28

Ο ΜΗΝΑΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ Β

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Ο ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ Β

Citation preview

Από την εφημερίδα ΠΕΝΤΑΛΟΦΟΣ

Η ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΣΤΟΝ ΠΕΝΤΑΛΟΦΟ (Δημοσιεύθηκε στο αριθ. 170 τεύχος της "Βοϊακής Ζωής".

Μάρτιος - Απρίλιος 2001).

Η Πασχαλιά έρχεται συνήθως μέσα στις καλύτερες ώρες της ά­νοιξης. Η Ανάσταση γιορτάζεται ταιριαστά με την αναγέννηση

της ανοιξιάτικης φύσης, που το χώμα αναδίνει τη βλάστηση και τα λουλούδια. Οι γιορτές του Πάσχα αρχίζΟυν από τη μέρα του Βαγιού. Οι χωριανοί μετά τη λειτουργία έπαιρναν τα Βάγια και τα τοποθετούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού για φυλαχτά.

Από τις πρώτες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας οι γυναίκες ξε­κάπνΙζαν και ασβέστωναν τα σπίτια, από παντού αναδυόταν η χαρακτηριστική μυρωδιά της φρέσκιας ασβέστης. Τα βαριά σκε­πάσματα και στρωσίδια κρουσταλλιάζΟνταν στους λάκκους του χωριού.

Οι βραδινές ακολουθίες στην εκκλησία λέγονταν αγρυπνίες, επειδή τα παλαιότερα χρόνια οι γυναίκες παρέμεναν στην εκ­

κλησία και αγρυπνούσαν μέχρι το πρωί προσευχόμενες. Οι καμπάνες χτυπούσαν λυπητερά και πένθιμα.

Τα μικρά παιδιά όλες τις μέρες έσκαζαν τάπες και στρακα­στρούκες. Οι τάπες ήταν μικροί φελλοί, κενοί κατά τα δύο τρί­

τα και περιείχαν εκρηκτική ύλη. Τις τοποθετούσαν παράγοντας

108 ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

ισχυρό κρότο που συνοδεύονταν από λάμψη. Οι στρακαστρούκες ήταν μικρά σακουλάκια από στριμμένο μα­

λακό κόκκινο χαρτί που ηεριέκλειναν εκρηκτική ύλη. Τις πέταγαν

ψηλά, πέφτοντας κάτω έσκαγαν και εκπυρσοκροτούσαν. Όλη η

Μεγάλη Εβδομάδα ήταν από τις ομορφότερες και ωραιότερες

στιγμές της ζωής μας που ζΟύσαμε με ευλάβεια και κατάνυξη.

Η ψυχή υψώνονταν πιο πάνω από τη χαρά και την ευτυχία· θαρρώ πως οι στιγμές αυτές ήταν από τις μεγαλύτερες χαρές

των παιδικών μας χρόνων.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ Το βάψιμο των αυγών

Το πρωί της Μεγάλης πέμπτης έβαφαν τα κόκκινα αυγά. Για

να πάρουν έντονο κόκκινο χρώμα τα αυγά, για βαφή χρησιμο­ποιούσαν μικρά κομματάκια από ένα κόκκινο ξύλο, το μπακάμ

(bacam = λέξη τουρκική που σημαίνει αιματόξυλο). Μερικά αυ­γά δεν έβαφαν καλά, έβγαιναν κοκκινόασπρα, αυτά λέγονταν "τσοπαναρέοι". Το πρώτο κόκκινο αυγό, το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού, όπου παρέμενε όλο το χρόνο. Εκτός α­

πό τα παραδοσιακά κόκκινα αυγά έβαφαν και περδίκες. Στις περδίκες φιλοτεχνούσαν πάνω στην επιφάνεια του αυγού διά­

φορες παραστάσεις με ευχές, λουλούδια, πουλιά. Μ' ένα λεπτό ξύλινο κοντύλι από το οποίο έτρεχε λιωμένο κε­

ρί, με τη μυτερή ακίδα του σχημάΤΙζαν το περίγραμμα της πα­

ράστασης που ήθελαν να φιλοτεχνήσουν με μια λεπτή γραμμή από κερί. Όταν πάγωνε το κερί, έβραζαν το αυγό σε κόκκινο χρώμα, μετά αφαιρούσαν το κερί με λεπτό πανί και εμφανίζΟ­νταν πάνω στο αυγό λεπτές λευκές γραμμές, που προσδιόρΙζαν

την παράσταση, που είχαν ζωγραφίσει. Οι γυναίκες εξαντλούσαν όλη την καλλιτεχνική τους ευαισθη­

σία για να δημιουργήσουν μια άρτια παράσταση με ευχετήριες φράσεις, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, πλαισιωμένες με λουλούδια και πουλιά. Οι περδίκες δωρίζΟνταν σε αγαπητά πρόσωπα, κατά προτίμηση σε νεαρά άτομα και αρραβωνιασμέ­νους.

Τις έδωσαν το όνομα της βουνίσιας πέρδικας με το πολύχρω-

οι 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 109

μο πτέρωμα και την αγέρωχη περπατησιά, είναι το ζωντανό στολίδι και καμάρι των βουνών μας.

Οι λαμπάδες της νούνας

Τη Μεγάλη Πέμπτη η νούνα προσκαλούσε τα κουμπαρούλια

της για το πασχαλιάτικο φίλεμα, με μια λαμπάδα. Στα αγόρια έ­στελναν ολόασπρη λαμπάδα και στα κορίτσια χρωματιστή δια­κοσμημένη με σκαλιστά πράσινα, γαλάζια, κόκκινα κεντίδια και πέταλα λουλουδιών' στη λαμπάδα ήταν δεμένη μια κόκκινη κορδέλα για τα μαλλιά. Τη λαμπάδα της νούνας την άναβαν στην Ανάσταση.

Τα δώδεκα ευαγγέλια

Το βράδυ οι χωριανοί κατέκλυζαν ασφυκτικά την εκκλησία για

να ακούσουν τα δώδεκα ευαγγέλια. ο παπάς έβγαινε στην Ω­ραία πύλη και διάβαζε τα ευαγγέλια που αναφέρονταν στη δίκη του Χριστού. κάθε φορά που διάβαζε και ένα ευαγγέλιο έσβηνε

και ένα κερί από τα δώδεκα, που ήταν αναμμένα σε ένα καντη­

λέρι. Ο κόσμος παρακολουθούσε με κατάνυξη. Η πιο κατανυ­κτική στιγμή ήταν όταν ο παπα-Νικόλας έβγαινε από το ιερό κρατώντας τον Εσταυρωμένο και κατευθύνονταν προς το κέ­ντρο του ναού για να γίνει η εικονική Σταύρωση. Στο εκκλησί­

ασμα επικρατούσε απόλυτη σιγή και μόνο η φωνή του παπά α­κούονταν που έψαλλε: "Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύ­δασι την γην κρεμάσας" και "Στέφανον εξ ακανθών περιβάλ­λεται ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις" .

Όταν έφτανε στο κέντρο του ναού ο Σωτήριος Πατσαλιάς για

πολλά χρόνια έφερνε την πέτρα, όπου ο παπάς στερέωνε τον Ε­σταυρωμένο με πέντε συμβολικά χτυπήματα, σε ανάμνηση των

πέντε καρφιών που κάρφωσαν στο σώμα του Χριστού κατά τη Σταύρωσή του. Μετά περνούσαν όλοι και ασπάζΟνταν τον Ε­

σταυρωμένο, οι περισσότεροι έφευγαν χωρίς να καθίσουν μέχρι το τέλος.

Όταν άδειαζε η εκκλησία και έφευγαν όλοι, στο ναό έμεναν πολλές ηλικιωμένες γυναίκες που αγρυπνούσαν και ξημέρωναν

γύρω από τον εσταυρωμένο με πολλή ευλάβεια και κατάνυξη.

