64
- 1 -

Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Διήγημα Περιπλάνησης & Επιστημονικής Φαντασίας.https://sites.google.com/site/athenshermit/more_works

Citation preview

Page 1: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

- 1 -

Page 2: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Κωνσταντίνου Αναστασιάδη

Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Διήγημα Περιπλάνησης & Επιστημονικής Φαντασίας

Περιεχόμενα

Εισαγωγή .......................................................................................................................3 Στάση 1η – Κάτω Πατήσια (Flocafé) .............................................................................4 Στάση 2η – Άλσος Νέας Φιλαδέλφειας (Κένταυρος) ....................................................8 Στάση 3η – Νερατζιώτισσα (The Mall)........................................................................14 Στάση 4η – Κέντρο (Καφετέρια Νομισματικού Μουσείου) ........................................20 Στάση 5η – Πειραιάς (Stretto) ......................................................................................24 Στάση 6η – Μικρολίμανο (δίχως καφέ) .......................................................................27 Στάση 7η – Νέο Φάληρο (Destiny) ..............................................................................30 Στάση 8η – Εδέμ (Edem)..............................................................................................33 Στάση 9η – Πάρκο Τρίτση (δίχως καφέ)......................................................................49 Στάση 10η – Άνω Πατήσια (Τιθόρα) ...........................................................................61 Επίλογος.......................................................................................................................64

Σημειώσεις Ο χάρτης του εξωφύλλου βασίστηκε στους χάρτες της Google (HUhttps://maps.google.gr/UH) Μπορείτε

να τον δείτε κανονικά, μεγεθύνοντας 200% (εφόσον διαβάζετε την ηλεκτρονική μορφή). Οι αριθμοί αφορούν τη διαδρομή που ακολούθησαν οι ήρωες.

Οι καφετέριες και τα εστιατόρια που αναφέρονται στο διήγημα αποτελούν προσωπική επιλογή του συγγραφέα. Σε καμιά περίπτωση δεν συμπεριλήφθηκαν για λόγους διαφήμισης ούτε προηγήθηκε οποιαδήποτε συνεννόηση με αυτά.

- 2 -

Page 3: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

0BΕισαγωγή

Υπάρχουν πολλών ειδών ταξίδια.

Κοντινά ταξίδια, κατ’ αρχάς, στην πόλη, στα προάστια, ή στη γειτονιά. Το τι θεωρείται ταξίδι, εξάλλου, έχει να κάνει με το μυαλό και όχι με τις αποστάσεις.

Μακρινά ταξίδια, σε άλλες πόλεις, άλλες χώρες και άλλες ηπείρους· και στις θάλασσες φυσικά, με μόνη συντροφιά τα κύματα και τα αστέρια.

Ταξίδια αναζήτησης για κάποιο Άγιο Δισκοπότηρο· ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα. Και με απώτερο σκοπό, την αναζήτηση του εαυτού μας, που κάπου τον χάσαμε στην πορεία.

Ταξίδια στο αχανές διάστημα, σε άλλους πλανήτες, άλλους γαλαξίες, μπορεί και σε άλλους πολιτισμούς.

Ταξίδια στο χρόνο, σε παρελθούσες εποχές· είτε αφορούν σημαντικές στιγμές της Ιστορίας, είτε προσωπικές στιγμές της προσωπικής μας Ιστορίας. Μπορεί και σε μελλοντικές στιγμές, για να κρυφοκοιτάξουμε κάποια σημαντική παράγραφο από το βιβλίο του πεπρωμένου.

Ταξίδια σε κόσμους πνευματικούς, τα οποία αφορούν μονάχα τις ψυχές· όπου δεν απαιτούνται ρούχα και αποσκευές· ούτε καν σώμα.

Η ιστορία αυτή, δεν αφορά κάποιο ταξίδι από τα παραπάνω. Αφορά όλα τα παραπάνω.

Αφορά ταξιδευτές, των οποίων οι διαδρομές διασταυρώθηκαν κάποια στιγμή, σύμφωνα με τα τερτίπια της μοίρας· τα οποία αποδομούν ανάγωγα διάφοροι αφελής, αποκαλώντας τα συμπτώσεις.

Όλα ξεκίνησαν σε μία καφετέρια. Σ’ ένα Flocafé. Και μεσολάβησαν κι άλλες καφετέριες στην πορεία, λες κι ήταν στάσεις σιδηροδρομικής γραμμής· προορισμοί οργανωμένης εκδρομής· λιμάνια ακτοπλοϊκού δικτύου.

Ας ξεκινήσουμε την ιστορία μας λοιπόν· το δικό μας αναγνωστικό ταξίδι. Δεν απαιτεί αποσκευές και μετακινήσεις, αλλά ανοιχτό μυαλό και ελεύθερη φαντασία.

- 3 -

Page 4: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

1BΣτάση 1η – Κάτω Πατήσια (Flocafé)

F

1

Ο Θεόφιλος λάτρευε τις καφετέριες. Εντάξει, σε πολύ κόσμο αρέσουν. Αλλά για τον Θεόφιλο, η λατρεία αυτή αποκτούσε μυσταγωγικό χαρακτήρα. Ίσως ακουστεί παράξενο, αλλά οι καφετέριες ήταν τόσο σημαντικές γι’ αυτόν, όσο τα Μουλέν Ρουζ για έναν Παριζιάνο· όσο τα φτερά για ένα αεροπλάνο.

Είχε επισκεφτεί δεκάδες – ίσως κι εκατοντάδες – καφετέριες στην Αθήνα. Και άλλες τόσες στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πάντα επέλεγε κάποιο τραπέζι σε παράθυρο· ή σε σημείο που πρόσφερε την καλύτερη θέα. Η στιγμή που καθόταν στο πολυθρονάκι, ήταν ιερή. Σαν να επέστρεφε ο πλανήτης στην τροχιά του, έπειτα από σύγκρουση με μεθυσμένο κομήτη. Σαν να επέστρεφε στο θρόνο του ένας βασιλιάς, μετά από χρόνια εξορίας ή πολέμων.

Σε όποια καφετέρια και να πήγαινε, έδινε πάντα την ίδια παραγγελία: Τοστ με διπλό τυρί, και φραπέ γλυκό με γάλα.

Λένε ότι η αξία ενός σεφ φαίνεται από τον τρόπο που τηγανίζει ένα αυγό μάτι. Ανάλογα ο Θεόφιλος μπορούσε να αξιολογήσει τα προϊόντα μιας καφετέριας από ένα απλό τοστ κι έναν απλό φραπέ. Θα μπορούσε να γράψει κατεβατά ολόκληρα για το πώς παρασκευάζεται ένα σωστό τοστ κι ένας σωστός φραπέ.

Το καλύτερο τοστ το είχε φάει σε μία καφετέρια στο Λουτράκι. Τον χειρότερο φραπέ τον είχε πιει σε μια καφετέρια στην Καρωτή, όταν υπηρετούσε τη θητεία του στον Έβρο. Ο μπάρμαν έριχνε νερό, καφέ και ζάχαρη σ’ ένα νεροπότηρο, κι αφού το σκέπαζε με το αριστερό του χέρι, το κουνούσε πάνω-κάτω να φραπεδιάσει. Έπειτα, το γέμιζε με νερό και μια σταλιά γάλα, τινάζοντας παράλληλα το χέρι του που έσταζε

1 Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον συγγραφέα

- 4 -

Page 5: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

από παντού. Αστεία-αστεία, παρά τον άθλιο φραπέ, η καφετέρια εκείνη ήταν από τις πιο όμορφες και μοντέρνες που είχε επισκεφτεί.

Το πρωινό εκείνο, ο Θεόφιλος επισκέφτηκε το Flocafé των Κάτω Πατησίων. Ήταν Ιούνιος του 2012 και ο καιρός ήταν ζεστός σαν ατμός από φρεσκοψημένο καφέ φίλτρου. Κάθισε στην αυλή, δίπλα στο δρόμο για να βλέπει την κίνηση, ενώ η απαλή μουσική τον ταξίδευε νοερά σε άλλες γωνιές του πλανήτη.

Συνήθως καθόταν στη διπλανή καφετέρια, στην παλιά Bauhaus. Όχι μόνο για την αισθητική της, αλλά και την ονομασία της· κι αυτό που εκπροσωπούσε F

2F. Άλλες

φορές, καθόταν απέναντι, στα Goody’s, για την όμορφη θέα από τον πρώτο όροφο. Αλλά εκείνη τη φορά, επέλεξε το Flocafé· κι είχε τους λόγους του.

Όταν ήρθε ο σερβιτόρος, ακουγόταν το «Tonight» των ReamonnF

3F, το οποίο

ξύπνησε τη ρομαντική του διάθεση σαν ξυπνητήρι συναισθημάτων. Ο Θεόφιλος δεν έδωσε τη γνωστή παραγγελία. Αντ’ αυτής, ζήτησε ένα κρύο μπισκολάτο. Θυμόταν μία συμφοιτήτριά του που πήγαινε στα Flocafé αποκλειστικά για κρύο μπισκολάτο. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ένιωσε την επιθυμία να ανασύρει αναμνήσεις από την εποχή που έκαναν παρέα.

Εντάξει, ένας ψυχολόγος θα ερμήνευε εύκολα την επιθυμία του αυτή. Αλλά η ερμηνεία του θα ήταν επιφανειακή. Θα αφορούσε την οπτική γωνία του Θεόφιλου και όχι της μοίρας, τα σχέδια της οποίας μπορεί να μην εφαρμόζονταν, αν ο Θεόφιλος επέλεγε κάποια άλλη καφετέρια, ή έδινε κάποια άλλη παραγγελία.

Οι αναγνώστες που αντιμετωπίζουν με καχυποψία το ζήτημα του πεπρωμένου και αποκαλούν συμπτώσεις τούς πολύπλοκους αλγορίθμους του, σίγουρα θα γελούν ειρωνικά. Αλλά όσοι πιστεύουν στις μηχανορραφίες της μοίρας, ξέρουν πως υπάρχει βαθύτερη αιτία για το καθετί. Και θα χαμογελούσαν με ικανοποίηση, βλέποντας την κοπέλα από το διπλανό τραπέζι να γυρνάει προς το μέρος του Θεόφιλου. Κι αφού τον κοίταξε για λίγο, τον ρώτησε: «Σας αρέσει κι εσάς το μπισκολάτο;»

Ο Θεόφιλος γύρισε έκπληκτος να τη δει.

«Είστε ο πρώτος άντρας που ακούω να το παραγγέλνει», συνέχισε η κοπέλα.

2 Bauhaus (Μπάουχαους) είναι η καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική σχολή που αναπτύχθηκε την περίοδο 1919–1933 στη Γερμανία από τον Βάλτερ Γκρόπιους. Η ονομασία της προήλθε από την αντιστροφή της γερμανικής λέξης Hausbau (οικοδόμηση). Στόχος της σχολής αυτής, ήταν η συνεργασία ανάμεσα στην τέχνη και τις τεχνικές εφαρμογές. Για παράδειγμα, στην αρχιτεκτονική θα σχεδιάζονταν κτήρια που θα περιείχαν καλλιτεχνικά στοιχεία, ενώ η τέχνη θα μπορούσε να εκμεταλλεύεται τη σύγχρονη τεχνολογία. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά ήταν η απλότητα, με ιδιαίτερη έμφαση σε γεωμετρικές φόρμες και στο χρώμα. Η σχολή Μπάουχαους απέρριπτε κάθε περιττό διακοσμητικό στοιχείο, θεωρώντας πως η ίδια η πρώτη ύλη περιέχει ένα είδος φυσικής και εγγενούς διακοσμητικής ικανότητας. Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/ΜπάουχαουςU 3 Reamonn “Tonight” (για e-readers): HUYouTubeU

- 5 -

Page 6: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Ήταν αρκετά νεαρή. Ίσως φοιτήτρια· όπως αυτός. Είχε κοντά καστανά μαλλιά και λευκή επιδερμίδα· όπως αυτός. Κι ήταν πολύ συμπαθητική. Τόσο συμπαθητική, που δεν αναρωτήθηκε καν αν ήταν όμορφη. Φορούσε χαριτωμένα γυαλιά μυωπίας με χρυσαφί σκελετό, που την έκαναν να μοιάζει εκφωνήτρια σε δελτίο ειδήσεων. Εκεί διέφεραν· ο Θεόφιλος δε φορούσε γυαλιά.

«Συνήθως, προτιμώ το φραπέ», απάντησε αυτός. «Αλλά καμιά φορά, εντρυφώ στο γλυκό πειρασμό του μπισκότου».

«Χαίρομαι. Νόμιζα πως μόνον εγώ έπινα μπισκολάτο».

Συστήθηκαν και ο Θεόφιλος την κάλεσε στο τραπέζι του.

Λεγόταν Μαρί Κλερ· όπως το περιοδικό. Κάποια προ-προ-και βάλε-γιαγιά της είχε γεννηθεί στο Παρίσι. Και προφανώς, λεγόταν Κλερ, γιατί όλα τα κορίτσια της γραμμής της, ασχέτως πού είχαν γεννηθεί, έπαιρναν το όνομα Κλερ. Για παράδειγμα, η μητέρα της λεγόταν Άννα Κλερ και η γιαγιά της, Κατίνα Κλερ.

Είχε κι ένα χρυσαφί μενταγιόν με τη φωτογραφία της Παριζιάνας προ-προ-και βάλε-γιαγιάς, το οποίο πήγαινε από μητέρα σε κόρη. Ήταν περασμένο στο λαιμό της με χρυσή αλυσίδα. Το άνοιξε και το έδειξε στον Θεόφιλο.

«Πανέμορφη γυναίκα», είπε αυτός. «Ήταν ηθοποιός;»

«Μοντέλο. Πόζαρε σε ζωγράφους. Κυρίως, φοιτητές. Έτσι γνωρίστηκε με το σύζυγό της· έναν Αμερικανό που πήγε το 1820 στο Παρίσι να σπουδάσει ζωγραφική. Δεν ξέρω τι έγινε μετά».

«Δε σου είπε η μητέρα σου;»

«Ούτε η μητέρα μου ούτε η γιαγιά μου. Γνώριζαν μόνον ότι τους συνέβη κάτι τραγικό. Κάτι τόσο άσχημο, που φρόντισαν να ξεχαστεί».

«Τι σύμπτωση», είπε ο Θεόφιλος. «Έχω κι εγώ ένα ενθύμιο από τους δικούς μου προγόνους». Της έδειξε το δεξί του χέρι. Λίγο πιο πάνω από τον καρπό, υπήρχε ένα τατουάζ. Ένα σπαθί κι ένα κουμπούρι διασταυρωμένα και, πίσω τους, ο σταυρός της ελληνικής σημαίας.

«Αποτελεί οικογενειακή μας παράδοση», συνέχισε. «Ξεκίνησε από κάποιον προ-προ-παππού μου στο Μεσολόγγι. Ήταν ιερέας κι είχε πάρει μέρος στην ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826F

4F. Είχε γνωρίσει και τον Λόρδο Βύρωνα· ήταν δίπλα

4 Η Έξοδος του Μεσολογγίου έγινε τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826, έπειτα από πολιορκία ενός έτους των Τούρκων. Η πολιορκία ξεκίνησε στις 25 Απριλίου του 1825 από τα στρατεύματα του Κιουταχή. Όλες όμως οι επιθέσεις κατά της πόλης είχαν αποτύχει. Παράλληλα, ο Καραϊσκάκης προκαλούσε φθορές στο στρατό του, ενώ ο Μιαούλης ανεφοδίαζε την πόλη με το στόλο του. Όταν όμως ο Κιουταχής κατάλαβε κάποιες νησίδες της λιμνοθάλασσας, ο ανεφοδιασμός έγινε αδύνατος κι η πείνα άρχισε να θερίζει. Τότε, αποφασίστηκε η Έξοδος· η οποία προδόθηκε, με αποτέλεσμα, χιλιάδες Έλληνες να σφαχτούν και να αιχμαλωτιστούν. Μόνο 1500 κατάφεραν να διασωθούν. Το γεγονός προκάλεσε διεθνή κατακραυγή.

- 6 -

Page 7: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

του όταν ο πέθανε από πυρετό. Μετά την απελευθέρωση, το 1829, χάραξε το τατουάζ αυτό στο χέρι του, καθώς και στο χέρι του γιου του. Κι η παράδοση συνεχίστηκε από γιο σε γιο, για να μην ξεχαστεί ποτέ εκείνη η περίοδος».

«Πολύ όμορφο», παρατήρησε η Μαρί Κλερ. «Μου αρέσει και ο σταυρός στο φόντο. Λεπτομέρεια που δείχνει πολλά».

«Γενικά, η οικογένειά μου έχει κόλλημα με τη θρησκεία. Όλα τα παιδιά έχουν ονόματα που σχετίζονται με τον Θεό. Εγώ λέγομαι Θεόφιλος, η αδελφή μου λέγεται Χριστίνα, ο πατέρας μου, Φιλόθεος, κι ο παππούς μου, Θεοφύλαχτος. Δεν είναι απλά θέμα πίστης, αλλά κάτι βαθύτερο· δίχως να ξέρω τι. Λες και φοβούνται μήπως τους καταραστεί ο Θεός. Ίσως εκεί οφείλεται κι η απόφασή μου να σπουδάσω θεολογία».

«Άντε! Είσαι θεολόγος;»

«Φοιτητής ακόμα, στο τέταρτο έτος. Κι εσύ, φοιτήτρια μου φαίνεσαι. Ή κάνω λάθος;»

«Νομική. Τρίτο έτος. Εγώ θα σώζω τον κόσμο στα δικαστήρια, ενώ εσύ θα σώζεις τις ψυχές τους».

Ο Θεόφιλος γέλασε. «Δε νομίζω να έχω ποτέ τέτοια δύναμη. Πάντως, είναι ωραίο να σώζεις τους ανθρώπους· με οποιοδήποτε τρόπο».

Ο Θεόφιλος κι η Μαρί Κλερ συζήτησαν αρκετή ώρα κι ανακάλυψαν ότι είχαν πολλά κοινά. Ένα από αυτά ήταν η αγάπη της Μαρί Κλερ για τις καφετέριες. Με τη διαφορά ότι δεν είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί πολλές. Τον περισσότερο καιρό ήταν χωμένη στα βιβλία της.

Ο Θεόφιλος, τότε, είχε μια τρελή ιδέα. Να ξεκινήσουν μία περιπλάνηση στις δέκα καλύτερες καφετέριες της πόλης – σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια φυσικά. Έτσι κι αλλιώς, τα γούστα τους ταίριαζαν τόσο πολύ, που η δική της λίστα δε θα διέφερε σημαντικά από τη δική του. Η περιπλάνηση αυτή θα αποτελούσε τη δική της μικρή αναζήτηση για την τέλεια καφετέρια.

Η Μαρί Κλερ συμφώνησε αμέσως και ο Θεόφιλος τής εξήγησε τη διαδρομή. Και θεωρώντας πως τα Flocafé δικαιούνται επάξια μία θέση στη δεκάδα, είχαν άλλες εννέα καφετέριες να επισκεφτούν.

Ακολούθησαν πολλές πολιορκίες των Ελλήνων για να καταλάβουν πίσω την πόλη. Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε τελικά το 1829, με συνθήκη που υπέγραψαν οι Τούρκοι στις 2 Μαΐου. 600 Τούρκοι που έμεναν στην πόλη αποχώρησαν, κι επέστρεψαν οι κάτοικοι να την ανοικοδομήσουν. Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/Έξοδος_του_ΜεσολογγίουU

- 7 -

Page 8: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

2BΣτάση 2η – Άλσος Νέας Φιλαδέλφειας (Κένταυρος)

F

5

Ο Θεόφιλος πρότεινε να ξεκινήσουν από τη Νέα Φιλαδέλφεια. Βόλευε κι η συγκοινωνία. Θα έπαιρναν το λεωφορείο Β9 από την Αχαρνών, το οποίο σταματούσε έξω ακριβώς από το Άλσος.

Αρχικά, είχε σκεφτεί να πάνε στον Κανάκη, για να δοκιμάσει η Μαρί Κλερ το θεϊκό του εκμέκ με παγωτό καϊμάκι. Αλλά όταν προγραμματίζεις να επισκεφτείς δέκα καφετέριες σε μία μέρα, δε λέει να γεμίζεις το στομάχι με το καλημέρα. Θα πήγαιναν στον Κανάκη άλλη φορά. F

6

Η διαίσθησή του τού έλεγε ότι θα πήγαιναν σε πολλά μέρη μαζί στο μέλλον. Είναι απίστευτο πάντως· βγαίνεις ανυποψίαστος για μια απλή βόλτα στη γειτονιά και καταλήγεις να ξεκινάς ένα ταξίδι ζωής.

Τελικά, ξεκίνησαν την περιπλάνησή τους από το Άλσος της Φιλαδέλφειας· με τη γραφική λιμνούλα και το μικρό ανεμόμυλο.

5 Η φωτογραφία είναι από τη wikipedia: HUhttp://en.wikipedia.org/wiki/File:Nea_Filadelfia_lake.JPGU 6 Περισσότερα για τον Κανάκη (για e-readers): HUhttp://www.kanakis1947.com/U

- 8 -

Page 9: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Η πρώτη εικόνα που έχει όποιος διασχίζει την είσοδο του Άλσους, είναι μια παιδική χαρά χωμένη στο δάσος. Στην ουσία, είναι μια σειρά από διαδοχικά πάρκα με διάσπαρτα παιχνίδια, που δίνουν την εντύπωση μιας απέραντης παιδικής χαράς. Η χαρά του παιδιού, στην κυριολεξία.

Ακολουθεί ένα καταπράσινο δάσος με πανύψηλες κουκουναριές. Τα πουλιά δεν σταματούν να κελαηδούν και, μέχρι να φτάσεις στη λιμνούλα, έχεις ξεχάσει πως βρίσκεσαι στην Αθήνα. Φτάνοντας μάλιστα εκεί, νομίζεις πως βρίσκεσαι σε εξωτικό νησί.

Η καφετέρια Κένταυρος έχει μοντέρνα, φινετσάτη όψη και δένει υπέροχα με το τοπίο. Κάθισαν έξω· σ’ ένα τραπέζι με θέα τη λίμνη. Πήραν ελληνικούς καφέδες, ίσα-ίσα για να παραγγείλουν κάτι. Ζήτημα να έπιναν από μια γουλιά.

«Είναι πανέμορφα», είπε η Μαρί Κλερ, ρουφώντας με το βλέμμα της το χώρο. «Θα μπορούσα να κάτσω όλη μέρα εδώ. Κρίμα που πρέπει να φύγουμε σύντομα».

«Θα έρθουμε ξανά. Μην ανησυχείς».

Η Μαρί Κλερ χαμογέλασε. Εμμέσως πλην σαφώς, ο Θεόφιλος είχε ανανεώσει το ραντεβού τους. Κι αυτό της άρεσε. F

7

Ο Θεόφιλος χαμογέλασε κι αυτός. Της έπιασε το χέρι λέγοντας: «Η σημερινή βόλτα είναι ένα μικρό δείγμα από τη περιπέτεια που μας περιμένει στο μέλλον».

«Σαν τις φωτογραφίες στην είσοδο του σινεμά, εννοείς; Που δίνουν μια γεύση από την ταινία;»

«Έτσι ακριβώς», συμφώνησε ο Θεόφιλος.

Κάθισαν ένα μισάωρο εκεί. Μίλησαν για τις ζωές τους, τις σπουδές τους, τους γονείς τους, τα ενδιαφέροντά τους, τα όνειρά τους. Κι όσο περισσότερο συζητούσαν, τόσα περισσότερα κοινά ανακάλυπταν. Την αγάπη τους για τα νησιά κι ειδικά για τις Σποράδες, την αδυναμία τους στις πίτες κι ειδικά στις σπανακόπιτες, τη λατρεία τους για τη ροκ κι ειδικά για τον Ρόρυ ΓκάλαχερF

8F. Στο τέλος, ένιωθαν να γνωρίζονται

ολόκληρη ζωή.

«Μπράβο Κένταυρε», είπε από μέσα του ο Θεόφιλος. «Έγραψες».

7 Τον Οκτώβριο του 2012, ο Κένταυρος έκλεισε. Έπεσε θύμα της οικονομικής κρίσης, όπως χιλιάδες άλλες επιχειρήσεις. Παραμένει όμως η λίμνη με το νησάκι· και το καταπράσινο δάσος με την παιδική χαρά, που γεμίζει με τις χαρούμενες φωνές των παιδιών. 8 Ρόρυ Γκάλαχερ (Rory Gallagher)

Ιρλανδός συνθέτης και κιθαρίστας της ροκ. Γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου του 1948 και πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1995. Θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους κιθαρίστες του ηλεκτρικού μπλουζ. Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/Ρόρυ_ΓκάλαχερU HUhttp://www.youtube.com/results?search_query=rory+gallagherU

- 9 -

Page 10: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Φεύγοντας από τον Κένταυρο, έκαναν μια βόλτα στο δάσος.

«Παλιά, υπήρχε και ζωολογικός κήπος», είπε ο Θεόφιλος. «Μέχρι το 1995, αν δεν κάνω λάθος, που έδωσαν τα ζώα».

«Τι να τα κάνουμε; Έτσι φυλακισμένοι όπως ήμαστε στις πόλεις μας, νομίζω πως αποτελούμε καλύτερα εκθέματα».

Ο Θεόφιλος γέλασε με την παρατήρησή της.

Περπάτησαν κι άλλο, ανταλλάσοντας ιστορίες και αστεία, ώσπου είδαν κάτι που τους έκοψε το γέλιο για τα καλά. Είδαν έναν μικρό άνθρωπο, με καμπαρντίνα και τζόκεϊ καπέλο. Ήταν σκυμμένος μπροστά σε μια λακκούβα με βρώμικο νερό. Μπορεί να ήταν νάνος, μπορεί και παιδί. Αλλά ποιο παιδί θα φορούσε καμπαρντίνα; Ιδίως, με τέτοιο καιρό;

Ο Θεόφιλος τον πλησίασε με προσοχή, με τη Μαρί Κλερ να ακολουθεί πίσω του διστακτικά.

«Συγνώμη κύριε, είστε καλά;» ρώτησε ο Θεόφιλος, από δύο μέτρα απόσταση.

Ο νάνος σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Δεν ήταν νάνος τελικά. Ούτε και παιδί. Δεν ήταν άνθρωπος καν. Τα μάτια του ήταν δύο καφετιές γυαλιστερές μπίλιες, δίχως βλέφαρα και φρύδια. Το δέρμα του ήταν ανοιχτό πορτοκαλί. Πηγούνι δεν είχε. Ούτε μύτη· μόνο δύο τρύπες, σε ρόλο ρουθουνιών. Το στόμα του ήταν μικρό και στρογγυλό, σαν νόμισμα του ενός ευρώ. Η γλώσσα του είχε χρώμα ροζ, κι ήταν λεπτή και μακριά σαν μακαρόνι· και τη χρησιμοποιούσε σαν καλαμάκι, για να ρουφά νερό απ’ τη λασπολακκούβα.

Η Μαρί Κλερ πισωπάτησε στη θέα του πλάσματος με μια πνιχτή κραυγή. Ο Θεόφιλος παρέμεινε στη θέση του. Όχι από θάρρος, μα για να προστατέψει τη Μαρί Κλερ αν χρειαζόταν.

