαλ-λήλου είναι πολλαπλός. Καταρχήν, ως μισθωτός αποτελεί τον κρίκο μέσω του οποίου το κράτος διοχετεύει χρήμα (τον μισθό του) απευθείας στην πραγματική οικονομία (βλ. κατανάλωση), προσδοκώντας να το πάρει πίσω μέσω των άμεσων κι έμμεσων φόρων. Κατά δεύτερον, ως διορισμένος ανήκει πια στον ιδιότυπο στρατό των κομμάτων εξουσίας. Τρίτον, με αντάλλαγ-μα τη μονιμότητα γίνεται η εμπροσθοφυλακή του εργοδότη του, δηλαδή του κράτους, για τις επιθέσεις στα εργασιακά δικαιώματα και για την κατάργηση του κράτους δικαίου σε όλους τους εργαζόμενους. Τέταρτον, ως «εργαζόμενος», γί-νεται «η βοήθεια του κράτους», για να κρατη-θεί η ανεργία σε χαμηλά επίπεδα. Πέμπτον, και σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου, ο δημόσιος υπάλληλος μετατρέπεται πολύ εύκολα σε σημα-

Η στήλη Κοντραπούντο φιλοξενεί παρεμβάσεις πάνω σε έναν προκαθορισμένο, αλλά όχι περιο-ριστικό, προβληματισμό. Στο τεύχος αυτό θέσα-με το ζήτημα των Δημοσίων Υπαλλήλων και του Δημοσίου Τομέα αποσκοπώντας σε μία συζήτηση που θα υπερέβαινε τα χιλιοειπωμένα επιχειρήμα-τα είτε της συλλήβδην καταδίκης είτε της σθενα-ρής υπεράσπισής του. Ακολουθούν οι τοποθετή-σεις που λάβαμε:

Διαλύοντας τον κοινωνικό ιστό: η εποχή της αντιπαλότηταςΝάση Αναγνωστοπούλου, γραφίστρια

Είναι βολικό να ξεκινάμε μια συζήτηση έχοντας δεδομένο ένα πρόβλημα, ξεχνώντας πως ό,τι έχει σχέση με την κοινωνία δεν είναι μαθημα-τικά, οπότε οι απόλυτες έννοιες, τα θεωρήματα και τα αξιώματα δεν έχουν θέση. Το ζήτημα της εποχής των μνημονίων: Να απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι; Οι περισσότεροι από εμάς, έχοντας πολλές κακές εμπειρίες από το δημόσιο γενικά και από εκείνους που απασχολούνται σε αυτό, απαντάμε αβασάνιστα «ναι», συνήθως χωρίς να θέτουμε προϋποθέσεις, εκείνες τουλάχιστον που θα θέταμε για το ίδιο ερώτημα αν αφορούσε τον ιδιωτικό τομέα. Θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να «δείξουμε» στους ευνοημένους αυτούς εργαζό-μενους τι σημαίνει να ζεις την καθημερινότητά σου με το φόβο της «απόλυσης». Φόβο που σ’ αυτή τη ζοφερή εποχή βιώνουν χιλιάδες εργα-ζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα.

Γιατί όμως ξεχνάμε πάντα ότι οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται για λογαριασμό ενός κράτους διεφθαρμένου που καμία σχέση δεν έχει με αυτό που θα όφειλε να είναι, δηλαδή ένα κρά-τος «πρόνοιας»; Αν προσπαθήσουμε να εντοπί-σουμε εκείνη τη χρονική στιγμή όπου ο δημό-σιος υπάλληλος άρχισε να γίνεται «πρόβλημα», θα δούμε ότι από τότε μέχρι σήμερα ουδέποτε εργάσθηκε για «εμάς», αφού δεν βρέθηκε στη συγκεκριμένη θέση γι’ αυτό το λόγο. Ο δημόσιος

Page 29: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�7]

αλλάξουν αυτές οι δομές θα πρέπει πρώτα απ’ όλα ν’ αλλάξει το κράτος κι αυτό φοβάμαι ότι είναι πια αδύνατον στις παρούσες και συγκεκρι-μένες συνθήκες. Πάντως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχνάμε ότι οι δημόσιοι υπάλλη-λοι δεν είναι απλώς «αριθμοί» ή «χρήματα στην αγορά», αλλά άνθρωποι. Όσο κι αν αυτή η αν-θρωποκεντρική προσέγγιση ούτε συγκινεί ούτε εξυπηρετεί πια κανέναν.

Επισφαλείς σχέσεις εργασίας, μονιμότητακαι παροχή δημοσίων αγαθώνΧρυσούλα Βαρδή, συμβασιούχος υπουργείου Πολιτισμού

Εν μέσω κρίσης και δημοσιονομικής στενότητας, ο δημόσιος τομέας έχει βρεθεί στη δίνη ενός κυκλώνα ισοπέδωσης των εργασιακών σχέσε-ων, προοιωνίζοντας τον κυκλώνα που αργά ή γρήγορα –μάλλον ραγδαία– θα συνταράξει τις εργασιακές σχέσεις και στον ιδιωτικό τομέα. Η υπόθεση των επισφαλών σχέσεων εργασίας στο Δημόσιο ανάγεται τουλάχιστον μια δεκα-ετία πριν, αλλά υπό το πρόσχημα της σημερινής συγκυρίας εντείνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκπλήσσει με την εφευρετικότητα των μορφών απασχόλησης και να καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της λειτουργίας του ευρύ-τερου δημόσιου τομέα.

Υπάρχουν σήμερα δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες λειτουργούν σχεδόν εξολοκλήρου με συμβασιούχους ορισμένου χρόνου, συμβασιού-

ντικό εργαλείο για τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και για την καλλιέργεια κλίματος μισαλλο-δοξίας και αντιπαλότητας.

Τι σημαίνει όμως απόλυση δημοσίων υπαλ-λήλων γενικά; Χωρίς δηλαδή να έχουν προβεί σε αξιόποινες πράξεις; Και μάλιστα σε συνθήκες ολοκληρωτικής αποσύνθεσης της οικονομίας και επικείμενης καταστροφής ολόκληρων επαγ-γελματικών τάξεων; Σημαίνει ότι θα προστε-θούν χιλιάδες άνεργοι στους ήδη υπάρχοντες. Οι άνεργοι αυτοί έχουν σοβαρά μειονεκτήματα σε σχέση με τους άλλους. Ποια επιχείρηση σε φάση αναζήτησης προσωπικού θα προσλάμβα-νε τον υπάλληλο ενός υπουργείου που δεν ξέρει να κάνει απολύτως τίποτε; Οι μισθωτοί του δη-μοσίου έχοντας σαν βάση τη μονιμότητά τους, αλλά και την εξουσία που το κράτος τους πα-ραχώρησε έναντι υπηρεσιών ενίοτε βρώμικων, έχουν σχεδιάσει τη ζωή της οικογένειάς τους σε βάθος χρόνου. Έχουν πάρει δάνεια και άλλα ρίσκα, έχουν δεχθεί δηλαδή να είναι ο εύκολος τρόπος με τον οποίο το κράτος παίρνει πίσω το μισθό τους – ας μην ξεχνάμε ότι από αυτή την διαδικασία έχουν ωφεληθεί πολλαπλώς οι με-τέχοντες στην εξουσία και η άρχουσα τάξη την οποία προστατεύουν.

Από την άλλη μεριά, αυτό που όλοι συζητάμε σήμερα έχει να κάνει με τις δομικές παθογένει-ες του δημόσιου τομέα που, αν δεν αντιμετωπι-στούν ριζικά και αποτελεσματικά, θα γίνουν το ένα και μοναδικό χαρακτηριστικό του. Κάτι που πολύ φοβάμαι ότι έχει πια συμβεί. Αφού για να

Gilb

ert G

arci

n

Page 30: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�8]

σεων και πολιτικών πιέσεων. Με λίγα λόγια, η μο-νιμότητα θωρακίζει τον δημόσιο υπάλληλο από τις παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας αλλά και της γραφειοκρατικής ιεραρχίας. Σε ένα σύστη-μα χωλαίνουσας αξιοκρατίας, ποιος δημόσιος υπάλληλος θα τολμούσε να αθετήσει μια αντι-συνταγματική εντολή αν δεν τον προφύλασσε η μονιμότητα; Ποιος ιδιωτικός υπάλληλος είναι σήμερα σε θέση να ενεργεί σε πλήρη αντίθεση με τις εντολές του εργοδότη του ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η αξία του αναγνωρίζεται πλήρως; Ακόμα και ο πλέον ένθερμος θιασώτης της λει-τουργικότητας της ελεύθερης αγοράς εργασίας θα δυσκολευόταν να απαντήσει καταφατικά.

Σε μια κοινωνία όπου η εργασία θα αποτελεί πράγματι ύψιστο κοινωνικό δικαίωμα πλήρους αγωγιμότητας, οι δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν και πρέπει να είναι αιρετοί και ανακλητοί, υπό-λογοι σε συνεχή κοινωνικό έλεγχο. Στη σημε-ρινή, ωστόσο, ταξικά διαχωρισμένη κοινωνία, όπου αφενός η αξιοκρατία δεν έχει εμπεδωθεί και, αφετέρου, η απόκτηση τυπικών προσόντων αποτελεί προνόμιο ορισμένων και όχι όλων, ο δημόσιος χαρακτήρας των αγαθών και η δια-σφάλιση της συνεχούς και αδιάλειπτης παροχής τους προϋποθέτει την προάσπιση της μονιμότη-τας των δημοσίων υπαλλήλων και καθιστά επί-καιρη όσο ποτέ την αποτροπή νέων πλατειών Κλαυθμώνος που θα εκτυλίσσονται από εργαζο-μένους με ημερομηνία λήξης έξω από τα κατά τόπους γραφεία του ΟΑΕΔ.

Βάζοντας στο επίκεντρο το ζήτηματης ιδιοκτησίας: δημόσιο και μια άλλη πολιτικήΓιώργος Τριανταφυλλόπουλος, φυσικός

Το αν η δημόσια περιουσία είναι υποτιθέμενα ή πραγματικά δημόσια μπορεί να απαντηθεί πολύ απλά με το να θέσουμε το ερώτημα: οι αφετηρί-ες της συζήτησης αυτής μπορούν να τεθούν για το σύνολο των επιχειρήσεων; Αν όχι, τότε όντως υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ των επι-χειρήσεων η ιδιοκτησία των οποίων ανήκει στο κράτος, και εκείνων που η ιδιοκτησία τους ανή-κει στους ιδιώτες. Η ουσία βρίσκεται επομένως όχι στον τρόπο λειτουργίας τους, στις αδυναμίες

χους έργου, συμβασιούχους μιας ημέρας, εναπο-θέτοντας την παροχή των δημοσίων αγαθών στη διακεκομμένη και κατ’ επέκταση ελλιπή υπηρεσία ανθρώπων δίχως ορίζοντα προγραμματισμού πέραν ορισμένων μηνών, δέσμιων πολιτικής ομη-ρίας και σίγουρα έτη φωτός απεχόντων από την έννοια του «γραφειοκράτη», όπως τη συνέλαβε ο Μ. Βέμπερ, ικανού να υπηρετήσει με επάρκεια, εμπειρία, αμεροληψία και ακεραιότητα τον διοι-κούμενο, παράγοντας θετικά αποτελέσματα.

Μάλιστα, ανατριχιάζει κανείς διαπιστώνο-ντας ότι το εντελώς άπειρο αυτό άνεργο δυ-ναμικό εφέδρων «πάσης χρήσεως» θα θητεύει προσεχώς σε ευαίσθητους τομείς, όπως ιδρύμα-τα ψυχικής υγείας, νοσοκομεία και σχολεία στο πλαίσιο προγραμμάτων «κοινωφελούς εργα-σίας» με μεσίτες μη κυβερνητικές οργανώσεις. Ούτε καν οι τομείς της υγείας, της πρόνοιας και της εκπαίδευσης δεν αποτελούν άραγε αρκού-ντως ευαίσθητους τομείς, ώστε να αξιώσουν δυναμικό μόνιμο, έμπειρο και ανεξάρτητο από πολιτικές πιέσεις;

Η παγίωση της χρήσης συμβασιούχων και άνεργων εφέδρων για λίγους μήνες σε όλο το φάσμα των δημόσιων υπηρεσιών –ιδίως επειδή οι αποχωρήσεις από το δημόσιο δεν αντικαθί-στανται με προσλήψεις μονίμων αλλά συμβασι-ούχων– αίρει επί της ουσίας τη μονιμότητα για μια μεγάλη μερίδα δημοσίων υπαλλήλων, καθι-στώντας περιττή την τυπική συνταγματική της άρση. Καθιστά, επιπλέον, την παροχή δημόσιων αγαθών προς τα παιδιά, τους μετανάστες, τις μη-τέρες, τους συνταξιούχους, με άλλα λόγια τους κοινωνικά ευπαθείς, αλλά και τους διοικούμενους στο σύνολό τους, διακεκομμένη, αποσπασματι-κή, ποιοτικά φτωχή και αναποτελεσματική.

Το θεσμικό κεκτημένο του ελληνικού αστι-κού συντάγματος, όπως διαμορφώθηκε μέσα από αιματηρούς αγώνες και πισωγυρίσματα, δι-αφυλάσσει από το 1�11 τη μονιμότητα των δη-μοσίων υπαλλήλων, με απώτατο σκοπό αφενός μεν να τους καθιστά ικανούς να αρνούνται την εκτέλεση διαταγών «προδήλως αντισυνταγματι-κών ή παράνομων», ακόμα κι όταν προέρχονται από τους ιεραρχικά ανωτέρους τους, αφετέρου δε να υπηρετούν και να μεταχειρίζονται τους διοικούμενους με αμεροληψία, υπεράνω διακρί-

Page 31: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

Οι συνθήκες αυτές, καθώς και μια σειρά εσω-τερικών λόγων του καπιταλιστικού τρόπου ανά-πτυξης, είχαν ως αποτέλεσμα σε μια σειρά από καπιταλιστικές χώρες να ιδρυθούν κρατικές επιχειρήσεις που σε σημαντικό βαθμό παρείχαν αυτά που μπορούμε να αποκαλέσουμε «δη-μόσια αγαθά». Μετά τη δεκαετία του ’80, και ιδιαίτερα μετά από αυτή του ΄�0, οι συνθήκες άλλαξαν καθώς ο καπιταλισμός μετεξελισσόταν ταχύτατα σε παράσιτο, περνώντας στην χρημα-τοπιστωτική φάση του στις αναπτυγμένες χώ-ρες. Μέσα στις νέες αυτές συνθήκες δεν υπήρχε χώρος για δημόσιους χώρους δράσης. Οι δημό-σιες επιχειρήσεις και υποδομές βρέθηκαν από την αρχή στο στόχαστρο του κεφαλαίου. Αφού το τεράστιο κόστος για την ίδρυσή τους είχε ήδη αναληφθεί από το κράτος με χρήματα των ερ-γαζόμενων, έπρεπε να περάσουν τώρα στα στοι-χεία του κεφαλαίου και τα κέρδη τους έπρεπε να ενισχύσουν την κερδοφορία του.

Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ πως η υπερά-σπιση του δημόσιου χαρακτήρα των επιχειρή-σεων είναι επιβεβλημένη για τους εξής λόγους: Πρώτον, ο κοινωνικός έλεγχος στις δημόσιες επιχειρήσεις είναι σχετικά πολύ πιο εφικτός, τόσο μέσω της Βουλής όσο και μέσα από τα κόμ-ματα και τα συνδικάτα. Ο κοινωνικός έλεγχος εί-ναι θεσμικά κατοχυρωμένος κι αυτό φέρνει τη

τους, στον εργατοπατερισμό τους, στη χρησιμο-ποίησή τους ως μοχλών ψηφοθηρίας και στηριγ-μάτων του πολιτικού συστήματος, στη ρεμούλα ή σε κάθε τέτοιο παρακμιακό φαινόμενο, αλλά στην ίδια την ιδιοκτησία τους. Από την αρχή πρέπει να γίνει σαφές πως, σε κάθε ταξικά δια-φοροποιημένη κοινωνία, η άρχουσα τάξη που κατέχει την πολιτική εξουσία χρησιμοποιεί το σύνολο της κρατικής ισχύος για την εξυπηρέτη-ση των συμφερόντων της.

Τέτοιου τύπου πολιτικές ήταν σχεδόν το σύ-νολο των πολιτικών που ακολουθήθηκαν την εποχή των κρατικοποιήσεων διαφόρων εται-ρειών στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα τις ευρωπαϊκές. Μέσω των κρατικοποι-ήσεων, υπερχρεωμένες εταιρείες γίνονταν κρα-τικές, μετατρέποντας έτσι τις ιδιωτικές ζημιές σε δημόσιες. Συχνά, μάλιστα, οι εταιρείες αυτές, μόλις γίνονταν κερδοφόρες με το χρήμα των ερ-γαζόμενων, ιδιωτικοποιούνταν πάλι. Χρειάζεται επομένως ιδιαίτερη προσοχή στη θέση που θα πάρει το εργατικό κίνημα και τα κόμματα της αριστεράς απέναντι σε τέτοιες διαδικασίες. Οι δημόσιες επιχειρήσεις που εδώ όμως μας απα-σχολούν δεν είναι τέτοιου τύπου. Είναι, οι πε-ρισσότερες, επιχειρήσεις που σχετίζονται με την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες, την ύδρευση και γενικά τις υποδομές και έχουν στηθεί από την αρχή με χρήματα των εργαζόμενων καθώς υπά-γονταν στη σφαίρα των δημοσίων αγαθών ή εί-χαν απαγορευτικό κόστος για τους ιδιώτες, ενώ ήταν εντελώς απαραίτητες για την ανάπτυξη.

Οι πράξεις και οι πολιτικές των αστικών κυ-βερνήσεων όμως δεν συμβαίνουν εν κενώ, αλλά μέσα στην κοινωνία, η οποία είναι σύστημα δυναμικό, με πάρα πολλές δυνάμεις να δρουν ταυτόχρονα, καθώς και αντίρροπα. Η περίοδος μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι τη δεκαετία του 1�80 περίπου ήταν μια περίο-δος κατά την οποία οι εργαζόμενοι είχαν αρκε-τές κατακτήσεις. Οι συνθήκες που το επέβαλ-λαν αυτό συνδέονται με την ανάπτυξη ισχυρών εργατικών κινημάτων, ισχυρών αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και με την αίγλη του αντίπαλου στρατοπέδου των λεγόμενων σοσια-λιστικών χωρών.

Page 32: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�0]

σε ένα βαθμό χρησιμοποιούνται για την κάλυψη λαϊκών αναγκών, χρηματοδοτώντας κοινωνικές δαπάνες. Πέμπτον, σε περίπτωση αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών, κάτι που καθόλου δεν πρέπει να αποκλείεται, οι δημόσιες επιχειρήσεις θα αποτελέσουν το μοχλό της ανάπτυξης και της επανεκκίνησης της οικονομίας. Στις σημερινές συνθήκες, μάλιστα, ο λόγος αυτός αποκτά ιδιαί-τερη σημασία καθώς μπαίνει πλέον ανοικτά το ζήτημα μιας άλλης πολιτικής πρότασης για την Ελλάδα. Η ιδιοκτησία των επιχειρήσεων στρατη-γικής σημασίας, αυτών κυρίως που συνδέονται με την ενέργεια, τις επικοινωνίες, τις μεταφορές, τις υποδομές αλλά και τη γη και τα ορυκτά απλο-ποιεί σημαντικά τη δυνατότητα χρήσης τους από την πολιτική και κοινωνική πλειονότητα που θα στηρίζει μια άλλη φιλολαϊκή πολιτική με στόχο την ανάπτυξη.

Να αλλάξουμε «τα κεντρικά» κόντρα στη θέληση του συστήματοςΓιώργος Καρτσούνης, πρώην δημόσιος υπάλληλος

Αν ρωτήσετε κάποιον Δημόσιο Υπάλληλο για-τί σας λέει κάτι παράλογο (μου συνέβη χθες), η απάντηση είναι συνήθως ότι έτσι λέει ο νόμος ή έτσι λένε τα ΚΕΝΤΡΙΚΑ (περιορίζομαι στον στε-νό δημόσιο τομέα). Άρα οι δημόσιοι οργανισμοί δουλεύουν για κάποια Κεντρικά, που κατά προέ-κταση οδηγούν στο κράτος. Προφανές, αλλά όχι και αυτονόητο.

Το αυτονόητο είναι ότι καθετί δημόσιο υπάρ-χει για τον δήμο, δηλαδή για τους πολλούς. Στην μεσιτευόμενη αστική δημοκρατία μας, όμως, οι σχέσεις πολίτη-δημόσιου υπάλληλου περνούν μέσα από την κεντρική εξουσία. Αυτή διόριζε τα δικά της παιδιά (που εύκολα τα απαρνείται μετά την ψήφο σαν κοπρίτες), που με τη σειρά τους (αρκετά από αυτά) καταλάβαιναν αυτήν την εύ-νοια σαν ανοχή στη λούφα ή και τη διαφθορά. Οι σχέσεις αυτές αναγκαστικής ή μη «συνενοχής» αποκρυσταλλώθηκαν και σε νόμους, διατάξεις, επιδόματα, αυτά που εύκολα χλευάζονται από τα κανάλια σήμερα. Όταν υπουργός Οικονομι-κών-καθηγητής ΑΕΙ «προσφέρει» στους συνα-δέλφους του, αντί δίκαια αιτούμενων αυξήσεων,

δράση των δημοσίων επιχειρήσεων σε άμεση αντιδιαστολή με τη δράση των ιδιωτικών. Η εκ των πραγμάτων μεγαλύτερη διαφάνεια στη συ-νολική δράση των δημοσίων εταιρειών συνδέε-ται και με την ευαισθησία, αλλά και τη διάχυτη άποψη στους εργαζόμενους πως έχουν λόγο στη συνολική δράση των δημοσίων επιχειρήσε-ων. Δεύτερον, η δυνατότητα ελέγχου αλλά και καθορισμού των τιμών προς μια πιο φιλολαϊκή τιμολογιακή πολιτική είναι πολύ ευκολότερος στις δημόσιες επιχειρήσεις, ενώ στις ιδιωτικές είναι απλώς αδύνατος. Η τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΗ, για παράδειγμα, βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο του κοινωνικού ελέγχου και της κοινωνικής και πολιτικής κριτικής. Τρίτον, οι δη-μόσιες επιχειρήσεις (σε καθεστώς καπιταλισμού φυσικά) μπορούν με τη δράση τους και την πολι-τική τους να επιβάλουν συνθήκες ανταγωνισμού που μπορούν να επιφέρουν μειώσεις τιμών. Χα-ρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ίδρυση της Cosmote και η κατακόρυφη μείωση των χρεώσε-ων των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας μετά την ίδρυσή της. Επειδή οι πολιτικοί εκπρόσωποι των αστών το γνωρίζουν αυτό, η κυβέρνηση Μητσο-τάκη είχε νομοθετικά απαγορεύσει την ίδρυση από τον ΟΤΕ εταιρείας κινητής τηλεφωνίας. Τέ-ταρτον, τα κέρδη των δημοσίων επιχειρήσεων (τα οποία είναι πολλά, καθώς τα κέρδη μόνο της ΔΕΗ και του ΟΠΑΠ ανήλθαν, κατά το �010, σε � δισ. ευρώ περίπου), είναι ποσά που εγγρά-φονται στα έσοδα του δημοσίου και επομένως βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Βουλής. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον ένα ποσοστό τους ξε-φεύγει από το να γίνει βορά του κεφαλαίου και

Page 33: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�1]

Ούτε «γαλατικό χωριό» ούτε «κοπρίτες»Ευγενία Αδαμοπούλου, δημόσιος υπάλληλος

Στην Ελλάδα, η πόλωση των απόψεων για τον δημόσιο τομέα είναι χαρακτηριστική της ανι-κανότητας των πολιτών να υπερβούν τη διχο-τομική γραμμή σκέψης και να αναζητήσουν τη διαλεκτική λογική των πραγμάτων, αλλά και της υποκριτικής στάσης της πολιτείας, που, ενώ ανα-δεικνύει τον δημόσιο τομέα ως υπερτροφικό και αναποτελεσματικό, εξακολουθεί να τον χρησι-μοποιεί ψηφοθηρικά. Ο ρόλος των μέσων ενη-μέρωσης είναι χαρακτηριστικός για τον τρόπο με τον οποίο αναπαράγουν ιδεολογικές προκα-ταλήψεις ως αναγκαίες πολιτικές επιλογές.

Η άποψη που κυριαρχεί γενικά στην ελληνική κοινωνία είναι πως ο δημόσιος τομέας, ανεξάρτη-τα από το μέγεθός του, είναι αναποτελεσματικός. Άλλωστε, ιστορικά η δημοσιοϋπαλληλία σχετίζε-ται με την αντιπαραγωγικότητα. Οι «θεσιθήρες» του 1�ου αιώνα είναι οι «κοπρίτες» του �1ου.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν προβλήματα στον δημόσιο τομέα και ως προς την παραγωγικότητα, αλλά και σχετικά με τις μεγάλες μι-σθολογικές ανισότητες που επιτρέπουν τη διαμόρ-φωση μιας αριστοκρατίας δημοσίων υπαλλήλων.

Το βασικό, όμως, κατά την άποψή μου είναι πώς η λειτουργία του δημόσιου τομέα σχετίζε-

τη δυνατότητα να έχουν και ένα «χαρτζιλίκι» εκτός Ιδρυμάτων, τότε ποιος ευθύνεται απέναντι στον φοιτητή; Μα τα ΚΕΝΤΡΙΚΑ βέβαια!

Τι μπορεί να γίνει επομένως; Πώς μπορεί να αλλάξει ριζικά το «επάρατο» Δημόσιο; Δεν γίνε-ται αλλιώς, πρέπει να ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ τα ΚΕΝΤΡΙΚΑ. Όχι απλώς τα πρόσωπα (το όλοι είναι κλέφτες δεν λέει κάτι, αν το προεκτείνουμε πολύ θα βγούμε όλοι συνένοχοι ή ηθικοί αυτουργοί), όχι απλώς τα κόμματα, αλλά την ουσία της δημοκρατίας, τις σχέσεις και τις δομές της εξουσίας και γιατί όχι την ίδια την άρχουσα τάξη (αφού καθορίσουμε με νέους όρους την έννοια της τάξης).

Εμείς οι «άλλοι», οι «καλοί» (δεν χρησιμοποιώ σκόπιμα όρους όπως «αριστεροί» ή «αριστερά», γιατί έχουν κακοποιηθεί και χρειάζονται επανα-προσδιορισμό ή ακόμα και μετονομασία) πρέπει να περιγράψουμε τι κοινωνία θέλουμε, τι δημο-κρατία θέλουμε και ποια θα είναι τα χαρακτηρι-στικά των ΔΥ που θα υπηρετούν τους πολίτες σαν ισότιμοι πολίτες. Να βρούμε τρόπους κοι-νωνικού ελέγχου και λογοδοσίας όσο πιο άμεσα γίνεται από τον «φυσικό εργοδότη», τον πολίτη, αλλά και εσωτερικής ιεραρχικής δομής που να εγγυάται την αποδοτική, οικονομική, αλλά και αξιοκρατική λειτουργία των υπηρεσιών. Με υπαλλήλους καταρτισμένους, πρόθυμους, περή-φανους για τη δουλειά τους, ανεξάρτητους αλλά και κοινωνικά αφοσιωμένους (η καλή πλευρά της έννοιας «δημόσιος»). Όλα αυτά δεν είναι κα-θόλου αυτονόητα, είναι αρετές που μπορούμε και πρέπει να ξανα-ανακαλύψουμε.

