16
ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ Ο γκριζομάτης Βασιλιάς Δόξα σε σένα αιώνιε πόνε! Χθες πέθανε ο γκριζομάτης βασιλιάς, Κόκκινο το φθινόπωρο κι η νύχτα μελαγχολική, Ο άνδρας μου επιστρέφοντας είπε με ησυχία: «Ξέρεις, κάτω απ’ τη παλιά τον βρήκαμε την δρυ, απ’ το κυνήγι τον κουβάλησαν τέσσερις άνδρες εκεί. Τόσο νέος…Θλίβομαι για τη βασίλισσα. Μέσα σε μια νύχτα της άσπρισαν τα μαλλιά». Βρήκε την πίπα του στην παραστιά, Κι έφυγε όπως συνήθιζε το βράδυ στη δουλειά Τώρα την μικρή μου κόρη θα ξυπνήσω, Και τα ματάκια της, τα γκρίζα, θα αντικρύσω. Έξω απ’ το παράθυρο οι λεύκες οι ψηλές θροΐζουν στην αυλή «Ο Βασιλιάς σου δεν πια στη γη…» (1910) Ο Ψαράς Χέρια ψηλά ως τους ώμους γυμνά Και μάτια σαν πάγος γαλανά. Πνιγηρή και τραχιά από πίσσα η οσμή, Ηλιοκαμένος είσαι και σου πάει πολύ. Αιώνια και πάντα είν’ ανοιχτός Του γαλάζιου πουκαμίσου σου ο λαιμός. Οι γυναίκες των ψαράδων αναστενάζουν Αναψοκοκκινίζοντας μπροστά σου. Ακόμα κι η κοπέλα η μικρή, Που με τις ρέγκες στην πόλη περπατεί Πέρα δώθε στην παραλία το βράδυ Χαμένη τριγυρίζει. Χλωμά τα μάγουλα, τα χέρια κοιμισμένα, Τα μάτια της βαθιά και κουρασμένα,

ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

  • Upload
    xgial

  • View
    32

  • Download
    5

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Citation preview

Page 1: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Ο γκριζομάτης Βασιλιάς

Δόξα σε σένα αιώνιε πόνε!

Χθες πέθανε ο γκριζομάτης βασιλιάς,

Κόκκινο το φθινόπωρο κι η νύχτα μελαγχολική,

Ο άνδρας μου επιστρέφοντας είπε με ησυχία:

«Ξέρεις, κάτω απ’ τη παλιά τον βρήκαμε την δρυ,

απ’ το κυνήγι τον κουβάλησαν τέσσερις άνδρες εκεί.

Τόσο νέος…Θλίβομαι για τη βασίλισσα.

Μέσα σε μια νύχτα της άσπρισαν τα μαλλιά».

Βρήκε την πίπα του στην παραστιά,

Κι έφυγε όπως συνήθιζε το βράδυ στη δουλειά

Τώρα την μικρή μου κόρη θα ξυπνήσω,

Και τα ματάκια της, τα γκρίζα, θα αντικρύσω.

Έξω απ’ το παράθυρο οι λεύκες οι ψηλές θροΐζουν στην αυλή

«Ο Βασιλιάς σου δεν πια στη γη…»

(1910)

Ο Ψαράς

Χέρια ψηλά ως τους ώμους γυμνά

Και μάτια σαν πάγος γαλανά.

Πνιγηρή και τραχιά από πίσσα η οσμή,

Ηλιοκαμένος είσαι και σου πάει πολύ.

Αιώνια και πάντα είν’ ανοιχτός

Του γαλάζιου πουκαμίσου σου ο λαιμός.

Οι γυναίκες των ψαράδων αναστενάζουν

Αναψοκοκκινίζοντας μπροστά σου.

Ακόμα κι η κοπέλα η μικρή,

Που με τις ρέγκες στην πόλη περπατεί

Πέρα δώθε στην παραλία το βράδυ

Χαμένη τριγυρίζει.

