164

Κωμικοί Έρωτες - Μίλαν Κούντερα

  • Upload
    sdipla

  • View
    228

  • Download
    14

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Οι Κωμικοί έρωτες, γραμμένοι μέσα σε μια δεκαετία, μεταξύ 1959 και 1968, πριν δηλαδή από το Αστείο (1967) και παράλληλα με αυτό, εκδίδονται το 1970 και θεωρούνται έτσι το δεύτερο έργο του Κούντερα. «Ώς τα τριάντα μου» λέει σε συνέντευξή του ο Κούντερα «έγραφα διάφορα πράγματα: κυρίως μουσική, αλλά και ποίηση, έγραψα ακόμα κι ένα θεατρικό,[...] αναζητώντας τη φωνή μου, το ύφος μου, αναζητώντας τον εαυτό μου. Με την πρώτη ιστορία των Κωμικών ερώτων) γραμμένη το 1959) είχα τη βεβαιότητα πως "με βρήκα". Έγινα πεζογράφος, μυθιστοριογράφος, και δεν είμαι τίποτ άλλο».Το εντυπωσιακό είναι ότι με το έργο αυτό, που αρθρώνεται σε επτά ανεξάρτητες ιστορίες, ο Κούντερα δεν έχει βρει μόνο τα θέματά του, προαναγγέλλοντας έτσι τα κατοπινά μυθιστορήματά του, αλλά και τα εκφραστικά του μέσα, το ύφος του, πλήρως διαμορφωμένο ήδη.Κωμικοί έρωτες, δηλαδή έρωτες για γέλια, στην κατηγορία μάλλον του ασόβαρου παρά του γελοίου, με τον γνωστό πικρό σαρκασμό με τον οποίο ανατέμνει ο συγγραφέας την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου και της εποχή τους.

Citation preview

Ο Γαλλατσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα

γεννήθηκε ατο Μηρνο και αηό το 1975 ζει

στη δεύτερη ηατρίδα του τη Γαλλία. Έχει γρά­

ψει τα μυθιστορήματα Το οστείο, Η ζωπ είνοl

ολλού, Το βαλς του αποχαιρετισμού, Το βι­

βλίο του γέλιου και τπς λπθπς, Η αβάστσχτπ

ελσφρότπτα του είναι και Η αθονασία, τη

συλλογή διηγημάτων Κωμικοί έρωτες, κα­

θώς και το θεατρικά Ο Ιάκωβος κι ο αφέvτπς

του, όλα στην ταέχικη γλώσαα. Τα παλαιότε­

ρα δοκίμια Η τέχνπ του μυθιστορπματος και

Οι προδομένες διαθπκες, το νεότερο Ο πέ­

πλος, καθώς και τα πιο πρόσφατα μυθι­

στορήματά ταυ Η βραδύτπτα, Η ταυτότπτα και

Η άγνοια γράφτηκαν στα γαλλικά.

Σχεδιααμός εξωφύλλαυ Φωκίων Κοπανάρπς

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Σημείωση τ ο υ συ γΥ()αφέα

Η μετάφραση α υτή έχει την έγκρισή μοl) χαι ευχαριστώ τον

Γιάννη Η. Χάρη για την εξαιρετική δο υλειά του. που είχα τη

χαρά να την παρακολουθήσω απΩ πολιί κοντά

Σημ είω ση της γ α λ λ ι κής έκδοση ς

Μεταξύ 1985 και 1987 οι γαλλικές μεταφράσεις των έργων του

Μ. ΚοιΥντερα αναθεωρήθηκαν πλήρως απ" τον συγγραφ έα και

έχουν έκτοτε την ίδια ισχύ πρωτοτύπου με το τσέχικο κείμενο

ΜΙΛΑΝ ΚΟΤΝΤΕΡΑ

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Μετάφραση

από την αναθεωρημένη, γαλλική έκδοση

ΓΙΑΝΝΗΣ Η, ΧΑΡΗΣ

ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

8η χιλιάδα

Β ΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ 'ΈΣΤΙΑΣ"

Ι.Δ, ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α,Ε.

ΑΘΗΝΑ 2008

Απαγορε'Jεται η αναδημοσίευση. η αναπαραγωγή. καθώς και η ΟΠΟΙΟlJδήποτε είδους διασκευή το" έργο" αιιτού

Σειρά Ξένης ΑΟΥοτεχν,ας

lIfJώτη έκδοση: "Ιοέμβριος :ωΟί

Δε,;τερη έκδοση: Δεκέμβριος :!(ιΟί

Τρίτη έκδοση: Απρίλιος L()()/-I

Τίτλος πρωτοτύπου: ΜίΙαη Kundc·ra. Sl1lesl1" IAsky © '.1ilan Kundera. 1968

Σχεδιασμός εξωφύλλοlJ: Φωκίων Κοπανάρης

Δι6ρΟωση: Μιμίκα Σώζου

Σελιδοποίηση: Αναστασία Σπανιολέτου

Φιλμ. μοντάζ: "Αλφάβητο»

Ι:;κτύπωση: Ι'ραφικές Τέχνες Δημήτριος Αλέξ. Γιωτάχος

Εκτόπωση εξωφι'Jλλου: Δ. Μωλ & Υιός

Βιβλιοδεσία: ΜΕΤΡΟΝ Α.Ε.

ΒΙΒΛJOΠΩΛΕJO"i ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ"

Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

Ευριπίδου 84 - AO'�να 105 53 [email protected] • www.hestia.gr

ISBN 978-960-05-1349-:3

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο :νι Ε Ν Α

Ι Κανείς δε θα γελάσει

1I. Το χρυσό μήλο του αιώνιου πόθου

111. Το παιχνίδι του οτοστόπ

IV. Το συμπ6σω

Υ. Οι παλιοί VExrol να παραχιιφήσουν τη θέση τους

στους καινούριους

ΥΙ Ο γιατρ6ς Χάβελ είκοσι χρόνια μετά

ΥΠ. Ο Έντουαρντ χαι ο Θε6ς

9

53

79

107

159

189

231

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

« Βάλε μου λίγο ακόμα» μου είπε η Κλάρα, και δεν έφερα

καμία αντίρρηση. Είχαμε βρει μια αφορμή ν' ανοίξουμε ένα

μπουκάλι σλιβοβίτσα, όχι καμιά σπουδαία αφορμή, όχι

ιΊμως και αμελητέα, Εκείνη τη μέρα είχα εισπράξει ένα

γενναίο ποσό για ένα πολυσέλιδο δοκίμιό μου που είχε δη­

μοσιευτεί σε μια επιθεώρηση τέχνης.

Βέβαια η δημοσίευσή του δε στάθηκε και πολύ εύκολη

lJπόθεση, καθώς ήταν ιδιαίτερα μαχητικό και γεμάτο αιχ­

μές. Γι' αυτό και το είχε απορρίψει η Εικαστική σκέψη, με

τη γηραλέα και επιφυλακτική συντακτική επιτροπή της, και

τελικά το έδωσα σε μια ανταγωνιστική επιθεώρηση, λιγότε­

(>0 σημαντική είν' η αλήθεια, που έχει όμως στη συντακτική

επιτροπή της ανθρώπους πιο νέους και πιο τολμηρούς.

Ο ταχυδρόμος μού έφερε την επιταγή στο πανεπιστή­

μιο, και μαζί ένα γράμμα, ένα γράμμα άνευ σημασίας, που

μες στην πρώτη έξαψη του μεγαλείου μου ίσα που του 'ρι­

ξα μια ματιά το πρωί. Αλλά στο σπίτι, όταν κόντευαν πια

μεσάνυχτα και είχε κατέβει η στάθμη στο μπουκάλι, πήρα

το γράμμα απ' το τραπέζι και το διάβασα στην Κλάρα για

να σπάσουμε πλάκα:

«Αγαπητέ σύντροφε και -αν μου επιτρέπετε τη λέξη­

ΟlJνάδελφε, συγχωρέστε κάποιον που, χωρίς να τον έχετε

i'ίει ποτέ. παίρνει το ελεύθερο να σας γράψει. Απευθύνομαι

ο' εσάς με την παράκληση να διαβάσετε το άρθρο που σας

caωκλείω. Δεν σας γνωρίζω προσωπικά, αλλά τρέφω μεγά­

λη εκτίμηση στο πρόσωπό σας, γιατί είστε για μένα ο άν-

11

ΚΩΜΙΙ{ΟΙ ΕΙ'ΩΤΕΣ

θρωπος που οι απόψεις του, οι σκέψεις και τα συμπερά­

σματά του επιβεβαιώνουν κατά έναν όλως παράδοξο τρό­

πο τα αποτελέσματα των δικών μου ερευνών ... » Ακολου­

θούσαν διάφορα εγκώμια για την αξία μου, και μια άλλη

πα(lάχληση: αν είχα την καλοσύνη να γράψω ένα σημείωμα

προς την επιθεώρηση Η εικαστική σκέψη, όπου εδώ και έξι

μήνες του έβγαζαν άχρηστο το άρθρο του και το απέρρι­

πταν. Του είχαν πει ότι η γνώμη μου θα είχε καθοριστική

σημασία, κι έτσι ήμουν η μοναδική του ελπίδα, το μοναδικό

φως μες στο απόλυτο σκοτάδι του.

Κάναμε διάφορα αστεία με την Κλάρα γι' αυτόν τον Ζα­

τούρετσκι, ενθουσιασμένοι με το πομπώδες όνομά του' τε­

λείως άκακα αστεία. εννοείται, γιατί τα εγκώμιά του με εί­

χαν κάνει μεγαλόψυχο, μ' ένα μπουκάλι εξαιρετική σλιβο­

βίτσα μάλιστα στο πλάι. Τόσο μεγαλόψυχο. που εκείνες τις

αλησμόνητες στιγμές ένιωθα πως αγαπάω όλο τον κόσμο.

Κι αφού δεν μπορούσα να γεμίσω δώρα όλο τον κόσμο. γέ­

μιζα δώρα την Κλάρα. Κι αν όχι δώρα, τουλάχιστον υπο­

σχέσεις.

Η Κλάρα. με τα είκοσί της χρόνια, ήταν κορίτσι από κα­

λή οικογένεια. Τι λέω καλή. από εξαίρετη οικογένεια! Ο

πατέρας της. πρώην διευθυντής τραπέζης. και συνεπώς εκ­

πρόσωπος της μεγαλοαστικής τάξης, είχε εκδιωχθεί από

την Πράγα γι>ρω στο 1950 και είχε εγκατασταθεί στο χωριό

Τσελακόβιτσε. αρκετά μακριά απ' την πρωτεύουσα. Η κό­

ρη του. με βεβαρημένο έτσι μητρώο. δούλευε μοδίστρα

μπροστά σε μια ραπτομηχανή. στο αχανές ατελιέ ενός ερ­

γοστασίου ροι>χων της Πράγας. Εκείνο το βράδυ. καθισμέ­

νος μπροστά της, προσπαθούσα να κεντρίσω ακόμα περισ­

σότερο το ενδιαφέρον της για μένα, μιλώντας της επιπό­

λαια για τα πλεονεκτήματα μιας δουλειάς που υποσχόμουν

12

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΤ

να της βρω με τη βοήθεια των φίλων μου. Επέμενα ότι δεν

νοείται μια τόσο γοητευτική κοπέλα να χαραμίζει την ομορ­

φιά της μπροστά σε μια ραπτομηχανή και αποφάσισα πως

Οα 'πρεπε να γίνει μανεκέν.

Η Κλάρα δεν έφερε αντίρρηση και περάσαμε τη νύχτα

αρμονικά κι ευτυχισμένα.

Διασχίζουμε το παρόν με τα μάτια δεμένα. Το πολύ πολύ

να διαισθανθούμε και να μαντέψουμε αυτό που ζούμε τη

συγκεκριμένη στιγμή. Αργότερα μόνο, όταν πια λύσουμε

τα μάτια μας και εξετάσουμε το παρελθόν, αντιλαμβανό­

μαστε αυτό που ζήσαμε και κατανοούμε τη σημασία του.

Το βράδυ εκείνο φανταζόμουν ότι πίνω στην επιτυχία

μου και ούτε που υποΨιαζόμουν πως αυτό ήταν το πρελού­

διο της καταστροφής μου.

Κι επειδή τίποτα δεν υποψιαζόμουν, την επομένη ξύ­

πνησα ευδιάθετος, κι ενώ η Κλάρα κοιμόταν ακόμα μακα­

()ίως δίπλα μου. πήρα το άρθρο που ήταν μαζί με το γράμ­

μα του κ. Ζατούρετσκι και άρχισα να το διαβάζω στο κρε­

[jάτι με εύθυμη αδιαφορία. Το άρθρο είχε τίτλο «Μίκολας

Άλες. μια αυθεντία του τσέχικου σχεδίου», και τζάμπα

έχασα και τη μισή ώρα που το διέτρεξα τελείως πρόχειρα.

ΊΙταν μια συλλογή από κοινοτοπίες, ριγμένες άτσαλα στο

χαρτί, χωρίς την παραμικρή λογική ανάπτυξη. χωρίς την

παραμικρή πρωτότυπη ιδέα.

Μια σαχλαμάρα και μισή, οίιτε λόγος. Και μου το επιβε­

βαίωσε την ίδια κιόλας μέρα απ' το τηλέφωνο ο Κάλουσεκ.

13

ΚΩΜΙΚΟΙ i':F'ΩΤΕΣ

ο αρχισυντάκτη ς της Εικαστικής σκέψης (από τα πλέον

αντιπαθή άτομα. κατά τα άλλα). Μου τηλεφώνησε στο πα­

νεπιστήμιο και μου είπε: «Σου ήρθε αυτή η μελέτη κάποιου

Ζατούρετσκι; Κάνε μου λοιπόν τη χάρη να γράψεις ένα ση­

μείωμα' πέντε συνεργάτες μας του την έβγαλαν σκάρτη.

αλλά αυτός επιμένει. και θεωρεί ότι εσύ είσαι η μία και μο­

ναδική αυθεντία. Γράψε λοιπόν πέντε γραμμές ότι αυτό το

πράμα δε στέκει με τίποτα. είσαι μανούλα εσl) σ' αυτά. ξέ­

ρεις και γίνεσαι καυστικός. κι έτσι θα μας παρατήσει ήσυ­

χους».

Κάτι όμως μέσα μου κλότσησε: Γιατί δηλαδή να γίνω

εγώ ειδικά ο δήμιος αυτού του Ζατούρετσκι; Μήπως εγώ

έπαιρνα μισθό αρχισυντάκτη γι' αυτές τις δουλειές; Εξάλ­

λου η Εικαστική σκέψη δεν είχε απορρίψει και τη δική μου

μελέτη; Χώρια που για μένα το όνομα του Ζατούρετσκι εί­

χε συνδεθεί με την ανάμνηση της Κλάρας, της σλιβοβίτσας

και μιας ωραίας βραδιάς. Κι έπειτα. γιατί να το κρύΨω. αν­

θρώπινο είναι. αυτοί που με θεωρούν «μία και μοναδική

αυθεντία» μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, και

ίσως σ' ένα δάχτυλο μόνο. Γιατί να κάνω εχθρό μου τον μο­

ναδικό μου θαυμαστή;

Τέλειωσα τη συνδιάλεξη με τον Κάλουσεκ με μερικά

πνευματώδη και αόριστα λόγια, που ο καθένας μας θα

μπορούσε να τα πάρει όπως τον βολεύουν. αυτός σαν υπό­

σχεση κι εγώ σαν υπεκφυγή. κι έκλεισα το τηλέφωνο απο­

φασισμένος οριστικά και αμετάκλητα να μην το γράψω πο­

τέ αυτό το σημείωμα.

Πήρα λοιπόν απ' το συρτάρι μου ένα επιστολόχαρτο κι

έγραψα στον κ. Ζατούρετσκι ένα γράμμα όπου απέφευγα

επιμελώς οποιαδήποτε κρίση για την εργασία του, και του

εξηγούσα πως οι απόψεις μου για τη ζωγραφική του 190υ

14

ΚΑΝΕI2: ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΛΣω

αιώνα θεωρούνται γενικά εσφαλμένες, ειδικά από τη συ­

ντακτική επιτροπή της Εικαστικής σκέψης, κι έτσι υπήρχε

κίνουνος η παρέμβασή μου να του κάνει μάλλον κακό παρά

καλ()' παράλληλα τον κατέκλυσα με μια φιλική πολυλογία.

που αποκλείεται να μην την είδε σαν ένδειξη συμπάθειας

στο πρόσωπό του.

'Εριξα το γράμμα σ' ένα γραμματοκιβώτιο και ξέχασα

ιχμέσως τον κ. Ζατούρετσκι. Αλλά ο κ. ΖαΤΟIJρετσκι δε με

ξέχασε.

Μ ια μέρα. μόλις είχα τελειώσει το μάθημά μου (διδάσκω

ιστορία της τέχνης σαν βοηθός στο πανεπιστήμιο), ήρθε και

ΧΤΙJπησε την πόρτα της τάξης η κ. Μαρία. η γραμματέας.

μια γλυκομίλητη γυναίκα κάποιας ηλικίας που μου φτιά­

xνει καφέ και λέει πως δεν είμαι εκεί κάθε φορά που αΚΟIJ­

γονται στο τηλέφωνο ανεπιθίιμητες γυναικείες φωνές. Έχω­

σε μέσα το κεφάλι και μου είπε ότι με περιμένει κάποιος

κl'φιος.

Οι κύριοι δε με φοβίζουν. Χαιρέτησα τους φοιτητές μου

και βγήκα ευδιάθετος στο διάδρομο. όπου με χαιρέτησε

ένας μικρόσωμος άντρας. με μαύρο πολυκαιρισμένο κου­

σΤΟIJμι και άσπρο πουκάμισο. Έπειτα μου ανακοίνωσε όλο

σεβασμό πως ονομάζεται Ζατοίιρετσκι.

'Rβαλα τον επισκέπτη μου σε μια άδεια αίθουσα, του

Π(Jόσφερα κάθισμα. κι άρχισα να μιλάω σε είιθυμο τόνο πε­

ιιί ανέμων και υδάτων. για το ελεεινό καλοκαίρι που είχαμε

και για τις εκθέσεις που γίνονταν εκείνη την εποχή στην

15

ΚΩΜ!ΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Πράγα. Ο κ. Ζατούρετσκι συγκατένευε ευγενικά στις αερο­

λογίες μου, αλλά προσπαθούσε συνέχεια να πιαστεί από

κάποια παρατήρησή μου και να γυρίσει την κουβέντα στο

άρθρο του. που ορθωνόταν ξαφνικά αόρατο ανάμεσά μας.

σαν ένας ακαταμάχητος μαγνήτης.

«Πολύ ευχαρίστως θα έγραφα ένα σημείωμα για τη με­

λέτη σας» είπα κάποια στιγμή. «αλλά. όπως σας εξήγησα

στο γράμμα μου, δε θεωρούμαι ειδικός στην τσέχικη ζω­

γραφική του 190υ αιώνα. και συν τοις άλλοις δεν έχω διό­

λου καλές σχέσεις με τη συντακτική επιτροπή της Εικαστι­κής σκέψης, όπου με βλέπουν σαν αδιόρθωτο μοντερνιστή,

οπότε μια θετική εισήγηση εκ μέρους μου είναι σίγουρο

πως μόνο κακό θα σας έκανε.»

«Α, μα παραείστε μετριόφρων» είπε ο κ. Ζατούρετσκι.

«Πώς γίνεται να υποτιμά τόσο πολύ το κύρος του ένας ει­

δήμων όπως εσείς! Από τη συντακτική επιτροπή μού είπαν

ότι όλα εξαρτώνται από τη δική σας γνώμη. Αν είναι ευνο'ί­

κή για το άρθρο μου, θα το δημοσιεύσουν. Είστε η μόνη

μου ελπίδα. Αυτή η εργασία αντιπροσωπεύει τρία χρόνια

μελέτη. τρία χρόνια έρευνες. Τώρα πια όλα είναι στα χέρια

σας. »

Πόσο πρόχειρα και με τι φτωχά υλικά κατασκευάζει κα­

νείς τις δικαιολογίες του! Δεν ήξερα τι να του απαντήσω.

Σήκωσα μηχανικά το βλέμμα για να κοιτάξω το πρόσωπό

του και είδα κάτι αθώα, παλιομοδίτικα γυαλάκια, αλλά και

μια έντονη. βαθιά ρυτίδα, χαραγμένη κάθετα στο μέτωπό

του. Σε μια σύντομη στιγμή διαύγειας ένιωσα ρίγος στη

σπονδυλική μου στήλη: αυτή η επίμονη. πεισματική ρυτίδα

δεν αντανακλούσε απλώς το διανοητικό μαρτύριο του κα­

τόχου της έτσι όπως έσκυβε πάνω στα σχέδια του Μίκολας

Άλες, αλλά και μια ασυνήθιστη δύναμη της θέλησης. Είχα

16

ΚΑ.'<Ε!Σ ΔΕ ΘΑ !ΈΛΑΣΕ!

χάσει την ετοιμότητά μου και δεν κατάφερνα να βρω καμία

δικαιολογία της προκοπής. Ήξερα πως δε θα το έγραφα

αυτό το σημείωμα. αλλά ήξερα και πως δεν είχα τη δύναμη

να το πω κατάμουτρα σ' αυτόν το μικρόσωμο ικέτη.

Άρχισα να χαμογελάω και να ξεστομίζω αόριστες υπο­

σχέσεις. Ο κ. Ζατοιψετσκι με ευχαρίστησε και είπε πως θα

ξαναπεράσει σι>ντομα να μάθει νεότερα' χωρίσαμε όλο χα­

μόγελα.

Ξαναπέρασε βεβαίως σε λίγες μέρες κατάφερα να τον

αποφύγω επιδέξια, αλλά την επομένη μού είπαν πως με εί­

χε ξαναζητήσει στο πανεπιστήμιο. Κατάλαβα πως δεν πά­

νε καλά τα πράγματα. Πήγα και βρήκα αμέσως την κ. Μα­

ρία για να πάρω τα κατάλληλα μέτρα.

«Σας παρακαλώ. κυρία Μαρία. αν τυχόν ξανάρθει και

με ζητήσει αυτός ο κύριος. πέστε του πως έχω φύγει για

επαγγελματικούς λόγους στη Γερμανία και θα γυρίσω σ'

ένα μήνα πια. Και κάτι άλλο: όλα μου τα μαθήματα είναι

Τρίτη και Τετάρτη. Από δω και πέρα θα τα κάνω Πέμπτη

και Παρασκευή. Μόνο οι φοιτητές μου να ενημερωθούν,

μην το πείτε σε κανέναν και μην αλλάξετε το πρόγραμμα

στον πίνακα. Πρέπει να περάσω στην παρανομία.»

4

Λίγον καιρό αργότερα ο κ. Ζατούρετσκι ήρθε φυσικά και

με ζήτησε στο πανεπιστήμιο. και φάνηκε απελπισμένος

(ίταν η γραμματέας τού ανακοίνωσε πως είχα φύγει εσπευ­

σμένα για τη Γερμανία. «Μα δεν είναι δυνατόν! Ο κύριος

καθηγητής έπρεπε να γράψει ένα σημείωμα για το άρθρο

17

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

μου! Πώς έφυγε έτσι;» «Ιδέα δεν έχω» απάντησε η κ. Μα­

ρία. «αλλά θα γυρίσει σ' ένα μήνα.» «Άλλον ένα μήνα ... »

κλαψούρισε ο κ. Ζατούρετσκι. «Και δεν έχετε τη διεύθυνσή

του στη Γερμανία;» «Δυστυχώς όχι» είπε η κ. Μαρία.

Και για ένα μήνα βρήκα την ησυχία μου. Πέρασε όμως πολύ πιο γρήγορα απ' όσο φανταζόμουν

αυτός ο μήνας, και ο κ. Ζατούρετσκι ξαναεμφανίστηκε στο πανεπιστήμιο. «Όχι. ακόμα να γυρίσει» του είπε η κ. Μα­ρία. και όταν με είδε. με ρώτησε ικετευτικά: «ο κυριούλης σας ξανάρθε, τι θέλετε να του πω;» «Να του πείτε πως έβγαλα τη χρυσή στη Γερμανία κι είμαι στο νοσοκομείο στην Ιένα.» «Στο νοσοκομείο; Μα δεν είναι δυνατόν! Ο κιΥ­ριος καθηγητής έπρεπε να γράψει ένα σημείωμα για το άρ­θρο μου!» αναφώνησε ο κ. Ζατούρετσκι όταν του ανακοί­νωσε το νέο η γραμματέας. έπειτα από λίγες μέρες. «Κύριε Ζατούρετσκι» είπε επιτιμητικά η γραμματέας. «ο κύριος καθηγητής είναι στο εξωτερικό βαριά άρρωστος κι εσείς μόνο το άρθρο σας σκέφτεστε!» Ο κ. Ζατούρετσκι έχωσε το κεφάλι στους ώμους και έφυγε, αλλά σε δεχαπέντε μέ­ρες ήταν πάλι εχεΙ «Έστειλα ένα συστημένο γράμμα στον κύριο καθηγητή στο νοσοκομείο της Ιένας. Και μου γύρισε πίσω!» «Θα τρελαθώ μ' αυτό τον άνθρωπο» μου είπε την επομένη η κ. Μαρία. «Μη μου θυμώσετε. αλλά τι να του 'λεγα πια κι εγώ; Του είπα πως γυρίσατε. τώρα πια βγάλτε τα πέρα μόνος σας!»

Δεν κρατούσα κακία στην κ. Μαρία. έκανε ό.τι μπορού­σε, κι άλλωστε δε θεωροιΥσα επ' ουδενί πως έχω χάσει το παιχνίδι. Ήξερα καλά τον εαυτό μου. δε με στρίμωχναν εύ­κολα. Ζούσα πια στην παρανομία, έκανα κρυφά τα μαθή­ματά μου Πέμπτη και Παρασκευή. και πήγαινα, πάλι κρυ­φά. Τρίτη και Τετάρτη, και κρυβόμουν στην είσοδο μιας

18

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

πι ιλ ι ικατοικίας, απέναντι απ' τη σχολή, και απολάμβανα το

fICIXila. τον κ. Ζατούρετσκι που παραφύλαγε να με δει να

liγ'Χίνω. 'Ι:<.;τσι μου 'ρχόταν να φορέσω περούκα και ψεύτικα

Υcνια. Ί�νιωθα Σέρλοκ Χολμς. Τζακ ο Αντεροβγάλτης, ο

ι\,ψατος άνθρωπος που οργώνει την πόλη. Το καταδιασκέ­

ί),χζα. Λλλά κάποια μέρα ο κ. Ζατούρετσκι βαρέθηκε πια να

ΙΗψαφολάει και έδωσε ένα γερό χτύπημα στην κ. Μαρία.

.. '·:π:ιτέλους πότε κάνει τα μαθήματά του ο σύντροφος κα­

ΙΙηγητής;» «Δεν έχετε παρά να συμβουλευτείτε το πρό­

γι ιιψι-ια» απάντησε η κ. Μαρία, δείχνοντάς του στον τοίχο

cνιχν μεγάλο πίνακα καντριγιέ όπου αναγραφόταν με υπο­

ί'icl,γματική σαφήνεια το ωράριο των μαθημάτων.

" Ξέρω» είπε ο κ. Ζατούρετσκι, που δεν τον ξεγέλαγες

cl'ικιιλα. «αλλά ο σύντροφος καθηγητής δεν έρχεται ποτέ

γιιχ το μάθημά του την Τρίτη. ούτε την Τετάρτη. Κάνει

, ι Ηχση εργασίας;»

,,'( )χι» απάντησε αμήχανα η κ. Μαρία.

Ι\αι τότε ο κοντούλης τα 'βαλε με την κ. Μαρία. Της κα­

τιΧλι 'ιγισε ότι δεν ενημερώνει το πρόγραμμα. Τη ρώτησε ει­

(ιωνικά πώς και δεν ήξερε πότε ακριβώς κάνουν τα μαθή­

lωτά τους οι καθηγητές. Την προειδοποίησε πως θα της

xιχνcι αναφορά. Έβαλε τις φωνές. Δήλωσε ότι θα κάνει ανα­

ψι ι( ιά και για τον σύντροφο καθηγητή που δεν εμφανίζεται

γιιχ τα μαθήματά του. Ρώτησε αν είναι εχεί ο πριΥτανης.

Δυστυχώς, ο πρύτανης ήταν εκεΙ

() κ. Ζατούρετσκι χτύπησε την πόρτα στο γραφείο του

χω μπήκε. Έπειτα από δέκα λεπτά εμφανίστηκε ξανά στο

γι ιιχφείο της κ. Μαρίας και της ζήτησε ξερά τη διεύθυνσή

1)( ιι ι.

" �καλνίκoβα 20, στο Λίτομυσλ» είπε η κ. Μαρία.

19

ΚΩΜΙΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

«Πώς δηλαδή στο Λίτομυσλ;»

«ο κύριος καθηγητής έχει απλώς ένα πρόχειρο κατάλυ­

μα στην Πράγα, και δε θέλει να δίνω αυτήν τη διεύθυνση ... »

«Απαιτώ να μου δώσετε τη διεύθυνση της κατοικίας του

κυρίου καθηγητή στην Πράγα» φώναξε ο κοντούλης αν­

θρωπάκος, κι η φωνή του έτρεμε.

Η κ. Μαρία έχασε τελείως το θάρρος της. Έδωσε τη δι­

εύθυνση της σοφίτας μου, του φτωχικού μου καταφύγιου,

της ευτυχισμένης μου φωλιάς όπου έμελλε να πιαστώ στη

φάκα.

5

Ναι. η μόνιμη κατοικία μου είναι στο Λίτομυσλ' έχω εκεί τη

μητέρα μου και τις αναμνήσεις από τον πατέρα μου' όποτε

τα καταφέρνω. αφήνω την Πράγα και πάω εκεί και δου­

λεύω και γράφω, στο διαμερισματάκι της μαμάς. Κρατάω

έτσι μόνιμη διεύθυνση τη διεύθυνση της μητέρας μου. Αλλά

στην Πράγα δεν αξιώθηκα να βρω μια γκαρσονιέρα της

προκοπής. και υπενοικιάζω στα περίχωρα μια μικρή, εντε­

λώς ανεξάρτητη σοφίτα, κρατώντας όσο γίνεται κρυφή την

ύπαρξή της, για να αποφεύγω ανώφελες συναντήσεις ανε­

πιθύμητων επισκεπτών με τις εφήμερες συντρόφους μου.

Δε θα μπορούσα λοιπόν να ισχυριστώ πως είχα και την

καλύτερη φήμη στην πολυκατοικία. Κι επιπλέον, όποτε

έμενα στο Λίτομυσλ δάνειζα συχνά το δωμάτιό μου σε φί­

λους. που το αξιοποιοι)σαν και με το παραπάνω. και δεν

άφηναν να κλείσει μάτι κανείς σ' όλη την πολυκατοικία.

Όλα αυτά είχαν καταγανακτίσει ορισμένους ενοίκους, που

20

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

μου έκαναν σιωπηρό πόλεμο, ο οποίος εκδηλωνόταν με έγ­

γραφες προειδοποιήσεις που μου έστελνε κατά καιρούς η

συνοικιακή επιτροπή, ακόμα και με έγγραφη καταγγελία

που κατέθεσαν στην υπηρεσία στέγασης.

Την εποχή στην οποία αναφέρομαι η Κλάρα άρχισε να

βρίσκει κουραστικό να έρχεται για τη δουλειά της στην

Πράγα από το Τσελακόβιτσε, και πήρε την απόφαση και

κοιμόταν σ' εμένα, στην αρχή δισταχτικά και σε εξαιρετι­

κές περιπτώσεις, έπειτα άφησε ένα φόρεμα, έπειτα κι άλ­

λα, και σε λίγο τα δύο κουστούμια μου συνθλίβονταν στο

[1άθος της ντουλάπας, και το δωματιάκι μου μεταμορφώθη­

κε σε γυναικείο σαλόνι.

Μου άρεσε πολύ η Κλάρα' ήταν όμορφη' μου άρεσε και

που γυρνούσαν και μας κοίταζαν όταν περπατούσαμε μαζί'

ήταν τουλάχιστον δεκατρία χρόνια μικρότερή μου, κι αυτό

φυσικά με ανέβαζε στα μάτια των φοιτητών μου' εν ολίγοις

είχα χίλιους λόγους να κρέμομαι από πάνω της. Ωστόσο,

()εν ήθελα να ξέρει κανείς πως έμενε σπίτι μου. Φοβόμουν

πως θα τα βάζαν με τον καλό μου το σπιτονοικοκύρη, έναν

ηλικιωμένο άνθρωπο πολύ διακριτικό, που δεν ασχολιCJΤΓl.ν

Ιlαζί μου' έτρεμα μην εμφανιστεί κάποια ωραία πρωία, πα­

(ιά τη θέλησή του και με βαριά καρδιά, και με παρακαλέσει

να Ωιώξω τη φίλη μου απ' το σπίτι, για να προστατέψει το

καΜ του όνομα. Έτσι, είχα δώσει αυστηρές οδηγίες στην

Ι\.λάρα να μην ανοίγει ποτέ σε κανέναν.

Τη μέρα εκείνη ήταν μόνη στο σπίτι. Ήταν μια ωραία,

ΑιιΊλουστη μέρα, και μέσα στη σοφίτα η ζέστη ήταν αποπνι­

κτ ική . Οπότε η Κλάρα είχε ξαπλώσει γυμνή στο κρεβάτι

ΙΙΟΙΙ και χάζευε με τις ώρες το ταβάνι.

Ξαφνικά κάποιος άρχισε να χτυπάει δυνατά και επίμο­

νιχ την πόρτα.

21

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Κανονικά δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. γιατί η πόρτα της σοφίτας δεν είχε κουδούνι. κι όποιος ερχόταν χτυπούσε αναγκαστικά με το χέρι. Έτσι. η Κλάρα δεν ανησύχησε από τη φασαρία και δε διανοήθηκε να πάψει να χαζεύει το τα­βάνι. Αλλά τα χτυπήματα στην πόρτα δε σταματούσαν' ίσα ίσα συνέχιζαν με αδιατάρακτη και ακατανόητη επιμονή. Στο τέλος την κατέλαβε νευρικότητα' άρχισε να φαντάζε­ται μπροστά στην πόρτα έναν κύριο που άνοιγε αργά και με νόημα το αριστερό μέρος του σακακιού του, κι έπειτα τη ρωτούσε κοφτά γιατί δεν ανοίγει. τι κρύβει. και αν το έχει δηλώσει πως μένει σ' αυτήν τη διεύθυνση. Την κυρίευ­σε ένα αίσθημα ενοχής. σταμάτησε να χαζεύει το ταβάνι κι έψαξε με το βλέμμα να βρει πού είχε αφήσει τα ρούχα της. Τα χτυπήματα όμως εξακολουθούσαν τόσο πεισματικά. που μες στη σύγχυσή της βρήκε μονάχα το αδιάβροχό μου, που ήταν κρεμασμένο στο χολ. Το φόρεσε και άνοιξε.

Αντί για ένα μοχθηρό. ερευνητικό πρόσωπο. είδε έναν κοντούλη που τη χαιρετούσε: «Είναι μέσα ο κι'ιριος καθη­γητής;» «Όχι, έχει βγει!» «Κρίμα» είπε ο κοντούλης και ζήτησε ευγενικά συγνώμη' «το θέμα είναι ότι ο κύριος κα­θηγητής έπρεπε να γράψει ένα σημείωμα για κάποιο άρθρο μου. Μου το έχει υποσχεθεί. και είναι πολύ επείγον. Αν μου επιτρέπετε, να του αφήσω τουλάχιστον ένα μήνυμα.»

Η Κλάρα έδωσε στον κοντούλη χαρτί και μολύβι, και το βράδυ διάβασα πως η τύχη του άρθρου για τον Μίκολας Άλες είναι στα χέρια μου και πως ο κ. Ζατούρετσκι περιμέ­νει ευσεβάστως να γράψω εκείνο το σημείωμα που του εί­χα υποσχεθεί. Πρόσθετε πως θα με αναζητήσει και πάλι στο πανεπιστήμιο.

22

KANEI� ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

Την επομένη η κ. Μαρία μου είπε πως ο κ. Ζατούρετσκι

άuχισε να ωρύεται. να την απειλεί. και πήγε να την καταγ­

γείλει' η δόλια. μου μιλούσε κι έτρεμε η φωνή της, ήταν

έτοιμη να βάλει τα κλάματα' τότε πια θύμωσα. Κατάλαβα

τωλι'ι καλά πως η κ. Μαρία. που ώς τότε διασκέδαζε με όλο

αείνο το κρυφτό (μάλλον από συμπάθεια προς εμένα πα­

(lrx από πραγματική διάθεση για αστεία) ένιωσε ξαφνικά

π(lοσβεβλημένη. και φυσικά θεωΡΟΙJσε πως η αιτία για τους

ιιπελάδες της ήμουν εγώ. Κι όσο σκεφτόμουν πως μαθεύ­

τηκε η διεύθυνση της σοφίτας μου. πως βροντούσε επί δέκα

ΛcπτrX η πόρτα και κατατρόμαξε η Κλάρα. ο θυμός μου έγι­

νε λl')σσα.

Κι εκεί που πηγαινοερχόμουν νευρικά μέσα στο γρα­

φείο της κ. Μαρίας και δάγκωνα τα χείλια μου κι έβραζα

οί.,ι')κληρος και σκεφτόμουν πώς να πάρω εκδίκηση. ανοίγει

ΎΙ π:ι'ψτα και εμφανίζεται ο κ. Ζατούρετσκι.

Μ(')λις με είδε. το πρόσωπό του φωτίστηκε από ευτυχία.

1':ΚΓχνε μια ελαφρά υπόκλιση και μου είπε καλημέρα.

Ι':ίχε έρθει πολύ νωρίς. πριν προλάβω να σκεφτώ την εκ-

ίi;,χησή μου.

Με ()ώτησε αν είχα πάρει το χτεσινό του μήνυμα.

Δεν απάντησα.

1':πανέλαβε την ερώτηση.

,. Ναι» του απάντησα τελικά.

,. Ι\αι Οα το γράψετε λοιπόν αυτό το σημείωμα;»

Τον είδα μπροστά μου: καχεκτικό. πεισματάρη, ικετευ-

11)(1)' εί;)α την κάθετη ρυτίδα στο μέτωπό του. τη γραμμή

ι νι ι" ιχνεπανάληπτου πάθους είδα τη γραμμή αυτή και συ-

23

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

νειδητοποίησα πως είναι μια ευθεία που ορίζεται από δύο σημεία: το άρθρο το δικό του και το σημείωμα το δικό μου' και πως. εκτός από το ψεγάδι αυτής της μανιακής γραμμής. γι' αυτόν δεν υπήρχε τίποτ' άλλο στη ζωή πέρα από έναν ασκητισμό αγίου. Και κατέφυγα σ' ένα σωτήριο κακεντρε­χές τέχνασμα.

«Ελπίζω να καταλαβαίνετε ότι μετά τα χτεσινά δεν έχω τίποτα να πω μαζί σας» του είπα.

«Δε σας καταλαβαίνω.» «Αφήστε το θέατρο. Μου τα είπε όλα. Μην πάτε να το

αρνηθείτε. »

«Δε σας καταλαβαίνω» ξανάπε ο κοντούλης. αλλά έντο­να αυτήν τη φορά.

Πήρα ένα εύθυμο. σχεδόν φιλικό ύφος: «Κοιτάξτε, κύριε Ζατούρετσκι. δεν μπορώ να σας κατηγορήσω. Είμαι κι εγώ γυναικάς και σας καταλαβαίνω. Κι εγώ στη θέση σας θα τα

'ριχνα σαν τρελός σε μια όμορφη κοπέλα. έτσι και βρισκό­μασταν μόνοι σ' ένα διαμέρισμα κι εκείνη ήταν γυμνή μέσα από 'να αδιάβροχο».

Ο κοντούλης μελάνιασε: «Αυτό είναι προσβολή!»

«Όχι. είναι η αλήθεια. κύριε Ζατούρετσκι.»

«Εκείνη η κυρία σάς τα είπε αυτά;» «Εκείνη η κυρία δεν έχει μυστικά από μένα.» «Αυτό είναι προσβολή, σύντροφε, εγώ είμαι παντρεμέ­

νος άνθρωπος! Έχω γυναίκα! Έχω παιδιά!» Κι έκανε ένα βήμα μπροστά, αναγκάζοντάς με να κάνω εγώ ένα βήμα πίσω.

«Τόσο το χειρότερο, κύριε Ζατούρετσκι. » «Τι εννοείτε;»

«Εννοώ ότι τόσο το χειρότερο να είναι κανείς παντρεμέ­νος και γυναικάς.»

24

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

., Ilάυτε πίσω αυτά τα λόγια!» είπε απειλητικά ο κ. Ζα­

ιιll·ψcτσκι .

., Ω(ιαία!» είπα διαλλακτικά. «ο γάμος δεν αποκλείει

ι lωVCΙ και καλά το να είναι κανείς γυναικάς. Αλλά τι σημα­

ιιιn [ΧΕι. 2:ας είπα ότι δε σας κρατώ κακία και σας καταλα­

Ι\ι(;.νω απολύτως. Όχι όμως και να ζητάτε να σας γράψει

ΥΙΙ( το άρθρο σας κάποιος που πάτε να ξελογιάσετε τη φι­

λινιΧΛα του.»

., �/'ιντρoφε! Το σημείωμα αυτό σας ζητάει να το γράψε­

ιι () κιίρ ως Κάλουσεκ, διδάκτωρ φιλολογίας και αρχισυ-

ν ιι�){της της επιθεώρησης Εικαστική σκέψη, που εκδίδεται

ιιι(ι'ι την αιγίδα της Ακαδημίας Επιστημών, και οφείλετε να

(Ι ι Υιιάψετε!»

., Διαλέξτε! Το σημείωμα ή τη φιλενάδα μου. Και τα

ί)/ιι Ι, ι)ε γίνεται!»

.. Τι συμπεριφορά είναι αυτή!» φώναξε ο κ. Ζατούρε-

τοκι, με θυμό και απόγνωση μαζΙ

Ι';ατά έναν περίεργο τρόπο είχα ξαφνικά την αίσθηση

,'ηι ο κ. Ζατούρετσκι είχε όντως θελήσει να ξελογιάσει την

l\λιΧ(lα. Βράζοντας από θυμό. άρχισα κι εγώ να φωνάζω:

.. llιΧτε να βγείτε κι αποπάνω τώρα; Αντί να μου ζητήσετε

τ ωΤΕινά συγνώμη, μπροστά στη γραμματέα μας!»

Τοιι γύρισα την πλάτη, κι εκείνος βγήκε απ' το δωμάτιο

πιψιχπατώντας, σαν χαμένος .

. , 1':πιτέλους!» αναστέναξα με ανακούφιση, έπειτα από

ιχ/ιrήν τη δύσκολη αλλά νικηφόρα μάχη, και στράφηκα

π(ιιις την κ. Μαρία: «Φαντάζομαι πως θα μ' αφήσει ήσυχο

πω μ' αυτ{) το σημείωμα!»

11 κ. Μαρία έμεινε για λίγο σιωπηλή και ρώτησε έπειτα

(;, l.Λι�:

.,Ι\αι γιατί δεν του το γράφετε αυτό το σημείωμα;»

25

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Γιατί, καλή μου κυρία Μαρία, το άρθρο του είναι σκέ­τες βλακείες.»

«Και γιατί δε γράφετε ένα σημείωμα και να λέτε πως είναι σκέτες βλακείες;»

«Και γιατί να το γράψω εγώ; Γιατί να δημιουργώ εγώ συνέχεια εχθρούς;»

Η κ, Μαρία με κοίταξε χαμογελώντας συγκαταβατικά, και τότε ξανάνοιξε η πόρτα' εμφανίστηκε ο κ. Ζατούρε­τσκι, με το χέρι υψωμένο:

«Θα δούμε ποιος θα ζητήσει συγνώμη απ' τον άλλο!» μου πέταξε με τρεμουλιαστή φωνή και εξαφανίστηκε.

7

Δε θυμάμαι ακριβώς πότε. την ίδια εκείνη μέρα ή μερικές μέρες αργότερα. βρήκαμε στο γραμματοκιβώτιό μου ένα φάκελο χωρίς διεύθυνση. Μέσα είχε ένα φύλλο χαρτί με κάτι μεγάλα. αδέξια γράμματα: «Αγαπητή Κυρία! Ελάτε σπίτι μου την Κυριακή να συζητήσουμε σχετικά με την προσβολή που έγινε στον σl:Ιζυγό μου! Θα είμαι στο σπίτι όλη τη μέρα. Αν δεν έρθετε. θα αναγκαστώ να ενεργήσω αλλιώς. Άννα Ζατοl:Ιρετσκι. Νταλιμίλοβα 14, Πράγα ΠΙ».

Η Κλάρα φοβήθηκε κι άρχισε να λέει πως έφταιγα εγώ. Έδιωξα τους φόβους της με μια κίνηση του χεριού και δήλω­σα ότι το νόημα της ζωής είναι ακριβώς να διασκεδάζουμε με τη ζωή. κι αν η ζωή η ίδια τεμπελιάζει και δε βοηθάει σ' αυτό. χρειάζεται λίγο σκούντημα από μας. Ο άνθρωπος πρέ­πει διαρκώς να καβαλικει:Ιει καινούριες περιπέτειες. αυτές τις ατρόμητες φοράδες. χωρίς τις οποίες θα έσερνε τα πόδια

26

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

ι Ι 11. πτη σκόνη σαν κατάκοπος πεζικάριος. Όταν η Κλάρα εί­

Ι! ι Tιr.)ς δεν είχε τη διάθεση να καβαλικέψει καμία περιπέ­

ι ι rrx, τη διαβεβαίωσα ότι δεν πρόκειται να συναντήσει ποτέ

ΙΙΙ\l κ. ϊ,ατούρετσκι ούτε και τη γυναίκα του, κι ότι με την

Ι! L(ι1.π:έτεια που είχα διαλέξει ο ίδιος να καβαλικέψω. θα τα

'[lyrι.ζrx πέρα μόνος μου, χωρίς την παραμικρή βοήθεια.

Το πρωί. τη στιγμή που βγαίναμε από την πολυκατοι­

x;.rx, [ιας σταμάτησε ο θυρωρός. Δεν ήταν εχθρός ο θυρω­

(11'(. Ι';ίχα την πρόνοια να του δώσω πενήντα κορόνες λίγον

κro.(ιr') πριν, και έκτοτε ζούσα με την ευχάριστη σιγουριά

ιτως είχε μάθει να αγνοεί την ύπαρξή μου και πως δεν έρι­

χνε λάδι στη φωτιά που κρατούσαν αναμμένη οι εχθροί μου

ι Ι ι ην πολυκατοικία .

.. �ας έψαχναν δύο άτομα χτες» είπε.

.. �αν ποιοι;»

.. Ί·;νας κοντοπίθαρος με τη γυναίκα του.»

., Ilώς ήταν η γυναίκα του;»

"Tou ' ριχνε δl)ο κεφάλια. Πολύ δυναμική γυναίκα. Αυ­

(J ιη( ιή. Ζητούσε πληροφορίες για τα πάντα.» Έπειτα στρά­

φηκε στην Κλάρα: «Ιδίως για σας. Ήθελε να μάθει ποια εί­

(ΙΤΕ και πώς σας λένε».

"Ηεέ μου. και τι της είπατε;» φώναξε η Κλάρα.

. : 1 \ θέλατε να της πω; Σάμπως ξέρω ποιος μπαίνει και

πoιrις βγαίνει στου κυρίου καθηγητή; Της είπα πως κάθε

li( ιrxί) ι Ι έχει κι από μιαν άλλη. »

"Τέλεια» είπα. κι έβγαλα δέκα κορόνες απ' την τσέπη

Ι J r ιι Ι. « �I)νεxίστε έτσι!»

., Μη φοβάσαι τίποτα» είπα έπειτα στην Κλάρα. «δε θα

ιως πουθενά την Κυριακή κι ούτε και θα σ' ενοχλήσει κανέ-

V(J..c,. Η

11(IΟε η Κυριακή. και μετά την Κυριακή η Δευτέρα, η

27

t

ΚΩΜΙΚOl ΕΡΩΤΕΣ

Τρίτη, η Τετάρτη. Τίποτα δε συνέβη. «Βλέπεις;» είπα στην Κλάρα.

Έφτασε όμως η Πέμπτη. Σ' ένα από τα παράνομα ως συνήθως μαθήματά μου. την ώρα που έλεγα στους φοιτητές μου με πόση ζέση και γενναιότητα απελευθέρωσαν οι νεα­ροί φωβιστές το χρώμα από τον περιγραφικό ιμπρεσιονι­σμό, η κ. Μαρία άνοιξε ξαφνικά την πόρτα και μου είπε σι­γανά: «Σας ζητάει η γυναίκα αυτού του Ζατούρετσκι!» «Ξέρετε πολύ καλά ότι δεν είμαι εδώ» είπα' «δείξτε της το πρόγραμμα των μαθημάτων.» Αλλά η κ. Μαρία κούνησε το κεφάλι της: «Το είπα ότι δεν είστε εδώ, έριξε όμως μια μα­τιά στο γραφείο σας και είδε κρεμασμένο το αδιάβροχό σας. Τώρα κάθεται και σας περιμένει στο διάδρομο».

Το αδιέξοδο είναι το πεδίο των πιο ωραίων εμπνεύσεών μου: «Θα μου κάνεις μια χάρη;» είπα στον αγαπημένο μου φοιτητή. «Τρέχα στο γραφείο μου. φόρα το αδιάβροχό μου και βγες απ' τη σχολή! Κάποια κυρία θα προσπαθήσει να σου αποδείξει πως είσαι εγώ. αλλά η αποστολή σου είναι ακριβώς να το αρνηθείς με κάθε τρόπο.»

Ο φοιτητής έφυγε και γύρισε σ' ένα τέταρτο. Μου ανα­κοίνωσε πως η αποστολή εξετελέσθη, ο δρόμος ήταν ελεύ­θερος, η κυρία είχε φύγει.

Τη φορά αυτή είχα κερδίσει. Έφτασε όμως κι η Παρασκευή, και όταν γύρισε το από­

γευμα η Κλάρα απ' τη δουλειά έτρεμε. Τη μέρα εκείνη ο ευγενικός κύριος που υποδέχεται τις

πελάτισσες στο ωραίο σαλόνι του εργοστασίου άνοιξε από­τομα την πόρτα που οδηγεί προς το βάθος του ατελιέ όπου δουλεύει η Κλάρα, σκυμμένη πάνω στη ραπτομηχανή της. μαζί με άλλες δεκαπέντε μοδίστρες, και φώναξε: «Μένει καμιά από σας Ακακίας 5;»

28

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

Η Κλάρα κατάλαβε αμέσως ότι πρόκειται γι' αυτήν,

αφο/) Ακακίας 5 είναι η διεύθυνσή μου. Αλλά. δασκαλεμένη

τψοσεχτικά από μένα. δε σάλεψε καθόλου. γιατί ξέρει ότι

ItιiVEl παράνομα στο σπίτι μου, κι ότι αυτό όμως δεν αφορά

κανέναν. «Ορίστε, αυτό της έλεγα κι εγώ» είπε ο ευγενικός

κl'φως. όταν καμία από τις μοδίστρες δεν απάντησε. και

[iγήκε. Η Κλάρα έμαθε έπειτα πως μια αυστηρή γυναικεία

φωνή στο τηλέφωνο τον είχε υποχρεώσει να εξετάσει τις

ί')ιευΟ/)νσεις όλων των εργατριών και επί ένα τέταρτο προ­

ππαΟο/)σε να τον πείσει ότι κάποια απ' όλες τους πρέπει να

ItιivEI. Ακακίας 5.

I1 σκιά της κ. Ζατούρετσκι εγκαταστάθηκε στην ειδυλ­

λΙΓχκή σοφίτα μας.

«llώς ανακάλυψε όμως πού δουλεύεις; Εδώ στην πολυ­

κιnοικία κανένας δεν ξέρει τίποτα για σένα!» είπα υψώνο­

ντας τη φωνή.

Ναι. ήμουν πεπεισμένος ότι κανείς δεν ήξερε τίποτα για

lως, Ζο/)σα σαν αυτούς τους ιδιόρρυθμους που νομίζουν

ιιn ζουν απαρατήρητοι πίσω από ψηλά τείχη. ενώ τους δια­

φcl'ιγει μια μικρολεπτομέρεια: ότι τα τείχη αυτά είναι από

ίir,ιχφανο γυαλΙ

ΔΙo>(Jοδοκούσα το θυρωρό για να μην πει πουθενά πως η

Ι':' Λι'l.( ια μένει μαζί μου, επέβαλλα στην Κλάρα να ζει με τη

1I cγΓl.λ/ίτερη δυνατή διακριτικότητα. σε καθεστώς απόλυ­

της πιφανομίας. και παρ' όλα αυτά όλη η πολυκατοικία

ΥIΙ:φε γι' αυτήν. Μια επιπόλαιη συζήτηση με τη νοικάρισσα

rI Η ι ι)ει ιτέρου ήταν αρκετή για να μάθουν έπειτα οι πάντες

πι Η 'ι ί)ι ιr ιλει)ει.

�Ιας είχαν ανακαλύψει από καιρό κι εμείς ούτε που το

r lιιιιιlιΙΙΧζιίμασταν. Ένα μόνο δεν ήξεραν ακόμα οι διώκτες

1//1. , : το ,ίνομα της Κλάρας. Χάρη σ' αυτό το μικρό μυστικό

29

....

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

και μόνο καταφέρναμε για την ώρα και ξεφεύγαμε από την κ. Ζατούρετσκι, που είχε ριχτεί στη μάχη με τέτοια μεθοδι­κότητα και πείσμα, που μου προκαλούσε ανατριχίλα.

Κατάλαβα πως τα πράγματα σοβαρεύουν' πως τη φορά αυτή είχα καβαλικέψει για τα καλά το άλογο της περιπέ­τειάς μου.

8

Αυτά λοιπόν την Παρασκευή. Και το Σάββατο, όταν η Κλά­ρα γύρισε απ' τη δουλειά, έτρεμε και πάλι ολόκληρη. Ιδού τι είχε συμβεί:

Η κ. Ζατούρετσκι είχε πάει μαζί με τον άντρα της στο εργοστάσιο ρούχων, όπου είχε τηλεφωνήσει την προηγου­μένη ζητώντας από τον διευθυντή την άδεια να επισκεφτεί μαζί με τον άντρα της το ατελιέ και να δουν μία μία τις μο­δίστρες που δούλευαν εκεΙ Φυσικά, ο σιΥντροφος διευθυ­ντής ξαφνιάστηκε με το αίτημα αυτό, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. μπροστά στο επίμονο ύφος της κ. Ζα­τούρετσκι, που έλεγε κάτι για συκοφαντίες, για κατε­στραμμένες ζωές και δικαστήρια. Ο κ. Ζατούρετσκι στεκό­ταν πλάι της συνοφρυωμένος και σιωπηλός.

Τους πήγαν λοιπόν στο ατελιέ. Οι μοδίστρες σήκωσαν αδιάφορα το κεφάλι και η Κλάρα αναγνώρισε τον κοντού­λη' χλόμιασε και συνέχισε να ράβει, με κραυγαλέα πια αμεριμνησία.

«Ορίστε» είπε με ειρωνική ευγένεια ο διευθυντής στο απολιθωμένο ζευγάρι. Η κ. Ζατούρετσκι κατάλαβε πως έπρεπε να αναλάβει πρωτοβουλία: «Κοίτα, λοιπόν!» πα-

30

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕ!

Ι ιιΊηιl)νε τον άντρα της. Ο κ. Ζατούρετσκι σήκωσε το σκυ­

ΟΙ ι(.)π(ι βλέμμα του και το περιέφερε από τη μια άκρη του

()ωματίου στην άλλη. «Είναι καμιά απ' αυτές;» του ψιθύρι­

<IC η κ. Ζατούρετσκι.

Λλλά ακόμα και με τα γυαλιά του ο κ. Ζατούρετσκι δεν

ι ιπ(>( >οιισε να δει καθαρά και ν' αγκαλιάσει μ' ένα μόνο

[iλέμμα αυτό τον τεράστιο. ακατάστατο χώρο, με τις διά­

ψι ψες στοίβες μες στη μέση και τα ρούχα που κρέμονταν

ιJC κάτι μεγάλες οριζόντιες μπάρες. με τις αεικίνητες μοδί­

ι ι τι ΙCς που δεν εννοούσαν να σταθούν ήσυχες με μέτωπο

τφιις την πόρτα, αλλά γυρνούσαν την πλάτη, στριφογύρι­

ζ(�ν στην καρέκλα τους, σηκώνονταν ή έστρεφαν αλλού το

χcφάλι. Ο κ. Ζατούρετσκι πήρε τελικά την απόφαση να

πι ιι ιχωρήσει πιο μέσα στο ατελιέ και να τις περιεργαστεί

lοτιΊ κοντά μία μία.

'( )ταν είδαν οι γυναίκες να τις περιεργάζεται έτσι ένα

ι:χγνωστο άτομο, κάθε άλλο παρά ελκυστικό μάλιστα. ένιω­

ιιιχν ένα συγκεχυμένο αίσθημα ντροπής και άρχισαν να εκ­

rιΙΙΙΙXζOlιν την αγανάκτησή τους με χοντροκομμένα αστεία

χω ΙlOιφμουρητά. Μία από αυτές. μια εύσωμη κοπέλα,

φι;ιναξε 6λο αναίδεια: «Ψάχνει παντού να βρει την παλιο­

ίιJιιl'ιλα που τον γκάστρωσε!»

Τα ξαφνικά χαχανητά των γυναικών κατατρόπωσαν το

ζιιιγιις. που στεκόταν συνεσταλμένο και με μια περίεργη.

ιτCl.ιψατική αξιοπρέπεια.

.. Μ αμά» ξαναφώναξε η αναιδής στην κ. Ζατούρετσκι,

.. iil'V τον προσέχεις τον κανακάρη σου! Αν είχα εγώ ένα τό­

IlΙι ιψιφφο αγόρι, δε θα τ' άφηνα να ξεμυτίσει απ' το σπίτι!»

.. Ι\ιιίταζε εσύ!» ψιθύρισε η σύζυγος στον σύζυγο, και ο

ί)ΙΙΛιιις (J κοντούλης. κατηφής και συνεσταλμένος. έκανε αρ­

) ι ι Ι (ι ιγά το γύρο του ατελιέ. σαν να προχωρούσε κάτω από

31

Ι

ΚΩΜΙΚΟΙ RΡΩΤΕΣ

μια αψίδα ραβδισμών και προσβολών, βαδίζοντας σταθερά

παρ' όλα αυτά, χωρίς να παραλείψει να περιεργαστεί ούτε

ένα πρόσωπο,

Ο διευθυντής παρακολουθούσε τη σκηνή μ' ένα ουδέτε­

ρο χαμόγελο' ήξερε τις εργάτριές του κι ήξερε πως δεν

μπορεί κανείς να τα βγάλει πέρα ει'ικολα μαζί τους κάνο­

ντας πως δεν ακούει όλο αυτό το πανδαιμόνιο. ρώτησε τον

κ. Ζατούρετσκι: «Μα πώς ήταν τελικά αυτή η γυναίκα;»

Ο κ. Ζατούρετσκι γύρισε προς τον διευθυντή και απά­

ντησε αργά και σοβαρά: «Όμορφη ... πολι'ι 6μορφη ... »

Στο μεταξι'> η Κλάρα είχε ζαρώσει σε μια γωνιά, και με

το ανήσυχο ύφος της, το σκυμμένο κεφάλι και τον πυρετώδη

ρυθμό με τον οποίο δούλευε, δημιουργοι'ισε έντονη αντίθεση

με όλες τις άλλες που είχαν αποχαλινω()εί. Α, τι άσχημα

που έπαιζε το ρόλο της ασήμαντης και αμέριμνης! Και ο κ.

Ζατούρετσκι ήταν τώρα δύο βήματα από τη ραπτομηχανή

της απ6 στιγμή σε στιγμή θα την κοιτοι'ισε καταπρόσωπο!

«Θυμάστε πως ήταν όμορφη. αλλά αυτ6 δε λέει τίποτα»

παρατήρησε ευγενικά ο σύντροφος διευθυντής στον κ. Ζα­

τούρετσκι. «Υπάρχουν πολλές όμορφες γυναίκες! Ήταν ψη­

λή; κοντή;»

«Ψηλή» είπε ο κ. Ζατοι'ιρετσκι.

«Ξανθιά ή μελαχρινή;»

«Ξανθιά» απάντησε ο κ. Ζατοι'ιρετσκι. έπειτα από κά­

ποιο δισταγμό.

Αυτό το κομμάτι της αφήγησή ς μου θα μπορούσε να

χρησιμεύσει σαν παραβολή για τη δί>ναμη της ομορφιάς.

Τη μέρα που ο κ. Ζατούρετσκι είδε σπίτι μου την Κλάρα

θαμπώθηκε τόσο πολύ. που εντέλει δεν την είδε. Η ομορ­

φιά έβαλε ένα αδιαπέραστο φίλτρο μπροστά στα μάτια

του. Ένα φίλτρο από φως που την έκρυβε σαν πέπλο.

32

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

Γιατί η Κλάρα ούτε ψηλή ούτε ξανθιά είναι. Μόνο το

εσωτερικό ύψος της ομορφιάς μπορούσε να της δώσει την

εικόνα του εξωτερικού ύψους στα μάτια του κ. Ζατούρε­

τσκι. Και το φως που πηγάζει από την ομορφιά έδινε στα

μαλλιά της την όψη του χρυσού.

Όταν ο κοντούλης έφτασε τελικά στη γωνία του δωμα­

τίου όπου η Κλάρα με την καφετιά φόρμα της ζάρωνε πά­

νω απ' τα κομμάτια μιας φούστας. δεν την αναγνώρισε. Δεν

την αναγνώρισε, επειδή δεν την είχε δει ποτέ.

9

'Ωταν η Κλάρα τέλειωσε την ασυνάρτητη και σχεδόν ακατα­

ν6ητη εξιστόρησή της. της είπα: «Βλέπεις, είμαστε τυχεροί!»

«Τυχεροί; Τι λες τώρα!» μου είπε μέσα σε λυγμούς.

«Μπορεί να μη με βρήκαν σήμερα. θα με βρουν αύριο.»

«Γιά πες μου δηλαδή πώς θα σε βρουν!»

«Θά 'ρθουν να με ψάξουν εδώ, στο σπίτι σου.»

«Δε θ' ανοίξω σε κανέναν.»

«Κι αν στείλουν την αστυνομία ; Αν επιμείνοuν και σε

αναγκάσουν να φανερώσεις ποια είμαι; Εκείνη είπε θα κά­

νει μήνuση. με κατηγορεί πως σuκοφάντησα τον άντρα

της. »

«Έλα τώρα! Θα το γuρίσω στην πλάκα. Στο κάτω κάτω,

ένα αστείο ήταν όλα αuτά. »

«Δεν είναι εποχές αuτές για αστεία' σήμερα όλα τα

παίρνουν στα σοβαρά' θα πουν ότι θέλησα σκόπιμα να σπι­

λώσω την υπόληψή του. Δηλαδή. άμα τον δουν, περιμένεις

να πιστέψουν ότι πήγε αυτός να ξεμυαλίσει γυναίκα;»

33

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕρςΠΕΣ

«Δίκιο έχεις. Κλάρα» της είπα. «πιθανότατα θα σε κλεί­

σουνε μέσα.»

«Άσ' τις εξυπνάδες» είπε η Κλάρα. «Αφού ξέρεις πόσο

πρέπει να φυλάγομαι. Ξεχνάς ποιος είναι ο πατέρας μου;

Έτσι και με καλέσουν για ανάκριση. ακ6μα και για το πιο

απλό πράμα, θα μπει στο φάκελ6 μου. και δε θα ξεκολλή­

σω ποτέ απ' αυτό το ατελιέ. Επί τη ευκαιρία. πολύ θα 'θε­

λα να μάθω τι γίνεται μ' αυτή την ιστορία, με τη δουλειά

μανεκέν που μου έταξες. Κι έπειτα. δε θέλω να μένω άλλο

τις νύχτες εδώ. θα 'μαι συνέχεια με το φόβο ότι θα 'ρθουν

να με ζητήσουν. Θα γυρίσω στο Τσελακόβιτσε.»

Ήταν η πρώτη συζήτηση της μέρας.

Υπήρξε κι άλλη. το απόγευμα. μετά τη συνεδρίαση του

διδακτικού προσωπικού του τμήματός μου.

Ο διευθυντής του τμήματος. ένας γκριζομάλλης ιστορι­

κός της τέχνης. συνεννοήσιμος άνθρωπος. με κάλεσε στο

γραφείο του.

«Θα το ξέρετε. φαντάζομαι. πως η μελέτη που μόλις δη­

μοσιεύσατε δε βοηθάει καθόλου τη θέση σας» μου είπε.

«Ναι. το ξέρω» απάντησα.

«Πολλοί από τους καθηγητές μας εδώ πιστεύουν ότι

αναφέρεστε σ' αυτούς και ο πρι)τανης θεωρεί ότι πρόκειται

για άμεση επίθεση κατά των απόψεών του.»

«Και τι μπορώ να κάνω τώρα δηλαδή ;» είπα εγώ.

«Τ(ποτα» απάντησε ο καθηγητής. «Αλλά οι βοηθοί

όπως εσείς έχουν αρχική σύμβαση για τρία χρόνια. Η δική

σας όπου να 'ναι λήγει. και θα προκηρυχΗεί η θέση βάσει

τίτλων πια. Συνήθως η επιτροπή δίνει τη θέση σε κάποιον

που έχει ήδη διδάξει στη σχολή' είστε όμως σίγουρος ότι θα

τηρηθεί αυτό στη δική σας περίπτωση; Αλλά δεν είναι αυτό

το βασικό για το οποίο ήθελα να σας μιλήσω. Μέχρι στιγ-

34

ΚΑΝΕΙΣ Δt: ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

ιιής υπήρχε ένα στοιχείο υπέρ σας. κάνατε τακτικά το μά­

ΙΙημά σας. σας αγαπούσαν οι φοιτητές σας, που όντως μά­

Οαιναν μαζί σας. Αλλά ούτε σ' αυτό μπορείτε πλέον να βα­

πίζεστε. Μόλις μου ανακοίνωσε ο ΠΡΙJτανης ότι εδώ και

φας μήνες δεν κάνετε μαθήματα. και μάλιστα τελείως αδι­

καιολόγητα. Αυτό και μόνο θα ήταν αρκετ6 για άμεση

(�πιJλυση. »

Του εξήγησα πως δεν είχα παραλείψει ούτε ένα μάθη­

ιια, πως όλα αυτά ήταν ένα αστείο. και του διηγήθηκα όλη

την ιστορία με τον Ζατούρετσκι και την Κλάρα.

«Ωραία. σας πιστεύω» είπε ο καΗηγητής. «αλλά αυτό

ι)εν αλλάζει σε τίποτα την όλη υπόθεση. Τώρα οι πάντες

πτη σχολή λένε ότι δεν κάνετε μαθήματα. Το θέμα συζητή­

Οηκε ήδη στον σύλλογο προσωπικοι) και χτες έφτασε στο

πι ψβοιιλιο της σχολής.»

«Ι'ιατί όμως δε μίλησαν σ' εμένα πρώτα;»

«Να σας μιλήσουν. να σας πουν τι; Όλα είναι ξεκάθαρα

ΥΙ' αυτούς. Τώρα εξετάζουν αναδρομικά όλη την προηγοι)­

ιιενη διαγωγή σας. προσπαθώντας να βρουν κάποια σχέση

ανάμεσα στο παρελθόν σας και στην τωρινή συμπεριφορά

πας. »

«Τι το κακό μποροι)ν να βρουν στο παρελθόν μου; Ξέ­

(ιετε κι εσείς πόσο την αγαπάω τη δουλειά μου. Δεν παρέ­

λειψα ποτέ ούτε ένα μάθημά μου. Έχω ήσυχη τη συνείδησή

ΙΗιυ.»

«Κάθε ανθρώπινη ζωή έχει πολλές και διαφορετικές

πλευρές» είπε ο καθηγητής. «ΊΌ παρελθόν του καθενός

ιιας. ανάλΟΥα με τον τρόπο που το παρουσιάζουμε. μπορεί

κΓιλλιστα να αποτελέσει βιογραφία ενός λαοφιλούς πολιτι­

κ(ιιί ή ενός εγκληματία. Κοιτάξτε απλώς τη δική σας περί­

ιττωση. Δεν πατούσατε στις συνεδριάσεις. χαι τις σπάνιες

35

ΚΩΜΙ ΚΟΙ ΕΡΩΤΕ2:

φορές που εμφανιζόσασταν μένατε σιωπηλός. Κανένας δεν

μπορούσε να ξέρει τι ακριβώς σκεφτόσασταν. Εγώ ο ίδιος

θυμάμαι ότι σε ορισμένα σοβαρά θέματα πετοιΥσατε ξαφνι­

κά ένα αστείο που προκαλούσε κάποιες αμφιβολίες για τη

στάση σας. Οι αμφιβολίες αυτές τότε ξεχνιόνταν αμέσως,

αλλά τώρα, όταν τις ανασύρει κανείς από το παρελθόν,

αποκτούν αυτομάτως συγκεκριμένη σημασία. Ή πάλι θυ­

μηθείτε όλες αυτές τις γυναίκες που έρχονταν και σας ζη­

τούσαν κι εσείς βάζατε να τους λένε πως δεν είστε εδώ! Ή

ας πάρουμε την τελευταία σας μελέτη, για την οποία ο κα­

θένας μπορεί να ισχυριστεί ότι ξεκινά από πολιτικά ύπο­

πτες θέσεις. Πρόκειται βεβαίως για μεμονωμένα γεγονότα'

αν όμως τα εξετάσει κανείς υπό το πρίσμα του τωρινού σας

παραπτώματος, σχηματίζουν ένα συνεκτικό σύνολο που

απεικονίζει πειστικά τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά

σας. »

«Μα ποιο παράπτωμα!» αναφώνησα. «Θα εξηγήσω

μπροστά σε όλους τι ακριβώς συνέβη' αν έχουμε να κάνου­

με με ανθρώπους, θα βάλουν απλούστατα τα γέλια.»

«Όπως νομίζετε. Αλλά θα μάθετε ότι δεν έχουμε να κά­

νουμε με ανθρώπους, ή ότι δεν ξέρετε τι εστί άνθρωπος. Δε

θα γελάσουν. Αν τους εξηγήσετε τα πράγματα όπως ακρι­

βώς έγιναν, θα διαπιστωθεί ότι δεν ανταποκριθήκατε στις

υποχρεώσεις σας όπως ορίζονται στο πρόγραμμα διδασκα­

λίας, ότι δηλαδή δεν κάνατε αυτό που έπρεπε να κάνετε,

αλλά και ότι, επιπλέον, κάνατε κρυφά το μάθημά σας, δη­

λαδή κάνατε αυτό που δεν έπρεπε να κάνετε. Θα διαπι­

στωθεί έπειτα ότι προσβάλατε έναν άνθρωπο που ζητούσε

τη βοήθειά σας. Θα διαπιστωθεί ότι διάγετε έκλυτο βίο. ότι

μένει στο σπίτι σας μια κοπέλα χωρίς να το έχετε δηλώσει

στις αρχές, γεγονός που θα προκαλέσει εξαιρετικά δυσμε-

36

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΙΈΛΑΣΕΙ

νή εντύπωση στην πρόεδρο του συλλόγου. Το θέμα θα βγει

παραέξω, κι ένας Θεός ξέρει τι άλλες φήμες θα κυκλοφορή­

σουν, προς μεγάλη αγαλλίαση αυτών που ενοχλούνται από

τις απόψεις σας, αλλά δε θα 'θελαν και να φανεί πως σας

χτυπάνε γι' αυτές. »

Καταλάβαινα πως ο καθηγητής ούτε να με τρομοκρατή­

σει ήθελε ούτε να με παραπλανήσει' αλλά τον θεωρούσα

έτσι κι αλλιώς ιδιόρρυθμο και δεν ήθελα να τον ακολουθή­

σω στον σκεπτικισμό του. Αυτό το άλογο το είχα καβαλικέ­

ψει μόνος μου' δε γινόταν λοιπόν να το αφήσω να μου τρα­

βήξει τα χαλινάρια απ' τα χέρια μου και να με πάει όπου

ήΗελε αυτό. 'Η μουν έτοιμος να δώσω μάχη.

Και το άλογο δεν την απέφυγε τη μάχη. Γυρίζοντας σπί­

τι. βρήκα στο γραμματοκιβώτιο μια κλήση για την επόμενη

συνεδρίαση της συνοικιακής επιτροπής.

10

Η συνοικιακή επιτροπή συνεδρίαζε γι)ρω από 'να μακρό­

στενο τραπέζι σ' ένα παλιό, κλειστό πια κατάστημα. Ένας

γκριζομάλλης με γυαλιά και ανύπαρκτο πηγούνι μου έδειξε

μια καρέκλα. Τον ευχαρίστησα, κάΗισα, κι εκείνος πήρε το

λόγο. Μου ανακοίνωσε πως η συνοικιακή επιτροπή με πα­

ρακολουθούσε εδώ και αρκετόν καιρό. πως ήξεραν πολύ κα­

λά ότι διάγω έκλυτο βίο, κι αυτό προξενούσε αλγεινή εντύ­

πωση στη γειτονιά' πως οι ένοικοι της πολυκατοικίας μου

είχαν ήδη παραπονεθεί μία φορά ότι ολόκληρη νύχτα δεν

έκλεισαν μάτι από τη φοβερή φασαρία στο διαμέρισμά

μου' πως όλα αυτά ήταν αρκετά για να έχουν σαφή αντίλη-

37

ΚΩΜΙΚΟ! ΕΡΩΤJ<:Σ

ψη για το άτομό μου' και σαν να μην έφταναν όλα αυτά. ήρθε να ζητήσει τη βοήθειά τους η σύζυγος ενός εργάτη της επιστήμης, η συντρόφισσα Ζατοι)ρετσκι: εδώ και πάνω από έξι μήνες έπρεπε να γράψω ένα σημείωμα για την επιστη­μονική εργασία του συζύγου της. και δεν το είχα γράψει, παρόλο που ήξερα πολι) καλά ότι η τύχη αυτής της εργα­σίας βρισκόταν στα χέρια μου.

«Δύσκολα θα τη χαρακτήριζε κανείς επιστημονική αυτή την εργασία' είναι ένα αναμάσημα ξένων ιδεών» διέκοψα τον άνθρωπο με το ανι)παρκτο πηγούνι.

«Περίεργο. σύντροφε» παρενέβη τότε μια ξανθιά τρια­ντάρα, ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας. και μ' ένα αστραφτερό χαμόγελο. μόνιμα (όπως μου φάνηκε) κολλη­μένο στο πρόσωπό της. «Επιτρέψτε μου να σας κάνω μια ερώτηση: ποια είναι η ειδικότητά σας;»

«Ιστορία της τέχνης.» «Και του σύντροφου Ζατούρετσκι;» «Ιδέα δεν έχω. Ενδεχομένως προσπαθεί να κάνει κάτι

ανάλογο.»

«Βλέπετε;» αναφώνησε ενθουσιασμένη η ξανθιά. γυρ­νώντας προς τα άλλα μέλη της επιτροπής. «Για τον σύ­ντροφο από δω ένας μελετητής στον ίδω τομέα δεν είναι σι)ντροφος αλλά ανταγωνιστής.»

«Συνεχίζω» είπε ο άνθρωπος με το ανύπαρκτο πηγούνι. «Η συντρόφισσα Ζατούρετσκι μας είπε ότι ο σύζυγός της ήρθε να σας βρει στο διαμέρισμά σας κι εκεί συνάντησε μια γυναίκα. Φαίνεται πως η γυναίκα αυτή τον διέβαλε έπειτα σ' εσάς, ισχυριζόμενη ότι την παρενόχλησε σεξουαλικά. Η συντρόφισσα Ζατούρετσκι έχει στα χέρια της ντοκουμέντα που αποδεικνύουν πως ο σύζυγός της δεν είναι ικανός για μια τέτοια ενέργεια. Και θέλει να μάθει το όνομα αυτής της

38

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΙΈΛΑΣΕΙ

γυναίκας που διέβαλε τον σύζυγό της και να φέρει το θέμα

στο πειθαρχικό της Εθνικής Επιτροπής, επειδή η συκοφα­

ντία αυτή σπιλώνει το όνομα του συζύγου της. »

Προσπάθησα άλλη μια φορά να συμμαζέψω αυτή την

ιστορία, που είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις: «Ακούστε.

σι>ντροφοι» τους είπα. «όλα αυτά είναι αστεία. Η συγκεκρι­

μένη εργασία είναι τόσο ασήμαντη. που κανένας δε θα δε­

χ6ταν να κάνει κάποια θετική εισήγηση. Κι αν έγινε και μια

παρεξήγηση ανάμεσα σ' αυτήν τη γυναίκα και τον κ. Ζατού­

()ετσκι, δεν είναι δα λόγος να κάνετε ολόκληρη συνεδρίαση».

«Ευτυχώς, σύντροφε. δεν αποφασίζεις εσύ πότε πρέπει

να κάνουμε συνεδρίαση και πότε όχι» μου απάντησε ο άν­

Ορωπος με το ανύπαρκτο πηγούνι. «Κι αυτά που ισχυρίζε­

σαι τώρα. πως η εργασία του σύντροφου Ζατούρετσκι δεν

έχει την παραμικρή αξία, πρέπει να θεωρήσουμε πως είναι

από σκέτη εκδίκηση. Η συντρόφισσα Ζατούρετσκι μας

έδωσε ένα γράμμα που έγραψες στον σύζυγό της αφού εί­

χες διαβάσει την εργασία του.»

«Ναι. Αλλά στο γράμμα αυτό δε γράφω ούτε λέξη για

την ποιότητα της εργασίας του.»

«Όντως. Αλλά έγραψες στον σύντροφο Ζατοι)ρετσκι ότι

Οα τον βοηθούσες ευχαρίστως κι όταν διαβάσει κανείς το

γράμμα σου. φαίνεται ξεκάθαρα ότι σου άρεσε η εργασία

του. Και τώρα λες πως είναι αναμάσημα ξένων ιδεών. Για­

τί τότε δεν του το έγραψες αμέσως; Γιατί δεν του το 'πες

στα ίσα;»

«ο σύντροφος είναι διπρόσωπος» είπε η ξανθιά.

Εκείνη τη στιγμή παρενέβη μια γυναίκα κάποιας ηλικίας

με περμανάντ πέρασε κατευθείαν στο ψητό: «Θέλουμε να

ιιας πεις, σύντροφε. ποια είναι αυτή η γυναίκα που συνά­

ντησε στο σπίτι σου ο κ. Ζατούρετσκι».

39

ΚΩΜΙΚOl Εj'ΩΤΕΣ

Κατάλαβα πολύ καλά ότι δεν ήταν πια στο χέρι μου να

απογυμνώσω όλη αυτή την υπόθεση από την παράλογη σο­

βαρότητά της, και ένα μόνο μου έμενε: να θολώσω τα νερά,

να τους απομακρύνω όλους αυτούς από την Κλάρα, να

τους παρασύρω μακριά, όπως η πέρδικα παρασέρνει μα­

κριά απ' τη φωλιά της το κυνηγόσκυλο, προσφέροντας το

δικό της σώμα για να γλιτώσει τα μικρά της.

«Δυστυχώς» είπα, «δε θυμάμαι τ' όνομά της.»

«Πώς; Δε θυμάσαι το όνομα της γυναίκας με την οποία

συζείς;» ρώτησε η γυναίκα με την περμανάντ.

«Η συμπεριφορά σας απέναντι στις γυναίκες είναι υπο­

δειγματική. σύντροφε» είπε η ξανθιά.

«Μπορεί να το θυμηθώ, αλλά πρέπει να σκεφτώ. Μή­

πως ξέρετε τι μέρα ήρθε να με βρει ο κ. Ζατούρετσκι;»

«Στις ... μισό λεπτό», είπε ο άνθρωπος με το ανύπαρκτο

πηγούνι. κοιτάζοντας τα χαρτιά του. «Στις 14 του μηνός.

Τετάρτη απόγευμα.»

«Τετάρτη. 14 ... Σταθείτε ... » Έπιασα το κεφάλι μου με

τα δυο μου χέρια και άρχισα να σκέφτομαι. «Α ναι, θυμά­

μαι. Ήταν η Ελένη.» Τους είδα να κρέμονται όλοι απ' τα

χείλη μου.

«Ελένη ... και το άλλο της;»

«Το άλλο της; Λυπάμαι. δεν έχω ιδέα. Δε θέλησα να τη

ρωτήσω. Για να 'μαι ειλικρινής, δεν είμαι και σίγουρος πως

την έλεγαν Ελένη. Εγώ τη φώναζα Ελένη, γιατί ο άντρας

της ήταν κοκκινοτρίχης σαν τον Μενέλαο. Τη γνώρισα την

Τρίτη το βράδυ. σ' ένα χορευτικό κέντρο, και κατάφερα ν'

ανταλλάξω δυο κουβέντες μαζί της την ώρα που ο Μενέ­

λαός της έπινε ένα κονιάκ στο μπαρ. Ήρθε την επομένη στο

διαμέρισμά μου και έμεινε όλο το απόγευμα. Το βράδυ,

έπρεπε να την αφήσω για δυο ώρες. για μια συνεδρίαση

40

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

στο πανεπιστήμιο. Όταν γύρισα. ήταν αηδιασμένη, μου εί­

πε πως είχε έρθει κάποιος κύριος και της έκανε ανήθικες

προτάσεις νόμισε πως ήταν συνεννοημένος μαζί μου, προ­

σβλήθηκε, και δε θέλησε να με ξαναδεί. Όπως βλέπετε, λοι­

πόν, δεν πρόλαβα καν να μάθω το πραγματικό της όνομα.»

«Σύντροφε, είτε αλήθεια λέτε είτε ψέματα» είπε η ξαν­

Οιά, «το βρίσκω εντελώς αδιανόητο ότι μπορεί να διαπαιδα­

γωγεί τη νεολαία μας ένας άνθρωπος σαν κι εσάς. Το μόνο

Ωηλαδή που σας εμπνέει η ζωή στη χώρα μας είναι να πίνετε

και να ξελογιάζετε γυναίκες; Να είστε βέβαιος ότι θα μετα­

φέρουμε την άποψή μας σχετικά με το θέμα όπου δει.»

«ο θυρωρός δεν μας μίλησε για καμιά Ελένη» πήρε το

λ(ίγο η γυναίκα με την περμανάντ, «αλλά μας είπε ότι εδώ

και ένα μήνα κοιμίζεις στο σπίτι σου χωρίς να το δηλώσεις

στην αστυνομία μια κοπέλα που δουλεύει σ' ένα εργοστάσιο

(Jοιίχων. Μην ξεχνάς ότι είσαι σε υπενοικιασμένο δωμάτιο,

σl'ιντροφε! Νομίζεις ότι μπορείς να κοιμίζεις όποιον θέλεις;

Μπορντέλο το πέρασες το σπίτι σου; Άμα δε θες εσύ να μας

πεις το όνομά της, μη φοβάσαι, θα το βρει η αστυνομία.»

11

Το έδαφος χανόταν κάτω απ' τα πόδια μου. Στο πανεπι­

στήμιο άρχισα να συνειδητοποιώ το εχθρικό κλίμα για το

οποίο μου είχε μιλήσει ο καθηγητής. Βέβαια. δεν είχα λάβει

ια('ιμα καμιά κλήση, αλλά έπιανα από δω κι από κει διάφο­

ιιιιιις υπαινιγμούς, και μου έλεγε και η κ. Μαρία, όλο συ­

IJ n:r'JVla. ορισμένα πράγματα. που τα άκουγε απ' τους καθη­

γητές που πήγαιναν για καφέ στο γραφείο της και δεν πρό-

41

ΚΩΜΙ ΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

σεχαν καθόλου τη γλώσσα τους. Η επιτροπή κρίσεων θα συ­

νεδρίαζε σε μερικές μέρες και συγκέντρωνε γνώμες και

αξιολογήσεις από όλες τις μεριές φανταζόμουν τα μέλη τής

επιτροπής να διαβάζουν την αναφορά της συνοικιακής επι­

τροπής. μια αναφορά για την οποία ήξερα μόνο πως είναι

απόρρητη και δεν μπορούσα να διατυπώσω καμία ένσταση.

Έρχονται στιγμές στη ζωή που πρέπει να δώσει κανείς

τη μάχη του οπισθοχωρώντας που πρέπει να εγκαταλείψει

τις ήσσονος σημασίας θέσεις για να περισώσει τις ζωτικής

σημασίας. Και η πιο σημαντική μού φάνηκε πως ήταν ο

έρωτάς μου. Ναι. τις ταραγμένες εκείνες μέρες. άρχισα

ξαφνικά να συνειδητοποιώ πως είμαι ερωτευμένος. πραγ­

ματικά ερωτευμένος. με τη μοδιστρούλα μου.

Εκείνη τη μέρα τής είχα δώσει ραντεβοι) μπροστά σε

μια εκκλησία. Όχι. όχι στο σπίτι. Σάμπως ήταν σπίτι το σπί­

τι;Ένα δωμάτιο με γυάλινους τοίχους μπορεί να εξακολου­

θεί να είναι σπίτι;Ένα δωμάτιο που το παρακολουθούν με

τα κιάλια; Ένα δωμάτιο όπου πρέπει να κρύβεις σαν λα­

θραίο εμπόρευμα τη γυναίκα που αγαπάς;

Στο σπίτι μας λοιπόν δε νιώθαμε πως ήμασταν σπίτι

μας. Νιώθαμε εισβολείς σε ξένο χώρο όπου κινδυνει)ουν να

τους επιτεθοι)ν ανά πάσα στιγμή. χάναμε την ψυχραιμία

μας έτσι κι ακούγονταν βήματα στο διάδρομο. περιμέναμε

συνέχεια πως κάποιος θ' αρχίσει να χτυπάει επίμονα την

πόρτα. Η Κλάρα γι)ρισε στο Τσελακόβιτσε και δεν είχαμε

πια διάθεση να βρεθούμε. έστω και για λίγες στιγμές. σ'

αυτό το σπίτι που μας είχε γίνει πλέον ξένο. Γι' αυτό και

ζήτησα από ένα φίλο ζωγράφο να μου δανείσει το ατελιέ

του για μια νύχτα. Και τη μέρα εκείνη κρατούσα για πρώτη

φορά στα χέρια μου το κλειδί.

Ξαναβρεθήκαμε λοιπόν σε μια σοφίτα. σ' ένα τεράστιο

42

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

ί)ι,ψάτιο μ' ένα μικρό ντιβάνι κι ένα μεγάλο επικλινές πα­

(ιιΧΙΙιψο. απ' όπου έβλεπες τα νυχτερινά φώτα της Πράγας

ι(νιχμεσα σ' ένα σωρό πίνακες ακουμπισμένους χάμω, γύρω

γl)()(ο) στους τοίχους. μες στη βρόμα και την ανέμελη ακα­

ιll.Πτασία ενός καλλιτέχνη. ξαναβρήκα μονομιάς την παλιά

l!.i.πΙΙηση μιας γλυκιάς ελευθερίας. Κυλίστηκα στο ντιβάνι,

ι"χωπα το ανοιχτήρι στο φελλό κι άνοιξα το μπουκάλι το

)φαπί. Φλυαρούσα χαρούμενα κι ανέμελα. με το μυαλό μου

οτην ωραία βραδιά και την ωραία νύχτα που θα περνούσαμε.

Λλλά το άγχος που έφυγε από πάνω μου έπεσε μ' όλο

ΓΙ)Ι) το βάρος πάνω στην Κλάρα.

Ι';χω ήδη αναφέρει ότι η Κλάρα είχε αποφασίσει να

L γκατασταθεί στη σοφίτα μου όχι απλώς χωρίς τον παρα-

111.Χ(ιι·) ενδοιασμό. αλλά ίσα ίσα με τη μεγαλύτερη άνεση

(1)/) κιίσμου. Όμως τώρα που βρισκόμαστε για λίγες στιγ­

lιcς π' ένα ξένο ατελιέ. ένιωθε άσχημα. Χειρότερα κι από

lί.ιJχημ.α. «Είναι ταπεινωτικό» είπε.

"llοω είναι ταπεινωτικό;» ρώτησα εγώ.

" 11 ου δανείστηκες το διαμέρισμα.»

" Ι 'ιατί είναι ταπεινωτικό που δανείστηκα το διαμέρι-

lψι1.; »

" Ι 'ιατί έτσι' γιατί είναι ταπεινωτικό.»

"Δε γινόταν διαφορετικά.»

., Το ξέρω» είπε. «αλλά σε δανεικό διαμέρισμα νιώθω

lιιι.ν ποιnάνα.»

.. Ηεέ και Κύριε! Από πού κι ώς πού να νιώθεις σαν που­

{ονl!. επειδή είμαστε σε δανεικό διαμέρισμα; Οι πουτάνες

lωχl )I')v πυνήθως τη δραστηριότητά τους σε δικό τους δια­

Iι'(ιr.rψα κι όχι σε δανεικό.»

Ι,;i.vαι μάταιο να επιτίθεσαι με τη λογική στον στέρεο

ι' )1/.') του παραλόγου, απ' το οποίο είναι πλασμένη. ως

43

ΚΩΜΤΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

γνωστόν, η Ψι>χή της γι>ναίκας. Η σι>ζήτησή μας ξεκινούσε

με κακούς οιωνούς.

Της είπα αι>τά ποι> μοι> είχε πει ο καθηγητής, της είπα

αι>τά ποι> είχαν γίνει στη σι>νοικιακή επιτροπή. και προ­

σπάθησα να την πείσω ότι στο τέλος θα ξεπεράσοι>με κάθε

εμπόδιο.

Έμεινε για λίγο σιωπηλή. κι έπειτα δήλωσε πως για όλα

έφταιγα εγώ. «Θα μπορέσεις τουλάχιστον να με βγάλεις

απ' αι>τό το ατελιέ με τις ραπτομηχανές;»

Είπα ότι προς το παρόν θα 'πρεπε να κάνει λίγο ι>πομονή.