Τώρα είναι η ευκαιρία! Τέτοιοι χαρακτήρες χτίζονται μέσα στους κοινωνικούς αγώνες. Που πρέπει όμως να πηγαίνουν χέρι-χέρι με την ανά-λυση, καθώς και την προβολή του νέου κοινω-νικού «αφηγήματος» με πειστικές λεπτομέρειες. Οι νέες συλλογικότητες που θα προκύψουν από τους αγώνες που έχουν ήδη αρχίσει και μέσα στις τάξεις των ΔΥ, πρέπει να προβάλουν, αλλά και να προβάρουν από τώρα αυτό το νέο μοντέ-λο ΔΥ. Επειδή ο αγώνας θα είναι δύσκολος και η έκβαση δύσκολα προβλέψιμη, πρέπει τουλά-χιστον να μείνουν σαν παρακαταθήκη κάποιοι νέοι θεσμοί και πρότυπα που θα έχουν δοκιμα-στεί στην πράξη, πέρα και κόντρα στη θέληση του συστήματος (όσο αυτό είναι δυνατό).

Η πρώτη ελληνίδα δακτυλογράφος (Αρχείο Πουλίδη- ΕΡΤ)

Page 34: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

ται με εργασιακά δικαιώματα και κατακτήσεις που έχουν μπει στο στόχαστρο όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις χώρες της Δυτικής Ευρώ-πης και στις Η.Π.Α. Αυτή είναι η βασική παραδο-χή, που σχετίζεται με την ουσία της εργασίας ως δικαιώματος και όχι ως καταναγκασμού. Από κει και πέρα μπορούμε να συζητήσουμε για τα επι-μέρους προβλήματα.

Το πιο βασικό είναι πώς ο δημόσιος τομέας δεν είναι ομοιογενής, παραδοχή που αναδεικνύ-εται και στο επίπεδο της σύνδεσης με την αγορά, αλλά και στο μισθολογικό επίπεδο, που επηρε-άζεται από το προηγούμενο στην επίτευξη των συντεχνιακών στόχων. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο οι ΔΕΚΟ και οι εκπαιδευτικοί.

Επειδή βέβαια το δημόσιο δεν μπορεί να απο-τελέσει το γαλατικό χωριό που θα βρεθεί στο απυρόβλητο των παγκόσμιων εξελίξεων, απαι-τείται αλλαγή πολιτικής σε πανευρωπαϊκή κλίμα-κα, πολιτικής που θα αποκαθιστά το κοινωνικό κράτος και θα εξασφαλίζει την αξιοπρέπεια των εργαζομένων. Σε συνδικαλιστικό επίπεδο, απαι-τείται συζήτηση ανοιχτή για τον κάθε κλάδο και σύνδεση των επιμέρους στόχων μεταξύ τους, αλλά και κριτική προς κάθε κατεύθυνση. Θεωρώ ότι υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου που μπορούν να ελέγξουν τις παθογένειες του δημόσιου τομέα, να επιβάλουν την αξιοκρατία και να εξασφαλί-

σουν την ισότητα. Αλλά αυτό προϋποθέτει κοινω-νική παρέμβαση με τη μορφή της αναγωγής του δημοσίου αγαθού σε κοινό στόχο. Η δυναμική παρέμβαση και ο έλεγχος των εργατών επί των δημοσίων αγαθών νομίζω ότι μόνο σε ένα πλαί-σιο παγκόσμιων αλλαγών και επιστροφής στην πραγματική οικονομία μπορεί να επιτευχθεί.

Για όλα φταίει το δημόσιοΓιάννης Γιαννάκος, δημόσιος υπάλληλος στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών

Το κυρίαρχο ιδεολόγημα σήμερα, το οποίο περ-νάει από τους διαύλους της αστικής προπαγάν-δας και καθίσταται ηγεμονικός λόγος, είναι ένα: Για όλα φταίει το δημόσιο. Όμως ποιος είναι ο ουσιαστικός σκοπός που κρύβεται πίσω από τη στοχοποίηση του δημοσίου τομέα και των δη-μοσίων υπαλλήλων;

Την εποχή που διανύουμε, που κυριαρχεί-ται από αξίες όπως η οικονομική ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα, που χαρακτηρίζεται από την αποδόμηση των συλλογικοτήτων, την απί-σχνανση της κοινωνικής συνοχής και την εδραί-ωση της ιδιώτευσης, ως του μόνου αναγκαίου και φυσιολογικού τρόπου ζωής, αυτό που ενο-χλεί και που πρέπει να παυθεί είναι ο δημόσιος, δωρεάν και κοινωφελής χαρακτήρας κάποιων αγαθών, τουλάχιστον όσων έχουν ακόμα απο-μείνει, καθώς επίσης και τα εργασιακά δικαιώ-ματα που έχουν κατά καιρούς κατακτήσει οι δη-μόσιοι υπάλληλοι.

Ήδη, εδώ και καιρό, το κράτος συρρικνώνε-ται όλο και περισσότερο και πολλές υπηρεσίες του έχουν μεταβιβαστεί σε ιδιώτες. Οι τομείς του δημοσίου που αποδίδουν μετοχοποιούνται και ξεπουλιούνται στο μεγάλο κεφάλαιο. Οι κοι-νωνικές υπηρεσίες θεωρούνται πολυτέλεια και καταργούνται. Όπου έχει απομείνει κρατικό μο-νοπώλιο λειτουργεί με όρους αγοράς. Οι εργα-σιακές σχέσεις εντός του δημοσίου γίνονται όλο και πιο βάρβαρες.

Ο ουσιαστικός σκοπός όλων αυτών είναι η αποδόμηση της έννοιας του δημοσίου συμφέ-ροντος, μέσω της πλήρους αποσάθρωσης του δημοσίου τομέα, του ξεπουλήματος όσων το-

Page 35: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

μέων του μπορούν να αποφέρουν κέρδος στο κεφάλαιο, και της απελευθέρωσης των πάντων. Το γεγονός ότι η πλήρης απελευθέρωση και η απουσία κανόνων, σε μία κοινωνία με αυτά τα χαρακτηριστικά, ευνοεί πάντα τον δυνατότερο, δεν απασχολεί κανέναν.

Μέσα σε αυτό το πολεμικό κλίμα των ημε-ρών, φρονώ ότι η βασική μέριμνα των κάθε μορφής προοδευτικών συλλογικοτήτων πρέπει να είναι η προστασία του δημοσίου χαρακτήρα, τουλάχιστον όσων τομέων έχουν μείνει ακόμα υπό δημόσιο έλεγχο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει την υπεράσπιση του δημοσίου ως έχει, ούτε το κουκούλωμα υπαρκτών προβλημάτων όπως η διαφθορά, οι πελατειακές σχέσεις, η οκνηρία των δημοσίων υπαλλήλων ή ο καταπιεστικός ρόλος του κράτους. Σκοπός δεν είναι η συντή-ρηση αλλά η ριζοσπαστική ανατροπή τους.

Αλλά για να μπορέσουν να λυθούν αυτά τα προβλήματα πρέπει πρώτα να γίνει αντιληπτό από πού εκπορεύονται. Γιατί οι δημόσιοι υπάλ-ληλοι απομονώνονται από το κοινωνικό σώμα, εκμεταλλεύονται τον συνάνθρωπό τους ή αδια-φορούν για αυτόν και ενίοτε στρέφονται ακόμα και εναντίον του κοινωνικού συνόλου; Γιατί το κράτος είναι απρόσωπο και εχθρικό προς τον πολίτη και οι δημόσιοι υπάλληλοι εμφανίζονται ως η εμπροσθοφυλακή του;

Γιατί το κράτος είναι στα χέρια της αστικής τάξης και οι δημόσιοι υπάλληλοι άθελά τους χρησιμοποιούνται ως στρατός κατοχής και ως βραχίονας διαίρεσης της εργατικής τάξης. Αξιο-ποιούνται ως μέσο για την αναδιανομή του πλούτου και την επιβολή της αστικής εξουσίας. Όμως, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν γίνονται ποτέ μέρος της αστικής τάξης, αλλά χρησιμοποιού-νται απλά ως καύσιμη ύλη στην κρεατομηχανή του ταξικού πολέμου. Έτσι πολύ εύκολα, όταν πια δεν είναι χρήσιμοι, ρίχνονται στην αρένα της κοινωνικής κατακραυγής ως τεμπέληδες, διε-φθαρμένοι, προνομιούχοι κ.ά.

Ο καπιταλισμός, όσο χρειάζεται την ύπαρξη θυλάκων δημοσίου χαρακτήρα, προκειμένου να καταπραΰνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, τους διατηρεί· τώρα που νιώθει ικανός να υπάρξει και χωρίς αυτούς, τους καταργεί. Το κράτος θα

παραμείνει πλέον μόνο ως φορέας νομιμοποίη-σης των εξουσιαστικών δομών της οικονομίας της αγοράς, καθώς και ως μέσο καταστολής των εργατικών διεκδικήσεων. Οποιαδήποτε άλλη λειτουργία του, όπως η προστασία και η διαχεί-ριση των δημοσίων αγαθών, είναι άχρηστη πια για την αστική τάξη.

Όμως η λύση στα προβλήματα του αστικού κράτους δεν είναι η περαιτέρω αποσύνθεσή του, αλλά η περαιτέρω κοινωνικοποίηση των υπηρε-σιών του. Εξάλλου, οι παθογένειες του αστικού κράτους είναι μία αντανάκλαση των παθογενει-ών της αστικής κοινωνίας. Δεν είναι δυνατόν, σήμερα, που η παγκόσμια οικονομική κρίση αναδεικνύει τη φούσκα των χρηματοπιστωτι-κών αγορών, που γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η παγκόσμια καπιταλιστική τάξη πατάει πάνω σε σαθρές βάσεις, που διαφαίνονται τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος, το εργατικό κίνημα να πέφτει στην παγίδα της αυτοαναφορικότη-τας και της αλληλοεξόντωσης. Σκοπός δεν είναι ο περιορισμός των εργασιακών κατακτήσεων των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά η διάχυσή τους στην υπόλοιπη εργατική τάξη.

Οι συνθήκες σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ ικανές για να μιλήσουμε για ενεργητική κοινωνική συμμετοχή, για λαϊκό έλεγχο και για κοινωνική λογοδοσία, σε ό,τι αφορά τον δημό-σιο πλούτο. Επίσης οι συνθήκες είναι ώριμες για αγωνιστική διεκδίκηση περαιτέρω κοινωνικο-ποίησης οικονομικών πεδίων, άρα και διεύρυν-ση των ορίων του δημοσίου, στην κατεύθυνση μίας κοινωνίας που ο λαός θα έχει την εξουσία στα χέρια του και θα ελέγχει τους πλουτοπαρα-γωγικούς πόρους. Σε αυτή την κοινωνία θα μπο-ρούν να αντιμετωπιστούν με ουσιαστικό τρόπο οι παθογένειες των δημοσίων υπαλλήλων και να λειτουργεί ο δημόσιος τομέας προς όφελος αλλά και υπό τον έλεγχο του λαού. Το μόνο που μένει είναι η εργατική τάξη να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν πλέον οι αντικειμενικές συνθήκες για περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων.

Επιμέλεια: Στέφανος Βαμιεδάκης, Κωστής Καρπόζηλος

Page 36: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

Γιώργος Καράμπελας

Μεσοπόλεμος χωρίς τέλος

Ας κάνουμε ένα διανοητικό πείραμα. Βρισκό-μαστε στα τέλη του 1918, αρχές του 1919.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μόλις τελειώσει, μόνο που… ποτέ δεν άρχισε. Ας πούμε δηλαδή ότι βρισκόμαστε σε μια Ευρώπη που ζει επακρι-βώς τις συνέπειες του Μεγάλου Πολέμου, χω-ρίς να έχει περάσει από την ίδια την πολεμική σύρραξη του 1914-1918. Ο Μεγάλος Πόλεμος δεν έλαβε ποτέ χώρα ως τέτοιος, αλλά έχει μο-λοντούτο απλώσει όλη τη ζοφερή σκιά του στην ήπειρο. Πώς και γιατί, μη ρωτάτε – ακόμα.

Ας υποθέσουμε και δυο-τρία πράγματα ακό-μα. Το 1917 δεν έγινε καμιά Οκτωβριανή Επανά-σταση: ο μπολσεβικισμός δεν επικράτησε στην υπό διάλυση τσαρική αυτοκρατορία· αν υπήρξε ολωσδιόλου, παρέμεινε ένα από τα πολλά «αρι-στερά» ρεύματα στην Ευρώπη εν γένει, και ως τέτοιο δεν προκάλεσε πουθενά επαναστάσεις ή εξεγέρσεις (η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ, για παράδειγμα, θα ζουν γι’ αρκετά χρόνια ακόμα), ούτε εδραίωσε ως ορθοδοξία τον κεϊνσιανισμό και τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονο-μία. Επίσης, ο ιταλικός φασισμός δεν γεννήθη-κε ποτέ: εκείνη η εκρηκτική «προπολεμική» (το επίθετο είναι φυσικά καταχρηστικό: πόλεμος δεν συνέβη, θυμίζουμε) σύνθεση εθνικισμού και συνδικαλισμού δεν έγινε ποτέ, ή αν επιχειρήθηκε, δεν μετατράπηκε τελικά σε φασισμό. Τέλος, δεν υπήρξε ούτε γερμανικός ναζισμός: οι ποικίλοι κεντροευρωπαϊκοί ακροδεξιοί σχηματισμοί και οι ομοιοπαθείς τους ιδεολογίες δεν βρήκαν ποτέ έναν Αδόλφο για να τις κυριεύσει και να τις απο-χαλινώσει – ας πούμε ότι κάποιοι τον σκότωσαν, μαζί με κάποια πρωτοπαλίκαρά του, σ’ έναν κα-βγά που εξελίχθηκε σε μακελειό, σε μια ανώνυμη μπυραρία του Μονάχου…

Η εικόνα που σχηματίζεται αν δεχτεί κανείς όλες αυτές τις πρόχειρες υποθέσεις συνοψίζεται με δυο λόγια στον τίτλο μας: «Μεσοπόλεμος χω-ρίς τέλος». «Χωρίς τέλος», θα πει εδώ χωρίς Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για την ακρίβεια, θα πει επί-σης «χωρίς αρχή», χωρίς Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο,

γιατί είναι αλήθεια ότι η ύπαρξη αρχής θα προ-εξοφλούσε και την ύπαρξη τέλους, υπονομεύο-ντας το πείραμά μας με την καταστροφική πα-ρουσία ενός «ψυχικού» σπέρματος αριστοτελικής εντελέχειας. Εμείς όμως θέλουμε να ξεπεράσουμε κάθε πειρασμό ιστορικής τελεολογίας, και από τον αριστοτελισμό να συγκρατήσουμε το πολύ-πολύ μια μεσαιωνική λογική παραξενιά: την ιδέα ενός «ενδιάμεσου όντος», ενός καθαρά νοερού, καθαρά δυνητικού και αυστηρά ατελούς «πράγ-ματος» που, δικαιολογημένα, τείνει να παίρνει τη μορφή του παρόντος – αυτής της χρονικότητας που μόνο χωρίς αρχή («πριν») και χωρίς τέλος («μετά») μπορούμε να τη συλλάβουμε, γι’ αυτό και μονίμως μας διαφεύγει. Καιρός να δώσουμε ένα περιεχόμενο σε αυτή τη μορφή.

Το διαρκές «τώρα» της κρίσηςΈνας «Μεσοπόλεμος» μεταξύ πολέμων κι επανα-στάσεων που δεν έγιναν εγείρει βασανιστικά το ερώτημα της ίδιας του της προέλευσης. Ελλείψει πολέμων και μαζικών κινημάτων, κοινωνικών ή/και κρατικών, από τα κάτω ή/και από τα πάνω, από πού μπορεί να προέρχεται η ιδιάζουσα μεσο-πολεμική κρίση, αυτός ο μονίμως εμφανιζόμενος ως πρωτοφανής συνδυασμός ύφεσης, φτώχειας και γενικευμένου πληθωρισμού στην οικονομία όσο και στην κουλτούρα;

Είναι ευνόητο ότι δεν θα μας απασχολήσουν εδώ τα ειδικά κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά ή πνευματικά «αίτια» της κρίσης· έχοντας προαπο-κλείσει χάριν του πειράματος ιστορικές διεργασί-ες τόσο μεγάλης εμβέλειας, δεν μπορούμε βέβαια να περιμένουμε ότι θα κρατήσουμε αλώβητα κά-ποια επιμέρους, «τεχνοκρατικά» εξηγητικά σχή-ματα, που ως διά μαγείας θα διατηρούσαν ακέ-ραιη την αλήθεια τους ακόμα κι αν εξαφανιζόταν (κυριολεκτικά) ο κόσμος γύρω τους. Αντιθέτως, αυτό που μας καλεί να κάνουμε το διανοητικό μας πείραμα είναι να υποθέσουμε ότι η κοινωνία, και η ιστορία της, έχουν εγκλωβιστεί και απομο-νωθεί σε ένα διηνεκές «τώρα», έχουν μετατραπεί

Page 37: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

σε ολικά αυτόματα που δεν επηρεάζονται ούτε καν από συντριπτικές ενδογενείς κοινωνικο-ιστορικές δυνάμεις, όπως ο πόλεμος, το κίνημα, η επανάσταση.

Η κατάσταση αυτή μπορεί να περιγραφεί και με αμιγώς λογικούς όρους: την ώρα που επιτελείται το λογικό ενέργημα της κρίσης, τα πράγματα μπαίνουν σε αναστολή, παύουν να κι-νούνται, άρα και να «υπάρχουν», και περιμένουν απλώς να κριθούν – ορισμένες φορές, μάλιστα, επιζητούν διακαώς να κριθούν για να μπορέσουν επιτέλους να «υπάρξουν», έστω κι αν αυτό που τους μέλλει είναι να καταδικαστούν τελεσίδικα. Η μεσοπολεμική κρίση δεν είναι λοιπόν αποτέλε-σμα μιας λογικής κρίσης, δεν συνιστά κατηγορι-κή πρόταση· είναι η ίδια η διαδικασία της λογικής κρίσης, ο χρόνος των ανασταλμένων πραγμάτων, το παρόν δίχως έκβαση, η σκέψη δίχως εκφορά. Όπως το έθετε ο Μπένγιαμιν κάπου ανάμεσα στον Αύγουστο του 1925 και τον Σεπτέμβριο του 1926: «Οι άνθρωποι που έχουν μαντρωθεί μες στον περίγυρο αυτού του τόπου έχουν χάσει τη ματιά για το περίγραμμα του ανθρώπου. […] Να φανταστεί κανείς τις οροσειρές των Άνω Άλπε-ων, όχι όμως με φόντο τον ουρανό αλλά με τις

πτυχώσεις ενός σκούρου υφάσματος. Οι όγκοι θα διαγράφονταν πια χωρίς σαφήνεια».1

«Τότε» και «σήμερα»Ένα «σκούρο ύφασμα» που καταργεί κάθε σαφή-νεια, μια ζοφερή σκιά που κάθε τόσο απλώνεται από το πουθενά στην Ευρώπη: έτσι επανέρχεται ανά τις δεκαετίες στο προσκήνιο το αφηρημένο μας πλάσμα, ο υποθετικός Μεσοπόλεμος που εξέθλιψε τους πολέμους και απέμεινε να πλανά-ται στο διηνεκές πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ελεύ-θερος από τα δεσμά των χρονικών καθορισμών. Το «τότε» και το «σήμερα» παύουν έτσι να ισχύ-ουν ως διακριτές στιγμές της ιστορίας, χάνουν κι αυτά το περίγραμμά τους και συγχωνεύονται σε μια άδηλη συγχρονία, στο τυποποιημένο επανα-ληπτικό «τώρα» του κοινωνικού αυτόματου.

Στην ημερήσια διάταξη του μαρξισμού, όπως και ποικίλων παραλλαγών (δεξιών και αριστε-ρών) ενός αναθερμασμένου εγελιανισμού, ήταν από παλιά οι προσπάθειες να δοθεί μια κατά το δυνατόν αντικειμενική περιγραφή της μόνιμης

1. Walter Benjamin, Μονόδρομος, μτφρ. Νέλλη Ανδρικοπού-λου, Άγρα, Αθήνα 2004, σ. 57.

Kara Walker, A Warm Summer Evening in 1863 (�008). James Cohan Gallery, Νέα Υόρκη.

Page 38: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�6]

«μεσοπολεμικής» κατάστασης του προηγμένου καπιταλισμού: μηχανή παραγωγής (οικονομικών) κρίσεων, διαλεκτική του Διαφωτισμού, θέαμα, πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφά-λαιο, κοινωνία των ομοιωμάτων, μεταμοντέρνα κατάσταση, τέλος της ιστορίας, κ.ο.κ. Γεννήματα «της εποχής τους», όλες αυτές οι θεωρίες, καλές ή κακές, παρέμεναν σε κάθε περίπτωση δέσμιες της «φιλοσοφίας της ιστορίας», παλινωδούσαν ανάμεσα στον ψυχαναγκασμό της ιστορικοποίη-σης και την ανακούφιση της ανιστορικότητας. Η «ψυχολογία», τρόπον τινά, μιας θεωρητικής αντί-ληψης της δίχως τέλος κρίσης είναι εύλογο να έχει αυτόν τον διπολικό χαρακτήρα, να αμφιρ-ρέπει με ιλιγγιώδη ρυθμό και ένταση ανάμεσα στη μανία του κατεπείγοντος και την κατάθλιψη του μοιραίου. Σημάδι κι αυτό της πλήρους κα-τίσχυσης ενός κοινωνικού αυτοματισμού στον οποίο είτε βολεύεται κανείς, σαν καλή μαριονέ-τα, είτε ασφυκτιά και προσβλέπει εναγωνίως στο «θαύμα» μιας εξωτερικής παρέμβασης – από τον master of puppets, προφανώς…

«Σήμερα», ίσως αρχίζει ν’ αναφαίνεται δειλά αυτό που υπέβοσκε από «τότε»: όσοι πιστεύουν ότι «η κατάσταση δεν μπορεί να πάει άλλο έτσι» την έχουν τελικά το ίδιο άσχημα με όσους έχουν φτάσει «να μετρούν τα φαινόμενα παρακμής σαν το απόλυτα σταθερό» – σε πείσμα του Μπένγια-μιν, που πίστευε ακόμα «τότε» ότι «η απαιτούμε-νη κατάσταση εντονότατης αδιάλειπτης προσο-χής» του νηφάλιου καταγραφέα της ατελεύτητης Κρίσης ήταν πιο κοντά στο «θαύμα» από την αόριστη αίσθηση (και έκφραση) αγανάκτησης μπροστά στην επικείμενη καταστροφή (αλάθητη ένδειξη του «από βλακεία και δειλία ζυμωμένου τρόπου ζωής του Γερμανού αστού»).2 «Σήμερα», η αδιάλειπτη, βασανιστική προσοχή καλείται να στραφεί και στα ενδότερα, υπονομεύοντας εξί-σου τα θαύματα όσο και το «αστικό» ζυμάρι. Δύ-σκολοι καιροί για πρίγκιπες.

Φτώχεια, ανία, τζόγοςΜια κλεφτή ματιά στην κλεψύδρα αρκεί για να πείσει τον καθένα: «έρχονται» (από το παρελθόν ή από το μέλλον – το ίδιο κάνει μέσα στο αιώνιο

παρόν μας) σαράντα χρόνια φτώχειας. Σαράντα χρόνια ανίας. Σαράντα χρόνια τζόγου. Πώς πο-λεμάς σε αυτές τις συνθήκες, όταν και οι πόλεμοι έχουν εκλείψει;

Ο Μος Χαρτ, θεατρικός συγγραφέας του Μπρόντγουεϊ τη δεκαετία του 1930, μανιοκα-ταθλιπτικός και καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος (γνήσιο τέκνο του «ιστορικού» Μεσοπολέμου δηλαδή), είχε πιάσει το νόημα: «Η ανία –έγρα-ψε– είναι το βασικό γνώρισμα της φτώχειας –απ’ όλες τις ταπεινώσεις της τελευταίας, είναι ίσως η πιο δυσβάσταχτη– γιατί όπου δεν υπάρχουν λεφτά δεν υπάρχει και κανενός είδους αλλαγή». Και ο τζόγος, θα συμπλήρωνε κανείς, είναι η Aufhebung ανίας και φτώχειας μαζί, η ελπίδα της άρσης τους, η ασφαλιστική δικλείδα της διατή-ρησης και της διαιώνισής τους. Χρειάζεται απλώς κι εδώ ν’ απαλλαγούμε από τις αυταπάτες της σκέψης που «τμηματοποιεί»: φτώχεια-ανία-τζό-γος είναι η τριπλή παραλλαγή όλης της για-πά-ντα-τωρινής ζωής μας, δεν είναι πια όψεις της ή πτυχές της. Η τριπλή παραλλαγή καλύπτει κάθε «τομέα», από την εργασία μέχρι τον έρωτα, από την εκπαίδευση μέχρι τη διασκέδαση, από την πολιτική μέχρι την τέχνη: εξίσου φτωχοί, εξίσου βαριεστημένοι, εξίσου τζογαδόροι (καλούμαστε να) είμαστε σε όλα. Το νιώθουμε και το σκεφτό-μαστε καθημερινά, μόνο που αγνοούμε παντε-λώς τι πρέπει να κάνουμε με αυτό, ποια στάση πρέπει να τηρήσουμε· έτσι προτιμούμε να μην το νιώθουμε και να μην το σκεφτόμαστε.

Δύσκολα γίνεσαι αμοραλιστής όταν δεν το έχεις εμπεδώσει ήδη από «πριν», και ακόμα πιο δύσκολα συνεχίζεις να είσαι όταν δεν σε παίρνει «πια». (Οι χρονικοί προσδιορισμοί έχουν συμβα-τική αξία σε όλη αυτή την παράγραφο, γι’ αυτό και μπαίνουν σε εισαγωγικά.) Νομιμόφρονες προλετάριοι ή ευαίσθητοι αστοί με όνειρα, πώς περιμένει κανείς να μετατραπούν αίφνης στον αντίθετο φαινότυπό τους, τον ανενδοίαστο μι-κροαστό που υπήρξε (μέχρι «πρότινος») το εθνι-κό μας σήμα κατατεθέν; Και πώς, αντιστρόφως, ο εν λόγω μικροαστός να κρατήσει γερά την αρπα-κτική του νοοτροπία, όταν του πετσοκόβουν νύ-χια, φτερά και ράμφος και τον στριμώχνουν στη γωνία; Ο «αλλοτινός» συνεκτικός ιστός του γε-νικευμένου κομφορμισμού μπορεί ν’ άλλαξε υφή 2. Ό. π., σ. 50-52.

Page 39: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�7]

και να μετασχηματίστηκε σε γενικευμένη αγα-νάκτηση, η πολυπόθητη συνάντηση όμως που στάθηκε «ανέκαθεν» ανεύρετη «εξακολουθεί» να παραμένει τέτοια – η συνάντηση ανάμεσα στην ταξικά προσδιορισμένη ιδιοτέλεια και τον ιδεο-λογικά φορτισμένο αλτρουισμό. Κι ωστόσο, η αναγωγή αμφότερων στον ελάχιστο κοινό παρο-νομαστή της τριπλής μας παραλλαγής βρίσκεται, και θα βρίσκεται επ’ αόριστον, σε πλήρη εξέλιξη· πώς και γιατί ξορκίζεται πανταχόθεν, ημών των ιδίων συμπεριλαμβανομένων, ως το «κακό» στο οποίο δεν πρέπει να υποκύψουμε;

Το θέατρο του πολέμουΟ ταξικός αμοραλισμός δεν είναι παρά το ευκταίο σύστοιχο μιας ανομίας που έχει πάψει να παρε-πιδημεί ανεπιθύμητη στο θεσμικό τοπίο και έχει καταστεί φανερά πια θεμέλιο της ίδιας της νόμι-μης τάξης. Αντιμέτωποι με μια νομιμότητα που ταυτίζεται εφεξής με την απειλή της τιμωρίας, την άμεση ποινικοποίηση και πέραν τούτου ουδέν, οι ταξικώς ημέτεροι (αλλά όχι μόνο) υπήκοοι εύλο-γα θα μπορούσαν να παραμείνουν παράνομοι και αμετανόητοι, και θα είχαν βέβαια να υποστούν τις συνέπειες. Το ότι δεν το κάνουν είναι ευεξήγητο: κανείς δεν θέλει να υποστεί τις συνέπειες όταν δεν είναι σε θέση να τις αντέξει. Το πώς δικαιο-λογούν όμως στον εαυτό τους ότι δεν το κάνουν είναι πιο περίπλοκη υπόθεση, και μάλιστα βαρύνει περισσότερο στην πρακτική ανημποριά τους απ’ ό,τι ο γυμνός φόβος των συνεπειών.