Χλωμά τα μάγουλα, τα χέρια κοιμισμένα,

Τα μάτια της βαθιά και κουρασμένα,

Page 2: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Τα πόδια της καβούρια ανασκαλεύουν,

ξεσέρνοντας στην αμμουδιά.

Δεν μπορεί πια να τα πιάσει,

Τεντώνοντας τα χέρια.

Ολοένα πάλλεται πιο δυνατά, από πόθο

Της πληγής της το αίμα.

(1911)

Ι.

Είναι τέσσερις εβδομάδες που μυρίζει πυρκαγιά

Πάνω απ’ το βάλτο, εκεί που η τύρφη καίγεται, αναδύεται η μυρωδιά.

Ακόμη και των πουλιών το τραγούδι κομμένο ηχεί

Κι ούτε ένα φύλλο στη λεύκα δεν ριγεί.

Και του Κυρίου ο ήλιος συμφορά-

Μήτε τη μέρα, μήτε τη νύχτα μια σταλιά

Ένας σακάτης έφτασε περαστικός,

Και στον περίβολο είπε κάποιος:

«Αλίμονο ημέρες φτάνουν τρομερές:

Φρέσκα τα μνήματα – θα συνωστίζονται πυκνά.

Θα’ ρθει σεισμός, λιμός και συμφορά

Και σκότος απ’ του ουρανού το φως.

Όμως: για τις χώρες μας ο εχθρός δεν θα μαλώνει

Κι η κατάρα του δεν μας πιάνει

Η Παναγιά πάνω απ’ την απέραντη θλίψη

Το ολόλευκο σαν χιόνι μαντήλι της θα ρίξει.»

ΙΙ

Του κέδρου εδώ, του χαμηλού, τη μυρωδιά

Φέρνει ο αγέρας από του δάσους τη φωτιά.

Στενάζουν οι γυναίκες των στρατιωτών για τα παιδιά•

Της χήρας η κραυγή το χωριό διαπερνά.

Μια που η γη βροχή λαχταρούσε,

Και όχι μάταια τον ουρανό παρακαλούσε.

Page 3: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Ζεστή έπεσε στη γη, μια υγρασία πορφυρή

Που των εχθρών τη στρατιά ποδοπατεί.

Άδειος ουρανός βουλιάζει κάτω στα βαθιά•

Η φωνή που προσεύχεται ηχεί από μακριά:

«Το ιερό σου πλήγωσαν το σώμα

Στα ζάρια σού ρίχνουν το χιτώνα».

(Σλέπνοβο, 20 Ιουλίου 1914)

Εδώ αγαπάμε όλες το ποτό, πόρνες

Κι όλες ενωμένες μαζί δυστυχισμένες!

Στους τοίχους πουλιά, άνθη πυρά

Που νοσταλγούν τα σύννεφα κρυφά.

Μια πίπα μαύρη εσύ φουμάρεις

Αλλόκοτος τριγύρω της καπνός.

Φορώ μια φούστα κολλημένη στο μηρό

Να γίνομαι ωραία, να σε προκαλώ.

Παράθυρα ερμητικά κλειστά.

Τι να’ ναι έξω, άνοιξη ή παγωνιά;

Στα μάτια σου καρφώθηκε το βλέμμα

Γάτας που καρτερεί προσεκτικά.

Ω πόσο η καρδιά μου λαχταρά

Του θάνατου τα ύστερα λεπτά;

Αχ, αυτή, που ακόμα εδώ χορεύει

Στην κόλαση θα καίγεται παντοτινά.

(1.1.1913)

Προφητεύεις εσύ δυστυχισμένη, κι ύστερα αφήνεις τα χέρια χαμηλά,

Στο κάτωχρο σου μέτωπο κολλά μια τούφα απ’ τα μαλλιά,

Και χαμογελάς —Ω, μα ούτε πια μέλισσα

Δεν ξελογιάζεται απ’ το χαμόγελο το τριανταφυλλί

Και ούτε πεταλούδα πια ανησυχεί.

Page 4: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Τα σιληνά σου φωτεινά κι αγωνιώδη μάτια

Το μακρινό σου ατένισμα βαριά ακινητεί.