110 ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

Τον μοιρολογούσαν, λες και είχαν μπροστά τους πραγματικό

νεκρό, δικό τους άνθρωπο. Το μοιρολόι της Παναγίας με το οποίο μοιρολογούσαν το

Χριστό, μου το είπς η Κλεονίκη Καραπούλιου στα 1968.

Μοιρολόι της παναγίας

Σήμερα μαύρος ουρανός,

σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβονται

και τα βουνά λυπιούνται.

Σήμερα βάλανε βουλή,

οι άνομοι Εβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκαταραμένοι,

για να συλλάβουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα. Ο Κύριος ηθέλησε να μπει στο περιβόλι,

να λάβει Δείπνο Μυστικό για να τον δούνε όλοι.

Τον Ιησού τον πιάσανε

και στο χαλκιά τον πάνε.

Χαλκιά, χαλκιά κάνε καρφιά, κάνε τρία περόνια

και κείνος ο παράνομος βαρεί

και φκιάχνει πέντε.

Συ Φαραέ που τα φκιαζες, πρέπει να μας διδάξεις.

Τα δύο βάλτε στα χέρια του, τ' άλλα τα δυο στα πόδια,

το τρίτο, το φαρμακερό,

βάλτε το στην καρδιά του,

να τρέξει αίμα και νερό,

να λιγωθεί η καρδιά του. Κι η Παναγιά, η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

την προσευχή της έκανε

Ol 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

για το μονογενή της. Φωνή εξήλθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα. - Πάψε κυρά μου τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες. Τον υιό Σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε. Κι η Δέσποινα σαν τ' άκουσε, έπεσε και λιγώθει.

Σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο, για να της έρθ' ο λογισμός, για να της έρθ' ο νους της,

Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της, ζητά γκρεμό να γκρεμισθεί, φωτιά να πα' να πέσει, ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, για το μονογενή της. Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα. Επήραν το στρατί-στρατί, στρατί και μονοπάτι και το στρατί τις έβγαλε, μες στου ληστού την πόρτα. Άνοιξ' η πόρτα του ληστού κι η πόρτα του Πιλάτου, κι η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της. Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά

κανέναν δεν γνωρίζει.

Τηράει αριστερότερα βλέπει τον Άγιο Γιάννη, - Άγιε μου rιάwη Πρόδρομε

και Βαπτιστή του γιου μου, μην είδες το γιο μου,

111

112

το Διδάσκαλό σου,

- Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω, δεν έχω χέρι πάλαμο, να σου τον εδείξω.

Τον βλέπεις εκείνο το γυμνό,

τον παραπονεμένο,

όπου φορεί πουκάμισο, . στο αίμα βουτηγμένο,

όπου φορεί στην κεφαλή,

αγκαθωτό στεφάνι. Εκείνος είν' ο γιόκας σου κι ο Δάσκαλός μου.

- Δεν μου μιλάς παιδάκι μου,

δεν μου μιλάς παιδί μου.

- Τι να σου πω μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις. Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι, όταν λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες, τότε και γω μανούλα μου στους ουρανούς θ' ανέβω.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν ημέρα πένθους, αργίας, ακόμα και το Φάντη κρεμούσαν με ένα σκοινί από το ταβάνι στα καφενεία.

Το στόλισμα του Επιταφίου

Τα αγόρια ξεχύνονταν από τα χαράματα στις εξοχές του χω­ριού για να μαζέψουν λουλούδια για το στόλισμα του Επιταφί­ου, μέχρι το Σιόποτο και του Ντέρη το μύλο έφταναν.

Η ανοιξιάτικη φύση τότε άρχΙζε δειλά-δειλά να ξυπνά, αγριό­χορτα, θάμνοι, δένδρα ήταν μέσα στο γλυκύτερο φούντωμά

ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 113

τους και παντού λογής-λογής μικροσκοπικά αγριολούλουδα

κόκκινα, άσπρα, ασπρορόδινα, μπλε, κίτρινα σε μια πανδαισία χρωμάτων και σχηματισμών.

Μάζευαν γίτσια άσπρα και μοβ, που φύτρωναν στις όχθες των

ρεμάτων και σε δροσερά μέρη, το άρωμά τους σκορπούσε τρι­

γύρω μια μεθυστική μοσχοβολιά, ανυπόμονες φάσες (ανεμώ­νες) που φύτρωναν σε αΦθονία και δειλές πασκαλούδες (μαργα­

ρίτες) που αργούσαν να ξεπροβάλουν τα κάτασπρα κεφαλάκια τους. ΣχημάΤΙζαν μικρά μπουκέτα και ασθμαίνοντας έφταναν

στον Άγιο Αθανάσιο και τα παρέδιναν στους μεγαλύτερους για

να στολίσουν τον Επιτάφιο. Τα μεγαλύτερα παιδιά έβγαζαν το κουβούκλιο έξω στο υπό­

στεγο και εκεί το στόλΙζαν, κι όταν τα λουλούδια δεν επαρκού­

σαν, έστελναν τους μικρότερους στον Άγιο Κωνσταντίνο να μα­

ζέψουν φάσες, εκείνοι έτρεχαν με μεγάλη χαρά και χωρίς αντιρ­

ρήσεις.

Μετά το στόλισμα μεταφέρονταν στο κέντρο του ναού και

περνούσαν αμέτρητες φορές από κάτω. Επακολουθούσε η συγκρότηση αυτοσχέδιων χορών γύρω από τα ψαλτήρια και

έψελναν τα εγκώμια.

Το απόγευμα οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα. Οι μανάδες έφερναν τα παιδιά τους, τα σήκωναν πάνω στο

ανθοστόλιστο κουβούκλιο να ασπαστούν το ξαπλωτό σώμα του Χριστού και τα έβαζαν να περάσουν τρεις φορές από κάτω, μαζί

τους είχαν και λίγα λουλούδια. Οι χωριανοί συνέρεαν, προσκυνούσαν και ο ναός πλημμύρΙζε

από κόσμο, η ατμόσφαιρα ήταν λιγότΕρΟ πένθιμη, τα λουλούδια,

η νεότητα που περιέβαλε τον Επιτάφιο, τα χαρούμενα άμφια του

παπά δημιουργούσαν μια πιο αισιόδοξη ατμόσφαιρα.

Όταν ψάλονταν τα εγκώμια συγκροτούνταν πολλοί

αυτοσχέδιοι χοροί που έψελναν εναλλάξ από μια στροφή,

ιδιαίτερα στην Τρίτη στάση 'Άι γενεαί πάσαι ... " που ήταν και

πιο ομαλή φωνητικά.

Η περιφορά του Επιταφίου

Όταν έφτανε η ώρα της περιφοράς, άναβαν τα φαναράκια

στην κορυφή του Επιταφίου και τέσσερα νεαρά αγόρια τον

114 ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

σήκωναν ψηλά. Η πομπή κατέβαινε αργά-αργά προς το καραγάτσι' προηγούνταν εξαπτέρυγα, ο παπάς, οι ψάλτες, ο επιτάφιος και ακολουθούσε ένα μακρύ ποτάμι από αναμμένες λαμπάδες. Η πομπή ακολουθούσε τη διαδρομή εκκλησία -περίπτερο Θύμιου - γυναίκα της πίνδου - Χασάπη - καραγάτσι -Εκκλησία.

κάθε φορά που άλλαζαν κατεύθυνση, σταματούσαν για λίγο και έψελναν.

Στις αρχές του 200ύ αιώνα, ιερουργούσαν στο χωριό πέντε ιερείς ο παπα-Ζήσης Φωτιάδης, ο παπα-Κύριλλος, ο παπα­κώστας και ο παπα-Κυριαζής Σαίτας. ΣτόλΙζαν επιτάφιο και στην Αγία Βαρβάρα, η περιφορά ακολουθούσε την εξής διαδρομή: Αγία Βαρβάρα από τον κάτω δρόμο - στροφή Γ.

