43
Εικόνα εξωφύλλου: ¨ Αρμάνων Ευεργετών Σύναξις (Πίνακας του Ιωσήφ Κόττα, 1998. Ιδιωτική Συλλογή) – Από αριστεά προς τα δεξιά: Μιχαήλ Τοσίτσας, Κων/νος Ζάππας, Αχιλλέας Ποστολάκας, Σίμων Σίνας, Γεώργιος Σίνας. Καθιστοί: Νικόλαος Στουρνάρης, Γεώργιος Αβέρωφ, Γεώργιος Σταύρου, Κων/νoς Μπέλλος, Μιχαήλ Τοσίτσας, Δημήτρης Ποστολάκας, Στέργιος Δούμπας, Ιωάννης (Ζαν) Νίκου. Πίσω όρθιοι: Απόστολος Αρσάκης, Ευάγγελος Ζάππας. http://www.almyros.vlahoi.net/intro.htm Εισαγωγή Η ανάγκη που με οδήγησε στο να συγκεντρώσω και να καταγράψω κάποια πράγματα για τους Βλάχους, είναι γιατί πιστεύω πως ο Βλαχόφωνος Ελληνισμός έχει μία πολύ μεγάλη ιστορία, η οποία δυστυχώς ούτε πολύ γνωστή είναι, ούτε σε όλα τα σπίτια υπάρχει. Άρα η ανάγκη να υπάρχει ένα βιβλίο το οποίο θα μπει σε κάθε βλάχικο σπίτι και θα μείνει στην βιβλιοθήκη του, με οδήγησε σε αυτή μου την προσπάθεια. Δεν προσπαθώ να υποδυθώ τον συγγραφέα φυσικά, και άλλωστε δεν είμαι, και επίσης ας μην ξεχνάμε πως πολλά απ’ όσα υπάρχουν σε αυτό το βιβλίο τα έχουν πει και γράψει άλλοι πριν από μένα. Απλά η δυνατότητα του να έχει κάποιος στην βιβλιοθήκη του πολλά και χρήσιμα στοιχεία για τους Βλάχους συγκεντρωμένα, πιστεύω αξίζει την προσπάθεια.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Εικόνα εξωφύλλου: ¨ Αρμάνων Ευεργετών Σύναξις(Πίνακας του Ιωσήφ Κόττα, 1998. Ιδιωτική Συλλογή) – Από αριστεά προς τα δεξιά: Μιχαήλ Τοσίτσας, Κων/νος Ζάππας, Αχιλλέας Ποστολάκας, Σίμων Σίνας, Γεώργιος Σίνας.Καθιστοί: Νικόλαος Στουρνάρης, Γεώργιος Αβέρωφ, Γεώργιος Σταύρου, Κων/νoς Μπέλλος, Μιχαήλ Τοσίτσας, Δημήτρης Ποστολάκας, Στέργιος Δούμπας, Ιωάννης (Ζαν) Νίκου. Πίσω όρθιοι: Απόστολος Αρσάκης, Ευάγγελος Ζάππας.

http://www.almyros.vlahoi.net/intro.htm

Εισαγωγή

Η ανάγκη που με οδήγησε στο να συγκεντρώσω και να καταγράψω κάποια πράγματα για τους Βλάχους, είναι γιατί πιστεύω πως ο Βλαχόφωνος Ελληνισμός έχει μία πολύ μεγάλη ιστορία, η οποία δυστυχώς ούτε πολύ γνωστή είναι, ούτε σε όλα τα σπίτια υπάρχει.Άρα η ανάγκη να υπάρχει ένα βιβλίο το οποίο θα μπει σε κάθε βλάχικο σπίτι και θα μείνει στην βιβλιοθήκη του, με οδήγησε σε αυτή μου την προσπάθεια.Δεν προσπαθώ να υποδυθώ τον συγγραφέα φυσικά, και άλλωστε δεν είμαι, και επίσης ας μην ξεχνάμε πως πολλά απ’ όσα υπάρχουν σε αυτό το βιβλίο τα έχουν πει και γράψει άλλοι πριν από μένα.Απλά η δυνατότητα του να έχει κάποιος στην βιβλιοθήκη του πολλά και χρήσιμα στοιχεία για τους Βλάχους συγκεντρωμένα, πιστεύω αξίζει την προσπάθεια. Επίσης ο αναγνώστης θα βρει και αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία για τους Βλάχους της επαρχίας Αλμυρού.Ιδιαιτέρως θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Σωτήρη Μούζια και Σπύρο Φορφόλια για την μεγάλη βοήθειά τους. Θα ήθελα να αφιερώσω την προσπάθεια μου αυτή σε όλους τους Βλάχους της περιοχής, και φυσικά στην οικογένεια μου.

Δημήτρης Γ. Τσούτσας

Page 2: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες συνεχίζουν αιώνες τώρα την πορεία τους μέσα στην ιστορία. Γνήσιο, καθαρόαιμο και ακριβό κομμάτι του Ελληνισμού, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον εθνικό κορμό.Τα ιστορικά στοιχεία για τους Βλάχους βρίσκονται διάσπαρτα στους Βυζαντινούς χρονογράφους και η ιστορική παρουσία τους έχει πορεία περίπου δύο χιλιάδων ετών, με τις ρίζες στα Ρωμαϊκά χρόνια και στον εκλατινισμό των Βαλκανίων. Οι Ρωμαίοι γίνονται σταδιακά κύριοι στη νότια βαλκανική, από το 219 π.Χ , όταν έβαλαν για πρώτη φορά πόδι στα Bαλκάνια, ως το 146 π.Χ, όταν υπέταξαν τη νότια Ελλάδα, και έκτοτε αρχίζει ο εκλατινισμός των Βαλκανίων, και δημιουργείται το Latinum Balcanicum (η λεγόμενη λαϊκή λατινική γλώσσα της Βαλκανικής), από το οποίο προήλθαν τέσσερις νεολατινικές αυτόνομες γλώσσες: η Βλάχικη στη νότια Βαλκανική, η Μογλενιτική στη μεθόριο με τα Σκόπια, η Ιστριακή στην ΄Ιστρια, και η Ρουμανική βόρεια του Δούναβη. Οι δύο πρώτες είναι στον άξονα της Εγνατίας οδού, και οι άλλες δύο στον άξονα του Δούναβη. Με τον ίδιο τρόπο, από τη δυτική Λατινική προήλθαν οι σύγχρονες Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική, και Πορτογαλική γλώσσα. Έτσι εξηγούνται οι ομοιότητες της Βλάχικης γλώσσας και με αυτές τις Ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως και με τις αντίστοιχες νεολατινικές της Βαλκανικής. Σημεία άξια προσοχής είναι:

Το Διάταγμα του Καρακάλα: ¨Edictum Antoninianum¨ (212 μ.Χ): Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα όλοι οι κάτοικοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποκτούν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη (Romanus cives), και σταδιακά σχηματίζεται το όνομα με το οποίο αυτοπροσδιορίζονται οι Βλάχοι: Armanji ή Rramanji. Οι βλαχόφωνοι Έλληνες λοιπόν αποκαλούνται Βλάχοι, ενώ οι ίδιοι αποκαλούν τους εαυτούς τους «Αρμάνους» (Αρομούν ή Αρμούν). Ο όρος αυτός είναι παράφραση του όρου Ρωμιός που σημαίνει Ρωμαίος πολίτης. Χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τους Έλληνες υπό ξένη κυριαρχία. Έτσι το Armani είναι παραφθορά του Romani. Έχει προστεθεί δηλαδή το α + η λέξη Ρωμιός. Να σημειωθεί ότι αυτό το α μπαίνει μπροστά από πολλές αρμανικές λέξεις που αρχίζουν από ρ όπως: ρούο-αρούο = = ποταμός, ρόκουτ-αρόκουτ=ρόδα. Σύμφωνα με τον καθηγητή Αχιλ. Λαζάρου το α- «είναι ένα πανάρχαια ελληνικό προθετικό το οποίο διευκολύνει την προφορά». Οι Βλάχοι λοιπόν αυτοαποκαλούμενοι ως Armani, το μόνο που κάνουν είναι να ονομάζονται Ρωμιοί στην γλώσσα τους.

Επίσης ο ιστορικός Θεοφύλακτος Σιμοκάττης αναφέρει το εξής περιστατικό που έγινε κατά την εκστρατεία των βυζαντινών στρατευμάτων κατά των Αβάρων στη Θράκη (579 μ.Χ ) και το οποίο θεωρείται ως η πρώτη καταγραφή Βλάχικης γλώσσας το: "τη πατρώα φωνή ... τόρνα, τόρνα, φράτερ και ο μεν κύριος τoυ ημιόνοu την φωνήν ουκ ήσθετο, οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστηναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν, τόρνα τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζοντες...". Ένα μουλάρι δηλαδή μισοέγειρε από τη μια μεριά και δεν το αντιλήφθηκε ο ημιονηγός, δηλαδή ο κυρατζής που πήγαινε μπροστά. Το αντιλήφθηκε όμως αυτός που ακολουθούσε και φώναξε στην πατρική γλώσσα: «…τη πατρώα φωνή: τόρνα, τόρνα, φράτερ...» δηλαδή «γέρνει-γέρνει αδελφέ» ή «γύρνα-γύρνα αδελφέ». Ο στρατός το παρεξήγησε και τράπηκε σε φυγή, γιατί το ταύτισε με το ομόηχο tornate, δηλ. γυρίστε πίσω. Αυτή η μαρτυρία εκλαμβάνεται ως η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τη βλάχικη γλώσσα. Η φράση επέζησε σχεδόν ατόφια, για πολλά χρόνια στους Βλάχους κυρατζήδες. Το ίδιο γεγονός επιβεβαιώνει και ο ιστορικός Θεοφάνης.

Page 3: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Επίσης υπάρχει και η καταγραφή του ιστορικού και στρατιωτικού διοικητή της Μ. Ασίας Ιωάννη Λυδού, (επί Ιουστινιανού, τον 6ο αι. μ.Χ). «καίπερ εκ του πλείονος Έλληνες όντες, τη των Ιταλών αύλα φθέγγεσθαι φωνήν». Δηλαδή αν και στη συντριπτική πλειοψηφία (στην Βαλκανική χερσόνησο εννοεί), ο πληθυσμός είναι Έλληνες, ομιλούν Λατινικά. Άρα ο εκλατινισμός τον 6ο αι. είχε ήδη επικρατήσει στα Βαλκάνια.

Τέλος γραπτή αναφορά στο όνομα βλάχος γίνεται από τον Γεώργιο Κεδρηνό το 976 μ.Χ. ο οποίος έγραψε πως ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου αυτοκράτορα Σαμουήλ σκοτώθηκε το 976 από " Βλάχους οδίτες "μεταξύ Καστοριάς και Πρεσπών¨, "τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθής απεβιώ αναιρεθείς μέσον Καστοριάς και Πρέσπας κατά τάς λεγόμενας Καλάς Δρύς παρά τινών Βλάχων οδιτών".

Επίσης αναφορές στους Βλάχους εκτός των προηγουμένων, βρίσκονται ακόμη και στις παρακάτω πηγές:

Στον ιστορικό Κεκαυμένο στο "Στρατηγικόν" του, ο οποίος περιέγραψε «πολεμοχαρείς Βλάχους» γύρω από τα Τρίκαλα και τη Λάρισα. Στον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη: «Τα της Θετταλίας Μετέωρα, α νυν Μεγάλη Βλαχία κικλήσκεται», δηλ. Μεγάλη Βλαχία ονομαζόταν η περιοχή της Θεσσαλίας. Στο ¨Οδοιπορικό¨ του Ιουδαίου περιηγητή Βενιαμίν (εκ Τουδέλης), στα 1159: «Σε απόσταση μιας ακόμη μέρας βρίσκεται το Sinon Potamo ή Ζητούνι (Λαμία) όπου ζουν πενήντα Εβραίοι. Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας που οι κάτοικοι τους ονομάζονται Βλάχοι...» Μικρή Βλαχία οι Τούρκοι αποκαλούσαν την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, η οποία ως τα χρόνια του Κοσμά του Αιτωλού ήταν στην πλειοψηφία βλαχόφωνη, όπως διαφαίνεται από το πλήθος των βλάχικων τοπωνυμίων, και το επίγραμμα του Ευγένιου του Αιτωλού, στο οποίο τονίζεται ότι οι ντόπιοι κάτοικοι την πηγή τη λένε φοντάνα, δηλ. fantana στη βλάχικη γλώσσα. Σε έγγραφο των Ενετικών Αρχείων με ημερομηνία 27 Ιουλίου 1423διατάσσεται η μίσθωση Βλάχων για την υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους. Απόηχος για τους Βλάχους ενυπάρχει στον ¨Ερωτόκριτο¨ (ο Ερωτόκριτος μονομάχησε με τον «Βασιλιά των Βλάχων»), στα ακριτικά τραγούδια (Του Μικρού Βλαχόπουλου), στο ¨Χρονικό του Μωρέως¨.

Δεν υπάρχει περιηγητής που να επισκέφθηκε την Ελλάδα τον 17ο , 18ο, 19ο και 20ο αιώνα και να μην κάνει λόγο για τους Βλάχους Ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα των Pouqueville (Voyage en Grece), Leak (Travels in Northern Greece), Heuzey (1858), Coυzineri (Voyages en Macedoine), Berard (Τουρκοκρατία και Ελληνισμός), Wace-Thompson (Νομάδες των Βαλκανίων) κ.τ.λ.

