13
Ο Πρωταγόρας, γεννήθηκε στα Άβδηρα και κατά τα μέσα του 5ου αι. π.χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου γρήγορα, χάρη στη μόρφωση και στην εξυπνάδα του, σχετίστηκε με τον κύκλο του περίφημου πολιτικού της εποχής, Περικλή . Αρχικά ασχολήθηκε με την έρευνα των φυσικών φαινομένων και υπήρξε υποστηρικτής της λεγόμενης «φυσικής» φιλοσοφίας. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την έρευνα των κοινωνικών φαινομένων και ιδιαίτερα με τη ρητορική και την πολιτική ανάλυση. Έγραψε πολλά έργα, κυριότερα από τα οποία θεωρούνται: Περί 1

αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

Ο Πρωταγόρας, γεννήθηκε στα Άβδηρα και κατά τα μέσα του 5ου αι. π.χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου γρήγορα, χάρη στη μόρφωση και στην εξυπνάδα του, σχετίστηκε με τον κύκλο του περίφημου πολιτικού της εποχής, Περικλή . Αρχικά ασχολήθηκε με την έρευνα των φυσικών φαινομένων και υπήρξε υποστηρικτής της λεγόμενης «φυσικής» φιλοσοφίας. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την έρευνα των κοινωνικών φαινομένων και ιδιαίτερα με τη ρητορική και την πολιτική ανάλυση. Έγραψε πολλά έργα, κυριότερα από τα οποία θεωρούνται: Περί

1

Page 2: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

πολιτείας, Αλήθεια ή καταβάλλοντες, Περί Όντος, Περί θεών, Αντιλογίαι, Περί αρετών και περί της εν αρχή καταστάσεως.

Ο Πρωταγόρας θεωρείται ο πρώτος φιλόσοφος που έθεσε τις βάσεις για τη ρεαλιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων της γνωσιοθεωρίας, κλάδου της φιλοσοφίας ,μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της φιλοσοφικής αναζήτησης στον άνθρωπο. Συνέπεια της ανθρωποκεντρικής θεωρίας του μεγάλου σοφιστή, ήταν η στάση του απέναντι στους νόμους και στα πολιτεύματα. Για τον Πρωταγόρα τα πολιτεύματα, οι νόμοι καθώς και οι διάφορες μορφές της ηθικής δεν είναι κάτι το αιώνιο, το αμετακίνητο΄ αντίθετα όλα αυτά είναι συμβατικά και μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου.

Ένα θέμα πάνω στο οποίο ο Πρωταγόρας εξέφρασε ανοιχτά τις απόψεις του ήταν η επιβολή των ποινών στην αρχαία δημοκρατική Αθήνα, απαντώντας έτσι στο επιχείρημα του Σωκράτη, ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει τη συμπεριφορά των συμπολιτών του, για να αποδείξει το μη διδακτό της αρετής. Συγκεκριμένα, αφού οι Αθηναίοι ανήκουν σε εκείνους που επιβάλλουν ποινές για σωφρονισμό, σημαίνει ότι πιστεύουν στο διδακτό της αρετής.

Σύμφωνα με το φιλόσοφο οι ποινές δεν επιβάλλονται για την αποκατάσταση της αδικίας. Αυτό άλλωστε θα ήταν κάτι το αδύνατο .Οι ποινές επιβάλλονται πρώτον, για να εμποδίσουν την επανάληψη της αδικίας από τον ίδιο τον αδικούντα και δεύτερον για τον παραδειγματισμό των άλλων .Έτσι είναι φανερό ότι η αρετή διδάσκεται. Συνεχίζοντας το σκεπτικό του, ο Πρωταγόρας επισημαίνει αρχικά ότι ο θυμός και οι συμβουλές προς εκείνους που είναι άδικοι, δείχνει ότι η αρετή είναι διδακτή. Για να ισχυροποιήσει τη θέση αυτή χρησιμοποιεί το επιχείρημα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας. Συγκεκριμένα οι άνθρωποι δεν τιμωρούν ,για να ακυρώσουν την αδικία (αυτό ούτως ή άλλως δεν είναι εφικτό), ούτε για εκδίκηση. Άλλωστε η εκδικητική συμπεριφορά ταιριάζει