Είναι γλυκιά επίπληξη γι’ αυτόν που’ χει πεθάνει,

Ή μήπως μεγαλόψυχα τους ζώντες συγχωρεί

Για τη δική σου ανημποριά και τη δική σου τη ντροπή;

27 Αυγούστου 1921 (στη O.A. Glebova-Sudeikina)

Η Γυναίκα του Λωτ

Και ο ενάρετος άνθρωπος ακολούθησε του Θεού τον απεσταλμένο

Θεόρατο και φωτεινό, ψηλά στο μαύρο το βουνό

Μα η οδύνη μίλησε στη σύζυγο του βροντερά:

Μπορείς ακόμα να κοιτάξεις της είπε, δεν είναι δα και τόσο αργά

Στων οικείων σου Σοδόμων τα κόκκινα κάστρα

Στην γωνιά που τραγούδησες, στην αυλή που έκλωσες

Στου θεόρατου σπιτιού τ’ αδειανά παράθυρα

Εκεί που του λατρεμένου σου συζύγου το παιδί του γέννησες.

Εκείνη κοίταξε, παρέλυσε, πόνος θανατερός,

Τα μάτια της ποτέ δεν άνοιξαν ξανά•

Το σώμα της αλάτι, διαυγής σωρός

Τα σβέλτα πόδια της στον τόπο ρίζωσαν διαπαντός.

Κανείς δεν θα κλάψει για τούτη τη γυναίκα;

Μηδαμινή απώλεια στην κολασμένη μοίρα;

Μα η καρδιά μου πάντα θα την θυμάται για ένα

Που τη ζωή της έδωσε για ένα μονάχα βλέμμα.

24, Φεβρουαρίου 1924.

Συκοφαντία

Ολούθε συντροφιά μου συκοφαντία μ’ απειλεί.

Στ’ όνειρο το έρπον της το βήμα, εμένα ακολουθεί.

Και στην πόλη τη νεκρή με τον άσπλαχνο ουρανό

Ψωμί και δώμα άσκοπα τριγυρίζω για να βρω.

Και η αντανάκλασή της σε κάθε μάτι καίει,

Page 5: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Τώρα σαν την προδοσία, τώρα σαν την αθώα τη φοβία.

Δεν τη φοβάμαι αυτή. Για κάθε νέα κατηγορία

Αξιοπρεπή και αυστηρή έχω δικαιολογία.

Αλλ’ ήδη βλέπω πως θα’ ρθει η αναπόδραστη ημέρα—

Που στο φως της χαραυγής, οι φίλοι μου θα επισκεφθούν εμένα

Και τα γλυκύτερα μου όνειρα λυγμούς θα τα γεμίσουν,

Στο παγωμένο στήθος μου εικόνα θ’ ακουμπήσουν.

Τότε, στον καθένα άγνωστη, εκείνη θα εισέλθει,

Το αχόρταγό το στόμα της με το αίμα μου βαμμένο,

Φριχτές για μένα προσβολές θα μου απαριθμήσει

Και η φωνή να μπλέκεται με την ακολουθία.

Και το επονείδιστο της παραλήρημα θα φτάσει στον καθένα,

Έτσι που ν’ αποφεύγονται γειτόνων οι ματιές

Και το κορμί μου σε κενό πελώριο ν’ αφεθεί,

Πως η ψυχή μου για στερνή φορά ν’ αναφτεί

Σε γήινη λιγοθυμιά, πετά μακριά στη χαραυγή

Με φόβο τρελό για την εγκαταλειμμένη πίσω γη.

ΡΕΚΒΙΕΜ

Οχι, όχι κάτω από του ξένου ουρανού Κι από τον θόλο άγνωστου φτερού-

Τότε με τον λαό μου ήμουνα εδώΕδώ, π' αλίμονο με τον λαό μου δυστυχώ.