Το αρχαιότερο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου είναι η επιγραφή του ιερομόναχου Νεκταρίου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731 που ανακαλύφθηκε το 1950, η οποία προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα στην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία. Η εικόνα δείχνει τη Παναγία Βρεφοκρατούσα και γράφει με ελληνική γραφή ¨Βίργιρε Μούμα-λ τουμνεζί ώρε τρέ νόϊ πεκετόσσλοιι¨, δηλαδή :

Page 4: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

¨Παρθένος η μητέρα του Θεού δεήσου και για εμάς τους αμαρτωλούς¨.Άλλη επιγραφή γραμμένη στη βλάχικη γλώσσα υπάρχει σε μοναστήρι του χωριού Κλεινοβός Τρικάλων από τον ζωγράφο Μιχαήλ Αναγνώστου Δημητρίου, από τη Σαμαρίνα, με χρονολογία 1789. Οι στίχοι της επιγραφής είναι γραμμένοι σε τρεις γλώσσες: Ελληνική-Καθαρεύουσα, Ελληνική-Δημοτική και βλάχικη με ελληνικούς χαρακτήρες (την παραθέτουμε διατηρώντας την αυθεντική γραφή και ορθογραφία):

Η εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας του 1731από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσαστην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία

Page 5: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Ιστορική Αναδρομή

Ας διευκρινίσουμε λοιπόν τον όρο "Βλάχος" με τα λόγια του ρωμανιστή - βαλκανιολόγου Δρ. Αχιλλέα Λαζάρου. Η πιο κοινή ερμηνεία είναι αυτή του κτηνοτρόφου, του ορεσίβιου βοσκού και του χωριάτη. Υπάρχει βεβαίως και αυτή η έννοια. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση, προφέροντας τη λέξη "Βλάχος", εννοούμε τον Λατινόφωνο, τον υπήκοο του Ρωμαϊκού κράτους που χρησιμοποίησε τη Λατινική γλώσσα, και συγκεκριμένα τον δίγλωσσο Έλληνα της Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας και διασποράς που στα νεοελληνικά έχει επικρατήσει σαν Βλάχος (Αρωμούνος,) ενώ ο ίδιος στα Βλάχικα αυτοαποκαλείται Αρμάνος. Τηρουμένων των αναλογιών οι Βλάχοι της Ελλάδας είναι σαν τους Ουαλούς των Βρετανικών νησιών και σαν τους Βαλλόνους του Βελγίου (ντόπιοι που εκλατινίσθηκαν δηλαδή).

Οι πιο πιθανές ρίζες της λέξης Βλάχος είναι οι παρακάτω:1. Από την παλαιοσλαβική λέξη ¨vlah¨ που σημαίνει ξένος, αλλοεθνής, όχι Σέρβος αλλά λατινόφωνος. 2. Από την Γερμανική λέξη ¨Walechen¨ που επίσης σημαίνει ξένος, μη Γερμανός αλλά λατινόφωνος. 3. Από τον αιγυπτιακό όρο "φελάχ"(=αγρότης), αυτόν δηλαδή που ασχολείται με γεωργικές εργασίες. 4. Από την λέξη ¨Volcae¨, μία κέλτικη φυλή η οποία συνόρευε με τα γερμανικά φύλλα, και με αυτό το όνομα οι Γερμανοί αποκαλούσαν οποιονδήποτε λατινόφωνο. 5. Από την συνένωση των λέξεων valles (βάλε=κοιλάδα) και aqua (άκουα=νερό) δείγμα της ενασχόλησης των βλάχων με την κτηνοτροφία και την φροντίδα των ζώων. Σαν ποιμενικός λαός δηλαδή τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσαν φροντίζοντας τα ζώα τους κοντά στο (απαραίτητο) νερό.

6. Προέλευση από την αρχαιο-ελληνική λέξη ¨Βληχή¨: Μία πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή είναι ότι η λέξη Βλάχος είναι ίσως εξέλιξη της αρχαιοελληνικής λέξης ¨βληχή¨ παράγωγη του ρήματος Βληχάομαι-βληχωμαι (με περισπωμένη) που θα πει βελάζω. Από το ουσιαστικό ¨βληχή¨ (δωρικά ¨βλαχά¨) της δωρικής διαλέκτου ίσως προήλθε η λέξη βλάχα. Φυσικά ο άνθρωπος δε βελάζει, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ο κτηνοτρόφος Βλήχος ή Βλάχος μιμείται το βέλασμα του προβάτου, και με αυτό τον τρόπο το καλεί όταν χάσει ένα από το κοπάδι.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο όρος υπήρχε πολύ πριν την αττική διάλεκτο, και μάλιστα υπήρχε αυτούσιος στους αρχαίους συγγραφείς μας. Οπότε κάθε αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την επακριβή λέξη 2.000 – 2.500 χρόνια πριν, και να αναρωτηθεί μήπως Βλάχοι προβατοτρόφοι πήγαν από την Νότια Ελλάδα προς τον Βορρά και πήραν μαζί τους τον όρο. Γιατί η πιθανότητα να ήρθε ακριβώς η ίδια λέξη από αλλού είναι μάλλον αρκετά δύσκολο να συνέβη.

Η εκλατίνιση των κατακτηθέντων λαών κατά την εξάπλωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι ιστορικά αποδεδειγμένη, και πιστεύω ότι αποτελεί το σημείο κλειδί στην ιστορία των Βλάχων.

Page 6: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Οι πρώτοι στο χώρο των Βαλκανίων που εκλατινίζονται συναντώνται στην σημερινή Βόρεια Ήπειρο. Είναι η πρώτη φορά που ο Ελληνισμός της Αδριατικής δέχεται την πίεση των Ιλλυριών (ο λαός που ζούσε πάνω από τον Γεννούσο ποταμό – περίπου στην σημερινή Βόρεια Αλβανία-), και πρώτοι οι Κερκυραίοι (γύρω στο 229 π.Χ.), ζητούν την βοήθεια των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι έρχονται για βοήθεια αλλά έχουν προβλήματα με τους Καρχηδόνιους και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τους Ιλλυριούς, οπότε ζητούν την βοήθεια των Ελλήνων της σημερινής Βόρειας Ηπείρου καθώς και των Ελληνικών πόλεων που βρίσκονται κατά μήκος των Αδριατικών ακτών, αλλά για να γίνει η στρατιωτική συνεννόηση, επιβάλλεται να χρησιμοποιούν την Λατινική γλώσσα, η οποία έκτοτε έγινε απαραίτητο εργαλείο διοικητικών επικοινωνιών και δημοσίων σχέσεων. Συμπερασματικά μετά και την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., ο εκεί Ελληνισμός χρησιμοποιείται σε δημόσιες θέσεις καθώς και για την φρούρηση των συνόρων από βορειότερους εισβολείς, και έτσι επέρχεται κατά νησίδες και ζώνες μία σταδιακή διγλωσσία στον Βορειοελλαδικό χώρο που επιβιώνει διαμέσου των αιώνων σε αυτό που εμείς σήμερα λέμε «Βλάχοι». Η τακτική των Ρωμαίων άλλωστε σε όλες τις χώρες που κατακτούσαν, ήταν να συγκροτούν πρώτα στρατό και μετά δημόσιες υπηρεσίες. Μα και για το ένα και για το άλλο, χρησιμοποιούσαν -πολύ έξυπνα- μόνο ντόπιους, πλαισιωμένους από υψηλόβαθμους Ρωμαίους. Σε εποχές και μέρη όμως με υψηλό φρόνημα αντίστασης, οι Ρωμαίοι συγκροτούσαν και ένοπλα τμήματα με σκοπό αφ’ ενός την διατήρηση της τάξης στην περιοχή, αφ ‘ετέρου δε την διατήρηση της ελεύθερης επικοινωνίας στους δρόμους και προπαντός στις διαβάσεις των βουνών όπου και τα πιο ανυπότακτα στοιχεία. Αυτές οι στρατιωτικές ομάδες συγκροτούνταν από ντόπιους άντρες -οι οποίοι σαν αντάλλαγμα έπαιρναν κάποια χωράφια- και οι οποίοι αποκαλούνταν ¨armati¨ (αρμάτι), όρο που οι Βλαχόφωνοι στο πέρασμα των αιώνων έκαναν ¨αρμάτουλου¨ και ¨αρματόλι¨, τα οποία αργότερα ελληνοποιήθηκαν στα ¨αρματολός¨ και ¨αρματολοί¨. Είναι εξακριβωμένο ότι οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ντόπιους Έλληνες ως φρουρούς, γιατί ούτε περίσσευμα δυνάμεων είχαν, ούτε την πρόκληση ή ενόχληση του ντόπιου πληθυσμού ήθελαν.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω την άποψη του Μιχαήλ Χρυσοχόου ο οποίος ήταν αξιωματικός και χαρτογράφος του στρατού, και ο οποίος με την ιδιότητα του χαρτογράφου μελέτησε την μορφολογία της οροσειράς της Πίνδου, και τα παλιά τοπωνύμια και τις παραδόσεις των χωριών. Επίσης του είχε κάνει εντύπωση πως όλες οι εγκαταστάσεις των Βλάχων ήταν στην Πίνδο και στον Βαρνούντα. Το συμπέρασμα και αυτού ήταν ότι η πρώτη διαμόρφωση του λαού των Βλάχων προήλθε από τις οροφυλακές τις οποίες εγκατέστησαν οι Ρωμαίοι. Παρατηρεί ότι η οροσειρά της Πίνδου χωρίζει την Μακεδονία και την Θεσσαλία προς τα ανατολικά, και την Ιλλυρία και την Ήπειρο προς τα δυτικά. Η Πίνδος δηλαδή ήταν ένας κεντρικός κόμβος και μπορούσε κανείς να ελέγξει άνετα κάθε κίνηση από το ανατολικό στο δυτικό τμήμα και αντίστροφα. Η οροσειρά αυτή είναι παράλληλη προς την ανατολική ακτή του Αδριατικού πελάγους και αποτελεί μία «αμυντική γραμμή πρώτης τάξεως», την σημασία της οποίας είχαν αντιληφθεί οι Ρωμαίοι γι αυτό και θέλησαν να γίνουν οι κυρίαρχοί της .

Page 7: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Η εγκατάσταση των Βλάχων στις ορεινές περιοχές της Ελληνικής χερσονήσουκαι η "αμυντική γραμμή" που δημιουργούσαν τα βλαχοχώρια, (με το σκούρο μαύρο χρώμα-απο το βιβλίο του Μ.Χρυσοχόου "Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι, 1909")

Page 8: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Με τον τρόπο που περιέγραψα η γλώσσα των Ρωμαίων (η γλώσσα των λεγεωνάριων) εξαπλώθηκε από την Ουαλία και την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι και τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο. Όσοι εκλατινίστηκαν την εποχή αυτή δέχτηκαν τους επόμενους αιώνες επιδρομές από νέους κατακτητές (Σλάβους, Γερμανούς, Άραβες), στις γλώσσες τους εισήχθησαν νέες λέξεις και έτσι τελικά φτάσαμε στη διαμόρφωση των σύγχρονων γλωσσών όπως η ιταλική, γαλλική, ισπανική, πορτογαλική, ελβετική, ρουμανική, αρωμανική. Η εκλατίνιση των πληθυσμών της Βαλκανικής κράτησε από το 167 π.Χ. μέχρι και το 397 μ.Χ. δηλ. μέχρι την εποχή του διαχωρισμού του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους από το Δυτικό, τα δε λατινικά παρέμειναν η πρώτη επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι και την εποχή του Ηρακλείου. Έτσι πιστεύεται ότι διαμορφώθηκε δηλαδή η βλάχικη γλώσσα, η οποία γεννήθηκε στην ραχοκοκαλιά της Πίνδου, για να καταλήξει σαν μία δεύτερη φτωχότερη γλώσσα η οποία χρησιμοποιούνταν μόνο ενδο-οικογενειακώς, ενώ η πλουσιότατη Ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούνταν στις έξω συναλλαγές καθώς επίσης και στα συγγράμματα.Ο πρώτος μεγάλος Νεοέλληνας ιστορικός Κων. Κούμας (που ήταν Βλάχος από την Λάρισα) γράφει στον 12ο τόμο των «Ιστοριών των ανθρώπινων πράξεων» τα εξής: «Η Ιλλυρία απεκαταστάθη Ρωμαϊκή επαρχία το 219 προ Χριστού. Η Μακεδονία και η Ήπειρος το 167, μετ’ ολίγον η Ελλάς. Εξ (6) περίπου εκατονταετηρίδας, εως ου ήρχισε να πίπτη η δύναμις της Ρώμης, όλη η σήμερον ονομαζόμενη Ευρωπαϊκή Τουρκία (εννοεί την Βαλκανική και την Ρουμανία) έγεμεν από στρατεύματα Ρωμαϊκά, επάρχους και άρχοντας Ρωμαίους. Αποτέλεσμα ταύτης της μακροχρονίου επιμιξίας ήτο, ότι Μακεδόνες, Θετταλοί, Έλληνες έμαθαν την γλώσσα των νικητών, και πολλοί έχασαν τη δική των…Οι κάτοικοι χωρίων και κοιλάδων ανέμιξαν τας εγχωρίους γλώσσας των με την ρωμαϊκήν και ούτω κατασκεύασαν ανάμικτον τι παραμόρφωμα, σωζόμενον εισέτι εις πολλά μέρη της Μακεδονίας, Ηπείρου Θετταλίας και Ελλάδος. Όλοι ούτοι οι λαοί ονομάζονται με κοινόν όνομα Βλάχοι.» Και συνεχίζει ο Κούμας: «εν γένει οι Βλάχοι συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γραικούς ως Γραικοί και δεν δείχνουν ούτε εκείνοι ούτε ούτοι καμμίαν εθνική διαφοράν προς αλλήλους, καθώς και τω όντι είναι αμφότεροι οι λαοί μιας πατρίδος τέκνα». Το κείμενο αυτό γράφηκε το 1832, όταν τα εθνικιστικά πάθη στην Βαλκανική χερσόνησο ήταν άγνωστα, και συνεπώς δεν υπηρετούν καμιάς μορφής προπαγάνδα.

