19
o ΝΙΚΟΣ o ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Το κουτί με την καμπύλη

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Στην άκρη της αλάνας είχε ένα ψηλό τοίχο, γύρω στα δυόμισι μέτρα, που τη χώριζε από ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Δεν πηγαίναμε συχνά γιατί μας φαινόταν ύποπτο και τρομακτικό. Μια μέρα λοιπόν εκεί που παίζαμε, πέρασαν τρέχοντας δίπλα μας μια παρέα από εφήβους, ανέβηκαν το τοιχάκι και χάθηκαν. Τους ξέραμε και τους φοβόμασταν, κλέβανε ποδήλατα, είχαν όλοι σταματήσει το σχολείο και κάπνιζαν. Ύστερα από λίγο μας προσπέρασε ένα παιδί στην ηλικία μας. Έκανε να ανέβει το τοιχάκι. Τον σταματήσαμε και ένας από την παρέα μας του είπε: «Φίλε, μην πας από εδώ. Μόλις π

Citation preview

Page 1: Το κουτί με την καμπύλη

ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Νίκος Χατζόπουλος γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '70 στην Ελλάδα. Σπούδασε Ψυχολογία στο εξωτερικό και αυτό είναι το πρώτο του μυθιστόρημα που εκδίδεται.

Στην άκρη της αλάνας είχε έναν ψηλό τοίχο, γύρω στα δυόμισι μέτρα, που την χώριζε από ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Δεν πηγαίναμε συχνά, γιατί μας φαινόταν ύποπτο και τρομακτικό. Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που παίζαμε, πέρασαν τρέχοντας δίπλα μας μια παρέα από έφηβους, ανέβηκαν το τοιχάκι και χάθηκαν. Τους ξέραμε και τους φοβόμασταν, κλέβανε ποδήλατα, είχαν όλοι σταματήσει το σχολείο και κάπνιζαν. Ύστερα από λίγο μας προσπέρασε ένα παιδί στην ηλικία μας. Έκανε να ανέβει και αυτός το τοιχάκι. Τον σταματήσαμε και ένας από την παρέα μας του είπε:«Φίλε, πρόσεχε. Μη πας από εδώ. Μόλις πήγανε κάτι αλήτες».Μας κοίταξε καλά-καλά με απορία.«Κι εγώ αλήτης είμαι», είπε και πήδηξε το τοιχάκι.

o Ν

ΙΚΟ

Σ o

ΧΑΤΖ

ΟΠ

ΟΥΛ

ΟΣ

Νίκ

ος Χ

ατζό

πουλ

ος

Page 2: Το κουτί με την καμπύλη

ΤιΤλος Το κουτί με την καμπύλη ςυγγραφέας Νίκος Χατζόπουλος ςέιρα Λογοτεχνία [1358]0611/16 έξωφυλλο Κώστας Πέππας /// www.iart.gr φωΤογραφια οπιςθοφυλλου: Πέτρος Νικόλτσος /// nikoltsos.com Copyright© 2011 Νίκος Χατζόπουλος πρωΤη έκδοςη Αθήνα, Ιούλιος 2011 ISBN 978-960-9499-79-8

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e-mail: [email protected], [email protected]

www. ocelotos. gr

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνι-κής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιον-δήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποια-δήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣοσελότος

Page 3: Το κουτί με την καμπύλη

στους αρίστο /// άννα /// ευτυχία

Page 4: Το κουτί με την καμπύλη

Μέρος ΠρώτοΟ Τελευταίος Σταθμός 5Ο Κηφήνας 11η Στολή της Παρασκευής 17Ξεφούρνιστη Ψίχα 23W8 ligo 26η Ζωή είναι μια Πορτοκαλί Ανάμνηση 34Καλλυντικά Καρακώστας 39Αφήνοντας την Ολυμπιάνη 50

Μέρος ΔεύτεροΈχει Ψυχραιμία 63Si vis Pacem, para Bellum 68Οι Κύκλοι του Μάριου και ο Μάντης 75Τα Αμάνικα Μπλουζάκια 82Χωρίς Αλκοόλ 86«Rinoula» 89Φρεσκοκομμένο Σύκο 99Δε μ’ αγαπάς πια 105Ποιος είναι αυτός ο Γιάννης; 110White Horse 120Μια λευκή Πόρτα 127Ο λέων και το Ερπετό 137