1961

 

Αντί εισαγωγής

Στα φοβερά χρόνια του τρόμου της Γιεζόβ, δεκαεπτά μήνες πέρασα στις ουρές των φυλακών του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος μ' «αναγνώρισε». Μια γυναίκα με μελανιασμένα χείλη που έστεκε πίσω μου, η οποία ποτέ δεν είχε ακούσει τ' όνομά μου, ξύπνησε απ' τον λήθαργο, τυπικός για όλους εμάς εκεί, και με ρώτησε, ψιθυρίζοντας στ' αυτί μου (καθένας μιλούσε ψιθυρίζοντας εκεί):«Και σεις μπορείτε να περιγράψετε αυτό;»Κι εγώ απάντησα:«Ναι, μπορώ».Επειτα κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ' αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της.

Page 6: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

1η Απριλίου 1957, Λένινγκραντ

 

[απόσπασμα]

Αφιέρωση

Με τέτοια θλίψη λυγίζουν τα βουνάΚαι το ποτάμι ορμητικό πια δεν κυλάΤης φυλακής τα σίδερα κλειστάΠίσω απ' αυτά, των «αιχμαλώτων τρύπες τα κελιά»Θανατερή απλώνεται η συμφορά.Για άλλον φυσάει αέρας δροσερός,Για άλλον ο ήλιος που δύει είναι τερπνός-Δεν ξέρουμε, οι ίδιοι είμαστε πάντα εδώΜόνο ακούμε τον ήχο του κλειδιού τραχύΚαι των φρουρών το βήμα το βαρύ.Σάμπως και σηκωνόμασταν για Θεία ΛειτουργίαΤην άγρια πόλη σχίζαμε, μακριά πεζοπορίαΚαι συναντιόμασταν εκεί,  ξεψυχισμένοι σα νεκροί. Ο ήλιος είναι χαμηλά και ο Νέβας φαίνεται θαμπάΜα η ελπίδα τραγουδά, ακούγεται από μακριά.Δάκρυα χύνει στη στιγμή... ΚαταδικασμένηΚι ήδη απ' όλους πια, ξεχωρισμένηΣαν την καρδιά της να ρημάξουν, ύστερα να την πετάξουνΣαν κτήνη να τη σπρώξουν, φαρδιά πλατιά να την ξαπλώσουν,Μα εκείνη όμως συνεχίζει... μόνη... τρεκλίζοντας βαδίζει...Πού να' ναι οι φίλες μου άραγε οι τυχαίεςΑπό τα διαβολικά, τα χρόνια εκεί τα δυο;Στης Σιβηρίας τις θύελλες άραγε τι βλέπουνΤι να τους φανερώνεται στον δίσκο της σελήνης τον λευκό;Τον ύστατο, σε όλες τους, στέλνω χαιρετισμό.

Μάρτιος 1940

 

 

 

Πρόλογος

Τότε ήταν, π' αυτός που χαμογέλαγε ήταν ο πεθαμένοςΓαλήνη απολαμβάνοντας αυτός ευτυχισμένος.Κι άχρηστη σαν παράρτημα του Λένινγκραντ η πόληΜες στα δικά της κάτεργα γκρίζα και ταλαντώνει.Και όταν τρελές απ' των πολλών ειδών βασανιστήρια,Προέλαυναν οι φάλαγγες των καταδικασμένων,

Page 7: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Το σύντομο το χαίρε τους σήμανε στα φουγάρα Από σφυρίχτρες μηχανών μέσα σε σύθαμπο καπνών,Και πάνω απ' τα κεφάλια μας του θάνατου αστέριαΚαι καταγής η αθώα μας σφαδάζει η ΡωσίαΜε μπότες όλο αίματα ως πάνω καλυμμένεςΚαι κάτω από τα λάστιχα κλουβών της αστυνομίας.

 

 

 

1.

Συνοδεία σε πήραν την αυγή,Σαν κηδεία ακολούθησα μαζί Στο μισοσκόταδο της κάμαρας κλαίγαν τα παιδιάΚαι στο εικόνισμα τρεμοσβήναν τα κεριά.Στα χείλη σου τ' αγίου η παγωνιά.Στο μέτωπο σου ο θάνατος ανάβλυζε νερό... Δεν ξεχνώ!Σαν των Στρέλτσι τις έρημες γυναίκες κι εγώΣτους πύργους του Κρεμλίνου θα ουρλιάζω χωρίς σταματημό.

