31
ΠΡΟΤΑΡΧΙΚΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΓΑΙΑ Η Γαία έσμιξε ερωτικά με τον πρωτότοκο γιο της τον Ουρανό που τον είχε γεννήσει χωρίς να μεσολαβήσει αρσενικό στοιχείο. Στ' αλήθεια, ο Ουρανός ήταν ο μόνος στα μέτρα της, αφού την περικύκλωνε ολόκληρη και ήταν προορισμένος να γίνει η κατοικία των θεών. Έτσι λοιπόν οι δυο τους αποτέλεσαν το πρώτο θεϊκό ζευγάρι. Και κάθε φορά που η Νύχτα διαδεχόταν την Ημέρα, ο Ουρανός έσμιγε με την ίδια του τη μάνα. Έτσι, σε λίγο ξεχύθηκε από τα βαθιά έγκατα της Γης ο Τιτάνας Ωκεανός. Αυτή καμάρωνε το νέο της γιο καθώς τον έβλεπε να τρέχει πάνω κάτω και να διασχίζει κάμπους και βουνά. Ήταν περήφανη για το υγρό και διάφανο παιδί της. Ο Ουρανός δεν έβλεπε με καλό μάτι τον πρώτο του γιο, γιατί γνώριζε ότι κάποτε θα έχανε την εξουσία από κάποιο παιδί του. Βλέποντας όμως τη Γη να είναι τόσο χαρούμενη, έκρυβε τη δυσαρέσκειά του. Σε λίγο άρχισαν πάλι τα κοιλοπονητά της Γαίας. Αυτή τη φορά βγήκαν από τα σπλάχνα της οι τεράστιοι Τιτάνες, Κοίος και Κρείος. Χαρούμενη η Γη έτρεξε να δείξει τα νεογέννητα παιδιά τους στον Ουρανό. Αυτός όμως μόλις αντίκρισε τους τεράστιους δίδυμους Τιτάνες τα χρειάστηκε για τα καλά. Ο φόβος ότι μπορούσαν να του αρπάξουν την εξουσία του Κόσμου από τα χέρια, νίκησε το σεβασμό του για τη Γαία. Έτσι, άρπαξε τα νεογέννητα παιδιά του και μαζί και τον Ωκεανό, που είχε κατακλύσει ολόκληρη τη γη, τα πέταξε μέσα στα Τάρταρα. Τα Τάρταρα ήταν μέρος ζοφερό και άραχνο, παγερό και θεοσκότεινο και βρισκόταν στα Έγκατα της Γης. Εκεί ο Ουρανός έδεσε τα παιδιά του με βαριές και αόρατες αλυσίδες. Μάταια η Γαία έκλαιγε και τον θερμοπαρακαλούσε να βγάλει τους γιους της από τις αιώνιες φυλακές. Ο Ουρανός ήταν ανένδοτος και νευριασμένος είπε στη Γη: - Δε φτάνει που γεννάς το ένα παιδί πίσω από το άλλο, μα τα κάνεις και όλα αρσενικά. Κάνε μου επιτέλους μια κόρη να τη βλέπω και να την καμαρώνω, να μου λέει δυο γλυκά λόγια και να μου κρατάει συντροφιά. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και η Γη του ανήγγειλε ότι πάλι περιμένει παιδί· όμως αυτή τη φορά είχε προαίσθηση ότι είναι κορίτσι. Και πράγματι, σε λίγο καιρό γέννησε την Τιτανίδα. Θεία, ωραία κόρη και λυγερή· την αντίκρισε και ο Ουρανός και γέλασε το χείλι του. Έτσι μαλάκωσε λίγο η συμπεριφορά του, μα δεν ήθελε ν' ακούσει ούτε κουβέντα για τους γιους του που τους κρατούσε φυλακισμένους στα Τάρταρα.Σε λίγο ήρθαν στον κόσμο οι Τιτανίδες Τηθύς και Μνημοσύνη. Οι κόρες του Ουρανού και της Γης μεγάλωναν και οι σκανταλιές και οι φωνές τους γίνονταν όλο και περισσότερες. Έτρεχαν και κρύβονταν μέσα στα σύννεφα και δεν άφηναν τον Ουρανό να ησυχάσει ούτε λεπτό. Αυτός άρχισε να βρίζει πάλι τη Γαία. - Είπαμε να κάνεις κορίτσια, όχι όμως και τρία μαζεμένα να με ζαλίζουν όλη μέρα με τις φωνές τους. ΄Αρπαξε λοιπόν τις τρεις κόρες του από τα μαλλιά και τις πέταξε και αυτές στα Τάρταρα για να κάνουν συντροφιά στα τρία αδέρφια τους. Κατά βάθος αυτό που φοβόταν ο Ουρανός ήταν μήπως οι κόρες του ζευγάρωναν και έκαναν αρσενικά παιδιά που θα διεκδικούσαν την εξουσία. Η Γη βέβαια άρχισε να διαμαρτύρεται, να τραβάει τα μαλλιά της και να εκλιπαρεί τον Ουρανό να αφήσει ελεύθερα τα παιδιά της. Ήταν απαρηγόρητη, γιατί είχε γεννήσει έξι παιδιά και δεν μπορούσε να χαρεί κανένα. Είχε πεθυμήσει τους όμορφους και λεβέντες γιους της αλλά και τις κόρες της που

Αρχαίες ελληνικές θεότητες

Embed Size (px)

DESCRIPTION

θεότητες

Citation preview

Page 1: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

ΠΡΟΤΑΡΧΙΚΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΓΑΙΑ Η Γαία έσμιξε ερωτικά με τον πρωτότοκο γιο της τον Ουρανό που τον είχε γεννήσει χωρίς να μεσολαβήσει αρσενικό στοιχείο. Στ' αλήθεια, ο Ουρανός ήταν ο μόνος στα μέτρα της, αφού την περικύκλωνε ολόκληρη και ήταν προορισμένος να γίνει η κατοικία των θεών. Έτσι λοιπόν οι δυο τους αποτέλεσαν το πρώτο θεϊκό ζευγάρι. Και κάθε

φορά που η Νύχτα διαδεχόταν την Ημέρα, ο Ουρανός έσμιγε με την ίδια του τη μάνα. Έτσι, σε λίγο ξεχύθηκε από τα βαθιά έγκατα της Γης ο Τιτάνας Ωκεανός. Αυτή καμάρωνε το νέο της γιο καθώς τον έβλεπε να τρέχει πάνω κάτω και να διασχίζει κάμπους και βουνά. Ήταν περήφανη για το υγρό και διάφανο παιδί της. Ο Ουρανός δεν έβλεπε με καλό μάτι τον πρώτο του γιο, γιατί γνώριζε ότι κάποτε θα έχανε την εξουσία από κάποιο παιδί του.  Βλέποντας όμως τη Γη να είναι τόσο χαρούμενη, έκρυβε τη δυσαρέσκειά του. Σε λίγο άρχισαν πάλι τα κοιλοπονητά της Γαίας. Αυτή τη φορά βγήκαν από τα σπλάχνα της οι τεράστιοι Τιτάνες, Κοίος και Κρείος. Χαρούμενη η Γη έτρεξε να δείξει τα νεογέννητα παιδιά τους στον Ουρανό. Αυτός όμως μόλις αντίκρισε τους τεράστιους δίδυμους Τιτάνες τα χρειάστηκε για τα καλά.

Ο φόβος ότι μπορούσαν να του αρπάξουν την εξουσία του Κόσμου από τα χέρια, νίκησε το σεβασμό του για τη Γαία. Έτσι, άρπαξε τα νεογέννητα παιδιά του και μαζί και τον Ωκεανό, που είχε κατακλύσει ολόκληρη τη γη, τα πέταξε μέσα στα Τάρταρα. Τα Τάρταρα ήταν μέρος ζοφερό και άραχνο, παγερό και θεοσκότεινο και βρισκόταν στα Έγκατα της Γης. Εκεί ο Ουρανός έδεσε τα παιδιά του με βαριές και αόρατες αλυσίδες. Μάταια η Γαία έκλαιγε και τον θερμοπαρακαλούσε να βγάλει τους γιους της από τις αιώνιες φυλακές. Ο Ουρανός ήταν ανένδοτος και νευριασμένος είπε στη Γη: - Δε φτάνει που γεννάς το ένα παιδί πίσω από το άλλο, μα τα κάνεις και όλα αρσενικά. Κάνε μου επιτέλους μια κόρη να τη βλέπω και

να την καμαρώνω, να μου λέει δυο γλυκά λόγια και να μου κρατάει συντροφιά. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και η Γη του ανήγγειλε ότι πάλι περιμένει παιδί· όμως αυτή τη φορά είχε προαίσθηση ότι είναι κορίτσι. Και πράγματι, σε λίγο καιρό γέννησε την Τιτανίδα. Θεία, ωραία κόρη και λυγερή· την αντίκρισε και ο Ουρανός και γέλασε το χείλι του. Έτσι μαλάκωσε λίγο η συμπεριφορά του, μα δεν ήθελε ν' ακούσει ούτε κουβέντα για τους γιους του που τους κρατούσε φυλακισμένους στα Τάρταρα.Σε λίγο ήρθαν στον κόσμο οι Τιτανίδες Τηθύς και Μνημοσύνη. Οι κόρες του Ουρανού και της Γης μεγάλωναν και οι σκανταλιές και οι φωνές τους γίνονταν όλο και περισσότερες. Έτρεχαν και κρύβονταν μέσα στα σύννεφα και δεν άφηναν τον Ουρανό να ησυχάσει ούτε λεπτό. Αυτός άρχισε να βρίζει πάλι τη Γαία. - Είπαμε να κάνεις κορίτσια, όχι όμως και τρία μαζεμένα να με ζαλίζουν όλη μέρα με τις φωνές τους. ΄Αρπαξε λοιπόν τις τρεις κόρες του από τα μαλλιά και τις πέταξε και αυτές στα Τάρταρα για να κάνουν συντροφιά στα τρία αδέρφια τους. Κατά βάθος αυτό που φοβόταν ο Ουρανός ήταν μήπως οι κόρες του ζευγάρωναν και έκαναν αρσενικά παιδιά που θα διεκδικούσαν την εξουσία. Η Γη βέβαια άρχισε να διαμαρτύρεται, να τραβάει τα μαλλιά της και να εκλιπαρεί τον Ουρανό να αφήσει ελεύθερα τα παιδιά της. Ήταν απαρηγόρητη, γιατί είχε γεννήσει έξι παιδιά και δεν μπορούσε να χαρεί κανένα. Είχε πεθυμήσει τους όμορφους και λεβέντες γιους της αλλά και τις κόρες της που της κρατούσαν συντροφιά και της έλεγαν γλυκιές κουβέντες. Πριν περάσει πολύς καιρός η Γαία ένιωσε πάλι κάτι να κινείται μέσα στα σπλάχνα της. Απελπισμένη καθώς ήταν από τον Ουρανό δεν του είπε τίποτα. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και φούσκωνε η κοιλιά της, άρχισε κάτι να υποπτεύεται ο Ουρανός. Περίμενε λοιπόν ξάγρυπνος να δει τι πλάσμα θα έβγαινε αυτή τη φορά. Σε λίγο γεννήθηκαν οι Τιτάνες Ιαπετός και Υπερίωνας. Πριν καλά καλά προλάβουν να δούνε το φως της Ημέρας, ο πατέρας τους τους εκσφενδόνισε στα Τάρταρα. Η Γη αμίλητη αυτή τη φορά δεν έβαλε τα κλάματα, γιατί κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτε με φωνές και δάκρυα.

Πέρασε έτσι αρκετός καιρός και ο Ουρανός ήταν ευχαριστημένος που η γυναίκα του δε γεννούσε άλλα παιδιά. Ξαφνικά όμως άρχισε η Γη να τραντάζεται ολόκληρη. Ακούγονταν σφυροκοπήματα και βροντές μέσα από τα σπλάχνα της. Ο Ουρανός δεν μπορούσε για πολύ καιρό να κλείσει μάτι, παρόλο που έβαζε τεράστια σύννεφα στ' αφτιά του για να μην τον ενοχλεί ο θόρυβος. Νευριασμένος είπε στη Γη: - Ποιος ξέρει τι θα μου βγάλεις πάλι μέσα από τα σπλάχνα σου· μα έννοια σου, ό,τι και αν είναι θα πάει αμέσως μαζί με τ' αδέρφια του στα Τάρταρα. Σε λίγο ξεπετάχτηκαν τρία γιγάντια πλάσματα μ' ένα τεράστιο ολοστρόγγυλο μάτι πάνω στο μέτωπο, κρατώντας σφυριά στα τριχωτά χέρια τους. Ήταν οι τρεις Κύκλωπες, ο Βρόντης, ο Αστερόπης και ο Άργης, φωνακλάδες, μάλωναν μεταξύ τους και ξεσήκωναν το σύμπαν ολόκληρο με τη φασαρία τους. Μόλις αντίκρισε ο Ουρανός τα νέα του παιδιά, γούρλωσε τα μάτια, άρχισε να ουρλιάζει και να καταριέται τη Γη για τα τέρατα που του γεννούσε. Τους άρπαξε και τους τρεις και τους κλείδωσε μέσα σ' ένα κελί στα σκοτεινά Τάρταρα, βάζοντας διπλές και τριπλές κλειδαριές για να μην ελευθερωθούν. Μετά από λίγο καιρό η Γη έφερε στον κόσμο και τις υπόλοιπες Τιτανίδες, τη σεμνή Θέμιδα, την πανώρια Φοίβη και τη γόνιμη Ρέα ελπίζοντας ότι θα καταλάγιαζε η οργή του Ουρανού και θα τις άφηνε να ζήσουν στο φως της Ημέρας. Του κάκου όμως, ο Ουρανός μόλις τις αντίκρισε, τις άρπαξε και τις έκλεισε όλες μαζί σ' ένα κελί στα Τάρταρα. Οι μικρές Τιτανίδες έκλαιγαν απαρηγόρητες για το κακό που τις βρήκε. Τελευταίος από τους Τιτάνες γεννήθηκε ο Κρόνος τον οποίο όμως χωρίς δεύτερη κουβέντα ο Ουρανός τον έδεσε με αόρατες αλυσίδες και τον πέταξε στα ζοφερά Τάρταρα.

Page 2: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

Αλλά και η τελευταία γέννα της Γης δεν είχε καλύτερη μοίρα. Αυτή τη φορά μάλιστα ο Ουρανός είχε κάποιο δίκιο. Για πολύ καιρό η Γη ένιωθε ένα παράξενο γαργαλητό στα σπλάχνα της, σαν να την άγγιζαν εκατοντάδες χέρια. Και η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό το πλάσμα που έκρυβε μέσα της. Όμως δεν έλεγε τίποτα στον άντρα της για να μην του βάλει κακές ιδέες πριν ακόμα γεννηθεί το νέο παιδί της. Σε λίγο καιρό όμως ξεπρόβαλαν τρεις γίγαντες τρομεροί που από τους ώμους τους φύτρωναν εκατό ακατανίκητα χέρια και πενήντα κεφάλια. Ακόμη και η Γη τρόμαξε όταν τους είδε. Αυτοί ήταν οι τρεις Εκατόγχειρες, ο Αιγαίωνας, ο Κόττος και ο Γύγης. Μόλις ο Ουρανός αντίκρισε τριακόσια χέρια να κινούνται από δω και από κει, εκατόν πενήντα κεφάλια να στριφογυρίζουν και άλλα τόσα στόματα να μιλάνε, να γελάνε και να φωνάζουν, τον έκοψε κρύος ιδρώτας και άρχισε να βλαστημά τη Γη που γεννοβολούσε τέτοια σιχαμερά όντα. Παρόλη την τρομάρα και το φόβο του, άρπαξε τους Εκατόγχειρες και πριν καταλάβουν τον έξω κόσμο, τους κλείδωσε τον καθένα σε ξεχωριστό κελί στα Τάρταρα, αφού πρώτα έδεσε χωριστά με τις μαγικές αλυσίδες το κάθε ζευγάρι από τα εκατό τους χέρια. Απείλησε μετά τη Γαία ότι στο εξής θα της έκανε μεγάλο κακό αν ξανάφερνε στον κόσμο οποιοδήποτε πλάσμα.

Η Γη είχε πάρει απόφαση ότι ο Ουρανός δε θα την άφηνε να χαρεί κανένα παιδί της. Ήταν τρομερά εξοργισμένη και ήθελε να εκδικηθεί. Δεν ήταν δα και μικρός ο καημός της· κάθε λίγο και λιγάκι να τυραννιέται από τους πόνους της εγκυμοσύνης και στο τέλος να μην έχει ένα παιδί για να της πει έναν καλό λόγο. Μια νύχτα λοιπόν έριξε ένα μαγικό βότανο στο κρασί του Ουρανού και αυτός έπεσε σε βαθύ ύπνο και άρχισε να ροχαλίζει. Η Γη γλίστρησε κρυφά μέσα στα έγκατά της· εκεί βρήκε λιωμένο σίδερο και ατσάλι και έφτιαξε ένα κοφτερό δρεπάνι. Κατόπιν πήγε στα Τάρταρα όπου ήταν φυλακισμένα τα παιδιά της. Αυτά μόλις την αντίκρισαν άρχισαν τα κλάματα και την παρακαλούσαν να τα βγάλει από τα σκοτεινά κελιά τους. Η Γαία τους έδειξε το ατσαλένιο δρεπάνι και τους είπε το σχέδιό της· θα απελευθέρωνε μόνο αυτόν που θα αποφάσιζε να κόψει τα Ουράνια μέλη του πατέρα τους. Οι Τιτάνες έμειναν άφωνοι· παρόλο που ήθελαν να ελευθερωθούν και μισούσαν το σκληρό πατέρα τους, φοβούνταν να κάνουν μια τέτοια πράξη. Η Γαία θυμωμένη από τη δειλία τους τους είπε ότι διαφορετικά δε θα απελευθερώνονταν από τα Τάρταρα. Ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια και έκρυψε το δρεπάνι πίσω από ένα σύννεφο. Ο Κρόνος, ο νεότερος απ' όλους τους Τιτάνες, άρχισε να στριφογυρίζει στο μυαλό του όσα τους είπε η μητέρα τους. Θύμωνε όλο και περισσότερο με το σκληρόκαρδο πατέρα του και λυπόταν τα αδέρφια του που έκλαιγαν όλη μέρα και όλη νύχτα μέσα στα σκοτεινά και παγωμένα κελιά τους. Όταν λοιπόν η Γαία κατέβηκε μετά από λίγο καιρό στα Τάρταρα για να δει αν πήραν κάποια απόφαση τα παιδιά της, αμέσως ο Κρόνος της ανακοίνωσε ότι θα τιμωρούσε με τα χέρια του το θεϊκό πατέρα του. Χαρούμενη η Γαία έδωσε ένα μαγικό βότανο στον Κρόνο και αμέσως έπεσαν οι αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένος. Μετά, ανέβηκαν οι δυο τους στην επιφάνεια και ο Κρόνος αντίκρισε τον κόσμο που δεν πρόλαβε να δει μόλις γεννήθηκε. Η Γη άρπαξε το δρεπάνι που είχε κρύψει από τα σύννεφα, το έδωσε στο γιο της και του είπε να κρυφτεί πίσω από ένα ψηλό βουνό και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να εκτελέσει το σχέδιο εξόντωσης του πατέρα του. Μόλις έφτασε η Νύχτα, ο Ουρανός γεμάτος από ερωτικό πάθος άπλωσε το τεράστιο σώμα του πάνω στο κορμί της Γης. Τότε ο Κρόνος βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία και με το ατσάλινο δρεπάνι έκοψε τα ουράνια μέλη. Ο Ουρανός βογκώντας από τους πόνους κατάλαβε την απάτη που έγινε σε βάρος του από το γιο του και τη γυναίκα του. Συνειδητοποίησε ότι έχασε την εξουσία και πληγωμένος, έχοντας χάσει τη θεϊκή του δύναμη, απομακρύνθηκε ψηλά στον ουράνιο θόλο όπου έμεινε για πάντα. Πριν φύγει όμως είπε στον Κρόνο ότι και αυτός θα πάθαινε το ίδιο από κάποιο παιδί του. Ο Κρόνος πέταξε τα ουράνια μέλη μέσα στην ταραγμένη θάλασσα. Αυτή τα κράτησε για πολύ καιρό· μετά λευκός αφρός ξεχύθηκε και από τον αφρό γεννήθηκε πανώρια η Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς. Από τις σταγόνες του αίματος που χύθηκαν από τη θεϊκή πληγή γεννήθηκαν αργότερα οι Ερινύες, οι Γίγαντες και οι Νύμφες.Αμέσως μετά ο Κρόνος απελευθέρωσε όλα τα αδέρφια του από τα Τάρταρα. Οι Κύκλωπες όμως και οι Εκατόγχειρες άρχισαν σε λίγο καιρό να διεκδικούν την εξουσία από τον Κρόνο και να γίνονται επικίνδυνοι και απειλητικοί. Γι' αυτό ο Κρόνος μαζί με τους υπόλοιπους Τιτάνες τους έριξε πάλι στα Τάρταρα και έβαλε ένα φοβερό τέρας, την Κάμπη (Κάμπια), για να τους φυλάει.Έτσι περνάμε στη δεύτερη γενιά των αθανάτων θεών όπου βασιλεύει ο Κρόνος με σύζυγό του τη Ρέα.

ΚΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΡΕΑ Ο Κρόνος διαδέχτηκε στην εξουσία τον Ουρανό. Χρειαζόταν όμως και μια γυναίκα για να τον συντροφεύει και να τον βοηθάει στο δύσκολο έργο του. Ερωτεύτηκε λοιπόν την αδερφή του Ρέα, που ήταν και η πιο αγαπημένη κόρη της Γης. Είδε την ψηλή κορμοστασιά της, το κατάλευκο δέρμα της και τα μακριά μαλλιά της και μαγεύτηκε. Η Ρέα, εκτός από την ομορφιά της, είχε καλό χαρακτήρα. Της άρεσε όμως να κάνει συντροφιά με τις αδερφές της και να περιποιείται τη μητέρα της. Γι' αυτό δεν ήθελε να παντρευτεί τον Κρόνο. Μάταια αυτός της υποσχόταν αιώνια πίστη και οι υπόλοιπες Τιτανίδες προσπαθούσαν να την πείσουν να δεχτεί. Η Ρέα δεν ήθελε να χάσει την κοριτσίστικη ευτυχία της τόσο γρήγορα· ήθελε να χαρεί το φως της Ημέρας που στερήθηκε τόσα χρόνια εξαιτίας του σκληρόκαρδου πατέρα της. Η Γη όμως που έβλεπε πόσο λυπημένος και μόνος ήταν ο αγαπημένος της γιος, του υποσχέθηκε ότι σύντομα θα έκανε δική του τη Ρέα. Αυτός πέταξε από τη χαρά του και φίλησε με σεβασμό το χέρι της γριάς μητέρας του. Η Γαία λοιπόν κάλεσε την κόρη της και αγκαλιάζοντάς την, της είπε ότι ήτανε γραφτό να παντρευτεί τον Κρόνο και να γίνει δίπλα του η πρώτη από τις Τιτανίδες, η βασίλισσα του Κόσμου. Η Ρέα που πάντα άκουγε τις συμβουλές της, με δάκρυα στα μάτια δέχτηκε να παντρευτεί. Ο γάμος ήταν πράγματι θεϊκός. Ο Κρόνος έλαμπε από χαρά δίπλα στην πεντάμορφη Ρέα. Οι Τιτάνες και οι Τιτανίδες τους έφεραν πολύτιμα δώρα. Η Γη ήταν συγκινημένη που έβλεπε τον πιο γενναίο και αποφασιστικό γιο της να παντρεύεται την αγαπημένη της κόρη. Ακολούθησε γλέντι που κράτησε μερόνυχτα ολόκληρα και συμμετείχε ολόκληρη η πλάση. Μονάχα ο Ουρανός κοίταζε θυμωμένος από ψηλά το νιόπαντρο ζευγάρι, αλλά και όλα τα υπόλοιπα παιδιά του που ξέφυγαν από τη φυλακή όπου τα είχε ρίξει. Στο βάθος όμως ήξερε ότι και ο Κρόνος θα πάθαινε κάποτε τα ίδια από κάποιο παιδί του. Έτσι, ο Κρόνος και η Ρέα ζούσαν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι περνώντας αρμονικά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους έξω από τα Τάρταρα. Κυβερνούσαν με φρόνηση ολόκληρο το σύμπαν και γιόρταζαν με μεγάλα γλέντια την επέτειο της απελευθέρωσής τους μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια τους. Κάποια μέρα η Ρέα ανακοίνωσε πανευτυχής στον Κρόνο ότι περίμενε το πρώτο της παιδί και έτρεξε χαρούμενη να το πει στις αδερφές της και στη μητέρα της. Μόλις άκουσε το νέο ο Κρόνος, αμέσως ήρθε στο μυαλό του η τρομερή εικόνα του πληγωμένου Ουρανού και θυμήθηκε το φοβερό χρησμό που του

Page 3: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

είπε ο πατέρας του πριν απομακρυνθεί για πάντα ψηλά στον ουράνιο θόλο: "Κάποτε θα πάθεις και εσύ το ίδιο από το παιδί σου". Μαύρες σκέψεις άρχισαν να κυριεύουν το μυαλό του. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει ούτε λεπτό και γι' αυτό έτρεξε στη σεβαστή Γαία για να επιβεβαιώσει το χρησμό. Δυστυχώς όμως κι αυτή, η οποία είχε μαντικές ικανότητες, του είπε ότι ήταν γραφτό να χάσει την κοσμική εξουσία από κάποιο παιδί του. Από εκείνη τη στιγμή ο Κρόνος έγινε τελείως διαφορετικός. Ήταν διαρκώς νευριασμένος και σκυθρωπός. Δεν έλεγε γλυκόλογα, ούτε περιποιόταν τη Ρέα όπως άλλοτε. Μα το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι από τη στενοχώρια του. Η Μέρα διαδεχόταν τη Νύχτα, μα έβρισκε πάντα τον Κρόνο ξύπνιο και ανήσυχο. Η Ρέα δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτή την κατάσταση, αλλά έπλεε σε πελάγη ευτυχίας γιατί περίμενε το πρώτο της παιδί. Και να που σε λίγο την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Βογκούσε και έσκουζε από τους πόνους και οι φωνές της ανατάραζαν ολόκληρο το σύμπαν. Ο Κρόνος ήταν πολύ ανήσυχος, μα όχι από συμπόνια για τη γυναίκα του αλλά από στενοχώρια για το μέλλον του θρόνου του. Πλάι στη Ρέα έτρεξαν οι αδερφές της και η μάνα της που είχε γεννήσει μόνη της τόσα παιδιά και ήταν η πιο έμπειρη απ' όλες. Έτσι, με τις φροντίδες της Γης, η Ρέα γέννησε την πρωτότοκη κόρης της, την Ήρα, που ήταν γραφτό να γίνει η πρώτη θεά ανάμεσα στις Ολύμπιες.

Η Ήρα ήταν όμορφη και χαριτωμένη, μεγάλωσε γρήγορα και έπαιζε όλη μέρα με τις ξαδέρφες της, τις Ωκεανίδες. Ήταν το καμάρι της Ρέας και η αδυναμία της γιαγιάς της. Ευτυχισμένη κυκλοφορούσε ανάμεσα στους τεράστιους Τιτάνες. Ο Κρόνος δεν την έβλεπε με καλό μάτι, μα για να μη βάλει σε ανησυχίες τη γυναίκα του, κάθε φορά που τον πλησίαζε η Ήρα της χαμογελούσε και έπαιζε μαζί της. Αυτό όμως που σκεφτόταν όλη μέρα και όλη νύχτα ήταν πώς θα έβρισκε έναν τρόπο να εξαφανίσει την κόρη του. Έπρεπε να φανεί προσεχτικός για να μην πάθει καμιά συμφορά όπως ο πατέρας του. Τα ζοφερά Τάρταρα επομένως δεν ήταν η καλύτερη λύση για το πρόβλημά του. Μια μέρα είδε την Ήρα μόνη της να παίζει κρυφτό με τα σύννεφα. Γύρισε προσεκτικά το κεφάλι του για να δει μήπως ήταν κάποιος κοντά. Μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν τον έβλεπε κανένας, άρπαξε την κόρη του και πριν καλά καλά η μικρή προλάβει ν' αντιδράσει άνοιξε το τεράστιο στόμα του και την κατάπιε. Η Ήρα χωρίς να συνειδητοποιήσει τι της είχε συμβεί, βρέθηκε φυλακισμένη στο τεράστιο στομάχι του πατέρα της. Σε λίγο άρχισε να κλαίει και να οδύρεται· του κάκου όμως, κανένας δεν μπορούσε να την ακούσει. Μόλις έπεσε η νύχτα, η Ρέα άρχισε να ανησυχεί· ποτέ η Ήρα δεν είχε αργήσει τόσο πολύ. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει παντού την κόρη της. Έψαξε καλά μέσα σε όλα τα σύννεφα, κοίταξε μέσα στα δάση μήπως και η μικρή θεά είχε αποκοιμηθεί κουρασμένη από το πολύωρο παιχνίδι. Ρωτούσε τις Ωκεανίδες και τους Τιτάνες μήπως την είχαν δει. Όλα μάταια, κανένας δεν ήξερε τίποτα για την Ήρα. Η Ρέα άρχισε να κλαίει, αλλά συνέχισε το ψάξιμο και μαζί της άρχισαν να φωνάζουν τη μικρή όλες οι Τιτανίδες. Πέρασαν μέρες και νύχτες, η θεϊκή μάνα γύρισε πάνω κάτω τον ουρανό και τη γη, μα χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά απογοητευμένη έτρεξε στη μητέρα της που τα γνώριζε όλα να ρωτήσει για την τύχη της κόρης της. Η Γη με πόνο πολύ της αποκάλυψε την τρομερή αλήθεια.

Όταν το άκουσε η Ρέα, έγινε έξαλλη και έτρεξε οργισμένη στον Κρόνο. Του φώναζε και τον χτυπούσε για να αφήσει ελεύθερη την Ήρα. Αυτός όμως αρκετά απαθής, της είπε πως ό,τι έγινε πια δεν μπορούσε ν' αλλάξει και κανένας δε θα έβγαζε την Ήρα μέσα από το στομάχι του. Η Ρέα έβαλε τα κλάματα, άρχισε να χτυπιέται και να τραβάει τα μαλλιά της, τον θερμοπαρακαλούσε και τον ικέτευε. Μάταια όμως, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τον μεταπείσει. Σε λίγο καιρό η Ρέα ένιωσε πάλι κάτι να σαλεύει στα σπλάχνα της. Τη χαρά της όμως την έπνιγε ο φόβος για την τύχη του νέου της παιδιού. Έτσι, σκαρφίστηκε ένα σχέδιο. Όταν ήρθε η ώρα της γέννας μάζεψε μαύρα, πυκνά σύννεφα κι εκεί μέσα μαζί με τις δυο φρόνιμες αδερφές της, τη Μνημοσύνη και τη Θέμιδα, περίμενε να φέρει το νέο της καρπό.Πράγματι, χωρίς πολλές ταλαιπωρίες, ξεπετάχτηκε ένα ακόμη χαριτωμένο κοριτσάκι, η Εστία. Το νεογέννητο όμως άρχισε να κλαίει, όπως ήταν φυσικό. Το θεϊκό του κλάμα έφτασε στ' αυτιά του Κρόνου που πετάχτηκε αμέσως από το θρόνο του. Έτρεξε και βρήκε τη Ρέα ιδρωμένη και κατάκοπη να κρατά σφιχτά στον κόρφο της το βρέφος. Με χείλη που έτρεμαν και μάτια δακρυσμένα κοίταζε ικετευτικά τον παντοδύναμο άντρα της. Ο Κρόνος άρπαξε με θυμό τη μικρή Εστία και μονομιάς την έβαλε στο τεράστιο στόμα του και την κατάπιε. Μετά είπε απειλητικά στη Ρέα: - Ξέρε το ότι δεν έχω σκοπό να παραδώσω τόσο εύκολα το θρόνο μου· κι εσύ σαν γυναίκα μου πρέπει να με βοηθήσεις και να μου παρασταθείς. Γι' αυτό άλλη φορά, εσύ η ίδια μόλις γεννάς τα παιδιά μου θα μου τα παραδίδεις. Έπειτα γύρισε πάλι στο παλάτι του και κοιμήθηκε ήσυχος που για λίγο καιρό δε θα είχε την έγνοια της γένναςΗ Ρέα απελπισμένη σχεδόν το πήρε απόφαση ότι με τέτοιο σκληρόκαρδο άντρα δεν πρόκειται να χαρεί κανένα παιδί της. Τα έβαζε μάλιστα με τις αδερφές της και με τη μάνα της που την πίεζαν, όταν ήταν κοπέλα ακόμη, να πάρει για άντρα της αυτόν τον απαίσιο παιδοφάγο. Έτσι όταν γέννησε μετά από καιρό την καρπερή Δήμητρα, παρέδωσε με τα ίδια της τα χέρια το σπαργανωμένο βρέφος στο σκληρό Κρόνο. Αυτός έκανε μια χαψιά την κόρη του και ευχαριστημένος που η Ρέα αυτή τη φορά δε σκαρφίστηκε κανένα κόλπο, χάιδεψε τα μακριά άσπρα γένια του και ήσυχος συνέχισε το έργο του. Τα παιδιά βέβαια του Κρόνου και της Ρέας ήταν αθάνατα όπως και οι γονείς τους. Έτσι συνέχιζαν να ζούνε μέσα στην ιδιόμορφη φυλακή τους, το τεράστιο στομάχι του πατέρα τους. Η Ήρα μάλιστα που ήταν μεγαλύτερη απ' όλες τις κόρες και πρόλαβε να ζήσει μερικά χρόνια έξω από το παράξενο κελί της, ανέλαβε να φροντίζει τις νεογέννητες αδερφές της και τις μεγάλωσε η ίδια. Όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν, τους εξήγησε ποια ήταν η συμφορά που περνούσαν όλες μαζί κι άρχισαν κι αυτές να νιώθουν απεριόριστο μίσος για τον πατέρα τους. Σε λίγο καιρό πλάι στις αδερφές προσγειώθηκε ένα ακόμη βρέφος. Ήταν ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας. Και να πώς είχαν γίνει τα πράγματα: Η Ρέα ήταν έτοιμη να γεννήσει. Αυτή τη φορά ο Κρόνος ήταν περισσότερο ανήσυχος από ποτέ. Κάτι του έλεγε μέσα του πως μετά από τόσα θηλυκά η Ρέα θα του έκανε γιο και ο τρόμος του ήταν μεγαλύτερος. Πράγματι, η Ρέα γέννησε τον Ποσειδώνα. Αυτή θέλοντας να ξεγελάσει τον εαυτό της πίστευε πως ο Κρόνος όταν έβλεπε τον όμορφο γιο του θα άλλαζε γνώμη και θα τον άφηνε να ζήσει. Συνέβη όμως το αντίθετο. Μόλις ο Κρόνος είδε αρσενικό παιδί, το άρπαξε με λύσσα και το κατάπιε αμέσως, πριν προλάβει καν ν' ανοίξει τα μάτια του. Γιατί φυσικά ένας γιος ήταν πολύ πιο επικίνδυνος και είχε μεγάλες πιθανότητες να του πάρει το θρόνο. Την ίδια τύχη είχε και ο μελαμψός Πλούτωνας. Η Ρέα με τα

Page 4: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

ίδια της τα χέρια παρέδωσε απαρηγόρητη το μαυρομάτη γιο της στον τρομερό παιδοφάγο. Ο Κρόνος, ικανοποιημένος από τη γυναίκα του, κατάπιε μονομιάς κι αυτό το μαυριδερό βρέφος χωρίς πολλές κουβέντες. Η πληγωμένη μάνα όμως δεν μπορούσε να πάρει απόφαση το φοβερό της μαρτύριο. Μόλις κατάλαβε τη νέα της εγκυμοσύνη, έτρεξε στη γερόντισσα Γαία. Εκεί ξέσπασε σε αναφιλητά και φιλώντας τα χέρια και τα πόδια της Παγκόσμιας Μητέρας ζητούσε τη βοήθειά της. Η Γη θυμήθηκε τα δικά της βάσανα όταν ο τρομερός Ουρανός φυλάκιζε το ένα πίσω από τ' άλλο τα παιδιά της στα σκοτεινά Τάρταρα. Ένιωθε καλά την αγανάκτηση και το παράπονο της κόρης της. Τη συμβούλεψε λοιπόν να ζητήσει χρησμό από τον πατέρα της. Η Ρέα ταράχτηκε μόλις το άκουσε, γιατί ήξερε ποια ήταν τα αισθήματα του Ουρανού για όλους τους Τιτάνες και τις Τιτανίδες. Καθώς όμως ένιωθε να μεγαλώνει στα σπλάχνα της το νέο βρέφος, πήρε την απόφαση.

Εννιά ολόκληρες μέρες ταξίδευε πάνω σ' ένα παχύ σύννεφο για να φτάσει στα μέρη του Αιθέρα, εκεί όπου ήταν χτισμένο το παλάτι του Ουρανού. Μόλις αντίκρισε το γέροντα πατέρα της, έπεσε στα γόνατα και του φίλησε τα πόδια και τις άκρες του γαλάζιου χιτώνα του. Με δάκρυα στα μάτια του είπε: - Παντοδύναμε γεννήτορα, συγχώρα με για όσα δεινά σου προκαλέσαμε εγώ και τα θεϊκά αδέρφια μου. Μα τώρα ξέχασε όσα έγιναν και δώσε μου την ιερή συμβουλή σου για τη συμφορά που με βρήκε. Εσύ που όλα τα βλέπεις από τα αέρινα παλάτια σου, ξέρεις το κακό που μου κάνει τόσα χρόνια ο άντρας μου. Όμως τώρα που πάλι κάτι σαλεύει μέσα στα σπλάχνα μου, πες μου, πάνσοφε πατέρα, πώς θα το γλιτώσω από το μίσος του άκαρδου Κρόνου; Ο Ουρανός μόλις άκουσε τα λόγια της κόρης του, τη σπλαχνίστηκε. Από την άλλη θυμήθηκε το φοβερό έγκλημα του Κρόνου πριν από πολλούς αιώνες, που έγινε αιτία να χάσει την εξουσία του κόσμου. Έτσι, για να βοηθήσει την κόρη του, αλλά κυρίως για να εκδικηθεί το γιο του, έδωσε τη θεϊκή συμβουλή. Είπε στη Ρέα ότι έπρεπε να πάει να γεννήσει στην Κρήτη και στη συνέχεια να επιστρέψει στον Κρόνο και να προσποιηθεί μια ψεύτικη γέννα. Η Ρέα χαρούμενη, ευχαρίστησε με δάκρυα τον πατέρα της και γύρισε με ήσυχο ταξίδι πίσω στη γη. Όταν πια έφτασαν οι μέρες να γεννήσει, είπε στον Κρόνο ότι θα πήγαινε ένα ταξίδι στην Κρήτη, στις ανιψιές της, τις Νύμφες της Ίδης, γιατί τις είχε πεθυμήσει και επιπλέον ήθελε να ξεκουραστεί στον καθαρό αέρα. Ο Κρόνος προειδοποίησε τη γυναίκα του να μη σοφιστεί κάποιο καινούριο κόλπο για να σώσει το παιδί της, γιατί αυτή τη φορά η οργή του θα ήταν μεγάλη. Η Ρέα έφτασε στην Κρήτη. Εκεί τη βοήθησαν οι Νύμφες της Ίδης να γεννήσει τον Δία, το μελλοντικό κυβερνήτη του κόσμου. Οι Κουρήτες και οι Κορύβαντες χτυπώντας δαιμονισμένα τα δόρατά τους πάνω στη γη κάλυψαν το κλάμα του μωρού για να μη φτάσει στ' αυτιά του πατέρα του. Η Ρέα εμπιστεύτηκε το νεογνό στις Νύμφες και επέστρεψε στο παλάτι του Κρόνου. Στο δρόμο βρήκε ένα λιθάρι που είχε το σχήμα μωρού και το πήρε μαζί της. Μόλις έφτασε στο παλάτι προσποιήθηκε ότι την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Βογκούσε και φώναζε για να ξεγελάσει τον Κρόνο που περίμενε να καταπιεί το νιογέννητο παιδί του. Κατόπιν, φάσκιωσε το λιθάρι που είχε βρει και κλαίγοντας σπαραχτικά με ψεύτικα δάκρυα, το έδωσε στο φοβερό σύζυγό της. Αυτός το κατάπιε ανίδεος και άρχισε πάλι ήσυχος να ασχολείται με τις υποθέσεις του κόσμου.

Πέρασαν πολλά χρόνια, ο Δίας στο μεταξύ με τις φροντίδες των Νυμφών θέριεψε και έγινε ένα δυνατό και όμορφο παλικάρι. Η Μήτιδα, η αγαπημένη του Νύμφη, του εξήγησε τίνος γιος ήταν. Τότε ο Δίας έτρεξε στο παλάτι του Κρόνου, του αποκάλυψε την ταυτότητά του και του ζήτησε το θρόνο και το σκήπτρο του. Ο Κρόνος όμως ήταν αποφασισμένος να μην παραδώσει τόσο εύκολα την εξουσία του. Έτσι άρχισε μια πάλη ανάμεσα στον πατέρα και το γιο, που κράτησε χρόνια ολόκληρα. Τελικά ο νεαρός Δίας κατάφερε να νικήσει το γέροντα πατέρα του και τον έδεσε με βαριές αλυσίδες πάνω στο θρόνο του. Μετά τον υποχρέωσε να πιει ένα μαγικό βότανο που του είχε δώσει η Μήτιδα. Αμέσως ο Κρόνος άρχισε να βγάζει από το στόμα του τα παιδιά που είχε καταπιεί. Και πρώτα πρώτα έβγαλε τη φασκιωμένη πέτρα που του είχε δώσει η Ρέα ξεγελώντας τον. Ο Δίας φύλαξε αυτή την πέτρα και αργότερα την τοποθέτησε πάνω στον Παρνασσό, στο ιερό του Πύθωνα που οι αρχαίοι πίστευαν ότι ήταν ο ομφαλός της γης. Στη συνέχεια βγήκαν ο μελαχρινός Πλάτωνας και ο γαλανομάτης Ποσειδώνας. Κατόπιν ξεπήδησαν από το στόμα του Κρόνου η Δήμητρα, η Εστία και η Ήρα. Μόλις συνήλθαν από την παραζάλη τους και συνήθισαν τα μάτια στο φως της ημέρας, ο Δίας τους εξήγησε τι είχε γίνει. Τα έξι αδέρφια αντάλλαξαν αγκαλιές και φιλιά για πολλές ώρες. Μετά κάθησαν γύρω από τη σεμνή Ρέα, τη μάνα τους, που ξέσπασε σε δάκρυα χαράς. Όλοι μαζί υποσχέθηκαν στον Δία ότι θα τον βοηθούσαν να γίνει ο νέος άρχοντας του κόσμου.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ Οι Μοίρες παριστάνονταν, συνήθως, ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους, είναι η ανθρώπινη ζωή· συμβολίζεται έτσι το πόσο μηδαμινή κι ασήμαντη αποδεικνύεται τελικά, αφού κόβεται με το παραμικρό, όπως μια κλωστή. Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ, γνέθει το νήμα της ζωής, η δεύτερη, η Λάχεση, μοιράζει τους κλήρους, καθορίζει τι θα "λάχει" στον καθένα. Η τρίτη Μοίρα, τέλος, η Άτροπος, κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων. Οι Μοίρες είναι επομένως οι δυνάμεις που ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του. Σε κάποιες περιπτώσεις οι άνθρωποι πίστευαν πως δεν ήταν τρεις, αλλά μία ή δύο, όπως, για παράδειγμα, συνέβαινε στο μαντείο των Δελφών, όπου λάτρευαν μόνο τη Μοίρα της Γέννησης και τη Μοίρα του Θανάτου. Η λέξη "μοίρα" βγαίνει από το ρήμα "μοιράζω", είναι δηλαδή το "μερίδιο" και το "μερτικό", το κομμάτι που παίρνει ο καθένας από τη μοιρασιά ενός όλου. Έτσι, μοίρα σημαίνει πάνω απ' όλα το μερίδιο που διεκδικεί ο καθένας στη ζωή και την ευτυχία. Ας φανταστούμε τη μοιρασιά του κρέατος ενός ζώου. Τυχαίνει, καθώς το τεμαχίζουν, άλλος να πάρει μικρό ή μεγάλο "κομμάτι", με πολύ ή με λίγο λίπος· έτσι γίνεται και στη ζωή. Άλλοι ζουν πολλά χρόνια, άλλοι λιγότερα, άλλοι είναι ευτυχισμένοι κι άλλοι όχι.

Page 5: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

Πίστευαν πως το νήμα της ζωής το έγνεθαν οι Μοίρες δυο φορές κατά τη διάρκειά της: μία κατά τη γέννηση και μία κατά το γάμο, γιατί ήταν δύο γεγονότα σημαντικά για την παραπέρα πορεία της. Ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλου, λόγου χάρη, αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα ιδανικό ζωής, χάρη στην εύνοια της Μοίρας: έζησε πολύ και από το γάμο του απέκτησε πολλούς γιους. Η περίπτωση του Αχιλλέα αποτελεί, παράλληλα, χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίληψης ότι τα πολλά χρόνια ζωής δε σημαίνουν απαραίτητα πως αυτά είναι γεμάτα χαρά κι ευτυχία: Ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα μιλά για τη μοίρα του, που ξέρει πως είναι διπλή από τη μητέρα του τη Θέτιδα: μπορεί να έχει μια μακρόχρονη, αλλά ασήμαντη ζωή, αν γυρίσει στην πατρίδα του, ή να επιλέξει να μείνει και να πολεμήσει στην Τροία, να διακριθεί για τα πολεμικά του κατορθώματα, αλλά και να πεθάνει νέος. Το όνομά του θα συνδεθεί με τη δόξα κι όλοι θα τον θυμούνται σαν φοβερό ήρωα στο παρόν και στο μέλλον, όπως και έγινε τελικά.

Ενδεικτικός για το ρόλο που έπαιζαν οι Μοίρες στη γέννηση του ανθρώπου είναι ο μύθος του Μελέαγρου. Όταν μια γυναίκα θέλησε να μάθει την τύχη του νεογέννητου γιου της, παραφύλαξε τις Μοίρες, τη νύχτα που θα έρχονταν να αποφασίσουν για τη ζωή του μωρού· άκουσε λοιπόν από την Κλωθώ πως θα γίνει όμορφο και από τη Λάχεση πως θα γίνει δυνατό. Η Άτροπος όμως, φώναξε πως πρόκειται το παιδί να πεθάνει σε λίγο κι έδειξε ένα πυρωμένο ξύλο που καιγόταν στο τζάκι. Έπειτα, είπε πως αυτό θα συμβεί μόλις το δαυλί αποκαεί. Αφού έφυγαν οι Μοίρες από την κάμαρα, η μητέρα άρπαξε το μισοκαρβουνιασμένο ξύλο, το έσβησε και το έχωσε βαθιά μέσα σε μια κασέλα. Κράτησε για χρόνια κρυφό το μυστικό της ζωής του γιου της κι εκείνος μεγάλωνε κι ομόρφαινε. Όταν κάποτε πήγε για κυνήγι μαζί με τον αδερφό της μητέρας του, μάλωσε μαζί του για τη μοιρασιά και, πάνω στο θυμό του, τον σκότωσε. ΄Οταν εκείνη το έμαθε, έτρεξε αμέσως στην κασέλα, έβγαλε το δαυλί και το έριξε στη φωτιά. Μόλις κάηκε εντελώς, ο γιος της άφησε την τελευταία του πνοή.