Μέρος ΤρίτοΚαμουφλαρισμένες Κατσίκες 146η Τέφρα μας 151Ελεύθερη βούληση και Εξωγήινοι 159Ένα λυπητερό Φλερτ 165Μια Καθημερινή Αδικία 168Ένας Χαμένος Αναπτήρας 171η ηθική Φιλοσοφία και το american Gothic 182Ελιτισμός και Μελιτζανοκροκέτες 195η Δεύτερη και η Πρώτη Αγάπη 202Το λαχείο 210η Εναλλακτική Μυρωδιά των λαιμών 213Κυρίλ Ακαντζατιλιενέρεβιτς 217η Βλεφαρίδα και το Πετράδι 230Ένα Καφάσι Μπίρες 238

ΠΕΡ

ΙΕΧΟ

ΜΕΝ

Α

Page 5: Το κουτί με την καμπύλη

Ο Τελευταίος Σταθμός | 5

Μ έ ρ ο ς Π ρ ώ τ ο

Ο Τελευταίος Σταθμός

Page 6: Το κουτί με την καμπύλη

6 | το κουτί με την καμπύλη

Έκλεισα το κίτρινο τετράδιο που είχα αγοράσει πριν λίγο από το απέναντι παντοπωλείο και άφησα το στυλό πάνω στο τρα-πέζι με θόρυβο. Κοίταξα τον ηλία που διάβαζε ένα βιβλίο φά-νταζι, ήταν χοντρό και είχε στο εξώφυλλο ένα πολύχρωμο σκί-τσο με πολεμιστές να κραδαίνουν τα σπαθιά τους ενάντια σε μι-κρά, άσχημα πλασματάκια. Μου έριξε μια ματιά πάνω απ΄ τις σελίδες.

«Τι γράφεις, ρε;» με ρώτησε ρουφώντας μια γουλιά από τον γλυκό καφέ του. Όταν είχε έρθει η γκαρσόνα με τον δίσκο, μας ρώτησε: «Για ποιον είναι ο γλυκός;»

«Ο γλυκός για τον γλυκό». Έδειξα τον ηλία, «και ο μέτριος... για τον μέτριο», είπα δείχνοντας εμένα με το πιγούνι. Αυτή έκανε πως γέλασε, γιατί μάλλον θα το είχε ξανακούσει αυτό το αστείο.

«Θέλω να αρχίσω ένα διήγημα... μωρέ», απάντησα. «Καλή φάση», σχολίασε ο ηλίας.

Ήμαστε σε μια καφετέρια ήσυχη, που δεν πήγαινε πολύς κό-σμος. Εκτός από εμάς δεν υπήρχε άλλος πελάτης στο μαγαζί. η γκαρσόνα ήταν απομονωμένη σε ένα σκαμπό στην εξωτερική

Page 7: Το κουτί με την καμπύλη

Ο Τελευταίος Σταθμός | 7

πλευρά του ξύλινου μπαρ και έστελνε μεσημεριανά μηνύματα με τον επιδέξιο αντίχειρα της, για να περάσει η ώρα.

Ο ηλίας άφησε ανοιχτό το βιβλίο στο τραπέζι, με το εξώφυλ-λο προς τα πάνω, και χαμογέλασε έντονα με τα φαρδιά του χεί-λη. Είχε ακανόνιστο πρόσωπο, με έναν δυνατό λαιμό να το στη-ρίζει, καλοκαμωμένες πλάτες και κοντούς βραχίονες. Το μέτωπό του ήταν πλατύ και τα μαλλιά του σκούρα μαύρα. Είναι ένας από τους δυο καλύτερούς μου φίλους, ο άλλος είναι ο Πέτρος.

«Φεύγω, φίλε. Φεύγω στα νησιά», είπε γραπώνοντάς με απ’ το χέρι. «Μην είσαι χαζός, έλα κι εσύ να φύγουμε μαζί. Μαζί, ρε λέων. Ταξιδάκι, πλοιαράκι, θα γουστάρουμε». Χαμογέλασε και άφησε να φανούν τα στραβοκαμωμένα κάτω δόντια του. Πήρε μια ανάσα να πει κάτι, αλλά τον σταμάτησε το κουδούνισμα του κινητού. Το σήκωσε από το τραπέζι και κοίταξε την οθόνη.

«Κατά φωνή. Αυτός είναι. Το αφεντικό». Έβαλε το τηλέφω-νο στο αυτί.