1935

 

 

 

2.

Ηρεμος ο Ντον, γαλήνια κυλάΚίτρινο φεγγάρι σε σπίτι γλιστρά.

Γλιστρά και φορά το σκουφί του λοξάΤο κίτρινο φεγγάρι κοιτά μια σκιά.

Αυτή η γυναίκα είν' άρρωστη βαριά Την τρώει μεγάλη μοναξιά.

Στο μνήμα ο άντρας της κι ο γιος της φυλακήΠες και για μένα μία προσευχή.

1938

 

 

 

Σταύρωση

Page 8: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Ι

Χορός αγγέλων ύμνησε τη δοξασμένη ώραΚι ο ουρανός συντρίφθηκε μέσα στην πυρκαγιά.Κι είπε προς τον Πατέρα του: Ινα τι με εγκατέλιπεςΚι είπε προς τη Μητέρα του: Μη θρηνείς δι' εμέ.

1940Μέγαρο Φοντάνκα

 

 

 

ΙΙ

Θρηνούσε και χτυπιόταν η Μαγδαληνή,Ο πιο καλός του μαθητής έστεκε σαν την πέτρα,Και κανείς στη Μητέρα του, τη σιωπηλή και μόνηΝα στρέψει δεν ετόλμησε για μια στιγμή το βλέμμα.

1943Τανσκένδη

 

 

 

Επίλογος

Ι

Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπαΠώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδεςΚαι πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρεςΤραχιές γραμμές τα μάγουλα,

Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιάΜονομιάς καλύπτονται απ' ασημένια σκόνη,Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείληΚι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.

Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειράΣτη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώναΚάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.

 

 

 

Page 9: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

ΙΙ

Και πάλι, σίμωσε της θύμησης η ώραΣας βλέπω, σας αισθάνομαι και σας ακούω τώρα:

Κι εκείνη που σχεδόν στο τέλος είχαν σύρει,Κι εκείνη που ποτέ ξανά τη γη της θα πατήσει,

Κι εκείνη που είπε σείοντας τ' ωραίο της κεφάλι:«Το να επιστρέφω πάλι εδώ, σπίτι επιστρέφω πάλι».

Να τις φωνάξω ήθελα με τα ονόματά τουςΜα οι λίστες έχουνε χαθεί με τ' αναφορικά τους.

Και έχω υφάνει για όλες τους μαντήλι που είν' φαρδύΑπ' τις φτωχές τις λέξεις τους, που άκουσα εκεί.

Πάντα και οπουδήποτε θα τις αναθυμούμαιΔεν πρόκειται απ' τη μνήμη μου αυτές να ξεχαστούνε

Και αν το εξαντλημένο μου μού το φιμώσουν στόμαΜ' αυτό που ξεφωνίζουν εκατό λαού εκατομμύρια ακόμα

Τότε στη μνήμη τους εμέΠαραμονή επετείου μου ίσως με θυμηθούνε

Κι αν κάποιοι αποφασίσουνε για εμένα να στήσουνΣτη χώρα αυτή μια προτομή τιμή για να μου δείξουν

Σε τέτοιο πανηγύρι συναινώΜα βάζω όρο αυτόν εδώ - να στέκει

Οχι στη Μαύρη Θάλασσα π' αντίκρισα το φως-Γι' αυτή κάθε συναίσθημα χαμένο εντελώς,

Ούτε στους κήπους του τσάρου, στην απόμακρη γωνιάΕκεί που με γυρεύει μια πένθιμη σκιά,

Αλλά εδώ, εδώ που στάθηκα τριακόσιες ώρες Μα δεν ξεκλείδωσαν για μένα ποτέ οι βαριές οι πόρτες.

Γιατί ακόμα και στον μακάριο θάνατο θέλω για πάντα να μείνειΟ ορυμαγδός από τις κλούβες της αστυνομίας μες στη μνήμη

Απ' το σφράγισμα της πόρτας, ο κρότος, το μπουμπουνητόΚαι το σαν πληγωμένου ζώου της γριάς γυναίκας, το ουρλιαχτό.

