216

Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Χρόνης Μίσσιος

Citation preview

Page 1: Ντομάτα με γεύση μπανάνας
Page 2: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Το φως ανάμεικτο με το σούρουπο αποσύρεται γοργά από τη μι­κρή κοιλάδα και ενώνει τις σκιές των πραγμάτων. Τα λουλούδια σηκο^σαν τα κορμάκια τους στον ουρανό για να πάρουν τη δροσιά του, ή για να προσευχηθούν. Ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβαίνει μέσα σε τόσα εκατομμύρια κόσμους. Τα νυχτολούλουδα, παφ, παφ, παφ, ανοίγουν τα φωτεινά άστρα τους, για να στολίσουν το σκοτάδι που έπεσε ξαφνικά. Πίσω απ’ τη σιωπή συνοοστίζονται ακόμα λέξεις και φωνούλες τρυφερές, οικείες, καθησυχαστικές. Η ώρα των ψιθύρων, το πέρασμα στην άλλη ζωή, την εξίσου πλού­σια και σημαντική, που μόνον εμείς οι άνθρωποι αφαιρέσαμε την ψυχή της -τη μαγεία του ονείρου, του παραμυθιού και του μυστι­κοπαθούς έρωτα. Τα θερισμένα χωράφια, όμοια με το φως στους πίνακες του Βαν Γκογκ, διαβρώνουν τη νύχτα με αραχνοΰφαντα πέπλα. Το τοπίο παραμένει εναργές σε μια τρυφερή συνύπαρξη αντιθέτων, όπου τα πράγματα αποκτούν άλλες διαστάσεις. Ώρα μαγική. Όμως οι νεράιδες δεν χορεύουν πια στους καθρέφτες του νερού, κι οι μοίρες βαριεστημένες φορούν τα μαυρομάντιλά τους. Δεν έχουν τίποτε πια να ευχηθούν στην έλευση των νέων ανθρώ­πων. Το μέλλον, δυστυχώς πρόδηλον, σαφές, όπως το ακατοίκητο φως των επιστημονικών εργαστηρίων.

«Μα τα λέει όλα, μωρέ, το ’Βαγγέλιο, πρώτα θα χαθούνε τα νερά κι ύστερα ούλη η πλάση. Πρωί πρωί τό ’πε πάλε το ράδιο: “Απαγορεύονται τα κεφαλάκια, το μεδούλι, τα σπλάχνα”. Και

Page 3: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

πιός, μιυρέ ρουφιάνοι, αφοΰ είναι όλα τούτα μολυσμένα, το υπό­λοιπο κρέας του ζοόου είναι καθαρό; Μα δεν πά’ να ρωτάς; Σ’ ακούει κανείς; Αυτοί το βιολί τους». Ακούμπησε στο τραπέζι δυο πιάτα γεμιστά και γύρισε στην κουζίνα βρίζοντας.

Όμως νά, κάτι συμβαίνει. Ο αιωνόβιος, γαλήνιος πεύκος με­ταμορφώνεται σε άγριο Βίκινγκ, όρθιο στην πλώρη του πλοίου του, έτοιμου να σαλπάρει στο σκούρο λουλακί του ουρανού. Κι αυτή η κομψή κυρία με το ομπρελίνο, είναι η λεύκα, που ως συνή­θως αυτί] την ώρα της απαλής, σχεδόν ανεπαίσθητης αύρας, έχει ραντεβού με το μακρυμάλλη ευκάλυπτο στο σύνορο της νύχτας...

Το πρωί στο καφενείο του χωριού φούντωσε η συζήτηση για το αν θα πρέπει να τρώνε κοκορέτσι, σκωταριές και κεφαλάκια... «Μα και το παιδάκι, μωρέ, πιός να το φας χωρίς μεδούλι, κι ύστερα, το κοκαλάκι θα το μασήσεις -δεν θα το μασήσεις; και θα το ρουφήξεις, βέβαια, πώς αλλιώς θα φας...» Κάποιος άνοιξε την τηλεόραση. Διάσημος ηθοποιός διαφημίζει οδοντόκρεμες. Τερά­στια μηχανήματα γκρεμίζουν ένα βουνό για ν’ ανοίξουν νέους δρόμους ενόψει τιον Ολυμπιακών Αγώνιον, δυο πανέμορφα βυ­ζιά μεταμορφίόνονται σε δυο μπάλες παγωτού, ένας πρωταθλη­τής διαφημίζει την Κόκα Κόλα, μια διαφήμιση τράπεζας εξαιρεί την «αρετή» της πλεονεξίας, για το πακέτο υπηρεσιών που προ­σφέρει. «Για να το αποκτήσεις, πρέπει να είσαι πραγματικός πλε- ονέκτης» μας πληροφορεί.

«Πάντως εγο5, θα τρώω, και δεν πά’ να γαμηθούνε» λέει ο Σπύρος. «Ή ταν ή επί τας» πέταξε ξαφνικά ο δάσκαλος, ξεκο­καλίζοντας ένα πάίδι προβατίνας και ξεπλένοντας το στόμα του μ’ ένα ποτήρι κρασί. «Τούτο είναι η ασπίδα μας» είπε, δείχνο­ντας το κοκκινέλι που ρουμπίνιζε μέσα στην κανάτα.

«Και σάματις είναι νόστιμα; Πού είναι τα παλιά τα κρέατα; Αλλοτε, τέτοια εποχή, βόσκαγα το κοπάδι και μ’ έπνιγαν οι μυ­ρουδιές. Αρώματα όλων των ειδών. Βέβαια τέτοια εποχή» το

Page 4: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

πρώτο ήταν το άρωμα του σταφυλιού. Τώρα, είναι σα να τρι- γυρνω σε βουβά τοπίο, πώς να το πω, νιώθω μοναξιά. Δεν ξέρω τι γίνεται με σας, μα εγώ μπορεί να μη θυμάμαι τι έφαγα χτες, αλλά θυμάμαι τα πάντα απ’ τα μικράτα μου. Όχι μόνο τα σοβαρά γεγο­νότα, αλλά, κυρίως, τις γεύσεις και τις μυρουδιές».

«Ρε, έκοβες μια ντομάτα και μοσκοβόλαγε ο τόπος» τον διέ- κσψε ο Αντρέας με φωνή γεμάτη νοσταλγία.

«Το λοιπόν» συνέχισε ο Αλέκος ο βοσκός, «προχτές εκεί που άρμεγα, μου ’ρθε έτσι, σα γλυκιά λιγούρα, μια θύμηση απ’ τα μι- κράτα μου: Όταν αρμέγαμε τα κατσίκια, γέμιζα μια κοΰπα γάλα κατευθείαν απ’ τα μαστάρια, και χωρίς να το βράσω, έτριβα μέσα ψο)μί καιτό ’τρωγα. Ε, ρε Παναγιά μου, θεός. Το)ρα, στα εξήντα μου, νιώθω ακόμα τη γεύση του και το άρωμά του. Νοστάλγησα να ξαναφάω, γέμισα μια κοΰπα, τρώω την πρώτη κουταλιά, τί­ποτα, τη δεύτερη -τίποτα, οΰτε άρωμα ούτε γεύση. Τό ’δωσα στο σκυλί».

«Ξεχάστε τα μεζεκλίκια, τώρα είναι η σειρά το>ν σκυλιών να τρώνε καλά. Κεφαλάκια στο φούρνο τα ταΐζο) τώρα τα δικά μου» πέταξε ο Μάκης το αγκίστρι.

«Ναι, ρε, εσύ τα σκυλιά σκέφτεσαι, ενώ τα παιδιά του κό­σμου πεινάνε» τσίμπησε ο αρχιμαλάκας, πολιτικός παράγων του χωριού και οπαδός όλων το>ν εξοικτκυν και τιον εκάστοτε κυβερνήσεων.

«Ε, άμα πεινάνε τα παιδιά, τάισέ τα. τι σου φταίνε τα σκυλιά;» απάντησε ο Μάκης με μειλίχια ειρωνεία.

«Το ίδιο είναι ένα σκυλί κι ένας άνθρωπος, ρε;» πέταξε το ρα­τσιστικό του ο πολιτικός παράγων.

«Όχι βέβαια, απλώς έχουν τα ίδια δικακόματα στη ζωή. Κι αυτά πεινάνε, κι αυτά διψάνε, πονάνε. Στο κάτω κάτω, ο άνθρω­πος είναι το πιο ηλίθιο, κακό και ανεύθυνο πλάσμα του πλανήτη. Σκοτώνει, βασανίζει, υποδουλώνει και τους ομοίους του ακόμα.

Page 5: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ένα παιδί μπορεί να γίνει βιαστής, βασανιστής, δολοφόνος, Χίτλερ, Στάλιν, ό,τι κακό κι εγκληματικό βάλει ο νους σου. Ενώ ο σκύλος θα παραμείνει πάντα ένα τρυφερό και αγαθό πλάσμα, που θα πλουτίζει τον κόσμο με χάρη κι ομορφιά, και θα γεμίζει τα φιλαράκια του με τρυφερά συναισθήματα, τόσα και τέτοια, που εσΰ, και σαράντα ζωές να έχεις, δεν θα τα νιώσεις ποτέ. Γιατί εσΰ το μόνο που κάνεις στη ζωή σου, όπως και όλοι μας σχεδόν, είναι να μετατρέπουμε τον κόσμο σε κουράδες, μόνο που εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, ενώ εσύ το κάνεις οικειοθελώς».

Αλίμονο, σκέφτηκε, αν τα σκυλιά του έμοιαζαν με τούτο τον τύπο.

Σκυπή. Ο κόσμος ίσα που ανασαίνει, τουλάχιστο για τις δικές του αισθήσεις. Τα σκυλιά, με το σαγόνι ακουμπισμένο στο στη­θαίο της βεράντας, ταξιδεύουν το καθένα κατά το δρόμο τοι» και το χαρακτήρα του.

Ο Μάγκας, όνομα και πράμα, όμχ^χ)ς, τρυφερός, παιχνιδιά­ρης, έξυπνος και ανεξάρτητος, γουστάρει το καλό φαΐ, τις γυναι­κείες αγκαλίτσες, τον έρωτα και το ρεμβασμό.

Η Σπίθα, λεπτή, αέρινη, με νωχελικές κινήσεις μίσχου. Mut αΰρα τρυφερότητας αφήνει το πέρασμά της, ενώ στην αχλή των ματιόίν της κατοικεί μόνιμα η ερωτική αθυκπητα σε όλη της την ομορφιά. Πάντα, όταν τη χαϊδεύει, με επιδέξιες κινήσεις θα φέ­ρει το κορμάκι της σε τέτοια θέση, ώστε η παλάμη του να χαϊ­δεύει τα βυζάκια της, κι αυτή, πότε να κλείνει τα μάτια και πότε να τον κοιτάει με κείνο το βαθύ, άδολο βλέμμα, τόσο πυκνό από συναισθήματα, που ποτέ δεν συνάντησε σε άνθρωπο. Ακόμα και την ώρα του φαγητού, όπου γίνεται χαμός από ουρές, ανυπομονη­σία και συγκρατημένες κραυγοΰλες, η Σπίθα επιλέγει την αισθη­τική από τη λαιμαργία.

Page 6: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Η Άργη, κόρη της Σπίθας από τον έρωτά της με τον Μάγκα, κομψή και πεντακάθαρη σαν ιδιαιτέρα γραμματεύς σημαντικού προσώπου, και με το ανάλογο ύφος βέβαια, μιας και είναι η μόνη που γεννήθηκε μέσα στο κτήμα και δεν ήρθε σαν αδέσποτη, μπεζ-ξανθιά, με λίγο διάσπαρτο άσπρο, μάτια με μαονιές ανταύ­γειες, υπενθυμίζει στους πάντες πως η πιο όμορφη διεκδίκηση της ζωής είναι τα χαδάκια. Μόλις σε δει να καθίσεις, απλώνει το χέρι της και σε ταρακουνά πέρα δώθε, ενώ με βαθιά βλέμματα σου λέει: «Έλα να χαϊδευτούμε, γιατί να χάνουμε καιρό;»

Η Ήρα, νιογέννητο ’λαφάκι, με τσιτωμένα αυτιά νεαρού γαϊ- δάρου, μυώδης και αεικίνητη, ειδική στην οργάνωση των απο­δράσεων και αρχηγός οποιασδήποτε σκανταλιάς συμβεί μέσα στο κτήμα. Δεν πάει κόντρα στην εξουσία, απλώς τη διαβρώνει. Τα μάτια της πάντα παίζουν ανήσυχα, αναζητώντας συνεχώς διε­ξόδους διαφυγής, γιατί ποτέ δεν είναι σίγουρη ότι δεν σκάρωσε καμιά σκανταλιά. Μόλις όμως πεισθεί ότι όλα πάνε καλά, τότε;, σε κοιτάει σταθερά στα μάτια, με τόση αγάπη και αφοσίωση, ενώ το κορμάκι της πάλλεται ολόκληρο από τρυφερότητα, που της τα συγχωρείς όλα. Μόνο η Σπίθα, η αναμφισβήτητη αρχόντισσα της παρέας, δεν ξεγελιέται. Όχι πως η Ήρα τολμά να αμφισβητήσει την εξουσία της φανερά - κάθε άλλο. Όμως η Σπίθα νιιόθει τον αναρχισμό της Ήρας και διαισθάνεται την περιφρόνησή της για την εξουσία, γι' αυτό και μερικές φορές τής ρίχνεται, φαινομενι- κώς αναίτια. Αλλά τότε η Ήρα, με το προ3το γρύλισμα της Σπί­θας, μπήγει τέτοια κλάματα, σα να τη σφάζουν, ξαπλώνει ανά­σκελα και αμολάει τα τσίσα της. Ε, όπως είναι φυσικό, η Σπίθα αποχωρεί αξιοπρεπώς, διότι δεν είναι δυνατόν να ασχολείται με ένα τέτοιο υποκείμενο. Στην πραγματικότητα, μόνο τις βροντές και τις αστραπές φοβάται η Ήρα. Αυτό είναι κάτι άγνωστο. Τότε ορμάει στην αγκαλιά του, τον κοιτάει με λατρεία και χώνει το κε­φάλι της στη μασχάλη του. Κι όταν γυρίσουν από καμιά από-

Page 7: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

δράση ή άλλη σκανταλιά, ενώ τα άλλα θα μείνουν για να υπο- στούν τις συνέπειες, αυτή σαν σκιά θα ανέβει στο πατάρι, θα γί­νει ένα με το στρώμα, μέχρι να περάσει η μπόρα και να χαρουν οι πάντες εξαιρετικά που θα την ξαναδοΰν κοντά τους. Ναι, η Ήρα του υπενθυμίζει την ανάγκη του παιχνιδιού και της σκανταλιάς. Τι διάολο, αν κάποιες στιγμές δεν προσπαθήσεις να υπερβείς τα καθιερωμένα, να μετρήσεις τα όρια της ελευθερίας σου, η ζωή καταντάει άνοστη και αρρωσταίνει. Βέβαια, αυτό πολλές φορές πληρώνεται, αλλά, εδώ που τα λέμε, χαρά χωρίς κόστος είναι χαρά χωρίς πληρότητα.

Τέλος, η Στόρμη η νεότερη, κάτασπρη σαν το χιόνι της πατρί­δας της. Πόσο αχόρταγη, ανόητη και εγκληματική είναι η ματαιο- δοξία του ανθρώπου να κουβαλήσει τούτη την πανέμορφη ράτσα από τη Σιβηρία στη Μεσόγειο...

Έβρεχε. Μόλις είχε νυχτώσει. Άραξε στην πόρτα της αυλής του μια άσπρη μπαλίτσα με σκιστά μάτια. Δεν ήθελε άλλο σκυλί, μα η μοναξιά του κουταβιού τον πλήγωσε. Άνοιξε την πόρτα, την πήρε μέσα και την τάισε. Το πρωί είδε τα μάτια της με τα μενεξε- λιά χρώματα του δειλινού. Τώρα, ξαπλωμένη κάτω απ* το γρα­φείο του, ακουμπά το αρκουδίσιο κεφάλι της πάνω στα πόδια του και ψιλοροχαλίζει. Είναι κουτάβω ακόμα, ο κόσμος της απλός: φαί, νερό, παιχνίδι, ύπνος. Μόνο μερικές φορές, εκεί που είναι ξαπλωμένος, και ξένοιαστος ρεμβάζει ή διαβάζει, ορμάει στην αγκαλιά του χωρίς να υπολογίζει τα τριάντα της κιλά, και μέχρι να πεις τρία, τον γεμίζει φιλιά στο στόμα, στο λαιμό, στα μάτια, στ αυτιά.

Πέντε πηγές τρυφερότητας, πέντε φιλαράκια με τόσο σημα­ντικές σχέσεις, που τις βρίσκεις μονάχα στους πολύ δικούς σου ανθρο>πους. Αλλά εδώ τα συναισθήματα είναι άδολα, πιο βαθιά, έχουν τη μαγεία της αθωότητας. Βλέπεις, ο άνθρωπος, αντί να δε*

Page 8: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

να όρια της ελευθερίας του στον παράδεισο, τα όρισε στη διε- σιραμμένη λογική του. Στη σκιά κάθε συναισθήματος καιροφυ- λακτεί ένας ανταγωνισμός, μια απαγόρευση. Πόσο φτωχοί και ανόητοι είναι εκείνοι που συνδέουν τη μοναξιά με την απουσία ίου ανθρωπίνου πλήθους... Οι σκέψεις πήδαγαν σαν κατσίκια την άνοιξη στο μυαλό του.

Νά η πρώτη τρίλια του αηδονιού και το μπάσο του βατράχου. Δοκιμές για το κοντσέρτο που θ’ αρχίσει σε λίγο... Βέβαια, με τα αηδόνια, τους σπίνους, τις καρδερίνες,καθοίς και με τα άλλα πλάσματα της μικρής κοιλάδας, γνωρίζονταν εξ αποστάσεως, κυρίως μέσ’ απ’ τον όμορφο δρόμο της μουσικής, των λαμπερών χρωμάτων, και ενίοτε, μέσο ενός επίμονου, πολυσήμαντου βλέμματος.

Εκτός από τα σκυλιά του, στενές φιλικές επαφές είχε και με την Πηνελόπη, που αυτήν ακριβώς την ώρα έκοβε βόλτες πάνω στο μπράτσο του. Είναι η ώρα της τακτικής της επίσκεψης. Πρέ­πει νά ναι γριά τώρα, από πόσα ξεσκονόπανα έχει γλυτώσει η κακομοίρα... Τώρα πάντως είναι ασφαλής, είπε στην παραδου­λεύτρα να μην την πειράξει, γιατί είναι φίλη του. Βέβαια, κι αυτή τον κοίταξε παράξενα, όπως όλοι άλλωστε, όταν διαπίστωναν πως αγαπούσε τις αράχνες. Όμως αυτόν από καιρό τώρα δεν τον ένοιαζε η γνώμη που είχαν οι άλλοι για πάρτη του, αλλά η γνώμη που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του.

Σιωπή; μοναξιά; κολοκύθια... Το σύμπαν βρίθει από συνου­σίες, ψιθυρίσματα και τρυφερές ανάσες. Ασε εκείνα τα όνειρα που κάθε φωτεινή νύχτα πέφτουν βροχή απ’ τον ουρανό, και ένα και δύο και τρία, για κάθε πλάσμα και λουλούδι, και το καθένα τόσο διαφορετικό.

Ξαφνικά, ένα βάρβαρο ουρλιαχτό ξέσκισε τη σιωπή. Ήταν τόσο τρομακτικό, που η Πηνελόπη σαλτάρισε σαν τον Ταρζάν

Page 9: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

απ’ το μπράτσο του στο καλώδιο του πορτατίφ, και χάθηκε, ως διά μαγείας, πίσω απ’ το γραφείο. Τα σκυλιά τσίτωσαν τ’ αυτιά τους και γάβγισαν θυμωμένα. Ενοχλημένος σήκωσε το ακου­στικό. Ένα πανδαιμόνιο από τριξίματα, γρατζουνίσματα βασά­νισε τ’ αυτιά του. Στο βάθος, άκουσε μια φωνή: «Έλα. Νόστος εκεί; Τον Ανο)νυμο θέλω».

«Ποιον;» Η γραμμή καθάρισε κάπως.«Στο νησί δεν παίρνω; Τον Ανώνυμο θέλω, στον Νόστο».«Ποιο νησί, ρε φίλε, εδώ είναι βοΐΓν'ό».«Ρε, γαμω τα κινητά τους...»Η γραμμή ξανοχάλασε, άκουσε ένα «φίλε», κι ύστερα σιωπή.

I Ιαράξενο τηλεφώνημα, σκέφτηκε. Χρόνια σχεδίαζε να πάει σε κάποιο νησί, μα πάντα κάτι του τυχαινε κι όλο το ανέβαλλε, ίσως γιατί, <>πο>ς ήταν γνωστό στους φίλους του, προτιμούσε τα ταξίδια απ? το παράθυρο, από το να υποστεί τη χαιρέκακη εξουσία του ταξιτζή, του γαλονά στο πλοίο και όλ<υν των ειδών τους ξενοδό­χους, που όταν είναι γεμάτοι, σε κοιτάνε σα χορτασμένοι βάτρα­χοι, αλλά με μάτι ανΟρο>πινο, γεμάτο ειρωνεία, σαν να παίρνουν μια γλυκιά εκδίκηση. Ίσως πάλι να περίμενε κάποιο σημάδι, κάτι να άγγιζε την ψυχή, τη φαντασία του. Και νά τώρα, ένα νησί με τοποθεσία που τη λένε Νόστο, όπου κατοικεί κάποιος που τον λένε Ανώνυμο.

Ζούσε μακριά απ’ τον «πολιτισμένο» κόσμο. Η φύση γύρω του τού ’δινε καθημερινά πλούσια συναισθήματα. Ένα συμπαν αισθητικών και αισθησιακών απολαύσεων, όπου η οδύνη υπο­γραμμίζει απλώς την αναγκαιότητα του θανάτου, δηλαδή την υπε­ράσπιση της ζωής. Όμως ο «πολιτισμένος» κόσμος κυριαρχούσε παντού, και όπως φάνηκε απ’ το ουρλιαχτό του τηλεφώνου, συτε κι αυτός μπορούσε να τον αποφύγει τελείως.

Η πιο μόνιμη σχέση του με τους ανθρώπους ήταν αυτή με ίο

Page 10: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

φιλαράκι του τον Δόκτορα. Κανείς δεν ήξερε τι Δόκτορας ήταν, ή *οιο ήταν το πραγματικό του όνομα. Αλλωστε δεν είχε και πολλά «άρε δωσε με την ανθρώπινη κοινωνία. Γνωρίστηκαν ένα δει­λινό, για την ακρίβεια τη μυστική ώρα της μετάβασης μεταξύ δει­λινού και σούρουπου -τότε που το τοπίο είναι πυκνό από συναι­σθήματα και η λογική είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει τα όριά της. Ήταν άνοιξη. Καθόταν, όπως καλή ώρα, στο γραφείο του. Ξαφνικά, σαν από αόρατη μπαγκέτα, άρχισε η συναυλία των αηδονιών. Νά και οι βάτραχοι με τα πνευστά, τα μπάσα και τα σεκόντα τους. Τα σκυλιά γάβγισαν χαρούμενα και ξεχύθηκαν προς την αυλόπορτα με τρυφερά γρυλίσματα... Ευχάριστη τα­ραχή κατέλαβε το τοπίο, μια αύρα χαΐδεψε τα φύλλα του ευκαλύ­πτου και της λεύκας, που γέμισαν με ασημένια αστέρια το σού­ρουπο. Το αγιόκλημα λευτέρωσε δυο συννεφάκια από το εκλε­κτότερο άρωμά του, που άρχισαν να κυνηγούν το πιπεράτο της γαρουφαλιάς. Εκεί σαλτάρει κι ο βασιλικός, αλλά και πλήθος άλλα- η βιολέτα, η πασχαλιά, το διακριτικό αλλά εξαιρετικά βαθύ και βελούδινο άρωμα της ντοματιάς, αλλά και κείνο το τρελό της φρέζιας, το ναζιάρικο και αποπλανητικό, που ταιριάζει στις ωραιότερες γυναίκες του κόσμου, στις τρελές κι αδέσποτες. Μια αύρα, και τι αναστάτωση, Θε μου, τι ξέσπασμα πάθους και κάλ­λους. Κάτι καλό συμβαίνει στην αυλόπορτα, είπε, και σηκώθηκε. Ο επισκέπτης είχε μπει μέσα στο κτήμα και τα πέντε σκυλιά του ήταν κρεμασμένα πάνω του, διεκδικώντας το καθένα το χάδι του. Οι συστάσεις είχαν γίνει. «Άνθρωπος που τον αγαπούν τα σκυ­λιά, είναι καλός άνθρωπος», αυτή ήταν η πρώτη εκτίμησή του για τους επισκέπτες. Είχε έρθει να ζητήσει κάποιο εργαλείο ή κάτι τέτοιο. Χρόνια γείτονες, είχαν ακουστά ο ένας για τον άλλον, αλλά ποτέ δεν διέσχισαν το μονοπάτι που τους χώριζε. Και των δυο η πρώτη φροντίδα ήταν η μοναξιά τους, όπως την ονόμαζαν οι απ’ έξω βέβαια, γιατί ο Δόκτορας ήταν τόσο αυτάρκης, ώστε

Page 11: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

δεν του ’μενε χώρος οΰτε για μοναξιά οΰτε για θλίψη. Οι μόνες σχέσεις του με τον υπόλοιπο κόσμο, κι αυτές αυστηρά επιλεκτι­κές, ήταν αποκλειστικά θηλυκοΰ γένους.

Η γνωριμία του με τον Δόκτορα ήταν ένα απαλό φως σε κεί­νες τις στιγμές της σκοτεινής απελπισίας που φέρνει η αίσθηση της ματαιότητας. Τότε που νιώθεις πως ό,τι εκπροσωπούσε η ύπαρξή σου έγινε ιστορία, κι εσύ εξακολουθείς να ζεις. Πως, σε ό,τι σε αφορά, όλα έχουν συμβεί, όλα έχουν ειπωθεί -τουλάχι­στον εκείνα τα κρίσιμα, τα σημαντικά. Και τότε το φιλαράκι σου σου δίνει ένα κλειδάκι που ανοίγει πόρτα στο τείχος: το φιλί και το χάδι εκατομμύρια χρόνια παραμένουν τα ίδια, αναλλοίωτα, αλλά πάντα καινούργια και διαφορετικά, όπως οι τρυφερές λέ­ξεις που λέγονται ψιθυριστά στο μυστικό κοίλωμα του λαιμού. Η ζωή είναι πάντα καινούργια και διαφορετική, αρκεί να βρεις το μονοπάτι της αγάπης και της έγνοιας. «Δεν πιστεύω να υπήρξε άλλη γενιά στην ανθρώπινη ιστορία τόσο βαθιά ηττημένη και τα­πεινωμένη. Ποτέ οράματα, αξίες και προσδοκίες δεν υπέστησαν τόσο βαθιά και μαζική ήττα. Ξέρω, τα πέρασα κι εγώ, από διαφο­ρετικό δρόμο βέβαια, αλλά η εμπειρία της ήττας είναι κοινή. Εσυ με την επανάστασή σου ήθελες να λυτρώσεις τον κόσμο, κι εγώ με την επιστήμη μου να τον ανακουφίσω. Κι οι δυο πέσαμε θύ­ματα της ίδιας εξουσίας* ψαλίδισαν τα όνειρα και την ψυχή μας στα όρια του χρήματος...» Τέτοιος ήταν ο Δόκτορας. Δεν έτρωγε ποτέ του κρέας ή ψάρι, αλλά τα φαγητά που μαγείρευε, ήταν ασύ­γκριτα νοστιμότερα, θρεπτικότερα και υγιεινότερα από οποιο- δήποτε κρεατικό ή ψαρικό στον κόσμο.

Απόψε λοιπόν, ο Δόκτορας τον είχε προσκαλέσει σε δείπνα Είχε μαγειρέψει, λέει, ροκόλια αυγολέμονο, το πάνω μέρος της ρίζας ενός ταπεινού γαϊδουράγκαθου, τύφλα νά ’χει οποιοδήποτε αρνάκι φρικασέ.

Page 12: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Σφύριξε στα σκυλιά του και μπήκαν χαρούμενοι στο μονο­πάτι, Τα σκυλιά ξεχύθηκαν μπροστά, ανιχνεύοντας το τοπίο. Αυ­τός περπατούσε λουσμένος από το λιωμένο φως των σταροχίόρα- φων. Ήταν τόσο γαλήνιος, ώστε μπορούσε να δει τον όρμο του Νόστου, και τον Ανώνυμο σαν έναν πειρατή με ένα μάτι, που φυ­λάει το θησαυρό του.

Σε μια πλαγιά, γκρεμό πες, πάνω στο φρύδι, είχε χτίσει ο Δό­κτορας το σπίτι του, με ντόπια πέτρα σε σκούρο μπεζ χρώμα, και είχε κάνει με τη δουλειά του την απότομη πλαγιά να κατεβαίνει με ωραίες ανθισμένες σκάλες, όπως τα μαλλιά παλαιάς καλλο­νής, ώς το βάθος της χαράδρας, όπου μια τούφα πλατάνια φιλο­ξενούσαν διάσημες ορχήστρες πουλιών και άλλων πλασμάτων, αλλά οι ορχήστρες των αηδονιών και των βατράχων ήταν οι πιο διάσημες.

Στην πόρτα, αφού τέλειωσαν τις χαιρετούρες και τα μυρί­σματα με τα σκυλιά του, τον υποδέχτηκαν η Βαγγελιώ και ο Αλή, το πανέμορφο τσομπανόσκυλο και ο γάτος Αγκύρας του Δό­κτορα. Γαργαλιστικές μυρουδιές αριομάτιζαν την ατμόσφαιρα. Βρήκε τον Δόκτορα στη βεράντα να ετοιμάζει το τραπέζι. Το φα­γητό γι’ αυτόν ήταν ιεροτελεστία, κράταγε πολύ χρόνο στη ζωή του. Το φαγητό, έλεγε, είναι τροφή του κορμιού, της ψυχής και του μυαλού μας. Πρέπει να ικανοποιούνται όλες οι αισθήσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, απ’ το τραπέζι του Δόκτορα ποτέ δεν σηκώθηκε με βαρύ στομάχι ή αγκούσα. Απλώς ένιωθε τι θα πει χορτάτος, ευδαίμων, απαλός και ονέιροπόλος.

Τούτη την ώρα, οι ορχήστρες της μικρής χαράδρας σίγουρα έχουν μουσικό πανηγύρι, λόγω της πανσελήνου, ίσως. Οι μελω­δίες τον ταξίδεψαν πάνω από λιβάδια, ποτάμια, ρυάκια, πετα­λούδες, απαλό χορτάρι, αστέρια, νάζια, ερωτικές φαντασιώσεις σε μαύρο βελούδο. Εν συνόψει, ναυαγός στον παράδεισο. Την ώρα που βούταγε σ’ ένα μάτσο φεγγαραχτίδες για να τσακώσει

Page 13: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

μια τρίλια, ξεβράκωτη μαζορέτα, η φωνή του Δόκτορα τον ξανά- κατσε στην καρέκλα του.

«...Ο άνθρωπος έχασε το νόημα της ζωής, φιλαράκι, ζοΰμε στην αγκαλιά της πιο όμορφης θεάς... Δεν είμαστε τόσο μονοσή­μαντοι, όσο προσπαθούν να μας πείσουν χριστιανοί και άλλοι, ότι τάχα ο Θεός μάς έπλασε κατ’ εικόναν και ομοίωσίν του -τέτοια μοναξιά, από ένα και μοναδικό καλσύπι όλοι, για φαντάσου. Δεν ξέρω αν ο Θεός κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, αλλά σίγουρα ο άνθρωπος ζει εντός του Θεού. Τι σχέση μπορεί να έχει ένας άφυ­λος και ανέραστος Θεός μ’ αυτή την ερωτική έκρηξη της φύσης; Δες το και γΰρω σου. Ο άνθρωπος κατοικεί μέσα στο Θεό, και Θεός του καθενός είναι το ήθος του, όπως έλεγε ο μεγάλος και αξεπέραστος παππούς Ηράκλειτος. Αλλωστε εγώ, όπως ξέρεις, πιστεύω πως η όμορφη Γη μας είναι ένα ζωντανό ον ασύλληπτης πολυπλοκότητας, σοφίας και ιαματικής ικανότητας. Δισεκατομ­μύρια χρόνια σμιλεύει την τελειότητα της ομορφιάς, την αρμονία της πολλαπλότητας. Εμείς οι άνθρωποι της φράζουμε το δρόμο και εκμηδενίζουμε τη δυνατότητα αυτής της εξέλιξης...»

Ένα πεφταστέρι γλίστρησε στην κορυφή του κυπαρισσιού. Ως συνήθως, δεν πρόλαβε να κάνει μιαν ευχή. Πάντα απορούσε πώς προλάβαιναν οι άνθρωποι στο ανοιγοκλείσιμο των ματιών να καταγράψουν το γεγονός, αλλά και να επιλέξουν μιαν ευχή. Αυτόν και τώρα να τον ρωτούσες, δεν θα ήξερε τι να ευχηθεί.

«...Γύρω μας» συνέχισε ο Δόκτορας, «η (ρύση ένα ασύλληπτο σύμπαν, κι ο άνθρωπος ένα πλάσμα χωρίς ήθος, χωρίς θεό, χω­ρίς αυτογνωσία. Ένα ον που έσπασε τον γενετικό κώδικα, αλλά έχασε τον κώδικα επιβίωσής του. Το δώρο της σκέψης αντί να μας εισαγάγει στον παράδεισο, μας οδήγησε στη βαρβαρότητα και την καταστροφή. Αντί να λειτουργήσει σαν συνεκτικό, λει­τουργεί σαν διαχωριστικό στοιχείο προς τη φύση, λες και ο άν­θρωπος δεν είναι τμήμα της, γέννημά της, δική της ιδιότητα Λέν€

Page 14: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

πως ήταν αναγκαιότητα αυτός ο διαχωρισμός, αφού η φύση εξε­λίσσεται με γενεσιουργές διαδικασίες, ενώ η ανθρώπινη γνώση ήταν υποχρεωμένη να εκλογικεΰσει την πραγματικότητα, υπο­χρεωμένη να οργανωθεί ως δομή στατικών εννοιών, ώστε ο άν­θρωπος να μπορέσει να ορίσει τον κόσμο του και να οργανώσει τη ζωή του. Το πρόβλημα είναι ότι παραδοθήκαμε στην απόλυτη κυριαρχία του λεγόμενου ορθολογισμού. Έκτοτε, τα βήματα της πιο άγριας βαρβαρότητας στην εξέλιξή μας μάς επιβάλλονται ως αναγκαιότητα. Από ποιον και για ποιον;»

«Από την εξουσία, την πολιτική και τη διαφήμιση, για την εξουσία, την πολιτική, τη διαφήμιση και τον καταναλωτισμό» σχολίασε ο Μιχάλης.

«...και από την τεχνολογία, που απορρόφησε και την επιστήμη ακόμα» πρόσθεσε ο Δόκτορας.

Η συναυλία είχε σταματήσει. Μόνο κάπου κάπου ακουγόταν κάνα σόλο βατράχου ή αηδονιού που χανόταν στο βαθύ μπλε βετ λούδο του θόλου. Τώρα, είναι η οδρα των αρωμάτων. Όλα τα σκαλοπάτια και η αυλή του Δόκτορα ήταν σπαρμένη με όλων των ειδών τα λουλούδια και τα μυρκττικά. Γνήσια από την εποχή που δεν είχαν χάσει την ομορφιά και το άρωμά τους.

Με ποιο δικαίωμα αλλοιώνουμε την προσωπικότητα της φύ­σης; σκέφτηκε καθώς θυμήθηκε την πρωινή συζήτηση στο καφε­νείο. Όλα μεταλλαγμένα, άνοστα, εκφυλισμένα, επικίνδυνα. Ποιος θα καθίσει στο σκαμνί τον μαλάκα που δημιούργησε αυτή την κανιβαλική ζωοτροφή και τρελαίνει και τα βοοειδή και τον άνθρωπο; Ποιος θα δικάσει την επιστημονική επιτροπή που ενέ- κρινε τη ζωοτροφή; Ποιο δικαστήριο θα δικάσει την πολυεθνική για τη διασπορά της τρέλας και του θανάτου στην αλυσίδα της διατροφής;

Ο Δόκτορας, στο καλύτερο μέρος του σπιτιού, το πιο ευάερο

Page 15: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

κι ευήλιο, φύλαγε τους γνήσιους σπόρους, όχι μόνον από λου­λούδια, μυριστικά και κηπευτικά, αλλά απ’ όλη τη χλωρίδα της περιοχής.

«Στο άμεσο μέλλον, φιλαράκι» είπε, «οι μεγάλοι πόλεμοι θα γίνουν για το νερό και για τον έλεγχο του εναπομείναντος γνή­σιου γενετικού υλικού. Γιατί μη θαρρείς ότι μπορούν όλες αυτές οι μεγάλες επιτεύξεις της γενετικής και της βιοτεχνολογίας να υποκαταστήσουν τη δύναμη δισεκατομμυρίων ετών στην εξέλιξη των ειδών. Ώς τώρα σπαταλούσαμε αλόγιστα τους πόρους του πλανήτη και καταστρέφαμε το περιβάλλον, τώρα βάζουμε χέρι στην ίδια τη ζωή: μεταλλάσσουμε το γενετικό υλικό. Θα γεμί­σουμε τον πλανήτη με ζόμπι άγνωστων παρενεργειών και εκφυλι- στικών φαινομένων. Είμαι σίγουρος πως με την ταχύτητα και την έκταση που έχει πάρει η μετάλλαξη, σύντομα θα γίνεται χαμός για την απόκτηση γνήσιου γενετικού υλικού από τις πολυεθνικές, τα κράτη και κάθε είδους μαφίες και κερδοσκόπους. Όλα τα κη­πευτικά μου είναι από σπόρους που έφερε ο παππούς μου από την Κερασούντα. Μες στο χαμό και την καταστροφή, νοιάστηκε να φέρει τον κήπο μαζί του... Τέτοιες γεύσεις και τέτοιες ευωδιές δεν τις βρίσκεις πουθενά σήμερα».

Το φεγγάρι μεσουρανεί, ο Μάγκας γλείφει το αυτί της Βαγγε- λιώς, βαθιά, τρυφερά, σα να πέτυχε το καλύτερο γλειφιτζούρι, το ασπράδι στα μάτια της Βαγγελιώς δυο λιγωμένα μισοφέγγαρα. Η Σπίθα, ξαπλωμένη στο δροσερό πλακόστρωτο, παίζει τρυφερά με τον Αλή, το τοπίο γεμίζει μελένια συναισθήματα.

«Θέλω μια χάρη» λέει στα καλά καθούμενα ο Δόκτορας.«Λέγε».«Όσο εγώ να μαζέψω το τραπέζι και να πλύνω τα πιάτα, θα

σου δώσω κάτι να διαβάσεις, θέλω να το δεις...»Ο Μιχάλης ξάπλωσε στην αιώρα κι άνοιξε το τετράδια

Page 16: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Το σπίτι ζούσε ακόμα. Πριν, μεγαλόπρεπο στην άπλα τον χώρου, ξωτικό καράβι τη νύχτα, ξεφύτρωνε στο μικρό κύμα της γης. Τώρα, ένα σπιρτόκουτο στο βάθος του πηγα­διού. Μόνο τις ώρες του μεσημεριού το επισκέπτονταν πια λίγες αχτίδες του ήλιου, τόσο λίγες, που τις είχε ονοματίσει: η αχτίδα του καθρέφτη, η αχτίδα της γωνιάς του τραπε­ζιού, η αχτίδα της πολυθρόνας. Πάντως, λιγότερες από τα αντικείμενα και τους χώρους του σπιτιού. Όπως ήταν φυ­σικό, ο κήπος -πριν μέγας οργασμός χρωμάτων, σχημάτων και αρωμάτων, τώρα βαριά άρρωστος από την τσιμεντέ­νια, καυτερή σκιά των πολυκατοικιών- σκόρπαγε <jtο χώρο οσμή άδικον θανατικού. Ήταν σχεδόν βέβαιο πως αν οι πίσο) τοίχοι των πολυκατοικκόν είχαν μπαλκόνια, θα ήταν ένας θαυμάσιος χώρος αυτοκτονίας. Και να πεις πως δεν τον φρόντισε ο Εράσμιος, όλες σχεδόν τις ελεύθερες ώρες τον, γεμάτος αγάπη, απόγνωση και τρνφερυτητα, εκεί τις αφιέρωνε. Και δ<».ιον ία λέμε. mo μεγαλύτερο μέ­ρος της ζωής τον ο χηι<κ ηιανο μόνος ονακκπικός συνο­μιλητής τον..

Καταρχην ηταν το ovoaa, Eotunuoc. Οοες φορές υπο­χρεώθηκε ιό rο t Xi/ ωνησει (ττη '¿α»ι τον, ένα αμυδρόχαμό­γελο λικνιζόταν («τΐΌτολα <πο .kuhud.io τον αποδέκτη, ενώ) μικρά αιπειαχια έχαναν βΐ}ματίοιιούς, ως φαντάροι σε κι­νητή σκοπιά. (ηην ενΟραν<πη χλόη πίτσα της επικοινωνίας. )\ττερα ήταν η φωνή' αδέξια χαλιχάχια κυλούσαν οι λέ­

ξεις. χι έχαναν τη φράση βαρκούλα σε τυφώνα όλων εκεί­νων των ίΤΧ'ναισθηματων .7 ον σημαίνουν πο>ς είσαι από χέρι χαμένος. δε η προσπάθεια επαφής. Κάθε φορά πουπλησίαζε άνθρωπος, άνδρας ή γΐ'ναίκα, μεγάλος ή μικρός, τα χέρια τον πάγωναν, χι ένας χρύος ιδροπας έσταζε από

Page 17: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τα δάχτυλα βυζαντινού αγίου. «Έχε τουςπόδας σου ζε­στούς, την κεφαλή σου κρύα», και τό ’λεγε με τέτοιο στόμφο, ο μαλάκας, και νά τος αυτός στην ακρογιαλιά με μάλλινο μαγιό που κρέμεται σαν ντορβάς, μαύρες μάλλινες κάλτσες και πέδιλα...

Αν τον κράταγε εκείνη, τσίτσιδο Θα τον βούταγε στη ζωή, όπως η Θέτις τον Αχιλλέα στην πηγή της Στυγός. Βέ­βαια, πάντα θα υπάρχει η αχίλλειος πτέρνα. Όμως αλίμονο αν δεν υπήρχε και το απροσδόκητο στη ζωή μας, κάτι που να σε κάνει ευάλωτο.

Η μάνα του δεν ήθελε παιδιά, ήθελε «να ζήσει τη ζωή της» όπως έλεγε. Πότε παντρεμένη, πότε χήρα ή ζωντο­χήρο ̂τρύγαγε το μέλι της ζωής και πήδαγε τους άντρες με κείνη την «ανήθικη» επιθετικότητα που τους αφαιρούσε κάθε στοιχείο επιβουλής. Έλα όμως που ο έρωτας είναι ξό- βεργα καλοκρυμμένη. Σπάραξε πιασμένη σ’ αγκίστρια, πνίγηκε στα βαθιά σε μαγεμένα δίχτυα, δάρθηκε από κα­ταιγίδες ζήλιας, μα όλα αυτά ήταν σταθμοί μιας πυρακτω­μένης κάθαρσης που έκανε το κορμί της να βλαστήσει σαν ανοιξιάτικο περιβόλι.

Πριν ακόμα γεννηθεί, χώρισαν. Εκείνος έφυγε για την Αφρική, κι αυτή, μόλις τον γέννησε, τον παρέδωσε στη θεία Ευτέρπη -«έχε τους πόδας σου ζεστούς...»- και την κοπά­νησε με έναν γουνέμπορο στον Καναδά. Με τον πατέρα τον λοιπόν, τον Παύλο, ήταν που πιάστηκε στο ερωτικό ξό- βεργο η μάνα του, και μέσα στην απελπισία της να τον κρα­τήσει κοντά της, παραβίασε και την ύστατη αρχή της -να μην κάνει παιδί.

Αντιλαμβάνεται κανείς μέσα σε ποια σύγχυση και αν- μπλέγματα έντονων συναισθημάτων ήρθε στον κόσμο ο Εράσμιος. Και δεν έφταναν αυτά, αλλά η μοίρα τού φόρ~

Page 18: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ηυσε και τη θεία Ευτέρπη και νονά του -πού στο διάβολο πήγε και βρήκε αυτό το όνομα η ρουφιάνα, μια ζωή να λες στον καθένα ότι είσαι εράσμιος...

Η ψυχή του μαράζωνε μαζί με τον κήπο, συντροφιά μ ’ ένα Θάνατο που αρνιόταν να πεΘάνει, δηλαδή να ξα- ναναστηθεί, ώσπου με την επίμονη παρότρυνση των λιγο­στών φίλων του, φέτος το καλοκαίρι πρωτόρΘε σ’ αυτό το νησί. Δυο μόνο μήνες από το τέλος της σαιζόν, βαθιά νοσταλγία κυρίεψε το κορμί και το μυαλό του. Φλεγόταν από ανεκπλήρωτες προσδοκίες, λαχτάρες κι επιθυμίες. ΉΘελε ξανά να δει εκείνα τα μάτια, να νιώσει ξανά εκείνη την αίσθηση της πλήρους αναστάτωσης, το σπαρ­τάρισμα της ψυχής, την αίσθηση της λιποθυμίας, την προ­σμονή ενός αγγίγματος, την ελπίδα ενός βλέμματος μη- επαγγελματικού.

Θα ήταν άραγε ανοιχτό το μπαρ; Και αν ναι, θα ήταν εκεί; Ή μήπως δούλευε μόνο κατά τη θερινή σαιζόν, έτσι, για διακοπές;

Είχε ωραίο δέρμα, μελαχρινό, χλομό φίλντισι, κορμί απαλό, καμία γωνία, καμπύλες, κοίλα, όλα εν κινήσει, λου­λούδια εν πλω στο τρελό μελτέμι των επιθυμιών. Τα δά­χτυλα στο ποτήρι, ένα μικρό -σχεδόν ανεπαίσθητο- άγ­γιγμα, τα μάτια, μαύρα αστέρια, φώτα υπερωκεανίου σε νύχτα καταιγίδας, τα μαλλιά, τα χείλη, ένα σύνολο εκφρα­στικών μέσων. Οι τένοντες, όχθες μυστικού ποταμού, χορ­δές ορφικής λύρας στο σκιερό βαθούλωμα του λαιμού.

Πήρε το στενό ανηφορικό καλντερίμι που οδηγούσε στο μπαρ. Φορούσε μπλουτζίν -πάντα ντυνόταν νεανικά, βέ­βαια στα όρια μιας ανέμελης ευπρέπειας. Όμως η σοβαρή ομπρέλα; Πάντα τη συνέδεε με τη συντήρηση, με την ωρι­

Page 19: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

μότητα, με την έλλειψη αυθορμητισμού, εκτός από τη θλίψη που απέπνεε. Ήταν αδύνατον να φανταστεί κηδεία χωρίς ομπρέλες, και το αντίστροφο. Τι στ’ανάθεμα την κουβά­λησε μαζί του; Καλύτερα με μιαν αυθόρμητη κίνηση, μου­σκεμένος απ'τη βροχή, να έμπαινε στο μπαρ, παρά με την ευπρέπεια μιας ομπρέλας. Αλλά πάλι, γιατί ασχολούνταν με επουσιώδη ζητήματα; Το πρόβλημα είναι να είναι εκεί\ τα μάτια ν’ ανταμώσουν, τα χέρια να διανύσουν τη διαστη­μική απόσταση και ν’ αγγιχτούν... Το κορμί σπαρταράει, αναπέμπει, αναβλύζει επιθυμίες. Πολύχρωμες πεταλούδες, οι τρυφερές προσδοκίες συνοδεύουν τα βήματά του.

Μα είναι τρελός; Πώς θα δικαιολογήσει την παρουσία του στο νησί τέλος φθινοπώρου; Κι αν όλα ήταν μια παρε­ξήγηση; Εκείνο το σπαρταριστό αγκάλιασμα στη σκοτεινή βεράντα του μπαρ ίσως ήταν απλώς μια φυσική στιγμιαία αντίδραση στο φόβο της καταιγίδας και των κεραυνών...

Γιατί ήρθε; Θα μπορούσε να βγει με φίλους. Οι ώρες θα κυλούσαν ήρεμα, νεκρές σκιές χωρίς ίχνος φλερτ, ώρες με την οσμή του γλυκού θανάτου της επιτάφιας βιολέτας...

Μα, πού βρίσκεται; Η πορτούλα -θάλασσα τρικυμι­σμένη τα νεύρα του ξύλου, κορυφές ανεμοδαρμένων κυμά­των. Εδώ κι εκεί συμμετρικά πηγάδια, σκοτεινά, στο βαθύ μπλε προς το μαύρο. - Πίεσε με τον αντίχειρα απαλά το ζν- γόθυρο. Μ’ ένα λυγμό της πορτούλας μπήκε στο μικρό ξα>~ κλήσι. Όλα τα παλαιά αντικείμενα απούσιαζαν· φθάρθηκαν ή λεηλατήθηκαν. Όλα του συρμού. Οδυνηρή δυσαρμονία με το χώρο. Πλάκες λειασμένες από κύματα απελπισίας, χα­ράς, ικεσίας και προσδοκίας, χώρος πυκνός, κατακημένος από προσευχή, και η μεγάλη ύβρις: μπροστά στην Παναγιά τα λουλούδια ήταν πλαστικά... Τα πήρε και βγήκε στην α\>~ λίτσα. Τα ακούμπησε στο πεζούλι. Υπήρχαν ακόμα τρία-

Page 20: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ντάφυλλα, μωβ χρυσάνθεμα, γκρενά γαρίφαλα. Έκανε ένα μπουκέτα έβαλε νερό στο βάζο και το ακούμπησε μπροστά στην Παναγιά. Μπα, δεν ήταν Θρήσκος, με την έννοια της εκκλησίας, απλώς πίστευε πως οι τόποι λατρείας είναι κα- τοικημένοι, έχουν υπόσταση και οφείλεις να τους τιμάς. Κοί­ταξε τα μάτια της Παναγιάς και τα ολόδροσα λουλούδια μπροστά της. Η ψυχή του γαλήνεψε, και για πρώτη φορά από τότε που άρχισε το ταξίδι, χαμογέλασε. Έκλεισε απαλά την πορτούλα και συνέχισε το δρόμο του για το μπαρ.

Η σκιά της νύχτας πέφτει πάνω στο τοπίο. Τα πράγ­ματα σιγά σιγά χάνουν την οντότητά τους. Η βροχή πολνβο- λεί την ομπρέλα και τις σκέψεις του, με ουράνια αποσιωπη­τικά. Μαγεία όλη η πλάση, ντυμένη με δαντέλες κι αρα­χνοΰφαντα, χορεύει στη μουσική της βροχής και στο μπάσο της Θάλασσας.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ύβρις για τη φύση, σκέφτηκε, νά ’ναι δίπλα σου ολόδροσα λουλούδια, ύμνος χρωμάτων και αρωμάτων, και συ να προτιμάς τα πλαστικά για να μη βάλεις λίγο νερό στο βάζο. Είναι χειρότερο κι από τη Θανά­σιμη βία που ασκούμε πάνω της. Κάπου διάβασε πως: «Ό,τι μας απαλλάσσει από κόπο, περιορίζει την ελευθερία μας». Αλλά εμείς κάναμε σκοπό του πολιτισμού μας την ακινησία του κορμιού μας.

Οι χοντρές σταγόνες της βροχής δρόσιζαν τη γη που ανάδινε ένα πλήθος αρωμάτων και οσμών. Δεν ήξερε, βέ­βαια, ποια από τις αισθήσεις είναι εκείνη που εγκλωβίζει τις περισσότερες αναμνήσεις, αλλά ήταν φανερό ότι, τούτη την ώρα, η όσφρηση είχε την ισχυρότερη μνήμη. Θα είναι άραγε εκεί, πίσω απ’τον πάγκο, τα μάτια, τα δάχτυλα, ο λαιμός...

Page 21: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Χτες, διέγνωσα στην επιδερμίδα σου, όπως και στα μαλλιά σου, εκείνες τις νιογέννητες καταιγίδες.Σιωπηλά, με μάτια κλειστά, τα δόντια σφιγμένα, το κορμί σου κυμάτιζε, βουβό αντιμάμαλο σεισμικής πηγής στα βάθη του είναι σου.

Δεν γνώριζε ποιο άρωμα έφερε στη σκέψη του τους στί­χους της Ελενίτσας... Ποτέ της δεν έφτασε σε οργασμό η κακομοίρα. Εκείνη η αγωνία της ανύπαντρης θείας της, της Αντιόπης, κρεμασμένης στην ανθισμένη κερασιά με το νε­κρό έμβρυο να ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα σκέλια της. Τα εγκλήματα της ανθρώπινης ηθικής είναι πολύ περισσό­τερα και πιο τρομακτικά από οποιαδήποτε ανηθικότητα...

Έκλεισε αποφασιστικά την ομπρέλα και άνοιξε την πόρτα του μπαρ. Συγκλονιστική ενέργεια διαπέρασε τις αι­σθήσεις του, γλυκές προσδοκίες, φόβοι, αμφιβολίες, αγω­νία. Κατάφερε να κυριαρχήσει στην ταραχή του. Με μια γρήγορη κίνηση έκρυψε την ομπρέλα πίσω απ'την πόρτα. Ευτυχώς, υπήρχαν ήδη δυο τρία ζευγάρια που έκλειναν τη θέα του πάγκου. Προχώρησε και κάθισε στη γωνιάν όσο μπορούσε μακρύτερα από τους άλλους πελάτες. Είχε και καλύτερη οπτική, εκτός της απερίσπαστης αμεσότητας. Ίίλπιζε δηλαδή, όπως εκείνο το βράδυ: η απόσταση εκμη­δενίστηκε, ο χώρος δέσμευσε το χρόνο, τα δάχτυλα αγγίχτη­καν γύρω από το ποτήρι, κι ένας ρυθμός, ένας ασύλληπτος ρυθμός, όπως χιλιάδες μικροί σεισμοί\ συγκλόνισε τα κορ­μιά τους. Η σιωπή ήταν απόλυτη μέσα στον ορυμαγδό των κυμάτων και των κεραυνών. Και τότε το νησί το έπληττε

Page 22: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

καταιγίδα. Ίσως να είναι αυτό, σκέφτηκε, αυτός ο μαγνητι­σμός της καταιγίδας να συνήργησε ώστε, πριν καν το απο­φασίσει, πήρε το καράβι για το νησί και ώς τώρα όλα πή­γαιναν κατ’ευχήν.

Ήταν εκεί. Τα μάτια γέμισαν από άπειρες μυθικές κο­κεταρίες, τα κορμιά απέκτησαν την πιο ευγενική, την πιο χαριτωμένη τους φόρμα. Ύστερα τα χέρια τους δέθηκαν, οι αισθήσεις, ώς και η έκτη, αλλά και η έβδομη ακόμα, που εί­ναι γνωστή μόνο στους μυημένους, τους τύλιξαν με ουράνια τόξα επιθυμιών και φωτοστέφανο·αγίων.

Τα βαθιά κοιτάσματα της λύπης, των αμφιβολιών, των φόβων, της εγκράτειας, κατέρρεαν μέσα στο μωβ.

Σ’ ευχαριστώ που μου ξανάδωσες την εφηβεία μου, ψι­θύρισαν τέσσερα χείλη. Κάνε με ό,τι θέλεις, χαμογέλασαν τέσσερα μάτια...

Είμαι το ευτυχέστερο ον, κραύγασε το σύμπλεγμα των σωμάτων...

ΕΡΑΣΜΙΟΣ ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ

«Ξαδερφάκι μου» είπε ο Δόκτορας, «το βρήκα σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του που κληρονόμησα. Μη μου πεις πως έχεις ξα­ναδιαβάσει τόσο σύντομη αυτοβιογραφία. Αν πρόσεξες, θεωρεί περιττό να αναφερθεί και στο φΰλο ακόμα του ερωτικού του συ­ντρόφου, ήταν άντρας; ή γυναίκα;...

«Θα σου ’λεγα τώρα τι είσαι συ, αλλά έχε χάρη που είσαι το φιλαράκι μου. Ρε συ, αφού υπάρχουν όλα τ’ άλλα, τι σε νοιάζει το φύλο; Ο έρωτας είναι άφυλος, δεν είναι αναπαραγωγή, αλλά ανάσταση» είπε ο Μιχάλης, και βολεύτηκε καλύτερα στην αιώρα.

Το φεγγάρι αιχμαλώτισε τη βεράντα. Σιωπή. Μόνο τα όνειρα

Page 23: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

κυκλοφορούν, ξωτικές νεράιδες στις ανάσες των πλασμάτο^ν. Μόνο που τα όνειρα των ανθρώπων όλο και πιο συχνά βγαίνουν μέσ’ από μαύρα πηγάδια.

«Ωστόσο» συνέχισε την κουβέντα ο Δόκτορας, «δεν μένει ανεπηρέαστος από τις ανθρώπινες σχέσεις».

«Σιγά τις σχέσεις» τον διέκοψε ο Μιχάλης.«Θέλω να πω πως η δυσκολότερη απελευθέρωση του ανθρο)-

που είναι αυτή της ερωτικής του συμπεριφοράς. Εμείς είμαστε αγαπημένα και αφοσιωμένα φιλαράκια, χρόνια κάνουμε παρέα οι δυο μας και περνάμε ωραία, όμως ποτέ με γυναίκες. Όταν έχουμε επισκέπτριες, υψώνουμε τα σημάδια -βρισκόμαστε εν πλω, απαγο­ρεύονται οι επισκέψεις... Γιατί; Γιατί και οι δυο μας έχουμε το γνώθι σαυτόν, και ξέρουμε στο βάθος τι σκατά φαλλοκράτες είμα­στε. Ο ένας θα προσπαθήσει να γοητεύσει τη γυναίκα του άλλου, και βέβαια θα είναι (οραίο παιχνίδι, αφού και οι δυο θα δοχτουμε τον καλύτερο εαυτό μας, όμως και οι δυο ξέρουμε πως αυτό δεν θα είναι μια όμορφη, ευγενική άμιλλα, αλλά θα περιέχει στοιχεία ανταγωνισμού που είναι πιθανό να πληγώσουν τη φιλία μας. Γιατί και οι δύο, όσο κι αν πιστεύουμε πως είμαστε προχωρημένοι, δεν μπορούμε ακόμα να παραδεχτούμε, στην ουσία της, την ελευθερία της ερωτικής επιλογής και την ανάγκη της πολλαπλότητάς της».

«Ρε, φοβάσαι, γιατί είμαι πιο μάγκας και θα σ’ τη φάω...»

Η μικρή κοιλάδα ταξίδευε στο φεγγαρόφωτο. Τα σκυλιά χορ- τασμένα παιχνίδια και χάδια, κοιμούνται στη δροσιά της πέτρας αγκαλιά με τα όνειρά τους. Ο Αλή ανέβηκε στον καναπέ και παί­ζει με τις σκιές του γιασεμιού.

«Είναι ωραίο το νησί» είπε ξαφνικά ο Δόκτορας, σπάζοντας τη σιωπή.

«Έχεις πάει;»«Ναι... Εκεί πήγα όταν την κοπάνησα από το Πειραματικό

Page 24: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Κέντρο της Αριζόνας... Έχει κάτι παράξενο, ίσως ο αέρας, ή το τόσο καταλυτικό φως, που σε βοηθά να αναγνώσεις τη συνείδηση σου, ή και τα δυο μαζί και πολλά άλλα -ποιος ξέρει, πάντως εγώ, εκεί για πρώτη φορά...»

Μια ψυχρή φωνή διέκοψε την αφήγηση του Δόκτορα. «Επι­στημονική ομάδα υπό τον σερ Μάθιου Χάρτιγκ... ανακοίνωσε ότι βρίσκεται στην τελική ευθεία για τη μεταμόσχευση κεφαλής σε ακέφαλο σώμα, ακόμα...» Ο Δόκτορας πετάχτηκε πάνω κι έκλεισε το τρανζίστορ.

«Θα σε σκοτώσω, ρε κέρατά» λέει στον Αλή. Τον πήρε στην αγκαλιά του και ξάπλωσε στη βαθιά πολυθρόνα.

Ξαπλωμένος στην αιώρα, ο Μιχάλης ταξίδευε σαν τον μικρό πρίγκιπα, από αστέρι σε αστέρι, κουβαλώντας ένα τσουβάλι ερωτήσεις. Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα κομμένο κεφάλι με απολήξεις μέδουσας. Έψαχνε να βρει ένα ακέφαλο σώμα για να κολλήσει...

Πετάχτηκε απ’ την αιώρα με κίνδυνο να τσακιστεί.«Ρε κέρατά, Αλή, τι μας έκανες...»«Θέλει να προκαλέσει την προσοχή μας, γι’ αυτό τ’ ανοίγει ο

ρουφιάνος» λέει ο Δόκτορας. «Θα το πετάξω το κωλόπραμα, ού­τως ή άλλως, τα πάντα, ο>ς και οι ειδήσεις ακόμα, υπέπεσαν στη χυδαιότητα της διαφήμισης. Χέσ’ τα. Πάω μέσα να ’τοιμάσω τί­ποτε καλό να γλυκάνουμε την ψυχή μας» είπε, και σηκώθηκε.

Το φως της σελήνης κατηφορίζει νυσταγμένο, όμως τώρα, μια χλομή ανταύγεια πυρκαγιάς έρχεται από την Ανατολή, ένα νιο­γέννητο φως που μόλις χαμογελούσε.

Τα δείπνα του Δόκτορα, καθώς και οι απολαύσεις βέβαια, κρατούσαν οπωσδήποτε ώς την ανατολή. Η μέρα είχε τις φροντί­δες της, εκείνο το πάρε δώσε που κρατάει το κορμί και την ψυχή σου εν εγρηγόρσει.

Page 25: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ο Δόκτορας ακοΰμπησε διάφορα γλυκά πάνω στο τραπέζι, ξαναγυρισε μέσα, κι έφερε το ούτι του και τον ναργκιλέ τσυ παπ­πού του. Άρωμα παχυ, ρευστό, βελούδινο σκαρφάλωσε στα ρου­θούνια του.

«Είναι περσικός, μου τον έστειλε ένα φιλαράκι που ταξιδεύει. Πού να δεις και τη γεύση του. Μέλι. Χτες είδα ένα παράξενο όνειρο» είπε ο Δόκτορας, φυσώντας τον καπνό κι αρωματίζοντας τον τόπο. «Ότι, τάχα μου, το φιλαράκι μου ο Μπίλη Τζο, που έχω να μάθω νέα του από τότε που δουλεύαμε μαζί στο Κέντρο, δρα­πέτευσε με μια παράξενη παρέα και έρχονται κατά δω».

«Καλώς να τα δεχτούμε. Έχει και καμιά όμορφη στην παρέα;»

«Στα όνειρα υπάρχουν τα πάντα» λέει ο Δόκτορας, δίνοντάς του τον ναργκιλέ και πιάνοντας το ούτι του.

Ένα κελάηδισμα μοναχικό, κάτι σα λυγμός στην απόλυτη σιωπή. Ένα ουράνιο τόξο. Κάτι βαρύ -τα μολυβένια συναισθή­ματα της λύπης. Ένα κελάηδισμα -σιωπή. Δύο -ντουέτο. Έκρηξη, καμπάνες καμπανάκια, γιρλάντες, κιονόκρανα, λιβάνι και άρωμα υακίνθου, αλλά και άρωμα, έντονο άρωμα γυναίκας...

...Ψηλά στον ουρανό γίνεται πανηγύρι. Άγιοι και Αγίες όλων των φυλών και των ειδών χορεύουν το χαμένο βαλς της ζωής... Τώρα η μουσική απαλή, γλυκιά, χαρούμενη, ταξιδεύει κατά τις προσδοκίες του...

Το καράβι έφτασε στο νησί πριν το ξημέρωμα. Πέρα από τα φώτα του λιμανιού, η νύχτα τοίχος.

Δεν γνωρίζονταν, κι όμως αναγνωρίστηκαν. Έτσι, μέσα στην πολυκοσμία, αντάλλαξαν ένα χαμόγελο.

«Εσυ είσαι;»«Ναι...»Η πρώτη σκέψη που τού ’ρθε στο μυαλό ήταν πως σίγουρα.

Page 26: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τοΰτο το νησί το πάτησαν Σαρακηνοί και Άραβες. Ένα κατά- μαυρο κεφάλι, θάμνος από ολόσγουρο μαλλί και γένι. Μόνο η γαμψή μύτη ξεχώριζε, και δυο μάτια που κοίταγαν πονηρά, δύ­σπιστα και περιπαιχτικά. Κορμός σα βράχος, με πόδια κοντά κι ευκίνητα όπως των ναυτικών και των ιππέων, αυτά τα πόδια απο- δείχτηκαν αργότερα αξιοθαύμαστα, όταν μαϊστραλιασμένοι κι οι δυο προσπαθούσαν να φτάσουν στο σπίτι. Ο Ανώνυμος με βια­στικά βηματάκια πέρδικας, έτρεχε από τον έναν τοίχο στον άλ­λον, με τα πέτσινα μυτερά παπούτσια του, ισορροπώντας σαν αϊ­τός στο ανώμαλο καλντερίμι.

Αμίλητος, με μια αποφασιστική χειρονομία που δεν επιδεχό­ταν αντιρρήσεις, έριξε τα μπαγκάζια του Μιχάλη στην πλάτη, και μπρος αυτός πίσω εκείνος -το μονοπάτι ήταν σχεδόν μονόδρο­μος- ξεκίνησαν για το σπίτι.

«Κοίτα, μωρέ, να πατείς στα πισωπόδαρά μου, μη γκρεμστσα- κιστείς σε κανένα χαντάκι. Κάλλιο που δεν εκάμανε το δρόμο, έχο> την ησυχία μου, φαγωθήκανε να μου βάλουνε μια λάμπα μπροστά στο σπίτι μου. “Και πο'>ς θα βλέπ(ι) το φεγγάρι με το ηλε­κτρικό μπροστά μου, ρε ταραμάδες;” Χαμπάρι αυτοί: “Εδώ πέ­φτουνε οι κολόνες της ΔΗί Γ. Ε, τη βάζανε, την έσπαγα, την ξανα­βάζανε, την ξανάσπαγα, οκτπου βαρεθήκανε και μ’ άφησαν ήσυχο. Όσα φώτα και να σου βάλουνε στο δρόμο, άμα τα πόδια σου δεν νιώθουνε που πατάνε, στραβός θά ’σαι...»

Ήταν βέβαια τόσο βαθύ το σκοτάδι, που αυτός όχι μόνο τα πι- σωπόδαρα του Ανώνυμοι.» δεν μπορούσε να δει, αλλά κάθε βήμα του μετεωριζόταν στο διάστημα γεμάτο αγωνία πριν αγγίξει το άγνωστο. Αυτό το βήμα συγκέντρωνε όλη την προσοχή του, ώστε δεν του άφηνε περιθώρια σχολίων.

«Παλιότερα, σαν τά πινα στο χωριό κι αργούσα να γυρίσω σπίτι, ερχότανε η Χαρούλα να βρει τσι μυρουδιές μου κι η Μα- ρούσα να με κουβαλήσει. Κι αν το μεθύσι ήταν τόσο γερό, πσυ δεν

Page 27: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ημπόραγα ούτε καβάλα να σταθώ, έπιανα την ουρά της, και (κχν το δοιάκι στη φουρτούνα, με φέρνανε στο λιμάνι. Με νοιαζότανε» -η φωνή του είχε ένα λυγμό νόστου- «πέρσι τις έχασα και τις δυο μαζί. Από τι, δεν ξέρω. Σίγουρα από γεράματα. Τις βρήκα αγκαλιά και τις δυο πάνω στον φρεσκοκομμένο σανό. Στην αρχή νόμισα πως κοιμόντανε, τόσο γαλήνιος ήταν ο θάνατος. Μαζί σχεδόν εμεγαλίΓ>- σαμε. Ήμουνα γύρω στα δεκαπέντε και τώρα πατο) τα σαράντα - σίγουρα από γηρατειά. Μα κι οι δυο μαζί αποφάσισαν να μ’ ορφα- νέψουν; Πάντα ήτανε τζαναμπέτικα. Η Χαρούλα με ζήλευγε σαν ένιωθε πως καμιά κοπελιά μού γυαλίζει, στο πι και φι τσ’ έδειχνε τα δόντια της, κι αν η κοπελιά ήτανε σκάρτη ή σφιγμένη, τό ’βαζε στα πόδια. Η Χαρούλα ήτανε, να πούμε, ο φύλακας άγγελος, μόνο τσι καλές, τσι γνήσιες κοπελιές άφηνε να με πλησιάσουν. Μα και η Μαρούσα δεν πήγαινε πίσω. Όποτε είχαμε γιορτή ή πανηγύρι στο χωριό, σαν έπιανα να χορέψω, μ’ ένα γλυκό γκάρισμα έμπαινε στο κέντρο του χορού, έφερνε δυο τρεις γύρους, τίναζε ψηλά τα πισω- πόδαρά της με νάζι, και γύριζε στη θέση της μαζί με τη Χαρούλα και τα πιτσιρίκια που παρακολουθούσανε το γλέντι. Τέτοια. Μα δεν το περίμενα να μου τη σκάσουνε έτσι. Τελικά, δεν ξέρουμε ποιος είναι ο τυχερός, αυτός που μένει ή αυτός που φεύγει. Τσ έχω θαμμένες εκεί, αγκαλιά, κατάντικρυ στη θάλασσα. Σαν ξημερώσει, θα σου δείξω τον τάφο τους. Ε, είμαστε μια οικογένεια, βλέπεις... Τώρα, θα μου πεις, δεν έχω άλλες παρέες, φίλους, πώς, μα οι σχέ­σεις με τσ’ ανθρώπους, και οι πιο όμορφες ακόμα δεν είναι τόσο καθαρές, κρούσταλλο νερό που δροσίζει την ψυχή σου... Γι* αυτό σου λέω πως ορφάνεψα, αν κατέεις τι θέλω να πω...»

Αναμφισβήτητα ήταν πολύ κουραστικό, ατό τη μια να προ­σπαθεί να πιάσει τις λέξεις στην επιστροφή από την κατεύθυνση που εκστομίζονταν, δηλαδή ένα βήμα πίσω. και από την άλλη να προσέχει πού πατά, αφού όλο το μονοπάτι ήταν διάσπαρτο αχό μυτερές, γυαλιστερές από τη χρήση πέτρες. Ευτυχώς, φορούσε

Page 28: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

πάνινα παπούτσια. Ύστερα από μισή ώρα περίπου δρόμο, κι αφου καβατζάρισαν έναν απότομο κάβο, φτάσανε.

Ένα μεγάλο τραπέζι, πόρτα ναυαγισμένου πλοίου πάνω σ' έναν κορμό, ένας καναπές, μια αιώρα, δυο ψάθινες πολυθρό­νες, σκαμνιά. Δυο μπουκαμβίλιες με τα μωβ και κόκκινα λουλού­δια τους σκέπαζαν τη βεράντα. Γΰρω γύρω, βασιλικά, γεράνια, γαρίφαλα μωβ, και φωτεινά νυχτολούλουδα, νυσταγμένα από την έλευση της μέρας, έγερναν να κοιμηθούν στο μέλι που σύναξαν τη νύχτα. Πατ, πατ, πατ, μια μικρή ελληνική σημαία, δεμένη σε μια φίδα, παίζει με το αγουροξυπνημένο μελτεμάκι. Τον είδε που την κοίταζε, χαμογέλασε.

«Για τσι Τούρκους... Μ’ αρέσει να την ακούω να πεταρίζει, πανάκι στο πέλαγο. Με ταξιδεύει. Να φτιάξω καφεδάκια».

Ο ουρανός, μωβ φόρεμα στο κορμί εξαίσιας νέγρας τραγουδί­στριας, στολισμένο με πούλιες που ανοιγοκλείνουν τα ματάκια τους στους ρυθμούς του μπλουζ. Απέναντι, ανάμεσα από τους ατμούς, ξε­προβάλλει ξαπλωμένη γυναίκα. Ένα πιο τολμηρό φως βγαίνει από την κοιλιά της. Πάνω της, ένα, λαμπερό ακόμη, αστέρι, τοξεύει την ήβη της. Πο3ς να μη φτιάξει ωραίους μύθους ο άνθρωπος σε τούτο τον τόπο που όλα είναι έρωτας, ή σε παραπέμπουν σε ερωτικές φαντα­σιώσεις, σε εξαίσιες μοιχείες των θεών; Ο Απόλλωνας, αυτός ο πανέ­μορφος, έξυπνος και ταλαντούχος θεός, είναι μπάσταρδος, προϊόν μοιχείας του Δία και της Λητούς: καθαγιασμός της αμαρτίας, της επι­θυμίας, της σαρκικής απόλαυσης, της λαγνείας. «Τι ωραία λέξη, ρε φιλαράκι» τού ’λεγε ο Δόκτορας, «λάγνα μάτια, λάγνα χείλη, λάγνο κορμί, λάγνο κούνημα... Σου φτιάχνει πίνακες ζωγραφικής αριστουρ­γήματα, και τη βγάλανε στην παρανομία, τι να πεις...»

«Ένα γλυκάκι, τριαντάφυλλο, είναι γνήσιο, εκτός από ωραίο είναι και ενεργητικό. Άμα ταξιδεύει ο άνθρωπος, όλο σφιγμένος είναι. Καλώς όρισες, το λοιπόν!»

Page 29: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

«Καλώς σε βρήκα!»«Είναι καλός ο καφές;»«Καλός, ευχαριστώ».«Ελληνικό πίνω. Έχω και νεσκαφέ, καμιά φορά φέρνουν οι

σουρλουλοΰδες, μα προτιμώ να τονε βάζω στη μπογιά όταν βάφω κανένα ξΰλο. Δεν σε ρώτησα πώς τον πίνεις, μα είμαι σίγουρος πως τον πίνεις με ολίγην, αφοΰ είσαι φιλαράκι του Δόκτορα». Στα μάτια του άστραψε ένα χαμόγελο...

Πότε του ’χε μιλήσει για τον Δόκτορα;...Το φως ανεπαίσθητο, αχνό, κυλάει αργά, χαϊδευτικά στην

κοιλιά της ξαπλωμένης γυναίκας.«Το λοιπόν, καλά τα περνάμε. Ε, βέβαια, με τσι στεναχώριες

μας και τα προβλήματά μας, μα ανθρώπινα, της ζωής. Έρχονται και φεΰγουν. Εδώ ο αέρας, λένε, δεν σ’ αφήνει να πάρεις τίποτε στα σοβαρά. Λένε πο>ς οιίλοι είμαστε λίγο μουρλιασμένοι από τον αέρα, μα εγο3 σου λέω πως ήμασταν οι πιο γνωστικοί, μέχρι που ήρθε ο τουρισμός. Τίόρα εμουρλαθήκανε με τα λεφτά, ώς και το σκατό τους ακόμη, αν μπορούσανε, θα το πουλούσανε. Δεν λέω, καλός είναι ο τουρισμός, γνωρίζεις ξένους ανθρώπους και σουρ­λουλοΰδες να τσι πιεις στο ποτήρι, μα το πλερώνουμε ακριβά, κά­ναμε την ψυχή μας πεντοχίλιαρο... Μερικοί κρατάμε ακόμα, μα εί­μαστε οι τρελοί του νησιού, και νκύθουμε μοναξιά μέσα σε τόσους ταραμάδες, που η μόνη τους έγνοια είναι τα λεφτά».

Η γυναίκα ήταν τώρα ξαπλωμένη στην κορυφή ενός βράχου που ξεπρόβαλλε απ’ τη θάλασσα. Ανάμεσα στα σκέλια της ένα χρυσό φως. Τα αντικείμενα αφυπνίζονται αργά, ντυμένα τη μα­γική σκιά του ξημερώματος. Με πόση διαύγεια το ξημέρωμα του αποκάλυπτε τη ματαιότητα και τη ματαιοδοξία της ανθρώπινης καθημερινότητας. «...Ο ερωτισμός, από τη φυση του, είναι επιθυ­μία για υπέρβαση...» Από μια φράση, από μια αίσθηση, κρέμο­νται πορτραίτα αναμνήσεων.