Κατά την Τουρκοκρατία οι Βλάχοι εμφανίζονται ως ένας άρτια συγκροτημένος πληθυσμός. Είναι υπό την προστασία της Βαλιντέ σουλτάνας (δηλαδή της μητέρας του Σουλτάνου), γεγονός που τους εξασφαλίζει σχετική ανεξαρτησία με καταβολή ασήμαντου σχετικά φόρου. Φτιάχνουν τα περίφημα τσελιγκάτα (πρωτοπόροι αυτόνομοι κτηνοτροφικοί

Page 9: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

συνεταιρισμοί), τα αρματολίκια, τους βρίσκουμε κτηνοτρόφους, αγωγιάτες, βιοτέχνες, τεχνίτες κι εμπόρους. Κατά τον 16ο - 17ο αι. μ.Χ. οργανώνονται αρκετές βλάχικες κοινότητες οι οποίες και ακμάζουν πάρα πολύ (Μέτσοβο, Καλλαρύτες, Ζαγόρι). Από όλες αυτές ιδιαίτερη σημασία έχει η πόλη της Μοσχόπολης (ή Βοσκόπολης), κοντά στη σημερινή Κορυτσά, όπου ιδρύεται και το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο γύρω στα 1730, ιδρύεται η Νέα Ακαδημία του Πλάτωνα, και λειτουργεί τυπογραφείο όπου τυπώνονται τα πρώτα ελληνικά βιβλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αδελφοί Ορλώφ εκεί πηγαίνουν για να ξεσηκώσουν τους υπόδουλους Έλληνες και όχι στην ανύπαρκτη τότε τούρκικη Αθήνα. Ο πληθυσμός της Μοσχόπολης τότε έφθανε τις 60.000 ψυχές, είχε 22 ορθόδοξες εκκλησίες, και ήταν σημείο αναφοράς σε όλη την Βαλκανική. Επίσης σημαντικές είναι οι κοινότητες της Βουδαπέστης και της Βιέννης οι οποίες αποτέλεσαν ελληνικά κέντρα και φυτώρια της ελληνικής παιδείας. Κατά τον 18ο αι. μ.Χ. με την ανάπτυξη του εμπορίου πολλοί Βλάχοι μεταναστεύουν στις Ρωσία, Ουγγαρία, Αυστρία, Σερβία και φυσικά στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βλαχία, Μολδαβία, οι οποίες το 1859 ενώνονται για να φτιάξουν τη σύγχρονη Ρουμανία), οι οποίες την εποχή εκείνη είναι ημιαυτόνομες περιοχές. Εκεί οι Βλάχοι αποτελούν την αστική τάξη μαζί με τους Φαναριώτες (επιφανείς Έλληνες από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης που αποτελούν την άρχουσα τάξη). Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες γλώσσα της διοίκησης, των κοινωνικών σχέσεων, της αστικής τάξης και γενικότερα γλώσσα της διαβαλκανικής συνεννοήσεως είναι η ελληνική. Η δε προσφορά της ελληνορθόδοξης παιδείας στη διαμόρφωση του εκεί πληθυσμού είναι τόσο σημαντική (με σχολεία, Έλληνες λόγιους, ελληνικά βιβλία) ώστε ουσιαστικά την εποχή εκείνη δεν γίνονταν διάκριση ανάμεσα σε ντόπιους Μολδαβούς και Έλληνες.Η άνθηση αυτή των Βλάχικων κοινοτήτων διακόπτεται με τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη δημιουργία των εθνικών κρατών που βρίσκει τους Βλάχους διασκορπισμένους σε όλη την βαλκανική. Όπως είναι γνωστό, η διάχυση των πληθυσμών σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο είχε τέτοια έκταση, ώστε στάθηκε αδύνατο να συμπεριλάβουν τα νέα κράτη μόνο ομοεθνείς πληθυσμούς, με τα γνωστά αποτελέσματα των ατέλειωτων πολέμων και τις ανταλλαγές πληθυσμών που ζούμε μέχρι και σήμερα.Οι Βλάχοι από τη μεριά τους δεν προσπάθησαν να δημιουργήσουν το δικό τους εθνικό κράτος και αυτό πιστεύω ότι αποδεικνύει το ότι ποτέ δεν ένιωσαν ότι ήταν μία ξεχωριστή εθνότητα. Αντίθετα οι επιφανείς Βλάχικες οικογένειες υποστήριξαν με κάθε τρόπο τα ελληνικά συμφέροντα. Τελικά η χάραξη των συνόρων διαμοιράζει τους Βλάχους σε 4 διαφορετικά κράτη, στην Ελλάδα, στην Αλβανία, στη Σερβία και στη Ρουμανία.

Συμπερασματικά, κοιτώντας την πολυκύμαντη ιστορία των Βαλκανίων, την ονομαζόμενη και "πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης", το μόνο σίγουρο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι εδώ και εκατοντάδες χρόνια οι Βλάχοι είναι κάτοικοι της Βαλκανικής, ανήκαν στη Βυζαντινή και μετέπειτα Οθωμανική αυτοκρατορία, ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, μιλούσαν ένα λατινικό ιδίωμα αλλά ανέκαθεν είχαν ελληνική συνείδηση, εκκλησιάζονταν και μορφώνονταν στα Ελληνικά.

Page 10: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Χάρτης του Αστέριου Κουκούδη στο νούμερο 12 του οποίου βλέπουμε την περιοχή απο την οποία κατέβηκαν στον Αλμυρό οι Βλάχοι

Page 11: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Η ελληνικότητα της γλώσσας των βλάχων

Είναι γνωστό από πλήθος μελέτες, πως το λατινόφωνο ιδίωμα των Βλάχων χρονολογείται από τον 3ο αι. π.Χ. Αντίθετα στην Δακία (παλιά ονομασία της Ρουμανίας), η Λατινική διαδόθηκε 5 αιώνες μετά, δηλαδή στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Μάλιστα οι Ρουμάνοι έχασαν τελείως την μητρική τους γλώσσα, την Δακική δηλαδή, σε αντίθεση με τους Έλληνες που διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα ως κύρια, και τα βλάχικα ήταν μία δευτερεύουσα γλώσσα σε ενδοοικογενειακό και μόνο επίπεδο. Πλέον είναι κοινός τόπος ότι οι ομοιότητες στις δύο γλώσσες οφείλονται σε άνοδο λατινόφωνων από το νότο προς τον Βορρά (τη σημερινή Ρουμανία), κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και όχι το αντίθετο. «Βλάχοι λατινόφωνοι δεν κατέρχονται αλλά ανέρχονται στη Δακία».Η βλάχικη ως επί το πλείστον παραμένει προφορική. Οι Βλάχοι την χρησιμοποιούσαν ενδο-οικογενειακά σε κλειστό κοινωνικό κύκλο. Ενώ άλλες λατινογενείς γλώσσες έχουν γραπτά μνημεία από τον 9ο ή 10ο αιώνα (ισπανική, πορτογαλική), οι Βλάχοι την γλώσσα τους την χρησιμοποίησαν για προφορική μόνο συνεννόηση, χωρίς να γραφεί τίποτε σε αυτήν. Επίσης να είναι σαφές πως μία και ενιαία βλάχικη γλώσσα δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι αρκετές βλάχικες διάλεκτοι ανάλογα την προέλευση των βλάχων (π.χ. Αρβανιτόβλαχοι, Περιβολιώτες, Γραμμουστιάνοι κλπ), και τις επιρροές που αυτοί είχαν από γειτονικούς λαούς.

Απόπειρες να γραφεί έχουν γίνει αρκετές, κάνοντας χρήση είτε του λατινικού είτε του ελληνικού αλφαβήτου αυτές όμως από λόγιους, γλωσσολόγους και λεξικογράφους.Ενδεικτικά:Ο λόγιος Θεόδωρος Αναστασίου Καββαλιώτης εξέδωσε το 1770 στη Βενετία την "Πρωτοπειρία", ένα εγχειρίδιο με προσευχές, γνωμικά, διηγήματα και καταχωρημένες 1.170 λέξεις σε τρεις κάθετες στήλες, στην νεοελληνική, βλάχικη και αλβανική.Το 1802 ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης εκδίδει την "Εισαγωγική Διδασκαλία",ένα τετράγλωσσο λεξικό «της ελληνικής, της εν Μοισία βλάχικης, της βουλγαρικής, και της αλβανιτικής». Ακολούθησε η γραμματική της Βλάχικης γλώσσας, του Μ. Μπογιατζή, η οποία τυπώθηκε το 1813 στη Βιέννη (ο οποίος πρότεινε το λατινικό αλφάβητο).Το «Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης» του Κ. Νικολαΐδη (Αθήναι 1909), περιλαμβάνει 6.657 λέξεις εκ των οποίων οι 3.560 έχουν ελληνική προέλευση καταγωγή από αρχαίες ελληνικές λέξεις, είτε μακεδονικές, είτε μυκηναϊκές, είτε δωρικές, δηλαδή σε ένα ποσοστό πάνω από 52%, (μάλιστα τα βλάχικα είναι το δεύτερο μετά το τσακωνικό ιδίωμα στην χρήση ¨καθαρών¨ δωρικών λέξεων), 2.605 λέξεις λατινική, 185 λέξεις σλάβικη, 150 αλβανική και οι υπόλοιπες 157 άγνωστη. Μάλιστα σε πολλές από τις ελληνογενείς λέξεις η ετυμολογία ανάγεται στους πρωτο-αρχαιοελληνικούς και ομηρικούς χρόνους. Νομίζω πως είναι σαφές πως αυτό το 52% μας δίνει μία καθαρή εικόνα του τόπου γεννήσεως μιας γλώσσας αλλά και των ανθρώπων οι οποίοι την μιλούσαν. Γνωστό το παράδειγμα της λέξεως «όϊα» η οποία σημαίνει πρόβατο, όπως δηλαδή ακριβώς έλεγαν το πρόβατο οι αρχαίοι Έλληνες και στους ομηρικούς χρόνους.

Page 12: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Παραθέτω εδώ έναν πίνακα με μερικές μόνο από τις λέξεις οι οποίες έχουν αρχαιοελληνική (μυκηναϊκή και ομηρική) προέλευση.

πηγή: www.eranistis.gr

Η ρουμάνικη προπαγάνδα

Η παρουσία των Ελλήνων στα εδάφη της σημερινής Ρουμανίας χρονολογείται από την αρχαιότητα. Οι Μιλήσιοι ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. ίδρυσαν στις εκβολές του ποταμού Ίστρου (σημερινού Δούναβη), την πόλη Ίστρια, στην οποία έχουν βρεθεί ερείπια ναών του Δία, του Απόλλωνα, του Ερμή της Δήμητρας και άλλων Ελληνικών θεοτήτων. Οι Μιλήσιοι επίσης ίδρυσαν την πόλη Τόμις την σημερινή Κωστάντζα, όπου βρέθηκαν νομίσματα με μορφές αρχαίων θεών.

Τον 6ο π.Χ. αιώνα και πάλι οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την πόλη Κάλλατις, σημερινή Μανγκάλια. Άλλες σημαντικές αποικίες ήταν η Αιγισσός (Τούλτσεα), και η Αξιούπολη (Τσερναβόντα), που μαζί με τις προηγούμενες αποτέλεσαν μια συμμαχία το «Κοινόν των Ελλήνων» με έδρα την Τόμις. Συνεχώς ελληνικά πλοία προσέγγιζαν τις παράκτιες πόλεις, και ως συνέπεια είχαμε εγκατάσταση Ελλήνων, η οποία μετά την άλωση της Κων/λης μεγάλωσε, όταν η Πύλη καθιέρωσε την τοποθέτηση Ελλήνων Φαναριωτών ως ηγεμόνων στη Μολδοβλαχία. Η οποία απολάμβανε καθεστώς ημιανεξαρτησίας απέναντι στο Οθωμανικό κράτος. Όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο δηλαδή, Βλαχόφωνοι ανεβαίνουν από το νότο προς την Ρουμανία και όχι αντίθετα. Εκεί οφείλονται και οι ομοιότητες της βλάχικης γλώσσας με την γλώσσα των Ρουμάνων. Ρουμάνων που ας μην το ξεχνάμε, ονομάστηκαν έτσι μόλις πριν 150 χρόνια θέλοντας να ισχυριστούν ότι το κράτος τους –το οποίο είναι η αρχαία Δακία- αποτελεί συνέχεια της

Page 13: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Βυζαντινής, της Ανατολικής Ρωμαϊκής δηλαδή αυτοκρατορίας. Ο παλαιός όρος roman (του λατινόφωνου υπηκόου του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους δηλαδή), έγινε Roman και καθιερώθηκε ως εθνωνύμιο μόλις στα μέσα του 19ου αι. Έως τότε κάθε μεγάλη περιοχή τους έφερε το τοπικό όνομα, και οι εκεί κάτοικοι της το αντίστοιχοΚάνοντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή λοιπόν, βλέπουμε ότι αρχικά υπήρχαν οι δύο ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Υπήρχε πίεση προς τις τότε ηγεσίες τους από τους υπηκόους τους για να κινηθούν για την απελευθέρωση μεγάλων και γειτονικών περιοχών της Τρανσυλβανίας και της Βεσσαραβίας. Είναι ιστορικά καταγραμμένο ότι οι Ρουμάνοι είχαν βλέψεις στην περιοχή της Τρανσυλβανίας που ανήκε στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία και στην οποία ζούσαν πολλοί ομοεθνείς τους αλλά ήταν αδύνατη η προσάρτηση της. Επίσης η Ρουμανία αδικήθηκε γιατί παραχωρήθηκε στην Ρωσία η Βεσσαραβία που ήταν ιστορικά και εθνολογικά Ρουμάνικη, και στη θέση της πήρε την Δοβρουτσά που κατοικούσαν Βούλγαροι, Τούρκοι και Τάταροι.Για να μην έχουν προβλήματα όμως με τις τότε υπερδυνάμεις Αυστρία και Ρωσία, επέλεξαν σαν διεκδικήσιμο στόχο τους Βλάχους της Ελλάδος, αφού η Ελλάς ήταν πιο εύκολος αντίπαλος γι αυτούς. Έτσι δημιούργησαν το ανύπαρκτο θέμα των "Ρουμάνων της Μακεδονίας" (όπως τους αποκαλούσαν) για αντιπερισπασμό. Επιπλέον οι Ρουμάνοι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τους Βλάχους σαν ενέχυρο στις διαπραγματεύσεις τους με τους Βούλγαρους έτσι ώστε να εξασφαλίσουν ευνοϊκότερη ρύθμιση των συνόρων των δύο κρατών στην αμφισβητούμενη περιοχή της Δοβρουτσάς. Επιθυμούσαν να μεταφέρουν τις απαιτήσεις τους για τους Βλάχους στην Βουλγαρία σε ανταλλαγή για τους Βούλγαρους που ζητούσαν δικαιώματα σε αυτή την περιοχή. Οι δυνάμεις της εποχής υποδαύλιζαν τη δημιουργία του θέματος των "Ρουμάνων της Μακεδονίας" για ιδία οφέλη: Η Αυστρία για να γλιτώσει από τις πιέσεις των πολυάριθμων ρουμανικών πληθυσμών της Τρανσυλβανίας, οι Βούλγαροι για να κερδίσουν μεγαλύτερο κομμάτι στην πίτα της Μακεδονίας, οι Ρώσοι γιατί υποστήριζαν τον πανσλαβισμό, οι Τούρκοι γιατί είχαν αρχή τους το διαίρει και βασίλευε.