«Βλέπεις» είπε. «όλο λόγια είσαι, και στο τέλος τίποτα.

Και τώρα δεν πρόκειται να ξεκολλήσω από κει μέσα, ακό­

μα κι αν βρισκόταν κάποιος άλλος να με βοηθήσει. γιατί

εξαιτίας σοι> θα λερωθεί ο φάκελός μοι>.»

Έδωσα στην Κλάρα το λόγο της τιμής μοι> ότι δε θα την

επηρέαζαν στο παραμικρό τα δικά μου μπλεξίματα με τον

κ. Ζατούρετσκι.

«Αλλά και δεν καταλαβαίνω» είπε η Κλάρα. «γιατί δεν

το γράφεις αι>τό το σημείωμα. Αν το 'Υραφες, θα ησι>χάζα­

με αμέσως.»

«Εν πάση περιπτώσει τώρα είναι πολύ αργά» της είπα.

«Έτσι και το γράψω τώρα, θα ισχι>ριστοι'ιν ότι καταδικάζω αι>­

τή την εργασία από εκδίκηση. και θα εκμανούν περισσότερο.»

«Και γιατί πρέπει να την καταδικάσεις; Γράψε ένα θε­

τικό σχόλιο!»

«Αποκλείεται» της είπα. «Το άρθρο αυτό είναι ανεκ­

διήγητο. »

«Και λοιπόν; Τώρα ξαφνικά σε μάρανε η αλήθεια; Μή­

πως δεν ήταν ψέματα όταν έγραφες σ' αυτό τον κι>ριούλη

πως δε μετράει καθόλοι> η γνώμη σοι> στην Εικαστική σκέψη;

Μήπως δεν '�ταν ψέματα όταν τοι> είπες πως μοι> ρίχτηκε;

44

ΚΑΝΕΤΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑ ΣΕΙ

�Iήπως δεν ήταν ψέματα όλα αι>τά για την Ελένη; Έπειτα

Αι ιι.πιίν απ' όλα αι>τά τα ψέματα, τι σε πειράζει να πεις άλλη

ΙJI(� φορά ψέματα και να γράψεις ένα θετικό σχόλιο για το

ι(ι ,Οι ,ο τοι>; Είναι ο μόνος τρόπος να τακτοποιηθούν όλα.»

« [(οίτα, Κλάρα» της είπα. «εσύ νομίζεις πως όλα τα ψέ­

ιωτα είναι ίδια, αλλά δεν έχεις δίκιο. Μπορώ να σκαρφιστώ

ι, τιΛήποτε. να κορο'ίδεύω τους πάντες, να σκαρώνω φάρσες,

νι� κάνω κάθε λογής αστεία, αλλά δεν έχω την αίσθηση πως

ιίιυχι Φει'ιτης αυτά τα Ψέματα, αν θες να τα πούμε Ψέματα.

ιίναι εγώ, έτσι όπως είμαι στην πραγματικότητα' με τα

ι!ιCΙΗχτα αι>τά δεν κρύβω τίποτα, με τα ψέματα αι>τά λέω

ιντΕλει την αλήθεια. Για μερικά όμως πράγματα δεν μπο­

(1(,) να πω Ψέματα. Για μερικά πράγματα που τα γνωρίζω

Ο[ [iά()ος. ποι> έχω σι>λλάβει το νόημά τοι>ς, που τα αγαπώ.

Μ' αυτά τα πράγματα δεν κάνω αστεία. Αν έλεγα ψέματα

γι.' ΙΧlJτά. θα ξέπεφτα στα ίδια μοι> τα μάτια. κι αι>τό δε γί­

VCTΙXΙ. μη μοι> το ζητάς αι>τό, δε θα το κάνω.»

Δεν καταλαβαινόμασταν.

Την αγαπούσα όμως πραγματικά την Κλάρα κι ήμοι>ν

(�π()φασισμένoς να κάνω τα πάντα για να μην έχει να μοι>

κιnαλογίσει το παραμικρό. Την άλλη κιόλας μέρα έγραψα

ίνι� γuάμμα στην κ. Ζατούρετσκι, όποι> της έλεγα πως την

1!φψένω την επομένη, στις δύο η ώρα. στο γραφείο μοι>.

1'2

Ι Ι χ. ϊ,ατούρετσκι, πιστή στο μεθοδικό της πνεύμα. χτύπη­

οι [ην π6ρτα τοι> γραφείοι> μοι> ακριβώς την καθορισμένη

ιοι( ιιχ. ί\νοιξα και της είπα να περάσει.

45

ΚΩΜΙΚΟΤ ΕΡΩΤΕΣ

Επιτέλους την έβλεπα. Ήταν ψηλή. πανύψηλη. και στο

αδύνατο. μακρόστενο. χωριάτικο πρόσωπό της ξεχώριζαν

δυο ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια.

«Βγάλτε το παλτό σας» της είπα. κι εκείνη έβγαλε με

αδέξιες κινήσεις ένα μακριΊ σκούρο καφέ παλτό. σφιχτό

στη μέση και μ' ένα περίεργο κόψιμο που μου θύμιζε παλιά

στρατιωτική χλαίνη.

Δεν ήθελα να περάσω πρώτος στην επίθεση' ήθελα ν'

ανοίξει πρώτος τα χαρτιά του ο αντίπαλος. Η κ. Ζατούρε­

τσκι κάθισε. κι εγώ με δυο-τρεις κουβέντες μου την παρό­

τρυνα να μιλήσει.

«Ξέρετε γιατί σας έψαχνα» είπε σοβαρά και καθόλου

επιθετικά. «ο σύζυγός μου σας εκτιμούσε ανέκαθεν. και

σαν άνθρωπο και σαν επιστήμονα. Όλα εξαρτώνταν από το

δικό σας σημείωμα. Κι εσείς αρνηθήκατε να το γράψετε.

Τρία ολόκληρα χρόνια αφιέρωσε στην εργασία αυτή ο σύ­

ζυγός μου. Που είχε πολύ πιο διΊσκολη ζωή απ' τη δική σας.

Ήταν δάσκαλος εξήντα χιλιόμετρα έκανε καθημερινά για

να πάει στο σχολείο του έξω απ' την Πράγα. Εγώ τον υπο­

χρέωσα να πάρει άδεια πέρσι. για να μπορέσει να αφοσιω­

θεί εξολοκλήρου στην έρευνα.»

«Δεν εργάζεται ο κύριος Ζατούρετσκι;» ρώτησα εγώ.

«Όχι ... »

«Και πώς ζείτε;»

«!Ία την ώρα πρέπει να τα βγάζω πέρα εγώ. μόνη μου.

Η έρευνα είναι το πάθος του. Να ξέρατε τι έχει μελετήσει.

Να ξέρατε τι χαρτί έχει ξοδέψει. Πάντα λέει πως ο πραγ­

ματικός επιστήμονας πρέπει να γράψει τρακόσες σελίδες

για να κρατήσει στο τέλος τριάντα. Και είναι τώρα κι αυτή

η γυναίκα. Πιστέψτε με. τον ξέρω τον άντρα μου. δεν

υπάρχει περίπτωση να έκανε αυτό που τον κατηγορεί αυτή

46

ΚΑΝΕ!Σ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕ!

γι γι ιναίκα. ας έρθει να το επαναλάβει μπροστά και στους

φας μας! Τις ξέρω εγώ τις γυναίκες. μπορεί αυτή να σας

ι(y(�πάει κι εσείς να μην την αγαπάτε. Μπορεί να ήθελε να

ιιιl.� κάνει να ζηλέψετε. Αλλά. πιστέψτε με. ποτέ δε θα τολ­

ιιιιιιπε κάτι τέτοιο ο άντρας μου!»

Την ώρα που άκουγα την κ. Ζατούρετσκι. μου συνέβη

Ι:μφνικά κάτι περίεργο: ξέχασα πως εξαιτίας αυτής της γυ­

\ιιl.lκας θα υποχρεωνόμουν να φι>γω από το πανεπιστήμιο.

πως εξαιτίας της είχε γλιστρήσει ανάμεσα στην Κλάρα και

11· [μ.ένα μια σκιά. πως εξαιτίας της είχα περάσει τόσες μέ­

ι ιcς ιπς στο θυμό και τις σκοτοιΊρες. Κάθε σχέση ανάμεσα

ιJ' ω ιτήν τη γυναίκα και στην ιστορία στην οποία παίζαμε

ι/(Ι.ζί κι εγώ δεν ξέρω ποιον θλιβερό ρόλο ο καθένας μας

ι/ιιιι φαινόταν τώρα συγκεχυμένη. αυθαίρετη. τυχαία. Κα­

ι(�λ(Ψα ξαφνικά πως ήταν αυταπάτη όταν φανταζόμουν

"ΙTl. ΙΗίνοι μας καβαλικεύουμε το άλογο των περιπετειών

ιως και έχουμε και τον έλεγχο της πορείας κατάλαβα πως

οι. πε(>ιπέτειες αυτές δεν είναι διόλου δικές μας. παρά μας

ίχιιιιν κατά κάποιον τρόπο επιβληθεί απ' έξω' πως δεν μας

rxντιπ(>οσωπεύουν κατά κανέναν τρόπο' πως δεν είμαστε

ΙΙ/Είς υπεύθυνοι για τους περίεργους δρόμους που τραβά­

VC' πως εκείνες μας παρασέρνουν. κατευθυνόμενες άγνω­

(!ίΟ από ποιΊ και άγνωστο από ποιες περίεργες δυνάμεις.

Ι\οιτούσα την κ. Ζατούρετσκι στα μάτια. αλλά είχα την

ιΧί.πΙΙηπη πως τα μάτια αυτά δεν μπορούσαν να δουν το βά­

IIII� των πράξεων, πως δεν κοιτούν καθόλου αυτά τα μάτια'

(t πΛ(:)ς επιπλέουν στην επιφάνεια του προσώπου .

.. ,νΙπορεί και να 'χετε δίκιο, κυρία Ζατούρετσκι» είπα

l�ωΛΛακτικά. «Μπορεί και να 'πε ψέματα η φίλη μου. Ξέρετε

'ψ(,ις τι σημαίνει να ζηλεύει ένας άντρας την πίστεψα κι έχα­

ι 111 ){(χ.Οε έλεγχο. Στον καθένα θα μπορούσε να συμβεί αυτό.»

47

ΚΩΜΤΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Μα και βέβαια» είπε η κ. Ζατούρετσκι. σαν να της

έφυγε ξαφνικά ένα μεγάλο βάρος από πάνω της. «Αφού το

αναγνωρίζετε και μόνος σας. εντάξει. Φοβόμασταν μήπως

την πιστεύατε. Γιατί αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να κα­

ταστρέψει ολόκληρη τη ζωή του συζύγου μου. Και δεν στέ­

κομαι στη σκιά που ρίχνει όλη αυτή η ιστορία από ηθικής

απόψεως. Αυτό θα μπορούσαμε και να το αντέξουμε. Αλλά

ο σύζυγός μου έχει στηρίξει τα πάντα στο σημείωμά σας.

Από τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού τον διαβεβαίω­

σαν ότι τα πάντα εξαρτώνται από εσάς. Ο σύζυγός μου εί­

ναι σίγουρος πως. άμα δημοσιευτεί το άρθρο του. θα μπο­

ρέσει επιτέλους να ασχοληθεί επισήμως με την έρευνα. Λοι­

πόν, θα το γράψετε αυτό το σημείωμα, τώρα που όλα ξε­

καθάρισαν; Και θα μπορούσατε να το γράψετε σύντομα;»

Είχε φτάσει επιτέλους η στιγμ'ή να πάρω την εκδίκησή

μου και να καταπραυνω το θυμό μου, αλλά τη στιγμή εκεί­

νη δεν ένιωθα πια κανέναν θυμό, και ό,τι είπα στην κ. Ζα­

τούρετσκι το είπα μόνο και μόνο επειδή δε γινόταν αλλιώς:

«Κυρία Ζατούρετσκι. υπάρχει μια δυσκολία ως προς αυτό

το σημείωμα. Θα σας πω την πάσα αλήθεια για όλη αυτή

την ιστορία. Απεχθάνομαι να λέω δυσάρεστα πράγματα

κατάμουτρα στον άλλο. Είναι μια αδυναμία μου. 'b;xava τα

πάντα για να αποφι>γω τον κύριο Ζατούρετσκι και πίστευα

ότι στο τέλος θα καταλάβαινε το λόγο. Η αλήθεια είναι πως

η μελέτη του είναι πολύ αδύνατη. Δεν έχει καμία επιστημο­

νική αξία. Με πιστει>ετε;»

«Είναι κάτι που δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Όχι. δε

σας πιστει>ω» είπε η κ. Ζατούρετσκι.

«Καταρχήν η εργασία αυτή δεν είναι καθόλου πρωτότυ­

πη. Καταλαβαίνετε; Ένας επιστήμονας πρέπει να φέρνει

πάντοτε κάτι καινούριο' ένας επιστήμονας δεν νοείται να

48

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑ2:Ε!

((ντιγράφει πράγματα ήδη γνωστά, πράγματα που τα

ι: Υ( ιαψαν άλλοι.»

., Δεν υπάρχει περίπτωση να αντέγραψε ο σύζυγός μου.»

"Κυρία Ζατούρετσκι, σίγουρα θα τη διαβάσατε τη ... »

IIΙΙελα να συνεχίσω, αλλά μ' έκοψε:

,/Οχι. δεν τη διάβασα.»

Τα 'χασα. «Τότε, διαβάστε την.»

<:I�χω πρόβλημα με τα μάτια μου» είπε η κ. Ζατούρετσκι.

"Ι':ι')ώ και πέντε χρόνια δεν έχω διαβάσει ούτε μία γραμμή,

I(Αλά δε χρειάζεται να διαβάσω για να ξέρω αν είναι τίμιος

ιι ιχνψας μου ή όχι. Είναι πράγματα που τα νιώθει κανείς,

iic χ(ιειάζεται να διαβάσει τίποτα γι' αυτά. Τον άντρα μου

rov ξέρω όπως η μάνα το παιδί της. ξέρω γι' αυτόν τα πά­

ν ω. Και ξέρω πως οτιδήποτε κάνει, είναι πάντοτε τίμιο.»

Μου έμελλε να υποστώ και τα χειρότερα' διάβασα στην

κ. Ι,ατούρετσκι μερικά αποσπάσματα από το άρθρο του

(χν φα της και τα αντίστοιχα αποσπάσματα από τους συγ­

γιιωρείς απ' όπου είχε δανειστεί τις απόψεις του. Φυσικά,

�(ν ήταν συνειδητή λογοκλοπή. αλλά μάλλον τυφλή υποταγή

nτr.ς αυθεντίες που του ενέπνεαν ειλικρινή και υπέρμετρο

nε[iασμό. Ήταν πάντως σαφές ότι κανένα σοβαρό επιστημο­

\ιικl'ι περιοδικό δεν μπορούσε να δημοσιεύσει αυτό το άρθρο.

Δεν ξέρω ώς ποιο βαθμό πρόσεχε τις εξηγήσεις μου η κ.

ί',ΙΗιιlί(ιετσκι, ώς ποιο βαθμό τις παρακολουθούσε και τις

χιχ ωλάβαινε. Καθόταν πειθήνια στην πολυθρόνα της. υπο­

Τ/ΧΥιιένη και υπάκουη σαν στρατιώτης που ξέρει πως δεν

ιπl.φέπεται να εγκαταλείψει το πόστο του. Μιλούσα κοντά

ΙJl.rJΊΊ (;ψα. Έπειτα εκείνη σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα της.

ΧΙ,( ιψωσε πάνω μου τα ημιδιάφανα μάτια της. και με άχρω­

IΙ"Ij ψωνή είπε <<με συγχωρείτε»' αλλά ήξερα ότι δεν είχε

"ΧΙ ι, Ι: Ι. την πίστη της στον άντρα της. και δεν κατηγορούσε

49

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

παρά μόνο τον εαυτό της. που δεν ήξερε πώς να αντικρού­

σει τα επιχειρήματά μου. τα οποία της φαίνονταν σκοτεινά

και ακατάληπτα. Φόρεσε τη στρατιωτική χλαίνη της. και

συνειδητοποίησα πως η γυναίκα αυτή είναι ένας στρατιώ­

της. στρατιώτης Ψυχή τε και σώματι. ένας περίλυπος και

πιστός στρατιώτης. ένας στρατιώτης κατάκοπος από τις

μακρινές εκστρατείες. ένας στρατιώτης που δεν είναι σε

θέση να κατανοήσει το νόημα των διαταγών. όμως τις εκτε­

λεί πάντοτε χωρίς ποτέ να προβάλλει αντιρρήσεις. ένας

στρατιώτης που φεύγει νικημένος αλλά με το κεφάλι Ψηλά.

13

«Και τώρα δεν έχεις να φοβάσαι πια τίποτα» είπα στην

Κλάρα αργότερα. στο Δαλματικό Εστιατόριο. αφού της με­

τέφερα όλη τη συζήτησή μου με την κ. Ζατούρετσκι.

«Δε βλέπω τι είχα να φοβηθώ» απάντησε η Κλάρα. με

μια σιγουριά που με ξάφνιασε.

«Τι θες να πεις; Αν δεν ήσουν εσι> στη μέση. δε θα είχα

κανένα λόγο να δω την κυρία Ζατούρετσκι!»

«Καλά έκανες και την είδες. γιατί ήταν πολύ άσχημο

αυτό που τους έκανες. Ο κι'ιριος Κάλουσεκ είπε πως δύσκο­

λα μπορεί να το συλλάβει αυτό ένας λογικός άνθρωπος.»

«Πότε τον είδες τον Κάλουσεκ;»

«Τον είδα» είπε η Κλάρα.

«Και του τα είπες όλα;»

«Και λοιπόν; Μήπως ήταν κανένα μυστικό; Τώρα ξέρω

πολύ καλά ποιος είσαι. »

«Α μπα;»

50

" Ηcς να σ' ,ο πω;»

" Ι Ίι� λέγε.»

'. Ι<'.πω ένας τυπικός κυνικός.»

.. () Ι,άλουσεκ σ' το είπε αυτό;»

" Ι Ί.Γπί ο Κάλουσεκ; Νομίζεις πως δεν μπορώ να το δω χι

ΙΙιtΙΙ IJι'ιvη μου; Με θεωρείς ανίκανη να αντιληφθώ το παιχνίδι

"' 11': �ι 11 ι αρέσει να δουλεύεις τον χόσμο. Υποσχέθηκες στον

)(Ι 'Ι IIrι Ί,ατοι'ιρετσκι πως θα του γράΨεις ένα σημείωμα ... »

.. Ilοτέ δεν του υποσχέθηκα κανένα σημείωμα ... »

.. 1\ '. εμένα μου υποσχέθηκες μια δουλειά. Με χρησιμο-

1\ι ιιψκς εναντίον του κυρίου Ζατοι'ιρετσχι όπως χαι τον χι)­

ΙΗΙ ι Ί,ιπιιι'ιρετσκι εναντίον μου. Αλλά. αν θες να ξέρεις. θα

την lU�( ι (ο) μόνη μου αυτήν τη δουλειά.»

.. \ ιχιιη στον Κάλουσεκ;» ΙΙροσπάθησα να είμαι σαρκα-

.. Ilιχντως όχι χάρη σ' εσένα! Εσύ είσαι παντού καμένος.

Κι f 111 ί" έχεις ιδέα πόσο.»

" Ι Ί.ατί. έχεις εσύ;»

" Νω. δεν πρόκειται να ανανεωθεί η σιΊμβασή σου. και

να Ί)(u [ιιτυχής αν σε δεχτούν για υπάλληλο σε καμιά γκα­

).1(11, οτην επαρχία. Αλλά πρέπει να το καταλάβεις πως για

όλΗ ι/.l)τΓ,ι φταις εσύ και μόνο. Αν θες μια συμβουλή από μέ­

\/α. () Ι'Ο μ.έλλον κοίτα να είσαι ειλικρινής και άσ' τα Ψέματα.

Υιιω: ()ι γυναίκες δεν τρέφουν καμία εκτίμηση για τους

�\I ψ�(� που λένε Ψέματα.»

»ιjκ(;)()ηκε. μου έδωσε το χέρι (για τελευταία προφανώς

'ΡΟΙΗΙ). IΗι!) γύρισε την πλάτη και έφυγε.

\ιιcιΓωτηκαν μερικά λεπτά για να καταλάβω πως η

Ln ι r '(',,Ι. μ. Ο!) (παρά την παγερή σιωπή τριγύρω μου) ανήκει

IΗιλλιιν πτο κωμικό είδος παρά στο τραγικό.

\ 11 [(ι κάπως με παρηγόρησε.

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

$7

\

() Μάρτιν

() Μάρτιν είναι ικανός για πράγματα για τα οποία εγώ εί­Ilrxt ανίκανος. Να πλευρίσει οποιαδήποτε γυναίκα σε οποιον­,-;ήποτε δρόμο. Οφείλω να ομολογήσω πως. από τότε που [Ον ξέρω (και πάει καιρός τώρα), έχω επωφεληθεί ιδιαίτε­(/α από το ταλέντο του, γιατί κι εμένα μου αρέσουν οι γυ­νrΧίκες όσο κι εκείνου. αλλά δεν έχω το δικό του ακάθεκτο ΙΙ(/άσος. Από την άλλη. ο Μάρτιν υποβιβάζει το πλεύρισμα οε άσκηση δεξιοτεχνίας. που καταντά αυτοσκοπός. Συχνά

IΗΧλιστα λέει, με κάποια πικρία πάντως. πως είναι σαν τον επιΟετικό παίκτη που δίνει ανιδιοτελώς σίγουρες πάσες ιnrιν συμπαίκτη του. ο οποίος σημειώνει έτσι εύκολα γκολ χω μαζεύει εύκολη δόξα.

Τη Δευτέρα το μεσημέρι τον περίμενα. μετά τη δουλειά, () ένα καφενείο στην πλατεία του Αγίου Βέντσεσλας. χω­

I!Ενος σ' ένα χοντρό γερμανικό βιβλίο για τον αρχαίο ετρου­πχικ() πολιτισμό. Μήνες χρειάστηκαν για να καταφέρει η [il.[iλιοθήκη του πανεπιστημίου να το δανειστεί για λογα­(IΙ,ruψ6 μου από τη Γερμανία, και τη μέρα εκείνη. που είχε επιτέλους φτάσει. το κρατούσα σαν ιερό κειμήλιο, και κατά [ir:ιΟrις ήμουν πολύ ευ χαριστημένος που ο Μάρτιν με είχε χω περίμενα, κι έτσι μπορούσα να ξεφυλλίζω το πολυπό­lΙηΗ) βιβλίο στο τραπεζάκι ενός καφενείου.

!"άτι σαν νοσταλγία με κυριεύει όταν αναλογίζομαι αυ­ιι Η/ς τους αρχαίους πολιτισμούς. Νοσταλγία αλλά και ζήλια yrrx τη γλυκιά βραδύτητα που χαρακτήριζε την ιστορία , ΚΕίνων των εποχών. Ο αρχαίος αιγυπτιακός πολιτισμός

55

ΚΩ.\1ΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

απλώνεται σε αρκετές χιλιετίες η ελληνική αρχαιότητα

κράτησε σχεδόν χίλια χρόνια. Από αυτή την άποψη η ζωή

κάθε ανθρώπου μιμείται την Ιστορία της ανθρωπότητας:

στην αρχή είναι βυθισμένη σε μιαν ακίνητη βραδύτητα, και

έπειτα. σιγά σιγά. επιταχύνεται όλο και περισσότερο. Εδώ

και δύο μήνες ο Μάρτιν είχε σαρανταρίσει.

Η ιστορία αρχίζει

Και τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Μάρτιν και διέκοψε τις

σκέψεις μου. Πρόβαλε ξαφνικά πίσω από την τζαμένια

πόρτα του καφενείου και προχώρησε προς το μέρος μου,

κάνοντας μορφασμούς και εκφραστικές χειρονομίες προς

την κατεύθυνση μιας κοπέλας που καθόταν σ' ένα τραπέζι,

μπροστά σ' ένα φλιτζάνι καφέ. Κάθισε πλάι μου και, χωρίς

να την αφήσει απ' τα μάτια του, με ρώτησε: «Πώς σου φαί-

νεται;»

Ντράπηκα' ήμουν τόσο πολύ βυθισμένος στο βιβλίο μου,

που δεν την είχα προσέξει' ομολογουμένως ήταν όμορφη.

Εκείνη τη στιγμή η κοπέλα ίσιωσε το κορμί της, και φώναξε

το γκαρσόνι με το μαύρο σακάκι: ήθελε να πληρώσει.

«Πλήρωσε κι εσι)!» με διέταξε ο Μάρτιν.

Φανταζόμασταν κιόλας πως θα 'πρεπε να τρέχουμε πί­

σω της στο δρόμο. αλλά ήμασταν τυχεροί: η κοπέλα στα­

μάτησε στην γκαρνταρόμπα' είχε αφήσει εκεί μια τσάντα.

που πήγε και την έφερε. άγνωστο από ποι). μία υπάλληλος

και την ακούμπησε μπροστά της στον πάγκο. Έπειτα η κο­

πέλα τής έδωσε κάτι ψιλά. και εκείνη τη στιγμή ο Μάρτιν

μου άρπαξε απ' τα χέρια το χοντρό γερμανικό βιβλίο μου.

56

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

«Ας το βάλουμε καλύτερα εδώ» είπε με τη μεγαλι'ιτερη

φυσικότητα του κόσμου, κι έβαλε προσεχτικά το βιβλίο

ατην τσάντα της κοπέλας, που έμεινε κατάπληκτη αλλά

οεν ήξερε τι να πει.

«Δεν κουβαλιέται στο χέρι αυτό το πράμα» πρόσθεσε ο

Μάρτιν. και. όταν η κοπέλα πήγε να σηκώσει μόνη της την

τnάντα. με μάλωσε πως δεν ξέρω να φέρομαι.

Ήταν νοσοκόμα σ' ένα επαρχιακό νοσοκομείο. Είχε πε­

ταχτεί για λίγο στην Πράγα κι έπρεπε να βιαστεί για το λε­

ωφορείο της. Τη συνοδέψαμε ώς τη στάση του τραμ, και

ατο δρόμο μάθαμε όλα τα βασικά γι' αυτήν, και συμφωνή­

ααμε πως θα πάμε στο Κ. το ερχόμενο Σάββατο. για να

[1()ούμε αυτήν τη γοητευτική δεσποινίδα. που όλο και κά­

ποια όμορφη συνάδελφο θα έφερνε μαζί της, όπως είπε με

ψίημα ο Μάρτιν.

Το τραμ πλησίαζε αργά. Έδωσα την τσάντα στην κοπέ­

λα. που πήγε να βγάλει το βιβλίο, αλλά ο Μάρτιν την εμπό­

()ισε με μια μεγαλόψυχη κίνηση' θα μας το δώσει το Σάβ­

[1ατο, και ώς τότε μπορεί να του ρίξει μια ματιά ... Εκείνη

γέλασε αμήχανα, το τραμ την πήρε μαζί του, κι εμείς κου­

νοιίσαμε από μακριά το χέρι.

Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα' το βιβλίο που περίμενα

τιίαον καιρό βρισκόταν ξαφνικά επικίνδυνα μακριά' αν το

καλοσκεφτόσουν. ήταν εξωφρενικό' αλλά δεν ξέρω ποια

η)έλα με σήκωσε ψηλά στα φτερά της που ξεδιπλώθηκαν

(Χ(Jτραπιαία. Ο Μάρτιν, χωρίς να χάσει λεπτό, άρχισε να

ακέφτεται τι δικαιολογίες θα πει στη γυναίκα του για το από­

γευμα του Σαββάτου και τη νι)χτα προς Κυριακή (γιατί τα

τφάγματα έχουν ως εξής: ο Μάρτιν είναι παντρεμένος. έχει

,ιια νέα γυναίκα, και το χειρότερο: την αγαπά' και το ακόμα

χεφ6τερο: τη φοβάται' το τρισχειρότερο; φοβάται ΥΙ' αυτή))).

57

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕ2;

Ένας επιτυχής εντοπισμός

Δανείστηκα λοιπόν ένα ωραίο Φιατάκι για την εξόρμησή

μας. και το Σάββατο στις δύο η ώρα πέρασα να πάρω τον

Μάρτιν μπροστά απ' το σπίτι του' με περίμενε και ξεκινή­

σαμε αμέσως. Ήταν ΙΟΙJλιος κι έκανε φριχτή ζέστη.

Θέλαμε να φτάσουμε στο Κ. όσο νωρίτερα γίνεται. αλλά

περνώντας από ένα χωριό. όταν είδα δυο νεαρούς με αθλη­

τικό σορτσάκι και βρεμένα μαλλιά. σταμάτησα. Εκεί κο­

ντά. πίσω απ' τα σπίτια. ήταν μια μικρή λίμνη. Ήθελα επει­

γόντως να δροσιστώ' συμφώνησε κι ο Μάρτιν.

Βάλαμε το μαγιό μας και βουτήξαμε. Κολύμπησα γρή­

γορα ώς την απέναντι όχθη. Ο Μάρτιν ίσα που βούτηξε. τί­

ναξε το νερό από πάνω του και βγήκε. ΚολΙJμπησα ανάπο­

δα. και βγαίνοντας τον πέτυχα βαθιά προσηλωμένο σε κά­

τι. Στην όχθη τα παιδιά χαλΟΙJσαν τον κόσμο με τις φωνές

τους, λίγο πιο πέρα οι νέοι του χωριού έπαιζαν μπάλα, αλ­

λά ο Μάρτιν είχε καρφωμένα τα μάτια στο σφριγηλό κορμί

μιας κοπέλας που στεκόταν καμιά δεκαπενταριά μέτρα

πιο κει. με γυρισμένη την πλάτη προς το μέρος' μας. και

παρατηρούσε εντελώς ακίνητη το νερό.

«Κοίτα» είπε ο Μάρτιν.

«Κοιτάω. »

«Και τι έχεις να πεις;»

«Τι να πω δηλαδή;»

«Δεν ξέρεις τι πρέπει να πεις;»

«Κάτσε πρώτα να γυρίσει. »

«Δε χρειάζεται να περιμένουμε να γυρίσει. Αυτό που

δείχνει από τούτη τη μεριά εμένα μου φτάνει και με το πα­

ραπάνω.»

58

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΤΟΥ ΑιΩΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

«Συμφωνώ! Αλλά δεν έχουμε καιρό. »

,,'Εναν εντοπισμό. έναν εντοπισμό» είπε ο Μάρτιν. και

ιτΥιγε σ' ένα αγοράκι λίγο πιο χει που ετοιμαζόταν να φορέ­

ocι το σορτσάκι του: «Δε μου λες, φιλαράκο. μήπως ξέρεις

ιτ(;ις τη λένε αυτή την κοπέλα;» και έδειξε την κοπέλα που

Υιτα.ν πάντα στην ίδια στάση. αφημένη σε μια περίεργη

(χ;)( ιάνε ια.

«Αυτήν εκεί;»

«Ναι. αυτήν εκεΙ»

«Δεν είναι από δω» είπε το αγοράκι.

Τότε ο Μάρτιν γύρισε σ' ένα κοριτσάκι γύρω στα δώδε­

ΧΙ'!.. που έκανε ηλιοθεραπεία πλάι μας.

«Δε μου λες. μικρούλα. μήπως ξέρεις εκείνη την κοπέλα.

αείνη που στέκεται όρθια πλάι στο νερό;»

Το κοριτσάκι σηκώθηκε υπάκουα: «Εκείνη εκεί πέρα;»

«Ναι. »

«Είναι η Σοφία.»

«Σοφία; Το άλλο της;»

« Σοφία Πάνεκ. απ' το Τράπλιτσε . . . »

11 κοπέλα εξακολουθΟΙJσε να στέκεται όρθια στην όχθη

της λίμνης. με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μας.

Ι':πκιιψε να πιάσει το σκουφάκι της. και. όταν σηκώθηκε και

το φ6ρεσε στα μαλλιά της, ο Μάρτιν ήταν κιόλας πλάι μου:

.. Τη λένε Σοφία Πάνεκ. απ' το Τράπλιτσε. Τώρα μπορούμε

νιχ πηγαίνουμε».

Ί lταν τελείως ήρεμος και ικανοποιημένος, και δεν έδει­

χνε να σκέφτεται τίποτα άλλο από τη συνέχεια του ταξι­

;)I.()Ι) μας.

59

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Λίγη θεωρία

Αυτό ακριβώς ονομάζει ο Μάρτιν ειιτοπισμό. Από την πλού­

σια εμπειρία του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για κάποιον

που δίνει μεγάλη σημασία στους αριθμούς, το πιο δύσκολο

δεν είναι να ξελογιάσει μια κοπέλα όσο να γνωρίσει αρκε­

τές κοπέλες που δεν τις έχει ακόμα ξελογιάσει κανένας.

Υποστηρίζει λοιπόν ότι οφείλουμε διαρκώς, οπουδήποτε

και με οποιεσδήποτε συνθήκες, να εντοπίζουμε συστηματι­

κά γυναίκες, που σημαίνει να καταγράφουμε σ' ένα σημει­

ωματάριο ή στη μνήμη μας το όνομα των γυναικών που μας

άρεσαν και που θα μπορούσαμε κάποια στιγμή να τις προ­σεγγίσουμε.

Η προσέγγιση είναι ένα ανώτερο στάδιο δραστηριότη­

τας, και σημαίνει πως ερχόμαστε σε επαφή με μια συγκε­

κριμένη γυναίκα, και έτσι διευκολύνεται η πρόσβασή μας

σ' αυτήν.

Αυτοί που κοιτάζουν κομπάζοντας πίσω, στο παρελθόν,

στέκονται στον αριθμό των γυναικών που έχουν κατακτή­

σει' αλλά αυτοί που κοιτάζουν μπροστά, προς το μέλλον,

πρέπει ουσιαστικά να φροντίσουν να είναι ικανοποιητικός

ο αριθμός των γυναικών που τις έχουν εντοπίσει και τις

έχουν προσεγγίσει. Μετά την προσέγγιση υπάρχει μόνο ένα τελευταίο στά­

διο δραστηριότητας, και με χαρά μου υπογραμμίζω, για να

χαρεί και ο Μάρτιν, ότι όσοι αποβλέπουν αποκλειστικά σ'

αυτό το ανώτατο στάδιο είναι άνθρωποι αξιοθρήνητο ι και

πρωτόγονοι, σαν αυτούς που παίζουν μπάλα στην αλάνα

της γειτονιάς και τους βλέπεις να ξεχύνονται με το κεφάλι

κάτω προς το αντίπαλο τέρμα, λησμονώντας πως για να

60

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΊΌΥ AJΩNIOY ΠΟΘΟΥ

[1άλεις ένα γκολ (ή και πολλά γκολ) δεν αρκεί η παράφορη

επιθυμία να σουτάρεις, αλλά χρειάζεται πρώτα μελετημένο

και συστηματικό παιχνίδι στο γήπεδο.

«Πιστεύεις πως θα σου δοθεί ποτέ η ευκαιρία να πας να

τη βρεις στο Τράπλιτσε;» ρώτησα τον Μάρτιν, καθώς συνε­

χίζαμε με το αυτοκίνητο.

«Ποτέ δεν ξέρει κανείς» απάντησε.

«Πάντως. καλά άρχισε η μέρα μας» είπα εγώ.

Το Παιχνίδι και η Αναγκαιότητα

Φτάσαμε στο νοσοκομείο του Κ. σε εξαιρετική διάθεση,

γ,'ιρω στις τρεισήμισι. Από το θυρωρείο καλέσαμε στο τη­

λέφωνο τη νοσοκόμα μας. Λίγο αργότερα κατέβηκε με το

σκούφο της και την άσπρη στολή' πρόσεξα πως είχε κοκκι­

νίσει, κι αυτό μου φάνηκε καλός οιωνός.

Ο Μάρτιν άρχισε αμέσως να μιλάει και η νοσοκόμα μάς

ανακοίνωσε πως η υπηρεσία της τελειώνει στις εφτά και να

την περιμένουμε εκείνη την ώρα έξω απ' το νοσοκομείο.

«Με τη συνάδελφό σου τα κανόνισες;» ρώτησε ο Μάρ­

ην, και η κοπέλα κούνησε το κεφάλι καταφατικά.

«Ναι. θα είμαστε δύο.»

«Τέλεια» είπε ο Μάρτιν, «αλλά δεν μπορούμε να φέ­

ι ιοuμε το φίλο μου προ τετελεσμένου.»

«Καλά» είπε η κοπέλα, «μπορούμε να περάσουμε να τη

ί)ο,'ιμε' είναι στο χειρουργικό.»

Καθώς διασχίζαμε αργά την αυλή του νοσοκομείου, ρώ­

τησα δειλά: «Το βιβλίο μου το έχετε ακόμα;»

11 νοσοκόμα έκανε ναι με μια κίνηση του κεφαλιού: το

61

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΏΤΕΣ

είχε ακόμα, και μάλιστα εδώ, στο νοσοκομείο. 'Ενα βάρος

έφυγε από πάνω μου, και επέμεινα να πάμε πρώτα να πά­

ρουμε το βιβλίο.

Ο Μάρτιν, εννοείται, θα το θεώρησε ανάρμοστο που

έδειχνα έτσι ανοιχτά ότι πιο πολύ μ' ενδιαφέρει ένα βιβλίο

από μια γυναίκα που θα μου έδειχναν, αλλά ήταν κάτι που

με ξεπερνούσε. Ομολογώ πως υπέφερα πολύ αυτές τις λί­

γες μέρες που δεν είχα κοντά μου το βιβλίο για τον ετρου­

σκικό πολιτισμό. Χρειάστηκε να καταβάλω τεράστια προ­

σπάθεια για να υπομείνω στωικά την έλλειψη αυτή. γιατί

δεν ήθελα να χαλάσω επ' ουδενί το Παιχνίδι, αυτή την αξία

που είχα μάθει να τη σέβομαι από τα νεανικά μου χρόνια

και στην οποία υπ έτασσα όλα μου τα προσωπικά συμφέ­

ροντα και όλες μου τις προσωπικές επιθυμίες.

Ενώ εγώ ξανάβρισκα με συγκίνηση το βιβλίο μου. ο

Μάρτιν συνέχιζε την κουβέντα με τη νοσοκόμα' είχε μάλι­

στα προχωρήσει τόσο πολύ. που η κοπέλα τού υποσχέθηκε

να δανειστεί για το βράδυ το εξοχικό σπιτάκι ενός συνα­

δέλφου της. κοντά στη λίμνη Χότερ. Ήμασταν πανευτυχείς

και οι τρεις και ξεκινήσαμε πάλι για το χαμηλό πράσινο

κτίριο που στεγάζει το χειρουργικό τμήμα.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βάδιζαν προς το μέρος μας μια

νοσοκόμα μ' ένα γιατρό. Ο γιατρός ήταν ένας αστείος ψηλό­

λιγνος τύπος με πεταχτά αφτιά, γεγονός που με χαροποίησε

ιδιαίτερα' η νοσοκόμα με σκούντησε με νόημα κι εγώ άφη­

σα να μου ξεφύγει ένα γελάκι. Όταν μας προσπέρασαν, ο

Μάρτιν γύρισε προς τα μένα: «Τυχερός είσαι. μάγκα μου.

Και πολύ σου πέφτει τέτοιο καταπληκτικ6 κορίτσι!»

Δεν τ6λμησα ν' απαντήσω πως κοίταζα μόνο τον ψηλόλι­

γνο τύπο, κι έτσι προσποιήθηκα πως συμφωνώ. Άλλωστε

δεν ήταν καμιά υποκρισία απ6 μέρους μου: πιο πολύ εμπι-

62

-

ΊΌ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΤΟΥ ΛΙΏΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

στεύομαι το γούστο του Μάρτιν παρά το δικό μου, γιατί

ξέρω 6τι το γούστο του βασίζεται σ' ένα ενδιαφέρον πολύ

μεγαλύτερο απ' το δικ6 μου, ΥΙου αρέσει σε όλα η αντικει­

μενικ6τητα και η τάξη, το ίδιο και στις ερωτικές υποθέσεις,

κι έτσι σέβομαι πολύ περισσ6τερο την άποψη ενός γνώστη

παρά εν6ς ερασιτέχνη. Ίσως το θεωρήσει κανείς υποκριτικό να αυτοχαρακτηρί­

ζεται ερασιτέχνης κάποιος χωρισμένος 6πως εγώ, που κά­θεται μάλιστα και διηγείται μια (σίγουρα δι6λου ξεχωρι­στή) ερωτική του ιστορία. Κι όμως: είμαι ερασιτέχνης. Θα μπορούσε να πει κανείς 6τι εγώ παίζω αυτ6 που ο Μάρτιν το ζει, Μερικές φορές έχω την αίσθηση πως ολόκληρη η πο­λυγαμική ζωή μου είναι απλώς μίμηση της ζωής των άλλων αντρών' δεν αρνούμαι 6τι βρίσκω κάποια ευχαρίστηση σ' αυτήν τη μίμηση. Σκέφτομαι ωστόσο 6τι σ' αυτή την ευχα­ρίστηση υπάρχει κάτι απολι)τως ελεύθερο, χαλαρ6, προσω­ριν6, κάτι που χαρακτηρίζει και την επίσκεψη σε μια αίθου­σα έργων τέχνης ή την ανακάλυψη εξωτικών τοπίων, κάτι που δεν υπακοι)ει σ' αυτή την άτεγκτη επιταγή την οποία διαισθάνομαι πίσω από την ερωτική ζωή του Μάρτιν. Αυτό που με εντυπωσιάζει στον Μάρτιν είναι ακριβώς αυτή η άτεγκτη επιταγή. Όταν διατυπώνει μια άποψη για μια γυ­ναίκα, έχω την αίσθηση ότι με τη φωνή του μιλάει η Φύση προσωποποιημένη, η ίδια η Αναγκαιότητα.

Στη θαλπωρή της οικογενειακής εστίας

Όταν βρεθήκαμε έξω απ' το νοσοκομείο. ο Μάρτιν μοι) τ6-

νισε με έξαψη πως όλα πάνε περίφημα. Και πρ6σθεσε:

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Πρέπει να κάνουμε γρήγορα απόψε. Πρέπει να είμαι πί­

σω στις εννιά».

Έπεσα απ' τα σύννεφα: «Στις εννιά; Αυτό σημαίνει πως

πρέπει να φύγουμε από δω στις οχτώ! Ποιος ο λόγος τότε

να 'ρθούμε; Νόμιζα πως είχαμε όλη τη νι)χτα μπροστά μας!»

«Γιατί θες να χάνουμε το χρόνο μας;»

«Τι νόημα είχε να 'ρθούμε εδώ για μία ώρα; Τις θες να

κάνουμε απ' τις εφτά ώς τις οχτώ;»

«Τα πάντα. Όπως άκουσες, έχω βρει ένα εξοχικό σπιτά­

κι, έτσι όλα θα πάνε καταπληκτικά. Από σένα πια εξαρτά­

ται' φτάνει να είσαι αποφασισμένος.»

«Και μπορώ να μάθω γιατί πρέπει να είσαι πίσω στις

εννιά;»

«Το 'χω υποσχεθεί στη Μαρία. Κάθε Σάββατο βράδυ

παίζουμε το χαρτάκι μας πριν πέσουμε για ύπνο.»

«Θεέ και Κύριε!» αναστέναξα.

«Χτες είχε πάλι προβλήματα στη δουλειά της θα 'θελες

δηλαδή να της στερήσω αυτήν τη μικροδιασκέδαση του

Σαββάτου; Αφού ξέρεις, είναι η καλύτερη γυναίκα που εί­

χα ποτέ. Εξάλλου» πρόσθεσε, «θα σου αρέσει που τελικά

θα 'χεις όλη τη νι)χτα μπροστά σου στην Πράγα.»

Κατάλαβα πως δεν είχε νόημα η όποια συζήτηση. Τίπο­

τα δεν μπορεί να καθησυχάσει τους φόβους του Μάρτιν για

τη συζυγική του γαλήνη και τίποτα δεν μπορεί να κλονίσει

την πίστη του στις άπειρες ερωτικές δυνατότητες κάθε

ώρας και κάθε λεπτού.

«Έλα» μου είπε, «ώς τις εφτά έχουμε τρεις ώρες ακό­

μα! Δε θα κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια!»

64

1'0 ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

Η εξαπάτηση

Πήραμε τον μεγάλο διάδρομο του δημοτικού πάρκου όπου

κάνουν τη βόλτα τους οι ντόπιοι. Περιεργαστήκαμε διάφο­

ρα ζευγάρια κοριτσιών που περπατούσαν πλάι μας ή κάθο­

νταν στα παγκάκια, αλλά δε μείναμε ικανοποιημένοι από

την εμφάνισή τους. Παρ' όλ' αυτά ο Μάρτιν πλησίασε δύο,

τους έπιασε κουβέντα, κι έκλεισε μάλιστα και ραντεβού

μαζί τους, αλλά ήξερα πως δεν το 'κανε στα σοβαρά. Ήταν

κάτι που το ονόμαζε άσκηση πρoσέyyισrις, στην οποία επι­

διδόταν κάθε τ6σο, για να μη χάνει τη φ6ρμα του.

Βγήκαμε δυσαρεστημένοι από το πάρκο και πήραμε

τους δρόμους που βυθίζονται στο κενό και την πλήξη της

μικρής επαρχιακής πόλης.

«Έλα να πιούμε κάτι, διψάω» είπα στον Μάρτιν.

Βρήκαμε ένα μέρος με την επιγραφή «Καφενείο». Μπή­

καμε, αλλά ήταν ένα σελφ σέρβις μια αίθουσα με πλακά­

κια, ψυχρή και αφιλόξενη' κατευθυνθήκαμε προς το ταμείο

και αγοράσαμε από μια βλοσυρή γυναίκα κάτι λεμονάδες

σκέτο νερό, και πήγαμε και τις ακουμπήσαμε σ' ένα τραπέ­

ζι λερωμένο με σάλτσες, που ήταν σαν να μας έλεγε να φύ­

γουμε το ταχύτερο δυνατόν.

«Μη δίνεις σημασία» είπε ο Μάρτιν, «στον κόσμο μας η

ασκήμια λειτουργεί θετικά. Κανένας δε θέλει να μείνει για

ώρα πουθενά, οι πάντες βιάζονται, κι αυτ6 δίνει στη ζωή

τον επιθυμητ6 ρυθμό. Αλλά δε θα το βάλουμε κάτω εμείς.

Μπορούμε να πούμε ένα σωρό πράματα εδώ, στην ασφά­

λεια που μας παρέχει αυτό το άσκημο μαγαζί.» Ήπιε τη

λεμονάδα του και με ρώτησε: «Τι έγινε μ' αυτήν τη φοιτή­

τρια της ιατρικής; Την προσέγγισες τελικά;»

6!)

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Και βέβαια» είπα.

«Και πώς είναι; Θέλω λεπτομερή περιγραφή!»

Του περιέγραψα τη φοιτήτρια της ιατρικής, χωρίς την παραμικρή δυσκολία. αφού δεν υπάρχει καμιά φοιτήτρια της ιατρικής. Ναι. Αυτό ίσως δε με κολακεύει ιδιαίτερα, αλλά έτσι είναι: η φοιτήτρια της ιατρικής αποτελεί επι νόη­

σήμου. Στο λόγο μου: δεν είχα καμιά κακή πρόθεση, να κάνω

επίδειξη στον Μάρτιν ή να τον δουλέψω. Επινόησα αυτήν τη φοιτήτρια, απλούστατα επειδή δεν μπορούσα πια να αντισταθώ στην επιμονή του.

Ο Μάρτιν παραήταν απαιτητικός όσον αφορά τη δρα­στηριότητά μου. Ήταν πεπεισμένος πως κάθε μέρα βγαίνω και με άλλην. Με έβλεπε διαφορετικό απ' ό,ΤΙ ήμουν. κι έτσι και του 'λεγα απερίφραστα πως την τελευταία βδομά­δα όχι μόνο δεν είχα καμιά καινούρια κατάκτηση αλλά ού­τε άγγιξα γυναίκα θα με θεωρούσε υποκριτή.

Γι' αυτό και λίγες μέρες πριν είχα αναγκαστεί να του διηγηθώ πως εντόπισα μια φοιτήτρια της ιατρικής. Φάνηκε ικανοποιημένος και με ενθάρρυνε να περάσω στο στάδιο της προσέγγισης. Και σήμερα ελέγχει την πρόοδό μου.

«Και τι στιλ είναι; Του επιπέδου τής .. . »Έκλεισε τα μά­τια, αναζητώντας στο μισοσκόταδο ένα σημείο σύγκρισης έπειτα θυμήθηκε μια κοινή μας φίλη: « ... του επιπέδου της Συλβί;» «Σκάλες ανώτερη» είπα εγώ.

«Πλάκα κάνεις ... » τα 'χασε ο Μάρτιν.

«Του επιπέδου της Μαρίας σου!»

Για τον Μάρτιν η γυναίκα του είναι το υπέρτατο κριτή­ριο. Έμεινε πολύ ικανοποιημένος από την αναφορά μου και βυθίστηκε σε ονειροπόληση.

66

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΤΟΥ ΑΙΩ ΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

Μια επιτυχής προσέγγιση

Έπειτα μπήκε μια κοπέλα με κοτλέ παντελόνι. Προχώρησε

στο ταμείο και περίμενε τη λεμονάδα της. Έπειτα σταμά­

τησε σ' ένα κοντινό μας τραπέζι και άρχισε να πίνει χωρίς

να καθίσει.

Ο Μάρτιν γύρισε προς το μέρος της: «Δεσποινίς» της εί­

πε. «δεν είμαστε από δω και θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε

κάτι».

Η κοπέλα χαμογέλασε. Ήταν πανέμορφη.

«Έχουμε σκάσει απ' τη ζέστη και δεν ξέρουμε τι να κά­

νουμε ... »

«Να πάτε για μπάνιο.»

«Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν ξέρουμε πού πάνε για

μπάνιο εδώ γύρω. »

«Πουθενά. »

«Πώς πουθενά;»

«Υπάρχει βέβαια μια πισίνα. αλλά εδώ κι ένα μήνα την

έχουν αδειανή. »

«Και στο ποτάμι;»

«Κάνουν έργα αυτή την εποχή.»

«Και ποι) πάτε τότε για μπάνιο;»

«Μόνο στη λίμνη Χότερ. αλλά είναι τουλάχιστον εφτά

χιλιόμετρα από δω. »

«Δεν είναι τίποτα αυτό. είμαστε με αυτοκίνητο, αρκεί

να ερχόσασταν μαζί. να μας δείχνατε το δρόμο.»

«Θα είστε ο οδηγός μας» είπα εγώ.

«Το άστρο που μας οδηγεί» με διόρθωσε ο Μάρτιν.

«Το αστέρι μας» είπα εγώ.

Η κοπέλα ζαλισμένη δέχτηκε τελικά να μας συνοδέψει'

67

-

ΚΩΜΙΚΟΙ l':]'ΩΤΕΣ

έπρεπε όμως να τελειώσει κάτι ψώνια και να πάει να πάρει το μαγιό της να την περιμένουμε σε μία ώρα ακριβώς στο ίδιο μέρος.

Ήμασταν ικανοποιημένοι. Τη βλέπαμε που απομακρυ­νόταν. κουνώντας χαριτωμένα τους γοφούς και τινάζοντας τις μαύρες μπούκλες της.

«Βλέπεις» είπε ο Μάρτιν. «η ζωή είναι μικρή, πρέπει να εκμεταλλευόμαστε το κάθε λεπτό.»

Φιλ[ας Εγκώμιο

Ξαναγυρίσαμε στο δημοτικό πάρκο και αρχίσαμε να χαζεύ­ουμε τις κοπέλες που κάθονταν δυο δυο στα παγκάκια. αλ­λά όταν ήταν όμορφη η μία. όπως συνέβαινε μερικές φορές. δεν ήταν ποτέ και η φίλη της.

«Είναι ένας περίεργος νόμος της φύσης» είπα στον Μάρτιν. «Μια άσχημη γυναίκα ελπίζει να κερδίσει κάτι από τη λάμψη της όμορφης φίλης της, και η όμορφη πάλι ελπίζει να λάμψει ακόμα περισσότερο στο φόντο της ασχήμιας με αποτέλεσμα να περνάει από συνεχείς δοκιμασίες η φιλία μας. Κι είμαι πολύ περήφανος που δεν αφήνουμε ποτέ να επιλέξει για λογαριασμό μας ούτε η τύχη ούτε ο ανταγωνι­σμός. Για μας. η επιλογή είναι πάντοτε θέμα ιπποτισμού. Ο

καθένας προτείνει στον άλλο την ομορφότερη. κι εδώ μοιά­ζουμε σαν δυο τζέντλεμαν του παλιού καιρού που δεν μπο­ρούν να μπουν σ' ένα δωμάτιο. γιατί κανένας τους δε θέλει να περάσει πρώτος. »

«Ναι» είπε με κάποια συγκίνηση ο Μάρτιν. «Είσαι πραγ­ματικός φίλος. Έλα να κάτσουμε λίγο. Πονέσαν τα πόδια μου.»

68

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΊΌΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

Και καθίσαμε. αναπαυτικά κι ωραία. γέρνοντας προς τα πίσω, με το πρόσωπο στραμμένο στον ήλιο. κι αφήσαμε για μερικά λεπτά τον κόσμο να συνεχίζει γύρω μας την πορεία του χωρίς να μας απασχολεί στο ελάχιστο.

Το κοριτσάκι με τα λευκά

Ξαφνικά ο Μάρτιν σηκώθηκε (παρακινημένος προφανώς από κάποια μυστική αίσθηση). με το βλέμμα καρφωμένο σε μια μοναχική αλέα του πάρκου όπου περπατούσε ένα κορί­τσι με λευκό φόρεμα. Ακόμη κι από μακριά. κι ενώ δεν ξε­χώριζες καθαρά τις αναλογίες του κορμιού και τα χαρακτη­ριστικά του προσώπου. μάντευες πάνω του μια ξεχωριστή. άπιαστη γοητεία. ένα είδος αγνότητας και τρυφερότητας.

Όταν πέρασε μπροστά μας. διαπιστώσαμε πως είναι πολι) μικρό. Δεν ήταν ούτε παιδί ούτε κοπέλα, κι αυτό μας αναστάτωσε πια τελείως. Ο Μάρτιν τινάχτηκε πάνω: «Δε­σποινίς, είμαι ο σκηνοθέτης Φόρμαν, ο σκηνοθέτης του κι­νηματογράφου. »

Έδωσε το χέρι του στο κοριτσάκι. κι αυτό του το 'σφιξε. με μια έκφραση φοβερής κατάπληξης στα μάτια.

Ο Μάρτιν στράφηκε προς τα μένα: «Από δω ο οπερατέρ μου».

«Όντριτσεκ» συστήθηκα. δίνοντας κι εγώ το χέρι μου. Το κοριτσάκι έκανε μια ελαφρά υπόκλιση. «Έχουμε μια μικρή δυσκολία. δεσποινίς. Ψάχνω εδώ

εξωτερικούς χώρους για την καινούρια μου ταινία. Θα μας περίμενε εδώ ο βοηθός μου, που ξέρει καλά την περιοχή, αλλά δε φάνηκε, και τώρα αναρωτιόμαστε από πού να ξε-

69

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

κινήσουμε την περιήγησή μας στην πόλη και τα περίχωρα.

Ο οπερατέρ» αστειεύτηκε ο Μάρτιν «μελετά το θέμα σ'

αυτό το χοντρό γερμανικό βιβλίο, αλλά δυστυχώς δεν πρό­

κειται να βρει τίποτα σχετικό.»

Τσαντίστηκα μ' αυτήν τη νύξη για το βιβλίο το οποίο εί­

χα στερηθεί μία ολόκληρη βδομάδα: «Κρίμα που δεν ενδια­

φέρεσαι λίγο παραπάνω γι' αυτό το βιβλίο» πέρασα στην

επίθεση κατά του σκηνοθέτη μου. «Αν ασχολιόσουν σοβα­

ρά με την προετοιμασία και δεν άφηνες όλη την έρευνα

στους οπερατέρ σου. μπορεί να ήταν λιγότερο επιφανεια­

κές οι ταινίες σου και να είχαν λιγότερα λάθη.» Έπειτα ζή­

τησα συγνώμη από τη νεαρή δεσποινίδα: «Συγνώμη. δε­

σποινίς. που σας ενοχλοι'ιμε με τα επαγγελματικά μας

ετοιμάζουμε μια ιστορική ταινία για τον ετρουσκικό πολιτι­

σμό στη Βοημία». «Μάλιστα» είπε το κοριτσάκι. με μια ελαφρά υπόκλιση.

«Είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο. κοιτάξτε!»

Έδωσα το βιβλίο στο κοριτσάκι. που το πήρε με θρη­

σκευτική σχεδόν ευλάβεια κι άρχισε αφηρημένα να το ξε­

φυλλίζει, νομίζοντας ότι αυτό της ζήτησα.

«Έχω την εντύπωση ότι ο πύργος του Πχάτσεκ είναι κά­

που εδώ κοντά» συνέχισα' «ήταν το κέντρο των Τσέχων

Ετρούσκων. αλλά πώς πάει κανείς εκεί;»

«Είναι δυο βήματα από δω» είπε το κοριτσάκι. και ξαφ­

νικά ζωήρεψε. γιατί το γεγονός πως γνC:ψιζε το δρόμο για

το Πχάτσεκ της πρόσφερε επιτέλους ένα πω στέρεο έδα­

φος σ' αυτή την κάπως μπερδεμένη συζήτηση.

«Σοβαρά; Γνωρίζετε τον πύργο;» ρώτησε ο Μάρτιν. κά­

νοντας πως ανακουφίστηκε βαθιά.

«Και βέβαια» είπε το κοριτσάκι. «Είναι μια ώρα από

δω. »

70

ΊΌ χι'γΣΟ ΜΗΛΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

«Με τα πόδια;» είπε ο Μάρτιν.

«Ναι, με τα πόδια» είπε το κοριτσάκι.

«Έχουμε όμως αυτοκίνητο» είπα εγώ.

«Θέλετε να γίνετε οδηγός μας;» είπε ο Μάρτιν. αλλά

εγώ προτίμησα να μη συνεχίσω τη συνηθισμένη τελετουρ­

γία με τα λογοπαίγνια, γιατί είμαι καλύτερος στην ψυχολο­

γία από τον Μάρτιν, και αισθάνθηκα πως στη συγκεκριμένη

περίπτωση τα ανάλαφρα αστεία μάλλον θα μας έβλαπταν:

το καλι'ιτερο όπλο μας θα ήταν η απόλυτη σοβαρότητα.

«Δε θέλουμε να κάνουμε κατάχρηση του χρόνου σας.

δεσποινίς» είπα εγώ. «αλλά θα σας ήμασταν ευγνώμονες.

αν είχατε την καλοσι'ινη να μας αφιερώσετε λίγο χρόνο και

να μας δείξετε ορισμένα από τα μέρη που θέλουμε να επι­

σκεφτούμε. » «Μα ναι» έκανε το κοριτσάκι, με μια ελαφρά υπόκλιση

και πάλι, «πολι'ι θα το ήθελα. αλλά ... » και μόλις τότε προ­

σέξαμε ότι κρατούσε στο χέρι ένα δίχτυ για ψώνια με δύο

μαροι'ιλια μέσα ... «Πρέπει να πάω τα μαροι'ιλια στη μαμά,

αλλά είναι εδώ δίπλα και γυρίζω αμέσως.»

«Φυσικά, πρέπει να πάτε τα μαρούλια στη μαμά σας»

είπα εγώ. «Σας περιμένουμε εδώ.»

«Δέκα λεπτά το πολύ» είπε το κοριτσάκι.

Έκανε και πάλι μια ελαφρά υπόκλιση κι έφυγε σχεδόν

τρέχοντας.

«Παναγία μου!» έκανε ο Μάρτιν.

«llρώτο πράμα, ε;»

«Άκου λέει! Ευχαρίστως θυσιάζω για χάρη της τις δύο

νοσοκόμες. »

71

Ι' Ι: ι

11

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Η παγίδα της υπερβολικής πίστης

Πέρασαν δέκα λεπτά, έπειτα δεκαπέντε, και πουθενά το

κοριτσάκι. «Μη φοβάσαι» με καθησύχαζε ο Μάρτιν, «το μόνο σί­

γουρο είναι πως θά 'ρθει. Το νούμερό μας ήταν απολύτως

πειστικό και η μικρή είχε εκστασιαστεί.» Κι εγώ το ίδιο πίστευα. κι έτσι μείναμε και περιμέναμε,

και κάθε στιγμή που περνούσε δυνάμωνε τον πόθο μας γι'

αυτή την έφηβη που ήταν παιδί ακόμα. Στο μεταξύ, πέρα­

σε και η ώρα του ραντεβού μας με την κοπέλα με το κοτλέ

παντελόνι. αλλά ήμασταν τόσο απορροφημένο ι από την ει­

κόνα της μΙΚΡ'ής με τα λευκά, που δεν διανοηθήκαμε καν να

σηκωθούμε. Κι η ώρα περνοι>σε. «Άκου, νομίζω πως δε θά 'ρθει πια» είπα τελικά στον

Μάρτιν. «Και πώς το εξηγείς αυτό; Μας πίστεψε, όπως θα πί-

στευε τον ίδιο το Θεό.»

«Ναι. κι αυτό ακριβώς είναι το κακό' μας παραπίστεψε.»

«Τι δηλαδή; Θα 'θελες να μη μας πίστευε;»

«Μπορεί και να 'ταν καλι>τερα. Η υπερβολική πίστη εί­

ναι ο χειρότερος σύμμαχος.» Παρασυρμένος από την ιδέα

αυτή άρχισα να αγορεύω: «Όταν παίρνουμε κάτι κατά

γράμμα. η πίστη μας αυτή το φτάνει στα όρια του παραλό­

γου. Ο πραγματικός υπερασπιστής μιας πολιτικής δεν

παίρνει ποτέ στα σοβαρά τις σοφιστείες αυτής της πολιτι­

κής, αλλά μόνο τους πρακτικούς στόχους που κρι>βονται από πίσω. Γιατί τα πολιτικά κλισέ και οι σοφιστείες δεν εί­

ναι για να τα πιστεύουμε' χρησιμει>ουν μάλλον σαν σιωπη-

72

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

ρά αποδεκτές δικαιολογίες οι αφελείς που τα παίρνουν

στα σοβαρά. αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψουν τις αντιφά­

σεις που κρύβουν. θα αρχίσουν να επαναστατούν. και θα

καταλήξουν με τη ρετσινιά του αιρετικού ή του αποστάτη. Όχι, η υπερβολική πίστη ποτέ δε φέρνει τίποτα καλό' κι όχι μόνο στα θρησκευτικά και πολιτικά συστήματα' ακόμα και στο δικό μας σύστημα. αυτό που χρησιμοποιήσαμε για να

προσεγγίσουμε το κοριτσάκι». «Τώρα δε σε καταλαβαίνω» είπε ο Μάρτιν. «Κι όμως. είναι πολύ απλό: γι' αυτό το κοριτσάκι ήμα­

σταν τελικά δύο πολι> σοβαροί κύριοι, κι έτσι θέλησε να

φερθεί καλά. σαν καλοαναθρεμμένο παιδί που σηκώνεται να καθίσουν οι ηλικιωμένοι στο λεωφορείο.»

«Και τότε γιατί δε φέρθηκε καλά μέχρι τέλους;»

«Επειδή ακριβώς μας παραπίστεψε. Πήγε τα μαρούλια

στη μαμά της και της τα είπε όλα γεμάτη ενθουσιασμό: για

την ιστορική ταινία, για τους Ετρούσκους στη Βοημία ... Κι η μαμά ... »

«Μάλιστα ... Καταλαβαίνω τη συνέχεια» με διέκοψε ο Μάρτιν, και σηκώθηκε.

Η προδοσία

Ο ήλιος κατέβαινε αργά πάνω στις στέγες της πόλης ο αέ­

ρας άρχιζε να δροσίζει, κι εμείς ήμασταν λυπημένοι. Περά­

σαμε απ' το σελφ σέρβις. μπας και ήταν ακόμα εκεί η κο­

πέλα με το κοτλέ παντελόνι. Φυσικά και δεν ήταν. Είχε

πάει εξήμισι η ώρα. Πήραμε το δρόμο για το αυτοκίνητο. Ξαφνικά αισθανόμασταν διωγμένοι από μια ξένη πόλη και

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

από τις χαρές της, και μόνο καταφύγιο μας έμενε το αυτο­

κίνητό μας, που έμοιαζε να καλύπτεται από το καθεστώς

της ετεροδικίας.

«Έλα τώρα!» φώναξε ο Μάρτιν μόλις μπήκαμε στο αυ­

τοκίνητο. «Δε θα τα βάψουμε και μαύρα! Έχουμε ακόμα

μπροστά μας το κυριότερο.» Μου 'ρθε να του πω πως. εξαιτίας της Μαρίας του και

των χαρτιών της, είχαμε μία ώρα όλη κι όλη για το κυριότε­

ρο, αλλά προτίμησα να σωπάσω.

«Άλλωστε» πρόσθεσε, «η μέρα μας πήγε καλά. Εντοπι­

σμός της μικρής απ' το Τράπλιτσε, προσέγγιση της κοπέ­λας με το κοτλέ παντελόνι' όλα είναι έτοιμα για μας σ' αυ­

τή την πόλη, δεν έχουμε παρά να ξανάρθουμε μιαν άλλη

φορά. »

Δεν απάντησα. Ναι. Ο εντοπισμός και η προσέγγιση εί­

χαν στεφθεί από επιτυχία. Αυτά είχαν πάει μια χαρά. Αλλά

σκέφτηκα ξαφνικά ότι, εκτός από εντοπισμούς και προσεγ­

γίσεις, εδώ κι ένα χρόνο ο Μάρτιν δεν προχωρούσε ούτε βή­

μα παραπέρα.

Τον κοίταξα. Τα μάτια του είχαν και πάλι αυτή την αιω­

νίως άπληστη λάμψη τους εκείνη τη στιγμή ένιωσα πόσο

τον αγαπούσα τον Μάρτιν, πόσο αγαπούσα τη σημαία με

την οποία είχε παρελάσει όλη του τη ζωή: τη σημαία του

αιώνιου κυνηγιού των γυναικών.

Ο χρόνος κυλούσε και ο Μάρτιν είπε: «Εφτά η ώρα».

Παρκάραμε καμιά δεκαριά μέτρα από τα κάγκελα του

νοσοκομείου. για να μπορώ να παρακολουθώ την είσοδο

απ' τον καθρέφτη.

Σκεφτόμουν ακόμα αυτήν τη σημαία. Σκεφτόμουν πως

με το πέρασμα του χρόνου το θέμα σ' αυτό το κυνήγι των

γυναικών ήταν όλο και λιγότερο οι γυναίκες και όλο και πε-

74

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΊΌΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

ρισσότερο το ίδιο το κυνήγι. Αν δεχτούμε ότι πρόκειται για

κυνήγι εξ ορισμού ανώφελο, μπορεί κανείς να κυνηγάει κά­θε μέρα αναρίθμητες γυναίκες και να μετατρέψει έτσι το

κυνήγι σε απόλυτο κυνήγι. Ναι: ο Μάρτιν είχε φτάσει στο

στάδιο του απόλυτου κυνηγιού. Περιμέναμε ήδη πέντε λεπτά. Οι κοπέλες δε φαίνονταν. Καθόλου δε μ' απασχολούσε αυτό. Έρθουν δεν έρθουν,

καμία σημασία δεν είχε. Δηλαδή. αν έρχονταν. θα μπορού­

σαμε τάχα μέσα σε μία ώρα να τις πάμε σ' ένα μακρινό

εξοχικό σπιτάκι, να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους, να

κάνουμε έρωτα μαζί τους, και στις οχτώ η ώρα να ποι'ιμε

ευγενικά αντίο και να φύγουμε; Όχι, απ' τη στιγμή που ο Μάρτιν είχε αποφασίσει πως όλα έπρεπε να τελειώσουν

στις οχτώ η ώρα, είχε μεταφέρει (όπως τόσες και τόσες φο­ρές!) την ιστορία αυτή στη σφαίρα του παιχνιδιού της ψευ­δαίσθησης.

Περιμέναμε ήδη δέκα λεπτά. Κανένας δε φάνηκε στην

είσοδο του νοσοκομείου.

Ο Μάρτιν είχε αγανακτήσει και σχεδόν φώναζε: «Τους δίνω άλλα πέντε λεπτά' δε θα περιμένω άλλο!»

Ο Μάρτιν δεν είναι πια νέος, συνέχισα τις σκέψεις μου. Τη γυναίκα του την αγαπάει στ' αλήθεια. Τελικά, έχει την

πιο τακτοποιημένη συζυγική ζωή. Αυτή είναι η πραγματι­

κότητα. Και πέρα από αυτή την πραγματικότητα, στο επί­

πεδο μιας αθώας και συγκινητικής Ψευδαίσθησης, η νεότη­

τα του Μάρτιν συνεχίζεται. μια ανήσυχη. άτακτη και άσωτη

νεότητα, που περιορίζεται σ' ένα απλό παιχνίδι, ένα παι­χνίδι που δεν κατορθώνει να ξεπεράσει τα όριά του και να βρεθεί στην πραγματική ζωή, να γίνει πραγματικότητα. Και επειδή ο Μάρτιν είναι ένας τυφλός ιππότης πάνω στο άλογο της Αναγκαιότητας. δίνει στις ερωτικές ιστορίες του

75

ΚΩΜΤΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

την αθωότητα του Παιχνιδιού, χωρίς καν να το υποψιάζεται' εξακολουθεί να βάζει σ' αυτές όλη τη φλόγα της Ψυχής του.

Καλά, έλεγα, ο Μάρτιν είναι δεσμώτης της ψευδαίσθη­σής του, αλλά εγώ; Τι είμαι εγώ; Γιατί του παραστέκομαι σ' αυτό το γελοίο παιχνίδι; Εγώ που ξέρω πως όλα αυτά εί­ναι σκέτη αυταπάτη; Δεν είμαι ακόμα πιο γελοίος κι από κείνον; Γιατί να παριστάνω τώρα πως περιμένω ότι θα ζή­σω μια ερωτική ιστορία, ενώ ξέρω περίφημα ότι στην καλύ­τερη περίπτωση θα χάσω μία ώρα με δύο άγνωστες και αδιάφορες κοπέλες;

Και τη στιγμή εκείνη είδα στον καθρέφτη μου τις δύο κοπέλες να βγαίνουν απ' την είσοδο του νοσοκομείου. Ακό­μα και από αυτή την απόσταση διέκρινες μια ανταύγεια από πούδρα και ρουζ στο πρόσωπό τους ήταν ντυμένες με επιδεικτική κομψότητα, και η καθυστέρησή τους είχε προ­φανώς σχέση με την τόσο προσεγμένη εμφάνισή τους. Κοί­ταξαν γύρω και κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητό μας.

«Τόσο το χειρότερο» είπα στον Μάρτιν, κάνοντας πως δεν τις είδα. «Έχει περάσει πάνω από τέταρτο, Φύγαμε.» Και πάτησα το γκάζι.

Η μεταμέλεια

Βγήκαμε από το Κ., περάσαμε τα τελευταία σπίτια, και τρέχαμε μέσα από χωράφια και συστάδες δέντρων, με τον ήλιο να κατεβαίνει στις κορυφές τους.

Σωπαίναμε. Σκεφτ6μουν τον lοι'ιδα, για τον οποίο ένας πνευματώδης

συγγραφέας έγραψε πως πρ6δωσε τον Ιησού γιατί πίστευε

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΤΟΥ AIΩNlOY ΠΟΘΟΥ

απερι6ριστα σ' αυτ6γ δεν είχε την υπομονή να περιμένει το θαύμα με το οποίο θα έδειχνε εκείνος σ' 6λους τους Ε­βραίους τη θε'ίκή του δύναμη' τον παρέδωσε λοιπ6ν στους βασανιστές του, για να τον εξαναγκάσει εντέλει να δράσει' τον πρ6δωσε, επειδή ήθελε να επισπεύσει την ώρα της νί­κης του.

Αλίμονο, σκέφτηκα, εγώ αντίθετα τον Μάρτιν τον πρό­δωσα επειδή έπαψα να πιστεύω σ' αυτόν (και στη θε'ίκή δύ­ναμη των γυναικοδουλειών του)' είμαι ένα αχρείο υβρίδιο Ιούδα και άπιστου Θωμά. Ένιωθα πως η άνομη πράξη μου μεγάλωνε ακ6μα περισσ6τερο την αγάπη μου για τον Μάρ­τιν και πως η σημαία του, η σημαία του αιώνιου κυνηγιού των γυναικών (που την ακούγαμε να πλαταγίζει αδιάκοπα πάνω απ' το κεφάλι μας) με συγκινούσε μέχρι δακρύων. Άρχισα να τα βάζω με τον εαυτ6 μου για τη βιασύνη μου.

Θα καταφέρω άραγε μια μέρα να παραιτηθώ απ6 αυτές τις κινήσεις που μου δίνουν ακόμα την αίσθηση της νεότη­τας; Και τι άλλο θα μπορώ πλέον να κάνω απ' το να περιο­ρίζομαι να τις μιμούμαι και να προσπαθώ να βρω στην ορ­θολογική ζωή μου μια μικρή. ασφαλή γωνιά γι' αυτή την παράλογη δραστηρι6τητα; Τι σημασία έχει που 6λα αυτά είναι ένα ανώφελο παιχνίδι; Τι σημασία έχει που το ξέρω; Θα πάψω να παίζω αυτό το παιχνίδι, μ6νο και μόνο επειδή είναι ανώφελο;

Το χρυσό μήλο του αιώνιου πόθου

Ο Μάρτιν καθ6ταν δίπλα μου και λίγο λίγο συνερχ6ταν απ' τον εκνευρισμ6 του.

77

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Άκου» μου είπε, «η φοιτήτριά σου, αυτή της ιατρικής. είναι αλήθεια πρώτο πράμα;»

«Σου είπα. Του επιπέδου της Μαρίας σου.» Με ρώτησε και διάφορα άλλα. Χρειάστηκε να του περι­

γράψω και πάλι τη φοιτήτρια της ιατρικής. Έπειτα είπε: «Γίνεται άραγε να μου την πασάρεις. με­

τά;» Ήθελα να είμαι αληθοφανής: «Φοβάμαι πως δε θα 'ναι

εύκολο. Θα την πείραζε που είσαι φίλος μου. 'Εχει αρχές ... » «Έχει αρχές ... » επανέλαβε λυπημένα ο Μάρτιν, κι είδα

πως στεναχωρέθηκε. Δεν ήθελα να τον στεναχωρώ. «Εκτός κι αν κάνω πως δε σε ξέρω» είπα. «Θα μπορού­

σες να παραστήσεις πως είσαι κάποιος άλλος.» «Καλή ιδέα! Να παραστήσω τον Φόρμαν. ας πούμε.

όπως σήμερα.» «Δεν την ενδιαφέρουν οι σκηνοθέτες. Προτιμάει αθλητές.» «Γιατί όχι;» είπε ο Μάρτιν. «Κανένα πρόβλημα», κι αρ­

χίσαμε να το συζητάμε. Απ' τη μια στιγμή στην άλλη το σχέδιο άρχισε να γίνεται όλο και πιο συγκεκριμένο. και σε λίγο αιωρούνταν μπροστά στα μάτια μας, σαν το σούρουπο που άρχιζε να πέφτει, σαν ένα ωραίο. λαμπερό και ώριμο μήλο.

Επιτρέψτε μου να ονομάσω αυτό το μήλο, μ' έναν κά­

ποιο στόμφο, Χρυσό Μήλο του Αιώνιου Πόθου.

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

1

Η βελόνα του μετρητή της βενζίνης ταλαντεύτηκε ξαφνικά

προς το μηδέν και ο νεαρός οδηγός είπε πως είναι τρελό το

τι καταβροχθίζει αυτό το σπορ αμάξι. «Μόνο να μη μείνου­

με πάλι από βενζίνη» γκρίνιαξε η κοπέλα (γύρω στα είκοσι

δύο), και του υπενθύμισε διάφορα μέρη όπου τους είχε ξα­

νασυμβεί η ίδια ιστορία. Ο νεαρός τής είπε πως εκείνον δεν

τον νοιάζει. γιατί ό,ΤΙ του συνέβαινε μαζί της είχε τη μαγεία

της περιπέτειας. Η κοπέλα δεν ήταν της ίδιας γνώμης όπο­

τε μέναν από βενζίνη στις μαύρες ερημιές, περιπέτεια ήταν

για εκείνη και μόνο, γιατί αυτός κρυβόταν κι εκείνη έπρεπε

να επιστρατει'>σει τη γυναικεία της γοητεία. να σταματήσει

ένα αυτοκίνητο για να την πάει στο κοντινότερο βενζινάδι­

κο, και μετά να σταματήσει άλλο και να γυρίσει μ' ένα μπι­

τόνι βενζίνη. Ο νεαρός είπε πως πρέπει να ήταν πολι'> αντι­

παθητικοί οι οδηγοί που την έπαιρναν με το αυτοκίνητό

τους. αφού μιλούσε έτσι για την αποστολή της. σαν να 'ταν

αγγαρεία. Η κοπέλα απάντησε (με αδέξια φιλαρέσκεια)

πως μερικές φορές ήταν και πολύ συμπαθητικοί, αλλά δε

γινόταν να επωφεληθεί. έτσι όπως κουβάλαγε το μπιτόνι

και έπρεπε να τους αφήσει προτού προλάβουν να ξεκινή­

σουν οτιδήποτε. «Είσαι ένα τέρας» της είπε. Εκείνη του εί­

πε πως αν κάποιος ήταν τέρας. ήταν εκείνος.'Ενας Θεός ξέ­

ρει πόσες του έκαναν οτοστόπ όταν ταξίδευε μόνος του! Ο

νεαρός. οδηγώντας πάντα. την αγκάλιασε με το ένα χέρι

απ' τους ώμους και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Ήξερε

πως τον αγαπάει και τον ζηλεύει. Η ζήλια δεν είναι και πο-

81

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

λύ συμπαθητικό γνώρισμα. όταν όμως δε γίνεται υπερβολι­

κή (όταν συνδυάζεται με μετριοπάθεια). παρ' όλες τις δυ­

σάρεστες συνέπειες. έχει ίσως και κάτι το συγκινητικό.

Έτσι τουλάχιστον σκεφτόταν. Γιατί ήταν μόλις είκοσι οχτώ

χρονών. αλλά πίστευε πως είναι κιόλας γέρος και φανταζό­

ταν πως ξέρει για τις γυναίκες όλα όσα μπορεί να ξέρει

ένας άντρας. Αυτό που του άρεσε ιδιαίτερα στην κοπέλα

που καθόταν δίπλα του ήταν ακριβώς αυτό που σπάνια εί­

χε συναντήσει στις γυναίκες: η αγνότητα.

Η βελόνα ήταν ήδη στο μηδέν. όταν πήρε το μάτι του.

στα δεξιά του δρόμου. μια πινακίδα που έδειχνε πως

υπάρχει βενζινάδικο στα πεντακόσια μέτρα. 'Ωσπου να πει

η κοπέλα πόσο ανακουφισμένη νιώθει. ο νεαρός είχε βγάλει

δεξί φλας και πλησίαζε προς τις αντλίες. Αναγκάστηκε όμως να σταματήσει πίσω από 'να μεγάλο βυτιοφόρο που

ήταν ήδη μπροστά στις αντλίες και τις γέμιζε με μια χοντρή

μάνικα. «Την πατήσαμε» είπε. και κατέβηκε. «Αργείτε πο­

λύ;» φώναξε στο παιδί με την μπλε φόρμα. «Μισό λεπτά­

κι.» «Μισό λεπτάκι ... το 'χουμε ξανακούσει αυτό.» Πήγε

να καθίσει στο αυτοκίνητο. αλλά είδε πως η κοπέλα είχε

βγει από την άλλη πόρτα. «Με συχωρείς» του είπε. «Για

πού το 'βαλες;» τη ρώτησε επίτηδες εκείνος. για να τη φέ­

ρει σε αμηχανία. Γνωρίζονταν εδώ κι ένα χρόνο. αλλά εκεί­

νη ακόμα κοκκίνιζε μπροστά του κι εκείνου του άρεσαν πο­

λύ αυτές οι στιγμές της συστολής πρώτον. επειδή την ξε­

χώριζαν από τις γυναίκες που είχε γνωρίσει ώς τότε. δεύτε­

ρον. επειδή ήξερε τον οικουμενικό νόμο του εφήμερου. που

έκανε πολι)τιμη γι' αυτόν ακόμα και τη συστολή της κοπέλας

του.

82

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

2

Η κοπέλα απεχθανόταν να τον παρακαλάει να σταματήσει μια στιγμή μπροστά σε μια συστάδα δέντρων. γιατί ο νεα­ρός συνήθως οδηγούσε ασταμάτητα ώρες ολόκληρες. Και την εκνεύριζε κάθε φορά η προσποιητή έκπληξη με την οποία τη ρωτούσε εκείνος γιατί. Το ήξερε κι η ίδια πως ήταν γελοία και παλιομοδίτικη αυτή η συστολή της. Το είχε διαπιστώσει πολλές φορές και στη δουλειά της. όπου την κορόιδευαν γι' αυτό και την προκαλούσαν επίτηδες. Κοκκί­νιζε πάντοτε προκαταβολικά στην ιδέα πως θα κοκκινίσει. Λαχταρούσε να νιώσει άνετα και ελεύθερα με το σώμα της. χωρίς άγχη. σαν τις περισσότερες κοπέλες που γνώριζε. Εί­χε μάλιστα επινοήσει μια ειδική μέθοδο αυτοεκπαίδευσης: επαναλάμβανε στον εαυτό της ότι σε κάθε άνθρωπο. όταν γεννιέται. του δίνεται ένα σώμα ανάμεσα σε εκατομμιΥρια άλλα. προκατασκευασμένα σώματα. όπως του δίνεται ένα δωμάτιο για να μένει. ολόιδιο με εκατομμύρια άλλα σ' ένα τεράστιο κτίριο' άρα το σώμα είναι κάτι τυχαίο και απρόσω­πο' ένα αντικείμενο ετοιμοπαράδοτο και δανεικό. τίποτ' άλ­λο. Αυτό έλεγε και ξανάλεγε σε όλους τους τόνους στον εαυ­τό της. χωρίς όμως να μπορέσει ποτέ να το αισθανθεί. Της ήταν ξένος αυτός ο δυϊσμός σώματος και Ψυχής. Ταυτιζό­ταν τόσο πολύ με το σώμα της. που της προκαλούσε άγχος.

Το ίδιο άγχος ένιωθε ακόμα και όταν ήταν μ' αυτόν το νε­αρό. με τον οποίο είχε σχέσεις εδώ κι ένα χρόνο και ήταν ευ­τυχισμένη μαζί του. ίσως επειδή αυτός δεν ξεχώριζε ποτέ την Ψυχή της από το σώμα της. οπότε ζούσε μαζί του και με την Ψυχή της και με το σώμα της. Σ' αυτή την ενότητα υπήρχε ευτυχία. αλλά κοντά στην ευτυχία βρίσκεται και η υποΨία. κι

83

ΚΩΜΙΚΟΤ ΕΡΩΤΕΣ

η κοπέλα ήταν γεμάτη υποΨίες. Συχνά λόγου χάρη σκεφτό­ταν πως υπάρχουν άλλες, πιο γοητευτικές γυναίκες (και μά­λιστα χωρίς άγχος), κι ο φίλος της, που δεν το 'κρυβε πως τον ήξερε καλά αυτό τον τύπο γυναικών. μια μέρα θα την παρατούσε για κάποια απ' αυτές. (Εκείνος βέβαια δήλωνε πως είχε γνωρίσει τόσες, που του έφταναν για όλη του την υπόλοιπη ζωή. αλλά αυτή ήξερε πως είναι πολι) πιο νέος απ' όσο ένιωθε ο ίδιος.) Τον ήθελε αποκλειστικά δικό της και ήθελε να είναι κι αυτή αποκλειστικά δική του. αλλά όσο περισσότερο προσπαθούσε να του δώσει τα πάντα τόσο εντονότερα αισθανόταν πως του αρνείται κάτι: αυτό το κάτι που μπορεί να μας το δώσει μια πιο ανάλαφρη και επιφα­νειακή αγάπη. ένα φλερτ. Τα έβαζε με τον εαυτό της που δεν μπορούσε να συνδυάσει το σοβαρό με το ανάλαφρο.

Εκείνη τη μέρα όμως δεν την ένοιαζε. δε σκεφτόταν τί­ποτα τέτοιο. Ένιωθε όμορφα. Ήταν η πρώτη μέρα των δια­κοπών τους (δεκαπέντε μέρες διακοπές που τις περίμενε έναν ολόκληρο χρόνο). ο ουρανός ήταν γαλανός (ολόκληρο το χρόνο ζοι)σε με την αγωνία αν θα 'ναι πραγματικά γα­λανός ο ουρανός). κι αυτή ήταν μαζί του. Όταν της είπε εκείνο το «Για πού το 'βαλες;» κοκκίνισε κι έφυγε τρέχο­ντας. χωρίς να πει λέξη. Έκανε το γύρο του βενζινάδικου που βρισκόταν στην άκρη του μεγάλου δρόμου μες στις ερημιές σε καμιά εκατοστή μέτρα (προς την κατεύθυνση που θα έπαιρναν μετά) άρχιζε ένα δάσος. Έτρεξε προς τα κει και εξαφανίστηκε πίσω από ένα θάμνο. παραδομένη σε

μια αίσθηση ευφορίας. (Πρέπει να είναι κανείς μόνος για να αισθανθεί σε όλη της την έκταση τη χαρά που προξενεί η παρουσία του αγαπημένου προσώπου.)

Έπειτα βγήκε από το δάσος και ξαναβρέθηκε στο δρό­μο' από το σημείο εκείνο φαινόταν το βενζινάδικο' το με-

84

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

γάλο βυτιοφόρο είχε ήδη φύγει και το σπορ αυτοκίνητο προχωρούσε προς την κόκκινη αντλία. Η κοπέλα βάδιζε στο πλάι του δρόμου και κάθε τόσο γύριζε κι έριχνε απλώς μια ματιά. να δει αν έρχεται το σπορ αυτοκίνητο. Επιτέ­λους το είδε' σταμάτησε κι άρχισε να κάνει σήμα, όπως κά­νουν οτοστόπ σ' ένα ξένο αμάξι. Το σπορ αυτοκίνητο φρε­νάρισε ακριβώς δίπλα της. Ο νεαρός έσκυΨε προς το παρά­θυρο, κατέβασε το τζάμι, χαμογέλασε και ρώτησε: «Πού πηγαίνετε, δεσποινίς;» «Μήπως πάτε προς Μπύστριτσα;» ρώτησε τώρα εκείνη μ' ένα φιλάρεσκο χαμόγελο. «Ανεβεί­τε, παρακαλώ» είπε ο νεαρός, ανοίγοντας την πόρτα. Εκεί­νη ανέβηκε και το αυτοκίνητο ξεκίνησε.

3

Ο νεαρός χαιρόταν κάθε φορά που την έβλεπε καλοδιάθε­τη' δεν της συνέβαινε και πολύ συχνά: ήταν αρκετά σκληρή η δουλειά της. σε δυσάρεστη ατμόσφαιρα, με πολλές υπε­ρωρίες που δεν τις πληρωνόταν, και είχε άρρωστη τη μητέ­ρα της στο σπίτι' ήταν συχνά κουρασμένη. δεν είχε και πο­λι) γερά νεύρα, ούτε αυτοπεποίθηση, και έπεφτε εύκολα σε μια κατάσταση φόβου και άγχους. Οπότε αυτός δεχόταν κάθε σημάδι ευθυμίας από μέρους της με την τρυφερή φροντίδα μεγαλύτερου αδερφού. Της χαμογέλασε και είπε: «Τυχερός είμαι σήμερα. Στα πέντε χρόνια που οδηγώ, δε μου 'χει κάνει ποτέ οτοστόπ μια τόσο όμορφη κοπέλα».

Η κοπέλα δεχόταν με ευγνωμοσύνη και το παραμικρό κοπλιμέντο του φίλου της για να παρατείνει λίγο τη ζεστα­σιά του, είπε: «Τι ωραία που τα λέτε τα Ψέματα».

85

ΚΩΜΙΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

«Μοιάζω για Ψεύτης;» «Μοιάζει να σας αρέσει να λέτε ψέματα στις γυναίκες»

του είπε, και χωρίς να το θέλει, λίγο από το παλιό της άγ­χος διαπέρασε τα λόγια της, γιατί όντως πίστευε πως του φίλου της του άρεσε να λέει ψέματα στις γυναίκες.

Αυτός συνήθως θύμωνε με τις ζήλιες της κοπέλας του. αλλά εκείνη τη μέρα μπορούσε εύκολα να μη δώσει σημα­σία. αφού τα λόγια αυτ& δεν απευθύνονταν σ' εκείνον αλλά σ' έναν άγνωστο οδηγό. Αρκέστηκε σε μια τετριμμένη ερώ­τηση: «Σας πειράζει;»

«Αν ήμουν η κοπέλα σας θα με πείραζε» είπε εκείνη, και τα λόγια της περιείχαν ένα διακριτικό μάθημα ηθικής για τον νεαρό' αλλά το τέλος της φράσης της ίσχυε μόνο για τον άγνωστο οδηγό: «αλλά αφού δε σας ξέρω, τι να με πειράξει».

«Μια γυναίκα συγχωρεί πΓ..<ντοτε ευκολότερα έναν ξένο παρά τον φίλο της» (αυτό ήταν τώρα το δικό του διακριτι­κό μάθημα ηθικής προς την κοπέλα)' «οπότε, αφού εμείς είμαστε ξένοι, θα τα πάμε μια χαρά.»