Page 30: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Που τον θυμήθηκε τώρα τον Θεολόγη, τα φοβερά ξενύχτια με την πανσέληνο... Το ξέφωτο πάνω από τη θάλασσα, όπου δεν έφταναν οι οσμές των αντηλιακών. Αυγουστιάτικη πανσέληνος, ον οικογένειες των παραθεριστών έχουν ήδη αναχωρήσει. «Αρχί­ζει το σχολείο παν παιδιών», όπως είπε η Ισαβέλα στον Θεολόγη την τελευταία φορά που σμίξανε.

Ζήσανε έναν έρωτα αυτό το καλοκαίρι απ’ αυτούς που σε γε­μίζουν για χρόνια. Λαίμαργο, λάγνο, αδίστακτο, και κυρίως αμαρτωλό. Με τρία παιδιά η Ισαβέλα, και με ένα σύζυγο ζηλιάρη που την είχε κατά πόδας... μα είναι γνωστό πως τα εμπόδια στον έρωτα είναι ό,τι το οξυγόνο στη φωτιά.

Όσοι παραθεριστές είχαν απομείνει, μαζεύτηκαν στους ρεμ­βασμούς τους. Ησυχία. Μια πλάκα, ζεστή ακόμη απ’ τον ήλιο, μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα, κι οι τρεις τους ολόγυμνοι, ξα­πλωμένοι ανάσκελα, περιμένουν να τους λούσει η σελήνη...

...Δεν το επιδίωξε, απλώς έτυχε να βρεθεί στην προνομιακή θέση: απέναντι ακριβώς από τα ανοιχτά σκέλια της Ντολόρες, έχοντας την ευτυχία να παρατηρεί με πλήρη άνεση, και μάλιστα υπό το μαγικό φως της πανσέληνου, ένα από τα ωραιότερα μου- νιά του κόσμου, εκείνα τα φουσκωτά, τα ζουμερά της Μεσογείου.

Από την άκρη της θάλασσας βγαίνει λαμπρή η σελήνη. Φως θαλπωρής αλλά και τόλμης, όποος εκείνο που καλείτα κουτάβια ν’ ανοίξουν τα μάτια τους. Σκιές ονείρου. Το τοπίο ξαναγίνεται παρθένο. Η Ντολόρες ανοίγει κι άλλο τα σκέλια της, το πλούσιο αιδοίο, μελαχρινό χανουμάκι, αναπαύεται πάνω σε δυο άσπρα μαξιλαράκια.

«Μου λες γιατί καταπιέζουμε κι εξευτελίζουμε τις γυναίκες!... Είδες ποτέ σου ταπεινωμένο μουνί, ρε; Πάντα έτοιμο, ολάνθιστο και ζουμερό, αρκεί να το θέλει. Ενώ πόσοι υπερφίαλοι φαλλοί δεν έσκυψαν και δεν σκύβουν ταπεινωμένοι, ανήμποροι, μπρο­στά σ’ αυτή την πανέμορφη πρόκληση. Ο αρσενικός ερωτικά εί­

Page 31: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ναι μονοσήμαντος, σε σχέση με τα πλούσια ερωτικά όργανα της γυναίκας, την ικανότητά της να αντλεί πολλαπλή ηδονή και οργα­σμούς. Ε, είναι να μην τά ’χει μαζί της ο αρσενικός; Πουθενά άλ­λον ο άντρας δεν βγάζει τόσο χυδαία επιθετικότητα, όσο απένα­ντι στο γυναικείο ερωτικό όργανο και στις αταξίες του. Σ’ αυτό το άνθος της αμαρτίας, της ηδονής και της ζωής». Αυτά τού ’λεγε ο Θεολόγης το πρωί όταν πίνανε τα τσιπουράκια τους στου Σεβάχ.

Το σταρένιο δέρμα της Ντολόρες παίρνει χρυσές αποχρο)- σεις. Τα στήθια της, μακριά το ένα από το άλλο στο ευρύ στέρνο, τσίτωσαν τις βυσσινιές ρώγες τους στον ουρανό.

«Ρε καριόληδες, ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να πατήσετε το φεγγάρι, ποιον ρωτήσατε, ρεεε, το φεγγάρι ανήκει σε όλους μας, ρεεε!» φωνάζει προς κάποιους οργισμένος ο Θεολόγης.

«Στην εποχή μας, η επιστήμη και η τεχνολογία προηγούνται της ηθικής και της φιλοσοφίας, συρρικνώνουν το ψυχικό περι­βάλλον του ανθρώπου και το νόημα της ζωής. Αποδειχτήκαμε τραγικά ανώριμοι να διαχειριστούμε αυτή την έκρηξη της γνώ­σης, αφού τη μετατρέψαμε σε κερδοσκοπικό εργαλείο» σχολίασε η Ντολόρες, καθώς άπλωνε τα δυο της χέρια στα σκέλια της, και άνοιγε με τα ακροδάχτυλά της το αιδοίο της για να το επισκεφθεί ώζ το βάθος το φως της πανσελήνου.

Οι φτέρνες της Ντολόρες εφάπτονται στη μέση του. Βαθιές καμάρες, με δάχτυλα μικρού πιανίστα, αστράγαλους Ηνιόχου. Τρίβει απαλά τα μικρά δαχτυλάκια. Οι παλάμες του χαϊδεύουν τους λεπτοκαμωμένους ταρσούς, αγκαλιάζουν τους τένοντες, τα­ξιδεύουν στην οβάλ γάμπα και αράζουν στις κλειδώσεις των γο­νάτων... Η σελήνη συνομιλεί με το κορμί της Ντολόρες. Η ήβη πάλλεται, η κοιλιά σηκώνει κύματα καταιγίδας, οι κλειδώσεις των γονάτων κλείνουν και τον τραβούν προς το μέρος της.

«Το μόνο ανήθικο στον έρωτα είναι οι ηθικές απαγορεύ­σεις...» Ήταν το τελευταίο σχόλιο του Θεολόγη που πήραν μαζί

Page 32: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τους, καθώς δυο κόσμοι αισθήσεων και συναισθημάτων, στο ωραιότερο σύμπλεγμα των ανθρώπων, εκσφενδονίζονταν στο ου­ράνιο τόξο της ηδονής...

Πόσο διαυγείς και ανάγλυφες είναι οι αναμνήσεις το ξημέ­ρωμα... Η μνήμη δεν είναι μια φωτογραφία στιγμής, είναι μια ολόκληρη περιπέτεια αισθήσεων.

Μια βελούδινη μυρουδιά σκαρφάλωσε στα ρουθούνια του, γαριφαλάκι, μέλι...

«Ένα μελόρακο για τον πρωινό βήχα» -διέκοψε ο Ανώνυμος την ονειροπόληση- «πρόσεχε, καίει. Όπου νά ’ναι, θα βγει κι ο ήλιος, μήπως ενύσταξες; Γιατί αξίζει να τον δεις. Είναι η μεγάλη του μέρα. Μια φορά το χρόνο και ο ήλιος και η σελήνη γεννιού­νται μέσ’ απ’ τα σκέλια της γυναίκας -θωράς τηνε ξαπλωμένη πάνω στο πέλαγος; Είναι η Λητώ. Εδώ κρύφτηκε κυνηγημένη από την Ήρα και γέννησε τον Απόλλωνα και την Αρτεμη, όπο)ς μου λέει ο Παπαλέξανδρος, σοφός άνθρωπος και καλός παπάς -άγιος. Είμαστε στενοί φίλοι, μα πέρσι εκόντεψα να πλαντάξω, αρρώστησε και τον επήγανε στο νοσοκομείο στην Αθήνα και μας εφέρανε έναν παπά, κλεφταρά και υποκριτή του κέρατά. Εγώ εί­μαι θρήσκος άνθρωπος, την εκκλησία τη νιώθω. Πώς να σ’ το πω, στα Πάθη του Χριστού, μ« και στις λυπητερές και στις χαρμόσυ­νες λειτουργίες, πάντα κλαίω, από μικρός. Στην αρχή, η Βαγγε- λιώ, η καντηλανάφτισσα, όλο με μάλωνε. “Μα πού το βρίσκεις τόσο κλάμα, μωρέ αναθεματισμένε, θα μου σαπίσεις το στασίδι”. Μα ύστερα το πήρε απόφαση πως δεν γίνεται τίποτα, και μ’ άφησε ήσυχο. Μια φορά με ρώτησε κι ο Παπαλέξανδρος: “Γιάντα, μωρέ Ανώνυμε, κλαίεις στα Πάθη του Χριστού και των Αγίων;” “Γιατί τα παίρνω δικά μου, παπά”. Με κοίταξε και δεν εμίλησε. Από τότε, γίναμε πιο στενοί φίλοι. Μα όπως σού ’πα, αρ- ρώστησε και μας εφέρανε τον άλλον, τον υποκριτή. Επήγαινα

Page 33: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

$»1

στην εκκλησία, άκουγα τα λόγια και τσι ψαλμουδιές, μύριζα το λι­βάνι, κοίταζα το ιερό φως των κεριών, μα τίποτα δεν ένιωθα. Κό­μπος το δάκρυ, πώς να λυθώ με ψευτιές, αφού ήξερα τι υποκριτής ήταν... Σου λέω, εκόντεψα να πλαντάξω, κοντά τρεις μήνες χωρίς δάκρυ. Ευτυχώς, έγινε καλά ο Παπαλέξανδρος, εγΰρισε με το καλό και οΰλοι εβρήκαμε την υγεία μας. Εδώ που τα λέμε, μ’ έχουνε και λίγο για μουρλό οι ταραμάδες, μα με φοβούνται κιόλας. Όχι πως είμαι κακός, μπα, ούτε μυρμήγκι δεν πειράζω, που λέει ο λόγος, μα με φοβούνται, γιατί λέω τα πράματα όπως είναι. Άμα στουμπώνεσαι με το κέρδος, δεν ξεστρατίζει μόνο το μυαλό, μα και το κορμί ξεχνάει, είναι σα να μην υπήρχες πριν, αν κατέεις τι θέλω να πω -γίνεσαι άλλος άνθρωπος».

Ξημερώνει. Το τοπίο παίρνει τα σχήματά του. Ο Μιχάλης έχει την αίσθηση ότι ξανάζησε σε τούτο το μέρος. Εκείνο το κυπα­ρίσσι, το πηγάδι με τον κουβά κρεμασμένο στην ξύλινη μπίγα, ο λόφος με τα πουρνάρια, και το ’κλησάκι στην κορυφή, αλλά κυ­ρίως αυτή η αίσθηση -μια ομιχλο5δης μνήμη- ότι εδώ έζησε μια βαθιά, ευχάριστη εμπειρία... Δισεκατομμύρια χρόνια το ίδιο υλικό ανακυκλώνεται σε άπειρους συνδυασμούς ζωής, ομορφιάς και αρμονίας. Σπάσανε τον γενετικό κώδικα, παρεμβαίνουν στα γονί­δια, μα δεν σκέφτηκαν ποτέ ότι και αυτά ακόμα τα γονίδια των κληρονομικών ασθενειών είναι σοφά ενταγμένα, έχουν την αυτα- ξία τους στην ισορροπία, στην αρμονία και στην εξέλιξη της ζωης. Ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι προϋπόθεση της ζωής είναι ο θάνατος;

«Το λοιπόν» συνέχισε ο Ανώνυμος, αφού έστριψε το τσιγάρο του, «στη ζωή μου έκαμα πολλές δουλειές. Ψαράς, χαμάλης, πρόε­δρος τση κοινότητας» -αυτό ήταν σαν να τό ’πε με κεφαλαία- «ενταφιασμούς, εκταφιασμούς, εκεί δεθήκαμε πιο πολύ με τον παπά. Οι γέροι μ’ αγαπούσανε, γιατί ξέρανε πως θα τους περίπου ηθώ στο τελευταίο τους ταξίδι, και θα τους βάλω και τη νιαμ«ζανί~

Page 34: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τσα με κρασάκι ή τσικουδιά, ό,τι προτιμούσαν εν ζωή τέλος πα­νιών, την οποία βέβαια, πρώτα ο Θεός, θα κοπανάγαμε με τον Πα- παλεξανδρο κατά τον εκταφιασμό. Δύσκολο πράμα. 'Οταν είχαμε εκταφιασμό, ανταμώναμε χαράματα στης Ουρανίας, κατεβάζαμε τσι πρώτες ρακές, επαίρναμε και μια μπουκάλα μαζί μας, ελιές, τουρσί, παστά, και ξεκινάγαμε. Μπρος ο παπάς, πίσω του ’γώ για να τον προσέχω κιόλας, μη στραβοπατήσει πουθενά. Στην πόρτα του νεκροταφείου μάς επεριμένανε η Μαρούσα φορτωμένη τα απαραίτητα, και η Χαρούλα με τα παιχνίδια της. Ε, ώσπου ν’ ανοίξω εγώ τον τάφο, με τσι απαραίτητες παύσεις για να πει κι ο παπάς τσι φιλοσοφίες του, κατεβάζαμε τη μπουκάλα με τη ρακή, κάνοντας την ιστορία του μακαρίτη. Τότε, βλέπεις, ούλοι οι παλιοί είχαν την ιστορία τους, άλλος καλή, άλλος κακή, οι πιο πολλοί ανά­μεικτη, και τις περισσότερες φορές τέλειωνε ο εκταφιασμός, εί­χαμε κατεβάσει τη μπουκάλα του μακαρίτη και η ιστορία δεν τέ- λειωνε. Τέτοια. Τότε οι άνθρωποι ήτανε με νόημα, αν κατέεις τι θέλω να πω. Τώρα, γίνανε ούλοι ταραμάδες, τ’ς άλεσε το πεντοχί­λιαρο, τι να θάψεις και τι να ξεθάψεις, θλίψη και μουγκαμάρα. Τα παράτησα. Ο παπάς γκρίνιαξε, μα τού πα: “Δεν αντέχω χωρίς ιστορίες, δεν νιώθω πράμα, και δουλειά που δεν τηνε νιώθω, δεν την κάνω”. Σοφός άνθρωπος, δεν εθύμωσε και είμαστε ακόμα στενά φιλαράκια. Τον τελευταίο που εκταφιάσαμε μαζί» συνέχισε ο Ανώνυμος, «ήταν ο κοινός μας φίλος, ο Αριστοκράτης, φωτερός άνθρωπος. Το πραγματικό του όνομα ήτανε Ασημιός, μα οι περισ­σότεροι τον φωνάζανε με το παρατσούκλι του, όχι από κοροϊδία, μα από σεβασμό. Ανεξάρτητα από τη γνώμη που είχανε για την αφεντιά του η γυναίκα του, οι κόρες του, οι γαμπροί του και ούλο του το σόι, ο Ασημιός ήταν ο πιο σεβαστικός άνθρωπος του νησιού. Ζουσε κατάμονος σ’ έναν ορμίσκο με πεντακάθαρη άμμο, και μια σπηλιά ζεστή το χειμώνα, δροσερή το καλοκαίρι. Σύρματα τις λέ- γαν οι παλιοί. Γύρω γύρω βράχια, μια πόρτα μονάχα από τη θά­

Page 35: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

λασσα, για να βγαίνει ο Ασημιός στο πέλαγο -ο καλύτερος χταπο δάς του νησιού- και να μπαίνει η θάλασσα ν’ αλλάζει το νερό. Εκτός από τη θάλασσα, το μόνο πέρασμα για τη σπηλιά ήταν ένα απότομο κατηφορικό μονοπάτι ανάμεσα σε σκοίνα και πουρνάρια, που έπρεπε να ξέρεις να το περάσεις για να τον βρεις.

»Κατά τσι δέκα το πρωί, ο Ασημιός έριχνε τα πρώτα πλοκά­μια στη φωτιά, κατά τις έντεκα έπιανε το Τη ’Περμάχω* μεγάλος ψάλτης, βυζαντινός. "Ηταν το σύνθημα να κατέβουν τα φιλαρά­κια του για ν’ αρχίσουν το γλέντι. Κείνη την εποχή, ξέρεις, τουλά­χιστο εδώ, στο νησί, οι άνθρωποι δεν δουλεύανε ούτε πολλές ώρες ούτε πολλές μέρες, κι όμως είχαν τα χρειαζούμενα, ήταν μια χαρά. Αντρες ογδοντάχρονοι μαϊνάρανε τα πανιά ή κρατάγανε το δοιάκι στη φουρτούνα. Σήμερα, ο άνθρωπος απ’ τα μικράτα του αρχίζει τα φάρμακα και τσι γιατρούς, τι να πεις. Το λοιπόν, όπως είπαμε, τα καλύτερα φιλαράκια του ήμασταν ο παπάς και ’γώ. Βλέπεις, από μικρός, εγώ ανεβοκατέβαζα τον παπά στο μο­νοπάτι, μιας και από πάντα του ήταν βαρύς άνθρωπος. Κοίτα, λέω, πο5ς είναι τα πράματα. Ο πιο φτωχός του νησιού, που οι νοι- κοκυραίοι ρεμάλι τον ανέβαζαν, ανεπρόκοπο τον κατέβαζαν -γιατί ο Ασημιός δούλευε για να ζει κι όχι για να πλουτίσει, όπως έλεγε ο παπάς, που τον ένιωθε και τον αγαπούσε- είχε τσι πιο πολλούς κι εκλεκτούς φίλους. Και μένα μ’ έχουνε για κουζουλό, κι ας με κάμανε και πρόεδρο, που μεθοκοπάω, λέει, και δεν δίνω τα χωράφια μου να τα κάνουν κωλοξενοδοχεία. Μα το σπίτι μσυ, οι αυλές μου, οι ταράτσες μου, κάθε χρόνο, και πολλές φορές όλο το χρόνο αν κάνει καλοσύνες ο καιρός, είναι γεμάτες από φιλα­ράκια όλων των ειδών. Σουρλουλούδες, ρεμάλια, παράξενους κι εκλεκτούς ανθρώπους. Και ’κεί δα γίνεται το πανηγύρι: μια Ιτα­λίδα αποπλανά και ανασταίνα έναν αγαλματένιο Φινλανδό, ένας Ισπανός κάνει βολ πλανέ σε μια Γερμανίδα, ένας καθηγητής πα­νεπιστημίου κουβεντιάζει μ’ ένα ρεμάλι... Μέσα σε τόση βα~

Page 36: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

βούρα η ομορφιά της φιλίας και του έρωτα ισοζυγιάζονται με την ομορφιά της ζωής. Σα δεν είσαι καλά, δεν έχεις φίλους, παρέες, μη ρίχνεις το φταίξιμο στους άλλους, ψάξε πρώτα να βρεις το δικό σου φταίξιμο. Αν είσαι όμορφος, να ταπεινώνεσαι λίγο, να μοιράζεσαι την ομορφιά, αλλιώς, όσες χάρες κι αν έχει ο άνθρω­πος είναι άχρηστες* κι οΰλοι οι άνθρωποι έχουν την ομορφιά τους, φτάνει να ψάξουν να τη βρουν. Εξάλλου, αυτό είναι και το νόημα της ζωής, όπως λέει και ο φίλος μας ο Δόκτορας -να βρεις την ομορφιά σου. Τέλος, το λοιπόν, όπως έλεγε ο παπάς, το πα­ρατσούκλι Αριστοκράτης τό ’δωκε στον Ασημιό ένας Αγγλος λόρδος, όταν τον επρωτογνώρισε.

»Μια μέρα που το μπουρίνι την έκανε άγρια νύχτα, ο Ασημιός μόνος με τη βάρκα του όρμησε μέσα στην καταιγίδα και έσωσε δυο ναυαγούς που το κότερό τους είχε γίνει κομμάτια πάνω στα βράχια. Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι που έκαμνε το μήνα του μέλιτος. Ο πατέρας της κοπέλας ήτανε Άγγλος λόρδος, νομίζω πως είχε κάνει και υπουργός, και ο πατέρας του γαμπρού πλού­σιος Ελληνοαμερικάνος, ο Βασιλιάς της Μαργαρίνης, όπως έλε­γαν. Ε, όταν φτάσανε, με το καλό, σώα τα παιδιά στην Αμερική, οι δυο πατεράδες κανόνισαν να έρθουν να γνωρίσουν και να ευ­χαριστήσουν τον άνθρωπο που τα έσωσε. Σαν έφτασαν, μια Κυ­ριακή πρωί, αφού σχόλασε η εκκλησία και ήπιαν το καφεδάκι τους, φιλικά χέρια τούς οδήγησαν ώς το έμπα του μονοπατιού. Κρατημένοι από σκοίνα και πουρνάρια κατέβηκαν κακήν κακώς στον μικρό όρμο. Κείνη την ο5ρα ο Ασημιός γύριζε τα πρώτα πλο­κάμια στη θράκα κι εμαγείρευε στο τσικάλι σουπιές γεμιστές, με ρυζάκι, κουκουνάρι, τυρί κατσικίσιο, φρέσκια ντομάτα, άνηθο, κρεμμυδάκι, πιπεριά και άλλα μυριστικά... Όπως καταλαβαίνεις, πριν ακόμα πατήσουνε στην άμμο και συνέρθουν απ’ το κατέβα­σμα, οι μυρουδιές ξετάπωσαν τα ρουθούνια, το στόμα τους γέ­μισε σάλιο και μια λιγούρα στο στομάχιτς έκοψε τα γόνατα.

Page 37: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

“Χαίρετε” είπαν κι οι δυο με μιαν ανάσα, σιάχνοντας γραβάτες, πουκάμισα και παντελόνια.

»Ο Ασημιός, από τα πολλά χαρχαλέματα και αγκομαχητά στο μονοπάτι, κατάλαβε πως του ’ρχότανε παράξενη παρέα. Σήκωσε τα μάτια, όπως καθότανε ανακούρκουδα μπροστά στη φουφού, κι είδε τσι χοντρές κοιλιές, τα ωραία κοστούμια, τα ωραία παπού­τσια και τσι μεταξωτές γραβάτες, απόρησε. “Καλώς τσ’ αφεντά- δες” είπε, κι έμεινε ’κεί καθισμένος να γυρίζει τα πλοκάμια πάνω στη σχάρα. Οι πλούσιοι κι οι καλοντυμένοι ποτές δεν ήτανε του γούστου του. Μην τα πολυλογούμε, αφού χαρήκανε που τον συ­νάντησαν επιτέλους, και τα τοιαύτα, κοίταξαν γύρω τους μήπως βρουν τίποτε αξιοπρεπές να καθίσουν πάνω του, κι αφού δεν βρήκανε, τού ’πανε στα όρθια και με τρεμάμενα πόδια από τσι μυρουδιές ότι και οι δυο τους ήταν αρκετά πλούσιοι, ώστε “εις έν- δειξιν ελάχιστης ευγνωμοσύνης” θα μπορούσαν να του δώσουν ένα σημαντικό ποσό που θα όριζε αυτός, ό,τι δηλαδή χρειαζόταν για να τον βγάλει από την ένδεια και τη δυστυχία, ώστε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του ευκατάστατος και ευτυχισμένος...

»Ο Ασημιός τους κοίταξε λοξά. Σίγουρα είδανε το δάσκαλο και το Φροσάκι, τη γυναίκα του, σκέφτηκε...

»Καλό ήτανε το Φροσάκι, μια χαρά, μα τση μπήκε ο διάολος μέσα τση να γίνει πλούσια. “Να γίνουμε και μεις ευκατάστατοι”. Πού στο διάολο είχε μάθει τούτη τη λέξη και τον εμούρλαινε; Κι άμα την ερώταγε, “Γιάντα, μωρέ, τρώγεσαι, δεν έχουμε το κεραμίδι μας, το βρακί μας, το φαΐ και το πιοτί μας; Ίντα διάολο γυρευγεις:” -τότε το Φροσάκι τού αράδιαζε τόσα πράματα, που ο Ασημιός ένιωθε να πνίγεται. Έτσι, σιγά σιγά, έκαμε σπίτι του τη σπηλιά, και κόσμο του τον μικρό όρμο... Κάποιες νύχτες το Φροσάκι τρύπωνε στο μονοπάτι κι έφτανε στα ρούχα του, και τότε η γλύκα ήτανε πά­ντα εκείνη της πρώτης νιότης τους. Τον αγαπούσε το Φροσάκι, και στο βάθος ήξερε πιότερο απ’ τον καθένα πως ήτανε εξαιρετικός, μα

Page 38: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

δεν μπορούσε ν' αντέξει πως ο κόσμος άλλαζε γύρω τους κι αυτοί μένανε ίδιοι. Έτσι, όταν έμαθαν για την επίσκεψη των “ευγνωμο- νούντων” -είχε προηγηθεί τηλεγράφημα, το οποίο, βέβαια, ουδέ­ποτε έλαβε ο Ασημιός- το Φροσάκι πήρε το δάσκαλο και τους συ­νάντησαν πριν συναντήσουν τον Ασημιό. Εξ ου και οι ελληνικού­ρες, σκέφτηκε ο Ασημιός, που ήξερε και μερικά γραμματάκια, εκτός που σα ναυτικός είχε ταξιδέψει τον κόσμο, από τη Μαύρη θάλασσα μέχρι Αμερική και Ινδικό Ωκεανό.

»Ο λόρδος, αφού είδε κι απόειδε πως δεν τον εκρατάγανε τα πόδια του από τη λιγωμάρα, έκατσε πάνω σ’ ένα κασόνι στηριγ­μένος στην ασημένια λαβή του μπαστουνιού του. Ο Βασιλιάς της Μαργαρίνης, για τους ίδιους λόγους, έκατσε πάνω σ’ ένα κού­τσουρο δουλεμένο από τη θάλασσα.

»Ο Ασημιός τ’ς εκοίταξε τώρα σα να τ’ς έβγαζε φωτογραφία. Οι γραβάτες να τσι σφίγγουν, τα προγούλια να ξεχειλάνε, τα πα­πούτσια να τσι χτυπάνε, τα δαχτυλίδια, τα ρολόγια... Χαμογέ­λασε. “Ακούστε, αφεντάδες μου, εγώ για ούλο το χρυσάφι του κόσμου, αν μου το ζητάγανε, δεν θα όρμαγα στο στοιχειό. Αυτό το κάνεις μόνο άμα δεν πλερούνεσαι. Κάτι άλλο σε προστάζει να το κάμεις. Δεν είναι που ήτανε τα παιδιά σας, καλά νά ’ναι, μα εγώ κι ένα σκυλί νά 'τανε, θα όρμαγα να το σώσω, γιατί, εκτός των άλλων, άμα χάσεις τη ζωή σου, τι να τα κάμεις τα λεφτά; Σω­στά δεν λέω; Τίποτα, το λοιπόν, δεν μου χρωστάτε, αφού τό ’καμα για τον εαυτό μου. Κάτσετε να πιούμε μια ρακή και να σας φι­λέψω απ’ το φτωχικό μου, μιας κι εκάματε τον κόπο να έρθετε από τόσο μακριά. Σας ευχαριστώ που νοιάζεστε για μένα, μα καλά είμαι, μια χαρά περνάω”.

»Μην τα πολυλογούμε, σε λίγο κρατάγανε κι οι τρεις τους από ένα καλοψημένο πλοκάμι στο χέρι και κατεβάζανε τσι ρα- κές σα νεροφίδες. Ο Ασημιός, ως συνήθως, αφού έγλειφε τα δά­χτυλά του, τα σκούπιζε στο παντελόνι του, ενώ ο λόρδος και ο μί-

Page 39: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

II

στερ Άντριους, αφοΰ λίγδωσαν τα μεταξωτά μαντιλάκια τους, κρυφά κρυφά βάλανε χέρι στις μεταξωτές γραβάτες.

»Σε λίγο, στον δροσερό ίσκιο της σπηλιάς σερβιρίστηκαν και οι σουπιές, αφοΰ πρώτα, στη σάλτσα που έμεινε, ο Ασημιός έτριψε δυο κριθαροκουλούρες. Νά και η νταμιτζάνα με το ξηρό κοκκινέλι. που μόλις το γεύτηκε ο λόρδος, έβγαλε ένα ακόμα: “Ώου, μάι γκαντ...” Αλλά αυτή τη φορά σηκώθηκε όρθιος, και υψίόνοντας το ποτήρι του, είπε με επίσημο ΰφος: “Σερ Ασημιός ιζ ε βέρυ, βέρυ γκρηκ αριστοκράτης”. “Καλά, καλά” του λέει ο Ασημιός, που τον έβλεπε να μποτζάρει επικίνδυνα, “βάλε τον κώλο σου στο καφάσι, γιατί έχει φουρτούνα”.

»Ο Βασιλιάς της Μαργαρίνης, ο σερ Αντριους, γονατιστός στην άμμο της σπηλιάς, σκούπιζε το τσικάλι με μια φέτα λειτουρ- γιάς και κούναγε το κεφάλι με ένα “Ώου γιες, ώου γιες”, ανάμεσα στις τεράστιες μπουκιές που κατέβαζε με την βοήθειαν του ερυ­θρού οίνου...»

«Απ’ την ώρα που οι ξένοι πήραν το μονοπάτι για τη σπηλιά του Ασημιού, όλο σχεδόν το νησί είχε μαζευτεί στο λιμάνι, περι- μένοντας “την έκβασιν των σκληρών διαπραγματεύσεων που διε- ξήγαγε ο Ασημιός με τους ξένους επιχειρηματίες διά το ποσόν της αποζημκόσεως”, όπως έλεγε το Φροσάκι, αντιγράφοντας τις λέξεις του δασκάλου. Ε, σαν περίμεναν και περίμεναν και δεν φαινόταν κανείς, ακόμα και οι πιο περίεργοι γύρισαν στα σπίτια τους μαϊστραλιασμένοι, αφού τόσο περίμενε δεν έβγαινε χωρίς τσικουδιές. Μόνο κατά τσι τέσσερεις πια, το Φροσάκι και οι άλ­λοι στενοί συγγενείς, που εξακολουθούσαν γεμάτοι αγωνία να περιμένουν πάνω από τη σπηλιά, άκουσαν μια παράξενη διφωνία να ταξιδεύει στα ουράνια. Η βροντερή φωνή του Βασιλιά της Μαργαρίνης να τραγουδά τον εθνικό ύμνο. και η φωνη του λόρ­δου να τραγουδά, τι άλλο; It’s a long way to Tipperary ̂Κι όσο διη*

Page 40: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

γόιανε, που λες, τις ιστορίες του ο Παπαλέξανδρος, νά το πιοτί, νά το τσιγάρο -και μακρύ μακρύ, για να μην καούνε τα μουστα- κόγενά του, όπως έλεγε. Βλέπεις, κι οι παπάδες άνθρωποι είναι, έχουν τα ντέρτια τους και τις αδυναμίες τους. Εξηντάχρονο τον άφησε πίσω η παπαδιά, Θεός σχωρέσ’ την. άτεκνο σαν καλαμιά στον κάμπο. Τ αρέσουνε οι απολαύσεις του παπά, μα όπως είναι γνωστό, πιστός και μερακλής βρίσκονται σε συνεχή αμάχη. Κι ο παπάς λιχούδης σ’ ούλα του, μα και σωστός στο ποίμνιό του. Μόνο για μένα είναι και παπάς και άνθρωπος -αν κατέεις τι θέλω να πω. Δεν έχουμε μυστικά ο ένας από τον άλλον. Όταν τον ειδοποίησαν ότι πέθαινε ο Ασημιός και ήθελε να τον ξομολογή­σει, ο παπάς κατάλαβε. Ο Ασημιός ήτανε θρήσκος, μα μόνο στον εαυτό του ξομολογιότανε. Έβαλε σ’ ένα ταγάρι μια μπουκάλα ρακή, εκλεκτά μεζεδάκια και τσιγάρα, τα πέρασε κάτω από τα ράσα του, πήρε το πετραχήλι και τη Θεία Κοινωνία και ξεκίνησε.

»Όλον τον καιρό που ο Ασημιός ήτανε άρρωστος, ούλοι οι , συγγενείς, λες και θέλανε να τον εκδικηθούνε, ήτανε μαζεμένοι

πάνω απ’ το κεφάλι του να τον φυλάνε μη και φουμάρει κάνα τσι­γάρο, μην κοπανήσει καμιά ρακή, γιατί, λέει, το απαγόρεψε ο για­τρός. Μα, βρε διαόλοι του κέρατά, ο άνθρωπος είναι ξεγραμμέ­νος! Τότε ο Ασημιός επέρναγε, θαρρο3, τα ενενήντα. Μια ζωή εφούμερνε κι έπινε, και το)ρα που ’ναι στα τελευταία του, αντί να τον ευχαριστήσεις, του στερείς τις μοναδικές απολαύσεις του; Αυτό ούτε ο Θεός το θέλει. Ο παπάς τ’ς έβγαλε όλους έξω απ’ το δωμάτιο, κλείδωσε την πόρτα, άνοιξε τα παράθυρα να μπει καθα­ρός αέρας, σήκωσε τον Ασημιό ν’ ακουμπήσει στα μαξιλάρια του, έκατσε και έβγαλε το ταγάρι. Μια ώρα καί θα κράτησαν οι συνο­μιλίες του παπά και του Ασημιού. Οι συγγενείς απ’ όξω κανόνιζαν τα της κηδείας και περιμένανε από στιγμή σε στιγμή το θλιβερό γεγονός, όταν από την κλειστή κάμαρα άκουσαν δυο καλλικέλα­δες φωνές να ψάλλουν Την ωραιότητα της Παρθενίας σου.

Page 41: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

»Σε μια βδομάδα ο Ασημιός γύρισε στη σπηλιά του. Επέθανε, όπως είπαμε, πλήρης ημερών μετά από πέντε χρόνια, στον ΰπνο του, σαν πουλάκι».

«Από τότε που ήρθε η Ραχήλ, ο παπάς ξανάνκυσε. Όχι πως κάνει τίποτα -άσε που και νά ’θελε, μάλλον δεν θα εμπόραγε- εί­παμε, πάντα του ήτανε βαρΰς άνθρωπος, και μετά την αρρώστια του κατάπεσε, μα ποιος δεν νιώθει όμορφα όταν αντίκρυ του κά­θεται μια όμορφη γυναίκα, με όλη την προσοχή της σε σένα... Και η Ραχήλ δεν είναι μόνο ωραία, μορφωμένη και έξυπνη, αλλά και γυναίκα που νιώθει και τσ’ αρέσει να δίνει χαρά. Και του δίνει του παπά όλα αυτά που μπορεί να πάρει: την εικόνα της, τη φωνή της, τις κινήσεις της και το άρωμά της. Μα κι η Ραχήλ παίρνει πολλά. Εκτός από την πιο όμορφη απόλαυση να μπορείς να δίνεις σε κάποιον χαρά, ο Παπαλέξανδρος της μαθαίνει και ελληνικά και την αρχαία ιστορία του τόπου, που τηνε ξέρει πολΰ καλά.

»Το λοιπόν, την άλλη μέρα» συνέχισε ο Ανώνυμος, «καταπώς μου τά ’πε ο Παπαλέξανδρος, την άλλη μέρα το πρωί ο ήλιος έδωσε πάνω στις γυμνές πατούσες του λόρδου και του Βασιλιά της Μαργαρίνη;. Κοπάδια οι μυρουδιές, από καιρό ξεχασμένες ή άγνωστες πριν, τρύ­πωναν στα ρουθούνια τους κι έδιναν ζωή στο κορμί τους. Το όμορφο πρωινό τούς ξυπνούσε μέσα στο όνειρο. Τέτοιον ύπνο, βαθύ, γλυκό και τρυφερό, είχαν ν’ απολαύσουν απ’ την παιδική τους ηλικία Σί­γουρα πιστεύοντας ότι βρίσκονται μόνοι στο παιδικό τους κρεβαιάκι, τανύστηκαν ηδονικά και άφησαν από μια βροντερή πορδη -συντονι­σμένοι απολύτως, αφού προφανώς τα ίδια συναισθήματα τους κάτε- χαν- που τους αφύπνισε τελείως. Πετάχτηκαν απάνω ντροπιασμένοι, κοιτώντας ο ένας τα χάλια του άλλου. Ο Ασημιός, σκασμένος στα γέ­λια, συδαύλιζε τη φωτιά όπου έβραζε η κακαβιά».

«Μην τα πολυλογούμε, η επίσκεψη κράτησε κάμποσα ευτυχή

Page 42: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σμένα χρόνια, μέχρι τότε, δηλαδή, που λόγοι ανεξάρτητοι από τη θέληση τους τους χώρισαν. Μια επίσκεψη που εξελίχτηκε σε μια όμορφη θερμή φιλία, στηριγμένη στη συνεισφορά του καθενός.

»'‘Μισό λεπτό, παπά” λέω, κι έπιασα τη νταμιτζάνα. “Κοκκι- νελι του βάλαμε, απ’ ό,τι θυμάμαι”».

Μα, για να πούμε την αλήθεια, θυμότανε -πολλά θυμότανε ο Ανώνυμος, που ξεκούκιζε τις ιστορίες του Παπαλέξανδρου, μα και άλλων, με τάξη, όπως παίζει γερο-ναυτικός παλιό κεχριμπα­ρένιο κομπολόι.

«“Δόξα σοι ο Θεός, ν’ αγιάσει η ψυχούλα του, έβγα να βρέ­ξουμε το λαρύγγι μας” είπε ο παπάς, κι αφού κατέβασε το ένα τέ­ταρτο της νταμιτζανίτσας με την πρώτη, συνέχισε.

»Το λοιπόν, έναν όρο τ’ς έβαλε ο Ασημιός, σαν τού ’πανε πως θέλουνε να μείνουνε μαζί του: “Νο μάνεϋ, τα λεφτά σας ξεχάστε τα Ο καθείς με τσι κόπους του και τσ’ ικανότητές του”. Ο Ασημιός αν ήτανε κάτι που μισούσε, ήτανε τα λεφτά, ποιος ξέρει γιατί. Όλες οι συναλλαγές του με τον κόσμο γινόντανε με χταπόδια, σουπιές, κεφάλους, αστακούς και ό,τι εκλεκτό έβγαζε η βάρκα του. Ποιον κόσμο, δηλαδή» σχολίασε ο Ανώνυμος, «αποκλειστικά με την Ουρανία, που είχε τα πάντα' από πετρέλαιο μέχρι αγκί­στρια, παπούτσια, σο5βρακα και αρώματα. Κράταε, όπως και τώρα, ούλο το εμπόριο και ούλο το χωριό στα χέρια της. Τότε έφτιαξε και τον πρώτο ξενώνα στο νησί. Το χρήμα τσ’ ερχότανε με τη σέσουλα. Αλλά η μοίρα έμελλε πολλά ακόμα να της χαρίσει.

»Όπως σχεδόν ούλα τα κορίτσια του χωριού κείνη την εποχή, η Ουρανία σαν έδεσε, γύρω στα δεκαπέντε με δεκάξι, πήρε το δρόμο για την Αθήνα, υπηρέτρια στο σπίτι του κυρ Αριστείδη, που είχε μεγάλο εμπορικό στην Αιόλου, ξερακιανή και θρησκό­ληπτη συζυγο, δυο άχαρες κόρες, μπόλικα λεφτά και μια ζωή που ποτέ δεν τη δρόσισε η αύρα της απόλαυσης και της χαράς. Εκεί, το λοιπόν, σαν μέστωσε η Ουρανίτσα, με τροφαντά βυζιά και κα­

Page 43: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

μαρωτά καπούλια, προβιβάστηκε σε υπάλληλο του εμπορικού -χώρος άβατος για τη γυναίκα του την Αγλαΐα και τις κόρες του- όπου ο κυρ Αριστείδης έχτισε την ερωτική τους φωλιά. Έτσι, η Ουρανίτσα, μαζί με τα ωραία μυστικά του έρωτα, έμαθε και τα χρήσιμα μυστικά του εμπορίου. Και βέβαια, το πρώτο θύμα αυ- το5ν των χρήσιμων εμπορικών μυστικών ήταν ο ίδιος ο κυρ Αρι­στείδης, αφού η πρώτη εμπορική αρχή που έμαθε η Ουρανίτσα ήταν ότι τίποτα δεν δίνεται τζάμπα, και πολύ περισσότερο το πράμα της, που ο κυρ Αριστείδης της έμαθε πως είναι πολύτιμο και γι’ αυτήν και για τους άντρες.

»Μην τα πολυλογούμε, ύστερα από ένα εγκεφαλικό του κυρ Αριστείδη, που τον παρέδωσε σε αναπηρική καρέκλα στα χέρια της Αγλαΐας, η Ουρανία γύρισε στο νησί με τα κατάλληλα εφόδια και μ’ ένα κορμί που κόλαζε κι αγίους. Γιατί, εδώ που τα λέμε, ήταν και εξελιγμένη παντοιοτρόπως, αφού οι ερωτικές δραστη­ριότητες του κυρ Αριστείδη ύστερα από κάποιο διάστημα περιο­ρίζονταν στην όραση, στην αφή και στην όσφρηση. Έτσι, της έμαθε να ντύνεται, να μιλάει όμορφα, να αρωματίζεται, να λικνί­ζεται, να χαϊδεύεται, όλα όσα, τέλος πάντων, μπορεί να κάνει ένας φουκαράς, ύστερα από σαράντα χρόνια έγγαμου βίου και εμπορικής δραστηριότητας, σ’ ένα πλάσμα σαν την Ουρανία. Ανοιξε το μαγαζί στο κέντρο του χωριού, που, όπως είπαμε, είχε από σέσκουλα μέχρι άγκυρες. Αντρα ποτέ δεν έβαλε στο κεφάλι της, όμως από αγαπητικούς, ούλοι οι άντρες του χωριού ξερο- γλειφόντανε. Αλλά, είπαμε, η Ουρανία πάντα συνταίριαζε το τερ­πνόν μετά του ωφελίμου, ποτέ δεν ξεχνούσε το κέρδος.

»Τέλος, αφού, το λοιπόν, ο Ασημιός έβαλε τσ’ όρους του και συμφώνησαν, σταυροφιλήθηκαν, και γύρω από μια νταμιτζάνα κοκκινέλι κανόνισαν τσ’ ανάγκες τους: ο Ασημιός το ψάρεμα, δη­λαδή το φαί και τα κουζινικά, λάδι, πετρέλαιο, αλάτι κλπ., ο λόρ­δος την τσικουδιά και το ψωμί, και ο Βασιλιάς της Μαργαρίνης

Page 44: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

το κρασί και τον καπνό. Τα ξύλα και το περιβολάκι στα ριζά του λόφοι» θα τα φρόντιζαν κι οι τρεις τους...

»Ε, είναι που είναι κουζουλοί οι άνθρωποι εδ(ό, πήγαν να τα χάσουν ολότελα, όταν μιαν ωραίαν πρωίαν, που λένε, ιδίοις όμ- μασιν, διαπίστωσαν πως η Ουρανία είχε προσλάβει το λόρδο για πλύστρα και καθαρίστρια του ξενώνα, και το Βασιλιά της Μαρ­γαρίνης να πλένει πιάτα στην ταβέρνα της χήρας του Γαϊτάνη, που είχε το καλύτερο κρασί. Και βέβαια, ούτε η Ουρανία το περί- μενε πως οι φιλοδοξίες και τα όνειρά της θα γίνονταν πραγματι­κότητα σε τέτοιο βαθμό -νά ’χει κοτζάμ λόρδο πλύστρα κι ερα­στή· και φαίνεται πως ο λόρδος, παρότι Αγγλος, τα κατάφερνε καλά, μιας και η Ουρανία άνθιζε σαν την άνοιξη. Αλλά και η Γαϊ- τάνενα, στη δεύτερη νιότη της, ζούσε στον παράδεισο με το Βασι­λιά της Μαργαρίνης στην κουζίνα και στο κρεβάτι της.

»Είπαμε, ο Ασημιός ήτανε σοφός άνθρωπος, ήξερε να λύνει τσι κόμπους και ν’ απλώνει τη χαρά. Τέτοια...

»Η ζωή κυλούσε χαρισάμενα, μα ας όψεται ο πόλεμος που χωρίζει μάνα από παιδί και φίλο από φίλο.

»Πάντως το Φροσάκι πήρε την επιταγή. Και σήμερα, όπως ξέ­ρεις, τ’ αγγόνια της έχουν τα καλύτερα ψαροκάικα του νησιού. Με­σολάβησε ο πόλεμος, το λοιπόν, και έκτστε χαθήκανε τα ίχνη τους...»

«Είχαμε, που λες, τελεκόσει την εκταφή» συνέχισε ο Ανώνυ­μος, «ο παπάς είχε στραγγίζει τη νταμιτζάνα και είχε ξεχάσει πως ήτανε παπάς, και η ιστορία κράταγε ακόμα. Τέτοιοι άνθρω­ποι ήταν οι παλιοί, με θωριά -αν κατέεις τι θέλω να πω». Η ερώ­τηση ήταν εντελούς ρητορική, μιας και συνέχισε αμέσως. «...Τον επρόλαβα και ’γώ, όπως σού ’πα, ενενήντα καί αποδήμησεν εις Κύριον, και ήμαστε καλοί φίλοι, παρότι εγώ ήμουνα παιδόπουλο κι αυτός γέροντας. Κάθε πανσέληνο, όσο κρατάγανε ακόμα τα κότσια του, ανεβαίναμε στην κορυφή του νησιού να λειτουργή­

Page 45: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σουμε το ’κλησάκι του Αϊ-Γιώργη -μεγάλη η χάρη του- και να προσκυνήσουμε τη σελήνη. Ο παπάς δεν ερχότανε μαζί μας, αν και είχαμε τους καλυτέρους μεζέδες, τσικουδιά και κρασί, γιατί, λέει, “εισάγουμε” -έτσι ακριβώς τό ’πε- “ειδωλολατρικά στοι­χεία στη θρησκεία”. Μα εμάς δεν μας ένοιαζε, εκτός βέβαια που στεροΰμασταν την ωραία παρέα του παπά, αφοΰ πιστεύαμε στο Θεό και στην Παναγία -μεγάλη η χάρη της- και λειτουργούσαμε σύμφωνα με τσι κανόνες της εκκλησίας, κι αφοΰ, στο κάτω κάτω, εκεί ηρεμούσαμε και λευτερώναμε τους εαυτσυς μας απ’ οΰλα τα ενοχλήματα.

»Εξεκινάγαμε το λοιπόν νωρίς το απόγευμα, μπροστά η Χα- ροΰλα, πίσω η Μαροΰσα με τα αναγκαία, πιο πίσω ο Ασημιός -αδΰνατο να τον πείσω ν’ ανέβει στο σαμάρι- και τελευταίος εγώ για να τους προσέχω. Η κορυφή θά ’ναι καμιά εξακοσαριά μέ­τρα, μα τόπος κακοτράχαλος. Το μονοπάτι φιδοσέρνεται ανά­μεσα στα πουρνάρια, στα σκοίνα και τις κροκάλες, αλλά σαν έφτανες στην κορυφή, στεκόσουνα σε μια παλάμη του Θεοΰ. Χαλί τ’ αγριολούλουδα στο απάγκιο της εκκλησίας, κάτω από ξη- ρολιθιές ή προστατευτικούς βράχους τα ωραιότερα λουλούδια και μυριστικά. Τα φρόντιζε ο Πελοπίδας, μεγάλος ψάλτης, καλύ­τερος ακόμα κι απ’ τον Ασημιό, που, όπως είπαμε, ήταν κορυφή. Τό ’καμε τάμα της ζωής του για να συγχωρούνται οι αμαρτίες του που ήτανε τόσο πολλές, όπως έλεγε ο παπα-Μανόλης, ώστε ούτε ο ίδιος μπορούσε να τ’ς ακούει πια, γιατί κολαζότανε ατός του.

»Ο Πελοπίδας ήτανε άξιος δουλευτής, καλός νοικοκύρης και γονιός, μα είχε ένα κουσούρι, τ’ άρεζε πολύ το γυναικείο φύλο, που λένε. Τώρα, θα μου πεις, κουσούρι είναι αυτό; Σ’ όλους αρέ­σει. Ναι* η διαφορά είναι ότι ο Πελοπίδας, σαν ορεγότανε και τση πιο ενάρετης τον κώλο, θα της τον έπιανε. Και να πεις πως ήτανε τίποτα ξεχωριστός; Μπα, σαν όλους μας, μα είχε κάτι που πλάνευε τσι γυναίκες και τον ακολουθούσανε σαν υπνωτισμένες.

Page 46: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

»Σε κάθε ξομολόγηση του Πελοπίδα, ένα λάγνο κομπολογάκι από χήρες, παντρεμένες κι ανύπαντρες έπαιζε τη συμφωνία του διαβόλου στα αυστηρά αυτιά του παπά, που άρχισε να φοβάται μην ακούσει καμιά μέρα και το όνομα της παπαδιάς ή της παπαδο­πούλας. Είδε κι απόειδε, το λοιπόν, ο παπα-Μανόλης, και του απα­γόρευσε το μυστήριον της εξομολογήσεως, ώοτε να βράζει μέσα σκτ’ αμαρτίες του, μπας και τσι κόψει. Θα μπορούσε βέβαια να τον αφορέσει, μα τον χρειαζότανε στην εκκλησία* ήτανε, όπως είπαμε, ο καλύτερος ψάλτης και πάντα πρόθυμος και αφιλοκερδώς...

»Έτσι, ο Πελοπίδας τάχτηκε στον Αϊ-Γϊώργη -μεγάλη η χάρη του- κι αφοΰ δεν μπορούσε να κόψει τσ’ αμαρτίες, φρόντιζε το ’κλησάκι του Αγίου, μπας και του συγχωρεθοΰνε. Σιγά σιγά,'ξε­φόρτωσε τις έγνοιες και τις δουλειές του στους γιους και στους γαμπρούς του, και το εκκλησάκι έγινε ο τόπος του και η ζο^ή του. Έχτισε δυο μικρά κελιά, πεζούλια, πεζουλάκια, σκαλοπάτια, κουβάλησε χώματα, νερό, κι έκαμε την παλάμη του Θεοΰ έναν μι­κρό παράδεισο με όλα τα υπάρχοντά το\». Ε, και μιας κι όπως ξέ­ρουμε οι αμαρτίες δεν κόβονται, μα συγχωρούνται, αφού η ζωή δεν είναι ένα κάδρο στον τοίχο μα ποτάμι που κυλάει, τα μονοπά­τια προς την κορυφή στρώσανε, καθώς οι προσκυνήτριες που πή­γαιναν να αμαρτήσουν και να συγχωρεθούν, έφτιαχναν η καθε­μιά τον μυστικό της δρόμο. 'Οπως επίσης ήταν φυσικό από δυο να γίνουμε τρεις κατά την τέλι-σι ν πον μυστηρίων της πανσελήνου, όπως τα έλεγε ο παπάς».

«Το λοιπόν, φτάναμε λίγο πριν τη δύση του ήλιου. Ο Πελοπί­δας, σαν ήτανε χειμίόνας. μας περίμενε με μελόρακο και ξερά σύκα, σαν έκανε ζέστη, με δροσερό νεράκι, λουκούμι και ρακή. Αφού μέρευε η ψυχή μας στο ηλιοβασίλεμα, χαιρετούσαμε τη γέν­νηση της σελήνης. Στεκόμασταν όρθιοι με ανοιχτά τα χέρια σαν τον Εσταυρωμένο, την κοιτάγαμε κατάματα και βγάζαμε από τα

Page 47: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

βάθη του κορμιού μας τους ήχους που μας έμαθε ο Αίτημιος -Αααααα! Ωωωω! Εεεε! Ιιιι! Αυτό τι να σ’ το περιγράφω, κάν’ το κάνα βράδυ με πανσέληνο και θα με θυμηθείς, αρκεί να μπορέσεις να ξεμοναχιαστείς μαζί της. Νύχτα πια, μπαίναμε στο ’κλησάκι, ανάβαμε ούλα τα κεριά και τα καντήλια, προσκυνάγαμε τη χάρη του και τσ’ αγίους, ο Πελοπίδας έφτιαχνε το θυμιατό και θύμιαζε, ο Ασημιός άνοιγε τα ψαλτήρια και ’γώ έπαιρνα το βιολί μου. Ναι, παίζω λίγο. Μπα, δεν το εσπούδασα, του παππού μου ήτανε. Με­γάλος βιολιστής στην εποχή του, σ’ ούλα τα γύρω νησιά τον εκα- λούσανε. Καβγάς γινότανε ποιος θα τον καπαρώσει πρώτος στους γάμους και στα πανηγύρια. Από μικρός μ’ άρεζε να το σκαλίζω. Σιγά σιγά, έμαθα τσι ρυθμούς και τσι δρόμους. Το λοιπόν, σαν επέ­φτανε οι πρώτες δοξαριές, ακολουθούσαν τα πρίμα-σεκόντα του Ασημιού και του Πελοπίδα, το ’κλησάκι χανόταν απ’ τις έγνοιες και τα βάσανα του κόσμου τούτου. Οι ψυχές μας φτερούγιζαν σαν' τ’ αστέρια στον ουρανό, και τα πρώτα δάκρυα χαράς εμούσκευαν τα γένια μας. Μα ενώ εγώ κι ο Ασημιός εκλαίγαμε σιωπηλοί, κα­θώς πρέπει, ο Πελοπίδας δεν ημπόραγε να κρατήσει τσι λυγμούς του και μας εφαλτσούριζε. Ήτανε, λέει, πιο βαριές οι αμαρτίες του, γι’ αυτό δεν ημπόραγε να κλάψει σιωπηλός. “Μα δεν κατέεις. μωρέ, πως μεγαλύτερη αμαρτία είναι να λες τσ’ ύμνους σαν να κλαίει ο διάολος τη μάνα του; Ποιανού αγίου αυτί, μωρέ, θα σ’ ακούσει και δεν θα σε καταραστεί;” θύμωνε ο Ασημιός. Μα εί­παμε, ο Πελοπίδας ήτανε μεγάλος ψάλτης, κι όσο κι αν εφαλτοου- ριζε κάπου κάπου από τσι λυγμούς του, ήτανε μαγεία να τον ακούς.

»Ε, σαν επλαντάζαμε στο κλάμα, εξαλαφρώναμε -δεν ξέρω αν έχεις νιώσει ποτές σα νιογέννητο μωρό με κορμί άντρα, θαρρώ πως μόνο σαν είσαι ερωτευμένος μπορείς να νιώσεις έτσι... Ο ερωτευ­μένος ξαναγεννιέται, παραμένει ο ίδιος, μα είναι και διαφορετικός, αν κατέεις τι θέλω να πω... Τέλος πάντων, ανάλαφροι χωρίς κα­νένα βάρος στην ψυχή και στο κορμί, εβγαίναμε έξω υπό το άπλε-

Page 48: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ΒΡφως της πανσέληνου, όπως έλεγε ο Ασημιός, και ετοιμάζαμε το Ιβύτνο μας. Πρώτα πρώτα, βέβαια, η ξακουστή σαλάτα του Πελο- «δα, ανάλογα με την εποχή, μα πάντα ένας χορός αρωμάτων και ρύσεων από διάφορα λαχανικά, βότανα, βοτανάκια, αγριολού­λουδα, μυριστικά, μα πάνω απ’ όλα στο σωστό γράδο τους το λα- $άκι, το ξιδάκι και το αλατάκι. Λιαστό χταποδάκι, μύδια, καλόγνω­μες, και άλλα καλούδια τση θάλασσας που ’τοίμαζε ο Ασημιός, όπως εκείνη την αχινοσαλάτα, που όταν την πρωτογεύτηκε ο λόρ­δος, έτριψε τη γλώσσα του στον ουρανίσκο, τη στριφογύρισε μέσα στο στόμα του, πλατάγισε τα χείλια του, έβγαλε ακόμα ένα “Ω, μάι γκαντ”, και εντελώς αυθορμήτως, όπως έλεγε ο ταχυδρόμος που γχρεμστσακίστηκε στο μονοπάτι για να παραδοόσει ένα γράμμα στο Βασιλέα της Μαργαρίνης, πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να τρα­γουδά τον εθνικό ύμνο στα ελληνοαγγλικά.

»Ύστερα, αφού δειπνούσαμε και κατεβάζαμε τσι ρακές και το κρασάκι μας, επέφταμε για ύπνο, όπως τα κουτάβια στην αγκαλιά της μάνας τους...

»Εξυπνάγαμε χαράματα, νιβόμασταν και λειτουργούσαμε τον όρθρο. Οι ψαλμουδιές γλύκαιναν το ξι>πνημα των ανθρώπων και τση πλάσης. Σαν τελειώναμε και βγαίναμε έξω -ο ήλιος μόλις γεννιόταν από την κοιλιά της κυράς, και το μελτεμάκι έτρεχε να τον προϋπαντήσει- εβγάζαμε ούλα τα ρούχα μας, τσίτσιδοι, όπως μας γέννησε η μάνα μας, και χαιρετάγαμε τον ήλιο, ενώ ο αέρας εξάγνιζε το κορμί μας.

»Ο αέρας εό(ό έχει πρόσωπο, τον νιώθεις να σου μιλά, σε τα­ξιδεύει. ’Κεί πάνω φυσάει πιο δυνατά απ’ ούλο το νησί. Νιώθεις τα σπλάχνα σου να λάμπουν, το μάτι καθαρό, το μυαλό δροσερό και το κορμί σου ρόδι στην ώρα του. Ό,τι και να σου πω, δεν θα καταλάβεις. Αυτό πρέπει να το ζήσεις. Και για να το ζήσεις, πρέ­πει τα μάτια σου να δουν από ψηλά τούτη την πέτρα που τη σφίγ­γει ολούθε το νερό. και συ, στ' άλμπουρο του κόσμου, να διαφε­

Page 49: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ντεύεις το κορμί και την ψυχή σου, και να ’βλογάς τον Θεό για τον όμορφο κόσμο που σου χάρισε. Τώρα οι άνθρωποι δεν νκό­βουνε, το μάτι τους μόνο πεντοχίλιαρα βλέπει. Τέλος, υστέρα ντυνόμαστε και κατεβαίναμε σαν πουλάκια σιη σπηλιά του Αση­μιού, όπου από την προηγούμενη, σε σφραγιστό τσικάλι, στη χό­βολη, ’τοιμαζόταν η πιο νόστιμη φασουλάδα του κόσμου. Σαν τηνε κένωνε στα πιάτα, οι μυρουδιές τση φτάνανε μέχρι το χω­ριό. Ξηρό κοκκινέλι, ελιές θροΰμπες, ξερό κρεμμύδι και κριθα- ροκουλούρα. Ε, ρε Παναγιά μου, αυτά δεν ήτανε φασόλια, αρχί- δια κοκόρων ήτανε, όπως έλεγε κι ο Πελοπίδας. Τά ’σπερνε και τα φρόντιζε μόνος του ο Ασημιός· γεύμα θεών, μα είχανε κάτι πορδές, να γκρεμιστεί η σπηλιά από τσ’ ομοβροντίες, όπως στις εθνικές εορτές στην Αθήνα που μπομπαρδίζουν από τον Λυκα­βηττό. Εκεί ήμουνα πρόπερσι τέτοιον καιρό, στο νοσοκομείο, το τι ετράβηξα, ούτε στον χειρότερο εχθρό μου. Βλέπεις, ο διάολος δεν έχει μοναχά πολλά ποδάρια, μα και πολλά προσώπατα. Εμένα μου παρουσιάστηκε με τη μορφή του Παπαλέξανδρου. Μα θα σ’ τα πω απ’ την αρχή για να καταλάβεις».

Κι ο Ανόίνυμος άρχισε να ξεκουκίζει καινούργια ιστορία.«Είχα αρχίσει να συμμαζεύω το σπίτι μου. Αυτό που βλέπεις,

ήτανε του παππού μου και του προπάππου μου, χτισμένο με τον παλιό τρόπο, πέτρα, χώμα και ξύλο. Τα ντουβάρια, όπως θωρείς, είναι κάστρα, μα η στέγη, που, αν δεν απατώμαι, άντεξε έναν αι­ώνα καί, άρχισε να μπατέρνει πότε από δω πότε από ’κεί. Αποφά­σισα να τη φτιάξω, και παρά τη λογική των ταραμάδων, “να ρίξω μια πλάκα μπετόν και να τελειώνω”, εγώ αποφάσισα να τηνε φτιάξω όπως την εφτιάχνανε οι παππούδες μου. Δεν έχουν με» ράκι, μωρέ, οι ρουφιάνοι, και δεν καταλαβαίνουνε πως η ευκολία τ’ς ισοπεδώνει. “Στερεί τον άνθρωπο όχι μόνο από τη χαρά της δημιουργίας, μα εξαφανίζει και την προσωπικότητα της ψνχης του”, όπως τ’ς είπε ένα βράδυ στο καφενείο ο Παπαλ^ξανδρος,

Page 50: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Πάλι μου λέγανε πως είμαι μουρλός και ανεπρόκοπος, αφού δεν αξιοποιώ την περιουσία μου να βγάλω χρήματα. Κι άμα τσι ρω­τάω, τι να τα κάμω, μωρέ, τα χρήματα, αφού έχω τη βολή και την ομορφιά μου; Τότε με κοιτάνε σα ροφοί που τ’ς ήρθε ταμπλάς...

»Τέλος, πήγα στο μεγάλο νησί, πήρα την άδεια, πήγα στο δά­σος, διάλεξα τσι φίδες στα μεγέθη που ήθελα, περίμενα τη χάση του φεγγαριού, τότε που πέφτουν οι χυμοί τους -γιατί άμα τσι κό­ψεις στη γέμιση, που είναι ψηλά οι χυμοί τους, ό,τι και να κάνεις υστέρα, με τον καιρό σαπίζουν. Πρέπει να τσι βρεις στον ύπνο, όπως έλεγε ο παππούς μου, τότε γίνονται αθάνατες. Ε, τ’ς έκοψα, τις κουβάλησα, κι ύστερα άρχισε το μεγάλο ζόρι: να τις κάψω μία μία, να τ’ς ισιώσω, να τις ξεφλουδίσω, ύστερα να κόψω βούρλα...

»Μη σ’ τα πολυλογώ, μεγάλο ζόρι, όπως είπαμε. Μα ύστερα ήρθε η χαρά, η γλύκα εκείνης της δουλειάς που χαίρεσαι να την κάνεις, γιατί είναι μεράκι που ξυπνάει την ψυχή σου και σε κου­ράζει όμορφα. Την κουβαλάς και στον ύπνο σου, βιάζεσαι να κοιμηθείς, για να ξυπνήσεις να την ξαναπιάσεις. Σε κατέει ολό­κληρο, όπως ο έρωτας. Το λοιπόν, ήμουνα ευτυχισμένος, ώς εκείνο το πρωί που ο όιάολος φόρεσε τα ράσα του Παπαλέξαν- δρου και εμφανίστηκε μπροστά μου.

»Ξύπνησα, το λοιπόν, κείνο το πρωί, ’λαφρύς ’λαφρύς και χα­ρούμενος, με τη λαχτάρα ν’ ανέβω στη σκεπή να χαιρετίσω τον ήλιο και να πιάσω δουλειά, μα είδα πως ξέμεινα από πρόκες. Ε, λέω, μέχρι να ψήσω έναν καφέ, θά ’χει ανοίξει και η Ουρανία. Ήπια τον καφέ μου, βγήκα από το σπίτι, έκαμα το σταυρό μου και κατηφόρισα για το μαγαζί. ’Κεί που μου ζύγιζε τσι πρόκες η Ου­ρανία, μπαίνει ο Παπαλέξανδρος. Κολλητά με την ευλογίαν του Θεού, λέειτσ’ Ουρανίας: “Βάλε μας δυο ρακές ν’ ανοίξει το λα­ρύγγι μας”. Λέω, λίγο μουδιασμένα, είναι αλήθεια: “Παπά μου, έχω δουλειά να κάμω, κι ύστερα, είναι πρωί ακόμα”. “Και ’γώ για δουλειά εβγήκα”, μου λέει, “ούλοι έχουμε τσι δουλειές μας· κι όσο

Page 51: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

για το πρωί, ο πάππος μου, ο καπετάν Μανόλης ο Σφακιανός -ο Θεός ν’ αναπαύει την ψυχή του- απεδήμησεν εις Κύριον υπερ­πλήρης ημερών από γήρας, εις ηλικίαν εκατόν δεκαπέντε ετοη\ κάθε πρωί που σηκωνότανε, αφού έκαμνε το αταυρό του καλημε­ρίζοντας το Θεό, έβαζε μια τσικουδιά και την κατέβαζε μονο­ρούφι. Σαν τον εγκρίνιαζε η μάνα μου, γιατί πρωί πρωί χωρίς να φάει τίποτα άρχιζε τσι ρακές, τσ αποκρινόταν: «Άκου, μωρή κου­ζουλή Αργυρο). Σαν ζυπνάς το πρωί, τα μικρόβια χάσκουνε μέσα οτην κοιλιά σου να τσου ρίξεις το γάλια για να τραφούνε. Ε, εσύ τσου κοπανάς μια ρακή και πάνε κοιτά διαόλου, κατέεις ίντα σου λέω;» Κοπάνα την, το λοιπόν, κι άσε τα νάζια” κατέληξε ο Παπα- λέζανδρος, και σβούριξε τη ρακή στον ουρανίσκο του. Μη σ' τα πολύλογο'), ύστερα από την τρίτη, τέταρτη ρακή, είπαμε ούλες τα' ευχές του κόσμου μπροστά στις λεκάνες με τα τουρσιά, τσ' ελιές, τα παστά και τα τυριά της Ουρανίας. Πότε έβαλε κάποιος μια κα­σέτα με μπάλους στο κασετόφωνο, κι αρχίσαμε πριοί πρωί τσ* αντικριστούς με τον παπά!...

»Ξύπνησα από', ευμα στο κρεβάτι μου με τσι πρόκες αγκαλιά. Ούλο το σπίτι μποτζάριζε, μα σου είπα, η λαχτάρα για τη δουλειά που α αρέσει, είναι όπως η γυναίκα που σε πλανεύει και κλειδιόνει ο νους σου. Όπως ανέβαινα στη σκεπή, το σπίτι καΐκι στη φουρτούνα κι εγο) (ττην ανεμόσκαλα. Με την ι|τυχή στα δόντια έφτασα πάνω. Στη δεύτερη φίδα, κάνω να γυρίσω να πιάσω το σκεπάρνι, κι έσκασα κάτω σαν καρπούζι. Έσπασα τη λεκάνη και κάμποσα παΐδια.

»Το τι ετράβηξα, δεν ημπορο) να σου το περιγράψιο. Δεν έφτανε η δυστυχία μου που ήμουνα τάβλα στο κρεβάτι, τίόρα που η δουλειά ήτανε στο χάζι της, δεν έφταναν οι πόνοι που ετρά- βαγα, η ντροπή που δεν ημπόραγα να κάμω τσ’ ανάγκες μου μό­νος μου, δεν φτάνανε, λέω, όλα τούτα, που φτάνουνε για να σε κάνουν κι άγιο, μα μια λιόλουστη μέρα μπουκάρουνε πρωί πρωί στο θάλαμο, όπο:>ς γίνεται καθ’ εκάστην, πλην Κυριακάς και εορ-

Page 52: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

*άς, νομίζω, ένα τσούρμο γιατροί και γιατρουδάκια με τον καθη­γητή μπροστά. Ε, αφοΰ τριγύρισαν γύρω γΰρω μουρμουρίζοντας, «μένα με προσπέρασαν -“γνωστή περίπτωσις”- στάθηκαν στο παραδίπλα κρεβάτι. Στην ουρά τση παρέας, δυο γιατρουδάκια, ένας ψηλός κι ένας κοντός, κολλήσανε μπρος στο κρεβάτι μου και μια κοιτάζανε εμένα, και την άλλη κοιτάζονταν μεταξύ τους. Πέ­ρασα κι εγώ τα χέρια στα γένια μου, μη σκάλωσε τίποτα, να φύ­γει, μπα. Εκεί που σκεφτόμουνα, ρε, τι διάολο έχω και με κοι­τούνε, λέει ο κοντός στον ψηλό: “Αυτός σίγουρα πάσχει από την καρδιά του”. Πριν προλάβω να ρωτήξω πράμα, τρεχαλήσανε να προλάβουνε τους άλλους. Ίντα να κάμω ο φουκαράς, λέω, Ανο>- νυμε, ώς εδώ ήτανε, σώθηκαν τα ψωμιά σου, και πότε να σταματά η καρδιά μου και πότε να δουλεύει σα χαλασμένη τρεχαντήρα...

»Έδωκε ο Θεός και βγήκα από το γύψο. Με τσι πατερίτσες άρ­χισα να φέρνω βόλτα τσι καρδιολόγους. Χμ, χμ, ο ένας, πρέπει να κάνουμε κι άλλες εξετάσεις, τς, τς, τς, ο άλλος, γιά να δούμε, γιά να δούμε, και ’γο) να πεθαίνο) και ν’ ανα<παίνομαι. Μη σ' τα πολυλογώ, νέα μαρτύρια επέρναγα, και πολυέξοδα τούτη τη φορά. Ώσπου μια μέρα, ’κεί που γύρναγα μέσα οτη μαύρη δυστυχία, στη βρομιά τσ’ Αθήνας για να πάρω κόποι*· ς εξετάσεις, αντάμοχτα ένα φιλαράκι που ’χαμε χαθεί κάμποσα χρόνια. I ΰχε πάει στην Αμερική με υπο­τροφία, μα την κοπάνησε και ξ< ιναγύρισε στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν ήταν η φαντασία μου από το πιοτί -έπρεπε να γιορτάσουμε τη συνά­ντησή μας- μα κείνο που κατάλαβα, ήτανε πως έφυγε, λέει, γιατί τους εβάζανε να φτιάχνουνε μωρά ανθρώπων, να τα μεγαλό3νουν για να τα κάνουν ανταλλακτικά για τσι πλούσιους που πάσχανε τα όργανά τους -έλα Χριστέ κι Απόστολε! Τέλος πάντων, κάποια στιγμή βγήκε απ’ το δικό του βάσανο και είδε τα χάλια μου. Τού ’πα και γώ τα βάσανά μου, κι έβαλε τα γέλια. Τελάς, μωρέ” του λεω, “με τα πάθη μου;” “Παράτα" μου λέει, “τσ? εξετάσεις και σήκω να πάμε σ’ ένα φίλο μου καθηγητή που ναι εδο5 κοντά”.

Page 53: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

»Όσο με πέρναγε από τσι διάφορες εξετάσεις ο καθηγητής έλεε κάθε λίγο: “Μα ποιος μαλάκας, ρε αγόρι μου, σου είπε ότι πά­σχεις από την καρδιά σου;...” Και δώσ’ του να μ* εξετάζει, νά ’ναι καλά ο άνθρωπος. Πότε στα καλώδια, πότε στο τρέξιμο και πότε στσ’ ακτίνες. Ε, κάποτε τελειώσαμε και κάτσαμε στο γραφείο του. Με κοίταξε γελαστός -οι άλλοι με κοιτάγανε σοβαροί σοβαροί, τι να σου πω, μου κόβανε τα ήπατα οι ρουφιάνοι- τέλος, μου λέει, το λοιπόν, χαμογελαστός ο καθηγητής: “Φιλαράκι, κοίτα να δεις, από πνιμό μπορεί να πας, από πέσιμο μπορεί να πας, μα από καρδιά, έχεις εκατό χρόνια ζωή ακόμα”. Επιτέλους, ήρθε η καρδιά μου στον τόποτση.

»Ωραίος άνθρωπος, ήρθε δω το καλοκαίρι, περάσαμε όμορφα. Τού ’μαθα μαγειρέματα, τέχνες, βότανα και τη ρακή. Τού ’πα και πώς ξεκίνησε η περιπέτεια μου, με το σατανά ντυμένον Παπαλέ- ξανδρο, καθώς και τα λεγόμενα του καπετάν Μανόλη, του πάπ- που του, για τη ρακή και τα μικρόβια. Εγέλα ξεκαρδιστικά, με την ψυχή του, μέχρι που του ρχόντανε δάκρυα στα μάτια. Τ’ άρεζε να τα πίνουμε και να τα λέμε οι δυο μας στην ερημιά της νύχτας, και να ταξιδεύουμε στα ποτάμια τση θάλασσας που ξάνοιγε το φεγ­γάρι. Ωραίος άνθρο>πος, σου λέω, και σοφός, κοτζάμ καθηγητής, μα ζωντανός, πο)ς να σ’ το πω. Νά, εδώ ο άλλος, δάσκαλος γίνεται, μπορεί να τονε ξέρεις από παιδί ακόμα, να μεγαλώσατε μαζί, και δεν μπορείς να πεις πράμα μαζί του, λες και πέρασε σε άλλο κό­σμο, μόνο να σε κανοναρχά θέλει, ενο) εσύ ξέρεις πως είναι πιο χαζός από σένα. Μα ο γιατρός, αν και καθηγητής, όπως είπαμε, όρμαγε μέσα σ’ ούλα. Έψαχνε ούλες τσι γωνιές της ζωής. Η ζωή, έλεγε, δεν επαναλαμβάνεται, είναι κάθε φορά καινούργια, ήξερε να αφουγκράζεται και να νιώθει. “Η μάθηση δεν είναι κανόνες, μα δρόμοι ζωής” μού ’λεγε συχνά στσι κουβέντες που κάναμε. “Η επιστήμη ξεφτιλίστηκε, Ανώνυμε, έγινε μια πουτάνα, που όποιος έχει λεφτά την αγοράζει. Γι’ αυτό και ’γώ θα τα παρατηοω. κάπου

Page 54: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

&χ βρω έναν ήσυχο τόπο να ζήσω σαν και σένα”. Τ’ ακούς; Γ ακούω, να λες. Λέω, αυτά να τα πεις στους ταραμάδες που (*’ έχουνε για μουρλό. Του ’πα πως αν δεν βρει τον τόπο που ζη- ίάει, είναι καλοδεχούμενος εδώ. Χώρο έχουμε, περβόλια έχουμε, χαι ούλα τα καλά του Θεού. Μπορεί να φανεί, που ξέρεις. Μα θα σε μούρλανα με την πάρλα μου. Αλλά σκέφτομαι, μωρέ, πως σα δεν κουβεντιάζεις με τσι φίλους σου, σα δεν μιλείς γι’ αυτά που νιώθεις και σκέφτεσαι, πώς νά ’ναι ωραία η ζωή;» Σηκώθηκε και μπήκε στο σπίτι.

Ο ουρανός έγινε γλαυκός με λίγο μωβ στο βάθος του ορίζοντα που περιγραφόταν τώρα καθαρά. Μια φωτιά στα σκέλια της γυ­ναίκας. «Ελευθερία είναι να προσεγγίζεις την πραγματικότητα με τα δικά σου μάτια». Το μυαλό του τρέχει καβάλα στο μελτε- μάκι που αντριεύει. Η σημαία, ουρά χαρούμενου σκύλου, πατ, πατ, πατ.

Περισσότερο ένιωσε παρά αντελήφθη την παρουσία -άρωμα μόσχου από το ζεστό κορμί γυναίκας που μόλις αφυπνίσθηκε. Στον καναπέ ξάπλωσε ημίγυμνη, ευτυχισμένη γυναίκα. Φαινόταν ειτυχισμένη από τη νωχέλεια που σκόρπαγε γύρω της. Παρά την πρωινή δροσιά, φορούσε μόνο ένα κοντό μαύρο κομπιναιζόν, που αποκάλυπτε τους πανέμορφους στρογγυλούς μηρούς, το στα­ρένιο φωτεινό δέρμα, και το πλούσιο στήθος που ξεχύνονταν παι­χνιδιάρικο κύμα της θάλασσας.

Έντονη μοσχοβολιά αρμύρας, παστού ψαριού, ξηραμένου χόρτου, θυμάρι, δυόσμος και το τελευταίο άρωμα του νυχτολού­λουδου διέκοψαν το ελκυστικό ταξίδι του στο κορμί της γυναίκας. Μια πιατέλα σπαράκια και λιθρινάκια παστά κολυμπούσαν στο λαδολέμονο. Ελιές τσακιστές, μανδραγόρας, δροσερό νεράκι, κριθαροκουλούρες και τσικουδιά.

«Μια ρακή για τα μικρόβια...»

Page 55: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Εκείνη τη στιγμή, η γυναίκα ανακλαδίστηκε, γέρνοντας λίγο το κεφάλι και σηκώνοντας τα χέρια της σε μια χαριτωμένη φι­γούρα του φλαμένκο.

«Α, η Ραχήλ...»Η γυναίκα, σαν ν’ αποσπάστηκε από τοιχογραφία της Κνω­

σού, σηκώθηκε, τανΰστηκε, και περπάτησε αργά προς τη θά­λασσα, χωρίς ν’ ακούσει τ’ όνομά της ή να δείξει πως αντελήφθη την παρουσία τους.