Το 1853 δύο μορφωμένοι Ρουμάνοι ο Ιωάννης-Ηλιάδης- Ραντουλέσκου και ο Δημήτριος Μπολιντεάνου επισκέπτονται δήθεν τυχαία την περιοχή της Αχρίδας και της Πίνδου, όπου δέχονται μεγάλη περιποίηση από τον Ρεσέτ –Πασά κατόπιν εντολής της Υψηλής Πύλης «να τους βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις». Επιστρέφοντας στην Ρουμανία λένε ότι ανακάλυψαν τους χαμένους για 1.500 χρόνια αδελφούς τους, οι οποίοι απλώνονται ως την Πελοπόννησο!!! Ο Ραντουλέσκου εκδίδει στα Γαλλικά το βιβλίο «Το όνειρο ενός απόκληρου» (Reve d’ un Proscrit), στο οποίο περιορίζει τους Έλληνες στο ακρωτήριο Ταίναρο, και απευθύνει θερμό χαιρετισμό στους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης τους οποίους αποκαλεί «Ρουμάνους της Μακεδονίας», οι οποίοι είναι στην μεγάλη τους πλειοψηφία Βλάχοι. Η τότε υπό σύσταση Ρουμανία ήταν ένα έθνος σχηματιζόμενο, χωρίς παράδοση και χωρίς ιστορία, το οποίο έψαχνε ένα σημείο αναφοράς και στο οποίο κυριαρχούσε άκρατος και άκριτος εθνικισμός, και τα κηρύγματα των Ραντουλέσκου και Μπολιντεάνου έπιασαν τόπο. Η Ρουμανία ιδρύθηκε το 1859 όταν με απόφαση των συνελεύσεων Βλαχίας και Μολδαβίας κηρύχθηκε η ένωσή των δύο αυτών ηγεμονιών. Από το 1860 μέχρι και το 1913 (και οριστικά με το τέλος του 2ου παγκόσμιου πόλεμου) η Ρουμανία οργάνωσε συστηματική και πολυδάπανη προπαγάνδα για προσηλυτισμό των Βλάχων.

Page 14: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Προγραμμάτισε και ενίσχυσε τη συγγραφή πλήθους κειμένων με θέμα την προέλευση των Βλάχων από τη Δακία ώστε να δίνεται η εντύπωση ύπαρξης αλύτρωτων Ρουμάνων. Με σχετικό νόμο το 1860 ρυθμίστηκε το σύστημα εγγραματισμού και προκρίθηκε το ετυμολογικό και όχι το φωνητικό, για σαφείς ιδεολογικούς λόγους (λατινικότητα έναντι σλαβικής κληρονομιάς), από το νεοϊδρυθέν ρουμανικό κράτος.Το 1860 επίσης ιδρύεται το Μακεδονορουμανικό Kομιτάτο το οποίο πρεσβεύει την δημιουργία Ρουμάνικου κράτους το οποίο θα περιλαμβάνει την Μακεδονία, την Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Αλβανία. Αμέσως η Ρουμανική κυβέρνηση προχωρά στην κατάσχεση της τεράστιας ακίνητης περιουσίας της Ελληνικής Εκκλησίας στην Ρουμανία, χωρίς να αναγνωρίσει ποτέ υποχρέωση αποζημίωσης. Την ίδια τακτική ακολούθησε 30 χρόνια, μετά και με τα απαλλοτριωθέντα κτήματα των Ευάγγελου και Κων/νου Ζάππα, εξασφαλίζοντας έτσι πλούσιους πόρους για την προπαγάνδα τους.Και φθάνουμε στο 1862 όπου εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Απόστολος Μαργαρίτης. Ο γεννημένος στις 5/8/1832 στην Βλάστη Κοζάνης, δάσκαλος Απ. Μαργαρίτης, μεγάλωσε στην Αβδέλλα, δίδαξε στα σχολεία του Κορησσού, της Καστοριάς και της Κλεισούρας, πήγε στο Βουκουρέστι και κατόρθωσε να εμπνεύσει και να παρασύρει τον χωρίς ιστορικές αναφορές ρουμανικό λαό.Εφοδιασμένος με πλούσια οικονομικά μέσα επιστρέφει στην Κλεισούρα και λειτουργεί εκεί το πρώτο ρουμανικό σχολείο. Το γεγονός αυτό προκαλεί θύελλα ενθουσιασμού στην Ρουμανία, και αντιδράσεων στην Ελλάδα. Το 1864 ο ίδιος ο Πατριάρχης με επιστολή του ζητά από τους κατοίκους της Κλεισούρας να κλείσουν το σχολείο και να διώξουν τον Μαργαρίτη. Επειδή όμως είχε δημιουργήσει κύκλο ευνοουμένων, αυτοί αντέδρασαν στην έκκληση του Πατριάρχη. Με υποκίνηση του Πατριαρχείου παρεμβαίνουν οι Τούρκοι κλείνουν το σχολείο, συλλαμβάνουν τον Μαργαρίτη και τον στέλνουν στην Κων/πολη. Το 1867 ο Μαργαρίτης επιστρέφει στην Κλεισούρα εφοδιασμένος με άδεια των Τούρκων πλέον, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει «ιδιωτικό σχολείο εντός της οικίας του». Τον ίδιο χρόνο η κοινότητα Αβδέλλας στην Ανατολική Πίνδο τον καλεί να λειτουργήσει κι εκεί ρουμανικό σχολείο. Πλέον τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία. Ο Μαργαρίτης το 1877 διορίζεται «γενικός διευθυντής των ρουμανικών σχολείων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Το 1880 λειτουργούσαν 24 ρουμανικά σχολεία ημιγυμνάσιο στο Κρούσοβο και γυμνάσιο στο Μοναστήρι. Το 1892 οι Ρουμάνοι μετά από άδεια του Σουλτάνου αποφάσισαν να ιδρύσουν δύο επισκοπές στα Γιάννενα και στο Μοναστήρι. Τον ίδιο χρόνο οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας – Ρουμανίας διακόπτονται εξ ‘αιτίας των κτημάτων Ζάππα. Το 1896 αποκαθίστανται μέχρι και το 1905 οπότε και διακόπτονται ξανά. Το 1899 προστέθηκαν Γυμνάσια στα Γιάννενα και τα Γρεβενά, και Εμπορική Σχολή στην Θεσσαλονίκη. Τον ίδιο χρόνο τα σχολεία έφθασαν τα 90. Κάθε οικογένεια που έστελνε μαθητή σε ρουμανικό σχολείο επιδοτούνταν μηνιαίως με μία χρυσή λίρα Τουρκίας, ποσό ικανό να εξασφαλίσει τα απαραίτητα σε μία αγροτική οικογένεια. Επίσης είχαν δωρεάν ρουχισμό και περίθαλψη. Βέβαια στην πραγματικότητα πολλοί γονείς έστελναν τα παιδιά τους είτε για το επίδομα μόνο, είτε για να εξασφαλίσουν καλές σχέσεις πριν την απελευθέρωση του 1912-1913 και με αυτή την πλευρά. Οι Ρουμάνοι έφθασαν στο σημείο να εξαγοράσουν και τις επιστημονικές υπηρεσίες του Γερμανού καθηγητή Weigand για να ενισχύσουν την θεωρία τους. Η επίμονη αυτή προβολή της επίπλαστης επιστημονικής επιχειρηματολογίας πείθει τους Τούρκους, και στις 22-5-1905 ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ με τον περίφημο «ιραδέ» υποκύπτει στις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και αναγνωρίζει

Page 15: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Ρουμανική εθνότητα στην Μακεδονία, Θεσσαλία & Ήπειρο. Έτσι φθάνουμε στον Σεπτέμβριο του 1905 οπότε και διακόπτονται οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας – Ρουμανίας και τίθεται υπό διωγμόν η ακμάζουσα στην Ρουμανία Ελληνική παροικία. Μέχρι το 1911 τα γεγονότα ήταν επώδυνα και περιελάμβαναν απελάσεις Ελλήνων, κλείσιμο σχολείων, κατάσχεση περιουσιών κτλ.

Και φθάνουμε στο 1913 με τον Ελευθ. Βενιζέλο στην εξουσία ο οποίος αναζητώντας στηρίγματα και συμμάχους για την πολιτική του αποφάσισε να δώσει και επίσημα στην Ρουμανία αυτά που είχε κερδίσει ντε φάκτο, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή της σε άλλα σημαντικά εθνικά θέματα. Συγκεκριμένα προσπαθώντας να κερδίσει την ευμένεια της Ρουμανίας μια και η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρές πιέσεις στο θέμα της προσάρτησης της Ηπείρου και στο Κρητικό θέμα, και επιπλέον χρειάζονταν τη συμμετοχή της Ρουμανίας στη συμμαχία που είχε συνάψει με τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας, αναγνώρισε ρουμάνικη μειονότητα στην Ελλάδα και της παραχώρησε ιδιαίτερα σχολικά και εκκλησιαστικά προνόμια. Συγκεκριμένα στις 15/5/1913 ο Έλληνας πρέσβης στο Βουκουρέστι ανακοινώνει ότι σε αντάλλαγμα της συμμαχίας των δύο χωρών επιτρέπεται η χρήση της γλώσσας τους και παραχωρείται σε αυτούς «πλήρη ελευθερία» στα σχολεία και τις εκκλησίες των κουτσόβλαχων της Μακεδονίας. Έτσι στις 18/7/1913 υπογράφεται η Συνθήκη του Βουκουρεστίου κατά την οποία η Βουλγαρία έχανε το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας που το έπαιρναν η Ελλάδα και η Σερβία, και την Ανδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές που έπαιρνε η Τουρκία. Η Βουλγαρία αντέδρασε στην παραχώρηση της Καβάλας στην Ελλάδα και η Ρουμανία απείλησε πως θα κυρίευε τη Σόφια. Έτσι η Ελλάδα κέρδισε την Ανατολική Μακεδονία και σαν σύνορο με την Ρουμανία ορίστηκε ο ποταμός Νέστος.

Ιδού ένα απόσπασμα της επιστολής του Βενιζέλου προς τον Ρουμάνο ομόλογο του Μαγιορέσκο: «…Η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικές κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής διά τους κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγη υπό την επίβλεψην της Ελληνικής κυβερνήσεως τα ειρημένα ενεστώτα ή μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα».

Τα παραπάνω προνόμια δεν ωφέλησαν τελικά ιδιαίτερα τη Ρουμανία, μια και η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνόβλαχων ενσωματώθηκε στο νέο ελληνικό κράτος, οι δε ρουμάνικες κοινότητες τοποθετήθηκαν στο περιθώριο της κοινωνίας των Ελλήνων και έσβησαν με τον καιρό από φυσικό θάνατο και μαρασμό. Έτσι πλέον τελειώνει η πρώτη περίοδος του λεγόμενου κουτσοβλαχικού ζητήματος και αρχίζει η δεύτερη η οποία διαρκεί έως το 1944. Στο μεσοδιάστημα αυτό οι Ρουμάνοι και οι ρουμανίζοντες Ελληνόβλαχοι συνεχίζουν την προπαγάνδα τους ανενόχλητοι και νόμιμα. Πλέον επικεντρώνονται σε περιφερειακά κέντρα όπως τα Γρεβενά, η Βέροια και η Λάρισσα.Αυτή την περίοδο εμφανίζεται και ο αυτοαποκαλούμενος εκπρόσωπος των Βλάχων της Νότιας Βαλκανικής Αλκιβιάδης Διαμάντης με καταγωγή από την Σαμαρίνα. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο και υπηρέτησε στον στρατό, εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία απ’ όπου επέστρεψε το 1917 και πρωτοστάτησε στη δημιουργία της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Πίνδου η οποία είχε διάρκεια μία ημέρα. Μετά την αποτυχία διέφυγε στην Αλβανία όπου

Page 16: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

και συνεργάστηκε με Ιταλούς αξιωματικούς. Τον συναντάμε πάλι το 1930 στην Αθήνα ως αντιπρόσωπο των ρουμάνικων πετρελαίων στην Ελλάδα. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου συνενώνεται με τα στρατεύματα του εχθρού και φέρει το παράσημο του «Ταξιάρχου του Ιταλικού Στέμματος», και τον αποκαλούν Κομεντατόρε.

