14

Ονείρου Οδύσσεια

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Ένα οικολογικό παραμύθι για μικρούς και μεγάλους με ήρωα τον δωδεκάχρονο Οδυσσέα. Ένα παιδί σαν όλα τα άλλα, που όμως είχε την τύχη να βρεθεί στον μελλοντικό πλανήτη Γη για μερικά λεπτά και να κατανοήσει πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο νομίζουμε…σήμερα!

Citation preview

Page 1: Ονείρου Οδύσσεια
Page 3: Ονείρου Οδύσσεια

© Χρύσα Ι. Παγκάλου

Εκδόσεις: «∆οκιµάκης»Τ. Τζουλάκη 8, Ηράκλειο ΚρήτηςΤηλ: 2810 288.544email: [email protected]

Eκτύπωση: Μ & Μ Πατεράκης Ο.Ε.Κοµνηνών 68 Πόροςemail: [email protected]

Page 4: Ονείρου Οδύσσεια
Page 5: Ονείρου Οδύσσεια

Στη µητέρα µου...και στα παιδιά που όσο κι αν µεγαλώσουν,

δε σταµατούν να ψάχνουν.

Page 6: Ονείρου Οδύσσεια

«Τόσο φως δεν έχω δει ποτέ µου. Είναι τόσο πολύ που σχεδόν µε τυφλώνει! Ο ήλιος! Είναι ο ήλιος.

Ναι, αλλά αν ήταν ο ήλιος θα υπήρχαν λουλούδια, παιδιά, µαµάδες νασυζητάνε και ένα σωρό άλλα πράγµατα που βλέπουµε και κάνουµε όταν ηµέρα είναι ηλιόλουστη.

Μα πού είναι τα λουλούδια; Πού είναι όλοι; Άλλαξα γνώµη. Το φως αυτό δεν είναι σαν το φως του ήλιου. Είναι θολό. Παρ’ όλα

αυτά είναι όµορφο. Και περπατάω. Πού πάω; Ακούω γέλια. Και φωνές α-κούω. Τι λένε; ∆ε βγάζουν νόηµα οι λέξεις. Γράµµατα πολλά της αλφαβή-τας µαζί, αλλά λέξεις δε γίνονται. Προτάσεις δε γίνονται. Κι όµως, νιώθω όµορφα και ας µην καταλαβαίνω. Μήπως τελικά είµαι σε άλλη χώρα; Αλλά πού πάω αλήθεια; Μόνος µου ταξίδι χωρίς τους γονείς µου;Μήπως µε έστειλε η µαµά να πάρω γάλα; Αν πήγαινα όµως για γάλα, θα πήγαινα στην κυρία Μαρία, στο µπακάλικο της γειτονιάς.

Τουλάχιστον κάτι ψάχνω. ∆εν µπορεί, κάτι θα ψάχνω για να περπατάωτόσο. Και όταν ψάχνεις, κάτι βρίσκεις. Έτσι δε λένε οι µεγάλοι;

Άρα, και να µην ψάχνω κάτι συγκεκριµένο,

κάτι άλλο σίγουρα θα βρω ...

6

Page 7: Ονείρου Οδύσσεια
Page 8: Ονείρου Οδύσσεια

8

Page 9: Ονείρου Οδύσσεια

Συγνώµη. Μπορώ να σας κάνω µια ερώτηση;

Σ’ εµένα µιλάτε;

Ναι, σε εσάς. Εγώ και οι φίλοι µου θέλουµε να πουλήσουµε αυτά τα

υλικά, αλλά δεν ξέρουµε πού, γιατί δεν υπάρχουν πινακίδες.

Ρίχνοντας µια πρόχειρη µατιά ο Οδυσσέας στη σακούλα που κρατούσε η

παρέα των ηλικιωµένων, παρατήρησε πως ήταν γεµάτη άχρηστα

πράγµατα.

Και γιατί δεν τα πετάτε στο σκουπιδοτενεκέ; ρώτησε ο Οδυσσέας.

Να τα πετάξουµε; Σκουπιδοτενεκές; Τι είναι αυτό;

Είναι ένα µεγάλο πράσινο κουτί που µέσα πετάµε ό,τι άχρηστο έχουµε.

Κοιτάει γύρω του και συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχουν πουθενά

σκουπίδια µα ούτε και σκουπιδοτενεκές.

Άχρηστο; Μα τίποτα δεν είναι άχρηστο. Όλα είναι χρήσιµα. Πόσω

χρονών είστε κύριε;

∆ώδεκα.

