217
ΑΙΟΛΟΣ Α ρθουρ Μ αχεν

Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα της μαύρης σφραγίδας

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΙΟΛΟΣ

Αρθουρ Μαχεν

Page 2: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

α' έκδοση στην ελληνική γλώσσα: εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ 1995

Τίτλοι πρωτοτύπων: The Novel of the Black Seal, The inmost Light, The bright Boy, The White People, N.

To εξώφυλλο είναι από σχέδιο του Μπρους Πένιγκτον

© 1995, για τη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα: εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ, Μάνης 5α, Αθήνα 106 81, τηλ.-φαξ: 3301553

Ι8ΒΝ 960-7267-69-9

Page 3: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Α Ρ Θ Ο Υ Ρ M A X E N

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ

ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΓΙΔΑΣ και

άλλα διηγήματα

Μετάφραση: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ Επιλογή - πρόλογος: ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1995

Page 4: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος 9

Η Νουβέλα της μαύρης Σφραγίδας 15 Το απόκρυφο Φως 69 Το έξυπνο Αγόρι 107 Οι λευκοί Άνθρωποι 147 Ν 197

Page 5: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Όπως σε όλο σχεδόν το έργο του, έτσι και σ' αυτά τα πέντε ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα διηγήματά του, ο σπουδαίος Oυαλός συγγραφέας Άρθουρ Μάχεν (1863-1947), αυτή η εξέχουσα μορ-φή της φανταστικής λογοτεχνίας, διερευνά ουσιαστικά τη μυ-στικιστική αρχέγονη φύση του κακού, ωσάν θεμελιώδες και συ-γκεκριμένα αναπόσπαστο ισορροπιστικό στοιχείο της Δημιουρ-γίας. Επιχειρεί αυτήν τη διερεύνηση μέσω της λογοτεχνικής διεργασίας και μέσω του είδους εκείνου που ονομάστηκε λογο-τεχνία τρόμου, διότι τα σύμβολα που χρησιμοποιεί για να εκ-φράσει την κοσμοθεωρία του τα αντλεί από το περίφημο «γοτ-θικό μυθιστόρημα», που κι αυτό με τη σειρά του έλκει την κα-ταγωγή του από τα λαϊκά παραμύθια φρίκης και τρόμου του γερμανόφωνου χώρου της Κεντρικής Ευρώπης. Τα σύμβολα αυ-τά μπορεί να είναι όλα τα παραδοσιακά διαβολικά όντα, απόγο-νοι και αιώνιοι φορείς του Κακού, αλλά και διάφορα σύγχρονα της νέας βιομηχανικής εποχής· ο Μάχεν βρίσκεται στο μεταί-χμιο αυτής της μεταβατικής εποχής, της βικτοριανής που ανα-χωρεί και της τεχνολογικής-επιστημονικής που έρχεται. Έτσι, η πρώιμη επιστημονική φαντασία που αρχίζει να κάνει δειλά την εμφάνισή της, βρίσκει στο πρόσωπό του έναν από τους πλέον ενδιαφέροντες εκπροσώπους και εκφραστές της. Θα πρέ-πει ωστόσο να τονιστεί ότι ο Μάχεν δεν καταφεύγει στα παρα-δοσιακά ή σύχρονα σύμβολα απλώς και μόνο για να τα περιγρά-ψει ή για να σχεδιάσει μια επιδερμική ιστορία τρόμου. Εκείνο που τον ενδιαφέρει κυρίως είναι η αλήθεια, η πραγματικότητα, η ουσία και η «ψυχή» που εμπεριέχουν. Η θέση του είναι ξεκά-θαρη και σαφής, «...Ζούμε σ' έναν κόσμο γεμάτο μυστήρια που μας προκαλούν δέος», υπογραμμίζει με το στόμα του καθηγητή Γκρεγκ στο «Μαύρη Σφραγίδα», «...σκοπεύω να εξερευνήσω το

Page 6: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

10 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μεγαλύτερο απ' όλα τα μυστήρια, το μυστήριο του ανθρώπου». Έτσι, αποκρυπτογραφώντας την παραμυθένια ομορφιά με την οποία η λαογραφία περιτύλιξε τα διάφορα σύμβολα, σε μια προ-σπάθειά της να εξορκίσει αυτό που ήταν, ο Μάχεν μας τα πα-ρουσιάζει τέτοια ακριβώς που είναι: Πλάσματα που προέρχο-νται από τη Σκοτεινή Πλευρά της Δημιουργίας του Ανθρώπου. Ένας κόσμος διαβολικός, τερατώδης- ο φυσιολογικός, ο εκ Θεού καταγόμενος, αντιπαρατιθέμενος με αυτόν, υφίσταται την καταλυτική και φρικαλέα συμπεριφορά και εκδήλωση του. Σε τελευταία ανάλυση, αυτός ο Αλλος Κόσμος του Σκότους, που εγκαινιάστηκε από τον Πεπτωκότα Αγγελο, δεν είναι παρά ο Ταξιδευτής ανά τους αιώνες, του Κακού, με όποια μορφή και αν παρουσιάζεται αυτό. Αλλά το Κακό, συγκρινόμενο με το Καλό, μοιάζει ισχυρότερο, παντοδύναμο, ικανό να μολύνει τα πάντα. Τον Ανθρωπο κυρίους, ως πιο ευάλωτο και ως πιο επιρρεπή στις προκλήσεις, αλλά και τη φύση ολόκληρη. Ζώα, φυτά και άψυχα είναι έτοιμα να ενδώσουν σ' αυτό. Οι φυσικοί φορείς του φρο-ντίζουν και το διαδίδουν κατάλληλα ανασύροντάς το από τις αιώνιες κρύπτες του οι οποίες βρίσκονται στο εσωτερικό του ανθρώπου, επομένως ο άνθρωπος πρέπει να παραμένει μονίμους άγρυπνος για να μην επιτρέψει την είσοδο του στον κήπο για μια φορά ακόμη. Είναι φανερό ότι η σύγκρουση διαιωνίζεται και οι αντίπαλοι βρίσκονται συνεχώς σε θέση μάχης. Ο Άρθουρ Μάχεν μας παρουσιάζει μ ' έναν εντυπωσιακό τρόπο διάφορες παραλλαγές της σχέσης και επαφής των δύο αυτών αιώνιων μονομάχων.

Η Νουβέλα της Μαύρης Σφραγίδας θεωρείται από τα πιο α-ντιπροσωπευτικά του κι ένα από τα πλέον προσωπικά• παρου-σιάζει το Μικρό Λαό, του οποίου τα μέλη είναι απόγονοι των πλασμάτων που κατοικούσαν στις Βρετανικές Νήσους πριν έρ-θουν σ' αυτές οι Κέλτες. Είναι νανοειδή, τερατόμορφα πλάσματα που σκοτώνουν όποιον έχει την ατυχία να μπει στην περιοχή τους. Αυτή η περιοχή, παρόλο που εξωτερικά παρουσιάζεται με τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού προβιομηχανικού τοπίου, ω-στόσο για το εξασκημένο μάτι, το διορατικό και ευαίσθητο, υποβάλλει αμέσως με την ατμόσφαιρα της. «...Για μια στιγμή αισθάνθηκα βυθισμένη στην άβυσσο του παντός, σαν χαμένη σ'

Page 7: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11

έναν κόσμο μυστικό, όπου τίποτε ζωντανό δεν υπήρχε παρά μόνο το κελάρυσμα του νερού, η μυρωδιά των πράσινων φύλλων και η ανάσα της καλοκαιριάτικης νύχτας». Όμως η αίσθηση αυτή την επόμενη κιόλας στιγμή γίνεται πιο συγκεκριμένη, πιο υποδηλωτική του μη φυσιολογικού, του ξένου, του αρνητικού που την κατοικεί. «Τα πάντα φαίνονταν σαν μαγεμένα, σαν στοι-χειωμένα, λες και φυσούσε μέσα τους πνοή αρχαίας ζωής».

Αυτή την «αρχαία ζωή» κι αυτόν το «μυστικό κόσμο» διερευνά ο Μάχεν αναζητώντας τα στις κρυφές, απάτητες, όσες έχουν απομείνει ακόμη παρθένες γωνιές της φύσης. Απ' αυτήν τη σκο-πιά θεωρώντας τα πράγματα, μπορεί κανείς να εκλάβει τον Μά-χεν, υπό την ευρεία, βεβαίως, έννοια του όρου, ως έναν αναρ-χικό, εφόσον απορρίπτει το δόγμα της Γραφής, «πίστευε και μη ερεύνα». Ο Μάχεν πιστεύει μεν αλλά ερευνά, αναζητά, ψάχνει. Αεν αρκείται όμως στη θεωρητική έρευνα. Ξεκινώντας από τις μαρτυρίες των κειμένοιν, ζητά την απόδειξη, την ειτιβεβαίωση της αλήθειας, κρούοντας θύρες και επιχειρώντας να ανοίξει τις πύλες για να εισέλθει στο άγνωστο, στο άδυτο, στο «απαγορευ-μένο», για να δει την άλλη όψη του κόσμου και του ανθρώπου, ιδίοις όμμασι, ό,τι και αν του συνεπιφέρει αυτό, ό,τι και αν συνεπάγεται, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Στη Μαύρη Σφραγίδα αναζητά την αλήθεια για τις νεράιδες και τα ξωτικά, όπως ονομάζονται τα όντα του Μικρού Λαού. Η ύπαρξή τους είναι δεδομένη, κατά το συγγραφέα (άποψη που ασπαζόταν κι ο αμερικανός συγγραφέας Άμπρααμ Μέριτ), αλλά σε αντίθεση με την παραδοσιακή αγαθή και χαριτωμένα παιχνι-διάρικη μορφή τους, είναι κακόβουλα, διαβολικά πλάσματα, ό-πως ήδη ειπώθηκε. Τα όντα αυτά δεν είναι καθόλου μεταφυσικά, καθόλου αποκυήματα της φαντασίας, είναι υπαρκτά, ζουν, α-ναπαράγονται και διαιωνίζονται- απλώς δεν ακολούθησαν την εξαντλητική πορεία των άλλων πλασμάτων, αλλά διατήρησαν τις ιδιομορφίες τους και τα γενετικά χαρακτηριστικά τους ως σήμερα. Για να υποστηρίξει την άποψη του ο Μάχεν καταφεύγει στον Όμηρο, ο οποίος κάνει λόγο για «άναρθρα ομιλούντες», υπονοώντας κάποια πανάρχαιη φυλή όντων που πρέπει να «μι-λούσε μια γλώσσα που ελάχιστα θα διέφερε απ' τις άναρθρες κραυγές των άγριων κτηνών». Μνημονεύει επίσης και τις αισχυ-

Page 8: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

12 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

λικές Ερινύες που μετονομάστηκαν Σεμνές για ευνόητους λό-γους. Όπως γίνεται, λοιπόν, φανερό, το περίφημο Κακό-Φρίκη του γοτθικού θρύλου είναι μια φοβερή πραγματικότητα που διαιωνίζεται, εμφανιζόμενη κάθε φορά με τα χαρακτηριστικά της εποχής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο καθηγητής Γκρεγκ ξεκινώντας από έναν πανάρχαιο σφραγιδόλιθο, το μυθικό Εξη-κοντάλιθο, σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός ρωμαίου συγγραφέα, θα έρθει σ' επαφή μ ' αυτό το κακό, που χρονολογείται γύρω στα τέσσερις χιλιάδες χρόνια, δηλαδή στις σκοτεινές αρχές της δημιουργίας, και του οποίου η μορφή εδώ είναι ένας εφιαλτικός συνδυασμός γυμνοσάλιαγκα και φιδιού. Η Μαύρη Σφραγίδα θα μεταπλαστεί έξοχα πάλι από τον Χ. Φ. Λάβκραφτ στη γοητευ-τική του νουβέλα, Ο τρόμος του Νιάνγουιις.

Το Απόκρυφο Φως, το πρώτο χρονολογικό διήγημα του βι-βλίου, είναι ένα χαρακτηριστικό βικτοριανό δείγμα Ε. Φ. και τρόμου, την εποχή που η Ε. Φ. άρχιζε να αρθρώνει προσωπι-κό λόγο, χάνοντας σταδιακά τα γοτθικά στοιχεία της, και να διαμορφώνεται σε αυτόνομο είδος. Τα αποτελέσματα της προα-ναφερθείσης επαφής των δύο κόσμίον κάνουν εδώ τη φοβε-ρή εμφάνισή τους. Ένα «επιστημονικό» πείραμα αποκαλύ-πτει το κτήνος που ενυπάρχει στον άνθρωπο — ή το εγκαθιστά εντός του. «Ήταν το πρόσωπο μιας γυναίκας κι ωστόσο δεν ήταν πρόσωπο ανθρώπινο... ήταν το κεφάλι ενός σάτυρου... Εί-χα κοιτάξει το παράθυρο ενός συνηθισμένου σπιτιού και είχα δει την κόλαση ορθάνοιχτη μπροστά μου». Καταλαβαίνει αμέ-σους κανείς ότι η φρίκη του τέρατος, το ίδιο το τέρας κατοικοε-δρεύει μέσα στον άνθρωπο- είναι η αρχαία κληρονομιά του, η άλλη του όψη. Το πρόσωπο, ίσως το αυθεντικό, κάτω από το προσωπείο • και συνήθως αρκεί ένα κάποιο γεγονός, σημαντικό ή ασήμαντο, για να το φέρει στο φως. Και αυτό κάνει στην προκειμένη περίπτωση ο καθηγητής Μπλακ — το όνομα του εξάλλου είναι χαρακτηριστικό και μας παραπέμπει στην τερα-τική καταγωγή του. Με τη βοήθεια της επιστήμης, που εδώ παίζει το ρόλο του συνεργού και βοηθού του Διαβόλου, δη-μιουργεί τις προϋποθέσεις επανεμφάνισης και διαιώνισης του αρχαίου κακού που εμφωλεύει στα εσώψυχα του ανθρώπου. Με πολύ πιο εφιαλτικά αποτελέσματα θα επεξεργαστεί την ιδέα αυ-

Page 9: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13

τη και στοιχεία του μύθου ο Χ. Φ. Λάβκραφτ στο διήγημα του, Το Πλάσμα στο Κατώφλι.

Το Έξυπνο Αγόρι είναι ίσως το πιο ρεαλιστικό, τουλάχιστον εξωτερικά, διήγημα του βιβλίου. Αλλά ακόμη και σ' αυτό εξε-τάζεται η άγνωστη φύση του Κακού που ενυπάρχει στον άνθρω-πο. Το διήγημα μπορεί να διαπραγματεύεται μια ρεαλιστική πε-ρίπτωση, αλλά το ασυνήθιστο που τη διακρίνει δεν αφήνει αμ-φιβολίες για τους λόγους για τους οποίους ασχολείται μ' αυτήν ο συγγραφέας. Το διεστραμμένο ζευγάρι που πρωταγωνιστεί (η καταγωγή του πρέπει να αναζητηθεί στο περίφημο Στρίψιμο της Βίδας, του Χένρι Τζέιμς), είναι φύσει και θέσει εκπρόσωποι του Κακού. Αεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι εκείνος εκδη-λώνει τον ζωώδη εαυτό του στο δάσος, φυσική κατοικία των αρχαίων κτηνών. Αλλά και ο «μικρός» Χένρι δεν είναι παρά ένα έκτρωμα, μια διαστρέβλωση της φύσης, ένα αφύσικο πλάσμα του οποίου η υπόσταση παραπέμπει στα όντα του Μικρού Λαού.

Στο ίδιο πνεύμα αναζήτησης της Φύσης του Κακού, κινείται και το τέταρτο διήγημα, Οι Λευκοί Άνθρωποι, που αρχίζει με μια συζήτηση του σκοτεινού αυτού φαινομένου, για να εξαχθεί κάποια στιγμή το συμπέρασμα ότι το κακό είναι ένα μοναχικό πάθος της ψυχής. Στόχος του η προσπάθεια να επιτευχθεί ξανά η πτώση και να κλαπεί η μυστική γνώση των αγγέλων. Στη νέα χώρα των πεπτωκότων, λοιπόν, αγγέλων, οι οποίοι το μόνο που έχουν διατηρήσει από την προηγούμενη ουράνια φύση τους είναι πλέον μια εξωτερικά απατηλή και μάλλον απωθητική λευ-κότητα, θα ταξιδέψει η μικρή ηρωίδα του διηγήματος που κι αυτή ανήκει στην άλλη όχθη• είναι απόγονος του Κάιν κι όχι του Αβελ, διότι διαθέτει το Σημάδι. Κι εκεί θα βιώσει μέσα από μια σειρά δραματικών παραμυθιών το αρχέγονο κακό αλλά και την καταγωγή της: Μια απόγονος της πρώτης γυναίκας του Α-δάμ, της Λίλιθ, του θηλυκού βρικόλακα, θα καλέσει τα ερπετά και θα συνευρεθεί μαζί τους, μια άλλη θα μεταμορφωθεί σε φίδι κι η ίδια η μικρή ηρωίδα θα θυσιαστεί στο β(ομό του εωσφορι-κού ειδώλου, θύμα-σφάγιο της μαύρης πίστης της. Το Κακό τρέφεται και σαρκώνεται μόνο από τέτοιες ανθρωποθυσίες.

Το τελευταίο διήγημα της συλλογής βασίζεται στην ιδέα ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι, τελείους διαφορετικοί μεταξύ τους,

Page 10: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

14 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

πού μπορεί να συνυπάρχουν ταυτόχρονα, που «... αλληλοεισ-δύουν και επηρεάζουν ο ένας τον άλλον». Έτσι, το παράθυρο ενός σπιτιού σε κάποιο προάστιο του Λονδίνου, μια περιοχή που επηρέαζε πάντα αρνητικά τους κατοίκους της, είναι μια σήραγγα χρόνου που οδηγεί σ' έναν τέτοιο αρνητικό κόσμο.

Η θεματική καθώς και πλήθος σύμβολα του Άρθουρ Μάχεν χρησιμοποιήθηκαν, όπως ήδη ειπώθηκε προηγουμένως, δη-μιουργικά από τον Χ. Φ. Λάβκραφτ, ο οποίος στη μυθολογία αλλά και στην τεχνική τον Ουαλού συγγραφέα βρήκε πολλές λύσεις για την οικοδόμηση του έργου του, με τη σημαντική διαφοράς ωστόσο, ότι το γήινο κακό του Μάχεν στον Λάβκραφτ παίρνει κοσμικές αλλά υλικές πάντα διαστάσεις. Το Κακό στον Μάχεν εκπορεύεται από το Σατανά και κατοικεί στη Γη, στον Λάβκραφτ εκπορεύεται από την Ύλη και κατοικεί στο Σύμπαν.

Μάκης Πανώριος Μάρτιος 1995

Page 11: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας
Page 12: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑ ΥΡΗΣ ΣΦΡΑΓΙΔΑΣ ΟΠΩΣ ΤΗ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ Η ΝΕΑΡΗ ΚΥΡΙΑ

ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΛΕΙΣΕΣΤΕΡ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

—Βλέπω ότι είστε φανατικός ορθολογιστής, είπε η κυρία. Δε με ακούσατε που έλεγα λίγο νωρίτερα ότι έχω ζήσει εμπειρίες ακόμα πιο τρομαχτικές; Ήμουν κι εγώ κάποτε σκεπτικίστρια, αλλά μετά από όσα έμαθα δεν έχω πια καμιά αμφιβολία.

—Μαντάμ, απάντησε ο κ. Φίλιπς, κανένας δεν μπορεί να με κάνει να απαρνηθώ τις πεποιθήσεις μου. Ποτέ δεν πρόκειται να πιστέψω, ή να προσποιηθώ ότι πιστεύω, πως δύο συν δύο ίσον πέντε^ ούτε και θα δεχτώ ποτέ την ύπαρξη δίπλευρων τριγώνων.

—Είστε λίγο βιαστικός, επέμεινε η κυρία. Μου επιτρέπετε να σας ρωτήσω αν ακούσατε ποτέ το όνομα του καθηγητή Γκρεγκ, που υπήρξε αυθεντία στην εθνολογία και τις άλλες συναφείς επιστήμες;

—Όχι μόνο έχω ακούσει το όνομά του, αλλά γνωρίζω πάρα πολλά για τον καθηγητή Γκρεγκ, είπε ο Φίλιπς. Τον θεωρού-σα πάντοτε σαν έναν από τους πιο οξυδερκείς και ανοιχτόμυα-λους παρατηρητές. Το τελευταίο του βιβλίο, το Εγχειρίδιο Ε-θνολογίας, νομίζω ότι είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί ποτέ στο είδος του. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο αυτό έπεσε στα χέ-ρια μου λίγο μετά το τρομερό ατύχημα που έθεσε τέρμα στη ζωή και την καριέρα του Γκρεγκ. Παραθέριζε, νομίζω, εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι σε ένα εξοχικό σπίτι στη Δυτική Αγγλία, και πνίγηκε σ' ένα ποτάμι. Αν θυμάμαι καλά, ποτέ δε βρέθηκε το πτώμα του.

—Κύριε, είμαι σίγουρη ότι είστε άνθρωπος διακριτικός. Γί-νεται φανερό αυτό από τη συνομιλία μας. Απ' την άλλη, ο τίτλος και μόνο της μικρής εργασίας σας που μου αναφέρατε, φανερώνει ότι δεν είστε κενόδοξος. Με μια κουβέντα, νομίζω ότι μπορώ να σας εμπιστευθώ. Έχετε την εντύπωση ότι ο καθηγη-

Page 13: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

18 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

τής Γκρεγκ είναι νεκρός. Αντίθετα, εγώ έχω λόγους να πιστεύω ότι δε συμβαίνει κάτι τέτοιο.

—Τι; φώναξε έκπληκτος ο Φίλιπς. Εννοείτε ότι διέπραξε κά-ποια απάτη; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Ο Γκρεγκ ήταν έντιμος και καθαρός άνθρωπος· η ιδιωτική του ζωή ήταν αψεγάδιαστη. Παρόλο που εγώ έχω απελευθερωθεί απ' τις αυταπάτες, νομίζω ότι εκείνος ήταν ένας ειλικρινής και πιστός χριστιανός. Προ-φανώς δεν εννοείτε ότι κάποια βρόμικη ιστορία τον ανάγκασε να φύγει απ' τη χώρα, έτσι;

—Και πάλι βιάζεστε, κύριε, απάντησε η γυναίκα. Δεν εννοώ τίποτε τέτοιο. Πρέπει να σας πω ότι ο καθηγητής Γκρεγκ έφυγε ένα πρωί από κείνο το σπίτι υγιέστατος, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Ποτέ δε γύρισε πίσω. Τρεις μέρες αργότερα βρέθη-καν πάνω σε μια άγρια λοφοπλαγιά, πολλά μίλια μακριά απ' το ποτάμι, το ρολόι του, η αλυσίδα του, το πορτοφόλι του, που περιείχε τρεις χρυσές λίρες και κάμποσες ασημένιες, και το δαχτυλίδι που φορούσε πάντα στο χέρι του. Όλα αυτά τα αντι-κείμενα βρέθηκαν δίπλα σ' ένα κομμάτι ασβεστόλιθο με παρά-ξενο σχήμα. Ήταν τυλιγμένα σε μια παλιά περγαμηνή και δε-μένα με έντερα ζώου. Όταν ξετυλίχτηκε το δέμα, αποκαλύφθηκε στο εσωτερικό μέρος της περγαμηνής μια επιγραφή γραμμένη με κάποια κόκκινη ουσία. Τα γράμματα δεν ανήκαν σε κανένα γνωστό αλφάβητο, αλλά έμοιαζαν με παρεφθαρμένη μορφή της σφηνοειδούς γραφής.

—Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά, τόνισε ο Φίλιπς. Μήπως θα μπορούσατε να μου τα διηγηθείτε αναλυτικότερα; Ακούγονται μάλλον περίεργα και ανεξήγητα και θα ήθελα να ρίξουμε κάποιο φως στο μυστήριο.

Η νεαρή κυρία φάνηκε για μια στιγμή να διστάζει, αλλά α-μέσως μετά άρχισε να του διηγείται τη

ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑ ΥΡΗΣ ΣΦΡΑΓΙΔΑΣ

—Κατ' αρχήν πρέπει να σας δώσω ορισμένες πληροφορίες για τη ζωή μου. Ο πατέρας μου ήταν πολιτικός μηχανικός. Ο-νομαζόταν Στίβεν Λάλι. Δυστυχώς, πέθανε ξαφνικά, όταν ήταν ακόμη στην αρχή της καριέρας του, πριν προλάβει να μαζέψει

Page 14: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑ ΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 19

κάποια χρήματα που θα στήριζαν τη χήρα του και τα δυο ορ-φανά του. Η μητέρα μου μόχθησε πολύ για να μεγαλώσει εμένα και τον αδερφό μου. Ζούσαμε σ' ένα μικρό, απόμερο χωριό, γιατί εκεί η ζωή ήταν πολύ φτηνότερη απ' ό,τι στην πόλη · αλλά και πάλι αναγκαζόμαστε να κάνουμε αυστηρότατη οικονομία. Ο πατέρας μου ήταν έξυπνος και διαβασμένος άνθρωπος. Το μόνο που μας άφησε ήταν μια εκλεκτή συλλογή των καλύτερων Ελ-λήνων, Λατίνων και Άγγλων κλασικών. Τα βιβλία αυτά ήταν η μόνη διασκέδαση μας. Ο αδερφός μου, θυμάμαι, έμαθε λατινικά μελετώντας τις Meditationes, του Καρτέσιου, ενώ εγώ, αντί να διαβάζω παραμύθια όπως συνηθίζουν όλα τα μικρά παιδιά, περ-νούσα τον καιρό μου μεταφράζοντας τα Gesta Romanorum. Έτσι μεγαλώσαμε· ήμαστε δυο ήσυχα και μελετηρά παιδιά. Όταν ενηλικιωθήκαμε, ο αδελφός μου πήγε στο Λονδίνο κι έγινε δάσκαλος, ενώ εγώ συνέχισα να ζω στο χωριό. Η καημένη η μητέρα μου είχε μείνει ανάπηρη και χρειαζόταν τη φροντίδα μου. Πέθανε πριν από δυο χρόνια περίπου μετά από οδυνηρή, πολύμηνη αρρώστια. Έμεινα μόνη και η οικονομική μου κατά-σταση ήταν τραγική. Πούλησα τα λιγοστά έπιπλα του σπιτιού για να πληρώσω τα χρέη, και τα βιβλία τα έστειλα στον αδερφό μου, ξέροντας ότι σ' εκείνον θα ήταν περισσότερο χρήσιμα. Ήμουν πλέον εντελώς μόνη. Γνώριζα ότι ο καημένος ο αδελφός μου δεν κέρδιζε πολλά χρήματα. Όταν ήρθα στο Λονδίνο με την ελπίδα να βρω κάποια δουλειά, προσφέρθηκε να αναλάβει τα έξοδα μου. Δέχτηκα αλλά μόνο για ένα μήνα· του είπα ότι αν σ' αυτό το διάστημα δεν έβρισκα δουλειά, τότε θα προτιμούσα να πεθάνω απ' την πείνα παρά να του στερήσω τις λιγοστές λίρες που είχε βάλει στην άκρη για μια ώρα ανάγκης. Νοίκιασα ένα δωμάτιο σ' ένα μακρινό προάστιο, το φθηνότερο που μπόρεσα να βρω. Ζούσα με ψωμί και τσάι, και περνούσα τον καιρό μου απαντώντας μάταια σε μικρές αγγελίες και οργώνοντας, ακόμα πιο μάταια, τους δρόμους του Λονδίνου ψάχνοντας για δουλειά. Οι μέρες και οι βδομάδες περνούσαν, και οι προσπάθειες μου απέβαιναν άκαρπες. Η προθεσμία που είχα θέσει στον εαυτό μου εξέπνευσε, και αντιμετώπιζα πλέον το ζοφερό ενδεχόμενο του θανάτου από την πείνα. Η σπιτονοικοκυρά μου ήταν καλή γυ-ναίκα. Καταλάβαινε την τραγικότητα της κατάστασής μου και

Page 15: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

20 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

δε με πέταγε στο δρόμο. Δεν απόμενε παρά να φύγω με δική μου πρωτοβουλία και να βρω ένα μέρος να πεθάνω ήσυχα. Ήταν χειμώνας τότε· μια πυκνή λευκή ομίχλη απλωνόταν στους δρό-μους, και όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο πυκνή. Ήταν Κυριακή, θυμάμαι, και η σπιτονοικοκυρά μου είχε πάει στη λειτουργία. Γύρω στις τρεις μετά το μεσημέρι, γλίστρησα έξω από το σπίτι και απομακρύνθηκα με βήμα αργό, γιατί ήμουν εξαντλημένη απ' την πείνα. Οι σιωπηλοί δρόμοι ήταν τυλιγμένοι στην ομίχλη· μια πυκνή πάχνη σκέπαζε τα κλαδιά των δέντρων, ενώ ένα στρώμα πάγου είχε αρχίσει να σχηματίζεται πάνω στους φράχτες και το ψυχρό οδόστρωμα. Βάδιζα αδιάφορη, χωρίς να κοιτάζω τις ταμπέλες με τα ονόματα των δρόμων βάδιζα χωρίς προσανατολισμό. Όσα θυμάμαι από κείνη τη μέρα δεν είναι παρά θραύσματα ενός κακού ονείρου, ενός εφιάλτη που στοίχειωσε στη μνήμη. Για πολλή ώρα περπατούσα, ή μάλλον παρέπαια, σε δρόμους αστικούς και εξοχικούς· μέσα στο νεφελώδη κόσμο της ομίχλης, απ' τη μια πλευρά μου απλώνο-νταν γκρίζα χωράφια και απ' την άλλη πολυτελείς βίλες, που οι τοίχοι τους αντανακλούσαν τις κιτρινωπές λάμψεις των αναμ-μένων φανοστατών. Όλα φαίνονταν εξωπραγματικά: τοίχοι από κόκκινα τούβλα και φωτισμένα παράθυρα, πού και πού κάποια δέντρα, χέρσα χωράφια που λαμπύριζαν στην ομίχλη, γκαζόλα-μπες που το φως τους διαπερνούσε τις λευκές σκιές, σιδηροδρο-μικές γραμμές που χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα κάτω από υπερυψωμένες αποβάθρες, το πράσινο και το κόκκινο φως των φαναριών στα σταυροδρόμια —και όλα αυτά δεν ήταν παρά στιγμιαίες εικόνες που αναβόσβηναν στο κουρασμένο μου μυα-λό και τις υπνωτισμένες απ' την πείνα αισθήσεις μου. Κάπου κάπου άκουγα γρήγορα βήματα να αντηχούν στο οδόστρωμα· άνθρωποι βαριά ντυμένοι με προσπερνούσαν, περπατούσαν γρή-γορα για να ζεσταθούν, έτρεχαν για να χωθούν στο σπίτι τους, όπου τους περίμενε το αναμμένο τζάκι και το καλωσόρισμα των συγγενών ή των φίλων τους. Αλλά καθώς σκοτείνιαζε και πλη-σίαζε η νύχτα, οι διαβάτες αραίωναν. Μετά από λίγη ώρα βάδιζα στους δρόμους ολομόναχη. Περπατούσα μες στη λευκή σιωπή απελπισμένη, σαν να περπατούσα μες στα συντρίμμια μιας πυρ-πολημένης πόλης. Σιγά σιγά ένιωθα τις δυνάμεις μου να με ε-

Page 16: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΗΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑ ΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 21

γκαταλείπουν, κάτι απ' τη φρίκη του θανάτου περικύκλωνε και πλάκωνε την καρδιά μου. Ξαφνικά, μόλις έστριψα σ' ένα σταυ-ροδρόμι, κάποιος με πλησίασε διακριτικά κάτω από ένα φανο-στάτη, και με ρώτησε με ευγενική φωνή ποια ήταν η Άβον Ρόουντ. Η ανθρώπινη φωνή με αιφνιδίασε, με συνέτριψε, έκανε την καρδιά μου κομμάτια. Σωριάστηκα στην άκρη του πεζοδρο-μίου και, μέσα σε μια κρίση υστερίας, άρχισα να κλαίω και να γελώ ταυτόχρονα. Είχα βγει στους δρόμους για να πεθάνω, είχα εγκαταλείψει το έσχατο καταφύγιο μου, αποχαιρετώντας για πάντα ελπίδες και αναμνήσεις· η πόρτα είχε κλείσει με δύναμη πίσω μου, βροντερά και ορμητικά σαν καταιγίδα· μια σιδερένια κουρτίνα είχε πέσει πάνω στη σύντομη ζωή μου και είχα περπατήσει σ' ένα κόσμο ζόφου και σκιάς, είχα κάνει την είσοδο μου στη σκηνή της πρώτης πράξης του θανάτου. Και ύστερα είχε έρθει η περιπλάνηση μου μες στην ομίχλη, μες στη λευκότητα του παντός, στους άδειους δρόμους και την πνιχτή σιωπή. Και τώρα, που άκουγα μια φωνή, μια ανθρώπινη φωνή, ήταν σαν να αναδυόμουν από την άβυσσο του θανάτου και να ξαναγυρνούσα στη ζωή. Μέσα σε λίγα λεπτά κατάφερα να συ-νέλθω και να σηκωθώ. Μπροστά μου στεκόταν ένας μεσόκοπος τζέντλεμαν με ευχάριστο παρουσιαστικό και καθαρά, κομψά ρούχα. Με κοίταξε ξαφνιασμένος, και, προτού προλάβω να του απαντήσω ότι δε γνώριζα τη γειτονιά —στην πραγματικότητα δεν ήξερα καν πού βρισκόμουν— μίλησε με ήρεμη και επιβλη-τική φωνή.

«Αγαπητή μου κυρία», είπε, «φαίνεστε σε πολύ άσχημη κατά-σταση. Δεν ξέρετε πόσο με τρομάξατε. Μου επιτρέπετε να σας ρωτήσω τι σας βασανίζει; Σας διαβεβαιώ ότι μπορείτε να μου έχετε απόλυτη εμπιστοσύνη».

«Είστε πολύ ευγενικός», απάντησα, «αλλά φοβάμαι ότι δεν μπορείτε να με βοηθήσετε. Δεν υπάρχει πλέον καμιά ελπίδα για μένα, κύριε».

«Ω, ανοησίες, ανοησίες! Είστε πολύ νέα για να λέτε τέτοια πράγματα. Ελάτε, ας περπατήσουμε λίγο. Πρέπει να μου εξηγή-σετε το πρόβλημα σας. Ίσως μπορέσω να σας βοηθήσω».

Υπήρχε κάτι το ανακουφιστικό και πειστικό στους τρόπους του. Καθώς περπατούσαμε, του διηγήθηκα σε γενικές γραμμές

Page 17: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

22 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

την ιστορία μου και του μίλησα για την απόγνωση που με έ-σπρωχνε στο θάνατο.

«Κάνετε λάθος που παραδίνεστε τόσο εύκολα», τόνισε μόλις τέλειωσα. «Ένας μήνας δε φτάνει για να τα καταφέρει κανείς στο Λονδίνο. Ακούστε με προσεκτικά, Μις Λάλι. Το Λονδίνο δεν είναι ανοχύρωτο και ανυπεράσπιστο· είναι μια πόλη οχυρω-μένη, που περιβάλλεται από βαθιές τάφρους και ισχυρούς προ-μαχώνες. Όπως συμβαίνει σε όλες τις μεγάλες πόλεις, οι συν-θήκες ζωής εδώ έχουν γίνει εξαιρετικά τεχνητές· δεν υπάρχει πια μόνο ένα απλό περίφραγμα που αντιστέκεται στον πολιορκητή —άντρα ή γυναίκα— που προσπαθεί να καταλάβει με έφοδο την πόλη. Τώρα έχει να αντιμετωπίσει κανείς πυκνές γραμμές λε-πτών κατασκευών, ορύγματα και πηγάδια, που απαιτούν μεγάλη επιδεξιότητα για να τα ξεπεράσει. Εσείς, μες στην αφέλεια σας, πιστέψατε ότι αρκεί να φωνάξετε για να γκρεμιστούν αμέσως τα τείχη· όμως στην εποχή μας δεν επιτυγχάνονται πια τόσο αστρα-πιαίες νίκες. Κάντε κουράγιο· θα μάθετε σύντομα το μυστικό της επιτυχίας».

«Αλίμονο, κύριε!», αντέτεινα, «χωρίς αμφιβολία έχετε δίκιο, μόνο που εγώ αυτό τον καιρό κινδυνεύω να πεθάνω απ' την πείνα. Μιλήσατε για ένα μυστικό· για το όνομα του Θεού, πέστε μου ποιο είναι, αν υπάρχει έστω και μια στάλα οίκτου στην καρδιά σας».

Χαμογέλασε πονηρά. «Δυστυχώς, υπάρχει ένα πρόβλημα», είπε. «Αυτοί που γνωρί-

ζουν το μυστικό, ακόμα κι αν θέλουν, δεν μπορούν να το πουν μοιάζει πάρα πολύ με το άφατο και άρρητο βασικό δόγμα του ελευθεροτεκτονισμού. Όμως μπορώ να σας πω το εξής: μόνη σας, χωρίς τη βοήθεια κανενός, καταφέρατε τουλάχιστον να διεισδύσετε στον εξωτερικό φλοιό του μυστηρίου», κατέληξε χαμογελώντας ξανά.

«Σας παρακαλώ, μη με κοροϊδεύετε», είπα. «Τι έχω κάνει, que sais-je*; Δεν είμαι καν σε θέση να γνωρίζω αν και πότε θα φάω το επόμενο γεύμα μου».

«Ζητώ συγνώμη. Με ρωτήσατε τι έχετε κάνει. Σας απαντώ:

*Τι ξέρω; (Γαλλικά στο πρωτότυπο- Σ.τ.Μ.)

Page 18: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑ ΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 23

συναντήσατε εμένα. Ελάτε, ας μη διασταυρώνουμε άλλο τα ξίφη μας. Βλέπω ότι είστε αυτοδίδακτη —μορφωθήκατε με τη μόνη μέθοδο με την οποία μπορεί να αποκτήσει κανείς σοβαρές γνώ-σεις— κι εγώ αυτή την εποχή αναζητώ γκουβερνάντα για τα δυο μου παιδιά. Βλέπετε, εδώ και μερικά χρόνια είμαι χήρος. Το όνομά μου είναι Γκρεγκ. Σας προσφέρω, λοιπόν, τη θέση αυτή. Τι θα λέγατε για ένα μισθό εκατό λιρών το χρόνο;»

Μόλις που πρόλαβα να ψελλίσω τις ευχαριστίες και την ευ-γνωμοσύνη μου. Ο κ. Γκρεγκ μου έχωσε στο χέρι την κάρτα του με τη διεύθυνση του και ένα χαρτονόμισμα, μου είπε να τον επισκεφθώ σε μια ή δυο μέρες, με αποχαιρέτησε με μια βαθιά υπόκλιση και απομακρύνθηκε.

Έτσι γνωρίστηκα με τον καθηγητή Γκρεγκ. Είναι να απορεί-τε μετά, που η ανάμνηση της απόγνωσης και του παγωμένου αέρα, που είχε φυσήξει πάνω μου μεσ' απ' τις πύλες του θανά-του, με έκανε τελικά να τον θεωρώ δεύτερο πατέρα μου; Πριν περάσει μια βδομάδα είχα αναλάβει τα καθήκοντα μου στο σπίτι του. Ο καθηγητής είχε νοικιάσει ένα παλιό πλινθόχτιστο αρχο-ντικό σ' ένα δυτικό προάστιο του Λονδίνου. Εκεί, ανάμεσα σε όμορφες πρασιές και περιβόλια, ακούγοντας το γαλήνιο ψίθυρο των αρχαίων φτελιών που λίκνιζαν τα κλαδιά τους πάνω απ' τη στέγη, άρχισε το νέο κεφάλαιο της ζωής μου. Γνωρίζετε τη φύση των ενασχολήσεων του καθηγητή και δε θα εκπλαγείτε ακούγοντας ότι το σπίτι ήταν γεμάτο βιβλία ή ότι ντουλάπια γεμάτα παράξενα και, ως επί το πλείστον, αποτρόπαια αντικεί-μενα κάλυπταν κάθε διαθέσιμο χώρο των αχανών, χαμηλοτάβα-νων δωματίων. Ο Γκρεγκ ήταν απ' τους ανθρώπους που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η γνώση. Σύντομα μοιραζόμουν κι εγώ τον ενθουσιασμό του για τη μάθηση και δεν άργησε να με κυ-ριέψει το πάθος της έρευνας. Μετά από λίγους μήνες ήμουν πια μάλλον γραμματέας του παρά γκουβερνάντα των παιδιών του. Πέρασα πολλές νύχτες καθισμένη στο γραφείο του, στο φως του αμπαζούρ, ενώ εκείνος βάδιζε πάνω κάτω, μπροστά στο αναμμέ-νο τζάκι, υπαγορεύοντας μου το κείμενο του Εγχειριδίου Εθνο-λογίας. Αλλά κάθε φορά, ανάμεσα στις σοβαρές και σαφείς κου-βέντες του, εντόπιζα κάτι κρυμμένο, διέκρινα να υποβόσκει ένας πόθος, μια λαχτάρα για κάτι που ποτέ δεν εκφραζόταν ρητά.

Page 19: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

24 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Ήταν φορές που σταματούσε ξαφνικά την υπαγόρευση και βυ-θιζόταν σε μια ονειροπόληση, γοητευμένος, θα έλεγε κανείς, από τη διαφαινόμενη προοπτική μιας περιπετειώδους ανακάλυψης. Το βιβλίο τελικά έφτασε στο τέρμα του. Οι τυπογράφοι μας έ-στειλαν τα δοκίμια και ο καθηγητής τα εμπιστεύτηκε σ' εμένα για την πρώτη διόρθωση, ενώ εκείνος ανέλαβε την τελική ανά-γνωση. Όλο αυτό το διάστημα η ανία που φαινόταν να του προκαλεί η τρέχουσα δουλειά του αυξανόταν διαρκώς. Δε θα ξε-χάσω την ημέρα που ήρθε, γελώντας χαρούμενα σαν σχολιαρό-παιδο, και μου έδωσε το πρώτο αντίτυπο του τυπωμένου βιβλίου.

«Ορίστε», είπε, «τήρησα τον όρκο μου. Είχα ορκιστεί να γρά-ψω κάτι, και το έγραψα. Τώρα είμαι πια ελεύθερος να ασχοληθώ με πράγματα παράξενα. Ήρθε η στιγμή να σας εξομολογηθώ, μις Λάλι, ότι ζηλεύω τη δόξα και τη φήμη του Κολόμβου. Ελ-πίζω ότι από δω και πέρα θα με δείτε να παίζω τον ρόλο του εξερευνητή».

«Δυστυχώς», είπα, «ελάχιστες χώρες έχουν απομείνει προς ε-ξερεύνηση. Για κακή σας τύχη γεννηθήκατε με καθυστέρηση μερικών εκατοντάδων ετών».

«Νομίζω ότι κάνετε λάθος», απάντησε. «Εξακολουθούν να υ-πάρχουν ακόμη, να είστε βέβαιη γι' αυτό, πολλές ανεξερεύνητες χώρες και παράξενες ήπειροι. Αχ, μις Λάλι! πιστέψτε με, ζούμε σ' έναν κόσμο γεμάτο μυστήρια που μας προκαλούν δέος και πολλές φορές δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι μέλλει γενέσθαι. Η ζωή δεν είναι κάτι απλό, δεν είναι φαιά ουσία και σωροί φλεβών ή μυών, έτοιμοι να υποχωρήσουν στο νυστέρι του χει-ρούργου. Ένα απ' αυτά τα μυστήρια σκοπεύω να εξερευνήσω κι εγώ, το μεγαλύτερο από όλα, το μυστήριο του ανθρώπου· για να τα καταφέρω όμως, για να ανακαλύψω αυτή την άγνωστη μέχρι τώρα χώρα, θα πρέπει να διασχίσω θάλασσες μανιασμέ-νες, ωκεανούς απέραντους και ομίχλη πολλών χιλιάδων ετών. Γνωρίζετε, προφανώς, το μύθο της χαμένης Ατλαντίδας· τι θα λέγατε, λοιπόν, αν ήταν αληθινός και αν εγώ ήμουν ταγμένος απ' τη μοίρα να ανακαλύψω αυτή την υπέροχη γη;»

Ένιωσα τον ενθουσιασμό να υποφώσκει στα λόγια του και διέκρινα στο πρόσωπο του την έξαψη του κυνηγού. Μπροστά μου στεκόταν ένας άντρας που πίστευε ότι προορισμός του ήταν

Page 20: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑ ΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 25

να κονταροχτυπηθεί με το άγνωστο. Ένα κύμα χαράς με κυρίεψε στη σκέψη ότι κατά κάποιο τρόπο θα τον ακολουθούσα κι εγώ στην περιπέτειά του· αισθάνθηκα να με καίει κι εμένα η φλόγα και το πάθος του κυνηγού, χωρίς να πάψω ταυτόχρονα να αναρωτιέμαι τι άραγε να ήταν αυτό που θα ανακαλύπταμε.

Το επόμενο πρωί ο καθηγητής Γκρεγκ με κάλεσε στο μελε-τητήριό του. Ολόκληρος ο ένας τοίχος καλυπτόταν από μια μεγάλη αρχειοθήκη, η κάθε θυρίδα της οποίας είχε τη δική της ετικέτα. Τα αποτελέσματα τόσων χρόνων πνευματικού μόχθου ήταν τοποθετημένα και ταξινομημένα σ' ένα χώρο λίγων τετρα-γωνικών μέτρων.

«Ορίστε», είπε, «αυτή είναι η ζωή μου. Εδώ βρίσκονται όλα όσα κατάφερα με τόσους κόπους να συγκεντρώσω. Μη νομίζετε ότι είναι πολλά· στην πραγματικότητα είναι ελάχιστα· αλλά παρ' όλ' αυτά, δεν το βάζω κάτω, σκοπεύω, έστω και μ' αυτά τα λίγα, να ξεκινήσω την έρευνά μου. Ελάτε να δείτε», πρόσθεσε και μου έδειξε ένα παλιό, ετοιμόρροπο γραφείο σε μια γωνιά του δωματίου. Πλησίασε, ξεκλείδωσε το πρώτο συρτάρι και το άνοι-ξε.

«Λίγα χαρτιά», είπε, δείχνοντας μου το περιεχόμενο του, «και μια μαύρη πέτρα πάνω στην οποία είναι άκομψα χαραγμένα κάποια αλλόκοτα σύμβολα —αυτά είναι όλα κι όλα. Υπάρχουν ακόμα ένας φάκελος —που ταχυδρομήθηκε πριν από είκοσι χρόνια, όπως προκύπτει απ' την ημερομηνία της γνωστής κόκ-κινης σφραγίδας του ταχυδρομείου— ένα χειρόγραφο και μερικά αποκόμματα λαθρόβιων επαρχιακών εφημερίδων. Αν με ρω-τήσετε σε τι αναφέρεται αυτή η μικρή συλλογή, θα σας απαντήσω ότι αναφέρεται σε μια υπηρέτρια μιας φάρμας που χάθηκε ξαφνικά και δεν ξανάγινε λόγος γι' αυτήν, σ' ένα παιδί που γλίστρησε μέσα σ' ένα παλιό ορυχείο στα βουνά, σε μερικά αλλόκοτα ορνιθοσκαλίσματα που βρέθηκαν γραμμένα πάνω σ' έναν ασβεστόλιθο, και σ' έναν άντρα που δολοφονήθηκε από ένα παράξενο όπλο. Αυτά είναι τα μόνα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου. Ναι, θα μπορούσατε να μου αντιτείνετε ότι για όλα αυτά τα περιστατικά υπάρχει μια λογική εξήγηση: η υπηρέτρια μπορεί να το έσκασε για το Λονδίνο, το Λίβερπουλ ή τη Νέα Υόρκη· το παιδί ίσως να βρίσκεται θαμμένο μέσα σε μια έγκατα-

Page 21: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

26 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

λειμμένη στοά του παλιού ορυχείου· και τα ορνιθοσκαλίσματα πάνω στην πέτρα μπορεί να τα έγραψε κάποιος περιπλανώμενος αλήτης. Ναι, ναι, το παραδέχομαι, όλα μπορούν να εξηγηθούν λογικά. Αλλά είμαι σε θέση να γνωρίζω, είμαι σίγουρος θα έ-λεγα, ότι εγώ κρατώ το κλειδί της αλήθειας. Κοιτάξτε!» κατέ-ληξε δίνοντας μου ένα κομμάτι κιτρινισμένο χαρτί.

Γράμματα που βρέθηκαν πάνω σ' έναν ασβεστόλιθο στους Γκρίζους Λόφους, διάβασα· μετά ακολουθούσε μια λέξη σβη-σμένη, προφανώς το όνομα της κομητείας, και μια ημερομηνία κάπου δεκαπέντε χρόνια πίσω. Από κάτω ήταν αδέξια ζωγραφι-σμένα μια σειρά γράμματα, που έμοιαζαν με σφήνες ή ξιφίδια, τόσο παράξενα και αλλόκοτα όσο το εβραϊκό αλφάβητο.

«Τώρα η σφραγίδα», είπε ο καθηγητής Γκρεγκ και μου έδωσε τη μαύρη πέτρα· είχε κάπου δώδεκα πόντους μάκρος και έμοιαζε με τις ράβδους που καθάριζαν παλιά τα τσιμπούκια, μόνο που, φυσικά, ήταν πολύ μεγαλύτερη.

Τη σήκωσα στο φως και είδα με έκπληξη ότι τα γράμματα του χαρτιού επαναλαμβάνονταν πάνω στη σφραγίδα.

«Ναι», είπε ο καθηγητής, «είναι τα ίδια. Τα γράμματα πάνω στον ασβεστόλιθο γράφτηκαν με κάποια κόκκινη ουσία πριν από δεκαπέντε χρόνια, ενώ οι χαρακτήρες στη σφραγίδα είναι ηλικίας κάπου τετρακοσίων ετών, μπορεί και περισσότερο».

«Μήπως πρόκειται για φάρσα;» «Όχι, το έλεγξα ήδη. Λέτε να έβαζα σκοπό να χαραμίσω τη

ζωή μου χάριν ενός κακόγουστου αστείου; Εξέτασα το όλο ζή-τημα πολύ προσεκτικά. Μόνο ένα πρόσωπο, εκτός από μένα, γνωρίζει την ύπαρξη της μαύρης σφραγίδας. Επί πλέον, υπάρ-χουν και άλλοι λόγοι που με πείθουν όμως δεν μπορώ να σας πω περισσότερα τώρα».

«Μα τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησα. «Μου είναι αδύνατον να καταλάβω σε ποια συμπεράσματα σας οδηγούν».

«Αγαπητή μις Λάλι, θα προτιμούσα να αφήσω αναπάντητη για λίγο καιρό την ερώτησή σας. Ίσως να μην καταφέρω ποτέ να σας πω κοντά σε ποιων μυστηρίων τη λύση βρίσκομαι. Άλλωστε, τι στοιχεία έχω στα χέρια μου; Κάποιες αόριστες ενδείξεις, τα περιγράμματα μερικών επαρχιακών τραγωδιών, κά-ποια σημάδια ζωγραφισμένα με μια κόκκινη ουσία πάνω σ' ένα

Page 22: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 27

βράχο, και μια αρχαία σφραγίδα —παράξενα δεδομένα, έτσι; Μισή ντουζίνα πειστήρια και πέρασαν ήδη είκοσι χρόνια χωρίς να καταφέρω να συνθέσω το παζλ. Κολυμπώ σε βαθιά νερά, μις Λάλι, και ποιος μπορεί να ξέρει αν είναι αντικατοπτρισμός ή terra incognita αυτό που με περιμένει στο τέλος του ταξιδιού μου; Ίσως τελικά η απέναντι όχθη να αποδειχθεί εντελώς ασήμαντη. Ποιος ξέρει; Ωστόσο εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν είναι έτσι, και οι επόμενοι μήνες θα δείξουν αν έχω δίκιο ή άδικο».

Με άφησε, κι όταν έμεινα μόνη, βάλθηκα να βυθομετρώ το μυστήριο και να αναρωτιέμαι σε ποιο στόχο μπορούσαν να ο-δηγήσουν όλα εκείνα τα παράξενα πράγματα που ήταν κλεισμένα στο συρτάρι. Δε στερούμαι φαντασίας και είχα λόγους να σέβομαι την οξύνοια και τη διανοητική επάρκεια του καθηγητή · ωστόσο είχα την εντύπωση ότι το περιεχόμενο του συρταριού ήταν μάλλον υλικό ονείρων, και μάταια προσπαθούσα να συλ-λάβω ποια θεωρία ήταν δυνατό να θεμελιωθεί στα στοιχεία που μου είχε παρουσιάσει.

Ξανακουβεντιάσαμε ένα βράδυ μετά το δείπνο. «Σας το λέω από τώρα για να μπορέσετε να κάνετε τις προε-

τοιμασίες σας χωρίς βιασύνη», μου είπε ξαφνικά. «Μετά από μια βδομάδα φεύγουμε από δω».

«Αλήθεια;» έκανα έκπληκτη. «Και πού πηγαίνουμε;» «Νοίκιασα ένα εξοχικό σπίτι στη Δυτική Αγγλία· είναι κοντά

στο Κερμάεν, μια μικρή πόλη που στους αρχαίους χρόνους ήταν έδρα του στρατηγείου μιας ρωμαϊκής λεγεώνας. Καιρός να φύ-γουμε από δω· στην εξοχή έχει καθαρό αέρα και θα μας κάνει καλό».

Διέκρινα μια λάμψη στα μάτια του και κατάλαβα ότι αυτή η ξαφνική κίνηση είχε να κάνει με όσα συζητούσαμε πριν από λίγες μέρες.

«Θα πάρω μόνο λίγα βιβλία μαζί μου», συνέχισε ο καθηγητής Γκρεγκ, «τίποτε άλλο. Τα υπόλοιπα θα μείνουν εδώ· άλλωστε, κάποια στιγμή θα επιστρέψουμε. Αποφάσισα να δώσω λίγη ά-δεια στον εαυτό μου και δεν πρόκειται να στεναχωρηθώ που θα εγκαταλείψω για κάμποσο καιρό τα απολιθώματά μου, τις πέτρες μου και γενικά όλην αυτή τη σαβούρα της δουλειάς μου. Όπως ξέρετε», κατέληξε, «εδώ και τριάντα χρόνια δουλεύω σκληρά

Page 23: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

28 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

αποκλειστικά με τα δεδομένα της πραγματικότητας· καιρός λοι-πόν, ν' ασχοληθώ και λίγο με τη φαντασία».

Οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Έβλεπα τον καθηγητή να τρέμει και να προσπαθεί να κρύψει την ταραχή του. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη λαχτάρα που υπήρχε στο βλέμμα του την ημέρα που αφήναμε πίσω μας το παλιό αρχοντικό και αρχίζαμε το ταξίδι μας. Ξεκι-νήσαμε κατά τις δέκα το πρωί και είχε ήδη αρχίσει να σουρου-πώνει όταν φτάσαμε σ' ένα μικρό παραθεριστικό κέντρο. Ένιωθα πολύ κουρασμένη, αλλά η συνέχεια του ταξιδιού θα με απο-ζημίωνε. Πράγματι, όλα όσα ακολούθησαν ήταν συναρπαστικά, είχα συνεχώς την εντύπωση ότι ζούσα σ' ένα όνειρο. Πρώτα οι έρημοι δρόμοι ενός ξεχασμένου χωριού και η φωνή του καθη-γητή Γκρεγκ να μου μιλά για τη Λεγεώνα του Αυγούστου, την κλαγγή των όπλων και τη λαμπρότητα της πομπής που ακολου-θούσε τους Ρωμαϊκούς Αετούς*· ύστερα το πλατύ φουσκωμένο ποτάμι με το βαθυκόκκινο φως του δειλινού να χρυσοπαίζει στα κίτρινα νερά του, τα απέραντα λιβάδια, τα ανθισμένα καλαμπο-κοχώραφα και ο στενός δρόμος που ανέβαινε ελικοειδώς ανάμεσα στους λόφους και την κοίτη του ποταμού. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να ανηφορίζουμε. Από ένα σημείο και μετά αισθανό-μασταν το οξυγόνο να αραιώνει όλο και περισσότερο. Έριξα μια ματιά κάτω και είδα τη λευκή ομίχλη να τυλίγει σαν σάβανο τον ποταμό και τις θολές σκούρες όχθες του. Στο βάθος του ορίζοντα διακρινόταν μισοσχηματισμένο το περίγραμμα των ψηλών λόφων, ενώ η φλόγα απ' τη φωτιά ενός καμινιού στα βουνά υψωνόταν για αρκετά μέτρα λαμπερή και μετά ξεθώριαζε σ' ένα θολό κόκκινο. Ανηφορίζαμε αργά έναν καρόδρομο και οι αισθήσεις μας πολιορκούνταν από την παγωμένη ανάσα του μεγάλου δάσους που απλωνόταν από πάνω μας. Για μια στιγμή αισθάνθηκα βυθισμένη στην άβυσσο του παντός σαν χαμένη σ' έναν κόσμο μυστικό, όπου τίποτα ζωντανό δεν υπήρχε παρά μόνο το κελάρυσμα του νερού, η μυρωδιά των πράσινων φύλλων και η ανάσα της καλοκαιριάτικης νύχτας. Φτάσαμε επιτέλους στο τέρμα του καρόδρομου και διακρίναμε μπροστά μας, μες στο σκοτάδι, το γκρίζο σχήμα ενός σπιτιού. Λίγα λεπτά αργότερα

*Οι στρατιωτικές σημαίες των Ρωμαίων. (Σ.τ.Μ.)

Page 24: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑ ΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 29

στεκόμασταν κάτω από το ξύλινο προστέγασμα της βεράντας. Η υπόλοιπη νύχτα κύλησε γεμάτη όνειρα παράξενων πραγμάτων που αναδύονταν από τη σιωπή του δάσους, της κοιλάδας και του ποταμού.

Το άλλο πρωί, όταν ξύπνησα και κοίταξα έξω απ' το τοξωτό παράθυρο της μεγάλης παλιομοδίτικης κρεβατοκάμαρας, αντί-κρισα ένα τοπίο που εξακολουθούσε να διατηρεί το νυχτερινό του μυστήριο ακόμα και κάτω από ένα γκρίζο πρωινό ουρανό. Η όμορφη, μακρόστενη κοιλάδα, το ποτάμι που κυλούσε στην πλατιά κοίτη του, ένα θολωτό μεσαιωνικό γεφύρι με πέτρινα αντερείσματα που ένωνε τις δυο όχθες, τα υψώματα που διακρί-νονταν πεντακάθαρα στο βάθος του ορίζοντα, το δάσος που την προηγούμενη νύχτα είχα δει μόνο τη σκιά του —τα πάντα φαί-νονταν σαν μαγεμένα, σαν στοιχειωμένα, λες και φυσούσε μέσα τους πνοή αρχαίας ζωής, καλά κρυμμένη απ' τις αισθήσεις των ανθρώπων του παρόντος, ενώ η απαλή ανάσα του ανέμου, που περνούσε σαν αναστεναγμός μέσ' από το ανοιχτό παράθυρο, καθόλου δε θύμιζε το συνηθισμένο πρωινό αεράκι του καλοκαι-ριού. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε για κάμποσα λεπτά πάνω και πέρα απ' την κοιλάδα, και σταμάτησε σε μια μακρινή λο-φοσειρά, οι κορυφές της οποίας διαδέχονταν η μια την άλλη σαν τα κύματα ταραγμένης θάλασσας. Μια στήλη καπνού ανέ-βαινε στον γκρίζο ουρανό απ' την καμινάδα μιας παλιάς φόρμας και κατακάθιζε, σαν κορόνα σκοτεινή, στα κλαδιά των ψηλών ελάτων μιας απότομης πλαγιάς, ενώ στο βάθος μια άσπρη λω-ρίδα δρόμου ανηφόριζε και χανόταν μέσα σε κάποια άγνωστη χώρα. Όμως το όριο όλων αυτών ήταν ένα ψηλό βουνό, που υψωνόταν σαν τοίχος και απλωνόταν τεράστιο προς τα δυτικά, καταλήγοντας σ' ένα κατηφορικό πλάτωμα, στην άκρη του ο-ποίου διακρίνονταν τα ερείπια ενός αρχαίου προμαχώνα και ε-νός θολωτού ρωμαϊκού τάφου.

Είδα τον καθηγητή Γκρεγκ να κόβει βόλτες στην πρασιά, μπροστά στα παράθυρα του σπιτιού. Ήταν ολοφάνερο ότι απο-λάμβανε την ελευθερία του, χαρούμενος που είχε επιτέλους α-ποχαιρετήσει, έστω και για λίγο, την καθημερινή του δουλειά. Βγήκα έξω και τον καλημέρισα. Υπήρξε μια παράξενη έξαψη στη φωνή του, όταν μου έδειξε με μια σαρωτική χειρονομία την

Page 25: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

30 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

κοιλάδα και το ποτάμι που κυλούσε ανάμεσα στους λόφους. «Ναι», είπε, «έχει μια περίεργη ομορφιά αυτό το μέρος· σ'

εμένα τουλάχιστον φαίνεται γεμάτο μυστήριο. Δεν ξεχάσατε το περιεχόμενο του συρταριού που σας έδειξα πριν από λίγο καιρό, έτσι δεν είναι, μις Λάλι; Άρα, λοιπόν, θα έχετε καταλάβει ότι δεν ήρθαμε εδώ μόνο για χάρη των παιδιών και για τον καθαρό αέρα».

«Και βέβαια το έχω καταλάβει», απάντησα. «Αλλά μην ξεχνά-τε ότι εξακολουθώ να αγνοώ τη φύση των ερευνών σας. Όσο για τη σχέση που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στις εργασίες σας και αυτή την υπέροχη κοιλάδα, ομολογώ ότι ξεπερνά τις δυνα-τότητες κατανόησής μου».

Μου χαμογέλασε παράξενα. «Δεν πρέπει να θεωρήσετε ότι κυνηγώ το μυστήριο χάριν του

μυστηρίου», είπε. «Δε μιλώ ανοιχτά, γιατί δεν έχω τίποτε να πω, τίποτε οριστικό, εννοώ, κάτι που να μπορεί να διατυπωθεί και να γραφτεί με την ίδια επιστημονική σαφήνεια και καθαρότητα που είναι γραμμένα τα μνημόνια της Κυανής Βίβλου*. Εξάλλου υπάρχει κι άλλος ένας λόγος: Πριν από πολλά χρόνια μια τυχαία παράγραφος σε μια εφημερίδα τράβηξε την προσοχή μου και με βοήθησε να δώσω μορφή και να συνθέσω σε μια θεωρία τις σκόρπιες σκέψεις και τις ονειρικές φαντασιώσεις πολλών ετών. Βέβαια, απ' την αρχή συνειδητοποίησα ότι η θεωρία μου αυτή ήταν παράξενη και θα φαινόταν εντελώς παράλογη σε ο-ποιονδήποτε τρίτο· γι' αυτόν το λόγο ποτέ δεν τόλμησα να αναφερθώ σ' αυτήν, έστω και υπαινικτικά, σε καμιά από τις δημοσιεύσεις μου. Κάποια στιγμή νόμισα ότι αν έκανα παρέα με επιστήμονες σαν εμένα —με ανθρώπους που γνωρίζουν πολύ καλά πόσο δύσκολη είναι η πορεία προς μια ανακάλυψη και ξέρουν ότι ακόμα και αυτή η ύπαρξη ενός αερίου μέσα στο τζιν, που αναφλέγεται και σιγοβράζει, δεν ήταν κάποτε παρά μια πα-ράλογη θεωρητική υπόθεση— νόμισα λοιπόν ότι με φίλους σαν αυτούς θα μπορούσα να αποτολμήσω το όνειρο μου —ονομάστε το Ατλαντίδα ή φιλοσοφική λίθο ή όπως αλλιώς θέλετε— χωρίς να διατρέχω τον κίνδυνο να γελοιοποιηθώ. Όμως οι ελπίδες μου

* Έκθεση ή έγγραφα της Βουλής των Κοινοτήτων ή του Ανακτοβουλίου. (Σ.τ.Μ.)

Page 26: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑ ΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 31

γρήγορα αποδείχτηκαν φρούδες· οι φίλοι μου οι επιστήμονες άρχισαν να με αντιμετωπίζουν ψυχρά και πρόσεξα ότι, κάθε φορά που πήγαινα να τους πω κάτι, αντάλλασσαν κρυφές πονη-ρές ματιές μεταξύ τους. Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι οι μισοί με λυπούνταν και οι άλλοι μισοί με περιφρονούσαν. Μια μέρα μάλιστα, ένας απ' αυτούς με επισκέφθηκε και, πάνω στην κουβέντα μας, υπαινίχτηκε ότι πρέπει να υπέφερα από υπερκό-πωση και διανοητική εξάντληση. «Για να μιλήσουμε ανοιχτά», του είπα, «πιστεύεις ότι έχω αρχίσει να χάνω τα λογικά μου, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ ότι δεν τρελάθηκα ακόμη, τα έχω τετρακόσια», τόνισα, και του έδειξα αμέσως την πόρτα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αισθανόμουν προσβεβλημένος. Από κείνη την ημέρα ορκίστηκα να μην ξαναμιλήσω σε κανέναν για τη θεωρία μου, και τήρησα τον όρκο μου —μόνο σ' εσάς έχω δείξει το περιεχόμενο εκείνου του συρταριού. Φυσικά, είναι πο-λύ πιθανό να ψάχνω να βρω την πηγή του ουράνιου τόξου· μπορεί να είμαι θύμα ενός πρωτοφανούς συνδυασμού συμπτώ-σεων. Αλλά απ' τη στιγμή που φτάσαμε εδώ, στη μυστική σιω-πή αυτού του τοπίου, ανάμεσα στα δάση και τους άγριους λό-φους, κάτι μου λέει ότι τα ίχνη που ακολούθησα με οδήγησαν τελικά στο σωστό δρόμο· ναι, είμαι πλέον σίγουρος γι' αυτό. Ελάτε τώρα, πάμε μέσα· είναι ώρα για πρωινό».

Αισθάνθηκα ότι σ' όλα αυτά υπήρχε κάτι το ανησυχητικό και συναρπαστικό συνάμα. Ήξερα ότι στη συνηθισμένη του εργα-σία ο καθηγητής Γκρεγκ προχωρούσε βήμα βήμα, επαλήθευε συνεχώς τις θεωρίες του και ήταν από τους επιστήμονες που δεν παραδέχονται τίποτε αν δεν κρατούν στα χέρια τους ατράντα-χτες αποδείξεις. Ωστόσο μάντευα, περισσότερο από τη ματιά του και τη σφοδρότητα του τόνου του παρά από τα λεγόμενα του, ότι αυτό το σχεδόν απίστευτο όραμα του είχε γίνει έμμονη ιδέα, κατακυριεύοντας όλο το είναι του· κι εγώ, μια γυναίκα που πάλευα ανάμεσα στη φαντασία και το σκεπτικισμό, ένιωσα να με αιφνιδιάζει εκείνος ο υπαινιγμός του επικείμενου θαύματος και άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα μιας μονομανίας του καθηγητή που απωθούσε, προς στιγμήν, απ' τη συνείδησή του κάθε επιστημονική μέθοδο που ακολου-θούσε και εφάρμοζε πιστά στις μέχρι τώρα έρευνές του.

Page 27: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

32 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Ωστόσο, με αυτή την εικόνα του μυστηρίου να στοιχειώνει τις σκέψεις μου, παραδόθηκα κι εγώ ολοκληρωτικά στη γοητεία και τη σαγήνη του τοπίου. Πάνω από το παλιό σπίτι στη λοφο-πλαγιά άρχιζε το μεγάλο δάσος· απ' τους απέναντι λόφους φαι-νόταν σαν μακριά σκούρα γραμμή που εκτεινόταν για πολλά μίλια πέρα από το ποτάμι, από το βορρά προς το νότο, και κατέληγε σε ακόμα αγριότερα υψώματα, εντελώς γυμνά και α-πόκρημνα, που με τη σειρά τους παραχωρούσαν τη θέση τους σ' ένα βαθύ γούπατο, προσδίδοντας έτσι στο τοπίο μια όψη παράξενη και εξωπραγματική. Αμφιβάλλω αν είχε πατήσει ποτέ πόδι ανθρώπου εκεί πέρα· σίγουρα οι Άγγλοι θα γνώριζαν κα-λύτερα την καρδιά της Αφρικής παρά εκείνη την περιοχή. Το σπίτι μας ήταν κοντά στο δάσος, και τα παιδιά χαίρονταν να περπατούν μαζί μου στα μακρόστενα σκοτεινά μονοπάτια, κά-τω απ' την οροφή που σχημάτιζαν τα πλεγμένα κλαδιά των ιτιών, μέχρι το τελευταίο ύψωμα του δάσους, απ' όπου μπορού-σες να δεις τόσο τη μια όχθη του ποταμού και τον κάμπο που εκτεινόταν μέχρι τα ψηλά βουνά προς τα δυτικά, όσο και τα χιλιάδες δέντρα που έριχναν τη σκιά τους πάνω στα επίπεδα λιβάδια και τα κιτρινωπά νερά της θάλασσας στην ακτή. Χαι-ρόμουν να κάθομαι σ' εκείνο το σημείο πάνω στη ζεστή, ηλιο-καμένη τύρφη, κοντά στα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής ο-δού, ενώ τα παιδιά έτρεχαν πέρα-δώθε ψάχνοντας για βατόμου-ρα που φύτρωναν εδώ κι εκεί κοντά στις όχθες του ποταμού. Εκεί, κάτω απ' το βαθυγάλαζο ουρανό και τα μεγάλα σύννεφα, ζούσα μόνο για την απόλαυση, ατενίζοντας τα παλιά γαλιόνια με τα φουσκωμένα πανιά πέρα στην ανοιχτή θάλασσα, και ακού-γοντας τον ψίθυρο και το δροσερό ανασασμό του μεγάλου πα-νάρχαιου δάσους. Στο μυαλό μου επέστρεφαν οι παράξενες σκέ-ψεις μόνο όταν γυρνούσαμε σπίτι και βρίσκαμε τον καθηγητή είτε κλεισμένο στο δωματιάκι που είχε μετατρέψει σε γραφείο του, είτε να βηματίζει πέρα δώθε στη βεράντα, με το φλογερό ενθουσιασμό του αποφασισμένου ερευνητή να λάμπει στη ματιά του.

Ένα πρωί, κάπου οχτώ ή εννιά ημέρες μετά την άφιξή μας, κοίταξα έξω απ' το παράθυρο μου και είδα ολόκληρο το τοπίο να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μου. Τα γκρίζα σύννεφα

Page 28: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΔΑΣ 33

χαμήλωσαν και έκρυψαν τα βουνά στα δυτικά· ο νοτιάς έκανε τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν χορεύοντας στην κοιλάδα, και το μικρό ρέμα που πήγαζε απ' το χαμηλό λόφο, ακριβώς κάτω από το σπίτι, φούσκωσε ξαφνικά και έγινε χείμαρρος ορ-μητικός που άρχισε να κυλά μανιασμένα προς το ποτάμι. Ανα-γκαστήκαμε να κλειστούμε στο σπίτι εκείνη τη μέρα. Μόλις τέλειωσα το μάθημα στα παιδιά, πήγα στο μικρό σαλόνι, στον τοίχο του οποίου υψωνόταν μια ετοιμόρροπη ξεχαρβαλωμένη βιβλιοθήκη, γεμάτη παλιά βιβλία. Είχα ήδη ψάξει δυο ή τρεις φορές τα ράφια της, αλλά δεν είχα βρει τίποτε που να με ενδια-φέρει. Υπήρχαν αρκετά βιβλία κηρυγμάτων του δέκατου όγδοου αιώνα, ένας παλιός τόμος για την τέχνη του πεταλώματος, κά-μποσες ποιητικές συλλογές «χρηστών ανδρών», το Connection, του Πριντό και ένας τόμος με ποιήματα του Πόουπ. Προφανώς όσα βιβλία ήταν ενδιαφέροντα και είχαν κάποια αξία τα είχαν πάρει φεύγοντας οι ιδιοκτήτες του σπιτιού πριν το νοικιάσουν. Όμως, μια και ήμουν στεναχωρημένη εξαιτίας της κακοκαιρίας που δε μου επέτρεπε να βγω έξω, αποφάσισα να ρίξω άλλη μια ματιά στους παλιούς δερματόδετους τόμους. Προς μεγάλη μου ευχαρίστηση ανακάλυψα ένα λεπτό παλιό βιβλίο σε σχήμα τέ-ταρτο, τυπωμένο απ' τον Στεφάνι, που περιείχε το De Situ Orbis, του Πομπόνιου Μέλα μαζί με μερικά ακόμη κείμενα αρχαίων γεωγράφων. Ήξερα λίγα λατινικά και τα κατάφερνα μια χαρά να διαβάζω απλές προτάσεις· από κει και πέρα όσα δεν καταλά-βαινα θα τα συμπλήρωνα με τη φαντασία μου —άλλωστε το φως λάμπει μόνο σ' ένα μικρό κομμάτι του κόσμου και τα υπόλοιπα δεν είναι παρά ομίχλη, σκιές και μορφές ζωντανεμένες απ' τα βαθιά σκοτάδια του νου και της σκέψης. Άρχισα, λοιπόν, να ξεφυλλίζω τις καλοτυπωμένες σελίδες, ώσπου τράβηξε την προ-σοχή μου ο τίτλος ενός κεφαλαίου του Σολίνου. Σταμάτησα και διάβασα τα εξής:

MIRA DE INTIMIS GENTIBUS LIBYAE, DE LAPIDE HEXECONTALITHO

Περί των θαυμάτων των ανθρώπων που κατοικούν στο εσωτερικό της Λιβύης και περί της Εξηκονταλίθου.

Page 29: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

34 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Ο παράξενος τίτλος με καταγοήτευσε καν με έκανε να συνε-χίσω:

Gens ista avia et secreta habitat, in montibus horrendis foeda mysteria celebrat. De hominibus nihil aliud, illi praeferunt quam figuram, ab humano ritu prorsus exulant, oderunt deum lucis. Stridunt potius quam loquuntur? vox absona nec sine horrore auditur Lapide quodam gloriantur, quem Hexecontalithon vo-cant? dicunt enim hunc lapidem sexaginta notas ostendere. Cujus lapidis nomen secretum ineffabile colunt: quodlxaxar.

«Οι άνθρωποι αυτοί», μετέφρασα στον εαυτό μου, «κατοικούν σε απομονωμένα και μυστικά μέρη και τελούν πρόστυχα μυστή-ρια. Το μόνο κοινό που έχουν με τους άλλους ανθρώπους είναι το πρόσωπο, ενώ οι ανθρώπινες συνήθειές τους είναι παντελώς άγνωστες και απεχθάνονται ιδιαίτερα τον ήλιο. Σφυρίζουν μάλ-λον παρά μιλούν οι φωνές τους είναι άγριες, και το άκουσμα τους προκαλεί φόβο. Επαίρονται διότι έχουν στην κατοχή τους κάποια πέτρα, την οποία ονομάζουν Εξηκοντάλιθο, επειδή πάνω της είναι χαραγμένα εξήντα γράμματα. Η πέτρα αυτή έχει επίσης ένα δεύτερο όνομα, που είναι μυστικό και απαγορεύεται να το προφέρεις· το όνομα αυτό είναι Ιξαξάρ».

Έβαλα τα γέλια διαβάζοντας όλες αυτές τις ανοησίες και σκέφτηκα ότι η ιστορία αυτή ήταν άξια ενός Σεβάχ Θαλασσινού ή κάποιου άλλου απ' τα Παραμύθια της Χαλιμάς. Όταν αργό-τερα είδα τον καθηγητή Γκρεγκ και του μίλησα για το εύρημά μου στη βιβλιοθήκη και τη φαντασιοπληξία που είχα διαβάσει, αιφνιδιάστηκα βλέποντας, απ' την έκφραση του προσώπου του, πόσο τον ενδιέφερε το θέμα.

«Είναι στ' αλήθεια πολύ περίεργο», είπε, «αλλά ποτέ δε μου πέρασε απ' το μυαλό ότι άξιζε τον κόπο να ρίξω μια ματιά στα κείμενα των αρχαίων γεωγράφων. Τώρα πια καταλαβαίνω τι θα μπορούσα να είχα ανακαλύψει. Α, αυτό είναι το βιβλίο, έτσι; Λυπάμαι πολύ που θα σας το στερήσω, αλλά νομίζω ότι πρέπει να το πάρω στο γραφείο μου και να το διαβάσω».

Την άλλη μέρα ο καθηγητής με κάλεσε στο γραφείο του. Τον βρήκα να κάθεται στο τραπέζι και να εξετάζει πολύ προσεκτικά κάτι, με ένα μεγεθυντικό φακό.

«Α, μις Λάλι», άρχισε, «χρειάζομαι τη βοήθεια των ματιών

Page 30: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 35

σας. Αυτός ο φακός είναι καλός, αλλά όχι σαν εκείνο τον άλλο που άφησα στο Λονδίνο. Μπορείτε να εξετάσετε αυτό το αντι-κείμενο και να μου πείτε πόσοι χαρακτήρες είναι χαραγμένοι πάνω του;»

Μου έδωσε το αντικείμενο. Ήταν η μαύρη σφραγίδα που μου είχε δείξει στο Λονδίνο. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά στη σκέψη ότι είχε έρθει η στιγμή που θα μάθαινα κάτι. Πήρα τη σφραγίδα, πλησίασα στο παράθυρο, τη σήκωσα στο φως και άρχισα να μετρώ τους παράξενους σφηνοειδείς χαρακτήρες της.

«Είναι εξήντα δύο», είπα τελικά. «Εξήντα δύο; Ανοησίες· είναι αδύνατον! Α, τώρα καταλαβαί-

νω τι κάνατε· μετρήσατε μαζί αυτό κι αυτό», τόνισε δείχνοντάς μου δυο σημάδια που τα είχα περάσει για γράμματα και τα είχα προσθέσει στα υπόλοιπα.

«Ναι, ναι», συνέχισε ο καθηγητής Γκρεγκ, «αλλά αυτά τα δυο σημάδια δεν είναι παρά χαραγματιές που έγιναν τυχαία. Το κα-τάλαβα αμέσως. Ναι, ναι, έτσι είναι. Σας ευχαριστώ πολύ, μις Λάλι».

Έφυγα μάλλον απογοητευμένη· δυστυχώς, με είχε φωνάξει απλώς και μόνο για να του μετρήσω τα γράμματα της μαύρης σφραγίδας. Πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου άστραψαν ξαφνικά στο μυαλό μου όσα είχα διαβάσει το πρωί.

«Μα, καθηγητά Γκρεγκ», στράφηκα και του φώναξα με κομ-μένη την ανάσα, «αυτή η σφραγίδα... είναι η Εξηκοντάλιθος, για την οποία μιλά ο Σολίνος· είναι η Ιξαξάρ».

«Ναι», απάντησε εκείνος, «μπορεί· αλλά μπορεί να πρόκειται και για σύμπτωση. Ξέρετε, ποτέ δεν πρέπει να είναι κανείς σί-γουρος όταν ασχολείται με αυτά τα πράγματα. Συχνά οι συμπτώ-σεις σκοτώνουν την επιστήμη».

Απομακρύνθηκα μπερδεμένη από όσα είχα ακούσει. Για άλλη μια φορά αισθανόμουν ανίκανη να βρω τον καθοδηγητικό μίτο που θα με προσανατόλιζε μέσα σ' αυτόν το λαβύρινθο των πα-ράξενων ενδείξεων. Η κακοκαιρία κράτησε τρεις ολόκληρες μέ-ρες· τη βροχή ακολούθησε πυκνή ομίχλη και το σπίτι φαινόταν συνεχώς σκεπασμένο από ένα λευκό σύννεφο που το χώριζε απ' τον υπόλοιπο κόσμο. Στο μεταξύ ο καθηγητής Γκρεγκ εξακο-λουθούσε να μένει κλεισμένος στο γραφείο του, απρόθυμος, απ'

Page 31: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

36 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

ό,τι φαινόταν, να με εμπιστευτεί και να μου μιλήσει γι' αυτό που τον απασχολούσε. Κάπου κάπου τον άκουγα να κόβει βόλτες πάνω κάτω με κοφτό, ανυπόμονο βήμα, σαν να έπληττε φοβερά και να στενοχωριόταν απ' την αναγκαστική απραξία. Το τέταρ-το πρωί ο καιρός καλυτέρεψε και την ώρα που καθόμαστε στο τραπέζι για το πρόγευμα, ο καθηγητής στράφηκε ξαφνικά και με κοίταξε.

«Χρειαζόμαστε κάποια έξτρα βοήθεια για το σπίτι», είπε. «Ξέ-ρετε τι εννοώ: να προσλάβουμε ένα αγόρι δεκαπέντε δεκάξι ετών για να ξεκουράζει τις υπηρέτριες. Υπάρχουν ορισμένες μικρο-δουλειές στο σπίτι που ένας νεαρός θα τις έκανε καλύτερα».

«Μα τα κορίτσια δεν έχουν εκφράσει κανένα παράπονο», α-πάντησα. «Μάλιστα η Αν μου έλεγε ότι εδώ δουλεύει πολύ λι-γότερο από όσο στο Λονδίνο· σ' αυτό το σπίτι δε χρειάζεται να ξεσκονίζει συνεχώς».

«Α, ναι, είναι πολύ καλά κορίτσια. Αλλά πιστεύω ότι ένα αγόρι θα μας ήταν πολύ χρήσιμο. Για να πω την αλήθεια, αυτό το πρόβλημα με απασχολούσε τις δυο τελευταίες μέρες».

«Σας απασχολούσε;» έκανα έκπληκτη, αφού στην πραγματι-κότητα ο καθηγητής δεν είχε δείξει ποτέ το παραμικρό ενδια-φέρον για τις υποθέσεις του σπιτιού.

«Ναι», απάντησε. «Αλλά, καταλαβαίνετε, εξαιτίας του νεαρού, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτε· δυστυχώς, ήταν αδύνατο να βγω έξω, μέσα σ' αυτήν τη σκοτσέζικη ομίχλη· δε γνωρίζω καλά τα μέρη και σίγουρα θα έχανα το δρόμο μου. Αλλά σήμερα θα πάω οπωσδήποτε να φέρω το αγόρι».

«Μα πώς είστε τόσο σίγουρος ότι υπάρχει εδώ γύρω τέτοιο αγόρι, σαν αυτό που θέλετε;»

«Ω, δεν έχω καμιά αμφιβολία γι' αυτό. Μπορεί να χρειαστεί να περπατήσω ένα ή δυο μίλια, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα βρω ακριβώς το αγόρι που χρειαζόμαστε».

Προς στιγμήν νόμισα ότι ο καθηγητής αστειευόταν, αλλά παρά τον κάπως ανάλαφρο τόνο του, υπήρχε κάτι το βαρύ και βλοσυρό στην έκφραση του προσώπου του που με προβλημά-τισε. Σηκώθηκε από το τραπέζι, πήρε το μπαστούνι του, πήγε στην πόρτα και κοντοστάθηκε σκεφτικός. Καθώς κατευθυνό-μουν προς το σαλόνι, τον άκουσα να με φωνάζει.

Page 32: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑ ΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 37

«Με την ευκαιρία, μις Λάλι», μου είπε, «νομίζω ότι πρέπει να σας ενημερώσω για κάτι. Πιθανόν θα έχετε ακούσει ότι σ' αυτά τα μέρη μερικοί νεαροί δεν είναι και πολύ έξυπνοι· αν τους έλεγα "ηλίθιους", θα ήταν πολύ βαρύς ο χαρακτηρισμός· οι ντόπιοι τους αποκαλούν "χαζούς" ή κάτι παρόμοιο. Ελπίζω να μη σας πειράζει αν το αγόρι που φέρω στο σπίτι αποδειχτεί όχι και τόσο έξυπνο, ας πούμε. Σας διαβεβαιώ πάντως ότι θα είναι εντελώς ακίνδυνο· εξάλλου, το γυάλισμα των παπουτσιών δεν απαιτεί ιδιαίτερη διανοητική προσπάθεια».

