22
ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΛΛ- ΑΓΓΛ. Αγγλοσαξονικό Δίκαιο Common Law Αγωγή κακοδικίας Mistrial suit Αδικαιολόγητος πλουτισμός Unjust enrichment Αδικοπραξία Tort Αδικούμαι To be wronged Αίτηση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου Writ of attachment Αίτηση πτώχευσης Petition in bankruptcy Αιτιότητα Causality Αιτιώδης συμβολή Causal contribution (to a certain loss) Αιτιώδης συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμος Causal connection or causal relation, nexus Ακίνητο Real estate/ immouvable Ακινητοποίηση της περιουσίας Freezing Ακύρωση (απόφασης) Quashing Ακύρωση (δικαιοπραξίας) Nullification, annulment Άλλες βάσεις Other grounds Αμέλεια = πράξη ή αμέλεια πράξης Negligence = act or omission Αμφοτεροβαρής (δικαιοπρ.) Honerous Αναγγελθής δανειστής Assented creditor Αναίρεση Cassation Αναίρεσης, λόγος Grounds of cassation Αναιρεσιβάλλων Petitioner Αναιρεσίβλητος Respondent Αναλωτά Consumable Αναλωτά, μη Non-consumable Αναστέλλομαι Suspend 1

ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΤ. ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΝΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΛΛ- ΑΓΓΛ.

Αγγλοσαξονικό Δίκαιο Common LawΑγωγή κακοδικίας Mistrial suit

Αδικαιολόγητος πλουτισμός Unjust enrichmentΑδικοπραξία TortΑδικούμαι To be wronged

Αίτηση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου

Writ of attachment

Αίτηση πτώχευσης Petition in bankruptcyΑιτιότητα Causality

Αιτιώδης συμβολή Causal contribution (to a certain loss)

Αιτιώδης συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμος

Causal connection or causal relation, nexus

Ακίνητο Real estate/ immouvableΑκινητοποίηση της περιουσίας Freezing

Ακύρωση (απόφασης) QuashingΑκύρωση (δικαιοπραξίας) Nullification, annulment

Άλλες βάσεις Other groundsΑμέλεια = πράξη ή αμέλεια

πράξηςNegligence = act or omission

Αμφοτεροβαρής (δικαιοπρ.) HonerousΑναγγελθής δανειστής Assented creditor

Αναίρεση CassationΑναίρεσης, λόγος Grounds of cassationΑναιρεσιβάλλων PetitionerΑναιρεσίβλητος Respondent

Αναλωτά ConsumableΑναλωτά, μη Non-consumable

Αναστέλλομαι SuspendΑναστολή Suspension

Αντικαταστατά- αναντικαταστατά Fungible- non-fungibleΑντικείμενο(περιλαμβάνει και

ασώματα αγαθά)Object

Απαίτηση ClaimΑπαιτητή οφειλή Claimable debt

Απαλλαγής πτωχεύσαντος από χρέη

Discharge in bankruptcy

Απαράδεκτη InadmissibleΑπατηλή εκχώρηση προνομίων Fraudulent granting of a preference

1

Page 2: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Απατηλή μεταβίβαση κατά την πτώχευση

Fraudulent transfer

Απλά-σύνθετα Simple- complexΑποδεικτικό επίδοσης Certificate of service

Αποζημίωση DamagesΑποζημίωση (μόνο για το

ασφαλιστικό δίκαιο)Indemnity

Αποτροπή DeterrenceΑπόφαση/

Απόφαση δικ. Οικογενειακού ή για πτωχεύσεις

Resolution, judgment, ruling (για ρυθμίσεις), opinion (γνωμοδότηση)/

DecreeΑπώλεια δικαιώματος Deprivation of a right

Άρειος Πάγος Supreme Court/ Arios Pagos (Supreme Court)