Στον πόλεμο του ’40 η συμμετοχή των Βλάχων τόσο στην 8η Μεραρχία όσο και στα Συντάγματα Κοζάνης και Τρικάλων ήταν ηρωική όπως και των άλλων Ελλήνων. Όχι όμως και των Ρουμανιζόντων, κάποιοι εκ των οποίων κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία υπέρ των Ιταλών. Μετά την πλήρη κατάληψη της χώρας εκδηλώνεται έντονη δραστηριότητα των Ρουμανιζόντων στα βλαχοχώρια με επίκεντρο την Λάρισα. Η προπαγάνδα τους στηριζόταν στους παρακάτω άξονες: 1. Οι Βλάχοι ως Λατινογενής λαός συνδέονται άρρηκτα με τους Ιταλούς, άρα ανήκουν στους νικητές, δηλαδή στις δυνάμεις του Άξονα.2. Ήρθε η ώρα να διορθωθούν οι αδικίες σε βάρος των Βλάχων και να σταματήσει και η καταπίεση από το ελληνικό κράτος. 3. Κινείται άμεσα η διαδικασία δημιουργίας ανεξάρτητου Βλάχικου κράτους (¨Πριγκιπάτο της Ηπείρου¨) που θα περιλαμβάνει την Δυτ. Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θεσσαλία μέχρι τον Δομοκό. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε στην Λάρισσα με επικεφαλής τους Αλκ. Διαμάντη, Νικ. Ματούση και Βασ. Ραπουτίκα η 5η Ρωμαϊκή Λεγεώνα. Το 1941 ο Διαμάντης συναντάται με τον κατοχικό πρωθυπουργό τον (Βλάχο) Γεώργιο Τσολάκογλου και του θέτει τελείως παράλογα αιτήματα όπως το να διορίζονται όλοι οι νομάρχες και οι δήμαρχοι από κοινού με τον Διαμάντη, στις περιοχές αυτές να λειτουργούν μόνο βλάχικα (ρουμάνικα) σχολεία κλπ. Εν τω μεταξύ η δράση της Λεγεώνας με απειλές, εκβιασμούς, ξυλοδαρμούς και λεηλασίες στην Θεσσαλία και κύρια στις επαρχίες Τυρνάβου, Ελασσόνας, Αλμυρού και Βελεστίνου ήταν εξοντωτική για το σύνολο του πληθυσμού.Στις 6 Ιανουαρίου 1942 με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ και των Νικ. Ράπτη, Δημ. Χατζηπύρου, Γ. Ρούσα, Χαρ. Τζήμα, Κίκα, Κατσιλέρου, Τάρη και άλλων, γίνεται μία δήλωση στην οποία τονίζεται η ελληνικότητα των Βλάχων και η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της αντίστασης. Πέντε από τους παραπάνω μεταξύ τους και ο Αβέρωφ, συλλαμβάνονται και στέλνονται στην Ιταλία. Στις αρχές Ιουνίου ο Διαμάντης καλείται κατεπειγόντως και πηγαίνει στο Βουκουρέστι απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Ούτε νεκρός. Οι Ρουμάνικες αρχές υποψιάστηκαν ότι ο Διαμάντης κατηύθυνε την όλη του προσπάθεια προς την Ιταλία, και όχι προς αυτούς, κάτι που δεν θα τους ευνοούσε να κυριαρχήσουν μόνοι τους στα Βαλκάνια. Γι αυτό λοιπόν αφαίρεσαν κάθε αξίωμα από το άλλοτε πειθήνιο όργανο τους. Ο Νικ. Ματούσης πηγαίνει στην Αθήνα και από κει στο Βουκουρέστι όπου λίγο αργότερα κλείνεται στη φυλακή στο νησί του Διαβόλου στον Δούναβη. Ξαφνικά το 1964 ο Ματούσης εκδίδεται στην Ελλάδα και «κηρύσσεται αθώος των αποδιδομένων αυτώ πράξεων». Το 1976 νέο δικαστήριο τον αποκαθιστά πλήρως και παίρνει πίσω τα πολιτικά του δικαιώματα. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η ανάμειξή του στα γεγονότα του 1941-42 έγινε για εθνικό σκοπό μετά από εντολή του Ιωάννη Ράλλη, ώστε να πειστούν οι Ρουμάνοι να ασκήσουν πίεση στους Γερμανούς, ώστε να μην επιτραπεί η κάθοδος των Βουλγάρων την Θεσσαλονίκη. Η ιστορία δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη την αλήθεια γύρω από αυτή την σκοτεινή και περίεργη υπόθεση. Ο Βασ. Ραπουτίκας συνελήφθη από αντάρτες της αντίστασης και αφού διαποπέμφθηκε σε πολλά χωριά, εκτελέστηκε.

Page 17: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Η νέα κίνηση που εδώ και λίγο χρονικό διάστημα έχει ξεκινήσει από βλάχους της Κωστάντζας και του Βουκουρεστίου (βλέπε περιοδικά ¨Μπάνα Αρμανεάσκα¨ και¨Φάρα Αρμανεάσκα¨) συγκροτείται από απόγονους των βλάχων που μετανάστευσαν οικειοθελώς στην Ρουμανία την δεκαετία του 1930 (περιοχή Καντριλατέρ). Αυτοί μαζί με την Λίγκα των Σκοπίων διεκδικούν τον χαρακτηρισμό των Βλάχων ως διαβαλκανικής εθνικής μειονότητας. Ιδεολογικό μανιφέστο τους η αφοριστική ¨Ντιμαντάρεα Παριντεάσκα¨ της παλιάς Ρουμανικής προπαγάνδας, και ο ¨Δωδεκάλογος¨ της Ματίλδας Καράτζιου-Μαριοτσεάνου. Σύγχυση, άγνοια, τυχοδιωκτισμός, πολιτικές σκοπιμότητες, ίσως όλα αυτά & ακόμη περισσότερα μαζί.Επίσης να αναφέρουμε της κινήσεις ορισμένων μη κυβερνητικών οργανώσεων που επιδοτούνται από ιδρύματα του εξωτερικού οι οποίες προσπαθούν με κάθε μέσο να θέσουν θέμα Βλάχων στην Ελλάδα με ευρύτερους σκοπούς για την περιοχή. Ενδεικτικά αναφέρω εδώ την απόφαση της FUEN (Federal Union of European Nationalities) στις 7 Μαΐου 2005 στο Βουκουρέστι που καλεί Ελλάδα και Αλβανία να παράσχουν εδαφική και διοικητική αυτονομία στους Βλάχους των χωρών τους!!! (http://www.fuen.org/pdfs/20050815DOKU_BUCHAREST.pdf). Και άλλες παρόμοιες κινήσεις άλλων φορέων, που πρέπει να προσέχουμε και οι Σύλλογοι Βλάχων, και η επίσημη πολιτεία.

Η σταθερή διακήρυξη από μέρους των Ελλήνων Βλάχων, της ελληνικής εθνικής μας συνείδησης τους χαλάει τα σχέδια. Οι Βλάχοι όπως έγινε και στο παρελθόν σε αυτές τις ενέργειες, θα υψώσουν την φωνή τους και θα χαλάσουν τα σχέδια αυτών των νοσηρών εγκεφάλων.

Η καταγωγή των βλάχων του Αλμυρού

Οι Βλάχοι της περιοχής Αλμυρού είναι γνωστοί με το όρο «Αρβανιτόβλαχοι» ή «Αρβαντόβλαχοι». Ο όρος αυτός υποδηλώνει εκείνους τους Βλαχόφωνους Έλληνες που οι πρόγονοι τους είχαν βρεθεί να κατοικούν στις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου. Αυτή τους η συνύπαρξη με τους εκεί αρβανίτες είχε σαν αποτέλεσμα την γνώση εκτός της Βλάχικης, της Ελληνικής, επιπροσθέτως και της Αλβανικής γλώσσας, η οποία επικρατούσε ως γλώσσα συνεννόησης και συναλλαγών στις περιοχές τους. Δηλαδή οι Αρβανιτόβλαχοι είναι ένας από τους κλάδους των Βλάχων οι οποίοι στις μέρες μας είναι διασκορπισμένοι σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας. Από την άποψη της γλώσσας δηλαδή, ήταν όλοι τρίγλωσσοι (ελληνικά, βλάχικα και αλβανικά).

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσω επίσης για την περιοχή που μιλάμε, πως οι κάτοικοι εννοείται πως ήταν Έλληνες. Μέχρι την αρχαία ελληνική πόλη του Ωρικού και τον Γεννούσο ποταμό κατοικούσαν Ελληνικά φύλλα σύμφωνα με τον Στράβωνα και τον Πολύβιο. Υπήρχε έντονη, συνεχής και αδιάλειπτη παρουσία των Ελλήνων. Πέρα από τον Γεννούσο ποταμό υπήρχαν Ιλλυρικά φύλα. Σε όλη αυτή την περιοχή υπάρχουν ερείπια αρχαίων οικισμών, θεάτρων,

Page 18: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

ναών, αγγεία κλπ. ίδιας ακριβώς τεχνοτροπίας με της κυρίως Ελλάδας. Αλβανικά φύλλα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην περιοχή άνωθεν του Ελμπασάν αρκετούς αιώνες μετά (οι αποκαλούμενοι skypetare-σκιπιτάροι), γύρω στον 11ο αι. μ.Χ., ενώ γραπτές αναφορές για Βλάχους υπάρχουν από τον 6ο αι. μ.Χ. και μετέπειτα, πάρα πολλές φορές. Για τις εγκαταστάσεις των Βλάχων στην σημερινή Αλβανία βασιζόμαστε στις μαρτυρίες των Rubin και Berard οι οποίοι συμφωνούν πως υπάρχουν τουλάχιστον 200 βλαχοχώρια έως το Ελμπασάν (δες επόμενο χάρτη). Ο Στράβων ορίζει ως το βορειοδυτικό σύνορο του Ελληνισμού με τους Ιλλυριούς την αρχαία Εγνατία οδό, δηλ. τον Γενούσο ποταμό τον ρου του οποίου η Εγνατία ακολουθεί σε μεγάλη διαδρομή.

Page 19: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Χάρτης στον οποίο βλέπουμε τα βέλη στον Γεννούσο ποταμό που δείχνουν έως που

Page 20: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

υπήρχανΒλαχόφωνοι Έλληνες (τα ιστορικά όρια του Ελληνισμού), και από εκεί και επάνω Ιλλυριοίκαι αργότερα Αλβανοί. Επίσης επισημαίνονται με κύκλο η Μοσχόπολη και η Κορυτσά, ξακουστά κέντρα των Βλάχων.

Ενδεικτικά αναφέρω εδώ τα λόγια του καθηγητή της Σορβόννης Victor Berard στα τέλη του 19ου αι. για τους Βλάχους του Ελμπασάν: «…Οι Βλάχοι έχουν τη δική τους εκκλησία, τη δικιά τους γλώσσα, και τα δικά τους σχολεία…Και στα δυο τους σχολεία η διδασκαλία γίνεται στα Ελληνικά. Ελληνικός ο κλήρος τους, ελληνική και η λειτουργία. Οι ίδιοι μιλάνε Βλάχικα στη συνοικία τους και Ελληνικά στο παζάρι. Κοντολογίς έχουν Ελληνική συνείδηση και δηλώνουν Έλληνες...»

Θα πρέπει να διευκρινίσω επίσης πως οι Βλάχοι που βρέθηκαν να κατοικούν στην Νότια Αλβανία δεν είναι στο σύνολο τους Αρβανιτόβλαχοι. Είναι χαρακτηριστικό πως –ειδικά παλιότερα- πολλοί ηλικιωμένοι αγνοούσαν τον παραπάνω όρο, και αυτοπροσδιορίζονταν ως «νόι χίμ Φρασερότς» (δηλ. «εμείς είμαστε Φρασσεριώτες»).Στην πραγματικότητα ο σωστός όρος είναι «Φρασσερ(ι)ώτες» γιατί ο όρος «Αρβανιτόβλαχοι» και μεταγενέστερος είναι και επικράτησε μόνο και μόνο για να μας ξεχωρίζει ως προς την τοποθεσία καταγωγής από τις άλλες ομάδες Βλάχων (πχ Γραμμουστιάνοι είναι οι καταγόμενοι από την περιοχή του Γράμμου, Περιβολιώτες οι από το Περιβόλι Γρεβενών κ.ο.κ.).

Η κοιτίδα λοιπόν των Βλάχων του Αλμυρού είναι η ευρύτερη περιοχή του χωριούΦράσσιαρη (ή Φράσσαρα) της σημερινής Νότιας Αλβανίας. Η Φράσσιαρη (Frashari ή Frasher) γύρω στα 1700 ήταν μία δυναμική κωμόπολη στην περιφέρεια της Πρεμετής, η οποία αποτελούνταν από Βλάχους οι οποίοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία και τα μουλάρια (αγωγιάτες). είχε πάνω από 600 σπίτια και πολλές εκκλησίες. Κατόπιν καταστράφηκε τρεις φορές από τους Οθωμανούς και πολλοί Φρασσαριώτες κατέφυγαν στην γειτονική περιφέρεια της Κορυτσάς και κυρίως στα χωριά Δάρδα, Ντεσνίτσα και Πλιάσα απ΄ όπου και κατέβηκε η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων του Αλμυρού. Σήμερα πάρα πολλοί Φρασαριώτες βρίσκονται ακόμη και στις μέρες μας στην περιοχή της Κορυτσάς. Επίσης πάρα πολλοί είναι στην Αμερική και μάλιστα ο εκεί Σύλλογος τους έχει ιδρυθεί το 1903!! Σύμφωνα με ιστορικές πηγές διακρίνονταν για τον ανδρείο και σκληρό χαρακτήρα τους. Διατηρούν αρκετά παλιά έθιμα, ακόμη και τη βεντέτα κατά τον Π. Κανελλίδη (περιοδικό ¨Εβδομάς¨, Αθήνα,1887). Το έθιμο της βεντέτας (ασμαλίκι), συναντάται απ’ όσον ξέρω στους «Κολονιάτες» Βλάχους (δηλ. από την περιοχή Κολόνια της Βόρειας Ηπείρου). Αξιοσημείωτο είναι πως λόγω της μετακινήσεως του πληθυσμού το καλοκαίρι, και επειδή οι αγωγιάτες απασχολούνταν πολύ και σε μη βλαχόφωνες περιοχές, όλοι οι άνδρες ήταν πολύγλωσσοι. Εκτός από τα βλάχικα, τα ελληνικά, και τα αλβανικά όπως προείπαμε, αρκετοί ακόμη μιλούσαν την βουλγάρικη, κάποιοι ακόμη και την τούρκικη γλώσσα. Η γλώσσα των Φρασσαριωτών είναι μία πρωτο-ρωμαϊκή διάλεκτος, η οποία εξ αιτίας της αργής τους ανάπτυξης είναι η πιο απαρχαιωμένη συγκριτικά με άλλα νεολατινικά ιδιώματα,

Page 21: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

και με τις λιγότερες ξένες επιρροές. Η εσωστρεφής και απομονωμένη ζωή τους, προστάτεψε την γλώσσα τους από επιρροές άλλων βαλκανικών φυλών. Οι ξενόφερτες λέξεις στο Φρασσαριώτικο ιδίωμα είναι αλβανικές και τούρκικες. Οι ελληνικές λέξεις στο λεξιλόγιό τους έχουν να κάνουν με τεχνικούς, στρατιωτικούς ή διοικητικούς όρους και σε κάθε περίπτωση εισήχθησαν αφού η γλώσσα είχε ήδη διαμορφωθεί.. Είναι μία γλώσσα σχεδόν δύο χιλιάδων ετών, και θεωρείται μία από τις αρχαιότερες και «καθαρότερες» γλωσσικά της Ευρώπης (λόγω των ενδογαμιών).