Στον Τρωικό πόλεμο ο γιος του Δία, ο Σαρπηδόνας, μάχεται γενναία εναντίον του Πάτροκλου, ο οποίος όμως τον έχει σχεδόν νικήσει. Ο Δίας παρακολουθεί τη μονομαχία και πονάει για το γιο του· σκέφτεται λοιπόν ν' αντιταχτεί στη μοίρα και ν' αποφευχθεί ο θάνατος του Σαρπηδόνα, που πολύ τον αγαπούσε. Εμπιστεύεται στην Ήρα τη σκέψη του ν' αλλάξει τα γραμμένα, εκείνη όμως τον συνεφέρει με τα λόγια της· υπενθυμίζει τη μεγάλη δυσαρέσκεια που θα προκαλέσει στους υπόλοιπους θεούς. Εκείνος, τελικά, υποχωρεί και ρίχνει στη γη ματωμένες ψιχάλες, για να δείξει τη λύπη του. Λίγο παρακάτω, όταν ο Έκτορας μονομαχεί με τον Αχιλλέα και πρόκειται σε λίγο να σκοτωθεί, ο Δίας εκμυστηρεύεται στην Αθηνά πόσο πολύ θα ήθελε να μπορούσαν όλοι οι θεοί να συμφωνήσουν, ώστε ν' αλλάξουν τη μοίρα του και να τον γλιτώσουν. Η Αθηνά του αποκρίνεται ακριβώς όπως και η Ήρα, οπότε ο Δίας συμμορφώνεται και πάλι. Στην πιο κρίσιμη στιγμή, όμως, της αναμέτρησης, παίρνει μια χρυσή ζυγαριά, ώστε να κριθεί με αντικειμενικό τρόπο το ποιος θα επικρατήσει. Σε κάθε μεριά της βάζει από μια μοίρα του θανάτου και την ισορροπεί. Τελικά, βαραίνει η μεριά του Έκτορα που πρέπει τώρα να πεθάνει. Ο Απόλλωνας, που μέχρι τότε συνεχώς τον προστάτευε, τον εγκαταλείπει. Στα ομηρικά έπη, λοιπόν, η Μοίρα είναι κάτι το δεδομένο από την αρχή της ζωής. Οι Μοίρες όμως είναι απλώς το όργανο στην υπηρεσία των θεών, που εκτελούν τη θέλησή τους. Το νήμα της ζωής το γνέθουν ουσιαστικά εκείνοι, οι οποίοι καθορίζουν τα γεγονότα, τις περιπέτειες, τον πλούτο και το θάνατο για τον κάθε άνθρωπο. Οι θεοί μπορούν και έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη μοίρα, αφού οι ίδιοι την ορίζουν στην αρχή της ζωής των θνητών. Μια τέτοια αλλαγή όμως θα είχε πολύ άσχημες συνέπειες, γιατί θα διατάρασσε την αρμονία και την τάξη. Ο Δίας, λοιπόν, μπορεί ν' αλλάξει τη Μοίρα, μα προτιμά να μην το κάνει, γιατί κι οι άλλοι θεοί θα ζητούσαν να κάνουν το ίδιο για τους δικούς τους προστατευόμενους.

Η Μοίρα είναι πάνω απ' όλα ιδιοκτησία του, γι' αυτό και τον ονόμαζαν "Μοιραγέτη" (ηγέτη, οδηγό, αρχηγό των Μοιρών), παρόλο που εκείνη τον περιορίζει και αναγκάζεται να τη σεβαστεί. Η σύγκρουση αυτή είναι αναπόφευκτη, γιατί αφορά την ίδια τη ζωή κι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ερωτηματικά της: ποιος είναι πιο πάνω, ο θεός ή "ό,τι είναι γραφτό να συμβεί;". Το ερώτημα απασχόλησε, όπως ήταν φυσικό, και όλους τους μεταγενέστερους ποιητές και φιλοσόφους. Ήδη από την εποχή του Ησίοδου (7ος αι.) οι Μοίρες δεν είναι πια τα όργανα που εκτελούν τυφλά τη βούληση των θεών, μα έχουν και κάποιες δικές τους αρμοδιότητες και ρόλους. Παρόλα αυτά, ο Δίας είναι πάλι εκείνος που τους παραχώρησε την πολύ μεγάλη τους εξουσία, παραμένει δηλαδή "Μοιραγέτης". Αυτή η αντίληψη της παντοδυναμίας των θεών γενικά κυριαρχεί στην αρχαιότητα: οι θεοί υπακούν βέβαια στη Μοίρα, μόνο και μόνο όμως επειδή την έχουν οι ίδιοι ορίσει. Συναντάμε και σε μεταγενέστερες εποχές πολλές περιπτώσεις σύγκρουσης Μοίρας και θεών, όπου όμως τα γραμμένα καμιά φορά αλλάζουν· στην περίπτωση του Κροίσου, ο Απόλλωνας κατάφερε να πάρει για χάρη του από τις Μοίρες τρία χρόνια αναβολή, για την άλωση των Σάρδεων. Ο Απόλλωνας, πάλι, επενέβη στην περίπτωση του Άδμητου, που έπρεπε να πεθάνει· μέθυσε τις Μοίρες και τις ξεγέλασε, ώστε να δεχτούν να πεθάνει η γυναίκα του, η Άλκηστη, αντί για κείνον.Ας δούμε τους ρόλους που με τον καιρό απέκτησαν οι Μοίρες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω: ο ποιητής Ησίοδος μας πληροφορεί πως υπήρχαν δύο εκδοχές για την καταγωγή τους. Σύμφωνα με την πρώτη, οι Μοίρες ήταν κόρες της Νύχτας, μοιράζουν τα καλά και τα κακά, μα και καταδιώκουν τους θεούς κι ανθρώπους για τα εγκλήματά τους, μέχρι να τους εκδικηθούν και να τους τιμωρήσουν με τρόπο φοβερό.

Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, ήταν κόρες του Δία και της Θέμιδας. Πρόσθεταν μάλιστα και μια τέταρτη αδερφή, την Τύχη, που θεωρούνταν ότι είχε και το μεγαλύτερο κύρος. Οι δύο αυτές εκδοχές συμβολίζουν και δύο διαφορετικούς ρόλους. Ως κόρες της Νύχτας είναι κακοποιές δυνάμεις, που συγγενεύουν με το σκοτάδι, τον Άδη και τον Κάτω Κόσμο. Από την άποψη αυτή, συνδέονται με τις Ερινύες, που επίσης είναι αδίστακτες τιμωροί των ανθρώπων. Ακριβώς όμως, επειδή οι πράξεις του ενός έχουν άμεσο αντίκτυπο στο σπίτι του και στους γύρω του, η κρίση των Μοιρών, που επιβάλλεται εντελώς αυθαίρετα και ανεξάρτητα από τους θεούς, φτάνει να αφορά και ολόκληρες οικογένειες, κάποτε για πολλές γενιές. Άλλοτε φτάνουμε να μιλάμε και για μια ολόκληρη πόλη, όπου οι Μοίρες καλούνται να διαφυλάξουν και ν' αποκαταστήσουν την κοινωνική τάξη και τη δικαιοσύνη. Πρόκειται, πλέον, για το

Page 6: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

ρόλο τους σε επίπεδο κοινωνικό. Ως κόρες του Δία και της Θέμιδας, από την άλλη πλευρά, είναι δυνάμεις καλοπροαίρετες, ουράνιες και φωτεινές, που λαμπρύνουν με την παρουσία τους σημαντικά γεγονότα, όπως η ίδρυση των Ολυμπιακών αγώνων. Είναι θεότητες της ευτυχίας και της ευλογίας, καθώς και όργανα της βούλησης των θεών. Μιλάμε, επομένως, για τα εντελώς αντίθετα απ' αυτά που αναφέραμε παραπάνω. Ο Πίνδαρος διηγούνταν πως εκείνες οδήγησαν με χρυσά άλογα τη Θέμιδα (που δεν ήταν όμως μητέρα τους, σύμφωνα με τον ποιητή) στον Όλυμπο, για να παντρευτεί τον Δία, επιβεβαιώνοντας έτσι την παραδοσιακή σχέσή τους με το γάμο, ως θεότητες ευγονίας και ευτυχίας. Τις βρίσκουμε να τραγουδούν στους γάμους της Θέτιδας, καθώς και του Δία και της Ήρας.

Όταν μια κοπέλα στην αρχαία Αθήνα γινόταν νύφη, πρόσφερε τις κοτσίδες της στις Μοίρες και οι γυναίκες ορκίζονταν στο όνομά τους. Επίσης, έχοντας άμεση σχέση με τη γέννηση των ανθρώπων, γιατί η δύναμη τους κατά κύριο λόγο τότε φανερώνεται, είναι πολύ συχνά παρούσες στις γέννες ως βοηθοί, όπως για παράδειγμα στη γέννηση του Ασκληπιού. Γι' αυτό και συνήθιζαν να τις λατρεύουν κάποτε μαζί με θεές σχετικές με τον τοκετό, όπως η Άρτεμη και η Ειλείθυια (που έφερνε τους πόνους της γέννας). Τις Μοίρες τις συναντάμε μέχρι σήμερα διατηρημένες στη λαϊκή μας παράδοση: είναι πάντα τρεις γυναίκες, συνήθως γριές, που γνέθουν για τον καθένα το νήμα της ζωής, μέχρι να τελειώσει το μαλλί ή να κοπεί απότομα. Παρουσιάζονται συνήθως στη γέννηση του μωρού, τη νύχτα μετά την τρίτη μέρα.

ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ Για τις Μούσες υπήρχαν πολλές διαφορετικές εκδοχές στην αρχαιότητα, που αφορούσαν τόσο την καταγωγή τους, όσο και τον αριθμό τους. Φαίνεται, πάντως, ότι στα πολύ παλιά χρόνια ήταν Νύμφες των βουνών και των νερών, που σιγά σιγά όμως "προβιβάστηκαν" και απέκτησαν με τον καιρό συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Πίστευαν πως κατοικούσαν στον Όλυμπο και τραγουδούσαν με τις ακούραστες φωνές τους θείες μελωδίες και ύμνους, παίζοντας λύρα. Το θέμα των τραγουδιών τους ήταν πάντα η αρχοντική καταγωγή των θεών, τους οποίους εγκωμιάζουν. Κυρίως όμως υμνούν τον Δία και το μεγαλείο του, καθώς ήταν εκείνος που δημιούργησε τον "κόσμο" με την έννοια ότι έβαλε σε τάξη το σύμπαν και όρισε τους κανόνες που διέπουν τη ζωή των θεών και ανθρώπων. Το πόσο στενά δεμένες ήταν μαζί του φαίνεται από το ότι τις αποκαλούσαν "Ολυμπιάδες". Σπανιότερα δόξαζαν με τα τραγούδια τους το γένος των ανθρώπων και τους φημισμένους ήρωες. Το αρμονικό τους τραγούδι μάγευε το βασιλιά των θεών και των ανθρώπων, γέμιζε με ευφορία τις ψυχές όλων των θεών και γοήτευε ολόκληρη τη φύση η οποία στεκόταν ασάλευτη κάθε φορά που οι Μούσες ακούγονταν από την κορυφή του Ολύμπου, για να τις αφουγκραστεί: ο ουρανός, τα άστρα, η θάλασσα και τα ποτάμια, όλα σιωπούσαν ευλαβικά...

Οι Μούσες τραγούδησαν για να γιορταστούν οι γάμοι της Θέτιδας με τον Πηλέα και της Αρμονίας με τον Κάδμο. Τραγούδησαν ακόμη θρηνητικά στην ταφή του Αχιλλέα. Ο Πλάτωνας αναφέρει τον εξής μύθο: όταν γεννήθηκαν οι Μούσες και μαζί τους η ποίηση και η μουσική, κάποιοι θνητοί γοητεύθηκαν τόσο πολύ, που συνεχώς τραγουδούσαν· ξεχνούσαν να φάνε και να πιούνε κι έτσι πέθαιναν σιγά σιγά, χωρίς να υποφέρουν. Απ' αυτούς κατάγονται τα τζιτζίκια, που είναι προστατευόμενα των Μουσών και που συνεχώς τραγουδούν ξεχνώντας πείνα, δίψα και κούραση, μέχρι να πεθάνουν. Τότε πηγαίνουν στις Μούσες και τους λένε τα ονόματα των πιστών τους οπαδών, που είδαν στη Γη κατά το σύντομο πέρασμά τους. Έλεγαν πως οι Μούσες γεννήθηκαν, επειδή ο Δίας, που γιόρταζε το γάμο του, ρώτησε τους καλεσμένους του, τους άλλους θεούς, αν τους έλειπε τίποτα. Εκείνοι τότε του απάντησαν πως θα έπρεπε να φτιάξει κάποιες θεότητες που θα υμνούσαν τον Δία με στίχους και μουσική αντάξια των κατορθωμάτων και του μεγαλείου του. Ως προς την καταγωγή τους, οι πιο πολλοί πίστευαν πως μητέρα τους ήταν η Μνημοσύνη, που κοιμήθηκε μαζί με τον Δία στην Πιερία (δηλαδή την περιοχή βόρεια του Ολύμπου), για εννιά διαδοχικές νύχτες. Ένα χρόνο μετά η Μνημοσύνη γέννησε εννιάδυμα, κοντά στην κορυφή του Ολύμπου: εννιά κόρες, που τις μάγευε όλες η μουσική και η ποίηση και που από τότε αποτέλεσαν μια λαμπρή χορωδία. Τα ονόματά τους ήταν τα εξής: Κλειώ, Ευτέρπη , Θάλεια, Μελπομένη, Ερατώ, Τερψιχόρη, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη. Ως προς τον αριθμό και την καταγωγή τους, οι άλλες εκδοχές ήταν πως ήταν κόρες του Ουρανού και της Γαίας, ή του Απόλλωνα, ακριβώς επειδή κι ο ίδιος σχετίζεται άμεσα με τη μουσική. Ο Απόλλωνας, μάλιστα, διεύθυνε τη χορωδία τους, γι' αυτό και ονομαζόταν Μουσαγέτης - "ηγέτης", διευθυντής των Μουσών. Θεωρούσαν, επίσης, κάποιοι ότι ήταν λιγότερες από εννιά, ίσως και τρεις ή τέσσερις. Γενικά, πάντως, ήταν συνηθισμένο στην αρχαιότητα για τους ομαδικούς θεούς να υπάρχει σύγχυση σ' αυτά τα θέματα.

Η λατρεία των Μουσών ξεκίνησε από την Πιερία, δηλαδή την περιοχή στην οποία γεννήθηκαν, γι' αυτό και τις έλεγαν "Πιερίδες". Έλεγαν πως ο Πίερος, βασιλιάς της Μακεδονίας σύμφωνα με τη μυθολογία, έφερε από κει τη λατρεία τους στη Βοιωτία. Ο Πίερος, μάλιστα, απέκτησε εννιά κόρες, στις οποίες έδωσε το όνομα των Μουσών, Πιερίδες. Ήταν όμως τόσο αλαζονικές, ώστε προκάλεσαν τις Μούσες να παραβγούν μαζί τους στο τραγούδι. Οι Μούσες τις νίκησαν, όπως ήταν φυσικό, και για να τις τιμωρήσουν, τις μεταμόρφωσαν σε φλύαρες κίσσες. Όταν αυτές τραγουδούσαν, σκοτείνιαζε και κανείς δεν τις άκουγε. Στη Βοιωτία, λοιπόν, οι Μούσες κατοικούσαν στο βουνό Ελικώνας, που έγινε και το κέντρο της λατρείας τους. Γι' αυτό άλλωστε και τις ονόμαζαν "Ελικωνιάδες". Αργότερα κάποιοι συγγραφείς τις τοποθετούσαν στον Παρνασσό.

Με μεγάλο ζήλο λατρεύονταν, επίσης, οι Μούσες στους Δελφούς, λόγω της στενής σχέσης τους με το θεό Απόλλωνα, στον οποίο ανήκε το μαντείο. Εκεί η λατρεία Απόλλωνα και Μουσών έφτασε να συγχωνευτεί εντελώς. Στην Αθήνα τις τιμούσαν ιδιαίτερα: μεταξύ άλλων, ονόμαζαν μια κορυφή κοντά στην Ακρόπολη "Μουσείον" προς τιμή τους κι ο Πλάτωνας είχε χτίσει βωμό στο όνομά τους στην Ακαδημία του. Οι Μούσες έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς σ' ολόκληρη την Ελλάδα· ίχνη της λατρείας τους βρέθηκαν στην Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, όπου μάλιστα λεγόταν ότι είχε γίνει ο αγώνας τραγουδιού μεταξύ Μουσών και Σειρήνων. Επικράτησαν φυσικά οι πρώτες, που τιμώρησαν τις φαντασμένες

Page 7: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

Σειρήνες, κόβοντας τα φτερά τους· εκείνες έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Ακόμη τις τιμούσαν και σε πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας (ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας), ενώ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου είχε ιδρυθεί στα χρόνια μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το "Μουσείο", ένα φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, με διευθυντή του τον αρχιερέα στην υπηρεσία των Μουσών. Στα έργα του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, οι Μούσες, ως θεές της ποίησης, κατέχουν πολύ σημαντική θέση· όταν ο ποιητής αρχίζει την αφήγηση του κάθε έπους, ζητά από τη Μούσα να τον βοηθήσει. Οι Μούσες τα ξέρουν όλα και τα έχουν δει όλα, πρέπει λοιπόν να τον βοηθήσουν να θυμηθεί γεγονότα του παρελθόντος, που ο ίδιος έχει μόνο ακουστά και που ο νους του αδυνατεί να συγκρατήσει. Στα ομηρικά έπη, λοιπόν, εμφανίζονται, πάνω απ' όλα, ως θεότητες της Μνήμης. Στον Όμηρο επίσης αναφέρεται η περιπέτεια του αοιδού Θάμυρη από τη Θράκη, που καυχήθηκε πως θα μπορούσε να νικήσει τις Μούσες στο τραγούδι. Εκείνες, τότε, τον τύφλωσαν και του στέρησαν την ικανότητα να γράφει στίχους και να παίζει λύρα. Στην Οδύσσεια, ο φημισμένος τραγουδιστής των Φαιάκων Δημόδοκος ήταν ο αγαπημένος της Μούσας, που του έδωσε, όμως, μαζί με την τέχνη να γράφει υπέροχα τραγούδια κι ένα ολέθριο δώρο: του στέρησε το φως των ματιών του. Φαίνεται πως οι τυφλοί αοιδοί ήταν κάτι συνηθισμένο έτσι κι αλλιώς στην εποχή του Ομήρου. Είναι γνωστό ότι η απουσία της όρασης οξύνει τη μνήμη κι αυτό πρέπει να έκανε τους αοιδούς πολύ δυνατούς στο να θυμούνται και να απαγγέλλουν απέξω αναρίθμητους στίχους, όπως γινόταν τότε.

Ο ποιητής Ησίοδος, όταν ξεκινά τη "Θεογονία" του, μας διηγείται μια ιστορία που ο ίδιος έζησε: μια μέρα, όταν έβοσκε τα πρόβατά του στη Βοιωτία, την πατρίδα του, τον πλησίασαν οι Μούσες στο βουνό Ελικώνας και του έδωσαν ένα κλαδί δάφνης: του χάρισαν το δώρο της ποίησης. Για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ποίηση ο ποιητής παρουσιάζεται να έχει συνειδητοποιήσει τη θέση του στην τέχνη· ότι δημιουργεί ως αυτόνομη οντότητα κι ότι οι Μούσες οι ίδιες παρέχουν την εγγύηση για την καλλιτεχνική αξία των όσων ο ίδιος συνθέτει. Εδώ οι Μούσες δεν ευλογούν και δε βοηθούν απλώς τον ποιητή, αλλά τον μυούν στην τέχνη. Όπως αναφέρθηκε οι Μούσες θεωρούνταν θεές της μουσικής και της ποίησης, που εν χορώ υμνούσαν τον Δία με τις μελωδικές τους φωνές. Στον Όμηρο είδαμε και μια άλλη τους διάσταση: θεές της Μνήμης και κατ' επέκταση εκείνες που διασώζουν αξίες και ηθικές αρχές και διδάγματα από το παρελθόν. Μ' άλλα λόγια, ό,τι μια κοινωνία θεωρεί βασικό για την επιβίωσή της. Μέχρι τα τέλη της αρχαιότητας οι εννιά Μούσες ήταν μια αδιάσπαστη ομάδα, λίγο λίγο όμως και γύρω στα τέλη της ρωμαϊκής εποχής η καθεμιά τους περιορίστηκε σε μιαν ιδιαίτερη περιοχή. Οι διάφοροι συγγραφείς δε συμφωνούν πάντα μεταξύ τους, ως προς τη διάκριση αυτή· παρόλ' αυτά έγινε με τον καιρό λίγο πολύ αποδεκτή και έχει φτάσει ως τις μέρες μας.

Η Καλλιόπη, η πρώτη των Μουσών και πιο σεβαστή απ' όλες, ήταν η Μούσα του ηρωικού έπους, η Κλειώ ήταν η Μούσα της ιστορίας, η Ευτέρπη της αυλητικής τέχνης, η Τερψιχόρη της λυρικής ποίησης (ενώ πιο παλιά ήταν η Μούσα του χορού), η Ερατώ του υμέναιου και του γάμου, άρα και της ερωτικής ποίησης. Η Μελπομένη ήταν η Μούσα της τραγωδίας, η Θάλεια της κωμωδίας, η Ουρανία της αστρονομίας και τέλος η Πολύμνια της μιμικής, δηλαδή της παντομίμας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι τους επικούς ποιητές τους ενέπνεαν ακόμη η Ουρανία και η Κλειώ. Είτε όλες μαζί, ως μια ενιαία ομάδα, είτε η καθεμιά ξεχωριστά, οι Μούσες συμβόλιζαν το μεγαλείο της τέχνης· το ωραίο όχι μόνο στη μορφή, μα και στο περιεχόμενο. Είναι φωτεινές και ήπιες μορφές που μέχρι σήμερα προσωποποιούν την παρηγοριά που φέρνει η τέχνη και η ηθική στη ζωή των ανθρώπων, καθώς και την ομορφιά που της δίνει.   ΟΙ ΝΥΜΦΕΣ Οι Νύμφες ήταν γυναικείες μορφές θεϊκής καταγωγής, νεαρές στην ηλικία, που ζούσαν μέσα στην άγρια φύση, τριγύριζαν στα βουνά, συνοδεύοντας την Άρτεμη και παίζοντας μαζί της. Ήταν όλες τους πανέμορφες, η Άρτεμη όμως ξεχώριζε με τη θωριά της ανάμεσά τους. Τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί με τον Πάνα στα λιβάδια και στις πλαγιές, συνήθως κοντά στις πηγές. Υμνούσαν με τις γλυκιές φωνές τους τους Ολύμπιους θεούς και ιδιαίτερα τον πατέρα του Πάνα, τον Ερμή. Μαζί τους χόρευε και η Αφροδίτη, μαζί με τις Χάριτες, όπως λέει ο Όμηρος, στο βουνό Ίδα, στην Τροία. Άλλοτε το χορό τους τον οδηγεί ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας. Οι Νύμφες θεωρούνταν γενικά κάτι μεταξύ θεών και θνητών, όχι καθαυτό θεές. Δεν ήταν αθάνατες, ζούσαν όμως πάρα πολύ και τρέφονταν με αμβροσία. Συγγένευαν με μεγάλους θεούς, ενώ ο Ερμής θεωρούνταν γιος Νύμφης, της Μαίας. Γενικά, επικρατούσε η αντίληψη πως ήταν κόρες του Δία. Άλλοι, πάλι, τις θεωρούσαν κόρες ποταμών: είτε του μεγαλύτερου ποταμού που υπήρχε, του Ωκεανού, είτε του Αχελώου, είτε κόρες των τοπικών ποταμών ενός τόπου. Έτσι, κάθε περιοχή είχε τα ποτάμια της και καθένα απ' αυτά είχε γεννήσει τις Νύμφες της περιοχής αυτής, λ.χ. ο ποταμός Πηνειός ήταν ο πατέρας των Νυμφών της Θεσσαλίας και ο ποταμός Ξάνθος ήταν ο γεννήτορας των Νυμφών της Τροίας. Πολύ συχνά εκείνες έδιναν τα ονόματά τους στις κοντινές πόλεις, όπως έγινε με τη Νύμφη Σπάρτη, που ήταν κόρη του ποταμού Ευρώτα. Υπήρχαν όμως και κάποιες Νύμφες, οι οποίες λέγονταν Μελίες και είχαν γεννηθεί από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, που έπεσαν στη Γη, όταν ο Κρόνος, ο γιος του, του έκοψε τα γεννητικά του όργανα.