2

Page 3: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

μόνο σ’ αυτούς που δεν έχουν λογική, όπως τα θηρία. Σκοπός της τιμωρίας που γίνεται με σύνεση, είναι ο σωφρονισμός του ίδιου του δράστη και ο παραδειγματισμός των υπολοίπων, ώστε η άδικη πράξη να μην επαναληφθεί στο μέλλον ,ούτε απ’ αυτόν που αδίκησε ,ούτε από κάποιον άλλο που θα δει ότι ο παραβάτης τιμωρήθηκε. Η ποινή έχει λοιπόν παιδευτικό και παραδειγματικό χαρακτήρα και όχι κατασταλτικό και εκδικητικό. Επομένως, αφού η τιμωρία πιστεύεται ότι μπορεί να διδάξει, να αποτρέψει και να διαπαιδαγωγήσει, το σωστό και το δίκαιο, σημαίνει ότι οι άνθρωποι πιστεύουν πως η αρετή διδάσκεται .Είναι αλήθεια πως οι απόψεις αυτές του Πρωταγόρα είναι πρωτοπόρες για την εποχή του, καθώς τότε όλοι πίστευαν ότι η τιμωρία επιβαλλόταν και ως ανταπόδοση για το αδίκημα. Ο ίδιος ο Πλάτωνας χαρακτηρίζει την ποινή θεραπεία της ψυχής, ενώ οι τραγικοί ποιητές υποστήριζαν πως η ποινή γίνεται και για βελτίωση των άλλων ανθρώπων.

Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Πρωταγόρας , καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη και η εφαρμογή των ποινών καθορίζεται από πολλούς παράγοντες .Αρχικά, η επιβολή των ποινών μπορεί να αποτελέσει μέσο εκφοβισμού ,αποτροπής και σωφρονισμού για όσους έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα. Έτσι τους ωθεί να μην επαναλάβουν την ίδια ή κάποια παρόμοια πράξη .Επιπλέον, η τιμωρία όσων έχουν παραβεί κάποιους κανόνες και νόμους που επιβάλει η κοινωνία συντελεί και στον παραδειγματισμό και συνεπώς στην αποφυγή παρόμοιων συμπεριφορών άλλων πολιτών.

Από την άλλη πλευρά , η επιβολή τιμωριών προϋποθέτει και τη συνείδηση , τη συνέπεια και την ύπαρξη ηθικών φραγμών και αξιών, οι οποίες πρέπει να διέπουν τον κάθε πολίτη, έτσι, ώστε να κατανοήσει το λόγο για τον οποίο τιμωρείται και να μην οδηγηθεί ξανά στην διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος.

3

Page 4: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

Εν κατακλείδι, η ουσιαστική αντιμετώπιση των σύγχρονων νοσηρών κοινωνικών φαινομένων είναι μία δύσκολη διαδικασία για τις σημερινές κοινωνίες, διότι επιτυγχάνεται μόνον, εφόσον τα άτομα τα οποία κατηγορούνται και τιμωρούνται, διαθέτουν αξίες και κοινωνική συνείδηση, κάτι σπάνιο στις μέρες μας. Η ποινή, λοιπόν, είναι κυρίως μέσο καταστολής και όχι πρόληψης, διότι συνδέεται περισσότερο με τα συμπτώματα και λιγότερο με τη ρίζα του κακού. Είναι χρήσιμη, όταν μπορεί να τη διαχειριστεί σωστά , τόσο η κοινωνία, όσο και ο θύτης. Ωστόσο, είναι πασιφανές ότι η αντιμετώπιση της παραβατικότητας είναι πρωτίστως έργο της παιδείας.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν, συναντούμε πολλές μορφές τιμωρίας, που ελάχιστες επιβιώνουν και στην εποχή μας. Αρχικά εντοπίζουμε τον αποκεφαλισμό, με ξίφος ή τσεκούρι , ο οποίος πάει πολύ πίσω στο χρόνο. Όπως και ο απαγχονισμός , ήταν μια φθηνή μέθοδος εκτέλεσης από την αρχαιότητα, τότε που ένα ξίφος ή ένα τσεκούρι ήταν πάντα πρόχειρο. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον αποκεφαλισμό λιγότερο ατιμωτική και λιγότερο επώδυνη μέθοδο εκτέλεσης, σε σύγκριση με άλλες που ήταν σε χρήση εκείνη την εποχή. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνήθιζε να αποκεφαλίζει τους πολίτες της, ενώ σταύρωνε τους υπόλοιπους.