Η κοπέλα έκανε πως δεν έπιασε τη διδακτική απόχρω­ση αυτής της παρατήρησης, και αποφάσισε να απευθύνεται πια αποκλειστικά στον άγνωστο οδηγό: «Τι σημασία έχουν όλ' αυτά, αφού σε λίγα λεπτά θα χωριστοιJμε».

«Γιατί;» ρώτησε εκείνος. «Ε, αφού θα κατέβω στην Μπύστριτσα.» «Κι αν κατέβω κι εγώ μαζί σας;» Στα λόγια αυτά η κοπέλα σήκωσε τα μάτια προς τον νε­

αρό, και τον είδε ακριβώς έτσι όπως τον φανταζόταν τις πιο οδυνηρές στιγμές της ζήλιας της τρόμαζε με τη φιλα­ρέσκεια με την οποία της απευθυνόταν τώρα (σ' αυτή την άγνωστη του οτοστόπ), και η οποία τον έκανε έτσι γοητευ­τικό. Του απάντησε λοιπόν με προκλητική θρασύτητα:

86

ΊΌ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

«Να κατέβετε, να κάνετε τι;» «Δε θα χρειαζόταν και πολλή σκέψη για να δω τι θα έκα­

να με μια τόσο όμορφη κοπέλα» είπε ιπποτικά ο νεαρός, και αυτήν τη φορά απευθυνόταν ξανά πολύ περισσότερο στη δικιά του κοπέλα παρά στην άγνωστη του οτοστόπ.

Τα κολακευτικά αυτά λόγια την έκαναν να αισθανθεί

σαν να τον είχε πιάσει επ' αυτοφώρω, σαν να του είχε απο­σπάσει με κάποιο έξυπνο τέχνασμα μια ομολογία' αισθάν­θηκε μέσα της ένα σύντομο ξέσπασμα έντονου μίσους και είπε: «Σαν να παραείστε σίγουρος για τον εαυτό σας!»

Ο νεαρός την κοίταξε: το όλο πείσμα πρόσωπό της είχε συσπαστεί' ένιωσε γι' αυτήν έναν περίεργο οίκτο και πα­ρακαλούσε να ξαναδεί το συνηθισμένο, οικείο της βλέμμα (το απλό και παιδικό, όπως το έλεγε αυτός)' έσκυψε προς το μέρος της, την αγκάλιασε απ' τους ώμους και, θέλοντας να δώσει ένα τέλος στο παιχνίδι, πρόφερε απαλά το όνομα που της είχε βγάλει ο ίδιος.

Εκείνη όμως τραβήχτηκε και είπε: «Σαν πολύ γρήγορα προχωρήσατε! »

«Με συγχωρείτε, δεσποινίς» έκανε ο νεαρός έπειτα από αυτή την απόκρουση. Κι έμεινε να κοιτάει το δρόμο μπρο­στά του σιωπηλός.

4

Η κοπέλα παραιτήθηκε από τη ζήλια όσο γρήγορα είχε πα­ραδοθεί προηγουμένως σ' αυτήν. Διέθετε τη στοιχειώδη λο­γική για να δει πως όλα αυτά είναι απλώς παιχνίδι' ένιωθε μάλιστα κάπως γελοία που απώθησε το φίλο της σ' ένα ξέ-

87

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

σπασμα ζήλιας ευχόταν μόνο να μην το είχε προσέξει εκεί­

νος. Ευτυχώς, διέθετε τη θαυματουΡΥή ικανότητα να αλλά­

ζει εκ των υστέρων το νόημα των πράξεών της, κι έτσι απο­

φάσισε πως δεν τον είχε απωθήσει από θυμό, αλλά απλώς

Υια να συνεχίσει το παιχνίδι, που ο αυθορμητισμός του ήταν

ό,τι έπρεπε Υια μια πρώτη μέρα διακοπών.

Οπότε, έΥινε και πάλι η κοπέλα του οτοστόπ που μόλις εί­

χε απωθήσει τον υπερβολικά διαχυτικό οδηΥό, αλλά μόνο και

μόνο Υια να καθυστερήσει τη σΤΙΥμή της κατάκτησης και να

την κάνει πιο ερεθιστική. Γuρισε ελαφρά προς το μέρος του

και είπε ναζιάρικα: «Δεν ήθελα να σας πληΥώσω, κUριε».

«ΣυΥνώμη. δε θα σας ξαναΥΥίξω» είπε εκείνος.

Ήταν έξαλλος που δεν τον κατάλαβε και αρνήθηκε να

ξαναΥίνει ο εαυτός της όταν το θέλησε εκείνος κι αφοι)

εκείνη επέμενε να κρατήσει το προσωπείο της, μετέφερε

το θυμό του στην άΥνωστη του οτοστόπ την οποία παρί­

στανε η κοπέλα του' και αποκάλυψε ξαφνικά τη φuση τού

δικοι) του ρόλου: σταμάτησε τις φιλοφρονήσεις. που ήταν

ένας πλάΥιος τρόπος να κολακέψει την κοπέλα του. κι άρχι­

σε να παίζει τον σκληρό που, στις σχέσεις του με τις Υυναί­

κες. προβάλλει τις βιαιότερες πλευρές του ανδρισμοι) του:

ισχυΡΟΥνωμοσUνη. κυνισμό, αυτοπεποίθηση.

Ο ρόλος αυτός ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την τρυ­

φερότητα και τη φροντίδα με την οποία την περιέβαλλε. Η

αλήθεια είναι ότι, προτοι) τη Υνωρίσει, δεν υπήρξε και τόσο

αβρός με τις Υυναίκες. αλλά ακόμα και τότε δεν ήταν καθό­

λου ο τuπος του αναίσθητου και σκληροι) άντρα, Υιατί οuτε

ισχυρή θέληση τον διέκρινε οuτε οι ηθικοί ενδοιασμοί τοι)

έλειπαν. Παρ' όλα αυτά. παρόλο που δεν έμοιαζε σ' αυτό

τον τuπο του άντρα, κάποια εποχή το ήθελε πολU. Ήταν βε­

βαίως μια αρκετά αφελής επιθυμία, αλλά τι να Υίνει: οι

88

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

παιδιάστικες επιθυμίες ξεΥλιστροuν απ' όλες τις παΥίδες

του μυαλοι) του ενηλίκου και επιζοuν καμιά φορά ώς τα

βαθιά Υεράματα. Κι αυτή η παιδιάστικη επιθυμία βρήκε

την ευκαιρία να πάρει σάρκα και οστά στο ρόλο που της

προσφερόταν.

Η σαρκαστική απόσταση που κρατοuσε ο νεαρός τη βό­

λευε πολι) την κοπέλα: την απελευθέρωνε από τον εαυτό

της. Γιατί αυτή η ίδια ήταν η προσωποποίηση της ζήλιας.

Μόλις έπαψε ο φίλος της να επιδεικνuει το ταλέντο τοι) κα­

τακτητή και έδειξε το απόμακρο πρόσωπό του, η ζήλια της

μαλάκωσε. Τώρα μποροuσε να ξεχαστεί και να αφεθεί στον

δικό της ρόλο.

Τον δικό της ρόλο; Ποιο ρόλο;Ένα ρόλο βΥαλμένο από

τη λΟΥοτεχνία της σειράς. Μια άΥνωστη κάνει οτοστόπ όχι

Υια να πάει κάπου αλλά Υια να ξελΟΥιάσει τον άντρα που

κάθεται στο τιμόνι' είναι μια φτηνή ξελΟΥιάστρα που ξέρει

να χρησιμοποιεί περίφημα τα θέλΥητρά της. Η κοπέλα μπή­

κε στο πετσί αυτής της Υελοίας ηρωίδας μυθιστορήματος

με μια ευκολία που την ξάφνιασε και τη μάΥεψε.

Έτσι συνέχισαν το ταξίδι ο ένας πλάι στον άλλο: ένας

οδηΥός και μια κοπέλα που έκανε οτοστόπ δύο άΥνωστοι.

5

Η ξενοιασιά ήταν ό.τι του έλειπε περισσότερο του νεαροι)

στη ζωή του. Ο δρόμος της ζωής του ήταν χαραΥμένος με

αμείλικτη ακρίβεια: η δουλειά του όχι μόνο τον απασχο­

λοι)σε πάνω από οχτώ ώρες καθημερινά αλλά διαπότιζε και

την υπόλοιπη μέρα του με την αναΥκαστική πλήξη των συ-

89

ΚΩ.\1IΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

νεδριάσεων και με τη μελέτη στο σπίτι' μαζί πια και με τα

αδιάκριτα βλέμματα των συναδέλφων η δουλειά του δια­

πότιζε και τον απεφοελάχιστο χρόνο της προσωπικής του ζωής. που ποτέ δεν είχε παραμείνει κρυφή και πολλές φο­

ρές αποτελούσε αντικείμενο κουτσομπολιού και δημόσιων

συζητήσεων. Ακόμα και οι δεκαπενθήμερες διακοπές δεν του πρόσφεραν καμία αίσθηση λύτρωσης ή περιπέτειας ακόμα κι εδώ απλωνόταν η γκριζωπή σκιά ενός αυστηρού

προγραμματισμού' και επειδή τα περιθώρια να βρει κανείς

κατάλυμα για διακοπές ήταν πολύ στενά, αναγκάστηκε να κλείσει δωμάτιο στα Τάτρας έξι μήνες πριν. και πάλι χρειά­

στηκε συστατική επιστολή από το γραφείο του, που το πα­νταχού παρόν πνεύμα του δεν έπαυε έτσι ούτε στιγμή να είναι ενήμερο για την κάθε του κίνηση.

Είχε συμφιλιωθεί τελικά με όλα αυτά. αλλά μερικές φορές

περνούσε από τα μάτια του η φριχτή εικόνα ενός μεγάλου. ίσιου δρόμου όπου έτρεχε κυνηγημένος μπροστά στα μάτια των περαστικών, χωρίς να μπορεί να στρίψει πουθενά. Εκεί­

νη ακριβώς τη στιγμή ζωντάνεψε αυτή η εικόνα, και μ' ένα περίεργο βραχυκι)κλωμα ο φανταστικός δρόμος ταυτίστη­

κε με τον πραγματικό δρόμο στον οποίο οδηγούσε' αυτός ο

περίεργος συνειρμός τον οδήγησε σε μια ξαφνική τρέλα: «Πού είπατε πώς πάτε;» «Στην Μπύστριτσα.» «Και τι πάτε να κάνετε εκεί;» «Έχω κάποιο ραντεβού.» «Με ποιον;» «Με κάποιον κύριο.» Το σπορ αυτοκίνητο μόλις είχε φτάσει σε μια μεγάλη

διασταύρωση. Ο νεαρός έκοψε ταχύτητα για να διαβάσει τις πινακίδες έπειτα έστριψε δεξιά.

90

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

«Κι έτσι και δεν εμφανιστείτε στο ραντεβού σας;»

«Θα φταίτε εσείς και θα πρέπει ν' ασχοληθείτε μαζί μου.» «Δεν προσέξατε πως έστριψα προς το Νόβε Ζάμκυ;» «Σοβαρά; Τρελαθήκατε;» «Μη φοβάστε! Θ' ασχοληθώ εγώ μαζί σας» είπε ο νεαρός. Αμέσως το παιχνίδι πήρε καινούρια τροπή. Το αυτοκί-

νητο δεν απομακρυνόταν μόνο από τον φανταστικό προο­

ρισμό. την Μπύστριτσα. αλλά και από τον πραγματικό. για τον οποίο είχαν ξεκινήσει το πρωί εκείνο: τα Τάτρας και το δωμάτιο που είχαν κλείσει εκεί. Η φανταστική ζωή κατα­πατούσε τα εδάφη της πραγματικής. Ο νεαρός απομακρυ­

νόταν από τον εαυτό του και ταυτόχρονα από τον άτεγκτα χαραγμένο δρόμο απ' όπου δεν είχε παρεκκλίνει ποτέ του.

«Ναι. αλλά μου είπατε πως πηγαίνατε στα Τάτρας» ξαφνιάστηκε η κοπέλα.

«Όπου θέλω πηγαίνω. δεσποινίς. Ελεύθερος άνθρωπος είμαι και κάνω ό.τι θέλω κι ό.τι μου αρέσει.»

6

Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν έφτασαν στο Νόβε Ζάμκυ. Ο νεαρός δεν είχε περάσει ποτέ από εκείνα τα μέρη και

χρειάστηκε λίγο χρόνο να προσανατολιστεί. Σταματούσε

κάθε τόσο και ρωτούσε τους περαστικοι'ις πού υπάρχει ξε­

νοδοχείο. Οι δρόμοι ήταν όλοι σκαμμένοι. και για να φτά­

σουν στο ξενοδοχείο. παρόλο που ήταν πολύ κοντά (όπως

τους έλεγαν όλοι οι περαστικοΟ. έκαναν σχεδόν ένα τέταρ­

το. με χιλιάδες στροφές και παρακάμψεις. Το ξενοδοχείο δεν είχε τίποτα το συμπαθητικό, αλλά ήταν το μοναδικό στην

91

ΚΩΜΤΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

πόλη και ο νεαρός είχε βαρεθεί να οδηγεί. «Περιμέντε με

εδώ» είπε στην κοπέλα και βγήκε απ' τ' αυτοκίνητο.

Μόλις βγήκε, ξανάγινε ο εαυτός του. Ξαφνικά δεν του

άρεσε καθόλου που βρέθηκε σ' ένα μέρος τελείως άσχετο

με τον προορισμό του' πόσο μάλλον που δεν τον είχε ανα­

γκάσει κανένας, κι εδώ που τα λέμε ούτε ο ίδιος το είχε θε­

λήσει. Τα 'βαλε με τον εαυτό του γι' αυτή την τρέλα που του

'ρθε κι έκανε, αλλά έπειτα το πήρε απόφαση: το δωμάτιο

στα Τάτρας μποροι'ισε να περιμένει μία μέρα. και τι το κα­

κό να γιορτάσουν την πρώτη μέρα των διακοπών τους με

κάτι απρόοπτο;

Διέσχισε την τραπεζαρία, που ήταν ασφυκτικά γεμάτη.

πνιγμένη στον καπνό και τη φασαρία. και ρώτησε πού είναι

η ρεσεψιόν. Του έδειξαν το βάθος του χολ, πλάι στη σκάλα,

όπου μια ξανθιά περασμένης ηλικίας ήταν θρονιασμένη κά­

τω από έναν πίνακα γεμάτο κλειδιά' με τα χίλια ζόρια την

κατάφερε να του δώσει το κλειδί του τελευταίου ελεύθερου

δωματίου.

Και η κοπέλα. μόλις έμεινε μόνη. εγκατέλειψε το ρόλο

της. Δεν την πείραξε όμως που άλλαξαν δρομολόγιο. Ήταν

τόσο αφοσιωμένη στο φίλο της. που δεν είχε ποτέ αμφιβο­

λίες για οτιδήποτε έκανε εκείνος, και του πρόσφερε με

εμπιστοσύνη κάθε στιγμή της ζωής της. Έπειτα σκέφτηκε

πως κι άλλες γυναίκες, από αυτές που συναντοι'ισε στα

επαγγελματικά ταξίδια του. θα είχαν μείνει να τον περιμέ­

νουν στο αυτοκίνητό του. όπως αυτή τώρα. Περιέργως, δεν

την αναστάτωσε καθόλου αυτή η σκέψη' χαμογέλασε' της

άρεσε η ιδέα πως τούτη τη φορά η ξένη είναι αυτή' μια

ανέμελη και πρόστυχη ξένη γυναίκα, από αυτές που τόσο τις ζήλευε' της φαινόταν ότι έτσι τις βγάζει απ' το παιχνίδι'

ότι βρήκε τον τρόπο να τους κλέψει τα όπλα τους όη προ-

θ2

ΊΌ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

σφέρει επιτέλους στο φίλο της αυτό που δεν είχε μπορέσει

να του προσφέρει ώς τότε: ελαφρότητα. ξενοιασιά, ξεδια­

ντροπιά' ένιωθε μια περίεργη ικανοποίηση στη σκέψη πως

μόνο αυτή μπορούσε να είναι όλες οι γυναίκες. και έτσι

μπορούσε (μόνο αυτή) να μονοπωλήσει την προσοχή του

καλού της. να την απορροφήσει εξολοκλήρου.

Ο νεαρός άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και οδήγη­

σε την κοπέλα στην τραπεζαρία. Σε μια άκρη. μες στη φα­

σαρία, τη βρομιά και τον καπνό, ανακάλυψε το μοναδικό

ελεύθερο τραπέζι.

7

«Γιά να δούμε τώρα. πώς θ' ασχοληθείτε μαζί μου» είπε

προκλητικά η κοπέλα.

«Τι θα πάρετε για απεριτίφ;»

Δεν τη συγκινούσε ιδιαίτερα το αλκοόλ' έπινε απλώς λί­

γο κρασΙ αλλά της άρεσε το τσέρι. Αυτήν όμως τη φορά

απάντησε επίτηδες: «Μια βότκα».

«Περίφημα» είπε εκείνος. «Ελπίζω να μη μεθι'ισετε.»

«Και λοιπόν;» είπε εκείνη.

Ο νεαρός δεν απάντησε. αλλά φώναξε το γκαρσόνι. πα­

ράγγειλε δύο βότκες και Οι)ο μπριζόλες. Σε λιγάκι το γκαρ­

σόνι έφερε δί>ο ποτήρια και τα άφησε μπροστά τους.

Ο νεαρός ύψωσε το ποτήρι του και είπε: «Στην υγειά σας!»

«Τίποτα πιο πρωτότυπο δε βρήκατε;»

Κάτι στο παίξιμό της είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει' τώ­

ρα που βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο. συνειδητοποίη­

σε πως του φαινόταν άλλη, όχι μόνο από τα λόΥια της. αλλά

93

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

κυρίως επειδή είχε μεταμορφωθεί ολόκληρη, στις κινήσεις του κορμιού της και στις εκφράσεις του προσώπου της, και έμοιαζε αξιοθρήνητα πιστά στο είδος των γυναικών που του ήταν πολύ γνώριμο και του ενέπνεε ελαφρά αηδία,

Οπότε, καθώς κρατούσε πάντα το ποτήρι του ψηλά, διόρ­θωσε την πρόποσή του: «Καλά, δεν πίνω στην υγειά σας, αλ­λά στη συνομοταξία σας, που συνδυάζει τις αρετές του ζωι­κού βασιλείου με τα ελαττώματα του ανθρώπινου γένους»,

«Όταν λέτε "η συνομοταξία μου ", εννοείτε όλες τις γυ­ναίκες;» ρώτησε εκείνη,

«Εννοώ αυτές που σας μοιάζουν.» «Όπως και να 'ναι, δεν το βρίσκω και πολύ πνευματώ­

δες να συγκρίνετε τις γυναίκες με τα ζώα. » «Καλά» απάντησε εκείνος. με υψωμένο πάντα το ποτή­

ρι, «δε θα πιω στη συνομοταξία σας, αλλά στην ψυχή σας συμφωνείτε; Στην ψυχή σας, που παίρνει φωτιά όταν κατε­βαίνει απ' το κεφάλι στην κοιλιά σας. και σβήνει όταν ξα­νανεβαίνει απ' την κοιλιά σας στο κεφάλι σας.»

Σήκωσε κι εκείνη το ποτήρι της. «Σύμφωνοι, στην ψυχή μου που κατεβαίνει στην κοιλιά μου.»

«Άλλη μια μικρή διόρθωση» είπε εκείνος, «Καλύτερα να πιούμε στην κοιλιά σας όπου κατεβαίνει η ψυχή σας.»

«Στην κοιλιά μου» είπε κι εκείνη, και η κοιλιά της (τώρα που την είχαν κατονομάσει) φάνηκε να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα: η κοπέλα αισθανόταν κάθε χιλιοστό της επιδερ­μίδας της.

Έπειτα το γκαρσόνι έφερε τις μπριζόλες. Παράγγειλαν άλλη μια βότκα και σόδα (αυτήν τη φορά ήπιαν στα στήθη της κοπέλας) και η συζήτηση συνεχίστηκε σ' αυτό το πε­ρίεργα ανάλαφρο ύφος. Ο νεαρός εκνευριζόταν όλο χαι πε­ρισσότερο βλέποντας πόσο καλά ήξερε η κοπέλα του να

94

;.

ΤΟ ΠΑΤΧΝΙΔΤ ΊΌΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

φέρεται σαν εύκολη γυναίκα' αφού μπορούσε να την υπο­δύεται τόσο καλά, σκεφτόταν. άρα έτσι ήταν και πραγματι­κά' δηλαδή δεν είχε περάσει μέσα στο πετσί της κάποια ξέ­νη Ψυχή. ουρανοκατέβατη' η γυναίκα την οποία ενσάρκωνε μ' αυτό τον τρόπο ήταν ο πραγματικός της εαυτός ή του­λάχιστον ένα μέρος του εαυτού της που το κρατούσε ώς τότε φυλακισμένο, αλλά που με το πρόσχημα του παιχνι­διού είχε ξεφύγει απ' τη φυλακή του' και σίγουρα θα πί­στευε ότι παίζοντας αυτό το παιχνίδι απαρνιέται τον εαυτό της μήπως όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο; μήπως μέσα ακριβώς από το παιχνίδι γινόταν ο εαυτός της; μήπως μέσα από το παιχνίδι απελευθερωνόταν; Όχι, απέναντί του δεν καθόταν κάποια άλλη με το κορμί της κοπέλας του' ήταν η κοπέλα του, αυτή και καμία άλλη. Την κοιτοιΥσε με αποστροφή που όλο και μεγάλωνε.

Αλλά δεν ήταν μόνο αποστροφή. Όσο πιο ξένη τού ήταν διανοητικά τόσο περισσότερο την ποθούσε σωματικά' η ξε­νικότητα της Ψυχής της χάριζε μοναδικότητα στο κορμί

της ακόμα καλύτερα, η ξενικότητα αυτή έκανε επιτέλους το κορμί της κορμί, σαν να μην είχε υπάρξει ώς τότε για κείνον αυτό το κορμί παρά μόνο μες στην ομίχλη της συ­μπόνιας, της τρυφεράδας, της φροντίδας, της αγάπης και της συγκίνησης σαν να 'χε χαθεί μέσα σ' αυτή την ομίχλη (ναι, σαν να είχε χαθεί το κορμί!). Ο νεαρός είχε την αίσθη­ση πως πρώτη φορά βλέπει το κορμί της κοπέλας του.

Μετά την τρίτη βότκα με σόδα η κοπέλα σηκώθηκε. «Με συγχωρείτε» είπε φιλάρεσκα.

«Μπορώ να ρωτήσω πού πάτε, δεσποινίς;» «Για κατούρημα, με την άδειά σας» είπε εκείνη, και πέ­

ρασε ανάμεσα απ' τα τραπέζια προς τη βελούδινη κουρτί­να στο βάθος της τραπεζαρίας.

95

------ --"'-----------

ΚΩΜ lκΟ! EPΩTI�Σ

8

Χάρηκε που τον άφησε εμβρόντητο μ' αυτήν τη λέξη, την ανώδυνη βεβαίως, που εκείνος όμως δεν την είχε ακούσει ποτέ απ' το στόμα της κατά τη γνώμη της, τίποτα δεν εξέ­φραζε καλύτερα τον τύπο γυναίκας τον οποίο υποδυόταν από την έμφαση που έδωσε φιλάρεσκα στην επίμαχη λέξη' ναι, ήταν ευχαριστημένη. ήταν σε εξαιρετική διάθεση' το παιχνίδι τη συνάρπαζε' της χάριζε πρωτόγνωρες αισθήσεις: λόγου χάρη την αίσθηση μιας ανεύθυνης ξενοιασιάς.

Αυτή που πάντοτε έτρεμε για το αμέσως επόμενο λε­πτό, ξαφνικά ένιωθε τελείως χαλαρά. Η ξένη ζωή στην οποία βρέθηκε ξαφνικά βυθισμένη ήταν μια ζωή χωρίς ντροπές, χωρίς βιογραφικά στοιχεία, χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον, χωρίς υποχρεώσεις ήταν μια ασυνήθιστα ελεύθερη ζωή. Απ' τη στιγμή που έγινε η κοπέλα του οτο­στόπ. μπορούσε να κάνει οτιδήποτε' της επιτρέπονταν τα πάντα' μπορούσε να πει. να κάνει, να νιώσει τα πάντα.

Καθώς διέσχιζε την τραπεζαρία πρόσεξε πως την παρα­τηρούσαν απ' όλα τα τραπέζια' ήταν κι αυτό μια πρωτό­γνωρη αίσθηση: η ξεδιάντροπη ηδονή που της χάριζε το κορμί της. Ίσαμε τότε δεν είχε κατορθώσει να ξεφύγει εντε­λώς απ' το δεκατετράχρονο κορίτσι που ντρεπόταν για τα στήθη του και είχε μια δυσάρεστη αίσθηση απρέπειας, έτσι που τα έβλεπε να προεξέχουν απ' το κορμί του. να είναι ορατά. Κι ενώ ήταν περήφανη για την ομορφιά της και το καλοφτιαγμένο κορμί της. η συστολή μετρίαζε αμέσως την περηφάνια της: καταλάβαινε πολύ καλά πως η γυναικεία ομορφιά λειτουργεί προπαντός σαν σεξουαλική πρόκληση. κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου' ήθελε το κορμί της να

96

ΤΟ ΠΑΙΧΝΤΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

απευθύνεται μόνο στον άντρα που αγαπούσε' όταν κοιτοι)­σαν το στήθος της οι άντρες στο δρόμο. είχε την αίσθηση πως τα βλέμματα αυτά κηλίδωναν κάπως τον πιο απόκρυ­φο κόσμο της. που ανήκε μονάχα σ' αυτήν και στον εραστή της. Αλλά τώρα ήταν η κοπέλα τού οτοστόπ. η γυναίκα χω­ρίς πεπρωμένο' είχε ελευθερωθεί από τις τρυφερές αλυσί­δες του έρωτά της κι άρχιζε να αποκτά όλο και πιο έντονα συνείδηση του κορμιού της και όσο πιο ξένα ήταν τα βλέμ­ματα που το παρατηρούσαν τόσο πιο πολύ την ερέθιζε το κορμί αυτό.

Τη στιγμή που περνούσε πλάι από το τελευταίο τραπέ­ζι. ένας άντρας μισομεθυσμένος. θέλοντας να κάνει τον κο­σμογυρισμένο, της φώναξε στα γαλλικά: «Πόσο πάει. δε­σποινίς;»

Η κοπέλα κατάλαβε. Φούσκωσε το στήθος και άρχισε να ζει έντονα κάθε κίνηση των γοφών της έπειτα χάθηκε πίσω απ' την κουρτίνα.

9

Ήταν ένα περίεργο παιχνίδι. Περίεργο. γιατί ο νεαρός, ενώ υποδυόταν λόγου χάρη τέλεια τον άγνωστο οδηγό. δεν έπαυε ούτε στιγμή να βλέπει, στο πρόσωπο της κοπέλας του οτοστόπ, την κοπέλα του. Κι αυτό ακριβώς ήταν οδυ­νηρό' έβλεπε την κοπέλα του να σαγηνεύει έναν άγνωστο και είχε το θλιβερό προνόμιο να παρίσταται στη σκηνή' να βλέπει από κοντά πώς έδειχνε και τι έλεγε όταν τον απα­τούσε (όταν θα τον απατούσε)' είχε την παράδοξη τιμή να χρησιμεύει ο ίδιος σαν δόλωμα για την απιστία της.

97

ΚΩΜΙ ΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Το χειρότερο είναι πως δεν την αγαπούσε απλώς: τη λά­τρευε' σκεφτόταν πάντοτε πως η κοπέλα αυτή είναι πραγ­

ματική μόνο μέσα στα όρια της πίστης και της αγνότητας και πως πέρα από αυτά τα όρια απλούστατα δεν υπάρχει' πως πέρα από αυτά τα όρια θα έπαυε να είναι ο εαυτός της. όπως παύει να είναι νερό το νερό πέρα από το σημείο βρα­

σμού. Κι όταν την έβλεπε να ξεπερνά αυτά τα φριχτά όρια με τόσο φυσική κομΨότητα, του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι.

Η κοπέλα γύρισε από τις τουαλέτες και παραπονέθηκε: «Ένας τύπος μού είπε: Πόσο πάει, δεσποινίς;»

«Γιατί σας κάνει εντύπωση! Μοιάζετε με πόρνη. » «Και ποιος σας είπε πως με νοιάζει;» «Τότε γιατί δε μένατε μ' εκείνο τον κύριο;» «Μα αφού είμαι μαζί σας. » «Μπορείτε να βρεθείτε αργότερα. Απλώς συνεννοηθείτε

μαζί του. » «Δε μου αρέσει όμως. » «Πάντως δε θα σας πείραζε καθόλου να έχετε πολλούς

άντρες σε μια νύχτα. » «Γιατί όχι; Άμα είναι ωραίοι. » «Και τους προτιμάτε έναν έναν ή όλους μαζί;» «Δεν έχω πρόβλημα. » Η συζήτηση χόντραινε όλο και περισσότερο' αυτό τη σό­

καρε λίγο την κοπέλα. αλλά δεν μπορούσε να διαμαρτυρη­θεί. Ακόμα και στο παιχνίδι δεν είναι ελεύθερος κανείς: το παιχνίδι είναι παγίδα για τον παίκτη' αν δεν επρόκειτο για παιχνίδι κι ο οδηγός με την κοπέλα του οτοστόπ ήταν δυο άγνωστοι μεταξύ τους, η κοπέλα θα είχε προσβληθεί και θα είχε φύγει από ώρα' αλλά απ' το παιχνίδι δεν υπάρχει δια­φυγή' η ομάδα δεν μπορεί να φύγει από το γήπεδο προτού τελειώσει ο αγώνας, τα πιόνια στο σκάκι δεν μπορούν να

98

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΩ

βγουν απ τα τετραγωνάκια της σκακιέρας τα όρια του αγωνιστικού χώρου είναι αδιάβατα. Η κοπέλα ήξερε πως είναι υποχρεωμένη να δεχτεί τα πάντα. επειδή ακριβώς επρόκειτο για παιχνίδι. Ήξερε πως όσο πιο ακραίο γινόταν το παιχνίδι τόσο περισσότερο παιχνίδι θα ήταν και τόσο πε­ρισσότερο θα ήταν υποχρεωμένη αυτή να παίξει υπάκουα. Και δεν είχε νόημα να επιστρατεύσει τη λογική και να προ­ειδοποιήσει τη ζαλισμένη ψυχή της να κρατήσει τις απο­στάσεις της, να μην παίρνει στα σοβαρά το παιχνίδι. Ακρι­βώς επειδή ήταν παιχνίδι και μόνο, η ψυχή δεν αισθανόταν φόβο. δεν αμυνόταν. και αφηνόταν στο παιχνίδι όπως αφή­νεται κανείς σ' ένα ναρκωτικό.

Ο νεαρός φώναξε το γκαρσόνι και πλήρωσε. Έπειτα ση-κώθηκε και είπε: «Πάμε».

10

«Πού δηλαδή;» έκανε πως δεν καταλαβαίνει η κοπέλα. «Άσε τις ερωτήσεις και πάμε!» «Πώς μου μιλάτε έτσι;» «Έτσι μιλάω εγώ στις πουτάνες. »

Ανέβαιναν την κακοφωτισμένη σκάλα' στο κεφαλόσκαλο περίμεναν έξω απ' τις τουαλέτες κάτι μισομεθυσμένοι άντρες. Ο νεαρός έβαλε το χέρι του γύρω απ' τους ώμους της κοπέλας και της έπιασε το ένα στήθος. Το είδαν οι άντρες έξω απ' τις τουαλέτες κι άρχισαν τα πειράγματα. Η

κοπέλα έκανε να τραβηχτεί. αλλά ο νεαρός τής είπε απότο­μα: «Ήσυχα!» και οι άντρες χαιρέτισαν τη φράση του με βίαιες εκφράσεις αλληλεγγι>ης και με προστυχόλογα για

99

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

την κοπέλα. Είχαν φτάσει στο πρώτο πάτωμα. Ο νεαρός άνοιξε την πόρτα του δωματίου και γύρισε το διακόπτη.

Ήταν ένα μικρό δίκλινο, μ' ένα τραπέζι, μια καρέκλα κι ένα νιπτήρα. Ο νεαρός κλείδωσε και στράφηκε στην κοπέ­λα. Εκείνη στεκόταν μπροστά του, με μια αυθάδη ηδυπά­θεια στο βλέμμα, σαν να του πετούσε το γάντι. Την κοιτού­σε και προσπαθούσε να ανακαλύψει, πίσω από αυτήν τη λάγνα έκφραση, τα γνώρψά του χαρακτηριστικά, αυτά που τόσο τρυφερά αγαπούσε. Ήταν σαν να κοιτούσε δύο εικόνες μέσα από τον ίδιο φακό, δύο εικόνες τη μια πάνω στην άλλη, που τις έβλεπε, σαν να 'ταν διάφανες, τη μια μέσα απ' την άλλη. Αυτές οι δύο επάλληλες εικόνες τοl) έλεγαν πως η κοπέλα του μπορούσε να περιέχει τα πάvτα,

πως η ψυχή της ήταν τρομαχτικά απροσδιόριστη. πως μέσα εκεί η πίστη έβρισκε θέση πλάι στην απιστία. η προδοσία πλάι στην αθωότητα, η κοκεταρία πλάι στη συστολή' αυτό το άτσαλο ανακάτεμα του φαινόταν εξίσου αποκρουστικό με το παρδαλό συνονθύλευμα ενός σωρού σκουπιδιών. Οι δύο επάλληλες εικόνες εξακολουθούσαν να προβάλλουν η μία μέσα απ' την άλλη, και ο νεαρός κατάλαβε πως η δια­φορά ανάμεσα στην κοπέλα του και τις άλλες γυναίκες ήταν εντελώς επιφανειακή και πως βαθιά μέσα της η κοπέ­λα του ήταν ίδια με τις άλλες γυναίκες: ίδιες σκέψεις. ίδια συναισθήματα. ίδια ελαττώματα. γεγονός που δικαιολο­γούσε τις κρυφές του αμφιβολίες και ζήλιες κατάλαβε πως η εντύπωση από το περίγραμμα που όριζε την προσωπικό­τητά της ήταν απλώς Ψευδαίσθηση στην οποία παραδιδό­ταν ο άλλος, αυτός που κοιτούσε, δηλαδή ο ίδιος. Του φά­νηκε πως η κοπέλα την οποία είχε αγαπήσει ήταν απλώς γέννημα του πόθου του. της σκέψης του. της εμπιστοσύνης του. ενώ η πραΥματική κοπέλα που έστεκε τώρα μπροστά

100

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΤ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

του ήταν απελπιστικά άλλη. απελπιστικά ξέvη. απελπιστι­κά πολύμορφη. Τη μισούσε.

«Τι κάθεσαι; Γδύσου!» «Είναι απαραίτητο;» είπε εκείνη, χαμηλώνοντας φιλά­

ρεσκα το κεφάλι. Του φάνηκε πολύ οικείος αυτός ο τόνος, σαν να του το

είχε πει παλιά αυτό και κάποια άλλη. μόνο που τώρα δε θυμόταν ποια. Ήθελε να την ταπεινώσει. Όχι την κοπέλα του οτοστόπ, αλλά αυτήν, την κοπέλα του. Το παιχνίδι τε­λικά γινόταν ένα με τη ζωή. Το παιχνίδι της ταπείνωσης της κοπέλας του οτοστόπ ήταν απλώς πρόσχημα για να τα­πεινώσει την κοπέλα του. Είχε ξεχάσει πως παίζει ένα παι­χνίδι. Μισούσε τη γυναίκα που είχε μπροστά του. Την κοί­ταξε καλά καλά' έπειτα έβγαλε απ' το πορτοφόλι του πε­νήντα κορόνες: «Φτάνουν;» της είπε.

Εκείνη πήρε το χαρτονόμισμα και είπε: «Δεν είστε και

πολl) γενναιόδωρος». «Δεν αξίζεις περισσότερα» είπε εκείνος. Εκείνη σφίχτηκε πάνω του: «Γιατί μου φέρεσαι έτσι;

Πιο γλυκός πρέπει να 'σαι. Προσπάθησε λιγάκι!» Τον αγκάλιασε και πλησίασε το στόμα της στο δικό του.

Αλλά εκείνος ακούμπησε τα δάχτυλά του στα χείλη της και την απώθησε μαλακά: «Φιλάω μόνο τις γυναίκες που αγα­πάω» είπε.

«Κι εμένα δε μ' αγαπάς;» «Όχι. » «Και ποιαν αγαπάς;» «Τι σε νοιάζει εσένα; Γδύσου!»

101

ιωΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

11

Ποτέ της δεν είχε γδυθεί έτσι. Η ντροπή. η αίσθηση πανι­κού, ο ίλιγγος. όλα όσα ένιωθε όταν γδυνόταν μπροστά του (χωρίς να μπορεί να κρυφτεί στο σκοτάδι), όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί. Στεκόταν μπροστά του, σίγουρη για τον εαυ­τό της. προκλητική. λουσμένη στο φως. κατάπληκτη που ανακάλυψε ξαφνικά τις άγνωστες ώς τότε γι' αυτήν κινή­σεις ενός αργού. μεθυστικού στριπτίζ. Προσέχοντας τον τρόπο που την κοιτούσε εκείνος. έβγαζε ένα ένα τα ροι)χα της. με ερωτικές κινήσεις. απολαμβάνοντας το κάθε στάδιο αυτού του ξεγυμνώματος.

Και ξαφνικά βρέθηκε να στέκεται ολόγυμνη μπροστά του' και τότε σκέφτηκε πως δεν πάει άλλο αυτό το παιχνί­δι' πως. από τη στιγμή που πέταξε τα ρούχα της, πέταξε και τη μάσκα της κι έμεινε γυμνή. που σήμαινε πως ήταν πια ο εαυτός της. κι ο νεαρός έπρεπε τώρα να κάνει ένα βήμα προς το μέρος της, μια κίνηση με το χέρι. μια κίνηση που θα τα έσβηνε όλα. και που μετά απ' αυτήν θα έρχονταν μόνο οι πιο προσωπικές ερωτικές στιγμές τους. Ήταν λοι­πόν γυμνή μπροστά του και είχε σταματήσει το παιχνίδι' αισθανόταν αμήχανα, και τότε εμφανίστηκε στο πρόσωπό της εκείνο το ντροπαλό και αβέβαιο χαμόγελο που ανήκε πράγματι σ' αυτήν και μόνο.

Εκείνος όμως έμενε ακίνητος. δεν έκανε καμία κίνηση που να σημάνει το τέλος του παιχνιδιού. Δεν έβλεπε το τό­σο γνώριμο χαμόγελό της δεν έβλεπε μπροστά του παρά μόνο το ωραίο. άγνωστο σώμα της κοπέλας του, που τη μι­σούσε. Το μίσος ξέπλενε την ηδυπάθειά του από κάθε συ­ναισθηματικό επίχρισμα. Η κοπέλα έκανε να πάει κοντά

102

rl

ΊΌ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

του. αλλά εκείνος της είπε: «Μείνε εκεί που είσαι, να σε

βλέπω καλά». Ένα μόνο ήθελε πια, να την αντιμετωπίσει

σαν πόρνη. Δεν είχε όμως γνωρίσει ποτέ του πόρνες. και η

ιδέα που είχε γι' αυτές προερχόταν απ' τα βιβλία κι απ'

όσα είχε ακουστά. Μια τέτοια εικόνα έφερε λοιπόν στο νου

του, και το πρώτο πράγμα που είδε ήταν μια γυναίκα με

μαύρα εσώρουχα που χόρευε πάνω στο γυαλιστερό καπά­

κι ενός πιάνου. Δεν υπήρχε πιάνο στο δωμάτιο του ξενοδο­

χείου, υπήρχε μόνο ένα μικρό τραπέζι κολλητά στον τοίχο.

καλυμμένο μ' ένα τραπεζομάντιλο. Πρόσταξε την κοπέλα

του ν' ανέβει πάνω στο τραπέζι. Εκείνη έκανε μια ικετευτι­

κή κίνηση, αλλά εκείνος είπε: «Γι' αυτό πληρώθηκες».

Μπροστά στην αμετακίνητη αποφασιστικότητα που διά­

βασε στο βλέμμα του, η κοπέλα προσπάθησε να συνεχίσει το

παιχνίδι, αλλά δεν μπορούσε πια, δεν ήξερε πώς. Με δάκρυα

στα μάτια ανέβηκε στο τραπέζι. Το τραπέζι ήταν μόλις ένα

επί ένα, και είχε κι ένα πόδι κοντύτερο' κι εκείνη. όρθια πά­

νω σ' αυτό το τραπέζι. φοβόταν μη χάσει την ισορροπία της.

Εκείνος όμως απολάμβανε τη θέα του γυμνού κορμιού

που ορθωνόταν μπροστά του. και η γεμάτη συστολή αβε­

βαιότητα της κοπέλας τον έκανε ακόμα πιο τυραννικό. Ήθε­

λε να δει αυτό το κορμί σ' όλες τις στάσεις κι απ' όλες τις

γωνίες, όπως φανταζόταν πως το είχαν δει και θα το έβλε­

παν άλλοι άντρες. Φερόταν χοντροκομμένα, χυδαία. Χρησι­

μοποιούσε λέξεις που αυτή δεν τον είχε ακούσει να τις ξε­

στομίζει ποτέ. Τώρα η κοπέλα ήθελε να αντισταθεί. να ξε­

φύγει απ' αυτό το παιχνίδι' τον φώναξε με τ' όνομά του, αλ­

λά εκείνος της έβαλε τις φωνές. από πού κι ώς πού του μι­

λάει με τέτοια οικειότητα. Έτσι. σαστισμένη κι έτοιμη να ξε­

σπάσει σε κλάματα. υπάκουσε τελικά, έσκυψε μπροστά. έκα­

τσε στις φτέρνες, σι>μφωνα με τις επιθυμίες του φίλου της,

103

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

χαιρέτησε στρατιωτικά. κι έπειτα ξεβιδώθηκε να του χο­ρεύει τουίστ σε κάποια απότομη κίνηση. όταν γλίστρησε το τραπεζομάντιλο κάτω απ' τα πόδια της και παραλίγο να πέσει, ο νεαρός την άρπαξε και την τράβηξε στο κρεβάτι.

Έσμιξε μαζί της. Η κοπέλα χάρηκε που επιτέλους στα­μάτησε αυτό το άθλιο παιχνίδι, που θα ήταν και πάλι οι δυο τους, έτσι όπως ήταν και προηγουμένως και έτσι όπως αγα­πιόνταν. Θέλησε να πιέσει τα χείλη της πάνω στα δικά του, αλλά εκείνος την απώθησε και επανέλαβε πως φιλάει μόνο τις γυναίκες που αγαπάει. Η κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς. Αλλά ούτε και να κλάψει δεν αξιώθηκε τελικά. γιατί το βί­αιο πάθος του φίλου της κυρίευε σιγά σιγά το κορμί της, και το κορμί της έπνιξε στο τέλος το παράπονο της Ψυχής της. Σύντομα στο κρεβάτι έμειναν δυο κορμιά σε απόλυτη αρμονία. δυο αισθησιακά κορμιά ξένα μεταξύ τους. Αυτό ακριβώς που μια ζωή φοβόταν η κοπέλα όσο τίποτα στον κόσμο και το είχε αποφύγει επιμελώς ώς τώρα: τον έρωτα χωρίς συναίσθημα και χωρίς αγάπη. Ήξερε πως είχε διαβεί τα απαγορευμένα σύνορα, πέρα από τα οποία προχωρούσε πλέον χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό και συμμετέχοντας απόλυτα' μόνο που σε κάποια μακρινή γωνιά του μυαλού της ένιωθε κάτι σαν τρόμο στη σκέψη ότι ποτέ της δεν είχε γνωρίσει τέτοια και τόση ηδονή όσο αυτήν τη φορά -πέρα από αυτά τα σύνορα.

12

Έπειτα τέλειωσαν όλα. Ο νεαρός τραβήχτηκε από την κο­πέλα και. φτάνοντας το μακρύ κορδόνι που κρεμόταν πά-

104

το ΠΑΙΧΝΙΔ.Ι ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

νω απ' το κρεβάτι. έσβησε το φως. Δεν ήθελε να βλέπει το

πρόσωπό της. Ήξερε πως το παιχνίδι είχε τελειώσει, αλλά

δεν είχε καμία διάθεση να επιστρέψει στην κανονική τους σχέση' τη φοβόταν αυτή την επιστροφή. Ήταν ξαπλωμένος

πλάι στην κοπέλα στα σκοτεινά. έτσι όμως που να μην αγ­

γίζονται τα κορμιά τους.

Έπειτα από λίγο άκουσε τα πνιχτά αναφιλητά της το

χέρι της άγγιξε το χέρι του με μια δειλή. παιδιάστικη κίνη­ση' τον άγγιξε, τραβήχτηκε, τον ξανάγγιξε, κι έπειτα, μέσα

απ' τ' αναφιλητά, ακούστηκε μια ικετευτική φωνή που τον

φώναζε με τ' όνομά του κι έλεγε: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ ... »

Ο νεαρός σώπαινε. έμενε ακίνητος και συνειδητοποιού­σε τη θλιβερή κενότητα της διαβεβαίωσης της κοπέλας του. όπου το άγνωστο οριζόταν διά του αγνώστου.

Τα αναφιλητά έδωσαν τη θέση τους σ' ένα ηχηρό κλάμα'

η κοπέλα επαναλάμβανε συνέχεια αυτήν τη συγκινητική

κενολογία: «Είμαι εγώ. είμαι εγώ. είμαι εγώ ... »

Τότε ο νεαρός αποφάσισε να καλέσει σε βοήθεια τη συ­

μπόνια (και χρειάστηκε να την καλέσει από μακριά, γιατί δε βρισκόταν πουθενά εκεί κοντά). για να μπορέσει να πα­

ρηγορήσει την κοπέλα. Είχαν άλλες δεκατρείς μέρες διακο­

πές μπροστά τους.

ΤΟ ΣΤΜΠΟΣΙΟ

Ό

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

Ο θάλαμος εφημερίας

Ο θάλαμος εφημερίας (σε οποιοδήποτε τμήμα ενός οποιου­

δήποτε νοσοκομείου μιας οποιασδήποτε πόλης) συγκέ­

ντρωσε πέντε διαφορετικά άτομα και έπλεξε τις πράξεις τους και τις κουβέντες τους σε μια κοινότοπη και γι' αυτό

ιδιαίτερα διασκεδαστική ιστορία. Είναι ο Χάβελ ο γιατρός με μια νοσοκόμα. την Ελίζα­

μπετ (σε νυχτερινή βάρδια και οι δυο), και άλλοι δύο για­

τροί (που κάποιο μάλλον ασήμαντο πρόσχημα τους έφερε

εδώ για κουβεντολόι μαζί με μερικά μπουκάλια κρασΟ: ο φαλακρός διευθυντής του τμήματος και μια όμορφη για­

τρός γΙJρω στα τριάντα, από άλλο τμήμα, που σ' όλο το νο­

σοκομείο όμως ξέρουν πως κοιμάται με τον διευθυντή. (Ο διευθυντής είναι βεβαίως παντρεμένος, και μόλις πριν

ξεστόμισε την προσφιλή του φράση, απ' την οποία καταλα­

βαίνουμε το χιούμορ του αλλά και τις προθέσεις του: «Αγα­

πητοί συνάδελφοι, η μεγαλύτερη δυστυχία για τον άντρα

είναι ο ευτυχισμένος γάμος. Καμία ελπίδα για διαζύγιο».)

Εκτός από αυτά τα τέσσερα πρόσωπα υπάρχει και πέ­

μπτο, αλλά δεν είναι τώρα εδώ, γιατί είναι ο μικρότερος

και τον έστειλαν να φέρει άλλο ένα μπουκάλι κρασί. Και

υπάρχει κι ένα παράθυρο, που είναι σημαντικό, επειδή εί­

ναι ανοιχτό. και απ' έξω, απ' το σκοτάδι. περνάει μέσα στο

δωμάτιο μια ζεστή, φεγγαρόλουστη καλοκαιριάτικη νύχτα,

109

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

γεμάτη αρώματα. Και τέλος, υπάρχει και μια ευχάριστη διάθεση, όπως μαντεύουμε από την ευφρόσυνη φλυαρία όλων τους, και ιδιαίτερα του διευθυντή, που ακούει τις αε­

ρολογίες του με αφτιά ερωτευμένου.

Λίγο αργότερα (κι εδώ αρχίζει η δική μας ιστορία) πα­

ρατηρείται μια κάποια ένταση: η Ελίζαμπετ ήπιε παραπά­

νω απ' όσο επιτρέπεται σε νοσοκόμα εν ώρα υπηρεσίας,

και σαν να μην έφτανε αυτό εκδηλώνει απέναντι στον Χά­

βελ μια ηδυπαθή φιλαρέσκεια, η οποία τον εκνευρίζει και

προκαλεί απ' τη μεριά του μια μάλλον έντονη επίπληξη,

Η επίπληξη του Χάβελ

«Αγαπητή μου Ελίζαμπετ, δε σε καταλαβαίνω. Κάθε μέρα

τσαλαβουτάς μέσα σε πυΟΡΡΟΟΙJσες πληγές, κάνεις ενέσεις

σε ζαρωμένους γερονΤΙΚΟΙJς πισινούς. κάνεις κλιJσματα.

αδειάζεις πάπιες. Η μοίρα σού έδωσε την αξιοζήλευτη ευ­

καιρία να αντιληφθείς τη σαρκική φύση του ανθρώπου σ'

όλη τη μεταφυσική ματαιότητά της. Αλλά η ζωτικότητά σου

αρνείται ν' αΚΟΙJσει τη λογική. Τίποτα δεν μπορεί να κλονί­

σει την πεισματική επιθυμία σου να είσαι ένα κορμί και τί­

ποτα παραπάνω. Τα στήθη σου τρίβονται πάνω στους άντρες από πέντε μέτρα απόσταση! Με πιάνει ίλιγγος, μ'

αυτές τις ατέλειωτες σπείρες που ζωγραφίζουν τα ακατα­

πόνητα οπίσθιά σου καθώς περπατάς. Τι διάβολο, τράβα λίγο πιο πέρα! Τα στήθη σου είναι πανταχού παρόντα, σαν

το Θεό! Έχεις ήδη αργήσει δέκα λεπτά για τις ενέσεις!»

110

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

Ο Χάβελ είναι σαν το θάνατο' παίρνει τα πάντα

«Δε μου λες, Χάβελ» είπε ο διευθυντής όταν βγήκε (εμφα­

νώς θιγμένη) απ' το θάλαμο εφημερίας η Ελίζαμπετ, κατα­

δικασμένη να κάνει ενέσεις σε δύο γέρικους πισινούς,

«μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί αποκρούεις με τέτοιο πεί­

σμα αυτήν τη δόλια την Ελίζαμπετ;»

Ο Χάβελ ήπιε μια γουλιά και απάντησε: «Μη με παρεξη­

γήσετε. Δεν έχει να κάνει με το ότι είναι άσχημη ή ότι τα 'χει

πια τα χρονάκια της. Πιστέψτε με, έχω πάει και με ασχη­

μότερες γυναίκες στη ζωή μου και με πολύ μεγαλύτερες».

«Ναι, σε ξέρουμε: είσαι σαν το θάνατο' παίρνεις τα πά­

ντα. Αφού όμως παίρνεις τα πάντα, γιατί δεν παίρνεις και

την Ελίζαμπετ;»

«Ίσως» είπε ο Χάβελ «επειδή εκδηλώνει τόσο απροκά­

λυπτα τον πόθο της, που μοιάζει με διαταγή. Είπατε πως

με τις γυναίκες είμαι σαν το θάνατο. Μόνο που του θανά­

του δεν του αρέσει να παίρνει διαταγές.»

Η μεγαλύτερη επιτυχία του διευθυντή

«Νομίζω πως σε καταλαβαίνω» είπε ο διευθυντής. «Όταν

ήμουν κάμποσα χρόνια νεότερος, γνώρισα μια κοπέλα που

πήγαινε με όλους, κι επειδή ήταν όμορφη, θέλησα να πάω

κι εγώ μαζί της. Ε λοιπόν. δε με ήθελε! Πήγαινε με τους συ­

ναδέλφους μου. με τον οδηγό. με τον μάγειρα, μ' αυτόν που

κουβαλούσε τα φορεία με τα πτώματα. μόνο μ' εμένα δεν

ερχόταν. Το διανοείστε;»

111

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Φυσικά» έκανε η γιατρός.

«Αν θέλετε να μάθετε» είπε εκνευρισμένος ο διευθυ­

ντής, που μπροστά σε κόσμο μιλούσε στην ερωμένη του

στον πληθυντικό. «την εποχή εκείνη είχα μόλις τελειώσει τη

σχολή και είχα μεγάλες επιτυχίες. Πίστευα πως κάθε γυ­ναίκα είναι προσιτή, κι είχα καταφέρει να το αποδείξω με γυναίκες που τις πλησίαζες μάλλον δύσκολα. Αλλά, βλέπε­τε. μ' αυτή την τόσο εύκολη κοπέλα απέτυχα.»

«Έτσι που σας ξέρω, σίγουρα θα 'χετε μια θεωρία για το θέμα» είπε ο Χάβελ.

«Ναι» είπε ο διευθυντής. «ο ερωτισμός δεν είναι πόθος

απλώς και μόνο για ένα άλλο κορμί, αλλά εξίσου πόθος και

για διάκριση. Ο σύντροφος που αποκτούμε, που μας νοιάζε­ται και μας αγαπάει, γίνεται ο καθρέφτης μας, αποτελεί το μέτρο της σημασίας και της αξίας μας. Από αυτή την άπο­

ψη, η μικρή μου πόρνη είχε δύσκολο έργο. Όταν πηγαίνεις με τον καθένα. παύεις πια να πιστεύεις πως κάτι τόσο κοινό

όπως η ερωτική πράξη μπορεί να έχει ακόμα οποιαδήποτε

σημασία. Κι έτσι αναζητείς την πραγματική ερωτική διάκρι­

ση στην αντίθετη κατεύθυνση. Μόνο ένας άντρας που θα την

ήθελε κι εκείνη θα τον απέρριπτε μπορούσε να προσφέρει

στη μικρή μου πόρνη 7,0 μέτρο της αξίας της. Κι επειδή η ίδια ήθελε να είναι στα μάτια της η καλύτερη κι η ομορφότε­ρη. φάνηκε υπερβολικά αυστηρή και απαιτητική όταν έπρε­

πε να διαλέξει αυτόν, τον μοναδικό, που θα τον ξεχώριζε με την άρνησή της. Τελικά διάλεξε εμένα, και τότε εγώ κατά­

λαβα πως ήταν μια εξαιρετική διάκριση, και σήμερα ακόμα θεωρώ πως ήταν η μεγαλύτερη ερωτική επιτυχία μου.»

«Έχετε ένα εκπληκτικό ταλέντο να παρουσιάζετε το μαι'φο άσπρο» είπε η γιατρός.

«Σας έθιξε που δε θεωρώ εσάς τη μεγαλύτερη ερωτική

112

ΤΟ Σγ.vrΠΟΣΙΟ

επιτυχία μου;» είπε ο διευθυντής. «Πρέπει να με καταλά­

βετε. Αν και είστε ενάρετη γυναίκα, δεν είμαι για σας (και

να ξέρατε πόσο με θλίβει αυτό) ούτε ο πρώτος ούτε ο τε­

λευταίος. ενώ για κείνη τη μικρή πόρνη ήμουν. Να 'στε σί­

γουρη, δε μ' έχει ξεχάσει ποτέ, και ακόμα και σήμερα θυ­

μάται με νοσταλγία πως με απέκρουσε. Αλλά την ιστορία

αυτή την είπα απλώς για να δείξω την αναλογία με τη στά­

ση του Χάβελ απέναντι στην Ελίζαμπετ.»

Ελευθερίας εγκώμιο

«Θεέ και Κύριε» έκανε ο Χάβελ. «δε φαντάζομαι να εννο­

είτε πως αναζητώ στην Ελίζαμπετ το μέτρο της ανθρώπινης

αξίας μου!»

«Όχι βέβαια!» έκανε σαρκαστικά η γιατρός. «Αυτό μας

το εξηγήσατε ήδη: η προκλητική στάση της Ελίζαμπετ σας

δίνει την εντύπωση διαταγής, κι εσείς θέλετε να διατηρήσε­

τε την ψευδαίσθηση πως διαλέγετε μόνος σας τις γυναίκες

με τις οποίες θα πάτε.»

«Ξέρετε. μια και μιλάμε ανοιχτά. δεν είναι ακριβώς αυ­

τό» είπε σκεφτικός ο Χάβελ στον διευθυντή. «Στην πραγ­

ματικότητα αστειευόμουν όταν έλεγα πως μ' ενοχλεί η προ­

κλητική στάση της Ελίζαμπετ. Εδώ που τα λέμε, έχω πάει

με πολύ πιο προκλητικές γυναίκες και με βόλευε μια χαρά

η προκλητικότητά τους, γιατί επιτάχυνε την πορεία των

πραγμάτων. »

«Τότε γιατί στο καλό δεν πας με την Ελίζαμπετ;» φώ­

ναξε ο διευθυντής.

«Η ερώτησή σας δεν είναι και τόσο παράλογη όσο μου

113

s

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΓΩΤΕΣ

φάνηκε στην αρχή, γιατί διαπιστώνω πως μου είναι πολύ

δύσκολο να απαντήσω. Για να 'μαι ειλικρινής, δεν ξέρω για

ποιο λόγο δεν πάω με την Ελίζαμπετ. Έχω πάει με πιο

άσχημες, πιο μεγάλες και πιο προκλητικές γυναίκες. Άρα

θα έλεγε κανείς πως τελικά θα πάω αναγκαστικά και μ' αυ­

τήν. Έτσι θα έλεγαν όλοι οι στατιστικολόγοι. Το ίδιο συ­

μπέρασμα θα έβγαζαν και όλοι οι ηλεκτρονικοί υπολογι­

στές. Και βλέπετε. μάλλον γι' αυτόν το λόγο δεν πάω κι

εγώ μ' αυτήν. Μάλλον θέλω να αντισταθώ στην αναγκαιό­

τητα. Να βάλω τρικλοποδιά στην αρχή της αιτιότητας. Να

ξεγελάσω τη θλιβερή προβλεψιμότητα της τροχιάς του κό­

σμου μ' ένα καπρίτσιο της ελει'ιθερης βούλησης.»

«Και γιατί διάλεξες την Ελίζαμπετ γι' αυτόν το σκοπό;»

φώναξε ο διευθυντής.

«Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει λόγος. Αν υπήρχε, θα

μπορούσε να είναι γνωστός εκ των προτέρων, και έτσι θα

μποροιΥσε να καθοριστεί και η συμπεριφορά μου εκ των

προτέρων. Και ακριβώς σ' αυτή την απουσία συγκεκριμέ­

νου λόγου βρίσκεται αυτό το κομματάκι ελευθερίας που

μας δόθηκε και στο οποίο οφείλουμε να προσβλέπουμε

ακατάπαυστα. αν θέλουμε να διατηρηθεί λίγη ανθρώπινη

αταξία σ' αυτό τον κόσμο των αμείλικτων νόμων. Αγαπητοί

μου συνάδελφοι. ζήτω η ελευθερία!» είπε ο Χάβελ και ύψω­

σε θλιμμένα το ποτήρι του για να τσουγκρίσουν.

Τα όρια της ευθύνης

Τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε στο θάλαμο ένα καινούριο

μπουκάλι κρασΙ και τράβηξε πάνω του όλη την προσοχή

114

ΤΟ ΣΥ Μ 1l0ΣΙΟ

των γιατρών. Ο γοητευτικός Ψηλολέλεκας που στεκόταν στην

πόρτα με το μπουκάλι στο χέρι ήταν ο Φλάισμαν, φοιτητ"ής

της ιατρικής που έκανε πρακτική εξάσκηση στο τμήμα αυ­

τό. Ακούμπησε (αργά) το μπουκάλι στο τραπέζι, αναζήτη­

σε (με το πάσο του) το ανοιχτήρι, έπειτα έμπηξε (χωρίς κα­

μία βιασύνη) το ανοιχτήρι στο φελλό και το βύθισε περι­

στρέφοντάς το (σκεφτικός), έπειτα τράβηξε (ονειροπόλα)

το φελλό και τον έβγαλε. Οι παραπάνω παρενθέσεις σκοπό

έχουν να φωτίσουν τη βραδύτητα του Φλάισμαν. αυτήν τη

βραδύτητα που μαρτυρεί όχι τόσο αδεξιότητα όσο τον νω­

χελικό θαυμασμό με τον οποίο παρατηρούσε ο νεαρός φοι­

τητής της ιατρικής τα βάθη της ύπαρξής του, παραμερίζο­

ντας τις ασήμαντες λεπτομέρειες του εξωτερικοι'ι κόσμου.

«Αλλά τι καθόμαστε και λέμε τώρα;» είπε ο Χάβελ.

«Δεν αποκρούω εγώ την Ελίζαμπετ εκείνη δε με θέλει.

Αλίμονο! Είναι τρελή και παλαβή με τον Φλάισμαν.»

«Μ' εμένα;» σήκωσε το κεφάλι ο Φλάισμαν. και πήγε με

μεγάλες δρασκελιές να ξαναβάλει το ανοιχτήρι στη θέση του,

κι έπειτα ξαναγύρισε στο χαμηλό τραπεζάκι και γέμισε τα

ποτήρια.

«Καλός είσαι κι εσύ» είπε ο διευθυντής. σιγοντάροντας

τον Χάβελ. «Όλοι το ξέρουν εκτός από σένα. Απ' τη στιγμή

που πάτησες το πόδι σου στο τμήμα μας, η Ελίζαμπετ έγινε

ανυπόφορη. Δυο μήνες τώρα!»

Ο Φλάισμαν κοίταξε (επί ώρα) τον διευθυντή και είπε:

«Εγώ ιδέα δεν έχω». Και πρόσθεσε: «Εν πάση περιπτώσει,

δε μ' ενδιαφέρει αυτή η ιστορία».

«Κι όλες εκείνες οι ευγενικές σου διακηρύξεις; Όλες

εκείνες οι αγορεύσεις για το σεβασμό προς τις γυναίκες;»

είπε τάχα αυστηρά ο Χάβελ. «Κάνεις την Ελίζαμπετ να

υποφέρει κι ούτε που σ' ενδιαφέρει;»

115

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Τις γυναίκες τις συμπονώ και δε θα μπορούσα ποτέ να

τις πληγώσω συνειδητά» είπε ο Φλάισμαν. «Ό,τι όμως προ­

καλώ ασυνείδητα δε μ' ενδιαφέρει. αφού δεν μπορώ να κάνω

τίποτα γι' αυτό, και συνεπώς δεν έχω και καμία ευθύνη.»

Τότε ξαναφάνηκε η Ελίζαμπετ. Προφανώς είχε αποφα­

σίσει πως το καλύτερο ήταν να ξεχάσει την προσβολή, και

να συμπεριφερθεί σαν να μη συνέβη τίποτα' έτσι. συμπερι­

φερόταν εντελώς αφύσικα. Ο διευθυντής τής πρόσφερε μια

καρέκλα και της γέμισε το ποτήρι. «Πιες, Ελίζαμπετ! Να

πάνε κάτω τα φαρμάκια!»

«Φυσικά» έκανε η Ελίζαμπετ, μ' ένα πλατύ χαμόγελο,

κι άδειασε το ποτήρι της.

Και ο διευθυντής στράφηκε και πάλι στον Φλάισμαν:

«Αν ήμασταν υπεύθυνοι μόνο για όσα συνειδητοποιούμε. οι

ηλίθιοι θα απαλλάσσονταν προκαταβολικά από κάθε ευθύ­

νη. Μόνο που ο άνθρωπος οφείλει να γνωρίζει, αγαπητέ μου

Φλάισμαν. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την άγνοιά του. Η άγνοια αποτελεί παράπτωμα. Γι' αυτό και τίποτα δε σε

απαλλάσσει απ' τις ευθι'ινες σου, και σου δηλώνω πως συ­

μπεριφέρεσαι σαν αγροίκος απέναντι στις γυναίκες. όσο κι

αν το αρνείσαι».

Πλατωνιχού έρωτος εγΧώμω

«Και δε μου λες. Φλάισμαν» ξαναπέρασε στην επίθεση ο

Χάβελ. «βρήκες αυτό το διαμέρισμα που είχες υποσχεθεί

στη δεσποινίδα Κλάρα;» τον ρώτησε, υπενθυμίζοντάς του

τις μάταιες προσπάθειές του να κερδίσει την καρδιά κά­

ποιας κοπέλας (που την ήξεραν όλοι εκεΟ.

116

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

«Όχι ακόμα, αλλά το φροντίζω.»

«Εγώ σας πληροφορώ ότι ο Φλάισμαν είναι πολύ κύριος

με τις γυναίκες. Δεν τους πουλάει παραμύθια» μπήκε στη

μέση η γιατρός. παίρνοντας το μέρος του.

«Δεν αντέχω τη σκληρότητα απέναντι στις γυναίκες,

επειδή τις συμπονώ» επανέλαβε ο φοιτητής της ιατρικής.

«Πάντως η Κλάρα δε σου έκατσε» του είπε η Ελίζα­

μπετ, και ξέσπασε σ' ένα τόσο ανάρμοστο γέλιο, που ο δι­

ευθυντής ένιωσε υποχρεωμένος να ξαναπάρει το λόγο:

«Είτε του έκατσε είτε όχι, έχει πολύ λιγότερη σημασία

απ' όσο νομίζεις, Ελίζαμπετ. Τον Αβελάρδο, ως γνωστόν.

τον είχαν ευνουχίσει. αλλά αυτό δεν εμπόδισε να μείνουν

πιστοί εραστές με την Ελο"ί"ζα. κι ο έρωτάς τους πέρασε

στην αθανασία. Εφτά χρόνια έζησε η Γεωργία Σάνδη με τον

Σοπέν, άσπιλη σαν παρθένα, κι ακόμα μιλάμε για τον έρω­

τά τους! Δε θα 'θελα να βάλω πλάι σε μια τέτοια εκλεκτή

συντροφιά και την περίπτωση της μικρής πόρνης που απο­

κρούοντάς με μου επιφύλαξε τη μεγαλύτερη τιμή που μπο­

ρεί να επιφυλάξει μια γυναίκα σε άντρα. Αλλά σημείωσε

αυτό που θα σου πω. αγαπητή μου Ελίζαμπετ: η σχέση ανά­

μεσα στον έρωτα και σ' αυτό που σκέφτεσαι εσύ συνεχώς εί­

ναι πολύ πιο χαλαρή απ' όσο βάζει ο νους του ανθρώπου.

Μην αμφιβάλλεις, η Κλάρα τον αγαπάει τον Φλάισμαν. Είναι

γλυκιά μαζί του, κι όμως τον απορρίπτει. Σου φαίνεται πα­

ράλογο, αλλά αυτό ακριβώς είναι ο έρωτας: παράλογος».

«Μα πού το βλέπετε το παράλογο;» είπε η Ελίζαμπετ

με το ίδιο ανάρμοστο γέλιο. «Η Κλάρα χρειάζεται ένα δια­

μέρισμα. και γι' αυτό είναι γλυκιά με τον Φλάισμαν. Δεν

έχει όμως διάθεση και να κάνει έρωτα μαζί του, γιατί τα

'χει σίγουρα με κάποιον άλλο. Αλλά αυτός () άλλος δεν μπο­

ρεί να της βρει διαμέρισμα.»

117

ΚΩ\1ΤΚΟΤ F:ΡΩτεΣ

Εκείνη τη στιγμή σήκωσε το κεφάλι το!) ο Φλάισμαν:

«Mou δίνετε στα νεUρα. Σα μικρά παιδιά κάνετε. Κι αν δι­

στάζει από ντροπή; Δε σας περνάει καν απ' το μuαλό; Ή αν

έχει καμιά αρρι�στια που μου την ΚΡΙJβει; Ή καμιά οuλή

πο!) την ασχημαίνει; Μερικές γυναίκες ντρέπονται φοβερά.

Αλλά ποι) να καταλάβεις εσι) από τέτοια!» είπε στην Ελί­

ζαμπετ.

«Ή πάλι» είπε ο διεuθuντής. σπει'ιδοντας να βοηθήσει

τον Φλάισμαν. «ίσως η Κλάρα να παραλuει τόσο πολι) από

ερωτικό άγχος μπροστά στον Φλάισμαν. που να μην μπορεί

να κάνει έρωτα μαζί του. Εσένα δηλαδή. J:<;λίζαμπετ. δε σου

περνάει καν απ' το μuαλό πως θα μποροuσες ν' αγαπήσεις

κάποιον τόσο πολι) που να σου είναι αδuνατο να κάνεις

έρωτα μαζί Tou;»

Η Ελίζαμπετ ομολόγησε πως όχι.

Το σήμα

Εδώ μποροι'ιμε να σταματήσουμε για λίγο να παρακολου­

θοι'ιμε τη συζήτηση (πο!) τροφοδοτείται σuνέχεια με νέες

κοινοτοπίες) και να επισημάνουμε πως όλη αυτή την ώρα ο

Φλάισμαν προσπαθεί να κοιτάξει στα μάτια τη γιατρό. που

του άρεσε φοβερά από την πρώτη στιγμή πο!) την είδε (πάει

περίπο!) ένας μήνας). Τον θάμπωνε το μεγαλείο της ηλικίας

της. τα τριάντα της χρόνια. Ώς τώρα διασταυρώνονταν

απλώς τuχαία. και η βραδιά αυτή ήταν η πρώτη εuκαιρία

πο!) το!) δινόταν να βρεθεί για λίγο μαζί της στο ίδιο δωμά­

τιο. Tou φάνηκε μάλιστα πως η γιατρός ανταποκρινόταν κά­

θε τόσο στις ματιές που της έριχνε. κι αuτό τον αναστάτωνε.

118

το ΣΥΜΠΟl:lO

Έπειτα από μια τέτοια ανταλλαγή βλεμμάτων η γιατρός

σηκώθηκε ξαφνικά, πλησίασε στο παράθuρο και είπε: «Τι

ωραία πο!) είναι έξω. Έχει πανσέληνο ... » και ξανά το βλέμ­

μα της στάθηκε για μια στιγμή πάνω στον Φλάισμαν.

Ο Φλάισμαν. που τέτοιες καταστάσεις τις έπιανε στον

αέρα. κατάλαβε αμέσως πως αuτό ήταν σήμα. ένα σήμα

που απευθυνόταν σ' εκείνον. Ένιωσε ένα κuμα να φοuσκώ­

νει στο στήθος Tou. Όντως. το στήθος το!) ήταν ένα εuαί­

σθητο όργανο, αντάξια του εργαστηρίου ενός Στραντιβάρι.

Κατά καιροuς ένιωθε αυτή την έξαψη, και κάθε φορά ήταν

σίγοuρος ότι το κuμα αυτό στο στήθος το!) είχε τον αμετά­

κλητο χαρακτήρα ενός OlWVOU: κάτι μεγαλειώδες και πρω­

τάκοuστο ερχόταν. κάτι που ξεπερνοι'ισε όλα του τα όνειρα.

Αuτήν τη φορά ένιωθε ζαλισμένος από το κuμα αυτό αλ­

λά και (σε μια γωνίτσα του μuαλοu του. που ξέφεuγε από

τη ζάλη) κατάπληκτος: πώς ήταν δυνατόν να έχει τέτοια

δuναμη ο πόθος του. πο!) στο κάλεσμά το!) να σπεuδει πει­

θήνια η πραγματικότητα, έτοιμη να τον uπηρετήσει; )1;ξα­

κολοuθώντας να μένει κατάπληκτος για τη δι'ιναμή Tou. πα­

ραμόνεuε τη στιγμή πο!) θα ζωήρεuε ακόμα περισσότερο η

συζήτηση κι αυτός θα ξέφεuγε από την προσοχή των αντι­

πάλων. Μόλις έκρινε πως είχε φτάσει η στιγμή. γλίστρησε

με τρόπο έξω απ' το θάλαμο.

Ο ωραίος νεαρός με τα χέρια σταυρωμένα

Το τμήμα όπο!) γινόταν αυτό το αuτοσχέδιο συμπόσιο κα­

ταλάμβανε το ισόγειο ενός όμορφο!) περιπτέρου. που ήταν

χτισμένο (κοντά και σε άλλα περίπτερα) στον μεγάλο κήπο

119

ΚΩΜΤΚΟΙ ΕΡΩΊΈΣ

του νοσοκομείου. Σ' αυτό τον κήπο βγήκε τώρα ο Φλάι­σμαν. Ακούμπησε με την πλάτη στον χοντρό κορμό ενός

πλατάνου, άναψε τσιγάρο και χάζευε τον ουρανό: ήταν κα­τακαλόκαιρο, αρώματα ταξίδευαν στον αέρα, κι από τον

μαύρο ουρανό κρεμόταν ένα στρογγυλό φεγγάρι. Προσπάθησε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε: η για­

τρός που λίγο πριν του είχε στείλει σήμα να βγει έξω θα

περίμενε να παρασυρθεί ο καράφλας της περισσότερο απ'

την κουβέντα παρά από τις υποψίες του, και θ' άφηνε να

εννοηθεί με τρόπο ότι μια μικρή προσωπική ανάγκη την

υποχρεώνει να λείψει για λίγο. Και τι θα γινόταν μετά; Μετά, προτιμούσε να μη φαντα­

στεί τίποτα. Το κύμα στο στήθος του προανάγγελλε μια

ερωτική ιστορία, κι αυτό τού ήταν αρκετό. Πίστευε στην

καλή του τύχη, πίστευε στο ερωτικό του άστρο. πίστευε

στη γιατρό. Μεθυσμένος από την αυτοπεποίθησή του (μια

αυτοπεποίθηση λίγο κατάπληκτη με τον εαυτό της) αφηνό­

ταν σε μια ευχάριστη παθητικότητα. Γιατί έβλεπε πάντοτε

τον εαυτό του σαν έναν γοητευτικό, ποθητό και όλο επιτυ­

χίες άντρα. και του άρεσε να περιμένει τις ερωτικές ιστο­

ρίες με τα χέρια (κομψά) σταυρωμένα. Ήταν σίγουρος ότι

αυτή ακριβώς η στάση κεντρίζει τις γυναίκες και την τύχη

και τις καθυποτάσσει. Με την ευκαιρία αυτή αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι του

Φλάισμαν του συνέβαινε πολύ συχνά, αν όχι διαρκώς. να βλέπει τον εαυτό τοσ οπότε συνοδευόταν μονίμως από ένα

αντίγραφο, κι έτσι η μοναξιά του γινόταν φοβερά διασκε­δαστική. Απόψε, λόγου χάρη, όχι μόνο ήταν με την πλάτη

ακουμπισμένη σ' έναν πλάτανο και κάπνιζε, αλλά παρατη­

ρούσε ταυτόχρονα με απόλαυση αυτό τον (όμορφο και νε­

αρό) άντρα που ήταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ' έναν

120

ΊΌ ΣγΜΠΟΣIΟ

πλάτανο και κάπνιζε νωχελικά. Απόλαυσε για ώρα αυτό το

θέαμα, και τέλος άκουσε ανάλαφρα βήματα που έρχονταν

προς το μέρος του απ' το περίπτερο. Δε γύρισε. επίτηδες.

Τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά, φύσηξε τον καπνό. και συ­

νέχισε να χαζεύει τον ουρανό. Όταν τα βήματα έφτασαν

πολιΥ κοντά, είπε τρυφερά και με νόημα: «Το 'ξερα πως θα 'ρθείτε».

Ούρηση

«Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το μαντέψεις» του απάντησε

ο διευθυντής. «Προτιμώ να κατουράω στη φύση παρά στις

σύγχρονες εγκαταστάσεις που είναι μες στη βρόμα. Εδώ, σε

λίγο. το μικρό χρυσαφένιο ρυάκι μου θα με ενώσει θαυμα­

τουργά με το χώμα, με το χόρτο. με τη γη. Γιατί χους ειμί, Φλάισμαν, και τώρα σε λίγο εις χουν απελεύσομαι, εν μέρει

τουλάχιστον. Το κατούρημα στη φύση είναι μια θρησκευτι­

κή τελετουργία με την οποία δίνουμε την υπόσχεσή μας στη

γη πως κάποια μέρα θα επιστρέψουμε οριστικά σ' αυτήν.»

Επειδή ο Φλάισμαν σώπαινε, τον ρώτησε ο διευθυντής:

«Κι εσύ;Ήρθες για να χαζέψεις το φεγγάρι;» Ο Φλάισμαν

σώπαινε πεισματικά και ο διευθυντής συνέχισε: «Είσαι τε­

λικά με τα φεγγάρια σου, Φλάισμαν, και γι' αυτό μ' αρέ­

σεις». Ο Φλάισμαν πήρε τα λόγια του διευθυντή για κορο'ί­

δία και είπε, θέλοντας να κρατήσει κάποιες αποστάσεις:

«Τι φεγγάρια μου λέτε τώρα; Κι εγώ για κατούρημα ήρθα».

«Καλέ μου Φλάισμαν» είπε πολύ μαλακά ο διευθυντής.

«αυτό το ερμηνεύω σαν εκδήλωση εξαιρετικής συμπάθειας

απέναντι στον διευθυντή σου που γερνάει.»

121

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Και στάθηκαν κι οι δυο κάτω απ' τον πλάτανο για να εκτελέσουν την πράξη που ο διευθυντής, με ακατάβλητο ενθουσιασμό και ολοένα καινούριες εικόνες, τη συνέκρινε με θεία λειτουργία.

122

Ι

� 'ί

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

Ο ωραίος και σαρκαστικός νεαρός

Επέστρεφαν απ' τον μακρύ διάδρομο και ο διευθυντής

κρατούσε τον φοιτητή της ιατρικής απ' τους ώμους, αδερ­

φικά. Ο φοιτητής της ιατρικής ήταν σίγουρος πως αυτός ο

ζηλιάρης καράφλας είχε πιάσει το σήμα της γιατρού και

τον δούλευε τώρα ψιλό γαζί με τις φιλικές διαχύσεις του! Βέβαια, δεν μπορούσε να τραβήξει το χέρι του διευθυντή

από τον ώμο του, κι αυτό τον εξόργιζε ακόμα περισσότε­

ρο. Ένα μόνο τον παρηγορούσε: πως, έτσι όπως έβραζε α­

πό θυμό, έβλεπε τον εαυτό του μέσα σ' αυτόν το θυμό, έβλεπε την έκφραση του προσώπου του, κι ήταν ικανοποιη­

μένος απ' αυτό τον έξαλλο νεαρό που επέστρεφε στο θά­

λαμο εφημερίας και, προς γενική κατάπληξη, θα εμφανιζό­

ταν ξαφνικά τελείως διαφορετικός: σαρκαστικός, δηκτι­

κός, σατανικός.

Όταν μπήκαν στο θάλαμο, η Ελίζαμπετ ήταν στη μέση

του δωματίου και ξεβιδωνόταν έξαλλα. σιγομουρμουρίζο­

ντας τις νότες μιας μελωδίας. Ο Χάβελ κοιτοι>σε χάμω στο

πάτωμα. και η γιατρός εξήγησε. για να προλάβει το σοκ

των νεοφερμένων: «Η Ελίζαμπετ χορεύει».

«Ήπιε λίγο παραπάνω» πρόσθεσε ο Χάβελ.

Η Ελίζαμπετ εξακολουθούσε να κουνάει τους γοφΟΙJς

της και τα στήθια της. που σαν να χόρευαν μπροστά στο

χαμηλωμένο κεφάλι του Χάβελ.

123

1

Η βελόνα του μετρητή της βενζίνης ταλαντεύτηκε ξαφνικά

προς το μηδέν και ο νεαρός οδηγός είπε πως είναι τρελό το

τι καταβροχθίζει αυτό το σπορ αμάξι. «Μόνο να μη μείνου­

με πάλι από βενζίνη» γκρίνιαξε η κοπέλα (γύρω στα είκοσι

δύο), και του υπενθύμισε διάφορα μέρη όπου τους είχε ξα­

νασυμβεί η ίδια ιστορία. Ο νεαρός τής είπε πως εκείνον δεν

τον νοιάζει. γιατί ό,ΤΙ του συνέβαινε μαζί της είχε τη μαγεία

της περιπέτειας. Η κοπέλα δεν ήταν της ίδιας γνώμης όπο­

τε μέναν από βενζίνη στις μαύρες ερημιές, περιπέτεια ήταν

για εκείνη και μόνο, γιατί αυτός κρυβόταν κι εκείνη έπρεπε

να επιστρατει'>σει τη γυναικεία της γοητεία. να σταματήσει

ένα αυτοκίνητο για να την πάει στο κοντινότερο βενζινάδι­

κο, και μετά να σταματήσει άλλο και να γυρίσει μ' ένα μπι­

τόνι βενζίνη. Ο νεαρός είπε πως πρέπει να ήταν πολι'> αντι­

παθητικοί οι οδηγοί που την έπαιρναν με το αυτοκίνητό

τους. αφού μιλούσε έτσι για την αποστολή της. σαν να 'ταν

αγγαρεία. Η κοπέλα απάντησε (με αδέξια φιλαρέσκεια)

πως μερικές φορές ήταν και πολύ συμπαθητικοί, αλλά δε

γινόταν να επωφεληθεί. έτσι όπως κουβάλαγε το μπιτόνι

και έπρεπε να τους αφήσει προτού προλάβουν να ξεκινή­

σουν οτιδήποτε. «Είσαι ένα τέρας» της είπε. Εκείνη του εί­

πε πως αν κάποιος ήταν τέρας. ήταν εκείνος.'Ενας Θεός ξέ­

ρει πόσες του έκαναν οτοστόπ όταν ταξίδευε μόνος του! Ο

νεαρός. οδηγώντας πάντα. την αγκάλιασε με το ένα χέρι

απ' τους ώμους και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Ήξερε

πως τον αγαπάει και τον ζηλεύει. Η ζήλια δεν είναι και πο-

81

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

λύ συμπαθητικό γνώρισμα. όταν όμως δε γίνεται υπερβολι­

κή (όταν συνδυάζεται με μετριοπάθεια). παρ' όλες τις δυ­

σάρεστες συνέπειες. έχει ίσως και κάτι το συγκινητικό.

Έτσι τουλάχιστον σκεφτόταν. Γιατί ήταν μόλις είκοσι οχτώ

χρονών. αλλά πίστευε πως είναι κιόλας γέρος και φανταζό­

ταν πως ξέρει για τις γυναίκες όλα όσα μπορεί να ξέρει

ένας άντρας. Αυτό που του άρεσε ιδιαίτερα στην κοπέλα

που καθόταν δίπλα του ήταν ακριβώς αυτό που σπάνια εί­

χε συναντήσει στις γυναίκες: η αγνότητα.

Η βελόνα ήταν ήδη στο μηδέν. όταν πήρε το μάτι του.

στα δεξιά του δρόμου. μια πινακίδα που έδειχνε πως

υπάρχει βενζινάδικο στα πεντακόσια μέτρα. 'Ωσπου να πει

η κοπέλα πόσο ανακουφισμένη νιώθει. ο νεαρός είχε βγάλει

δεξί φλας και πλησίαζε προς τις αντλίες. Αναγκάστηκε όμως να σταματήσει πίσω από 'να μεγάλο βυτιοφόρο που

ήταν ήδη μπροστά στις αντλίες και τις γέμιζε με μια χοντρή

μάνικα. «Την πατήσαμε» είπε. και κατέβηκε. «Αργείτε πο­

λύ;» φώναξε στο παιδί με την μπλε φόρμα. «Μισό λεπτά­

κι.» «Μισό λεπτάκι ... το 'χουμε ξανακούσει αυτό.» Πήγε

να καθίσει στο αυτοκίνητο. αλλά είδε πως η κοπέλα είχε

βγει από την άλλη πόρτα. «Με συχωρείς» του είπε. «Για

πού το 'βαλες;» τη ρώτησε επίτηδες εκείνος. για να τη φέ­

ρει σε αμηχανία. Γνωρίζονταν εδώ κι ένα χρόνο. αλλά εκεί­

νη ακόμα κοκκίνιζε μπροστά του κι εκείνου του άρεσαν πο­

λύ αυτές οι στιγμές της συστολής πρώτον. επειδή την ξε­

χώριζαν από τις γυναίκες που είχε γνωρίσει ώς τότε. δεύτε­

ρον. επειδή ήξερε τον οικουμενικό νόμο του εφήμερου. που

έκανε πολι)τιμη γι' αυτόν ακόμα και τη συστολή της κοπέλας

του.

82

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

2

Η κοπέλα απεχθανόταν να τον παρακαλάει να σταματήσει μια στιγμή μπροστά σε μια συστάδα δέντρων. γιατί ο νεα­ρός συνήθως οδηγούσε ασταμάτητα ώρες ολόκληρες. Και την εκνεύριζε κάθε φορά η προσποιητή έκπληξη με την οποία τη ρωτούσε εκείνος γιατί. Το ήξερε κι η ίδια πως ήταν γελοία και παλιομοδίτικη αυτή η συστολή της. Το είχε διαπιστώσει πολλές φορές και στη δουλειά της. όπου την κορόιδευαν γι' αυτό και την προκαλούσαν επίτηδες. Κοκκί­νιζε πάντοτε προκαταβολικά στην ιδέα πως θα κοκκινίσει. Λαχταρούσε να νιώσει άνετα και ελεύθερα με το σώμα της. χωρίς άγχη. σαν τις περισσότερες κοπέλες που γνώριζε. Εί­χε μάλιστα επινοήσει μια ειδική μέθοδο αυτοεκπαίδευσης: επαναλάμβανε στον εαυτό της ότι σε κάθε άνθρωπο. όταν γεννιέται. του δίνεται ένα σώμα ανάμεσα σε εκατομμιΥρια άλλα. προκατασκευασμένα σώματα. όπως του δίνεται ένα δωμάτιο για να μένει. ολόιδιο με εκατομμύρια άλλα σ' ένα τεράστιο κτίριο' άρα το σώμα είναι κάτι τυχαίο και απρόσω­πο' ένα αντικείμενο ετοιμοπαράδοτο και δανεικό. τίποτ' άλ­λο. Αυτό έλεγε και ξανάλεγε σε όλους τους τόνους στον εαυ­τό της. χωρίς όμως να μπορέσει ποτέ να το αισθανθεί. Της ήταν ξένος αυτός ο δυϊσμός σώματος και Ψυχής. Ταυτιζό­ταν τόσο πολύ με το σώμα της. που της προκαλούσε άγχος.

Το ίδιο άγχος ένιωθε ακόμα και όταν ήταν μ' αυτόν το νε­αρό. με τον οποίο είχε σχέσεις εδώ κι ένα χρόνο και ήταν ευ­τυχισμένη μαζί του. ίσως επειδή αυτός δεν ξεχώριζε ποτέ την Ψυχή της από το σώμα της. οπότε ζούσε μαζί του και με την Ψυχή της και με το σώμα της. Σ' αυτή την ενότητα υπήρχε ευτυχία. αλλά κοντά στην ευτυχία βρίσκεται και η υποΨία. κι

83

ΚΩΜΙΚΟΤ ΕΡΩΤΕΣ

η κοπέλα ήταν γεμάτη υποΨίες. Συχνά λόγου χάρη σκεφτό­ταν πως υπάρχουν άλλες, πιο γοητευτικές γυναίκες (και μά­λιστα χωρίς άγχος), κι ο φίλος της, που δεν το 'κρυβε πως τον ήξερε καλά αυτό τον τύπο γυναικών. μια μέρα θα την παρατούσε για κάποια απ' αυτές. (Εκείνος βέβαια δήλωνε πως είχε γνωρίσει τόσες, που του έφταναν για όλη του την υπόλοιπη ζωή. αλλά αυτή ήξερε πως είναι πολι) πιο νέος απ' όσο ένιωθε ο ίδιος.) Τον ήθελε αποκλειστικά δικό της και ήθελε να είναι κι αυτή αποκλειστικά δική του. αλλά όσο περισσότερο προσπαθούσε να του δώσει τα πάντα τόσο εντονότερα αισθανόταν πως του αρνείται κάτι: αυτό το κάτι που μπορεί να μας το δώσει μια πιο ανάλαφρη και επιφα­νειακή αγάπη. ένα φλερτ. Τα έβαζε με τον εαυτό της που δεν μπορούσε να συνδυάσει το σοβαρό με το ανάλαφρο.

Εκείνη τη μέρα όμως δεν την ένοιαζε. δε σκεφτόταν τί­ποτα τέτοιο. Ένιωθε όμορφα. Ήταν η πρώτη μέρα των δια­κοπών τους (δεκαπέντε μέρες διακοπές που τις περίμενε έναν ολόκληρο χρόνο). ο ουρανός ήταν γαλανός (ολόκληρο το χρόνο ζοι)σε με την αγωνία αν θα 'ναι πραγματικά γα­λανός ο ουρανός). κι αυτή ήταν μαζί του. Όταν της είπε εκείνο το «Για πού το 'βαλες;» κοκκίνισε κι έφυγε τρέχο­ντας. χωρίς να πει λέξη. Έκανε το γύρο του βενζινάδικου που βρισκόταν στην άκρη του μεγάλου δρόμου μες στις ερημιές σε καμιά εκατοστή μέτρα (προς την κατεύθυνση που θα έπαιρναν μετά) άρχιζε ένα δάσος. Έτρεξε προς τα κει και εξαφανίστηκε πίσω από ένα θάμνο. παραδομένη σε

μια αίσθηση ευφορίας. (Πρέπει να είναι κανείς μόνος για να αισθανθεί σε όλη της την έκταση τη χαρά που προξενεί η παρουσία του αγαπημένου προσώπου.)