«Εμπρός. Ναι. Ναι. Μια χαρά. Ναι, περίμενα τηλ.... Όχι. Ναι. Σήμερα θα πάω να βγά... Εντάξει. Όταν θ.... Α. Οκ. Όχι, δεν υπάρ-χει περ.... Ναι. Μεθαύριο, κατά πάσα πι... Α. Πολύ ωραία. Ναι. Όχι, τι πρόβλ... Ναι... Μια χαρά. Δε χρειάζεται τίπ.... Α. Όχι, όχι. Σίγουρα. Ρώτησα... Απογευματάκι. Σίγουρα. Ναι. Από κοντά. Α.... Ωραία. Πολύ ωραία. Έξι, εφτά, ας πού... Ναι. Τώρα, αν έχει τί-ποτα καθ... Α. Ναι, καλύτερα έτσι. Σίγουρα. Εντάξει. Ευχαριστώ. Εντάξει. Ωραία. Γεια. Ναι. Γεια. Γεια».

Το έκλεισε.«Τι έγινε;» ρώτησα.«Εντάξει. Όλα οκ. Θα πάω να βγάλω εισιτήριο σήμε-

ρα. Αύριο πρωί την κάνω. Θα με περιμένουν στο λιμάνι να με παραλάβουν».

«Ωραία, ρε φίλε. Μια χαρά. Σε μια βδομάδα το πολύ θα είμαι κι εγώ εκεί. Τελειώνω τις παραγγελίες με τα cd και έρχομαι».

«Ναι, ρε φίλε. Χαζομάρα που δεν ταξιδεύουμε μαζί. Τές-πα. Και αυτός ο τύπος, αμέσως με θέλει».

«Εντάξει, ρε. Εγώ σε μια βδομάδα θα έχω έρθει, παράλληλα εσύ κοίταζε μήπως παίζει και καμιά δουλειά για μένα».

Page 8: Το κουτί με την καμπύλη

8 | το κουτί με την καμπύλη

«Ναι ρε, στάνταρ. Αν και... Ούτε για μένα ξέρω αν κάτσω. Δεν ξέρω. Αυτό το μαγαζί πρέπει να είναι ψιλοκυριλέ και δε θα γου-στάρω. Άσε που δεν έχω και τέτοια κομμάτια. Θα δείξει όμως.

Θα δείξει, δεν ξέρω. Και ο μαγαζάτορας, από το τηλέφωνο φαίνεται λίγο σκατομπάμπουρας».

Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι φυσώντας το τελευταίο συν-νεφάκι καπνού στα πλάγια. Είχαμε ξανακάνει παρόμοια συζήτη-ση όταν πρωτοκάτσαμε.

«Φτάνει που θα φύγουμε από εδώ. Ήρθε η ώρα των νη-σιών…», χαχάνισε, ύστερα ξανασοβάρεψε.

«Τι θα λέει το διήγημα; Τι θα λέει;» ρώτησε μισοξαπλώνο-ντας στα κατσιασμένα, μπορντό, δερμάτινα μαξιλάρια του κα-ναπέ και κάλυψε το στόμα του με την παλάμη.

«λέω να γράψω για έναν τύπο στην παλιά εποχή, όπου γυρ-νάει μετά από πολλά χρόνια σπίτι του. Ξέρεις. Έχει πάει στην Ευρώπη. Έχει φάει τη μισή του περιουσία και γυρνάει ξανά στο πατρικό του, στον πατέρα του».

«Μάλιστα… καλή φάση». Μετά από λίγο το ξανασκέφτηκε. «Ψιλομούφα ακούγεται».

Γελάσαμε. «Μπορεί να βγει καλό», του είπα.«Για διάβασέ μου λίγο».«Σίγουρα;»«Ναι ρε». Τον κοίταξα μέσα στα μάτια να δω αν ειρωνεύεται. Χα μο-

γέλασε. «Ρε, σοβαρά σου λέω, διάβασε», με διαβεβαίωσε. «Κοροϊδεύεις».«Όχι ρε, αλήθεια, διάβασε», έκανε πως σοβάρεψε. Άνοιξα το τετράδιο κάπου στη μέση, γιατί από εκεί είχα αρ-

χίσει να γράφω. «λοιπόν. Ο τελευταίος σταθμός πριν το Ν* λες και ξεκρέμασε

από τον ουρανό και στάθηκε όρθιος στη μέση της χιονισμένης στέ-πας». Με διέκοψε.