Με αυτά τα λόγια έφυγε, ανηφορίζοντας το δρόμο που οδη-γούσε στο δάσος, κι εγώ απόμεινα να τον παρατηρώ σαστισμένη ώσπου χάθηκε μες στα δέντρα. Όμως, για πρώτη φορά, η έκ-πληξή μου περιείχε ένα στοιχείο τρόμου, που δεν ήξερα πού οφειλόταν ούτε ήμουν σε θέση να το εξηγήσω. Ωστόσο ένιωθα στην καρδιά μου κάτι απ' την ανατριχίλα του θανάτου κι εκείνο το ρευστό, άμορφο δέος του αγνώστου, που είναι πολύ χειρότερο ακόμα κι απ' το θάνατο. Προσπάθησα να συνέλθω περπατώντας στον ήλιο, που είχε πάρει τη θέση της βροχής, και ανασαίνο-ντας τη δροσερή αύρα που φυσούσε από τη θάλασσα. Αλλά τα μυστικά του δάσους φαίνονταν να με κυκλώνουν, να σκοτεινιά-ζουν τη σκέψη μου. Το θέαμα του ποταμού που κυλούσε ανάμε-σα στις καλαμιές και η ασημένια γκριζάδα του αρχαίου γεφυ-ριού γίνονταν μες στο μυαλό μου σύμβολα τρόμου· για κάμποση ώρα ένιωθα σαν τα παιδιά που μερικές φορές τρομάζουν από πράγματα ακίνδυνα και οικεία.

Ο καθηγητής Γκρεγκ επέστρεψε μετά από δυο ώρες. Έσπευ-σα να τον προϋπαντήσω στο δρομάκι και αμέσως τον ρώτησα αν είχε βρει το αγόρι που ήθελε.

«Ω, ναι», απάντησε ανέμελα. «Βρήκα ένα τέτοιο αγόρι, και μάλιστα ευκολότατα. Λέγεται Τζέρβας Κράντοκ και πιστεύω ότι θα μας είναι πολύ χρήσιμος. Ο πατέρας του πέθανε πριν από πολλά χρόνια. Μίλησα με τη μητέρα του. Έδειξε να χάρηκε που κάθε Σάββατο βράδυ θα προστίθενται λίγα παραπάνω σελίνια στο πενιχρό οικογενειακό τους εισόδημα. Όπως το περίμενα, ο νεαρός δεν είναι και τόσο έξυπνος· μάλιστα η μητέρα του μου είπε ότι μερικές φορές τον πιάνουν κρίσεις. Αλλά αυτό δε μας πειράζει, έτσι; Στο κάτω κάτω δε θα του εμπιστευτούμε τίποτε

Page 33: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

38 Α Ρ Θ Ο Υ Ρ Μ Α Χ Ε Ν

πορσελάνες. Πάντως δεν είναι καθόλου επικίνδυνος, μοναχά λί-γο αδύναμος και φιλάσθενος».

«Και πότε θα έρθει εδώ;» «Αύριο το πρωί στις οχτώ. Η Αν θα του δείξει τι θα κάνει. Τον

πρώτο καιρό θα γυρίζει κάθε βράδυ στο σπίτι του, αλλά μπορεί αργότερα να τον βολεύει να κοιμάται κάθε νύχτα εδώ και να πηγαίνει να βλέπει τη μητέρα του μόνο τις Κυριακές».

Δε βρήκα τίποτε να αντιτείνω σε όλα αυτά· ο καθηγητής Γκρεγκ είχε μιλήσει με ήρεμο και προσγειωμένο ύφος, όπως ακριβώς απαιτούσε η περίσταση. Ωστόσο δεν μπορούσα να νι-κήσω τη σαστιμάρα μου. Ήξερα πολύ καλά ότι δε χρειαζόμα-σταν βοηθό στο νοικοκυριό, και η πραγματοποίηση της πρό-βλεψης του καθηγητή ότι ο νεαρός που θα προσλάμβανε μπορεί να ήταν λίγο «χαζούλης», με είχε καταπλήξει στο έπακρο. Το άλλο πρωί, μόλις ξύπνησα, η υπηρέτρια μου είπε ότι ο Τζέρβας Κράντοκ είχε εμφανιστεί στις οχτώ και ότι είχε προσπαθήσει η ίδια να τον κατατοπίσει σχετικά με τις δουλειές που θα αναλάμ-βανε στο σπίτι. «Δε μου φάνηκε και πολύ ευχαριστημένος που βρίσκεται εδώ», ήταν το τελικό σχόλιο της. Λίγο αργότερα, κατά τις δέκα, τον είδα για πρώτη φορά κι εγώ. Ήταν στον κήπο και βοηθούσε το γέρο κηπουρό. Ήταν περίπου δεκατεσσάρων ετών, με μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια και παράξενο γκριζοπρά-σινο δέρμα. Κατάλαβα αμέσως, από το εντελώς ανέκφραστο και θολό βλέμμα του, ότι οι πνευματικές του ικανότητες πρέπει να ήταν ιδιαίτερα μειωμένες. Καθώς πέρασα από μπροστά του, τον είδα να αγγίζει με το χέρι του το μέτωπο του και τον άκουσα νο απαντά σε μια ερώτηση του κηπουρού με μια φωνή τόσο αλλό-κοτα τραχιά, που έκανε το αίμα να παγώσει στις φλέβες μου· ήταν σαν να είχε μιλήσει κάποιος βαθιά θαμμένος στη γη, σαν να είχε ακουστεί, αντί για φωνή, ένα υπόκωφο σφύριγμα ίδιο με το συριγμό του φωνογράφου όταν κινείται η βελόνα πάνω στον κύλινδρο. Έμαθα ότι προσπαθούσε να κάνει όσο πιο καλά μπο-ρούσε τη δουλειά του και ότι ήταν πράος και υπάκουος. Ο Μόρ-γκαν ο κηπουρός, που γνώριζε καλά τη μητέρα του, με διαβε-βαίωσε ότι ήταν εντελώς ακίνδυνος.

«Πάντα φέρεται λίγο αλλόκοτα», πρόσθεσε, «αλλά αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς τι τράβηξε η

Page 34: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑ ΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 39

μάνα του πριν τον γεννήσει. Ήξερα καλά τον πατέρα του. Ήταν θαυμάσιος και εργατικός άνθρωπος. Όμως, δουλεύοντας μέσα στα υγρά δάση, κάτι έπαθαν οι πνεύμονες του· από τότε δε συ-νήλθε ποτέ απ' την αρρώστια και κάποια μέρα πέθανε ξαφνικά. Η κ. Κράντοκ κόντεψε να τρελαθεί απ' τη θλίψη της κι εξαφα-νίστηκε από προσώπου γης. Μάταια ψάξαμε να τη βρούμε. Τε-λικά την ανακάλυψε στους Γκρίζους Λόφους, εντελώς τυχαία, λένε, ο κ. Χίλγιερ από το Τάι Κοτς. Τη βρήκε σωριασμένη στο χώμα να ουρλιάζει και να χτυπιέται σαν χαμένη ψυχή. Ο Τζέρ-βας γεννήθηκε οχτώ μήνες μετά το θάνατο του Τόμας Κράντοκ, του πατέρα του. Από μικρός φαινόταν παλαβούτσικος και συ-μπεριφερόταν κάπως αλλόκοτα. Λένε ότι, πριν ακόμα μάθει να περπατάει, τρομοκρατούσε τα άλλα παιδάκια με τις στριγκλιές και τις τσιρίδες του».

Μια λέξη στην ιστορία του κηπουρού αναμόχλευσε, φαίνε-ται, κάποιες θολές θύμησες μέσα μου, και, χωρίς να συνειδητο-ποιώ το γιατί, τον ρώτησα αμέσως πού βρίσκονταν οι Γκρίζοι Λόφοι.

«Εκεί πάνω», απάντησε, δείχνοντας με το χέρι του πέρα από το δάσος. «Λίγο μετά το "Φοξ εντ Χάουντς", κοντά στα αρχαία ερείπια. Απέχουν κάπου πέντε μίλια από δω, και είναι πολύ παράξενο μέρος. Το πιο άγονο έδαφος από δω μέχρι το Μόν-μουθ, λένε, αν και είναι καλός βοσκότοπος για τα πρόβατα. Ναι, ήταν πολύ άτυχη η φουκαριάρα η κ. Κράντοκ».

Ο γέρος γύρισε στη δουλειά του κι εγώ έκανα μια βόλτα στο μονοπάτι ανάμεσα στα αιωνόβια δέντρα. Σκεφτόμουν συνεχώς την ιστορία που είχα ακούσει και έσπαζα το κεφάλι μου να βρω τι ήταν αυτό που είχε αναμοχλεύσει τη μνήμη μου. Και ξαφνικά θυμήθηκα: είχα δει το όνομα Γκρίζοι Λόφοι γραμμένο στο κί-τρινο χαρτί που είχε βγάλει ο καθηγητής Γκρεγκ από το συρ-τάρι του γραφείου του στο Λονδίνο. Ξανά ένιωσα να με κυ-ριεύουν ταυτόχρονα συναισθήματα περιέργειας και τρόμου. Θυ-μήθηκα τα παράξενα γράμματα που είχαν αντιγραφεί από τον ασβεστόλιθο, την ομοιότητα τους με τους χαρακτήρες της αρ-χαίας μαύρης σφραγίδας και τα προϊόντα της φαντασίας του λατίνου γεωγράφου. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, εκτός κι αν η σύμπτωση είχε στήσει όλο αυτό το σκηνικό και τα παράδοξα

Page 35: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

40 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

επεισόδια ενός έργου φανταστικού με τέχνη περισσή, ότι επρό-κειτο να γίνω θεατής πραγμάτων και να ζήσω καταστάσεις που καμιά σχέση δεν είχαν με τη συνηθισμένη ρουτίνα της ζωής. Αποφάσισα να αρχίσω να παρακολουθώ τον καθηγητή Γκρεγκ. Τα πρωινά δεν τον έβλεπα· έμενε συνεχώς κλεισμένος στο μικρό γραφείο του, όπου προφανώς μελετούσε τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του και κατέστρωνε σχέδια για την έναρξη των ερευνών του. Τα βράδια, όταν ο ήλιος αποσυρόταν πίσω απ' το βουνό, έβγαινε στη βεράντα και περπατούσε αμίλητος πάνω κά-τω, με το βλέμμα του καρφωμένο στο έδαφος. Εκείνη την ώρα η ομίχλη υψωνόταν κατάλευκη και τύλιγε την κοιλάδα, η βρα-δινή ηρεμία έφερνε κοντά τις μακρινές φωνές και ο γαλανός καπνός ανέβαινε κατακόρυφα μέσ' απ' την αδαμαντόσχημη κα-μινάδα της γκρίζας φάρμας, όπως ακριβώς τον είχα δει την πρώ-τη μέρα που φτάσαμε σ' αυτό το μέρος. Σας είπα ότι τότε ήμουν σκεπτικίστρια· αλλά, παρ' ότι καταλάβαινα ελάχιστα ή σχεδόν τίποτε απ' αυτά πού γίνονταν, είχα αρχίσει να φοβάμαι και κάθε λίγο και λιγάκι πάσχιζα μάταια να υπενθυμίσω στον εαυτό μου τα θεμελιώδη δόγματα της επιστήμης για την υλικότητα της ζωής και την ανυπαρξία κενού χώρου στο σύστημα των πραγ-μάτων, ακόμα και στον κόσμο των μακρινών άστρων, όπου εν-δεχομένως να έβρισκε καταφύγιο το υπερφυσικό. Ωστόσο, συλ-λογιζόμουν παράλληλα ότι στην πραγματικότητα η ύλη είναι εξίσου τρομερή και άγνωστη με το πνεύμα, ότι ακόμη και η επιστήμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά παιδιαρίσματα στο κατώ-φλι της γνώσης, απ' όπου ελάχιστες φορές καταφέρνει να ρίξει κανείς μια φευγαλέα, έστω, ματιά στο εσώτερο είναι του κόσμου.

Και ήρθε μια μέρα που ξεχώρισε και στάθηκε πάνω απ' τις άλλες σαν ζοφερό κόκκινο σημάδι που προαναγγέλλει το επικεί-μενο κακό. Καθόμουν σ' ένα παγκάκι στον κήπο, ενώ λίγο πιο πέρα ο νεαρός Κράντοκ ξεβοτάνιζε μια πρασιά, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας άγριος και πνιχτός ήχος, σαν το θρήνο όρνεου που ψυχορραγεί. Ένιωσα το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου και σήκωσα ενστικτωδώς το βλέμμα μου προς τον Κράντοκ. Το θέαμα που αντίκρισα ήταν τρομαχτικό· είδα τον άτυχο νέο να στέκεται μπροστά μου και ολόκληρο το κορμί του να συσπάται και να δονείται σαν να του έκαναν ηλεκτροσόκ ' τα δόντια του

Page 36: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 41

έτριζαν, από τα χείλη του έβγαιναν αφροί και το πρόσωπο του είχε μελανιάσει και πρηστεί, θυμίζοντας αποτρόπαια μάσκα κα-νίβαλου. Ούρλιαξα από τον τρόμο και ο καθηγητής Γκρεγκ ήρθε τρέχοντας. Καθώς του έδειχνα τον Κράντοκ, το αγόρι σω-ριάστηκε μπρούμυτα στο υγρό χώμα και το κορμί του συνέχισε να συσπάται, να κουλουριάζεται και να χτυπιέται σαν πληγωμέ-νη ανγκουίδα*"ταυτόχρονα ένας ακάλυπτος ορυμαγδός ήχων άρ-χισε να αναβλύζει απ' το στόμα του, σφυρίζοντας και κροταλί-ζοντας μεσ' απ' τα αφρισμένα χείλη του —λέξεις από μια άγνω-στη γλώσσα, ίσως· λέξεις, ή ήχοι που έμοιαζαν με λέξεις, μιας γλώσσας πεθαμένης εδώ και αναρίθμητους αιώνες, μιας γλώσ-σας θαμμένης βαθιά κάτω απ' τη λάσπη του Νείλου ή μέσα σε ανεξερεύνητες κρυψώνες του μεξικάνικου δάσους. Για μια στιγ-μή, καθώς τα αυτιά μου ξεσκίζονταν απ' αυτό τον αποτρόπαιο ορυμαγδό, σκέφτηκα: «Αυτή πρέπει να είναι η γλώσσα της κό-λασης». Και μετά άρχισα πάλι να ουρλιάζω και το έβαλα στα πόδια με την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή. Πρόλαβα να δω τον καθηγητή Γκρεγκ να σκύβει πάνω στο αγόρι και ύστερα να το σηκώνει απαλά· στα χείλη του έλαμπε ένα χαμόγελο αγαλ-λίασης και τα μάτια του άστραφταν από χαρά. Μόλις βρέθηκα στο δωμάτιο μου, τράβηξα τις κουρτίνες στα παράθυρα και σκέ-πασα τα μάτια μου με τα χέρια μου. Μετά από λίγο ακούστηκαν βαριά βήματα στο διάδρομο. Όπως έμαθα αργότερα, ο καθηγη-τής Γκρεγκ είχε μεταφέρει τον Κράντοκ στο γραφείο του και είχε διπλοκλειδώσει την πόρτα. Στη συνέχεια έφτασαν στ' αυτιά μου ψίθυροι και πνιχτές φωνές. Σκέφτηκα τι μπορεί να συ-νέβαινε λίγα μέτρα πιο πέρα από το σημείο όπου βρισκόμουν κι ανατρίχιασα. Μακάρι να μπορούσα να δραπέτευα στο δάσος και τη λιακάδα, είπα μέσα μου· αλλά και πάλι, ποιος ξέρει τι μπορεί να συναντούσα στο δρόμο μου; Είχα ήδη πλησιάσει την πόρτα και έσφιγγα νευρικά το πόμολο, όταν άκουσα τη φωνή του κα-θηγητή Γκρεγκ να με φωνάζει:

«Όλα εντάξει, μις Λάλι», είπε όταν αντιλήφθηκε ότι ήμουν κλειδωμένη στο δωμάτιο μου. «Το καημένο το παιδί είναι εξα-ντλημένο, αλλά του έδωσα κάτι που θα το βοηθήσει να κοιμηθεί

* Είδος σαύρας χωρίς πόδια. (Σ.τ.Μ.)

Page 37: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

42 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μέχρι αύριο το πρωί. Ελπίζω να μπορέσω να κάνω κάτι γι' αυτόν».

«Ναι», μου είπε αργότερα, «ήταν ένα πολύ οδυνηρό θέαμα, και δεν εκπλήσσομαι που τρομοκρατηθήκατε. Ελπίζω ότι με το κα-λό φαγητό ο νεαρός θα δυναμώσει λίγο, αλλά φοβάμαι ότι δεν πρόκειται ποτέ να θεραπευτεί εντελώς», πρόσθεσε, πασχίζοντας να μιλήσει με το συμβατικό και συνηθισμένο τόνο που μιλά κανείς για την αρρώστια ενός τρίτου· όμως εγώ διέκρινα τη χαρά που κρυβόταν μέσα του και πάλευε να βγει προς τα έξω. Ήταν σαν να κοιτούσε κανείς την καθαρή, ήρεμη επιφάνεια της θά-λασσας, και να διέκρινε στα απύθμενα βάθη της μια φουρτούνα υπόγειων κυμάτων. Ένιωσα ανήσυχη και συνάμα προσβεβλημέ-νη που αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος με είχε στην κυριολεξία σώσει κάποτε από την αρπάγη του θανάτου —ένας άνθρωπος που πάντοτε συμπεριφερόταν καλά στους φίλους του και έστεκε συνεχώς πλάι τους τόσο στο καλό όσο και στο κακό— φανερω-νόταν τώρα, για πρώτη φορά, να συμπαρατάσσεται με τους δαί-μονες και να αντλεί αρρωστημένη ευχαρίστηση από τα βάσανα ενός φτωχού συνανθρώπους μας. Δεν του είπα τίποτε, αλλά προ-σπάθησα μέσα μου να βρω μια απάντηση· μάταια όμως, ένιωσα γι' άλλη μια φορά να με συντρίβουν το μυστήριο και οι αντι-φάσεις. Άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως τελικά είχα γλιτώσει το θάνατο σ' εκείνο το ομιχλώδες προάστιο του Λονδίνου πληρώ-νοντας ένα υπερβολικά υψηλό τίμημα. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ· τα είχα εντελώς χαμένα. Τελικά αποφάσισα να του μιλήσω. Άρχισα με κάποιους υπαινιγμούς και στη συνέχεια του είπα όσα χρειάζονταν για να καταλάβει σε πόσο μεγάλη σύγχυση βρισκόμουν. Όμως γρήγορα μετάνιωσα γι' αυτό που είχα κά-νει, γιατί διέκρινα στο πρόσωπο του ένα σπασμό πόνου.

«Αγαπητή μις Λάλι», είπε, «δεν πιστεύω να θέλετε να μας εγκαταλείψετε, έτσι; Όχι, όχι, δεν έχετε τέτοια πρόθεση, είμαι απόλυτα βέβαιος. Αν ξέρατε πόσο βασίζομαι σ' εσάς· με πόση αυτοπεποίθηση συνεχίζω τις έρευνες μου γνωρίζοντας ότι εσείς είστε εδώ και φροντίζετε τα παιδιά μου. Είστε η οπισθοφυλακή μου, μις Λάλι· γιατί, πρέπει να ξέρετε, η δουλειά που έχω ανα-λάβει περιέχει πολλούς κινδύνους. Θυμάστε τι σας είχα πει όταν ήρθαμε εδώ; Ορκίστηκα ότι τα χείλη μου θα μείνουν κλειστά και

Page 38: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 43

σφραγισμένα μέχρι να έρθει η στιγμή που θα είμαι σε θέση να παρουσιάσω όχι πλέον αφελείς υποθέσεις και θολά προαισθή-ματα, αλλά γεγονότα αδιαμφισβήτητα και αδιάσειστα όπως οι μαθηματικές αποδείξεις. Ξανασκεφτείτε το, μις Λάλι. Δε θα ή-θελα σε καμιά περίπτωση να σας κρατήσω εδώ παρά τη θέλησή σας· όμως, σας μιλώ ειλικρινά, είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι πρέπει να μείνετε· γιατί το καθήκον σας βρίσκεται εδώ, ανάμεσα σ' αυτά τα δάση».

Η ευγλωττία του με άγγιξε· και θυμήθηκα ότι, στο κάτω κάτω, αυτός ο άντρας ήταν ο σωτήρας μου. Του έδωσα το χέρι και του υποσχέθηκα να τον υπηρετώ με πίστη και αφοσίωση. Λίγες μέ-ρες αργότερα, ο εφημέριος της εκκλησίας μας —μιας εκκλησού-λας γκρίζας, φτωχικής και γραφικής, που σχεδόν κρεμόταν πάνω απ' τα νερά στην άκρη της όχθης του ποταμού, πάνω από το πήγαιν' -έλα της παλίρροιας— ήρθε να μας επισκεφθεί, και ο καθηγητής Γκρεγκ τον έπεισε να μείνει και να δειπνήσει μαζί μας. Ο κ.,Μέιρικ, γόνος μιας παλιάς οικογένειας γαιοκτημόνων, που το αρχοντικό της ήταν χτισμένο στους λόφους κάπου εφτά μίλια μακριά, ήταν το ζωντανό αρχείο όλων των παλιών εθίμων και παραδόσεων της περιοχής. Οι ευγενικοί, αν και συγκρατη-μένοι, τρόποι του κέρδισαν αμέσως τον καθηγητή Γκρεγκ. Την ώρα του επιδορπίου, όταν είχε αρχίσει ήδη να επιδρά το καλό κρασί Βουργουνδίας, οι δυο άντρες έλαμπαν ικανοποιημένοι και άρχισαν να συζητούν περί φιλολογίας με τον ενθουσιασμό που μιλούν τα μέλη της Βουλής των Λόρδων όταν απευθύνονται στους απλούς πολίτες. Ο εφημέριος προσπαθούσε να εξηγήσει την προφορά του Ουαλικού 11 και το λαρύγγι του παρήγαγε ήχους που θύμιζαν το κελάρυσμα των ρυακιών της πατρίδας του, όταν ο καθηγητής ξαφνικά τον διέκοψε.

«Με την ευκαιρία», είπε, «τις προάλλες άκουσα μια πολύ πα-ράξενη λέξη. Γνωρίζετε το αγόρι που δουλεύει εδώ, τον καημένο τον Τζέρβας Κράντοκ; Λοιπόν, ο νέος αυτός έχει την κακή συ-νήθεια να μιλά μόνος του, και προχτές, που έκανα βόλτα στον κήπο, στάθηκα πίσω του για να ακούσω τι έλεγε. Όπως κατα-λαβαίνετε, δε με πήρε είδηση και συνέχισε το μονόλογο του. Τα περισσότερα απ' αυτά που έλεγε ήταν ακατανόητα, χωρίς λο-γικό ειρμό, αλλά μια λέξη του με παραξένεψε. Ο ήχος της ήταν

Page 39: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

44 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

πολύ περίεργος, κατά το ήμισυ συριγμός και κατά το ήμισυ λαρυγγισμός, αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, έμοιαζε πολύ με αυτό το διπλό 1, για το οποίο μιλήσατε πριν από λίγο. Αν άκου-σα καλά, πρέπει να ήταν η λέξη Ιξαξάρ, αν και η προφορά του ς έμοιαζε πολύ με το ελληνικό χ ή το ισπανικό /. Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η ουαλική λέξη;»

«Ουαλική;» έκανε ο εφημέριος. «Μα δεν υπάρχει τέτοια λέξη στα ουαλικά ή κάποια άλλη που να της μοιάζει. Γνωρίζω πολύ καλά τόσο την επίσημη ουαλική όσο και τις τοπικές διαλέκτους. Σας διαβεβαιώ ότι, από το Άνγκλσι μέχρι το Γιουσκ, δεν υπάρ-χει καμιά τέτοια λέξη. Εξάλλου, κανένας απ' τους Κράντοκ δεν ξέρει ουαλικά· σ' αυτά τα μέρη τώρα πια μιλούν όλοι αγγλικά».

«Μάλιστα. Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά, κ. Μέιρικ. Ομολογώ ότι η λέξη μου φάνηκε σαν ουαλική. Νόμισα ότι ανήκει σε κάποια τοπική διάλεκτο».

«Όχι, ποτέ δεν άκουσα αυτήν τη λέξη ή κάποιαν άλλη που να της μοιάζει. Εκτός κι αν ανήκει», τόνισε ο εφημέριος χαμο-γελώντας πονηρά «σ' εκείνην τη γλώσσα που μιλούν οι νεράι-δες —στη γλώσσα Τάιλγουντ Τεγκ, όπως την ονομάζουμε εδώ».

Στη συνέχεια οι δυο άντρες άλλαξαν θέμα συζήτησης· άρχι-σαν να κουβεντιάζουν για μια ρωμαϊκή έπαυλη, που. τα ερείπιά της είχαν ανακαλυφθεί πρόσφατα στην περιοχή. Το θέμα δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον για μένα. Σηκώθηκα από το τραπέζι και πήγα στο δωμάτιο μου, όπου προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη όλα όσα είχα ακούσει. Τη μεγαλύτερη εντύπωση μου είχε κάνει η λάμψη που είχα διακρίνει στο βλέμμα του καθηγητή τη στιγμή που πρόφερε εκείνη την παράξενη λέξη· και παρ' ότι η προφορά του ήταν ηθελημένα παραφθαρμένη, είχα αναγνωρίσει το όνομα της πέτρας με τα εξήντα γράμματα που αναφέρει ο Σολίνος, το όνομα της μαύρης σφραγίδας που βρισκόταν κλει-δωμένη σε κάποιο συρτάρι του γραφείου του καθηγητή —εκείνη τη σφραγίδα που πάνω στην επιφάνεια της οι άνθρωποι μιας χαμένης φυλής είχαν χαράξει για πάντα σημάδια που κανένας σύγχρονος δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει, σημάδια που ενδεχομένως να μην ήταν παρά πέπλα που κάλυπταν πράγματα φοβερά και τρομερά, τα οποία συνέβαιναν πριν από πολλούς αιώνες και είχαν πλέον λησμονηθεί, πριν ακόμα σχηματιστούν

Page 40: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 45

στην επιφάνεια της γης οι λόφοι αυτοί, που ανάμεσα τους βρι-σκόμαστε.

Όταν το επόμενο πρωί βγήκα έξω, βρήκα τον καθηγητή Γκρεγκ να κάνει βόλτες, ως συνήθως, στη βεράντα.

«Κοιτάξτε εκείνη τη γέφυρα», μου είπε μόλις με είδε. «Προ-σέξτε το περίεργο γοτθικό της σχέδιο, τις γωνίες ανάμεσα στις καμάρες και το γκρίζο χρώμα της που αστράφτει σαν ασήμι στον πρωινό ήλιο. Ομολογώ ότι μου φαίνεται σαν σύμβολο· πρέπει να εικονίζει τη μυστικιστική αλληγορία του περάσματος από έναν κόσμο σε άλλο».

«Καθηγητά Γκρεγκ», είπα ήρεμα, «νομίζω πως είναι καιρός να μάθω κάτι για όσα συνέβησαν και για όσα πρόκειται να συμ-βούν, δε συμφωνείτε;»

Δε μου απάντησε εκείνη τη στιγμή, αλλά το ίδιο βράδυ επα-νέλαβα την ερώτησή μου. Ο καθηγητής με κοίταξε εκνευρισμέ-νος· τα μάτια του σπίθιζαν.

«Μα δεν έχετε καταλάβει ακόμα;» φώναξε. «Σας έχω πει και σας έχω δείξει πολλά· έχετε ακούσει και δει όσα άκουσα και είδα κι εγώ· ή τουλάχιστον», και η φωνή του ρίγησε καθώς μιλούσε, «αρκετά για να σχηματίσετε μια σαφή γνώμη και να βγάλετε τα συμπεράσματά σας. Ασφαλώς θα σας πληροφόρησαν οι υπηρέτες ότι προχτές τη νύχτα ο καημένος ο νεαρός Κράντοκ έπαθε κι άλλη κρίση· με ξύπνησαν οι κραυγές του και έτρεξα αμέσως κοντά του. Εύχομαι να δώσει ο Θεός να μη δείτε ποτέ όσα είδα εγώ εκείνη τη νύχτα Αλλά, ας είναι· όλα αυτά δεν έχουν πια σημασία. Ο χρόνος που μπορώ να μείνω εδώ πλησιάζει στο τέλος του· πρέπει σε τρεις μέρες να βρίσκομαι στο Λονδίνο, γιατί έχω να προετοιμάσω μια σειρά διαλέξεων και χρειάζομαι όλα τα βιβλία μου. Σε λίγες μέρες, λοιπόν, θα έχουν όλα τελειώσει· θα σας αποκαλύψω τα πάντα, και ελπίζω να πάψετε να με θεωρείτε γελοίο και θεοπάλαβο. Ναι, θα σας τα πω όλα, μις Λάλι, και σας εγγυώμαι ότι θα νιώσετε τόση συγκίνηση όση ποτέ ομιλητής δεν προκάλεσε στις καρδιές των ακροατών του».

Σταμάτησε για μια στιγμή και το πρόσωπο του φάνηκε να λάμπει απ' τη χαρά μιας επικείμενης μεγάλης ανακάλυψης.

«Αλλά αυτά στο μέλλον», συνέχισε αμέσως μετά, «στο εγγύς μέλλον, φυσικά, αλλά στο μέλλον. Πρέπει όμως να σας πω και

Page 41: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

46 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

κάτι άλλο. Κάποτε σας είχα μιλήσει για τους κινδύνους που ενεδρεύουν στις έρευνες μου· το θυμάστε; Ε, λοιπόν, από δω και πέρα θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να τους αντιμετωπίσουμε. Ομολογώ ότι δεν ξέρω από πού θα προέλθουν πιστέψτε με, ακόμη και τώρα εξακολουθώ να βαδίζω στα σκο-τεινά. Όμως η παράξενη περιπέτεια που θα ζήσουμε θα είναι η τελευταία απ' όλες· ο τελευταίος κρίκος σε μια μακριά αλυσίδα παράδοξων συμβάντων».

Περπατούσε πάνω κάτω καθώς μιλούσε, και μπορούσα να δια-κρίνω στη φωνή του τόνους θριαμβολογίας αλλά και μελαγχο-λίας ταυτόχρονα —ή ίσως δέους, θα έπρεπε να πω, το δέος του ανθρώπου που κολυμπά σε άγνωστα νερά. Στο μυαλό μου ήρθαν ξανά όσα μου είχε πει για τον Κολόμβο τη στιγμή που μου έδινε το φρεσκοτυπωμένο αντίτυπο του τελευταίου του βιβλίου. Έκα-νε ψύχρα εκείνο το βράδυ και καθόμαστε στο γραφείο του με αναμμένο το τζάκι. Η φωτιά και η αντανάκλασή της στους τοί-χους μου θύμιζαν τις παλιές καλές μέρες. Καθόμουν σιωπηλή σε μια παλιά πολυθρόνα κοντά στο τζάκι και συλλογιζόμουν όσα είχα ακούσει απ' το στόμα του. Έσπαζα το κεφάλι μου προσπα-θώντας να βρω ποια μυστηριώδη βάθη κρύβονταν κάτω από όλην αυτή τη φαντασμαγορία, της οποίας ήμουν αυτόπτης μάρ-τυρας. Ξαφνικά αισθάνθηκα ότι κάτι είχε συμβεί, κάτι είχε αλ-λάξει μες στο δωμάτιο. Για λίγη ώρα κοιτούσα γύρω μου προ-σπαθώντας να εντοπίσω την αλλαγή που είχε γίνει· το τραπέζι μπροστά στο παράθυρο, οι καρέκλες, ο παλιός καναπές —τίπο-τε· τα πάντα ήταν στη θέση τους. Και ξαφνικά, όπως όταν προ-σπαθούμε να θυμηθούμε κάτι κι ανάβει αίφνης ένα λαμπάκι στο μυαλό μας, κατάλαβα τι ήταν αυτό που με είχε παραξενέψει· καθόμουν απέναντι απ' το γραφείο του καθηγητή, που βρισκό-ταν στην άλλη πλευρά του τζακιού, και πάνω ακριβώς σ' εκείνο το γραφείο υπήρχε μια μαρμάρινη προτομή του βλοσυρού Πιτ, που ποτέ δεν την είχα ξαναδεί σ' εκείνη τη θέση. Αμέσως θυ-μήθηκα πού θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται. Στην άλλη γωνιά του δωματίου, κοντά στην πόρτα, υπήρχε μια παλιά ξύλινη ντου-λάπα και στην κορυφή της, κάπου πέντε μέτρα πάνω απ' το πάτωμα, έβλεπα καθημερινά το μικρό κομψοτέχνημα. Προφα-νώς πρέπει να το είχαν τοποθετήσει εκεί πριν από πολύν καιρό,

Page 42: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΓΙΛΑΣ 47

και έκτοτε δεν είχε μετακινηθεί ποτέ απ' τη θέση του, γιατί πάνω του είχε κατακάτσει σκόνη απ' τις πρώτες μέρες του αιώ-να.

Ήταν κάτι το εξωφρενικό. Για λίγα λεπτά έμεινα αμίλητη να κοιτάζω τη μαρμάρινη προτομή, προσπαθώντας να βάλω σε κά-ποια τάξη τις σκέψεις μου. Ήξερα ότι δεν υπήρχε σκάλα στο σπίτι, γιατί δεν είχα βρει καμιά πριν από λίγες μέρες που ήθελα να κάνω κάποιες αλλαγές στις κουρτίνες του δωματίου μου· και από την άλλη, ήταν ολοφάνερο ότι ακόμα κι ένας ψηλός άντρας ανεβασμένος σε καρέκλα, θα ήταν αδύνατον να κατεβάσει το αγαλματάκι απ' τη θέση του· εξάλλου δεν ήταν τοποθετημένο στην άκρη της κορυφής της ντουλάπας, αλλά στο πίσω μέρος της, κοντά στον τοίχο. Κι αν μη τι άλλο, ο καθηγητής Γκρεγκ ήταν μάλλον κοντός γι' αυτήν τη δουλειά.

«Πώς καταφέρατε και κατεβάσατε την προτομή του Πιτ;» τον ρώτησα τελικά.

Με κοίταξε ξαφνιασμένος' για μια στιγμή φάνηκε να διστάζει. «Βρήκατε σκάλα ή έφερε ο κηπουρός τη δική του σκαλίτσα

από τον κήπο;» επέμεινα. «Α, όχι, δε χρειάστηκε καμιά σκάλα», απάντησε αινιγματικά

ο καθηγητής. «Ορίστε, μις Λάλι», συνέχισε σε άλλο τόνο, πιο ανάλαφρο, «τώρα υπάρχει κι ένα προβληματάκι για σας, ένα αίνιγμα σαν αυτά που συνήθιζε να λύνει ο αμίμητος Χολμς. Έχετε στη διάθεση σας όλα τα δεδομένα· βάλτε, λοιπόν, το μυαλουδάκι σας να δουλέψει και βρείτε τη λύση του προβλήμα-τος. Για τ' όνομα του Θεού», φώναξε με τρεμάμενη φωνή, «μην πείτε λέξη! Σας διαβεβαιώ ότι εγώ προσωπικά ποτέ μου δεν άγγιξα αυτή την προτομή». Και πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, βγήκε απ το δωμάτιο, με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του· το χέρι του έτρεμε καθώς βροντούσε την πόρτα πίσω του.

Σάστισα· έριξα μια ματιά στο δωμάτιο γύρω μου, χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα, προσπαθώντας με ανώφελες εικασίες να εξηγήσω στον εαυτό μου για ποιο λόγο μια φαινομενικά άσχετη κουβέντα για την αλλαγή της θέσης ενός αγαλματιδίου είχε αναταράξει σε τέτοιο βαθμό τα μαύρα ύδατα. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τον ερέθισε κάτι το τόσο μικρό κι ασήμαντο»,

Page 43: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

48 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

συλλογίστηκα. «Αλλά μπορεί ο καθηγητής να είναι προληπτι-κός και να τον ενοχλούν τέτοια μικροπράγματα· μπορεί η ερώ-τησή μου να του ξύπνησε ανομολόγητους φόβους, σαν τους φόβους που προκαλεί κανείς σε μια πρακτική σκοτσέζα νοικο-κυρά όταν σκοτώνει μια αράχνη ή χύνει αλάτι στο πάτωμα». Βυθίστηκα σ' ένα πέλαγος υποθέσεων και υποψιών και σιγά σιγά άρχισα να καμαρώνω, κατά κάποιον τρόπο, για την ανοσία μου απέναντι σε τέτοιους ανόητους φόβους, όταν ξαφνικά η αλήθεια πλάκωσε, βαριά σαν μολύβι, την καρδιά μου και ανα-γνώρισα με κρύο τρόμο ότι κάποια τρομερή εξωτερική δύναμη είχε επέμβει γιατί η προτομή ήταν απλησίαστη, χωρίς σκάλα κανένας δεν μπορούσε να τη φτάσει.

Πήγα αμέσως στην κουζίνα και μίλησα, όσο πιο ήρεμα μπο-ρούσα, στην υπηρέτρια.

«Ποιος κατέβασε την προτομή από την ντουλάπα, Αν;» τη ρώτησα. «Ο καθηγητής λέει ότι δεν την άγγιξε ποτέ. Μήπως βρήκες καμιά παλιά σκάλα στην αποθήκη;»

Η κοπέλα με κοίταξε ανέκφραστη. «Ούτε εγώ την άγγιξα ποτέ», απάντησε. «Τις προάλλες που

πήγα στο δωμάτιο να ξεσκονίσω, βρισκόταν ήδη πάνω στο γρα-φείο. Ναι, τώρα το θυμάμαι, ήταν την Τετάρτη το πρωί. Την προηγούμενη νύχτα τον Κράντοκ τον είχε πιάσει η κρίση του. Το δωμάτιο μου είναι δίπλα στο δικό του, δεσποινίς», συνέχισε στεναχωρημένη, «και ήταν φοβερό να ακούς τα ουρλιαχτά και τις φωνές του. Δεν καταλάβαινα λέξη απ' αυτά που έλεγε. Ή-μουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και έτρεμα απ' το φόβο μου. Τελικά άκουσα τον αφέντη να μπαίνει στο δωμάτιο και να του μιλά. Ύστερα τον πήρε στο γραφείο του και κάτι του έδωσε».

«Και το άλλο πρωί ανακάλυψες ότι η προτομή είχε μετακινη-θεί;»

«Μάλιστα, δεσποινίς. Όταν μπήκα μέσα το δωμάτιο μύριζε περίεργα και άνοιξα τα παράθυρα· ήταν μια αηδιαστική μυρωδιά και αναρωτήθηκα πού μπορεί να οφειλόταν. Ξέρετε κάτι, δε-σποινίς; Πριν από πολύν καιρό είχα πάει με τον ξάδερφο μου, τον Τόμας Μπάρκερ, στο Ζωολογικό Κήπο του Λονδίνου. Ή-ταν ένα απόγευμα που είχα ρεπό· εργαζόμουν τότε στο σπίτι της κ. Πρινς, στο Στάνχοουπ Γκέιτ. Πήγαμε, που λέτε, με τον Τόμας

Page 44: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ Σ Φ Ρ Α Α Σ 49

να δούμε τα φίδια και σας πληροφορώ ότι απ' το κλουβί τους έβγαινε μια βρομερή μυρωδιά, ίδια μ' αυτήν που έβγαινε απ' το δωμάτιο. Μου 'ρχόταν εμετός, θυμάμαι, και παρακάλεσα τον ξάδερφο μου να φύγουμε. Ακριβώς η ίδια μυρωδιά, λοιπόν, έ-βγαινε την Τετάρτη το πρωί απ' το δωμάτιο, κι εκεί που στε-κόμουν και αναρωτιόμουν από πού μπορεί να ερχόταν, βλέπω ξαφνικά το αγαλματάκι του Πιτ πάνω στο γραφείο του αφέντη και λέω μέσα μου, "Ποιος το έβαλε εκεί πάνω και πώς κατάφερε να το κατεβάσει από την ντουλάπα;" Όταν πήγα να το ξεσκο-νίσω, διαπίστωσα ότι σ' ένα μεγάλο και πλατύ μέρος της επι-φάνειας του δεν υπήρχε καθόλου σκόνη. Ξαφνιάστηκα· απ' τη μια γνώριζα ότι είχε χρόνια να περάσει από πάνω του ξεσκονό-πανο και απ' την άλλη δεν υπήρχαν καθόλου σημάδια από δά-χτυλα. Άγγιξα ασυναίσθητα με το χέρι μου το ξεσκονισμένο μέρος και ένιωσα στις άκρες των δαχτύλων μου κάτι κολλώδες και γλιστερό, σαν να είχε συρθεί πάνω του σαλιγκάρι. Δεν είναι παράξενο, δεσποινίς; Αναρωτιέμαι ποιος το κατέβασε απ' την ντουλάπα και το βρόμισε».

Τα λόγια και η ιστορία της υπηρέτριας με άγγιξαν εκεί που πονούσα. Πήγα στο δωμάτιο μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι και δάγκωσα τα χείλη μου για να μην ουρλιάξω. Κόντευα να τρε-λαθώ απ' το φόβο και την αγωνία. Αν ήταν πρωί, σίγουρα θα έφευγα τρέχοντας, λησμονώντας όλο το θάρρος μου και την υποχρέωσή μου προς τον καθηγητή Γκρεγκ, αδιαφορώντας αν θα πέθαινα από την πείνα —αρκεί να μπορούσα να δραπετεύσω από τον κλοιό του τυφλού φόβου, που μέρα με τη μέρα φαινόταν να σφίγγεται ολοένα και πιο απειλητικά γύρω μου. Αν ήξερα, σκεφτόμουν, αν ήξερα τι ήταν αυτό που με φόβιζε, τότε θα μπο-ρούσα να λάβω τα μέτρα μου, να αντισταθώ στην επέλασή του. Όμως εδώ, σ' αυτό το μοναχικό σπίτι, ανάμεσα στα πυκνά δάση και τους άγριους λόφους, ο τρόμος φαινόταν να στήνει ενέδρες και να ξεπηδάει από χιλιάδες κρυψώνες, προκαλώντας ανατρι-χίλα και φρίκη, αιφνιδιάζοντας την αδύναμη σάρκα. Μάταια προσπάθησα να επικαλεστώ τη βοήθεια του σκεπτικισμού μου· μάταια πάσχισα, με την ψυχρή κοινή λογική να χαλυβδώσω την πίστη μου σ' ένα κόσμο φυσική τάξεως —γιατί ο αέρας που φυσούσε από το ανοιχτό παράθυρο ήταν μια ανάσα μυστική ·

Page 45: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

50 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

γιατί, μες στο σκοτάδι, η σιωπή με πλάκωνε βαριά, σαν μοιρο-λόι και μνημόσυνο· γιατί μες στο μυαλό μου εμφανίζονταν σχή-ματα και μορφές παράξενες, που παραμόνευαν μέσα στις καλα-μιές, πλάι στο ποτάμι.

Όταν το πρωί κατέβηκα για πρόγευμα, αισθάνθηκα ότι η δαιδαλώδης πλοκή θα έφτανε στο αποκορύφωμά της· το πρόσω-πο του καθηγητή ήταν ανέκφραστο και ο ίδιος έδειχνε να πα-ρακολουθεί με το ζόρι την κουβέντα μας.

«Θα φύγω για ένα μάλλον μακρινό περίπατο», τόνισε μόλις τελειώσαμε το πρωινό. «Να μη με περιμένετε σύντομα και να μην πάει ο νους σας στο κακό αν δε γυρίσω το μεσημέρι για φαγητό. Έχω αρχίσει να αποβλακώνομαι τελευταία από την απραξία και νομίζω ότι μια βόλτα θα μου κάνει καλό. Αν μάλι-στα βρω κανένα καθαρό και άνετο πανδοχείο, τότε μπορεί να περάσω και τη νύχτα μου εκεί».

Ξαφνιάστηκα ακούγοντας τον η εμπειρία μου κοντά του μου έλεγε ότι ο καθηγητής Γκρεγκ δεν ήταν απ' τους ανθρώπους που κάνουν κάτι απλώς και μόνο για να ικανοποιηθούν. Δεν ήξερα, ούτε καν μπορούσα να μαντέψω, πού θα πήγαινε, δεν είχα την παραμικρή ιδέα για τις προθέσεις και το σκοπό του, αλλά όλος ο φόβος μου της προηγούμενης νύχτας ξαναγύρισε. Και καθώς στεκόταν χαμογελαστός στη βεράντα, έτοιμος να ξεκινήσει, τον ικέτεψα να μείνει και να ξεχάσει όλα τα όνειρα του για ανεξε-ρεύνητες ηπείρους.

«Όχι, όχι, μις Λάλι», απάντησε εξακολουθώντας να χαμογελά. «Είναι πολύ αργά πλέον. Vestigia nulla retrorsum —το ξέρε-τε, είναι η αρχή όλων των πραγματικών εξερευνητών, αν και ελπίζω να μην αποδειχθεί κατά γράμμα αληθινή στην περίπτωση μου. Πάντως, δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε τόσο πολύ' στο κάτω κάτω για μια απλή εκδρομή πρόκειται. Προτιμώ να ξεσκά-σω λίγο παρά να περάσω όλη τη μέρα μου με τα γεωλογικά σφυριά. Βέβαια, υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι, αλλά αυτό ισχύει για όλες τις εκδρομές. Πάντως σας διαβεβαιώ ότι δεν πρόκειται να επιχειρήσω τίποτα τολμηρό· θέλω απλώς να ξεσκάσω. Ελάτε τώρα, μη στεναχωριέστε, χαμογελάστε λίγο. Λοιπόν, σας χαιρε-τώ. Θα τα πούμε αύριο, το αργότερο».

Προχώρησε προς το δρόμο, άνοιξε το πορτάκι στο σημείο

Page 46: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 51

όπου άρχιζε το δάσος και χάθηκε μέσα στα δέντρα. Η μέρα κύλησε αργά, με μια παράξενη καταχνιά στην ατμό-

σφαιρα. Ένιωθα συνεχώς σαν φυλακισμένη μέσα στ' αρχαία δάση, σαν καθηλωμένη σε μια χώρα μυστηρίου και τρόμου, απ' όπου καθετί ζωντανό είχε εξαφανιστεί και λησμονηθεί εδώ και πολλούς αιώνες. Έλπιζα και ανησυχούσα ταυτόχρονα· κι όταν ήρθε η ώρα του δείπνου περίμενα, ελπίζοντας να ακούσω το βήμα του καθηγητή στο χολ, τη φωνή του να ανακοινώνει με ενθουσιασμό δεν ξέρω κι εγώ ποιο θρίαμβο. Ήμουν έτοιμη να τον υποδεχτώ με το χαμόγελο, αλλά η νύχτα κατέβηκε σκοτεινή κι εκείνος δεν ήρθε.

Το πρωί, όταν η υπηρέτρια μου χτύπησε την πόρτα, τη φώ-ναξα και τη ρώτησα αν είχε γυρίσει ο αφέντης της. Μου απά-ντησε ότι η πόρτα του ήταν ανοιχτή και η κρεβατοκάμαρα του άδεια. Αισθάνθηκα ξανά πιασμένη στην παγωμένη αρπάγη της απόγνωσης. Για να παρηγορηθώ προσπάθησα να πω στον εαυτό μου ότι μπορεί να είχε βρει καλή παρέα, ότι ίσως να επέστρεφε το μεσημέρι ή το απόγευμα. Πήγα, λοιπόν, με τα παιδιά στο δάσος, αποφασισμένη να παίξω και να γελάσω μαζί τους, για να ξεχάσει το μυαλό μου τις κακές σκέψεις και η ψυχή μου τον τρόμο της. Όμως όσο περνούσαν οι ώρες κι εγώ περίμενα, τόσο πιο βαθιά βυθιζόμουν στην απελπισία. Τελικά ήρθε η νύχτα και με βρήκε στο βραδινό τραπέζι πάλι μονάχη. Κι εκεί που τσιμπο-λογούσα ανόρεχτα το λιγοστό φαγητό μου, ξαφνικά ακούστη-καν έξω βήματα και ο ήχος μιας αντρικής φωνής.

Αμέσως μετά μπήκε μέσα η υπηρέτρια και με κοίταξε παρά-ξενα.

«Συγνώμη που σας ενοχλώ, δεσποινίς», άρχισε, «αλλά ο κ. Μόργκαν ο κηπουρός είναι έξω και θέλει να σας μιλήσει».

«Πες του να περάσει, σε παρακαλώ», απάντησα, και έσφιξα τα χείλη μου.

Ο γέρος μπήκε αργά στο δωμάτιο και η υπηρέτρια έκλεισε την πόρτα και μας άφησε μόνους.

«Καθίστε, κ. Μόργκαν», είπα. «Τι θέλετε να μου πείτε;» «Λοιπόν, δεσποινίς, ο κ. Γκρεγκ μου έδωσε κάτι για σας χτες

το πρωί, λίγο πριν φύγει. Μου είπε να σας το παραδώσω μόνο στην περίπτωση που δε γυρίσει μέχρι απόψε στις οχτώ. Όπως

Page 47: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

52 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

βλέπετε, είναι κιόλας περασμένες οχτώ και ο κ. Γκρεγκ δεν έχει γυρίσει ακόμα. Ήρθα, λοιπόν, να σας δώσω το δέμα που μου άφησε».

Έβγαλε κάτι απ την τσέπη του και μου το έδωσε, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Το πήρα χωρίς να μιλήσω και είδα ότι ο Μόργκαν με κοίταξε σαν να μην ήξερε τι έπρεπε να κάνει στη συνέχεια. Τον ευχαρίστησα, του ευχήθηκα καληνύχτα και αυτός έφυγε με αργό βήμα. Έμεινα μόνη στο δωμάτιο κρατώντας το δέμα στο χέρι —ένα δέμα τυλιγμένο σε χαρτί, σφραγισμένο με βουλοκέρι, πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο το όνομα μου. Ανα-γνώρισα το γραφικό χαρακτήρα του καθηγητή Γκρεγκ και μ' ένα σφίξιμο στην καρδιά έσπασα το σφράγισμα. Βρήκα μέσα ένα φάκελο· απευθυνόταν σ' εμένα αλλά ήταν ανοιχτός. Χωρίς καθυστέρηση τράβηξα έξω ένα γράμμα.

Αγαπητή μις Λάλι, άρχιζε —για να θυμηθούμε κάτι οπό κείνο το παλιό εγχειρίδιο Λογικής— το γεγονός ότι διαβάζετε αυτό το σημείωμα είναι συνεπαγόμενο του γεγονότος ότι διέπραξα κά-ποια γκάφα, μια γκάφα, φοβάμαι, που κάνει αυτές τις γραμμές να ηχούν σαν αποχαιρετισμός. Είναι απολύτως βέβαιο ότι ούτε εσείς ούτε κανείς άλλος θα με ξαναδεί. Στη διαθήκη μου έχω προβλέψει αυτό το ενδεχόμενο και ελπίζω ότι δε θα αρνηθείτε το μικρό δώρο που σας κληροδοτώ μαζί με τις θερμές ευχαρι-στίες μου για την επιλογή σας να ενώσετε την τύχη σας με τη δική μου. Αυτό που με βρήκε ξεπερνά σε απελπισία και φρίκη κάθε εφιάλτη που μπορεί να ονειρευτεί άνθρωπος• αλλά τη μοί-ρα αυτή δικαιούσθε, εσείς, τουλάχιστον, να τη μάθετε —αν φυ-σικά το επιθυμείτε. Αν ψάξετε στο αριστερό συρτάρι του γρα-φείου μου, θα βρείτε το κλειδί του σεκρετέρ μου. Πάρτε το, ξεκλειδώστε το, και μέσα θα βρείτε ένα σφραγισμένο φάκελο με το όνομά σας. Σας συμβουλεύω να τον ρίξετε στη φωτιά, αν θέλετε να κοιμάστε ήσυχα τις νύχτες. Αν, όμως, επιμένετε να μάθετε τι μου συνέβη, δεν έχετε παρά να τον ανοίξετε και να διαβάσετε το εσώκλειστο γράμμα.

Ακολουθούσε η υπογραφή του. Το χέρι του ήταν σταθερό όταν την έβαζε. Ξαναδιάβασα το γράμμα απ' την αρχή, λέξη

Page 48: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 53

λέξη. Το πρόσωπο και τα χείλη μου είχαν χλομιάσει, τα χέρια μου ήταν παγωμένα κι ένας κόμπος με έπνιγε στο λαιμό. Η νεκρική σιωπή του δωματίου και η σκέψη των σκοτεινών δασών και των άγριων λόφων ολόγυρα βάραιναν μέσα μου. Ένιωσα εγκαταλειμμένη και αβοήθητη· δεν ήξερα από ποιον να ζητήσω μια συμβουλή. Τελικά, παρ' ότι όσα θα μάθαινα θα στοίχειωναν την υπόλοιπη ζωή μου, έκρινα ότι έπρεπε να γνωρίσω τη ση μα -σία των παράξενων τρόμων που τόσον καιρό με βασάνιζαν, γκρίζοι, θολοί και αποτρόπαιοι, σαν τις σκιές του δάσους το σούρουπο. Ακολούθησα με προσοχή τις οδηγίες του καθηγητή Γκρεγκ, και, όχι χωρίς δισταγμό, αποσφράγισα το φάκελο, που βρισκόταν κλειδωμένος στο σεκρετέρ, και έβγαλα έξω το γράμ-μα. Έκτοτε το κουβαλώ πάντοτε μαζί μου, και, όπως καταλαβαί-νετε, δεν μπορώ να αρνηθώ να σας το διαβάσω. Ακούστε, λοι-πόν, τι έμαθα εκείνη τη νύχτα, καθισμένη στο γραφείο του κα-θηγητή, με μόνο φωτισμό το μισόφωτο του χαμηλωμένου αμπα-ζούρ.

Και η νεαρή κυρία που αποκαλούσε τον εαυτό της μις Λάλι, άρχισε να διαβάζει τη

ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΚΡΕΓΚ, Ι.Β.Ε., κ.τ.λ.

Πριν από πολλά χρόνια ανέτειλε στο μυαλό μου η πρώτη λάμψη μιας θεωρίας, που τώρα πια είναι σε μεγάλο βαθμό, αν όχι πλήρως, θεμελιωμένη σε γεγονότα. Η μακροχρόνια μελέτη ποικίλων και παλιών αναγνωσμάτων συνέβαλε τα μέγιστα στη διάνοιξη του δρόμου, και αργότερα, όταν είχα πλέον αποκτήσει την ειδικότητά μου και είχα βυθιστεί για τα καλά στις εθνολογικές έρευνες, από καιρό σε καιρό αιφνιδιαζόμουν από κάποια γεγονότα, που δε συμβάδιζαν με την ορθόδοξη επιστημονική άποψη, και ορισμένες α-νακαλύψεις, που άφηναν να διαφανεί ότι υπήρχαν πράγμα-τα καλά κρυμμένα και εντελώς απρόσιτα στην έρευνα. Σταδιακά οδηγήθηκα στην άποψη ότι η παγκόσμια λαο-γραφία δεν είναι παρά μια εξωπραγματική εξιστόρηση πε-ριστατικών που όντως συνέβησαν. Ασχολήθηκα ιδιαίτερα

Page 49: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

54 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

με τις ιστορίες για νεράιδες, ή για τον «καλό λαό», όπως είναι γνωστές στην κέλτικη μυθολογία. Σιγά σιγά διαπί-στωσα ότι μπορούσα να προχωρήσω πέρα απ' τα περιττά εξωτερικά στοιχεία των ιστοριών αυτών, πέρα απ' την υπερβολή, τη φαντασία, τα πρασινοντυμένα ανθρωπάκια που έπαιζαν και χόρευαν μες στα λουλούδια. Για να μην τα πολυλογά), πιστεύω ότι πέτυχα να εντοπίσω την αναλο-γία που υπάρχει ανάμεσα στο όνομα των πλασμάτων αυτής της (φανταστικής, υποτίθεται) φυλής και στην περιγραφή της όψης και της συμπεριφοράς τους. Όπως οι μακρινοί προγονοί μας ονόμαζαν αυτά τα πλάσματα «νεράιδες» και «ξωτικά», εξαιτίας ίσως τους δέους που προκαλούσαν, κα-τά τον ίδιο τρόπο τα φαντάζονταν όμορφα, αν και γνώρι-ζαν ότι στην πραγματικότητα συνέβαινε ακριβώς το αντί-θετο. Η λογοτεχνία, βεβαίως, έχει βάλει κι αυτή το δαχτυ-λάκι της, έτσι που τα παιχνιδιάρικα ξωτικά του Σαίξπηρ να απέχουν παρασάγγας από το αυθεντικό τους πρότυπο και η αληθινή φρίκη να μεταμφιέζεται σ' ένα είδος φάρ-σας και ξεφαντώματος. Αλλά αν στραφούμε στους παλιό-τερους μύθους, στις ιστορίες που άκουγαν οι άνθρωποι τις νύχτες γύρω απ' το τζάκι κι έκαναν το σταυρό τους, τότε μπαίνουμε πλέον σε άλλα χωράφια. Όντως, το πνεύμα των ιστοριών εκείνων είναι εντελώς διαφορετικό. Συνήθως μι-λούν για παιδιά, άντρες και γυναίκες που ξαφνικά χάνο-νται από προσώπου γης και δεν τους ξαναβλέπει κανείς. Στις περισσότερες περιπτώσεις ένας αγρότης τους βλέπει για τελευταία φορά στα χωράφια να ανηφορίζουν προς κάποιο καταπράσινο ύψωμα ή λόφο. Άλλες πάλι ιστορίες μιλούν για μανάδες που αφήνουν το παιδί τους να κοιμά-ται, σφαλίζουν κι αμπαρώνουν την πόρτα της καλύβας τους και φεύγουν για να πάνε στη δουλειά τους. Αργότερα, όταν γυρίζουν, αντί για το στρουμπουλό και ροδοκόκκινο μικρό Σάξονα, αντικρίζουν στην κούνια ένα πλάσμα αδύ-νατο, καχεκτικό, με δέρμα σταφιδιασμένο και κορμί μελα-νιασμένο, με βλέμμα πονηρό και διαπεραστικό —ένα παιδί μιας άλλης φυλής. Αλλά υπάρχουν ιστορίες ακόμα πιο σκοτεινές: μιλούν για μάγισσες και μάγους τρομερούς, για

Page 50: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 55

μαύρες τελετές του Σαμπάθ, για δαίμονες που γίνονται ένα με τις κόρες των ανθρώπων. Κι όπως έχουμε μετατρέψει τις τρομερές «νεράιδες» σε μια παρέα παιχνιδιάρικων ξωτι-κών, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κρύβουμε τη μαύρη ποτα-πότητα των μαγισσών και των συνεργών τους κάτω απ' τα πέπλα λαϊκών diablerie* με γριές, ιπτάμενα σκουπόξυλα και κωμικούς γάτους με όρθιες ουρές. Έτσι, οι Έλληνες αποκαλούσαν τις στρίγκλες Ερινύες φιλάνθρωπες κυρίες, και το παράδειγμα τους ακολούθησαν, με τη σειρά τους, τα έθνη του βορρά. Ας είναι. Συνέχισα τις έρευνές μου, κλέβοντας ώρες από άλλες, πιο επείγουσες, εργασίες και κάποια στιγμή έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα: Αν υ-ποθέσουμε ότι οι παραδόσεις για τις νεράιδες είναι αλη-θινές, τότε ποιοι ήταν οι δαίμονες που συμμετείχαν στις τελετές του Σαμπάθ; Περιττό να δηλώσω ότι απέρριψα απ' την πρώτη στιγμή τις διάφορες περί υπερφυσικού θεωρίες του Μεσαίωνα. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα ήταν ότι νεράιδες και δαίμονες ανήκαν στην ίδια φυλή και είχαν κοινή καταγωγή. Αναμφίβολα η φαντασία και η γοτθική κοσμοθέαση του παλιού καιρού είχαν οδηγήσει σε εξω-φρενικές υπερβολές και διαστρεβλώσεις· ωστόσο πίστε-ψα, και εξακολουθώ να πιστεύω, ότι κάτω από όλη αυτή τη φαντασμαγορική εικονογραφία υπήρχε η μαύρη ιστο-ρική αλήθεια. Όσο για μερικά από τα δήθεν θαύματα, είχα και εξακολουθώ να έχω, τις αμφιβολίες μου. Ωστόσο, ενώ εκείνη την εποχή από τη μια ήμουν μάλλον απρόθυμος να πιστέψω στις όποιες επιτυχίες του σύγχρονου πνευματι-σμού, από την άλλη έτεινα να αποδεχτώ ότι μπορεί κά-ποιες φορές, μία στις δέκα εκατομμύρια ίσως, η ανθρώπινη σάρκα να είναι το περιτύλιγμα κάποιων δυνάμεων που μας φαίνονται μαγικές —δυνάμεων, που παρ' ότι εκπορεύο-νται απ' τα ύψη και στα ύψη οδηγούν ξανά τους ανθρώ-πους, εν τούτοις στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ό,τι επέζησε απ' τα βάθη του είναι. Η αμοιβάδα και το σαλι-γκάρι, για παράδειγμα, κατέχουν δυνάμεις που εμείς δεν

* Εικόνες διαβολικών παραστάσεων. (Γαλλικά στο κείμενο- Σ.τ.Μ.)

Page 51: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

56 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

κατέχουμε. Έτσι οδηγήθηκα στο συμπέρασμα ότι η θεωρία της αντιστροφής μπορεί να εξηγήσει πράγματα που εκ πρώτης όψεως φαντάζουν ανεξήγητα. Η θέση αυτή λογικά συνεπαγόταν ότι ένα μεγάλο μέρος της παράδοσης για τα ξωτικά και τις νεράιδες, της πρώιμης και ανόθευτης παρά-δοσης, βασιζόταν σε στέρεα και πραγματικά περιστατικά, οπότε το καθαρά υπερφυσικό στοιχείο της θα μπορούσε να εξηγηθεί με την υπόθεση ότι μια φυλή, που στάθηκε στο περιθώριο της μεγάλης εξελικτικής πορείας των όντων, κατάφερε και διατήρησε ζωντανές ορισμένες δυνάμεις που για μας είναι ολωσδιόλου μαγικές. Αυτή ήταν η θεωρία που συνέλαβε το μυαλό μου· δουλεύοντας, λοιπόν, με αυ-τές τις αρχές δεν άργησαν να έλθουν και οι επιβεβαιώσεις: απ' τα ερείπια ενός αρχαίου τάφου ή ενός τύμβου, από τα ρεπορτάζ τοπικών εφημερίδων για συγκεντρώσεις αρχαιο-φίλων στην επαρχία, απ' τη φιλολογία και εν γένει από κάθε γραπτή πηγή. Ανάμεσα σε όλα τα παραδείγματα που συνέλεξα, θυμάμαι ότι με είχε καταπλήξει ένα χωρίο του Ομήρου που αναφερόταν σε «έναρθρα ομιλούντες», σαν να είχε γνωρίσει ή ακούσει ο ποιητής και ανθρώπους των οποίων ο λόγος ήταν τόσο πρωτόγονος που δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρθρωμένος· και χάρη στη θεωρία μου για μια καθυστερημένη φυλή που υπολειπόταν χρονικά των άλλων, εύκολα μπόρεσα να καταλάβω ότι αυτή η φυλή θα μιλούσε μια γλώσσα που ελάχιστα θα διέφερε απ' τις άναρθρες κραυγές των άγριων κτηνών.

Αυτή, λοιπόν, ήταν η θεωρία μου, και σε γενικές γραμ-μές ήμουν ικανοποιημένος που δεν ερχόταν σε αντίθεση με τα γεγονότα, όταν ξαφνικά μια μέρα, μια τυχαία παρά-γραφος σ' ένα λαθρόβιο επαρχιακό έντυπο αιχμαλώτισε την προσοχή μου. Ήταν ένα σύντομο ρεπορτάζ για ένα περιστατικό που εκ πρώτης όψεως θύμιζε τις συνηθισμένες βρόμικες τραγωδίες της επαρχίας —μια κοπέλα είχε στα καλά καθούμενα εξαφανιστεί και κυκλοφορούσαν διάφο-ρες κακές φήμες για την ηθική της. Όμως εγώ κατάφερα και διάβασα ανάμεσα στις γραμμές ότι όλο αυτό το σκάν-δαλο ήταν καθαρά υποθετικό, επινοημένο πιθανότατα για

Page 52: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 57

να εξηγήσει κάτι που φαινόταν ανεξήγητο. Μια ξαφνική φυγή στο Λονδίνο ή το Λίβερπουλ, ένα πτώμα με μια πέ-τρα στο λαιμό βυθισμένο στα νερά μιας λίμνης, ένας φό-νος, ίσως —να ποιες ήταν οι θεωρίες των γειτόνων της δύστυχης κοπέλας. Αλλά καθώς ξαναδιάβαζα με προσοχή το ρεπορτάζ, μια σκέψη διαπέρασε βίαια, σαν ηλεκτρικό ρεύμα, το μυαλό μου: κι αν η σκοτεινή και τρομερή φυλή των λόφων ζούσε ακόμη, αν εξακολουθούσε να στοιχειώ-νει τα άγρια δάση και τους γυμνούς λόφους, αν για άλλη μια φορά καραδοκούσε απειλητικό το κακό του γοτθικού θρύλου, αναλλοίωτο και απαράλλαχτο στους αιώνες των αιώνων όπως οι Τουαρέγκ ή οι Βάσκοι της Ισπανίας; Είπα πριν ότι η σκέψη αυτή διαπέρασε βίαια το μυαλό μου· πράγματι, μου κόπηκε η ανάσα, τα δάχτυλα μου έσφιξαν με δύναμη τα μπράτσα της πολυθρόνας, αλλά όλα αυτά με ένα παράξενο κράμα φρίκης και αγαλλίασης στην καρδιά μου. Κάπως έτσι θα αντιδρούσε, πιστεύω, κι ένας απ' τους confreres* μου των φυσικών επιστημών, αν, εκεί που περ-πατούσε μέσα σ' ένα ήσυχο αγγλικό δάσος, συναντούσε ξαφνικά ένα γλοιώδη βρομερό ιχθυόσαυρο —το αυθεντικό πρόσωπο του τρομερού σκουληκιού που σκοτώνουν οι γενναίοι ιππότες στα παραμύθια— ή αντίκριζε μπροστά του έναν τεράστιο πτεροδάκτυλο —το δράκο της παράδο-σης— να κρύβει με τα φτερά του τον ήλιο. Όμως εγώ ήμουν ένας αποφασισμένος κυνηγός της γνώσης και η σκέψη μιας τέτοιας ανακάλυψης με γέμισε χαρά. Έκοψα το κείμενο απ' την εφημεριδούλα και έκρυψα το απόκομ-μα σ' ένα συρτάρι του παλιού γραφείου μου, με την από-φαση να αποτελέσει το πρώτο κομμάτι μιας εντελώς ασυ-νήθιστης συλλογής. Εκείνη τη νύχτα έμεινα ξάγρυπνος και ονειροπολούσα· η ψυχρή λογική δεν ήρθε να υπονο-μεύσει τον ενθουσιασμό μου. Αλλά το πρωί, όταν σκέφτη-κα ψυχραιμότερα την υπόθεση, συνειδητοποίησα ότι μπο-ρεί να έχτιζα πάνω στην άμμο· ίσως, τελικά, οι ντόπιοι να ερμήνευαν σωστά το γεγονός της εξαφάνισης. Το σαράκι

* Συνάδελφοι. (Γαλλικά στο κείμενο- Σ.τ.Μ.)

Page 53: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

58 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

της αμφιβολίας μπήκε στην καρδιά μου. Ωστόσο αποφά-σισα να έχω το νου μου, και βαθιά μέσα μου ένιωσα πε-ρήφανος που μόνο εγώ ήμουν προσεκτικός και εν εγρη-γόρσει, ενώ το μεγάλο πλήθος των στοχαστών και των ερευνητών στεκόταν αδιάφορο και περιφρονητικό, αφήνο-ντας ίσως τα πιο σημαντικά γεγονότα να περνούν απαρα-τήρητα.

Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να καταφέρω να προσθέ-σω και δεύτερο κομμάτι στη συλλογή του συρταριού μου. Το δεύτερο αυτό εύρημα δεν είχε ιδιαίτερη αξία, ήταν ένα δημοσίευμα παρόμοιο με το προηγούμενο, με τη μόνη δια-φορά ότι προερχόταν από ένα άλλο, πιο μακρινό μέρος. Ωστόσο κέρδισα κάτι· γιατί και στη δεύτερη περίπτωση, όπως ακριβώς στην πρώτη, η τραγωδία είχε συμβεί σε μια έρημη και απομονωμένη περιοχή της επαρχίας, οπότε η θεωρία μου, για άλλη μια φορά, επιβεβαιωνόταν. Πάντως το τρίτο κομμάτι μου ήταν πολύ πιο σημαντικό. Αυτήν τη φορά ένας γέρος είχε βρεθεί νεκρός σε ένα λόφο, πολύ μακριά από τον κοντινότερο δρόμο· το όργανο του φόνου ήταν αφημένο δίπλα στο πτώμα. Και σ' αυτή την περίπτωση ακολούθησαν φήμες και εικασίες παντός είδους. Το φονικό όπλο ήταν ένα πρωτόγονο τσεκούρι· η πέτρινη λεπίδα του ήταν δεμένη με έντερα ζώου στην ξύλινη λαβή του. Όπως καταλαβαίνει κανείς, ακούστηκαν οι πιο εξω-φρενικές και απίθανες υποθέσεις. Όμως εγώ απ' την πρώτη στιγμή κατάλαβα, αρκετά χαρούμενος, ομολογώ, ότι απείχαν παρασάγγας απ' την αλήθεια. Έστειλα μια επι-στολή στον τοπικό γιατρό που είχε κάνει τη νεκροψία ζητώντας του πληροφορίες για την υπόθεση. Ήταν ένας αρκετά έξυπνος άνθρωπος, αλλά τα γεγονότα τον είχαν καταπλήξει. «Τέτοια πράγματα δε γίνονται αντικείμενο συζητήσεων στις επαρχίες», μου έγραψε, «αλλά, ειλικρινά σας λέω, νομίζω ότι βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα αποτρό-παιο μυστήριο. Κατάφερα να φτάσει στα χέρια μου το φονικό πέτρινο τσεκούρι και αποφάσισα να το δοκιμάσω. Το πήρα και πήγα στον κήπο πίσω απ' το σπίτι μου, μια Κυριακή απόγευμα που έλειπαν η οικογένειά μου και οι

Page 54: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 59

υπηρέτες μου, κι εκεί, κρυμμένος πίσω απ' τις ψηλές λεύ-κες, έκανα τις δοκιμές μου. Διαπίστωσα ότι ήταν αδύνατο να χειριστώ το τσεκούρι. Δεν ξέρω αν ο τρόπος που το κρατούσα εμπόδιζε την ισοστάθμιση των βαρών ή αν χρειαζόταν μια δεξιοτεχνική συντονισμένη κίνηση των μυών για να το κουμαντάρω· αλλά μπορώ να σας διαβε-βαιώσω ότι γύρισα στο σπίτι απογοητευμένος από τις α-θλητικές μου ικανότητες. Είχα ενεργήσει σαν άπειρος α-θλητής που προσπαθεί να ρίξει τη σφύρα και η δύναμη που βάζει επιστρέφει στον εαυτό του· καθώς σήκωνα το τσεκούρι, βρέθηκα να γέρνω προς τα πίσω και, για να μη μου πέσει το φονικό εργαλείο στο κεφάλι, αναγκάστηκα να το αφήσω να πέσει στο χώμα. Αλλά δεν το έβαλα κάτω· αποφάσισα να επαναλάβω τη δοκιμή με έναν ξυλοκόπο της περιοχής. Δυστυχώς, παρόλο που εκείνος ο άντρας είχε πείρα σαράντα χρόνων σ' αυτήν τη δουλειά, παραδό-ξως δεν μπορούσε να κουμαντάρει το πέτρινο τσεκούρι και σε κάθε του χτύπημα αστοχούσε απελπιστικά. Με λίγα λόγια, αν δεν ηχούσε τόσο παράλογο, θα τολμούσα να πω ότι τα τελευταία τέσσερις χιλιάδες χρόνια δεν είχε υπάρξει άνθρωπος στη Γη ικανός να χειριστεί το πέτρινο εργαλείο —και ωστόσο, το τσεκούρι αυτό είχε, χωρίς αμφιβολία, χρησιμοποιηθεί για να σκοτώσει το γέρο». Όπως γίνεται αντιληπτό, οι πληροφορίες αυτές με συγκλόνισαν και ό-ταν, αργότερα, άκουσα ολόκληρη την ιστορία, όταν έμαθα ότι ο γέρος μουρμούριζε συχνά για διάφορα φοβερά και τρομερά που είχε δει να συμβαίνουν τις νύχτες σε μια άγρια λοφοπλαγιά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχε σταθεί αυτόπτης μάρτυρας ανήκουστων θαυμάτων, τότε μπορώ να πω ότι άρχισα να πετώ απ' τη χαρά μου, γιατί έβλεπα ότι η θεωρία μου θεμελιωνόταν πλέον σε αδιαμφισβήτητα γε-γονότα. Αλλά το επόμενο βήμα ήταν ακόμα μεγαλύτερης σπουδαιότητας. Είχα στην κατοχή μου εδώ και πολλά χρόνια έναν παράξενο σφραγιδόλιθο —μια θολή, μαύρη πέτρα που το μήκος της, από τη λαβή μέχρι τη στάμπα, έφτανε τα πέντε εκατοστά, ενώ η άκρη της στάμπας της κατέληγε σ' ένα εξάγωνο διαμέτρου περίπου τριών εκατό-

Page 55: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

60 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

στών. Έμοιαζε πάρα πολύ με τα εργαλεία που καθάριζαν τον παλιό καιρό τις πίπες και τα τσιμπούκια, αν και, φυ-σικά, ήταν πολύ μεγαλύτερη. Μου την είχε στείλει ένας έμπορος της Ανατολής, πληροφορώντας με ότι είχε βρεθεί σε μια τοποθεσία κοντά στην αρχαία Βαβυλώνα. Δυστυχώς, όμως, τα γράμματα που ήταν χαραγμένα πάνω στη σφραγίδα αποτέλεσαν για μένα άλυτο πρόβλημα. Έμοια-ζαν κάπως, αν και παρουσίαζαν χτυπητές διαφορές, με τους χαρακτήρες της σφηνοειδούς γραφής· αυτό το διαπί-στωσα με την πρώτη ματιά, αλλά όλες μου οι προσπάθειες να αποκρυπτογραφήσω την επιγραφή με βάση τους κανό-νες αποκρυπτογράφησης των σφηνοειδών γραμμάτων απέ-βησαν άκαρπες. Ένας τέτοιος γρίφος ταπείνωνε την επι-στημονική μου υπερηφάνεια, και από καιρό σε καιρό έ-βγαζα τη μαύρη σφραγίδα απ το συρτάρι μου και τη με-λετούσε με τόση προσοχή, που τελικά κάθε γράμμα της αποτυπώθηκε στη μνήμη μου, ώστε σήμερα πια μπορώ, ανά πάσα στιγμή, να σχεδιάσω την επιγραφή σ' ένα χαρτί χωρίς να κάνω το παραμικρό λάθος. Σκεφτείτε, λοιπόν, την έκπληξή μου όταν μια μέρα έλαβα, από κάποιο φίλο που μένει στα δυτικά, ένα γράμμα, το περιεχόμενο του οποίου έπεσε πάνω μου σαν κεραυνός. Μέσα στο φάκελο υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί και πάνω του ήταν σχεδιασμέ-νοι, με κάθε ακρίβεια ως προς το σχήμα και τη σειρά, οι χαρακτήρες της Μαύρης Σφραγίδας. Από πάνω ο φίλος μου είχε γράψει: Γράμματα που βρέθηκαν πάνω σ' έναν ασβεστόλιθο στους Γκρίζους Λόφους του Μόνμουθσάιαρ. Είναι γραμμένα πρόσφατα με κάποια κόκκινη ουσία. Μέ-σα στο φάκελο υπήρχε ακόμα το γράμμα του φίλου μου. Το διάβασα: «Σου στέλνω την εσώκλειστη επιγραφή με κάθε επιφύλαξη. Ένας βοσκός που πέρασε κοντά απ' τον ασβεστόλιθο πριν από μια βδομάδα, ορκίζεται ότι δεν υ-πήρχε κανένα ανθρώπινο χνάρι γύρω. Τα γράμματα σχε-διάστηκαν με μια κόκκινη ουσία πάνω στην πέτρα και το μέσο ύψος τους είναι περίπου δύο πόντους. Μοιάζουν με χαρακτήρες της σφηνοειδούς γραφής, αν και υπάρχουν κάποιες διαφορές —αλλά και πάλι, κάτι τέτοιο είναι αδια-

Page 56: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 61

νόητο. Μπορεί να πρόκειται για φάρσα, ή, το πιθανότερο, για ορνιθοσκαλίσματα τίποτε αργόσχολων τσιγγάνων, που βρίθουν σ' αυτά τα άγρια μέρη. Όπως θα γνωρίζεις ασφαλώς, οι άνθρωποι αυτοί συνηθίζουν να επικοινωνούν μεταξύ τους με διαφόρων ειδών ιερογλυφικά και ορνιθο-σκαλίσματα. Πριν από δυο μέρες έτυχε να επισκεφθώ το σημείο όπου βρίσκεται ο ασβεστόλιθος, εξαιτίας ενός μάλλον θλιβερού περιστατικού που συνέβη σ' εκείνο το μέρος».

Όπως μπορείτε να υποθέσετε, έστειλα αμέσως μια επι-στολή στο φίλο μου, ευχαριστώντας τον για το αντίγραφο της επιγραφής και ζητώντας του περισσότερες πληροφο-ρίες για το θλιβερό περιστατικό που μνημόνευε. Για να μην τα πολυλογώ, λοιπόν, έμαθα ότι μια γυναίκα ονόματι Κράντοκ, που είχε χάσει τον άντρα της μια μέρα πριν, ξεκίνησε για να μεταφέρει τα άσχημα νέα σε έναν ξάδερφο που ζούσε κάπου πέντε μίλια μακριά. Για να πάει γρήγορα αποφάσισε να κόψει δρόμο από ένα μονοπάτι που περνού-σε από τους Γκρίζους Λόφους. Η κ. Κράντοκ, μια αρκετά νέα χωριάτισσα, δεν έφτασε ποτέ στο σπίτι του συγγενούς της. Αργά εκείνη τη νύχτα, ένας χωρικός βρέθηκε στους Γκρίζους Λόφους, με το φανάρι και το σκύλο του, ψάχνο-ντας να βρει δυο πρόβατα που είχαν ξεφύγει απ' το κοπάδι του. Ξαφνικά, την προσοχή του τράβηξαν κάτι παράξενοι ήχοι, που αργότερα τους περιέγραψε σαν ουρλιαχτά θρη-νητικά και σπαραχτικά. Οδηγούμενος απ' αυτούς, ανακά-λυψε την άτυχη κ. Κράντοκ σωριασμένη στο χώμα μπρο-στά στον ασβεστόλιθο. Το κορμί της χτυπιόταν και σπά-ραζε, ενώ οι κραυγές και τα ουρλιαχτά της ήταν τόσο ανατριχιαστικά που ο χωρικός αναγκάστηκε, όπως είπε, να βουλώσει τα αφτιά του για να την πλησιάσει, αλλιώς θα το έβαζε στα πόδια απ' το φόβο του. Η γυναίκα τον άφησε να τη μεταφέρει στο σπίτι της και μια γειτόνισσα ήρθε να τη φροντίσει. Όλη τη νύχτα δεν έπαψε να κλαίει και να ουρλιάζει. Μέσα στους θρήνους της ξεστόμιζε πα-ράξενες λέξεις από μια ακατάληπτη γλώσσα. Όταν ήρθε ο γιατρός και την εξέτασε, δήλωσε ότι η δύστυχη είχε

Page 57: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

62 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

χάσει τα λογικά της. Έμεινε στο κρεβάτι μια βδομάδα, άλλοτε κλαίγοντας σαν χαμένη και καταδικασμένη ψυχή, όπως έλεγαν οι γείτονες, και άλλοτε βυθισμένη σε κώμα. Όλοι πίστευαν ότι της είχε σαλέψει το μυαλό επειδή είχε χάσει τον άντρα της, και ο γιατρός δεν της έδινε πολλές μέρες ζωή. Περιττό να σας πω ότι αυτή η ιστορία με εν-διέφερε πάρα πολύ· γι' αυτό παρακάλεσα το φίλο μου να μου γράφει συχνά και να με κρατά ενήμερο για την πορεία της υπόθεσης. Έτσι, λοιπόν, έμαθα ότι μετά από έξι βδο-μάδες η γυναίκα ξαναβρήκε σιγά σιγά τα λογικά της και λίγους μήνες αργότερα γέννησε ένα γιο, τον Τζέρβας, που δυστυχώς οι διανοητικές του ικανότητες ήταν μειωμένες. Αυτά ήταν τα γεγονότα που γνώριζαν στο χωριό. Όσο για μένα, παρ' ότι σίγουρα χλόμιαζα στη σκέψη των φριχτών ανοσιουργημάτων που είχαν αναμφίβολα διαπραχτεί, ω-στόσο κατά βάθος ένιωθα χαρούμενος και μάλιστα τόλμη-σα να υπαινιχθώ το περίγραμμα της αλήθειας σε κάποιους φίλους επιστήμονες. Δυστυχώς, απ' τη στιγμή που τα λό-για βγήκαν από το στόμα μου, είχα κιόλας μετανιώσει πικρά που μίλησα. Είχα αποκαλύψει το μυστικό της ζωής μου και είδα τους φίλους μου να με κοιτούν στην αρχή καχύποπτα, και αμέσως μετά να με κοροϊδεύουν κατάμου-τρα και να με θεωρούν παλαβό. Οργίστηκα φυσικά, αλλά τελικά άρχισα να καγχάζω μέσα μου, συνειδητοποιώντας ότι μπορούσα να νιώθω ασφαλής με αυτούς τους ξεροκέ-φαλους. Δε θα μιλούσαν σε κανέναν, ήμουν σίγουρος· τους είχα εμπιστευτεί όλα όσα ήξερα και τελικά αποδείχτηκε ότι μιλούσα σε ώτα μη ακουόντων.