Έπειτα βγήκε από το δάσος και ξαναβρέθηκε στο δρό­μο' από το σημείο εκείνο φαινόταν το βενζινάδικο' το με-

84

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

γάλο βυτιοφόρο είχε ήδη φύγει και το σπορ αυτοκίνητο προχωρούσε προς την κόκκινη αντλία. Η κοπέλα βάδιζε στο πλάι του δρόμου και κάθε τόσο γύριζε κι έριχνε απλώς μια ματιά. να δει αν έρχεται το σπορ αυτοκίνητο. Επιτέ­λους το είδε' σταμάτησε κι άρχισε να κάνει σήμα, όπως κά­νουν οτοστόπ σ' ένα ξένο αμάξι. Το σπορ αυτοκίνητο φρε­νάρισε ακριβώς δίπλα της. Ο νεαρός έσκυΨε προς το παρά­θυρο, κατέβασε το τζάμι, χαμογέλασε και ρώτησε: «Πού πηγαίνετε, δεσποινίς;» «Μήπως πάτε προς Μπύστριτσα;» ρώτησε τώρα εκείνη μ' ένα φιλάρεσκο χαμόγελο. «Ανεβεί­τε, παρακαλώ» είπε ο νεαρός, ανοίγοντας την πόρτα. Εκεί­νη ανέβηκε και το αυτοκίνητο ξεκίνησε.

3

Ο νεαρός χαιρόταν κάθε φορά που την έβλεπε καλοδιάθε­τη' δεν της συνέβαινε και πολύ συχνά: ήταν αρκετά σκληρή η δουλειά της. σε δυσάρεστη ατμόσφαιρα, με πολλές υπε­ρωρίες που δεν τις πληρωνόταν, και είχε άρρωστη τη μητέ­ρα της στο σπίτι' ήταν συχνά κουρασμένη. δεν είχε και πο­λι) γερά νεύρα, ούτε αυτοπεποίθηση, και έπεφτε εύκολα σε μια κατάσταση φόβου και άγχους. Οπότε αυτός δεχόταν κάθε σημάδι ευθυμίας από μέρους της με την τρυφερή φροντίδα μεγαλύτερου αδερφού. Της χαμογέλασε και είπε: «Τυχερός είμαι σήμερα. Στα πέντε χρόνια που οδηγώ, δε μου 'χει κάνει ποτέ οτοστόπ μια τόσο όμορφη κοπέλα».

Η κοπέλα δεχόταν με ευγνωμοσύνη και το παραμικρό κοπλιμέντο του φίλου της για να παρατείνει λίγο τη ζεστα­σιά του, είπε: «Τι ωραία που τα λέτε τα Ψέματα».

85

ΚΩΜΙΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

«Μοιάζω για Ψεύτης;» «Μοιάζει να σας αρέσει να λέτε ψέματα στις γυναίκες»

του είπε, και χωρίς να το θέλει, λίγο από το παλιό της άγ­χος διαπέρασε τα λόγια της, γιατί όντως πίστευε πως του φίλου της του άρεσε να λέει ψέματα στις γυναίκες.

Αυτός συνήθως θύμωνε με τις ζήλιες της κοπέλας του. αλλά εκείνη τη μέρα μπορούσε εύκολα να μη δώσει σημα­σία. αφού τα λόγια αυτ& δεν απευθύνονταν σ' εκείνον αλλά σ' έναν άγνωστο οδηγό. Αρκέστηκε σε μια τετριμμένη ερώ­τηση: «Σας πειράζει;»

«Αν ήμουν η κοπέλα σας θα με πείραζε» είπε εκείνη, και τα λόγια της περιείχαν ένα διακριτικό μάθημα ηθικής για τον νεαρό' αλλά το τέλος της φράσης της ίσχυε μόνο για τον άγνωστο οδηγό: «αλλά αφού δε σας ξέρω, τι να με πειράξει».

«Μια γυναίκα συγχωρεί πΓ..<ντοτε ευκολότερα έναν ξένο παρά τον φίλο της» (αυτό ήταν τώρα το δικό του διακριτι­κό μάθημα ηθικής προς την κοπέλα)' «οπότε, αφού εμείς είμαστε ξένοι, θα τα πάμε μια χαρά.»

Η κοπέλα έκανε πως δεν έπιασε τη διδακτική απόχρω­ση αυτής της παρατήρησης, και αποφάσισε να απευθύνεται πια αποκλειστικά στον άγνωστο οδηγό: «Τι σημασία έχουν όλ' αυτά, αφού σε λίγα λεπτά θα χωριστοιJμε».

«Γιατί;» ρώτησε εκείνος. «Ε, αφού θα κατέβω στην Μπύστριτσα.» «Κι αν κατέβω κι εγώ μαζί σας;» Στα λόγια αυτά η κοπέλα σήκωσε τα μάτια προς τον νε­

αρό, και τον είδε ακριβώς έτσι όπως τον φανταζόταν τις πιο οδυνηρές στιγμές της ζήλιας της τρόμαζε με τη φιλα­ρέσκεια με την οποία της απευθυνόταν τώρα (σ' αυτή την άγνωστη του οτοστόπ), και η οποία τον έκανε έτσι γοητευ­τικό. Του απάντησε λοιπόν με προκλητική θρασύτητα:

86

ΊΌ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

«Να κατέβετε, να κάνετε τι;» «Δε θα χρειαζόταν και πολλή σκέψη για να δω τι θα έκα­

να με μια τόσο όμορφη κοπέλα» είπε ιπποτικά ο νεαρός, και αυτήν τη φορά απευθυνόταν ξανά πολύ περισσότερο στη δικιά του κοπέλα παρά στην άγνωστη του οτοστόπ.

Τα κολακευτικά αυτά λόγια την έκαναν να αισθανθεί

σαν να τον είχε πιάσει επ' αυτοφώρω, σαν να του είχε απο­σπάσει με κάποιο έξυπνο τέχνασμα μια ομολογία' αισθάν­θηκε μέσα της ένα σύντομο ξέσπασμα έντονου μίσους και είπε: «Σαν να παραείστε σίγουρος για τον εαυτό σας!»

Ο νεαρός την κοίταξε: το όλο πείσμα πρόσωπό της είχε συσπαστεί' ένιωσε γι' αυτήν έναν περίεργο οίκτο και πα­ρακαλούσε να ξαναδεί το συνηθισμένο, οικείο της βλέμμα (το απλό και παιδικό, όπως το έλεγε αυτός)' έσκυψε προς το μέρος της, την αγκάλιασε απ' τους ώμους και, θέλοντας να δώσει ένα τέλος στο παιχνίδι, πρόφερε απαλά το όνομα που της είχε βγάλει ο ίδιος.

Εκείνη όμως τραβήχτηκε και είπε: «Σαν πολύ γρήγορα προχωρήσατε! »

«Με συγχωρείτε, δεσποινίς» έκανε ο νεαρός έπειτα από αυτή την απόκρουση. Κι έμεινε να κοιτάει το δρόμο μπρο­στά του σιωπηλός.

4

Η κοπέλα παραιτήθηκε από τη ζήλια όσο γρήγορα είχε πα­ραδοθεί προηγουμένως σ' αυτήν. Διέθετε τη στοιχειώδη λο­γική για να δει πως όλα αυτά είναι απλώς παιχνίδι' ένιωθε μάλιστα κάπως γελοία που απώθησε το φίλο της σ' ένα ξέ-

87

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

σπασμα ζήλιας ευχόταν μόνο να μην το είχε προσέξει εκεί­

νος. Ευτυχώς, διέθετε τη θαυματουΡΥή ικανότητα να αλλά­

ζει εκ των υστέρων το νόημα των πράξεών της, κι έτσι απο­

φάσισε πως δεν τον είχε απωθήσει από θυμό, αλλά απλώς

Υια να συνεχίσει το παιχνίδι, που ο αυθορμητισμός του ήταν

ό,τι έπρεπε Υια μια πρώτη μέρα διακοπών.

Οπότε, έΥινε και πάλι η κοπέλα του οτοστόπ που μόλις εί­

χε απωθήσει τον υπερβολικά διαχυτικό οδηΥό, αλλά μόνο και

μόνο Υια να καθυστερήσει τη σΤΙΥμή της κατάκτησης και να

την κάνει πιο ερεθιστική. Γuρισε ελαφρά προς το μέρος του

και είπε ναζιάρικα: «Δεν ήθελα να σας πληΥώσω, κUριε».

«ΣυΥνώμη. δε θα σας ξαναΥΥίξω» είπε εκείνος.

Ήταν έξαλλος που δεν τον κατάλαβε και αρνήθηκε να

ξαναΥίνει ο εαυτός της όταν το θέλησε εκείνος κι αφοι)

εκείνη επέμενε να κρατήσει το προσωπείο της, μετέφερε

το θυμό του στην άΥνωστη του οτοστόπ την οποία παρί­

στανε η κοπέλα του' και αποκάλυψε ξαφνικά τη φuση τού

δικοι) του ρόλου: σταμάτησε τις φιλοφρονήσεις. που ήταν

ένας πλάΥιος τρόπος να κολακέψει την κοπέλα του. κι άρχι­

σε να παίζει τον σκληρό που, στις σχέσεις του με τις Υυναί­

κες. προβάλλει τις βιαιότερες πλευρές του ανδρισμοι) του:

ισχυΡΟΥνωμοσUνη. κυνισμό, αυτοπεποίθηση.

Ο ρόλος αυτός ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την τρυ­

φερότητα και τη φροντίδα με την οποία την περιέβαλλε. Η

αλήθεια είναι ότι, προτοι) τη Υνωρίσει, δεν υπήρξε και τόσο

αβρός με τις Υυναίκες. αλλά ακόμα και τότε δεν ήταν καθό­

λου ο τuπος του αναίσθητου και σκληροι) άντρα, Υιατί οuτε

ισχυρή θέληση τον διέκρινε οuτε οι ηθικοί ενδοιασμοί τοι)

έλειπαν. Παρ' όλα αυτά. παρόλο που δεν έμοιαζε σ' αυτό

τον τuπο του άντρα, κάποια εποχή το ήθελε πολU. Ήταν βε­

βαίως μια αρκετά αφελής επιθυμία, αλλά τι να Υίνει: οι

88

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

παιδιάστικες επιθυμίες ξεΥλιστροuν απ' όλες τις παΥίδες

του μυαλοι) του ενηλίκου και επιζοuν καμιά φορά ώς τα

βαθιά Υεράματα. Κι αυτή η παιδιάστικη επιθυμία βρήκε

την ευκαιρία να πάρει σάρκα και οστά στο ρόλο που της

προσφερόταν.

Η σαρκαστική απόσταση που κρατοuσε ο νεαρός τη βό­

λευε πολι) την κοπέλα: την απελευθέρωνε από τον εαυτό

της. Γιατί αυτή η ίδια ήταν η προσωποποίηση της ζήλιας.

Μόλις έπαψε ο φίλος της να επιδεικνuει το ταλέντο τοι) κα­

τακτητή και έδειξε το απόμακρο πρόσωπό του, η ζήλια της

μαλάκωσε. Τώρα μποροuσε να ξεχαστεί και να αφεθεί στον

δικό της ρόλο.

Τον δικό της ρόλο; Ποιο ρόλο;Ένα ρόλο βΥαλμένο από

τη λΟΥοτεχνία της σειράς. Μια άΥνωστη κάνει οτοστόπ όχι

Υια να πάει κάπου αλλά Υια να ξελΟΥιάσει τον άντρα που

κάθεται στο τιμόνι' είναι μια φτηνή ξελΟΥιάστρα που ξέρει

να χρησιμοποιεί περίφημα τα θέλΥητρά της. Η κοπέλα μπή­

κε στο πετσί αυτής της Υελοίας ηρωίδας μυθιστορήματος

με μια ευκολία που την ξάφνιασε και τη μάΥεψε.

Έτσι συνέχισαν το ταξίδι ο ένας πλάι στον άλλο: ένας

οδηΥός και μια κοπέλα που έκανε οτοστόπ δύο άΥνωστοι.

5

Η ξενοιασιά ήταν ό.τι του έλειπε περισσότερο του νεαροι)

στη ζωή του. Ο δρόμος της ζωής του ήταν χαραΥμένος με

αμείλικτη ακρίβεια: η δουλειά του όχι μόνο τον απασχο­

λοι)σε πάνω από οχτώ ώρες καθημερινά αλλά διαπότιζε και

την υπόλοιπη μέρα του με την αναΥκαστική πλήξη των συ-

89

ΚΩ.\1IΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

νεδριάσεων και με τη μελέτη στο σπίτι' μαζί πια και με τα

αδιάκριτα βλέμματα των συναδέλφων η δουλειά του δια­

πότιζε και τον απεφοελάχιστο χρόνο της προσωπικής του ζωής. που ποτέ δεν είχε παραμείνει κρυφή και πολλές φο­

ρές αποτελούσε αντικείμενο κουτσομπολιού και δημόσιων

συζητήσεων. Ακόμα και οι δεκαπενθήμερες διακοπές δεν του πρόσφεραν καμία αίσθηση λύτρωσης ή περιπέτειας ακόμα κι εδώ απλωνόταν η γκριζωπή σκιά ενός αυστηρού

προγραμματισμού' και επειδή τα περιθώρια να βρει κανείς

κατάλυμα για διακοπές ήταν πολύ στενά, αναγκάστηκε να κλείσει δωμάτιο στα Τάτρας έξι μήνες πριν. και πάλι χρειά­

στηκε συστατική επιστολή από το γραφείο του, που το πα­νταχού παρόν πνεύμα του δεν έπαυε έτσι ούτε στιγμή να είναι ενήμερο για την κάθε του κίνηση.

Είχε συμφιλιωθεί τελικά με όλα αυτά. αλλά μερικές φορές

περνούσε από τα μάτια του η φριχτή εικόνα ενός μεγάλου. ίσιου δρόμου όπου έτρεχε κυνηγημένος μπροστά στα μάτια των περαστικών, χωρίς να μπορεί να στρίψει πουθενά. Εκεί­

νη ακριβώς τη στιγμή ζωντάνεψε αυτή η εικόνα, και μ' ένα περίεργο βραχυκι)κλωμα ο φανταστικός δρόμος ταυτίστη­

κε με τον πραγματικό δρόμο στον οποίο οδηγούσε' αυτός ο

περίεργος συνειρμός τον οδήγησε σε μια ξαφνική τρέλα: «Πού είπατε πώς πάτε;» «Στην Μπύστριτσα.» «Και τι πάτε να κάνετε εκεί;» «Έχω κάποιο ραντεβού.» «Με ποιον;» «Με κάποιον κύριο.» Το σπορ αυτοκίνητο μόλις είχε φτάσει σε μια μεγάλη

διασταύρωση. Ο νεαρός έκοψε ταχύτητα για να διαβάσει τις πινακίδες έπειτα έστριψε δεξιά.

90

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

«Κι έτσι και δεν εμφανιστείτε στο ραντεβού σας;»

«Θα φταίτε εσείς και θα πρέπει ν' ασχοληθείτε μαζί μου.» «Δεν προσέξατε πως έστριψα προς το Νόβε Ζάμκυ;» «Σοβαρά; Τρελαθήκατε;» «Μη φοβάστε! Θ' ασχοληθώ εγώ μαζί σας» είπε ο νεαρός. Αμέσως το παιχνίδι πήρε καινούρια τροπή. Το αυτοκί-

νητο δεν απομακρυνόταν μόνο από τον φανταστικό προο­

ρισμό. την Μπύστριτσα. αλλά και από τον πραγματικό. για τον οποίο είχαν ξεκινήσει το πρωί εκείνο: τα Τάτρας και το δωμάτιο που είχαν κλείσει εκεί. Η φανταστική ζωή κατα­πατούσε τα εδάφη της πραγματικής. Ο νεαρός απομακρυ­

νόταν από τον εαυτό του και ταυτόχρονα από τον άτεγκτα χαραγμένο δρόμο απ' όπου δεν είχε παρεκκλίνει ποτέ του.

«Ναι. αλλά μου είπατε πως πηγαίνατε στα Τάτρας» ξαφνιάστηκε η κοπέλα.

«Όπου θέλω πηγαίνω. δεσποινίς. Ελεύθερος άνθρωπος είμαι και κάνω ό.τι θέλω κι ό.τι μου αρέσει.»

6

Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν έφτασαν στο Νόβε Ζάμκυ. Ο νεαρός δεν είχε περάσει ποτέ από εκείνα τα μέρη και

χρειάστηκε λίγο χρόνο να προσανατολιστεί. Σταματούσε

κάθε τόσο και ρωτούσε τους περαστικοι'ις πού υπάρχει ξε­

νοδοχείο. Οι δρόμοι ήταν όλοι σκαμμένοι. και για να φτά­

σουν στο ξενοδοχείο. παρόλο που ήταν πολύ κοντά (όπως

τους έλεγαν όλοι οι περαστικοΟ. έκαναν σχεδόν ένα τέταρ­

το. με χιλιάδες στροφές και παρακάμψεις. Το ξενοδοχείο δεν είχε τίποτα το συμπαθητικό, αλλά ήταν το μοναδικό στην

91

ΚΩΜΤΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

πόλη και ο νεαρός είχε βαρεθεί να οδηγεί. «Περιμέντε με

εδώ» είπε στην κοπέλα και βγήκε απ' τ' αυτοκίνητο.

Μόλις βγήκε, ξανάγινε ο εαυτός του. Ξαφνικά δεν του

άρεσε καθόλου που βρέθηκε σ' ένα μέρος τελείως άσχετο

με τον προορισμό του' πόσο μάλλον που δεν τον είχε ανα­

γκάσει κανένας, κι εδώ που τα λέμε ούτε ο ίδιος το είχε θε­

λήσει. Τα 'βαλε με τον εαυτό του γι' αυτή την τρέλα που του

'ρθε κι έκανε, αλλά έπειτα το πήρε απόφαση: το δωμάτιο

στα Τάτρας μποροι'ισε να περιμένει μία μέρα. και τι το κα­

κό να γιορτάσουν την πρώτη μέρα των διακοπών τους με

κάτι απρόοπτο;

Διέσχισε την τραπεζαρία, που ήταν ασφυκτικά γεμάτη.

πνιγμένη στον καπνό και τη φασαρία. και ρώτησε πού είναι

η ρεσεψιόν. Του έδειξαν το βάθος του χολ, πλάι στη σκάλα,

όπου μια ξανθιά περασμένης ηλικίας ήταν θρονιασμένη κά­

τω από έναν πίνακα γεμάτο κλειδιά' με τα χίλια ζόρια την

κατάφερε να του δώσει το κλειδί του τελευταίου ελεύθερου

δωματίου.

Και η κοπέλα. μόλις έμεινε μόνη. εγκατέλειψε το ρόλο

της. Δεν την πείραξε όμως που άλλαξαν δρομολόγιο. Ήταν

τόσο αφοσιωμένη στο φίλο της. που δεν είχε ποτέ αμφιβο­

λίες για οτιδήποτε έκανε εκείνος, και του πρόσφερε με

εμπιστοσύνη κάθε στιγμή της ζωής της. Έπειτα σκέφτηκε

πως κι άλλες γυναίκες, από αυτές που συναντοι'ισε στα

επαγγελματικά ταξίδια του. θα είχαν μείνει να τον περιμέ­

νουν στο αυτοκίνητό του. όπως αυτή τώρα. Περιέργως, δεν

την αναστάτωσε καθόλου αυτή η σκέψη' χαμογέλασε' της

άρεσε η ιδέα πως τούτη τη φορά η ξένη είναι αυτή' μια

ανέμελη και πρόστυχη ξένη γυναίκα, από αυτές που τόσο τις ζήλευε' της φαινόταν ότι έτσι τις βγάζει απ' το παιχνίδι'

ότι βρήκε τον τρόπο να τους κλέψει τα όπλα τους όη προ-

θ2

ΊΌ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

σφέρει επιτέλους στο φίλο της αυτό που δεν είχε μπορέσει

να του προσφέρει ώς τότε: ελαφρότητα. ξενοιασιά, ξεδια­

ντροπιά' ένιωθε μια περίεργη ικανοποίηση στη σκέψη πως

μόνο αυτή μπορούσε να είναι όλες οι γυναίκες. και έτσι

μπορούσε (μόνο αυτή) να μονοπωλήσει την προσοχή του

καλού της. να την απορροφήσει εξολοκλήρου.

Ο νεαρός άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και οδήγη­

σε την κοπέλα στην τραπεζαρία. Σε μια άκρη. μες στη φα­

σαρία, τη βρομιά και τον καπνό, ανακάλυψε το μοναδικό

ελεύθερο τραπέζι.

7

«Γιά να δούμε τώρα. πώς θ' ασχοληθείτε μαζί μου» είπε

προκλητικά η κοπέλα.

«Τι θα πάρετε για απεριτίφ;»

Δεν τη συγκινούσε ιδιαίτερα το αλκοόλ' έπινε απλώς λί­

γο κρασΙ αλλά της άρεσε το τσέρι. Αυτήν όμως τη φορά

απάντησε επίτηδες: «Μια βότκα».

«Περίφημα» είπε εκείνος. «Ελπίζω να μη μεθι'ισετε.»

«Και λοιπόν;» είπε εκείνη.

Ο νεαρός δεν απάντησε. αλλά φώναξε το γκαρσόνι. πα­

ράγγειλε δύο βότκες και Οι)ο μπριζόλες. Σε λιγάκι το γκαρ­

σόνι έφερε δί>ο ποτήρια και τα άφησε μπροστά τους.

Ο νεαρός ύψωσε το ποτήρι του και είπε: «Στην υγειά σας!»

«Τίποτα πιο πρωτότυπο δε βρήκατε;»

Κάτι στο παίξιμό της είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει' τώ­

ρα που βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο. συνειδητοποίη­

σε πως του φαινόταν άλλη, όχι μόνο από τα λόΥια της. αλλά

93

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

κυρίως επειδή είχε μεταμορφωθεί ολόκληρη, στις κινήσεις του κορμιού της και στις εκφράσεις του προσώπου της, και έμοιαζε αξιοθρήνητα πιστά στο είδος των γυναικών που του ήταν πολύ γνώριμο και του ενέπνεε ελαφρά αηδία,

Οπότε, καθώς κρατούσε πάντα το ποτήρι του ψηλά, διόρ­θωσε την πρόποσή του: «Καλά, δεν πίνω στην υγειά σας, αλ­λά στη συνομοταξία σας, που συνδυάζει τις αρετές του ζωι­κού βασιλείου με τα ελαττώματα του ανθρώπινου γένους»,

«Όταν λέτε "η συνομοταξία μου ", εννοείτε όλες τις γυ­ναίκες;» ρώτησε εκείνη,

«Εννοώ αυτές που σας μοιάζουν.» «Όπως και να 'ναι, δεν το βρίσκω και πολύ πνευματώ­

δες να συγκρίνετε τις γυναίκες με τα ζώα. » «Καλά» απάντησε εκείνος. με υψωμένο πάντα το ποτή­

ρι, «δε θα πιω στη συνομοταξία σας, αλλά στην ψυχή σας συμφωνείτε; Στην ψυχή σας, που παίρνει φωτιά όταν κατε­βαίνει απ' το κεφάλι στην κοιλιά σας. και σβήνει όταν ξα­νανεβαίνει απ' την κοιλιά σας στο κεφάλι σας.»

Σήκωσε κι εκείνη το ποτήρι της. «Σύμφωνοι, στην ψυχή μου που κατεβαίνει στην κοιλιά μου.»

«Άλλη μια μικρή διόρθωση» είπε εκείνος, «Καλύτερα να πιούμε στην κοιλιά σας όπου κατεβαίνει η ψυχή σας.»

«Στην κοιλιά μου» είπε κι εκείνη, και η κοιλιά της (τώρα που την είχαν κατονομάσει) φάνηκε να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα: η κοπέλα αισθανόταν κάθε χιλιοστό της επιδερ­μίδας της.

Έπειτα το γκαρσόνι έφερε τις μπριζόλες. Παράγγειλαν άλλη μια βότκα και σόδα (αυτήν τη φορά ήπιαν στα στήθη της κοπέλας) και η συζήτηση συνεχίστηκε σ' αυτό το πε­ρίεργα ανάλαφρο ύφος. Ο νεαρός εκνευριζόταν όλο χαι πε­ρισσότερο βλέποντας πόσο καλά ήξερε η κοπέλα του να

94

;.

ΤΟ ΠΑΤΧΝΙΔΤ ΊΌΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

φέρεται σαν εύκολη γυναίκα' αφού μπορούσε να την υπο­δύεται τόσο καλά, σκεφτόταν. άρα έτσι ήταν και πραγματι­κά' δηλαδή δεν είχε περάσει μέσα στο πετσί της κάποια ξέ­νη Ψυχή. ουρανοκατέβατη' η γυναίκα την οποία ενσάρκωνε μ' αυτό τον τρόπο ήταν ο πραγματικός της εαυτός ή του­λάχιστον ένα μέρος του εαυτού της που το κρατούσε ώς τότε φυλακισμένο, αλλά που με το πρόσχημα του παιχνι­διού είχε ξεφύγει απ' τη φυλακή του' και σίγουρα θα πί­στευε ότι παίζοντας αυτό το παιχνίδι απαρνιέται τον εαυτό της μήπως όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο; μήπως μέσα ακριβώς από το παιχνίδι γινόταν ο εαυτός της; μήπως μέσα από το παιχνίδι απελευθερωνόταν; Όχι, απέναντί του δεν καθόταν κάποια άλλη με το κορμί της κοπέλας του' ήταν η κοπέλα του, αυτή και καμία άλλη. Την κοιτοιΥσε με αποστροφή που όλο και μεγάλωνε.

Αλλά δεν ήταν μόνο αποστροφή. Όσο πιο ξένη τού ήταν διανοητικά τόσο περισσότερο την ποθούσε σωματικά' η ξε­νικότητα της Ψυχής της χάριζε μοναδικότητα στο κορμί

της ακόμα καλύτερα, η ξενικότητα αυτή έκανε επιτέλους το κορμί της κορμί, σαν να μην είχε υπάρξει ώς τότε για κείνον αυτό το κορμί παρά μόνο μες στην ομίχλη της συ­μπόνιας, της τρυφεράδας, της φροντίδας, της αγάπης και της συγκίνησης σαν να 'χε χαθεί μέσα σ' αυτή την ομίχλη (ναι, σαν να είχε χαθεί το κορμί!). Ο νεαρός είχε την αίσθη­ση πως πρώτη φορά βλέπει το κορμί της κοπέλας του.

Μετά την τρίτη βότκα με σόδα η κοπέλα σηκώθηκε. «Με συγχωρείτε» είπε φιλάρεσκα.

«Μπορώ να ρωτήσω πού πάτε, δεσποινίς;» «Για κατούρημα, με την άδειά σας» είπε εκείνη, και πέ­

ρασε ανάμεσα απ' τα τραπέζια προς τη βελούδινη κουρτί­να στο βάθος της τραπεζαρίας.

95

------ --"'-----------

ΚΩΜ lκΟ! EPΩTI�Σ

8

Χάρηκε που τον άφησε εμβρόντητο μ' αυτήν τη λέξη, την ανώδυνη βεβαίως, που εκείνος όμως δεν την είχε ακούσει ποτέ απ' το στόμα της κατά τη γνώμη της, τίποτα δεν εξέ­φραζε καλύτερα τον τύπο γυναίκας τον οποίο υποδυόταν από την έμφαση που έδωσε φιλάρεσκα στην επίμαχη λέξη' ναι, ήταν ευχαριστημένη. ήταν σε εξαιρετική διάθεση' το παιχνίδι τη συνάρπαζε' της χάριζε πρωτόγνωρες αισθήσεις: λόγου χάρη την αίσθηση μιας ανεύθυνης ξενοιασιάς.

Αυτή που πάντοτε έτρεμε για το αμέσως επόμενο λε­πτό, ξαφνικά ένιωθε τελείως χαλαρά. Η ξένη ζωή στην οποία βρέθηκε ξαφνικά βυθισμένη ήταν μια ζωή χωρίς ντροπές, χωρίς βιογραφικά στοιχεία, χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον, χωρίς υποχρεώσεις ήταν μια ασυνήθιστα ελεύθερη ζωή. Απ' τη στιγμή που έγινε η κοπέλα του οτο­στόπ. μπορούσε να κάνει οτιδήποτε' της επιτρέπονταν τα πάντα' μπορούσε να πει. να κάνει, να νιώσει τα πάντα.

Καθώς διέσχιζε την τραπεζαρία πρόσεξε πως την παρα­τηρούσαν απ' όλα τα τραπέζια' ήταν κι αυτό μια πρωτό­γνωρη αίσθηση: η ξεδιάντροπη ηδονή που της χάριζε το κορμί της. Ίσαμε τότε δεν είχε κατορθώσει να ξεφύγει εντε­λώς απ' το δεκατετράχρονο κορίτσι που ντρεπόταν για τα στήθη του και είχε μια δυσάρεστη αίσθηση απρέπειας, έτσι που τα έβλεπε να προεξέχουν απ' το κορμί του. να είναι ορατά. Κι ενώ ήταν περήφανη για την ομορφιά της και το καλοφτιαγμένο κορμί της. η συστολή μετρίαζε αμέσως την περηφάνια της: καταλάβαινε πολύ καλά πως η γυναικεία ομορφιά λειτουργεί προπαντός σαν σεξουαλική πρόκληση. κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου' ήθελε το κορμί της να

96

ΤΟ ΠΑΙΧΝΤΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

απευθύνεται μόνο στον άντρα που αγαπούσε' όταν κοιτοι)­σαν το στήθος της οι άντρες στο δρόμο. είχε την αίσθηση πως τα βλέμματα αυτά κηλίδωναν κάπως τον πιο απόκρυ­φο κόσμο της. που ανήκε μονάχα σ' αυτήν και στον εραστή της. Αλλά τώρα ήταν η κοπέλα τού οτοστόπ. η γυναίκα χω­ρίς πεπρωμένο' είχε ελευθερωθεί από τις τρυφερές αλυσί­δες του έρωτά της κι άρχιζε να αποκτά όλο και πιο έντονα συνείδηση του κορμιού της και όσο πιο ξένα ήταν τα βλέμ­ματα που το παρατηρούσαν τόσο πιο πολύ την ερέθιζε το κορμί αυτό.

Τη στιγμή που περνούσε πλάι από το τελευταίο τραπέ­ζι. ένας άντρας μισομεθυσμένος. θέλοντας να κάνει τον κο­σμογυρισμένο, της φώναξε στα γαλλικά: «Πόσο πάει. δε­σποινίς;»

Η κοπέλα κατάλαβε. Φούσκωσε το στήθος και άρχισε να ζει έντονα κάθε κίνηση των γοφών της έπειτα χάθηκε πίσω απ' την κουρτίνα.

9

Ήταν ένα περίεργο παιχνίδι. Περίεργο. γιατί ο νεαρός, ενώ υποδυόταν λόγου χάρη τέλεια τον άγνωστο οδηγό. δεν έπαυε ούτε στιγμή να βλέπει, στο πρόσωπο της κοπέλας του οτοστόπ, την κοπέλα του. Κι αυτό ακριβώς ήταν οδυ­νηρό' έβλεπε την κοπέλα του να σαγηνεύει έναν άγνωστο και είχε το θλιβερό προνόμιο να παρίσταται στη σκηνή' να βλέπει από κοντά πώς έδειχνε και τι έλεγε όταν τον απα­τούσε (όταν θα τον απατούσε)' είχε την παράδοξη τιμή να χρησιμεύει ο ίδιος σαν δόλωμα για την απιστία της.

97

ΚΩΜΙ ΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Το χειρότερο είναι πως δεν την αγαπούσε απλώς: τη λά­τρευε' σκεφτόταν πάντοτε πως η κοπέλα αυτή είναι πραγ­

ματική μόνο μέσα στα όρια της πίστης και της αγνότητας και πως πέρα από αυτά τα όρια απλούστατα δεν υπάρχει' πως πέρα από αυτά τα όρια θα έπαυε να είναι ο εαυτός της. όπως παύει να είναι νερό το νερό πέρα από το σημείο βρα­

σμού. Κι όταν την έβλεπε να ξεπερνά αυτά τα φριχτά όρια με τόσο φυσική κομΨότητα, του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι.

Η κοπέλα γύρισε από τις τουαλέτες και παραπονέθηκε: «Ένας τύπος μού είπε: Πόσο πάει, δεσποινίς;»

«Γιατί σας κάνει εντύπωση! Μοιάζετε με πόρνη. » «Και ποιος σας είπε πως με νοιάζει;» «Τότε γιατί δε μένατε μ' εκείνο τον κύριο;» «Μα αφού είμαι μαζί σας. » «Μπορείτε να βρεθείτε αργότερα. Απλώς συνεννοηθείτε

μαζί του. » «Δε μου αρέσει όμως. » «Πάντως δε θα σας πείραζε καθόλου να έχετε πολλούς

άντρες σε μια νύχτα. » «Γιατί όχι; Άμα είναι ωραίοι. » «Και τους προτιμάτε έναν έναν ή όλους μαζί;» «Δεν έχω πρόβλημα. » Η συζήτηση χόντραινε όλο και περισσότερο' αυτό τη σό­

καρε λίγο την κοπέλα. αλλά δεν μπορούσε να διαμαρτυρη­θεί. Ακόμα και στο παιχνίδι δεν είναι ελεύθερος κανείς: το παιχνίδι είναι παγίδα για τον παίκτη' αν δεν επρόκειτο για παιχνίδι κι ο οδηγός με την κοπέλα του οτοστόπ ήταν δυο άγνωστοι μεταξύ τους, η κοπέλα θα είχε προσβληθεί και θα είχε φύγει από ώρα' αλλά απ' το παιχνίδι δεν υπάρχει δια­φυγή' η ομάδα δεν μπορεί να φύγει από το γήπεδο προτού τελειώσει ο αγώνας, τα πιόνια στο σκάκι δεν μπορούν να

98

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΩ

βγουν απ τα τετραγωνάκια της σκακιέρας τα όρια του αγωνιστικού χώρου είναι αδιάβατα. Η κοπέλα ήξερε πως είναι υποχρεωμένη να δεχτεί τα πάντα. επειδή ακριβώς επρόκειτο για παιχνίδι. Ήξερε πως όσο πιο ακραίο γινόταν το παιχνίδι τόσο περισσότερο παιχνίδι θα ήταν και τόσο πε­ρισσότερο θα ήταν υποχρεωμένη αυτή να παίξει υπάκουα. Και δεν είχε νόημα να επιστρατεύσει τη λογική και να προ­ειδοποιήσει τη ζαλισμένη ψυχή της να κρατήσει τις απο­στάσεις της, να μην παίρνει στα σοβαρά το παιχνίδι. Ακρι­βώς επειδή ήταν παιχνίδι και μόνο, η ψυχή δεν αισθανόταν φόβο. δεν αμυνόταν. και αφηνόταν στο παιχνίδι όπως αφή­νεται κανείς σ' ένα ναρκωτικό.

Ο νεαρός φώναξε το γκαρσόνι και πλήρωσε. Έπειτα ση-κώθηκε και είπε: «Πάμε».

10

«Πού δηλαδή;» έκανε πως δεν καταλαβαίνει η κοπέλα. «Άσε τις ερωτήσεις και πάμε!» «Πώς μου μιλάτε έτσι;» «Έτσι μιλάω εγώ στις πουτάνες. »

Ανέβαιναν την κακοφωτισμένη σκάλα' στο κεφαλόσκαλο περίμεναν έξω απ' τις τουαλέτες κάτι μισομεθυσμένοι άντρες. Ο νεαρός έβαλε το χέρι του γύρω απ' τους ώμους της κοπέλας και της έπιασε το ένα στήθος. Το είδαν οι άντρες έξω απ' τις τουαλέτες κι άρχισαν τα πειράγματα. Η

κοπέλα έκανε να τραβηχτεί. αλλά ο νεαρός τής είπε απότο­μα: «Ήσυχα!» και οι άντρες χαιρέτισαν τη φράση του με βίαιες εκφράσεις αλληλεγγι>ης και με προστυχόλογα για

99

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

την κοπέλα. Είχαν φτάσει στο πρώτο πάτωμα. Ο νεαρός άνοιξε την πόρτα του δωματίου και γύρισε το διακόπτη.

Ήταν ένα μικρό δίκλινο, μ' ένα τραπέζι, μια καρέκλα κι ένα νιπτήρα. Ο νεαρός κλείδωσε και στράφηκε στην κοπέ­λα. Εκείνη στεκόταν μπροστά του, με μια αυθάδη ηδυπά­θεια στο βλέμμα, σαν να του πετούσε το γάντι. Την κοιτού­σε και προσπαθούσε να ανακαλύψει, πίσω από αυτήν τη λάγνα έκφραση, τα γνώρψά του χαρακτηριστικά, αυτά που τόσο τρυφερά αγαπούσε. Ήταν σαν να κοιτούσε δύο εικόνες μέσα από τον ίδιο φακό, δύο εικόνες τη μια πάνω στην άλλη, που τις έβλεπε, σαν να 'ταν διάφανες, τη μια μέσα απ' την άλλη. Αυτές οι δύο επάλληλες εικόνες τοl) έλεγαν πως η κοπέλα του μπορούσε να περιέχει τα πάvτα,

πως η ψυχή της ήταν τρομαχτικά απροσδιόριστη. πως μέσα εκεί η πίστη έβρισκε θέση πλάι στην απιστία. η προδοσία πλάι στην αθωότητα, η κοκεταρία πλάι στη συστολή' αυτό το άτσαλο ανακάτεμα του φαινόταν εξίσου αποκρουστικό με το παρδαλό συνονθύλευμα ενός σωρού σκουπιδιών. Οι δύο επάλληλες εικόνες εξακολουθούσαν να προβάλλουν η μία μέσα απ' την άλλη, και ο νεαρός κατάλαβε πως η δια­φορά ανάμεσα στην κοπέλα του και τις άλλες γυναίκες ήταν εντελώς επιφανειακή και πως βαθιά μέσα της η κοπέ­λα του ήταν ίδια με τις άλλες γυναίκες: ίδιες σκέψεις. ίδια συναισθήματα. ίδια ελαττώματα. γεγονός που δικαιολο­γούσε τις κρυφές του αμφιβολίες και ζήλιες κατάλαβε πως η εντύπωση από το περίγραμμα που όριζε την προσωπικό­τητά της ήταν απλώς Ψευδαίσθηση στην οποία παραδιδό­ταν ο άλλος, αυτός που κοιτούσε, δηλαδή ο ίδιος. Του φά­νηκε πως η κοπέλα την οποία είχε αγαπήσει ήταν απλώς γέννημα του πόθου του. της σκέψης του. της εμπιστοσύνης του. ενώ η πραΥματική κοπέλα που έστεκε τώρα μπροστά

100

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΤ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

του ήταν απελπιστικά άλλη. απελπιστικά ξέvη. απελπιστι­κά πολύμορφη. Τη μισούσε.

«Τι κάθεσαι; Γδύσου!» «Είναι απαραίτητο;» είπε εκείνη, χαμηλώνοντας φιλά­

ρεσκα το κεφάλι. Του φάνηκε πολύ οικείος αυτός ο τόνος, σαν να του το

είχε πει παλιά αυτό και κάποια άλλη. μόνο που τώρα δε θυμόταν ποια. Ήθελε να την ταπεινώσει. Όχι την κοπέλα του οτοστόπ, αλλά αυτήν, την κοπέλα του. Το παιχνίδι τε­λικά γινόταν ένα με τη ζωή. Το παιχνίδι της ταπείνωσης της κοπέλας του οτοστόπ ήταν απλώς πρόσχημα για να τα­πεινώσει την κοπέλα του. Είχε ξεχάσει πως παίζει ένα παι­χνίδι. Μισούσε τη γυναίκα που είχε μπροστά του. Την κοί­ταξε καλά καλά' έπειτα έβγαλε απ' το πορτοφόλι του πε­νήντα κορόνες: «Φτάνουν;» της είπε.

Εκείνη πήρε το χαρτονόμισμα και είπε: «Δεν είστε και

πολl) γενναιόδωρος». «Δεν αξίζεις περισσότερα» είπε εκείνος. Εκείνη σφίχτηκε πάνω του: «Γιατί μου φέρεσαι έτσι;

Πιο γλυκός πρέπει να 'σαι. Προσπάθησε λιγάκι!» Τον αγκάλιασε και πλησίασε το στόμα της στο δικό του.

Αλλά εκείνος ακούμπησε τα δάχτυλά του στα χείλη της και την απώθησε μαλακά: «Φιλάω μόνο τις γυναίκες που αγα­πάω» είπε.

«Κι εμένα δε μ' αγαπάς;» «Όχι. » «Και ποιαν αγαπάς;» «Τι σε νοιάζει εσένα; Γδύσου!»

101

ιωΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

11

Ποτέ της δεν είχε γδυθεί έτσι. Η ντροπή. η αίσθηση πανι­κού, ο ίλιγγος. όλα όσα ένιωθε όταν γδυνόταν μπροστά του (χωρίς να μπορεί να κρυφτεί στο σκοτάδι), όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί. Στεκόταν μπροστά του, σίγουρη για τον εαυ­τό της. προκλητική. λουσμένη στο φως. κατάπληκτη που ανακάλυψε ξαφνικά τις άγνωστες ώς τότε γι' αυτήν κινή­σεις ενός αργού. μεθυστικού στριπτίζ. Προσέχοντας τον τρόπο που την κοιτούσε εκείνος. έβγαζε ένα ένα τα ροι)χα της. με ερωτικές κινήσεις. απολαμβάνοντας το κάθε στάδιο αυτού του ξεγυμνώματος.

Και ξαφνικά βρέθηκε να στέκεται ολόγυμνη μπροστά του' και τότε σκέφτηκε πως δεν πάει άλλο αυτό το παιχνί­δι' πως. από τη στιγμή που πέταξε τα ρούχα της, πέταξε και τη μάσκα της κι έμεινε γυμνή. που σήμαινε πως ήταν πια ο εαυτός της. κι ο νεαρός έπρεπε τώρα να κάνει ένα βήμα προς το μέρος της, μια κίνηση με το χέρι. μια κίνηση που θα τα έσβηνε όλα. και που μετά απ' αυτήν θα έρχονταν μόνο οι πιο προσωπικές ερωτικές στιγμές τους. Ήταν λοι­πόν γυμνή μπροστά του και είχε σταματήσει το παιχνίδι' αισθανόταν αμήχανα, και τότε εμφανίστηκε στο πρόσωπό της εκείνο το ντροπαλό και αβέβαιο χαμόγελο που ανήκε πράγματι σ' αυτήν και μόνο.

Εκείνος όμως έμενε ακίνητος. δεν έκανε καμία κίνηση που να σημάνει το τέλος του παιχνιδιού. Δεν έβλεπε το τό­σο γνώριμο χαμόγελό της δεν έβλεπε μπροστά του παρά μόνο το ωραίο. άγνωστο σώμα της κοπέλας του, που τη μι­σούσε. Το μίσος ξέπλενε την ηδυπάθειά του από κάθε συ­ναισθηματικό επίχρισμα. Η κοπέλα έκανε να πάει κοντά

102

rl

ΊΌ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

του. αλλά εκείνος της είπε: «Μείνε εκεί που είσαι, να σε

βλέπω καλά». Ένα μόνο ήθελε πια, να την αντιμετωπίσει

σαν πόρνη. Δεν είχε όμως γνωρίσει ποτέ του πόρνες. και η

ιδέα που είχε γι' αυτές προερχόταν απ' τα βιβλία κι απ'

όσα είχε ακουστά. Μια τέτοια εικόνα έφερε λοιπόν στο νου

του, και το πρώτο πράγμα που είδε ήταν μια γυναίκα με

μαύρα εσώρουχα που χόρευε πάνω στο γυαλιστερό καπά­

κι ενός πιάνου. Δεν υπήρχε πιάνο στο δωμάτιο του ξενοδο­

χείου, υπήρχε μόνο ένα μικρό τραπέζι κολλητά στον τοίχο.

καλυμμένο μ' ένα τραπεζομάντιλο. Πρόσταξε την κοπέλα

του ν' ανέβει πάνω στο τραπέζι. Εκείνη έκανε μια ικετευτι­

κή κίνηση, αλλά εκείνος είπε: «Γι' αυτό πληρώθηκες».

Μπροστά στην αμετακίνητη αποφασιστικότητα που διά­

βασε στο βλέμμα του, η κοπέλα προσπάθησε να συνεχίσει το

παιχνίδι, αλλά δεν μπορούσε πια, δεν ήξερε πώς. Με δάκρυα

στα μάτια ανέβηκε στο τραπέζι. Το τραπέζι ήταν μόλις ένα

επί ένα, και είχε κι ένα πόδι κοντύτερο' κι εκείνη. όρθια πά­

νω σ' αυτό το τραπέζι. φοβόταν μη χάσει την ισορροπία της.

Εκείνος όμως απολάμβανε τη θέα του γυμνού κορμιού

που ορθωνόταν μπροστά του. και η γεμάτη συστολή αβε­

βαιότητα της κοπέλας τον έκανε ακόμα πιο τυραννικό. Ήθε­

λε να δει αυτό το κορμί σ' όλες τις στάσεις κι απ' όλες τις

γωνίες, όπως φανταζόταν πως το είχαν δει και θα το έβλε­

παν άλλοι άντρες. Φερόταν χοντροκομμένα, χυδαία. Χρησι­

μοποιούσε λέξεις που αυτή δεν τον είχε ακούσει να τις ξε­

στομίζει ποτέ. Τώρα η κοπέλα ήθελε να αντισταθεί. να ξε­

φύγει απ' αυτό το παιχνίδι' τον φώναξε με τ' όνομά του, αλ­

λά εκείνος της έβαλε τις φωνές. από πού κι ώς πού του μι­

λάει με τέτοια οικειότητα. Έτσι. σαστισμένη κι έτοιμη να ξε­

σπάσει σε κλάματα. υπάκουσε τελικά, έσκυψε μπροστά. έκα­

τσε στις φτέρνες, σι>μφωνα με τις επιθυμίες του φίλου της,

103

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

χαιρέτησε στρατιωτικά. κι έπειτα ξεβιδώθηκε να του χο­ρεύει τουίστ σε κάποια απότομη κίνηση. όταν γλίστρησε το τραπεζομάντιλο κάτω απ' τα πόδια της και παραλίγο να πέσει, ο νεαρός την άρπαξε και την τράβηξε στο κρεβάτι.

Έσμιξε μαζί της. Η κοπέλα χάρηκε που επιτέλους στα­μάτησε αυτό το άθλιο παιχνίδι, που θα ήταν και πάλι οι δυο τους, έτσι όπως ήταν και προηγουμένως και έτσι όπως αγα­πιόνταν. Θέλησε να πιέσει τα χείλη της πάνω στα δικά του, αλλά εκείνος την απώθησε και επανέλαβε πως φιλάει μόνο τις γυναίκες που αγαπάει. Η κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς. Αλλά ούτε και να κλάψει δεν αξιώθηκε τελικά. γιατί το βί­αιο πάθος του φίλου της κυρίευε σιγά σιγά το κορμί της, και το κορμί της έπνιξε στο τέλος το παράπονο της Ψυχής της. Σύντομα στο κρεβάτι έμειναν δυο κορμιά σε απόλυτη αρμονία. δυο αισθησιακά κορμιά ξένα μεταξύ τους. Αυτό ακριβώς που μια ζωή φοβόταν η κοπέλα όσο τίποτα στον κόσμο και το είχε αποφύγει επιμελώς ώς τώρα: τον έρωτα χωρίς συναίσθημα και χωρίς αγάπη. Ήξερε πως είχε διαβεί τα απαγορευμένα σύνορα, πέρα από τα οποία προχωρούσε πλέον χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό και συμμετέχοντας απόλυτα' μόνο που σε κάποια μακρινή γωνιά του μυαλού της ένιωθε κάτι σαν τρόμο στη σκέψη ότι ποτέ της δεν είχε γνωρίσει τέτοια και τόση ηδονή όσο αυτήν τη φορά -πέρα από αυτά τα σύνορα.

12

Έπειτα τέλειωσαν όλα. Ο νεαρός τραβήχτηκε από την κο­πέλα και. φτάνοντας το μακρύ κορδόνι που κρεμόταν πά-

104

το ΠΑΙΧΝΙΔ.Ι ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

νω απ' το κρεβάτι. έσβησε το φως. Δεν ήθελε να βλέπει το

πρόσωπό της. Ήξερε πως το παιχνίδι είχε τελειώσει, αλλά

δεν είχε καμία διάθεση να επιστρέψει στην κανονική τους σχέση' τη φοβόταν αυτή την επιστροφή. Ήταν ξαπλωμένος

πλάι στην κοπέλα στα σκοτεινά. έτσι όμως που να μην αγ­

γίζονται τα κορμιά τους.

Έπειτα από λίγο άκουσε τα πνιχτά αναφιλητά της το

χέρι της άγγιξε το χέρι του με μια δειλή. παιδιάστικη κίνη­ση' τον άγγιξε, τραβήχτηκε, τον ξανάγγιξε, κι έπειτα, μέσα

απ' τ' αναφιλητά, ακούστηκε μια ικετευτική φωνή που τον

φώναζε με τ' όνομά του κι έλεγε: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ ... »

Ο νεαρός σώπαινε. έμενε ακίνητος και συνειδητοποιού­σε τη θλιβερή κενότητα της διαβεβαίωσης της κοπέλας του. όπου το άγνωστο οριζόταν διά του αγνώστου.

Τα αναφιλητά έδωσαν τη θέση τους σ' ένα ηχηρό κλάμα'

η κοπέλα επαναλάμβανε συνέχεια αυτήν τη συγκινητική

κενολογία: «Είμαι εγώ. είμαι εγώ. είμαι εγώ ... »

Τότε ο νεαρός αποφάσισε να καλέσει σε βοήθεια τη συ­

μπόνια (και χρειάστηκε να την καλέσει από μακριά, γιατί δε βρισκόταν πουθενά εκεί κοντά). για να μπορέσει να πα­

ρηγορήσει την κοπέλα. Είχαν άλλες δεκατρείς μέρες διακο­

πές μπροστά τους.

ΤΟ ΣΤΜΠΟΣΙΟ

Ό

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

Ο θάλαμος εφημερίας

Ο θάλαμος εφημερίας (σε οποιοδήποτε τμήμα ενός οποιου­

δήποτε νοσοκομείου μιας οποιασδήποτε πόλης) συγκέ­

ντρωσε πέντε διαφορετικά άτομα και έπλεξε τις πράξεις τους και τις κουβέντες τους σε μια κοινότοπη και γι' αυτό

ιδιαίτερα διασκεδαστική ιστορία. Είναι ο Χάβελ ο γιατρός με μια νοσοκόμα. την Ελίζα­

μπετ (σε νυχτερινή βάρδια και οι δυο), και άλλοι δύο για­

τροί (που κάποιο μάλλον ασήμαντο πρόσχημα τους έφερε

εδώ για κουβεντολόι μαζί με μερικά μπουκάλια κρασΟ: ο φαλακρός διευθυντής του τμήματος και μια όμορφη για­

τρός γΙJρω στα τριάντα, από άλλο τμήμα, που σ' όλο το νο­

σοκομείο όμως ξέρουν πως κοιμάται με τον διευθυντή. (Ο διευθυντής είναι βεβαίως παντρεμένος, και μόλις πριν

ξεστόμισε την προσφιλή του φράση, απ' την οποία καταλα­

βαίνουμε το χιούμορ του αλλά και τις προθέσεις του: «Αγα­

πητοί συνάδελφοι, η μεγαλύτερη δυστυχία για τον άντρα

είναι ο ευτυχισμένος γάμος. Καμία ελπίδα για διαζύγιο».)

Εκτός από αυτά τα τέσσερα πρόσωπα υπάρχει και πέ­

μπτο, αλλά δεν είναι τώρα εδώ, γιατί είναι ο μικρότερος

και τον έστειλαν να φέρει άλλο ένα μπουκάλι κρασί. Και

υπάρχει κι ένα παράθυρο, που είναι σημαντικό, επειδή εί­

ναι ανοιχτό. και απ' έξω, απ' το σκοτάδι. περνάει μέσα στο

δωμάτιο μια ζεστή, φεγγαρόλουστη καλοκαιριάτικη νύχτα,

109

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

γεμάτη αρώματα. Και τέλος, υπάρχει και μια ευχάριστη διάθεση, όπως μαντεύουμε από την ευφρόσυνη φλυαρία όλων τους, και ιδιαίτερα του διευθυντή, που ακούει τις αε­

ρολογίες του με αφτιά ερωτευμένου.

Λίγο αργότερα (κι εδώ αρχίζει η δική μας ιστορία) πα­

ρατηρείται μια κάποια ένταση: η Ελίζαμπετ ήπιε παραπά­

νω απ' όσο επιτρέπεται σε νοσοκόμα εν ώρα υπηρεσίας,

και σαν να μην έφτανε αυτό εκδηλώνει απέναντι στον Χά­

βελ μια ηδυπαθή φιλαρέσκεια, η οποία τον εκνευρίζει και

προκαλεί απ' τη μεριά του μια μάλλον έντονη επίπληξη,

Η επίπληξη του Χάβελ

«Αγαπητή μου Ελίζαμπετ, δε σε καταλαβαίνω. Κάθε μέρα

τσαλαβουτάς μέσα σε πυΟΡΡΟΟΙJσες πληγές, κάνεις ενέσεις

σε ζαρωμένους γερονΤΙΚΟΙJς πισινούς. κάνεις κλιJσματα.

αδειάζεις πάπιες. Η μοίρα σού έδωσε την αξιοζήλευτη ευ­

καιρία να αντιληφθείς τη σαρκική φύση του ανθρώπου σ'

όλη τη μεταφυσική ματαιότητά της. Αλλά η ζωτικότητά σου

αρνείται ν' αΚΟΙJσει τη λογική. Τίποτα δεν μπορεί να κλονί­

σει την πεισματική επιθυμία σου να είσαι ένα κορμί και τί­

ποτα παραπάνω. Τα στήθη σου τρίβονται πάνω στους άντρες από πέντε μέτρα απόσταση! Με πιάνει ίλιγγος, μ'

αυτές τις ατέλειωτες σπείρες που ζωγραφίζουν τα ακατα­

πόνητα οπίσθιά σου καθώς περπατάς. Τι διάβολο, τράβα λίγο πιο πέρα! Τα στήθη σου είναι πανταχού παρόντα, σαν

το Θεό! Έχεις ήδη αργήσει δέκα λεπτά για τις ενέσεις!»

110

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

Ο Χάβελ είναι σαν το θάνατο' παίρνει τα πάντα

«Δε μου λες, Χάβελ» είπε ο διευθυντής όταν βγήκε (εμφα­

νώς θιγμένη) απ' το θάλαμο εφημερίας η Ελίζαμπετ, κατα­

δικασμένη να κάνει ενέσεις σε δύο γέρικους πισινούς,

«μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί αποκρούεις με τέτοιο πεί­

σμα αυτήν τη δόλια την Ελίζαμπετ;»

Ο Χάβελ ήπιε μια γουλιά και απάντησε: «Μη με παρεξη­

γήσετε. Δεν έχει να κάνει με το ότι είναι άσχημη ή ότι τα 'χει

πια τα χρονάκια της. Πιστέψτε με, έχω πάει και με ασχη­

μότερες γυναίκες στη ζωή μου και με πολύ μεγαλύτερες».

«Ναι, σε ξέρουμε: είσαι σαν το θάνατο' παίρνεις τα πά­

ντα. Αφού όμως παίρνεις τα πάντα, γιατί δεν παίρνεις και

την Ελίζαμπετ;»

«Ίσως» είπε ο Χάβελ «επειδή εκδηλώνει τόσο απροκά­

λυπτα τον πόθο της, που μοιάζει με διαταγή. Είπατε πως

με τις γυναίκες είμαι σαν το θάνατο. Μόνο που του θανά­

του δεν του αρέσει να παίρνει διαταγές.»

Η μεγαλύτερη επιτυχία του διευθυντή

«Νομίζω πως σε καταλαβαίνω» είπε ο διευθυντής. «Όταν

ήμουν κάμποσα χρόνια νεότερος, γνώρισα μια κοπέλα που

πήγαινε με όλους, κι επειδή ήταν όμορφη, θέλησα να πάω

κι εγώ μαζί της. Ε λοιπόν. δε με ήθελε! Πήγαινε με τους συ­

ναδέλφους μου. με τον οδηγό. με τον μάγειρα, μ' αυτόν που

κουβαλούσε τα φορεία με τα πτώματα. μόνο μ' εμένα δεν

ερχόταν. Το διανοείστε;»

111

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Φυσικά» έκανε η γιατρός.

«Αν θέλετε να μάθετε» είπε εκνευρισμένος ο διευθυ­

ντής, που μπροστά σε κόσμο μιλούσε στην ερωμένη του

στον πληθυντικό. «την εποχή εκείνη είχα μόλις τελειώσει τη

σχολή και είχα μεγάλες επιτυχίες. Πίστευα πως κάθε γυ­ναίκα είναι προσιτή, κι είχα καταφέρει να το αποδείξω με γυναίκες που τις πλησίαζες μάλλον δύσκολα. Αλλά, βλέπε­τε. μ' αυτή την τόσο εύκολη κοπέλα απέτυχα.»

«Έτσι που σας ξέρω, σίγουρα θα 'χετε μια θεωρία για το θέμα» είπε ο Χάβελ.

«Ναι» είπε ο διευθυντής. «ο ερωτισμός δεν είναι πόθος

απλώς και μόνο για ένα άλλο κορμί, αλλά εξίσου πόθος και

για διάκριση. Ο σύντροφος που αποκτούμε, που μας νοιάζε­ται και μας αγαπάει, γίνεται ο καθρέφτης μας, αποτελεί το μέτρο της σημασίας και της αξίας μας. Από αυτή την άπο­

ψη, η μικρή μου πόρνη είχε δύσκολο έργο. Όταν πηγαίνεις με τον καθένα. παύεις πια να πιστεύεις πως κάτι τόσο κοινό

όπως η ερωτική πράξη μπορεί να έχει ακόμα οποιαδήποτε

σημασία. Κι έτσι αναζητείς την πραγματική ερωτική διάκρι­

ση στην αντίθετη κατεύθυνση. Μόνο ένας άντρας που θα την

ήθελε κι εκείνη θα τον απέρριπτε μπορούσε να προσφέρει

στη μικρή μου πόρνη 7,0 μέτρο της αξίας της. Κι επειδή η ίδια ήθελε να είναι στα μάτια της η καλύτερη κι η ομορφότε­ρη. φάνηκε υπερβολικά αυστηρή και απαιτητική όταν έπρε­

πε να διαλέξει αυτόν, τον μοναδικό, που θα τον ξεχώριζε με την άρνησή της. Τελικά διάλεξε εμένα, και τότε εγώ κατά­

λαβα πως ήταν μια εξαιρετική διάκριση, και σήμερα ακόμα θεωρώ πως ήταν η μεγαλύτερη ερωτική επιτυχία μου.»

«Έχετε ένα εκπληκτικό ταλέντο να παρουσιάζετε το μαι'φο άσπρο» είπε η γιατρός.

«Σας έθιξε που δε θεωρώ εσάς τη μεγαλύτερη ερωτική

112

ΤΟ Σγ.vrΠΟΣΙΟ

επιτυχία μου;» είπε ο διευθυντής. «Πρέπει να με καταλά­

βετε. Αν και είστε ενάρετη γυναίκα, δεν είμαι για σας (και

να ξέρατε πόσο με θλίβει αυτό) ούτε ο πρώτος ούτε ο τε­

λευταίος. ενώ για κείνη τη μικρή πόρνη ήμουν. Να 'στε σί­

γουρη, δε μ' έχει ξεχάσει ποτέ, και ακόμα και σήμερα θυ­

μάται με νοσταλγία πως με απέκρουσε. Αλλά την ιστορία

αυτή την είπα απλώς για να δείξω την αναλογία με τη στά­

ση του Χάβελ απέναντι στην Ελίζαμπετ.»

Ελευθερίας εγκώμιο

«Θεέ και Κύριε» έκανε ο Χάβελ. «δε φαντάζομαι να εννο­

είτε πως αναζητώ στην Ελίζαμπετ το μέτρο της ανθρώπινης

αξίας μου!»

«Όχι βέβαια!» έκανε σαρκαστικά η γιατρός. «Αυτό μας

το εξηγήσατε ήδη: η προκλητική στάση της Ελίζαμπετ σας

δίνει την εντύπωση διαταγής, κι εσείς θέλετε να διατηρήσε­

τε την ψευδαίσθηση πως διαλέγετε μόνος σας τις γυναίκες

με τις οποίες θα πάτε.»

«Ξέρετε. μια και μιλάμε ανοιχτά. δεν είναι ακριβώς αυ­

τό» είπε σκεφτικός ο Χάβελ στον διευθυντή. «Στην πραγ­

ματικότητα αστειευόμουν όταν έλεγα πως μ' ενοχλεί η προ­

κλητική στάση της Ελίζαμπετ. Εδώ που τα λέμε, έχω πάει

με πολύ πιο προκλητικές γυναίκες και με βόλευε μια χαρά

η προκλητικότητά τους, γιατί επιτάχυνε την πορεία των

πραγμάτων. »

«Τότε γιατί στο καλό δεν πας με την Ελίζαμπετ;» φώ­

ναξε ο διευθυντής.

«Η ερώτησή σας δεν είναι και τόσο παράλογη όσο μου

113

s

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΓΩΤΕΣ

φάνηκε στην αρχή, γιατί διαπιστώνω πως μου είναι πολύ

δύσκολο να απαντήσω. Για να 'μαι ειλικρινής, δεν ξέρω για

ποιο λόγο δεν πάω με την Ελίζαμπετ. Έχω πάει με πιο

άσχημες, πιο μεγάλες και πιο προκλητικές γυναίκες. Άρα

θα έλεγε κανείς πως τελικά θα πάω αναγκαστικά και μ' αυ­

τήν. Έτσι θα έλεγαν όλοι οι στατιστικολόγοι. Το ίδιο συ­

μπέρασμα θα έβγαζαν και όλοι οι ηλεκτρονικοί υπολογι­

στές. Και βλέπετε. μάλλον γι' αυτόν το λόγο δεν πάω κι

εγώ μ' αυτήν. Μάλλον θέλω να αντισταθώ στην αναγκαιό­

τητα. Να βάλω τρικλοποδιά στην αρχή της αιτιότητας. Να

ξεγελάσω τη θλιβερή προβλεψιμότητα της τροχιάς του κό­

σμου μ' ένα καπρίτσιο της ελει'ιθερης βούλησης.»

«Και γιατί διάλεξες την Ελίζαμπετ γι' αυτόν το σκοπό;»

φώναξε ο διευθυντής.

«Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει λόγος. Αν υπήρχε, θα

μπορούσε να είναι γνωστός εκ των προτέρων, και έτσι θα

μποροιΥσε να καθοριστεί και η συμπεριφορά μου εκ των

προτέρων. Και ακριβώς σ' αυτή την απουσία συγκεκριμέ­

νου λόγου βρίσκεται αυτό το κομματάκι ελευθερίας που

μας δόθηκε και στο οποίο οφείλουμε να προσβλέπουμε

ακατάπαυστα. αν θέλουμε να διατηρηθεί λίγη ανθρώπινη

αταξία σ' αυτό τον κόσμο των αμείλικτων νόμων. Αγαπητοί

μου συνάδελφοι. ζήτω η ελευθερία!» είπε ο Χάβελ και ύψω­

σε θλιμμένα το ποτήρι του για να τσουγκρίσουν.

Τα όρια της ευθύνης

Τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε στο θάλαμο ένα καινούριο

μπουκάλι κρασΙ και τράβηξε πάνω του όλη την προσοχή

114

ΤΟ ΣΥ Μ 1l0ΣΙΟ

των γιατρών. Ο γοητευτικός Ψηλολέλεκας που στεκόταν στην

πόρτα με το μπουκάλι στο χέρι ήταν ο Φλάισμαν, φοιτητ"ής

της ιατρικής που έκανε πρακτική εξάσκηση στο τμήμα αυ­

τό. Ακούμπησε (αργά) το μπουκάλι στο τραπέζι, αναζήτη­

σε (με το πάσο του) το ανοιχτήρι, έπειτα έμπηξε (χωρίς κα­

μία βιασύνη) το ανοιχτήρι στο φελλό και το βύθισε περι­

στρέφοντάς το (σκεφτικός), έπειτα τράβηξε (ονειροπόλα)

το φελλό και τον έβγαλε. Οι παραπάνω παρενθέσεις σκοπό

έχουν να φωτίσουν τη βραδύτητα του Φλάισμαν. αυτήν τη

βραδύτητα που μαρτυρεί όχι τόσο αδεξιότητα όσο τον νω­

χελικό θαυμασμό με τον οποίο παρατηρούσε ο νεαρός φοι­

τητής της ιατρικής τα βάθη της ύπαρξής του, παραμερίζο­

ντας τις ασήμαντες λεπτομέρειες του εξωτερικοι'ι κόσμου.

«Αλλά τι καθόμαστε και λέμε τώρα;» είπε ο Χάβελ.

«Δεν αποκρούω εγώ την Ελίζαμπετ εκείνη δε με θέλει.

Αλίμονο! Είναι τρελή και παλαβή με τον Φλάισμαν.»

«Μ' εμένα;» σήκωσε το κεφάλι ο Φλάισμαν. και πήγε με

μεγάλες δρασκελιές να ξαναβάλει το ανοιχτήρι στη θέση του,

κι έπειτα ξαναγύρισε στο χαμηλό τραπεζάκι και γέμισε τα

ποτήρια.

«Καλός είσαι κι εσύ» είπε ο διευθυντής. σιγοντάροντας

τον Χάβελ. «Όλοι το ξέρουν εκτός από σένα. Απ' τη στιγμή

που πάτησες το πόδι σου στο τμήμα μας, η Ελίζαμπετ έγινε

ανυπόφορη. Δυο μήνες τώρα!»

Ο Φλάισμαν κοίταξε (επί ώρα) τον διευθυντή και είπε:

«Εγώ ιδέα δεν έχω». Και πρόσθεσε: «Εν πάση περιπτώσει,

δε μ' ενδιαφέρει αυτή η ιστορία».

«Κι όλες εκείνες οι ευγενικές σου διακηρύξεις; Όλες

εκείνες οι αγορεύσεις για το σεβασμό προς τις γυναίκες;»

είπε τάχα αυστηρά ο Χάβελ. «Κάνεις την Ελίζαμπετ να

υποφέρει κι ούτε που σ' ενδιαφέρει;»

115

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Τις γυναίκες τις συμπονώ και δε θα μπορούσα ποτέ να

τις πληγώσω συνειδητά» είπε ο Φλάισμαν. «Ό,τι όμως προ­

καλώ ασυνείδητα δε μ' ενδιαφέρει. αφού δεν μπορώ να κάνω

τίποτα γι' αυτό, και συνεπώς δεν έχω και καμία ευθύνη.»

Τότε ξαναφάνηκε η Ελίζαμπετ. Προφανώς είχε αποφα­

σίσει πως το καλύτερο ήταν να ξεχάσει την προσβολή, και

να συμπεριφερθεί σαν να μη συνέβη τίποτα' έτσι. συμπερι­

φερόταν εντελώς αφύσικα. Ο διευθυντής τής πρόσφερε μια

καρέκλα και της γέμισε το ποτήρι. «Πιες, Ελίζαμπετ! Να

πάνε κάτω τα φαρμάκια!»

«Φυσικά» έκανε η Ελίζαμπετ, μ' ένα πλατύ χαμόγελο,

κι άδειασε το ποτήρι της.

Και ο διευθυντής στράφηκε και πάλι στον Φλάισμαν:

«Αν ήμασταν υπεύθυνοι μόνο για όσα συνειδητοποιούμε. οι

ηλίθιοι θα απαλλάσσονταν προκαταβολικά από κάθε ευθύ­

νη. Μόνο που ο άνθρωπος οφείλει να γνωρίζει, αγαπητέ μου

Φλάισμαν. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την άγνοιά του. Η άγνοια αποτελεί παράπτωμα. Γι' αυτό και τίποτα δε σε

απαλλάσσει απ' τις ευθι'ινες σου, και σου δηλώνω πως συ­

μπεριφέρεσαι σαν αγροίκος απέναντι στις γυναίκες. όσο κι

αν το αρνείσαι».

Πλατωνιχού έρωτος εγΧώμω

«Και δε μου λες. Φλάισμαν» ξαναπέρασε στην επίθεση ο

Χάβελ. «βρήκες αυτό το διαμέρισμα που είχες υποσχεθεί

στη δεσποινίδα Κλάρα;» τον ρώτησε, υπενθυμίζοντάς του

τις μάταιες προσπάθειές του να κερδίσει την καρδιά κά­

ποιας κοπέλας (που την ήξεραν όλοι εκεΟ.

116

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

«Όχι ακόμα, αλλά το φροντίζω.»

«Εγώ σας πληροφορώ ότι ο Φλάισμαν είναι πολύ κύριος

με τις γυναίκες. Δεν τους πουλάει παραμύθια» μπήκε στη

μέση η γιατρός. παίρνοντας το μέρος του.

«Δεν αντέχω τη σκληρότητα απέναντι στις γυναίκες,

επειδή τις συμπονώ» επανέλαβε ο φοιτητής της ιατρικής.

«Πάντως η Κλάρα δε σου έκατσε» του είπε η Ελίζα­

μπετ, και ξέσπασε σ' ένα τόσο ανάρμοστο γέλιο, που ο δι­

ευθυντής ένιωσε υποχρεωμένος να ξαναπάρει το λόγο:

«Είτε του έκατσε είτε όχι, έχει πολύ λιγότερη σημασία

απ' όσο νομίζεις, Ελίζαμπετ. Τον Αβελάρδο, ως γνωστόν.

τον είχαν ευνουχίσει. αλλά αυτό δεν εμπόδισε να μείνουν

πιστοί εραστές με την Ελο"ί"ζα. κι ο έρωτάς τους πέρασε

στην αθανασία. Εφτά χρόνια έζησε η Γεωργία Σάνδη με τον

Σοπέν, άσπιλη σαν παρθένα, κι ακόμα μιλάμε για τον έρω­

τά τους! Δε θα 'θελα να βάλω πλάι σε μια τέτοια εκλεκτή

συντροφιά και την περίπτωση της μικρής πόρνης που απο­

κρούοντάς με μου επιφύλαξε τη μεγαλύτερη τιμή που μπο­

ρεί να επιφυλάξει μια γυναίκα σε άντρα. Αλλά σημείωσε

αυτό που θα σου πω. αγαπητή μου Ελίζαμπετ: η σχέση ανά­

μεσα στον έρωτα και σ' αυτό που σκέφτεσαι εσύ συνεχώς εί­

ναι πολύ πιο χαλαρή απ' όσο βάζει ο νους του ανθρώπου.

Μην αμφιβάλλεις, η Κλάρα τον αγαπάει τον Φλάισμαν. Είναι

γλυκιά μαζί του, κι όμως τον απορρίπτει. Σου φαίνεται πα­

ράλογο, αλλά αυτό ακριβώς είναι ο έρωτας: παράλογος».

«Μα πού το βλέπετε το παράλογο;» είπε η Ελίζαμπετ

με το ίδιο ανάρμοστο γέλιο. «Η Κλάρα χρειάζεται ένα δια­

μέρισμα. και γι' αυτό είναι γλυκιά με τον Φλάισμαν. Δεν

έχει όμως διάθεση και να κάνει έρωτα μαζί του, γιατί τα

'χει σίγουρα με κάποιον άλλο. Αλλά αυτός () άλλος δεν μπο­

ρεί να της βρει διαμέρισμα.»

117

ΚΩ\1ΤΚΟΤ F:ΡΩτεΣ

Εκείνη τη στιγμή σήκωσε το κεφάλι το!) ο Φλάισμαν:

«Mou δίνετε στα νεUρα. Σα μικρά παιδιά κάνετε. Κι αν δι­

στάζει από ντροπή; Δε σας περνάει καν απ' το μuαλό; Ή αν

έχει καμιά αρρι�στια που μου την ΚΡΙJβει; Ή καμιά οuλή

πο!) την ασχημαίνει; Μερικές γυναίκες ντρέπονται φοβερά.

Αλλά ποι) να καταλάβεις εσι) από τέτοια!» είπε στην Ελί­

ζαμπετ.

«Ή πάλι» είπε ο διεuθuντής. σπει'ιδοντας να βοηθήσει

τον Φλάισμαν. «ίσως η Κλάρα να παραλuει τόσο πολι) από

ερωτικό άγχος μπροστά στον Φλάισμαν. που να μην μπορεί

να κάνει έρωτα μαζί του. Εσένα δηλαδή. J:<;λίζαμπετ. δε σου

περνάει καν απ' το μuαλό πως θα μποροuσες ν' αγαπήσεις

κάποιον τόσο πολι) που να σου είναι αδuνατο να κάνεις

έρωτα μαζί Tou;»

Η Ελίζαμπετ ομολόγησε πως όχι.

Το σήμα

Εδώ μποροι'ιμε να σταματήσουμε για λίγο να παρακολου­

θοι'ιμε τη συζήτηση (πο!) τροφοδοτείται σuνέχεια με νέες

κοινοτοπίες) και να επισημάνουμε πως όλη αυτή την ώρα ο

Φλάισμαν προσπαθεί να κοιτάξει στα μάτια τη γιατρό. που

του άρεσε φοβερά από την πρώτη στιγμή πο!) την είδε (πάει

περίπο!) ένας μήνας). Τον θάμπωνε το μεγαλείο της ηλικίας

της. τα τριάντα της χρόνια. Ώς τώρα διασταυρώνονταν

απλώς τuχαία. και η βραδιά αυτή ήταν η πρώτη εuκαιρία

πο!) το!) δινόταν να βρεθεί για λίγο μαζί της στο ίδιο δωμά­

τιο. Tou φάνηκε μάλιστα πως η γιατρός ανταποκρινόταν κά­

θε τόσο στις ματιές που της έριχνε. κι αuτό τον αναστάτωνε.

118

το ΣΥΜΠΟl:lO

Έπειτα από μια τέτοια ανταλλαγή βλεμμάτων η γιατρός

σηκώθηκε ξαφνικά, πλησίασε στο παράθuρο και είπε: «Τι

ωραία πο!) είναι έξω. Έχει πανσέληνο ... » και ξανά το βλέμ­

μα της στάθηκε για μια στιγμή πάνω στον Φλάισμαν.

Ο Φλάισμαν. που τέτοιες καταστάσεις τις έπιανε στον

αέρα. κατάλαβε αμέσως πως αuτό ήταν σήμα. ένα σήμα

που απευθυνόταν σ' εκείνον. Ένιωσε ένα κuμα να φοuσκώ­

νει στο στήθος Tou. Όντως. το στήθος το!) ήταν ένα εuαί­

σθητο όργανο, αντάξια του εργαστηρίου ενός Στραντιβάρι.

Κατά καιροuς ένιωθε αυτή την έξαψη, και κάθε φορά ήταν

σίγοuρος ότι το κuμα αυτό στο στήθος το!) είχε τον αμετά­

κλητο χαρακτήρα ενός OlWVOU: κάτι μεγαλειώδες και πρω­

τάκοuστο ερχόταν. κάτι που ξεπερνοι'ισε όλα του τα όνειρα.

Αuτήν τη φορά ένιωθε ζαλισμένος από το κuμα αυτό αλ­

λά και (σε μια γωνίτσα του μuαλοu του. που ξέφεuγε από

τη ζάλη) κατάπληκτος: πώς ήταν δυνατόν να έχει τέτοια

δuναμη ο πόθος του. πο!) στο κάλεσμά το!) να σπεuδει πει­

θήνια η πραγματικότητα, έτοιμη να τον uπηρετήσει; )1;ξα­

κολοuθώντας να μένει κατάπληκτος για τη δι'ιναμή Tou. πα­

ραμόνεuε τη στιγμή πο!) θα ζωήρεuε ακόμα περισσότερο η

συζήτηση κι αυτός θα ξέφεuγε από την προσοχή των αντι­

πάλων. Μόλις έκρινε πως είχε φτάσει η στιγμή. γλίστρησε

με τρόπο έξω απ' το θάλαμο.

Ο ωραίος νεαρός με τα χέρια σταυρωμένα

Το τμήμα όπο!) γινόταν αυτό το αuτοσχέδιο συμπόσιο κα­

ταλάμβανε το ισόγειο ενός όμορφο!) περιπτέρου. που ήταν

χτισμένο (κοντά και σε άλλα περίπτερα) στον μεγάλο κήπο

119

ΚΩΜΤΚΟΙ ΕΡΩΊΈΣ

του νοσοκομείου. Σ' αυτό τον κήπο βγήκε τώρα ο Φλάι­σμαν. Ακούμπησε με την πλάτη στον χοντρό κορμό ενός

πλατάνου, άναψε τσιγάρο και χάζευε τον ουρανό: ήταν κα­τακαλόκαιρο, αρώματα ταξίδευαν στον αέρα, κι από τον

μαύρο ουρανό κρεμόταν ένα στρογγυλό φεγγάρι. Προσπάθησε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε: η για­

τρός που λίγο πριν του είχε στείλει σήμα να βγει έξω θα

περίμενε να παρασυρθεί ο καράφλας της περισσότερο απ'

την κουβέντα παρά από τις υποψίες του, και θ' άφηνε να

εννοηθεί με τρόπο ότι μια μικρή προσωπική ανάγκη την

υποχρεώνει να λείψει για λίγο. Και τι θα γινόταν μετά; Μετά, προτιμούσε να μη φαντα­

στεί τίποτα. Το κύμα στο στήθος του προανάγγελλε μια

ερωτική ιστορία, κι αυτό τού ήταν αρκετό. Πίστευε στην

καλή του τύχη, πίστευε στο ερωτικό του άστρο. πίστευε

στη γιατρό. Μεθυσμένος από την αυτοπεποίθησή του (μια

αυτοπεποίθηση λίγο κατάπληκτη με τον εαυτό της) αφηνό­

ταν σε μια ευχάριστη παθητικότητα. Γιατί έβλεπε πάντοτε

τον εαυτό του σαν έναν γοητευτικό, ποθητό και όλο επιτυ­

χίες άντρα. και του άρεσε να περιμένει τις ερωτικές ιστο­

ρίες με τα χέρια (κομψά) σταυρωμένα. Ήταν σίγουρος ότι

αυτή ακριβώς η στάση κεντρίζει τις γυναίκες και την τύχη

και τις καθυποτάσσει. Με την ευκαιρία αυτή αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι του

Φλάισμαν του συνέβαινε πολύ συχνά, αν όχι διαρκώς. να βλέπει τον εαυτό τοσ οπότε συνοδευόταν μονίμως από ένα

αντίγραφο, κι έτσι η μοναξιά του γινόταν φοβερά διασκε­δαστική. Απόψε, λόγου χάρη, όχι μόνο ήταν με την πλάτη

ακουμπισμένη σ' έναν πλάτανο και κάπνιζε, αλλά παρατη­

ρούσε ταυτόχρονα με απόλαυση αυτό τον (όμορφο και νε­

αρό) άντρα που ήταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ' έναν

120

ΊΌ ΣγΜΠΟΣIΟ

πλάτανο και κάπνιζε νωχελικά. Απόλαυσε για ώρα αυτό το

θέαμα, και τέλος άκουσε ανάλαφρα βήματα που έρχονταν

προς το μέρος του απ' το περίπτερο. Δε γύρισε. επίτηδες.

Τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά, φύσηξε τον καπνό. και συ­

νέχισε να χαζεύει τον ουρανό. Όταν τα βήματα έφτασαν

πολιΥ κοντά, είπε τρυφερά και με νόημα: «Το 'ξερα πως θα 'ρθείτε».

Ούρηση

«Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το μαντέψεις» του απάντησε

ο διευθυντής. «Προτιμώ να κατουράω στη φύση παρά στις

σύγχρονες εγκαταστάσεις που είναι μες στη βρόμα. Εδώ, σε

λίγο. το μικρό χρυσαφένιο ρυάκι μου θα με ενώσει θαυμα­

τουργά με το χώμα, με το χόρτο. με τη γη. Γιατί χους ειμί, Φλάισμαν, και τώρα σε λίγο εις χουν απελεύσομαι, εν μέρει

τουλάχιστον. Το κατούρημα στη φύση είναι μια θρησκευτι­

κή τελετουργία με την οποία δίνουμε την υπόσχεσή μας στη

γη πως κάποια μέρα θα επιστρέψουμε οριστικά σ' αυτήν.»

Επειδή ο Φλάισμαν σώπαινε, τον ρώτησε ο διευθυντής:

«Κι εσύ;Ήρθες για να χαζέψεις το φεγγάρι;» Ο Φλάισμαν

σώπαινε πεισματικά και ο διευθυντής συνέχισε: «Είσαι τε­

λικά με τα φεγγάρια σου, Φλάισμαν, και γι' αυτό μ' αρέ­

σεις». Ο Φλάισμαν πήρε τα λόγια του διευθυντή για κορο'ί­

δία και είπε, θέλοντας να κρατήσει κάποιες αποστάσεις:

«Τι φεγγάρια μου λέτε τώρα; Κι εγώ για κατούρημα ήρθα».

«Καλέ μου Φλάισμαν» είπε πολύ μαλακά ο διευθυντής.

«αυτό το ερμηνεύω σαν εκδήλωση εξαιρετικής συμπάθειας

απέναντι στον διευθυντή σου που γερνάει.»

121

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Και στάθηκαν κι οι δυο κάτω απ' τον πλάτανο για να εκτελέσουν την πράξη που ο διευθυντής, με ακατάβλητο ενθουσιασμό και ολοένα καινούριες εικόνες, τη συνέκρινε με θεία λειτουργία.

122

Ι

� 'ί

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

Ο ωραίος και σαρκαστικός νεαρός

Επέστρεφαν απ' τον μακρύ διάδρομο και ο διευθυντής

κρατούσε τον φοιτητή της ιατρικής απ' τους ώμους, αδερ­

φικά. Ο φοιτητής της ιατρικής ήταν σίγουρος πως αυτός ο

ζηλιάρης καράφλας είχε πιάσει το σήμα της γιατρού και

τον δούλευε τώρα ψιλό γαζί με τις φιλικές διαχύσεις του! Βέβαια, δεν μπορούσε να τραβήξει το χέρι του διευθυντή

από τον ώμο του, κι αυτό τον εξόργιζε ακόμα περισσότε­

ρο. Ένα μόνο τον παρηγορούσε: πως, έτσι όπως έβραζε α­

πό θυμό, έβλεπε τον εαυτό του μέσα σ' αυτόν το θυμό, έβλεπε την έκφραση του προσώπου του, κι ήταν ικανοποιη­

μένος απ' αυτό τον έξαλλο νεαρό που επέστρεφε στο θά­

λαμο εφημερίας και, προς γενική κατάπληξη, θα εμφανιζό­

ταν ξαφνικά τελείως διαφορετικός: σαρκαστικός, δηκτι­

κός, σατανικός.

Όταν μπήκαν στο θάλαμο, η Ελίζαμπετ ήταν στη μέση

του δωματίου και ξεβιδωνόταν έξαλλα. σιγομουρμουρίζο­

ντας τις νότες μιας μελωδίας. Ο Χάβελ κοιτοι>σε χάμω στο

πάτωμα. και η γιατρός εξήγησε. για να προλάβει το σοκ

των νεοφερμένων: «Η Ελίζαμπετ χορεύει».

«Ήπιε λίγο παραπάνω» πρόσθεσε ο Χάβελ.

Η Ελίζαμπετ εξακολουθούσε να κουνάει τους γοφΟΙJς

της και τα στήθια της. που σαν να χόρευαν μπροστά στο

χαμηλωμένο κεφάλι του Χάβελ.

123

ΚΩΜΙΚOl ΕΡΩΤΕΣ

«Και πού τον έμαθες αυτό τον ωραίο χορό;» ρώτησε ο διευθυντής.

«Χα! Ωραίος χορός! Χα χα χα!» γέλασε επιδεικτικά ο

Φλάισμαν, σε μια έκρηξη σαρκασμού. «Είναι ένα νούμερο που το είδα σ' ένα στριπτιζάδικο

στη Βιέννη» απάντησε η Ελίζαμπετ.

«Μπα μπα!» τη μάλωσε τρυφερά ο διευθυντής. «Κι

από πότε συχνάζουν σε στριπτιζάδικα οι νοσοκόμες μας;»

«Κι από πότε απαγορεύεται δηλαδή;» έκανε η Ελίζα­

μπετ, με τα στήθια της να χορεύουν τώρα μπροστά στον δι­

ευθυντή. Χολή πλημμύριζε το σώμα του Φλάισμαν, αναζητώντας

διέξοδο: «Ηρεμιστικό σού χρειάζεται» είπε, «όχι στριπτίζ. Στο τέλος θα μας βιάσεις κιόλας!»

«Εσύ δεν έχεις φόβο. Δεν πάω με βυζανιάρΙΚα» τον έκοψε η Ελίζαμπετ, κάνοντας το στήθος της να χορεύει γύ­ρω απ' τον Χάβελ.

«Και σου άρεσε εκείνο το στριπτίζ;» τη ρώτησε πατρι­κά ο διευθυντής.

«Ου! Ήταν μια Σουηδέζα με κάτι τεράστια στήθια, αλλά τα δικά μου είναι ωραιότερα!» είπε χιiίδεύoντάς τα, «και ήταν και μια που παρίστανε πως έκανε μπάνιο με αφρό­λουτρο μέσα σε κάτι σαν μπανιέρα από χαρτόνι, και μια μι­γάδα που αυνανιζόταν μπροστά στο κοινό: αυτό ήταν το καλύτερο απ' όλα!»

«Χα χα!» έκανε ο Φλάισμαν στο απόγειο του σατανικού σαρκασμοι> του. «Αυνανισμός, αυτό ακριβώς σου χρειάζε­ται! »

124

το ΣΥΜΠΟΣΤΟ

Θλίψη σε σχήμα οπισθίων

Η Ελίζαμπετ εξακολουθούσε να χορεύει, αλλά το κοινό της

ήταν σίγουρα πολύ χειρότερο από τους θεατές στο στριπτι­

ζάδικο της Βιέννης: ο Χάβελ είχε το κεφάλι κάτω, η γιατρός

κοιτούσε περιφρονητικά, ο Φλάισμαν αποδοκιμαστικά, και

ο διευθυντής με πατρική επιείκεια. Και τα οπίσθια της Ελί­

ζαμπετ, όπου τσίτωνε το λευκό ύφασμα της ποδιάς της, πε­

ριφέρονταν μέσα στο θάλαμο σαν ένας εξαίσια στρογγυλός

ήλιος. αλλά ένας ήλιος σβηστός και νεκρός (τυλιγμένος σε

λευκό σάβανο), ένας ήλιος που τα αδιάφορα και αμήχανα

βλέμματα των γιατρών που παρακολουθούσαν τη σκηνή

τον καταδίκαζαν σε αξιολύπητη αχρηστία.

Κάποια στιγμή νόμισαν πως θ' αρχίσει πραγματικά να πε­

τάει ένα ένα τα ρούχα της. οπότε ο διευθυντής είπε ανήσυ­

χος: «Έλα τώρα, Ελίζαμπετ! Δεν είμαστε στη Βιέννη εδώ!»

«Και τι φοβάστε δηλαδή; Τουλάχιστον θα μάθετε πώς

είναι μια γυμνή γυναίκα!» έβγαλε μια κορόνα η Ελίζαμπετ,

και στράφηκε και πάλι στον Χάβελ, απειλώντας τον με τα

στήθια της: «Άντε λοιπόν, γιατρούλη μου! Τι ύφος είν' αυ­

τό, λες και πας σε κηδεία; Σήκωσε το κεφάλι! Σου πέθανε

κανένας; Έχεις πένθος; Κοίταξέ με! Είμαι ζωντανή εγώ!

Δεν πεθαίνω! Είμαι ζωντανή ακόμα! Είμαι ζωντανή!» κι

όπως τα έλεγε αυτά. τα οπίσθιά της δεν ήταν πια οπίσθια,

αλλά η ίδια η θλίψη, μια εξαίσια σχηματισμένη θλίψη που

χόρευε ένα γύρο στο δωμάτιο.

«Νομίζω πως φτάνει τώρα, Ελίζαμπετ» είπε ο Χάβελ,

με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα.

«Φτάνει;» έκανε η Ελίζαμπετ. «Μα εγώ χορεύω για σέ­

να! Και τώρα θα σου κάνω στριπτίζ! Ένα μεγάλο στριπτίζ!»

125

ΚΩ\,[ΤΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

κι έλυσε την ποδιά της. που ήταν δεμένη πίσω στη μέση. και με μια κίνηση χορεύτριας την πέταξε πάνω στο γραφείο.

«Ελίζαμπετ» ακούστηκε δειλά η φωνή του διευθυντή. «ωραία θα 'ταν να μας έκανες στριπτίζ, αλλά αλλού. Εδώ. καταλαβαίνεις. είμαστε σε νοσοκομείο.»

Το μεγάλο στριπτΙζ

«Ξέρω να φέρομαι!» του απάντησε η Ελίζαμπετ. Ήταν τώ­ρα με το φόρεμα της στολής. γαλάζιο με άσπρο γιακά. και συνέχισε να χοροπηδάει γύρω γύρω.

Έπειτα έφερε τα χέρια στους γοφούς. τα γλίστρησε στα πλευρά της. τα σήκωσε πάνω απ' το κεφάλι' έπειτα το δεξί της χέρι χάιδεψε ώς απάνω το σηκωμένο αριστερό της χέρι και το αριστερό της χέρι χάιδεψε ώς απάνω το δεξί της χέ­ρι. κι έπειτα έκανε μια κίνηση και με τα δυο της χέρια προς τη μεριά του Φλάισμαν. σαν να του πετούσε την μπλούζα της. Ο Φλάισμαν φοβήθηκε και αναπήδησε. «Δεν την έπια­σες. μπέμπη!» του φώναξε.

Ξανάφερε έπειτα τα χέρια στους γοφούς και τα γλί­στρησε ώς κάτω στις γάμπες κι όπως ήταν σκυμμένη. σή­κωσε πρώτα το δεξί της πόδι κι έπειτα το αριστερό. Έπει­τα. κοίταξε τον διευθυντή κι έκανε μια κίνηση με το δεξί της χέρι. πετώντας του μια φανταστική φούστα. Ο διευθυ­ντής άπλωσε το χέρι του κι έκλεισε σφιχτά τα δάχτυλα' και με το άλλο του χέρι τής έστειλε ένα φιλί.