«Κάτσε ρε boy, περίμενε. Το Νι; Τι είναι το Νι;»

Page 9: Το κουτί με την καμπύλη

Ο Τελευταίος Σταθμός | 9

«Μέρος».«Ποιο μέρος;»«Το Νι».«Έτσι, ένα τυχαίο Νι;»«Όχι ρε. Συγκεκριμένο. Είναι το χωριό καταγωγής του

ήρωα».«Δε μ’ αρέσει».«Τι να το κάνω;»«Κάντο... χμμ... κάντο Εξ».«Ο τελευταίος σταθμός πριν το Εξ;»«Ναι».«Εντάξει, θα το διορθώσω».«Μετά, κάτι είπες, κρέμασε, κάτι τέτοιο». Έγειρα στο κείμενο και το ακολούθησα με το δάχτυλο.«λες και ξεκρέμασε από τον...» Με ξαναδιέκοψε. «Δεν ταιριάζει το ρήμα. Δηλαδή ο σταθμός ξεκρέμασε... δεν

ξέρω». Σούφρωσε τα χείλη και σήκωσε τα φρύδια.«Είναι ποιητική αδεία. Τέχνη ρε», δικαιολογήθηκα.«Μάλιστα... τέχνη... Τέλος πάντων. Τίποτα βυζιά... Τίποτα σπα-

θιά... Κανέναν αποκεφαλισμό θα βάλεις;»«Μπα... Α! Κοίτα.... Βυζιά είπες, ε; Γιατί όχι; Μπορεί να βάλω

από κανένα».«Εντάξει τότε. Θα το διαβάσω».«Είσαι μαλάκας».«Χεχε».

Πληρώσαμε, πήραμε γυαλιά, τσιγάρα και αναπτήρες από το τραπέζι. Αφήσαμε πίσω μας τη γυάλινη πόρτα και τον κλι-ματισμό της καφετέριας. Ξεφύσηξα, καθώς με χτύπησε ένα ζε-στό κύμα υπόνοιας αέρα. Ανεβήκαμε στο παπάκι, η δερμάτινη σέλα είχε ξεροψηθεί από τον ήλιο. Πάτησα τη μανιβέλα και πήρε μπρος με τη μία. Το κατέβασα από το πεζοδρόμιο τσουλιστό πάνω στο δρόμο της πόλης. Της πόλης με το όνομα Ολυμπιάνη. Της πόλης που μεγάλωσα. η τρίτη ή τέταρτη μεγαλύτερη πόλη

Page 10: Το κουτί με την καμπύλη

10 | το κουτί με την καμπύλη

στην Ελλάδα, με τους πισσαρισμένους δρόμους και τα τετρά-γωνα κτίρια με τα ορθογώνια μπαλκόνια, πετάμενη κάπου σε μια άκρη ενός κόλπου της Ελλάδας. η πόλη μας, που κυνηγάει και κυνηγιέται, σαν το σκύλο που ψάχνει να δαγκώσει την ουρά του.

Ανατολικά, έχουμε ένα κουτσουρεμένο, μισοάφυτο από τις συνεχόμενες πυρκαγιές βουνό, που στο ψηλότερο σημείο του έχει μια κεραία με κόκκινο φωτάκι να φαίνεται από χιλιόμετρα. Νότια, είναι το λιμάνι και η πλακόστρωτη, πολυβαδισμένη πα-ραλία. Στα βορειοδυτικά, η βιομηχανική περιοχή με τα φουγάρα των εργοστασίων, τις γκρίζες τσιμεντένιες μεταφορικές εταιρίες, τις λουστραρισμένες εκθέσεις επίπλων, τις περιφραγμένες μά-ντρες φορτηγών και τις πολύχρωμες, προχειροφτιαγμένες κα-τασκηνώσεις των τσιγγάνων.

Είναι μια συνηθισμένη, μεγάλη, επαρχιώτικη ελληνική πόλη. Με την φωταγωγημένη και πάντα στολισμένη πλατεία στο μέσο της και τρεις φαρδείς δρόμους με υπέρογκα ενοίκια να την τέ-μνουν. Με τις επτά συνοικίες και το χαρακτηριστικό, ψηλό και απότομο ιπποτικό κάστρο, σήμα κατατεθέν, να μας αγκαλιάζει από πάνω και να προσέχει μήπως μας την πέσουν τίποτα μοβό-ροι σαρακηνοί πειρατές.

Τέρμα δυτικά, πριν τα εργοστάσια, βρίσκεται η σχετικά φτω-χική συνοικία Παυλούπολη, η γειτονιά μου. Έχει εργάτες, σουβλα-τζίδικα, περιπτεράδες, πιτσαρίες, λαϊκές αγορές, σκονισμένες βι-τρίνες και ντελιβεράδες. Μπουγατσατζίδικα, πληγωμένα πάρκα, ρούχα σε πανέρια, γερασμένα καφενεία, συνεργεία, μετανάστες, καφετέριες, χορτασμένους κάδους, κομμωτήρια, καμένες εξατμί-σεις, εργατικές κατοικίες, λιωμένους εφήβους, παντοπωλεία, ταξι-τζήδες και περιποιημένες πωλήτριες. Απλωμένα ρούχα, στενούς μονόδρομους, φροντιστήρια, οικοδόμους, τράπεζες, κουτσοχτυ-πημένες μαυροντυμένες γιαγιάδες, σουπερμάρκετ, γκαρσόνες με γυμνούς αφαλούς, πλουμιστές εκκλησίες, κουρασμένες μαμάδες με μωρά, παπουτσάδικα και βενζινάδικα.