Αλλά τώρα, γνωρίζοντας τόσα πολλά, έκρινα ότι έπρεπε να τα μάθω όλα και συγκέντρωσα τις προσπάθειές μου στην αποκρυπτογράφηση της επιγραφής της Μαύρης Σφραγίδας. Για πολλά χρόνια το πρόβλημα αυτό απορρο-φούσε ολοκληρωτικά τον ελεύθερο χρόνο μου, ενώ οι υ-πόλοιπες, και περισσότερες, ώρες μου ήταν αφιερωμένες σε άλλα καθήκοντα, και μόνο αραιά και πού κατάφερνα να κλέβω μια βδομάδα καθαρής έρευνας. Αν μου ζητούσατε να αφηγηθώ την πλήρη ιστορία αυτής της παράδοξης α-

Page 58: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΈΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 63

ναζήτησης, φοβάμαι ότι θα ακούγατε μια αφήγηση ανιαρή και βαρετή, γιατί θα περιλάμβανε απλώς και μόνο τον απολογισμό μιας μακριάς σειράς αποτυχιών. Αλλά οι γνώ-σεις που είχα αποκτήσει ήδη για τις αρχαίες γραφές, απο-τελούσαν ένα καλό εξοπλισμό για το κυνήγι μου, όπως ονόμαζα ενδόψυχα την έρευνά μου. Αλληλογραφούσα με όλους τους μεγάλους επιστήμονες της Ευρώπης και του κόσμου, και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι στις μέρες μας μια αρχαία γραφή, όσο περίπλοκη κι αν ήταν, θα μπορούσε να αντιστέκεται για πολύ στο φως της επιστήμης, με το οποίο θα τη φώτιζα. Ωστόσο, για να λέμε την αλήθεια, χρειάστηκε να περάσουν δεκατέσσερα χρόνια για να τα καταφέρω. Χρόνο με το χρόνο οι επαγγελματικές μου υ-ποχρεώσεις αυξάνονταν, ενώ ο ελεύθερος χρόνος μου μειωνόταν. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα με καθυστέρησε πολύ· και, ωστόσο, όταν κοιτάζω πίσω όλα αυτά τα χρόνια, εκπλήσσομαι με το τεράστιο εύρος των ερευνών μου για τη Μαύρη Σφραγίδα. Είχα μετατρέψει το γραφείο μου σε κέντρο συγκεντρώσεως τεκμηρίων και συνέλεγα από όλο τον κόσμο αντίγραφα δειγμάτων αρχαίων γραφών. Τίποτε, είχα αποφασίσει, δε θα διέφευγε της προσοχής μου, ο παραμικρός υπαινιγμός θα ήταν καλόδεχτος και θα τον ακολουθούσα. Αλλά, καθώς οι προσπάθειές μου αποτύγχα-ναν η μια μετά την άλλη, άρχισα με την πάροδο των χρό-νων να απελπίζομαι και ν' αναρωτιέμαι μήπως η Μαύρη Σφραγίδα ήταν το μόνο απομεινάρι κάποιας φυλής που είχε εξαφανιστεί απ' τον κόσμο και δεν είχε αφήσει πίσω της άλλα τεκμήρια της ύπαρξής της —είχε εξαφανιστεί για πάντα εξαιτίας ενός κατακλυσμού, όπως η Ατλαντίδα, και τα μυστικά της είχαν πιθανότατα βουλιάξει στα βάθη των ωκεανών ή είχαν παραχωθεί κάτω από τεράστιους ό-γκους ψηλών λόφων. Οι σκέψεις αυτές καταλάγιαζαν τον ενθουσιασμό μου, και παρόλο που εξακολουθούσα για την ώρα να είμαι βέβαιος για την ισχύ της θεωρίας μου, κα-ταλάβαινα πως κάποια στιγμή η πίστη μου σ' αυτήν θα κλονιζόταν. Όμως η τύχη ήταν με το μέρος μου. Βρέθηκα για κάποια δουλειά σε μια μεγάλη πόλη της Βόρειας Αγ-

Page 59: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

64 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

γλίας και μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ το πολύ καλό μουσείο που είχε εγκαινιαστεί εκεί πριν από λίγο καιρό. Ο έφορος του ήταν ένας από τους επιστήμονες με τους οποίους αλληλογραφούσα. Καθώς κοιτάζαμε τα δείγ-ματα των ορυκτών, την προσοχή μου τράβηξε ένα κομμάτι μαύρου βράχου, κάπου δέκα εκατοστά πλατύ, που κατά κάποιον τρόπο μου θύμισε τη Μαύρη Σφραγίδα. Το πήρα προσεκτικά στα χέρια μου για να του ρίξω μια ματιά. Με έκπληξή μου είδα ότι στην κάτω πλευρά του ήταν χαραγ-μένα κάποια γράμματα. Χωρίς να δείξω την ταραχή μου, ρώτησα το φίλο μου τον έφορο αν μπορούσα να το πάρω στο ξενοδοχείο μου για μια δυο μέρες. Φυσικά δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Έτρεξα αμέσως στο ξενοδοχείο, μπήκα στο δωμάτιο μου και μετά από λίγο διαπίστωσα ότι η πρώ-τη ματιά μου δε με είχε ξεγελάσει. Υπήρχαν δυο επιγραφές πάνω στο κομμάτι του βράχου· η μια ήταν γραμμένη στη συνηθισμένη, γνωστή σφηνοειδή γραφή και η δεύτερη, προφανώς μετάφραση της πρώτης, στη γραφή της Μαύ-ρης Σφραγίδας. Αμέσως κατάλαβα ότι η έρευνά μου είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Αντέγραψα σ' ένα χαρτί και τις δυο επιγραφές. Μόλις γύρισα στο Λονδίνο, έβγαλα από το συρτάρι του γραφείου μου τη σφραγίδα, την ακούμπησα στο τραπέζι κι έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά, αποφα-σισμένος να τελειώσω επιτέλους με αυτό το μεγάλο πρό-βλημα. Η επιγραφή που ήταν χαραγμένη με τη γνωστή ιστορική σφηνοειδή γραφή πάνω στο έκθεμα του μου-σείου, αν και περίεργη, δεν ήταν καθόλου διαφωτιστική για μένα, αλλά η μετάφρασή της στην άλλη γραφή με βοήθησε να γίνω κύριος των μυστικών της Μαύρης Σφρα-γίδας. Φυσικά, παρεισέφρησαν και εικασίες στους υπολο-γισμούς μου· για κάποια ιδεογράμματα υπήρξε αβεβαιότη-τα, ενώ ένας χαρακτήρας με ανάγκασε να μείνω ξάγρυπνος αρκετές νύχτες. Τελικά, όμως, το μυστικό αποκαλύφθηκε μπροστά μου σε τέλεια αγγλικά και κατάφερα, επιτέλους, να μάθω ποιες φοβερές μεταμορφώσεις και μεταστοιχειώ-σεις συνέβαιναν στους λόφους. Είχα μόλις γράψει την τελευταία λέξη, όταν τα δάχτυλα μου κοκάλωσαν κι ένα

Page 60: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 65

παγωμένο ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά μου. Με χέρια που έτρεμαν έκανα κομματάκια το χαρτί και το πέταξα στα πυρωμένα κάρβουνα που σιγόκαιγαν στο τζάκι. Στάθηκα ακίνητος και τα παρατηρούσα που κοκκίνιζαν και μαύρι-ζαν. Αμέσως μετά μάζεψα τα αποκαΐδια και τα θρυμμάτισα ώσπου έγιναν στάχτη και σκόνη. Από τότε ποτέ δεν τόλ-μησα να ξαναγράψω εκείνες τις λέξεις· κι ούτε ποτέ θα γράψω τη φράση που εξηγεί πώς ένας άνθρωπος μπορεί να φορέσει τη σάρκα του ερπετού και του φιδιού για να ξα-ναγυρίσει στη γλίτσα απ' την οποία προέρχεται. Μια κου-βέντα ακόμα. Γνώριζα πια όσα συνέβαιναν, αλλά ήθελα να τα δω με τα ίδια μου τα μάτια. Προσπάθησα πολύν καιρό και τελικά κατάφερα να βρω και να νοικιάσω ένα σπίτι κοντά στους Γκρίζους Λόφους και την καλύβα όπου έμεναν η κ. Κράντοκ και ο γιος της ο Τζέρβας. Δεν υπάρχει λόγος να εξιστορήσω λεπτομερώς όσα, φαινομενικά ανεξήγητα, γεγονότα συνέβησαν εδώ. Πρέπει όμως να σας πω ότι γνώριζα απ' την αρχή ότι θα έβρισκα στον Τζέρβας Κράντοκ κάτι απ' το αίμα των «Μικρών Ανθρώπων»· αρ-γότερα ανακάλυψα ότι είχε περισσότερες από μια φορές συναντηθεί με τους ομοαίματούς του σε διάφορα μοναχικά μέρη σ' αυτό τον ερημότοπο. Την ημέρα που τον έπιασε η κρίση και τον άκουσα στον κήπο να μιλά, ή μάλλον να σφυρίζει, το απεχθές ιδίωμα της Μαύρης Σφραγίδας, φο-βήθηκα για μια στιγμή μήπως με συνεπάρει ο ενθουσια-σμός του επιστήμονα και υποσκελίσει τη φρίκη του αν-θρώπου· γιατί εκείνη τη μέρα άκουσα απ' τα χείλη του τα μυστικά του κάτω κόσμου και τη λέξη του τρόμου, τη λέξη «Ιξαξάρ», που, συγχωρέστε με, δεν μπορώ να σας πω τι σημαίνει.

Αλλά υπάρχει ακόμα ένα επεισόδιο που δεν μπορώ να το αφήσω στο σκοτάδι. Ξύπνησα μες στην πηχτή μαυρίλα της νύχτας απ' τη φασαρία εκείνων των συριγμών που τόσο καλά γνώριζα. Έτρεξα αμέσως στο δωμάτιο του δύ-στυχου νεαρού και τον βρήκα να αφρίζει και να χτυπιέται στο κρεβάτι του σαν να πάλευε να δραπετεύσει απ' την αρπάγη φοβερών δαιμόνων. Τον μετέφερα στο δωμάτιο

Page 61: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

66 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μου και άναψα τη λάμπα, ενώ εκείνος είχε σωριαστεί στο πάτωμα και εξακολουθούσε να χτυπιέται, ικετεύοντας το δαίμονα που κρυβόταν μέσα του να τον αφήσει ήσυχο και να φύγει. Ξαφνικά βλέπω το κορμί του να πρήζεται και να φουσκώνει σαν ασκί, ενώ το πρόσωπο του άρχισε να με-λανιάζει και να μαυρίζει μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Αφήνοντας κατά μέρος τους ενδοιασμούς, έκανα ό,τι έπρεπε για να τον βοηθήσω να αντιμετωπίσει την κρίση του· ακολούθησα κατά γράμμα τις οδηγίες της Μαύρης Σφραγίδας, λειτουργώντας σαν άνθρωπος της επιστήμης που δεν επηρεάζεται συναισθηματικά από τα γεγονότα, αλλά τα παρατηρεί με μάτι καθαρό και ψυχρό. Ωστόσο, το θέαμα που αντίκρισα ήταν τόσο φριχτό, που κανένας αν-θρώπινος νους και καμιά γήινη φαντασία, όσο αρρωστη-μένη κι αν ήταν, δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Κάτι γλίστρησε έξω απ' το σωριασμένο κορμί του νεαρού· κι αυτό το κάτι τίναξε ένα γλιστερό πλοκάμι που έσκισε τον αέρα, άρπαξε την προτομή απ' την κορυφή της ντου-λάπας και το κατέβασε πάνω στο γραφείο.

Όταν τέλειωσαν όλα, πέρασα την υπόλοιπη νύχτα κό-βοντας βόλτες πάνω κάτω μες στο δωμάτιο. Ήμουν κατά-χλομος, ένιωθα ρίγη και το κορμί μου ολόκληρο ήταν λουσμένο στον ιδρώτα. Μάταια προσπάθησα να αντιμετω-πίσω λογικά τα πράγματα, να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είχα δει τίποτε το υπερφυσικό και ότι ένας γυμνοσάλια-γκας που τινάζει και μαζεύει τα κέρατά του δε θα ήταν παρά ένα παράδειγμα, σε μικρότερη, βέβαια, κλίμακα του τέρατος που είχα αντικρίσει με τα ίδια μου τα μάτια. Η όποια λογική μου είχε απομείνει δεν μπόρεσε να νικήσει τη φρίκη και κατέληξα να καταριέμαι και να βρίζω τον εαυτό μου για το μερίδιο ευθύνης που μου αναλογούσε για όσα είχαν συμβεί εκείνη τη νύχτα.

Λίγα μένουν ακόμα να πω. Τώρα βαδίζω προς την τελευ-ταία δοκιμασία και την τελική σύγκρουση. Το πήρα από-φαση· ό,τι ήταν να μάθω το έμαθα. Θα αντιμετωπίσω στα ίσα τους «Μικρούς Ανθρώπους». Θα με βοηθήσουν στην πάλη μου η Μαύρη Σφραγίδα και τα μυστικά της. Αν τύχει

Page 62: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΠΔΑΣ 67

και δε γυρίσω πίσω, μη συμπεράνετε, απ' όσα διαβάσατε, ότι η μοίρα μου υπήρξε φριχτή.

Σταματώντας για μια στιγμή στο τέλος της δήλωσης του κα-θηγητή Γκρεγκ, η μις Λάλι συνέχισε αμέσως μετά την αφήγησή της ως εξής:

—Αυτή είναι η σχεδόν απίστευτη ιστορία που ο καθηγητής άφησε πίσω του. Όταν τέλειωσα την ανάγνωσή της, ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Μόλις ξημέρωσε, πήρα μαζί μου τον Μόργκαν και πήγαμε στους Γκρίζους Λόφους αναζητώντας τα ίχνη του. Δε θα σας κουράσω με λεπτομέρειες περιγράφοντας την άγρια ερημιά εκείνης της περιοχής, την απομόνωση και τη μοναξιά, τους γυμνούς και άγονους λόφους, τις κοτρόνες και τους ασβεστολιθικούς βράχους, πάνω στους οποίους είχαν αφή-σει τα σημάδια τους, σαν σχήματα φανταστικών ανθρώπων και κτηνών, οι αναρίθμητες επιδρομές του χρόνου. Τελικά, μετά από πολλές ώρες εξαντλητικής έρευνας, ανακαλύψαμε αυτά που σας ανέφερα στην αρχή —το ρολόι, την αλυσίδα, το πορτοφόλι και το δαχτυλίδι του καθηγητή—, τυλιγμένα σε μια παλιά περγαμη-νή. Όταν ο Μόργκαν έκοψε τα έντερα που την έδεναν και ξε-τύλιξε το δέμα, με πήραν τα κλάματα μόλις είδα τα αντικείμενα του εργοδότη μου. Αλλά όταν το μάτι μου έπεσε στο μέσα μέρος της περγαμηνής όπου ήταν γραμμένοι οι φριχτοί χαρακτήρες της Μαύρης Σφραγίδας, σώπασα παγωμένη απ' τον τρόμο. Έχω την εντύπωση ότι ήταν εκείνη τη στιγμή που συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ποια τρομερή μοίρα είχε χτυπήσει το δύστυχο εργοδότη και σωτήρα μου.

Ένα μόνο έχω να προσθέσω. Όταν ενημέρωσα το δικηγόρο του καθηγητή Γκρεγκ για τα συμβάντα, τα χαρακτήρισε πέρα για πέρα παραμύθια και αρνήθηκε να ρίξει έστω και μια ματιά στα τεκμήρια που του παρουσίασα. Αυτός ήταν και ο υπεύθυνος για την ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στον τύπο, σύμφωνα με την οποία ο καθηγητής είχε πνιγεί σ' ένα ποτάμι και το πτώμα του είχε παρασυρθεί στην ανοιχτή θάλασσα.

Η μις Λάλι σταμάτησε να μιλά και κοίταξε απορημένη τον κ.

Page 63: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Φίλιπς που είχε χαμηλώσει το βλέμμα του και φαινόταν χαμένος στις ονειροπολήσεις του. Όταν σήκωσε τα μάτια του και είδε τη βραδινή ομίχλη να σκεπάζει την πλατεία, τους διαβάτες να προχωρούν βιαστικοί για τα σπίτια τους όπου τους περίμενε το βραδινό φαγητό, και τους ξενύχτηδες να έχουν ξεκινήσει ήδη για τα μιούζικ χολ, όλη αυτή η κίνηση και η φούρια της πραγ-ματικής ζωής του φάνηκε σαν παραίσθηση, σαν οπτασία, σαν όνειρο του πρωινού μετά την αφύπνιση.

Page 64: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας
Page 65: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ

Ι

Ε ν α φθινοπωριάτικο βράδυ, καθώς η λεπτή γαλαζωπή ομίχλη σκέπαζε σαν πέπλο τις ασχήμιες του Λονδίνου, προσδίδοντας μια υπέροχη όψη στις δεντροστοιχίες και τους δρόμους, ο κ. Τσαρλς Σαλίσμπουρι κατηφόριζε με αργό βήμα τη Ρούπερτ Στριτ, πηγαίνοντας στο αγαπημένο του εστιατόριο. Περπατούσε με το βλέμμα του καρφωμένο στο έδαφος, σαν να μελετούσε το πεζοδρόμιο, και, καθώς έστριψε για να περάσει τη στενή πόρτα του ρεστοράν, συγκρούστηκε με έναν άντρα που ερχόταν απ' την αντίθετη κατεύθυνση.

—Με συγχωρείτε, δεν πρόσεχα πού βάδιζα. Ω, μα είναι ο Ντάισον!

—Ναι, εγώ είμαι. Πώς είσαι, Σαλίσμπουρι; —Μια χαρά. Μα πού χάθηκες, Ντάισον. Αν δεν κάνω λάθος,

έχουμε να ιδωθούμε πέντε χρόνια περίπου, έτσι; —Ναι, κάπου τόσο νομίζω κι εγώ. Θυμάσαι τότε που ήμουν

απένταρος και με είχες επισκεφθεί στο σπίτι μου στη Σάρλοτ Στριτ;

—Βεβαιότατα. Θυμάμαι που μου έλεγες ότι χρωστούσες ενοί-κια πέντε βδομάδων και ότι είχες αναγκαστεί να πουλήσεις το ρολόι σου σε εξευτελιστική τιμή.

—Αγαπητέ μου Σαλίσμπουρι, η μνήμη σου είναι αξιοθαύμα-στη. Ναι, ήμουν απένταρος τότε. Μα το περίεργο είναι ότι μετά την επίσκεψη σου, τα οικονομικά μου έγιναν ακόμα χειρότερα. Ένας φίλος, περιγράφοντας την κατάστασή μου, είπε ότι «είχα μείνει πανί με πανί». Δεν εκτιμώ αυτήν τη χυδαία γλώσσα, αλλά δυστυχώς η έκφραση κείνη απεικόνιζε θαυμάσια την κατάστασή μου. Αλλά γιατί δεν πάμε μέσα; Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που θέλουν να δειπνήσουν —είναι μια ανθρώπινη α-δυναμία το φαγητό, Σαλίσμπουρι.

Page 66: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

72 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

—Βεβαίως· ας μπούμε, λοιπόν. Καθώς ερχόμουν, αναρωτιό-μουν αν θα ήταν πιασμένο το γωνιακό τραπέζι· ξέρεις, εκείνο με το βελούδινο τραπεζομάντιλο.

—Δεν το ξέρω· είναι άδειο. Λοιπόν, όπως σου έλεγα, τα οι-κονομικά μου έγιναν ακόμα χειρότερα.

—Και τι έκανες τότε; ρώτησε ο Σαλίσμπουρι βγάζοντας το καπέλο του. Κάθισε στην άκρη της καρέκλας, έχοντας ήδη το μυαλό του στο μενού.

—Τι έκανα; Ε, λοιπόν, έκατσα κάτω και σκέφτηκα. Όπως γνωρίζεις, διαθέτω κλασική παιδεία και με χαρακτηρίζει μια απέχθεια για κάθε είδους μπίζνες: αυτά τα δύο ήταν και το κε-φάλαιο με το οποίο αντιμετώπισα τον κόσμο. Ξέρεις, έχω ακού-σει πολλούς να λένε ότι οι ελιές είναι απαίσιες! Τι αξιοθρήνητος φαρισαϊσμός! Σκεφτόμουν συχνά, Σαλίσμπουρι, ότι θα μπορού-σα να γράψω αριστουργηματικά ποιήματα τρώγοντας μόνο ελιές και πίνοντας κόκκινο κρασί. Προτείνω να παραγγείλουμε Κιά-ντι μπορεί να μην είναι πολύ καλό, αλλά τα μπουκάλια του είναι γοητευτικά.

—Εδώ είναι πολύ καλό. Ας παραγγείλουμε ένα μεγάλο μπου-κάλι.

—Πολύ ωραία. Σκεφτόμουν, λοιπόν, την έλλειψη προοπτικών για το άτομό μου, και αποφάσισα να ανοίξω πανιά για τη θάλασσα της λογοτεχνίας.

—Αλήθεια; Πολύ παράξενο. Παρ' όλα αυτά, φαίνεσαι να τα καταφέρνεις μια χαρά.

—Παρ' όλα αυτά! Πόσο ειρωνικά αντιμετωπίζεις ένα ευγε-νές επάγγελμα! Φοβάμαι, Σαλίσμπουρι, ότι δεν ξέρεις τι ση-μαίνει καλλιτεχνική αξιοπρέπεια. Με βλέπεις να κάθομαι στο γραφείο μου —ή τουλάχιστον μπορείς να με δεις, αν δεήσεις να με επισκεφθείς— με πένα και μελάνι, χωρίς τίποτε άλλο μπρο-στά μου, και ερχόμενος ξανά λίγες ώρες αργότερα ανακαλύ-πτεις (κατά πάσα πιθανότητα) ότι έχω γράψει ένα αριστούργη-μα.

—Ναι, είχες δίκιο. Δεν είχα ιδέα ότι η λογοτεχνία μπορεί να είναι επικερδής.

—Κάνεις λάθος· οι ανταμοιβές της είναι μεγάλες. Πρέπει να σου πω, μια και το έφερε η κουβέντα, ότι λίγον καιρό μετά την

Page 67: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 73

επίσκεψή σου, απέκτησα κάποια χρήματα. Ένας θείος που πέ-θανε αποδείχτηκε πολύ γενναιόδωρος.

—Α, μάλιστα· τώρα καταλαβαίνω. Πρέπει να ήλθαν την κα-τάλληλη στιγμή.

—Ήταν ένα δώρο —ένα αναμφίβολα καλοδεχούμενο δώρο. Το εξέλαβα ως ανταμοιβή για τις έρευνές μου. Σου είπα πριν ότι είμαι άνθρωπος των γραμμάτων ίσως θα ήμουν ακριβέστερος αν περιέγραφα τον εαυτό μου ως άνθρωπο της επιστήμης.

—Αγαπητέ μου Ντάισον, έχεις στ' αλήθεια αλλάξει πολύ τα λίγα τελευταία χρόνια. Πίστευα, το ξέρεις άλλωστε, ότι ήσουν ένας ανερμάτιστος χασομέρης της πόλης, το είδος του ανθρώ-που που συναντά κανείς στη βόρεια πλευρά του Πικαντίλι κάθε μέρα από το Μάιο μέχρι τον Ιούλιο.

—Ακριβώς. Αλλά ακόμα κι όταν ζούσα έτσι, στην πραγματι-κότητα, ασυνείδητα βέβαια, μορφωνόμουν. Ξέρεις ότι ο καημέ-νος ο πατέρας μου δεν είχε τη δυνατότητα να με στείλει στο πανεπιστήμιο. Πολλές φορές γκρίνιαζα και τα έβαζα με τον εαυτό μου που δεν είχα καταφέρει να ολοκληρώσω τη μόρφωσή μου. Τι τα θέλεις, η τρέλα της νιότης, Σαλίσμπουρι' το Πικα-ντίλι ήταν πανεπιστήμιο για μένα. Εκεί άρχισα να σπουδάζω τη μεγάλη επιστήμη που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να με απασχολεί.

Και ποια είναι αυτή η επιστήμη; —Η επιστήμη της μεγάλης πόλης· η φυσιολογία του Λονδί-

νου· κυριολεκτικά και μεταφορικά μιλώντας, το μέγιστο ζήτημα που συνέλαβε ποτέ το ανθρώπινο μυαλό. Πόσο συναρπαστική είναι η πόλη μας —πόσες συγκινήσεις και ηδονές δεν προσφέ-ρει η σπουδή της! Μερικές φορές τα χάνω μπροστά στο μεγα-λείο και την πολυπλοκότητα του Λονδίνου. Το Παρίσι μπορεί κανείς να το γνωρίσει απ' άκρη σ' άκρη μετά από λίγον καιρό· αλλά το Λονδίνο είναι πάντα ένα μυστήριο. Στο Παρίσι μπορείς να πεις: «Εδώ ζουν οι ηθοποιοί, εκεί οι μποέμ και οι rates* · αλλά στο Λονδίνο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ενδεχομένως να ανακαλύψεις, με αρκετή δυσκολία βέβαια, ένα δρόμο όπου μέ-νουν μόνο πλύστρες· αλλά στο δεύτερο όροφο ενός σπιτιού μπο-

* Οι αποτυχημένοι. (Σ.τ.Μ.)

Page 68: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

74 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

ρεί κάποιος νέος να μελετά τη γραμματική των Χαλδαίων, και στη σοφίτα που βλέπει στο δρόμο, κάποιος ξεχασμένος καλλι-τέχνης να ψυχορραγεί.

—Βλέπω ότι δεν έχεις αλλάξει καθόλου, Ντάισον, είπε ο Σα-λίσμπουρι ρουφώντας αργά το Κιάντι του. Νομίζω ότι σε παρα-σύρει η οργιώδης φαντασία σου· το μυστήριο του Λονδίνου υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό σου. Εμένα μου φαίνεται ότι η πόλη μας είναι αρκετά πληκτική. Σπάνια ακούμε για κάποιο αληθινά καλλιτεχνικό έγκλημα στο Λονδίνο, ενώ στο Παρίσι αφθονούν αυτού του είδους τα περιστατικά.

—Βάλε μου ακόμα λίγο κρασί. Ευχαριστώ. Κάνεις λάθος, φίλ-τατε, πέφτεις εντελώς έξω. Το Λονδίνο δεν έχει κανένα λόγο να ντρέπεται για τα εγκλήματα που διαπράττονται εδώ. Αν μας λεί-πει κάτι είναι οι Όμηροι και οι Αγαμέμνονες. Carent quia vate sacro, ξέρεις.

—Θυμάμαι το παράθεμα. Αλλά δε νομίζω ότι μπορώ να σε παρακολουθήσω.

—Λοιπόν, για να μιλήσω ανοιχτά, δεν υπάρχουν καλοί συγ-γραφείς στο Λονδίνο, ικανοί να ειδικευτούν σε τέτοιου είδους θεματογραφία. Ο μέσος δημοσιογράφος μας είναι βάρβαρος και πληκτικός μέχρι θανάτου· με τον τρόπο που διηγείται μια ιστο-ρία την καταστρέφει. Η ιδέα που έχει για τη φρίκη και για ό,τι την προκαλεί πάσχει αθεράπευτα. Το μόνο που τον ικανοποιεί είναι το αίμα, το κόκκινο, πηχτό αίμα. Όταν καταφέρνει να το ανακαλύψει, όχι μόνο το πετά σε εξωφρενικές ποσότητες στα μούτρα του αναγνώστη, αλλά πιστεύει κιόλας ότι έγραψε ένα καλό άρθρο. Πολύ φτωχή αντίληψη για το γράψιμο. Και επί πλέον, το δυστύχημα είναι ότι μόνο κοινότοποι και κτηνώδεις φόνοι τραβούν την προσοχή των πολλών και γράφονται άρθρα γι' αυτούς. Για παράδειγμα, τολμώ να πω ότι δεν άκουσες ποτέ για την υπόθεση του Χάρλεσντεν.

—Πολύ σωστά· δε θυμάμαι να άκουσα ποτέ κάτι. —Και βέβαια δεν άκουσες· φυσικό είναι. Κι ωστόσο πρόκειται

για μια πολύ περίεργη ιστορία. Θα σου τη διηγηθώ καθώς θα πίνουμε τον καφέ μας. Το Χάρλεσντεν, ξέρεις, ή μάλλον δεν πρέπει να το ξέρεις, βρίσκεται στα περίχωρα του Λονδίνου· δια-φέρει εντελώς απ' τα παλιά πασίγνωστα προάστια όπως το Νόρ-

Page 69: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 75

γουντ ή το Χάμπστεντ, είναι τόσο διαφορετικό και από το ένα και από το άλλο όσο τουλάχιστον διαφέρουν τα δυο τελευταία μεταξύ τους. Στο Χάμπστεντ, για παράδειγμα, συναντά κανείς πολυτελή σπίτια σε οικόπεδα δώδεκα στρεμμάτων και γεμάτα πευκόδεντρα, αν και τώρα τελευταία μετακομίζουν εκεί πολλοί καλλιτέχνες, ενώ στο Νόργουντ μένουν εύπορες μεσοαστικές οικογένειες που διάλεξαν να εγκατασταθούν εκεί για «να βρί-σκονται κοντά στο παλάτι», με αποτέλεσμα μετά από έξι μήνες να έχουν σιχαθεί και το παλάτι και την περιοχή τους. Το Χάρ-λεσντεν όμως είναι ένα προάστιο χωρίς χαρακτήρα· εξάλλου, είναι πολύ καινούριο για να έχει αποκτήσει από τώρα χαρακτή-ρα. Οι δρόμοι του είναι γεμάτοι με άσπρα και κόκκινα σπίτια, που όλα τους έχουν παράθυρα με λαμπερές πράσινες περσίδες, πόρτες με φουσκωμένα απ' την υγρασία κουφώματα και μικρές αυλές στην πίσω πλευρά τους, που οι ντόπιοι επιμένουν να α-ποκαλούν κήπους. Υπάρχουν ακόμα μερικά μικρομάγαζα διά-σπαρτα στα σοκάκια, αλλά εκεί που νομίζεις ότι αρχίζεις να συλλαμβάνεις τη φυσιογνωμία του προαστίου, ξαφνικά τα πάντα εξαφανίζονται.

—Πώς διάβολο γίνεται αυτό; Τα σπίτια δεν καταρρέουν μπρο-στά στα μάτια σου, υποθέτω.

—Όχι βέβαια· δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλά το Χάρλε-σντεν εξαφανίζεται εξ ολοκλήρου. Ο δρόμος που βαδίζεις γίνε-ται μια ήσυχη πρασιά, τα σπίτια γύρω σου μεταμορφώνονται σε φτελιές και οι μικροί κήποι σε πράσινα λιβάδια. Απ' τη μια στιγμή στην άλλη περνάς από την πόλη στην εξοχή· δεν υπάρ-χει κανένα μεταβατικό στάδιο όπως στις μικρές επαρχιακές πό-λεις, καμιά ενδιάμεση περιοχή με πλατιές πρασιές και περιβό-λια, με σπίτια που ολοένα αραιώνουν. Η πόλη τελειώνει ξαφνικά και απότομα. Οι περισσότεροι απ' τους ανθρώπους που μένουν εκεί πρέπει να πηγαινοέρχονται στο Λονδίνο· έχω δει πολλές άμαξες και σούστες σταθμευμένες στις πόρτες και τα πεζούλια των σπιτιών. Όμως δεν μπορώ να διανοηθώ πιο μοναχικό και ερημικό μέρος· νομίζω ότι νιώθει κανείς πιο μόνος στο Χάρ-λεσντεν μέρα μεσημέρι παρά στην έρημο τα μεσάνυχτα. Τέλος πάντων, πριν από δυο ή τρία χρόνια ζούσε εκεί ένας γιατρός. Είχε στήσει την μπρούντζινη ταμπέλα του με το κόκκινο λα-

Page 70: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

76 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μπιόνι στην άκρη του τελευταίου τετραγώνου ενός στενού δρό-μου, ενώ πίσω ακριβώς από το σπίτι του άρχιζαν να απλώνονται προς το βορρά μεγάλοι αγροί και χωράφια. Δεν ξέρω για ποιο λόγο είχε διαλέξει να εγκατασταθεί σ' ένα τόσο απόμερο ση-μείο. Ίσως ο δρ Μπλακ, όπως θα τον λέμε από δω και πέρα, να ήταν άνθρωπος ευφυής που έβλεπε μπροστά στο μέλλον. Οι φίλοι του, απ' όσα έγιναν γνωστά αργότερα, τον είχαν χάσει για πολλά χρόνια· δε γνώριζαν καν ότι είχε γίνει γιατρός και, φυ-σικά, δεν ήξεραν πού έμενε. Οι πελάτες του ήταν λιγοστοί στο Χάρλεσντεν και τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε στο σπίτι του μαζί με την ασυνήθιστα όμορφη γυναίκα του. Ήταν καλοκαίρι όταν εγκαταστάθηκαν εκεί, και οι άνθρωποι τους έβλεπαν σχεδόν κάθε βράδυ να κάνουν τον περίπατο τους. Όλα έδειχναν ότι ήταν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Οι περί-πατοι αυτοί συνεχίστηκαν και το φθινόπωρο, αλλά μόλις μπήκε ο χειμώνας σταμάτησαν. Καθώς οι μέρες είχαν μικρύνει και ο καιρός είχε ψυχράνει, οι δρόμοι και οι πρασιές κοντά στο Χάρ-λεσντεν, όπως ήταν φυσικό, δεν προσφέρονταν πλέον για βόλ-τες. Ολόκληρο το χειμώνα κανένας δεν είδε την κ. Μπλακ. Όταν οι ασθενείς ρωτούσαν το γιατρό γι' αυτήν, εκείνος τους απαντούσε ότι η γυναίκα του ήταν «λίγο αδιάθετη, αλλά χωρίς αμφιβολία θα αισθανόταν καλύτερα όταν θα ερχόταν η άνοιξη». Η άνοιξη ήρθε, ήρθε και το καλοκαίρι, αλλά η κ. Μπλακ δεν έλεγε να εμφανιστεί. Οι άνθρωποι άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν διάφορα και κυκλοφόρησαν παράξενες φήμες. Οι σχέσεις του ζεύγους έγιναν αντικείμενο συζητήσεων στα «απογευματινά τέια», που λίγο πολύ αποτελούν τη μόνη μορφή διασκέδασης και συναναστροφής σε τέτοια προάστια. Σιγά σιγά ο κ. Μπλακ πρόσεξε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι τον κοιτούσαν παράξε-να, ενώ οι λιγοστοί πελάτες του με τον καιρό γίνονταν ακόμα πιο λίγοι. Τελικά, οι γείτονες του ζευγαριού άρχισαν να ψιθυ-ρίζουν μεταξύ τους ότι η κ. Μπλακ ήταν νεκρή και ότι την είχε δολοφονήσει ο άντρας της. Όμως δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο· η κ. Μπλακ εθεάθη ζωντανή τον Ιούνιο. Ήταν ένα κυριακάτικο απόγευμα ένα από κείνα τα υπέροχα απογεύματα που προσφέρει το κλίμα της Αγγλίας, και ολόκληρο το Λονδίνο είχε ξεχυθεί στους αγρούς, βόρεια, νότια, ανατολικά και δυτικά, για να μυ-

Page 71: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 77

ρίσουν τη μοσχοβολώ της τσαπουρνιάς και να δουν αν είχαν ανθίσει οι αγριοτριανταφυλλιές στους φράχτες. Είχα βγει κι εγώ νωρίς το πρωί και είχα κάνει ένα μακρινό περίπατο. Δεν ξέρω πώς αλλά, καθώς είχα πάρει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι μου, έτυχε να βρεθώ το απόγευμα στο Χάρλεσντεν. Για να λέμε την αλήθεια, είχα σταματήσει για ένα ποτήρι μπίρα στο Τζένεραλ Γκόρντον, το πιο ακριβό μπαρ της περιοχής, και φεύ-γοντας από κει περιπλανήθηκα για κάμποση ώρα μάλλον άσκο-πα, ώσπου αντίκρισα έναν ανοιχτό φράχτη και αποφάσισα να εξερευνήσω το λιβάδι που απλωνόταν από πίσω του. Το μαλακό χορτάρι είναι πολύ ευεργετικό για τα πόδια, ειδικά μετά από ένα πολύωρο περπάτημα στους χαλικόστρωτους δρόμους των προα-στίων. Περπάτησα, λοιπόν, για κάμποση ώρα και κάποια στιγμή αποφάσισα να καθίσω σ' ένα παγκάκι και να καπνίσω. Καθώς έβγαζα απ' την τσέπη μου την καπνοσακούλα, το βλέμμα μου στράφηκε προς την κατεύθυνση των σπιτιών. Και ξαφνικά ένιω-σα την ανάσα μου να κόβεται, τα δόντια μου άρχισαν να χτυπούν και το χέρι μου έσφιξε τόσο δυνατά το ξύλινο ραβδί που κρα-τούσα, ώστε το ' σπασα στα δύο. Ήταν σαν να διαπέρασε ηλε-κτρικό ρεύμα τη σπονδυλική μου στήλη και, ωστόσο, για μια στιγμή που μου φάνηκε αιώνας, πρόλαβα να δω κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ τι στο διάβολο συνέβαινε. Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσες στιγμές για να συνειδητοποιήσω τι ήταν αυτό που είχε κάνει την καρδιά μου να ριγήσει και τα κόκαλα μου να τρίξουν στις κλειδώσεις τους. Κοιτάζοντας τη σειρά των σπιτιών απέναντι μου, το μάτι μου είχε πέσει στο τελευταίο, και στο πάνω παράθυρο εκείνου του σπιτιού είχα δει, για κλάσματα δευτερολέπτου, ένα πρόσωπο. Ήταν το πρόσωπο μιας γυναίκας· κι ωστόσο δεν ήταν πρόσωπο ανθρώπινο. Εσύ κι εγώ, Σαλί-σμπουρι, όταν ήμαστε μικροί, ακούγαμε συχνά, στο στασίδι κά-ποιας λιτής εγγλέζικης εκκλησίας, για ένα είδος λαγνείας που είναι αχόρταγη, για μια φλόγα που δε σβήνει ποτέ. Λίγοι κατα-λαβαίνουμε, ακόμα και σήμερα, τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις. Ελπίζω, εσύ τουλάχιστον να μην το μάθεις ποτέ. γιατί εγώ, όταν είδα εκείνο το πρόσωπο στο παράθυρο, κάτω από ένα γαλανό ουρανό κι ένα ζεστό αέρα να φυσά γύρω μου, κατάλαβα ότι είχα κοιτάξει μέσα σ' έναν άλλο κόσμο —ότι είχα κοιτάξει το ανοι-

Page 72: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

78 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

χτό παράθυρο ενός συνηθισμένου σπιτιού και είχα δει την κό-λαση ορθάνοιχτη μπροστά μου. Όταν πέρασε το πρώτο σοκ, μου πέρασε απ' το μυαλό η ιδέα ότι είχα, προς στιγμήν, χάσει τις αισθήσεις μου· το πρόσωπο μου έσταζε κρύο ιδρώτα και ανάσαινα με δυσκολία, σαν να ήμουν μισοπνιγμένος. Τελικά κατάφερα να σηκωθώ και να βγω πάλι στο δρόμο. Προχώρησα με βήμα αργό ώσπου έφτασα μπροστά σ' εκείνο το σπίτι. Πάνω στην εξώπορτα υπήρχε μια μικρή ταμπέλα με το όνομα "Δρ Μπλακ". Όμως το έφερε έτσι η μοίρα ώστε τη στιγμή που περνούσα από μπροστά της, η πόρτα άνοιξε και ένας άντρας κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια. Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι ήταν ο ίδιος ο γιατρός. Ήταν ο συνηθισμένος τύπος Λον-δρέζου: ψηλός, αδύνατος, με χλομό, κίτρινο πρόσωπο κι ένα θαμπό μαύρο μουστάκι. Μου έριξε μια ματιά καθώς διασταυρω-θήκαμε, και παρόλο που με κοίταξε απλά, όπως κοιτάζει κανείς έναν άγνωστο διαβάτη, αισθάνθηκα μέσα μου ότι θα είχα κακά ξεμπερδέματα αν έμπλεκα μαζί του. Όπως μπορείς να φαντα-στείς, συνέχισα το δρόμο μου φοβερά σαστισμένος και τρομο-κρατημένος από όσα είχα δει. Λίγον καιρό μετά ξαναπήγα στο Τζένεραλ Γκόρντον και άκουσα πολλά απ' τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν για τους Μπλακ. Δεν ανέφερα σε κανέναν ότι είχα δει το πρόσωπο μιας γυναίκας στο παράθυρο· άκουσα όμως ότι όλοι είχαν θαυμάσει τα όμορφα χρυσά μαλλιά της κ. Μπλακ, και θυμήθηκα ότι εκείνο που με είχε ξαφνιάσει και με είχε γεμίσει με ανείπωτο τρόμο όταν κοίταζα τη μορφή στο παράθυρο των Μπλακ, ήταν μια ομίχλη κίτρινων μαλλιών που πλαισίωνε, σαν φωτοστέφανο, το κεφάλι ενός σάτυρου. Όσα άκουσα εκείνη τη μέρα με συγκλόνισαν. Γύρισα στο σπίτι μου και έβαλα τα δυνατά μου να πείσω τον εαυτό μου να πιστέψει ότι το πρόσωπο στο παράθυρο ήταν μια παραίσθηση. Ανώφελο. Ήξερα πολύ καλά ότι πράγματι είχα δει αυτό που σου περιέγρα-ψα· κατά βάθος ήμουν βέβαιος ότι είχα δει την κ. Μπλακ. Απ' την άλλη, όμως, τα κουτσομπολιά των γειτόνων, η υποψία τους, εντελώς λανθασμένη κατά τη γνώμη μου, ότι είχε γίνει φόνος και η δική μου πεποίθηση ότι κάτι βρόμικο και άσχημο έκρυβαν οι τοίχοι του κόκκινου γωνιακού σπιτιού στην Ντέβον Στριτ, ήταν αρκετά για να με προβληματίσουν. Πώς όμως να οικοδο-

Page 73: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 79

μήσω μια λογική θεωρία βασιζόμενος απλώς σ' αυτά τα ετερό-κλητα στοιχεία; Με λίγα λόγια, βρέθηκα ξαφνικά μέσα σ' ένα κόσμο μυστηρίου. Έσπασα το κεφάλι μου και πέρασα πολλές ώρες κάνοντας τολμηρούς συλλογισμούς, αλλά δεν προχώρησα ούτε ένα βήμα πλησιέστερα στην αληθινή λύση, και καθώς οι μέρες του καλοκαιριού περνούσαν, η όλη υπόθεση φαινόταν να ξεθωριάζει, να βυθίζεται στην αχλύ της λησμονιάς, να μένει στη μνήμη σαν ένας εφιάλτης του περασμένου μήνα που τέλειωσε. Ήμουν σίγουρος ότι με τον καιρό θα αποσυρόταν σε κάποια σκοτεινή γωνιά του μυαλού μου —δε θα την ξεχνούσα εντελώς, βέβαια, γιατί τέτοια περιστατικά δεν ξεχνιούνται ποτέ— αλλά ένα πρωί, καθώς ξεφύλλιζα την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε πάνω στον τίτλο ενός μονόστηλου. Μόλις διάβασα τις λέξεις "Η υπόθεση του Χάρλεσντεν", κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Η κ. Μπλακ είχε πεθάνει. Ο Μπλακ είχε καλέσει έναν άλλο γιατρό για να πιστοποιήσει τα αίτια του θανάτου της. Εκείνος κάτι φαίνεται ανακάλυψε, που τον έβαλε σε υποψίες και ζήτησε αμέ-σως να γίνει νεκροψία στο πτώμα της άτυχης γυναίκας. Το α-ποτέλεσμα; Ομολογώ ότι, διαβάζοντας το, ένιωσα σαν να έτρω-γα μια γροθιά στο στομάχι —ήταν ο θρίαμβος του απροσδόκη-του. Οι δυο γιατροί που διενήργησαν τη νεκροψία αναγκάστη-καν να διαβεβαιώσουν το δικαστήριο ότι δεν παρατήρησαν τί-ποτε που θα μπορούσε να αποδώσει το θάνατο σε εγκληματική ενέργεια· τα χημικά τεστ και η εξέταση του πτώματος δεν εντό-πισαν την παρουσία κανενός δηλητηρίου. Ο θάνατος, συμπέρα-ναν, ήταν αποτέλεσμα κάποιας σκοτεινής και επιστημονικά α-νεξιχνίαστης μορφής εγκεφαλικής ασθένειας. Ο ιστός του εγκε-φάλου και τα κύτταρα της φαιάς ουσίας της δύστυχης γυναίκας είχαν υποστεί κάποιου είδους παράξενες αλλοιώσεις. Μάλιστα, ο νεότερος από τους δυο γιατρούς, που έχει κάποια φήμη, νο-μίζω, ως ειδικός επί των εγκεφαλικών διαταραχών, έκανε κά-ποιες παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, που με ξάφνιασαν καθώς τις διάβασα, αν και δεν κατανόησα απ' την πρώτη στιγμή πλήρως τη σημασία τους. Δήλωσε, που λες, εκεί-νος ο γιατρός τα εξής: «Στην αρχή της εξέτασης του πτώματος διαπίστωσα με έκπληξη τα συμπτώματα μιας ασθένειας εντελώς νέας για μένα, παρά την κάποια εμπειρία που έχω. Δεν υπάρχει

Page 74: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

80 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

λόγος να υπεισέλθω αυτήν τη στιγμή σε λεπτομέρειες. Πρέπει όμως να πω ότι, καθώς προχωρούσα στην εργασία μου, όλο και περισσότερο δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι ο εγκέφαλος, που βρισκόταν μπροστά μου, ανήκε σε ανθρώπινο ον». Όπως κατα-λαβαίνεις, η δήλωση αυτή προκάλεσε αίσθηση και ο ιατροδι-καστής ρώτησε το γιατρό αν εννοούσε ότι ο εγκέφαλος της γυναίκας έμοιαζε με εγκέφαλο ζώου. «Όχι», απάντησε εκείνος, «δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Μερικά απ' τα συμπτώματα που παρατήρησα οδηγούν βεβαίως προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά κάποια άλλα —και αυτό ήταν το παράξενο— προδίδουν μια διάταξη των νεύρων εντελώς διαφορετική από την αντίστοιχη ανθρώπινη ή ζωική». Ίσως να σου φανεί περίεργο, αλλά πρέπει να σ' το πω: η ετυμηγορία των ενόρκων ήταν ότι ο θάνατος της γυναίκας οφειλόταν σε φυσικά αίτια, οπότε, στο μέτρο που α-φορούσε το κοινό, η υπόθεση θεωρήθηκε λήξασα και μπήκε στο αρχείο. Όμως εγώ, απ' τη στιγμή που διάβασα όσα είχε πει ο γιατρός, αποφάσισα να μάθω περισσότερα, αναλαμβάνοντας μό-νος μου μια έρευνα, που εκ πρώτης όψεως φαινόταν άκρως εν-διαφέρουσα. Αντιμετώπισα, βέβαια, πολλές δυσκολίες, αλλά μπορώ να πω ότι, σε κάποιο βαθμό, τα κατάφερα. Παρόλο που —αλλά, φίλτατε, φαίνεται ότι έχουμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Συνειδητοποιείς ότι καθόμαστε εδώ σχεδόν τέσσερις ώρες; Οι σερβιτόροι μας κοιτάζουν περίεργα. Έλα να πληρώ-σουμε το λογαριασμό και να φύγουμε.

Οι δυο άντρες βγήκαν αμίλητοι από το εστιατόριο και στά-θηκαν για λίγο να τους φυσήξει το δροσερό αεράκι. Η κίνηση στην Κόβεντρι Στριτ ήταν πολύ μεγάλη. Από παντού ακούγο-νταν τα καμπανάκια των διερχόμενων αμαξών και οι φωνές των εφημεριδοπωλών. Όμως το βαθύ, υπόγειο μουρμουρητό της πό-λης του Λονδίνου δυνάμωνε κάποιες στιγμές και κάλυπτε τους θορύβους της επιφάνειας.

—Πολύ παράξενη υπόθεση, έτσι; ρώτησε μετά από λίγο ο Ντάισον. Εσένα, ποια είναι η γνώμη σου;

—Αγαπητέ μου φίλε, εφόσον δεν έχω ακούσει το τέλος της ιστορίας, αδυνατώ να σχηματίσω γνώμη. Πότε θα μου διηγηθείς τη συνέχεια;

—Έλα κανένα βράδυ στο σπίτι μου· την επόμενη Τρίτη, ας

Page 75: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 81

πούμε. Ορίστε η διεύθυνση μου. Καληνύχτα· πρέπει σε λίγο να βρίσκομαι στο Στραντ.

Ο Ντάισον σφύριξε σε μια διερχόμενη άμαξα, και ο Σαλίσ-μπουρι προχώρησε με τα πόδια βόρεια, προς το σπίτι του.

II

Ο κ. Σαλίσμπουρι, όπως γίνεται αντιληπτό απ' τα λίγα λόγια που πρόλαβε να πει τις ελάχιστες φορές που άνοιξε το στόμα του στο εστιατόριο, ήταν ένας νεαρός τζέντλεμαν, καθ' όλα προ-σγειωμένος στην πραγματικότητα, που αισθανόταν άσχημα μπροστά σε καθετί μυστηριώδες και ασυνήθιστο, και απεχθανό-ταν εκ φύσεως το παράδοξο. Όση ώρα γευμάτιζε στο ρεστοράν, είχε αναγκαστεί να ακούει σιωπηλά την απίθανη αφήγηση ενός ανθρώπου που ηδονιζόταν να ανακατεύεται με σκοτεινές υποθέ-σεις και μυστήριο. Έτσι, ένιωθε κάπως κουρασμένος τώρα που διέσχιζε τη Σέφτσμπουρι Άβενιου και βυθιζόταν στα σοκάκια του Σόχο, με κατεύθυνση μια ταπεινή γειτονιά βορείως της Όξφορντ Στριτ, όπου ήταν το σπίτι του. Καθώς περπατούσε, προσπαθούσε να φανταστεί ποιο θα ήταν το μέλλον του Ντάι-σον, ενός αξιαγάπητου νέου ανθρώπου, του οποίου τα μόνα ε-φόδια στη ζωή ήταν ένα αμφισβητήσιμο λογοτεχνικό ταλέντο και κάποιο πενιχρό εισόδημα από μια κληρονομιά που του είχε αφήσει ένας προνοητικός συγγενής. Θα ήταν κρίμα μια τέτοια εξυπνάδα, συνδυασμένη με μια τόσο ζωηρή φαντασία, να κατα-ντούσε κάποια μέρα να ακολουθήσει καριέρα στη διαφήμιση. Απορροφημένος απ' αυτές τις σκέψεις και προβληματισμένος απ' τις παράξενες ιδέες που είχαν γεννήσει στο μυαλό του φίλου του το πρόσωπο μιας άρρωστης γυναίκας και μια εγκεφαλική ασθένεια, ο Σαλίσμπουρι βάδιζε στα αμυδρά φωτισμένα σοκά-κια, χωρίς να πάρει είδηση ότι είχε αρχίσει να φυσά ένας άνεμος που μούγκριζε στα σταυροδρόμια παρασύροντας τα σκουπίδια στις άκρες των πεζοδρομίων την ίδια ώρα, μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει να ζώνουν απειλητικά ένα αρρωστημένο κίτρινο φεγγά-ρι. Οι σποραδικές βροχοστάλες που έπεσαν στο πρόσωπο του δεν ήταν αρκετές για να τον βγάλουν απ' τις σκέψεις του, και

Page 76: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

82 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μόνο όταν ξέσπασε ξαφνικά η μπόρα, συνειδητοποίησε ότι έ-πρεπε να βρει κάποιο καταφύγιο. Η βροχή, σπρωγμένη απ' τον άνεμο, γρήγορα έγινε ορμητική καταιγίδα. Σε λίγα λεπτά ένας χείμαρρος νερού κυλούσε στα ρείθρα και σχημάτιζε λιμνούλες μπροστά στους ξεχειλισμένους υπονόμους. Οι ελάχιστοι διαβά-τες που κυκλοφορούσαν τέτοια ώρα στο δρόμο, είχαν ήδη εξα-φανιστεί, τρέχοντας σαν τρομοκρατημένα κουνέλια προς κά-ποια αόρατα καταφύγια. Ο Σαλίσμπουρι σφύριξε πολλές φορές για κάποια άμαξα, αλλά καμιά δε φαινόταν. Έριξε μια ματιά γύρω του, προσπαθώντας να δει πόσο μακριά βρισκόταν απ' την

Όξφορντ Στριτ. Διαπίστωσε με τρόμο ότι οι σκέψεις του τον είχαν παρασύρει και είχε χάσει το δρόμο του. Δυστυχώς, βρι-σκόταν πλέον σε μια περιοχή που δε γνώριζε και, απ' όσο μπο-ρούσε να δει, δεν υπήρχε πουθενά κάποιο υπνωτήριο ή άλλος δημόσιος χώρος όπου θα μπορούσε να καταφύγει πληρώνοντας το ασήμαντο αντίτιμο των δυο πενών. Οι φανοστάτες ήταν λίγοι και απείχαν αρκετά ο ένας απ' τον άλλο· το λάδι που καιγόταν στους βρόμικους γυάλινους θόλους τους σκόρπιζε ένα μουντό, τρεμουλιαστό φως που επέτρεπε στον Σαλίσμπουρι να διακρίνει τις τεράστιες σκιές των μεγάλων παλιών σπιτιών του δρόμου. Συνέχισε να βαδίζει με βήμα ταχύ και το κορμί του ζαρωμένο για να μετριάζει την ορμή της βροχής. Κάπου κάπου σήκωνε το κεφάλι του και το βλέμμα του έπεφτε στα ρόπτρα των σπιτιών, κάτω απ' τα οποία υπήρχαν μπρούντζινες και, ως επί το πλεί-στον, παλιές και σκουριασμένες ταμπέλες με τα ονόματα των ιδιοκτητών ή των ενοίκων. Όσο περνούσε η ώρα, η καταιγίδα όλο και δυνάμωνε. Είχε γίνει μούσκεμα πλέον και το καινούριο του καπέλο είχε καταστραφεί, αλλά η Όξφορντ Στριτ δεν έλεγε να φανεί μπροστά του. Ένιωσε ανακούφιση και αναστέναξε βαθιά όταν το μάτι του έπεσε στην είσοδο μιας σκοτεινής στοάς όπου θα μπορούσε να αποφύγει αν όχι τον άνεμο τουλάχιστον τη βροχή. Έτρεξε και στάθηκε στην πιο στεγνή γωνιά της, και έριξε μια ματιά γύρω του. Βρισκόταν σ' ένα είδος πεζόδρομου κάτω απ' το προστέγασμα ενός ψηλού σπιτιού· πίσω του ανοι-γόταν μια μακρόστενη στοά που οδηγούσε, ανάμεσα από ξεβαμ-μένους τοίχους, σε περιοχές και δρόμους άγνωστους. Έμεινε εκεί για κάμποση ώρα περιμένοντας μάταια να στεγνώσει και

Page 77: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 83

ελπίζοντας να ακούσει τις ρόδες κάποιας άμαξας να αντηχούν στο πλακόστρωτο οδόστρωμα. Ξαφνικά έφτασαν στ' αφτιά του φωνές και φασαρία· έρχονταν απ' το βάθος της στοάς και σιγά σιγά δυνάμωναν. Σε δυο λεπτά διέκρινε τη βραχνιασμένη φωνή μιας γυναίκας που φώναζε και απειλούσε θεούς και δαίμονες, ενώ κάπου κάπου ένας άντρας μούγκριζε κι έβριζε. Αν και η όλη σκηνή στερούνταν ρομαντισμού, ο Σαλίσμπουρι απολάμβανε πάντοτε τους καβγάδες του δρόμου και ήταν, κατά κάποιον τρόπο, εραστής του θεάματος, οπτικού και ακουστικού, που παρου-σίαζαν οι μεθυσμένοι. Αποφάσισε, λοιπόν, να στήσει αφτί και να παρακολουθήσει τη σκηνή με τη διάθεση ενός θεατή της μεγάλης όπερας. Δυστυχώς, όμως, ο θόρυβος της βροχής ξαφ-νικά δυνάμωσε, και το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήταν τα ανυπόμονα βήματα της γυναίκας και το τρέκλισμα του άντρα καθώς πλησίαζαν προς το μέρος του. Κουρνιασμένος στη σκιά του τοίχου περίμενε ώσπου το ζευγάρι έφτασε σε απόσταση λίγων μέτρων μπροστά του. Ο άντρας ήταν εμφανώς μεθυσμένος και αναγκαζόταν να καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να μη καταρρεύσει· παραπατούσε και ταλαντευόταν δεξιά κι αριστερά, σαν κάτι σκυλιά που μερικές φορές κυνηγούν τα αόρατα πλά-σματα του ανέμου. Η γυναίκα είχε το βλέμμα της στυλωμένο μπροστά· δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της, αλλά ξαφνικά, καθώς στάθηκαν και οι δυο μπροστά στον κρυμμένο Σαλίσμπου-ρι, τα μάτια της άστραψαν και ξέσπασε σ' ένα χείμαρρο ύβρεων κατά του συντρόφου της.

«Παλιάνθρωπε, σ' εσένα μιλώ, βρομόσκυλο», συνέχισε μετά από κάμποσες ασυνάρτητες βλαστήμιες, «νομίζεις ότι θα δου-λεύω για πάντα σαν σκλάβα, ενώ εσύ θα τσιλημπουρδίζεις με τις τσούλες στην Γκριν Στριτ και θα χαλάς στο πιοτό ό,τι έχεις και δεν έχεις; Κάνεις λάθος, πολύ μεγάλο λάθος, Σαμ. Ειλικρινά, δεν αντέχω άλλο. Σε βαρέθηκα, καταραμένε παλιοκλέφτη, σε βαρέ-θηκα κι εσένα και τ' αφεντικό σου. Τράβα και κάνε ό,τι σου κατεβαίνει στο κεφάλι. Το μόνο που θέλω είναι να σε τσιμπή-σουν και να σε χώσουν μέσα για τα καλά».

Η γυναίκα ξαφνικά ξεκούμπωσε το φόρεμα της και έβγαλε απ' τον κόρφο της κάτι που έμοιαζε με χαρτί· το τσαλάκωσε νευρικά και το πέταξε μακριά. Έπεσε μπροστά στα πόδια του

Page 78: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

84 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Σαλίσμπουρι. Κατόπιν άρχισε να τρέχει και χάθηκε μες στο σκοτάδι, ενώ ο άντρας συνέχισε να παραπαίει μουγκρίζοντας και μονολογώντας ασυναρτησίες. Ο Σαλίσμπουρι τον είδε να τρεκλίζει στον πεζόδρομο, να σταματά κάθε τόσο σαν να μην είχε δυνάμεις να σταθεί στα πόδια του, και ύστερα να ξαναρχίζει το ασταθές βάδισμα και το παραμιλητό. Ο ουρανός είχε αρχίσει να καθαρίζει· τα λευκά χνουδωτά σύννεφα απομακρύνονταν απ' το φεγγάρι, επιτρέποντας στο φως του να φτάσει στη γη. Ο Σαλίσμπουρι χαμήλωσε το βλέμμα του και αντίκρισε μπροστά του στο έδαφος το τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί που είχε πετάξει η γυναίκα. Περίεργος να μάθει το περιεχόμενο του, το πήρε και το έχωσε στην τσέπη του. Αμέσως μετά, βγήκε από τη στοά και συνέχισε το δρόμο του.

III

Ο Σαλίσμπουρι ήταν άνθρωπος τακτικός. Μόλις έφτασε στο σπίτι του, μουσκεμένος ως το κόκαλο, με τα ρούχα κολλημένα στο κορμί του και το καινούριο του καπέλο καταστραμμένο, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε και έσπευσε να προφυλάξει ήταν η υγεία του. Έτσι, λοιπόν, γδύθηκε, φόρεσε ένα ζεστό μπουρ-νούζι και αποφάσισε να πιει ένα εφιδρωτικό ποτό, ένα ποτήρι τζιν με νερό, βρασμένο σ' ένα από κείνα τα καμινέτα που με-τριάζουν τις δυσκολίες της ζωής του σύγχρονου εργένη. Αφού ήπιε το πιοτό και ζεστάθηκε, κάπνισε μια πίπα καπνό για να χαλαρώσει και κατόπιν ξάπλωσε στο κρεβάτι σε μια κατάσταση ευχάριστης χαύνωσης χωρίς να σκεφτεί καθόλου την περιπέτειά του στη σκοτεινή στοά ή τις παλαβό μάρες που του είχε αραδιά-σει ο Ντάισον, στο ρεστοράν. Την ίδια διάθεση είχε και το πρωί στο πρόγευμα, γιατί ο Σαλίσμπουρι ήταν απ' τους ανθρώπους που δε σκέφτονται τίποτε πριν τελειώσουν το πρωινό τους. Μό-λις όμως μάζεψε το φλιτζάνι και τα πιάτα από το τραπέζι, θυ-μήθηκε το χαρτί που είχε μαζέψει απ5 το δρόμο κι άρχισε να το ψάχνει στις τσέπες του ακόμα βρεγμένου πανωφοριού του. Δε θυμόταν σε ποια το είχε βάλει και προς στιγμήν φοβήθηκε ότι το είχε χάσει, αν και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει στον εαυτό

Page 79: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 85

του για ποιο λόγο έδινε τόση σημασία σε κάτι ολωσδιόλου ανόητο. Αναστέναξε με ανακούφιση όταν τα δάχτυλα του άγγι-ξαν το τσαλακωμένο χαρτί στην εσωτερική του τσέπη. Το τρά-βηξε απαλά και το ακούμπησε στο τραπεζάκι του γραφείου, δίπλα στην καρέκλα του, με τόση προσοχή λες και ήταν κάποιο σπάνιο κόσμημα. Κατόπιν άναψε την πίπα του και κοίταξε για λίγα λεπτά το εύρημά του. Ένας ανεξήγητος πειρασμός να το πετάξει στη φωτιά να καεί πάλευε μέσα του με την επιθυμία να μάθει τι έγραφε και για ποιο λόγο το είχε πετάξει με τέτοια μανία εκείνη η οργισμένη γυναίκα. Όπως είναι φυσικό, τελικά επικράτησε το δεύτερο συναίσθημα· και πάλι, όμως, συνέχισε να νιώθει ένα είδος απέχθειας, ακόμα κι όταν πήρε το χαρτί και το ξετύλιξε μπροστά του. Ήταν βρόμικο και λεκιασμένο· προφανώς το είχαν σκίσει από ένα φτηνό σχολικό τετράδιο και κάποιο τρεμάμενο χέρι είχε γράψει πάνω του μια δυσανάγνωστη φράση. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσκυψε για να δει καλύτερα. Μετά έγειρε στην καρέκλα του κοιτάζοντας ανέκφραστα στο κενό, ώσπου ξαφνικά ξέσπασε σ' ένα γέλιο τόσο βροντερό που το μωρό της σπιτονοικοκυράς του στο κάτω πάτωμα ξύπνησε και απάντησε στην ιλαρότητα του με τσιρίδες. Όμως εκείνος δε σταμάτησε να γελά και πιάνοντας ξανά το χαρτί διάβασε για δεύτερη φορά μια φράση που φαινόταν εντελώς ανόητη.

«Ο Κ. χρειάστηκε να πάει να δει τους φίλους του στο Παρίσι», έγραφε το χαρτί. «Τράβερς Χάντελ Σ. Γύρος ένας στο χορτάρι, γύροι δυο στην κοπελιά, γύροι τρεις στη σφενταμιά».

Ο Σαλίσμπουρι τσαλάκωσε το χαρτί, όπως είχε κάνει εκείνη η θυμωμένη γυναίκα την προηγούμενη νύχτα, και ετοιμάστηκε να το πετάξει στο τζάκι. Όμως συγκρατήθηκε· δεν το πέταξε και το έριξε απαλά μες στο συρτάρι του γραφείου του. Ύστερα έβαλε πάλι τα γέλια. Όλα αυτά ήταν γελοία, σχεδόν προσβλη-τικά για τη λογική του, και ένιωσε ντροπή που προς στιγμήν είχε πιστέψει ότι θα ανακάλυπτε κάτι ενδιαφέρον. Αισθάνθηκε σαν εκείνους που ψάχνουν με αδημονία τις στήλες των εφημε-ρίδων μήπως και ανακαλύψουν κάτι συνταρακτικό, και τελικά το μόνο που διαβάζουν είναι οι διαφημιστικές καταχωρίσεις και διάφορες άλλες κοινοτοπίες. Σηκώθηκε, πλησίασε στο παράθυ-ρο και κοίταξε έξω, τη νωχελική πρωινή ζωή της γειτονιάς του:

Page 80: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

86 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

υπηρέτριες με βρόμικες ποδιές έπλεναν τα κεφαλόσκαλα των σπιτιών, ενώ ο ψαράς και ο χασάπης είχαν πιάσει ψιλή κουβέ-ντα, προφανώς για την ακρίβεια και την αναδουλειά τους. Στο βάθος του δρόμου μια ελαφριά καταχνιά πρόσδιδε κάποιο μεγα-λείο στην προοπτική, αλλά συνολικά η θέα ήταν μάλλον κατα-θλιπτική · θα έλεγε κανείς ότι παρουσίαζε ενδιαφέρον μόνο για κείνους τους ματαιόσπουδους μελετητές της λονδρέζικης ζωής, που αναζητούν μετά μανίας ό,τι έχουν μάθει απ' τα βιβλία να θεωρούν σπάνιο και από πάσης απόψεως εκλεκτό. Ο Σαλίσμπου-ρι απομακρύνθηκε απ' το παράθυρο αηδιασμένος με τον εαυτό του και κάθισε στο αναπαυτικό κάθισμα του, μια πολυθρόνα καπιτοναρισμένη με ένα πράσινο μαξιλαρωτό κάλυμμα που κα-τέληγε σε λεπτά, κίτρινα κρόσσια —το καύχημα και το θέλγη-τρο του διαμερίσματος του. Σχεδόν κάθε πρωί καθόταν στο γρα-φείο του και σχεδίαζε την πλοκή ενός βιβλίου που σκόπευε να γράψει —ένα μυθιστόρημα που θα αναφερόταν στα σπορ και τον έρωτα και θα αφηγούνταν τις περιπέτειες ενός νεαρού που ερ-γαζόταν στους στάβλους ενός αριστοκρατικού κολεγίου θη-λέων. Συνήθως ασχολούνταν μ' αυτήν τη δουλειά μέχρι την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, αλλά εκείνο το πρωί ο Σαλίσμπουρι δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Αφού για κάμποσα λεπτά στριφο-γύριζε νευρικά στην πολυθρόνα, τελικά μάζεψε τα χαρτιά του και σηκώθηκε, βρίζοντας τον εαυτό του που δεν είχε διάθεση να δουλέψει. Στην πραγματικότητα, όμως, η νευρικότητα του οφει-λόταν στο τραγουδάκι που ήταν γραμμένο στο χαρτί που είχε πετάξει εκείνη η γυναίκα στη στοά. Το τραγουδάκι αυτό είχε «καρφωθεί» στο μυαλό του και συνεχώς τα χείλη του σιγοψιθύ-ριζαν μηχανικά: «Γύρος ένας στο χορτάρι, γύροι δυο στην κο-πελιά, γύροι τρεις στη σφενταμιά». Συνειδητοποιώντας το, ξαφ-νιάστηκε και εκνευρίστηκε. Ήταν σαν εκείνα τα βλακώδη ρε-φρέν του μιούζικ χολ που γίνονται αμέσως της μόδας κι όπου κι αν βρεθείς, ακούς τους άλλους να τα μουρμουρίζουν γύρω σου και να σου σπάνε τα νεύρα. Αποφάσισε να πάει μια βόλτα με την ελπίδα ότι ο συνωστισμός του πλήθους και η φασαρία των τρο-χοφόρων στους δρόμους θα τον βοηθούσαν να ξεχάσει τη νυχτε-ρινή περιπέτεια του και τις σαχλαμάρες που είχε διαβάσει στο τσαλακωμένο χαρτί. Βγήκε απ' το σπίτι του και για κάμποση

Page 81: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 87

ώρα βάδιζε σαν χαμένος, όταν κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ότι περπατούσε σ' ένα απόμερο σοκάκι, μακριά απ' τη φασαρία και τους θορύβους της πόλης. Η απόπειρά του είχε αποτύχει· η μάταιη προσπάθεια του να βγάλει κάποιο νόημα απ' τη φράση του τσαλακωμένου χαρτιού τον είχε, για μια ακόμη φορά, απο-προσανατολίσει. Γύρισε στο σπίτι του εκνευρισμένος. Ένιωσε κάπως καλύτερα μόνο όταν ήρθε η Τρίτη και θυμήθηκε ότι είχε ραντεβού με τον Ντάισον στο σπίτι του. Ήταν σίγουρος ότι οι λεπτές ονειροφαντασίες ενός μοναχικού ανθρώπου των γραμμά-των θα ήταν ιδιαίτερα ευχάριστες συγκρινόμενες με τις έμμονες ιδέες που τον κατάτρυχαν, με εκείνο το λαβύρινθο των σκέψεων, μέσα στον οποίο περιπλανιόταν χωρίς καμιά δυνατότητα διαφυ-γής. Το σπίτι του Ντάισον βρισκόταν σ' έναν από κείνους τους ήσυχους δρόμους που ενώνουν το Στραντ με το ποτάμι. Όταν ο Σαλίσμπουρι διέσχισε τη στενή πόρτα του δωματίου του φίλου του, διαπίστωσε ότι ο μακαρίτης θείος είχε αποδειχτεί ιδιαίτερα γενναιόδωρος. Στο πάτωμα άστραφταν και έλαμπαν όλα τα χρώ-ματα της Ανατολής· ήταν, όπως τόνισε αυτάρεσκα ο Ντάισον, «ένα δειλινό μέσα σ' ένα όνειρο», ενώ το φως των φανοστατών του δρόμου, το λυκόφως του λονδρέζικου σούρουπου, κρατιόταν έξω απ' το δωμάτιο χάρη σε κάτι χοντρές κουρτίνες, υφασμένες με χρυσαφένιο νήμα. Στα ράφια ενός δρύινου ντουλαπιού υπήρ-χαν κανάτια και πιάτα από παλιά γαλλική πορσελάνη, και οι μαυρόασπρες γκραβούρες, που ήταν κρεμασμένες στις γιαπωνέ-ζικες ταπετσαρίες των τοίχων, ήταν πολύ πιο όμορφες από κεί-νες που μπορεί να βρει κανείς στους αντικέρ του Χάιμαρκετ και της Μποντ Στριτ. Ο Σαλίσμπουρι κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στο τζάκι. Η ατμόσφαιρα μύριζε λιβάνι και καπνό. Είχε μείνει άφωνος μπροστά σ' αυτό το μεγαλείο. Δε θυμόταν πια τις ξεφτι-σμένες ταπετσαρίες, τις ξεθωριασμένες χρωμολιθογραφίες και το σκουριασμένο καθρέφτη του δικού του διαμερίσματος.

—Είμαι πολύ χαρούμενος που ήρθες, είπε ο Ντάισον. Άνετο το δωματιάκι μου, έτσι; Αλλά εσύ φαίνεσαι χάλια. Σε πείραξε κανένας;

—Όχι· αλλά είχα πολλές σκοτούρες τις τελευταίες μέρες. Στην πραγματικότητα για όλα φταίει μια —μια παράξενη περι-πέτεια, αν μπορώ να την ονομάσω έτσι. Για να λέμε την αλήθεια,

Page 82: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

88 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

πρόκειται για κάτι εντελώς ανόητο —αλλά, άσε, θα σου μιλήσω γι' αυτό αργότερα. Μου είχες υποσχεθεί ότι θα μου έλεγες το τέλος εκείνης της ιστορίας που είχες αρχίσει να μου διηγείσαι στο εστιατόριο.

—Ναι. Αλλά φοβάμαι, Σαλίσμπουρι. ότι είσαι αδιόρθωτος. Είσαι σκλάβος αυτού που αποκαλείς ρεαλισμό. Γνωρίζω πολύ καλά ότι κατά βάθος θα ήθελες να πιστέψεις πως το παράδοξο σ' αυτή την υπόθεση είναι δική μου επινόηση, ότι τα πάντα είναι στην πραγματικότητα ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα, όπως λένε και οι αναφορές της αστυνομίας. Όμως, μια και άρχισα να σου διηγούμαι αυτή την ιστορία, δεν πρόκειται να σε απογοητεύσω, θα συνεχίσω και θα σου τα πω όλα, μέχρι το τέλος. Πρώτα όμως θα φέρω κάτι να πιούμε. Στο μεταξύ εσύ μπορείς να ανάψεις την πίπα σου.

Ο Ντάισον πήγε στο δρύινο ντουλάπι και ξεχώνιασε από τα βάθη του ένα σφαιρικό μπουκάλι και δυο ποτηράκια με επίχρυ-σο στόμιο.

—Είναι Βενεδικτίνη, είπε. Θα πιεις λίγο, έτσι; Ο Σαλίσμπουρι έγνεψε καταφατικά. Οι δυο άντρες για κάμπο-

σες στιγμές κάθονταν αμίλητοι, ρουφώντας το ποτό τους και καπνίζοντας. Τη σιωπή έσπασε πρώτος ο Ντάισον.

—Για να δούμε, είπε. Είχαμε μείνει στην έρευνα που έκανα, έτσι; Ή μάλλον όχι, σου είχα μιλήσει γι' αυτήν. Α, ναι· τώρα το θυμήθηκα. Σου έλεγα ότι είχα αντιμετωπίσει πολλές δυσκο-λίες, αλλά κατά κάποιον τρόπο, κάτι κατάφερα. Εκεί δεν είχαμε μείνει;

—Ναι, εκεί. Για να είμαι ακριβέστερος, νομίζω ότι η λέξη «παρόλο που» ήταν η τελευταία που άκουσα απ' το στόμα σου γι' αυτή την υπόθεση.

—Ακριβώς. Το σκέφτηκα πολύ αυτές τις μέρες και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι εκείνο το «παρόλο» στην ουσία ήταν πολύ πιο έντονο από όσο είχα αφήσει να εννοηθεί. Με κίνδυνο να σου φανώ ψεύτης, οφείλω να σου εκμυστηρευτώ, φίλτατε, ότι όσα ανακάλυψα, ή νόμισα ότι ανακάλυψα, στην πραγματικότητα ή-ταν ένα μεγάλο τίποτε. Εξακολουθώ να παραμένω πολύ μακριά από τη λύση του προβλήματος. Όμως προτίθεμαι ό,τι γνωρίζω να σου το πω. Σίγουρα θα θυμάσαι πόσο με είχαν εντυπωσιάσει

Page 83: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 89

οι παρατηρήσεις του ενός από τους δυο γιατρούς που διενήργη-σαν τη νεκροψία στο πτώμα της συζύγου του Μπλακ. Έκρινα, λοιπόν, ότι ήταν σκόπιμο, πριν απ' όλα, να προσπαθήσω να τον βρω και να μάθω κάτι πιο συγκεκριμένο και σαφές. Κατάφερα, μέσω ενός κοινού γνωστού, να έρθω σε επαφή μαζί του και κανονίσαμε να συναντηθούμε στο σπίτι του. Αποδείχτηκε ότι ήταν ένας πολύ έξυπνος και ευχάριστος τύπος· μάλλον νεαρός, δεν έμοιαζε καθόλου στην τυπική εικόνα του γιατρού που έχουμε στο μυαλό μας. Να φανταστείς ότι πριν ξεκινήσουμε τη συ-ζήτησή μας, μου πρόσφερε ουίσκι και πούρο. Όπως καταλαβαί-νεις, δε δίστασα να του μιλήσω ανοιχτά. Του τόνισα ότι η κα-τάθεσή του στην υπόθεση του Χάρλεσντεν με είχε εντυπωσιάσει και του έδειξα την εφημερίδα όπου είχα διαβάσει το ρεπορτάζ και είχα υπογραμμίσει τις δηλώσεις του. Πριν απαντήσει, με κοίταξε εξεταστικά.

«Σας εντυπωσίασε, έτσι;» είπε τελικά. «Λοιπόν, πρέπει να θυ-μάστε ότι η υπόθεση του Χάρλεσντεν ήταν πολύ παράξενη. Τολ-μώ να πω μάλιστα ότι από πολλές απόψεις ήταν και μοναδική —κυριολεκτικά μοναδική».

«Σίγουρα», είπα, «και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο με ενδιαφέ-ρει και θέλω να μάθω περισσότερα γι' αυτήν. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να μου δώσει πιο σαφείς πληροφορίες, αυτός είστε εσείς. Ποια είναι η γνώμη σας τελι-κά;»

Ήταν μια ευθεία και ντόμπρα ερώτηση· ο γιατρός με κοίταξε ξαφνιασμένος.

«Τέλος πάντων», είπε. «Επειδή βλέπω ότι το μοναδικό κίνη-τρο της έρευνάς σας είναι η απλή περιέργεια, θα σας μιλήσω όσο πιο ελεύθερα μπορώ. Λοιπόν, κ. Ντάισον —Ντάισον δεν είπατε ότι λέγεστε;— εφόσον επιθυμείτε να τη μάθετε, η άποψη μου είναι η εξής: Πιστεύω ότι ο δρ Μπλακ σκότωσε τη σύζυγο του».

«Αλλά η ετυμηγορία», απέτεινα, «η ετυμηγορία των ενόρκων βασίστηκε στη δική σας κατάθεση».

«Ακριβώς. Η ετυμηγορία ήταν σύμφωνη με τις καταθέσεις, τη δική μου και του συναδέλφου μου. Νομίζω ότι, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, οι ένορκοι έκριναν σωστά. Στην πραγματικότητα,

Page 84: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

90 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

δε βλέπω τι άλλο θα μπορούσαν να είχαν κάνει. Όμως εγώ επιμένω στη γνώμη μου και σας λέω ότι ο Μπλακ σκότωσε τη γυναίκα του. Είμαι απόλυτα σίγουρος γι' αυτό, δεν έχω καμιά αμφιβολία· μόνο που νομίζω ότι είναι απόλυτα δικαιολογημέ-νος».

«Δικαιολογημένος! Πώς είναι δυνατόν;» ρώτησα. Όπως κα-ταλαβαίνεις, η απάντηση του με είχε αιφνιδιάσει. Ο γιατρός έγειρε στην καρέκλα του και με κοίταξε στα μάτια.

«Νομίζω ότι δεν είστε επιστήμονας, έτσι;» είπε. «Όχι· ωραία, λοιπόν έτσι δε θα χρειαστεί να μπω σε λεπτομέρειες. Πάντοτε ήμουν σταθερά αντίθετος με την άποψη που πρεσβεύει ότι υπάρ-χει σχέση ανάμεσα στη φυσική υπόσταση και την ψυχή. Πι-στεύω ότι αμφότερες είναι καταδικασμένες να υποφέρουν μόνες. Κανένας δεν αναγνωρίζει αποφασιστικότερα από μένα το αγεφύ-ρωτο χάσμα, την άμετρη άβυσσο που χωρίζει τον κόσμο της συνείδησης από τη σφαίρα της ύλης. Ξέρουμε ότι κάθε αλλαγή της συνείδησης συνοδεύεται από μια επαναδιευθέτηση του κυτ-ταρικού δεσμού της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου· και αυτό είναι όλο, τίποτε περισσότερο. Πώς σχετίζονται μεταξύ τους ή για ποιο λόγο τέτοιες αλλαγές συμβαίνουν ταυτόχρονα, αυτό δεν το γνωρίζουμε και οι μεγαλύτερες αυθεντίες πιστεύουν ότι δε θα μπορέσουμε ποτέ να το μάθουμε. Ωστόσο, πρέπει να σας πω ότι καθώς έκανα τη νεκροψία, με το νυστέρι στο χέρι, αισθανόμουν απόλυτα σίγουρος, παρά τις αντίθετες θεωρίες, ότι αυτό που βρισκόταν μπροστά μου δεν ήταν ο εγκέφαλος μιας νεκρής γυ-ναίκας —ούτε καν ο εγκέφαλος ενός ανθρώπινου όντος. Φυσικά, έβλεπα το πρόσωπο. Ήταν μάλλον ήρεμο, ανέκφραστο. Χωρίς αμφιβολία, πρέπει να ήταν όμορφο, αλλά μπορώ να πω, με κάθε τιμιότητα, ότι δε θα τολμούσα να το αντικρίσω αν ήταν ζωντανό, ακόμα κι αν μου πρόσφεραν χίλιες γκινέες —ούτε καν κι αν διπλασίαζαν το ποσό».

«Αγαπητέ κύριε», είπα, «τα λόγια σας με εκπλήττουν. Είπατε ότι ο εγκέφαλος της νεκρής δεν ήταν ανθρώπινος. Τι ήταν, λοι-πόν;»

«Ο εγκέφαλος ενός διαβόλου». Το είπε ήρεμα, ούτε ένας μυς του προσώπου του δεν κινήθηκε. «Ο εγκέφαλος ενός διαβόλου», επανέλαβε, «και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ο Μπλακ βρήκε

Page 85: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 91

κάποιο τρόπο να τη θανατώσει. Δεν τον κατηγορώ ό,τι κι αν έκανε. Αυτό στο οποίο είχε μεταμορφωθεί η κ. Μπλακ, ό,τι κι αν ήταν, δεν έπρεπε να συνεχίσει να ζει σ' αυτό τον κόσμο. Έχετε τίποτε άλλο να ρωτήσετε; Όχι; Καληνύχτα, καληνύχτα σας».