Μερικά στροβιλίσματα και μερικά βήματα ακόμα. και η Ελίζαμπετ σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών. κι έφερε τα χέ­ρια, με τα δάχτυλα ενωμένα, ψηλά πίσω απ' την πλάτη. Έπει-

126

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣJO

τα, με κινήσεις χορεύτριας. ξανάφερε μπροστά τα χέρια, χάι­

δεψε τον δεξή της ώμο με τ' αριστερό της χέρι και τον αρι­

στερό της ώμο με το δεξί της χέρι. και έκανε ξανά μια κίνηση

όλο χάρη. αυτήν τη φορά προς την κατεύθυνση του Χάβελ

που κι αυτός έκανε με το χέρι μιαν αόριστη, αμήχανη κίνηση.

Τώρα η Ελίζαμπετ βημάτιζε μεγαλοπρεπώς μέσα στο

θάλαμο' έκανε αργά αργά το γύρο των τεσσάρων θεατών

της. ορθώνοντας μπροστά στον καθένα τη συμβολική γύ­

μνια του στήθους της. Τελικά. σταμάτησε μπροστά στον

Χάβελ ξανάρχισε να κουνάει τους γοφούς της, και σκύβο­

ντας ελαφρά γλίστρησε τα δυο της χέρια από πάνω ώς κά­

τω στα πλευρά της και άλλη μια φορά (όπως και πριν) σή­

κωσε εναλλάξ πρώτα το ένα πόδι. έπειτα το άλλο. και ίσιω­

σε το κορμί της θριαμβευτικά. υψώνοντας το δεξί της χέρι

και κρατώντας με τα δυο της δάχτυλα ένα αόρατο κιλοτά­

κι. Και έκανε ξανά μια κίνηση όλο χάρη προς τον Χάβελ

Στητή μέσα στη δόξα της φανταστικής γύμνιας της. δεν

κοιτούσε πια κανέναν. οιΊτε τον Χάβελ Με μισόκλειστα

μάτια και το κεφάλι γερμένο στο πλάι κοιτούσε την κυμα­

τιστή κίνηση του δικοιΊ της κορμιοιΊ.

Ξαφνικά η περήφανη αυτή στάση έσπασε, και η Ελίζα­

μπετ κάθισε στα γόνατα του Χάβελ «Είμαι πτώμα» είπε

μ' ένα παρατεταμένο χασμουρητό. Πήρε το ποτήρι του κι

ήπιε μια γουλιά. «Γιατρέ» του είπε, «έχεις τίποτα χάπια

να με κρατήσουν ξύπνια; Δε σκοπεύω να πάω για ύπνο! »

«Για σένα. Ελίζαμπετ. ό,ΤΙ θες» είπε ο Χάβελ' τη σήκω­

σε απ' τα γόνατά του. την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα

και πήγε προς το φαρμακείο. Βρήκε ένα ισχυρό υπνωτικό.

κι έδωσε διΊο χάπια στην Ελίζαμπετ.

«Θα με ξυπνήσουν αυτά;» ρώτησε εκείνη.

«Να μη με λένε Χάβελ» είπε αυτός.

127

ΚΩΝIlΚOl ΕΡΩΤΕΣ

Τα αποχαιρετιστήρια λόγια της Ελίζαμπετ

Η Ελίζαμπετ ήπιε τα δύο χάπια και πήγε να ξανακαθίσει

στα γόνατα του Χάβελ αλλά αυτός άνοιξε τα πόδια του κι

η Ελίζαμπετ έπεσε χάμω.

Ο Χάβελ αισθάνθηκε αμέσως άσχημα, γιατί δεν είχε

πρόθεση να την αφήσει να πέσει μ' αυτό τον εξευτελιστικό

τρόπο, αλλά άνοιξε μηχανικά, ενστικτωδώς, τα πόδια του,

από αληθινή αηδία στη σκέψη πως με τα πόδια του θ' άγγι­

ζε τα οπίσθιά της.

Έτσι, προσπάθησε να τη σηκώσει, αλλά η Ελίζαμπετ. μ'

ένα παραπονιάρικο πείσμα, έμενε κολλημένη μ' όλο της το

βάρος στο πάτωμα.

Τότε στάθηκε μπροστά της ο Φλάισμαν: «Έχεις μεθύ­

σει, να πας να ξαπλώσεις».

Η Ελίζαμπετ τον κοίταξε από κάτω προς τα πάνω με

απέραντη περιφρόνηση (απολαμβάνοντας με μαζοχιστικό

πάθος το ότι ήταν πεσμένη στο πάτωμα) και του είπε:

«Ζώον, ηλίθιε». Και ξανά: «Ηλίθιε».

Ο Χάβελ ξαναδοκίμασε να τη σηκώσει. αλλά εκείνη του

ξέφυγε βίαια και ξέσπασε σε αναφιλητά. Κανένας δεν

έβρισκε τι να πει. και τ' αναφιλητά της Ελίζαμπετ αντηχοι'ι­

σαν στον σιωπηλό θάλαμο σαν σόλο βιολί. Πέρασε έτσι λίγη

ώρα, και ξαφνικά η γιατρός άρχισε να σιγοσφυρίζει. Η Ελί­

ζαμπετ πετάχτηκε πάνω και τράβηξε προς την πόρτα, και με

το χέρι στο πόμολο γύρισε και τους είπε: «Ζώα, ε ζώα. Να

ξέρατε μόνο. Αλλά δεν ξέρετε τίποτα. Δεν ξέρετε τίποτα».

128

ΤΟ ΣγΜΠΟΣIO

Το κατηγορητήριο του διευθυντή κατά του Φλάισμαν

Αφού έφυγε η Ελίζαμπετ. επικράτησε σιωπή. που τη διέκο­

ψε πρώτος ο διευθυντής: «Βλέπεις, αγόρι μου» είπε στον

Φλάισμαν. «Ισχυρίζεσαι πως συμπονάς τις γυναίκες. Αν

όμως συμπονάς τις γυναίκες, την Ελίζαμπετ γιατί δεν τη

συμπονάς;»

«Τι σχέση έχω τώρα εγώ;» διαμαρτυρήθηκε ο Φλάισμαν.

«Μην κάνεις τον ανήξερο! Τώρα δα σ' το είπαμε. Είναι

τρελή και παλαβή μαζί σου!»

«Και τι να κάνω εγώ δηλαδή;» ρώτησε ο Φλάισμαν.

«Τίποτα να μην κάνεις» είπε ο διευθυντής. «Αλλά δεν

υπάρχει λόγος να της φέρεσαι σκαιά και να τη βασανίζεις.

Όλο το βράδυ για ένα μόνο ενδιαφερόταν, τι θα κάνεις εσι'ι.

αν θα την κοιτάξεις, αν θα της χαμογελάσεις, αν θα της πεις

μια γλυκιά κουβέντα. Και δες τι της είπες εσύ!»

«Δεν της είπα και τίποτα φοβερό» διαμαρτυρήθηκε ο

Φλάισμαν (αλλά υπήρχε κάποια αμφιβολία στη φωνή το!!).

«Τίποτα φοβερ6» έκανε ειρωνικά ο διευθυντής. Την κο­

ρόιδευες όταν χόρευε. παρόλο που χόρευε αποκλειστικά

για σένα. της είπες να πάρει ηρεμιστικό, της είπες καλι'ιτε­

ρα να πάει να αυνανιστεί. Τίποτα φοβερό. Κι όταν έκανε

το στριπτίζ της, άφησες να πέσει χάμω η μπλούζα της.»

«Ποια μπλούζα;» διαμαρτυρήθηκε ο Φλάισμαν.

«Η μπλούζα της» είπε ο διευθυντής. «Μην κάνεις τον χα­

ζό. Και στο τέλος την ξαπόστειλες για ύπνο, παρόλο που

είχε πάρει χάπια για να μείνει όρθια.»

«Αφού αυτή τον Χάβελ είχε στο μάτι!» εξακολούθησε

να διαμαρτύρεται ο Φλάισμαν.

«Σταμάτα να παίζεις θέατρο» είπε αυστηρά ο διευθυ-

12Η

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ντής. «Τι ήθελες να κάνει, αφού δεν της έδινες εσύ σημα­

σία; Σε προκαλούσε. Κι ένα μονάχα ήθελε από σένα, λίγα

ψίχουλα ζήλιας. Γιά κοίτα ένας τζέντλεμαν!»

«Μην τον βασανίζετε άλλο» είπε η γιατρός. «Μπορεί να

είναι σκληρός, αλλά είναι μικρός ακόμα.»

«ο τιμωρός αρχάγγελος» είπε ο Χάβελ.

Οι μυθολογικοί ρόλοι

«Όντως» είπε η γιατρός. «Γιά δέστε τον, ένας ωραίος και

τρομερός αρχάγγελος. »

«Είμαστε μια πραγματική κοινωνία των μυθικών χρό­

νων» παρατήρησε νυσταγμένα ο διευθυντής «γιατί εσύ εί­

σαι η Άρτεμη: ψυχρή, αθλητική, μοχθηρή.»

«Κι εσείς, εσείς είστε ένας σάτυρος. Γερασμένος, λά­

γνος, φλύαρος» είπε η γιατρός. «Και ο Χάβελ ο Δον Ζουάν.

Όχι γέρος. αλλά γερνάει. »

«Όχι δα! Ο Χάβελ είναι ο θάνατος» αντέτεινε ο διευθυ­

ντής, επιμένοντας στην προηγούμενη θέση του.

Το τέλος των Δον Ζουάν

«Αν με ρωτούσατε τι είμαι, ο Δον Ζουάν ή ο θάνατος. θα

έκλινα. αν και με βαριά καρδιά. προς την άποψη του διευ­

θυντή» είπε ο Χάβελ και κατέβασε μια γενναία γουλιά. «ο

Δον Ζουάν ήταν κατακτητής. Και με κεφαλαία. Μέγας Κα­

τακτητής. Αλλά σας ρωτάω. πώς μπορεί να είναι κανείς

130

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣJO

κατακτητής σ' ένα πεδίο όπου δεν του αντιστέκεται κανέ­

νας. όπου όλα είναι δυνατά και όλα επιτρέπονται; Η εποχή

των Δον Ζουάν έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο σημερινός απόγονος του Δον Ζουάν δεν κατακτά πλέον, απλώς συλλέ­γει. Η μορφή του Μεγάλου Κατακτητή έδωσε τη θέση της στη μορφή του Μεγάλου Συλλέκτη. μόνο που ο Συλλέκτης

δεν έχει κανένα απολύτως κοινό με τον Δον Ζουάν. Ο Δον

Ζουάν ήταν μορφή τραγική. Κουβαλούσε το βάρος της ενο­

χής του. Αμάρτανε με χαρά και χλεύαζε το Θεό. Ήταν βλά­

σφημος και κατέληξε στην κόλαση.

»0 Δον Ζουάν κουβαλούσε στους ώμους του ένα τραγι­

κό φορτίο. παντελώς άγνωστο στον Μεγάλο Συλλέκτη. για­

τί στον δικό του κόσμο κάθε φορτίο έχει χάσει το βάρος

του. Οι βράχοι έγιναν πούπουλα. Στον κόσμο του Κατα­

κτητή ένα βλέμμα μετρούσε όσο δέκα ολόκληρα χρόνια

αδιάκοπη ερωτική πράξη στον κόσμο του Συλλέκτη.

»0 Δον Ζουάν ήταν αφέντης. ενώ ο Συλλέκτης είναι

σκλάβος. Ο Δον Ζουάν παραβίαζε ανενδοίαστα συμβάσεις

και νόμους. Ο Μέγας Συλλέκτης απλώς ακολουθεί υπά­

κουα. με τον ιδρώτα του προσώπου του. συμβάσεις και νό­

μους. γιατί το να συλλέγεις είναι πια θέμα καλής συμπερι­

φοράς. καλών τρόπων. αποτελεί σχεδόν υποχρέωση. Οπό­

τε, αν με βαραίνει κάποια ενοχή είναι αποκλειστικά που

δεν πήγα με την Ελίζαμπετ.

»0 Μέγας Συλλέκτης δεν έχει καμία σχέση με τραγωδία ή δράμα. Ο ερωτισμός. αυτό το σπέρμα της καταστροφής.

με τον Συλλέκτη έγινε κάτι ανάλογο με το πρωινό ή το βρα­δινό φαγητό. με τη συλλογή γραμματοσήμων, με το πιγκ πογκ. ή με μια βόλτα στα μαγαζιά για ψώνια. Ο Συλλέκτης έβαλε τον ερωτισμό στην καθημερινή ρουτίνα. Τον μετέ­τρεψε σε μια σκηνή με τα καμαρίνια της, όπου όμως δε θα

131

ΚΩΥ1ΙΚOl ΕΡΩΤΕΣ

παιχτεί ποτέ το πραγματικό δράμα. Δυστυχώς. φίλοι μου»

αναφώνησε ο Χάβελ όλο πάθος. «οι έρωτές μου (αν μπορώ

να τους αποκαλώ έτσι) είναι μια σκηνή όπου δε συμβαίνει

τίποτα.

»Αγαπητή μου γιατρίνα και αγαπητέ μου διευθυντή.

Δημιουργήσατε ένα αντιθετικό σχήμα ανάμεσα στον Δον

Ζουάν και το θάνατο. Από καθαρή τύχη και χωρίς να το

έχετε επιδιώξει, αγγίξατε την ουσία του προβλήματος.

Κοιτάξτε. Ο Δον Ζουάν πάλευε με το ανέφικτο. Κι αυτό

ακριβώς είναι κατεξοχήν ανθρώπινο. Αντίθετα, στο βασί­

λειο του Μεγάλου Συλλέκτη τίποτα δεν είναι ανέφικτο.

γιατί είναι το βασίλειο του θανάτου. Ο Μέγας Συλλέκτης

είναι ο θάνατος που ήρθε και πήρε απ' το χέρι την τραγω­

δία, το δράμα, τον έρωτα. Ο θάνατος που ήρθε και πήρε

τον Δον Ζουάν. Μες στη φωτιά της κόλασης όπου τον έριξε

ο Διοικητής. ο Δον Ζουάν παραμένει ζωντανός. Αλλά στον

κόσμο του Μεγάλου Συλλέκτη. όπου τα πάθη και τα συναι­

σθήματα στροβιλίζονται σαν πούπουλα στον αέρα, στον

κόσμο αυτό είναι οριστικά νεκρός.

»Ελάτε τώρα, αγαπητή κυρία» είπε θλιμμένα στη για­

τρό ο Χάβελ, «εγώ κι ο Δον Ζουάν! Και τι δε θα 'δινα για

να 'βλεπα τον Διοικητή, να νιώσω στην ψυχή μου το φοβε­

ρό φορτίο της κατάρας του, να νιώσω μέσα μου το μεγα­

λείο της τραγωδίας! Ελάτε τώρα. εγώ είμαι το πολύ πολύ

ήρωας κωμωδίας. αλλά κι αυτό ακόμα δεν το χρωστάω

στον εαυτό μου. αλλά ακριβώς σ' εκείνον. τον Δον Ζουάν.

γιατί μόνο στο ιστορικό φόντο της τραγικής ευθυμίας του

μπορείτε ακόμα να συλλάβετε. ώς ένα βαθμό, την κωμική

θλίψη της ζωής μου πίσω απ' τον ποδόγυρο, μιας ζωής που.

χωρίς αυτό το σημείο αναφοράς, θα 'ταν απλώς μια μουντή

ρουτίνα. ένα πληκτικό τοπίο.»

132

ΤΟ ΣγΜΠΟΣJO

Νέα σήματα

Ο Χάβελ κουρασμένος από αυτό τον ατέλειωτο μονόλογο

(στη διάρκεια του οποίου δύο φορές έπεσε απ' τη νύστα το

κεφάλι του διευθυντή). σώπασε. Έπειτα από μια φορτισμέ­

νη παύση, πήρε το λόγο η γιατρός: «Δεν ήξερα πως είστε

τόσο καλός ρήτορας, γιατρέ μου. Περιγράψατε τον εαυτό

σας σαν ήρωα κωμωδίας, μουντό, πληκτικό, σαν ένα μηδε­

νικό! Δυστυχώς, ο τρόπος που εκφραστήκατε παραήταν τέ­

λειος. Είστε διαβολεμένα πανούργος: αυτοχαρακτηρίζεστε

ζητιάνος, διαλέγοντας όμως τόσο ηγεμονικές λέξεις, που να

φαίνεστε βασιλιάς. Είστε ένας παλιοαπατεώνας, κύριε Χά­

βελ. Ματαιόδοξος, ακόμα κι όταν κυλιέστε μες στη λάσπη.

Ένας γηραλέος και καταχθόνιος απατεώνας».

Ο Φλάισμαν γέλασε δυνατά, γιατί νόμισε, προς μεγάλη

του ικανοποίηση, ότι στα λόγια της γιατρού διέκρινε περι­

φρόνηση απέναντι στον Χάβελ. Έτσι, παίρνοντας θάρρος

από τη δική της ειρωνεία και από το δικό του γέλιο, πήγε

στο παράθυρο και είπε με νόημα: «Τι νύχτα!»

«Ναι» είπε η γιατρός, «θεσπέσια νύχτα. Και ο κιΥριος

Χάβελ παίζει το θάνατο! Μήπως αλήθεια το προσέξατε,

γιατρέ μου, τι υπέροχη νύχτα που είναι απόψε;»

«Πού να το προσέξει» είπε ο Φλάισμαν. «Για τον κύριο

Χάβελ η μια γυναίκα είναι ίδια με την άλλη, η μια νύχτα

ίδια με την άλλη, χειμώνας και καλοκαίρι είναι ένα και το

αυτό. Ο κύριος Χάβελ αρνείται να διακρίνει επιμέρους χα­

ρακτηριστικά. »

«Με ξεσκεπάσατε» είπε ο Χάβελ.

Ο Φλάισμαν έκρινε ότι αυτήν τη φορά το ραντεβού του

με τη γιατρό θα πετύχει: ο διευθυντής είχε πιει πολύ και η

133

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

νύστα που τον είχε κυριειΥσει εδώ και μερικά λεπτά φαινό­

ταν να μειώνει αισθητά την επαγρύπνησή του. «Ωχ. η κύ­

στη μου!» είπε με τρόπο ο Φλάισμαν. έριξε ένα βλέμμα

στη γιατρό, και τράβηξε προς την πόρτα.

Το γκάζι

Καθώς βάδιζε στο διάδρομο σκεφτόταν με ευχαρίστηση

πως όλη τη βραδιά η γιατρός κορόιδευε τους δύο άντρες,

τον διευθυντή και τον Χάβελ. τον οποίο μόλις είχε αποκα­

λέσει πολύ εύστοχα απατεώνα, και είδε έκθαμβος να επα­

ναλαμβάνεται κάτι που κάθε φορά τον ξάφνιαζε. ακριβώς

επειδή επαναλαμβανόταν τόσο τακτικά: άρεσε πολύ στις

γυναίκες. τον προτιμούσαν από τους έμπειρους άντρες. γε­

γονός που. στην περίπτωση της γιατρού -που ήταν ολοφά­

νερα μια εξαιρετικά απαιτητική. έξυπνη και αρκετά (αλλά

ευχάριστα) υπεροπτική γυναίκα-ο αποτελούσε έναν και­

νούριο και απροσδόκητο θρίαμβο.

Μ ' αυτές τις ευχάριστες σκέψεις ο Φλάισμαν διέσχισε

όλον το μακρόστενο διάδρομο. ώς την έξοδο. Όταν είχε

σχεδόν φτάσει στην πόρτα που έβγαζε στον κήπο. μυρωδιά

γκαζιού χτύπησε ξαφνικά στα ρουθούνια του. Σταμάτησε

και μύρισε προσεχτικά. Η μυρωδιά ερχόταν από μια πόρτα

του διαδρόμου, απ' το δωματιάκι όπου ξεκουράζονταν οι

νοσοκόμες. Ξαφνικά ο Φλάισμαν συνειδητοποίησε ότι φο­

βάται πολύ.

Στην αρχή σκέφτηκε να τρέξει να φωνάξει τον διευθυ­

ντή και τον Χάβελ. αλλά έπειτα αποφάσισε να δοκιμάσει

το πόμολο της πόρτας (προφανώς υπέθετε πως η πόρτα θα

134

,

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

είναι κλειδωμένη ή θα είναι βαλμένος ο σύρτης). Προς με­

γάλη του έκπληξη η πόρτα άνοιξε. Ένα δυνατό φως απ' το

ταβάνι φώτιζε ένα γυμνό, ψηλό γυναικείο κορμΙ που ήταν

ξαπλωμένο στο ντιβάνι. Ο Φλάισμαν κοίταξε ένα γύρο το

δωμάτιο και όρμησε προς ένα μικρό καμινέτο. Έκλεισε τη

στρόφιγγα του γκαζιού. που ήταν ανοιχτή. Έπειτα έτρεξε

στο παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα.

Παρατήρηση εντός παρενθέσεως

(Μπορούμε να πούμε ότι ο Φλάισμαν επέδειξε ψυχραιμία

και προπαντός ετοιμότητα. Είναι όμως και κάτι που δεν το

κατέγραψε αρκετά Ψύχραιμα. Η αλήθεια είναι πως για μια

στιγμ'� έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο γυμνό κορμί τής

Ελίζαμπετ. αλλά φοβόταν τόσο που δεν μπόρεσε. πίσω απ'

το φίλτρο αυτού του φόβου. να συνειδητοποιήσει αυτό που

μπορούμε να απολαύσουμε τώρα εμείς με την άνεσή μας.

από πλεονεκτική απόσταση:

Ήταν θεσπέσιο αυτό το κορμί. Ήταν ξαπλωμένο στο δε­

ξί πλευρό. ο αριστερός ώμος πλησίαζε λίγο τον άλλο και τα

δυο όμορφα στήθη σφίγγονταν μεταξύ τους. τονίζοντας το

πλούσιο σχήμα τους. Το ένα πόδι ήταν τεντωμένο και τ'

άλλο ελαφρά λυγισμένο. αναδεικνύοντας τους εντυπωσια­

κά μεστούς μηρούς της και την εξαιρετικά πυκνή. μαιΥρη

σκιά του εφηβαίου.)

135

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤRΣ

Η κλήση για βοήθεια

Ο Φλάισμαν άνοιξε διάπλατα το παράθυρο και την πόρτα, κι αμέσως όρμηξε στο διάδρομο και κάλεσε βοήθεια. Όσα ακολούθησαν έγιναν γρήγορα και αποτελεσματικά: τεχνη­τή αναπνοή. τηλεφώνημα στα επείγοντα περιστατικά, φο­ρείο, μεταφορά στον εφημερεύοντα γιατρό, και πάλι τεχνη­τή αναπνοή, επαναφορά στη ζωή, μετάγγιση αίματος, και τέλος βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης, όταν ήταν πια φανερό πως η ζωή της Ελίζαμπετ είχε σωθεί.

1:36

ΤΡΙΤΗ ΠJ:>ΑΞΗ

Ποιος είπε τι

Όταν οι τέσσερις γιατροί βγήκαν απ' τα Επείγοντα έξω

στην αυλή, έδειχναν εξαντλημένοι.

Ο διευθυντής είπε: «Μας χάλασε το συμπόσιό μας η δό­

λια η Ελίζαμπετ». Η γιατρός είπε: «Οι ανικανοποίητες γυναίκες φέρνουν

πάντοτε γρουσουζιά». Ο Χάβελ είπε: «Περίεργο. Έπρεπε ν' ανοίξει το γκάζι

για να δοιΥμε πως έχει ωραίο σώμα».

Σ' αυτά τα λόγια ο Φλάισμαν κοίταξε (επί ώρα) τον Χά­

βελ και είπε: «Δεν έχω διάθεση να πιω άλλο, ούτε και να

κάνω πνειΥμα. Καληνύχτα». Και τράβηξε για την έξοδο του

νοσοκομείου.

Η θεωρία του Φλάισμαν

Ο Φλάισμαν αηδίασε με τα λόγια της παρέας του. Έβλεπε

σ' αυτά την αναισθησία των ανθρώπων που γερνούν. τη

σκληρότητα της ηλικίας τους που ορθωνόταν μπροστά στα

δικά του νιάτα σαν εχθρικό εμπόδιο. Γι' αυτό χαιρόταν που

έμεινε μόνος, και ξεκίνησε επίτηδες με τα πόδια, για να

γευτεί ελεύθερα την έξαψή του: έλεγε και ξανάλεγε μόνος

137

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

του, συνέχεια, πως η Ελίζαμπετ είχε βρεθεί δυο βήματα απ'

το θάνατο, και για το θάνατό της θα ήταν υπεύθυνος αυτός.

Ήξερε φυσικά πως κάθε αυτοκτονία δεν είναι αποτέλεσμα

μιας αιτίας μόνο, αλλά ολόκληρου πλέγματος αιτιών' ωστόσο

δεν μπορούσε ν' αρνηθεί πως μία από αυτές τις αιτίες. και

οπωσδήποτε η καθοριστική. ήταν αυτός ο ίδιος. το γεγονός

και μόνο της ύπαρξής του. αλλά και το αποψινό του φέρσιμο.

Τώρα κατηγορούσε με πάθος τον εαυτό του. Έλεγε πως

είναι ένας εγωιστής, με το ματαιόδοξο βλέμμα του προση­

λωμένο στις ερωτικές επιτυχίες του. Έβρισκε πως είναι γε­

λοίος που άφησε να τυφλωθεί από το ενδιαφέρον που του

είχε δείξει η γιατρός. Μεμφόταν τον εαυτό του. γιατί είχε

μετατρέψει την Ελίζαμπετ σε απλό αντικείμενο. ένα δοχείο

που του χρησίμεψε για να χι)σει τη χολή του όταν ο ζηλότυ­

πος διευθυντής τού χάλασε το νυχτερινό ραντεβοι) του. Με

ποιο δικαίωμα είχε φερθεί έτσι σ' ένα αθώο πλάσμα;

Πάντως, ο νεαρός φοιτητής της ιατρικής δεν ήταν κάνα

πρωτόγονο πλάσμα' κάθε Ψυχική του διάθεση εμπεριείχε

τη διαλεκτική της κατάφασης και της άρνησης. κι έτσι, στην

εσωτερική φωνή του κατηγόρου. αποκρινόταν τώρα η εσω­

τερική φωνή του συνηγόρου: βέβαια. τα σαρκαστικά λόγια

που είχε απευθι)νει στην Ελίζαμπετ ήταν άτοπα, αλλά δε

θα είχαν σίγουρα τόσο τραγικές συνέπειες αν η Ελίζαμπετ

δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Τι έφταιγε όμως εκείνος αν

κάποια γυναίκα ήταν ερωτευμένη μαζί του; Γινόταν αυτο­

μάτως υπεύθυνος γι' αυτήν; Σταμάτησε για λίγο σ' αυτό το ερώτημα' του φάνηκε

πως αποτελεί το κλειδί ολόκληρου του μυστηρίου της αν­

θρώπινης ύπαρξης. Σταμάτησε μάλιστα και να περπατάει

και απάντησε στον εαυτό του με τη μεγαλύτερη σοβαρότη­

τα του κόσμου: Δεν είχε δίκιο όταν είπε πριν από λίγο στον

138

ΤΟ ΣγΜΠΟΣΙΟ

διευθυντή πως δεν είναι υπεύθυνος για οτιδήποτε προκαλεί

άθελά του. Πώς ήταν δυνατόν να περιορίσει τον εαυτό του

μόνο σε ό.τι ήταν συνειδητό και σκόπιμο; Οτιδήποτε προ­καλούσε άθελά του δεν ανήκε κι αυτό στη σφαίρα της προ­σωπικότητάς του; Ποιος άλλος θα μπορούσε να 'ναι υπεύ­θυνος γι' αυτό; Ναι, ήταν ένοχος ένοχος που τον αγαπούσε

η Ελίζαμπετ' ένοχος που δεν είχε πάρει τίποτα είδηση' ένο­χος που δεν είχε δώσει σημασία' ένοχος. Παραλίγο να είχε

σκοτώσει ένα ανθρώπινο πλάσμα.

Η θεωρία του διευθυντή

Ενώ ο Φλάισμαν ήταν απορροφημένος από την αυτοκριτική

του. ο διευθυντής, ο Χάβελ και η γιατρός ξαναγύριζαν στο θάλαμο εφημερίας. Δεν είχαν καμία διάθεση να πιουν άλ­

λο' έμειναν για λίγο σιωπηλοί' κι έπειτα είπε ο Χάβελ: «Πώς

στο καλό τής μπήκε αυτή η παλαβή ιδέα στο κεφάλι;»

«Όχι συναισθηματισμούς» είπε ο διευθυντής. «Όταν

βλέπω και κάνουν τέτοιες βλακείες. αρνούμαι να συγκινη­θώ. Εξάλλου. αν δε σ' είχε πιάσει τέτοιο πείσμα κι είχες

κάνει μαζί της αυτό που δε διστάζεις να κάνεις μ' όλες τις

άλλες, δε θα 'χε γίνει ό.τι έγινε.»

«Ευχαριστώ που με καθιστάτε υπεύθυνο για μια αυτο­

κτονία» είπε ο Χάβελ.

«Ας είμαστε ακριβείς» απάντησε ο διευθυντής. «Δεν

πρόκειται για αυτοκτονία αλλά για επίδειξη αυτοκτονίας.

οργανωμένη έτσι ώστε να αποφευχθεί το κακό. Αγαπητέ

μου γιατρέ. άμα θέλει κανείς να πάθει ασφυξία από γκάζι.

κλειδώνει καταρχήν την πόρτα. Κι όχι μόνο. αλλά φροντίζει

139

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

να κλείσει κι όλες τις χαραμάδες, ώστε να γίνει αντιληπτή

όσο το δυνατόν αργότερα η διαρροή γκαζιού. Μόνο που η

Ελίζαμπετ δε σκεφτόταν το θάνατο. εσένα σκεφτόταν.

»Ένας Θεός ξέρει πόσες βδομάδες τώρα ζούσε με τη

σκέψη πως θα 'χει νυχτερινή βάρδια μαζί σου. κι απ' την

αρχή της βραδιάς σού ρίχνεται κανονικά. Εσύ όμως μουλά­ρωσες. Κι όσο πιο πολύ μουλάρωνες, τόσο πιο πολύ έπινε

αυτή, και γινόταν όλο και πιο προκλητική: είπε. είπε, χόρε­ψε. θέλησε να κάνει και στριπτίζ ...

»Τελικά. αναρωτιέμαι μήπως υπάρχει κάτι όντως συγκι­νητικό σ' όλη αυτή την ιστορία. Όταν πια το πήρε απόφαση

πως δεν μπορεί να προσελκύσει ούτε την όρασή σου ούτε

την ακοή σου. τα 'παιξε όλα για όλα, ποντάροντας στην όσφρησή σου. κι άνοιξε το γκάζι. Και πριν ανοίξει το γκάζι,

γδύθηκε. Το ξέρει πως έχει ωραίο σώμα, και θέλησε να σε

αναγκάσει να το ανακαλύψεις. Θυμήσου τι μας είπε φεύγο­ντας: Να ξέρατε μό))ο. Αλλά οε)) ξέρετε τίποτα. Δε)) ξέρετε τίποτα. Τώρα ξέρεις. η Ελίζαμπετ έχει άσχημο πρόσωπο

αλλά ωραίο κορμί. Το παραδέχτηκες κι ο ίδιος. Βλέπεις.

δεν ήταν και τόσο ανόητος ο συλλογισμός της. Αναρωτιέ­μαι μήπως το ξανασκεφτείς τώρα.»

Ο Χάβελ ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί» είπε.

«Είμαι σίγουρος» είπε ο διευθυντής.

Η θεωρία του Χάβελ

«Μοιάζει πειστικό αυτό που λέτε» είπε ο Χάβελ στον διευ­θυντή. «αλλά υπάρχει κάποιο κενό στο συλλογισμό σας:

υπερεκτιμάτε το ρόλο μου στην υπόθεση αυτή. Γιατί δεν

140

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

πρόκειται για μένα. Δεν είμαι δα ο μόνος που αρνήθηκε να

πάει με την Ελίζαμπετ. Κανένας δεν ήθελε να πάει μαζί της.

»Προηγουμένως. όταν με ρωτήσατε γιατί δεν ήθελα να

πάω με την Ελίζαμπετ. σας είπα διάφορες μπούρδες για τη

γοητεία της ελευθερίας της βούλησης και για τη δική μου

ελευθερία την οποία προσπαθώ να διαφυλάξω. Αλλά ήταν

απλώς λόγια του αέρα. με σκοπό να κρύψουν την αλήθεια.

που είναι τελείως διαφορετική και διόλου κολακευτική:

απέκρουσα την Ελίζαμπετ επειδή ακριβώς δεν είμαι ικανός

να συμπεριφερθώ σαν ελεύθερος άνθρωπος. Γιατί η μόδα

είναι να μην πηγαίνει κανείς με την Ελίζαμπετ. Κανείς δεν

πάει με την Ελίζαμπετ. αλλά κι αν πήγαινε. δε θα το παρα­

δεχόταν ποτέ. γιατί όλοι θα τον κορόιδευαν. Η μόδα είναι

ένας φοβερός κέρβερος. κι εγώ υπάκουσα δουλικά. Μόνο

που η Ελίζαμπετ είναι πια ώριμη γυναίκα. και της τη βάρε­

σε στο κεφάλι. Κι εκεί που της τη βάρεσε πιο πολύ είναι

που την αποκρούω εγώ. που όλος ο κόσμος ξέρει πως πάω

με ό.τι βρεθεί μπροστά μου. Αλλά η μόδα μετράει πιο πολύ

για μένα απ' το κεφάλι της Ελίζαμπετ.

»Κι έχετε δίκιο: ξέρει πως έχει ωραίο σώμα. και θεώρη­

σε πως είναι εντελώς παράλογη και άδικη αυτή η κατάστα­

ση. και θέλησε να διαμαρτυρηθεί. Θυμηθείτε που όλη τη

βραδιά δεν έπαψε να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή

στο σώμα της. Όταν μας είπε για τη Σουηδέζα στριπτιζέζ

που είχε δει στη Βιέννη. χάιδευε τα στήθη της και δήλωσε

πως είναι ωραιότερα από της Σουηδέζας. Και θυμηθείτε:

όλο το βράδυ τα στήθη της και τα οπίσθιά της κατέκλυζαν

τούτο το δωμάτιο σαν στίφη διαδηλωτών. Σοβαρολογώ.

ήταν σωστ-� διαδήλωση.

»Και θυμηθείτε το στριπτίζ. θυμηθείτε πώς το ζούσε! Το θλιβερότερο στριπτίζ που είδα ποτέ μου. Προσπαθούσε με

141

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

πάθος να γδυθεί, αλλά της ήταν αδύνατον να ξεφΙJγει από

τη μισητή φυλακή της στολής της νοσοκόμας. Προσπαθού­

σε να γδυθεί. αλλά δεν μποροι)σε. Κι ενώ το ήξερε πως δε

θα γδυνόταν. προσπαθΟΙJσε παρ' όλα αυτά να γδυθεί, γιατί

ήθελε να μας μεταδώσει τη θλιβερή και μη πραγματοποιή­

σιμη επιθυμία της να γδυθεί. Δεν ήταν γδύσιμο αυτό, ήταν η

ελεγεία του γδυσίματος. μια ελεγεία για την αδυναμία της

να γδυθεί. για την αδυναμία να κάνει έρωτα. για την αδυ­

ναμία της να ζήσει! Κι εμείς δε θελ'�σαμε ούτε καν να τον

ακούσουμε αυτόν το θρήνο. κοιτάζαμε στο πάτωμα και

παίρναμε ύφος αδιάφορο.»

«Πόπο ένας ρομαντικός γυναικάς!» αναφώνησε ο διευ­

θυντής. «Πιστεύεις πως ήθελε πραγματικά να πεθάνει;»

«Θυμηθείτε» είπε ο Χάβελ «τι μου είπε την ώρα που

χόρευε! Μου είπε: Είμαι ζωντανή εγώ! Είμαι ζωντανή ακό­μα! Θυμάστε; Απ' τη στιγμή που άρχισε να χορεύει. ήξερε

τι θα έκανε μετά!»

«Και γιατί θέλησε να πεθάνει ολόγυμνη; Τι εξήγηση δί­

νεις εσύ γι' αυτό;»

«Ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά του θανάτου όπως στην

αγκαλιά ενός εραστή. Γι' αυτό και γδύθηκε. έφτιαξε τα

μαλλιά της. βάφτηκε ... »

«Και γι' αυτό δεν κλείδωσε και την πόρτα. ε;Έλα τώρα.

μην προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως ήθελε πραγ­

ματικά να πεθάνει. »

«Μπορεί και να μην ήξερε τι ακριβώς ·�θελε. Εσείς δη­

λαδή ξέρετε τι θέλετε; Ποιος από μας ξέρει τι θέλει; Ήθελε

να πεθάνει. αλλά και δεν ήθελε. Για την ακρίβεια. ήθελε ει­

λικρινά να πεθάνει και ταυτόχρονα (εξίσου ειλικρινά) ήθε­

λε να παρατείνει την πράξη που θα την οδηγούσε στο θά­

νατο και με την οποία ένιωθε να εξυψώνεται. 1 'ιατί. κατα-

142

ΤΟ ΣΥΥ[ΠΟΣΙΟ

λαβαίνετε. δεν ήθελε να τη δοι)με όταν θα είχε πια μελανιά­

σε ι, θα μύριζε και θα είχε παραμορφωθεί απ' το θάνατο.

Ήθελε να μας δείξει το τόσο όμορφο αλλά υποτιμημένο

κορμί της. που όδευε εν πλήρει δόξη να ενωθεί ερωτικά με

το θάνατο. Ήθελε. τουλάχιστον αυτή την τόσο ζωτικής ση­

μασίας στιγμή. να ζηλέψουμε το θάνατο που παίρνει τοι)το

το κορμί και έτσι να το ποθήσουμε.»

Η θεωρία της γιατρού

«Κι)ριοι» άρχισε η γιατρός που είχε μείνει ώς τότε σιωπηλή

και άκουγε προσεχτικά τους δυο γιατρούς. «λογικά μου

φαίνονται όσα είπατε και οι δυο σας. όσο μπορεί να κρίνει

μια γυναίκα. Οι θεωρίες σας από μόνες τους είναι αρκετά

πειστικές και μαρτυρούν γνώση της ζωής εις βάθος. Έχουν

μόνο ένα ελάττωμα: δεν περιέχουν ίχνος αλήθειας. Η Ε­

λίζαμπετ δε σκεφτόταν την αυτοκτονία. Ούτε την πραγ­

ματική αυτοκτονία οι)τε τη σκηνοθετημένη. Καμία αυτο­

κτονία. »

Έμεινε για λίγο να απολαμβάνει τον αντίκτυπο των λό­

γων της. και συνέχισε: «Κύριοι. είναι φανερό πως δεν έχετε

ήσυχη τη συνείδησή σας. Όταν γυρίσαμε από τα Επείγοντα.

αποφύγατε το δωματιάκι των νοσοκόμων. Οι'ηε να το δείτε

δε θέλατε πια. Εγώ όμως το εξέτασα προσεχτικά. όσο κά­

νατε τεχνητή αναπνοή στην Ελίζαμπετ. Πάνω στο καμινέτο

ήταν ένα κατσαρολάκι. Η Ελίζαμπετ έβαλε να ζεστάνει νε­

ρό για καφέ. και την πήρε ο ύπνος, το νερό χύθηκε κι έσβη­

σε τη φλόγα».

Οι δυο γιατροί πήγαν στο δωματιάκι των νοσοκόμων

143

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

μαζί με τη γιατρό. Όντως, πάνω στο καμινέτο ήταν ένα κα­

τσαρολάκι, κι είχε μείνει μάλιστα και λίγο νερό.

«Τότε γιατί ήταν ολόγυμνη;» επέμεινε παραξενεμένος ο

διευθυντής.

«Κοιτάξτε εδώ» είπε η γιατρός. δείχνοντας στις τέσσε­

ρις γωνίες του δωματίου: το γαλάζιο φόρεμα της στολής

σερνόταν στο πάτωμα, κάτω απ' το παράθυρο, το σουτιέν

κρεμόταν απ' το ντουλαπάκι με τα φάρμακα. και το άσπρο

κιλοτάκι ήταν πεταμένο χάμω, στην άλλη άκρη. «Η Ελίζα­

μπετ πέταξε σε διαφορετικά σημεία τα ρούχα της, γεγονός

που αποδεικνύει πως θέλησε να ολοκληρώσει. έστω για τον

εαυτό της, το στριπτίζ της. αυτό που εσείς, κύριε διευθυ­

ντά. κρίνατε φρόνιμο να της απαγορεύσετε!

»Όταν έμεινε ολόγυμνη, θα ένιωθε πια κουρασμένη. Αυ­

τό δε θα της άρεσε, γιατί δεν είχε ακόμα εγκαταλείψει τις

ελπίδες της γι' αυτήν τη vtJXTa. Ήξερε πως κάποτε θα φεΙJ­

γαμε εμείς οι άλλοι. κι ο ΚΙJριος Χάβελ θα 'μενε μόνος. Γι'

αυτό και ζήτησε χάπια να μείνει ξίJπνια. Αποφάσισε να

φτιάξει καφέ κι έβαλε ένα κατσαρολάκι με νερό στο καμι­

νέτο. Έπειτα ξανακοίταξε το σώμα της κι αυτό την ερέθι­

σε. Κύριοι, η Ελίζαμπετ είχε ένα πλεονέκτημα σε σχέση μ'

εσάς. Δεν έβλεπε το κεφάλι της. Άρα για κείνην η ομορφιά

της ήταν αψεγάδιαστη. Την ερέθισε το κορμί της και ξά­

πλωσε λάγνα στο ντιβάνι. Αλλά. απ' ό,ΤΙ φαίνεται, ο ΙJπνος

την πρόλαβε πριν από την ηδονή.»

«Σίγουρα» είπε ο Χάβελ. «Αφού μάλιστα της είχα δώ­

σει υπνωτικά! »

«Διόλου παράξενο από μέρους σας» είπε η γιατρός.

«Λοιπόν. δεν είναι όλα ξεκάθαρα τώρα;»

«Όχι» είπε ο Χάβελ. «Θυμηθείτε τι μας είπε: Δεν πεθαί­

νω εΥώ! Είμαι ζωντανή ακόμα! Είμαι ζωντανή! Και τα τε-

'1 t,t,

ΤΟ ΣγΜΠΟΣΙΟ

λευταία της λόγια: τα είπε με τόσο πάθος, σαν να 'ταν λό­

για αποχαιρετισμού: Να ξέρατε μόνο. Αλλά δεν ξέρετε τί­

ποτα. Δεν ξέρετε τίποτα. »

«Ελάτε τώρα» του είπε η γιατρός. «Λες και δεν ξέρετε

πως τα ενενήντα εννιά τοις εκατό απ' αυτά που λέμε τα λέ­

με έτσι, στον αέρα. Μήπως κι εσείς ο ίδιος, τις περισσότε­

ρες φορές, δε μιλάτε μόνο και μόνο για να μιλάτε;» Οι γιατροί συνέχισαν την κουβέντα λίγο ακόμα, κι έπει­

τα βγήκαν απ' το θάλαμο' ο διευθυντής και η γιατρός έδω­

σαν το χέρι στον Χάβελ και απομακρύνθηκαν.

Αρώματα ταξίδευαν στον νυχτερινό αέρα

Ο Φλάισμαν έφτασε κάποτε στο δρόμο της συνοικίας όπου έμενε με τους γονείς του σ' ένα μικρό σπιτάκι με κήπο γύ­

ρω γύρω. Άνοιξε την καγκελόπορτα και κάθισε σ' ένα πα­

γκάκι που από πάνω του έγερνε μια ολάνθιστη τριαντα­

φυλλιά που τη φρόντιζε με αγάπη η μητέρα του.

Αρώματα ταξίδευαν στον καλοκαιρινό νυχτερινό αέρα,

και οι λέξεις «ένοχος», «εγωισμός», «αγαπημένος», «θάνα­

τος» στριφογύριζαν μες στο κεφάλι του Φλάισμαν και τον γέμιζαν ανείπωτη ευχαρίστηση' είχε την αίσθηση ότι στην

πλάτη του φύτρωσαν φτερά.

Μέσα σ' αυτό το κύμα μελαγχολικής ευτυχίας, συνειδη­

τοποίησε πως είχε αγαπηθεί όπως ποτέ πριν. Βέβαια. αρ­

κετές γυναίκες τού είχαν ήδη δώσει απτές αποδείξεις των αισθημάτων τους, αλλά τώρα έπρεπε να πει με το χέρι στην καρδιά: ήταν πάντοτε αγάπη τα αισθήματα αυτά; μήπως είχε αφεθεί ορισμένες φορές σε αυταπάτες; μήπως φαντα-

145

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤl<:2;

ζόταν πιο πολλά απ' όσα συνέβαιναν στην πραγματικότη­

τα; νά, η Κλάρα, ας πούμε, μήπως ήταν υπολογίστρια κι όχι

ερωτευμένη; μήπως σκεφτόταν πιο πολύ το διαμέρισμα

που θα της έβρισκε παρά τον ίδιον; Όλα αυτά, μπροστά

στην πράξη της Ελίζαμπετ, φάνταζαν χλομά.

Μεγάλα λόγια ταξίδευαν στον αέρα, κι ο Φλάισμαν σκέ­

φτηκε πως για τον έρωτα μόνο ένα κριτήριο υπάρχει: ο θά­

νατος. Στο τέρμα του αληθινού έρωτα βρίσκεται ο θάνατος.

και μόνο ο έρωτας που στο τέρμα του βρίσκεται ο θάνατος

είναι έρωτας.

Αρώματα ταξίδευαν στον αέρα. και ο Φλάισμαν αναρω­

τήθηκε: θα τον αγαπούσε ποτέ άλλος κανείς όσο αυτή η

άσχημη γυναίκα; Αλλά τι είναι η ομορφιά ή η ασχήμια

μπροστά στην αγάπη; Τι είναι η ασχήμια ενός προσώπου

μπροστά σ' ένα συναίσθημα που το μεγαλείο του αντανα­

κλά το απόλυτο;

(Το απόλυτο; Ναι. Ο Φλάισμαν είναι ένας έφηβος που

μόλις πρόσφατα εκσφενδονίστηκε στον αβέβαιο κόσμο των

ενηλίκων. Βάζει τα δυνατά του να κατακτήσει γυναίκες.

αλλά προπάντων αναζητεί μια παρηγορητική, απέραντη.

λυτρωτική αγκαλιά. που θα τον σώσει από τη φριχτή σχετι­

κότητα του κόσμου τον οποίο μόλις τώρα ανακάλυψε.)

146

ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΑΞΗ

Η επιστροφή της γιατρού

Ο Χάβελ είχε ξαπλώσει στο ντιβάνι εδώ και λίγη ώρα. σκε­

πασμένος με μια λεπτή μάλλινη κουβέρτα' ξαφνικά άκουσε

να χτυπούν στο τζάμι. Στο φως του φεγγαριού διέκρινε το

πρόσωπο της γιατροι'ι. Άνοιξε το παράθυρο και ρώτησε:

«Τι συμβαίνει;»

«Ανοίχτε μου» είπε η γιατρός και κινήθηκε σβέλτα προς

την πόρτα του κτιρίου.

Ο Χάβελ κούμπωσε το πουκάμισό του. αναστέναξε. και

βγήκε απ' το δωμάτιο.

Ξεκλείδωσε την πόρτα του κτιρίου. και η γιατρός. χωρίς

να δώσει καμία εξήγηση. κατευθύνθηκε στο θάλαμο εφημε­

ρίας. στρογγυλοκάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντι απ' τον

Χάβελ και μόνο τότε άρχισε να εξηγεί πως της ήταν αδύ­

νατον να γυρίσει σπίτι της. πως ήταν φοβερά αναστατωμέ­

νη, πως δεν υπήρχε περίπτωση να την πάρει ο ι'ιπνος. και

ήθελε να κουβεντιάσουν λίγο ακόμα, μπας και ηρεμήσει.

Ο Χάβελ δεν πίστεψε λέξη απ' όλα αυτά. κι ήταν αρκε­

τά αγενής (ή απρόσεχτος), ώστε να το δείξει κιόλας.

Γι' αυτό και η γιατρός τοι'ι είπε: «Φυσικά και δε με πι­

στεύετε. αφού είστε πεπεισμένος πως ξαναγύρισα μόνο

και μόνο για να κοιμηθώ μαζί σας». Ο Χάβελ έκανε μια αρ­

νητική χειρονομία. αλλά η γιατρός συνέχισε: «Ένας φαντα­

σμένος Δον Ζουάν! Αλίμονο. Μόλις σας δει μια γυναίκα.

147

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

μόνο αυτό σκέφτεται. Κι εσείς, απηυδισμένος και αηδια­

σμένος, εκτελείτε τη θλιβερή αποστολή σας».

Ο Χάβελ έκανε και πάλι μια αρνητική χειρονομία, αλ­

λά η γιατρός. που είχε ανάψει στο μεταξύ τσιγάρο και φυ­

σούσε νωχελικά τον καπνό, συνέχισε: «Φουκαρά μου Δον

Ζουάν. μην ανησυχείτε. Δεν ήρθα για να σας ενοχλήσω. Δεν

έχετε καμιά σχέση με το θάνατο. Αυτό είναι μια από τις

παραδοξολογίες του αγαπητού μας διευθυντή. Δεν τα

παίρνετε όλα, γιατί απλούστατα δεν είναι όλες οι γυναίκες

διατεθειμένες να σας δοθούν. Εγώ λόγου χάρη σας εγγυώ­

μαι πως έχω απόλυτη ανοσία απέναντί σας».

«Αυτό ήρθατε να μου πείτε;»

«Ίσως. Ήρθα να σας παρηγορήσω, να σας πω πως δεν

είστε σαν το θάνατο. Πως εγώ δε θ' αφηνόμουν ποτέ να με

πάρετε.»

Η ηθική του Χάβελ

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας» είπε ο Χάβελ «πολύ ευγενι­

κό που δεν αφήνεστε να σας πάρουν κι ήρθατε και να μου το

πείτε. Δίκιο έχετε. Δεν έχω καμία σχέση με το θάνατο. Όχι μό­

νο δεν παίρνω την Ελίζαμπετ, αλλά ούτε κι εσάς θα πάρω.»

«Ω!» έκανε η γιατρός.

«Δεν εννοώ πως δε μου αρέσετε. Ίσα ίσα.»

«Πάλι καλά» είπε η γιατρός.

«Ναι. Μου αρέσετε πολι).»

«Τότε γιατί δε με παίρνετε; Επειδή δε σας δείχνω κανέ­

να ενδιαφέρον;»

«Όχι, καμία σχέση» είπε ο Χάβελ.

148

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

«Τότε;»

«Γιατί τα 'χετε με τον διευθυντή.»

«Ε και;»

«ο διευθυντής ζηλει)ει. Θα πληγωνόταν.»

«Έχετε ηθικοι)ς ενδοιασμούς;» είπε γελώντας η γιατρός.

«Ξέρετε» είπε ο Χάβελ. «στη ζωή μου είχα ένα σωρό

σχέσεις με γυναίκες. κι έτσι έμαθα να σέβομαι περισσότερο

την αντρική φιλία. Κι αυτή η φιλία που δεν κηλιδώνεται

από την ηλιθιότητα του ερωτισμού είναι η μόνη αξία που

γνώρισα στη ζωή μου.»

«Και τον διευθυντή τον θεωρείτε φίλο σας;»

«ο διευθυντής έχει κάνει πολλά για μένα.»

«Και πολύ περισσότερα για μένα» είπε η γιατρός.

«Μπορεί» είπε ο Χάβελ. «Αλλά δεν είναι θέμα ευγνω-

μοσύνης. Απλούστατα ο διευθυντής είναι φίλος. Είναι υπέ­

ροχος τύπος. Και είναι πολύ δεμένος μαζί σας. Έτσι και

κάναμε κάτι οι δυο μας, θα ήμουνα σκέτο κάθαρμα. »

Το θάΨιμο του διευθυντή

«Δεν το περίμενα ν' ακούσω από σας τέτοιο φλογερό εγκώ­

μιο της φιλίας!» είπε η γιατρός. «Μου αποκαλύπτετε μια

ολοκαίνουρια και απολύτως απροσδόκητη πλευρά σας. Όχι

απλώς διαθέτετε. πέρα από κάθε προσδοκία, αισθήματα. αλλά

και τα εκδηλώνετε (κι αυτό είναι το συγκινητικό) απέναντι

σ' έναν ηλικιωμένο, καραφλό κύριο με λίγες γκρίζες τρίχες,

που μόνο τη γελοιότητά του προσέχει κανείς. Τον είδατε

απόψε; Είδατε που συνέχεια είναι όλο φιγούρα; Θέλει πά­

ντα να αποδεικνύει πράγματα που κανείς δεν τα πιστεύει.

149

ΚΩΜΙΚΟΙ 13ΓΩΤΕΣ

»Καταρχήν, θέλει να αποδείξει τι πνευματώδης που είναι,

Τον ακούσατε. Όλη τη βραδιά μιλούσε χωρίς να λέει τίποτα,

διασκέδαζε τη γαλαρία, έκανε πνεύμα. ο Χάβελ είναι σαν το

θάνατο, επινοεί παραδοξολογίες όπως τα περί δυστυχίας

του ευτυχισμένου γάμου (εκατό φορές την έχω ακούσει αυ­

τή την εξυπνάδα!), προσπαθούσε να δουλέψει τον Φλάισμαν

(λες και χρειάζεται να 'ναι κανείς πνευματώδης γι' αυτό!).

»Δει)τερον, προσπαθεί να παίξει τον πολύ άνετο. Στην πραγματικότητα, απεχθάνεται όποιον έχει ακόμα μαλλιά στο κεφάλι του. αλλά γι' αυτό ακριβώς καταβάλλει ακόμα μεγαλι)τερη προσπάθεια να κάνει τον άνετο. Κολάκευε εσάς, κολάκευε εμένα, ήταν πατρικός και τρυφερός με την Ελίζαμπετ. ενώ τον Φλάισμαν τον δοι)λευε τόσο προσεχτι­κά που να μην το πάρει είδηση.

»Και τρίτον. που είναι και το βασικότερο. θέλει να απο­δείξει πως είναι ακαταμάχητος. Προσπαθεί απεγνωσμένα να κρύψει τη σημερινή του εικόνα πίσω από την αλλοτινή. που δυστυχώς δεν υπάρχει πια αλλά οι)τε και τη θυμάται κανένας. Είδατε πόσο επιδέξια τα κατάφερε να μας διηγη­θεί την ιστορία εκείνης της μικρής πόρνης που δεν τον ήθελε, μόνο και μόνο για να αναφερθεί στο αλλοτινό του πρόσωπο και να μας κάνει να ξεχάσουμε τη θλιβερή φαλάκρα του;»

γπεράσπωη του διευθυντή

«Όλα όσα λέτε είναι μάλλον αλήθεια» απάντησε ο Χάβελ «Αλλά σ' όλα αυτά εγώ βλέπω επιπλέον λόγους. και σοβα­ρούς λόγους, να συμπαθώ τον διευθυντή, γιατί όλα αυτά με αγγίζουν όσο δεν το φαντάζεστε, Γιατί να ΚΟΡΟ'ίδέψω μια

150

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

φαλάκρα που ούτε εγώ θα τη γλιτώσω εντέλει; Γιατί να κο­

ρο'ίδέψω τις επίμονες προσπάθειες του διευθυντή να μην εί­

ναι αυτό πού είναι;

» Όταν γερνάει ο άνθρωπος, ή δέχεται να είναι αυτό που

είναι, δηλαδή ένα αξιοθρήνητο απομεινάρι του παλιού εαυ­

τού του, ή δεν το δέχεται, Αν όμως δεν το δέχεται, τι κάνει;

Το μόνο που του μένει είναι να παραστήσει πως δεν είναι

αυτό που είναι' το μόνο που του μένει είναι να αναδημι­

ουργήσει, με επίπονες προσπάθειες, αυτό που δεν είναι πια,

αυτό που έχει πια χαθεί' να επινοήσει, να παίξει, να μιμηθεί

το κέφι του, τη ζωντάνια του, τη φιλικότητά του' να ξανα­

ζωντανέψει τον νεανικό του εαυτό, να προσπαθήσει να γί­

νει ένα μαζί του, και να αντικαταστήσει με αυτόν τη σημε­

ρινή του εικόνα. Σ' αυτό το θεατρικό παιχνίδι του διευθυ­

ντή εγώ βλέπω τον εαυτ6 μου, το μέλλον μου -αν, βεβαίως,

έχω αρκετή δύναμη να αντισταθώ και να μην αφεθώ, γιατί

η παραίτηση είναι σίγουρα πολύ χειρότερη από αυτό το

θλιβερό θεατρικό παιχνίδι.

»Ίσως εσείς να είδατε ξεκάθαρα το παιχνίδι του διευθυ­

ντή. Αλλά εγώ τον συμπαθώ ακόμα περισσότερο γι' αυτό,

και δε θα μπορούσα ποτέ να τον πληγώσω, που σημαίνει

πως δε θα μπορούσα ποτέ να κάνω τίποτα μαζί σας.»

Η απάντηση της γιατρού

«Αγαπητέ μου γιατρέ» απάντησε η γιατρός, «οι διαφορές

μας είναι λιγότερες απ' όσο νομίζετε. Κι εγώ τον συμπαθώ.

Κι εγώ τον λυπάμαι, όπως ακριβώς κι εσείς. Και του οφεί­

λω ίσως περισσότερα απ' ό,τι εσείς. Χωρίς αυτόν. δε θα 'χα

151

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΊΈΣ

μια τόσο καλή θέση. (Το ξέρετε άλλωστε. όλοι το ξέρουν, και πολύ καλά μάλιστα.) Πιστεύετε ότι τον κοροϊδεύω; Ότι τον απατάω; Ότι έχω κι άλλους εραστές; Με τι χαρά θα του το 'χαν προφτάσει οι πάντες! Δε θέλω να πληγώσω ούτε εκείνον ούτε τον εαυτό μου, κι έτσι είμαι πολύ λιγότερο ελεύθερη απ' όσο νομίζετε. Για την ακρίβεια, δεν είμαι κα­θόλου ελεύθερη. Αλλά χαίρομαι που καταλαβαινόμαστε τόσο καλά οι δυο μας. Γιατί είστε ο μόνος άντρας με τον οποίο θα επέτρεπα στον εαυτό μου να απατήσει τον διευ­θυντή. Γιατί όντως τον αγαπάτε ειλικρινά, και δε θα θέλατε ποτέ να τον πληγώσετε. Θα είστε σχολαστικά διακριτικός. Εσάς μπορώ να σας έχω εμπιστοσύνη. Άρα μπορώ να κοι­μηθώ μαζί σας ... » και κάθισε στα γόνατα του Χάβελ κι άρ­χισε να του ξεκουμπώνει τα ρούχα.

Τι έχανε ο Χάβελ;

Εμ τι θα 'κανε;

152

ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗ

Σ' έναν στρόβιλο ευγενών αισθημάτων

Μετά τη νύχτα ήρθε το πρωί, και ο Φλάισμαν κατέβηκε στον

κήπο να κόψει μερικά τριαντάφυλλα. Έπειτα πήρε το τραμ

για το νοσοκομείο.

Η Ελίζαμπετ ήταν σε μονόκλινο στο τμήμα των Επειγό­

ντων. Ο Φλάισμαν κάθισε κοντά στο κρεβάτι της, ακούμπη­

σε στο κομοδίνο τα τριαντάφυλλα, και πήρε το χέρι τής

Ελίζαμπετ για να μετρήσει το σφυγμό της.

«Είσαι καλύτερα τώρα;» ρώτησε.

«Ναι» είπε η Ελίζαμπετ.

«Δεν έπρεπε να κάνεις τέτοια ανοησία, καλή μου» είπε

ζεστά ο Φλάισμαν.

«Έχεις δίκω» είπε η Ελίζαμπετ. «αλλά με πήρε ο ύπνος.

Έβαλα να ζεστάνω νερό για να φτιάξω καφέ. και με πήρε ο ύπνος. την ανόητη.»

Ο Φλάισμαν έμεινε να την κοιτάζει κατάπληκτος, γιατί

δεν περίμενε τόση μεγαλοψυχία: η Ελίζαμπετ ήθελε να τον

απαλλάξει απ' τις τύψεις, δεν ήθελε να τον φορτώσει με

τον έρωτά της. και μάλιστα τον αρνιόταν αυτό τον έρωτα!

Της χάιδεψε το πρόσωπο, και κυριευμένος από συγκίνη­

ση της είπε τρυφερά: «Τα ξέρω όλα. Δε χρειάζεται να λες

Ψέματα. Αλλά σ' ευχαριστώ γι' αυτό σου το ψέμα».

Κατάλαβε πως τόση ευγένεια. αυταπάρνηση και αφο­

σίωση δε θα 'βρισκε σ' άλλη γυναίκα. και λίγο έλειψε να

153

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

υποκύΨει στον πειρασμό να της ζητήσει να γίνει γυναίκα

του. Αλλά τελευταία στιγμή ξαναβρήκε τον αυτοέλεγχό του

(πάντα υπάρχει χρόνος για πρόταση γάμου) και είπε απλώς:

«Ελίζαμπετ. Ελίζαμπετ. καλή μου. Αυτά τα τριαντά­

φυλλα είναι για σένα.»

«Για μένα;» είπε η Ελίζαμπετ, κοιτάζοντάς τον μ' ανοι­

χτό το στόμα.

«Ναι. για σένα. Επειδή είμαι ευτυχισμένος που βρίσκο­

μαι εδώ μαζί σου. Επειδή είμαι ευτυχισμένος που υπάρ­

χεις, Ελίζαμπετ. Ίσως να σ' αγαπάω. Ίσως να σ' αγαπάω

πολύ. Αλλά ίσως γι' αυτό ακριβώς να 'ταν καλΙJτερα να

μείνουμε όπως είμαστε. Πιστεύω πως ένας άντρας και μια

γυναίκα αγαπιούνται περισσότερο όταν δε ζούνε μαζί κι

όταν το μόνο που ξέρουν ο ένας για τον άλλο είναι πως

υπάρχουν. κι είναι ευγνώμονες ο ένας απέναντι στον άλλο

επειδή υπάρχουν κι επειδή το ξέρουν πως υπάρχουν. Κι

αυτό και μόνο τούς αρκεί για να 'ναι ευτυχισμένοι. Σ' ευ­

χαριστώ. Ελίζαμπετ. σ' ευχαριστώ που υπάρχεις.»

Η Ελίζαμπετ δεν καταλάβαινε τίποτα. αλλά χαμογελού­

σε μ' ένα μακάριο χαμόγελο. μ' ένα ηλίθιο χαμόγελο. γεμά­

το από κάποια αόριστη ευτυχία και μιαν αόριστη ελπίδα. Έπειτα ο Φλάισμαν σηκώθηκε. έσφιξε τον ώμο της Ελί­

ζαμπετ (σημάδι ενός διακριτικού και συγκρατημένου έρω­

τα). έκανε μεταβολή και έφυγε.

Η αβεβαιότητα όλων των πραγμάτων

«Η ωραία συνάδελφός μας. που ακτινοβολεί κυριολεκτικά

από νιάτα σήμερα. φαίνεται πως βρήκε τη σωστότερη ερ-

154

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

μηνεία όσων συνέβησαν» είπε ο διευθυντής στη γιατρό και

στον Χάβελ όταν ξαναβρέθηκαν οι τρεις τους στην υπηρε­

σία. «Η Ελίζαμπετ έβαλε να ζεστάνει νερό για καφέ και

την πήρε ο ύπνος. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται.»

«Βλέπετε;» είπε η γιατρός.

«Δε βλέπω τίποτα απολύτως» είπε ο διευθυντής. «Τελι­

κά. κανένας δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη. Μπορεί το κα­

τσαρολάκι να ήταν από πριν πάνω στο καμινέτο. Αν η Ελί­

ζαμπετ ήθελε να αυτοκτονήσει με γκάζι. γιατί να το 'βγαζε

το κατσαρολάκι;»

«Μα αφού σας τα εξήγησε όλα!» επέμεινε η γιατρός.

«Έπειτα απ' το θέατρο που μας έπαιξε και μας κατα­

τρόμαξε. γιατί να σας εκπλήσσει που προσπαθεί να μας

πείσει ότι για όλα έφταιγε ένα κατσαρολάκι; Μην ξεχνάτε

πως σε τούτη τη χώρα όποιος κάνει απόπειρα αυτοκτονίας

πάει αυτομάτως στο Ψυχιατρείο για θεραπεία. Κανέναν

δεν τον ενθουσιάζει αυτή η προοπτική.»

«Μου φαίνεται πως σας αρέσουν οι ιστορίες με αυτο­

κτονίες» είπε η γιατρός στον διευθυντή.

«Θα 'θελα για μια φορά να βασανιστεί ο Χάβελ από τύ­

Ψεις» είπε γελώντας ο διευθυντής.

Η μεταμέλεια του Χάβελ

Η ένοχη συνείδηση του Χάβελ διέκρινε στα επουσιώδη λό­

για του διευθυντή μια κρυπτογραφημένη μομφή, σταλμένη

διακριτικά από τον ουρανό για να τον συνετίσει: «Καλά

λέει ο διευθυντής μας» είπε. «Δεν ήταν σώνει και καλά από­

πειρα αυτοκτονίας. αλλά θα μπορούσε και να είναι. Άλλω-

155

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

στε, και μιλάω ειλικρινά, δεν υπήρχε περίπτωση να κρατή­σω κακία στην Ελίζαμπετ. Γιά πείτε μου. υπάρχει στη ζωή κάποια απόλυτη αξία βάσει της οποίας η αυτοκτονία θεω­ρείται εξ ορισμού ανεπίτρεπτη; Μήπως ο έρωτας; Ή η φι­λία; Σας εγγυώμαι πως η φιλία δεν είναι λιγότερο εύθραυ­στη απ' τον έρωτα, κι έτσι τίποτα δεν μπορεί να θεμελιωθεί πάνω σ' αυτήν. 'Η μήπως η φιλαυτία, τουλάχιστον; Μακάρι. Αλλά» στράφηκε σχεδόν με ζέση στον διευθυντή, και τα λόγια του ακούστηκαν κάπως σαν μεταμέλεια. «σας τ' ορ­κίζομαι, καθόλου δε μ' αρέσει ο εαυτός μου!»

«Κύριοι» είπε χαμογελώντας η γιατρός, «αν είναι να ομορφύνει η ζωή σας και να σωθεί και η ψυχή σας, ας συμ­φωνήσουμε πως η Ελίζαμπετ ήθελε όντως ν' αυτοκτονήσει. Εντάξει;»

Χάπι εντ

«Αρκετά» είπε ο διευθυντής. «Ας αλλάξουμε θέμα. Χάβελ

μη μολύνεις τον υπέροχο πρωινό αέρα με τις ρητορείες σου!

Σε περνάω δεκαπέντε χρόνια. Είμαι φοβερά άτυχος, γιατί

έχω έναν ευτυχισμένο γάμο. και συνεπώς δεν μπορώ να χω­

ρίσω. Και είμαι άτυχος και στον έρωτα, γιατί, δυστυχώς, η

γυναίκα που αγαπάω είναι η γιατρός από δω! Κι όμως, εί­

μαι ευτυχισμένος σ' αυτό τον κόσμο!»

«Βέβαια, βεβαιότατα» είπε η γιατρός με ασυνήθιστη τρυφερότητα, και του 'πιασε το χέρι. «Κι εγώ είμαι ευτυχι­σμένη σ' αυτό τον κόσμο.»

Εκείνη τη στιγμή προστέθηκε στην ομάδα των τριών και ο Φλάισμαν, και είπε: «Μόλις έρχομαι από την Ελίζαμπετ.

156

ΊΌ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

Είναι πράγματι εξαιρετικά έντιμη γυναίκα. Τα αρνήθηκε

όλα. Τα πήρε όλα πάνω της».

«Βλέπετε λοιπόν;» είπε γελώντας ο διευθυντής. «Λίγο

ακόμα και ο Χάβελ θα μας έσπρωχνε όλους στην αυτοκτο­

νία. »

«Φυσικά» είπε η γιατρός. Και πήγε προς το παράθυρο.

«Θα 'χουμε πάλι ωραία μέρα σήμερα. Ο ουρανός είναι κα­

ταγάλανος. Εσύ, Φλάισμαν, τι λες;»

Λίγο πιο πριν ο Φλάισμαν τα 'βαζε με τον εαυτό του

πως είχε φερθεί υποκριτικά, ξεγλιστρώντας απ' την όλη

ιστορία με μερικά τριαντάφυλλα και μερικά ωραία λόγια,

αλλά τώρα συνέχαιρε τον εαυτό του που δεν είχε επισπεύ­

σει περισσότερο τα πράγματα. Έπιασε πολύ καλά το σήμα

της γιατρού. Θα ενωνόταν δηλαδή ξανά το νήμα της ιστο­

ρίας στο σημείο όπου είχε κοπεί χτες, όταν η μυρωδιά του

γκαζιού είχε χαλάσει το ραντεβού του με τη γιατρό. Και ο

Φλάισμαν δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει στη γιατρό. και

μάλιστα μπροστά στο ζηλότυπο βλέμμα του διευθυντή.

Η ιστορία συνεχίζεται λοιπόν από εκεί που είχε τελειώ­

σει χτες. αλλά ο Φλάισμαν πιστεύει ότι τώρα πια ο ίδιος

συνεχίζει πολύ πιο ώριμος σε ηλικία και πολύ πιο δυνατός.

Έχει πίσω του έναν έρωτα μεγάλο σαν το θάνατο. Αισθάνε­

ται ένα κύμα να φουσκώνει στο στήθος του. κι είναι το πιο

ψηλό και το πιο δυνατό κύμα που γνώρισε ποτέ. Γιατί αυτό

που τον συνεπαίρνει τόσο ηδονικά είναι ο θάνατος: ο θάνα­

τος που του δόθηκε σαν δώρο' ένας θεσπέσιος και ζωογό­

νος θάνατος.

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ Ν Α ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΎΝ

ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΎΣ ΣΤΟΎΣ ΚΑΙΝΟΎΡΙΟΎΣ

1

Γύριζε σπίτι του, στη μικρή πόλη της Βοημίας όπου ζούσε

εδώ και αρκετά χρόνια, έχοντας αποδεχτεί μια μάλλον

αδιάφορη ζωή, τους κουτσομπόληδες γείτονές του και τη

μονότονη χυδαιότητα που τον περιτριγύριζε στο γραφείο,

και βάδιζε τόσο μηχανικά (έτσι όπως βαδίζουμε σ' ένα δρό­

μο που τον έχουμε πάρει εκατοντάδες φορές), που παραλίγο

να μην τη δει. Τον είχε όμως αναγνωρίσει εκείνη από μα­

κριά, και προχωρώντας προς το μέρος του τον κοιτούσε μ'

ένα χαμόγελο, που μόλις την τελευταία στιγμή, όταν πια βρέ­

θηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, κατάφερε να σημάνει συνα­

γερμό στη μνήμη του και να τον βγάλει από την υπνηλία του.

«Συγνώμη, δε σε γνώρισα αμέσως!» της είπε, αλλά

ήταν μια αδέξια δικαιολογία, που τους πήγε κατευθείαν σ'

ένα δυσάρεστο θέμα που θα 'ταν προτιμότερο να το απο­

φύγουν: είχαν δεκαπέντε χρόνια να ιδωθούν κι είχαν μεγα­

λώσει αρκετά και οι δύο. «Τόσο πολύ άλλαξα;» ρώτησε

εκείνη, κι εκείνος είπε όχι, κι ενώ ήταν Ψέμα, δεν ήταν και

τελείως Ψέμα, γιατί αυτό το αχνό χαμόγελο (που εξέφραζε

συνεσταλμένα και συγκρατημένα μια ικανότητα αιώνιου

ενθουσιασμού) έφτανε ώς εδώ αναλλοίωτο, μέσα από τόσα

χρόνια, και τον αναστάτωνε: γιατί αυτό το χαμόγελο του

θύμιζε τόσο καθαρά την αλλοτινή εικόνα αυτής της γυναί­

κας, που χρειάστηκε προσπάθεια για να το αγνοήσει και να

τη δει έτσι όπως ήταν τώρα: σχεδόν γριά.

Τη ρώτησε πού πάει, αν έχει κάποιο συγκεκριμένο πρό­

γραμμα, κι εκείνη του απάντησε πως είχε έρθει να τακτο-

161

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ποιήσει κάτι υποθέσεις και απλώς περίμενε πια το τρένο για να γυρίσει το βράδυ στην Πράγα. Εκείνος είπε πόσο χάρηκε μ' αυτή την απροσδόκητη συνάντηση, κι αφού συμ­φώνησαν (ορθώς) ότι τα δύο καφενεία της περιοχής είναι βρόμικα και μες στον κόσμο, την κάλεσε στη μικρή γκαρ­σονιέρα του εκεί κοντά' υπήρχε και τσάι και καφές, και προπαντός ήταν ένα μέρος καθαρό και ήσυχο.

2

Η μέρα της είχε αρχίσει άσχημα. Ο άντρας της (πριν από τριάντα χρόνια είχαν ζήσει νιόπαντροι για ένα διάστημα εδώ, κι έπειτα μετακόμισαν στην Πράγα, όπου εκείνος πέ­θανε πριν από δέκα χρόνια) είχε ταφεί στο νεκροταφείο αυτής της μικρής πόλης, ύστερα από μια περίεργη ευχή που είχε εκφράσει μαζί με τις τελευταίες του επιθυμίες. Εκείνη λοιπόν είχε πληρώσει τότε για έναν τάφο για δέκα χρόνια, και πριν από μερικές μέρες διαπίστωσε πως είχε ξεχάσει να ανανεώσει τη μίσθωση, και η προθεσμία είχε εκ­πνεύσει. Αρχικά σκέφτηκε να γράψει στη διεύθυνση του νεκροταφείου, αλλά έπειτα ξανασκέφτηκε πόσο μάταιη και χρονοβόρα είναι η επικοινωνία δι' αλληλογραφίας με δημόσιες υπηρεσίες, κι έτσι σηκώθηκε και ήρθε.

Παρόλο που ήξερε απέξω το δρόμο που οδηγούσε στον τάφο του άντρα της, τη μέρα εκείνη είχε την αίσθηση πως πρώτη φορά βλέπει το νεκροταφείο αυτό. Δεν μπορούσε να βρει τον τάφο και πίστεψε πως είχε χαθεί μες στους δια­δρόμους και τα δρομάκια. Τελικά κατάλαβε: εκεί όπου άλ­λοτε ορθωνόταν το μνημείο από Ψαμμόλιθο, με το όνομα

162

οι ΠΑΛΙΟΤ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

του άντρα της γραμμένο με χρυσά γράμματα, τώρα έβλεπε

(ήταν σίγουρη πως αναγνώρισε το μέρος, από τους δι)ο

πλα'ίνούς τάφους) ένα μνημείο από μαύρο μάρμαρο και, με

χρυσά γράμματα, ένα άλλο, άγνωστο όνομα.

Πήγε συγχυσμένη στα γραφεία του νεκροταφείου. Εκεί

της είπαν ότι, μόλις λήξει ο χρόνος της μίσθωσης, οι τάφοι

εκκενώνονται αυτομάτως. Τους κατηγόρησε πως δεν την

ειδοποίησαν για την ανανέωση, και της απάντησαν πως

υπήρχε ελάχιστος χώρος στο νεκροταφείο, και οι παλιοί νε­

κροί έπρεπε να παραχωρούν τη θέση τους στους καινού­

ριους. Έγινε έξω φρενών και, συγκρατώντας με δυσκολία

τα δάκρυά της, τους είπε πως δεν έχουν ιδέα τι εστί αν­

θρώπινη αξιοπρέπεια ούτε σεβασμός προς τον άλλο, αλλά

σύντομα κατάλαβε πόσο ανώφελη ήταν η συζήτηση. Όπως

δεν είχε μπορέσει να εμποδίσει το θάνατο του άντρα της,

έτσι και τώρα 'ήταν ανυπεράσπιστη μπροστά σ' αυτόν το

δεύτερο θάνατο, το θάνατο ενός παλιού vεχρού που δεν εί­

χε πλέον το δικαίωμα να υπάρχει έστω σαν νεκρός.

Ξαναπήρε το δρόμο για το κέντρο της πόλης, κι η θλίψη

της σύντομα έγινε ανησυχία. όταν αναρωτήθηκε πώς θα

εξηγήσει στο γιο της ότι χάθηκε ο τάφος του πατέρα του

και πώς θα δικαιολογήσει την αμέλειά της. Κι έπειτα ήρθε

η κούραση: δεν ήξερε πώς να περάσει τις ατέλειωτες ώρες

αναμονής ώσπου να φύγει το τρένο που θα τη γύριζε στην

Πράγα, γιατί δεν ήξερε κανέναν πια εδώ, κι ούτε είχε και

καμία διάθεση για συναισθηματικούς περιπάτους, αφού η

πόλη είχε αλλάξει τόσο με τα χρόνια, που τα άλλοτε οικεία

μέρη τής φαίνονταν σήμερα τελείως ξένα. Γι' αυτό και δέ­

χτηκε με ευγνωμοσύνη την πρόσκληση του παλιού (και μι­

σοξεχασμένου) φίλου που τον συνάντησε τυχαία: έτσι μπό­

ρεσε να πλύνει τα χέρια της στο μπάνιο του, να καθίσει

163

n

ΚΩΜΙΚor ΕΡΩΤΕΣ

έπειτα σε μια μαλακιά πολυθρόνα (την πονούσαν τα πόδια της). και να περιεργαστεί το δωμάτιο, ενώ άκουγε το νερό που έβραζε πίσω απ' το χώρισμα που έκρυβε τη γωνία με το κουζινάκι.

3

Είχε κλείσει πρόσφατα τα τριάντα πέντε και ξαφνικά διαπί­στωσε πως τα μαλλιά στην κορφή του κεφαλιού του είχαν αραιώσει αισθητά. Δε θα την έλεγες ακόμη φαλάκρα, αλλά τη μάντευες ήδη (κάτω απ' τα μαλλιά φαινόταν πια το δέρ­μα): ήταν απολύτως αναπόφευκτη και πολύ κοντινή. Είναι σίγουρα γελοίο να θεωρεί κανείς πρόβλημα ζωής και θανάτου την απώλεια των μαλλιών, αλλά συνειδητοποίησε πως με τη φαλάκρα θα άλλαζε το πρόσωπό του, πως η τωρινή όψη του (και αναμφίβολα η καλύτερη) είχε εκμετρήσει το ζην.

Τότε αναρωτήθηκε ποιος ακριβώς είναι ο απολογισμός αυτού του ανθρώπου (με τα μαλλιά) που έφευγε σιγά σιγά, τι ακριβώς είχε ζήσει, τι ακριβώς χαρές είχε γνωρίσει, και διαπίστωσε κατάπληκτος ότι ελάχιστες ήταν αυτές οι χα­ρές κοκκίνισε και μόνο με τη σκέψη αυτή' ναι, ντρεπόταν: ήταν εξευτελιστικό να έχει ζήσει τόσο πολύ σ' αυτό τον κό­σμο και να 'χει ζήσει τόσο λίγα.

Τι ακριβώς εννοούσε όταν έλεγε πως είχε ζήσει τόσο λί­γα; Εννοούσε τα ταξίδια. τη δουλειά. τη δημόσια ζωή, τα σπορ. τις γυναίκες; Σίγουρα εννοούσε όλα αυτά, αλλά προ­πάντων τις γυναίκες γιατί, αν η ζωή του ήταν φτωχή σε άλ­λoυς τομείς, σίγουρα τον ενοχλούσε κάπως, αλλά δεν μπο­ρούσε να ρίξει το φταίξιμο στον εαυτό του: δεν έφταιγε

164

ΟΙ ΠΑΛΙΟ! ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

αυτός που η δουλειά του ήταν αδιάφορη και δίχως προο­

πτικές δεν έφταιγε αυτός που δεν μπορούσε να κάνει τα­

ξίσια, αφού ούτε χρήματα είχε ούτε θετικές κομματικές συ­

στάσεις σεν έφταιγε αυτός για τη ρήξη μηνίσκου που είχε

πάθει στα είκοσί του και αναγκάστηκε να απαρνηθεί τα

σπορ που αγαπούσε. Αντίθετα, ο γυναικείος τομέας ήταν

μια σφαίρα σχετικής ελευθερίας γι' αυτόν, κι εκεί δεν μπο­

ρούσε να επιστρατεύσει καμία δικαιολογία. Εκεί θα μπο­

ρούσε να είχε δείξει ποιος είναι. να αποδείξει τον πλούτο

του' οι γυναίκες είχαν γίνει γι' αυτόν το μόνο αξιόπιστο

κριτήριο για την πυκvότητα της ζωής.

Τι ατυχία όμως! Ποτέ σεν τα πολυκατάφερε με τις γυ­

ναίκες: ώς τα είκοσι πέντε του (και παρόλο που ήταν ωραίο

αγόρι) παρέλυε από το τρακ' έπειτα ερωτεύτηκε, παντρει)­

τηκε. και επί εφτά χρόνια προσπαθούσε να πείσει τον εαυ­

τό του ότι μπορεί κανείς να βρει σε μία και μόνο γυναίκα

τις άπειρες εκσοχές του έρωτα' έπειτα χώρισε, και η απο­

λογητική της μονογαμίας (η ψευσαίσθηση των άπειρων εκ­

σοχών του έρωτα) έσωσε τη θέση της σ' έναν ανέμελο και

τολμηρό πόθο για γυναίκες (για το πολύχρωμο και πεπε­

ρασμένο πλήθος τους), αλλά συστυχώς αυτός ο πόθος και

αυτή η τόλμη σκόνταφταν στα άσχημα οικονομικά του

(πλήρωνε διατροφή στην πρώην γυναίκα του για ένα παισί

που του επιτρεπόταν να το βλέπει μία ή δύο φορές το χρό­

νο) και στις συνθήκες ζωής σε μια μικρή πόλη, όπου η πε­

ριέργεια των γειτόνων ήταν απεριόριστη όσο περιορισμένη

ήταν απ' την άλλη η δυνατότητα επιλογής γυναικών.

Στο μεταξύ ο χρόνος κυλούσε πολύ γρήγορα, κι αυτός

βρέθηκε κάποια στιγμή μπροστά στον οβάλ καθρέφτη που

ήταν πάνω απ' το νιπτήρα της τουαλέτας, να κρατάει με το

σεξί του χέρι ένα στρογγυλό καθρεφτάκι πάνω απ' το κε-

165

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

φάλι του και να κοιτάζει σαν υπνωτισμένος την αρχή της φαλάκρας του' ξαφνικά (χωρίς καμιά Ψυχική προετοιμα­σία) συνειδητοποίησε την πεζή αλήθεια πως δεν ξανακερδί­ζουμε ό.τι αφήσαμε να μας φι'ιγει. Από τότε έχασε οριστικά το κέφι του, και έφτασε μάλιστα να σκέφτεται ακόμα και την αυτοκτονία. Φυσικά (και πρέπει να υπογραμμιστεί αυ­τό. για να μην τον περάσουμε για κανέναν υστερικό ή ηλί­θιο) είχε συναίσθηση πόσο γελοίες ήταν αυτές οι σκέΨεις και ήξερε και πως δε θα τις πραγματοποιούσε ποτέ (γελού­σε μόνος του στην ιδέα του αποχαιρετιστήριου γράμματος: Δε θα δεχτώ ποτέ να είμαι φαλακρός! Α ντίο!), αρκεί όμως και που του περνούσαν από το μυαλό αυτές οι σκέΨεις, όσο αόριστες κι αν ήταν. Ας προσπαθήσουμε να τον καταλά­βουμε: οι σκέΨεις αυτές τού έρχονταν έτσι όπως έρχεται στον μαραθωνοδρόμο η ακαταμάχητη επιθυμία να εγκατα­λείΨει τον αγώνα, όταν διαπιστώνει. στα μισά της διαδρο­μής. ότι θα χάσει (και μάλιστα από δικά του λάθη). 'Ετσι κι αυτός. θεωρούσε χαμένο τον αγώνα, και δεν είχε όρεξη να συνεχίσει να τρέχει.

Και τώρα έσκυβε πάνω απ' το τραπεζάκι κι ακουμπού­σε ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά στο ντιβάνι (όπου θα καθό­ταν έπειτα ο ίδιος) κι άλλο ένα μπροστά στην πολυθρόνα όπου καθόταν η επισκέπτριά του, και σκεφτόταν πως ήταν μια περίεργη κακία της τι'ιχης το γεγονός ότι συνάντησε τώρα αυτήν τη γυναίκα. με την οποία ήταν άλλοτε τρελά ερωτευμένος αλλά την είχε αφήσει να του φύγει (από δικά του λάθη), το γεγονός ότι τη συνάντησε ακριβώς την εποχή που βρισκόταν σε τέτοια κακή Ψυχική διάθεση κι όπου τί­ποτα δεν ήταν πια δυνατόν να ξανακερδηθεί.

166

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

4

Εκείνη δε θα μπορούσε φυσικά να φανταστεί ότι στα μάτια

του ήταν κάποια την οποία είχε αφήσει εκείνος να του

φύγει' θυμόταν βέβαια πάντα μια νύχτα που είχαν περάσει

μαζΙ θυμόταν πώς ήταν τότε εκείνος (είκοσι χρονών. δεν

ήξερε να ντύνεται, κοκκίνιζε, και τη διασκέδαζε με το παι­

διάστικο φέρσιμό του), θυμόταν επίσης πώς ήταν η ίδια τό­

τε (περασμένα σαράντα και με μια δίψα για ομορφιά που

την έριχνε σε ξένες αγκαλιές. αλλά και την έδιωχνε μακριά

τους σκεφτόταν πάντοτε πως η ζωή της έπρεπε να μοιάζει

μ' έναν εξαίσιο χορό. και φοβόταν πως οι συζυγικές απι­

στίες της μπορεί να καταντούσαν αποτρόπαιος εθισμός).

Ναι. επέβαλλε στον εαυτό της την ομορφιά έτσι όπως

άλλοι επιβάλλουν στον εαυτό τους μια ηθική επιταγή' μό­

λις αντιλαμβανόταν ασχήμια στη ζωή της, βούλιαζε στην

απελπισία. Κι επειδή καταλάβαινε πως ο οικοδεσπότης της

θα την έβρισκε πολι; γερασμένη έπειτα από δεκαπέντε χρό­

νια (με όλη την ασχήμια που συνεπάγεται αυτό), έσπευσε

ν' ανοίξει μπροστά στο πρόσωπό της μια φανταστική βε­

ντάλια, και άρχισε να τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις: τον

ρώτησε πώς είχε βρεθεί σ' αυτή την πόλη' τον ρώτησε για

τη δουλειά του' έπλεξε το εγκώμιο της γκαρσονιέρας του,

του είπε τι ευχάριστη που ήταν, με τη θέα στις στέγες της

πόλης (είπε πως φυσικά δεν ήταν τίποτα το εξαιρετικό αυ­

τή η θέα. έδινε όμως μια αίσθηση καθαρού αέρα και ελευ­

θερίας) ανάφερε τα ονόματα των ζωγράφων καθώς παρα­

τηρούσε τις διάφορες κορνιζωμένες αφίσες από ιμπρεσιονι­

στικούς πίνακες (δεν ήταν και δύσκολο, γιατί στα σπίτια

των περισσότερων άφραγκων Τσέχων διανοουμένων έβρι-

167

ΚΩΜΙΚΟΙ RΡΩΤΕΣ

σκες οπωσδήποτε τις ίδιες φτηνές αφίσες), έπειτα σηκώθη­κε με το φλιτζάνι στο χέρι και έσκυψε πάνω απ' το γραφει­άκι, όπου ήταν μια κορνίζα με διάφορες φωτογραφίες (πρόσεξε πως δεν υπήρχε ούτε μία φωτογραφία νέας γυ­ναίκας), και ρώτησε αν το πρόσωπο της ηλικιωμένης σε μία από αυτές είναι της μητέρας του (ναι, της απάντησε).

Έπειτα τη ρώτησε εκείνος τι υποθέσεις ήταν αυτές που είχε έρθει να τακτοποιήσει, όπως του είπε όταν συναντήθη­καν. Εκείνη δεν είχε καμία διάθεση να μιλήσει για το νε­κροταφείο (εδώ. στον πέμπτο όροφο αυτής της πολυκατοι­κίας ένιωθε να αιωρείται πάνω απ' τις στέγες και μαζί, αί­σθηση ακόμα πιο ευχάριστη, πάνω απ' τη ζωή της)' αλλά εκείνος επέμενε, κι έτσι του εξομολογήθηκε εντέλει (αλλά πολύ συνοπτικά, γιατί της ήταν πάντα ξένη η αδιακρισία της υπερβολικής ειλικρίνειας) πως είχε ζήσει εκεί πριν από πολλά χρόνια, πως εκεί ήταν θαμμένος ο άντρας της (δεν είπε τίποτα για την ιστορία του τάφου) και πως ερχόταν κάθε χρόνο με το γιο της το Ψυχοσάββατο.

5

«Κάθε χρόνο;» Μελαγχόλησε με την αποκάλυψη αυτή, και σκέφτηκε και πάλι την κακία της τύχης αν την είχε συνα­ντήσει έξι χρόνια πιο πριν, όταν ήρθε να εγκατασταθεί σ' αυτή την πόλη, όλα θα ήταν ακόμα πιθανά: εκείνην δε θα την είχε ακόμα σημαδέψει τόσο πολι> η ηλικία και δε θα 'ταν τόσο διαφορετική απ' την εικόνα της γυναίκας την οποία είχε ερωτευτεί πριν από δεκαπέντε χρόνια' κι αυτός θα μπορούσε να ξεπεράσει τη διαφορά και να δει τις δύο

168

οι ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

εικόνες (την τωρινή και την εικόνα του παρελθόντος) σαν

μία. Αλλά τώρα οι δύο αυτές εικόνες ήταν απελπιστικά

απομακρυσμένες η μία απ' την άλλη.