Το πλάσμα τούς περιεργάστηκε για λίγο. Βλέποντας πως δεν κινδύνευε από αυτούς, επέστρεψε στη λασπολακκούβα του και συνέχισε να ρουφά νερό. Το ζευγάρι δεν ήξερε τι να κάνει. Ήθελαν να φύγουν, αλλά ανησυχούσαν μήπως το πλάσμα ήταν επικίνδυνο κι έκανε κακό στους άλλους. Από την άλλη, αν ήταν επικίνδυνο, θα τους είχε επιτεθεί. Δε θα τους γυρνούσε την πλάτη. Σίγουρα, πάντως, ήταν διψασμένο.

Μόλις το πλάσμα ξεδίψασε, γύρισε προς το μέρος τους. Και την ίδια στιγμή, ο Θεόφιλος κι η Μαρί Κλερ άκουσαν μια σκέψη στο μυαλό τους.

«Μη φοβάστε, είμαι φίλος. Έρχομαι από άλλον πλανήτη, αλλά είμαι φίλος». Έπειτα, το πλάσμα έβγαλε δυο μικρά στρογγυλά αντικείμενα σαν νομίσματα του ενός λεπτού και τους πλησίασε.

Το ζευγάρι έκανε πίσω, αλλά ο εξωγήινος ξαναμίλησε στο μυαλό τους να τους καθησυχάσει. «Μη φοβάστε, είμαι φίλος. Έρχομαι από άλλον πλανήτη, αλλά είμαι φίλος».

- 10 -

Page 11: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Πλησίασε τον Θεόφιλο σε απόσταση αναπνοής. Το πορτοκαλί χέρι τεντώθηκε σαν λαστιχένιο κοντάρι κι ακούμπησε ένα από τα στρογγυλά αντικείμενα στο μέτωπό του. Αυτός έκανε να το πιάσει, αλλά το αντικείμενο έγινε ένα με το δέρμα. Κι αφού πήρε το χρώμα της επιδερμίδας, εξαφανίστηκε.

Ο εξωγήινος είπε κάτι στη γλώσσα του, που στη Μαρί Κλερ ακούστηκε σαν: «Φλλ, πρρ, τα τα τα, παπα κτου».

Ο Θεόφιλος όμως χαμογέλασε από κατανόηση. «Τον καταλαβαίνω!» φώναξε με ενθουσιασμό. «Έρχεται από άλλο ηλιακό σύστημα, με ειρηνικούς σκοπούς. Το μαραφέτι είναι μεταφραστής».

Ο εξωγήινος πλησίασε τη Μαρί Κλερ κι ακούμπησε το δεύτερο μεταφραστή στο δικό της μέτωπο. Πήρε κι αυτός το χρώμα της επιδερμίδας και εξαφανίστηκε.

«Φλλ, πρρ, τα τα τα, παπα κτου», επανέλαβε ο εξωγήινος.

Η Μαρί Κλερ χαμογέλασε. Έπειτα, κοίταξε τον εξωγήινο. «Ελπίζω να μη μου βγάλει κάνα έκζεμα αυτό το πράγμα».

«Παρτού! Παρτού! Κλα του του!»

«Χαίρομαι που δεν έχει παρενέργειες», είπε η Μαρί Κλερ.

«Λαμαα Φιλλ-παα-ντεελ-ιαα».

«Πώς είπες λέγεσαι; Φίλα-παντελιά; Φιλ-α-ντελιά;» Η Μαρί Κλερ δοκίμασε κάμποσους συνδυασμούς, αλλά ο εξωγήινος δεν έδειχνε ικανοποιημένος.

«Φιλλ-παα-ντεελ-ιαα, Φιλλ-παα-ντεελ-ιαα».

«Μοιάζει λίγο με το Φιλαδέλφεια», παρατήρησε ο Θεόφιλος. «Το μέρος όπου βρισκόμαστε. Ίσως είναι οιωνός».

«Το βρήκα!» είπε χαρούμενη η Μαρί Κλερ. «Θα σε λέμε Φιλαδέλφεια».

«Καλή ιδέα», συμφώνησε ο Θεόφιλος.

Ασχέτως αν ο εξωγήινος ενθουσιάστηκε με την ιδέα – μάλλον, όχι ιδιαίτερα – έγνεψε καταφατικά. Τα παιδιά είπαν τα δικά τους ονόματα, κι ο εξωγήινος έγνεψε πάλι καταφατικά· δίχως κάποια απόπειρα να τα προφέρει. Προφανώς, ήταν έξυπνος και συνετός εξωγήινος.

Ο εξωγήινος εξήγησε ότι ο μεταφραστής διεγείρει ελαφρά το τρίτο μάτι· και συνεπώς, τη διαίσθηση. Επιπλέον, συγκεντρώνει τα ηχητικά κύματα του συνομιλητή και τα στέλνει σ’ αυτό. Στην ουσία δεν ήταν μεταφραστής, αλλά πρωτόγονη συσκευή τεχνητής τηλεπάθειας. Αν δεν ήταν πρωτόγονη, δε θα περιοριζόταν στις ομιλίες, αλλά θα αντιλαμβανόταν και τις σκέψεις.

Η τηλεπάθεια ήταν συνηθισμένη στον πλανήτη του εξωγήινου. Αλλά οι δικές του τηλεπαθητικές ικανότητες ήταν κάτω του μετρίου. Η μόνη σκέψη που μπορούσε να στείλει σ’ ένα ξένο μυαλό ήταν: «Μη φοβάστε, είμαι φίλος. Έρχομαι από άλλον

- 11 -

Page 12: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

πλανήτη, αλλά είμαι φίλος». Σαν το «voulez vous coucher avec moi?»F

9F που μάθαιναν

τα καμάκια παλιά, για να την πέφτουν στις Γαλλίδες.

Ο εξωγήινος δεν έτρωγε στερεά τροφή. Στον πλανήτη του, έπιναν μόνον υγρά. Γι’ αυτό και δεν είχαν δόντια. Ο οργανισμός του μπορούσε να φιλτράρει οποιοδήποτε υγρό, ακόμα κι αυτά που εμείς θεωρούμε δηλητήρια. Και άκουα φόρτε μπορούσε να πιει, δίχως κανένα πρόβλημα. Αν υπήρχε άκουα φόρτε εμπλουτισμένο με βιταμίνες, ο οργανισμός του θα τις απορροφούσε, δίχως να πάθει το παραμικρό από τα οξέα.

Είχε προσγειωθεί στο Άλσος πριν λίγες ώρες. Το νερό της λασπολακκούβας ήταν το πρώτο υγρό που δοκίμαζε εδώ. Κι απ’ ό,τι είπε, δεν ήταν το χειρότερο που είχε πιει στη ζωή του. Παρότι εκτιμούσε τις καλές γεύσεις, διέθετε ειδικά φίλτρα που εμπόδιζαν τις άσχημες να γίνουν αντιληπτές. Για παράδειγμα, ασχέτως ποια είναι η αληθινή γεύση του άκουα φόρτε, στον εξωγήινο θα φαινόταν σαν δυνατή βότκα. Όσο για το νερό της λασπολακκούβας, έμοιαζε με ραδικοζούμι· όχι ιδιαίτερα πικρό.

Το διαστημόπλοιό του ήταν μικρό· σαν αυτοκίνητο smart ένα πράμα. Το είχε παρκάρει σε μια περιφραγμένη περιοχή του Άλσους, ανάμεσα στα δέντρα, όπου δεν πατούσε κανείς. Κι επιπλέον, είχε ενεργοποιήσει έναν μηχανισμό καμουφλάζ που το καθιστούσε αόρατο.

Ο Θεόφιλος κι η Μαρί Κλερ τον ρώτησαν αν χρειαζόταν κάτι. Θυμήθηκαν μια ταινία φαντασίας του Σπίλμπεργκ, με έναν εξωγήινο που ήθελε να τηλεφωνήσει σπίτι του. Έτσι, προθυμοποιήθηκαν να του δώσουν τα κινητά τους.F

10F

Αλλά αυτός εξήγησε πως έψαχνε κάποιον συγκεκριμένο γήινο. Δεν γνώριζε το όνομά του ούτε τα χαρακτηριστικά του. Μόνον ότι βρισκόταν στη συγκεκριμένη πόλη. «Αυτός είναι η αποστολή μου», είπε. «Πρέπει να του μιλήσω».

«Τώρα, δέσαμε», παρατήρησε ο Θεόφιλος.

«Ε.Τ. phone human», μουρμούρισε η Μαρί Κλερ και ο Θεόφιλος γέλασε.F

11F

Ο εξωγήινος δεν κατάλαβε το αστείο κι έγνεψε καταφατικά. «Απλώς πάρτε με μαζί σας», πρότεινε. «Ίσως καταφέρω να τον εντοπίσω. Μόνος μου, είναι δύσκολο να τον βρω».

9 «Θα θέλατε να κοιμηθείτε μαζί μου;»

10

Περισσότερα (για e-readers):

HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/Ε.Τ._ο_ΕξωγήινοςU 11 «Ο εξωγήινος θέλει να τηλεφωνήσει σε γήινο»

- 12 -

Page 13: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

«Ας τον πάρουμε», είπε η Μαρί Κλερ, κοιτώντας τον Θεόφιλο ικετευτικά. Λες κι ο εξωγήινος ήταν ορφανό κουτάβι με θλιμμένο βλέμμα κι ήθελε να το υιοθετήσει.

«Ας είναι», συμφώνησε ο Θεόφιλος. «Εμείς θα συνεχίσουμε την περιπλάνησή μας κανονικά, κι ό,τι θέλει ας προκύψει».

Βγήκαν από το Άλσος και πήραν ένα ταξί.

«Στο Mall», είπε ο Θεόφιλος. «Στη Νερατζιώτισσα».

- 13 -

Page 14: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

3BΣτάση 3η – Νερατζιώτισσα (The Mall)

F

12

Οι καφετέριες και τα φαγάδικα του Mall χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:

Στα self service του 3ου ορόφου, όπου αγοράζεις ό,τι θέλεις – καφέδες, πίτσες, σάντουιτς, σουβλάκια, κοτόπουλα, παγωτά, κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο – και κάθεσαι σε κάποιο από τα κοινόχρηστα τραπέζια,

στα μαγαζιά με service (επίσης) του 3ου ορόφου, όπου δίνεις την παραγγελία σου στο σερβιτόρο. Και τέλος,

στα εστιατόρια του 4ου ορόφου, που λειτουργούν επίσης με service.

Ο Θεόφιλος κι η Μαρί Κλερ βρέθηκαν σε πολλαπλό δίλλημα.

Ο εξωγήινος δεν είχε πρόβλημα. Του αρκούσε να χαζεύει τα όμορφα μαγαζιά με τις φανταχτερές βιτρίνες και το χαρούμενο κόσμο να σουλατσάρει. Η πανύψηλη 12 Οι φωτογραφίες είναι από την επίσημη ιστοσελίδα του Mall: HUhttp://www.themallathens.gr/U

- 14 -

Page 15: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

γυάλινη οροφή γέμιζε το μέρος φως, κι αισθανόταν σαν ζαρζαβατικό σε θερμοκήπιο. Του πήραν και μια γρανίτα φράουλα να έχει να ρουφάει κι ήταν τρισευτυχισμένος.

Ο κόσμος δεν έδινε σημασία στον εξωγήινο. Η Μαρί Κλερ τού είχε φορέσει φαρδιά γυαλιά ηλίου που κάλυπταν το μισό του πρόσωπο. Σαν αποτέλεσμα, άλλοι τον περνούσαν για παραμορφωμένο παιδί και κοιτούσαν αλλού διακριτικά, κι άλλοι για ξεβγαλμένο πιτσιρικά που είχε ξενυχτήσει σε κάποιο ρέιβ πάρτυ.

Εξάλλου, είχαν περάσει τόσα πολλά τα τελευταία χρόνια – με την οικονομική κρίση και όχι μόνον – που ήταν δύσκολο να νιώσουν έκπληξη. Ακόμα κι αν έβγαζε ο εξωγήινος την καμπαρντίνα και το τζόκεϊ κι άρχιζε να χορεύει κλασικούς χορούς του πλανήτη του, ο κόσμος θα μαζευόταν γύρω του και θα χτυπούσε παλαμάκια. Άντε να έβγαζαν και καμιά φωτογραφία μαζί του για να την ανεβάσουν το Facebook, με τη λεζάντα: «Καλά, μεγάλη φάση στο Mall· είδαμε έναν πορτοκαλί εξωγήινο να χορεύει σαν μεθυσμένο σκαθάρι».

Κάθισαν έξω τελικά, στη μεγάλη βεράντα, σε ένα μαγαζί για χάμπουργκερ. Δεν πεινούσαν, αλλά ήταν το πιο απομονωμένο κατάστημα και δε θα τους ενοχλούσε κανείς. Υπήρχε μόνον ένας πελάτης, ο οποίος ήταν απορροφημένος στο χάμπουργκέρ του. Το μασουλούσε με θρησκευτική ευλάβεια· λες κι ήταν ευλογημένο χάμπουργκερ που θα χάριζε θεία επιφοίτηση στον καταβροχθιστή του. Δίπλα του είχε ένα τεράστιο ποτήρι μπύρα.

Πήραν ένα φραπέ κι έναν καπουτσίνο. Έδωσαν το φραπέ στον εξωγήινο και το ζευγάρι μοιράστηκε τον καπουτσίνο. Οι καφέδες ήταν αναπάντεχα καλοί. Σίγουρα, τα άξιζαν τα λεφτά τους.

Ήθελαν να κάνουν χιλιάδες ερωτήσεις στον εξωγήινο. Για τον πλανήτη του, τις πόλεις τους, τις συνήθειές τους, τον τρόπο ζωής τους, αλλά το βλέμμα τους είχε καρφωθεί στον παράξενο πελάτη με το χάμπουργκερ. Σίγουρα ήταν ξένος. Έμοιαζε με Αμερικανό που είχε δραπετεύσει από ταινία γούεστερν. Φορούσε τζιν παντελόνι, δερμάτινες μπότες με σπιρούνια, κόκκινο καρό πουκάμισο και καουμπόικο καπέλο. Μόνον η ζώνη με τα εξάσφαιρα τού έλειπε.

Το καπέλο ήταν τσακισμένο σε πολλά σημεία, κι ελαφρώς ξεθωριασμένο από τον ήλιο. Γενικά, φαινόταν πολυχρησιμοποιημένο. Και τα σπιρούνια ήταν φθαρμένα και θαμπά. Απείχαν πολύ απ’ τα γυαλιστερά σπιρούνια που φοράνε κάποια ούφο για φιγούρα. Εξάλλου, ο τύπος τα είχε τα χρονάκια του. Κρίνοντας απ’ τις βαθιές ρυτίδες και τα κατάλευκα μαλλιά που εξείχαν από το καπέλο, είχε πατήσει τα εβδομήντα σίγουρα. Αλλά ήταν γεροδεμένος σαν τους καουμπόηδες στην τηλεόραση. Δεν θα μπορούσες να τον φανταστείς μπροστά σε μία τηλεόραση φορώντας πιτζάμες. Το φυσικό του περιβάλλον ήταν τα άγρια βουνά, τα οποία διέσχιζε καβάλα στο άλογό του.

Ο Αμερικανός τούς έριξε λίγες φευγαλέες ματιές, μένοντας αφοσιωμένος στο χάμπουργκερ. Δεν ήταν απ’ αυτούς που χώνουν τη μύτη τους σε ξένες δουλειές. Ήταν απ’ αυτούς που σιχαίνονται όσους χώνουν τη μύτη τους στις ξένες δουλειές.

- 15 -

Page 16: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Μέχρι που είδε τον εξωγήινο να τινάζει τη γλώσσα του σαν χαμαιλέοντας και να τη βυθίζει στο φραπέ σαν λάστιχο ποτίσματος. Και τότε, έκρινε πως έπρεπε να μιλήσει.

«Συγνώμη παιδιά», τους είπε στα Αγγλικά, με αμερικάνικη προφορά. «Μήπως γνωρίζετε τον Ελβετό με τη χρονομηχανή;» Υπέθεσε ότι αφού τα παιδιά γνώριζαν έναν εξωγήινο, μπορεί να γνώριζαν και τον Ελβετό με τη χρονομηχανή.

Τα παιδιά γνώριζαν Αγγλικά. Ακούγοντας όμως τον Αμερικανό να μιλά για χρονομηχανές, νόμιζαν ότι παράκουσαν· ή ότι ο μεταφραστής είχε βραχυκυκλώσει. Ο εξωγήινος, αντιθέτως, γούρλωσε τα μάτια του στο άκουσμα της λέξης χρονομηχανή. Τα μαύρα του γυαλιά όμως κράτησαν την αντίδρασή του μυστική.

«Δυστυχώς, όχι· δεν γνωρίζουμε», απάντησε ο Θεόφιλος στα Αγγλικά.

«Θέλετε να καθίσετε στο τραπέζι μας; Να μας μιλήσετε σχετικά;» πρότεινε η Μαρί Κλερ. «Ίσως βρούμε κάποια άκρη».

«Ναι, ναι», συμφώνησε ο Θεόφιλος. «Ελάτε να κάτσετε μαζί μας». Έχοντας ήδη έναν εξωγήινο στην παρέα, το θεώρησαν απόλυτα λογικό να προσθέσουν κι έναν καουμπόη που έψαχνε τη χρονομηχανή του.

Ο Αμερικανός χαμογέλασε και σηκώθηκε όρθιος. Ήταν τουλάχιστον ένα και ογδόντα πέντε. Και γεμάτος δύναμη και ζωή. Παρά την ηλικία του, θα πλάκωνε άνετα στο ξύλο οποιονδήποτε εικοσάρη. Έκανε να πάει προς το μέρος τους, αλλά κοίταξε το πιάτο με το χάμπουργκερ σκεφτικός.

«Φέρτε το κι αυτό», είπε η Μαρί Κλερ.

Ο Αμερικανός χαμογέλασε ξανά και πήγε στο τραπέζι των παιδιών με το φαί και την μπύρα. «Από πού είναι αυτός;» ρώτησε τα παιδιά, δείχνοντας τον εξωγήινο. «Σίγουρα, δεν είναι από δω».

«Σωστά καταλάβατε», απάντησε ο Θεόφιλος. «Είναι από άλλον πλανήτη».

Ο Αμερικανός έγνεψε με κατανόηση. Ο εξωγήινος έβγαλε έναν μεταφραστή κι άπλωσε το χέρι προς το μέτωπο του Αμερικανού. Αυτός τινάχτηκε προς τα πίσω, έτοιμος να αμυνθεί.

«Μην ανησυχείτε», είπε ο Θεόφιλος. «Είναι ένας μεταφραστής. Θα τον βάλει στο μέτωπό σας και θα μιλάμε όλοι στις γλώσσες μας».

«Έχουμε κι εμείς», συμπλήρωσε η Μαρί Κλερ. «Παίρνει όμως το χρώμα του δέρματος και δε φαίνεται».

«Α, καλά», είπε ο Αμερικανός επιφυλακτικά.

Ο εξωγήινος ακούμπησε τον μεταφραστή στο μέτωπο του Αμερικανού. Μόλις πήρε το χρώμα του δέρματος κι εξαφανίστηκε, ο εξωγήινος είπε: «Λαμαα Φιλλ-παα-ντεελ-ιαα. Φλλ, πρρ, τα τα τα, παπα κτου».

«Εμείς τον αποκαλούμε Φιλαδέλφεια», εξήγησε η Μαρί Κλερ· μιλώντας στα Ελληνικά πια. «Εγώ ονομάζομαι Μαρί Κλερ. Κι από δω, είναι ο Θεόφιλος».

- 16 -

Page 17: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

«Κι εγώ ονομάζομαι Τζέιμς Πάλτροου», είπε ο Αμερικανός κι έσφιξε τα χέρια τους.

Ο εξωγήινος τούς μιμήθηκε. Κι αφού έσφιξε πρώτα το χέρι του Αμερικανού, στη συνέχεια, έσφιξε τα χέρια του Θεόφιλου και της Μαρί Κλερ· εντρυφώντας έτσι στο γήινο εθιμοτυπικό της χειραψίας.

«Είμαι από την πόλη Κάνσας», εξήγησε. «Αλλά του Μιζούρι, όχι του Κάνσας. Εκείνο έγινε πολύ αργότερα.F

13F Εμείς πήγαμε στο Κάνσας ακόμα πιο παλιά· το 1800·

πριν γίνει η πόλη. Τότε υπήρχαν μόνο Γάλλοι. Γι’ αυτό πήγαμε εξάλλου. Η γυναίκα μου ήταν Γαλλίδα· έγκυος στο γιο μας. Τον συνέλαβε στο καράβι. Λέγαμε μάλιστα για αστείο πως ο γιος μας θα λάτρευε τα ταξίδια. Είχαμε δίκιο τελικά. Δυστυχώς». Κοίταξε την μπύρα του σκεφτικός και ήπιε μια γουλιά.

Η Μαρί Κλερ απόρησε. Η γυναίκα του Αμερικανού ήταν Γαλλίδα, όπως κι η προ-προ-γιαγιά της. Να ήταν σύμπτωση; Χώρια που η προ-προ-γιαγιά της πρέπει να ήταν συνομήλικη με το γιο τους. Τέτοια εποχή πρέπει να γεννήθηκε κι αυτή. Άντε, κάνα δυο χρόνια αργότερα.

«Τέλος πάντων», συνέχισε ο Αμερικανός, αφήνοντας το ποτήρι. «Ζούσαμε σε μία φάρμα, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Εγώ ακόμα εκεί μένω. Εκεί ήρθε και ο Ελβετός. Ο Ελβετός είναι απ’ τη δική σας εποχή. Στη φάρμα ήρθε με τη χρονομηχανή του. Δύο φορές μάλιστα. Η πρώτη, ήταν το 1810. Κάθισε λίγες μέρες μαζί μας κι έπειτα, έφυγε. Η δεύτερη, ήταν το 1850. Αλλά αυτή τη φορά, ήρθα μαζί του».

Κανονικά, το ζευγάρι θα έβαζε τα γέλια ακούγοντας για χρονομηχανές. Αλλά με έναν εξωγήινο δίπλα τους να πίνει φραπέ, η αντίληψή τους είχε ξεχειλώσει σαν γυναικείο γάντι σε χέρι μπασκετμπολίστα.

«Κι ήρθατε στην Αθήνα με τη χρονομηχανή;» ρώτησε ο Θεόφιλος.

«Α, όχι. Η χρονομηχανή μάς μετέφερε από το Κάνσας του 1850, στο Κάνσας του 2012. Ταξιδεύει μόνο στο χρόνο. Στην Αθήνα ήρθαμε με αεροπλάνο».

Έκλεισε τα μάτια του για λίγο. Είχε μαζέψει ολόκληρο βουνό από παράξενες εμπειρίες και χρειαζόταν κάποιο χρόνο να τις ταξινομήσει. Όταν τα άνοιξε, συνέχισε την εξιστόρηση. «Όταν αντίκρισα το σύγχρονο Κάνσας, δεν πίστευα στα μάτια μου. Τα πανύψηλα κτήρια, τα ρημάδια που τρέχουν στο δρόμο, μέχρι και τα ρούχα που φοράει ο κόσμος· όλα εντελώς διαφορετικά. Εκεί δοκίμασα για πρώτη φορά αυτό». Έδειξε το χάμπουργκερ. Είχαν απομείνει δυο μπουκιές. «Συγνώμη λίγο», είπε, και τις καταβρόχθισε. Λες κι ήθελε να ξεμπερδεύει από μια εκκρεμότητα. Κατέβασε και μια μεγάλη γουλιά μπύρας να πάει κάτω το φαί και συνέχισε.

«Έπειτα, μπήκαμε στο αεροπλάνο κι ήρθαμε εδώ». Στο σημείο αυτό, έβαλε τα γέλια. «Καλά, έτσι κι έλεγα στη γυναίκα μου ότι πέταξα σαν πουλί, θα με κοιτούσε με

13 Το Kansas City της επαρχίας Μιζούρι ιδρύθηκε το 1838, ενώ το Kansas City της επαρχίας Κάνσας, το 1868. Αρχικά, λεγόταν Town of Kansas. Μετονομάστηκε σε Kansas City το 1853.

- 17 -

Page 18: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

σοβαρό ύφος, λέγοντας: “Τζέιμς Πάλτροου, σου είπα να μην πίνεις περισσότερο απ’ όσο αντέχεις! Τι παράδειγμα θα δώσεις στο γιο σου;”»

Κοίταξε την μπύρα του θλιμμένος και κατέβασε άλλη μια γουλιά. «Πέθανε πριν από έντεκα χρόνια. Το 1839. Με άφησε μόνο μου στη φάρμα. Με τα άλογα, τα γελάδια και τις αναμνήσεις».

«Λυπάμαι», είπαν μαζί ο Θεόφιλος κι η Μαρί Κλερ.

«Λυπάμαι», είπε και ο εξωγήινος, μιμούμενος το νέο εθιμοτυπικό.

Ο Θεόφιλος πήρε το λόγο· περισσότερο, για σπάσει την αμηχανία της στιγμής. «Είναι απίστευτο, πάντως, πόσο γρήγορα προσαρμοστήκατε στην εποχή μας».

«Το οφείλω στο γιο μου. Το μυαλό μου έχει ανοίξει σαν τσουβάλι με πατάτες χάρις αυτόν. Έμαθε να χωράει πολλά παράδοξα».

«Συγνώμη αν γίνομαι αδιάκριτος, αλλά γιατί ήρθατε στην Αθήνα;»

Ο Αμερικανός σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. «Για να τον βρω. Να βρω το γιο μου».

«Ο γιος σας βρίσκετε στην Αθήνα;» ρώτησε έκπληκτη η Μαρί Κλερ.

«Όχι· όχι στην Αθήνα. Βρίσκεται στο Μεσολόγγι».

Τα μάτια του Θεόφιλου γούρλωσαν από έκπληξη. Το Μεσολόγγι ήταν η πόλη όπου γεννήθηκε. Να ήταν σύμπτωση αυτό; Εξάλλου, δεν μπορεί να ζούσε ο γιος του. Θα ήταν διακοσίων ετών και βάλε. Εκτός αν ταξίδεψε κι αυτός με τη χρονομηχανή. Μπορεί, βέβαια, να συνέβαινε κάτι άλλο. Ετοιμαζόταν να κάνει κι άλλες ερωτήσεις, αλλά τον πρόλαβε ο εξωγήινος – ο οποίος έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία του Αμερικανού.

«Και πού βρίσκεται τώρα ο Ελβετός;» ρώτησε ο εξωγήινος, ρουφώντας δήθεν αδιάφορα το φραπέ του· γεγονός που έδειχνε την εξοικείωσή του, όχι μόνο στα γήινα εθιμοτυπικά, αλλά και στη γήινη κουλτούρα της υποκρισίας.

«Σ’ ένα μουσείο με νομίσματα. Κάνει συλλογή, λέει, κι ήθελε να τα δει. Με άφησε εδώ πριν μισή ώρα κι έφυγε».

«Αυτό είναι στο κέντρο!» είπε ο Θεόφιλος. «Την κάτσαμε».