Περίεργο πράγμα να έχει τέτοια άποψη ένας γιατρός, έτσι; Τη στιγμή που μου έλεγε ότι δε θα δεχόταν να αντικρίσει εκείνο το πρόσωπο ζωντανό, έστω κι αν του πρόσφεραν χίλιες ή δυο χι-λιάδες γκινέες, θυμήθηκα ότι εγώ το είχα δει, αλλά δεν είπα τίποτα. Πήγα ξανά στο Χάρλεσντεν και επισκέφθηκα όλα τα μαγαζιά, αγοράζοντας διάφορα μικροπράγματα και προσπαθώ-ντας να ανακαλύψω κάτι καινούριο για τους Μπλακ. Τελικά δεν έμαθα τίποτε που να μην το ήξερα ήδη. Ένας μπακάλης μου είπε ότι γνώριζε πολύ καλά τη νεκρή· συνήθιζε να πηγαίνει η ίδια και να αγοράζει απ' το μαγαζί του ό,τι χρειάζονταν για το σπίτι, γιατί δεν είχαν υπηρέτρια —μόνο μια παραδουλεύτρα πήγαινε μια φορά τη βδομάδα και τους καθάριζε, αλλά κι εκείνη είχε δει για τελευταία φορά την κ. Μπλακ πολλούς μήνες πριν το θάνατο της. Ο μπακάλης μου είπε ότι η σύζυγος του γιατρού ήταν «καλή κοπέλα»· πάντα ευγενική και καταδεκτική με όλους, λάτρευε τον άντρα της και, όπως όλοι πίστευαν, την αγαπούσε κι εκείνος. Έτσι, αφού συνέλεξα όσες πληροφορίες μπορούσα, πέρα απ' τη γνώμη του γιατρού που είχε διενεργήσει τη νεκροψία και την προσωπική μου εμπειρία, έβαλα κάτω τα πράγματα και κατέλη-ξα στο συμπέρασμα ότι το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να με βοηθήσει να ρίξω φως στο μυστήριο ήταν ο ίδιος ο Μπλακ. Αποφάσισα, λοιπόν, να ψάξω να τον βρω. Όπως καταλαβαί-νεις, είχε μετακομίσει από το Χάρλεσντεν. Έμαθα από τους γείτονες ότι είχε αναχωρήσει λίγες μέρες μετά την κηδεία. Είχε φροντίσει πρώτα να πουλήσει όλα τα υπάρχοντα του, και μια ωραία πρωία τον είδαν όλοι να μπαίνει στο τρένο, έχοντας σαν μόνη αποσκευή ένα χαρτονένιο βαλιτσάκι. Από τότε δεν ξανά-γινε λόγος γι' αυτόν κανένας δε γνώριζε πού είχε πάει. Τελικά, τον συνάντησα εντελώς τυχαία. Ένα πρωί περπατούσα στην Γκρέι'ς Ιν Ρόουντ. Δεν είχα συγκεκριμένο προορισμό, είχα βγει για μια απλή βόλτα. Ήταν μια από τις πρώτες μέρες του Μάρτη και φυσούσε πολύ. Κρατούσα το καπέλο μου στο χέρι για να μη

Page 86: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

92 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μου το πάρει ο αέρας. Τα μεγάλα κλαδιά των δέντρων του Ιν Ροκ λύγιζαν απ' το σφοδρό άνεμο. Ερχόμουν από το Χόλμπορν Εντ και κόντευα να φτάσω στη Θίομπαλντ' ς Ρόουντ, όταν πρόσεξα έναν άντρα να προχωρά μπροστά μου. Φαινόταν κάπως παράξε-νος. Δεν ξέρω γιατί αλλά άρχισα να περπατώ γρηγορότερα για να τον προσπεράσω. Ξαφνικά όμως ο αέρας του πήρε το καπέλο απ' το κεφάλι και το έριξε στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα πόδια μου. Φυσικά το έπιασα και του έριξα μια ματιά, καθώς έσπευδα να το παραδώσω στον ιδιοκτήτη του. Ήταν από μόνο του μια ολόκληρη βιογραφία το όνομα ενός πιλοποιού του Πικαντίλι ήταν γραμμένο στη φόδρα του, αλλά έχω την εντύπωση ότι ακόμα κι ένας ζητιάνος δε θα έσκυβε να το πάρει αν το έβλεπε πεταμένο στη σχάρα ενός υπονόμου. Σήκωσα τα μάτια μου και αντίκρισα το δρα Μπλακ να με περιμένει με απλωμένο το χέρι του. Απίστευτη σύμπτωση, έτσι; Αλλά και πόσο τυχερός ήμουν, Σαλίσμπουρι! Όταν τον είχα δει να βγαίνει απ' το σπίτι του στο Χάρλεσντεν, ήταν ένας ψηλός άντρας, με γεροδεμένο κορμί, που περπατούσε με βήμα σταθερό —ένας άνθρωπος, θα έλεγε κανείς, που έσφυζε από ζωή. Και τώρα βρισκόταν μπροστά μου ένα ερείπιο, ένα αδύναμο, ζαρωμένο πλάσμα με βουλιαγμένα μάγου-λα, άσπρα μαλλιά και μέλη που έτρεμαν στο θολό του βλέμμα είχες την εντύπωση ότι ήταν ζωγραφισμένη όλη η δυστυχία του κόσμου. Με ευχαρίστησε που είχα μαζέψει το καπέλο του λέ-γοντας: «Πίστεψα ότι θα το έχανα. Τα πόδια μου δεν έχουν πια τη δύναμη να τρέχουν. Και φυσάει πολύ σήμερα, κύριε, έτσι δεν είναι;» Και με τα λόγια αυτά μου γύρισε την πλάτη και συνέχισε το δρόμο του. Δεν τον άφησα να φύγει· τον πρόλαβα και του πρότεινα να τον συνοδεύσω. Δέχτηκε με βαριά καρδιά. Προχω-ρήσαμε, λοιπόν, μαζί προς τα ανατολικά και κατάφερα να του πιάσω την κουβέντα. Μιλούσε αργά και δισταχτικά, δίνοντας μου την εντύπωση ότι θα χαιρόταν πολύ αν με ξεφορτωνόταν. Όμως εγώ δεν τον άφησα ήσυχο και συνεχίσαμε να βαδίζουμε κουβεντιάζοντας, ώσπου τελικά σταμάτησε μπροστά σε μια πα-λιά πόρτα ενός φτωχικού δρόμου. Ήταν, νομίζω, μια απ' τις αθλιότερες γειτονιές που έχω δει ποτέ μου: τα σπίτια ήταν όλα παλιά και βρόμικα, και οι περισσότερες πόρτες σκουριασμένες· θα έλεγε κανείς ότι τα πάντα ήταν έτοιμα από στιγμή σε στιγμή

Page 87: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 93

να καταρρεύσουν. «Εδώ μένω», είπε ο Μπλακ, δείχνοντας μου την παλιά πόρτα. «Όχι στο μπροστινό δωμάτιο, αλλά στην πί-σω πλευρά του κτιρίου. Είναι πολύ ήσυχη αυτή η γειτονιά. Δε σας προσκαλώ να περάσετε τώρα —ίσως μια άλλη μέρα, αν και...» Δεν τον άφησα να συνεχίσει· του είπα ότι θα χαιρόμουν πολύ κάποια μέρα να τον επισκεφθώ. Με κοίταξε παραξενεμέ-νος, σαν να απορούσε που κάποιος άγνωστος έδειχνε τέτοιο ενδιαφέρον για το άτομο του. Τον άφησα με το κλειδί στο χέρι να προσπαθεί να ανοίξει την εξώπορτα. Πιστεύω να συμφωνείς ότι έκανα πολύ καλά, αν σου πω ότι μετά από λίγες βδομάδες κατάφερα να γίνω στενός φίλος του. Ποτέ δε θα ξεχάσω την πρώτη φορά που μπήκα στο δωμάτιο του· ελπίζω να μην ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου τέτοια βρόμα και μιζέρια. Στους υγρούς τοί-χους του είχε κολλήσει με πινέζες κομμάτια φτηνής, ξεθωρια-σμένης ταπετσαρίας που είχαν απορροφήσει όλη την υγρασία του ανήλιαγου σπιτιού. Μόνο σε μια άκρη μπορούσες να στα-θείς όρθιος, ενώ η θέα ενός ξεχαρβαλωμένου κρεβατιού και η έντονη μυρωδιά της μούχλας σου ανακάτευαν τα σωθικά και σου ερχόταν να ξεράσεις. Τον βρήκα να μασουλάει ένα κομμάτι ψωμί. Φάνηκε να αιφνιδιάζεται απ' την επίσκεψη μου, αλλά μου πρόσφερε τη μοναδική καρέκλα του κι εκείνος βολεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού. Άρχισα να τον επισκέπτομαι συχνά και κάθε φορά κουβεντιάζαμε για πολλές ώρες· όμως ποτέ δεν ανα-φέρθηκε στο Χάρλεσντεν ή στη γυναίκα του. Ήταν πολύ παρά-ξενος άνθρωπος, και καθώς καθόμασταν και καπνίζαμε, αναρω-τιόμουν συχνά αν ήταν λογικός ή παράφρων. Νομίζω πάντως ότι τα αγριότερα όνειρα του Παράκελσου και των Ροδόσταυρων θα φαίνονταν απλά και ρεαλιστικά συγκρινόμενα με τις θεωρίες που άκουγα να μου εκθέτει αυτός ο άνθρωπος. Μια φορά μάλι-στα τόλμησα να κάνω κάποιους υπαινιγμούς. Του δήλωσα ότι κάτι που είχε πει ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με κάθε επιστήμη και εμπειρία. «Όχι», μου απάντησε, «όχι με κάθε εμπειρία, γιατί υπάρχει η δική μου. Δεν ασχολούμαι με αναπόδεικτες θεωρίες· όσα σου λέω τα έζησα ο ίδιος, και μάλιστα τα πλήρωσα ακριβά. Υπάρχει μια περιοχή της γνώσης που δε θα τη γνωρίσεις ποτέ· όλοι οι σοφοί τη βλέπουν από μακριά και την αποφεύγουν σαν την πανούκλα, αλλά εγώ την έχω δει από κοντά, την έχω ζήσει.

Page 88: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

94 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Αν ήξερες, αν μπορούσες έστω να ονειρευτείς, τι έχουν κάνει ένας ή δυο άνθρωποι σ' αυτό τον ήσυχο κόσμο μας, η ψυχή σου θα ανατρίχιαζε απ' τον τρόμο. Όσα άκουσες απ' το στόμα μου δεν είναι παρά ο φλοιός, το εξωτερικό περίβλημα της αληθινής επιστήμης —εκείνης της επιστήμης που σημαίνει θάνατο, που είναι πιο φριχτή απ' το θάνατο για όσους γοητεύτηκαν απ' αυτήν. Όχι, όταν οι άνθρωποι λένε ότι υπάρχουν πολλά παρά-ξενα στον κόσμο μας, ελάχιστα γνωρίζουν για τον τρόμο και τη φρίκη που κατοικοεδρεύουν μέσα μας και γύρω μας». Ο άνθρω-πος αυτός εξέπεμπε μια γοητεία και κάθε φορά που τον επισκε-πτόμουν κρεμόμουν από τα χείλη του· γι' αυτόν το λόγο στε-νοχωρήθηκα όταν χρειάστηκε να απουσιάσω από το Λονδίνο για ένα-δυο μήνες. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή μου στην πόλη, αποφάσισα να πάω να τον δω. Χτύπησα πολλές φορές το κουδούνι του αλλά μάταια. Τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να φύγω, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια βρόμικη γυναίκα που με ρώτησε τι ήθελα. Προφανώς θα με είχε περάσει για αστυνο-μικό με πολιτικά που έψαχνε κάποιον απ' τους νοικάρηδές της, αλλά όταν τη ρώτησα αν ήταν μέσα ο κ. Μπλακ, με αντιμετώ-πισε διαφορετικά. «Δεν υπάρχει πλέον κύριος Μπλακ εδώ. Πάει· πέθανε πριν από έξι βδομάδες. Πάντα μου φαινόταν λίγο τρελού-τσικος και παράξενος· δε λέω, μπορεί να είχε προβλήματα ο άνθρωπος. Κάθε πρωί έφευγε και έλειπε από τις δέκα μέχρι τη μία. Μια Δευτέρα μεσημέρι τον ακούσαμε να γυρίζει, να μπαίνει στο δωμάτιο του, να κλείνει την πόρτα, και λίγα λεπτά αργότε-ρα, ενώ καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε, ακούστηκε ξαφ-νικά ένα ουρλιαχτό που μας έκοψε την ανάσα. Μετά από λίγο ακούστηκε ένα ποδοβολητό στις σκάλες και είδαμε έκπληκτοι τον κ. Μπλακ να ορμά στο δωμάτιο μας, βρίζοντας σαν αμαξάς και φωνάζοντας ότι του είχαν κλέψει κάτι που άξιζε εκατομμύ-ρια. Κι ενώ ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν μανιακός, ξαφνικά πέ-φτει ξερός στο πάτωμα. Στην αρχή νομίσαμε ότι πέθανε. Τον κουβαλήσαμε στο δωμάτιο του και τον ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του. Ο άντρας μου πήγε να φωνάξει γιατρό κι εγώ κάθισα στο προσκέφαλο του και περίμενα. Πρόσεξα ότι το μικρό παράθυρο που έβλεπε στο φωταγωγό ήταν ανοιχτό, ενώ ένα τενεκεδένιο κουτάκι ήταν πεταμένο στο πάτωμα και άδειο. Φυσικά ήταν

Page 89: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 95

αδύνατο να είχε μπει κάποιος απ' το φωταγωγό· όσο για το ότι κάτεχε κάτι που άξιζε εκατομμύρια ήταν πέρα για πέρα ψέματα. Βλέπετε, κάθε φορά καθυστερούσε πολλές βδομάδες να πληρώ-σει το νοίκι και ο άντρας μου τον απειλούσε κάθε λίγο και λιγάκι να τον πετάξει στο δρόμο, γιατί, όπως έλεγε, έπρεπε να ζήσουμε κι εμείς —και φυσικά είχε δίκιο. Όμως εγώ δεν ήθε-λα να φτάσουμε σ' αυτό το σημείο, παρόλο που ήταν αλλόκο-τος άνθρωπος και ίσως θα ήταν καλύτερα αν τον είχε διώ-ξει. Τέλος πάντων, να μη σας τα πολυλογώ, ήρθε ο γιατρός, τον είδε και μας είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Πέθανε την ίδια νύχτα· εγώ καθόμουν συνεχώς πλάι του, μέχρι που ξεψύχη-σε. Πρέπει να σας πω ότι χάσαμε πολλά λεφτά εξαιτίας του, κύριε, και δεν αποζημιωθήκαμε. Τα λίγα ρούχα που είχε δεν έπιασαν τίποτα όταν τα πουλήσαμε». Έδωσα στη γυναίκα μι-σή κορόνα και γύρισα σπίτι μου. Σκεφτόμουν συνεχώς τα ό-σα μου είχε πει για τον Μπλακ και δεν έπαψα στιγμή να ανα-ρωτιέμαι τι μπορεί να ήταν αυτό που φώναζε ότι του είχαν κλέ-ψει. Δε νομίζω βέβαια ότι κατείχε κάτι πολύτιμο ο φουκαράς· μάλλον ήταν τρελός και είχε πεθάνει μέσα σε μια ξαφνική κρίση παράνοιας. Η σπιτονοικοκυρά του μου είπε επίσης ότι μια δυο φορές που είχε χρειαστεί να πάει στο δωμάτιο του (προφανώς για να του ζητήσει το νοίκι), δεν της είχε ανοίξει αμέσως την πόρτα· την είχε αφήσει να περιμένει για ένα λεπτό, και όταν μετά είχε περάσει μέσα, τον είχε δει να κρύβει το τενεκεδένιο κουτί του σε μια γωνιά κοντά στο παράθυρο. Πρέπει να του είχε γίνει έμμονη ιδέα ότι ήταν κάτοχος ενός θησαυρού, και πιθανό-τατα να φανταζόταν ότι ήταν πλούσιος μέσα στη μιζέρια που ζούσε. Explicit, η ιστορία μου τελείωσε, και βλέπεις ότι παρόλο που γνώρισα τον Μπλακ, δεν έμαθα τίποτα για τη γυναίκα του και για το θάνατο της. Αυτή είναι η υπόθεση του Χάρλεσντεν, Σαλίσμπουρι, και νομίζω ότι με ενδιαφέρει όλο και πιο πολύ. προφανώς επειδή δε φαίνεται να υπάρχει η παραμικρή πιθανό-τητα εγώ ή κάποιος άλλος να μάθουμε κάτι περισσότερο γι' αυτήν. Ποια είναι η δική σου γνώμη;

—Κοίτα, Ντάισον, νομίζω ότι το μυστήριο που περιβάλει την υπόθεση, είναι δικό σου δημιούργημα. Εγώ τουλάχι-στον προτιμώ τη λύση που πρότεινε ο γιατρός: ο Μπλακ δολο-

Page 90: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

96 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

φόνησε τη γυναίκα του επειδή προφανέστατα ήταν τρελός. —Σοβαρά; Πιστεύεις δηλαδή ότι αυτή η γυναίκα ήταν ένα

πλάσμα τόσο τρομαχτικό και φριχτό που έπρεπε να φύγει απ' τη ζωή; Θα θυμάσαι, βέβαια, ότι ο γιατρός είπε ότι ο εγκέφαλος της ήταν εγκέφαλος ενός διαβόλου, έτσι;

—Ναι, ναι, αλλά μιλούσε, προφανώς, μεταφορικά. Αν το βλέ-πεις έτσι, τότε το πρόβλημα είναι απλούστατο.

—Α, ναι, μπορεί να 'χεις δίκιο· και ωστόσο είμαι σίγουρος ότι δεν έχεις. Τέλος πάντων, ας αλλάξουμε θέμα συζήτησης. Λίγη Βενεδικτίνη ακόμα; Ορίστε· δοκίμασε λίγο απ' αυτό τον ταμπάκο. Αν δεν κάνω λάθος, μου είπες ότι είχες πολλές σκο-τούρες τις τελευταίες μέρες· μίλησες για μια παράξενη περιπέ-τεια που έζησες —σωστά;

—Ακριβώς. Είχα σκοτούρες, Ντάισον, πολλές σκοτούρες. Ε-γώ... αλλά είναι κουταμάρες... πράγματι, εντελώς παράλογο ...θα νιώσω άσχημα αν σε μπλέξω και μ' αυτό.

—Δεν πειράζει. Όσο παράλογο κι αν είναι, ας το κουβεντιά-σουμε λιγάκι.

Πολύ διστακτικά και συγκρατημένα, επειδή ντρεπόταν, ο Σα-λίσμπουρι του διηγήθηκε την ιστορία του και επανέλαβε, μάλ-λον απρόθυμα, το παράλογο μήνυμα και το ακόμα mo παράλογο ποιηματάκι του τσαλακωμένου χαρτιού, περιμένοντας να δει τον Ντάισον να ξεσπάει σε βροντερά γέλια.

—Δεν είναι τελικά κουταμάρα μου που με απασχολεί εδώ και τόσες μέρες αυτό το συμβάν; ρώτησε μουρμουρίζοντας γι' άλλη μια φορά το ποιηματάκι.

Ο Ντάισον όλην αυτή την ώρα τον άκουγε σοβαρός. Μόλις τελείωσε, έμεινε για λίγα λεπτά σιωπηλός.

—Ναι, είπε τελικά, απίστευτη σύμπτωση να στέκεσαι στη στοά για να προφυλαχτείς από τη βροχή, ακριβώς τη στιγμή που εκείνοι οι δύο περνούσαν από κει. Αλλά δε νομίζω ότι το περιε-χόμενο του χαρτιού είναι ανοησία· φαίνεται παράλογο, βέβαια, αλλά μπορεί για κάποιον κάτι να σημαίνει. Μου το λες άλλη μια φορά, σε παρακαλώ, για να το γράψω; Ίσως να καταφέρουμε να το αποκρυπτογραφήσουμε, αν και νομίζω ότι είναι πολύ δύσκο-λο.

Για άλλη μια φορά τα χείλη του Σαλίσμπουρι ψέλλισαν απρό-

Page 91: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 97

θυμα τους παραλογισμούς που ήταν γραμμένοι στο χαρτί και ο Ντάισον τους αντέγραψε στο σημειωματάριο του.

—Ρίξε μια ματιά, σε παρακαλώ, είπε όταν τελείωσε. Είναι σημαντικό όλες οι λέξεις να βρίσκονται στη σωστή σειρά. Ε-ντάξει είναι;

—Ναι· το αντέγραψες μια χαρά. Αλλά δεν πιστεύω να βγάλου-με κάτι. Επιμένω ότι είναι ανοησίες. Καλύτερα να φύγω τώρα, Ντάισον. Αρκετά είπαμε απόψε. Η ιστορία σου ήταν πολύ εν-διαφέρουσα. Καληνύχτα.

—Αν καταφέρω να αποκρυπτογραφήσω το μήνυμα, θέλεις να σε ενημερώσω;

—Οχι. σε καμιά περίπτωση. Δε θέλω να ξανακούσω γι' αυτό. Ό,τι κι αν ανακαλύψεις, αν υπάρχει κάτι, μπορείς να το κρα-τήσεις για τον εαυτό σου.

—Πολύ καλά. Καληνύχτα.

IV

Πολλές φορές μετά την επιστροφή του Σαλίσμπουρι στην πρά-σινη καπιτονέ πολυθρόνα του, ο Ντάισον καθόταν ακόμα στο κομψό γιαπωνέζικο γραφείο του, καπνίζοντας τη μια πίπα μετά την άλλη και συλλογιζόμενος την ιστορία που του είχε διηγηθεί ο φίλος του. Το παράξενο περιεχόμενο του τσαλακωμένου χαρ-τιού, που τόσο πολύ είχε ανησυχήσει τον Σαλίσμπουρι, τον ίδιο τον γοήτευε. Συνεχώς διάβαζε το κείμενο που είχε αντιγράψει, ιδίως το περίεργο τρίστιχο του τέλους. Πρέπει να ήταν ένα τρα-γουδάκι που κάτι συμβόλιζε για τον αποστολέα και τον παρα-λήπτη, κατέληξε, και όχι κάποιο κρυπτογραφημένο μήνυμα. Άρα η γυναίκα που είχε πετάξει το χαρτί πιθανότατα αγνοούσε τη σημασία του. Ίσως να τη γνώριζε ο Σαμ, τον οποίο εκείνη έβριζε και καταριόταν, ίσως ο μεθυσμένος άντρας να είχε κάποια σχέση με τον άγνωστο Κ. που είχε χρειαστεί να πάει να δει τους φίλους του στο Παρίσι. Αλλά τι σήμαινε εκείνο το «Τράβερς Χάντελ Στριτ»; Εδώ βρισκόταν η ρίζα και το κλειδί του αινίγ-ματος, αλλά, ακόμα κι αν κάπνιζε όλο τον καπνό βιρτζίνια του κόσμου, και πάλι θα ήταν φοβερά δύσκολο να βρει τη λύση.

Page 92: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

98 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Δε διαφαίνονταν. λοιπόν, κάποιες ελπίδες, αλλά ο Ντάισον θεω-ρούσε τον εαυτό του Ουέλινγκτον των Μυστηρίων, και τελικά έπεσε για ύπνο βέβαιος ότι, αργά ή γρήγορα, θα έφτανε σε κά-ποιο αποτέλεσμα. Τις επόμενες μέρες βυθίστηκε ξανά στις λο-γοτεχνικές του εργασίες, εργασίες που παρέμεναν μυστήριο α-κόμη και για τους πιο στενούς του φίλους, οι οποίοι μάταια έψαχναν στα ράφια των βιβλιοπωλείων το αποτέλεσμα τόσων πολλών ωρών σπαταλημένων στο γιαπωνέζικο γραφείο, παρέα με δυνατό καπνό και μαύρο τσάι. Αυτήν τη φορά όμως, ο Ντάι-σον έμεινε κλεισμένος στο σπίτι του μόνο τέσσερις μέρες, και το βραδάκι της τέταρτης εγκατέλειψε με ανακούφιση την πένα του και βγήκε στους δρόμους για να χαλαρώσει και να ανασάνει καθαρό αέρα. Οι γκαζόλαμπες ήταν ήδη αναμμένες και οι εφη-μεριδοπώλες διαλαλούσαν την πέμπτη έκδοση των βραδινών φύλλων. Όμως ο Ντάισον ήθελε ησυχία· γι' αυτό απομακρύν-θηκε από το θορυβώδες Στραντ και προχώρησε προς τα βορειο-δυτικά. Σύντομα βρέθηκε να βαδίζει σε δρόμους όπου ακουγόταν μόνο ο ήχος των βημάτων του. Μετά από λίγο διέσχισε μια καινούρια πλατιά λεωφόρο και έστριψε προς τα δυτικά. Σε λίγη ώρα διαπίστωσε ότι είχε μπει στο Σόχο. Εδώ έσφυζε ξανά η ζωή. Στις βιτρίνες των μαγαζιών υπήρχαν σπάνια προϊόντα απ' τη Γαλλία και την Ιταλία, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, που δελέα-ζαν τους περαστικούς· εδώ έβλεπες τυριά κάθε είδους, εκεί ε-λαιόλαδο, λίγο πιο πέρα διάφορες ποικιλίες αλλαντικών, που θα έλεγε κανείς ότι έρχονταν απευθείας απ' τον κόσμο του Ραμπε-λέ. Στα κιόσκια των εφημεριδοπωλών μπορούσες να βρεις το σύνολο του παρισινού τύπου. Ένα αλλόκοτο συνονθύλευμα αν-θρώπων από κάθε έθνος και φυλή σεργιάνιζε στους δρόμους, όπου απουσίαζαν εντελώς οι άμαξες και τα τροχοφόρα. Απ' τα παράθυρα των σπιτιών τους οι ένοικοι απολάμβαναν το θέαμα του δρόμου. Ο Ντάισον προχώρησε μέσα στο πλήθος με αργό βήμα. Στ' αφτιά του αντηχούσε μια αλλόκοτη βαβέλ γαλλικών, γερμανικών, ιταλικών και αγγλικών, ενώ τα μάτια του χάζευαν με ευχαρίστηση τις αναρίθμητες πολύχρωμες βιτρίνες των κα-ταστημάτων. Είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου, όταν την προ-σοχή του τράβηξε ένα μικρό μαγαζάκι στη γωνία, που δεν έμοια-ζε καθόλου με τα υπόλοιπα. Ήταν ένα τυπικό μικρομάγαζο μιας

Page 93: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 99

φτωχογειτονιάς· ένα κατάστημα εντελώς εγγλέζικο. Πουλούσε ταμπάκο και γλυκίσματα, φτηνές πήλινες πίπες, κεράσι και βύσ-σινο, σχολικά τετράδια και βιβλία ασκήσεων, θήκες για πένες πάνω στις οποίες ήταν τυπωμένα εύθυμα τραγουδάκια, και εικο-νογραφημένα περιοδικά, που έδειχναν ότι ο ρομαντισμός διεκ-δικούσε τη θέση του δίπλα στην επικαιρότητα των βραδινών εφημερίδων, οι οποίες ήταν τοποθετημένες πάνω σ' ένα πάγκο πλάι στην είσοδο. Ο Ντάισον διάβασε το όνομα του ιδιοκτήτη του μαγαζιού στην ταμπέλα πάνω απ' την πόρτα και δοκίμασε έναν οξύ πόνο στο στομάχι, το πόνο που νιώθει κάποιος όταν ανακαλύπτει ξαφνικά κάτι σημαντικό. Για μια στιγμή αισθάν-θηκε ανίκανος να κινηθεί. Το όνομα στην ταμπέλα ήταν Τρά-βερς. Ο Ντάισον στράφηκε και κοίταξε την πινακίδα στη γωνία του τοίχου κάτω απ' την γκαζόλαμπα. Τα άσπρα γράμματα πάνω στο μπλε φόντο σχημάτιζαν τις λέξεις «Χάντελ Στριτ, W.C.». Αναστέναξε ικανοποιημένος και χωρίς κανένα δισταγμό πλέον, μπήκε αμέσως στο μαγαζί και κοίταξε κατάματα το χοντρό ά-ντρα που καθόταν πίσω απ' τον πάγκο. Εκείνος σηκώθηκε αμέ-σως μόλις τον είδε, τον κοίταξε κι αυτός στα μάτια παραξενε-μένος και προχώρησε στη στερεότυπη ερώτηση, «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω, κύριε;»

Ο Ντάισον για μια στιγμή απάντησε, απολαμβάνοντας το σά-στισμα που είχε αρχίσει να διαγράφεται στο πρόσωπο του ά-ντρα. Τελικά σήκωσε το μπαστούνι του, το ακούμπησε προσε-κτικά στην άκρη του πάγκου, τέντωσε το κεφάλι του και απήγ-γειλε αργά και υποβλητικά, «Γύρος ένας στο χορτάρι, γύροι δυο στην κοπελιά, γύροι τρεις στη σφενταμιά».

Είχε υπολογίσει το αποτέλεσμα που θα επέφεραν τα λόγια του, και δεν απογοητεύτηκε. Ο πωλητής τον κοίταξε με το στό-μα ανοιχτό, σαν ψόφιο ψάρι, και έγειρε μπροστά, στηρίζοντας τα χέρια του στον πάγκο. Όταν μίλησε μετά από λίγο, η φωνή του ακούστηκε βραχνή και τρεμουλιαστή, σαν ψίθυρος.

—Μπορείτε να το επαναλάβετε, κύριε; Δεν το άκουσα κα-λά.

—Και βέβαια όχι, φίλε μου, δεν πρόκειται να το επαναλάβω. Το άκουσες πολύ καλά, είμαι σίγουρος. Βλέπω ότι υπάρχει ρο-λόι στο μαγαζί σου" δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα πηγαίνει

Page 94: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

100 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

περίφημα. Σου δίνω, λοιπόν, ένα λεπτό προθεσμία με αυτό, το δικό σου ρολόι, να μου απαντήσεις.

Ο άντρας έριξε μια αμήχανη ματιά γύρω του, και ο Ντάισον έκρινε ότι έπρεπε να μιλήσει πιο τολμηρά.

—Κοίτα, Τράβερς, είπε, η ώρα περνάει και βιάζομαι. Σίγουρα θα έχεις ακούσει για τον Κ. Θυμήσου ότι κρατώ τη ζωή σου στα χέρια μου. Λέγε, λοιπόν!

Ξαφνιάστηκε κι ο ίδιος απ' το θράσος του. Ο χοντρός ά-ντρας ζάρωσε τρομαγμένος. Το πρόσωπο του ίδρωσε και έγι-νε σταχτί, ενώ τα χέρια του πάνω στον πάγκο άρχισαν να τρέ-μουν.

—Κύριε Ντέιβις, κύριε Ντέιβις, μην το λέτε αυτό —για τ' όνομα του Θεού, όχι! Δε σας αναγνώρισα αμέσως, αλήθεια σας λέω. Ω, Θεέ μου! Μη με καταστρέψετε, κ. Ντέιβις! Σας το φέρνω αμέσως.

—Τι κάθεσαι λοιπόν; Κουνήσου! Ο άντρας γλίστρησε απ' τη θέση του και πήγε στο πίσω

μέρος του μαγαζιού, όπου άνοιξε μια μικρή πόρτα και χάθηκε σ' ένα άλλο δωμάτιο. Ο Ντάισον τον άκουσε να ψαχουλεύει ένα μάτσο κλειδιά και ύστερα έφτασε στ' αφτιά του ο ήχος ενός κουτιού που άνοιγε. Αμέσως μετά, ο άντρας εμφανίστηκε στην πόρτα κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό πακέτο τυλιγμένο σε καφέ χαρτί. Προχώρησε διστακτικά και το παρέδωσε φοβισμέ-νος στον Ντάισον.

—Χαίρομαι που το ξεφορτώνομαι, είπε. Δεν ξαναμπλέκω σε τέτοιες δουλειές.

Ο Ντάισον πήρε το πακέτο, κατέβασε το μπαστούνι του από τον πάγκο και προχώρησε προς την έξοδο. Πριν περάσει την πόρτα, στράφηκε και κοίταξε τον άλλο. Ο Τράβερς είχε βουλιά-ξει στο κάθισμά του και σκέπαζε με το χέρι του τα μάτια του · το πρόσωπο του εξακολουθούσε να είναι κάτωχρο απ' τον τρό-μο. Ο Ντάισον προχώρησε με γρήγορα βήματα στο δρόμο και αναρωτήθηκε τι μπορεί να ήταν αυτό που είχε τρομοκρατήσει τόσο πολύ το χοντρό άντρα. Σταμάτησε την πρώτη άμαξα που συνάντησε και πήγε κατευθείαν στο σπίτι του. Άναψε τη λάμπα και άφησε το πακέτο στο τραπέζι. Δεν το άνοιξε αμέσως. Στά-θηκε για λίγα λεπτά και το κοίταζε σκεφτικός. Ποιος ξέρει τι

Page 95: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 101

θα άστραφτε μετά από λίγο κάτω απ' το φως της λάμπας του; Τελικά κλείδωσε την πόρτα του, τράβηξε την κουρτίνα του πα-ραθύρου και ξετύλιξε αργά αργά το πακέτο, αποκαλύπτοντας ένα μικρό ξύλινο κουτί. Δεν είχε κλειδαριά, το άνοιξε σηκώνοντας απλά το καπάκι. Αμέσως πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε ένα βήμα πίσω. Η λάμπα φαινόταν να φωτίζει σαν να ήταν απλό κερί, αλλά ολόκληρο το δωμάτιο λουζόταν στο φως —ένα φως εκτυφλωτικό, γεμάτο χρώματα, χιλιάδες χρώματα, που αντανα-κλούσαν τις λάμψεις τους στις ταπετσαρίες των τοίχων και στα έπιπλα του σπιτιού, προσδίδοντας τους μια ονειρική, φαντασμα-γορική όψη. Πηγή όλου αυτού του θαύματος ήταν το υπέροχο πετράδι που βρισκόταν μέσα στο ξύλινο κουτί, το πιο όμορφο πετράδι που είχε δει ποτέ του ο Ντάισον. Από μέσα του ξεχύ-νονταν εκτυφλωτικά όλα τα χρώματα: το γαλάζιο του απέραντου ουρανού, το χρυσοπράσινο των κυμάτων που αφρίζουν στα βρά-χια, το βαθυγάλαζο της βιολέτας, το κίτρινο του σταχιού, το μαύρο του αχάτη, και, στο κέντρο όλων αυτών, το κόκκινο της φωτιάς που διαπερνούσε τα πάντα, λες και μια πύρινη πηγή ξερνούσε μια λάβα που εκτόξευε τις σπίθες της δεξιά κι αριστε-ρά, πάνω και κάτω, σαν διάττοντες αστέρες. Ο Ντάισον αναστέ-ναξε βαθιά, σωριάστηκε στην καρέκλα του και σκέπασε με τα χέρια τα μάτια του, προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Το πετράδι έμοιαζε με οπάλι, αλλά η εμπειρία και οι γνώσεις του του έλεγαν ότι δεν υπήρχε οπάλι τόσο μεγάλο όσο αυτό. Κοίταξε ξανά το πετράδι, σχεδόν με δέος, και παρα-τήρησε για λίγες στιγμές εκστατικά την υπέροχη φλόγα που έλαμπε και σπίθιζε στο κέντρο του. Ύστερα το έβγαλε από το κουτί και το ακούμπησε προσεκτικά στο τραπέζι, ακριβώς κάτω από την λάμπα. Γύρισε πάλι στο ξύλινο κουτί: Στο εσωτερι-κό της βάσης του ήταν απλωμένο ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα. Το σήκωσε, αλλά αυτήν τη φορά δεν αποκαλύφθηκε κανένα πετράδι. Υπήρχε μόνο ένα μικρό, παλιό σημειωματάριο· οι ά-κρες του ήταν φαγωμένες και βρόμικες απ' την πολλή χρήση. Το άνοιξε στην πρώτη σελίδα, και αμέσως μετά το άφησε έντρο-μος να πέσει απ' τα χέρια του. Είχε διαβάσει το όνομα και τα στοιχεία του κατόχου του, γραμμένα πεντακάθαρα με μπλε με-λάνι:

Page 96: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

102 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Στίβεν Μπλακ ιατρός παθολόγος

Όρανμορ Ντέβον Ρόουντ

Χάρλεσντεν Πέρασαν λίγα '/.επτά. προτού βρει το θάρρος να το ξαναπάρει

στα χέρια του και να το ανοίξει ξανά. Σαν αστραπή πέρασαν απ' τη σκέψη του ο δύστυχος άντρας που είχε πεθάνει σε μια φτω-χική σοφίτα, το πρόσωπο που είχε δει στο παράθυρο του σπιτιού στο Χάρλεσντεν και η συνομιλία του με το γιατρό που είχε διενεργήσει τη νεκροψία. Καθώς κρατούσε το παλιό σημειωμα-τάριο μια ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του. Ποιος ξέρει πόσα φοβερά και τρομερά θα ήταν γραμμένα στις σελίδες του; Όταν τελικά το άνοιξε, ανακάλυψε ότι τα δυο πρώτα φύλλα ήταν λευκά. Αλλά η επόμενη σελίδα ήταν γεμάτη, από πάνω μέχρι κάτω, με μικρά, ευανάγνωστα γράμματα. Ο Ντάισον ανα-στέναξε και άρχισε να διαβάζει στο φως των πύρινων χρωμάτων του πετραδιού.

V

Από τότε που ήμουν νέος —άρχιζε το κείμενο— αφιέρωσα όλο το χρόνο μου, αλλά και πολλές ώρες που κανονικά θα έπρεπε να αφιερώνω στις άλλες υποχρεώσεις μου, στην έρευνα και τη μελέτη των περίεργων και σκοτεινών κλάδων της γνώσης. Οι συνηθισμένες απολαύσεις της ζωής ποτέ δε με γοήτευαν. Ζούσα μόνος μου στο Λονδίνο και απέφευγα τους συμφοιτητές μου. Εξάλλου ούτε κι εκείνοι ήθελαν την παρέα μου- με θεωρούσαν μνστικοπαθή και αντιπαθητικό. Όσον καιρό ήμουν σε θέση να ικανοποιώ τη λαχτάρα μου για γνώση αλλόκοτη, γνώση που ακόμη και την ύπαρξη της αγνοούν οι περισσότεροι άνθρωποι, ήμουν βαθύτατα ευτυχισμένος. Πολύ συχνά περνούσα νύχτες ολόκληρες καθισμένος στο σκοτεινό μου δωμάτιο και σκεφτό-μουν τον παράξενο κόσμο στο χείλος του οποίου ακροπατούσα Οι σπουδές μου, όμως, και η ανάγκη να πάρω το πτυχίο μου με ανάγκασαν για κάμποσο καιρό να σταματήσω τις σκοτεινές έ-

Page 97: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 103

ρευνές μου. Λίγον καιρό μετά την αποφοίτησή μου από το πα-νεπιστήμιο, γνώρισα την Άγκνες και παντρευτήκαμε. Εγκατα-σταθήκαμε σ' ένα καινούριο σπίτι σε κάποιο απομονωμένο προάστιο, όπου άρχισα να ασκώ το επάγγελμα μου. Για κάμπο-σο καιρό ήμουν ευτυχισμένος, απολάμβανα τη ζωή γύρω μου και σπάνια συλλογιζόμουν την απόκρυφη ετζιστήμη που κάποτε είχε κατακυριεύσει ολόκληρο το είναι μου. Είχα μάθει αρκετά για τα μονοπάτια που είχα αρχίσει άλλοτε να εξερευνώ και γνώριζα πόσο δύσβατα και επικίνδυνα ήταν. Αν επέμενα στη συνέχιση των ερευνών μου, τπθανότατα η ζωή μου θα καταστρεφόταν, θα οδηγούσα τον εαυτό μου σε περιοχές τόσο τρομαχτικές που το ανθρώπινο μυαλό ανατριχιάζει και μόνο που τις σκέφτεται. Em πλέον, η γαλήνη και η ειρήνη που είχε φέρει ο γάμος στη ζωή μου, με κρατούσαν μακριά από μέρη όπου γνώριζα ότι καμιά γαλήνη δεν μπορούσε να κατοικήσει. Αλλά ξαφνικά —νομίζω ότι όλα ξανάρχισαν μέσα σε μια νύχτα που ξαγρυτζνούσα ξαπλω-μένος στο κρεβάτι μου και ατένιζα το σκοτάδι— ξαφνικά, λέω, η παλιά λαχτάρα, η αλλοτινή επιθυμία, επέστρεψε και ήταν δέκα φορές εντονότερη εξαιτίας της μακριός απουσίας της. Μόλις χάραξε η μέρα, σηκώθηκα, πήγα στο παράθυρο και κοίταξα με αγριεμένο βλέμμα τον ήλιο να ανατέλλει στον ουρανό. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι η μοίρα μου ήταν αποφασισμένη, ότι όπως παλιότερα είχα προχωρήσει μακριά, έτσι και τώρα ήταν γραφτό μου να προχωρήσω μακρύτερα με βήματα σταθερά και αταλάντευτα Γύρισα στο κρεβάτι όπου η γυναίκα μου κοιμόταν ειρηνικά και ξάπλωσα πλάι της κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ, γιατί ο ήλιος είχε δύσει στην ευτυχισμένη ζωή μας και είχε ανατείλει σε μια αυγή τρόμου και για τους δυο μας. Α ε θα εκ-θέσω εδώ με λεπτομέρειες όσα ακολούθησαν. Κατά παράξενο τρόπο συνέχισα να εργάζομαι κάθε μέρα όπως πριν, χωρίς να πω τίποτε στη γυναίκα μου. Όμως σύντομα κατάλαβε ότι είχα αλ-λάξει. Περνούσα τον ελεύθερο χρόνο μου στη σοφίτα που τη μετέτρεψα σε εργαστήριο. Κάθε νύχτα, μόλις η γυναίκα μου αποκοιμόταν, γλιστρούσα απ' το κρεβάτι και απουσίαζα μέχρι την αυγή. Κατέβαινα στην κρεβατοκάμαρα μόλις άρχιζε να χα-ράζει, την γκρίζα ώρα του πρωινού που οι γκαζόλαμπες του Λονδίνου είναι ακόμα αναμμένες. Και κάθε νύχτα πλησίαζα α-

Page 98: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

104 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

κόμα ένα βήμα πιο κοντά στη μεγάλη άβυσσο που είχα στόχο να γεφυρώσω, πιο κοντά στο βαθύ χάσμα που χωρίζει τον κόσμο της συνείδησης από τον κόσμο της ύλης. Τα πειράματά μου ήταν πολλά και πολύπλοκα, και πέρασαν κάμποσοι μήνες μέχρι να καταλάβω πού ακριβώς οδηγούσαν. Τη στιγμή που το συνει-δητοποίησα, το πρόσωπο μου πάνιασε και η καρδιά μου σταμά-τησε προς στιγμήν να χτυπά. Όμως δεν είχα πλέον τη δύναμη να υπαναχωρήσω, τη δύναμη να σταθώ μπροστά στις πύλες που ανοίγονταν διάπλατες μπροστά μου και να μην τις διαβώ. Λεν υπήρχε πια για μένα ο δρόμος της επιστροφής. Η θέση μου ήταν στην κυριολεξία απελπιστική. Ένιωθα σαν τον φυλακισμένο σε βαθύ μπουντρούμι που δε βλέπει από πουθενά φως- οι πόρτες ήταν κλειστές και ήταν αδύνατον να δραπετεύσω. Με τον καιρό τα επαναλαμβανόμενα πειράματα μου έδωσαν το ίδιο αποτέλε-σμα. Καταλάβαινα πλέον, ανατριχιάζοντας κάθε φορά που η σκέψη αυτή περνούσε από το μυαλό μου, ότι στη δουλειά που έκανα απαιτούνταν στοιχεία που δεν μπορούσε κανένα εργαστή-ριο να προμηθεύσει και καμιά κλίμακα να μετρήσει. Σ' αυτήν τη δουλειά, απ' την οποία αμφέβαλλα αν θα ξέφευγα ζωντανός, ήταν ανάγκη να εισέλθει η ίδια η ζωή. Από κάποιο ανθρώπινο πλάσμα έπρεπε να αντληθεί η ουσία που οι άνθρωποι ονομάζουν ψυχή, και στη θέση της —γιατί στο σχήμα του κόσμου δεν υπάρχει χώρος κενός— στη θέση της να μπει αυτό που τα χείλη αδυνατούν να προφέρουν, που ο νους δεν μπορεί να συλλάβει χωρίς να νιώσει φρίκη μεγαλύτερη ακόμα κι απ' τη φρίκη του θανάτου. Και όταν το κατάλαβα αυτό, κατάλαβα επίσης πάνω σε ποιον θα έπεφτε αυτή η μοίρα• το κατάλαβα και κοίταξα τη γυναίκα μου στα μάτια. Αν εκείνη την ώρα αποφάσιζα να τα παρατήσω όλα και να πάω να πάρω ένα σκοινί και να κρεμαστώ, τότε μπορεί να γλιτώναμε, κι εγώ κι εκείνη. Όμως δεν μπόρεσα· τελικά αναγκάστηκα να της μιλήσω. Ανατρίχιασε ακούγοντάς με, έβαλε τα κλάματα και επικαλέστηκε την πεθαμένη μητέρα της να τη βοηθήσει. Με ρώτησε αν την αγαπούσα, αν ένιωθα ακόμα κάποια αισθήματα γι' αυτήν. Η μόνη μου απάντηση ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός. Α εν της έκρυψα τίποτα• της είπα τι θα γινόταν και τι θα έμπαινε εκεί όπου τώρα υπήρχε η ζωή της-της αποκάλυψα τα πάντα για την ντροπή και τη φρίκη. Εσύ που

Page 99: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΦΩΣ 105

διαβάζεις αυτό εδώ τώρα που είμαι νεκρός —αν βέβαια ειητρέψω να διασωθεί αυτή η μαρτυρία— εσύ που έχεις ανοίξει το κουτί και είδες τι περιέχει, αχ, αν μπορούσες να καταλάβεις τι βρίσκε-ται κρυμμένο μέσα σ' αυτό το τεράστιο οπάλιί Γιατί μια νύχτα η γυναίκα μου δέχτηκε να κάνει αυτό που της ζητούσα, δέχτηκε με το όμορφο πρόσωπο της ιτνιγμένο στα δάκρυα, με το λαιμό και τα στήθη της κατακόκκινα απ' την ντροπή, δέχτηκε να το κάνει για μένα. Ανοιξα τότε το παράθυρο και κοιτάξαμε, για τελευταία φορά και οι δυο μαζί, τον ουρανό και τη σκοτεινή γη. Ήταν μια νύχτα αστροφώτιστη και φυσούσε ένα δροσερό αε-ράκι. Τη φίλησα στα χείλη και τα δάκρυα της μούσκεψαν το πρόσωπο μου. Εκείνη τη νύχτα ανέβηκα στο εργαστήριο μου, κι εκεί, με τα παράθυρα σφαλισμένα και την πόρτα αμπαρωμένη, με τις χοντρές κουρτίνες τραβηγμένες ώστε να μην περνά μέσα το φως των αστεριών, με τη χοάνη και τους δοκιμαστικούς σω-λήνες να δουλεύουν πυρετωδώς κάτω απ' το φως της λάμπας, της έκανα ό,τι έπρεπε να της κάνω, και όταν τέλειωσα δεν ήταν πλέον γυναίκα. Αλλά πάνω στο τραπέζι, σπίθιζε και άστραφτε το οπάλν έλαμπε με ένα φως που παρόμοιο του δεν είχε ξαναδεί ποτέ ανθρώπου μάτι- της φλόγας του οι ακτίνες φώτιζαν τα πά-ντα και μπήγονταν στην καρδιά μου σαν πύρινα μαχαίρια. Μο-νάχα ένα πράγμα είχε απαιτήσει από μένα η γυναίκα μου: μου είχε ζητήσει να της υποσχεθώ ότι θα τη σκότωνα, αν τελικά συνέβαιναν όσα της είχα πει. Τήρησα την υπόσχεσή μου.

Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ο Ντάισον άφησε το σημειωματάριο να πέσει από τα χέρια του, και κοίταξε ξανά το οπάλι με το πύρινο, απόκρυφο φως του. Και ξαφνικά μια ανείπωτη και ακα-τανίκητη φρίκη κυρίεψε την καρδιά του. Μέσα σε μια έκρηξη οργής και τρόμου, άρπαξε το πετράδι, το πέταξε στο πάτωμα και άρχισε να το -ποδοπατά ώσπου το έκανε θρύψαλα. Το πρόσωπο του ήταν ακόμα κάτωχρο όταν έστρεψε αλλού το βλέμμα του. Στάθηκε για μια στιγμή ακίνητος. Το στομάχι του ανακατευόταν και τα πόδια του έτρεμαν. Διέσχισε τρεκλίζοντας το δωμάτιο και κατάφερε να φτάσει στην πόρτά'. Πριν προλάβει να την ανοίξει, ακούστηκε πίσω του κάτι να σφυρίζει, σαν ατμός που δραπετεύει

Page 100: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

106 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

από βραστήρα υψηλής πίεσης. Στράφηκε και είδε, ανέκφρα-στος, έναν όγκο πυκνού κίτρινου καπνού να βγαίνει απ' τα θρύ-ψαλα του πετραδιού και να ανεβαίνει ελικοειδώς, σαν φίδι που κουλουριάζεται, προς την λάμπα και την οροφή. Ξαφνικά, μια λεπτή λευκή φλόγα ξεπήδησε από μέσα του, σπιθοβόλησε στον αέρα για μια στιγμή, κι αμέσως μετά εξαφανίστηκε. Στο πάτωμα είχε απομείνει ένα πράγμα σαν στάχτη, μαύρο και εύθρυπτο στην αφή σαν πριονίδι.

Page 101: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας
Page 102: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ

Ι

Ο νεαρός Τζόζεφ Λαστ, αφού αποφοίτησε απ' την Οξφόρδη, για κάμποσο καιρό αναρωτιόταν τι θα έκανε στην υπόλοιπη ζωή του. Είχε μείνει από πολύ μικρός ορφανός· οι δυο γονείς του είχαν πεθάνει από τύφο, με διαφορά ελάχιστες μέρες ο ένας απ' τον άλλο, όταν ο Τζόζεφ ήταν μόλις δέκα χρονών. Θυμόταν ελάχιστα το Ντάνχαμ, όπου ο πατέρας του ήταν ο τελευταίος μιας σειράς δικηγόρων που ασκούσαν στην πόλη αυτή το επάγ-γελμα τους από το 1707. Κάποτε οι Λαστ ευημερούσαν· πα-ντρεύονταν συνήθως κοπέλες από αριστοκρατικά τζάκια και απ' τα χέρια τους περνούσαν όλες οι νομικές υποθέσεις της περιο-χής, όπως η διαχείριση κτημάτων, η είσπραξη ενοικίων και οι επιστασίες διαφόρων αρχοντικών. Γενικά ζούσαν σ' έναν κό-σμο πλούσιο και άνετο. Έφτασαν στο αποκορύφωμά τους κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων. Από κει και πέρα άρ-χισε η παρακμή —καθόλου απότομα, βέβαια, αλλά σταδιακά, με πολύ αργούς ρυθμούς, έτσι που χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να συνειδητοποιήσουν τη διαδικασία, στην οποία οριστικά και αμετάκλητα είχαν εισέλθει. Αναμφίβολα οι οικο-νομολόγοι θα μπορούσαν να αναλύσουν καλύτερα τις αιτίες που οδηγούσαν στην παρακμή τις επαρχιακές πόλεις μετά τη μάχη του Βατερλό)· για παράδειγμα, ο Κόμπετ υποστηρίζει ότι για όλα φταίει η τερατώδης ανάπτυξη του Λονδίνου που απομύζησε κάθε ικμάδα ζωής απ' την άλλοτε ευημερούσα αγγλική επαρχία. Ω-στόσο, πριν ακόμα εμφανιστούν οι σιδηρόδρομοι, οι αίθουσες συνεδριάσεων των δημοτικών συμβουλίων των επαρχιακών πό-λεων είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύουν σκόνη, οι πλούσιες οικο-γένειες προτιμούσαν να ξεχειμωνιάζουν στην πρωτεύουσα, τα θέατρα όπου άλλοτε θριάμβευαν η κ. Σίντονς και ο Γκριμάλντι σπάνια πλέον άνοιγαν τις πόρτες τους και οι επιδέξιοι τεχνίτες,

Page 103: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

110 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

όπως οι ωρολογοποιοί και οι επιπλοποιοί, μετανάστευαν στις μεγαλουπόλεις και το Λονδίνο. Παρόμοια υπήρξε και η μοίρα του Ντάνχαμ. Οι τύχες των Λαστ, όπως ήταν φυσικό, ενώθηκαν με τις τύχες της πόλης τους· οι οικονομικές δραστηριότητες υπέστησαν καθίζηση, ο κόσμος παραπονιόταν για μεγάλες απώ-λειες στα ομόλογα εξωτερικού. Όταν πέθανε ο πατέρας του Τζόζεφ, τα χρήματα που έμειναν ήταν αρκετά για να σπουδάσει το αγόρι και να ζήσει μια λιτή και μετρημένη ζωή, τίποτε πα-ραπάνω. Στην αρχή ο Τζόζεφ έμεινε στο σπίτι ενός θείου του στο Μπλάκχιθ· ύστερα, αφού πέρασε για λίγα χρόνια απ' το πασίγνωστο προπαρασκευαστικό σχολείο του κ. Τζόουνς, συνέ-χισε τις σπουδές του στο Μέρσαντ Τέιλορς και από κει στην Οξφόρδη. Πήρε το πτυχίο του με πολύ καλό βαθμό (δεύτερος στο Κολέγιο Κλασικών Σπουδών και Φιλολογίας), αλλά μετά άρχισαν οι προβληματισμοί σχετικά με την καριέρα που θα ακολουθούσε. Το εισόδημα του του επέτρεπε να τρώει κάθε μέρα μπιφτέκια ή μπριζόλες και κάπου κάπου ψητά πιτσουνάκια, ενώ έμεναν αρκετά για ένα ταξίδι τριών τεσσάρων εβδομάδων το χρόνο στην Ευρώπη. Αν ήθελε, λοιπόν, μπορούσε να μην εργα-στεί· αλλά μια τέτοια προοπτική του φαινόταν πληκτική και βαρετή. Είχε γίνει ένας πολύ καλός κλασικός λόγιος και οι γνώσεις του ξεπερνούσαν το μέσο όρο γνώσεων ενός καθηγητή των λατινικών και των ελληνικών. Παρ' όλ' αυτά, αν τον τρα-βούσε κάτι, ήταν η επιθυμία του να διδάξει. Όμως όλα έδειχναν ότι δε θα διοριζόταν ποτέ σ' ένα από τα μεγάλα δημόσια σχο-λεία. Δυστυχώς, είχε παραμελήσει να εκμεταλλευτεί τις ευκαι-ρίες που παρουσιάζονται σε όποιον σπουδάζει στην Οξφόρδη. Κατ' αρχήν είχε επιλέξει να φοιτήσει σ' ένα από τα λιγότερο γνωστά κολέγια, σ' ένα από κείνα που οι διάφοροι συγγραφείς απομνημονευμάτων του δέκατου ένατου αιώνα χαρακτήριζαν ως κέντρα και εστίες πνευματικής ζωής —τα οποία όμως έχουν περάσει πλέον σε δεύτερη μοίρα, και σχεδόν κανείς δε μιλά πια γι' αυτά. Σ' ένα απ' αυτά τα κολέγια, λοιπόν, ο Τζόζεφ Λαστ σχετίστηκε με ορισμένους συμφοιτητές του, ήσυχους και εύθυ-μους νέους σαν κι εκείνον αλλά κανένας απ' αυτούς δεν ήταν, με την τεχνική σημασία του όρου, η «χρήσιμη γνωριμία» που ένας συνετός φοιτητής επιβάλλεται να αναζητήσει στο πανεπι-

Page 104: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 111

στήμιο. Ένας ή δύο απ' αυτούς σκόπευαν να γίνουν δικηγόροι, δυο τρεις άλλοι πολιτικοί· αλλά οι περισσότεροι προορίζονταν για εφημέριοι ή για δημόσιοι υπάλληλοι σε κάποια μακρινή επαρχία. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλοι τους ήταν εκ των προτέρων αποκλεισμένοι από τα υψηλά και επικερδή αξιώματα. Επί πλέον, εκείνη την εποχή ακόμη, η ενα-σχόληση με τα σπορ αποτελούσε σοβαρό πλεονέκτημα για ό-ποιον ήθελε να εργαστεί σαν καθηγητής σε δημόσιο σχολείο. Όμως ο Τζόζεφ Λαστ ήταν ασθενικός και φορούσε χοντρά μυω-πικά γυαλιά· κάθε άλλο παρά για τις αθλητικές του επιδόσεις φημιζόταν.

Έτσι, λοιπόν, σκέφτηκε να ιδρύσει στην αρχή ένα μικρό προπαρασκευαστικό σχολείο σ' ένα απ' τα καλά προάστια του Λονδίνου· ένα μικρό ημερήσιο σχολείο όπου οι γονείς θα μπο-ρούσαν να προσφέρουν σωστή εκπαίδευση στα παιδιά τους, πληρώνοντας σχετικά χαμηλά δίδακτρα. Το σχολείο δε θα λει-τουργούσε ως οικοτροφείο· οι μαθητές κάθε απόγευμα θα επέ-στρεφαν στο σπίτι τους. Ο Τζόζεφ Λαστ πίστευε ότι ήταν βαρ-βαρότητα να στέλνεις ένα παιδί εφτά οχτώ χρονών σ' ένα ψυχρό οικοτροφείο, μακριά απ' τη στοργή και τη θαλπωρή της πατρι-κής εστίας· του φαινόταν αποτρόπαιο να προσπαθεί ένα παιδί να μάθει γραμματική με άδειο στομάχι το πρωί, μπροστά σε έναν ψυχρό πίνακα, μέσα σε μια παγωμένη αίθουσα που μυρίζει με-λάνι. Αλλά όταν συζήτησε το σχέδιο του με τον Τζιμ Νιούμαν, ένα φίλο του από το κολέγιο, παραδόξως εκείνος τον προειδο-ποίησε να βγάλει αυτή την ιδέα απ' το μυαλό του. Ο Νιούμαν του τόνισε ότι με τη διδασκαλία δε βγάζει κανείς λεφτά, εκτός κι αν το σχολείο του είναι ταυτόχρονα και οικοτροφείο. Εξάλ-λου, πρόσθεσε, είναι πολύ πιο εύκολο για έναν καθηγητή να κάνει τη δουλειά του σ' ένα περιβάλλον όπου ισχύουν οι αυστη-ροί κανόνες ενός οικοτροφείου.

—Και ξέρεις, δε χρειάζεται να ξοδέψεις πολλά λεφτά για ε-πίπλωση. Προφανώς, δε θέλεις να γίνουν τα παιδιά νεαροί συ-βαρίτες. Εξάλλου, τίποτα δε μισεί περισσότερο ένα έξυπνο παιδί απ' τη μαλθακότητα και τη νωχέλεια· αυτό που του αρέσει πε-ρισσότερο είναι ο άφθονος καθαρός αέρας. Και, όπως ξέρεις, παλιόφιλε, ο καθαρός αέρας είναι πολύ φτηνός. Όσο για την

Page 105: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

112 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

τροφή, συνήθως στα ξενοδοχεία οι πελάτες κάνουν φασαρία όταν το φαγητό δεν τρώγεται· αλλά σ' ένα οικοτροφείο, σαν κι αυτό που λέμε, δεν τρέχει τίποτε αν το μοσχαράκι ή το αρνάκι που σερβίρεται στα παιδιά δεν είναι και τόσο νόστιμο· τόσο το καλύτερο θα έλεγα, αφού έτσι θα μπορούν οι μαθητές να εξα-σκηθούν στην αρχή της εγκράτειας.

Ο Λαστ τον άκουγε με μια έκφραση λύπης στο πρόσωπο. —Μιλάς σαν να τα ξέρεις όλα, είπε τελικά. Γιατί, λοιπόν, δεν

ανοίγεις κι εσύ ένα τέτοιο σχολείο; —Μιλώ επειδή δεν μπορώ να κρατήσω το στόμα μου κλειστό.

Όχι, φίλε μου, εμένα δε με ενδιαφέρει μια τέτοια δουλειά. Εξάλ-λου, το φθινόπωρο φεύγω για τις Ινδίες. Τι λες, θα σου άρεσε να κυνηγάς αγριογούρουνα;

—Είναι και κάτι άλλο, συνέχισε μετά από μια σύντομη παύ-ση. Η άποψη σου για το ημερήσιο προπαρασκευαστικό σχολείο είναι ξεπερασμένη. Οι γονείς δε θα σου έλεγαν ευχαριστώ αν γυρνούσαν το βράδυ τα παιδιά τους στο σπίτι. Μερικοί μάλιστα πηγαίνουν πιο μακριά: λένε ότι πρωταρχικός στόχος του σχο-λείου είναι να προσφέρει στους γονείς μια δικαιολογία για να απαλλάσσονται απ' τα παιδιά τους. Ανοησίες! Οι γονείς λα-τρεύουν τα παιδιά τους και θέλουν να μένουν μαζί τους· όταν είναι μικρά, τέλος πάντων. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, τους έχει καρ-φωθεί στο μυαλό η ιδέα ότι ένας δάσκαλος γνωρίζει περισσό-τερα για την ανατροφή ενός παιδιού απ' τον πατέρα ή τη μητέρα του· και μπορεί, εν πάση περίπτωση, να έχουν δίκιο. Συνεπώς, από όποια πλευρά κι αν το δεις, καλύτερα να εγκαταλείψεις το σχέδιο σου.

Ο Λαστ το σκέφτηκε ξανά, αναλογίστηκε τον κόσμο των σχο-λείων και το εκπαιδευτικό σύστημα, και κατέληξε στο συμπέρα-σμα ότι ο Νιούμαν είχε δίκιο. Έτσι, για δυο τρία χρόνια ασχο-λήθηκε με την παράδοση καλοκαιρινών μαθημάτων. Το χειμώνα έκανε φροντιστήριο σε παιδιά που είχαν κακούς βαθμούς και σε μαθητές που στόχευαν υποτροφίες. Παράλληλα, το μικρό του εγχειρίδιο, Εισαγωγή στα ελληνικά, αποδείχθηκε πολύ χρήσιμο για τις μικρές τάξεις και πούλησε αρκετές εκατοντάδες αντίτυ-πα. Σε γενικές γραμμές όλα πήγαιναν καλά, αν και είχε αρχίσει να πλήττει. Τα χρήματα που κέρδιζε, προστιθέμενα στο εισόδη-

Page 106: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 113

μά του, του επέτρεπαν να ζει αρκετά άνετα και όπως του άρεσε. Νοίκιασε για μια λίρα τη βδομάδα ένα διαμέρισμα δυο δωματίων σε μια οδό που κατηφόριζε από το Στραντ στο ποτάμι. Στο ενοίκιο που πλήρωνε συμπεριλαμβανόταν το φαγητό του, ενώ διέθετε και δικό του βαρέλι με μπίρα στο κελάρι του σπιτιού. Όμως συνήθως τα βράδια έτρωγε έξω, σε κάποια απ' τις όμορ-φες ταβέρνες που αφθονούσαν στη συνοικία του. Περίπου μια φορά το μήνα, ή και παραπάνω, πήγαινε και παρακολουθούσε κάποιο έργο στο Βοντβίλ, το Ολύμπικ, το Γκλόουμπ ή το Στραντ. Πολλές φορές τα βράδια οργάνωνε στο σπίτι του μικρά πάρτι: διάφοροι παλιοί συμφοιτητές του απ' την Οξφόρδη έρ-χονταν στο σπίτι του κατά τις έξι ή τις εφτά. Ο Ζουτς κατηφό-ριζε απ' το Τεμπλ, ο Μέντγουιν από την Μπάκινγχαμ Στριτ, ενώ ο Γκάραγουέι έπαιρνε το τρόλεϊ απ' τα βόρεια του Λονδίνου όπου κατοικούσε, και όλοι μαζί χτυπούσαν την πόρτα στον α-ριθμό 14 της Μόουμπρέι Στριτ και ζητούσαν πίπες, μαύρη μπίρα και ένα τραπέζι με μια τράπουλα. Σε σπάνιες περιπτώσεις εμφα-νιζόταν ξαφνικά και ο Νόελ, ένα άλλο μέλος της παλιοπαρέας της Οξφόρδης. Ο Νόελ έμενε στο Τέρνχαμ Γκριν, σε ένα σπίτι με κόκκινα τούβλα που τότε θεωρούνταν παλιομοδίτικο, αλλά σήμερα —αν φυσικά υπήρχε, γιατί κατεδαφίστηκε— θα χαρα-κτηριζόταν ως κράμα ρυθμών βασίλισσας Άννας και πρώιμου γεωργιανού. Ζούσε μαζί με τον πατέρα του, συνταξιούχο υπάλ-ληλο του Βρετανικού Μουσείου. Χάρη σε κάποιον γνωστό του απ' την Οξφόρδη είχε καταφέρει να εισχωρήσει στον κόσμο της δημοσιογραφίας και αρθρογραφούσε τακτικά σε μια σημα-ντική εβδομαδιαία εφημερίδα. Είχε ελάχιστες ελεύθερες ώρες, και γι' αυτόν το λόγο εμφανιζόταν σπάνια στη Μόουμπρέι Στριτ. Σαν, κατά κάποιον τρόπο, άνθρωπος των γραμμάτων, ή τουλάχιστον σαν επαγγελματίας δημοσιογράφος, ήταν μέλος του Μπλακς' Κλαμπ, μιας λέσχης του Μέιντεν Λέιν, όπου ήταν πολύ δύσκολο να γίνεις μέλος. Ο Νόελ έπαιρνε πολλές φορές σβάρνα τα στέκια των φίλων του, τους πήγαινε σε ταβέρνες όπου έτρωγαν στρείδια κι έπιναν μαύρη μπίρα, ύστερα τους οδηγούσε σε διάφορα θέατρα όπου έβλεπαν υπέροχους ηθοποιούς να σπα-ταλούν το ταλέντο τους σε σαχλά εργάκια και κατόπιν τους κερνούσε ένα ποτό στο Τάβιστοκ. Στο τέλος, όλη η παρέα κα-

Page 107: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

114 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

τέληγε στο Μπλακς' Κλαμπ, όπου συναντούσαν μερικούς απ' τους ηθοποιούς που είχαν θαυμάσει νωρίτερα στη σκηνή, και τους φίλους του Νόελ —δημοσιογράφους και λογοτέχνες, ένα ζωγράφο και κάμποσους κοστουμαρισμένους σοβαρούς άντρες. Ο Λαστ διασκέδαζε πολύ, ιδίως με τους ηθοποιούς που τους θεωρούσε ευφυέστερους από τους λογοτέχνες. Έγινε μάλιστα φίλος με τον Μέρεντιθ Μάντεβιλ, ένα γέρο που στα νιάτα του είχε παίξει μικρούς σαιξπηρικούς ρόλους πλάι στον Κιν και είχε να διηγηθεί αμέτρητες ιστορίες απ' τις παλιές περιοδείες των μπουλουκιών στην επαρχία.

—Αρχίζεις με μισθό ένα σελίνι τη βδομάδα. Όταν φτάσεις τα δεκαπέντε, πληρώνεις στη σπιτονοικοκυρά σου οχτώ ή εννιά, και τα υπόλοιπα τα τρως όπως γουστάρεις. Νιώθεις σαν πρίγκι-πας. Όταν παίζαμε στο Γκριν Ρουμ, ολόκληρες οικογένειες έρ-χονταν να μας δουν: υπέροχη ζωή!

Του Λαστ του άρεσε να κουβεντιάζει με αυτό τον αγαθό γέ-ροντα, που η ηρεμία και η γλυκύτητα του δεν επηρεάζονταν καθόλου απ' τις αμέτρητες ποσότητες τζιν που κατέβαζε· του άρεσε να γεύεται τις λάμψεις απ' τις μνήμες μιας ζωής που τίποτε κοινό δεν είχε με τη δική του: περιοδείες, ανασφάλεια, αναδουλειά, αλλά παράλληλα πολύ κέφι, γλέντι στη σκηνή με ψίθυρους που δεν έφταναν στ' αφτιά των θεατών και πάνω απ' όλα η αίσθηση της κίνησης, το πήγαιν' έλα ανάμεσα σε δυο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Ο γέρος μπορεί να μην είχε κερδίσει δόξα και πλούτη από το θέατρο, αλλά είχε απολαύσει τη ζωή του και χαιρόταν να αναπολεί τους δύσκολους καιρούς που τώρα πια του φαίνονταν σαν όνειρο. Ο Λαστ πολλές φορές ζήλευε τη δουλειά του ηθοποιού όταν τη σύγκρινε με τη δική του —το γάνωμα των παιδικών μυαλών, όπως τη χαρακτήριζε, και τα κόλπα που μάθαινε στους μεγαλύτερους μαθητές για να πιάνουν τα θέματα των εξετάσεων.

—Η δουλειά μου έχει τόση σχέση με την εκπαίδευση, όση σχέση έχει η δουλειά του χτίστη με την αρχιτεκτονική, είπε μια νύχτα στο φίλο του. Και δεν είναι καθόλου ευχάριστη.

Ο γέρος απ' την πλευρά του άκουγε με ενδιαφέρον αυτές τις αποκαλύψεις για έναν κόσμο τόσο παράξενο και άγνωστο σ' αυτόν όσο η ζωή του θεάτρου στο συνομιλητή του. Ήταν ένας

Page 108: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 115

άνθρωπος που, αν και έπαιζε κείμενα, δεν είχε καμιά σχέση με τα βιβλία. Όσα είχε ακούσει για τις σχολικές εξετάσεις, δεν ήταν περισσότερα απ' όσα είχε ακούσει ο μέσος άνθρωπος για τις μυητικές τελετές των Ερυθροδέρμων. Πάντως του φαινόταν ενδιαφέρον να κάθεται στο Μπλακς' και να κουβεντιάζει με έναν ευπρεπή και τόσο μορφωμένο νεαρό. Πολλές φορές μάλι-στα ανακάλυπτε έκπληκτος ότι οι κύκλοι των ενδιαφερόντων τους εφάπτονταν. Μια νύχτα ο καθηγητής Λαστ, θέλοντας να φανεί ευχάριστος, άρχισε να μιλά για τις φιλολογικές πηγές του Βασιλιά Αηρ. Ο ηθοποιός φέρθηκε ξαφνικά να ακούει για κά-ποιους κέλτικους θρύλους που του φαίνονταν ακατανόητοι. Κι όταν η κουβέντα ήρθε στον ιππότη που πολέμησε το βασιλιά της Νεραϊδοχώρας για να κερδίσει το χέρι της Κορδέλιας, δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε:

—Ο Ληρ είναι βαρετός· καμιά αμφιβολία γι' αυτό. Είσαι πο-λύ νέος και δεν έχεις δει τον Ληρ του Μπάρι Ο' Μπράιεν· ήταν υπέροχος! Εγώ έπαιζα τον τρελό και μπορώ να περηφανευτώ ότι άξιζα το χειροκρότημα του κοινού. Θυμάμαι μια φορά στο Στά-φορντ... και ο Λαστ τον άφησε χαρούμενος να του διηγηθεί μια ακόμα ιστορία, που όταν τελείωσε, είχε, κατά τρόπο παράξενο, ανοίξει και στους δυο την όρεξη για φαγητό.

Αλλά μια νύχτα και ενώ ο Λαστ παραπονιόταν ως συνήθως για την προσωρινότητα και την αποσπασματική φύση της δου-λειάς του, ο γέρος ηθοποιός, εντελώς απροσδόκητα, τον διέκο-ψε.

—Είναι πιθανό, άρχισε, το επαναλαμβάνω, είναι πιθανό να μπορέσω να συμβάλω, κατά κάποιον τρόπο, στη βελτίωση της επαγγελματικής σου κατάστασης. Πριν από λίγες μέρες επισκέ-φθηκα μια εξαδέλφη μου, τη μις Λούσι Πίλινερ, μια πολύ ευχά-ριστη γυναίκα που γνωρίζει αρκετά καλά όσα συμβαίνουν στην κοινωνία μας. Ελπίζω να μου συγχωρήσεις το θάρρος που πήρα, αλλά κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας της ανέφερα ότι τελευταία γνώρισα ένα νεαρό τζέντλεμαν πολύ σοβαρό και μορ-φωμένο, που δυστυχώς, όμως, ταλαιπωρείται αρκετά απ' τις συ-νεχείς αλλαγές και τα σκαμπανεβάσματα που καθιστούν επισφα-λή την επαγγελματική του καριέρα. Ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα βλέποντας με πόσο ενδιαφέρον με άκουσε η εξαδέλφη μου, αλλά

Page 109: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

116 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

ποτέ δεν περίμενα ότι θα μου έστελνε αυτή την επιστολή. Και ο Μάντεβιλ έδωσε στον Λαστ ένα γράμμα που άρχιζε με

την προσφώνηση: «Αγαπητέ μου Εζεκιήλ». Ο νέος έπιασε με την άκρη του ματιού του μια παρακλητική έκφραση στο βλέμμα του γέρου ηθοποιού, που σήμαινε ότι θα προτιμούσε να κρατη-θεί μυστικό το πραγματικό του όνομα. Το γράμμα στη συνέχεια έλεγε, σε ένα τόνο εξίσου πομπώδη με την προφορική εισαγωγή του Μάντεβιλ, ότι η μις Πίλινερ είχε ακούσει με προσοχή όσα της είχε πει ο εξάδελφος της κατά τη διάρκεια της ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας συζήτησης τους την περασμένη Παρασκευή και βρισκόταν τώρα στην ευχάριστη θέση να του ανακοινώσει ότι είχε μάθει πως κάποια οικογένεια αναζητούσε ιδιωτικό καθηγη-τή και παιδαγωγό για τον μονάκριβο γόνο της. «Αν ο φίλος σου ενδιαφέρεται γι' αυτήν τη θέση», κατέληγε στην επιστολή της η μις Πίλινερ, «τον παρακαλώ να έρθει σε επαφή μαζί μου για να ορίσουμε ένα ραντεβού όπου θα μπορέσουμε να συζητήσουμε το θέμα με περισσότερες λεπτομέρειες».

—Λοιπόν, τι λες; ρώτησε ο Μάντεβιλ μόλις ο Λαστ του έδωσε πίσω το γράμμα.

Για μια στιγμή ο νέος δίστασε. Συνήθως το παράξενο και το απίθανο προκαλούν έλξη και απώθηση ταυτόχρονα, και ο Λαστ αμφέβαλλε κατά πόσο μπορεί να ήταν σοβαρή και επιθυμητή μια εργασία, προσφερόμενη με τη μεσολάβηση ενός γέρου ηθο-ποιού στο Μπλακς' Κλαμπ και μιας κυρίας που κατοικούσε στο Ίσλινγκτον —είχε δει τη διεύθυνσή της στην κορυφή του επι-στολόχαρτου. Γρήγορα όμως επικράτησαν νηφαλιότερες σκέ-ψεις, και αφού ευχαρίστησε θερμά τον Μάντεβιλ για το ενδια-φέρον του, τον διαβεβαίωσε ότι θα χαιρόταν πολύ να συναντή-σει την εξαδέλφη του. Ο γέρος κούνησε καλοκάγαθα το κεφάλι του, του ξανάδωσε το γράμμα για να αντιγράψει τη διεύθυνση και του πρότεινε να της στείλει ένα σημείωμα ζητώντας της ραντεβού.

—Και τώρα, κατέληξε, παρά τις επικρίσεις του Θλιμμένου Πρίγκιπα, προτείνω να πιούμε απόψε στην υγειά σου, και γι' άλλη μια φορά ευχήθηκε απ' την καρδιά του καλή τύχη στον Λαστ.

Μετά από δυο ημέρες η μις Πίλινερ έστειλε ένα σημείωμα

Page 110: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 117

στον κ. Τζόζεφ Λαστ, με το οποίο τον παρακαλούσε να την επισκεφθεί ύστερα από τρεις μέρες, κατά το μεση μεράκι, «αν φυσικά σας εξυπηρετούν η ώρα και η μέρα». Έτσι θα μπορού-σαν, συνέχιζε, να επωφεληθούν της ευκαιρίας και να συζητή-σουν εκείνο το θέμα, σχετικά με το οποίο, έλπιζε, θα είχε ενη-μερωθεί ο κ. Λαστ από τον αγαπητό της εξάδελφο κ. Μέρεντιθ Μάντεβιλ.

Η Κορούνα Σκουέαρ, όπου κατοικούσε η μις Πίλινερ, ήταν μια μικρή, σχεδόν μικροσκοπική, πλατεία στην απόμερη συνοι-κία του Ίσλινγκτον. Οι γύρω δρόμοι ήταν γεμάτοι διώροφα σπίτια, χτισμένα με κίτρινα τούβλα, και οι τοίχοι τους καλύπτο-νταν από κληματσίδες, κισσούς και κάθε λογής αναρριχητικά. Μπροστά απ' τα σπίτια υπήρχαν μικροί κήποι με όμορφα λου-λούδια, ενώ στη μέση της πλατείας δέσποζε μια μεγάλη μουριά, προφανώς πολύ πιο παλιά στα χρόνια από τα γύρω κτίρια. Η μις Πίλινερ κατοικούσε σ' ένα σπίτι στην πιο ήσυχη γωνιά της πλατείας. Υποδέχτηκε τον Λαστ με μια ελαφριά υπόκλιση και τον παρακάλεσε να καθίσει σε μια ψηλή πολυθρόνα με τζιβα-νωτή ταπετσαρία. Φαινόταν κάπου εξήντα χρονών, μπορεί και μεγαλύτερη. Ήταν λεπτή, ευθυτενής και ήρεμη γυναίκα, αλλά ήταν εύκολο να μαντέψει κανείς ότι πίσω από τη φαινομενική αταραξία της ενέδρευαν ιδιοτροπίες και εκκεντρικότητες. Αφού μίλησαν στην αρχή για τον καιρό, η μις Πίλινερ πρόσφερε στη συνέχεια στον κ. Λαστ πορτό, σερί, μπισκοτάκια και δαμασκη-νόπιτα. Κατόπιν μπήκε κατευθείαν στο θέμα.

—Ο εξάδελφος μου ο κ. Μάντεβιλ, άρχισε, σας παρουσίασε σαν έναν νεαρό και πολύ μορφωμένο τζέντλεμαν, που όμως δεν είναι καθόλου ικανοποιημένος από την εργασία του. Κατά μο-ναδική σύμπτωση, πριν από μια δυο μέρες έλαβα ένα γράμμα από μια φίλη μου την κ. Μαρς. Στην πραγματικότητα είναι συγ-γενής μου, μακρινή εξαδέλφη, νομίζω, αν και δε γνωρίζω σε ποιο βαθμό. Η κ. Μαρς ήταν ένα υπέροχο πλάσμα και παραμένει ακόμη μια όμορφη γυναίκα. Το πατρικό της όνομα ήταν Μά-νινγκ, Αραμπέλα Μάνινγκ, αλλά μη με ρωτήσετε για ποιο λόγο διάλεξε να παντρευτεί τον κ. Μαρς. Τον έχω δει μόνο μια φορά και νομίζω ότι είναι κατώτερος της από κάθε άποψη και υπερ-βολικά μεγάλος γι' αυτήν. Ωστόσο η ίδια δηλώνει ότι πρόκειται

Page 111: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

118 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

για υπέροχο και αφοσιωμένο σύζυγο. Όσο κι αν σας φανεί παράξενο, γνωρίστηκαν στο Πεκίνο, όπου η Αραμπέλα εργαζό-ταν σαν γκουβερνάντα στην οικογένεια ενός διπλωμάτη μας. Ο κ. Μαρς, απ' ό,τι έχω καταλάβει, εκείνη την εποχή ήταν αντι-πρόσωπος ενός μεγάλου εμπορικού οίκου στην πρωτεύουσα της Χώρας των Ανθέων. Ο ερωτάς τους υπήρξε κεραυνοβόλος. Η Αραμπέλα Μάνινγκ παραιτήθηκε αμέσως απ' τη δουλειά της στο σπίτι του διπλωμάτη και μετά από λίγον καιρό παντρεύτη-καν. Έμαθα για το γάμο τους από ένα γράμμα που μου έστειλε πριν από εννιά χρόνια απ' το Πεκίνο. Δυστυχώς, όμως, δε μου έδωσε καμιά διεύθυνση, γιατί εκείνο τον καιρό ο κ. Μαρς ετοι-μαζόταν να αρχίσει μια σειρά περιοδείες για λογαριασμό της εταιρείας του και αυτό σήμαινε για τους νιόπαντρους πολλά ταξίδια και συχνές μετακινήσεις. Ανησύχησα πολύ για την Α-ραμπέλα· μου φάνηκε πολύ απάνθρωπος ο τρόπος ζωής που είχε διαλέξει. Όμως ένας φίλος που εργαζόταν στο Σίτι με καθησύ-χασε λέγοντας μου ότι έτσι ζούσαν σχεδόν όλοι οι εμπορικοί αντιπρόσωποι του εξωτερικού και οι οικογένειές τους. Ωστόσο, καθώς περνούσαν τα χρόνια, δεν έπαιρνα κανένα γράμμα απ' την εξαδέλφη μου, και κάποια στιγμή κατέληξα στο συμπέρα-σμα ότι πρέπει να είχε πεθάνει εξαιτίας κάποιας τροπικής αρ-ρώστιας και ο άκαρδος άντρας της δεν μπήκε στον κόπο να με ενημερώσει τηλεγραφικά γι' αυτό το θλιβερό συμβάν. Αλλά πριν από ένα ακριβώς μήνα —η μις Πίλινερ έδειξε ένα ανοιχτό ημερολόγιο πάνω στο τραπέζι δίπλα της— δεν μπορείτε να φα-νταστείτε τη χαρά μου όταν έλαβα ένα γράμμα απ' την Αραμπέ-λα. Μου έγραφε από ένα πολυτελές και πανάκριβο ξενοδοχείο του δυτικού Λονδίνου και μου έλεγε ότι είχε επιστρέψει με το σύζυγο της στην Αγγλία μετά από τόσα χρόνια περιπλανήσεων ανά τον κόσμο. Απ' ό,τι φαίνεται, οι δουλειές του κ. Μαρς είχαν πάει πάρα πολύ καλά και τώρα διαπραγματευόταν την αγορά ενός μικρού κτήματος στην επαρχία, όπου έλπιζε να περάσει ειρηνικά τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Η μις Πίλινερ σταμάτησε και ξαναγέμισε το ποτήρι του Λαστ. —Λυπάμαι, συνέχισε, που σας ενοχλώ με μια τόσο μακριά

ιστορία, θέτοντας έτσι σε δοκιμασία την υπομονή σας. Αλλά, όπως μπορείτε να καταλάβετε, οι περιστάσεις είναι λίγο ασυνή-

Page 112: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 119

Οιστες. και επειδή είναι πολύ πιθανό να προσληφθείτε ως παι-δαγωγός στο σπίτι των Μαρς, νομίζω ότι είναι σωστό να είστε πλήρως ενήμερος γι' αυτές· θα σας μιλήσω, λοιπόν, ντόμπρα και σταράτα, όπως συνήθιζε να λέει, με τον ανυπόκριτο τρόπο του, ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Λοιπόν, όπως σας είπα, κ. Λαστ, έλαβα το γράμμα της Αραμπέλα και πρέπει να σας πω ότι χάρηκα πολύ. Όπως καταλαβαίνετε, ανακουφίστηκα μαθαίνο-ντας ότι όλα είχαν πάει καλά γι' αυτήν και ότι εξακολουθεί να ζει ευτυχισμένη. Στο τέλος της επιστολής της μάλιστα, με πα-ρακαλούσε να πάω και να την επισκεφθώ στο ξενοδοχείο Μπί-λινγκ'ς, γιατί, όπως έλεγε, ο σύζυγος της επιθυμούσε να με γνωρίσει.

Η μις Πίλινερ πήγε στο γραφείο κοντά στο παράθυρο, άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε έξω ένα γράμμα.

—Η Αραμπέλα πάντοτε με σεβόταν, είπε. Ακούστε τι μου γράφει: «Γνωρίζω ότι πάντοτε σου άρεσε η ήσυχη ζωή και δεν είσαι καθόλου συνηθισμένη στη φασαρία και το χάος του σύγ-χρονου Λονδίνου. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Το ξενοδοχείο Μπίλινγκ'ς δεν είναι κανένα χαώδες μοντέρνο κα-ραβάν σεράι. Τα πάντα είναι πολύ ήσυχα εδώ. Μένουμε σε μια μικρή, όμορφη σουίτα. Ο Χέρμπερτ —αυτό είναι το όνομα του συζύγου της, κ. Λαστ —επιμένει να μας επισκεφθείς. Μην τον απογοητεύσεις, σε παρακαλώ. Αν σε βολεύει, την επόμενη Τρί-τη, 23 του μηνός, θα στείλουμε μια άμαξα στο σπίτι σου, γύρω στις τέσσερις, για να σε φέρει στο ξενοδοχείο, θα μείνεις μαζί μας για το δείπνο, και μετά θα επιστρέψεις, με την ίδια άμαξα, στην Κορούνα Σκουέαρ».

»Πολύ ευγενική γυναίκα· δε συμφωνείτε, κ. Λαστ; Αλλά για ρίξτε μια ματιά στο υστερόγραφο.

Ο Λαστ πήρε το γράμμα και διάβασε: «Υ.Γ. Έχω να σου πω κάποιο πολύ ευχάριστο νέο. Είναι τόσο ευχάριστο που δε σου το γράφω· προτιμώ να σου το πω από κοντά».

Έδωσε ξανά το γράμμα στη μις Πίλινερ. Η πομπώδης ομιλία της τον είχε κουράσει κάπως κι ένιωθε την ανάγκη να χασμου-ρηθεί. Αναρωτήθηκε πότε επιτέλους θα έμπαινε στο κυρίως θέμα και ποιο θα ήταν αυτό· μέχρι στιγμής ελάχιστα τον ενδιέφερε η τόσο βαρετή οικογενειακή ιστορία που άκουγε.

Page 113: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

120 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Όμως η μις Πίλινερ συνέχισε απτόητη. —Φυσικά δέχτηκα με χαρά μια τόσο ευγενική πρόσκληση.

Ήθελα πολύ να ξαναδώ την Αραμπέλα μετά από τόσα χρόνια και ήμουν ευχαριστημένη που μου δινόταν η ευκαιρία να σχη-ματίσω προσωπική γνώμη για το σύζυγο της, για τον οποίο δεν ήξερα απολύτως τίποτα. Εξάλλου, κ. Λαστ, οφείλω να ομολογή-σω ότι είμαι αρκετά περίεργη, παρόλο που οι τζέντλεμαν σπάνια απαριθμούν την περιέργεια μεταξύ των γυναικείων αρετών. Απ' την άλλη, επιθυμούσα πολύ να ακούσω το ευχάριστο νέο που μου προανήγγειλε στο γράμμα της, και πρέπει να σας πω ότι πέρασα πολλές ώρες αναρωτώμενη τι μπορεί να ήταν.