Κι από τ' ασάλευτα, τα χάλκινα, τα τσίνορα μου,Ας κυλούν σαν χιόνι που λιώνει τα δάκρυα μου

Κι ας γουργουρίζει ένα περιστέρι της φυλακής πέρα μακριά,Και ας ταξιδεύουν τα πλοία στον Νέβα βουβά.

Μάρτιος 1940

Page 10: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Προοίμιο

Συνέβη όταν χαμογελούσε ο νεκρόςΠου γαλήνη βρήκε μόνο αυτός.

Νεκρό το Λένινγκραντ μπροστά στις φυλακές του Αργοσαλεύει.

Κι απ’ τα μαρτύρια τρελέςΤων κρατουμένων οι στρατιές

Βάδιζαν στα χαμένα.Τραγούδια αποχαιρετισμού

Μέσα σε τρένα που σφυρίζουν.Κι από ψηλά στον ουρανό τ’ αστέρια του θανάτου

Την Ρούς ακίνητη κατάχαμα κρατούνΜατοβαμμένες μπότες την πατούν

Κι από την κλούβα οι μαύρες ρόδες.

1.

Το χάραμα σε πήρανεΚι έτρεξα πίσω σου στο ξόδι

Στην κάμαρα τη σκοτεινή κλαίγαν παιδιάΚαι στο εικόνισμα μπροστά στάζαν κεριά.

Έμεινε η ψύχρα της εικόνας πάνω στα χείλη σουΣτάλες ιδρώτας που κυλούν στο μέτωπό σου

Τον θάνατο θυμίζουν... Δεν ξεχνώ!Σαν τις γυναίκες των Στρελτσί

Σιμά στους πύργους του ΚρεμλίνουΟυρλιάζοντας θα σε θρηνώ.

2.

Κυλάει γαλήνια ο ήρεμος ΔονΚαι φεγγάρι κίτρινο μες στο σπίτι μπαίνει

Τον σκούφο του στραβά φοράειΚαι μια σκιά το φεγγάρι το κίτρινο αντικρίζει

Βλέπει μια άρρωστη κυράΜία γυναίκα μόνη

Στο μνήμα ο άντρας της, στη φυλακή ο γιος της

Page 11: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Κάντε για με μια προσευχή.

                                                                             3.

Όχι, δεν είμαι εγώ μα κάποιος άλλος αυτός που υποφέρει.

Εγώ δεν θα το άντεχα αυτό που έχει συμβείΠάρτε πανιά, μαύρα πανιά, καλύψτε το

Φανάρια ας το πάρουν μακριά…Νύχτα

4.

Ποιος να το φανταζότανε τότε που χαρωπήΤων φίλων όλων η λατρεμένη

Του Τσάρσκογιε Σελό χαρούμενη αμαρτωλήΣτη ζωή σου τι θα συμβεί.Τριακόσια άτομα μπροστά

Κι εσύ, με το δέμα στην ουράΚυλούν τα δάκρυα καυτά

Σπάνε τον πάγο του χειμώνα.Και στην αυλή της φυλακής

Μια λεύκα τα κλαδιά αργοσαλεύει..Βουβά τα πάντα γύρω σου

Και των αθώων οι ζωές πηγαίνουν στα χαμένα…

5.

Μήνες τώρα δεκαεφτά είναι που σε φωνάζωΣτο σπίτι πίσω να γυρίσεις.

Γονατιστή τον δήμιο παρακαλώΓιόκα μ’ εσύ τη φρίκη να μη ζήσεις.

Μπλεγμένα όλα και θολάΤο κτήνος από την ανθρωπιάΔεν μπορώ να ξεχωρίσω πια,

Η εκτέλεση θ’ αργήσει;Άνθη από την σκόνη πια βαριά,

Του θυμιατού η αγκομαχιάΤα βήματα στο πουθενά

Να συντροφεύουν θέλουν.Από ψηλά κατάματα κοιτάζει

Και μ’ όλεθρο με απειλείΈνα πελώριο αστέρι.