«Μου είπε ότι θα επιστρέψει. Μου έδωσε κι αυτό, για να μιλάμε». Έβγαλε ένα κινητό από την τσέπη του πουκαμίσου. Είχε ένα κίτρινο χαρτάκι κολλημένο πάνω του με οδηγίες στα Αγγλικά. «Δεν ξέρω όμως πώς δουλεύει το ρημάδι. Ούτε και θέλω να μάθω».

«Α, μην ανησυχείτε», είπε η Μαρί Κλερ. «Θα μιλήσω εγώ μαζί του». Πήρε το κινητό του Αμερικανού και το άνοιξε. Στη μνήμη ήταν καταχωρημένο το κινητό του Ελβετού. Η Μαρί Κλερ τον κάλεσε και περίμενε.

«Δεν απαντάει», είπε τελικά. «Το έχει απενεργοποιημένο».

- 18 -

Page 19: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

«Θα είναι ακόμα στο δρόμο. Άφησέ του ένα μήνυμα», πρότεινε ο Θεόφιλος. «Πες του ότι θα πάμε κι εμείς στο μουσείο. Θα τον βρούμε εκεί».

«Δε θα χαλάσουμε το πρόγραμμά μας έτσι;» ρώτησε η Μαρί Κλερ.

Ο Θεόφιλος την κοίταξε πονηρά. «Στο πρόγραμμά μας είναι. Ούτως ή άλλως, θα πηγαίναμε στο κέντρο. Εξάλλου, το μουσείο έχει μια ωραία καφετέρια στον κήπο. Ό,τι πρέπει για να συζητήσουμε. Θα πάρουμε το μετρό και, σε τρία τέταρτα το πολύ, θα είμαστε εκεί».

«Ωραία τότε». Η Μαρί Κλερ έγραψε στο κινητό ένα μήνυμα στα Αγγλικά και το έστειλε. «ΕΡΧΟΜΑΙ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ… ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΕΚΕΙ… ΒΡΗΚΑ ΠΑΡΕΑ…»

Η παρέα σηκώθηκε να φύγει.

«Έχετε τίποτα βαλίτσες;» ρώτησε ο Θεόφιλος τον Αμερικανό.

«Όχι. Μόνο τον εαυτό μου».

«Φύγαμε τότε».

Στην πραγματικότητα, δεν έφυγαν αμέσως. Έκαναν πρώτα μια επίσκεψη στην τουαλέτα. Ο εξωγήινος καταχάρηκε με την ιδέα. Μετά από τόσα υγρά, η κύστη του είχε φουσκώσει σαν μπαλόνι – όπου κι αν βρισκόταν αυτή.

Ο Θεόφιλος δε ρώτησε λεπτομέρειες για την υφή των εξωγήινων αποβλήτων και τη μέθοδο αποβολής τους. Περιορίστηκε σ’ ένα σύντομο σεμινάριο για τη χρήση των γήινων WC, και τον άφησε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Ευτυχώς, ο Αμερικανός δε χρειαζόταν σεμινάριο· του το είχε κάνει ήδη ο Ελβετός στο σύγχρονο Κάνσας.

- 19 -

Page 20: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

4BΣτάση 4η – Κέντρο (Καφετέρια Νομισματικού Μουσείου)

F

14

«Άλλη μια αλλαγή στο πρόγραμμα», σκέφτηκε ο Θεόφιλος, βγαίνοντας στην Πανεπιστημίου από το μετρό, μαζί με την υπόλοιπη παρέα.

Τo αρχικό του σχέδιο ήταν να πάνε στο Coffee Room· μια κουκλίστικη καφετέρια στο Μοναστηράκι, με εσωτερική αυλή. Μοντέρνα και φινετσάτη, με όμορφη μουσική και νόστιμα προϊόντα.

«Η Μαρί Κλερ θα ξετρελαινόταν αν την έβλεπε. Κρίμα». Θα πήγαιναν άλλη φορά εκεί. Οι δυο τους.

F

15

Από την άλλη, ήταν καλύτερα έτσι. Η καφετέρια στο Νομισματικό Μουσείο βρισκόταν σ’ ένα μεγάλο ανοιχτό χώρο. Θα μπορούσαν να μιλήσουν άνετα, δίχως να τραβούν τα βλέμματα. Όταν συναντάς, εξάλλου, έναν εξωγήινο και έναν ορίτζιναλ καουμπόι από την Άγρια Δύση – και ποιος ήξερε τι άλλο θα συναντούσαν μέχρι το τέλος της ημέρας – είναι παράλογο να μιλάς για σχέδια και προγράμματα.

Η παρέα, πάντως, δεν έδειχνε να ενοχλείται με τα βλέμματα των άλλων. Πάνω που χάρηκε ο Θεόφιλος εντοπίζοντας ένα απομονωμένο τραπέζι στην άλλη άκρη της 14 Οι φωτογραφίες είναι από την ιστοσελίδα: HUhttp://www.antistress-card.grU 15 Η φωτογραφία είναι από την ιστοσελίδα: HUhttp://www.adrianou52.gr/default_breaddeli.aspU

- 20 -

Page 21: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

αυλής, ο Αμερικανός τον ξενέρωσε, λέγοντας: «Πάω μια βόλτα στο μουσείο να ψάξω για τον Ελβετό».

«Έρχομαι κι εγώ», πετάχτηκε χαρωπά ο εξωγήινος. «Θέλω να δω πώς είναι τα νομίσματά σας».

«Μα… μα…», ξεκίνησε να λέει ο Θεόφιλος, όταν η Μαρί Κλερ τού έδωσε τη χαριστική βολή: «Πάω κι εγώ μαζί τους, μην έχουν τίποτα μπλεξίματα».

Κι έμεινε μόνος στο τραπέζι, με το φραπέ στο χέρι.

Ευτυχώς, η παρέα δεν κάθισε στο μουσείο πολύ ώρα. Ο Αμερικανός αλώνισε τους χώρους με μεγάλα βήματα, κι ένα τέταρτο μετά, τους ανακοίνωσε: «Ο Ελβετός δε βρίσκεται εδώ. Μπορούμε να φύγουμε». Γεγονός που λύπησε τον εξωγήινο. Την είχε καταβρεί με τα νομίσματα και τον κόσμο που σουλατσάριζε γύρω του.

Ένα γκρουπ Γιαπωνέζων βρήκε την τριμελή παρέα πιο ενδιαφέρουσα από τα νομίσματα και τους στράβωσαν στα φλας. Τους είχαν περάσει για ηθοποιούς, που λανσάριζαν κάποια ελληνική ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ο εξωγήινος έπαιρνε πόζες και καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι μπροστά στις φωτογραφικές μηχανές. Δεν ήταν στη φύση του εξάλλου να κρύβεται, μα να συνάπτει δημόσιες σχέσεις με άλλους πολιτισμούς, ως πρεσβευτής του πλανήτη του. Ήταν έτοιμος μάλιστα να κολλήσει μεταφραστές στα κούτελα των Γιαπωνέζων, όταν ο Αμερικανός κι η Μαρί Κλερ τον άρπαξαν άρον-άρον κι έφυγαν τρέχοντας από το μουσείο.

Μόλις επέστρεψαν στο τραπέζι, η Μαρί Κλερ παρήγγειλε ένα καπουτσίνο για τον Αμερικανό και μια σοκολατίνα να τη μοιραστεί με τον Θεόφιλο. Κι ο Θεόφιλος, με τη σειρά του, έδωσε το φραπέ του στον εξωγήινο.

Ο Θεόφιλος καιγόταν να μάθει λεπτομέρειες για το Μεσολόγγι. Και κυρίως, τι δουλειά είχε εκεί ο γιος του Αμερικανού. Μπορεί να το λάτρευε ως μέρος, αλλά δεν ήταν η πρώτη επιλογή ενός ταξιδιώτη. Ιδιαίτερα ενός ταξιδιώτη από την Άγρια Δύση.

Έτσι, τον ρώτησε.

Κι ο Αμερικανός απάντησε: «Δε με ενδιαφέρει το σημερινό Μεσολόγγι, αλλά αυτό του 1829». Είδε το ζευγάρι να τον κοιτάζει περίεργα κι έκρινε σκόπιμο να δώσει κάποιες επεξηγήσεις. «Ο γιός μου ήταν ζωγράφος. Ήταν… πώς το είπε ο Ελβετός…, α, ναι· σουρεαλιστής ζωγράφος».

Βλέποντας όλους να κρέμονται από τα χείλη του, ο Αμερικανός συνέχισε. «Ο γιος μου, ο Τζον, είχε από μικρός ταλέντο στη ζωγραφική. Όπου πηγαίναμε, έπαιρνε μαζί του ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί και ζωγράφιζε σαν τρελός. Στο σπίτι, στην πόλη, στα λιβάδια, παντού. Δεν έδινε δεκάρα για τη φάρμα και τα ζωντανά. Ήθελε μόνο να ζωγραφίζει. Η μητέρα του, ως Γαλλίδα, τον θαύμαζε. Ήταν η μόνη. Τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν. Με παρακαλούσε να τον στείλουμε στο Παρίσι να σπουδάσει ζωγραφική. Εγώ δεν ήθελα αρχικά, αλλά ο πιτσιρικάς είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα. Έφυγε το 1820, σε ηλικία είκοσι ετών. Στο Παρίσι σπούδασε, παντρεύτηκε, έκανε κι

- 21 -

Page 22: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

ένα παιδί. Στο Μεσολόγγι, πήγαν οικογενειακώς τον Ιούνιο του 1829. Ο Τζον είχε μάθει για την ηρωική Έξοδο του 1826. Όλοι οι καλλιτέχνες στο Παρίσι είχαν μάθει. Όταν η πόλη απελευθερώθηκε, μου έγραψε πως θα πήγαινε εκεί να ζωγραφίσει μια σειρά έργων. Αυτό ήταν και το τελευταίο γράμμα που έλαβα από αυτόν».

Συγκινήθηκε. Κατάφερε όμως να κυριαρχήσει στον εαυτό του. Στη συνέχεια, έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί και το ξεδίπλωσε. Ήταν ένα σκίτσο ζωγραφικής, πασαλειμμένο με αίμα σε διάφορα σημεία.

«Το ζωγράφισε σε ηλικία δέκα ετών· το 1810. Το είχε μαζί του στο Παρίσι, για να θυμάται το όνειρο του να γίνει μεγάλος ζωγράφος. Μου το έστειλαν ένα μήνα μετά το θάνατό του, μαζί με κάποια προσωπικά του αντικείμενα».

Έδωσε το σκίτσο στον Θεόφιλο. Η Μαρί Κλερ έγειρε πάνω του να δει. Το ίδιο και ο εξωγήινος, ενώ ρουφούσε το φραπέ του. Το σκίτσο έδειχνε μια ταχυδρομική άμαξα· από αυτές με τα άλογα. Αλλά αυτήν δεν την έσερναν άλογα· πετούσε στον αέρα σαν αεροπλάνο, πάνω από σπίτια, κάκτους και γελάδια.

Βλέποντας το σκίτσο ο εξωγήινος, τράβηξε απότομα τη γλώσσα από το φραπέ του, πιτσιλώντας το χαρτί με μπεζ αφρούς. «Αυτό είναι το σκάφος μου!» φώναξε.

«Το σκάφος σου μοιάζει με ταχυδρομική άμαξα;» ρώτησε έκπληκτη η Μαρί Κλερ.

«Ήταν καμουφλαρισμένο σαν άμαξα, για να μην παραξενευτεί ο κόσμος».

«Ενώ μια ιπτάμενη άμαξα θα φαινόταν φυσιολογική, θέλεις να πεις».

«Πού να ξέρω ότι δεν είχατε ανακαλύψει ακόμα τα ιπτάμενα οχήματα. Ούτε κι εμείς είχαμε ανακαλύψει την τεχνική του καμουφλάζ που τα κάνει αόρατα. Χώρια που τα σκάφη μας τότε ήταν περισσότερο ογκώδη».

Ο Θεόφιλος επενέβη. «Δεν νομίζω πως το θέμα μας είναι αυτό».

«Τι δουλειά είχες στο σπίτι μου εσύ;» πετάχτηκε ο Αμερικανός. «Ολόκληρος πλανήτης, δε σου έφτανε; Στη φάρμα μου ήρθες να πετάξεις;»

«Δεν είχαμε κανένα σκοπό να επισκεφτούμε τον πλανήτη σας. Δεν τον ξέραμε καν. Απλώς εντοπίσαμε κάποιες διαταραχές στο χωροχρονικό συνεχές. Ανακαλύψαμε ότι προέρχονταν από σας. Κάποιος στον πλανήτη σας ταξίδευε στο χρόνο και γι’ αυτό με έστειλαν να τον βρω. Να παρακολουθήσω τις κινήσεις του».

«Τον Ελβετό εννοείς», είπε ο Αμερικανός. «Ήταν στο σπίτι μας όταν ο Τζον ζωγράφισε αυτό. Νόμιζε ότι έφταιγε αυτός για το σκίτσο. Ότι ήταν κακή επιρροή για το παιδί. Την επόμενη κιόλας μέρα, έφυγε».

«Μα γιατί;» απόρησε η Μαρί Κλερ. «Αφού γνώριζε για τους σουρεαλιστές ζωγράφους».

«Ναι, αλλά εμείς δεν είχαμε ιδέα. Αυτή ήταν η πρώτη παράξενη ζωγραφιά του Τζον κι είχαμε κατατρομάξει. Έπειτα, βέβαια, συνέχισε να ζωγραφίσει έτσι παράξενα κι αρχίσαμε να συνηθίζουμε».

- 22 -

Page 23: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

«Κι εσάς, τι σας νοιάζει αν κάποιος ταξιδεύει στο χρόνο;» ρώτησε ο Θεόφιλος τον εξωγήινο. «Υπάρχει κάποιος απαγορευτικός νόμος;»

«Ανησυχούσαμε μήπως άλλαζε το παρελθόν και προκαλούσε έτσι αλυσιδωτές αντιδράσεις σε ολόκληρο το σύμπαν. Δε σκόπευα να τον εμποδίσω, αλλά να μάθω τις προθέσεις του. Θα τον εμπόδιζα μόνον αν είχε κακές προθέσεις. Έφυγε όμως και τον έχασα. Κι εγώ επέστρεψα στον πλανήτη μου. Σαράντα χρόνια αργότερα, εντοπίσαμε μία παρόμοια χωροχρονική διαταραχή. Αλλά διάφορα οικονομικά προβλήματα στον πλανήτη μου δε μας επέτρεψαν να στείλουμε αποστολή. Εδώ κι ένα χρόνο, όμως, οι διαταραχές εμφανίστηκαν πάλι. Με τεράστια συχνότητα μάλιστα. Έτσι, μ’ έστειλαν ξανά εδώ, να μάθω τι συμβαίνει».

Είχαν μείνει όλοι με το στόμα ανοιχτό.

«Αυτόν έψαχνες λοιπόν!» μονολόγησε ο Θεόφιλος· συγκλονισμένος από τον απίστευτο συνδυασμό των γεγονότων, τα οποία μόνον ένας αφελής θα χαρακτήριζε συμπτώσεις.

«Καλά, και πώς βρέθηκες στην Αθήνα;» ρώτησε τον εξωγήινο η Μαρί Κλερ. «Αν δεν κάνω λάθος, η χρονομηχανή ενεργοποιήθηκε στο Κάνσας».

«Κι εγώ στο Κάνσας πήγα αρχικά», απάντησε ο εξωγήινος. «Δεν τον πρόλαβα όμως. Έπειτα, έλαβα ένα σήμα κι από την Αθήνα. Η χρονομηχανή ενεργοποιήθηκε κι εδώ. Στην περιοχή όπου με βρήκατε».

Ο Θεόφιλος κι η Μαρί Κλερ αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Τι δουλειά μπορεί να είχε ο Ελβετός στη Νέα Φιλαδέλφεια;» απόρησε αυτός.

«Ένας Θεός ξέρει!» απάντησε αυτή, διατηρώντας το αλληλοκοίταγμα ακμαίο.

Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κινητό του Αμερικανού. Είχε ένα μήνυμα. Πήγε να το ανοίξει, αλλά δεν ήξερε πώς. Λες κι είχαν δώσει ηλεκτρική κουζίνα σε Ινδιάνο να ψήσει το βουβάλι του. Η Μαρί Κλερ πήρε το κινητό από το χέρι του και άνοιξε το μήνυμα· διακόπτοντας το αλληλοκοίταγμα, προς μεγάλη απογοήτευση του Θεόφιλου.

«Χα! Ο Ελβετός ξεσάλωσε!» φώναξε χαμογελαστή. Στη συνέχεια, διάβασε το μήνυμα στους άλλους. «ΠΑΩ ΠΕΙΡΑΙΑ ΓΙΑ ΜΠΑΝΙΟ… ΕΛΑΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ… ΘΑ ΣΤΕΙΛΩ ΞΑΝΑ ΜΗΝΥΜΑ ΣΕ ΔΥΟ ΩΡΕΣ…»

«Ας είναι», είπε ο Θεόφιλος. «Ούτως ή άλλως, ήταν στο πρόγραμμά μας να πάμε Πειραιά. Δεν ξέρω αν είναι διαβολική σύμπτωση ή οιωνός, αλλά η βόλτα του Ελβετού ταιριάζει απόλυτα με το δικό μας πλάνο».

«Τα πεπρωμένα μας διασταυρώθηκαν», παρατήρησε ο εξωγήινος. «Και δε διασταυρώθηκαν απλώς, αλλά συμπορεύουν».

«Η μοίρα τα κοπάνησε στο ουράνιο σαλούν κι έχει τρελά κέφια», παρατήρησε κι ο Αμερικανός, συνεισφέροντας στην κουβέντα.

- 23 -

Page 24: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

5BΣτάση 5η – Πειραιάς (Stretto)

F

16

Έφτασαν στον Πειραιά με το μετρό. Από εκεί, πήραν το τρόλεϊ για Καστέλλα και κατέβηκαν στην πλατεία Αλεξάνδρας. Ο Θεόφιλος τούς έδειξε δύο καφετέριες, τη μία δίπλα στην άλλη· τη Stretto και τη Freddo. Πώς λέμε Μπόλεκ και Λόλεκ; Άμποτ και Κοστέλο; Φίλιππος και Ναθαναήλ; Κάπως έτσι. Η Stretto ήταν σχετικά πιο άδεια, κι αποφάσισαν να κάτσουν εκεί.

Επέλεξαν ένα τραπέζι δίπλα στο τζάμι. Η θέα ήταν απίστευτη από ψηλά. Όλο το Πασαλιμάνι απλωνόταν στα πόδια τους, σαν μια τεράστια πισίνα. Μικρά καράβια πηγαινοέρχονταν στο λιμάνι, τα οποία ακολουθούσαν πεινασμένοι γλάροι ελπίζοντας σε κάποια ψαρολιχουδιά.

«Εδώ είναι παράδεισος!» είπε η Μαρί Κλερ. «Δε με ενδιαφέρει να ψάξω για άλλες καφετέριες».

«Καλά, κάτσε να δεις και το Edem». Ο Θεόφιλος τής έκλεισε το μάτι πονηρά. «Αν μας αφήσει βέβαια ο Ελβετός να το επισκεφτούμε».

Αμφιβολίες διείσδυσαν ύπουλα στο μυαλό της Μαρί Κλερ, αλλά οι μελωδίες της τζαζ από το στερεοφωνικό της καφετέριας τις εξαφάνισαν αμέσως. «Ας έρθει εδώ ο Ελβετός να μας βρει. Εγώ δεν πάω πουθενά. Θα κάτσω εδώ μέχρι να γεράσω και να βγω στη σύνταξη».

16 Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν από τον συγγραφέα.

- 24 -

Page 25: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Η παρέα γέλασε. Κι έπειτα, ήρθε ο σερβιτόρος κι έδωσαν παραγγελία. Ένα κλαμπ σάντουιτς για τον Αμερικανό – ο οποίος δεν είχε χορτάσει με το χάμπουργκερ του Mall – έναν καπουτσίνο τον οποίο θα μοιραζόταν ο Θεόφιλος με τη Μαρί Κλερ, κι ένα κοκτέιλ για τον εξωγήινο. Το λογαριασμό τον πλήρωσε ο Αμερικανός αυτή τη φορά, έπειτα από μεγάλη επιμονή. Ο Ελβετός τού είχε δώσει κάποια χρήματα για μια ώρα ανάγκης· κι αφού τους είχε βάλει να τρέχουν πάνω-κάτω σε ολόκληρη την πόλη, θεώρησε πως η ανάγκη είχε εμφανιστεί.

Εκεί, βρήκαν την ευκαιρία να μάθουν περισσότερα για τον εξωγήινο. Τους μίλησε για τον πλανήτη του, την πατρίδα του και τη φυλή του. Οι ταινίες φαντασίας τείνουν να απλοποιούν συνήθως το ζήτημα των εξωγήινων. Όποτε φτάνουν στη Γη – καλοί, καλοί, δεν έχει σημασία – είναι όλοι ίδιοι κι έχουν έναν αρχηγό. Λες και στον πλανήτη τους δεν υπάρχουν πολλές φυλές, πολλές χώρες, με ξεχωριστούς αρχηγούς η κάθε μία.

Το ζευγάρι έκανε δεκάδες ερωτήσεις στον εξωγήινο. Ο Θεόφιλος τον ρώτησε για την τεχνολογία τους και τα θεολογικά τους πιστεύω, ενώ η Μαρί Κλερ, για τα φύλα τους και τις οικογένειές τους. Ο Αμερικανός δεν έκανε καμιά ερώτηση. Ακόμα προσπαθούσε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα του 2012. Ένιωθε εξωγήινος κι ο ίδιος, στον ίδιο του τον πλανήτη.

Ο εξωγήινος, πάντως, απαντούσε με προθυμία. Κι είχε όλη την καλή διάθεση να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, αν δεν υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα· ένα νευρικό φάντασμα, που είχε βαλθεί να τους σπάσει τα νεύρα.

Η Μαρί Κλερ είχε μια πρώτη εμπειρία με το φάντασμα λίγο πριν μπουν στην καφετέρια. Ένας δυνατός άνεμος τη χτύπησε κατάστηθα και παραλίγο να την πετάξει κάτω. Δεν έδωσε όμως σημασία. Το θεώρησε φυσιολογικό να φυσάει σ’ έναν λόφο, ανοιχτό από παντού. Κι οι άλλοι είχαν αισθανθεί μια ξαφνική ανατριχίλα, αλλά ούτε αυτοί έδωσαν σημασία.

Μέσα στην καφετέρια, όμως, το φάντασμα ξεσάλωσε. Πήγαινε ο Θεόφιλος να πάρει μια πατάτα από το πιάτο του Αμερικανού, κι αυτή γλιστρούσε από το χέρι του, λες κι είχε γράσο. Πήγε η Μαρί Κλερ να βουτήξει το μπισκότο στον καπουτσίνο, κι αυτό έπεσε μέσα μυστηριωδώς και μούλιασε σαν σφουγγάρι. Έκανε ο εξωγήινος να πιει απ’ το κοκτέιλ του, αλλά το ποτήρι πήγαινε πέρα-δώθε σαν τηλεκατευθυνόμενο, κι η γλώσσα του χτυπούσε στο τραπέζι. Το μεγαλύτερο γέλιο το είχε ο Αμερικανός, όταν πήγε να τηλεφωνήσει στον Ελβετό. Το κινητό έφυγε από τα χέρια του, κι ενώ αυτός προσπαθούσε να το πιάσει, το ρημάδι γλιστρούσε σαν σαπούνι.

«Φάντασμα είναι», δήλωσε ο εξωγήινος κάποια στιγμή. «Το αισθάνομαι με τη διαίσθησή μου. Δεν ξέρω τι σκοπούς έχει, αλλά, σίγουρα, θέλει να φύγουμε από δω».

Η Μαρί Κλερ κατσούφιασε. «Δε θα ριζώσω εδώ δηλαδή, όπως ήλπιζα;»

«Μάλλον θα πρέπει να συνεχίσουμε την περιπλάνησή μας», είπε ο Θεόφιλος.

Ο Αμερικανός είχε τελειώσει το κλαμπ σάντουιτς κι ένιωθε χορτάτος. «Εγώ είμαι έτοιμος. Φεύγουμε όποτε θέλετε».

- 25 -

Page 26: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Εξάλλου, τον Αμερικανό άλλο πράγμα τον ανησυχούσε· περισσότερο από το φάντασμα. Ο Ελβετός. Αν εξαφανιζόταν, θα ήταν αδύνατον να πάει στο Μεσολόγγι. Θα έχανε την ευκαιρία να σώσει το γιο του. Χώρια που θα έμενε κολλημένος στην εποχή αυτή. Δε θα έβλεπε τη φάρμα του ξανά ούτε και τους γνωστούς του από τις γειτονικές φάρμες.

Είχε βέβαια και τα καλά της η σύγχρονη εποχή· διάφορα χρήσιμα μαραφέτια, τα οποία θα φρόντιζε να προμηθευτεί πριν επιστρέψει. Κάνα φακό, για παράδειγμα, με κάμποσες μπαταρίες. Και κάνα-δυο καλούς Zippo, με κάμποσα μπουκάλια αέριο. Και φυσικά, συνταγές για χάμπουργκερ, πίτσες και μακαρονάδες. Είχε σκεφτεί να πάρει κι ένα CD Player με κάμποσα CD, αλλά θα έπρεπε να κουβαλά ένα κιβώτιο μπαταρίες. Από την άλλη, μπορεί να τους έγραφε όλους στα παλιά του τα παπούτσια και να καθόταν μόνιμα στο μέλλον. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα. Δε θα χαρακτήριζε τους γείτονές του, εξάλλου, καρδιακούς φίλους. Δε θα τους χαρακτήριζε φίλους του καν.

«Μήπως θέλετε να τηλεφωνήσετε ξανά στον Ελβετό;» ρώτησε ο Θεόφιλος τον Αμερικανό, διακόπτοντας τις σκέψεις του.

«Μπα! Θα περιμένω το μήνυμα του».

«Ωραία τότε, φεύγουμε». Ο Θεόφιλος σηκώθηκε κι οι άλλοι τον μιμήθηκαν.

«Πού πάμε τώρα;» ρώτησε η Μαρί Κλερ.

«Λογικά, ο Ελβετός θα κάνει μπάνιο στα Βοτσαλάκια. Δίπλα μας».

«Οπότε, θα ψάξουμε να τον βρούμε;»

«Μπα, είναι μεγάλη περιοχή». Ο Θεόφιλος το σκέφτηκε λίγο. «Καλύτερα να μείνουμε στο πρόγραμμά μας. Θα αράξουμε στην άλλη άκρη. Στο Μικρολίμανο».

Ο χάρτης βασίστηκε στους χάρτες της Google (HUhttps://maps.google.gr/UH)

Μπορείτε να τον δείτε κανονικά, μεγεθύνοντας 200% (εφόσον διαβάζετε την ηλεκτρονική μορφή).

- 26 -

Page 27: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

6BΣτάση 6η – Μικρολίμανο (δίχως καφέ)

F

17

Το πρόγραμμα του Θεόφιλου περιλάμβανε καφέ στο Μικρολίμανο. Κι έπειτα, στο Νέο Φάληρο.