Άρθρο ArticleΑρμοδιότητα Competence

Αρμοδιότητα, καθ ΄ύλην Subject matter jurisdictionΑρμοδιότητα, τοπική Territorial jurisdiction

Αστικό αδίκημα Civil wrongΑστικό δίκαιο Civil law

Αστικός Κώδικας Civil CodeΑσυνείδητη αμέλεια Negligence without realization of

riskΑσφάλεια Collateral

Ασφάλεια των συναλλαγών Security of transactionΑσφάλιση των απαιτήσεων Collateralization of claims

Ασφαλισμένος κίνδυνος Insured riskΑτομική- συλλογική εκτέλεση Individual- collective execution

Αυτοδεσμεύομαι Self-boundΑφάνεια Absence/absentiaΒαθμός Degree

γνωμοδότηση OpinionΓραμματέας ClerkΓραμματεία Registrar

Γραπτοί νόμοι (a) Statute, act/ statutory law Δεδικασμένο Res judicata

Δηλώσεις StatementsΔήλωση ενώπιον του δικαστηρίου Statement before the court

Διαδικασία εκκαθάρισης Winding-up of company/ liquidation procedure

Διάδικοι Parties (the)Διαιρετά- μη διαιρετά Divisible- non-divisible

2

Page 3: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Διαιτησία ArbitrationΔιαιτησίας, ρήτρα Arbitration clauseΔιάλυση μνηστείας Dissolution of engagement

Διαπραγματευόμενα μέρη Negotiating partiesΔιάταγμα Decree

Διάταγμα, βασιλικό Royal decreeΔιάταγμα, νομοθετικό Legislative decrees, L.D

Διαφορά DisputeΔικαιοδοσίας, ρήτρα Jurisdiction clause

Δικαιοπρακτικός χαρακτήρας Legal natureΔικαιοπραξία επί ακινήτων Legal act over real estateΔικαστήριο, Δευτεροβάθμιο Court of second instanceΔικαστήριο, πρωτοβάθμιο Court of first instance

Δικαστική επιδίωξη Judicial pursuitΔικηγορικός σύλλογος Bar

Δικόγραφο Court paperΔιοίκηση επιχείρησης Management of a corporation

Δόλια χρεωκοπία Mallicious bankruptcyΔόλος Intention

Δουλεία (δικ. Διόδου από ακίνητο) Easement, servitudeΔυνητική Ευχέρεια Discretion

Έγγραφο Instrument, writingΕγγυήσεις Guarantees

Έδρα (νομ. προς.) Registered officesΕιδική εκκαθάριση Special liquidation

Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία

Special and thorough

Ειρηνοδικείο Justice of the peaceΕισηγητής Drafter

Εισηγητής/ σύνδικος πτωχεύσεως Receiver in bankruptcyΕκκαθαριστής Liquidator

Εμπράγματες συμβάσεις Real contractsΕμπράγματη δικαιοπραξία Real legal act

Εμπράγματο Δίκαιο Property LawReal estate Law

Εμπράγματο δικαίωμα Real rightΕμπράγματο δικαίωμα Right in rem/ real right/ property

rightΕν προκειμένω In this case

Εναγόμενος DefendantΕνάγων Plaintiff

Εναλλακτική επίλυση διαφορών Alternative dispute resolution

3

Page 4: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Ενδεχόμενος δόλος Implied intentionΕνέχυρο Lien, pledge

Ενεχυρούχος δανειστής LinearΕνεχυρούχος οφειλέτης LieneeΈννομα αποτελέσματα Legal consequences

Ένορκοι Jury (the jury has reached a verdict)Ενοχή Obligation

Ενοχική δικαιοπραξία Obligational legal actΕνοχική σχέση Obligational relationship

Ένσταση συμψηφισμού Objection/ plee of setoffΕνσυνείδητη αμέλεια Negligence with realization of risk