Η γυναίκα είχε τελειώσει τον καφέ της και μιλούσε, κι

εκείνος προσπαθούσε να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος

αυτής της μεταμόρφωσης, που εξαιτίας της εκείνη θα του

έφευγε και δεύτερη φορά: το πρόσωπό της ήταν όλο ρυτί­

δες (κάτι που μάταια προσπαθούσαν να το διαψεύσουν αλ­

λεπάλληλα στρώματα πούδρας)' ο λαιμός μαραμένος (κάτι

που μάταια προσπαθούσε να το κρύψει ο ψηλός γιακάς)'

τα μάγουλα κρεμασμένα' τα μαλλιά (αυτό όμως ήταν σχε­

δόν όμορφο!) είχαν αρχίσει να γκριζάρουνο αλλά εκείνο που

τράβηξε πάνω απ' όλα την προσοχή του ήταν τα χέρια (που

ούτε η πούδρα ούτε κανένα βάψιμο μπορούν δυστυχώς να

τα ομορφύνουν): το γαλάζιο δίκτυο απ' τις φλέβες που σχε­

διαζόταν ανάγλυφα τα έκανε σχεδόν χέρια αντρικά.

Η λύπη γινόταν μέσα του ένα με το θυμό' ήθελε να πνί­

ξει στο αλκοόλ αυτή την τόσο καθυστερημένη συνάντηση'

τη ρώτησε αν ήθελε κάνα κονιάκ (είχε ένα ανοιχτό μπουκά­

λι στο ντουλάπι, πίσω απ' το χώρισμα)' εκείνη είπε όχι, κι

αυτός θυμήθηκε ότι και πριν από δεκαπέντε χρόνια δεν

έπινε σχεδόν καθόλου, ίσως επειδή φοβόταν πως το αλκοόλ

θα της χαλούσε το όλο στιλ της κοσμιότητας και του καλού

γούστου. Κι όταν είδε τη λεπτή κίνηση του χεριού της με

την οποία αρνήθηκε την πρόταση για κονιάκ, συνειδητοποί­

ησε πως αυτή η γοητεία την οποία απέπνεε το καλό γού­

στο, η σαγήνη. η χάρη που τον είχαν μαγέψει, έμεναν πάντα

ίδιες πάνω της, αν και κρυμμένες πίσω από τη μάσκα της

ηλικίας, και πάντα το ίδιο ελκυστικές, ακόμα και πίσω από

ένα κιγκλίδωμα.

Όταν σκέφτηκε πως το κιγκλίδωμα αυτό είναι το ΚΙΥκλί-

169

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

δωμα της ηλικίας ένιωσε απέραντο οίκτο, κι ο οίκτος αυτός τού την έκανε πιο οικεία (αυτή την άλλοτε εκτυφλωτική

γυναίκα. που μπροστά της έχανε τα λόγια του)' θέλησε να φλυαρήσει μαζί της. να κουβεντιάσουν σαν φίλος με φίλη, με τις ώρες, στη γαλαζωπή ατμόσφαιρα της μελαγχολικής παραίτησης. Έτσι, άρχισε να μιλάει, ασταμάτητα, ώσπου έφτασε και στις απαισιόδοξες σκέψεις που τον πολιορκού­σαν εδώ και λίγον καιρό. Δεν είπε βέβαια τίποτα για την αρχή της φαλάκρας του (όπως δεν είπε κι εκείνη για την ιστορία με τον τάφο)' το φάντασμα της φαλάκρας μετου­σιώθηκε σε διάφορες φιλοσοφίες γύρω απ' το χρόνο που κυλάει πολύ γρήγορα κι ο άνθρωπος δεν μπορεί να τον ακολουθήσει, για τη ζωή όπου τα πάντα οδεύουν προς την αναπότρεπτη αποσύνθεση, κι άλλα τέτοια διάφορα. στα οποία περίμενε να ανταποκριθεί η επισκέπτριά του μ' ένα συμπονετικό σχόλιο' μάταια περίμενε όμως.

«Δε μ' αρέσουν αυτού του είδους οι κουβέντες» του εί­πε σχεδόν απότομα' «είναι φοβερά επιπόλαια όλα αυτά

που λες.»

6

Δεν της άρεσαν οι συζητήσεις για τα γερατειά που έρχονται και για το θάνατο, γιατί μέσα τους υπήρχε η εικόνα της σω­ματικής ασχήμιας. που την απεχθανόταν. Επανέλαβε αρκε­τές φορές στον οικοδεσπότη της, σχεδόν με κάποια ταραχή,

πως οι απόψεις του είναι επιπόλαιες' ο άνθρωπος, του είπε.

είναι κάτι περισσότερο από ένα σώμα που μαραίνεται, γιατί

ουσία είναι το έργο του ανθρώπου, αυτό που αφήνει πίσω

170

οι ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

του για τους άλλους. Δεν χρησιμοποιούσε κανένα καινούριο

επιχείρημα' το είχε επιστρατεύσει πριν από τριάντα χρόνια,

όταν είχε ερωτευτεί τον μετέπειτα σύζυγό της, που την περ­

νούσε δεκαεννιά χρόνια' και δεν είχε πάψει ποτέ να τον σέ­βεται ειλικρινά (παρ' όλες τις απιστίες της, για τις οποίες

εκείνος δεν ήξερε τίποτα ή δεν ήθελε να ξέρει τίποτα) κι

αγωνιζόταν να πείσει τον εαυτό της πως το μυαλό του και η

αξία του αντιστάθμιζαν το βαρύ φορτίο της ηλικίας του. «Ποιο έργο. γιά πες μου κι εμένα! Ποιο έργο αφήνουμε

τάχα πίσω μας;» αντέδρασε εκείνος μ' ένα πικρό γέλιο. Εκείνη δεν ήθελε να αναφερθεί στον νεκρό άντρα της,

αν και πίστευε ακράδαντα πως ό,τι είχε δημιουργήσει εκεί­

νος στη ζωή του είχε μια σταθερή αξία' έτσι. περιορίστηκε

να πει πως κάθε άνθρωπος στον κόσμο αυτό κάτι φτιάχνει,

όσο ταπεινό κι αν είναι. και σ' αυτό και μόνο έγκειται η

αξία του' και συνέχισε να μιλάει. να μιλάει για τον εαυτό

της. για τη δουλειά της σ' ένα πολιτιστικό κέντρο στα περί­

χωρα της Πράγας, για τις διαλέξεις και τις ποιητικές βρα­

διές που οργάνωνε' μιλούσε (με μια έξαψη που εκείνου του

φάνηκε εκτός τόπου και χρόνου) για τα «όλο ευγνωμοσύνη

πρόσωπα του κοινού»' έπειτα είπε τι ωραίο που είναι να έχεις ένα γιο και να βλέπεις τα δικά σου τα χαρακτηριστι­

κά (ο γιος της τής έμοιαζε) να αλλάζουν σιγά σιγά και να

γίνονται ένα αντρικό πρόσωπο. τι ωραίο που είναι να του δίνεις όλα όσα μπορεί να δώσει μια μάνα στο γιο της. κι έπειτα να σβήνεις αθόρυβα πάνω στα χνάρια της ζωής του.

Δεν ήταν τυχαίο που άρχισε να μιλάει για το γιο της,

γιατί εκείνη τη μέρα ο γιος της ήταν παρών σε κάθε της

σκέψη και την κατηγορούσε για την αποτυχία της στο νε­

κροταφείο' τι περίεργο' δεν είχε ποτέ επιτρέψει σε κανέ­

ναν άντρα να της επιβάλει τη θέλησή του, αλλά ο γιος της

171

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

την είχε ουσιαστικά καθυποτάξει, χωρίς αυτή να καταλάβει

πώς. Κι η αποτυχία στο νεκροταφείο την είχε αναστατώσει

τόσο πολι), κυρίως επειδή αισθανόταν ένοχη απέναντί του

και φοβόταν τις κατηγορίες του. Ο γιος της επαγρυπνούσε

και φρόντιζε ζηλότυπα να τιμά δεόντως η μητέρα του τη

μνήμη του πατέρα του (αυτός επέμενε κάθε χρόνο να μην

ξεχάσουν να πάνε στο νεκροταφείο το Ψυχοσάββατο!)' κι

αυτή από καιρό ήταν σίγουρη: η φροντίδα του δεν υπαγο­

ρευόταν από αγάπη για τον νεκρό πατέρα αλλά από μια

επιθυμία να βασανίσει τη μητέρα, να την κρατήσει στα όρια που αρμόζουν σε μια χήρα' γιατί έτσι ήταν, αν και ο ίδιος δεν το είχε εκφράσει ποτέ κι εκείνη αγωνιζόταν (μά­

ταια) να το αγνοήσει: τον γέμιζε αηδία η σκέψη και μόνο

πως θα μπορούσε να έχει σεξουαλική ζωή η μητέρα του,

αντιμετώπιζε με αηδία καθετί το σεξουαλικό που μπορεί

να υπήρχε ακόμη πάνω της (έστω και σαν πιθανότητα), και

επειδή η ιδέα του σεξουαλικού συνδέεται με την ιδέα της νεότητας, αντιμετώπιζε με αηδία καθετί το νεανικό που διατηρούνταν πάνω της δεν ήταν πια παιδί. και τα νιάτα

της μητέρας του (σε συνδυασμό με την επιθετικότητα της

μητρικής φροντίδας) ορθώνονταν σαν εμπόδιο ανάμεσα σ'

αυτόν και στα νιάτα των κοριτσιών, που άρχιζαν να τον εν­διαφέρουν- ήθελε να έχει ηλικιωμένη μητέρα, για να μπορεί

να ανέχεται την αγάπη της και να μπορεί από την άλλη να

την αγαπάει. Κι αυτή, παρόλο που ώρες ώρες συνειδητο­

ποιούσε ότι με τον τρόπο αυτό την έσπρωχνε στον τάφο,

είχε τελικά υποκύψει, είχε συνθηκολογήσει κάτω απ' την

πίεσή του, και μάλιστα εξιδανίκευσε αυτήν τη συνθηκολό­

γηση, πείθοντας τον εαυτό της πως η ομορφιά της ζωής της

οφειλόταν ακριβώς σ' αυτήν τη σιωπηλή εξαφάνιση πίσω

από μιαν άλλη ζωή. Εν ονόματι αυτής της εξιδανίκευσης

172

ΟΙ ΠΑΛlOΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

(που χωρίς αυτήν οι ρυτίδες του προσώπου της θα την τυ­

ραννούσαν ακόμα πιο πολύ) δόθηκε με τόσο απροσδόκητη

ζέση στη συζήτηση με τον οικοδεσπότη της.

Αλλά εκείνος έσκυψε ξαφνικά πάνω απ' το τραπέζι που

τους χώριζε, της χάιδεψε το χέρι και είπε: «Με συχωρείς

για τις βλακείες που είπα' αφού το ξέρεις, πάντα έτσι βλά­

κας ήμουν».

7

Δεν τον εξόργισε η κουβέντα τους, ίσα ίσα. η επισκέπτριά

του επιβεβαίωσε εντέλει στα μάτια του την ταυτότητά της:

στη διαμαρτυρία της για τα απαισιόδοξα λόγια του (αλλά

δεν ήταν τάχα διαμαρτυρία προπάντων για την ασχήμια

και το κακό γοι)στο;) την ξανάβρισκε όπως την είχε γνωρί­

σει, κι έτσι η αλλοτινή μορφή της κι η αλλοτινή τους ιστορία

γέμιζαν όλο και περισσότερο τη σκέψη του, κι ένα μόνο ευ­

χόταν, να μην έρθει τίποτα να ταράξει αυτήν τη γαλαζωπή

ατμόσφαιρα, που ήταν ιδεώδης για τη συζήτησή τους (γι'

αυτό και της χάιδεψε το χέρι κι είπε πως είναι βλάκας), και

να μπορέσει να της μιλήσει γι' αυτό που του φαινόταν πως

είναι τώρα το πιο βασικό: την κοινή τους ιστορία' γιατί

ήταν σίγουρος πως είχε ζήσει κάτι εντελώς ξεχωριστό μαζί

της, κάτι που δεν το υποψιαζόταν καν εκείνη κι έπρεπε αυ­

τός να ψάξει μόνος του και να βρει τις κατάλληλες λέξεις.

Δε θυμόταν ούτε πώς είχαν πρωτογνωριστεί- μάλλον

εκείνη είχε βρεθεί μερικές φορές στην παρέα των συμφοι­

τητών του, αλλά θυμόταν ακόμα πολύ καλά το διακριτικό

μπαράκι της Πράγας όπου είχαν δώσει το πρώτο τους ρα-

173

ΚΩ.ΥΙΙΚΟΙ F:l'ΩΤΕΣ

ντεβού: καθόταν απέναντί της, σ' ένα σεπαρέ ντυμένο με κόκκινο βελούδο, ήταν αμήχανος και σιωπηλός, αλλά ταυ­τόχρονα εντελώς συνεπαρμένο ς από τα ανεπαίσθητα σχε­δόν σημάδια με τα οποία του έδινε εκείνη να καταλάβει τα αισθήματά της. Προσπαθούσε να φανταστεί (χωρίς να τολ­μάει να ελπίσει ότι θα πραγματοποιηθούν αυτά τα όνειρά του) τις αντιδράσεις της αν τη φιλούσε, αν την έγδυνε και έκανε έρωτα μαζί της, αλλά δεν τα κατάφερνε. Ναι, ήταν περίεργο: προσπάθησε χιλιάδες φορές να τη φανταστεί στο κρεβάτι, αλλά μάταια: το πρόσωπό της εξακολουθούσε να τον κοιτάζει με το ίδιο γαλήνιο, αχνό χαμόγελο, και του ήταν αδύνατον (ακόμα και με την πιο επίμονη προσπάθεια της φαντασίας του) να δει σ' αυτό το πρόσωπο τις συσπά­σεις της ερωτικής έκστασης. Η γυναίκα αυτή ξεγλιστρούσε από τη φαντασία του τελείως.

Δεν ξαναβρέθηκε έκτοτε ποτέ σε τέτοια κατάσταση στη ζωή του: αντιμέτωπος με το ασύλληπτο από τη φαντασία, με το αφάνταστο. Περνούσε τότε αυτή την πολύ σύντομη περίοδο της ζωής μας (την παραδεισιακή περίοδο) όπου η φαντασία δεν έχει ακόμη κορεστεί από την εμπειρία, δεν έχει γίνει ρουτίνα, όπου ξέρουμε ελάχιστα και κάνουμε ελά­χιστα, κι έτσι υπάρχει ακόμη το αφάνταστο' και τη στιγμή που το αφάνταστο αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα (χω­ρίς πια τη βοήθεια αυτού που μπορούμε να το φανταστού­με, χωρίς τη γέφυρα που μας προσφέρουν οι εικόνες), μας πιάνει πανικός και ίλιγγος. Και όντως, τον έπιασε ίλιγγος όταν, μετά από πολλές άλλες συναντήσεις τους όπου δεν αποφάσιζε να κάνει την παραμικρή κίνηση, άρχισε εκείνη να τον ρωτάει, με περιέργεια γεμάτη νόημα, λεπτομέρειες για το δωμάτιό του στη φοιτητική εστία, ώσπου σύντομα τον υποχρέωσε σχεδόν να την καλέσει.

174

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ NtKPOl ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

Το φοιτητικό δωμάτιο στο οποίο έμενε μ' έναν συμφοι­

τητή του, που για ένα ποτήρι ρούμι υποσχέθηκε να μη γυ­

ρίσει εκείνο το βράδυ πριν απ' τα μεσάνυχτα, δεν έμοιαζε

καθόλου με τη σημερινή γκαρσονιέρα: δυο σιδερένια κρε­βάτια, δυο καρέκλες, μια ντουλάπα, ένας εκτυφλωτικός, γυμνός γλόμπος, και τρομερή ακαταστασία. Συμμάζεψε το δωμάτιο, και στις εφτά η ώρα (εκείνη ήταν πάντα ακριβής, αποτελούσε μέρος της κομψότητάς της αυτό) χτύπησε η

πόρτα. Ήταν Σεπτέμβριος μήνας και σκοτείνιαζε πια νωρίς. Κάθισαν στην άκρη του σιδερένιου κρεβατιού κι άρχισαν

να φιλιούνται. Έπειτα σκοτείνιασε κι άλλο, κι αυτός δεν ήθελε ν' ανάψει το φως, γιατί ήταν ευτυχής που δεν μπο­

ρούσαν να τον δουν, και είχε την ελπίδα πως το σκοτάδι θ'

ανακούφιζε την αμηχανία που σίγουρα θα ένιωθε όταν θα ξεντυνόταν μπροστά της. (Αν κι ήξερε κουτσά στραβά να ξεκουμπώνει καμιά μπλοι'ιζα στις γυναίκες, ο ίδιος μπρο­

στά τους ξεντυνόταν με συνεσταλμένη βιασύνη. ) Εκείνη όμως τη φορά δίστασε αρκετά πριν ξεκουμπώσει το πρώτο

κουμπί της μπλοι'ιζας (σκεφτόταν πως η αρχική κίνηση του

γδυσίματος πρέπει να είναι μια κίνηση κομψή και λεπτή, που μόνο οι έμπειροι άντρες την ξέρουν, και φοβόταν μην προδοθεί η απειρία του), ώσπου τελικά σηκώθηκε εκείνη

μόνη της και του είπε χαμογελώντας «Μήπως να 'βγαζα

αυτή την πανοπλία;» κι άρχισε να γδύνεται' ήταν όμως

σκοτάδι, κι αυτός έβλεπε μόνο τη σκιά των κινήσεών της. Γδύθηκε κι αυτός βιαστικά, κι ένιωσε κάποια αυτοπεποίθη­

ση μόνο όταν άρχισαν (χάρη στην υπομονή που έδειξε εκεί­

νη) να κάνουν έρωτα. Την κοιτούσε στο πρόσωπο, αλλά

στο μισοσκόταδο του διέφευγε εντελώς η έκφρασή της, και

ούτε τα χαρακτηριστικά της δε διέκρινε καλά καλά. Μετά­

νιωνε που δεν είχε ανάψει το φως, αλλά του φαινόταν αδια-

175

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

νόητο να σηκωθεί τώρα και να πάει ώς την πόρτα, να γυρί­σει το διακόπτη' οπότε, συνέχισε να καταπονεί ανώφελα τα μάτια του: δεν την αναγνώριζε όμως είχε την αίσθηση πως κάνει έρωτα με κάποιαν άλλη' με κάποιο πλάσμα ψεύ­τικο, αφηρημένο, απρόσωπο.

Έπειτα εκείνη κάθισε πάνω του (αλλά και πάλι αυτός έβλεπε μόνο τη στητή σκιά της), και καθώς κουνούσε τους γοφούς της κάτι είπε με πνιχτή φωνή, ψιθυριστά, αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο αν το έλεγε σ' εκείνον ή στον εαυτό της. Εκείνος δεν ξεχώριζε τις λέξεις και τη ρώτησε τι λέει. Εκείνη εξακολούθησε να Ψιθυρίζει, αλλά αυτός, ακόμα κι όταν την ξανάσφιξε πάνω του, δεν κατάφερε να καταλάβει τι έλεγε.

8

Τώρα αυτή άκουγε τον οικοδεσπότη της, κι όλο και περισ­σότερο τη συνέπαιρναν λεπτομέρειες που τις είχε ξεχάσει από καιρό: φερειπείν, εκείνο το γαλαζωπό της ταγέρ από ελαφρύ καλοκαιρινό ύφασμα με το οποίο έμοιαζε, όπως της έλεγε αυτός, με άσπιλο άγγελο (ναι, το θυμόταν εκείνο το ταγέρ), ή εκείνη τη μεγάλη χτένα από ταρταρούγα που είχε στα μαλλιά και της έδινε, όπως της έλεγε αυτός, την αίγλη κυρίας του παλιού καιρού, ή ότι παράγγελνε πάντοτε τσάι με ροι>μι (η μοναδική της παρασπονδία στο αλκοόλ) στο μπαρ όπου έδιναν τα ραντεβού τους, κι όλα αυτά την έπαιρναν ευχάριστα μακριά απ' το νεκροταφείο, από τον χαμένο τάφο, μακριά από τα πονεμένα πόδια της, από το πολιτιστικό κέντρο, μακριά από το επιτιμητικό βλέμμα του γιου της. Αχ, σκέφτηκε, όπως κι αν έχω γίνει σήμερα, δεν

176

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

κύλησε μάταια η ζωή μου, αν κάτι από τα νιάτα μου ζει

ακόμα στις αναμνήσεις αυτού του άντρα' κι αμέσως σκέ­

φτηκε πως αυτό επιβεβαιώνει άλλη μια φορά την πεποίθη­

σή της πως η αξία του ανθρώπου έγκειται στην ικανότητά

του να ξεπερνά τον εαυτό του, να βγαίνει έξω από τον εαυ­

τό του, να υπάρχει μέσα στον άλλο και για τον άλλο.

Τον άκουγε και δεν αντιδρούσε όταν της χάιδευε κάθε

τόσο το χέρι' η κίνηση αυτή ταίριαζε με τη ζεστή ατμόσφαι­

ρα της συζήτησης και απέπνεε κάτι το αφοπλιστικά διφο­ρούμενο (σε ποιον απευθυνόταν η κίνηση αυτή; στη γυναί­κα για την οποία μιλούσε αυτός ή στη γυναίκα στην οποία

μιλούσε;)' στο κάτω κάτω αυτός που τη χάιδευε της άρεσε'

σκέφτηκε μάλιστα πως της άρεσε πιο πολύ από εκείνον το

νεαρούλη δεκαπέντε χρόνια πριν, που το παιδιάστικο φέρ­

σιμό του, αν θυμάται καλά, ήταν μάλλον κουραστικό. Όταν αυτός, συνεχίζοντας την αφήγησή του, έφτασε στη

στιγμή που η κινοι>μενη σκιά της ορθωνόταν από πάνω του

κι αυτός προσπαθούσε μάταια να καταλάβει τα λόγια της,

έμεινε για λίγο σιωπηλός, κι αυτή (αφελώς, λες κι αυτός

ήξερε τι του έλεγε κι εκείνη ήθελε να της το θυμίσει, έπειτα

από τόσα χρόνια, σαν κάποιο ξεχασμένο μυστικό) τον ρώ­

τησε απαλά: «Και τι έλεγα;»

9

«Δεν ξέρω» της απάντησε. Και δεν ήξερε' τότε του είχε ξε­

γλιστρήσει όχι μόνο από τη φαντασία του αλλά και από την

αντίληψή του' από το βλέμμα του αλλά κι από την ακοή

του. Όταν άναψε το φως στο δωματιάκι της φοιτητικής

177

ΚΩΜΙΚΟΙ EPΩTE�

εστίας, εκείνη είχε ήδη ντυθεί, τα πάντα επάνω της ήταν

και πάλι στιλπνά, εκθαμβωτικά, άψογα, κι αυτός αναζη­τούσε μάταια τη σχέση ανάμεσα στο φωτισμένο πρόσωπο

και το πρόσωπο που μάντευε στα σκοτεινά λίγο πριν. Δεν

είχαν ακόμα χωρίσει εκείνο το βράδυ, κι εκείνος επιστρά­τευε ήδη τη μνήμη του' προσπαθούσε να φανταστεί πώς

ήταν το (κρυμμένο στο μισοσκόταδο) πρόσωπό της και το (κρυμμένο στο μισοσκόταδο) κορμί της λίγο πριν. όταν έκαναν έρωτα. Μάταια' εκείνη ξεγλιστρούσε συνέχεια από

τη φαντασία του.

Αποφάσισε πως την επόμενη φορά θα κάνουν έρωτα με

αναμμένο φως. Μα δεν υπήρξε επόμενη φορά. Εκείνη τον

απέφευγε επιδέξια και ευγενικά κι εκείνος παραδόθηκε

στην αμφιβολία και την απελπισία: μπορεί να είχαν κάνει

έρωτα όμορφα. αλλά ήξερε και πόσο ανυπόφορος είχε

υπάρξει πριν, και ντρεπόταν γι' αυτό' ένιωθε καταδικα­

σμένος επειδή εκείνη τον απέφευγε, και δεν τόλμησε να

επιμείνει άλλο να ξαναίδωθούν.

«Γιά πες μου, γιατί με απέφευγες;»

«Σε παρακαλώ» του είπε με την πιο τρυφερή φωνή της

«πάει τόσος καιρός. Ξέρω κι εγώ;» Κι επειδή αυτός εξακο­

λουθούσε να επιμένει, του είπε: «Δεν πρέπει να γυρίζεις συ­

νέχεια στο παρελθόν. Φτάνει που του αφιερώνουμε τόσο

χρόνο έτσι κι αλλιώς, παρά τη θέλησή μας!» Αυτό το είπε

μόνο και μόνο για να κάμψει λίγο την επιμονή του (κι η τε­

λευταία φράση, έτσι όπως την πρόφερε μ' έναν ελαφρό ανα­

στεναγμό, είχε σίγουρα να κάνει με την πρωινή επίσκεψή

της στο νεκροταφείο), αλλά εκείνος ερμήνευσε διαφορετικά

τη δήλωσή της: σαν να ήθελε να τον ταρακουνήσει και να

τον κάνει να καταλάβει (το προφανές) πως δεν υπήρχαν

δύο γυναίκες (η σημερινή και η αλλοτινή). αλλά μία, κι αυ-

178

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ . . .

τή η γυναίκα, που του είχε φύγει πριν από δεκαπέντε χρό­

νια, ήταν τώρα εδώ, αρκεί ν' άπλωνε αυτός το χέρι του.

«Έχεις δίκιο. το παρόν είναι πιο σημαντικό» της είπε με

νόημα, και κοίταξε πολύ έντονα το χαμογελαστό της πρό­

σωπο, όποu τα μισάνοιχτα χείλη της αποκάλυπταν μια σει­

ρά από λευκά δόντια' και τότε μια ανάμνηση πέρασε

αστραπιαία απ' το μυαλό του: το βράδυ εκείνο. στο δωμα­

τιάκι της φοιτητικής εστίας, του είχε πάρει τα δάχτυλα και

τα 'χε βάλει στο στόμα της. και του τα είχε δαγκώσει τόσο

δυνατά που τον πόνεσε, και στο μεταξύ εκείνος Ψηλάφιζε

το εσωτερικό του στόματός της. και θυμάται ακόμα καθα­

ρά πως απ' τη μία πλευρά στο βάθος τής έλειπαν μερικά

δόντια (δεν τον είχε αηδιάσει τότε η ανακάλuψη αυτή' ίσα

ίσα, αυτή η μικρή ατέλεια ταίριαζε στην ηλικία της. μια ηλι­

κία που τον έθελγε και τον ερέθιζε). Αλλά τώρα. κοιτάζο­

ντας το σημείο ανάμεσα στα δόντια και τη γωνία των χει­

λιών της πρόσεξε ότι τα δόντια της παραήταν αστραφτερά

λευκά και δεν της έλειπε κανένα, κι αυτό κάπως τον δυσα­

ρέστησε: για άλλη μια φορά οι δύο εικόνες ξεχώριζαν η μια

απ' την άλλη. αλλά αυτός δεν ήθελε να το παραδεχτεί. ήθε­

λε να τις ξαναενώσει, με το ζόρι, με τη βία. και της είπε:

«Αλήθεια δε θα 'θελες ένα κονιάκ;» κι όπως εκείνη έκανε

όχι μ' ένα γοητευτικό χαμόγελο κι ελαφρά σηκωμένα τα

φρύδια, εκείνος πήγε πίσω απ' το χώρισμα, πήρε το μπου­

κάλι. το σήκωσε στο στόμα του και ήπιε γρήγορα. Έπειτα

σκέφτηκε ότι μπορεί αυτή να τον καταλάβαινε απ' την

αναπνοή του πως ήπιε στα κρυφά, οπότε πήρε δύο ποτή­

ρια, το μπουκάλι. και τα έφερε μέσα. Εκείνη κούνησε και

πάλι αρνητικά το κεφάλι. «Τουλάχιστον συμβολικά» της

είπε. και έβαλε στα δυο ποτήρια. Τσούγκρισε μαζί της:

«Για να μιλάω πια για σένα μόνο στον ενεστώτα!» Άδειασε

179

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

το ποτήρι του, εκείνη έβρεξε τα χείλια της, εκείνος κάθισε πλάι της στο μπράτσο της πολυθρόνας και της έπιασε τα χέρια.

10

Όταν δέχτηκε να πάνε στην γκαρσονιέρα του, ούτε που της είχε περάσει από το νου ότι μπορεί να κατέληγαν σε τέτοια

επαφή, κι αμέσως την έπιασε τρόμος γιατί η επαφή είχε έρθει πριν προλάβει αυτή να προετοιμαστεί (την κατάστα­

ση συνεχούς προετοιμασίας, που είναι χαρακτηριστική στην ώριμη γυναίκα, την είχε χάσει προ πολλού)· (σ' αυτό τον τρόμο μπορούμε ίσως να ανακαλύψουμε κάτι κοινό με τον τρόμο του κοριτσιού που μόλις το πρωτοφίλησαν, γιατί, αν το κορίτσι δεν είναι ακόμα έτοιμο, κι αυτή, η επισκέπτρια, δεν είναι πια έτοιμη, αυτό το «πια» κι εκείνο το «ακόμα» συνδέονται μυστηριωδώς, όπως συνδέονται τα γερατειά με την παιδική ηλικία). Έπειτα την έβαλε να καθίσει στο ντι­βάνι, την έσφιξε πάνω του, τη χάιδεψε σ' όλο της το σώμα, κι εκείνη ένιωσε τελείως μαλακιά μες στα χέρια του (ναι. μαλακιά: γιατί το σώμα της είχε χάσει από καιρό τον αι­σθησιασμό που το εξουσίαζε κάποτε, αυτόν που έδινε στους μυς της το ρυθμό των συσπάσεων και των χαλαρώσεων και συντόνιζε τη δραστηριότητα εκατοντάδων ευαίσθητων κι­νήσεων).

Αλλά τα χάδια του διέλυσαν γρήγορα τον τρόμο των πρώτων στιγμών, κι αυτή, αν και πολύ μακριά πια από την ομορφιά τής ήδη ώριμης τότε γυναίκας, ξαναγύριζε τώρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα σ' εκείνη τη χαμένη ύπαρξη, στην

180

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

παλιά ευαισθησία της, στην παλιά της νοοτροπία, ξανάβρι­σκε την παλιά αυτοπεποίθηση της έμπειρης στον έρωτα γυ­ναίκας, κι όπως είχε καιρό να νιώσει αυτή την αυτοπεποίθη­ση, την ένιωθε τώρα εντονότερα παρά ποτέ' το κορμί της, που λίγο πιο πριν ήταν ακόμα σαστισμένο, τρομαγμένο, παθητικό και μαλακό, τώρα ζωντάνευε, απαντούσε με τα δικά του χάδια, κι η ίδια ένιωθε την ακρίβεια και την εμπει­ρία αυτών των χαδιών, κι αυτή η αίσθηση τη γέμιζε ευτυ­χία' τα χάδια αυτά, το πώς ακουμπούσε το πρόσωπό της στο κορμί του, οι λεπτές κινήσεις με τις οποίες αντιδρούσε το στήθος της στο αγκάλιασμά του, όλα αυτά τα ξανάβρι­σκε όχι σαν κάτι που το είχε μάθει, κάτι που το ήξερε και το εκτελούσε τώρα με ψυχρή ικανοποίηση, αλλά σαν κάτι ουσιαστικά δικό της, με το οποίο γινόταν πλέον ένα μέσα στη μέθη και την έξαψη, σαν να ξανάβρισκε μια γνώριμή της ήπειρο (α, την ήπειρο της ομορφιάς!), απ' όπου είχε εξοριστεί και τώρα επέστρεφε με κάθε επισημότητα.

Τώρα ο γιος της ήταν αφάνταστα μακριά' όταν την έκλεισε στην αγκαλιά του ο οικοδεσπότης της, σε μια γω­νιά του μυαλού της είδε το αγόρι να την επιπλήττει' όμως το αγόρι εξαφανίστηκε γρήγορα, και τώρα, σε ακτίνα εκα­τοντάδων χιλιομέτρων, δεν υπήρχε κανείς άλλος, μόνο αυτή και ο άντρας που την έσφιγγε στην αγκαλιά του και τη χάι­δευε. Όταν όμως αυτός ακούμπησε το στόμα του στο δικό της και πήγε να της ανοίξει με τη γλώσσα του τα χείλη της, άλλαξαν όλα: η γυναίκα ξαναγύρισε στην πραγματικότη­τα. Έσφιξε γερά τα δόντια (ένιωσε τη μασέλα της να κολ­λάει στον ουρανίσκο της και να γεμίζει το στόμα της), κι έπειτα τον απώθησε απαλά: «Μη! Αλήθεια, σε παρακαλώ, άσε καλύτερα».

Κι επειδή εκείνος εξακολούθησε να επιμένει, τον έπιασε

181

ΚΩΜΙΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

σφιχτά απ' τους καρπούς και επανέλαβε την άρνησή της κι έπειτα του είπε (μιλούσε με δυσκολία, μα ήξερε πως για να

την ακούσει έπρεπε να μιλήσει) πως είναι πια πολύ αργά

για να κάνουν έρωτα' του υπενθύμισε την ηλικία της του

είπε ότι, έτσι κι έκαναν έρωτα, εκείνος θα ένιωθε αηδία και

μόνο. κι αυτό θα τη γέμιζε απελπισία, γιατί εκείνο που της

είχε πει για την παλιά τους ιστορία ήταν απείρως πιο όμορ­

φο και πιο σημαντικό για κείνην- ήταν θνητό το κορμί της

και παραδινόταν στη φθορά, όμως αυτή ήξερε τώρα πως

απομένει κάτι το άυλο, κάτι σαν αχτίδα που εξακολουθεί

να λάμπει, ακόμα κι όταν σβήσει πια το αστέρι' κι ας γερ­

νάει αυτή, σημασία έχει πως η νεότητά της μένει ανέπαφη,

ζωντανή μέσα σ' ένα άλλο πλάσμα. «Ύψωσες ένα μνημείο

για μένα στη μνήμη σου. Δε γίνεται να τ' αφήσουμε να κα­

ταστραφεί. Κατάλαβέ με» του έλεγε, κάνοντάς τον πέρα.

«Δεν έχεις το δικαίωμα, δεν έχεις το δικαίωμα. »

11

Εκείνος τη διαβεβαίωσε πως είναι πάντα όμορφη, πως στην

πραγματικότητα τίποτα δεν είχε αλλάξει, πως πάντα ίδιοι

μένουμε. το 'ξερε όμως ότι λέει ψέματα κι ότι εκείνη έχει δίκιο: γνώριζε πολύ καλά ο ίδιος την υπερευαισθησία του

στο θέμα της εξωτερικής εμφάνισης, την ολοένα και μεγα­λύτερη αποστροφή που ένιωθε για τα ελαττώματα του γυ­

ναικείου κορμιού και που τα τελευταία χρόνια τον οδηγού­

σε σε όλο και πιο νέες γυναίκες, και συνεπώς, όπως διαπί­

στωνε με πίκρα. όλο και πιο κενές και ανόητες ναι, δεν

υπήρχε καμία αμφιβολία: αν την έπειθε να κάνουν έρωτα,

182

OJ ΠΑΛΙOJ ΝΕΚΡOJ ΝΑ ΓΙΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

στο τέλος θα τον περίμενε η αηδία, κι η αηδία αυτή μοιραία

θα κηλίδωνε όχι μόνο εκείνη τη στιγμή αλλά και την εικόνα

μιας από χρόνια αγαπημένης γuναίκας, αυτή την εικόνα την

οποία διατηρούσε μες στη μνήμη του σαν κάτι πολύτιμο.

Τα ήξερε όλα αυτά, αλλά όλα αυτά ήταν απλώς σκέ­

ψεις, και οι σκέψεις δεν μπορούσαν να πολεμήσουν τη θέ­

ληση, που μόνο ένα ήξερε: αυτή η γυναίκα που επί δεκαπέ­

ντε ολόκληρα χρόνια ενσάρκωνε γι' αυτόν το απαραβίαστο

και το ασύλληπτο ήταν τώρα εδώ' θα μποροι)σε επιτέλους

να τη δει στο φως της μέρας, θα μπορούσε επιτέλους πάνω

στο σημερινό της κορμί να αποκρυπτογραφήσει το αλλοτι­

νό. πάνω στο σημερινό της πρόσωπο να αποκρυπτογραφή­

σει το αλλοτινό. Επιτέλους, θα ανακάλυπτε αυτό που δεν

είχε κατορθώσει ποτέ να φανταστεί, την έκφραση του προ­

σώπου της. τις συσπάσεις του προσώπου της πάνω στην

ερωτική πράξη.

Την αγκάλιασε απ' τους ώμους και την κοίταξε στα

μάτια: «Γιατί με κάνεις πέρα; Για ποιο λόγο τώρα αντιστέ­

κεσαι;»

12

Εκείνη όμως κούνησε το κεφάλι, γιατί ήξερε ότι δεν ήταν

καθόλου παράλογο να του αντιστέκεται' ήξερε καλά τους

άντρες και τη στάση τους απέναντι στο γυναικείο κορμί'

ήξερε ότι στον έρωτα ακόμα και ο πιο φλογερός ιδεαλισμός

δεν μπορεί να αναιρέσει τη φοβερή δύναμη που έχει η εξω­

τερική όψη του σώματος βέβαια, είχε ακόμα πολύ ωραία

σιλουέτα, που είχε διατηρήσει τις αρχικές της αναλογίες,

183

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

και ειδικά όταν ήταν ντυμένη έδειχνε τελείως νέα' αλλά

ήξερε πως, μόλις ξεντυνόταν, θα αποκαλύπτονταν οι ζάρες

στο λαιμό της και η μεγάλη ουλή στο στομάχι, από μια εγ­

χείρηση που είχε κάνει δέκα χρόνια πριν.

Και όσο συνερχόταν και συνειδητοποιούσε τη σημερινή της εμφάνιση, που λίγες στιγμές πιο πριν την είχε ξεχάσει, τόσο ανέβαιναν από κάτω απ' το δρόμο ώς το παράθυρο του δωματίου (που ωστόσο είχε πιστέψει ότι είναι αρκετά

ψηλά, για να την προστατέψει απ' τη ζωή της) οι αγωνίες εκείνου του πρωινού, και γέμιζαν όλον το χώρο, προσγειώ­νονταν πάνω στις κορνιζωμένες αφίσες, στην πολυθρόνα, στο τραπέζι, στο άδειο φλιτζάνι του καφέ, και στην κεφαλή

αυτής της παρέλασης ήταν το πρόσωπο του γιου της κοκ­

κίνισε μόλις το είδε, κι έψαξε να κρυφτεί κάπου στα βάθη

του εαυτού της: τι τρελή που ήταν, παραλίγο να ξεστρατί­

σει από το δρόμο που της είχε χαράξει εκείνος κι αυτή τον

είχε ακολουθήσει μέχρι σήμερα με χαμόγελο και με ενθου­

σιασμό' θέλησε (έστω και για μια τόση δα στιγμή) να το

σκάσει. και νά που έπρεπε τώρα να ξαναγυρίσει υπάκουα

και να παραδεχτεί ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος που της

ταιριάζει. Κι ήταν τόσο σαρκαστικό το πρόσωπο του γιου

της, που ένιωσε, μες στην ντροπή της. να γίνεται όλο και

πιο μικρή μπροστά του, ώσπου τέλος, στο αποκορύφωμα

της ταπείνωσης, δεν ήταν πια παρά μόνο η ουλή που είχε στο στομάχι της.

Ο οικοδεσπότης της την κρατούσε απ' τους ώμους και

της επανέλαβε: «Για ποιο λόγο τώρα αντιστέκεσαι;» κι εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. αλλά τελείως μηχανι­

κά, γιατί τα μάτια της δεν έβλεπαν αυτόν αλλά το πρόσω­

πο του γιου-εχθρού, που όσο πιο μικρή και ταπεινωμένη

αισθανόταν τόσο πιο πολύ τον μισούσε. Τον άκουγε που

184

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΊΉ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

την κατηγορούσε για τον χαμένο τάφο, και μέσα από το

χάος της μνήμης της, πέρα από κάθε λογική, ξεπήδησε αυ­

τή η φράση, που του τη φώναξε καταπρόσωπο με λύσσα:

Οι παλιοί νεκροί πρέπει να παραχωρήσουν τη θέση τους

στους και νούριους, αγόρι μου!

13

Ο άντρας δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως όλο αυτό

θα κατέληγε σε αηδία. γιατί ήδη τώρα, από το βλέμμα που

της έριξε (ένα διερευνητικό και διεισδυτικό βλέμμα), δεν

έλειπε μια κάποια αηδία, κι ωστόσο, τι περίεργο, δεν τον

ενοχλούσε αυτό. ίσα ίσα τον ερέθιζε και τον ενθάρρυνε, λες

και τη λαχταρούσε αυτή την αηδία: ο πόθος της συνουσίας

συγγένευε μέσα του με τον πόθο της αηδίας ο πόθος να

διαβάσει πάνω στο κορμί της αυτό που δεν είχε σταθεί ικα­

νός να μάθει τόσα χρόνια γινόταν ένα με τον πόθο να κηλι­

δώσει αμέσως το μυστικό που μόλις θα 'χε ανακαλύψει.

Από πού πήγαζε αυτό το πάθος; Είτε το συνειδητοποι­

ούσε είτε όχι. του παρουσιαζόταν μια μοναδική ευκαιρία: η

επισκέπτριά του ενσάρκωνε γι' αυτόν όλα όσα δεν είχε πο­

τέ του, όλα όσα του είχαν ξεφύγει, όλα όσα του είχαν λεί­

ψει, όλα αυτά που η έλλειψή τους έκανε αβάσταχτη την τω­

ρινή ηλικία του, με τα μαλλιά που άρχιζαν να πέφτουν κι

αυτό τον αξιοθρήνητα ισχνό απολογισμό' κι αυτός, είτε το

συνειδητοποιούσε ξεκάθαρα είτε το υποψιαζόταν αόριστα.

μπορούσε τώρα να απογυμνώσει από τη σημασία τους όλες

αυτές τις χαρές τις οποίες είχε στερηθεί (και που τα φαντα­

χτερά τους χρώματα έκαναν τη ζωή του να φαίνεται τόσο

185

ΚΩΜΤΚΟΤ ΕΡΩΤΕΣ

θλιβερά άχρωμη), μπορούσε να ανακαλύψει πως ήταν εντε­

λώς ασήμαντες, πως ήταν αχνά σχήματα έτοιμα να διαλυ­

θούν, σκόνη του αέρα και τίποτα παραπάνω, μπορούσε να τις εκδικηθεί, να τις ταπεινώσει, να τις εκμηδενίσει.

«Για ποιο λόγο μου αντιστέκεσαι» ξανάπε, και προ­

σπάθησε να την τραβήξει πάνω του.

14

Η γυναίκα είχε πάντα μπροστά στα μάτια της το σαρκα­

στικό πρόσωπο του γιου της, κι όταν ο άντρας την τράβηξε με δύναμη πάνω του, του είπε: «Μισό λεπτό, σε παρακα­

λώ» και ξέφυγε απ' την αγκαλιά του' δεν ήθελε να διακό­

ψει τον ειρμό των σκέψεών της: οι παλιοί νεκροί έπρεπε να παραχωρήσουν τη θέση τους στους καινούριους, και τα μνη­

μεία είναι άχρηστα' ακόμα και το δικό της το μνημείο, αυ­τό το οποίο τιμούσε επί δεκαπέντε χρόνια αυτός ο άντρας πλάι της. άχρηστο είναι. όλα τα μνημεία άχρηστα είναι, απολι'ιτως. Νά τι έλεγε στο γιο της νοερά, και κοιτούσε με εκδικητική ικανοποίηση το πρόσωπό του που συσπώνταν και της φώναζε: «Ποτέ δε μίλησες έτσι εσύ, μητέρα!» Αυτή βεβαίως το ήξερε ότι ποτέ δεν είχε μιλήσει έτσι, μα τη στιγ­

μή εκείνη ήταν λουσμένη σ' ένα φως που έδινε στα πάντα μια τελείως διαφορετική όψη:

Δεν είχε κανένα λόγο να προτιμάει μνημεία αντί για τη ζωή' και το δικό της το μνημείο ένα μόνο λόγο ύπαρξης έχει πια: μπορεί τώρα αυτή να το εκμεταλλευτεί, για χάρη τού περιφρονημένου κορμιού της γιατί ο άντρας που κάθεται πλάι της τής αρέσει, είναι νέος και πιθανότατα (αν όχι σί-

186

ΟΙ ΠΑΛΙOl ΝΕΚΡOl ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

γουρα) ο τελευταίος άντρας που της αρέσει και που μπορεί

να τον έχει, και μόνο αυτό μετράει' αν του εμπνεύσει αηδία

και καταστρέψει έτσι η ίδια το μνημείο της στη σκέψη του.

λίγο τη νοιάζει. γιατί αυτό το μνημείο είναι έξω απ' αυτήν.

όπως είναι έξω απ' αυτήν η σκέψη και η ανάμνηση αυτού

του άντρα, και τίποτα απ' όσα είναι έξω απ' αυτήν δε με­

τράει. «Ποτέ δε μίλησες έτσι εσύ, μητέρα!» Άκουγε την κραυ­

γή του γιου της, αλλά δεν έδινε σημασία. Χαμογελούσε.

«Δίκιο έχεις. γιατί να αντιστέκομαι;» είπε απαλά και

σηκώθηκε. Έπειτα άρχισε να ξεκουμπώνει αργά το φόρεμά

της. Το βράδυ ήταν ακόμα μακριά. Αυτήν τη φορά το δω­

μάτιο ήταν όλο φως.

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΧΑΒΕΛ

ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

1

Τη μέρα που ο γιατρός Χάβελ έφευγε για θεραπεία σε κά­ποια λουτρόπολη, η όμορφη σύζυγός του είχε δάκρυα στα μάτια. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν δάκρυα συμπόνιας (τον τελευταίο καιρό ο Χάβελ είχε προβλήματα με τη χολη­δόχο κύστη, και η γυναίκα του πρώτη φορά τον έβλεπε να υποφέρει έτσι), από την άλλη όμως η προοπτική τριών εβδο­μάδων χωρισμοι> ξυπνούσε μέσα της το μαρτύριο της ζήλιας.

Ορίστε; Αυτή η όμορφη, διάσημη και κατά πολύ νεότερή του ηθοποιός ζήλευε έναν κύριο που γερνούσε και που μή­νες τώρα δεν έβγαινε απ' το σπίτι χωρίς να βάλει στην τσέ­πη του ένα μπουκαλάκι χάπια για τους ι)πουλους πόνους του;

Κι όμως. έτσι ήταν. και κανένας δεν την καταλάβαινε. Ούτε καν ο Χάβελ. που κι εκείνου. όταν την πρωτοείδε, του είχε φανεί άτρωτη και αγέρωχη' και είχε γοητευτεί ακόμα περισσότερο. πριν από μερικά χρόνια, όταν άρχισε να τη γνωρίζει καλύτερα και να ανακαλύπτει πόσο απλή ήταν, σπιτόγατα από φυσικού της και συνεσταλμένη' και τι πε­ρίεργο: ακόμα και αφού παντρεύτηκαν, δεν εκμεταλλεύτη­κε ποτέ τα πλεονεκτήματα που της εξασφάλιζε η νεαρή της ηλικία' ήταν σαν μαγεμένη από έρωτα και από την κατα­πληκτική φήμη του γυναικά που συνόδευε τον άντρα της. ο οποίος της φαινόταν πάντα άπιαστος και ανεξιχνίαστος, και όσο κι αν εκείνος προσπαθούσε καθημερινά να την πεί­σει. με απέραντη υπομονή (και απόλυτη ειλικρίνεια), πως δεν υπάρχει κι ούτε και θα υπάρξει ποτέ γυναίκα ισάξιά της, εκείνη ζήλευε παράφορα και οδυνηρά' και μόνο η φυ-

191

ΚΩΜΙΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

σική λεπτότητά της κατόρθωνε να κρατάει κλειστό το κα­πάκι σ' αυτό το απαίσιο αίσθημα, που ωστόσο έβραζε όλο και πιο έντονα.

Ο Χάβελ τα ήξερε όλα αυτά, κι άλλοτε τον συγκινού­σαν, άλλοτε τον εκνεύριζαν, καμιά φορά τον κούραζαν κιό­λας, επεισή όμως την αγαπούσε τη γυναίκα του έκανε ό,τι μπορούσε για να ανακουφίσει το άγχος της. Αυτήν τη φο­ρά, προσπαθούσε να τη βοηθήσει: υπερέβαλλε σχετικά με τους πόνους του και τη σοβαρότητα της κατάστασής του, γιατί ήξερε ότι ο φόβος που ένιωθε η γυναίκα του στη σκέ­ψη της αρρώστιας του ήταν για κείνην κάπως τονωτικός και ανακουφιστικός, ενώ ο φόβος που της ενέπνεε η καλή του υγεία (γεμάτη απιστίες και κακοτοπιές) την παρέλυε' γι' αυτό κι εκείνος έφερνε συχνά την κουβέντα στη Φράντι­σκα, τη γιατρό που θα τον παρακολουθούσε κατά τη σιάρ­κεια της θεραπείας του' η ηθοποιός την ήξερε, και η εξωτε­ρική της εμφάνιση, που έσειχνε άνθρωπο καλοκάγαθο και σιόλου φιλήσονο, την καθησύχαζε.

Μέσα από το λεωφορείο πια, ο Χάβελ είσε τα σακρυ­σμένα μάτια της όμορφης γυναίκας του που έστεκε όρθια στο πεζοσρόμιο, και για να λέμε την αλήθεια αισθάνθηκε κάποια ανακούφιση, γιατί ήταν γλυκιά η αγάπη της, αλλά ήταν και καταπιεστική. Βέβαια, και στη λουτρόπολη τα πράγματα σεν ήταν ισανικά. Αφού μούλιαζε τρεις φορές τη μέρα το γέρικο κορμί του στα ιαματικά νερά, πονούσε έπειτα, ήταν κατάκοπος, κι όταν συναντούσε τίποτα όμορ­φες γυναίκες κάτω απ' τις καμάρες σιαπίστωνε έντρομος πως νιώθει γέρος και σεν του γεννιέται η παραμικρή επιθυ­μία. Η μόνη γυναίκα που χόρταινε τη συντροφιά της ήταν η καλή του η Φράντισκα, που του έκανε τις ενέσεις, του με­τρούσε την πίεση, του Ψηλάφιζε την κοιλιά, και τον βομ-

192

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΧΑΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

βάρσιζε με πληροφορίες για ό,τι συνέβαινε στα λουτρά και για τα σύο παισιά της, προπάντων για το γιο της, που όπως έλεγε της έμοιαζε.

Σ' αυτή την κατάσταση βρισκόταν όταν του ήρθε γράμ­μα απ' τη γυναίκα του. Αλίμονο! Τούτη τη φορά η λεπτό­τητά της σεν κατάφερε να κρατήσει κλειστό το καπάκι που από κάτω του έβραζε η ζήλια' ήταν ένα γράμμα όλο ανα­στεναγμούς και παράπονα: σεν τον κατηγορούσε, έλεγε, για τίποτα, αλλά σεν έκλεινε μάτι όλη νύχτα' ήξερε καλά, έλεγε, πως η αγάπη της του ήταν βάρος, και μπορούσε κάλ­λιστα να φανταστεί πόσο ευτυχής θα ένιωθε που βρισκόταν μακριά της και είχε την ευκαιρία να ξεκουραστεί λιγάκι' ναι, το καταλάβαινε πολι) καλά πως τον εκνεύριζε' και ήξε­ρε επίσης πόσο ανίσχυρη ήταν και σε γινόταν να του αλλά­ξει τη ζωή του, όπου παρέλαυναν συνέχεια ορσές γυναι­κών' ναι, το ήξερε. δε διαμαρτυρόταν, αλλά έκλαιγε και σεν την έπιανε ύπνος ...

Όταν ο Χάβελ σιάβασε αυτή την ατέλειωτη λίστα των θρήνων, έφερε στο νου του τα τρία χρόνια που προσπαθού­σε υπομονετικά αλλά μάταια εντέλει να παρουσιαστεί στη γυναίκα του σαν μεταμελημένος πλέον άσωτος και σαν φι­λόστοργος σύζυγος ένιωσε απέραντη κούραση και απελπι­σία. Τσαλάκωσε θυμωμένος το γράμμα και το πέταξε στο καλαθάκι για τα σκουπίδια.

2

Την επομένη αισθανόταν κάπως καλύτερα' δεν τον πονού­σε η κύστη του και ένιωσε μια ελαφρά αλλά ξεκάθαρη επι-

193

ΚΩΜΙΚOl ΕΡΩΤΕΣ

θυμία για διάφορες γυναίκες που είδε το πρωί να κυκλοφο­

ρούν κάτω απ' τις καμάρες. Δυστυχώς, αυτή η μικρή πρόο­

δος επισκιάστηκε από μια πολύ πιο σοβαρή ανακάλυψη: οι

γυναίκες αυτές περνούσαν από δίπλα του χωρίς καν να τον

προσέξουν' γι' αυτές ανήκε στην ίδια αρρωστιάρικη συνο­

μοταξία με τους ωχρούς πότες μεταλλικού νερού ...

«Βλέπεις; πας καλύτερα» του είπε η Φράντισκα, αφού

τον ακροάστηκε το πρωί. «Προπαντός να ακολουθείς σχο­

λαστικά τη δίαιτά σου. Ευτυχώς, οι γυναίκες που συναντάς

κάτω απ' τις καμάρες είναι πολύ ηλικιωμένες και σε κακό

χάλι από υγεία, κι έτσι δεν υπάρχει περίπτωση να σε ανα­

στατώσουν, άρα τόσο το καλύτερο για σένα, γιατί πάνω

απ' όλα χρειάζεσαι ηρεμία. »

Ο Χάβελ έβαλε το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι του'

στάθηκε μπροστά στον μικρό καθρέφτη που κρεμόταν στη

γωνία πάνω απ' το νιπτήρα, και περιεργάστηκε με πίκρα

το πρόσωπό του. Έπειτα της είπε με μεγάλη θλίψη: «Δεν

έχεις δίκιο. Πρόσεξα ότι ανάμεσα στις γριές που κυκλοφο­

ρούν κάτω απ' τις καμάρες είναι και μερικές πανέμορφες

κοπέλες. Αλλά ούτε που γυρίζουν να με κοιτάξουν».

«Να πιστέψω ό,τι θες, αλλά αυτό όχι!» είπε η Φράντι­

σκα, και ο Χάβελ αποστρέφοντας τα μάτια από το θλιβερό

θέαμα που του έδειχνε ο καθρέφτης, βύθισε το βλέμμα του

στα ευκολόπιστα και αφοσιωμένα μάτια της ένιωσε ευγνω­

μοσύνη, παρόλο που ήξερε πως η Φράντισκα απλώς εξέ­

φραζε την πίστη της σε μια παράδοση, την πίστη στο ρόλο

που ήταν συνηθισμένη να τον βλέπει να παίζει (ένα ρόλο

ποι; αυτή τον αποδοκίμαζε, αλλά πάντοτε με τρυφερότητα).

Έπειτα χτύπησε η πόρτα. Η Φράντισκα άνοιξε, και εμ­

φανίστηκε το κεφάλι ενός νεαρού που υποκλίθηκε με σεβα­

σμό. «Α, εσείς είστε! Σας είχα ξεχάσει τελείως!» Του είπε

194

Ο ΓlATI'()2.: ΧΛΙ;ΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ .\1ΕΤΑ

να περάσει μέσα και εξήγησε στον Χάβελ: «Είναι ο αρχι­

συντάκτης ενός τοπικο!) περιοδικού και δύο μέρες τώρα

προσπαθεί να σε πετ ι 'ιχει» .

Ο νεαρός ά(ιχισε να απολογείται διά μακρών που ενό­χλησε σε τύσο ακατΓι.λληλη ώρα τον κ. Χάβελ και προσπά­

θησε να πά(lει ανάλαφρο !)φος (δυστυχώς τοι; βγήκε κάπως δυσάρεστα σφιγμένο): τον παρακάλεσε να μην τα βάλει με τη γιαηιιί ποιι αποκάλυψε την παρουσία του εδώ, γιατί έτσι κι αλλι(;>ς Οα τον ανακάλυπτε ο ίδιος. ακόμα και μέσα στην μπανι έ(ια των λο l ) Τ(ιών ' τον παρακάλεσε επίσης να μην τα βάλει και ιιε το ;)ικι'ι του θράσος. γιατί είναι κάτι απαραίτη­το στη ;)ηΙlOσΙΟΥ(ιαφία. και χωρίς αυτό δε θα 'βγαζε το ψωμί του. Ί':πειτα άΙJχισε να μιλάει για το μηνιαίο εικονογραφη­

μένο πειιιο() ικιί των λουτρών, που σε κάθε του τεύχος είχε

μια συνέντεΙJζη με κάποιον διάσημο ασθενή που ήταν εκεί για θεραπεία' και ανάφερε για παράδειγμα μερικά ονόμα­τα. μεταξι! των οποίων και ένα μέλος της κυβέρνησης. μια τραγουδίσφια της ιΊπερας κι ένας παίκτης του χόκε·ί.

«Βλέπεις» είπε η Φράντισκα, <<μπορεί να μην ενδιαφέ­ρονται για σένα οι ωραίες γυναίκες στις καμάρες, ενδιαφέ­

ρονται όμως οι δημοσιογράφοι. »

«Τι φριχτός ξεπεσμός» είπε ο Χάβελ. Αλλά ήταν ευτυ­

χής μ' αυτό το ενδιαφέρον' χαμογέλασε στον δημοσιογρά­φο και απέρριψε την πρότασή του με τόσο έκδηλη ανειλι­

κρίνεια, που γινόταν πια συγκινητική: «Εγώ, αγαπητέ μου, ούτε μέλος της κυβέρνησης είμαι, ούτε παίκτης του χόκε'ί,

και πολύ περισσότερο τραγοuδίστρια της όπερας. Φυσικά

και δεν υποτιμώ τις επιστημονικές μου εργασίες, αυτές όμως ενδιαφέρουν τους ειδικούς και όχι το ευρύ κοινό».

«Μα δεν ήθελα να πάρω συνέντευξη από σας δεν το σκέφτηκα καν» απάντησε αυτομάτως, με όλη του την ειλι-

195

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

κρίνεια, ο νεαρός. «Από τη γυναίκα σας ήθελα. Άκουσα

πως θα σας επισκεφτεί κάποια στιγμή εδώ. »

«Είστε καλύτερα πληροφορημένος από μένα» είπε μάλ­

λον ψυχρά ο Χάβελ έπειτα πήγε κοντά στον καθρέφτη και

ξανακοίταξε το πρόσωπό του' δεν του άρεσε. Κούμπωσε

σιωπηλός το γιακά του πουκαμίσου του, ενώ ο νεαρός δη­

μοσιογράφος ένιωσε τέτοια αμηχανία. που έχασε αμέσως

το επαγγελματικό του θράσος, για το οποίο είχε υπερηφα­

νευτεί λίγο ΠΡΙν" ζήτησε συγνώμη απ' τη Φράντισκα, ζήτη­

σε συγνώμη απ' τον Χάβελ, κι αισθάνθηκε ανακούφιση μό­

λις βρέθηκε έξω.

3

Ο δημοσιογράφος ήταν μάλλον επιπόλαιος παρά ηλίθιος.

Δεν το πολυέπαιρνε στα σοβαρά το περιοδικό των λου­

τρών, αλλά αφού ήταν ο μοναδικός συντάκτης του έπρεπε

να κάνει οτιδήποτε για να γεμίζει κάθε μήνα τις είκοσι τέσ­

σερις σελίδες του με τις απαραίτητες φωτογραφίες και λέ­

ξεις. Το καλοκαίρι κουτσά στραβά τα κατάφερνε, γιατί στα

λουτρά συνέρεαν πλήθος προσωπικότητες, έρχονταν και

διάφορες ορχήστρες που έδιναν υπαίθριες συναυλίες, και

δεν έλειπαν και τα πικάντικα κουτσομπολιά. Αντίθετα, τους

βροχερούς μήνες, οι διάδρομοι κάτω απ' τις καμάρες πλημ­

μύριζαν από χωριάτισσες και πλήξη, κι έπρεπε να εκμεταλ­

λευτεί και την παραμικρή ευκαιρία. Έτσι, όταν άκουσε κά­

που την προηγουμένη ότι τα λουτρά φιλοξενοι'ισαν και τον

άντρα μιας διάσημης ηθοποιού, αυτής μάλιστα που έπαιζε

στην καινούρια αστυνομική ταινία που Ψυχαγωγούσε τις

196

Ο ΓIATI)()� ΧΛΒΕΑ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

τελευταίες βδομάδες τους κατηφείς ασθενείς, οσφράνθηκε

θήραμα και βγήκε αμέσως για κυνήγι.

Τώρα όμως ντρεπ6ταν.

Πάντα αμφέ[jαλλε για τον εαυτό του, ήταν πάντα δουλι­

κά εξαρτημένος απ6 τους ανθρώπους τους οποίους συνα­

ναστρεφ6ταν, και αναζητούσε φοβισμένα στο βλέμμα τους

την επιβεβαίωση της ταυτότητάς του και της αξίας του.

Τώρα έκρινε πως Οα τον είχαν βρει αξιοθρήνητο, ηλίθιο και

ενοχλητικ(Ί. και η σκέψη αυτή τού ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή,

καΟώς () άν()ιιωπος που τον είχε κρίνει έτσι του είχε φανεί

συμπαΟητικιΊς. Ι'ι' αυτό και τηλεφώνησε την ίδια κιόλας μέ­

ρα φο[Jφά ανήσυχος στη γιατρό και τη ρώτησε τι ακριβώς

ήταν () άνηιας της ηθοποιού, κι έτσι έμαθε ότι ο άνθρωπος

αυτός δεν ήταν απλώς κορυφαία μορφή του ιατρικού κό­

σμου, αλλά πολι') διάσημος και γι' άλλους λόγους: είναι δυ­

νατόν να μην είχε ακούσει τίποτα γι' αυτόν;

Ο δημοσιογράφος ομολόγησε πως όχι, και η γιατρός τού

είπε συγκαταβατικά: «Εντάξει, παιδί είσαι ακόμα. Κι ευτυ­

χώς, στον τομέα όπου διέπρεψε ο γιατρός είσαι άσχετος».

Όταν ο δημοσιογράφος ρώτησε κι άλλους και κατάλαβε

πως η ειδικότητα την οποία είχε υπαινιχθεί η γιατρός πρέ­

πει να ήταν η ερωτική τέχνη. ένας τομέας όπου ο Χάβελ

φαίνεται πως ήταν ασυναγώνιστο ς σ' ολόκληρη τη χώρα,

ντράπηκε που τον είχαν χαρακτηρίσει άσχετο, και μάλιστα

τους το επιβεβαίωσε ο ίδιος. αφού δεν είχε ακούσει ποτέ

τίποτα για τον γιατρό. Κι επειδή πάντα ονειρευόταν να γί­

νει κάποια μέρα ειδήμων, σαν κι αυτό τον άνθρωπο, καταρ­

ρακώθηκε στη σκέψη πως είχε φερθεί σαν ελεεινός βλάκας

ακριβώς μπροστά σ' αυτόν, μπροστά στον δάσκαλο' θυμή­

θηκε τη φλυαρία του, τα βλακώδη αστεία του, την έλλειψη

τακτ, και αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ταπεινά πόσο βά-

197

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

σιμη ήταν η ετυμηγορία που νόμισε πως διάβασε στην όλο αποδοκιμασία σιωπή και στο αφηρημένο βλέμμα του δα­σκάλου στον καθρέφτη.

Η λουτρόπολη όπου διαδραματίζεται η ιστορία αυτή δεν είναι μεγάλη, και όλοι συναντιούνται μεταξύ τους αρκετές φορές μέσα στην ίδια μέρα, θέλοντας και μη. 'Ετσι ο νεαρός δημοσιογράφος δε δυσκολεύτηκε καθόλου να συναντήσει σύντομα τον άνθρωπο που είχε στο μυαλό του. Ήταν προ­χωρημένο μεσημέρι και το πλήθος των ηπατικών πηγαινο­ερχόταν κάτω απ' τις καμάρες. Ο Χάβελ σιγόπινε ένα δύ­σοσμο νερό από μια πορσελάνινη κούπα. Ο νεαρός δημο­σιογράφος πήγε κοντά του κι άρχισε να του ζητάει μασημέ­να συγνώμη. Ούτε που το είχε φανταστεί. είπε, πως ο σύ­ζυγος της κυρίας Χάβελ, της διάσημης ηθοποιού, ήταν αυ­τός, ο γιατρός Χάβελ, κι όχι κάποιος άλλος Χάβελ' υπήρχαν πολλοί Χάβελ στη Βοημία, και δυστυχώς δεν είχε συνδυά­σει τον σύζυγο της ηθοποιού με τον περίφημο γιατρό, τον οποίο και βέβαια είχε ακουστά από καιρό, όχι μόνο σαν κο­ρυφαία φυσιογνωμία στον ιατρικό κόσμο, αλλά και -με όλο του το σεβασμό- από ποικίλες διαδόσεις και ιστορίες.

Ο Χάβελ, έτσι κακόκεφος που ήταν, άκουσε σίγουρα με ευχαρίστηση τα λόγια του νεαρού, και ιδιαίτερα την ανα­φορά του στις διαδόσεις και τις ιστορίες, για τις οποίες όμως ήξερε καλά ότι, όπως και οι ίδιοι οι άνθρωποι, υπό­κεινται στους νόμους της γήρανσης και της λήθης.

«Δε χρειάζεται να ζητάς συγνώμη» είπε στον νεαρό, κι επειδή έβλεπε την αμηχανία του τον έπιασε ελαφρά απ' το μπράτσο και τον πήρε να περπατήσουν κάτω απ' τις καμά­ρες. «Δεν αξίζει καν να μιλάμε γι' αυτό» του είπε για να τον παρηγορήσει, αλλά την ίδια στιγμή στεκόταν αυτάρε­σκα στις συγνώμες αυτές και επανέλαβε αρκετές φορές:

198

Ο ΓιΑΤΤ'ΟΣ ΧΑΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

«Ώστε έτσι, άκουσες να λεν για μένα;» και κάθε φορά έβα­

ζε πανευτυχής τα γέλια.

«Ναι» συμφωνο{!σε ζωηρά ο δημοσιογράφος. «Αλλά δε

σας φανταζόμοον καθόλου έτσι. »

«Πώς δηλαδή με φανταζόσουν;» ρώτησε ο Χάβελ με

πραγμαΤΙΚrJ ενδιαφέρον, και καθώς ο δημοσιογράφος δεν

έβρισκε τι να πει και κάτι Ψέλλιζε, είπε μελαγχολικά: «Ξέ­

ρω. ΑντίΟετα απι! εμάς, οι ήρωες των μυθιστορημάτων, των

θ(>{!λων και των διαφόρων ιστοριών είναι φτιαγμένοι από

ένα l)λικιΊ πο{) δεν υπόκειται στη φθορά της ηλικίας. Όχι,

δεν εννιι(:) πως οι διάφορες ιστορίες και οι θρύλοι είναι

αθάνατοι' σίγο{ψα γερνούν κι αυτοί, και μαζί τους γερνούν

και οι ήυωές το{)ς μόνο που γερνούν κατά έναν τέτοιον

τρόπο ποο δεν αλλάζουν τα χαρακτηριστικά τους και οι ί­

διοι δεν πα(>αμιφφώνονται, αλλά ξεθωριάζουν, σβήνουν σι­

γά σιγά, και τελικά γίνονται ένα με τη διαφάνεια του χώ­

ρου. Έτσι Θα χαι-Jεί στο τέλος κι ο Πεπέ Αε Μοκό και ο Χά­

βελ ο Συλλέκτης, όπως κι ο Μωυσής και η Παλλάδα Αθηνά

ή ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης σκέΨου όμως ότι ο άγιος

Φραγκίσκος θα ξεθωριάσει σιγά σιγά, μαζί με τα πουλάκια

που θα κάθονται στον ώμο του' με το ελαφάκι που θα τρί­

βεται στο πόδι του και μερικές ελιές που θα του χαρίζουν

τον ίσκιο τους σκέΨου πως όλο το τοπίο θα σβήσει σιγά σι­

γά μαζί του και θα μεταμορφωθεί μαζί του σ' ένα παρηγο­

ρητικό βαθύ γαλάζιο, ενώ εγώ, αγαπητέ μου φίλε, έτσι

όπως είμαι, γυμνός, χωρίς το περίβλημα κανενός θρύλου,

θα εξαφανιστώ στο φόντο ενός τοπίου με ανελέητα κραυ­

γαλέα χρώματα και μπροστά στα μάτια μιας σαρκαστικά

ζωντανής νεολαίας».

Ο δημοσιογράφος είχε σαστίσει αλλά και ενθουσιαστεί

με τον μονόλογο του Χάβελ, και οι δύο άντρες περπάτησαν

199

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

πολλή ώρα ακόμα μέσα στη νύχτα που άρχιζε να πέφτει.

Όταν χώρισαν, ο Χάβελ δήλωσε ότι αρκετά πια με τη δίαιτά

του, και ευχαρίστως θα 'βγαινε για ένα καλό φαΙ την επομέ­

νη' ρώτησε τον δημοσιογράφο αν ήθελε να του κάνει παρέα.

Και βέβαια ήθελε.

4

«Μην το πεις στη γιατρό» είπε ο Χάβελ όταν κάθισε στο

τραπέζι απέναντι από τον δημοσιογράφο και πήρε αμέσως

τον κατάλογο στα χέρια του, «αλλά έχω μια πρωτότυπη

αντίληψη περί διαίτης: αποφεύγω αυστηρά όλα τα φαγητά

που δε μου αρέσουν.» Έπειτα ρώτησε τον νεαρό τι απερι­

τίφ θα ήθελε.

Ο δημοσιογράφος δεν συνήθιζε να πίνει πριν από το φα­

γητό, και καθώς δεν του ερχόταν τίποτα στο νου, είπε:

«Βότκα».

Ο Χάβελ φάνηκε δυσαρεστημένος: «Βότκα; Η βότκα

βρομάει ρωσίλα!»

«Όντως» είπε ο δημοσιογράφος, και από εκείνη τη

στιγμή ήταν σαν χαμένος. Ένιωθε σαν να 'ναι στις απολυ­

τήριες του λυκείου, μπροστά στην επιτροπή για τα προφο­

ρικά. Δεν κοιτοι)σε να πει αυτό που σκεφτόταν και να κάνει

αυτό που ήθελε, αλλά προσπαθούσε να ικανοποιήσει τους

εξεταστές προσπαθούσε να μαντέψει τις σκέψεις τους, τις

ιδιοτροπίες τους, τα γούστα τους ήθελε να φανεί αντάξιος

των προσδοκιών τους. Με τίποτα στον κόσμο δε θα παρα­

δεχόταν ότι συνήθως έτρωγε πρόχειρα και απρόσεχτα, ότι

δεν είχε ιδέα τι κρασί πάει με ποιο κρέας. Και ο Χάβελ τον

200

() I'IΛTI'()� ΧΛΙΙΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

βασάνιζε. άf)ελά το! ) . επιμένοντας να ζητάει συνέχεια τη

γνώμη του τι να διαλέξουν από ορεκτικά, από κυρίως πιά­

τα, από κ()ασί. απιί τιψί. . .

Όταν ο δημοσιιιγ(>άφος κατάλαβε πως η επιτροπή τού

έδωσε κακιί [:Ια()μιί στα προφορικά στη γαστρονομία, έβα­

λε όλα το ! ) τα ι)!)νατά να αντισταθμίσει αυτή την απώλεια,

και ανάμεσα στα ιψεκτικά και στο κυρίως πιάτο άρχισε να

περιεργάζεται επιδεικτικά τις γυναίκες που βρίσκονταν

στο εστιατιίιιιιι' lίστερα επιχείρησε με ορισμένες παρατη­

ρήσεις να αποδείξει το ενδιαφέρον του και την πείρα του.

ΟIJτε αιιτήν τη φιψά τα κατάφερε. Όταν είπε για μια κοκ­

κινομάλλα. ποιι καΟιΊταν δυο τραπέζια παραπέρα, πως σί­

γουρα Οα είναι εξαψετική στο κρεβάτι, ο Χάβελ τον ρώτη­

σε εντελC:) ς αΟ(;)α απ6 πού βγάζει αυτό το συμπέρασμα. Ο

δημοσιογιιάφος έδωσε μιαν αόριστη απάντηση, κι όταν ο

Χάβελ τον (>C:Jτησε για τις εμπειρίες του με κοκκινομάλλες,

εκείνος τα μποι ψοο ι)κλωσε με κάτι απίθανα ψέματα και

γρήγορα σώπασε.

Αντίθετα. ο Χάβελ ένιωθε άνετα και ευτυχής μπροστά

στα έκθαμβα μάτια του δημοσιογράφου. Παράγγειλε ένα

μπουκάλι κ6κκινο κρασί μαζί με το κρέας, και ο νεαρός,

που είχε ξεθαρρέψει με το αλκοόλ, έκανε άλλη μια απόπει­

ρα να φανεί άξιος της ει)νοιας του δασκάλου' άρχισε να μι­

λάει για μια κοπέλα που την είχε γνωρίσει πρόσφατα και

τη φλέρταρε εδώ και μερικές βδομάδες, με μεγάλες πιθα­

νότητες επιτυχίας. Η εξομολόγησή του ήταν αρκετά νεφε­

λώδης, και το βεβιασμένο χαμόγελο που απλώθηκε στο

πρόσωπό του και ήθελε, με τη σκόπιμη αμφισημία του, να

εκφράσει ό,τι δεν είχε ειπωθεί με λόγια, εξέφραζε εντέλει

την προσπάθειά του να ξεπεράσει την ανασφάλειά του. Ο

Χάβελ τα ένιωθε όλα αυτά, και επειδή του ήταν συμπαθής

201

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΙ'ΩΤΕΣ

ο δημοσιογράφος, άρχισε να τον ρωτάει για τα πιο απίθανα χαρακτηριστικά της κοπέλας, θέλοντας να του επιτρέψει να σταθεί αρκετά σ' ένα προσφιλές του θέμα και να μιλήσει πιο ελεύθερα. Αλλά και πάλι απέτυχε ο νεαρός: οι απαντή­σεις του ήταν εντυπωσιακά αόριστες δε στάθηκε ικανός να περιγράψει με κάποια ακρίβεια τη γενική αρχιτεκτονική

του σώματος της κοπέλας ούτε τις διάφορες ανατομικές λεπτομέρειές του, και πολι) περισσότερο το χαρακτήρα της. Έτσι, ο γιατρός πήρε τελικά πάνω του όλη τη συζήτη­ση, και, όπως αφηνόταν λίγο λίγο να ζαλιστεί από την ευχά­

ριστη ατμόσφαιρα της βραδιάς κι απ' το κρασί, επέβαλε

στον δημοσιογράφο έναν πνευματώδη μονόλογο με τις αναμνήσεις του, τις ιστορίες του, τα ευφυολογήματά του.

Ο δημοσιογράφος έπινε αργά το κρασί του, και άκουγε.

ενώ παράλληλα τον πλημμύριζαν αντιφατικά συναισθήμα­τα' απ' τη μια ήταν δυστυχισμένος: ένιωθε ασήμαντος και

ηλίθιος. ένιωθε σαν αδαής μαθητευόμενος μπροστά σ' έναν αδιαφιλονίκητο δάσκαλο, και ντρεπόταν ν' ανοίξει το στό­

μα του' αλλά ταυτόχρονα ήταν ευτυχισμένος: ένιωθε κολα­κευμένος που καθόταν απέναντί του ο δάσκαλος και κου­βέντιαζε μαζί του σαν φίλος και του εμπιστευόταν διάφο­ρες εξαιρετικά πολύτιμες προσωπικές παρατηρήσεις.

Καθώς ο μονόλογος του Χάβελ είχε ήδη τραβήξει πολύ σε μάκρος, ο νεαρός θέλησε ν' ανοίξει κι αυτός το στόμα του, να πει κι αυτός κάτι, να συμμετάσχει, να δείξει πως εί­ναι καλός παρτενέρ' έτσι. έφερε και πάλι την κουβέντα στη φιλενάδα του, και ρώτησε τον Χάβελ αν θα ήθελε να τη γνωρίσει την επομένη και να του πει πώς τη βλέπει με το έμπειρο μάτι του' εν ολίγοις (ναι. με τη φόρα που είχε πά­ρει, ξεστόμισε αυτ!jν τη λέξη) να την εγκρίνει.

Πώς του 'ρθε αυτή η ιδέα; Ήταν απλώς μια ιδέα ξαφνι-

202

() lϊΛΊΊ'()� λΛI\I·:Λ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

κή, που γεννήΟηκε απ' το κρασί και τη σφοδρή επιθυμία

του να πει κάτι:

Όσο αu()('ι(ιμητα κι αν του 'χε έρθει, ο νεαρός υπολόγιζε

σ' ένα τριπλ() κέ{ )(')ος:

-η συνωμοσία της κοινής και κρυφής πραγματογνωμοσύ­

νης (η έγχ{ )ιση) Οα δημιουργούσε έναν μυστικό σύνδεσμο

ανάμεσα σ' α!)τι'ιν χαι τον δάσκαλο. θα ενίσχυε την πολυ­

πόf)ητη σIΝΤ{)οφικ(')τητα. τη συνενοχή τους

-η έγκυιση τοl) δασκάλου (που ο νεαρός την ευχόταν, για­

τί ήταν πολl'ι έντονη η έλξη που ασκούσε πάνω του η συγκε­

κ(ιιμένη χοπέλα), Οα ήταν έγκριση και για τον ίδιο, για την

επιλογή τοιι, για το γούστο του, και έτσι θα προβιβαζόταν.

στα μάτια ΤΟΙJ δασκάλου, από μαθητευόμενος σε σύντρο­

φο, οπ()τε Ιι ανέr1αινε και στα δικά του μάτια'

-και τέλος: Οα ανέβαινε στα μάτια του και η ίδια η κοπέ­

λα. και η απ('ιλα!ιση που ένιωθε με την παρουσία της. από

πλασματική απ('ιλαιιση θα γινόταν πραγματική (γιατί ο νε­

αρός είχε σιιχνά την αίσθηση ότι ο κόσμος στον οποίο ζούσε

ήταν γι' α!ιτι'ιν ένας λαβύρινθος από αξίες που το νόημά

τους του πα(i()lισιαζ6ταν εξαιρετικά συγκεχυμένο. και δε

γινόταν ν' αλλάξοιιν, και από επιφανειακές αξίες να γίνουν

ουσιαστικές, παρά μ6νο αφοι) επικυρώνονταν).

5

Όταν ξύπνησε το πρωί ο Χάβελ ένιωσε να τον πονάει λίγο η

κύστη του, από το χτεσινό φαγητό' κι όταν κοίταξε το ρο­

λόι του, είδε πως σε μισή ώρα έπρεπε να 'ναι στο ραντεβού

του για την υδροθεραπεία, συνεπώς έπρεπε να βιαστεί. αν

203

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

και η βιασύνη ήταν από τα πράγματα που σιχαινόταν όσο τίποτα στον κόσμο' και καθώς χτενιζόταν, είδε στον καθρέ­φτη ένα πρόσωπο που δεν του άρεσε καθόλου. Η μέρα άρ­χιζε άσχημα.

Δεν πρόλαβε ούτε να πάρει το πρωινό του (κι αυτό επί­σης του φάνηκε κακό σημάδι, γιατί δεν του άρεσε να παρα­βαίνει τις καθημερινές συνήθειές του), και τράβηξε βιαστι­κά για τα λουτρά. Εκεί, διέσχισε έναν μακρόστενο διάδρο­μο' χτύπησε μια πόρτα, και πρόβαλε μια όμορφη ξανθιά με λευκή μπλούζα: του επισήμανε με στρυφνό ύφος πως άρ­γησε και του είπε να περάσει. Ο Χάβελ άρχισε να ξεντύνε­ται σε μια καμπίνα, πίσω απ' το χώρισμα. «Άντε λοιπόν!» άκουσε πριν περάσει μισό λεπτό. Η φωνή της μασέζ, όλο και πιο αγενής, τον πρόσβαλλε και τον προκαλούσε να εκ­δικηθεί (και δυστυχώς, όλα αυτά τα χρόνια ο Χάβελ μόνο μια μορφή εκδίκησης ήξερε απέναντι στις γυναίκες!). Έτσι, έβγαλε το σλιπ του, ρούφηξε μέσα την κοιλιά του, φούσκω­σε το στήθος, και πήγε να βγει απ' την καμπίνα' αλλά τότε, αηδιασμένος από μια πράξη που τη θεωρούσε ανάξιά του, που θα την έβρισκε τελείως γελοία αν την έβλεπε σε άλλον, άφησε άνετα να ξαναπέσει η κοιλιά του, και με μια νωχέ­λεια που του φάνηκε η μόνη αντάξιά του πήγε στη μεγάλη μπανιέρα και βουτήχτηκε στο χλιαρό νερό.

Η μασέζ παντελώς αδιάφορη για το στήθος του και για την κοιλιά του, γύριζε διάφορες στρόφιγγες στον πίνακα ελέγχου, κι όταν ο Χάβελ ξάπλωσε τελείως μέσα στην μπα­

νιέρα, εκείνη του άρπαξε το δεξί του πόδι και εφάρμοσε κάτω απ' την πατούσα του το στόμιο ενός σωλήνα απ' όπου εκτοξευόταν με δύναμη νερό. Ο Χάβελ, που γαργαλιόταν, κούνησε το πόδι του, και η μασέζ τον ανακάλεσε στην τάξη.

Οπωσδήποτε δεν του ήταν δύσκολο, μ' ένα ευφυολόγη-

204

Ο ΓlATlo02; ΧΑΗ1':Λ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

μα, με κάνα κουτσομπολιό, με μια πνευματώδη ερώτηση,

να αναγκάσει την ξανθιά να εγκαταλείψει το ψυχρό και

αγενές ύφος της αλλά ο Χάβελ είχε θυμώσει και είχε προ­

σβληθεί πολιΊ. �κέφτηκε πως της αξίζει τιμωρία, και πά­

ντως δεν είχε σκοπ(Ί να της κάνει τη ζωή εύκολη. Και κα­

θώς εκείνη εφά(ψοζε το σωλήνα στο υπογάστριό του κι αυ­

τός σκέπαζε τα γεννητικά του όργανα με τα χέρια, γιατί

φοβ6ταν μήπως τον πονέσει το ορμητικό νερό, τη ρώτησε τι

κάνει το β()άΟυ. Εκείνη τον ρώτησε χωρίς να τον κοιτάει τι

τον νοιάζει. Της εξήγησε πως μένει μόνος σ' ένα μονόκλινο

κι ήΟελε να πάει να τον βρει. «Λάθος πόρτα χτυπήσατε»

του είπε η ξανΟιά. και του ζήτησε να γυρίσει μπρούμυτα.

Τώ()α ο Χάβελ ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα μέσα στην

μπανιέ(ια και κ()ατοιΊσε ψηλά το σαγόνι για να αναπνέει.

Ένιωθε το ο(ιμητικ6 νερ6 που του έκανε μασάζ στους μη­

ρούς κι ήταν ικανοποιημένος από τον τρόπο με τον οποίο

απευθύνθηκε στη μασέζ. Γιατί ο Χάβελ τιμωρούσε ανέκα­

θεν τις απείθαρχες, τις αυθάδεις ή τις κακομαθημένες γυ­

ναίκες, οδηγώντας τες Ψυχρά, χωρίς ίχνος τρυφερότητας

και σχεδόν σιωπηλά, στο κρεβάτι του, απ' όπου τις απέπε­

μπε ύστερα εξίσου Ψυχρά. Μόνο που έπειτα από μια στιγ­

μή συνειδητοποίησε ότι και βέβαια απευθύνθηκε στη μασέζ

με την κατάλληλη ψυχρότητα και χωρίς ίχνος τρυφερότη­

τας, αλλά ούτε την οδήγησε και ούτε θα την οδηγούσε ποτέ

στο κρεβάτι του. Συνειδητοποίησε ότι τον είχαν πάλι απορ­

ρίψει, κι αυτό ήταν μια νέα προσβολή. Ένιωσε ευτυχής μό­

λις βρέθηκε μόνος μέσα στην καμπίνα, τυλιγμένος στην πε­

τσέτα του μπάνιου.

Έπειτα, βγήκε βιαστικά απ' τα λουτρά και κατευθύνθη­

κε προς τον κινηματογράφο, να δει απ' έξω τις βιτρίνες:

υπήρχαν τρεις φωτογραφίες. στη μία ήταν η γυναίκα του,

205

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

έντρομη, γονατισμένη μπροστά σ' ένα πτώμα. Ο Χάβελ κοίταξε αυτό το γλυκό πρόσωπο, που είχε παραμορφωθεί απ' τον τρόμο, κι ένιωσε μιαν αγάπη χωρίς όρια και απέρα­ντη νοσταλγία. Έμεινε ώρα πολλή χωρίς να μπορεί να ξε­κολλήσει τα μάτια του απ' τη βιτρίνα. Έπειτα αποφάσισε να περάσει απ' τη Φράντισκα.

6

«Ζήτα γραμμή για υπεραστικό, σε παρακαλώ, πρέπει να μιλήσω στη γυναίκα μου» της είπε μόλις έφυγε ο ασθενής της κι εκείνη του είπε να περάσει μέσα.

«Συμβαίνει τίποτα;»

«Ναι» είπε ο Χάβελ «έχω μοναξιές!»

Η Φράντισκα τον κοίταξε δύσπιστα, σχημάτισε τον αριθμό για τα υπεραστικά και επανέλαβε τον αριθμό που της υπαγόρευε ο Χάβελ. Έπειτα κατέβασε το ακουστικό και είπε: «Εσύ μοναξιές;»

«Γιατί όχι εγώ;» είπε κακόκεφα ο Χάβελ. «Σαν τη γυ­ναίκα μου είσαι κι εσύ. Βλέπετε πάνω μου κάποιον που έχω πάψει να είμαι προ πολλού. Έχω πια μαζευτεί, είμαι απομονωμένος, είμαι θλιμμένος. Γερνάω. Κι ένα πράγμα σου λέω, δεν είναι καθόλου ευχάριστο αυτό.»

«Έπρεπε να 'χεις παιδιά» του είπε η Φράντισκα. «Δε θα σκεφτόσουν τόσο τον εαυτό σου. Κι εγώ γερνάω, αλλά ούτε που το σκέφτομαι. Βλέπω το γιο μου να μεγαλώνει, κι αναρωτιέμαι πώς θα μοιάζει όταν θα είναι άντρας πια, και δεν κλαίγομαι για τα χρόνια που φεύγουν. Άκου τι έκατσε και μου 'πε χτες: "Σε τι χρησιμεύουν οι γιατροί, αφού οι

206

Ο ΓIATI)()� ΧΑΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ Χ!)ΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

άνθρωποι έτσι κι αλλιώς πεθαίνουν; " Πώς σου φαίνεται; Τι

θ' απαντούσες εσι'ι;»

Ευτυχώς () Χάβελ δε χρειάστηκε ν' απαντήσει, γιατί χτύ­

πησε το τηλέφωνο. �ήκωσε το ακουστικό, και μόλις άκου­

σε τη φωνή της γιιναίκας του της είπε αμέσως πως είναι

πολι) στεναχω(ιημένος. πως δεν έχει κανέναν να πει μια

κουβέντα. κανέναν που να θέλει να τον δει, πως δεν αντέχει

μόνος το" εο(;) πέ(ια .

Μέσα απ' το ακουστικό βγήκε μια ψιλή φωνή, στην αρχή

δι)σπιστη , ξαφνιασμένη, τραύλιζε σχεδόν, αλλά στο τέλος,

ι)στευα απ(Ί τα πιεστικά λόγια του Χάβελ κάπως λύγισε.

« �ε παιιακαλι;) , έλα εδώ να με δεις, έλα να με δεις. έλα

αμέσως μ{ιλις μ π( ψέσεις!» είπε ο Χάβελ, και άκουσε τη γυ­

ναίκα του να του λέει πως ευχαρίστως θα ερχόταν, αλλά

έχει πα(ιάσταση σχεδ()ν κάθε μέρα.

«Το σχεoιJν κάΟε μέρα δεν είναι κάθε μέρα» είπε ο Χά­

βελ, κι άκουσε τη γυναίκα του να του λέει πως έχει ρεπό

αύριο. αλλά δεν ξέρει αν αξίζει τον κόπο να πάει ίσα για

μια μέρα.

«Τι λες τώρα;» απάντησε ο Χάβελ. «Δεν το καταλαβαί­

νεις πόσο πολύτιμη είναι μια μέρα στην τόσο σύντομη ζωή

μας;»

«Και δηλαδή δε μου 'χεις θυμώσει;» ρώτησε η ψιλή φω­

νή μέσα απ' το ακουστικό.

«Γιατί να σου 'χω θυμώσει;»

«Για κείνο το γράμμα. Εσύ έχεις τους πόνους σου, κι

εγώ σε ζαλίζω με το βλακώδες γράμμα μιας γυναίκας που

ζηλεύει. »

Ο Χάβελ πλημμύρισε το ακουστικό μ' ένα κύμα τρυφε­

ρότητας. και η γυναίκα του τού ανακοίνωσε (με φωνή που

είχε πια εντελώς μαλακώσει) πως αύριο θα είναι εκεΙ

207

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Πάντως σε ζηλεύω» του είπε η Φράντισκα, όταν έκλει­σε εκείνος το τηλέφωνο. «Τα έχεις όλα. Έχεις όσες γυναί­κες θες, κι επιπλέον έναν ευτυχισμένο γάμο!»