Στη συνέχεια έχουμε τη σταύρωση. Σταύρωση είναι η μέθοδος εκτέλεσης επί σταυρού μέσω κρεμάσματος ή καθήλωσης. Η σταύρωση, εφαρμοζόταν από αρκετούς λαούς ,όπως οι Πέρσες, οι Ιουδαίοι, οι Καρχηδόνιοι, οι Ρωμαίοι , από τον 6ο π.χ. αιώνα έως τον 4ο μ.χ. αιώνα. Αυτή η μέθοδος εκτέλεσης θανατικής ποινής καταργήθηκε από τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο το 337 σε ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από σεβασμό προς το σταυρικό μαρτύριο του Ιησού Χριστού.

Επιπλέον, εντοπίζουμε τη μέθοδο της αγχόνης .

4

Page 5: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

Η αγχόνη αποτελεί το μέσο εκτέλεσης της θανατικής ποινής "δι΄ απαγχονισμού", δηλαδή δια βρόχου (θηλιάς) που επιφέρει πνιγμό. Η επικράτηση της αγχόνης ως μέσον επιβολής ατιμωτικής θανατικής ποινής χρονολογείται από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος κατήργησε το σταυρικό θάνατο. Κατά το Μεσαίωνα, ο θάνατος δι΄ αγχόνης επιβαλλόταν μόνο σε κατάδικους που προέρχονταν από τις κατώτερες τάξεις. Αντίθετα, οι ευγενείς είχαν το "προνόμιο" του αποκεφαλισμού, και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις θανατώνονταν δι΄ απαγχονισμού ,προκειμένου ν΄ αποδοθεί ατιμωτική σημασία. Στη συνέχεια η Γαλλική Επανάσταση κατήργησε το δι΄ απαγχονισμού θάνατο και επέβαλε το θάνατο δι΄ αποκεφαλισμού για όλους τους καταδικαζόμενους επί εσχάτη των ποινών.

5

Page 6: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

Άλλος ένας τρόπος εκτέλεσης ήταν και η λεγόμενη, ηλεκτρική καρέκλα. Η πρώτη ηλεκτρική καρέκλα σχεδιάστηκε το 1888/9. Αν και ο κυρίαρχος λόγος για τη δημιουργία της ήταν η εξεύρεση ενός πιο ανθρωπιστικού τρόπου εκτέλεσης, τελικά μάλλον επικράτησε λόγω ταχύτητας. Στις 4 Ιουνίου του 1888, το νομοθετικό σώμα της Νέας Υόρκης ψήφισε το κεφάλαιο 489 της νομοθεσίας της Πολιτείας, ορίζοντας ως τρόπο εκτέλεσης θανατοποινιτών «ηλεκτρικό ρεύμα επαρκούς ισχύος, ώστε να προκαλέσει το θάνατο», για εγκλήματα που θα διαπράττονταν μετά την 1η Ιανουαρίου του 1889.

Η γκιλοτίνα είναι μια ακόμη μέθοδος τιμωρίας. Η γκιλοτίνα , λαιμητόμος ή καρμανιόλα είναι μηχανικό όργανο που χρησιμοποιήθηκε σε πολλές χώρες για τον αποκεφαλισμό των καταδικασμένων σε θάνατο. Κατασκευάστηκε από το δρα Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν, Τελικά η χρήση του υιοθετήθηκε στις 20 Μαρτίου 1792, διατηρώντας όμως το όνομα του πρώτου εισηγητή. Ο αποκεφαλισμός γινόταν με το πέσιμο βαρειάς λοξής λεπίδας που γλιστρούσε απότομα ανάμεσα σε δύο ορθοστάτες και ο θάνατος ήταν ακαριαίος.

6

Page 7: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

Γενικότερα, κατά την κλασική περίοδο, στο ποινικό καθεστώς, μπορούμε να ξαναβρούμε, μπερδεμένες μεταξύ τους, τέσσερις μεγάλες στρατηγικές επιβολής ποινών, τέσσερις κατηγορίες που καθεμιά τους έχει διαφορετική ιστορική προέλευση και που ο ρόλος της, σε συνάρτηση πάντα με την κοινωνία και την εποχή, υπήρξε αν όχι ξεχωριστός τουλάχιστον προνομιούχος.