Εξυγίανση CleansingΕπαχθής (δικαιοπρ.) Reciprocal

Επιβολή ImpositionΕπιδικάζω Award

Επικαλούμαι InvokeΕπικυρωμένο CertifiedΕπιπόλαιες FrivolousΕτυμηγορία Verdict

Εύλογη Equitable, reasonableΕυρεσιτεχνίας, δικαίωμα Patent

Εφεσιβάλλων AppelantΕφεσίβλητος appellee

Εφετείο Court of Appeals/Appeals CourtΖημία Loss, injury, detriment

Ζημία, μη περιουσιακή Non economic loss, intangible injury

Ζημία, περιουσιακή Tangible loss, economic lossΖημιογόνα γεγονότα Damage-causing events

Ηθική βλάβη Moral harm, (U.S) pain and suffering

Ηπειρωτικό δίκαιο Civil/ continental LawΙκανοποιηθούν τα σύμμετρα To be satisfied pro rata

Ικανότητα δικαίου Competency of lawΚακοδικία Mistrial

Κακούργημα FelonyΚάλυψη CoverageΚανόνες RulesΚαταργώ Abolish

Κατάσχεση ConfiscationΚατάσχεση Confiscation

Κατάσχεση εις χείρας τρίτου (δεν Confiscation of assets in the hands

4

Page 5: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

ισχύει πλέον) of the third partyΚαταχρηστικός Abusive

Κατοχή DetentionΚενό Vacuum

Κινητή-ακίνητη περιουσία Personalty, personal property, chattels- relty, real property/estate

Κινητό MouvableΚληρονομία Hereditament

Κλήση/ κλήθηκα Summons/ to be summonedSubpoena/ to subpoenaed

Notice/ to be notifiedΚύριο πράγμα Principal thing

Κυριότητα OwnershipΚύρος Validity

Κώδικας διοικητικής δικονομίας Code of administrative procedureΚώδικας ποινικής δικονομίας Code of criminal procedureΚώδικας πολιτικής δικονομίας

(ΚπολΔ)Code of Civil Procedure (CcivPr)

Λειτουργία FunctionΛηξιπρόθεσμη οφειλή Mature debt

Μαχητός Retrievableμεσολάβηση MediationΜεταγραφή RegistrationΜεταθέτω Transpose

Μέτρα αναγκαστικής κατάσχεσης Measures of compulsory executionΜη ασφαλισμένη απαίτηση Unsecured claim/debt

Μητρώο RegisterΜονομερής (δικαιοπρ.) Unilateral

Νομή PossessionΝομικά πρόσωπα Legal persons

Νομική φύση Legal natureΝομικός λόγος Legal ground/s

Νόμιμος λόγος ευθύνης Legal grounds of liabilityΝομοθέτης Legislator, law maker

ΟΑΕ= Οργανισμός Αναγκαστικής Εκκαθάρισης

Managing corporation of the OAE

Ολομέλεια In plenary session (plenum)Όρος του τάδε άρθρου Condition

Ουσιαστικό δίκαιο Substantive lawΠαράβαση συμβατικών

υποχρεώσεωνBreach of contractual obligation

Παραβίαση δικαιώματος (συντ.) Violation of an individual

5

Page 6: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

right/offence/injuryΠαράγραφος

τμήμαSection

Παράνομο, (το) IllegalityΠαράρτημα Accessory

Παρέχεται (σε προς.)/ ο νόμος απονέμει

Vested in a person by the law/ the law awards

Περιουσιακό στοιχείο Asset (ενεργητικό περιουσίας)Liability (παθητικό)

Πιστωτής CreditorΠλάνη Error, mistake

Πλειστηριασμός AuctionΠλημμέλημα Misdemeanor

Ποινική ρήτρα Penalty clauseΠοινικός Κώδικας Criminal/Penal Code

Πράγματα εκτός συναλλαγής Things out of commerce Πράγματα κοινά σε όλους Things common to all people