Βαμβακά - σπίτι Δαμπανάρη - Άγιος Αχίλλιος ΔόνΤζια, όπου συναντούσε τον Επιτάφιο του πάνω μαχαλά.

Όταν επέστρεφαν στην εκκλησία έπαιρναν λίγα λουλούδια και τα τοποθετούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού για φάρμακο.

Πολλές θεοσεβείς γυναίκες παρέμεναν μέχρι το πρωί στην εκκλησία και ξενυχτούσαν. Μέσα στις καρδιές των απλοΙκών γυναικών ο Χριστός ξαναγίνονταν άνθρωπος και ξανασταυ­ρώνονταν στο φοβερό σταυρό.

Τα πρόσωπά τους έλαμπαν και σκιρτούσαν όταν σιγοτραγου­δούσαν το παρακάτω μοιρολόι του Χριστού που μου το είπε στα 1968 ο Απόστολος Σιαλάτης.

Μοιρολόι του Χριστού

Ο ήλιος εβασίλεψε κι η μέρα γίν'κε μαύρη. Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Κυριού τον τάφο. Εκεί δέντρος δεν βρίσκονταν, δέντρος εφανερώθει. Δέντρος ήταν ο Χριστός και ρίζα η Παναγία. Κι αυτά τα λιανοκλώναρα, ήταν οι προφητάδες. Τώρα οι άγγελοι λειτουργούν κι οι Αποστόλοι ψέλνουν.

ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Τώρα οι σκυλοεβραίοι περπατούν και το Χριστό γυρεύουν. Τριάντα αργύρια τάζΟυνε, όποιος το μολογήσει. Μόνον ο πρώτος μαΘητής, Ιούδας Ισκαριώτης.

Τριάντα αργύρια λιμπίστηκε,

τον κύριο να παραδώσει. Δώστε τα αργύρια, δώστε τα, να σας τον μαρτυρήσω. Τον πήραν και τον πήγανε

μες στην αυλή του πασά. Τριχιά σκοινί τον κρέμασαν και ξίδι τον ποτίσαν.

Χαλκιά κόψε τρία καρφιά, κόψε τρία περόνια.

Χαλκιάς σκυλί λιμπίστηκε, πιάνει και κόβει πέντε.

Τα δυο να βάλτε στα χέρια του, τα δυο στα γόνατά του,

το τρίτο, το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του. Να τρέξει αίμα και χολή,

να πικραΘεί η καρδιά του. Τότε ο Χριστός επόνεσε,

πικρή φωνούλα βγάζει.

ο ουρανός ταράχτηκε

κι Θάλασσα στερεύει. Κι η Παναγιά μου ελούζΟνταν σ' ένα χρυσό λεγένι.

Συ Παναγιά μου λούζεσαι

και πλένεις τα μαλλιά σου.

Και τον υιό σου τον έπιασαν οι άνομοι Εβραίοι. Τον τυραννούν, τον σκένΤζευσαν,

πανούν να τον σταυρώσουν. -Σαν τ' άκουσε η Δέσποινα,

πέφτει λιποΘυμάει.

115

116

Σταμνιά νερό της ρίχνουνε, τρία κανάτια μόσχο.

Σαν τη συνεφέρανε, αυτό το λόγο είπε:

- Καταραμένε σκυλοχάλκια, ποτέ σε τόπο να στεριώσεις,

όπου κι αν πας κι όπου σταθείς, κατάσταση να μην κάνεις,

τα χείλια σου τα κόκκινα,

ποτέ να μη γελάσουν,

το μάγουλό σου το κόκκινο και κείνο να μαυρίσει. - Γιάννη μου, πού 'ναι ο γιόκας μου,

πού είν' ο μονογενής μου. - Δες αυτού το γυμνό, το παραπονεμένο

ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

που 'χει τα χέρια ανοιχτά και τα καρφιά μπηγμένα.

- Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ,

γκρεμό να πά' να πέσω, φέρτε αργυροψάλιδο να κόψω τα μαλλιά μου.

Ο Χριστός απολογήθηκε με το πικραμένο χείλι. - Μάνα πήγαινε στο σπίτι μας

και στην καλή την ώρα και φκιάξε μια παρηγοριά

να' ρθουν οι μάνες όλες.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΖΙΩΝΗΣ

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΑΥΓΑ

Το αυγό, πανάρχαιο σύμβολο της γένεσης του κόσμου, της γέννησης της ζωής, το συναντάμε σε πολλές λατρείες, τόσο πρωτόγονες, όσο και περισσότερο εξελιγμένες. Έχει μέσα του δύναμη ζωική και πίστευαν πως μπορούσε να τη μεταδώσει

στους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά. Τα χρωματιστά αυγά και

ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΔΔΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΔΑΟΓΡΑΦΙΑ 117

ιδιαίτερα τα κόκκινα μνημονεύονται για γιορταστικούς

σκοπούς, στην Κίνα ήδη από τον 50 αιώνα και στην Αίγυπτο από το 100.

Γιατί όμως βάφονται κόκκινα τα αυγά;

Η παράδοση λέει πως: Όταν είπαν πως αναστήθηκε ο Χριστός, κανείς δεν το πίστευε. Μια γυναίκα, που κρατούσε στο καλάθι της αυγά, φώναξε: "Μπορεί από άσπρα να γίνουν κόκκινα;" Και, ω του θαύματος έγιναν!"

Μερικοί πιστεύουν ότι τα αυγά βάφονται κόκκινα σε

ανάμνηση του αίματος του Χριστού, που χύθηκε για εμάς τους

ανθρώπους. Κόκκινο είναι και το χρώμα της χαράς. Χαράς για

την Ανάσταση του Χριστού. Είναι παράλληλα όμως και χρώμα

αποτρεπτικό. Κόκκινες βελένΤζες και κόκκινα μαντίλια

κρεμούσαν τη Μεγάλη Πέμπτη στην Καστοριά οι γυναίκες για

το καλό. Κόκκινο πανί έβαφαν μαζί με τα αυγά τους στη Μεσημβρία και το κρεμούσαν στο παράθυρο για σαράντα

μέρες, για να μην τους πιάνει το μάτι. Το βάψιμο των αυγών γινόταν τη Μεγάλη Πέμπτη γι' αυτό και

τη λέγαν Κόκκινη Πέφτη ή Κοκκινοπέφτη. Παλιότερα το συνή­

θΙζαν κι αποβραδίς, πάντοτε όμως τα μεσάνυχτα, με το ξεκίνη­

μα της νέας μέρας. Καινούργια πρέπει να ήταν η κατσαρόλα που θα έβαφαν τα αυγά και ο αριθμός τους ορισμένος και τη μπογιά τη φύλαγαν σαράντα μέρες και δεν την έχυναν, ακόμα

και τότε, έξω από το σπίτι. Τα χρώματα για τα αυγά τα έφτια­

χναν από διάφορα φυτά. Από κρεμμύδια γινόταν το μελί, από

άχυρο ή από φύλλα αμυγδαλιάς το κίτρινο, το ανοικτό κόκκινο

από παπαρούνες. Αργότερα τα αγόραζαν, το κόκκινο όμως χρώ­

μα ήταν και είναι πάντα το πιο αγαπημένο.

Το πρώτο αυγό που έβαφαν ήταν της Παναγίας και το έβαζαν

στο εικονοστάσι. Με αυτό σταύρωναν τα παιδιά από το κακό το

μάτι. Σε μερικά μέρη έβαζαν σε ένα κουτάκι τόσα αυγά όσα ή­

ταν τα μέλη της οικογένειας και.τα πήγαιναν το βράδυ στην εκ­

κλησία, για να διαβαστούν στα 12 Ευαγγέλια. Τα άφηναν κάτω

από την Αγία Τράπεζα ως την Ανάσταση και τότε καθεμιά έ­

παιρνε τα δικά της. Αυτά τα αυγά ήταν "ευαγγελισμένα" και τα

τσόφλια τους τα παράχωναν στους κήπους και τις ρίζες των δέ­

ντρων για να καρπίσουν. Παρόμοια τύχη είχαν και τα αυγά που

έκαναν οι κότες τη Μεγάλη Πέμπτη. Άμα η κότα ήταν μαύρη,

118 ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

ακόμα καλύτερα. Είχαν θαυμαστές ιδιότητες και μπορούσαν να

διώξουν κάθε κακό. Τα αυγά τα Μεγαλοπεφτιάτικα περνούσαν

τον πονόλαιμο, φύλαγαν το αμπέλι από το χαλάζΙ, έδιωχναν μα­

κριά το σκαθάρι.