«Έτσι είναι πάντα σαν ξυπνάει» συνέχισε ο Ανώνυμος. «Με­γάλο κεφάλι, ’πιστήμονας σε πειράματα στην Αμερική. Μα τι σκατά κάνουνε ’κεί στον έξω κόσμο, μωρέ; Είναι ’πιστήμη αυτή που κάνει τα φυσικά αφύσικα; Με ποιο δικαίωμα αυτοί οι ρου- φιάνοι μπα(Γταρδεύουν τη ζωή, ποιον ερωτήξανε; Αυξήσανε, λέει, τον μέσο όρο ζωής -σκατά να φάνε. Οι πιο πολλοί είναι όρ­θια κουφάρια. Όπως μού ’λεγε ο καθηγητής, τώρα οι αρροχττιες του ανθρώπου αρχίζουν (υιό νεαρή ηλικία, γιατί ο άνθριοπος κά­νει αφύσικη ζωή. Δεν βλέπεις πια άνθρωπο να πεθαίνει ήσυχος από γεράματα. Τσι βγάζουνε το ένα, τσι βάζουνε το άλλο. Νά φαρμάκια, νά χάπκ ι και ζουμιά, μη το ένα, μή το άλλο... Μα είναι ζωή, μωρέ, αυτή που δώκανε στο’ ανθρώπους, αφού εφάγανε τα νιάτα τους; Τέλος, φαίνεται πως εκεί, στα πειράματα, έπαθε κά­ποιο μεγάλο τράκο, και ή της εσάλεψε ή ξαναβρήκε τα λογικά της -όπως το πάρει κανείς.

»Μου είπε διάφορα, μα δεν τσ’ αντέτεινα. Τι να καταλάβω, μωρέ, ο έρμος, από μια ιστορία που λέει πως εκεί που πειραματι­ζότανε μ’ ένα αυγό, ξαφνικά, σπάει το τσόφλι και βγαίνει ένα πουλάκι, που σε δευτερόλεπτα γίνεται ένας τεράστιος κόκορας που αρχίζει να την κυνηγά; Να την πηδήξει θέλει, να τη σκοτώσει θέλει, δεν είναι ξεκαθαρισμένο... Ή για ένα φίλο της καθηγητή γάτο, που την έσωσε... Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου. Γι’ αυτό κόπηκαν και οι εξομολογήσεις σιην εκ-

Page 56: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ΐΑ^οία. Τι να ξομολογηθούν οι ταραμάδες, ποινικό αδίκημα εί- *01 η ζωή τους. Και καλά οι πλούσιοι, έχουν τσι ψυχαναλυτές ιούς, μα τούτοι τα μαζεύουν μέσα τους και γίνονται ένα τσουβάλι οκατά. Τι να πεις, αυτός ο κόσμος πάει κατά διαόλου.

»Μα μη θαρρείς πως είναι καμιά βλαμμένη, κάθε άλλο. Εκτός αχό τσι παράξενες ιστορίες της ζωής της και τσ’ εφιάλτες που βλέπει στον ύπνο τση, μπαξές ολάνθιστος, η χαρά και η σοφία της ξωής. Τρώει, πίνει, γελά, τραγουδά. Τραγουδά, ρε φίλε, τραγού­δια και μελωδίες τση πατρίδας της -Εβραία είναι. θαρρο>- ποτές δεν τηνε ρώτηξα, διότι, τι σε νοιάζει σε ποιον Θεό πιστεύει ο άλ­λος; Αρκεί νά ’ναι εντάξει άνθροοπος -σωστά δεν λέω; Η φωνή της γάργαρο νερό που ποτίζει το κορμί σου στην έρημο. Έμαθα να την ακολουθώ με το βιολί, και σε κάθε πανσέληνο ή όταν έχουμε κέφια και μεράκια, ανεβαίνουμε στην ταράτσα, και τότε, ώς κι οι ταραμάδες ακόμα, ξένοι και ντόπιοι, στέκουνε κεί που βρίσκονται κι ακούνε μαγεμένοι, μια ψυχή που ζητάει ν’ ανταμώ­σει την αγάπη και τον έρωτα. Ξέρει πολλά, όχι γιατί εσπούδασε σια πανεπιστήμια -αυτά κοντέψανε να τη λωλάνουνε- μα γιατί νιώθει, έχει κόσμους στην ψυχούλα της. Σαν τραγουδά, την ακούς μ’ όλο σου το κορμί, σ1 αγκαλιάζει, σε παίρνει μέσα της -αν κατέεις π θέλω να πω.

»Ήρθε πέρυσι το καλοκαίρι, και όπως ήταν φυσικό, όπως ούλοι οι λωλοί, οι παράξενοι, οι σοφοί και τα ρεμάλια, όλα τα φιλαράκια τέλος πάντων, που δεν γουστάρουνε ψευτιές κι επι­δείξεις, κατέληξε εδώ. Όταν τέλειωσε το καλοκαίρι, μου είπε πως θέλει να μείνει και το χειμώνα, πο^ς περιμένει τσι φίλους της, και τότε μου πρωτομίλησε για τον παλιόφιλο τον Μπίλη Τζο, και πως αυτός την έστειλε εδο) για να βρει τον εαυτό της. Ακόμα, πως της υποσχέθηκε ότι αυτός και ο Ιωακείμ, ο φίλος της καθη­γητής, ο γάτος που είπαμε, μόλις τακτοποιήσουν κάτι δουλειές ακόμα που έχουνε στο Πειραματικό Κέντρο, θα την κοπανή­

Page 57: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σουνε και θά ’ρθουν κι αυτοί εδ(ύ. Γιά να δούμε τι σόι παρέα, fia είναι αυτή μ' έναν γάτο καθηγητή.

»Τέλος, το να μείνει και το χειμοϊνα εδο> που ο βοριάς θερίζει το νησί κι οι νύχτες είναι ατέλειωτες, για μένα είναι ευλογία Θεού. Παρά τα τόσα παράξενα, περνάμε ωραία, θα τη γνο>ρίσεις και συ και θα την αγαπήσεις όπως ούλοι. Έχει μια παράξενη ομορφιά, και μόνο να τη βλέπεις, σου κάνει καλό.

»Μόνο τσι νύχτες βλέπει ακόμα κάπου κάπου άγρια όνειρα και ουρλιάζει στον ύπνο τση. Τότε τρέχω, την ξυπνάο.», την παίρνω στην αγκαλιά μου, τση χαϊδεύω τα μαλλιά και την κανα- κεύω μέχρι να ησυχάσει.

»Πότε πότε, κάνουμε και έρωτα, μα κείνον τον πραγματικό, τον ξαφνικό, τότε που θέλεις ν’ αγγίξεις τον άλλον, που νκύθει; ν' ανοίγει το είναι σου για να τον αγκαλιάσει, γιομίζεις από μέλι και είσαι έτοιμος να ψάλεις ύμνους στον δημιουργό. Έτσι μ* αρέ­σει και μένα, να νιώσω εκείνη τη στιγμή που είμαι γεμάτο; από αγάπη, δάκρυ και τρυφερότητα. Όχι, δεν είμαστε ζευγάρι, δεν μας αρέσει το “ζευγάρι”, αλλά το ζευγάρωμα, αν κατέεις τι θέλω να πω. Δύσκολη c-ΐ'νάντηση και δύσκολα συμβαίνει, μα σαν σου συμβεί, είναι μια ολόκληρη ζωή. Αλλά, βλέπεις, οι άνθρωποι μες στη βιασύνη της ζωής τους ξεχάσανε τον έρωτα, θαρρούνε πως έρωτας είναι το γαμήσι, κι όχι αυτή η ομορφιά που σ' αγιάζει και σε ξαναγεννά. Την έπαθα και ’γώ με μια σουρλουλού και ξέρω τι σου λέω.

»Είχε έρθει εδώ για διακοπές, γνωριστήκαμε, εκάναιιε παρέα μας άρεσε. Ένα βράδυ ξέμεινε δω, δεν πήγε στο ξενοδοχείο. Έστρωσα στην ταράτσα, ξαπλώσαμε κάτω από τ' αστέρια -έχεις δει, μωρέ, αλλού τέτοια αστέρια να σου μιλούνε και να σου κλεί­νουνε το μάτι ερωτιάρικα; Τέλος πάντων, ξαπλώσαμε καλά και όμορφα, πέρασα τ’ αριστερό μου χέρι στο σβέρκο τση και την επήρα στην αγκαλιά μου ν' ακούει την καρδιά μου, να γαληνέψει*

Page 58: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ΜΟλ την ανάσα της στο λαιμό μου, μια βαθύτερη γνωριμία, ας&ύμε, εκείνη που σου σπρώχνει το χέρι για το πρώτο χάδι.

»Είναι μορφωμένη, μα πώς να σ’ το πω, μια μόρφωση χωρίς ¡¡¡εσιασιά, χωρίς ψυχή, δεν είναι δεμένη με τη ζωή, μα με κομμά­ρα της μονάχα, αλλού το μυαλό κι αλλού το κορμί με την ψυχή ίου. Το πρώτο που με ρώτηξε, ήταν: “Γιατί σε λένε Ανώνυμο;” -την ερώτηση μου την κάνουνε ούλοι οι ταραμάδες. Είσαι από τσ’ ελάχιστους που δεν ρώτηξες για το παράξενο όνομά μου, και ξέ­ρεις γιατί: Γιατί δεν σε νοιάζει πώς με λένε, αλλά ποιος είμαι.

»Μα θα σου πω πώς έγινε, γιατί τώρα θα σε τρώει η πε­ριέργεια.

»Μπουσούλαγα πια και ήμουν έτοιμος να βαφτιστώ, όταν, μίαν ωραίαν πρωίαν, που λένε, οι δυο παππούδες μου, εκεί που παίζανε τη δηλωτή τους στο καφενείο, ετσακωθήκανε για το παι­χνίδι. Ήτανε, λέει, να με βαφτίσουνε Περικλή, το όνομα του παπ­πού μου από τη μεριά του πατέρα μου. Κουβέντα στην κουβέντα, λεει ο παππούς ο Δημητρός, πατέρας τση μάνας μου -δημοσίως, ε; “Το τελευταίο εγγόνι μας, ο γιος της Μαριγώς, θα πάρει τ’ όνομά μου, και τον κοόλο σου να βαρείς κάτω”. Και ο άλλος ο παππούς μου, ο Περικλής, λέει επίσης δημοσίως: “Αν ο εγγονός μου πάρει τ’ όνομά σου, εγο) θα κόψω το μουστάκι μου”.

»Μη σ’ τα πολύλογο), άναψε μεγάλος καβγάς μέσα στο σόι, γεμίσανε με ταξίματα τους γονιούς μου, ο ένας θα μού ’γράφε τα περβόλια, ο άλλος το σπίτι... Κράτησε καιρό η αμάχη. Μα οι γέ­ροι δεν είχανε κακία, είχανε βαρεθεί. Πιο πολύ νοσταλγούσανε το παιχνίδι, παρά τους ένοιαζε η αιτία της διαμάχης. Έτσι, μια μέρα, ύστερα από μυστικές προσπάθειες του παπά και του δά­σκαλου, τους ξανασμίξανε σε μια παρέα στο καφενείο.

»Τσικουδιά στην τσικουδιά, ελυθήκανε οι κόμποι, και το μόνο που τ’ς απόμεινε ήταν πώς θα βγούνε από το αδιέξοδο, πώς δη­λαδή θα βρούνε ένα όνομα που δεν θα πληγώσει και δεν θα μειώ­

Page 59: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σει κανέναν. Δώσ’ του πάρ’ του, είχαν κατεβάσει και τη δεύτερη μπουκάλα, όταν ο δάσκαλος αναφώνησε σαν εκείνον τον αρχαίο: “Εύρηκα! Θα τον βαφτίσουμε Ανο>νυμο, ούτε του ενός ούτε του άλλου το όνομα”. Ο παπα-Μανόλης ψεύδισε μερικές αντιρρήσεις περί αγίων, εορτολογίου και τα ρέστα, αλλά ο δάσκαλος είχε έτοιμο το επιχείρημα: “Των Αγίων Πάντων έχουμε, παπά, μα του αγίου Ανωνύμου, όχι. Είναι καιρός να κάνουμε κι άγιο Ανιυνυμο. Εσκέφτηκες ποτέ πόσοι είναι οι άγιοι που δεν τσι ξέρουμε;” Δεν ξέρουμε αν πείστηκε ή όχι ο παπα-Μανόλης, μα ήταν τόση η λα­χτάρα του να ξανασμίξουν οι φίλοι και να ξαναδεθεί η παρέα του παιχνιδιού, ώστε γρήγορα συμφώνησε. “Αμ’ έπος άμ’ έργον” είπε ο δάσκαλος, “πριν υπεισέλθουν άλλοι παράγοντες εις την σημα­ντικήν διά την γαλήνην της παρέας συμφωνίαν - εξάλλου το παιδί ήδη περπατάει”.

»Ο παπάς με τσι παππούδες μου επήγανε στην εκκλησιά να ’τοιμάσουνε τα σχετικά, ο δάσκαλος και νουνός μου πήρε κάνα δυο λουκούμια και με κουβάλησε στην εκκλησία, χωρίς να πάρει χαμπάρι κανένας. Ούλοι τύφλα στο μεθύσι με βουτήξανε στην κολυμπήθρα, είπαμε και τα σχετικά, ενώ εγώ ξέγνοιαστος μασού- λαγα λουκούμια.

»Σαν τό ’μαθε η μάνα μου και οι άλλοι συγγενείς εθυμώσανε, μα το μυστήριον είχε τελεσθεί. Έτσι, μαζί με το παράξενο όνομά μου, κληρονόμησα και το σπίτι και τα περβόλια των παππούδων μου, ολόκληρο τον Νόστο, και ένα όνομα που μ’ έκανε ξεχωρι­στό, όσο κι αν με κοροΐδευαν οι άλλοι πιτσιρικάδες».

«Το λοιπόν, την επήρα στην αγκαλιά μου, όπως είπαμε, και την άκουα να μου λέει διάφορα. Καθώς φαίνεται, ή τα συμβάντα δεν μου λέγαν τίποτα ή μ’ αποπλάνησε η κουβέντα των άστρων, κοιμήθηκα. Μα μέσα στον ύπνο μου την ένιωθα σφιγμένη και τε­ντωμένη σαν ξύλο. Ε, ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, εσηκώθηχα.

Page 60: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ηοίμασα τον καφέ και το πρωινό. Σαν κατέβηκε, της τα πήγα ρ’ ένα λουλουδάκι και την εφίλησα, μα σα να εφιλαγα μάρμαρο. Κάτι μούτρα νά οΰτε καλημέρα. Και ξέρεις, μωρέ, τι είναι να ξυ­πνάς ένα όμορφο πρωινό και να συναντάς τη δυστυχία αναίτια; Μη σε ζαλίζω, ήτανε, λέει, πληγωμένη, γιατί χτες βράδυ την περι- φρόνησα, επειδή κοιμήθηκα και δεν εκάναμε έρωτα. Προσπά- θηοα να τσ' εξηγήσω ότι συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, ότι δεν ζήταγα την ευκαιρία να την “πηδήξω”, αλλά ότι ένιωθα κάτι πιο βαθύ, μα όπως φαίνεται άγουρο ακόμα -τίποτα, αυτή το χαβά της. Τέλος πάντων, οΰλο το καλοκαίρι ετυράγνησε την ψυχή μου σα νά χα αχινιό στον κόρφο μου. Ήθελα να τση δείξω πως τη νοιάζομαι, πως την αγαπώ, μα με πάγωνε. Ήθελε, λέει, να μ’ αλ­λάξει, γιατί ήμουνα πρωτόγονος.

»Την πήγα στην Παναγιά την Κυρά, που είναι το ωραιότερο μέρος του κόσμου, να κάνουμε ένα προσκύνημα, και ’γώ, μυ­στικά, να ζητήσω από τη χάρη της να τση δώκει λίγο μέλι, να τη μαλακώσει... Ξεκινήσαμε πριν το ξημέρωμα, για να δοΰμε και την ανατολή από ’κεί ψηλά. Φτάσαμε με το καλό κι αρχίσαμε το σκαρφάλωμα. Αίγο δύσκολο, βέβαια, μα μ’ έφαγε σ’ ούλο το δρόμο, ουχ από δω, αχ από κεί, “τι εμπνεύσεις είναι αυτές που έχεις, δεν μπορούσαμε να δούμε την ανατολή απ’ την ταράτσα, ήταν ανάγκη να σκαρφαλο5σουμε τόσα κατσάβραχα... μα ποιος ανόητος έχτισε την εκκλησία πάνω στο γκρεμνό...” Γκρίνια που σε φαρμακώνει.

»Μη σ’ τα πολυλογώ, χαμπάρι η κυρία. Ούλα γύρω και μέσα της ένας καθρέφτης όπου έβλεπε μόνο τον εαυτό της. Έβραζα, μα έκαμα υπομονή μην κολαστώ κιόλας. Την επήρα στην πλάτη μου, κράταγα και τα κεριά, το λαδάκι και τα λουλούδια -γιατί ήθελα αυτά να φτάσουνε στη χάρη τση με τα χέρια μου- και την ανέβασα πάνω. Ε, αφού πήραμε την ανάσα μας, εγώ δηλαδή, μπήκαμε στην εκκλησία, άναψα τα κεριά και τα καντήλια, άφησα τα λουλούδια

Page 61: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σε δροσερό νερό μπροστά στη χάρη τση και προσκύνησα, θύ­μιασα, κι ύστερα έκατσα στο στασίδι μου να προσευχηθο). Κατά- φερα να μαζευτό), κι ήρθαν τα δάκρυα ανοιξιάτικη βροχούλα. ξα- λάφρωσα, μεγάλη η χάρη της κι η ομορφιά της. Μα κείνη, πού να την αγγίξει. Έψαχνε για βυζαντινές εικόνες... “Μα τι σ' έπιασε” μου λέει, “και κλαις, μήπως έκανα τίποτα:" Είπαμε, ο κόσμος κα­θρέφτης του εαυτού της, τι να πεις! Έκανα το σταυρό μου. έσβησα τα κεριά, βγήκαμε έξω και κάτσαμε πάνω στο βράχο να δούμε την ανατολή. Εγώ καθάριος, σαν τ' αεράκι τση κορυφής, κοίταζα μα­γεμένος τα σύννεφα από κάτω μας που μας έκρυβαν τη θάλασσα και φουρφούλιαζαν, καθιυς το πρωινό μελτεμάκιτά παίζε όπως τσομπανόσκυλο τ' αρνιά. Της λεω: “θωρείς τους καβαλάρηδες με τα σπαθιά υψωμένα, που καλπάζουν: Νά κι η Λητώ με την κοιλιά φοικτκοίμένη, που την κυνηγάει η Ί Ιρα. Νά κι οι τριήρεις -Οοίρείς εκεί στα δεξιά:- ψορπομένες τον οψιδιανό. Λκούς το πλαφ πλαφ των κουπιών τους;” Με κοίταξε, μωρέ, σα νά ’βλεπε τον Οξαποδίό αυτοπροσο>πο)ς. “Μα είναι δυνατόν να είσαι τόσο αφελής; Απλά σύννεφα είναι. Φαίνεται πως τρελαίνεσαι το χειμοϊνα, που μένεις μόνος εδώ”. Δεν ςέρω γιατί κατέει την έγνοια μου ακόμα. Μα κι αυτή φαίνεται πο)ς έπαθε το ίδιο, γιατί δεν ξεκολλάει από πάνω μου. Κι όμοκ, δυο καλοκαίρια κάνουμε παρέα, κι ακόμα δεν ερω­τευτήκαμε. Σου είπα εγο), η Χαρούλα μ’ άφησε απροστάτευτο. Αν ζούσε, δεν θα την άφηνε να με πλησιάσει, θα την είχε ξαποστείλει πριν την ο')ρα της. Τι να πεις, η ζθ)ή είναι ωραία, μα και μπερδε­μένη σαν τη θάλασσα. Πότε μπατέρνεις από δω και πότε από κεί. Τα μονοπάτια της άγνωστα, γεμάτα θαύματα, μα και παγίδες που συνταιριάζουν τις δυο δυστυχίες σε μία, γι' αυτό πρέπει να ταξι­δεύεις, να μην κάθεσαι σαν κούτσουρο πάνω σ’ αυτό που εσύ θω­ρείς για πραγματικότητα...»

Η θάλασσα, λιωμένο ασήμι. Το μελτεμάκι, υφαίνοντας τις

Page 62: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

πρώτες αχτίδες του ήλιου, τεχνουργεί αραβουργήματα στην επι­φάνεια της. Ένα κοπάδι χελιδονόψαρα, σε χαμηλή πτήση, προ­σφέρουν τις χαλκωματιές τους ανταύγειες στο τοπίο. Μουσικές γεννιούνται στο κορμί του Μιχάλη. Χάνεται στο χρυσό πέρασμα ανάμεσα στο γαλάζιο της θάλασσας και τ’ ουρανού. Πραγματικό­τητα: Τι είναι η πραγματικότητα; Πόσες πραγματικότητες μπο­ρούμε να προσεγγίσουμε με τις πέντε φτωχές αισθήσεις μας, και με ένα μυαλό που το ένα συν ένα το κάνει απλώς δύο; Οι γλάροι πετούν μέσα στο γαλάζιο, οριζοντίως, καθέτως, πλαγίως, χωρίς να χάνουν τίποτα από τη λευκότητά τους. Το-τοπίο παύει να είναι συμπαγές, λιώνει* γεμίζει συμβάντα. «Αραπίνες λάγνες, ερωτιά­ρες» χορεύουν στην επιφάνεια της θάλασσας ξυπόλυτες, ντυμέ­νες μόνο μ’ ένα διάφανο παρεό. Λαγνεία, το αίμα του έρωτα, η φλόγα του ερωτισμού. Τη φορτώσαμε με όλη τη χυδαιότητα της ηθικολογίας, τη βγάλαμε στην παρανομία και προσπαθούμε να την ξορκίσουμε με την υποκρισία της ηθικής: σαδισμός, σεξουα­λικότητα, σεξουαλική ηθική... Μα υπάρχει και ο δρόμος της αι­σθησιακής αγάπης, ρε φιλαράκια, τον χάσαμε. Η συμπλεγματική και ανταγωνιστική καθημερινότητά μας δεν επιτρέπει τέτοιες πο­λυτέλειες και ελευθερίες.

Η Ραχήλ μπροστά στις αχτίδες του ήλιου. Επιστρέφει από τη θάλασσα φορώντας μόνο το κοντό, μαύρο κομπιναιζόν διάτρητο από τις οριζόντιες αχτίδες.

«Ναι, ο χειμώνας είναι βαρύς εδώ από μοναξιά, εσύ κι ο Θεός. Μέρα νύχτα ν’ ακούεις το βοριά να ουρλιάζει να ξεριζώσει το νησί. Η θάλασσα να μουγκρίζει, να σε σφίγγει από παντού το νερό, να μην έχεις άνθρωπο να πεις κουβέντα. Φέτος, δόξα τω Θεώ, θά ’χω την ωραιότερη παρέα του κόσμου.

»... Της Ραχήλ, φαίνεται, της πάει ο τόπος. Έχει καιρό να δει εφιάλτη. Ο τελευταίος ήταν μια άγρια νύχτα του Γενάρη. Ακόυσα τις φωνές της -κοιμάμαι στη διπλανή κάμαρη για να την

Page 63: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

έχω στο νου μου- πετάχτηκα πάνω κι έτρεξα κοντά της. Χτυπιό­τανε σα να πάλευε με τον Οξαποδο'). Την πήρα στην αγκαλιά μου, ξύπνησε, μα ακόμα την ψυχή της την έδερνε άγρια φουρ­τούνα. Τη χάιδεψα, τση μίλησα ήμερα και τρυφερά, ’σύχασε. Έριξα κούτσουρα στο τζάκι και τσ’ έφτιαξα ένα βραστάρι με βότανα να ηρεμήσει. Κείνη τη νύχτα, για να βγάλω το φόβο από μέσα της, της ζήτησα για πρώτη φορά να μου πει το όνειρο που τόσο την ετρόμαξε. “Είδα ότι ήμουνα στο εργαστήριό μου, στο Κέντρο Ερευνών και Μετάλλαξης Γενετικού Υλικού, όταν, ξαφ­νικά, τα πάντα άρχισαν να τρέμουν και να καταρρέουν, όπως σε μεγάλο σεισμό, ενώ πρωτάκουστα ουρλιαχτά γέμιζαν τον αέρα. Η γη φουσκώνει, τα πάντα γύρω μου γκρεμίζονται μέσα σ’ έναν ορυμαγδό. Δεν ξέρω πώς, ξαφνικά βρίσκομαι να πετάω ψηλά. Με κρατάνε από τα χέρια οι δυο φίλοι μου καθηγητές, ο Μπίλη Τζο και ο Ιωακείμ. Βλέπουμε ολόκληρο το Κέντρο να σκάει. Από μέσα να βγαίνει ένα πλάσμα τόσο μεγάλο, που ούτε από ψηλά μπορούμε να δούμε τα όρια του σχήματός του... Το Κέ­ντρο, έκτασης πεντακοσίων τετραγωνικιόν μιλίων, καταρρέει, το τέρας ξέσκιζε σίδερα, μπετά, καλώδια κι αποχετεύσεις, σα νά ’τανε χάρτινα. Ήταν η ντομάτα, με την οποία πειραματιζόταν αυτός ο μαλάκας, ο σερ Τζον Μπολς, ένας συνάδελφός μας ερευνητής με τέσσερα Νόμπελ. Καθιος γκρεμιζόταν το Κέντρο, χιλιάδες παραμορφωμένα πλάσματα γέμιζαν τη γη, τον ουρανό και τη θάλασσα, αναζητο5ντας με πρωτάκουστα ουρλιαχτά την ταυτότητά τους. Όλο το ανίερο ανακάτεμα της ζωής βρισκόταν εκεί -λιοντάρια με φτερά κι ανθρώπινη φωνή, γιγάντιες πατάτες με δαγκάνες και ουρά σκορπιού, αγγούρια με κεφάλι ταύρου, φίδια με τρία ζευγάρια ανθρώπινα χέρια, ό,τι τρομακτικό μπο­ρείς να φανταστείς, μέσα θά ’σαι. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου ωχριούσε μπροστά σ’ αυτή την εφιαλτική πραγματικότητα... Η ντομάτα, με οχτώ τεράστια πόδια αρπαχτικού, με δώδεκα γιγά-

Page 64: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ντια κοτσάνια από άγνωστο υλικό, άλεθε, λέει, ουρανοξύστες, φράγματα, γέφυρες, σα σπιρτόκουτα, προχωρούσε κι ισοπέδωνε τις πολιτείες μέσα σε πυρκαγιές, πλημμύρες και οιμωγές. Όλη η φρίκη και η τυραννία της ανήθικης συμπεριφοράς του ανθρώπου απέναντι στη ζωή ήταν εκεί. Την ώρα που ένα τεράστιο ιπτάμενο φίδι προσπαθούσε να μ’ αρπάξει απ’ τα πόδια, με ξύπνησες. Αλλά τον τελευταίο καιρό, όλο και πιο συχνά βλέπω τους φίλους μου σε καλά όνειρα. Το νιώθω πως όπου νά ’ναι, θά ’ρθουν. Μα το λέει κι η λογική· δεν πάει άλλο, εκεί πέρα γίνονται φοβερά πράγματα. Αν βέβαια καταφέρουν να αποδράσουν” συμπλή­ρωσε λυπημένη.

»Τέτοια. Τι να πω; “Καλά” τση λέω, “όνειρο ήταν και πέρασε, ’συχασε τώρα”. “Δεν είναι όνειρο” μου λέει, “προειδοποίηση εί­ναι. Η μόνη εξέγερση που αναμένεται στον πλανήτη, είναι η εξέ­γερση ολόκληρης της πλάσης εναντίον του ανθρο5που που πί­στεψε πως είναι ο αφέντης της”».

Ο ήλιος ζεστός, τρυφερός, χαϊδεύει τον ίσκιο της βεράντας· η θάλασσα βόσκει τα πρόβατά της (ττις ακτές των γύρω νησιών. Η Ραχήλ έκατσε στην πολυθρόνα απέναντι του. Τα μάτια της σκοτά­δια αδιαπέραστα. Η καλημέρα της ντυμένη στη ζεστασιά μιας φωνής γεμάτης μουσική, το μικρό κομπιναιζόν αφήνει σχεδόν ακάλυπτους τους ωραίους μηρούς.

«Να σου κάνω καφέ:» τη ρωτάει ο Ανώνυμος.«Αέω ν’ αρχίσω με κείνη τη ρακή που... σκοτώνει τα

μικρόβια...»Ντούκου, ντούκου, ο ρυθμικός, οικείος ήχος των ψαροκάικων

που μπαίνανε στο λιμάνι, ύστερα από τον κάματο της νύχτας και το πάλεμα με τη θάλασσα. Ο Ανώνυμος σηκώθηκε, πήρε το κα­νοκιάλι του παππού του -του καπετάν Μανούσου, που ξεκίναγε για Χιο κι έβγαινε στη Μπεγκάζη. Κι όχι πως δεν ήξερε τσι χάρ­

Page 65: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τες χαι χ1 αστέρια, μα γιατί τ’ άρεζε να αλητεύει στα πέλαγα και να ψάχνει τσ1 όμορφες και τσι τσαχπίνες οτους κόρφους το/ν νη­σιών. «Πλήρης ημερών και ηδονών απεδήμησεν εις Κύριον» ση­μείωνε στο βιβλιαράκι που έγραψε ο Παπαλέξανδρος για τις ση­μαντικές προσωπικότητες του νησιού.

«Λέω να κατηφορίσω να προφτάσω τα καΐκια για καμιά κα­καβιά το μεσημέρι» είπε.

Ο Μιχάλης ξάπλωσε στον καναπέ της βεράντας. Απέναντι του. μέσα στο όμορφο τοπίο, πάλλεται εροπικό άνθος... Θεέ μου, σκέφτηκε, τόση ομορφιά είναι δυνατόν να γίνει εφιάλτης;

Η νύχτα πηχτή, βαριά, καταπίνει τα κορμιά τους όπως άγριος βάλτος. Ο Ιωακείμ και ο Μπίλη Τζο, κρατώντας από το σκοινί τη Λαΐδα και τον Πρίαπο, τα δυο γαϊδούρια, φορπομένα με τα πολύ­τιμα εφόδιά τους, και την Αμάλθεια, τη μη-μεταλλαγμένη κα­τσίκα του Μπίλη Τζο δίπλα τους, βάδιζαν κόντρα στον παγωμένο άνεμο και στα ραπίσματα της βρόμικης βροχής. Νεροχάλαζο στην πραγματικότητα, φορτωμένο διοξίνες, ραδιενέργεια, διά­φορα σωματίδια και δηλητήρια με τα οποία ήταν κορεσμένη η ατμόσφαιρα. Μόνο κάπου κάπου οι αστραπές πάνω από τα κε­φάλια τους ξέσκιζαν τον μαύρο βάλτο που ξανάκλεινε πίσω τους όπως πίσω από δραπέτη. Ευτυχώς που ο Ιωακείμ έβλεπε και τη νύχτα, κι έτσι η πορεία ήταν σχετικά ασφαλής.

Είχαν πάρει την Τεσσαρακοστή Έκτη οδό, την τέως Τεσσα­ρακοστή Έκτη δηλαδή. Από τότε που η επιστήμη και η τεχνολο­γία κάνανε τέτοια άλματα προόδου, ώστε να βιομηχανοποιήσουν όλες σχεδόν τις λειτουργίες της φύσης, οι άνθρωποι εγκατέλει- ψαν την ύπαιθρο, που ήταν μολυσμένη από χημικά κατάλοιπα και γεμάτη τερατογενέσεις, και κατέφυγαν στις μεγάλες πόλεις που ήταν οχυρωμένες με ηλεκτρονικά, συρματοπλέγματα ραντάρ χαι φυλάκια. Μόνο οι καλά οργανωμένες ομάδες των μπόγηδων εί~

Page 66: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

χαν άδειες εισόδου και εξόδου, αλλά και τολμούσαν να κυκλοφο­ρήσουν στη μολυσμένη και επικίνδυνη έρημο. Άλλωστε αυτή ήταν η δουλειά τους: να αναζητούν τις οάσεις που απόμειναν στη μο- λυσμένη ύπαιθρο και να αιχμαλωτίζουν το γνήσιο, μη-μεταλλαγ- μένο γενετικό υλικό, που οι πολυεθνικές το πλήρωναν όσο όσο. Η νέα στρατηγική του ανθρώπινου πολιτισμού, μετά την ανάπτυξη, ήταν τώρα η αναζωογόνηση του εκφυλισμένου ανθρώπου με τη μεταφορά γονιδίων γνήσιου γενετικού υλικού. Μια προσπάθεια που, όπως ήταν φυσικό, υποστηρίχθηκε αμέσως από το Χόλι- γουντ με νέα σειρά γουέστερν, που υμνούσαν τα κατορθώματα των μπόγηδων για τη διάσωση της ανθρωπότητας, αλλά και από τα δελτία ειδήσεων, τη διαφήμιση και τα διάφορα πάνελ των ειδι­κών στην τν.

Μια άγνωστη, βασανισμένη βλάστηση είχε καταφάει την άσφαλτο και τα τσιμέντα και είχε ξανακάνει ενιαίο το τοπίο. Τα μόνα σημάδια της Τεσσαρακοστής Έκτης οδού ήταν οι ακαθό­ριστοι όγκοι των εγκαταλελειμμένων κτιρίων, τέως μοτέλ, βενζι­νάδικων, σούπερ μάρκετ και λοιπά, που σα φαντάσματα ενός εφιαλτικού κόσμου καιροφυλακτούσαν στο σκοτάδι, καταρα­μένα κενοτάφια ονείρων μιας αλλοτινής ζωής. Μόνο οι κατε­στραμμένοι ηλεκτρικοί και τηλεφίονικοί πυλώνες, μαύροι μες στο σκοτάδι, όπως σατανικά κεριά, οριοθετούσαν ακόμα τη διέ­λευση της Τεσσαρακοστής Έκτης οδού. Κάθε βήμα, κάθε στιγμή ήταν και ένας κίνδυνος. Όμως, δυστυχώς, η καταιγίδα μαινόταν, και δεν ήταν δυνατόν να πετάξουν, γιατί τότε σίγουρα θα τους παρέσυραν τα ρεύματα και θα έχαναν τον προσανατο­λισμό τους. Και οι δυο τους ήταν ακόμα επίσημα ντυμένοι, αφού τό ’σκασαν κατευθείαν από τη δεξίωση που ακολούθησε τη διά­λεξη του Ιωακείμ -εξαιρετικού προϊόντος της εταιρείας- με θέμα «Φυσικές επιστήμες και Φιλοσοφία».

Page 67: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Από καιρό τώρα, ο Μπίλη Τζο και ο Ιοκχκείμ, με τη μεθοδικό- τητα του ειδικού επιστήμονα, προετοίμαζαν την απόδραση τους. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν θα τα κατάφερναν αν και οι δυο τους δεν ήταν τόσο χαρισματικά πλάσματα, με γνώσεις και ψυχικές δυνάμεις που υπερέβαιναν τα όρια της λογικής.

Ήταν η δεύτερη, και ίσως η τελευταία, απόπειρα απόδρασης από το φοβερό Κέντρο Πειραμάτων και Εφαρμογοόν Μπιλ Κλά- στον, του μεγάλου τραστ των πολυεθνικών, που ήλεγχε πάνω από το πενήντα τοις εκατό του εναπομείναντος φυσικού, μη-μεταλ- λαγμένου γενετικού υλικού της ηπείρου, και κατείχε την πρώτη θέση στα πειράματα «βελτίωσης και εμπλουτισμού» όπως τα ονό­μαζαν. Η απόδραση της Ραχήλ ήταν σχεδόν νόμιμη, αφού οι ικα­νότητες του Ιωακείμ, ανάμεσα στις οποίες ήταν και να σπάει τους πιο σύνθετους κωδικούς ασφαλείας, της εξασφάλισαν ένα εξιτή­ριο από το ψυχιατρείο της εταιρείας, ως ικανής να επιστρέφει στην εργασία της.

Οι εγκαταστάσεις του Κέντρου εκτείνονταν σε εκατοντάδες τετραγοΜκά μίλια στη μολυσμένη έρημο της Καλιφόρνιας. 'Εστω και αν κατάφερ /ε κανείς να ξεπεράσει τα φοβερά μέτρα ασφα­λείας των κτιριακών εγκαταστάσεων -μέτρα που έγιναν σκληρό­τερα μετά την τελευταία εξέγερση των πειραματόζωων- έπρεπε να διασχίσει διακόσια περίπου μίλια μολυσμένης ερήμου, γεμά­της από παγίδες της πιο άγριας τεχνολογίας. Αλλά, όπως είπαμε, ο Μπίλη Τζο και ο Ιοχχκείμ δεν ήτανε συνηθισμένα, κοινά πλά­σματα. Ο Μπίλη Τζο, κορυφαίος ερευνητής στην ανεύρεση και μελέτη αρχέγονου γενετικού υλικού, είχε ανακαλύψει μια σύν­θεση από ρίζες μαντζουράνας, άνθος μολόχας, δίκταμου και αρ- μπαρόριζας, η οποία, μαζί με το δάκρυ της γαλάζιας πεταλούδας που ανακάλυψε στις υπόγειες σπηλιές των βουνίόν της Αρκαδίας, ξάνοιγε αισιόδοξες προοπτικές στα σχέδιά τους. Ο Μπίλη Τζο ήταν μεγάλος ερευνητής, γιατί είχε μέσα του αγάπη και φαντα­

Page 68: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σία. Ήτανε ποιητής, όπως έλεγε ο Ιωακείμ, που «σκληρή μοίρα τον έκανε επιστήμονα, όταν η επιστήμη, από άνθος της φιλοσο­φίας, είχε γίνει πια υπηρέτης της τεχνολογίας και του κέρδους».

Ο Μπίλη Τζο, πριν αρχίσει την έρευνα σε μια περιοχή, μελε­τούσε όχι μόνο την ιστορία της, αλλά και τους μύθους και τους θρύλους του τόπου. Ο μύθος, το λοιπόν, όσος σωζόταν φυσικά, έλεγε πως στα κατάφυτα βουνά της Αρκαδίας, στα δροσερά λα­γκάδια και στις γάργαρες πηγές τους, ζούσαν οι πανέμορφες γα­λάζιες πεταλούδες που τη νύχτα της πανσελήνου μεταμορφώνο­νταν σε φιλήδονες, λάγνες νεράιδες. Αυτές μπλέχτηκαν στα τρελά δίχτυα του έρωτα και χάρισαν το μυστικό τού ίπτασθαι στους ωραίους εφήβους της περιοχής. Οι θεοί τις τιμώρησαν σκληρά γι’ αυτή την αυθαίρετη διατάραξη της φυσικής τάξης -τις καταδί­κασαν να στερούνται αιωνίως τον έρωτα, να αυτογονιμοποιούνται και να αυτοαναπαράγονται. Τέτοια μοναξιά. Τι να τις κάνεις τις χάρες και την ομορφιά, όταν δεν μπορείς να τα μοιράζεσαι, να τα χαρίζεις. Πώς να ερωτευτείς, πώς να λατρέψεις τον εαυτό σου; Εσύ και το είδωλό σου στον καθρέφτη. Τέτοια μοναξιά, νά ’χεις τόσα να δώσεις, και να μην υπάρχει κανείς να τα πάρει...

Οι γαλάζιες πεταλούδες μαζειπηκαν στις μεγάλες σπηλιές και πέθαναν από το κλάμα. Αρνήθηκαν να ζήσουν χωρίς τη συναι­σθηματική ηδονή του έρωτα.

Από την αρχή, λοιπόν, ο Μπίλη Τζο κατάλαβε ότι βρισκόταν μπροστά σε μια μεγάλη ανακάλυψη: ότι το δάκρυ της γαλάζιας πεταλούδας, σα ροζ μικρό μαργαριτάρι, που βρισκόταν σε μεγά­λους σωρούς στις σκοτεινές σπηλιές της Αρκαδίας, κουβαλούσε μέσα του ισχυρότατες δυνάμεις και αντιστάσεις, όπως τη δύναμη του ίπτασθαι, του ερωτεύεσθαι, καθώς και την αντίσταση μέχρι θανάτου στη στέρηση της ερωτικής επιθυμίας. Βέβαια, αυτά τα συμπεράσματα, όπως και την ανακάλυψη του υλικού, για πρώτη

Page 69: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

φορά στην επιστημονική του καριέρα τα κράτησε για τον εαυτό του. Γιατί τον τελευταίο καιρό στην ψυχή και στο μυαλό του Μπίλη Τζο είχαν αρχίσει να γεννιούνται νέες σκέψεις και βαθιές αμφιβολίες για το επιστημονικό και «ανθρωπιστικό», όποκ πί­στευε μέχρι τότε, έργο του. Όπως είπαμε, η φαντασία του, η ικα­νότητά του να ανασυνθέτει την κατακερματισμένη γνοκιη, ήταν πάντα δυο βήματα μπροστά από την επιστημονική του λογική, έτσι ώστε τον έκαναν ικανό να εισχωρεί σ’ αυτήν τη χωρίς όρια πραγματικότητα της ζωής και του σύμπαντος, και να αντιλαμβά­νεται την αδυναμία της λογικής και της γνώσης να την ορίσουν και να την ερμηνεύσουν. Αντιλαμβανόταν ότι αυτό που ορίζει η λογική μας ως πραγματικότητα δεν είναι κάτι στατικό και αμετά­βλητο, αλλά μια συνεχής ροή από δισεκατομμύρια δράσεις, ενέρ­γειες και δυνάμεις ασύλληπτης πολυπλοκότητας, που ισορροπού­σαν στην ιερή αυταξία των ειδών και των κλιματολογικοόν συνθη­κών του πλανήτη.

Ένα βράδυ, είδε στον ύπνο του την προγιαγιά του. ατό π] με­ριά της μητέρας του, τη Μαρανιόν. Του τραγουδούσε ένα γλυκό, νοσταλγικό τραγούδι για τους χαμένους δρόμους της αγάπης και τις βασανισμένες ψυχές των προγόνων. Ύστερα τον πήρε από το χέρι αμίλητη και πέταξαν πάνω από τον παράδεισο. Δέντρα με δροσερή σκιά και άλλα με μυρωδάτα φρούτα, πουλιά όλων των ειδο)ν και των χρωμάτο3ν, φωνές, ρυάκια, ζώα, λουλούδια, ευω­διές, κι ένας ήλιος απαλός, τρυφερός, σχεδόν ψεύτικος. Ο Μπίλη Τζο ανυπόμονος σαν παιδί την τράβαγε από το χέρι να προσγει­ωθούν, αλλά η Μαρανιόν τον κράταγε σταθερά, μέχρι που τον οδήγησε σε άλλο κομμάτι του πλανήτη. Τοπίο πένθιμο, χωρίς ένα χρο)μα, μιαν ευωδιά, ένα ποτάμι. Μόνο σκιές μ η-αναστάσιμου θανάτου... Η Μαρανιόν άφησε το χέρι του και τον έπιασε από το αυτί: «Αυτός ο πλανήτης» είπε, «με όλα τα πλάσματά του, δέντρα λουλούδια, ζώα, ποτάμια, αέρας, θάλασσα είναι οι πρόγονοι χαι

Page 70: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

οι απόγονοι σου. Οφείλεις να τους σεβαστείς. Μόλις λευτερω­θείς, σε περιμένω».

Τέτοιες σκέψεις, μυστικές προειδοποιήσεις και πολλές άλλες ανησυχίες κάτεχαν το νου και την ψυχή του Μπίλη Τζο, όταν, στα είκοσι δυο του, πήρε το πρώτο του Νόμπελ για μια μεγάλη του ανακάλυψη: την ανεύρεση και επεξεργασία γενετικού υλικού σε ιζηματογενή πετρώματα. Στη δεξίωση που οργάνωσε η εταιρεία για τα Νόμπελ που κέρδισε, θα γινόταν και η επίδειξη του δό- κτορα Ιεζεκιήλ που, σύμφωνα με όσα λέγονταν, θα έφερνε δισε­κατομμύρια δολάρια σια ταμεία της εταιρείας, εκτός του ότι είχε ήδη σίγουρο το πέμπτο Νόμπελ. Τι είχε κάνει αυτός ο κόπανος; Είχε καταφέρει να παραγάγει σε είκοσι τέσσερεις (όρες κοτό­πουλα δυόμισι κιλών, έτοιμα προς βρώσιν. Χωρίς πούπουλα και εντόσθια, πόδια, φτερούγες και κεφάλι. Όπως σημείωνε η ομάδα επιστημόνων που πρότεινε τον δόκτορα Ιεζεκιήλ για το νέο Νό­μπελ, «σκέψεις απλές στη σύλληψή τους, μεγαλειώδεις στην εφαρμογή τους. Αυτός είναι ο θρίαμβος και το μεγαλείο της επι­στήμης».

Όντως ο δόκτωρ Ιεζεκιήλ έκανε την απλή, αλλά και μεγαλο­φυή, κατά κοινήν ομολογίαν επιστημόνων και ειδικών, σκέψη: Ότι, αφού εδώ και πολλά χρόνια οι κότες ζούνε έγκλειστες και αναπαράγονται σε μηχανές, δεν τους χρειάζονται ούτε τα πού­πουλα ούτε τα φτερά. Ότι. αφού δεν περπατούν, δεν τους χρειά­ζονται τα πόδια. Ότι. αφού η διατροφή τους αποτελείται από χη­μικά σκευάσματα, αυτά μπορούν να διοχετευθούν στο προϊόν και δι’ άλλης οδού, και ούτω καθεξής. Ο θρίαμβος της επαγωγικής μεθόδου, όπως έγραφαν τα επιστημονικά περιοδικά της εται­ρείας, που κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι «μπορούμε πλέον να παράγουμε προϊόντα κρέατος χωρίς τη μεσολάβηση άχρηστων οργάνων, εκκριμάτων και απορριμμάτων». Έτσι, προχωρώντας σταδιακά, έφτασε στη μεγάλη επιτυχία...

Page 71: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Η επίδειξη, η οποία γινόταν στο υψηλής τεχνολογίας εργο­στάσιο παραγωγής πουλερικών της εταιρείας, ήταν όντως συ­γκλονιστική. Μεγάλες δεξαμενές διαμορφωμένες σε καλούπια κοτόπουλων, με βάθος γΰρω στους τριάντα πέντε πόντους, γέμι­ζαν αυτόματα από πέντε αγωγούς με ένα κολλώδες υγρό διαφο­ρετικών χρωμάτων και έκλειναν αεροστεγώς. Σε είκοσι τέσσε­ρεις ώρες οι δεξαμενές θα γέμιζαν με φρέσκα κοτόπουλα δυό­μισι κιλών έτοιμα προς βρώσιν. Σημαντικό ήταν επίσης, όπως επεσήμανε στη σύντομη παρουσίαση της ανακάλυψής του ο δό- κτωρ Ιεζεκιήλ, ότι τα νέα προϊόντα όχι μόνο δεν χρειάζονται ψυγείο, αλλά έχουν ό,τι τους χρειάζεται για να παραμείνουν αναλλοίωτα και στον καυτό ήλιο της ερήμου ακόμα. Σε συνέ­χεια, επίσημοι και δημοσιογράφοι γεύτηκαν τους μεζέδες του «Ελεΰθερου Κοτόπουλου», όπως το ονόμασε η εταιρεία, και τους βρήκαν υπέροχους. Ιδιαίτερα τους ξετρέλανε όλους το πιάτο στο οποίο το «Ελεύθερο Κοτόπουλο» ήταν μαγειρεμένο με τη ντομάτα πολλαπλών γεύσεων της εταιρείας.

Ο Μπίλη Τζο αντί να νιώσει περηφάνια για το Νόμπελ που πήρε, ένιωθε σα / ένας «σκατομάγειραςτου κέρατά, που ανακα­τεύει με τη βρομερή κουτάλα του τα ιερά μυστικά της ζωής για το κέρδος των πολυεθνικών», όπως πολύ σωστά, ως συνήθως άλλω­στε, συνόψισε τα αισθήματά του ο Ιωακείμ, καθώς άκουγαν το λόγο του προέδρου για τις μεγάλες υπηρεσίες τους στην ανθρω­πότητα, και για τους νέους ορίζοντες και τις προοπτικές που ανοίγονταν για το μέλλον της επιστήμης...

Ο Μπίλη Τζο, μοναχογιός νομπελίστα καθηγητή της γενετικής στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, κουβαλούσε στα γονίδιά τον την επιστημονική ιδιοφυία του πατέρα του, αλλά και τον ερωησμό της μιγάδας μάνας του, της ωραίας Ουακάνια, απογόνου μιας αρ­χαίας φυλής Ινδιάνων που ζούσαν στο Μαγικό Βουνό με το Γαλά-

Page 72: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ζΐο Μάτι -ένα οροπέδιο πάνω στις Ανδεις που τό ’κρυβαν τα σύν­νεφα Η Ουακάνια ήταν απόγονος της Ωραίας Μαρανιόν, της πε­νιάμορφης κόρης του αρχηγού της φυλής. Ο θρύλος έλεγε πως πά­νοπλος λευκός κατακτητής πήρε όμηρο την Ωραία Μαρανιόν σιην Αυλή της Ισπανίας, κι από ’κεί την έκλεψε ένας Άραβας, αρχηγός μιας πολεμικής φυλής της ερήμου, και την έκανε γυναίκα του.

Ένας από τους απογόνους της, τρίτης ή τέταρτης γενιάς, ο Σαΐντ, που αγαπούσε τα γράμματα, τα ταξίδια και τις περιπέ­τειες, πήγε στο Χάρβαρντ για σπουδές. Σάρωνε τα πτυχία και θα μπορούσε να γίνει ό,τι ήθελε. Αλλά, από τη μια ήταν ήδη αρκετά σοφός, ώστε να μην πιστεύει ότι η επιστήμη και η εκπαίδευση, με το δρόμο που είχαν πάρει, μπορούσαν να βελτιώσουν τη ζωή και τον άνθρωπο, και από την άλλη τον έκαιγε η νοσταλγία να γνωρί­σει την άλλη ρίζα του, εκείνη της μακρινής προγιαγιάς του, της Ωραίας Μαρανιόν, που σα μαγικό ποτάμι πέρναγε από γενιά σε γενιά. Ανάγκη από λεφτά δεν είχε ο Σαΐντ, αφού οι παππούδες του γεννήθηκαν πάνω στο πετρέλαιο, κι έτσι έφυγε για να βρει τη φυλή και τον τόπο όπου έζησε η προγιαγιά του.

Ύστερα από τρία χρόνια μελέτη, έρευνα και περιπέτεια, ένα πρωί, αφού προηγουμένως περπάτησε επί τρία μερόνυχτα μέσα σε πυκνό σύννεφο, είδε τον ήλιο να φωτίζει το οροπέδιο -μια πε­ντάμορφη λίμνη, καθρέφτης τ’ ουρανού, τριγυρισμένη από πανύ­ψηλα καταπράσινα βουνά, που όχι μόνο οι κορφές τους αλλά και οι πλαγιές τους ακόμα ήταν σκεπασμένες με πυκνά σύννεφα. Το χωριό, λουσμένο στον ήλιο, χτισμένο στη βορινή όχθη της λίμνης. Γύρω, καλλιεργημένες εκτάσεις που έφταναν ώς τα ριζά των βου­νού. Το τοπίο ήταν όντως μαγικό. Ο ήλιος στην κορυφή ενός κρα­τήρα χρυσών νεφών ήταν ο μοναδικός επισκέπτης και θεατής αυ­τού του παρθένου οροπεδίου. Ο Σαΐντ κατάλαβε ότι βρισκόταν μπροστά στο Μαγικό Βουνό με το Γαλάζιο Μάτι, στον τόπο της προγιαγιάς του.

Page 73: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ο θρύλος έλεγε πως όταν ο Ιγνάθιο ντε λα Πίντα, επικεφαλής του ισπανικού αποσπάσματος, απήγαγε την Ωραία Μαρανιόν. μια ζο5νη από πυκνά σύννεφα έκρυψε το οροπέδιο από τον υπό­λοιπο κόσμο. Το ισπανικό απόσπασμα αποδεκατίστηκε κατά την επιστροφή του, χαμένο μέσα στα πυκνά σύννεφα και στην άγρια ζούγκλα των βουνών. Ως διά μαγείας, μόνον η Ωραία Μαρανιόν και δυο τρεις Ισπανοί κατάφεραν να περάσουν από την άλλη με­ριά. Ο Σαΐντ ένιωσε πως αυτός ο τόπος είναι η μοίρα του. Εκεί γνωρίστηκαν κι εροπεύτηκαν με την Ωραία Ουακάνια, προγιαγιά της μητέρας του Μπίλη Τζο.

Απόγονος αυτού του έροπα ήταν η δόκτωρ Ουακάνια, καθη- γήτρια του πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, ειδική στις φιλο­σοφίες τ(ον αρχαίων φυλίόν. Αντιλαμβάνεται κανείς τι πεντακά­θαρα ποτάμια αίματος, φαντασίας και αισθήσεων κουβαλούσε η μάνα του Μπίλη Τζο. Ποτάμια που τρέχανε ορμητικά στο κορμί και στο μυαλό του αγοριού, ιόστε από μικρός να αντιλαμβάνεται τη λογική πάντα συνδεδεμένη με την αυτογνωσία, με την αί­σθηση, το συναίσθημα και την επιθυμία, καθώς και τον ερωτισμό ως το άρωμα που καλύπτει, το παν.

Τιάρα, θα μου πείτε, πώς ένας τέτοιος τύπος έγινε Νόμπελτης επιστήμης; Προφανούς, οφείλεται στα επίσης ισχυρά τευτονικά γονίδια του πατέρα του, αυτού του ξανθού θεού από τη μακρινή χόίρατων Βίκινγκ, που μπροστά του έμεινε έκθαμβη η τριτοετής του ιστορικού τμήματος του Χάρβαρντ Ουακάνια και του χάρισε την απόλυτη εύνοιά της.

Ψηλή, ευρύστερνη, λιανοκόκαλη, με λεπτή μέση. κατάμαυρα μεταξένια μαλλιά, γαλαζοπράσινα μάτια, οβάλ οπίσθια που στηρί­ζονταν σε χυτούς μηρούς, και χέρια ανθισμένες μανόλιες. Μην τα πολυλογούμε, ένα αριστούργημα ποικίλης, αλλά γνΐ)σιας προέλευ­σης, χωρίς τα διεφθαρμένα γονίδια του πολιτισμού και τα αιμομι­κτικά της ράτσας. Όμως η Ουακάνια δεν είχε μονάχα την ασύ>

Page 74: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

γκριτη χάρη της παρουσίας και ταυ ερωτισμού. Ο Μπίλη Τζο μεγά­λωσε ανάμεσα στον ορθολογισμό του πατέρα ταυ και στην ανοιχτή φιλοσοφία της μάνας ταυ, που στηρίζονταν στις αξίες της ζωής, στη συνεκτική φωτιά τσυ έρωτα, στην ανάγκη και στην ομορφιά μιας καθολικής συνείδησης του κόσμου. Η Ουακάνια μπόλιαζε το γιο της με τη φωτεινή φιλοσοφία της φυλής της: εκείνη της υιικής σχέ­σης του ανθρώπου με τη φύση και το σεβασμό της ιερής αυταξίας της ζωής. Και όταν πια, στα δεκατέσσερά του, γνώρισε τον έρωτα στη φλογερή αγκαλιά της Φράνκη, άνοιξαν μέσα του οι ουρανοί των ηδονικών συναισθημάτων, εκείνων που χαράζουν φωτεινά, ανεξίτηλα μονοπάτια στο κορμί και στην ψυχή.

Ήταν ένα απομεσήμερο του Σεπτέμβρη, από κείνα τα γλυκά, που προαναγγέλλουν την έλευση των αραχνοΰφαντων ημερών του φθινοπώρου. Στην απατηλή επιφάνεια της ραστώνης, εκτός από τα τζιτζίκια, κολυμπούσαν οι πιο βαθιές επιθυμίες της πλά­σης, εκείνες που απαρεγκλίτως είναι ερωτικές. Είναι η ώρα που οι μικρές ξυπόλυτες αύρες ανάβουν την ιερή φωτιά της ζωής στα σκέλια των αγοριοτν και των κοριτσιών.

Το σορτσάκιτου Μπίλη Τζο βαρκάκι στη φουρτούνα, με άλ­μπουρο κυπαρισσάκι που εμβόλιζε τον ουρανό. Σηκώθηκε, τανύ- στηκε, έβαλε το χέρι του μέσα στο σορτσάκι και ένιωσε την ευτυ­χία της ηδονικής επαφής. Τότε, για προϊτη φορά στη ζωή του, το παιδί-θαύμα, που (.πα δεκατρία του, πρωτοετής στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, είχε δικό του εργαστήριο και τομέα έρευνας, ένιωσε πως το κέντρο του κόσμου του δεν είναι μόνο το μυαλό του, αλλά κυρίως αυτός ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια του, που εξακτινώνει γλυκές επιθυμίες, ενώ ένα ηδονικό μυστήριο μιας μεγάλης προσδοκίας συγκλονίζει το είναι του. Σκέφτηκε την Ουακάνια, τη μάνα του. Το κορμί του έλιωσε από τρυφερότητα. Γεύση μόσχου από το στήθος της. Οι μύες του τεντώνονται, η στύση του πόνεσε -ένας παράξενος χορός από μπερδεμένα συ­

Page 75: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ναισθήματα, χαρμόσυνα κι οδυνηρά όπως η Μεγάλη Βδομάδα στην Ελλάδα.

Αποφάσισε να βουτήξει στην πισίνα, μήποκ και κατα//χγιάσει το ταραγμένο είναι του. Σηκώθηκε, προχώρησε στο πίσο) μέρος του σπιτιού όπου βρισκόταν η πισίνα, τα ντους, το μπαρ, η ιματιο­θήκη και το δωμάτιο της Φράνκη, της δεκαοχτάχρονης μουλάτας, καμαριέρας της μάνας του. Ακούσε το ντους να τρέχει και μια μουσική δροσερών, ηδονικών ήχων, ένα τραγούδι μοναδικό, προ­σευχή αρχέγονη, το τραγούδι της λαγνείας, η ανάσα της ζωής. Κύματα μιας πρωτόγνωρης ενέργειας χάιδευαν το κορμί του Μπίλη Τζο και τον καλούσαν, σε μιαν άγνωστη γλώσσα, στην πόρτα του ντους. Τρέμοντας σύγκορμος, ακούμπησε στον παρα­στάτη της πόρτας. Το κυπαρισσάκι του κόντεψε να φύγει από τη θέση του και να καρφωθεί απέναντι... Η Φράνκη, με την πλάτη στον τοίχο, φάτσα στον Μπίλη Τζο, με τα πόδια ανοιχτά και τα γόνατα λυγισμένα, οδηγούσε το νερό, που εκτινάσσονταν με υψηλή πίεση στην ολάνθιστη μανόλια της. Ανάμεσα σε δυο πα­χιά, κατακόκκ.να χείλη με μεταξωτές όχθες, μικρές μέδουσες σ’ έναν τρελό χορό έπλεκαν το γαϊτανάκι της ηδονής. Με τα μά­τια διεσταλμένα, το στόμα ανοιχτό, το αριστερό της χέρι να βασα­νίζει τα δυο της στήθη, η Φράνκη, λίγο πριν φτάσει στον οργα­σμό, σ’ ένα στριφογύρισμα των ματιοίν της, είδε το αγόρι στο κά­δρο της πόρτας, που μαγεμένο παρακολουθούσε τη σκηνή. Ένα εντελίύς άσεμνο, τρυφερό και λιχούδικο χαμόγελο πέταξε από τα ωραία χείλη της στο κυπαρισσάκι του Μπίλη Τζο. Σηκώθηκε, τον πήρε από το χέρι και μπήκανε στο δωμάτιό της...

Από τη φλογερή αγκαλιά της Φράνκη ο Μπίλη Τζο βγήκε ένας όμορφος άντρας, τρυφερός και ασυμβίβαστος. Η βαθιά επιρροή της μάνας του και η άδολη αγκαλιά της Φράνκη στάθη­καν ο αμαζόνιος ομφάλιος λώρος, που τον βοήθησε να ξαναόεί

Page 76: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τη ζωή -στην κορυφή πια της επιστημονικής του καριέρας- όχι ως γονίδιο και DNA, αλλά όπως είναι: ένα ατέρμονο σύνολο αέναης ομορφιάς, σοφίας και αδιάσπαστης ενότητας.

Στην απόφασή του να αποδράσει από το Πειραματικό Κέ­ντρο και να προσπαθήσει να περισώσει ό,τι μπορούσε από την αλόγιστη καταστροφή του εναπομείναντος μη-μεταλλαγμένου, φυσικού γενετικού υλικού, εκτός από τις επισκέψεις στον ύπνο του της προγιαγιάς του, που γίνονταν όλο και πιο συχνές, έπαιξαν ρόλο και δυο άλλα συμβάντα. Η γνωριμία του με τον Ιωακείμ και τα τρυφερά του αισθήματα για την Άννη, τη Μις Βιοτεχνολογία και τα άλλα φιλαράκια του, που κινδύνευαν άμεσα να πάνε στο επίπεδο μηδέν, δηλαδή άλλα για μετάλλαξη κι άλλα να μετατρα­πούν σε γονίδια. Τον Ιωακείμ τον πρωτογνώρισε όταν ήταν σε μια ακόμη φάση «γονιδιακής αναδιοργάνωσης», καλωδιωμένος στο γυάλινο κελί υψίστης ασφαλείας.

Κάθε μέρα, καθώς πήγαινε στο εργαστήριό του, έβλεπε τέ­τοια κελιά με διάφορα πλάσματα μέσα, αλλά το θεωρούσε κάτι φυσικό και προσπερνούσε. Βέβαια, πάντα μια λύπη τον έτρωγε, αλλά απλώς ευλογούσε τη μοίρα του που ο τομέας της δουλειάς του δεν είχε άμεση σχέση με πειραματόζωα. Ώσπου αγαθή μοίρα, που λένε, τό ’φερε κείνο το πρωί να συναντήσει το βλέμμα του Ιωακείμ, να κοινωνήσουν στη ρέουσα γλώσσα όλων των πλα­σμάτων, τη γλο)σσα των ματιών, που στα όρια της απελπισίας ή της χαράς γίνεται τόσο εύγλωττη και σαφής. Με ένα βλέμμα μπο­ρεί να μην τά ’πανε όλα, μα είπαν εκείνα τα βαθιά, τα σημαντικά.

Τότε για πρώτη φορά ο Μπίλη Τζο αναρωτήθηκε με ποιο δι­καίωμα αυτός και οι όμοιοι του σπαταλάνε τους πόρους του πλα­νήτη, καταστρέφουν και μολύνουν το περιβάλλον, συλλαμβάνουν και βασανίζουν ελεύθερα πλάσματα. Ποιος τους έδωσε το δικαί­ωμα να κατακερματίζουν και να μεταλλάσσουν αυτό το μοναδικό

Page 77: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

φαινόμενο της ζωής. Δισεκατομμύρια χρόνια χρειάίττηκαν για να βρει τις ισορροπίες της αρμονίας του και της ιαματικής του ικανό­τητας, ώστε να καταστεί αιώνιο. Και μεις -ποιοι εμείς, αναν/Γ/ί- στηκε ο Μπίλη Τζο, εγώ, ποιος είμαι εγο>; Ένα απειροελάχιστο πέρασμα στο υφάδι αυτής της αιώνιας ομορφιάς και σοφίας. Πόσο καταστροφικό όμως... Από το προιί που συνάντησε το βλέμμα του Ιωακείμ, η ψυχή του πονοΰσε και το μυαλό του κό­χλαζε από σκέψεις και ερωτηματικά. Για ποιο ιδανικό συντελεί- ται αυτή η καταστροφή; αναρωτήθηκε. Για τη σωτηρία της αν­θρωπότητας, απάντησε ο επιστήμονας μέσα του. Από ποιον; απά­ντησε ο Μπίλη Τζο, αφοΰ είναι γνωστό πως από την εμφάνιση του ανθρώπου στον πλανήτη, δεν υπήρξε γι’ αυτόν μεγαλύτερη απειλή, από τον ίδιο τον άνθρωπο. Μόνο ο άνθροοπος δημιουργεί ανίατες αρρώστιες στο είδος του και στη φύση και ανεπανόρθω­τες καταστροφές στον πλανήτη. Θεωρεί δημιουργία την καταλή- στευση της φύσης και των συνανθρώπου του για την ικανοποίηση ψειίτικων αναγκών και αξιών. Μόνο ο άνθρωπος κατέστησε αξία χρήσης και ανταλλάξιμο είδος τον άνθρωπο. Κι αυτός, ο Μπίλη Τζο, που ο5ς τα χτες ακόμα έλεγε πως είναι ανθρωπιστής και κα- μάρατνε, πύρα αναρωτιόταν πώς έγινε και η πρωτοπορία της δια­νόησης και όλα τα δόγματα των προηγούμενων αιώνων θεμελίω­σαν την αντίληψή τους για τη φύση στον ανθριοποκεντρισμό: Πώς δεν είχαν αντιληφθεί ότι προϋπόθεση της ευτυχίας του ανθρώπου ήταν ακριβώς το αντίθετο -να ανακαλύψει τα μονοπάτια της αρ­μονικής ένταξής του σ’ αυτή την αιώνια ομορφιά, να διατηρήσει τον ομφάλιο λώρο που τον συνδέει με τη φύση, από την οποία μπορεί να αντλεί αιωνίως σοφία και ευτυχία. Πώς είναι δυνατόν ένα τόσο μονοσήμαντο και εγωκεντρικό ιδανικό, όπως ο ανθρω­πισμός, να αντιπαρατίθεται στην ατέρμονη ποικιλία, πολλαπλό­τητα και αλληλεξάρτηση της φύσης, χωρίς να μετατρε'πεται στον πιο βάρβαρο ρατσισμό σε πλανητική κλίμακα; Πώς οι άνθρωπο*

Page 78: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

δεν κατανοούν το αυτονόητο -ότι ο άνθρωπος, ως ελάχκπο μόριο της φύσης, θα υποστεί τις συνέπειες της απαξίωσης και της κατα­στροφής της;

Ο Μπίλη Τζο φρόντισε αμέσως και βρήκε το φάκελο του Ιωα­κείμ, και όταν έμαθε πως μεταξύ των άλλων είχε και ντοκτορά στην έρευνα γενετικού υλικού, κανόνισε και, μόλις τέλειωσε την εκπαίδευσή του, τον πήρε για βοηθό του. Πράγμα σχετικά εύ­κολο αφού, παρά το γεγονός ότι ο Ιωακείμ ήταν αριστούχος και σε δυο άλλες έδρες του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ -αστροφυ­σικής και γλωσσολογίας- κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί πο^ς ήταν δυνατόν να είναι έξυπνος σαν αυτούς, αφού εξωτερικά ήταν και παρέμεινε ένας ωραίος γάτος.

Δύο ήταν οι πηγές δυστυχίας του Ιωακείμ. Η μία ότι, χωρίς καμιά αμφιβολία, ήταν ένα εξαιρετικά χαρισματικό πλάσμα, προικισμένο με εκπληκτικές δυνατότητες, τις οποίες όμως δεν γνώριζε ή γνώριζε ελάχιστα, χωρίς να τους δίνει ιδιαίτερη σημα­σία, αφού μέχρι τότε η ζωή του ήταν απλή και όμορφη. Η άλλη ότι, όταν επιτέλους ύστερα από επίπονες προσπάθειες και περι­πέτειες κατάφεραν να τον συλλάβουν οι μπόγηδες, αντί να τον μετατρέψουν σε γονίδια για να αναζωογονήσουν κάποιο εκφυλι­σμένο ανθρώπινο κορμί, βαλθήκανε, ντέ και καλά, λόγω των εξαιρετικών προσόντων του να τον κάνουν άνθρωπο. Πράγμα που ο Ιωακείμ, όπως κάθε φυσιολογικό πλάσμα που θα μπο­ρούσε να επιλέξει, αρνιόταν μετά βδελυγμίας. Όπως εξομολογή­θηκε στον Μπίλη Τζο, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να γίνει αυτό το ανόητο και γελοίο υποκείμενο με τη γραβάτα. Όμως ας όψε- ται η επιστημονική τεχνολογία.

Ο Ιωακείμ ήταν το σίγουρο Νόμπελ της χρονιάς για τον σερ Τζον Μπολς, τον δημιουργό του, ο οποίος με τη γονιδιακή μέ­θοδο που εφηύρε, κατάφερε όχι μόνο να κάνει ικανό τον Ιωακείμ

Page 79: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

να μιλάει και να γράφει σε δέκα γλώσσες, αύή και να κατέχει, όπως είπαμε, τρία πτυχία καθηγητοΰ του Χάρβαρντ, χωρίς καιιία απολύτως αλλαγή στην εξοπερική του εμφάνιση. Μεγάλο επί­τευγμα της επιστήμης, όπως έγραφαν τα επιστημονικά περιοδικά, αφού ο άνθρωπος θα μπορούσε πλέον να αναθέσει σε ζώα τη δι­δασκαλία και την αναπαραγωγή της γνοχτης, και ο ίδιο: να ασχο­ληθεί με τα προβλήματα ποιότητας της ζωής του. Επισημαίνονταν ακόμα τα τεράστια οικονομικά οφέλη που θα είχε η κοινο^νία. αφού δεν θα ήταν πλέον υποχρεωμένη να πληθαίνει υπέρογκοι·: μισθούς, υποχωρώντας κάθε τόσο στις απεργιακές κινητοποιή­σεις, που όχι μόνο διατάρασσαν την ήσυχη ζωή των πολιτών, αλλά και ήταν υπεύθυνες για την απώλεια τεράστιου αριθμού ερ­γάσιμων ωρών. Υπογραμμιζόταν επίσης ότι η συντήρηση των ζίόων ως δασκάλων και καθηγητών κόστιζε ελάχιστα. Βέβαια, μέσα σε όλα αυτά τα «θετικά» υπήρχε και ένα ερο'πημα: πώς θα δεχτούν τα παιδιά για δάσκαλο ή καθηγητή ένα γάτο. μια σκυλί­τσα ή μια ποντικίνα. Αλλά αυτό. όπως επεσήμαιναν οι κορυφαίοι επικοινωνιολόγοι, ήταν δουλειά των διαφημιστών, των ψυχιά­τρων και των ψυχαναλυτών.

Μόνο σε μια περιθωριακή εφημεριδούλα ατό ανακυκλωμένο χαρτί, που την έβγαζαν διωγμένοι δημοσιογράφοι, έγραφε ένας μάγκας ότι, επιτέλους, με την ανακάλυψη αϊτού του μαλάκα. αν τα ζο)α αναλάμβαναν τη διαχείριση της γνώσης και τη διαπαιδα- γοίγηση των ανθροίπων, ίσως ο κόσμος γινόταν καλύτερος.

Όταν λοιπόν το επιστημονικό συμβούλιο της εταιρείας δε- χτηκε την εισήγηση του Μπίλη Τζο να πάρει τον Ιωακείμ στην ομάδα του για πρακτική εξάσκηση, ένιωσαν και οι δυο μεγάλη χαρά και ανακούφιση, αφού, όπως είπαμε, με ένα βλέμμα τα εί­χανε πει όλα. Όπως ήταν φυσικό, έγιναν αχώριστα φιλαράκια, συγκάτοικοι και συνωμότες.

Ο Μπίλη Τζο, ως ερευνητής του φυσικού γενετικού υλιχον.

Page 80: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

είχε το προνόμιο -έστω και αν μόνο αυτός και ο Ιωακείμ το θεω­ρούσαν προνόμιο, αφού οι υπόλοιποι υπήκοοι της εταιρείας εί­χαν χάσει την αίσθηση της πραγματικής ζωής- να διαθέτει μια μεγάλη φάρμα με μια άνετη μονοκατοικία. Άφηνε τη φύση να αναπτυχθεί με τους δικούς της κανόνες. Οι μόνες παρεμβάσεις του ήταν τα περιβολάκια του που έφτιαχνε κάθε εποχή, η συλ­λογή των καρπών και των σπόρων, και η φροντίδα των ζώων, όταν χρειαζόταν. Γύρω από ένα λοφίσκο, που στην κορυφή του ήταν χτισμένο το σπίτι, απλωνόταν μια όαση -δέντρα, ζώα, που­λιά, λουλούδια, ένα μάτι του Θεού, όπως έλεγε η Κλαούντια, η όμορφη Ιταλίδα σύζυγος ενός από το πλήθος των αντιπροέδρων της εταιρείας, ο οποίος αντί να ταξιδεύει στο πανέμορφο κορμί της, κυνηγούσε το πέμπτο Νόμπελ.

Ο Μπίλη Τζο δεν ήταν μονάχα ένας ιδιος;υής και χαρισματι­κός άνθρωπος, αλλά και ένας ωραίος άντρας, όχι μόνο στο κορμί, αλλά και βαθύτατα συναισθηματικός και ερωτικός. Δεν είναι πα­ράξενο, λοιπόν, που συχνά, αντ»πότακτες, άρα γοητευτικές κυ­ρίες, ξέφευγαν από την αφόρητη πληκτικίττητα της αποπειρώμε­νης ζο)ής τους για μια γεύση πραγματικής ζωής.

Βέβαια, και αυτή η μικρή όαση ανήκε στην εταιρεία και χρη­σιμοποιούνταν για τις ανάγκες της, πράγμα που έκανε τον Μπίλη Τζο να λυπάται και να εξοργίζεται κάθε φορά που ήταν υποχρε­ωμένος να αποχωριστεί ένα ζώο ή ένα (pirró. Η μικρή αυτή όαση ήταν ό,τι είχε απομείνει από ένα τεράστιο πάρκο προστασίας της πανίδας και της χλωρίδας, που πριν μερικά χρόνια ακόμα έδινε ζωή σ’ αυτή την αυτέραντη έκταση, όπου τώρα απλωνόταν η μολυ- σμένη έρημος. Και φυσικά, όπως όλη η έκταση που καταλάμβανε η εταιρεία-πόλη, ήταν περιφραγμένη με τα πιο διαβολικά συστή­ματα υψηλής ασφαλείας.

Το δειλινό στη φάρμα του Μπίλη Τζο ήταν από κείνα τα πα­λαιό του τέλους του Αυγουστου, που με το ένα χέρι πασπατεύουν

Page 81: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ακόμα τις ώριμες, ηλιοκαμένες καμπύλες του καλοκαιριού, και με το άλλο χαϊδεύουν τις χρυσές νεάνιδες οτον αυλόγυρο του φθινοπώρου. Ένα δειλινό από κείνα τα σπάνια πια, που υπενθυ­μίζουν πως, στο πρόσφατο παρελθόν ακόμα, υπήρχαν σε τούτο τον πλανήτη εποχές, ομορφιά, χάρη και υγεία.

Ο Μπίλη Τζο κι ο Ιωακείμ άραξαν στις αναπαυτικές πολυθρό­νες της βεράντας. Κάτω, η απέραντη έρημος γεμάτη νάρκες και ηλεκτρονικές παγίδες. Στη μέση, το Κέντρο με τις εγκαταστάσεις του, απ’ όπου ξεκινούσαν ακτινωτά, περιφραγμένοι με ηλεκτρο­φόρα συρματοπλέγματα, ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι που οδηγού­σαν στην πόλη της εταιρείας. Ένα δαχτυλίδι από γυαλί, ατσάλι, μπετόν αρμέ και πλεξιγκλάς γύρου από το Πειραματικό Κέντρο. Όλη η ζωή της πόλης, βέβαια, ανήκε στην εταιρεία. Εμπορικά κα­ταστήματα, συνεργεία, παραγωγή και παρασκευή τροφίμων, ιν­στιτούτα αδυνατίσματος, ψυχαναλυτές, ψυχίατροι, όποια τέλος πάντων οικονομική δραστηριότητα μπορεί να φανταστεί κανείς σε μια σύγχρονη τερατούπολη, ελέγχονταν ή ανήκε στην εταιρεία.

Ο Μπίλη Τζο, όπως είπαμε, ζούσε απομονωμένος και αυτάρ­κης. Κρατούσε το κορμί και την ψυχή του αμόλυντα από τα χη­μικά και βιομηχανικά σκατά που τάιζε η εταιρεία τον κόσμο. Η φύση τού έδινε απλόχερα τα αγαθά, και οι γνώσεις, ο αισθησια­σμός και το μεράκι του ετοίμαζαν γεύματα θεών. Βέβαια, όλοι σχεδόν οι συνάδελφοί του τον θεωρούσαν κάπως πρωτόγονο ή. στην καλύτερη περίπτωση, ρομαντικό, που επέμενν στον παλαιό τρόπο ζωής. Κι όταν πια έκανε συγκάτοικό του τον Ιωακείμ, ενώ αρνιόταν επιμόνως να συμμετάσχει στην κοινωνική ζωή των συ­ναδέλφων του, τότε τον απέρριψαν ως περιθωριακό. Όμως οι επισκέψεις των άτακτων γυναικών γίνονταν όλο και πιο σνχνες, αφού οι στατιστικές της εταιρείας έδειχναν πτιόση της σεξουαλι­κής επιθυμίας του προσωπικού κατά ογδόντα τοις εκατά πράγμα

Page 82: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

παν οννε'φερε βέβαια την εταιρεία, γιατί αποδείκνυε πως τίποτα δεν αποσπούσε την προσοχή τους από την έρευνα και το επιστη­μονικό τους έργο.