Δεν πρόκειται εδώ τόσο για το μεταφυσικών προεκτάσεων ερώτημα του τι κάνει τις κοινωνίες «νομιμόφρονες»· η απορία οφείλει να διατυπω-

θεί πιο πιεστικά: πώς συντηρείται και πώς ανα-διατάσσεται η κοινωνικά αναγκαία φαινομενικό-τητα όταν το πέπλο της αίρεται τόσο βίαια και τόσο αδιαπραγμάτευτα, όταν η υποτίμηση της ζωής γίνεται τόσο διαφανής και τόσο καθολική; Η απάντηση εμπλέκει κατ’ αρχήν τα πάντοτε ίδια «μεσοπολεμικά» στοιχεία: «τυφλή θέληση να περισωθεί το γόητρο της προσωπικής ύπαρξης» αφενός, τυφλή και πρωτόγονη «υποδούλωση στις δυνάμεις της κοινότητας» αφετέρου.3 Το ου-σιώδες για την εύρυθμη λειτουργία της ιδεολογίας είναι να μην μπορεί να αρθρωθεί καμία σχέση (ούτε καν σχέση ειρωνικής αποστασιοποίησης) μεταξύ των δύο «ενστίκτων», αλλά να δρουν και τα δύο αστόχαστα και ταυτόχρονα, οδηγώντας τον φορέα τους να κουτουλάει ασταμάτητα από τον έναν τοίχο στον άλλο. Μέσα στο κοινωνικό κουκλοθέατρο, οι άλλες μαριονέτες πρέπει να δαιμονοποιούνται ακατάπαυστα, δίχως χρονο-τριβή, και όλος μαζί ο θίασος οφείλει να επιδί-δεται ανά τακτά διαστήματα σε εκείνο το είδος κανιβαλισμού που τόσο αρέσει στα παιδάκια.

…Και στο μεταξύ, συμμαχίες θα φτιάχνονται και θα χαλάνε, σχέσεις θ’ αρχίζουν και θα τελειώ-νουν με πάταγο, φωνές θ’ ακούγονται βροντερές και θα σβήνουν απότομα, ορυμαγδός θα ξεσπά, θα περνά και θα χάνεται, αφήνοντας πίσω του υπο-σχέσεις για μία από τα ίδια εν καιρώ. Θέλουμε δε θέλουμε, το θέατρο το ζούμε κάθε μέρα εδώ. Αν επιμείνουμε και υπομείνουμε αρκετά, ίσως προλά-βουμε να δούμε και την παράσταση να κατεβαίνει – ή τουλάχιστον ν’ αλλάζει πράξη.

3. Ό. π., σ. 56-57.

Page 40: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�8]

Ελένη Κυραμαργιού

Παραμένοντας Προστάτης του Πολίτη

Οι εγκέφαλοι του σχεδίου αυτού δεν κατονο-μάζονται από τον κ. Παπουτσή. Είναι προφανώς για άλλη μια φορά οι γνωστοί-άγνωστοι, όλοι αυτοί που παρεισφρέουν στις πορείες και τις δια-λύουν. Μήπως όμως όλο αυτό το σχέδιο ήρθε η ώρα να καταρρεύσει; Οι ασφαλίτες στις πορείες δεν είναι πια κοινό μυστικό, η σύμπραξη κράτους και παρακράτους δεν είναι ένας ακόμη αστικός μύθος και όλοι όσοι κατεβαίνουν στον δρόμο δεν είναι πια φοβισμένοι, για αυτό και οι μέθοδοι κα-ταστολής δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικές όσο στο παρελθόν. Ο κόσμος γύρω από το Σύνταγμα παρέμενε για ώρες παρά τα χιλιάδες χημικά· όμως το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Σταθερότητας ψη-φίστηκε. Και μιας και τα κατάφερε στο Σύνταγμα, σκέφτηκε να λύσει ένα ακόμη πρόβλημα.

Δυο μέρες αργότερα με μια λιτή ανακοίνωση απαγόρευσε τον απόπλου από τα ελληνικά λιμάνια των πλοίων με ελληνική και ξένη σημαία με προο-ρισμό τη θαλάσσια περιοχή της Γάζας. Καθήλωσε στα λιμάνια 9 πλοία και 350 ακτιβιστές, και παρε-μπόδισε συστηματικά τον απόπλου του στολίσκου επιστρατεύοντας γραφειοκρατικά προσκόμματα και διοικητικά εμπόδια που καθημερινά εφεύρι-σκε το λιμενικό σώμα. Βέβαια είχε και απώλειες· το γαλλικό πλοίο Αξιοπρέπεια-Dignité-Al Karama, κατάφερε να φτάσει 50 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Γάζας, πριν καταληφθεί από το ισραηλινό ναυ-τικό – σε διεθνή χωρικά ύδατα.

Τον Ιανουάριο του 2009 ως κοινοβουλευτι-κός εκπρόσωπος του αντιπολιτευόμενου ΠΑΣΟΚ, ο Χρήστος Παπουτσής επέκρινε την αδυναμία του ΟΗΕ και της Ε.Ε. «να ανταποκριθούν στα στοιχειώδη, δηλαδή να καταδικάσουν ένα έγκλη-μα εις βάρος της ανθρωπότητας, εις βάρος των αμάχων, γιατί αυτό γίνεται στην Παλαιστίνη. Βλέπουμε όλοι να μασάνε τα λόγια τους».2 Ο ίδιος άνθρωπος από τη θέση του υπουργού Προστα-σίας του Πολίτη όχι απλά μασάει τα λόγια του, αλλά γίνεται συνένοχος ενός εγκλήματος.

Το φετινό καλοκαίρι οι ευθύνες και οι αρ-μοδιότητες του υπουργού Προστασίας του

Πολίτη ήταν πολλές· χρειάστηκε 2.840 τεμάχια χημικών και εκατοντάδες αστυνομικούς για να προστατεύσει το Σύνταγμα, τη δημοκρατία ή κα-λύτερα την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αποφάσισε να εξαγάγει τις υπηρεσίες του και να απαγορεύ-σει τον απόπλου του Στόλου της Ελευθερίας ΙΙ – Παραμένοντας Άνθρωποι, επεκτείνοντας τα χωρικά ύδατα του κράτους του Ισραήλ μέχρι το Κερατσίνι, και δεν δίστασε να μιλήσει χωρίς περιστροφές και μισόλογα στην ολομέλεια της Βουλής δηλώνοντας ότι στην Κερατέα «εφαρμό-στηκαν οι κανόνες του αντάρτικου πόλης». Τρία πολύ διαφορετικά γεγονότα, με άλλη αφετηρία το καθένα, που όμως βρέθηκαν κάτω από τη σκέπη του ίδιου υπουργείου.

Στην Κερατέα πραγματοποιήθηκε μια πο-λύμηνη τοπική κινητοποίηση ενάντια στη δη-μιουργία ΧΥΤΥ, με πολύ σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα στα ΜΑΤ και τους κατοίκους. Για τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη η Κερατέα δεν ήταν μια μεμονωμένη υπόθεση, αλλά συνδέεται άμεσα με το κίνημα στις πλατείες και την απερ-γία στις 28 και 29 Ιούνη, σαν ένα οργανωμένο σχέδιο με προετοιμασία και τακτική: «η Κερα-τέα ήταν η “προπόνηση”. Η “προπόνηση” για το όποιο ενδεχόμενο θα είχαμε στο μέλλον. Ποια ήταν η τακτική; Η τακτική ήταν να οργανώνου-με φιλειρηνικές συγκεντρώσεις, να έρχεται ο κό-σμος, γυναίκες, παιδιά, αθώοι. Είμαστε όλοι εκεί μαζί, εξοικειωνόμαστε και όταν αποφασίσουμε τότε διασπειρώμεθα ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους, τους φιλήσυχους πολίτες, στις οικο-γένειες, στους ηλικιωμένους και οποιουσδήποτε άλλους και ρίχνουμε τις μολότοφ, το καπνογόνο και τις πέτρες, ή οτιδήποτε άλλο αποφασίσουμε. Αυτή είναι η μέθοδος. Η μέθοδος που αξιοποιή-θηκε στην Κερατέα και είδαμε να εξελίσσεται και στο Σύνταγμα χθες».1

1. Απόσπασμα από την ομιλία του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Χρήστου Παπουτσή, στη Βουλή για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 29.6.2011 στο κέντρο της Αθήνας.

2. Συνέντευξη Χρήστου Παπουτσή, τότε κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ, στο Ρ/Σ της ΝΕΤ 105,8 και τον δημοσιογράφο Θ. Σιαφάκα, 5 Ιανουαρίου 2009.

Page 41: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

Μαίρη Καλδή

Μονόλογοι από τη Γάζα: Μαθητές και μαθήτριες γράφουν για τη ζωή τους «Πώς γίνεται όλος ο κόσμος να κοιμάται

κι εμείς να ζούμε στην Κόλαση;» αναρωτιόμουν.

Πώς βλέπουν οι νέοι τον κόσμο και το μέλ-λον σε εποχές βίας; Υπάρχει κανείς να τους

ακούσει; Πόσο διαρκεί η ευαισθησία μας για ένα τραγικό γεγονός, όπως ο πόλεμος; Έχει νόημα η τέχνη σε έναν απάνθρωπο κόσμο; Σε αυτά τα ερωτήματα δόθηκε έμπρακτα μια απάντηση μέσα από το διεθνές πρόγραμμα Μονόλογοι από τη Γάζα, που ξεκίνησε από την Παλαιστίνη και πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα και σε άλλες τριάντα χώρες μέσα στο 2010-2011.

Ο πόλεμος στη Γάζα Τα παιδιά, οι νέοι Παλαιστίνιοι και οι οικογέ-νειές τους στη Γάζα ζουν μέσα σε έναν βάρβαρο κλοιό, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Η κατοχή, ο πόλεμος, η πολιορκία και ο θάνατος είναι η καθημερινότητά τους. Σε σχετικές εκθέσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και ειδικών σε ζητήματα ψυχικής υγείας αναφέρονται τα ακόλουθα:

Η επίθεση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας τον Δεκέμβριο 2008-Ιανουάριο 2009 ήταν εξαι-ρετικά βίαιη και στις 22 ημέρες που διήρκεσε είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 1.380 Παλαιστινίων, από τους οποίους οι 431 ήταν παιδιά. Τουλάχιστον 5.380 ήταν οι τραυ-ματίες, από τους οποίους οι 1.380 ήταν παι-διά. Υπολογίζεται ότι περίπου 100.000 άτομα αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους για ακόμα μία φορά. Σπίτια, σχολεία, νοσοκομεία, τόποι θρησκευτικής λατρείας και κέντρα πολι-τισμού καταστράφηκαν. (World Health Organization, Gaza strip, Initial health needs assessments, Health Cluster, 16.02.2009)

Η πρόσφατη βία και ο συνεχιζόμενος αποκλει-σμός απειλούν πολύ σοβαρά την ψυχική και πνευματική υγεία καθώς και την κοινωνική

ευημερία των ενηλίκων και των παιδιών. Η κα-ταστροφή και ο πόνος που προκάλεσαν οι άγρι-οι βομβαρδισμοί και οι οδομαχίες για περισσό-τερες από τρεις βδομάδες ακολουθούν πολλά χρόνια κατοχής, συγκρούσεων και απωλειών. (Interagency statement on Mental Health in Gaza in 2009: Principles and response)

Η καταγραφή των Μονολόγων και το διεθνές πρόγραμμαΤο Θέατρο ASHTAR της Παλαιστίνης, με το πρόγραμμα Μονόλογοι από τη Γάζα έδωσε τη δυ-νατότητα σε αυτούς τους νέους να ανοίξουν δι-άλογο με τον εαυτό τους, με τους συνομηλίκους τους και με την παγκόσμια κοινότητα. Από τον Νοέμβριο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 μαθητές και μαθήτριες δεκατριών ως δεκαεπτά ετών με τη βοήθεια ενός θεατροπαιδαγωγού και ενός ψυχολόγου επεξεργάστηκαν και κατέγρα-ψαν σε μορφή μονολόγων τις εμπειρίες, τις σκέ-ψεις, τις ελπίδες, τα όνειρα και τους φόβους τους μετά την ισραηλινή εισβολή και κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα από τον Δεκέμβριο του 2008 μέχρι τον Ιανουάριο του 2009. Αξιοποιήθη-καν, μεταξύ άλλων, τεχνικές του «θεάτρου των καταπιεσμένων» του Αουγκούστο Μποάλ, της δραματοθεραπείας και της αφήγησης.

Ο ψυχολόγος Ναντέλ Σάαθ γράφει: «Μετά από μήνες δουλειάς παρατήρησα σημαντικές αλ-λαγές στην ψυχολογία των νέων. Ένιωθαν πως δεν ήταν μόνοι ύστερα από όσα είχαν τραβήξει […] Τους δόθηκε η δυνατότητα να μοιραστούν τα συναισθήματά τους με τους άλλους, να νιώ-σουν ο ένας τον άλλον, να βελτιώσουν τις κοι-νωνικές τους σχέσεις και να οικοδομήσουν και-νούργιες, βαθιές φιλίες».

Στη συνέχεια τα κείμενα μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες και πάνω από σαράντα καλ-λιτεχνικοί και εκπαιδευτικοί φορείς από τριάντα χώρες πήραν μέρος σε αυτό το διεθνές πρόγραμ-

Page 42: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�0]

μα. Στις 17 Οκτωβρίου 2010 παρουσιάστηκαν από νέους ταυτόχρονα στη Γάζα και σε όλον τον κόσμο, και στις 29 Νοεμβρίου 2010 –Διεθνή Ημέ-ρα Αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό Λαό– πα-ρουσιάστηκαν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.

Τα κείμενα των Μονολόγων από τη ΓάζαΤι λένε τα παιδιά από τη Γάζα; Πώς μπόρεσαν να καταγράψουν τόσο σπαρακτικές εμπειρίες; Πώς περιγράφει ένα παιδί τον θάνατο;

Τα παιδιά στη Γάζα είναι σαν όλα τα παιδιά του κόσμου. Έχουν τα όνειρα και τους φόβους τους. Παλεύουν με τα προβλήματα αλλά και τις ελπίδες τους. Ζουν, όμως, σε έναν κόσμο κατα-κερματισμένο και αφύσικο, πολύ διαφορετικό από τον δικό μας. Σε μια φυλακή που σου αφαι-ρεί όλες τις λέξεις και όπου «κάθε φορά που το ρολόι δείχνει παρά πέντε, τρέμεις μήπως ξανάρ-χισε ο πόλεμος και σε φοβίζει καθετί που πετάει, ακόμα και οι μύγες».

ΘάνατοςΕκεί η κάθε μέρα μοιάζει με την προηγούμενη και η κυρίαρχη πραγματικότητα είναι ο θάνατος που πλανιέται στους δρόμους, τόσο κοντά που τα παιδιά είναι διαρκώς τρομαγμένα και ανήσυ-χα. Το καθένα αντιδρά διαφορετικά στην απώ-λεια των αγαπημένων του προσώπων: αρνείται

να το πιστέψει, θυμώνει, φοβάται ή κλαίει έως ότου ο θάνατος να γίνει κάτι καθημερινό, κάτι «φυσιολογικό»: μια είδηση στην τηλεόραση, ένα κοινό θέμα συζήτησης.

Από τότε που ο αδερφός μου έγινε Μάρτυρας, κοιμάμαι πια μόνος στο κρεβάτι. Παλιά κοιμόμα-σταν μαζί, το κεφάλι του ενός στα πόδια του άλ-λου. Δεν ήξερα πού τελείωνα εγώ και πού άρχιζε εκείνος. Τώρα έχω όλο το κρεβάτι δικό μου.Ο Άσραφ Α Σόσι από την οδό Αλ Ουέχντα

Αλλά τα όνειρα, η ασφάλεια, η ελπίδα και το μέλλον είναι λέξεις που χάνουν το νόημά τους σε μια πόλη που σκοτώνει και το παραμικρό όνειρο.

Μπήκα στο τζαμί και είδα τον πιο στενό μου φίλο, τον Μοχάμετ, κομματιασμένο, τυλιγμένο σε μια σημαία. Έκλαψα πολύ, πάρα πολύ […] Τον πήγαμε στο νεκροταφείο και τον θάψαμε. Έμεινα κοντά του και του έλεγα ότι τον αγαπώ και ότι είμαι πολύ θυμωμένος που με άφησε μόνο μου σ’ αυτόν τον κόσμο.Ο Άνας Άμπου Έιταχ από τη συνοικία Αλ Σέιχ Ραντουάν

Όλοι μου έλεγαν ότι ο φίλος μου ο Ζάκι πέθα-νε, αλλά εγώ δεν τους πίστευα. Γι’ αυτό και δεν πήγα ούτε στο νοσοκομείο ούτε στην κηδεία

artin

tifad

a.w

ordp

ress

.com

Page 43: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�1]

ούτε στα μνήματα. Γιατί ο Ζάκι δεν έχει πεθάνει […] Είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του που δεν έρ-χεται να με δει. Σταμάτησα κι εγώ να τον επι-σκέπτομαι στο σπίτι του. Είμαι σίγουρος ότι δεν έχει πεθάνει και είμαι επίσης σίγουρος ότι μια μέρα θα συναντηθούμε. Τότε θα τον μαλώσω, επειδή μου λείπει πάρα πολύ.Ο Σάμι Ελ Ζερζάουι από τη συνοικία Αλ Τουφάα

Αρχίσαμε να κλαίμε πικρά για τον θείο μου, να τον θυμόμαστε και να μιλάμε γι’ αυτόν. Έτσι μιλούσαμε γι’ αυτόν αρκετό καιρό. Μετά μι-λούσαμε λιγότερο, γιατί ο θάνατος έγινε κάτι φυσιολογικό στη Γάζα και το πιο κοινό θέμα συζήτησης.Ο Τάμερ Νάζεμ από τη συνοικία Αλ Σέιχ Ραντουάν

ΠόλεμοςΤι σημαίνει η λέξη πόλεμος για τα παιδιά; Κάτι σκοτεινό, που σκάει με θόρυβο, που σε βρίσκει ξαφνικά όπου και να ’σαι και ρημάζει τη ζωή σου για πάντα. Που καταστρέφει ό,τι υπάρχει στην πόλη σου: τους ανθρώπους ακόμα και τα ζώα, τις πέτρες και τα δέντρα. Ένας κόκκινος ουρα-νός, μια φυλακή, ουρλιαχτά και ατέλειωτη θλίψη. Κάτι που καταστρέφει τις ίδιες τις λέξεις σου για τον κόσμο. Κάτι που σε γεμίζει φόβο.

Ο πόλεμος δεν τελείωσε, ο πόλεμος είναι μεγά-λος και φοβάμαι πως θα μεγαλώσω μαζί του. Πάντα φοβάμαι έναν νέο πόλεμο. Όταν σκάει ένα μπαλόνι, τρομάζω. Όταν φρενάρει απότο-μα ένα αυτοκίνητο, πετάγομαι είκοσι μέτρα κι όταν κλαίει ένα μικρό παιδί, κλαίω κι εγώ μαζί του. Όλη τη νύχτα ξαγρυπνάω περιμένοντας ένα καινούργιο ξημέρωμα, αλλά η μέρα που ξημερώνει είναι ίδια με την προηγούμενη. Η Σούχα Αλ Μάμλουκ από τη συνοικία Αλ Τουφάα

Δεν ξέρω γιατί τη λέω αυτή την ιστορία. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ζούμε μέσα σ’ ένα κλουβί, μια φυλακή, σαν εγκλωβισμένα πουλιά που θέλουν να πετάξουν, αλλά είναι αιχμάλω-τα. Παιδιά πεθαίνουν μπροστά στα μάτια των

μανάδων τους. Καρδιές κλαίνε και ουρλιάζουν όσο πιο δυνατά μπορούν, αλλά κανείς δεν τις ακούει. Κανενός η καρδιά δε μαλακώνει και κανείς δε φαίνεται να νοιάζεται!Ο Μοχάμετ Κάσεμ από την οδό Αλ Σαφτάουι

Θέλω να γράψω τα πιο όμορφα λόγια για τη Γάζα, αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να μη βλέ-πω τη φτώχεια, την πολιορκία και την πείνα. Λυπάμαι όχι μόνο για τα παιδιά της, αλλά και για τους ενήλικες, για τους νέους, τις γυναίκες, τα κορίτσια, για τα ζώα, για τις πέτρες, για τα δέντρα. Όλα στη Γάζα κλαίνε […] Μόνο η θά-λασσα με βοηθάει να ονειρεύομαι. Ο Μαχμούτ Μπαλάουι από τον καταυλισμόΑλ Σάατε

Πώς να κοιμηθείς με τις βόμβες να πέφτουν όλη νύχτα; Κι εμείς ξαπλωμένοι στο κρεβάτι να περιμένουμε τη μοίρα μας. Παντού καπνοί και φωτιές.Ο Μοχάμετ Ελ Ομράνι από τη συνοικία Αλ Σουζάια

Αντί να έχει ωδεία και δραματικές σχολές η Γάζα έγινε σχολή πυροβολισμών και δολοφονιών. Η Φάτιμα Άταλαα από τη συνοικία Αλ Σέιχ Ραντουάν

ΌνειραΆραγε πώς βλέπουν το μέλλον τα παιδιά στη Γάζα; Ονειρεύονται ατέλειωτα ταξίδια, αγαπάνε τη ζωή, χτίζουν καινούργιες σχέσεις, δημιουρ-γούν μικρά έργα και παίζουν θέατρο. Αστειεύ-ονται και σχολιάζουν με απορία τους μεγάλους και τις αντιφάσεις τους. Ταυτόχρονα μαθαίνουν να σκέφτονται, ωριμάζουν και αρχίζουν να κατα-λαβαίνουν τον κόσμο και τους ανθρώπους. Ονει-ρεύονται την ελευθερία και την ευτυχία. Αλλά υπάρχουν και οι δύσκολες μέρες, όταν η λέξη μέλλον δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους, γιατί το ηφαίστειο εκρήγνυται και το μόνο που μπορείς να ευχηθείς είναι ένας ωραίος θάνατος.

Μου ’ρχεται να τρέχω, να τρέχω, να τρέχω στους δρόμους, μέχρι να πετάξει το μαντίλι

Page 44: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

μου στον ουρανό και να πετάξω κι εγώ μαζί του… Θα ήθελα να με πάρει ένα πλοίο, να με πάει σ’ ένα μακρινό νησί και να με πετάξει στην ακτή. Μακριά απ’ τον κόσμο, μακριά απ’ όλα. Και ιδιαίτερα μακριά απ’ τον πόλεμο. H Αλάα Χατζάζ από τη συνοικία Αλ Σουζάια

Ελπίζω να μην έρθει ποτέ η μέρα που θα ’μαι κι εγώ στην τηλεόραση, αφού σ’ αυτή δε βλέ-πουμε παρά μόνο θάνατο.Η Χίμπα Ντάουντ από την οδό Αλ Μινάα

Το μέλλον μας στη Γάζα είναι σκοτεινό και άγνωστο. Σαν ένα ήσυχο ηφαίστειο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγεί. Σαν να είμα-στε σε μια βάρκα χωρίς καπετάνιο στη μέση της μανιασμένης θάλασσας. […] Ακούω πως σε άλλες χώρες η παιδική ηλικία είναι ιερή, πως τα παιδιά ζουν τη ζωή τους χωρίς προβλήματα και φόβο. Στη Γάζα όμως κανείς δε λογαριάζει τα παιδιά, η κοινωνία τούς συμπεριφέρεται σαν να μην είναι παιδιά […] όποτε θέλει τα κάνει ενήλικες και όποτε θέλει τα ξανακάνει παιδιά. Οι περισσότεροι τούς συμπεριφέρονται λες κι έχουν μόνο σώμα, χωρίς μυαλό.Η Γιασμίν Ζάαρουρ από τη συνοικία Αλ Ντάραζ

Να λοιπόν πού βρίσκονται η Γάζα και τα όνει-ρά της: η μεγαλύτερη ευχή μας έφτασε να είναι να έχουμε έναν ωραίο θάνατο κι όχι να ζήσουμε μια ωραία ζωή!Η Γιασμίν Άμπου Άμερ από τη συνοικία Αλ Σουζάια

Οι Μονόλογοι από τη Γάζα στην ΕλλάδαΣτην Ελλάδα, στο πρόγραμμα συμμετείχε το Πα-νελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευ-ση, που ανέλαβε τη μετάφραση και έκδοση των Μονολόγων στα ελληνικά1 και το συντονισμό εκδηλώσεων σε οκτώ πόλεις στις 17 Οκτωβρίου 2010. Στα καλλιτεχνικά δρώμενα στην Αθήνα, το Ηράκλειο, τη Θεσσαλονίκη, την Κέρκυρα, την

Κοζάνη, την Πρέβεζα, τη Ρόδο, τις Σέρρες και τη Χίο συνεργάστηκαν εθελοντικά πολλά σχολεία, θεατρικές ομάδες νέων και καλλιτέχνες, ενώ τις προσπάθειες στήριξαν σύλλογοι εκπαιδευτικών και γονέων, καλλιτεχνικές ενώσεις, θέατρα, δή-μοι, πολιτιστικοί φορείς και μέσα επικοινωνίας.

Η δύναμη του θεάτρου Η Ιμάν Αούν, καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεά-τρου Ashtar, γράφει για το πρόγραμμα Μονόλο-γοι από τη Γάζα:

Επειδή αρνούμαστε ν’ αποτελούμε απλώς στα-τιστικά στοιχεία στα δελτία ειδήσεων και επει-δή αγαπάμε τη ζωή, όταν δε μας εμποδίζουν να τη ζήσουμε, γι’ αυτό αγαπάμε το θέατρο. Το θέατρο είναι θέληση που γίνεται δράση και διεκδικεί τη νίκη της ζωής. Οι Μονόλογοι από τη Γάζα είναι μια δυνατή κραυγή στα πέρα-τα του κόσμου, η οποία αρθρώνεται με λόγο και τρόπο καλλιτεχνικό. Ήθελα να προέρχεται από νέους και να απευθύνεται σε νέους. Γιατί οι σημερινοί νέοι είναι οι αυριανοί ηγέτες.

Τριάντα τρεις έφηβοι από τη Γάζα πίστε-ψαν πως η φωνή τους δεν είναι μόνο τα ουρ-λιαχτά του φόβου και τα βογκητά της αγανά-κτησης. Πίστεψαν πως από μέσα τους μπορεί να βγει μια άλλη φωνή, που λέει: «Φτάνει πια! Μας αξίζει ένας κόσμος καλύτερος, ένας κό-σμος χωρίς πολέμους και πολιορκία, και, πάνω απ’ όλα, χωρίς κατοχή!