6.

Page 12: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Γρήγορα φεύγουν οι βδομάδεςΤι έγινε, να καταλάβω δε μπορώ

Γιόκα μ’ στη φυλακήΟι νύχτες οι λευκές περνούνε

Και τώρα πάλι σε γρικούνΜε βλέμμα γερακίσιο, φλογερό

Για τον μεγάλο τον σταυρόΓια θάνατο μιλούνε.

7.Πέτρινα λόγια η καταδίκη

Πάνω στο στήθος μου χτυπούνΜα κείνο ζωντανό είν' ακόμα.

Περίμενα το πλήγμα τούτοΘα αντέξω ξέρω πως και τώρα.

Εχω πολλά να κάνω απόψεΗ μνήμη πρέπει να σβηστεί

Και πέτρα να κάνω την καρδιά μουΝα ξαναμάθω τη ζωή

Το καλοκαίρι με την κάψα του, ήρθεΣτο παραθύρι απ' έξω στήνει γιορτή.

Μια μέρα φωτεινή με σπίτι άδειοΓνώριζα από πριν πως θα συμβεί.

8.

Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθείς γιατί όχι τώρα;Σε καρτερώ κι ας είναι δύσκολο πολύ.

Τα φώτα έσβησα κι η πόρτα είναι ανοιχτήΝα μπεις εσύ, απλός και σπάνιος, σα θαύμα.

Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθείςΒλήμα φαρμακερό και σκότωσέ με

Ή λεπίδα ύπουλη ληστήΉ του τύφου την ανάσα.

Ή σαν παραμύθι που ‘χεις σκαρφιστείΓνωστό μέχρι αηδίας

Σε όλους από χρόνια, -Για να μπορέσω πια να δω

Το γαλάζιο καπέλο στην αυλήΚαι το χλωμό από τον τρόμο πρόσωπο του θυρωρού.

Όλα αδιάφορα μου είναι. Κυλάει αφρίζοντας ο ΓιενισέιΚι αστέρι πολικό στο βάθος αχνοφέγγει.

Κι η λάμψη η γλυκιά από τα γαλάζια μάτιαΤην φρίκη τη στερνή να σβήσει.

Page 13: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

10.

Ι

Χορός αγγέλων δόξασε την υπερούσια μέρα  

Κι υψώθηκε μες στη φωτιά στον ουρανό .

" Ίνα τί με εγκαταλείπεις φώναξε στον πατέρα 

Και " Μη θρηνείς δι' εμέ " , είπε στη μητέρα .

ΠοίημαΔίχωςHρωα

Αφιέρωση27 Δεκεμβρίου 1940Βσ. Κ.………………………………..… κι αφού είχα έλλειψη χαρτιούΣτο πρόχειρο τετράδιό σου γράφω.Μια λέξη ξένη φαίνεται,Σαν κάποτε μια του χιονιού νιφάδα,Και λιώνει αθώα και γλυκά πάνω στο χέρι.Κι οι μαύρες τ’ Αντίνοου βλεφαρίδεςάξαφνα σηκωθήκαν – κι’ εκείένας πράσινος καπνός,Φυσά ένα αεράκι γνώριμο…Μην είναι η θάλασσα;Όχι, πάνω στους τάφους μόνο τα φύλλαΔέντρων κωνοφόρων είναι και η σαπίλα των ριζώνΟλοένα και πιο κοντά, πιο κοντά ….Marche funebre …Σοπέν…

Νύχτα. Σπίτι στη Φοντάνα

Αφιέρωση δεύτερηΟ.Σ.Εσύ είσαι Αράχνη – ΨυχήΠου με ασπρόμαυρη βεντάλιαΑέρα μου κάνεις σκυμμένη πάνω μου.Μυστικά θέλεις να μου πειςΠως πέρασε το ΚαλοκαίριΚαι περιμένεις την επόμενη άνοιξη.Μην μου υπαγορεύεις, τ’ ακούω κι εγώ:Μια βροχή ζεστή χτυπάει τη στέγη,Ψίθυρους ακούω από τον κισσό.Κάποιος μικρός αποφάσισε να ζήσει