Ο Ιωακείμ και ο Μπίλη Τζο έκλειναν σχεδόν δυο χρόνια αρ­μονικής συμβίωσης και έντονης συνωμοτικής δραστηριότητας για την προετοιμασία της μεγάλης απόδρασης. Η απόδραση της Ρα­χήλ ήταν η πρώτη τους επιτυχία, το πρώτο ουσιαστικά αισιόδοξο συναίσθημά τους ότι μπορούν να τα καταφέρουν, και ήταν σχε­δόν έτοιμοι όταν τους πρόλαβαν τα γεγονότα που τους υποχρέω­ναν να αλλάξουν τα σχέδιά τους...

Ο Ιωακείμ γεύτηκε τους μεζέδες και γουργούρισε από ευχα­ρίστηση. Σήκωσε το ποτήρι με τη ρακή και την εκσφενδόνισε στον ουρανίσκο του, μήπως σβήσει την πυρκαγιά μια καυτερής πιπεριάς. Μόλις πρόλαβε ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του, κι ένιωσε τ’ αυτιά του να βγάζουν ατμούς και στο μυαλό του να χτυ­πούν γλυκά καμπανάκια.

«Μωρέ, θα πάμε στην Ελλάδα, και τον κώλο τους να βαράνε κάτω» είπε.

Όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα. Η απόφαση είχε ληφθεί: τα κορίτσια που αγάπησαν, πόνεσαν κι ερωτεύτη­καν, σε μία βδομάδα θα οδηγούνταν στο επίπεδο μηδέν -για ανακύκλωση- αφού, κατά τη γνώμη της επιστημονικής επιτρο­πής αλλά και της επιτροπής του Κογκρέσου, είχαν εμφανίσει «ανεπιθύμητες παρενέργειες». Τα δυο κορίτσια, η Άννη, Μις Βιοτεχνολογία, και η Τζουν, Μις Μεταμόσχευση, ήταν και τα δυο προϊόντα της εταιρείας, κατασκευασμένα εξ ολοκλήρου από φυσικό, μη-μεταλλαγμένο γενετικό υλικό στα εργαστήριά της. Στην αρχή, η εταιρεία ήταν περήφανη για τα δύο προϊόντα της, που αποδείκνυαν τα τεράστια βήματα της επιστήμης των μεταμοσχεύσεων, της βιοτεχνολογίας και της γενετικής. Μπο­

Page 83: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ρούσε, λοιπόν, στο μέλλον να παράγει ανθρώπινα άτομα κάθε είδους, σύμφωνα με τις επιθυμίες, τις παραγγελίες και τις προ­διαγραφές του πελάτη. Κατά την εκτίμησή τους, δεν ήταν δύ­σκολο να συλλάβει κανείς τις θετικές επιπτώσεις που θα είχαν αυτές οι μεγάλες ανακαλύψεις στην απλοποίηση των κοινωνι­κοί διαδικασιών. Αρκούσε μόνο να σκεφτεί κανείς πως το προϊόν θα διετίθετο απολύτως έτοιμο και εξοπλισμένο για το ρόλο για τον οποίο προοριζόταν: στην παραγωγή, στις υπηρε­σίες, στην ψυχαγωγία, στην πολιτική. Το μόνο που απέμενε για τη μαζική παραγωγή των προϊόντων ήταν η ανεύρεση φτηνού γενετικού υλικού.

Τα δυο κορίτσια ήταν δυο πραγματικά αρκττουργήματα. I Ια- νέμορφες, κορμιά ζαχαροκάλαμα, μάτια, χείλια, μαλλιά, βαθιές μασχάλες, ντυμένες στο μετάξι, αιδοίον τέλειων προδιαγραφών, παλλόμενο και ζουμερά έτοιμο ανά πάσαν στιγμήν για ηδονικές χαρούλες.

Λυτό τελικά, το τρελό και αδέσποτο αιδοίο της μη-μεταλλαγ- μένης εποχής ήταν που τίναξε στον αέρα όλη την προσπάθεια και τους κόπους του σερ Μπότομ, του κατασκευαστή τους, και του στέρησε το έκτο Νόμπελ. Ο σερ Μπότομ αναγκάστηκε να δηλώσει επισήμως ότι τελικούς δεν μπόρεσε να τους περάσει γο­νίδια καλής κοινωνικής συμπεριφοράς, η οποία ο>ς γνοκττόν αποτελείται από συμβατισμούς, ανόητες απαγορεύσεις, οδυνη­ρούς καταναγκασμούς και αφάνταστες υποκρισίες. Πράγματα, δηλαδή, άγνωστα για δυο πλάσματα που κατασκευάστηκαν απο­κλειστικά από γνήσιο, φυσικό γενετικό υλικό και δεν υπέστησαν τη μετάλλαξη της κοινωνικής εκπαίδευσης και διατροφής. Ειδι­κότερα για τη Τζουν, τη Μις Μεταμόσχευση, δήλωσε επιπλέον ότι, στην προσπάθειά του να της δώσει κινήσεις νωχελικές αι­λουροειδούς, της πρόσθεσε γονίδια σιαμέζικης γάτας, που φαί­

Page 84: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

νεται πιος ήταν περισσότερα απ' όσα χρειαζόταν. Αλλά ας πά­ρουμε τα γεγονότα με τη σειρά.

Η επίδειξη γινόταν στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Πειρα­ματικού Κέντρου. Η εταιρεία είχε προεισπράξει εκατομμύρια δολάρια από τους οίκους μόδας, τα δίκτυα κολ γκερλς, τα πρα­κτορεία ειδικών γραμματέων, τους μάνατζερ πορνοστάρ και πολ­λούς άλλους ενδιαφερομένους. Θα ήταν μια όντως μεγαλοπρε­πής εκδήλωση, αν, όπως επεσήμανε ο Ιωακείμ, δεν αφορούσε αποκλειστικώς την αφρόκρεμα του κωλοσυστήματος. Οι τερά­στιοι πολυέλαιοι, τα λαμπερά φορέματα και τα κοσμήματα των γυναικών, οι πλούσιοι μπουφέδες με κρύους και ζεστούς μεζέδες, ποτά και γλυκά, όλα προϊόντα της εταιρείας. Βέβαια, ο Μπίλη Τζο και ο Ιωακείμ, ως συνήθως, δεν άγγιξαν τίποτα, αφοΰ ήξε­ραν ότι όλα αυτά ήταν χημικά παρασκευάσματα και όχι φυσικά αγαθά. Αλλωστε, ο μόνος λόγος που τους έφερε σ’ αυτή την εκδή­λωση ήταν να καμαρώσουν τ’ αγαπημένα τους κορίτσια στην πρώτη τους επίδειξη.

Όπως ήταν φυσικό, παρόντες στη δεξίωση, με επίσημο έν­δυμα, δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι των οίκων μόδας, της διαφήμι­σης, των σόου μπίζνες και λοιπά, αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρος μετά της συζύγου του και των δύο θυγατέρων τους, πλήθος γερου­σιαστές, υπουργοί και επιστήμονες, καθώς βέβαια και οι γνωσιές ξεκωλιάρες όλου του κόσμου, που ο μόνος λόγος ύπαρξής τους εί­ναι τα ψώνια.

Όταν οι πολυέλαιοι έσβησαν και η πασαρέλα λούστηκε στους πολύχρωμους προβολείς, υπό τους ήχους ρυθμικής μουσι­κής, η αίθουσα πλημμύρισε από το νέο νευροχαλαρωτικό άρωμα της εταιρείας. Τότε τα μεγάφωνα ψιθύρισαν στους προ­σκεκλημένους να καθίσουν στη θέση τους. Η Άννη έκανε την εμφάνισή της κάτω από το άπλετο φως των προβολέων, με ένα

Page 85: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

μαύρο αραχνοΰφαντο νυχτικό που μόλις κάλυπτε τους μηροΰς και μαΰρα νταντελένια εσώρουχα...

Οι προσκεκλημένοι έμειναν άναυδοι. Μια στιγμή απόλυτης σιγής, και το χειροκρότημα ξέσπασε αυθόρμητο. Όλη η αίθουσα όρθια χειροκροτούσε «αυτό το λουλούδι της γενετικής και της βιοτεχνολογίας», όπως χαρακτήρισε την Άννη ένας τηλεοπτικός αστέρας με ακατοίκητα μάτια, που φημιζόταν για τα ρεαλιστικά του ρεπορτάζ. Δυστυχώς, έτσι έβλεπαν οι περισσότεροι την Αννη. Σχεδόν το σύνολο της αίθουσας δεν χειροκροτούσε την ομορφιά αλλά το «επιστημονικόν επίτευγμα».

Από καιρό έκανε θραύση μια καινούργια ασθένεια, απ’ αυτές που εμφανίζονται ξαφνικά και βρίσκονται πάντα δυο βήματα μπροστά από τα επιτεύγματα και τις ανακαλύψεις της επιστήμης. Την ονόμασαν «ερωτική ανορεξία». Και βέβαια δεν θα μπορού­σαν να την πουν αλλιώς, αφού τα συμπτώματά της εμφανίζονταν κατά την ερωτική επαφή, και ήταν εμετός, τρόμος, σπασμοί. Μέ­χρι και θάνατοι αναφέρθηκαν, όπως σημείωνε στην έκθεσή της η επιστημονική επιτροπή του Κογκρέσου, που χρόνια μελετούσε το θέμα. Η αρρώστια, ωστόσο, δεν δημιουργούσε δημογραφικό πρόβλημα, αφού η αναπαραγωγή του είδους ήταν εξασφαλι­σμένη εργαστηριακά, «άνευ της πολλαπλώς επικινδύνου εριοτι- κής επαφής», όπως τόνιζε η επιτροπή, υπονοώντας το έιτζ. τη βλεννόρροια, τη σύφιλη, κι ένα σωρό άλλες, καινούργιες ή παλιές αρρώστιες που ξαναχτυπούσαν με νέα ορμή και ισχυρότερα μι­κρόβια, κι έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια τα κοκτέιλ φαρμάκων με τα οποία προσπαθούσαν να τις καταστείλουν.

Όμως πρέπει να επισημάνουμε, συνέχιζε η επιτροπή στην έκ­θεσή της, ότι πρόβλημα υπήρχε: μια υφέρπουσα δυσαρέσκεια, κυρίως στα περιθωριακά στρώματα, που συνοψιζόταν στη φράση «Ένα γαμήσι είχαμε και μεις, ρε καριόληδες, και μας το κάνατε

Page 86: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

κι αυτό αρρώστια», μπορούσε να αποβεί μοιραία για το σύστημα. Πρότειναν λοιπόν μια σειρά διαφημιστικά σποτ όπως, «Το αν­θρώπινο σώμα είναι προικισμένο με ανεξάντλητες δυνατότητες ηδονής, χωρίς την ανάγκη ζευγαρώματος», ή «Η ερωτική τεχνο­λογία σάς παρέχει υψηλές ηδονές χωρίς τους κινδύνους της σω­ματικής επαφής», που θα έπειθαν το κοινό για τα πλεονεκτήματα της ερωτικής αποχής.

Η Άννη νεκρούς μπορεί ν’ ανάσταινε, αλλά μεταλλαγμένους, ποτέ. Υπό τους ήχους της μουσικής έκανε.τα ενδεδειγμένα βή­ματα, τις κατάλληλες περιστροφές και πήρε τις δέουσες πόζες. Το κοινό παρακολουθούσε μαγεμένο μιαν ομορφιά που το καθή­λωνε. Όπως είπαμε, η μεγάλη πλειοψηφίατου κοινού καμάρωνε το νέο «επιστημονικό επίτευγμα». Μόνο ο μόδιστρος Δόλο, ο με­γαλύτερος χορηγός της εκδήλωσης, προσέγγισε το μοντέλο «από ενεργητική άποψη», όπως κατέγραψε στο μυαλό του ο πρώτος αντιπρόεδρος της εταιρείας που καθόταν δίπλα του. Αφού σε μια στιγμή ο Λόλο έσκυψε στο αυτί του και του ψιθύρισε: «Αν κάνατε και έναν τέτοιο έφηβο, μη σας νοιάζουν τα έξοδα...»

Τη συνομιλία τους διέκοψε ένα ανεπαίσθητο στην αρχή μουρ- μουρητό, μια ακαΟάρκττη ταραχή, μια ενέργεια γλυκιά και τρυ­φερή, κάτι ξεχασμένο από την παιδική ηλικία του κόσμου. Μια αύρα ερωτική σαγήνεψε την αίθουσα και κάλπασε στα σκέλια των ανθρώπων, ξυπνώντας αρχέγονες μνήμες του κορμιού και της ψυχής. Ο πρώτος αντιπρόεδρος της εταιρείας σήκωσε τα μά­τια του στην πασαρέλα και έμεινε εμβρόντητος από το θέαμα που αντίκρισε. Η Άννη εκείνη την ώρα έπαιρνε πόζες πάνω και γύρω από μια καρέκλα, επιδεικνύοντας κάτι μικροσκοπικά εσώρουχα. Ήταν η τελευταία της επίδειξη. Κάποια στιγμή, έβαλε το χέρι της στη μεταξένια της ήβη και άρχισε να την ξύνει ηδονικά. Έκατσε στην άκρη της καρέκλας, άνοιξε τα υπέροχα πόδια της, και ξύσε

Page 87: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ξύσε, γλυκά γλυκά, έφτασε να χαϊδεύει ασύστολα το ζουμερό μουνάκι της, αγνοώντας το κοινό, ή μάλλον κοιπόντας το με μάτια χαμογελαστά, σαν τη μαρμαρυγή των άστρων. Έχωσε το χέρι στο σλιπάκι της. Τα δάχτυλά της μπαλαρίνες αρχαίου χορού. Χού­φτωσε το άνθος της: το Μπολερό του Ραβέλ. Κραυγή θριάμβου, ένα βαθύ αχ από φλαμένκο... Η αίθουσα συγκλονίστηκε. Η Αννη σηκοίθηκε, έγλειψε τα δάχτυλά της ένα ένα, σα μόλις να τά ’βγάλε από βαζάκι με γλυκό, υποκλίθηκε και γύρισε στα παρα­σκήνια, σα να μην συνέβαινε τίποτα. Ο Μπίλη 'Γζο και ο Ιωακείμ χειροκρότησαν θερμά, (χλλά μόνο μερικοί ομοφυλόφιλοι τους μι- μήθηκαν, αφού, κατά έναν παράξενο τρόπο, ήταν οι μόνοι που δεν προσβάλλονταν από την αρρώστια της ερωτικής ανορεξίας.

Η Αννη προοριζόταν (ϊχεδόν για τα πάντα. Ανάμεσα στις άλ­λες δουλειές που μπορούσε να κάνει άψογα, όπως μοντέλο, πορ- νοστάρ, σταρ της τηλεόρασης και λοιπά, είχε προγραμματιστεί και ως ειδικευμένη γραμματεύς υψηλών προσο')πων, γι’ αυτό της είχε δοθεί πανεπιστημιακή μόρφωση και επιχειρηματικό μυαλό. Μέσα στη βαβούρα και την αναταραχή λοιπόν, η Αννη πούλησε το κιλοτάκι της για ένα εκατομμύριο δολάρια, προΥτη προσφορά -αφού δεν είχε το χρόνο να κάνει παζάρια- στον πρόεδρο της Ιντερνάσιοναλ Μούβις Πορνό, ο οποίος ήταν ίσως ο μόνος που κατάλαβε, μιας και η συνταρακτική σκηνή συγκλόνισε τις επιχει­ρηματικές του αισθήσεις, ότι το κιλοτάκι της Άννης εκείνη τη στιγμή ήταν φορτωμένο με τόσο γνήσιο DNA, θ)στε θα μπορούσε να κατασκευάσει και να γεμίσει την αγορά με ασύγκριτες σε χάρη, ομορφιά, φινέτσα και λαγνεία πορνοστάρ. Τα λεφτά, ανα­πάντεχο δίόρο στα σχέδιά τους, τα έκρυψαν αργότερα στο σπίτι του Μπίλη Τζο.

Με τη Τζουν, τη Μις Μεταμόσχευση, τα πράγματα πήγαν ακόμα χειρότερα. 'Οταν εμφανίστηκε στην πασαρέλα, όλοι θαύ­μασαν την τελειότητα της ομορφιάς της -«μια λάγνα φλόγα» σχο*

Page 88: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

λιάσε ο Ιωακείμ. Αλλά το μυαλό του Μπίλη Τζο βρισκόταν ακόμα καθηλωμένο στη συμπεριφορά της Άννης πάνω στη σκηνή. Αιτή η δύναμη της ευθείας μεταξύ επιθυμίας και πράξης, που εμπεριέχει το γνήσιο γενετικό υλικό, σκεφτόταν, θα μπο­ρούσε να οδηγήσει στο πρώτο βήμα της απελευθέρωσης του άν­θρωποι», την αφύπνιση της ερωτικής επιθυμίας, της αισθησιακής και συναισθηματικής ηδονής. Σκέψεις που τις συνόψισε φωναχτά σε μια φράση, «θα γίνει χαμός». Όμως ο Ιωακείμ δεν του απά­ντησε. γιατί εκείνη την ώρα η Τζουν διαφήμιζε μαγιό τάνγκα σε μια καταπληκτική πόζα. Καθώς τούρλωνε όμως τα πανέμορφα οπίσθιά της στο κοινό, γονατισμένη πάνω σε μια καρέκλα, ξαφ­νικά. εκεί που αρχίζει η διχοτόμηση της σελήνης, είδαν να ξεφυ­τρώνει μπρος στα έκθαμβα μάτια τους μια χαριτωμένη ξανθοκόκ­κινη ουρίτσα πένα' έξι πόντους περίπου. Αλλά και όταν σηκώ­θηκε και γύρισε ανφάς, οι εκπλήξεις συνεχίστηκαν. Τα αυτάκια της είχαν γίνει δυο χαριτωμένα μυτερά κοχυλάκια, όμοια στο χρώμα με την ουρίτσα, έτσι, που, καθώς ξεχώριζαν μέσα στα μαύρα, λαμπερά μαλλιά της, φάνταζαν σα δυο σπάνια κοράλλια. Ξάπλωσε νωχελικά πάνω στο χαλί, τανύστηκε ηδονικά, νιαού­ρισε ερωτιάρικα, έβγαλε το τάνγκα που την ενοχλούσε, διπλώ­θηκε με απίστευτη ευκολία στα δυο και άρχισε να γλείφει το μου- νάκι της με ρονρονίσματα ερωτευμένης γατούλας.

Του Ιωακείμ, όπως ήταν φυσικό, του σηκώθηκαν τα πάντα, που λένε. Και τότε είπε τη μεγάλη κουβέντα στον Μπίλη Τζο: «Βρήκα τη γυναίκα της ζωής μου».

Όμως είναι καιρός πια να ανατρέξουμε στην παιδική ηλικία του Ιωακείμ, να μάθουμε από πού κρατάει η σκούφια του, ώστε να μπορέσουμε, με απόλυτα φυσικό τρόπο, να ερμηνεύσουμε τη χαρισματική και δισυπόστατη ύπαρξή του.

Ο πατέρας του Ιωακείμ, ο Σελήμ, γεννήθηκε στην Αγκυρα,

Page 89: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

αλλά μη θαρρείτε πως έφτασε στην Αμερική ως φτοτ/όζ μετανά­στης, όχι. Ο Σελήμ έφτασε στον Νέο Κόσμο ο>ς πρίγκιπας στην αγκαλιά τι^ς Ελίζαμπεθ, χήρας του αείμνηστου Τσαρλς Γουότερ, τέως πρέσβη των ΗΠΑ στην Αγκυρα. Οποιαδήποτε προσπάθεια να αναφερθοΰμε στην ειδυλλιακή περίοδο της ζωής του Σελήμ, αναπόφευκτα θα φέρει πικρές αναμνήσεις και θα μας γεμίσει πικρά συναισθήματα, αφού θα μας υπενθυμίσει ότι στο πρό­σφατο παρελθόν ο πλανήτης ήταν ακόμα ένα θαυμάσιο σε ποικι­λότητα ον, όπου όλες οι θαυματουργίες ήταν εφικτές, κι όπου άπειροι συνδυασμοί στον κύκλο της ζωής έπλεκαν το πανέ­μορφο υφάδι της, ίδιο και όμως διαφορετικό, αιώνιο και θνησι­γενές, πολυσήμαντο και αδιαίρετο.

Τον Σελήμ τον χάρισε στην Ελίζαμπεθ ένας από τους εραστές της. Ήταν ένα όμορφο χνουδάτο μωρό που σύντομα εξελίχθηκε σε έναν πανέμορφο γάτο, γλυκιά συντροφιά της Ελίζαμπεθ μετά το θάνατο του πρέσβη. Μια παρουσία φορτωμένη με τις τελευ­ταίες ερωτικές αναμνήσεις της, αυτές που τις κρεμάς σαν παρά­σημα στη μνήμη κατά την αποστρατεία των αισθήσεων. Μόνο με­ρικές νύχτες του χειμώνα την άφηνε μόνη για να χαρεί τις ερωτι­κές του περιπέτειες, κάτι που η Ελίζαμπεθ κατανοούσε απολύτως. Η ζωή τους λοιπόν κυλούσε ήσυχα, όμορφα κι ωραία, αλλά κυ­ρίως ανυποψίαστα. Ώσπου η νέα ανακάλυψη ενός επιστήμονα ερευνητή -απ’ αυτούς που διατείνονται πως η επιστημονική έρευνα δεν έχει ιδεολογία- οδήγησε σε νέα δεινά όλα τα πλά­σματα του πλανήτη. Τι ανακάλυψε αυτός ο καριόλης: 'Οτι μπορεί να μεταφέρει φυσικά γονίδια από τα υπάρχοντα μη-μεταλλαγ­μένα ζώα στο ανθρώπινο σώμα, ώστε αυτό να ξαναποκτήσει τις εκφυλισμένες από την ανάπτυξη, την επιστήμη και την τεχνολογία φυσικές του ιδιότητες: ευκινησία, όσφρηση, γεύση, ακοή, αντανα­κλαστικά, ερωτική διάθεση -όλες τις χάρες, τέλος πάντων, με τ\ς οποίες προίκισε η φύση το κορμάκι μας και τις αποποιηθήχαμε

Page 90: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σταδιακά, με την ψευδαίσθηση μάλιστα ότι βαδίζαμε προς την πλήρη απελευθέρωση και την ευτυχία τσυ ανθρώπου. Αυτή είναι η ανακάλυψη που, όπως είδαμε, οδήγησε στη δημιουργία του Ιωακείμ, της Άννης και της Τζουν. Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να προβλεψει τις τραγικές συνέπειες, και πολύ περισσότερο η Μπεθ και ο Σελήμ που αδιαφορούσαν πλήρως για τις επιστημονι­κές ανακαλύψεις. Πράγμα που αποδείχτηκε μεγάλο λάθος, αφού η επιστήμη και η τεχνολογία είχανε πλέον αυτονομηθεί πλήρως και κάνανε ό,τι θέλανε στον πλανήτη και στην ανθρίύπινη ζωή, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν παρά μόνο στα ταμεία καν πολυεθνικών.

Η ανακοίνωση της ανακάλυψης ξεσήκωσε έναν άγριο πόλεμο ανάμεσα στις πολυεθνικές για τον έλεγχο του μη-μεταλλαγμένου, φυσικού γενετικού υλικού. Έτσι, ξεκίνησε το πιο άγριο πογκρόμ στην ιστορία του πλανήτη εναντίον κάθε είδους μη-μεταλλαγμέ- νης ζωής. Και βέβαια, τα πρώτα και εύκολα, ανυποψίαστα θύ­ματα ήταν τα πάσης φύσεως αδέσποτα των πόλεων.

Το επάγγελμα του μπόγια έγινε το πιο επικερδές. Γύρω του αναπτύχθηκε ολόκληρος κλάδος υποστήριξης, όπως ειδικές παγί­δες με ακτίνες λέιζερ, ειδικά αναισθητικά, οιστρογόνα και παραι- σθησιογόνα, φωνές παραπλανητικές και λοιπά. Μέσα από τους μπόγηδες και τη βιομηχανία εξοπλισμού του επαγγέλματος τους γεννιόταν μια δυναμική και οικονομικά ισχυρή νέα κοινωνική τάξη, που η επίδρασή της στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης μεγάλί,ονε όλο και περισσότερο, επιβάλλοντας τις απαιτήσεις της για νέες περιοχές εκμετάλλευσης και πέραν της αμερικανικής ηπείρου. Γεγονός που σύντομα θα εκφραζόταν στην πράξη, όπως προέβλεπαν κορυφαίοι πολιτικοί αναλυτές. Άλλωστε, η εφημερίδα των μπόγηδων υποστήριζε ότι δεν χρειαζόταν καν νέα νομοθεσία* ήταν αρκετή μια προσθήκη στην άδεια κυνηγίου. Δηλαδή ένα τίποτα μπρος στην αλλαγή των ταυτοτήτων που έγινε

Page 91: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

_____ X PON 11Σ ΜIΣΣI (>1_________

σε μια χώρα της Μεσογείου πριν μερικά χρόνια και ξεσήκοχτε κό­σμο και κοσμάκη, έστω χωρίς κανένα αποτέλεσμα Evoj το\χι. με μιαν απλή προσθήκη στην άδεια κυνηγίου, και χωρίς καμιάν αντί­δραση της κοινωνίας, θα εξασφαλίζονταν τεράστιες επενδύσεις κεφαλαίων. Αλλά και οι οικονομολόγοι επεσήμαιναν ότι η «κατάρ­γηση των θεσμών και των εθίμων, η ομογενοποίησή τους καθώς και η αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου θα απελευθέρωναν τις δραστηριότητες των μπόγηδο^ν εις την γηραιάν Ευροόπη και αλ­λαχού, και η αναθέρμανση της παγκόσμιας οικονομίας θα ήταν γε­γονός αναμφισβήτητο. Ένας νέος κλάδος δραστηριοτήτων που θα ωθούσε το σύνολο της κοινιονίας προς την πρόοδο και την ευημε­ρία». Όταν οι μπόγηδες σχημάτισαν την προπη πολυεθνική, τα χρηματιστήρια όλου του κόσμου τινάχτηκαν στα ύψη...

Ο Σελήμ, αφού ξαφνικά έχασε όλες του τις παρέες, κι αφού και ο ίδιος ξέφυγε με την ψυχή στα δόντια από αρκετά μπλόκα και παγίδες —cog και οιστρογόνα θηλυκιάς γάτας ρίχνανε στα κεραμί­δια οι ρουφιάνοι- συνειδητοποίησε πως στην πόλη δεν υπήρχε πια μέλλον γι’ αυτόν. Έτσι ένα βράδυ, με βαριά καρδιά, ατοχαι- ρέτησε με τον τρόπο του την κυρά του και μπήκε στη μεγάλη περι­πέτεια της ζωής του, αιτήν που χάραξε τη μοίρα του Ιιοακείμ.

Δεν θα προσπαθήσουμε να περιγράφουμε τις. ούτως ή άλλως, απερίγραπτες περιπέτειες του Σελήμ. Η φαντασία του καθενός είναι ο ορθότερος δρόμος για να νιώσει την πραγματικότητα και την ουσία των γεγονότων, αρκεί εμείς να σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο του ήρωά μας: μεγαλόσωμος, με κίτρινα προς το χρυ­σάφι μάτια που υπνώτιζαν και κόμπρα, κατάλευκος, με πλούσιο, μεταξένιο τρίχωμα. Μόνο το δεξί του αιτί και η πατούσα στο όεξί του πισωπόδαρο ήτανε μαύρα, σημάδι κάποιας γλυκιάς αταξίας της αριστοκράτισσας γιαγιάς του με κάναν μάγκα κεραμιόόγατιχ Αυτά άλλωστε τα ημίαιμα γονίδιά του ήταν προφανώς που τον

Page 92: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

βοήθησαν να τα βγάλει πέρα στις νέες τραγικές συνθήκες της ζωής του. Τον βοήθησαν να επιβιώσει, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο το κυνηγητό των μπόγηδων, αλλά και την πείνα, τη δίψα και όλους του τρόμους του κόσμου. Αλλά εκείνο που πονοΰσε περισ­σότερο τον Σελήμ, εκείνο που τον βύθιζε σε μαύρη απελπισία ήταν η μοναξιά της απέραντης ερήμου. Είναι διπλά κουραστικό να προσπαθείς να σώσεις μόνο τον εαυτό σου. Στα όρια της αντο­χής του, ύστερα από δραματικό κυνηγητό τεσσάρων ετών, βρήκε καταφύγιο σ’ ένα δάσος στις όχθες ενός από τους βορειότερους παραπόταμους του Αμαζονίου. Ένα δάσος που παρέμενε ανυπό­τακτο. Παρά τις φωτιές, τις εκχερσώσεις, τα τσιμέντα, την άσφαλτο, τα κτίρια, ό,τι τέλος πάντων μπορούσε να προκαλέσει ο άνθρωπος και η τεχνολογία του, αυτό κατάφερνε να αναγεννάται σαρώνοντας τα πάντα. Έτσι, το ονόμασαν το Καταραμένο Δάσος και το παράτησαν ήσυχο. Εκεί λοιπόν κατέφευγαν πολλά κυνη­γημένα πλάσματα. Όμως είχαν λιγοστέψει τόσο πολύ, ώστε δια- ταράχτηκαν οι ισορροπίες των πληθυσμών τους. Έτσι, σε κάποια είδη είχαν λιγοστέψει δραματικά τα θηλυκά, και σε άλλα τα αρ­σενικά. Οι επιμειξίες μεταξύ συγγενών ειδών ήταν πλέον όρος ύπαρξης. Μην τα πολυλογούμε, ο Σελήμ τα έφτιαξε με μια νεαρή λεοπάρδαλη, που είχε χάσει και μάνα και πατέρα σε κάποιο πο- γκρόμ. Αποτέλεσμα αυτής της ωραίας ερωτικής σχέσης ήταν ο Ιωακείμ. Τι θα μπορούσε αλήθεια να προκύψει από μια τόσο ρο­μαντική σχέση; Ένας πανέμορφος γατόπαρδος, που τα χαρί- σματά του και τα κατορθίύματά του ενάντια στους μπόγηδες έγι­ναν ξακουστά και πέρα από το Καταραμένο Δάσος. Είχε δυο μά­τια χρυσαφιά με γκριζοπράσινα στίγματα και δυνατότητες χαμαιλέοντα -άλλοτε λάμποντα αστέρια, όπως αυτά που αναβο­σβήνουν στον ουρανό των Κυκλάδων, άλλοτε δυο λάβροι κρατή­ρες ηφαιστείου, δυο ποτάμια λάβας, δυο παγωμένοι ήλιοι του διαστήματος. Αυτά τα μάτια ήταν θαυματουργά, έκαναν περίπου

Page 93: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ό,τι ήθελαν, υπνώτιζαν, λύγιζαν σίδερα, άναβαν φωτιές και γεν­νούσαν φαντασιώσεις. Όμως πρέπει να γνωρίζει κανείς τα πράγ­ματα για να μπορεί να τα αντιμετωπίσει. Ο Ιωακείμ, όπο>ς είναι φυσικό, δεν ήταν σε θέση να παρακολουθεί τις ραγδαίες τεχνο- λογικοεπιστημονικές εξελίξεις στο επάγγελμα των μπόγηδων. Έτσι, ένα όμορφο πρωινό, την ώρα που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου χάιδεψαν το κορμί του, ενώ στα φύλλα των θάμνων λαμπύ­ριζαν ακόμα οι δροσοσταλίδες, βρέθηκε παγιδευμένος σ' ένα δί­χτυ από ακτίνες λέιζερ, που τόσο πολύ έμοιαζαν με τις ακτίνες του ήλιου. Ήταν οι νέες παγίδες της πολυεθνικής των μπόγηδων που δεν έκαμναν οικονομία στα μέσα. Διότι το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν ότι τα ζώα που θα αιχμαλώτιζαν και θα που­λούσαν στις πολυεθνικές Αναζ(ΰογόνησης-Του-Ανθριόπου. έπρεπε όχι μόνο να συλλαμβάνονται ζωντανά, αλλά να είναι και ζώα που γεννήθηκαν από ελεύθερο εροπικό ζευγάρωμα και με­γάλωσαν σε ελεύθερες φυσικές συνθήκες. Διαφορετικά, ήταν άχρηστα, αφού τα γονίδιά τους ήταν το ίδιο εκφυλισμένα με του ανθρώπου. ΊΤιαν φυσικό, το λοιπόν, γύρω από το επάγγελμα του μπόγια να αναπτυχθεί πολύπλοκη επιστημονική τεχνολογία, αφού όλα έδειχναν ότι είναι ένα επάγγελμα με λαμπρό μέλλον. ο)στε να μπορούν άνετα οι μπόγηδες να οργώνουν στεριά, αέρα και θάλασσα για να συλλέγουν το, όλο και πιο σπάνιο και πανά­κριβο, γνήσιο, φυσικό γενετικό υλικό.

Τέλος, όπως είδαμε, ο Ιωακείμ, χάρη στο γεγονός ότι ήταν ένα τόσο χαρισματικό και αξιόλογο πλάσμα, δεν μετατράπηκε σε αναζωογονητικά χαπάκια, αλλά ύστερα από αίτημα της αριστε­ρός, του συνδικάτου των επιστημόνων, μπήκε στον αντίθετο δρόμο. Βαλθήκανε, δηλαδή, να τον κάνουν άνθρωπο, έστω και με τη μορφή γατόπαρδου. Το όνομα Ιωακείμ του το δ(όσανε, γιατί στην αρχή ήθελαν να τον κάνουν αρχιεπίσκοπο για να διακριβώ­σουν, λέει, αν ένα ζώο νοήμον, όπως ο άνθρωπος, θα μπορούσε

Page 94: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

να υποστηρίξει την ύπαρξη του θεού, και αν είναι δυνατόν να ισχυριστεί ότι είναι ο εκπρόσωπός του επί της γης. Το αίτημα δια­τύπωσε, όπως είπαμε, η αριστερή παράταξη των συνδικάτων, η οποία ως γνωστόν εξακολουθούσε να πιστεύει και να υποστηρί­ζει ότι η θρησκεία ήταν το ιδεολογικό όπλο της άρχουσας τάξης και όχι η διαφήμιση και ο καταναλωτισμός. Όπως ήταν φυσικό, οι δεξιοί αντέδρασαν όσο πιο έντονα μπορούσαν, μίλησαν για ιερόσυλους και βέβηλους, οι άλλοι απάντησαν με το γνωστό όπιον του λαού, και τα λοιπά. Ε, αφού ειπο)θηκαν όλα όσα λέγο­νται σ’ αυτές τις περιππύσεις, η αριστερά επέβαλε τελικά το αί­τημά της, με την απειλή μιας απεργίας, που θα παρέλυε το Πειρα­ματικό Κέντρο και θα κόστιζε εκατομμύρια δολάρια στην εται­ρεία. Όταν το θέμα έφτασε στο συμβούλιο της εταιρείας, δικαιολογημένα ο Τόνι Σίστερ, ο πανίσχυρος πρόεδρός της, έβαλε τις φωνές σε όσους είχαν αντίρρηση να προσπαθήσει η αριστερά να κάνει τον γάτο αρχιεπίσκοπο. «Μα καλά, τόσο ανόητοι είστε, κινδυνεύουμε να χάσουμε εκατομμύρια δολάρια, γιατί αυτοί οι παλαβοί βάλθηκαν να αποδείξουν μέσο του γάτου πως δεν υπάρχει Θεός: Ε, και τι μας νοιάζει εμάς, έστω και αν το αποδείξουν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο βέβαια, αφού, ως γνω­στόν, πίστη που μπορεί ν* αποδειχτεί, δεν είναι πίστη, διότι...»

Το μόνο ελάττωμα του Τόνι Σίστερ ήταν πως εκεί που μι­λούσε, ξαφνικά έχανε τον ειρμό των σκέψεο3ν του και άρχιζε να λέει αρλούμπες. Όμως αυτό κρατούσε τόσο λίγο, ώστε τις περισ­σότερες φορές αυτές οι αρλούμπες να ακούγονται ως... ευφυολο­γήματα. Όμως το πρόβλημα ήταν πολύ σοβαρό γι’ αυτούς που γνώριζαν τα πράγματα: η μέθοδος γονιδιακής αναζωογόνησης δεν πήγαινε καθόλου καλά. Λέγανε πως στη δεύτερη γονιδιακή αναζωογόνηση που του κάνανε -αφού ως πρόεδρος δούλευε εντατικά- τα γονίδια άρχισαν να αντιδρούν τρελά και απρόβλε­πτα. Το προπο συμπέρασμα το)ν ειδικών ήταν πως, ως γνήσια φυ­

Page 95: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σικά γονίδια, αρνούνταν να ακολουθήσουν τους εξο^φρενικούς ρυθμούς του ανθρο')πινου σοίματος. Πάντο)ς, όπως και νά ’χε το πράγμα, η αλήθεια θα ανήκε στα εφτασφράγιστα μυστικά της εταιρείας και στους κλειδαμπαρωμένους φακέλους του ^//ια­τρείου της. Γιατί αν αποδεικνυόταν ότι η γονιδιακή αναζωογό­νηση εκφυλιζόταν τόσο γρήγορα και η επανάληψή της δημιουρ­γούσε τόσο σοβαρές παρενέργειες, δεν κινδύνευαν μόνο τερά­στια συμφέροντα της εταιρείας, αλλά και ολόκληρο σχεδόν το κοινωνικό σύστημα, αφοΰ, όπως είπαμε, οι μπόγηδες και το επάγγελμά τους είχαν εξελιχθεί στον πιο δυναμικό παραγωγικό ιστό της κοινωνίας.

«...Εκείνο που έχουμε να χάσουμε εμείς» συνέχισε ο Τόνι Σί- στερ, ξαναβρίσκοντας τον ειρμό των σκέψεοόν του, «είναι να απαλ­λαγούμε από τις ενοχλητικές πιέσεις των θρησκευτικοί συλλόγου και εκείνης της μερίδας του κλήρου, που ισχυρίζονται ότι παραβιά­ζουμε τις εντολές του Θεού με τα πειράματα της γενετικής και της βιοτεχνολογίας. Τι μας νοιάζει το λοιπόν; Ακόμα κι αν αποδείξουν πο)ς δεν υπάρχει Θεός, εμείς όφελος θά ’χουμε. Η θρησκεία απο­τελεί πλέον τροχοπέδη εις την εξέλιξιν της επιστήμης...»

Έτσι, ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, συμφώνησαν να πάρει η αριστερά τον Ιωακείμ και να προσπαθήσει να τον κά­νει αρχιεπίσκοπο, υπό την προϋπόθεση, τα πειράματα να τα επι­βλέπει επιτροπή του ΟΗΕ και της ΟΥΝΕΣΚΟ. Συμφωνία που κα­θόρισε την αρχική πορεία των βασάνων του Ιωακείμ, και αποτέ- λεσε σημαντική νίκη της αριστεράς, όπως σημείωναν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί αναλυτές της εποχής ανεξαρτήτως παρατάξεως. Νίκη που γιορτάστηκε αναλόγως στην ταβέρνα της εταιρείας Τα Νόμπελ της Γενετικής, όπου σύχναζαν, έτρωγαν και γλεντούσαν αποκλειστικούς οι αριστεροί. Ενώ στην άλλη ταβέρνα της εται­ρείας, Τα Νόμπελ των Μεταμοσχεύσεων* έτρωγαν και γιόρταζαν τις νίκες τους αποκλεκττικώς οι δεξιοί. Βέβαια, ο Μπίλη Τζο και

Page 96: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ο Ιωακείμ δεν πατάγανε σε καμιά από τις δυο ταβέρνες, αφοΰ, όπως είπαμε, και οι δυο ήτανε αυτάρκεις, αλλά και γιατί και στις δυο ταβέρνες τα ίδια μεταλλαγμένα σκατά τρώγανε και «αριστε­ροί» και «δεξιοί». Ωστόσο, η αντιπαράθεση υπήρχε: η αριστερά εξακολουθούσε να πιστεύει πως ήταν «κάθετα ασυμβίβαστη» με το κατεστημένο. Η ιδεολογική αντιπαράθεση συνεχιζόταν ασυμ­βίβαστη ανάμεσα στις δυο παρατάξεις, πράγμα που εκφραζόταν όχι μόνο στη σύγκρουση για τη χρήση του Ιωακείμ, όχι μόνο στις χωριστές ταβέρνες, αλλά και σε χωριστά γήπεδα του τένις, του γκολφ, χωριστά ψυχαναλυτικά κέντρα, βίντεο κλαμπ κλπ. Όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι ήταν στενοί συνεργάτες στα ίδια πει­ράματα και μοιράζονταν τα ίδια Νόμπελ. Και μάλιστα, ο σερ Τζον Μπολς, πρόεδρος της αριστερής παράταξης του Πειραματι­κού Κέντρου, διατεινόταν πως είναι άλλο η δουλειά και η επι­στήμη, και άλλο η ιδεολογία.

Όπως είδαμε, τα πειράματα μόνο εν μέρει δικαίουσαν την άποψη της αριστεράς, αφού ο Ιωακείμ αρνήθηκε επιμόνους να δηλοκτει ότι θα μπορούσε να είναι ο εκπρόσωπος κάποιου θεού στη γη, και απέρριπτε ασυζητητί τα θρησκευτικά δόγματα. Παρ' όλ’ αυτά όμιυς, όπ<υς σημεΜοναν όλοι οι σχολιαστές, δεν απάντησε ξεκάθαρα στο κρίσιμο ερώτημα αν υπάρχει ή δεν χιπάρχει Θεός. Λένε μάλιστα πως όταν τον ζόρισαν να τους δο)- σει μια σαφή απάντηση, φαίνεται πως αφυπνίστηκαν κάποια από τα ημίαιμα γονίδια του πατέρα του, και ξεχνώντας την ιε­ρατική του μόρφωση, απάντησε έξαλλος: «Και πού θέλετε να ξέρω εγώ, ρε μαλάκες, αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός; Αν μπορούσα να απαντήσω σ' αυτό το ερώτημα, θα ήμουνα και Θεός, ρε κόπανοι, δεν το πιάνετε;»

Έτσι, το βασικό ερώτημα εξακολουθεί να μένει αναπάντητο. Το μόνο που αποδείχτηκε ήταν ότι κανένα άλλο πλάσμα στον πλα­νήτη δεν θα φανταζόταν ποτέ τον εαυτό του ως εκπρόσωπο του

Page 97: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Θεού επί της γης. Αυτό το επάγγελμα μόνο άνθρωπος θα μπο­ρούσε να το εφεύρει. Η απόδειξη αυτή ήταν αναμφισβήτητα ένα σκληρό πλήγμα εναντίον του κλήρου, παρά το γεγονός, όπ<»ς <% μείωναν οι αναλυτές, ότι αυτό όχι μόνο δεν καλυτέρεψε τη θέση των μαζών, αλλά, αντιθέτως, κατά μίαν άποψη, την επιδείνωσε, αφού οι άνθρωποι, απογοητευμένοι από τους παπάδες, πιεσμένοι από τα υπαρξιακά και καθημερινά τους προβλήματα κατέφευγαν στους πολυέξοδους ψυχαναλυτές για παρηγοριά. Ωστόσο, κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το γεγονός ότι το πείραμα κατέ­ληξε σε μια μεγαλειώδη ιδεολογική νίκη της αριστερός.

Έτσι, εκείνο το βράδυ, δεν γιόρταζε μόνο η αριστερά στην τα­βέρνα Τα Νόμπελ της Γενετικής, αλλά και ο Τόνι Σίστερ στο κλαμπ τ(ον διευθυντών. Οι εξελίξεις τον δικαίοχταν απολύτου. Έδωσε αμέ­σως εντολή να μετατεθούν κονδύλια από τη διαφήμιση υποιττήριξης των πειραμάτων στην επέκταση των ψυχαναλυτικών κέντρων και στην έρευνα για τον εξοπλισμό των μπόγηδων. «Στο κάτω κάτω» έκλεισε τη βαρυσήμαντη εισήγησή του ο Τόνι Σίστερ, «την πρώτη τε­χνητή γονιμοποίηση την έκανε ο χριστιανισμός με τον κρίνο».

Εκτός από τις κοινωνικοϊδεολογικές παρενέργειες που ση- μεκόσαμε πιο πάνα), όλη αυτή η περιπέτεια του Ιωακείμ το μόνο που του άφησε, ήταν μια «άριστα δομημένη ρητορική ικανό­τητα», όπως έλεγε ο Μπίλη Τζο, ο οποίος πολλές φορές ήταν υποχρεωμένος να την υφίσταται. Αργότερα πια, αποφάσισαν να τον κάνουν επιστήμονα, πράγμα σχετικά εύκολο, όπως αποδεί­χτηκε. Βέβαια, τον Ιωακείμ κανένας δεν τον ρώτησε ποτέ πώς αισθάνεται. Από ’κεί και η βαθιά θλίψη που σκίαζε τα όμορφα μάτια του, αλλά και η οργή που τον συνέπαιρνε πολλές φορές εναντίον αυτού του γελοίου υποκειμένου με την άσπρη μπλούζα και τη γραβάτα, που δεν είχε ιερό και όσιο.

Αλλά ας συνεχίσουμε την ιστορία μας, για να δούμε πώς τα

Page 98: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

φιλαράκια μας βρέθηκαν τελικά να βαδίζουν μέσα στο πυκνό σκοτάδι και στο παγωμένο νεροχάλαζο.

Ουσιαστικά, αυτή η νέα περιπέτεια ξεκίνησε από κείνο το ωραίο δειλινό στη βεράντα του Μπίλη Τζο, όπου παρά την ομορ­φιά και τη γαλήνη της φάρμας, αυτοί ήταν ανήσυχοι και λυπημέ­νοι. Έπρεπε το αργότερο σε δέκα μέρες να οργανώσουν την απόδραση της Αννης και της Τζουν, διαφορετικά, θα πήγαιναν στο επίπεδο μηδέν -για ανακύκλωση. Όπως τόνισε ο Τόνι Σίστερ, αρκετά δυσφημίστηκε η εταιρεία, και μάλιστα ενώπιον του προέδρου της χώρας και της οικογενείας του, από την ανή­θικη συμπεριφορά των δυο μοντέλων.

«Το να τις βγάλουμε από το Κέντρο είναι σχετικά εύκολο, το αναλαμβάνω εγώ» είπε ο Ιωακείμ. «Πώς θα διασχίσουν όμως τόσα μίλια ερήμου γεμάτα με παγίδες και συναγερμούς, ώσπου να φτάσουν στην τελική περίφραξη; Αλλά και αν ακόμα φτά­σουν, πώς θα την περάσουν; Νά μερικά από τα προβλήματα που με απασχολούν...»

«Θα πετάξουν» είπε ο Μπίλη Τζο και χαμογέλασε.Ο Ιωακείμ τον κοίταξε, ήξερε ότι το φιλαράκι του δεν λέει

τζάμπα κουβέντες. Μια ευτυχισμένη προσμονή έλαμψε στα χρυ- σαφιά μάτια του.

«Θα πετάξουν;» ραπησε απλώς.«Όπως ξέρουμε και οι δυο, το σύνολο της επιστήμης, παρά τα

τεράστια βήματα που έχουν γίνει στην ανάπτυξη της γνώσης, εξα­κολουθεί να παραμένει στην καρτεσιανή αντίληψη για το σύ- μπαν, και συνεπιός να αντιμετωπίζει τη φύση και τη ζωή σαν ένα παζλ του οποίου τα κομμάτια προσπαθεί να ανακαλύψει.

»Εγώ, εδώ και καιρό, ύστερα μάλιστα από τις συχνές επισκέ­ψεις της Μαρανιόν στον ύπνο μου, και τη δική μας συνάντηση, προσπαθώ να πάρω τον αντίθετο δρόμο -να θέσω τον ορθολογι­σμό μου στην υπηρεσία της φύσης και της ζωής και όχι να προ­

Page 99: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σπαθώ να την εκλογικεύσω. Πιστεύω λοιπόν πο>ς η γη μας 6εν εί­ναι ένας πλανήτης που κατοικείται, αλλά ένα ον γεμάτο σοφία, που στα δισεκατομμύρια χρόνια ύπαρξής του έχει αναπτύξει εκ­πληκτικές δυνατότητες αρμονικής εξέλιξης, επιβίωσης και αυτο­θεραπείας. Η μόνη ανίατη αρρώστια της φύσης, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Αυτή την ασύλληπτη, αιο>- νια ομορφιά προσπαθούμε να την ερμηνεύσουμε με τις φτωχές μας αισθήσεις, και μ’ ένα μυαλό φορτωμένο με δόγματα και αριθ­μούς, που απλώς ξέρει να ταξινομεί κάθε φορά τα πράγματα».

Ο Ιωακείμ χειροκρότησε αθόρυβα με τις χοντρές πατούσες του και γέμισε τα ποτήρια.

«Ναι, θα πετάξουν» επανέλαβε ο Μπίλη Τζο και συνέχισε: «Θυμάσαι το δάκρυ της γαλάζιας πεταλούδας; Έκανα κάποιους συνδυασμούς. Όπως ξέρεις, εγώ αρνούμαι να κάνω πειράματα σε άλλους, έτσι, πειραματίστηκα στον εαυτό μου...»

«Γι’ αυτό σ’ εκτιμώ και σ’ αγαπώ, ρε φιλαράκι» τον διέκοψε ο Ιωακείμ, «αυτό είναι μαγκιά. Διότι, θέλεις να κάνεις πειράματα, ρε μάγκα, και να πάρεις και βραβείο και να γίνεις και σοπήρας της ανθρωπότητας -σιγά το πράγμα, δηλαδή- αλλά τέλος πά­ντων, κάν’ τα στον εαυτό σου, ρε καθίκι. Το να κάνεις πειραμα­τόζωο ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα είναι...»

«Θα σταματήσεις καμιά φορά την πολυλογία, να δούμε τι θα κάνουμε;» διέκοψε κάπως απότομα τη φλυαρία του ο Μπίλη Τζο.

«Με συγχωρείτε, σερ» απάντησε ο Ιωακείμ, με γνήσια προ­φορά του Χάρβαρντ, «αλλά, βλέπετε, η συμπυκνωμένη αγανά- κτησις, συν τα γονίδια του αρχιεπισκόπου, που όσο και αν τα πο­λεμά), κάπου κάπου εμφανίζονται ίσως για να υπενθυμίσουν...» Ο Μπίλη Τζο τον αγριοκοίταξε. «Εντάξει, εντάξει, μωρέ, όλο άγχος είσαι, ούτε μια πλάκα δεν μπορούμε να κάνουμε. Ρε, θα πάμε στην Ελλαδίτσα, και τον κώλο τους να βαράνε κάτω. Λοιπόν, γιά πες μου, τι έγινε με το πείραμα;»

\

Page 100: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

«Το λοιπόν» συνέχισε ο Μπίλη Τζο, «ο τρίτος συνδυασμός είχε καταπληκτικό άρωμα και θαυμάσια γεύση. Ήταν μια σύν­θεση από δάκρυ πεταλούδας, διάφορα βότανα και ένα μικρό μωβ μανιταράκι που βγαίνει πάνω στους βράχους, στις κορυφές των Ανδεων, κάτι μεταξύ μανιταριού και λειχήνας. Έγινε ένας χρυ­σός πολτός στο χρώμα και στη γεύση του μελιού. Αποφάσισα να τον δοκιμάσω. Έβαλα δυο σταγόνες κάτω από τη γλ(όσσα μου, και μόλις έλιωσαν, το κεφάλι μου χτύπησε απαλά στην οροφή του εργαστηρίου. Μια ευφορία βαθιάς ελευθερίας κατέκτησε το κορμί μου. Εγώ και η ύπαρξή μου. Και τότε είδα “τον κόσμο στον καθρέφτη”, όπως έλεγε η γιαγιά Μαρανιόν. Αυτή μου έστειλε το μωβ μανιταράκι με τη μάνα μου στην τελευταία τους επικοινω­νία... Μη σ' τα πολυλογώ, την άλλη μέρα -χιόνιζε κιόλας, εσύ δεν είχες βγει ακόμη από τα βάσανά σου- βγήκα έξω, έβαλα τρεις σταγόνες στο στόμα μου και ανυψώθηκα. Με το χρονόμετρο στο χέρι, υπολόγισα πως με τέσσερεις σταγόνες διασχίζουν την έρημο και την περίφραξη. Το πλεονέκτημα είναι ότι όσο και να πετάξεις, δεν κουράζεσαι, απλώς διαλέγεις κατεύθυνση και πε- τάς. Άλλωστε, θα έχουν και όσες προμήθειες θέλουν μαζί τους για ώρα ανάγκης -μην ξεχνάμε ότι είναι γνήσιο γενετικό υλικό. Όπως βλέπεις, εγιό δουλεύω, ενώ εσύ...»

«Για στάσου» τον διέκοψε ο Ιωακείμ, που δεν έδειξε να εντυ­πωσιάστηκε καθόλου από τις ανακαλύψεις του Μπίλη Τζο, και πολύ περισσότερο από την κριτική του - ήξερε τις δυνατότητές τους. Όμως τον ξάφνιασε κάπως η εμμονή του φίλου του στο τρίτο πληθυντικό πρόσωπο. «Γιατί μόνο τα κορίτσια;» ρώτησε.

«Γιατί εμείς θα μείνουμε για την ώρα. Έχουμε ακόμα δου­λειές να τελεκύσουμε εδώ. Και μη μπεις στον πειρασμό να διαβά­σεις τις σκέψεις μου και με βραχυκυκλώσεις, γιατί θα μαλώ­σουμε. Μόλις είμαι έτοιμος, θα σου πω».

Ο Ιωακείμ πήρε ένατουρσάκι, σβούριξε μια ρακή στον ουρα­

Page 101: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

νίσκο του, και χαμογέλασε αιπάρεσκα όταν θυμήθηκε πόσους εκπαιδευτές του έστειλε στο ψυχιατρείο της εταιρείας, (παν ανα­κάλυψε την εξαιρετική του ικανότητα να σε κοιτάει (πα μάτια και να βραχυκυκλώνει τις σκέψεις σου, επιβάλλοντας τη βούλησή του. Σεβάσμιοι καθηγητές, ολόγυμνοι, περπατούσαν (πα τέσσερα με παραπονιάρικα νιαουρίσματα. Αλλοι πλάκωναν ξαφνικά στο ξύλο τους συναδέλφους τους, και άλλοι παράταγαν τη δουλειά τους και ζητωκραύγαζαν τον Ιωακείμ. Μέχρι να το πάρουν χα­μπάρι και να προμηθευτούν τα ειδικά γυαλιά για να τον κοιτάνε, θά ’χε στείλει τουλάχιστον διψήφιο αριθμό Νόμπελ στο ψυχια­τρείο της εταιρείας να χαμογελάνε εφ’ όρου ζωής.

Ο Μπίλη Τζο από καιρό μελετούσε τις δυνατότητες για μια φυ­σική σύνθεση που θα βοηθούσε το εκφυλισμένο ανθρώπινο κορμί να ξαναβρεί τις αξίες της ζωής και τον αυτοσεβασμό του, όχι με τη μεταφορά ξένων γονιδίων, αλλά κινητοποιώντας την υπαρξιακή συ­νείδηση των κυττάρων, οχπε να ξαναβρούν τους κανόνες επιβίωσης, τις χαρές και τις απολαύσεις της ζωής. Όμως προϋπόθεση γΓ αυτό ήταν να αποκατασταθεί η φύση και να ξανανθίσει η ζωή στον' π/χι- νήτη. Διαφορετικά, ο άνθρωπος ακόμα και αν επιζούσε. θα ψαν κα­ταναγκασμένος στην παγερή μοναξιά του διαστήματος. Δεν ξέ­ρουμε αν πουθενά αλλού μέσα στο απέραντο σύμπαν υπάρχει από το θαύμα της αιώνιας ομορφιάς, που τόσο αλόγιστα σκοτώνουμε.

«Μόλις τελειώσω τα πειράματα, θα φύγουμε και μεις» συνέ­χισε ο Μπίλη Τζο. «Βλέπεις, στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορώ να πειραματιστώ στον εαυτό μου, δεν είμαι μεταλλαγμέ­νος -προς το παρόν τουλάχιστον. Έτσι, χρησιμοποιώ όποιον ατό τους συναδέλφους δεν χωνεύω. Το τι καφέδες έχω κεράσει, δεν λέγεται. Εδώ που τα λέμε, του μόνου πλάσματος που του πρέπει να γίνει πειραματόζωο είναι ο άνθρωπος, διότι μόνο αυτός έχει την περιέργεια να σκαλίζει τα ιερά μυστικά της ζωής».

«Και για να δούμε επιτέλους τι σκατά κουβαλάει μέσα σω κε­

Page 102: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

φάλι του» είπε επιθετικά ο Ιωακείμ, σκεπτόμενος τα βάσανά του. Όμως ήδη ο Μπίλη Τζο χαμογελούσε, συνεπαρμένος από τη σκηνή που ξανάρθε μπρος στα μάτια του.

«Είμαι σίγουρος, βέβαια, πως δεν είναι επικίνδυνο» συνέχισε, «το δοκίμασα και στον εαυτό μου. Αλλά, όπως σου είπα, είμαι φυσιολογικός, δεν μπορώ να βγάλω συμπεράσματα. Τις περισσό­τερες φορές, πάντως, παρουσιάζει ευχάριστες αντιδράσεις...

»Ένα πρωί ήρθε ο Τσαρλς στο γραφείο μου. Ήθελε, λέει, τον Πλάτωνα για να τον κάνει μπάρμαν-ζογκλέρ, (ίιστε να μελετήσει τις δυνατότητες ευκινησίας και κοινωνικής συμπεριφοράς της αρ­κούδας. Τον κοίταξα λοξά και τού ’ριξα μια καραμέλα από το νέο μείγμα στον καφέ του. Αφού τον ήπιε, του είπα, θα το σκεφτιό, ελ­πίζοντας στα αποτελέσματα του φαρμάκου, και γύρισε στο εργα­στήριό του. Έπιασα μια ωραία θέση παρατηρητή και περίμενα με το χρονόμετρο στο χέρι. Βέβαια, δεν είχα ήχο, αλλά παρακο­λουθούσα από κοντά τις κινήσεις... Μετά από δέκα λεπτά και τρία τέταρτα του δευτερολέπτου ο Τσαρλς σηκώνεται ξαφνικά από το γραφείο του και πλησιάζει τη Λούση, τη βοηθό του. Κάνει μια υπόκλιση και γονατίζει ιπποτικά μπροοττά της. Σίγουρα κά­ποιο ποίημα ()α της απάγγελνε. αφού αυτός μιλούσε με στόμφο και ευγενικές χειρονομίες και η Λούση έκανε συνέχεια το σταυρό της. Ύστερα πήρε ένα λουλούδι και της το πρόσφερε γο­νατιστός, σε στάση προσευχής. Σε τριάντα δεύτερα αγκάλιασε τους, όντως, πανέμορφους γλουτούς της Λούση, ικέτης, με το κε­φάλι στην ήβη της. Σηκώθηκε, την πήρε από το χέρι και την έβαλε να σκύψει πάνω στο μικροσκόπιο, ότι τάχα θέλει να της δείξει κάτι, κι αυτός κόλλησε πίσω της. Σε είκοσι πέντε δεύτερα, ξεκου­μπώνεται και βγάζει έξω έναν πούτσο. δυνατό και δροσερό σαν αγγούρι. Σήκωσε μπλούζα και φούστα, κατέβασε καλσόν και κι- λοτάκι, και... Η Λούση τιάρα έκανε τρεις φορές το σταυρό της, αλλά λύγισε και τη μέση της με έναν λάγνο αναστεναγμό.

Page 103: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

»Χρόνια είχε να δεχτεί τέτοιο κουτούπίυμα η Λούση, τόσο βαθύ, τόσο τρυφερό και αποπλανητικό. Βέβαια, κάπου κάπου, το κάνανε στα γρήγορα με τον Ντέιβιντ, αλλά εκείνο ήταν. να πούμε, σα να έμπαιναν στην εικονική πραγματικότητα. Το>ρα, ένιωθε τις χερούκλες του Τσαρλς να την κρατούν γερά από τις λαγόνες και να την καρφώνουν πάνω στον φλεγόμενο φαλλό του Πανός. Μάλιστα, κύριε, ο Τσαρλς, που χρόνια έπασχε από ερω­τική ανορεξία!...

»...Είμαστε σε καλό δρόμο, σου λέω, αλλά χρειάζομαι χρόνο ακόμα, και μεταλλαγμένους συναδέλφους για να κάνω τις δοκιμές μου. Πρέπει να φτάσω στην ολική κυτταρική αφύπνιση. Για την ώρα, πετύχαμε την αφύπνιση του ερωτισμού, του αισθητικού φλερτ, τη συναισθηματική προσέγγιση του άλλου φύλου και του λάγνου έρωτα, αυτής της συμπαντικής φωτιάς που αναζωογονεί το ανθρώ­πινο σώμα. Τώρα, προσπαθώ να ξυπνήσω τη μνήμη για την ομορ­φιά της ζωής, κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσ από την ανάσταση της φύσης και την υπεράσπιση της ανεμπόδιστης εξέλιξής της.

»ΙΊρώτα λοιπόν θα φύγουν αυτοί που κινδυνεύουν άμεσα: τα κορίτσια, ο Πλάτωνας, η Ανοιξιάτικη Βροχούλα και το Ασπρο Σύννεφο. Για τον Πλάτωνα σου είπα πως ετοιμάζονται να τον βά­λουν ξανά στα πειράματα, κι όσο για την Ανοιξιάτικη Βροχούλα και το Άσπρο Σύννεφο, έμαθα πως την άλλη βδομάδα θα τους πάνε στο επίπεδο εντατικού πολλαπλασιασμού. Η κινηματογρα­φική βιομηχανία του Χόλιγουντ ζητά όλο και μεγαλύτερες μάζες γνήσιων Ινδιάνων για να προσδώσουν μεγαλύτερο ρεαλισμό στις ταινίες γουέστερν. Η μόνη διαφορά είναι ότι τιάρα στη θέση των ατρόμητων καουμπόηδων είναι οι ατρόμητοι μπόγηδες. Και μην ξεχνάμε πως η Ανοιξιάτικη Βροχούλα και το Άσπρο Σύννεφο εί­ναι από τους ελάχιστους μη-μεταλλαγμένους Ινδιάνους, και μάλι­στα Τσερόκι. Πρέπει λοιπόν πρώτα και αμέσως να οργανώσουμε την απόδρασή τους. Ύστερα θα φύγουμε εμείς, με τον Πρίατα τη

Page 104: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Λαΐδα και τη Σαπφώ. Πρέπει να έχουμε σίγουρο το γαλατάκι μας, δεν ξέρουμε σε τι συνθήκες θα βρεθούμε εκεί έξω. Για το πώς θα τους βγάλουμε από το κτίριο, αυτό είναι δική σου δουλειά».

«Ευχαριστώ πολΰ» είπε ο Ιωακείμ, κουνώντας την πατούσα του με τέτοιον τρόπο, σα να έλεγε: Θα σας πάρει και θα σας ση­κώσει, κσυφάλες!»

«Όχι υπερβολές» είπε ο Μπίλη Τζο, που έπιασε το νόημα της κίνησης του Ιωακείμ. «Τα απολύτως απαραίτητα, για να τους βγά­λουμε έξω όσο πιο αθόρυβα γίνεται. Τα γεγονότα χωρίς φανερή εξήγηση τους τρομάζουν πολύ περισσότερο-από μιαν εξέγερση, ή μια πράξη βίας, που, στο κάτω κάτω, είναι μέσα στη λογική τους και ξέρουν να τα αντιμετωπίσουν. Τα ανεξήγητα γεγονότα είναι που τους προκαλούν τέτοιον τρόμο, που τον κουβαλούν και οτον ύπνο τους ακόμα. Δεν θυμάσαι τι έπαθαν, τι τρόμος τούς έπιασε μέχρι να ανακαλύψουν ότι βραχυκύκλωνες τη σκέψη τους όταν τους κοίτα­ζες στα μάτια; Εδώ σε θέλω, να βγούνε όλοι από μέσα σα να ανίώή- φθηκαν στους ουρανούς, χιορίς ίχνος βίας ή παραβίασης».

«Εντάξει, εντάξει» είπε ο Ιωακείμ, «όμως κάποτε πρέπει να το διαλύσουμε αυτό το μπορντελο, και μερικές κλοτσιές δεν βλά­φτουνε, έτσι, για να ξέρουνε τι συμβαίνει δηλαδή».

«Το πρόβλημα δεν είναι μόνο να το διαλύσουμε, αλλά και να εμποδίσουμε τη δυνατότητα να ξαναδημιουργηθεί» απάντησε ο Μπίλη Τζο. Η τεράστια πατούσα του Ιοκχκείμ σχεδίασε στον αέρα κάτι σαν «Ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι». Όμως ο Μπίλη Τζο δεν τον συνερίστηκε, ήξερε πως, εδο) και καιρό, αυτό που κάποτε ήταν παράπονο στο άδολο βλέμμα των ζώων, το)ρα είχε αντικατασταθεί από μια φλόγα άγριου μίσους γι’ αυτόν τον αδίστακτο φονιά και σατανικό δίποδο βασανιστή.

«Ξέρω τι θα μου πεις» διέκοψε τις σκέψεις του ο Ιωακείμ. «Ότι έχω μελετήσει ιστορία και γνοορίζω πως δισεκατομμύρια πλάσματα, μηδέ του ανθρώπου εξαιρουμένου, θυσιάστηκαν για

Page 105: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

την “ευτυχία του ανθριόπου", και τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο για όλους μας. Εκείνο που μένει ζο;ντανό και δυ­ναμώνει, είναι αυτή η πουτάνα η εξουσία κι οι νταβατζήδες της: σωματική, πνευματική και συναισθηματική καταστολή. Και σεις, σερ» -κάθε φορά που ήταν τσατισμένος ή ήθελε να ειρωνευτεί τον Μπίλη Τζο, τον αποκαλοΰσε σερ, γιατί ήξερε ότι θΰμωνε- «πρέπει να ομολογήσετε πως σε αντίθεση με όλα τα άλλα πλά­σματα στον πλανήτη, την κουβαλάτε μαζί σας από την (ύρα που θα γεννηθείτε μέχρι να πεθάνετε. Από τους γονείς στο δάσκαλο. από το δάσκαλο στον καθηγητή], από τον καθηγητή στον προϊστά­μενο, από τον προϊστάμενο στο γάμο, από το γάμο στην εξουσία των παιδιών και των αναγκών. Και ύστερα, ανάλογα με το πόσο προκόψατε, παραγγέλνετε καρυδένιο ή σανιδένιο φέρετρο. Ακόμα και τον έρωτα τον κάνατε ιδιοκτησία. Πώς να μην πάμε κατά διαόλου. Αλήθεια, euro καιρό θέλω να σε ρωτήσω, γιατί βά­λατε τόσες απαγορεύσεις και τόσους ανόητους ηθικούς κανόνες, όχι μόνο στο σεξ, αλλά και στην τόσο όμορφη, ελεύθερη εκδή- λωση τα<ν ερωτικών συναισθημάτων; Ειλικρινά. δεν μπορώ να καταλάβω τι στο διάολο θα παθαίνατε αν συνευρισκόσασταν και εροπευόσασταν ελευθέριος, όπως όλα τα πλάσματα του πλανήτη. Εσείς, μάλιστα, ιδίως τα θηλυκά σας, που έχετε το προνόμιο ανά πάσα στιγμή να γευτείτε το θείο δοόρο. Από τι κινδυνεύατε, δη­λαδή; Είναι ποτέ δυνατόν η χαρά, η απόλαυση, η ηδονή, η αγάπη και η τρυφερότητα να κάνουν κακό: Είναι ανήθικο να ερωτεύε­στε και είναι ηθικό να κατασκευάζετε όπλα, να κάνετε πείρα - ματα σε ανυπεράσπιστα πλάσματα, να ασκείτε εξουσία, να πολι­τεύεστε, να, να,... ρε, δεν μας χέζετε με την ανθρωπιά σας! Ο χρι­στιανισμός πούλησε τον παράδεισο στον καπιταλισμό για κάτι ψίχουλα εξουσίας. Ο μαρξισμός προσπάθησε να ξαναμοιράσει τα χαρτιά, χωρίς να θίξει το παραχωρητήριο του χριστιανισμού, δηλαδή την εκμετάλλευση του παραδείσου. Εκεί συναντήθηκαν

Page 106: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

στο πιο βάρβαρο ρατσιστικό σύνθημα: “Εμπρός, να υποτάξουμε τη φικιη". Ο άνθρωπος, από μέρος του παραδείσου γίνεται κυ­ρίαρχος, από προστάτης του πλανήτη, κατακτητής. Εκεί βέβαια, ο μαρξισμός-λενινισμός ήταν από χέρι χαμένος, αφοΰ ο καπιταλι­σμός ανακάλυψε την ψευδαίσθηση που λέγεται δημοκρατία και ελεύθερη αγορά. Δηλαδή, αλληλοτρώγεστε νομίμως και ελευθέ- ρως και ληστεύετε τη φύση κατά βούληση».

«Πόσες ρακές κατέβασες, ρε;» διέκοψε τη ρητορεία του ο Μπίλη Τζο.

«Αυτή είναι η απάντησή σας, σερ;» αντιρώτησε ο Ιωακείμ, κα­τεβάζοντας μια ψημένη πιπεριά βουτηγμένη σε λαδόξιδο με σκόρδο. «Είστε τόσο ανόητοι και εγωκεντρικοί» συνέχισε, «ώστε δεν αντιλαμβάνεστε το στοιχειώδες -ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι υγιής και ευτυχής μόνο πάνω σ’ έναν υγιή και ευτυχή πλα­νήτη. Μπορεί βέβαια, αφού καταστρέψετε τη ζωή πάνω στη γη, να ζήσετε, μάλλον κάποιοι από σας, σε διαστημόπλοια, αναζητώ­ντας έναν άλλο ζωντανό πλανήτη να κατασπαράξετε. Αλλά αν αυτή είναι η επιλογή του πολιτισμού σας, ομολογήστε την τουλά­χιστο στους συνανθροοπους σας».

Το σούρουπο ύφαινε τρυφερά τη νύχτα.«Εντάξει, καθόλου βία» συνέχισε ο Ιωακείμ. «Τους φρουρούς

θα τους αντιμετωπίσω μόνο με ερωτικές φαντασιώσεις. Θα τους πεθάνω στη μαλαχία» είπε παρ’ όλ’ αυτά επιθετικά, και σηκώ­θηκε μποτζάροντας με δοιάκι την ουρά του, να πάει να ετοιμάσει τα σχέδιά του. Τις δυο επόμενες μέρες φρόντισαν για τα απαραί­τητα εφόδια, σχέδιασαν προσεκτικά ποιους κωδικούς των ηλε­κτρονικών συστημάτων θα βραχυκυκλώσει ο Ιωακείμ, και υπολό­γισαν με πάσαν ακρίβεια το συγχρονισμό των κινήσεών τους.

Έτσι, το Σάββατο το βράδυ, από τη βεράντα του Μπίλη Τζο έγινε «το μεγάλο ξεκίνημα για την ανάσταση του πλανήτη», όπως είπε ο Μπίλη Τζο, μεταξύ των άλλων, στην μακρά κάπως, απο­

Page 107: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

χαιρετιστήρια πρί^χύνησή του. Βέβαια, καλ</>ς εχόντων των πραγμάτων, αυτή η μεγαλόστομη διακήρυξη του φίλου του θα έδινε το δικαίωμα στον Ιωακείμ να τον κατηγορήσει για ρητο­ρική αλαζονεία, αφού, εκτός των άλλων, δεν τον ένοιαζαν ούτε οι αποστολές ουτε, πολύ περισσότερο, να σώσει κανέναν, ούτε να συνταυτιστεί για σκοπούς και ιδανικά μ' αυτό το αποτυχημένο και θλιβερό ον... Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει απ' αυτή την κόλαση και να βρεθεί, όσο συντομότερα γινόταν, αγκαλιά με τη Τζουν σ’ αυτό το όμορφο νησί, με τους εξαιρετικούς μεζέδες, τα (οραία ποτά και τα συναισθηματικά φιλαράκια. Δεν είπε όμ<υς τί­ποτε απ’ όλα αυτά. Ήταν όλοι τους τόσο συγκινημένοι, ώστε τα μόνα συναισθήματα που είχαν θέση στην παρέα ήταν η έγνοια, η τρυφερότητα και η αγάπη, που έφτανε ιττα όρια του πόνου από τον επικείμενο, έστω προσωρινό, χ<ορισμό.

Μετά το φαγητό, συζήτησαν τις τελευταίες λεπτομέρειες στη βεράντα, περιμένοντας να πέσει το σκοτάδι για να ξεκινήσουν, γεμάτοι προσδοκίες, μα και φόβους, μην και κάτι πάει στραβά.

Αφού σκοτείνιασε για τα καλά, ο Μπίλη Τζο τους μοίρασε τις καραμέλες, και πριν προλάβουν καλά καλά να αποχαιρετιστούν, άρχισαν να πετάνε... Το μόνο που πρόλαβε να πει ο Ιωακείμ στη Τζουν εκείνη την ώρα, ήταν να τη ροπησει: «Κράτησες καμιά ζα­κέτα έξω; Θα κάνει κρύο εκεί πάνω».

Κανένας δεν πήρε χαμπάρι την απόδραση, οι φρουροί ύστερα από μια σεξουαλική πανδαισία κοιτούσαν αφηρημένοι, με τρεμά- μενα πόδια τα βρεγμένα παντελόνια τους, οι ηλεκτρονικές κλει­δαριές στις θέσεις, τα βίντεο των τηλεοράσεων λευκά. Τίποτα, καμιά απολύτως αναταραχή. Αντίθετα, ένα αίσθημα ανακούφι­σης, ελπίδας και ευχάριστων προσδοκιών πλανιόταν για πρώτη φορά στους φοβερούς διαδρόμους του Κέντρου, όπου κάθε βήμα ήταν και ένα έγκλημα. Ταυτόχρονα όμως, ένας όλο και μεγαλύιε-

Page 108: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ρος τρόμος κάτεχε τους ερευνητές και τους ιθύνοντες του Κέ­ντρου, αφού τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο πλήθαιναν τα παράξενα, τα ανεξήγητα περιστατικά που έστελναν πολλούς ερευνητές στο ψυχιατρείο της εταιρείας και στους ψυχαναλυτές της. Δεν ήταν μονάχα το κρούσμα της Ραχήλ με τον κόκορα· αυτό ήταν εμφανές και εξηγήσιμο. Υπήρχαν και άλλα, που δεν έρχο­νταν στο φως για τον απλοΰστατο λόγο ότι οι περισσότεροι ερευ­νητές δεν ήταν σε θέση να τα περιγράψουν. Μιλούσαν τόσο ασυ­νάρτητα, ώστε το μόνο που είχε να κάνει η εταιρεία ήταν να τους μπαγλαρώνει για το ψυχιατρείο. Αυτό άλλωστε τη βόλευε, αφου η γνώση αναπτυσσόταν με τέτοια ταχύτητα, ο)στε ο δεκαοχτάρης φοιτητής να ξέρει περισσότερα από τον σαραντάρη συνάδελφό του. Και βέβαια, ο σαραντάρης δεν πήγαινε για διακοπές στη Χαβάη, αλλά στο ωραίο και ήρεμο περιβάλλον του αναπαυτη­ρίου, όπως ονόμαζε η εταιρεία το ψυχιατρείο της.

Μόνο τη Ραχήλ κατάφερε να σο)σει ο Μπίλη Τζο, όπως εί­δαμε, κι αυτό χάρη στις εξαιρετικές ικανότητες του Κοακείμ. Γιατί πρέπει να ποΰμε πο>ς από το ψυχιατρείο της εταιρείας δεν έβγαινε κανείς εύκολα. Διότι, εκτός παν άλλων, κάθε επιστήμο­νας κουβαλούσε και μεγάλα μιπττικά του τομέα του, γεγονός που θα μποροιίσε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα της εταιρείας.