Αρχικά, σκέφτηκαν να πάνε με τα πόδια. Ο καιρός δεν ήταν τραγικά ζεστός, κι η περιοχή προσφερόταν για περπάτημα. Χώρια που μπορεί να συναντούσαν στην πορεία και τον Ελβετό. Τελικά, αποφάσισαν να πάρουν το τρόλεϊ, μπας και γλίτωναν

17 Δημοφιλής φωτογραφίες στο Ίντερνετ.

- 27 -

Page 28: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

από το φάντασμα. Τους είχε γίνει στενός κορσές το άτιμο. Έδειχνε μάλιστα ιδιαίτερη αδυναμία στη Μαρί Κλερ, ενώ τους υπόλοιπους τους αντιμετώπιζε κάπως εχθρικά. Υπέθεσαν πως ανήκε σε κάποιον ερωτύλο, που την ήθελε για πάρτη του. Μπορεί και σε απατημένο σύζυγο. Μπορεί και σε λεσβία, που μισούσε τους άντρες γενικά.

«Πού θα κάτσουμε;» ρώτησε η Μαρί Κλερ, φτάνοντας στο Μικρολίμανο. Οι καφετέριες και τα εστιατόρια ήταν κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο. Κι είχαν όλα θέα στο λιμάνι.

«Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη καφετέρια», απάντησε ο Θεόφιλος. «Οι γονείς μου έρχονταν παλιά εδώ – πριν γεννηθώ – κι έτρωγαν στον Ζορμπά. Οι σερβιτόροι κουβαλούσαν τεράστιους δίσκους γεμάτους μεζέδες και διάλεγες ό,τι ήθελες. Μύδια, γαρίδες, καραβίδες, καλαμαράκια, γίγαντες, τζατζίκι, αθηναϊκή μαγιονέζα, ντολμάδες και δεκάδες άλλα πιάτα. Όλα φρέσκα και λαχταριστά. Ποτέ δεν παράγγελναν κυρίως πιάτο. Χόρταιναν μόνο με τα μεζεδάκια».

Η Μαρί Κλερ κατάλαβε για ποιο λόγο είχε βάλει ο Θεόφιλος το Μικρολίμανο στη λίστα. Ήθελε να συμμετάσχει – έστω και ξώφαλτσα – στις μνήμες των γονιών του.

«Να!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Θεόφιλος. «Εκεί είναι ο Ζορμπάς! Εκεί στο βάθος!» F

18

«Θέλεις να πάμε;» ρώτησε η Μαρί Κλερ.

«Α, όχι, όχι. Έχουμε έρθει για καφέ· όχι για φαγητό. Εξάλλου, μπορεί να μην έχουν το σύστημα με τους μεζέδες πια. Καλύτερα να κάτσουμε σε μία καφετέρια».

«Αυτή φαίνεται ωραία», πετάχτηκε ο εξωγήινος, δείχνοντας την πιο κοντινή. Είχε αρχίσει να βαριέται. Χώρια που τον περιεργάζονταν οι περαστικοί, λες κι ήταν παράξενο ψαρικό που το ‘χε σκάσει από βιτρίνα ψαροταβέρνας.

«Ας πάμε», συμφώνησε η Μαρί Κλερ. «Έτσι κι αλλιώς, όλες βρίσκονται πάνω στη θάλασσα».

Αλλά μόλις έκανε ν’ ανοίξει την πόρτα, τη διαπέρασε ένα ψυχρό ρεύμα αέρος κι ένιωσε στο χέρι της δεκάδες βελονιές. «Άου!» φώναξε και τραβήχτηκε αμέσως.

«Τι έπαθες;» «Τι συνέβη;» «Είσαι καλά;» ρώτησαν όλοι με ανησυχία.

«Το φάντασμα. Μας ακολούθησε ως εδώ», απάντησε η Μαρί Κλερ, τρίβοντας το χέρι της.

18 Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://www.zorbasrestaurant.gr/U

- 28 -

Page 29: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

«Το κέρατό μου!» φώναξε ο Θεόφιλος. «Δεν το πιστεύω! Τι ζόρι τραβάει το βλαμμένο με μας;»

«Μας ακολουθεί σαν πεινασμένο σκυλί», παρατήρησε η Μαρί Κλερ.

«Και τι περιμένει; Να το ταΐσουμε μπριζόλες;»

«Ας δοκιμάσουμε να πάμε αλλού», πρότεινε ο Αμερικανός.

Ο Θεόφιλος έδειξε μια άλλη καφετέρια. «Ας δοκιμάσουμε εκεί», είπε και πήγε προς το μέρος της.

Αλλά μόλις έκανε να μπει, ένιωσε το ίδιο ψυχρό ρεύμα και δεκάδες βελονιές στο χέρι. «Άου!» έκανε, αφήνοντας την πόρτα. «Κι εδώ, τα ίδια σκατά».

Ο Αμερικανός είπε να προσπαθήσει κι αυτός. Αλλά μόλις πήγε να ανοίξει την πόρτα, ένιωσε το ίδιο ψυχρό ρεύμα λες και βρισκόταν σε κατάψυξη. Και φυσικά, τις δεκάδες βελονιές στο χέρι. Έπνιξε ένα μουγκρητό, αλλά δεν άφησε το πόμολο. Δε θα εγκατέλειπε την προσπάθεια έτσι εύκολα. Αγνοώντας τον πόνο, άνοιξε την πόρτα κι έκανε να μπει στο εσωτερικό. Και τότε, οι βελονιές απλώθηκαν στο πρόσωπό του και τα μάτια του. Άφησε το πόμολο κι η πόρτα έκλεισε. Κι οι βελονιές σταμάτησαν στη στιγμή.

«Τι έγινε;» ρώτησαν τα παιδιά με αγωνία, παρατηρώντας τα σφιγμένα του χαρακτηριστικά.

«Το φάντασμα είναι ζόρικο», απάντησε ο Αμερικανός τρίβοντας τα μάτια του. «Δε θα μας αφήσει να κάτσουμε εδώ».

Ο Θεόφιλος κοίταξε ένα γύρω την περιοχή. «Φαντάζομαι, δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε και σε άλλες καφετέριες».

«Μα γιατί;» Η Μαρί Κλερ έβλεπε τον υπόλοιπο κόσμο να μπαινοβγαίνει στις καφετέριες δίχως πρόβλημα και την είχε πιάσει το παράπονο. «Γιατί δε μας αφήνει να μπούμε;»

Ο εξωγήινος πήρε τον λόγο. «Δε θέλει να μείνουμε εδώ. Θέλει να φύγουμε».

Ο Θεόφιλος πήρε ένα θιγμένο ύφος, λες κι είχαν βρίσει τη γειτονιά του. «Και γιατί όχι; Τι έχει το μέρος και το απεχθάνεται;»

«Δεν το απεχθάνεται», εξήγησε ο εξωγήινος. «Απλώς, θέλει να φύγουμε. Το αισθάνομαι βιαστικό. Βιάζεται για κάτι, κι εμείς το καθυστερούμε».

«Άλλο πάλι και τούτο!» Ο Θεόφιλος είχε θυμώσει για τα καλά. «Και τι σχέση έχουμε εμείς; Δε θυμάμαι να το χρίσαμε μέλος της παρέας μας».

Ο Αμερικανός γέλασε. «Απ’ ό,τι φαίνεται, η παρέα μας είναι τόσο ιδιόμορφη, που τα νέα μέλη δε χρειάζονται ειδική πρόσκληση».

Ο εξωγήινος έγνεψε καταφατικά. «Νομίζω ότι έχει δουλειά με την παρέα μας. Κι επιπλέον, έχει το δικό του πρόγραμμα να ακολουθήσει».

- 29 -

Page 30: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

7BΣτάση 7η – Νέο Φάληρο (Destiny)

F

19

Κατηφόρισαν μέχρι το Νέο Φάληρο πεζή. Περιστασιακά, αναρωτιόντουσαν αν το φάντασμα τούς ακολουθούσε. Αλλά όποτε κάποιος εξέφραζε την απορία, ένα ψυχρό ρεύμα αέρος τον διαπερνούσε, λύνοντάς τη στη στιγμή.

Έφτασαν σε μια περιοχή μαγευτική· σ’ ένα γραφικό κανάλι με βαρκούλες και ξύλινα γεφυράκια. Στα αριστερά, υψωνόταν ένας λόφος με καλαίσθητα νεοκλασικά. Μισή ντουζίνα καφετέριες στους πρόποδες, πλαισιωμένες από μεγάλα φοινικόδεντρα,

19 Η φωτογραφίες τραβήχτηκαν από τον συγγραφέα.

- 30 -

Page 31: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

χάριζαν μια σύγχρονη και ταυτόχρονα εξωτική νότα. Στην αντίπερα όχθη, βρισκόταν το πάρκο του Σταδίου Ειρήνης & Φιλίας, πνιγμένο στα δέντρα.

«Ααα! Άλλος ένας παράδεισος!» φώναξε η Μαρί Κλερ εκστατικά. «Πώς και δεν ήρθα τόσα χρόνια εδώ;»

«Δεν είσαι η μόνη. Πολύ κόσμος αγνοεί το μέρος αυτό».

«Όμορφο μέρος!» συμφώνησε ο Αμερικανός, κοιτώντας ολόγυρα· και κυρίως, τις βαρκούλες. Δεν είχε πει τίποτα, αλλά από τη στιγμή που κατέβηκαν στον Πειραιά, είχε την έντονη επιθυμία να μπει σε μία βάρκα και να αλωνίσει τις θάλασσες και τους ωκεανούς. Είχε χρόνια να νιώσει έτσι· από το 1800 συγκεκριμένα, που ταξίδεψαν με πλοίο στην Αμερική. Ναυτικός έπρεπε να γίνει· όχι αγρότης. Έστω, ψαράς. Είχε όμως οικογένεια να φροντίσει. Τώρα, βέβαια, οι συνθήκες ήταν διαφορετικές.

«Σε ποια καφετέρια θα κάτσουμε;» ρώτησε η Μαρί Κλερ, διακόπτοντας τις σκέψεις του Αμερικανού.

«Όπου θέλετε παιδιά», απάντησε ο Θεόφιλος. «Εμένα μ’ αρέσουν όλες να πω την αλήθεια. Δεν έχω κάποια προτίμηση».

Ο Αμερικανός σήκωσε τους ώμους, δείχνοντας και τη δική του αδιαφορία ως προς το θέμα της επιλογής. Ο εξωγήινος, πάλι, είχε κολλήσει με τη θέα του καναλιού. Έτσι ήρεμο και κρυστάλλινο όπως έδειχνε το νερό, με τις ανταύγειες από τα δεκάδες σκάφη στην επιφάνεια, του φαινόταν απίστευτα ορεκτικό. Ήθελε να χώσει τη γλώσσα του μέσα, να το ρουφήξει όλο. Τον λάτρευε αυτόν τον πλανήτη. Ήταν γεμάτος φαί, όπου κι αν κοιτούσες. Ένιωθε σαν μυρμήγκι σε βιτρίνα ζαχαροπλαστείου.

«Εκεί!» φώναξε η Μαρί Κλερ, γκρεμίζοντας τις ονειροπολήσεις τους ξανά. Ακολούθησαν την πορεία του δακτύλου της, κι είδαν μία καφετέρια με τη επωνυμία Destiny. Πεπρωμένο, δηλαδή. «Δεν νομίζω πως υπάρχει πιο ταιριαστό όνομα».

Τελικά, η καφετέρια ήταν ιδιαίτερα προσεγμένη· και στην αισθητική και στην ποιότητα και στη μουσική. Ο Αμερικανός παρήγγειλε ένα τοστ – ο περίπατος τού είχε ανοίξει την όρεξη – το οποίο συνοδευόταν από έναν λοφίσκο τηγανιτές πατάτες. Στον οποίο έπεσε με τα μούτρα. Το ζευγάρι παρήγγειλε αρχικά μια σοκολάτα να την πιούν μαζί. Ζήλεψαν όμως στη θέα του πατατολοφίσκου και πήραν κι αυτοί ένα τοστ. Κι ο εξωγήινος βολεύτηκε με τη σοκολάτα τους. Όχι απλώς βολεύτηκε· εκτοξεύτηκε στον έβδομο ουρανό.

Μετά από μεγάλη επιμονή του Αμερικανού, πλήρωσε ο ίδιος για το τοστ του. Δεν ήθελε να πληρώνουν άλλοι το φαί του. Γενικά, είχε απορήσει με τη συμπεριφορά των Ελλήνων να κερνούν συνέχεια τους άλλους. Αν βρισκόταν κι ο γιός του εκεί, θα εμπνεόταν σίγουρα κάμποσους πίνακες από τη συνήθεια αυτή.

Είχαν καθίσει ξανά στο τζάμι, για να έχουν θέα στο κανάλι.

«Το φάντασμα φαίνεται ήσυχο», παρατήρησε ο Θεόφιλος.

- 31 -

Page 32: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

«Μην κακομελετάς», αντιγύρισε η Μαρί Κλερ, παίρνοντας τρεις πατάτες απ’ το πιάτο τους.

Ο Αμερικανός χαμογέλασε. «Λέτε να βρήκε άλλο θύμα να βασανίσει;»

«Ας μην παρεξηγούμε το φάντασμα φίλοι μου», πετάχτηκε ο εξωγήινος. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα από τη γευστική ηδονή της σοκολάτας. «Δεν φταίει αυτό για τη συμπεριφορά του».

«Και ποιος φταίει;» ρώτησε ο Θεόφιλος. «Το αφεντικό του στη δουλειά που του έκοψε την προαγωγή;»

«Ο πονοκέφαλος», εξήγησε ο εξωγήινος.

«Τι πράγμα;» Η Μαρί Κλερ έβαλε τα γέλια. «Υποφέρουν από πονοκεφάλους και τα φαντάσματα;»

«Αυτό, ναι. Έχει κάποιο πρόβλημα με το άλλο του μισό. Δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά η διαίσθησή μου μού λέει ότι το φάντασμα είναι χωρισμένο στα δύο, με κάποιον τρόπο. Μάλλον, όχι εντελώς χωρισμένο. Εκεί είναι το πρόβλημά του. Για να βρει την ηρεμία του, θα πρέπει να ενωθεί με το άλλο του μισό – όποιο κι αν είναι αυτό. Ή να αποκοπεί τελείως από αυτό. Ξέρω, ακούγεται παράξενο. Ούτε και σε μένα ακούγεται λογικό. Ελπίζω, στην πορεία, να καταλάβουμε περισσότερα».

Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κινητό του Αμερικανού. Το έφερε στο αυτί του, λέγοντας: «Hello! Hello!» αλλά αυτό συνέχισε να κουδουνάει.

«Συγνώμη, επιτρέπετε», είπε η Μαρί Κλερ, παίρνοντας το κινητό από τα χέρια του. Το άνοιξε και του το έδωσε πίσω.

«Hello!» είπε ξανά. Χαμογέλασε ακούγοντας τη φωνή του Ελβετού. Μίλησαν λίγα λεπτά, κι έπειτα, το έκλεισε.

«Κάνει μπάνιο», ανακοίνωσε στην παρέα. «Σε μία παραλία με το όνομα Εδέμ. Ελπίζω να σας λέει κάτι». Βλέποντας τον Θεόφιλο να χαμογελάει, αναθάρρησε. «Θα τον εντοπίσουμε από την πετσέτα. Έχει κόκκινες και λευκές ρίγες· όπως τα χρώματα της ελβετικής σημαίας».

«Αν θυμάμαι καλά», πήρε το λόγο η Μαρί Κλερ απευθυνόμενη στον Θεόφιλο, «ανάφερες το όνομα αυτό προηγουμένως. Όσο καθόμασταν στην Καστέλλα».

Ο Θεόφιλος έγνεψε καταφατικά. «Εννοούσα την καφετέρια Edem, η οποία βρίσκεται εκεί. Τελικά, η βόλτα του Ελβετού συμβαδίζει όντως με το πρόγραμμά μας. Θα έβαζα στοίχημα ότι συμβαδίζει και με το πρόγραμμα του φαντάσματος».

«Και πώς θα πάμε εκεί;» ρώτησε ο Αμερικανός. «Είναι μακριά;»

«Γύρω στα είκοσι λεπτά με το τραμ· το οποίο βρίσκεται πίσω από το κανάλι. Μόλις τελειώσουμε το φαγητό μας, μπορούμε να φύγουμε».

Ο Αμερικανός χαμογέλασε και άρπαξε μισή ντουζίνα πατάτες. «Σωστός. Είναι κρίμα να πάνε χαμένες αυτές οι λιχουδιές».

- 32 -

Page 33: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

8BΣτάση 8η – Εδέμ (Edem)

F

20

Η παραλία ήταν γεμάτη κόσμο. Επί ένα τέταρτο, έψαχναν γύρω από πετσέτες και αραγμένα κορμιά να εντοπίσουν τον Ελβετό· έστω, την πετσέτα του.

Τελικά, τον εντόπισαν κοντά στο παρατηρητήριο της ναυαγοσώστριας. Ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα, και μια κοπέλα ασιατικής καταγωγής του έκανε μασάζ. Δύο πλανόδιοι πωλητές – μάλλον από την Ινδία – έκοβαν βόλτες γύρω του, σαν μέλισσες πάνω από λουκουμάδες. Περίμεναν να τελειώσει το μασάζ, για να του παρουσιάσουν την πραμάτεια τους. Ο ένας πουλούσε αντίγραφα από πίνακες ζωγραφικής, κι άλλος, καπέλα και γυαλιά ηλίου όλων των ειδών και των χρωμάτων.

«Γιουτζίν!» φώναξε ο Αμερικανός από δέκα μέτρα απόσταση.

Ο Ελβετός σήκωσε το κεφάλι και τον είδε. Έκανε να τον χαιρετήσει, αλλά η μασέζ πίεσε κάποιο σημείο στη σπονδυλική του στήλη κι ο Ελβετός έμεινε ακίνητος βγάζοντας ένα μουγκρητό απόλαυσης.

20 Οι φωτογραφίες είναι από την ιστοσελίδα της καφετέριας: HUhttp://www.edemrestaurant.gr/U

- 33 -

Page 34: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

«Περιμένετε λίγο παιδιά», είπε στα Αγγλικά, μόλις η παρέα πήγε κοντά του. «Το μασάζ τελειώνει όπου να ‘ναι». Έκλεισε τα μάτια του κι έχωσε το κεφάλι του στα μπράτσα για να απολαύσει τα τελευταία λεπτά. Ο εξωγήινος βρήκε τότε ευκαιρία και κόλλησε έναν μεταφραστή στο μέτωπό του. Ο Ελβετός ούτε τον πήρε χαμπάρι.

Δεν τον έλεγες χοντρό, αλλά ούτε και αδύνατο· μάλλον, ολίγο ευτραφή. Δεν τον έλεγες γέρο, αλλά ούτε και μεσήλικα· μάλλον, συνταξιούχο που μικρόδειχνε. Είχε πλατύ πρόσωπο με έξυπνο βλέμμα. Και ξανθά σγουρά μαλλιά, σαν χοντρά ελατήρια, που έπεφταν στο μέτωπό του.

Μέχρι να τελειώσει ο Ελβετός το μασάζ, η παρέα κατηφόρισε στη θάλασσα να αγναντέψει το τοπίο. Μικρά κυματάκια έσκαγαν στα πόδια τους σαν χαδιάρικα γατάκια, ενώ η μυρωδιά του ιωδίου τρυπούσε τα ρουθούνια τους σαν αποσμητικό της φύσης. Τα κυματάκια έβγαζαν χαριτωμένους ήχους, λες και ξερογλείφονταν από τη γεύση της άμμου. Όπως ξερογλειφόταν κι ο εξωγήινος στη θέα και το άκουσμά τους, κι ήθελε να τα κατασπαράξει. Είχε τρελαθεί ο φουκαράς. Ένιωθε σαν πεινασμένος Ιταλός, σε πισίνα γεμάτη σπαγγέτι Μπολονέζ. Ήθελε να βουτήξει και να πιει όλο το Αιγαίο. Εξάλλου, η αλμύρα δεν έπαιζε ρόλο γι’ αυτόν. Κι όντως θα βουτούσε, αν δεν είχαν προηγηθεί τόσα υπέροχα ροφήματα· καφέδες, γρανίτες, κοκτέιλ, σοκολάτες.

Ο Αμερικανός, πάλι, είχε χαθεί στον αχανή ορίζοντα. Το βλέμμα του είχε γίνει ένα με το γαλάζιο· αέρινο και υγρό. Λίγο πιο πέρα, ο Θεόφιλος κι η Μαρί Κλερ είχαν ανοίξει κουβέντα για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Ήλπιζαν να προσαρμόσουν τα σχέδιά τους κατάλληλα, ώστε να τις περάσουν μαζί.

Το φάντασμα, προφανώς, δεν είχε την υπομονή τους. Εκνευρισμένο με την αργή εξέλιξη των γεγονότων, έκανε ένα μακροβούτι στο σώμα της μασέζ σαν εχθρικό δόρυ. Η κοπέλα ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά, λες και την τρυπούσαν παγάκια. Παράτησε το μασάζ και πετάχτηκε όρθια πιάνοντας το στήθος της. Ο Ελβετός νόμιζε πως το μασάζ είχε τελειώσει. Πλήρωσε την κοπέλα, κι αυτή άρπαξε τα λεφτά και τα συμπράγκαλά της κι έφυγε τρέχοντας.

Ο Θεόφιλος την είδε να φεύγει κι έκανε νόημα στους άλλους. Πλησίασαν την πετσέτα ξανά, αλλά αυτή τη φορά, ο Ελβετός συζητούσε με τους μικροπωλητές. Από τον έναν αγόρασε ένα ψάθινο καουμπόικο καπέλο κι ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Από τον άλλον, ένα πίνακα δίχως κορνίζα που αναπαριστούσε ένα κυκλαδίτικο νησί.

Το φάντασμα τα είχε πάρει στο κρανίο με τη νέα αυτή καθυστέρηση. Εντάξει· λογικά, τα φαντάσματα δεν έχουν κρανίο, αλλά αφού το συγκεκριμένο υπέφερε από πονοκεφάλους, η μεταφορά δεν είναι εντελώς άστοχη. Τσαντισμένο το φάντασμα, διαπέρασε και τους Ινδούς, αλλά αυτοί δεν κατάλαβαν τίποτα. Και να κατάλαβαν, το αγνόησαν επιδεικτικά. Ήταν τόσο ενθουσιασμένοι με την αγοραστική δραστηριότητα του Ελβετού, που ακόμα και παγόβουνο να έπεφτε πάνω τους, θα το έσπρωχναν πιο πέρα για να ολοκληρώσουν τη συναλλαγή.

Μόλις οι Ινδοί πληρώθηκαν, έκαναν να δείξουν την πραμάτεια τους και στην υπόλοιπη παρέα. Αλλά ο Αμερικανός τούς αγριοκοίταξε κι αυτοί έκαναν μεταβολή κι

- 34 -

Page 35: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

εξαφανίστηκαν. Το φάντασμα λάτρεψε τον Αμερικανό για το αγριοκοίταγμα αυτό και τρίφτηκε πάνω του με αγάπη. Ο Αμερικανός ένιωσε μια ξαφνική δροσιά, αλλά νόμιζε ότι έφταιγε το αεράκι. Έπειτα, σύστησε στον Ελβετό τον Θεόφιλο, τη Μαρί Κλερ και τον εξωγήινο. Τον ενημέρωσε και για την ύπαρξη ενός φαντάσματος με πονοκέφαλο, μια και δεν μπορούσε να του το συστήσει.

Ο Θεόφιλος έκανε χάζι την τεράστια πετσέτα του Ολυμπιακού στην άμμο. Να είχε καταλάβει άραγε ο Ελβετός ότι αφορούσε ποδοσφαιρική ομάδα; Μπορεί να είχε τα χρώματα της ελβετικής σημαίας, αλλά είχε τόση σχέση με την Ελβετία, όση και τα πυροσβεστικά οχήματα με τον ντοματοπελτέ. F

21

Ο Ελβετός δε φάνηκε να εκπλήσσεται με την παρέα του Αμερικανού. Εντάξει, με τον εξωγήινο έδειξε κάποια έκπληξη, αλλά, σίγουρα, όχι την αναμενόμενη.

Εκείνη τη στιγμή, πέρασε άλλος ένας πωλητής· επίσης από την Ινδία. Αυτός κρατούσε μαγιό, ομπρέλες, σαμπρέλες, πετσέτες θαλάσσης, αντιηλιακά και, γενικά, είδη μπάνιου. Κρίνοντας από τις πετσέτες ποδοσφαιρικών ομάδων που κουβαλούσε, κατάλαβαν από πού είχε αγοράσει ο Ελβετός τα μπανιερά του. Ο Ινδός υπέθεσε ότι κι οι φίλοι του ήθελαν να κολυμπήσουν και τους πλησίασε με χαμόγελο όλο δόντια. Ο Αμερικανός τον αγριοκοίταξε κι αυτόν, λες και θα μονομαχούσαν με εξάσφαιρα κάτω απ’ τον καυτό τον ήλιο. Ο Ινδός έπιασε το υπονοούμενο. Έκανε επιτόπου μεταβολή κι εξαφανίστηκε.

Ο Θεόφιλος έδειξε στον Ελβετό την καφετέρια Edem στο βάθος. Πρότεινε να πάνε εκεί και να συζητήσουν. Ο Ελβετός συμφώνησε, αλλά δίχως να δείξει ιδιαίτερα μεγάλη προθυμία.

«Πηγαίνετε εσείς να πιάσετε τραπέζι», είπε στην παρέα, «και, σ’ ένα τέταρτο, έρχομαι κι εγώ». Και πριν προλάβουν να εκφέρουν άποψη, έτρεξε στη θάλασσα και βούτηξε στο νερό.

Ο Αμερικανός έκανε να διαμαρτυρηθεί, ο Θεόφιλος φώναξε: «δεν έχει το Θεό του ο μπαγάσας», η Μαρί Κλερ έβαλε τα γέλια, κι ο εξωγήινος ένιωσε ζήλια. Δίχως να έχουν σημασία οι αντιδράσεις τους, αφού ο Ελβετός πλατσούριζε ήδη σαν φώκια στην Αρκτική.

21

Σημαία Ελβετίας

Σημαία Ελλάδος

Σημαία Αμερικής

Ολυμπιακού

Παναθηναϊκού

Αεκ

Παοκ

- 35 -

Page 36: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Μόλις το πήραν απόφαση ότι έπρεπε να έχουν υπομονή με τον Ελβετό, πήγαν στην καφετέρια κι έπιασαν ένα τραπέζι στην άμμο· με το πέλαγος να απλώνεται στα πόδια τους σαν τραπεζομάντιλο για πικνίκ. Παρήγγειλαν δύο τοστ για τον Ελβετό – σίγουρα θα πεινούσε μετά το κολύμπι – κι ένα παγωτό σπέσιαλ για τον Αμερικανό. Ο Αμερικανός είχε προσέξει τα ψυγεία με τα παγωτά και τους είχε ρωτήσει σχετικά. Το ζευγάρι πήρε κι αυτό ένα παγωτό σπέσιαλ για να το μοιραστούν και για τον εξωγήινο παρήγγειλαν μια πορτοκαλάδα.

Τα εξακόσια μέτρα της χρυσαφένιας αμμουδιάς απλώνονταν στα δεξιά τους, με φόντο τα πανύψηλα φοινικόδεντρα και τα μοντέρνα κτήρια πιο πίσω. Αν υπήρχαν και λίγοι έφηβοι με ρόλερ σκέιτς, θα νόμιζες πως βρισκόσουν στη Φλόριντα.