»Τελικά έφτασε η μέρα και η στιγμή που θα μάθαινα. Ένα καθαρό και κομψό μόνιππο σταμάτησε τη συμφωνημένη ώρα μπροστά στην πόρτα μου και με πήγε στο πολυτελές ξενοδοχείο Μπίλινγκ' ς, στο Μάνερς Σουίτ του Μέιφερ. Εκεί με περίμενε ένας θαλαμηπόλος που με οδήγησε στη σουίτα του πρώτου ο-ρόφου, όπου ήταν εγκατεστημένοι ο κ. και η κ. Μαρς. Δε θα καταχραστώ τον πολύτιμο χρόνο σας, κ. Λαστ, μιλώντας σας για τον πλούτο και την πολυτέλεια της σουίτας· ένα πράγμα μόνο θα σας πω: η Αραμπέλα μου ανέφερε ότι μόνο οι πορσελάνες των Σεβρών που στόλιζαν το λίβινγκ-ρουμ άξιζαν τουλάχιστον εν-νιακόσιες γκινέες. Η εξαδέλφη μου εξακολουθεί να είναι όμορ-φη γυναίκα· αλλά πρέπει να σας πω ότι, βλέποντας τη μετά από τόσα χρόνια, διαπίστωσα ότι οι τροπικές χώρες, όπου έζησε όλον αυτό τον καιρό, είχαν αφαιρέσει τη λάμψη από την άλλοτε εκτυφλωτική ωραιότητά της. Υπήρχε μια κούραση, μια ατονία στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά της, που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Όσο για το σύζυγο της, τον κ. Μαρς, νομίζω ότι θα ήταν ανόητο και αγενές απ' την πλευρά μου αν σας έλεγα ότι σχημάτισα αντικειμενική γνώμη γι' αυτόν μετά από μια συνάντηση που κράτησε μόνο λίγες ώρες· και θα περά-σει πολύς καιρός μέχρι να ξεχάσω το κήρυγμα του αγαπητού κ. Βεν στην εκκλησία του Αγίου Εμμανουήλ ακριβώς την πρώτη Κυριακή μετά την επίσκεψη μου στην εξαδέλφη μου: ήταν πράγ-ματι ολοφάνερο, και ντρέπομαι που το λέω, ότι ο κ. Βεν τη δική μου περίπτωση είχε στο μυαλό του και έκρινε πως ήταν καθήκον του να με προειδοποιήσει όσο ήταν ακόμη καιρός. Ωστόσο,

Page 114: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 121

πρέπει να πω ότι δε μου άρεσε καθόλου ο κ. Μαρς· και, ειλικρι-νά, δεν ξέρω το γιατί. Μου φέρθηκε πολύ ευγενικά· δε θα μπο-ρούσε να ήταν περισσότερο καλός μαζί μου. Τόνισε πολλές φορές πόση χαρά αισθανόταν που συναντούσε επιτέλους κά-ποια, για την οποία τόσα πολλά είχε ακούσει απ' την αγαπη-μένη του Μπέλα· μου ζήτησε, μάλιστα, τώρα που οι περιπλανή-σεις ανά τον κόσμο της οικογένειας Μαρς είχαν τελειώσει, να τους επισκέπτομαι συχνά. Οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν παρέ-λειψε τίποτα απ' όσα επιβάλλουν η ευγένεια και οι καλοί τρό-ποι. Κι ωστόσο δεν μπορώ να πω ότι μου έκανε καλή εντύπωση. Τώρα πού το ξανασκέφτομαι, φοβάμαι ότι μπορεί να έκανα λά-θος.

Ακολούθησε μια παύση. Ο Λαστ περίμενε καρτερικά, αν και κόντευε πλέον να χάσει το ενδιαφέρον του γι' αυτήν τη μακριά ιστορία.

—Και είναι οριστική η εντύπωση σας γι' αυτόν; τόλμησε να ρωτήσει διακόπτοντας τη βαριά σιωπή.

—Οχι βέβαια· τίποτε δεν είναι οριστικό στη ζωή. Φοβάμαι όμως ότι πίσω απ' τις γενναιόδωρες εκφράσεις του κρυβόταν ένας χαρακτήρας που του λείπει η καλοσύνη. Ας είναι· μπορεί να πέφτω έξω.

»Αλλά παρασύρθηκα σε δευτερεύουσες παρατηρήσεις, που βασίζονται σε, προφανώς, λανθασμένες εκτιμήσεις, και δε σας μίλησα ακόμα για το μόνο ζήτημα που σας αφορά. Λοιπόν, κ. Λαστ, λίγο μετά την άφιξη μου στο ξενοδοχείο, και προτού εμφανιστεί ο κ. Μαρς, η Αραμπέλα μου ανακοίνωσε το ευχάρι-στο νέο: ο γάμος της είχε ευλογηθεί με έναν απόγονο. Δυο χρό-νια μετά την ένωση της με τον κ. Μαρς είχε γεννηθεί ένα παιδί, ένα αγοράκι, σε μια πόλη της Νότιας Αμερικής —στο Σαντιάγο της Χιλής, όπως το επιβεβαίωσα κοιτάζοντας τον άτλαντά μου— όπου εκείνη την εποχή ήταν εγκατεστημένη η οικογένεια για λόγους που είχαν να κάνουν με τη φύση της εργασίας του κ. Μαρς. Ευτυχώς στην πόλη εκείνη υπήρχε ένας άγγλος για-τρός και το νεογέννητο έλαβε τις πρώτες ιατρικές φροντίδες, και τώρα, όπως μου δήλωσε με περηφάνια η μητέρα του, είναι ένα υγιέστατο, όμορφο και πολύ έξυπνο αγόρι. Φυσικά, ζήτησα να το δω, αλλά η Αραμπέλα με πληροφόρησε ότι δε βρισκόταν στο

Page 115: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

122 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

ξενοδοχείο μαζί τους. Λίγες μέρες μετά την άφιξη τους στο Λονδίνο, οι δυο γονείς είχαν κρίνει ότι η βαριά και υγρή ατμό-σφαιρα της πόλης ενδεχομένως να απέβαινε επικίνδυνη για τον μικρό Χένρι, και γι' αυτόν το λόγο τον είχαν στείλει με την παραμάνα του σ' ένα θέρετρο στο νησί Θάνετ, όπου, απ' ό,τι λένε, το κλίμα είναι υπέροχο.

»Και τώρα, κ. Λαστ, μετά απ' αυτόν το βαρετό αλλά αναγκαίο πρόλογο, φτάνουμε στο σημείο που μπορεί, όπως πιστεύω, να σας ενδιαφέρει. Περιττό να σας πω ότι οι συνεχείς μετακινήσεις της οικογένειας Μαρς δεν επέτρεψαν στον Χένρι να παρακολου-θήσει συστηματικά κάποιο σχολείο και να λάβει τη μόρφωση που αρμόζει στα αγόρια της ηλικίας του. Αλλά εκτός απ' αυτό το εμπόδιο, έμαθα ότι ο κ. Μαρς έχει κάποιες περίεργες απόψεις ως προς το θέμα και θεωρεί τρέλα την πρόωρη εκπαίδευση των παιδιών. Πιστεύει ότι πολλά έξυπνα μυαλά πληγώθηκαν σοβαρά και ανεπανόρθωτα, γιατί αναγκάστηκαν να δεχτούν και να αντα-ποκριθούν σε πρώιμα ερεθίσματα. Όπως μου τόνισε, η πλειο-νότητα των παιδαγωγών των πολύ μικρών παιδιών είναι πρόσω-πα χωρίς σοβαρές γνώσεις και στερούμενα διανοητικής ευρύτη-τας. «Είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσετε, μις Πίλινερ», ήταν τα λόγια του, «ότι κανένας σπουδαίος διδάσκαλος δεν αναλαμβάνει να διδάξει σε παιδιά το αλφάβητο, και δεν είναι οι κορυφαίοι μαθηματικοί εκείνοι που θα τα μυήσουν στα μυστικά του πολ-λαπλασιασμού και της προπαίδειας. Συνεπώς», επέμεινε, «οι νεα-ρές και εκκολαπτόμενες διάνοιες έρχονται σε επαφή με βαρετά και κατώτερα πνεύματα, και η καταστροφή που υφίστανται μπο-ρεί να αποδειχθεί ανεπανόρθωτη».

Η μις Πίλινερ συνέχισε να μιλά, αλλά ο Λαστ είχε πλέον καταλάβει. Ο κ. Μαρς είχε διατηρήσει το παρθένο πνεύμα του γιου του αδιατάρακτο και απαραβίαστο από την κατώτερη και ακατάλληλη παιδεία. Τώρα όμως ο μικρός είχε κριθεί ώριμος πλέον για την αληθινή εκπαίδευση και οι γονείς του είχαν πα-ρακαλέσει τη μις Πίλινερ να ψάξει και να βρει έναν παιδαγωγό ικανό να αναλάβει τη μόρφωση και τη διανοητική καλλιέργεια του Χένρι. Αν τα δυο ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνούσαν, η πρόσληψη θα διαρκούσε τουλάχιστον εφτά χρόνια και η απο-ζημίωση, όπως η μις Πίλινερ αποκάλεσε το μισθό, θα άρχιζε με

Page 116: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 123

πεντακόσιες λίρες τον πρώτο χρόνο και στη συνέχεια θα αυξα-νόταν κάθε χρόνο κατά πενήντα. Αν ο παιδαγωγός απαιτούσε κάποιες εγγυήσεις για την οικονομική κατάσταση του εργοδότη του, ο κ. Μαρς, χρόνια απών απ' την Αγγλία, ήταν πρόθυμος να του δώσει τα ονόματα των τραπεζιτών του. Η μις Πίλινερ κατέληξε λέγοντας ότι ήταν σίγουρη ότι ο κ. Λαστ θα προσλαμ-βανόταν, αν φυσικά ήθελε κι ο ίδιος αυτήν τη δουλειά.

Ο Λαστ την ευχαρίστησε θερμά και της είπε ότι χρειαζόταν δυο μέρες για να σκεφτεί το όλο θέμα. Κατόπιν θα της έστελνε μια επιστολή και, αν η απάντηση του ήταν θετική, θα της ζη-τούσε να τον φέρει σε επαφή με τον κ. Μαρς. Έτσι, λοιπόν, έφυγε από την Κορούνα Σκουέαρ με ανάμεικτα συναισθήματα έκπληξης και αμφιβολίας. Αναμφισβήτητα, η εργασία που του προσφερόταν παρουσίαζε μεγάλα πλεονεκτήματα. Ο μισθός ή-ταν πολύ καλός και, επί πλέον, του παρεχόταν στέγη και τροφή δωρεάν. Οι Μαρς ήταν πλούσιοι και η μις Πίλινερ τον είχε διαβεβαιώσει: «Ποτέ δε θα παραπονεθείτε για έλλειψη διασκέ-δασης και ψυχαγωγίας». Αλλά και από πλευράς καθαρά εκπαι-δευτικής, σίγουρα επρόκειτο για την καλύτερη δουλειά που του προσφερόταν από τότε που είχε αποφοιτήσει απ' την Οξφόρδη. Μέχρι στιγμής δεν ήταν παρά ένας απλός μπαλωματής, ένας γανωτής, ένας επιδιορθωτής της δουλειάς άλλων δασκάλων τώ-ρα του δινόταν η ευκαιρία να αποδείξει ότι ήταν πρωτομάστο-ρας. Ελάχιστοι εκπαιδευτικοί είχαν βρεθεί ποτέ σε τέτοια ευχά-ριστη θέση. Ακόμα και οι καθηγητές της έκτης τάξης στα με-γάλα δημόσια σχολεία πολλές φορές παραπονιούνταν πως ανα-γκάζονταν να χτίσουν πάνω στα σαθρά θεμέλια της δουλειάς των καθηγητών της πέμπτης και της τετάρτης. Τώρα αυτός θα άρχιζε απ' την αρχή, θα καλλιεργούσε σε παρθένο έδαφος: «Α-πό την αλφαβήτα στον Πλάτωνα, τον Αισχύλο και τον Αριστο-τέλη», ψιθύρισε στον εαυτό του. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία, επρόκειτο για μεγάλη ευκαιρία.

Απ' την άλλη πλευρά όμως; Ε, λοιπόν, θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το όμορφο και χαρούμενο Λονδίνο που ήξερε και λάτρευε, το άνετο διαμέρισμα του στη Μόουμπρέι Στριτ, που βρισκόταν πολύ μακριά απ' το σιδηροδρομικό σταθμό, αλλά συγχρόνως τόσο κοντά στο πολύβουο και γεμάτο ζωή Στραντ.

Page 117: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

124 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Ύστερα ήταν και οι συναντήσεις με τους παλιόφιλους απ' την Οξφόρδη, οι νύχτες στα θέατρα και στα όμορφα ταβερνάκια με τους εκλεκτούς μεζέδες και τη μαύρη μπίρα, οι μεταμεσονύχτιες συζητήσεις με τις παρέες των ξενύχτηδων στο Μπλακς' Κλαμπ. Όλα αυτά θα αναγκαζόταν να τα αποχωριστεί. Η μις Πίλινερ του είχε πει ότι ο κ. Μαρς σκόπευε να εγκατασταθεί σε ένα μέρος πολύ μακριά απ' την πόλη, «στην αληθινή επαρχία», ήταν τα λόγια της. Σκεφτόταν να αγοράσει ένα επιπλωμένο σπίτι στην Ουαλία, με την προοπτική να το πουλήσει αν τελικά δεν αποδεικνυόταν βολικό. Και φυσικά θα ήταν αδύνατο για τον Λαστ να έρχεται και να βλέπει τους φίλους του στο Λονδίνο και ύστερα, την ίδια νύχτα, να γυρίζει ξανά στην Ουαλία. Αλλά και πάλι, υπήρχαν οι διακοπές· κι ένας νέος άνθρωπος πολλά μπορεί να κάνει στις διακοπές του.

Παρ' όλ' αυτά, δυσκολευόταν να πάρει μια απόφαση, καθώς καθόταν στο όμορφο καθιστικό του σπιτιού της Μόουμπρέι Στριτ, πίνοντας μπίρα και τρώγοντας ψωμί, τυρί και βραστό κρέας. Τον είχε επηρεάσει, σκέφτηκε, η ολοφάνερη απέχθεια της μις Πίλινερ για τον κ. Μαρς. Παρόλο που η εξαδέλφη του Μάντεβιλ είχε μιλήσει με τον τρόπο του Ντόκτορ Τζόνσον, ο ίδιος διαισθανόταν ότι, σαν τις κυρίες της εποχής του Ντόκτορ, η μις Πίλινερ είχε καλή ψυχή. Ήταν προφανές όμως ότι δεν εμπιστευόταν και πολύ τον κ. Μαρς. Όμως τον ίδιο τι τον ένοια-ζε; Τι, άλλωστε, μπορούσε να κάνει ακόμα κι ένας πονηρός απατεώνας στον παιδαγωγό του γιου του; Να του δώσει κρύο αρνάκι για φαγητό ή να ξεχάσει να του πληρώσει το μισθό του; Και στις δυο περιπτώσεις η λύση ήταν απλή: ο οικότροφος παιδαγωγός μπορούσε ανά πάσα στιγμή να υποβάλει την παραί-τησή του και να γυρίσει στο Λονδίνο. Στο κάτω κάτω, κατέληξε ο Λαστ, κανένας δεν μπορούσε να υποχρεώσει τον παιδαγωγό του γιου του να επενδύσει στο ασήμι της Ουρουγουάης, στα μπαχαρικά της Ιάβας ή σε οποιαδήποτε άλλη ύποπτη εμπορική επιχείρηση —οπότε τι τον ενδιέφερε αν ο εργοδότης του ήταν μπλεγμένος σε βρομοδουλειές;

Ωστόσο, αν για όλα αυτά τα ερωτήματα υπήρχαν απαντήσεις, ένα τουλάχιστον εξακολουθούσε να μένει αναπάντητο. Κι αυτό το ερώτημα δεν ήταν δυνατό να απαντηθεί, επειδή ακριβώς δε

Page 118: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 125

διατυπωνόταν με λέξεις· ήταν ερώτημα δίχως σχήμα και μορφή, ευμετάβλητο σαν τα σύννεφα του ουρανού.

Αλλά, όταν ήρθε το επόμενο πρωί, έφτασαν μαζί του δυο επιστολές που τον προσκαλούσαν να αναλάβει την προγύμναση δυο νεαρών μπουμπουνοκέφαλων στην αριθμητική, τη γεωμε-τρία και τη γραμματική. Ανατρίχιασε σε μια τόσο απεχθή προο-πτική και, αμέσως μετά το πρόγευμα, κάθισε και έγραψε ένα γράμμα προς τη μις Πίλινερ, εσωκλείοντας ένα αντίγραφο του πτυχίου του και ορισμένες συστατικές επιστολές που είχε στο γραφείο του. Μετά από λίγες μέρες είχε μια πρώτη συνάντηση με τον κ. Μαρς στο ξενοδοχείο Μπίλινγκ' ς. Σε γενικές γραμμές οι δυο άντρες συμπάθησαν ο ένας τον άλλο. Ο Μαρς ήταν ένας αδύνατος, μελαχρινός, έξυπνος άντρας, κάπου σαράντα πέντε χρονών τα μαύρα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους του, ενώ γύρω στα μάτια του σχηματίζονταν οι πρώτες ρυτίδες. Τα φρύδια του ήταν πυκνά και το σαγόνι του κάπως απειλητικό, αλλά το χαμόγελο με το οποίο υποδέχτηκε τον Λαστ πρόσδιδε μια ζεστασιά στα σκληρά χαρακτηριστικά του. Στην προφορά και τον τόνο της ομιλίας του υπήρχε κάτι το παράξενο —κάτι το ξενικό, ίσως; Ο Λαστ θυμήθηκε ότι ο άντρας αυτός είχε περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο εξωτερικό, οπότε ήταν λογικό να παρεισφρέουν φθόγγοι πολλών ξένων γλωσσών στο λόγο του. Οι τρόποι του όμως ήταν σίγουρα μειλίχιοι, και ο Λαστ δεν ήταν καθόλου προκατειλημ-μένος με την αβρότητα· αντίθετα, του άρεσε και χαιρόταν να απολαμβάνει την ευπρέπεια των συνομιλητών του. Βέβαια, ο Μαρς δεν ανήκε στο είδος των ανθρώπων που η μις Πίλινερ είχε συνηθίσει να συναναστρέφεται στη μικρή κοινωνία της Κορού-να Σκουέαρ και στην εκκλησία του κ. Βεν. Πιθανότατα γι' αυ-τόν το λόγο της είχε φανεί σαν πειρατής.

Αλλά κι ο Λαστ απ' την πλευρά του άρεσε στον κ. Μαρς. Όπως φάνηκε απ' το γράμμα που απηύθυνε ο σύζυγος της Α-ραμπέλα στη μις Πίλινερ —«Μπορώ να σας αποκαλώ εξαδέλφη Λούσι;» —ο κ. Λαστ ήταν ο τύπος του ανθρώπου που αυτός και η γυναίκα του έλπιζαν να προσλάβουν ως παιδαγωγό. Δεν ήθε-λαν να αναλάβει τη μόρφωση του μικρού Χένρι ένας κοσμικός τύπος με επιφανειακές γνώσεις. Ο κ. Λαστ ήταν ολοφάνερα ένας

Page 119: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

126 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

ήσυχος και ιδεαλιστής λόγιος που αγαπούσε περισσότερο το σπίτι του και τα βιβλία του παρά την κοσμική ζωή —το είδος ακριβώς του παιδαγωγού που ο κ. Μαρς και η Αραμπέλα επιθυ-μούσαν για το γιο τους. Ο κ. Μαρς ευχαρίστησε θερμά τη μις Πίλινερ για τη μεγάλη εξυπηρέτηση που είχε κάνει τόσο στον ίδιο όσο και στη σύζυγο του και στον Χένρι.

Και πράγματι, όπως θα έλεγε και ο κ. Μέρεντιθ Μάντεβιλ, ο Λαστ πήρε τη θέση. Αναμφίβολα τα γυαλιά του τον είχαν βοη-θήσει να φαίνεται σοβαρός και απόμακρος σοφός του τύπου ενός Ντόμινι Σάμπσον.

Συμφώνησε με τον εργοδότη του να αναλάβει τα νέα του κα-θήκοντα μετά από μια βδομάδα. Ο κ. Μαρς του υπόγραψε ένα τσεκ, «έτσι για να καλύψετε τις τρέχουσες υποχρεώσεις σας και τα έξοδα της μετακίνησής σας· εννοείται ότι δεν έχει σχέση με το μισθό σας». Θα πήγαινε σιδηροδρομικώς σε μια μεγάλη πόλη στα δυτικά κι εκεί θα τον περίμενε μια άμαξα που θα τον μετέ-φερε στο σπίτι όπου ήταν ήδη εγκατεστημένοι η κ. Μαρς και ο μαθητής του —«ένα υπέροχο μέρος, κ. Λαστ· είμαι βέβαιος ότι θα σας γοητεύσει».

Ακολούθησε μια αποχαιρετιστήρια γιορτή με τους παλιόφι-λους απ' την Οξφόρδη. Ήρθαν και οι τέσσερις: ο Ζουτς με τον Μέντγουιν και ο Γκάραγουέι με τον Νόελ. Έφαγαν ψητή γλώσ-σα, μπιφτέκι και, σαν τελευταίο πιάτο, ψητά πιτσουνάκια. Κα-θώς μπορεί να ήταν η τελευταία φορά που συναντιόντουσαν όλοι μαζί, αποφάσισαν, να μην πάνε στο θέατρο, αλλά να κά-τσουν και να κουβεντιάσουν. Ο Ζουτς, αρχηγός, υποτίθεται, του γλεντιού, έκανε χρέη αρχιτρίκλινου και τους σερβίρισε, με επί-σημο τρόπο, ένα υπέροχο πορτό. Κουβέντιασαν για τον παλιό καιρό, τότε που φοιτούσαν όλοι μαζί στο κολέγιο Γουέλς. Προ-σποιήθηκαν —παρόλο που ήξεραν ότι δεν ήταν αλήθεια— ότι ο τελειόφοιτος που είχε σκοτώσει τον ίδιο του τον πατέρα στο Πικαντίλι ήταν φίλος τους· επανέλαβαν αστεία και ανέκδοτα που ήταν πιο παλιά ακόμα κι απ' το κρασί· διηγήθηκαν διάφορα περιστατικά με τον Μολ και τη Μεγκ, κι εκείνη την απίθανη ιστορία του Μέλκομπ που είχε κλειδώσει τον κοσμήτορα στο δωμάτιο του. Κατόπιν μίλησαν για κείνη την υπόθεση με τα γυμνά στον κήπο. Κάποιοι πρόστυχοι φοιτητές, όπως τους χα-

Page 120: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 127

ρακτήρισε αργότερα ένας υφηγητής του κολεγίου Γουέλς, είχαν αγοράσει διάφορα άσεμνα κέρινα αγάλματα από ένα πανηγύρι και τα είχαν στήσει τη νύχτα γύρω απ' το σιντριβάνι του κήπου του κολεγίου, έτσι που το πρωί όλοι όσοι τα είδαν σοκαρίστη-καν. Οι αυτουργοί αυτού του κακόγουστου αστείου ποτέ δεν ανακαλύφθηκαν. Οι πέντε φίλοι θυμήθηκαν το περιστατικό, κοί-ταξαν εξεταστικά ο ένας τον άλλο, έγλειψαν τα χείλη τους και ρούφηξαν το πορτό τους.

Το παλιό κρασί και οι παλιές ιστορίες τους βύθισαν σε μια κατάσταση γλυκιάς μελαγχολίας. Αλλά λίγο αργότερα, την κα-τάλληλη στιγμή, ο Νόελ τους ξεσήκωσε και πήγαν στο Μπλακς Κλαμπ, όπου τους περίμενε καινούρια παρέα. Ο Λαστ είδε σε μια γωνιά το γερο-Μάντεβιλ, πήγε κοντά του, τον ενημέρωσε για την πρόσληψή του από τους Μαρς και τον ευχαρίστησε θερμά για τη μεσολάβηση του.

Κάποια στιγμή, λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα, το γλέντι τε-λείωσε και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του.

II

Παρόλο που ο Τζόζεφ Λαστ δεν ήταν δα και κανένα θαύμα παρατηρητικότητας και οξυδέρκειας, δεν ήταν βέβαια ούτε και ο στεγνός παιδαγωγός που ζει ανάμεσα στα βιβλία του, όπως πιθανόν τον είχε κρίνει ο κ. Μαρς. Δεν πέρασε, λοιπόν, πολύς καιρός στην καινούρια του δουλειά και άρχισαν να τον τυλίγουν τα πέπλα της ανησυχίας.

Στην αρχή όλα του φάνηκαν θαυμάσια. Ο κ. Μαρς είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι θα τον γοήτευε το τοπίο όπου ήταν χτισμέ-νος ο Λευκός Οίκος. Πράγματι, το σπίτι βρισκόταν σε μια λο-φοπλαγιά, ακριβώς πάνω από ένα ασημόγκριζο ποτάμι που κυ-λούσε διαγράφοντας πολλά «S» μέσα σε μια μοναχική, όμορφη κοιλάδα. Λίγο ψηλότερα, προς τα ανατολικά, απλωνόταν ένα τεράστιο, σκιερό και αρχαίο δάσος, που σκαρφάλωνε στη ρα-χούλα ενός λόφου και κατόπιν κατηφόριζε απαλά προς τα πρά-σινα λιβάδια του κάμπου και τη θάλασσα. Ο Λαστ ανηφόρισε στο ψηλότερο σημείο του δάσους, πάνω από το Λευκό Οίκο,

Page 121: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

128 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

κοίταξε μεσ' απ' τα κλωνάρια των δέντρων, προς τα δυτικά, τις εκτάσεις πέρα από το ποτάμι, και είδε τον κάμπο να υψώνεται και να χαμηλώνει κυματιστά, μέχρι τους πρόποδες ενός μεγάλου γαλαζωπού βουνού στο βάθος του ορίζοντα, όπου διακρίνονταν να αστράφτουν στο φως του ήλιου μικρές, λευκές φάρμες. Για μια στιγμή ένιωσε σαν καινούριος άνθρωπος μέσα σ' έναν και-νούριο κόσμο. Δεν είχε ποτέ του ξαναδεί τέτοιο τοπίο· δεν υπήρ-χε πουθενά παρόμοια ομορφιά, ούτε στο Ντάνχαμ της Μεσαγ-γλίας ούτε στα περίχωρα του Μπλάκχιθ ή της Οξφόρδης. Στά-θηκε για κάμποση ώρα γοητευμένος στην πράσινη σκιά και θαύμασε το υπέροχο σκηνικό που τον περιέβαλλε. Στ' αφτιά του έφτανε το κελάρυσμα μιας πηγής που ξεπηδούσε αφρίζοντας μέσ' απ' τους γκρίζους βράχους στην καρδιά του λόφου.

Αλλά και στο Λευκό Οίκο οι συνθήκες ζωής ήταν εξίσου ευχάριστες. Του είχε κάνει κατάπληξη η σκοτεινή ομορφιά της κ. Μαρς, που ήταν ολοφάνερα, όπως είχε πει και η μις Πίλινερ, κατά πολλά χρόνια νεότερη απ' το σύζυγο της. Κατά τη γνώμη του αυτό που η εξαδέλφη της είχε αποδώσει στην πολύχρονη παραμονή της στους τροπικούς, δύσκολα θα μπορούσε να χαρα-κτηριστεί κούραση ή ατονία. Ήταν κάτι πολύ πιο παράξενο· το πρόσωπο της εξέπεμπε μια σκοτεινή λάμψη, αλλά ο Λαστ δεν μπορούσε να πει αν οφειλόταν στη φλόγα του ήλιου ή στις ακόμα πιο παράξενες φωτιές διαφόρων μυστηριωδών περιοχών, απ' όπου ενδεχομένως να είχε περάσει πριν από πολλά χρόνια.

Αλλά κι ο μαθητής του, ο μικρός Χένρι, ήταν κι εκείνος με τη σειρά του μια ευχάριστη έκπληξη. Ήταν ένα όμορφο αγόρι, με ζωηρό και πανέξυπνο βλέμμα, και όλα έδειχναν ότι δε θεω-ρούσε το δάσκαλο του εχθρό που είχε εμφανιστεί ξαφνικά για να τον κατατροπώσει. Ήταν ένα παιδί από κείνα που κάποιοι άνθρωποι θα ονόμαζαν, κατά τρόπο παράδοξο, παλιοκαιρίτικα και ξεπερασμένα. Χρησιμοποιούσε συχνά εξεζητημένες λέξεις και μιλούσε με περίτεχνες φράσεις, που προσιδίαζαν μάλλον σε έναν ώριμο άντρα με χιούμορ παρά σ' ένα μικρό αγόρι. Προ-φανώς η συμπεριφορά αυτή οφειλόταν στο ότι είχε περάσει τη μέχρι τώρα ζωή του ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες, αλλά και στο γεγονός ότι ήταν πάντα με τον πατέρα και τη μητέρα του και δεν είχε κάνει ποτέ του παρέα με αγόρια της ηλικίας του.

Page 122: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 129

—Ο Χένρι ουδέποτε είχε φίλους, εξήγησε μια μέρα ο κ. Μαρς στον Λαστ. Η μόνη του συντροφιά ήμαστε εμείς, οι γονείς του. Δε γινόταν αλλιώς. Ήμαστε αναγκασμένοι να μετακινούμαστε συνεχώς· βγαίναμε απ' το καράβι, μέναμε για λίγες βδομάδες σε κάποιο κοσμοπολίτικο ξενοδοχείο και ύστερα πάλι στο δρόμο. Το παιδί δεν είχε την τύχη να αποκτήσει φίλους.

Κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, όπως πρόσεξε απ' την πρώτη στιγμή ο Λαστ, να μη μοιάζει καθόλου με παιδί. Ήταν στ' αλήθεια πολύ κρίμα· γιατί, στο κάτω κάτω, η παιδική ηλικία δεν είναι παρά ένας κόσμος θαυμάτων, και ο Χένρι έδειχνε να τον αγνοεί εντελώς. Είχε χάσει κάτι εξίσου πολύτιμο με κάθε άλλη ανθρώπινη εμπειρία, και η απώλεια αυτή θα αποδεικνυόταν όλο και πιο οδυνηρή με το πέρασμα του χρόνου. Ωστόσο, έτσι είχαν τα πράγματα και τίποτα δεν μπορούσε πλέον να αλλάξει. Ο Λαστ σύντομα έπαψε να σκέφτεται αυτές τις κάπως ιδιόμορφες στερή-σεις και βάλθηκε να διδάσκει το αγόρι, όπως είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, απ' την αρχή. Όχι βέβαια απ' την αρχή αρχή, για να λέμε την αλήθεια· γιατί ο μικρός του εξομολογήθηκε, με ένα χαριτωμένο χαμόγελο, ότι είχε καταφέρει μόνος του να μά-θει να διαβάζει λίγο. «Αλλά σας παρακαλώ, κύριε, μην το πείτε στον πατέρα μου· ξέρω ότι δε θα του άρεσε. Βλέπετε, οι γονείς μου αναγκάζονταν να με αφήνουν μερικές φορές μόνο, και για να νικήσω την πλήξη μου σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ διασκε-δαστικό αν μάθαινα να διαβάζω βιβλία μόνος μου».

Ορίστε, σκέφτηκε, ο Λαστ ένα πρώτης τάξεως μάθημα για τους δασκάλους. Μπορεί άραγε η μάθηση, αντί για καταναγκα-σμός που είναι τώρα, να γίνει ένα επιθυμητό μυστήριο κι ένα υπέροχο σπορ; Το σημείωσε αυτό στο μυαλό του και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι είχε να κάνει με μια εξαιρετική ευφυΐα, με μια οξυδέρκεια και μια δυ-νατότητα κατανόησης των μαθημάτων, που όμοια της δεν είχε ξανασυναντήσει στη μέχρι τώρα καριέρα του —«ούτε καν σε αγόρια με διπλάσια ή τριπλάσια ηλικία», είπε στον εαυτό του. Το αγόρι αυτό, που κάθε άλλο παρά παιδί μπορούσε να χαρα-κτηριστεί, ήταν κάτι παραπάνω από ιδιοφυία —αυτό τουλάχι-στον έτεινε να πιστέψει ο παιδαγωγός του. Συχνά πυκνά, με ένα «Μάλιστα, κύριε, καταλαβαίνω. Οπότε μπορούμε να πούμε...»

Page 123: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

130 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

άρπαζε τις λέξεις από το στόμα του Λαστ, προλαβαίνοντας ό,τι ακριβώς σκόπευε να του πει στη συνέχεια. Και ο Λαστ δεν είχε συνηθίσει να διδάσκει μαθητές που προλάβαιναν το δάσκαλο σε οτιδήποτε —εκτός ίσως από το μάζεμα των βιβλίων στο τέλος του μαθήματος. Όμως πάνω από όλα ο διδάσκων μαγευόταν απ' την προθυμία και την έντονη περιέργεια του διδασκόμενου. Θα έλεγε κανείς ότι το αγόρι έμοιαζε με άνθρωπο που διαβάζει τη Φεγγαρόπετρα, ή κάποιο άλλο συγκλονιστικό μυθιστόρημα, και δε λέει να το παρατήσει πριν διαβάσει την τελευταία σελίδα και ανακαλύψει τη λύση του μυστηρίου. Αυτό το μικρό αγόρι με-τέφερε το πνεύμα της ακόρεστης περιέργειας σε οτιδήποτε υ-πήρχε μπροστά του. «Μακάρι να τον είχα μάθει εγώ ανάγνωση», έλεγε από μέσα του ο Λαστ. «Σίγουρα θα αντιμετώπιζε την αλ-φαβήτα όπως εμείς αντιμετωπίζουμε εκείνους τους θαυμαστούς και μυστηριώδεις γρίφους των ιστοριών του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Και σε τελευταία ανάλυση, αυτή μήπως δεν είναι η ορθό-τερη και λογικότερη μέθοδος για να μάθει κανείς το αλφάβητο;»

Κι έτσι δε σταμάτησε ούτε στιγμή να αναρωτιέται μήπως η περιέργεια, που συχνά θεωρείται ελάττωμα, σχεδόν αμαρτία, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η μέγιστη αρετή του ανθρώ-πινου πνεύματος, το κλειδί της κάθε γνώσης και όλων των μυ-στηρίων, η ουσία του μυστικού που περιμένει τη λύση του.

Όπως, λοιπόν, καταλαβαίνει κανείς, με ένα τέτοιο μαθητή-θησαυρό, με τη μαγεία του παράξενου και πανέμορφου τοπίου γύρω του, με τη συμπεριφορά και την εξαιρετική ευγένεια που έδειχναν προς το πρόσωπο του ο κ. και η κ. Μαρς, ο Λαστ ζούσε σαν μέσα σ' όνειρο. Συχνά έγραφε στους φίλους του και τους μετέφερε τις υπέροχες εμπειρίες του, και κάθε φορά που ο Ζουτς και ο Νόελ συναντιούνταν τυχαία στο Σαν, το Ντογκ, ή το Τριπλ Ταν, κουβέντιαζαν και σχολίαζαν την ευτυχία του φίλου τους.

—Είναι πολύ περήφανος για το μαθητή του, τόνισε μια μέρα ο Ζουτς.

—Και καταγοητευμένος απ' το περιβάλλον, απάντησε ο Νόελ, έχοντας στο μυαλό του τα λυρικά λόγια με τα οποία ο Λαστ περιέγραφε στα γράμματα του το δάσος, το ποτάμι και το Λευκό Οίκο. Όμως, timeo Hesperides et dona ferentes. Εγώ προ-σωπικά δεν αγαπώ τη Δυτική Αγγλία. Όπως έλεγε ένας φίλος

Page 124: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 131

από κείνα τα μέρη, είναι η γη της μαγείας και της ψευδαίσθη-σης. Ποτέ δε γνωρίζεις τι θα σου συμβεί την κάθε στιγμή. Ευ-τυχώς που ο Σαίξπηρ έζησε στα δικά μας μέρη. Αν το Στράτ-φορντ βρισκόταν είκοσι ή τριάντα μίλια δυτικότερα... Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Είμαι σίγουρος ότι μόνο νεραϊδοχρυσάφι βγαίνει απ' τα χρυσωρυχεία της Ουαλίας. Και ξέρεις πολύ καλά τι σημαίνει αυτό.

Στο μεταξύ, μακριά απ' τα φώτα και τη βουή του Στραντ, ο Λαστ συνέχισε να ζει και να δουλεύει ευτυχισμένος στο σπίτι κάτω απ' το μεγάλο δάσος. Όμως πριν περάσει πολύς καιρός, δέχτηκε το πρώτο σοκ. Ένα απόγευμα, ανάμεσα στην ώρα του τσαγιού και του δείπνου, βγήκε για βόλτα στον κήπο. Για κείνη τη μέρα είχε τελειώσει τη δουλειά του και, νιώθοντας την επι-θυμία να καπνίσει και να ξεκουραστεί, μπήκε στο πέτρινο κα-λοκαιρινό σπιτάκι —ή, μάλλον, περίπτερο— που ήταν χτισμένο στην άκρη της πρασιάς, ανάμεσα σε μια συστάδα σκιερά και δροσερά λιόπρινα. Εδώ μπορούσες να καθίσεις και να θαυμάσεις το ασημόχρωμο ποτάμι και το γκρίζο αρχαίο γεφύρι του. Ήταν, λοιπόν, έτοιμος να κάτσει όταν πρόσεξε ένα βιβλίο στο τραπέζι μπροστά του. Το πήρε, το κοίταξε και του κόπηκε η ανάσα. Γύρισε μερικές σελίδες και σωριάστηκε σαστισμένος στον ξύ-λινο πάγκο. Ο κ. Μαρς επανειλημμένα του είχε πει ότι δε διά-βαζε βιβλία. «Έμαθα απλώς να διαβάζω και να γράφω, τίποτα περισσότερο», ήταν τα λόγια του, «όταν ξεκίνησα το εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Από τότε ήμουν συνεχώς απασχολημένος και φοβάμαι ότι τώρα πια είναι πολύ αργά για να κερδίσω το χαμένο χρόνο». Πράγματι, ο Λαστ είχε προσέξει ότι, παρόλο που ο Μαρς συνήθιζε να είναι αρκετά προσεκτικός όταν μιλού-σε, ενίοτε παραπάνω προσεκτικός από όσο έπρεπε, πολύ συχνά, ωστόσο, πάνω στη θέρμη της κουβέντας, παρασυρόταν κι έκανε σοβαρά λάθη· για παράδειγμα, πολύ συχνά πρόφερε «fax» εν-νοώντας «facts». Και όμως, απ' ό,τι φαινόταν, όχι μόνο είχε βρει χρόνο για μελέτη, αλλά είχε επίσης αποχτήσει αρκετές γνώσεις ώστε να καταλαβαίνει τα λατινικά μιας τρομερής πραγματείας της Αναγέννησης, που ήταν ελάχιστα γνωστή ακόμα και στους βιβλιοσυλλέκτες. Ο Λαστ είχε ακούσει αρκετά γι' αυτό το βι-βλίο της φρίκης που κρατούσε τώρα στα χέρια του· οι λίγες

Page 125: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

132 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

σελίδες του που είχε διατρέξει βιαστικά, αποδείκνυαν ότι του άξιζε το κακό όνομα και η τρομερή φήμη που το συνόδευε.

Ήταν μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Αλλά, στο κάτω κάτω, η ηθική του εργοδότη του ήταν κάτι που δεν τον αφορούσε. Όμως γιατί ο Μαρς του είχε αραδιάσει τόσα ψέματα; Θυμήθηκε τι του είχε πει γι' αυτόν η μις Πίλινερ· του είχε καταλογίσει «έλλειψη καλοσύνης» και είχε εντοπίσει κάποια ψυχρότητα πί-σω από την ευγένεια και τους καλούς τρόπους του. Η μις Πίλι-νερ ήταν σίγουρα έξυπνη γυναίκα και είχε δίκιο: ο κ. Μαρς δεν ήταν ειλικρινής.

Ο Λαστ άφησε το παλιό βιβλίο πάνω στο τραπέζι του καλο-καιρινού περιπτέρου και βγήκε ξανά στον κήπο. Για πολλή ώρα βάδιζε πάνω κάτω αναστατωμένος. Αργότερα στο δείπνο δεν κατάφερε να κρύψει την αμηχανία του και προσπάθησε να δι-καιολογηθεί λέγοντας ότι είχε πονοκέφαλο. Ο κ. Μαρς ήταν, όπως συνήθως, γλυκός και ευχάριστος, ενώ η γυναίκα του δή-λωσε κι αυτή αδιάθετη. Είχε κοιμηθεί ελάχιστα την περασμένη νύχτα, παραπονέθηκε, και τώρα ένιωθε το κεφάλι της βαρύ και κουρασμένο. Ο Λαστ, θαυμάζοντας γι' άλλη μια φορά την ομορ-φιά της, παραδέχτηκε από μέσα του ότι και σ' αυτή την περί-πτωση η μις Πίλινερ είχε δίκιο. Εκτός από την κούραση της στιγμής, υπήρχε όντως μια τροπική νωχέλεια και ατονία στα χαρακτηριστικά της κ. Μαρς, κάτι που θύμιζε καυτές νύχτες και τη βαριά μυρωδιά παράξενων κι εξωτικών λουλουδιών.

Ο Μαρς σερβίρισε μαζί με το μαύρο καφέ ένα πολύ σπάνιο μπράντι, τονίζοντας ότι αυτό το -ποτό θεράπευε ακόμα και ανά-πηρους· μάλιστα ήπιε κι ο ίδιος ένα ποτήρι. Και πράγματι, ο Λαστ αναγκάστηκε να ομολογήσει στον εαυτό του ότι ένιωθε πολύ καλύτερα μετά το καλό φαγητό, το καλό κρασί και το σπάνιο μπράντι. Ήταν ταπεινωτικό, ίσως, αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι το στομάχι του παραήταν δυνατό και ανθεκτικό. Τελικά, πήγε νωρίς στο δωμάτιο του και στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο για να καπνίσει την τελευταία πίπα της ημέ-ρας. Στ' αφτιά του έφτανε η καθησυχαστική βουή του ποταμού που κυλούσε μες στην ήρεμη κοιλάδα. Ρουφώντας ηδονικά τον καπνό και ατενίζοντας το σκοτεινιασμένο κάμπο πέρα απ' τα νερά, κατάφερε να πείσει τον εαυτό του ότι η ανειλικρίνεια του

Page 126: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 133

Μαρς δεν τον αφορούσε και προσπάθησε να την εξηγήσει λο-γικά.

«Βρίσκομαι», συλλογίστηκε, «μπροστά σε μια μορφή της α-σθένειας του Μπάουντερμπι. Ο Μπάουντερμπι έλεγε.ότι στα νιάτα του ήταν ένας πάμπτωχος, πεινασμένος και καταφρονεμέ-νος παρίας. Ο Μαρς λέει ότι ξεκίνησε να δουλεύει προτού καν βρει το χρόνο να μάθει οτιδήποτε. Ο Μπάουντερμπι έλεγε ψέ-ματα, όπως, χωρίς αμφιβολία, λέει ψέματα κι ο Μαρς. Το κλα-σικό κόλπο των πλουσίων: για να μεγαλοποιήσουν τα τελευταία κατορθώματά τους, μεγαλοποιούν τη νεανική δυστυχία τους».

Την ώρα που έπεφτε στο κρεβάτι για ύπνο, είχε πλέον πείσει τον εαυτό του ότι ο Μαρς είχε φοιτήσει σ' ένα πολύ καλό σχολείο, όπου είχε μάθει θαυμάσια λατινικά.

Το επόμενο πρωί ο Λαστ ξύπνησε μάλλον ευδιάθετος. Αναμ-φίβολα ήταν κρίμα που ο Μαρς επέτρεπε στον εαυτό του να φέρεται τόσο υποκριτικά· απ' την άλλη, το γούστο του για τα βιβλία ήταν στ' αλήθεια αξιοθρήνητο —αλλά στο κάτω κάτω ήταν δική του δουλειά. Όσο για τον Λαστ, ο μαθητής του φρό-ντιζε να τον αποζημιώνει για όλα. Όντως, αυτό το παιδί μάθαινε τόσο γρήγορα την αγγλική γραμματική, που ο παιδαγωγός του σκέφτηκε ότι σε λίγο καιρό θα μπορούσε να αρχίσει να του διδάσκει λατινικά. Ανακοίνωσε αυτή του την πρόθεση ένα βρά-δυ στο δείπνο, κοιτάζοντας τον κ. Μαρς κάπως ειρωνικά. Όμως εκείνος δεν έδειξε ότι το βέλος του Λαστ τον είχε αγγίξει εκεί που πονούσε.

—Αυτό σημαίνει ότι είχα δίκιο, παρατήρησε ατάραχος. Πά-ντα υποστήριζα ότι είναι λάθος να αναγκάζεις ένα παιδί να μάθει κάτι προτού αποδειχτεί ότι είναι έτοιμο να δεχτεί τη γνώση. Δυστυχώς, οι άνθρωποι δε σκέφτονται κατ' αυτό τον τρόπο, και στις εννιά από τις δέκα περιπτώσεις τα μικρά παιδιά αποβλακώ-νονται εφ' όρου ζωής. Πάρτε την περίπτωση του Χένρι· μέχρι τώρα τον κράτησα μακριά από τα βιβλία και, όπως βλέπετε, δεν έχασε δα και τίποτα σπουδαίο. Είναι πλέον ώριμος για τη γνώση και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι μέσα σε έξι μήνες θα έχει μάθει περισσότερα απ' όσα γνωρίζει ένα αγόρι που έχει πάει στο σχολείο έξι χρόνια.

Ίσως να 'ταν κι έτσι, σκέφτηκε ο Λαστ· αλλά κατά βάθος

Page 127: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

13 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

ήταν βέβαιος ότι η ραγδαία πρόοδος του μικρού οφειλόταν μάλ-λον στο εξαιρετικό μυαλό του παρά στο σύστημα, ή την ανυπαρ-ξία συστήματος, του πατέρα του. Τέλος πάντων, ό,τι κι αν συ-νέβαινε, ήταν απόλαυση να κάνεις μάθημα σ' έναν τέτοιο μα-θητή. Κι απ' ό,τι φαινόταν, η ενασχόληση του Χένρι με τα βιβλία δεν ασκούσε καμιά βλαπτική επίδραση στο πνεύμα του. Δυστυχώς, όμως, δεν έκανε παρέα με άλλα παιδιά της ηλικίας του, γιατί οι ντόπιοι που έμεναν κοντά στο Λευκό Οίκο, μη γνωρίζοντας αν οι Μαρς σκόπευαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην περιοχή ή αν ήταν απλώς επισκέπτες, ήταν ιδιαίτερα φει-δωλοί στις επισκέψεις τους. Ωστόσο μια φορά τους επισκέφθη-καν ο εφημέριος με τη γυναίκα του· εκείνη ήταν χαρωπή, εύθυμη και φλύαρη, ενώ ο άντρας της λιγομίλητος και κάπως ψυχρός. Όπως έμαθαν οι Μαρς, στα νιάτα του είχε επιδοθεί με μεγάλη επιτυχία στη μελέτη των μαθηματικών, ενώ τώρα μοίραζε τον ελεύθερο χρόνο του ανάμεσα στην αγάπη του για την κηπουρι-κή και την προσπάθεια του να κατασκευάσει μια ιπτάμενη μη-χανή. Η πρώτη εντύπωση που σχημάτισαν μόλις μίλησαν μαζί του, ήταν ότι επρόκειτο για άνθρωπο ιδιόρρυθμο και λιγάκι εκ-κεντρικό. Ο ίδιος δεν τους επισκέφθηκε ξανά, αλλά η κ. Γουίν-σλοου διέσχισε πολλές φορές το δάσος και ήρθε στο Λευκό Οίκο παρέα με τα δυο παιδιά της: τη Νάνσι, μια όμορφη ξανθιά δεκαεφτάχρονη κοπέλα, και τον Τεντ, ένα αγόρι έντεκα με δώ-δεκα ετών, από κείνα που ο Λαστ θα κατέτασσε, χωρίς δεύτερη σκέψη, σ' αυτούς που αποκαλούσε «μπουμπουνοκέφαλους». Πράγματι, ο Τεντ ήταν ένα πλαδαρό και χοντρό παιδί με φου-σκωτά μάγουλα, μικρά μάτια και κάτι απ' την έκφραση νεαρού μπουλντόγκ. Κάθε φορά που έρχονται οι Γουίνσλοου στο Λευκό Οίκο, αμέσως μετά το τσάι, η Νάνσι οργάνωνε για τα δυο αγόρια παιχνίδια στον κήπο, στα οποία αρκετά συχνά συμμετείχε κι η ίδια με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Ο Χένρι, που πέρα απ' τους γονείς του δεν είχε γνωρίσει φίλους στη ζωή του και, πιθανό-τατα, δεν είχε παίξει ποτέ του κανένα παιχνίδι, τσίριζε χαρού-μενος, έτρεχε από δω κι από κει, κρυβόταν πίσω απ' το καλο-καιρινό περίπτερο και γλιστρούσε με μεγάλη χάρη ανάμεσα στις φασολιές, ενώ ο Τεντ τον ακολουθούσε πάντα κατσουφια-σμένος. Στο κάτω κάτω ήταν σε διακοπές, και η έκφραση του

Page 128: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 13

προσώπου του έδειχνε ότι όλα αυτά τα παιχνίδια τα θεωρούσε κοριτσίστικα και ανόητα. Αντίθετα, ο Λαστ χαιρόταν που έβλεπε το μαθητή του τόσο ζωηρό και ορεξάτο για παιχνίδι —απόδειξη ότι, παρά την ευφυία και την ωριμότητά του, κατά βάθος εξακολουθούσε να παραμένει παιδί. Μια φορά, όμως, που η Νάνσι Γουίνσλοου τον πήρε στα γόνατά της, ο μικρός Χένρι φάνηκε να δυσαρεστείται· ίσως να φοβήθηκε τη βλοσυρή ματιά του Τεντ. Πράγματι, το νεαρό μπουλντόγκ τον κοίταξε άγρια σαν να ντρεπόταν που έκανε παρέα με ένα τόσο μικρό παιδί. Την επόμενη φορά που η κ. Γουίνσλοου ήρθε στο Λευκό Οίκο για τσάι, ο Τεντ προφασίστηκε διπλωματικό πονοκέφαλο και έμεινε στο σπίτι. Αλλά η Νάνσι δεν πτοήθηκε· σκαρφίστηκε παιχνίδια που μπορούσε να παίξει μόνη της με τον Χένρι, και μετά από λίγη ώρα σε ολόκληρο τον κήπο αντηχούσαν οι φωνές και οι χαρούμενες κραυγές τους. Κάποια στιγμή ο Χένρι της πρότεινε να πάνε να της δείξει μια όμορφη πηγή που είχε ανακαλύψει στο δάσος· ξεπηδούσε, της είπε, από τις ρίζες ενός ψηλού έλατου. Αλλά η κ. Μαρς δεν τους άφησε να απομακρυνθούν γιατί ήταν αργά και μπορεί να χάνονταν στο δάσος.

Ο Λαστ είχε σχεδόν ξεχάσει πια το δυσάρεστο περιστατικό με εκείνο το χυδαίο βιβλίο στο καλοκαιρινό περίπτερο. Σ' ένα γράμμα του στον Νόελ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ο εργοδότης του ήταν ένας παμπόνηρος γερο-κατεργάρης, αλλά ο ίδιος δεν είχε παράπονο, όπως τόνιζε, ο κ. Μαρς του φερόταν πολύ έντιμα. Συνέχιζε, λοιπόν, να κάνει τη δουλειά του όσο καλύτερα μπο-ρούσε και ενδιαφερόταν μόνο για το έργο του. Ωστόσο, μερικές φορές, οι αμφιβολίες και οι φόβοι του για τον πατέρα του Χένρι επανέρχονταν. Κάποια νύχτα συνέβη κάτι πολύ άσχημο και βρόμικο σ' ένα χωριουδάκι δυο μίλια μακριά από το Λευκό Οίκο. Ένα κορίτσι, δώδεκα ή δεκατριών χρονών, που γύριζε στο σπίτι της μετά από μια επίσκεψη σ' ένα γειτονικό χωριό, δέχτηκε επίθεση από κάποιον άγνωστο που την κακοποίησε άγρια. Το κάθαρμα εκείνο παράτησε τη μικρή στη μαύρη σκο-τεινιά του δάσους, λίγο πιο πέρα από το μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι της. Ένας άντρας που τα κουτσόπινε μέχρι αργά στο Φοξ εντ Χάουντς άκουσε ξαφνικά κραυγές και ουρλιαχτά μες στη νύχτα —«λες και κάποιον τον είχε πιάσει κρίση», είπε αρ-

Page 129: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

13 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

γότερα— και έτρεξε αμέσως στο δάσος, όπου βρήκε το κορίτσι σε φριχτή κατάσταση. Από κείνη τη νύχτα το δύστυχο πλάσμα δε συνήλθε ποτέ. Ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που είχε υποστεί ώστε δεν κατάφερε ούτε καν να περιγράψει αυτόν που της είχε επιτεθεί. Μόνο μια φορά φάνηκε να θυμάται κάτι και μπόρεσε να πει ότι είχε νιώσει κάποιον να την πλησιάζει από πίσω, τίποτε περισσότερο. Όσο κι αν προσπάθησαν οι δικοί της, στά-θηκε αδύνατο να τη βάλουν να τους περιγράψει κάποιον που, πιθανότατα, δεν είχε καν δει. Φυσικά, η φριχτή αυτή ιστορία έγινε πρωτοσέλιδο στην τοπική εφημερίδα και μια νύχτα, λίγες μέρες αργότερα, καθώς ο Λαστ και ο Μαρς κάθονταν και κάπνι-ζαν μετά το δείπνο, ο παιδαγωγός έφερε ασυναίσθητα την κου-βέντα σ' αυτή την υπόθεση · είπε κάτι για την αντίθεση ανάμεσα στην ειρήνη, την ομορφιά και τη γαλήνη του τοπίου, και το αποτρόπαιο έγκλημα που είχε διαπραχθεί μέσα σ' ένα τόσο μαγευτικό σκηνικό. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση του και αντίκρισε τον Μαρς να τον κοιτάζει κατάχλομος. Πριν προλάβει να ρωτήσει τι συνέβαινε, ο άλλος είχε σηκωθεί απ' την καρέκλα του και περπατούσε πάνω κάτω ψιθυρίζοντας, «φρι-χτή δουλειά, είναι ντροπή»· και όταν ξανακάθισε, με το φως της λάμπας να τρεμοπαίζει στο τραπέζι, ο Λαστ αντίκρισε κατάπλη-κτος το πρόσωπο ενός τρομοκρατημένου ανθρώπου. Τα χέρια του Μαρς έτρεμαν για μια στιγμή κάτι πήγε να πει, αλλά τα χείλη του δεν άνοιξαν στα μάτια του ήταν γραμμένος ο τρόμος.

Ο Λαστ ταράχτηκε και ένιωσε έκπληξη με το θέαμα που α-ντίκριζε. Ήταν αδύνατο να καταλάβει για ποιο λόγο μερικές συμβατικές φράσεις είχαν τρομάξει τόσο πολύ τον συνομιλητή του. Για να μπαλώσει τα πράγματα αποφάσισε να πει κάτι ακόμα πιο συμβατικό· χαμογελώντας άρχισε να ψελλίζει ότι η εξωτε-ρική ομορφιά της φύσης ποτέ δεν είναι αρκετή για να σε προ-φυλάξει από το έγκλημα ή το κακό σε οποιαδήποτε μορφή του. Όμως το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από αυτό που περίμενε. Αντί να ηρεμήσει, ο Μαρς ταράχτηκε περισσότερο· σηκώθηκε ξανά απ' την καρέκλα και χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στο τραπέζι.

—Σας παρακαλώ, κ. Λαστ, φώναξε, σταματήστε! Μην πείτε τίποτε άλλο. Και εγώ και η κ. Μαρς αναστατωθήκαμε μόλις το

Page 130: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 13

μάθαμε. Τρομάζουμε στη σκέψη ότι φέραμε το παιδί μας εδώ, σ' ένα ήσυχο, όπως πιστεύαμε, μέρος, όπου η αθώα και άδολη ψυχή του μπορεί να μολυνθεί απ' τη φρίκη αυτού το αποτρό-παιου περιστατικού. Φυσικά δώσαμε εντολή στους υπηρέτες να μην πουν ούτε λέξη γι' αυτό το θλιβερό συμβάν μπροστά στον Χένρι· αλλά γνωρίζετε τι είναι οι υπηρέτες και πόσο ευαίσθητα αφτιά έχουν τα μικρά παιδιά. Μια ή δυο τυχαίες λέξεις μπορούν να ριζώσουν στο μυαλό ενός παιδιού και να μολύνουν για πάντα την ψυχή του. Μόνο που το σκέφτομαι ανατριχιάζω. Ασφαλώς θα προσέξατε πόσο στενοχωρημένη είναι η κ. Μαρς τις τελευ-ταίες μέρες. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα ξεχάσουμε όλα, και ας ελπίσουμε ότι δεν έχει γίνει ακόμα το κακό.

Ο Λαστ ψέλλισε κάποιες απολογητικές φράσεις και η συζή-τησε στράφηκε σε άλλα ασφαλέστερα μονοπάτια. Αλλά όταν ο παιδαγωγός έμεινε μόνος, αναλογίστηκε όσα περίεργα είχε δει και ακούσει. Σκέφτηκε ότι το βλέμμα του Μαρς δεν ταίριαζε με όσα έλεγε το στόμα του. Είχε μιλήσει σαν αφοσιωμένος πατέρας που φοβόταν ότι το μικρό παιδί του θα επηρεαζόταν άσχημα αν άκουγε τους υπηρέτες να μιλούν για ένα φριχτό και αποτρόπαιο έγκλημα. Όμως στο βλέμμα του, την ώρα που μιλούσε, ήταν ζωγραφισμένος ο τρόμος, ένας τρόμος σαν αυτόν που αισθάνεται ο θανατοποινίτης όταν αντικρίζει την αγχόνη. Απ' την άλλη, όμως, ήταν κι εκείνη η αναφορά στη σύζυγο του. Ο Λαστ είχε προσέξει ότι μετά το έγκλημα του δάσους κάτι είχε αλλάξει στις σχέσεις του κ. και της κ. Μαρς. Ενώ μέχρι τότε η Αραμπέλα ήταν μια αρκετά βολική και καλοκάγαθη γυναίκα, τώρα τελευ-ταία διέκρινες στο βλέμμα της μια συγκρατημένη οργή, ένα καυτό συναίσθημα ζήλιας, τη λύσσα της περιφρονημένης καλ-λονής. Συνήθως η κ. Μαρς μιλούσε λίγο και οι φράσεις της ήταν σύντομες και ψυχρές· αλλά μετά το έγκλημα του δάσους, ήταν ολοφάνερο ότι μέσα στην κάθε λέξη που πρόφερε το στόμα της σιγόκαιγαν φωτιές. Ο Λαστ απορούσε με όλα αυτά, μα δεν τολ-μούσε να ρωτήσει τι συνέβαινε —στο κάτω κάτω δεν τον αφο-ρούσαν και ήταν αποφασισμένος να μην ασχολείται με τίποτε άλλο πέρα απ' τη δουλειά του. Ήταν φως φανάρι όμως ότι υπήρχαν κάποιες διαφωνίες ανάμεσα σ' αυτήν και τον άντρα

Page 131: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

13 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

της· ίσως να μη συμφωνούσαν για τη διακόσμηση του σαλονιού ή για το αν έπρεπε να νοικιάσουν ένα μεγάλο πιάνο. Βέβαια, ποτέ δεν του είχε περάσει απ' το μυαλό η σκέψη να συνδέσει την αλλαγμένη συμπεριφορά της κ. Μαρς με το έγκλημα του δάσους. Και τώρα ερχόταν ο Μαρς και του έλεγε ότι όλες αυτές οι γεμάτες ζήλια λυσσασμένες ματιές δεν ήταν παρά εκδηλώσεις τρυφερής μητρικής ανησυχίας. Όχι, αποκλείεται· δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε μια λέξη απ' τα λεγόμενα του. Πρόσθεσε τον μισοκρυμμένο τρόμο του κ. Μαρς στη μισοκρυμμένη οργή της γυναίκας του· θυμήθηκε το βιβλίο που είχε βρει στο καλοκαι-ριάτικο περίπτερο και ξανάφερε στο μυαλό του όσα φριχτά και βδελυρά είχαν συμβεί στο δάσος: φόβος και τρόμος κυρίεψαν την καρδιά του. Βέβαια, δεν κρατούσε κανένα αποδεικτικό στοι-χείο στα χέρια του. Όλα αυτά δεν ήταν παρά εικασίες. Όμως μέσα του ήταν σίγουρος πια· δεν είχε πλέον καμιά αμφιβολία. Στο κάτω κάτω δεν μπορούσε να δώσει άλλη εξήγηση. Οπότε, τι άλλο του έμενε να κάνει παρά να φύγει αμέσως από κείνο το τρομερό μέρος;

Ο Λαστ εκείνη τη νύχτα δεν είχε ύπνο. Γδύθηκε, ξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να στριφογυρίζει στο μισοσκόταδο της κα-λοκαιρινής νύχτας. Μετά από λίγο σηκώθηκε, άναψε τη λάμπα και ξαναντύθηκε, αναρωτώμενος αν θα ήταν καλύτερα να το σκάσει κρυφά, να διανύσει με τα πόδια τα οχτώ μίλια μέχρι το σταθμό και να φύγει με το πρώτο τρένο για το Λονδίνο. Δεν ήταν η απέχθεια για τον Μαρς και τα έργα του που τον έσπρωχνε να φύγει άρον άρον από τον Λευκό Οίκο· ήταν ο νεκρικός φόβος και ο τρόμος για οτιδήποτε μπορούσε να του συμβεί. Γιατί ήταν σίγουρος πλέον ότι η ζωή του θα διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, αν ο Μαρς μάντευε ότι υποψιαζόταν την αλήθεια· και ένας τόσο κακός άνθρωπος αποκλείεται να έδειχνε έλεος ή να τον σταμα-τούσαν ηθικοί ενδοιασμοί. Μπορεί ακόμα κι αυτήν τη στιγμή να στεκόταν και να παραμόνευε έξω απ' την πόρτα του δωματίου του. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε σ' αυτήν τη σκέψη και η καρδιά του ανατρίχιασε. Άρχισε να περπατά ξυπόλυτος πάνω κάτω στο δωμάτιο, σταματώντας κάθε λίγο και λιγάκι μήπως ακούσει μα-λακά βήματα στο διάδρομο. Κλείδωσε την πόρτα όσο πιο σιγα-νά μπορούσε και προσπάθησε να ηρεμήσει. Θα περίμενε μέχρι

Page 132: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 13

να ξημερώσει και να ξυπνήσουν οι υπηρέτες, και αμέσως μετά θα έβγαινε από το δωμάτιο και θα έφευγε για το σταθμό.

Όταν όμως άκουσε τους υπηρέτες να ξυπνούν και να αρχί-ζουν τη δουλειά τους, δίστασε. Το φως του ήλιου έλαμπε στην κοιλάδα, και η λευκή ομίχλη πάνω απ' το ασημένιο ποτάμι είχε αρχίσει να αραιώνει και να διαλύεται· ο γλυκός ανασασμός του δάσους περνούσε απ' το παράθυρο μες στο δωμάτιο του. Η μαύρη φρίκη και ο τρόμος της νύχτας σιγά σιγά εγκατέλειψαν το μυαλό του. Άρχισε να διστάζει, να αμφιβάλει για την κρίση του, να αναρωτιέται αν για τα μαύρα συμπεράσματα, στα οποία λίγες ώρες πριν είχε καταλήξει, έφταιγε ο πανικός της νύχτας. Οι μεταμεσονύχτιοι συλλογισμοί του φαίνονταν στο φως και τη λαμπρότητα της μέρας σαν παλιός, ξεθυμασμένος εφιάλτης· το πρωινό τραγούδι του φιλόδοξου κορυδαλλού γέμιζε σιγουριά την καρδιά του. Θυμήθηκε κάποια μεγάλη κουβέντα που του είχε πει ο Γκάραγουέι μετά από ένα υπέροχο δείπνο στο Ταρκ' ς Χεντ: ποτέ μην κάνεις το απίθανο οδηγό της ζωής σου. Το α-ποφάσισε, λοιπόν θα καθυστερούσε λίγο, θα περίμενε, θα κρα-τούσε τα μάτια του ορθάνοιχτα, και μόλις σιγουρευόταν ότι οι υποψίες του ήταν βάσιμες, θα περνούσε αιφνιδιαστικά στη δρά-ση. Όμως ίσως να άλλαξε γνώμη εξαιτίας της απροθυμίας του να εγκαταλείψει τον μικρό Χένρι, που η εξαιρετική εξυπνάδα και ευφυΐα του τον κατέπλησσαν όλο και πιο πολύ.

Ήταν ακόμα νωρίς όταν άφησε τελικά το δωμάτιο του και βγήκε έξω στον καθαρό πρωινό αέρα. Απόμενε ακόμα μια ώρα, μπορεί και παραπάνω για το πρόγευμα, και γι' αυτό προχώρησε στο μονοπάτι που άρχιζε μετά τον τοίχο που περιέβαλλε τον κήπο και οδηγούσε στο λόφο και στην καρδιά του δάσους. Στα-μάτησε για μια στιγμή στη γωνία και έστρεψε το βλέμμα του στο ποτάμι που κυλούσε ορμητικά στην όμορφη κοιλάδα. Καθώς στεκόταν εκεί και θαύμαζε τη μαγεία και την ομορφιά της φύ-σης, άκουσε απαλά βήματα να πλησιάζουν στην άλλη πλευρά του τοίχου και δυο φωνές να κουβεντιάζουν ψιθυριστά. Αμέσως μετά, μόλις τα βήματα πλησίασαν, η μια φωνή υψώθηκε λίγο και ο Λαστ άκουσε την κ. Μαρς να μιλά.

—Είμαι, λοιπόν, πολύ μεγάλη για σένα, έτσι; Αλλά κι ένα κορίτσι δεκατριών ετών παραείναι νέο, δε νομίζεις; Μήπως σκο-

Page 133: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

1 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

πεύεις την επόμενη φορά που θα πας στο δάσος να πάρεις από πίσω καμιά δεκαεφτάρα; Τι κρίμα, αν σκεφτείς τι έχω κάνει για σένα όλα αυτά τα χρόνια.

Η κ. Μαρς μίλησε χωρίς να πάρει ανάσα και δίχως ίχνος ντροπής στη φωνή της. Ξαφνικά όμως σταμάτησε· ίσως να την έπνιγε η οργή. Σε απάντηση των όσων είπε ακούστηκε ένας ειρωνικός καγχασμός· προφανώς ο Μαρς περιφρονούσε τόσο πολύ τη γυναίκα του που δεν καταδέχτηκε ούτε καν να της μι-λήσει.

Με μεγάλη προσοχή για να μην ακουστεί, αλλά και πολύ γρήγορα, ο Λαστ, ο άνθρωπος με το γκρίζο πρόσωπο και τα έκπληκτα μάτια, απομακρύνθηκε από το Λευκό Οίκο για να σώσει τη ζωή του. Ύστερα από ώρα, όταν είχε βγει πια στο δρόμο, μακριά απ' τα χωράφια και τα θαμνόδεντρα, επιβράδυνε το βήμα του, αλλά δε σταμάτησε ούτε στιγμή μέχρι που έφτασε ανακουφισμένος στους βρόμικους δρόμους της μεγάλης βιομη-χανικής πόλης. Πήγε κατευθείαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Το πρώτο εξπρές για το Λονδίνο αναχωρούσε μετά από μια ώρα. Άρα, είχε αρκετό χρόνο στη διάθεση του για πρόγευμα —που αυτήν τη φορά δεν ήταν παρά ένα σκέτο μπράντι.

III

Ο παιδαγωγός ξαναγύρισε στην παλιά ζωή και τις παλιές του συνήθειες, και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να ξε-χάσει το παράξενο και φριχτό ιντερμέδιο του Λευκού Οίκου. Σύντομα ξαναμάζεψε γύρω του τους «μπουμπουνοκέφαλους» μα-θητές του. Το καλοκαίρι έκανε φροντιστήρια σε μετεξεταστέους τελειόφοιτους και, σε γενικές γραμμές, ήταν ικανοποιημένος απ' την πορεία των πραγμάτων. Κάποιες φορές που προσπαθούσε να πείσει τους μαθητές του ότι τα ελληνικά και τα λατινικά ήταν γλώσσες που κάποτε τις μιλούσαν ανθρώπινα όντα και όχι αινίγματα δίχως νόημα, επινοημένα χάριν παιδιάς απ' τους δαί-μονες, θυμόταν με θλίψη τον μικρό Χένρι, το μόνο μαθητή που είχε συναντήσει στη ζωή του, ο οποίος διψούσε για μάθηση και κατανοούσε τα πάντα. Κάτι τέτοιες στιγμές συλλογιζόταν ότι

Page 134: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 1

είχε φερθεί δειλά, αφήνοντας εκείνο το υπέροχο παιδί ανυπερά-σπιστο στο έλεος των κακόβουλων και βδελυρών γονιών του. Αλλά και πάλι, τι θα μπορούσε να κάνει για να τον γλιτώσει; Όπως και να 'χε, τρόμαζε στη σκέψη ότι ο Χένρι αργά ή γρήγορα θα διαφθειρόταν απ' τους απαίσιους γονείς του, καθώς θα μεγάλωνε μέσα στη βρομιά των ανομημάτων τους.

Στους παλιούς του φίλους δε μίλησε καθόλου γι' αυτή την τρομερή ιστορία. Ένα βράδυ, όμως, που έτρωγαν σε μια ταβέρ-να, άφησε να εννοηθεί ότι δεν του άρεσε καθόλου η Δυτική Αγγλία, και γι' αυτόν το λόγο είχε παραιτηθεί απ' τη δουλειά του. Οι φίλοι του κατάλαβαν ότι κάτι δεν είχε πάει καλά και, μη θέλοντας να ξύσουν ανοιχτές πληγές, προτίμησαν να μην του κάνουν καμιά ερώτηση και η συζήτηση στράφηκε στα παλιά βιβλία και τις μπριζόλες. Όλοι συμφώνησαν ότι οι μπριζόλες που έτρωγαν ήταν σχεδόν άψητες και κάλεσαν το σερβιτόρο τον Γουίλιαμ για να του παραπονεθούν. Ο δυστυχής δεν ήξερε τι να πει και τους άκουγε σαστισμένος. Μα καλά, του φώναξαν όλοι μαζί, δε γνώριζε ότι οι χριστιανοί, σε αντίθεση με τους Οτεντό-τους, τρώνε το κρέας τους καλοψημένο και όχι ωμό; Τελικά ο σοβαρός και καλοκάγαθος σερβιτόρος δοκίμασε ένα κομματάκι από μια μπριζόλα και συμφώνησε ότι είχαν δίκιο· πράγματι, το κρέας δεν τρωγόταν. Ζήτησε, λοιπόν, συγνώμη και τους πρότει-νε, μια και δεν υπήρχαν εκείνο το βράδυ ψητά πιτσουνάκια, να φάνε ένα σπέσιαλ τρυφερό φιλέτο μοσχαριού. Η πρότασή του έγινε δεκτή και, όπως αποδείχτηκε, το φιλέτο ήταν υπέροχο. Στη συνέχεια η συζήτηση στράφηκε στις επιδόσεις της φλωρε-ντινής χορωδίας του ναού του Αγίου Ιωάννη στο Στραντ. Η βραδιά έκλεισε με φίνο γαλλικό πορτό.

Ήταν πολλά χρόνια μετά, όταν η παλιά ζωή του είχε πάρει πια την κάτω βόλτα, που ο Λαστ έμαθε τελικά την αλήθεια για τα γεγονότα που τον είχαν αναγκάσει να εγκαταλείψει το Λευκό Οίκο. Τρεις βδελυροί άνθρωποι δικάζονταν στο Ολντ Μπέιλ: ένας άντρας με βλέμμα ψόφιου φιδιού, μια χοντρή αξιοθρήνητη γυναίκα με κρεμαστά μάγουλα και κάποια αδιόρατα ίχνη ξεθω-ριασμένης ομορφιάς στα μάτια, και, προς μεγάλη έκπληξη όλων όσων δεν ήξεραν τα γεγονότα, ένα πανέμορφο αγοράκι. Αυτοί

Page 135: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

1 2 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

που το είδαν στο δικαστήριο δήλωναν ότι η ηλικία του δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα εννιά ή δέκα χρόνια· όμως στην πραγ-ματικότητα αποδείχτηκε ότι ήταν κάπου πενήντα με εξήντα, μπορεί και παραπάνω.

Η κατηγορούσα αρχή καταλόγιζε σ' αυτούς τους ανθρώπους ένα πρωτάκουστο και αποτρόπαιο έγκλημα. Κατηγορούνταν με το όνομα Μέιλι, το όνομα που έφεραν τη στιγμή της σύλληψης τους· αλλά αποδείχτηκε στο τέλος της δίκης ότι είχαν αλλάξει πολλές φορές όνομα στη ζωή τους: Μέιλι, Ντεσπάς, Λάρτιγκαν, Ντελαρί, Φάλκον, Λεκόσικ, Χάμοντ, Μαρς, Χάρινγκουερθ. Α-ποδείχτηκε επίσης ότι αυτός που έμοιαζε με παιδί, τον οποίο ο Λαστ είχε γνωρίσει ως Χένρι Μαρς, δεν είχε καμιά σχέση με τους δυο άλλους συγκατηγορούμενούς του. Η καταγωγή του «Χένρι» παρέμενε σκοτεινή. Όπως υποστήριξαν μερικοί, πρέπει να ήταν νόθος γιος ενός εγγλέζου ευγενούς που είχε χρηματίσει για πολλά χρόνια πρέσβης της Βρετανίας στην Άπω Ανατολή. Όσο για τη μητέρα του, τίποτα δεν ήταν γνωστό. Ο «Χένρι» απ' τα πρώτα χρόνια της ζωής του είχε δώσει δείγματα μεγάλης ευφυίας και όταν ο πατέρας του πέθανε, σε βαθιά γεράματα, βρέθηκε ξαφνικά κάτοχος, σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, μιας τεράστιας περιουσίας. Όμως ο Άρθουρ Γουέσλεϊ, όπως ήταν τότε γνωστός, ήταν πολύ κοντός για την ηλικία του και δεν ψήλωσε καθόλου καθώς μεγάλωνε, ενώ το πρόσωπο του παρέ-μεινε πρόσωπο μικρού παιδιού, εφτά ή οχτώ χρονών. Για τους λόγους αυτούς δε φοίτησε ποτέ σε κανένα σχολείο και μορφώ-θηκε παρακολουθώντας ιδιαίτερα μαθήματα. Μόλις ενηλικιώθη-κε, οι επίτροποι και οι διαχειριστές της κληρονομιάς έζησαν την πρωτόγνωρη εμπειρία να παραδώσουν μια τεράστια περιου-σία στα χέρια ενός νέου που έμοιαζε με μικρό παιδί. Λίγον καιρό μετά, ο Άρθουρ Γουέσλεϊ εξαφανίστηκε. Σύμφωνα με διάφορες ανεξακρίβωτες φήμες, επανεμφανιζόταν κατά καιρούς σε διάφο-ρα μέρη της Γης. Κάποιοι διέδωσαν ότι εμφανίστηκε μια φορά σαν «φάντης μπαστούνι» σε κάποιες ανεξερεύνητες, τότε, περιο-χές της Αφρικής, την εποχή που το Όρος της Σελήνης εξακο-λουθούσε να αποτυπώνεται στους χάρτες. Αργότερα έγινε γνω-στό ότι είχε πάει να εξερευνήσει τις πηγές του Αμαζονίου, απ' όπου ποτέ δεν επέστρεψε. Αλλά μετά από λίγα χρόνια, κάποιος

Page 136: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 1 3

που πρέπει να ήταν ο Άρθουρ Γουέσλεϊ βρέθηκε μπλεγμένος σε κάτι βρομοδουλειές στο Μακάο. Ήταν λίγο μετά από κείνη την εποχή, που, σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, διαπίστωσε ότι χρειαζόταν «κάλυψη» —αυτή ακριβώς ήταν η λέξη που χρησι-μοποίησε ο εισαγγελέας. Η έντονη εκ φύσεως προσωπικότητά του τραβούσε την προσοχή των άλλων στα κατορθώματά του, που, για να λέμε την αλήθεια, τις περισσότερες φορές, ή μάλλον πάντοτε, δεν ήταν παρά καθαρές παρανομίες. Ο Γουέσλεϊ κά-ποια στιγμή κατάλαβε ότι, ζώντας απ' την πλευρά του κακού, ήταν ανάγκη να περνά απαρατήρητος. Κάπου, λοιπόν, στην Α-νατολή συνάντησε τους δυο συγκατηγορούμενούς του. Η Αρα-μπέλα Μάνινγκ, γόνος αξιοσέβαστης οικογένειας του Γουίλ-τσάιαρ, είχε πάει στην Ασία για να εργαστεί σαν γκουβερνάντα, αλλά σύντομα βρέθηκε ανακατεμένη σε άλλες δουλειές. Όσο για τον Μίερς, ήταν υπάλληλος ενός εμπορικού οίκου της Σα-γκάης, απ' όπου κάποια στιγμή απολύθηκε για απάτη σε βάρος των εργοδοτών του. Η εταιρεία δεν τον κυνήγησε δικαστικά και ο Μίερς έφυγε και πήγε... εκεί όπου τον συνάντησε ο Άρθουρ Γουέσλεϊ. Τότε ακριβώς ο τελευταίος συνέλαβε το ιδιοφυές σχέ-διο του: η Μάνινγκ και ο Μίερς θα υποκρίνονταν ότι ήταν ο κ. και η κ. Μαρς, και ο Άρθουρ θα γινόταν το παιδί τους. Το σχέδιο τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή. Οι δυο «σύζυγοι» πληρώ-θηκαν καλά για τις υπηρεσίες τους· η Αραμπέλα μάλιστα έγινε μαιτρέσα του Άρθουρ, και για κάμποσα χρόνια τον συντρόφευε στις ήπιες και γλυκές στιγμές του. Κάπου κάπου η «οικογένεια» προσλάμβανε και κάποιο παιδαγωγό για τα μάτια του κόσμου. Κατά τα άλλα το τρομερό τρίο συνέχιζε τις περιπλανήσεις του ανά τον κόσμο.

Όλα αυτά, και πολλά άλλα ακόμη, ακούστηκαν στο δικαστή-ριο μετά την ετυμηγορία των ενόρκων, σύμφωνα με την οποία οι τρεις κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι για το μοναδικό αδίκημα, για το οποίο είχαν συλληφθεί. Το τελευταίο έγκλημά τους —που ο τύπος παρασιώπησε ή αναφέρθηκε σ' αυτό με περιφράσεις και παραφράσεις— είχε ανακαλυφθεί, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, εξαιτίας άλλης μιας εκδήλωσης της γυναικείας ζηλοτυπίας. Τα συναισθήματα και οι ορμές του Γουέσλεϊ ήταν ακόμα ζωντανά, και η λυσσασμένη ζήλια της Αραμπέλα την είχε κάνει να συ-

Page 137: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

1 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μπεριφερθεί ανόητα και εντελώς ανεξέλεγκτα. Η γυναίκα ήταν ο αδύνατος κρίκος στην αλυσίδα του Γουέσλεϊ, η τρύπα στη σιδερένια πανοπλία του. Οι θεατές στο δικαστήριο τους κοίτα-ζαν και τους δυο: τη διεφθαρμένη και αξιοθρήνητη γυναίκα με τα προγούλια και τα κρεμαστά μάγουλα, αλλά κι εκείνη τη σι-γανή φωτιά που ακόμα έκαιγε πίσω απ' τα κουρασμένα, γέρικα μάτια της, και τον Γουέσλεϊ, που τα νιάτα και η ομορφιά του σκίαζαν το ανθρώπινο ράκος που καθόταν δίπλα του. Ακόμα κι ο ίδιος ο δικαστής σήκωσε κάποια στιγμή τα μάτια απ' τα χαρτιά του και κάρφωσε το βλέμμα του στους δυο κατηγορού-μενους, που τα χείλη τους έμειναν πεισματικά κλειστά.

Ο εισαγγελέας έφτασε στο τέλος αυτής της συναρπαστικής ιστορίας.

«Η πορεία των ανθρώπων αυτών, είπε, σημαδεύτηκε από πολ-λά. τρομερά σκάνδαλα, αλλά μέχρι πρόσφατα κανένας δεν υπο-πτευόταν την ενοχή τους. Δυο απ' αυτές τις περιπτώσεις θα επέσυραν, αν υπήρχαν οι τυπικές αποδείξεις, την εσχάτη των ποινών».

Και κατέληξε λέγοντας: «Παρά το μικροσκοπικό του σώμα και την παιδική του εμφά-

νιση, ο κατηγορούμενος Τσαρλς Μέιλι ή Άρθουρ Γουέσλεϊ αντιστάθηκε απεγνωσμένα στη σύλληψή του. Το πλάσμα αυτό είναι φοβερά δυνατό· κόντεψε να πνίξει έναν απ' τους αστυφύ-λακες που πήγαν να τον συλλάβουν».

Η δίκη έφτασε στο τέλος της. Ο δικαστής, δίχως περαιτέρω σχόλια, καταδίκασε τον Μέιλι, ή Γουέσλεϊ, σε ισόβια δεσμά, τον Τζον Μίερς σε δεκαπενταετή κάθειρξη, και την Αραμπέλα Μάνινγκ σε δέκα χρόνια φυλάκιση.

Ο παλιός κόσμος, όπως είπαμε και άλλοτε, δεν υπάρχει πια. Πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Λαστ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του στη Μόου-μπρέι Στριτ και να φύγει οριστικά απ' το Στραντ. Η Μόουμπρέι Στριτ είναι σήμερα γεμάτη από ψηλά κτίρια και μέγαρα που στεγάζουν γραφεία. Ο Λαστ συνέχισε και τα επόμενα χρόνια της ζωής του να αλλάζει κατοικίες, καθώς ένα καινούριο Λονδίνο, λαμπρότερο και μεγαλοπρεπέστερο, ανέτειλε στη θέση του πα-

Page 138: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΑΓΟΡΙ 1

/.ιού. Τώρα τελευταία, εδώ κι ένα χρόνο σχεδόν, ζούσε σε μια πάροδο που είχε το πλεονέκτημα να οδηγεί σ' ένα εγκαταλειμ-μένο νεκροταφείο κοντά στο Γκρέι'ς Ιν Ρόουντ. Ο Μέντγουιν και ο Γκάραγουέι είχαν πεθάνει από καιρό. Μια νύχτα ο Λαστ κάλεσε στην τρώγλη του τον Ζουτς και τον Νόελ. Μόλις έφτα-σαν οι δυο φίλοι του τους έφτιαξε ποντς* για να ζεσταθούν.

—Θα μας μεθύσει, βέβαια, λίγο αλλά δεν πειράζει, είπε καθώς έστυβε τα λεμόνια. Νομίζω ότι για την ώρα αντέχουμε. Μου μένουν ακόμα λίγα μπουκάλια από κείνα που αγόρασα το ενε-νήντα δύο».

Και μετά τους αφηγήθηκε για πρώτη φορά και με κάθε λεπτο-μέρεια την περιπέτεια που είχε ζήσει κάποτε στο Λευκό Οίκο.

* Ποντς ή πόντσι: Μείγμα οινοπνευματώδους ποτού με ζεστό νερό ή γάλα, ζάχαρη, λεμόνι και μπαχαρικά. (Σ.τ.Μ.)

Page 139: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

-Η μαγεία και η αγνότητα, είπε ο Αμβρόσιος, αυτές είναι οι μόνες πραγματικότητες. Καθεμία είναι μια έκσταση, μια αποχώ-ρηση από τον κοινό βίο.