Η ιδιαιτερότητα του προγράμματος ήταν ότι οι συγγραφείς των Μονολόγων είναι νέα παιδιά που ζουν σε μια χώρα υπό κατοχή. Σημαντικό χαρακτηριστικό η εθελοντική συμμετοχή μεγά-λου αριθμού νέων από όλη την Ελλάδα και τον κόσμο, που εμπνεύστηκαν από τους Μονολόγους παρουσιάζοντάς τους με ιδιαίτερη πρωτοτυπία προκαλώντας ένα ζωντανό διάλογο με την το-πική αλλά και την παγκόσμια κοινωνία.

Έτσι η τέχνη του θεάτρου δικαιώνεται υπε-ρασπίζοντας την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη και τα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού και του ανθρώπου. Αλλά και η συλλογική δράση ζωντα-νεύει τα πανανθρώπινα όνειρα για ένα δικαιότε-ρο μέλλον σε όλη τη γη.

1. Μονόλογοι από τη Γάζα, μαθητές και μαθήτριες γράφουν για τη ζωή τους, Έκδοση του Πανελληνίου Δικτύου για το Θέατρο στην Εκπαίδευση, Αθήνα 2010.

Page 45: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

Βιβή Αντωνογιάννη

Χαμένες ψευδαισθήσεις: Ελεημοσύνη και αλληλεγγύη

υπηρεσία ή γνώση προσφέρεται σε αντάλλαγμα μιας άλλης). Στην Ελλάδα της κρίσης, και φυσικά πέρα και πριν από αυτήν, η ανάγκη για δομές ή απλές πρωτοβουλίες κοινωνικής αλληλεγγύης επικαιροποιείται ξανά. Σήμερα εντοπίζει κανείς εύκολα και μαζί επώδυνα την ανάγκη όλο και περισσότερων ανθρώπων για βοήθεια στα στοι-χειώδη, καθώς και την ανάλογη ενεργοποίηση μέρους της κοινωνίας για συμμετοχή σε δομές οργανωμένης προσφοράς.

Φιλανθρωπία και ΕθελοντισμόςΙστορικά το κίνημα του εθελοντισμού αναπτύ-χθηκε ως εγχείρημα ιδεολογικής ενσωμάτωσης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, των κοινωνικά περιθωριακών, στην ομαλότητα του καθησυχαστικού αστικού καπιταλιστικού συστή-ματος. Ο ρόλος του ήταν εκείνος του ελεγκτικού κοινωνικοποιητικού μηχανισμού που θα επέστρε-φε στην αδιατάρακτη δεξαμενή των κανονικών, των λειτουργικών πολιτών, τους εν δυνάμει επι-κίνδυνους για τη διατάραξη της πολυπόθητης κοινωνικής ισορροπίας. Η κοινωνική εξαθλίωση συνιστά απειλή, η φτώχεια αρρώστια που χρή-ζει ίασης. Η χείρα βοηθείας από τους ευημερού-ντες της προηγμένης Δύσης απλώνεται πάνω σε εκμεταλλευόμενους, φτωχούς και νεόπτωχους, αστέγους, μη λειτουργικούς, τον τρίτο κόσμο. Η ιεραποστολή συντονίζεται εντός οργανωμένων

Τον περασμένο Ιούλιο εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το νομοσχέδιο για

την Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επι-χειρηματικότητα που προωθεί νέου τύπου οι-κονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες με σκοπό την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών (περιβάλλον, πολιτισμός, παραδοσιακά προϊό-ντα, φροντίδα ευπαθών ομάδων).1 Ο αριθμός των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (στο εξής ΜΚΟ) που προσφέρουν εθελοντικό έργο τόσο σε διεθνές όσο και σε τοπικό επίπεδο (βοήθεια προς αναπτυσσόμενες χώρες με προβλήματα υποσιτι-σμού και επιβίωσης, προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, προστασία του περιβάλλοντος, της φώκιας, της χελώνας, της τέχνης, της ελιάς κ.λπ.) έχει αγγίξει τα τελευταία είκοσι χρόνια τον «συντηρητικό» αριθμό των 32.000, σύμφωνα με στοιχεία του 2003… και από τότε κανείς δεν θέ-λει να μετράει, δεν θέλει να θυμάται. Τελευταία, στον αντίποδα των ΜΚΟ και του κρατικοδίαιτου εθελοντισμού, διαμορφώνονται νέες μορφές κοι-νωνικής αλληλεγγύης «από τα κάτω», σε τοπικό κυρίως επίπεδο (συλλογικές κουζίνες, χαριστικό/ανταλλακτικό παζάρι, τράπεζα χρόνου όπου μια

Όλοι μαζί. Η Ελλάδα μπορεί. Η εκστρατεία του ΣΚΑΪ αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να ανοίξει διά-λογο φέρνοντας κοντά τις κοινωνικές ομάδες οι οποίες δέχονται άμεσα τις επιπτώσεις της κρίσης. Δεν πρέπει να σπάσει ο ιστός της κοινωνικής συνοχής […] Φορείς και ιδιώτες συνεισφέρουν εθελοντικά […] Τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε θα την περάσουμε Όλοι Μαζί… (από την πρόσφατη εκστρατεία του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ για την εθελοντική δράση στον καιρό της κρίσης)

Ουτοπία ή πραγματικότητα; Ποια κοινωνία θέλουμε να έχουμε; Μια κοινωνία υπηκόων ή μια κοινωνία των πολιτών; Γίνε λοιπόν και εσύ εθελοντής τώρα! Συνεχής υποστήριξη σε όλη τη διάρκεια. Επίδομα το οποίο κυμαίνεται ανάλογα με τη χώρα από 60 έως 150 ευρώ/μήνα […] Είσαι πια έτοιμος για μια εμπειρία που θα αλλάξει τη ζωή σου!!! (από ανακοίνωση ΜΚΟ για επιδοτούμενα εθελοντικά προγράμματα για νέους στο πλαίσιο του Προγράμματος «Ευρωπαϊκή Εθελοντική Υπηρεσία»-ΕΕΥ)

1. Πρόκειται για το νομοσχέδιο που έθεσε σε δημόσια δια-βούλευση τον προηγούμενο Μάρτιο η τότε υπουργός Εργα-σίας Λ. Κατσέλη και κατέθεσε στη Βουλή ο νυν υπουργός Γ. Κουτρουμάνης με τίτλο «Θεσμοθέτηση της Κοινωνικής Οικονομίας και της Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας».

Page 46: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

πολιτών; Αγνό ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, αλληλεγγύη με όρους κοινοτισμού, ανεργία άρα πολύς ελεύθερος χρόνος, επιδοτήσεις όσον αφο-ρά τις πιο οργανωμένες δομές, φοροαπαλλαγές όσον αφορά τους επαγγελματίες του είδους; Για κάθε πιθανή απάντηση, η νεοφιλελεύθερη έμφα-ση στην ατομική διάσταση της δράσης λειτούρ-γησε ως καταλύτης. Στο πλαίσιο της περίφημης «κοινωνίας των πολιτών», και της παράλληλης συρρίκνωσης των υπηρεσιών του πάλαι ποτέ Κράτους Πρόνοιας, η ευθύνη από το κοινωνι-κο-οικονομικό σύστημα –και τις υποχρεώσεις του προς τη βάση– μετατέθηκε στο άτομο, την κοινότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία, μέσω της ίδρυσης αστικών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, μασκαρεμένων ανεξάρτητων ΜΚΟ και συζήτη-σης για τη συλλογική ευθύνη. Ήρθε η ώρα το απρόσωπο Κράτος να συναντηθεί με τον ενεργό πολίτη, το νέο υποκείμενο που νοιάζεται, στο-χάζεται και συμμετέχει· οι ευκαιρίες πολλές: από το e-government έως τη φυσική συμμετοχή σε εθελοντικές δραστηριότητες.

Κι όμως το κράτος προεξαγγελτικά οφείλει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κοινωνική δι-καιοσύνη αντί για την εργολαβία επούλωσης της αδικίας. Στην υπερμοντέρνα θεώρησή του, με την προώθηση της κοινωνικής οικονομίας στον ενδι-άμεσο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς, επιτυγ-χάνει τον διπλό στόχο χωρίς σκιές στις δημόσιες σχέσεις: ισορροπία και αρμονία του κοινωνικού ιστού και ταυτόχρονη ανάπτυξη μιας νέας αγοράς βασισμένης στην κοινωνική επιχειρηματικότητα.2

δομών (αστικά φιλανθρωπικά ιδρύματα, ΜΚΟ) ή σε επίπεδο κοινότητας (οικογένεια, γειτονιά, ενορία), με σκοπό την ανακούφιση αυτών των πληθυσμών, την αφομοίωσή τους στο αμερόλη-πτο σύστημα παραγωγής των πρωτοπόρων πο-λυεθνικών εταιριών και τη «γενναιόδωρη προ-σφορά» ενός αξιοπρεπούς κοινωνικού βίου. Οι ομάδες που χρήζουν βοήθειας ανακουφίζονται, την ίδια στιγμή που μια σχέση εξάρτησης, κυρί-ως στο μακροπολιτικό επίπεδο της «αλληλοβο-ήθειας» μεταξύ κρατών, παγιώνεται.

Cut για δύο στιγμιότυπα:Δίπλα στη Μαριάννα Βαρδινογιάννη, πρέ-

σβειρα καλής θελήσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ, η Σού-ζαν Μουμπάρακ καλωσορίζει τους φιλεύσπλα-χνους συνέδρους στο Διεθνές Φόρουμ «Ενάντια στην εμπορία ανθρώπων (End Human Trafficking Now)». Η Αγάπη Βαρδινογιάννη δεν κατάφερε να συμμετάσχει λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Ο Μουμπάρακ και η σύζυγός του μετά από χρό-νια συμμαχίας σβήνονται από το χάρτη ως στυ-γνοί καταπιεστές. Η Μαριάννα Βαρδινογιάννη συγκινείται. Η αγάπη στο τέλος νίκησε…

Δίπλα σε κάθε ορυχείο ή πετρελαιοπηγή πολυ-εθνικής στον τρίτο κόσμο, χτίζονται δυο σχολεία με πρωτοβουλία κάποιων ΜΚΟ. Στο Αφγανιστάν έφτα-σαν και οι ΜΚΟ της χρεοκοπημένης Μεσογείου.

Δίπλα στην προσφορά με ελεγχόμενο απο-τέλεσμα, η εξαθλίωση εξακολουθεί να πλήττει αυτούς που η τύχη δεν ευνόησε…

Το άτομο στην υπηρεσία του ΚράτουςΠώς όμως εξηγεί κανείς την κατακόρυφη αύξη-ση των εθελοντικών κινήσεων και οργανώσεων και τη συνακόλουθη αύξηση συμμετοχής των

2. Η θεσμοθέτηση συνεταιριστικού τύπου κοινωνικών επι-χειρήσεων με κάθετη ιεραρχία και περιθώρια επενδυτικού

Kara Walker, The Rich Soil Down There, �00�. Museum of Fine Arts, Βοστόνη.

Page 47: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

Το συμφέρον αντικαθίσταται από το δικαίω-μα και «κανένα δικαίωμα δεν υφίσταται χωρίς υποχρεώσεις» (Giddens). Αυτό είναι το γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθεί ο τρίτος τομέας του εθελοντισμού, του οικολογικού κινήματος, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της προσφοράς του ενεργού πολίτη. Όταν η συζήτηση για τα human rights κάνει πρωτοσέλιδα, η κριτική για την τα-ξικότητα των διαχωρισμών καταχωνιάζεται σε καρτ-ποστάλ για γραφικούς...

Η νέα συλλογικότητα Στην άλλη πλευρά του λόφου, πέρα από το φι-λανθρωπικό έργο του ομίλου Βαρδινογιάννη και των «ανεξάρτητων» ΜΚΟ, τον τελευταίο καιρό ανθίζουν όλο και περισσότερες προσπά-θειες κοινωνικής αλληλεγγύης «από τα κάτω», σε επίπεδο γειτονιάς, κοινότητας ή πλατείας, ως απάντηση στον απομονωτισμό, την ιδιώτευση και τη μελαγχολία του καιρού της κρίσης. Πέ-ραν της αυτονόητης αναγνώρισης, επιτρέπεται να προβληματιστεί κανείς για τα πιθανά κίνητρα: κίνητρα ηθικά, που σχετίζονται με την πολιτική ενεργοποίηση στο πλαίσιο της τοπικής κοινωνί-ας αλλά και πέραν αυτής σε ένα πλαίσιο κοινο-τιστικού κομμουνισμού του τύπου «βοηθώ άρα

Η ενσωμάτωση ανάλογων κινήσεων «κοινωνι-κής αλληλεγγύης» από ΜΚΟ ή λιγότερο οργα-νωμένες τοπικές δράσεις στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο αστικής διακυβέρνησης εξυπηρετεί πολλαπλά: σταδιακή αποχώρηση από υποχρεώ-σεις παροχών κράτους πρόνοιας και αποποίηση της ευθύνης, ψευδαίσθηση συμμετοχικής δημο-κρατίας με άνοιγμα δημόσιου διαλόγου μεταξύ κράτους-πολίτη για την κοινή συμβολή σε αλλη-λέγγυες δράσεις, αυτορρύθμιση της κοινωνίας μέσω της άμβλυνσης των κοινωνικών εντάσεων, εμπορευματοποίηση, ιδιωτικοποίηση κοινωνικών παροχών. Η αξία της ατομικής συμβολής δρα-στηριοποιεί, καθησυχάζει, συμφέρει.

Ας βοηθήσουμε, αλλά να μην αμφισβητήσου-με. Ας συμμετέχουμε για να ενεργοποιηθούμε. Κοινός παρανομαστής της πλειοψηφίας των εθε-λοντικών κινήσεων είναι η αποφυγή σύνδεσης με την πολιτική ανάλυση και πράξη που ριζο-σπαστικοποιεί τα ερωτήματα και δεν αποδέχεται χριστιανικά την κοινωνική ανισότητα ως αναπό-φευκτο κακό της κοινωνίας στην οποία έτυχε να ζούμε. Το ατομικό με όρους προσωπικής ικανο-ποίησης και αυτοπραγμάτωσης αντικαθιστά το πολιτικό εκεί που η πολιτική δράση απειλεί. Η ηθική ηχώ, που εγκαλεί το άτομο να ενεργοποι-ηθεί για να αποσαφηνίσει τα ατομικά του δικαι-ώματα, επισκιάζει την πολιτική συνειδητοποίηση του συστήματος που παράγει τις αιτίες της κοι-νωνικής ανισότητας: «Όταν η πολιτική απωθεί τους περισσότερους και τα “οράματα” χρεοκο-πούν, οι πολιτικές επιδιώξεις εμφανίζονται με τη μάσκα του κοινωνικού ενδιαφέροντος: […] το-πικές πρωτοβουλίες, ηθικίζουσες διεκδικήσεις».3

κέρδους με κρατική ή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αναπα-ράγει στην πραγματικότητα τις πρακτικές της οικονομίας της αγοράς. Εντός του ευρέος φάσματος της κοινωνικής επιχείρησης (social business) εντάσσονται επιχειρήσεις κοι-νωνικής και οικολογικής χρησιμότητας με φαινομενικά μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Ο τελευταίος αμφισβητείται ήδη από πολλούς ως ένα ακόμη τέχνασμα του νεοφιλελευθερι-σμού με σκοπό την αύξηση των κερδών του μέσω της εμπο-ρευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών. Όπως εύσχημα σχολίασε ο εκπρόσωπος του White House of Environmental Policy, «[...] η οικολογική πολιτική δεν είναι για μας ιδεολο-γία αλλά ευκαιρία να κλείσουμε δουλειές» (La Repubblica, 17.6.1994)».3. Δ. Δημούλης, «“Κοινωνία πολιτών” και κοινωνικός μετα-σχηματισμός. Από τη φιλανθρωπία στον αντικαπιταλισμό», περ. Θέσεις, 77 (Οκτ.-Δεκ. 2001).

Kara Walker, African/American, 1��8. MoMA, Νέα Υόρκη.

Page 48: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�6]

Πέρα όμως από την πραγματική, έστω και μερική, προσφορά σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, το στοίχη-μα της σύνδεσης μιας αφηρημένης συλλογικότητας με την πολιτική πάλη, ενάντια σε ένα σύστημα που «χρειάζεται κοινωνικά ευπαθείς» για να επιβιώσει, εκκρεμεί. Όσο η ριζική αμφισβήτηση του καπιταλιστι-κού τρόπου παραγωγής αναβάλλεται, οι νέες συλλο-γικότητες της πόλης, της γειτονιάς, της πλατείας θα συνεχίζουν να αξιοποιούνται από τον επίσημο πολι-τικό λόγο ως ειρηνικές κινήσεις ευαίσθητων πολιτών. Όσο η κριτική και η πράξη «μεταθέτουν» την πολιτι-κή στο όνομα μιας καινοφανούς συλλογικότητας με αξιώσεις αληθινής δημοκρατίας και οικουμενικών δι-καιωμάτων εντός του υπάρχοντος συστήματος, όλες αυτές οι φωνές διεκδίκησης θα μοιάζουν με απολύτως αναγκαίες σιωπηρές κραυγές.

αντιδρώ»· κίνητρα ψυχολογικά, που προβάλλουν την ατομική δράση, ξεπλένοντάς την από την αναπόφευκτη ενοχή του αυτάρκη και ακόμη λει-τουργικού πολίτη, του τύπου «βοηθώ άρα μοι-ράζομαι, έχω ήσυχη τη συνείδησή μου»· κίνητρα ρευστά και σύμμεικτα σαν αυτά που κουβαλάμε όλοι. Αυτά για τα κίνητρα. Για τις αιτίες της «κα-τάστασης» δεν υπάρχει μη κυβερνητική δομή και τοπικές οργανώσεις, δεν γίνονται συνέδρια στο Κάιρο· τουλάχιστον όχι σε εσωτερικούς χώρους. Η πραγματικότητα δικαιολογεί κάθε εγχείρημα που προεκτείνει τη δράση του στην κοινωνική αλληλοϋποστήριξη μακριά από τους επίσημους θεσμούς και τα μαγαζάκια του. Το δικαιολογεί ή ακόμη το επιτάσσει, τουλάχιστον όσο τα αίτια εμμένουν και «η εξέγερση είναι δίκαιη».

Kara Walker, Πολιτική εισόδου (Μέρος 1ο), �00�. Library and Archives Canada’s, Οτάβα.

Page 49: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�7]

Ξένια Μαρίνου

Σκιές ιστορίας από το περιθώριο*

Η Κραυγή του Λαού είναι ενδεχομένως η πιο καλοστημένη μίξη Ιστορίας και μυ-

θοπλασίας που επιχειρήθηκε ποτέ σε graphic novel. Μια περιθωριοποιημένη μορφή τέχνης, το κόμικ, συναντά στο περιθώριο του Παρισιού τους αντιήρωες της Ιστορίας που και αυτή με τη σειρά της θα σταλεί στο περιθώριο, αμέσως μετά την κορυφαία στιγμή της. Ιστορικά γεγονότα και μυθοπλασία ξεκινούν σε πορεία παράλληλη, με την αστυνομία να παζαρεύει μέσα στη νύχτα τη συγκάλυψη ενός εγκλήματος σε κάποια γέφυρα του Σηκουάνα, και τον αστυνόμο Μεπλισέ να προβλέπει εξεγέρσεις στα κόκκινα προάστια.

Διάσπαρτες, αρχικά ασύνδετες αλλά διεισδυ-τικές ματιές στην πόλη συγκροτούν τις ιστορίες από την Παρισινή Κομμούνα που σταδιακά δια-σταυρώνονται και ενώνονται μέσα στο εξεγερ-μένο Παρίσι. Οι ήρωες της μυθοπλασίας του Vautrin –τυχοδιώκτες, κακομοίρηδες, μανιακοί στα όρια λογικής και περιθωρίου– έρχονται σε πρώτο πλάνο, ενώ στο βάθος μαίνεται η πρώτη κοινωνική επανάσταση των εργατών. Τα προσω-πικά δράματα μοιάζουν αρχικά να ξεδιπλώνο-νται ανένταχτα και ανεπηρέαστα από την Ιστο-ρία, όμως στην πορεία οι ήρωες παίρνουν θέση, καθένας με το δικό τρόπο, στα στρατόπεδα της επανάστασης.

Στην ιστορική καταγραφή συμβάλλουν και οι δύο δημιουργοί, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα όσον αφορά τη μορφή του graphic novel ανήκει σχεδόν αποκλειστικά στον Tardi. Το στοιχείο εκείνο που έχει σαφώς διατηρηθεί από το μυθι-στόρημα του Vautrin είναι μια κατά κύριο λόγο γραμμική αφήγηση των ιστορικών γεγονότων, που ξεκινά την 18η Μαρτίου και φτάνει στο τέλος της αιματηρής εβδομάδας. Ωστόσο στο graphic novel ο Tardi επιμηκύνει το σενάριο, δίνοντας πε-ρισσότερο χρόνο στα γεγονότα που μεσολαβούν μέχρι την πτώση της Κομμούνας, γεγονός που

δικαιολογεί την έκδοση τεσσάρων τόμων, στη θέση του αρχικού σχεδίου έκδοσης τριών.1 Το τα-ξίδι στην Ιστορία στηρίζεται πάνω στα διατάγμα-τα του Κεντρικού Κομιτάτου και την υλοποίηση όσων από αυτά εντέλει εφαρμόστηκαν, ακολου-θώντας σημαντικές ημερομηνίες της ιστορίας της Κομμούνας, ενώ πλαισιώνεται από ιστορικές προ-σωπικότητες της πολιτικής ζωής και των ανώνυ-μων οδοφραγμάτων. Παρότι ο Vautrin δεν το έχει ποτέ επιβεβαιώσει, το κομμάτι της μυθοπλασίας, μοιάζει και αυτό να στηρίζεται σε ένα εκκλησια-στικό σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε τις μέρες της Κομμούνας, ξεσηκώνοντας το διεθνή Τύπο: σε κρύπτη, κάτω από το μοναστήρι της εκκλησίας Saint-Laurent, στο Faubourg Saint-Antoine του 10ου Διαμερίσματος του Παρισιού, βρέθηκαν πα-λιότεροι σκελετοί ανδρών και πρόσφατα πτώματα γυναικών που είχαν δολοφονηθεί από μοναχούς και ηγούμενους.

Από εκεί και πέρα όμως το graphic novel αποτελεί ουσιαστικά δημιούργημα του Tardi και πρόκειται για μια ακόμα μεταγραφή μυθιστορή-ματος,2 δημιουργώντας επί της ουσίας ένα και-νούργιο κείμενο, αντί να περιοριστεί στη λογική μιας απλής εικονογράφησης. Ο σχεδιαστής επεμ-βαίνει σημαντικά και εύστοχα στον περιορισμό και την αλλαγή διαλόγων, ακολουθώντας μια ακόμα πιο ιδιόρρυθμη διάλεκτο του δρόμου, ανι-χνεύσιμη κυρίως σε λαϊκά έντυπα και σπανιότε-ρα σε εφημερίδες του 19ου αιώνα, ενώ ταυτό-χρονα προχωρά στην προσθήκη προσώπων σε δεύτερους ρόλους προκειμένου να φέρει σε μια

* Ταρντί – Βωτρέν, Η κραυγή του λαού: Ιστορίες από την Παρι-σινή Κομμούνα, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, ΚΨΜ, Αθήνα 2011.

1. Le Cri du Peuple, 4τομο: Les Canons du 18 Mars (2001), L’espoir assassiné (2002), Les heures sanglantes (2003), Le testament des ruines (2004), εκδ. Casterman. 2. Στη λογική του graphic novel ο Tardi μεταγράφει το Le petit bleu de la côte ouest του Jean-Patrick Manchette, 5 άλμπουμ βασισμένα σε polar του Léo Malet από όπου χρησιμοποίησε τον ήρωα Nestor Burma, καθώς και το μυ-θιστόρημα Jeux pour mourir του Géo-Charles Véran. Στην περίπτωση του Céline (Voyage au bout de la nuit, Casse-Pipe, Mort à Crédit) ή ακόμα και του Jules Verne, περιορίζεται σε απλή εικονογράφηση.

Page 50: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�8]

πιο αστυνομική εκδοχή το κομμάτι της μυθοπλα-σίας. Σε αντίθεση με άλλες δουλειές του, Η Κραυ-γή του Λαού συνειδητά δεν ακολουθεί ένα σφιχτό και μοιρασμένο χρονοδιάγραμμα, με τα Κανόνια της 18ης Μάρτη (ολόκληρο δηλαδή τον πρώτο τόμο της γαλλικής έκδοσης) να καλύπτει ουσια-στικά μια μέρα, ενώ τους υπόλοιπους τρεις να δια-τρέχουν συνοπτικά τους δυο μήνες εστιάζοντας στην κορύφωση της αιματηρής εβδομάδας.

Η σχέση του Tardi με την Ιστορία, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της δουλειάς του, παρά το γεγονός ότι συχνά δηλώνει πως το απο-τέλεσμα στα άλμπουμ του απέχει πολύ από την ιστορική ακρίβεια, μιας και «ο ιστορικός ασχολεί-ται με τον αριθμό οβίδων ανά τετραγωνικό μέ-τρο», κάτι που δεν απασχολεί ιδιαιτέρως τον ίδιο. Η Ιστορία για αυτόν αποτελεί συνήθως την αφορμή και το κάδρο μέσα στο οποίο θα στη-θούν οι ήρωές του, ενώ ενίοτε προβαίνει ηθελη-μένα και στην αλλοίωσή της, προκειμένου απλά και μόνο να εξυπηρετηθεί η δραματική αφήγηση. Πέρα από το εξαιρετικό εικαστικό αποτέλεσμα, η εξοικείωση του Tardi με την Ιστορία και η άνεσή του να της κλείνει το μάτι είναι ενδεχομένως το πιο συναρπαστικό στοιχείο στο έργο του. Με αυ-τόν τον τρόπο, οι αναχρονισμοί μέσα στο άλ-

μπουμ, όπως η παρουσία του Blanqui την ημέρα των εκλογών της Κομμούνας (ενώ στην πραγμα-τικότητα είχε ήδη συλληφθεί από τις 18 Μάρτη), ή η γέννηση του έργου L’origine du Monde του Gustave Courbet (έργο του 1866 και όχι του 1871), αποδεικνύονται στοιχεία λειτουργικά που αφομοιώνονται και συγκροτούν τον συνεκτικό ιστό μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου. Αλλά και σε ό,τι αφορά το καθαρά σχεδιαστικό αποτέ-λεσμα, ο Tardi ξεφεύγει από την απλή αναπαρά-σταση οπτικών ντοκουμέντων (φωτογραφιών κ.λπ.) και δεν διστάζει να αλλάξει μορφή σε ση-μεία της πόλης ρισκάροντας διαφοροποιήσεις στην προοπτική του τοπίου, αλλά κερδίζοντας πάντα στο τελικό αποτέλεσμα και στην ιστορία που έχει να διηγηθεί.