Ο Χάβελ κοίταξε τη φίλη του που μιλούσε για ζήλια, αλ­λά ήξερε πως η φίλη του είχε τόσο μεγάλη καρδιά, που δεν υπήρχε περίπτωση να αισθανθεί ποτέ ζήλια για κανέναν' και τη λυπήθηκε, γιατί ήξερε πως η χαρά που δίνουν τα παιδιά δεν μπορεί να αντικαταστήσει άλλες χαρές, και μια χαρά που τη βαραίνει η υποχρέωση να αντικαθιστά άλλες χαρές σύντομα φθείρεται, γίνεται ανιαρή χαρά.

Έφυγε έπειτα για φαγητό, μετά το φαγητό έπεσε για τον μεσημεριανό του ύπνο, και μόλις ξύπνησε, θυμήθηκε πως τον περίμενε στο καφενείο ο νεαρός δημοσιογράφος να του συστήσει τη φίλη του. Ντύθηκε λοιπόν και βγήκε. Κατεβαίνοντας τη σκάλα του κτιρίου όπου έμεναν οι ασθε­νείς. είδε στην είσοδο. μπροστά στην γκαρνταρόμπα, μια ψηλή γυναίκα που έμοιαζε με όμορφο άλογο κοιίρσας. Ωχ, αυτό του 'λειπε τώρα! Γιατί αυτές ακριβώς οι γυναίκες τον ξετρέλαιναν ανέκαθεν. Η γυναίκα της γκαρνταρόμπας έδω­σε στην ψηλή γυναίκα το παλτό της και ο Χάβελ έσπευσε να τη βοηθήσει να το φορέσει. Η γυναίκα που έμοιαζε με άλογο κούρσας τον ευχαρίστησε αδιάφορα και ο Χάβελ της είπε: «Μπορώ να κάνω τίποτ' άλλο για σας, κυρία μου;» Της χαμογέλασε, αλλά εκείνη, χωρίς κανένα χαμόγελο, απάντησε όχι, και βγήκε βιαστικά.

Του Χάβελ τού ήρθε σαν χαστούκι, και με ανανεωμένο το αίσθημα της μοναξιάς τράβηξε για το καφενείο.

208

Ο ΓΊΑΤΓ'ΟΣ ΧΑΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

7

Ο δημοσιογράφος καΟ(ιταν από ώρα με την κοπέλα του σ'

ένα σεπαρέ (είχε διαλέξει μια θέση απ' όπου έβλεπε την εί­

σοδο). και. αντίΘετα απ6 άλλες φορές, που η συζήτηση ανά­

μεσά τοι)ς ζωή()εuε. ειίθυμα και αβίαστα, τώρα δεν μπο­

ρούσε να συγκεντρωθεί καθ6λου. Είχε τρακ εξαιτίας του

Χάβελ. Π()C:nη φορά απ6 τ6τε που είχε γνωρίσει την κοπέ­

λα του επιχεψοιίσε να τη δει με κριτικ6 μάτι' κι ενώ εκείνη

μιλοι')σε (ευτυχώς δε σταματούσε λεπτό να μιλάει, κι έτσι

περνοι')σε απαρατήρητη η δική του ανησυχία), ανακάλυψε

διάφορες μικυοατέλειες στην ομορφιά της ενοχλήθηκε, αλ­

λά αμέσως διαβεβαίωσε τον εαυτ6 του 6τι αυτές οι μικροα­

τέλειες έκαναν ακ6μα περισσ6τερο ενδιαφέρουσα την ομορ­

φιά της, (ΙΤΙ χά(Jη σ' αυτές ακριβώς τις μικροατέλειες ένιω­

θε τόσο τρυφερά κοντά του οΜκληρη την ύπαρξή της.

Δηλαδή ο νεαυ6ς την αγαπούσε την κοπέλα αυτή.

Αφού 6μως την αγαπούσε, γιατί υπέκυψε στην τ6σο τα­

πεινωτική ιδέα να την υποβάλει προς έγκριση σ' έναν ακό­

λαστο γιατρ6; Κι αν του αναγνωρίσουμε ελαφρυντικά, δε­

χ6μενοι Μγου χάρη πως (ιλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι, γιατί

τότε ταράχτηκε τ6σο πολύ από 'να απλ6 παιχνίδι;

Δεν ήταν παιχνίδι. Ο νεαρ6ς 6ντως δεν ήξερε τι να σκε­

φτεί για τη φίλη του, όντως δεν ήταν σε θέση να αξιολογή­

σει τη γοητεία και την ομορφιά της.

Δηλαδή ήταν τόσο αφελής και άπειρος, που δεν μπορού­

σε να ξεχωρίσει μια ωραία γυναίκα απ6 μια άσχημη;

Όχι, δεν ήταν τόσο άπειρος είχε ήδη γνωρίσει μερικές

γυναίκες και είχε κάθε είδους σχέσεις μαζί τους, αλλά πά­

ντοτε τον απασχολούσε περισσ6τερο ο εαυτ6ς του παρά

209

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

εκείνες. Ιδού μια αξωσημείωτη λεπτομέρεια: θυμόταν

επακριβώς τι φορούσε τη μέρα που είχε βγει με την άλφα

κοπέλα, ήξερε πως την τάδε κω τάδε μέρα φορούσε ένα

υπερβολικά φαρδύ παντελόνι κι ένιωθε άθλια, ήξερε πως

μιαν άλλη μέρα φορούσε ένα άσπρο πουλόβερ με το οποίο

έμοιαζε με στιλάτο αθλητικό τύπο, αλλά δε θυμόταν ούτε

στο ελάχιστο τι φορούσαν οι φιλενάδες του.

Νω, είνω όντως αξωσημείωτο: κάθε φορά που είχε μία

από αυτές τις σύντομες σχέσεις του, περνούσε ώρες ατέ­

λειωτες μπροστά στον καθρέφτη, να περιεργάζεται εξονυ­

χιστικά τον εαυτό του, ενώ απ' την άλλη είχε μια γενική μό­

νο κω επιφανειακή αντίληψη των γυνωκών με τις οποίες

έβγωνε' τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο η εικόνα που έδι­

νε αυτός στην εκάστοτε σύντροφό του παρά η δική της.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν τον ένοιαζε αν ήταν όμορφη ή

όχι η κοπέλα με την οποία έβγωνε. Κάθε άλλο. Γιατί, εκτός

από το ότι έβλεπε τον εαυτό του μέσα από τα μάτια της

κοπέλας, και τους δύο μαζί τούς έβλεπαν κω τους έκριναν

τα μάτια των άλλων (τα μάτια του κόσμου), κι ήταν σημα­

ντικό γι' αυτόν να είναι ικανοποιημένος ο κόσμος από την

κοπέλα του, γιατί ήξερε ότι στο πρόσωπό της κρινόταν η

επιλογή του, το γούστο του, το επίπεδό του, δηλαδή ο ίδως.

Αλλά ακριβώς επειδή το ζήτημα ήταν η κρίση των άλλων,

δεν τολμούσε να εμπιστευτεί κω πολύ τα δικά του μάτια'

το αντίθετο μάλιστα: ώς τώρα περωριζόταν να αφουγκρά­

ζετω τη φωνή της κοινής γνώμης κω να ταυτίζετω μαζί της.

Αλλά τι ήταν η φωνή της κοινής γνώμης μπροστά στη

φωνή ενός δασκάλου, ενός ειδήμονα; Ο νεαρός κοιτούσε

ανυπόμονα προς την είσοδο, κι όταν επιτέλους είδε μέσα

απ' την τζαμένια πόρτα τη σιλουέτα του γιατρού, έκανε τον

έκπληκτο κι είπε στην κοπέλα του πως από καθαρή τύχη

210

Ο ΓΙΑΤΓΟΣ ΧΛΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

έμπωνε στο καφενείο κάποιο πολύ σημαντικό πρόσωπο, απ'

το οποίο ήθελε να πά( ιει συνέντευξη για το περωδικό. Σηκώ­

θηκε να πάει να του μιλήσει, κω τον έφερε στο τραπέζι τους.

Η κοπέλα, έπειτα απ(Ί τη σι)ντομη διακοπή με τις συστά­

σεις, ξανάπιασε το νήμα της ανεξάντλητης φλυαρίας της.

Ο Χάβελ ποι ι Μκα λεπτά πω πριν είχε δεχτεί την απόρ­

ριψη της γιιναίκας που έμοιαζε με άλογο κούρσας, περιερ­

γαζόταν την κοπελίτσα που τιτίβιζε ασταμάτητα, κω βυθι­

ζόταν (ίλο και πε(ιισσ6τερο στην κακοκεφιά του. Η κοπε­

λίτσα Ωεν ήταν καμιά καλλονή, αλλά ήταν πολύ χαριτωμέ­

νη. κω Ωεν lιπή(ιχε αμφLβoλία πως ο Χάβελ (που τον παρο­

μοίαζαν με το Οάνατο, που όλα τα παίρνει) πολύ ευχαρί­

στως Οα την έπαφνε σε πρώτη ευκαφία. Όντως, η κοπελί­

τσα είχε (ψισμένα χαρακτηριστικά αξωπρόσεχτα, επειδή

από αισΟητική άποψη ήταν αμφιλεγόμενα: στη βάση της

μύτης ε ίχε μια λεπτή [jροχή από χρυσά στίγματα, που θα

μπορούσες να τα πάρεις σαν ψεγάδι στη λευκότητα της

επιδερμίδας, αλλά κω σαν φυσικό κόσμημα σ' αυτήν τη

λευκότητα' παραήταν λεπτοκαμωμένη, κάτι που θα μπο­

ρούσες να το πάρεις σαν ατέλεια σε σχέση με τις ιδεώδεις

γυνωκείες αναλογίες, αλλά και σαν ερεθιστική τρυφερότη­

τα του πωδιού που εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στη γυ­

ναίκα' ήταν υπερ[jολικά φλύαρη, κάτι που θα μπορούσες

να το πάρεις σαν μια μανία κουραστική, αλλά και σαν ευ­

εργέτημα, αφού επέτρεπε στον σύντροφό της να αφήνεται

στις δικές του αποκλειστικά σκέΨεις, χωρίς τον κίνδυνο να

γίνει αντιληπτός.

Ο δημοσωγράφος παρατηρούσε με τρόπο και γεμάτος

άγχος το πρόσωπο του γιατρού, κι έτσι όπως του φαινόταν

επικίνδυνα σκεφτικό (κάτι που δεν ήταν και πολύ καλός οι­

ωνός) φώναξε το γκαρσόνι και παράγγειλε τρία κονιάκ. Η

211

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

κοπέλα διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας πως δεν πίνει, έπειτα

από πολλά αφέθηκε να την πείσουν ότι μπορεί και πρέπει

να πιει, και ο Χάβελ συνειδητοποίησε με θλίψη ότι αυτό το

αισθητικά αμφιλεγόμενο πλάσμα, που μέσα από έναν πο­

ταμό λέξεων αποκάλυπτε μιαν απλο'ίκή ψυχή, θα ήταν πι­

θανότατα η τρίτη του αποτυχία μέσα σε μια μέρα, αν τυχόν

έκανε κάποια απόπειρα, γιατί ο γιατρός Χάβελ, κραταιός το

πάλαι ποτέ σαν το θάνατο, δεν ήταν πια αυτός που ήταν.

Έπειτα το γκαρσόνι έφερε τα τρία κονιάκ, όψωσαν κι οι

τρεις τους τα ποτήρια να τσουγκρίσουν, και ο Χάβελ βυθί­

στηκε μέσα στα γαλανά μάτια της κοπέλας σαν μέσα στα

εχθρικά μάτια ενός πλάσματος που δε θα το αποκτοόσε

ποτέ. Κι όταν τα είδε αυτά τα μάτια πια σαν εχθρικά, τους

ανταπέδωσε την εχθρότητα, και ξαφνικά είχε μπροστά του

ένα πλάσμα καθόλου αμφιλεγόμενο από αισθητική άποψη:

ένα καχεκτικό κοριτσάκι, με το πρόσωπο λεκιασμένο από

φακίδες, ανυπόφορα φλι'ιαρο.

Αν και χάρηκε μ' αυτήν τη μεταμόρφωση ο Χάβελ, όπως

και με το βλέμμα του νεαροό που κρεμόταν ερωτηματικά

και όλο άγχος από πάνω του, οι χαρές αυτές ήταν πολό μι­

κρές μπροστά στην άβυσσο της πίκρας που ανοιγόταν μέ­

σα του. Σκέφτηκε πως θα ήταν λάθος να παρατείνει κι άλ­

λο αυτήν τη συνάντηση που δεν μποροόσε να του προσφέ­

ρει καμία ευχαρίστηση' πήρε λοιπόν το λόγο, έκανε μερικά

χαριτωμένα λογοπαίγνια μπροστά στον νεαρό και την κο­

πέλα, εξέφρασε την ικανοποίησή του που πέρασε μερικές

πολι'ι ευχάριστες στιγμές μαζί τους, δήλωσε ότι τον περιμέ­

νουν, και έφυγε.

Όταν ο Χάβελ έφτασε στην πόρτα, ο νεαρός χτόπησε με

το χέρι το μέτωπό του και είπε πως ξέχασε τελείως να κα­

νονίσει το ραντεβοό για τη συνέντευξη. Σηκώθηκε βιαστικά

21 2

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΧΑΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

και πρόλαβε τον Χάβελ στο δρόμο. «Λοιπόν, πώς σας φαί­

νεται;» ρώτησε.

Ο Χάβελ κοίταξε πολλή ώρα κατάματα τον νεαρό, που

ο ικετευτικός Ααιιμασμός του τοό ζέστανε την καρδιά.

Αντίθετα, η σιωπή του γιατροό πάγωσε τον νεαρό, που

έσπευσε να τον Π(Η)λάβει: «Ξέρω, δεν είναι και καμιά καλ­

λονή».

«Σίγοιψα {)χι» είπε ο Χάβελ.

Ο νεα(Η')ς χαμήλωσε το κεφάλι: «Είναι και λίγο φλόαρη.

Κατά τα άλλα (ίμως, είναι καλή!»

«Ναι, καλή » είπε ο Χάβελ. «Αλλά κι ένας σκόλος μπο­

ρεί να είναι καλrίς, ένα καναρίνι ή μια πάπια που περπα­

τάει σεινάμενη κουνάμενη στην αυλή μιας φάρμας. Αυτό

που μεψάει στη ζωή δεν είναι να έχεις όσο περισσότερες

γυναίκες γίνεται, γιατί αυτό είναι κατ' επίφαση επιτυχία.

Το ζήτημα είναι κυρίως να καλλιεργήσει κανείς το δικό του

απαιτητικ(ί γOlίστο. Να θυμάσαι, φίλε μου: ο σωστός ψα­

ράς τα μικρά ψαράκια τα ξαναρίχνει στο νερό.»

Ο νεαρός άρχισε τις συγνώμες και τον διαβεβαίωσε ότι

κι ο ίδιος είχε σοβαρές αμφιβολίες για την κοπέλα, όπως

έδειχνε άλλωστε και το γεγονός ότι του είχε ζητήσει τη

γνώμη του.

«Μη σκας για τέτοια μικροπράματα» είπε ο Χάβελ.

Αλλά ο νεαρός εξακολουθοόσε να ζητάει συγνώμη και

να δικαιολογείται' στο τέλος είπε πως το φθινόπωρο είναι

ελάχιστες οι ωραίες κοπέλες στη λουτρόπολη, κι έτσι ήταν

κανείς υποχρεωμένος να πέσει σ' ό,ΤΙ βρεθεί μπροστά του.

«Εδώ δεν συμφωνώ» είπε ο Χάβελ. «Εγώ είδα αρκετές

γυναίκες εξαιρετικά γοητευτικές. Θα σου πω όμως ένα

πράγμα. Υπάρχει μια επιφανειακή γυναικεία ομορφιά που

το επαρχιακό γοόστο εσφαλμένα τη θεωρεί ουσιαστική

213

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ομορφιά. Και υπάρχει και η αυθεντική ερωτική ομορφιά της γυναίκας. Αλλά φυσικά, το να αναγνωρίσει κανείς αυτή την ομορφιά με την πρώτη ματιά δεν είναι εύκολο πράμα. Είναι ολόκληρη τέχνη. »Έπειτα έδωσε το χέρι του στον νε­αρό και απομακρύνθηκε.

8

Τον νεαρό τον έπιασε απελπισία: κατάλαβε πως είναι ένας αδιόρθωτος βλάκας. χαμένος στην απέραντη (ναι, απέρα­ντη τη νόμιζε) έρημο της ίδιας του της νεότητας κατάλαβε πως ο γιατρός τού είχε βάλει κακό βαθμό' και πια του φά­νηκε, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, πως η κοπέλα του είναι ασήμαντη. πως δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και πως δεν είναι και όμορφη. Όταν ξανακάθισε πλάι της. άρχισε να σκέφτεται πως όλοι οι θαμώνες εκεί μέσα όπως και τα δυο γκαρσόνια που πηγαινοέρχονταν το ξέρουν και τον οικτίρουν με κακεντρέχεια. Ζήτησε το λογαριασμό, εξήγησε στην κοπέλα πως έχει μια επείγουσα δουλειά και πρέπει να την αφήσει. Εκείνη κατσούφιασε κι αυτός ένιωσε να σφίγγεται η καρδιά του: ήξερε πως. σαν σωστός Ψαράς, θα την ξαναρίξει στο νερό, αλλά βαθιά μέσα του (κρυφά και με κάποια ντροπή) εξακολουθούσε να την αγαπάει.

Η επόμενη μέρα δεν έφερε κανένα φως στη σκοτεινή του διάθεση, κι όταν διασταυρώθηκε μπροστά στα λουτρά με τον γιατρό που συνόδευε μια κομΨοντυμένη κυρία. αι­σθάνθηκε να τον κυριεύει ζήλια. μια ζήλια που έμοιαζε σχε­δόν με μίσος: αυτή η γυναίκα ήταν σκανδαλωδώς ωραία. και ο γιατρός, που του έγνεψε εύθυμα μόλις τον είδε, ήταν

214

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΧΛΒΕΛ ΕΤΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

σε σκανδαλωδώς λαμπερή διάθεση. τόσο που ο νεαρός

ένιωσε ακόμα πιο αξιοθρήνητος.

«Να σου συστήσω τον αρχισυντάκτη του περιοδικο!)

των λουτρών» είπε ο Χάβελ. «Επιδίωξε να με γνωρίσει.

μόνο και μ6νο για να μπορέσει να συναντήσει εσένα.»

Μόλις κατάλαr1ε () νεαρός πως βρίσκεται μπροστά σε μια

γυναίκα ποl) την είχε δει στην οθόνη του κινηματογράφου,

μεγάλωσε ακιΊμα περισσότερο η αμηχανία του' ο Χάβελ τον

πίεσε να τοιις συνοδέψει, κι ο δημοσιογράφος, που δεν ήξερε

τι να πει. άυχισε να εξηγεί το σχέδιο που είχε για τη συνέ­

ντευξη. συμπληρώνοντάς το με μια καινούρια ιδέα: θα έκα­

νε μια διπλή συνέντευξη, με την κ. Χάβελ και με τον γιατρό.

«Καλέ μου φίλε» του είπε ο Χάβελ, «ανταλλάξαμε με­

ρικές ευχάριστες αλλά και ενδιαφέρουσες, θα 'λεγα, κου­

βέντες. Αλλά γιά πες μου, τι δουλειά έχουν σ' ένα περιοδι­

κό που απευθl)νεται σε ηπατικούς και σε αρρώστους με έλ­

κος του δωδεκαδακτύλου;»

«Μπορώ κάλλιστα να φανταστώ τι κουβέντες είχατε»

είπε χαμογελώντας η κ. Χάβελ.

«Λέγαμε για γυναίκες» είπε ο Χάβελ. «Στο πρόσωπο

του νεαρού από δω βρήκα έναν παρτενέρ και συνομιλητή

πρώτης τάξεως, έναν φωτεινό σ!)ντροφο των σκοτεινών μου

ημερών.»

Η κ. Χάβελ στράφηκε στον νεαρό: «Δε σας έκανε να βα­

ρεθείτε;»

Ο δημοσιογράφος ήταν πανευτυχής που ο γιατρός τον

αποκάλεσε φωτεινό σύντροφό του, και μέσα στη ζήλια του

ήρθε να μπερδευτεί και η ευγνωμοσύνη: μάλλον αυτός έκα­

νε τον γιατρό να βαρεθεί' είχε απόλυτη επίγνωση της απει­

ρίας του, το ήξερε πως δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέ­

ρον' «είμαι τελείως ασήμαντος» πρόσθεσε στο τέλος.

215

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Αχ καλέ μου» είπε η ηθοποιός στον Χάβελ, «όλο περι­

αυτολογίες θα ήσουν!»

Ο νεαρός δημοσιογράφος πήρε το μέρος του γιατρού. «Δεν είναι αλήθεια! Το λέτε αυτό επειδή δεν ξέρετε τι ση­μαίνει μικρή πόλη, τι σημαίνει αυτή η τρύπα όπου ζω.»

«Μα είναι ωραία πόλη» διαμαρτυρήθηκε η ηθοποιός. «Ναι, για σας, επειδή έρχεστε για λίγο. Εγώ όμως ζω

εδώ και θα συνεχίσω να ζω εδώ. Πάντα ο ίδιος κύκλος αν-θρώπων, που τους ξέρω ήδη απέξω κι ανακατωτά. Πάντα οι ίδιοι άνθρωποι, που σκέφτονται όλοι το ίδιο πράγμα, κι όλα αυτά που σκέφτονται είναι βλακείες και κοινοτοπίες. Θέλω δε θέλω, πρέπει να τα πηγαίνω καλά μαζί τους, και λίγο λίγο, χωρίς να το παίρνω καν είδηση, προσαρμόζομαι κι εγώ. Σκέτη φρίκη! Σκεφτείτε να γίνω μια μέρα ίδιος μ' αυτούς! Σκεφτείτε να βλέπω τον κόσμο με τα μυωπικά τους μάτια!»

Ο δημοσιογράφος μιλούσε με έξαψη που μεγάλωνε ολο­ένα, και η ηθοποιός είχε την αίσθηση πως άκουγε στα λόγια του την αιώνια διαμαρτυρία της νιότης καταγοητευμένη, σχεδόν συγκλονισμένη, του είπε: «Όχι, δεν πρέπει να προ­

σαρμοστείτε. Δεν πρέπει!»

«Δεν πρέπει» συμφώνησε ο νεαρός. «Χτες ο γιατρός μου άνοιξε τα μάτια. Πρέπει πάση θυσία να ξεφΙJγω απ' τον φαύλο κύκλο αυτού του περιβάλλοντος. Από τον φαύ­λο κύκλο αυτής της μικρότητας, αυτής της μετριότητας. Πρέπει να ξεφύγω» επανέλαβε ο νεαρός, «να ξεφύγω.»

«Λέγαμε» εξήγησε ο Χάβελ στη γυναίκα του «ότι το κοινό γούστο της επαρχίας δημιουργεί ένα ψεύτικο ιδεώδες της ομορφιάς, κι αυτό το ιδεώδες είναι ουσιαστικά ανερω­τικό. και μάλιστα αντιερωτικό, ενώ η πραγματική, η εκρη­κτική ερωτική μαγεία περνάει απαρατήρητη γι' αυτό το

216

Ο ΓιΑΤΙ'ΟΣ ΧΑΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

γούστο. Υπάρχουν γι'ιρω μας γυναίκες που θα μπορούσαν

να γνωρίσουν σ' έναν άντρα τις πιο ιλιγγιώδεις περιπέτειες

των αισθήσεων. και κανένας δεν τις βλέπει.»

«Δίκιο έχετε» συμφώνησε ο νεαρός.

«Κανένας nEV τις βλέΠΕΙ» συνέχισε ο γιατρός, «επειδή

δεν ανταποκ(lίνονται στα εδώ πρότυπα' γιατί η ερωτική

μαγεία Εκ([ψάζεται πιο πολύ με το ασυνήθιστο παρά με το

συνηOlσμένo' πιο πολύ με το εκρηκτικό παρά με το συ­

γκrιατηΙLένο' πιο πολι'ι με αυτό που είναι εκτός της πεπα­

τημένης πιψά μΕ τη συμβατική ομορφιά.»

« Ναι» κοl'ινησΕ το κεφάλι του ο νεαρός.

«Την ξέ(ιεις τη Φράντισκα» είπε ο Χάβελ στη γυναίκα του.

«Ναι» ΕίΠΕ η ηΗοποιός.

«Και πίγοιφα ξέρεις ότι πολλοί φίλοι μου θα έδιναν ό,τι

έχουν και nEV έχουν για να περάσουν μια νύχτα μαζί της.

Κόβω το ΚΕφάλι μου 6τι κανένας δεν την έχει καν προσέξει

σ' αυτή την πι)λη. Ο(ιίστε, γιά πες μου εσύ. φίλε μου. εσύ

που την ξέΡΕις. το π(>6σεξες ποτέ σου πως η Φράντισκα εί­

ναι εξαΙΡΕτικά Ελκυστική γυναίκα;»

«Για να είμαι ειλικρινής, όχι!» Είπε ο νεαρός. «Ούτε

που διανοήΗηκα ποτέ να τη δω σαν γυναίκα!»

«Δε μου κάνει ενΤΙJπωση» είπε ο γιατρός. «Δεν τη βρή­

κες ούτε αρκετά αοι'ινατη ούτε αρκετά φλύαρη. Και δεν

έχει και αρκετές φακίδες!»

«Δίκιο έχετε» είπε ο νεαρός με δυστυχισμένο ύφος. «Το

είδατε χτες πόσο ηλίθιος είμαι.»

«Έχεις προσέξει ποτέ σου πώς περπατάει;» συνέχισε ο

Χάβελ. «Έχεις προσέξει ότι τα πόδια της κυριολεκτικά μι­

λάνε όταν περπατάει; Φίλε μου, αν άκουγες τι λένε αυτά

τα πόδια, θα κοκκίνιζες. αν και, απ' όσο σε ξέρω, μόνο σε­

μνότυφος δεν είσαι!»

217

ΚΩΊ,l!Κor ΕΙ'ΩΤΕΣ

9

«Σου αρέσει να δουλεύεις τους αφελείς» είπε η ηθοποιός

στον άντρα της μόλις έμειναν μόνοι.

«Ξέρεις πολι> καλά ότι για μένα αυτό είναι σημάδι κα­

λής σιάθεσης» της είπε. «Και σου ορκίζομαι πως πρώτη

φορά έχω τόσο καλή διάθεση από τότε που ήρθα εδώ.»

Αυτήν τη φορά δεν έλεγε ψέματα ο Χάβελ' το πρωΙ

όταν έφτασε το λεωφορείο στο σταθμό και είσε μέσα απ'

το τζάμι καθισμένη τη γυναίκα του. κι έπειτα όταν την είδε

χαμογελαστή στο σκαλοπάτι του λεωφορείου, ένιωσε ευτυ­

χισμένος και καθώς οι προηγούμενες μέρες είχαν αφήσει

άθικτα μέσα του τεράστια αποθέματα ευrJυμίας. όλη τη μέ­

ρα εκδήλωνε κάπως τρελά τη χαρά του. Ι Ιερπατοι>σαν οι

δυο τους κάτω απ' τις καμάρες, μασοιΥλαγαν κάτι στρογ­

γυλά. γλυκά μπισκότα, πέρασαν απ' τη Φράντισκα ν' ακού­

σουν τα τελευταία αποφθέγματα του γιου της, πήγαν μαζί

με τον δημοσιογράφο τη βόλτα που περιγράφεται στο προη­

γούμενο κεφάλαιο, και γελούσαν με τους ασθενείς που έκα­

ναν τον υγιεινό περίπατό τους στους δρόμους των εγκατα­

στάσεων των λουτρών. Μ' αυτή την ευκαιρία ο Χάβελ πρό­

σεξε ότι μερικοί κάρφωναν το βλέμμα τους στην ηθοποι6'

γύρισε και είδε πως είχαν σταματήσει και τους κοιτοι>σαν.

«Σε αναγνώρισαν» της είπε. «Εδώ οι άνθρωποι δεν

έχουν τι να κάνουν και πάνε σινεμά μετά μανίας.»

«Σ' ενοχλεί;» ρώτησε η ηθοποιός, που θεωρούσε αμάρ­

τημα τη δημοσιότητα που είναι συνυφασμένη με το επάγ­

γελμά της, γιατί, όπως όλοι όσοι αγαπούν πραγματικά,

ήθελε έναν γαλήνιο και κρυφό έρωτα.

«Ίσα ίσα» είπε ο Χάβελ και γέλασε. Έπειτα διασκέδα-

218

Ο lΊΛTI>()� ΧΑΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟ:\ΤΙΑ ΜΕΤΑ

σαν για ώρα μ'

ένα τ;αιnιάστικο παιχνίδι, προσπαθώντας

να μαντέψουν ποιοι απ' (>λους αυτοι>ς που κυκλοφορούσαν

γι>ρω τους Αα την αναγν(ιφίσοuν και ποιοι όχι, και στοιχη­

ματίζοντας πι)σοι Οα την αναγνωρίσουν στον επόμενο δρό­

μο. Κι ο κ()σιως γι)(ιιζε και τους κοιτούσε. ηλικιωμένοι κιί­

ρωι. χω(ιικο[, πιτσφίκια . καθώς και μερικές ωραίες γυναί­

κες πι)!) r1 [)lΓί χονταν την εποχή εκείνη στα λουτρά.

() \ΙΨελ. ποι) τις τελευταίες μέρες ζοι>σε νιώΑοντας τα­

πεινωηκΓΧ. ω'ψατος. απολάμβανε το ενδιαφέρον των περα­

στικ(:)ν ΚΓΗ λ(XXτr:φOΙίσε να πέσουν και σ' αυτόν όσο το δυ­

νατ6ν πψισσι)τψες ακτίνες απ' αυτή την προσοχή' έπιανε

τη γι)να ίκ(χ τοι) απ' τη μέση, της Ψιθύριζε γλυκόλογα στ'

αφ-;:-!, lωζί ιιε (Χλλες. άσεμνες κουβέντες, κι εκείνη για απά­

ντηση σφιγγι')ταν πάνω του και σήκωνε τα ευτυχισμένα μά­

τια της στο π()(ίσωπό του. Και ο Χάβελ, κάτω από τόσα

βλέμματα. ένιωΟε πως είχε ξαναγίνει επιτέλους ορατός.

πως τα Οολά χα(ιακτηριστικά του ξεκαθάριζαν. πως ξανα­

γίνονταν ευΩιάκ(ιιτα. κι 'ήταν και πάλι περήφανος για τη

χαρά που του έΩινε το σώμα του, τα βήματά του. όλη του η

ύπαρξη.

Χάζευαν έ-;:-σι αγκαλιά, σαν δυο ερωτευμένοι, τις βιτρίνες

του κενψικ()ιί Ωιιόμου, και ξαφνικά ο Χάβελ είδε μέσα σ'

ένα κατάστηlια με κυνηγετικά είδη την ξανθιά μασέζ που

του είχε φφΟεί με τόση αγένεια την προηγουμένη' ήταν μέ­

σα στο άδειο μαγαζί και κουβέντιαζε με την πωλήτρια.

«Έλα» είπε ξαφνικά στην κατάπληκτη γυναίκα του. «Είσαι

το πω υπέροχο πλάσμα του κόσμου' θέλω να σου κάνω ένα

δώρο»' και την πήρε από το χέρι και την τράβηξε μέσα.

Οι δύο γυναίκες σώπασαν' η μασέζ κοίταξε αρκετή ώρα

την ηθοποιό. έπειτα για λίγο τον Χάβελ. έπειτα πάλι την

ηθοποιό και πάλι τον Χάβελ' αυτός το αντιλήφθηκε ικανο-

2Η)

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ποιημένος, αλλά χωρίς να της χαλαλίσει ούτε ένα βλέμμα

άρχισε αμέσως να περιεργάζεται τα διάφορα αντικείμενα'

είδε κέρατα ελαφιού, σακίδια, καραμπίνες, κιάλια, μπα­

στούνια, φίμωτρα για σκύλους.

«Τι θα θέλατε;» ρώτησε η πωλήτρια.

«Μια στιγμή» είπε ο Χάβελ' τελικά ανακάλυψε κάτι

σφυρίχτρες κάτω απ' το τζάμι της προθήκης και τις έδειξε

με το δάχτυλο. Η πωλήτρια του έδωσε μία, ο Χάβελ την

έβαλε στο στόμα, σφύριξε. έπειτα την περιεργάστηκε απ'

όλες τις μεριές, και σφύριξε άλλη μια φορά μαλακά.

«Εξαιρετική» είπε στην πωλήτρια, κι ακούμπησε μπροστά

της τις πέντε κορόνες που του ζήτησε. Έδωσε τη σφυρίχτρα

στη γυναίκα του.

Η ηθοποιός είδε σ' αυτό το δώρο ένα από τα παιδιαρί­

σματα που τόσο της άρεσαν στον άντρα της, μια ευχάριστη

πλάκα, την προσωπική του αίσθηση του α-νόητου, και τον

ευχαρίστησε μ' ένα όμορφο, ερωτευμένο βλέμμα. Αλλά του

Χάβελ δεν του φάνηκε αρκετό και της είπε σιγανά: «Έτσι

μ' ευχαριστείς για ένα τόσο ωραίο δώρο;» Η ηθοποιός τού

έδωσε ένα φιλί. Οι δυο γυναίκες δεν τους άφηναν απ' τα

μάτια' τους παρακολουθοίισαν με το βλέμμα ακόμα κι

όταν βγήκαν απ' το μαγαζί.

Αυτοί συνέχισαν τη βόλτα τους στους δρόμους και στο

δημόσιο πάρκο, μασούλησαν διάφορα μπισκότα. σφίιριξαν

με τη σφυρίχτρα, κάθισαν σ' ένα παγκάκι, κι άρχισαν τα

στοιχήματα, προσπαθώντας να μαντέψουν πόσοι απ' τους

περαστικοίις θα γυρίσουν να τους κοιτάξουν. Το βράδυ,

καθώς έμπαιναν στο εστιατόριο, παραλίγο να πέσουν πάνω

στη γυναίκα που έμοιαζε με άλογο κοίιρσας. Εκείνη τους

κοίταξε κατάπληκτη, πολλή ώρα την ηθοποιό, λιγότερη τον

Χάβελ, έπειτα πάλι την ηθοποιό, και όταν ξανακοίταξε τον

220

J

Ο Γ1ΑΠ'()Σ ΧΛΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Χάβελ τον χαιρέτησε. σχεδόν άθελά της. Ο Χάβελ τη χαιρέ­

τησε κι αυτός. και σκι'ιβοντας στο αφτί της γυναίκας του τη

ρώτησε αν τον αγαπάει. Η ηθοποιός τον κοίταξε με ερω­

τευμένο βλέμμα και το!) χάιδεψε το μάγουλο.

Ύστερα κάΟισαν σ' ένα τραπέζι, έφαγαν ελαφρά (γιατί η

ηθοποι6ς Π(Η'ισεχε σχολαστικά τη δίαιτα του άντρα της),

ήπιαν κ('ικκινο κ(ιασί (γιατί μόνο κόκκινο επιτρεπόταν να

πιει ο Χά[1ελ). κι ένα κίψα συγκίνησης παρέσυρε την κ.

Χάβελ. Ί·;γεφε πάνω στον άντρα της, πήρε το χέρι του στα

δικά της και ΤΙJl) ε ίπε ότι αυτή η μέρα ήταν από τις ωραιό­

τφες της ζωής της το!) εξομολογήθηκε πόσο θλιμμένη

ένιωΟε (Ίταν εκείνος έφυγε για τα λουτρά' ζήτησε πάλι συ­

γνΙ:ψη για εκείνο το βλακώδες γράμμα μιας γυναίκας που

ζηλειΊε ι και τον ει ιχα(> ίστησε που της τηλεφώνησε να έρθει

να τον δει' το!) είΠΕ με πόση χαρά θα ερχόταν να τον βλέ­

πει. έστω και για ένα λεπτ6' έπειτα του εξομολογήθηκε επί

ώρα πως η ζωή μαζί του ήταν βάσανο και συνεχής ανασφά­

λεια, στη σκέψη πως εκείνος μποροίισε ανά πάσα στιγμή

να της φίιγει. αλλά. γι' αυτό ακριβώς, κάθε μέρα ήταν γι'

αυτήν μια χαρά πο!) ξαναγεννιόταν. ένας έρωτας που ξα­

νάρχιζε, ένα καινοι'ιριο δώρο.

Έπειτα πήγαν μαζί στο δωμάτιο του Χάβελ και η χαρά

της ηθοποιοίι οδηγήθηκε σίιντομα στον παροξυσμό.

10

Τη μεθεπομένη ο Χάβελ έφτασε πάλι καθυστερημένος για

την υδροθεραπεία του, αν και, για να λέμε την αλήθεια, πο­

τέ δεν ήταν στην ώρα του. Και τον υποδέχτηκε η ίδια ξαν-

221

ΚΩ\IΙΚΟΙ RΓΩΤRΣ

θιά μασέζ, μ6νο που αυτήν τη φορά δεν του φέρθηκε αυ­

στηρά, (σα ίσα του χαμογέλασε και τον φώναξε «γιατρό»,

κι ο Χάβελ συμπέρανε πως πήγε κι είδε την καρτέλα του ή

ζήτησε πληροφορίες για το άτομό του. Σημείωσε με ικανο­

ποίηση το ενδιαφέρον αυτό και πήγε στην καμπίνα να ξε­

ντυθεί. υταν του φώναξε η μασέζ πως η μπανιέρα έχει γε­

μίσει, βγήκε προτάσσοντας περήφανα την κοιλιά του και

ξάπλωσε ηδονικά μέσα στην μπανιέρα.

Η μασέζ γύρισε τη στρόφιγγα στον πίνακα ελέγχου και

τον ρώτησε αν είναι ακόμα εκεί η σύζυγός του. Ο Χάβελ είπε

όχι και η μασέζ ρώτησε αν θα την ξαναδούν σύντομα σε κα­

μιά ωραία ταινία. Ο Χάβελ είπε ναι. και η μασέζ τού σήκωσε

το δεξί πόδι. Το νερό που εκτοξευόταν με Μναμη τον γαργα­

AOl'Jac: στην πατοι)σα, και η μασέζ χαμογέλασε και εΙπε πως ο

γιατρός φαίνεται να έχει πολύ ευαίσθητο σώμα. 'Τ<:πειτα συ­

νέχισαν να λένε διΓ..<φορα, και ο Χάβελ εΙπε πως η ζωή εδώ εί­

ναι πληκτιχή. Η μασέζ χαμογέλασε με νόημα και είπε πως ο

γιατρός ήξερε σίγουρα να οργανώνει τη ζωή του έτσι ώστε

να μην πλήττει. Όταν έσκυψε από πάνω του για να εφαρμό­

σει το στόμιο του σωλήνα στο στήθος του, ο Χάβελ της έδω­

σε συγχαρητήρια για τα στήθη της, που από τη θέση στην

οποία βρισκόταν έβλεπε καλά το πάνω μέρος τους, και η μα­

σέζ απάντησε πως ο γιατρός θα είχε δει σίγουρα ωραιότερα.

Από όλα αυτά ο Χάβελ συμπέρανε πως η σύντομη πα­

ραμονή της γυναίκας του είχε αλλάξει εντελώς την εικόνα

του στα μάτια αυτής της χαριτωμένης σφριγηλής κοπέλας,

πως είχε γίνει ξαφνικά γοητευτικός και, ακόμα καλίJτερα:

πως το κορμί του ήταν για κείνην η ευκαιρία να συνδεθεί

μυστικά με μια γνωστή ηθοποιό, να γίνει ίση με μια διάση­

μη γυναίκα, που όλοι γύριζαν στο δρόμο και την κοιτούσαν'

ο Χάβελ κατάλαβε πως διαμιάς του επιτρέπονταν τα πά-

222

Ο JΊΛΤΙ'()L XAIJRA RΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

ντα. πως η ζωή το ι) υποσχ6ταν σιωπηρά τα πάντα, προ χα -

ταβολικά.

Αλλά τότε σuνέ[:Jη α!Jτό που συμβαίνει συχνά στη ζωή!

'Οταν είμαστε ικανοποιημένοι. αρνιόμαστε εύκολα και υπε­

ροπτικά τις ειικαψίες που μας παρουσιάζονται, για να αυ­

τοεπιβε[:JαιωΟοιίμε έτσι μες στον ευδαίμονα κορεσμό μας.

Μόλις η ξαν( )ιΓχ κοπέλα εγκατέλειΨε την προσβλητιχή υπε­

ροΨία της και είχε πια γλυκιά φωνή και ταπεινό βλέμμα, ο

Χάβελ έχασε χάΟε ενδιαφέρον γι' αυτήν.

'ΕΠΕιτα. έπυεπε να γυρίσει μπρούμυτα, να κρατάει το

σαγΙ>ν', [ζω απ' το νερό και να αφεθεί στις ορμητικές υδάτι­

νες (Ηπές π()!) τον μαστίγωναν απ' την κορφή ώς τα νι)χια.

Του φάνηκε πως αυτή είναι η τελετουργική στάση της τα­

πείνωσης και της ευγνωμοσι)νης προς το θείο' σκεφτόταν

τη γυναίκα του. σκεφτόταν π6σο όμορφη είναι, πόσο την

αγαπάει και πΙ>σο τον αγαπάει κι εκείνη, σκεφτόταν πως

αυτή είναι το τυχερό του άστρο, που του φέρνει την εύνοια

της τι)χης και των σφριγηλών κοριτσιών.

Κι 6ταν τέλειωσε το μασάζ και σηκώθηκε να βγει απ'

την μπανιέρα. η όλο υγεία ομορφιά της μασέζ τοι) φάνηκε

τόσο ζουμερή. με την επιδερμίδα υγρή απ' τον ιδρώτα. και

το βλέμμα της τ6σο ταπεινά υποταγμένο, που θέλησε να

υποκλιθεί προς τη μακρινή κατεύθυνση όπου υπέθετε πως

βρίσκεται η γυναίκα του. Γιατί είχε την αίσθηση πως το

κορμί της μασέζ στεκόταν όρθιο πάνω στην πελώρια παλά­

μη του χεριού της γυναίκας του, και το χέρι αυτό του την

πρόσφερε σαν μήνυμα αγάπης, σαν δώρο. Και σκέφτηκε

ξαφνικά ότι θα ήταν προσβολή για τη γυναίκα του αν αρ­

νιόταν αυτή την προσφορά, αν αρνιόταν αυτή την τρυφερή

φροντίδα. Χαμογέλασε στην ιδρωμένη κοπέλα και της είπε

πως είχε κλεισμένη τη βραδιά του γι' αυτήν και θα την πε-

22:1

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ρίμενε στις εφτά στις θερμές πηγές. Η κοπέλα δέχτηκε, και

ο Χάβελ τυλίχτηκε σε μια μεγάλη πετσέτα του μπάνιου.

Όταν ντύθηκε και χτενίστηκε, διαπίστωσε πως βρίσκε­

ται σε εξαιρετικά καλή διάθεση. Είχε όρεξη για κουβέντα

και σταμάτησε στη Φράντισκα: η επίσκεψή του ήρθε σε πο­

λι) κατάλληλη στιγμή, γιατί κι εκείνη ήταν σε φοβερά κέ­

φια. Μιλούσε περί ανέμων και υδάτων, πηδούσε απ' το ένα

θέμα στο άλλο, αλλά ξαναγύριζε συνέχεια στο θέμα που εί­

χαν θίξει την τελευταία φορά: την ηλικία της προσπαθούσε

με διφορούμενα λόγια να εκφράσει την ιδέα ότι δεν πρέπει

να καταθέτουμε τα όπλα μπροστά στα χρόνια που συσσω­

ρεύονται, ότι η μεγάλη ηλικία δεν είναι σώνει και καλά μει­

ονέκτημα, και ότι είναι εντελώς υπέροχη αίσθηση να ανα­

καλύπτεις ξαφνικά πως μπορείς να μιλάς ήρεμα με νεότε­

ρούς σου. σαν ίσος προς ίσο. «Και τα παιδιά δεν είναι το

παν» πέταξε μια στιγμή. «Ξέρεις πόσο τ' αγαπάω τα παι­

διά μου, υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα στη ζωή.»

Οι σκέψεις της Φράντισκας δεν ξέφυγαν οι)τε στιγμή από

τη θολή αοριστία τους. και σ' έναν τρίτο, άσχετο, θα έμοια­

ζαν σίγουρα σκέτη φλυαρία. Αλλά ο Χάβελ δεν ήταν άσχε­

τος, και πίσω από τη φλυαρία μάντευε το κρυμμένο νόημα.

Κατέληξε πως η δική του ευτυχία ήταν απλώς ένας κρίκος

σε μια μεγάλη αλυσίδα από ευτυχίες, και επειδή είχε καρ­

διά γενναιόδωρη, η καλή του διάθεση δεκαπλασιάστηκε.

11

Ναι, σωστά είχε μαντέψει ο Χάβελ: ο δημοσιογράφος είχε

περάσει από τη γιατρό την ίδια μέρα που της είχε πλέξει

224

() ΓlATl'O}; ΧΑΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

το εγκώμιο ο δάσκαλός του. Έπειτα από μερικές φράσεις.

ο νεαρός βρήκε μέσα του μια εκπληκτική τόλμη και της εί­

πε πως του αρέσει. πως Ηέλει να ιδωθούν. Η γιατρός ψέλλι­

σε πως είναι μεγαλι)τερή του και έχει και παιδιά. Τότε ο

νεαρός ένιωσε να μεγαλc;)νει η αυτοπεποίθησή του και δε

δυσκολει)τηκε να β(ιει τα λciγια του: τη διαβεβαίωσε πως

διακρίνει πάνω της μια κρυμμένη ομορφιά, πολυτιμότερη

από αιιτιί που OΕCOΨεί όλος ο κόσμος ομορφιά' έπλεξε το

εγκυ'ψω του [1αδίσματός της και της είπε πως όταν περπα­

τάει τα πιίΩια της μιλάνε.

Δι)ο μέuες α(ιγιίτερα. την ώρα που ο Χάβελ έφτανε με

το πάσο του στις Οφμές πηγές και έβλεπε από μακριά να

έρχεται η οψ(ιιγηλή ξανθιά κοπέλα, ο δημοσιογράφος πή­

γαινε πέρα δώΗε ανυπ6μονα μέσα στη στενόχωρη σοφίτα

του' ήταν σχεδόν σίγουρος για την επιτυχία. αλλά γι' αυτό

ακριβώς φοβόταν όλο και πιο πολίι. μήπως κάποιο λάθος ή

κακοτυχία τού τη στερήσουν' κάθε λίγο και λιγάκι άνOlγε

την πόρτα και κοιτοι)σε κάτω. στο κλιμακοστάσιο' επιτέ­

λους, την είδε.

Η φροντίδα με την οποία είχε ντυθεί και βαφτεί η για­

τρός σ' έκανε σχεδόν να ξεχνάς τη γνώριμη εικόνα της γυ­

ναίκας με το λευκό παντελόνι και τη λευκή μπλούζα' γεμά­

τος ταραχή ο νεαρός σκέφτηκε πως η ερωτική γοητεία της

Φράντισκας. που ώς τότε απλώς την είχε υποψιαστεί, είναι

εκεί μπροστά του, σχεδόν αδιάντροπα εκτεθειμένη, κι

ένιωσε να τον κυριεύει η ατολμία που γεννιέται από το σε­

βασμό' για να την ξεπεράσει, άρπαξε τη γιατρό στην

αγκαλιά του. προτού καν κλείσει την πόρτα. κι άρχισε να

τη φιλάει ορμητικά. Εκείνη τρόμαξε από την ξαφνική επί­

θεση και τον παρακάλεσε να την αφήσει να καθίσει. Εκεί­

νος την άφησε, αλλά αμέσως έκατσε πλάι στα πόδια της κι

�2S

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

άρχισε να φιλάει τις κάλτσες στα γόνατά της. Εκείνη έβαλε

το χέρι της στα μαλλιά του και δοκίμασε να τον κάνει πέρα

απαλά.

Ας στήσουμε αφτί ν' ακούσουμε τι του έλεγε: στην αρχή

του επανέλαβε αρκετές φορές: «Να 'στε φρόνιμος. να 'στε

φρόνιμος, δώστε μου το λόγο σας πως θα 'στε φρόνιμος».

Όταν ο νεαρός της είπε: «Καλά. καλά, θα είμαι φρόνιμος».

προχωρώντας στο μεταξύ τα χείλη του λίγο ψηλότερα στο

τραχύ νάιλον, εκείνη του είπε: «Μη, μη, μη αυτό, μη»' κι

όταν αυτός τα ακούμπησε ακόμα Ψηλότερα, άρχισε ξαφνι­

κά να του μιλάει στον ενικό: «Είσαι τρελός, είσαι τρελός!»

του είπε.

Αυτή η φράση έκρινε τα πάντα. Ο νεαρός δε συνάντησε

πλέον καμία αντίσταση. Ήταν εκστασιασμένος εκστασια­

σμένος με τον εαυτό του, με την ταχι)τητα της επιτυχίας

του, εκστασιασμένος με τον γιατρό, που το πνεύμα του τον

ακολουθούσε και εισχωρούσε μέσα του, εκστασιασμένος

με τη γύμνια της γυναίκας που ήταν ξαπλωμένη από κάτω

του σε ερωτικό αγκάλιασμα. Ήθελε να αποδειχτεί δάσκα­

λος, ήθελε να αποδειχτεί δεξιοτέχνης. ήθελε να αποδείξει

τον αισθησιασμό του και τη βουλιμία του. Ανασηκώθηκε

ελαφρά, να περιεργαστεί με λαίμαργο βλέμμα το ξαπλω­

μένο κορμί της γιατροι), και μουρμούρισε: «Είσαι όμορφη,

είσαι θεσπέσια, είσαι θεσπέσια . . . »

Η γιατρός έκρυψε με τα δυο της χέρια την κοιλιά της

και του είπε: «Δεν είναι σωστό να με κορΟίδεύεις ... »

«Τι 'ναι αυτά που λες! Εγώ να σε κορο'ίδέψω! Είσαι θε­

σπέσια!»

«Μη με κοιτάζεις» του είπε. σφίγγοντάς τον πάνω της.

για να μην τη βλέπει. «Έχω κάνει δι')() παιδιά. Το ξέρεις;»

«Δι)ο παιδιά;» έκανε ο νεαρός χωρίς να καταλαβαίνει.

226

Ο ΓΙΑΊΙ)Ο2; λΑΗΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

«Ναι, και φαίνεται. Δε Ηέλω να με κοιτάζεις. »

Ο νεαρός τώuα κρι)ωσε κάπως, έχασε τον αρχικό ζ'ήλο

του, και με κόπο ξαναβρήκε τον κατάλληλο βαθμό ερεθι­

σμοι)' για να τα καταφέρει, προσπάΗησε να ενισΧΙJσει με

λόγια τη μέΟη που χανόταν και ψιθύρισε στο αφτί της για­

τρού π6σο του rJψεσε που ήταν εδώ μαζί του. γυμνή, ολόγυ­

μνη.ολ{ιγιψνη.

«Τι γλιι){ι')ς πιιι) είσαι. είσαι φοβερά γλυκός» του είπε η

γιατ(ιι')ς,

() νεα( )(Jς πι ινέχιπε να λέει για τη γύμνια της, και τη ρώ­

τηπε αν την φεΟίζει κι αιιτήν που βρίσκεται εδώ μαζί του.

γυμνή .

,,1,:ΙaΓI.l παιΩί ! » τοιι είπε. «Και βέβαια με ερεθίζει»' αλ­

λά έτcειτ(!. απι) πl'ιντομη σιωπή πρόσΗεσε πως την είχαν δει

γυμγή τι)π()[ γιαηιο[, που ήταν πια κάτι άνευ σημασίας.

«llεριππιίτφο[ γιατροί παρά εραστές» είπε. και χωρίς να

διακόψει τις φωτικές κινήσεις τους. άρχισε να μιλάει για

τις διίπκολες γέννες της. «Άξιζε όμως» κατέληξε λέγοντας:

«'Εχω διίο ιίμ,(ψφα παιδιά. Τόσο όμορφα. τόσο όμορφα!»

Ο ε{ιεΟιπ!.Η)ς. που με τόσο κόπο είχε έρθει. άρχισε και

πάλι να εγκαταλείπει τον δημοσιογράφο' που ξαφνικά είχε

την αίΠ()ΊjσΊj πως βρίσκεται σε κάποιο καφενείο και φλυα­

ρεί με τη γιατρ6 μπροστά από 'να φλιτζάνι τσάι' άρχισε ν'

αγανακτεί' οι κινήσεις του έγιναν βίαιες και προσπάθησε

να την παρασι'ψει σε πιο αισθησιακές σκέψεις: «Την τελευ­

ταία φορά που ή{ιθα να σε δω, το 'ξερες πως θα κάναμε

έρωτα;»

«Εσύ;»

«Εγώ το ήθελα» είπε ο δημοσιογράφος. «το ήθελα πο­

λύ!» και έβαλε σ' αυτό το «ήΗελα» απέραντο πάβος.

«Σαν το γιο μου είσαι» του είπε στ' αφτί η γιατρός. «Κι

227

ΚΩΜΙΚΟ Ι ΕΡΩΤΕΣ

αυτός θα 'θελε να 'χει τα πάντα. Κάθε φορά του λέω : τον

ουρανό με τ' άστρα θέλεις πια ;»

Μ ' αυτό τον τρόπο έκαναν έρωτα' η Φράντισκα μιλΟΙJ ­

σε. και απολάμβανε την κουβέντα τους.

'Rπειτα. 6ταν ανακάΟισαν στο ντιβάνι δίπλα δίπλα. γυ­

μνοί και κουρασμένοι. του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε:

«Έχεις εδώ ένα τσουλοι'ιφι. σαν κι αυτόν».

«Σαν ποιον;»

«Σαν το γιο μου.»

«Όλο για το γιο σου μιλάς» είπε ο δημοσιογράφος με

μια έκφραση δειλής αποδοκιμασίας.

«Πώς να το κάνουμε» του είπε περήφανα. «R lvat το

χαίδεμένο της μαμάς του. το χαίδεμένο της μαμάς του.»

Έπειτα σηκώθηκε και ντιJθηκε. Και ξαφνικά. σ' αυτό το

δωματιάκι του vcaCJOtJ . είχε την αίσθηση πως είναι νέα. μια

πολι'! νέα και ηδονικά ωραία γυναίκα. Καθώς έφευγε. έσφι­

ξε τον δημοσιογράφο στην αγκαλιά της τα μάτια της ήταν

υγρά από ευγνωμοσι'ινη.

1 2

Μετά από μια ωραία νιJχτα. άρχιζε μια ωραία μέρα για τον

Χάβελ. Την ώρα που έπαιρνε το πρωιν6 του αντάλλαξε λ6-

για γεμάτα σημασία με τη γυναίκα που έμοιαζε με άλογο

κούρσας, και στις δέκα ή ώρα, όταν γύρισε από τη θερα­

πεία του, τον περίμενε στο δωμάτιό του ένα ερωτικό γράμ­

μα από τη γυναίκα του. Έπειτα πήγε να περπατήσει κάτω

απ' τις καμάρες ανάμεσα στο πλήθος των ασθενών- κρα­

τούσε μπροστά στα χείλη του την πορσελάνινη κούπα και

228

() Ι ' Ι Λ Τ Ι'()Σ ΧΑΒ"Λ Ε ΙΚΟ Σ Ι ΧΙ'Ο Ν Ι Α ΜΕΤΑ

ακτινοβολΟΙJσε από ευφορία. Οι γυναίκες που πριν από λί­

γες μέρες πψνο!ίσαν δίπλα του χωρίς να τον προσέξουν.

τώρα είχαν τα μάτια στραμμένα πάνω του. κι αυτός τις χαι­

ρεΤΟΙJσε με μ ια κ ίνηση του κεφαλιοι). 'Οταν πήρε το μάτι

του τον Ωη μοαιιιγι ιάφο. τον πλησίασε εΙJθυμα: «Πέρασα

από τη γιαφι) π( ι ιν απ6 λίγο και. αν κρίνω από ορισμένα

σημάΩια πο! ι ()εν i) ιαφεΙJγουν απ6 έναν καλό Ψυχολόγο,

έχω την c::ντι 'ι πωση πως τα κατάφερες!»

( ) ν[(ψι)� YI( )C::AC IJao τίποτα στον κόσμο να εκμυστηρευτεί

στον ()Γωκιχλι) ΤΙΗ Ι (Ίσα έγιναν. αλλά. έτσι όπως είχε κυλήσει

η r)(JΓXι) ,.rx. cνιω() c:: κάπως μπερδεμένος δεν ήταν σίγουρος

πως rxι ιτΥI η r1( 1ιxi) lιX ήταν τ6σο μαγευτική 6σο υποτίθεται πως

έπιιc::πε νιχ c:: lνat. και δεν ήξερε αν μια ακριβής και πιστή

αναφιψά ( )α τον ανέ β αζε στην εκτίμηση του γιατροι'! ή θα

τον με ιωνc:: ' ιχναυωτι6ταν τι να του εκμυστηρευτεί και τι όχι.

Α λλ/χ Ι)ΤΓχν ε ίΩ ε το πρ6σωπο του Χάβελ να λάμπει από

ιλαριJτητα και αναισχυντία. του απάντησε κι αυτός με το ίδιο

ιλαρ6 και αναίσχυντο ΙJφος, και έπλεξε με ενθουσιώδη λόγια

το εγκ(;ψ.ω της γl Jναίκας που του είχε συστήσει εκείνος. Εί­

πε π(ισο εΛκι )ατική τη βρήκε. μόλις έπαψε να τη βλέπει με

τα μάτια τοι ι επαρχιώτη. είπε πως εκείνη δέχτηκε πρόθυμα

να πάει σπίτι του. και πως του δόθηκε απίστευτα γρήγορα.

'Οταν (J XιXriCA άυχισε να τον ρωτάει για το καθετί επα­

κριβώς. &)στε να avaAtJaEl την κατάσταση στις λεπτομέ­

ρειές της. ο νεαUcJς υποχρεώθηκε θέλοντας και μη να έρθει

όλο και πιο κοντά στην αλήθεια, και στο τέλος ομολόγησε

ότι, ενώ ήταν απόλυτα ικανοποιημένος από κάθε άποψη,

όλα αυτά που του έλεγε η γιατρός την ώρα που κάναν έρω­

τα τον είχαν αφήσει κάπως αμήχανο.

Ο Χάβελ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον, και αφού έπεισε με

τα πολλά τον δημοσιογράφο να του επαναλάβει λεπτομε-

229

ΚΩΜΙΚO l J<:j'ΩΤJ<: 2:

ρώς τη στιχομυθία. διέκοπτε κάθε τ6σο την αφήγηση ανα­

φωνώντας με ενθουσιασμ6: «Εξαιρετικά! Τέλειο!» «Αχ. η

αιώνια μητρική καρδιά!» Και: «Σε ζηλεύω. φίλε μου!»

εκείνη τη στιγμή ήρθε και στάθηκε μπροστά τους η γυ­

ναίκα που έμοιαζε με άλογο κοι'ιρσας. Ο Χάβελ έκανε μια

ελαφρά υπ6κλιση και η ψηλή γυναίκα τού έδωσε το χέρι.

« Συγνώμη που άργησα λιγάκι» του είπε.

«Δεν πειράζει» είπε ο ΧΓιβελ. «Εχω μια πολι) ενδιαφέ­

ρουσα συζ'ήτηση με το φίλο μου απ6 δω. Με συγχωρείτε

μια στιγμή . θα 'θελα να τελειώσουμε αυτήν τη συζ·ήτηση.»

Και χωρίς ν' αφήσει το χέρι της. στράφηκε στον δημο­

σιογράφο: «Φίλε μου. αυτό που μόλις μου είπες. ξεπερνά

κάθε μου προσδοκία. Γιατί πρέπει να το χωνέψεις καλά 6τι

οι σαρκικές απολαι)σεις που αφήνονται στη σιωπή τους

έχουν μια ενοχλητική μονοτονία' η μια γυναίκα γίνεται σαν

την άλλη. και 6λες λησμονιοι'ινται η μια μέσα στην άλλη.

'Ομως εμείς ριχνόμαστε στις ηδονές του έρωτα για να τις

Οuμ6μαστε. Για να συνδέουν οι φωτεινές στιγμές τους με

μια αστραφτερή κορδέλα τη νεανική με την προχωρημένη

ηλικία μας. Για να οιατηροι)ν τη μνήμη μας σε μια αιώνια

φλ6γα! Και να το ξέρεις, φίλε μου, πως μία λέξη και μ6νο.

()ταν προφέρεται σ' αυτή την κατάσταση, την πιο κοιν6το­

πη απ' 6λες. μπορεί να τη φωτίσει μ' ένα φως που την κάνει

αλησμόνητη. Λένε πως είμαι συλλέκτης γυναικών. Στην

πραγματικ6τητα, είμαι πολι) περισσότερο συλλέκτης λέ­

ξεων. Πίστεψέ με, τη χτεσινή βραδιά δε θα την ξεχάσεις

ποτέ, και θα 'σαι ευτυχισμένος γι' αυτό σ' όλη σου τη ζωή ! »

Έπειτα χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλωύ τον νεα­

ρό. και κρατώντας πάντα το χέρι της ψηλής γυναίκας που

έμοιαζε με άλογο κούρσας, απομακρύνθηκε αργά μαζί της

κάτω απ' τις καμάρες.

() Ι ': Ν Τ Ο ΎΆ Ι) Ν Τ Κ Α Ι Ο Θ Ε Ο Σ

1

Ας αρχίσω την ιστορία του 'Εντουαρντ απ' το μικρό σπίτι

του μεγαλύτερου αδερφού του στο χωριό. Ο μεγάλος αδερ­

φός ήταν ξαπλωμένος στο ντιβάνι κι έλεγε στον Έντουαρντ:

«Πήγαινε βρες την, μη φοβάσαι τίποτα. Είναι μεγάλη βρό­

μα, δε λέω. αλλά πιστεύω ότι ακόμα και τέτοιοι άνθρωποι

έχουν συνείδηση. Και ακριβώς επειδή μου έκανε τότε εκεί­

νη τη βρομιά. μπορεί και να χαρεί τώρα που Οα σε εξυπη­

ρετήσει, για να εξιλεωθεί».

Πάντα ίδιος ήταν ο αοφφιις τ()υ"Εντουαρντ: ωραίος τύ­

πος. που του άρεσε η τεμπελιά. �[γ()uρα έτσι αραχτός στο

ντιβάνι του θα 'ταν και τιίτε. στη φοιτητική σοφίτα του,

πάνε κάμποσα χ()όνια τι;ψα (() Ί':ντουαρντ ήταν ακόμα μι­

κρός). και XOUlOIJuεoE και μισοκοιμιίταν όλη μέρα. τη μέρα

του θανάτοl) τοι) �τάλιν' την επομένη πέρασε ανύποπτος

απ' τη σχολή. χι είδε μια συμφοιτήτριά του, τη συντρόφισ­

σα Τσεχάτσκοβα. να στέκεται στη μέση της εισόδου επιδει­

κτικά ακίνητη. σαν το άγαλμα της οδύνης έκανε τρεις βόλ­

τες γύρω της. και έφυγε σκασμένος στα γέλια. Η κοπέλα

θίχτηκε, κατάγγειλε το γέλιο του σαν πολιτική προβοκά­

τσια. και ο αδερφός του Έντουαρντ υποχρεώθηκε να εγκα­

ταλείψει τις σπουδές του και να πάει να δουλέψει σ' ένα

χωριό. όπου έχει πλέον το σπίτι του, το σκύλο του. τη γυ­

ναίκα του. δυο παιδιά, ακόμα κι ένα μικρό εξοχικό για τα

σαββατοκύριακα.

Και τώρα ήταν ξαπλωμένος στο ντιβάνι του. σ' αυτό το

χωριάτικο σπίτι, και εξηγούσε στον Έντουαρντ: «Τη φωνά-

233

ΚΩλΤΤΚΟΙ ΕΡΩΤf;;Σ

ζαμε εκδικητικό χέρι της εργατικής τάξης. Αλλά μη σε φο­βίζει αυτό. �ήμερα είναι μεγάλη γυναίκα, κι είχε πάντα αδυναμία στους νεαρούς, οπότε θα σε βοηθήσει».

Ο Έντουαρντ ήταν πολύ νέος την εποχή της ιστορίας μας. Μόλις είχε τελειώσει την παιδαγωγική ακαδημία (την ίδια απ' όπου είχαν διώξει τον αδερφό του) κι έψαχνε για καμιά θέση. Ακολούθησε τη συμβουλή του αδερφού του και την επομένη πήγε και χτύπησε την πόρτα στο γραφείο της διευθύντριας. Κι είδε μπροστά του μια ψηλή κοκαλιά­ρα με λαδωμένα μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια και μαύρο χνούδι κάτω απ' τη μύτη. Αυτή η ασχήμια τον γλίτωσε απ' το τρακ που τον έπιανε πάντοτε μπροστά στη γυναικεία ομορφιά. κι έτσι μπόρεσε να κουβεντιάσει μαζί της χαλαρά, με όλη την απαιτούμενη ευγένεια και όλη την απαιτούμενη αβρότητα. Αυτός ο τόνος καταγοήτευσε εμφανώς τη διευ­θύντρια, που είπε στον Έντουαρντ αρκετές φορές, με ολο­φάνερη έξαψη: «Έχουμε ανάγκη από νέους εδώ». Και του υποσχέθηκε πως θα προωθήσει όσο μπορεί την αίτησή του.

2

Έτσι ο Έντουαρντ έγινε δάσκαλος σε μια μικρή πόλη της Βοημίας. Ούτε κρύο του έκανε ούτε ζέστη. Προσπαθοι>σε πάντα να ξεχωρίζει το σοβαρό από το ασόβαρο, και τη δι­δασκαλική σταδιοδρομία του την κατέτασσε στην κατηγο­ρία του ασόβαρου. Όχι πως ήταν ασόβαρο το ίδιο το επάγ­γελμα του εκπαιδευτικού (στο οποίο υπολόγιζε άλλωστε πολύ, αφοι> δεν είχε άλλον τρόπο να βγάλει το ψωμί του). αλλά το θεωροι>σε ασόβαρο σε σχέση με τον δικό του χα-

234

Ο ΕΝΤΟΥΑΡ.\"Τ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

ρακτήρα. Δεν το είχε διαλέξει. Του το είχαν επιβάλει οι

ανάγκες της κοινωνίας, οι αξιολογήσεις στον κομματικό

του φάκελο, οι βαθμοί στο απολυτήριο του λυκείου, τα

αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων. Η συντονισμέ­

νη δράση όλων αυτών των δυνάμεων τον είχε πετάξει

(όπως πετάπ ο γεραν6ς ένα σακί στην καρότσα ενός φορ­

τηγού) από το λύκειο στη σχολή. Πήγε και γράφτηκε με

βαριά καρδιά (η αποτυχία του αδερφού του ήταν κακός οι­

ωνός), αλλά στο τέλος το πήρε απόφαση. Πάντως συνειδη­

τοποίησε πως το επΓ,(γγελμά του θα ήταν κι αυτό μία από

τις συμπτώσεις της ζωής του. Πως θα κολλοι>σε πάνω του

σαν ψεύτικο μουστάκι, που είναι για γέλια.

Αν όμως κάτι υποχρεωτικό είναι ασόβαρο (για γέλια),

σοβαρό από την άλλη είναι σίγουρα το προαιρετικό: στον

νέο τόπο διαμονής του ο Έντουαρντ δεν άργησε να γνωρί­

σει μια κοπέλα που την έβρισκε όμορφη, και άρχισε να την

πολιορκεί σχεο()ν στα σοβαρά. Την έλεγαν Άλιτσε και,

όπως ανακάλυψε προς μεγάλη του λύπη, από τα πρώτα

τους κιόλας ραντεβοι), ήταν πολύ μαζεμένη και ενάρετη.

Στις βραδινές βόλτες τους ο Έντουαρντ έκανε διάφορες

απόπειρες να την αγκαλιάσει απ' τους ώμους, έτσι που να

μπορέσει ν' αγγίξει την άκρη απ' το δεξί της στήθος, και

κάθε φορά εκείνη του έπιανε το χέρι και το 'σπρωχνε πέ­

ρα. Ένα βράδυ που αυτός έκανε για πολλοστή φορά την

ίδια απόπειρα, αυτή του 'σπρωξε πέρα (για πολλοστή φο­

ρά) το χέρι, κι έπειτα στάθηκε ξαφνικά και του είπε: «llι­

στει>εις στο Θεό;»

Τα ευαίσθητα αφτιά του Έντουαρντ διέκριναν στην

ερώτηση αυτή μια κρυφή εμμονή και ξέχασε αμέσως την

υπόθεση στήθος.

«Πιστει)εις;» επανέλαβε την ερώτησή της η Άλιτσε, και

235

ΚΩΜΙΚΟΤ ΕΙ'ΩΤΕΣ

οΈντουαρντ δεν τόλμησε ν' απαντήσει. Ας μην τον Ψέξου­

με που φοβήθηκε να φανεί ειλικρινής είχε έρθει πρόσφατα

σ' αυτή την πόλη κι ένιωθε μεγάλη μοναξιά, και η Άλιτσε

του άρεσε τόσο πολύ, που δε θα 'θελε να χάσει τη συμπά­

θειά της με μια σκέτη. απλή απάντηση.

«Εσύ;» τη ρώτησε για να κερδίσει χρόνο.

«Εγώ ναι» είπε η Άλιτσε, και επέμεινε να πάρει μια

απάντηση.

Ως τη στιγμή εκείνη δεν του 'χε περάσει ποτέ από το νου

να πιστέψει στο Θεό. Αλλά κατάλαβε ότι αυτό δε θα 'πρε­

πε να το ομολογήσει' ίσα ίσα. θα 'πρεπε να εκμεταλλευτεί

την ευκαιρία και να κατασκευάσει με την πίστη του στο

Θεό έναν ωραίο δούρειο ίππο και να κρυφτεί στην κοιλιά

του, κατά το αρχαίο παράδειγμα, κι έπειτα να γλιστρήσει

με τρόπο μέσα στην καρδιά της Άλιτσε. Μόνο που οΈντου­

αρντ ήταν ανίκανος να της πει έτσι απλά, ναι. πιστεύω στο

Θεό' δεν ήταν καθόλου θρασύς και ντρεπόταν να λέει ψέ­

ματα' τα χοντροκομμένα, απλο"ίκά ψέματα του γεννούσαν

αποστροφή' αν ήταν απαραίτητο να πει κάποιο Ψέμα, θα

ήθελε τουλάχιστον να μένει όσο πιο κοντά στην αλήθεια γί­

νεται. Απάντησε λοιπόν με εξαιρετικά στοχαστική φωνή:

«Αλήθεια, δεν ξέρω τι να σου απαντήσω σ' αυτή την

ερώτηση. Και βέβαια πιστεύω στο Θεό. αλλά ... »Έκανε μια

μικρή παύση και η Άλιτσε τον κοίταξε στα μάτια κατάπλη­

κτη. «Αλλά θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου.

Μπορώ να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου;»

«Πρέπει» του είπε εκείνη. «Αλλιώς. δε θα 'χε νόημα να

'μαστε μαζί.»

«Αλήθεια;»

«Αλήθεια» είπε η Άλιτσε.

«Μερικές φορές έχω κάποιες αμφιβολίες» είπε οΈντου-

236

Ο F:NTOYAPNT ΚΑΙ Ο ΘΕΟ2;

αρντ με πνιχτή φωνή. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν

όντως υπάρχει.»

«Μα πώς γίνεται να αμφιβάλλεις;» ρώτησε φωνάζοντας

σχεδόν η Άλιτσε.

Ο Έντουαρντ σ(:)πασε και. αφού σκέφτηκε μια στιγμή,

κατέφυγε στο κλασικ() επιχείρημα: «Όταν βλέπω τόση δυ­

στυχία γύρω μου. αναρωτιέμαι συχνά αν είναι δυνατόν να

υπάρχει Θεός που τα επιψέπει όλα αυτά».

Είχε τόση θλίψη η φωνή το!). που η Άλιτσε του έπιασε το

χέρι: «Ναι. υπάΡΧεl ι'ιντως πολλή δυστυχία στον κόσμο αυ­

τό. Το ξέρω. και πολl) καλά μάλιστα. Αλλά γι' αυτό ακρι­

βώς πρέπει να πωτεl)()ιψε στο Θεό. Χωρίς το Θεό, όλος

αυτός ο π6νος Οα 'ταν μάταιος. Τίποτα δε θα 'χε νόημα.

Και τ6τε εγι;) δε Οα lLnOPOI)aa να ζήσω άλλο».

«Μ πουεί να 'χεις δίκιο» είπε σκεφτικός ο Έντουαρντ.

και την Κιψιακή τη συνόδεψε στην εκκλησία. Έβρεξε τα

δάχτυλά τω) στον αγιασμό κι έκανε το σταυρό του. 'Επειτα

άρχισε η λειτουργία, και όλοι έψαλλαν. έψαλε κι αυτός μαζί

τους έναν l'ιμνο που θυμόταν αμυδρά τη μελωδία του αλλά

δεν ήξερε τα λόγια. Οπότε αποφάσισε να αντικαταστήσει

τα λόγια με διάφορα φωνήεντα. και έπιανε κάθε νότα μ'

ένα κλάσμα του δευτερολέπτου καθυστέρηση. αφού δεν

καλοήξερε και τη μελωδία. Απ' τη στιγμή όμως που διαπί­

στωσε πως ψέλνει σωστά. άφησε ελεύθερη τη φωνή του.

γιατί πρώτη φορά στη ζωή το!) συνειδητοποιούσε πως έχει

μια ωραία μπάσα φωνή. 'Επειτα άρχισαν να λένε όλοι μαζί

το Πάτερ ημών. και μερικές γριές γονάτισαν. Δεν μπόρεσε

ν' αντισταθεί στον πειρασμό, και γονάτισε κι αυτός στις

πέτρινες πλάκες. Σταυροκοπιόταν με υπερβολικές πια κι­

νήσεις, και είχε την υπέροχη αίσθηση πως μπορεί να κάνει

κάτι που δεν το είχε ξανακάνει ποτέ στη ζωή του. που δεν

237

ΚΩΜΙΚOl ΕΡΩΤΕΣ

μπορούσε να το κάνει ούτε μέσα στην τάξη, ούτε έξω στο δρόμο, πουθενά. Ένιωθε υπέροχα ελεύθερος.

Όταν βγήκαν έξω, η Άλιτσε τον κοίταξε με φλογερά μά­τια και ρώτησε: «Μπορείς ακόμα να λες πως έχεις αμφιβο­λίες για την ύπαρξή του ;»

«Όχι» είπε οΈντουαρντ.

Και η Άλιτσε είπε: «Θα 'θελα να σε μάθω να τον αγα­πάς όπως τον αγαπώ εγώ».

Στέκονταν στα πλατιά σκαλοπάτια της εκκλησίας και η ψυχή του Έντουαρντ γελούσε ολόκληρη. Για κακή του τύ­χη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή περνούσε η διευθύντρια, και τους είδε.

3

Άσχημο αυτό. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω (γι' αυτούς που μπορεί να τους διαφεύγει το ιστορικό πλαίσιο) ότι την επο­χή εκείνη οι εκκλησίες δεν ήταν απαγορευμένες, αλλά πά­

ντως δεν ήταν και ακίνδυνο να εκκλησιάζεται κανείς.

Δεν είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε. Όσοι πολέ­

μησαν γι' αυτό που αποκαλούσαν επανάσταση διατηρού­σαν από αυτή την υπόθεση μια μεγάλη περηφάνια: τη)) πε­ρηφάvια vα είσαι από τη)) καλή μ εριά της γραμμής του με­τώπου. Δέκα με δώδεκα χρόνια αργότερα (πάνω κάτω την περίοδο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία μας) η γραμμή του μετώπου αρχίζει να χάνεται, και μαζί μ' αυτήν και η καλή ή κακή μεριά της γραμμής. Δεν είναι λοιπό παράξενο που οι παλιοί οπαδοί της επανάστασης νιώθουν εξαπατημένοι και σπεύδουν να αναζητήσουν υποκατάστατα μετώπων. Χάρη

238

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

στη θρησκεία μπορούν (στο ρόλο των αθέων που αντιμάχο­

νται τους θρήσκους) και ξαναβρίσκονται απ' την καλή με­

ριά, και διατηρούν αλώβητη τη συνήθη και τόσο πολύτιμη

αίσθηση της ανωτερότητάς τους.

Αλλά, για να λέμε την αλήθεια, αυτό το υποκατάστα­

το μετώπου ήταν κελεπούρι και για τους άλλους, στους

οποίους, καιρός να το αποκαλύψουμε, συγκαταλεγόταν και

η Άλιτσε. Όπως η διευθύντρια που ήθελε να είναι απ' την

καλή μεριά, η Άλιτσε ήθελε να είναι απ' την αvτίθετη. Το

μαγαζί του πατέρα της είχε εθνικοποιηθεί με τη λεγόμενη

επανάσταση και η Άλιτσε μισούσε τους ανθρώπους που

τους είχαν κάνει αυτό το κακό. Αλλά πώς να εκδήλωνε το

μίσος της; Ν' άρπαζε ένα μαχαίρι και να πήγαινε να πάρει

εκδίκηση για τον πατέρα της ; Δε συνηθίζεται κάτι τέτοιο

στη Βοημία. Η Άλιτσε βρήκε καλύτερο τρόπο να εκδηλώσει

την αντίθεσή της: άρχισε να πιστεύει στο Θεό.

Έτσι ο καλός Θεός βοηθούσε και τις δύο πλευρές, και

εξαιτίας του οΈντουαρντ βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών.

Τη Δευτέρα το πρωί, όταν πήγε και τον βρήκε η διευθύ­

ντρια στο γραφείο των δασκάλων, οΈντουαρντ ένιωσε εξαι­

ρετικά άσχημα. Και δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναζωντα­

νέψει το φιλικό κλίμα της πρώτης τους συνάντησης, γιατί,

από εκείνη τη μέρα (από χαζομάρα ή από αμέλεια), δεν ξα­

νάπιασε ποτέ το νήμα της φιλόφρονης συζήτησής τους. Έτσι

η διευθύντρια του είπε, με επιδεικτικά ψυχρό χαμόγελο:

«Ειδωθήκαμε χτες, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, ειδωθήκαμε» είπε οΈντουαρντ.

«Δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να πηγαίνει στην

εκκλησία ένας νέος άνθρωπος σαν κι εσάς» συνέχισε η δι­

ευθύντρια. Ο Έντουαρντ σήκωσε τους ώμους αμήχανα και

η διευθύντρια κούνησε το κεφάλι: «Ένας νέος άνθρωπος».

239

'11 i ί ι

Ι :1 1.,

11

KΩ.rνllKOI ΕΡΩΊΈΣ

«Είχα πάει να δω το μπαρόκ εσωτερικό του καθεδρικού

ναοι)>> είπε οΈντουαρντ σαν δικαιολογία.

«Α. μάλιστα» έκανε ειρωνικά η διευθύντρια. «Δεν ήξε­

ρα ότι ενδιαφέρεστε για την αρχιτεκτονική.» Αυτή η συζήτηση δεν του άρεσε καθόλου του Έντου­

αρντ. Θυμήθηκε που ο αδερφός του είχε κάνει τρεις βόλτες γύρω από τη συμφοιτήτριά του κι είχε φύγει έπειτα σκα­σμένος στα γέλια. Έμοιαζε να επαναλαμβάνονται οι οικο­γενειακές περιπέτειες, και φοβήθηκε. Το Σάββατο τηλεφώ­νησε στην Άλιτσε και της ζήτησε συγνώμη που δε θα πήγαι­

νε στην εκκλησία, αλλά είχε κρυολογήσει.

«Πολι! λεπτεπίλεπτος μου είσαι» του είπε επιτιμητικά η Άλιτσε 6ταν ξαναειδωθήκαν την επόμενη βδομάδα, και του 'Rντουαρντ του φάνηκε πως δεν υπήρχε ίχνος ευαισθησίας στα λόγια της. Άρχισε λοιπόν να της μιλάει (αινιγματικά και αόριστα, γιατί ντρεπόταν να ομολογήσει το φόβο του και τις πραγματικές αιτίες του) για τα προβλήματα που του δημιουργούσαν στο σχολείο και για τη φριχτή διευθύ­

ντρια που τον κυνηγούσε χωρίς λόγο. Tfθελε να αφυπνίσει

τη συμπόνια της Άλιτσε, αλλά εκείνη είπε:

«Εμένα η αφεντικίνα μου είναι πολι! εντάξει» κι άρχισε

να του διηγείται χασκογελώντας διάφορα κουτσομπολιά

απ' τη δουλειά της. Ο Έντουαρντ άκουγε το χαρούμενο τι­

τίβισμά της και σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο.

4

Κυρίες και κύριοι, ακολούθησαν εβδομάδες μαρτυρίου! Ο Έντουαρντ ποθούσε κολασμένα την Άλιτσε. Τον ερέθιζε το

240

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

κορμί της, αλλά αυτό το κορμί τού ήταν τελείως απρόσιτο.

Μαρτυρικοί ήταν και οι χώροι όπου έβγαιναν στα ραντεβού

τους: βολόδερναν μία ή δύο ώρες στους δρόμους αφού σκο­

τείνιαζε, ή πήγαιναν στον κινηματογράφο' η μονοτονία και

οι ασήμαντες ερωτικές δυνατότητες αυτών των δύο παραλ­

λαγών (δεν υπήρχαν άλλες) έκαναν τον Έντουαρντ να σκε­

φτεί πως ίσως κατάφερνε περισσότερα αν λόγου χάρη συ­

ναντιόνταν σε διαφορετικό περιβάλλον. Της πρότεινε λοι­

πόν. με εντελώς αθώο ύφος, να πάνε μαζί το σαββατοκύρια­

κο εκδρομή στο σπίτι του αδερφού του, που είχε κι ένα μι­

κρό εξοχικό πλάι στο ποτάμι. σε μια δασωμένη κοιλάδα. Της

περιέγραψε με ενθουσιασμό τις αγνές ομορφιές της φΙJσης,

αλλά η Άλιτσε (πάντα αφελής και ει)πιστη σε άλλα θέματα)

κατάλαβε πού το πάει και του είπε ένα κοφτό όχι. Γιατί δεν

του αντιστεκόταν μόνο η Άλιτσε, αλλά και ο (αιωνίως επιφυ­

λακτικός και άγρυπνος) Θεός της Άλιτσε αυτοπροσώπως.

Αυτός ο Θεός ενσάρκωνε μία όλη κι όλη ιδέα (άλλες επι­

θυμίες δεν είχε, οι)τε άλλες έγνοιες): την απαγ6ρευση των

προγαμιαίων σχέσεων. Μάλλον κωμικός ήταν δηλαδή αυ­

τός ο Θεός. αλλά ας μην ΚΟΡΟίδέψουμε γι' αυτό την Άλιτσε.

Από τις Δέκα Εντολές που μετέφερε στους ανθρώπους ο

Μωυσής. υπήρχαν αμέσως αμέσως εννιά από τις οποίες δεν

διέτρεχε κανέναν κίνδυνο η ψυχή της γιατί η Άλιτσε ούτε

να CPOVEtJaEl ήθελε, οι)τε στον πατέρα της έδειχνε ασέβεια,

ούτε τα αγαθά του πλησίον της επιθυμούσε' μόνο μία εντο­

λή τής φαινόταν ότι δεν είναι αυτονόητη, και κατά συνέπεια

αποτελούσε πραγματική πρόκληση: η έβδομη εντολή, το πε­

ρίφημο ου μοιχεύσεις. δηλαδή ου πορνεύσεις. Για να κάνει

πράξη, να δείξει και να αποδείξει τη θρησκευτική πίστη

της, έπρεπε να επικεντρωθεί σ' αυτήν αποκλειστικά την

εντολή. Έτσι. από έναν συγκεχυμένο, ακαθόριστο και αφη-

241

Ι! !

Ί Ι

ΚΩΜικω Εl'ΩΤΕΣ

ρημένο Θεό. έφτιαξε ένα Θεό απολύτως καθορισμένο, κα­ταληπτό και συγκεκρψένο: τον Α ντιπορνικό Θεό.

Αλλά σας ερωτώ, πού ακριβώς αρχίζει η πορνεία; Κάθε γυναίκα βάζει τα δικά της όρια με εντελώς μυστηριώδη κριτ'ήρια, JT Άλιτσε καθόταν και τη φιλούσε ο Έντουαρντ, κι έπειτα απ6 αναρίθμητες απόπειρες δικές του τον άφησε τελικά να της χαϊδεύει και το στήθος αλλά στη μέση του κορμωύ της τραβΟΙJσε μια αυστηρή και αδιάβατη ορωθετι­κή γραμμή. κάτω απ' την οποία εκτεινόταν η επικράτεια των ιερών απαγορεύσεων. της αδιαλλαξίας του Μωυσή και της οργής του Κυρίου.

Ο Έντουαρντ άρχισε να διαβάζει την Αγία Ι'ραφή και να μελετά θεολογικά κείμενα' είχε αποφασίσει να αντψετωπί­σει την Άλιτσε με τα δικά της 6πλα.

«Μικρή μου Άλιτσε» της είπε, «τίποτα δεν απαγορεΙJε­ται σε κάποιον που αγαπά το Θε6. Όταν επιθυμούμε κάτι. το επιθυμούμε διά της χάριτός του. Ο Χριστός ένα μόνο ήθελε, οδηγός μας να είναι πάντοτε η αγάπη.»

«Οπωσδήποτε» είπε η Άλιτσε. «αλλά όχι η αγάπη που νομίζεις εσύ.»

«Μόνο μία αγάπη υπάρχει» είπε οΈντουαρντ.

«Θα σε β6λευε, ε;» είπε η Άλιτσε. «Μ6νο που ο Θε6ς θέ­

σπισε ορισμένες εντολές κι εμείς οφείλουμε να τις τηρούμε.»

«Ναι, ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης» είπε ο Έντουαρντ.

«αλλά όχι ο Θεός των χριστιανών.»

«Τι πράμα! Ένας είναι ο Θεός» αντέδρασε η Άλιτσε. «Ναι» είπε ο Έντουαρντ, «μόνο που οι Εβραίοι της Πα­

λαιάς Διαθήκης δεν τον EVVOotJarxv ακριβώς όπως τον εννο­ούμε εμείς. Πριν απ6 την έλευση του Χριστοι) οι άνθρωποι όφειλαν προπάντων να συμμορφώνονται με ένα σύστημα θείων εντολών και ν6μων. Δεν είχε και μεγάλη σημασία αυ-

'24'2

Ο RNTOYAf'NT ΚΑ! Ο ΘΕΟ2:

τό που γινόταν μες στην ψυχή ενός ανθρώπου. Ο Χριστός

όμως θεώρησε όλες αυτές τις εντολές και τις απαγορεύσεις

σαν κάτι το εξωτερικό. Γι' αυτόν μεγαλύτερη σημασία είχε

ο άνθρωπος όπως πραγματικά είναι μέσα του. Απ' τη στιγ­

μή που ο άνθρωπος ακολουθεί την ορμή τής γεμάτης ζέση

και πίστη καρδιάς του. του φλογεροι) είναι του, ό.τι κάνει

είναι καλό και αρεστό στο Θεό. Γι' αυτό και ο απ6στολος

ΠαΙJλος λέει: πάντα καθαρά τοις καθαροίς.» «Αρκεί να είναι καθαροί» είπε η Άλιτσε.

«Και ο Ιερός Αυγουστίνος» συνέχισε ο'Εντουαρντ «έλε­

γε: αγΓι.πα το Θεό και κάνε 6.τι επιθυμείς. Καταλαβαίνεις;

Αγάπα το Θεό και κάνε ό.τι επιθυμείς.»

«Μ6νο που αυτό που επιθυμείς εσύ δεν είναι αυτό που

επιθυμώ εγώ» είπε η Άλιτσε. και ο 'Εντουαρντ συνειδητο­

ποίησε πως αυτήν τη φορά η θεολογική επίθεσή του είχε

αΠΟΤΙJχει πλήρως γι' αυτό και είπε:

«Δε μ' αγαπάς».

«Πώς!» είπε η Άλιτσε απολύτως λακωνικά. «Γι' αυτό και

δε θέλω να κΓι.νουμε κάτι που δεν πρέπει να το κάνουμε.»

'Όπως είπα ήδη, ήταν εβδομάδες μαρτυρίου. Και το

μαρτύριο ήταν πολύ πιο έντονο καθώς ο πόθος του Έντου­

αρντ για την Άλιτσε δεν ήταν απλώς ο πόθος ενός κορμιού

για κάποιο άλλο' ίσα ίσα, όσο περισσότερο τον απέκρουε

αυτ6 το κορμί τ6σο πιο θλψμένος και μελαγχολικός γιν6-

ταν αυτός και τόσο περισσότερο ποθούσε και την καρδιά

της κοπέλας. Αλλά ούτε το κορμί ούτε η καρδιά της Άλιτσε

νοιάζονταν για τη θλίψη του' ήταν εξίσου Ψυχρά και τα

δι)ο. εξίσου κλεισμένα στον εαυτό τους και ικανοποιημένα

από τον εαυτό τους.

Αυτό που δαψόνιζε πάνω απ' όλα τον 'l!;ντουαρντ στην

Άλιτσε ήταν η αδιατάραχτη αυτοσυγκράτησή της. Αν και ο

243

Ι,

ι!