Παιδιά ελάτε να ακούσετε! Αυτός εδώ ισχυρίζεται ότι είναι 12 ετών!

Χαχαχαχχαχαχχα (ακούστηκαν γέλια από παντού).

Μα σας λέω αλήθεια. Είµαι 12 χρονών.

Εσύ πρέπει να είσαι περίπου 70. Άκου 12! Παιδιά, πάµε να φύγουµε

γιατί τούτος εδώ τα ’χει χαµένα.

9

Page 10: Ονείρου Οδύσσεια

Όταν έφυγαν και έµεινε µόνος ο Οδυσσέας, έκανε µια βόλτα και τίποτα

δε φάνταζε αληθινό. ∆εν µπορούσε µε τίποτα να καταλάβει γιατί τον

πέρασαν για 70 ετών.

«Αφού είναι ολοφάνερο», σκεφτόταν, «ότι πηγαίνω στο δηµοτικό

ακόµη. Και γιατί δεν ήξεραν τι είναι ο σκουπιδοτενεκές; Αφού υπάρχουν

άχρηστα πράγµατα. Τα κουτάκια από τα αναψυκτικά, τα πλαστικά

µπουκάλια, τα παλιά τετράδια, τα αποφάγια και ένα σωρό άλλα πράγµα-

τα που όταν τα χρησιµοποιήσουµε δεν τα χρειαζόµαστε πια. ∆ηλαδή όλα

όσα είχε η σακούλα που κρατούσαν µαζί τους. Άρα είναι άχρηστα».

Οι σκέψεις τον βασάνιζαν, ώσπου µετά από πολύ δρόµο

βρήκε µια πινακίδα που έγραφε «ΝΕΡΟ».

«Ωραία» σκέφτηκε, «να πιω και λίγο. Μετά από τόσο δρόµο το

χρειάζοµαι».

Αφού ανέβηκε έναν τεράστιο λόφο, και µετά από πολύ δρόµο,

τελικά βρέθηκε σε µια πόλη.

Για την ακρίβεια σε µια περίεργη πόλη, αφού καθώς προσπερνούσε τα

σπίτια ξαφνιάστηκε όταν είδε και ήταν φτιαγµένα όλα από γυαλί!

Φαινόντουσαν όλοι. Και ήταν όλοι τους παιδιά!

Χάρηκε τόσο, που πήγε και χτύπησε την πόρτα στο πιο κοντινό σε

εκείνον σπίτι για να συνεννοηθεί επιτέλους, µιας και µε τους µεγάλουςδεν έβγαλε άκρη.

Όχι ότι βγάζει και ποτέ!

10

Page 11: Ονείρου Οδύσσεια
Page 12: Ονείρου Οδύσσεια

Καληµέρα... είπε,

και µετά το ξανασκέφτηκε κοιτάζοντας πάνω όπου ο ουρανός ήταν

γεµάτος σύννεφα και κοκκινωπός. Σχεδόν φόβιζε το χρώµα του.

Κάθε άλλο παρά ηλιοβασίλεµα θύµιζε, µιας και ο ήλιος δε φαινόταν

πουθενά.

...εννοώ καλησπέρα!

Μόλις το κοριτσάκι που άνοιξε την πόρτα τον είδε, φώναξε ένα άλλο

αγοράκι και τον καλωσόρισαν.

Είστε µόνοι; Πού είναι οι γονείς σας; Είναι βράδυ.

Οι οικοδεσπότες δεν έδωσαν σηµασία στις ερωτήσεις του ξένου και

απλώς του είπαν να περάσει µέσα γιατί φαινόταν

χαµένος, στο δρόµο και στις σκέψεις. Να σε κεράσουµε κάτι;

Ναι ευχαριστώ, αν είναι εύκολο θα

ήθελα ένα ποτήρι νερό. Εξάλλου

εσείς πρέπει να έχετε άφθονο. Το

έγραφε µια πινακίδα λίγο

έξω από την πόλη.

Τον κοίταξαν περίεργα.

Α! µάλιστα... ∆εν

καταλάβατε, κύριε. «Νερό»

λέγεται η πόλη µας. Το νερό

είναι κάτι που δεν πίνεται. Εδώ και πολύ καιρό. Για την ακρίβεια εδώ και

1.500 χρόνια …

Μα πώς είναι δυνατόν; Και πώς ζείτε; Αφού χωρίς νερό δεν µπορείνα ζήσει κανείς!

12

Page 13: Ονείρου Οδύσσεια
Page 14: Ονείρου Οδύσσεια