Πραγματικά γεγονότα FactsΠραγματοποίηση του κινδύνου Materialization of risk

Πρακτικό Minutes (of settlement)Πράξεις νομοθετικού

περιεχομένουAct of legislative content

Προβληματική επιχείρηση Failing corporation/ventureΠρόεδρος The presiding judgeΠρονόμιο Priority

Προνομιούχες απαιτήσεις Preferential debtΠροστασία των τρίτων Protection of third parties

Προσωποκράτηση Personal detentionΠρωτοδικείο District Court

Πταίσμα (ποινικό δ.) Petty offenceΠταίσμα = υπαιτιότητα Fault

Πταίσμα κατά τις διαπραγματεύσεις

Precontractual fault

Πτωχεύσασα εταιρία Insolvent companyΠτώχευση Bankruptcy

Πτωχευτικός συμβιβασμός Bankruptcy voluntary arrangementΠτωχεύω To go bankrupt

Πτωχεύω (καθ.) To go belly upΡευστοποιώ To liquidate

Ρήτρα ClauseΡήτρα διαιτησίας Arbitration clause

Ρήτρα δικαιοδοσίας Jurisdiction clause

6

Page 7: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Ρύθμιση RegulationΣυγγένεια εξ αγχιστείας Affinity

Συγγένεια εξ αίματος ConsanguinityΣυμβαλλόμενα μέρη Contractional parties

Συμβάσεις ContractualΣυμβιβασμός Settlement

Συμβιβασμός, δικαστικός Judicial settlementΣυμβιβασμός, εξώδικος Out-of-court settlementΣυμβιβαστική επίλυση Conciliatory resolution

Συμβιβαστική επίλυση διαφορών Conciliatory dispute resolutionΣυμβολαιογραφική πράξη Notarial act

Συμβολαιογραφικό έγγραφο Notarial instrumentΣυμβολαιογραφικό τύπο Notarial formality/form

Συμφωνία (μελών στις συμβάσεις) CovenantΣυμψηφισμοί μεταξύ αιτήσεων Setoff

Συνάγομαι It is deducedΣυνιστώ Institute

Σύνταγμα ConstitutionΣυντρέχων πταίσμα Contributory negligence, fault

Συνυπολογισμός OffsetΣυστατικό ComponentΤεκμήριο Presumption

Τεκμήριο συναποβίωσης Presumption of concurrent/simultaneous death

Τελεσίδικη οφειλή Final debtΤηρήθηκε ObservedΤήρηση Observance

Τοκοφορία Interests bearingΤυπική- άτυπη (δικαιοπρ.) Formal- informal

Υλικά και άυλα Tangible- intangibleΥπάγομαι Come under toΥπαίτια Culpable

Υποθήκη MortgageΥποθηκοφυλάκιο/ας Mortgage Registry/ar

Υποκαθιστά SubstituteΥπόλειμμα της προσωπικότητας

(νεκρό σώμα)Remnant of a personality

Υπουργική απόφαση Ministerial decreeΥπουργός Δικαιοσύνης Attorney-General/ Minister of

justiceΦυσικά πρόσωπα Natural persons

Χαριστική (δικαιοπρ.) Gratuitous

7

Page 8: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Χρηματική ικανοποίηση Monetary satisfactionΨυχική οδύνη Mental injuryΩφελήματα Profits

Πληρεξούσιο Power of attorney/ proxy- power of at

Συστημένη εταιρία Formed, incorporatedΣύσταση εταιρίας/ κτήση νομικής

προσωπικότηταςIncorporation

Βεβαίωση σύστασης εταιρίας Certificate of incorporationΝομική προσωπικότητα Legal entity/ personality/persona

Νόμιμοι τύποι Legal form/ formalityΧορηγώ Grant

με το παρόν (έγγραφο) By the present instrumentΠληρεξούσιο ειδικό/ γενικό Special/ general power of…