Οι γυναίκες και τα κορίτσια στόλΙζαν τα αυγά, τα "έγραφαν" ,

τα "κεντούσαν". Πάνω στα άσπρα αυγά έγραφαν με λιωμένο κερί ευχές, σχεδί­

αζαν σκηνές από τη ζωή του Χριστού, πουλιά Κ.ά. Έριχναν με­

τά τα αυγά στην κόκκινη μπογιά και μέχρι να λιώσει το κερί έ­

μεναν τα γράμματα και τα σχέδια άσπρα. Τα "ξομπλωτά" ή "κεντημένα" αυγά, που τα λέγαν στη Μα­

κεδονία και "περδίκες, μια και συχνά είχαν πάνω τους πουλιά,

ή ίσως και γιατί ξεχώρΙζαν, όπως κι οι περδίκες, για την ομορ­

φιά τους, θύμΙζαν συχνά μικρογραΦίες. Το ένα ήταν καλύτερο

από το άλλο.

Αυτά έστελναν δώρο οι αρραβωνιασμένες στο γαμπρό και οι

βαφτισιμιές στους νονούς και τις νονές τους, σε όλα τα αγαπη­

μένα πρόσωπα. Άλλοτε πάλι τα κορίτσια πρόσθεταν στα αυγά φτερά από χρω­

ματιστό χαρτί, ουρά και μύτη από ζυμάρι και τα κρεμούσαν στο

ταβάνι, έτοιμα να πετάξουν.

ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΑΠΡΙΔΙΑΣ

Πολλά λέγονται και πολλά θρυλούνται την πρώτη η μέρα του Απριλίου. Οι περισσότεροι από τους ερευνητές συμφωνούν ότι

μας ήρθε από την Ευρώπη.

Ο βασιλιάς Κάρολος ο ένατος της Γαλλίας (1560-1574) γιός της

Αικατερίνης των Μεδίκων, μετέθεσε την πρωτοχρονιά από την

1η Απριλίου στην 1η Ιανουαρίου. Επειδή όμως αρκετοί σύΥΧΡΟ­

νοί του δε δέχτηκαν την αλλαγή, και επέμεναν να θεωρούν την 1η Απριλίου σαν πρώτη του χρόνου, οι φίλοι τους αντί για αλη­θινά πρωτοχρονιάτικα δώρα και ευχές, που ήταν πάντα συνή­

θεια ν' ανταλλάσσουν την πρώτη του έτους, για το καλό του

χρόνου, τους πρόσφεραν ψεύτικα δώρα, ψευτοευχές, ψεύτικες

ειδήσεις και γενικά απραγματοποίητα πράγματα. Το πράγμα

φάνηκε σε όλους αστείο και διασκεδαστικό και τότε οι περισσό-

ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΔΔΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΔΑΟΓΡΑΦΙΑ 119

τεροι, άσχετα αν ακολουθούσαν ή όχι την πρώτη Απριλίου σαν αρχή του χρόνου, έστελναν ευχές ή σκορπούσαν ειδήσεις που ή­ταν ολότελα ψεύτικες.

Και μ' αυτή την ευκαιρία, η πανάρχαια υποσυνείδητη διάθε­ση για "σκώματα" εντοπίστηκε οριστικά στην 1η Απριλίου, ημέ­ρα που επιτρέπονται τα ψέματα, τα ξεγελάσματα και οι υπερβο­

λές. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, το έθιμο της πρωταπριλιάς προ­

ήλθε από τις κελτικές χώρες, όπου συνηθίζεται ν' αρχίζει το ψά­ρεμα την πρώτη του Απριλίου.

Επειδή όμως το ψάρεμα που γίνεται σε μια τέτοια εποχή είναι άκαρπο και επομένως οι ψαράδες δε μαζεύουν τίποτα στα δί­χτυα τους, οι αιώνιοι φαρσέρ βρήκαν τον τρόπο να γελάσουν σε

βάρος μερίκών ευκολόπιστων, προσφέροντάς τους διάφορα α­ντικείμενα που έχουν την ιδιότητα να ξεγλυστράνε μέσ' από τα χέρια τους, όπως τα ψάρια ξεφεύγουν από τα δίχτυα του ψαρά τον Απρίλιο μήνα. 'Αλλοι επίσης λένε ότι το έθιμο ξεκίνησε α­πό την περιπέτεια ενός πρίγκηπα της Λωρραίνης, που τον κρα­τούσε αιχμάλωτο ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος 130ς στο Ανάκτορο του Νανσύ. Και αυτός δραπέτευσε μια πρωταπριλιά, κολυμπώντας, οι δε κάτοικοι της Λωρραίνης τον παρομοίασαν με ψάρι που το πρόσφεραν στους Γάλλους για να το φυλάξουν αλλά τους ξέφυγε.

Άπειρα είναι, θα 'λεγα αναρίθμητα, τα ψέματα και οι φάρσες της πρωταπριλιάς. Άλλωστε, καθώς παΙζΟγελάει, μας ξεγελάει και μας κοροϊδεύει με τις καλοσύνες και τις φοβέρες του ο κατερ­

γάρης Απρίλης, δεν θα μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερος απ' αυτόν μήνας για ν' αρχίζει με ψευτιές. Αφού κάνει και τις έγκυες πριν συμπληρωθούν εwιά μήνες από το γάμο τους να γεwούν.

Στην Ελλάδα ο πρώτος που καθιέρωσε την πρωταπριλιάτικη φάρσα στις εφημερίδες ήταν ο Γεώργιος Σουρής με το πρώτο

φύλλο του Ρωμιοσύνη, που κυκλοφόρησε την 1η Απριλίου 1883, αλλά είχε ημερομηνία 2 Απριλίου.

Ο Σουρής έγραφε λοιπόν:

"Ας μου συΥΧωρούν οι αναγνώσται μας που δεν εξεδόθη μεν χθες.

120 ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

Αλλά επειδή ήταν πρωταπριλιά, δεν ηθελήσαμεν να νομί­ζΟυν άτι τους εξαπατώ μεν και τους περιπαίζΟμεν" .

ΜΝΗΜΕΣ

Γεώργιος Μ. Μπάντας Λαογράφος

ΤΟ ΚΟΠΑΔΙΑΣΜΑ - ΤΟ ΓΑΛΟΜΕΤΡΗΜΑ (Δημοσιεύθηκε στο αριθ. 170 τεύχος της "Βοϊακής Ζωής",

Μάρτιος - Απρίλιος 2001).

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και τους καυτούς μήνες του περασμέ­νου καλοκαιριού πήγαμε με τη σύζυγό μου την Ελένη να τους

περάσουμε στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, το Βόιο. Εκεί μείναμε στην ιστορική κωμόπολη, που λέγεται Τσοτύλι. Το Τσοτύλι δια­κρίνεται για το πολύ ωραίο κλίμα του, για τις ωραίες ψησταριές, τα νοστιμότατα ψητά, τα κοκορέτσια, τα τασκεμπάπ Κ.λπ.

Είναι ιδανικός τόπος παραθερισμού. Όταν βρεθείς στον τόπο που γεννήθηκες κι ανδρώθηκες, εκεί

που έχυσες πολλά γαλόνια ιδρώτα εργαζόμενος σκληρά απ' τα μικρά σου χρόνια σαν αγρότης και κτηνοτρόφος, το μυαλό σου αστραπιαία πηγαίνει πίσω στα χρόνια εκείνα τα παλιά ...