Η Μαρί Κλερ καταβρόχθιζε το τοπίο, με την ίδια όρεξη που καταβρόχθιζε το παγωτό του ο Αμερικανός. «Είχες δίκιο», είπε στον Θεόφιλο. «Είναι υπέροχο μέρος. Είχα περάσει κάμποσες φορές με το λεωφορείο, αλλά δεν έδωσα σημασία».

«Μπορούμε να έρθουμε και την άλλη βδομάδα. Να κάνουμε και μπάνιο αυτή τη φορά», πρότεινε αυτός.

Η Μαρί Κλερ χαμογέλασε. «Σύμφωνοι».

Την ώρα που η σερβιτόρα έφερνε την παραγγελία, ήρθε και ο Ελβετός με τα συμπράγκαλα στο χέρι. Φορούσε μόνο το μαγιό και το ρολόι του. Τα ρούχα του ήταν ένα κουβάρι κάτω απ’ τη μασχάλη. Στο άλλο χέρι κρατούσε τα παπούτσια του. Δεν είχε σκεφτεί να αγοράσει σαγιονάρες και οι πατούσες του είχαν τσουρουφλιστεί στην άμμο. Τα παπούτσια του έκαναν μεγάλη εντύπωση στη Μαρί Κλερ. Δεν ήταν απλώς ψηλοτάκουνα· ήταν κανονικές πλατφόρμες, με οχτώ εκατοστά τακούνι. Και δεν ήταν κοντός να πεις ότι τα χρειαζόταν.

«Ή είναι ροκ σταρ, ή πολύ μεγάλο ψώνιο», σκέφτηκε η Μαρί Κλερ. «Από την άλλη, όταν είσαι σε θέση να κατασκευάσεις μια χρονομηχανή, δεν είναι παράλογο να την ψωνίσεις κομμάτι».

Ο Θεόφιλος έκανε να πληρώσει το λογαριασμό, αλλά ο Ελβετός τον πρόλαβε. «Ούτε να το σκεφτείς», είπε στα Αγγλικά. «Είστε καλεσμένοι μου».

«Κρα πλα μα», είπε ο εξωγήινος.

«Παρακαλώ, τίποτα», απάντησε ο Ελβετός. Αλλά την ώρα που πλήρωνε την κοπέλα, κατάλαβε πως κάτι παράξενο συνέβαινε. «Σε τι γλώσσα μιλάει;» ρώτησε τον Αμερικανό, δείχνοντας διακριτικά τον εξωγήινο.

«Στα εξωγήινα», απάντησε αυτός. «Σου έβαλε στο μέτωπο έναν μεταφραστή, γι’ αυτό τον καταλαβαίνεις». Βλέποντας τον Ελβετό να ψαχουλεύει το μέτωπό του με απορία, ο Αμερικανός έσπευσε να διευκρινίσει. «Τον έβαλε την ώρα του μασάζ. Όλοι έχουμε, αλλά δεν τους βλέπεις. Γίνονται ένα με το δέρμα».

Ο Ελβετός ενθουσιάστηκε. «Φοβερή εφεύρεση!» αναφώνησε, κοιτώντας τον εξωγήινο

- 36 -

Page 37: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Ο εξωγήινος έγνεψε με μισόκλειστα μάτια ένα «ευχαριστώ», όπως είχε δει να κάνουν οι γήινοι.

«Οπότε, μπορείτε να μιλάτε στη γλώσσα σας», τον παρότρυνε ο Θεόφιλος. «Θα σας καταλάβουμε».

Ο Ελβετός χαμογέλασε.

«Δική του ήταν κι η ιπτάμενη άμαξα», συμπλήρωσε ο Αμερικανός, δείχνοντας τον εξωγήινο. «Ξέρεις, αυτή στη ζωγραφιά».

Ο Ελβετός κοίταξε τον εξωγήινο με ανοιχτό το στόμα. «Δική του; Δηλαδή, ο Τζον δεν τη φαντάστηκε τελικά».

«Ακριβώς· δεν την φαντάστηκε. Την είδε πραγματικά. Άδικα έφυγες από τη φάρμα τότε».

Ο Ελβετός το σκέφτηκε λίγο και χαμογέλασε ξανά. «Δεν πειράζει. Ό,τι έγινε, έγινε. Τελικά, καλή ιδέα τα τοστ», είπε, πέφτοντας με τα μούτρα στο φαί. «Θα ήθελα κι έναν καφέ, αλλά δεν ξέρω τι να παραγγείλω· ούτε πώς να τον παραγγείλω. Έχετε πάρα πολλούς καφέδες στην Ελλάδα».

«Πείτε μου· τι καφέ θα σας άρεσε να πιείτε;» ρώτησε ο Θεόφιλος.

Ο Ελβετός φάνηκε σκεφτικός. «Συνήθως πίνω καπουτσίνο. Αλλά θα ήθελα να δοκιμάσω κάποιον από τους κρύους καφέδες που έχετε».

Ο Θεόφιλος χαμογέλασε. Κάλεσε τη σερβιτόρα και παρήγγειλε έναν φρέντο καπουτσίνο. «Είναι παγωμένος καπουτσίνο», εξήγησε στον Ελβετό. «Ο απλός φρέντο είναι παγωμένος εσπρέσσο. Γενικά, έχουμε καφέδες για κάθε γούστο. Με καραμέλα, με μπισκότο, με αλκοόλ, ό,τι λαχταράτε. Διόλου απίθανο να φτιάξουν κάποια στιγμή και καφέ με μπέικον, ή καφέ με ρώσικη σαλάτα».

Με το στομάχι γεμάτο και τον παγωμένο καπουτσίνο να χορεύει ρούμπα στον εγκέφαλό του, ο Ελβετός έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να εξηγήσει κάποια πράγματα στην παρέα. Ο Αμερικανός τα ήξερε, αλλά έπρεπε να τα ακούσουν κι οι υπόλοιποι.

Εν ολίγοις, η ιστορία του Ελβετού είχε ως εξής:

Είχε σπουδάσει μηχανολόγος μηχανικός κι είχε κατασκευάσει πολλές έξυπνες πατέντες, τις οποίες προωθούσε στην αγορά μέσω μιας εταιρείας που είχε ιδρύσει. Η εταιρεία πήγε ανέλπιστα καλά κι είχε βγάλει πολλά χρήματα. Αλλά το όνειρό του από μικρός, ήταν να κατασκευάσει μια χρονομηχανή. Όσο έξυπνος κι αν ήταν, το όνειρό του παρέμενε απραγματοποίητο. Ήξερε πώς να τη φτιάξει. Απλώς, χρειαζόταν χρόνο και ησυχία. Στην πραγματικότητα, είχε συλλάβει τον τρόπο κατασκευής της σε ηλικία οχτώ ετών, ακούγοντας τον πατέρα του να μιλάει για μαύρες τρύπες· ότι έχουν τόσο μεγάλη βαρύτητα, που ρουφάνε τα πάντα γύρω τους σαν ηλεκτρικές σκούπες. Αλλά αυτό που του είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν οι χωροχρονικές αλλοιώσεις που συμβαίνουν στο εσωτερικό τους. Αυτές ήταν το κλειδί για τη χρονομηχανή του. Από τότε, οι μαύρες τρύπες τού είχαν γίνει έμμονη ιδέα.

- 37 -

Page 38: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Δεκαετίες ολόκληρες, προσπαθούσε να εντοπίσει τη συσχέτιση ανάμεσα στις μαύρες τρύπες και το χρόνο, με σκοπό να τη μεταφράσει σε μαθηματικές εξισώσεις. Τα μαθηματικά αποτελούν, εν μέρει, το χαλινάρι της φύσης. Όταν μεταφράσεις έναν νόμο της φύσης σε μαθηματικές εξισώσεις, μπορείς κάλλιστα να κατασκευάσεις κι έναν μηχανισμό που θα τον αναπαράγει. Και κάποια στιγμή, το 2003, τα κατάφερε. Είχε βρει τις μαθηματικές εξισώσεις. Το μόνο που απέμενε, ήταν να κατασκευάσει το μηχανισμό· τη χρονομηχανή.

Όταν απόκτησε, κάποια στιγμή, τόσα πολλά λεφτά, ώστε να μην ξέρει τι να τα κάνει, αγόρασε ένα τεχνητό νησί στο Ντουμπάι κι εγκαταστάθηκε εκεί με την αδελφή του.F

22F Η αδελφή του ήταν πενήντα ετών χήρα. Ήταν όμορφη γυναίκα και, παρότι είχε

πολλές προτάσεις, δεν ενδιαφέρθηκε να ξαναπαντρευτεί. Ούτε αυτός παντρεύτηκε ποτέ. Ήταν ερωτευμένος με την επιστήμη του και τη δουλειά του.

Στο νησί εγκαταστάθηκε το 2008. Εκεί βρήκε όσο χρόνο κι ηρεμία χρειαζόταν για την κατασκευή της χρονομηχανής. Τρία χρόνια αργότερα, ήταν έτοιμη. Έμοιαζε με χοντρό ψηφιακό ρολόι, το οποίο φορούσε στο αριστερό του χέρι. Στην ψηφιακή οθόνη του ρολογιού όριζε την ημερομηνία στην οποία ήθελε να μεταφερθεί. Όταν δεν το χρησιμοποιούσε σαν χρονομηχανή, το ρολόι έδειχνε την ώρα.

22

Συγκροτήματα

Uτεχνητών νησιών στο Ντουμπάι Palm Jebel Ali Palm Jumeira The World Palm Deira

Περισσότερα (για e-readers):

HUhttp://en.wikipedia.org/wiki/Palm_IslandsU

Μπορείτε να δείτε τον χάρτη καθαρά, μεγεθύνοντας 400%-500%

(εφόσον διαβάζετε την ηλεκτρονική έκδοση)

- 38 -

Page 39: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Η χρονομηχανή βασιζόταν στη λογική της μαύρης τρύπας. Δημιουργούσε ένα πανίσχυρο βαρυτικό πεδίο γύρω του, που τον κάλυπτε σαν αυγό. Μέσα στο αυγό, επικρατούσαν οι συνθήκες μιας ατομικής μαύρης τρύπας. Ταυτόχρονα, κατηύθυνε τις αλλοιώσεις που αναπτύσσονταν στο χρόνο· διαφορετικά, το βαρυτικό πεδίο θα τον έλιωνε, σαν μεταλλικό χέρι ρομπότ που τσακίζει ένα κουτάκι μπύρας. Πριν προλάβει το βαρυτικό πεδίο να τον λιώσει, αυτός τρύπωνε στην ατομική του χρονοστρέβλωση και γλίτωνε.

Ένα καλό με τη συσκευή ήταν ότι το βαρυτικό πεδίο κάλυπτε και οτιδήποτε ερχόταν σε επαφή μαζί του. Αν κρατούσε το χέρι κάποιου εκείνη τη στιγμή, το αυγό θα περιλάμβανε κι αυτόν. Αυτό βέβαια είχε κι ένα μειονέκτημα· το αυγό κάλυπτε και το έδαφος που πατούσε. Γι’ αυτό, προγραμμάτισε τη συσκευή να περιλαμβάνει μόνο τα παπούτσια του και όχι το έδαφος. Διαφορετικά, η χρονομηχανή θα μετέφερε κι ένα μεγάλο κομμάτι γης. Μπορεί κι ολόκληρο το νησί. Μπορεί κι ολόκληρο το Ντουμπάι, αν είχε μεγάλη ισχύ. Μπορεί κι ολόκληρο τον πλανήτη.

Βέβαια, όσο ακριβής κι αν ήταν οι μετρήσεις του, δεν έπαυε να είναι βαρυτικό πεδίο. Δεν ήταν μηχανή που κόβει σαλάμι, να ρωτήσει ο υπάλληλος πόσο λεπτές να είναι οι φέτες. Κοινώς, πάντα θα έκοβε κάτι. Είτε μια φέτα γης, είτε μια φέτα από τα παπούτσια του. Έτσι, αναγκαζόταν να φοράει ψηλοτάκουνα παπούτσια και να έχει μαζί του κι ένα πακέτο με υγρά μαντιλάκια.

Είχε κάνει πολλά ταξίδια με τη χρονομηχανή. Για παράδειγμα, στην Αρχαία Ελλάδα του 399 π.Χ., την εποχή του Σωκράτη. Ήταν παρών στην Απολογία του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου, καθώς και στην τραγική στιγμή όπου ήπιε το κώνειο. F

23

Ταξίδεψε και στην Αρχαία Αίγυπτο, την εποχή των φαραώ. Καθώς και στην Αρχαία Ρώμη, την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα. Ήταν μάλιστα παρών τη στιγμή της δολοφονίας. Είχε δημιουργηθεί και μία παρεξήγηση με τον Βρούτο και το σινάφι του, επειδή νόμιζαν ότι προσπαθούσε να τους εμποδίσει. Αλλά ο Ελβετός τούς είπε στα λατινικά: «Παρακαλώ, συνεχίστε. Περαστικός είμαι. Μη δίνετε σημασία». Δεν ήταν θέμα σκληρότητας. Απλώς, δεν είχε δικαίωμα να αλλάξει την Ιστορία. Διαφορετικά, ένας Θεός ήξερε – αν ήξερε κι αυτός – τι αλλαγές θα προκαλούσε στο μέλλον.

Ταξίδεψε και στο Βυζάντιο, στο 537 μ.Χ. επί Ιουστινιανού, για να παρευρεθεί στα εγκαίνια του ναού της Αγίας Σοφίας. Καλά, οι γιορτές που ακολούθησαν δεν περιγράφονται. Γλέντι και φαί, μέχρι τελικής πτώσης. Ούτε θυμόταν πόσες μέρες κράτησαν· μόνο ότι γύρισε τρία κιλά βαρύτερος.F

24

23 Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/ΣωκράτηςU 24 Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/Αγία_Σοφία_(Κωνσταντινούπολη)U

- 39 -

Page 40: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Ταξίδεψε και στην Αμερική, όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος πατούσε το πόδι του πρώτη φορά· πιστεύοντας πως ήταν η πατρίδα της γιόγκας και των ελεφάντων. Ήθελε να επισκεφτεί και την Αρχαία Σπάρτη, αλλά φοβόταν την αντίδραση των Σπαρτιατών. Είχε στο πρόγραμμα, πάντως, να επισκεφτεί τις Θερμοπύλες. Ήθελε να δει από κοντά τους τριακοσίους Σπαρτιάτες. Ίσως έριχνε κι ένα χέρι ξύλο στον Εφιάλτη. Εντάξει, πόσο θ’ άλλαζε το μέλλον με κάνα-δυο κλωτσιές στον πισινό του.

Γενικά, είχε καταστρώσει μια μεγάλη λίστα από ιστορικά γεγονότα στα οποία σκόπευε να παραβρεθεί. Μπορεί να κατασκεύασε τη χρονομηχανή για χάρη της ίδιας της εφεύρεσης – δίχως να έχει ιδέα πώς να την εκμεταλλευτεί – αλλά, στη συνέχεια, ανακάλυψε ένα νέο χόμπι· καθαρά συλλεκτικό. Όπως άλλοι συλλέγουν νομίσματα, γραμματόσημα και πεταλούδες, αυτός έκανε συλλογή ιστορικών στιγμών.

Πριν κάνει οποιοδήποτε ταξίδι, φρόντιζε να προμηθευτεί τα κατάλληλα ρούχα εποχής από καταστήματα με αποκριάτικα είδη. Στην ανάγκη, έδινε σχέδια σε ράφτες και του τα έραβαν. Παράγγελνε και λίγα νομίσματα σ’ ένα φίλο του σιδηρουργό. Δεν ήταν και τόσο περίπλοκα τότε. Ούτε γνώριζαν περί πλαστών χρημάτων. Έπαιρνε μαζί του και μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούσε μόνον όταν δεν τον έβλεπε κανείς. Τα μουσεία θα σφάζονταν μεταξύ τους για να αποκτήσουν τις φωτογραφίες του, αλλά δεν ήταν τρελός να τις δείξει σε κανέναν. Ο μόνος άνθρωπος, εξάλλου, που γνώριζε για τη χρονομηχανή – πέρα από τον Αμερικανό, το ζευγάρι και τον εξωγήινο – ήταν η αδελφή του. Σπάνια μιλούσε στους ντόπιους· μόνον όταν υπήρχε ανάγκη, και εφόσον γνώριζε τη γλώσσα φυσικά. Διαφορετικά, παρίστανε τον μουγκό. Κι αν τύχαινε να κινήσει υποψίες, κρυβόταν σε κάποια γωνιά κι επέστρεφε στην εποχή του.

Κάπως έτσι την πάτησε, όταν μεταφέρθηκε στο Κάνσας του 1810. Δεν είχε προετοιμαστεί καλά για το ταξίδι. Δεν γνώριζε ότι την περίοδο εκείνη, κατοικούσαν Γάλλοι στην περιοχή. Είχε ντυθεί σαν Αμερικανός καουμπόι· δίχως τα πιστόλια, για να μην τον προκαλέσουν σε μονομαχία. Για κακή του τύχη, έπεσε πάνω σε μια παρέα μεθυσμένων Γάλλων, που έβαλαν τα γέλια βλέποντάς τον. Ήταν εφτά στον αριθμό. Όταν τον άκουσαν να μιλάει Αγγλικά, σκέφτηκαν να σπάσουν λίγη πλάκα μαζί του.

Μόλις κατάλαβε ο Ελβετός ότι ήταν Γάλλοι, τους μίλησε στα Γαλλικά. Αλλά οι Γάλλοι νόμιζαν ότι προσπαθούσε να τους κοροϊδέψει. Προσπάθησε να το σκάσει, να βρει μια κρυψώνα για να βάλει σε λειτουργία τη χρονομηχανή, αλλά οι Γάλλοι τον είχαν περικυκλώσει. Κάποιος του έριξε μια γροθιά στο στομάχι, να διαπιστώσει τις αμυντικές του ικανότητες. Ο Ελβετός ήξερε λίγη πυγμαχία, αλλά η γροθιά τον βρήκε απροετοίμαστο και τον έριξε στη γη. Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει εξάλλου τόσους πολλούς αντιπάλους. Χώρια που ήταν αρκετά δυνατοί, αφού όλη την ημέρα έχτιζαν, όργωναν κι έκοβαν δέντρα.

- 40 -

Page 41: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Ο Αμερικανός βρισκόταν τυχαία εκεί κοντά και τον άκουσε να μιλά Αγγλικά. Μπήκε στη μέση και τον σήκωσε όρθιο, λέγοντας στους Γάλλους ότι ήταν φίλος του. Ο Αμερικανός δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τους Γάλλους. Αλλά επειδή η γυναίκα του ήταν Γαλλίδα, τον άφηναν στην ησυχία του. Κι έπειτα από τόσα χρόνια, τον είχαν συνηθίσει. Οι Γάλλοι στενοχωρήθηκαν που ο Αμερικανός τούς χάλασε τη διασκέδαση. Αλλά αφού ο επισκέπτης ήταν φίλος του, του επέτρεψαν να φύγει.

Ο Αμερικανός έβαλε τον Ελβετό στο κάρο του και τον πήγε στη φάρμα του. Η περιοχή θύμιζε την τηλεοπτική σειρά: «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι»F

25F. Παντού έβλεπες

πράσινο, γεμάτο αγριολούλουδα, γάργαρα ρυάκια και τροφαντά γελάδια που έβοσκαν ανέμελα. Πού και πού, εμφανίζονταν μεγάλα ξύλινα σπίτια, σαν σοκολατένιες πάστες σε καταπράσινη πιατέλα. Η φάρμα του Αμερικανού περιείχε ένα ξύλινο σπίτι, μία ξύλινη αποθήκη, έναν ξύλινο στάβλο για τα άλογα και τα γελάδια, ένα ξύλινο κοτέτσι και μια μικρή ξύλινη τουαλέτα. Και κάμποσα στρέμματα λιβαδιού, μ’ ένα ρυάκι στα εκατό μέτρα να οριοθετεί τη δυτική πλευρά. Εκεί, ο Ελβετός γνώρισε τη σύζυγο και τον δεκάχρονο γιο του Αμερικανού. Ευγενικά πλάσματα. Ο Αμερικανός μιλούσε στο γιο του Αγγλικά και του μάθαινε τις δουλειές της φάρμας, ενώ η μητέρα του μιλούσε Γαλλικά, μεταλαμπαδεύοντάς του τη γαλλική της κουλτούρα.

Ο Ελβετός ήθελε να φύγει την επομένη από τη φάρμα, για να μη γίνει βάρος. Αλλά ο Αμερικανός δεν τον άφησε. Αφενός, είχε βρει κάποιον να μιλάει Αγγλικά, κι αφετέρου, η σύζυγός του απολάμβανε την κουλτούρα του και το ανοιχτό του πνεύμα. Τους είπε ότι ήταν Ελβετός, δίχως να αποκαλύψει ότι ερχόταν απ’ το μέλλον. Τους μιλούσε για τις σύγχρονες πόλεις – εννοώντας την Ελβετία του 1810 – καθώς και για τη μουσική, τις τέχνες, την επιστήμη, τα ρούχα, τον πολιτισμό γενικά. Τον άκουγαν με ορθάνοιχτα αυτιά. Συνήθως, κάθονταν στη δυτική βεράντα, απολαμβάνοντας έτσι το ηλιοβασίλεμα και τις πολύχρωμες ανταύγειες του στο ρυάκι.

Είχε καθίσει έξι μέρες στη φάρμα. Και θα καθόταν κι άλλες. Αλλά το βράδυ της έκτης μέρας, την ώρα που κάθονταν στη δυτική βεράντα και μιλούσαν για τέχνη, ήρθε ο γιος του Αμερικανού και τους έδειξε τη ζωγραφιά με την ιπτάμενη άμαξα.

«Δεν είχα καταλάβει ότι κάποιος ζωγράφιζε το σκάφος μου», δικαιολογήθηκε ο εξωγήινος. «Ήμουν ενθουσιασμένος που εντόπισα τον κάτοχο της χρονομηχανής και δεν πρόσεξα το παιδί».

«Αντί να έρθει να μας ειδοποιήσει για το σκάφος, κάθισε και το ζωγράφισε», παρατήρησε ο Αμερικανός. «Θα φοβήθηκε μάλλον ότι δε θα τον πιστεύαμε. Κι εδώ που τα λέμε, είχε δίκιο».

Ο Ελβετός συνέχισε τη εξιστόρηση των γεγονότων.

Όταν ο μικρός Τζον έδειξε τη ζωγραφιά στους γονείς του και στον Ελβετό, είπε πως την είχε βγάλει από το μυαλό του. Ο Αμερικανός την κοίταξε με ορθάνοιχτα

25 Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://en.wikipedia.org/wiki/Little_House_on_the_Prairie_%28TV_series%29U

- 41 -

Page 42: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

τα μάτια. Φοβήθηκε πως ο γιος του τρελάθηκε. Κι η γυναίκα του φοβήθηκε, παρά τη γαλλική της κουλτούρα. Ο Ελβετός τους καθησύχασε. Τους είπε ότι ο μικρός Τζον ήταν μια χαρά. Απλώς, ήταν πρωτοπόρος για την εποχή του. Τους μίλησε για το σουρεαλισμό· το καλλιτεχνικό ρεύμα όπου οι καλλιτέχνες συνήθιζαν να ζωγραφίζουν τρελά πράγματα. Τους είπε για τα ρευστά ρολόγια του Σαλβαδόρ Νταλί και εξήγησε το συμβολισμό πίσω από τη φαινομενική παλαβομάρα. F

26F Δίχως να τους αναφέρει ότι

ο Νταλί δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Και γενικά ότι ο σουρεαλισμός δεν ήταν γνωστός ούτε σαν λέξη καν· θα εμφανιζόταν εκατό χρόνια μετά. F

27

Ο Αμερικανός ησύχασε κάπως, ενώ η σύζυγός του χάρηκε για το πρωτοπόρο πνεύμα του γιου της. Ο Ελβετός όμως ένιωσε υπεύθυνος για τη ζωγραφιά. Νόμιζε ότι οι ιστορίες του είχαν ξεσηκώσει τη φαντασία του παιδιού. Και το χειρότερο, μπορεί να είχε αλλάξει και την Ιστορία, δίχως να το θέλει. Γι’ αυτό, το επόμενο πρωί, τους ανακοίνωσε πως θα έφευγε. Όλοι λυπήθηκαν και τον παρακάλεσαν να μείνει κι άλλο, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος. Ο Αμερικανός προθυμοποιήθηκε να τον μεταφέρει με το κάρο του όπου ήθελε, αλλά ο Ελβετός επέμεινε να φύγει μόνος· όπως ήρθε. Μόλις τρύπωσε στα δέντρα, ρύθμισε τη χρονομηχανή κι επέστρεψε στην εποχή του.

Επέστρεψε στο νησί του, στο Ντουμπάι. Δεν μπορούσε όμως να ξεχάσει τον Αμερικανό. Είχαν γίνει καλοί φίλοι τις έξι αυτές ημέρες. Χώρια που βαριόταν μόνος, κι η παρέα του Αμερικανού τού έλειπε πολύ. Γι’ αυτό, την προηγούμενη βδομάδα, ταξίδεψε πάλι στο Κάνσας. Και μόλις έφτασε εκεί, ρύθμισε τη χρονομηχανή του για το έτος 1850.

Οι Γάλλοι είχαν φύγει αρκετά νωρίτερα, το Κάνσας είχε γίνει ολόκληρη πόλη, κι ο Αμερικανός θα ήταν εβδομήντα πέντε ετών. Θα μπορούσαν να συζητήσουν σε άλλη βάση πια. Επιπλέον, ο γιος του θα ήταν πενήντα ετών και θα μιλούσαν για την καλλιτεχνική του πορεία. Του είχε φανεί παράξενο· όσο κι αν έψαξε στο ίντερνετ για Τζον Πάλτροου ζωγράφο, δεν κατάφερε να βρει κάτι.

26 Ο Σαλβαδόρ Νταλί γεννήθηκε στην Ισπανία, στις 11 Μαΐου του 1904. Είναι ένας από τους σημαντικότερους σουρεαλιστές ζωγράφους. Πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 1989. Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/Σαλβαδόρ_ΝταλίU

27

Ο όρος Σουρεαλισμός – ή Υπερρεαλισμός – επινοήθηκε το 1917 από τον Γάλλο ποιητή HΓκιγιώμ ΑπολλιναίρH, ο οποίος χαρακτήρισε το παράδοξο θεατρικό έργο του: “Οι Μαστοί του Τειρεσία”, ως υπερρεαλιστικό δράμα. Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/ΥπερρεαλισμόςU HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/Γκιγιώμ_ΑπολλιναίρU

- 42 -

Page 43: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Φτάνοντας στο Κάνσας του 1850, είδε μια πόλη εντελώς διαφορετική. Μπορεί να απείχε παρασάγγας από το σύγχρονο Κάνσας του 2012, αλλά απείχε κι άλλο τόσο από το λασπότοπο του 1810. Θύμιζε πια κανονική Άγρια Δύση. Ρώτησε για τη φάρμα του Τζέιμς Πάτροου και του είπαν ότι ήταν ακόμα εκεί. Κάποιος έμενε εκεί κοντά και προθυμοποιήθηκε να τον μεταφέρει με το κάρο του.