Ήταν κατεξοχήν πνεύματα του γλυκού νερού και βρίσκονταν στα ποτάμια, στις πηγές και μέσα στα βουνά από τα οποία πήγαζαν ποτάμια. Συνόδευαν πάντα το νερό, τονίζοντας έτσι τη μεγάλη του σημασία για την ύπαρξη ζωής. Χωρίς αυτό ούτε βλάστηση, ούτε γονιμότητα υπάρχει. Μέσω λοιπόν της ζωογόνας δύναμης του νερού οι Νύμφες εξαπλώθηκαν στα βουνά και στα δάση και συνδέθηκαν με τη βλάστηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούνται κόρες του Ωκεανού ή άλλων ποταμών.

Page 8: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

Έτσι οι Νύμφες κατέληξαν να είναι τριών ειδών: 1) Ναϊάδες, δηλαδή Νύμφες των ποταμών, των πηγών και των κρηνών και είναι οι πιο γνωστές, 2) Ορεστιάδες, που κατοικούσαν στα βουνά όπου υπάρχουν πηγές και 3) Δρυάδες ή Αμαδρυάδες, δηλαδή Νύμφες των μοναχικών δέντρων και των λιβαδιών και ταυτίζονταν με τις Μελίες.Οι Ναϊάδες κατοικούσαν μέσα σε σπηλιές, που βρίσκονταν κοντά σε νερό ή μέσα σ' αυτό, κάτω από την επιφάνεια των ποταμών. Μέσα στις σπηλιές τους απολάμβαναν τις χαρές του έρωτα με τον Ερμή ή τους Σιληνούς. Ζούσαν όσο και οι πηγές, κοντά στις οποίες κατοικούσαν: όταν στέρευαν εκείνες, οι Ναϊάδες έσβηναν. Το ίδιο συνέβαινε με τις Αμαδρυάδες -που το όνομά τους σημαίνει "δέντρο και γυναίκα ταυτόχρονα"- τα πεύκα, τα έλατα και οι δρυς άρχιζαν να μεγαλώνουν με το που άρχιζε η ζωή μιας Νύμφης. Ήταν δέντρα δυνατά και ζούσαν για πολλά χρόνια, ενώ οι θνητοί απαγορευόταν να τα αγγίξουν με τσεκούρι. Ο λόγος ήταν ότι θεωρούνταν δέντρα ιερά και τα ιερά άλση που σχημάτιζαν ήταν χώροι αφιερωμένοι στους θεούς. Όταν ερχόταν η ώρα της Νύμφης να πεθάνει, μαραινόταν πρώτα το δέντρο της μέσα στη γη. Κάποτε μια Νύμφη, εκεί που χόρευε με τις όμοιές της, χλόμιασε παρατηρώντας τη βελανιδιά της να κουνιέται πέρα δώθε. Άφησε το χορό γεμάτη ανησυχία· πολύ γρήγορα χάλασε η φλούδα, έπεσαν τα κλαδιά και ταυτόχρονα η ψυχή της Νύμφης πέταξε, αποχαιρετώντας το φως του Ήλιου. Οι Νύμφες, όταν βρέχει, χαίρονται, γιατί τρέφονται τα δέντρα, ή κλαίνε, όταν οι βελανιδιές χάνουν τα φύλλα τους.

Για τις Ναϊάδες, ιδιαίτερα, υπάρχουν πολλοί μύθοι, που αφορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες. Έλεγαν ότι κάποτε ο Ύλας, σύντροφος του Ηρακλή, πλησίασε σε μια πηγή, για να γεμίσει την υδρία του. Εκεί συνήθιζαν να μαζεύονται οι Νύμφες και να τραγουδούν ύμνους στην Άρτεμη ολονυχτίς. Ο Ύλας είχε φτάσει ακριβώς την ώρα που οι Νύμφες άρχισαν να συγκεντρώνονται και μια απ' αυτές, η Εφυδάτια, που κατοικούσε μέσα στην πηγή, σήκωσε το κεφάλι της και τον αντίκρισε. Θαμπώθηκε από τη θεϊκή του ομορφιά και τον ερωτεύτηκε. Εκείνος, σκυμμένος είχε βουτήξει την υδρία του μέσα στο νερό, χωρίς να υποπτεύεται πως κάποιος τον παρακολουθεί με προσοχή. Η Νύμφη θέλησε ν' αρπάξει την ευκαιρία και να τον φιλήσει· τον αγκάλιασε από το λαιμό και τον τράβηξε μαζί της στο βυθό. Οι σύντροφοί του έψαξαν να τον βρουν, μα δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να εξηγήσουν την εξαφάνισή του. Πολύ γνωστές επίσης ήταν οι ιστορίες των ερώτων των Νυμφών με βοσκούς, που συνήθως έβοσκαν τα πρόβατά τους στις όχθες των ποταμών. Έπειτα οι Νύμφες έφερναν στον κόσμο γιους θνητούς, αλλά σοφούς και γενναίους. Εξίσου ονομαστές ήταν οι ιστορίες για τους έρωτες του Απόλλωνα με Νύμφες και ιδιαίτερα η ιστορία της Δάφνης. Ο θεός την πολιορκούσε με μεγάλη επιμονή, χωρίς επιτυχία. Μόλις του δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία, άρχισε να την κυνηγάει. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να την αρπάξει, η Δάφνη παρακάλεσε απεγνωσμένα τη μάνα της, τη Γαία, να τη βοηθήσει. Τότε, πραγματικά, άνοιξε η γη και κατάπιε τη Δάφνη, ενώ στη θέση της φύτρωσε ένα φυτό που πήρε το όνομά της. Μια άλλη Νύμφη, η Ωκυρρόη, κόρη ενός ποταμού της Σάμου, επιχείρησε να φύγει με μια βάρκα από το νησί, για να γλιτώσει από τα χέρια του θεού. Μάταια όμως προσπαθούσε, γιατί ο Απόλλωνας μεταμόρφωσε το βαρκάρη που τη μετέφερε σε ψάρι και τη βάρκα της σε βράχο.

Σύμφωνα με την παράδοση, οι Νύμφες ήταν γνωστές τροφοί πολλών και σημαντικών θεών ή ηρώων· ήταν δηλαδή εκείνες που αναλάμβαναν την ανατροφή τους, όταν βρίσκονταν σε πολύ μικρή ηλικία. Τους θήλαζαν και αποτελούσαν τις αντικαταστάτριες των μανάδων τους. Πρώτα πρώτα, ο ίδιος ο Δίας ανατράφηκε απ' αυτές στην Κρήτη. Ακολουθούν η Ήρα, η Περσεφόνη, ο Ερμής, ο Πάνας και ο Διόνυσος. Από τότε οι Νύμφες αποτελούν μέλη του Διονυσιακού θιάσου, μαζί με τους Σατύρους. Ακόμη, η θεά Αφροδίτη είχε εμπιστευθεί τον Αινεία, το γιο της, στις Νύμφες του τρωικού βουνού Ίδη. Στις Ναϊάδες απέδιδαν διάφορες ιδιότητες: έλεγαν πως μπορούσαν να κάνουν τα νερά μιας πηγής ιαματικά, γι' αυτό και συχνά πρόσφεραν οι θνητοί θυσίες προς τιμή τους. Οι πιο ονομαστές περιπτώσεις Ναϊάδων με παρόμοιες ικανότητες βρίσκονταν στην Πελοπόννησο και τη Σικελία· εκεί, στις θερμές πηγές της Ιμέρας, έλεγαν ότι πήγαινε ο Ηρακλής για ν' ανανεωθεί η δύναμή του. Πίστευαν ακόμη πως οι Ναϊάδες είχαν ιατρικές θεραπευτικές ικανότητες, κυρίως λόγω της σχέσης τους με τον Απόλλωνα, καθώς και το χάρισμα να προφητεύουν τα μελλούμενα. Για την ακρίβεια, επικρατούσε η αντίληψη πως ήξεραν να ερμηνεύουν τη θέληση της ανώτερης θεότητας· η Ερατώ τις επιθυμίες του Πάνα ή η Δάφνη αυτές της Γαίας. Στο σπήλαιο Σφραγίδιο του βουνού Κιθαιρώνας υπήρχε μαντείο των Νυμφών, ενώ πολλοί θνητοί, προικισμένοι με μαντικές ικανότητες, έλεγαν πως τις ικανότητές τους τις είχαν λάβει από κείνες. Επίσης, θεωρούνταν μητέρες πολλών σοφών θνητών, μάντεων και γιατρών, όπως η Χαρικλώ του Τειρεσίας, η Φιλύρα του Χείρωνα και η Κορωνίδα, μάνα του Ασκληπιού.Οι Νύμφες λατρεύονταν σε πολλά μέρη σ' όλη την Ελλάδα, δεν υπήρχαν όμως ναοί αφιερωμένοι σ' αυτές. Οι θυσίες προς τιμή τους γίνονταν κοντά σε πηγές ή μέσα σε σπηλιές. Ο Οδυσσέας και οι κάτοικοι της Ιθάκης τις τιμούσαν με εκατόμβη, δηλαδή θυσία εκατό βοδιών. Συχνή ήταν και η ύπαρξη των βωμών τους μέσα σε ιερά άλλων θεών.Όμως οι Νύμφες δεν είχαν δράση πάντοτε ευεργετική για τους θνητούς κι υπήρχαν φορές που προκαλούσαν μεγάλο κακό. Αν, για παράδειγμα, τύχαινε να δει κανείς μια Νύμφη την ώρα που έκανε το λουτρό της μέσα στην πηγή, έχανε τα λογικά του. Ήταν, όμως, και γενικότερα ικανές να προκαλέσουν σύγχυση του νου στους θνητούς και να τους κάνουν τρελούς. Οι άνθρωποι που καταλαμβάνονταν από έκσταση κι ενθουσιασμό, έφευγαν από τα σπίτια τους και πήγαιναν στα βουνά, όπου κρύβονταν μέσα σε σπηλιές. Οι Νύμφες έχουν επιζήσει στη λαϊκή μας παράδοση μέχρι σήμερα· είναι οι γνωστές μας νεράιδες, που ζουν στα βουνά, στις νεραϊδοσπηλιές και τις νεραϊδόβρυσες. Θεωρείται πάντοτε επικίνδυνο να τις συναντήσει κανείς, αφού υπάρχουν ακόμη οι μύθοι για τους "νεραϊδοπαρμένους", όπως ήταν ο Ύλας στην αρχαιότητα. Μόνο οι σαββατογεννημένοι και "αλαφροΐσκιωτοι" μπορούν να τις αντιλαμβάνονται και να τις βλέπουν να χορεύουν.Τελειώνοντας, αξίζει να τονίσουμε για μια φορά ακόμη το ότι οι Νύμφες λατρεύονταν ως στοιχεία των πηγών και των ποταμών, δηλαδή γενικότερα του νερού. Η σημασία του νερού ως δύναμη ζωής και γονιμότητας είναι μεγάλη και ζωτική σε μια μεσογειακή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα. Το νερό είναι πηγή ζωής και βοηθά την ανάπτυξη και αναζωογονεί κάθε ζωντανό οργανισμό. Γι' αυτό και η αντίληψη για τις Νύμφες διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο: έφτασαν

Page 9: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

να τις θεωρούν πνεύματα της βλάστησης, θέλοντας έτσι να συμβολίσουν γενικότερα την οργιαστική δύναμη της φύσης. Κι όπως το νερό τρέφει τα πάντα, έτσι και οι Νύμφες θεωρούνταν τροφοί των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων.  ΟΙ ΧΑΡΙΤΕΣ Οι Χάριτες στην αρχαιότητα συμβόλιζαν ό,τι πιο ευγενικό, όμορφο και αγνό υπήρξε ποτέ στη Γη. Ήταν το ιδανικό της σεμνότητας, της άψογης συμπεριφοράς και της ευπροσηγορίας. "Χάρις" σήμαινε, πρώτα πρώτα, χαρά· τη χαρά που εκπέμπει κανείς, όταν τον χαρακτηρίζουν ευγενικά συναισθήματα, μα και τη χαρά και την τέρψη που προκαλεί στους γύρω του. Η "Χάρις" ήταν ακόμη συνώνυμο της ίδιας της χάρης και της ερασμιότητας, καθώς και της ευεργεσίας και της ευγνωμοσύνης. Ήταν κόρες του Δία και της Ωκεανίδας Ευρυνόμης. Υπήρχαν όμως και διάφορες άλλες εκδοχές για την καταγωγή τους. Μητέρα τους θεωρείται η Ήρα ή η Ευνομία ή η Λήθη ή η Αφροδίτη και πατέρας τους ο Ουρανός ή ο Διόνυσος. Υπήρχε, επίσης, ασάφεια σχετικά με το πόσες ήταν και πώς ονομάζονταν, καθώς και πολλές διαφορετικές εκδοχές από τόπο σε τόπο. Σε παλαιότερες εποχές ήταν μία ή δύο και ήταν γνωστές ως σύζυγοι μεγάλων θεών ή ως θεότητες στην υπηρεσία της Αφροδίτης. Πρώτος ο Όμηρος αναφέρει τη Χάρη, που ήταν σύζυγος του Ήφαιστου. Ακόμη διηγείται ότι μία από τις Χάριτες την παντρεύτηκε ο Ύπνος· του την είχε υποσχεθεί η Ήρα, ως αντάλλαγμα για να κοιμίσει εκείνος κρυφά τον Δία και να μπορέσουν οι θεοί να αναμιχθούν στον πόλεμο της Τροίας. Αργότερα οι Χάριτες επικράτησε να θεωρούνται ως τρεις αχώριστες αδερφές, κόρες του Δία και της Ευρυνόμης, με τα ονόματα Αγλαΐα, Ευφροσύνη και Θάλεια. Κατοικούσαν κοντά στην κορυφή του Ολύμπου κι από κει κανόνιζαν τα πάντα, υμνολογώντας ασταμάτητα τον πατέρα τους και βασιλιά των θεών. Τη ζωή τους την περνούσαν κυρίως σε γιορτές και ήταν απαραίτητες στα συμπόσια των θεών. Χωρίς αυτές οι κάτοικοι του Ολύμπου ούτε γλεντούσαν, ούτε χόρευαν. Κάθονταν συνήθως δίπλα στον Απόλλωνα και δοξολογούσαν τον Δία, ομορφαίνοντας τις συγκεντρώσεις με την παρουσία και τις μελωδικές φωνές τους. Ήταν, επίσης, μέλη της χορευτικής ομάδας του Ολύμπου, μαζί με την Ήβη, τον Γανυμήδη, τις Ώρες, την Αρμονία και την Αφροδίτη. Ήταν άλλωστε φίλες της μουσικής, των ασμάτων, της ποίησης, του χορού και της ρητορικής και τις βρίσκουμε πολύ συχνά μαζί με τις Μούσες. Όλα τα καλά των θνητών, όλα τους τα προτερήματα κι ό,τι αγαθό απολάμβαναν, οφείλονταν στις Χάριτες: η ομορφιά, η σοφία, η δόξα αλλά και η διασκέδαση, η ευχαρίστηση, η χαρά και η ευτυχία, ήταν δικό τους έργο. Πάνω απ' όλα όμως ήταν οι θεές της σωματικής χάρης και της ομορφιάς που μαγεύει. Ήταν αυτές που προίκιζαν τους ανθρώπους με θέλγητρα· με τα χαρίσματα, δηλαδή, που ωθούν τους ανθρώπους στον έρωτα και στην ηδονή, με την πιο ευγενική και σεμνή διάσταση που μπορούν αυτές οι έννοιες να πάρουν. Μ' αυτόν τον τρόπο η ανθρώπινη ζωή αποκτά νόημα και ουσία. Οι ίδιες οι Χάριτες, άλλωστε, είχαν πολλά χαρίσματα και ήταν ικανές να διεγείρουν την επιθυμία: τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια τους είχαν λαμπερή ομορφιά και η συμπεριφορά τους ήταν αξιαγάπητη.

Οι Χάριτες μπορούν να παρομοιαστούν με μια "Τριπλή Αφροδίτη": ο "Αφροδισιακός" τους χαρακτήρας είναι εντελώς φανερός και διάχυτος. Άλλωστε, η Αφροδίτη ήταν η θεά με την οποία κυρίως σχετίζονται στη μυθολογία, καθώς πρόκειται για τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Οι Χάριτες τη συνόδευαν, μαζί με το θεό Έρωτα και την Πειθώ. Κάποτε η Αφροδίτη είχε μια δυσάρεστη περιπέτεια: βρέθηκε δεμένη στο δίχτυ του Ήφαιστου, μαζί με τον εραστή της, τον Άρη. Κατέφυγε έπειτα στην Πάφο της Κύπρου, όπου οι Χάριτες ανέλαβαν να την περιποιηθούν: τη λούζουν, την αλείφουν με αθάνατο λάδι, την ντύνουν με υπέροχα ρούχα και τη στολίζουν. Με την ίδια επιμέλεια και με τον ίδιο τρόπο αναδεικνύουν την ουράνια ομορφιά της, όταν ετοιμάζεται να πάει να ξελογιάσει τον Τρώα Αγχίση. Ο αφροδισιακός χαρακτήρας των Χαρίτων προβάλλεται έντονα και μέσα από την τέχνη τους να κατασκευάζουν αρωματικά λάδια, με τα οποία έκαναν το δέρμα να ευωδιάζει κι ενίσχυαν, έτσι, την ερωτική επιθυμία. Οι ίδιες ήταν φημισμένες αρωματοποιοί. Οι Χάριτες είχαν σχέσεις με πολλούς άλλους θεούς, που ήταν πάντοτε αγαθές και καμιά έριδα δεν τις διατάρασσε ποτέ: με τον Διόνυσο, τη Δήμητρα, τον Ερμή, τον Ήφαιστο, την Αθηνά· συνοδεύουν επίσης συχνά τον Δία και την Ήρα. Όταν ο Απόλλωνας άρχισε να κρούει τη λύρα του, πριν καλά καλά γεννηθεί, οι Χάριτες έστησαν χορό μαζί με άλλες θεές. Κι όταν η Άρτεμη μπήκε μέσα στο ναό του αδερφού της, στους Δελφούς, εκείνες άρχισαν να υμνούν μαζί της τη Λητώ, τη μητέρα τους, παρέα με τις Μούσες. Ο Όλυμπος χωρίς αυτές δε θα είχε καμιά χάρη και στα συμπόσια πάντα η πρώτη κούπα ήταν αφιερωμένη σ' αυτές, στο Διόνυσο και στις Ώρες.

Τόποι λατρείας αφιερωμένοι στις Χάριτες υπήρχαν σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας - στην Αθήνα, μάλιστα, υπήρχε ναός τους στην Ακρόπολη και αγάλματά τους στημένα σε πολύ κεντρικά σημεία. Το αρχαιότερο ιερό τους βρισκόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Εκεί υπήρχαν τρεις ακατέργαστες πέτρες, που έλεγαν ότι είχαν πέσει από τον Ουρανό. Αυτές τις θεωρούσαν προσωποποίηση των τριών Χαρίτων και σ' αυτές έκαναν προσφορές· πολύ αργότερα τους αφιέρωσαν αγάλματα. Η λατρεία αυτών των "ουρανοκατέβατων" λίθων φανερώνει ότι υπήρχε η άποψη της καταγωγής των Χαρίτων από τον Ουρανό, που πολλοί θεωρούσαν ότι ήταν πατέρας τους. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι σε πολλά άλλα μέρη τα ονόματα κι η λατρεία τους σχετίζονται και με τη Σελήνη. Στη Βοιωτία τελούνταν γιορτές προς τιμή τους, που ονομάζονταν "Χαρίτεια" και που ήταν μουσικοί και ποιητικοί αγώνες. Τη νύχτα οι πιστοί χόρευαν κι έπειτα πρόσφεραν γλυκίσματα από αλεύρι και μέλι. Οι γιορτές αυτές θύμιζαν πραγματικά "μυστήρια" και οι Χάριτες λατρεύονταν εκεί ως θεότητες της φύσης, οι οποίες πρόσφεραν γονιμότητα στο φυτικό κόσμο.

Page 10: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές της ελληνικής μυθολογίας είναι ο Ασκληπιός. Το όνομά του έχει συνδεθεί με την επιστήμη της ιατρικής και θεωρείται μάλιστα ότι ήταν ο πρώτος γιατρός. Γιος ενός θεού και μιας θνητής, ο Ασκληπιός δε συγκαταλεγόταν στους ισχυρούς θεούς που κατοικούσαν στον Όλυμπο, αλλά θεωρούνταν απλός ήρωας, που

είχε θεϊκή καταγωγή. Υπήρξε όμως ιδιαίτερα αγαπητός στους ανθρώπους, που τον τιμούσαν και τον σέβονταν. Ίσως επειδή δεν ήταν απλησίαστος και δεν προκαλούσε φόβο όπως οι υπόλοιποι θεοί. Αντίθετα, η θέση του ήταν πάντα κοντά στους ανθρώπους, για το καλό των οποίων πρόσφερε τις γνώσεις του. Η φήμη του είχε απλωθεί σ' όλο τον ελλαδικό χώρο, αλλά κι έξω απ' αυτόν. Ο ιατρός θεός φρόντιζε να εξαπλωθεί η ιατρική και να θεραπεύονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, να χτίζει ειδικά κτίρια όπου εκεί συγκεντρώνονταν οι ασθενείς αναζητώντας θεραπεία.

Τη δραστηριότητά του συνέχιζαν στα ιερά του Ασκληπιού οι ιερείς του, οι Ασκληπιάδες.Ήταν τόσο μεγάλη η λατρεία του Ασκληπιού που αντιμετωπιζόταν ισοδύναμα με τους άλλους θεούς. Άλλωστε κι ο Ασκληπιός, όπως κι ο Ηρακλής, στο τέλος αποθεώθηκε, έγινε δηλαδή δεκτός στη θεϊκή κατοικία του Ολύμπου.