Μια μέρα του Αυγούστου, κατηφόρησα για το χωριό μου, το Λουκόμι. Εκεί, κατά τα μέσα της διαδρομής, γύρω στα 700 μέ­τρα από το χωριό, αντίκρισα στην απέναντι πλαγιά προς το ε­

ξωκλήσι Άγιος Αθανάσιος, όπου είναι και τα μνήματα του χω­ριού, ένα κοπάδι προβάτων. Έβοσκαν μέσα στις καλαμιές κι ο ήχος των κουδουνιών τους ακούγονταν με μεγάλη ευκρίνεια, α­

φού η απόσταση που μας χώρΙζε δεν ήταν μεγάλη. Ήταν το κο­πάδι του Γιώργου. Είναι το μοναδικό που υπάρχει σήμερα στο χωριό κι αυτό μικρό σε αριθμό κεφαλών.

Σταμάτησα λίγο όρθιος κοιτάζΟντας το κοπάδι και στη συνέ­χεια κάθισα στην άκρη του δρόμου, για ν' απολαύσω την εικό­να! Εκεί, αμέσως το μυαλό μου, σαν αστραπή γύρισε αρκετά χρόνια πίσω κι άρχισε να φέρνει στη μνήμη μου παλιές εικόνες και διάφορα περιστατικά από τα νεανικά μου χρόνια. Ήταν η περίοδος που όλες σχεδόν οι οικογένειες του χωριού είχαν πρό-

ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 121

βατα, άλλη 10, άλλη 20 κ.λπ. μέχρι και πάνω από 100. Όλα αυ­

τά τα πρόβατα την 23 Απριλίου, γιορτή του Αγίου Γεωργίου, μα­ζεύονταν σε τρία ή τέσσερα κοπάδια. Γίνονταν το λεγόμενο κο­

πάδιασμα. κάθε κοπάδι αριθμούσε μέχρι και 350 κεφάλια. Για τη φροντίδα κάθε κοπαδιού χρειάζΟνταν δυο άτομα (τσοπάνη­

δες) εκ των οποίων το ένα ήταν άντρας και το άλλο συνήθως, ή­ταν νεαρό αγόρι. Τη φροντίδα για την εύρεση των τσοπάνηδων και του κοπαδιάσματος την είχαν εκείνοι που είχαν τα περισσό­

τερα πρόβατα, οι λεγόμενοι τσελιγκάδες. Με το κοπάδιασμα γι­

νόταν κι ο χωρισμός (απόκομμα) των αρνιών από τις μάνες, ο­πότε τα αρνάκια έπαυαν να θηλάζουν κι ονομάζΟνταν ζγούρια.

Ήταν η ώρα που χαλούσε ο κόσμος από τα βελάσματα των μα­

νάδων και των αρνιών, γιατί ήταν πράγματι η ώρα που έχανε η

μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Μερικές μέρες πριν γίνει το κοπάδιασμα, ο τσέλιγκας του κο­

παδιού ενδιαφερόταν για την κατασκευή της στρούγκας, την

προμήθεια των καρδαριών, των τενεκέδων, της μισηοκάρας, του κακαβουλιού και του καυκιού. Για να φτιάξει τη στρούγκα, έπαιρνε το κάρο του και πήγαινε στο χώρο που υπήρχαν διάφο­

ρες αγκρογκορτσιές. Εκεί κλαρνούσε ένα ή και δυο, ανάλογα με το μέγεθος, απ' αυτά τα δέντρα, ώστε τα αγκαθωτά κλωνάρια τους να γεμίσουν το κάρο. Γεμάτο με τα κλωνάρια αυτά το κά­ρο οδηγούνταν στο μέρος που θα έφτιανε τη στρούγκα. Συνή­

θως την έφτιαναν μέσα σε χωράφι, για να λιπαίνεται από τις

γκαγκαράτσες και τα κάτουρα των προβάτων. Εκεί' κατέβαζε τ' αγκαθωτά κλωνάρια και τα τοποθετούσε σε σχήμα κυκλικό και

σε ύψος τέτοιο, που να μη μπορεί να φύγει ούτε κι η πιο ζωη­

ρή γαλάρα. Στο πίσω μέρος άφηνε ένα άνοιγμα, που μπορούσε να κλείσει εύκολα μ' ένα μεγάλο και φουντωτό κλωνάρι. Ακρι­βώς απέναντι, διαμετρικά, άφηνε άλλο άνοιγμα, όπου δεξιά κι

αριστερά κάρφωνε στο έδαφος από τέσσερις πασσάλους. Στους

πασσάλους αυτούς έπλεκε διάφορες βέργες, συνήθως από κρα­

νιά, και μπροστά στα πλέγματα αυτά έβαζε κι από μια χοντρή

πέτρα. Οι πέτρες αυτές αποτελούσαν τα καθίσματα για τα άτο­μα που άρμεγαν τις γαλάρες. Τα πλέγματα χρειάζΟνταν για ν' α­κουμπάει η πλάτη τους και να μη κουράζΟνται κατά τη διάρκεια

της κουραστικής αυτής δουλειάς.

Τα καρδάρια ήταν συνήθως δύο. Το κάθε καρδάρι είχε σχήμα

122 ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

Το άρμεγμα.

κυλινδρικό και ήταν φτιαγμένο από καλό τσίγκο (παλιότερα από

ξύλο) και χωρητικότητας 10 με 12 οκάδες. Τα τενεκέδια, δυο τον

αριθμό, είχαν σχήμα ημικυλινδρικό που στο πάνω μέρος κατέλη­γαν σε στόμιο διαμέτρου περίπου 10 εκατοστών, ίσως και μεγα­

λύτερης, κι έκλεινε με κατάλληλο καπάκι, για να μη χύνεται το γάλα κατά τη μεταφορά του από τη στρούγκα στο χωριό. Η χω­

ρητικότητα κάθε τενεκέ ήταν 25 οκάδες περίπου. ο τενεκές είχε

το σχήμα αυτό, για να μπορεί με την επίπεδη επιφάνεια να στα­θεροποιείται πιο καλά το σαμάρι, πάνω στο γαΙδούρι ή το άλογο.

Η μισηοκάρα ήταν ένα κυλινδρικό δοχείο κατασκευασμένο από

καλό τσίγκο με το χερούλι κατά μήκος της γενέτειρας της κυλιν­

δρικής του επιφάνειας και χωρητικότητας μισής οκάς. Αυτή χρειαζόταν στα γαλομετρήματα. Το καυκί ήταν κι αυτό όμοιο με

τη μισηοκάρα, αλλά χωρητικότητας ενός φλΙΤζανιού του καφέ.

Αμέσως μετά το κοπάδιασμα, άρχΙζε και το καθημερινό άρ­μεγμα των γαλαριών. Ο πρώτος που έπαιρνε το γάλα ήταν ο

τσέλιγκας. Σηκωνόταν πρωί-πρωί, φόρτωνε τα τενεκεδένια δο­

χεία και τα καρδάρια στο σαμάρι πάνω στο γαΙδούρι ή το άλογο

και ξεκινούσε για τη στρούγκα. Όταν έφτανε εκεί, κατέβαζε τα

τενεκέδια και τα καρδάρια, έδενε το ζώο πιο πέρα για να βο­σκάει και τοποθετούσε τα καρδάρια μπροστά στα πέτρινα καθί­σματα της στρούγκας. Από το πίσω άνοιγμα, έβαζαν μέσα στη

στρούγκα όλο το κοπάδι. Αφού έμπαινε μέσα κι ο μικρός τσο-

ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 123

Το Υαλομέτρημα.