Μόλις ο Μπίλη Τζο και ο Ιωακείμ κατάφεραν να απελευθε­ρώσουν τη Ραχήλ από το ψυχιατρείο της εταιρείας, ο Μπίλη Τζο την έστειλε στον Ανώνυμο. Είχανε γνωριστεί για προπη φορά όταν φοιτητής ακόμα πήγε στο νησί για διακοπές, γίνανε καλά φιλαράκια, και η φιλία τους δέθηκε ακόμα περισσότερο όταν ο Μπίλη Τζο ξανάρθε στην Ελλάδα, τότε που έκανε τις έρευνες για το δάκρυ της γαλάζιας πεταλούδας στις σπηλιές της Αρκαδίας. Από τον Ανώνυμο έμαθε τις ρακές, τις ωραίες σαλάτες και τα ωραία μαγειρέματα. «Δεν είναι ανάγκη να του πεις τίποτα» είπε

Page 109: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

στη Ραχήλ, «άραξε εκεί, θα ηρεμήσεις. Θα έρθουμε να σε βρούμε».

Τις μέρες που ακολούθησαν, ο Μπίλη Τζο και ο Ιωακείμ δού­λεψαν πυρετωδώς. Ο Ιωακείμ συγκέντρωσε και κατέγραψε όσο πολύτιμο, γνήσιο γενετικό υλικό μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, ενώ ο Μπίλη Τζο ολοκλήρωσε το πρώτο στάδιο των ερευ­νών του και σιγουρεύτηκε πως άφηναν πίσω τους καλά φιλαρά­κια, δεμένα με τα μαγικά νήματα του έρωτα και της συναισθημα­τικής ηδονής. Αποφάσισαν να την κοπανήσουν τη βραδιά που θα έδινε την πρώτη του διάλεξη ο Ιωακείμ.

Η μεγάλη αίθουσα τελετών του Κέντρου ήταν κατάμεστη. Όλη η αφρόκρεμα της επιστήμης, της πολιτικής, του κεφαλαίου και της διαφήμισης ήταν παρούσα. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα ένας γάτος να δίνει διάλεξη για το σύμπαν.

Ο Ιωακείμ ανέβηκε στο βήμα, έφτιαξε με την πατούσα του το μικρόφωνο όπως κάνουν όλοι οι σοβαροί ομιλητές, έβγαλε από τη ρεντιγκότα του τα γυαλιά του και τα κρέμασε στη μύτη του.

«Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι» άρχισε με ωραία φωνή τενό­ρου, “Έν το Παν” είπε ο μεγάλος Ηράκλειτος πριν από μερικές χι­λιάδες χρόνια. Όμως η ανθρωπότητα δεν τον άκουσε ή δεν τον κα­τανόησε. Και αφού περάσατε, και εξακολουθείτε να περνάτε, τον πλανήτη από τη βαρβαρότητα της νευτώνειας αντίληψης για το σύ­μπαν, η επιστήμη σας έφτασε στο ίδιο συμπέρασμα με τον Ηρά­κλειτο μέσ’ από τις γνωστές ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών. Όπως είπε και ένας άλλος σύγχρονος μεγάλος φιλόσοφος, ο Μπέρτραντ Ράσελ, “το φιλοσοφικό νόημα της θεωρίας της σχετι­κότητας του Αϊνστάιν είναι η αντικατάσταση της έννοιας της υπό­στασης με την έννοια του γίγνεσθαι. Τα πράγματα είναι τρόποι τα­ξινόμησης των γεγονότων”. Τίποτα δεν προστίθεται, τίποτα δεν αφαιρείται. Το ίδιο υλικό δισεκατομμύρια χρόνια υφαίνει την αιο>-

Page 110: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

νια ομορφιά στο αέναο “Τα πάντα ρει”. Το ζήτημα είναι πώς αυτό το ηρακλείτειο “Έν το Παν”, που συναντάται με τη σύγχρονη θεω­ρία του Big Bang, θα καταστεί η κυρίαρχη φιλοσοφία ζωής του αν­θρώπου. Διότι αυτός είναι το πρόβλημα, ο άνθρωπος. Κανένα άλλο ον δεν αμφισβητεί την αυταξία των άλλων μορφών ζωής και δεν υπονομεύει τους γενεσιουργούς δρόμους της φύσης για να την υποδουλώσει. Τους αρκεί να ζουν το νόημά της: μια πολύ όμορφη και ενδιαφέρουσα διαδρομή, από τη γέννηση στο θάνατο -ανα­γκαίο σταθμό για να συνεχιστεί η ζωή. Δεν αντιλαμβάνεστε, βέ­βαια, ούτε θα πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό σας ότι, εντελώς τυχαία και για μιαν απειροελάχιστη στιγμή, μέσα στην αιώνια και αέναη δημιουργία, εσείς βρίσκεστε στη θέση του ανθρώπου και εγώ στη θέση του γάτου. Αύριο τα πράγματα μπορεί να μεταβληθούν. Δεν έχει σημασία αν δεν το θυμόμαστε, αφού ξέρουμε πως είμαστε από τα ίδια υλικά σε διαφορετική κάθε φορά διάταξη.

»Καμαρώνετε για τα ιδιαίτερα, όπως νομίζετε, χαρίσματά σας και την ευφυΐα σας, και δεν αντιλαμβάνεστε το στοιχειώδες: ότι είστε και σεις γέννημα της φύσης. Οι ιδιότητές σας είναι ιδιότη­τες που αυτή ευδόκησε να σας δοθούν. Τα περίφημα “χαρί- σματά” σας δεν ήρθαν στον πλανήτη Γη από κανέναν άλλο πλα­νήτη, από τούτη τη μήτρα βγήκατε και αναστηθήκατε, όπως τα πάντα σ’ αυτό τον πανέμορφο κύκλο, όπου, πριν ο άνθρωπος επι­βάλει την κυριαρχία του, όλα τα όντα είχαν τον ζωτικό τους χώρο και το μερίδιό τους στην ευτυχία...»

Ο Μπίλη Τζο καμάρωνε το φιλαράκι του. Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Καρφίτσα να έπεφτε, θα ακουγόταν -τέτοια σιωπή και προσήλωση. Πάνω που ο Μπίλη Τζο αναρωτιόταν πώς θα τελείωνε αυτή η διάλεξη και ποιο ήταν το σχέδιο του Ιωακείμ, η φωνή του, κάπως τραχιά και αυστηρή αυτή τη φορά, ξανατρά- βηξε την προσοχή του.

«...Εν ολίγοις, όλα τα πλάσματα στον πλανήτη είναι αδέρφια μας,

Page 111: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

από τον ίδιο κυκλικό χορό της ζωής γεννιόμαστε και στον ίδιο επι­στρέφουμε». Ο Ιωακείμ κατέβασε τα γυαλιά στη μούρη πχυ, κοίταξε το ακροατήριο με μάτια που πετοΰσαν αστραπές, και ξεχνοητας την ακαδημαϊκή ευπρέπεια, συνέχισε: «...Αλλά γιατί χάνω τα λόγια μου, αφου ξέρω τι σκατά είστε. Η μόνη σας έγνοια είναι το κέρδος και η παντός είδους εξουσία. Γι’ αυτό το σκοπό μετατρέψατε τη φύση και τον εαυτό σας σε μη-ανακυκλώσιμα σκουπίδια. Αναρωτηθήκατε ποτέ μήπως πλησιάζει το τέλος σας; Ξέρετε, και οι δεινόσαυροι κά­ποτε κυριάρχησαν στον πλανήτη...» Ο Ιωακείμ ξαναστύλωσε βλο­συρό το βλέμμα του στο ακροατήριο. Πάνω που άρχισε να ανησυχεί ο Μπίλη Τζο με την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα, ακούστηκε η πρώτη βροντερή πορδή απ’ το γερουσιαστή Μόργκαν, δεξί χέρι του προέδρου, που καθόταν ακριβώς πίσω από την κυρία προέδρου και τις δυο κόρες τους. Και ενώ ο γερουσιαστής κατακόκκινος. με αμή­χανο βλέμμα και κύματα τρόμου -έρχονταν και οι εκλογές- κοίταζε το οργισμένο πρόσωπο του προέδρου, η κυρία προέδρου αφήνει μια πορδή αεταξύ τού λα και τού σι, σαν ήχο σκοτσέζικης γκάιντας. Δεν πρόλαβε να ντραπεί αφού, από τη μια στιγμή στην άλλη, η αίθουσα μετατράπηκε σε μια εφιαλτική ορχήστρα της πιο παράξενης μουσι­κής... Τα αμήχανα χαμόγελα, τα αρωματισμένα μαντιλάκια, τα ντρο­παλά βλέμματα, τα μπαρδόν και τα συγνώμη χόρευαν' έναν τρελό χορό κι έπλεκαν το γαϊτανάκι μιας αφύσικης συνενοχής.

Ο Ιωακείμ, αφού βεβαιώθηκε πως το σύνολο της παράξενης ορχήστρας μπήκε σε πλήρη λειτουργία, σκασμένος στα γέλια, πήρε αγκαζέ τον Μπίλη Τζο.

«Πάμε, πριν μας πνίξει η μπόχα εδώ μέσα. Έχω ασφαλίσει τις πόρτες κι έχω κλείσει τον κλιματισμό, θα κλάνουν ώς το πρωί καθηλωμένοι στα καθίσματά τους και ζαλισμένοι από τα... αρώματα».

«Έλεγα κι εγώ, τι θα σκαρφιστείς;» είπε γελώντας ο Μπίλη Τζο και πιάνοντας τη μύτη του.

Page 112: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

«Ε, μου είπες “όχι βία”, τι να κάνω; Βέβαια, θα γούσταρα να τους ρίξω ένα σουλτάν μερεμέτ, όπως έλεγε και ο γέρος μου ο Σελήμ, αλλά...»

«Πάμε, πάμε, δεν αντέχω» είπε ο Μπίλη Τζο με ένρινη και πνιχτή φωνή, αφού με τό ’να χέρι έκλεινε τα ρουθούνια του και με το άλλο το στόμα.

Στην αυλή του σπιτιού τούς περίμεναν έτοιμα, φορτωμένα, ο Πρίαπος, η Ααΐδα και η Αμάλθεια, τρώγοντας ωραίες γλυκές λα­χανίδες. Ο Μπίλη Τζο, αφού τα χάιδεψε πρώτα και τους μίλησε τρυφερά για να μην τρομάξουν, τους έδωσε από μια διπλή καρα­μέλα, πήραν κι αυτοί από μία και βρέθηκαν να πετούν ανάλα­φροι στον μολυβένιο ουρανό. Ο Ιωακείμ ήταν στα κέφια του. Κα­θώς πετάγανε πάνω από την αίθουσα τελετών, φώναξε: «Φτου σας, κλανιάρηδες, που θέλετε να γίνετε και αθάνατοι!»

«Καλά, ρε φιλαράκι» λέει στον Μπίλη Τζο, πετώντας ανά­σκελα για να τον βλέπει καταπρόσωπο, «πώς τις πίστευες και συ κάποτε αυτές τις μπούρδες, ότι δηλαδή ο άνθρ<οπος με την τεχνο­λογία και την επιστήμη του μπορεί να γίνει αθάνατος; Αθάνατη είναι μόνο η ζωή στο σύνολό της, και προϋπόθεση της ύπαρξής της, της ακυνιότητάς της, είναι ο θάνατος. Π(ός [ΐπορεί, δηλαδή, να φανταστεί κανείς ένα ον αθάνατο; Ως ένα ον χωρίς ανάγκες. Γιατί, άμα έχει ανάγκες και του τις στερήσεις, πάει περίπατο η αθανασία. Ένα ον χωρίς ανάγκες είναι ένα ον άχρηστο, αφού για τίποτα δεν θα νοιάζεται, άρα ένα ον νεκρό, ανύπαρκτο.

»Μη θαρρείς πως δεν το κάνετε, κάνατε τον άνθρωπο μια μη­χανή με ανταλλακτικά. Ώς χτες, σφάζατε τα μωρά του Τρίτου Κόσμου για να τα προμηθευτείτε. Σήμερα, τα παράγετε στα ερ­γαστήριά σας. Καμαρώνετε ότι παρατείνατε τον μέσο όρο ζωής και γεμίζετε τον πλανήτη με όρθια κουφάρια, ανίκανα να απο­λαύσουν τις χαρές της, χωρίς να παίρνετε υπόψη σας τις δυνατό­

Page 113: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τητες του ζωτικού χώρου και τα δικακόματα των άλλων π//χαμά- των. Ήδη είσαστε ένα εκφυλισμένο και γηρασμένο είδος...»

Ο Ιωακείμ φαίνεται πως απολάμβανε την υιτάμενη ξάπλα του. Είχε σηκώσει και την πατούσα του ρητορικά, και ήταν έτοιμος να συνεχίσει τη φλυαρία του, πράγμα που όχι μόνο κούραζε τον Μπίλη Τζο, αλλά του έκρυβε και τη θέα, αφού ο Ιωακείμ τον κοι­τούσε συνεχώς στα μάτια για να έχει όλη του την προσοχή. Ευτυ­χώς, εκείνη την ώρα η Αμάλθεια, που έπαιζε κυνηγητό με τη Λαΐδα, σε μιαν απότομη στροφή που έκανε για να της ξεφύγει, χω­ρίς να το θέλει, φυσικά, ρίχνει μια κουτουλιά στον κώλο του Ιωα­κείμ, που τον πέταξε δέκα μέτρα ψηλότερα. Τότε ο Μπίλη Τζο μπόρεσε να δει την επερχόμενη καταιγίδα. Ευτυχώς είχαν περάσει τα σύνορα της πόλης και είχαν μπει στην Τεσσαρακοστή Έκτη οδό. Ο Μπίλη Τζο πρότεινε να προσγειωθούν και να περπατήσουν μην τους παρασύρουν τα ρεύματα και χάσουν τον προσανατολισμό τους. Ο Ιωακείμ, ύστερα από σύντομη πορεία μέσα στο σκοτάδι και στο νεροχάλαζο, τους οδήγησε με ασφάλεια σε στεγνό και ζε­στό μέρος.

«Λέω να τσιμπήσουμε και να τον πάρουμε μια στάλα» είπε ο Μπίλη Τζο, «αύριο έχουμε να περάσουμε τα βουνά, και καλώς εχό- ντων των πραγμάτων, μεθαύριο το μεσημεράκι θα συναντήσουμε τα κορίτσια και τα φιλαράκια μας. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν μας κυνη­γάνε, μάλλον θα πέρασε κι αυτό στα παράξενα συμβάντα».

«Θά ’χουνε χεστεί απ’ το φόβο τους, καθ(ός τα συμβάντα πλη­θαίνουν» είπε ο Ιωακείμ χαιρέκακα. Καληνύχτισε τρυφερά τον Μπίλη Τζο, γύρισε στο πλευρό, έβαλε την πατούσα του για μαξι­λάρι και έκλεισε τα μάτια του για να ονειρευτεί τη Τζουν.

Ένα ζεστό φως χαϊδεύει το δεξί βλέφαρο του Ιωακείμ, όμως αυτός βρίσκεται ακόμη αγκαλιά με τη Τζουν σ’ ένα όνειρο που ήταν η άλλη όψη της πραγματικότητας.

Page 114: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Πρώτος ξύπνησε ο Μπίλη Τζο και αμέσως ξύπνησε τον Ιωακείμ. Είχαν αργήσει. 'Επρεπε να ταξιδεύουν με την πρωινή δροσιά ή τη νύχια, αφού ο ήλιος μετά τις δέκα το πρωί και σχεδόν ώς τη δύση του, ήταν ανελέητος φονιάς. Η μέρα ήταν θαυμάσια, όπως συμβαίνει μετά την καταιγίδα. Τα τεράστια βουνά στο βά­θος κολυμπούσαν στο διάφανο γαλάζιο. Έπρεπε να περάσουν αυτά τα βουνά για να φτάσουν στον πρώτο τους σταθμό, στο μπαρ Η Καλή Καρδιά, όπου, καλώς εχόντων των πραγμάτων, όπως είπαμε, θα τους περίμεναν τα φιλαράκια τους.

Ιδιοκτήτης του μπαρ ήταν ένα καλό φιλαράκι του Μπίλη Τζο, πρώην συνάδελφος που την κοπάνησε εγκαίρως, τότε ακόμα που υπήρχε σχετική ελευθερία κινήσεων στο επιστημονικό προσω­πικό της εταιρείας. Στα ριζά των αποψιλωμένων βουνών, όπου τελείθ)νε η μολυσμένη έρημος, ανακάλυψε μια μικρή όαση που έπαιρνε ζωή από τις πηγές ενός παλαιού ποταμού, που πάλευαν να κρατηθούν ζωντανές. Οι σπάνιοι πελάτες που έφταναν στο μπαρ γίνονταν συνήθως και μόνιμοι κάτοικοι της μικρής όασης. Σιγά σιγά, σχηματίστηκε μια μικρή κοινότητα χορτοφάγων και καρποσυλλεκτών, που προσπαθούσαν να βοηθήσουν τη γη και τη φύση να αναστηθούν. Όμως είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που ο Μπίλη Τζο είχε επικοινωνήσει μαζί τους τελευταία φορά -για την ακρίβεια, πριν από τη μεγάλη κρίση των τηλεπι­κοινωνιών, όπως τη χαρακτήρισαν.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ύστερα από την υπερεντατική εκμετάλλευση των μαγνητικών πεδίων και την καταστροφή των κλιματολογικών ισορροπιών στην ατμόσφαιρα, οι τηλεπικοινω­νίες διαταράχτηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε μεγάλα δίκτυα αχρη­στεύτηκαν. Οι αρχές φρόντισαν να κρατήσουν σε λειτουργία μόνο τα ζωτικά κέντρα του κράτους, του στρατού και των πολυεθνικών. Γεγονός που οδήγησε μεγάλες περιοχές της ηπείρου να εξελι­χθούν σε αυτόνομες κοινότητες, που κανείς δεν γνώριζε ποιο μέλ­

Page 115: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

λον θα μπορούσαν να έχουν. Πάντως, χειρότερα απ’ ό,τι ήταν, αποκλείεται να γίνουν τα πράγματα, έλεγαν, αφού με την ενεργει­ακή κρίση -τα λίγα αποθέματα πετρελαίου ήταν δεσμευμένα από το στρατό και τις πολυεθνικές, εκτός από ένα μέρος που ή/,εγχε η μαφία και πουλιόταν στη μαΰρη αγορά- θα κινητοποιήσουμε το κορμί μας, ενώ χο^ρίς τηλέφωνα, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, ίντερ­νετ κλπ., αν μή τι άλλο, θα άρχιζαν τουλάχιστον οι άνθρωποι να σκέφτονται από μόνοι τους. Ασε που θα ήταν υποχρεωμένοι να βγούνε από τα κουτιά τους, να ξανασκύψουν στη γη για να δούνε μήπως της άφησαν καμιά ικμάδα ζωής για να τους θρέψει. Αυτή ήταν η καλή πλευρά της υπόθεσης. Η κακή ήταν πως στο χρόνο που πέρασε από τότε που άρχισε η κρίση των τηλεπικοινωνιών, στη μικρή όαση συνέβησαν τόσο πολλά και θλιβερά γεγονότα, ώστε το μπαρ Η Καλή Καρδιά, να μετατραπεί σε μπαρ Τον Κακού Μπόγια. Γεγονότα που, όπως είπαμε, δεν ήταν δυνατόν να γνο)ρί- ζουν τα φιλαράκια μας.

Έτσι, η Άννη, η Τζουν, η Ανοιξιάτικη Βροχούλα, ο Πλάτωνας και το Ασπρο Σύννεφο, αντί του φιλικού περιβάλλοντος της Καλής Καρδιάς που περίμεναν να συναντήσουν, βρέθηκαν αντιμέπυποι με τους πάνοπλους μπόγηδες. Όπο^ς ήταν φυσικό, ύστερα από σύ­ντομη μάχη, του Πλάτωνα βασικά, πέσανε στα χέρια τους. Πριν προλάβει να ρίξει δεύτερο χαστούκι ο Πλάτωνας, κάποιος του φύ­τεψε δυο βέλη με αναισθητικό. Σε δευτερόλεπτα τα πόδια του λύγι­σαν και τα μάτια του πρόλαβαν να γεμίσουν με τον τρόμο της νέας αιχμαλωσίας πριν χαθεί στην άβυσσο. Η μάχη έληξε σύντομα: ο Πλάτωνας και το Ασπρο Σύννεφο δεμένοι και ναρκωμένοι, η Τζουν, η Αννη και η Ανοιξιάτικη Βροχούλα φυλακισμένες σ' ένα ασφαλές δωμάτιο.

Ο Γκάρυ Σταρκ, αρχηγός της δεκαπενταμελούς ομάδας των σκληροτράχηλων Ευρωπαίων μπόγηδων-πειρατών, ήταν ο νέος ιδιοκτήτης και νονός του μπαρ. Στην πρώτη, παράνομη επίσκεψη

Page 116: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τους σιην αμερικανική ήπειρο στάθηκαν τυχεροί. Καθώς πετού- σαν χαμηλά σε μια πλαγιά, το ραντάρ ανίχνευσης ζωής άρχισε να χορεύει σαν τρελό. Αμέσως προσγειώθηκαν, κατέλαβαν την αθώα όαση, αιχμαλώτισαν τα πλάσματά της, ανθρώπους και ζώα, και τα μοσχοπούλησαν στην Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αναζωογόνησης του Ανθρώπου, που ήταν και ο χορηγός της πειρατικής αποστολής, αφού οι νόμοι της Ευρώπης δεν είχαν ακόμα εκσυγχρονιστεί σχε­τικά με το κυνήγι του γνήσιου γενετικού υλικού. Γι’ αυτό το νομο­θετικό «κενό» της Ευρώπης, που οι ειδικοί το χαρακτήριζαν «συ­ναισθηματική προσήλωση σε παρωχημένα πολιτισμικά δόγματα και αξίες» η σχετική έκθεση του ΟΗΕ υπογράμμιζε την ανάγκη να ληφθούν επειγόντως μέτρα στους τομείς: διαφήμιση, εκπαίδευση, αστυνόμευση, για την επίτευξη μιας ενιαίας παγκόσμιας κουλτού­ρας, (όστε να αρθούν τα εμπόδια στην προμήθεια μη-μεταλλαγμέ- νου γενετικού υλικού, απαραίτητου για την αντιμετώπιση του γή­ρατος της ανθρωπότητας.

Ο Γκάρυ Σταρκ ήταν από τα εκλεκτότερα καθάρματα του κό­σμου τούτου. Η λέξη υπόκοσμος, που παλακττερα δήλιονε τον κό­σμο του εγκλήματος, δεν είχε πλέον καμιά (τημασία. Οι λέξεις εί­χαν εκφυλιστεί ώς την έσχατη ταπείνωση: να μην κουβαλούν κα­μιά ευθύνη. Τα όρια μεταξύ οικονομικής δραστηριότητας, πολιτικής, θεσμών, ανταγωνισμού και εγκλήματος ήταν τόσο ρευ­στά και αλληλοεξαρτώμενα, (όσιε μόνο η διαφήμιση μπορούσε να διακρίνει τον αυτόνομο ρόλο τους και να οργανώνει το στη­μένο παιχνίδι.

Ο Γκάρυ Σταρκ, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής μας, πίστευε σε δύο πράγματα: στο κέρδος και στην εξουσία. ΓΓ αυτούς τους δυο στόχους έκανε τα πάντα: από αρχη­γός μπόγηδων-πειρατών, μισθοφόρος σε διάφορους πολέμους για την υπεράσπιση ή την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιω­μάτων -αυτό δεν είχε πλέον καμιά απολύτως σημασία, αφού,

Page 117: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

όπως είπαμε, οι λέξεις είχαν χάσει κάθε έννοια και ευθύνη- έο>ς λαθρέμπορος των πάντων.

Η δύναμη και ο πλούτος αυτών των καθαρμάτο/ν είχαν φτάσει σε τέτοια μεγέθη, ώστε όχι μόνο υπέτασσαν στα συμφέροντά τους πολιτικούς και κυβερνήσεις, αλλά αποτελούσαν και την πρωτοπορία των πολυεθνικών για την καταλήστευση όχι πλέον των εξαντλημένων παραγωγικών πηγών του Τρίτου Κόσμου, αλλά του γνήσιου, μη-μεταλλαγμένου γενετικού του υλικού, που ήταν άφθονο λόγω της καθυστέρησης στην ανάπτυξή του.

Ανάμεσα στις άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες του Γκάρυ Σταρκ ήταν, βέβαια, και το εμπόριο ωραίων κοριτσιών, που τα πουλούσε στα διάφορα μπορντέλα της Ευρώπης. Όμως το κα­λύτερο «πράμα» το κρατούσε για το δικό του διάσημο μπορντέλο στο Παρίσι, Le Paradis. Όπως ήταν φυσικό, μόλις είδε την Άννη, τη Τζουν και τη δεκαεπταέτιδα Ανοιξιάτικη Βροχούλα, κατάλαβε αμέσως, σαν καλός επαγγελματίας που ήταν, ότι βρίσκεται μπρο­στά σε χρυσωρυχείο. Ευτυχώς, δεν ήξερε ότι και τα τρία κορίτσια προέρχονταν από γνήσιο, μη-μεταλλαγμένο γενετικό υλικό. Δια­φορετικά, αντί για το μπορντέλο, θα έπαιρναν το δρόμο της γονι- διοποίησης, απ’ όπου βέβαια θα είχε μεγαλύτερο κέρδος. Έδωσε εντολή να μην τις πειράξει κανείς και να τις περιποιηθούν όσο κα­λύτερα μπορούσαν. Ύστερα άνοιξε σαμπάνιες για να γιορτάσουν την ανέλπιστη σοδειά.

Την ώρα που τα φιλαράκια μας γλιστρούσαν από την τελευ­ταία κορυφή προς τη μικρή κοιλάδα όπου βρισκόταν το μπαρ Η Καλή Καρδιά, είδαν ένα αεροπλάνο να απογειώνεται. Άσχημα προαισθήματα γέμισαν την ψυχή του Μπίλη Τζο. Τι δουλειά έχει εδώ ένα αεροπλάνο; αναρωτήθηκε, και έδωσε εντολή να προσγειωθούν.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχος ο Ιωακείμ.

Page 118: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

«Το αεροπλάνο» είπε, κι έδειξε με το χέρι του ο Μπίλη Τζο, «τι ζητάει εδώ ένα αεροπλάνο; Φοβάμαι μήπως πέσανε σε παγίδα».

«θα το χειριστώ εγώ» είπε ο Ιωακείμ, «αρκεί να είναι καλά, αλλιώς...»

Κινήθηκε με τη σιωπηλή ταχύτητα του ιαγουάρου, πλησίασε προσεκτικά το αχνισμένο παράθυρο και κοίταξε μέσα. Στη θέα των δεκαπέντε πάνοπλων, βρόμικων και χυδαίων μπόγηδων, η αδρεναλίνη του χτύπησε μπιέλα, όπως θα έλεγε ένας συγγρα­φέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Εμείς θα πούμε απλώς ότι έγινε έξω φρενών στην ιδέα ότι κάποιο απ’ αυτά τα χυδαία πλά­σματα θά ’χει αγγίξει τη Τζουν.

Έφτιαξε τη ρεντιγκότα του, ίσιωσε το παπιγιόν του, που, όσο νά ’ναι, είχανε ταλαιπωρηθεί από τα τόσα συμβάντα, και προχώ­ρησε προς την πόρτα με ύφος «Τώρα-θα-τα πούμε-καριόληδες». Τα μάτια του, δυο παγωμένοι ήλιοι του διαστήματος. Ανοιξε την πόρτα και μπήκε στο μπαρ σα να μη συνέβαινε τίποτα.

«Κυρίες και κύριοι, καλημέρα σας» είπε με την επιβλητική φωνή του καθηγητή. Προχώρησε, κάθισε σ’ ένα σκαμνί στον πά­γκο του μπαρ και παράγγειλε μια διπλή τεκίλα. Τα πάντα πάγω­σαν σε μια σιωπή. Είχανε δει και είχανε δει τα μάτια των μπόγη­δων -λιοντάρια με φτερά, κολοκύθια δολοφόνους και πλήθος άλλων τερατογενέσεων, καθώς και του κόσμου τα παράξενα, αλλά έναν τόσο επιβλητικό γάτο, που να μιλάει κιόλας τόσο ωραία, πρώτη φορά βλέπανε. Δικαίως ο Γκάρυ Σταρκ πίστεψε πως τον τελευταίο καιρό άνοιξαν οι ουρανοί της τύχης του. Τέ­τοια ανέλπιστη και εκλεκτή σοδειά, χωρίς κανέναν κόπο, μέσα στα χέρια του...

Ο Σταρκ στεκόταν από την άλλη μεριά του πάγκου, ακριβώς απέναντι από τον Ιωακείμ.

«Δεν μου λες» ρώτησε χωρίς τσιριμόνιες ο Ιωακείμ, «εσύ εί­σαι εδώ το αφεντικό;»

Page 119: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ο Σταρκ, ενώ ήταν έτοιμος να βάλει τις φωνές (πους άντρες του να αμπαρώσουν πόρτες και παράθυρα και να συλλάβαυν το πολύτιμο υλικό, χωρίς να το θέλει, απάντησε: «Σιγά μη δοκτουμε πληροφορίες σ’ έναν γάτο ! »

Το δεξί χέρι του Ιωακείμ, με ανοιχτά τα φοβερά του νύχια, κινήθηκε σαν αστραπή, ξερίζωσε το αυτί του Σταρκ και το ακου- μπησε πάνω στον πάγκο του μπαρ.

«Ήρθαν εδώ τρεις κοπέλες, μια αρκούδα και ένας Ινδιάνος:» τον ρώτησε ο Ιωακείμ με μάτια που καίγανε.

«Μα... μα... μάλιστα» ψέλλισε ο Σταρκ, κοιτώντας αποσβολω­μένος το αυτί του πάνω στον πάγκο.

«Τις κακοποιήσατε;»«'Οχι, όχι, τ’ ορκίζομαι».«Πού βρίσκονται;» ρώτησε ο Ιωακείμ γεμάτος ελπίδα.«Έφυγαν σήμερα για το Παρίσι».«Που;» ξαναροπησε ο Ιωακείμ, έτοιμος να τον κατασπαράξει.«Οι γκο... γκόμενες στο μπορντέλο Le Paradis, οδός Ονορέ

ντε Μπαλζάκ 57-63, και η αρκούδα με τον Ινδιάνο στο Κελτρο Ανα­ζωογόνησης του Ανθρώπου, στο προάστιο Σαιν Ζερμαίν».

Με ένα αριστερό χαστούκι ο Ιωακείμ του ξερίζωσε και το δεξί αυτί. Ύστερα στριφογύρισε στον αέρα με τις τρομερές πα­τούσες του και τη φοβερή ουρά του και έριξε ένα γερό μπερντάχι στους μπόγηδες, που τον κοίταζαν ακίνητοι σαν υπνωτισμένοι. Αφού εκτονώθηκε, τους αφόπλισε και τους έβαλε να γδυθούνε* τσίτσιδοι, όπως τους γέννησε η μάνα τους, τους ξαναπλάκωσε με τις φοβερές πατούσες του και το μαστίγιο του Ζορό -την ουρά του. Όμως τώρα, οι μπόγηδες άνοιγαν σαν τρελοί πόρτες και πα­ράθυρα και έτρεχαν θεόγυμνοι πάνω στο παγωμένο χιόνι. «Το5ρα, να δούμε, καριόληδες, πώς θα επιβιώσετε στη Γη, έτσι που την καταντήσατε» φώναξε ο Ιωακείμ, ρίχνοντας ένα χα­στούκι στον κώλο ενός μπόγια, που τον έσκισε το μισό χωλομερι

Page 120: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ο Μπίλη Τζο και οι άλλοι είδαν ξαφνικά τους μπόγηδες να κετιούνται θεόγυμνοι από τα πορτοπαράθυρα του μπαρ και να ιρεχονν ουρλιάζοντας πάνω στο παγωμένο χιόνι. Η ψυχή του μαύρισε, κατάλαβε πως κάποια καταστροφή έγινε και άρχισε να τρέχει προς το μπαρ.

Από τις πέντε γυναίκες που είχε το μπαρ, οι τέσσερεις ίσα που πρόλαβαν να κάνουν το σταυρό τους στη θέα του Ιωακείμ και έπε­σαν ξερές ανάσκελα. Μόνο η Χουανίτα συνέχισε να κάθεται στο μπαρ, σα να μη συνέβαινε τίποτα, και να πίνει ήσυχα το ποτό της. Εί­χανε δει κι είχανε δει τα μάτια της αυτηνής, από δεκατριώ χρονώ στο κουρμπέτι. Έτσι, όλα τα συμβάντα γύρω της, αφού δεν την αφο­ρούσαν άμεσα, την άφηναν εντελώς αδιάφορη. Αλλωστε, κράτησαν μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα. Το μόνο που σκέφτηκε η Χουανίτα, ήταν ότι πρώτη φορά στην πολυτάραχη ζωή της έβλεπε έναν τόσο ωραίο γάτο, και ότι, αφού μιλούσε, ίσως θα μπορούσε να κάνει και έρωτα μαζί της.

Η Χουανίτα στην πολυτάραχη ζωή της είχε κάνει του κόσμου τις γλυκές ερωτικές παρεκτροπές, αλλά με ένα τόσο ωραίο πλά­σμα ποτέ. Από τέτοιες σκέψεις 0)ς την ερωτική φαντασίωση -ιδιότητα στην οποία ήταν στο έπακρο ασκημένη η Χουανίτα, αφού οι ερωτικοί της σύντροφοι σπάνια ήταν του γούστου της- η απόσταση δεν ήταν μεγάλη. Τη στιγμή που έμπαινε στο όνειρό της, την πλησίασε ο Ιωακείμ και κάθισε κοντά της. Η Χουανίτα άνοιξε τους χυτούς, μεταξένιους μηρούς της και κάρφωσε δυο μαύρους ήλιους στα μάτια του...

Σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, ο Ιωακείμ ίσως θα είχε ενδώσει στον αισθησιασμό της, αλλά, όπως είπαμε, ήταν τρελά ερωτευμέ­νος με τη Τζουν, τη «γυναίκα της ζωής του», και η έγνοια του για την τύχη της, ένα μαχαίρι στην καρδιά του.

Έτσι, όταν μπήκε στο μπαρ ο Μπίλη Τζο, ο Πρίαπος, η Λαΐδα και η Αμάλθεια, τον βρήκαν να κουβεντιάζει φιλικά με

Page 121: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τη Χουανίτα, συλλέγοντας πρόσθετες πληροφορίες για την τύχη των φίλων τους.

Ο Ιωακείμ, αφοΰ είπε στις γυναίκες να πάρουν ό,τι Οέ/Λυνε από το μπαρ, συγκέντρωσε τα ροΰχα και τον εξοπλισμό το;ν μπό- γηδων στο κέντρο της αίθουσας και τους έβαλε φο/τιά. Σε λίγη ιόρα, στη θέση του μπαρ υπήρχαν μονάχα στάχτες και αποκαΐδια.

Όπως ήταν φυσικό, ο Ιωακείμ ζήτησε να φυγουν αμέσως για το Παρίσι, όμως ο Μπίλη Τζο, παρότι πόναγε και ανησυχούσε το ίδιο με τον Ιωακείμ, ήταν δεμένος με την υπόσχεση να επισκε- φθεί, μόλις ελευθερωθεί, την προ-προγιαγιά του, τη Μαρανιόν. Έπρεπε πρώτα να περάσουν από τη φυλή της Ουακάνια, από το Μαγικό Βουνό με το Γαλάζιο Μάτι. Είχαν να κάνουν μερικά πράγματα, να δει τη γιαγιά Μαρανιόν, αλλά και να πάρουν τις συνταγές και τις συμβουλές της. Άλλωστε, έπρεπε και να την απο- χαιρετήσει, γιατί ήταν ήδη εκατόν είκοσι πέντε χρόνων. «Μπορεί να φτάσουμε και πιο γρήγορα στο Παρίσι από το Μαγικό Βουνό, που ξέρεις» είπε.

Βέβαια, δεν μπορούσαν να αφήσουν τις κοπέλες στο έλεος των παγωμένων και πεινασμένων μπόγηδων. Τις πήραν μαζί τους και τις άφησαν έξω από μιαν αυτόνομη κωμόπολη. Ύστερα πέ- ταξαν προς τα πανύψηλα βουνά που οι κορυφές τους κάποτε χά­νονταν μέσα στα πυκνά σύννεφα.

Το Μαγικό Βουνό με το Γαλάζιο Μάτι, όπου ζούσε. όπως εί­παμε, η αρχαία φυλή της Ωραίας Μαρανιόν, βρισκόταν σε δυό­μισι χιλιάδες μέτρα περίπου από την επιφάνεια της θάλασσας. Όμως τώρα δεν το προστάτευε το χρυσό δαχτυλίδι των πυκνών νεφών, και οι πρώτοι εισβολείς είχαν κάνει την εμφάνιση τους, με προπη και καλύτερη βέβαια την παγκόσμια εταιρεία υγρών Άρπα Κόλα, και τους μπόγηδες, αφού και το νερό είχε γίνει πλέον σπάνιο και συνεπώς πανάκριβο είδος. Όσα ποτάμια* λί­

Page 122: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

μνες και πηγές είχαν απομείνει, ήταν τόσο μολυσμένα, που μόνο για μπουγάδα έκαναν. Ο χρόνος ζωής των οικιακών συσκευών, των σωληνώσεων, των αποχετεύσεων είχε μειωθεί στους έξι μή­νες περίπου, λόγω της τοξικότητας του νεροΰ, όπως έλεγαν οι ει­δικοί. Τεράστια φράγματα, το καμάρι της τεχνολογίας, κατέρ- ρεαν σα χάρτινοι πύργοι από την ίδια διάβρωση. Όμως, όπως επεσήμαιναν οι αρχές και οι διαφημιστές «Κάθε φράγμα που γκρεμίζεται, εξασφαλίζει χιλιάδες θέσεις εργασίας. Κάθε συ­σκευή που χαλάει, εμποδίζει την επέκταση της ανεργίας. Ουδέν κακόν αμιγές καλοΰ». Ήταν το σύνθημα που χρόνια τώρα κυ­ριαρχούσε στα δελτία ειδήσεων, αλλά και στα «πάνελ» των ειδι­κών και των άσχετων.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η Άρπα Κόλα όχι μόνο ήλεγχε το ογδόντα τοις εκατό των υγρών του πλανήτη, αλλά κατείχε και το μεγαλύτερο σύστημα διυλιστηρίων στον κόσμο.

Η Άρπα Κόλα διέθετε τεράστιο δίκτυο ερευνών άρτια εξοπλι­σμένο για τον εντοπισμό φυσικού νερού. Όταν τα χρυσά σύν­νεφα που έκρυβαν το Μαγικό Βουνό με το Γαλάζιο Μάτι άρχι­σαν να αραιώνουν, ώσπου τελικά εξαφανίστηκαν λόγω διαταρα­χής των ισορροπιών της ατμόσφαιρας, ήταν εύκολο για την Άρπα Κόλα να ανακαλύψει το «χρυσό απόθεμα», και βέβαια, αμέσως έβαλε μπρος τα σχέδιά της για την «αξιοποίησή» του, γράφοντας στ' αρχίδια της, όπως πάντα, και τα δικαιοόματα των ανθρώπων και τα δικαιώματα της φύσης.

Ύστερα από τρία μερόνυχτα ταξίδι χωρίς εμπόδια και στρο­φές, ένα ωραίο ηλιόλουστο πρωινό αντίκρισαν το Μαγικό Βουνό με το Γαλάζιο Μάτι. Μια εύφορη πεδιάδα που κατέληγε στις παι- χνιδιάρικες αγκαλιές και στις απόκρημνες όχθες μιας καταγάλα­νης λίμνης, άλλοτε ασημένιας και άλλοτε βαθύσκιωτης από τις κορυφές των βουνών.

Page 123: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Στην όχθη της λίμνης, ολόγυμνα αγόρια και κορίτσια του χω­ριού με τις οδηγίες των μάγων και των γεροντότεροιν ναυπηγού­σαν ένα πανέμορφο ιστιοφόρο. Το όνομά του φιγουράριζε στις δυο πλευρές της πλώρης: Θεά Δήμητρα.

«Το ήξερα πως θα προλάβαινες» είπε η Μαρανιόν. αγκαλιά­ζοντας το κεφάλι του Μπίλη Τζο καθώς εκείνος έσ/υβε να τη χαι­ρετίσει στην κουνιστή της πολυθρόνα. «Σου τά χο> όλα έτοιμα, γιε μου» του είπε η Μαρανιόν όταν της εξήγησε γιατί βιαζόταν, «και η Θεά Δήμητρα θα είναι έτοιμη αύριο πρωί πρωί». Είδε στα μάτια του εγγονού της την απορία. «Ο κόσμος είναι ένα, γιε μου, η Θεά Δήμητρα δεν πλέει μόνο στο νερό, πλέει και στον αέρα. Έτσι, θα φτάσετε και πιο γρήγορα στον προορισμό σας. Όταν άρχισαν να αραιώνουν τα χρυσά σύννεφα» συνέχισε η Μαρα­νιόν, «πήρα μήνυμα στον ύπνο μου πως ήρθε η ώρα να πάω στη σπηλιά των αρχαίων προγόνων να πάρω τις μυστικές γραφές και ν’ ανοίξω εκείνην που απευθυνόταν σε μένα».

Η Μαρανιόν πήρε από ένα πανεράκι δυο παχιά πράσινα φύλλα και τα μάσησε, έφτυσε ένα καφετί σάλιο και συνέχισε.

«Επάνω είχε ζωγραφισμένο το καράβι με το όνομα της θεάς. λεπτομερείς οδηγίες για το πο5ς θα το φτιάξουμε, και πού ακρι­βούς θα βρούμε το μαγικό δέντρο από το οποίο θα παίρναμε τα ξύλα». Έμεινε για λίγο σιωπηλή...

«Αλλωστε, όλα είναι κανονισμένα σ’ αυτό τον κόσμο. Ένας κύκλος είμαστε, όμοιος και διαφορετικός, που βάλθηκαν να τον σπάσουν. Όλα είναι κανονισμένα, όταν κάθε πλάσμα τηρεί τους κανόνες της ζωής. Μα ο άνθρωπος στάθηκε ασεβής, σκότωσε τους θεούς των πραγμάτων για να τα εξουσιάσει και δεν νιώθει πως έτσι γίνεται φτωχότερος...»

Οι διεσταλμένες κόρες των ματιών της φώτιζαν με νεανική λάμψη το πρόσωπό της.

«Όλα τα πράγματα που ήταν φυλαγμένα στη σπηλιά φορτώ­

Page 124: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

θηκαν στη θεά Δήμητρα» του είπε. «Εδώ είναι οι γραφές» -του έδειξε ένα ξύλινο μπαούλο άψογα διατηρημένο- «κι αυτά είναι τα δικά μου δώρα». Τού ’δωσε ένα τεφτέρι με συνταγές γνήσιων και υγιεινών φαγητών, γλυκών και ποτών, καθώς και τέσσερα σακουλάκια με γνήσιους σπόρους λαχανικών, βοτάνων και αγριολούλουδων.

Η νύχια βρήκε τον Μπίλη Τζο να κουβεντιάζει με τη Μαρανιόν, ενώ ο Ιωακείμ, ως πιο ειδικός, ανέλαβε τη μελέτη των αρχαίων κειμένων.

«Είναι μεγάλη η ζωή, γιε μου» έλεγε η Μαρανιόν, «σου φτά­νει και σου περισσεύει, αν τη ζήσεις και δεν την ξοδέψεις σε άχρηστα πράγματα. Τότε ο θάνατος είναι φίλος και σύντροφος στο γλέντι, στη χαρά, μα και στη λύπη, και είναι φυσικό, αφού μαζί γεννιόμαστε και μαζί μεγαλώνουμε. Μόνο ο λευκός άνθρω­πος αντί να τον έχει συμβουλάτορα, τον έκανε εχθρό του, κι αντί να ζήσει τη ζο)ή του, φοβάται το θάνατο, και πολεμοίντας το θά­νατο, ξεχνά τη ζωή του κι αρρωσταίνει τον κόσμο. Ναι, είναι με­γάλη η ζωή, γιε μου, έστο) και μιας μέρας, αν νκόθεις αδερφό σου το θάνατο». Η Μαρανιόν έκλεισε τα μάτια της, αλλά συνέχισε να μιλάει: «Ναι, αυτός ο μεγάλος μάταιος (ρόβος είναι που κάνει τους ανθρώπους αντί να χαρούν τη ζωή, να την καταστρέφουν...

»...Ύστερα από πεντακόσια χρόνια, ξανάρθε η κατάρα του λευκού ανθριόπου στον τόπο μας, μα πόρα δεν ζητάει χρυσό και σκλάβους, αλλά την ψυχή της φυλής μου και το νερό της λίμνης. Η υγεία και η ομορφιά του τόπου μας και της φυλής μας, από δίύρο έγινε κατάρα. Μας έχουν κυκλώσει οι μπόγηδες και η εταιρεία... Μάλλον ήρθε η ώρα μας να φύγουμε, ή να επιστρέψουμε -όπως το πάρει κανείς... Δεν πειράζει, γιε μου, εμείς ξέρουμε ότι όλα τα πράγματα είναι ίδια και διαφορετικά. Η ζωή τυλίγει ξετυλίγει το κουβάρι της. Τίποτα δεν χάνεται, τίποτα δεν προστίθεται, τα πά­ντα έρχονται, φεύγουν και ξανάρχονται. Δεν μπορεί, θα προφτά-

Page 125: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σει ο ολέθριος άνθρωπος να καταστραφεί πριν καταφάει όλη τη ζωή στον πλανήτη. Αυτό τουλάχιστο πιστεύουν οι πρόγονοί μας, γι’ αυτό φυλάξανε στη σπηλιά σε πιθάρια τους σπόρους της ζωής, που τώρα βρίσκονται στ’ αμπάρια του καραβιού. Στις αρχαίες γραφές θα λέει το μέρος που μπορείς να τους ασφαλίσεις.

»Ο άνθρωπος πρέπει να ορίσει τα όρια του χώρου του. Δια­φορετικά, νομίζει πως απλο5νεται, αλλά τρώει τις σάρκες του» είπε η Μαρανιόν και έκλεισε τα μάτια της. Ο Μπίλη Τζο από την ανάσα της κατάλαβε πως την είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην κου­νιστή πολυθρόνα της. Τη σκέπασε καλά με την κουβέρτα της και βγήκε από την καλύβα.

Ο Ιοκχκείμ, χωρίς μεγάλες δυσκολίες, είχε κιόλας μεταφράσει τα αρχαία κείμενα. Ήταν ένας χάρτης που έδειχνε δυο σημεία στα οποία θα ασφάλιζαν τους σπόρους της ζωής, που ήταν φυλαγμένοι στα πιθάρια, δυο χοντρά βιβλία με οδηγίες για τους σπόρους της ζωής, τους συνδυασμούς τους, τις κατάλληλες για κάθε είδος εποχές σποράς και πλήθος άλλες λεπτομέρειες που αφορούσαν την ανα­γέννηση της ζωής. Ακόμα, ένα χοντρό βιβλίο μαγειρικής, όπου ο συγγραφέας του ισχυριζόταν πως ο άνθρωπος μπορεί να ξαναπο­κτήσει συνείδηση της ύπαρξής του μέσα από τις αισθήσεις, και όχι μέσα από τις ιδεολογίες. Επίσης, ένα βιβλίο με σπάνια βότανα, τους συνδυασμούς τους και τις οδηγίες για τη χρήση τους, και διάφορα σακουλάκια με τους σπόρους τους. Τέλος, ένα τεράστιο βιβλίο, που η Κάμα Σούτρα μπροστά του φάνταζε παιδικό ανάγνωσμα. Τίποτα χυδαίο ή βάρβαρο. «Ένα ποίημα αγάπης, τρυφερότητας και ηδο­νής, ένας ύμνος στη φαντασία του ερωτισμού» όπως σχολίασε ο Ιω- ακείμ, όταν τους βρήκε ο Μπίλη Τζο μαζί με τον μάγο της φυλής σκυμμένους πάνω από το ανοιχτό βιβλίο να μελετούν μιαν ολό­κληρη ερωτική ιστορία σε όλες τις φάσεις της, ζωγραφισμένη με (οραία παιδικά χρώματα. «Αυτό είναι, φιλαράκι» συνέχισε ο Ιωακείμ, «δεν υπερέχει της Κάμα Σούτρα μονάχα στις στάσεις.

Page 126: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Εδώ το σεξ δεν είναι πήδημα, αλλά μυστήριο, όργιο των αισθή­σεων, μουσικοί δρόμοι ζωής, η πιο σημαντική ενασχόληση του αν­θρώπου. Γιά κοίτα δω» -του έδειξε μια ζωγραφιά όπου ο άντρας χάιδευε τη γυναίκα- «εκείνος που πρέπει να είναι μάστορας και να δουλεύει στον έρωτα είναι ο σερνικός σας, γιατί η θηλυκιά σας, άμα αρχίσει, είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή και για ένα και για δύο και για τρία, και βάλε, ενώ εσείς, μετά το πρώτο μπαμ...»

«Ρε συ, γιατί δεν μού ’πες πως το δεύτερο μέρος όπου θα φυ­λάξουμε τους μισούς σπόρους της ζωής είναι ο Νόστος;» φώναξε χαρούμενος ο Μπίλη Τζο.

«Σου το κρατούσα για ευχάριστη έκπληξη» είπε ο Ιωακείμ, «γιατί εκείνο το δεύτερο σημείο που λέει “Το Στέκι του Βρικό­λακα”, δεν μου φαίνεται και πολύ σόι. Πάντως, όπως και νά χει το πράγμα, το Παρίσι είναι στο δρόμο μας...»

Η επόμενη μέρα κύλησε γρήγορα μέσα (ττη φούρια της δου­λειάς. Το βράδυ, ύστερα «πό μια σεμνή θρησκευτική τελετή, ακο­λούθησε ένα τρελό αποχαιρετιστήριο γλέντι, όπου ο Ιιοακείμ άφησε άναυδους και καταγοητευμένους τους ιθαγενείς, γιατί, εν<ό εκείνος χόρευε φοβερές κλακέτες, μια ωραία βροχούλα ήρθε από το πουθενά και δρόσισε την πλάση. έτσι. χωρίς βροντές και αστραπές, παρά μόνο με την υγρή μουσική της. Π βροχή, αυτή η μάγισσα η ζωοδότρα, που γλυκαίνει τη γη. φουσκο>νει τα ποτάμια και αναγεννά τη λίμνη.

Τι δεν τού ‘τάξε η φυλή. να μείνει μερικές μέρες για να τους διδάξει αυτό τον ωραίο χορό της γλυκιάς βροχής. Παρά το γεγο­νός ότι η Μαρανιόν τους εξήγησε για ποιο λόγο δεν μπορούσαν να καθυστερήσουν, εκείνοι μουλάρωσαν -τά χανε κοπανήσει κιόλας- ώστε ο Ιωακείμ δεν είχε άλλη διέξοδο παρά να καταφύ- γει στα μεγάλα μέσα. Έδωσε το μεγάλο ταμπούρλο στον μάγο, πήρε κι αυτός δυο κρόταλα, τους κοίταξε καλά καλά στα μάτια

1** λ:ο -

Page 127: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

και τους έδωσε το ρυθμό: ένα προκλητικό τρα-τρικ, ταράμ-τίρι- τρικ, φτέρνα, πατούσα, φτέρνα... Σε λίγο, όλοι οι παρόντες χό­ρευαν τις πιο όμορφες κλακέτες του κόσμου. Σύντομα, όλη η φύση, ακόμα και η ανάσα της, ήτανε μέσα στο ρυθμό.

'Οταν καθάρισε ο ουρανός και βγήκε το φεγγάρι, ύστερα από θερμούς εναγκαλισμούς, φιλιά και υποσχέσεις πως θα ξανανταμώ­σουν, έλυσαν τους κάβους και η Θεά Δήμητρα ανυψώθηκε απαλά στο μαγικό φως της νεαρής σελήνης και της μαρμαρυγής των άστρων. Στα δεξιά της πλώρης του όμορφου σκαριού ήταν σκαλι­σμένη μια αρχαία παράσταση, που έδειχνε τη θεά Δήμητρα να τραβά από το χέρι την Περσεφόνη για να την ξαναφέρει στη γη.

Ο Ιωακείμ, έχοντας παραμάσχαλα το δοιάκι, όπου ήταν σκα­λισμένο το κεφάλι της θεάς Δήμητρας, έγλειφε ένα ψαροκόκαλο από τα νοστιμότατα ψάρια της λίμνης.

«Θα μπορούσα να ζήσω όλη μου τη ζωή εδιό με τη Τζουν, μα τι σκατά τα θέλει ο άνθρωπος τα ταξίδια, αφού δεν γνιορίζει τους κόσμους της πατημασιάς του: Και είναι ταξίδι αυτό, ρε φιλαράκι: Σβούουπ, και βρίσκεσαι στην άλλη άκρη του κόσμου. Αντί να το απολαύσεις, τρελαίνεσαι. Γι’ αυτό δεν ξέρετε τι σας γίνεται...» Ξαφνικά, ο Ιωακείμ συνειδητοποίησε ότι το φιλαράκι του. ο Μπίλη Τζο, ήτανε σκεφτικός και λυπημένος. Κατάλαβε. «Ε. κοίτα, μπορεί και να τη γλυτώσουν τελικά, ποιος ξέρει. Έμαθα στον μάγο αρκετά κόλπα σχετικά με την αντιμετώπιση της ηλε­κτρονικής τεχνολογίας, θα τους αλλάξουν τα φώτα, σου λέω. Στο μεταξύ, μπορεί να τους βρει καμιά άλλη συμφορά τους μπόγηδες και να τους αφήσουν ήσυχους. Μην άγχεσαι τζάμπα λοιπόν, ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε, το κάναμε».

«Πότε τα πρόλαβες όλα, ρε» είπε ο Μπίλη Τζο καμαρώνοντας το φιλαράκι του.

«Η νύχτα είναι πολύ μεγάλη» απάντησε αινιγματικά ο Ιωακείμ.

Page 128: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Κάθονταν στην πρύμνη της Θεάς Δήμητρας, που έπλεε αθό­ρυβα ανάμεσα από τ’ αστέρια μέσα στο απέραντο γαλάζιο, απο­λαμβάνοντας τους εκλεκτούς μεζέδες που τους είχαν ετοιμάσει τα φιλαράκια τους, καθώς και το θαυμάσιο ποτό από καλαμπόκι.

Σήκωσαν όλα τα πανιά κι έβαλαν αμέσως πλώρη για το Πα­ρίσι, να λευτερώσουν τα κορίτσια, τον Πλάτωνα και το Άσπρο Σύννεφο, που κινδύνευαν άμεσα, τα μεν κορίτσια να γίνουν πουτάνες, οι δε Πλάτωνας και Άσπρο Σύννεφο να μπούνε στα πειράματα.

Ύστερα από ένα όμορφο ταξίδι χωρίς φουρτούνες και ανατα­ράξεις, ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό, την ώρα που σχόλα­γαν οι εκκλησίες, η Θεά Δήμητρα κατέβηκε απαλά και έδεσαν σε μιαν αποβάθρα του Σηκουάνα που κυλούσε ακόμα τα δηλητηρια­σμένα νερά του.

Το μόνο σχόλιο που έκαναν οι άνθρωποι, καθώς είδαν την πανέμορφη σκούνα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να αράζει στην αποβάθρα, ήταν ένα «Τς, τς, τς, τι σου κάνει τέλος πάντοίν αυτή η επιστήμη...» Δεν μπορούσαν να φανταστούν ένα φαινό­μενο ως μη-επιστημονικόν, τέτοια μοναξιά.

«Στο κατώφλι ακόμη της εκκλησίας ενός ευφάνταστου θαυμα­τουργού θεού. κι όμως, έχουν προ πολλού αρνηθεί και το θαύμα και τη φαντασία» σχολίασε ο Ιωακείμ, που είχε ακούσει τα σχό­λιά τους. «Κύριός τους και δημιουργός τους η επιστημονική τε­χνολογία, είδωλά τους τα ισχυρά στελέχη τιον πολυεθνικών που καταστρέφουν τον πλανήτη, κλήρος οι διαφημιστές, οι πολιτικοί, τα σώματα ασφαλείας και κάθε είδους ειδικοί. Η νέα εκκλησία είναι έτοιμη, γι’ αυτό είναι τσατισμένοι οι παπάδες».

Κολάτσιζαν στο κατάστρωμα της Θεάς Δήμητρας.«Τέλειωνε, φάε το κολατσιό σου κι άσε την πάρλα» είπε ο

Μπίλη Τζο. «Αργήσαμε και δεν ξέρουμε τι θα βρούμε μπροστά

Page 129: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

μας. Μπορεί να ειδοποίησε ο Σταρκ, να γύρισε το αεροπλάνο και να τους μάζεψε».

«Μπα, αυτοί θα ψάχνουν να βρουν καμιά σπηλιά για να <τωθούν από τον κόσμο που κατέστρεψαν. Πάρε εσύ, καλού κακού, μερικές καραμέλες μαζί σου, και τα άλλα άσ’ τα σε μένα... Όπως και νά ’χει, θα τους κάνω τέτοιο χουνέρι, που θα περπατάνε στα γόνατα».

«Χωρίς βία και φασαρία» του υπενθύμισε ο Μπίλη Τζο, βλέ­ποντας τη λάμψη στα μάτια του.

«Αυτό ακριβώς προσπαθούμε, αγαπητέ» απάντησε ο Ιοχι- κείμ, σκουπίζοντας τα μουστάκια του, «ησυχία και ηρεμία».

Άφησαν φύλακα στο καράβι τη μονόκερο Αμάλθεια και ξεκί­νησαν. Βέβαια, κανείς δεν παραξενεύτηκε από τη θέα ενός τερά­στιου γάτου, με ταλαιπωρημένο φράκο και παπιγιόν, που βάδιζε βιαστικός δίπλα στον Μπίλη Τζο. Ήταν τόσα τα παράξενα τα τε­λευταία χρόνια, ο3στε τίποτα δεν έκανε εντύπωση πλέον στους ανθραίπους.

Όλα τα αποτυχημένα πειραματόζωα πουλιόνταν ή σε τσίρκο ή σε κινηματογραφικές εταιρείες, που ήθελαν να εξασφαλίσουν ρεαλιστικό χαρακτήρα σε σκηνές θρίλερ. Μια επιστήμη χωρίς καθολική εποπτεία, χωρίς όρια, χωρίς ηθική, υποταγμένη στην υπηρεσία του κέρδους. Η ζωή μια τεράστια γραβιέρα, όπου αρουραίοι υψηλής επιστημονικής τεχνογνωσίας σκάβουν λαγού­μια, χωρίς να ξέρουν ούτε πού πάνε ούτε πώς θα βγουν απ' (ατά.

«Πρώτη φορά θα μπω σε μπορντέλο» διέκοψε τις σ/.έψεις του Μπίλη Τζο ο Ιωακείμ, καθο5ς πλησίαζαν στον προορισμό τους.

Δεν χρειάστηκε να ψάξουν για τη διεύθυνση, το μπορντέλο έκαμνε μπαμ από μακριά. Μια τεράστια αφίσα που κάλυπτε σχε­δόν το ένα τρίτο της πρόσοψης του μεγάρου, έδειχνε μια πανέ­μορφη ημίγυμνη κοπέλα, ξαπλωμένη νωχελικά πάνω σε αρχαίο ανάκλιντρο. Δίπλα, με μεγάλα γράμματα, έγραφε το όνομά της: ΛΟΥΝΤΜΙΛΑ ΤΣΕΡΕΝΚΟΒΑ - Ο ΠΙΟ ΩΡΑΙΟΣ BPimUK.il ΤΟΥ

Page 130: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ. Και πιο κάτω, με λιγο μικρότερα γράμματα: Η πιο ΗΔΟΝΙΚΗ ΑΦΑΙΜΑΞΗ-

JΥΧ4ΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ. - ΤΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ

ΠΕΦΤΟΜΕ. ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΜΕΝΟΥΝ.

«Ρε, τι στο διάολο, κάνανε και βρικόλακες πουτάνες;» σκέ- φτηκε εντελώς αυθόρμητα και (ρωναχτά ο Μπίλη Τζο.

«Με το δρόμο που εχει πάρει η επιστήμη, όλα να τα περιμέ­νεις» απάντησε αφηρημένος ο Ιωακείμ, καθώς ξαναμελετούσε στο μυαλό του τα σχέδια για το πώς θα μπούνε και πώς θα βγούνε από το μπορντέλο, ανάλογα με το τι θα συναντήσουν.

Μόλις έφτασαν στην είσοδο του κτιρίου, ο Ιωακείμ πάτησε σταθερά το κουδούνι με την πατούσα του.

«Τι θα πούμε;» ρώτησε ο Μπίλη Τζο.«Άσ* το σε μένα» απάντησε ο Ιωακείμ. «Εσύ απλώς να στέ­

κεις κορδωμένος».'Οταν άνοιξε η πόρτα, βρέθηκαν μπροστά σε μια ωραία καμα­

ριέρα, που αφού τους κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, άρχισε να κάνει συνεχούς υποκλίσεις.

Σαστισμένος ο Μπίλη Τζο, άκουσε την επίσημη φωνή του Ιωακείμ να λέει: «Ο Μεγαλειότατος επιθυμεί να δει την κυρία του σπιτιού αυτοπροσώπως». Η καμαριέρα τσακίστηκε χωρίς ν' αφήσει τις υποκλίσεις, μόνο που τώρα τους έδειχνε τον ωραίο κώλο της. Τέτοια ήταν η σαστιμάρα της να φοονάξει τη μαντάμ.

Η Φλωράνς δεν ήταν μονάχα ωραία, με κείνη την ήρεμη από βαθιά στροψατα ομορφιά των παλιών σκαριών, δεν ήταν μονάχα μορφωμένη -είχε πτυχίο κοινωνι ολογίας, άσε που στα φοιτητικά της χρόνια ήταν και μαρξίστρια- αλλά κυρίως ήταν προσγειωμένη στην πραγματικότητα. Πώς αλλιώς να παντρέψεις την επιστημονική μόρφωση και τη γνώση του μαρξισμού, με τη διεύθυνση ενός μπορ- ντέλσυ, τόσο διάσημου όπως ήταν το Le Paradis. Ταυτόχρονα, πρέ-

' πει να πούμε πως δεν ήταν καθόλου παράδοξο ή ανορθόδοξο, μια

Page 131: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

επιστήμων να διευθύνει ένα μπορντέλο, xcxi ένας γιατρός ή φι)/)λτ>- γος να προσλαμβάνονται σκουπιδιάρηδες erro δήμο, αφού η εκπαί­δευση είχε... αναπτυχθεί τόσο πολύ, οχπε το σύνολο της κοινωνίας ήταν πτυχιούχοι. Η καμαριέρα, λόγου χάρη, η Μισέλ, ήταν καθηγη- τρια βιολογίας. Πώς λουτόν μέσα σε τόσον ορθολογισμό που επι­κρατούσε μέσα στο μπορντέλο, να μην πιστέψει η Φλωράνς ότι η Μισέλ τρελάθηκε, όταν μπήκε στο σαλόνι φωνάζοντας, «Κυρία, κυ­ρία, σας ζητά αυτοπροσοόπως η Αυτού Μεγαλειότης, ο βασιλιάς».

«Τι είναι αυτά που λες, Μισέλ, τρελάθηκες;» Η Φλωράνς έκανε νόημα στον μονόφθαλμο και μονόχειρα Τζακ, έναν έμπι­στο μπόγια του Σταρκ, να πάει στην είσοδο να δει τι συμβαίνει, έστειλε τη Μισέλ να βάλει θερμόμετρο μήπως έχει πυρετό, και συνέχισε να ρίχνει την πασιέντσα της, χωρίς να υποπτεύεται την τύχη του Σταρκ στην άλλη άκρη του κόσμου. Πάνιο που της βγήκε ένας φάντης μπαστούνι, μπήκε μέσα μπουσουλ(5ντας στα γόνατα ο μπράβος: «Κυρία, ο Μεγάλειότατος» ψέλλισε, κάνοντας συνε­χούς υποκλίσεις.

Οργισμένη η Φλωράνς, παράτησε επιτέλους την πασιέντσα της και πήγε στην είσοδο να δει τι συμβαίνει. Και τότε βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Λουδοβίκο Δέκατο Τέταρτο, βασι­λιά της Γαλλίας...

Με υποκλίσεις και ψελλίσματα, όπως: «Χωρίς προειδοποί­ηση, αχ, μας βρίσκετε άνω κάτω» κλπ., τους οδήγησε στο σαλόνι. «Να δώσω εντολή στα κορίτσια να κάνουν μπάνιο και να κατέ- βουν, αχ, καλέ, τι ντροπή, χωρίς καμιά προειδοποίηση, πού να φανταστούμε ότι ο Μεγαλειότατος πρωί πρωί θα -αχ, πώς να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνετε...» και δώσ του να πι- σωπατά υποκλινόμενη.

«Δεν χρειάζεται, μαντάμ» διέκοψε την αμήχανη φλυαρία της ο Ιωακείμ. «Ο Μεγαλειότατος θέλει μονάχα τα τρία κορίτσια που ήρθαν την περασμένη εβδομάδα από την Αμερική».

Page 132: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

«Μα... μα... μάλιστα» ψέλλισε η Φλωράνς, «τις έχουμε κλει­δωμένες στο δωμάτιό τους, γιατί δεν κάθονται, αλλά σε σας, Με­γάλε ιότατε, μεγάλη τους τιμή...»

'Οταν άνοιξε η πόρτα, τα κορίτσια βρέθηκαν μπροστά στην πιο όμορφη έκπληξη της ζωής τους. Ο Ιωακείμ με ένα νεΰμα απομά­κρυνε τη Φλωράνς, που έφυγε με υποκλίσεις και συγνώμες να πάει για σαμπάνιες. Αφού χόρτασαν φιλιά, ζουλήγματα και αγκα­λιές, ο Μπίλη Τζο τους υπενθύμισε ότι πρέπει να βιαστούν για να ελευθερώσουν και το Ασπρο Σύννεφο με τον Πλάτωνα. Τότε πρό­σεξαν τη Λουντμίλα που καθόταν σε μια πολυθρόνα και παρακο­λουθούσε λυπημένη αυτό το πανηγύρι της λυτρωτικής συνάντησης. Σκεφτόταν τον αγαπημένο της Αλιόσα και την τύχη του...

Τα κορίτσια παρακάλεσαν τα φιλαράκια τους να πάρουν μαζί ■ τους και τη Λουντμίλα, και αν μπορέσουν, να τη βοηθήσουν να ξανα- βρείτον αγαπημένο της, πράγμα που έγινε δεκτό με ιδιαίτερη χαρά και ευχ<χρί<ττη<τη. I Ιοιος δεν ένιωσε την ηδονή μιας κ<ίλής πράξης...

Η Φλιοράνς με βαθιές υποκλίσεις και ρεβεράντζες τούς ξε­προβόδισε (ός την πολιπελέιττατη βασιλική άμαξα, όπου επιβιβά­στηκαν «ο Μεγαλειότατος, τα κορίτσια και η ακολουθία του», όπως ισχυριζόταν αργότερα, με δάκρυα στα μάτια, στον ψυχία­τρό της. Το πρόβλημα ήτανοτι ουτε η καμαριέρα, η Μισε'λ, (θυμό­ταν τίποτα, ούτε ο μονόφθαλμος Τάικ.

Μην τα πολυλογούμε, καμία απόδραση δεν σημεκόθηκε και κανένας συναγερμός δεν χτύπησε πουθενά, όταν τα φιλαράκια μας, πιασμένα από το χέρι, πετούσαν σε χαμηλά ύψος πάνω από το I Ιαρίσι.

Οι άνθρωποι σήκωσαν τα κεφάλια τους. τους είδαν και σχο­λίασαν: «Καινούργιο τσίρκο με πειραματόζωα θα ήρθε στην πόλη μας».

Τα κορίτσια και ο Μπίλη Τζο. για καλό και για κακό, έμειναν

Page 133: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

στο καράβι, και ο Ιωακείμ έφυγε αμέσως για να ελευθερώσει τον Πλάτωνα και το Ασπρο Σύννεφο. Καθοός πλησίαζε στο Πειραμα­τικά Κέντρο, κακά συναισθήματα γέμιζαν την ι^^υχή του. Ένας κό­μπος άγριου μίσους, να τα κάνει όλα σμπαράλια. Εκείνο που τον συγκροτούσε, ήταν η μεγάλη αγάπη που ένιωθε για τα φιλαράκια του και όχι τα τσιτάτα του Μπίλη Τζο, ότι «η βία είναι η μαμή της εξουσίας» και «η εξουσία είναι η κατάρα της ανθρωπότητας».

«Στ’ αρχίδια μου η ανθρωπότητα» ψιθύρισε ο Ιωακείμ, καθώς παραβίαζε τα παράθυρα στον τρίτο όροφο του κτιρίου της διοί­κησης, όπου βρίσκονταν τα αρχεία των κεντρικών αποθηκών της εταιρείας. «Ας μη νοιαζόμουνα για τα φιλαράκια μου, και θα σας έλεγα εγώ, καριόληδες» συμπλήριοσε, ενώ καθόταν μπροστά στο κομπιούτερ. Σε μερικά λεπτά, είχε ανακαλύψει πού βρίσκονταν τα φιλαράκια του. Από κείκαιπέραη υπόθεση ήτανπαιχνιδάκι.

Βρήκε τον Πλάτοίνα και το Ασπρο Σύννεφο στο ίδιο κελί να παίζουν ντάμα του καλού καιρού. Τη ντάμα την είχε κλέψει το Ασπρο Σύννεφο από το μπαρ του Σταρκ μέσα στη φούρια της με­ταφοράς τους στο αεροπλάνο. Το Ασπρο Σύννεφο, ανάμεσα στα πολλά καλά που είχε, όπως να ξέρει τη γλώσσα όλων σχεδόν των πλασμάτων, αλλά και την καταγωγή των αρωμάτων, τους δρό­μους των άστρων και των ανέμων -πλούσια δίόρα του παππού του, τελευταίου μάγου της φυλής του- είχε και κάτι ακόμα, που πολλοί το θεωρούσαν κακό, αλλά αυτόν καθόλου δεν τον ένοια- ζε. Δεν αναγνώριζε κανενός είδους ιδιοκτησία, παρά μόνο αι*τή που κουβαλάς μαζί σου. «Αν έχεις κάτι ανάγκη, αυτό τό χεις πά­ντα μαζί σου, γιατί το χρησιμοποιείς, κανείς δεν μπορεί να σου το κλέψει. Αν όμως σου περισσεύει, θα σου το πάρει ο άλλος που το χρειάζεται». Αυτή ήταν η φιλοσοφία του. Όλα του τα υπάρχοντα τα κουβαλούσε πάνω του. Έτσι, πριν ακόμη αγκαλιάσει τον Ιωακείμ, μάζεψε τη ντάμα και την έβαλε στον κόρφο του.

Σε λίγο, πέταγαν πάνω από το φοβερό «Κέντρο Αναζωογονη-

Page 134: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σης του Ανθρώπου η Αγία Θέκλα», χωρίς καμιά αναταραχή, χω­ρίς κανένα συναγερμό. Έχει δίκιο ο Μπίλη Τζο, σκέφτηκε ο Ιωακείμ. Τα ανεξήγητα συμβάντα τους τρομάζουν περισσότερο, γιατί δεν ξέρουν τον αντίπαλο, και το εχθρικό άγνωστο είναι η πηγή του μεγαλύτερου φόβου. Έκατσε πάνω τους ώμους του Πλάτωνα και άρχισε να του ξύνει τις αυτάρες του, πράγμα που έκανε τον Πλάτωνα να μουγκρίσει από ευχαρίστηση. Το Άσπρο Σύννεφο πέταγε δίπλα τους, κρατώντας όσο πιο πολύ μπορούσε κλειστά τα ευαίσθητα ρουθούνια του.

Στο κατάστρωμα της Θεάς Δήμητρας τους υποδέχτηκαν με χαρούμενες αγκαλιές, φιλάκια μουσκεμένα απ’ το νόστο, γκαρί- σματα και βελάσματα του Πρίαπου, της Λαΐδας και της Αμάλ­θειας που ξανάβλεπαν, επιτέλους, όλη την παρέα μαζί.

Ο Μπίλη Τζο ήθελε να φύγουν αμέσως, αλλά ο Ιωακείμ του είπε πως είναι πολύ κουρασμένος, όχι μονάχα από την ενέργεια που ξόδεψε, αλλά και από τις συγκινήσεις των τελευταίων ημε­ρών. Καλό θα ήταν να μείνουν λίγο να ξεκουραστούν και να ηρε­μήσουν. «Στο κάτω κάτω» είπε, «δεν νιώθεις την ανάγκη να γιορ­τάσεις που βρεθήκαμε ξανά όλοι μαζί σο)οι και ασφαλείς; Τι το επείγον; Κανείς δεν μας αναζητά ούτε νοιάζεται για μας. Άλλω­στε, απόψε όλη σχεδόν τη νύχτα θα την αφιερώσω στα φιλαράκια μου, τους γάτους του Παρισιού» είπε ο Ιοκχκείμ. «Πρέπει να τους ενημερώσω για τις επικίνδυνες ανακαλύψεις της επιστήμης, και για τον άμεσο κίνδυνο να έρθει και στην Ευριόπη ο νομικός εκ­συγχρονισμός που θα επιτρέπει στους μπόγηδες ελευθερία δρά­σης. Έχω να μιλήσω σε πέντε συνελεύσεις απόψε στη Μονμάρ- τρη, εκεί θα μαζευτούνε, γιατί, λέει, έχει ακόμα κεραμίδια».

Ο Μπίλη Τζο δεν ήταν ούτε χαζός ούτε ισχυρογνώμων, οι αντιρρήσεις του Ιωακείμ τον συνέφεραν. Ξαναθυμήθηκε τη συμ­βουλή της γιαγιάς του, της Μαρανιόν: η σοβαρότερη αποστολή του ανθρώπου είναι να μην ξεχνά τις χαρές και τις απολαύσεις της

Page 135: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ζωής. Συμφιύνησε λοιπόν να μείνουν και την άλλη μέρα, να ψωνί­σουν και τα κορίτσια κάτι τέλος πάντων, μιας και βρίσκονταν στο Παρίσι και είχαν στη διάθεσή τους ένα ολόκληρο εκατομμύριο δολάρια. Εξάλλου, και ο Μπίλη Τζο, ο Ιωακείμ και το Ασπρο Σύννεφο έπρεπε να φορέσουν κάτι πιο άνετο και ζεστό στο τα­ξίδι. Όμως, ενώ τα πράγματα πήγαιναν τόσο καλά -και ίσιος γι’ αυτό ακριβώς- ο Μπίλη Τζο εξακολουθούσε να είναι ανήσυ­χος και αγχομένος. Έτσι, αποφάσισαν, αφού τελειώσουν τις δου­λειές τους ο Ιωακείμ και τα κορίτσια, να ςηίγουν από το Παρίσι την επομένη και να κατέβουν τον Σηκουάνα ιός τη Χάβρη, όπου πια θα μπορούσαν να ξεκουραστούν.

Το Ασπρο Σύννεφο, διερμηνεύοντας και την επιθυμία του Πλάτωνα, πρότεινε να πάνε το βράδυ σε ένα αριστοκρατικό ρε- στοράν, όχι μόνο για να γιορτάσουν, αλλά και για να δούνε πώς είναι. «Α πα πα, παιδιά» είπε η Άννη, «ούτε να το σκέφτεστε. Αν δεν είχαμε τις προμήθειές μας, θα πεθαίναμε στην πείνα. Όλα βρόμικα, άνοστα, μεταλλαγμένα. Μια μέρα, η Λουντμίλα ζήτησε μια ντοματοσαλάτα -(»ραία ανάμνηση από ένα ταξίδι της στην Ελλάδα με το τσίρκο της Μόσχας- και το γκαρσόν τη ροπησε: “Με γεύση μπανάνας, ανανά ή γαρίδας;”

»“Με γεύση ντομάτας δεν έχετε;” ξαναρώτησε η Λουντμίλα.»“Ντομάτα, όχι” απάντησε το γκαρσόν, “έχουμε όμως μπα­

νάνα με γεύση ντομάτας”. Μην αγγίζετε τίποτα, σας λέω» κατέ­ληξε κατηγορηματικά η Αννη.

Έτσι, αποφάσισαν την επόμενη νύχτα, που είχε και πανσέ­ληνο, να γιορτάσουν την ελευθερία τους πάνω στο καράβι.