Η καταγωγή του, όπως είπαμε, ήταν θεϊκή. Υπήρξε ο καρπός ενός από τους πολλούς έρωτες του Απόλλωνα. Ο ωραίος θεός ερωτεύτηκε μια βασιλοπούλα, την όμορφη Κορωνίδα, κι απέκτησε μ' αυτήν ένα γιο. Προτού όμως γεννηθεί το βρέφος η νέα παραδόθηκε στον έρωτα ενός ξένου, που λεγόταν Ισχύς. Γρήγορα μετάνιωσε για την επιπόλαιη πράξη της, ήταν όμως πλέον αργά. Ο Απόλλωνας, που κατάλαβε την απάτη της, εξοργισμένος ζήτησε από την αγαπημένη του αδερφή, την Άρτεμη, να τιμωρήσει τη νεαρή Κορωνίδα για την ασέβειά της. Η Ολύμπια θεά τότε σκότωσε με τα βέλη της την ίδια κι άλλες γυναίκες μαζί. Ίσως μάλιστα αυτή να ήταν η αιτία μιας μεγάλης θανατηφόρας επιδημίας που έπεσε στην περιοχή. Γι' αυτό πολλές φωτιές άναβαν για να καίνε τα πτώματα. Όταν οι ανελέητες φλόγες τύλιξαν το νεκρό σώμα της βασιλοπούλας, ο Απόλλωνας που παρακολουθούσε, δεν άντεξε να βλέπει να πεθαίνει μαζί της και το παιδί του. Αμέσως όρμησε στη φωτιά, έβγαλε από την κοιλιά της μητέρας του το ζωντανό ακόμη βρέφος και το πήγε στη Μαγνησία, στον Κένταυρο Χείρωνα. Ο Κένταυρος γνώριζε πολύ καλά τις ιδιότητες των βοτάνων. Μεγαλώνοντας κοντά του ο Ασκληπιός έμαθε την ιατρική τέχνη. Άρχισε να γίνεται

μάλιστα τόσο γνωστός για τις θεραπευτικές του ικανότητες, ώστε από κάθε γωνιά της Ελλάδας έρχονταν να τον βρουν άνθρωποι άρρωστοι ή τραυματισμένοι, απογοητευμένοι, πολλές φορές, ότι θα γίνουν μια μέρα καλά. Ο Ασκληπιός τους διέψευδε και θεράπευε κάθε είδος νοσήματος. Άλλοτε τους έδινε την υγειά τους με βότανα, άλλοτε με θαυματουργικές αλοιφές που κατασκεύαζε ο ίδιος κι άλλοτε με μαγικά και προσευχές. Άλλους θεράπευσε από τη μανία, όπως λένε ότι έκανε στις κόρες του Προίτου, όταν η Ήρα τους έστειλε τρέλα. Άλλους τους έκανε και πάλι να περπατήσουν και σ' άλλους έδινε πίσω το φως τους.

Ενδεικτικό της μεγάλης δραστηριότητας που ανέπτυξε είναι ότι βρέθηκαν πάρα πολλά ιερά του διασκορπισμένα στον ελλαδικό χώρο. Βέβαια, πολλά δημιουργήθηκαν από τους ιερείς του. Το πιο ξακουστό είναι το Ασκληπιείο της Επιδαύρου και ακολουθούν της Αθήνας, της Κως, απ' όπου κατάγεται και ο πατέρας της ιατρικής επιστήμης ο Ιπποκράτης, και της Περγάμου. Όταν οι ασθενείς προσέρχονταν στο ιερό αναζητώντας θεραπεία, δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος, παρά μετά τον εξαγνισμό τους. Έπλεναν το σώμα τους, τελούσαν θυσία προς το θεό και έκαναν αυστηρή νηστεία. Το βράδυ γίνονταν δεκτοί στο ιερό όπου και θα περνούσαν τη νύχτα τους.

Ο Ασκληπιός, ως γιος του Απόλλωνα, είχε και μαντικές ικανότητες ή όπως πιστεύουν πολλοί φανέρωνε στους θνητούς τις αποκαλύψεις του πατέρα του σ' αυτόν, όπως παράδειγμα έκανε κι η Πυθία. Είτε αυτό ήταν αληθινό είτε όχι, ο Ασκληπιός έδινε πάντως τις ιατρικές του συνταγές με τη μορφή χρησμών. Οι ιερείς του υποστήριζαν, στους ασθενείς που διανυκτέρευαν στο ιερό του, πως ο θεός θα τους επισκεφτεί με μορφή ονείρου και θα τους φανέρωνε το φάρμακο που θα τους θεράπευε. Ο μεγάλος ιατρός θεός όμως, όχι απλά θεράπευε κάθε ασθένεια, αλλά μπορούσε ν' αναστήσει ακόμη και νεκρούς. Έτσι όταν η θεά Άρτεμη του ζήτησε ν' αναστήσει τον αγαπημένο της Ιππόλυτο, τον επανέφερε στη ζωή.

Αυτή η θαυματουργική ικανότητά του στάθηκε αιτία του θανάτου του. Λέγεται ότι με την ανάσταση κάποιου νεκρού θύμωσε πολύ ο Δίας και τυφλωμένος από την οργή του χτύπησε τον Ασκληπιό με τον κεραυνό του. Άλλοι λένε ότι δεν ήταν η προσωπική οργή που έσπρωξε το βασιλιά των θεών να σκοτώσει τον Ασκληπιό, αλλά η οργή του Άδη. Ο θεός του Κάτω Κόσμου διαμαρτυρήθηκε στον Δία πως ο γιος του Απόλλωνα δεν άφηνε τους ανθρώπους να πεθάνουν, κι όλο και λιγότεροι έρχονταν στο βασίλειό του. Ο πατέρας του, ο Απόλλωνας, πληγώθηκε βαθιά για το χαμό του γιου του. Τον είχε ήδη σώσει από το θάνατο μια φορά, όταν βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας του. Όμως, αυτή τη φορά ήταν ανήμπορος ν' αντιδράσει. Ήταν τόση η λύπη και η οργή του, που για να εκδικηθεί για το θάνατο του αγαπημένου του γιου, σκότωσε τους Κύκλωπες. Αυτοί είχαν δωρίσει στον Δία τον κεραυνό που κρατούσε πάντα στο χέρι του και που μ' αυτόν έκοψε το νήμα της ζωής του Ασκληπιού. 

Page 11: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

ΑΤΛΑΝΤΑΣ O Άτλας ήταν η μυθική μορφή που κρατούσε στους ώμους του το θόλο του Ουρανού πάνω από τη Γη. Ήταν γιος Τιτάνα ή Τιτάνας ο ίδιος, ενώ μπορεί να ήταν και ο αρχηγός των Τιτάνων, κατά μία εκδοχή. Πατέρας του ήταν ο Ιαπετός ή ο Ουρανός ή ο Αιθέρας ή ο Ποσειδώνας. Μητέρα του ήταν η Ωκεανίδα Κλυμένη ή η Ασία ή η Ημέρα ή η Λιβύη.

Αδέρφια του Άτλαντα ήταν ο Προμηθέας, ο Επιμηθέας και ο Μενοίτιος, ενώ ως σύζυγοί του αναφέρονται η Αίθρα, που ήταν κόρη του Ωκεανού, ή η Πλειόνη, επίσης Ωκεανίδα, ή ακόμη η Εσπερίδα, η κόρη του Έσπερου, που θεωρούνταν επίσης αδερφός του.Από τα παιδιά του Άτλαντα, τα περισσότερα ήταν αστέρια του Ουρανού: ο Υάς, οι Υάδες, καθώς και οι εφτά Πλειάδες, τ' αστέρια της Πούλιας. Γιος του ήταν επίσης ο Έσπερος, γνωστός για την ευσέβεια του χαρακτήρα του. Ο Άτλαντας είχε και δύο κόρες που δεν ήταν αστέρια: την Πασιφάη, που έγινε μητέρα του Άμμωνα, και την Καλυψώ, που αγάπησε τον Οδυσσέα και προσπάθησε να τον κρατήσει για πάντα κοντά της. Ας δούμε όμως ποιες ήταν οι Πλειάδες. Λέγονταν επίσης και Ατλαντίδες ή Εσπερίδες και ζευγάρωσαν με μεγάλους θεούς. Έφεραν στον κόσμο θεούς ή γενάρχες και μάλιστα οι τέσσερις απ' αυτές έσμιξαν με τον Δία. Οι Πλειάδες ήταν οι εξής: η Αλκυόνη, η Μερόπη, η Στερόπη, η Κελαινώ, η Ηλέκτρα, η Ταϋγέτη και η Μαία. Η Μαία ήταν η πιο ξακουστή, γιατί έγινε η μητέρα του Ερμή, του πονηρού φτερωτού θεού. Βλέποντας τη γενιά του καθώς και τους απογόνους του, είναι φανερό ότι είχε συγγένεια με πολλά ουράνια σώματα και φαινόμενα. Πρόκειται λοιπόν για ένα θεό του Ουρανού.

Μετά την Τιτανομαχία, ο Δίας τιμώρησε τον Άτλαντα. Ο πιθανότερος λόγος για τον οποίο καταδικάστηκε, ήταν μάλλον γιατί συμμάχησε με τους αντιπάλους του Δία, τους Τιτάνες, είτε γιατί μαζί με τα τρία αδέρφια του κρατούσαν γενικά περιφρονητική στάση απέναντι στον Δία ποτέ δεν τον αποδέχτηκαν ως βασιλιά των θεών.Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι ότι ο Δίας τον εκδικήθηκε, γιατί κατασπάραξε τον Διόνυσο, μαζί με τους άλλους Τιτάνες.Μετά την επικράτηση των Ολυμπίων οι τέσσερις γιοι του Ιαπετού εισέπραξαν την τιμωρία τους: ο Επιμηθέας και ο Μενοίτιος κατακεραυνώνονται και γκρεμίζονται από τον Δία στο Έρεβος. Ο Προμηθέας καρφώνεται στον Καύκασο στο ανατολικό άκρο της Γης. Ο Άτλαντας βυθίζεται στα Τάρταρα βαθιά

κάτω από τη Γη στο δυτικό άκρο, κοντά στα σύνορα του Χάους, εκεί όπου οι Εσπερίδες φυλάνε τα χρυσά μήλα και στο σημείο που βρίσκονται οι ρίζες της Γης, του Πόντου, του Ουρανού και του Τάρταρου.Στο εξής θα ήταν καταδικασμένος να στηρίζει με τη δύναμή του τον Ουρανό πάνω από τη Γη. Οι άνθρωποι πίστευαν εκείνη την εποχή πως ο Κόσμος ήταν σαν ένα τεράστιο κτίριο με θεμέλια, κίονες και οροφή. Ο Άτλας θα κρατούσε την κολόνα ή τις κολόνες, όπου πατά ο Ουρανός στη Γη ή τον άξονα του Κόσμου. Άλλοι πάλι φαντάζονταν πως θα σήκωνε στους ώμους του το θόλο του Ουρανού ή τον Ουρανό και τη Γη μαζί. Το καθήκον του Άτλαντα και ο ρόλος του αντικατοπτρίζεται και στο όνομά του: συγγενεύει με το επίθετο "αταλάντευτος", που σημαίνει στερεός, σταθερός, ανθεκτικός, αυτός που υπομένει να σηκώνει βάρη. Οι ποιητές τον χαρακτήριζαν πνεύμα ισχυρό και ακλόνητο. Επιπλέον, ο Άτλαντας, λόγω της θέσης του κατείχε απέραντη σοφία και γνώση οικουμενική! Ηξερε όλα τα βάθη της θάλασσας και τα περίεργα που κρύβονται στις αβύσσους του Ωκεανού. Γνώριζε τα μυστικά του Ουρανού, όπως και το ότι ο Κόσμος είναι μια μεγάλη σφαίρα. Κάποτε ο Ηρακλής έρχεται σ' αυτά τα μακρινά μέρη για να πάρει τα μήλα των Εσπερίδων και να πραγματοποιήσει έτσι έναν από τους δώδεκα άθλους του. Συναντά τον Άτλαντα, που πηγαίνει ο ίδιος να φέρει τα μήλα από τον κήπο των Εσπερίδων, αφήνοντας για λίγο το φορτίο του στους ώμους του Ηρακλή. Ο Άτλας όμως σκέφτηκε πονηρά, θέλησε ν' αρπάξει την ευκαιρία και ν' απαλλαγεί από τα βάσανά του, προτείνοντας στον Ηρακλή να πάει ο ίδιος τα μήλα στον Ευρυσθέα, βασιλιά του Άργους, που τα είχε ζητήσει από τον ήρωα. Εκείνος, ευτυχώς, ήταν προσεκτικός -όπως τον είχε συμβουλέψει ο Προμηθέας- τον οποίο είχε ήδη ελευθερώσει ο Ηρακλής από τα δεσμά του στον Καύκασο. Έτσι κατάλαβε το τέχνασμα του Άτλαντα και προσποιήθηκε πως δέχεται. Ζήτησε τότε από τον Τιτάνα να ξαναπάρει για μια στιγμή το φορτίο, ώστε ο ίδιος να βάλει στον ώμο του, που δήθεν πονούσε από το βάρος, ένα μαξιλαράκι. Ο Άτλας τον πίστεψε, το ξαναφορτώθηκε τάχα για λίγο και ο Ηρακλής μπόρεσε να επωφεληθεί από την αλλαγή πήρε τα μήλα κι έφυγε, αφήνοντας πίσω του τον Άτλαντα, αιώνια καταδικασμένο. Υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή. Ληστές είχαν αρπάξει τις κόρες του Άτλαντα, τις Εσπερίδες. Ο Ηρακλής καταφέρνει να τους σκοτώσει και να ξαναφέρει τις κόρες πίσω στον πατέρα τους. Εκείνος τότε, για να τον ανταμείψει, του μεταφέρει τις απέραντες γνώσεις του, τα μυστικά του Ουρανού και την αστρονομία. Κάποτε και ο Περσέας έφτασε στα μέρη του Άτλαντα. Αυτός όμως του φέρθηκε εχθρικά και προσπάθησε να εξοντώσει τον Περσέα. Ο Περσέας κρατούσε μαζί του τη φοβερή κεφαλή της Μέδουσας, που απολίθωνε όποιον την κοιτούσε. Μ' αυτόν τον τρόπο εξουδετερώνει τον Άτλαντα και τον μετατρέπει σε ψηλό βράχο, είναι από τότε ένα πελώριο βουνό που αλλιώς το έλεγαν κολόνα του Ουρανού και που, σύμφωνα με την παράδοση, βρισκόταν στη σημερινή Λιβύη της Αφρικής έξω από τη Μεσόγειο, προς την πλευρά του Ωκεανού, γι' αυτό και ο Ωκεανός ονομάζεται Ατλαντικός. Άλλοι τον τοποθετούσαν σε χώρα ακόμα πιο μακρινή. Ένας άλλος μύθος μας πληροφορεί ότι ο Άτλαντας ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ποσειδώνα. Ο ίδιος τον είχε ορίσει βασιλιά σ' ένα παραμυθένιο νησί, πέρα από τον Ωκεανό. Το νησί αυτό ονομάστηκε από τον ίδιο Ατλαντίδα. Ο ρόλος του Άτλαντα είναι, όπως είδαμε, να κρατά τον Ουρανό, καθώς στέκεται ανάμεσα σ' αυτόν και στη Γη. Μ' αυτή την έννοια, ο Άτλαντας είναι ένας τρόπος να συμβολίζεται η πράξη της δημιουργίας του Κόσμου. Ο Κόσμος προέκυψε από το Χάος, που μέχρι τότε επικρατούσε και όπου όλα ήταν ανακατεμένα μεταξύ τους. Κάποια στιγμή τα στοιχεία του Σύμπαντος χωρίστηκαν και ο Κόσμος διακρίθηκε στα μέρη του. Έτσι και ο Άτλαντας χωρίζει τον Ουρανό από τη Γη, κάτι δηλαδή σαν αυτό που είχε πράξει ο Κρόνος για πρώτη φορά. Φαίνεται πως για τους αρχαίους ο Άτλας και οι τέσσερις γιοί του Ιαπετού συμβόλιζαν τους ακρογωνιαίους λίθους στο οικοδόμημα του κόσμου, καθώς και τα σημεία προσανατολισμού τους. Επίσης, με τη θέση και τις απέραντες γνώσεις που είχε θεωρούνταν δικαιολογημένα ο εφευρέτης και πρώτος δάσκαλος της αστρονομίας.

Page 12: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

ΓΛΑΥΚΟΣ O Γλαύκος ήταν δαίμονας της θάλασσας και λατρευόταν σε πολλά νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας. Τον φαντάζονταν ως κήτος ή με ανθρώπινη μορφή, που είχε γένια από φύκια και όστρακα κολλημένα σ' όλο του το σώμα. Συνόδευε το Νηρέα στις θαλάσσιες περιπλανήσεις του, μαζί με τις Αλκυόνες και τις Νηρηίδες, το φίλο του Μελικέρτη και τα άλλα πνεύματα του νερού. Οι ναυτικοί απευθύνονταν σ' αυτόν, για να τους προστατέψει από τους κινδύνους, τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν· τον αποκαλούσαν από σεβασμό "Γέροντα" ή "Γέρο θαλασσινό", όπως άλλωστε και τον Φόρκη, τον Τρίτωνα, τον Πρωτέα και τον Νηρέα. Πίστευαν πως μια φορά το χρόνο διέσχιζε τις θάλασσες και επισκεπτόταν όλα τα νησιά και τα λιμάνια, για να δείξει σ' όλους την αγάπη του. Όπως και άλλοι θεοί της θάλασσας, είχε προφητικές ικανότητες και μάλιστα έλεγαν ότι ο ίδιος ο Απόλλωνας είχε μαθητεύσει κοντά του. Ο παλιότερος μύθος για τον Γλαύκο προέρχεται από την παραλιακή πόλη Ανθηδόνα της Βοιωτίας, απέναντι από την Εύβοια. Οι ψαράδες εκεί διηγούνταν πως ο Γλαύκος ήταν κάποτε συνάδελφός τους. Μια μέρα, εκεί που ήταν ξαπλωμένος σ' ένα λιβάδι για να ξεκουραστεί από το ψάρεμα, πρόσεξε ότι ένα από τα ψάρια που είχε πιάσει δάγκωσε το χορτάρι -το ίδιο που και ο ίδιος ήταν ξαπλωμένος- ξαναζωντάνεψε κι έπεσε στη θάλασσα. Έκπληκτος αποφάσισε να δοκιμάσει και ο ίδιος· ένιωσε τότε μια υπερκόσμια δύναμη και πήδηξε στη θάλασσα. Οι θεοί θέλησαν να τον κρατήσουν ανάμεσά τους ως αθάνατο και του αφαίρεσαν τη θνητή του υπόσταση. Μεταγενέστεροι μύθοι έλεγαν πως πήδησε στη θάλασσα από απελπισία, επειδή οι θεοί τον έκαναν βέβαια αθάνατο, δεν του χάρισαν όμως και την αιώνια νεότητα. Μια άλλη πιθανή εκδοχή ήταν ότι λούστηκε στα νερά μιας πηγής που χάριζε την αθανασία. Επειδή οι συμπατριώτες του δεν τον πίστεψαν κι εκείνος δεν μπορούσε να τους αποδείξει τη νέα του φύση, έπεσε στη θάλασσα. Τέλος, έλεγαν ότι ο Γλαύκος ρίχτηκε στο πέλαγος από αγάπη για τον αγαπημένο του φίλο Μελικέρτη· ο Μελικέρτης ήταν θνητός, που πριν τον Γλαύκο είχε πέσει στη θάλασσα και οι θεοί τον είχαν κάνει αθάνατο. Ως θαλασσινός δαίμονας ονομαζόταν έπειτα Παλαίμονας. Παππούς του Γλαύκου ήταν ο Λάρυμνος και ως γονείς του αναφέρονται οι ακόλουθοι: ο Ανθηδόνας και η Αλκυόνη, ο Πόλυβος και η Εύβοια, ο Κοπέας και η Εύβοια ή ο Ποσειδώνας και κάποια Ναϊάδα. Πίστευαν πως ο Γλαύκος είχε αγαπήσει την Ύδνα, κόρη ενός περίφημου δύτη, του Σκύλλου, καθώς και τη Σύμη, κόρη του Ιαλυσού και της Δωρίδας. Τη Σύμη την απήγαγε και την έφερε στην ακτή της Μικράς Ασίας, όπου και εγκαταστάθηκαν σ' ένα νησάκι. Από τότε το νησί αυτό έχει το όνομα της κόρης. Ο Γλαύκος είχε αγαπήσει κι άλλες κοπέλες, οι έρωτές του αυτοί, όμως, ήταν άτυχοι. Είχε προσπαθήσει να κατακτήσει την όμορφη Σκύλλα, εκείνη όμως τον απέκρουσε. Εκείνος τότε, με τη βοήθεια της Κίρκης ή του Ποσειδώνα, τη μάγεψε και την έκανε τέρας φοβερό. Επίσης πλησίασε την Αριάδνη, όταν ο Θησέας την είχε εγκαταλείψει στη Νάξο. Ο Γλαύκος ήρθε τάχα να την παρηγορήσει, τον σταμάτησε όμως έγκαιρα ο Διόνυσος και τον έδεσε.Την ικανότητά του να προλέγει το μέλλον την είχε χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει αρκετούς ταξιδιώτες. Είχε παρουσιαστεί στον Μενέλαο, κοντά στο ακρωτήριο Μαλέας, για να του προφητέψει τα μελλούμενα, καθώς και στους Αργοναύτες για το ταξίδι τους. Άλλωστε, είχε ήδη λάβει μέρος ο ίδιος στη ναυπήγηση του καραβιού τους, της Αργώς. Οι ψαράδες, γενικά, τον φαντάζονταν να κάθεται ψηλά σ' ένα βράχο και να προλέγει τις συμφορές τους, θρηνώντας ταυτόχρονα για τη δική του αθανασία. Εκείνοι, κουρνιασμένοι στη βάρκα τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο ν' αποτρέψουν το κακό, με προσευχές στους θεούς να τους εξευμενίσουν.

ΟΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ Οι Διόσκουροι ήταν παιδιά του Δία και της Λήδας και αδέρφια της ωραίας Ελένης. Ήταν θεοί του φωτός και προσωποποιούσαν για τους Έλληνες την εντιμότητα, τη γενναιοψυχία, την τόλμη, την ευγένεια και την αρετή. Ήταν προστάτες των καραβιών και των ναυτικών. Οι Έλληνες τους λάτρευαν και τους τιμούσαν σαν θεούς, ενώ συχνά ζητούσαν

από αυτούς συμπαράσταση και βοήθεια στις δύσκολες ώρες. Ήταν οι προστάτες και σωτήρες των θνητών.  Σύμφωνα με το μύθο, η Λήδα, από την ένωσή της με τον Δία, γέννησε δυο αβγά. Από το πρώτο γεννήθηκε η Ελένη, ενώ από το δεύτερο δύο δίδυμα αγόρια, οι Διόσκουροι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Κάστορας ήταν γιος του νόμιμου συζύγου της Λήδας, του Τυνδάρεου, βασιλιά της Σπάρτης, και γι' αυτό ήταν θνητός, ενώ ο Πολυδεύκης ήταν γιος του Δία και επομένως αθάνατος. Ο Όμηρος τοποθετεί τη γέννησή τους στον Ταΰγετο, άλλοι κοντά στο νησί Πέφιο και τέλος μια τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι ο Ερμής τους μετέφερε στην αχαϊκή πόλη Πελλήνη, όπου και μεγάλωσαν.Οι δυο νέοι ήταν αχώριστοι και κέρδιζαν πάντοτε το θαυμασμό και τη συμπάθεια των γύρω τους για την ευγένεια της ψυχής, το θάρρος, τη γενναιότητα και τις ικανότητές τους.