πάνης, τραβούσαν το φουντωτό κλωνάρι κι έκλειναν το άνοιγ­μα, για να μη φεύγουν έξω τα πρόβατα. ο μεγάλος τσοπάνης με τον τσέλιγκα κάθονταν μπροστά στα πέτρινα καθίσματα, έ­παιρναν ανάμεσα στα πόδια τους τα καρδάρια, έβαζαν δεξιά τους κι αριστερά τους, ανάλογα με τη θέση που κάθονταν, τα

τενεκεδάκια ΚΙ ήταν έτοιμοι για άρμεγμα. Κάνανε το σταυρό τους και πότε ο ένας και πότε ο άλλος έπαιρνε με τα χέρια του τις γαλάρες, τις οποίες χούιαζε ο νεαρός από μέσα και τις ανά­γκαζε να βγούνε έξω.

Όταν γέμΙζε το καρδάρι, με το κακαβούλι (μικρό κακάβι), χω­ρητικότητας μιας οκάς στο οποίο βάζανε το φαγητό για τους τσοπάνηδες, το αδειάζανε στα τενεκέδια και συνέχΙζαν το άρ­μεγμα μέχρι να βγει μέσα από τη στρούγκα και η τελευταία γα­λάρα. Αν γέμΙζαν τρία ή τέσσερα καρδάρια, τα οποία αδειάζανε στα τενεκέδια κι έμεινε κι άλλο γάλα, το ρίχνανε στα τενεκέδια

με το κακαβούλι. Όταν τελείωνε όλη αυτή η διαδικασία, ο τσο­πάνης έβγαζε το τεφτεράκι του κι έγραφε πόσα καρδάρια και

πόσες οκάδες γάλα πήρε εκείνο το άρμεγμα ο τσέλιγκας. Στη

συνέχεια ο τσέλιγκας, με τη βοήθεια των τσοπάνηδων, φόρτω­νε τα τενεκέδια και τα καρδάρια, έριχνε το κακαβούλι στο σα­μάρι κι έφευγε για το σπίτι, όπου οι γυναίκες έφτιαναν το τυρί, το μπάΤζΙΟ και τ' άλλα σχετικά γαλακτικά, όπως την ούρδα, τη

μπινίτσα Κ.λπ.

124 2ΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

Δυο με τρεις μέρες ύστερα από το κοπάδιασμα, έπρεπε να γί­νει το γαλομέτρημα. Ήταν ένας τρόπος για να βρεθεί πόσο γά­λα θα 'παιρνε ο κάθε κτηνοτρόφος, που είχε πρόβατα στο κοπά­

δι, ανάλογα με την απόδοση των προβάτων του σε γάλα. Συνήθως την Κυριακή ή την Τετάρτη το μεσημέρι ή το από­

γευμα κι ύστερα από προειδοποίηση από τον κτηνοτρόφο που έπαιρνε γάλα ή από τον τσοπάνη, όλοι οι κτηνοτρόφοι (περίπου 10 ή και παραπάνω), που είχαν πρόβατα στο κοπάδι, αφού έ­παιρναν τον τένΤζερη ή το κακάβι και κάποιο άλλο άτομο Ύια βοηθό, έφταναν την καθορισμένη μέρα και ώρα στη στρούγκα.

Στο πρώτο γαλομέτρημα τα κακάβια και τα τενΤζερέδια κοσμού­σαν διάφορες πρασινάδες ή και σκόρδα για να αποφεύγεται το μάτιασμα και να βγάζΟυν πολύ γάλα οι γαλάρες τους.

Έτσι, σε κάθε γαλομέτρημα, που συνήθως γίνονταν τρία και

καμιά φορά τέσσερα, σ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, μα­ζεύονταν 20 με 25 άτομα κάθε ηλικίας και φύλου στη στρούγκα.

Έμοιαζε ή μάλλον ήταν μια εορταστική εκδήλωση, γιατί από την ώρα που ξεκινούσαν κι έφταναν όλα τα άτομα στη στρούγκα

και μέχρι να ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους, κυριαρχούσαν το γέλιο, τα πειράγματα, τα τραγούδια, οι χαρούμενες φωνές, τα σόκιν κ.λπ.

Εκεί, όταν μαζεύονταν όλοι, κάθονταν σε μια πέτρα που βά­ζανε για κάθισμα δεξιά κι αριστερά της εξόδου της στρούγκας σε δυο καμπύλες γραμμές, το ένα από τα δύο άτομα κάθε ση­

μαδιού, που ήξερε ν' αρμέγει και τ' άλλο στέκονταν πίσω του. Όλα τ' άτομα που κάθονταν στις πέτρες, έβαζαν ανάμεσα στα πόδια τους τον τένΤζερη ή το κακάβι και περίμεναν. ο μικρός τσοπάνης έμπαινε μέσα στη στρούγκα κι άρχΙζε το διώξιμο (χούιασμα) των προβάτων, τα οποία ένα-ένα έβγαιναν κι ο με­

γάλος τσοπάνης έπιανε τη γαλάρα και σύμφωνα με το σημάδι που είχε στ' αυτί, το οποίο γινόταν με ψαλίδι τη μέρα του απο­

κόμματος, φώναζε τ' όνομα του νοικοκύρη. Το όρθιο άτομο έ­τρεχε κι έπαιρνε τη γαλάρα και την πήγαινε στο καθιστό. Αυτό

έπιανε τα μαστάρια της γαλάρας κι έβγαζε όλο το γάλα που εί­χαν μέσα. Ήταν η μέρα που οι καημένες οι γαλάρες υπόφεραν, γιατί ο κάθε κτηνοτρόφος προσπαθούσε να βγάλει και την τε­λευταία σταγόνα γάλακτος. πόσες και πόσες φορές κάποια από

τις γαλάρες, με κλοτσήματα, λόγω του πόνου στο μαστάρι δε

Ol 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 125

χτυπούσε το κακάβι ή τον τένΤζερη κι έριχνε το γάλα του μπαρμπαγιάwη ή της κυρα-Μήτσαινας Κ.λπ. κάτω στο χώμα, οπότε αναγκάζΟνταν να πάνε για γαλομέτρημα μόνοι τους άλλη μέρα.

Όταν έβγαινε κι η τελευταία γαλάρα από τη στρούγκα και τε­

λείωνε το άρμεγμα, άρχΙζε το μέτρημα του γάλακτος από το κά­

θε κακάβι ή τένΤζερη.

ο τσοπάνης έπαιρνε τη μισηοκάρα και το καυκί κι άρχΙζε να

φωνάζει τα ονόματα των κτηνοτρόφων με τη σειρά που τους εί­

χε γραμμένους στο τεφτεράκι του. Όταν φώναζε Π.χ. την κυρα-Μήτσαινα κι αυτή άκουγε τ' όνο­

μά της, έπαιρνε τον τένΤζερη ή το κακάβι με το γάλα και πήγαι­

νε κοντά στον τσοπάνη. Εκεί έριχνε με προσοχή το γάλα σιγά­

σιγά στη μισηοκάρα. Όταν αυτή γέμΙζε, ο τσοπάνης την άδεια­

ζε μέσα στο καρδάρι. Αφού γέμΙζαν 4 ή 5 Κ.λπ. μισηοκάρες κι έμεινε ποσότητα γάλακτος που δε γέμΙζε η μισηοκάρα, κοιτού­

σε μήπως το υπόλοιπο γέμΙζε τη μισή μισηοκάρα. Αυτό το πε­τύχαινε γέρνοντάς την πλάγια, μέχρις ότου το γάλα έφτανε στο

κάτω μέρος της περιφέρειας του ανοιχτού κύκλου της και στο

πάνω μέρος της περιφέρειας της κυκλικής βάσης της. Αν η πο­

σότητα ήταν λιγότερη ή περισσότερη, έπαιρνε το καυκί και με­τρούσε πόσα καυκιά γέμΙζαν. Αν το γάλα της κυρά- Μήτσαινας ήταν 5 μισηοκάρες κι 6 καυκιά, ο τσοπάνης έγραφε στο τεφτε­