Τραπεζικός λογαριασμός Bank accountΑπορρέω Steaming from/ derive from

Ιδιοκτησία Estate/ propertyΣυναλλαγές Transactions

Εφορία, οικονομική (greek) tax officesΚαταθέτω Submit/ file

Φορολογική δήλωση Tax statementsΠαραλαμβάνω Receive

Βεβαίωση CertificateΑριθμός φορολογικού μητρώου Registered tax number

Αντίκλητος RepresentantiveΔημόσια υπηρεσία Public authority

Παροχή ProvisionΣυστημένη αλληλογραφία Registered mail/correspondence

Φορτωτικές Bills of landingΠροβαίνω (σε όλες τις ενέργειες) To engage in all actions

Εντολή MandateΣύμβαση εντολής Contract of mandate

Λόγος άρσης του αδίκου Remove the illegal character of an act/ justification

Εκτέλεση ExecutionΕκτελεστής διαθήκης Executor/ executrix (fem.) of a willΝόμος περί εταιριών Companies Act

Νόμιμη εξουσία Legal power/ authorityΤέκνο γεννημένο εντός/ εκτός

γάμουChild born in/out of wedlock

Φέρω ευθύνη To bear responsibilityΑσφαλιστική κάλυψη To carry insurrance

8

Page 9: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Απαλλάσσω από κάθε ευθύνη Release from any liabilityΒούλα Stamp

Ισχύ (θα έχει ισχύ) Shall be validΗμ/νία που φέρει From its day of issue

Αρχή του δικαστικού προηγούμενου

The law of the case/ όλο το δίκαιο που προκύπτει από τις αποφάσεις=

Common Law, Case LawΔιατροφή Alimony/support/palimony (όταν

δεν υπάρχει γάμος αλλά συμβίωση)Σύνθεση δικαστηρίου/ ενόρκων Panel/ jury panel

Θέσεις ενόρκων Jury boxΔικογραφία Papers ( of a case)Προτάσεις PleadingsΑιτήσεις Motions

Ένορκες καταθέσεις AffidavitsΥπομνήματα Briefs

Βοηθός δικηγόρου/ γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο-εταιρία

Paralegal

Ισχυρότερος τίτλος Paramount titleΜητρική εταιρία Parent company

Θυγατρική εταιρία Daughter companyΔικαίωμα επικοινωνίας με τέκνο Parental access/ visitation right (for

grandparents also)Προσωπικά είδη Paraphernalia

Χάρη PardonΕπιτροπή απονομής χάριτος Pardon board

Ομοσπονδιακό αδίκημα Federal offenseΠολιτειακό αδίκημα State offense

Γονεϊκή παραμέληση εποπτείας τέκνων

Parental neglect

Προφορικός ParolΠροφορική απόδειξη Parol evidence

Αρχή εγγράφου απόδειξης Parol evidence ruleΜερικός/ προκατειλημένος

(αστυνομ. Έννοια)Partial

Πλημμερής εκπλήρωση σύμβασης Partial breach of a contractΔιανομή Partition

Αφανής έταιρος Secret/ silent/ dormant partnerΑπόρριψη αγωγής Action dismissed

Αναγκαίος ομόδικος Necessary partyΔικαιούχος ευρεσιτεχνίας Patentee

Πρόστιμο (διοικητικό) Civil penalty

9

Page 10: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Ρήτρα προεξόφλησης Repayment penaltyΑρμοδιότητα κατά παρέκταση Pendent jurisdiction