Ο Κάστορας αναδείχτηκε σε ασύγκριτο καβαλάρη και δαμαστή αλόγων, ενώ ο Πολυδεύκης σε ατρόμητο και ανίκητο πυγμάχο. Πολυάριθμοι θρύλοι γεννήθηκαν γύρω από τα πρόσωπα αυτών των μυθικών ηρώων. Από τους πιο γνωστούς είναι οι εξής: Όταν ο βασιλιάς της Αθήνας Θησέας, μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Πειρίθου, αρχηγό των Λαπήθων, έκλεψαν την πανέμορφη Ελένη, σε ηλικία εφτά και κατ' άλλους έντεκα χρόνων, μέσα από το ναό της Ορθίας Αρτέμιδας, οι Διόσκουροι ξεκίνησαν εκστρατεία για να ελευθερώσουν την αδερφή τους. Τη νεαρή Ελένη είχε κρύψει η μητέρα του Θησέα Αίθρα στις Αφίδνες. Οι Διόσκουροι, αφού νίκησαν το βασιλιά των Αφιδνών, τον Αφίδνα, ελευθέρωσαν την αιχμάλωτη Ελένη και κατέστρεψαν την πόλη του Θησέα την Αθήνα.Ένας ναός στο Άργος αφιερωμένος στην Ελευθερία θεωρείται ότι χτίστηκε από την Ελένη, σε ανάμνηση του γεγονότος της απελευθέρωσής της από τον Θησέα. Το παιδί που γεννήθηκε από τον παράνομο αυτόν έρωτα ήταν κατά την παράδοση η Ιφιγένεια, την οποία η Ελένη εμπιστεύτηκε στην αδερφή της Κλυταιμνήστρα, σύζυγο του Αγαμέμνονα. Σύμφωνα με το μύθο, οι Διόσκουροι πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για την αρπαγή του χρυσόμαλλου

δέρατος. Η συμβολή τους στην επιτυχία της εκστρατείας ήταν μεγάλη. Ο Πολυδεύκης σκότωσε το βασιλιά των Βεβρύκων Άμυκο ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αφού τον νίκησε, του χάρισε τη ζωή. Οι Διόσκουροι πολέμησαν, μαζί με τους υπόλοιπους Αργοναύτες, το φοβερό χάλκινο γίγαντα Τάλω, που εμπόδιζε οποιονδήποτε ξένο να πατήσει τη γη του βασιλιά

Page 13: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

Μίνωα, στην Κρήτη. Τον Τάλω, κατά το μύθο, εξόντωσε η Μήδεια. Όταν, ακόμα, η Αργώ κινδύνευε να βυθιστεί από τα μανιασμένα κύματα, κάπου κοντά στα παράλια της Θράκης, οι Διόσκουροι έσωσαν το πλοίο και τους συντρόφους τους. Δυο φωτεινά αστέρια κατέβηκαν από τον ουρανό και στάθηκαν πάνω από τα κεφάλια των θρυλικών ηρώων. Τα κύματα ημέρωσαν, η θάλασσα γαλήνεψε και η Αργώ συνέχισε το ταξίδι της. Οι Διόσκουροι φέρονται ακόμη να πολέμησαν και ενάντια στους γιους του Ιπποκόοντα, που είχαν διώξει τον Τυνδάρεο από το θρόνο της Σπάρτης.

Σχετικά με το τέλος των δυο ηρώων υπάρχουν αρκετές εκδοχές που πλέκονται γύρω από τον ίδιο βασικά μύθο. Τη σύγκρουση των Διόσκουρων με τους Λυγκέα και Ίδα, γιους του Αφαρέα, αδερφού του Τυνδάρεου. Ο Ίδας ήταν, κατά τον Όμηρο, ο δυνατότερος των θνητών, ενώ ο Λυγκέας είχε τόσο διαπεραστικά μάτια που τρυπούσαν ακόμη και μέταλλα.Τα τέσσερα ξαδέρφια μάλωσαν κάποτε στη μοιρασιά ενός κοπαδιού από βόδια. Τη μοιρασιά είχε αναλάβει ο Ίδας. Πρότεινε να κόψουν ένα βόδι στα τέσσερα και να το μοιραστούν. Όποιος θα έτρωγε γρηγορότερα το μερίδιό του, θα κέρδιζε το μισό κοπάδι, ενώ ο δεύτερος το άλλο μισό. Οι υπόλοιποι δέχτηκαν. Ο Ίδας όμως αφού έφαγε γρήγορα το δικό του κομμάτι, έφαγε και το μερίδιο του αδερφού του. Κέρδισε λοιπόν και πήρε όλο το κοπάδι στην πατρίδα του, τη Μεσσηνία. Θυμωμένοι οι Διόσκουροι, εισέβαλαν στη Μεσσηνία, πήραν την αγέλη και έστησαν καρτέρι στα δυο αδέρφια. Ο Πολυδεύκης σκότωσε τον Λυγκέα, αλλά ο Ίδας σκότωσε τον Κάστορα. Κατ' άλλους απλώς τον τραυμάτισε, αλλά τη στιγμή εκείνη επενέβη ο Δίας. Έριξε τον κεραυνό του και έκαψε τον Ίδα μαζί με τον άμοιρο Κάστορα που βρισκόταν δίπλα του. Απαρηγόρητος ο Πολυδεύκης παρακάλεσε τον πατέρα του, τον Δία, να λυπηθεί τον αγαπημένο του αδερφό και να του χαρίσει τη ζωή, γιατί ούτε γι' αυτόν πια θα είχε κανένα νόημα η ζωή. Ο Δίας, που εισάκουσε τις παρακλήσεις του γιου του, εμφανίστηκε μπροστά του. Η μοίρα του Κάστορα δεν μπορούσε ν' αλλάξει, γιατί των θνητών η μοίρα είναι ο θάνατος και ο Κάστορας ήταν γιος ενός θνητού, του Τυνδάρεου. Ο Πολυδεύκης όμως είχε μπροστά του δύο επιλογές: ή να ζήσει για πάντα στον Όλυμπο, μαζί με τους αθάνατους, ή να μοιραστεί την τύχη του αδερφού του και να ζει τη μισή του ζωή στον ουρανό και την άλλη μισή κάτω από τη γη. Χωρίς άλλη σκέψη, ο Πολυδεύκης δέχτηκε τη δεύτερη επιλογή. Από τότε τα δυο αδέρφια ζουν εναλλάξ στον ουρανό. Με το μύθο αυτόν οι Έλληνες προσπαθούσαν να εξηγήσουν το φαινόμενο της ανατολής και της δύσης, του ήλιου και της σελήνης. Ο πανίσχυρος και αθάνατος Ήλιος, -που είναι ο Πολυδεύκης- χάνεται κάθε βράδυ κάτω από τη Γη, για το χατίρι της Σελήνης -του Κάστορα- που την ίδια στιγμή παίρνει τη θέση του στον ουρανό.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή οι Διόσκουροι συγκρούστηκαν με τους Αφαρίδες, γιατί οι πρώτοι έκλεψαν τις κόρες του Λεύκιππου, Φοίβη και Ιλάειρα, την ημέρα που γίνονταν οι γάμοι τους με τον Ίδα και τον Λυγκέα. Οι Αφαρίδες όμως τους κυνήγησαν και στη σύγκρουση σκοτώθηκαν ο Ίδας και ο Λυγκέας, καθώς και ο άμοιρος Κάστορας, κατ' άλλους από το χέρι του Ίδα και κατ' άλλους από τον κεραυνό του Δία. Τότε ο απαρηγόρητος Πολυδεύκης ζήτησε από τον Δία να μοιραστεί την τύχη του αδερφού του στη ζωή και στο θάνατο.

ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΗ ήταν δυο φοβερά τέρατα της θάλασσας. Οι ναυτικοί που κινδύνευαν στα ταξίδια τους από τα απειλητικά κύματα και τις θύελλες, έπλαθαν με τη φαντασία τους μυθικές μορφές, που λυσσομανούσαν και προσπαθούσαν αγριεμένες να τους καταστρέψουν. Έτσι γεννήθηκαν τα δυο τρομακτικά αυτά τέρατα. Οι θαλασσινοί έβαζαν με το νου τους πως δεν επρόκειτο απλώς για δυνατό άνεμο και για θεόρατα κύματα. Πίστευαν ότι κάτι περισσότερο κρύβεται πίσω απ' όλα αυτά, κάποιο πλάσμα κακό στην ψυχή και τρομερό στην όψη, που γύρευε το χαμό τους· αυτό προκαλούσε όλη τη φοβερή αναταραχή και η κακοκαιρία δεν ήταν τυχαία. Έλεγαν πως η Σκύλλα και η Χάρυβδη βρίσκονταν η μια απέναντι από την άλλη, σ' ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα που, σύμφωνα με τον Όμηρο, ονομαζόταν Πλαγκτές Πέτρες. Το πέρασμα αυτό ήταν εντελώς αδύνατο να το διασχίσει κανείς, λόγω της φοβερής κατάστασης που επικρατούσε εκεί από την παρουσία των δυο τεράτων· ούτε πουλί πετούμενο δε γλίτωνε, αν τολμούσε να το περάσει. Εκεί υπήρχαν πολλά απότομα βράχια, πολύ ψηλά και το κύμα έσκαγε πάνω τους με φοβερό θόρυβο. Το στενό αυτό το τοποθετούσαν σε διάφορα σημεία. Άλλοι έλεγαν πως ήταν ο Βόσπορος, άλλοι στο ακρωτήριο Ταίναρο κι άλλοι κοντά στα Κανάρια νησιά, εκτός Μεσογείου, δηλαδή. Οι πιο πολλοί πίστευαν πως η Σκύλλα και η Χάρυβδη κατοικούσαν στο στενό της Μεσσήνης, ανάμεσα στην Ιταλία και τη Σικελία. Τα δυο τέρατα ήταν εγκαταστημένα σε δυο σκοπέλους. Ο ένας ήταν τόσο ψηλός, που η κορυφή του χανόταν στον ουρανό και ήταν πάντα σκεπασμένη με πυκνά μαύρα σύννεφα. Τα σύννεφα δε διαλύονταν ούτε όταν ο καιρός ήταν καλός. Όλος ο βράχος ήταν πάρα πολύ λείος, τόσο ώστε έμοιαζε σαν κάποιος να τον είχε τρίψει, για να γυαλίζει. ΄Ηταν χαμένος κόπος να προσπαθήσει κάποιος να σκαρφαλώσει πάνω του. Στη μέση του υπήρχε μια βαθιά σπηλιά, τόσο βαθιά, που ούτε το βέλος ενός τοξότη δε θα έφτανε στο τέλος της, όπως λέει ο Όμηρος. Εκεί έμενε η φοβερή Σκύλλα. Προς τα δυτικά, η σπηλιά άνοιγε προς τη μεριά του αδιαπέραστου σκοταδιού, του Ερέβους. Όταν κανείς πλησίαζε, άκουγε τη Σκύλλα να ουρλιάζει συνεχώς, βγάζοντας μια κραυγή που έμοιαζε με κλαψουρίσματα νεαρού λιονταριού. Η Σκύλλα ήταν κρυμμένη μέχρι τη μέση της μέσα στο βάραθρο της σπηλιάς. Είχε δώδεκα παραμορφωμένα ποδάρια, που υψώνονταν στον αέρα κι έξι πάρα πολύ μακρείς λαιμούς. Τα έξι κεφάλια της ήταν φριχτά, με τρία σαγόνια το καθένα· δηλαδή το κάθε στόμα της είχε τρεις σειρές δόντια, που στάζανε δηλητήριο. Από τη σπηλιά πρόβαλλαν τα κεφάλια της, που βουτούσαν ολόγυρα στο βράχο και μέσα στο νερό. Άρπαζαν τα μεγάλα κήτη της θάλασσας, δελφίνια, σκυλόψαρα, φώκιες και τα καταβρόχθιζαν με μανία. Έτρωγαν όμως και ανθρώπους, αν κάποιο καράβι τολμούσε να διασχίσει το στενό. Η Σκύλλα άρπαζε τόσους κωπηλάτες, όσα ήταν και τα φοβερά της στόματα. Γονείς της Σκύλλας ήταν, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Φόρκης και η Κητώ, η οποία είχε γονείς της τον Πόντο και τη Γαία. Παιδιά τους ήταν επίσης και άλλα θαλάσσια τέρατα, όπως η Έχιδνα, οι Σειρήνες και η Θόωσσα, που συμβόλιζε τη μανιασμένη θάλασσα. Άλλοι, πάλι, έλεγαν πως

Page 14: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

γονείς της Σκύλλας ήταν ο Φόρβας και η Εκάτη ή ο Φόρκης και η Εκάτη. Η Εκάτη ήταν κόρη του Δία, συνδεόταν όμως πιο πολύ με τους ανθρώπους, παρά με τους θεούς. Το βασίλειό της ήταν η θάλασσα κι όταν δεν τριγυρνούσε, έμενε στη Σπηλιά της, όπως ακριβώς η κόρη της, η Σκύλλα. Την Εκάτη την ονόμαζαν αλλιώς και Λάμια και ήταν μια όμορφη βασίλισσα στη Λιβύη, ευνοούμενη του Δία. Η Ήρα, για να την εκδικηθεί, τη μεταμόρφωσε σε απαίσιο τέρας, κι εκείνη γέννησε αργότερα τη Σκύλλα. Τέλος, μια άλλη παράδοση θεωρεί γονείς της τον Τυφωέα και την Έχιδνα.Η Χάρυβδη κατοικούσε στην απέναντι μεριά, όπου υπήρχε ένας δεύτερος σκόπελος, αλλά με μικρότερο ύψος. Πάνω του είχε φυτρώσει μια αγριοσυκιά και κάτω από το φύλλωμά της καθόταν το τέρας, που από το στόμα του ξερνούσε μαύρο νερό. Η Χάρυβδη μπορούσε να μετατρέπει το στενό πέρασμα σε μια τεράστια ρουφήχτρα· τρεις φορές τη μέρα ρουφούσε το νερό και τρεις φορές το ξανάβγαζε με φοβερή ταχύτητα. Έτσι, αν τύχαινε και βρισκόταν κανείς κοντά τις στιγμές που το ρουφούσε, δεν είχε ελπίδες να γλιτώσει. Ούτε καν ο ίδιος ο Ποσειδώνας δεν μπορούσε να επέμβει και να βοηθήσει τους προστατευόμενούς του. Λίγοι μόνο ήρωες είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τα επικίνδυνα τέρατα. Ο Ιάσονας με το καράβι του, την Αργώ, είχε διασχίσει το πέρασμα με επιτυχία, χάρη όμως στην προσωπική φροντίδα και επίβλεψη της θεάς Ήρας. Η Αργώ έπλεε στα νερά, περικυκλωμένη από Νηρηίδες, που την προστάτευαν, ενώ πλοηγός τους ήταν η ίδια η Θέτιδα. Ο άντρας της, ο Πηλέας, ήταν ανάμεσα στο πλήρωμα, τους λεγόμενους Αργοναύτες, κι εκείνη του έδινε συνεχώς οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνει την κάθε στιγμή.Για τον Αινεία έλεγαν ότι είχε προτιμήσει να αποφύγει το στενό και να κάνει το γύρο της Σικελίας, ώστε να μην εκτεθεί καθόλου στον κίνδυνο. Τη συμβουλή αυτή του την είχε δώσει ένας Τρώας, προικισμένος με μαντικές ικανότητες, ο Έλενος. Έμελλε αργότερα, πάντως, ν' αντικρίσει την απαίσια όψη τους, όταν θα περνούσε τις πύλες του Άδη.Ο Ηρακλής, ατρόμητος όπως πάντα, δε δίστασε ούτε στιγμή ν' αναμετρηθεί μαζί τους, όταν βρέθηκε στην περιοχή. Μετέφερε τα βόδια του Γηρυόνη και η λαίμαργη Σκύλλα του άρπαξε ένα. Τότε όρμησε γεμάτος οργή και την έκανε κομμάτια. Ο Φόρκης, ο πατέρας της, έτρεξε τότε να την ξαναφέρει στη ζωή· έκαψε πρώτα το λείψανο και κατόπιν το έβρασε κι εκείνη ξαναζωντάνεψε. Γι' αυτό και η Σκύλλα δε φοβόταν τη θεά του Κάτω Κόσμου, την Περσεφόνη, αφού πέρασε από το θάνατο και τελικά γλίτωσε. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Φόρκης ξανακόλλησε τα κομμάτια της Σκύλλας με αναμμένα δαυλιά. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας χρειάστηκε, επίσης, να περάσει ανάμεσά τους, όταν άφησε πίσω του το νησί της Κίρκης. Εκείνη είχε φροντίσει, πριν την αναχώρησή του, να του δώσει οδηγίες και συμβουλές για να ξεπεράσει τα εμπόδια στο θαλασσινό ταξίδι του. Έτσι, ο Οδυσσέας πέρασε πρώτα από τις Σειρήνες, έπειτα από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και τέλος έφτασε στο νησί του Ήλιου, όπου έβοσκαν τα κοπάδια του Απόλλωνα. Αφού γλίτωσε από τις Σειρήνες, έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τα δυο φριχτά τέρατα. Η Κίρκη, έχοντας υπόψη της ότι η Χάρυβδη είναι πάρα πολύ επικίνδυνη, κυρίως όταν ρουφά το νερό, ορμήνεψε τον Οδυσσέα να περάσει πιο κοντά στη Σκύλλα, έστω κι αν θα κινδύνευε να χάσει έξι άνδρες του, που θα τους άρπαζε το τέρας. Αυτό θα ήταν προτιμότερο, παρά να χαθεί ολόκληρο το καράβι στη φοβερή ρουφήχτρα της Χάρυβδης. Ο Οδυσσέας ρώτησε μήπως θα μπορούσε να πολεμήσει ο ίδιος τη Σκύλλα, βγαίνοντας αρματωμένος στην πλώρη και να υπερασπιστεί μ' αυτόν τον τρόπο το πλήρωμά του. Η Κίρκη απάντησε πως τίποτε δε θα κατάφερνε. Έκρινε πως θα ήταν καλύτερα να επικαλεστεί ο ήρωας εκείνη την ώρα το όνομα της Κραταιίδας, που, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν μητέρα της Σκύλλας, οπότε το θεριό θα μέρωνε. Αυτή θα ήταν η μοναδική λύση, ώστε να μην προφτάσει ν' αρπάξει κι άλλους έξι άνδρες από το πλοίο. Όταν ο Οδυσσέας έφτασε στις Πλαγκτές Πέτρες, είχε καλά στο μυαλό του τις οδηγίες της Κίρκης. Οι άνδρες του πανικοβλήθηκαν από την αναταραχή που επικρατούσε μπροστά τους· την αδιάκοπη κίνηση του νερού, το φοβερό θόρυβο, τα κύματα και τους καπνούς. Η Χάρυβδη ρουφούσε και ξερνούσε το νερό και η θάλασσα θύμιζε ένα μεγάλο καζάνι, που έβραζε πάνω σε δυνατή φωτιά. Αχνοί σκέπαζαν τα πάντα γύρω. Από το φοβερό θέαμα τα κουπιά τους έπεσαν από τα χέρια. Ο Οδυσσέας προσπάθησε να τους δώσει θάρρος και κουράγιο και τους φώναξε να ξεμακρύνουν όσο μπορούσαν από τη Χάρυβδη. Δεν τους αποκάλυψε, όμως, τα όσα του είχε πει η Κίρκη για τη Σκύλλα και για τις έξι ζωές που έπρεπε να θυσιαστούν ώστε να σωθεί το υπόλοιπο πλήρωμα. Αν το έκανε αυτό, όλοι θα παρέλυαν εντελώς από τον τρόμο, τα πράγματα θα ξέφευγαν από κάθε έλεγχο και το καράβι θα χανόταν άδικα. Ο ίδιος ο Οδυσσέας αποφάσισε τελικά να σταθεί αρματωμένος στην πλώρη και να μην ακούσει τα λόγια της Κίρκης. Δεν κατάφερε όμως τίποτα, γιατί μέσα στην αναταραχή δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά τι γινόταν. Το μόνο που κατόρθωσε να δει ήταν ένα φοβερό θέαμα: έξι από τους πιο αντρειωμένους άνδρες του, να τους έχει αρπάξει το θεριό. Τους κρατούσε στον αέρα, όπως ο ψαράς που τραβά με την πετονιά του έξω από το νερό τα ψάρια που τσίμπησαν το δόλωμα. Ο Οδυσσέας άκουγε τις κραυγές τους· φώναζαν το όνομά του και τον καλούσαν σε βοήθεια. Τους έβλεπε να κουνούν τα χέρια και τα πόδια τους απεγνωσμένα, ώσπου χάθηκαν, χωρίς ο ίδιος να μπορεί να κάνει το παραμικρό για να τους σώσει. Ευτυχώς, το πλοίο του Οδυσσέα πρόλαβε κι απομακρύνθηκε εγκαίρως από το επικίνδυνο πέρασμα χωρίς να χαθούν κι άλλα μέλη του πληρώματος. Κάποια στιγμή έφτασαν στο νησί του Ήλιου, όπως τους είχε ήδη πει η Κίρκη. Η μάγισσα τους είχε επίσης προειδοποιήσει πως δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να πειράξουν τα βόδια που έβοσκαν εκεί, γιατί ανήκαν στον Απόλλωνα· αν ο θεός το μάθαινε, η οργή του θα ήταν μεγάλη και η τιμωρία τους φοβερή. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα όμως, ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι έπειτα από τόσες περιπέτειες, δεν άντεξαν. Παρόλο που δεν είχαν ξεχάσει τις συμβουλές της Κίρκης, έσφαξαν κι έφαγαν τα ζώα του θεού. Ο Απόλλωνας δεν άργησε να το πληροφορηθεί και μανιασμένος εκδικήθηκε τους υπαίτιους· χτύπησε το πλοίο του Οδυσσέα στη μέση του πελάγους και σκότωσε όλους τους συντρόφους του για την ασέβειά τους. Ζωντανός έμεινε μόνο ο Οδυσσέας, τον οποίο η θάλασσα έσπρωξε και πάλι προς τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Εκείνη την ώρα η Χάρυβδη ρουφούσε τα νερά με φοβερή δύναμη. Μόλις που πρόλαβε ο Οδυσσέας να πιαστεί από ένα κλαδί της αγριοσυκιάς και κρεμόταν ώρες ολόκληρες απ' αυτό, σαν νυχτερίδα. Δεν μπορούσε ν' ανεβεί προς τα μέσα, προς τον κορμό του δέντρου, για να στηριχτεί καλύτερα, γιατί ήταν πιασμένος από την άκρη ενός μεγάλου κλαδιού, μακριά από τις ρίζες. Ούτε και να στηρίξει πουθενά τα πόδια του έβρισκε. Έτσι έμεινε να αιωρείται, μέχρι που η Χάρυβδη ξανάβγαλε το νερό από το φοβερό της στόμα. Μαζί με το νερό βγήκαν και τ' απομεινάρια του τσακισμένου καραβιού. Ο Οδυσσέας άφησε τότε τα χέρια του και πήδηξε πάνω σ' ένα σανίδι. Γραπώθηκε απ' αυτό και ταξιδεύοντας μ' αυτόν τον τρόπο έφτασε στο νησί της Καλυψώς, την Ωγυγία.