Οι πηγές του είναι αναρίθμητες (μουσεία, φωτογραφίες, αντικείμενα, συζητήσεις με ιστορι-κούς) και στην προσπάθειά του να αποφύγει ζω-γραφικά και καλλιτεχνικά εν γένει έργα ως πηγή πληροφόρησης, καταφεύγει σε γραπτές μαρτυρί-ες και αναμνήσεις Κομμουνάρων, ιδιαίτερα στα κείμενα του δημοσιογράφου της εφημερίδας Père Duchêne, Maxime Villaume (Mes Cahiers Rouges au temps de la Commune), από όπου αντλεί περι-γραφές και χρονογραφήματα. Βοηθητικό στοι-

Page 51: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

χείο στην ανασύνθεση της Ιστορίας είναι το δί-χως άλλο και η παρουσία του φωτογράφου, από τον φακό του οποίου περνούν οι σημαντικότερες καταγραφές οδοφραγμάτων, μα και σπουδαίες στιγμές, όπως η κατεδάφιση της στήλης στην πλατεία Vendôme. Οι Κομμουνάροι ποζάρουν στα οδοφράγματα, κυρίως στο εσωτερικό της πόλης και όχι τόσο στις γραμμές του μετώπου, ενώ παράλληλα, μια σειρά πορτρέτων που σώζο-νται ως σήμερα –και που αρχικά εκτιμήθηκε λανθασμένα ότι συνέβαλαν στην ενοχοποίηση Κομμουνάρων την περίοδο της δίκης– μαρτυ-ρούν τη συμμετοχή ανθρώπων κάθε φύλου και ηλικίας στην επανάσταση. Μέσα από τις σελίδες του κόμικ περνούν πιστά αντίγραφα, από τον οπλισμό και τις στολές των ένοπλων Κομμουνά-ρων, μέχρι τις πόρτες της φυλακής Roquette και τα δημόσια κτίρια, ενώ σε δεύτερο πλάνο εντο-πίζει κανείς τις αφίσες του Εθνικού Τυπογραφεί-ου που προσπερνούν καθημερινά οι εργάτες στους τοίχους των δρόμων του Παρισιού.

Οι αφίσες των Κομμουνάρων, αλλά και όλη η δραστηριότητα γύρω από την παραγωγή και δια-νομή του ενημερωτικού υλικού της Κομμούνας, συγκροτούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστο-ρία της. Παρά το πλήθος των τυπογραφείων που επιστρατεύονται ή ενοικιάζονται για την ενημέ-ρωση του εξεγερμένου Παρισιού, καίρια θέση κατέχει το Εθνικό Τυπογραφείο, ένας στρατηγι-κής σημασίας οργανισμός που το 86ο τάγμα Φε-ντεραλιστών της Εθνοφυλακής σπεύδει να επι-τάξει για να τον θέσει στις υπηρεσίες της Κομ-μούνας. Εκεί τυπώνονται με μεγάλη αυστηρότη-τα οι αποφάσεις του Κεντρικού Κομιτάτου, τα διατάγματα, καθώς και η Journal Officiel. Παρά την πληθώρα μπροσούρων και προκηρύξεων που προκύπτουν από τυπογραφεία ιδιωτών και σώζονται ακόμα, ο Tardi επιλέγει να στολίσει τους τοίχους της πόλης σχεδόν αποκλειστικά με αφίσες του Εθνικού Τυπογραφείου, διακριτές από το τρίπτυχο liberté-égalité-fraternité, ενώ φρο-ντίζει να αποδώσει πιστά την ιδιαίτερη κατανομή του κειμένου και την αρίθμησή, στοιχεία που πι-στοποιούσαν την προέλευσή τους και τις καθι-στούσαν αναγνωρίσιμες από μεγάλη απόσταση, κάνοντας ενδεχομένως με αυτόν τον τρόπο μια ιδιαίτερη αναφορά στο Εθνικό Τυπογραφείο και

τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε την άνοιξη του 1871.

Πέρα όμως από την προφανή έρευνα του Tardi, υπάρχει μια δεύτερη, κρυμμένη θα έλεγε κανείς ιστορική αποτύπωση, η οποία στην πραγ-ματικότητα εξελίσσεται σε πολιτική ερμηνεία των γεγονότων και ουσιαστικό σχολιασμό. Πρό-κειται για την χωροταξική αναδιαμόρφωση της γαλλικής Μητρόπολης και τον αποκλεισμό των εργατών από σημαντικό κομμάτι, μιας πόλης άλ-λοτε δικής τους. Με μια πρώτη ματιά, η ιστορία που παρουσιάζεται στο κόμικ μοιάζει να ξεκινά και να τελειώνει με την άνοδο και την πτώση της Κομμούνας. Όμως μέσα από το επίμονο σουλα-τσάρισμα των ηρώων της Κραυγής του Λαού, ο Tardi θα μπορέσει, με μια οπτική αφήγηση, να εξιστορήσει μια διαφορετική και ακόμα πιο πα-λιά ιστορία, αυτήν του «εκσυγχρονισμού» της επαναστατικής πρωτεύουσας.

Όταν ο καπετάνιος και ο Ζικέ αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τον Γκροντέν στην Κουκουβάγια, ο ρυθμός της αφήγησης κόβεται απότομα και το στοιχείο της αγωνίας –εύκολο εργαλείο στα χέ-ρια του Tardi– χάνεται ηθελημένα. Η ως τότε καταιγιστική δράση αντικαθίσταται από τα μα-κρόσυρτα πλάνα της διαδρομής των ηρώων ανά-μεσα στο κέντρο και τα εργατικά προάστια. Ο σχεδιαστής συνειδητά αφιερώνει αλλεπάλληλα καρέ και πλήθος σελίδων κάθε φορά που οι ήρω-ες κάνουν τη συγκεκριμένη διαδρομή, αποδίδο-ντας έτσι στο ακέραιο μια βραδύτητα που οι ερ-γάτες είναι καταδικασμένοι να υποστούν στο πέρασμά τους από το λαμπερό κέντρο στα θλι-βερά προάστια.

Ο χρόνος στο κόμικ διαστέλλεται και το κα-ταστροφικό έργο του βαρόνου Haussmann με τη

Page 52: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�0]

διαίρεση της πόλης σε κέντρο και βιομηχανική ζώνη, έρχεται στο προσκήνιο με αριστοτεχνικό τρόπο. Η δεκαετία 1858-1868 υπήρξε το απόγειο της εφαρμογής των σχεδίων της Β΄ Αυτοκρατορί-ας όσον αφορά τη μετατροπή του πρώτου Διαμε-ρίσματος σε κέντρο εξουσίας και καταστολής, όταν 10.000 εργάτες διώχνονται από τα έως τότε φθηνά σπίτια της Cité για να ακολουθήσουν το δρόμο της Belleville και της Montmartre, ενώ στη θέση των κατεδαφισμένων γειτονιών υψώνονται το Αρχηγείο της Αστυνομίας (που θα ολοκληρω-θεί το 1906) και το Δικαστικό Μέγαρο. Παράλλη-λα, μέσα από συζητήσεις και σχέδια που ξεκινούν κοντά στο 1840 και οργανώνονται μετά την επα-νάσταση του 1848, η πόλη οχυρώνεται για πολλο-στή φορά στην ιστορία της, ενώ παράλληλα ενι-σχύεται με 16 φρούρια υπό το φόβο κοινωνικών εξεγέρσεων. Στο σχέδιο αποκλεισμού των ταρα-χών της πρωτεύουσας εντάσσεται και η κατα-σκευή καινούριων σιδηροδρομικών σταθμών σε κεντρικά σημεία της πόλης –για τη μεταφορά στρατού από την επαρχία– με στόχο την άμεση καταστολή κάθε πιθανής εξέγερσης. Ο Tardi περι-διαβαίνει με τα βήματα του Ζικέ και των υπολοί-πων ηρώων όλα τα καινούργια στοιχεία της πόλης με μεγάλη ακρίβεια για να οδηγηθεί στις παρα-γκουπόλεις. Εκεί, οι εργατικές τάξεις, ζουν τις συ-νέπειες των έργων του Haussmann («καλλιτέχνη της κατεδάφισης» κατά τον Benjamin) και γκετο-ποιούνται, ενώ στην ήδη εξαθλιωμένη καθημερι-νότητά τους προστίθενται κάποιες ώρες, πεζής συνήθως, πορείας προς και από το κέντρο.

Η πόλη έχει πια χωριστεί στα δύο. Το φωτει-νό κέντρο ρίχνει τη σκιά του στα προάστια και οι «μαύρες» παραγκουπόλεις γίνονται τελικά κόκ-κινες. Ενδεικτική η επιμονή του Tardi να σχεδιά-ζει τα μεγαλύτερα οδοφράγματα –ιδιαίτερα αυτό

της Rivoli– υψωμένα στα boulevards που ανοί-χτηκαν από τον Haussmann για την αποφυγή συρράξεων, οδοφραγμάτων και για άμεσο έλεγ-χο του πλήθους. Οι εργάτες απάντησαν στο έργο της Β΄ Αυτοκρατορίας, μέσα σε αυτούς ακριβώς τους δρόμους, υψώνοντας οδοφράγματα που κατά περιπτώσεις έφτασαν σε ύψος το δεύτερο όροφο των γύρω σπιτιών, ενώ κατά την αιματη-ρή εβδομάδα οι εμπρησμοί είχαν σαν στόχο ως επί το πλείστον κτίρια εξουσίας και διοίκησης.

Ο Tardi κάνει μια σαφή επιλογή ως προς την προβολή και την ερμηνεία της Κομμούνας. Το βλέμμα του εστιάζει στο στρατόπεδο των εργα-τών και τάσσεται απόλυτα μαζί τους, φέρνοντάς τους για πρώτη φορά στο προσκήνιο, ενώ η πλευρά των Βερσαλλιών καταδικάζεται στο σκο-τάδι. Αυτό που δίνει στο κόμικ λόγο και υπόστα-ση λοιπόν δεν είναι η ιστορική τυπολατρία του graphic novel για την Κομμούνα, αλλά η ξεκάθα-ρη πολιτική τοποθέτηση του Tardi που αφήνει κατά μέρος εθνικές παραμέτρους και προβάλλει συστηματικά στοιχεία που συνηγορούν στον τα-ξικό της χαρακτήρα. Εξάλλου η εμπλοκή του Tardi με την Ιστορία, συνήθως δεν έχει να κάνει απλά και μόνο με μια προσωπική αδυναμία για την εποχή που περιγράφει. Στην πραγματικότητα μοιάζει να αποτελεί σχόλιο, κατάρα ή ευχή για την εποχή στην οποία γεννιέται το κάθε του έργο, γι᾽αυτό και το περιθώριο που σκιαγραφεί είναι πάντα αναγνωρίσιμο, κοντινό και οικείο. Η ιστορία του Tardi τιμωρεί όσους δεν διαλέξουν το πόστο τους. Έτσι, ένας προς έναν, οι «κακο-μοίρηδες» κραυγάζουν, παίρνουν τα όπλα και ακόμα και όταν χάνουν, βρίσκουν συνέχεια της Ιστορίας τους σε ένα κοινό όραμα που συνοψίζει ο Ζικέ στο τελευταίο απρόβλεπτο καρέ: Ούτε Θεός ούτε Αφέντης.

Page 53: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�1]

Άγης Πετάλας

Η ανθρωπιά του προοδευτικού αντικομμουνισμού*

Δασκάλα», που υπέταξε ολοκληρωτικά τη ζωή της στις προσταγές του Κόμματος και του Νίκου Ζαχαριάδη. Η άμοιρη γριούλα, αντί οποιασδήπο-τε αντίκρουσης, ψελλίζει ακατάληπτες φράσεις, νοητικά ανήμπορη να αρθρώσει αντίλογο στις παράφορες επιθέσεις του εγγονού της. Μα το πρόσωπο που είναι (αφανώς) παρόν σε τούτο το διάλογο είναι η μορφή του (νεκρού) παππού, ενός ταπεινού ανθρωπιστή της εποχής του, υπο-βολέα του εθνικού θεάτρου και συγκεκριμένα της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, επίμονου μετα-φραστή των Βακχών του Ευριπίδη, ο οποίος υπέ-στη διώξεις από το Κόμμα στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Ο νέος αναφέρεται συνεχώς στο αγαπημένο πρόσωπο του παππού του και ταυτό-χρονα ψέγει την κομματική «τύφλωση» της σκληροτράχηλης γιαγιάς του (του «θηλυκού Ζα-χαριάδη της ζωής του», όπως την αποκαλεί ο εγγονός), που όχι μόνο δεν αντιστάθηκε στην κομματική καταδίωξη του παππού, αλλά αντίθε-τα την επικρότησε, αμετανόητα πιστή στον «αν-θρωποφαγικό» σαδισμό του Κόμματος. Από ένα μαγνητόφωνο, ακούγεται η καταγεγραμμένη από τον εγγονό εύθραυστη φωνή του παππού που απαγγέλλει αποσπάσματα της μετάφρασής του των Βακχών. Έτσι, ο εγγονός εισάγει στο σκηνικό υπόβαθρο τον ευριπίδειο λόγο, που λειτουργεί ως διαρκής υπόμνηση της οντολογικής αβύσσου από την οποία ξεμυτίζει και στην οποία καταλή-γει ο κατά Φάις μαιναδισμός της διαχρονικής, επαναστατικής βίας. Δύο άλλα πρόσωπα, που σαν φαντάσματα αναδύονται από τα σκοτάδια της νοσηρής ιστορίας της οικογένειας κάνουν επίσης τη φαρσική τους εμφάνιση στο κυψελιώ-τικο ρετιρέ όπου εκτυλίσσεται το δράμα. Πρόκει-ται για τα παιδιά της γιαγιάς, τον Στάθη, τηλε-πωλητή βιβλίων παλαβής μεταφυσικής συνωμο-σιολογίας, και τον Στράτο, φυλακισμένο μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης. Σε τούτη τη θορυ-βώδη σκηνή, η μορφή του παππού αναδύεται κι αυτή από μια καταπακτή, ένα γυμνό, χθόνιο,

Τα Πορφυρά γέλια, το τελευταίο μυθιστόρημα του Μ. Φάις, είναι ένα μυθιστόρημα πολιτι-

κό, και με τον τρόπο του, αφόρητα επικαιρικό: το πρόσφατο ρεύμα του ιστορικού αναθεωρητισμού βρήκε, με κάποια έστω καθυστέρηση, σε αυτό, το λογοτεχνικό του αντίστοιχο. Τούτη η καθυστέ-ρηση είναι φυσιολογική: όλες οι συνάψεις μεταξύ διαφορετικών περιοχών του ανθρώπινου λόγου μαστίζονται από έναν τέτοιο ανακριβή συγ-χρονισμό. Κι ωστόσο, η καθυστέρηση αυτή δεν απέβη μοιραία για το έργο του Μ. Φάις: πλάι σε ένα ακόμη άρθρο των Μαραντζίδη και Καλύβα για την «κόκκινη βία» της αντίστασης και του εμφυλίου, σε κάποιο κυριακάτικο φύλλο, το μάτι του αναγνώστη μπορεί κάλλιστα να γλιστρήσει στη σελίδα της λογοτεχνικής κριτικής, χωρίς να αισθανθεί πως ο νους του πήδηξε γρήγορα από ένα θέμα σε ένα άλλο.

Πριν προχωρήσουμε, ας δούμε τι ακριβώς συμβαίνει στις σελίδες του μυθιστορήματος, που χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, δεν είναι παρά μια ακολουθία καταιγιστικών διαλόγων σε στεγνά διαλογική-θεατρική φόρμα, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας νέος και η γιαγιά του, που πάσχει από Αλτσχάιμερ. Ο εγγονός μαίνεται κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος και πολυ-βολεί με κοφτές, σκληρά ειρωνικές και κυνικές διακηρύξεις την ιστορία, την ιδεολογία και τους ηγέτες του. Από το στόμα του εγγονού δεν ξε-φεύγει σχεδόν κανείς και τίποτε που να έχει έστω και αμυδρή σχέση με το ΚΚΕ και ο αναγνώστης πρέπει να έχει μακρά θητεία στη μελέτη της ιστορίας του ΚΚΕ για να παρακολουθήσει ένα τόσο ιστορικά «λεπτομερές» υβρεολόγιο. Η για-γιά υποβάλλεται από τον εγγονό της σε έναν διαρκή εξευτελισμό εξαιτίας της ολόψυχης ταύ-τισής της με ακριβώς αυτά τα πρόσωπα, αυτή την ιδεολογία, αυτό το Κόμμα. Υπήρξε κάποτε, μαθαίνει ο αναγνώστης, η δογματική «Κόκκινη

* Μισέλ Φάις, Πορφυρά γέλια, Πατάκη, Αθήνα 2010.

Page 54: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

αλλά, απλώς, σε ένα τυχαίο συμβάν που ξεστρά-τισε τη σφαίρα του δολοφόνου. Υποκείμενο της τέταρτης και τελευταίας αφήγησης είναι ο ίδιος ο εγγονός (που αποκαλείται «καυλωμένος εγγο-νός»), ο οποίος μονολογεί, σπαρασσόμενος από τον στομωμένο ερωτισμό που του εμπνέουν δύο γυναίκες, η μία απόγονος εγκλείστων σε ναζιστι-κό στρατόπεδο συγκέντρωσης, η άλλη απόγονος δεσμωτών σταλινικού γκουλάγκ. Όπως το θέτει με τη γλώσσα του εγγονού ο Μ. Φάις: «Κολίμα – Μπιρκενάου σημειώσατε Χ».

Ας σκύψουμε για λίγο σε ορισμένες μόνο από τις συνδηλώσεις και αλληγορίες των λογοτεχνικών σχημάτων του συγγραφέα: Το θύμα της Ιστορίας είναι ο παππούς, ένας γλυκός και ήπιος ανθρωπι-στής με αξιώσεις διανοουμένου, συντριμμένος στις μυλόπετρες μιας «ολοκληρωτικής ιδεολογί-ας» και ενός «εγκληματικού» πολιτικού σχηματι-σμού, που κατασφάζει τα ίδια του τα μέλη. Η ιδι-ότητα του παππού, ως επίδοξου διανοουμένου, είναι αυτή που του προσδίδει όλη του τη δραμα-τική αίγλη. Η συναισθηματική και κριτική εγρή-γορση, ιδιότητες ενός «σκεπτόμενου» υποκειμέ-νου, μας διδάσκει ο Μ. Φάις, είναι αυτές που μπο-ρούν αρχικά να παρασύρουν ένα τέτοιο πρόσωπο σε μια «ουτοπική γιορτή». Ταυτόχρονα, οι ίδιες ιδιότητες, είναι εκείνες που μοιραία συγκρούονται με τη βίαιη βακχεία στην οποία καταλήγει μια τέ-τοια «γιορτή». Στο πρόσωπο του παππού, το ήθος της καλοσύνης του ένσαρκου προσώπου συ-γκρούεται με το βίαιο ήθος της Ιστορίας.

Η γιαγιά δεν είναι παρά η μετωνυμία ενός πολιτικού Κόμματος, του οποίου η ιστορική συ-νεισφορά, κατά τον εγγονό-Μ. Φάις, εξαντλείται στην εμπέδωση της φονικής μανίας καταστρο-φής και αλληλοεξόντωσης, της ακραιφνούς προ-σωπολατρίας και του παραμερισμού κάθε αν-θρώπινου συναισθήματος έναντι του υπέρτερου στόχου της εγκαθίδρυσης ενός «στρατοπεδικού» κομμουνισμού. Μια τέτοια γιαγιά, ένα τέτοιο Κόμμα, μας νουθετεί ο Μ. Φάις, δεν μπορεί παρά να έχει καταλήξει, σήμερα, ένα θλιβερό, γηραλέο ανθρώπινο σκύβαλο με ολοκληρωτική άνοια. Ό,τι μας έχει αφήσει για παρακαταθήκη τούτη η γιαγιά, αυτό το Κόμμα, υπαινίσσεται ο Μ. Φάις, είναι «η νεοσταλινική μνήμη», μαζί με δυο άλλα

βουβό φάντασμα που παίζει ακορντεόν. Ο νέος ξαναπιάνει το νήμα της λεκτικής εξόντωσης της γιαγιάς, μα τούτη τη φορά, σαν να έχει ξυπνήσει από το λήθαργο της ολοκληρωτικής της άνοιας, εκείνη μοιάζει να ανταποκρίνεται προσωρινά, με έναν παράδοξο, παραληρηματικό τρόπο, που φλέγεται από εσωτερική ένταση: εκφράζει τη σχεδόν ιερή αγάπη της για το πρόσωπο του Νί-κου Ζαχαριάδη, πενθεί για την τραγική κατάληξή του και, παράλληλα, ξεστομίζει κάποια λόγια αυτο-υπεράσπισης, που όμως, στο εξαρχής υπο-νομευμένο από τον συγγραφέα πεδίο των λόγων της, μοιάζουν εξ ορισμού υποκριτικά, ξύλινες, στερεότυπες δικαιολογίες που μεγαλύνουν τη φρίκη που θέλουν να καλύψουν.

Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος απαρ-τίζεται από τέσσερις ξεχωριστές αφηγήσεις, που εναλλάσσονται εξακολουθητικά, ως την προ-οδευτική κατάληξη της καθεμιάς τους: Στην πρώτη αφήγηση, ο παππούς (που αποκαλείται «φτερουγισμένος παππούς») αναθυμάται την ιστορία της παρ’ ολίγον εξόντωσής του από τους ίδιους τους συντρόφους του. Η δεύτερη αφήγη-ση ανήκει στη γιαγιά (που αποκαλείται «γιαγιά που ξεχάστηκε») και εξαντλείται σε φαντασιώ-σεις για το πώς θα κυλούσε η ζωή στη χώρα, ύστερα από την επικράτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος στον Εμφύλιο. Στο σημείο αυτό, ο Μ. Φάις, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την χιλιο-ειπωμένη κοινοτοπία σύμφωνα με την οποία, αν είχε επικρατήσει ο ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο, η Ελλάδα θα είχε μετατραπεί σε ένα γιγάντιο στρα-τόπεδο συγκέντρωσης, μας παρουσιάζει, σε «σα-τιρικούς» τόνους, μια γελοία δυστοπία, υπενθυ-μίζοντάς μας ότι τούτη η δυστοπία ταυτίζεται με το αληθινό, επιθυμητικό όνειρο της κόκκινης δα-σκάλας και των ομοίων της. Η τρίτη αφήγηση ανήκει σε ένα μέλος της Αυτοάμυνας (που απο-καλείται «δαίμονας του παππού»), το οποίο επι-φορτίστηκε με το καθήκον να δολοφονήσει τον παππού για λογαριασμό του κόμματος. Το ότι ο παππούς επέζησε από τούτη την ανόσια καταδί-ωξη, δεν οφείλεται –πληροφορείται ο αναγνώ-στης– ούτε στη σωτήρια παρέμβαση της κομμα-τικά πιστής συζύγου του ούτε στην (αδιανόητη για ένα σωστό δολοφονικό όργανο του Κόμμα-τος) ευσπλαχνία του εκτελεστή της Αυτοάμυνας,

Page 55: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

κακά γεννήματα της στρεβλής της μήτρας: την ανόητη αριστερίστικη τρομοκρατική βία και την ουφολογική συνομωσιολογία, πασπαλισμένη με μπόλικη νεοβυζαντινή πατριωτική αγυρτεία.

Η ζωική ορμή που αναβλύζει από την ψυχή του εγγονού παρεκτρέπεται σε ένα συνονθύλευ-μα εφιαλτικών ονειρώξεων, όπου η βία, ο ερωτι-σμός, ο αναστοχασμός της Ιστορίας, εκβάλλουν σε μια παραληρηματική αμηχανία.

Ο εκτελεστής της Αυτοάμυνας, τέλος, είναι ο αντίποδας του παππού. Αν ο διανοούμενος παπ-πούς είναι θύμα της ρομαντικής του ευπιστίας, ο λαϊκός άνθρωπος που ενσαρκώνει ο εκτελεστής της Αυτοάμυνας είναι πιστός ακριβώς επειδή είναι ένας ακαλλιέργητος, καθημερινός τύπος. Ο συγ-γραφέας σκιαγραφεί μια γνώριμη φιγούρα: αυτή του λαϊκού ανθρώπου, υποψήφιου βασανιστή και τυπικού υποχειρίου του «ολοκληρωτισμού», του ίδιου ανθρωπότυπου που εμφανίζεται στον Φασι-σμό, τον Κομμουνισμό, την Ελληνική Χούντα και γενικώς σε όλα τα καθεστώτα που ο Μ. Φάις πα-σχίζει, με κάθε μέσο και τρόπο, να εξομοιώσει.

Αν το πρώτιστο θέμα της κριτικής μας ήταν τα Πορφυρά γέλια ως μυθιστόρημα πολιτικά καταγ-γελτικό και ιστορικά «διδακτικό», θα δοκιμάζαμε απλώς (πράγμα που θα μας ήταν ευκολότερο) να

δείξουμε το γιατί τα στοιχεία του ηθικού ολέ-θρου που μας παρουσιάζει ο Μ. Φάις για θέσφα-τα ως προς την αποτίμηση εποχών, ηγετών, στε-λεχών και απλών μελών του ΚΚΕ, τα έχει αντλή-σει από την πιο σκουριασμένη αντικομμουνιστι-κή εργαλειοθήκη· θα δείχναμε το γιατί η ιστορία του ΚΚΕ δεν είναι «ένα μπαμ και ένα κρακ»· το γιατί ο Νίκος Ζαχαριάδης και ο Άρης Βελουχιώ-της δεν ήταν «πρωτοξάδερφα στη βία»· το γιατί ο Νίκος Ζαχαριάδης, όταν γύρισε από το Νταχάου δεν είχε «χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βε-ρίκοκο»· το γιατί τα μέλη του ΚΚΕ δεν βγαίνουν μέσα από τον «Νικολάκη, ο Νικολάκης μέσα από τον Σήφη, ο Σήφης μέσα από τον τσάρο». Πράγ-ματι, αν διαλέξει κανείς να αντιπαρατεθεί με τις αμέτρητες σκαιές ύβρεις, που με το άλλοθι της «θεατρικότητας» και της «προφορικότητας» –δη-λαδή μιας καλλιτεχνικής-μορφικής «πρωτοτυπί-ας» που πολύ επαινέθηκε από την κριτική– επι-τρέπουν στον εγγονό-Μ. Φάις να ξεσπαθώσει πολιτικά (μια υπερβολικά ευδιάκριτη εκτόνωση εκ μέρους του συγγραφέα), προσωρινά απελευ-θερωμένος από τις «ορθόδοξες» λογοτεχνικές συμβάσεις, οι δυνάμεις μας θα εξαντλούνταν σύ-ντομα από την απόγνωση.

Το θέμα όμως, το υπαινιχθήκαμε ήδη, δεν εί-ναι τόσο το μυθιστόρημα Πορφυρά γέλια καθαυ-

Page 56: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

τό, αλλά η καλή αφορμή που μας δίνει να εντο-πίσουμε στο περιεχόμενό του, το είδος και τα όρια ενός σύγχρονου αντικομμουνισμού, που αναπαράγεται με λίγο-πολύ όμοιους όρους σε μια σειρά από άρθρα και αφηγήματα που εμφα-νίζονται πλέον με καταιγιστική συχνότητα σε μυθιστορήματα, μα εξίσου σε λόγια ή λαϊκά έντυ-πα ευρείας διάδοσης.

Ας διευκρινίσουμε όμως τι εννοούμε με αυτή τη βαριά κατηγορία του αντικομμουνισμού που μόλις εξαπολύσαμε. Αν επιχειρήσουμε στα πρό-χειρα να ταξινομήσουμε τις διαχρονικές πολεμι-κές εναντίον του κομμουνισμού (του αμιγώς θεωρητικού κομμουνισμού ή του ιστορικού κομ-μουνισμού, του σαρκωθέντος και παθόντος και ταφέντος) μπορούμε να διακρίνουμε δύο εξίσου ισχυρές κριτικές κατηγορίες.

Σύμφωνα με την πρώτη κριτική κατηγορία (και εδώ η λέξη μπορεί να εκληφθεί εξίσου και με την έννοια της μομφής), ο κομμουνισμός είναι εξαρχής και εξ ορισμού ένα θεωρητικό και πρα-κτικό «σύστημα» άσκησης «ολοκληρωτικής» βίας, «κατάπνιξης της ατομικότητας», «στρατο-πεδικού τύπου ομοιομορφίας» και «στραγγαλι-σμού κάθε ελευθερίας». Αυτού του είδους την πολεμική την εντοπίζουμε στον πυρήνα του θε-σμικού αντικομμουνισμού του ψυχροπολεμικού κόσμου. Η εικονοποιΐα του κομμουνισμού σε αυ-τού του είδους τον λόγο συνοψίζεται σε δυο λέ-ξεις: εκτελέσεις και γκουλάγκ.