Page 14: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Πρασίνισε, φούντωσε, προσπάθησεΑύριο σε νέο αστραφτερό αντίσκηνοΘα κοιμηθώ –μόνη, μονάχη με τον εαυτό μου.Εκείνο που οι άνθρωποι άνοιξη ονομάζουν,Εγώ το λέω μοναξιά.Κοιμάμαι –Και ονειρεύομαι τη νιότη μας,Εκείνη, τη στιγμή που έφυγεΣτον ξύπνιο μου,Αν θέλεις, στην δίνω να θυμάσαι,Σα να ‘ναι φλόγα καθαρή μέσα στη λάσπη,σα γαλανθός στου μνήματος την άκρη.25 Μαΐου 1945Σπίτι στη Φοντάνα.

Αφιέρωση τρίτη και τελευταία(LE JOUR DES ROIS)Κάποτε στων Φώτων την παραμονή….ΖουκόφσκιΤου τρόμου την παγωνιά θυμάμαι,Κάλλιο απ’ την λεπίδα της Τσακόνας του Μπαχ,Κάποιος θα μπει μετά απ’ αυτή…Δεν θα ‘ναι ο σύζυγος μου ο γλυκόςΜαζί όμως εμείς θα κάνουμε πολλάΠου έκπληκτος ο εικοστός θα μείνει ο αιώνας.Τυχαία τον πέρασα για άλλον,Εκείνον που ‘χε χάρισμα μυστικόΠου η μοίρα ήθελεΣτο παλάτι της ΦοντάναΜια νύχτα με ομίχλη να αργήσειΝα πει το κρασί της πρωτοχρονιάς.Και να θυμάμαι των Φώτων την παραμονή,Τον σφένδαμο στο παραθύρι, του γάμου τις λαμπάδεςΚαι την θανάσιμη πτήση του ποιήματος…Δεν θα μου φέρει όμως το πρώτο της πασχαλιάς κλωνάρι,Ούτε ένα δαχτυλίδι, μηδέ της προσευχής την γλύκα Παρά μονάχα τον χαμό.5 Ιανουαρίου 1956

ΕΙΣΑΓΩΓΗΑΠΟ ΤΟ ΧΙΛΙΑ ΕΝΝΙΑΚΟΣΙΑ ΣΑΡΑΝΤΑΣΑΝ ΑΠΟ ΚΑΣΤΡΟ ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΑΠΟ ΨΗΛΑ.ΣΑ ΝΑ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩ ΞΑΝΑΟΛΑ ΕΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΚΑΙΡΟ ΤΩΡΑ ΕΧΩ ΑΦΗΣΕΙ.ΕΚΑΝΑ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΜΟΥΚΑΙ ΔΙΑΒΗΚΑ ΣΤΗΝ ΚΑΜΑΡΑ ΤΗΝ ΣΚΟΤΕΙΝΗ.25 Αυγούστου 1941Πολιορκημένο Λένινγκραντ

TO ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

Page 15: ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Στο στήθος ένα σφίξιμο το βήμα χάνω, πάω βιαστική από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσατο γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον. Μα, είναι τρία, χρυσή μου.Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρακαι το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου”.Η τύχη μου παντοτινά ασταθής άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη. Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ. Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα κεχριμπαρένια καίνε τα κεριάτης τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά».Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι, μια ανάμνηση εντός μου επιμένει.Ούτε μπορώ ούτε θέλω να τη διώξω:είναι χαρούμενη μαζί και λυπημένηΜου φαίνεται πως θα τη δει αμέσωςόποιος βαθιά στα μάτια με κοιτάξει.Και θ’ απομακρυνθεί συλλογισμένοςσαν για μια θλιβερή ν’ άκουσε πράξη.Ξέρω πως οι θεοί μεταμορφώναν ανθρώπους σ’ αντικείμενα μ’ αισθήσειςώστε να ζουν παντοτινά οι εξαίσιες θλίψεις.Ως η ανάμνησή μου εσύ θα ζήσεις