Όσον αφορά τα επαγγέλματα τους ήταν αποκλειστικά κτηνοτρόφοι και μεταφορείς – κυρατζήδες. Ελάχιστοι ήταν και ραφτάδες οι οποίοι όμως ήταν φημισμένοι για την δουλειά τους και τροφοδοτούσαν μάλιστα και όλη την αγορά της Κορυτσάς.Σε κάθε τσελιγκάτο αποκλειστικός «κουμανταδόρος» ήταν ο τσέλιγκας, ένα σεβάσμιο απ’ όλους πρόσωπο που ρύθμιζε όλες τις οικονομικές δοσοληψίες και όχι μόνο. Ενδεικτικά αναφέρω ότι ρύθμιζε ακόμη και τους γάμους των νέων. Ο λόγος του ήταν νόμος. Σε περίπτωση θανάτου του, η εξουσία μεταβιβαζόταν στον μεγαλύτερο από τους γιους του.

Ένα άλλο ισχυρό και συνηθισμένο έθιμο των Φρασσαριωτών ήταν το να γίνονται κάποια αγόρια «αδελφοποιτοί». Στην περίπτωση αυτή ορκίζονταν στο ευαγγέλιο («φορτάτς ντ’ ευαγγέλιο»). Πήγαιναν στον παπά ο οποίος διάβαζε μία ευχή, και σε ένα ποτήρι με κρασί έσταζαν αίμα από τα δάχτυλα τους το οποίο και έπιναν. Ήταν συχνότατο φαινόμενο και συμβόλιζε την ένωση των Φρασσαριωτών και τους ισχυρούς δεσμούς που τους ένωναν.

Τελείως ενδεικτικά αναφέρω εδώ μερικά από τα μεγαλύτερα ¨φαλκάρια¨ (φάρες) Φρασσαριωτών: Κουτίνας, Τόρης, Μόσιος, Μπάρδας, Τσούτσας, Μπουλαμάτσης, Βλιώρας, Ρόσσιος, Πατσέας, Νάστας, Τόνας, Τόπας, Γκάγκας, Τσαραόσης, Ρέππας, Δημάκης, Γιάννας ή Γιάννος, Χαντζιάρας, Πιτούλης, Φάτσης, Τράσιας, Κούρος, Στεργίου.

Φαρσαριώτισσες της Κορυτσάς – Φωτογραφία των αδελφών Μανάκια, 1905

Page 22: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Φαρσαριώτισσες της Κορυτσάς – Φωτογραφία των αδελφών Μανάκια, 1905

Οι μεγαλύτερες εγκαταστάσεις Φρασσαριωτών – Αρβανιτοβλάχων στην Θεσσαλία είναι ο Αλμυρός, το Σέσκλο, το Αργυροπούλι (Καρατζόλι) Τυρνάβου, η Ροδιά Τυρνάβου και η Νέα Ζωή (πρώην Μπούρσιανη) Καλαμπάκας. Σχεδόν όλοι στους ανωτέρω οικισμούς έχουν δεσμούς συγγένειας με τους αντίστοιχους Φρασσαριώτες που βρίσκονται στην Κατερίνη (περιοχή Νοσοκομείου) αλλά και στην Νιζόπολη Σκοπίων (περιοχή Μοναστηρίου). Υπάρχουν μαρτυρίες αιωνόβιων γερόντων που το αποδεικνύουν αυτό, γραπτά κείμενα, ήθη και έθιμα διαφορετικά από των άλλων Βλάχων, πάρα πολλά κοινά επίθετα φυσικά, και βέβαια και το μοναδικό πολυφωνικό τραγούδι το οποίο είναι γνώρισμα κυρίως των Φρασσαριωτών. Στους Φρασσαριώτες το πολυφωνικό τραγούδι είναι γενικευμένο, ενώ η ατομική εκτέλεση σχεδόν ανύπαρκτη. Είναι ένα φαινόμενο ίσως μοναδικό στον Ευρωπαϊκό χώρο.

Ο Γάλλος περιηγητής Michel Sivignon αναφέρει χαρακτηριστικά το 1975 για τους Αρβανιτόβλαχους – Φρασσαριώτες: «Ήρθαν στην Θεσσαλία πριν έναν αιώνα τουλάχιστον, διωγμένοι από την Αλβανία το πιθανότερο από κάποιο πολιτικό γεγονός. Συνέχισαν να ασκούν τις ποιμενικές τους δραστηριότητες, αν και πολλοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Τυρνάβου. Αυτή είναι η περίπτωση στο Αργυροπούλι που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτού του μεγάλου χωριού…Παραδόξως ο Αλμυρός συγκεντρώνει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό οικογενειών που έχουν γεννηθεί στην νότια Αλβανία, δείγμα των παλαιότερων ποιμενικών σχέσεων που διατηρούσαν οι Βλάχοι ανάμεσα στην πεδιάδα του Αλμυρού και στα βουνά της Κορυτσάς…»

Στους πίνακες που ακολουθούν θα δούμε μία καταγραφή των Βλάχων που κατέβηκαν στον Αλμυρό το έτος 1878 και το 1880. Η σύνταξη αυτού του καταλόγου έχει γίνει από το Αστυνομικό τμήμα Αλμυρού τον Νοέμβριο του 1900 (ΑΥΕ, 1904 ΚΑ΄ Προξενείου Ελασσώνος, συνημμένη αναφορά

Page 23: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

αστυνόμου Αλμυρού προς ΥΠΕΞ 20-11-1900), και οφείλεται λογικά στην ανάγκη να ασκηθεί σε αυτούς κάποιας μορφής εποπτεία, ανάγκη η οποία άλλωστε έχει διατυπωθεί και σε άλλα διασωθέντα έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών προς το Υπουργείο Εσωτερικών (αναφέρω ενδεικτικά το από 6-10-1893 έγγραφο του ΥΠΕΞ προς το Υπ. Εσωτερικών, ΑΥΕ Β΄ Αρχείον 1894, Κωνσταν/λεως πρεσβεία, και 975 εμπιστ./31-7-1894 έγγραφο του ΥΠΕΞ, καθώς και μία επιστολή του Μητροπολίτου Γρηγορίου όπου τονίζει πως οι αρχές της Θεσσαλίας μπορούν να καταστήσουν τους Βλάχους «τους καταλληλότερους αποστόλους της ελληνικής ιδέας» όταν αυτοί ξαναγύριζαν στην Μακεδονία).Σαν πρώτη παρατήρηση που θα κάνει ο οποιοσδήποτε διαβάσει τους πίνακες, θα είναι να σκεφθεί πως λείπουν από τον κατάλογο πολλά γνωστά ονόματα. Αυτό πιθανώς σημαίνει πως κάποιες οικογένειες πολύ απλά ήταν στον Αλμυρό πριν το 1878, ή κατέβηκαν μετά το 1881 και την απελευθέρωση από τους Τούρκους, όπου οι συνθήκες ήταν σίγουρα καλύτερες. Ενδεικτικά αναφέρω τις οικογένειες Τσούτσα και Τόρη οι οποίες όντως κατέβηκαν μετά το 1881, και μάλιστα σε πρώτη φάση κατέβηκαν στο Αργυροπούλι και μετά κάποιος κλάδος τους στον Αλμυρό.Επίσης να έχουμε υπ όψιν μας πως πολλά ονόματα έχουν παραφθαρεί στο πέρασμα του χρόνου, και κάποιοι ίσως έχουν αλλάξει το επώνυμο τους λόγω κάποιου γεγονότος (π.χ. ένας φόνος).Ειδικά για το αρβανιτοβλάχικο φαλκάρι των Τσουτσαίων η πρώτη αγορά (και εγκατάσταση συνάμα) έγινε από τον Γιαννάκη Νάστου Τσούτσα στο Αργυροπούλι, ο οποίος το έτος 1884 αγόρασε από τον Τούρκο Ιμπραήμ Ισουίν περιουσία αξίας 115 αργυρών δραχμών.

Ξεκαθαρίζω ότι αναφέρονται παρακάτω οι οικογένειες που κατέβηκαν το 1878 και το 1880 μόνο, και όχι εκείνοι που ήταν εγκατεστημένοι στον Αλμυρό πριν από το 1878, ή κατέβηκαν μετά το 1880.

Διαμένοντες εν Αλμυρώ και περίχωρα Επαρχίας Αλμυρού από το 1878 διαρκώς

Καταγόμενοι εκ του εξωτερικού και διαμένοντες εν Αλμυρώ από το 1880 διαρκώς

Διαμένοντες τον χειμώνα εν Αλμυρω και το θέρος εν τω εξωτερικό

Κάποιες παρατηρήσεις που μπορούμε να κάνουμε στα πιο πάνω στοιχεία είναι πως σε συντριπτικό ποσοστό οι παραπάνω οικογένειες προέρχονται από την περιοχή της Κορυτσάς.Η πιο πάνω μετακίνηση γίνεται στα μέρη του Αλμυρού το 1878 έτος κήρυξης του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου κάτι που σίγουρα συνετέλεσε στο "κατέβασμα’’ αυτών. Οι περισσότερες οικογένειες προέρχονται από την Πλιάσα ή Πλεάσα, ενώ οι υπόλοιποι από την Ντεσίνιτσα ή Ντεσνίτσα της επαρχίας Κορυτσάς.Υπάρχει και μία δεύτερη μετακίνηση Βλάχων η οποία είναι πολύ μικρότερη, αφορά 8 οικογένειες, και γίνεται στα 1880 και πιθανόν να συνδέεται με τη ληστρική δράση αλβανικών συμμοριών στον χώρο της Ηπείρου.Βλέπουμε πάντως πως ανάμεσα στο 1878 και στο 1880 εγκαθίστανται στον Αλμυρό 163 βλάχικες οικογένειες, ενώ εγκατάσταση βλάχων έχουμε και μετά την απελευθέρωση του 1881 όπως προείπαμε, αλλά και μετά τον άτυχο ελληνοτουρκικό πόλεμο του

Page 24: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

1897. Δυστυχώς δεν μας δίνεται κανένα στοιχείο για τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας. Αν υποθέσουμε πως κάθε οικογένεια είχε 5 μέλη τουλάχιστον, μιλάμε για μετεγκατάσταση 800-900 ατόμων από την Κορυτσά μέσα σε δύο έτη (1878-1880).Να ξεκαθαρίσουμε ακόμη πως δεν μιλάμε μόνο για την πόλη του Αλμυρού γιατί εδώ συμπεριλαμβάνονται και τα κοντινά χωριά Νεράιδα και Ανθότοπος, τα οποία κατοικούνταν κατ΄ εξοχήν από Βλάχους. Επίσης και η Σούρπη στην επαρχία Αλμυρού έχει σημαντικό αριθμό βλάχικων οικογενειών.Επίσης ένα άλλο σημείο το οποίο δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο αφορά το τι γινόταν στην περιοχή μας πριν το 1878. Είναι γνωστός ο θρύλος που θέλει τα μουλάρια τα οποία μετέφεραν τα υλικά για να χτιστεί ο Άγιος Νικόλαος το 1802 να ανήκουν σε βλάχους αγωγιάτες. Και όχι μόνο τα υλικά, καθώς είναι καταγεγραμμένο πως και την εικόνα του Αγίου Νικολάου η οποία στόλισε εκείνη την πρώτη εκκλησία, την έστειλαν Βλάχοι από την Κορυτσά, άλλο ένα δείγμα των στενών σχέσεων αυτών των δύο περιοχών (Βίκτ. Κοντονάτσιος, Εισήγηση στο Α΄ Συνέδριο Αλμυριώτικων Σπουδών - 1991). Η πλάκα η οποία ήταν εντοιχισμένη στον ναό άλλωστε έγραφε: «Η παρουσα η εκκλησία του εν αγίοις πατρός ημών νικολάου, αρχιερατέβοντος του θεοφιλεστάτου επισκόπου κιρήου Ηεροθέου κε εξόδων τον Φιλοχρήστων διά χίρας Μαστοροδήμου Ζαπανιότη κε επιτροπεύοντος κολλίγον κε κερατζίδων έτος αωβ Δικεμ. 30». Κυρατζήδες (αγωγιάτες – μεταφορείς δηλαδή) τότε, ήταν μόνο οι Βλάχοι της περιοχής, άρα λογικά σε αυτούς αναφέρεται.