Ο Κοτγκρέιβ άκουγε με ενδιαφέρον. Ένας φίλος τον είχε φέρει σ' αυτό το παλιό σπίτι, που βρισκόταν σε κάποιο βόρειο προάστιο, και τον είχε οδηγήσει μέσα από έναν κήπο στο δω-μάτιο όπου ο αναχωρητής Αμβρόσιος εκστασιαζόταν και ονει-ρευόταν πάνω από τα βιβλία του.

—Ναι, συνέχισε, η μαγεία δικαιώνεται απ' τα παιδιά της. Υπάρχουν πολλοί, νομίζω, που τρώνε ξεροκόμματα και πίνουν νερό, με μια χαρά απείρως μεγαλύτερη από εκείνη που προσφέ-ρει η ζωή ενός «πρακτικού» επικούρειου.

—Μιλάς για τους αγίους; —Ναι, αλλά και για τους αμαρτωλούς. Νομίζω ότι πέφτεις στο

συνηθισμένο σφάλμα να περιορίζεις τον πνευματικό κόσμο στο υπέρτατο καλό· αλλά το υπέρτατο κακό έχει, κατ' ανάγκην, κι αυτό τη συμμετοχή του στον κόσμο. Ένας σάρκινος, αισθησια-κός άνθρωπος δεν είναι περισσότερο αμαρτωλός από έναν μεγά-λο άγιο. Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε αδιάφορα, μπερδε-μένα πλάσματα. Κινούμαστε στον κόσμο χωρίς να καταλαβαί-νουμε τη σημασία και το εσώτερο νόημα των πραγμάτων. Συνε-πώς, τόσο η κακία όσο και η καλοσύνη μας είναι δευτέρας τάξεως, άνευ σημασίας.

—Και νομίζεις, λοιπόν, ότι ο μεγάλος αμαρτωλός είναι ασκη-τής όπως είναι ο μεγάλος άγιος;

—Οι μεγάλοι άνθρωποι όλων των ειδών αποστρέφονται τα ατελή αντίγραφα και στρέφονται στα τέλεια πρότυπα. Αμφιβάλ-λω αν πολλοί απ' τους μεγαλύτερους αγίους έχουν κάνει ποτέ

Page 140: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μια «καλή πράξη» (με τη συνήθη σημασία της λέξης). Κι απ' την άλλη μεριά, υπήρξαν εκείνοι που έφτασαν στο βυθό της αμαρτίας έστω κι αν σ' όλη τους τη ζωή δεν έπραξαν τίποτα «κακό».

Βγήκε για μια στιγμή από το δωμάτιο, και ο Κοτγκρέιβ στρά-φηκε χαρούμενος προς το φίλο του και τον ευχαρίστησε που τον είχε φέρει εδώ.

—Είναι σπουδαίος, είπε. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοιον τρελό. Ο Αμβρόσιος γύρισε με περισσότερο ουίσκι και σέρβιρε ευ-

γενικά τους δυο άντρες. Ο ίδιος απεχθανόταν το αλκοόλ και για τον εαυτό του γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Ήταν έτοιμος να ξαναρχίσει το μονόλογο του, αλλά ο Κοτγκρέιβ τον πρόλαβε.

—Ξέρεις, δεν αντέχω άλλο, είπε. Οι παραδοξολογίες σου εί-ναι τερατώδεις. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι μεγάλος αμαρ-τωλός, κι ωστόσο να μην έχει αμαρτήσει ποτέ! Έλα τώρα!

—Κάνεις λάθος, είπε ο Αμβρόσιος. Ποτέ δεν παραδοξολογώ· μακάρι να μπορούσα. Απλώς είπα ότι ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ιδανικός για να εκτιμήσει τη γεύση ενός ιταλικού κρασιού, κι ωστόσο να μην έχει ποτέ του μυρίσει ούτε καν μπίρα. Αυτό είν' όλο, και πρόκειται μάλλον για κοινοτοπία παρά για παρα-δοξολογία, έτσι; Η έκπληξή σου στην παρατήρησή μου οφεί-λεται στο γεγονός ότι δεν έχεις καταλάβει τι είναι αμαρτία. Ω, ναι, υπάρχει ένα είδος σχέσης ανάμεσα στην Αμαρτία με Α κεφαλαίο και σε πράξεις που κοινώς θεωρούνται αμαρτωλές — όπως ο φόνος, η κλοπή, η μοιχεία και πάει λέγοντας. Είναι η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αλφαβήτα και την υψηλή λογοτεχνία. Αλλά πιστεύω ότι η παρεξήγηση —λίγο πολύ κοινή σε όλους— οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι εξετάζουμε το θέμα από κοινωνική σκοπιά. Νομίζουμε ότι ένας άνθρωπος που κάνει κακό σ' εμάς και τους γείτονες του, πρέπει οπωσδήποτε να είναι πολύ κακός. Και από κοινωνικής σκοπιάς είναι· αλλά δεν αντιλαμβάνεσαι ότι το κακό είναι κατ' ουσίαν κάτι το μοναχικό, ένα πάθος της μοναχικής, ατομικής ψυχής; Στην πραγματικότητα, ο μέσος δολοφόνος, ο θεωρούμενος ως δολοφόνος, δεν είναι κατ' ουδένα τρόπο αμαρτωλός με την α-ληθινή σημασία της λέξης. Είναι απλώς ένα άγριο κτήνος, απ' το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε για να σώσουμε τα λαρύγγια

Page 141: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 151

μας απ' το μαχαίρι του. Εγώ θα τον τοποθετούσα μάλλον με τις άγριες τίγρεις παρά με τους αμαρτωλούς.

—Λίγο παράξενο μου φαίνεται αυτό. —Δε νομίζω. Ο δολοφόνος δε δολοφονεί λόγω θετικών ιδιο-

τήτων αλλά λόγω αρνητικών. Του λείπει κάτι που κατέχουν όσοι δεν είναι δολοφόνοι. Το κακό, φυσικά, είναι εξ ολοκλήρου θετικό —μόνο που βρίσκεται στη λάθος πλευρά. Πρέπει να με πιστέψεις ότι η αμαρτία στην κυριολεκτική της έννοια είναι κάτι το πολύ σπάνιο· είναι πολύ πιθανό να υπήρξαν πολύ λιγό-τεροι αμαρτωλοί παρά άγιοι. Ναι, η οπτική γωνία απ' την οποία βλέπεις τα πράγματα είναι πολύ καλή για πρακτικούς, κοινωνι-κούς σκοπούς- εκ φύσεως τείνουμε να πιστεύουμε ότι κάποιος που μας προξενεί δυσαρέσκεια πρέπει να είναι μέγας αμαρτω-λός! Είναι πολύ άσχημο να σου ξαφρίζουν την τσέπη, και γι' αυτό λέμε ότι ο κλέφτης είναι μεγάλος αμαρτωλός. Στην πραγ-ματικότητα όμως είναι ένας άνθρωπος που δεν αναπτύχθηκε. Φυσικά δεν μπορεί να γίνει άγιος· αλλά συχνά είναι απείρως καλύτερος από χιλιάδες ανθρώπους που δεν παραβίασαν ποτέ ούτε μια από τις δέκα εντολές. Για μας είναι πολύ βλαπτικός, το παραδέχομαι, και πολύ σωστά κάνουμε που τον φυλακίζουμε όταν τον συλλαμβάνουμε· αλλά μεταξύ της ενοχλητικής, αντι-κοινωνικής πράξης του και του κακού —Ω, η σχέση είναι πολύ αδύνατη.

Ήταν πολύ αργά πια. Ο άντρας που είχε φέρει εδώ τον Κο-τγκρέιβ πιθανότατα τα είχε ξανακούσει όλα αυτά, γιατί κοιτούσε τον Αμβρόσιο ήρεμα και χαμογελούσε. Ο Κοτγκρέιβ άρχισε να συλλογίζεται ότι ο «τρελός» του μπορεί και να ήταν σοφός.

—Με ενδιαφέρεις πολύ, ξέρεις, τόνισε. Νομίζεις, λοιπόν, ότι δεν κατανοούμε την αληθινή φύση του κακού;

«Όχι, νομίζω ότι δεν την κατανοούμε. Υπερτιμούμε και ταυ-τόχρονα υποτιμούμε το κακό. Βλέπουμε τις πολυάριθμες παρα-βάσεις των κοινωνικών «νόμων» —των αναγκαίων και πολύ σω-στών κανόνων που διασφαλίζουν τη συνοχή της ανθρώπινης κοινωνίας— και τρομοκρατούμαστε όταν διαπιστώνουμε την ε-πικράτηση της αμαρτίας και του «κακού». Αλλά πρόκειται για ανοησία. Πάρε την κλοπή, για παράδειγμα. Νιώθεις καθόλου φρίκη στη σκέψη του Ρομπέν των Δασών, στη σκέψη των λη-

Page 142: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

στων του Χάιλαντς του δέκατου έβδομου αιώνα ή των ληστών των βαλτοτοπιών στις μέρες μας; Όμως, απ' την άλλη μεριά, υποτιμούμε το κακό. Δίνουμε τεράστια σημασία στο «αμάρτη-μα» που έχει να κάνει με τις τσέπες μας (και τις γυναίκες μας) και ξεχνάμε πόσο φριχτό πράγμα είναι η αληθινή αμαρτία.

—Και τι είναι η αμαρτία; ρώτησε ο Κοτγκρέιβ. —Νομίζω ότι πρέπει να απαντήσω στην ερώτησή σου με μια

άλλη. Πώς θα ένιωθες αν η γάτα ή ο σκύλος σου άρχιζαν ξαφ-νικά να σου μιλούν, να σου απευθύνουν το λόγο με ανθρώπινη φωνή; Θα σε κυρίευε η φρίκη. Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Κι αν τα τριαντάφυλλα του κήπου σου άρχιζαν να τραγουδούν ένα παράξενο τραγούδι, θα έχανες τα λογικά σου. Κι αν υποθέσουμε ότι οι πέτρες στο δρόμο άρχιζαν ξαφνικά να φουσκώνουν και να μεγαλώνουν μπροστά στα μάτια σου; Ή ότι το χαλίκι που πρό-σεξες τη νύχτα, πέταξε το πρωί πέτρινα μπουμπούκια;

«Νομίζω ότι αυτά τα παραδείγματα αρκούν για να σου δώσουν μια ιδέα για το τι είναι στ' αλήθεια η αμαρτία.

—Κοιτάξτε, είπε ο τρίτος άντρας, που μέχρι εκείνη τη στιγμή άκουγε ήρεμος, εσείς οι δυο έχετε μεγάλη όρεξη για κουβέντα. Αλλά εγώ φεύγω. Έχασα ήδη το τραμ και πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου με τα πόδια.

Ο Αμβρόσιος και ο Κοτγκρέιβ φάνηκαν να νιώθουν πιο άνετα μόλις ο άλλος βγήκε στην πυκνή ομίχλη της νύχτας και το χλομό φως που σκόρπιζαν οι φανοστάτες.

—Με εκπλήσσεις, είπε ο Κοτγκρέιβ. Ποτέ δεν τα σκέφτηκα όλα αυτά. Αν όλα όσα μου είπες ισχύουν, τότε τα πάντα ανατρέ-πονται. Άρα η ουσία της αμαρτίας είναι, στ' αλήθεια σαν...

—Σαν μια καταιγίδα στον ουρανό, μου φαίνεται, είπε ο Αμ-βρόσιος. Νομίζω ότι η αμαρτία είναι μια απλή προσπάθεια διείσδυσης σε μια άλλη και ανώτερη σφαίρα με τρόπο απαγο-ρευμένο. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί είναι τόσο σπάνια. Πράγ-ματι, ελάχιστοι είναι αυτοί που επιθυμούν να διεισδύσουν σε άλλες σφαίρες, ανώτερες ή κατώτερες, με τρόπους επιτρεπόμε-νους ή απαγορευμένους. Οι άνθρωποι, στην πλειονότητά τους, είναι πολύ ικανοποιημένοι με τη ζωή όπως τη βρίσκουν. Γι' αυτόν το λόγο υπάρχουν λίγοι άγιοι κι ακόμα πιο λίγοι αμαρ-τωλοί (κυριολεκτικά μιλώντας), ενώ σπανίζουν εξίσου και οι

Page 143: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 153

ευφυείς άνθρωποι ανάμεσα στους μεν ή τους δε. Ναι· σε γενικές γραμμές, πάντως, είναι δυσκολότερο να είσαι μεγάλος αμαρτω-λός παρά μεγάλος άγιος.

—Υπάρχει, δηλαδή, κάτι το βαθιά αφύσικο στο αμάρτημα; Αυτό εννοείς;

—Ακριβώς. Η αγιότητα απαιτεί μεγάλη ή σχεδόν μεγάλη προσπάθεια· αλλά η αγιότητα εργάζεται σε πεδία που ήταν κά-ποτε υπαρκτά· είναι μια προσπάθεια να ανακτηθεί η έκσταση που υπήρχε πριν από την Πτώση. Όμως η αμαρτία είναι η προσπάθεια να κερδηθούν η έκσταση και η γνώση που ανήκουν μόνο στους αγγέλους· καταβάλλοντος αυτή την προσπάθεια, ο άνθρωπος γίνεται δαίμονας. Σου είπα πριν από λίγο ότι ένας απλός δολοφόνος δεν είναι γι' αυτόν το λόγο αμαρτωλός· πράγ-ματι, έτσι είναι, αν και ο αμαρτωλός είναι μερικές φορές δολο-φόνος. Ο Ζιλ ντε Ρε, για παράδειγμα. Άρα καταλαβαίνεις ότι, ενώ το καλό και το κακό είναι αφύσικα σε σχέση με τον άνθρω-πο όπως αυτός υπάρχει σήμερα —ως κοινωνικό και πολιτισμένο ον— το κακό, ωστόσο, είναι αφύσικο σε μεγαλύτερο βαθμό απ' όσο το καλό. Ο άγιος μοχθεί να ανακτήσει ένα δώρο που έχασε· ο αμαρτωλός επιδιώκει να αποκτήσει κάτι που ποτέ δεν ήταν δικό του. Με μια κουβέντα, επαναλαμβάνει την Πτώση.

—Είσαι καθολικός; ρώτησε ο Κοτγκρέιβ. —Ναι· είμαι μέλος της διωκόμενης Αγγλικανικής Εκκλησίας. —Τότε τι λες για κείνα τα κείμενα που θεωρούν αμαρτίες

πράξεις οι οποίες για σένα δεν είναι παρά απλές, τετριμμένες αμέλειες;

—Ναι· αλλά κάπου, σ' ένα απ' αυτά τα κείμενα, εμφανίζεται η λέξη «μάγοι», έτσι; Εδώ νομίζω πως βρίσκεται το κλειδί της υπόθεσης. Για σκέψου: μπορείς να φανταστείς, έστω και για μια στιγμή, ότι μια ψευδής δήλωση, που σώζει τη ζωή ενός αθώου, είναι αμαρτία; Όχι· πολύ καλά, λοιπόν, δεν είναι μόνο ο ψεύτης που εξαιρείται· είναι, πάνω απ' όλα, οι «μάγοι» που χρησιμο-ποιούν την υλική ζωή, που χρησιμοποιούν τις εκάστοτε αδυνα-μίες της υλικής ζωής ως μέσα για να πετύχουν τους υπέρμετρα κακούς σκοπούς τους. Επίτρεψέ μου να σου πω κάτι: οι υψηλό-τερες αισθήσεις μας είναι τόσο αμβλυμένες, είμαστε τόσο βαθιά εμποτισμένοι από τον υλισμό, ώστε πιθανότατα θα αποτύγχανα-

Page 144: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

με να αναγνωρίσουμε το αληθινό κακό, αν το συναντούσαμε. —Μα δε θα νιώθαμε κάποια φρίκη —έναν τρόμο σαν κι αυτό

που υπαινίχτηκες ότι θα μας κυρίευε αν μια τριανταφυλλιά άρ-χιζε να τραγουδάει— απλώς και μόνο με την παρουσία ενός κακού ανθρώπου;

—Θα νιώθαμε αν ήμαστε φυσικοί· μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά, μερικές φορές και τα ζώα, μπορούν να νιώθουν αυτήν τη φρίκη για την οποία μιλάς. Οι περισσότεροι από εμάς τους ά-ντρες έχουμε χάσει τη φυσική λογική μας: η συμβατικότητα, ο πολιτισμός και η εκπαίδευση την έχουν τυφλώσει, την έχουν καταπνίξει, την έχουν βυθίσει στο σκοτάδι. Αλλά όχι, ενίοτε είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε το κακό εξαιτίας του μεγάλου μίσους του για το καλό —χρειάζεται μεγάλη οξυδέρκεια για να μαντέψει κανείς τι υπαγόρευσε τη στάση που κράτησαν οι κρι-τικοί, μάλλον ασυνείδητα, απέναντι στο έργο του Κιτς— αλλά κάτι τέτοιο μόνο περιστασιακά μπορεί να συμβαίνει. Κατά κα-νόνα, υποψιάζομαι ότι οι Ιεράρχες του Τοφέτ περνούν μάλλον απαρατήρητοι, ή ίσως, σε ορισμένες περιπτώσεις, θεωρούνται καλοί αλλά πλανημένοι άνθρωποι.

—Μα μόλις τώρα, μιλώντας για τους κριτικούς του Κιτς, χρη-σιμοποίησες τη λέξη «ασυνείδητα». Μπορεί ποτέ το κακό να είναι ασυνείδητο;

—Πάντα. Έτσι πρέπει να 'ναι. Ως προς αυτό μοιάζει με την αγιότητα και την ευφυία. Είναι μια ορισμένη μέθη και έκσταση της ψυχής· μια υπέρτατη προσπάθεια να ξεπεραστούν τα δεσμά που μας καθηλώνουν. Ξεπερνώντας τα, ξεπερνάς επίσης την κα-τανόηση, τη δυνατότητα να αντιληφθείς ό,τι υπάρχει πριν απ' αυτήν. Αλλά, σου επαναλαμβάνω, το κακό, με την αληθινή ση-μασία του, είναι κάτι το σπάνιο, και πιστεύω ότι θα σπανίζει όλο και περισσότερο.

—Προσπαθώ να σε καταλάβω, είπε ο Κοτγκρέιβ. Απ' όσα λες, συμπεραίνω ότι το αληθινό κακό είναι διαφορετικής τάξεως απ' ό,τι εμείς ονομάζουμε κακό, έτσι;

—Κάπως έτσι. Χωρίς αμφιβολία, υπάρχει μια αναλογία ανά-μεσα στα δύο· μια ομοιότητα που μας επιτρέπει και μας νομιμο-ποιεί να χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως «το πόδι του βουνού» ή «το πόδι του τραπεζιού». Και, μερικές φορές, μπορούμε να

Page 145: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 155

πούμε ότι μιλούν και τα δυο την ίδια γλώσσα. Ο τραχύς ανθρα-κωρύχος, ο μεταλλοχύτης, το απαίδευτο και καθυστερημένο «κτήνος», όταν στη δουλειά του ζεσταίνεται παραπάνω απ' το κανονικό, γυρίζει στο σπίτι του και δέρνει μέχρι θανάτου την άτακτη και άστατη γυναίκα του. Ο άνθρωπος αυτός είναι δολο-φόνος. Το ίδιο ήταν κι ο Ζιλ ντε Ρε. Βλέπεις, όμως, το χάσμα που χωρίζει τους δυο άντρες; Η «λέξη», αν μπορώ να την πω έτσι, είναι η ίδια και στις δυο περιπτώσεις, αλλά το «νόημα» είναι εντελώς διαφορετικό. Είναι κουταμάρα να συγχέονται οι δυο αυτοί άνθρωποι· είναι σαν να υπέθετε κανείς ότι υπάρχει ετυμολογική σχέση ανάμεσα στο Τζάγκερνοτ* και τους Αργο-ναύτες. Αναμφίβολα, η ίδια εύθραυστη ομοιότητα, ή αναλογία, υπάρχει ανάμεσα σε όλα τα κοινωνικά και τα αληθινά πνευμα-τικά αμαρτήματα· σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα πρέπει να είναι κανείς το λιγότερο σοφός για να διακρίνει τη μετάβαση από το μικρότερο στο μεγαλύτερο —από τη σκιά στην πραγμα-τικότητα. Αν ξέρεις τίποτε από θεολογία, θα καταλάβεις τι εν-νοώ.

—Λυπάμαι που το λέω, παρατήρησε ο Κοτγκρέιβ, αλλά έχω αφιερώσει ελάχιστο από τον χρόνο μου στη μελέτη της θεολο-γίας. Βλέπεις, πολλές φορές απορώ που οι θεολόγοι διεκδικούν τον τίτλο της Επιστήμης των Επιστημών για τον ευνοούμενο τομέα τους· αφού μάλιστα τα θεολογικά βιβλία που έχω ξεφυλ-λίσει φαίνονται να ασχολούνται περισσότερο με την ευσέβεια και τους βασιλιάδες του Ισραήλ και του Ιούδα. Προσωπικά δε με ενδιαφέρει να μάθω κάτι γι' αυτούς τους βασιλιάδες.

Ο Αμβρόσιος χαμογέλασε. —Καλύτερα να αποφεύγουμε τη θεολογική συζήτηση, είπε.

Αντιλαμβάνομαι ότι θα ήσουν πολύ εριστικός συνομιλητής. Αλ-λά ίσως τα «ημερολόγια των βασιλιάδων» να έχουν τόση σχέση με τη θεολογία όση έχουν οι αρβύλες του δολοφόνου ανθρακω-ρύχου με το κακό.

—Τότε, για να επιστρέψουμε στο θέμα μας, πιστεύεις ότι η αμαρτία είναι κάτι το μυστικιστικό και απόκρυφο;

* Άρμα που μεταφέρει το είδωλο του θεού Κρίσνα στο ινδουιστικό πάνθεον. Στα αγγλικά οι δυο λέξεις ομοιοκαταληκτούν: Juggernaut-Argonaut. (Σ.τ.Μ.)

Page 146: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

—Ναι. Είναι το διαβολικό θαύμα, όπως η αγνότητα είναι το θεϊκό. Κάποιες φορές φτάνει σε τέτοια ύψη που αποτυγχάνουμε εντελώς να υποψιαστούμε την ύπαρξή της· είναι σαν τη νότα των μεγάλων πενταλιών του εκκλησιαστικού οργάνου, που είναι τόσο μπάσα ώστε δεν μπορούμε να την ακούσουμε. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει στο τρελοκομείο, ή και σε ακόμα πιο παράξενες διεξόδους. Αλλά ποτέ δεν πρέπει να την μπερδεύεις με την απλώς αντικοινωνική πράξη. Θυμήσου πώς ο Απόστολος, μιλώντας για την «άλλη πλευρά», έκανε τη διάκρι-ση ανάμεσα στις «σπλαχνικές» πράξεις και την ευσπλαχνία. Κά-ποιος μπορεί να χαρίζει όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς κι ωστόσο να του λείπει εντελώς η ευσπλαχνία. Θυμήσου επί-σης ότι κάποιος μπορεί να αποφεύγει όλα τα εγκλήματα, και ωστόσο να είναι αμαρτωλός.

—Η ψυχολογία σου μου φαίνεται πολύ παράξενη, είπε ο Κο-τγκρέιβ, αλλά ομολογώ ότι μου αρέσει. Φαντάζομαι ότι μπορεί κανείς, ξεκινώντας από τις προϋποθέσεις σου, να καταλήξει λο-γικά στο συμπέρασμα ότι ενδεχομένως ο αληθινός αμαρτωλός να φαίνεται σ' έναν τρίτο παρατηρητή σαν ένα αβλαβές άτομο, σωστά;

—Βεβαίως· γιατί το αληθινό κακό δεν έχει καμιά σχέση με την κοινωνική ζωή ή τους κοινωνικούς νόμους. Αλλά κι αν έχει, μια τέτοια σχέση δεν μπορεί παρά να είναι περιστασιακή και συμπτωματική. Το κακό είναι ένα μοναχικό πάθος της ψυχής —ή ένα πάθος της μοναχικής ψυχής— όποιο απ' τα δυο προ-τιμάς. Αν κατά τύχη το καταλάβουμε και αντιληφθούμε την πλή-ρη σημασία του, τότε, πράγματι, θα μας γεμίσει φρίκη και δέος. Όμως αυτά τα συναισθήματα, είναι εντελώς διαφορετικά από το φόβο και την απέχθεια που μας προκαλεί ένας συνηθισμένος δολοφόνος, καθώς μάλιστα τα δυο τελευταία οφείλονται, κατά μεγάλο μέρος ή εξ ολοκλήρου, στην αγάπη που έχουμε για το πετσί και το πουγκί μας. Μισούμε ένα φονιά, γιατί ξέρουμε ότι πρέπει να μισούμε εκείνον που υπάρχει κίνδυνος να σκοτώσει εμάς ή κάποιον απ' τους αγαπημένους μας. Έτσι, απ' την άλλη πλευρά, τιμούμε τους αγίους, αλλά δε μας «αρέσουν» όπως μας αρέσουν οι φίλοι μας. Είναι δυνατόν να πείσεις τον εαυτό σου ότι θα απολάμβανε την παρέα του αποστόλου Παύλου; Ή πι-

Page 147: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 157

στεύεις ότι εσύ κι εγώ θα τα πηγαίναμε καλά με τον σερ Γκά-λαχαντ;

»Ό,τι συμβαίνει με τους αμαρτωλούς, συμβαίνει και με τους αγίους. Αν συναντήσεις έναν πολύ κακό άνθρωπο και αναγνω-ρίσεις το κακό του, χωρίς αμφιβολία θα σε κυριέψει φρίκη και δέος· αλλά δεν υπάρχει λόγος να νιώσεις απαρέσκεια γι' αυτόν. Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό, αν μπορέσεις να βγάλεις απ' το μυαλό σου την αμαρτία, να βρει ευχάριστη την παρέα του αμαρ-τωλού και σε λίγη ώρα να ξεχάσεις τη φρίκη. Και πάλι, όμως, πόσο τρομερό θα ήταν αν τα τριαντάφυλλα και οι πασχαλιές άρχιζαν ξαφνικά ένα πρωί να τραγουδούν ή αν τα έπιπλα άρχι-ζαν ξαφνικά να μετακινούνται μόνα τους όπως σ' εκείνο το διήγημα του Μοπασάν!

—Χαίρομαι που επανήλθες σ' αυτή την παρομοίωση, είπε ο Κοτγκρέιβ, γιατί ήθελα να σε ρωτήσω τι είναι αυτό που ενώνει την ανθρωπότητα με τέτοιου είδους φανταστικά κατορθώματα άψυχων πραγμάτων; Με μια κουβέντα —τι είναι αμαρτία; Μου έδωσες, το ξέρω, έναν αφηρημένο ορισμό, αλλά θα ήθελα ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα.

—Σου είπα ότι ήταν κάτι το πολύ σπάνιο, είπε ο Αμβρόσιος, που δε φαινόταν πρόθυμος να απαντήσει ευθέως. Ο υλισμός της εποχής, που έχει κάνει πολλά για να καταργήσει την αγιότητα, έχει κάνει ίσως περισσότερα για να καταργήσει το κακό. Βρί-σκουμε πλέον τη γη τόσο άνετη ώστε δεν τείνουμε πια ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω. Θα έλεγε κανείς ότι ο λόγιος που «ειδικεύεται» στη μελέτη του Τοφέτ, στην πραγματικότητα πε-ριορίζεται σε καθαρά αρχαιολογικές έρευνες. Κανένας παλαιο-ντολόγος δε θα μπορούσε να σου δείξει έναν ζωντανό πτεροδά-κτυλο.

—Και όμως εσύ, νομίζω, έχεις «ειδικευτεί», και πιστεύω ότι οι έρευνές σου έχουν φτάσει μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

—Βλέπω ότι στ' αλήθεια ενδιαφέρεσαι να μάθεις. Λοιπόν, ομολογώ ότι έχω ασχοληθεί λίγο με αυτά τα πράγματα, κι αν θέλεις μπορώ να σου δείξω κάτι σχετικό με το πολύ παράξενο θέμα που συζητάμε.

Ο Αμβρόσιος πήρε ένα κερί και πήγε στην απέναντι σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Ο Κοτγκρέιβ τον είδε να πλησιάζει σ' ένα

Page 148: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

παλιό γραφείο, να βγάζει από μια μυστική κρύπτη ένα δέμα και μετά να ξανάρχεται κοντά στο παράθυρο όπου κάθονταν.

Ο Αμβρόσιος ξετύλιξε το δέμα και παρουσίασε ένα πράσινο βιβλίο.

—Θα το προσέξεις; ρώτησε. Μην το παρατάς από δω κι από κει. Είναι απ' τα πολυτιμότερα κομμάτια της συλλογής μου και θα λυπόμουν πολύ αν χανόταν. Χάιδεψε την ξεθωριασμένη ράχη του. Γνώρισα το κορίτσι που το έγραψε, συνέχισε. Όταν το διαβάσεις, θα δεις πόσο φωτίζει την αποψινή μας συζήτηση. Υπάρχει και η συνέχειά του, αλλά δε θα σου πω τίποτα γι' αυτήν. Σ' ένα περιοδικό δημοσιεύτηκε πριν από μερικούς μήνες ένα παράξενο άρθρο, είπε μετά από λίγο, με τη διάθεση ανθρώ-που που θέλει να αλλάξει θέμα. Το είχε γράψει κάποιος δόκτωρ —δρ. Κάρον, νομίζω, ήταν τ' όνομά του. Έλεγε ότι μια κυρία, που παρακολουθούσε την κορούλα της να παίζει στο παράθυρο του λίβινγκ-ρουμ, είδε ξαφνικά το βαρύ πάνω παντζούρι να πέ-φτει και να τσακίζει τα δάχτυλα της μικρής. Η κυρία λιποθύμη-σε, νομίζω, αλλά, εν πάση περιπτώσει, κάποιος φώναξε το για-τρό. Μόλις περιποιήθηκε τις πληγές και έδεσε τα σπασμένα δάχτυλα του κοριτσιού, του ζήτησαν να εξετάσει τη μητέρα. Η γυναίκα βογκούσε απ' τον πόνο και ο γιατρός ανακάλυψε ότι τρία δάχτυλα του χεριού της, τα ίδια με τα σπασμένα δάχτυλα της κόρης της, είχαν φουσκώσει, πρηστεί και, σύμφωνα με την ιατρική γλώσσα, είχαν γεμίσει με πυώδεις εφελκίδες.

Ο Αμβρόσιος εξακολουθούσε να κρατάει απαλά τον πράσινο τόμο.

—Ορίστε, λοιπόν, είπε τελικά, δείχνοντας να αποχωρίζεται με δυσκολία το θησαυρό του. Μόλις το διαβάσεις να μου το επι-στρέψεις, είπε μετά από λίγο, μόλις βγήκαν από το χολ στον παλιό κήπο, όπου ευωδίαζαν οι άσπρες πασχαλιές.

Υπήρχε μια πλατιά κόκκινη λουρίδα στην ανατολή καθώς ο Κοτγκρέιβ ετοιμαζόταν να πάρει το δρόμο της επιστροφής, και από το ύψωμα όπου στεκόταν αντίκρισε το τρομαχτικό θέαμα ενός Λονδίνου που ονειρευόταν.

Page 149: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 159

ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ

Το δερματόδετο βιβλίο είχε χάσει τη λάμψη του και το χρώμα του είχε ξεθωριάσει, αλλά δεν παρουσίαζε ούτε σημάδια ούτε λεκέδες ή ίχνη φθοράς. Θα έλεγε κανείς ότι το είχαν αγοράσει σε «μια επίσκεψη στο Λονδίνο», κάπου εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια πριν, και κατόπιν το είχαν παρατήσει και ξεχάσει στη σκιά. Ανέδιδε μια παράξενη μυρωδιά κλεισούρας, σαν τη μυρω-διά που στοιχειώνει μερικές φορές κάποια παλιά, εκατοχρονίτι-κα έπιπλα. Τα λευκά φύλλα στην αρχή και το τέλος του ήταν παράξενα διακοσμημένα με χρωματιστά σχέδια και χρυσό, που είχε πια ξεθωριάσει. Φαινόταν μικρό, αλλά το χαρτί του ήταν λεπτό και είχε πολλά φύλλα γεμάτα από πάνω μέχρι κάτω με άσχημα γράμματα.

«Βρήκα αυτό το βιβλίο —άρχιζε το χειρόγραφο— μέσα σ' ένα συρτάρι του παλιού γραφείου που βρίσκεται στο χολ. Ήταν μια πολύ βροχερή μέρα και δε με άφηναν να βγω έξω. Το από-γευμα πήρα ένα κερί και βάλθηκα να ψαχουλεύω το γραφείο. Σχεδόν όλα του τα συρτάρια ήταν γεμάτα παλιά ρούχα, εκτός από ένα που φαινόταν άδειο. Μέσα σ' αυτό, ακριβώς στο πίσω μέρος του, βρήκα κρυμμένο το βιβλίο. Πάντα ήθελα να έχω ένα τέτοιο βιβλίο κι έτσι το πήρα για να γράφω τα μυστικά μου. Έχω κι άλλα τέτοια λευκώματα, τα οποία είναι κρυμμένα σε διάφορα ασφαλή μέρη. Τώρα, σ' αυτό εδώ, σκοπεύω να γράψω πολλά απ' τα παλιά μυστικά μου, αλλά και αρκετά νεότερα. Μερικά όμως δεν πρόκειται να τα αναφέρω καθόλου. Επίσης, δε μου επιτρέπεται να μιλήσω για τα γράμματα Άκλο, τη γλώσσα Τσιαν, τους μεγάλους όμορφους Κύκλους, τα παιχνίδια Μαό και τα τραγούδια των αρχηγών. Φυσικά, μπορεί να γράψω κάτι για όλα αυτά, αλλά, για κάποιους ιδιαίτερους λόγους, αποκλείεται να αναφέρω λεπτομέρειες για τον τρόπο που μπορεί να τα κάνει κανείς. Επί πλέον, αποκλείεται να πω ποιες είναι οι Νύμφες, τα Ντολς και τα Τζίιλο ή τι σημαίνουν οι βούλας. Είναι μεγάλα μυστικά αυτά, και χαίρομαι όταν τα θυμάμαι, χαίρομαι όταν αναλογίζομαι πόσες όμορφες γλώσσες γνωρίζω. Αλλά υπάρχουν ορισμένα πράγματα, τα οποία αποκαλώ μυστικά των μυστικών,

Page 150: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

που δεν τολμώ ούτε καν να τα σκεφτώ, εκτός κι αν είμαι μόνη μου. Τότε σκεπάζω με τα χέρια τα μάτια μου, ψιθυρίζω τη λέξη και η Αλάλα έρχεται. Κάτι τέτοια τα κάνω μόνο τη νύχτα, όταν είμαι μόνη στο δωμάτιο μου, ή σε ορισμένα μέρη του δάσους, που μονάχα εγώ γνωρίζω και δεν μπορώ να τα περιγράψω γιατί είναι μυστικά. Ύστερα είναι και οι Τελετές. Είναι όλες πολύ σημαντικές, αλλά κάποιες είναι πιο χαρούμενες από τις άλλες. Υπάρχουν Άσπρες, Πράσινες και Κόκκινες Τελετές. Καλύτερες είναι οι Κόκκινες, αλλά μόνο σ' ένα μέρος μπορούν να γίνουν σωστά —αν και, μερικές φορές, εγώ τουλάχιστον δοκίμασα να τις κάνω και σ' άλλα μέρη και τα κατάφερα. Εκτός απ' όλα αυτά, γνωρίζω ακόμα τους χορούς και την Κωμωδία, που την έπαιξα μερικές φορές μπροστά σε άλλους, χωρίς εκείνοι να το καταλάβουν. Ήμουν πολύ μικρή όταν πρωτόμαθα γι' αυτά τα πράγματα.

»Ναι, ήμουν πολύ μικρή· η μητέρα μου ζούσε ακόμη τότε και θυμάμαι πολλά από κείνη την εποχή, μόνο που τώρα έρχονται όλα στη μνήμη μου κάπως συγκεχυμένα και μπερδεμένα. Θυμά-μαι, για παράδειγμα, ότι όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών, άκουσα μια μέρα τους μεγάλους να μιλούν για μένα· δεν ήξεραν ότι βρισκόμουν κρυμμένη κάπου κοντά τους και τους παρακολου-θούσα. Έλεγαν πόσο παράξενο παιδί ήμουν ένα ή δύο χρόνια πριν, και ότι μια μέρα η παραμάνα μου είχε φωνάξει τη μητέρα να έρθει να με ακούσει που μονολογούσα σε μια γλώσσα που κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει. Φυσικά μιλούσα τη γλώσ-σα Ξου, αλλά θυμάμαι πια πολύ λίγες απ' τις λέξεις της, ιδίως εκείνες που μου ψιθύριζαν τα λευκά προσωπάκια που με κοίτα-ζαν όταν ήμουν ξαπλωμένη στην κούνια μου. Μου μιλούσαν συχνά και κατάφερα να μάθω τη γλώσσα τους. Συνήθως κουβε-ντιάζαμε για τη μεγάλη κάτασπρη χώρα όπου ζούσαν. Ήταν ένα μέρος γεμάτο άσπρα δέντρα, άσπρο χορτάρι και άσπρους ψη-λούς λόφους που έφταναν μέχρι το φεγγάρι. Πάντα εκεί φυσού-σε ένας δυνατός, παγωμένος αέρας. Συχνά τα ονειρευόμουν όλα αυτά μετά, αλλά τα πρόσωπα είχα πάψει από καιρό να τα βλέπω. Όμως συνέβη κάτι πολύ όμορφο όταν ήμουν ακόμα περίπου πέντε ετών. Η παραμάνα μου με κουβαλούσε στην αγκαλιά της και περπατούσε σε ένα ανθισμένο καλαμποκοχώραφο. Έκανε

Page 151: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 161

πολλή ζέστη. Πήραμε ένα μονοπάτι του δάσους και ένας ψηλός άντρας ήρθε και περπάτησε μαζί μας ώσπου φτάσαμε σε ένα μέρος σκοτεινό και γεμάτο σκιές με μια βαθιά λιμνούλα. Η πα-ραμάνα με άφησε στο μαλακό χορτάρι, κάτω από ένα δέντρο, και είπε: «Δεν μπορεί να πάει στη λιμνούλα τώρα». Έτσι με άφησαν εκεί κι εγώ κάθισα ήσυχα και τους κοιτούσα. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν μεσ' από το νερό και μεσ' από το δάσος δυο όμορφοι λευκοί άνθρωποι που άρχισαν να παίζουν, να χο-ρεύουν και να τραγουδούν. Το χρώμα τους ήταν κάτασπρο, σαν την κρέμα που έτρωγα, και έμοιαζαν με τα μικρά ιβουάρ αγαλ-ματάκια που είχαμε στο σαλόνι. Το ένα ανθρωπάκι ήταν μια όμορφη κυρία με ευγενικά μαύρα μάτια, σοβαρό πρόσωπο και μακριά μαύρα μαλλιά. Χαμογελούσε με ένα παράξενο θλιμμένο χαμόγελο στον άλλο, κι εκείνος, βλέποντας τη, γέλασε και πήγε κοντά της. Χόρεψαν μαζί γύρω από τη λιμνούλα και έπειτα άρχισαν να τραγουδούν μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Μετά από λίγο με ξύπνησε η παραμάνα. Έμοιαζε κάπως με την κυρία που είχα δει και της τα διηγήθηκα όλα, θέλοντας να μάθω γιατί της έμοιαζε. Στην αρχή άρχισε να φωνάζει. Φαινόταν πολύ τρομαγ-μένη και το πρόσωπο της είχε χλομιάσει. Με άφησε στο γρασίδι και με κοίταξε στα μάτια. Είδα ότι το κορμί της έτρεμε. Μου είπε ότι όλα αυτά τα είχα ονειρευτεί, αλλά εγώ ήξερα ότι δε μου έλεγε την αλήθεια. Μετά με έβαλε να της υποσχεθώ ότι δε θα έλεγα λέξη σε κανέναν αλλιώς, είπε, κινδύνευα να με ρίξουν μέσα στο μαύρο πηγάδι. Το περιστατικό δε με τρόμαξε και ποτέ δεν το ξέχασα. Ακόμα και τώρα, όταν υπάρχει ησυχία και είμαι μόνη μου, κλείνω τα μάτια και ξαναβλέπω τους λευκούς ανθρώπους, σκοτεινιασμένους και απόμακρους, αλλά πάντα υπέροχους. Τα λόγια των τραγουδιών τους έρχονται στο μυαλό μου, αλλά δεν μπορώ να τα τραγουδήσω.

Ήμουν δεκατριών ετών, σχεδόν δεκατεσσάρων, όταν έζησα μια μοναδική περιπέτεια, τόσο παράξενη ώστε την ημέρα που συνέβη την ονόμασα Λευκή Ημέρα. Η μητέρα μου είχε πεθάνει πριν από ένα χρόνο. Το πρωί τελείωσα με τα μαθήματά μου και το απόγευμα με άφησαν να πάω περίπατο. Πήρα έναν καινούριο δρόμο και, περπατώντας παράλληλα σ' ένα ρυάκι, οδηγήθηκα σε μια άγνωστη χώρα. Το φόρεμά μου σχίστηκε καθώς βάδιζα

Page 152: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

ανάμεσα σε θάμνους και τσουκνίδες και κάτω απ' τα αγκαθωτά κλαδιά κάποιων ψηλών δέντρων. Και ήταν μακρύς, πολύ μακρύς ο δρόμος μου. Βάδιζα συνεχώς ώσπου αναγκάστηκα να συρθώ μέσα σε ένα τούνελ, όπου άλλοτε πρέπει να κυλούσε ένα ρέμα· τώρα τα νερά είχαν ξεραθεί και το έδαφος ήταν βραχώδες, ενώ οι θάμνοι είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ που τα κλαδιά τους ενώ-νονταν πάνω απ' το κεφάλι μου. Το μέρος ήταν αρκετά σκοτει-νό· ήμουν αναγκασμένη να έρπω αργά, σχεδόν ψηλαφώντας. Τελικά βγήκα σ' ένα λόφο που δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ. Βρι-σκόμουν μέσα σε μια πυκνή λόχμη, ανάμεσα σε ελικοειδή κλα-διά που με ξέσκιζαν καθώς περνούσα ανάμεσά τους. Άρχισα να φωνάζω, γιατί το κορμί μου έτσουζε και πονούσε. Κάποια στιγ-μή ανακάλυψα ότι σκαρφάλωνα. Συνέχισα να ανεβαίνω όλο και πιο ψηλά ώσπου η λόχμη τέλειωσε. Βγήκα ουρλιάζοντας ακριβώς κάτω απ' την κορφή ενός γυμνού υψώματος, γεμάτου με γκρίζες πέτρες, ενώ εδώ κι εκεί διάφορα νανοειδή δέντρα τίναζαν ψηλά τα κλαδιά τους σαν φίδια. Και συνέχισα να ανεβαίνω προς την κορφή. Μα ήταν μακρύς, πολύ μακρύς ο δρόμος. Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τόσο απότομες πέτρες· ήταν σαν να ξεφύτρωναν μέσ' από τη γη· μερικές φαίνονταν σαν να 'χαν κατρακυλήσει από ψηλά, παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Τελικά έφτασα στην κορυφή κι έριξα μια ματιά κάτω. Είδα τη χώρα και ένιωσα παράξενα. Ήταν χειμώνας και ολόγυρα στους λόφους υψώνονταν μαύρα δέντρα που σχημάτιζαν τρομερά δάση. Ήταν σαν να ' βλεπα ένα μεγάλο δωμάτιο, στους τοίχους του οποίου κρέμονταν μαύρα κρέπια. Το σχήμα των δέντρων δεν έμοιαζε καθόλου με τα δέντρα που ήξερα. Φοβήθηκα. Πίσω απ' τα δάση υψώνονταν κι άλλοι λόφοι που σχημάτιζαν ένα μεγάλο δακτύ-λιο. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου τέτοιο τοπίο. Παντού μαυρίλα, λες κι ένα Βουρ σκέπαζε τα πάντα. Όλα ήταν βυθισμένα στη σκιά και τη σιωπή. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, βαρύς και λυπη-μένος, σαν κολασμένος βουρικός θόλος του Κάτω Ντέντο. Συ-νέχισα να βαδίζω πάνω στους τρομερούς βράχους. Ήταν εκα-τοντάδες. Μερικοί έμοιαζαν με ανθρώπους που έχασκαν φριχτά. Νόμιζα ότι έβλεπα τα πρόσωπά τους να καραδοκούν μες στην πέτρα, λες και κάποια άγρια πλάσματα ήταν έτοιμα να πηδή-ξουν μεσ' απ' τους βράχους, να με αρπάξουν και να με σύρουν

Page 153: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 163

μαζί τους στις πέτρινες φωλιές τους, θέλοντας να με κρατή-σουν για πάντα φυλακισμένη εκεί μέσα. Κάποιοι άλλοι βρά-χοι έμοιαζαν με ζώα, με ζώα φριχτά και τρομερά που σέρνονταν και τίναζαν τις γλώσσες τους· άλλοι έμοιαζαν με λέξεις που δεν μπορούσα να προφέρω, και άλλοι με κουφάρια αραδιασμένα στο χόρτο. Αν και με τρόμαζαν, συνέχισα να βαδίζω ανάμεσά τους και η καρδιά μου γέμιζε με τα κολασμένα τραγούδια τους. Θα ήθελα πολύ να κάνω μορφασμούς όπως εκείνοι ή να αρχίσω να στροβιλίζομαι για να τους τρομάξω, αλλά δεν μπορούσα. Συνέ-χισα πάντως να βαδίζω, ώσπου τελικά οι βράχοι άρχισαν να μου αρέσουν και να μη με φοβίζουν πια. Τραγούδησα τα τραγούδια που βρίσκονταν στη σκέψη μου, κάτι τραγούδια με στίχους που δεν πρέπει κανείς να προφέρει ή να γράφει. Ύστερα έκανα μορ-φασμούς, ίδιους με εκείνους που σχηματίζονταν στα πρόσωπά τους, και άρχισα να στροβιλίζομαι χαρούμενη. Μετά από λίγο σταμάτησα, πλησίασα σε μια πέτρα που έμοιαζε με άνθρωπο που χαμογελά, ξάπλωσα στο χώμα δίπλα της, άνοιξα τα χέρια μου και την αγκάλιασα με αγάπη. Συνέχισα κατόπιν το δρόμο μου ανάμεσα στα βράχια ώσπου έφτασα σε ένα λόφο. Ήταν ψηλό-τερος απ' όσους λόφους είχα δει μέχρι τότε, πολύ πιο ψηλός ακόμα κι απ' το σπίτι μας. Έμοιαζε με μεγάλη αναποδογυρισμέ-νη λεκάνη. Οι πλαγιές του ήταν μαλακές και καταπράσινες, ενώ στην κορφή του υψωνόταν, στημένη σαν πάσσαλος, μια μεγάλη πέτρα. Προσπάθησα να σκαρφαλώσω προς τα κει, αλλά το έδα-φος γλιστρούσε πολύ. Αναγκάστηκα πολλές φορές να σταματή-σω, φοβούμενη μήπως χάσω την ισορροπία μου και κατρακυλή-σω στο κενό και τις κοφτερές πέτρες που με περίμεναν κάτω στο χώμα έτοιμες να με κομματιάσουν. Όμως ήθελα οπωσδήποτε να φτάσω στην κορφή. Συνέχισα λοιπόν να σκαρφαλώνω αργά αρ-γά, με τα χέρια μου να κρατούν γερά το χορτάρι της πλαγιάς και το σώμα μου κολλημένο στο χώμα. Τελικά τα κατάφερα. Βρέ-θηκα στην κορφή, κάθισα σε μια πέτρα να ανασάνω και έριξα μια ματιά γύρω μου. Κατάλαβα ότι είχα διανύσει μια πολύ με-γάλη απόσταση· πρέπει να βρισκόμουν εκατοντάδες μίλια μα-κριά απ' το σπίτι μου. Ίσως να είχα φτάσει σε μια άλλη χώρα, ή σ' ένα από κείνα τα παράξενα μέρη για τα οποία διαβάζουμε στις ιστορίες με τζίνια ή τα Παραμύθια της Χαλιμάς —σαν να

Page 154: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

164 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

είχα διασχίσει μια μεγάλη θάλασσα, κολυμπώντας χρόνια ολό-κληρα, και να είχα βγει ξαφνικά σε μια στεριά που δεν την είχε ξαναδεί ανθρώπου μάτι— ή σαν να 'χα πετάξει ψηλά στον ου-ρανό και να είχα φτάσει σ' ένα από κείνα τα αστέρια όπου, όπως έχω διαβάσει, δε φυσά ποτέ αέρας και τα πάντα είναι πεθαμένα, παγωμένα και γκρίζα. Κάθισα, λοιπόν, κάμποση ώρα πάνω στην πέτρα και συνέχισα να κοιτάζω κάτω και γύρω μου. Ήταν σαν να καθόμουν πάνω σ' έναν πύργο, στο κέντρο μιας μεγάλης άδειας πόλης, γιατί δεν έβλεπα τίποτε άλλο γύρω, πέρα από τους γκρίζους βράχους κάτω στο έδαφος. Το σχήμα τους δε διακρι-νόταν καθαρά, αλλά μπορούσα να δω ότι έφταναν πολύ μακριά. Καθώς τους κοίταζα, μου φάνηκε σαν να ήταν τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, στη σειρά, σαν να υπάκουαν σ' ένα αυστηρά προσχεδιασμένο πρότυπο. Ήταν αδύνατο να συνέβαι-νε κάτι τέτοιο, το ήξερα· πριν από λίγη ώρα τους είχα δει να ξεπετάγονται απ' τη γη ακανόνιστα, εδώ κι εκεί, και να ενώνο-νται μεταξύ τους με μεγάλα και πλατιά πέτρινα κράσπεδα. Προ-σπάθησα να διακρίνω καλύτερα, αλλά το μόνο που έβλεπαν τα μάτια μου ήταν κύκλοι μεγάλοι από βράχους και, μέσα σ' αυ-τούς τους κύκλους, άλλοι κύκλοι, μικρότεροι, σαν να ήταν εγ-γεγραμμένοι, και ανάμεσα τους πυραμίδες, θόλοι και σπείρες. Βρισκόμουν λοιπόν στο κέντρο μεγάλων πέτρινων δακτυλίων. Έμεινα ακίνητη και τους κοίταζα πολλή ώρα, ώσπου ξαφνικά ένιωσα τους βράχους να κινούνται και να περιστρέφονται σαν ένας μεγάλος τροχός, στο κέντρο του οποίου στεκόμουν εγώ. Ζαλίστηκα, το κεφάλι μου άρχισε να βουίζει, καταχνιά σκέπασε τα πάντα και όλα θόλωσαν. Είδα μικρές σπίθες ενός γαλάζιου φωτός, και οι πέτρες φαίνονταν σαν να πηδούσαν, να χόρευαν, να στροβιλίζονταν. Άρχισα να ουρλιάζω τρομοκρατημένη. Ση-κώθηκα όρθια, αλλά τα πόδια μου λύγισαν και σωριάστηκα στο χώμα. Λίγο αργότερα συνήλθα. Όλα ήταν ήσυχα και ακίνητα. Στάθηκα χαρούμενη στην κορφή και αφέθηκα να γλιστρήσω στην πλαγιά του λόφου. Συνέχισα το δρόμο μου ευχαριστημένη. Χόρευα καθώς βάδιζα, μ' εκείνο τον παράξενο τρόπο που χό-ρευαν οι βράχοι τη στιγμή που με είχε πιάσει ο ίλιγγος. Χαι-ρόμουν που κατάφερνα να μιμηθώ τόσο όμορφα το χορό τους. Κι ενώ χόρευα, άρχισα κάποια στιγμή να τραγουδώ τα υπέροχα

Page 155: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 165

τραγούδια που φώλιαζαν ως εκείνη την ώρα στο μυαλό μου. Τελικά έφτασα στην πίσω πλευρά του λόφου, όπου δεν υπήρχαν πλέον βράχοι και ο δρόμος περνούσε μέσα από μια μεγάλη πυ-κνή λόχμη, ίδια με εκείνη που είχα διασχίσει πριν φτάσω στο λόφο. Δε με ένοιαζε τίποτα και δε φοβόμουν καθόλου. Ήμουν πολύ χαρούμενη που είχα δει τον παράξενο χορό των βράχων και που μπορούσα πλέον να τον χορεύω κι εγώ. Σύρθηκα μέσα στη λόχμη και άρχισα να έρπω ανάμεσα στους θάμνους. Το πόδι μου άγγιξε κάτι τσουκνίδες και άρχισε να τσούζει. Δεν το έβαλα κάτω. Συνέχισα να παλεύω με χοντρά ριζόκλαδα και αγκάθια, γελώντας και τραγουδώντας. Βγαίνοντας απ' τη λόχμη, βρέθη-κα σε μια .κλειστή κοιλάδα, μια μακρόστενη λωρίδα γης σαν σκοτεινό μυστικό πέρασμα. Τα κλαδιά των ψηλών, πυκνών δέ-ντρων ενώνονταν πάνω απ' το κεφάλι μου και ήταν σαν να βάδιζα μέσα σε μια στενή, σκοτεινή σήραγγα. Γύρω μου οι ανθισμένες φτέρες μύριζαν όμορφα και ευωδιαστά σαν έλατα. Ένα μικρό ρέμα διέσχιζε την κοιλάδα, τόσο μικρό που μπορού-σα μ' ένα πήδημα να το περάσω. Ήπια λίγο νερό με τη χούφτα μου. Είχε τη γεύση λαμπερού κίτρινου κρασιού και φωσφόριζε αφρίζοντας καθώς κυλούσε μεσ' από κόκκινες και κίτρινες πέ-τρες. Ήπια ακόμη λίγο, αλλά η χούφτα μου δεν μπορούσε να πιάσει πολύ. Έπεσα μπρούμυτα στο έδαφος, τέντωσα το κεφάλι μου στην όχθη του ρέματος και ρούφηξα το νερό με το στόμα μου. Η γεύση του ήταν πολύ πιο ωραία αυτήν τη φορά. Ένα κυματάκι υψώθηκε μέχρι το στόμα μου και μου έδωσε ένα φιλί. Γέλασα και ήπια ξανά. Φαντάστηκα ότι ήμουν νύμφη, σαν εκεί-νη που είχαμε σε μια ζωγραφιά στο σπίτι. Ζούσα, λέει, μέσα στο νερό και τα κύματα του με χάιδευαν και με φιλούσαν. Τέντωσα πάλι το λαιμό μου, ακούμπησα τα χείλη μου πάνω του και ψι-θύρισα στη νύμφη που κατοικούσε μέσα του ότι θα ξαναρχό-μουν. Δεν πρέπει να ήταν κοινό νερό" όχι, δεν ήταν, ήμουν σίγουρη. Σηκώθηκα ευτυχισμένη και συνέχισα το δρόμο μου. Άρχισα πάλι να χορεύω και να στροβιλίζομαι μες στην κοιλά-δα, κάτω απ' το θόλο που σχημάτιζαν τα κλωνάρια των δέντρων. Φτάνοντας στο τέλος της, αντίκρισα το έδαφος να υψώνεται μπροστά μου, ψηλό και απότομο, σαν τοίχος. Και δεν υπήρχε τίποτε άλλο πάνω απ τον τοίχο, μονάχα ο ουρανός. Στάθηκα

Page 156: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

έκπληκτη και είπα στον εαυτό μου, «Ο δίχως τέλος κόσμος, εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν». Και όμως, πρέπει να είχα φτά-σει στο τέλος του κόσμου, γιατί το μέρος αυτό ήταν το τέλος του παντός, λες και δεν υπήρχε τίποτα παραπέρα, εκτός απ' το βασίλειο του Βουρ, όπου το φως σβήνει και χάνεται, και το νερό εξατμίζεται όταν το βλέπει ο ήλιος. Άρχισα να αναλογίζομαι το μακρύ δρόμο που είχα διανύσει, το ρυάκι απ' όπου είχα περάσει, τους θάμνους και τις αγκαθωτές λόχμες, τα σκοτεινά, γεμάτα ριζόκλαδα και τσουκνίδες δάση. Ήρθαν ξανά στο μυαλό μου η σήραγγα κάτω απ' τα δέντρα όπου είχα περπατήσει, η λόχμη όπου είχα συρθεί, τα γκρίζα βράχια που είχα αντικρίσει να χορεύουν και να στροβιλίζονται όταν καθόμουν στην κορυφή του λόφου, η είσοδος μου στη σκοτεινή κοιλάδα —ένας δρόμος μακρύς, μα τόσο μακρύς. Αναρωτήθηκα πώς θα γύριζα σπίτι· φοβήθηκα ότι δε θα έβρισκα το δρόμο του γυρισμού. Κι αν το σπίτι μου δε βρισκόταν στη θέση του, αν είχε μετακινηθεί αφή-νοντας πίσω του μόνο γκρίζους βράχους, όπως συνέβαινε στα Παραμύθια της Χαλιμάς; Κάθισα απελπισμένη στο χορτάρι, προσπαθώντας να σκεφτώ τι έπρεπε να κάνω. Ήμουν κουρασμέ-νη, τα πόδια μου με έκαιγαν απ' το περπάτημα. Έριξα μια ματιά γύρω μου και είδα ένα όμορφο πηγάδι, ακριβώς στη βάση του ψηλού, απότομου χορτάρινου τοίχου. Όλο το έδαφος γύρω ή-ταν σκεπασμένο από λαμπερά πράσινα μουσκεμένα βρύα —και υπήρχαν όλων των λογιών τα βρύα εκεί· μερικά ήταν σαν ωραίες χαμηλές φτέρες και κάποια άλλα έμοιαζαν με φοινικόδεντρα και έλατα. Τα πάντα ήταν καταπράσινα και λαμπερά σαν κοσμήμα-τα· στάλες δροσιάς κρέμονταν πάνω τους, σαν διαμαντόπετρες. Στη μέση ακριβώς ανοιγόταν το μεγάλο πηγάδι —βαθύ, λαμπε-ρό και διάφανο· τόσο καθαρό ήταν το νερό του που φαντάστηκα ότι θα μπορούσα να αγγίξω με το χέρι μου το κοκκινόχωμα στο βυθό του. Όμως ήταν πολύ βαθύ. Κάθισα στο χείλος του και κοίταξα μέσα. Ήταν σαν να κοιταζόμουν σε καθρέφτη. Στο βυθό του πηγαδιού, ακριβώς στο κέντρο, μεγάλοι σβόλοι κοκ-κινόχωμα κινούνταν και αναταράζονταν ακατάπαυστα. Αν και το νερό στην επιφάνεια ήταν ήρεμο, στο βάθος άφριζε. Ήταν ένα πηγάδι μεγάλο, πολύ μεγάλο, σαν λουτρό· με τα λαμπερά πράσινα βρύα γύρω του φαινόταν σαν τεράστιο άσπρο κόσμημα,

Page 157: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 167

ζωσμένο από αστραφτερά πράσινα πετράδια. Τα πόδια μου έκαι-γαν απ' την κούραση. Έβγαλα τις μπότες και τις κάλτσες μου και τα βύθισα στο νερό. Ήταν παγωμένο αλλά με ανακούφισε. Όταν σηκώθηκα, η κούρασή μου είχε πια χαθεί. Ένιωσα ότι έπρεπε να συνεχίσω το δρόμο μου, να δω τι υπήρχε πίσω απ' το χορτάρινο τοίχο. Τον σκαρφάλωσα αργά αργά, κινούμενη συνεχώς προς τα πλάγια. Μόλις έφτασα στην κορυφή του και κοίταξα πέρα, αντίκρισα την πιο παράξενη χώρα που είχα δει ποτέ, πιο παράξενη ακόμα κι απ' το λόφο με τους γκρίζους βράχους. Θα έλεγε κανείς ότι είχαν παίξει εκεί πέρα παιδιά με φτυαράκια και κουβαδάκια, και ότι είχαν φτιάξει λόφους, χαρά-δρες, κάστρα και τείχη από πηλό και λάσπη. Μπροστά μου υψώνονταν δυο λόφοι σαν μεγάλες κυψέλες, στρογγυλοί, ογκώ-δεις και επιβλητικοί. Πιο πίσω ανοίγονταν δυο γούβες και αμέ-σως μετά υψωνόταν ένα απότομο τείχος, σαν εκείνους τους προ-μαχώνες που είχα δει κάποτε σε μια παραλία να τους φρουρούν ένοπλοι στρατιώτες. Κατέβηκα από το χορτάρινο τοίχο και προ-χώρησα προς την πρώτη γούβα. Βρισκόμουν στο χείλος της, όταν ξαφνικά υποχώρησε το έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου. Ευτυχώς, κατάφερα να σταθώ όρθια και σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά. Ένιωσα πολύ παράξενα. Δεν έβλεπα τίποτε άλλο πέρα από ένα γκρίζο, συννεφιασμένο ουρανό και τα τοιχώματα της γούβας. Καθετί άλλο είχε εξαφανιστεί, λες κι ο κόσμος ολόκλη-ρος είχε γίνει μια τεράστια γούβα. Σκέφτηκα ότι τη νύχτα θα γέμιζε φαντάσματα, κινούμενες σκιές και χλομά στοιχειά, όταν το φεγγάρι θα έστελνε το φως του στα σωθικά της και ο αγέρας του μεσονυχτίου θα θρηνούσε. Τα πάντα ήταν παράξενα, επι-βλητικά, μοναχικά. Ήταν σαν να βρισκόμουν μέσα σ' ένα σκαμμένο ναό νεκρών βαρβαρικών θεών. Θυμήθηκα μια ιστορία που μου έλεγε η παραμάνα μου όταν ήμουν μικρή —μιλώ για κείνη την κοπέλα που με είχε πάει στο δάσος όπου είχα δει τους λευκούς ανθρώπους. Θυμήθηκα, λοιπόν, την ιστορία που μου είχε πει μια χειμωνιάτικη νύχτα, που ο άνεμος λυσσομανούσε στα δέντρα έξω απ' το σπίτι και περνούσε, ουρλιάζοντας και βογκώντας, μεσ' από την καμινάδα του δωματίου μου. Η παρα-μάνα μου μου έλεγε ότι υπήρχε κάπου ένα βαθύ πηγάδι, σαν κι αυτήν τη γούβα μέσα στην οποία είχα πέσει τώρα. Όλοι οι

Page 158: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

άνθρωποι φοβούνταν να το πλησιάσουν, τόσο κακό και καταρα-μένο το θεωρούσαν. Αλλά μια φορά κι έναν καιρό βρέθηκε μια φτωχή κοπέλα που είπε ότι θα κατέβαινε στο πηγάδι. Όλοι προσπάθησαν να την εμποδίσουν, αλλά εκείνη ήταν αμετάπει-στη. Κατέβηκε, λοιπόν, μέσα και λίγες ώρες αργότερα βγήκε απ' το πηγάδι γελώντας. Είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί κάτω, μόνο πράσινο χόρτο, κόκκινες και άσπρες πέτρες και κίτρινα λουλούδια. Λίγες μέρες αργότερα, οι άνθρωποι είδαν την κοπέλα να φορά τα πιο ωραία σμαραγδένια σκουλαρίκια και τη ρώτη-σαν πού τα είχε βρει, αφού εκείνη και η μητέρα της ήταν πά-μπτωχες. Η κοπέλα γέλασε και τους είπε ότι τα σκουλαρίκια της δεν ήταν φτιαγμένα από σμαράγδια, αλλά από απλό πράσινο χόρτο. Κατόπιν, μια μέρα, φόρεσε στο στήθος της το πιο όμορ-φο ρουμπίνι που είχε δει ποτέ ανθρώπου μάτι· ήταν μεγάλο σαν αβγό όρνιθας και έλαμπε σαν πυρωμένο κάρβουνο. Οι άνθρωποι τη ρώτησαν πού το είχε βρει, αφού εκείνη και η μητέρα της ήταν πάμπτωχες. Η κοπέλα γέλασε και τους είπε ότι δεν ήταν ρουμπί-νι, αλλά μια απλή κόκκινη πέτρα. Μετά από λίγες μέρες φόρεσε στο λαιμό της το πιο ακριβό περιδέραιο που είχε δει ποτέ κα-νείς· ήταν πιο λεπτό από εκείνο που φορούσε η βασίλισσα και ήταν φτιαγμένο από εκατοντάδες αστραφτερά διαμάντια που έ-λαμπαν σαν όλα τα άστρα του ουρανού μιας νύχτας του Ιούνη. Τη ρώτησαν, λοιπόν, πού το είχε βρει, αφού εκείνη και η μητέρα της ήταν πάμπτωχες. Η κοπέλα γέλασε και τους είπε ότι δεν ήταν φτιαγμένο από διαμάντια, αλλά από απλές άσπρες πέτρες. Μια μέρα πήγε στο παλάτι φορώντας στο κεφάλι της μια κορόνα από ατόφιο χρυσάφι —έτσι μου είπε η παραμάνα— που έλαμπε σαν τον ήλιο και ήταν πολύ πιο όμορφη απ' την κορόνα του βασιλιά. Στ' αφτιά της φορούσε τα σμαραγδένια σκουλαρίκια, στο στήθος της είχε καρφιτσώσει το ρουμπίνι, ενώ το μεγάλο διαμαντένιο περιδέραιο άστραφτε στο λαιμό της. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα νόμισαν ότι ήταν πριγκίπισσα από κάποια μακρινή χώρα και κατέβηκαν απ' τους θρόνους τους για να την υποδε-χτούν. Κάποιος όμως τους είπε ποια ήταν και πρόσθεσε ότι ήταν πολύ φτωχή. Αμέσως ο βασιλιάς τη ρώτησε γιατί φορούσε χρυ-σή κορόνα και πού την είχε βρει, αφού τόσο η ίδια όσο και η μητέρα της ήταν πάμπτωχες. Η κοπέλα γέλασε και του απάντη-

Page 159: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 169

σε ότι δεν ήταν κορόνα, αλλά μερικά κίτρινα λουλούδια με τα οποία είχε στολίσει τα μαλλιά της. Ο βασιλιάς σκέφτηκε ότι ήταν πολύ παράξενο αυτό και τη διέταξε να μείνει στο παλάτι για να δουν τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Η κοπέλα ήταν τόσο όμορφη, που όλοι έλεγαν ότι τα μάτια της ήταν πιο πράσινα από τα σμαράγδια, τα χείλη της πιο κόκκινα από το ρουμπίνι, το δέρμα της mo άσπρο από τα διαμάντια και τα μαλλιά της mo λαμπερά από τη χρυσή κορόνα. Ο γιος του βασιλιά δήλωσε ότι θα την παντρευόταν και ο πατέρας του του έδωσε την άδεια. Τους πάντρεψε ο επίσκοπος και μετά δόθηκε ένα μεγάλο δείπνο. Κατόπιν ο γαμπρός πήγε στο δωμάτιο της γυναίκας του. Αλλά καθώς έκανε να ανοίξει την πόρτα, αντίκρισε έναν ψηλό, μαύρο άντρα με φριχτό πρόσωπο να στέκεται μπροστά του και άκουσε μια φωνή να του λέει:

Μη βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή σου αυτή η γυναίκα είναι δική μου σύζυγος.

Ο γιος του βασιλιά έπαθε κρίση και έπεσε ξερός στο πάτωμα. Αμέσως έτρεξαν οι υπηρέτες για να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στο δωμάτιο, αλλά στάθηκε αδύνατο να ανοίξουν την πόρτα. Άρχισαν να τη χτυπούν με τσεκούρια, μα το ξύλο είχε γίνει σκληρό σαν σίδερο. Ξαφνικά, μέσ' απ' το δωμάτιο ακούστηκαν ουρλιαχτά, γέλια, κραυγές και κλάματα. Όλοι το έβαλαν στα πόδια τρομοκρατημένοι. Την άλλη μέρα επέστρε-ψαν και άνοιξαν προσεκτικά την πόρτα. Το μόνο που συνάντη-σαν μες στο δωμάτιο ήταν ένας πυκνός, μαύρος καπνός. Ο μαύ-ρος άντρας είχε εξαφανιστεί παίρνοντας μαζί του τη νύφη. Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε λίγο ξεραμένο χορτάρι, μια πέτρα κόκκινη, κάμποσα άσπρα πετραδάκια και μερικά μαραμένα κίτρινα λου-λούδια. Θυμήθηκα αυτή την ιστορία, που μου είχε πει κάποτε η παραμάνα μου, ενώ στεκόμουν μέσα στη βαθιά γούβα. Ένιωθα τόσο παράξενα και μοναχικά που άρχισα να τρέμω απ' το φόβο μου. Δεν έβλεπα πουθενά πέτρες ή λουλούδια· υπέθεσα ότι τα είχε εξαφανίσει ο μαύρος άντρας και αποφάσισα να καταφύγω σ' ένα ξόρκι για να τον κρατήσω μακριά μου. Στάθηκα, λοιπόν, στο κέντρο της γούβας, βεβαιώθηκα ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος εκεί μέσα, και κατόπιν άρχισα να γυρίζω γύρω γύρω, αγγίζοντας με το χέρι μου τα μάτια, τα χείλη και τα μαλλιά μου

Page 160: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ενώ συγχρόνως ψιθύριζα κάποιες πα-ράξενες λέξεις που μου είχε μάθει η παραμάνα μου για να κρατώ μακριά μου το κακό. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα ασφαλής και βγήκα από τη γούβα. Ξανάρχισα να βαδίζω ανάμεσα σε υψώμα-τα πολλά, σε γούβες και τοίχους. Κάποια στιγμή έφτασα στο τέρμα, σε ένα ύψωμα ψηλότερο απ' όλα όσα είχα συναντήσει μέχρι τότε, και μπόρεσα να δω από κει πάνω ότι τα πάντα σ' εκείνη τη χώρα ήταν τοποθετημένα σε μια σειρά, υπάκουαν σ' ένα σχέδιο, όπως ακριβώς οι γκρίζοι βράχοι —μόνο που εδώ το σχέδιο ήταν διαφορετικό. Ήταν αργά πια και ο αέρας είχε κο-πάσει. Απ' το σημείο όπου στεκόμουν διέκρινα κάτι όγκους που έμοιαζαν με μεγάλες ανθρώπινες φιγούρες ξαπλωμένες στο χώ-μα. Συνέχισα το δρόμο μου και τελικά ανακάλυψα ένα δάσος τόσο μυστικό που είναι αδύνατο να το περιγράψω. Προφανώς κανένας δε θα γνώριζε την ύπαρξη του. Το ανακάλυψα στην τύχη, βλέποντας δυο ζωάκια να τρέχουν σ' ένα μονοπάτι που οδηγούσε προς τα κει. Τα ακολούθησα και βρέθηκα σ' ένα στενό σκοτεινό πέρασμα γεμάτο αγκάθια και θάμνους. Βαδίζο-ντας με δυσκολία, σχεδόν έρποντας, έφτασα σ' ένα ξέφωτο, ακριβώς στο κέντρο του δάσους. Κι εκεί αντίκρισα το πιο όμορ-φο θέαμα που είχα δει ποτέ. Δυστυχώς κράτησε μόνο για μια στιγμή, γιατί τρόμαξα και το 'βαλα στα πόδια. Σύρθηκα ξανά μεσ' από το πέρασμα, βγήκα απ' το δάσος και άρχισα να τρέχω, να τρέχω, να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, γιατί φοβόμουν ότι αυτό που είχα δει ήταν τόσο όμορφο, τόσο παράξενο, τόσο εξωπραγματικό. Ήθελα να γυρίσω σπίτι μου και να σκεφτώ· δεν ήξερα τι μπορούσε να μου συμβεί αν έμενα κοντά στο δάσος. Η θερμοκρασία μου είχε ανέβει και έτρεμα· η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και παράξενες κραυγές έβγαιναν απ' το στόμα μου. Χά-ρηκα όταν ένα μεγάλο λευκό φεγγάρι ξεπρόβαλε πίσω από ένα λόφο, φωτίζοντας μου το τοπίο. Γύρισα πίσω απ' τον ίδιο δρό-μο· πέρασα μέσ' απ' τους λόφους και τις γούβες, τη στενή κοιλάδα και τις λόχμες, τα γκρίζα βράχια. Έφτασα στο σπίτι μου λαχανιασμένη. Ο πατέρας μου εργαζόταν στο γραφείο του και οι υπηρέτες, αν και φοβισμένοι, δεν τον είχαν ενημερώσει για την απουσία μου. Δεν τους είπα πού είχα πάει. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και έμεινα ξάγρυπνη όλη τη νύχτα, αναλογιζόμενη

Page 161: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 171

αυτό που είχα δει. Όταν έβγαινα απ' το στενό μονοπάτι και τα πάντα, παρά το σκοτάδι, έλαμπαν, ένιωθα τόσο σίγουρη και σ' όλο το δρόμο για το σπίτι ήμουν βέβαιη ότι το είχα δει. Εκείνη την ώρα λαχταρούσα να κλειστώ στο δωμάτιο μου, να κλείσω τα μάτια μου, να φανταστώ ότι βρισκόταν μπροστά μου και να κάνω μαζί του όλα όσα θα έκανα αν δε φοβόμουν. Όταν, όμως, έκλεισα τα μάτια μου, εκείνο δε φάνηκε. Άρχισα, λοιπόν, να συλλογίζομαι ξανά την περιπέτεια μου. Θυμάμαι πόσο άσχημα αισθάνθηκα όταν μου πέρασε απ' το μυαλό η ιδέα ότι μπορεί να είχα κάνει λάθος. Αυτό που είχα ζήσει έμοιαζε σαν μια από κείνες τις ιστορίες, που μου έλεγε η παραμάνα μου όταν ήμουν μικρή, και δεν τις πίστευα. Και σιγά σιγά, χωρίς να το καταλά-βω, οι ιστορίες της ήρθαν ξανά στο νου μου και αναρωτήθηκα αν πράγματι υπήρχε αυτό που είχα δει ή αν ήταν κανένα από κείνα τα παραμύθια του παλιού καιρού. Ένιωθα παράξενα. Κα-θόμουν ξάγρυπνη στο δωμάτιο μου, στην πίσω πλευρά του σπι-τιού, και το φεγγάρι έλαμπε απέναντι, προς το ποτάμι, έτσι που το λαμπρό του φως έπεφτε πάνω στον εξωτερικό τοίχο. Άκουσα τον πατέρα μου να ανεβαίνει στο πάνω πάτωμα ακριβώς τη στιγ-μή που το ρολόι σήμαινε μεσάνυχτα. Κατόπιν το σπίτι βυθίστη-κε στη σιωπή, σαν να μην κατοικούσε κανένας ζωντανός εκεί μέσα. Παρόλο που το δωμάτιο μου ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι, ένα χλομό φως τρεμόπαιζε στη λευκή κουρτίνα. Σηκώθηκα, πή-γα στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Είδα τη μαύρη σκιά του σπιτιού να σκεπάζει τον κήπο, που φαινόταν σαν φυλακή γεμά-τη κρεμασμένους ανθρώπους. Μα πέρα απ' τη σκιά, τα πάντα ήταν λευκά. Το δάσος έλαμπε κάτασπρο, διάστικτο με μαύρα χάσματα ανάμεσα στα δέντρα. Φαινόταν ακίνητο και φωτεινό, στον ουρανό δεν υπήρχαν καθόλου σύννεφα. Προσπάθησα να φέρω στο νου μου αυτό που είχα δει, αλλά δεν τα κατάφερα. Άρχισα να σκέφτομαι τις ιστορίες που μου έλεγε κάποτε η παραμάνα μου. Νόμιζα ότι τις είχα ξεχάσει, μα ήρθαν όλες ξανά στη μνήμη μου ανακατεμένες με εικόνες απ' τις λόχμες, τα γκρίζα βράχια, τη γούβα και το μυστικό δάσος. Με δυσκολία ξεχώριζα το πρόσφατο απ' το παλιότερο, την πραγματικότητα απ' το όνειρο. Και ξαφνικά θυμήθηκα εκείνο το ζεστό απόγευ-μα, το τόσο μακρινό πια, που η παραμάνα με άφησε μόνη μου

Page 162: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

στη σκιά και οι λευκοί άνθρωποι βγήκαν απ' το νερό και το δάσος για να παίξουν, να χορέψουν και να τραγουδήσουν. Φα-ντάστηκα ότι η παραμάνα μου μου είχε μιλήσει από τότε σχε-τικά μ' αυτό, προτού καν το δω, μόνο που δεν μπορούσα να θυμηθώ τι ακριβώς μου είχε πει. Μετά αναρωτήθηκα μήπως ήταν εκείνη η λευκή κυρία. Τη θυμόμουν κάτασπρη και όμορφη, με σκούρα μάτια και μαύρα μαλλιά, να χαμογελά μερικές φορές όπως χαμογελούσε η κυρία, και να μου διηγείται εκείνες τις ιστορίες που άρχιζαν με τη φράση «Μια φορά κι έναν καιρό» ή «Τότε που ζούσαν οι νεράιδες». Αλλά όχι, σκέφτηκα, δεν μπο-ρεί να ήταν εκείνη η λευκή κυρία, ούτε ο άντρας που είχε έρθει μαζί μας αυτό που είχα δει στο μυστικό δάσος. Μετά συλλογί-στηκα το φεγγάρι. Αλλά και πάλι, ήταν αργότερα, στη μέση εκείνου του αγριότοπου με τις φιγούρες που κείτονταν στο χώ-μα, με τους παράξενους τοίχους και τις μυστηριώδεις γούβες, ήταν πολύ αργότερα που είχα δει το μεγάλο λευκό φεγγάρι να ξεπροβάλλει πίσω από το λόφο. Αναρωτιόμουν και απορούσα για όλα αυτά τα πράγματα, μέχρι που τελικά με κυρίεψε ο τρό-μος. Αρχισα να φοβάμαι. Κάτι πρέπει να μου είχε συμβεί. Θυ-μήθηκα την ιστορία της παραμάνας μου για το φτωχό κορίτσι που είχε κατέβει στο βαθύ πηγάδι και τελικά την πήρε μαζί του ο μαύρος άντρας. Ήξερα ότι είχα μπει κι εγώ σ' ένα πηγάδι, ίσως να ήταν το ίδιο, και ότι είχα κάνει κάτι τρομερό. Αποφά-σισα να επαναλάβω το ξόρκι. Άγγιξα τα μάτια, τα χείλη και τα μαλλιά μου με έναν ιδιαίτερο τρόπο και πρόφερα τις αρχαίες λέξεις της γλώσσας των νεράιδων, ώστε να βεβαιωθώ ότι δε με είχε πάρει κανείς μαζί του. Προσπάθησα να δω ξανά το μυστικό δάσος, να συρθώ στο πέρασμα, να ξαναδώ αυτό που είχα δει εκεί. Αλλά, δυστυχώς, δεν μπορούσα.

Οι ιστορίες της παραμάνας μου έρχονταν συνεχώς στο μυαλό μου. Θυμήθηκα μια που μιλούσε για έναν νεαρό που, μια φορά κι έναν καιρό, είχε πάει για κυνήγι. Όλη μέρα γυρνούσε από δω κι από κει με τα σκυλιά του. Διέσχισε όλα τα ποτάμια, μπήκε σ' όλα τα δάση, έψαξε σ' όλους τους βαλτότοπους, αλλά τελικά δε βρήκε τίποτα. Κυνηγούσε όλη τη μέρα μέχρι που ο ήλιος βασίλεψε και βρέθηκε στην πίσω πλευρά του βουνού. Το παλι-κάρι ήταν εκνευρισμένο γιατί δεν είχε καταφέρει να σκοτώσει

Page 163: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 173

κανένα ζώο ή πουλί. Ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω, όταν, τη στιγμή ακριβώς που ο ήλιος άγγιζε τη βουνοκορφή, είδε να πετάγεται από μια φτέρη μπροστά του ένα όμορφο άσπρο ελάφι. Ο νεαρός σφύριξε στα σκυλιά του, αλλά εκείνα άρχισαν να ουρλιάζουν αρνούμενα να το κυνηγήσουν. Αμέσως σφύριξε στο άλογό του, αλλά κι εκείνο απλώς ρίγησε χωρίς να κουνηθεί. Ο νεαρός κατέβηκε απ' το άλογο, παράτησε τα σκυλιά και βάλ-θηκε να τρέχει ολομόναχος πίσω απ' το άσπρο ελάφι. Σύντομα σκοτείνιασε, στον κατάμαυρο ουρανό δεν έλαμπε κανένα αστέ-ρι. Το ελάφι συνέχιζε να τρέχει μέσα στη νύχτα απτόητο. Πα-ρόλο που είχε μαζί του το τουφέκι του, το παλικάρι δεν πυρο-βόλησε το ζώο γιατί ήθελε να το πιάσει ζωντανό. Όμως ούτε μια στιγμή δεν το έχασε απ' τα μάτια του, παρά τη μαυρίλα του ουρανού και το σκοτάδι. Το ελάφι συνέχισε να τρέχει, ώσπου ο νεαρός δεν είχε ιδέα πια πού βρίσκονταν. Πέρασαν μεσ' από τεράστια δάση, όπου ο αέρας ήταν γεμάτος ψιθύρους και νεκρι-κά φώτα ξεχύνονταν μεσ' από σάπιους κορμούς που κείτονταν ξεραμένοι στο χώμα. Κάθε φορά που το παλικάρι νόμιζε ότι είχε χάσει το ελάφι, το έβλεπε ξαφνικά κάτασπρο και λαμπερό μπρο-στά του και έτρεχε να το πιάσει, αλλά εκείνο ήταν ταχύτερο και πάντα του ξέφευγε. Και συνέχισαν έτσι να διασχίζουν πελώρια δάση, να περνούν κολυμπώντας ποταμούς, να τσαλαβουτούν σε μαύρους βάλτους όπου ο βούρκος κόχλαζε και φωσφόριζε μες στην πάχνη και ο αέρας μύριζε σαν τάφος, με το ελάφι πάντα μπροστά και τον κυνηγό στο κατόπι του. Κι ανέβηκαν σε ψηλά βουνά, όπου ο άντρας άκουγε το μούγκρισμα του αγέρα του ουρανού, και το ελάφι, πάντοτε άπιαστο, να τρέχει σαν τη θύελ-λα μες στη νύχτα. Όταν, επιτέλους, ανέτειλε ο ήλιος, ο νεαρός ανακάλυψε ότι βρισκόταν σε έναν τόπο που δεν είχε ποτέ του ξαναδεί· ήταν μια όμορφη κοιλάδα, με ένα λαμπερό ρυάκι και έναν ψηλό, στρογγυλό λόφο. Το ελάφι κατηφόρισε μες στην κοιλάδα προς το λόφο. Φαινόταν κουρασμένο τώρα, πήγαινε όλο και πιο αργά. Αλλά κι ο άντρας είχε κουραστεί. Ωστόσο έβαλε τα δυνατά του κι έτρεξε πιο γρήγορα, σίγουρος πια πως επιτέλους θα έπιανε το θήραμά του. Μα μόλις έφτασαν στα ριζά του λόφου και άπλωσε το χέρι του να αδράξει το ελάφι, το ζώο εξαφανίστηκε μες στη γη και ο νεαρός έβαλε τα κλάματα. Είχε

Page 164: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

καταστενοχωρηθεί που έχασε ένα τέτοιο θήραμα μετά από ένα τόσο κουραστικό κυνήγι. Αλλά καθώς έκλαιγε, διέκρινε μια πόρτα στο λόφο, ακριβώς μπροστά του. Την άνοιξε και μπήκε μέσα. Προχώρησε μες στο σκοτάδι, ελπίζοντας πως θα ξανάβρι-σκε το άσπρο ελάφι. Ξαφνικά όλα φωτίστηκαν —και να ο ου-ρανός, ο λαμπερός ήλιος, πουλιά που κελαηδούσαν στα δέντρα, μια δροσερή, γάργαρη πηγή! Μια κυρία καθόταν δίπλα της· ήταν η νεραϊδοβασίλισσα. Κοίταξε τον κυνηγό και του είπε ότι είχε μεταμορφωθεί σε ελάφι για να τον παρασύρει σ' αυτό τον παράξενο τόπο επειδή τον είχε αγαπήσει. Μετά έβγαλε ένα με-γάλο χρυσό κύπελλο απ' το νεραϊδοπαλάτι της, στολισμένο με πετράδια, και του πρόσφερε κρασί να πιει. Και ο κυνηγός ήπιε, και όσο έπινε, τόσο πιο πολύ επιθυμούσε να πιει, γιατί το κρασί ήταν μαγεμένο. Έτσι, φίλησε τελικά την όμορφη κυρά, κι εκεί-νη έγινε γυναίκα του. Έμεινε μια ολόκληρη μέρα και μια ολό-κληρη νύχτα στο λόφο όπου κατοικούσε η νεράιδα. Όταν ξύ-πνησε το άλλο πρωί, ανακάλυψε ότι βρισκόταν ξαπλωμένος στο χώμα, ακριβώς στο σημείο που είχε πρωτοδεί το ελάφι. Λίγο πιο πέρα, το άλογο και τα σκυλιά του περίμεναν. Σήκωσε ψηλά το βλέμμα του και είδε τον ήλιο να βυθίζεται πίσω στο βουνό. Γύρισε σπίτι του και έζησε χρόνια πολλά, αλλά δεν ξαναφίλησε γυναίκα επειδή είχε φιλήσει τη νεραϊδοβασίλισσα· ούτε και ξα-ναήπιε κρασί επειδή είχε πιει το μαγεμένο. Μερικές φορές η παραμάνα μου μου έλεγε παλιές ιστορίες που είχε ακούσει από την προγιαγιά της, μια γριά που ζούσε ολομόναχη σε μια κα-λύβα στο βουνό. Οι περισσότερες ήταν για ένα λόφο, όπου πριν από πολλά χρόνια μαζεύονταν άνθρωποι τη νύχτα, έπαιζαν διά-φορα παράξενα παιχνίδια και έκαναν αλλόκοτα πράγματα, για τα οποία μου μιλούσε συχνά η παραμάνα, αλλά τότε δε μπορού-σα να τα καταλάβω. Και τώρα, έλεγε η παραμάνα, οι πάντες, εκτός απ' την προγιαγιά της, τα είχαν ξεχάσει όλα αυτά και κανένας πλέον δε γνώριζε πού βρισκόταν εκείνος ο λόφος — ούτε καν η γριά.