Σύμφωνα με τη δεύτερη κριτική κατηγορία (η οποία δανείζεται από τη φοβερή ισχύ της κοινοτοπί-ας σχεδόν το σύνολο του επιχειρήματός της), η «ιδέα του Κομμουνισμού» είναι μια ελκυστική, κατ’ αρχήν, ουτοπία, που όμως είναι καταδικασμένη να παραμέ-νει μια ιστορική κενολογία, ένα μη πρακτικό ιδανικό, λόγω της πανταχού παρούσας, αιώνιας και αμετά-βλητης «ανθρώπινης φύσης». Κατά το ίδιο σχήμα, κάθε απόπειρα πραγμάτωσης του «κομμουνιστικού ιδανικού», μοιραία εκβάλλει στην απάνθρωπη τερα-τωδία μιας ανεξέλεγκτης, σχεδόν οντολογικά εγχα-ραγμένης στα ανθρώπινα όντα, βίας, πόρισμα που εξάγεται από την παρακολούθηση των ιστορικών γεγονότων και αποδεικνύει απλώς τη θεωρητική ισχύ του αμέσως προηγούμενου αξιώματος. Από δι-αφορετική αφετηρία, καταλήγουμε μοιραία στις ίδι-ες εικόνες: εκτελέσεις και γκουλάγκ.

Θα μπορούσε κανείς, στο σημείο αυτό, να δια-τυπώσει μια ένσταση: οι παραδοχές της δεύτερης κριτικής κατηγορίας δεν συνιστούν αντικομμου-νισμό. Ίσα-ίσα, περιέχουν έναν υπόρρητο θρήνο για τη –«δυστυχώς αντικειμενική»– αδυναμία «της ανθρωπότητας» να εκπληρώσει τις επιταγές ενός «ιδεώδους», στο οποίο παρ’ όλα αυτά πιστώ-νεται μια ευγενική πρόθεση και ένας παραδείσιος σκοπός. Η διαφορά εκείνων που προτιμούν τη δεύτερη πολεμική για να δράσουν (ας τους ονο-μάσουμε απλώς «τραγωδούς-δημοκράτες») από εκείνους που εμμένουν στις αρετές της πρώτης πολεμικής (ας τους ονομάσουμε «νεομακαρθι-κούς») είναι πως οι μεν είναι πολιτικά «προοδευ-τικοί», ενώ οι δε «συντηρητικοί». Και αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ας θυμηθούμε για μια ακόμη φορά μια φρά-ση που περιγράφει το μυθιστόρημα του Μ. Φάις στο οπισθόφυλλο: «ένα μυθιστόρημα για την κα-τάρρευση της πορφυρής ουτοπίας». Τι κατέρρευ-σε; Η ουτοπία. Και πότε καταρρέει μια ουτοπία; Όταν προσπαθεί να γίνει πραγματικότητα. Και γιατί καταρρέει μια ουτοπία που προσπαθεί να γίνει πραγματικότητα; Η απάντηση βρίσκεται στις Βάκχες! Με λίγα λόγια, η ουτοπία που προ-σπαθεί να γίνει πραγματικότητα καταρρέει, διότι η ερεθιστική βακχεία της βίας είναι προέλευση, μοίρα και όριο του όντος και της Ιστορίας του.

Ας επιστρέψουμε όμως στην ταξινόμηση που κάναμε στους δύο πόλους της αντικομμουνιστι-κής πολεμικής: από την πολεμική του νεομακαρ-θισμού δανείζεται κανείς την εξάρτυση του στρα-τιώτη και από την πολεμική του τραγωδού-δη-μοκράτη το κατάλευκο πέπλο των «καλών προ-θέσεων» με το οποίο καλύπτονται το κράνος, το αμπέχονο και η ρομφαία.

Μα ποιο είναι αυτό το στοιχείο σύνδεσης που μπορεί να φέρει τόσο κοντά τον μαχητικό αντι-κομμουνιστή με τον τραγωδό της «ανθρώπινης» ατέλειας; Ποιο άλλο εκτός από την επίκληση της Ηθικής;

Εδώ λοιπόν είναι ο κόμπος! Ο Μ. Φάις έχει φορέσει το πέπλο της δεύτερης

πολεμικής (ο κομμουνισμός, μια κατ᾽αρχήν ευει-δής, παρθένος δεσποινίς-ουτοπία) και καλπάζει καταπάνω στον εχθρό, με τη λαβή της σπάθας του να σκαλώνει στις πτυχώσεις του λευκού του πέ-

Page 57: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[��]

πλου. Βία, εξανδραποδισμός, προσωπολατρία, γκουλάγκ, Μπούλκες, αυτοκτονίες, απαγχονισμοί, βασανισμοί αστών και τροτσκιστών, κραυγάζει την πολεμική ιαχή του ο Μ. Φάις και ρίχνεται στο θήραμά του έτοιμος να σαρώσει με τη ρομφαία του τις «ιλαροτραγικές επιβιώσεις» που συνιστούν οι «νεοσταλινικοί» του τόπου μας. «Κύριοι», ανα-κρίνει τα θύματά του πριν τα σκοτώσει ο καβαλά-ρης της Ηθικής, «Μας υποσχεθήκατε την αταξική κοινωνία της αρμονίας και τι μας δώσατε; Οφεί-λατε να μας παράσχετε τουλάχιστον ένα νέο Χρι-στό και εσείς μας προσφέρατε ένα Στάλιν και ένα Ζαχαριάδη» (και τα δύο αυτά ονόματα για τον Μ. Φάις είναι δύο βδελυρά κεφάλια της ίδιας, απόλυ-τα διαβολικής, Λερναίας Ύδρας).

Οι ενάρετοι δεν συγχωρούν ποτέ στους κομ-μουνιστές τόσο βαριές παρασπονδίες, γιατί του-λάχιστον οι καλόγνωμοι άνθρωποι σαν τον Μ. Φάις αναγνωρίζουν πως η «ουτοπία» ήταν καλή, πως η «ουτοπία» δεν έπρεπε «να χάσει τα λογικά της» (αν και βέβαια οι Βάκχες μας διδάσκουν πως δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά). Αν αντι-τάξει κανείς στον «τραγωδό-δημοκράτη» την –ομολογουμένως κοινότοπη– ένσταση πως και ο αστός, στο ρου της Ιστορίας ψεύδεται, δολοπλο-κεί και δολοφονεί, ο «τραγωδός-δημοκράτης», ως

γνήσιος προοδευτικός, θα γλιστρήσει εύκολα από την παγίδα. Δεν τον αφορά καθόλου αυτή η αντι-παράθεση: δεν τρέφει καμία εκτίμηση για τους αστούς, αναγνωρίζει τα «λάθη» και τα παραστρα-τήματα της αστικής δημοκρατίας («Και καλά, τους δεξιούς χεσμένους τους έχω. Γαϊδούρια ήταν γαϊ-δούρια παραμένουν. Μια ζωή φιλοτομαριστές. Εμείς γιατί δεν ζητήσαμε μια συγγνώμη από όλον αυτό τον κόσμο; Μια συγγνώμη για τη φρίκη που τον περίμενε αν νικούσαμε», αναρωτιέται ο Μ. Φάις διαμέσου του εγγονού)

Στο όνομα της «ουτοπίας», εκείνοι που απο-καλέσαμε «τραγωδούς-δημοκράτες» απαιτούν από τους κομμουνιστές να είναι παντού και πά-ντοτε η ενσάρκωση της αρετής, η προσωποποί-ηση και έμπρακτη απόδειξη της «ουτοπίας» στην οποία δηλώνουν πως ομνύουν. Στον σοσιαλισμό, στην ιστορία του σοσιαλισμού, δεν επιτρέπεται να υπάρχουν ποτέ ήρωες, θύματα, μάρτυρες, βλάκες, γραφειοκράτες, άνθρωποι που λάθεψαν. Δεν επιτρέπεται να υπάρχει δεσποτισμός, εργατι-κός έλεγχος, αυταπάρνηση, τρομοκρατία, τρυφε-ρότητα, παραγωγή χάλυβα, αρχές, παραβίαση αρχών, ερμηνεία, παρερμηνεία, ανατροπή, προ-σωπολατρία, άδολος θαυμασμός, στρατιώτες, αριβισμός, πυρηνικά, σχολεία, ψυχιατρεία.

Page 58: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[�6]

Για να κάνουμε το επιχείρημά μας πιο καθαρό: ο κ. Χ, συγγραφέας μυθιστορημάτων, μπορεί να σφάζεται με τον ορκισμένο ομότεχνό του, για τη διεκδίκηση ενός λογοτεχνικού βραβείου, μπορεί να βάζει παγίδες, να συνωμοτεί με τους φίλους του κριτικούς, να μετέρχεται κάθε μέσο για να εξοντώσει τον ανταγωνιστή του. Ο Νίκος Ζαχαρι-άδης (ή όποιος άλλος στη θέση του), με την ευθύ-νη μιας τεράστιας μερίδας του λαού στις πλάτες του, με τα τουφέκια προτεταμένα εναντίον του, με την κόψη του ξυραφιού της χαοτικής και τιτάνιας Ιστορίας να γλύφει τον ανθρώπινο λαιμό του, όφειλε να είναι ένας αγνός, μη βίαιος, έντιμα με-λαγχολικός κομμουνιστής, ένας φιλόπτωχος αν-θρωπιστής που είχε την υποχρέωση, στις συνεδρι-άσεις του πολιτικού γραφείου, να απαγγέλλει με θρηνητική φωνή το Ρέκβιεμ της Αχμάτοβα.

Ακόμη και αν όλη η ιστορική τους ύπαρξη, ακόμη και αν ολόκληρος ο κοινωνικός περίγυ-ρος, οι δυσκολίες και οι συνθήκες στις οποίες ζουν και δρουν οι κομμουνιστές αντιστοιχεί στη διαμόρφωση, την εξύψωση ή και τη διαφθορά (αν έτσι θα ήθελε να θέσουμε το πρόβλημα ο Μ. Φάις) των ηθών τους, εκείνοι οφείλουν να στέ-κουν πάνω και πέρα από όλα τούτα, σωστά τάγ-ματα αγγέλων. Ο Μ. Φάις δεν έχει καμία αμφιβο-λία πως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα: δεν είναι τυχαίο πως φράσεις όπως: «μονολιθικοί; Και βέβαια ήμασταν μονολιθικοί. Όταν πηγαίνεις να πεθάνεις τι θα είσαι;» (ίσως η μοναδική φρά-ση σε όλο το μυθιστόρημα που θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στην ατελείωτη παράθεση «θηριωδιών» που απαριθμεί ο εγγονός-Φάις) πα-ραχώνεται κάπου ανάμεσα στα υπόλοιπα λόγια της ανοϊκής γιαγιάς, ώστε να φαίνεται εξίσου πα-ράλογη, διαστροφική και ανούσια.

Πώς άραγε θα μπορούσαν να πετύχουν οι κομμουνιστές μια τέτοια θέωση, μια τέτοια χε-ρουβική πλαισίωση του «ιδανικού», την οποία οφείλουν στους ενάρετους επικριτές των αμαρ-

τωλών προγόνων τους; Μα ασφαλώς μην κάνο-ντας το παραμικρό. Οι ιδέες δεν λερώνουν τα χέρια. Μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα σε πανεπιστημιακά σεμινάρια. Σε αυτό το σημείο οι «τραγωδοί- δημοκράτες» είναι ένα βήμα μπρο-στά από τους «νεομακαρθικούς». Μπορούν να ανέχονται τον κομμουνισμό να κυκλοφορεί ως ιδέα, να ανατέμνεται με ακαδημαϊκή σχολαστι-κότητα ως μια ακόμη ιστορική ουτοπία, σαν ένα ακόμη σκονισμένο χειρόγραφο πλάι στην Πολι-τεία του Ήλιου ή τη Νέα Ατλαντίδα, αλλά για το όνομα του καλού Θεού, όταν αυτή η ιδέα τολμά να αξιώνει μερίδιο στην πολιτική Πράξη, τότε πρέπει κανείς να την πατάει στο κεφάλι.

Προτιμήσαμε να μην αποτιμήσουμε τα Πορ-φυρά γέλια από άποψη ιστορική, πολιτική ή λο-γοτεχνική. Σταθήκαμε μόνο, πολύ λειψά είναι η αλήθεια, σε μια μόνο πτυχή: Το πώς, η φορτική «ανθρωπιά» της Ηθικής επίκλησης, από την οποία τροφοδοτείται ένας ολοένα και σφοδρότε-ρος, σήμερα, ιδεολογικός αγώνας κατά του κομ-μουνισμού, στην πραγματικότητα απ-ανθρωπο-ποιεί έντεχνα την Ιστορία, ώστε να την εγκλωβί-σει για πάντα στην αίθουσα ενός ηθικού δικα-στηρίου: Στην αίθουσα αυτή, η Ιστορία δεν μπο-ρεί να κάνει ούτε ένα βήμα μπρος. Σαν πάει να ξεφύγει, οι αστυνομικοί-φρουροί του Ηθικού Νόμου την προλαβαίνουν στην πόρτα και την επαναφέρουν, σιδηροδέσμια, στο εδώλιο. Ακόμη κι όταν, καταδικασμένη πια, την έχουν σύρει στο μπουντρούμι του εξαγνισμού, κάπου σε μια νέα Ακροναυπλία, οι δεσμοφύλακες έχουν πάρει εντολές να επαγρυπνούν: Από κει μέσα μπορεί να αποδράσουν πάλι τα φοβερά παιδιά της, ικα-νά να καταχωρισθούν στα μελλοντικά εγχειρίδια της Ηθικής εγκληματολογίας, ως ήρωες, ως θύ-ματα ή ακόμη και ως θύτες, ανάλογα με τη μοίρα που θα τους επιφυλάξουν οι πολυκύμαντες εύ-νοιες και διαβολές των τόπων και των εποχών.

Page 59: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑ Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΧΑΙΡΕΙ ΣΕΒΑΣΜΟΥ

Με τη συστράτευση του Λαού –και με την επεξεργασία κι εφαρ-μογή ενός νέου Συντάγματος– είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει τω όντι μια δυνατότητα να υπερβούμε τη μεγάλη αυτή κρίση. Η νέα Μάγκνα Κάρτα πρέπει να διατηρεί τη δημοκρατία –ναι, αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις, όχι όπως συνέβαινε τα 37 πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσής μας. Διατήρηση της δημοκρατίας σημαίνει διατήρηση του κανόνα της ψήφου, που είναι η βάση όλων των μοντέρνων πολιτικών ελευθεριών. Γνωρίζουμε ότι ο κανόνας αυτός είναι το αντίθετο απ’ ό,τι πρυτάνευε στην πρω-

τόγονη δημοκρατία: στους αρχαίους Έλληνες, ο κανόνας ήταν η καταμέτρηση των ψήφων όσων ήταν ρητά έτοιμοι να πολεμήσουν για το ένα ή το άλλο στρατόπεδο, και ο Πλάτων (όπως και η ιστορία) έδειξε πώς η πρωτόγονη αυτή δημοκρατία με-τατράπηκε σε αταξία και δεσποτισμό. Η δημοκρατία με τη μοντέρνα έννοια πρέπει να οριστεί ως ένας τρόπος να κάνουμε τους ανθρώπους να ψηφίζουν για θέματα για τα οποία κανείς δεν είναι πρόθυμος να πολεμήσει. Το χαρακτηριστικό αυτό πρέπει να εξαρθεί: στο μέλλον θα είναι απαραίτητο να καλούμε τους πολίτες να ψηφίζουν για ένα σωρό πράγματα που δεν βλάπτουν την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας· και οι πολίτες πρέπει να συνεχίσουν να διαλέγουν ανάμεσα σε διαφορετικούς υπο-ψηφίους. Όμως οι υποψήφιοι αυτοί, απ’ όπου κι αν προέρχονται, πρέπει με τη σειρά τους να προεπιλέγονται από μια αληθινή ελίτ εντός της πολιτικής εξουσίας, της οικονομίας και της κουλτούρας.

Ποια λοιπόν θα είναι η «αφήγησή» μας (για να το θέσουμε όπως οι «κυβερνώ-ντες» μας); Ενώ οι πιο καλλιεργημένοι από τους αντιπάλους μας βρίσκουν μέσες-άκρες τη δική τους αφήγηση στην Αθήνα του Περικλή ή στη Φλωρεντία πριν από τους Μεδίκους –μοντέλα τα οποία πρέπει να παραδεχτούν ότι είναι ανεπαρκέστατα, ωστόσο αντάξια του πραγματικού τους σχεδίου, καθώς αμφότερα επιδεικνύουν σε γελοιωδέστατο βαθμό (και πίσω από τον ουτοπικό ριζοσπαστισμό της υπερ-δημο-κρατίας) την αδιάκοπη βία και την αταξία που τους είναι σύμφυτες–, εμείς απενα-ντίας προβάλλουμε ως δική μας αφήγηση της ποιοτικής κοινωνίας την Πολιτεία της Βενετίας, που στην εποχή της ήταν επαρκής, ακόμη και τέλεια. Ιδού η ομορφότερη κυριαρχία στην ιστορία: κανείς δεν της αντιστεκόταν, ούτε της ζητούσε να λογο-δοτεί. Σε αυτήν, επί αιώνες δεν υπήρχαν ούτε δημαγωγικά ψέματα ούτε σοβαρές φασαρίες, και ελάχιστη μόνο αιματοχυσία. Ήταν μια τρομοκρατία αμβλυμμένη από την ευτυχία, την ευτυχία του καθένας στη θέση του. Και δεν λησμονούμε ότι η ενε-τική ολιγαρχία, που επιστρατεύτηκε σε ορισμένες στιγμές ενάντια στους ένοπλους εργάτες του Αρσενάλε, είχε ήδη ανακαλύψει την αλήθεια, ότι μια ελίτ επιλεγμένη από τους εργάτες πάντοτε απορεί κι εξίσταται με τα παιχνίδια που παίζουν οι ιδιο-κτήτες της κοινωνίας.

ΚΕΝ ΣΟΡ (Αύγουστος 1975 – Αύγουστος 2011)

[�7]

Page 60: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ 2.0

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι την πρόσφατη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009, η ελ-ληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτες αναπτυξιακές επι-δόσεις. Παρά την επιτυχία αυτή, όμως, το κράτος παρέμεινε όμηρος, ως ένα βαθμό, καλά εδραιωμένων ομάδων συμφε-ρόντων, είτε αυτές ήταν συνδικάτα στον ευρύτερο δημόσιο

τομέα είτε επιχειρηματικά συμφέροντα στους παραδοσιακούς ή/και χαμηλής πα-ραγωγικότητας και προστιθέμενης αξίας κλάδους της οικονομίας. Αυτές οι ομάδες συμφερόντων ένιωσαν να απειλούνται από την πρόκληση των σαρωτικών δυνά-μεων του ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και θεώρησαν ότι τα συμφέροντά τους προστατεύονταν καλύτερα από ένα πανταχού παρόν και παντοδύναμο κράτος. Οι πολίτες, επίσης, στην πλειοψηφία τους συνέχισαν να προσβλέπουν στο κράτος για την ικανοποίηση κάθε λογής αναγκών (από αποζημιώσεις για ζημιές από φυ-σικές καταστροφές χωρίς να έχουν καταβληθεί ασφάλιστρα μέχρι την εξασφάλιση δουλειάς στο Δημόσιο). Η εξάρτηση αυτή από το κράτος έχει οδηγήσει πολλούς πολίτες στην πεποίθηση ότι όλα όσα τους συμβαίνουν δεν είναι αποτέλεσμα των δικών τους επιλογών για εργασία, αποταμίευση, μόρφωση κτλ., αλλά αποτέλεσμα παντοδύναμων εξωγενών παραγόντων, όπως για παράδειγμα, οι πλούσιοι και οι ισχυροί, oι αγορές, οι μεγάλες δυνάμεις, κ.λπ. Οι αντιλήψεις αυτές έρχονται βεβαίως σε σύγκρουση με τις ανάγκες λειτουργίας μίας σύγχρονης οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, η παρούσα κρίση χρέους αναμένεται να αφυπνίσει την κοινωνία στην αναγκαιότητα συμμορφώσεως με τους κανόνες του παγκόσμιου ανταγωνισμού, ασκώντας μία βαθιά παιδευτική επίδραση στους πολίτες.[...]

Η εθνική ανεξαρτησία και η ευημερία της χώρας δεν κερδίζεται με την υπερκατα-νάλωση και την υπερχρέωση, ούτε με την υιοθέτηση «κουτοπόνηρων» εισηγήσεων περί αθετήσεως των δανειακών της υποχρεώσεων. Κερδίζεται με την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και της αξιοπιστίας της και με την ανταγωνιστικό-τητα και την αποταμίευση. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας (σε ισοτιμίες ισο-δύναμης αγοραστικής ικανότητας) ανέρχεται στα 7,6 χιλ. δολάρια και της Ελλάδος στα 28,4 χιλ. δολάρια. Ωστόσο, η Κίνα σημειώνει συνεχή και σημαντικά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, αυξάνοντας συνεχώς τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα (τα οποία σήμερα υπερβαίνουν τα 3.100 δισ. δολάρια), ενώ η Ελλάδα καταγράφει συνεχώς μεγάλα ελλείμματα στο εξωτερικό της ισοζύγιο (τα οποία υπε-ρέβησαν τα 30 δισ. ευρώ το 2009) με αποτέλεσμα την υπερχρέωσή της, τη δημοσι-ονομική εκτροπή του 2009 και την κρίση δημοσίου χρέους το 2010. Τα νοικοκυριά στην Κίνα καταναλώνουν το 45% του ανωτέρω σχετικά χαμηλού εισοδήματός τους. Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα καταναλώνουν το 90%. Αυτή είναι η αιτία που η Ελλάδα βλέπει την ανεξαρτησία της να τίθεται σε κίνδυνο και όχι το Μνημόνιο, όπως φαίνε-ται να υποστηρίζουν πολλοί τελευταία. Αντιθέτως, το Μνημόνιο, όπως εξειδικεύθηκε πρόσφατα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2012-2015, αποτελεί τους βασικούς μηχανισμούς που εάν εφαρμοσθούν αποτελεσματικά θα δώ-σουν τη δυνατότητα στη χώρα μας να ανακτήσει στο ακέραιο τόσο την αξιοπιστία και την ευημερία όσο και την ανεξαρτησία της.

Alpha Bank, Οικονομικό Δελτίο, 115 (Ιούλιος 2011)

[�8]

Page 61: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Σήμερα ο όρος «προλεταριάτο» ισχύει τόσο άνισα για τις συ-νιστώσες του ώστε η επανάσταση εύκολα φαντάζει ατομική έγνοια. Για τους μισθωτούς, των οποίων οι μισθοί και η μα-κροχρόνια ένταξη σε συνδικάτα και ενώσεις εξασφαλίζουν μια ορισμένη, μικρή έστω, ασφάλεια για το μέλλον, κάθε πολιτι-κή δράση ενέχει τον κίνδυνο τεράστιων απωλειών. Αυτοί δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα με εκείνους που ακόμα και σήμερα έχουν να χάσουν μόνο τις αλυσίδες τους. Δουλειά και δυστυ-

χία δεν πάνε πια μαζί, οι άνθρωποι δεν τα βιώνουν και τα δύο μαζί. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι περνούν καλά, ότι οι οικονομικές σχέσεις είναι λιγότερο βίαιες ή ότι η ύπαρξη «εφεδρικού στρατού» δεν ρίχνει πια τους μισθούς. Η δυστυχία των μισθωτών συνεχίζει να είναι η συνθήκη και η βάση αυτής της κοινωνίας. Ο μισθωτός όμως δεν είναι πια το παράδειγμα αυτού που χρειάζεται κατεπειγόντως την αλλα-γή. Ακόμα και σήμερα, η πραγματοποίηση του σοσιαλισμού θα ήταν καλύτερη για τους προλετάριους από τον καπιταλισμό, η διαφορά όμως ανάμεσα στην παρούσα κατάσταση των μόνιμα εργαζόμενων και την προσωπική τους ζωή στον σοσιαλισμό μοιάζει λιγότερο βέβαιη, πιο θολή απ’ ό,τι ο κίνδυνος της απόλυσης, της δυστυχίας, της φυλακής και του θανάτου που μπορούν να προσμένουν αν τυχόν συμμετάσχουν σε έναν επαναστατικό ξεσηκωμό ή ίσως απλώς σε μια απεργία. Η ζωή των ανέργων, ωστόσο, είναι κόλαση. Τα δύο επαναστατικά στοιχεία, το άμεσο συμφέρον από τον σοσιαλισμό και μια καθάρια θεωρητική αυτοσυνείδηση, δεν είναι πια κοινό κτήμα του προλεταριάτου, αλλά βρίσκονται τώρα σε διαφορετικά κομμάτια του. Στη σημερινή Γερμανία, αυτό εκφράζεται με την ύπαρξη δύο εργατικών κομμάτων και με την τα-λάντευση πολλών ανέργων ανάμεσα στο Κομμουνιστικό και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Έτσι οι εργάτες είναι καταδικασμένοι σε πρακτική ανικανότητα.

Η αδημονία των ανέργων βρίσκει θεωρητική έκφραση στην κενή επανάληψη των συνθημάτων του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η βεβαιότητα της καταβύθισης στη δυστυχία της ανεργίας δεν αφήνει σχεδόν κανέναν που έχει ακόμα δουλειά να ακολουθήσει τα κομμουνιστικά απεργιακά καλέσματα. Ακόμα και οι άνεργοι απελ-πίζονται και παραιτούνται καθώς αντιμετωπίζουν τον φοβερό μηχανισμό εξουσίας που απλώς περιμένει να επιστρατευτεί σε έναν αιφνίδιο, ασφαλώς ακίνδυνο εμφύλιο πόλεμο, ανυπομονώντας να δοκιμάσει όλα του τα όπλα… Έτσι οι κομματικές διατα-γές χάνουν κάθε νόημα. Σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, οι ρεφορμιστές αγνοούν πλέον ότι οι συνθήκες δεν μπορούν να βελτιωθούν μέσα στον καπιταλισμό. Έχουν χάσει κάθε θεωρητική επίγνωση και οι ηγέτες τους είναι πιστή αντανάκλαση των πιο εξασφαλισμένων μελών: πολλοί προσπαθούν με κάθε τρόπο, ακόμα και με την αποκήρυξη όλων των αρχών τους, να κρατήσουν τις δουλειές τους.

Για να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση στη θεωρία, χρειάζεται να εξαλειφθεί στην πράξη ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης – και γι’ αυτό δεν αρκεί η καλή θέ-ληση. Κι ούτε χρειάζεται να γίνεται κανείς συγκαταβατικός όταν τα περιγράφει αυτά ή να παριστάνει ότι όποιος καταλαβαίνει τι συμβαίνει μπορεί και ν’ αποφύγει τις συνέπειες. Και στα δύο κόμματα υπάρχουν κάποιες από τις δυνάμεις από τις οποίες εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας.