Page 15: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

Ο μύθος της Σκύλλας και της Χάρυβδης δημιουργήθηκε από τη φαντασία και τις διηγήσεις των ναυτικών, που πίστευαν ότι τα φοβερά καιρικά φαινόμενα οφείλονταν στην ύπαρξη δυο φρικτών τεράτων. Με τον καιρό προέκυψαν και διάφορες ιστορίες σχετικά με την αρχική καταγωγή και τη μετέπειτα μεταμόρφωσή τους. Οι άνθρωποι, δηλαδή, όσο περνούσαν τα χρόνια προσπαθούσαν να εξηγήσουν πώς γεννήθηκαν· φαντάζονταν πως στην αρχή ήταν πλάσματα της στεριάς και κατά τη διάρκεια της ζωής τους, για κάποιο λόγο, μεταμορφώθηκαν. Έπειτα έγιναν μόνιμοι κάτοικοι του υγρού στοιχείου. Ας δούμε τις διάφορες εκδοχές για την ιστορία των δυο τεράτων. Η Σκύλλα ήταν αρχικά μια όμορφη κόρη του πελάγους, που ο Γλαύκος ερωτεύθηκε παράφορα. Εκείνη όμως δεν ανταποκρίθηκε στην αγάπη του. Η Κίρκη, που αγαπούσε τον Γλαύκο, ζήλεψε και θέλησε να την εκδικηθεί· φαρμάκωσε με μάγια το νερό, όπου η κόρη θα έπαιρνε το μπάνιο της και τη μεταμόρφωσε σε απαίσιο τέρας. Άλλοι πίστευαν πως δεν ήταν η ζήλια της Κίρκης, αλλά της Αμφιτρίτης, που την κατέστρεψε και τη μεταμόρφωσε δηλητηριάζοντας το λουτρό της με βότανα. Αιτία ήταν ότι την όμορφη Σκύλλα την είχε ερωτευτεί ο Ποσειδώνας. Τέλος, μια τρίτη εκδοχή αφηγείται ότι την είχε ερωτευθεί και ο Τρίτωνας, ως αντίζηλος του Ποσειδώνα. Για να την ευχαριστήσει, της πήγε κοχύλια και μικρές αλκυόνες μαζί με τη μητέρα τους, ως δώρο. Τα πουλάκια ήταν όμως τόσο μικρά σε ηλικία, που είχαν χνούδι αντί για φτερά. Έτσι η Σκύλλα, όταν τα αντίκρισε, λυπήθηκε αντί να χαρεί, γιατί ένιωσε την πίκρα της μάνας τους, που ήταν δακρυσμένη. Ο Τρίτωνας μόλις κατάλαβε ότι δε θα μπορούσε να κατακτήσει την όμορφη κόρη ο ίδιος, αποφάσισε να την κάνει τέρας και έβαλε εκείνος την Κίρκη να χρησιμοποιήσει τα μάγια της. Από τότε η Σκύλλα προσωποποιεί τον τρόμο που εμπνέουν οι καρχαρίες και οι κίνδυνοι της θάλασσας. Πολύ συχνά τη Σκύλλα τη φαντάζονταν και με ένα δεύτερο τρόπο, εκτός από τέρας της θάλασσας. Πίστευαν ότι ήταν και θαλάσσια θεά, που είχε μορφή γυναίκας μέχρι τη μέση, σκύλας μέχρι τους γοφούς και ψαριού από κει και κάτω. Φαντάζονταν ότι περιπλανιόταν στις θάλασσες, κάποτε με τη συνοδεία αλυχτισμάτων σκυλιών. Άλλοτε πάλι την απεικόνιζαν φτερωτή, γιατί πίστευαν ότι βασίλευε όχι μόνο στη θάλασσα, αλλά και στον αέρα. Όσο για τη Χάρυβδη, έλεγαν πως ήταν κόρη του Ποσειδώνα και της Γαίας. Ήταν πάρα πολύ λαίμαργη, τόσο που έκλεψε ένα από τα βόδια του Ηρακλή και το έφαγε. Εκείνος, αηδιασμένος από την αδηφαγία της, την κατακεραύνωσε και έπειτα την γκρέμισε στα βάθη της θάλασσας. Από τότε έγινε θαλάσσιο τέρας, που τρώει ό,τι βρίσκει μπροστά του.   ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΧΕΙΡΩΝΑΣ είναι ο πιο γνωστός από τους Κένταυρους. Γιος του Κρόνου και της Ωκεανίδας Φιλύρας και δάσκαλος πολλών γνωστών μυθολογικών ηρώων. Είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε βότανα για τη θεραπεία ασθενειών και τραυμάτων. Σύμφωνα με το μύθο ο Χείρωνας ανήκε στην ξεχωριστή εκείνη φυλή των Κενταύρων, οι οποίοι είχαν θεϊκή καταγωγή και, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Κένταυρους, ήταν σοφοί, δίκαιοι, καλόκαρδοι, φίλοι και συμπαραστάτες των ανθρώπων. Οι Έλληνες διηγούνταν ότι ο Κρόνος, ο πατέρας του Δία, ερωτεύτηκε με πάθος παράφορο την πανέμορφη Ωκεανίδα Φιλύρα. Η δύστυχη, φοβούμενη την οργή της γυναίκας του Κρόνου Ρέας, προσπάθησε να αποκρούσει τον Κρόνο. Ο πανίσχυρος θεός εξακολούθησε να πολιορκεί στενά το αντικείμενο του πόθου του. Τότε ο Κρόνος μεταμορφώθηκε σε περήφανο άτι και η Νύμφη μαγεμένη από την ομορφιά του το πλησίασε να το χαϊδέψει. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Κένταυρος Χείρωνας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η Ρέα, που είχε αντιληφθεί τις προθέσεις του συζύγου της, παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι τις κινήσεις του. Καταδίωξε το ζευγάρι και τους συνέλαβε την ώρα που ανέμελοι γεύονταν τον έρωτά τους. Ο Κρόνος θέλοντας να ξεγελάσει την έξαλλη Ρέα, πήρε τη μορφή αλόγου, ενώ η δυστυχισμένη Φιλύρα, κυνηγημένη από τη ζηλόφθονη Ρέα, κατέφυγε στο Πήλιο. Εκεί έφερε στον κόσμο το παιδί που έσπειρε στα σπλάχνα της ο θεός. Ορισμένοι διηγούνταν ότι η άτυχη νύμφη, προκειμένου να γλιτώσει την εκδικητική μανία της θεάς, μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο δέντρο. Ο Χείρωνας ανατράφηκε στο Πήλιο και σύντομα η φήμη για τη σοφία, τις γνώσεις και την αρετή του εξαπλώθηκε σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Νέοι απ' όλα τα μέρη της χώρας μαθήτευαν κοντά του και μοιράζονταν τον πλούτο της καρδιάς και του πνεύματός του. Δίδασκε την ιατρική, τη μουσική, την πολεμική και την κυνηγετική τέχνη. Χρησιμοποιούσε θεραπευτικά βότανα, με τα οποία γιάτρευε τους άρρωστους και τους τραυματίες. Παντρεύτηκε την πανέμορφη νύμφη Χαρικλώ και απέκτησε μαζί της μια κόρη, την Ωκυρρόη, που είχε μαντικές ικανότητες. Κοντά του ανατράφηκαν και μαθήτεψαν πολλοί γνωστοί μυθολογικοί ήρωες. Ένας απ' αυτούς υπήρξε ο θεός Ασκληπιός, γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κορωνίδας ή κατ' άλλους της θυγατέρας του βασιλιά της Μεσσηνίας Αρσινόης. Από τον Χείρωνα ο Ασκληπιός έμαθε την τέχνη της ιατρικής και της χρήσης των βοτάνων. Μαθητής του υπήρξε επίσης και ο Ιάσονας, γιος του Αίσονα. Όταν ο Πελίας έκλεψε το θρόνο από τον Αίσονα, ο δεύτερος φοβούμενος για την τύχη του νεογέννητου Ιάσονα, διέδωσε ότι το παιδί γεννήθηκε νεκρό και κρυφά το μετέφερε στη σπηλιά του Χείρωνα στο Πήλιο. Εκεί ανατράφηκε ο Ιάσονας συντροφιά με τη Φιλύρα, τη Χαρικλώ και την Ωκυρρόη, μέχρι τα είκοσί του χρόνια. Διδάχτηκε από τον Χείρωνα τη στρατιωτική τέχνη και έγινε άριστος, τολμηρός και γενναίος πολεμιστής.Σύμφωνα με το μύθο, κοντά στον Χείρωνα μαθήτεψαν ακόμη οι Διόσκουροι και ο Ακταίος. Οι Έλληνες διηγούνταν ότι ο Ακταίος διδάχτηκε από το σοφό δάσκαλο την κυνηγετική τέχνη. Έγινε άριστος κυνηγός και περνούσε τις μέρες του στα δάση. Η μοίρα όμως φύλαγε τραγικό τέλος στον ωραίο, γενναίο και ατρόμητο νέο. Μια μέρα που ο Ακταίος κυνηγούσε στα καταπράσινα δάση του Πηλίου, κοντά στην πηγή Παρθένιο, αντίκρισε την υπέροχη θεά Αρτέμιδα να λούζεται γυμνή, συντροφιά με τις Νύμφες. Η ομορφιά θάμπωσε το νέο που παρέμεινε στη θέση του εκστατικός. Μόλις τον αντιλήφθηκε η παρθένα θεά έγινε έξαλλη από θυμό και έπεσε βαριά πάνω στον άτυχο νέο η οργή και η

Page 16: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

κατάρα της. Ο Ακταίος μεταμορφώθηκε σε ελάφι, που κατασπαράχτηκε από τα ίδια του τα σκυλιά. Έπειτα, εκείνα αλυχτώντας ξέφρενα, έφτασαν στη σπηλιά του Χείρωνα, αναζητώντας τον κύριό τους. Ο Χείρωνας, θλιμμένος για τον άδικο χαμό, έφτιαξε ομοίωμα του ωραίου Ακταίου και τότε τα σκυλιά ημέρωσαν. Στο ποίημα του Ησίοδου "Χείρωνος υποθήκαι" αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο ο Χείρωνας ανέθρεψε το θρυλικό ήρωα Αχιλλέα, γιο του Πηλέα και της Θέτιδας. Ο Χείρωνας συνδεόταν με παλιά φιλία με τον Πηλέα. Ήταν αυτός που τον συμβούλεψε με ποιο τρόπο θα κέρδιζε την αγάπη της περήφανης Θέτιδας. Στους γάμους τους μάλιστα του χάρισε θαυματουργό δόρυ που είχε τη δυνατότητα να θεραπεύει τα τραύματα που προκαλούσε. Όταν η Θέτιδα εγκατέλειψε τον Πηλέα, εκείνος ανέθεσε την ανατροφή του γιου του Αχιλλέα στο σοφό Κένταυρο. Οι δυο μυθικοί ήρωες συνδέθηκαν με μια σχέση αγάπης, φιλίας και αλληλοεκτίμησης. Ο Χείρωνας έτρεφε το νέο με "εντόσθια λιονταριών και κάπρων και με μεδούλι αρκούδας", γι' αυτό ο Αχιλλέας έγινε ατρόμητος και ανίκητος. Του πρόσφερε όλη του τη σοφία και τις γνώσεις και του δίδαξε όλες του τις τέχνες. Αλίμονο, το τέλος του πάνσοφου αυτού και ενάρετου Κένταυρου ήταν τραγικό. Κατά το μύθο, όταν οι Λαπίθες, με τη βοήθεια του Θησέα, έδιωξαν τους Κένταυρους από το Πήλιο, ο Χείρωνας έφτασε στον Μαλέα, όπου και εγκαταστάθηκε. Όταν αργότερα ο ημίθεος Ηρακλής καταδίωξε τους Κένταυρους της Φολόης, αυτοί ζήτησαν προστασία στη σπηλιά του Χείρωνα. Κατά τη φοβερή συμπλοκή, ένα από τα φαρμακερά βέλη του Ηρακλή διαπέρασε το μπράτσο του Κένταυρου Έλατου και καρφώθηκε στο γόνατο του Χείρωνα. Η πληγή ήταν βαθιά και αιμορραγούσε. Ο πόνος ήταν αβάστακτος. Μάταια προσπάθησε ο αγαθός Κένταυρος με βότανα να θεραπεύσει την πληγή, για να γλυκάνει ο πόνος. Ούτε οι προσπάθειες του Ηρακλή, ούτε τα πικρά δάκρυα του νεαρού μαθητή του Αχιλλέα, στάθηκαν ικανά να ημερώσουν τον πόνο που έσκιζε τα σωθικά του Χείρωνα και κατακτούσε τη σκέψη του. Η αθανασία που του χάρισε ο πατέρας του, ο Κρόνος, του ήταν πια ανώφελη. Η υπόσχεση μιας ζωής απέθαντης, μ' ένα σώμα νικημένο από την αρρώστια και κατακτημένο από τους πόνους, τον τρόμαζε. Ζήτησε τότε από τους θεούς τον οίκτο τους. Προτίμησε να ανταλλάξει την αθανασία του μ' ένα λυτρωτικό θάνατο και οι θεοί εισάκουσαν την παράκλησή του και η αθανασία του Χείρωνα μεταβιβάστηκε στον Προμηθέα, ο οποίος πήρε τη θέση του τραγικού Κένταυρου στον Όλυμπο. Μετά το θάνατο του Χείρωνα, ο Δίας τον τοποθέτησε στον Ουρανό, μεταμορφώνοντάς τον στον αστερισμό του Τοξότη.  ΠΡΩΤΕΑΣ ήταν θαλάσσιος δαίμονας. Οι ναυτικοί τον αποκαλούσαν συχνά "Γέροντα της θάλασσας", όπως άλλωστε και τον Φόρκη, τον Νηρέα, τον Τρίτωνα και τον θεωρούσαν προστάτη στα ταξίδια τους. Όπως μας λέει ο Όμηρος, ήταν υποτακτικός του Ποσειδώνα και γνώριζε όλα τα βάθη της θάλασσας και τα μυστικά τους. Επίσης, ήταν προικισμένος με μαντικές ικανότητες και μπορούσε να μεταμορφώνεται σε ό,τι ήθελε, σε ζώο, σε φυτό, σε πουλί, ακόμη και σε φωτιά ή σε νερό. Σύμφωνα με το μύθο, ο Πρωτέας είχε ανατολίτικη καταγωγή. Άλλοι έλεγαν πως είχε έρθει από τη Φοινίκη μαζί με τον Κάδμο όταν ο Κάδμος αναζητούσε την αδερφή του, την Ευρώπη, που την είχε απαγάγει ο Δίας. Ο Πρωτέας έφτασε τελικά μέχρι την Παλλήνη της Χαλκιδικής. Γνωρίστηκε με το βασιλιά της Σιθωνίας Κλίτο, που τον βοήθησε να ιδρύσει δικό του βασίλειο, διώχνοντας από τη Βισαλτία, μια περιοχή της Θράκης, τους παλιούς άγριους κατοίκους της. Ο Κλίτος του έδωσε επίσης την κόρη του Χρυσονόη για γυναίκα. Ο Πρωτέας έζησε ειρηνικά στο βασίλειό του, ώσπου ένα τραγικό συμβάν τον τάραξε. Όταν κάποτε ο Ηρακλής πέρασε από εκεί, μονομάχησε με τους δυο γιους του Πρωτέα, τον Πολύγονο (ή Τμώλο) και τον Τηλέγονο, τους οποίους και σκότωσε. Ο Πρωτέας δεν άντεξε και από τη λύπη του έπεσε στη θάλασσα. Οι θεοί τον σπλαχνίστηκαν και τον έκαναν αθάνατο θεό των νερών. Έλεγαν ότι ο Πρωτέας ήταν πάντα ανέκφραστος, ούτε μιλούσε, ούτε γελούσε ποτέ. Από άλλο μύθο μαθαίνουμε ότι πατρίδα του μπορεί εξίσου να θεωρηθεί και η Αίγυπτος. Λέγεται πως από εκεί ήρθε ο Πρωτέας στη Θράκη, παντρεύτηκε μια νύμφη, την Κορώνη, κι απέκτησε μαζί της δυο γιους. Εκείνοι, όμως, έκαναν κατάχρηση της εξουσίας που είχαν στα χέρια τους και διέπρατταν αδικήματα. Ανάγκαζαν τους ταξιδιώτες να παλεύουν μαζί τους και στο τέλος τους σκότωναν. Ο Πρωτέας αηδιασμένος και νιώθοντας ντροπή για τη συμπεριφορά τους, ζήτησε από τον Ποσειδώνα να τον γυρίσει πίσω στην Αίγυπτο. Ο θεός άκουσε την παράκλησή του και αποφάσισε να τον βοηθήσει, φτιάχνοντάς του ένα δρόμο μέχρι την Αίγυπτο. Ο δρόμος αυτός περνούσε πάνω από τη θάλασσα κι έτσι ο Πρωτέας έφτασε μέχρι εκεί δίχως καν να βραχεί. Στην "Οδύσσεια" ο Όμήρος αναφέρει ότι ο Πρωτέας κατοικούσε στο νησάκι Φάρος στις μεσογειακές ακτές της Αιγύπτου, στις εκβολές του Νείλου. Όταν ο Μενέλαος επέστρεφε από την Τροία, έχοντας μαζί του την ωραία Ελένη, οι δυνατοί άνεμοι του Αιγαίου τους έφεραν στην Αίγυπτο. Εκεί ο Μενέλαος συνάντησε τυχαία τη σοφή και πρόθυμη κόρη του Πρωτέα, την Ειδοθέα, που του έδωσε οδηγίες για το πώς θα μπορούσε να αποσπάσει από τον πατέρα της χρήσιμες πληροφορίες για το ταξίδι της επιστροφής. Η Ειδοθέα του αποκάλυψε ακόμη ότι ο πατέρας της θα μπορούσε να του πει τι έχει συμβεί στο σπίτι του, ευχάριστο ή δυσάρεστο, όσο αυτός ήταν μακριά. Ο Μενέλαος στη συνέχεια εφάρμοσε το εξής τέχνασμα, ακολουθώντας τις συμβουλές της: ο ίδιος και άλλοι τρεις σύντροφοί του ντύθηκαν με φρεσκογδαρμένα δέρματα φώκιας και ξάπλωσαν ανάμεσα στις φώκιες του Πρωτέα το καταμεσήμερο. Αυτή ήταν η ώρα που, όπως όλα τα δαιμονικά της θάλασσας, ο "γέροντας" έβγαινε από το νερό. Συνήθιζε να ξαπλώνει κάτω από μια φαρδιά σπηλιά, ανάμεσα στο κοπάδι του, που κοιμόταν αναδίνοντας τη μυρωδιά του αλμυρού βυθού και της αβύσσου. Όταν ο Πρωτέας βγήκε από το πέλαγος, μέτρησε τις φώκιες του, αλλά δεν υποψιάστηκε την παγίδα και χώθηκε ανάμεσά τους. Μόλις αποκοιμήθηκε, ο Μενέλαος τον άρπαξε μαζί με τους συντρόφους του και τον κράτησαν σφιχτά. Ο Πρωτέας προσπαθούσε να τους ξεφύγει και μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, σε δράκο, σε τίγρη, σε κάπρο, έπειτα σε δέντρο ακόμη και σε νερό. Εκείνοι, όμως, δεν πτοήθηκαν και δε σταμάτησαν να παλεύουν μαζί του, παρά μόνο αφού άρχισε να παίρνει πάλι τη μορφή που είχε πριν αποκοιμηθεί. Τότε ο Πρωτέας εξαντλημένος, απάντησε στις ερωτήσεις του Μενέλαου, που έτσι έμαθε πως, για να του φανερώσουν οι θεοί το δρόμο της επιστροφής, έπρεπε να ανεβεί τον Νείλο και να τους προσφέρει εκατόμβη, δηλαδή θυσία εκατό βοδιών.

Page 17: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

Επίσης, ότι δεν του ήταν γραφτό να πεθάνει, γιατί ο Δίας τον θεωρούσε γαμπρό του, λόγω της Ελένης, και θα του φερόταν πολύ ευνοϊκά· θα τον οδηγήσει μετά θάνατο στα Ηλύσια πεδία. Τέλος, ο Πρωτέας τον πληροφόρησε και για την τύχη του αδερφού του, του Αγαμέμνονα, που είχε δολοφονηθεί, καθώς και για τους συμπολεμιστές του στην Τροία, τον Οδυσσέα και τον Αίαντα το Λοκρό.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει μια παράδοση που ο ίδιος άκουσε στην Αίγυπτο: ότι ο Πρωτέας δεν ήταν στοιχειό της θάλασσας, αλλά βασιλιάς της Αιγύπτου, την εποχή του Τρωικού πολέμου. Έδρα του ήταν η Μέμφιδα κι έργο του η προστασία των αδικημένων, ενώ δεν είχε μαντικές ικανότητες. Όταν οι άνθρωποί του του έφεραν υπόδικο τον Πάρη, μαζί με την Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου, ο Πρωτέας τον φιλοξένησε· επειδή δεν ήθελε να σκοτώνει τους ξένους που έρχονταν στη χώρα του, τον άφησε στο τέλος να πάει πίσω στην Τροία, κράτησε όμως στην Αίγυπτο την Ελένη και το θησαυρό. Οι Έλληνες πήγαν στην Τροία για να διεκδικήσουν την κλεμμένη βασίλισσα, οι Τρώες απάντησαν πως δε βρισκόταν μαζί τους, όπως και ήταν η αλήθεια, οι Έλληνες αρνήθηκαν να τους πιστέψουν και ο πόλεμος άρχισε. Μόνο μετά το τέλος του πολέμου και την πτώση της Τροίας οι Έλληνες διαπίστωσαν την απουσία της Ελένης και ο Μενέλαος πήγε στη χώρα του Πρωτέα, για να φέρει πίσω γυναίκα και βιος. Επέστρεψε, έτσι, πίσω στην πατρίδα του δικαιωμένος. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του "Ελένη" αναφέρει μια ακόμη εκδοχή του μύθου του Πρωτέα: πως η Ελένη δε βρέθηκε στην Αίγυπτο ούτε επειδή ο Πάρης την έφερε, ούτε επειδή ο Πρωτέας την κράτησε. Αυτό που συνέβη ήταν ότι οι ίδιοι οι θεοί τη μετέφεραν εδώ με τη βοήθεια του Ερμή και την εμπιστεύθηκαν στον Πρωτέα. Ο Πάρης, με ένα τέχνασμα των θεών, δε μετέφερε στην Τροία παρά ένα ομοίωμά της από σύννεφο. Κάποια στιγμή ο Πρωτέας πέθανε και στο θρόνο της Αιγύπτου τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεοκλύμενος, που πίεζε όμως επίμονα την Ελένη να γίνει γυναίκα του. Εκείνη, απελπισμένη, κατέφυγε στον τάφο του Πρωτέα και εκεί τη βρήκε ο Μενέλαος, που είχε στο μεταξύ φτάσει καραβοτσακισμένος στην Αίγυπτο. Μετά από λίγο οι δυο σύζυγοι αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, ο κίνδυνος όμως που διατρέχουν είναι μεγάλος, γιατί ο Θεοκλύμενος δεν ήταν φιλόξενος κι ευσπλαχνικός, όπως ο πατέρας του: συνήθιζε να σκοτώνει όλους τους ξένους. Τότε και εδώ επεμβαίνει η Ειδοθέα, η επινοητική και καλόψυχη κόρη του Πρωτέα, που καταστρώνει σχέδιο διαφυγής για το ζευγάρι. Βλέπουμε ότι το όνομα του Πρωτέα συνδέεται κυρίως με δυο περιοχές, τη Χαλκιδική και την Αίγυπτο. Ως προς την πρώτη δικαιολογημένα τον φαντάζονταν εκεί, επειδή από τα πολύ παλιά χρόνια ήδη η Χαλκιδική φημιζόταν για τις ακτές και το θαλάσσιο πλούτο της· ήταν πολύ ταιριαστή για έναν τέτοιο θαλάσσιο θεό. Όσο για την Αίγυπτο και το νησί Φάρος, βρίσκονταν στα αφρικανικά παράλια, που αποτελούσαν τα όρια του τότε γνωστού κόσμου προς την Ανατολή. Οι αρχαίοι, λοιπόν, τοποθετούσαν τον Πρωτέα ως ορόσημο στην άκρη του κόσμου, όπως τον Άτλαντα στη δύση, στο στενό του Γιβραλτάρ. Το όνομα "Πρωτέας" είναι μια αρχαία λέξη, που σημαίνει "πρώτος", "πρωτόγονος" και "πρωτογέννητος". Αν αυτό συνδυαστεί με την ικανότητα του Πρωτέα να παίρνει όποια μορφή θέλει, φτάνουμε ίσως στη βαθύτερη κατανόηση του μύθου. Ο Πρωτέας είναι μια πρώτη μορφή ύλης που διαδοχικά μεταμορφώνεται και δημιουργεί όλες τις άλλες μορφές που αποτελούν τον κόσμο. Είναι η αρχική ουσία, που οι διαφορετικές εκδοχές της έφτιαξαν τα μέρη του σύμπαντος, ο "πρώτος" δαίμονας.