Η φάρμα ήταν όπως την είχε αφήσει το 1810· καλυμμένη όμως με ένα πέπλο εγκατάλειψης. Λες κι οι ιδιοκτήτες έλειπαν χρόνια σε μακρινό ταξίδι. Ο Ελβετός πήγε στο σπίτι και χτύπησε την πόρτα. Παραλίγο να μην αναγνωρίσει τον Αμερικανό όταν του άνοιξε. Ήταν πλέον ασπρομάλλης, με μέτωπο οργωμένο από βαθιές ρυτίδες. Οι ώμοι του ήταν σκυφτοί, και τον έκαναν να δείχνει καταβεβλημένος από την κούραση. Στο πρόσωπό του είχαν αποτυπωθεί χρόνια ολόκληρα βαθιάς θλίψης.

Ο Αμερικανός τον αναγνώρισε αμέσως, παρότι είχαν περάσει σαράντα χρόνια από την τελευταία φορά που τον είδε. Συνέβαλε και το γεγονός ότι ο Ελβετός δεν είχε αλλάξει καθόλου. Ήταν ίδιος ακριβώς όπως τον θυμόταν. Ο Αμερικανός χαμογέλασε βλέποντάς τον. Στη συνέχεια, έδειξε απορία για το απαράλλαχτο παρουσιαστικό του φίλου του. Έπειτα, χαμογέλασε ξανά και, τέλος, ξαναπήρε το αρχικό βλέμμα θλίψης. Λες και δεν υπήρχε κάτι να τον ταρακουνήσει πια, προκαλώντας του έκπληξη. Λες κι είχε ζήσει πολύ μεγαλύτερες εκπλήξεις τα τελευταία σαράντα χρόνια. Όχι ιδιαίτερα ευχάριστες.

«Πέρνα μέσα», είπε ο Αμερικανός.

Ο Ελβετός τού έσφιξε τον ώμο και μπήκε. Το σπίτι ήταν κι αυτό όπως το είχε αφήσει. Πιο βρώμικο και εμφανώς σκονισμένο, αλλά ίδιο. Ο Αμερικανός τού έκανε νόημα να κάτσει. Στη συνέχεια, έφερε ένα μπουκάλι ουίσκι με δύο γυάλινα ποτήρια και ενημέρωσε τον Ελβετό για τις τελευταίες εξελίξεις.

Μετά την αναχώρηση του Ελβετού από τη φάρμα – το 1810 – ο μικρός Τζον συνέχισε να ζωγραφίζει. Μόνο που τώρα, όλες του οι ζωγραφιές ήταν τρελές όπως αυτή με την ιπτάμενη άμαξα. Λες κι η ιπτάμενη άμαξα στάθηκε η αφορμή για να βρει το καλλιτεχνικό του στυλ. Ζωγράφιζε κάκτους της ερήμου που προσεύχονταν για λίγο νερό, άλογα με φτερά που πετούσαν στα σύννεφα, αγελάδες που μονομαχούσαν με εξάσφαιρα ενώ οι καουμπόηδες έτρωγαν σανό από γούρνες, και δεκάδες παρόμοια παρανοϊκά. Κι όλες οι ζωγραφιές έμοιαζαν ολοζώντανες. Η σύζυγος του Αμερικανού επέμενε πως ο γιος τους έπρεπε να σπουδάσει ζωγραφική. Κι όχι όπου-όπου· έπρεπε να πάει στο Παρίσι. Ο Αμερικανός έφερε αντίρρηση αρχικά, αλλά τελικά, πείστηκε.

Ο γιός τους έφυγε για το Παρίσι το 1820. Ήταν είκοσι ετών. Κάθε τρεις μήνες τους έστελνε γράμμα, όπου μιλούσε για τις σπουδές του, τους φίλους τους, και τη ζωή του εκεί. Δεν έκανε έξαλλη ζωή. Ήταν αφοσιωμένος στο μεγάλο του πάθος, τη ζωγραφική.

- 43 -

Page 44: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Εξάλλου, είχε πάει σε περίεργη περίοδο. Η Γαλλική Επανάσταση είχε λήξει το 1804. Ακολούθησε ο Μέγας Ναπολέων, ο οποίος εξορίστηκε τελικά το 1815 στο νησί της Αγίας Ελένης, έπειτα από μια μεγάλη σειρά πολέμων (με αποκορύφωμα, τη μάχη στο Βατερλώ). Όταν ο Τζον πήγε εκεί, στο θρόνο καθόταν ο Λουδοβίκος ο 18ος.

Ο Τζον είχε την τύχη να σπουδάσει δίπλα σε μεγάλους ζωγράφους της εποχής. Ήταν συμμαθητής και φίλος του Ευγένιου ΝτελακρουάF

28F.

Όταν ξεκίνησε η επανάσταση στην Ελλάδα το 1821, ήθελε διακαώς να πάει εκεί και να αποθανατίσει τα γεγονότα με τα έργα του. Είχε χάσει όλα τα σημαντικά γεγονότα στο Παρίσι και δε σκόπευε να χάσει κι αυτό. Ήθελε όμως να προχωρήσει πρώτα στις σπουδές του, προκειμένου να αποδώσει τα έργα του με τη δύναμη που τα φανταζόταν. Σιγά-σιγά, η επιθυμία του για το ταξίδι άρχισε να ξεθυμαίνει. Αλλά το 1824, όταν ο Ντελακρουά παρουσίασε το έργο του «Οι σφαγές της Χίου», η επιθυμία του Τζον να ταξιδέψει στην Ελλάδα, επανήλθε.

Δεν ήθελε να ζωγραφίσει πράγματα από το μυαλό του. Ήθελε να δει τα μέρη με τα ίδια του τα μάτια, να μιλήσει με τους κατοίκους, να ακούσει τις ιστορίες τους από πρώτο χέρι. Και το 1826, μαθαίνοντας για την Έξοδο του Μεσολογγίου, πήρε τη μεγάλη απόφαση να φύγει. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το νέο έργο του φίλου του – του Ευγένιου Ντελακρουά – με τίτλο: «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου». Αλλά τότε, γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του κι ο έρωτας τον ανάγκασε να ακυρώσει το ταξίδι.

Η Έξοδος του Μεσολογγίου είχε προκαλέσει μεγάλη αναταραχή σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από τη μια, εξυμνούσαν τη γενναιότητα των Ελλήνων που πολεμούσαν για την ελευθερία τους, κι από την άλλη, καταδίκαζαν την άγρια σφαγή τους από τους Τούρκους. Οι Έλληνες δεν το είχαν βάλει κάτω και προσπαθούσαν να πάρουν πίσω την πόλη τους με συνεχείς πολιορκίες.

Τον Απρίλιο του 1828, ο Γάλλος ποιητής Ουζανώ ανέβασε στο Οντεόν μια θεατρική παράσταση, με τίτλο: «Η τελευταία ημέρα του Μεσολογγίου». Αυτή ήταν η

28

Ευγένιος Ντελακρουά

(1798 - 1863)

Οι σφαγές της Χίου

(1824)

Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου (1826)

Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/Ευγένιος_ΝτελακρουάU

- 44 -

Page 45: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

χαριστική βολή για τον Τζον Πάλτροου. Δεν μπορούσε να κάτσει άλλο στο Παρίσι με τίποτα. Αλλά η σύζυγός του έμεινε έγκυος κι αναγκάστηκε να ακυρώσει το ταξίδι για δεύτερη φορά.

Υπήρχε κι ένας άλλος λόγος που είχε βαλθεί να φύγει. Οι Παριζιάνοι δεν εκτιμούσαν τη δουλειά του. Μπορεί οι πίνακές του να ήταν εκπληκτικοί, αλλά τους θεωρούσαν θεότρελους και παρανοϊκούς. Αν είχε γεννηθεί εκατό χρόνια αργότερα, σίγουρα θα τον αποθέωναν θεωρώντας τον ισάξιο του Νταλί. Αλλά την εποχή εκείνη, τον έβλεπαν σαν ένα θεοπάλαβο Αμερικανό.

Όταν το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε τον Μάιο του 1829, τον Τζον Πάλτροου δεν τον χωρούσε ο τόπος. Θα πήγαινε οπωσδήποτε, ο κόσμος να χαλούσε. Η γυναίκα του δεν ήθελε να ταξιδέψει με το μωρό, αλλά ο Τζον ήταν ανένδοτος. «Αν θέλεις να μείνεις, μείνε», της ξεκαθάρισε. «Εγώ φεύγω».

Τότε, συνέβη μία μεγάλη καταστροφή. Ένα συλλέκτης με ανοιχτό μυαλό είχε ενθουσιαστεί με τη δουλειά του Τζον και αγόρασε όλα του τα έργα. Αλλά λίγες μέρες πριν φύγει για το Μεσολόγγι, το σπίτι του συλλέκτη έπιασε φωτιά και όλοι οι πίνακες του Τζον έγιναν στάχτη. Το χτύπημα ήταν αβάσταχτο γι’ αυτόν. Το μοναδικό έργο που είχε απομείνει μετά από τόσα χρόνια, ήταν η ζωγραφιά με την ιπτάμενη άμαξα. Την κουβαλούσε πάντοτε μαζί του και την πρόσεχε ως κόρη οφθαλμού.

«Είναι σημάδι αυτό», του είπε η γυναίκα του. «Δεν πρέπει να φύγουμε».

Αλλά ο Τζον δεν ήθελε να ακούσει. «Ένας λόγος παραπάνω για να φύγουμε», απάντησε. «Δεν υπάρχει πλέον τίποτα να με κρατάει στο Παρίσι. Στο Μεσολόγγι, θα κάνω μια νέα αρχή».

Το τελευταίο γράμμα στην Αμερική, το έστειλε τον Μάιο του 1829· λίγο πριν ξεκινήσει το ταξίδι του για την Ελλάδα, παρέα με τη σύζυγό του και τη νεογέννητη κορούλα τους.

Δυόμισι μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1829, ο Αμερικανός έλαβε μία επιστολή από έναν Έλληνα αξιωματούχο, που τους ενημέρωνε για τον τραγικό θάνατο του γιου του και της νύφης του. Του είχαν στείλει και κάποια προσωπικά τους αντικείμενα. Ανάμεσα σ’ αυτά, και τη ζωγραφιά με την ιπτάμενη άμαξα, λερωμένη με αίμα.

Δέκα χρόνια αργότερα, το 1839, πέθανε κι η σύζυγος του Αμερικανού. Δεν άντεξε άλλο την απώλεια του γιου της. Από τότε, ο Αμερικανός ζούσε μόνος του στη φάρμα σαν φάντασμα. Είχε χάσει το ενδιαφέρον του εντελώς. Ασχολιόταν μόνο με υποτυπώδης εργασίες, κι αυτές, καθαρά για βιοποριστικούς λόγους.

Ο Ελβετός συγκινήθηκε με τον πόνο του Αμερικανού. Κυρίως, επειδή δεν είχε την ευκαιρία να δει τον γιο του μία τελευταία φορά. Έστω, στην κηδεία του. Γι’ αυτό, έκανε κάτι παράτολμο. Έδειξε στον Αμερικανό τη χρονομηχανή και του μίλησε για τα ταξίδια στο χρόνο. Ο Αμερικανός τον πέρασε, στην αρχή, για τρελό. Αλλά έπειτα από κάποιες επιδείξεις, πείστηκε.

«Γιατί μου το έδειξες αυτό», ρώτησε τον Ελβετό.

- 45 -

Page 46: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

«Διότι μπορώ να σε πάω πίσω στο χρόνο, πριν φύγει ο γιος σου για το Παρίσι. Να τον δεις ξανά. Κι αυτόν και τη γυναίκα σου».

Και τότε, ο Αμερικανός τού πρότεινε κάτι άλλο. «Πήγαινέ με στο Μεσολόγγι. Την ώρα που δολοφονήθηκε ο γιός μου».

Ο Ελβετός τον κοίταξε με κατανόηση και του εξήγησε ότι δεν επιτρεπόταν να αλλάξει το παρελθόν. Αν έκανε κάτι τέτοιο, το παρών θα άλλαζε δραματικά. Αλλά ο Αμερικανός επέμενε. Υποσχέθηκε στον Ελβετό ότι δε προσπαθούσε να σώσει τον γιό του. Απλώς, ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια τι είχε συμβεί. Παρά τις αντιρρήσεις που είχε ο Ελβετός, δεν μπορούσε να αρνηθεί. Συμφώνησε να πάνε στο Μεσολόγγι του 1829. Κι επειδή θα ήταν εξαιρετικά χρονοβόρο να ταξιδέψουν στην Ελλάδα με τα μέσα της εποχής, ο Ελβετός τους μετέφερε στο Κάνσας του 2012. Ήρθαν μέχρι την Ελλάδα αεροπορικώς και θα πήγαιναν στο Μεσολόγγι με λεωφορείο. Εκεί, ο Ελβετός θα χρησιμοποιούσε τη χρονομηχανή, για να τους μεταφέρει πίσω στο 1829.

«Απίστευτο ταξίδι!» είπε ο Θεόφιλος, ακούγοντας την ιστορία του Ελβετού.

Η Μαρί Κλερ έγνεψε καταφατικά. «Κι όχι μόνο το ταξίδι. Όλη η ιστορία είναι απίστευτη. Ταξίδια στο χρόνο, στο διάστημα, στην Ιστορία, νομίζω ότι το κεφάλι μου θα εκραγεί».

«Τελικά, το σύμπαν είναι μια μεγάλη γειτονιά», παρατήρησε ο εξωγήινος.

«Και πότε φεύγετε για Μεσολόγγι;» ρώτησε ο Θεόφιλος.

«Α, όποτε βαρεθούμε εδώ», απάντησε ο Ελβετός. «Αυτό είναι το καλό με τα ταξίδια στο χρόνο. Όσο και να καθυστερήσεις την αναχώρησή σου, στο τέλος, πάντα φτάνεις στην ώρα σου». Την προηγούμενη φορά που ήρθε στην Αθήνα (προκειμένου να μεταφερθεί στην εποχή του Σωκράτη) δεν είχε κάτσει πολύ. Ήταν από τα πρώτα του ταξίδια με τη χρονομηχανή κι είχε το άγχος του αρχάριου. Γι’ αυτό τώρα, έβγαζε τα απωθημένα του.

«Σ’ αυτό το ταξίδι, θέλω να έρθω κι εγώ», πετάχτηκε ο εξωγήινος. «Πρέπει να είμαι παρών. Να διασφαλίσω ότι δε θα κάνετε κάτι που θ’ αλλάξει την Ιστορία».

«Δεν έχω πρόβλημα», είπε ο Ελβετός. «Κι ο δικός μου σκοπός αυτός είναι, όπως κατάλαβες. Αλλά αν επιμένεις…»

«Ούτε εγώ έχω πρόβλημα», είπε ο Αμερικανός. «Αρκεί να πάμε καμιά φορά». Δεν ήθελε να πιέσει τον Ελβετό, αλλά δε σκόπευε να κάτσει έναν αιώνα στην Αθήνα. «Δε θέλω να φανώ αχάριστος, αλλά καταλαβαίνεις. Βιάζομαι να ξαναδώ το γιο μου. Και φυσικά, θα δω και τη νύφη μου. Για πρώτη φορά. Ήταν μοντέλο ξέρετε. Πόζαρε σε πίνακες του γιου μου. Έτσι γνωρίστηκαν».

Η Μαρί Κλερ τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Συνειδητοποίησε, για πρώτη φορά, ποια ήταν η νύφη του Αμερικανού. «Μήπως την έλεγαν Κλερ;»

«Πού το ξέρεις;» ρώτησε έκπληκτος ο Αμερικανός.

- 46 -

Page 47: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Η Μαρί Κλερ έβγαλε το μενταγιόν της, το άνοιξε και του το έδειξε. «Μήπως είναι αυτή;»

Ο Αμερικανός έγνεψε αρνητικά. «Λυπάμαι. Δεν γνωρίζω. Ο Τζον δεν έστειλε κάποιο πορτρέτο ή φωτογραφία της».

Η Μαρί Κλερ μίλησε για την προγονή της. Τα λίγα που ήξερε δηλαδή. Όσα είχε πει και στον Θεόφιλο. «Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση αυτό», είπε.

«Δεν υπάρχουν συμπτώσεις», είπε ο Θεόφιλος. «Έπειτα απ’ όσα συνέβησαν, το παράξενο θα ήταν να μιλάμε για διαφορετικά πρόσωπα».

«Δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο», είπε ο Αμερικανός, «εσύ είσαι εγγονή μου».

Η Μαρί Κλερ τον κοίταξε συγκινημένη και του έπιασε το χέρι. «Όντως! Ποιος να μου το ‘λεγε ότι θα γνώριζα σήμερα έναν προπάππου μου. Ο οποίος δεν είναι μόνο ζωντανός, αλλά και καουμπόι στην Άγρια Δύση».

Ο Αμερικανός είχε συγκινηθεί κι αυτός. «Ένας λόγος παραπάνω να γνωρίσω τη νύφη μου», είπε. Δεν τους αποκάλυψε τον αληθινό λόγο του ταξιδιού. Φυσικά και θα προσπαθούσε να σώσει το γιο του από τη δολοφονία. Και το γιο του και τη νύφη του και το μωρό τους. Με όλες του τις δυνάμεις θα προσπαθούσε να τους σώσει και δεν έδινε δεκάρα για την Ιστορία και τις εναλλακτικές ροές της. «Γι’ αυτό και πρέπει να πάμε γρήγορα στο Μεσολόγγι. Αρκετά καθυστερήσαμε».

«Μην ανησυχείς», τον καθησύχασε ο Ελβετός. «Αύριο το πρωί φεύγουμε. Θα πάμε τώρα κιόλας να βγάλουμε εισιτήρια».

«Δεν το πιστεύω!» φώναξε ο Θεόφιλος.

«Τι έγινε πάλι;» ρώτησε η Μαρί Κλερ, κοιτώντας τον με απορία. «Κι άλλη διαβολική σύμπτωση;»

«Φυσικά. Ο σταθμός των λεωφορείων για το Μεσολόγγι βρίσκεται στο δρόμο μας για την επόμενη καφετέρια».

«Α, όχι! Όχι άλλη καφετέρια!» Η Μαρί Κλερ έπιασε το στομάχι της που είχε αρχίσει να παραπονιέται. «Αρκετούς καφέδες ήπιαμε ήδη!»

Ο Θεόφιλος κοίταξε την παρέα σκεφτικός. «Το θέμα δεν είναι η καφετέρια· είναι άλλο. Το δρομολόγιο του Γιουτζίν συγκλίνει απίστευτα με το δικό μας. Λες κι οι δρόμοι μας αλληλοσυμπληρώνονται».

«Αυτό, νομίζω, το ξαναείπες», παρατήρησε ο Αμερικανός.

«Όντως. Αλλά τότε μιλούσα θεωρητικά. Ενώ τώρα, η Μαρί Κλερ αποδείχτηκε συγγενής σου. Κι αυτό που με απασχολεί είναι κι η δική μου θέση στην ιστορία».

«Καλά, αυτό δεν είναι απαραίτητο», είπε ο Αμερικανός. «Δεν υπάρχει λόγος να εμπλέκεσαι κι εσύ».

«Κι όμως, είναι». Ο Θεόφιλος τούς έδειξε το τατουάζ στο δεξί του χέρι· λίγο πιο πάνω απ’ τον καρπό· με το σπαθί και το κουμπούρι διασταυρωμένα και το σταυρό

- 47 -

Page 48: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

στο φόντο. «Το 1829, στο Μεσολόγγι, δε βρισκόταν μόνον ο γιός σου κι η νύφη σου, αλλά κι ο δικός μου πρόγονος. Αυτός χάραξε πρώτος το τατουάζ αυτό. Κι έπειτα, το χάραξε και στο γιο του. Μπορεί να ήταν παρών και στη δολοφονία του Τζον».

Ο Αμερικανός κι ο Ελβετός αλληλοκοιτάχτηκαν έκπληκτοι.

«Υπάρχει κάτι ακόμα που δεν γνωρίζετε», συνέχισε ο Θεόφιλος. «Με τη Μαρί Κλερ γνωριστήκαμε σήμερα για πρώτη φορά· εντελώς τυχαία. Κι αποφασίσαμε, έτσι ξαφνικά, να γυρίσουμε ολόκληρη την Αθήνα. Σύμπτωση να ‘ναι κι αυτό; Γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να παραμείνουμε στο πρόγραμμά μας. Διότι οι “συμπτώσεις” δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί».

«Συμφωνώ κι εγώ», παρατήρησε ο εξωγήινος. «Όλοι ακολουθήσαμε τις δικές μας διαδρομές κι ανακαλύψαμε πολλά πράγματα. Πρέπει τα παιδιά να συνεχίσουν τη δική τους διαδρομή. Κι εμείς πρέπει να τους ακολουθήσουμε, γιατί η διαδρομή τους αφορά κι εμάς».

Ο Αμερικανός κι ο Ελβετός πείστηκαν.

«ΟΚ, ας ξεκινήσουμε τότε», πρότεινε ο Αμερικανός. «Αρκετά κάτσαμε εδώ».

«Ποια είναι η επόμενη στάση;» ρώτησε η Μαρί Κλερ.

«Το πάρκο περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης Αντώνης Τρίτσης. Γνωστό ως πάρκο Τρίτση».

Ο Ελβετός κοίταξε το ρολόι του. «Δε θα είναι κλειστό τέτοια ώρα;»

«Απ’ όσο ξέρω, είναι ανοιχτό μέχρι αργά το βράδυ», απάντησε ο Θεόφιλος. «Εξάλλου, αν το πεπρωμένο μάς περιμένει εκεί, θα είναι οπωσδήποτε ανοιχτό. Είναι θέμα καρμικής ευαισθησίας».

Φτάνοντας στη στάση του τραμ, ο Θεόφιλος πλησίασε τον Ελβετό. «Μπορώ να σας κάνω μια προσωπική ερώτηση;»

«Φυσικά», απάντησε αυτός.

«Μήπως ενεργοποιήσατε τη χρονομηχανή και στην Αθήνα; Και συγκεκριμένα στη Νέα Φιλαδέλφεια;» Ακούγοντας την ερώτηση οι υπόλοιποι, μαζεύτηκαν κοντά τους με τα αυτιά ορθάνοιχτα.

Ο Ελβετός χαμογέλασε. «Όντως. Πήγα στο 1981· στη θρυλική συναυλία του Ρόρυ Γκάλαχερ. Τι με κοιτάτε έτσι; Λατρεύω τη ροκ. Κι ιδιαίτερα τον Γκάλαχερ».F

29

29 Στις 12 Σεπτεμβρίου 1981, ο Ρόρυ Γκάλαχερ έδωσε συναυλία στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Κατά τη διάρκειά της, κάηκαν καταστήματα, κι έπεσαν δακρυγόνα από τις δυνάμεις των ΜΑΤ. Ο ίδιος ο Γκάλαχερ δήλωσε ότι ήταν η πιο επικίνδυνη συναυλία που έδωσε ποτέ. Περισσότερα (για e-readers): HUhttp://rorygallagher.wordpress.com/U HUhttp://www.youtube.com/results?search_query=gallagher+athensU

- 48 -

Page 49: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

9BΣτάση 9η – Πάρκο Τρίτση (δίχως καφέ)

F

30

Όταν έφτασαν στο πάρκο, είχε νυχτώσει. Οι φανοστάτες στα πλακόστρωτα μονοπάτια είχαν ανάψει, κάνοντας το περιβάλλον ιδιαίτερα ρομαντικό. Χρυσαφένιες ανταύγειες στην επιφάνεια της λίμνης τής χάριζαν ατμόσφαιρα μυστηρίου. Κόσμος σεργιανούσε γύρω της, χαζεύοντας το ειδυλλιακό τοπίο και τις κοιμισμένες χήνες.

Ο διάχυτος ρομαντισμός χτύπησε την παρέα σαν ίωση. Ο Θεόφιλος κι η Μαρί Κλερ πιάστηκαν χεράκι-χεράκι και χαμογελούσαν λες και μασουλούσαν ζαχαρωτά. Ο Αμερικανός θυμήθηκε τη σύζυγό του, κι ο Ελβετός, τις εξωτικές ομορφιές του νησιού του. Μόνον ο εξωγήινος έμεινε ανεπηρέαστος· όσον αφορούσε το ρομαντικό σκέλος. Η λίμνη είχε ξυπνήσει τη λαιμαργία του για άλλη μια φορά. Ήθελε να βουτήξει, να τη πιει μονορούφι. Τόσους πλανήτες είχε επισκεφτεί, πρώτη φορά έβλεπε τόσο πολύ φαί αραδιασμένο σε δημόσιους χώρους.

Υπήρχαν δύο καφετέριες στο πάρκο. Η πρώτη βρισκόταν μπροστά στη λίμνη, κι η δεύτερη, στην κορυφή ενός λοφίσκου, απ’ όπου έβλεπες ολόκληρη τη λίμνη από 30 Οι φωτογραφίες είναι από την ιστοσελίδα του πάρκου: HUwww.parkotritsi.grU

- 49 -

Page 50: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

ψηλά. Αν η παρέα σκόπευε να κάτσει, θα είχε σοβαρό πρόβλημα να επιλέξει κάποια από τις δύο. Αλλά τα στομάχια τους έμοιαζαν με βυτιοφόρα από τα πολλά υγρά, κι έτσι, προτίμησαν να βολτάρουν.

Μετά από λίγο περίπατο, ο Αμερικανός, ο Ελβετός κι ο εξωγήινος κάθισαν σ’ ένα παγκάκι μπροστά στη λίμνη. Κάποιες ξενύχτισσες πάπιες κολύμπησαν προς το μέρος τους διακριτικά. Μπορεί οι νεοφερμένοι να είχαν φέρει μαζί τους κάνα κομμάτι ψωμί και δεν έλεγε να χάσουν το νυχτερινό σνακ.

Ο ζευγάρι προτίμησε ένα μικρό ξύλινο κιόσκι, εκατό μέτρα πιο πέρα. Στημένο σε μια ειδυλλιακή γωνιά της λίμνης, με αναρριχητικά φυτά πλεγμένα στις δοκούς του, έμοιαζε προορισμένο να φιλοξενεί τα αγκαλιασμένα βλέμματα των ερωτευμένων.

«Δεν τα αφήσαμε ήσυχα τα παιδιά όλη μέρα», παρατήρησε ο Αμερικανός. «Τους ζαλίσαμε με τα προβλήματά μας».

«Φαντάζομαι, ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία και γι’ αυτά», είπε ο Ελβετός. «Δε συναντάς κάθε μέρα έναν εξωγήινο κι έναν καουμπόι από την Άγρια Δύση».

Ο Αμερικανός έγνεψε καταφατικά. «Φαντάζομαι, αυτό είναι αλήθεια».