Μαξ Χόρκχάιμερ [1927], Dämmerung. Notizen in Deutschland, 1934

[��]

Page 62: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[60]

Ταλάντωση είναι η παλινδρομική περιοδική μεταβολή οποιουδήποτε φυσικού μεγέ-θους γύρω από μία κεντρική τιμή. Η θέση του σώματος μεταβάλλεται αρμονικά

γύρω από τη θέση ισορροπίας του. «Αργά ή γρήγορα, όταν ξεκίνησαν να γίνονται, τα πράγματα δεν κώλωσαν πουθενά».1 Το ίδιο αργά ή γρήγορα σταμάτησαν. Το σφιγμένο χέρι που ασκούσε πίεση λύγισε, τα δάχτυλα άνοιξαν, η ταλάντωση ολοκληρώθηκε. Το τεντωμένο έλασμα που άγγιξε τα όρια αντοχής των υλικών του κάποια στιγμή «αρμο-νικά» επανήλθε. Επανήλθε όμως σε θέση ισορροπίας;

Η χρήση του σκληρού αποθεματικού καταστολής ήταν ως απόφαση οριακή. Η υλο-ποίησή της έμοιαζε με παιδικό παιχνίδι: αμείλικτο με πρόσοψη αθωότητας, διασκεδαστι-κό για τους νικητές, με απολύτως προβλέψιμη κατάληξη. Η ηχώ του άγριου παιχνιδιού σφύριζε και αφού τελείωσε. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Έτσι, ξαφνικά, ένα απόγευμα του όχι και τόσο καλού καιρού, απλώθηκε η μεγάλη ησυχία.

Βημάτιζε βαριεστημένα προς το περίπτερο στην πιο ασήμαντη ημερήσια τελετουρ-γία. Ο περιπτεράς έκοψε τον εθισμό με το μάτι και από τρία μέτρα απόσταση άρχισε να ξεδιπλώνει μια πλαστική φυσαρμόνικα με όλα τα τσιγάρα της αγοράς. Αυτοεξυπηρετή-θηκε, πλήρωσε και απομακρύνθηκε σαστισμένος.

Στην πρώτη ημέρα στη νέα δουλειά ήταν προετοιμασμένη για υπολογισμούς. Τα τελευταία 5 χρόνια είχε περάσει 11 «πρώτες ημέρες» και είχε πάρει τα μέτρα. Για τη δωδέκατη χρειάστηκαν 9 μήνες ανελέητο «πηγαινέλα»: 11 διά 5 επί 9, γάμησε τα. Η ταλαιπωρία και η ανακούφιση της παρείχαν διπλή θωράκιση για οτιδήποτε. Στην «καλημέρα» της εισέπραξε δυο νεύματα, ένα τυπικό χαμόγελο, μια κυρτή ανεμίζου-σα παλάμη· και μπόλικη αδιαφορία. Ξαφνιάστηκε αλλά υπολόγισε. Είπε για αρχή να βγάλει και εκείνη τον σκασμό.

Κατά τη διάρκεια των ανοιξιάτικων «γεγονότων» χανόταν στις αγέλες που κάλπα-ζαν κάτω από τα παράθυρα της σιωπηλής Τζένης των Αθηνών.2 Μετά την ταλάντωση χάθηκε στην επαρχία, φοβούμενος τα αντίποινα του «παλινορθωμένου κράτους» και κυρίως τη μνησικακία των δορυφόρων του. Ξεμύτισε όταν έπαψαν να ακούγονται ειδή-σεις για ετεροχρονισμένες διώξεις· όταν έπαψαν να ακούγονται ειδήσεις γενικώς.

Εκείνη φυλλομέτρησε την παρακμή της αγγλοσαξονικής βιτρίνας, γδάρθηκε από τη δια-τριβή, αρρώστησε με τις ίσες αποστάσεις και αποφάσισε να τις καλύψει. Μια ωραία των ημερών πακέταρε εαυτήν και επέστρεψε στη μητρίδα.3 Χωρίς νοσταλγικές αυταπάτες, χωρίς παράπονα, με φόρα. Απλώς, επέστρεψε.

Γνωρίστηκαν σε μια οθόνη LCD και ας έχουν απωθήσει τη λεπτομέρεια. Από ένα ενδιαφέρον blog που παρέπεμπε σε ένα πολιτικό site που έβγαζε σε ένα forum συζή-τησης στο Facebook και τα λοιπά. Στα καλλιστεία των απομονωμένων με συλλογικό ψευδώνυμο, στην αιχμή της εναλλακτικής μόδας. Δεν το παραδέχτηκαν ποτέ, ούτε σε οικείους ούτε μεταξύ τους. Συναντήθηκαν υπό τον τρόμο ότι είναι οι τελευταίοι ομι-λούντες στον καιρό της σιωπής, οι μόνοι ηχητικοί πομποί στο μπετόν της ησυχίας· και συγκατοίκησαν αμέσως. Στεγάστηκαν σε άλλη μια κατασκευή για πρωτόπλαστους ή

Αλέκος Λούντζης

Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τρίτο: Αφωνία

1. «Σάι-φάι. Στιγμιότυπο πρώτο: Βάθος πεδίου», Λεύγα 1, Μάρτιος 2011, σ. 50.

2. Βλ. ό.π.

3. Βλ. «Σάι-φάι. Στιγμιότυπο δεύτερο: Κάτοικοι εξωτερικού», Λεύγα 2, Μάιος 2011, σ. 64-67.

Page 63: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[61]

ναυαγούς κλειστού χώρου, με την ομοιόμορφη επιπλοποιία αναξιοποίητων ταλέντων. Είδη υγιεινής IDEAL, καναπές-κρεβάτι IKEA, μαμ, κακά και νάνι.

Η ηλεκτρονική «επανάσταση» των γέρων σιωπηλών είχε ανοίξει νησίδες στις σιδε-ρόφραχτες αποικίες αλλά πήρε παράξενη τροπή στο «κέντρο». Οι κοινωνικά δικτυω-μένοι χρήστες έκοψαν τον γόρδιο δεσμό και μπλέχτηκαν στα καλώδια. Όταν η πρω-τοπορία αφυδατώθηκε, ο εθισμός άφησε πίσω του μια τεράστια ενοχική παρτούζα που συνευρίσκεται με κωδικοποιημένα μηνύματα και απόκρυψη κλήσεως. Αποτίναξαν την τυραννία της προφορικότητας, αποστόμωσαν την εξουσία, αφέθηκαν ελεύθεροι να φω-λιάζουν στην ιδιωτική ηδονή. Μια ιδιωτικότητα τόσο ιδιωτική σαν κελί απομόνωσης.

Η σχέση μαζί της τον είχε επενδύσει με μια μεμβράνη προβλέψιμου αλλά προστα-τευτικού κυνισμού· το κέλυφος κάθε του διάθεσης. Η πρόχειρη κατασκευή ενίοτε ζάρω-νε, αλλά κατά κανόνα απορροφούσε τις εκδορές της πραγματικότητας πριν αγγίξουν τον ανθό. Ο ανθός που, μετά τις ήσυχες ημέρες της κρυψώνας, είχε γυρίσει στην ξένη πόλη που γεννήθηκε, στο ξένο διαμέρισμα που ζούσε τα τελευταία εννέα χρόνια. Είχε μόλις επιστρέψει από θερινές διακοπές, από σύντομη εξορία, από την πρωινή δουλειά, από τη βραδινή προβολή του κινηματογράφου IDEAL. Η ιδανική σύγχυση σκαλισμένη σε μια μέτριας ποιότητας ζώνη δερματίνης.

Τα πρωινά κυκλοφορούσαν ασκόπως σε μια πόλη στο mute και χωρίς ισχυρές δό-σεις αυτοσαρκασμού θα είχε ψωνιστεί τελείως. Έκανε τον κομπάρσο σε όλες τις ταινίες sci fi που είχε αφήσει στη μέση. Η παρούσα φαντασίωση δεν είχε τίποτα επιστημονι-κό και δεν έλεγε να τελειώσει. Εκείνη έβρισκε την όλη φάση διασκεδαστική. Ήταν η πραγματοποίηση της πιο απωθημένης της κατάρας: Να ξημερώσει μια ημέρα που θα το βουλώσουν όλοι. Αμήν.

Τα απογεύματα, άλλοτε συνωμοτούσαν στους ελάχιστους προφορικούς θύλακες που είχαν απομείνει και άλλοτε γκρίνιαζαν κατ’ οίκον. Μετά τον πρώτο μήνα έμοιαζαν με κορεσμένο ζευγάρι που χαρτοπαίζει μπροστά στη θάλασσα και ειρωνεύεται τα παιδιά του γιατί αντί να χαίρονται τη φύση αποβλακώνονται στο Playstation. Τα ήξεραν, τα έλεγαν, ένιωθαν ξεχωριστοί και ντρέπονταν για την κατάντια της νεολαίας.

Οι συχνοί τσακωμοί ήταν περισσότερο σύμπτωμα της ομιλούσας μεταξύ τους κα-τάστασης παρά πρόβλημα μεταξύ τους. Ένας γείτονας που τους άκουσε να ψιθυρίζουν άρχισε να χειρονομεί επιθετικά και συνέχισε με ασκήσεις σκοποβολής στο μπαλκόνι τους. Η ομολογουμένως δυσανάλογη δυναμικότητα της «απάντησής» του, έστειλε τον γείτονα στο ΚΑΤ και εκείνη ένα βήμα από την εξώπορτα. Είχε μπουχτίσει από επιδείξεις

Αχι

λλέα

ς Βο

γιατ

ζής

Page 64: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[6�]

δύναμης, δεν τις υπέφερε καθόλου. Η ταλάντωση των νεύρων τους γύρω από τη θέση ισορροπίας δεν εξελισσόταν πολύ αρμονικά. Εκτός από υποχρεωτικά αμίλητοι, έπρεπε να ζήσουν και αόρατοι στη μικρή τους πόλη.

Το βράδυ ξεκίνησαν για τη σιωπηρή διαμαρτυρία. Φορούσαν και οι δύο μαύρα όπως σημειωνόταν στο sms· σαν θεματικό πάρτι. Δύο χιλιάδες μαυροντυμένοι σιωπηλοί, ο ένας δίπλα στην άλλη, χειρονομούσαν διακριτικά για να μην προδώσουν τη στάση τους, συνευρίσκονταν ησύχως για λόγους αδιευκρίνιστους, πορεύονταν μπερδεμένοι αλλά αυτάρεσκοι στον επιτάφιο της εποχής. Αφομοιώθηκαν και οι δύο χωρίς τσιμουδιά.

Ήταν ένας παράλληλος νέος κόσμος μόνο με νεύματα, γκριμάτσες, χειρονομίες και ορφανούς διαλόγους. Όσο και να περιγράφεις, δεν λες τίποτα. Οι σιωπηλοί γλεντού-σαν την απελευθέρωση από την ομιλία σε ένα ισοπεδωτικό remix του πραγματικού: «βραχυκύκλωναν τα σεσουάρ», «έβαφαν τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσαν», παραληρούσαν δημόσια και ιδιωτικά. Σφράγιζαν κάθε λεκτική παρεμβολή με όλους τους ανορθόδοξους τρόπους: την κάλυπταν με θόρυβο, τη βάφτιζαν ακατανόητη, της πετούσαν πέτρες. Η πολιτεία είχε αρχίσει να συνηθίζει τα σιωπηλά «νέα μέτρα», όπως συνήθισε τόσα και τόσα. Η ήσυχη χώρα άκουγε τον ήχο της αναπνοής της και ανέμενε στωικά κάποιο εκκωφαντικό νέο. Τα βράδια οι οικογένειες έσμιγαν και καρφώνονταν αμίλητες στις αμίλητες ειδήσεις.

Η παρακολούθηση των τηλεοπτικών δελτίων έμοιαζε ταξίδι με καράβι τον Αύ-γουστο. Χαζεύεις από μακριά τις κινούμενες εικόνες και προσπαθείς να μαντέψεις τον σχολιασμό. Ακίνητοι άνκορμεν σε παγωμένο πλάνο, σύντομα ρεπορτάζ από το μεγάλο σιωπητήριο με επεξηγηματικούς υποτίτλους (super), μια αγχωτική εκδοχή έγχρωμου βωβού κινηματογράφου.

Από το ραδιόφωνο μεταδίδονταν σποραδικά μαγνητοφωνημένα μηνύματα για ορ-γανωτικά ζητήματα: «Παρατείνεται η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων»,

Αχι

λλέα

ς Βο

γιατ

ζής

Page 65: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[6�]

«Απεργούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Αττική», «Αναμένονται ακραία καιρικά φαινόμενα» κ.λπ. Η ρετρό φωνή από τον καιρό της ομιλίας ήταν κονσερβοποιημένη και απροσδιόριστη σαν αυτόματος τηλεφωνητής.

Η φραγή του προφορικού σήμανε τη μεγάλη ευκαιρία του γραπτού λόγου. Επιτέ-λους, έφτανε η ώρα του καταρτισμένου αναγνώστη· αν και το να διαβάζεις τις σύγ-χρονες εφημερίδες ήταν σα να χορταίνεις με τσιπς. Η σύνθεση και η αποσύνθεση των τίτλων στα ημερήσια φύλλα ήταν ενδεικτική: «Ακατανόητη βία. Δεν μπορεί να συνεχι-στεί αυτός ο κλεφτοπόλεμος»: η απορία στην εξουσία. «Ξένος δάκτυλος στα θεμέλια του κράτους»: είχαν ξεμείνει από ιδέες και έκαναν copy-paste μια παλιά χρυσή επιτυχία. «Οι καμένοι έκαψαν την πόλη. Πρέπει να σιγήσουν»: σκληρό, αλλά τουλάχιστον είχε ενδια-φέρον ο υπαινιγμός. Για τους σιωπηλούς, καμένους και αβλαβείς, δεν υπήρχαν νεόώτερα. Η αναζήτηση της έγκυρης διατύπωσης συνεχιζόταν υπό το βάρος μιας εύγλωττης κοι-νοτοπίας: «Όταν τα πράγματα συμβαίνουν, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά»: και ας είναι ο λόγος πιο απαραίτητος από ποτέ. Στην ομοφωνία δεν υπάρχουν αδιέξοδα.

Αρχικά, η αιθάλη της σιωπής νανούρισε όλους τους μετρονόμους που διέγνωσαν: «κάτι παροδικό, συμπτωματικό, μη εξηγήσιμο αλλά και μη σημαντικό, στ’ αλήθεια». Αργότερα, όταν διαπέρασε και τις πιο καλές μονώσεις, όταν εξαπλώθηκε παντού, οι «μετρονόμοι» την οικειοποιήθηκαν για να μη μετρήσουν. Η «σιωπηρή διαμαρτυρία» συγκίνησε, έγινε πηγή έμπνευσης, εξαγώγιμο προϊόν, διαφημιστικό σποτ, ελπίδα των αδικημένων, στόχος ειρωνείας των εστέτ, ανέκδοτο … λόγος και μετά πηχτή σιωπή χωρίς σαφή διαμαρτυρία. Έγινε αστική φοβία χωρίς κέντρο και χωρίς προηγούμενο.

Και όμως ο ιός δεν είχε προσβάλει τους πάντες. Ούτε καν τους περισσότερους. Όταν σίγησαν τα φερέφωνα, ο εθισμένος τηλεθεατής ένιωσε το βραχυκύκλωμα από το μέτωπο ως τα ακροδάχτυλα. Τα χειριστήρια πάγωσαν στις ιδρωμένες παλάμες και η πιο στεγανή ιδιωτικότητα πλημμύρισε με αγωνία σε 30 δευτερόλεπτα. Στον αφρό

Αχι

λλέα

ς Βο

γιατ

ζής

Page 66: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[6�]

των ημερών επέπλεαν χιλιάδες αγουροξυπνημένοι σιωπηλοί. Ένας σωρός χαλασμένα αντισώματα από 7 χρόνια φαγούρας και 2.500 νύχτες αϋπνίας. Και όμως ο ιός δεν είχε προσβάλει τους πάντες. Ίσως ούτε καν έναν.

Η ψυχογενής σιωπή, γνωστή διεθνώς ως mutismus (από το λατινικό mutitas που ση-μαίνει αφωνία) είναι μια επικοινωνιακή διαταραχή. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές… Όταν η σιωπή μετρήθηκε και χαλιναγωγήθηκε πλήρως, η υποταγή γνώρισε την πιο ασφυ-κτική μορφή της. Χωρίς κραυγή, χωρίς αντίλογο, χωρίς καν αναστεναγμό. Η κραταιά ησυχία κροτάλιζε πιο δυνατά από ερπύστριες. Οι μικρομεσαίοι άρχοντες του ιδιωτικού άλλαζαν κάθε πρωί τα κατουρημένα σεντόνια. Η βοή ερχόταν από μέσα προς τα έξω, από τα αφτιά προς το λαρύγγι· και δεν χυνόταν πουθενά. Στον ακάλυπτο της ιδιωτικής οικίας η σιωπή βαρούσε σαν κρητικός γάμος, μα κανείς δεν τολμούσε να βγει στο μπαλ-κόνι. Κανείς δεν άνοιγε το στόμα του. Δεν ακουγόταν λέξη. Όταν το «μουσικό χαλί» ξηλώθηκε, οι πεθαμένοι έκαναν πως κοιμούνται.

Όσο αιφνίδια σκέπασε το ίδιο μυστηριωδώς έσπασε· τα πάντα σε κομμάτια. Ένας για έναν και όλοι για όλους. Έμελλε να βρεθεί κάποιος. Η Τζένη, ψημένη στο παραπέ-τασμα, ήξερε να μεταβολίζει τη σιωπή χωρίς να πουλάει τα λόγια της. Είχε ασκηθεί να περιμένει, να ακούγεται χωρίς ήχο, να ξεγελάει το φόβο όταν έφτανε η στιγμή της. Είχε περάσει δώδεκα χρόνια να κοντοστέκεται, στο κλάσμα δεν δίστασε καθόλου. Καθόταν στωικά στο παράθυρο ώρα πριν. Ακόνιζε τη φωνή και τις λίγες λέξεις: Πεθαίνετε στον ύπνο σας. Δεν είναι ευχή, είναι κατάντια. Πείτε επιτέλους κάτι. Στον βουβό τόπο μπορού-σες να μετρήσεις τα βήματα στα πεζοδρόμια. Η μια φωνή έτριξε σαν κρύσταλλο, η ηχώ από τις χίλιες έσπασε το γυαλί. Εκείνος περνούσε από κάτω. Από το ίδιο παράθυρο, από την ίδια σιωπηλή Τζένη, από την ίδια φωνή που ζύγιζε όλες τις λέξεις. Ίσως και να τον περίμενε. Μπορεί για μια στιγμή τα μάτια να κρυφοέπαιξαν. Μπορεί και όχι.

Με την πρώτη πρόταση, η φανταστική διαμαρτυρία έγινε πραγματική. Ακολούθη-σε σύντομη και απόλυτη ησυχία, πραγματική και αυτή. Οι άνθρωποι όταν δεν μιλάνε καθόλου, συνήθως δεν έχουν τίποτα να πουν. Ιδιωτεύουν στα σκατά που συνήθισαν τη μυρωδιά τους. Όσοι παραμένουν ζωντανοί οφείλουν να λένε κάτι, έστω και μαλα-κίες. Αλλιώς δεν υπάρχει λόγος για τίποτα. Στην έσχατη ανάγκη, το κατοικίδιο γίνεται θηρίο. Σε ζοφερό καιρό, δεν υπάρχει τρύπα να κρυφτεί. Στο κυνήγι της τροφής του, θα στραφεί οπουδήποτε, θα είναι δίκαιο μέσα στον κύκλο του απολύτως τυχαίου, σαν αμερόληπτη δικαιοσύνη.

Όταν η πραγματική ησυχία έγινε λόγος, ο θόρυβος δεν ήταν πια ελέγξιμος. Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα αναχαίτισης, διαχείρισης, λογιστικής. Τα ιδιωτικά απαστρά-πτοντα είδη υγιεινής δεν καθάριζαν τον ιδρώτα, δεν ξέπλεναν τα υγρά. Η ροή διάβρωνε τα οστά της σκουριασμένης κλειδαριάς που κρατιόταν πια από δύο μεντεσέδες. Η τάξη των πραγμάτων, όμως, δεν άντεχε άλλα ανθυγιεινά «γεγονότα». Τότε άρχισε η μαζική διασπορά των αντιβιοτικών.

Page 67: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[6�]

Να ποια είναι η δουλειά μου μέσες άκρες: κάθε φορά που βρέχει με το τουλούμι και το νερό, καταλήγοντας από μικρά ρυάκια σε ασυγκράτητους χειμάρρους,

πνίγει αδιακρίτως ό,τι βρίσκει μπροστά του –έντομα, φυτά, ζώα ή καμιά φορά ακό-μη και απρόσεχτους ή αδιάφορους απλώς για τη ζωή τους ανθρώπους– ή τις ημέ-ρες εκείνες που όσο και να προσπαθεί κανείς δεν μπορεί να διακρίνει το παραμικρό ίχνος από σύννεφο στον ουρανό, βλέποντας τα πάντα γύρω του να παραδίνονται αβοήθητα στην πυρά του ήλιου (με λίγα λόγια δηλαδή όλες τις μέρες του χρόνου, καθώς, πράγμα παράξενο, στον τόπο που ζω ή θα έχει ήλιο ή θα βρέχει, ποτέ στη ζωή μου για παράδειγμα δεν θυμάμαι να σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, να κοίταξα προς τα πάνω και να είδα, ικανοποιώντας έτσι έναν από τους κρυφούς μου πόθους, έναν συννεφιασμένο απλώς ουρανό), στέκομαι έξω από την κεντρική είσοδο ενός εκ των κτιρίων από τα οποία απαρτίζεται το Υπουργείο, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή και χωρίς καμία σχετική προειδοποίηση, που σίγουρα θα διευκόλυνε κατά πολύ την δουλειά μου, να βγει κάποιος από τους αναρίθμητους ανώτερους υπαλλήλους, τους οποίους και έχω οριστεί να προστατεύω, εγώ και όλοι οι υπόλοιποι του σιναφιού μου, με την ομπρέλα μου, από την βροχή και τον ήλιο. Από τη Διεύθυνση εδώ και καιρό φροντίζουν να μας επισημαίνουν τακτικότατα πόσο σημαντική είναι η υγεία των ανωτέρων υπαλλήλων για την απρόσκοπτη λειτουργία του Υπουργείου –μέσα από ανακοινώσεις που μεταδίδονται ανά μία ώρα μέσω των μεγαφώνων, τα οποία εικάζεται ότι βρίσκονται κρυμμένα κάπου στις σκεπές των κτιρίων, μιας και κανένας μας δεν τα έχει δει ποτέ του, φυλλάδια τα οποία αποστέλλονται κάθε βράδυ στα δω-μάτιά μας την ώρα που κοιμόμαστε ή γραπτά συνθήματα στους τοίχους– και, κυρίως, πόσο μοιραία θα μπορούσε να αποβεί η απουσία ενός από δαύτους έστω και για λίγα μόνο λεπτά από το πόστο του. Κάποτε, λένε, ένας που είχε πουντιάσει για τα καλά (καθώς ο προσωπικός του ομπρελοκουβαλητής ήταν κατά πολύ κοντότερός του και, παρά τις επίμονες προσπάθειες που κατέβαλλε, δεν κατάφερνε να καλύπτει πλήρως το πολύτιμο κεφάλι του κυρίου του προστατεύοντάς το από τη δυνατή βροχή) και ο οποίος είχε αναγκαστεί να λείψει για δύο ολόκληρες μέρες από τη δουλειά του, έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο την ομαλή λειτουργία όχι μόνο του τομέα του, μα ολόκληρου του Υπουργείου, με αποτέλεσμα οι συνεργάτες του να τρέχουν αγχωμένοι από γραφείο σε γραφείο προκειμένου να καλύψουν το δυσαναπλήρωτο κενό κι εμείς να μπερδεύου-με πανικόβλητοι τους παρτενέρ μας. Το Υπουργείο φυσικά, ύστερα από το οδυνηρό αυτό συμβάν φρόντισε να λάβει τα μέτρα του προς αποφυγή παρόμοιων περιστατι-κών στο μέλλον: προσέλαβε λοιπόν έναν γεροδεμένο λιμενεργάτη, κοντά δύο μέτρα, αναθέτοντάς του να κουβαλάει στην αγκαλιά του –ή στους ώμους του, ανάλογα με τις περιστάσεις– τον κοντούλη ομπρελοκουβαλητή, προκειμένου ο τελευταίος να εί-ναι σε θέση πια να κάνει τη δουλειά του πιο άνετα, μα κυρίως, πιο αποτελεσματικά. Μερικά από τα πλέον σκληροπυρηνικά μέλη του Σ.Ο. (Συνδικάτο Ομπρελοκουβαλη-τών) έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν, τονίζοντας ότι η κίνηση αυτή του Υπουργείου θα καταργούσε σκανδαλωδώς οποιαδήποτε έννοια εργασιακής ισότητας, μα, ως συνή-

Γιώργος Καζαντζίδης

Ο ομπρελοκουβαλητής*

* Για ένα πρώτο σχεδίασμα, βλ. εφ. Κακοφωνίξ, Φεβρουάριος 2001, σ. 4. Η παρέλευση μίας δεκαετίας εκρίθη ικανός χρόνος ωρίμανσης των σκέψεων του συγγραφέως, ο οποίος συστηματικά λησμονεί την ομπρέλα του.

Page 68: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[66]

θως, τα παράπονά τους δεν έπιασαν τόπο. «Το ζήτημα θα διευθετηθεί οριστικά από τον ίδιο τον Υπουργό», διαβάσαμε σε ένα φυλλάδιο που διανεμήθηκε τη μέρα που ακολούθησε την αποστολή εγγράφου διαμαρτυρίας από μέρους μας, μα αντί αυτό να ικανοποιήσει το σωματείο, αντιθέτως εισπράχθηκε σαν μία τελεσίδικα αρνητική απάντηση στα αιτήματά μας, καθώς ήταν και είναι γνωστό πως, αν και ο Υπουργός είναι ένας σχετικά καλόβολος άνθρωπος –έτσι λένε τουλάχιστον, αν και κανένας από εμάς δεν τον έχει δει ή ακούσει ποτέ του– που συμμερίζεται τις αγωνίες και τις ανά-γκες μας, το έγγραφο θα έπρεπε προτού καταλήξει στο γραφείο του να εγκριθεί από διάφορες επιτροπές και υποεπιτροπές προτού κριθεί πως αφορά ένα ζήτημα άξιο της προσοχής του τελευταίου. Όλοι μας γνωρίζαμε πως η όλη διαδικασία θα έπαιρνε και-ρό –ίσως χρόνια ολόκληρα–, οπότε και αποφασίσαμε ομόφωνα πως αντί να περνάμε τις κατά τα άλλα ξέγνοιαστες μέρες μας αναμένοντας το σχετικό πόρισμα και δηλη-τηριάζοντας τη ζωή μας με ανούσιο άγχος θα ήταν φρονιμότερο να διαγράψουμε από το μυαλό μας το όλο συμβάν χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως κανείς από εμάς έπαψε ποτέ του να φθονεί τον ευνοούμενο του Υπουργείου.