11

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ίδιος ήταν μάλλον μετρημένος, άρχισε να ονειρεύεται μια

ακραία πράξη που θα έβγαζε την Άλιτσε από την αταραξία

της. Και επειδή ήταν πολύ παρακινδυνευμένο να την προ­

καλέσει με τη βλασφημία ή τον κυνισμό (όπως τον ωθούσε

ο χαρακτήρας του) αναγκάστηκε να καταφύγει σε αντίθε­

τες (άρα πολι') πιο δι'ισκολες) ακρότητες. οι οποίες θα

απέρρεαν από τις θέσεις της ίδιας της Άλιτσε, θα έφταναν

όμως σε τέτοιες υπερβολές, που θα την έκαναν να ντραπεί

για τη χλιαρή στάση της. Με άλλα λόγια: οΈντουαρντ άρ­

χισε να επιδεικνύει υπέρμετρη ευσέβεια. Δεν έχανε την πα­

ραμικρή ευκαιρία να πηγαίνει στην εκκλησία (ο πόθος του

για την Άλιτσε ήταν πολύ πιο ισχυρός απ' το φόβο των

όποιων συνεπειών), όπου φερόταν με εκκεντρική ταπεινο­

σύνη: γονάτιζε σε κάθε ευκαιρία, ενώ η Άλιτσε προσευχό­

ταν κι έκανε το σταυρό της όρθια δίπλα του, γιατί φοβόταν

μην της φύγει κάνας πόντος απ' τις κάλτσες της.

Μια μέρα την κατηγόρησε για χλιαρή πίστη. Της υπεν­

θύμισε τα λόγια του Ιησού: Ου πας ο λέγων μοι. Κύριε Κύ­

ριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών. Της είπε

πως η πίστη της είναι τυπική, εξωτερική, ει'ιθραυστη. Την

κατηγόρησε για την άνετη ζωή της. Την κατηγόρησε πως

παραείναι ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Την κατηγόρη­

σε ότι δε βλέπει τίποτ' άλλο πέρα από τον εαοτό της.

Κι όση ώρα μιλούσε (η Άλιτσε δεν την περίμενε τέτοια

επίθεση και αμυνόταν υποτονικά) είδε ξαφνικά ένα προ­

σκυνητάρι. έναν παλιό μπρούτζινο σταυρό μ' έναν σκουρια­

σμένο εσταυρωμένο από λευκοσίδηρο, που ορθωνόταν

στην άκρη του δρόμου. Τράβηξε απότομα το χέρι του από

το χέρι της Άλιτσε, στάθηκε (σαν διαμαρτυρία για την

αδιαφορία της και για να δείξει ότι ξεκινά η καινούρια του

εκστρατεία) και έκανε το σταυρό του με επιθετική επιδει-

244

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑ! Ο ΘΕΟΣ

κτικότητα. Αλλά δεν μπόρεσε να δει τι εντι)πωση προκάλε­

σε η χειρονομία του αυτή στην Άλιτσε. γιατί εκείνη ακρι­

βώς τη στιγμή είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο την επιστά­

τρια του σχολείου. Τον κοίταζε. Και ο Έντουαρντ κατάλα­

βε πως είναι χαμένος.

5

Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν τη μεθεπομένη, όταν τον στα­

μάτησε στο διάδρομο η επιστάτρια και του ανακοίνωσε με­

γαλοφu')νως ότι την επομένη στις δώδεκα η ώρα έπρεπε να

παρουσιαστεί στο γραφείο της διευθύντριας: «Πρέπει να

σου μιλήσουμε. σύντροφε».

Τον 'Rντουαρντ τον κυρίευσε αγωνία. Το βράδυ είδε την

Άλιτσε και άρχισαν ως συνήθως να τριγυρνάνε στους δρό­

μους. αλλά είχε παραιτηθεί από τον θρησκευτικό ζήλο του.

Ήταν αποκαρδιωμένος και ήθελε να μοιραστεί με την Άλι­

τσε αυτ() που του συνέβαινε. αλλά δεν είχε το σθένος. γιατί

ήξερε πως. για να κρατήσει την ανεπιθΙJμητη (αλλά απα­

ραίτητη) δουλειά του, ήταν έτοιμος να προδώσει χωρίς κα­

νένα δισταγμό τπν καλό Θεό. Οπότε δεν είπε τίποτα για τη

δυσοίωνη κλήση στο γραφείο της διευθι'ιντριας. και συνε­

πώς δεν μπορούσε να περιμένει καμία λέξη παρηγοριάς.

Την επομένη μπήκε στο γραφείο της διευθύντριας μ' ένα

αίσθημα απόλυτης μοναξιάς.

Στο γραφείο τον περίμεναν τέσσερις κριτές: η διευθι'ι­

ντρια. η επιστάτρια. ένας συνάδελφός του (κοντός και με

γυαλιά) και ένας άγνωστος (γκριζομάλλης) κύριος. που οι

άλλοι τον αποκαλούσαν σύντροφο επιθεωρητή. Η σιευθύ-

'245

ΚΩΜΙΚΟΤ ΕΡΩΤΕΣ

ντρια έκανε νόημα στον Έντουαρντ να καθίσει. και ύστερα

του είπε ότι τον κάλεσαν για μια τελείως φιλική και ανεπί­

σημη συζήτηση, γιατί ήταν εξαιρετικά ανήσυχοι με τη συ­

μπεριφορά του εκτός σχολείου. Μιλοι)σε και παράλληλα

ΚΟΙΤ(Η'ισε τον επιθεωρητή, και ο επιΟεωρητής κουνοι)σε επι­

δοκιμαστικά το κεφάλι' έπειτα έριξε ένα βλέμμα στον δά­

σκαλο με τα γυαλιά, που όλη αυτή την ώρα την κοιτούσε

προσεχτικά. και μόλις έπιασε το βλέμμα της άρχισε μια ατέ­

λειωτη αγόρευση. Είπε πως Οέλουμε να διαπαιδαγωγήσου­

με μια υγιή και απαλλαγμένη από προκαταλήψεις νεολαία

και πως είμαστε απολύτως υπεύθυνοι γι' αυτήν τη νεολαία.

γιατί εμείς (οι δάσκαλοι) χρησιμεύουμε σαν παράδειγμα'

γι' αυτό και δεν μπορούμε να ανεχτοι'ιμε ανάμεσά μας την

παρουσία θρησκόληπτων' ανέπτυξε διά μακρών αυτήν τη

σκέψη και στο τέλος δήλωσε πως η συμπεριφορά του

Έντουαρντ αποτελεί σκάνδαλο για ολΩκληρο το σχολείο.

Λίγα λεπτΓι. πιο πριν ο 'J:<:ντουαρντ '�ταν σίγουρος πως θα

απαρνηθεί το Θεό τον οποίο είχε πρόσφατα ανακαλύψει και

θα παραδεχτεί πως ο εκκλησιασμΩς του και το δημόσιο σταυ­

ροκόπημά του ήταν σκέτο θέατρο. Αλλά τώρα που είχε έρ­

θει αντιμέτωπος με την κατάσταση, ένιωσε πως δεν είναι

δυνατ6ν να τους πει την αλήθεια' αν μη τι άλλο. δεν μπορού­

σε να πει σ' αυτά τα τέσσερα άτομα, τα τόσο σοβαρά και

τόσο παθιασμένα, ότι παθιάζονται για μια παρανόηση, για

μια ανοησία. Κατάλαβε πως, αν τους έλεγε κάτι τέτοιο. θα

ήταν σαν να τους κορο·ίδεύει. χωρίς να το θέλει. για τη σο­

βαρότητά τους κατάλαβε ότι αυτοί οι άνθρωποι περίμεναν

από εκείνον υπεκφυγές και δικαιολογίες. που ήταν εκ των

προτέρων έτοιμοι να τις απορρίψουν. Και κατάλαβε (αστρα­

πιαία, γιατί δεν είχε χρόνο να σκεφτεΟ πως τη στιγμή αυτή

το πιο σημαντικό ήταν να μείνει κοντά στην αλήθεια, ή.

246

L

Ο ΕΝ1ΌΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

ακριβέστερα, κοντά στην εικόνα που είχαν σχηματίσει εκεί­

νοι γι' αυτόν' αν ήθελε να διορθώσει ώς ένα βαθμό αυτή την

εικόνα. έπρεπε ώς ένα βαθμό και να την αποδεχτεΙ

«Σύντροφοι. μπορώ να μιλήσω ειλικρινά;» τους είπε.

«Και βέβαια» είπε η διευθύντρια. «Γι' αυτό βρίσκεστε

EQC;). »

«Και δε θα θυμώσετε;»

«Π είτε ό.ΤΙ έχετε να πείτε» απάντησε η διευθύντρια.

«Ε λοιπόν, θα σας τα ομολογήσω όλα» είπε ο Έντου­

αρντ. «Όντως πιστεύω στο Θεό.»

Κοίταξε τους κριτές του και διαπίστωσε πως έμοιαζαν

όλοι ανακουφισμένοι' μόνο η επιστάτρια του φώναξε: «Σή­

μερα, σύντροφε; Στην εποχή μας;»

Ο Έντουαρντ συνέχισε: «Το περίμενα πως θα θυμώσετε

αν σας πω την αλήθεια. Αλλά δεν ξέρω να λέω Ψέματα. Μη

μου ζητάτε να σας πω ψέματα».

«Δε σας ζητάει κανείς να πείτε ψέματα» είπε (ήρεμα) η

διευθύντρια. «Καλά κάνετε και λέτε την αλήθεια. Εγώ

απλC;)ς θα ήθελα να μου εξηγήσετε πώς γίνεται να πιστεύει

στο Θεό ένας νέος άνθρωπος σαν κι εσάς!»

«Σήμερα, σήμερα που στέλνουμε πυραύλους στο φεγ­

γάρι!» υπερθεμάτισε ξαναμμένος ο δάσκαλος.

«J:<:ίναι κάτι πάνω απ' τις δυνάμεις μου» είπε ο Έντουαρντ.

«Δεν το θέλω που πιστεΙJω στο Θεό. Αλήθεια δεν το θέλω.»

«Δηλαδή πώς δεν το θέλετε, αφοl) πιστει'ιετε!» παρενέ­

βη (σε υπερβολικά φιλικό τόνο) () γκριζομάλλης κύριος.

«Δε θέλω να πιστεύω, αλλά πιστεύω» επανέλαβε χαμη­

λόφωνα την ομολογία του ο Έντουαρντ.

«Μα εδώ υπάρχει αντίφαση!» γέλασε ο δάσκαλος με τα

γυαλιά.

«Σύντροφοι, σας λέω τα πράγματα όπως ακριβώς εί-

247

ΚΩΜΙΚΟ! Εl'ΩΤΕΣ

ναι» είπε ο 'Εντουαρντ. «Ξέρω πολι'ι καλά 6τι η πίστη στο Θε6 μάς απομακρύνει από την πραγματικότητα. ΤΙ θα γι­νόταν ο σοσιαλισμός, αν όλοι πίστευαν πως ο κόσμος βρί­σκετω υπό την εξουσία του Θεού; Δε θα 'κανε τίποτα κα­νείς κω θα τα περίμεναν όλα απ' το Θει).»

«Ακριβώς» συμφώνησε η διευθιJντρια.

«Κανένας δεν απέδειξε ποτέ την ύπαρξη του Θεοι>)) δή­λωσε ο δάσκαλος με τα γυαλιά.

Ο Έντουαρντ συνέχισε: «Η διαφορά ανάμεσα στην ιστο­ρία της ανθρωπότητας κω την προ'ίστορία είναι ότι ο άν­θρωπος πήρε την τι'ιχη του στα χέρια του κω δε χρειάζετω

πλέον το Θεό».

«Η πίστη στο Θεό οδηγεί στη μοιρολατρία» είπε η διευ­θύντρια.

«11 πίστη στο Θεό είνω κατάλοιπο του l\lεσαίωνα» είπε ο 'Εντουαρντ. κι έπειτα κάτι είπε πάλι η διευθι'ιντρια. έπει­τα ο δάσκαλος. έπειτα οΈντουαρντ. έπειτα ο επιθεωρητής. κι όλες αυτές οι σκέψεις αλληλοσυμπληρώνονταν αρμονικά. ώσπου στο τέλος ο δάσκαλος με τα γυαλιά δεν άντεξε και διέκοψε τον Έντουαρντ:

«Τότε γιατί κάθεσω κω σταυροκοπιέσω μες στη μέση του δρόμου, αφού τα ξέρεις όλα αυτά ;»

Ο Έντουαρντ τον κοίταξε με απέραντα θλιμμένη έκφρα­ση κω είπε: «Γιατί πιστεύω στο Θεό».

«Μα εδώ υπάρχει αντίφαση!» ξανάπε περιχαρής ο δά­σκαλος με τα γυαλιά.

«Ναι» είπε ο Έντουαρντ. «υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στη γνώση κω την πίστη. Αναγνωρίζω ότι η πίστη στο Θεό οδηγεί στον σκοταδισμό. Αναγνωρίζω πως καλύτερα να μην υπήρχε Θε6ς. Αλλά τι να κάνω όταν εδώ. βαΘιά μέσα μου». και έδειξε την καρδιά του. «ωσθάνομαι πως υπάρχει ; Βλέπετε. σι'ι-

ι

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

ντροφοι. σας λέω τα πράγματα όπως είναι! Καλύτερα να σας

πω την αλήθεια, δε θέλω να είμω υποκριτής, θέλω να με μά­

θετε έτσι όπως είμαι πραγματικά»' και χαμήλωσε το κεφάλι.

Ο δάσκαλος ήταν στενόμυαλος δεν ήξερε ότι ακόμα κω

ο πιο σκληρός επαναστάτης θεωρεί τη βία απλώς αναγκαίο

κακό. ενώ το καλό της επανάστασης είναι η αναμόρφωση. Ο

ίδιος είχε ασπαστεί τα επαναστατικά πιστεύω απ' τη μια

μέρα στην άλλη κω δεν ενέπνεε κανένα σεβασμό στη διευ­

θύντρια. κω ούτε που υποψιαζόταν πως τη στιγμή αυτή ο

Έντουαρντ. που μόλις είχε τεθεί στη διάθεση των κριτών του.

σαν μια δύσκολη περίπτωση που όμως επιδέχεται αναμόρ­

φωση, μετροιΥσε χίλιες φορές περισσότερο από εκείνον. Και

επειδή δεν το υποψιαζόταν. άρχισε μια βίαιη επίθεση στον

Έντουαρντ, δηλώνοντας πως Γiνθρωποι σαν κι αυτόν, που δεν

μπορούν να απαλλαγΟΙJν από μια μεσωωνική πίστη. ανήκουν

στον Μεσαίωνα και δεν έχουν θέση σ' ένα σημερινό σχολείο.

11 διευθύντρια τον άφησε να τEAElC;)aEt και τον επανέφε­

(Ι::: στην τάξη: «Δε μ' αρέσει να πέφτουν κεφάλια. Ο σι'ι­

νψοφος υπήρξε ειλικριγ�ς κω μας είπε την αλήθεια. Πρέ­

ΠΤΙ. να το λάβουμε υπόψη μας αυτό». Έπειτα στράφηκε

()τιιν Ί ': ν ΤΟ Ι Jαρντ : «Οι σύντροφοι βέβωα έχουν δίκιο. όταν

Acvc τιω� ι)Ε γίνεται να διαπωδαγωγεί τη νεολαία μας ένας

Ο( ΙΊj()}{ιιΛηΠΤOς. Ι 'ιά πείτε μας λοιπόν εσείς. τι προτείνετε».

.. Λεν IΞC(J(,). σι'ιντροφοι» είπε ο Έντουαρντ με ύφος δυ-

() (ιιχl.ιψ:::\!ιι .

.. Ι\()ιτιί.(π τι σκέφτομαι» είπε ο επιθεωρητής. «Η μάχη

τοιι πιιλιι JI Ι !1::: το νέο δε γίνεται μόνο μεταξι) των τάξεων

αΛΛΓΧ χω Ι1::Πrx π::: χάΟε άνθρωπο. Αυτήν ακριβώς τη μάχη

π ΓΧ(!(Χ){()Λ()ι ι()ιιιψ::: !lCna στον σύντροφο. Ξέρει, αλλά η ευω­

σ()ησία του τον η ια [iάει πίσω. Οφείλουμε να βοηθήσουμε

τον σl'ινη Jοφο να O(JlΓXIl[:JEtJaEι η λογική.»

ΚΩΜΙ Κ()] ΕΡΩΙΈΣ

Η διευfJι')ντρια συμφώνησε. Και πρόσθεσε: «Πολύ καλά'

θα τον αναλάβω εγώ προσωπικά».

Ο Έντουαρντ είχε λοιπόν καταφέρει να απομακρύνει τον

άμεσο κίνδυνο' η δ�δασκαλική σταδιοδρομία του ήταν απο­

κλειστικά στα χέρια της διευθύντριας. κι αυτό τον χαροποί­

ησε ιδιαίτερα: θυμόταν τα λόγια του αδερφοι'ι του, πως η

διευθύντρια είχε πάντοτε αδυναμία στους νεαροιΥς, και μ'

όλη την ασταθή νεανική αυτοπεποίθησή του (υπερβολική

τη μια μέρα, ανύπαρκτη την άλλη) αποφάσισε ότι θα βγει

νικητής από αυτήν τη δοκιμασία, κερδίζοντας, σαν άντρας,

την εύνοια της επικυριάρχου του.

Λίγες μέρες αργότερα. όταν κατά τα συμφωνημένα πϊl­

γε στο γραφείο της διευθιΥντριας, δοκίμασε να πάρει ανέ­

μελο ύφος και δεν έχανε ευκαιρία να παρεμβάλλε� στη συ­

ζήτηση μια πιο προσωπική παρατήρηση ή ένα λεπτό κοπλι­

μέντο. ϊl να υπογραμμίζει με διακριτικά διφορούμενο τρό­

πο τον ιδιαίτερο χαρακτψ)α της θέσης του: ένας άντρας

στο έλεος μιας γυναίκας. 'Ομως δεν του επιτράπηκε να επι­

λέξει αυτός τον τόνο της συζήτησης. Η διευθύντρια του μι­

λούσε ευγενικά, αλλά υπερβολικά συγκρατημένα' τον ρώ­

τησε τι βιβλία διαβάζει και του υπέδειξε ορισμένα που θα

'πρεπε να τα διαβάσει, γιατί ήθελε προφανώς να αναλάβει

το μακρόπνοο έργο της πνευματικής του αναμόρφωσης.

Στο τέλος τον κάλεσε στο σπίτι της.

Με τον συγκρατημένο τόνο της διευθύντριας η ωραία

αυτοπεποιΘηση του Έντουαρντ πήγε περίπατο, κι έτσι

250

ο Κ'ΠΟΥΛΓ!\'Τ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

μπήκε στο μικρό διαμέρισμά της με κατεβασμένο το κεφά­

λι και χωρίς την παραμικρή πρόθεση να την εντυπωσιάσει

με την αντρική γοητεία του. Εκείνη του έδειξε μια πολυ­

θρόνα να καθίσει κι άρχισε την κουβέντα σε πολύ φιλικό

τόνο' τον ρώτησε τι θα πάρει: καφέ; Εκείνος είπε όχι. Τότε.

ένα ποτό; Ένιωσε αμήχανα: «Αν έχετε ένα κονιάκ ... » Και

αμέσως φoβϊlθηκε μήπως είπε κάτι ανάρμοστο. Αλλά η δι­

ευθι'ιντρια απάντησε ευγενικά: «'Οχι, δεν έχω κονιάκ. Λίγο

κρασί έχω μόνο ... » και έφερε ένα μισοάδειο μπουκάλι. που

έφτανε ίσα ίσα για δι'ιο ποτήρια.

Έπειτα είπε στον Έντουαρντ ότι δεν πρέπει να τη βλέ­

πει σαν ιεροεξεταστή' ο καθένας έχει, εννοείται. το δικαίω­

μα να διατηρεί τις πεποιθήσεις που θεωρεί ο ίδιος σωστές

βέβαια. μπορεί να αναρωτηθεί κανείς (πρόσθεσε αμέσως)

αν ένα τέτοιο άτομο έχει θέση στην εκπαίδευση' γι' αυτό

αναγκάστηκαν να τον καλέσουν (με βαριά καρδιά πάντως)

χαι να συζητήσουν μαζί του. κ� ήταν πολι) ικανοποιημένοι

(rxι lτή κι ο επιθεωρητής, εν πάση περιπτώσει) που τους μί­

ληπ::: :::ιλικρινά και δεν προσπάθησε να αρνηθεί τίποτα. Εν

ιιι ινε χεία . πρόσθεσε. μίλησαν πoλλϊl ώρα γι' αυτόν με τον

, IlI.( Jcω( lητϊl και αποφάσισαν να τον καλέσουν σε έξι μήνες

ΥΙΙΙ ιιl.ι� χιιινοl)(>ια συζήτηση' &)ς τότε έπρεπε αυτή με την

Jl ψ( Η lγl ίη:::: να τον βOηθϊlσει να εξελιχτεί. Και υπογράμμι­

ιl: ι/ΑΛΊI μΙ/Ι. ψι ψά πως η βοήθεια που ήθελε να του προσφέ-

( " Ι. , l.\ιιΗ φιλική (jοήfJεια. πως ούτε ιεροεξεταστής είναι ού-

[[ ιω ΓII\lΙΨΙΧΙ',::::. Ί';πειτα αναφέρθηκε στον δάσκαλο που

τι", [ι:χε CIHTcOci τιΊπ() άγρια και είπε: «'Εχει κι αυτός προ­

[Ίληιιιι. ul.. χιl.ι, Οα Ίαν εlJτυχής αν μπορούσε να κάνει δι'ισκο­

λη τη (ι"γl των ιΧλλων. 11 επιστάτρια πάλι λέει παντού πως

γιπιχπτιχ\l r::( ιι IΧλητιχιΊς και επψένατε πεισματικά στις θέσεις

σιχς. 1';(\ιΙ/.l (1.[Jπαχίvητη στην άποψή της πως έπρεπε να σας

ΚΩ\lΤΚΟΙ RΓΩΤF:Σ

διώξουμε απ' το σχολείο. Φυσικά. δε συμφωνώ μαζί της,

από την άλλη όμως πρέπει να την καταλάβετε. Ούτε εμένα

θα μου πολυάρεσε να εμπιστευτώ τα παιδιά μου σ' ένα δά­

σκαλο που σταυροκοπιέται μες στη μέση του δρόμου».

.\lε τον τρόπο αυτό η διευθι'ιντρια, μέσα από ένα ακατά­

σχετο κύμα λέξεων και φράσεων, επιδείκνυε άλλοτε τις σα­

γηνευτικές πλευρές της επιείκειΓ..<ς της, Γ..<λλοτε τις απειλη­

τικές πλευρές της αυστηρότητάς της, και μετά, για να δεί­

ξει πως η συνάντησή τους ήταν πράγματι φιλική. πέρασε σε

άλλα Οέματα: άρχισε να μιλάει για βιβλία, έδειξε στον

Έντουαρντ τη βιβλιοθήκη της, του μίλησε ιδιαίτερα για τη

ΜαΥεμέvΎ) Φυχή του Ρομαίν Ρολλάν. και συγχι')στηκε όταν

της είπε πως δεν την είχε διαβάσει' ιΊστερα τον ρ(�τησε αν

του αρέσει το σχολείο, και έπειτα από μια συμβατική απά­

ντησή του. άρχισε να μιλάει ασταμάτητα: είπε πόσο μακα­

ρίζει την τι)χη της για το επάγγελμά της, πόσο αγαπάει τη

δουλειά στο σχολείο, γιατί εκπαιδει)οντας μικρά παιδιΓ..<

βρίσκεσαι σε διαρκή και ουσιαστική επαφή με το μέλλον.

και μόνο το μέλλον μπορεί σε τελική ανάλυση να δικαιώσει

όλον αυτ6 τον π6νο που υπάρχει γιΊρω μας (<<ναι, πρέπει

να το παραδεχτοlΊμε» είπε) εν αφθονία. «Αν δεν πίστευα

6τι ζω για κΓ..<τι μεγαλι'ηερο απ6 τη δική μου ζω'ή. πιθαν6τα­

τα δε θα μποροιΊσα να ζήσω. »

ΛκοιΊστηκαν πολl) ειλιχρινή τα λ6για αυτά. και ο ']<;ντοu­

αρντ δεν κατάλαβε ξεκάθαρα αν η διευθιΊντρια 'ήθελε έτσι

να του ανοίξει την καρδιά της ή να αρχίσει ιδεολογική ανά­

λυση για το νόημα της ζωής προτίμησε να τα δει σαν κά­

ποια προσωπική νύξη και ρώτησε με μισή φωνή, διακριτικά:

«Και η ζωή σας, κατά τα άλλα;»

«Η ζωή μου;» επανέλαβε η διευθύντρια.

«Ναι, η ζωή σας. Δε σας ικανοποιεί;»

252

Ο J.:NTOYAfJNT ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

�τo πρόσωπο της διευθύντριας ζωγραφίστηκε ένα πι­

κρό χαμόγελο. και ο Έντουαρντ σχεδόν τη λυπήθηκε. Ήταν

συγκινητικά άσχημη' τα μαύρα μαλλιά πλαισίωναν ένα

στενόμακρο οστεc,')δες πρόσωπο, και το μαι'φο χνοlΥδι κάτω

απ' τη μΙJτη σαν να σχημάτιζε κανονικό μουστάκι. Μεμιάς

κατάλαβε όλη τη θλίψη της ζωής της παρατηροι)σε τα χα­

ρακτηριστικά της που φανέρωναν έναν έντονο αισθησια­

σμό, και μαζί παρατηρούσε την ασχήμια που φανέρωνε την

αδυναμία να ικανοποιηθεί αυτή η ένταση' και τη φανταζό­

ταν να έχει μεταμορφωθεί 6λο πάθος σε ζωντανό άγαλμα

της οδύνης τη μέρα του θανάτου του Στάλιν. να τρέχει 6λο

πάθος σε χιλιάδες συγκεντρώσεις, να αγωνίζεται όλο πάθος

ενάντια στον διΥστυχο Ιησού, και κατάλαβε πως 6λα αυτά

ήταν μια θλιβερή διέξοδος για τον πόθο της, που δεν μπο­

(JOΙJaE να δωχετευτεί εκεί που ήθελε η ίδια. Ο Έντουαρντ

ήταν νέος και είχε ακόμα τεράστια αποθέματα συμπόνιας.

l\οιτοlΊσε τη διευθιΊντρια με κατανόηση. Εκείνη 6μως, σαν

νι, ντ(ιεπ6ταν για την ακούσια σιωπή της, είπε με φωνή που

ηΟελε να φανεί ζωηρή:

" '-:ν πάση περιπτώσει, δεν είναι αυτό το θέμα. Δε ζοιΥμε

Υ',ΙΧ ων EΓXIΙT() μας. ΖοιΊμε πάντα για κάτι άλλο». Τον κοί­

ω!,l [1Ι,()ιrx στα μάτια. «Αλλά πρέπει να ξέρουμε για ποιο

ΙΨΙ'ΥIιιι. , Λν είναι κάτι πραγματικό ή κάτι πλασματικό. Εί­

νιο. ι,ψι�ίιx ι(:;έα () Θεός. Αλλά το μέλλον του ανθρώπου,

Ι-:νιιιιιιψνr. είναι η πραγματικότητα. Και γι' αυτή την

ΠΙΗχγιιιnl.κι'ιτητα έζησα εγώ, γι' αυτή την πραγματικότητα

ΟlιοίΙΧΙΗΙ τιχ πάντα.»

1\1 ιλιιιH)C ΙΙΕ τέτοια ζέση, που ο Έντουαρντ δεν έπαψε να

νl.(:)Οει ιωτι'ι το ξαφνικό κύμα κατανόησης που τον είχε

πληιψ1ιιιί,ocι λίγο πιο πριν' του φάνηκε ανόητο να λέει έτσι

ζε(:;ιιJινφιιπα ψέματα σ' έναν συνάνθρωπό του και πίστεψε

253

ΚΩ.\!ΙΚΟΙ ΕΙ'ΩΤΕΣ

ότι αυτή η ΤΡΟΠ'ή της συζήτησης, με τον πιο οικείο τόνο. του

πρόσφερε την ευκαιρία να παραιτηθεί επιτέλους από την

άνευ αντικειμένου (και τόσο δύσκολη πάντως) απάτη του.

«lVTa συμφωνώ απόλυτα μαζί σας» έσπευσε να τη δια­

βεβαιώσει. «Κι εγώ προτιμώ την πραγματικότητα. Κοιτάξ­

τε. μην παίρνετε και τόσο σοβαρά την ευσέβειά μου!»

Αλλά αμέσως διαπίστωσε ότι δεν πρέπει ποτέ να παρα­

συρόμαστε από μια ξαφνική έκρηξη των συναισθημάτων

μας. Η διευθύντρια τον κοίταξε έκπληκτη και είπε εμφα­

νώς ψυχρά: «Μην παίζετε θέατρο. Εμένα μου άρεσε ακρι­

βώς η ειλικρίνειά σας. Τώρα πάτε να παραστήσετε κάτι

που δεν είστε».

Όχι. δεν του επιτρεπόταν να απαλλαγεί από το θρησκευ­

τικό κοuστοι)μι που μόνος του φόρεσε μια μέρα' παραιτήθηκε

γρήγορα και προσπάθησε να εξαλείψει την άσχημη εντύπω­

ση που μόλις είχε δημιουργήσει: «Μα όχι. δεν ήθελα να υπεκ­

φι)γω. Και βέβαια πιστεύω στο Θεό. και δε θα μπορούσα

ποτέ να το αρνηθώ. Ήθελα απλώς να πω ότι κι εγώ πιστεύω

στο μέλλον της ανθρωπότητας. στην πρόοδο, σ' όλα αυτά.

Αν δεν πίστευα σ' όλα αυτά, τι νόημα θα είχε όλη μου η δου­

λειά στο σχολείο, τι νόημα θα είχε να έρχονται παιδιά στον

κόσμο, τι νόημα θα είχε όλη μας η ζωή; Και μάλιστα σκεφτό­

μουν πως είναι θέλημα και του Θεού να βελτιώνεται συνε­

χώς και να προοδεύει η κοινωνία. Σκεφτόμουν ότι μπορού­

με κάλλιστα να πιστει)ουμε στο Θεό και μαζί στον κομμουνι­

σμό, ότι αυτά τα δι)ο μπορούν κάλλιστα να συμβιβαστούν».

«Όχι» είπε η διευθύντρια με μητρική αυταρχικότητα.

«Δε συμβιβάζονται αυτά τα δυο.»

«Το ξέρω» είπε θλιμμένα ο Έντουαρντ. «Αλλά μη μου

θυμώνετε. »

«Δε σας θυμώνω. Είστε ακόμα νέος και είστε προσκολ-

254

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

λημένος πεισματικά σ' αυτό που πιστεύετε. Κανείς δε σας

καταλαβαίνει όσο εγι;). Υπήρξα κι εγώ νέα, σαν κι εσάς.

Ξέρω τι είναι τα νιάτα. Κι αυτό που μ' αρέσει σ' εσάς είναι

ακριβώς τα νιάτα σας. �10υ είστε πολι) συμπαθής.»

Νά το. τελικά' ήρθε. OtJTE νωρίτερα ούτε αργότερα'

ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. (Αυτή την κατάλληλη στιγ­

μή, όπως βλέπουμε. δεν την επέλεξε ο Έντουαρντ- η ίδια η

στιγμή επέλεξε τον Έντουαρντ για να παροuσιαστευ Όταν

η διευθύντρια είπε ότι της είναι συμπαθής. εκείνος απάντη­

σε μάλλον άχρωμα:

«Κι εσείς μου είστε συμπαθής».

«Αλήθεια;»

«Αλήθεια. »

«Ελάτε τώρα! Εγώ. γριά γυναίκα ... » αντέτεινε η διευ-

()ι'ιντρια.

«Δεν είν' αλήθεια» αναγκάστηκε να πει οΈντουαρντ.

"llώς δεν είναι!» είπε η διευΟιΊντρια.

"Δεν είστε καθόλου γριά' αυτά είναι ανοησίες» αναγκά-

οτηκε να πει πολύ αποφασιστικά οΈντοοαρντ.

.. Ί ,; ται λέτε;»

.. 1\ Γ/.Ι ["\έβαια. Και μου αρέσετε πολύ.»

.. \Ιη λΕτε Ψέματα. Ξέρετε πως δεν κάνει να λέτε Ψέματα.»

.. Λc Ac(,) ψέματα. Είστε όμορφη.»

.. ()IJιψφη» έκανε η διευθύντρια μ' ένα μορφασμό δυ-

ο Π 1,0 ( Ι.ι Ι. (� ,

.. Νω, ι'ψιφφψ> είπε ο Έντουαρντ, και σαν να φοβόταν

[ην C/:,OCjJ()rxAI1Yj αναληθοφάνεια αυτής της διαβεβαίωσης,

C:OJTCI )f)[ να την τεκμηριώσει με επιχεΙΡ'ήματ α: «Εμένα μου

ιψΕο()l!\) οι lιελαχιιινές. όπως εσείς».

.. �ιl.ς ιφΕαοl!ν οι μελαχρινές;» ρώτησε η διευθύντρια.

.:I'ι)εΑιί." είπε ( ) Ί�ντoυαρντ.

ΚΩΜΙΚor F:ΡΩΤΕ�

«Και πώς και δεν ήρθατε να με βρείτε, από τότε που εί­στε στο σχολείο; Είχα την εντύπωση πως μ' αποφεύγετε.»

«Δίσταζα» είπε ο Έντουαρντ. «Θα έλεγαν όλοι πως έρ­χομαι για γλείψιμο. Κανένας δε θα πίστευε πως έρχομαι μόνο και μόνο επειδή μου αρέσετε.»

«Τώρα δεν έχετε να φοβάστε τίποτα» είπε η διευθιι­ντρια. «Τώρα υπάρχει επίσημη απόφαση πως πρέπει να βλεπόμαστε κάπου κάπου.»

Τον κοιτούσε στα μάτια με τις μεγάλες μαιψες κόρες των ματιών της (πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν ήταν άσχημα τα μάτια της), κι όταν αυτός έκανε να φύγει, του χάιδεψε απαλά το χέρι, έτσι που ο ανόητος έφυγε συνεπαρ­μένος, με την αίσθηση του νικητή.

7

Ο Έντουαρντ ήταν σίγουρος ότι αυτή η δυσάρεστη υπόθε­ση γυρνούσε προς όφελός του, και την Κυριακή συνόδεψε την Άλιτσε στην εκκλησία, με θρασύτατη άνεση' κι όχι μό­νο: είχε ξαναβρεί όλη την αυτοπεποίθησή του, γιατί (ακόμα κι αν αυτό μπορεί να προκαλέσει ένα χαμόγελο οίκτου) η επίσκεψή του στη διευθύντρια του πρόσφερε αναδρομικά μια λαμπρή απόδειξη της αντρικής γοητείας του.

Εκείνη την Κυριακή, όταν έφτασε στην εκκλησία. διαπί­στωσε πως η Άλιτσε είχε αλλάξει: μόλις συναντήθηκαν τον έπιασε αγκαζέ, και δεν τον άφησε ούτε μέσα στην εκκλη­σία' συνήθως ήταν διακριτική και συγκρατημένη, αλλά εκεί­νη τη μέρα κοιτούσε συνέχεια γι'φω και χαιρέτησε χαμογε­λώντας τουλάχιστον δέκα φίλους και γνωστο!)ς.

256

Ο E�TOYAP:\'T ΚΑΙ Ο ΘεΟΣ

Ήταν περίεργΟ" ο Έντουαρντ δεν καταλάβαινε τίποτα.

Τη μεθεπομένη. καθώς περπατούσαν στους σκοτεινούς

δρόμους, διαπίστωσε κατάπληκτος πως τα φιλιά της. που

συνήθως ήταν τόσο θλιβερά ανοι)σια. είχαν γίνει ξαφνικά

υγρά. θερμά. φλογερά. Όταν σταμάτησαν κάτω από ένα

φανάρι του δρόμου, ο Έντουαρντ είδε δυο μάτια να τον

κοιτάζουν ερωτευμένα.

«Σ' αγαπώ, αν θες να ξέρεις» του είπε εντελώς ξαφνικά

η Άλιτσε και του έκλεισε αμέσως το στόμα: «Μη. μην πεις

τίποτα. Ντρέπομαι για τον εαυτό μου. Δε θέλω ν' ακο!)σω

τίποτα.»

Περπάτησαν λίγο ακόμα. ξανασταμάτησαν. και η Άλι­

τσε είπε: «Τα καταλαβαίνω όλα τώρα. Καταλαβαίνω γιατί

με κατηγορούσες για χλιαρή πίστη».

Λλλά ο Έντουαρντ δεν καταλάβαινε τίποτα και προ­

τίμησε να σωπάσει' έκαναν μερικά βήματα ακόμα, και η

Λλιτσε είπε: «Και δε μου 'πες τίποτα. Γιατί δε μου 'πες τί-

πιιτα;»

"Τι να σου 'λεγα δηλαδή;» ρώτησε ο Έντουαρντ.

"Λχ. πάντα ο ίδιος» έκανε η Άλιτσε μ' έναν ήρεμο εν­

()()Ι ιπιαπμό. «Άλλος στη θέση σου θα κοκορευ6ταν. αλλά

:'ιιIΊ πωπαίνεις. Μα γι' αυτό ακριβώς σ' αγαπ(:).»

( ) Ί':νΤ()I)Γφντ άρχισε να χαταλαβαίνει περί τίνος πρόκει-

[ω. ,,,λλ(χ. (){;nησε: «Για τι πράγμα μιλάς;»

. . Ι Ί: (χι )τrί που σου συνέβη.»

.. 1\ ι ιχ π/) τω!') το 'μαθες εσύ;»

"Ι·:λα τr:ψα! Όλος ο κόσμος το ξέρει. Σε κάλεσαν, σε

r!-Πci.ληπαν. κι επι') τους κορόιδεψες κατάμουτρα. Δεν αρνή­

()ηχcς τίποτα. υλος ο κόσμος σε θαυμάζει.»

.. Λφ()ι'ι εγ(;) (')εν είπα τίποτα σε κανέναν.»

,,�lην C:lΠrxι αφελής. Μια τέτοια ιστορία ξεσηκώνει θόρυ-

257

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

βο. Και δεν είναι μικρή υπόθεση. εδώ που τα λέμε. Υπάρ­χουν νομίζεlς πολλοί σ'ήμερα με μια στάλα θάρρος;»

Ο Έντουαρντ ήξερε ότι σε μια μικρή πόλη το παραμικρό μετατρέπεται γρήγορα σε θριΥλο, αλλά πού να το φαντα­στεί πως θα γεννιόταν ένας θρύλος από τις δlκές του. γε­λοίες περιπέτειες, που δεν είχε ποτέ εκτιμήσει ιδιαίτερα τη σημασία τους δεν αντιλαμβανόταν αρκετά καθαρά πόσο βόλευε όλη αυτή η ιστορία τους συμπολίτες του. που ως γνωστόν λατρειΊουν τους μάρτυρες. γιατί οι μάμτυρες τους καθησυχάζουν. μες στη γλυκιά αδράνειά τους. επιβεβαιώ­νοντάς τους πως η ζωή μία εναλλακτική λι'Jση προσφέρει: ή να παραδοθείς στον δήμω ή να υποκύψεις. Κανένας δεν αμφέβαλλε πως ο Έντουαρντ θα παραδινόταν στον δήμω. κι όλοι Οlέοιδαν τώρα το νέο με ικανοποίηση και θαυμα­σμό. έτσι που οΈντουαρντ βρέθηκε μέσω της Άλιτσε μπρο­στά στην υπέροχη εικ6να της σταιΊρωσής του. Αντέδρασε ΨιΊχραιμα και είπε: «Και βέβαια δεν αρνΨJηκα τίποτα. Αλλά είναι απολύτως φυσικό. Ο καθένας το ίδιο θα ·κανε».

«ο καθένας;» φώναξε η Άλιτσε. «Γιά κοίτα γύρω σου τι

κάνουν όλοι οι άλλοι. Τι δειλοί που είναι! Θ' αρνι6ντουσαν

και τη μάνα τους ακόμα!»

Ο Έντουαρντ σώπαινε- το ίδιο και η Άλιτσε. Περπατού­

σαν και κρατιόνταν απ' το χέρι. Έπειτα η Άλιτσε είπε σlγα­

νΓ,(: «Θα κάνω τα πάντα για σένα». Κανείς δεν του είχε πει ποτέ τέτοια κουβέντα του

Έντουαρντ η κουβέντα αυτή ήταν δώρο εξ ουρανού. Πέ­βαια ήξερε πως δεν του άξιζε αυτό το δώρο, σκέφτηκε όμως πως. αφού η τύχη τού αρνιόταν τα δώρα που του άξι­ζαν. είχε το δικαίωμα να δεχτεί αυτά που δεν του άξιζαν:

«Κανένας δεν μπορεί να κάνει πια τίποτα YlCI. μένα» της είπε.

258

U Ι:ΧΙΌΥΑΡ:\Τ ΚΑ! U ΘΕΟΣ

«Γιατί δηλαδή;» Ψιθύρισε η Άλιτσε.

«Θα με διώξουν απ' το σχολείο, κι αυτοί που με αντιμε­

τωπίζουν σήμερα σαν ήρωα. ούτε το δαχτυλάκι τους δε θα

κουνήσουν για μένα. Το σίγουρο είναι ένα: στο τέλος θα

μείνω τελείως μόνος. »

«Όχι» είπε η Άλιτσε κουνώντας το κεφάλι της.

«]'\αι» είπε οΈντουαρντ.

«Όχι» ξανάπε η Άλιτσε. φωνάζοντας σχεδόν.

«Οι πάντες μ' εγκατέλειψαν. »

«Εγι.') ποτέ δε θα σ' εγκαταλείψω» είπε η Άλιτσε.

«Στο τέλος θα μ' εγκαταλείψεις κι εσύ» είπε θλιμμένα ο

'Εντουαρντ.

«Ποτέ στη ζωή μου!» είπε η Άλιτσε.

«Όχι, Άλιτσε» είπε ο Έντουαρντ. «Δε μ' αγαπάς. Ποτέ

n::: μ' αγάπησες. »

«Δεν είναι αλήθεια» Ψιθι'>ρισε η Άλιτσε. και ο 'Εντουαρντ

()ιαπίστωσε με ικανοποίηση πως τα μάτια της ήταν υγρά.

,:Οχι. Άλιτσε. Αυτά τα πράγματα τα νιώθει κανείς. Πά­

ν τrx ήσουν εξαιρετικά ψυχρή μαζί μου. Δε φέρεται έτσι μια

ΥΙ )ναίκα που αγαπάει. Το ξέρω. Και τώρα. νιώθεις συμπό­

νll( Υω. μένα. γιατί ξέρεις πως οι άλλοι θέλουν να με εξο­

ν ι(.)()()()ν. Λλλά δε μ' αγαπάς και μην κορα'ίδείJεις τον εαυ-

l () ()()Ο. �)

1':ΕιΟ(ο/ωυΗούσαν να βαδίζουν. σιωπηλά. πιασμένοι απ'

ιl) χηιι. 11 Λλιτσε έκλαιγε βουβά. αλλά ξαφνικά σταμάτησε

){ΙΗ [Ιιιι lCf.TClc. μέσα απ' τα αναφιλητά της: «Όχι, δεν είναι

IIAYjI)cu{. Δεν έχεις δικαίωμα να λες κάτι τέτοιο. Δεν είναι

IΙΛΊj[)::I.({ ".

.. 1':'.\}Ι!.l.» ε ίπε () 'F:ντουαρντ. κι όπως δε σταματοιΊσε το

ιι.ΑΙf!ll! Ίj .\λιτσε. της πρότεινε να πάνε το Σάββατο εκδρο­

!Jfl ��c Il.ια ('ψ(ψφη κοιλάδα. πλάι στο ποτάμι. ο αδερφός

2S9

ΚΩΜΙΚΟΙ El'ΩTE�

του είχε ένα μικρό εξοχικό, όπου θα μπορούσαν να είνω μόνοι.

Με το πρόσωπο μουσκεμένο απ' τα δάκρυα η Άλιτσε έγνεψε σιωπηλά νω.

8

Αυτά την Τρίτη. Την Πέμπτη ο Έντουαρντ ήταν κω πάλι καλεσμένος στο σπίτι της διευθύντριας, κω ξεκίνησε ευδιά­θετος κω όλο αυτοπεποίθηση. γιατί ήταν απολι)τως σίγου­ρος πως η φυσική του γοητεία θα διέλυε οριστικά όλη αυτή την ιστορία της εκκλησίας σαν ένα σύννεφο καπνοι). Αλλά έτσι γίνεται πάντα στη ζωή: νομίζει κανείς πως παίζει το ρόλο του σ' ένα συγκεκριμένο θεατρικό έργο. κω ούτε που υποψιάζετω 6τι στο μεταξύ το/) άλλαξαν με τρ6πο τα σκη­νικά, κω χωρίς να το πάρει είδηση βρίσκετω τελικά να παί­ζει σε άλλη παράσταση.

Καθόταν στην ίδια πολυθρόνα. απέναντι από τη διευθύ­ντρια' ανάμεσά τους ήταν ένα στρογγυλό τραπέζι κω πά­νω του ένα μπουκάλι κονιάκ με δυο ποτήρια. ένα από κάθε μεριά. Κι αυτ6 το μπουκάλι κονιάκ ήταν ακριβώς μέρος του καινοί>ρlOυ σκηνικοι) απ' το οποίο ένας οξυδερκής κω λογικός άνθρωπος θα καταλάβωνε αμέσως ότι δεν επρό­κειτο πια καθόλου για την ιστορία με την εκκλησία.

Αλλά ο αφελής Έντουαρντ ήταν τόσο γοητευμένος από τον εαυτό του που στην αρχή δεν κατάλαβε τίποτα. 2:υμμε­τείχε ευδιάθετος στην προκαταρκτική συζήτηση (γύρω από ένα αόριστο χω γενικό θέμα). άδειασε το ποτήρι που του πρόσφερε η διευθύντρια κω παραδόθηκε στην πλήξη. παντε-

260

Ο Ε;,\ΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘRΟΣ

λώς ανίδεος για το τι τον περίμενε. Έπειτα από κάνα μισάω­

ρο. ίσως κω ώρα. η διευθύντρια έφερε με τρόπο τη συζήτηση

σε πιο προσωπικά θέματα' άρχισε να μιλάει ατέλειωτα για

τον εαυτό της, κω από τα λόγια της αναδυόταν μπροστά

στον Έντουαρντ η εικόνα της όπως την ήθελε η ίδια: μια συ­

νετή γυναίκα. ώριμης ηλικίας. όχι πολίι ευτυχισμένη, αλλά

αξιοπρεπής κω συμφιλιωμένη με τη μοίρα της. μια γυναίκα

που δε μετάνιωνε για τίποτα, ίσα ίσα χαιρόταν που δεν είχε

παντρευτεί. γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσε να απολαύ­

σει πλήρως την ανεξαρτησία της κω τις χαρές της ιδιωτικής

ζωής στο όμορφο διαμερισματάκι της, όπου ήταν ευτυχής κω

όπου έλπιζε να μη νιώθει κω πολύ άβολα τώρα ο Έντουαρντ.

«Κάθε άλλο» είπε ο'tντουαρντ. «μια χαρά είμω εδώ»,

και το είπε με πνιγμένη φωνή, γιατί ξαφνικά ένιωσε άσχη­

μα. Το μπουκάλι με το κονιάκ (που το είχε ζητήσει απερί­

σκεπτα στην πρώτη επίσκεψή του και που τώρα είχε εμφα­

νιστεί πάνω στο τραπέζι με απειλητική σπουδή). οι τέσσε­

ιιις τοίχοι του μοναδικο/) δωματίου του διαμερίσματος (που

ιΊι ιι.ζαν έναν όλο και πιο στενό, όλο και πιο περίκλειστο χώ­

(ιιι). ο μονόλογος της διευθύντριας (που εστιαζόταν σε όλο

χω πιο προσωπικά θέματα), το βλέμμα της (επικίνδυνα

χιφφωμένο πάνω του), c'ιλα αυτά φανέρωναν σιγά σιγά την

IΧι\ι\ΙΧΥή TΓ(iOΎράμματoς κατάλαβε πως είχε βρεθεί σε μια

χιι.τιΧοταοη με αμετάκλητα προκαθορισμένη εξέλιξη' κατά­

AII.[i::: ΠΓ.uρ(;)ς πως η καριέρα του δεν κινδύνευε από την απέ­

χ():::ω τηι:: Ωιευθύντριας. αλλά ίσα ίσα από τη σωματική

ΙΟΤ::-Χ():::ΙΙl. που ένιωθε αυτός για τούτη την κοκαλιάρα με το

Iuι.ΙI(IΙΙ χνιι/ίΩι κάτω απ' τη μύτη. που τον παρότρυνε να πιει.

Τιιν ::-τιιαοε ένα σφίξιμο στο λαιμό.

)'ΠΙΧΧιιlιο::: στη διευθ/J'Iτρια και άδειασε το ποτήρι του.

ιχΛΛιί. γι ul.v τιΊσο έντονο τώρα το άγχος του. που το αλκοόλ

261

ΚΩΜΙΙ{Ol F: Ι'ΩΤΕΣ

δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Α ντιθετα. η διευθύντρια. που είχε πιει ήδη αρκετά. εγκατέλειψε εντελιος τη συνηθι­σμένη. συγκρατημένη στάση της. και στα Μγια της φάνηκε μια σχεδόν απειλητική έξαψη: «Για ένα σΙ,<ς ζηλει>ω» του είπε. «για τα νιάτα σας. Δεν μπορείτε ακόμα να ξέρετε τι εστί διάΨευση. τι εστί απογοήτευση. Βλέπετε ακόμα τον κόσμο με τα χρώματα της ελπίδας και της ομορφιάς».

Έσκυψε πάνω από το τραπέζι. πλησίασε το πρόσωπό της στο πρόσωπο του Έντουαρντ. και μέσα σε μελαγχολική σιωπή (μ' ένα βεβιασμένο χαμόγελο) κάρφωσε πάνω του κάτι τρομαχτικά μεγάλα μάτια. ενώ εκείνος στο μεταξύ σκεφτόταν πως, αν δεν τα καταφέρει να μεθύσει λιγάκι. η βραδιά θα καταλήξει σε φοβερό φιάσκο' έβαλε κονιάκ στο ποτήρι του χαι κατέβασε γρήγορα μια μεγάλη γουλιά.

Και η διευθι>ντρια συνέχισε: «Θέλω όμως κι εγώ να βλέ­πω τον κόσμο όπως εσείς. με τα ίδια χρC:ψατα!» Έπειτα σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα της. φοι>σχωσε το στήθος της και είπε: «Αλήθεια σας αρέσω; Αλήθεια;» Και πήγε γύρω απ' το τραπέζι και τράβηξε τον 'F:ντuυαρντ απ' το μανίκι: «Αλήθεια;»

«Ναι» είπε ο Έντουαρντ. «Ελάτε, θα χορέΨουμε» του είπε' άφησε το μανίκι του.

τινάχτηκε προς το ραδιόφωνο κι άρχισε να γυρίζει το κου­μπί. ώσπου πέτυχε χορευτική μουσική. Έπειτα στάθηκε χα­μογελαστή μπροστά του.

Ο Έντουαρντ σηκώθηκε. την έπιασε και άρχισε να τη στριφογυρίζει γύρω γι)ρω στο δωμάτιο. στο ρυθμό της μου­σικής. Η διευθύντρια κάθε τόσο ακουμπούσε τρυφερά το κεφάλι της στον ώμο του. έπειτα ξαφνικά το σήκωνε και τον κοιτούσε στα μάτια. έπειτα έπιανε και σιγομουρμούρι­ζε τη μελωδία.

262

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘF:ΟΣ

Ο Έντουαρντ ένιωθε τόσο άσχημα. που αρκετές φορές

σταμάτησε το χορό για να πιει λιγάκι. Τίποτα δε λαχτα­

ροι>σε περισσότερο απ' το να δ&)σει ένα τέλος στη φρίκη

αυτού του αδιάκοπου πηγαινέλα. αλλά και τίποτα δε φοβ6-

ταν περισσότερο από αυτ6 το τέλος. γιατί η φρίκη που θα

επακολουθούσε του φαινόταν μεγαλύτερη. Έτσι. εξακο­

λούθησε να στριφογυρίζει γύρω γύρω στο στενό δωμάτιο

την ντάμα του που σιγοτραγουδούσε. και στο μεταξι) περί­

μενε (με εναγώνια ανυπομονησία) την πολυπόθητη επίδρα­

ση του αλκο6λ. Όταν επιτέλους του φάνηκε πως οι αισθή­

σεις του είχαν αρκετά αμβλυνθεί απ' το κονιάκ. έσφιξε με

το ένα χέρι πάνω του τη διευθύντρια. κι έβαλε το άλλο του

χέίΙΙ στο στήθος της.

Ναι. έκανε τη χειρονομία που και μόνο η σκέψη της τον

φ('ιμαζε απ' την αρχιj της βραδιάς θα Όινε τα πάντα για

ψι- μην είχε να την χάνει. και TCrAfJ' όλα αυτά την έκανε

eπε,Λή. πιστέψτε με. ήταν πραγματιχά υποχρεωμένος να

[ην κάνει: η κατάσταση στην οποία είχε μπλέξει απ' την

lφχη της βραδιάς δεν του άφηνε κανένα περιθώριο διαφυ­

yI/,�' Οα ιιπορούσε σίγουρα να επιβραδύνει τη ροή της. αλ­

Λ" ίΊeν 11π(φοι)σε με τίποτα να τη σταματήσει. κι έτσι. βά­

(ιιν [It,� τ() χέ(ιι του στο στήθος της διευθύντριας. ο Έντου­

Ι'ι'ν ι Il.πΛ(;>ς υπάκουε στις επιταγές μιας αναπότρεπτης

Il.νII.Υ)(II.,,ι"ιτητας.

ΛΛΛιl. οι σι ινέπειες της χειρονομίας του ξεπέρασαν όλες

11" , Π( Η ,liΛCr!ιεις. 2:αν έπειτα από χτύπημα μαγικού ραβδιού

'/ ,i,.ι"Οllνφια άρχισε να σπαρταράει μέσα στην αγκαλιά

ΙΙΗΙ Cτιel,ΗI. πίεσε το τριχωτό πάνω της χείλι στο στόμα

111". 1':τιe'.ΗI. τον έσπρωξε πάνω στο ντιβάνι. και με σπα­

',I,(.}ί;'.){�ζ κινήσεις και βαθείς αναστεναγμούς του δάγκωσε

[" Ι' ,λι )(ιι.ι την άκρη της γλώσσας του. και τον πόνεσε πο-

ΚΩΜΙΚΟ ! ΕΡΩΤΕΣ

λύ. '�πειτα τραβήχτηκε απ' την αγκαλιΓι. του. του είπε «Πε­ρίμενε!» κι έτρεξε στο μπάνιο.

Ο Έντουαρντ έγλειψε το δάχτυλό του και διαπίστωσε πως η γλώσσα του είχε ματώσει ελαφρά. Τον πονοι)σε τόσο πολι) η δαγκωματιά, που χάθηκε η μέθη την οποία είχε με κόπο πετι)χει, κι ένιωσε πάλι εκείνο το σφίξιμο στο λαιμό. στη σκέψη τού τι τον περιμένει. Από το μπάνιο άκουγε με­γάλο θόρυβο από νερό. Άρπαξε το μπουκάλι το κονιάκ. το έφερε στα χείλη του και κατέβασε μια γερή δόση.

Αλλά είχε ήδη εμφανιστεί η διευθύντρια στην πόρτα. φορώντας ένα διάφανο νυχτικό (όλο δαντέλες στο στήθος) και προχωρούσε αργά προς το μέρος του. Τον αγκάλιασε. Έπειτα έκανε ένα βήμα πίσω και του είπε με επιτιμητικό ύφος: «Γιατί είσαι ακόμα ντυμένος ;»

O '�ντoυαρντ έβγαλε το σακάκι του και. καθώς κοιτοι)σε τη διευΟι)ντρια (που είχε καρφωμένα πάνω του τα μεγάλα της μάτια) . ένα μόνο σκεφτόταν. πως το κορμί του πιθανό­τατα θα σαμποτάριζε την προσπάθεια της θέλησής του. Γι' αυτό, με μοναδική του έγνοια να αφυπνίσει το κορμί του. της είπε με αβέβαιη φωνή: «Γδυθείτε εντελώς».

Κι εκείνη. με μιαν απότομη κίνηση. με υπάκουη θέρμη. πέταξε το νυχτικό της, αποκαλύπτοντας το λευκό κοκαλιά­ρικο σώμα της. όπου ξεχώριζε η πυκνή μαύρη τούφα σε με­λαγχολική εγκατάλειψη. Τον πλησίαζε αργά αργά. και ο

Έντουαρντ συνειδητοποίησε έντρομος αυτό που ήδη ήξερε: το κορμί του είχε κυριολεκτικά παραλύσει απ' το άγχος.

Ξέρω, κύριοι, πως με τα χρόνια συνηθίσατε αυτού του είδους την προσωρινή ανυπακοή του κορμιού σας, και κα­θόλου δε σας ανησυχεί. Αλλά καταλαβαίνετε; Ο Έντουαρντ ήταν νέος τότε. Το σαμποτάζ του κορμιού του τον έριχνε κάθε φορά σε απίστευτο πανικό και το θεωρούσε ανεπα-

264

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

νόρθωτο στίγμα, ανεξάρτητα αν για μάρτυρά του είχε ένα

όμορφο πρόσωπο ή ένα άσχημο και κωμικό σαν της διευθι)­

ντριας. Και ενώ η διευθύντρια ήθελε πια μόνο ένα βήμα για

να τον φτάσει, αυτός. έντρομος και μην ξέροντας τι να κά­

νει. είπε ξαφνικά. χωρίς καν να ξέρει πώς (μάλλον από

έμπνευση της στιγμής παρά από μελετημένο ελιγμό): «.\lη.

μη! Θεέ μου. μη! Είναι αμαρτία, θα 'ταν αμαρτία!» και τι­

νάχτηκε μ' έναν πήδο μακριά της.

Αλλά η διευθύντρια άρχισε να τον πλησιάζει μουρμουρί­

ζοντας: «Τι αμαρτία ; Δεν υπάρχει αμαρτία!»

Ο Έντουαρντ κατέφυγε πίσω απ' το τραπέζι όπου κά­

θονταν πριν από λίγο: «Όχι. Δεν έχω το δικαίωμα. δεν έχω

το δικαίωμα».

Η διευθύντρια έσπρωξε την πολυθρόνα που της έφραζε

το δρόμο και συνέχισε να πλησιάζει τον Έντουαρντ. χωρίς

να ξεκολλάει από πάνω του τα μεγάλα μαύρα μάτια της

«Δεν υπάρχει αμαρτία! Δεν υπάρχει αμαρτία!»

Ο Έντουαρντ έκανε το γίψο του τραπεζιού' πίσω του

ήταν πια μόνο το ντιβάνι. και η διευθύντρια ήταν πολι) κο­

ντά του. Δεν μπορούσε πια να ξεφύγει. και σίγουρα η τερά­

στια απελπισία του τον ώθησε, εκείνη τη στιγμή του αδιε­

ξrίδoυ. να προστάξει τη διευθύντρια: «Γονάτισε!»

Ι { διευθι)ντρια τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. αλλά

('ιταν αυτός της ξανάπε με σταθερή αν και απελπισμένη

φωνή: «Ι Όνάτισε! », εκείνη γονάτισε με θέρμη μπροστά του

και του αγκάλιασε τα πόδια.

« Κάτω τα χέρια σου!» της φώναξε. «Ένωσέ τα!»

Εκείνη τον κοίταξε και πάλι χωρίς να καταλαβαίνει.

</ I �νωσε τα χέρια! Δεν ακούς ;»

1 1 διεuΘι')ντρια ένωσε τα χέρια της.

« 1 1 (>oσεuχήσoυ! » τη διέταξε.

ΚΩΜI Κ O l ΕΡΩΤΕΣ

Η διευθύντρια με τα χέρια ενωμένα σήκωσε προς αυτόν

τα φλογισμένα μάτια της.

«Προσευχήσου ! Για να μας συχωρέσει ο Θεός ! » της φώ­

ναξε.

Η διευθύντρια είχε τα χέρια της ενωμένα και τον κοιτού­

σε με τα μεγάλα της μάτια, και οΈντουαρντ όχι μόνο κέρ­

διζε πολύτιμο χρόνο, αλλά στη στάση αυτή, έτσι όπως την

κοιτούσε από ψηλά, άρχισε να χάνει το οδυνηρό συναίσθη­

μα πως ήταν απλώς η λεία της και ξαναβρήκε την αυτοπε­

ποίθη σή του. Έκανε ένα βήμα πίσω, για να τη βλέπει ολό­

κληρη. και επανέλαβε τη διαταγή του: «Ωροσευχήσου !»

Κι επειδή εκείνη έμενε σιωπηλή, της φώναξε: «Δυνατά! »

Και ιδού: η γονατιστή κοκαλιάρα και γυμνή γυναίκα άρ­

χισε να απαγγέλλει: Πάτερ ημών εν τοις ουρανοίς, αγιασθή­

τω το όνομά σου. ελθέτω η βασιλεία σου . . .

Και καθώς πρόφερε τα λόγια της προσευχής σήκωνε τα

μάτια της πάνω του σαν να 'ταν ο ίδιας ο Θεός. Εκείνος την

παρατηρούσε με όλο και μεγαλύτερη απόλαυση: μπροστά

του ήταν γονατιστή η διευθύντρια, ταπεινωμένη από έναν

υφιστάμενο ' μπροστά του ήταν γυμνή η επαναστάτρια. τα­

πεινωμένη από την προσευχή' μπροστά του ήταν μια γυ­

ναίκα σε στάση προσευχής. ταπεινωμένη από τη γύμνια της.

Η τριπλή αυτή εικόνα της ταπείνωσης τον μέθυσε. και

τότε συνέβη κάτι απροσδόκητο: το κορμί του σταμάτησε

την παθητική αντίστασή του ' ο Έντουαρντ καύλωσε!

Τη στιγμή που η διευθύντρια έλεγε: Και μη εισενΈΥκης

ημάς εις πεψασμόν, οΈντουαρντ πέταξε βιαστικά όλα του

τα ρούχα. Όταν η διευθύντρια είπε: Αμήν, τη σήκωσε από

κάτω βίαια και την έσυρε στο ντιβάνι.

266

Ο ΕΝΤΟΥ ΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

9

Αυτά την Πέμπτη ' το Σάββατο ο Έντουαρντ πήγε με την

Άλιτσε εκδρομή. στο σπίτι του αδερφού του, που τους υπο­

δέχτηκε εγκάρδια και τους έδωσε το κλειδί του μικρού εξο­

χικού του.

Οι δυο ερωτευμένοι πέρασαν όλο το απόγευμα περπα­

τώντας στα δάση και τα λιβάδια . Φ ιλιόντουσαν, και τα ευ­

χαριστημένα χέρια του Έντουαρντ διαπίστωσαν πως η φα­

νταστική γραμμή που χώριζε στο ύψος του αφαλού τη ζώνη

της αθωότητας από τη ζώνη της πορνείας δεν ίσχυε πια.

Αρχικά θέλησε να επιβεβαιώσει το πολυπόθητο αυτό γεγο­

νός και με λόγια, αλλά δίστασε' σκέφτηκε πως καλύτερα

να μην πει τίποτα.

Σωστά το σκέφτηκε: η απρόσμενη μεταστροφή της Άλι­

τσε δεν είχε καμία σχέση με τις προσπάθειες που κατέβαλ­

λε εδώ και βδομάδες οΈντουαρντ για να την πείσει, δεν εί­

χε καμία σχέση με τη λογική της επιχειρη ματολογίας του.

Στην πραγματικότητα. οφειλόταν αποκλειστικά στην είδη­

ση για το μαρτύρια του Έντουαρντ. άρα σε ένα λάθος αλ­

λά και πάλι. ανάμεσα σ' αυτό το λάθος και στην απόφαση

στην οποία οδηγήθηκε η Άλιτσε δεν υπήρχε καμία λογική

σχέση ' γιατί. ελάτε να το σκεφτούμε μισό λεπτό: το γεγο­

νός ότι ο Έντουαρντ δεν απαρνήθηκε την πίστη του ακόμα

και τη στιγμή του μαρτυρίου γιατί τάχα να παρακινήσει την

Άλιτσε να απιστήσει στον θείο νόμο; Έπρεπε να προδώσει

το Θεό της μπροστά στον Έντουαρντ, επειδή ο Έντουαρντ

αρνήθηκε να τον προδώσει μπροστά στην εξεταστική επι­

τροπή;

Σ ' αυτή την κατάσταση η παραμικρή σκέψη που θα εκ-

267

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

φραζόταν μεγαλόφωνα υπήρχε κίνδυνος να αποκαλύψει

στην Άλιτσε τον παραλογισμό της στάσης της. Άρα, καλά

έκανε και σώπαινε ο Έντουαρντ, γεγονός που πέρασε τε­

λείως απαρατήρητο, αφού η Άλιτσε δεν είχε πάψει να μι­

λάει ' ήταν χαρούμενη, και τίποτα δεν έδειχνε πως η μετα­

στροφή που είχε σημειωθεί μέσα στην ψυχή της υπήρξε

δραματική ή οδυνηρή.

Όταν σκοτείνιασε. γύρισαν στο μικρό εξοχικό, άναψαν το

φως, άνοιξαν το πτυσσόμενο κρεβάτι, άρχισαν να φιλιού­

νται, και η Άλιτσε είπε στον Έντουαρντ να σβήσει το φως.

Επειδή όμως από το παράθυρο περνούσε το νυχτερινό ημ ί­

φως, η Άλιτσε έβαλε τον Έντουαρντ να κλείσει και τα πα­

ντζούρια. Και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι η Άλιτσε γδύθηκε

και του δόθηκε.

Τόσες βδομάδες περίμενε ο Έντουαρντ αυτές τις στιγ­

μές και, τι περίεργο, τώρα που επιτέλους γίνονταν πραγ­

ματικότητα, η σημασία τους δεν ανταποκρινόταν στο χρόνο

της αναμονής του' ίσα ίσα, του φάνηκαν όλα τόσο εύκολα

και αυτονόητα που, κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης,

ήταν σχεδόν αφηρημένος και μάταια αγωνιζόταν να διώξει

τις σκέψεις που του περνούσαν απ' το μυαλό: αναλογιζό­

ταν αυτές τις ατέλειωτες κι ανώφελες βδομάδες που η Άλι­

τσε τον βασάνιζε με την ψυχρότητά της, αναλογιζόταν όλα

τα προβλήματα που του είχε δημιουργήσει η Άλιτσε στο

σχολείο, κι έτσι, αντί για ευγνωμοσύνη που του δόθηκε,

ένιωθε κάτι σαν εκδικητική μνησικακία. Αγανακτούσε που

η Άλιτσε είχε προδώσει έτσι εύκολα και δίχως τύψεις τον

Αντιπορνικό Θεό της, τον οποίο λάτρευε φανατικά ώς τότε'

αγανακτούσε που καμία επιθυμία, κανένα συμβάν, καμία

αναστάτωση δεν μπορούσε να ταράξει τη νηφαλιότητά

της αγανακτούσε που την έβλεπε να τα ζει όλα αυτά χωρίς

268

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

εσωτερικές συγκρούσεις, σίγουρη για τον εαυτό της και

χωρίς καμία δυσκολία. Και κυριευμένος πια από αυτή την

αγανάκτηση, προσπάθησε να κάνει έρωτα μαζί της β ίαια

και μανιασμένα, μήπως της αποσπάσει κάποια κραυγή,

έναν αναστεναγμό, μια λέξη, ένα βογκητό' αλλά τίποτα! Η

κοπέλα έμενε βουβή και, παρ' όλες τις προσπάθειες του

Έντουαρντ, όλα τέλειωσαν ήπια και σιωπηλά.

Έ πειτα η Άλιτσε χώθηκε στην αγκαλιά του κι αποκοιμή­

θηκε γρήγορα, ενώ ο Έντουαρντ έμεινε ώρα ξύπνιος και

συνειδητοποίησε πως δε νιώθει καμία χαρά. Προσπάθησε

να φανταστεί την Άλιτσε (όχι εμφανισιακά, αλλά ει δυνα­

τόν την ύπαρξή της στη βαθύτερη ουσία της) και κατάλαβε

αμέσως πως η εικόνα που είχε γι' αυτήν ήταν συΥκεχυ­

μένη.

Ας σταθούμε λίγο στη λέξη αυτή: η Άλιτσε, όπως την

έβλεπε ώς τότε, παρ' όλη την αφέλειά της, ήταν ένα πλά­

σμα σταθερό, με σαφές περίγραμμα: η όμορφη απλότητα

της εμφάνισής της έμοιαζε να αντιστοιχεί στη στοιχειώδη

απλότητα της πίστης της, και η απλότητα του πεπρωμένου

της έμοιαζε να είναι η αιτία της στάσης της. Ώς τότε ο

Έντουαρντ την έβλεπε σαν ένα πλάσμα μονολιθικό και συ­

μπαγές: μπορεί να την κορόιδευε. να την αναθεμάτιζε, να

την εξαπατούσε με τις πονηριές του, αλλά ήθελε δεν ήθελε

(και δεν ήθελεη τη σεβόταν.

Νά όμως που η παγίδα της Ψεύτικης είδησης (μια παγί­

δα που δεν την είχε στήσει ο ίδιος) έσπασε τη συνοχή τής

ύπαρξής της, κι ο Έντουαρντ σκέφτηκε πως οι ιδέες τής

Άλιτσε στην πραγματικότητα ήταν απλώς κάτι κολλημένο

πάνω στο πεπρωμένο της. και το πεπρωμένο της ήταν απλώς

κάτι κολλημένο πάνω στο σώμα της κι έτσι την έβλεπε πια

σαν τυχαίο σύνολο κορμιού, ιδεών και κάποιων βιογραφι-

269

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

κών δεδομένων, ένα μη οργανικό, αυθαίρετα συγκροτημένο

και ασταθές σύνολο. Ο Έντουαρντ έφερε στο νου του την

Άλιτσε (που ανάσαινε βαθιά πάνω στον ώμο του) , και είδε

απ' τη μια το κορμί της κι απ' την άλλη τις ιδέες της. το

κορμί τού άρεσε, οι ιδέες τού φαίνονταν γελοίες, και το

κορμί αυτό κι αυτές οι ιδέες δεν σχημάτιζαν καμία ενότη­

τα' την ε ίδε σαν μια γραμμή ρουφηγμένη από στυπόχαρτο:

χωρίς περίγραμμα, χωρίς σχήμα.

Ναι, του άρεσε όντως το κορμί αυτό. Το πρωί που ξύ­

πνησε η Άλιτσε, την υποχρέωσε να μείνει γυμνή, κι αυτή

που χτες ακόμα επέμενε να κλείσουν τα παντζούρια, γιατί

την ενοχλούσε το χλομό φως των αστεριών, ξέχασε τώρα

κάθε ντροπή. Ο Έντουαρντ την περιεργαζόταν, έτσι που

την έβλεπε να τριγυρνάει χαρούμενη. ψάχνοντας το τσάι

και τις φρυγανιές για το πρωινό' όταν εκείνη γύρισε και τον

κοίταξε κάποια στιγμή, τον είδε σκεφτικό. Τον ρώτησε τι

έχει. Της είπε ότι, μόλις πάρουν το πρωινό τους, πρέπει να

πεταχτεί να δει τον αδερφό του.

Ο αδερφός του τον ρώτησε πώς τα πάει με το σχολείο' ο

Έντουαρντ είπε πως γενικά καλά τα πάει, και ο αδερφός

του τού είπε: «Αυτή η Τσεχάτσκοβα είναι μεγάλη βρόμα,

αλλά την έχω συχωρέσει από καιρό. Τη συχώρεσα γιατί δεν

ήξερε τι έκανε. Ήθελε να μου κάνει κακό, αλλά χάρη σ' αυ­

τήν είμαι ευτυχισμένος τώρα. Βγάζω περισσότερα σαν

αγρότης, και η επαφή μου με τη φύση με σώζει απ' τον

σκεπτικισμό στον οποίο υποκύπτουν οι άνθρωποι της πό­

λης».

«Κι εμένα τελικά μου έφερε τύχη αυτή η γυναίκα» είπε

σκεφτικός ο Έντουαρντ, και διηγήθηκε στον αδερφό του

πως είχε ερωτευτεί την Άλιτσε, πως είχε προσποιηθεί ότι

πιστεύει στο Θεό, πως είχε χρειαστεί να παρουσιαστεί

270

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

μπροστά σε επιτροπή, πως αυτή η Τσεχάτσκοβα είχε θελή­

σει να τον αναμορφώσει, και τελικά η Άλιτσε του δόθηκε.

παίρνοντάς τον για οσιομάρτυρα. Αλλά δεν του διηγήθηκε

την ιστορία ώς το τέλος, που υποχρέωσε τη διευθύντρια να

πει το Πάτερ ημών, γιατί του φάνηκε ότι διέκρινε στα μά­

τια του αδερφοι'ι του κάποια αποδοκιμασία. Σώπασε, και ο

αδερφός του τού είπε:

«Σίγουρα έχω ελαττώματα. αλλά ένα πράγμα μπορώ να

πω με σιγουριά: Δεν έπαιξα ποτέ θέατρο και πάντοτε έλε­

γα καταπρόσωπο στους άλλους αυτό που σκεφτόμουν».

Ο Έντουαρντ τον αγαπούσε τον αδερφό του και πληγώ­

θηκε από την αποδοκιμασία του. Πήγε να δικαιολογηθεί κι

άρχισαν να μαλώνουν. Στο τέλος ο Έντουαρντ του είπε:

«Το ξέρω πως ήσουν πάντοτε ευθύς και πως είσαι πε­

ρήφανος γι' αυτό. Αλλά γιά πες μου τώρα: Γιατί να λέμε

την αλήθεια ; Τι μας υποχρεώνει να λέμε την αλήθεια ; Και

γιατί το να λέμε την αλήθεια θεωρείται αρετή ; Πες ότι συ­

ναντάς έναν τρελό, που ισχυρίζεται πως είναι Ψάρι, αλλά

και πως όλοι μας είμαστε ψάρια. Θα κάτσεις να τσακωθείς

μαζί του ; Θα γδυθείς για να του δείξεις πως δεν έχεις πτε­

ρύγια ; Θα του πεις καταπρόσωπο αυτό που σκέφτεσαι ; Γιά

πες μου!»

Ο αδερφός του σώπαινε και ο Έντουαρντ συνέχισε: «Αν

του έλεγες την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, αυτό δηλαδή

που σκέφτεσαι για κείνον. σημαίνει πως δέχεσαι να πιάσεις

σοβαρή κουβέντα μ' έναν τρελό, και άρα είσαι κι εσύ τρε­

λός. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τον κόσμο που μας περι­

βάλλει. Αν επέμενες να του πεις την αλήθεια καταπρόσω­

πο. θα σήμαινε πως τον παίρνεις στα σοβαρά. Και το να

παίρνεις στα σοβαρά κάτι τόσο ασόβαρο, σημαίνει πως

έχεις χάσει όλη τη σοβαρότητά σου. Εγώ όμως πρέπει να

2 7 1

ΚΩΜ Ι ΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

πω ψέματα, για να μην πάρω στα σοβαρά τους τρελούς και

να μην τρελαθώ κι ο ίδιος».

1 0

Κυριακή απόγευμα πια, και οι δυο ερωτευμένοι πήραν το

δρόμο της επιστροφής ήταν μόνοι τους σ' ένα κουπέ (η κο­

πέλα τιτίβιζε και πάλι μες στην καλή χαρά) και ο Έντου­

αρντ θυμήθηκε πόσο είχε χαρεί, εντελώς πρόσφατα, στη

σκέψη ότι μπορεί να έβρισκε στην Άλιτσε, σ' αυτό το προ­

αιρετικό στοιχείο της ζωής του, μια σοβαρότητα που δε θα

την έβρισκε ποτέ στις δικές του ασχολίες, και συνειδητο­

ποίησε με θλίψη (οι ρόδες χτυπούσαν ειδυλλιακά στους αρ­

μούς των σιδηροτροχιών) πως η ερωτική ιστορία που μόλις

είχε ζήσει με την Άλιτσε ήταν γελοία, φτιαγμένη από τυ­

χαία γεγονότα και από λάθη. χωρίς καμία σοβαρότητα ή

σημασία' άκουγε τα λόγια της Άλιτσε. έβλεπε τις κινήσεις

της (του έσφιγγε το χέρι) και σκέφτηκε πως είναι σημάδια

χωρίς σημασία. ακάλυπτες επιταγές. χάρτινα βάρη, που

δεν μπορούσε να τους δώσει μεγαλι)τερη αξία απ' όση θα

'δινε ο Θεός στην προσευχή της γυμνής διευθύντριας και

σκέφτηκε ξαφνικά πως όλοι αυτοί τους οποίους συνανα­

στρεφόταν σε τούτη την πόλη ήταν στην πραγματικότητα

γραμμές ρουφηγμένες από στυπόχαρτο, πλάσματα με εναλ­

λάξιμες στάσεις. πλάσματα χωρίς συμπαγή ουσία' αλλά το

χειρότερο. το ακόμα χειρότερο (σκέφτηκε έπειτα) , είναι που

ο ίδιος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από σκιά όλων αυτών

των ανθρώπων-σκιών. γιατί εξαντλούσε όλη τη δύναμη του

μυαλού του στο πώς θα προσαρμοστεί σ' αυτούς και θα

272

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

τους μιμηθεί' όμως. όσο και να τους μιμούνταν γελώντας

από μέσα του, χωρίς να τους παίρνει στα σοβαρά, όσο κι αν

προσπαθούσε να τους γελοιοποιήσει κρυφά (και να δικαιώ­

σει έτσι τη δική του προσπάθεια προσαρμογής) , δεν άλλαζε

τίποτα, γιατί η μίμηση. ακόμα και η κακεντρεχής. δεν παύει

να 'ναι μίμηση, ακόμα κι η σκιά που γελάει σαρκαστικά δεν

παύει να 'ναι σκιά. κάτι πάντοτε δευτερογενές, παράγωγο.

αξιοθρήνητο.

Ήταν ταπεινωτικό. φοβερά ταπεινωτικό. Οι ρόδες χτυ­

πούσαν ειδυλλιακά στους αρμούς των σιδηροτροχιών (η κο­

πέλα τιτίβιζε) και ο Έντουαρντ είπε:

«Άλιτσε, είσαι ευτυχισμένη;»

«Ναι» είπε η Άλιτσε.

«Εγώ είμαι απελπισμένος» είπε οΈντουαρντ.

«Τρελάθηκες;» είπε η Άλιτσε.

«Δεν έπρεπε να το κάνουμε αυτό. Δεν έπρεπε.»

«Τι σ' έπιασε τώρα; Αφού εσύ το ήθελες!»

«Ναι. το ήθελα» είπε ο Έντουαρντ. «Αλλά ήταν το με­

γαλύτερό μου σφάλμα. που δε θα μου το συχωρέσει ποτέ ο

Θεός. Ήταν αμαρτία, Άλιτσε.»

«Έλα τώρα. τι έπαθες ξαφνικά;» είπε ήρεμα η κοπέλα.

«Εσύ δεν έλεγες και ξανάλεγες πως ο Θεός θέλει την αγά­

πη, προπάντων την αγάπη;»

Όταν ο Έντουαρντ είδε πως η Άλιτσε είχε ιδιοποιηθεί

ήσυχα και ωραία τις θεολογικές σοφιστείες του που τόσο

λίγο τον είχαν βοηθήσει εκείνον, πρόσφατα ακόμα. στη δύ­

σκολη μάχη που έδινε. έγινε θηρίο: «Σ' το 'πα για να σε δο­

κιμάσω. Τώρα ξέρω τι σόι πίστη έχεις στο Θεό! Αλλά ό­

ποιος φτάνει να προδώσει το Θεό, εκατό φορές πιο ει)κολα

θα προδώσει έναν άνθρωπο!»

Η Άλιτσε έβρισκε πάντοτε έτοιμες απαντήσεις, αλλά θα

273

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ήταν πιο συνετό εκ μέρους της να μην τις έβρισκε, γιατί μ'

αυτές τις απαντήσεις υποδαύλιζε το εκδικητικό μένος του

Έντουαρντ , Ο Έντουαρντ συνέχισε να μιλάει ασταμάτητα

και με ευφράδεια (κάποια στιγμή χρησιμοποίησε και τις

λέξεις ναυτία και σωματική αποστροφή) , ώσπου κατάφερε

(επιτέλους !) να αποσπάσει από αυτό το γαλήνιο και τρυφε­

ρό πρόσωπο αναφιλητά, δάκρυα και βογκητά,

«Αντίο» της είπε στο σταθμό, και την άφησε δακρυσμέ­

νη, Όταν πια βρέθηκε σπίτι του, έπειτα από κάμποσες

ώρες, και καταλάγιασε αυτός ο περίεργος θυμός του, συ­

νειδητοποίησε όλες τις συνέπειες αυτού που μόλις είχε κά­

νει: έφερε στο νου του αυτό το κορμί που το ίδιο εκείνο

πρωινό τριγυρνούσε ολόγυμνο μπροστά του, κι όταν σκέ­

φτηκε ότι αυτό το όμορφο κορμί το είχε διώξει ο ίδιος, με

τη θέλησή του, χαρακτήρισε τον εαυτό του ηλίθιο και πολύ

θα 'θελε να τον χαστουκίσει ,

Αλλά ό,ΤΙ έγινε έγινε, και τίποτα δεν άλλαζε πια.

Εδώ, για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να προσθέσω ότι ο

Έντουαρντ, παρόλο που ένιωθε κάποια θλίψη στη σκέψη

πως είχε χαθεί έτσι ένα όμορφο κορμί, αρκετά γρήγορα ξε­

πέρασε αυτή την απώλεια. Όταν πρωτόρθε σ' αυτήν τη μι­

κρή πόλη, του έλειπε ο σαρκικός έρωτας, και υπέφερε' αλ­

λά αυτή η έλλειψη ήταν τελείως προσωρινή' ο Έντουαρντ

δε χρειάστηκε να υποφέρει πια. Μία φορά τη βδομάδα πή­

γαινε στο σπίτι της διευθύντριας (η συνήθεια απελευθέρω­

σε το σώμα του απ' το αρχικό άγχος), και είχε αποφασίσει

πως θα εξακολουθήσει να πηγαίνει τακτικά, ώσπου να ξε­

καθαρίσουν οριστικά τα πράγματα στο σχολείο. Επιπλέον,

επιδιδόταν με όλο και μεγαλύτερη επιτυχία στο κυνήγι διά­

φορων γυναικών και νεαρών κοριτσιών. Έτσι, εκτιμούσε

ιδιαίτερα τις στιγμές που έμενε μόνος, κι άρχισαν να του

274

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

αρέσουν οι μοναχικοί περίπατοι, που τους συνδύαζε καμιά

φορά (δώστε λίγη προσοχή, παρακαλώ, σ' αυτήν τη λεπτο­

μέρεια) μ' ένα πέρασμα από την εκκλησία.

Όχι, μη φοβάστε, ο Έντουαρντ δεν άρχισε να πιστεύει

στο Θεό. Δεν έχω την πρόθεση να κορυφώσω την ιστορία

μου με μια τόσο κραυγαλέα παραδοξολογία. Αλλά, ενώ

ήταν μάλλον σίγουρος πως δεν υπάρχει Θεός, οΈντουαρντ

γυρόφερνε στο μυαλό του με κάποια νοσταλγία την ιδέα

του Θεού.

Ο Θεός είναι η ίδια η ουσία, ενώ οΈντουαρντ (και πέρα­

σαν στο μεταξύ κάμποσα χρόνια από τις ιστορίες του με

την Άλιτσε και με τη διευθύντρια) δε βρήκε ποτέ τίποτα

ουσιαστικό ούτε στους έρωτές του, οι)τε στη δουλειά του,

ούτε στις ιδέες του. Αλλά είναι τόσο έντιμος, που δεν μπο­

ρεί να ισχυριστεί πως βρίσκει το ουσιαστικό στο μη ουσια­

στικό, και τόσο αδύναμος που λαχταράει κρυφά το ουσια­

στικό.

Αχ, κυρίες και κι)ριοι, τι θλιβερή που είναι η ζωή, όταν

δεν μπορείς να πάρεις τίποτα στα σοβαρά, τίποτα και κα­

νέναν!

Γι' αυτό και οΈντουαρντ λαχταράει έναν Θεό, γιατί μό­

νο ο Θεός είναι απαλλαγμένος από την υποχρέωση να εμ­

φα νίζεται και μπορεί απλώς να υπάρχει' γιατί μόνο αυτός

αποτελεί (μόνο αυτός, μοναδικός και ανύπαρκτος) την ου­

σιαστική αντίθεση αυτού του κόσμου, που είναι υπαρκτός

κυρίως επειδή είναι μη ουσιαστικός.

Έτσι, ο Έντουαρντ πάει καμιά φορά και κάθεται μέσα

στην εκκλησία και σηκώνει ψηλά στο θόλο τα ονειροπόλα

μάτια του . Σε μια τέτοια στιγμή θα τον αποχαιρετήσουμε

κι εμείς: αργά το απόγευμα, η εκκλησία είναι σιωπηλή και

άδεια, ο Έντουαρντ κάθεται σ' έναν ξύλινο πάγκο και νιώ-

275

ΚΩΜΙ ΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

θει θλίψη στη σκέψη πως δεν υπάρχει Θεός . Αλλά είναι τέ­

τοια η θλίψη του εκείνη τη στιγμή, που βλέπει ξαφνικά να

αναδύεται από τα βάθη της το πραγματικό. ζωντανό πρό­

σωπο του Θεού. Κοιτάξτε! Είναι αλήθεια! Ο Έντουαρντ χα ­

μογελάει ! Χαμογελάει, και το χαμόγελό του είναι ευτυχι­

σμένο . . .

Κρατήστε τον , σας παρακαλώ, στη μνήμη σας μ ' αυτό

το χαμόγελο.

Γράφτηκε στη Βοημία μεταξύ 1 959 και 1 968

Από τις εκδόσεις τπς Εστίας κυκλοφορούν:

Το αστείο Μετ. Γιόννης Η. Χάρης

Η ζωΓι είναι αλλού

Μετ. Γιάννης Η. Χάρης

Το βαλς του αποχαιΡετισμού Μετ. Γιάννης Η. Χάρης

Ο Ιάκωβος κι ο αφέντπς του Μετ. Αμολίο Τσακνιά

Η αβάσταχτπ ελαφρότπτα του είναι Μετ. Κατερίνα Δασκαλάκη

Η τέχνπ του μυθιστορΓιματος Μετ. Φίλιππος Δρακονταειδής

Η αθανασία

Μετ. Κατερίνα Δασκαλάκη

Οι προδομένες διαθΓικες Μετ. Γιάννης Η. Χάρης

Η βραδύτπτα

Μετ. Σεραφείμ Βελέντζας

Η ταυτότπτα Μετ. Γιάννης Η. Χόρης

Η άγνοια

Μετ. Γιάννης Η. Χάρης

Ο πέπλος. Δοκίμιο σε εφτά μέρπ Μετ. Γιάννης Η. Χάρης

Σ Ε Ι Ρ Α Ε Ν Η Σ ΛΟΓΟΤΕΧ ΝΙΑΣ

«Πες ότι συναντάς έναν τρελό, που ισχυρίζεται πως είναι ψάρι, αλλά και π

όλοι μας είμαστε ψάρια. θα κάτσεις να τσακωθείς μαζί του; θα γδυθείς για

του δείξεις πως δεν έχεις πτερύγια; θα του πεις καταπρόσωπο αυτό που σκέ­

φτεσαι; Γιά πες μουl"

Ο αδερφός του σώπαινε και ο Έντουαρντ συνέχισε: «Αν του έλεγες τπν o�

θεια και μόνο τπν αλrΊθεια, αυτό δπλαδrΊ που σκέφτεσαι για κείνον, σπμαίνει

πως δέχεσαι να πιάσεις σOβαρrΊ κουβέντα μ' έναν τρελό, και άρα είσαι κι εσύ

τρελός. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τον κόσμο που μας περιβάλλει. Αν επέ­

μενες να του πεις τπν αλrΊθεια καταπρόσωπο, θα σrΊμαινε πως τον παίρνεις στα

σοβαρά. Και το να παίρνεις στα σοβαρά κάτι τόσο ασόβαρο, σπμαίνει πως

έχεις Χάσει όλπ τπ σοβαρότπτά σου. Εγώ όμως πρέπει να πω ψέματα, για να

μπν πάρω στα σοβαρά τους τρελούς και να μπν τρελαθώ κι ο ίδιος".

Οι Κωμικοί έρωτες, γραμμένοι μέσα σε μια δεκαετία, μεταξύ 1959 και 1968,

πριν δπλαδι1 από το Αστείο (1967) και παράλλπλα με αυτό, εκδίδονται το 1970

και θεωρούνται έτσι το δεύτερο έργο του Κούντερα. «Ως τα τριάντα μου» λέ­

ει σε συνέντευξπ του ο Κούντερα «έγραφα διάφορα πράγματα: κυρίως μου σl­

κΓΊ, αλλά και ποίπσπ, έγραψα ακόμα κι ένα θεατρικό, [ ... ] αναζπτώντας τπ φω­

νπ μου, το ύφος μου, αναζπτώντας τον εαυτό μου. Με τπν πρώτπ ιστορία των

Κωμικών ερώτων (γραμμένπ το 1959) είχα τπ βεβαιότπτα πως "με βρΓΊκα". "Εγl­

να πεζογράφος, μυθιστοριογράφος, και δεν είμαι τίποτ' άλλο".

Το εντυπωσιακό είναι ότι με το έργο αυτό, που αρθρώνεται σε επτά ανεξάρτπ­

τες ιστορίες, ο Κούντερα δεν έχει βρει μόνο τα θέματά του, προαναγγέλλο­

ντας έτσι τα κατοπινά μυθιστορπματά του, αλλά και τα εκφραστικά του μέσα,

το ύφος του, πλr'1ρως διαμορφωμένο rΊδπ.

Κωμικοί έρωτες, δπλαδι1 έρωτες για γέλια, στπν κατπγορία μάλλον του ασό­

βαρου παρά του γελοίου, με τον γνωστό πικρό σαρκασμό με τον οποίο ανατέ­

μνει ο συγγραφέας τπν ψυχπ του σύγχρονου ανθρώπου και τπς εποχπς του.

ISBN 978-960-05-1349-3

11 9 7�9ι)υυ