Μια ιστορία, όμως, που μου διηγήθηκε κάποτε ήταν τόσο παράξενη που, ακόμα και σήμερα, ανατριχιάζω όταν τη θυμάμαι. Οι άνθρωποι, μου είπε, συνήθιζαν να πηγαίνουν εκεί το καλο-καίρι με τις μεγάλες ζέστες και να χορεύουν πολύ. Στην αρχή

Page 165: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 175

ήταν όλα σκοτεινά, τα πυκνά φυλλώματα των ψηλών δέντρων έκαναν το τοπίο ακόμη πιο σκοτεινό. Οι άνθρωποι έφταναν ένας ένας από διάφορες κατευθύνσεις. Περνούσαν όλοι από ένα κρυ-φό μονοπάτι, που κανένας άλλος δε γνώριζε. Πάντα δυο άντρες φύλαγαν το πέρασμα. Καθένας που έφτανε έπρεπε να κάνει μια παράξενη χειρονομία, σαν σύνθημα, την οποία μου έδειξε η παραμάνα όσο πιο καλά μπορούσε, αν και μου είπε εκ των προ-τέρων ότι δεν μπορούσε να την κάνει τέλεια. Στο λόφο πήγαιναν λογής λογής άνθρωποι: ευγενείς και χωριάτες, γέροι και νέοι των δύο φύλων, ακόμα και μικρά παιδιά. Και ήταν παντού σκο-τάδι, εκτός από μια γωνιά όπου κάποιος έκαιγε κάτι που μύριζε έντονα και ευωδιαστά. Όταν έφταναν όλοι στον τόπο συνάντη-σης, οι δυο φρουροί του περάσματος έφραζαν το μονοπάτι για να μην μπορεί να περάσει κανένας απρόσκλητος, έστω κι αν ήταν σε πολλούς γνωστό ότι κάτι συνέβαινε στο λόφο. Μια φορά μάλιστα ένας ξενομερίτης ευγενής, που ερχόταν από πολύ μακριά, έχασε τη νύχτα το δρόμο του και το άλογο του τον πήγε στο κέντρο αυτής της παράξενης χώρας, όπου τα πάντα ήταν άνω κάτω, και το μόνο που αντίκρισε ο δυστυχής ξένος ήταν βρομεροί βάλτοι, τεράστιες πέτρες παντού, τρύπες φριχτές στη γη σαν χάσματα και δέντρα που θύμιζαν ικριώματα, καθώς τα μεγάλα μαύρα κλαδιά τους απλώνονταν πάνω απ' το δρόμο και τον σκέπαζαν. Ο καημένος ο τζέντλεμαν τρομοκρατήθηκε και το άλογό του άρχισε να γυρίζει γύρω γύρω. Τελικά το ζώο ηρέμη-σε, αλλά αρνιόταν να προχωρήσει. Ο ξένος πήδησε στο χώμα και προσπάθησε να το τραβήξει απ' το χαλινάρι. Το άλογο δεν έλεγε να κουνηθεί· ήταν καταϊδρωμένο σαν το θάνατο. Ο άνθρω-πος αναγκάστηκε να συνεχίσει μόνος του το δρόμο του, βαδί-ζοντας όλο και πιο βαθιά μέσα στην άγρια χώρα, ώσπου τελικά έφτασε σε ένα σκοτεινό μέρος, όπου έφτασαν στ' αφτιά του κραυγές, τραγούδια και οιμωγές, που όμοιες τους δεν είχε ακού-σει ποτέ μέχρι τότε. Κατάλαβε ότι κάτι άσχημο συνέβαινε και τρομοκρατήθηκε. Άρχισε να φωνάζει απελπισμένα. Κι ενώ φώ-ναζε, κάτι πλησίασε από πίσω του και μέσα σε μια στιγμή βρέ-θηκε μπρούμυτα στο χώμα, δεμένος χειροπόδαρα. Έχασε αμέ-σως τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε, βρισκόταν ξαπλωμένος κατάχαμα, ακριβώς στο σημείο όπου είχε πρωτοχάσει το δρόμο

Page 166: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

του, κάτω από τον καρβουνιασμένο κορμό μιας καμένης βελα-νιδιάς. Δίπλα του ήταν δεμένο το άλογό του. Πήγε αμέσως στην πόλη και είπε στους ανθρώπους τι του είχε συμβεί. Μερικοί ξαφνιάστηκαν κάποιοι άλλοι όμως ήξεραν. Έτσι, για να ξανάρ-θω στην ιστορία της παραμάνας μου, όταν έφταναν όλοι στον τόπο συνάντησης, το μονοπάτι φραζόταν για να μην περάσουν άλλοι μέσα. Άρχιζαν τα παιχνίδια τους σχηματίζοντας έναν κύκλο, κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι. Μερικοί τρα-γουδούσαν μες στο σκοτάδι, ενώ κάποιοι άλλοι έκαναν ένα θό-ρυβο, σαν τη βουή της καταιγίδας, με ένα πράγμα που ήταν φτιαγμένο ειδικά γι' αυτήν τη δουλειά. Έτσι, μες στην ησυχία της νύχτας, πολλοί άνθρωποι άκουγαν ένα παράξενο βουητό να έρχεται από μακριά, μέσ' απ' την άγρια χώρα. Μερικοί, που γνώριζαν τι γινόταν εκεί, ξυπνούσαν μαύρα μεσάνυχτα στα κρε-βάτια τους, ανατρίχιαζαν στο άκουσμα της τρομερής βουής και έκαναν τρομοκρατημένοι το σταυρό τους. Το τραγούδι και ο θόρυβος συνεχίζονταν για αρκετή ώρα. Όσοι βρίσκονταν στον κύκλο λικνίζονταν απαλά μπρος πίσω. Τα λόγια των τραγουδιών ήταν σε μια αρχαία, άγνωστη γλώσσα, που κανένας δε θυμάται πια, και η μουσική τους ήταν το ίδιο αλλόκοτη. Η παραμάνα μου μου είπε ότι, όταν ήταν κοριτσάκι η προγιαγιά της, της είχε γνωρίσει κάποιο γέροντα που θυμόταν αρκετές λέξεις από κεί-νην τη γλώσσα. Προσπάθησε μάλιστα να μου τραγουδήσει ένα από κείνα τα τραγούδια, αλλά η μελωδία που έφτασε στ' αφτιά μου ήταν τόσο παράξενη που κοκάλωσα· το κορμί μου πάγωσε σαν να είχα αγγίξει με το χέρι μου κάτι νεκρό. Μερικές φορές αυτοί που τραγουδούσαν ήταν άντρες, άλλοτε πάλι ήταν γυναί-κες. Όταν τραγουδούσαν όμορφα, πολλοί απ' τους παριστάμε-νους έπεφταν κάτω ουρλιάζοντας και χτυπούσαν τα χέρια τους στο χώμα. Το τραγούδι συνεχιζόταν και οι άνθρωποι στον κύ-κλο λικνίζονταν μπρος πίσω για πολλή ώρα. Το φεγγάρι ξεπρό-βαλε πίσω από ένα μέρος που ονομαζόταν Τόλε Ντέολ, ανέβαινε στον ουρανό και τους φώτιζε, ενώ ο πυκνός καπνός απ' τα α-ναμμένα κάρβουνα αιωρούνταν στον αέρα σχηματίζοντας κύ-κλους πάνω απ' τα κεφάλια τους. Ύστερα σταματούσαν και έτρωγαν. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι τους έφερναν πιοτό και φαγητό —το αγόρι μια μεγάλη κούπα κρασί και το κορίτσι ένα

Page 167: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 177

καρβέλι ψωμί. Έτρωγαν όλοι με τη σειρά. Τόσο το κρασί όσο και το ψωμί είχαν διαφορετική γεύση από τα συνηθισμένα και άλλαζαν τη διάθεση όποιου τα δοκίμαζε. Κατόπιν σηκώνονταν και άρχιζαν το χορό. Αργότερα έβγαζαν από μια κρυψώνα κά-ποια μυστικά πράγματα και έπαιζαν διάφορα παιχνίδια, ενώ με-ρικοί συνέχιζαν να στροβιλίζονται στο χορό κάτω απ' το φως του φεγγαριού. Ξαφνικά κάμποσοι εξαφανίζονταν και δεν ξανα-γινόταν λόγος γι' αυτούς· κανένας δε γνώριζε τι τους είχε συμ-βεί. Μετά έπιναν κι άλλο από κείνο το παράξενο κρασί και έφτιαχναν είδωλα που τα λάτρευαν και τα προσκυνούσαν.

Μια μέρα που είχαμε βγει περίπατο και περάσαμε από ένα μέρος όπου υπήρχε πολύς υγρός πηλός, η παραμάνα μου μου έδειξε πώς φτιάχνονταν. Στην αρχή με ρώτησε αν ήθελα να μάθω πώς γίνονταν αυτά τα πράγματα που οργάνωναν εκείνοι οι παλιοί στο λόφο. Απάντησα ναι. Μετά μου ζήτησε να της υπο-σχεθώ ότι δε θα έλεγα ποτέ σε κανέναν ούτε λέξη για όσα θα μου έδειχνε. Πρόσθεσε ότι αν παραβίαζα την υπόσχεσή μου, θα έπεφτα στο μαύρο πηγάδι μαζί με τους νεκρούς. Της ορκίστηκα ότι θα κρατούσα το στόμα μου κλειστό, κι εκείνη μου επανέλαβε τα ίδια ξανά και ξανά ώσπου πείστηκε ότι θα κρατούσα το λόγο μου. Ύστερα πήρε το ξύλινο φτυαράκι μου και γέμισε το τενε-κεδένιο κουβαδάκι μου με πηλό. Με δασκάλεψε να πω, αν κά-ποιος μας έβλεπε, ότι τον μαζεύαμε για να φτιάξουμε πιτούλες όταν θα γυρίζαμε σπίτι. Κατόπιν προχωρήσαμε λίγο ώσπου φτά-σαμε μπροστά σε μια μικρή λόχμη στην άκρη του δρόμου. Η παραμάνα σταμάτησε, κοίταξε ερευνητικά γύρω, μου έδειξε ένα χωράφι πίσω από ένα φράχτη και είπε: «Γρήγορα!» Μπήκαμε μες στη λόχμη και συρθήκαμε ανάμεσα στους θάμνους μέχρι που απομακρυνθήκαμε αρκετά απ' το δρόμο. Σταματήσαμε και καθίσαμε κάτω από ένα θαμνόδεντρο. Λαχταρούσα να μάθω τι θα έφτιαχνε η παραμάνα με τον πηλό, αλλά προτού ξεκινήσει, με έβαλε ξανά να της ορκιστώ ότι δε θα έλεγα τίποτα σε κανέ-ναν. Ύστερα έριξε μια ερευνητική ματιά μπρος πίσω, μεσ' απ' τους θάμνους, αν και η λόχμη ήταν μικρή και τόσο βαθιά που δύσκολα θα μπορούσε να μπει κάποιος άλλος μέσα. Τελικά ξε-κίνησε. Έβγαλε τον πηλό από το κουβαδάκι και άρχισε να τον πλάθει με τα χέρια της φτιάχνοντας διάφορα πράγματα. Ύστερα

Page 168: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

έκρυψε ό,τι είχε φτιάξει κάτω από ένα πλατύ φύλλο, το άφησε εκεί για λίγα λεπτά και μετά το έβγαλε πάλι. Κατόπιν σηκώθηκε, ξανακάθισε, ξανασηκώθηκε και άρχισε να περπατά παράξενα γύρω απ' τον πηλό, ψιθυρίζοντας συγχρόνως μια μελωδία, ώ-σπου το πρόσωπο της έγινε κατακόκκινο. Κάθισε πάλι στο χώ-μα, πήρε τον πηλό στα χέρια της και βάλθηκε να πλάθει μια κούκλα, όχι μια σαν εκείνες τις συνηθισμένες που είχα στο σπίτι μου, αλλά την πιο αλλόκοτη κούκλα που είχα δει ποτέ. Μόλις την τελείωσε, την έβαλε κάτω από ένα θάμνο για να ξεραθεί και να σκληρύνει. Όλην αυτή την ώρα εξακολουθούσε να σιγοψι-θυρίζει παράξενες μελωδίες, ενώ το πρόσωπο της κοκκίνιζε ο-λοένα και περισσότερο. Στο τέλος αφήσαμε την κούκλα καλά κρυμμένη μέσα στους θάμνους για να μην μπορεί να τη βρει κανείς. Λίγες μέρες αργότερα κάναμε τον ίδιο περίπατο και μό-λις φτάσαμε μπροστά στη μικρή σκοτεινή λόχμη, η παραμάνα με έβαλε να της υποσχεθώ ξανά τα ίδια, έριξε πάλι μια ερευνη-τική ματιά γύρω, όπως είχε κάνει την προηγούμενη φορά, και συρθήκαμε ξανά μες στους θάμνους ώσπου φτάσαμε στο σημείο όπου ήταν κρυμμένο το πήλινο ανθρωπάκι. Αν και τότε ήμουν μόνο οχτώ χρονών, τα θυμάμαι όλα πολύ καλά, έστω κι αν έχουν περάσει σχεδόν άλλα οχτώ χρόνια μέχρι αυτήν τη στιγμή που καταγράφω τα μυστικά μου. Ο ουρανός είχε ένα βαθυγάλαζο χρώμα και στη μέση της λόχμης όπου καθόμασταν υπήρχε μια ανθισμένη κουφοξυλιά και, ακριβώς απέναντι της, μια συστάδα λυγαριές. Κάθε φορά που σκέφτομαι εκείνη τη μέρα, η μυρωδιά της λυγαριάς και των λουλουδιών γεμίζει το δωμάτιο μου και, όταν κλείνω τα μάτια μου, βλέπω τον ουρανό με τα λίγα συννε-φάκια του και την παραμάνα, που έχει φύγει εδώ και χρόνια μακριά μου, να κάθεται απέναντι μου και να μοιάζει με την πανέμορφη λευκή κυρία του δάσους. Καθίσαμε, λοιπόν, κατάχα-μα και η παραμάνα έβγαλε την κούκλα από το μέρος όπου την είχε κρύψει, είπε ότι έπρεπε να της «υποβάλλουμε τα σέβη μας» και μου έδειξε τι έπρεπε να κάνουμε. Όση ώρα την παρακολου-θούσα να κάνει διάφορα πράγματα με το πήλινο ανθρωπάκι, πρόσεξα ότι ήταν καταϊδρωμένη, αν και δεν είχαμε περπατήσει με βήμα ταχύ προς τη λόχμη. Στη συνέχεια μου είπε ότι έπρεπε κι εγώ να «υποβάλλω τα σέβη μου» στην κούκλα. Υπάκουσα κι

Page 169: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 179

έκανα πρόθυμα ό,τι είχε κάνει κι εκείνη, γιατί όλο αυτό το πα-ράξενο παιχνίδι μου άρεσε. Η παραμάνα μου είπε ότι αν κάποιος αγαπούσε, ο πήλινος άνθρωπος ήταν πολύ καλός μαζί του· το ίδιο συνέβαινε και όταν κάποιος μισούσε, μόνο που σ' αυτή την περίπτωση η καλοσύνη του εκδηλωνόταν διαφορετικά. Παίξαμε με την κούκλα για πολλή ώρα και φανταστήκαμε λογιών λογιών πράγματα. Η παραμάνα μου είπε ότι όλα αυτά τα είχε μάθει απ' την προγιαγιά της και ισχυρίστηκε ότι δεν έβλαπταν κανέναν ήταν απλώς ένα παιχνίδι, πρόσθεσε. Κατόπιν όμως μου διηγή-θηκε μια ιστορία γι' αυτά τα είδωλα που με κατατρόμαξε. Αυτήν ακριβώς την ιστορία θυμήθηκα εκείνη τη νύχτα που καθόμουν ξάγρυπνη στο δωμάτιο μου, μες στο σκοτάδι, και σκεφτόμουν αυτό που είχα δει στο μυστικό δάσος. Ήταν, λέει, κάποτε μια κοπέλα από αρχοντικό σόι που ζούσε σ' ένα μεγάλο κάστρο. Ήταν τόσο όμορφη που όλα τα αρχοντόπουλα ήθελαν να την παντρευτούν, γιατί, πέρα απ' την ομορφιά της, φερόταν σε ό-λους ευγενικά και την εκτιμούσαν οι πάντες. Εκείνη όμως απέρ-ριπτε όλους όσοι τη ζητούσαν σε γάμο, λέγοντας τους ότι δεν μπορούσε να αποφασίσει και δεν ήταν σίγουρη αν θα παντρευό-ταν ποτέ. Ο πατέρας της, ένας μεγάλος άρχοντας, οργιζόταν με τη στάση της και μια μέρα τη ρώτησε γιατί δε διάλεγε κάποιον ιππότη απ' αυτούς που είχαν έρθει στο κάστρο για να ζητήσουν το χέρι της. Η κοπέλα απάντησε απλά ότι δεν αγαπούσε κανέναν και ότι προτιμούσε να περιμένει. Αν εκείνοι και ο πατέρας της επέμειναν, πρόσθεσε, θα πήγαινε και θα κλεινόταν σε μοναστή-ρι. Μόλις το έμαθαν οι ιππότες, δήλωσαν ότι θα έφευγαν μακριά και θα περίμεναν για ένα χρόνο και μια μέρα. Αμέσως μετά θα ξανάρχονταν στο κάστρο και θα τη ρωτούσαν ποιον θα πα-ντρευόταν. Η κοπέλα τους υποσχέθηκε ότι μετά από ένα χρόνο και μια μέρα θα είχε πάρει την απόφασή της και έτσι όλοι οι ιππότες έφυγαν ευχαριστημένοι. Όμως η αλήθεια ήταν ότι η αρχοντοπούλα ήταν η βασίλισσα των ανθρώπων που μαζεύο-νταν και χόρευαν τις νύχτες του καλοκαιριού στο λόφο. Κάθε φορά που έπρεπε να πάει εκεί, κλείδωνε από μέσα την πόρτα του δωματίου της και έφευγε μαζί με την υπηρέτρια της περνώντας από ένα μυστικό πέρασμα του κάστρου που μόνο εκείνες γνώ-ριζαν, και πήγαιναν στο λόφο της άγριας χώρας. Η κοπέλα

Page 170: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

ήξερε περισσότερα μυστικά απ' τον καθένα, παλιότερο ή νεό-τερο, και, το κυριότερο, γνώριζε μόνο εκείνη το μυστικό των μυστικών. Ήξερε πώς να κάνει διάφορες φριχτές πράξεις, πώς να καταστρέφει τους νέους, πώς να καταριέται ένα λαό και διά-φορα άλλα μυστηριώδη και ακατανόητα. Το πραγματικό της όνομα ήταν Λέιντι Άβελιν, αλλά οι άνθρωποι που χόρευαν στο λόφο την αποκαλούσαν Κάσαπ, όπως δηλαδή ονομαζόταν στην αρχαία γλώσσα κάποιος που ήταν πολύ σοφός. Η κοπέλα ήταν λευκότερη και ψηλότερη από όλους και τα μάτια της έλαμπαν μες στο σκοτάδι σαν πυρωμένα ρουμπίνια. Ήξερε τραγούδια που κανένας άλλος δεν μπορούσε να τραγουδήσει, και όταν τα τραγουδούσε, όλοι γονάτιζαν και την προσκυνούσαν. Γνώριζε επίσης να κάνει ένα πολύ ωραίο ξόρκι που το ονόμαζαν σιμπ. Μερικές φορές ζητούσε απ' το μεγάλο άρχοντα, τον πατέρα της, την άδεια να πάει στο δάσος και να μαζέψει λουλούδια. Εκείνος της την έδινε και η υπηρέτρια πήγαινε μαζί της για να την προσέχει. Μόλις έφταναν στο δάσος, η κοπέλα ξάπλωνε στο χώμα κάτω απ' τα δέντρα, τέντωνε τα χέρια της και άρχιζε να τραγουδά ένα παράξενο τραγούδι. Ακούγοντας το, απ' όλες τις γωνιές του δάσους εμφανίζονταν μεγάλα ερπετά, που, σφυρίζο-ντας, γλιστρώντας ανάμεσα στα δέντρα και πλαταγίζοντας τις διχαλωτές γλώσσες τους, σέρνονταν προς την όμορφη νέα. Όταν έφταναν μπροστά της, κουλουριάζονταν γύρω της και τυλίγονταν στο κορμί της, τα χέρια της και το λαιμό της, μέχρι που όλο της το σώμα σκεπαζόταν απ' τα φίδια και έμενε ακά-λυπτο μόνο το κεφάλι της. Κατόπιν άρχιζε να τους ψιθυρίζει και να τους τραγουδά, και τα ερπετά στροβιλίζονταν πάνω της με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα, μέχρι κάποια στιγμή που τα διέ-ταζε να φύγουν. Εκείνα υπάκουαν αμέσως και επέστρεφαν στις φωλιές τους. Πάνω στο στήθος της κοπέλας έμενε ένα παράξενο όμορφο πετράδι, μεγάλο σαν αβγό και σημαδεμένο σαν φολίδα φιδιού με λωρίδες διαφόρων χρωμάτων —πράσινο, κίτρινο, κόκ-κινο και πράσινο. Το πετράδι ονομαζόταν γκλέιμ στόουν και μπορούσες να κάνεις με τη βοήθειά του διάφορα θαυμαστά πράγματα. Η παραμάνα μου μου είπε ότι η προγιαγιά της είχε δει μια φορά ένα τέτοιο πετράδι, και ήταν, λέει, λαμπερό και φολιδωτό σαν φίδι. Η αρχοντοπούλα, λοιπόν, είχε τη δύναμη να

Page 171: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 181

κάνει διάφορα, αλλά, παρ' όλ' αυτά, ήταν αμετακίνητη στην απόφαση της να μην παντρευτεί ποτέ. Και, όπως είπαμε, υπήρ-χαν πολλοί ευγενείς που την ήθελαν για γυναίκα τους, ανάμεσά τους και πέντε άρχοντες: ο σερ Σάιμον, ο σερ Τζον, ο σερ Όλιβερ, ο σερ Ρίτσαρντ και ο σερ Ρόουλαντ. Και οι πέντε είχαν πιστέψει ότι τους έλεγε την αλήθεια και ότι θα διάλεγε κάποιον για άντρα της μετά από ένα χρόνο και μια μέρα. Ο ένας όμως, ο σερ Σάιμον, ήταν πολύ πονηρός και υποψιάστηκε ότι η κο-πέλα τους έλεγε ψέματα. Γι' αυτό αποφάσισε να βρει έναν τρόπο να μείνει στο κάστρο για να δει τι θα συνέβαινε όλον αυτό τον καιρό. Και παρόλο που ήταν έξυπνος, νέος, με όμορφο πρόσωπο σαν κοριτσίστικο, και υποσχέθηκε, όπως οι άλλοι, ότι θα ταξί-δευε πέρα απ' τη θάλασσα, σε ξένα μέρη, και θα επέστρεφε μετά από ένα χρόνο και μια μέρα, πήγε ωστόσο κάπου κοντά και σε λίγον καιρό γύρισε μεταμφιεσμένος σε υπηρέτρια. Ζήτησε δου-λειά στο κάστρο και τον προσέλαβαν για να πλένει τα πιάτα. Περίμενε λοιπόν και παρατηρούσε, άκουγε και δεν έλεγε τίποτα, κρυβόταν σε σκοτεινά μέρη και ξυπνούσε τις νύχτες κι έψαχνε παντού στο κάστρο. Μετά από λίγον καιρό, άρχισε να ακούει και να βλέπει διάφορα, που του φαίνονταν πολύ παράξενα. Ήταν τόσο πονηρός που είπε στην υπηρέτρια της αρχοντοπού-λας ότι στην πραγματικότητα ήταν άντρας που είχε μεταμφιε-στεί σε γυναίκα μόνο και μόνο επειδή αγαπούσε πολύ την κυρά της και ήθελε να μένει στο ίδιο σπίτι μ' εκείνη. Η υπηρέτρια χάρηκε πολύ και του εξήγησε ορισμένα πράγματα, απ' τα οποία κατάλαβε ότι η Λέιντι Άβελιν κορόιδευε τόσο τον ίδιο όσο και τους άλλους μνηστήρες. Τελικά, πανέξυπνος καθώς ήταν, αρά-διασε ένα σωρό ψέματα στην υπηρέτρια και την έπεισε να τον αφήσει να κρυφτεί μια νύχτα μες στο δωμάτιο της κυράς της, πίσω απ' τις κουρτίνες. Έμεινε, λοιπόν, για αρκετή ώρα στην κρυψώνα του ακίνητος και περίμενε. Τελικά, κάποια στιγμή, η αρχοντοπούλα ήρθε στο δωμάτιο της. Δεν ξάπλωσε για να κοι-μηθεί, αλλά έσκυψε και σήκωσε μια πέτρα κάτω απ' το κρεβάτι, αποκαλύπτοντας μια κρύπτη, μέσ' απ' την οποία έβγαλε μια κέρινη κούκλα, σαν εκείνη την πήλινη που είχαμε φτιάξει εγώ και η παραμάνα μου στη λόχμη. Όλην αυτή την ώρα τα μάτια της είχαν κοκκινίσει και έκαιγαν σαν ρουμπίνια. Πήρε, λοιπόν,

Page 172: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

την κέρινη κούκλα στην αγκαλιά της και την έσφιξε στο στήθος της, μουρμουρίζοντας κάποιες παράξενες λέξεις. Ύστερα τη σή-κωσε ψηλά, την κατέβασε, την ξανασήκωσε, την κατέβασε πάλι και είπε: «Μακάριος αυτός που γέννησε τον επίσκοπο, που χει-ροτόνησε τον ιερέα, που πάντρεψε τον άντρα, που πήρε τη γυ-ναίκα, που έφτιαξε την κυψέλη, που δέχτηκε τη μέλισσα, που μάζεψε το κερί, απ' το οποίο φτιάχτηκε η αληθινή μου αγάπη». Ύστερα έβγαλε από ένα σκευοφυλάκιο μια μεγάλη χρυσή λε-κάνη και από ένα ντουλάπι μια μεγάλη κανάτα γεμάτη κρασί. Έχυσε λίγο κρασί στη λεκάνη, έβαλε απαλά την κούκλα της μέσα και την έπλυνε. Μετά πήγε στην ψωμιέρα, πήρε ένα μικρό στρογγυλό κέικ και το πίεσε πάνω στο στόμα της κέρινης κού-κλας. Ο σερ Σάιμον, που, αν και αναστατωμένος, δεν είχε πάψει στιγμή να την παρακολουθεί, είδε την αρχοντοπούλα να γονα-τίζει και να ανοίγει την αγκαλιά της τραγουδώντας ψιθυριστά. Αμέσως εμφανίστηκε δίπλα της ένας όμορφος νέος που τη φί-λησε στα χείλη. Ύστερα ήπιαν και οι δυο κρασί απ' τη χρυσή λεκάνη και έφαγαν το κέικ. Όταν ανέτειλε ο ήλιος, ο νέος είχε χαθεί· υπήρχε μόνο η κέρινη κούκλα, που η αρχοντοπούλα την πήρε και την έχωσε πάλι μέσα στην κρύπτη κάτω απ' το κρε-βάτι. Έτσι ο σερ Σάιμον έμαθε τι έκανε η κοπέλα. Συνέχισε να περιμένει και να παρακολουθεί μέχρι που πέρασε ο καιρός και δεν έμενε πια παρά μόνο μια βδομάδα για να συμπληρωθεί η προθεσμία του ενός χρόνου και της μιας μέρας. Μια νύχτα, λοιπόν, καθώς είχε κρυφτεί πάλι πίσω απ' τις κουρτίνες, είδε την κοπέλα να φτιάχνει κι άλλες κέρινες κούκλες. Τελικά έφτια-ξε πέντε και τις έκρυψε όλες μέσα στην κρύπτη κάτω απ' το κρεβάτι. Την επόμενη νύχτα έβγαλε μια έξω, τη σήκωσε ψηλά, γέμισε τη χρυσή λεκάνη με νερό, έπιασε την κούκλα απ' το λαιμό και τη βούτηξε μέσα λέγοντας:

Σερ Ντίκον, σερ Ντίκον, οι μέρες σου τελείωσαν, θα πνιγείς μες στα θολά νερά.

Την άλλη μέρα έμαθαν στο κάστρο ότι ο σερ Ρίτσαρντ είχε πνιγεί προσπαθώντας να περάσει το ποτάμι. Την ίδια νύχτα, η κοπέλα πήρε τη δεύτερη κούκλα, έδεσε μια βαθυγάλαζη κορδέ-λα στο λαιμό της και την κρέμασε από ένα καρφί στον τοίχο λέγοντας:

Page 173: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 183

Σερ Ρόουλαντ, το νήμα της ζωής σου ξετυλίχτηκε, ψηλά σε βλέπω κρεμασμένο σ' ένα δέντρο.

Την άλλη μέρα έμαθαν στο κάστρο ότι τον σερ Ρόουλαντ τον είχαν κρεμάσει κάποιοι ληστές του δάσους. Την ίδια νύχτα, η κοπέλα πήρε την τρίτη κούκλα και τρύπησε με μια βελόνα την καρδιά της λέγοντας:

Σερ Νολ, σερ Νολ, έτσι η ζωή σου να τελειώσει, μ' ένα μαχαίρι βαθιά μπηγμένο στην καρδιά σου.

Την άλλη μέρα έμαθαν στο κάστρο ότι ο σερ Όλιβερ είχε μπλέξει σε καβγά σ' ένα καπηλειό και τον είχαν μαχαιρώσει στην καρδιά. Την ίδια νύχτα, η κοπέλα πήρε την τέταρτη κέρινη κούκλα και την κράτησε πάνω από ένα μαγκάλι ώσπου έλιωσε λέγοντας:

Σερ Τζον, γύρνα πίσω στον πηλό, μες στη φωτιά του πυρετού να λιώσεις.

Την άλλη μέρα έμαθαν στο κάστρο ότι ο σερ Τζον είχε πε-θάνει απ' τον κίτρινο πυρετό. Αμέσως ο σερ Σάιμον βγήκε απ' το κάστρο, καβάλησε το άλογο του, πήγε στον επίσκοπο και του αποκάλυψε τα πάντα. Εκείνος έστειλε τους άντρες του, έπιασαν τη Λέιντι Άβελιν, και όλα τα κατορθώματά της έγιναν γνωστά σ' όλο τον κόσμο. Έτσι, τη μέρα που τέλειωνε η προθεσμία του ενός χρόνου και της μιας μέρας και είχε συμφωνηθεί η νέα να διάλεγε τον άντρα της, τη μετέφεραν στην πόλη, ντυμένη μόνο με το μισοφόρι της, την έδεσαν σε μια μεγάλη πυρά στην αγορά και την έκαψαν ζωντανή, μπροστά στον επίσκοπο, με την κέρι-νη κούκλα της κρεμασμένη στο λαιμό της.

Η ιστορία αυτή ήρθε πολλές φορές στο νου μου, καθώς ξα-γρυπνούσα στο κρεβάτι μου, και μου φάνηκε ότι είδα τη Λέιντι Άβελιν στην πυρά, με τις κίτρινες φλόγες να τρώνε το κατάλευ-κο κορμί της. Τη συλλογίστηκα με τέτοια ένταση που μπήκα κι εγώ στην ιστορία της. Φαντάστηκα ότι ήμουν εγώ η αρχοντο-πούλα και ότι οι άντρες του επισκόπου ήρθαν να με πάρουν για να με κάψουν στην πυρά, μπροστά στην οποία είχαν μαζευτεί όλοι οι κάτοικοι της πόλης για να απολαύσουν το θέαμα. Ανα-ρωτήθηκα αν η κοπέλα ήταν φοβισμένη μετά απ' όσα φοβερά και τρομερά είχε κάνει, και αν πονούσε την ώρα που καιγόταν. Τελικά ένιωσα κι εγώ τρομαγμένη. Προσπάθησα να διώξω απ'

Page 174: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

τη σκέψη μου τις ιστορίες της παραμάνας και να θυμηθώ αυτά που είχα δει στο μυστικό δάσος. Δεν τα κατάφερα· είδα μόνο το σκοτάδι και μια λάμψη φωτός, και μετά όλα χάθηκαν απ' το μυαλό μου και είδα τον εαυτό μου να τρέχει σ' ένα μονοπάτι, το οποίο φωτιζόταν από ένα τεράστιο φεγγάρι που είχε ξεπρο-βάλει πίσω από μια σκοτεινή λοφοπλαγιά. Ύστερα όλες οι πα-λιές ιστορίες ξαναγύρισαν στον νου μου, μαζί με μερικά παρά-ξενα τραγούδια που συνήθιζε να μου τραγουδά η παραμάνα. Ένα απ' αυτά άρχιζε με τη φράση, «Η Ελενίτσα η βρομιάρα και κακιά», που συνήθως μου το τραγουδούσε ψιθυριστά όταν με νανούριζε για να κοιμηθώ. Άρχισα να το τραγουδώ από μέσα μου, ώσπου με πήρε ο ύπνος.

Το άλλο πρωί ένιωθα κουρασμένη και νύσταζα. Μετά δυσκο-λίας έκανα τα μαθήματά μου και χάρηκα πολύ όταν τέλειωσαν. Μετά το μεσημεριανό φαγητό θέλησα να βγω μόνη μου έξω. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και πήγα σ' ένα όμορφο λοφάκι κοντά στο ποτάμι. Κάθισα κατάχαμα, πάνω σ' ένα παλιό σάλι της μητέρας μου που είχα πάρει μαζί μου γι' αυτήν τη δουλειά. Ο ουρανός ήταν γκριζωπός, όπως την προηγούμενη μέρα, αλλά έλαμπε ένα είδος λευκής μαρμαρυγής στον ορίζοντα. Από κει που καθόμουν φαινόταν η πόλη. Την κοίταξα από μακριά. Ήταν όλα ήρεμα, ήσυχα, λευκά, σαν ζωγραφισμένα. Θυμήθηκα ότι κάποτε, σ' αυτό το λοφάκι, η παραμάνα μου μου είχε μάθει να παίζω ένα παλιό παιχνίδι που το λέγαν «Τρόι Τάουν», ένα παι-χνίδι όπου έπρεπε να τραγουδάς και να μπαινοβγαίνεις σ' ένα σχήμα χαραγμένο στο χώμα. Μόλις τέλειωνες αυτές τις κινή-σεις, ο άλλος σου έκανε ερωτήσεις, στις οποίες ήσουν αναγκα-σμένος να απαντήσεις θέλοντας και μη, και να κάνεις ό,τι σου ζητούσε. Η παραμάνα μου μου είχε πει ότι μερικοί άνθρωποι παλιά ήξεραν πολλά παιχνίδια σαν κι αυτό. Ήταν ένα που παί-ζοντας το μπορούσες να μεταμορφωθείς σε ό,τι ήθελες. Η προ-γιαγιά της, πρόσθεσε, της είχε μιλήσει για ένα γνωστό της γέρο που είχε δει κάποτε μια νέα κοπέλα να μεταμορφώνεται σε τε-ράστιο φίδι. Σε ένα άλλο αρχαίο παιχνίδι χορού και στροβιλι-σμών, μπορούσες να βγάλεις κάποιον απ' τον εαυτό του και να τον κρύψεις κάπου μακριά, αφήνοντας το κορμί του να κινείται για αρκετή ώρα άδειο, χωρίς κανένας να καταλάβει τι έκανες.

Page 175: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 185

Όμως εγώ είχα έρθει στο λοφάκι για να σκεφτώ το μυστικό του δάσους και όσα μου είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα. Από το σημείο όπου καθόμουν μπορούσα να δω, πέρα απ' την πόλη, το άνοιγμα που είχα ανακαλύψει και το ρυάκι που με είχε οδη-γήσει στην άγνωστη χώρα. Φαντάστηκα, λοιπόν, ότι το ακολου-θούσα ξανά. Διένυσα όλον το δρόμο μες στο μυαλό μου, ώσπου τελικά βρήκα το δάσος, σύρθηκα μες στους θάμνους και ξαφνικά, ενώ είχε αρχίσει να σουρουπώνει, είδα κάτι που μ' έκανε να νιώσω σαν να ήμουν γεμάτη φωτιά, κάτι που μ' έσπρωχνε να χορέψω, να τραγουδήσω, να πετάξω. Τόσο ωραία ένιωθα· αισθα-νόμουν πια πως είχα αλλάξει και είχα γίνει πιο όμορφη. Όμως αυτό που είδα δεν είχε αλλάξει καθόλου, δεν είχε μεγαλώσει, δεν είχε γεράσει. Αναρωτήθηκα πώς γινόταν και συνέβαιναν τέτοια πράγματα. Ίσως οι ιστορίες της παραμάνας μου να ήταν αλη-θινές· γιατί στο φως της ημέρας τα πάντα φαίνονταν διαφορε-τικά απ' ό,τι τη νύχτα, όταν ήμουν τρομαγμένη και φοβόμουν ότι θα μ' έκαιγαν ζωντανή. Κάποτε είχα διηγηθεί στον πατέρα μου μια απ' τις ιστορίες της που μιλούσε για ένα φάντασμα, και τον είχα ρωτήσει αν ήταν αληθινή. Μου απάντησε ότι δεν ήταν και τόνισε ότι μόνο οι αμαθείς και οι αγράμματοι πιστεύουν σε τέτοιες σαχλαμάρες. Είχε θυμώσει πολύ με την παραμάνα μου και τη μάλωσε για τις ιστορίες που μου έλεγε. Μετά απ' αυτό της υποσχέθηκα ότι δε θα ξανάλεγα τίποτε σε κανέναν και της ορκίστηκα ότι αν ξέφευγε πλέον έστω και μια λέξη απ' το στόμα μου, να με δάγκωνε το μεγάλο μαύρο φίδι που ζούσε μέσα στη λίμνη του δάσους. Και ολομόναχη πλέον στο λόφο αναρωτιό-μουν ποια ήταν η αλήθεια. Είχα δει κάτι εκθαμβωτικό και πα-νέμορφο, και γνώριζα μια ιστορία. Αν το είχα στ' αλήθεια δει, και δεν είχα ξεγελαστεί απ' το σκοτάδι, τα μαύρα κλωνάρια και τη λαμπρή λάμψη που χυνόταν απ' το μεγάλο στρογγυλό λόφο προς τον ουρανό, επαναλαμβάνω, αν το είχα πράγματι δει, τότε σίγουρα υπήρχαν πολλά και διάφορα παράξενα, θαυμαστά και τρομερά πράγματα σ' αυτό τον κόσμο. Στη σκέψη αυτή αγαλ-λίασα και ταυτόχρονα τρόμαξα, ζεστάθηκα και αμέσως μετά πάγωσα. Κοίταξα πάλι την πόλη· πόσο ήρεμη και ήσυχη φαι-νόταν, σαν μικρή λευκή ζωγραφιά. Αναρωτήθηκα ξανά αν αυτό που είχα δει ήταν αληθινό. Πέρασε πολλή ώρα προτού μπορέσω

Page 176: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

να καταλήξω σ' ένα συμπέρασμα. Ένα παράξενο φτερούγισμα στην καρδιά μου φαινόταν να μου ψιθυρίζει, όλην αυτή την ώρα, ότι δεν είχα βγάλει τίποτε απ' το μυαλό μου, ότι δεν έφταιγε η φαντασία μου για όσα μου είχαν συμβεί. Αλλά και πάλι, ήξερα ότι αν το έλεγα στον πατέρα μου, θα μου απαντούσε ότι όλα αυτά ήταν ανοησίες. Κι έτσι, ποτέ δεν μπήκα στον πειρασμό να μι-λήσω σε κανέναν δεν είχε νόημα, ήμουν σίγουρη ότι ή θα γε-λούσαν σε βάρος μου ή θα με μάλωναν. Για πολύν καιρό καθό-μουν ήσυχη, συνέχιζα να σκέφτομαι και να αναρωτιέμαι. Τις νύχτες έβλεπα παράξενα όνειρα και μερικές φορές ξυπνούσα απότομα τα χαράματα ουρλιάζοντας και χτυπώντας τα χέρια μου στο κρεβάτι. Τρόμαζα, φοβόμουν ότι η ιστορία μπορεί να ήταν αληθινή, οπότε έπρεπε να προσέχω γιατί κάτι τρομερό θα μου συνέβαινε. Εκείνα τα παραμύθια δεν έλεγαν να βγουν απ' το μυαλό μου. Τα σκεφτόμουν συνεχώς, μέρα νύχτα, τα επαναλάμ-βανα στον εαυτό μου και πήγαινα βόλτες σε μέρη που μου είχε υποδείξει η παραμάνα. Τα βράδια, όταν καθόμουν μπροστά στο αναμμένο τζάκι, φανταζόμουν ότι εκείνη καθόταν σε μια καρέ-κλα απέναντι μου και μου διηγούνταν μια γοητευτική ιστορία χαμηλόφωνα, από φόβο μη μας ακούσουν. Όμως περισσότερο της άρεσε να μου μιλά όταν βρισκόμασταν έξω, μακριά απ' το σπίτι, όπου, όπως έλεγε, και οι τοίχοι έχουν αφτιά. Αλλά όταν είχε να μου πει κάποιο μυστικό, συνήθως κρυβόμασταν μέσα σε λόχμες ή στο δάσος. Αργότερα θυμόμουν συχνά τη χαρά που ένιωθα όταν περνούσαμε κάτω από φράχτες και σερνόμασταν μέσα στους θάμνους ή τρέχαμε στα μονοπάτια του δάσους, ανα-κουφισμένες που δε μας είχε δει κανείς. Ήμαστε ευτυχισμένες που καταφέρναμε να κρατάμε κρυφά απ' τους άλλους τα μυστικά μας. Μερικές φορές, αφού κρυβόμασταν όπως ανέφερα παραπά-νω, η παραμάνα μου μάθαινε λογής λογής αλλόκοτα πράγματα. Μια μέρα, θυμάμαι, είχα ξαπλώσει ανάμεσα σε κάτι φουντουκιές κοντά στο ποταμάκι. Έκανε αρκετή ζέστη, σαν να ήταν Απρί-λης, και αισθανόμασταν πολύ όμορφα· τα δέντρα είχαν πετάξει τα πρώτα τους άνθη. Κάποια στιγμή, ενώ κουβεντιάζαμε ανέμε-λες, η παραμάνα πρότεινε να μου δείξει κάτι αστείο που θα μ' έκανε να γελάσω. Δέχτηκα με χαρά, κι εκείνη μου έμαθε ένα μαγικό πράγμα για να κάνεις ένα ολόκληρο σπίτι άνω κάτω: να

Page 177: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 187

κάνεις τις κατσαρόλες και τα τηγάνια να χοροπηδάνε, τα γυα-λικά να εκτοξεύονται και να γίνονται θρύψαλα στο πάτωμα, τα πιάτα να φεύγουν απ' τις πιατοθήκες, τις καρέκλες να αναποδο-γυρίζονται μόνες τους, και πάει λέγοντας. Το εφάρμοσα μια μέ-ρα στην κουζίνα και τα πήγα μάλλον καλά: ένα ολόκληρο σερ-βίτσιο έγινε κομμάτια στο πάτωμα, ενώ το τραπεζάκι όπου ακου-μπούσε τις κατσαρόλες η μαγείρισσα αναποδογυρίστηκε μόνο του «μπροστά στα μάτια της», όπως είπε η δύστυχη γυναίκα. Όμως λυπήθηκα που την είδα να τρομοκρατείται τόσο πολύ και να χλομιάζει, και δεν ξανάκανα το μαγικό κόλπο στην κουζίνα, γιατί τη συμπαθούσα. Μια άλλη φορά, πάλι ανάμεσα στις φου-ντουκιές, η παραμάνα μου έδειξε πώς να κροταλίζω και να πλα-ταγίζω τη γλώσσα μου σαν φίδι. Λίγες μέρες αργότερα μου έ-μαθε κάτι παράξενα τραγούδια και μου έδειξε πώς να κάνω με τα χέρια μου διάφορα μαγικά σημεία. Όλα αυτά, μου είπε, τα είχε διδαχτεί από την προγιαγιά της όταν ήταν κοριτσάκι. Όσα, λοιπόν, είχα μάθει κι εγώ, με τη σειρά μου, από την παραμάνα, έρχονταν συνεχώς στο μυαλό μου εκείνες τις μέρες μετά τον παράξενο περίπατο, κατά τη διάρκεια του οποίου είχα αντικρί-σει το μεγάλο μυστικό. Τι κρίμα που δεν ήταν πια στο σπίτι μας η παραμάνα για να τη ρωτούσα τι σήμαιναν όλα αυτά. Δυστυ-χώς, είχε φύγει πριν από δυο χρόνια και κανένας δε γνώριζε πού είχε πάει και πώς ζούσε. Αλλά εγώ, όσο ζω, θα θυμάμαι πάντα τις μέρες εκείνες, γιατί όλον αυτό τον καιρό ένιωθα πολύ παρά-ξενα· από τη μια αμφέβαλλα και αναρωτιόμουν, και απ' την άλλη ήμουν σίγουρη ότι όσα είχα ζήσει και δει ήταν αλήθεια. Όπως και να ' χε πάντως, φρόντιζα να μην κάνω ορισμένα πράγ-ματα που ενδεχομένως να απέβαιναν επικίνδυνα. Έτσι, λοιπόν, περίμενα και αναρωτιόμουν για πολύν καιρό και, παρόλο που δεν ήμουν σίγουρη για τίποτα, ποτέ δεν τόλμησα να προσπαθή-σω να ανακαλύψω την αλήθεια. Μια μέρα όμως βεβαιώθηκα ότι όσα μου έλεγε η παραμάνα κάθε άλλο παρά ψέματα ήταν. Ήμουν μόνη τη στιγμή που κατέληξα σ' αυτό το συμπέρασμα. Άρχισα να τρέμω από χαρά και φόβο ταυτόχρονα. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα σε μια απ' τις λόχμες όπου κρυβόμα-σταν —σ' εκείνη όπου η παραμάνα είχε πλάσει το πήλινο αν-θρωπάκι. Σύρθηκα μες στους θάμνους και, όταν έφτασα στο ση-

Page 178: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μείο όπου βρισκόταν η κουφοξυλιά. κάλυψα το πρόσωπο μου με τα χέρια, έπεσα ανάσκελα στο χορτάρι και έμεινα έτσι για δυο ολόκληρες ώρες, χωρίς να κουνιέμαι, σιγοψιθυρίζοντας στον εαυτό μου πράγματα μαγικά και τρομερά, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες λέξεις ξανά και ξανά. Ναι, τα πάντα ήταν αληθινά, θαυμα-στά και υπέροχα· και όταν θυμήθηκα την ιστορία που γνώρι-ζα και συλλογίστηκα τι είχα στ' αλήθεια δει, το κορμί μου ζεστάθηκε και αμέσως μετά πάγωσε, ενώ η ατμόσφαιρα γέμισε μυρωδιές, αρώματα και τραγούδια. Και τότε μου γεννήθηκε η επιθυμία να φτιάξω ένα πήλινο ανθρωπάκι, σαν εκείνο που είχε φτιάξει η παραμάνα. Όμως έπρεπε να προσέξω για να μη με πάρει είδηση κανείς· ήμουν αναγκασμένη να καταστρώσω ένα έξυπνο σχέδιο για να ξεγελάσω τους άλλους, για να μην υπο-πτευθούν τι σκόπευα να κάνω —και, δυστυχώς, ήμουν πια πολύ μεγάλη για να κουβαλώ ένα τενεκεδένιο κουβαδάκι γεμάτο πη-λό. Τελικά το σχέδιο που επινόησα τέθηκε σε εφαρμογή με επιτυχία και κατάφερα να μεταφέρω στη λόχμη όσον πηλό χρειαζόμουν. Ακολούθησα τις οδηγίες που μου είχε δώσει η παραμάνα και τελικά έπλασα ένα είδωλο πολύ πιο κομψό απ' αυτό που είχε πλάσει εκείνη. Ύστερα έκανα μαζί του διάφο-ρα, ό,τι μπορούσα να φανταστώ, πολύ περισσότερα απ' όσα εί-χε κάνει εκείνη με το δικό της. Λίγες μέρες αργότερα, τέλειω-σα νωρίς τα μαθήματα μου και πήρα για δεύτερη φορά το δρό-μο παράλληλα στο ρυάκι, που με είχε οδηγήσει στην άγνωστη χώρα. Κι αυτήν τη φορά σύρθηκα μεσ' από θάμνους και τσου-κνίδες, κι αυτήν τη φορά βάδισα κάτω απ' τα αγκαθωτά κλω-νάρια των δέντρων του δάσους —κι ήταν μακρύς, πολύ μακρύς ο δρόμος μου. Κι ύστερα αναγκάστηκα να συρθώ μέσα σ' ένα τούνελ, πάνω στην πετρώδη κοίτη ενός ξεραμένου ρυακιού. Τε-λικά έφτασα στη λόχμη που απλωνόταν ανηφορικά στη λοφο-πλαγιά. Παρ' ότι τα φύλλα στα θαμνόδεντρα είχαν ξεραθεί και πέσει, τα πάντα φαίνονταν το ίδιο μαύρα όσο και την πρώτη φορά που είχα βρεθεί σ' αυτό το μέρος. Συνέχισα να ανηφορί-ζω ώσπου βγήκα απ' τη λόχμη. Βρέθηκα στην κορφή του γυ-μνού λόφου και άρχισα να περπατώ πάνω στα υπέροχα βρά-χια. Είδα ξανά το τρομερό Βουρ να σκεπάζει τα πάντα. Αν και ο ουρανός ήταν αυτήν τη φορά φωτεινότερος, ωστόσο ο δα-

Page 179: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 189

κτύλιος των άγριων λόφων ήταν πάλι σκοτεινός, τα ελικοει-δή κλαδιά των λιγοστών θάμνων φαίνονταν μαύρα και αποτρό-παια, οι παράξενες πέτρες ήταν όπως πάντα γκρίζες. Κι όταν αργότερα κοίταξα από ψηλά, καθισμένη πάνω σε μια πέτρα του μεγάλου υψώματος, αντίκρισα όλους εκείνους τους μεγάλους κύκλους που έκλειναν μέσα τους άλλους κύκλους μικρότερους, κι εκείνοι με τη σειρά τους άλλους ακόμα πιο μικρούς, σαν να ήταν εγγεγραμμένοι οι μεν στους δε, και πάει λέγοντας. Αναγκά-στηκα να καθίσω κάμποση ώρα ακίνητη και τους παρακολού-θησα καθώς άρχισαν να περιστρέφονται γύρω μου. Κάθε πέτρα κινούνταν γύρω από τον άξονά της και όλες μαζί περιστρέφο-νταν γύρω από το ύψωμα όπου καθόμουν, σαν μεγάλη, τεράστια δίνη. Αισθάνθηκα κάποια στιγμή σαν να βρισκόμουν στο κέ-ντρο του στερεώματος με όλα τα άστρα του ουρανού να στρο-βιλίζονται γύρω μου σαν δαιμονισμένα. Τελικά εγκατέλειψα τη θέση μου γοητευμένη και κατέβηκα ανάμεσα στα βράχια για να χορέψω μαζί τους και να τραγουδήσω υπέροχα τραγούδια. Και ύστερα κατέβηκα στη δεύτερη λόχμη, τη διέσχισα έρποντας και έφτασα στην κλειστή κοιλάδα. Ήπια νερό απ' το μικρό ρέμα βουτώντας τα χείλη μου στο αφρώδες νερό. Συνέχισα το δρόμο μου ώσπου έφτασα στο βαθύ πηγάδι που έχασκε ανάμεσα στα γλιστερά βρύα. Γύρισα και κοίταξα τη μυστική σκοτεινιά της κοιλάδας. Πίσω μου υψωνόταν ο ψηλός χορτάρινος τοίχος. Ο-λόγυρά μου τα δέντρα με τα ελικοειδή κλωνιά τους θύμιζαν ικριώματα και πρόσδιδαν μια μυστικότητα στο τοπίο. Γνώρι-ζα ότι κανένας άλλος δε βρισκόταν εκεί εκτός από μένα, άρα κανένας δεν μπορούσε να με δει. Έβγαλα, λοιπόν, τις μπότες και τις κάλτσες μου και βύθισα τα πόδια μου στο νερό, προφέ-ροντας τις λέξεις που γνώριζα. Δεν ήταν καθόλου παγωμένο, όπως περίμενα, αλλά ζεστό κι ευχάριστο. Τα πόδια μου ήταν σαν να αναδεύονταν μες σε μετάξι ή σαν να τα φιλούσε η νύμ-φη. Κατόπιν πρόφερα τις άλλες λέξεις και έκανα τα σημεία. Ύστερα έβγαλα τα πόδια μου απ' το πηγάδι, τα σκούπισα με μια πετσέτα που είχα φέρει μαζί μου γι' αυτήν τη δουλειά, και φόρεσα τις κάλτσες και τις μπότες μου. Σηκώθηκα και συνέχισα το δρόμο μου. Σκαρφάλωσα τον απότομο τοίχο και πήγα στο μέρος με τις γούβες, τα δυο όμορφα υψώματα, τα μακρόστενα

Page 180: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

αυλάκια και τα παράξενα σχήματα στο χώμα. Αυτήν τη φο-ρά δεν κατέβηκα στη γούβα όπου είχα πέσει την προηγούμε-νη φορά. Πέρασα από δίπλα της και, καθώς το τοπίο φωτιζό-ταν από ένα βαθυγάλαζο φως, διέκρινα αρκετά καθαρά τις δυο φιγούρες και θυμήθηκα την ιστορία που είχα ξεχάσει την πρώ-τη φορά. Στην ιστορία αυτή οι δυο φιγούρες ονομάζονται Αδάμ και Εύα, και μόνο όσοι την ξέρουν καταλάβαιναν τι σημαίνουν τα δυο ονόματα. Συνέχισα, λοιπόν, απτόητη το δρόμο μου ώ-σπου έφτασα στο μυστικό δάσος, το οποίο δεν πρέπει να περι-γράψω. Σύρθηκα σ' εκείνο το σκοτεινό πέρασμα που είχα ανα-καλύψει τυχαία την προηγούμενη φορά, και αφού διέσχισα σχε-δόν τη μισή απόσταση που με χώριζε απ' το κέντρο του δάσους, σταμάτησα, ανασηκώθηκα και έδεσα σφιχτά στα μάτια μου ένα μαντίλι για να μη βλέπω τίποτε, ούτε ένα κλαράκι, ούτε ένα φύλλο, ούτε καν το φως του ουρανού. Έπεσα πάλι μπρούμυτα και ξανάρχισα να έρπω. Η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, κάτι ανέβαινε στο λαρύγγι μου και με έπνιγε, ήθελα να ουρλιάξω. Αλλά κατάφερα να σφίξω τα χείλη μου και να συνε-χίσω. Τα μαλλιά μου μπλέκονταν στα κλαδιά, μεγάλα αγκάθια τσιμπούσαν και έγδερναν τα πόδια μου. Όμως δε σταμάτησα ούτε για μια στιγμή· συνέχισα να σέρνομαι ώσπου βγήκα τελι-κά απ' το πέρασμα. Σταμάτησα και σηκώθηκα όρθια. Βρισκό-μουν πλέον στο ξέφωτο, στο κέντρο του δάσους. Έγειρα το κεφάλι μου μπροστά και προχώρησα κυκλικά, προσπαθώντας να ψηλαφήσω με τα τεντωμένα χέρια μου. Δεν υπήρχε τίποτα. Έκανα άλλο ένα γύρο του ξέφωτου με τα χέρια μου πάντα τε-ντωμένα. Και πάλι τίποτα. Έκανα το ίδιο για τρίτη φορά. Τε-λικά η ιστορία ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Ευχήθηκα μέσα μου να περνούσαν γρήγορα τα χρόνια και να μη χρειαζόταν να περιμένω πολύν καιρό για να συναντήσω την αιώνια και παντο-τινή ευτυχία.

Η παραμάνα πρέπει να ήταν σαν εκείνους τους προφήτες για τους οποίους διαβάζουμε στη Βίβλο. Όσα μου είχε πει έβγαιναν αληθινά, και από κείνη τη στιγμή ήμουν βέβαιη ότι και τα υπόλοιπα απ' τα λεγόμενα της θα συνέβαιναν. Είχα σιγουρευτεί πλέον ότι οι ιστορίες της ήταν όλες αληθινές και ότι το μυστικό που είχα δει δεν ήταν γέννημα του μυαλού και της φαντασίας

Page 181: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 191

μου. Αλλά συνέβη και κάτι άλλο εκείνη τη μέρα. Πήγα για δεύτερη φορά στο μυστικό μέρος. Βρέθηκα στην άκρη του πη-γαδιού και, καθώς στεκόμουν πάνω στα βρύα, έσκυψα και κοί-ταξα μέσα. Και τότε έμαθα ποια ήταν η λευκή κυρία που εί-χα δει να βγαίνει από το νερό στο δάσος πολλά χρόνια πριν, όταν ήμουν μικρή. Άρχισα να τρέμω γιατί μου λύνονταν πλέον και άλλες απορίες. Θυμήθηκα ότι κάποτε που είχα δει τους λευκούς ανθρώπους στο δάσος, η παραμάνα μου με είχε ρωτή-σει γι' αυτούς, κι εγώ της τα είχα πει όλα, κι εκείνη με άκου-γε, με άκουγε ώρα πολλή χωρίς να μιλά, χωρίς να λέει τίπο-τε, ώσπου κάποια στιγμή άνοιξε, επιτέλους, το στόμα της. «Θα την ξαναδείς», είπε. Έτσι κατάλαβα τι είχε συμβεί και τι θα συνέβαινε. Κατάλαβα πολλά και για τις νύμφες: ότι μπορού-σα να τις συναντήσω παντού, ότι πάντα θα με βοηθούσαν, ότι έπρεπε να τις αναζητήσω, ότι είχαν την ικανότητα να εμφανί-ζονται με διάφορες μορφές και σχήματα. Χωρίς εκείνες δε θα είχα ανακαλύψει το μυστικό, χωρίς τις νύμφες τίποτε δε θα μπο-ρούσε να συμβεί. Η παραμάνα μου είχε πρωτομιλήσει γι' αυτές πολλά χρόνια πριν, αλλά τις ανέφερε με άλλο όνομα. Τότε δεν καταλάβαινα τι εννοούσε, δε συνειδητοποιούσα ότι οι παράξε-νες ιστορίες της μιλούσαν γι' αυτές. Υπάρχουν δυο ειδών νύμ-φες, οι σκοτεινές και οι φωτεινές. Όλες τους είναι υπέροχες και πανέμορφες. Μερικοί άνθρωποι βλέπουν μόνο το πρώτο ,εί-δος, μερικοί άλλοι μόνο το δεύτερο, κάποιοι τρίτοι και τις μεν και τις δε. Συνήθως πρώτες εμφανίζονται οι σκοτεινές· οι φωτει-νές ακολουθούν. Υπάρχουν για όλες απίθανες ιστορίες. Εγώ γνώρισα στην πραγματικότητα τις νύμφες μια ή δυο μέρες μετά την επιστροφή μου από το μυστικό μέρος. Η παραμάνα μου μου είχε μάθει να τις καλώ και είχα πολλές φορές προσπαθή-σει. Αλλά τότε δεν καταλάβαινα τι εννοούσε· νόμιζα ότι όλα αυτά ήταν ανοησίες. Τελικά πήρα την απόφαση να ξαναδοκι-μάσω. Πήγα στο δάσος με τη λίμνη, εκεί που είχα δει τους λευκούς ανθρώπους, και προσπάθησα πάλι. Η σκοτεινή νύμφη, η Αλάνα, ήρθε και μεταμόρφωσε τη λίμνη του νερού σε λίμνη φωτιάς...

Page 182: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

192 ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

—Πολύ αλλόκοτη ιστορία, είπε ο Κοτγκρέιβ επιστρέφοντας το πράσινο βιβλίο στον αναχωρητή Αμβρόσιο. Γενικά κατάφερα σε μεγάλο βαθμό να την παρακολουθήσω, αλλά υπάρχουν ση-μεία που μου φάνηκαν ακατανόητα. Στην τελευταία σελίδα, για παράδειγμα, τι εννοεί λέγοντας «νύμφες»;

—Κοίτα, εγώ νομίζω ότι το χειρόγραφο βρίθει αναφορών σε ορισμένες «τελετές», οι οποίες έφτασαν μέχρι τις μέρες μας χάρη στην παράδοση που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Η επι-στήμη μόλις τώρα τελευταία άρχισε να ασχολείται και να μελε-τά κάποιες τέτοιες τελετές· και έφτασε σ' αυτές —ή μάλλον, στα βήματα που οδηγούν σ' αυτές— από αρκετά διαφορετικούς δρό-μους. Ερμήνευσα την αναφορά στις «νύμφες» σαν μια αναφορά σε μια τέτοια τελετή.

—Πιστεύεις, λοιπόν, ότι σήμερα γίνονται τέτοια πράγματα; —Ω, ναι, το πιστεύω. Και μπορώ να σου δώσω πολλές πειστι-

κές αποδείξεις. Φοβάμαι ότι έχεις παραμελήσει τη μελέτη της αλχημείας. Κρίμα, γιατί ο συμβολισμός της είναι, από πολλές απόψεις, υπέροχος. Αν ήσουν εξοικειωμένος με ορισμένα σχε-τικά βιβλία, θα μπορούσα να σου υπενθυμίσω φράσεις που εν-δεχομένως θα σου εξηγούσαν πολλά απ' όσα δεν κατάλαβες στο χειρόγραφο που διάβασες.

—Σύμφωνοι· αλλά αυτό που θέλω να μάθω είναι αν εσύ πι-στεύεις στα σοβαρά ότι κρύβονται γεγονότα και πραγματικά περιστατικά κάτω απ' αυτές τις φαντασιώσεις. Δε νομίζεις ότι όλα αυτά είναι ποίηση —ένα παράξενο όνειρο που είδε ένα ανώριμο μυαλό;

—Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι αναμφίβολα βολεύει τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων να απορρίπτουν κάτι τέτοιες εμπει-ρίες σαν όνειρα. Αλλά αν θέλεις την προσωπική μου γνώμη... ε, λοιπόν, εγώ πιστεύω σε όλα αυτά. Όχι· δε θα έπρεπε να πω πιστεύω, αλλά, μάλλον, γνωρίζω. Μπορώ να σου αναφέρω πολ-λές περιπτώσεις ανθρώπων που έπεσαν κατά τύχη πάνω σε τέ-τοιες «τελετές» και έπεσαν απ' τα σύννεφα βλέποντας με τα ίδια τους τα μάτια τα εντελώς απροσδόκητα αποτελέσματά τους. Και στις περιπτώσεις αυτές δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα «υποβο-

Page 183: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 193

λής» ή οποιασδήποτε υποσυνείδητης δράσης. Ενώ απ' την άλ-λη, μπορεί κανείς να δεχτεί ότι ένα σχολιαρόπαιδο έχει την ικανότητα να «αυθυποβάλλεται» και να γίνεται ο Αισχύλος, τη στιγμή που μελετά μηχανικά τις γραμματικές κλίσεις.

«Πρόσεξες βέβαια τις ασάφειες, συνέχισε ο Αμβρόσιος. Σ' αυτήν τη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να υπαγορεύτηκαν από το ένστικτο, αφού προφανώς το κορίτσι ποτέ δε θα σκέφτη-κε ότι τα χειρόγραφα της θα έπεφταν κάποτε σε άλλα χέρια. Αυτό όμως είναι κάτι το γενικό και σύνηθες, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Τα ισχυρά και ακαριαίας δράσεως φάρ-μακα, όπως είναι κατ' ανάγκην τα δηλητήρια, φυλάγονται σε κλειδωμένα ντουλάπια. Μπορεί τυχαία ένα παιδί να βρει το κλει-δί, να ξεκλειδώσει το ντουλάπι, να πιει το δηλητήριο και να πεθάνει· αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η έρευνα γίνεται από μορφωμένους ειδικούς και οι φιάλες περιέχουν πολύτιμα ελιξίρια για κείνον που πήρε την απόφαση να τις κλειδώσει στο ντουλάπι και να τις κρατήσει για τον εαυτό του.

—Δε γίνεται να γίνεις πιο σαφής; —Οχι. ειλικρινά δε γίνεται. Εξάλλου, είναι προτιμότερο να

μη σε πείσω. Πάντως πρόσεξες με ποιον τρόπο το χειρόγραφο φωτίζει τη συζήτηση που είχαμε την περασμένη βδομάδα;

—Αυτό το κορίτσι είναι ακόμα ζωντανό; —Όχι. Ήμουν ένας από κείνους που τη βρήκαν. Ήξερα

καλά τον πατέρα της· ήταν δικηγόρος και πάντοτε την άφηνε αρκετά ελεύθερη. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν συμβόλαια και μισθωτήρια· τα νέα ήταν γι' αυτόν πραγματικός κεραυνός. Ξαφ-νικά ένα πρωί η μικρή εξαφανίστηκε· πρέπει να είχε περάσει περίπου ένας χρόνος αφότου είχαν συμβεί αυτά που διάβασες. Ο πατέρας της κάλεσε τους υπηρέτες και τους ρώτησε αν ήξεραν τίποτε. Του απάντησαν διάφορα πράγματα, και ο καημένος προ-σπάθησε να τα ερμηνεύει λογικά —και έπεσε έξω, όπως κατα-λαβαίνεις.

»Κάπου στο δωμάτιο της ανακάλυψαν το πράσινο βιβλίο. Με φώναξαν και με βάση τα γραφόμενά της εντόπισα το μέρος που με τέτοιο δέος περιέγραφε. Τη βρήκα σωριασμένη στο χώμα, μπροστά σ' ένα είδωλο.

—Ένα είδωλο;

Page 184: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

—Ναι· ήταν ένα αγαλματάκι κρυμμένο ανάμεσα στα αγκάθια μιας πυκνής λόχμης. Το μέρος ήταν άγριο και απομονωμένο· το γνωρίζεις απ' την περιγραφή της, αν και θα κατάλαβες ότι η μικρή παρουσιάζει τα πράγματα διογκωμένα και τα χρωματίζει με εντονότερα χρώματα. Η παιδική φαντασία συχνά παρουσιά-ζει το ψηλό ψηλότερο και το βαθύ βαθύτερο απ' όσο είναι στην πραγματικότητα· και, δυστυχώς για κείνη, η μικρή διέθετε κάτι περισσότερο από φαντασία. Θα μπορούσε να συγκρίνει κανείς την εικόνα που είχε στο μυαλό της και την περιέγραψε με λέξεις, με τον πίνακα ενός σπουδαίου, δημιουργικού καλλιτέχνη. Στην πραγματικότητα όμως το μέρος για το οποίο μιλά είναι ένας παράξενος ερημότοπος.

—Ήταν νεκρή; —Ναι. Είχε πάρει δηλητήριο· εγκαίρως. Όχι· λογικά δεν

μπορεί να της προσάψει κανείς τίποτα. Θυμάσαι την ιστορία που σου είπα την περασμένη φορά για κείνη την κυρία που είδε τα δάχτυλα του παιδιού της να τσακίζονται απ' το παντζούρι του παραθύρου;

—Και τι ήταν εκείνο το αγαλματάκι; —Ήταν ένα μικρό πέτρινο ρωμαϊκό γλυπτό. Οι αιώνες δεν το

είχαν μαυρίσει καθόλου· αντίθετα, είχε γίνει άσπρο και φωτεινό. Η λόχμη είχε μεγαλώσει γύρω του και το έκρυβε. Το Μεσαίωνα οι οπαδοί μιας πολύ παλιάς παράδοσης γνώριζαν πώς να το χρησιμοποιούν για να επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους. Στην πραγματικότητα η χρήση του είχε ενσωματωθεί στην τερατώδη μυθολογία του Σαμπάθ. Θα παρατήρησες ότι όσοι είχαν την ευκαιρία να αντικρίσουν, τυχαία έστω, για πρώτη φορά την α-στραφτερή λευκότητα του, έπρεπε να δέσουν τα μάτια τους τη δεύτερη φορά που θα το πλησίαζαν. Αυτό νομίζω ότι σήμαινε πολλά.

—Και βρίσκεται ακόμη εκεί, στη λόχμη; —Έστειλα τους υπηρέτες και έφεραν σφυριά. Το σπάσαμε, το

κάναμε θρύψαλα. Η επιμονή της παράδοσης ποτέ δε με εξέπλη-ξε, συνέχισε ο Αμβρόσιος μετά από μια σύντομη παύση. Μπορώ να σου αναφέρω πολλές ενορίες της Αγγλίας, όπου τέτοιες πα-ραδόσεις εξακολουθούν να είναι πάντα ζωντανές και ανίκητες, το ίδιο σκοτεινές και απόκρυφες όσο ήταν τους αρχαίους χρό-

Page 185: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ 195

νους. Όχι, για μένα δεν είναι το «αποτέλεσμα» που είναι φοβερό και τρομερό, αλλά αυτή καθαυτή η «ιστορία». Πάντοτε, βλέπεις πίστευα ότι το θαύμα έχει να κάνει με την ψυχή.

Page 186: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

N

I

Μιλούσαν για τις παλιές μέρες, τα παλιά ήθη και όλες τις αλλαγές που είχαν επέλθει στο Λονδίνο τα τελευταία ανιαρά χρόνια· μια παρέα τριών ανδρών, που είχαν συγκεντρωθεί για άλλη μια φορά στο σπίτι του Πέροτ.

Ο ένας απ' αυτούς, ο νεότερος απ' τους τρεις, ένα παλικαράκι γύρω στα πενήντα πέντε, είχε αρχίσει να λέει:

—Γνωρίζω κάθε εκατοστό αυτής της γειτονιάς και σας λέω ότι δεν υπάρχει τέτοιο μέρος.

Το όνομα του ήταν Χάρλις· η δουλειά του είχε να κάνει με χημικά, γυάλινες νταμιτζάνες και κρύσταλλα.

Οι τρεις άντρες αναπολούσαν το παλιό Λονδίνο· και πρέπει να σημειωθεί ότι ο μικρός της παρέας, ο Χάρλις, θυμόταν πολύ καλά το παλιό Στραντ, όπως ήταν πριν το χαλάσουν. Πράγματι, αν δεν το θυμόταν, είναι αμφίβολο αν ο Πέροτ θα τον άφηνε να συμμετέχει στις συναντήσεις της Μιτρ Πλέις, μιας στενής πα-ρόδου, που την ημέρα ήταν είσοδος ενός πανδοχείου, αλλά το βράδυ, μετά τις εννιά, γινόταν αδιέξοδο, γιατί οι μεγάλες σιδε-ρένιες πόρτες έκλειναν και έπαυαν να αντηχούν τα βήματα των περαστικών στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο. Το σπίτι βρισκόταν στο δεύτερο όροφο και από τα μπροστινά παράθυρα φαίνονταν οι φτελιές του κήπου, όπου πριν από τον πόλεμο έχτιζαν τις φωλιές τους οι κουρούνες. Τα μεγάλα χαμηλοτάβανα δωμάτια ήταν πολύ όμορφα διακοσμημένα και οι τοίχοι τους ταπετσαρι-σμένοι. Στα παράθυρα κρέμονταν χοντρές κρεμεζί κουρτίνες και δεν άφηναν να περάσει μέσα το μούγκρισμα του αέρα που, εκεί-νη τη χειμωνιάτικη νύχτα, φυσούσε ακόμα και στην καρδιά του Λονδίνου. Οι τρεις άντρες κάθονταν γύρω απ' τη φωτιά του παλιού τζακιού, πάνω στην οποία μουρμούριζε μια μεγάλη βα-

Page 187: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

ριά χύτρα. Οι πολυθρόνες τους έμοιαζαν με εκείνες που ζωγρά-φιζε ο κ. Πίκγουικ στις προμετωπίδες των βιβλίων του. Το στρογγυλό, σκούρο δρύινο τραπέζι ήταν διακοσμημένο με όμορ-φα σκαλίσματα και στεκόταν πάνω σ' ένα μόνο πόδι- όπως υποστήριζε ο Πέροτ, ήταν στιλ Γεωργίου Δ', αλλά ο τρίτος φίλος της παρέας, ο Άρνολντ, πάντα τον αντέκρουε επιμένοντας ότι πρέπει να ήταν τραπέζι στιλ Γουίλιαμ Δ', ή, το πολύ, πρώιμου βικτοριανού. Πάνω στην κόκκινη ταπετσαρία του τοίχου κρέμονταν γκραβούρες του ΙΗ' αιώνα που απεικόνιζαν τους καθεδρικούς του Ντάρχαμ και του Πίτερμπόρο, και αποδείκνυαν ότι, με εξαίρεση έναν Οράτιο Ουόλπολ και το φίλο του τον κ. Γκρέι, οι καλλιτέχνες εκείνου του αιώνα ήταν ανίκανοι να φι-λοτεχνήσουν ένα γοτθικό κτίριο, έστω κι αν είχαν συνεχώς μπροστά στα μάτια τους μακρόστενους πύργους και τοξωτά πα-ραθύρια: «Γι' αυτόν το λόγο και δεν μπορούσαν να τα δουν», είχε τονίσει ο Άρνολντ αργά μια νύχτα, που τα αστέρια είχαν κρυφτεί πίσω απ' τα σύννεφα και τα μπαχαρικά είχαν αρχίσει να λιώνουν μέσα στη χύτρα με το ποντς. Υπήρχαν όμως κι άλλες γκραβούρες, πιο πρόσφατες, φιλοτεχνημένες στις δεκαετίες του '30 και του '40 από ξεχασμένους πια, αν και φημισμένους στην εποχή τους, καλλιτέχνες: τοπία της κοιλάδας του Γιουσκ, του Ιερού Βουνού και του Λιάνθονι της Ουαλίας, που χαιρόσουν να τα κοιτάζεις και μαγευόσουν, λες κι όλοι αυτοί οι απότομοι λόφοι και τα πυκνά δάση δεν είχαν υπάρξει πραγματικά παρά μόνο στη φαντασία των καλλιτεχνών που τα 'χαν φιλοτεχνήσει. Πάνω από το παραγώνι κρεμόταν το Αβαείο του Μπόλτον τον Παλιό Καιρό.

Ο Πέροτ πάντα ζητούσε συγνώμη γι' αυτό· —Το ξέρω, έλεγε, είναι μια σαχλαμάρα, μια καταραμένη κου-

ταμάρα, όπως λέμε στην Ουαλία. Αλλά κρεμόταν πάνω απ' το τζάκι στην τραπεζαρία του πατρικού σπιτιού μου. Μερικές φο-ρές εύχομαι να είχα πάρει και το Te Deum Laudamus.

—Τι είναι αυτό; έκανε ο Χάρλις. —Α, είσαι πολύ νέος για να καταλάβεις. Απεικονίζει τρία

αγόρια, τρία παπαδάκια με λευκά άμφια. Το πρώτο τραγουδά, εκλιπαρεί για τη ζωή του, και τα άλλα δύο κοιτάζουν γύρω τους τρομαγμένα. Πάντα μας έλεγαν ότι το πρώτο αγόρι τελικά το

Page 188: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 201

κρέμασαν. Υπάρχει κι ένας άλλος πίνακας με τρία κοριτσάκια, που κι αυτά τραγουδούν. Λέγεται Te Dominum Confitemur. Πο-τέ δεν άκουσα την ιστορία τους.

—Ξέρω, ξέρω. Το πρόσωπο του Χάρλις άστραφτε. Είδα αυτόν τον πίνακα σε μια γκαλερί του Μπράιτον, τη χρονιά της Στέψης του Βασιλιά. Κι ένα δυο χρόνια μετά είδα το Sherry, Sir, σ' ένα ξενοδοχείο του Τένμπι.

—Το καλύτερο κέρινο ομοίωμα που είδα ποτέ ήταν στη βιτρί-να ενός μαγαζιού στην Κινγκ'ς Κρος Ρόουντ, έλεγε τότε ο Άρνολντ.

Κάπως έτσι φλυαρούσαν και περνούσαν τις βραδιές τους οι τρεις φίλοι, συζητώντας μάλλον για το παλιομοδίτικο παρά για το παλιό. Το ίδιο συνέβαινε κι εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα με το ξεροβόρι να λυσσομανά έξω απ' το σπίτι· κουβέντιαζαν για τους δρόμους του Λονδίνου όπως ήταν σαράντα, σαράντα πέντε αλλά και πενήντα πέντε χρόνια πριν.

Ένας απ' αυτούς αγόρευε για το Μπλούμσμπερι, τότε που υπήρχαν ακόμα εκεί προστατευτικές μπάρες και οι πορτιέρηδες του Δούκα στέκονταν μέσα σε κιόσκια πίσω απ' τις πύλες· όλα ήταν ήσυχα και ειρηνικά εκείνη την εποχή, μέχρι βαρεμάρας θα μπορούσε να πει κανείς, με όλα εκείνα τα κάγκελα και τα εμπό-δια στους δρόμους. Λίγο πιο κάτω υψωνόταν ο θόλος της εκκλη-σίας μιας παράξενης αίρεσης· σε κάθε επίσημη τελετή και λει-τουργία, ο αέρας μύριζε λιβάνι, ενώ μέσα από το ναό ακουγόταν μια θρηνητική φωνή να ψάλλει σπαραχτικά σαν να καλούσε πνεύματα παράξενα και μυστηριώδη. Ακριβώς στην άλλη γωνία του δρόμου ήταν χτισμένη η εκκλησία όπου συνήθιζε να προ-σεύχεται η Κριστίνα Ροσέτι. Κι όλα γύρω ήταν ήρεμα και ει-ρηνικά, σπάνια ανθρώπου βήμα αντηχούσε στο πλακόστρωτο· μόνο πού και πού ακούγονταν τα φύλλα των πανύψηλων δέ-ντρων, μαυρισμένα απ' τον καπνό και τη μουντζούρα, να θρο-ΐζουν απαλά στο παραμικρό φύσημα του ανέμου.

—Θυμάμαι μια άνοιξη, είπε ο Άρνολντ, που είχαν ανθίσει τα πιο όμορφα λουλούδια που έχω δει ποτέ. Πάνε πολλά χρόνια από τότε.

—Εγώ θυμάμαι εκείνο το όμορφο λιονταράκι πάνω στο σιδε-ρένιο βάθρο του στο πεζοδρόμιο μπροστά στο Βρετανικό Μου-

Page 189: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

σείο, μπήκε στη μέση ο Πέροτ. Πρέπει να υπάρχουν πολλά τέτοια αγάλματα κλεισμένα στα μουσεία. Αυτός είναι ένας απ' τους λόγους που οι δρόμοι ασχήμυναν τόσο. Αν υπάρχει κάτι περίεργο και όμορφο σ' ένα δρόμο του Λονδίνου, αμέσως το ξηλώνουν και το καταχωνιάζουν σ' ένα μουσείο. Αναρωτιέμαι πού να βρίσκεται εκείνο το μαρμάρινο άγαλμα του άντρα με το τρικαντό που ήταν στημένο μπροστά στα κάγκελα του καμπα-ναριού της εκκλησίας του Χόλμπορν.

Στη συνέχεια της κουβέντας τους κατηφόρισαν προς το Φέτερ Λέιν και θρήνησαν για το σπίτι του Ντράιντεν —«Νομίζω ότι το κατεδάφισαν το '87— χασομέρησαν για λίγο στο Κλίφορντ'ς Ιν —Όταν περπατούσες εκεί, νόμιζες ότι βρισκόσουν στο δέ-κατο έβδομο αιώνα»— και τελικά κατέληξαν στο Στραντ.

—Κάποιος είχε πει ότι ήταν ο ωραιότερος δρόμος της Ευρώ-πης.

—Ναι. καμιά αμφιβολία, ή, μάλλον, κατά μια έννοια· βλέπετε, δεν ήταν καμιά belle architecture de ville*. Βρίσκονταν εκεί ανα-κατεμένες όλες οι εποχές, όλα τα μεγέθη, όλα τα ύψη και όλα τα στιλ· είναι μοναδικός, γοητευτικότατος δρόμος· σκέτη μα-γεία, σας λέω, σαν ένα ξόρκι με λέξεις που δε σήμαιναν τίποτε για τον αμύητο.

Και ακολούθησε κάτι σαν λιτανεία. —Το μαγαζί του Πέιλ Πούντιγκ, απ' όπου ψώνιζε ο μικρός

Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. —Ήταν κοντά στο βιβλιοπωλείο Ρόου, ένα κτίριο του δέκα-

του έβδομου αιώνα. —Και το "Ισπανικό Καφέ", απέναντι απ' το Τσάρινγκ Κρος. —Τα γραφεία της Γκλόουμπ, όπου η κίνηση δε σταματούσε

ποτέ. —Οι στενές αλέες με τα σκαλάκια που κατέβαιναν στο ποτάμι. —Η μυρωδιά του σαπουνιού απ' το απέναντι μυροπωλείο. —Το βιβλιοπωλείο του Νατ, κοντά στο χασάπικο εκείνου του

Οναλού· λίγο πιο κάτω στένευε ο δρόμος. —Τα γραφεία της Φάμιλι Χέραλντ· σε μια προθήκη δίπλα

* Όμορφη αστική αρχιτεκτονική. (Γαλλικά στο πρωτότυπο- Σ.τ.Μ.)

Page 190: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 203

στην πόρτα του κτιρίου υπήρχε η εικόνα μιας παλιάς λινοτυπι-κής μηχανής και του χειριστή της που δούλευε με σηκωμένα τα μανίκια.

—Και το "Γκάρντεν Χάουζ" στο κέντρο ακριβώς μιας αλέας, κοντά στο Κλίφορντ'ς Ιν.

—Και οι λάμψεις απ' τις κίτρινες γκαζόλαμπες, όταν φυσού-σε και οι άνθρωποι έμπαιναν βιαστικοί στην πάροδο που οδη-γούσε στην είσοδο του Λυκείου.