Εξουσία του δικαστηρίου Power of the courtΦυλακή Penitentiary

Σωφρονιστικό κατάστημα Correctional facultyΔημόσιο (το)/ λαός People

Κατά κεφαλή Per capitaΠληρεξούσιος Plenipotentiary

Από το δικαστήριο Per curiamΑπό το σώμα ενόρκων Per pais

Από μόνο του Per se/ by itselfΔιασφαλίζω τον τίτλο To perfect a title

Εκτελώ/ εκπληρώνω (υποχρέωση) PerformΨευδορκία Perjury

Μόνιμη απαγόρευση, εντολή Permanent injunctionκατηγορητήριο Indictment

Δράστης Perpetrator (of an offence)Δίωξη Persecution

Καταδίωξη PersuitΚινητή περιουσία personalty

Ακίνητη περιουσία RealtyΣώμα ενόρκων Petit jury/ grand jury (for federal

offences)Αίτηση, αγωγή Petition

Πταίσμα Petty offenceΤόπος κατοικίας Place of aboad

Ένσταση, δήλωση PleaΔιαπραγμάτευση ποινής Plea bargain

Ολομέλεια PlenaryΠλειοψηφούσα γνώμη Plurality opinionΜειοψηφούσα γνώμη Descending opinion

Συμφονούσα γνώμη (ο δικαστής συμφωνεί με την απόφαση αλλά

όχι με τη δικαιολογία)

Concurrent opinion

Κεφαλικός φόρος Poll taxΠολυγαμία Polygamy

Θετικό δίκαιο Positive lawΦυσικό δίκαιο Natural law

Κατοχή/ πραγματική κατοχή/ πλασματική κατοχή

Possession/ actual possession/ constructive possession

Ανθρωποκτονία από πρόθεση/αμέλεια

Intentional /Negligent homicide

10

Page 11: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Φυλάκιση ImprisonmentΚράτηση Detention

Κάθειρξη/ πρόσκαιρη κάθειρξη Incarceration/ temporary inc…Εν βρασμώ ψυχής Heat of passion

Τύπος δικαιοπραξίας Form of a legal actΆτυπη δικαιοπραξία InformalΤυπική δικαιοπραξία Formal

Συμβολεογραφικό έγγραφο Notarial instrument/actΣυμβίωση CohabitationΠρόθεση IntentionΕνάγων Plaintiff

Εναγόμενος (αστ.)/ κατηγορούμενος (ποιν.)

Defendant

Συνάπτεται σύμβαση The contract is concludedΡητά Explicitly

Σιωπηρά ImplietlyΑπατεών Imposter

Απάτη fraudeΑδικαιολόγητα πλουσιότερος Unjustly richer

Αιτία μη ακολουθήσασα The cause which did not followΜνηστεία Engagement

Προγαμιαίο συμβόλαιο Prenuptial agreementΧρηστά ήθη Good morals

Πλάνη Error/ mistakeΕνδεχόμενος δόλος Implied intentionΔόλια συμπεριφορά Intentional behaviour

Τείνει να Tends to..Ενισχύει Reinforce

Απόκρυψη/ αποσιώπηση ConcealmentΑτελής ανακοίνωση Imperfect announcement

Πλανημένη αντίληψη Mistaken perception/impressionΠροβλεπόμενος (από το νόμο) Provided by the law

Επεξεργασία elaborationΕυαίσθητα προσωπικά δεδομένα Sensitive personal data

Κώδικας δεοντολογίας Ethics codeΔικαστική απόφαση Judicial decision

Ασκώ ποινική δίωξη Press criminal chargesΑρχείο Filing system

Ελεύθερη κυκλοφορία (δεδομένων)

Free flow

Ιδιωτικότητα PrivacyΠληροφοριακή ιδιοτικότητα Informational privacy

11

Page 12: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Ιδιωτική ζωή/ δικαίωμα ιδιωτικής ζωής

Privacy/ right to privacy

Στάθμιση συμφερόντων Balancing of interestsΈννομο συμφέρον InterestΑτομική ελευθερία Individual freedomΚοινή καταγωγή Common descent