Εκείνη την εποχή μάλιστα ο Αλμυρός είχε 40 ελληνικές οικογένειες που ήταν δουλοπάροικοι στους Τούρκους, ενώ οι Βλάχοι είχαν το εμπόριο, τις μεταφορές και την οικονομική δύναμη στα χέρια τους. Είναι πιθανό μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης από τον Αλή Πασά τον Τεπενενλή και τις γενικευμένες σφαγές των Οθωμανών στην περιοχή εκεί, να υπήρχε ένα κατέβασμα οικογενειών προς τον κάμπο της Θεσσαλίας μετά το 1770. Άρα λογικά προϋπήρχαν κάποιες οικογένειες στην περιοχή οι οποίες ίσως ήταν και ο αρχικός σύνδεσμος με την περιοχή της Κορυτσάς. Και φυσικά όλοι γνωρίζουν τη νοοτροπία που υπάρχει πως «εμείς οι Βλάχοι πάμε εκεί που έχει δικούς μας».

Επίσης να αναφέρουμε εδώ με την ευκαιρία πως περιορισμένης έκτασης εγκαταστάσεις βλαχόφωνων έχουμε στην περιοχή της Δημητριάδας τον 11ο αι. μ.Χ. Αυτό προκύπτει από εκκλησιαστικά έγγραφα, γράμματα επισκόπων, και δωρητήριες παραχωρήσεις. Επίσης να σημειώσουμε πως πριν την Δ΄ Σταυροφορία ένα τμήμα της Θεσσαλίας αποτελούσε ξεχωριστή διοικητική περιφέρεια με το όνομα ¨Θεσσαλική Βλαχία¨. Αυτό προκύπτει από ένα χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ΄ που χορηγεί προνόμια στους Ενετούς. Στο χρυσόβουλο αυτό ένα τμήμα της Θεσσαλίας προσδιορίζεται ως «Provincia Valachie» σε αντίθεση με την περιοχή της Δημητριάδας που προσδιορίζεται ως « Episkepsis Demetriados». Αμέσως μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους μάλιστα, (το 1204), η συνθήκη διανομής διατηρεί αυτό τον χωρισμό, ενώ η «Provincia Valachie» μετονομάζεται σε «Provincia Blachie». Επίσης αρβανιτόβλαχοι κτηνοτρόφοι και αγωγιάτες στον ορεινό όγκο της Όθρυος καταγράφονται από πολύ παλιότερα και πιο συγκεκριμένα από τον 12ο αι. Περιγράφονται μάλιστα από τον Νικόλαο Γιαννόπουλο (περιοδικό «Ιερός Σύνδεσμος») ως άγριοι και

Page 25: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

φιλοπόλεμοι που λήστευαν και σκότωναν. Όλα αυτά όμως απαιτούν περαιτέρω έρευνα, η οποία θα φωτίσει άγνωστες πτυχές της ιστορίας των Αρβανιτόβλαχων του Αλμυρού.

Ένα τραγούδι για τους βλάχους του Αλμυρού

Μέχρι την δεκαετία του ΄50 οι γάμοι των Φρασσαριωτών γίνονταν σε πολύ στενό κύκλο, πάντα στα πλαίσια της φάρας-φυλής, και η νύφη έπρεπε να προέρχεται από συγκεκριμένους Βλάχικους – Φρασσαριώτικους οικισμούς. Ο Αλμυρός ήταν το μέρος που για πρώτη φορά έγινε γάμος ενός Βλάχου με μη Βλάχα νύφη, και το φαινόμενο αυτό μετά εξαπλώθηκε και σε άλλους Αρβανιτοβλάχικους οικισμούς. Το περιστατικό αυτό έγινε τραγούδι γιατί θεωρήθηκε ασύλληπτο και ανάρμοστο γεγονός για την εποχή εκείνη!! Και το τραγούδι εννοεί πως το δύστυχο πεπρωμένο του βλάχου είναι πως η νύφη πλέον θα τον φωνάζει «πατέρα», και όχι «τάτι» (πατέρα στα βλάχικα δηλαδή).

Βόι Ρμένι ντι αό, σ’ ντι ακό Εσείς Αρβαν/χοι από δω κι από κει

νού αβτζάτς τσι σ’ φιάτσι Αρμιρό; Δεν ακούσατε τι έγινε στον Αλμυρό;

Αρμιρό νού αβτζάτς τσι σ’ φιάτσι Στον Αλμυρό δεν ακούσατε τι έγινε;

κ’ Ρμένλιοι ασουσιέσκου Γκριάτσι. Οι Αρβαν/χοι αρραβωνιάζονται Γκραίκες.

Κιρού ρουμόνιου ντριάγκα Χάθηκε η Βλαχιά ολόκληρη

κ’ σ’ λουάτς βόι ούνα βιάστα γκριάκα; Και πήρατε μια νύφη Γκραίκα;;

Σ’ τίνι λάι Πλιάσα μαράτα Και συ μαύρη Πλιάσα (Κορυτσά) καημένη

Νου σ’ άφλα ούνα λάι φιάτα. Δεν βρήκες μία βρε κοπέλα.

Λέι Ντήμα σ’ τι κλίντι ντέρα Βρε Ντήμα να σου ¨κλειστεί η πόρτα¨

βιάστα βα σ’ τι γκριάσκα πατέρα. η νύφη θα σε φωνάζει πατέρα.

Νου λουάι ούνα ντι ισνάφι Δεν πήρες μία από το σινάφι

κ’ σ’ τι γκριάσκα βιάστα τάτι. να σε φωνάζει η νύφη τάτι (πατέρα).

Λέι Ντήμα κου κάπου μάρε Βρε Ντήμα με το μεγάλο κεφάλι

βιάστα νου βα σ’φάκα ταμπάρε. η νύφη δε θα κάνει κάπα.

Σημ. 1η. (Χρονικά το τραγούδι τοποθετείται την δεκαετία του 1920 ή 1930)Σημ. 2η. (Η έκφραση «σ’ τι κλίντι ντέρα» είναι παραδοσιακή βλάχικη και δεν μπορεί να

Page 26: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

αποδοθεί ακριβώς στα Ελληνικά. «Ντέρα» ήταν η πόρτα της βλάχικης καλύβας, εδώ όμως εννοεί να κλειστεί η «πόρτα της τύχης» στον γαμπρό που δεν πήρε βλάχα)

Ο αρβανιτοβλάχικος γάμος

Η Βλάχικη οικογένεια ήταν καθαρά πατριαρχική, και ο πατέρας ήταν αυτός που ρύθμιζε την τύχη των παιδιών του. Ένα άλλο γνωστό χαρακτηριστικό είναι η ενδογαμία που έως την δεκαετία του 1950 περίπου, ήταν σχεδόν απαράβατος κανόνας στους γάμους.Βασική προϋπόθεση για την εκλογή της νύφης ήταν η ομορφιά της (τζουνάρα βιάστα), καθώς επίσης και το ποιόν της οικογένειας, αλλά και η προίκα που διέθετε η νύφη. Είναι γνωστή η έκφραση που λένε οι Βλάχοι: «Πάρε σκύλα από κοπάδι και γυναίκα από τζάκι». Με αυτές τις προϋποθέσεις άρχιζε το προξενιό. Οι Βλάχοι τους προξενητές τους αποκαλούσαν ¨Σεβαστάδες¨. Οι ¨Σεβαστάδες¨ ήταν έντιμοι αλλά και προικισμένοι με διπλωματικές ικανότητες άνθρωποι και συνεπώς έμπιστοι.

Ο προξενητής μετέφερε την πρόταση για τον γάμο στο σπίτι της νέας με απόλυτη εχεμύθεια. Έτσι με τους ¨Σεβαστάδες¨ άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις. Αν μετά το προξενιό η εξέλιξη ήταν θετική γινόταν επίσημα τα ¨Σεβάσματα¨ με όργανα, φαγοπότι και χορό. Το γλέντι του αρραβώνα ονομαζόταν στα Βλαχοχώρια «Μπιάρια» από το ρήμα μπιάου=πίνω, ενώ το ουσιαστικό «μπιάρια» σημαίνει «το να πίνει κάποιος».Ο αρραβώνας πραγματοποιούνταν το πρώτο Σάββατο βράδυ μετά την συμφωνία. Στον αρραβώνα επίσης παρατηρείται και το φαινόμενο της ανταλλαγής δώρων ανάμεσα στις δύο οικογένειες.Δεν θα επεκταθούμε όμως περισσότερο στα έθιμα του αρραβώνα γιατί εδώ μας ενδιαφέρει περισσότερο η διαδικασία του γάμου.

To έθιμο του Βλάχικου Γάμου διατηρήθηκε με την μορφή που θα περιγράψουμε έως την δεκαετία του 1940 περίπου. Διαρκούσε 4 ημέρες από την Τετάρτη έως την Κυριακή. Να αναφέρουμε εδώ ότι η πρόσκληση στον γάμο γινόταν με τσίπουρο και καραμέλες από μία ομάδα παιδιών που γύριζαν το χωριό.

Τετάρτη: Το απόγευμα της Τετάρτης στο κονάκι του γαμπρού μαζεύονταν όλα τα κορίτσια και οι γυναίκες από το σόι στην αυλή.Η μητέρα του γαμπρού έστρωνε στη μέση της αυλής 3 υφαντά στρωσίδια και στη συνέχεια πάνω σε αυτά έριχνε ένα σωρό από σιτάρι ανακατεμένο με καραμέλες και σταφίδες. Σε μια άκρη είχε ταψιά μπακιρένια και αφού τα γέμιζε με σιτάρι τα έδινε στις γυναίκες για να ξεχωρίσουν το σιτάρι από τις καραμέλες και τις σταφίδες.Αφού καθάριζαν το σιτάρι το έβαζαν μέσα σε ένα άσπρο υφασμάτινο σακούλι και αυτό με τη σειρά του το έβαζαν σε ένα υφαντό σακί. Τοποθετούσαν στη μέση ένα μεγάλο κούτσουρο πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το σακί με το σιτάρι.Όλα ήταν πλέον έτοιμα για να ξεκινήσει το κοπάνισμα του σιταριού. Το κοπάνισμα (με τον

Page 27: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

κόπανο που έπλεναν τα ρούχα) ξεκινούσαν τρία αγόρια (για να είναι αρσενικό το πρώτο παιδί του ζευγαριού), αφού πρώτα εύχονταν να ζήσει το ζευγάρι, ενώ οι γυναίκες ολόγυρα τραγουδούσαν πολυφωνικά τραγούδια.Έπειτα όλες οι γυναίκες ανά δύο κοπάνιζαν το σιτάρι έως ότου να ασπρίσει και να ξεφλουδιστεί. Ενδιάμεσα έριχναν στο σακί νερό με το γκιούμι για να μαλακώσει το σιτάρι.Όταν το σιτάρι ήταν έτοιμο το έπλεναν καλά και το τοποθετούσαν σε μπακιρένιο καζάνι για να το μαγειρέψουν την επόμενη μέρα.Οι άντρες την ημέρα αυτή και στα δύο κονάκια κατασκεύαζαν ξύλινο αυτοσχέδιο στέγαστρο σχήματος θολωτής γαλαρίας (κουτάρου) και αυτό θα ήταν το μέρος που θα κάθονταν οι καλεσμένοι του γάμου και θα γίνονταν το γλέντι.

Πέμπτη: Η πρώτη δουλειά των γυναικών αυτή την ημέρα ήταν να μαζέψουν ξύλα για να μαγειρέψουν τα φαγητά του γάμου και για να ζυμώσουν το ψωμί που θα χρησιμοποιούνταν στον γάμο το λεγόμενο «φτάσμα» που αποτελούνταν από αλεύρι, ρεβύθια, βασιλικό και βάγια. Οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης δεν έπρεπε να βρεθούν μεταξύ τους. Αν συναντιόταν δεν μιλούσαν και άλλαζαν δρόμο.Επίσης την ίδια ημέρα πήγαινε μία ομάδα από γυναίκες στο βουνό να κάνει το φλάμπουρο (ή τα φλάμπουρα) του γάμου. Τα φλάμπουρα αυτά, μετά τον γάμο έμεναν στην σκεπή της καλύβας επί 40 ημέρες.

Παρασκευή: Την Παρασκευή και στα δύο κονάκια οι γυναίκες έψηναν τις κουλούρες και το ψωμί του γάμου (το φτάσμα), και οι άντρες ετοίμαζαν τα κρέατα και το κρασί το οποίο ήταν σε τουλούμια που τα κουβαλούσαν συνήθως με άσπρο άλογο. Επίσης πραγματοποιούνταν και η έκθεση των προικιών της νύφης.

Σάββατο: Από το πρωί οι συγγενείς έφερναν τα δώρα που συνήθως ήταν αιγοπρόβατα και οικιακά σκεύη κύρια μπακιρένια. Όταν βράδιαζε άρχιζε το γλέντι στο σπίτι της νύφης το οποίο -γλέντι- γινόταν εντελώς χωριστά από το σόι του γαμπρού. Όποιοι συγγενείς του γαμπρού τολμούσαν να πάνε μουτζουρώνονταν από τους συγγενείς της νύφης. Η νύφη το Σάββατο βράδυ το περνούσε παρέα με τα ανύπαντρα κορίτσια του τσελιγκάτου, ενώ αργά τη νύχτα στολισμένη και φορώντας το δεύτερο φουστάνι – όπως το ονόμαζαν – έβγαινε από την καλύβα για να χορέψει στην αυλή με τους συγγενείς της συνοδευμένη από το νουνό της. Πρώτα χόρευε ο νουνός της και στη συνέχεια η νύφη, χόρευαν χορούς που ακούγονται ακόμη και σήμερα σε γάμους όπως π.χ. το τραγούδι «φίλοι μου και αν με ρωτάτε ποιος τον κάνει αυτόν τον γάμο…..».