ράκι του, δίπλα στο όνομα της κυρα-Μήτσαινας, 5 καρδάρια κι

6 οκάδες. Έτσι, ήξερε η κυρα-Μήτσαινα, πως είχε να πάρει α­

πό το γαλομέτρημα αυτό 5 καρδάρια κι 6 οκάδες γάλα. Η μιση­οκάρα αντιστοιχούσε σ' ένα καρδάρι και το καυκί σε μια οκά. Α­

φού περνούσαν όλοι οι κτηνοτρόφοι από τον τσοπάνη, όπως η

κυρά-Μήτσαινα, το γαλομέτρημα τελείωνε κι ο κάθε κτηνοτρό­

φος γνώρΙζε πόσο γάλα θα 'παιρνε από το γαλομέτρημα αυτό. Όταν τελείωνε το γαλομέτρημα, όλος εκείνος ο κόσμος ξεκι­

νούσε για το χωριό με διαφορετικά συναισθήματα ο καθένας,

γιατί άλλοι χαίρονταν που οι γαλάρες τους έβγαλαν πολύ γάλα κι

άλλοι ήταν στενοχωρημένοι που οι γαλάρες τους δε βγάλανε πο­

λύ γάλα. Ενώ όλα τα παραπάνω έφταναν στη μνήμη μου κι ένιωθα πως

ζΟύσα εκείνα τα χρόνια τα παλιά, που κι εγώ παραβρισκόμουνα σ' αυτές τις εκδηλώσεις, βοηθώντας ή αρμέγοντας, ο θόρυβος

126 ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

ενός αυτοκινήτου, που ανέβαινε την ανηφόρα από το χωριό για το Τσοτύλι, μ' έφερε αμέσως στην πραγματικότητα. Δηλαδή, πως δε ζΟύσα εκείνα τα χρόνια, αλλά μια αυγουστιάτικη μέρα του 2000 μ.Χ. καθισμένος στην άκρη του δρόμου και βλέπο­

ντας το Γιώργο με τα πρόβατά του ... Αμέσως σηκώθηκα και συνέχισα την κατηφόρα για το χωριό

μου. Δύσκολα χρόνια και κείνα, αλλ' είχαν και τις χάρες τους ...

Κοσμάς Λιοτόπουλος Καθηγητής-πρώην Νομάρχης

ο ΑΪfιΩΡΓΠΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΜΗΝΑΣ

Ανοιξιάτης (από το λατ. aperire = ανοίγω), βασιλιάς της άνοι­ξης με σκήπτρο ένα ανθισμένο κλαδί (θαλλαφόρος), ερωτικός, αφιερωμένος στη θεά Αφροδίτη και τον Απόλλωνα, μήνας της βλάστησης και της ανθοφορίας, των ρωμαϊκών Ανθεστηρίων

(Floralia), Αίγιωργίτης, από τη γιορτή του Αί-Γιώργη (23 Απρι­λίου), συνήθως Δαμπριάτης, δροσερός αλλά και καμιά φορά πα­γερός, αν και ο λαός πιστεύει ότι 'Άπρίλης είναι θα πρηστεί και θα σκάσει" ό,τι κι αν κάνει. Παρά την ομορφιά της φύσης και την αισιόδοξη διάθεση ήταν ο πιο δύσκολος μήνας για τον αγρο­τικό πληθυσμό, αφού συνήθως είχαν ξοδευτεί και τα τελευταία

αποθέματα από τη σοδειά του περασμένου χρόνου. Έτσι ο Απρί­λης γίνεται για τις οικογένειες Γρίλης (= γκρινιάρης) και Τινα­χτοκοφινίτης, αφού μαζεύουν, τινάζΟντας τα αμπάρια, τα υπο­

λείμματα του σιταριού. Ο Απρίλιος ήταν ο μήνας μετακίνησης των ποιμενικών από τα

χειμαδιά προς τα βουνά. Οι δυο Άγιοι-ορόσημα των ποιμενικών μετακινήσεων, ο ' Αγιος Γεώργιος, ο σκορποφαμελιάρης, όπως είναι γνωστός, ο καβαλάρης άγιος των βουνών και ο Αϊ- Δημή­τρης που συγκεντρώνει τις οικογένειες των ποιμένων στα χει­μαδιά. Τα κοπάδια έπρεπε να ανεβούν στα καλοκαιρινά βοσκο­τόπια.

πήρεν ο Μάρτης δώδεκα κι Απρίλης δεκαπέντε

ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

και τα κοπάδια πέρασαν κι όλα τα τσελιγκάτα ...

127

Η καθυστέρηση της μετακίνησης μπορούσε να οφείλεται στον καιρό που καμιά φορά είναι χειμωνιάτικος κατά τη διάρκεια του Μάρτη, του πεντάγνωμου, που καίει και τα παλούκια ...

Θέλουν ν' ανθίσουν τα κλαριά κι ο πάγος δεν τ' αφήνει ...

Ωστόσο ο Απρίλης, βασιλιάς της άνοιξης, με σκήπτρο ένα αν­θισμένο κλαδί (θαλλό) στο χέρι ή βοσκός με ένα αρνάκι στην α­γκαλιά κι ένα καρδάρι γάλα, όσο κι αν καμιά φορά έχει κάποιες χειμωνιάτικες μέρες είναι συνδεδεμένος με την άνοιξη και προ­μηνύει το καλοκαίρι:

Τώρα είν' Απρίλης και χαρά, τώρα είναι καλοκαίρι. Το λέν τ' αηδόνια στα κλαριά κι οι πέρδικες στα πλάγια. Το λεν οι κούκκοι στα βουνά, ψηλά στα καταράχια. Παν τα κοπάδια στα βουνά να ξεκαλοκαιριάσουν. Παν και κοντά οι τσοπάνηδες βαρώντας τη φλογέρα, Να τα τυροκομήσουνε και τη νομή να βγάλουν. Και να γιορτάσουν τ' Aϊ-rιωργΙOύ, να ρίξουν το σημάδι. Να πιουν νερό απ' τα βουνά, να πάρουν τον αέρα.

Πριν μερικές δεκαετίες ακόμη οι μετακινήσεις των Σαρακα­τσάνων κυρίως από τους κάμπους προς τα ορεινά ήταν κάτι το συνηθισμένο. Μαζί τους και οι μετακινούμενοι δάσκαλοι για τα παιδιά που ακολουθούσαν την πορεία των κοπαδιών.

Σήμερα η διαδικασία αυτή έχει απλουστευθεί, αφού, όπου α-

128

Ο έφιππος άΥιος λέΥεται και δρακοκτόνος επειδή, κατά την

παράδοση, σκότωσε τον δράκοντα της δίψας και εξασφάλισε το νερό

Υια την πολιτεία.

ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

κόμη υπάρχουν μετακινούμενοι εποχιακά κτηνοτρόφοι, η μετα­κίνησή τους γίνεται με μεγάλα φορτηγά και δεν ακολουθούν πια οι οικογένειες, όταν έχουν παιδιά στο σχολείο.

Οι μακρινές πολυήμερες πορείες των κοπαδιών και των οικο­

γενειών είναι μια ανάμνηση.

Απρίλης ... Αϊ-Γιωργίτης

Ανοιξιάτικο σύνορο του χρόνου ο Αί Γιώργης θεωρήθηκε προ­στάτης των αγροτικών πληθυσμών, αφού διαφεντεύει στα βου­νά τις εγκαταστάσεις των τσοπάνηδων, κυρίως των Σαρακατσά­

νων που τον θεωρούν τον κατεξοχήν άγιό τους, αλλά και των γε­

ωργών αφού προστατεύει τα σπαρτά και τα βοηθάει να μεγαλώ­σουν. Την ημέρα της γιορτής του γίνονταν ή ανανεώνονταν ό­

λες οι ποιμενικές και γεωργικές συμφωνίες και συμβάσεις εργα­σίας, προσλαμβάνονταν οι τσοπάνηδες, οι γελαδάρηδες, οι χου­σμουκιάρηδες.