Εξορίες, διωγμοί, εκτοπισμοί, απελάσεις πέραν των συνόρων, απαγορεύσεις εισόδου σε ορισμένα μέρη, καταστροφές οικιακής εστίας, διαγραφές από τον τόπο γέννησης, δημεύσεις περιουσίας - κινητής και ακίνητης.

Επιβολή αποζημίωσης και εξαγορά. Έτσι ,η προκληθείσα ζημιά μετατρέπεται σε χρέος που πρέπει να εξοφληθεί, και επομένως η παράνομη πράξη σε οικονομική υποχρέωση.

Έκθεση, σημάδεμα, τραυματισμός, ακρωτηριασμός, εγχάραξη ουλής αποτύπωση σημαδιού στο πρόσωπο ή στον ώμο, πρόκληση σωματικού μειονεκτήματος σε διακριτό σημείο, βασανισμοί, ώστε να

7

Page 8: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

δηλωθεί η κυριαρχία της εξουσίας πάνω στο σώμα και εγγραφή των αποτυπωμάτων της σ’ αυτό.

Εγκλεισμός.

Μπορούμε υποθετικά να διακρίνουμε τις κοινωνίες, ανάλογα με τους τύπους τιμωριών που υιοθέτησαν σε κοινωνίες εξορίας (ελληνική κοινωνία), κοινωνίες εξαγοράς (γερμανικές) και κοινωνίες εγχάραξης.

Η κράτηση, η φυλάκιση δεν αποτελούν μέρος του ευρωπαϊκού ποινικού συστήματος, πριν από τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις των δεκαετιών 1780-1820. Οι νομικοί του 18ου αιώνα συμφωνούν ομοφώνως στο εξής σημείο: «η φυλακή δεν θεωρείται ποινή από το αστικό μας δίκαιο.» Μπορούμε, όμως, να πούμε ότι ήδη μια τέτοια εμμονή για άρνηση του ποινικού χαρακτήρα της φυλάκισης δείχνει μια αβεβαιότητα που όλο και αυξάνεται. Σε κάθε περίπτωση, οι εγκλεισμοί που χρησιμοποιούνται κατά το 17ο και 18ο αιώνα, παραμένουν στο περιθώριο του ποινικού συστήματος, έστω κι αν μοιάζουν μεταξύ τους και τείνουν όλο και περισσότερο να συγκλίνουν:

Εγκλεισμός-ενέχυρο: είναι εκείνος που εφαρμόζει η δικαιοσύνη κατά τη διάρκεια της ανάκρισης μιας ποινικής υπόθεσης, είτε ο πιστωτής μέχρι την εξόφληση του χρέους, ή η βασιλική εξουσία υπό του φόβου ενός εχθρού. Αναφέρεται λιγότερο σε τιμωρία σφάλματος και περισσότερο σε έλεγχο του ατόμου.

Εγκλεισμός-υποκατάστατο: είναι εκείνος που επιβάλλεται σε κάποιον που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων ,είτε εξ’ αιτίας της φύσης των σφαλμάτων του, που εμπίπτουν μόνο στην τάξη του κώδικα ηθικής ή συμπεριφοράς, είτε από προνόμιο που του παρέχει ο νόμος. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια που, από το 1629 δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να εκδίδουν ποινές φυλάκισης υπό τη στενή έννοια, μπορούν να διατάξουν τον ένοχο να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Η βασιλική διαταγή για φυλάκιση είναι συχνά ένα μέσο στα χέρια ενός προνομιούχου που τον βοηθάει να διαφύγει από την ποινική

8

Page 9: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

δικαιοσύνη. Οι γυναίκες αποστέλλονται σε καταναγκαστικά έργα για σφάλματα για τα οποία οι άνδρες κλείνονται στα κάτεργα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η φυλάκιση-υποκατάστατο χαρακτηρίζεται γενικά από το γεγονός ότι δεν αποφασίζεται από τη δικαστική αρχή. Η διάρκειά της δεν ορίζεται μια για πάντα και εξαρτάται από ένα υποθετικό τέλος, το σωφρονισμό. Πρόκειται για τιμωρία μάλλον παρά ποινή. Κι όμως, πενήντα χρόνια μετά από τα μεγαλειώδη μνημεία του κλασικού ποινικού δικαίου η φυλακή κατέστη γενική μορφή ποινής.