Ο εξωγήινος τον μιμήθηκε γνέφοντας επίσης.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Αμερικανός δε θεωρούσε τον εαυτό του αξιοθέατο. Ούτε γνώριζε για τις χιλιάδες ταινίες γούεστερν που είχαν γυριστεί. Ονόματα όπως Τζον Γουέιν και Κλιντ Ίστγουντ ήταν παντελώς άγνωστα σ’ αυτόν. Από σύγχρονους καλλιτέχνες, γνώριζε μόνο τη Lady Gaga και τον 50 Cent· από βιντεοκλίπς που έτυχε να δει στην τηλεόραση ενός φαστφουντάδικου στο Κάνσας, ενώ δοκίμαζε το πρώτο του χάμπουργκερ.F

31

Ο εξωγήινος ρώτησε τον Ελβετό για τη λειτουργία της χρονομηχανής, κι ο Ελβετός ρώτησε τον εξωγήινο για τη λειτουργία του μεταφραστή. Στη συνέχεια, ο Αμερικανός ρώτησε τον Ελβετό για το νησί του στο Ντουμπάι. Μόλις ο εξωγήινος συνειδητοποίησε τι πάει να πει νησί – ένα κομμάτι γης, μέσα σε μια θάλασσα από φαί – άρχισε να ρωτάει κι αυτός σχετικά. Όχι τόσο από περιέργεια, αλλά επειδή το έβλεπε σαν ιδανική περίπτωση για να μεταναστεύσει. Τον είχε βαρεθεί τον πλανήτη του πια. Εξάλλου, είχε μεγαλώσει αρκετά· κόντευε τα διακόσια πενήντα, σύμφωνα με το γήινο σύστημα αρίθμησης. Πόσο θα δούλευε ακόμα; Κι ο Ελβετός έριχνε λάδι στη φωτιά,

31

HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/Τζον_ΓουέινU

HUhttp://el.wikipedia.org/wiki/Κλιντ_ΊστγουντU

HUhttp://en.wikipedia.org/wiki/50_CentU

HUhttp://en.wikipedia.org/wiki/Lady_GagaU

- 50 -

Page 51: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

περιγράφοντας το νησί του με τα πλέον εγκωμιαστικά λόγια. Όχι τόσο από καμάρι, αλλά επειδή θεωρούσε τον Αμερικανό ιδανική περίπτωση για τη χήρα αδελφή του.

Κι όσο η παρέα έλεγε τα δικά της, ο Θεόφιλος κι η Μαρί Κλερ ζαχάρωναν με τα βλέμματα στο κιόσκι, κρατώντας σφιχτά ο ένας τα χέρια του άλλου. Κανείς από τους πέντε δεν πρόσεξε ότι ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει δραματικά. Ώσπου δεν έμεινε κανείς στο πάρκο, πέρα από αυτούς.

Υπεύθυνο ήταν το φάντασμα. Διαπερνούσε τους επισκέπτες σαν σουβλάκια κι αυτοί έφευγαν άρον-άρον, με την τρίχα κάγκελο από το ρίγος· και τον υποβόσκοντα φόβο πως κάτι μυστηριώδες και μεταφυσικό συνέβαινε στο πάρκο.

Το ζευγάρι άφησε το κιόσκι κάποια στιγμή, κι έκανε μια βόλτα σ’ ένα δασάκι εκεί κοντά. Περπατούσαν ανάμεσα στα πεύκα, όταν άκουσαν έναν παράξενο θόρυβο πίσω τους· σαν να σέρνεται κάτι στο χώμα. Γύρισαν κι είδαν μια γυναικεία φιγούρα.

Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα αλλά απλανή, σαν να την είχαν υπνωτίσει. Τα μαλλιά της, γκρίζα κι ανακατωμένα· λες και την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Τα ρούχα της ήταν παμπάλαια, βρώμικα και σκισμένα σε πολλά σημεία. Ένας καφετής στρογγυλός λεκές στο πουκάμισό της, έδειχνε ότι κάποιος την είχε μαχαιρώσει παλιά. Το πόσο παλιά, ήταν αδιευκρίνιστο. Σίγουρα, πάντως, όταν ήταν ζωντανή.

Στεκόταν οχτώ μέτρα μακριά και τους κοίταζε με το απλανές της βλέμμα, λες και παρακολουθούσε θεατρική παράσταση πίσω τους.

Η Μαρί Κλερ έκανε να φωνάξει, αλλά της είχε κοπεί η φωνή.

Ο Θεόφιλος στάθηκε μπροστά της να την προστατέψει. «Ωραία!» είπε από μέσα του. «Δεν μας έφτανε το φάντασμα κι ο εξωγήινος, πλάκωσε και το ζόμπι! Ένας λυκάνθρωπος μένει ακόμα να συμπληρωθεί το καρέ».

Μπορεί λυκάνθρωπος να μην υπήρχε, αλλά ο Θεόφιλος δεν είχε πέσει πολύ έξω. Το ζευγάρι είδε καπνό να βγαίνει από τις φυλλωσιές δίπλα στη νεκρή γυναίκα, λες και γύριζαν ταινία τρόμου κι έφτιαχναν τεχνητή ομίχλη.

«Τζέιμς! Γιουτζίν!» φώναξε ο Θεόφιλος. Όχι πολύ δυνατά, για να μην ταράξει το ζόμπι· καθώς κι «αυτό» που ήταν υπεύθυνο για τον καπνό. Αλλά ο Αμερικανός κι ο Ελβετός ήταν απορροφημένοι στην κουβέντα τους και δεν τον άκουσαν.

Ο καπνός δυνάμωσε και μύριζε καμένη σάρκα. Πλοκάμια ομίχλης τύλιξαν το ζόμπι, το οποίο είχε αρχίσει να βαδίζει προς το μέρος του ζευγαριού.

«Τζέιμς! Γιουτζίν! Φιλαδέλφεια!» φώναξε ο Θεόφιλος ξανά· πιο δυνατά αυτή τη φορά. Δίχως όμως να πάρει απάντηση. Έκανε να τραβήξει τη Μαρί Κλερ προς τα πίσω, να απομακρυνθούν απ’ την περιοχή, αλλά αυτή είχε παγώσει στη θέση της. Λες κι η νεκρή γυναίκα τής ασκούσε μια παράξενη γοητεία.

Κι εκείνη τη στιγμή, διαπίστωσαν ποιος ήταν υπεύθυνος για τον καπνό. Ένας άντρας ξεπρόβαλε από τις φυλλωσιές και στάθηκε πίσω από τη νεκρή γυναίκα. Ήταν φαλακρός με μακριά γενειάδα· και λεπτός, αλλά γεροδεμένος. Φορούσε ράσο ιερέα κι

- 51 -

Page 52: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

έναν μεγάλο χρυσό σταυρό στο στήθος. Πυκνός καπνός έβγαινε από το σημείο όπου ακουμπούσε ο σταυρός, λες και του έκαιγε τη σάρκα.

Η νεκρή είχε πλησιάσει το ζευγάρι στα τέσσερα μέτρα, όταν ο άντρας άνοιξε το στόμα του. Το ζευγάρι νόμιζε πως θα μιλούσε· ή ότι θα φώναζε το ζόμπι. Είδαν όμως να ξεπροβάλλουν δύο μεγάλοι κυνόδοντες, ενώ τα μάτια του έγιναν κόκκινα. Και το χειρότερο, άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους, πίσω από το ζόμπι.

Η Μαρί Κλερ έβγαλε μια κραυγή κι ο Θεόφιλος ύψωσε τις γροθιές του. Αυτή τη φορά, ο Αμερικανός, ο Ελβετός κι ο εξωγήινος τούς άκουσαν, κι έτρεξαν προς το μέρος τους. Είδαν από μακριά το ζόμπι και τον βρικόλακα να πλησιάζουν το ζευγάρι, κι έβαλαν ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Αλλά βρίσκονταν μακριά.

Το ζόμπι είχε βάλει στόχο τη Μαρί Κλερ. Την κοιτούσε σαν λιχουδιά. Αλλά ένα μέτρο πριν τη φτάσει – και πριν ανακαλύψει ο Θεόφιλος αν θα μπορούσε να την προστατέψει αποτελεσματικά – ο βρικόλακας άρπαξε το ζόμπι από τους ώμους και το σταμάτησε. Η νεκρή γυναίκα τέντωσε τα χέρια της προς τη Μαρί Κλερ, αλλά ο βρικόλακας την κρατούσε γερά.

«Μη φοβάστε», είπε ο βρικόλακας, απευθυνόμενος στο ζευγάρι. Η φωνή του ήταν βαθιά και απόκοσμη, λες και μιλούσε από τον πάτο πηγαδιού. Οι κυνόδοντες έλαμπαν στο σκοτάδι σαν φωσφορούχα μαργαριτάρια. Ο καπνός από το στήθος του είχε τυλίξει αυτόν και τη νεκρή γυναίκα και πλησίαζε επικίνδυνα και το ζευγάρι.

Ο Αμερικανός κι ο Ελβετός είχαν φτάσει σχεδόν κι ήταν έτοιμοι να ορμήξουν. Ο εξωγήινος έτρεχε κι αυτός ξοπίσω, προσέχοντας μην μπλεχτεί στην καμπαρντίνα του και φάει καμιά τούμπα.

Και τότε, ο Θεόφιλος το είδε. Καθώς ο βρικόλακας κρατούσε το ζόμπι, τα μανίκια του ράσου είχαν ανασηκωθεί, αποκαλύπτοντας το τατουάζ στο δεξί του χέρι· λίγο πιο πάνω από τον καρπό· ίδιο ακριβώς με το δικό του.

«Τι στο διάολο!» φώναξε ο Θεόφιλος, κοιτώντας το τατουάζ με γουρλωμένα μάτια. Κι εκείνη τη στιγμή, άκουσε το ζόμπι να φωνάζει: «Κλερ!... Κλερ!... Κλερ!...»

Πριν προλάβει το ζευγάρι να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, ο Αμερικανός έπεσε πάνω στον βρικόλακα κι ο Ελβετός στο ζόμπι. Αν ήταν άνθρωποι ζωντανοί, θα είχαν πέσει κάτω σαν πλαστικές κούκλες. Αλλά αυτοί απλώς οπισθοχώρησαν λίγο· δίχως να γονατίσουν καν. Λες και τους είχε σπρώξει κάποιος περαστικός στο μετρό.

«Μη! Σταματήστε!» φώναξε ο Θεόφιλος. «Δε θέλουν να μας βλάψουν!»

Ο Αμερικανός κι ο Ελβετός κοίταξαν τον Θεόφιλο, με τις γροθιές τους ακόμα υψωμένες. Ο Θεόφιλος επανέλαβε την παράκλησή του, κι αυτοί στάθηκαν δίπλα στο ζευγάρι. Ο εξωγήινος στάθηκε κι αυτός δίπλα τους, κι έβγαλε δύο μεταφραστές για τα νέα μέλη της παρέας· δίχως να γνωρίζει περί ζόμπι και βρικολάκων και, συνεπώς, για το άστοχο της κίνησής του.

- 52 -

Page 53: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Η νεκρή γυναίκα πλησίασε ξανά τη Μαρί Κλερ, με χέρια υψωμένα· και τον βρικόλακα πίσω της να τη συγκρατεί. «Ήσυχα Κλερ!» της είπε. «Ήσυχα!» Το ζόμπι υπάκουσε και κατέβασε τα χέρια, δίχως να πάψει στιγμή να κοιτάζει την κοπέλα.

Η Μαρί Κλερ κατάλαβε ποια ήταν η νεκρή γυναίκα. Έβγαλε το μενταγιόν από το στήθος της, κι αφού το άνοιξε, το έδειξε στο ζόμπι. Ένα ρεύμα αέρος φύσηξε στη στιγμή, σαν μικρός τυφώνας.

«Το φάντασμα!» είπε ο εξωγήινος, κοιτώντας ολόγυρα.

Ο αέρας τους διαπέρασε με δύναμη κι έπεσε πάνω στο ζόμπι. Την επόμενη στιγμή, τα μάτια του ζόμπι έχασαν το απλανές τους βλέμμα κι έμοιαζαν ανθρώπινα πια. Και καρφώθηκαν στη Μαρί Κλερ, έτοιμα να κλάψουν.

«Κλερ…», ψιθύρισε η νεκρή γυναίκα, απλώνοντας το χέρι να την αγγίξει στο μάγουλο. Όλοι κινήθηκαν αστραπιαία για να την προστατέψουν. Αλλά ο βρικόλακας πρόλαβε και την εμπόδισε.

Κι ο Θεόφιλος, από τη μεριά του, κατάλαβε ποιος ήταν ο βρικόλακας ιερέας. Σήκωσε το χέρι του και του έδειξε το δικό του τατουάζ.

Ο βρικόλακας ιερέας το κοίταξε με δέος και το σύγκρινε με το δικό του. Ήταν ολόιδια. Το πρόσωπό του πήρε αμέσως μια περίεργη έκφραση. Είχε συγκινηθεί.

«Ας πάμε εκεί να μιλήσουμε», είπε ο βρικόλακας με βαθιά φωνή, δείχνοντας το κιόσκι. Έβγαλε το σταυρό από το στήθος του κι αυτό σταμάτησε να καπνίζει. Ο καπνός έβγαινε τώρα από τα χέρια του, που καίγονταν σαν παϊδάκια στα κάρβουνα. Πνίγοντας έναν μορφασμό πόνου, έβγαλε ένα μικρό κουτί από την τσέπη του ράσου, κι έκρυψε μέσα το σταυρό. Μόλις οι καπνοί σταμάτησαν, ακολούθησε την παρέα στο κιόσκι· με τη νεκρή γυναίκα να τον συνοδεύει. Εκεί, τους διηγήθηκε την ιστορία του.

Ήταν ιερέας στο Μεσολόγγι. Ήταν ο πρόγονος του Θεόφιλου που συμμετείχε στην ηρωική Έξοδο. Κι η νεκρή γυναίκα ήταν η Γαλλίδα πρόγονος της Μαρί Κλερ· το μοντέλο.

«Η σύζυγος του γιου μου!» φώναξε ο Αμερικανός.

«Τζον!...» ψιθύρισε το ζόμπι. «Τζον!... Τζον!... Κλερ!»

«Τι απέγινε ο γιός μου;» φώναξε ο Αμερικανός, αλλά η νεκρή δεν απάντησε. Μόνο τον κοίταξε με απίστευτη αγάπη. Κι ο βρικόλακας συνέχισε τη διήγησή του.

Ο Τζον και η Κλερ πήγαν στο Μεσολόγγι αρχές Ιουνίου του 1829· ένα μήνα μετά την απελευθέρωση. Ο Τζον είχε πάει με τους καμβάδες του και τις μπογιές του, με σκοπό να ζωγραφίσει πίνακες για την πολιορκία της πόλης και την ηρωική Έξοδο. Η Κλερ κρατούσε την κόρη τους· μωρό ακόμα, ενός έτους. Δεν είχαν πού να μείνουν, κι ο ιερέας ανέλαβε να τους φιλοξενήσει. Τα περισσότερα σπίτια είχαν καταστραφεί, και όσοι κάτοικοι επέστρεψαν, άρχισαν να τα ξαναχτίζουν. Αυτός έκανε τα τατουάζ στα χέρια του ιερέα και του γιου του. Είχε μάθει την τεχνική στο Παρίσι. Δικό του ήταν και το σχέδιο με τα διασταυρωμένα όπλα και το σταυρό στο φόντο.

- 53 -

Page 54: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Πριν αρχίσει να ζωγραφίζει τον πρώτο του πίνακα, είχε γυρίσει όλη την πόλη, είχε γνωρίσει τους μισούς κατοίκους κι είχε κάνει δεκάδες ερωτήσεις για την Έξοδο, και για την περίοδο της πολιορκίας. Ήθελε να μάθει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Κι οι κάτοικοι λαχταρούσαν να διηγηθούν τα βάσανα που είχαν υποστεί, γι’ αυτό του διηγούνταν με τις ώρες, όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά και τις προσωπικές τους ιστορίες. Κι αυτός τους άκουγε με απίστευτη υπομονή και κατανόηση. Όλοι τον λάτρευαν στο Μεσολόγγι και ανυπομονούσαν να δουν τα έργα του να παίρνουν σάρκα και οστά.

Όταν ξεκίνησε τον πρώτο του πίνακα, ένιωθε πως είχε βιώσει την πολιορκία ο ίδιος, κι ότι είχε πολεμήσει στο πλευρό των κατοίκων. Κι όλα αυτά τα συναισθήματα τα αποτύπωσε στο μουσαμά. Από το πρώτο κιόλας σχέδιο με το κάρβουνο, φαινόταν ξεκάθαρα πως θα γινόταν ένας πίνακας μεγαλειώδης. Ένας πίνακας υπερβατικός.

Τα τείχη της πόλης έμοιαζαν να ακτινοβολούν στο έργο του, λες κι ήταν από χρυσάφι. Οι Μεσολογγίτες ορμούσαν ανεβασμένοι σε σύννεφα, λες κι ήταν άγγελοι του θανάτου που τιμωρούσαν τους εισβολείς. Τους Τούρκους τους είχε ζωγραφίσει με καμπούρες, με μαλλιαρές επιδερμίδες και άγρια μοχθηρά πρόσωπα, λες κι ήταν λύκοι που τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες. Δεν παρουσίαζε απλώς μια μάχη, μα τον αιώνιο αγώνα ανάμεσα στο καλό και το κακό· στο φως και το σκοτάδι.

Είχε στήσει τον πίνακα είκοσι μέτρα έξω από τα τείχη. Είχε τεράστιο μέγεθος και τον ζωγράφιζε πολλές ώρες κάθε μέρα. Πολλοί κάτοικοι άφηναν τις δουλειές τους και πήγαιναν να θαυμάσουν τη δουλειά του. Όταν άρχισε μάλιστα να βάζει χρώματα, νόμιζαν πως ξαναζούσαν τις φρικιαστικές εκείνες στιγμές. Στριμώχνονταν πίσω του για μια ματιά και, μόλις τον έβλεπαν, έφευγαν δακρυσμένοι. Ο Τζον είχε συγκινηθεί με την ανταπόκριση του κόσμου. Γι’ αυτό, υποσχέθηκε να τους χαρίσει τον πίνακα· να τον βάλουν σε κοινή θέα και να τον βλέπουν όλοι. Είτε στο δημαρχείο, είτε όπου αλλού ήθελαν.

Πολλοί από τους κατοίκους συμμετείχαν στον πίνακα σε ρόλο μοντέλου. Τους είχε βάλει σε διάφορες στάσεις – όταν έκανε το αρχικό σχέδιο με το κάρβουνο – και τους ζωγράφιζε. Στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί είχαν πάρει μέρος και στην Έξοδο. Οπότε, δεν ήταν ακριβώς μοντέλα· ήταν ήρωες και ζωγράφιζε τα κατορθώματά τους.

Η Κλερ τον περισσότερο καιρό ήταν δίπλα του. Άλλοτε πόζαρε σαν μοντέλο σε διάφορες θέσεις, άλλοτε έφερνε φαί κι έτρωγαν μαζί, κι άλλοτε έκανε βόλτες εκεί γύρω με το μωρό στην αγκαλιά, συζητώντας με τους κατοίκους και προσπαθώντας να μάθει Ελληνικά.

Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να τον ολοκληρώσει. Ήταν είκοσι τρεις Ιουνίου· σαν σήμερα. Ο Τζον είχε μείνει έξω ως αργά. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κι η Κλερ τον παρακαλούσε να επιστρέψουν στην πόλη. Αλλά αυτός ήθελε να μελετήσει τα δέντρα, τους δρόμους και τα πρόσωπα στο ημίφως, για να αποδώσει τον τούρκικο στρατό. Ο ιερέας βγήκε κι αυτός έξω, ανησυχώντας για την Κλερ και το μωρό. Πήγε κοντά τους και τους ζήτησε να επιστρέψουν στην πόλη. Ο Τζον κατάλαβε την αγωνία του ιερέα. Του χαμογέλασε κι άρχισε να μαζεύει τα σύνεργά του για να επιστρέψουν όλοι μαζί.

- 54 -

Page 55: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Εκείνη τη στιγμή, μια συμμορία τεσσάρων αντρών ξεπρόβαλε από τα δέντρα. Ήταν Τούρκοι. Δεν είχαν φύγει με τους υπόλοιπους κατά την απελευθέρωση, αλλά κρύβονταν στο δάσος. Οι τρεις κρατούσαν μαχαίρια. Ο τέταρτος ήταν βρικόλακας.

«Δεν ξέρω πώς προέκυψε ο μύθος με τον κόμη Δράκουλα», παρατήρησε ο ιερέας. «Ίσως τον δάγκωσε κάνας Τούρκος βρικόλακας, την ώρα που οι Ρουμάνοι πολεμούσαν τον τούρκικο στρατό». Έπειτα, συνέχισε τη διήγησή του.

Δύο από τους συμμορίτες επιτέθηκαν στον Τζον και τον μαχαίρωσαν πολλές φορές με απίστευτο μίσος. Κι έπειτα, κομμάτιασαν τον πίνακα του. Ο τρίτος Τούρκος έβαλε στόχο την Κλερ. Ο ιερέας έτρεξε να την προστατέψει, αλλά ο βρικόλακας τον άρπαξε από πίσω και τον δάγκωσε στο λαιμό. Ο τρίτος Τούρκος μαχαίρωσε την Κλερ στο στήθος, προσπαθώντας να σκοτώσει και το μωρό. Αυτή έπεσε κάτω, κρατώντας την κόρη της σφιχτά. Ο βρικόλακας μύρισε το αίμα της Κλερ. Όρμησε κατά πάνω της και τη δάγκωσε κι αυτή στο λαιμό. Χορτάτος από αίμα πια, μάζεψε τους άλλους τρεις Τούρκους κι έφυγαν.

Ο ιερέας σύρθηκε προς το μέρος της και τράβηξε από το σώμα της το μωρό. Ήταν ακόμα ζωντανό. Η μαχαιριά δεν το είχε πετύχει.

Κάποιοι κάτοικοι της πόλης άκουσαν κραυγές και βγήκαν από τα τείχη. Είδαν τα πεσμένα κορμιά και τους συμμορίτες να απομακρύνονται. Τους κυνήγησαν. Τους τρεις Τούρκους – τους ανθρώπους – τους έπιασαν σύντομα και τους μετέφεραν στην πόλη. Εκεί, οι πολίτες έπεσαν πάνω τους με μανία και τους χτύπησαν μέχρι θανάτου. Τον βρικόλακα δυσκολεύτηκαν να τον πιάσουν. Δέκα μέρες τον κυνηγούσαν μέχρι να τα καταφέρουν. Όταν τον έπιασαν, τον έδεσαν χειροπόδαρα και του έβαλαν φωτιά επί τόπου· πριν κατάφερνε να το σκάσει.

Τον Τζον τον έθαψαν με μεγάλες τιμές. Η Κλερ δεν είχε πεθάνει ακόμα, αλλά ήταν ζήτημα ωρών. Ο ιερέας έδωσε το μωρό σ’ ένα άκληρο ζευγάρι, να το μεγαλώσει σαν δικό του παιδί. Μαζί, τους έδωσε και το μενταγιόν που φορούσε η Κλερ με την εικόνα της. Δεν ήταν φωτογραφία – οι πρώτες φωτογραφικές μηχανές βγήκαν λίγο καιρό αργότερα. Ήταν ένα πορτρέτο μινιατούρα που είχε ζωγραφίσει ο Τζον για να το βάλει στο μενταγιόν.

Ο ιερέας ήξερε ότι δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί. Θα μεταμορφωνόταν σε βρικόλακα και θα κινδύνευε η οικογένειά του κι οι συμπολίτες του. Κανείς δεν ήξερε για τη δαγκωματιά στο λαιμό του, αλλά αυτός ένιωθε το κακό να παλεύει μέσα του, πασχίζοντας να τον καταλάβει. Με το μυαλό του καρφωμένο στο Θεό και το σταυρό στα χέρια, προσευχόταν ανελλιπώς για τη σωτηρία της ψυχής του.

«Το κακό είχε απλωθεί σ’ ολόκληρο το σώμα μου σαν αρρώστια», είπε στην παρέα. «Αλλά δε θα το άφηνα να πάρει την ψυχή μου. Συνέχισα να φοράω το σταυρό, κι ας τον ένιωθα σαν πυρωμένο σίδερο. Η πίστη μου ήταν σημαντικότερη από την καμένη σάρκα».

Παράλληλα, η Κλερ δεν έλεγε να πεθάνει. Η μαχαιριά στο στήθος ήταν βαθιά και θανατηφόρα. Η ψυχή της είχε βγει ήδη από το σώμα. Έβλεπε ανθρώπους γύρω

- 55 -

Page 56: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

από το ματωμένο της κορμί να προσπαθούν μάταια να τη σώσουν. Ο λόγος που είχε παραμείνει ζωντανή, ήταν η δαγκωματιά του βρικόλακα λίγο πριν πεθάνει. Από την άλλη, δίχως τη μαχαιριά, θα είχε γίνει κι αυτή βρικόλακας. Τώρα, είχε χωριστεί στα δύο: σε ζόμπι, και σε φάντασμα δεμένο με το σώμα της.

Ο ιερέας την είδε να σηκώνεται από το κρεβάτι με βλέμμα απλανές. Έμοιαζε σαν μαριονέτα που κάποιος κουνούσε τα σχοινιά της. Ταυτόχρονα, αντιλήφθηκε την ψυχή της να σέρνεται γύρω του, δίχως να ξέρει τι να κάνει. Έπρεπε να φροντίσει και για τους δυο. Πήρε την Κλερ κι έφυγαν από την πόλη. Δεν πήγαν όμως μακριά. Η Κλερ – το φάντασμα – ήθελε να βρίσκεται κοντά στην κόρη της. Να είναι σίγουρη ότι μεγαλώνει σωστά. Κι όσο αυτή τριγυρνούσε στην πόλη, κοντά στην κόρη της και τους νέους της γονείς, ο ιερέας πρόσεχε το νεκρό της σώμα.

Το ζευγάρι βάφτισε το κορίτσι Ζωή Κλερ και της φόρεσε το μενταγιόν της μητέρας της. Όταν η Ζωή Κλερ μεγάλωσε, παντρεύτηκε κι έκανε δική της κόρη. Την ονόμασε Μαρίνα Κλερ και, κάποια στιγμή, της έδωσε το μενταγιόν. Η Μαρίνα Κλερ μεγάλωσε, παντρεύτηκε και, το 1860, μετακόμισε με τον άντρα της στην Αθήνα.

Η Κλερ – το φάντασμα – βρέθηκε για μια στιγμή σε δίλλημα, αν θα έπρεπε να μείνει με την κόρη της, τη Ζωή Κλερ, ή την εγγονή της, τη Μαρίνα Κλερ. Αποφάσισε πως έπρεπε να ακολουθήσει την κάτοχο του μενταγιόν. Το μενταγιόν θα γινόταν ο φάρος της, που θα όριζε την πορεία της· την αποστολή της. Μέχρι να εύρισκε κάποιος κάποτε τον τρόπο να τη λύτρωση. Έπειτα από προτροπή του φαντάσματος, ο ιερέας και το ζόμπι ακολούθησαν τη Μαρίνα Κλερ στην Αθήνα.

«Γιατί δεν έμεινες στο Μεσολόγγι;» τον ρώτησε ο Θεόφιλος. «Κοντά στη γυναίκα σου και το γιό σου;»

«Το ήθελα. Ένιωθα όμως υπεύθυνος για την Κλερ. Ήμουν ιερέας. Ήταν χρέος μου να προστατέψω την ψυχή της. Όπως πάλευα και προσευχόμουν για τη δική μου ψυχή, το ίδιο και σκληρότερα πάλευα και προσευχόμουν και για τη δική της».