Εκτός όμως από τους ποιμενικούς και γεωργικούς πληθυ­

σμούς, ο καβαλάρης άγιος θεωρείται προστάτης της καθαρότη­

τας του πόσιμου νερού, δρακοντοκτόνος, που σύμφωνα με την

παράδοση και το σχετικό τραγούδι, σκότωσε τον δράκοντα της δίψας και εξασφάλισε το νερό για την πολιτεία. Είναι γνωστό α­πό πολλές περιοχές το τραγούδι του ΑΙ-Γιώργη:

ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΔΔΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΔΑΟΓΡΑΦΙΑ

..:ιιι..

Ορόσημο τηι; μετακίνησηι; των κοπαδιών από τα χειμαδιά στα βουνά ήταν η 23η Απριλίου, ημέρα εορτασμού τηι; μνήμηι; του ΑΥίου ΓεωΡΥίου.

Άγιε μου Γιώργη Αφέντη μου κι Αφέντη καβαλάρη Αρματωμένος με σπαθί και μ' αργυρό κοντάρι , Αγγελος είσαι στη μορφή κι άγιος στη θεότη Παρακαλώ βοήθει με, άγιε στρατιώτη. Από το άγριο θεριό και δράκοντα μεγάλο οπού του πήγαιν' άνθρωπο κάθε πρωί και βράδυ. Κι αν δε του πήγαιν' άνθρωπο κάθε πρωί στην ώρα κανένανε δεν άφηνε νερό να πιει στη χώρα. Στα μάρμαρα του πηγαδιού δέσαν την αλυσίδα κι εδέσανε την όμορφη κι άτυχη κορασίδα. Κι Α·ί-Γιώργης εβουλήθηκε να πάει να την εσώσει. Κι από το άγριο θεριό να τηνε

129

l30

λευτερώσει ... Μιαν κονταριάν του έδωσε, το χτύπησε στο στόμα Και παρευθύς το ζάλισε κάτω στης γης στο χώμα.

Μάρκο, Μάρκο, μάρκωσέ τα ...

ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

Η αίσθηση των φυσικών φαινομένων και των εξαιρετικά σημα­ντικών διεργασιών που συμβαίνουν στη γη και στην ατμόσφαιρα

με τον ερχομό της άνοιξης είναι υποβαθμισμένη στο αστικό πε­

ριβάλλον στο οποίο ζούμε αλλά ακόμη και στον αγροτικό χώρο.

Έτσι περνούν τελείως απαρατήρητες οι μυστικές διαδρομές της αναγέwησης της ζωής μέσα από την ανανέωση της πανίδας και

της χλωρίδας. "Χαίρε, δι' ης νεουργείται η κτίσις", ακούγεται ως χαιρετισμός προς την αιώνια Μητέρα του Ανθρώπου, διά της

οποίας "βρεφουργείται ο Κτίστης". Κι ο εθνικός μας ποιητής (Διονυσίου Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Β')

θα αποδώσει αυτό το μυστήριο με τους στίχους:

Μόγεμα η φύση κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη, Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.

Η αναγέwηση της ζωής συνεπάγεται και. την ανανέωση της

φύτρας βλαπτικών για τον άνθρωπο και τη σοδειά του ζωυφίων και ερπετών που φροντίζει να περιορίσει με διάφορους τρό­πους, σήμερα θα τους ονομάζαμε ''οικολογικούς'' και όχι με την εύκολη κι αστόχαστη χρήση φυτοφαρμάκων που καταστρέ­

φουν όχι μόνο τα βλαβερά ζωύφια και φυτά αλλά μολύνουν και

τα νερά. Οι αγρότες, λοιπόν, που συντονίζΟνταν με βάση τις α­

νάγκες τους και τις ιδιοτροπίες της φύσης στον κύκλο του χρό­νου, την άνοιξη που η φύτρα των ζωυφίων και ερπετών ανανε­

ώνεται, προέβαιναν σε ενέργειες, με τις οποίες προκαλούσαν,

όχι εξαφάνισή τους αλλά μείωση του πληθυσμού τους, βλάβες που περιόΡΙζαν τη δραστηριότητά τους ή τα απομάκρυναν από το σπίτι του και την περιοχή του. Και αυτό γιατί γνώρΙζε βαθιά

ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ l31

Ο Απρίλης χαράσσει τις μυστικές διαδρομές της αναγέννησης της ζωής μέσω της ανανέωσης της πανίδας και της χλωρίδας.

ότι κι αυτά τα ασήμαντα όντα αποτελούν πλάσματα του Θεού

και μέρος της φυσικής αλυόίδας στην οποία ανήκει και ο ίδιος. Έτσι την απολυμαντική στάχτη από τη φωτιά του χειμώνα, ιδιαί­τερα του Δωδεκαημέρου, την έριχναν γύρω από το σπίτι ''για να μην έρχονται τα μυρμήγκια".

Ακόμη από την πρώτη του Μάρτη τα παιδιά έβγαιναν στους δρόμους και τα χωράφια και χτυπούσαν μεταλλικά ή πήλινα σκεύη και κουδούνια τραγουδώντας παράλληλα:

"Όξω φίδια, γουστερίτσες" ή "Όξω ψύλλοι και κοριοί / μέ­σα γειά, μέσα χαρά".

Η συμβίωση ωστόσο με όσα από τα ζωύφια αυτά και τα ερπε­τά -και ήταν πολλά- διαιωνίζΟνταν, έπρεπε να είναι πιο ανώδυ­

νη. Για το σκοπό αυτό και μέχρι το Μάη η πρόκληση θορύβων που, όπως αποδεικνύει η σύγχρονη έρευνα, βλάπτουν τα νέα ερπετά, εξακολουθούσε να αποτελεί ένα ευχάριστο χρήσιμο παιχνίδι των παιδιών. Επιπλέον, η αργία κατά την εορτή του Α­γίου Μάρκου στις 25 Απριλίου πίστευαν ότι προστάτευε τους γε­

ωργούς από τα δηλητηριώδη φίδια. Η παρετυμολόγηση του ο­νόματος του Μάρκος - μαρκώνω - μαργώνω με τη σημασία του ναρκώνω, έφερε τον Άγιο Μάρκο προστάτη των αγροτών από τα φίδια, τον οποίο επικαλούνται να τα ναρκώσει:

Μάρκο, Μάρκο, μάρκωσέ τα

l32

Η Βοϊώτιασα μα{)ήτΡια Ανδρονίκη Βαλκάνου του Ευ{)υμίου από τ/

Χρυσαυγή Βοιου ντυμένη με τ/ν

παραδοσιακή στολή.

Τσούγκρισμα αυγών στο Βυ{)ό ΒοΙου.

ΖΗΣΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

οι 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 133

Αγία Παρασκευή, Τρίτη μέρα του Πάσχα, χορός Υυναικών στο πέτρινο αλώνι, στον Πεντάλοφο,

κι Α'ί-Γιώργη, τύφλωσέ τα .

. Έτσι την ημέρα της γιορτής του "δε ζεύουν τ' αλέτρι, δεν βα­ρούν τσαπισιά στο χωράφι" γιατί κατά την παράδοση σε κά­ποιους που δούλεψαν την ημέρα της γιορτής του "παρουσιά­στηκε μια οχιά στα κέρατα του βοδιού και παραλίγο να τους δαγκώσει".

Σήμερα με την αλόγιστη χρήση των καταστρεπτικών φυτο­φαρμάκων δεν υπάρχει πλέον ανάγκη για τέτοια φροντίδα. Ό­λα είναι από μόνα τους ναρκωμένα ή νεκρά.

Αυτή είναι η λαογραφική μας προσέγγιση με το μήνα Απρίλη.

ΖΗΣΗΣ Ε. ΧΑΣΙΩΤΗΣ

Πρόεδρος ΒΟ'ίακής Εστίας