Ο ένας απ' τους τρεις άρχισε τότε να ψιθυρίζει συγκινημένος στίχους απ' το «Ω, παχουλή γκαρσόνα του Κοκ».

—Τι παϊδάκια ήταν εκείνα! αναστέναξε ο Πέροτ. Και άρχισε να φτιάχνει το ποντς, ανακατεύοντας κατ' αρχήν ξεφλουδισμένες φέτες λεμονιού με κύβους ζάχαρης, που απορρόφησαν τους χυμούς του ξινόπικρου μεσογειακού καρπού. Ύστερα πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου και έβγαλε από ένα ντουλάπι διάφορα υλικά: ρούμι αγορασμένο απ' το "Τζαμάικα Κόφι Χάουζ" στο Σίτι, γαλάζια πορσελάνινα βαζάκια με μπαχαρικά και δυο μποτίλιες υπέροχο παλιό μπράντι. Η χύτρα είχε αρχίσει να βράζει· όλα τα συστατικά της συνταγής ανακατεύτηκαν στο νερό και το καυτό μείγμα χύθηκε σε μια βαθυκόκκινη κανάτα, που άχνιζε στο παραγώνι πάνω από τη φωτιά.

—Misce, fiat mistura, είπε ο Χάρλις. —Πολύ καλά, απάντησε ο Άρνολντ. Αλλά μην ξεχνάς ότι

όλα τα υλικά διαλύθηκαν στο νερό και είναι πλέον αόρατα. Κανένας δεν έδειξε να νοιάζεται γι' αυτόν ή την αλχημεία

του. Μετά από λίγο, τρία χέρια που κρατούσαν ποτήρια απλώ-θηκαν πάνω απ' την κανάτα και ο Πέροτ σέρβιρε το ποντς. Οι τρεις φίλοι βυθίστηκαν αναπαυτικά στις πολυθρόνες τους γύρω απ' το τζάκι και άρχισαν να πίνουν μακάρια το ζεστό τους.

II

Ας σημειωθεί ότι τα ποτήρια δε χωρούσαν πολύ ποτό. Στην πραγματικότητα ήταν από κείνα που άλλοτε ονομάζονταν ρου-μοπότηρα: στρογγυλά και χοντρά, αλλά σχετικά μικρής χωρη-τικότητας. Συνεπώς, τα τρία γεροντικά μυαλά δεν κινδύνευαν να

Page 191: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μεθύσουν και να χάσουν την καθαρότητα τους. Όταν όμως εί-χαν τελειώσει το τρίτο ποτήρι και ετοιμάζονταν να αρχίσουν το τέταρτο, η συζήτηση ξέφυγε από το κεντρικό Λονδίνο και το αγαπημένο, αλλά χαμένο πια, Στραντ και κατευθύνθηκε σε άλ-λες, πιο παράξενες και λιγότερες γνωστές περιοχές. Ο Πέροτ άρχισε λέγοντας ότι κάποτε είχε τραβήξει προς τα βόρεια προά-στια. Περνώντας, είπε, μπροστά από τα θέατρα Γκλόουμπ και Ολύμπικ, βυθίστηκε στο σκοτεινό λαβύρινθο του Κλέαρ Μάρ-κετ, όπου κάποια στιγμή ανακάλυψε ότι είχε χάσει το δρόμο του και δεν ήξερε πού βρισκόταν. Αφού περιπλανήθηκε κάμποση ώρα σε δρόμους γεμάτους στοές, διέσχισε τελικά κάποιες σκο-τεινές αλέες και κατάφερε να βγει στην Γκρέιτ Κουήν Στριτ, κοντά στην Ταβέρνα του Φραμασόνου και το Τζόουνς Ίνιγκο. Ο δεύτερος φίλος πήρε με τη σειρά του το νήμα της αφήγησης, λέγοντας ότι κάποτε είχε μπει από το Χουέτστόουνς Παρκ στο Χόλμπορν, και μετά από μια σύντομη παράκαμψη στην Κίν-γκσγκέιτ Στριτ —«ένα δρομάκι με σπίτια σαν τα φαγητά του Φιζ: βρόμικα, χαμηλά, αξιοθρήνητα· ελπίζω να τα 'χουν γκρε-μίσει πια» —κατάφερε τελικά να βγει στη Θίομπαλντ' ς Ρόουντ. Στο σημείο αυτό η αφήγηση καθυστέρησε λίγο για να αναπο-λήσουν οι τρεις φίλοι τα σιδερένια ντεπόζιτα και τις τεράστιες στέρνες μερικών παλιών σπιτιών, και να ξαναθυμηθούν το παλιό θρυλικό χάνι πίσω απ' την Τιμπλς Ρόουντ —έτσι την ήξεραν, με το παλιό της όνομα— που τώρα πια είχε γίνει αποθήκη. Κι αμέσως μετά ξανάπιασαν την κουβέντα τους κατευθυνόμενοι προς τα βορειανατολικά· ανηφόρισαν την Γκρέι'ς Ιν Ρόουντ, διέσχισαν την Κινγκ' ς Κρος Ρόουντ και έφτασαν μπροστά στο λόφο.

—Από δω και πέρα, είπε ο Άρνολντ, αρχίζουν οι εικασίες και οι υποθέσεις. Αφήσαμε πια το γνωστό κόσμο πίσω μας.

Και δυστυχώς, ήταν τώρα η σειρά του να συνεχίσει. —Πρέπει να σας πω κάτι, μπήκε στη μέση ο Πέροτ. Ξέρω ότι

ακούγεται σαν ψέμα, αλλά είναι πέρα για πέρα αλήθεια. Ποτέ στη ζωή μου δεν πήγα πέρα από το Δημαρχείο του Χόλμπορν —με τα πόδια, εννοώ. Βέβαια έχω πάει πολλές φορές με άμαξα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κίνγκ'ς Κρος, και μια δυο φο-ρές, αν θυμάμαι καλά, στις στρατιωτικές επιδείξεις που τότε

Page 192: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 205

γίνονταν στη Γεωργική Σχολή του Ίσλινγκτον αλλά δε θυμά-μαι τίποτε από εκείνη την περιοχή.

Ο Χάρλις είπε τότε ότι ο ίδιος είχε μεγαλώσει όχι απλώς στο Βόρειο Λονδίνο αλλά πολύ πιο βόρεια —στα μέρη του Στόουκ Νιούινγκτον.

—Γνώρισα κάποτε έναν άντρα, είπε ο Πέροτ, που ήξερε απ' άκρη σ' άκρη το Στόουκ Νιούινγκτον τουλάχιστον, έτσι έλεγε. Αυτός, λοιπόν, ο τύπος ήταν φανατικός λάτρης του Πόε και ήθελε να ανακαλύψει αν υπήρχε ακόμα το σχολείο όπου είχε φοιτήσει ο Πόε όταν ήταν μικρός. Είχε πάει, που λέτε, πολλές φορές στο Στόουκ Νιούινγκτον, αλλά παρά το ενδιαφέρον και τις γνώσεις του για το θέμα, δε φαινόταν να ξέρει αν το σχολείο υπήρχε ακόμα ή αν το είχε δει. Συχνά μου έλεγε ότι υπήρχαν δυο τρεις φράσεις στο διήγημα Γουίλιαμ Γουίλσον, όπου ο Πόε φαινόταν να υπαινίσσεται το Στόουκ Νιούινγκτον: το ονειρικό χωριό, τα δέντρα στην ομίχλη, τα παλιά ετοιμόρροπα πλίθινα σπίτια με τους κήπους και τους ψηλούς τοίχους γύρω τους. Πα-ρόλο που ο τύπος έλεγε ότι είχε κουβεντιάσει με τον εφημέριο και μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια την παλιά εκκλησία με τα στενόμακρα παράθυρα, ωστόσο ποτέ δεν μπόρεσε να μου πει με βεβαιότητα ότι είχε δει το σχολείο του Πόε.

—Ποτέ δεν άκουσα να μιλούν γι' αυτό όσο ζούσα εκεί, είπε ο Χάρλις. Αλλά εγώ ήμουν επιχειρηματίας. Δε συζητούσαμε στον κύκλο μας για συγγραφείς. Πάντως, να θυμάμαι καλά, νο-μίζω ότι κάποτε άκουσα κάποιον να αναφέρεται στον Πόε και να τον χαρακτηρίζει μεγάλο μεθύστακα. Λυπάμαι, αλλά όσα ξέρω για το έργο του, τα έμαθα πολύ αργότερα.

—Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, είναι αλήθεια, παρενέβη ο Άρνολντ. Δυστυχώς υπάρχει μια γενική τάση να συλλαμβάνου-με το τυχαίο και να αγνοούμε το ουσιώδες. Μπορεί να έχεις ξεχάσει τους τριπλούς προμαχώνες και τη διάταξη των οχυρω-ματικών γραμμών, αλλά τουλάχιστον ξέρεις ότι ο Δούκας του Ουέλινγκτον είχε πολύ μεγάλη μύτη. Το είχα μάθει πολύ μικρός αυτό και το θυμάμαι ακόμα.

—Αλλά εκείνο τον τύπο. τόνισε ο Πέροτ, επανερχόμενος στο θέμα, ήταν αδύνατο να τον καταλάβω. Του είπα, λοιπόν, τα εξής: «Σίγουρα ένα από τα δυο συμβαίνει: είτε το παλιό σχολείο υπάρ-

Page 193: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

χει ακόμα είτε όχι· άρα, είτε το είδες είτε δεν το είδες —δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι' αυτό». Αλλά και πάλι δεν ήταν σε θέση να μου απαντήσει ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Παραδέχτη-κε πάντως ότι ήταν πολύ παράξενο. «Σου δίνω το λόγο της τιμής μου», είπε, «ότι δεν ξέρω τίποτε. Πήγα μια φορά εκεί, γύρω στο '95, νομίζω, και μετά πάλι το '99 —τη δεύτερη φορά μάλιστα επισκέφθηκα και τον εφημέριο. Από τότε δεν τόλμησα να ξα-ναπάω σ' εκείνο το μέρος». Μιλούσε σαν άνθρωπος που είχε περιπλανηθεί ώρες πολλές μες στην ομίχλη και δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με βεβαιότητα όσα είχε δει.

—Κάτι παρόμοιο συνέβη και σ' εμένα. Πολύν καιρό μετά τη συζήτηση μου με τον Χέαρ —έτσι λεγόταν ο άντρας που ενδια-φερόταν για τον Πόε— ένας μακρινός μου ξάδερφος από την επαρχία ήρθε στο Λονδίνο να φροντίσει για τις υποθέσεις μιας γριάς θείας του που είχε ζήσει όλη της τη ζωή στο Στόουκ Νιούινγκτον και είχε μόλις πεθάνει. Ο επαρχιώτης ξάδερφος, λοιπόν, με επισκέφθηκε ένα βράδυ για να δει τι κάνω —είχαμε να συναντηθούμε πολλά χρόνια— και τον θυμάμαι σαν και τώρα να παρατηρεί πόσο λίγο ο μέσος Λονδρέζος γνωρίζει την πόλη του και πόσο εύκολα χάνεται όταν τον βγάλεις απ' τον καθη-μερινό του δρόμο. «Για παράδειγμα», με ρώτησε, «εσύ έχεις πάει ποτέ σου στο Στόουκ Νιούινγκτον;» Απάντησα ότι ούτε είχα πάει ούτε είχα μέχρι τότε λόγο να πάω. «Ακριβώς· και υποθέτω ότι δεν άκουσες ποτέ για το Κάνον'ς Παρκ, έτσι δεν είναι;» Ομολόγησα ότι πρώτη φορά άκουγα αυτό το όνομα. Ο ξάδερφος μου παρατήρησε τότε ότι του φαινόταν πολύ παράξενο που εν-νιά στους δέκα Λονδρέζους, όπως υπέθεσε, δεν ήξεραν ούτε εί-χαν ακούσει τίποτε για ένα τόσο όμορφο μέρος, μόλις τέσσερα ή πέντε μίλια μακριά απ' την καρδιά του Λονδίνου.

—Εγώ γνωρίζω κάθε εκατοστό εκείνης της γειτονιάς, παρενέ-βη ο Χάρλις. Γεννήθηκα και έζησα εκεί μέχρι τα δεκαέξι μου χρόνια. Δεν υπάρχει κανένα τέτοιο πάρκο κοντά στο Στόουκ Νιούινγκτον.

—Έλα τώρα, Χάρλις, έκανε ο Άρνολντ. Δεν είσαι δα και καμιά αυθεντία σ' αυτά τα θέματα.

—Δεν είμαι αυθεντία; Τι εννοείς, δηλαδή, ότι δε γνωρίζω ένα μέρος όπου έζησα δεκαέξι ολόκληρα χρόνια; Εξάλλου, αργότε-

Page 194: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 207

ρα αντιπροσώπευα σ' εκείνη την περιοχή τους Κρόσμπι, λίγον καιρό μετά την είσοδο μου στον κόσμο των επιχειρήσεων.

—Ναι, βέβαια. Αλλά... υποθέτω ότι πρέπει να ξέρεις καλά το Χέιμάρκετ, έτσι;

—Φυσικά και το ξέρω· πολύ καλά μάλιστα, τόσο για λόγους επαγγελματικούς όσο και γιατί μου άρεσε να το μάθω. Εξάλλου, οι πάντες γνωρίζουν το Χέιμάρκετ.

—Πολύ καλά. Για πες μας, λοιπόν, από ποιο δρόμο πάει κα-νείς στην Αγορά του Σεντ Τζέιμς;

—Δεν υπάρχει καμιά τέτοια αγορά! —Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, είπε θριαμβευτικά ο

Άρνολντ. Αν και πρέπει να έχει δίκιο: νομίζω ότι η αγορά κατεδαφίστηκε. Πάντως μέχρι τον πόλεμο υπήρχε: ένας μικρός υπαίθριος χώρος με παλιά, χαμηλά κτίρια, σε απόσταση βολής απ' το σταθμό του τρένου. Αρκεί να έστριβες δεξιά καθώς κα-τηφόριζες από το Χέιμάρκετ.

—Πολύ σωστά, συμφώνησε ο Πέροτ. Είχα πάει μια φορά εκεί, αναζητώντας τα γραφεία ενός λαθρόβιου περιοδικού που ήταν εγκατεστημένα σ' ένα από κείνα τα χαμηλά κτίρια. Αλλά εγώ μιλούσα πριν για το Κάνον'ς Παρκ στο Στόουκ Νιούιν-γκτον...

—Με συγχωρείς που παρεμβαίνω, τον διέκοψε ο Χάρλις, αλ-λά νομίζω ότι κάτι θυμάμαι. Υπάρχει ένα μέρος με αυτό το ό-νομα κοντά στο Στόουκ Νιούινγκτον, αλλά δεν είναι πάρκο. Κάνον, νομίζω, ήταν το όνομα του πολιτικού μηχανικού που έχτισε την περιοχή. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα σύνολο δρόμων, με πολλά και διάφορα μικρομάγαζα, ανάμεσα στην Κάνον' ς Σκουέαρ και το Παρκ Κρέσεντ. Είναι μια συνη-θισμένη γειτονιά, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερα γοητευτικό και γρα-φικό.

—Μα ο ξάδελφος μου μου μίλησε για ένα πανέμορφο πάρκο. Δεν έμοιαζε καθόλου με τα γνωστά πάρκα του Λονδίνου ή άλλων μεγαλουπόλεων που είχε επισκεφθεί στο εξωτερικό. Μπαίνεις μέσα, λέει, από μια καγκελόπορτα και είναι γεμάτο δέντρα που πρέπει να τα έχουν φέρει από την άκρη του κόσμου· δεν υπάρ-χουν τέτοια στην Αγγλία, αν και ένα ή δυο του θύμισαν τα δέντρα του Κίου Γκάρντενς. Απ' τα βράχια ξεπηδούν γάργαρες

Page 195: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

πηγές, ενώ οι πρασιές είναι γεμάτες χρυσοπόρφυρα λουλούδια. Επίσης, στις ρίζες των δέντρων φυτρώνουν ψηλοί χρυσαφένιοι κρίνοι που ανακατεύονται με τα κρεμεζί λουλούδια που κρέμο-νται απ' τα κλαδιά. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα στις πρασιές, συνα-ντάς μικρά καλοκαιρινά περίπτερα και παρεκκλήσια που αστρά-φτουν κάτασπρα στον ήλιο σαν κινέζικη πορσελάνη —έτσι μου είπε τουλάχιστον.

—Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος, σου λέω, επανέλαβε ο Χάρλις. Και πρόσθεσε: Και τέλος πάντων, όλ' αυτά αντηχούν λίγο πε-ρίεργα. Μα την πίστη μου, παραείναι πολλά τα λουλούδια που είδε ο ξάδερφος σου. Ίσως να είναι από κείνους τους ανθρώπους που ενθουσιάζονται βλέποντας λίγες πικραλίδες σ' έναν κηπά-κο. Κάποτε ένας φίλος μου έστειλε ένα τηλεγράφημα που έλεγε: «Έλα γρήγορα· επείγον σε περιμένω στο δάσος του Σταθμού του Σεντ Τζον». Φυσικά πήγα αμέσως, πιστεύοντας ότι επρόκει-το για κάτι σοβαρό. Ε, λοιπόν, αυτό που ήθελε να μου δείξει ήταν ο κήπος ενός σπιτιού στην Γκρόουβ Εντ Ρόουντ, που ήταν γεμάτος πικραλίδες.

—Πρέπει να 'ταν πολύ ωραίο θέαμα, παρατήρησε ο Άρ-νολντ.

—Και βέβαια ήταν· αλλά όχι τόσο ώστε να στείλεις επείγον τηλεγράφημα σε κάποιον για να έρθει να το δει. Νομίζω ότι κάτι παρόμοιο συνέβη και στην περίπτωση του ξαδέλφου σου, Πέ-ροτ. Υπήρχαν τότε δυο τρεις μεγάλοι περιποιημένοι κήποι στο Στόουκ Νιούινγκτον· υποθέτω ότι θα μπήκε κατά λάθος σ' έ-ναν απ' αυτούς και θα ενθουσιάστηκε με το θέαμα που αντίκρι-σε.

—Μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο, είπε ο Πέροτ, αν και σε γενικές γραμμές δεν ήταν τέτοιου είδους άνθρωπος. Είχε μια πειραματική φάρμα, κάπου κοντά στα μέρη της Ουαλίας, και καλλιεργούσε νέους τύπους σταριού και διάφορα βελτιωμένα είδη χορταρικών. Είχα ακούσει από άλλους συγγενείς ότι ήταν μάλλον βαρετός άνθρωπος, αλλά όταν τον συνάντησα, τον βρή-κα αρκετά ευχάριστο για παρέα.

—Τέλος πάντων, εγώ επιμένω ότι δεν υπάρχει τέτοιο μέρος στο Στόουκ Νιούινγκτον ή στη γύρω περιοχή. Είμαι απόλυτα σίγουρος· αν υπήρχε θα το ήξερα.

Page 196: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 209

—Και για την Αγορά του Σεντ Τζέιμς, τι λες; ρώτησε ο Άρνολντ.

Όμως αμέσως «τα παράτησαν». Πράγματι, εδώ και κάμποση ώρα ένιωθαν ότι είχαν απομακρυνθεί από το γνωστό τους κόσμο και από τα φιλόξενα ταβερνάκια του Στραντ και περιπλανιόνταν σ' έναν άγνωστο ερημότοπο του βορρά. Βέβαια για τον Χάρλις εκείνες οι περιοχές υπήρξαν κάποτε οικείες, συνηθισμένες, αλ-λά και αδιάφορες· σε τελευταία ανάλυση δεν τις αναπολούσε με χαρά. Οι άλλοι δύο δεν τις γνώριζαν καθόλου και γι' αυτό το λόγο δεν απολάμβαναν τη συζήτηση· ήταν σαν να κουβέντιαζαν για την άγνωστη Αρκτική και τις χώρες του παντοτινού σκό-τους.

Επέστρεψαν, λοιπόν, στους οικείους κυνηγότοπους και είδαν τα έργα των θεάτρων που είχαν κατεδαφιστεί πριν από τριάντα πέντε και παραπάνω χρόνια· μετά έφαγαν μπριζόλες και ήπιαν μπίρα, καθισμένοι πάντα μπροστά στη φωτιά —τη φωτιά που φρόντισαν να ανασκαλέψουν, λίγο μετά τα εγκαίνια του κτιρίου των νέων δικαστηρίων.

III

Έτσι πέρασε όμορφα η ώρα κι αυτήν τη φορά· αλλά η ιστορία για κείνο το προαστιακό πάρκο χώθηκε για τα καλά στο μυαλό του Άρνολντ και συνέχισε να τον βασανίζει για πολύ. Τελικά, εκεί που προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον γοή-τευε σ' αυτήν, ανακάλυψε τυχαία ένα χοντρό καφέ βιβλίο στα ξέχειλα ράφια της βιβλιοθήκης του· ένα βιβλίο αγορασμένο από ένα κιόσκι της Φάρινγκτον Στριτ μαζί με το φυλλάδιο του Τρα-χίρν, Αιώνες Στοχασμού. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε βρει την ευκαιρία να το διαβάσει. Ο τίτλος του ήταν, Ένας Περίπατος στο Λονδίνο: Σκέψεις στους Αρόμους της Μητρόπολης. Συγγραφέας του ήταν ο αιδεσιμότατος Τόμας Χάμπολ και είχε εκδοθεί το 1853. Το μεγαλύτερο μέρος του το αποτελούσαν σκέ-ψεις και στοχασμοί περί ηθικής, όπως άλλωστε ήταν αναμενό-μενο από έναν ευσεβή και φιλάνθρωπο κληρικό της εποχής. Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, τα υπολείμματα της ηθικής, που

Page 197: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

είχε ανθίσει την εποχή των Άντισον, Πόουπ και Τζόνσον, και η οποία είχε κάνει τόσο δημοφιλές ένα βιβλίο σαν τον Περιπα-τητή, επιτρέποντας στους εκδότες κηρυγμάτων να θησαυρίσουν, διατηρούσαν ακόμα την ισχύ τους. Άρεσε τότε στους ανθρώ-πους να πληροφορούνται για τις συνέπειες των πράξεων τους, να διδάσκονται τη συναισθηματική πειθαρχία, να μαθαίνουν για τη σπουδαιότητα των μικρών πραγμάτων, να ακούνε κηρύγματα απ' τον άμβωνα, να γνωρίζουν το καθετί που μπορούσε να οδη-γήσει ίσε μελαγχολικούς στοχασμούς. Έτσι, λοιπόν, ο αιδεσι-μότατος Τόμας Χάμπολ είχε περιπλανηθεί στους λονδρέζικους δρόμους με στόχους καθαρά ηθικοπλαστικούς· είχε δει τη Ρέ-τζεντ Στριτ στο πρώιμο μεγαλείο της και είχε αναλογιστεί τα ερείπια της άλλοτε κραταιός Ρώμης, είχε κηρύξει το μεγαλείο της μοναξιάς σε πλήθος διαβάτες που είχε συναντήσει —στις «ακατέργαστες μυριάδες», όπως τους χαρακτήριζε— και είχε ε-πιτρέψει σ' ένα εγκαταλειμμένο, μισογκρεμισμένο σπίτι να του υποβάλλει σκέψεις ευτυχισμένων χριστουγεννιάτικων γιορτών και ανθρώπων που άλλοτε ξεφάντωναν πίσω απ' τους ρημαγμέ-νους πλέον τοίχους και τα σπασμένα παράθυρα.

Αλλά εδώ κι εκεί, ο κ. Χάμπολ γινόταν λιγότερο σαφής και πιο σκοτεινός —και ίσως αυτά τα σημεία του βιβλίου του να ήταν τα εποικοδομητικότερα. Για παράδειγμα, υπάρχει στο βι-βλίο ένα κείμενο —έχει ήδη, νομίζω, παρατεθεί από κάποιο σύγχρονο συγγραφέα— που φαίνεται αρκετά περίεργο.

«Είχες ποτέ την τύχη, ευγενικέ αναγνώστη», [ρωτούσε ο κ. Χάμπολ] «να σηκωθείς την αυγή μιας καλοκαιριάτικης μέρας, προτού ακόμα οι αχτίδες του ήλιου χαϊδέψουν με το φως τους τους θόλους και τα καμπαναριά της μεγάλης πολιτείας;... Αν είχες αυτή την τύχη, πρόσεξες μήπως ότι εκείνη την ώρα οι μαγικές δυνάμεις συνεχίζουν ακόμα να επενεργούν στον κόσμο; Πράγματι, το συνηθισμένο σκηνικό χάνει την οικεία του όψη. Τα σπίτια, μπροστά απ' τα οποία καθημερινά περνάς πηγαίνο-ντας στη δουλειά ή στον περίπατο σου, σου φαίνονται εντελώς άγνωστα, σαν να τα βλέπεις για πρώτη φορά. Έχουν υποστεί μια μυστηριώδη αλλαγή, έχουν γίνει κάτι πλούσιο και αλλόκοτο.

Page 198: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 211

Αν και δεν τα έχτισαν μεγάλοι αρχιτέκτονες... ωστόσο είσαι έτοιμος να παραδεχτείς ότι τώρα "υψώνονται εν πλήρη δόξα, λαμπερά σαν αστέρια, λουόμενα σ' ένα γαλήνιο φως". Έχουν γίνει κατοικίες μαγικές, ενδιαιτήματα υπερφυσικά, πιο ευχάρι-στα στην όραση από τους μυθικούς τρούλους του Ποντίφικα της Ανατολής ή το παλάτι που έχτισε με πετράδια για τον Αλαντίν το Τζίνι του αραβικού παραμυθιού».

Και το κείμενο συνέχιζε στο ίδιο ύφος. Αλλά μετά, λίγο πιο κάτω, εκεί που θα περίμενες ότι θα διατυπωνόταν ρητά η προει-δοποίηση να μην πιστεύεις στα παροδικά και απατηλά φαινό-μενα του κόσμου τούτου, ακολουθούσε ένα ακόμα πιο παράξενο χωρίο:

«Μερικοί δηλώνουν ότι εναπόκειται στη δική μας θέληση να ατενίζουμε συνεχώς έναν κόσμο εφάμιλλης, αλλά και μεγαλύτε-ρης ακόμα, ομορφιάς. Υποστηρίζουν ότι τα πειράματα των αλ-χημιστών του Σκοτεινού Μεσαίωνα... στην πραγματικότητα δεν είχαν σχέση με το μετασχηματισμό των μετάλλων αλλά με το μετασχηματισμό του σύμπαντος κόσμου... Η μέθοδος ή η τέχνη ή η επιστήμη τους ή όπως αλλιώς την ονομάσουμε (αν, βέβαια, υποθέσουμε ότι υπάρχει ή υπήρξε ποτέ) στόχευε στην παλινόρ-θωση και αποκατάσταση των ηδονών ενός πρωταρχικού Παρα-δείσου· στο να δώσει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να κατοι-κήσουν, αν το θέλουν, σ' έναν κόσμο χαράς και εκπάγλου κάλ-λους. Είναι πολύ πιθανόν να γίνονται και σήμερα τέτοια πειρά-ματα, και μάλιστα μερικά με επιτυχία».

Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας παρέπεμπε τον αναγνώστη σε μια σημείωση —απ' τις πολλές που υπήρχαν— στο τέλος του τόμου. Ο Άρνολντ, γοητευμένος απ' τις απόψεις του αιδεσιμό-τατου Τόμας, γύρισε βιαστικά τις σελίδες και, τελικά, διάβασε τα εξής:

Page 199: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

«Γνωρίζω ότι αυτές οι παρατηρήσεις μπορεί να ξάφνιασαν τον αναγνώστη· ενδεχομένως να τις θεωρήσει παράδοξες ή (θα 'πρεπε ίσως να πω) χιμαιρικές· πράγματι, ίσως να βιάστηκα όταν πήρα την απόφαση να τις τυπώσω. Αν έχω κάνει λάθος, αναγνώστη, εκλιπαρώ τη συγνώμη σου. Όπως και να 'χει, ας μη θεωρηθεί ότι συμβουλεύω όποιον με διαβάζει να καταπιαστεί με αυτά τα δύσκολα πειράματα και με ό,τι αμφίβολο προοιωνί-ζουν. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οφείλουμε πολλά στους αναζητητές της αλήθειας: Veri tas c o n t r a mundum.

Επιβεβαίωσα την πεποίθηση μου ότι υπάρχει τουλάχιστον κάποια βάση στις παράδοξες θεωρίες που υπαινίχθηκα παραπά-νω χάρη σε μια εμπειρία που μου έτυχε τις πρώτες μέρες της καριέρας μου ως κληρικού. Λίγο μετά την πρώτη μου θητεία ως βοηθού-εφημέριου, έζησα κάμποσους μήνες στο Λονδίνο, στο σπίτι κάποιων συγγενών μου στο Κένσιγκτον. Ένας φίλος μου απ' το κολέγιο, που θα τον αποκαλώ αιδεσιμότατο κ. Σ., ήταν εκείνο τον καιρό βοηθός εφημέριος σ' ένα απ' τα βόρεια προά-στια του Λονδίνου, το Σ.Ν. Μόλις έμαθα τη διεύθυνση του, του έστειλα μια επιστολή και λίγες μέρες αργότερα με προσκάλε-σε να τον επισκεφθώ. Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι του και, προς μεγάλη μου λύπη, τον βρήκα σε αρκετά άσχημη κατάστα-ση. Είχε προβλήματα με την υγεία του· απ' ό,τι με πληροφόρη-σε ήταν άρρωστος στους πνεύμονες και ο γιατρός του επέμε-νε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει το Λονδίνο και να περάσει τους τέσσερις μήνες του χειμώνα στο ήπιο κλίμα του Ντέβονσάιαρ. Αν δεν ακολουθούσε τη συμβουλή του, είχε δηλώσει ο γιατρός, τότε η κατάσταση της υγείας του θα επιδεινωνόταν. Ο Σ. δεν είχε καμιά αντίρρηση να φύγει απ' το Λονδίνο, αλλά δεν ήθε-λε, όπως μου είπε, να αφήσει την ενορία του, όπου ζούσε ευτυ-χισμένος και ένιωθε χρήσιμος. Ακούγοντας τον, προθυμοποιή-θηκα αμέσως να τον εξυπηρετήσω, λέγοντας του ότι, αν ο εφη-μέριος δεν είχε αντίρρηση, δεχόμουν μετά χαράς να τον αντι-καταστήσω μέχρι το Μάρτιο, ή και περισσότερο αν χρειαζόταν τελικά να περάσει κι άλλους μήνες στο νότο. Ο Σ. καταχάρηκε με την πρόταση μου. Επισκεφθήκαμε αμέσως τον εφημέριο, ο οποίος ενέκρινε την προσφορά μου. Κατόπιν γύρισα στο Κέν-σιγκτον για να τακτοποιήσω κάποιες υποχρεώσεις μου και μετά

Page 200: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 213

από δεκαπέντε μέρες ανέλαβα τα καινούρια μου καθήκοντα. Κατά τη διάρκεια της σύντομης αυτής παραμονής μου σ'

εκείνο το προάστιο του Λονδίνου, γνώρισα έναν ιδιόρρυθμο άν-θρωπο, που θα τον αποκαλώ Γκλάνβιλ. Ο άνθρωπος αυτός ερ-χόταν τακτικότατα στην εκκλησία μας, και, στα πλαίσια των καθηκόντων μου, τον επισκέφθηκα για να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για την αφοσίωση και την προσήλωση που έδειχνε προς τα δόγματα της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Με υ-ποδέχτηκε με την οφειλόμενη ευγένεια και με προσκάλεσε να πιούμε ένα ζεστό. Σε λίγη ώρα είχαμε ξεπεράσει τις τυπικότητες και βρεθήκαμε να κουβεντιάζουμε σαν παλιοί φίλοι. Γρήγορα κατάλαβα ότι ο Γκλάνβιλ γνώριζε πολύ καλά τις ονειροπολή-σεις του γερμανού θεοσοφιστή Μπέμε και τις τελευταίες εργα-σίες του άγγλου μαθητή του Γουίλιαμ Λόου· και ήταν ολοφά-νερο ότι έβλεπε με πολύ καλό μάτι τους λαβύρινθους αυτούς της μυστικιστικής θεολογίας. Ήταν ένας άντρας μεσήλικας, μάλ-λον αδύνατος και με σκούρο δέρμα· το πρόσωπο του φεγγοβο-λούσε καθώς μου εκμυστηρευόταν σκέψεις που στοίχειωναν το μυαλό του για πολλά χρόνια. Οι θεωρίες του βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στα δόγματα (αν μπορούμε να τα ονομάσουμε έτσι) των Λόου και Μπέμε και φυσικά με ξάφνιασαν θα μπορού-σα να τις χαρακτηρίσω φαντασιόπληκτες και χιμαιρικές, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι τις άκουγα με ενδιαφέρον, ενώ παράλ-ληλα φρόντιζα ανά πάσα στιγμή να αφήνω να εννοείται ότι, σαν ιερωμένος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, κάθε άλλο παρά τις συμμεριζόμουν. Πάντως, είναι αλήθεια, οι θεωρίες αυτές δεν έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με την ορθόδοξη πίστη· όμως δεν έπαυαν να ακούγονται παράξενες και όφειλε κανείς να είναι όσο το δυνατόν επιφυλακτικότερος απέναντι τους. Σαν παράδειγμα των ιδεών στις οποίες ένας ευφυής και —γιατί όχι;— ευσεβής νους ενδιατρίβει, μπορώ να αναφέρω τις απόψεις του κ. Γκλάν-βιλ για τις συνέπειες που είχε η Πτώση απ' τον Παράδεισο στην ύπαρξη του ανθρώπου. «Όταν ο άνθρωπος ενέδωσε», μου είπε κάποια στιγμή, «στο μυστηριώδη πειρασμό —για να θυμηθώ τη μεταφορική γλώσσα της Αγίας Γραφής— το σύμπαν, μέχρι τότε ρευστό και υπηρέτης του πνεύματος του, στερεοποιήθηκε και συνετρίβη πάνω του, καταπλακώνοντας τον με το βάρος της

Page 201: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

νεκρής μάζας του». Τον παρακάλεσα να γίνει πιο σαφής και μου εξήγησε τι εννοούσε. Ακούγοντας τον ανακάλυψα ότι κατά τη γνώμη του αυτό που εμείς τώρα θεωρούμε ύλη, ήταν αρχικά —για να χρησιμοποιήσω την παράξενη φρασεολογία του— το Ουράνιο Χάος, μια μαλακή και εύπλαστη ουσία, που η ανθρώ-πινη φαντασία μπορούσε να την πλάσει και να της δώσει όποια μορφή επιθυμούσε. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, πρόσθεσε, «τα εξωφρενικά (όπως τα βλέπουμε εμείς) ευρήματα των αραβι-κών παραμυθιών μας δίνουν μια ιδέα των δυνάμεων που κατείχε ο homo protoplastus. Η πλούσια πολιτεία γίνεται λίμνη, το ιπτάμενο χαλί μας μεταφέρει σε κλάσματα δευτερολέπτου απ' τη μία άκρη της Γης στην άλλη, με μια λέξη γεννιέται ένα παλάτι απ' το τίποτα. Όλα αυτά τα ονομάζουμε μαγεία και ειρωνευόμαστε την πιθανότητα τέτοιων κατορθωμάτων. Αλλά η μαγεία της Α-νατολής δεν είναι παρά η θολή και αποσπασματική ανάμνηση των δυνατοτήτων της πρωταρχικής φύσης του ανθρώπου, εκεί-νου του fiat* που κάποτε κατείχε κι εκείνος».

Είχα κι άλλες φορές την ευκαιρία να ακούσω τις παράδοξες πεποιθήσεις του κ. Γκλάνβιλ. Όπως είπα και παραπάνω, τις έβρισκα αρκετά ενδιαφέρουσες· ένιωθα ότι παρόμοιες απόψεις ήταν από πολλές πλευρές πιο κοντά στο δόγμα που είχα αναλά-βει να κηρύττω παρά στις διδασκαλίες των φιλοσόφων της επο-χής, που λίγο πολύ εκθείαζαν τον ορθολογισμό σε βάρος του Λόγου —του Λόγου σαν θεία ιδιότητα, όπως τουλάχιστον τον συνέλαβε ο Κόλεριτζ. Πάντως, ακόμα κι όταν συμφωνούσα, ξε-καθάριζα στον Γκλάνβιλ ότι η συμφωνία μου αυτή μετριαζόταν απ' την ακλόνητη πίστη μου στις αρχές που είχα επίσημα ορ-κιστεί να υπηρετώ όταν χειροτονήθηκα ιερέας.

Οι μήνες περνούσαν κι εγώ συνέχιζα να ασκώ ειρηνικά τα ποιμαντορικά μου καθήκοντα. Τις πρώτες μέρες του Μάρτη έ-λαβα μια επιστολή από το φίλο μου τον κ. Σ., με την οποία με πληροφορούσε ότι είχε ωφεληθεί πάρα πολύ από το κλίμα του Τόρκεϊ και ότι ο γιατρός του τον είχε διαβεβαιώσει ότι μπορού-σε πλέον να επιστρέψει στην ενορία του στο Λονδίνο. Στη συ-νέχεια με ευχαριστούσε θερμά για τη μεγάλη, όπως έλεγε, κα-

* Γεννηθήτω. (Λατινικά στο κείμενο- Σ.τ.Μ.)

Page 202: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 215

λοσύνη μου να τον αντικαταστήσω και μου ανακοίνωνε την πρόθεσή του να τελέσει ο ίδιος τη λειτουργία της επόμενης Κυριακής. Έτσι λοιπόν, άρχισα να επισκέπτομαι τους ενορίτες, με τους οποίους είχα συνδεθεί στενότερα, για να τους αποχαι-ρετήσω. Τον κ. Γκλάνβιλ τον άφησα τελευταίο· πήγα στο σπίτι του την τελευταία μέρα της παραμονής μου στο Σ.Ν. Αν θυμάμαι καλά, στενοχωρήθηκε όταν άκουσε ότι θα έφευγα και μου δή-λωσε ότι πάντα θα αναπολούσε με χαρά τις συζητήσεις που είχαμε κάνει οι δυο μας όλον αυτό τον καιρό.

«Εγκαταλείπω κι εγώ το Σ. Ν.», πρόσθεσε. «Την άλλη βδομάδα μπαρκάρω για την Ανατολή. Ίσως χρειαστεί να μείνω εκεί για πολύν καιρό».

Αφού τον ευχαρίστησα για την ευγένεια και τη συμπαράστα-ση που είχε δείξει προς το πρόσωπο μου, σηκώθηκα από την καρέκλα μου, και ενώ ετοιμαζόμουν να τον αποχαιρετήσω, τον είδα να με κοιτάζει με έντονο βλέμμα.

«Έλα μια στιγμή», μου είπε, κάνοντας μου νόημα να πλησιά-σω στο παράθυρο όπου στεκόταν. «Θέλω να σου δείξω τη θέα. Δε νομίζω να την έχεις δει ποτέ».

Η πρόταση του με ξάφνιασε· ήταν, το λιγότερο, παράξενη. Φυσικά, γνώριζα το δρόμο όπου έμενε ο Γκλάνβιλ, όπως και τους περισσότερους δρόμους του Σ.Ν.· κι εκείνος, απ' την πλευ-ρά του, πρέπει να ήξερε πολύ καλά ότι απ' το παράθυρο του δε φαινόταν τίποτα που να μην το είχα δει, και μάλιστα πολλές φορές, τους τέσσερις αυτούς μήνες που βρισκόμουν στην ενο-ρία. Εξάλλου, οι δρόμοι των λονδρέζικων προαστίων δεν προ-σφέρουν συχνά θέα που γοητεύει τον ερασιτέχνη τοπιογράφο και θέλγει το ρέκτη του γραφικού. Ήμουν διστακτικός, λοιπόν· δεν μπορούσα να αποφασίσω αν έπρεπε να κάνω ό,τι μου ζητού-σε ή να θεωρήσω ότι αστειευόταν. Ξαφνικά όμως μου πέρασε απ' το μυαλό η σκέψη ότι απ' το παράθυρο του, που βρισκόταν στον πρώτο όροφο, ενδεχομένως να φαινόταν στο βάθος του ορίζοντα η μητρόπολη του Αγίου Παύλου. Προχώρησα, λοιπόν, προς το μέρος του και στάθηκα περιμένοντας να μου δείξει τη θέα που, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ήθελε να θαυμάσω.

Πρόσεξα ότι τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα· σχε-δόν είχε χάσει το χρώμα του.

Page 203: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

«Έλα», είπε, «κοίταξε έξω και πες μου τι βλέπεις». Στάθηκα έκπληκτος μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και είδα

αυτό ακριβώς που περίμενα να δω: μια σειρά μικρά σπιτάκια, χτισμένα το ένα πίσω απ' το άλλο, που χωρίζονταν από παρτέ-ρια και βραγιές, γεμάτες δεντράκια και θάμνους. Δεξιά τους α-νοιγόταν ένας δρόμος, στο βάθος του οποίου διακρίνονταν οι-κοδομήματα πιο πρόσφατης κατασκευής και κάπως κομψότερα. Στο σύνολο της η γνώριμη θέα που αντίκριζα δεν έχριζε ιδιαί-τερης προσοχής. Χωρίς να διστάσω είπα τη γνώμη μου αυτή στον Γκλάνβιλ.

Σαν απάντηση, με άγγιξε ελαφρά στον ώμο με τις άκρες των δαχτύλων του και είπε:

«Κοίταξε ξανά». Και ξανακοίταξα. Για μια στιγμή η καρδιά μου σταμάτησε να

χτυπά και μου κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μου, στη θέση των γνώριμων και οικείων κτιρίων, αποκαλυπτόταν ένα υπερκόσμιο πανόραμα απίστευτης ομορφιάς. Μέσα σε βαθιά λαγκάδια, στη σκιά πανύψηλων δέντρων που δέσποζαν σε απόκρημνες πλαγιές, άνθιζαν λουλούδια τέτοια που μόνο στα όνειρα σου μπορούσες να δεις: μοβ βιολέτες που, ωστόσο, φαίνονταν να λάμπουν σαν πολύτιμα πετράδια, εκπέμποντας μια κρυμμένη αλλά πάντοτε παρούσα ακτινοβολία· τριαντάφυλλα που τα χρώματα τους φεγ-γοβολούσαν πολύ περισσότερο απ' τα συνηθισμένα που βλέ-πουμε στους κήπους μας· ψηλοί κρίνοι που πάλλονταν και λού-ζονταν σ' ένα υπέρλαμπρο φως· μπουμπούκια που αστραποβο-λούσαν σαν κατεργασμένο χρυσάφι. Είδα ακόμα σκιερά μονο-πάτια που οδηγούσαν σε καταπράσινες βραγιές, στις άκρες των οποίων φύτρωνε άγριο θυμάρι· και λίγο πιο κάτω, στο βάθος ενός γαλαζωπού ορίζοντα, χορταριασμένες ανηφοριές, απ' τα σπλάχνα των οποίων ξεπηδούσαν αφρίζοντας γάργαρα νερά, που κυλούσαν σε μαρμάρινα αυλάκια μιας φανταστικής και α-συνήθιστης ομορφιάς. Η ψυχή μου, τολμώ να πω, μαγεύτηκε· το θέαμα που αντίκριζαν τα μάτια μου παρέπεμπε κατευθείαν στην ύπαρξη μιας μυθικής νεραϊδοχώρας· δεν είχα ποτέ μου ξαναδο-κιμάσει τέτοια χαρά και αγαλλίαση. Όμορφα συναισθήματα διαπερνούσαν το είναι μου· η μακαριότητα που αισθανόταν η ψυχή μου δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις. Μια ασυνάρτητη

Page 204: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 217

κραυγή χαράς και δέους ξέφυγε απ' το στόμα μου. Και μετά, υπό την επίδραση μιας αιφνίδιας μεταστροφής, που ακόμα και σή-μερα δεν μπορώ να εξηγήσω, όλα έγιναν τρόμος. Δίχως να ελέγ-χω τη βούληση μου, ασυναίσθητα, έκανα μεταβολή και βγήκα τρέχοντας απ' το δωμάτιο και το σπίτι, χωρίς να πω ούτε μια λέξη, χωρίς καν να αποχαιρετήσω εκείνο τον παράξενο άνθρω-πο που είχε κάνει κι εγώ δεν ήξερα τι.

Αναστατωμένος και ζαλισμένος βγήκα στο δρόμο. Περιττό να πω ότι στο μυαλό μου δεν είχε μείνει πια ούτε ίχνος από κείνη τη φαντασμαγορία που απλωνόταν λίγο πριν μπροστά στα μάτια μου. Ο γνώριμος δρόμος είχε ξαναπάρει τη συνηθισμένη του όψη, τα σπίτια γύρω ήταν όπως τα ήξερα, ενώ τα καινούρια κτίρια στο βάθος, στη θέση των οποίων είχα δει ω! τι λαγκάδια φωτός, τι άνθη δόξας, βρίσκονταν και πάλι εκεί όπου έπρεπε να βρίσκονται, εκεί όπου τα έβλεπα κάθε μέρα. Κι εκεί όπου λίγο πριν είχα δει κοιλάδες και δέντρα με καταπράσινα φυλλώματα που έλαμπαν στο φως και θρόιζαν απαλά στο φύσημα μιας κα-λοκαιριάτικης αύρας, αντίκριζα τώρα κλαδιά μαύρα και γυμνά, με ελάχιστα μπουμπούκια να ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί, σαν πα-ραφωνία στην γκριζάδα του τοπίου. Όπως έχω αναφέρει, βρι-σκόμασταν στις αρχές του Μάρτη και μια θαμπή πάχνη κάλυπτε εδώ και δέκα δεκαπέντε μέρες το χώμα και τα φυτά.

Κατευθύνθηκα με βήμα ταχύ προς το σπίτι μου. Ειλικρινά, ήμουν χαρούμενος που θα έφευγα απ' αυτήν τη γειτονιά την άλλη μέρα. Και πρέπει να πω, ότι μέχρι αυτήν τη στιγμή που γράφω, δεν έχω επισκεφθεί ξανά το Σ.Ν.

Μετά από μερικούς μήνες συνάντησα τυχαία τον φίλο μου τον κ. Σ., και με το πρόσχημα ότι ήθελα να μάθω νέα απ' την ενορία όπου είχα υπηρετήσει για λίγον καιρό, τον ρώτησα τι γινόταν ο Γκλάνβιλ. Μου απάντησε ότι είχε φύγει απ' τη γειτονιά λίγες μέρες μετά από μένα, χωρίς να εμπιστευτεί σε κανέναν τον προο-ρισμό ή τα μελλοντικά του σχέδια.

«Τον γνώριζα ελάχιστα» τόνισε ο Σ., «και δε νομίζω ότι είχε αποκτήσει φίλους στο Σ.Ν., έστω κι αν έζησε εκεί παραπάνω από πέντε χρόνια».

Έχουν περάσει πια δεκαπέντε χρόνια απ' την ημέρα εκείνης της τρομερής και παράξενης εμπειρίας μου. Όλο αυτό το διά-

Page 205: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

στημα δεν άκουσα τίποτα για τον Γκλάνβιλ. Αγνοώ παντελώς αν πέθανε ή αν εξακολουθεί να ζει στη μακρινή Ανατολή».

IV

Σχεδόν όλοι γνώριζαν ότι ο Άρνολντ ήταν τεμπέλης· όπως έ-λεγε κι ο ίδιος, μόλις που γνώριζε πώς ήταν το εσωτερικό ενός γραφείου. Όμως, παρά την οκνηρία του και την απέχθεια του προς τη μελέτη, ήταν πάντοτε έτοιμος να μοχθήσει και να κο-πιάσει για ό,τι τον ενδιέφερε. Και τώρα τελευταία το ενδιαφέρον του εστιαζόταν στην περίπτωση του Κάνον'ς Παρκ. Ήταν σί-γουρος ότι υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στην παράξενη ιστο-ρία του κ. Χάμπολ —«κάτι παραπάνω από παράξενη», συλλογι-ζόταν— και την εμπειρία του εξαδέλφου του Πέροτ, εκείνου του αγρότη από τα δυτικά. Πήγε, λοιπόν, στο Στόουκ Νιούινγκτον και βάλθηκε να περιπλανιέται στους δρόμους, κοιτάζοντας γύρω του ερευνητικά. Βρήκε χωρίς δυσκολία το Κάνον'ς Παρκ, ή μάλλον ό,τι απέμενε απ' αυτό. Το προάστιο ήταν όπως ακριβώς το είχε περιγράψει ο Χάρλις: μια γειτονιά χτισμένη τις δεκαε-τίες του είκοσι και του τριάντα του περασμένου αιώνα, για αν-θρώπους του Σίτι που είχαν αρχίσει να ξεπέφτουν οικονομικά.

Μερικά σπίτια εκείνης της εποχής υπήρχαν ακόμα, ενώ επι-ζούσαν και αρκετά παλιομοδίτικα μαγαζιά. Απ' τη μια υπήρχαν τα ξεπεσμένα σπίτια όψιμου γεωργιανού ή πρώιμου βικτοριανού ρυθμού, με τις ξεβαμμένες γαλαζοπράσινες καφασωτές βεράντες, τα σιδερένια μακρόστενα μπαλκόνια, τους μικρούς κήπους στην πρόσοψη και τα περιτοιχισμένα περιβόλια στην πίσω πλευρά τους, και απ' την άλλη είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν σπίτια πλουσιότερα και μεγαλύτερα, με επιβλητικά πιλάστρια και γυ-ψομάρμαρα, πλατιές βραγιές και ιδιωτικά δρομάκια, φουντωτούς θάμνους στον κήπο και τζαμαρίες στα πίσω δωμάτια. Ήταν ολοφάνερο ότι σε γενικές γραμμές ο μοντερνισμός κέρδιζε τη γειτονιά. Τα μεγάλα σπίτια που διατηρούνταν είχαν γίνει μεζο-νέτες, ενώ τα μικρότερα, που ήταν ετοιμόρροπα, δε φαίνονταν να τα φροντίζει πια κανείς· και παντού ξεφύτρωναν πολυκατοι-κίες, χτισμένες με κόκκινα τούβλα, λες και η κ. Τότζερς είχε

Page 206: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 219

μυήσει τον κ. Πέκσνιφ στις θεωρίες της περί μοντέρνας φυλα-κής κι εκείνος είχε βαλθεί να τις εφαρμόσει. Απέναντι απ' το Κάνον' ς Παρκ, στη θέση όπου άλλοτε πρέπει να βρισκόταν το σπίτι του κ. Γκλάνβιλ, τώρα υπήρχε ένα τεχνικό κολέγιο και δίπλα του μια οικονομική σχολή. Και τα δυο κτίρια σου πάγω-ναν το αίμα, τόσο για το σκοπό για τον οποίο είχαν χτιστεί όσο και για την αρχιτεκτονική τους. Θα έλεγε κανείς ότι οι εφιάλτες του Χ. Τζ'. Γουέλς είχαν βγει αληθινοί.

Πουθενά όμως, σε κανένα κτίριο, είτε σχετικά παλιό είτε χον-δροειδώς μοντέρνο, δεν μπόρεσε ο Άρνολντ να ανακαλύψει κάτι ενδιαφέρον. Όταν έγραφε το βιβλίο του ο κ. Χάμπολ, μπο-ρεί το Κάνον'ς Παρκ να ήταν υποφερτά ευχάριστο· τώρα είχε γίνει ανυπόφορα δυσάρεστο. Αλλά και στις καλές του μέρες, δεν πρέπει να διέθετε τίποτα στην όψη του που να υπέβαλε εκείνο το θαυμαστό όραμα που ο κληρικός νόμιζε ότι είχε δει από το παράθυρο του Γκλάνβιλ. Κι απ' την άλλη, οι κήποι των προα-στίων, όσο όμορφοι και φροντισμένοι κι αν ήταν, δεν μπορού-σαν να εξηγήσουν τις ραψωδίες του εξαδέλφου του Πέροτ. Έτσι ο Άρνολντ κατέφυγε τελικά στις μαγικές λέξεις της εξηγητικής συνταγής· τηλεπάθεια, παραίσθηση, υπνωτισμός. Ο υπνωτισμός, για παράδειγμα: απέδιδαν συνήθως σ' αυτόν το ινδικό φακιρικό κόλπο του σχοινιού που χορεύει· αλλά εδώ δεν υπήρχε τέτοιο κόλπο, και εν πάση περιπτώσει, ο υπνωτισμός δεν μπορούσε να εξηγήσει το ένα ή το άλλο θαύμα που έβλεπαν πολλοί άνθρωποι ταυτόχρονα, γιατί εφαρμοζόταν μόνο σε μεμονωμένα άτομα, που μάλιστα προσφέρονταν εθελοντικά και έχοντας πλήρη γνώση των συνεπειών του εγχειρήματος. Απ' την άλλη, αναμφίβολα μπορούσε να υπάρχει τηλεπαθητική σχέση ανάμεσα στον Γκλάνβιλ και τον Χάμπολ· αλλά από πού κι ως πού ο ξάδερφος του Πέροτ είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι δεν είχε δει απλώς ένα είδος παραδείσου του Κουμπλάι Χαν ή του Γέροντα των Ορέων, αλλά ότι είχε κιόλας περπατήσει μέσα σ' αυτόν; Οι ερευνητές του S.P.R. είχαν, μπορούσε να πει κανείς, ανακαλύψει την τηλεπάθεια και είχαν αφιερώσει μεγάλο μέρος των ενερ-γειών τους τα τελευταία σαράντα πέντε τόσα χρόνια στην έρευνα και τη μελέτη των τηλεπαθητικών φαινομένων. Αλλά στο σύνο-λο των καταγραμμένων περιπτώσεων τους δεν παρουσιαζόταν

Page 207: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

κανένα δείγμα εκδηλωμένο με τέτοια καθαρότητα και σαφήνεια σαν την υπόθεση του Κάνον'ς Παρκ. Εξάλλου, απ' όσο μπο-ρούσε να θυμηθεί ο Άρνολντ, τα οράματα που αποδίδονταν σε τηλεπαθητικούς παράγοντες αναφέρονταν όλα σε πρόσωπα: ή-ταν οράματα ανθρώπων και όχι τόπων δεν υπήρχαν τηλεπαθη-τικά τοπία. Όσο για την παραίσθηση, αυτή δεν έφτανε ως εκεί απλώς κατέγραφε γεγονότα, χωρίς να προχωρεί στην εξήγηση τους. Για παράδειγμα: ο Άρνολντ κάποτε υπέφερε απ' το συ-κώτι του' είχε, λοιπόν, κατέβει ένα πρωί στην τραπεζαρία για πρόγευμα και είχε αναστατωθεί βλέποντας να χορεύουν στον αέρα μαύροι κόκκοι. Παρόλο που δε μύριζε καθόλου η καμινά-δα, αρχικά δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι όλα οφείλονταν στο αναμμένο τζάκι και ότι οι μαύροι κόκκοι δεν ήταν παρά αιωρού-μενη καπνιά. Πέρασε κάμποση ώρα προτού αντιληφθεί ότι, α-ντικειμενικά, δεν υπήρχαν πουθενά μαύροι κόκκοι και ότι όλα όσα έβλεπε δεν ήταν παρά οφθαλμαπάτη, ένα είδος οπτικής πα-ραίσθησης. Άρα, χωρίς αμφιβολία, ο ιερέας και ο ξάδελφος του Πέροτ είχαν παραισθήσεις· αλλά η αιτία που τις είχε προκαλέ-σει παρέμενε αδιευκρίνιστη. Ο Ντίκενς λέει κάπου ότι, ξυπνώ-ντας ένα πρωί, είδε τον πατέρα του να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού του και αναρωτήθηκε τι έκανε εκεί. Ρώτησε, λοιπόν, το γέροντα, αλλά δεν πήρε απάντηση. Αμέσως άπλωσε το χέρι του να τον αγγίξει, και δεν άγγιξε παρά μόνο το κενό. Ο Ντίκενς είχε δει μια παραίσθηση. Αλλά, καθώς ο πατέρας του εκείνη την εποχή ήταν ακόμα γερός και υγιέστατος, το μυστήριο παρέμενε αναπάντητο και άλυτο. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς· όφειλε να το δεχτεί όσο παράλογο κι αν φαινόταν ήταν ένα πρόβλημα κι ένα μυστήριο, μπροστά στο οποίο ήταν αναγκασμένος να υποχωρήσει.

Όμως ο Άρνολντ δεν ήταν από κείνους που υποχωρούν μπροστά στα προβλήματα. Έψαξε σε όλα τα στέκια του Στόουκ Νιούινγκτον και χώθηκε σε όλα τα καπηλειά, ελπίζοντας να συναντήσει ομιλητικούς ανθρώπους, πρόθυμους να θυμηθούν και να του διηγηθούν τις ιστορίες των πατεράδων τους. Βρήκε λίγους, γιατί το Λονδίνο είχε γίνει πια μια πόλη ακούραστων νομαδικών φυλών και μετακινούμενων πληθυσμών —αν και σε πολλά μέρη, ιδίως στα βόρεια προάστια, εξακολουθούν να ζουν

Page 208: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 221

μόνιμα και σταθερά πολλοί άνθρωποι ικανοί να θυμηθούν γεγο-νότα που άκουσαν απ' τους γονείς τους, και τα οποία συνέβησαν εκατό ή εκατόν πενήντα χρόνια πριν. Έτσι, λοιπόν, σε μια όμορφη ταβερνούλα —θα ήταν άδικο και παραπλανητικό να την ονομάσουμε καπηλειό— πολύ κοντά στο Κάνον'ς Παρκ, ο Άρνολντ βρήκε μια παρέα γέρων που συναντιούνταν για μια ή δυο ώρες κάθε βράδυ γύρω από ένα βολικό, αν και βρόμικο, τραπέζι. Εκεί έπιναν αργά αργά την μπίρα τους και έφευγαν νωρίς για τα σπίτια τους. Ήταν συνταξιούχοι ή μικρέμποροι της γειτονιάς και κουβέντιαζαν για τις δουλειές τους, τα μαγαζιά τους, τα εμπορεύματα που πουλούσαν, την πτώση των τιμών και τα κέρδη τους. Ο Άρνολντ, μετά από μια δυο επισκέψεις στην ταβέρνα, γνωρίστηκε σιγά σιγά μαζί τους και τους έπιασε την κουβέντα —«Τέλος πάντων, κύριε, σας ευχαριστούμε πολύ για το κέρασμα· δεν μπορούμε να το αρνηθούμε»— λέγοντας τους ότι σκεφτόταν να εγκατασταθεί στη γειτονιά. «Με τις ευχές μας, να είστε σίγουρος γι' αυτό. Έχει ησυχία εδώ· είχε, τέλος πά-ντων, κάποτε· αλλά έχει αλλάξει πια το Στόουκ Νιούινγκτον. Σήμερα όλοι τρέχουν και δεν προλαβαίνουν. Όσοι είχαν λεφτά και ξόδευαν έχουν μετακομίσει από καιρό σε άλλες συνοικίες».

—Δηλαδή δεν υπάρχουν καθόλου εύποροι άνθρωποι εδώ; ρώ-τησε ο Άρνολντ δισταχτικά, αποφασισμένος να προχωρήσει βήμα βήμα.

—Υπήρχαν κάποτε, σας διαβεβαιώ. Σπουδαίοι άνθρωποι — χουβαρντάδες, όπως τους έλεγε ο πατέρας μου. Για παράδειγμα, ο κ. Τρέντεγκαρ, ιδιοκτήτης της Τρέντεγκαρ'ς Μπανκ. Πριν από πολλά χρόνια, κάπου σαράντα με πενήντα, νομίζω, η τρά-πεζά του συγχωνεύτηκε με τη Σίτι και την Εθνική. Ήταν σπου-δαίος τζέντλεμαν και στον κήπο του καλλιεργούσε ανανάδες. Θυμάμαι που μας είχε στείλει έναν κάποιο καλοκαίρι που η γυναίκα μου ήταν άρρωστη. Δε βρίσκεις τέτοιους ανανάδες πια.

—Πολύ σωστά, κ. Ρέινολντς, έχετε απόλυτο δίκιο. Δεν υπάρ-χουν τέτοια φρούτα πια. Στο μαγαζί μου πουλά) ξινόμηλα, αλλά εγώ ο ίδιος ούτε που τα βάζω στο στόμα μου. Είναι άοσμα και άγευστα, άνοστα και σκληρά. Συγκρίνονται τα σημερινά ξινό-μηλα με τους ρενέδες* του Κοξ;

* Ποικιλία μήλων. (ΣτΜ.)

Page 209: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

Όλοι συμφώνησαν μαζί του, και ο Άρνολντ αισθάνθηκε ότι προχωρούσε πολύ αργά.

Αλλά ακόμα κι όταν έφτασε στο ζήτημα που τον απασχολού-σε, δεν έμαθε κάτι ενδιαφέρον.

Ξεκίνησε λέγοντας ότι είχε ακούσει πως το Κάνον'ς Παρκ ήταν ένα ήσυχο μέρος, μακριά απ' τη φασαρία του κεντρικού δρόμου.

—Κάτι είναι κι αυτό, βέβαια, σχολίασε ο γεροντότερος της παρέας, ρουφώντας την μπίρα του. Πράγματι, δεν έχει μεγάλη κίνηση εκεί· ούτε τραμ, ούτε λεωφορεία, ούτε αυτοκίνητα. Αλλά συνέχεια κατεδαφίζουν και χτίζουν κάθε λίγο και λιγάκι ξεφυ-τρώνουν καινούριες πολυκατοικίες. Φυσικά, μπορεί εσάς να σας αρέσουν τώρα τελευταία έχουν γίνει πολύ δημοφιλή τα διαμε-ρίσματα· είναι πιο οικονομικά, απ' ό,τι λένε, αν κι εγώ δεν τα αλλάζω με τη μονοκατοικία μου.

—Θα σας πω εγώ γιατί είναι πιο οικονομικό ένα διαμέρισμα, μπήκε στη μέση ο μπακάλης χαχανίζοντας. Αν σου αρέσει το τηλέφωνο, μπορείς να το 'χεις· ακούς συνεχώς το τηλέφωνο του διαμερίσματος του πάνω ορόφου να κουδουνίζει, ή τουλάχιστον του διπλανού σου, ιδίως τα καλοκαιρινά βράδια που είναι ανοι-χτά τα παράθυρα.

—Πολύ καλά τα λέτε, κ. Μπατς, έτσι είναι. Όμως πρέπει να σας πω ότι εμένα μου αρέσει το τηλέφωνο. Ξέρετε, βρίσκω ιδιαί-τερα μελωδικό το κουδούνισμα του, ιδίως την ώρα του τσαγιού.

—Μη μου πείτε, κ. Πότερ, ότι αγαπάτε αυτόν το φριχτό ήχο. —Κοιτάξτε, κ. Ντίκσον, οφείλω να ομολογήσω... και τα λοι-

πά, και τα λοιπά. Προφανώς υπήρχαν οπαδοί της μοντέρνας ζωής ακόμα κι εδώ· κάποια στιγμή ο Άρνολντ νόμισε ότι άκου-σε την έκφραση «καυτή τζαζ». Χωρίς να το πολυσκεφτεί πρό-τεινε να κεράσει την παρέα άλλη μια πίντα μπίρα.

—Είστε πολύ ευγενικός, κύριε, τον ευχαρίστησε ο άντρας που καθόταν δίπλα του, ο φαρμακοποιός της γειτονιάς κ. Ρέινολντς. Αν δε σας πειράζει, παρακαλώ να είναι μαύρη αυτήν τη φορά.

—Δε θεωρείτε, λοιπόν, το Κάνον'ς Παρκ ωραία περιοχή για να κατοικήσει κανείς; ρώτησε ο Άρνολντ.

—Ε, λοιπόν, όχι, κύριε· όχι για έναν τζέντλεμαν που θέλει την ησυχία του. Όπως καταλαβαίνετε, έχει πολλή φασαρία εκεί·

Page 210: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 223

κάθε λίγο και λιγάκι γκρεμίζουν σπίτια και σας ξεκουφαίνουν. Βέβαια, κάποτε ήταν πολύ ήσυχο μέρος. Τι λέτε εσείς, κ. Μπατς; ρώτησε τον μπακάλη. Το Κάνον'ς Παρκ ήταν πολύ ήσυχο όταν ήμαστε νέοι, δε συμφωνείτε; Είμαι σίγουρος ότι τότε θα ήταν ό,τι έπρεπε για έναν τζέντλεμαν σαν τον κύριο.

—Μπορεί, απάντησε ο κ. Μπατς. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι· υπάρχει ησυχία και ησυχία.

Για μια στιγμή η παρέα των γερόντων βυθίστηκε στη σιωπή. Όλοι φαίνονταν να αναπολούν τον παλιό καλό καιρό, ρουφώ-ντας αργά την μπίρα τους.

—Πάντα υπήρχε κάτι σ' αυτό το μέρος που δε μου άρεσε, είπε τελικά ο ένας απ' αυτούς. Αλλά δεν ξέρω τι.

—Πριν από χρόνια δεν έλεγαν ότι είχε γίνει ένας φόνος εκεί; Ή μήπως κάποιος είχε αυτοκτονήσει και τον έθαψαν στις πρά-σινες βραγιές με ένα παλούκι μπηγμένο στην καρδιά του;

—Ποτέ δεν άκουσα κάτι τέτοιο, αλλά θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει ότι παλιότερα γινόταν διάφορα παράξενα εκεί γύρω.

—Συγνώμη που μιλώ έτσι, αλλά νομίζω ότι έχετε μαύρα με-σάνυχτα γι' αυτό το θέμα, κύριοι, μπήκε στη μέση ένας γέρος, που καθόταν στη γωνία και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ανοίξει το στόμα του: Δε θα έλεγα ότι το Κάνον'ς Παρκ είχε κακό όνομα· κάθε άλλο μάλιστα. Όμως σίγουρα υπήρχε εκεί κάτι που δεν άρεσε σε πολλούς ανθρώπους. Γι' αυτόν το λόγο και απέφευγαν, θα μπορούσε να πει κανείς, το πάρκο. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, για όλα έφταιγε ένα άσυλο φρενοβλαβών που υπήρχε εκεί πριν από πολλά χρόνια.

—Ένα τρελοκομείο, δηλαδή; έκανε εκείνος που καθόταν δί-πλα στον Άρνολντ. Λοιπόν, μα την πίστη μου, θυμάμαι ότι είχα ακούσει κάτι τέτοιο όταν ήμουν μικρός. Μάλιστα όλα τα παιδιά φοβόμασταν να διασχίσουμε το πάρκο όταν νύχτωνε. Όταν ο πατέρας μου μ' έστελνε σε δουλειές που χρειαζόταν να περάσω από κει, παρακαλούσα πάντα ένα άλλο αγόρι να έρθει μαζί μου. Αλλά δε θυμάμαι να φοβόμασταν τους τρελούς. Στην πραγματι-κότητα, τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω καν τι ήταν αυτό που μας προκαλούσε φόβο.

—Τέλος πάντων, κ. Ρέινολντς, όλα αυτά συνέβαιναν πριν από πολλά χρόνια· όμως εγώ επιμένω ότι ήταν το άσυλο που απο-

Page 211: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

μάκρυνε τους ανθρώπους από το πάρκο. Ξέρετε πού βρισκόταν, έτσι;

—Δεν είμαι σίγουρος. —Ε, λοιπόν, ήταν το μεγάλο κτίριο ακριβώς στη μέση του

πάρκου, που έμεινε άδειο για χρόνια ολόκληρα, κάπου σαράντα νομίζω, πριν το κατεδαφίσουν.

—Εννοείτε στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η πολυκατοι-κία; Μα, βέβαια, τώρα θυμάμαι. Το κατεδάφισαν πριν απ' τον πόλεμο. Ναι, το θυμάμαι πολύ καλά· ήταν ένα άσχημο και παλιό κτίριο. Ο κισσός σκαρφάλωνε μέχρι τις καμινάδες, τα παράθυρα του ήταν σπασμένα και οι ξύλινες πινακίδες που έδειχναν την είσοδο σαρακοφαγωμένες. Πριν το εγκαταλείψουν, λοιπόν, λει-τουργούσε σαν άσυλο;

—Μόνο το κεντρικό κτίριο, κύριε. Ονομαζόταν Οίκος "Ιμαλάια". Αρχικά ήταν αγροτόσπιτο· το είχε χτίσει ένας πλού-σιος τζέντλεμαν απ' την Ινδία. Όταν πέθανε, δεν άφησε παιδιά και οι συγγενείς του το πούλησαν σ' ένα γιατρό που το μετέ-τρεψε σε άσυλο. Όπως είπα και πριν, νομίζω ότι αυτό δεν άρεσε στον κόσμο. Ξέρετε, τέτοια ιδρύματα ποτέ δεν τα βλέπει με καλό μάτι ο κόσμος και κυκλοφορούν γι' αυτό πολλές παράξενες ιστορίες. Νομίζω μάλιστα ότι ο γιατρός είχε μπλέξει σε δίκη με έναν ασθενή του, με έναν τζέντλεμαν καλής οικογενείας, που ήταν τόσο λογικός όσο κι εσείς, αλλά οι συγγενείς του τον κρατούσαν για χρόνια έγκλειστο στα "Ιμαλάια". Και μετά ήταν κι εκείνος ο νεαρός που κατάφερε να δραπετεύσει: άλλη φοβερή ιστορία κι αυτή, αν και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι εκείνος ο άνθρωπος ήταν θεότρελος.

—Δραπέτευσε, λοιπόν, ένας τρελός; έκανε ο Άρνολντ σπά-ζοντας τη σιωπή, στην οποία προς στιγμήν βυθίστηκε η παρέα.

—Ακριβώς. Δεν ξέρω πώς το κατόρθωσε. Έλεγαν ότι ήταν καλά κλειδωμένος σ' ένα δωμάτιο, αλλά εκείνος κατάφερε να σκαρφαλώσει ή να συρθεί —κανείς δεν ξέρει τι απ' τα δυο— έξω απ' το άσυλο, ένα βράδυ, την ώρα του τσαγιού. Χωρίς να τον πάρει κανένας είδηση προχώρησε αργά στο δρόμο και πήγε και νοίκιασε ένα δωμάτιο σ' ένα απ' τα παλιά σπίτια, εκεί όπου σήμερα είναι το τεχνικό κολέγιο. Θυμάμαι ότι το σπίτι εκείνο ανήκε στην κ. Ουίλσον. Ζούσε ακόμα όταν ήμουν μικρός και

Page 212: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 225

έλεγε στη μητέρα μου ότι ποτέ δεν είχε δει ομορφότερο και ευγενικότερο νέο απ' τον κ. Βάλανς —με αυτό το όνομα, ψεύ-τικο βέβαια, είχε παρουσιαστεί ο τρελός. Της είχε πει, έλεγε, ότι ερχόταν απ' το Νόργουιτς και δεν ήθελε να τον ενοχλήσει κα-νείς επειδή σκόπευε να μελετήσει. Κρατούσε στο χέρι του ένα χαρτοφύλακα, γιατί, όπως είπε, οι αποσκευές του θα έρχονταν αργότερα, και της πλήρωσε προκαταβολικά ενοίκιο για δεκαπέ-ντε μέρες. Φυσικά ο γιατρός του ασύλου και οι άνθρωποι του έψαχναν να τον βρουν και ερευνούσαν προς όλες τις κατευθύν-σεις. Αλλά ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό της κ. Ουίλσον ότι ο νοικάρης της ήταν ένας δραπέτης τρελός — στην αρχή, βέβαια.

Ο Άρνολντ επωφελήθηκε από μια ρητορική παύση του ομι-λητή, στράφηκε προς τον κάπελα που στεκόταν στο πάγκο του και άκουγε απορροφημένος, και του έκανε νόημα να φέρει κι άλλο ποτό' αυτήν τη φορά η παρέα ζήτησε το τζιν για να «χα-λαρώσουμε και να ακούσουμε ψυχραιμότερα αυτήν τη φοβερή ιστορία». Και μετά, αφού σερβιρίστηκε το ποτό, τον ευχαρίστη-σαν και ήπιαν στην υγειά «του φίλου που κάθεται δίπλα στο φίλο μας». Και ένας απ' αυτούς ρώτησε:

—Τελικά, το κατάλαβε, έτσι; —Νομίζω, συνέχισε ο αφηγητής, ότι πέρασε μια βδομάδα

πριν η κ. Ουίλσον καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μια μέρα που μπήκε στο δωμάτιο του νοικάρη της για να πάρει το σερβίτσιο του τσαγιού, ο νεαρός της είπε ξαφνικά: «Αυτό που μου αρέσει στο σπίτι σας, κ. Ουίλσον, είναι η εκπληκτική θέα που αντικρίζει κανείς απ' τα παράθυρα σας». Ε, λοιπόν, από κείνη τη στιγμή κάτι άρχισε να ψυλλιάζεται. Όλοι μας γνωρί-ζουμε τι φαίνεται απ' τα παράθυρα των σπιτιών της οδού Ρό-ντμαν: το Φόδεργκιλ Τεράς, η Τσάθαμ Στριτ και το Κάνον'ς Παρκ —συμπαθητικά μέρη, δε λέω, αλλά τίποτε το ιδιαίτερο, όπως παραδέχονται όλοι. Έτσι η κ. Ουίλσον δεν ήξερε πώς να το πάρει και προς στιγμήν σχημάτισε την εντύπωση ότι ο νέος αστειευόταν. Άφησε, λοιπόν, το δίσκο στο τραπέζι και κοίταξε: το νοικάρη της στα μάτια.

«Μπορώ να ρωτήσω, κύριε, τι είναι αυτό που προκάλεσε το θαυμασμό σας;»

Page 213: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

«Τι προκάλεσε το θαυμασμό μου»; έκανε εκείνος. «Μα τα πά-ντα, βέβαια».

»Κι αμέσως μετά άρχισε να της ξεφουρνίζει διάφορες ανοη-σίες για ασημόχρυσα και γαλαζοπόρφυρα λουλούδια, για αφρι-σμένα νερά, για ένα μονοπάτι που οδηγούσε ανάμεσα από βα-θύσκιωτα δέντρα στο δάσος, για ένα νεραϊδόσπιτο στο λόφο, και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο εξωφρενικό και παράξενο. Πρόσθεσε μάλιστα ότι αν ήθελε να δει με τα μάτια της όλα αυτά, δεν είχε παρά να πλησιάσει στο παράθυρο του. Φυσικά η γυναίκα τρο-μοκρατήθηκε· άρπαξε το δίσκο απ' το τραπέζι και βγήκε απ' το δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας. Τη νύχτα, την ώρα που πήγαινε να πλαγιάσει, έτυχε να περάσει μπροστά απ' την πόρτα του νοικάρη της και τον άκουσε να μιλά μεγαλόφωνα. Αποφάσισε να σταθεί και να στήσει αφτί για ν' ακούσει τι έλεγε. Δε νομίζω ότι θα έπρεπε να της προσάψουμε νοσηρή περιέργεια· μάλλον δικαιολογημένα την ενδιέφερε να μάθει τι είδους άνθρωπο είχε βάλει στο σπίτι της. Στην αρχή δεν καταλάβαινε τα λόγια του· ήταν σαν να μιλούσε σε μια ξένη γλώσσα. Αλλά μετά από λίγο ο νεαρός άρχισε να μιλά αγγλικά· θα έλεγε κανείς ότι απευθυ-νόταν σε μια κοπέλα χρησιμοποιώντας διάφορες πρόστυχες ε-ρωτικές εκφράσεις.

»Όλα αυτά κατατρόμαξαν την κ. Ουίλσον. Έτρεξε αμέσως στο κρεβάτι της, με την καρδιά της να κοντεύει να σπάσει από το φόβο, αλλά δεν κατάφερε να κλείσει μάτι όλη νύχτα. Το άλλο πρωί ο τζέντλεμαν φαινόταν ήρεμος, αλλά η γυναίκα ήξερε ότι δεν μπορούσε να του έχει εμπιστοσύνη και, αμέσως μετά το πρόγευμα, βγήκε στη γειτονιά και άρχισε να κάνει ερωτήσεις στους γείτονες. Τελικά έμαθε τι είχε συμβεί, κατάλαβε ποιος πρέπει να ήταν ο νοικάρης της και πήγε αμέσως στον οίκο "Ιμαλάια". Οι άντρες του γιατρού, μετά από λίγο, πήγαν στο σπίτι της και συνέλαβαν τον νεαρό. Αλλά να με συγχωρείτε τώρα, κύριοι· η ώρα κοντεύει δέκα.

Η παρέα διαλύθηκε μέσα σ' ένα εγκάρδιο κλίμα. Ο γέροντας που είχε διηγηθεί την ιστορία του δραπέτη τρελού είχε προσέ-ξει, φαίνεται, με πόσο ενδιαφέρον τον είχε ακούσει ο Άρνολντ και το πρόσωπο του έλαμπε από χαρά. Όταν τον αποχαιρετούσε του έσφιξε το χέρι λέγοντας:

Page 214: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Ν 227

—Όπως θα καταλάβατε, κύριε, έχω απόλυτο δίκιο όταν υπο στηρίζω ότι το κακό όνομα που έχει η γειτονιά μας οφείλεται στο άσυλο που υπήρχε κάποτε στο Κάνον'ς Παρκ.

Κι ο Άρνολντ, έχοντας μάθει πια τόσα πράγματα, πήρε το δρόμο για το Λονδίνο. Ήξερε τι είχε συμβεί αλλά αναρωτιόταν ακόμα αν ο νοικάρης της κ. Ουίλσον ήταν πράγματι τρελός — ή, τουλάχιστον, πιο τρελός απ'τον κ. Χάμπολ, τον αγρότη απ' το Σόμερσετ ή τον Κάρολο Ντίκενς που είχε δει το φάντασμα του πατέρα του να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού του.

V

Ο Άρνολντ μίλησε στους δυο φίλους του για την επίσκεψη και τις έρευνες του στο Στόουκ Νιούινγκτον την επόμενη φορά που συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Πέροτ. Το σκηνικό είχε αλλάξει πια· ήταν μια νύχτα του Ιούνη και τα δέντρα του κήπου θρόιζαν απ' το δροσερό αεράκι που έφερνε στην καρδιά του Λονδίνου μια μυρωδιά σταριού απ' τα χωράφια που απλώνονταν έξω απ' την πρωτεύουσα. Το ηδύποτο στην καφετιά κανάτα μύριζε αμπε-λώνα της Γασκόνης και αγριοβότανα, ενώ ο πάγος μέσα του είχε αρχίσει να λιώνει.

Η πρώτη κουβέντα που είπε ο Χάρλις μόλις άκουσε την ιστο-ρία του Άρνολντ ήταν η εξής:

—Γνωρίζω κάθε πόντο εκείνης της γειτονιάς και σας λέω ότι δεν υπήρξε εκεί ποτέ τέτοιο μέρος.

Ο Πέροτ ήταν αμερόληπτος. Παρατήρησε ότι η ιστορία α-κουγόταν κάπως περίεργη.

—Μα υπάρχουν τρεις μαρτυρίες, τόνισε ο Άρνολντ. —Ναι, είπε ο Πέροτ, αλλά γιατί απορρίπτεις το θαυμαστό

νόμο των συμπτώσεων; Θυμάμαι μια περίπτωση, αρκετά τετριμ-μένη, θα μπορούσες να πεις, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν διάβασα γι' αυτήν πριν από μερικά χρόνια. Σαράντα χρό-νια πριν, ένας άντρας είχε αγοράσει ένα ρολόι από τη Σιγκαπού-ρη ή το Χονγκ Κονγκ —δε θυμάμαι καλά. Το ρολόι χάλασε και το πήγε σ' ένα μαγαζί στο Χόλμπορν να του το φτιάξουν. Ο άντρας που αντίκρισε στον πάγκο του ωρολογοποιίου ήταν εκεί-

Page 215: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ

νος που του το είχε πουλήσει στην Ανατολή πριν τόσα χρόνια. Ποτέ δεν πρέπει να αγνοείς τις συμπτώσεις ή να τις θεωρείς αδύνατες. Οι πιθανότητες να συμβούν είναι άπειρες.

Και τότε ο Άρνολντ τους διηγήθηκε το τελευταίο αλλά ελ-λιπές κομμάτι της ιστορίας του.

—Μετά από εκείνη τη νύχτα στο Βασιλιά της Τζαμάικα, άρ-χισε, πήγα στο σπίτι μου και τα ξανασκέφτηκα όλα απ' την αρχή. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνω. Όμως μετά από λίγες μέρες ένιωσα την ανάγκη να πάω να ρίξω άλλη μια ματιά σ' εκείνο το μέρος, και το επισκέφθηκα ένα μουντό, συννεφιασμέ-νο απόγευμα. Εκεί που περπατούσα στην τύχη, έπεσα πάνω σ' έναν νεαρό που είχε χάσει το δρόμο του· έψαχνε να βρει —όπως μου είπε— τη γυναίκα που ζούσε στο άσπρο σπιτάκι του λόφου. Δεν πρόκειται να σας πω κουβέντα γι' αυτήν ή το σπίτι της ή το μαγεμένο κήπο της. Αλλά είμαι σίγουρος ότι ο νεαρός ακόμα ψάχνει να τη βρει —και θα ψάχνει για πάντα. Και μετά από μια παύση πρόσθεσε: Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι ταυτό-χρονα, που αλληλοδιεισδύουν και επηρεάζουν ο ένας τον άλλο. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ πιθανό εμείς οι τρεις να κα-θόμαστε τώρα σ' έναν έρημο βραχότοπο ανάμεσα σε βρόμικα ρυάκια... και παρέα με ποιους;

Page 216: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ, Η ΝΟΥ-ΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΓΙΔΑΣ, ΣΤΟΙ-ΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΘΗ-ΚΕ ΣΤΗ «Γ. ΛΕΟΝΤΑΚΙΑΝΑΚΟΣ & ΥΙΟΙ Ο.Ε.». ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ Γ. ΚΟΡΑΚΙΑΝΙΤΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗ-ΘΗΚΕ ΑΠΟ TON Χ. ΠΑΤΟΥΝΑ ΤΟΝ ΜΑ Ι Ο ΤΟΥ 1995 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ

ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΑΙΟΛΟΣ»

Page 217: Άρθουρ Μάχεν - Η νουβέλα  της μαύρης σφραγίδας

Οπως και αε όλο σχεδόν το έργο του, έτσι και σ'αυτάτα πέντε διηγήματα του. Το Απόκρυφο Φως. Η Νουβέλα της Μαύρης Σφραγίδας, Οι

Άσπροι Άνθρωποι, ΤοΈξυπνο Αγόρι και το Ν, τα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα, ο σπουδαίος ουαλός συγ-γραφέας Αρθουρ Μάχεν (1863- 1947), διερευνά τη μυστικιστική αρχέγονη <{ύση του κακού, θεωρώντας το ωσάν θεμελιο')όες στοιχείο ισορροποίας της Δημιουργίας. Το Κακό. υποστηρίζει, είναι ένα αβυσ-σαλέο πάθος και, κυρίως, η αρχαία κληρονομιά μας. Έτσι, ένα «επιστημονικό» πείραμα αποκαλύπτει το κτήνος που ενυπάρχει μέσα στον Άνθρωπο. Απόγονοι αυτού του κτήνους, νανοειόή, τερατόμορ-φα πλάσματα που σκοτώνουν όποιον μπει στην περιοχή τους, κατοικούν στα βρετανικά νησιά μέχρι σήμερα. Ένα διαβολικό ζευγάρι κι ένα τερατόμορφο αγόρι είναι οι φυσικοί φορείς αυτού του Κακού που μοιάζει να μολύνει ακόμη και τη φύση. Η αιώνια σύγκρουση Καλού-Κακοΰ παρουσιάζεται από τον Άρθουρ Μάχεν με έναν εντυπωσιακό τρόπο, σχεδιά-ζοντας έξοχα τη φοβερή διαμάχη αυτών τ<ον δύο αιώνιων μονομάχων.

ISBN: 960-7267-69-9