ΠΑΝΑΣ Συχνά στην εύθυμη συντροφιά του Διόνυσου συμμετέχει κι ένας άλλος παράξενος θεός, ο Πάνας. Η μορφή του είναι αλλόκοτη και τρομάζει όσους πλησιάζει. Έτσι, συνήθως ο δύστυχος Πάνας είναι μόνος του. Μόνο στην παρέα των Σάτυρων γίνεται δεκτός μ' ενθουσιασμό, αφού αγαπά κι ο ίδιος το τραγούδι και το χορό. Ο Πάνας ήταν γιος του αγγελιοφόρου

των θεών, του Ερμή. Σ' ένα υπέροχο μέρος της Αρκαδίας έβοσκε τα πρόβατα ενός θνητού ο φτερωτός θεός· ανάμεσα στις ομορφιές της φύσης διέκρινε την ομορφιά της Νύμφης Δρυόπης και την ερωτεύτηκε. Κατάφερε να την κάνει δική του και σύντομα η Νύμφη γέννησε τον καρπό του έρωτά τους. Το παιδί που γέννησε είχε αποκρουστική όψη: τα πόδια του ήταν πόδια τράγου, το πρόσωπό του καλυπτόταν από πυκνή γενειάδα, τ' αυτιά του ήταν μυτερά και είχε δυο κέρατα στο κεφάλι ανάμεσα στ' ανακατεμένα μαλλιά του. Τρομαγμένη η Δρυόπη τράπηκε σε φυγή εγκαταλείποντας το γιο της. Ο Ερμής που τον λυπήθηκε, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έφερε στην κατοικία των θεών, στον Όλυμπο. Όλοι οι θεοί μόλις τον είδαν άρχισαν να γελούν γοητευμένοι από τη μορφή του και περισσότερο απ' όλους ο θεός του κεφιού, ο Διόνυσος, που με χαρά δέχτηκε να έρθει στη συντροφιά του. Κι επειδή είχαν ευχαριστηθεί οι πάντες όταν τον είδαν, τον ονόμασε Παν. Ο Πάνας τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στη φύση. Τριγυρνούσε ανάμεσα στα βράχια, στα βουνά και στα ρυάκια σκορπώντας στην πλάση τις μελωδίες του σουραυλιού του.Αυτός πρώτος είχε φτιάξει τη σύριγγα, δηλαδή το σουραύλι. Μια ιστορία λέει ότι το έφτιαξε μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να κατακτήσει την όμορφη Νύμφη Σύριγγα. Καθώς την καταδίωκε κι εκείνη προσπαθούσε να του ξεφύγει βρέθηκε μπροστά στον ποταμό Λάδωνα. Η Σύριγγα ικέτευσε το θεό ποταμό να τη γλιτώσει κι εκείνος τη λυπήθηκε· τη στιγμή που ο Πάνας άπλωνε τα χέρια του να την πιάσει, βρέθηκε να κρατά, αντί την ωραία Νύμφη, ένα καλάμι.

Απογοητευμένος ο δύστυχος Πάνας στεκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού κρατώντας το καλάμι· τότε άκουσε τον ήχο του αέρα που περνά μέσα απ' αυτό. Έκοψε κι άλλα καλάμια σε διαφορετικό μήκος, τα ένωσε κλιμακωτά με κερί κι έτσι έφτιαξε τη σύριγγα. Ο Πάνας ήταν πολύ καλός μουσικός· μάγευε με τις

μελωδίες του τα ζώα, τα πουλιά, τις Νύμφες του δάσους. Τα τραγούδια του έδιναν ρυθμό στα βήματα κάθε χορευτή. Κάθε στιγμή ήταν έτοιμος για χορό και για γλέντι, είτε με τις Νύμφες είτε με τη συντροφιά του Διόνυσου. Πάντα στο ένα χέρι του κρατούσε τη σύριγγα, που γι' αυτό λέγεται "αυλός του Πανός" και στο άλλο συνήθως μια γκλίτσα. Ο Πάνας ήταν θεός των τσομπάνηδων. Αυτόν θεωρούσαν ως προστάτη τους οι βοσκοί, αλλά κι όσοι μάχονταν κι αγωνίζονταν δίκαια, γιατί θεωρούσαν ότι με τη βοήθεια του Πάνα θα καταφέρουν να τρέψουν σε φυγή τους εχθρούς τους, να σπείρουν δηλαδή στους αντιπάλους τον πανικό, όπως ονομάστηκε, από το όνομα του θεού, ο φόβος που καταλαμβάνει τους ανθρώπους και που

Page 18: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

τους κάνει να βλέπουν τη φυγή ως μόνη σωτηρία. Εκτός από τη Σύριγγα και άλλη φορά προσπάθησε ο άσχημος θεός να κατακτήσει κάποια Νύμφη. Μάταια όμως. Ούτε η Νύμφη Ηχώ, που με τη μελωδική φωνή της τον σαγήνεψε, δε θέλησε να ενωθεί με τον τραγοπόδαρο θεό. Για να την εκδικηθεί έβαλε τους προστατευόμενούς του, τους τσομπάνηδες, να επιτεθούν στην άτυχη Νύμφη. Μόνο η Νύμφη Πίτη δέχτηκε να μείνει μαζί του. Θυμωμένος όμως ο αντίζηλός του, ο Βορέας, την γκρέμισε από ένα βράχο. Η Γη τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πεύκο. Έτσι, δυστυχώς, κι αυτός ο έρωτάς του έμεινε ανεκπλήρωτος.  ΝΗΡΕΑΣ Στην αρχαιότητα υπήρχαν διάφορες θεότητες που σχετίζονταν με το θαλάσσιο βασίλειο. Οι θεότητες αυτές δεν ήταν τόσο σημαντικές, όσο ο Ποσειδώνας, είχαν όμως γεννηθεί και κυριαρχούσαν πριν από εκείνον. Λατρεύονταν επίσης στον ελλαδικό χώρο προτού ακόμη εκείνος καθιερωθεί. Παρόλο που ήταν θεότητες δευτερεύουσες, γύρω απ' αυτές και τους απογόνους τους δημιουργήθηκαν πολύ ενδιαφέροντες μύθοι. Μια απ' αυτές ήταν ο Νηρέας, ένας από τους "γέροντες της θάλασσας", ένας από τους πιο σημαντικούς θαλάσσιους δαίμονες στην ακολουθία του Ποσειδώνα. Ήταν γιος του Πόντου και της Γαίας και αδέρφια του ήταν ο Θαύμαντας, ο Φόρκης, η Κητώ και η Ευρυβία. Η καταγωγή του δείχνει ολοφάνερα ότι πρόκειται για γενιά προγενέστερη από τον Ποσειδώνα. Σύζυγός του ήταν η Δωρίδα, μια από τις Ωκεανίδες. Μαζί της απέκτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες, μία από τις οποίες, η Αμφιτρίτη, έγινε αργότερα σύζυγος του Ποσειδώνα. Έλεγαν πως, όπως και οι περισσότεροι θαλάσσιοι δαίμονες, έτσι κι ο Νηρέας μπορούσε να μεταμορφώνεται κι επινοούσε διάφορα τεχνάσματα. Γι' αυτό και τον φαντάζονταν και τον απεικόνιζαν ως άνδρα με μορφή ψαριού, κάποτε όμως από το σώμα του ξεπροβάλλει ένας λύκος, ένας τράγος ή ένα κεφάλι φιδιού, ακριβώς για να συμβολίσουν τις μορφές που μπορούσε να πάρει. Σε φίδι είχε μεταμορφωθεί ο δαίμονας, όταν πάλευε με τον Ηρακλή, ο ήρωας όμως τον έδεσε, όπως τον είχαν συμβουλέψει οι θεές της Τύχης. Έτσι, τον ανάγκασε να του απαντήσει σε όλες του τις ερωτήσεις. Ο Νηρέας φημιζόταν επίσης για τις προφητικές του ικανότητες. Όταν συνάντησε τον Πάρη, του προφήτευσε την πτώση της Τροίας. Επίσης, προείπε το ένδοξο πεπρωμένο του Ηρακλή στους Αργοναύτες, με τη βοήθεια του Γλαύκου, που ερμήνευσε τα λόγια του σ' αυτούς. Ο Νηρέας, πρώτος γιος του Πόντου, ήταν καλοσυνάτος, σοφός, καλοπροαίρετος και γνωστός για τη δικαιοσύνη, την προθυμία και τη φιλαλήθειά του. Ο ρόλος του ήταν πάντα ταπεινός και αφανής, παρόλα αυτά δε δίσταζε να βοηθήσει όποιον είχε την ανάγκη του. Η Αφροδίτη ανατράφηκε στην κατοικία του και ο Πηλέας ευεργετήθηκε απ' αυτόν, γιατί του χάρισε το φάρμακο για να νικήσει την πείνα. Επίσης, βοήθησε τον Ηρακλή και τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση, όταν του έδωσε το κύπελλο του Ήλιου για να περάσει μ' αυτόν τον Ωκεανό. Ακόμη, του έδειξε το δρόμο για να φτάσει μέχρι τον κήπο των Εσπερίδων.  ΙΡΙΔΑ ήταν κόρη του Θάμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας. Φορούσε κοντό χιτώνα, χρυσά φτερωτά πέδιλα και κρατούσε στο χέρι κηρύκειο. Ήταν φτερωτή και ορμητική σαν θύελλα, γνωστή ως πιστή και γοργοπόδαρη αγγελιοφόρος των θεών. Μετέφερε τα μηνύματά τους, είτε σε άλλους θεούς, είτε στους ανθρώπους, ή πάλι της ανέθεταν να μεσολαβεί ανάμεσα στους θεούς, κάθε φορά που προέκυπτε κάποιο πρόβλημα. Αδερφές της θεωρούνταν οι Άρπυιες, που ήταν κι αυτές φτερωτές, ανάλαφρες και αεικίνητες, σαν τον άνεμο και τη θύελλα και ζευγάρωνε με τον Ζέφυρο. Βασικό της καθήκον ήταν να συμβάλλει στην απονομή δικαιοσύνης, κάθε φορά που ξεσπούσαν καβγάδες ή αντιζηλίες στον Όλυμπο μεταξύ των θεών, ή ακόμη σε περίπτωση που κάποιος θεός έλεγε ψέματα. Τότε η Ίριδα έπρεπε να πετάξει ψηλά μέχρι την κατοικία της Στύγας, εκεί όπου ο Ουρανός στηριζόταν πάνω σε ασημένιες κολόνες. Από το σημείο εκείνο έπεφτε το περίφημο ιερό νερό της Στύγας, με το οποίο γέμιζε η Ίριδα ένα χρυσό κύπελλο και το πήγαινε στον Όλυμπο. Αν κάποιος θεός ορκιζόταν στο νερό αυτό ψέματα, έπεφτε κάτω αμέσως, χωρίς πνοή και χωρίς να έχει τις αισθήσεις του κι έμενε έτσι για πολύ καιρό· δεν έτρωγε αμβροσία ούτε έπινε νέκταρ. Στη συνέχεια έμενε για εννιά χρόνια αποκλεισμένος από τα συμπόσια των θεών, καθώς και από την προστασία τους. Η Ίριδα δεν εκτελούσε μόνο τις αποστολές που της ανέθεταν, αλλά συχνά αναλάμβανε και η ίδια πρωτοβουλία. Στην Ιλιάδα τη βλέπουμε να ορμά και να βγάζει από τη μάχη την Αφροδίτη, που είχε πληγωθεί. Επίσης μπαίνει στο δωμάτιο της Ελένης και την προτρέπει να βγει έξω και να καμαρώσει τον Πάρη και τον Μενέλαο, που πρόκειται να μονομαχήσουν. Συχνά προπορεύεται στις γαμήλιες τελετές του Ολύμπου και παραστέκει τη νύφη, όπως στους γάμους της Θέτιδας και του Πηλέα ή του Δία και της Ήρας. Βασική αποστολή της Ίριδας -και εξαιρετικά σημαντική- ήταν να μεταφέρει τις εντολές του Δία στους άλλους θεούς, συνήθως στον Ποσειδώνα. Μπορούσε όμως να μεταφέρει και μηνύματα άλλων θεών, όπως είχε συμβεί με την περίπτωση της Λητώς· οι Ολύμπιες θεές, εκτός της Ήρας, κάλεσαν την Ίριδα να επέμβη, ώστε να μπορέσει η Λητώ να γεννήσει επιτέλους τα παιδιά της, την Άρτεμη και τον Απόλλωνα. Η Ήρα, όπως είναι γνωστό, την καταδίωκε και δεν την άφηνε να γεννήσει, κρατώντας στον Όλυμπο την Ειλείθυια, τη θεά που προκαλούσε τους πόνους του τοκετού. Έτσι, η γέννα δεν έλεγε ν' αρχίσει, οπότε η Ίριδα πήγε στον Όλυμπο για να τη φέρει κοντά στην ετοιμόγεννη κρυφά από την Ήρα, αφού υποσχέθηκε ότι θα της δώσει ένα περιδέραιο με εννιά χάντρες σε χρυσή κλωστή. Έτσι ακριβώς την είχαν συμβουλέψει οι θεές του Ολύμπου. Σ' άλλες περιπτώσεις η Ίριδα μπαίνει στην υπηρεσία της ίδιας της Ήρας· στην Ιλιάδα πείθει για λογαριασμό της τον Αχιλλέα να ξαναμπεί στη μάχη, μόλις σκοτώνεται ο φίλος του Πάτροκλος κι ο Έκτορας θέλει να πάρει το πτώμα του ήρωα. Αργότερα φαίνεται πως πίστευαν πως η Ίριδα μπήκε στην αποκλειστική υπηρεσία της Ήρας· τη φαντάζονταν καθισμένη κάτω, μπροστά στο θρόνο της θεάς, σαν τον πιστό της σκύλο. Δεν έφευγε ποτέ από κοντά της και λαγοκοιμόταν εκεί. Φορώντας τη ζώνη και μη βγάζοντας ποτέ τα πέδιλά της, ήταν πάντοτε σ' επιφυλακή, μήπως τυχόν και της ανατεθεί ξαφνικά κάποια νέα επείγουσα αποστολή από τη βασίλισσα των θεών. Κάθε φορά που η Ίριδα έπρεπε να πάει μήνυμα στους ανθρώπους από μέρους κάποιου θεού, έπαιρνε τη μορφή κάποιου θνητού. Για παράδειγμα, μεσολάβησε στους Τρώες με τη μορφή ενός γιου του Πρίαμου ή παρουσιάστηκε στην Ελένη ως κουνιάδα της. Η συμπεριφορά της προς τον Αχιλλέα υπήρξε, μάλιστα, ιδιαίτερα ευνοϊκή· όταν ο Πάτροκλος, νεκρός πια, επρόκειτο να καεί στην πυρά, ο Αχιλλέας επικαλέστηκε τους ανέμους, για να φουντώσει η φωτιά με το φύσημά τους. Η Ίριδα τότε έσπευσε να τους συναντήσει αμέσως, ώστε να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του ήρωα. Πραγματικά, τους βρίσκει

Page 19: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

συγκεντρωμένους στη σπηλιά του Βοριά, όπου ήταν καλεσμένοι σε συμπόσιο. Τους διακόπτει για να τους εξηγήσει το λόγο της άφιξής της και να τους μεταφέρει την ευχή του Αχιλλέα. Ως τόπος λατρείας της Ίριδας είναι γνωστός μόνο ένας στην αρχαιότητα, το νησί της Εκάτης, που βρισκόταν κοντά στη Δήλο. Το όνομα της Ίριδας σήμερα χρησιμοποιείται με διάφορες σημασίες. Έτσι ονομάζουμε το τμήμα του ματιού μας που είναι έγχρωμο. Ακόμη, υπάρχει ένα φυτό που ονομάζεται ίριδα. Κυρίως όμως σημαίνει το ουράνιο τόξο. Ο Όμηρος, πρώτος, με τη λέξη "ίρις" ονόμασε το φυσικό φαινόμενο της εμφάνισής του στον ουρανό. Ποτέ όμως η θεά Ίριδα δεν αποτέλεσε προσωποποίηση του ουράνιου τόξου. Απεικονίσεις της στην αρχαιότητα υπάρχουν πολλές, παρόλα αυτά σε καμιά τους δεν παριστάνεται ως ουράνιο τόξο η ίδια, ούτε και συνοδεύεται απ' αυτό. Η ουσία είναι πάντως πως η Ίριδα ταυτίζεται με το ουράνιο τόξο στη σκέψη των ανθρώπων, αρχικά η ίδια κι αργότερα το φόρεμά της ή ο δρόμος της. Σ' αυτήν ακριβώς την ταύτιση βασίζεται και η καθιέρωση της Ίριδας ως αγγελιοφόρου των θεών· το ουράνιο τόξο μοιάζει να συνδέει τη Γη με τον Ουρανό, τον αέρα με τη θάλασσα και η Ίριδα ως μαντατοφόρος κινείται μεταξύ θεών και ανθρώπων, καθώς και μέχρι τα βάθη της θάλασσας και τον Κάτω Κόσμο, με την ταχύτητα του ανέμου.  ΘΕΜΙΔΑ ήταν η θεά που συμβόλιζε τη δικαιοσύνη και ήταν υπεύθυνη για την τήρηση της ηθικής τάξης σε θεούς κι ανθρώπους. Ήταν κόρη του Ουρανού και της Γαίας, δηλαδή της Γης, όπως και η Ρέα, η Μνημοσύνη και ο Ωκεανός, ο Υπερίωνας, ο Κρόνος και οι υπόλοιποι Τιτάνες. Οι Τιτάνες ήταν οι άρχοντες του κόσμου, πριν κυριαρχήσουν ο Δίας και οι θεοί του

Ολύμπου. Υπήρχε ένας μύθος που έλεγε ότι στη γέννηση του Δία η Θέμιδα ήταν εκείνη που παρέλαβε το νεογέννητο και το εμπιστεύθηκε στην Αμάλθεια, στην Κρήτη, για να το μεγαλώσει. Αυτό όμως δεν εμπόδισε αργότερα τη Θέμιδα να γίνει και γυναίκα του στη συνέχεια.

Πίστευαν πως η Θέμιδα ήταν η πρώτη σύζυγος του Δία και πως οδηγήθηκε μέσα σε χρυσό άρμα στις πηγές του Ουρανού και στους λαμπρούς δρόμους του Ολύμπου. Εκεί την περίμενε ο Δίας. Από το γάμο τους γεννήθηκαν οι Ώρες, που ήταν υπεύθυνες για τα έργα των ανθρώπων και τους καρπούς των προσπαθειών και των κόπων τους. Αυτές ήταν η Ειρήνη, η Δίκη και η Ευνομία.

Η Θέμιδα γέννησε ακόμη τις Εποχές, που επέβλεπαν την παραγωγή των καρπών, καθώς και τις Μοίρες, που μοίραζαν στον κάθε θνητό τα καλά ή τα κακά: την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο. Ο ποιητής Αισχύλος τη θεωρούσε μητέρα και του Προμηθέα, σε αντίθεση με την κοινή πίστη πως γονείς του ήταν ο Ιαπετός και η Ωκεανίδα Κλυμένη. Παρόλο που θα περίμενε κανείς πως η Θέμιδα και η Ήρα θα ήταν αντίζηλες, ως πρώτη και δεύτερη σύζυγος του ίδιου άντρα, που μάλιστα ήταν και βασιλιάς θεών κι ανθρώπων, οι ίδιες ήταν στενές φίλες.

Η Θέμιδα ήταν πιστή σύμβουλος του Δία και έθεσε η ίδια τέρμα μαζί με το βασιλιά των θεών στον Τρωικό πόλεμο, όταν είχε πλέον σημάνει η ώρα. Φρόντιζε, επίσης, για την προστασία των αδυνάτων και της φιλοξενίας, που ήταν θεωρούνταν ιερή. Η Θέμιδα ήταν πάνσοφη και προικισμένη με μαντικές ικανότητες. Σε κείνη ανήκε το μαντείο των Δελφών, που τελικά το παραχώρησε στην αδερφή της, τη Φοίβη. Εγγονός της Φοίβης ήταν ο Απόλλωνας, που θα γινόταν αργότερα και ο τελικός κάτοχος του μαντείου. Πάνω απ' όλα όμως, η Θέμιδα ήταν αρμόδια για την επικράτηση της δικαιοσύνης και την τήρηση των κανόνων του δικαίου από θεούς κι ανθρώπους. Το όνομά της σήμαινε τους νόμους της φύσης, τους νόμους της συμβίωσης θεών κι ανθρώπων και κυρίως τους νόμους της συμβίωσης των δύο φύλων, ώστε αυτή να είναι αρμονική. "Θέμις" θα πει πάνω απ' όλα άνδρες και γυναίκες να ενώνονται με την αγάπη.  

ΗΒΗ κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με ένα μύθο η Ήρα δεν έσμιξε με τον Δία, αλλά έγινε μητέρα της Ήβης μ' έναν πολύ περίεργο τρόπο: όταν κάποτε ο Απόλλωνας την είχε καλέσει σ' ένα γεύμα, έφαγε άγρια μαρούλια κι έτσι έμεινε έγκυος. Η Ήβη συμβόλιζε πάνω απ' όλα τη νιότη, τη ζωντάνια, την ορμή και την ομορφιά αυτής της ηλικίας του ανθρώπου. Αυτή είχε αναλάβει να προσφέρει στους θεούς νέκταρ και αμβροσία. Η αμβροσία ήταν η τροφή που τους διατηρούσε πάντα νέους και τους προφύλασσε από τη φθορά του χρόνου. Έτσι, οι θεοί ήταν πάντα δυνατοί και ωραίοι και η Ήβη αποτελούσε την προσωποποίηση της αιώνιας νεότητας. Ωστόσο, το ρόλο του οινοχόου, κάποια στιγμή, η Ήβη έπαψε να τον έχει, όταν γλίστρησε κι έπεσε και η θέα της γύμνιας της σοκάρισε τους θεούς. Κάτι τέτοιο ήταν ανάρμοστο για τα ήθη των κατοίκων του Ολύμπου κι από τότε τη θεώρησαν ανάξια να επιτελεί τα καθήκοντά της. Την αντικατέστησε πολύ γρήγορα ο Γανυμήδης, που είχε τη φήμη του "ωραιότερου των θνητών", καθώς και του αγαπημένου του Δία. Έλεγαν πως για την ομορφιά του τον είχε αρπάξει ένας αετός με εντολή του Δία και τον ανέβασε στον Όλυμπο ή τον είχε απαγάγει ο ίδιος ο Δίας, για να τον θέσει στην υπηρεσία του. Συνέχισε, όπως ήταν φυσικό, η Ήβη να κατοικεί μαζί με τους θεούς και μετά την αντικατάστασή της. Ήταν μέλος της χορευτικής ομάδας του Ολύμπου, μαζί με τον Γανυμήδη, τις Χάριτες, τις Ώρες, την Αρμονία, την Αφροδίτη και ίσως και την Άρτεμη. Το χορό συνόδευαν με μουσική οι Μούσες και ο Απόλλωνας με τη λύρα του. Πολύ δυνατή ήταν και η σχέση της Ήβης με τη μητέρα της. Τη βοηθούσε σ' όλες τις δουλειές που είχε να κάνει κι ετοίμαζε το αμάξι της, όταν έπρεπε να φύγει. Ακόμη, φρόντιζε και περιποιόταν τον αδερφό της, τον πολεμόχαρο Άρη, κάθε φορά που γυρνούσε από τις μάχες του. Η Ήβη αποτέλεσε και την επισφράγιση της συμφιλίωσης της Ήρας και του Ηρακλή, που ήταν βέβαια γιος του Δία, είχε όμως άλλη μητέρα. Όταν ο ήρωας έγινε δεκτός ως μέλος των θεών του Ολύμπου, εκείνη τον αρραβωνιάστηκε και έπειτα τον παντρεύτηκε. Από το γάμο τους γεννήθηκαν δυο παιδιά, ο Αλεξιάρης και ο Ανίκητος.

Page 20: Αρχαίες ελληνικές θεότητες

Επιπλέον, με το γάμο αυτόν ο Ηρακλής θα έμενε για πάντα νέος, μακριά από κάθε κακό, χάρη στην αμβροσία που του εξασφάλιζε η γυναίκα του. Λέγεται, μάλιστα, πως ο ανιψιός του Ηρακλή, ο Ιόλαος, μπόρεσε να ξαναβρεί τα πρώτα του νιάτα, χάρη στην Ήβη, έπειτα από μεσολάβηση του Ηρακλή.