Σε γενικές γραμμές δεν παραπονιέμαι: η δουλειά του ομπρελοκουβαλητή είναι σχετικά απλή, και γι᾽αυτό εύκολη, αρκεί φυσικά να έχεις συνεχώς τα μάτια σου ανοι-χτά –στο κάτω κάτω της γραφής, υπάρχει και καμιά δουλειά στην οποία δεν πρέπει να είσαι προσεχτικός σε αυτό που κάνεις;– και να βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή σε εγρή-γορση. Γιατί αν ξεχαστείς, κοιτώντας λόγου χάρη αφηρημένος τη λάσπη ή αποκοιμη-θείς καταπτοημένος από τη ζέστη και την υγρασία και δεν αντιληφθείς εγκαίρως πως ο ανώτερος υπάλληλος βγαίνει από την πόρτα έξω από την οποία στέκεσαι, αυτός ασφαλώς και δεν θα κάτσει να σε περιμένει (και με το δίκιο του, κάθε δευτερόλεπτο είναι πολύτιμο για τους ανώτερους υπαλλήλους). Έτσι θα εκτεθεί αργά ή γρήγορα στην βροχή ή στον ήλιο, και όσο η υγρασία ή η ζέστη τον ενοχλήσει άλλο τόσο αυτός θα φροντίσει να σε εκδικηθεί στο μέλλον. Κι αυτό δεν θα το κάνει αμέσως, με τρόπο ξεκάθαρο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα απολυθείς διαμιάς. Αντιθέτως θα σε αφήσει αρκετό καιρό να βασανιστείς, διασκεδάζοντας με την ιδέα ότι κάθε βράδυ θα πέφτεις για ύπνο με τον φόβο ότι την επομένη θα σου ανακοινωθεί η απόλυσή σου ή, ακόμη περισσότερο, σκεπτόμενος ότι μερικές φορές μπορεί και να ονειρεύεσαι πως μιας και δεν έχασες μέχρι τώρα τη δουλειά σου, στο τέλος μπορεί και να τη γλιτώσεις, πράγμα φυσικά αδύνατο. Και πάλι αυτό είναι το λιγότερο που μπορεί να σου κάνει. Το πλέον

Gilb

ert G

arci

n

Page 69: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[67]

αναμενόμενο είναι ότι μέχρι τελικά να απολυθείς θα βάλει τα δυνατά του να κάνει τη ζωή σου πραγματική κόλαση. Πολλές φορές, για παράδειγμα, όσο πολυάσχολος και βιαστικός και αν είναι θα κρυφοκοιτά πίσω από την πόρτα προτού βγει. Σε περίπτωση που θα αντιλαμβάνεται ότι εσύ κοιμάσαι, θα περνά από δίπλα σου βιαστικά, βήχοντας δυνατά ή κλοτσώντας σε με την άκρη του παπουτσιού του δήθεν κατά λάθος και θα επιταχύνει το βήμα του τόσο ώστε μέχρι εσύ να βγεις από τον λήθαργό σου αυτός να έχει απομακρυνθεί κι εσύ να βλέπεις μόνο την πλάτη του κλαίγοντας και βλαστημώ-ντας τον εαυτό σου για την αργοπορία του. Θα σκέφτεσαι πως πάει, αυτό ήταν, ακόμη και αν είχες μία κάποια ελπίδα ύστερα από την πρώτη ολιγωρία σου να κρατήσεις τη δουλειά σου, τώρα πια την έχεις πατήσει για τα καλά. Άλλες φορές πάλι θα βγαίνει, εσύ θα ξυπνάς εγκαίρως και τότε αυτός προσποιούμενος πως ξέχασε κάτι σε ένα από τα συρτάρια του γραφείου του θα ξαναμπαίνει μέσα στο κτίριο, ξεσπώντας σε γέλια παρέα με τους συναδέλφους του οι οποίοι θα έχουν στοιβαχτεί πίσω από την πόρτα περιμένοντας να παρακολουθήσουν το γελοίο θέαμα. Λίγες μέρες πριν, ένας από αυ-τούς σκέφτηκε κάτι ακόμη πιο διασκεδαστικό. Αφού έντυσε το σκύλο του –που είχε τις ίδιες περίπου διαστάσεις με αυτόν– με τα μαύρα ρούχα της δουλειάς του, τον φυ-γάδευσε με θόρυβο από την πόρτα. Ο συνάδελφός μου με την κούραση που είχε ούτε που κατάλαβε πως επρόκειτο απλώς για ένα κακόγουστο αστείο. Σηκώθηκε λοιπόν αγουροξυπνημένος και αλαφιασμένος και άρχισε να τρέχει μυξοκλαίγοντας πίσω από το σκυλί. Και από ό,τι φαίνεται θα του έπαιρνε πολύ ώρα να αντιληφθεί μέσα στην αναστάτωσή του την φάρσα που του έκαναν, αν δεν τον συνέφερναν τα εκκωφαντικά γέλια των ανωτέρων υπαλλήλων που είχαν ξεμυτίσει από τα παράθυρα του Υπουρ-γείου απολαμβάνοντας με την ψυχή τους το όλο θέαμα. Και γενικά γελάνε πολύ μαζί μας οι ανώτεροι υπάλληλοι. Υπάρχει μάλιστα μία φήμη, σύμφωνα με την οποία το Υπουργείο έχει εδώ και χρόνια ανακαλύψει αποτελεσματικότερα μέσα προστασίας της υγείας των υπαλλήλων του, πράγμα που αν όντως αληθεύει, καθιστά φυσικά εμάς και τις ομπρέλες μας ολότελα άχρηστους. Ωστόσο συνεχίζουν να μας κρατάνε για άλλους λόγους, τους είμαστε λέει απαραίτητοι γιατί εξαιτίας μας μπορούν και διασκεδάζουν, ξεσκάνε λιγάκι από τη μονότονη και κουραστική εργασία τους.

Μέσα όμως στον ομπρελόκοσμο κυκλοφορεί και μία άλλη φήμη, πιο παρήγορη για εμάς τους ομπρελοκουβαλητές. Οι γεροντότεροι από εμάς που ξέρουν από ιστο-ρία ισχυρίζονται πως οι πρώτοι ομπρελάνθρωποι επί γης, εκμεταλλευόμενοι σωστά το ένα και μοναδικό όπλο τους (με άλλα λόγια τις ομπρέλες τους), κατόρθωσαν με τον καιρό να υπερισχύσουν έναντι των πολυάριθμων εχθρών τους, και, καθώς ήταν από τη φύση τους σκληρόκαρδοι και εκδικητικοί, να τους αφανίσουν από τον πρώτο έως τον τελευταίο. Η στρατηγική τους ήταν σχετικά απλή: ανοίγοντας τις ομπρέλες τους και τοποθετώντας τις πάνω από τα κεφάλια των αντιπάλων τους τούς έκρυβαν τον ήλιο, μέχρις ότου οι τελευταίοι χάσουν τα λογικά τους και αυτοκτονήσουν, μην αντέχοντας το συνεχές σκοτάδι. Όταν κάποτε ξεμπέρδεψαν και με τον τελευταίο από δαύτους αποφάσισαν να το γλεντήσουν. Αυτό που φυσικά βρισκόταν στο μυαλό όλων ήταν η σκιά. Τόσο καιρό εξαιτίας των συνθηκών κάτω από τις οποίες έδιναν τη μάχη τους με τα υπόλοιπα είδη είχαν μπουχτίσει στον ήλιο, τους είχε γίνει με λίγα λόγια αφόρητος. Σαν πήγαν ωστόσο να σκεπαστούν με τις ομπρέλες τους διαπίστωσαν προς μεγάλη τους απογοήτευση πως οι τελευταίες είχαν σχεδόν καταστραφεί εξαιτίας της πολυκαιρινής χρήσης τους, ο ήλιος είχε δυστυχώς για αυτούς αλλοιώσει ανεπα-νόρθωτα το ύφασμα από το οποίο ήταν φτιαγμένες. Βλαστημώντας τον με τις γροθιές τους υψωμένες, προσπάθησαν να τις επιδιορθώσουν, μάταια όμως. Ο Θεός λένε σκέ-

Page 70: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[68]

φτηκε να τους τιμωρήσει με τον τρόπο αυτό για την αλαζονεία του είδους τους. Μην μπορώντας λοιπόν να τον υπομείνουν άλλο πια, αποφάσισαν με τον καιρό να χτίσουν ένα τεράστιο θολωτό οικοδόμημα μέσα από το οποίο δεν θα μπορούσε να περάσει η παραμικρή αχτίδα – αν και για να μην ξεχάσουν ολότελα πως είναι να ζεις έξω, στον πραγματικό κόσμο, προνόησαν να τοποθετήσουν σε κεντρικά σημεία του θόλου αρ-κετές εκατοντάδες γεννήτριες και προβολείς που κάθε τόσο τίθενται σε λειτουργία φωτίζοντας την σκοτεινή κατοικία τους. Αφότου το τελείωσαν σχετικά γρήγορα –η ανάγκη τους πίεζε– μπήκαν μέσα και επιτέλους βρήκαν την ησυχία τους. Άθελά τους όμως ξεχάστηκαν, εθίστηκαν στη σκιά και αποφάσισαν πως δίχως αυτή δεν θα μπο-ρούσαν πια να ζήσουν. Όπως όμως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι ομπρελάνθρωποι ήταν από τη φύση τους δραστήριοι και αλαζόνες, πολύ γρήγορα κατάλαβαν πως δεν θα μπορούσαν να υπομείνουν για πολύ τη ζωή τους δίχως να έχουν κάποιον με τον οποίο θα αναμετριόνται, ικανοποιώντας έτσι τον εγωισμό τους. Εφηύραν λοιπόν τους ανωτέρους υπαλλήλους, οι οποίοι και είναι –λένε– προγραμματισμένοι να βγαίνουν από τις αναρίθμητες πόρτες του Υπουργείου ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ωθώντας έτσι τους ομπρελοκουβαλητές να ανταγωνίζονται αναμεταξύ τους σε ετοιμότητα και ταχύτητα. Με τον καιρό, όπως ήταν φυσικό, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους φούντωσε, δεν ήταν ράτσα που μπορούσε να κρατηθεί για πολύ μακριά από έριδες και φιλονικίες και η κακία και ο φθόνος έπληξε τις σχέσεις τους. Οι πονηρότεροι από αυτούς προ-χώρησαν σε δολιοφθορές των εσωτερικών ρολογιών των ανωτέρων υπαλλήλων, και κάπως έτσι λένε θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι απότομες έξοδοι μερικών από τους τελευταίους καθώς και τα γέλια και οι κοροϊδίες που ακολουθούν.

Όλα αυτά ωστόσο αν έγιναν, έγιναν πολύ καιρό πριν. Με την πάροδο του χρόνου, οι δύο εκδοχές μπερδεύτηκαν η μία με την άλλη και κανείς ούτε οι ανώτεροι υπάλ-ληλοι ούτε οι ομπρελοκουβαλητές γνωρίζουν ποιος πραγματικά έχει το πάνω χέρι. Η υποψία σέρνεται στα πρόσωπα όλων ανεξαιρέτως και αν κάτι μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά είναι πως και οι δύο πλευρές φοβούνται την αλήθεια η μία περισσότερο από την άλλη, έχοντας πια μάθει η καθεμία να ζει ανώδυνα και ευτυχισμένα μέσα στην αβεβαιότητα.

Page 71: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[6�]

Λένε ότι το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης της ζωής. «Καθρέφτης σου είμαι κοι-νωνία και σου μοιάζω», όπως έλεγε η ιερόδουλη στα «Ναυάγια» της Γαλάτειας

Καζαντζάκη. Αν το δούμε από αυτό το πρίσμα, η περίφημη φράση του Όσιμ, «η μπάλα είναι πόρνη», αποδίδει στη στρογγυλή θεά, εξ αντανακλάσεως ίσως, την ιδιότητα που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στην ίδια τη ζωή. Την οποία όμως συνεχίζουμε να αγα-πάμε, κατά το γηπεδικό «όσο μας πληγώνεις, τόσο μας πωρώνεις».

Η ζωή είναι στρογγυλή, απρόβλεπτη, χτυπάει στο δοκάρι και διαψεύδει τα μεγάλα όνειρα για λίγα εκατοστά. Πολλές φορές κυλάει βαρετά, σαν στημένο παιχνίδι, με προκαθορισμένους ρόλους και ταξικά όρια για τον καθένα. Με μπόλικο κατενάτσιο και διαρκή αντίσταση, για να μη μας πάρουν πίσω τα κεκτημένα. Χιμαιρικές αντεπι-θέσεις, όπου συνήθως δεν κατεβάζουμε πολύ κόσμο στην αντίπαλη περιοχή – κι αν το κάνουμε, δεν έχουμε επιτελικό σχέδιο για να σκοράρουμε. Αλλά κι ελάχιστες στιγμές χαράς κι ικανοποίησης, κάτι σαν γκολ της τιμής στο τέλος. Παραφράζοντας τον γνω-στό ορισμό του Λίνεκερ για το ποδόσφαιρο, θα λέγαμε ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι με διάφορες κοινωνικές τάξεις που έρχονται αντιμέτωπες και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι εκμεταλλευτές. Ενώ το γκολ παραμένει άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους. Ακόμα κι οι καλύτεροι επιθετικοί σπάνια έχουν καλύτερο ποσοστό ευστοχίας από ένα γκολ ανά επτά τελικές προσπάθειες, κατά μέσο όρο. Κι είναι εντελώς αμφίβολο ότι η ζωή θα μας δώσει τόσες ευκαιρίες.

Ας το πάρουμε αντίστροφα. Τα περισσότερα σύγχρονα ομαδικά αθλήματα αποτε-λούν μετουσίωση αρχέγονων ενστίκτων και προσομοιώνουν στις σημερινές συνθήκες το πρωτόγονο κυνήγι. Γι’ αυτό και ο κοινωνιολόγος Ντέσμοντ Μόρις έδωσε στη με-λέτη του για το άθλημα τον τίτλο: «Η φυλή του ποδοσφαίρου».

Η φυλή είναι η ομάδα που συνεργάζεται για να φτάσει στον στόχο και να πετύχει την αντίπαλη εστία που συμβολίζει το θήραμα. Το οποίο στέκεται ακίνητο, αλλά αυτό αντισταθμίζεται από τον τερματοφύλακα και τους αμυντικούς που το προστατεύουν κι αυξάνουν το βαθμό δυσκολίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εμείς αποκαλούμε κυνηγό στα ελληνικά, τον παίκτη που αγωνίζεται στη θέση του κεντρικού επιθετικού-σέντερ φορ.

Παράλληλα, το ποδόσφαιρο έχει ενσωματώσει μια σειρά χαρακτηριστικά που κα-θρεφτίζουν τη σημερινή ταξική κοινωνία. Τον καταμερισμό ρόλων στην ενδεκάδα, που θυμίζει τον καταμερισμό εργασίας στην παραγωγή. «Ταξικές» διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιθετικών, που προσφέρουν γκολ και θέαμα, και των περιφρονημένων αμυντικών. Αλλοτρίωση του παίκτη που γίνεται γρανάζι μιας συστηματοποιημένης μηχανής, χωρίς φαντασία και πρωτόβουλο πνεύμα. Κι επιστασία της ομάδας από τον προπονητή, που έχει διευθυντικό δικαίωμα πάνω στους παίκτες και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους μεταθέσει στον πάγκο ή στην κερκίδα.

Παρά τις εσωτερικές διακρίσεις και τα ιεραρχικά της χαρακτηριστικά, μια οργα-νωμένη ομάδα είναι ανώτερη από ένα άναρχο μπουλούκι που παίζει χύμα για τη χαρά

Βασίλης Κρίτσας

Σπορτ-ΜατΗ σχέση του αθλητισμού με τον ιστορικό υλισμό*

* Απ’ τις αρχικές συλλαβές των ρώσικων λέξεων για τον αθλητισμό και τον υλισμό (ματεριαλισμό), κατ’ αντιστοιχία των κωδικοποιημένων ονομασιών που είχαν δώσει οι σοβιετικοί στο διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό (Δια-ματ και Ιστ-ματ αντίστοιχα).

Page 72: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[70]

της συμμετοχής, περίπου όπως οι οργανωμένες ταξικές κοινωνίες ήταν ανώτερες από τις πρωτόγονες αγέλες. Αλλά το ζητούμενο παραμένει η διαλεκτική υπέρβαση, το «οργανωμένο χάος». Μια ομάδα που να καταργεί τις θέσεις μες στο γήπεδο, όπως ο Άγιαξ των 70ς και να επανεφευρίσκει την χαμένη χαρά του παιχνιδιού, όπως η Μπαρ-τσελόνα. Με τον ίδιο τρόπο που η εργασία στον κομμουνισμό δεν θα στοχεύει στους δείκτες παραγωγής, αλλά αποκλειστικά στη χαρά της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναλυτές των αστικών μέσων ονόμασαν αυτό το στιλ παιχνιδιού ολοκληρωτικό –total football– προκειμένου να το σπιλώσουν και να δυσφημήσουν την ουσία του.

Η ιστορική πορεία του ποδοσφαίρου είναι παράλληλη με αυτήν του καπιταλι-σμού. Ξεκίνησε στην Αγγλία, τον καιρό που ο Μαρξ μελετούσε την οικονομία της κι έγραφε το Κεφάλαιο. Είδε την χώρα που το γέννησε να χάνει τα σκήπτρα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο, αλλά να κρατάει τον αυτοκρατορικό μεγαλισμό, παρά την παρακμή της – όπως και στην πολιτική. Και τα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ να κλέβουν ταλέ-ντα και πρώτες ύλες από τον Νέο Κόσμο της (Λατινικής) Αμερικής, για να βγάλουν οικονομικά κι αγωνιστικά οφέλη.

Το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο αναδύει τη σαπίλα του συστήματος. Κακό θέαμα, λίγα γκολ, στημένοι αγώνες, τζόγος, βία, αναβολικά, μπράβοι, λαμόγια, ραντεβού θανάτου, διαιτητές, ξέπλυμα χρήματος κ.ά. Το κοινοτικό κεκτημένο χάνεται μαζί με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, την κοινή ώρα έναρξης των αγώνων, τις κοιλί-τσες των παικτών, που πρέπει να έχουν προδιαγραφές υπεραθλητών για να σταθούν σε κορυφαίο επίπεδο, και τη φωνή του Μανώλη Μαυρομάτη. Σήμερα οι εκφωνητές κι οι παίκτες μοιάζουν να έχουν βγει –με ελάχιστες εξαιρέσεις– από το ίδιο άχρωμο κι άοσμο καλούπι.

Η κοινωνία του μέλλοντος θα βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά, δίνοντας καινούρια χαρακτηριστικά στο παιχνίδι. Οι ομάδες θα είναι αυτοδιαχειριζόμενες στα πρότυπα της Κορίνθιανς του Σόκρατες, ενώ διαιτητές και προπονητές θα καταστούν περιττοί και θα απονεκρωθούν μαζί με τα υπόλοιπα κρατικά όργανα. Οι παίκτες των δύο ομά-δων θα επιλύουν μόνοι τους τις υποθέσεις τους, χωρίς να προσφύγουν σε κάποιον άρχοντα –του αγώνα και γενικά– για να διευθύνει την αναμέτρηση. Όπως παίζουν δηλαδή οι παρέες στις αλάνες. Ένα είδος πρωτόγονου κομμουνισμού, που θα οικοδο-μηθεί μελλοντικά σε ανώτερη βάση.

Ο αθλητισμός προσφέρει πολλά παραδείγματα για φιλοσοφικούς στοχασμούς. Π.χ. για το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία. Οι μεγάλοι αστέρες φαίνονται στα κρίσιμα και λάμπουν όταν δεν υπάρχει φως στο τούνελ. Αλλά δεν κερδίζουν μόνοι τους τον αντίπαλο. Η μονάδα αναδεικνύεται μέσα από το σύνολο – κι αντι-στρόφως. Ο Μέσι στη Μπαρτσελόνα είναι πρώτο βιολί σε μια ομάδα-ορχήστρα, που δίνει παράσταση σε κάθε αγώνα και τον κάνει κονσέρτο για πολυβόλα. Αλλά στην Αργεντινή γίνεται αγνώριστος, όπως όλοι οι υποψήφιοι διάδοχοι του Μαραντόνα. Ούτε κι ο ίδιος ο Ντιέγκο δεν κατάφερε να ξορκίσει, ως προπονητής, την κατάρα του στο περσινό Μουντιάλ.

Εκεί δηλαδή που οι Ισπανοί συμπαίκτες του Μέσι στην Μπαρτσελόνα στέφθηκαν πρωταθλητές κόσμου. Μπορεί να μην είχαν φαντεζί παίκτη σαν τον Μέσι, να κούρα-σαν κάποιους με το τίκι-τάκα, και να είχαν τη χαμηλότερη επιθετική συγκομιδή πρω-ταθλήτριας στα χρονικά (μόλις επτά γκολ σε ισάριθμα ματς, όλα από μπλαουγκράνα). Αλλά μετέφεραν σχεδόν αυτούσιο στην εθνική το στυλ της Μπάρτσα με τη γνωστή κατοχή μπάλας, και κυριάρχησαν στη διοργάνωση.

Η μέθοδος είναι πιο σημαντική από το ατομικό ταλέντο. Κι ο Λένιν έλεγε ότι

Page 73: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[71]

κανείς δεν κατάλαβε πραγματικά το Κεφάλαιο του Μαρξ χωρίς να διαβάσει τη Λο-γική του Χέγκελ. Εννοώντας βασικά τη μέθοδο του Μαρξ και τις κατηγορίες της διαλεκτικής: ουσία, φαινόμενο, απλούστατη αφαίρεση (το εμπόρευμα), ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο κ.λπ. Κι αν ο Χέγκελ πέφτει κάπως στρυφνός στις μάζες για να τον καταλάβουν, μπορούν να δουν τη δουλειά του Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό για να κατανοήσουν την σημασία της μεθόδου. Όποιος παίζει έξυπνα και μεθοδικά, παίρνει νίκες και τίτλους ακόμα και όταν αποδυναμώνεται (απώλεια Πέκοβιτς, Γιασικεβίτσιους) ή αντιμετωπίζει θεωρητικά ανώτερους αντι-πάλους (Μπαρτσελόνα).

Η μέθοδος του Ομπράντοβιτς φέρνει με τη σειρά της στο προσκήνιο τη σχέση του υποκειμενικού παράγοντα με τις αντικειμενικές συνθήκες. Αντικειμενική μπορεί να είναι η υπεροχή μιας ομάδας – π.χ. του καπιταλιστικού μπλοκ απέναντι στη σοβιετι-κή Ρωσία. Αυτό σημαίνει ότι αν παίξουν δέκα φορές μεταξύ τους, οι καπιταλιστές θα κερδίσουν τις περισσότερες. Αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι ντετερμινιστικά προκα-θορισμένο. Πόσο μάλλον που η ιστορία είναι σαν νοκ-άουτ αγώνας, χωρίς περιθώρια –στρατηγικής– ήττας. Εκεί μπαίνει το ζήτημα της δράσης του υποκειμένου. Τι μπορεί να κάνει για αξιοποιήσει τις αντιφάσεις του αντιπάλου και να κερδίσει;

Αν οι σύντροφοι ερμήνευαν με ποδοσφαιρικούς όρους τα ιστορικά γεγονότα που τους σημάδεψαν, θα είχαν πιο νηφάλιες προσεγγίσεις από τις σημερινές. Πώς να μη στήσεις τείχος του Βερολίνου γύρω από την εστία σου, όταν οι παγκόσμιοι συσχε-τισμοί είναι εναντίον μας – σαν να παίζουμε με παίκτη λιγότερο; Και πώς να μην απαιτείς σιδερένια πειθαρχία μες στην ομάδα, όταν δεν μιλάμε καν για ένα παιχνίδι, αλλά για –ταξικό– πόλεμο διαρκείας;

Από την άλλη όμως... Πώς να μην αγανακτείς, όταν έχεις χρυσή ευκαιρία στο 44΄, κι αστοχείς προ κενής εστίας, με τους αστούς να λείπουν στο Κάιρο; Πώς να μη σα-στίζεις όταν χάνεις με ανατροπή του σκορ –και του σοσιαλισμού– με γκολ στο 89’ και το 91΄; Σαν την ανατροπή της Γιουνάιτεντ στον τελικό της Βαρκελώνης! Είναι μετά να μην κλαις γοερά, σαν τον Σάμουελ Κουφούρ, πεσμένος στο χορτάρι; Και να μην ψάχνεις για τον προδότη Γκόρμπι, που ήταν πιασμένος από τον αντίπαλο, και έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του στη σέντρα; Πώς αλλιώς να εξηγήσεις την παρακμή και την ήττα μιας ομάδας με τόσο βαριά φανέλα, τέτοιο υλικό και ιστορία;

Κι έτσι φτάσαμε στο τέλος της ιστορίας. Τριπλό σφύριγμα λήξης. Κι ο Γκόρμπι μας πρόδωσε, πριν κοράκι σφυρίξει τρις. Μαύρο κοράκι με νύχια γαμψά. Αλλά ο αγώνας μας δεν τελείωσε. Είμαστε ιστορικά αισιόδοξοι για την εργατική ρεβάνς και τον τρίτο γύρο. Vencerémos.

Page 74: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

[7�]

Page 75: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011

Παίρνω θέση, προτείνω ιδέες ενόψει της Συνδιάσκεψης της 3ης Σεπτέμβρη 2011

Το «Πρόγραμμα Επανεκκίνησης» στην οικονομία, την κοινωνία και το κράτος που φιλοδοξούμε να διαμορφώσουμε στην Εθνική μας Συνδιάσκεψη, στις 3 Σεπτεμβρίου 2011, έχει ανάγκη τη δική σου γνώμη, τον δικό σου ιδιαίτερο προβληματισμό. Συ-μπλήρωσε το παρακάτω ερωτηματολόγιο και πάρε θέση απέναντι σε κρίσιμα ζητήματα όπως είναι οι στόχοι και τα οράματα της σοσιαλδημοκρατίας, οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, το μεταναστευτικό, οι προτεραιότητες του κοινωνικού κράτους.

Ερωτήσεις και θέσεις

Ποια πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη σας, η προτεραιότηταστη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης (ιεραρχήστε κατά σειρά)

❏ Η απέλαση των παράνομων μεταναστών❏ Η απέλαση των παράνομων και η παρότρυνση των νόμιμων να εγκαταλείψουν τη χώρα❏ Η ενίσχυση της ένταξης των νόμιμων μεταναστών❏ Η απέλαση όλων όσοι δεν έχουν αληθινό δικαίωμα ασύλου❏ Η δημιουργία αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου και χορήγησης ασύλου❏ Η ένταξη των μεταναστών στο ΙΚΑ

Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα σήμερα είναι…; (διαλέξτε ένα από τα παρακάτω)

❏ Ανύπαρκτο❏ Λειτουργεί μόνο προς όφελος των συντεχνιών❏ Υπερβολικά δαπανηρό για αυτά που παρέχει ❏ Σωστά προσανατολισμένο, δεν χρειάζεται σοβαρές αλλαγές❏ Θετικό αλλά χρειάζεται σοβαρές αλλαγές στο πού στοχεύει❏ ΔΓ/ΔΑ

Μέσα στις παρούσες συνθήκες τι πιστεύετε σχετικά με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και του κοινωνικού κράτους; (διαλέξτε ένα από τα παρακάτω)

❏ Είναι έννοιες ασύμβατες❏ Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ανταγωνιστικότητα❏ Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο κοινωνικό κράτος❏ Πρέπει να συμβαδίζουν απόλυτα❏ Βρίσκονται σε σωστή σχέση μεταξύ τους που πρέπει να διατηρηθεί❏ ΔΓ/ΔΑ

Τελικός οραματικός στόχος των Σοσιαλδημοκρατικών/Σοσιαλιστικών κομμάτων πρέπει να είναι: (διαλέξτε ένα από τα παρακάτω)

❏ Να μικραίνουν διαρκώς τις ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών ❏ Να καταργήσουν ολοκληρωτικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής❏ Να προσφέρουν τις δυνατότητες ώστε κάθε άνθρωπος να αναπτύσσει την προσωπικότητά του ελεύθερα και αυτόνομα❏ Να εγκαθιδρύσουν μία μεικτή οικονομία (Ιδιωτικός-Δημόσιος-Κοινωνικός Τομέας)

Είστε μέλος ή φίλος του ΠΑΣΟΚ; (διαλέξτε ένα από τα παρακάτω)

❏ Είμαι μέλος του ΠΑΣΟΚ❏ Είμαι φίλος του ΠΑΣΟΚ❏ Δεν έχω καμία τέτοια ιδιότητα❏ Άλλο

http://survey.pasok.gr/index.php?sid=84885&lang=el

Page 76: Λεύγα 03: Σεπτέμβριος 2011