Κάθονταν όλοι στην πλώρη της Θεάς Δήμητρας. Μια χαρού­μενη έξαψη, όπως παιδιών που πάνε κρυφά στη θάλασσα για κο­λύμπι, κάτεχε την παρέα, καθώς όλοι μαζί κατέστρωναν τα σχέ­διά τους για τη γιορτή. Στο βάθος είχαν ήδη αρχίσει να αχνοφαί-

Page 136: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

νονται τα φώτα του λιμανιού της Χάβρης. Όλοι έτρεξαν στην πλώρη. Μόνο η όμορφη Λουντμίλα καθόταν σιωπηλή και λυπη­μένη, αφού ούτε τη γλώσσα καταλάβαινε.

Το πρώτο χαμόγελο της Λουντμίλας άνθισε στα πανέμορφα χείλη της, όταν ο Ιωακείμ τη ρώτησε σε άπταιστα ρωσικά: «Γιατί, ωραία μου πριγκίπισσα, είσαι τόσο θλιμμένη;»

Η Λουντμίλα, από τότε που την απήγαγαν, πρώτη φορά έβρι­σκε άνθρωπο που να μπορεί να του πει την ιστορία της και τα βά­σανά της, τα οποία κατά την ελεύθερη απόδοση του Ιωακείμ εί­ναι κάπως έτσι:

«Κάθε εξουσία, όπως ξέρουμε, αναζητά επιμόνως τη διαιώ­νισή της. Ακόμα κι η μάνα δεν θέλει να μεγαλώσει ο γιος της και ο πατέρας η κόρη του. Πολύ περισσότερο αυτά τα καθίκια που κυβερνάνε τον κόσμο, και μόνο με τα πόδια μπροστά φεύγουνε από την καρέκλα της εξουσίας. Ποιος απ’ αυτούς, αλήθεια, δεν ονειρεύτηκε την αθανασία; Εδώ και πολλά χρόνια, δυστυχώς, η επιστήμη και η τεχνολογία, με τις φοβερές πόρτες που άνοιξαν, της βιοτεχνολογίας, της γενετικής, της γονιδιακής μετάλλαξης και λοιπά, έδωσαν υπόσταση σ’ αυτό το εφιαλτικό όνειρο. Ήδη μεγι­στάνες του πλούτου μπήκανε στην κατάψυξη, με την προσδοκία να αναστηθούν χάρη στις νέες ανακαλύψεις της επιστήμης. Μωρά παράγονται στα εργαστήρια κατά παραγγελία: Αρρην, μελαχρινός με πράσινα μάτια, μήκος πέους, βαθμός ευφυΐας... και τρέχα γύρευε. Ανακαλύψεις και πρακτικές από τις οποίες όλη η παρέα έχει οδυνηρές εμπειρίες. Όμως» συνέχισε ο Ιωακείμ, «όπως μας αφηγείται η ωραία μας φίλη, αυτά δεν συμ­βαίνουν μόνο στη μητρόπολη του διεθνούς ιμπεριαλισμού, αλλά τα ίδια ακριβώς συνέβαιναν και κατά την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είπαμε, η εξουσία είναι πάντα και παντού η ίδια. Η Λουντμίλα, όπως μας πληροφορεί, αυτή και ο αγαπημένος της Αλιόσα υπήρξαν θύματα της προσωπολατρίας».

Page 137: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ο Μπίλη Τζο που πρώτη φορά άκουγε (χυτή τη /.έξη, τον κοί- ταξε ερωτηματικά.

«Προσωπολατρία» είπε ο Ιωακείμ, «είναι η λατρεία του εξου- σιαστή. Ο “δούλος του Θεού”, που λέτε. Παρουσιάστηκε οκ μα­ζικό κοινωνικό φαινόμενο κατά την ιστορική περίοδο του υπαρ­κτοί^ σοσιαλισμού. Είναι γνωστό ότι στο πρόσφατο παρελθόν ο κόσμος ήτανε μοιρασμένος σε δυο στρατόπεδα, τις δύο υπερδυ- νάμεις, όπως τις λέγανε, που τρώγονταν σαν τα σκυλιά. Ένα: σκληρός ανταγωνισμός που δεν περιοριζόταν μόνο στους εξοπλι­σμούς, στους ρυθμούς ανάπτυξης, δηλαδή την αλόγιστη ληστεία του πλανήτη, στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εν ονόματι της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικακυμάτων, αλλά και στους τομείς αιχμής, όπως τους έλεγαν, στην έρευνα και στην τεχνολογία. Όπως ήταν φυσικό, σ’ αυτούς τους τομείς ο ανταγω­νισμός ήταν άγριος και χωρίς κανόνες και ηθική. Οι ίδιες μέθο­δοι ακολουθούνταν και στα εργαστήρια του πειραματικού Κέ­ντρου Μπιλ Κλάστον, και στο Πειραματικό Κέντρο Ποπόφ. Κι εδώ ταλαιπωρούσαν όχι μόνο ζώα και φυτά, αλλά και φαντάρους και καταδίκους. Όμως ώς τη στιγμή που αρχίζει η περιπέτεια της ωραίας μας φίλης, η επιστήμη δεν είχε βάλει ακόμα χέρι στους φιλήσυχους και νομιμόφρονες πολίτες -ώς τη στιγμή, δηλαδή, που η μοίρα του Αλιόσα και της Λουντμίλας συναντήθηκαν με τη φιλοδοξία του Ποπόφ».

Ο Ιωακείμ χώθηκε βαθύτερα στην αγκαλιά της Τζουν. πήρε ένα μεζέ, τράταρε και τη Λουντμίλα, γέμισε δυο ποτηράκια οακή, στράβε, στράβε, τσούγκρισαν και συνέχισε.

«Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, των μεγάλων επιστημονικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων, η Λουντμίλα και ο Αλιόσα ήταν το πιο χαριτωμένο ζευγάρι χορευτών-ακροβατών στο μεγάλο τσίρκο της Μόσχας. Τα πειράματα της γενετικής, αν και νόμιμα, ήταν άκρως απόρρητα, για ευνόητους λόγους, Ο επικεφαλής της ομα-

Page 138: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

δας ερευνών Ποπόφ λάτρευε τον αρχηγό του, που κι αυτός βέβαια δεν του ’χε δώσει μόνο απεριόριστη ελευθερία στην έρευνα, δεν είχε δώσει μόνο το όνομά του στο μεγαλύτερο και πιο προηγμένο κέντρο πειραμάτων, αλλά και γερά κονδύλια για τις έρευνές του.

»Ο Ποπόφ ήταν, όντως, παγκόσμια κορυφή στον τομέα της γενετικής. Καθώς οι κλάδοι της γενετικής και η τεχνολογία προ­χωρούσαν στις μεγάλες ανακαλύψεις, το όνειρο του Ποπόφ, η με­γάλη φιλοδοξία της ζωής του, να κάνει τον αρχηγό του αθάνατο, έπαιρνε σάρκα και οστά. Οι δυνατότητες ήταν εκπληκτικές, διότι μπορούσες να αναπαράξεις το πρωτότυπο βελτιωμένο όχι μόνο βιολογικά, αλλά και αισθητικά. Άλλωστε, δεν υπάρχει εξουσία που να μην είναι φτιασιδωμένη. Ήθελε λοιπόν, με την ευκαιρία αυτή, να του δώσει και νέο λουκ, όπως θα έλεγαν οι γλωσσοπλά­στες διαφημιστές μας, λίγο περισσότερο ύψος, λίγη χάρη, ειλικρι­νές βλέμμα, και όποιες αλλαγές τέλος πάντων απαιτούνταν για να κάνουν έναν αρχηγό ελκυστικό και ακαταμάχητο. Ήταν τόση η “απαξίωση” του πολιτικού βίου, ώστε αναπτύχθηκε ένας ολό­κληρος κλάδος της επιστήμης, της τεχνολογίας και της παραγω­γής με στόχο να αντικαταστήσει την ουσία με την εντύπωση, ο γνωστός σε όλους μας κλάδος των ίματζμέικερ, που ώθησε την οι­κονομία προς τα μπρος και εξασφάλισε νέες θέσεις εργασίας. Αυτός ο κλάδος των εικονοκατασκεΐ'αστών, που ο μοναδικός σκοπός του ήταν να κάνει την εικόνα του αρχηγού, και γενικό­τερα της εξουσίας, ελκυστική και ακαταμάχητη, γεννήθηκε, πού αλλού, στο μεγαλύτερο κέντρο ιδεολογικής προπαγάνδας και ρα­τσισμού, στο Χόλιγουντ.

»Πώς λοιπόν ο Ποπόφ να μη φιλοδοξεί να συντρίψει τον αντί­παλο και να αλλάξει την εικόνα του αρχηγού, όχι μόνο αισθητικά αλλά και βιολογικά, κάνοντάς τον αθάνατο. Η πρόκληση ήταν όντως μεγάλη. Το μόνο που τον απασχολούσε, ήταν πώς και πού θα έβρισκε το κατάλληλο υλικό.

Page 139: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

»Εκείνο το βράδυ, η παράσταση του Αλιόσα και της Λουντμίλας ήταν “ένας χορός της χάρης, της ομορφιάς και της ύψιστης αισθητι- κήςτου έρωτα”, όπως έγραφε ο καλλιτεχνικός συντάκτης του Κοο- κοντίλ. Αυτή η μαγεία των κινήσείον, η χάρη και η ομορφιά ενός έρωτα αποκλειστικού, δίδυμου, σιαμαίου, ερμαφρόδιτου, που με'σα του στροβιλιζόταν το πανέμορφο ζευγάρι, αντί να γεμίσει με τρυφε­ρότητα και αγάπη την καρδιά του Ποπόφ, που καθόταν στα πρώτα καθίσματα τιμής ένεκεν -αφού ήταν τέσσερεις φορές ήρωας της ερ­γασίας για τις ανακαλύψεις του- γέννησε την ιδέα στο μυαλό του να κάνει τα παιδιά πειραματόζωα για την αθανασία του αρχηγού. Αν κατάφερνε ταυτόχρονα να του μεταδώσει όσες μπορούσε από τις χάρες του ζευγαριού, θα γινόταν ακαταμάχητος.

»Ε, από δω και πέρα» συνόψισε ο Ιωακείμ, «δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς πόσο εύκολα στήθηκε η προβοκάτσια, και τα παιδιά, χωρίς θόρυβο, βρέθηκαν στα χέρια της Κα Γκε Μπε, και από ’κεί για λόγους εθνικής ασφαλείας στα χέρια του Ποπόφ.

»Τώρα βέβαια, ο Ποπόφ, αν και μαρξιστής, φαίνεται πως δεν κάτεχε γρυ από διαλεκτική. Διαφορετικά, θα γνώριζε αυτό που λένε οι Έλληνες, ότι τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους. Δηλαδή, θα ήξερε πως οποιοδήποτε καθίκι της εξουσίας αποκτούσε τις χάρες, τον ερωτισμό, την τρυφερότητα του Αλιόσα και της Αουντμίλας, απλώς θα έπαυε να είναι εξουσία. Όμως. ο Ποπόφ ανήκε στους πρωτοπόρους αρουραίους του νέου κόσμου, στους ηλιθίους υψηλής τεχνολογίας, που στερούνται και στοιχει­ώδους εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης, που λένε.

»Έτσι απλά καθορίστηκε η μοίρα του Αλιόσα και της Λονντ- μίλας. Το τι τους έκαναν, δεν το γνωρίζουμε ακριβώς, αφού η Λουντμίλα προσπαθεί να απαλλαγεί από τις τρομερές αναμνή­σεις εκείνης της εποχής. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι πέθανε ο αρχηγός, πέθανε ο Ποπόφ, αλλά τα πειράματα συνεχίζονταν

Page 140: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

κανονικά. Ο κάθε διάδοχος στην εξουσία, μαζί με τα κλειδιά για τις πυρηνικές βόμβες, έπαιρνε και τους κωδικούς του μυστι­κού κέντρου αθανασίας, κι αφού έκανε το απαραίτητο σχόλιο, “ρε, το ρουφιάνο, ευτυχώς που δεν πρόλαβε”, έκανε πως το ξέ­χναγε, μήπως και προλάβει στη θητεία του να γίνει αυτός αθά­νατος. Αυτό κράτησε ώς την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρ­κτού σοσιαλισμού, όπου έγινε της πουτάνας, που λένε, ο κλέψας του κλέψαντος, ώς και τον αστροναύτη ξεχάσανε νηστικό στο διάστημα, όπως έγραφαν οι εφημερίδες εκείνης της εποχής.

»Την ιστορική αυτή στιγμή, η Λουντμίλα και ο Αλιόσα βρί­σκονταν στο στάδιο των βρικολάκων, όπως τους ονόμαζε η Μα- ρούσκα. Όχι, μην πάει ο νους σας σε τίποτε άγριο και εφιαλτικό, απλώς τα παιδιά παρέμεναν ανεπηρέαστα από το χρόνο. Δη­λαδή, η Λουντμίλα παρέμενε σταθερά είκοσι χρόνων κι ο Αλιόσα είκοσι πέντε, παρά τα χρόνια που πέρασαν από τη σύλληψή τους. Επίσης τη νύχτα είχαν τη δυνατότητα να πετσύν. Η μόνη αλλαγή στα χαρακτηριστικά τους ήταν ότι τα χείλη τους ομόρφυναν αφά­νταστα, δεν νομίζ(ι) ότι χρειάζεται ιδιαίτερη περιγραφή, τα βλέ­πετε στο πρόσωπο της ωραίας μας ((»ίλης. Δυο φιλήδονες βεντού­ζες για βαθιά, ρουφηχτά φιλιά» είπε ο Ιωακείμ, δείχνοντας τη Λουντμίλα. «Κατά τα άλλα, παρέμει ναν δυο κανονικά πλάσματα, με λογική, αισθήσεις και αισθήματα.

»Σ' αυτή τη φάση βρίσκονταν, όταν το μυστικό Πειραματικό Κέντρο έπεσε στα χέρια της μαφίας. Ξεπούλησαν ό,τι ήταν εύ­κολο για πούλημα, αλλά τον Αλιόσα και τη Λουντμίλα δεν ήξε­ραν τι να τους κάνουν. Με την ελπίδα να τους πουλήσουν σε κα­νένα ξένο Πειραματικό Κέντρο, είπαν στη Μαρούσκα, την καθα­ρίστρια και πρώην μέλος της Κα Γκε Μπε, να τους συντηρεί όπως πρώτα, όσο τουλάχιστον υπήρχαν εφόδια.

»Σ' ένα ταξίδι του Σταρκ στη Μόσχα, εκεί που τα κοπανού­σανε με το Ρώσο μακαντάση του Ιγκόρ -γιόρταζαν τη συμφωνία

Page 141: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

για την αγορά από τον Σταρκ τεσσάρων πυρηνικών πυραύλοον μέσου βεληνεκοΰς- κι αφού καταναλώσανε μερικά μπουκάλια εκλεκτό γαλλικό κονιάκ, ο Ιγκόρ του είπε για το ζευγάρι των “βρικολάκων” και τον ρώτησε μήπως ήξερε κανέναν που να εν­διαφερότανε. Το επιχειρηματικό μυαλό του Σταρκ, παρά το άγριο μεθύσι, λειτουργούσε ρολόι. Ζήτησε να δει την κοπέλα, και μόλις αντίκρισε την πανέμορφη Λουντμίλα, κατάλαβε ότι βρίσκε­ται μπροστά σε κελεπούρι. Μια πουτάνα βρικόλακας erro Πα­ρίσι... Τι ατραξιόν, τι διαφήμιση για το μπορντέλο, τι μονέδα. Μια πουτάνα πανέμορφη κι αγέραστη, μια πουτάνα εφ' όρου ζίοής. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα ο Σταρκ δεν φανταζόταν τέ­τοιο κελεπούρι.

»Από δω τον είχε, από ’κείτον είχε τον Ιγκόρ, κατάφερε να του πουλήσει τη Λουντμίλα για πέντε κάσες ουίσκι και δέκα κού- τες Μάλμπορο. Έτσι, η ωραία μας φίλη κατέληξε στο διάσημο μπορντέλο Le Paradis, ενώ η τύχη του Αλιόσα αγνοείται...»

Ο Ιωακείμ έμεινε για λίγο σιωπηλός, κοίταξε τ’ άστρα και ση- κο3θηκε. Ευτυχούς, οκέφτηκε, έχο) ενημεροχιει τις γάτες του Παρι­σιού για τους κινδύνους που διατρέχουν.

Η ζο)ή αναπάντεχα πολλές φορές σκαρώνει όμορφες ιστο­ρίες, γλυκές συναντήσεις, και υφαίνει βαθιές φιλίες. Μια τέτοια συνάντηση, το λοιπόν, έγινε εκείνη τη νύχτα της πανσέληνου στο λιμάνι της Χάβρης όπου ήταν αραγμένη η Θεά Δήμητρα. Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά, για να μπορέσουμε να εκτιμή­σουμε την αξία αυτής της συνάντησης.

Ένα μουντό απόγευμα, ο Διάβολος καθότανε, λέει, σ' ένα βραχάκι σε μιαν έρημη ακρογιαλιά. Μπροστά του η θάλασσα, ένας μολυσμένος πολτός που μύριζε σάπιο μη-ανακυκλώσιμο θά­νατο. Πρώτη φορά μέσα σε τόσες χιλιάδες χρόνια ύπαρξής του, ένιωθε ηττημένος και άχρηστος. «Πέρσεψε τόσο το κακό στον

Page 142: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

κόσμο, τι σχατά θα κάνω εγώ;» μονολογούσε γεμάτος θλίψη και φόβο, δυο συναισθήματα άγνωστα μέχρι τότε σ’ αυτόν. Και πράγ­ματι, αυτά τα συναισθήματα, που πρώτη φορά ένιωθε ο Διάβολος στη μακραίωνη ύπαρξή του, δεν ήταν άσχετα με την πραγματικό­τητα. Οι άνθρωποι τον είχαν ξεπεράσει στην κακία, στην ψευτιά, στις δολοπλοκίες και στην ποικιλία του εγκλήματος. Δεν ήταν μόνο η απώλεια της δουλειάς, δεν είχε πια πού να βάλει την ουρά ταυ, που λένε. Κυρίως τον τρόμαζε η επιστήμη και η τεχνολογία. Αυτές ήταν που τον πέρασαν σε δεύτερη και τρίτη μοίρα, και όπου νά ’ναι, θα τον αντικαθιστούσαν πλήρως. Ποτέ αυτός, ο δαι­μόνιος Διάβολος, δεν κατόρθωσε, ούτε στην πιο τολμηρή φαντα­σία του, να ονειρευτεί τόσες ανεπανόρθωτες καταστροφές και επικίνδυνες ανακαλύψεις... «...Δεν έπρεπε να τους δώσω για κί­νητρο του κακού το κέρδος» σκέφτηκε, «αυτοί, όπου νά ’ναι, θα με κάνουν γονίδια και θα με πουλήσουν για πέντε παράδες».

Αλλά και στο υπερπέραν είχαν γίνει τόσο σημαντικές αλλα­γές, που έφεραν τα πάνω κάτω, που λένε.

Όλα ξεκίνησαν όταν ο Θεός αποφάσισε να γιορτάσει το μιλέ- νιουμ. Ε, πώς να κάνεις γιορτή με θεούσες, ενάρετους, παπάδες και επιστήμονες; Γίνεται; δεν γίνεται. Ούτε βέβαια με Μπαχ και Μπετόβεν... Ε, άμα το φαΐ είναι άνοστο, το αλατοπίπερο δεν σκέ­φτεσαι προπα; Ο Θεός σκέφτηκε το Διάβολο κι έστειλε αγγελιο­φόρο να τον φέρει επειγόντως στον Παράδεισο, να του ζητήσει τη συμβουλή του πώς θα οργανώσει ένα γλέντι της προκοπής, αντάξιο των περιστάσεων.

Ίωρα είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με όσα μας λένε οι παπάδες, οι δάσκαλοι και οι κάθε είδους προϊστάμενοι και εξουσίες, κάθε άτακτο παιδί, καθένας δηλαδή που βγαίνει από τα όρια της υπο­κρισίας τους, πάει κατευθείαν στην Κόλαση. Ενώ εκείνοι που εί­ναι αφοσιωμένοι και... υπάκουοι, πάνε κατευθείαν στον Παρά­δεισο. Άμα όμως έχεις ξοδέψει άχαρα τη ζωή σου και έχεις σκο­

Page 143: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τώσει την ψυχή σου, τι ψυχή να παραδοκτεις! Αυτό, βέβαια, δεν τους αφορά, αφού τότε θα είναι αργά για να τους ζητήσεις το λόγο. Πάντως, ο Θεός κάποια στιγμή αντιλήφθηκε τρομαγμένος ότι ο Παράδεισος είχε γεμίσει με νεκρές ψυχές, που ήταν αδύνα­τον να τις αναστήσει στον αιώνα τον άπαντα, αφού απέδειξαν άτι ήταν ανίκανοι να χαρούν την πρώτη τους ζωή. Δηλαδή, ο Παρά­δεισος ακολουθούσε την απαξίωση της ζωής επί της γης. Γι' αυτό ο Θεός σκέφτηκε, με την ευκαιρία των δυο χιλιάδων χρόνων από την έλευση του γιου του να κάνουν ένα γλέντι μπας και ζωντανέ­ψει λίγο ο Παράδεισος. Είναι επίσης γνωστό, από τα ωραία μας τραγούδια, τι κάναν ένα βράδυ πέντε Έλληνες στον Αδη.

«Θα σου ετοιμάσω ένα πρόγραμμα» λέει ο Διάβολος στο Θεό, «που αν δεν αναστήσει αυτούς τους μαλάκες που μάζεψες εδα>, ξέχνα τη Δευτέρα Παρουσία».

Και νά τοι, ένας ένας περνάνε την πόρτα του Παραδείσου, άλ­λος με το τζουρά του, άλλος με το μπαγλαμαδάκι του κι άλλος με το μπουζούκι του. Σεμνοί, με την τρυφεράδα του λειασμένου βρά­χου, αλλά και την ουσία της αυτονομίας τους μέσα στο σύμπαν. Ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, η Μαρίκα, ο Ζαμπέτας. η Μπέλου. ο Πα- παϊωάννου και άλλοι πολλοί, υφαίνοντας ο καθένας στον δικό του δρόμο τα μεράκια και τους σεβντάδες του κόσμου, τότε που ο κόσμος ένιωθε. Παρ’ όλ’ ακτά, καμιά απολύτως χασμωδία. Τα τα- ξίμια ανέβαιναν ψηλά, αύρες μυρωμένου αέρα, ςχος που διώχνει τις σκιές της ψυχής, λύνει τους κόμπους και συνταράζει το είναι σου με ρυθμούς καταιγίδας. Κι ύστερα μικροί ρυάκια τρυφερότη­τας και νόστου γεμάτα από το γλυκό αχ...

Ακολουθούσαν οι μοιχαλίδες, με σεμνό, λάγνο βλέμμα, περ­πάτημα πέρδικας, κι ένα κουμπάκι από το πουκάμισο ανοιχτό στο κρίσιμο σημείο του στήθους. Πιο πίσω οι αλανιάρηδες, ch γν- ναικάδες, όλων των ειδών οι αμαρτωλοί του έρωτα. Και βέβαια, δεν μπορούσαν να λείψουν οι καυλοραπαν(δες, αντες που απο­

Page 144: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

πλάνησαν θειους, ξαδέρφους, φίλους του μπαμπά, καθηγητές, ακόμα και παπάδες. Ξαφνικά, ο Θεός, που χωρίς να το θέλει κουνούσε το πόδι του στους ρυθμούς της μουσικής, είδε τα μαρα­μένα λουλούδια του Παραδείσου να ορθώνουν τα κορμάκια τους, να ανοίγουν τα πέταλά τους και να αφήνουν μικρά συννεφάκια από τα εκλεκτότερα αρώματα του κόσμου. Τότε για πρώτη φορά, ο θεός συνειδητοποίησε ότι την πιο όμορφη δύναμη της ζωής, το ερωτικό πάθος, την έχει εκχωρήσει στο Διάβολο. Εκείνη την ώρα ο Αρχάγγελος Μιχαήλ παρακάλεσε το θεό να άρει, έστω και για λίγο, το άφυλον των αγγέλων για να πάρουν μέρος στο διονυ­σιακό γλέντι που άναβε φωτιές στον Παράδεισο. Όταν ο θεός έδωσε τη συγκατάθεσή του, στρατιές αγγέλων όρμησαν μέσα στα όλα. Δαφνοστεφανωμένες εταίρες, αλλά και πολύπειρες μοιχαλί­δες τούς μάθαιναν τα μυστικά του έρωτα, ενώ οι καυλοραπανίδες αποπλανούσαν τα ευτυχισμένα αγγελάκια.

Όλα του Παραδείσου ζωντάνεψαν, όλα απόκτησαν υπό­σταση, το καθένα κατά τις χάρες του και τις προσφορές του, μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι του Παραδείσου παρέμεναν θεατές σ’ αυτή την αναστάσιμη λειτουργία της ζωής.

Ο θεός κατάλαβε πως, αν ήθελε να εξασφαλίσει τη Δευτέρα Παρουσία, έπρεπε να προχωρήσει σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις, που θα έφερναν και θα κρατούσαν ζωντανές τις ψυχές στον Πα­ράδεισο. Είπε στο Διάβολο να πάρει στην Κόλαση όλους τους προηγούμενους κατοίκους του Παραδείσου, κράτησε στον Πα­ράδεισο τις στρατιές των κολασμένων που του έστειλε ο Διάβο­λος για το γλέντι, και έδωσε εντολή στον Άγιο Πέτρο, από δω και στο εξής μόνο στους ασυμμόρφωτους να επιτρέπει να μπαίνουν στον Παράδεισο. Έτσι, η Κόλαση γέμισε με νεκρές ψυχές, και ο Διάβολος έχασε και τον πάνω και τον κάτω κόσμο.

Δεν έφτανε που ο θεός πήρε από την Κόλαση τον έρωτα και τον πήγε στον Παράδεισο, δεν έφτανε που η επιστήμη και η τεχνο­

Page 145: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

λόγια του πήραν τη δουλειά, δεν έφτανε που το κίνητρο του κέρ­δους αποδείχτηκε ισχυρότερο απ’ αυτόν στην εξάπλοκτη του κα­κού, τώρα, μέσα στη μοναξιά του και στη θλίψη του, ο Διάβολος περισσότερο ένιωσε παρά αντιλήφθηκε ότι. οι άνθρωποι του στέ­ρησαν το πιο πολυτ.μν) δώρο, τη ο ολΊΓΉριά μιας διαο/ίνας. Φταίνε βέβαια οι άνθρωποι, του.. ρνήθηκαν τον παραδεισένιο δρόμο τον έρωτα για τη διαιώνιση 'ον είδους και κατέφυγαν στην τεχνητή γονιμοποίηση και στην εργαστηριακή παρανονή της ζωής. Α/λά σύμφωνα με τον χριστιανισμό, έβαλε το χεράκι του και ο Θεός. αφοΰ είναι ο πρώτος διδάξας τόσο της τεχνητής γονιμοποίησης -η γνωστή ιστορία με τον κρίνο- όσο και της κατασκευής της Εύας από το πλευρό του Αδάμ. Αγγελούδια χωρίς αγγελίνες, διαολάκια χωρίς διαολίνες. Αυτή η υπαρξιακή απαξίωση της γυναίκας από τον χριστιανισμό κατέστησε τη γυναίκα ένα απλό σκεύος εκτρο­φής, και τον αρσενικό ακόνιο κυρίαρχο και χρήστη του κόσμου.

Ένα ποτάμι από σκέψεις έτρεχε στο μυαλό του, ενώ για πρώτη φορά στην αιώνια ζωή του κατεχόταν από συναισθήματα φόβον και άγχους. Ε, και όσο υπάρχουν συναισθήματα, υπάρχει και η δυ­νατότητα να διασαλευθεί η τάξη. Τότε για πρώτη φορά τού ήρθε στο μυαλό η ιδέα -όπως στους καλούς στραηγούς. που την ώρα που χάνουν τη μάχη, κάνουν έναν ευφυή ελιγμό και παίρνουν τη νίκη- να αλλάξει την αποστολή του, να υπηρετήσει το καλό. Το κακό δεν χρειάζεται συμβουλάτορα πλέον, οι άνθρωποι κουβαλάνε την κόλαση μεσάτους. Η αμαρτία, η σκανδαλιά, η παρεκτροπή εί­ναι να είσαι καλός άνθρωπος, μάγκας, τρυφερός, ερωτιάρης, όλα τέλος πάντίον τα τρυφερά κι αγαπησιάρικα, που όλο και πιο δύ­σκολο γίνεται να τα νιώσει κανείς. Και α>ς πρώτη πράξη στη νέα του αποστολή αποφάσισε: θα κάνω έναν τέλειο (ϊ\·θρωπο. για να δούμε πώς θα τα καταφέρει να επιζήσει μέσα σ* αντόν το φοβερό κόσμο. Και επειδή ο Διάβολος ποτέ δεν ήταν υπέρ της τεχνΐ]Π)ς γοΥΐμοπνκ- ησης, σκάρωσε τα σχέδιά του στα ανθρώπινα μέτρα

Page 146: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ένα όμορφο μαγιάτικο πρωινό, η ωραία Αρσινόη πήγε για λουλουδάκια, ο Περικλής ο δάσκαλος για χορταράκια, και... και εγένετο Ποιητής, καρπός αιφνίδιου, τρυφερού και παθιασμένου έρωτα. Εκείνου που και των δυο η φαντασία συνεισφέρει στους δρόμους της ηδονής και στα μελένια συναισθήματα.

Ωραίος, έξυπνος, γοητευτικός. Μα δεν ήταν αυτά, τα εξωτε­ρικά χαρίσματα, που τον έκαναν εξαιρετικό. Ο Ορφέας ήταν ολόκληρος ένα συναίσθημα, μια αισθητική πρόταση, ένας δρόμος αγάπης και κατανόησης, γι’ αυτό και οι φίλοι του τον έβγαλαν Ποιητή, χωρίς ποτέ να γράψει ένα οτίχο στη ζωή του. Όμως είχε και ένα μεγάλο ελάττωμα για τον κόσμο μας, έλεγε φωναχτά και απερίφραστα αυτό που πίστευε κι αυτό που ένιωθε.

Ο Ορφέας ήταν καρπός δεύτερης γενιάς Ελλήνων πολιτικοίν προσφύγων στην Τασκένδη. Από μικρός πέρναγε τις τάξεις με βραβεία και άριστα. Στα είκοσι πέντε του διηύθυνε ένα από τα μεγαλύτερα ινστιτούτα φιλολογίας της Σοβιετικής Ένωσης. Βέ­βαια, ο διάβολος, όπως και ο θεός, ήταν ανθρωποκεντρικός -δεν είχε ιδέα από οικολογία. Έτσι και ο Ποιητής, όπυος και πολλοί άλλοι άνθρωποι, παγιδεύτηκε στην ανθρο)ποκεντρική αντίληψη για τη φύση και τον κόσμο και στο μηχανιστικό ορθολογι σμό της ανθροΜτινης ύπαρξης. Όμως τον Ορς>έα, ενώ πίστευε στη μαρξι­στική φιλοσοφία και στο κόμμα, πάντα κάτι τον εμπόδιζε να απο­δεχτεί πλήρως τον ορθολογισμό τους. Η πίστη του στο μεγάλο ιδανικό του κομουνισμού παρέμενε πάντα συνδεδεμένη με τις αι­σθητικές, συναισθηματικές και αισθησιακές κεραίες της ψυχού­λας του. Γύρω του συνέβαιναν πολλά πράγματα που τον έθλιβαν και τον στενοχωρούσαν, αλλά μην ξεχνάμε πως στον αιώνα μας μια λέξη κλήθηκε να εξαγνίσει τα ανίερα μέσα για την επίτευξη του ιερού σκοπού, η λέξη αναγκαιότητα. Αποτέλεσμα αυτής της λοβοτομής είναι η'Υβρις που βιώνει η ανθρώπινη κοινωνία.

Αργότερα, μέσα από τρυφερά μονοπάτια χαράς, αγάπης και

Page 147: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ηδονής, η ζωή θα τον οδηγούσε σε άλλα συμπεράσμίίτα: 'Οτι ο μεγα­λύτερος, ο πιο ουσιαστικός αντίπαλος της επανάσταιτης είναι η εξου­σία της επανάστασης. 'Οτι η ανθρώπινη κοινωνία ήταν η πιο (>άρ- βαρη, ανειλικρινής και μίζερη, και ότι, αν ο άνθρωπος ήθελε την ευ­τυχία του, έπρεπε να διαβεί το σύνορο του είδους του και να συναρμοστεί στην πλατιά κοινωνία της πλάσης, στην ελεύθερη έκ­φραση της αισθησιακής αγάπης. Να αναγνωρίσει τα όρια του ζωτι­κού του χώρου μέσα στα όρια του ζωτικού χώρου της φύσης, και να αποδεχτεί την αναγκαιότητα και του δικού του θανάτου στον φυσικό κύκλο της ζωής. Για την ώρα, ο Ορφέας άλλα πράγμοπα πιστεύει ως αναγκαιότητες και είναι αφοσιωμένος στα επιστημονικά του όνειρα. Ώσπου ο ΓΙοπόφ, όταν άρχισε τα πειράματα αθανασίας με τον Αλιόσα και τη Λουντμίλα -ύστερα από μιαν ενδελεχή έρευνα της Κα Γκε Μπε, που το συμπέρασμά της ήταν «άψογος»- τον πήρε (ττην ομάδα του, στο μυστικό I Ιειραμαπκό Κέντρο, για να οργανώ­σει το πρόγραμμα κουλτούρας του ανανεωμένου αρχηγού. Ο Ορφέας, (>ταν είδε τι συνέβαινε, αντέδρασε και δήλωσε πως αρνεί- ται κατηγορηματικά να πάρει μέρος σε τέτοιου είδους πειράματα.

Γλίίτωσε το ψυχιατρείο χάρη στην αγάπη και (ττην τρυφερό­τητα που ενέπνεε στους ανθρο)πους. Χέρια φιλικά ετοίμασαν χαρτιά και αποφάσεις, και ο Ορφέας, αντί του ψυχιατρείου, βρέ­θηκε εξόριστος σ’ ένα φυλάκιο στη μέση της άγριας τούντρας της Σιβηρίας. Κάθε μήνα πέρναγε ένα αεροπλάνο και τους έριχνε εφόδια και την αλληλογραφία. Στο φυλάκιο ήταν ένας δεκανέας, δυο στρατιοπες κι ο Ποιητής, τέσσερεις ψυχές όλες κι όλες.

Όπως ήταν φυσικό, στις δραματικές αλλαγές που ακολούθη­σαν την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ποιος θα θυμόταν τέσ­σερεις ψυχές σ’ ένα φυλάκιο στην ερημιά της Σιβηρίας, που κα­νείς δεν ήξερε τι φύλαγε. Στον δεύτερο μήνα που δεν φάνηκε το αεροπλάνο, οι στρατιώτες ανήσυχοι αποφάσισαν να γυρίσουν στα σπίτια τους και να δούνε τι συμβαίνει.

Page 148: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ο Ποιητής είπε άτι θα έμενε, είπε άτι δεν είναι δυνατόν να χά­θηκαν όλες οι επαφές, ότι τώρα, που, απ’ ό,τι φαίνεται, το παγκό­σμιο κίνημα περνάει κάποιες δυσκολίες, σίγουρα θα τον χρειάζο­νταν οι σύντροφοι και θα έψαχναν να τον βρουν. Άρα έπρεπε να μείνει στο πόστο του, και άλλα τέτοια, ό,τι τέλος πάντων θα έλεγε ένας αγιάτρευτα ρομαντικός κομουνιστής, βλέποντας πως το πα­γκόσμιο κίνημα βρίσκεται σε κίνδυνο. Άλλωστε, όπου νά ’ναι, μπαίνει ο χειμώνας, κατέληξε. Θα περίμενε ώς την άνοιξη και θα αποφάσιζε. Ήρθε η άνοιξη, αλλά όπως ήταν φυσικό, κανείς δεν φάνηκε. Οπότε ξεκίνησε αυτός εις αναζήτησιν του κόμματος· ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, φορτώθηκε τα απαραίτητα υπάρχο­ντά του, και ξεκίνησε με οδηγό τα άστρα και τις γεωγραφικές του γνώσεις να βρει τη θάλασσα, βαδίζοντας πάντα νοτιοδυτικά.

' Υστερα από ένα μήνα πορεία στην έρημη τούντρα, έφτασε επιτέλους στην αρχή ενός μεγάλου δάσους, που, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, έπρεπε να το περάσει για να βρει δρόμο προς τη θάλασσα. Πριν ακόμα μπει στο δάσος, είδε τα μαύρα σύννεφα που πύκνο)ναν και έβραζαν, προμηνώντας την καται­γίδα. Ξαφνικά, εκεί που έψαχνε να βρει καμιά σπηλιά για να προφυλαχτεί και να περάσει τη νύχτα που ερχόταν με γοργά βή­ματα, άκουσε κάτι σαν αναφιλητό μικρού παιδιού. Κατευθύνθηκε προς την πηγή της φωνούλας και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα μωρό αρκούδας κρεμασμένο τ’ ανάποδα από ένα κλαρί. Ποιος ξέρει πώς ξελογιάστηκε καιτό ’σκάσε απ’ τη μάνα του. Σε κάποιο παι­χνίδι προφανώς, καθώς σάλταρε, η πατούσα του πιάστηκε στη δι­χάλα του κλαριού και κρεμάστηκε. Το λευτέρωσε σηκώνοντας το απαλά και το πήρε στην αγκαλιά του. Εκείνη τη στιγμή ξέσπασε με ορμή η καταιγίδα. Ευτυχώς, έγκαιρα βρήκαν μια σπηλιά και μπήκανε μέσα. Ο Ποιητής άναψε φωτιά και περιποιήθηκε το τραύμα του. Ευτυχώς, δεν είχε σπάσει τίποτα, ένα βαθύ γδάρσιμο μόνο. Ήταν θηλυκό αρκουδάκι. Τον κοίταζε με τέτοια λατρεία

Page 149: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

και αφοσίωση, ώστε για προ/τη φορά (ττη ζο>ή του, αυτός, ο ταγμέ­νος σωτηρας της ανθρωπότητας, ένιοκτε τα πιο όμορφα. ‘/νησιά και τρυφερά συναισθήματα ανταπόδοσης.

Από την ώρα που την πήρε στην αγκαλιά του και έριξε τα χε­ράκια της γύρω από το λαιμό του, τον έλκοσε στα φιδάκια και στα τρυφερά γρυλίσματα. Τωρα, μόλις γιατροπόρεψε το ποδαράκι της, τον κοίταζε με τέτοια λατρεία και τσαχπινιά, που ο Ποιητής χωρίς να το θέλει, εντελώς αυθόρμητα, την έσφιξε στην αγκαλιά του. Είχε ξεχάσει κιόλας το πονεμένο ποδαράκι της και την περι- πέτειά της, και τού ’καμνε του κόσμου τα παιχνίδια και τις τρυφε­ράδες. Έκανε τάχα μου πως θύμωνε και τον ψιλοδάγκανε, καθό­ταν πάνω στο στήθος του, του τράβαγε τα μαλλιά, έχουνε το κε­φάλι της στο λαιμό του και προσπαθούσε να του δαγκοόσει τ’ αυτιά, ενώ ξαφνικά σταματούσε και τον κοίταζε με τους λαμπε­ρούς αχάτες των ματιών της, τόσο βαθιά, όσο και η σκο.τή.

Ο Ποιητής ή ο Ορφέας -όπως κι αν τον πούμε, ο ίδιος παρα­μένει- όσο κι αν πήγαινε πίσω στη ζωή του. προπη φορά ένιωθε τέτοια πληρότητα και αθωότητα συναισθημάτων. Η τόσο όμορφη ιδεολογία του, αποσπασμένη από το βίωμα, μέσα σε μια κοινω­νία πλήρους ανταγωνιστική και πολύμορφα εξουσιαζόμενη, δεν μπορούσε να εκφραστεί στις ανθρώπινες σχέσεις, η δε ανθρωπο­κεντρική φιλοσοφία του τον εμπόδιζε να δει την ευρύτερη κοι\ν> νία της πλάσης, το βάθος, τον πλούτο, την αλληλεξάρτηση της ζωής, και κυρίως να αντιληφθεί ότι η φύση δεν αποτελείται απλοίς από αντικείμενα προς χρήσιν.

Έξω, η καταιγίδα χάλαγε κόσμο, μέσα στη σπηλιά ο Ποιητής ζούσε, όπως διηγόταν αργότερα στον Κριλένκο, «την υψηλότερη αισθητική των ωραίων συναισθημάτων, την πρώτη μαγική ννχτα της ζωής του». Ύστερα από ένα υπέροχο γεύμα με ψητά μανιτά­ρια, μυρωδάτο τσάι του βουνού και για επιδόρπιο ατό ένα με­γάλο κομμάτι κερήθρα, με μέλι γεμάτο από τα αρώματα των λοο*

Page 150: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

λουδιών, κοιμήθηκαν αγκαλιά έναν βαθύ, παιδικό ύπνο. Τον ξύ­πνησε με φιλάκια. Από μωρό είχε να νιώσει μια τέτοια πουπουλέ­νια αφύπνιση γεμάτη σαν καραμέλα από γλυκές προσδοκίες.

Όταν όμως καλοξύπνησε, συνειδητοποίησε πως δεν είχε κα­νένα δικαίωμα να σκλαβώσει ένα τόσο χαριτωμένο πλάσμα στη βάρβαρη κοινωνία των ανθρώπων. Έψαξε μήπως βρει τη μάνα του, μα στάθηκε αδύνατον. Προσπάθησε να της ξεφύγει, μα όλες οι προσπάθειες κατέληγαν σ’ ένα χαριτωμένο κρυφτό, που διέ- βρωνε κάθε αντίστασή του. Αποφάσισε να την πάρει μαζί του, να μοιραστεί τη μοίρα της κι αυτή τη δική του, αφού δεν γινόταν αλ­λιώς. Στο κάτω κάτω, ήταν η πιο όμορφη, η πιο γλυκιά συντροφιά που είχε ώς τώρα στη ζωή του.

Ο Ποιητής, όπως είπαμε, ήταν ψηλός, όμορφος και γεροδεμέ­νος άντρας, όμως η πορεία μέσα στο δάσος ήταν δύσκολη, και το)ρα γινόταν ακόμα δυσκολότερη, αφού εκτός από το νοικοκυ­ριό τους που το κουβαλούσε στην πλάτη του, ήταν και η Χιουρέμ -Γελαστή- όπως τη βάφτισε, που ήθελε συνέχεια αγκαλιά. Όταν την κατέβαζε να περπατήσει, έκανε τάχα πως πονάει το ποδα- ράκι της, ξάπλωνε ανάσκελα, το σήκωνε ψηλά, έκλαιγε και γρύ­λιζε, κι αν δεν γινόταν τίποτα, κρεμότανε στο γόνατό του, σκέτη βεντούζα.

"Υστερα από ενάμιση μήνα βασανιστικής πορείας, που τη γλύ­καιναν όμως τα όμορφα παιχνίδια, τα τρυφερά χάδια, οι πρωτόγνω­ρες εμπειρίες και γνώσεις, συνάντησαν, επιτέλους, τους πρώτους αν­θρώπους, έναν καταυλισμό νομάδων που έβοσκαν τα κοπάδια των ταράνδων τους. Τους καλοδέχτηκαν και τους φιλοξένησαν. Δυστυ­χώς, κι αυτοί δεν ήξεραν τι συνέβαινε στον έξω κόσμο. Τους έδωσαν προμήθειες και τους έδειξαν το δρόμο προς τη θάλασσα και τον οι­κισμό ενός λιμανιού. Ύστερα από τέσσερεις βδομάδες πορεία, έφτασαν επιτέλους, μαζί με το πρώτο χιόνι. Ήταν ένα απ’ αυτά τα

Page 151: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

λιμάνια-σταθμούς ανεφοδιασμού για τις διάφορες αποστολές ερευ­νών του Αρκτικού κύκλου. Στο λιμάνι ήταν αραγμένο ένα φορτηγό πλοίο, το Αρχαγγέλσκ, έτοιμο να σαλπάρει. Καθυστερούσε, γιατί ξαφνικά αρρώστησε ο μάγειρας και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο- και άντε τώρα να βρεις μάγειρα στις παρυφές του Αρκτικού κύκλοι’.

Ο Ποιητής άρπαξε την ευκαιρία. Έτσι, μπορούμε να πούμε πως η τύχη τούς κάλυψε όλους με την εύνοιά της. Το μεν πλήρωμα, διότι ο Ποιητής, ως άνθρωπος αισθαντικός, ήταν και καταπληκτι­κός μάγειρας, τη δε Χιουρέμ και τον Ποιητή αφού διαφορετικά θα έπρεπε να περιμένουν στο σταθμό τουλάχιστον τρεις μήνες μέ­χρι να ξαναπεράσει καράβι, και χωρίς να είναι σίγουροι πως θα τους έπαιρναν, καθώς δεν είχαν ούτε εισιτήριο να πληρώσουν.

Μπάρκαραν λοιπόν, ο Ποιητής ως μάγειρας και η Χιουρέμ ως... μαθητευόμενος μούτσος, και όπως ήταν φυσικό, αμέσιυς έγι­ναν αγαπητοί από ολόκληρο το πλήρωμα. Τότε ο Ποιητής πρωτό- μαθε για τις ανατροπές που είχαν γίνει στον κόσμο και έφεραν τα πο νω κάτω. Του είπαν ότι η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, ότι το)ρα όσοι διώχτηκαν από το κόμμα τιμώνται ως ήρωες, ότι τα κρατικά και κομματικά στελέχη, σε συνεργασία με τη μαφία που η ραχοκοκαλιά της αποτελούνταν από τέως στελέχη της Κα Γκε Μπε, λήστευαν και ξεπουλούσαν τα επιτεύγματα και την περιου­σία του λαού, όλα τα γνωστά σε μας, τέλος πάντων, γεγονότα, αλλά για τον Ποιητή πρωτάκουστα και εφιαλτικά. Η ψυχούλα του μαύρισε. Η Ιθάκη της ψυχής του, το ωραιότερο όνειρο του κό­σμου, ένα απόστημα* που μόλις έσπασε, ξεχύθηκαν ποτάμια απί­στευτης βρομιάς και βαρβαρότητας.

«Καλά, έτσι από μόνοι τους πέσανε; Χωρίς την επέμβαση τον διεθνούς ιμπεριαλισμού;» ρώτησε, περισσότερο για ν' ακούσει τη φωνή του, να βεβαιωθεί πως δεν έβλεπε εφιαλτικό όνειρο, παρά για να πάρει απάντηση.

Page 152: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Το πλήρωμα τον Αρχαγγέλσχ το αποτελούσαν δεκαπέντε άν- δρες, μαζί με τον καπετάνιο, και η ασυρματίστρια η Σουζάνκα, δε- κάξι -μια πανέμορφη ’λαφίνα, που από μικρή λάτρευε το μουνάκι της και τ’ αγόρια, και αργότερα τους εφήβους και τους άντρες. Το εφηβικό της όνειρο ήταν να γίνει ασυρματίστρια σ’ ένα αργό κα­ράβι'με δεκαπενιαμελές αντρικό πλήρωμα. Και βέβαια, όταν κα­νείς αποφασίζει να φτιάξει τη ζωή του σύμφωνα με τις επιθυμίες του, και όχι τις μαλακίες περί κοινωνικής προκοπής και σταδιο­δρομίας, δεν μπορεί παρά να τα πάει καλά, όσα εμπόδια κι αν υπάρξουν. Αριστη μαθήτρια, πήδαγε τις τάξεις όπως τ’ αγοράκια. Της πρότειναν διάφορες υποτροφίες να συνεχίσει τις σπουδές της σε ανοπερο επίπεδο, αλλά η Σουζάνκα δεν δέχτηκε καμία. Είχε το όνειρό της και αυτό ήθελε να πραγματοποιήσει.

Όμως μαζί με τα βραβεία για τις επιδόσεις της στα μαθήματα, στην ενόργανη γυμναστική, στην κοινωνική προσφορά και λοιπά, στο φάκελό της υπήρχε και μια παρατήρηση, που βρόμαγε χαιρε- κακία και υποκρισία: «Άτακτη σεξουαλική (τυμπεριφορά, πιθανή νόσος: νυμφομανία». Μην τα πολυλογούμε, η επιτροπή για να της δώσει την άδεια να μπαρκάρει, ζήτησε χαρτί κρατικού ψυχιά­τρου, που να βεβαιώνει π<υς δεν πάσχει από την νόσον της νυμ­φομανίας. Τι δεν σκαρφίζονται οι αρσενικοί για να περιορίσουν τη σεξουαλική ελευθερία της γυναίκας... Τέλος, όπως ήταν φυ­σικό. η Σουζάνκα έγινε έξιο φρένων, που λένε. Με ποιο δικαίωμα αυτοί οι ροι^ηάνοι γίνονταν κεχαγιάδες ιττο μουνί της: Μπανια- ρίιττηκε, στολίστηκε και πήγε ιττο γιατρό.

Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα που διατηρούσε ακόμα, πατιναρισμένη από το χρόνο, τη γοητεία της εφηβείας του. Με το που μπήκε η Σουζάνκα, το γραφείο γέμισε από τη φυσική, αισθη­σιακή ομορφιά της. Ο γιατρός την κοίταξε για λίγο αποσβολωμέ­νος. ένα απαλό ωστικό κύμα τύλιξε το κορμί του, μπήκε από τα ρουθούνια του, τ' αυτιά του, τα μάτια του, και έκανε τα κύτταρά

Page 153: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

του να χορεύουν καζάσκα, ενώ κουδουνάκια τρόικας γλεντοκό­πων θύμιαζαν την ασύλληπτη σε πληρότητα ομορφιά της γυναί­κας. Έβγαλε τα γυαλιά του, τα σκούπισε στη μπλούζα του, έφτιαξε τα μαλλιά του, ξαναφόρεσε τα γυαλιά του, και είπε με αβέβαιη φωνή: «Καθίστε, παρακαλώ».

Η Σουζάνκα τα αισθάνθηκε όλα, άλλωστε αυτή ήταν η ιδιοσυ­γκρασία της, και ένιωσε την ανάγκη να λευτερο5σει τον πόθο, την τρυφερότητα και τη λαχτάρα αυτού του άντρα για την ύπαρξή της...

Μην τα πολυλογούμε, σε πέντε λεπτά, όχι παραπάνω, η Σουζάνκα τον είχε αποπλανήσει και τον κουτούπωνε πάνω στον πέτσινο καναπέ.

Ύ<ττερα από μιαν ώρα περίπου, όπου ο γιατρός πήγε κι ήρθε (ττον παράδεισο, με τα πόδια, με γαϊδουράκι, με ποδήλατο -ταξί­δια ακυνιότητας- σηκιοθηκαν και ντύθηκαν. Ο γιατρός, με τρεμά- μενα ποδιά, πήγε ξεκλείδωσε την πόρτα και κάθισε στο γραφείο του. Τότε η Σουζάνκα τον ρώτησε, με όλη την ειλικρίνεια και την αγανάκτηση της ψυχής της: «Μα είναι δυνατόν, γιατρέ, να πι­στεύετε και σεις ότι υπάρχει αρρο5στια που να δίνει τόση χαρά, ευτυχία, υγεία και ηδονή στους ανθρώπους; Τότε ποιο είναι το υγιές; Ποιος, αλήθεια, χρειάζεται ψυχίατρο, εγιο ή η επιτροπή:»

Ο γιατρός δεν απάντησε, την κοίταξε με βλέμμα φυλακισμέ­νου που βλέπει ζευγαράκι να φιλιέται στο πάρκο. Πήρε το χαρτί και με ωραία, καλλιγραφικά γράμματα έγραψε: «Υγιέστατη». Σηκώθηκε από το γραφείο του, της τό ’δωσε, πήρε το χέρι της και το φίλησε με μια βαθιά υπόκλιση, σα να προσκυνούσε αγία.

Έτσι, η Σουζάνκα πραγματοποίησε το όνειρό της. Μπάρκαρε σιοΑρχαγγέλσκ, ένα φορτηγό με δεκαπενταμελές αντρικό πλή­ρωμα, που έκαμνε τρεις μήνες να πιάσει λιμάνι...

Αλλά μη νομίσει κανείς ότι ήταν η πουτάνα του καραβιού Πρώτη και καλύτερη στη δουλειά της, μάνα στο προσχε φάλι τον αρροίστου, τρυφερό και αφοσιωμένο φιλαράκι στις δύσχολες

Page 154: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

στιγμές που όλοι οι άνθρωποι περνάνε, θαρραλέος σύντροφος στις καταιγίδες και στις φουρτούνες της θάλασσας, άξια σεβα­σμού, που κανείς, ποτέ δεν διανοήθηκε να αμφισβητήσει. Την εκτιμούσαν κάτι περισσότερο από ίσο τους. Και ενώ όλοι την ήθελαν σαν τρελοί, σέβονταν απόλυτα κάθε φορά την επιλογή της, πράγμα που δεν ήταν και πολύ δύσκολο, φυσικά, αφού η Σουζάνκα χάριζε σ’ όλους την παραδεισένια εύνοιά της, γοητευ­μένη, όπως είπαμε, κάθε φορά από τον πόθο και τη λαχτάρα που έβλεπε σια μάτια των αντρών. Πόθους και λαχτάρες, ηδονικά συ­ναισθήματα και ερωτικές φαντασιώσεις πουήθελε να τις λευτε­ρώσει, να τις σκορπίσει όπως η νύχτα τα λαμπερά άστρα της στον ουρανό. Ήταν ένα καράβι της πιο γλυκιάς, της πιο όμορφης γυ- ναικοκρατούμενης ευτυχίας.

Έτσι, λοιπόν, ο Ποιητής, μέσα στη μαύρη απελπισία που τον έδερνε και στο κενό όπου βρέθηκε από την αιφνίδια κατάρρευση των προτύπων της ιδεολογίας του, εκεί στην άκρη της μαύρης τρύπας, ανακάλυψε δυο καινούργια μονοπάτια εμπειρίας και σκέψης, που τον βοήθησαν να ξαναβρεί την αρμονία της ύπαρξής του με τον κόσμο και τις πάντα όμορφες και ακόνιες, όσο και η ίδια, αξίες της ζωής.

Το πρώτο μονοπάτι ήταν η συνάντησή του και η σχέση του με τη Χιουρέμ, μια σχέση τόσο βαθιά χαριτωμένη, ουσιαστική και πυκνή. Τι άλλο, αλήθεια, είναι η ζωή μας από μια συναισθημα­τική περιπέτεια και εμπειρία των αισΟήσε<ον:

ΓΙρώτη φορά ο Ποιητής, αν και διάσημος επιστήμονας, όπως είπαμε, περνούσε το σύνορο του είδους του και προσέγγιζε συ­ναισθηματικά την υπόλοιπη πλάση. Μέσα από τη σχέση του με τη Χιουρέμ ανακάλυψε τον πλούτο των συναισθημάτων, των αισθη­τικών προτάσεων και των γνωστικοί εμπειρκύν στη συνύπαρξη του ανθρώπου με την υπόλοιπη φύση. Οι άνθρο^ποι μιλάνε συνε­χώς για την ευτυχία, αλλά την ευτυχία μπορεί να τη νκύσει κανείς

Page 155: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

μόνο ως προσωπική εμπειρία, δεν είναι μοντέλο που μπορείς να την προτείνεις στους άλλους. Ποιος μπορεί, αλήθεια, να νιώσει την αιφνίδια ευτυχία που τον πλημμύρισε (παν την πήρε <πην αγκαλιά του, κι υστέρα, την κάθε μέρα, να τον οδηγεί με παιχνί­δια και χαρές στην παιδική ηλικία της αθωότητας, της τρυφερής έγνοιας και της αγάπης...

Το δεύτερο μονοπάτι ήταν η ανήθικη αγκαλιά τη: Σουζάνκας. κολυμπήθρα αυτογνωσίας και επαναπροσδιορισμού της υπαρ­ξιακής του συνείδησης. Στην αγκαλιά της Σουζάνκας γνοίρισε τον πλούτο, το βάθος και την ομορφιά του έρωτα, λευτεροίθηκε από την υποκρισία, την ηθικολογία και τη χΐ'δαιότητα που έσπειρε η ανθρώπινη κοινωνία στο δρόμο του έρωτα -το πιο βαθύ και αγνό συναίσθημα του ανθρώπου.

Πριότη φορά αυτός, ένας άνθρωπος που έκαιγε σαν κεράκι τη ζωή του για την ευτυχία των ανθριόπων, ένιωσε τόσο πλήρη;, τόσο ανεπιφύλακτος, ένα αυθύπαρκτο ον που διαχέεται και συ­νυπάρχει μέσα σε μιαν ευρύτερη οντότητα.

Και τότε έκανε τις προπες «ανάποδες» σκέψεις: ότι η αλή­θεια, η ουσία του ανθρωπισμού δεν μπορούσε να είναι άλλο από την υπεράσπιση του θαύματος της ζωής και του περιβάλλοντος της. Ότι ένας ανθρωπισμός εν ονόματι του οποίου καταναλώνε­ται το κεφάλαιο της φύσης, καταδικάζει τον άνθρωπο σε υπαρ­ξιακή και βιολογική μοναξιά. 'Οτι το όνειρο ενός ευτυχισμένου μέλλοντος για τον άνθρωπο είναι συνδεδεμένο με την υπερά­σπιση των αρμονικών σχέσεων του συνόλου της ζωής και της υγείας του πλανήτη. Και ότι οι μόνοι που μπορούν να επαγγέλλο­νται μιαν επανάσταση της προκοπής είναι οι ανήθικο*, ο* λάγνοι, οι αναρχικοί και οι μοιχαλίδες, αυτές οι ανυπότακτες μέλισσας της αισθησιακής αγάπης και της ηδονής που αενάως αρ\\Ηννται να γίνουν πουτάνες. Τέλος, σκέφτηκε, αν δεν καταργήσουμε την εξουσία -όχι μόνο αυτήν που ασκείται εις βάρος άλλων ανβρω-

Page 156: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

χων, αλλά και εναντίον της φύσης- δεν πρόκειται να ονειρευ­τούμε κανένα αξιόπιστο, ευτυχισμένο μέλλον, γιατί απλώς δεν θα έχουμε μέλλον ως φυσικό ανθρώπινο είδος... Αυτά τα νέα μονο­πάτια γνώσης και εμπειρίας όπου μπορούσε πια να αποθέσει το άρωμα της χαμένης ιδεολογίας του, πλάτυναν τον υπαρξιακό του ορίζοντα

Αυτές τις σκέψεις έλεγε ένα βράδυ στον γερο-λοστρόμο, τον Κριλένκο, παλιό μέλος του κόμματος και ήρωα του Δευτέρου Πα­γκοσμίου Πολέμου, που αρνιόταν να πάρει τη σύνταξή του για να μη φύγει από το βαπόρι, λόγω Σουζάνκας, φυσικά.

«Στην ηλικία μου, άμα βγω στη στεριά, θα πεθάνω» έλεγε. Εδώ που τα λέμε, μόνο η γκρίνια της γριάς του τον περίμενε και οι κομματικές συνεδριάσεις όσο υπήρχε το κόμμα. Η Μάσα είχε τη σύνταξή της, της έστελνε κι αυτός ένα μέρος του μισθού του και είχε εξασφαλισμένη την καλοπέρασή της, κι ο Κριλένκο τον παράδεισο πριν ακόμα πεθάνει.

Τώρα, ξαπλωμένοι στην πρύμνη, κάτω από το βόρειο σέλας που τους έλουζε με το μαγικό του φως, γεύονταν τους ωραίους μεζέδες που ετοίμασε ο Ποιητής, και ήδη είχαν κατεβάσει το πρώτο μπουκάλι της βότκας. Ο Κριλένκο άκουγε τον Ποιητή όλο και πιο ενθουσιασμένος, ώσπου, ξαφνικά, φώναξε: «Αυτό έπρεπε να είναι το νέο μανιφέστο των κομουνιστούν, ο καθείς και την επανάστασή του. Δεν γυρίζω στη γριά μου, πάει καιτέλειωσε, θα πεθάνω μέσα σε τούτο το καράβι!»

«...Πρέπει να ξεπεράσουμε τα σύνορα του είδους μας, να συ­νεργαστούμε με τη φύση και να παίρνουμε μόνο εκείνο που μπο­ρεί να μας δο5σει κι όχι εκείνο που μπορούμε να της αποσπά­σουμε... Ο πλανήτης Γη μπορεί να είναι παράδεισος μόνο όταν είναι για το σύνολο της ζωής... Η βία που ασκούμε στη (ρύση επι­στρέφει στις κοινωνίες μας...» Αγόρευε ο Ποιητής, ξεδιπλώνο­ντας μπρος στα μάτια και στα μεθυσμένα αυτιά του Κριλένκο τα

Page 157: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

νέα οράματα, όπου μπορούσαν πλέον να ακουμπήσουν το πληγω­μένο όνειρο της ιδεολογίας που χρωμάτισε και ομόρφυνε τη ζωή τους. Όπως ήταν φυσικό, και οι δυο τους πίστευαν πιος οι κομου­νιστές όφειλαν να πρωτοστατήσουν και σε τούτο τον ωραίο αγώνα. Μόνο που το3ρα δεν χρειάζονταν κόμματα, αρχηγούς και καθοδηγήσεις, αφού το πρόβλημα δεν είναι πλέον τι λες, αλλά πώς και τι βιώνεις.

«Δεν μου λες;» τον ρώτησε ξαφνικά ο Κριλένκο, «η μοιχεία επιτρέπεται, έτσι; Είναι μέσα στο πρόγραμμα».

«Επιβάλλεται» απάντησε ο Ποιητής, ξεταπώνοντας το τρίτο μπουκάλι βότκα. «Αφού είμαστε εναντίον πάσης εξουσίας, είμα­στε και εναντίον των δεσμών του γάμου. Διότι μόνο τότε, όταν απελευθερωθούμε από τα δεσμά του γάμου και πάσης άλλης εξουσίας, θα μπορέσουμε να ζήσουμε ελεύθεροι και αξιοπρε­πείς, θηλυκοί και αρσενικοί. Μέχρι τότε όμως, επιβάλλεται».

Οι δυο φίλοι κολυμπούσαν στα πολύχρωμα όνειρά τους όπως σε λίμνη με μαγευτικά νούφαρα. Όμο>ς στο βάθος τον Ποιητή τον έτρωγε το σαράκι πως δεν μπορεί έτσι ξαφνικά να χάθηκαν όλοι οι κομουνιστές. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστο­ρία, ένα τόσο όμορφο όνειρο εκατομμυρίων ανθρώπων να βου­λιάξει, να εξαφανιστεί και ν’ αφήσει πίσω του τόση βρομιά και βαρβαρότητα. Εβδομήντα χρόνια εξουσία στάθηκαν αρκετά για να το καταρρακώσουν. «Και τι έγιναν όλοι οι κομουνιστές, εξα­φανίστηκαν;» είπε φωναχτά τη σκέψη του ο Ποιητής.

«Ίσως πολιτικοί, μαφιόζοι...» απάντησε αφηρημένος ο Κρι- λένκο, που εκείνη την ώρα έβλεπε τη Σουζάνκα τσίτσιδη, όπως τη γέννησε η μάνα της, να κάνει τη γυμναστική της πότε στο μο­νόζυγο, πότε στο χαλάκι της, κάτω από το φως μιας αρα­χνοΰφαντης σκιάς.

Βότκα στη βότκα, κουβέντα στην κουβέντα, με τη Σουζάνκα να λικνίζεται μπροστά τους, του λέει ο Κριλένκο: «Ακόυσα κάτν

Page 158: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

μα περισσότερο μου φαίνεται σα μύθος, παρά σαν πραγματικό­τητα -εγώ θα σου πω, και συ κρίνε. Λένε πως ψηλά στα Καρπά­θια Όρη, σ’ ένα μεγάλο οροπέδιο με μια λίμνη και δυο ποτάμια, στο Στέκι του Βρικόλακα όπως λέγεται, ζει μια φυλή ευτυχισμέ­νων κομουνιστών, που για δεύτερη φορά στην ιστορία τους κα­τάργησαν την εξουσία, χάρη, λέει, στον Αλιόσα, έναν παράξενο νεαρό κομουνιστή-βρικόλακα που μισούσε την εξουσία, από την οποία είχε υποφέρει τα πάνδεινα. Λένε ακόμα» συνέχισε ο Κριλένκο, «πως ήταν ένα πανέμορφο ζευγάρι χορευτούν που το αρπάξανε για τα πειράματα αθανασίας. Θέλανε, λέει, να κά­νουνε τα παιδιά αθάνατα, για να μπολιάσουν μ’ αυτά τον αρ­χηγό και να τον κάνουν και όμορφο και αθάνατο. Μα δεν προ­λάβανε, φαίνεται, και τ’ αφήσανε κάπου στη μέση. Όταν κατέρ- ρευσε το καθεστοάς, το ζευγάρι έπεσε στα χέρια της μαφίας. Την κοπέλα την πουλήσανε στο εξωτερικό, μα ο Αλιόσα κατάφερε να δραπετεύσει και κατέφυγε στο Στέκι του Βρικόλακα. Αλλες λεπτομέρειες δεν ξέρ(ο...»

«Ξέρω εγο')» απάντησε ο Ποιητής, και του εξιστόρησε πως του είχανε ζητήσει να πάρει μέρος σ’ αυτά τα πειράματα -να διδάξει γλώσσα, ιστορία και λογοτεχνία στα παιδιά. Λυτός αρνήθηκε και τότε τον εξόρισαν, για λόγους ασφαλείας, στη Σιβηρία, σε ένα απομονωμένο φυλάκιο με τρεις στρατιώτες.

Η Σουζάνκα τελείωσε τη γυμναστική της, φόρεσε τη φόρμα της και έκατσε δίπλα τους.

«Ώιττε μας φεύγεις, ε; Τ' αποφάσισες».«Έδωσα υπόσχεση στη μάνα μου πριν πεθάνει, να πάω κά­

ποτε στο νησί από το οποίο κατάγεται να προσκυνήσω τον τόπο της» απάντησε ο Ποιητής. «Τσως μάλιστα να ζει κι ο αδερφός της. Ύστερα είναι κι η Χιουρέμ. Μεγάλωσε πια, κάποιος αρκού- δος θα υπάρχει και γι’ αυτήν στη στεριά, πρέπει να προσπαθήσω. Δεν έχω το δικαίωμα να την κρατάω στο βαπόρι, πρέπει κάποτε

Page 159: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

να γνωριστεί με το είδος της, να νιώσει τον δικό της κόσμο. Στους οχτώ μήνες που ταξιδεύουμε μαζί σας, ζούμε στον παράδεισο, αλλά όλοι μας ξέρουμε ότι παράδεισος που δεν μπορείς να τον εγκαταλείψεις ανά πάσα στιγμή, δεν είναι παράδεισος».

«Εμένα, και μετά συγχωρήσεως βέβαια, θα μου λείψει η Χιουρέμ. Αλλά άμα, όπως λένε, το βαπόρι περιέλθει εις χείρας της μαφίας, θα το βουτήξουμε και θά ’ρθουμε να σας βρούμε» είπε ψευδίζοντας ο Κριλένκο.

«Γι’ αυτό χωρίζουμε με τόσο βαθιά συναισθήματα και πλού­σιες αναμνήσεις» συνέχισε ο Ποιητής. «Από τον παράδεισο ποτέ δεν φεύγεις γυμνός, όπως ο Αδάμ και η Εύα. Αυτός δεν είναι πα­ράδεισος, αλλά ένα κλουβί όπου απαγορεύονται οι επιθυμίες».

<Έγο) πάντως» λέει η Σουζάνκα, «αποδέχομαι την κατά βάθος αισιόδοξη άποψη του Καμύ για τον Σίσυφο. 'Οταν ο Σίσυφος πα- ρακαλάει τους θεούς να μην του πάρουν το βράχο, πιστεύω ποκ δεν αναζητά το άλγος, αλλά επισημαίνει την αναγκαιότητα της βασάνου, προκειμένου να φτάσει κανείς στα όρια της υπαρξια­κής του συνείδησης. Η ικανοποίηση των επιθυμιών περνάει μέσ’ από κακοτράχαλους δρόμους, που οδηγούν, ωστόσο, στην αρμο­νία, στην κατανόηση, στην αγάπη, στην ηδονή, τέλος, στη χαρά. Αλλιιός, τι νόημα θα είχε η ομορφιά του κόσμου, το άριομα των λουλουδιού, τα φιλιά, τα χάδια, ο έρωτας, η ωραία παρέα. Όχι, νομίζω πως, όπως ο παγιωμένος παράδεισος είναι η κατάργηση της επιθυμίας και η ματαίωση της ζωής, έτσι και η απραξία, η απουσία του πάθους, της επιθυμίας, οδηγεί στην απαξίωσή της. Ο Σίσυφος, παρότι αναγνωρίζει την κυριαρχία των θεών, ανθίστα- ται υπερασπιζόμενος τη μοναδικότητά του. Ίσως έχει δίκιο ο Κριλένκο. Το καλύτερο είναι να έρθουμε να σας βρούμε. Λαχτά­ρισα την ομορφιά και τη θαλπωρή του Αιγαίου».

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, όταν ύστερα από οχτώ μήνες

Page 160: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

στο καράβι της ευτυχίας, όπως ονόμασαν τοΑρχαγγέλσκ κατά τα αρχεία ταυ υπουργείου ναυτιλίας, ο Ποιητής και η Χιουρέμ απο­βιβάστηκαν σιο λιμάνι του Μάλμε, ήταν δυο εντελώς διαφορε­τικά πλάσματα από κείνα που επιβιβάστηκαν στο αφιλόξενο λι­μάνι της Σιβηρίας. Και πρώτ’ απ’ όλα, η Χιουρέμ, δυο χρόνων πια, κοτζάμ κοπέλα για τον κόσμο της, όταν περπατούσε όρθια δίπλα στον Ποιητή, κόντευε να τον φτάσει στο ύψος και της άρεσε να τον κρατάει από τη μέση, όπως έβλεπε στην τηλεόραση του καραβιού να περπατάνε τα ερωτευμένα ζευγάρια...

Ήταν κατάμαυρη σαν έβενος, με κοντόγυαλιστερό τρίχωμα. Είχε μια λουρίδα άσπρο στο λαιμό της, που έδινε την εντύπωση ότι μονίμως φορούσε ανέμελα ένα λευκό μεταξωτό κασκόλ, δυο άσπρα ματογυάλια πάνω από τα λαμπερά παιχνιδιάρικα μάτια της, όπως των σταρ ή των μοντέλων, και μια άσπρη πεταλούδα στο δεξί της αυτί. Μην τα πολυλογούμε, ένα πλάσμα πανέμορφο, χαριτωμένο και πανέξυπνο. Ο Ποιητής πάλι, ένας άνθρωπος που μέσα από τη βαθιά, την απόλυτη υπαρξιακή του απελπισία βγήκε ξανά στο φως, γνωρί­ζοντας πώς να ξεταπώσει το μπουκαλάκι με το άρωμα της ιδεολο­γίας του στις «νέες συνθήκες», όπως έλεγε ο Κριλένκο.

Ύστερα από μια ωραία γιορτή προς τιμήν τους, φορτωμένοι δοίρα, φιλιά, σφιχτές αγκαλιές και υποσχέσεις π(ος θα ξαναντα­μώσουν, αποχωρίστηκαν από τα φιλαράκια τους και αποβιβάστη­καν στον «πολιτισμένο» κόσμο.

Από τη στιγμή που πάτησαν στεριά, άρχισαν και τα προβλή­ματα. Δεν τους έβαζαν στα λεωφορεία, στα τραίνα, στα μαγαζιά, στα ταξί. Του ζητούσαν να δέσει με αλυσίδες τη Χιουρέμ, όλα εκείνα τέλος πάντων που έδειχναν πως μια τέτοια σχέση δεν μπο­ρούσε ν’ ανθίσει στην «πολιτισμένη» κοινωνία, για τον απλού­στατο λόγο ότι ήταν μια σχέση που δεν παρήγαγε κέρδος αλλά συ­ναισθήματα -πράγματα όχι μόνο άχρηστα, αλλά και... επικίνδυνα.

Page 161: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ο Ποιητής κατάλαβε πως αν ήθελαν να επιζήσουν, έπρεπε να αναχωρήσουν αμέσως για το νησί, και ότι ο μόνος τρόπος για να φτάσουν, ήταν να μπαρκάρουν σε κάποιο καράβι που πήγαινε στην Ελλάδα. Ευτυχώς που τολρχαγγέλσκ χρειαζόταν κάποιες επισκευές και έμεινε μερικές μέρες στο λιμάνι του Μάλμε, Έτσι, τα φιλαράκια μας τους βοήθησαν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να μπαρκάρουν σ’ ένα φορτηγό που θα κατέβαινε κατά τη Μεσόγειο. Ο Κριλένκο, που είχε φίλους σε όλα τα λιμάνια, παλι­ούς κομουνιστές λιμενεργάτες, τους βρήκε ένα ελληνικό φορ­τηγό, το Αγιος Γεώργιος, που ήταν να βάλει πλώρη σε λίγες μέρες για Πειραιά.

Έτσι, την ώρα που ο Πλάτωνας, τα κορίτσια και το Άσπρο Σύννεφο ετοίμαζαν τη γιορτή, ο Μπίλη Τζο μελετούσε το χάρτη πορείας με τα Σημεία Αναγέννησης όπου έπρεπε να αφήσουν το κατάλληλο γενετικό υλικό, και ο Ιωακείμ μελετούσε, ως συνήθως, το Βιβλίο του Ερωτικού Πάθους -εξίσου σημαντικό με το γενε­τικό υλικό-την ώρα που η ανατέλλουσα σελήνη έντυνε με το μα­γικό φως της τις πληγές του ουρανού, στο λιμάνι της Χάβρης έδεσε πρυμάτσες, όπως σε μυστικό ραντεβού, το Αγιος Γεώργιος πίσω από τη Θεά Δ ήμητρα.

Το πλήρωμα τον Αγιος Γεώργιος, μόλις τέλειωσε τις δουλειές του, ξεμπάρκαρε, εκτός από τη Χιουρέμ και τον Ποιητή φυσικά, για τα μπορντέλα και τα μπαρ του λιμανιού, και θα κατέληγαν βέ­βαια στην πασίγνωστη γειτονιά των Ελλήνων Αντιστασιακών Εναντίον της Χούντας, όπου θα έτρωγαν το καλύτερο σουβλάκι με πίτα, και ψιλοκομμένο πατσά, και τα δυο παράνομα βέβαια, ύστερα από τις οδηγίες της ΕΟΚ, αλλά... κάπου έπρεπε να επεν­δυθεί η πείρα της αντίστασης.

Η Χιουρέμ βγήκε στο κατάστρωμα και ξάπλωσε σε μια σεζ­λόνγκ στην άκρη της πλώρης. Τα σκάφη είχαν περίπου το ίδιο

Page 162: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ύψος, κι έτσι, η πλώρη του Αγιος Γεώργιος χαΐδευε την πρύμνη της θεάς Δήμητρας. Συχνά τον τελευταίο καιρό η Χιουρέμ βυθιζόταν σε μιαν ανεξήγητη μελαγχολία. Ένας γλυκός λυγμός μιας απροσ­διόριστης νοσταλγίας κάτεχε το είναι της. Τότε και τα ωραιότερα κομμάτια κερήθρας με μυρωδάτο μέλι που την τρατάριζε ο Ποιη­τής, δεν της έκαναν καμιά απολύτως εντύπωση. Ένιωθε ένα κενό στην ύπαρξή της, κάτι σημαντικό της έλειπε...