Εξ αγχιστείας By affinityΒιολογικός δεσμός Biological bond

Ταυτισμός EquasionΠρακτική σκοπιμότητα Policy reasons

Ευπρέπεια DescencyΕξ αίματος Consanguinity/ blood relationship

Οιονεί QuasiΤριγένεια Threegenie

Συγγενικός δεσμός Relationship bondΚατάγομαι από… Originate from

Σύζυγος SpouceΓένος Breed

Συγγένεια δε ευθεία /πλάγια γραμμή

Linear/ collateral relationship

Νομολογία JurisprudenceΑρχή της αυτεπάγγελτης

εφαρμογήςThe ex-officio application

Κατοχυρώνω Establish/ safeguardΑδιαμφισβήτητος Indisputable

Ισχύς νόμου Power of a statue/ statutory lawΟυσιαστικό δίκαιο Substantive law

Εθιμικό δίκαιο Customary lawΈθιμο ημεδαπό/ αλλοδαπό Internal/ foreign custom

Εκδίδω απόφαση Issue/ promulgateΕιρηνοδίκης Justice of a peace/ magistrate

Εφαρμοστής (του νόμου) Executor of the lawΝομοθετική κατοχύρωση Legislative institution

Ειρηνοδικίο District courtΜήνυση, έγγληση Criminal complaint

Αγωγή ComplaintΠταίσμα Petty offence

Πλημέλημα MeasdemeanorΚακούργημα Felony

Συμβούλιο εφετών Council of appellate judgesΠρόεδρος εφετών Chief appellate judge

Εφέτης Appellate judge

12

Page 13: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Αντικειμενική υπόσταση εκγλήματος

Objective substance of a crime

Αντεξέταση Cross-examinationΥποκειμενική υπόσταση του

εγκλήματοςSubjective substance of a crime

Επικίνδυνη/ βαρεία σωματική βλάβη

Dangerous/ grave personal/bodily injury

Πρόκληση βλάβης Infliction of injuryΠαθών Victim

Ενδεικτικά IndicativelyΔιαζευτική διατύπωση The alterate formulation/

formulation to the alternativeΚαταδικαστική απόφαση Convicting judgment/ opinionΑπαλλακτική απόφαση Acquitting judgment/opinion

Διακινδύνευση EndangeringΑγαθό της ζωής Interest in life

Σωματική ακαιρεώττα Bodily integrityΠοινική μεταχείριση Criminal treatment

Εισαγγελέας D.A (district attorney), prosecutorState-attorney (της πολιτείας) /U.S-

attorney or Federal prosecutor (ομοσπονδιακοί εισαγγελείς)

Αντεισαγγελέας Assistance district attorneyΟι ένορκοι βγάζουν ετυμηγορία/

καταδικάζουν /απαλλάσσουνVerdict/convict/acquit

Επιβάλλει την ποινή (ο δικαστής) The judge sentencesΈνταλμα σύλληψης Arrest warrant

Κατηγορούμενος κατά την ανάκριση/ κατά τη δίκη

Accused/defendant

Εγγύηση Bail/ bondΑίτηση απόρριψης ισχυρισμού Motion to dismiss

Αίτηση απόσυρσης αποδεικτικού μέσου

Motion to suppress evidence

Αίτηση έκδοσης απόφασης Motion for judgmentΑίτηση απαλλαγής Motion for acquittal

Κατηγορία ChargeΚαταδολιευτική απαλλοτρίωση Fraudulent alienation

Διάρρηξη ContestΜεταβίβαση Conveyance/ to convey/ transferΑνατροπή ReversalΟφειλέτης DebtorΕνοχικώς Obligationaly

13

Page 14: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Δανειστής CreditorΕπαναφέρει το πράγμα στην

πρωτέρα κατάστασηRestore things in the status quo ante

Αναμεταβιβάζω Recovery,transferΚυριότητα Ownership

Κατά ποσοστό Per percentageΠλειμελειοδικείο (ποινικό)/ τριμελές πλημελειοδικείο

District Court or Misdeameanor D.C/ Tre-membered D.C

Πρωτοδικείο/ μονομελές πρωτοδ. District court/ one-membered D.CΔικαιοδοσία JurisdictionΑρμοδιότητα Competence