Όποτε γεννιόταν ένα κορίτσι της γραμμή της, το φάντασμα αναλάμβανε την προστασία του. Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να πειράξει μία Κλερ· είτε σαν κορίτσι, είτε σαν γυναίκα. Όποτε πήγαινε κάποιος να το επιχειρήσει, τον διαπερνούσε παγωμένος αέρας, κόβοντάς του τη φόρα. Τα κορίτσια δεν γνώριζαν βέβαια για το φάντασμα, αλλά διαισθάνονταν πως κάτι σοβαρό συνέβαινε με το σόι τους. Γι’ αυτό, ονόμαζαν και τις δικές του κόρες Κλερ και παρέδιναν στη μεγαλύτερη το μενταγιόν.

Μετά τη Μαρίνα Κλερ, το φάντασμα ακολούθησε τη Χριστίνα Κλερ, τη Φανή Κλερ, την Κατίνα Κλερ, την Άννα Κλερ και, τέλος, τη Μαρί Κλερ.

«Όταν οι γονείς σου εγκατασταθήκαν στα Κάτω Πατήσια, ήρθαμε σ’ αυτό το πάρκο», είπε ο βρικόλακας ιερέας κοιτώντας τη Μαρί Κλερ. «Το πρωί το περνάμε σε μια σπηλιά στην όχθη της λίμνης, χωμένη στις καλαμιές. Βγαίνουμε έξω τα βράδια, μόλις κλείσουν οι πύλες. Και τότε, φοράω το σταυρό, για να θυμάμαι ανελλιπώς την αληθινή μου φύση. Ότι είμαι πνεύμα που ανήκει στο Θεό· όχι το σάπιο αυτό κορμί, το μολυσμένο από το κακό. Το φάντασμα της Κλερ δε ζει με μας. Βρίσκεται συνέχεια

- 56 -

Page 57: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

κοντά σου για να σε προστατεύει. Πολύ σπάνια έρχεται εδώ. Σήμερα ήρθε εδώ επειδή σε ακολούθησε. Το σώμα της Κλερ το αντιλήφθηκε. Ένιωσε την έλξη σαν μαγνήτης, που τον πλησιάζει το άλλο του μισό. Βγήκε από τη σπηλιά κι εγώ την ακολούθησα».

Η Μαρί Κλερ κοίταξε το μενταγιόν στα χέρια της. «Νομίζω πως είναι καιρός να επιστραφεί στην ιδιοκτήτριά του». Πλησίασε τη νεκρή γυναίκα και το πέρασε στο λαιμό της. «Σ’ ευχαριστώ που με πρόσεχες τόσα χρόνια. Κι εμένα και τη μητέρα μου και όλες μας. Είμαι καλά όμως. Δε χρειάζεται να με προσέχεις άλλο. Ούτε εμένα ούτε και την κόρη που μπορεί κάποτε να αποκτήσω. Η προστασία της θα είναι δική μου ευθύνη. Μπορείς να φύγεις ήσυχη πια. Είναι καιρός να βρεις τη γαλήνη».

Η νεκρή γυναίκα κοίταξε το μενταγιόν στο στήθος της. Κι έπειτα, κοίταξε τη Μαρί Κλερ. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει.

«Σ’ ευχαριστώ», είπε ο βρικόλακας ιερέας. «Τώρα, επιτέλους, θα βρει γαλήνη. Και μαζί της, θα βρω κι εγώ».

«Τι θα κάνετε;» ρώτησε ο Θεόφιλος.

Ο βρικόλακας ιερέας χαμογέλασε. «Για πρώτη φορά μετά από δύο αιώνες, θα απολαύσουμε την αυγή. Θα την απολαύσουμε μαζί».

Το ζευγάρι και ο Ελβετός κατάλαβαν. Είχαν δει κάμποσες ταινίες τρόμου κι ήξεραν τι εννοούσε. Οι άλλοι δύο το υπέθεσαν.

«Κι όμως, τα πράγματα μπορούν να διορθωθούν», είπε ο Αμερικανός. «Αύριο κιόλας, θα ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο· στο Μεσολόγγι του 1829. Θα σώσω το γιο μου και την Κλερ. Θα σώσω κι εσένα. Δε θα χρειαστεί να…»

«Όχι!» φώναξε ο βρικόλακας ιερέας. Δεν φορούσε μεταφραστή, αλλά γνώριζε λίγα Αγγλικά και τον κατάλαβε. «Δεν πρέπει! Μετά από διακόσια χρόνια, η Κλερ επιτέλους θα ησυχάσει. Αν αποτύχεις, μπορεί να καταστρέψεις την ευκαιρία αυτή».

«Δε θα αποτύχω!» επέμεινε ο Αμερικανός. «Δεν έχω περιθώρια να αποτύχω!»

Ο Ελβετός τού έσφιξε τον ώμο. «Έχει δίκιο Τζέιμς. Δεν έχουμε δικαίωμα να αλλάξουμε την Ιστορία. Δεν ξέρουμε τι κακό θα προκληθεί στο μέλλον».

«Είναι ο γιός μου, Γιουτζίν! Δεν μπορώ να τον αφήσω, δίχως να προσπαθήσω καν».

«Θα ζει για πάντα στη μνήμη μας», είπε η Μαρί Κλερ. «Χάρις το γιο σου, βρίσκομαι εγώ εδώ. Είναι κι αυτός παππούς μου, όπως κι εσύ. Ποτέ δεν πρόκειται να τον ξεχάσω».

Ο Θεόφιλος έδειξε στον Αμερικανό το τατουάζ του. «Έχω κι εγώ ενθύμιο από το γιο σου. Δικό του είναι το σχέδιο στο χέρι μου. Κι αν κάνω ποτέ δικό μου γιο, θα έχει κι αυτός το ίδιο».

Η νεκρή Κλερ πλησίασε τον Αμερικανό. Τα μάτια της ήταν γεμάτα πόνο. «Το πρωί, θα πάω να τον συναντήσω», είπε στα Γαλλικά. «Μη μου τον στερήσεις».

- 57 -

Page 58: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Ο Αμερικανός έσφιξε τα χείλη του και χαμήλωσε το κεφάλι. Έπειτα από λίγο, έβγαλε από την τσέπη του τη ματωμένη ζωγραφιά του Τζον με την ιπτάμενη άμαξα. «Όταν τον δεις αύριο, δώστου αυτό».

Η νεκρή Κλερ πήρε από το χέρι του τη ζωγραφιά. Την κοίταξε με λατρεία και την έσφιξε στο στήθος της. Στράφηκε στη Μαρί Κλερ και της χάιδεψε το μάγουλο με το σκελετωμένο χέρι της, δίχως να μιλήσει.

«Αντίο», είπε η Μαρί Κλερ, χαμογελώντας. «Καλή τύχη!»

Η νεκρή Κλερ οπισθοχώρησε προς το δάσος, δίχως να ξεκολλήσει το βλέμμα της από αυτήν.

«Ευχαριστώ», είπε ξανά ο βρικόλακας ιερέας, ακολουθώντας τη νεκρή Κλερ στο δάσος. Το δικό του βλέμμα ήταν καρφωμένο στον Θεόφιλο. Ο γιος του πρέπει να τα είχε πάει καλά στη ζωή του. Μπορούσε να φύγει ήσυχος κι αυτός. Το σώμα του θα γινόταν στάχτη την αυγή, μαζί με το κακό που το είχε μολύνει. Αλλά η ψυχή του θα ήταν ελεύθερη πια. Θα ταξίδευε μακριά, εκεί όπου δεν έπαψε στιγμή να ανήκει.

Όταν η νεκρή Κλερ και ο βρικόλακας ιερέας χάθηκαν στα δέντρα, η παρέα πήρε το δρόμο της επιστροφής.

«Τι θα κάνετε εσείς;» ρώτησε ο Θεόφιλος τον Ελβετό και τον Αμερικανό, για να σπάσει τη σιωπή.

«Εγώ λέω να επιστρέψω στο νησί μου», είπε ο Ελβετός. «Ελπίζω, όχι μόνος». Έριξε μια φιλική αγκωνιά στον Αμερικανό, ο οποίος σκεφτόταν τη χαμένη ευκαιρία να σώσει το γιο του. Ήξερε όμως ότι ο ιερέας είχε δίκιο. Αν έκανε κάποιο λάθος, τα πράγματα μπορεί να γίνονταν χειρότερα.

«Λοιπόν, τι λες;» ρώτησε ξανά ο Ελβετός.

«Εεε; Τι πράγμα;»

«Θα έρθεις να μείνεις στο νησί μου; Θα ήθελα μια καλή παρέα».

«Δεν ξέρω Γιουτζίν. Θα μου άρεσε πραγματικά. Έχω όμως εκκρεμότητες στη φάρμα».

«Έλα να μείνεις στο νησί κάμποσο καιρό να χαλαρώσεις. Και, κάποια στιγμή, ξαναπάμε στην Αμερική. Θα επιστρέψουμε στη φάρμα όποια ημερομηνία θέλεις να τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητές σου».

«ΟΚ», συμφώνησε αυτός. «Ας γίνει κι έτσι».

«Τέλεια», είπε ο Ελβετός, σημειώνοντας στο μυαλό του να στείλει mail στην αδελφή του για τον καλεσμένο τους. Μην τον υποδεχτεί ασουλούπωτη.

«Το ίδιο ισχύει και για σένα», πρόσθεσε ο Ελβετός, κοιτώντας τον εξωγήινο. «Είσαι ευπρόσδεκτος να έρθεις στο νησί μου και να μείνεις όσο θέλεις».

- 58 -

Page 59: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Άλλο που δεν ήθελε ο εξωγήινος. Ολόκληρη τη μέρα αυτό σκεφτόταν. «ΟΚ», είπε, μιμούμενος τον Αμερικανό. «Έχω αφήσει όμως το διαστημόπλοιό μου εδώ».

«Κανένα πρόβλημα», απάντησε ο Ελβετός. Έβγαλε ένα σημειωματάριο κι ένα GPS, κι αφού έγραψε κάτι, του έδωσε το χαρτί. «Αυτές είναι οι συντεταγμένες όπου βρισκόμαστε τώρα. Κι αυτές, οι συντεταγμένες του νησιού μου. Μπορείς να βρεις το μέρος με το διαστημόπλοιό σου;»

«Ναι», απάντησε ο εξωγήινος. Το πρόσωπό του σχημάτισε έναν παράξενο μορφασμό, τον οποίο η φυλή του θα αναγνώριζε αμέσως ως χαμόγελο. «Γνωρίζω τα συστήματα αρίθμησης και συντεταγμένων σας. Μπορώ να έρθω».

«Τέλεια! Θα στείλω mail να σε περιμένουν. Θέλεις να πω να σου ετοιμάσουν κάτι;»

«Το μόνο που θέλω, είναι να μου δείξεις το μηχανισμό της χρονομηχανής».

«Πολύ ευχαρίστως», είπε ο Ελβετός. «Κι εσύ θα μου δείξεις το μηχανισμό του μεταφραστή. Θα μπορούσα να κατασκευάσω κι εγώ κάτι παρόμοιο».

«Πολύ ευχαρίστως», απάντησε ο εξωγήινος, μιμούμενος τον Ελβετό. «Ένα πρόβλημα υπάρχει μόνον. Πώς θα πάω στο διαστημόπλοιό μου;»

«Θα σε πάμε εμείς», πρότεινε ο Θεόφιλος. «Θα πάρουμε ένα ταξί και θα πάμε στο Άλσος της Φιλαδέλφειας».

«Κι εγώ με τον Τζέιμς θα πάρουμε ένα άλλο ταξί για το αεροδρόμιο», είπε ο Ελβετός.

Η Μαρί Κλερ τους κοίταξε συγκινημένη. «Οπότε, εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας».

Ο Αμερικανός άνοιξε τα χέρια του και την αγκάλιασε. «Μόνο προσωρινά», της είπε. «Έχασα τη γυναίκα μου, έχασα το γιο μου, έχασα και τη νύφη μου. Δε θα χάσω και την εγγονή μου».

«Παιδιά, εννοείται πως είστε ευπρόσδεκτοι στο νησί μου όποτε θέλετε». Κι αμέσως, ο Ελβετός αντάλλαξε τηλέφωνα και email διευθύνσεις με το ζευγάρι.

«Όσο για το γιο σου και τη σύζυγό σου», συνέχισε, κοιτώντας τον Αμερικανό, «όταν επιστρέψουμε στη φάρμα για τις εκκρεμότητες, θα πάμε και στο 1810 να τους ξαναδείς. Ή σε όποια άλλη ημερομηνία θέλεις. Κάποια στιγμή, θα ταξιδέψουμε και στο Παρίσι. Θα αλωνίσουμε την περίοδο από το 1820 έως το 1829, να καμαρώσεις το γιο σου και τη νύφη σου όσο λαχταρά η ψυχή σου». Έβγαλε από τη τσέπη του τη φωτογραφική μηχανή. «Με την ευκαιρία, θα τραβήξω και λίγες φωτογραφίες από τα έργα του».

Στη θέα της φωτογραφικής μηχανής, ο εξωγήινος τον αγριοκοίταξε.

«Μην ανησυχείς», του είπε ο Ελβετός. «Θα είναι μόνο για μας. Κανείς άλλος δε θα μάθει για τον μεγαλύτερο σουρεαλιστή ζωγράφο όλων των εποχών. Το πνεύμα του Νταλί μπορεί κοιμάται ήσυχο».

- 59 -

Page 60: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Έφτασαν στη λεωφόρο Δημοκρατίας κι άρχισαν να ψάχνουν δεξιά-αριστερά για ταξί. Η Μαρί Κλερ πλησίασε τον Ελβετό και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του.

«Είσαι σίγουρη;» ρώτησε αυτός.

«Ναι. Απόλυτα σίγουρη».

Ο Ελβετός ρύθμισε το ρολόι του και της είπε: «Πιάσε μου το μπράτσο και μη με αφήσεις».

«Τι πάτε να κάνετε;» ρώτησε ο Θεόφιλος με αγωνία.

«Α, μην ανησυχείς», απάντησε ο Ελβετός. «Σ’ ένα λεπτό, θα είμαστε πίσω». Έπειτα, κοίταξε τα πόδια της Μαρί Κλερ. «Τα παπούτσια σου μπορεί να λερωθούν λιγάκι. Ελπίζω να μη σε πειράζει».

Η Μαρί Κλερ δεν απάντησε κι ο Ελβετός πάτησε ένα κουμπί. Την ίδια στιγμή, ένα γαλάζιο φως τους τύλιξε· δύο γαλάζια φωτεινά αυγά, ενωμένα μαζί. Την επόμενη στιγμή, εξαφανίστηκαν. Είχε απομείνει μια ρηχή λακκούβα στο μέρος που πατούσαν.

Πριν περάσει ένα λεπτό, ο Ελβετός και η Μαρί Κλερ εμφανίστηκαν ξανά. Ο Ελβετός τής έδωσε λίγα υγρά μαντιλάκια να σκουπίσει τα παπούτσια της που είχαν γεμίσει χώματα. Άνοιξε κι αυτός λίγα, για τα δικά του παπούτσια. Ο Θεόφιλος δεν ρώτησε τίποτα. Από το τεράστιο χαμόγελο της Μαρί Κλερ υπέθεσε πως η βόλτα της ήταν πετυχημένη. Εκείνη τη στιγμή, ερχόταν ένα ταξί και ο Θεόφιλος σήκωσε το χέρι να το σταματήσει.

Μετά από μια σειρά αγκαλιές, φιλιά και χειραψίες, το ζευγάρι κι ο εξωγήινος μπήκαν στο ταξί και έφυγαν. Και πέντε λεπτά αργότερα, ο Αμερικανός κι ο Ελβετός μπήκαν σ’ ένα άλλο ταξί, με προορισμό το αεροδρόμιο.

- 60 -

Page 61: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

10BΣτάση 10η – Άνω Πατήσια (Τιθόρα)

F

32

Σε όλη τη διαδρομή, ο ταξιτζής αναρωτιόταν αν το μπασμένο με το τζόκεϊ και την καμπαρντίνα ήταν παιδί ή νάνος.

Φτάνοντας έξω από το Άλσος της Φιλαδέλφειας, το ζευγάρι αποχαιρέτησε τον εξωγήινο και ξαναμπήκε στο ταξί.

«Νάνος είναι», αποφάνθηκε ο ταξιτζής. «Αν ήταν παιδί δε θα το άφηναν μόνο του στο σκοτάδι».

Ο Θεόφιλος είπε στον ταξιτζή να κατηφορίσει τη λεωφόρο Δεκελείας, μέχρι να αποφασίσουν τον προορισμό τους.

«Πού πάμε τώρα;» ρώτησε η Μαρί Κλερ. Το τελευταίο μισάωρο, αισθανόταν εντελώς εξαντλημένη· σαν κινητό που χρειαζόταν φόρτιση. Το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει στο κρεβάτι της να ξεραθεί στον ύπνο για καμιά βδομάδα. Αλλά μόλις έφυγε ο εξωγήινος κι έμεινε μόνη με τον Θεόφιλο, ένιωσε μια αναπάντεχη υπερδιέγερση. Θα μπορούσε να ανέβει και στα Ιμαλάϊα εκείνη τη στιγμή, αρκεί να ερχόταν κι αυτός μαζί της. «Για λέγε· πού πάμε;»

«Πάμε Τιθόρα;»

«Τιθόρα; Τι είναι αυτό;»

«Καφετέρια φυσικά· στα Άνω Πατήσια· με φοβερή ροκ μουσική». Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πάει δέκα. «Στο υπόγειο λειτουργεί κλαμπ, αλλά ανοίγει αργότερα».

«Για κλαμπ και χορούς δεν το βλέπω. Αλλά θα ήθελα κάτι με ροκ μουσική. Δυνατή, αν είναι δυνατόν».

«Τιθόρα τότε. Είναι ο ναός της ροκ. Κι αυτή την ώρα, θα ‘χουν δυναμώσει και την ένταση». Ο Θεόφιλος είπε στο ταξιτζή πού να πάει κι επέστρεψε στα δικά τους.

32 Οι φωτογραφίες είναι από την ιστοσελίδα της καφετέριας: HUhttp://www.tithora.grU

- 61 -

Page 62: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

«Δε θέλω να γίνω αδιάκριτος», της είπε κάποια στιγμή, «αλλά…»

«Θέλεις να μάθεις πού πήγα με τη χρονομηχανή;»

«Ξέρω ότι είναι προσωπικό το ζήτημα», μουρμούρισε ο Θεόφιλος, «αλλά μια περιέργεια την έχω».

«Στο 2030», απάντησε η Μαρί Κλερ.

«Δεκαοχτώ χρόνια μετά; Και πώς ήταν;»

«Ωραία!... Ωραία!...» Δεν είπε περισσότερα, αλλά το χαμόγελό της έδειχνε πολλά.

Η ζήλια έσφιξε την καρδιά του Θεόφιλου σαν μοχθηρό ανακόντα. Φλεγόταν να μάθει αν συμμετείχε κι αυτός στο μέλλον της. Δεν ήθελε όμως να την πιέσει.

Κάποια στιγμή, το ταξί σταμάτησε έξω από μια αυλή πνιγμένη στο πράσινο, σαν παραθαλάσσιο θέρετρο σε εξωτικό νησί. Η επιγραφή πάνω από την αυλόπορτα έγραφε με μεγάλα γράμμα: «Τιθόρα».

«Δεν το πιστεύω!» φώναξε έκπληκτη η Μαρί Κλερ, βγαίνοντας απ’ το ταξί. «Τόσες φορές την έβλεπα από το τρένο, αλλά νόμιζα πως ήταν σπίτι. Πάντα ήθελα να μπω μέσα να δω πώς είναι».

«Να που έφτασε το πλήρωμα του χρόνου. Η επιθυμία σου θα εκπληρωθεί».

Μπαίνοντας στο εσωτερικό, ένα μουσικό κύμα τους χτύπησε σαν τσουνάμι. Ακουγόταν το «My Generation» των WhoF

33F, κι η Μαρί Κλερ ένιωσε την επιθυμία να

χορέψει σαν τρελή. Αλλά επειδή θα έδινε αυτήν ακριβώς την εικόνα – της τρελής, της θεόμουρλης, της παλαβής – προτίμησε να κάτσει στα αυγά της.

Ανάλογη επιθυμία είχε κι ο Θεόφιλος. Να τη σηκώσει στην αγκαλιά του, να κάνει χιλιάδες στροφές μαζί της σαν περιστρεφόμενος δερβίσης. Προτίμησε όμως να ψάξει για ένα καλό τραπέζι.

Μετά από μια σύντομη περιπλάνηση, εντόπισαν ένα απομονωμένο τραπέζι στο τζάμι, με θέα τη «ζούγκλα» της αυλής – και το αρχαιοελληνικό άγαλμα χωμένο ανάμεσα στα φοινικόδεντρα. Παρήγγειλαν δύο μπύρες και δύο τοστ. Οι μπύρες ήταν ιδανικά παγωμένες, σαν φιλί της ζωής σε ετοιμοθάνατο οδοιπόρο της ερήμου. Και τα τοστ, ανέλπιστα καλά, πνιγμένα στα πατατάκια. (Ο Θεόφιλος λάτρευε τις καφετέριες που δεν τσιγκουνεύονται τα πατατάκια στα τοστ. Τις θεωρούσε καφετέριες με ψυχή. Καφετέριες large.)

33 The Who “My Generation” (για e-readers): HUYouTubeU

- 62 -

Page 63: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

Η ροκ μουσική πλημμύριζε αδιάκοπα το χώρο σαν γαλλικό άρωμα. Οι Sweet εξηγούσαν ότι η αγάπη είναι σαν οξυγόνοF

34F, κι όλοι ένιωθαν τις νότες να δονούνται

μέσα τους σαν καφεΐνη της ψυχής και να τους ξεσηκώνουν.

Αλλά ο Θεόφιλος κι η Μαρί Κλερ δεν ήθελαν να σηκωθούν. Πιασμένοι χέρι-χέρι στο τραπέζι, απολάμβαναν το δικό τους οξυγόνο. Τα βλέμματα τους είχαν ενωθεί σε μια μικρή λεωφόρο ανάμεσα στις ψυχές τους. Η μπύρα, οι αναμνήσεις, η μουσική, τα συναισθήματα, είχαν συνθέσει ένα παράξενο δυνατό κοκτέιλ που είχε μεθύσει τις αισθήσεις τους. Ο Θεόφιλος έγειρε μπροστά και τη φίλησε. Κι όσο τα χείλη τους παρέμεναν ενωμένα, οι ψυχές τους βυθίστηκαν η μία στην άλλη κι έγιναν κι αυτές ένα, σαν τα λιωμένα τυριά της πίτσας.

Κάποια στιγμή, όταν τα χείλη τους ξεκόλλησαν και τα βλέμματα έχτισαν πάλι τη μικρή τους λεωφόρο, ο Θεόφιλος τη ρώτησε: «Αποφάσισες τελικά ποια καφετέρια είναι η καλύτερη;»

Η Μαρί Κλερ έβαλε τα γέλια. «Με τόσες περιπέτειες, η βαθμολογία ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε». Τον είδε λυπημένο. Ήξερε πόσο σημαντικές ήταν οι καφετέριες γι’ αυτόν. «Όλες ήταν φανταστικές», πρόσθεσε. «Εξάλλου, δεν είναι μόνο το περιβάλλον που τις κάνει φανταστικές, αλλά κι η αγάπη στο βλέμμα αυτού που τις κοιτάζει».

«Φαντάζομαι, έτσι είναι», συμφώνησε αυτός.

Η Μαρί Κλερ γνώριζε τι τον βασάνιζε. Έκρινε πως είχε έρθει η στιγμή να τον λυτρώσει από την αγωνία. Έβγαλε από την τσέπη της μια φωτογραφία και του την έδωσε. Όταν ο Θεόφιλος την κοίταξε, έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Η φωτογραφία δεν ήταν πρόσφατη ούτε και παλιά. Ήταν φωτογραφία από το μέλλον· από το 2030, όπου είχε ταξιδέψει. Παρουσίαζε την ίδια, μεγαλύτερη κατά δεκαοχτώ χρόνια. Με διαφορετικό χτένισμα και πέντε κιλά πιο γεμάτη. Ο Θεόφιλος τη βρήκε ακόμα πιο όμορφη. Στη φωτογραφία δεν ήταν μόνη. Δεξιά κι αριστερά της στέκονταν δύο νεαρά παιδιά.

«Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε ο Θεόφιλος, παρότι γνώριζε την απάντηση κατά βάθος.

«Ο Χρήστος και η Κλερ», απάντησε αυτή. «Ο Χρήστος είναι δεκαέξι ετών και η Κλερ δεκαπέντε».

Ο Θεόφιλος χαμογέλασε συγκινημένος. Δε χρειάστηκε να τη ρωτήσει τίποτα περισσότερο. Η φωτογραφία μιλούσε από μόνη της. Όπως και το τατουάζ, στο δεξί χέρι του δεκαεξάχρονου Χρήστου.

34 Sweet “Love is like oxygen” (για e-readers): HUYouTubeU

- 63 -

Page 64: Αναζητώντας Την Τέλεια Καφετέρια

- 64 -

11BΕπίλογος

Το επόμενο πρωί, εφτά ζευγάρια μάτια ταξίδεψαν με το βλέμμα τους σε μία νέα πραγματικότητα· σε έναν νέο κόσμο.

Τα μάτια του Θεόφιλου και της Μαρί Κλερ αντάμωσαν στο κρεβάτι, μετά από έναν βαθύ ύπνο. Έπειτα, έκλεισαν ξανά, αφήνοντας τα χείλη τους να παίξουν το δικό τους παιχνίδι.

Τα μάτια του Αμερικανού, του Ελβετού και του εξωγήινου ταξίδεψαν σ’ έναν κόσμο καταπράσινο, με ολάνθιστους κήπους, φοινικόδεντρα, ξανθές αμμουδιές, και τα ζαφειρένια νερά της θάλασσας να τους περικυκλώνουν. Ήταν κι εκείνο το ωραίο κότερο, αραγμένο στο νησί, που έκλεψε την καρδιά του Αμερικανού. Δεν έβλεπε την ώρα να μπει μέσα με τον Ελβετό και να σαλπάρουν.

Τα μάτια της νεκρής Κλερ και του βρικόλακα ιερέα βρέθηκαν να κοιτάζουν την ανατολή. Έπειτα από διακόσια χρόνια, μπορούσαν να τη δουν ξανά, ελεύθεροι από τα δεσμά του παρελθόντος. Καπνός είχε τυλίξει τα κορμιά τους. Οι σάρκες τους καίγονταν σαν κάρβουνα στη θράκα, αλλά δεν τους ένοιαζε. Δεν ένιωθαν τον πόνο καν. Γιατί ανάμεσα στα χρώματα και τις ακτίνες του ήλιου, έβλεπαν τους αγγέλους να έρχονται γι’ αυτούς. Για να τους πάρουν ψηλά, στο αληθινό τους σπίτι. Εκεί όπου δεν υπάρχει κακό, αλλά μονάχα αγάπη. Εκεί όπου ο καφές γίνεται από νέκταρ. Και τον προσφέρουν στην πιο όμορφη καφετέρια απ’ όλες.