Κυριακή : Την Κυριακή κατά τις 10 το πρωί έρχονταν οι συγγενείς του γαμπρού και όλοι μαζί πήγαιναν να πάρουν τον κουμπάρο. Μπροστά πήγαιναν τα μπρατίμια (φουρτάτσι – φίλοι του γαμπρού), με το φλάμπουρο τραγουδώντας και πίσω ο γαμπρός.Όταν έφταναν στο σπίτι του κουμπάρου η κουμπάρα τους πρόσφερε τσίπουρο ή κρασί και όλοι μαζί τραγουδούσαν :

Page 28: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

«Κέρνα νουνέ την τάβλα σου, για κέρνα μας γλυκό κρασί.Για κέρνα μας γλυκό κρασί να σ’ ευχηθούμε όλοι μαζί. Να σ’ ευχηθούμε όλοι μαζί, να ζουν τα’ αναδεχτούρια σου».

Στη συνέχεια επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού τραγουδώντας, και πλέον γενικός εντολοδότης ήταν ο κουμπάρος.Τώρα σειρά είχε το ξύρισμα του γαμπρού. Κάθονταν σε ένα κάθισμα και μπροστά του είχε ένα ταψί μέσα στο οποίο πατούσε τα πόδια του. Όταν τελείωνε το ξύρισμα πρώτη η μάνα του ακουμπούσε γύρω γύρω από το κεφάλι του ένα κέρμα το οποίο μετά έριχνε μέσα στο ταψί αφού πρώτα τον φιλούσε και του εύχονταν να ζήσει. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι συγγενείς. Τα χρήματα αυτά έπαιρνε ο κουρέας. Την ώρα του ξυρίσματος τραγουδιόνταν Βλάχικα τραγούδια καθώς επίσης και το τραγούδι:

«Σήμερα νιος ξουρίζεται, σήμερα μπαρμπερίζεται. Γαμπρέ μ σου πρεπ’ το ξούρισμα με γεια σου με χαρά σου. Παίρνει γυαλί γυαλίζεται το χτένι και χτενίζεται».

Εν τω μεταξύ στην καλύβα της νύφης είχε ξεκινήσει το στόλισμα της από τις φιλενάδες της τραγουδώντας το «Ντύσου στολίσου νύφη μας».

Στη συνέχεια ενώ ο γαμπρός ντύνονταν τα μπρατίμια και τα όργανα έφευγαν για την καλύβα της νύφης προκειμένου να πάρουν τα προικιά. Στην διαδρομή τα μπρατίμια κερνούσαν τσίπουρο όποιον έβρισκαν και τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια του γάμου.

Φθάνοντας στην νύφη, γίνονται τα κεράσματα και διαπραγματεύονταν τα προικιά με τις βλάμισσες οι οποίες δεν τα έδιναν χωρίς να πάρουν κάποιο συμβολικό ποσό. Οι μπράτιμοι προσπαθούσαν να τα αρπάξουν και γίνονταν το σχετικό παζάρεμα. Τελικά πλήρωναν και τα έπαιρναν. Η νύφη έσερνε τον χορό και στη συνέχεια φόρτωναν τα προικιά στα άλογα και έφευγαν για την καλύβα του γαμπρού. Φθάνοντας εκεί λένε ότι πλήρωσαν πολλά λεφτά για τα προικιά και ο γαμπρός αναγκάζεται να δώσει περισσότερα χρήματα.Ήδη η ώρα της στέψης είχε φθάσει. Όλοι μαζί ξεκινούσαν να πάρουν την νύφη. Πριν φύγουν από το σπίτι του γαμπρού έσφαζαν ένα αρνί πάνω από το οποίο πέρναγε ο γαμπρός, το οποίο μάλιστα έπρεπε να έχει φαγωθεί πριν γυρίσει ο γαμπρός από την εκκλησία, γιατί αλλιώς ήταν κακός οιωνός.Μπροστά πήγαιναν τα όργανα, πίσω το φλάμπουρο, ακολουθούσε ο γαμπρός, τα μπρατίμια κρατώντας τσίπουρο, τον δίσκο με την κουλούρα, τα παπούτσια της νύφης και το ασημοζούναρο που ήταν δώρο του γαμπρού. Αυτό ήταν ένα ζωνάρι κεντημένο με ασημένια κλωστή και μεγάλη τέχνη. Πίσω ακολουθούσαν οι υπόλοιποι συγγενείς. Η μάνα του γαμπρού έμενε στο σπίτι για να υποδεχτεί την νύφη μετά τη στέψη.

«Νύφη πάμε να πάρουμε μωρέ παιδιά, και αν δεν μας την δώσουνε μωρέ παιδιά, πόλεμο θα στήσουμε μωρέ παιδιά» ήταν το τραγούδι που ακούγονταν.

Page 29: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Όταν έφταναν στην καλύβα της νύφης οι γονείς και οι συγγενείς της καλωσόριζαν τους συμπεθέρους και τον γαμπρό. Αντάλλασσαν τις κουλούρες και όλοι τρώνε λουκούμι και τσίπουρο. Συγχρόνως οι μπράτιμοι προσπαθούσαν να φορέσουν τα παπούτσια στη νύφη η οποία όμως δυσανασχετούσε λέγοντας ότι δεν της χωράνε και ότι πρέπει να βάλουν χρήματα μέσα στα παπούτσια της ώστε να χωρέσουν τα πόδια της. Αφού γέμιζαν τα παπούτσια με χρήματα η νύφη τους υπόσχονταν πως μετά το γάμο θα τους κάνει ένα καλό τραπέζι. Της φορούσαν το ζωνάρι και ο γαμπρός με τους συγγενείς του ξεκινούσαν πρώτοι για την εκκλησία.Οι γονείς και οι συγγενείς της νύφης την χαιρετούσαν και την κερνούσαν χρήματα. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Ήταν η στιγμή του αποχωρισμού μάνας με κόρη.

«Έβγα μάνα διες τον ήλιο, ήρθε η ώρα για να φύγω. Έβγα διες και το φεγγάρι ήρθ’ ο νιος για να με πάρει...» «Που πας αγγελικό κορμί που πας πέργα καμαρωμένη; Πάω και γω στο σπίτι μου, στον άντρα της καρδιάς μου».

Η νύφη φεύγοντας έριχνε πίσω της ρύζι, κουφέτα και κέρματα για να αφήσει το σπίτι της γεμάτο. Επίσης έπινε νερό τρεις φορές από την διπλωμένη άκρη του σακακιού του πατέρα της και του σιγκουνιού της μητέρας της για να μην λησμονήσει τους γονείς της (κατ’ άλλη εκδοχή για ευτυχία). Στην εκκλησία πάει συνοδευόμενη από άντρες (συνήθως πατέρα και αδελφό).Στο προαύλιο της εκκλησίας οι συγγενείς της νύφης την παρέδιδαν στο γαμπρό. Ακολουθούσε η διαδικασία της στέψης. Επίσης να τονίσουμε ότι πολλές φορές δεν υπήρχε εκκλησία και η στέψη γινόταν στην καλύβα του γαμπρού.Μετά την στέψη ο πατέρας του γαμπρού επέστρεφε το καπάρο στον πατέρα της νύφης και αυτός με τη σειρά του επέστρεφε το δικό του τα οποία είχαν ανταλλάξει στους αρραβώνες. Το καπάρο ήταν εγγύηση για την πραγματοποίηση του γάμου και ήταν ένα λευκό μαντήλι που είχε μέσα ρύζι, κουφέτα και μία χρυσή λίρα.Όλοι μαζί πλέον κατευθύνονταν στην καλύβα του γαμπρού (εφ’ όσον ο γάμος είχε γίνει σε εκκλησία και όχι σε καλύβα). Στη διαδρομή με τον γαμπρό και τη νύφη πάνω σε άλογα τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια.Με το που έφταναν στην καλύβα του γαμπρού, ο πεθερός της νύφης γύριζε το σαμάρι του αλόγου να κοιτάζει προς την καλύβα και έκοβε τα λουριά του αλόγου, για να μείνει η ευτυχία στο σπίτι και να μην φύγει όπως πίστευαν.Στην καλύβα πλέον την περίμενε η πεθερά με ένα πιάτο βούτυρο. Η νύφη την προσκυνάει και σταυρώνει τρεις φορές την πόρτα με το βούτυρο, και τρώνε εναλλάξ με την πεθερά της λουκούμι για να συμβιώσουν γλυκά όπως γλυκό είναι το λουκούμι. Πρώτα η πεθερά χαιρετά τη νύφη λέγοντας ¨γκίνι βινίς¨(καλώς όρισες). Στη συνέχεια η πεθερά κρατώντας ένα λουκούμι λέει:

¨Ντούλτσε μίνε -Ντούλτσε τίνεΤας τρτζεμ ντάουλι γκίνι¨ δηλαδή

Page 30: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

¨Γλυκιά εγώ – γλυκιά εσύΓια να περάσουμε και οι δύο καλά¨

Η πεθερά κατόπιν πρόσφερε τσίπουρο στον γαμπρό, τον κουμπάρο και την κουμπάρα. Ο κουμπάρος πετούσε το ποτήρι πίσω του κάνοντας την ευχή: ¨πέντε αγόρια και μια τσούπρα¨. Οι συγγενείς ανταπέδιδαν με τραγούδι. Μετά από αυτό η νύφη έσπαγε την κουλούρα στο κεφάλι της, πετούσε 3 κομμάτια στην καλύβα, και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους παρευρισκομένους. Η νύφη ακολούθως με το δεξί πόδι έμπαινε μέσα. Η πεθερά της έδινε κάθισμα και στο ένα χέρι δύο καρβέλια ψωμί σε λευκή πετσέτα για να είναι γεμάτη η ζωή της, και στο άλλο της χέρι ένα αγόρι που είχε και τους δύο γονείς του στη ζωή για να αποκτήσει αγόρια. Κατόπιν την έβαζε να χτυπήσει το κεφάλι της στο τζάκι τρεις φορές και αυτό είχε την έννοια του να μένει μέσα στο σπίτι και να «στεριώσει» στο σπίτι.Τέλος έμπαιναν στον χορό όλοι μαζί. Πρώτος έσερνε τον χορό ο κουμπάρος συνέχιζε ο γαμπρός, η νύφη, οι γονείς και οι υπόλοιποι συγγενείς. Ήταν η αρχή του γλεντιού που την Κυριακή γίνονταν μόνο στο σπίτι του γαμπρού μέχρι την Δευτέρα το πρωί. Το πρωί της Δευτέρας η νύφη πήγαινε πάντα με τους άλλους συγγενείς στην βρύση για νερό.

Επίσης να πούμε πως οι νιόπαντροι έμεναν πάντα με τους γονείς του γαμπρού, οι γιοι δεν άφηναν ποτέ τους γονείς τους μόνους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μένουν 10 -15 ή και περισσότερα άτομα σε μία καλύβα.

Σύλλογος Βλάχων Αλμυρού, 1/5/1998, Αναπαράσταση Βλάχικου Γάμου¨Το γοβάκι της νύφης¨

Page 31: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Οι βλάχοι ευεργέτες

Προκαλεί κατάπληξη σε όσους θα προσπαθήσουν να ερευνήσουν τους μεγάλους ευεργέτες και δωρητές του Γένους μας: Θα διαπιστώσει πως όλοι σχεδόν οι Μεγάλοι Ευεργέτες είναι Βλάχοι. Και αυτή η κατάπληξη είναι που οδήγησε τον (Βλάχο) δημοσιογράφο Νικόλαο Μέρτζο να τονίσει: «Βλάχοι όλοι περίπου οι Μεγάλοι Εθνικοί ευεργέτες πλην του Συγγρού».

Γι αυτό και επιχείρησα να καταγράψω τους μεγαλύτερους Δωρητές του Έθνους και τα πιο σημαντικά μνημεία που έγιναν με τα χρήματα τους. Επίσης έχω καταγράψει και τους σημαντικότερους Βλάχους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, έναν άλλο τομέα όπου οι μεγάλοι πρωταγωνιστές επίσης ήταν Βλάχοι. Κλείνοντας την εισαγωγή αυτή, και απλά για να δείξω το μέγεθος της φιλοπατρίας των βλαχόφωνων Ελλήνων αναφέρω τα παρακάτω περιστατικά: Στους δωρητές του Πανεπιστημίου Αθηνών αναφέρεται και το όνομα ενός πάμφτωχου Μετσοβίτη ονόματι Όκας, ο οποίος βρέθηκε νεκρός από το κρύο ένα χειμωνιάτικο βράδυ, και που στο χέρι του κράταγε το πουγγί του με το μοναδικό του τάλιρο μέσα, και ένα σημείωμα που έγραφε: «για τον έρανο του Πανεπιστημίου». Το τάλιρο αυτό όμως, μαζί με τις εικοσιοκτώ δραχμές ενός άλλου πολύ φτωχού Μετσοβίτη ονόματι Φαφαλά, συγκίνησαν και ευαισθητοποίησαν τόσο πολύ την Αθηναϊκή κοινωνία ώστε να πολλαπλασιαστούν οι δωρεές και να πετύχει ο έρανος για αυτόν τον ιερό σκοπό.Ή την περίπτωση του Ι. Μπάγκα από την Κορυτσά, ο οποίος με πολλές στερήσεις έγινε πλούσιος στην Ρουμανία και σε μεγάλη ηλικία αποφάσισε να μείνει στην Αθήνα. Αφού δώρισε όλη την περιουσία του στο Ελληνικό κράτος, κράτησε για τον εαυτό του 500 δρχ. τον μήνα, που και αυτές πάντα τις μοιραζόταν με αγωνιστές αγνοημένους από το επίσημο κράτος.

«Εδώ και πενήντα χρόνια οι Βλάχοι δούλεψαν για να γίνουν κάθε μέρα περισσότερο Έλληνες και για να σκορπίσουν γύρω τους την ελληνική πίστη. Υπήρξαν οι μεγαλύτεροι ευεργέτες του Γένους. Κληροδότησαν τα πιο όμορφα δώρα, έκτισαν για τον ελληνικό λαό τα πιο όμορφα οικοδομήματα, θεμελίωσαν στην Αθήνα τα ομορφότερα φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά κτίρια του ελληνικού κόσμου».

Victor Berard“La Turqie et l’ Hellenisme Contemporain”Paris 1896