Πρωτοβάθμιο δικαστήριο Court of first instanceΕκδικάζω υπόθεση Try a case, hear a case

Παράσταση σε δικαστήριο Court appearanceΤακτική διαδικασία Ordinary proceedingsΕιδική διαδικασία Special proceedings

Εκούσια διαδικασία Voluntary proceedingsΚυρήσω κυρία κληρονομιά Probate

Αυτόφορο έγκλημα Flagrant crimeΔικαστής στον Άρειο Πάγο JusticeΕλλάττωμα της βούλησης Vice of the will

Απειλή DuressΆγνοια Ignorance

Πρωτοφειλέτης The principal debtorΕγγυητής GuarantorΑνακοπή Motion to dismiss

Ανακόπτης moverΙσχυρισμός Allegation

Ουσιώδης πλάνη Material mistakeΠεριεχόμενο ContentΑνεπίγνωτος Unconscious

Πειθαρχικές διαδικασίες Disciplinary proceedingsΑνώτατο πειθαρχικό συμβούλιο Highest disciplinary council

Πειθαρχικό αδίκημα Disciplinary offenceΠαράνομο, το (της συμπεριφοράς) Illegality

Υπαιτιότητα CulpabilityΑμέλεια, βαρειά/ ελαφρά Grosse/ slight negligence

Ανήλικος Infant, minor,juvenileΑνήλικος παραβάτης Juvenile offender

Εγκληματικότητα των ανηλήκων Juvenile delinquencyΔικαστήριο ανηλίκων Juvenile courtΓονεϊκά δικαιώματα Parental rights

14

Page 15: ΝΟΜΙΚΗ  ΜΕΤ.  ΕΛΛ-ΑΓΓΛ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Υποχρεώσεις γονέων Parental obligationsΝομιμοποίηση παιδιού Legitimation of a child

Αναγνώριση πατρότητας Recognition of a childΑγωγές αναγνώρισης πατρότητας Paternity actions

Φερόμενος (ως) πατέρας Putative fatherΒιολογικός πατέρας Natural/ biological fatherΚακοποίηση τέκνου Child abuseΠαραμέληση τέκνου Child neglectΤεκμήριο πατρότητας Prusumption of paternity

Έγκυρος γάμος Valid marriageΆκυρος γάμος Void marriage

Ελαττωματικός γάμος Defective marriageΑκυρώσιμος γάμος Voidable marriage

Λευκός/ εικονικός γάμος Bogus marriageΕικονική σύμβαση False contractΑκύρωση γάμου Annulement

Λύση γάμου DissolutionΔιάσταση Separation

Διάσταση από τραπέζης και κλίνης Separation a mensa e thoroΣυμφωνία διάστασης Separation agreement

Διαδικασία συμβιβασμού Conciliation procedureΕγκατάλειψη Desertion

Διαζύγιο με αντιδικία// συνενετικό διαζύγιο

Contested/ uncontested divorce

Επιμέλεια τέκνων CustodyΚοινοκτημοσύνη Community property

Διηριμένη γονική μέριμνα Divided custodyΚοινή γονική μέριμνα Joint custody

Φυσική επιμέλεια Physical custodyΑτομική επιμέλεια Soul custody

Γονέας που έχει την επιμέλεια Custodial parent Δίκη για την απονομή επιμέλειας Custody hearing

Αφαίρεση επιμέλειας Removal of custodyΚάνω αγωγή διατροφής File for custody

Μόνιμη/ προσωρινή διατροφή Permanent/ temporary alimonyΠαραβίαση υποχρέωσης διατροφής (εντός γάμου)

Non support

Εφάπαξ διατροφή Lump sum alimonyΔιακριτική ευχαίρια Discretion

Εγείρω αγωγή διαζυγίου File a suit for divorceΑίτηση/ αγωγή διαζυγίου Petition for divorce

15