Η οργάνωση της ποινής του εγκλεισμού δεν είναι απλά και μόνο πρόσφατη είναι αινιγματική. Από τη στιγμή που τέθηκε σε εφαρμογή, έγινε το αντικείμενο βίαιων κριτικών, που βασίσθηκαν σε θεμελιώδεις αρχές. Αλλά υπήρξαν και κριτικές που ασκήθηκαν αναφορικά με τις δυσλειτουργίες που θα μπορούσε η φυλακή να εισάγει στο ποινικό σύστημα και στην κοινωνία εν γένει.

1.Η φυλακή εμποδίζει τη δικαστική εξουσία να ελέγξει και να εξακριβώσει την εφαρμογή των ποινών.

2.Η φυλακή αναμειγνύοντας κατάδικους τόσο διαφορετικούς και απομονωμένους μεταξύ τους, τους καθιστά μια ομοιογενή κοινότητα εγκληματιών, η οποία καθίσταται μέσω του εγκλεισμού και παραμένει εκτός αυτού, αλληλέγγυα.

9

Page 10: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

3. Η φυλακή κατασκευάζει έναν πραγματικό στρατό εσωτερικών εχθρών. Δίνοντας στους κατάδικους ένα καταφύγιο, τροφή, ρούχα και συχνά δουλειά, η φυλακή επιφυλάσσει γι’ αυτούς πεπρωμένο μερικές φορές καλύτερο και από αυτό των εργατών. Όχι μόνον δεν μπορεί να τους αποτρέψει από την εγκληματικότητα, αλλά τους προτρέπει προς αυτήν.

4. Από τη φυλακή βγαίνουν άνθρωποι , που επειδή έχουν υποστεί την ατίμωση, καταλήγουν τελικά στην εγκληματικότητα.

Αμέσως λοιπόν, η φυλακή καταδικάζεται ως εργαλείο το οποίο, μέσα στα πλαίσια της δικαιοσύνης, κατασκευάζει εκείνους που η ίδια η δικαιοσύνη θα στείλει ή θα ξαναστείλει στη φυλακή. Αυτός ο σωφρονιστικός κύκλος καταδικάζεται ρητά ήδη από το 1815-1830. Κι όμως, από αυτή την άποψη, τα αποτελέσματα της εξέτασης των ποινικών θεωριών του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα είναι αρκετά εντυπωσιακά. Κανείς εκ των μεγάλων μεταρρυθμιστών, είτε επρόκειτο για θεωρητικούς, είτε για δικαστικούς , νομοθέτες ,νομικούς/νομοθέτες, δεν προτείνουν τη φυλακή ως οικουμενική ή ακόμα ως μείζονα ποινή.

Γενικότερα, σε όλες αυτές τις μελέτες, ο εγκληματίας ορίζεται ως ο εχθρός της κοινωνίας. Επ' αυτού οι μεταρρυθμιστές στηρίζουν και μετασχηματίζουν το αποτέλεσμα μιας πολιτικής και θεσμικής εξέλιξης που ξεκινά από την εποχή του Μεσαίωνα. Πρόκειται για την αντικατάσταση της ρύθμισης των διαφορών με τη δημόσια δίωξη. Από αυτή τη γενική αρχή απορρέει ένας συγκεκριμένος αριθμός συνεπειών:

10

Page 11: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

1. Κάθε κοινωνία, ανάλογα με τις βασικές ανάγκες της, πρέπει να διαμορφώσει μια κλίμακα ποινών. Από τη στιγμή που η τιμωρία δεν εξαρτάται από το ίδιο το σφάλμα, αλλά από το κακό που προκαλεί στην κοινωνία ή από τον κίνδυνο στον οποίο την εκθέτει, όσο πιο αδύναμη είναι, τόσο περισσότερο θα πρέπει να προφυλαχθεί και να φανεί αυστηρή. Έτσι, δεν υπάρχει οικουμενικό μοντέλο ποινής, αλλά βασική σχετικότητα των ποινών.

2. Αν η ποινή ήταν εξιλέωση, δε θα έβλαπτε αν ήταν πολύ αυστηρή· πάντως, θα ήταν δύσκολο να καθορίσουμε μια ακριβή αναλογία μεταξύ αυτής και του εγκλήματος. Αλλά αν πρόκειται για την προστασία της κοινωνίας, μπορούμε να την υπολογίσουμε, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται επακριβώς αυτή της η λειτουργία: πέραν τούτου, κάθε επιπλέον αυστηρότητα αποτελεί κατάχρηση εξουσίας. Η δικαιοσύνη της ποινής βρίσκεται στην οικονομία της.