Την ώρα που η Χιουρέμ άπλωνε τη θλίψη της στην πλώρη του Άγιος Γεώργιος, ο Πλάτωνας, μέσα στις τόσες καταπληκτικές μυ­ρουδιές των ωραίων φαγητών που ετοίμαζανγια τη γιορτή, ξεχώ­ρισε ένα άρωμα που έσκασε σα βόμβα στα ρουθούνια του και συγκλόνισε το είναι του. Σκούπισε τα χέρια του, πέταξε την πο­διά του, βγήκε έξω βιαστικά, σάλταρε στην πρύμνη και τότε την είδε. Η Χιουρέμ, ξαπλωμένη ανάσκελα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, κοίταζε λυπημένη τη σελήνη, χωρίς να ξέρει γιατί. Ο Πλάτο>νας ήταν έτοιμος να σαλτάρει στην πρύμνη του ξένου κα­ραβιού και να τη λευτεροκτει, γιατί ήτανε σίγουρος πως ήτανε αιχμάλωτη, όμως την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε. Δεν ήξερε πού θα μπλέξει, είχε περάσει πολλά και αχ*' γίνει προσεκτικός -και καλά έκανε. Γιατί μέχρι, και ψεύτικες αρκούδες κάνανε, που μύριζαν όμως σαν αληθινές. Έτσι. σκέ^πηκε, και πολύ σωστά, να το κουβεντιάσει πρώτα με τα φιλαράκια του. Πήγε και βρήκε το Ασπρο Σύννεφο, που ήταν και ο επίσημος διερμηνέας του, ο μό­νος που ήξερε καλά, καλύτερα ακόμα και από τον Ιωακείμ, τη γλώσσα των αρκούδων. Ο Πλάτωνας ήξερε μόνο τις επαγγελμα­τικές λέξεις του μπάρμαν, όπως τα ονόματα των κοκτέιλ και μερι­κές ιστορίες σεξ και μυστηρίου, απαραίτητος εξοπλισμός για κάθε καλό μπάρμαν. Αφού είπε τα καθέκαστα στο Ασπρο Σύν­νεφο, τρέξανε και οι δυο μαζί στον Ιωακείμ και στον Μπίλη Τζο.

Η Χιουρέμ, εκεί που κοίταζε το φεγγάρι μέσ’ από τα κλειστά της βλέφαρα κι ονειρευότανε πως έτρεχε στο πατρογονικό της

Page 163: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

δάσος, ξαφνικά, πλαφ, μια σταγόνα άρίυμα, έσκασε (πα ρουθού- νια της σα νά πεσε κατευθείαν απ’ το φεγγάρι.- Ένα άρωμα που διέλυσε τον κόμπο της νοσταλγίας σε γλυκές προσδοκίες. Μα πριν ακόμα προλάβει καλά καλά να το συνειδητοποιήσει, η μυ- ροΐ'διά χάθηκε. Σηκώθηκε αναστατο)μένη και πήγε να βρει τον Ποιητή, που εκείνη την ώρα ξυριζότανε, και άρχισε να τον τρα- βολογάει για να τον βγάλει στο κατάστρωμα. Ήθελε να είναι μαζί σε περίπτωση που ξανάρθει η μυρουδιά.

Ο Μπίλη Τζο, ο Ιωακείμ και τα άλλα φιλαράκια μας, αφού βγή­καν στην πρύμνη της Θεάς Δήμητρας, και παρά το γεγονός ότι ο Ιωακείμ σάρωσε με τα φοβερά μάτια του το κατάστρωμα τον Αγιος Γεώργιος, χωρίς να εντοπίσουν ίχνος αρκούδας, αποφάσισαν να κάνουν τη γιορτή, αλλά να έχουν και τα μάτια τους ανοιχτά.

Όταν ο Ποιητής με τη Χιουρέμ βγήκανε στο κατάστριυμα του Αγιος Γεώργιος, στο Θεά Δήμητρα άναβαν τα πολύχρωμα φανα- ράκια της γιορτής, ενώ στις κουπαστές της, σε πήλινες φουφού­δες έκαιγαν διαλεχτά αρωματικά βότανα.

Μην τα πολυλογούμε, χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέ­λει, και οι δυο πλευρές αναγνωρίστηκαν αμέσως σαν από καιρό αγαπημένα φιλαράκια. Μια γέφυρα από γιρλάντες ωραίων συ­ναισθημάτων προσκάλεσε αμέσως τον Ποιητή και τη Χιουρέμ στη «γιορτή της απελευθέρωσης», όπως την ονόμασε ο Ιωακείμ.

Τη χαρά της συνάντησης τη σκίαζε ένα συννεφάκι από άγνω­στα συναισθήματα και επιθυμίες, που έκαναν τον Πλάτωνα και τη Χιουρέμ να νιώθουν κάπως αμήχανα. Πρώτη φορά βρίσκο­νταν απέναντι στο άλλο τους φύλο και στέκονταν μπερδεμένοι μπροστά στην πόρτα της υπαρξιακής τους συνάντησης.

Πάντως για την ώρα, ο Πλάτωνας μπούκωνε τη Χιουρέμ με τους καλύτερους μεζέδες, όπως υπέροχες κερασόπιτες, κουλοί^ ράκια από καλαμπόκι βουτηγμένα σε μυρωδάτο μέλι, και άλλες λιχουδιές που τις ετοίμαζε μόνος του, ενώ η Χιουρέμ καταβρό­

Page 164: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

χθιζε τις λιχουδιές ντροπαλή και αμήχανη, με τα χέρια σταυρω­μένα πάνω στην κοιλιά της σαν υποψήφια νύφη σε προξενιό, και κοιτούσε τον Ποιητή με ένα βλέμμα, σα να ήθελε και να μην ήθελε τη βσήθειά του σ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο που αντιμετώπιζε.

Το γλέντι φούντωνε ένα γύρο, μα αυτοί χαμένοι στον παρθένο κόσμο τους προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν το ρόδι της ευτυχίας. Μια σταγόνα μέλι κρεμάστηκε από τα χείλια της Χιουρέμ, ο Πλάτω­νας την έγλειψε, και τότε άρχισε το πιο όμορφο παιχνίδι του κό­σμου, το άγιο παιχνίδι του φλερτ.

Ο Ποιητής τους είπε για τα βάσανα και-τις περιπέτειές του, καθώς και για τη μεγάλη του τύχη να συναντήσει τη Χιουρέμ και το Αρχαγγέλσκ στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής του.

Η κουβέντα κυλούσε ήρεμα και γλυκά, όπως οι ωραίες γεύ­σεις και το κόκκινο κρασί. Ποταμάκια διαφορετικών εμπειριοίν συνέρρεαν στη στέρνα μιας κοινής συνείδησης για το παρόν και το μέλλον του κόσμου.

«Τώρα καταλαβαίνω» είπε κάποια στιγμή ο Ποιητής, «πως εί­ναι εύκολο να φτιάξεις μια ιδεολογία για την κοινωνία και να δη­λώνεις σωτήρας του κόσμου, και πολύ δύσκολο να έχεις μια βιοθε­ωρία για τον εαυτό σου, που σημαΐνει δεν “παλεύοΓ απλώς. Ζω ενάντια στο σύστημα μέσα από τον δικό μου δρόμο ύπαρξης. Από τη στιγμή που η οργανική αντίληψη για το σύμπαν ηττήθηκε από τη μηχανιστική, η ήττα όλων των ανθρωπιστικιόν επαναστάσεων ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ανθρώπινη εΐ'τυχία δεν μπορεί να υπάρξει κόντρα στη φύση, αλλά σε συνεργασία και υιική σχέση μαζί της».

Ερωτικό μελτεμάκι η φωνή της Άννης χάιδεψε την παρέα. «Η απελευθέρωση του έρωτα, η ανεμπόδιστη κυκλοφορία της αισθη­σιακής αγάπης, η αφαίρεση των ανόητων εμποδίων στην ερωτική επιθυμία είναι προϋπόθεση για να μπορέσει ο άνθρωπος να έχει μέλλον ως άνθρωπος, και όχι ως αντικείμενο παραγωγής και κα­τανάλωσης υλικών αγαθών. Η καταπίεση της εροπικής επιθυμίας

Page 165: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

προκαλεί τη βαθύτερη στρέβλωση της ψυχής μ(χς και συμβάλλει τα μέγιστα στη σχιζοφρενική συμπεριφορά μας».

«Όταν θεωρείς τον έρωτα ανήθικο και τον πόλεμο ηθικό, δεν χρειάζεσαι χαρτορίχτρα για να σου πει ότι είσαι μαλάκας» είπε η Τζουν, που πάντα της ήτανε λιγόλογη.

«Πώς διάολο τα φέραμε τα πάνω κάτω;» συμπλήρωσε ο Ποιη­τής. «Έχουμε ενοχές για τα φυσικά, ηδονικά και απολαυστικά πράγματα, και ανοχές για τα πιο βρόμικα, βίαια και βάρβαρα».

Ο Ιωακείμ κατάλαβε πως τα φιλαράκια του, αντί για γλέντι και χαρά, μπαίνανε σε άγριο λούκι κατάθλιψης.

«Περιμένω να δω αν θα μιλήσετε ποτέ και για την ευτυχία των γάτων» είπε, «αλλά πού... Εσείς κι ο εαυτούλης σας. Αλλά, λέτε και βλακείες· η ευτυχία του ανθρώπου και η ευτυχία του ανθρο5που... Λες και είναι κανένα εμπόρευμα που πουλιέται και αγοράζεται. Την ευτυχία του ο άνθρωπος την έχασε από τότε που αποφάσισε να βάλει τους δικούς του κανόνες στη ζ(οή. Έχει δίκιο η Άννη. Τι σας έφταιγε ο έρωτας και τον βρομίσατε: Θα μπορούσα να συνοψίσω ότι η κοινωνική σας εξέλιξη, αφό- του ο άνθρωπος ζει σε οργανωμένες κοινωνίες, είναι η θεσμική και νομοθετική κατοχύρωση της απληστίας, της βίας, τον ψεύ­δους και της εκμετάλλευσης του αδύναμου. Χέστε λοιπόν τους ανθρώπους και νιώστε επιτέλους αυτό που είστε: μια μοναδική στιγμή μέσα στο σύμπαν. Απαλλαγείτε επιτέλους από τη μαται- οδοξία της αιωνιότητας. Τότε θα αντιληφθείτε πως δεν είστε το μοναδικό, αλλά ένα από τα δισεκατομμύρια είδη στην αλυσίδα της ζωής, σ’ αυτόν τον αιώνιο χορό της ομορφιάς όπου όλα είναι ίδια και διαφορετικά. Έν το Παν, όπως έλεγαν και οι σοφοί πρόγονοί σας πριν από χιλιάδες χρόνια, αγαπητέ μου Ποιητή. Σοφία από την οποία κρατήσατε μόνο τις προτομές των φιλοσό­φων. Αφήστε λοιπόν τις θεωρίες για τους ανθρώπους γενικά' ο καθείς μπορεί νά ’ναι εντάξει; Τότε μόνο μπορεί να ζήσει την

Page 166: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ευτυχία του, γιατί έχει λεύτερη ψυχή. Η ευτυχία είναι συνώνυμο της αυτογνωσίας».

Ο Ιωακείμ θα συνέχιζε να αγορεύει, αν ξαφνικά ένας σκοτει­νός όγκος δεν εξαφάνιζε την όρασή του, χώνοντας τη μούρη του σ’ ένα βαθύ και απαλό τρίχωμα. Ήταν τα οπίσθια της Χιουρέμ, που στην προσπάθεια της να χώσει την κεφάλα της στο λαιμό του Ποιητή -προφανώς για να του ζητήσει κάτι με τρυφερά γρυλί­σματα- εξαφάνισε το κεφάλι του Ιωακείμ ανάμεσα στα τεράστια σκέλια της. Όλοι γέλασαν, με πρώτο και καλύτερο τον Ιωακείμ, που βρήκε την ευκαιρία να ξύσει απαλά με τα νύχια του τα παρ­θένα βυζάκια της Χιουρέμ. Η Χιουρέμ, ήταν που ήταν αναστατω­μένη από τη συνάντησή της με τον Πλάτωνα, δέχτηκε και το χάδι του Ιωακείμ, έλιωσε. Ανοιξε τα σκέλια της και σάρωσε το πρό­σωπο του Ποιητή με τη γλώσσα της...

«Γιατί δεν μένετε μαζί μας;» είπε η Τζουν, που κατάλαβε πως η Χιουρέμ παρακαλούσε τον Ποιητή να μην τη χωρίσει από τον Πλάτωνα.

«Αλήθεια, εσείς πού πάτε;» ρώτησε ο Ποιητής, ενώ η Χιουρέμ τονταρακουνούσε πέρα δώθε.

«Στα Καρπάθια» είπε ο Μπίλη Τζο. «Έχουμε να εκτελέσουμε μια αποστολή, και μετά στο Αιγαίο, στο νησί Νόστος, όπου απο­φασίσαμε να ζήσουμε την υπόλοιπη ζ(οή μας».

«Ε, αυτό πια δεν είναι σύμπτωση, είναι μοίρα» είπε ο Ποιη­τής. «Και μεις σ’ αυτό το νησί πάμε, είναι ο τόπος από όπου κα­τάγεται η μάνα μου. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Έλεγα πως, αν δεν καταφέρουμε και ’κεί να ζήσουμε όμορφα και υγιεινά, θα πηγαίναμε στα Καρπάθια, όπου σύμφωνα με τα λεγόμενα του φίλου μου του Κριλένκο, σε ένα οροπέδιο που το ονομάζουν το Στέκι του Βρικόλακα υπάρχει ακόμα ένα κομμάτι ευτυχισμένης ζωής, που σώθηκε από την εξουσία χάρη σ’ έναν νεαρό κομουνι- στή-βρικόλακα, τον Αλιόσα, που...» Δεν πρόλαβε να τελειώσει

Page 167: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τη φράση του, η Λουντμίλα όρμησε στο λαιμό του και τον έπνιξε στα φιλιά.

Ο κύκλος έκλεινε. Η παρέα απολάμβανε τα ιοραία συναισθή­ματα της χαράς.

Τ’ αστέρια χλόμιαζαν στον ουρανό, όταν ο Ποιητής και η Χιουρέμ σηκαίθηκαν να φύγουν είχαν να ετοιμάσουν το πρωινό για το πλήρωμα. Ο Μπίλη Τζο είπε στον Ποιητή αν δεν βρει το μπάρμπα του στο νησί, να πάει στον Ανώνυμο -εκεί θα πηγαί­νανε κι αυτοί το πολύ σ’ ένα μήνα. Στο γεμάτο «γωνία βλέμμα του Πλάτωνα, απάντησε το Ασπρο Σύννεφο που του μετέφρασε τη χαρούμενη είδηση: σ’ ένα μήνα το πολύ, θα είμαστε όλοι μαζί στο νησί. ΊΥττε για προ/τη φορά, η Χιουρέμ και ο Πλάτωνας αγκαλιά­στηκαν εντελίός αυθόρμητα, κι η μεγάλη χαρά τους σκόρπισε ως διά μαγείας τις τελευταίες επιφυλάξεις.

Ύστερα από τρεις μέρες, ο Ποιητής και η Χιουρέμ ξεμπάρ- καραν στον Πειραιά, πήραν το πλοίο της γραμμής, και το άλλο προ)ί, ωραίο ξημέρωμα (¿κόμη, αφού ο Ποιητής με χίλια ζόρια ξύ­πνησε *;η Χιουρέμ, φορτώθηκε τα πράγματά τους, την πήρε από το χέρι και στάθηκαν στην ουρά, μπρος στην ορθάνοιχτη μπουκα­πόρτα του πλοίου.

Ξαφνικά, το πλήθος στην αποβάθρα μαζεύτηκε στις δυο άκρες, αφήνοντας ένα φαρδύ πέρασμα, που στην αφετηρία του βρέθηκαν μόνοι ο Ποιητής με τη Χιουρέμ. Μόνο ένας γεροδεμένος άντρας, γεμάτος γένια και μαλλιά, οχχτε δύσκολα ξεχώριζες το πρόσωπό του, πάταγε σταθερά τα κοντά του ποδάρια στη μέση του δρόμου.

«Φύγε απ’ τη μέση, βρε κουζουλέ, μη σου χυμήξει το θεριό» του φίόναζε η ξαδέρφη του η Μαρούσκα, κουνώντας πέρα δίόθε μια ταμπέλα που έγραφε «Ρεντ ρουμς, εντ μουζάκα, Η ΜΑΡΟΥΣΚΑ».

Σιγά μην έχανε τέτοιο συμβάν ο Ανώνυμος. Προχώρησε χα-

Page 168: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

μογελασιός και τους καλωσόρισε, χωρίς φυσικά να συμβεί τίποτε κακό. Αλλωστε, η Χιουρέμ είχε τέτοια νύστα, που περπάταγε με κλειστά τα μάτια. «Εντράπηκα, μωρέ, να έρχονται δυο ψυχές πρώτη φορά στον τόπο μου και να μην υπάρχει άνθρωπος να τσι καλωσορίσει» εξηγούσε αργότερα χαμογελαστός στον Ποιητή, κοιΐώντας λοξά την τεράστια κεφάλα της Χιουρέμ, που ήταν χω­ρίς χαλκάδες και αλυσίδες.

Όπως είπαμε, ο Ποιητής ήταν κορυφαίος φιλόλογος, διευθυντής του Ινστιτούτου Γλωσσολογίας της Μόσχας, ερωτευμένος με την ελ­ληνική γλώσσα, με τον εκφραστικό της πλούτο και τον πλούτο των στοχασμών που κουβαλούσε. Δάσκαλος από μεράκι και όχι από επάγγελμα, ένιωθε πως, παρά τις προσπάθειες του, παρά το γεγονός ότι ήταν ανοιχτός σε όλες τις νέες ιδέες γυρω από την παιδεία, παρά το ότι διέθετε εξαιρετική αύρα επικοινωνίας, κάπου σκάλωνε η επαφή του με τα παιδιά, δεν τον ολοκλήρωνε ως δάσκαλο.

'Επρεπε να γνωρίσει τη Χιουρέμ για να καταλάβει ότι η παι­δεία είναι ένα παιχνίδι, μια αμφίδρομη σχέση αγάπης, όπου ο δά­σκαλος γίνεται μαθητής κι ο μαθητής δάσκαλος. Αλίμονο αν τα παιδιά δεν έχουν τίποτε να μας διδάξουν. Τότε αναπαράγουμε μια κοιν(ονία με καρμπόν, επιβάλλουμε μιαν εξουσία βάρβαρου ορθολογισμού, που ισοπεδώνει τον ψυχισμό των παιδκόν και κα­ταργεί τη διαφορετικότητα και τη φαντασία.

Ο Ποιητής για όλη του τη ζωή θα είχε αποθέματα γλύκας και τρυφερότητας από την εποχή που προσπαθούσαν να επικοινωνή­σουν με τη Χιουρέμ, προσπάθειες που κατέληγαν πάντα σε αστεία και χαρούμενα παιχνίδια.

Η Χιουρέμ γρήγορα είχε γίνει ασήκωτη, δεν είχε όμως συναί­σθηση του βάρους της, και στις ατέλειωτες πορείες τους όλο έκλαιγε και ζήταγε αγκαλιά. Ο Ποιητής προσπαθούσε με λόγια και νοήματα να της δώσει να καταλάβει πως ήταν πολύ βαριά και

Page 169: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

δεν μπορούσε να την πάρει αγκαλιά, μα η Χιουρέμ τρεμόπαιζε τις αυτάρες της οα να την ενοχλούσαν ψύλλοι, και χωρίς να κατα­λαβαίνει τίποτα, τον κοίταζε με τέτοια καλή διάθεση και κατα­νόηση, που ο Ποιητής έλιωνε από τρυφερότητα. Όμως, καθώς η κατάσταση γινόταν όλο και πιο βασανιστική, κατάλαβε πως έπρεπε ν’ αλλάξει τακτική. Έσκυψε τάχα να τη σηκώσει, και μό­λις ένιωσε το βάρος της, έσκασε κάτω με τον κώλο κι η Χιουρέμ ήρθε τούμπα από πάνω του σκασμένη στα γέλια. Μετά έκανε η Χιουρέμ να τον σηκώσει και τον έφερε τούμπα. Μην τα πολυλο­γούμε, μέσα από τέτοια παιχνίδια και ματσαραγκιές, η Χιουρέμ όχι μόνο απόκτησε συνείδηση του βάρους και της δύναμής της, όχι μόνο έκοψε τις αγκαλιές, αλλά έμαθε να κουβαλάει και το σακίδιο με το νοικοκυριό τους. και αργότερα, (παν μεγάλωσε αρ­κετά, να ξεκουράζει αυτή τον Ποιητή στη λικνιστική της πλάτη. Επίσης, η Χιουρέμ έμαθε και καμιά τρακοσαριά λέξεις. Μέχρι και διαφημιστής θα μπορούσε να γίνει, που λέει ο λόγος, μα εκτός που δεν την ενδιέφερε το επάγγελμα, δεν μπορούσε να ξε- νοποιήσει και τις λέξεις, όπως, να πούμε, το βούτυρο να το κάνει βοιτυρέξ, το υπέρ σούπερ, την αγορά μάρκετ, και τα γνοχττά, που (Αποδείχνουν καθημερινά ότι η διαφήμιση είναι ο αντίποδας της ποίησης. Ο ποιητής προσπαθεί να αναδείξει το νόημα της λέξης και την εκφραστική της λαμπρότητα, ενο5 ο διαφημιστής π] συρρι­κνώνει στην απλούστευση του συνθήματος.

Έτσι, εντάσσοντας το παιχνίδι, τις τρυφερές επαφές και τις επιβραβεύσεις στις καθημερινές ανάγκες και φροντίδες της κοι­νής τους ζωής, μάθαιναν ο ένας τον άλλον και έφτασαν σε έναν υψηλό βαθμό επικοινωνίας, ουσιαστικότερης από εκείνη μεταξύ των ανθρώπων, αφού ο ένας ένιωθε τα συναισθήματα του άλλου και γνώριζε τη γλώσσα των ματιών του, μια επικοινωνία πολύ πιο βαθιά από τοον λέξεων, μιας και ο έρωτας, η θλίψη, η χαρά. η αγάπη, δεν εκφωνούνται, εκφράζονται.

Page 170: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Όταν έφτασαν στη γνωστή μας βεράντα, τα νυχτολούλουδα έκλειναν νυσταγμένα τα μάτια τους. Στο βάθος, μέσα από τους αχνούς της θάλασσας γεννιόταν η γυναίκα, η πρώτη θεά του κό­σμου, η χάρις, η δύναμη, η μήτρα της ζωής, αυτή που την υπερα­σπίζεται με το σώμα της. Για πότε μας φόρτωσαν έναν ανέραστο αρσενικό για θεό, που προσπαθεί να μας πείσει ότι η γυναίκα εί­ναι απλώς ο κουμπαράς για να διαφυλάξει ο αρσενικός τη γνη­σιότητα του σπέρματός του, ούτε το πήραμε χαμπάρι.

Μεγάλο καθίκι αυτός ο κερατάς ο αρσενικός, όλο τον κόσμο τον έστησε για πάρτη του, θρησκεία, φιλοσοφία, ηθική, επιστήμη. Τωρα μάλιστα, με τα άλματα στη βιοτεχνολογία, πάνε να αφαιρέ- σουν από τη γυναίκα τη μοναδικότητα της ύπαρξής της, τη μητρότητα.

Στο καράβι διάβασε ένα περιοδικό που έγραφε για τις τελευ­ταίε ς μεγάλες επιτυχίες της βιοτεχνολογίας και της γενετικής. Πόσο φτωχό θα είναι το μέλλον χωρίς τη θηλυκή οντότητα της γυ­ναίκας... Ό,τι δεν κατάφεραν αιώνες αντρικής βαρβαρότητας και θεοκρατικού συντηρητισμού -να εξαφανίσουν τη γυναίκα-μη- τέρα από το κοινωνικό γίγνεσθαι- το κατάφερε η επιστήμη. Τώρα ο αρσενικός κλείνεται σ’ ένα δοιματιάκι, βλέπει ένα πορνό, τραβάει μια μαλακία στο βαζάκι και παραγγέλνει δυο κόρες με μαύρα μαλλιά και. πράσινα μάτια, και τρεις μελαχρινούς γιους με μεγάλα αρχίδια. Όπως δε επισήμανε ένας διάσημος οικονομολό­γος, βραβείο Νόμπελ φυσικά, «η εργαστηριακή παραγωγή του εί­δους. εκτός των άλλων γνωστών πλεονεκτημάτων, θα απάλλασσε το κοινωνικόν σύνολον από ένα μεγάλο μέρος δαπανούν, όπως επιδόματα μητρότητας, άδειες εγκυμοσύνης, έξοδα τοκετού, χα­μένες ώρες εργασίας και λοιπά. Έτσι, θα εξοικονομούνταν ένα τεράστιο ποσό για νέες επενδύσεις στην επιστήμη και στην τεχνο­λογία, θα δινόταν νέα ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη και θα μειωνόταν η ανεργία».

Page 171: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Τέτοιες σκέψεις κάτεχαν το μυαλό του Ποιητή -καθο>ς ο Ανο>- νυμος είχε πάει μέσα για τα γνωστά- κι αυτός καθΓπαν μ(Μ>ς μπρο­στά στην όμορφη γέννα μιας καινούργιας μέρας. Ένα μαγεμένο ποτάμι νοσταλγίας έφερε στην ψυχή του τη Σουζάνκα. Ανάμεσα από τα αρώματα της μέντας, του γαρίφαλου, του βασιλικού, (πο μυ­ρωμένο μελτεμάκι της θάλασσας η Σουζάνκα λικνιζόταν γυμνή μπρος στα μάτια του, υπογραμμίζοντας τον ασύλληπτο ερωτισμό, τη χάρη, την ομορφιά, τη μαγική προίκα των πολλαπλιόν οργασμοΟν. της ελεύθερης, αταπείνοπης γυναίκας. Είναι η μοίρα του φαλ}χ)ύ να σκύβει ανήμπορος, υποταγμένος μπρος στο άνθος της γυναίκας, πάντα έτοιμο, ζουμερό και παλλόμενο, μελωμένο, όλο γλύκα και τρυφερότητα, να δώσει και να πάρει ηδονή. Ο άντρας είναι εριο- τικά μονοσήμαντος σε οχέση με τη γυναίκα. Αυτό το ανήμπορο και ταπεινωμένο πέος -που αν η τέχνη δεν ήταν αντροκρατική, ποτέ δεν θα το παρουσίαζε στην υπερήφανη στάση του Πανός- είναι ο πρόξενος μεγάλων δεινών για τον άνθρωπο και την πλάση.

Ποιος αρσενικός θα (.ιπορούσε να δώσει τόση χαρά και τόση ευ­τυχία σε ένα ολόκληρο καράβι, ποιος αρσενικός θα μπορούσε να δαμάσει τόσο γλυκά τα δυο θεριά της δυστυχίας, την εξουσία και τον ανταγωνισμό; Σκέψεις, γλυκές αναμνήσεις και ιοραία συναισθή­ματα ταξίδευαν (πο τοπίο, που αυτήν ακριβώς την ώρα αποκτούσε την υπόστασή του. Αυτός ήταν ο τόπος του, το ένιιοθε. Έβγαλε τα παπούτσια του, τις κάλτσες, και πάτησε ξυπόλυτος στη γη.

Τη Χιουρέμ βέβαια δεν την ένοιαζαν καθόλου όλα αυτά. Μό­λις κατάλαβε ότι έφτασαν επιτέλους στον προορισμό τους. έψαξε να βρει μέρος να συνεχίσει τον ύπνο της. Είδε την αιώρα. Ύστερα από κάνα δυο κωλοτούμπες κατάφερε να ισορροπήσει, και αμέσως ακούστηκε εκείνο το ήρεμο, τρυφερό ροχαλητό που χαλαρ(όνει τις αισθήσεις και ηρεμεί την ψυχή...

'Οταν ο Ανώνυμος έμαθε πως ο Ποιητής ήτανε ανιψιός του φί­λου του, του Ασημιού, και οι δυο τους κάνανε τρελές χαρές. Ο

Page 172: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ανώνυμος γιατί γνώριζε έναν ανιψιό του φίλου του που δεν ήτανε ταραμάς. Βέβαια, μόλις είχανε γνωριστεί, αλλά και μόνο η παράξενη σχέση του με την αρκούδα δεν τό ’δείχνε πως ήταν δια­φορετικός; Από την άλλη, η λΰπη του Ποιητή για το θάνατο του μπάρμπα του χάθηκε μέσα στη χαρά όταν έμαθε πως ο Ασημιός πέρασε σιη μνήμη των ανθρώπων ως «ο πιο φτωχός, ο πιο πλού­σιος, ο πιο ευτυχής και αξιοπρεπής απροσάρμοστος του κόσμου τούτου», όπως είπε ο Παπαλέξανδρος στον επικήδειο που εκφώ­νησε. 'Οταν ο Ποιητής του είπε για τα φιλαράκια στο Παρίσι και πως σε κανένα μήνα θά ’ρχονταν με τη Θεά Δήμητρα, τότε η χαρά έπρεπε να εκραγεί, να γεμίσει μ’ αστέρια την ψυχή τους. Τι καλύτερη ευκαιρία λοιπόν για να γιορτάσουν ένα τόσο πολυσή­μαντο γεγονός, όπως η συνάντησή τους.

Μην τα πολυλογούμε, κέρνα με να σε κερνώ, μίλα μου να σου μιλώ. ξύπνησε κι η Ραχήλ, πέρσεψαν οι χαρές, οι όμορφες ανα­μνήσεις και οι γλυκές προσδοκίες. Σιωπηλά κοπάδια γλάρων τα­ξιδεύουν στην ηδονική αφύπνιση του τοπίου, καθ(ός το γλαυκό κατακτούσε το μωβ.

Κανείς δεν θα μπορούσε να μας πει ποια ακριβώς στιγμή ο Ανώνυμος βρέθηκε με το βιολί στον ώμο κι ο Ποιητής με το τζουρά στο χέρι. Τον έφτιαξε ο ίδιος, από ξύλο αρχαίας σημύ­δας, στα χρόνια της εξορίας του στη Σιβηρία, όπο^ς και το φλά­ουτο της Χιουρέμ, που μόλις άκουσε τις προχτές συγχορδίες, έπεσε κάτω από την αιώρα στη βιασύνη της να πάρει το φλά­ουτό της και να μπει στην ορχήστρα. Όπως όλα τα παιδιά λά­τρευε τη μουσική, την πρώτη γλώσσα του κόσμου. Στα ζωηρά κομμάτια έπαιζε το μεγάλο ντέφι της, από δέρμα ταράνδου, στολισμένο με ασημένια κουδουνάκια. Της το χάρισε ένας Τά- ταρος σαμάνος, από ευγνωμοσύνη, όταν ο Ποιητής τον απάλ­λαξε από ένα χαλασμένο δόντι που τον βασάνιζε, ενώ η Χιου- ρέμ του κράταγε απαλά αλλά σταθερά το κεφάλι. Τετράριζο,

Page 173: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

δεν είναι παίξε γέλασε. Ο σαμάνος μόνο από το λαιμό και κάτω τιναζότανε.

Ύστερα από σύντομη συνομιλία των οργάνου για να συντονι- στοΰν, οι προπες βυζαντινές μελωδίες του πρωινού όρθρου συνά­ντησαν το χαμόγελο του ήλιου, που μόλις ξεπρόβαλλε από τα σκέλια της γυναίκας. Η φιυνή του Ποιητή, ίδια του μπάρμπα τοι\ του Ασημιού, έστελνε τον ύμνο στον καταγάλανο πλέον ουρανό.

Θα ξαναφτιάξουμε τις νύχτες της πανσέλήνου, σκέφτηκε χα­ρούμενος ο Ανώνυμος, καθώς έπιανε μια δύσκολη φράση στο βιολί για να συνοδέψει τον βαθύ λυγμό του ύμνου. Όσο ανέβαινε ο ήλιος, άναβε και το γλέντι στη βεράντα. Έτσι, πριν ακόμα σχο­λάσει η εκκλησία, και στα δυο καφενεία του χωριού έφτασε η εί­δηση ότι ο Ανώνυμος χορεύει μπάλο με το θεριό.

Η Θεά Δήμητρα έπλεε στον χρυσοκέντητο ουρανό, ο Ιωακείμ με τη Τζουν, και ο Μπίλη Τζο με την Άννη, ζούσαν μια προιτό- γνίυρη ευτυχία, απαλλαγμένη από κάθε ενοχλητικό συναίσθημα, δηλαδή απ’ όλα τα εγκόσμια.

Η Λουντμίλα, στην άκρη της πλώρης, χαϊδεύοντας το λαιμό της Θεάς Δήμητρας, γεμάτη ευτυχισμένες προσδοκίες, της ψιθύ­ριζε λόγια γλυκά να την πάει γρήγορα στον καλό της.

Ο Πρίαπος και η Λαΐδα ερωτοτροπούσαν αδιακόπως. ενώ η Αμάλθεια ονειρευόταν τον Αγαμέμνονα, τον τράγο που της έταξε ο Μπίλη Τζο. Μόνο ο Πλάτωνας, το Ασπρο Σύννεφο και η Ανοι­ξιάτικη Βροχούλα δεν απολάμβαναν πλήρως την ευδία των ερω­τικοί' συναισθημάτων, αφού πάλευαν ακόμα με τη μοναξιά της εφηβείας τους.

Έτσι, το Ασπρο Σύννεφο με τον Πλάτωνα ξαπλωμένοι μπρούμυτα, με τα κεφάλια τους αντικριστά, στηριγμένα στους αγκώνες, έπαιζαν το αγαπημένο τους παιχνίδι, τη ντάμα, ενώ η Ανοιξιάτικη Βροχούλα ανεβοκατέβαινε νευρικά την ανεμόσκαλα

Page 174: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

της σκούνας και τριβόταν πάνω στα λεία ξύλα της, προσπαθώ­ντας να καταλάβει τι ήταν αυτή η γλυκιά ανησυχία που έφτανε τα όρια του πόνσυ και συγκλόνιζε την ύπαρξή της.

Βέβαια, όπως ξέρουν όλοι οι παίχτες, παιχνίδι χωρίς σασπένς, χωρίς τον κότινο της νίκης, είναι σα φαγητό ανάλατο. Γι’ αυτό, ύστερα από πρόταση του Πλάτωνα συμφώνησαν ο κότινος της νί­κης να είναι ένα καλό μασάζ στον νικητή από τον νικημένο. Και βέβαια, ήταν ολοφάνερη η δολιότητα του Πλάτωνα, που δεν μπο­ρούσε να ξυστεί και να τριφτεί στα γυαλιστερά ξύλα της Θεάς Δήμητρας. Επιπλέον, αυτός ανήκε στην κατηγορία βαρέων βα- ρ(όν, ενο) το Άσπρο Σύννεφο στην κατηγορία σκνίπας. 'Οταν, το λοιπόν, κέρδιζε ο Πλάτωνας, κι αυτό γινόταν σχεδόν πάντα, το Άσπρο Σύννεφο ιδροκοπούσε πάνω στην τεράστια πλάτη του -λίγο πιο δεξιά, αχ, αααχ αχ, αχ, αχ, ναι, ναι, εκεί, λίγο πιο πάνω, αχ, αχ, λίγο πιο κάτω, ναι, ναι. Αν ήταν δυνατόν να τον παιδεύει όλη μέρα. Ενώ μια από τις σπάνιες φορές που κέρδισε το Άσπρο Σύννεφο, όπως απόψε, που ο Πλάτωνας είχε στραμμένη την προ­σοχή του στη συζήτηση του Μπίλη Τζο και του Ιωακείμ, κόντεψε να βγει μισός από τα χέρια του.

Όπως είπαμε, ο Πλάτωνας είχε αποφοιτήσει μπάρμαν από τη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων της εταιρείας, και ήταν εφο­διασμένος όχι μόνο με τη γνώση τ<ον ονομάτο)ν των ποτών και των συνδυασμών τους, αλλά και με άλλα, στοίχε κόδη προσόντα που πρέπει να έχει ένας καλός μπάρμαν στην εποχή μας, όπου η μοναξιά κατοικεί μέσα στο πλήθος. Όπως να ξέρει μερικές ιστο­ρίες σεξ και μυστηρίου, να παίζει καλή ντάμα, να ρίχνει τα χαρ­τιά. Ο δημιουργός του ονειρευόταν τις πλαζ, αλλά και τα νυχτε­ρινά μπαρ του κόσμου γεμάτα από αρκούδες μπάρμαν, που θα σέρβιραν ποτά, θα χτυπούσαν κοκτέιλ, θα έριχναν τα χαρτιά... Τι θέαμα, τι ατραξιόν... «Οι πωλήσεις εξασφαλισμένες», έκλεινε την

Page 175: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

έκθεσή του ο σερ Τσαρλς στο συμβούλιο της εταιρείας. Και τ<5τε πάλι ο Τόνι Σίστερ -δεν ήταν τυχαία πρόεδρος- είχε τη φαεινή ιδέα, πριν περάσουν τον Πλάτωνα στη μαζική παραγωγή, νατον εκπαιδεύσουν και ως μπάρμαν-ζογκλέρ για να πιάσουν καλύτερη τιμή. Αλλά, όπως ήδη ξέρουμε, τα φιλαράκια μας την τελευταία στιγμή τον έσωσαν από αυτήν, τη δεύτερη δοκιμασία.

Ο Πλάτωνας είχε μεράκι με τη μόρφο3ση. Φαίνεται πως. από λάθος ή σκόπιμα, κανείς δεν ξέρει, του βάλανε και κάποια γονί­δια ανωτέρας παιδείας, ενώ, όπως είπαμε, τον σταματήσανε στην τουριστική σχολή. Αποτέλεσμα, ο Πλάτωνας να νκόθει ανολοκλή­ρωτος, όπως έλεγε ο Ιωακείμ, που εκμεταλλευόταν την ατυχία του, αφού συμφοόνησαν αυτός να του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα και ο Πλάτωνας να του πλένει τα πιάτα στη βάρδια του, πράγμα, βέβαια, που εξόργισε τον Μπίλη Τζο και του ’βαλε τις φωνές. Αλλά ο Ιωακείμ, στα κέφια του, του απάντησε ατάραχος: «Τι σκατά γάτος θα ήμουνα αν δεν έκανα και καμιά ζαβολιά: Ά/λω- στε, είναι γνωστό ότι είμαι κάθετα, όπως λένε και οι πολιτικοί σας, αντίθετος με την ομοιομορφία. Φαντάζεσαι μια κοινωνία ή, πολύ περισσότερο, μια πλάση με πανομοιότυπη συμπεριφορά: Τι πλήξη, Θεέ μου...» Ο Ιωακείμ ύψωσε και τα δυο του χέρια στον ουρανό, κρατούντας το μυρωδάτο πούρο που κάπνιζε, δώρο του φίλου του, του μάγου της φυλής της Ωραίας Μαρανιόν. «Τα πλά­σματα» συνέχισε με ρητορικό ύφος, «είναι διαφορετικά όχι μόνο διότι έχουν διαφορετική ψυχή, δηλαδή διαφορετικό τρόπο ύπαρ­ξής τους στον κόσμο, αλλά και διαφορετικό χαρακτήρα και συ­μπεριφορά, κι αυτός είναι ο πλούτος της ζωής. Διότι, όπως είναι γνο)στό από αρχαιοτάτων χρόνων, ενότητα χωρίς διαφορετικό­τητα, είναι ακινησία, θάνατος* όπιος και διαφορετικότητα χωρίς ενότητα είναι το χάος. Αυτός είναι ο παλμός του σνμπαντος. η ανάσα της ζωής. Μόνο το... χαρισματικό είδος σας έκανε σκοπό της ζωής του και τη διαφορετικότητα -την ψυχή των πραγμάιων-

Page 176: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

να καταργήσει και την ενότητα των πραγμάτων να διασπάσει. Η συμπεριφορά σας δεν έχει κανένα νόημα, ξεχάσατε από πού έρ­χεστε και δεν ξέρετε που πάτε. Τι να σου πω, ρε φιλαράκι, θυμά­μαι, όταν αποφοίτησα από τα πειράματα και έγινα τέλος πάντων αυτό που έγινα, επώνυμος που λένε, κυρίως μέσο της ιστορίας του αρχιεπισκόπου, ήρθαν αξιοσέβαστα πρόσωπα του πολιτικού κόσμου και μου πρότειναν, επειδή, λέει, ήμουνα καλός γάτος, έξυπνος, προικισμένος επιστήμονας, αλλά κυρίους πασίγνωστος, να με βάλουν στο ψηφοδέλτιό τους, γιατί είχανε, λέει, εκλογές. Την ίδια ερώτηση έκανα σε όλους και την ίδια απάντηση πήρα από όλους. Τους λέω, γιατί, ρε σεις, να πολιτευτώ; Για να με ξα­νακάνετε πειραματόζωο; Και τι μου απαντάνε οι ρουφιάνοι, φι­λαράκι: “Τι να γίνει, δόκτωρ Ιωακείμ, όλοι μας πρέπει να κά­νουμε κάποιες θυσίες για το καλό της προόδου”. Ακούς; Ακούω να λες. Τ(όρα, για ποιον γίνεται αυτή η πρόοδος και η ανάπτυξη, εγο') ποτέ δεν το κατάλαβα, αφού πάντα εκτελ(ί) καθήκοντα για την πρόοδο και την ανάπτυξη. Και τώρα εσύ με μαλώνεις, εμένα το φιλαράκι σου, τον Ιωακείμ, και με κατηγορείς ότι εκμεταλλεύ­ομαι το φιλαράκι μας τον Πλάτωνα» συνέχισε ψευδίζοντας ο Ιω­ακείμ, σαφώς επηρεασμένος από το πούρο του μάγου. «Μην ξε­χνάς ότι ο ΓΙλάπονας έχει βγάλει σχολή μπάρμαν. Παριστάνει τον αθίόο, ο κερατάς, δες τον όμως τι κάνει στο Ασπρο Σύννεφο -τον κατακλέβει ιττη ντάμα και τον έχει ξελιγοκτει νατού κάνει μασάζ και να του ξύνει την πλάτη. Εκμεταλλευτής του κέρατά. Evo) η δική μου συμφωνία μαζί του δεν είναι κερδοσκοπική αλλά ανταλ­λακτική, ένας απαραίτητος κοινωνικός ιστός». Εκείνη τη στιγμή, η Τζουν που. ως απολύτως φυσιολογική, προτιμούσε τα χαδάκια από τις φιλοσοφίες, όλως απροσδοκήτους και προς ανακούφιση του Μπίλη Τζο και των υπολοίπων, έφραξε το στόμα του Ιωακείμ με ένα θερμό φιλί. Ο Πλάτωνας χειροκρότησε ενθουσιώδους και αυθορμήτως. Βέβαια δεν είχε καταλάβει λέξη από όσα σε άπται-

Page 177: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

οτα ελληνικά έλεγε ο δάσκαλος στον Μπίλη Τζο, αλλά ήταν μια από τις κακές συνήθειες που έμαθε στο σχολείο πυν ανΟροίπο/ν.

Αντίθετα, το Ασπρο Σύννεφο αδιαφορούσε για τέτοιου εί­δους γνώσεις και εκδηλώσεις. Αυτός είχε έναν ολόκληρο κόσμο να ταξιδέψει και να γνωρίσει -τον κόσμο τον αρωμάτων και πυν οσμών. Ήταν ο καλύτερος ανιχνευτής αρωμάτο>ν και αγριολού­λουδου, ζωντανή μνήμη της φύσης στην παρθένα λαμπρότητά της. Ήταν ένα πανέμορφο μελαχρινό αγόρι, πολύτιμος συνεργά­της της παρέας, τρυφερός και γλυκός σύντροφος, αθώος, όπως ένα άσπρο συννεφάκι στον καταγάλανο ουρανό. Το μόνο πράγμα που τον έβγαζε από την ευτυχισμένη ενασχόλησή του -να διαχωρίζει και να συνθέτει τις μυρουδιές γύρω του, όπιυς ο μουσικός τις νότες- ήταν το πάθος του για τη ντάμα. Τ(όρα πονού- σαν πάλι τα πλευρά του αφού, όπως είπαμε, είχε την ατυχία να κερδίσει τον Πλάτωνα.

Μια μέρα -ήταν ακόμα στο Πειραματικό Κέντρο-το Ασπρο Σύννεφο είπε στον Μπίλη Τζο: «Όλο και λιγοστεύουν οι μυρου­διές, φαντάζεσαι έναν κόσμο χωρίς αρώματα και οσμές; Θα εί­ναι ένας κόσμος νεκρός. Όλα αυτά για να σωθεί, λέει, η ανθρω­πότητα. Από ποιον; Αφού, όπως πολύ σωστά λέει ο Ιωακείμ, ο άνθρίοπος και ο πλανήτης (χπό το μόνο ον που κινδυνεύουν είναι ο άνθρωπος. Δεν υπάρχει κανένα άλλο πλάσμα εκτός από τον άνθρο>πο που να απειλεί τον άνθρωπο, αυτό το ξέραν οι παπ­πούδες μου από τότε ακόμα που ο κόσμος ήταν γεμάτος άγρια ζο3α και θεριά».

Προπη φορά άκουγαν το Ασπρο Σύννεφο να μιλάει τόσο πολύ και να τους αποκαλύπτει την ψυχούλα του. Τώρα. ξαπλωμέ­νος ανάσκελα, στο καπάκι του αμπαριού, με τα μάτια κλειστά και τα ρουθούνια διάπλατα, ανέλυε τα ισχυρά αρώματα του ερωτι­κού οίστρου που ανέδυε όλο σχεδόν το πλήρωμα της σκούνας, ενο) με τα μαγικά του δάχτυλα τακτοποιούσε τα αρώματα με τα

Page 178: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

αντίστοιχα αγριολούλουδα. Αμέσως προσδιόρισε την εποχή: άνοιξη εκπέμπουν τέτοια αρώματα τα αγριολούλουδα και τα άνθη και αφυπνίζουν όλα τα πράγματα. Ταυτόχρονα, ένιωσε εκείνο τον γλυκό, άγνωστο πόνο, εκείνον το λυγμό που βουβός συντάραζε το κορμί και την ψυχή του. Απριλομάης στη Μεσό­γειο, όλα είναι έρωτας.

Ο Μπίλη Τζο, ήρεμος κι ευτυχισμένος με την Άννη στην αγκα­λιά του, γούσταρε ν’ ακούσει την εριστική φωνή του Ιωακείμ, έτσι, μπας και ανέβει κάπως η αδρεναλίνη, αφού είναι γνωστό πως ευτυχία δεν είναι η νιρβάνα, αλλά η αναζήτησή της. Βέβαια κι ο Ιωακείμ τρελαινόταν για συζήτηση. Έτσι, όταν ο Μπίλη Τζο τον ροπησε «Ιωακείμ, τι είναι ευτυχία κατά τη γνώμη σου;», ο Ιω­ακείμ κάθισε ανακούρκουδα, έφτιαξε τα μανίκια της ωραίας ρομπ ντε σαμπρ που του αγόρασε η Τζουν από μια διάσημη μπουτίκ του Παρισιού, και αντιρώτησε γλείφοντας το πούρο του:

«Θέλετε να απαντήσω συνοπτικά ή αναλυτικά;»«Συνοπτικά, συνοπτικά» βιάστηκε να ξεφωνίσει η παρέα.«Οκέι, οκέι» τους καθησύχασε ο Ιωακείμ με άπταιστη προ­

φορά του Χάρβαρντ. «...Ο όρος ευτυχία, ως ιδιαίτερη κατάσταση της ύπαρξης, κατά την άποψή μου, αποτελεί ανθρο>πινη εφεύ­ρεση. Ανακαλύφθηκε όταν οι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν τις αξίες της ζωής και να φτωχαίνουν συναισθηματικά και αισθη­σιακά. Ευτυχία είναι η ίδια η ζωή, η φυσική παιδεία, που σε κά­νει ικανό να απολαμβάνεις τη ζωή και να αναζητάς τη χαρά και την απόλαυση, να αισθάνεσαι αναπόσπαστο μέρος αυτού του πα­νέμορφου σύμπαντος και να νιώθεις πως, όσο υπάρχει ζωή, θα υπάρχεις, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη μορφή σου στην ύλη της, και θα συμμετέχεις στην αιώνια ομορφιά της. Ο ορθολογι­σμός σας διαχωρίζει, καταμερίζει και τακτοποιεί. Η παιδεία συν­θέτει και ονειρεύεται. Ορθολογισμός κατ’ ευφημισμόν, βέβαια. Διότι είστε τόσο διεστραμμένα παράλογοι, ώστε, αν δεν ήσασταν

Page 179: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για τον πλανήτη, θα ήσασταν πραγ­ματικά αξιολύπητοι -το πιο γελοίο και ανόητο ον. Είστε το μόνο είδος στον πλανήτη που δολοφονεί, αιχμαλωτίζει και εκμεταλ­λεύεται το ίδιο του το είδος, δηλαδή είστε το μόνο είδος που αλ- ληλοτρίόγεστε. Είδατε ποτέ κανένα γάτο να έχει υπάλληλοί'ς και εργάτες να δουλεύουν για πάρτη του, ή να φτιάχνει φυλακές για να κλείσει μέσα τους άλλους γάτους; Όχι βέβαια, χρειάζεται να είσαι ιδιοφυία για να πετύχεις κάτι τέτοιο...

»...Καμαρώνετε για τις κατακτήσεις σας, ενώ ολόκληρος ο πλανήτης, μαζί με τον άνθρο)πο, βυθίζεται όλο και περισσότερο στη βαρβαρότητα, την εξαθλίωση, την πείνα και τις αρρώστιες -όλες προνόμιο του πολιτισμού σας. Αναρωτηθήκατε ποτέ πού τελειώνει και αν τελειώνει ποτέ αυτή η "πρόοδος'’ και η “ανά­πτυξη”; Ποια είναι η στρατηγική της; -εκτός από την καταλή- στευση του πλανήτη, τον υπερπλουτισμό μερικ<όν χιλιάδιην ξεκω- λιάρηδων και τη μετατροπή της κοινωνίας σε σκουπιδοντενεκέ κατανάλωσης “αγαθών” και “υπηρεσιών". Αν και γάτος, δεν εί­μαι γενικώς εναντίον των επινοήσεων του ανθρώπου που διευκο­λύνουν και κάνουν πιο ευχάριστη τη ζωή του. Απλώς υποστηρίζο) πως αν είχατε λίγο μυαλό και ήθος, αυτή η ανάπτυξη θα γινόταν σε συνεργασία με τη φύση και όχι εναντίον της. Πώς ζητάτε να ανθίσει η ζωή σας, όταν κόβετε τις ρίζες της; Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα και την εξαθλίωση -αν δεν κάνω λάθος, τα δύο τρίτα της ανθρωπότητας- γιατί; Γιατί τους κλέβετε το φα­γητό, όχι επειδή πεινάτε -αυτό θα ήταν κάπως λογικό- αλλά για να σας περισσεύει να σπαταλάτε σε πράγματα άχρηστα και σκουπίδια. Και όλο τρέχετε. Κάθε “διευκόλυνση”, κάθε “κατά- κτηση”, και μια νέα προπέλα στον κώλο σας. Κλοτσάτε τις μέρες σας σαν να μην είναι δικές σας. Αλλού είναι η ζωή κι αλλού βρί­σκεστε εσείς. Και ενώ όλες οι δραστηριότητές σας αποτελούν ύβρη απέναντι στη ζωή, η ηθική σας, ως ουσία και ως περιεχό­

Page 180: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

μενο, αφορά μόνο τα γεννητικά σας όργανα. Δηλαδή εν ολίγοις, γράψατε όλο τον πλανήτη σι’ αρχίδια σας. Ε, είστε για δεν είστε για σκότωμα, ρε φιλαράκι;» συμπλήρωσε ο Ιωακείμ, ενώ με τη βελούδινη πατούσα του χάιδευε τη γυμνή πλάτη της Τζουν, που φορώντας μόνο το απαλό της δέρμα, έκαμνε... φεγγαροθεραπεία.

«Πόσο εκπληκτικά όμορφη θα ήταν η ζωή, αν το αιδοίον και το πέος συναναστρέφονταν ελεύθερα κατά τις επιθυμίες τους, από πόσο πόνο και δυστυχία θα γλύτωνε η ζωή των ανθρώπων, πόση χαρά, πόση θετική ενέργεια θα γέμιζε ο κόσμος» είπε η Άννη, καθώς, με κείνη τη λάγνα ντροπαλοούνη, ζήταγε από τον Μπίλη Τζο να ξύσει για πολλοστή φορά τη μεταξένια φου- σκο)τή ήβη της -αδυναμία που, όπως είδαμε, παρά λίγο να της στοιχίσει τη ζωή.

«Ο έρωτας είναι το πιο ανυπότακτο ανθρίόπινο συναίσθημα» είπε ο Μπίλη Τζο, «δεν υπακούει σε καμιάν εξουσία, δεν επιβάλ­λεται με τη βία. Ένα πανανθριυπινο συναίσθημα, που αν αφηνό­ταν ελεύθερο, θα ξέπλενε την ανθρώπινη κοινωνία από κάθε βρομιά και βαρβαρότητα. Ο έρωτας είναι η σπίθα της ζωής, η άμιλλα των ωραίων συναισθημάτων. 'Οταν είσαι ερωτευμένος, αλλιώς σκέφτεσαι, αλλιώς τρως, αλλκός περπατάς, αλλκός ντύνε­σαι, αλλκός κοιτιέσαι στον καθρέφτη. Αναζητάς το καλό, το όμορφο, το τέλειο· γίνεσαι ένα φως που παράγπ θετική ενέρ­γεια. Πόσο πιο εύκολη και πιο ωραία ()α ήταν η ζωή» συνέχισε ο Μπίλη Τζο, «αν οι άνθρωποι έδειχναν και βίοναν ελεύθερα την αισθησιακή αγάπη, τις ερωτικές επιθυμίες και τις προτιμήσεις τους». Και δώσ* του έξυνε το μουνάκι της Άννης, που άρχισε να πάλλεται και να εκπέμπει ένα πλήθος πολύχριομα αγριολού­λουδα, με ηδονικά χρώματα και λάγνες προκλήσεις, που άφησαν μαγεμένο και άλαλο το Άσπρο Σύννεφο.

«Ρε σεις» είπε ο Ιωακείμ με κάποια επιθετικότητα ξαφνικά, και εμφανώς επηρεασμένος όχι μόνο από το τσίπουρο, αλλά κυρίως

Page 181: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

από τα εκλεκτά ποΰρα ταυ φίλοι» του του μάγου, «δεν νομίζετε πως μας τα πρήξατε με την ανθρώπινη ζωή και την ανθρώπινη ζωή; Λες και δεν υπάρχει άλλη ζωή στον πλανήτη, παρά μόνο η αφεντιά σας. Δολοφονείτε και απαξιώνετε τη ζωή χωρίς να παίρνετε χαμπάρι το αυτονόητο: ότι σ’ αυτήν ανήκετε και σεις. Και για να τελειώνω με την ερώτησή σου. Ευτυχία είναι η ίδια η ζωή, αυτή η ασύλληπτη ύπαρξη που μας κάνει τη μεγάλη χάρη να ζήσουμε σαν οντότητες στον παράδεισο της αγκαλιάς της. Αυτόν τον παράδεισο που τον μετατρέψατε σε κόλαση, αναζητώντας σε λάθος δρόμους την ει*τυ- χία. Συμπεριφέρεστε ως εισβολείς και όχι ως δημιουργήμίττα αυτού του πλανήτη. Προκαλώ οποιοδήποτε Νόμπελτου είδους σας σε δη­μόσια συζήτηση, να μου πει έστω και έναν μόνο λόγο για τον οποίο ένα δημιούργημα έχει μεγαλύτερη αξία για το σύνολο της ζωής από ένα άλλο. Όπως λέει ένας δικός σας μάγκας -γιατί ευτυχιυς υπάρ­χουν και τέτοιοι- ο Μπόρις Βιάν, “στην ανθρώπινη κοινωνία υπάρ­χει μια συνωμοσία για το τι είναι επιβλαβές: ό,τι δεν είναι αξία χρή­σης και ό,τι αποκαλύπτει το έγκλημα”. Αυτή η παρατήρηση συμπυ- κνίόνει τη φιλοσοφία και τη συμπεριφορά του είδους σας...»

Ο Ιωακείμ συνέχιζε να αγορεύει με την ωραία, επίσημη φωνή του, όταν ξαφνικά, ως διά μαγείας, οι τοξίνες της επιθετικότητας χάθηκαν σ’ ένα συννεφάκι εξαίσιων αρο)μάτο)ν, που εξαπέλυσε το κορμί της Τζουν καθώς ανακλαδίστηκε. Με νωχελικές κινήσεις γάτας του Σιάμ, ξεγλίστρησε από την παρέα και ξάπλωσε δίπλα στο Άσπρο Σύννεφο με ολοφάνερες διαθέσεις αποπλάνησης. Η Τζουν, αν και Μις Μεταμόσχευση, ως πλάσμα από γνήσιο γενε­τικό υλικό, βαριόταν απερίγραπτα τις φιλοσοφικές φλυαρίες. Η Λουντμίλα, έτοιμη να πετάξει από την πλώρη της Θεάς Δήμητρας στην αγκαλιά του αγαπημένου της, ανυπόμονο βέλος σε χορδή τό­ξου, σιγοψιθύριζε ένα νοσταλγικό τραγούδι της πατρίδας της.

Η Θεά Δήμητρα έπλεε αθόρυβα στο μαγικό σύμπαν, τόσα κο­ντά στην αυλή του φεγγαριού και των άστρων, ώστε η Τζονν» κα­

Page 182: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

θώς άχλωνε τα χέρια της, γέμιζαν από χρυσά βραχιόλια, περιδέ­ραια και δαχτυλίδια. Χρυσές κλωστές σκλάβωσαν σε μαγικά δί­χτυα το όμορφο αγόρι, που σαν ανοιχτό λουλούδι ακολούθησε τη Τζουν στην κοιλιά της σκούνας.

Το φεγγάρι έγερνε στη δύση του, όταν το Άσπρο Σύννεφο, με αλαλαγμούς χαράς που ξύπνησαν τ’ αστέρια στο προποΰπνι τους, πετάχτηκε από το αμπάρι της Θεάς Δ ήμητρας και σκαρφάλωσε στην κόφα του μεσαίου καταρτιού για να ευχαριστήσει τους θε­ούς για τα δώρα τους. Πίσω του ακολουθούσε η Τζουν συνεσταλ­μένη, όπως παιδί που έφαγε το γλυκό τηςγιαγιάς. Πήγε και τρύ­πωσε στην αγκαλιά του Ιωακείμ. Εκείνος της χάιδεψε τα μαλλιά και τη ρώτησε τρυφερά: «Πέρασες καλά, αγάπη μου;»

«Μμμμ...» μουρμούρισε η Τζουν και σφίχτηκε στην αγκα­λιά του...

Ο Μπίλη Τζο για άλλη μια φορά παραδέχτηκε ότι το φιλαράκι του ήταν πιο προχωρημένο απ’ αυτόν.

Ο γλυκός, αραχνοΰφαντος ύπνος ταξίδευε ακόμα τα φιλαρά­κια στους παραμυθένιους κόσμους του ονείρου, όταν στο βάθος του ορίζοντα πρόβαλε χρυσό το στεφάνι του ήλιου.

Εκείνη την ώρα ο Πλάτωνας, που κοιμόταν ανάσκελα στο κα­πάκι του αμπαριού, ένιωσε μια δυσφορία, σαν κάποιος να τού ’κοβε την ανάσα. Έπαιξε τ’ αυτιά του ανήσυχος και άνοιξε τα μάτια του. Η Ανοιξιάτικη Βροχούλα, με το κεφάλι της στη μα­σχάλη του και το αριστερό χεράκι της να του κλείνει τα ρουθού­νια, κοιμόταν ξέγνοιαστη στη ζεστή αγκαλιά του. Απαλλάχτηκε όσο πιο τρυφερά μπορούσε και σηκώθηκε να ετοιμάσει πρωινό.

Ο ήλιος ζεστός, βελούδινος έλουσε το κατάστρωμα της Θεάς Δήμητρας. Ο Ιωακείμ ξύστηκε, τανύστηκε ηδονικά, άνοιξε τα ρουθούνια του και εισέπνευσε βαθιά. Έκατσε ανακούρκουδα, έτριψε τα μάτια του και ξεφώνισε χαρούμενος: «Μπήκαμε στο

Page 183: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Αιγαίο, στην ευλογημένη θάλασσα». Σηκο'>0ηκε και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει το πριοινό της Τζουν. Ο Πλάτωνας μό/,ις είχε αρμέξει την Αμάλθεια. Το γάλα ζεστό, άχνιζε ακόμα στη με­γάλη γαβάθα γεμάτο μυρωδάτο αφρό. Γέμισε δυο κούπες και τις ακούμπησε σ’ έναν πολύχρωμο ψάθινο δίσκο. Ο Πλάτωνας έβαλε παξιμάδια, μια ξύλινη κούπα μέλι με την κερήθρα του, ξερά δαμάσκηνα, σύκα και καρύδια. Τη στιγμή που ο Ιωακείμ πήρε το δίσκο για να φύγει, ο Πλάτο^νας, που είχε ακούσει το ξε­φωνητό του, τον ρώτησε: «Τι είναι το Αιγαίο, δάσκαλε;»

«Εδώ γεννήθηκε το μέτρο» απάντησε ο Ιωακείμ, «ο προπος κανόνας της ζωής. Βέβαια, ο μόνος που δεν εφαρμόζει αυτό τον κανόνα, είναι ο σύγχρονος άνθρωπος, αλλά σ’ αυτό πια δεν δίνει κανένας σημασία. Εδώ επίσης, σε τούτα τα νησάκια και τις ακτές, γεννήθηκαν τόσοι φιλόσοφοι, ποιητές και καλλιτέχνες, όσοι που­θενά αλλού σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα είπανε όλα και έδωσαν αριστουργήματα, μα ποιος τους άκουσε;» Ήταν τέτοια η συγκί­νηση του Ιωακείμ από την αναφορά του στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που στο ύφος του κυριάρχησε ο σοφός καθηγητής. «Οι άνθρωποι» συνέχισε, «ξέρουν και την ομορφιά και το καλό, μα διαλέγουν πάντα το κακό και το άσχημο. Ίσως αυτή είναι η μοίρα τους» έκλεισε την αγόρευσή του ο Ιωακείμ, μπρος στα γε­μάτα θαυμασμό μάτια του Πλάτωνα, που, βέβαια, δεν κατάλαβε και πολλά πράγματα αφού, εκτός των άλλων, αυτό το όμορφο πρωινό τα πάντα τού θύμιζαν τη Χιουρέμ.

Είχαν τελειώσει σχεδόν το πρωινό τους, όταν μέσα από το στεφάνι του ήλιου ξεπετάχτηκαν, σαν πυροτεχνήματα που έπλε­καν γιορντάνια γύρω από τη Θεά Δήμητρα, σμήνη λουλοΐ'διών, πουλιών, ζώων, παιδιών, αλλά και συννεφάκια επιθυμιών. Ενας τρελός χορός χρωμάτων και μουσικής. Από το κέντρο αυτής της έκρηξης ξεχώρισαν δυο ποδήλατα με τη συνοδεία κοκκινολαίμη­

Page 184: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

δων, που τα οδηγούσαν η Καλλιόπη και η Ισμήνη: η ο)ριμη ομορ­φιά και η θηλυκή ωριμότητα. Ήταν η επιτροπή υποδοχής από έναν προκαθορισμένο σταθμό της Θεάς, τον Νεραϊδότοπο.

Το Ασπρο Σύννεφο, σκαρφαλωμένο στην κόφα του μεσαίου κα­ταρτιού, συνεπαρμένο από τα αρώματα της αισθησιακής αγάπης και τις συνθέσεις τους, χαιρετούσε με αλαλαγμούς τον ήλιο που ξε­πρόβαλλε λαμπερός έφηβος από τον ορίζοντα της θάλασσας.

Ένα ωραίο αγόρι, ο Ιάσονας, ο γιος της ανυπάκουης δασκά­λας, της Ισμήνης, καβάλα σε μια πανέμορφη γαϊδουρίτσα, κρατού­ντας τη μεταξένια χαίτη της, κάλπαζε δίπλα στη Θεά Δήμητρα, όταν είδε την Ανοιξιάτικη Βροχούλα να χορεύει τ\) Λίμνη των Κν- κνο)ν ανάμεσα στ’ αγριολούλουδα και στις πεταλούδες. Πήδηξε στο κατάστρωμα, και με μια ωραία υπόκλιση της πρόσφερε ένα μπουμπούκι κόκκινο τριαντάφυλλο. Μόλις το έφερε στη μύτη της η Ανοιξιάτικη Βροχούλα, παφ, εκείνο άνοιξε τα άλικα πέταλά του. Ένας μικρός, μυρο)δάτος ανεμοστρόβιλος σήκιοσε ψηλά την Ανοιξιάτικη Βροχούλα και την έριξε στην αγκαλιά του αγοριού.

Ο Πλάτωνας, που συμπάθησε αμέσο>ς την Καλλιόπη, την πήρε από το χέρι, και υπό τους ήχους μιας πολυπληθούς ορχήστρας που την αποτελούσαν καρδερίνες, φλώροι, σπίνοι και ένα ζεύγος βατράχων, άρχισαν να χορεύουν ένα τρελό τσάρλπττον.

Η Μαίρα, η αγαπημένη σκυλίτσα του Ιάσονα, πασίγνωστη για τις γατομαχίες της, καθώς πετούσε δίπλα ιπη ςα'λη της τη γαϊδου- ρίτσα, την Υακίνθη, ένιωσε ισχυρή μυρουδιά γάτου, τέτοια, που πριότη φορά συναντούσε στη ζωή της. να αναστατιόνει τα ρου­θούνια της. Σα βολίδα πέρασε κάτο) από το λαιμά της Υακίνθης και προσγεκόθηκε μπροστά στα πόδια του Ιοχχκείμ, ο οποίος εκείνη την ώρα, κρατώντας το πούρο του, τυλιγμένος στην πανά- κριβη ρομπ ντε σαμπρ, κουβέντιαζε σοβαρά με τον Μπίλη Τζο και την Ισμήνη. Η Μαίρα, όσες στροφές κι αν πήρε το μυαλό της, δεν κατάφερνε να θυμηθεί παρόμοια μυρουδιά γάτας. Από την

Page 185: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

αμηχανία της την έβγαλε η ωραία φωνή του Ιωακείμ, που την κοί­ταξε κυριολεκτικά αφ’ υψηλού: «Τι συμβαίνει, αγαπητή μου;»

Για πρώτη φορά στη ζωή της η Μαίρα, η τολμηρότερη των σκυλιών στις γατομαχίες, χωρίς καν έναν καβγά αναγνοίρισης, έβαλε την ουρά στα σκέλια και τό ’βαλε στα πόδια κλαίγοντας φοβισμένη.

Λίγο πριν καθίσει η Θεά Δήμητρα στα σμαραγδένια νερά της λιμνοθάλασσας του Νεραϊδότοπου, η Καλλιόπη και η Ισμήνη επέστρεψαν στη βεράντα όπου θα γινόταν η επίσημη υποδοχή και ενημέρωσαν του υπόλοιπους για την ωραία και παράξενη πα­ρέα που ερχόταν. Έτσι, όταν η παρέα έφτασε στη βεράντα, παρά την παράξενη σύνθεσή της, κανείς δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. Όμως ο Ιωακείμ οσφρίστηκε κάποια αμηχανία, και για να εξα­φανίσει κάθε ίχνος σκιάς και επιφύλαξης, δήλωσε με μια κιομική υπόκλιση: «Κυρίες και κύριοι, ιδού οι δραπέτες ενός φρενοκο­μείου, καθώς και μερικά επιτεύγματα της λαμπρής σύγχρονης επιστήμης του ανθρώπου. Γάτος επιστήμων, και μάλιστα επιφα­νής κατά την εκτίμησιν της κοινωνίας των ανθρώπων..Το όνομά μου, Ιωακείμ, έχει βιβλικές ρίζες, διότι προέκυψε ως αποτέλεσμα θρησκευτικής έριδος. Πλάτων, γνήσιος αρκούδος, σπουδαγμενος μπάρμαν, έτοιμος προς μαζικήν παραγωγήν. Το Ασπρο Σύννεφο και η Ανοιξιάτικη Βροχούλα είναι αυθεντικοί Τσερόκι. που αιχ­μαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στην εταιρεία προς μαζικήν πα­ραγωγήν, για τις ανάγκες των ταινιών γουέστερν του Χόλιγσυντ. Η όμορφη Λουντμίλα μας, θύμα και αυτή και ο αγαπημένος της τής πιο ασύδοτης επιστημονικής εξουσίας, επιστρέφει επιτέλους σώα κοντά του. Η αγαπημένη μου Τζουν είναι η διάσημη Μις Μεταμόσχευση, αποκλειστικό προϊόν της επιστήμης, κατασκευα­σμένη από διάφορα, γνήσιου γενετικού υλικού μοσχεύματα Ευ­τυχώς για μένα, κυριάρχησαν τα γονίδια της σιαμέζιχης γά^ας» Η

Page 186: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

αγαπημένη μας Άννη, η Μις Βιοτεχνολογία, κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου επίσης στα εργαστήρια της εταιρείας, από γνήσιο, φυ­σικό γενετικό υλικό, ωραιοτάτη και άκρως ερωτική, καταδικα­σμένη σε ανακύκλωση μαζί με τη Τζουν “λόγω αναρμόστου σε­ξουαλικής συμπεριφοράς”, όπως έγραφε το παραπεμπτικό του επιστημονικού συμβουλίου της εταιρείας. Και τέλος, ο Μπίλη Τζο, το καλύτερο φιλαράκι του κόσμου, ο μεγάλος επιστήμονας που προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τις επιστημονικές γνώσεις του προς όφελος του πλανήτη και όχι αποκλειστικά της ανθρωπότη­τας». Αμέσως μετά απ’ αυτές τις σύντομες συστάσεις, άρχισαν τα σφιχταγκαλιάσματα και τα σταυρωτά φιλιά.

Όπως είδαμε, η Καλλιόπη συμπάθησε τόσο πολύ τον Πλά­τωνα, που όλο ήθελε να βρίσκεται κοντά του, να αγγίζει το στιλ­πνό του τρίχωμα και να χαϊδεύει την αθώα μούρη του -κάτι σα μητρικός έρωτας, να πούμε. Ο Πλάτωνας, που δεν είχε νιώσει ποτέ το μητρικό χάδι, αφού τον αιχμαλώτισαν μωρό ακόμα, τώρα ένιωθε αυτή την τρυφερή ενέργεια, και φοβερά αναστατωμένος, θέλοντας να εκφράσει τα αισθήματά του, πότε χοροπηδούσε πότε έκαμνε τούμπες. Θυμόταν ότι δεν έπρεπε να χειροκροτήσει -μια κακή συνήθεια που έμαθε στη σχολή και ενοχλούσε τον κό­σμο, όπως έλεγε ο Ιωακείμ- αλλά δεν θυμόταν τι ακριβώς έπρεπε να πει, ήταν τόσο έντονες οι εντυπώσεις των τελευταίων ωρών.

Η Καλλιόπη, μπήκε στο σπίτι και γύρισε με μια μεγάλη κερα- σόπιτα που του την πρόσφερε ολόκληρη. Ο Πλάτωνας κόντευε να εκραγεί από τη χαρά του. Μυροβόλο αεράκι καθάρισε το μυαλό του και άστραψε φως η παιδεία του Ιωακείμ. Κρατώντας με τα δυο του χέρια την κερασόπιτα, κοίταξε την Καλλιόπη με τις ματά- ρες του και είπε: «Αλλά εσυ είσαι μια νυχτερινή επινόηση, που αρέσκεται στις βροχερές εκμυστηρεύσεις». Και έχωσε την κε­φάλα του στο στήθος της Καλλιόπης...

Ο Ιωακείμ, για να μην ενοχλεί ο Πλάτωνας τον κόσμο με τα

Page 187: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

__________________________________________________ . . ^ » Ν Ι Ι Σ Μ ^ Ϊ Ι Ο 1

θορυβώδη παλαμάκια του, του είχε μάθει (παν ήταν πολύ συγκι- νημένος, αντί να ξεκουφαίνει τον κόσμο χτυπο')ντας τις τεράστιες χερούκλες του, να απαγγέλλει ωραίους στίχους ή κάποια φιλίχτο- φικά ρητά -ανάλογα με την περίσταση. Και βέβαια, στην προκει­μένη περίπτωση, μόνο η ποίηση μπορούσε να εκφράσει τα έντονα και βαθιά συναισθήματα του Πλάτωνα.

Μέσα σε τέτοια χαρούμενη και τρυφερή ατμόσφαιρα, τα φι­λαράκια μας έκατσαν γύρω από το πλούσιο τραπέζι με όλα τα καλά της εποχής, όλα γνήσια από τη μάνα γη. Απολαμβάνοντας το ωραίο γεύμα, αντάλλαξαν εμπειρίες, γνώμες και πληροφορίες. Έμαθαν ότι τ(Γ>ρα πια ο Νεραϊδότοπος, όπως λεγόταν το νησί, δεν πολιορκούνταν πλέον από τις δυνάμεις της Αρπα Κόλα, αφού αυτή, όπο^ς είδαμε, ανέλαβε την Παγκόσμια Διαχείριση Υδάτι­νων Πόρίυν -Πα.Δ.Υ.ΓΪ., όπως ΕΥΔΑΠ π.χ., αλλά μεγάλης κλίμα­κας- και συνεπώς δεν την ενδιέφερε και πολύ, και δεν τη συνέ­φερε κιόλας να πολιορκεί μια μικρή αγορά σαν τον Νεραϊδό- τοπο, ο οποίος μάλιστα, αντιστεκόταν με τέτοιον τρόπο, ώστε ανέτρεπε όλα τα δεδομένα του πολέμου. Όμως, όπως ξέρουμε κι από τη διαφήμιση, “η πρόοδος και η ανάπτυξη ποτέ δεν σταμα­τούν”. Έφυγαν οι δυνάμεις της Αρπα Κόλα, ήρθαν οι μπόγηδες των πολυεθνικοί Ανθρώπινης Αναζωογόνησης, για να δεσμεύ­σουν εν ονόματι του ανθρωπισμού το γνήσιο υλικό -ζωικό, φυ­τικό και ορυκτό. Αλλά, είπαμε, όλα αυτά για να είναι αξιοποιή- σιμα, έπρεπε τα πλάσματα να συλληφθούν ζωντανά, με τέχνασμα και όχι με τη βία. Γι’ αυτό σκούριαζε ο έκτος (πόλος γύρω από το νησί, αφού στα τεχνάσματα και στις τέχνες γενικά τα φιλαράκια μας ήταν άσοι και είχαν με το μέρος τους τις απέραντες φυσικές δυνάμεις, που ήξεραν να τις συντονίζουν.

Στο νησί έμειναν τρεις αξέχαστες μέρες, ίσα ίσα να ανταλ­λάξουν βιβλία, συνταγές, σπόρους και γνώσεις. Βέβαια, η Ανο<-

Page 188: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ξιάτικη Βροχοΰλα έμεινε με τον ωραίο έφηβο, τον αγαπημένο της Ιάσονα. Το Άσπρο Σύννεφο δήλωσε πως πουθενά αλλοΰ στον κόσμο δεν θα ήταν τόσο ευτυχισμένος, όσο σ’ αυτόν τον κόσμο των αρωμάτων. «Εδώ, μπορώ να δημιουργήσω συνθέσεις που θα κάνουν την αγάπη ανίκητη» είπε στον Πλάτωνα, που όπως ήταν φυσικό στενοχωρέθηκε που θα χώριζαν. Ο Πλάτω­νας άφησε άλλο ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς του στο μπού- στο της Καλλιόπης, μπαξέ από πολύχρωμα μητρικά συναισθή­ματα, που προπη φορά ένιωθε στη ζο)ή του. Η Καλλιόπη με με­ταφραστή το Άσπρο Σύννεφο τον παρηγόρησε, λέγοντάς του ότι αφοί) σε κανένα μήνα θα πήγαιναν στο νησί του Ανοίνυμου, στον Νόστο, που ήταν επίσης στο Αιγαίο, θα μπορούσαν να ανταλλάσσουν επισκέψεις. Ο Πλάτωνας βρέθηκε για άλλη μια φορά ανάμεσα σε συμπληγάδες. Τι μπέρδεμα κι αυτές οι αν- θρώπινες σχέσεις, σκέφτηκε. Ήταν ταυτόχρονα χαρούμενος και στενοχωρημένος. Σηκώθηκε όρθιος, αγκάλιασε την Καλ­λιόπη και είπε: «Εις την απαισιοδοξίαν του Σισιίφου αντιπαρα- θέτουμε την Ιθάκη του Καβάφη».

«Μπορεί να φαίνεται άσχετο, αλλά αν ψάξεις στο βάθος, θα βρεις την άκρη» είπε ο 1<οακείμ στον Μπίλη Τζο, που (πεκόταν δίπλα του και καμάρωναν τον Πλάτωνα.

Μέσα σε τέτοια τρυφερή ατμόσφαιρα, η θιά Δήμητρα, με τις ευχές όλων, φορπομένη καλούδια, όμορφα συναισθήματα και δη­μιουργικές σκέψεις, σαλπάρισε, στο γλαυκό μυροβόλο σούρουπο για το και νούργιο της ταξίδι.