3.Ο ρόλος της ποινής στρέφεται εξολοκλήρου ενάντια στο εξωτερικό της κοινωνίας και ενάντια στο μέλλον: στόχος της να εμποδίσει την επανάληψη του εγκλήματος. Στο κάτω-κάτω, αν είμαστε εντελώς σίγουροι πως ένα έγκλημα δεν πρόκειται να επαναληφθεί, δεν είναι απαραίτητο να τιμωρηθεί. Έτσι, ο ένοχος δεν είναι πια σε θέση να βλάψει και οι αθώοι αποτρέπονται από το να εκτελέσουν παρόμοια παράβαση. Η βεβαιότητα της ποινής, ο αναπόφευκτος χαρακτήρας της, πέρα από κάθε αυστηρότητα, ισοδυναμεί και με την αποτελεσματικότητά της.

Κατά τα πρώτα έτη του 19ου αιώνα θα συναντήσουμε θεωρητικούς που θα προσδώσουν στη φυλακή αυτό το ρόλο. «Ο εγκλεισμός αποτελεί την κατ' εξοχήν ποινή των πολιτισμένων κοινωνιών. Η πρόθεσή της είναι ηθική, όταν συνοδεύεται από την υποχρέωση εργασίας» .Όμως από την εποχή εκείνη, η φυλακή αποτελούσε ήδη μείζον όργανο επιβολής ποινών. Η φυλακή, χώρος αναμόρφωσης, αποτελεί επανερμηνεία της πρακτικής φυλάκισης που, εκ των πραγμάτων, είχε διαδοθεί τα προηγούμενα έτη.

11

Page 12: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

Μπορούμε με βάση τα παραπάνω να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα.

1. Οι μορφές ποινών που εμφανίζονται το 1760-1840 δε συνδέονται με μια νέα αντίληψη περί ηθικής. Η φύση των παραβάσεων που ορίζονται από τον κώδικα ,ουδόλως άλλαξε κατ’ oυσίαν, αν και το καθεστώς των ποινών είναι πολύ πιο επιεικές. Οι ίδιες οι παραβάσεις δεν άλλαξαν σημαντικά. Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι εξετάζοντας τις ιδέες της ηθικής μέσω της πρακτικής και των ποινικών θεσμών, ανακαλύπτουμε ότι η εξέλιξη της ηθικής είναι πάνω από όλα η ιστορία του σώματος, η ιστορία των σωμάτων.

2. Μπορούμε να καταλάβουμε ακόμη πως η φυλακή αποτέλεσε τη γενική μορφή τιμωρίας και ότι αντικατέστησε τα βασανιστήρια. Το σώμα δεν χρειάζεται πια να χαράζεται. Πρέπει αντιθέτως να προστατεύεται η ακεραιότητά του. Ο χρόνος του πρέπει να προσμετράται και να χρησιμοποιείται πλήρως. Οι δυνάμεις του πρέπει διαρκώς να προσδένονται στην εργασία. Η μορφή (φυλακή) της ποινής ανταποκρίνεται στη μορφή (μισθός της εργασίας).

3. Η μετατροπή των ποινών δεν αφορά μόνο μια ιστορία σωμάτων . Είναι, πιο συγκεκριμένα, μια ιστορία σχέσεων μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και των σωμάτων. Οι καταναγκασμοί επί των σωμάτων, ο έλεγχος τους, η υποδούλωσή τους, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η εξουσία ασκείται άμεσα ή έμμεσα πάνω τους, ο τρόπος με τον οποίο τα χρησιμοποιεί είναι σύμφωνη με την αρχή της αλλαγής που αναφέρθηκε.

ΣΧΟΛΕΙΟ: 2 ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ-ΚΟΡΔΕΛΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ : 2010-2011

12

Page 13: αναστασία γεωργιάδου στέλλα γιαννακοπούλου

ΜΑΘΗΜΑ:ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ –ΣΤΕΛΛΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΜΗΜΑ: Β’1 ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΣΟΦΙΑ ΚΑΝΙΑΚΑ

13