Όπως είναι γνωστό από την ιστορία, κατά τον Δεύτερο Πα­γκόσμιο Πόλεμο ο Χίτλερ δεν κατάφερε να κατακτήσει τον κό­σμο, αλλά οι νικητές κατάφεραν να τον μοιράσουν σα νά ’τανε το αμπέλι του πατέρα τους. Έτσι, παρά τη νίκη της δημοκρατίας ενα­ντίον του φασισμού, από τη μια μέρα στην άλλη ολόκληρα έθνη,

Page 189: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

λαοί και φυλές χρίστηκαν άλλοι «κομουνιστές» και άλλοι «υπηρέ- τεςτσυ διεθνούς ιμπεριαλισμού». Αφήσανε και μερικούς που τους ονόμασαν ουδέτερους, για να εχει ενδιαφέρον το παιχνίδι.

Με αυτή τη λογική και οι κάτοικοι των Καρπαθίων και των γύρω χωρών συγκαταλέχθηκαν στους κομουνιστές και εντάχθη­καν στο «σιδηρούν παραπέτασμα», όπως το αποκαλοΰσαν οι ιμπεριαλιστές. Βέβαια, οι φιλήσυχοι κάτοικοι του ωραίου οροπε­δίου ποτέ δεν θα μάθαιναν το νέο τους όνομα και το τι συνεπάγε­ται, αν μερικά απλά γεγονότα της καθημερινής μας ζωής δεν ΰφαιναν τον ιστό της τραγωδίας που ξέσπασε αργότερα και έθεσε σε κίνδυνο την ύπαρξη των ανθρώπων της φυλής και του οροπεδίου. Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά

Το Στέκι του Βρικόλακα, όπο)ς λεγόταν το παράξενο οροπέ­διο, δεν είχε τίποτα το φοβερό και το τρομακτικό. Αντίθετοί, ήταν επίγειος παράδεισος, θα μπορούσαμε να πούμε: Πανύψηλα κατά­φυτα βουνά, που οι αιχμηρές κορυφές τους ήταν πάντα σκεπασμέ­νες από λευκά σύννεφα, το περιτριγύριζαν προστατεύοντας ένα παρθένο τοπίο ζωής, μια πανέμορφη λίμνη και δυο ποτάμια που ξεφύτρο^ναν από τα ριζά των βουνών και άρδευαν τις εύφορες κοιλάδες, που κατέληγαν κι αυτές στις όχθες της όμορφης λίμνης.

Οι πρόγονοι των σημερινοόν κατοίκων του οροπεδίου, όπως έλεγε ο μύθος της φυλής που περνούσε από γενιά σε γενιά, ήταν μια ομάδα γυναικόπαιδα και ελάχιστοι μαχητές από τη μεγάλη στρατιά του Σπάρτακου. Κυνηγημένοι από τις ρωμαϊκές λεγεώ­νες, κι αφού περιπλανήθηκαν επί χρόνια και χάθηκαν οι περισ­σότεροι μέσα στα άγρια, αδιάβατα βουνά, τέλος, έφτασαν και κούρνιασαν στο Στέκι του Βρικόλακα, απολύτως πεπεισμένοι, ύστερα από τόσα δεινά, πως κανένας βρικόλακας δεν μπορεί να είναι χειρότερος από τη σκλαβιά και τρομακτικότερος από τη ζω­ντανή ανθρώπινη εξουσία.

Page 190: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Βέβαια, εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχει σοβαρή διέ­νεξη μεταξύ ιστορικών και φιλολόγων για το ποια ακριβώς στιγμή εμφανίζεται ο βρικόλακας στην ανθρώπινη κοινωνία. Αλλά εμείς δεν πρόκειται να πάρουμε μέρος σε τέτοιου είδους διενέξεις, αφού ξέρουμε πως το τρομακτικό πρόσωπο του φόβου όπως και της εξουσίας είναι διαχρονικό και μόνον ονόματα αλ­λάζει. Τέλος, είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως η στρατιά του Σπάρτακου ήταν τόσο πολυφυλετική, όσο και οι κατακτήσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Θράκες, Γαλάτες, Αφρικανοί, Έλλη­νες, Αραβες. Επιμειξία που γέννησε μια πανέμορφη και υγιέ­στατη ράτσα ανθρο>πων με κοινή μνήμη και συνείδηση: τις τρεις κατάρες της ζωής, όπως τις ονόμαζαν, τον πλούτο, την εξουσία και τη βία. Τις μόνες εξουσίες που αναγνώριζαν, ήταν αυτές του Θεού και του Βρικόλακα’ έτσι για νά ’χει τα ζύγια της η ζωή, να έχουν κάποια τάξη τα πράγματα: τον Θεό, για να συγχωρεί τις απαραίτητες μικροαμαρτίες τους, να ξαλαφροόνει την ψυχή τους και να τους δίνει δύναμη να τις ξανακάνουν. Τον Βρικόλακα, για να τους υπενθυμίζει ανά πάσα στιγμή το πεπερασμένον της ύπαρ­ξης· πως κάθε μέρα είναι μοναδική, περνάει και δεν ξανάρχεται. Γι’ αυτό πρέπει να τη χαιρόμαστε και να την απολαμβάνουμε, αφού είναι γνωστό πως βρικόλακας γίνεται εκείνος που δεν από­λαυσε τη ζωή του και επιστρέφει στη γη για να τη χαρεί -μα είναι πλέον αργά. Για κανένα ον δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία, γι’ αϊτό και κάθε ον είναι μοναδικό και πρέπει να το σεβόμαστε. Αυτή τουλάχιστον ήταν η άποψη των παππούδων της φυλής για τον Βρικόλακα.

Η επιστήμη και η βάρβαρη τεχνολογία δεν έφτασαν ποτέ στο Στέκι του Βρικόλακα, αφού κανείς ποτέ δεν είχε δει ή χαρτογρα­φήσει την περιοχή. Μόνο στους γεωμαγνητικούς χάρτες υπήρχε ένας κόκκινος κύκλος σ’ αυτή την περιοχή των Καρπαθίων που προειδοποιούσε ότι είναι επικίνδυνες οι πτήσεις πάνω και γύρω

Page 191: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

από το οροπέδιο λόγο) ισχυρότατοι, αγνοκπο>ν μαγνητικο/ν κυμάτων.

Δούλευαν τόσο, όσο για να παίρνουν τα απαραίτητα αγαθά που τους χάριζε η φύση και να ζουν όμορφα, ηδονικά και υγιεινά. Όπως είναι φυσικό, τέτοια ισορροπημένα πλάσματα τις μόνες τέ­χνες που ανέπτυξαν ήταν αυτές που υποβοηθούσαν τη συνεργα­σία τους με τη φύση, όπως ένας νερόμυλος, ένας ανεμόμυλος, μια βάρκα για ψάρεμα και για ρομαντικούς περιπάτους στην ωραία λίμνη -τέτοια. Κυρίως όμως ανέπτυξαν τις τέχνες και τα μυστικά της χαρούμενης, υγιεινής και απολαυστικής ζωής, όπως ο έροπας. η μαγειρική, ο χορός, η ποίηση, οι ουραίες ιστορίες.

Η φυλή είχε έναν καταμερισμό εργασίας, όπως θά ’λεγαν οι οικονομολόγοι, εντελώς αυτόματο, σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις κλίσεις του καθενός. Άσε που οι πάντες ήξεραν να κάνουν τα πάντα, αφού η ζο)ή ήταν ένα ατέλειωτο παιχνίδι. Από το νήπιο ώς το γέροντα, στο μεγάλο σκολειό της φύσης. Μια παιδεία που περ­πατούσε μαγεμένη μέσα στο θαύμα της ζωής, και συντόνιζε τα βήματά της με την απέραντη σοφία και τους ρυθμούς της γης. Ο μόνος κανόνας ηθικής που αποδέχονταν και που καθόριζε την κοινωνική τους συμπεριφορά ήταν η άρνηση του πλούτου, της βίας και της εξουσίας.

Από την ανατολή κι ώς τη δύση του ήλιου ή θα έκαναν τις δου­λειές τους, ή θα έπαιζαν, ή θα γιόρταζαν. Και είχαν πολλές γιορ­τές, αρκεί να φανταστεί κανείς ότι κάθε πανσέληνο είχαν τη γιορτή του Βρικόλακα. Ένα ολονύκτιο ξέσπασμα των αισθήσεων υπό το φως της πανσελήνου. Τα αρώματα, οι ωραίες γεύσεις, τα βαθιά φιλιά, τα ταξιδιάρικα χάδια, μην τα πολυλογούμε, όλα εκείνα που συνιστούν ένα ωραίο όργιο. Οχι πως τους έλειπε ο έροπας, αντίθετα, ήταν η μόνη ενασχόλησή τους που δεν είχε συ­γκεκριμένη ώρα κι εποχή. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβαίνει σε μια φυλή που τρεφόταν και ζούσε υγιεινά και χωρίς χατανα-

Page 192: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

γκασμαύς; Όμως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο/ήθελαν να νιωσσυν τη μαγεία του άγνωστου εραστή, την πλήρη απελευθέρωση της ερω­τικής ςχχντασίωσης, χωρίς τον κίνδυνο άλλης αναγνώρισης πλην εκείνης των αισθήσεων. Ένα ιαματικό ταξίδι στο ερωτικό συμπαν που οι πολιτισμένοι προσπαθούν να το περιορίσουν στη θλίψη του μονογαμικού ζεύγους. Η αναρχική χαρά του αισθησιασμού και της λαγνείας αποσταθεροποιούσε κάθε σκιά συναισθηματικής ή άλλης τάξης, ή εξουσίας. Ήταν, να ποΰμε, η μηνιαία διακήρυξη των δικαιωμάτων της ερωτικής ελευθερίας και της απόλαυσης.

Κάθε μέλος της φυλής, όταν ενηλικιωνόταν, δηλαδή όταν τα κορίτσια είχαν περίοδο και τα αγόρια εκσπερμάτωση, απο­κτούσε τις τρεις μπέρτες του βρικόλακα* μια για το χειμώνα, μια για άνοιξη και φθινόπωρο, και μια δροσερή για το καλοκαίρι. Τις μάσκες τις έφτιαχναν ο καθένας από μόνος του, ξεχωριστά και μυστικά, κάθε πανσέληνο και καινούργια, για να μην αναγνωρί­ζεται. Και βέβαια ο καθένας την έφτιαχνε ανάλογα με το πρό­σοδο που ήθελε να είναι. Έτσι, ξαφνικά έβλεπε κανείς ένα σωρό βρικολακίνες με το πρόσωπο της όμορφης παπαδοπούλας, της Γιασμίν, και άλλων ωραίων κοριτσιών, αφοΰ η μια ήθελε να μπει στη θέση της άλλης, και βρικόλακες με τα νεαρά πρόσωπα του Αχιλλέα, του Αλέξανδρου, του Ασίντ, του Ομάρ και άλλων ωραίων αγοριών. Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, κάθε παν­σέληνο ακόμα και οι πιο μυστικές επιθυμίες το3ν ανθρώπων έβγαιναν σεργιάνι, αναζητώντας ελεύθερα την εκπλήρωσή τους.

Οι μπέρτες είχαν τέσσερα χρώματα. Μαύρες των ανδρών που γονιμοποιούσαν, κόκκινες των γυναικών που ήταν σε θέση να κυοφορήσουν, και αντίστοιχα, μπλε των αντρο>ν και μωβ των γυ­ναικών που ήταν ελεύθεροι εραστές, δηλαδή αυπόν που είχαν πάρει το ερωτικό βοτάνι, δεν τεκνοποιούσαν και ήταν αφιερωμέ­νοι στις τέχνες, στις χαρές και στις ηδονές του έρωτα. Έτσι, οι μαύρες και οι κόκκινες μπέρτες ερωτοτροπούσαν αποκλειστικώς

Page 193: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

με τις μωβ και τις μπλε, ενώ οι μοβ και οι μπλε εροπ<προπουσαν με τους πάντες ασυστόλως. Με τον τρόπο αυτό απέφευγαν όχι μόνο τις συνέπειες μιας τυχαίας αιμομιξίας στην άγνοκπη ερω­τική περιπέτεια, αλλά και κάποια ανεπιθύμητη αύξηση των γεν­νήσεων. Διότι ένας άλλος κανόνας, που ήταν καταγραμμένος στη συνείδηση της φυλής, ήταν ποτέ τα μέλη της να μην υπερβούν τις δέκα χιλιάδες και να μη μειωθούν κάτω από τις έξι. Αυτός ήταν ζωτικός όρος στο οροπέδιο, αν ήθελαν να παραμείνει υγιής και ζωντανή η φυλή τους. Όποιος ήθελε να νιώσει το αίσθημα της πατρότητας ή της μητρότητας -κατά την περίοδο βέβαια που τα παιδιά ήταν μωράκια, γιατί μόλις άρχιζαν να μπουσουλάνε, ξε­πόρτιζαν, και συνήθως διάλεγαν για γονιό τους όποιον τους φαι­νόταν πιο αστείος και πιο ευχάριστος- αυτοί λοιπόν κάνανε έως και δυο παιδιά, και μετά παίρνανε το ερωτικό βοτάνι και γίνο­νταν ελεύθεροι εραστές, φορώντας πάντα μια γαρδένια στα μαλ­λιά τους. Έτσι, με τρυφερές παρεμβάσεις στην κοινή συνείδηση, εφαρμοζόταν ο πρώτος κανόνας της ζωής: να ορίσουν τον ζωτικό τους χώρο σε σχέση με τον μεγάλο ζωτικό χώρο που έπρεπε να εξασφαλίσουν στη φΰση, ώστε να τους παρέχει εν αφθονία τα αγαθά της. Οι κοινωνικές επιπτώσεις από την εφαρμογή αυτού του κανόνα είναι εμφανείς: αφοΰ δεν υπήρχε η «σπάνις» των αγαθών, δεν υπήρχε εμπόριο, δεν υπήρχε η έννοια του κέρδους, του ανταγωνισμού, της συσσώρευσης και όλων των συμπαρομαρ- τούντων. Η φυλή είχε τη σοφία να γνωρίζει ότι η ευτυχία της και η διαιώνισή της δεν εξαρτόνταν από την αύξηση του αριθμού των μελών της, αλλά από την ισορροπημένη και αρμονική σχέση της με τη φύση.

Μια άλλη, επίσης μεγάλη γιορτή, που κρατούσε σχεδόν ένα χρόνο, ήταν όταν έχτιζαν το νέο χωριό. Γιατί μεταξν των λίγων, αλλά απαράβατων κανόνων της φυλής ήταν να επιστρέφουν στη φύση τον τόπο που δανείστηκαν απ’ αιτήν για τις ανάγχ$ς τους.

Page 194: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Έτσι, κάθε πέντε χρόνια έχτιζαν νέο χωριό, πάντα γύρω από την όμορφη λίμνη, στους πρόποδες των κατάφυτων βουνών που τους παρείχαν άφθονη και κάθε είδους ξυλεία από την οποία ήταν κατασκευασμένα τα σπίτια τους. Μόλις ετοιμαζόταν το νέο χωριό, έκαιγαν το παλιό, για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί η ζωή στο τοπίο. Γιατί ήξεραν ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που με τη μόνιμη εγκατάστασή του μολύνει θανάσιμα και βιάζει το περι­βάλλον. Και βέβαια, τα σπίτια που χτίζονταν με τέτοια αγάπη, από παρέες, ήταν ξύλινα αριστουργήματα αισθητικής και λει­τουργικότητας και έβριθαν από θετική ενέργεια.

Τις υπόλοιπες νύχτες κλείνονταν νωρίς στα σπίτια τους για το φόβο του Βρικόλακα, και ανέπτυσσαν τις τεχνικές του έρωτα κάτω από το μελισσοκέρι, ή έπαιρναν μέρος στους τρυφερούς διαγωνισμούς του φλερτ, των ποιημάτων και των παραμυθιών, κατά τις ολονύκτιες βεγγέρες, όταν ξεκούκιζαν το βαμβάκι, τα φασόλια, το καλαμπόκι, ή έκαναν οποιαδήποτε άλλη ομαδική ερ­γασία. Το φλερτ δεν ήταν μόνο ένα παιχνίδι που εξασκούσε τις πιο ευγενικές αρετές στον άνθρωπο -η ερωτική προπαίδεια, να πούμε- αλλά ήθελε να υπενθυμίζει ότι ο έρωτας από τη φύση του είναι ντροπαλός, μυστικός και συναισθηματικός. Είπαμε, οι άν­θρωποι ήταν φυσιολογικοί και πίστευαν πως παράδεισος είναι ο δρόμος προς την κορυφή και όχι η κορυφή...

Πάντως, την επομένη της γιορτής του Βρικόλακα, όλοι τους εί­χαν το σημάδι σε κείνο το σημείο του λαιμού, όπου η τρυφερό­τητα αρωματίζει την ηδονή, κι η θέση σε υποχρεώνει να σκύψεις να προσκυνήσεις για να πιεις.

Έτσι απλά, ήρεμα και ηδονικά ζούσαν οι άνθρωποι του ορο­πεδίου, παρά το γεγονός ότι κάποια ιστορική στιγμή ονομάστη­καν κομουνιστές και εντάχθηκαν στο «Σιδηρούν Παραπέτασμα» για τους μεν, στο «Σοσιαλιστικό Στρατόπεδο» για τους δε. Παρά τις βαθιές ιστορικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, κανείς δεν

Page 195: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σκέφτηκε ποτέ το Στέκι του Βρικόλακα ως «χρυσόμάλλον δέ­ρας». Άλλωστε, και το όνομά του δεν προμηνοΰσε τίποτα ελκυ­στικό και ευχάριστο. Εκτός από το γεγονός ότι βρισκόταν, όπως είπαμε, μεταξύ γεωγραφίας και μύθου.

Χωρίς να μας φανεί καθόλου παράξενο, το δράμα, που σπά- ραξε την καρδιά ενός νεαρού ρομαντικού επαναστάτη και έβαλε σε μεγάλο κίνδυνο την ψυχική και βιολογική υγεία της φυλής, ξεκίνησε από ένα διορισμό, μιαν όμορφη γυναίκα και μια τετράπαχη χήνα.

Ο Συμεών Παντελέσκου, πρώτος γραμματέας του κόμματος στην όμορφη και πλούσια κωμόπολη Στρέμλιτσα, χτισμένη στους πρόποδες των Καρπαθίων, στριφογύρισε το χαρτί στα χέρια του και κοίταξε τον νεαρό που στεκόταν μπροστά του: Ίαν Ποπέ- σκου, σύμφωνα με το έγγραφο που τον διόριζε βοηθό του -δεύ­τερο γραμματέα του κόμματος.

Ο Παντελέσκου ήξερε πολύ καλά αυτό που ξέρουν όλοι οι άν­θρωποι της εξουσίας: ότι κάθε δεύτερος θέλει να γίνει πρώτος. Όταν μάλιστα πρόκειται για έναν ωραίο νεαρό με λαμπερά μά­τια και αποφασιστικό ύφος που μυρίζει ακόμα Κομματική Σχολή, τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Ποιος διάολος μου τον φόρτωσε, σκέφτηκε, και χαμογέλασε στον Ίαν καλωσορίζοντάς τον.

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε -με κίνδυνο ίσως να θεωρη­θούμε αντιδραστικοί, αλλά είναι ιστορικώς βεβαιωμένο- ότι στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό, όσο προχωρούσαν τα πεντά­χρονα πλάνα ανάπτυξης, τόσο λιγόστευαν τα καλούδια της ζωής. Αυτό βέβαια είχε και τα καλά του, οι σχέσεις των ανθρώπων με την εξουσία ήταν πιο ανθρώπινες, σχεδόν ζεστές, παραδοσιακές. Κυριαρχούσε το πεσκέσι, που είχε άρωμα και γεύση -όχι το ψυ­χρό φακελάκι, η διαπλοκή και το ξεπούλημα της ψήφου.

Page 196: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ο θείος του Ίαν, που ήθελε να τιμήσει την άνοδο του ανιψιού του στην εξουσία, αλλά και να υπογραμμίσει τις καλές τους σχέ­σεις, του έσιειλε από το χωριό μια τετράπαχη χήνα, μια νταμι- τζάνα κοκκινέλι, μια μπουκάλα ρακή, και άλλα καλούδια που, όπως είπαμε, σπάνιζαν στην αγορά. Τι καλύτερη ευκαιρία λοιπόν, για το ανερχόμενο στέλεχος να τραπεζώσει το γραμματέα του κόμματος, όπως κάνει κάθε δεύτερος στον πρώτο, και μάλιστα όταν είναι νεοφερμένος. «Με την ευκαιρία να γνωρίσετε και την Πίπερ, τη γυναίκα μου» έκλεισε την ευγενική του πρόταση ο Ταν.

Ο Παντελέσκου πίστευε στη λαϊκή παροιμία «Κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη», δεν είχε φιλοδοξίες για παραπέρα. Ήθελε τη μικρή του εξουσία για να απολαμβάνει τα τρία πάθη του: το καλό φαΐ, το καλό πιοτί και το ωραίον φΰλον, πράγματα που πλουσιοπάροχα του έδινε η ωραία κωμόπολη.

Στο σπίτι του δεύτερου γραμματέα τα βρήκε όλα. Και προπα­ντός την πανέμορφη Πίπερκα, ικανή όχι μόνο να εξάψει το πά­θος, αλλά και να το οδηγήσει στην υπέρβαση των ορίων, στην ου­σία κάθε τραγωδίας, στην παράβαση.

Τορνευτές γάμπες σε αλαβάστρινους αστραγάλους, χυτούς μηρούς, πεταχτά καπούλια, τόξα βαθιά οι δυο κοιλότητες της μέ­σης, ανέβαιναν με φτερά εφήβου στους στρογγυλούς (όμους, μα­σχάλες βαθιές, μεταξωτές σπηλιές... Όλα τα είχε τέλεια η Πίπερ, αλλά εκείνα που την ξεχώριζαν και την έκαναν μια πολυσήμαντη ερωτική παρουσία, ήταν τα φλογάτα μαλλιά της, κόκκινα σαν την ώριμη καυτερή πιπεριά, τα τεράστια πράσινα μάτια της και το πλούσιο στήθος με ρώγες πάντα τσιτωμένες. Μην τα πολυλο­γούμε, και άγιος να ήταν ο Παντελέσκου, η τραγωδία ήταν ανα­πόφευκτη αφού, όπως είπαμε, ο γραμματέας δεν είχε μόνο πάθη, αλλά είχε και την εξουσία να τα ικανοποιεί.

Το πρώτο που έκανε, λοιπόν, ήταν να διορίσει ιδιαιτέρα του την όμορφη Πίπερ, και δεύτερο, να ξαποστείλει τον Ίαν στην «πιο

Page 197: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τιμητική, περήφανη και ιστορική αποστολή, που θα τη ζήλευε κάθε επαναστάτης». Και τον έστειλε να ανακαλύψει το Στέκι του Βρικόλακα και να εφαρμόσει την πολιτική και ιδεολογική γραμμή του κόμματος. Του έδωσε τριάντα στρατκότες. σς\χχγίδες, έντυπα, έγγραφα και υλικό, και δώδεκα μουλάρια με εφόδια.

Τους ξεπροβόδισαν με μουσικές και παράτες, κι ο γραμμα­τέας έβγαλε έναν συγκινητικό λόγο. για την ηρωική αποστολή της ομάδας «κάτω από τη φωτεινή καθοδήγηοτη του αγαπημένου μας συντρόφου Ίαν Ποπέσκου, και λοιποί και λοιπά...»

Βέβαια, ο Ίαν δεν ήταν τόσο μαλάκας, ώστε να μην καταλά­βει ότι σε μια στιγμή τα έχασε όλα: την αγαπημένη ΓΊίπερκα, αφοΰ τα υψηλά καθήκοντα της την κρατούσαν δίπλα στο γραμμα­τέα, και την εξίσου αγαπημένη του κομματική καριέρα, αφού ακόμα και αν έβρισκε αυτό το αναθεματισμένο Στέκι του Βρικό­λακα, οι προοπτικές ανάδειξής του θα ήταν μηδαμινές, καθοός θα ήταν απομονωμένος από τα κέντρα αποφάσεων. Όμο>ς ήξερε επίσης, πως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να φχαριστά ιην τύχη του, γιατί υπήρχαν και πολύ χειρότερα, γνοκττά άλλωστε και ιστορικώς βεβαιο)μένα, όπως, να πούμε, ο εγκλεισμός σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, ύστερα από ένα γερό σουλτάν μερεμέτ, που θα σε έκανε να ομολογήσεις πως είσαι πράκτορας. Όμως, παρά την αποδοχή της μοίρας του, αυτά τα δυο ποτάμια απογοήτευσης και πίκρας κάπου έπρεπε να ξεσπά­σουν, αλλιώς θα τον έπνιγαν. Ε, και όπως είναι γνωστό από τις στατιστικές, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων τέτοιου είδους πίκρες και απογοητεύσεις τις πνίγει στο αλκοόλ, ένα μικρό ποσο­στό αυτοκτονεί με πιο ειδικευμένους τρόπους, και ένα ελάχιστο ποσοστό γίνονται ποιητές* σημαντικοί ή όχι, δεν έχει καμιά σημα­σία αφου οι ίδιοι νιώθουν σημαντικοί.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, ο Ίαν, λόγω της κοινωνικής του θέσης δεν μπορούσε να ανήκει πουθενά άλλου, παρά σιη με*

Page 198: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

γάλη πλειοψηφώ των ανθρώπων. Έτσι, φρόντισε εγκαίρως, στα εφόδια της αποστολής να υπάρχει ρακή για όλο το ταξίδι.

Σιο μακρύ ταξίδι του Ίαν και της ομάδας του για το Στέκι του Βρικόλακα συνεβησαν τραγικά γεγονότα. Όμως, όπως έλεγε και ο Λένιν, «δεν υπάρχουν κάστρα άπαρτα για τους μπολσεβίκους...»

Το απομεσήμερο έσταζε μέλι στο οροπέδιο. Πεταλούδες έκα­ναν έρωτα εν πτήσει, αρώματα σε σχηματισμούς ή κατά μόνας περίμεναν το αεράκι που θα τα ταξιδέψει, τα σκυλιά κοιμούνταν ευτυχισμένα με την κοιλιά στον ήλιο, γενικώς τίποτα δεν έδειχνε την καταιγίδα που ήδη βρισκόταν στο έμπα του χωριού.

Πράγματι, εκείνη τη στιγμή ο Ίαν είδε το πρώτο σπίτι του χω­ρίου, και οι φιλήσυχοι κάτοικοι του οροπεδίου είδαν την εξουσία να φτάνει με τον Ίαν πάνω σ’ ένα ξεθεωμένο μουλάρι και δίπλα του να βαδίζουν δυο εξαθλιωμένοι φαντάροι εφ’ όπλου λόγχη. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από το λαμπρό απόσπασμα. 'Οταν εί­δαν οι γεροντότεροι σφραγίδες, χαρτιά και βουλοκέρια, η ψυχή τους πλημμύρισε από μαύρες μνήμες...

«Μας ξαναβρήκαν οι Ρωμαίοι» είπαν και σώπασαν.Ο Ίαν και οι δύο στρατιώτες σύντομα αντιλήφθηκαν ότι

βρίσκονταν σ’ έναν πανέμορφο τόπο, όπου θα μπορούσαν να ζήσουν ήσυχοι και ευτυχισμένοι. Αρκεί μόνο να σημειώσουμε ότι σε δροσερά υπόστεγα, μικρά και μεγάλα δρύινα βαρέλια γεμάτα με εκλεκτά ποτά, ήταν αραδιασμένα στη διάθεση του καθενός, χωρίς απαιτήσεις και περιορισμούς. Βλέπεις, οι άν­θρωποι της φυλής έπιναν τα κρασάκια τους ή τα τσιπουράκια τους προς ενίσχυση της ψυχικής τους ευφορίας και όχι για να πνίξουν τις πίκρες και τις δυστυχίες τους. Όμως ο Ίαν είχε πληρώσει πολύ ακριβά αυτή την αποστολή για να την εγκατα- λείψει. Αντίθετα, ανακάλυψε ότι επιτέλους μέσα στις τόσες δυ­στυχίες του, προέκυψε και κάτι καλό: του δινόταν η ευκαιρία

Page 199: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

να αποδείξει τις κομματικές καθοδηγητικές και διοικητικές ικανότητές του.

Όταν, λοιπόν, ο Ίαν στάθηκε μπροστά στους απορημένους και κάπως φοβισμένους ανθρώπους του οροπεδίου, ύστερα από μια γερή επιθεώρηση του δροσερού υπόστεγου με τα δρύινα βα­ρέλια, τα πράγματα τα έβλεπε διπλά και τα πόδια του ήταν φτερά στον άνεμο, όμως οι λέξεις βγαίνανε νεράκι από το στόμα του, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους επαγγελματίες πολιτι­κούς. Έβγαλε έναν εμπνευσμένο λόγο, που η ουσία του, αν αφαι- ρέσουμε τους ύμνους για τους φωτισμένους ηγέτες, ήταν ότι ερ­χόταν εκ μέρους του κόμματος, για να εδραιώσει τη νέα λαϊκή εξουσία, να τους κάνει αξιόμαχους και ευσυνείδητους πολίτες, να τους απαλλάξει από την εκμετάλλευση, την καθυστέρηση και τη φτώχεια...

«Μα δεν έχουμε κανέναν φτωχό εδώ» τον διέκοψε εντελώς αυθόρμητα ο νεαρός Αλέξανδρος, γεννημένος από την Ήρα και τον Ρασίντ. Το ίδιο αυθόρμητα όμως απάντησε και ο Ίαν.

«Αυτό δεν έχει καμιά σημασία».Αυτός ήταν ίσως και ο μοναδικός ουσιαστικός διάλογος, πριν

αρχίσουν τα βάσανα της φυλής.Όταν μια μέρα, σχετικά ξεμέθυστος, ο Ίαν κατάλαβε ότι βρι­

σκόταν μπροστά σε μια πρωτόγονη, όπως την ονόμασε, κομουνι­στική κοινωνία, ένιωσε επιτέλους τη μοίρα να του χαμογελά. Το όραμα άστραψε μπρος στα μάτια του σαν το άστρο της Βηθλεέμ: να εκσυγχρονίσει το οροπέδιο, ώστε η φυλή να συντονίσει το βήμα της με την «πρόοδο και τον πολιτισμό». Μέσα στους ατμούς του αλκοόλ, αλλά και της φιλοδοξίας του να ανακηρν- χθεί ήρωας της κομματικής εργασίας, άρχισε να ονειρεύεται το φωτεινό μέλλον της φυλής και να καταστρώνει πεντάχρονα πλάνα ανάπτυξης, αύξησης της παραγωγής, της παραγωγιχόπ ̂τας και της εργασίας. Διόρισε δήμαρχο και συμβούλους, μοί~

Page 200: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

ρασε πόστα και αξιώματα, γενικώς έκανε όλα όσα λέει και κά­νει η εξουσία, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές διαφορές και αντιπαραθέσεις της.

Όμως τα πράγματα δεν αποδείχτηκαν τόσο εύκολα όσο τα περίμενε ο Ίαν... Πρώτα πρώτα, όταν τους ζήτησε να φτιάξουν ένα σπίτι για να στεγαστεί η αποστολή και τα γραφεία του κόμ­ματος, του είπαν να το φτιάξει μόνος του ή με τους φίλους του, όπως το φτιάχνανε κι αυτοί. Οι νέοι αρνούνταν να δουλέψουν συ­γκεκριμένες ώρες και μέρες, προτιμούσαν να απαγγέλλουν στί­χους, να παίζουν μουσική και να ερωτοτροπούν, ενώ τα πιτσιρί­κια, μόλις πήραν χαμπάρι ότι πήγαιναν να τα μαντρίόσουν σε κάτι που το λέγανε σχολείο, πήραν τα όρη και τα βουνά κι εξαφανί­στηκαν. Τη νύχτα μικροί και μεγάλοι αρνούνταν να κυκλοφορή­σουν λόγω του Βρικόλακα, και συνεπώς δεν μπορούσαν να πά­ρουν μέρος στις κομματικές συνελεύσεις, ενώ την Κυριακή, που ήταν αργία, πήγαιναν στην εκκλησία.

Ο Ίαν γρήγορα κατάλαβε πως, αν ήθελε να προχωρήσει στον «εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη» της φυλής, έπρεπε να υπερ­νικήσει τις μεταφυσικές προκαταλήψεις των κατοίκων σχετικά με τον Βρικόλακα και τον Θεό, και στη θέση τους να εμπεδώσει τις μεγάλες ιδέες του μαρξισμού-λενινισμού και των άλλων φωτει­νών ηγετών του παγκόσμιου κομουνιστικού κινήματος -όπο)ς δεν έχανε την ευκαιρία να τονίζει σε κάθε ομιλία του- ενο') το μεγάλο του όνειρο ήταν το σχέδιο που ετοίμαζε για μια σήραγγα που θα διαπερνούσε τα Καρπάθια και θα έφερνε σε επαφή το οροπέδιο με τον «πολιτισμένο» κόσμο. Όμως τώρα είχε προτεραιότητα ο ιδεολογικός και πολιτικός αγώνας. Και με τον Θεό, εντάξει, τα κατάφερε σχετικά εύκολα: έκανε την εκκλησία αίθουσα των κομ­ματικών συνελεύσεων, τον παπά ψαρά, και για την οίρα τουλάχι­στον, ησύχασε. Μα με τον Βρικόλακα τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Ο Βρικόλακας δεν είχε καμιά κοινωνική υπόσταση, να

Page 201: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

πούμε, ούτε ιερέα, οΰτε ναό, ήταν απλώς ένα αίσθημα ήμερου φόβου, που βοηθούσε τους ανθροίπους να ζοΰνε τις νύχτες τους σε τρυφερές συνάξεις και συναντήσεις.

Μην τα πολυλογούμε, ο Βρικόλακας ανακηρύχτηκε «ο υπ' αριθμόν ένα ιδεολογικός αντίπαλος του κόμματος, στις συ­γκεκριμένες συνθήκες». Έτσι, άρχισε ένας ανελέητος αγοίνας εναντίον του Βρικόλακα. Διαλέξεις, τιμωρίες, απειλές... Η γνω­στή συνταγή της εξουσίας -ένας φόβος ξεπερνιέται από έναν με­γαλύτερο φόβο.

Το μολυσμένο αίμα της εξουσίας αρρώσταινε τη φυλή, κατέ­στρεφε τον ιστό εμπιστοσύνης στις ανθρώπινες σχέσεις, διατά- ρασσε την ψυχική υγεία των ανθρώπων, γεννούσε διενέξεις και ανταγωνισμούς, ενώ η αύξηση της παραγωγής έβαλε σε μεγάλο κίνδυνο την υγεία της φυλής και του οροπεδίου, αφού τα προϊό­ντα, όπως βαφτίστηκαν τα αγαθά, ήταν περισσότερα από όσα χρειάζονταν, με αποτέλεσμα να σαπίζουν και να μολύνουν το χω­ριό και το οροπέδιο.

Είναι γνωστό πο^ς ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, δεν είναι δυνατόν να απαιτούμε την ίδια συμπεριφορά και την ίδια ικανότητα αντίστασης από όλους. Έτσι, πολλοί αποκήρυξαν τον Βρικόλακα, άλλοι τον Θεό, άλλοι έγιναν μέλη του κόμματος, εν­συνείδητοι εργάτες και άλλα τέτοια. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι το μέτωπο εναντίον του Βρικόλακα και του Θεού κέρδιζε ολο­ένα και περισσότερο έδαφος, αφού οι πιστοί τόσο τον Βρικόλακα όσο και του Θεού δικαιολογημένα αναρωτιόνταν: Γιατί να υπε­ρασπίζομαι εγώ τον Θεό και τον Βρικόλακα και να τραβάω τόσα βάσανα, αφού οι ίδιοι δεν νοιάζονται να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους;

Στην αρχή πίστευαν πως ή ο θεός θα συνέτιζε τον Ίαν, ή ο Βρικόλακας θα του έπινε το αίμα και θα γλιτώνανε. Όμως ο και­ρός περνούσε και ούτε το ένα ούτε το άλλο γινόταν. Παρ' όλα

Page 202: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

αυτά, υπήρχαν ακόμα ισχυρές εστίες αντίστασης που συνέχιζαν να υπερασπίζονται με πάθος τον παλιό τρόπο ζωής, όταν στον μακρινό κόσμο συνέβησαν τα γνωστά γεγονότα της κατάρρευσης τον υπαρκτού σοσιαλισμού.

Όπως ήδη ξέρουμε από την αφήγηση του Κριλένκο, ο Αλιόσα, μόλις κατάφερε να αποδράσει από το Πειραματικό Κέ­ντρο, αποφάσισε να πάει στο Στέκι του Βρικόλακα με την ελπίδα ότι, αν τα κατάφερνε ποτέ να αποδράσει η αγαπημένη του Λουντμίλα, το ίδιο πράγμα θα σκεφτόταν.·

Στο δρόμο για το οροπέδιο, οπλίστηκε με τρία πράγματα. Μια ντουμπλ φας μαυροκόκκινη μπέρτα, μια μάσκα του βρικόλακα και μια μικρή πένσα, ειδική παραγγελία, με τέσσερα αντικριστά μυτερά δοντάκια, δυο πάνω, δυο κάτω. Ύστερα από εβδομάδων νυχτερινή πτήση, που την απολάμβανε μετά από τόσα χρόνια σκλαβιά, έφτασε μια σκοτεινή νύχτα στα Καρπάθια. Οι αιχμηρές κορυφές τους υψώνονταν ώς το άγνωστο μέσα στα πυκνά σύν­νεφα. Ένας τοίχος από άγνωστες δυνάμεις εμπόδιζε την πτήση του. Τότε είδε χαμηλότερα ένα στενό πέρασμα που το φώτιζαν δυο σειρές πυγολαμπίδες, όπως φώτα εθνικής οδού. Βοΰτηξε μέσα στο πέρασμα, και ξημέρωμα πια, προσγειώθηκε μπροστά στον γερο-Ισίδωρο, που είχε χορτάσει τον ΰπνο και είχε βγει να μαζέψει ανοιξιάτικα μπλε μανιταράκια.

Ο γερο-Ισίδωρος βλέποντας αυτοπροσώπως, που λένε, μπρο­στά του τον Βρικόλακα, στην αρχή νόμισε πως θα έφαγε κάνα παράξενο μανιταράκι καθώς βόσκαγε, όμως ο Αλιόσα έβγαλε τη μάσκα του βρικόλακα και τον καλημέρισε χαμογελαστός. Μόλις βρήκε τη λαλιά του ο γερο-Ισίδωρος, είπε στον Αλιόσα:

«Αχ, παλικάρι μου, τι λαχτάρα τράβηξα, όχι από φόβο, μα από χαρά, γιατί θάρρεψα πως είσαι ο πραγματικός Βρικόλακας και ήρθες, επιτέλους, να μας σώσεις...»

Page 203: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Και έκατσε εκεί κάτω από τη μεγάλη καστανιά και του εξι­στόρησε όλα τα συμβάντα που σκότωναν τη φυλή του...

Νΰχτα μυρωδάτη, ανοιξιάτικη, και ο Ίαν κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου με το παράθυρο ανοιχτό και όνειρα που κολυμπού­σαν στο αλκοόλ. Ο Αλιόσα ντυμένος βρικόλακας, μπήκε πετο>- ντας από το παράθυρο, πλησίασε στο κρεβάτι και δάγκωσε με την πένσα του τον Ίαν στο γνωστό σημείο του λαιμού. Ο Ίαν ούρλιαξε από τον πόνο μέσα στον μεθυσμένο ύπνο του. Ο Αλιόσα, καλού κακού, τού ’ρίξε και κάνα δυο σφαλιάρες, για να ξυπνήσει καλά και να τον δει να φεύγει πετώντας από το παρά­θυρο με τη μπέρτα ανοιχτή, σα νυχτερίδα.

Το ίδιο έκανε σ’ όλη την κλίμακα της εξουσίας εκείνη τη νύ­χτα. Την επόμενη μέρα, έντρομη η εξουσία κυκλοφορούσε στους δρόμους με λευκούς επιδέσμους στο λαιμό.

Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι εμφανίστηκε επιτέλους ο Βρικό­λακας και αμέσως άρχισαν τις προετοιμασίες για τη γιορτή του. Ήταν καιρός να πλουτίσουν με νέες εμπειρίες τον ερωτικό τους κόσμο που φτώχυνε απελπιστικά μετά την κατάργηση των γιορ­τών και την απαγόρευση του άνθους της ηδονής που, όπως εί­παμε, ρύθμιζε και το αναγκαίο μέγεθος της φυλής. Γιατί ο Ίαν που, όπως είδαμε, ήταν υπέρ της αύξησης όλων των δεικτών, δεν μπορούσε παρά να είναι και υπέρ της αύξησης του πληθυσμού...

Έτσι, στο οροπέδιο καταλύθηκε η εξουσία και οι άνθρωποι ξα- ναβρήκαν τον εαυτό τους, την ψυχική τους ισορροπία και τα αγνά τους συναισθήματα. Ξαναγύρισαν στους ρυθμούς της ζωής και στη γνώση της, στον ξορκισμό του Βρικόλακα με τον έρωτα και τη λα­γνεία των αισθήσεων, και στον Θεό για ν’ ακουμπήοουν τη μυστική τους ύπαρξη -εκείνες τις ιδιαίτερες συνομιλίες με το είναι τους.

Ο Ίαν από τα πράγματα υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη του Βρικόλακα. Μισότρελος από την τρίτη τον χαι πιο

Page 204: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

οχληρή απογοήτευση, παραιτήθηκε από την αποστολή του, μά­ζεψε τα σέα του και μερικούς πιστούς οπαδούς του και ξεκίνησε να πάει να αναφέρει στο κόμμα ότι το καμάρι της μαρξιστικής υλιστικής σκέψης είναι μπαρμπούτσαλα, αφοΰ ο Βρικόλακας υπάρχει.

Ευτυχώς για τον ίδιο, δεν έφτασε ποτέ στη γνωστή μας κωμό­πολη και έτσι απέφυγε την τέταρτη πράξη της τραγωδίας του, αφοΰ, όπως είναι γνωστό, οΰτε κόμμα οΰτε γραμματέας υπήρχε πια, όσο για την Πίπερκα, δούλευε ήδη σε ένα στριπτιζάδικο στη Σαλονίκη.

Ο Αλιόσα θεράπευσε τη φυλή από την αρρώστια της εξουσίας και η ζωή επανήλθε στον ευτυχισμένο ρυθμό της. Κι ενώ ετοιμα­ζόταν να φύγει για τον έξω κόσμο να ψάξει για την αγαπημένη του Λουντμίλα, ένα ωραίο πρωινό έσκασε μύτη μέσα από τα πυ­κνά σύννεφα, φορτωμένη ηλιαχτίδες η Θεά Δήμητρα.

Πρώτος την είδε ο Εύμολπος, ο ωραίος γιος της Σαμάνθας και του Ιμπραήμ, που είχε ξυπνήσει χαράματα για να προλάβει την ανατολή του ήλιου, γιατί ήθελε να σκαρώσει ένα καινούργιο τρα­γούδι για την αγαπημένη του Γιασμίν, την ωραία κόρη του παπά.

Την ώρα που ο ήλιος χάραζε το στεφάνι του στον ορίζοντα, η Θεά Δήμητρα κάθιζε απαλά στα ήρεμα νερά της γαλάζιας λίμνης.

Ο Εύμολπος δικαιολογημένα ανησύχησε. Ήταν νωπές ακόμα οι πληγές από τον τυφώνα Ίαν Ποπέσκου που έπληξε τη φυλή, και νά τώρα νέοι παράξενοι επισκέπτες από τον ουρανό. Όταν μάλιστα είδε τον πρώτο που αποβιβάστηκε και τον χαιρέτισε σε άπταιστα αρχαία ελληνικά -ήταν ο Ιωακείμ- παρά λίγο να το βά­λει στα πόδια. Όμως πριν προλάβει να αναρωτηθεί για το παρά­ξενο, ένιωσε να τον διαπερνά μια φιλική ενέργεια, μια διάθεση σκανταλιάς και παιχνιδιού. Φιλικά συναισθήματα τον κατέλα­βαν, και με ένα πλατύ χαμόγελο έσφιξε θερμά την πατούσα που του έτεινε ο Ιωακείμ. Την ίδια στιγμή, πετώντας πάνω από τα κε­

Page 205: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

φάλια τους ο Αλιόσα και η Λουντμίλα έπεφταν ο ένας (χιην αγκα­λιά του άλλου.

«Ήρθαν οι ξενιτεμένοι» είπαν οι γεροντότεροι, «ο έξω κό­σμος πάει κατά διαόλου». Όσο για τα επιστημονικά επιτεύγματα που αφορούσαν τον Ιωακείμ, τη Τζουν και τον Πλάτωνα, είπαν ότι εκείνοι πάππου προς πάππου ήξεραν πως όλα τα πράγματα είναι Ένα, Τδιο και Διαφορετικό. «Δεν χρειάζονταν τόσα βά­σανα» είπαν, «για να μάθουμε ότι όλοι είμαστε αδέρφια...»

Αφού ασφάλισαν το γνήσιο, φυσικό γενετικό υλικό σε μυστι­κές σπηλιές των βουνών, ο Μπίλη Τζο αποφάσισε να μελετήσει το μικροκλίμα του οροπεδίου. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι παρέ­μενε ανεπηρέαστο, σα να το προστάτευε μια αόρατη μεμβράνη, από τη διαβρωμένη και βαριά άρρωστη ατμόσφαιρα του πλα­νήτη. Με τη βοήθεια των γεροντότερων ανακάλυψε ότι αυτό οφειλόταν όχι μόνο στο γεγονός ότι οι δραστηριότητες τιυν αν- θρο)πων άφηναν ανενόχλητη τη φύση στην εξέλιξή της, αλλά και στις εκπληκτικές συνθέσεις της πανίδας και της χλωρίδας, που εξασφάλιζαν μια σταθερά εναλλασσόμενη ισορροπία. Τους ζήτη­σαν να μείνουν ώς τη μαγιάτικη γιορτή του Βρικόλακα, για να ζή- σουν ένα μικρό θαύμα της φύσης.

Την ώρα που το φως αποχαιρετούσε τις σκιές, χτύπησε ρυθ­μικά το μεγάλο ταμπούρλο, αναγγέλλοντας την έλευση της παν- σελήνου. Αμέσως, σαν από θαύμα, η πλατεία και τα δροσερά υπόστεγα όπου φύλαγαν τα δρύινα βαρέλια με το κρασί γέμισαν χαρούμενους βρικόλακες και βρικολακίνες. Και τότε άρχισε ένα ξέφρενο γλέντι κάθαρσης και απελευθέρωσης όλων των συναι­σθημάτων. Ακριβώς τα μεσάνυχτα, όταν το φως της πανσελήνου πλαγιόβαλε το οροπέδιο, τα όργανα σταμάτησαν και η βελούδινη σιωπή κατέκτησε το τοπίο. Οι όχθες της λίμνης φωτίστηκαν από μικρά χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που αναβόσβηναν. Μια μον-

Page 206: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

σική απαλή, στους ρυθμούς της ανάσας, καθαγίαζε το τοπίο από κάθε αιχμηρό συναίσθημα, ενώ στον ουρανό μικροί σπόροι, ίσα με σουσάμι, άνοιγαν με γλυκόν ήχο και απελευθέρωναν ένα αρωματικό συννεφάκι που κρεμόταν στον ουρανό ρόδινο και μωβ μεταξωτό μαντίλι στο αμπαζούρ ερωτευμένης γυναίκας.

Κάθε άνοιξη, οι όχθες της λίμνης γέμιζαν από τις μπλε άγριες ορχιδέες και τους ασπροκίτρινους άγριους υάκινθους -άγρια μόνο κατά την αντίληψη του Μπίλη Τζο, γιατί στη λογική της φυ­λής δεν υπήρχε η διαχωριστική έννοια μεταξύ άγριου και ήμερου.

Τα μεσάνυχτα λοιπόν της μαγιάτικης πανσελήνου οι γαλάζιες ορχιδέες προκαλούν μικρές ηλεκτρικές εκκενυχτεις στις κάψες τ(υν υακίνθων, που άνοιγαν και εκτόξευαν στον ουρανό τους σπόρους τους, απελευθερώνοντας το όζον που είχαν συσσωρεύ­σει. Έτσι, δημιουργούσαν ένα πρόσθετο στριόμα προστασίας του οροπεδίου από τον σκληρό ήλιο του καλοκαιριού.

1I ωραία μουσική προερχόταν (χπό το γεγονός ότι κάθε γαλά­ζια ορχιδέα, κάθε κάψα υακίνθου και κάθε σπόρος, ενώ άνοιγαν όλα μαζί, το καθένα είχε τη δική του στιγμή και τον δικό του ήχο. Από αυτήν, την ανεπαίσθητη για τις ανθρώπινες αισθήσεις δια­φορετικότητα γεννιόταν η απαλή μουσική σε ρυθμούς μπλουζ, πρελούντιο της πριίπης εριστικής επαφής.

«Η Συναυλία των Υακίνθων» σχολίασε ο Ιωακείμ, που είχε ξεσκονίσει τον μεγάλο μας ποιητή και στοχαστή.

Οι γέροι εξήγησαν στον Μπίλη Τζο ότι οι γαλάζιες ορχιδέες και οι ασπροκίτρινοι υάκινθοι, όπως και άλλα φυτά, ζοκχ και έντομα του οροπεδίου, είχαν και άλλες ιαματικές ιδκπητες. Μια κούπα ζεστό αφέψημα από κάψες υακίνθου και άνθη γαλάζιας ορχιδέας σ' έκανε ποιητή, που λένε. Όποιος ήταν πολύ συνεσταλ­μένος και δεν τολμούσε να εκφράσει τον έρο/τά του, κοπάναγε μια κούπα απ' αϊτό κι η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι, θεούς και ς εγγάρια κατέβαζε. Αλλά, όπως είπαμε, η κύρια συνεισφορά

Page 207: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

τους ήταν να προετοιμάζουν την ατμόσφαιρα του οροπεδίου για τον σκληρό ήλιο του καλοκαιριού.

Ενώ ο Μπίλη Τζο προχωρούσε μαγεμένος μέσα στη σ(χρία, στα θαύματα και στην ομορφιά μιας παρθένας φύσης, όπου οι γνοχιεις του ανθρώπου ήταν γνώσεις αρμονικής συνύπαρξης με την πλάση, ο Ιωακείμ προσπαθούσε να απαντήσει στο πλήθος ερωτημάτων και αποριών των κατοίκων, σχετικά με τα συμβαίνοντα στον «πολι­τισμένο κόσμο». Και βέβαια, του ήταν αδύνατον, και εννοιολσ/ικά ακόμη, να εξηγήσει σ’ αυτούς τους σοφούς ανθρο>πους, με το αγαθό και πρακτικό πνεύμα, τους πολύπλοκους καταστροφικούς μηχανισμούς της ζωής που επικρατούσαν στον έξω κόσμο.

Όταν οι γέροντες άκουσαν ότι τα λουλούδια έχασαν το άρωμά τους, είπαν, τέλειωσε αυτός ο κόσμος, και τους ζήτησαν να μην επιστρέψουν και να μείνουν μαζί τους, αφού ζωή χωρίς το άρωμα των λουλουδιών είναι ζωή ψεύτικη. Αλλά ο Μπίλη Τζο τους εξήγησε ότι κάπου σ’ ένα νησάκι του Αιγαίου, στον Νόστο, τους περίμεναν αγαπημένα φιλαράκια. Κι ακόμα, ότι μετά την επίσκεψή τους στο οροπέδιο κατάλαβε, επιτέλους, ότι η σωτηρία του ανθρο5που δεν μπορούσε να προέλθει ούτε από κανένα χάπι, ούτε μέσα από την τεχνολογία και την επιστήμη, αλλά μόνο μέσα από την αποκατάσταση των δικαιωμάτων της ζωής γενικά και τη σωτηρία του πλανήτη. Έπρεπε λοιπόν να προσπαθήσουν να δη­μιουργήσουν ένα μικροκλίμα στο νησί, ικανό να αντισταθεί στην επιθετικότητα του πολιτισμένου ανθρώπου, και στις καταστροφι­κές συνέπειες από τη βαριά άρρωστη ατμόσφαιρα του πλανήτη.

Μην τα πολυλογούμε, ύστερα από τρεις απολαυστικές εβδο­μάδες παραμονή στο οροπέδιο, αναχώρησαν φορτωμένοι και­νούργιες γνώσεις και εμπειρίες, ξανανιωμένοι από τη ζωτική σι*- νενέργεια της αγάπης και των ωραίων συναισθημάτων, τη θεά Δήμητρα φορτωμένη μέχρι τα μπούνια με αγνό αειπάρθενο χώμα -η μήτρα που μας γέννησε και η αιωνιότητα μας, όπως είπε ο

Page 208: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

γερο-Ισίδωρος- σπόρους και φυτά διαφόρων ειδών, έντομα, όπως πασχαλίτσες, ολόχρυσες ζίνες, πυγολαμπίδες, αλλά και σκαραβαίους και πλήθος άλλα είδη που θα μας έπαιρνε ώρα να τα απαριθμήσουμε. Μια κιβωτός του Νώε, όπως είπε ο Ιωακείμ στον αποχαιρετιστήριο λόγο του. "Υστερα από σφιχτές αγκαλιές και ζουμερά φιλιά, με βαθιά συναισθήματα λύπης αποχαιρετί­στηκαν, και η Θεά Δήμητρα υψώθηκε στον καταγάλανο ουρανό για το τελευταίο της ταξίδι.

Τα φιλαράκια μας ποτέ άλλοτε δεν είχαν ζήσει σε έναν κόσμο τόσο αρμονικό, ισορροπημένο και υγιεινό, όπου το πνεύμα του ανθρίόπου συνενεργούσε με τη σοφία της φύσης.

Ο Πλάτωνας και τα κορίτσια ετοίμαζαν το δείπνο, ο Μπίλη Τζο μελετούσε τις ατέλειωτες σημειώσεις του και ο Ιωακείμ σκε­φτόταν την αποχαιρετιστήρια συνάντησή του με τον γερο-Ισί- δωρο. «Η φύση είναι το τέλειο, το ανυπέρβλητο ον, η μάνα που μας γέννησε, μας τρέφει, και μας χάρισε έναν πλούτο ικανοτή­των, ηδονοίν και απολαύσειον. Η γνοκτη του ανθρίόπου είναι αρετή της φύσης, τμήμα της απέραντης σοφίας της. Το χάρισμα της γνώσης είναι ο ομφάλιος λώρος του αν()ρ(όπου με τη φύση». Έτσι έκλεισε την απάντησή του ο γερο-Ισίδωρος στην ερώτηση του Ι(οακείμ «ποια είναι η φιλοσοφία της φυλής».

'Γην παραμονή της αναχίόρησής τους, ο γερο-Ισίδ(ορος είχε κα- λέσει τον Ιωακείμ για μια φιλοσοφική ιτυζήτηση. Η μέρα ήταν λα­μπρή. ο ήλιος βελούδινος χάιδευε την πλάση. Λουλούδια, χρώματα, αρώματα, πεταλούδες, μέλισσες, ολόχρυσες ζίνες... Μια προξενήτρα αύρα. φορπομένη αρώματα και ερωτικά συναισθήματα αλήτευε στο τοπίο. Ο Ιωακείμ βρήκε τον γερο-Ισίδο)ρο κρεμασμένο ανάποδα από ένα χο\τρό κλαδί του αιωνόβιοι» πλάτανοί’, σα νυχτερίδα.

«Συνήθως είναι πολύ αναπαυτική στάση» του εξήγησε καλη- μερίζοντάς τον με θερμή χειραψία.

Page 209: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Ύστερα, μέσα από ένα στενό μονοπάτι, διάσπαρτο από μυ­ρωδάτους θάμνους, τον οδήγησε στην επίπεδη κορυφή ενός ψη­λού βράχου. Ανάμεσα στις πλατιές, λείες, πράσινες πλάκες, χα­λιά από χαμομήλια, κρινάκια, κρόκους, ζουμπούλια απλώνονταν σε παράξενα ιερογλυφικά σχήματα. Αφού κάθισαν, ο γερο-Ισί- δωρος έλυσε ένα σακουλάκι από τη ζώνη του και έβγαλε δυο μι­κρά ανοιξιάτικα μανιταράκια, έβαλε το ένα στο στόμα του και πρόσφερε το άλλο στον Ιωακείμ.

«Μάσα το καλά» τον συμβούλεψε, και ξάπλωσε ανάσκελα στη ζεστή πλάκα.

Με την προπη δαγκωνιά, το στόμα του Ιωακείμ γέμισε γλυκό σάλιο. Μόλις το κατάπιε, ίσα που πρόλαβε να ρωτήσει τον γερο- Ισίδωρο, «ποια είναι η φιλοσοφία της φυλής, που καθορίζει τη ζωή σας;» και σβούουουμ, εκτοξεύτηκε σε άγνοχιτα, αλλά και τόσο γνώριμα μέρη. Μια πολύχρωμη σφαίρα μαγική ο πλανήτης στην αγκαλιά του, σα νά ’βλεπε τον κόσμο στον καθρέφτη...

Νά τος, με ένδυμα παλαιάς εποχής να χορεύει το βαλς του Δουνάβεως με νεαρά κυρία, η οποία ερωτοτροπούσε φλογερά μέσο της αιδημοσύνης. Ύστερα ένιωσε κάπως άβολα όταν είδε τον εαυτό του τσιγγάνα χορεύτρια του φλαμένκο σε ισπανικό κα­ταγώγιο, ύστερα ένας ωραίος, μαλλιαρός αγριόσκυλος που κυνη­γούσε γάτες, ύστερα στριφογύρισε τα πάνω κάτω, είδε τον εαυτό του, κερασιά, σολομό που αγκομαχάει να ανέβει το ποτάμι, για να ανταμώσει τη μοίρα του στην αιωνιότητα του ιερού κύκλου. Ύστερα πυράκανθος, βάτραχος, ζουμπούλι, ευτυχισμένος γάτος σε δάσος του Αμαζονίου. Έβγαλε τη θεόστεγνη γλώσσα του να γευτεί μια δροσοσταλίδα που λαμπύριζε στον ήλιο, χρυσή στα­γόνα μέλι. Δροσερός μυρωδάτος αέρας γέμισε τα πνευμόνια του. Ανοιξε τα μάτια του και είδε κατάφατσα τον ολόχρυσο αφαλό του ουρανού. Τότε σταμάτησε και το βουητό στ' αυτιά τον και άκουσε την απάντηση του γερο-Ισίδωρου.

Page 210: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

«Κι από το μανιτάρι που φάγαμε, τι είναι;» ρυπησε ο Ιωακείμ, δικαιολογημένα, αφού τού ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, που λένε, ανεξάρτητα αν στο τέλος προσγειο')θηκε βελούδινα.

«Αυτό, γιε μου, φρεσκάρει λίγο τη μνήμη. Την προπη φορά που θα το δοκιμάσεις, σου δείχνει ποιος είσαι. Τη δεύτερη φορά, τΐ] σημερινή σου ταυτότητα και τη θέση σου στον κόσμο, και από την τρίτη και πέρα, σου δείχνει τους δρόμους της αγάπης, της χα­ράς, των ηδονών και των απολαύσεων. Ε λοιπόν, αγαπητέ φίλε και αξιότιμε συνάδελφε, το μανιταράκι σε ταξιδεύει στον ιερό κύκλο της ζωής, στην ουσιαστική αιωνιότητά σου. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος του δρόμου, είναι το τέλος ενός δρόμου».

«Δεν μου λες, ρε φιλαράκι» ρώτησε ξαφνικά ο Ιοχχκείμ τον Μπίλη Τζο, «από πού κι ώς πού η επιστήμη διεκδικεί το μονοπώ­λιο της αξιοπιστίας έναντι της φαντασίας; Αφού είναι γνωστό πιος οι επιστήμες και οι ανθρώπινες αλήθειες αναπτύχθηκαν και αναπτύσσονται αναγνο)ρίζοντας προηγούμενα λάθη, πλάνες ή και ηθελημένα ψεύδη τους. Η ζωή, ο άνθρωπος, ο πλανήτης, ένα πειραματόζωο στην εξουσία της επιστήμης».

«Τι τα θέλεις» απάντησε ο Μπίλη Τζο, «από τη στιγμή που η επιστήμη έχασε την αρετή της εκδιδόμενη συνεχιός στην υπηρε­σία του κέρδους, απαξίωσε τη φύση σε αντικείμενο στερημένο κάθε ηθικής σημασίας και περιόρισε την εμπειρία σε πείραμα. Το πείραμα όμως έχει θύτες και θύματα, εξουσιάζει. Η εμπειρία είναι συνάντηση, γνοκτη, με την έννοια του ρευστού. Το πείραμα καθηλίόνει, η εμπειρία αναγνωρίζει, επικοινωνεί. Η επιστήμη ποτέ δεν θα καταφέρει να σώσει τον άνθρωπο, αν δεν πάψει να αντιμετωπίζει τη φύση σα μια μηχανή στερημένη ηθικής και συ­ναισθηματικής αξίας».

«Δεν δίνω δυάρα για τον άνθρωπο» τον διέκοψε ο Ιωακείμ. «Εκείνο που με νοιάζει, είναι να σωθεί η ζωή, ο πλανήτης, αυτό

Page 211: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

το μοναδικό, το πάνσοφο ον της ακόνιας δημιουργίας. Aireó είναι η πηγή της ζωής και όχι ο άνθρωπος, πότε επιτέλους θα το κατα­λάβετε. Ο άνθρωπος, όπως και κάθε πλάσμα ή φυτό, τα δισεκα­τομμύρια των υπάρξεων σε μια χούφτα φυσικό χο')μα, είναι κάθε φορά μια συγκεκριμένη μορφή ζωής. Όπο>ς λέει ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος, “Υπήρξα και πουλί και δέντρο και άφωνο ψάρι στη θάλασσα”. Εγώ, όπως το διαπίστωσα ο ίδιος, υπήρξα στο πα­ρελθόν πολΰ περισσότερα πράγματα. Φαίνεται τά ’χω τα χρονά- κια μου, όπως είπε και ο γερο-Ισίδωρος, που μου θύμισε τον Εμπεδοκλή. Η ζωή είναι μεγάλο ποτάμι χωρίς αρχή και τέλος».

Χαρούμενα βελάσματα ακούστηκαν από την πλ(όρη της Θεάς Δήμητρας. Η Αμάλθεια, ευτυχισμένη, έκαμνε όλα τα θηλυκά κα­μώματα στον αγαπημένο της Αγαμέμνονα, τον ωραίο τράγο με τα δίχρωμα μάτια, το ένα ανοιξιάτικο δειλινό στο Αιγαίο μετά από καταιγίδα, και το άλλο έναστρος ουρανός των Κυκλάδων. Ερω­τεύτηκαν στο οροπέδιο, και ο Αγαμέμνονας, πιστός στα αισθή- ματά του, εγκατέλειψε την ασφάλεια του οροπεδίου και ακολού­θησε την καλή του στον επικίνδυνο πολιτισμένο κόσμο.

Ο μόνος που δεν είχε ανοίξει ακόμα το ρόδι της γλυκιάς ευτυ­χίας ήταν ο Πλάτωνας, που από την ανυπομονησία του να φτά­σουν επιτέλους στον προορισμό τους και να συναντήσει την αγα­πημένη του Χιουρέμ, είχε γίνει αεικίνητος. Μια που όπως ξέ­ρουμε ήταν ειδικός στα κοκτέιλ, το Ασπρο Σύννεφο του έμαθε να φτιάχνει μερικές εκλεκτές συνθέσεις αρωμάτων. Όμως ο Πλάτιι>- νας έψαχνε το αρκουδίσιο. Είχε έναν ξύλινο κάδο και μια ξύλινη κουτάλα, και δώσ’ του ανακάτευε διάφορα υλικά Όταν το άρωμα δεν ήταν αυτό που ήθελε, για να μην πάει χαμένο, το λουζόταν...

Από τη μια το σχεδόν αποπνικτικό ερωτικό άρωμα τον Αγα­μέμνονα, από την άλλη τα βαριά αρώματα που λουζόταν ο Πλά­τωνας, έκαναν την ατμόσφαιρα αφόρητη για τα ευαίσθητα ρον~

Page 212: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

θουνια του Ιωακείμ. Η Θεά Δήμητρα ταξίδευε σα μεθυσμένη με ζιγκ ζαγκ, καθώς ο Ιωακείμ έπαιζε συνεχώς το δοιάκι δεξιά αρι­στερά, μήπως πιάσει καμιά αΰρα που θά ’παίρνε στα φτερά της τα δυνατά αρώματα.

Ξαφνικά, ένα μυροβόλο αεράκι συνουσιάστηκε με τα βαριά αρώματα, γεννώντας νέες συνθέσεις.

«Μπήκαμε στο Αιγαίο» είπε ο Ιωακείμ, γεμίζοντας επιτέλους τα πνευμόνια του με δροσερόν αέρα.

Ξημερώματα Κυριακής, και το γλέντι, που κράταγε από το Σαββατόβραδο, βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Η Χιουρέμ έπαιζε σαν τρελή το ταμπούρλο της. Πότε το χτυπούσε με το χέρι, πότε στο γοφό της, πότε στο κεφάλι της, στον κώλο της. Μεθυ­σμένη από τους ρυθμούς της μουσικής, στριφογύριζε σα σβούρα... Ξαφνικά, έχασε το ρυθμό της κι ύστερα σταμάτησε. Το άρωμα του Πλάτωνα, πασαλειμμένο με άλλες μυρουδιές, έφτασε στα ρουθού­νια της από ψηλά. Ταρακούνησε τον Ποιητή, και τότε είδαν τη Θεά Δήμητρα να κάθεται απαλά στη σμαραγδένια θάλασσα.

Ε, βέβαια, είναι αδύνατον να περιγράφουμε τη χαρά της συ­νάντησης, αρκεί να φανταστούμε τη λαμπρότητα της άνοιξης.

Η Χιουρέμ στάθηκε αμήχανη μπροστά στον Πλάτωνα, που βρομοκοπούσε, κι έψαχνε με το μάτι της να βρει τον Ποιητή, για βοήθεια. Τότε ο Πλάτωνας της εξήγησε πως προσπαθούσε να φτιάξει ένα άρωμα για να της το χαρίσει και το δοκίμαζε πάνω του, αλλά τελικά διαπίστωσε ότι τόσο όμορφο σαν το δικό της άρωμα δεν υπήρχε στον κόσμο. Ύστερα της έδωσε το δώρο της, μια ωραία, πολύχρωμη ξύλινη χτένα με χερούλι για να ξύνει και την πλάτη της. Του την είχε χαρίσει ο γερο-Ισίδωρος, όταν ο Πλά­τωνας τού ’φτιάξε ένα κοκτέιλ που τού ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι. «Αν και στο εξής θα είμαι εγώ εδώ για να σου ξύνο) την πλάτη» της είπε τρυφερά, καθώς αντάλλασσαν το πρώτο τους φιλί.

Page 213: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

Αμέσως άρχισαν τις προετοιμασίες για τη σπορά σύμφο/να με τις οδηγίες των γερόντων της φυλής.

Ο Μπίλη Τζο με τον Ποιητή και τη Ραχήλ μελετούσαν τη μορ­φολογία του εδάφους. Κάθε κοιλότητα, κάθε σχισμή βράχου έπρεπε να γεμίσει από παρθένο ζωογόνο χώμα.

Ο Ιωακείμ με τον Ανώνυμο, τη Τζουν και την Άννη ανοίχτηκαν με τη Θεά Δήμητρα στα βαθιά, εκεί όπου δύο αντικριστά ακρωτή­ρια φύλαγαν την είσοδο του ευρύχωρου κόλπου, και έσπειραν στη θάλασσα ένα είδος κοραλλιού, το οποίο σχημάτιζε έναν απέραντο φράχτη που επέτρεπε μόνο στα όντα της θάλασσας να περνούν. Ενώ ο Ιωακείμ και ο Ανώνυμος έσπερναν τα κοράλλια, η Τζουν με την Αννη έσπερναν ένα είδος φυκιού που φιλτράριζε το νερό της θάλασσας, αφού τρεφόταν από ό,τι βλαβερό περιείχε.

Με τις πρώτες βροχές του Νοέμβρη άρχισε η σπορά. Η Θεά Δήμητρα ταξίδεψε ώς τη βορινή ακτή του νησιού, και ’κεί αποσυ- ναςμολογήθηκε. Τα κομμάτια της, χωρίς καμιά απολύτως κακο­ποίηση -αφού ολόκληρη ήταν κατασκευασμένη με ξύλινες θηλιές και καβίλιες- θάφτηκαν κατά μήκος της ακτής.

Ο χειμώνας πέρασε μέσα σε δουλειές και φροντίδες, αλλά και σε μεγάλες νύχτες γεμάτες έρωτα, φαντασία και χαρά. Κάθε μερόνυ­χτο κι ένα ρόδι γεμάτο από συναισθήματα και προσδοκίες για έναν κοινό σκοπό, μια έγνοια. Βαθιές αρτηρίες παρθένας ζωής άρδευαν τον Νόστο και τα κορμιά των πλασμάτων. Η άνοιξη ήρθε φορτισ­μένη θαύματα, ομορφιά και ειδήσεις. Αρχές Φλεβάρη ακόμη, στη βόρεια πλευρά του νησιού όπου είχαν θάψει τα ξύλα της Λ ή- μητρας, φύτρωσε ένα ολόκληρο δάσος από δέντρα και θάμνους δια­φόρων ειδών. Αμέσως μετά μια φαρδιά ζώνη από άγριους ααπροκί- τρινσυς υάκινθους και μπλε ορχιδέες αγκάλιασε όλον τον Νόστο.

Στα μέσα του χειμώνα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, εκεί που χε στριμώξει ο Ιωακείμ τον Παπαλέξανδρο αγορεύοντας για το πολλά*

Page 214: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

πλουν της υπάρξεως, και τη διαλεκτική οχέση του Είναι και του Όλου, έπαθε το πρώτο σαρδάμ. Ξαφνικά, έχασε κάθε ενδιαφέρον για τη συζήτηση και άφησε επιτέλους ήσυχο τον παπά να πάει να κά­τσει δίπλα στη Ραχήλ, για να αναπνεΰσει το άρωμά της και να γευτεί την τρυφερή της έγνοια. Αλλά και η Τζουν τον τελευταίο καιρό πε­ρισσότερο με νιαουρίσματα συνεννοούνταν μαζί του παρά με λέξεις.

Ο Ιωακείμ κατάλαβε ότι η φύση επανακτοΰσε την αρμονία και τη συνέχειά της. Το όνειρό τους γινόταν πραγματικότητα. Σε μια ωραία γιορτή που οργάνωσαν με τη Τζουν ανήγγειλαν στα φιλαράκια τους ότι άρχισε η φυσική τους αποκατάσταση, και ζή­τησαν να αποσυρθσύν για ένα διάστημα στη σπηλιά του Ασημιού.

Το γλέντι κράτησε ώς τις πρωινές ώρες. Τα όνειρά τους γίνο­νταν πραγματικότητα. Η αποκατάσταση της φυσικής αρμονίας των πραγμάτων και της συνέχειας, προς το παρόν τουλάχιστο, ήταν δυνατή. Χαιρέτισαν τον ήλιο με τον κυκλικό χορό της ζωής, στους ρυθμούς του αρχαίου φιλοσοφικού άσματος: «Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε».

Ύστερα από σφιχταγκαλιάσματα, φιλιά και ζουλήγματα, η Τζουν και ο Ιωακείμ αναχώρησαν για τη σπηλιά του Ασημιού. Ποτέ στον κόσμο δεν υπήρξε πιο χαρούμενος αποχαιρετισμός, αφού όλοι ήξεραν πλέον πως η ύπαρξη είναι ευρύτερη από το εγοί

Αρχές Απρίλη, ένα διαυγές πρωινό με πορτοκαλιές και μωβ ανταύγειες στην ανατολή, ο Ποιητής είδε μιαν ιστιοσανίδα να περνά τον κοραλλιογενή ύφαλο και να μπαίνει στον κόλπο με το πανί της τεζαρισμένο από το πρωινό μελτεμάκι. Σύντομα ανα­γνώρισε τη φιγούρα της Σουζάνκας και έτρεξε στην ακρογιαλιά. Σωστά είχε προβλέψει ο Κριλένκο. ΊοΑρχαγγέλσκ πέρασε στα χέρια της μαφίας, και βέβαια η πρώτη συνέπεια αυτής της μετα­βολής ήταν να απολυθεί όλο το πλήρωμα και το σκάφος να γίνει λαθρεμπορικό. Η Σουζάνκα, πολύ σωστά, αποφάσισε να πάει να

Page 215: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

βρει τον Ποιητή και να ζήσει μαζί του (πον Nomo. Amó το πανέ­μορφο ερωτικό λουλούδι δεν ήταν δυνατόν να επιβιοχιει σε μια κοινωνία όπου το έγκλημα, θεσμοθετημένο ή «παράνομο», συ­γκατοικούσε με την εξουσία. Σε μια κοινωνία τόσο βίαιη, τόσο ξέφρενα ανταγωνιστική και εκμεταλλευτική, το λιγότερο που είχε να πάθει η Σουζάνκα ήταν να καταντήσει πουτάνα.

Έσυρε στην άμμο την ιστιοσανίδα και κοίταξε τον Ποιητή με κείνο το πανέμορφο χαμόγελό της.

«Ήρθα...»Καθώς πρόβαλλε ο ήλιος πίσω της, ο Ποιητής είδε μέσα στο

χρυσό φως τη Σουζάνκα, όπως την ήξερε. Μια αισθησιακή, συ­ναισθηματική και αισθητική πρόταση ζωής.

Μόλις αγκαλιάστηκαν, οι άγριοι υάκινθοι υποκλίθηκαν βα­θιά, προσφέροντας το πιο εκλεκτό τους άρωμα, οι καμπανούλες έπαιξαν χαρούμενα, τα αλογάκια της Παναγιάς έκαναν τρελά ακροβατικά στους μίσχους των λουλουδιών, ενώ πολύχρωμες πε­ταλούδες στεφάνωσαν το πρώτο τους φιλί.

Μάη πια, ένα γλυκό δειλινό ο Ιωακείμ, περπατώντας κανο­νικά, δηλαδή με τα τέσσερα σα φυσιολογικός γάτος, ανήγγειλε με χαρούμενα νιαουρίσματα την επιστροφή τους στην παρέα. Πίσω του έξι χαριτωμένα γατάκια ακολουθούσαν παίζοντας. Την πο­μπή έκλεινε η Τζουν, τώρα πια μια πανέμορφη γάτα του Σιάμ.

Στο γλέντι που οργάνωσε ο Πλάτωνας για να γιορτάσουν την εγκυμοσύνη της Χιουρέμ, ξέχασε τις μισές συνθέσεις των κοκτέιλ. Ποτήρια, μπουκάλια και χτυπητήρια πέφτανε από τα χέρια του...

Ευτυχισμένος ο Πλάτωνας, που απαλλασσόταν από την αν­θρώπινη εκπαίδευση και συνεπώς θα βρισκόταν πιο κοντά στη Χιουρέμ, με μάτια βουρκωμένα, είπε στον Μπίλη Τζο την τελετ- ταία του ατάκα, που του έμαθε ο γερο-Ισίδωρος:

«Αιώνες έρχομαι και φεύγω. Γίνομαι και χάνομαι. Είμαι το ίδιο και διαφορετικό. Είμαι μέρος του Σύμπαντος. Βρίσκομαι

Page 216: Ντομάτα με γεύση μπανάνας

στον ήλιο, στον αέρα, στο νερό, στο τοπίο ενός χαλικιού που το μουσκεύει η θάλασσα».

Μια δροσερή μούρη χώθηκε στ’ αυτί του και ρουθούνισε. Έκανε να την αποφύγει και κάποιος τού ’σκάσε ένα φιλί στο στόμα. Ένα κοντσέρτο αρωμάτων εισέβαλε στα ρουθούνια του και διήγειρε τους σιελογόνους αδένες. Ανοιξε τα μάτια του. Ο Δό- κτορας είχε ετοιμάσει το πρωινό. Η Στόρμη και η Αργή ρουθούνι­ζαν στ’ αυτιά του και τού ’διναν φιλάκια. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου πότιζαν με χρυσό φως τις άπειρες δροσοσταλίδες του νυχτε­ρινού αγιασμού. «Θε μου, υπάρχει ακόμα ομορφιά» ψιθύρισε.

«Αντε, ξύπνα... Έχεις να πας και ταξίδι» του λέει ο Δόκτορας.«Τό ’κανα το ταξίδι, φιλαράκι, τό ’κανα. Ένα έχω να σου πω.

Το νσυ σου και τα μάτια σου στους σπόρους του παππού σου».