Μια συνηθισμένη συνοικία σε μια πόλη που θα μπορούσε να είναι και βαλκανική, ακόμα και ευρωπαϊκή. Ίσως θα μπορούσε

Page 11: Το κουτί με την καμπύλη

Ο Κηφήνας | 11

να είναι παγκόσμια, μέχρι και συμπαντική. Είναι βέβαιο ότι το σύμπαν είναι γεμάτο από τέτοιες μικρές ή μεγαλύτερες γειτο-νιές, απαρτιζόμενες από οργανισμούς που θέλουν να στέκο-νται δίπλα-δίπλα για να βρίσκουν ευκολότερα ταίρι και να πα-σάρουν το γονίδιό τους στο διηνεκές. Καμιά φορά μου φαίνε-ται ότι τριγυρνάμε γύρω-γύρω στο σκοτεινό μυστικιστικό σύ-μπαν ζώντας την καθημερινότητα μας, δίχως να ρωτάμε πολ-λά-πολλά, υποταγμένοι και σκληραγωγημένοι σε έναν απόκο-σμο μικρόκοσμο.

Άφησα τον ηλία σπίτι. Ένα παλιό, ξεχαρβαλωμένο σομόν δι-ώροφο, σαν παρατημένο στο πατάρι κουκλόσπιτο. Στο ισόγειο έμεναν η γιαγιά και ο παππούς και πάνω η υπόλοιπη οικογένεια. Μπαμπάς, μαμά, αδερφός, αδερφή και η άλλη γιαγιά.

«Τι ώρα θα βγούμε το βράδυ; Το βράδυ θα βγούμε, δε θα βγούμε το βράδυ;» με ρώτησε καθώς έβγαζε τα κλειδιά από την τσέπη του.

«Κατά τις έντεκα».«Οκ».«Άντε, τα λέμε».Μάρσαρα το παπί. Το καλοκαίρι έχει μπει ημερολογιακά εδώ

και λίγο καιρό. η πόλη έχει γίνει ανυπόφορη.

Ο Κηφήνας

Άνοιξα τον υπολογιστή και κοίταξα τη λίστα με τις παραγγελί-ες που είχα για τα cd. Έκανα τις διαδικασίες και το αντιγραφικό δούλευε φορτσάτο. Ό,τι μου είχαν ζητήσει το είχα στο σκληρό κι έτσι δε χρειαζόταν να κατεβάσω τίποτα. Παρόλα αυτά άνοιξα το νετ και μπήκα να δω κανένα μέιλ. Όλα ήταν σπαμ-διαφημιστικά εκτός από ένα, ενός πελάτη που μου έλεγε ότι δεν μπορούσε να παίξει το παιχνίδι που του έστειλα. Του απάντησα ότι το cd εί-ναι καλό γιατί το τσέκαρα -δήθεν- και ότι προφανώς δεν είχε βά-λει καλά το crack.

Page 12: Το κουτί με την καμπύλη

12 | το κουτί με την καμπύλη

Πεινούσα λίγο, αλλά δεν είχε μαγειρέψει η μάνα μου. Μπήκα και στην άλλη μου δουλειά. Στο Warrior-on-line-R.P.G. Εκεί έχω ένα χαρακτήρα σε μεγάλο επίπεδο και πουλάω κυβερνοαντικεί-μενα με αντικαταβολή. Αυτές τις μέρες δεν είχα τίποτα καλό να πουλήσω και πήγα να σκοτώσω τίποτα mobs, μήπως και βρω κανένα σπάνιο σπαθί ή πανοπλία. Πριν μια βδομάδα πούλη-σα ένα Devil armor set σε έναν τύπο από την Σιγκαπούρη εκατό δολάρια, κανονικά πηγαίνει περισσότερο, αλλά επειδή έχει ξα-ναπάρει αντικείμενα του το έδωσα κοψοχρονιά. Ήταν λαμπε-ρό και καμάρωνε μέσα στο παιχνίδι. Δε βγάζω πολλά από αυτή τη δουλειά, καμία διακόσια δολάρια το μήνα, αλλά δεν είναι κι άσχημα.

Μένω σε ένα διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο μιας πεντα-ώροφης πολυκατοικίας με τη μητέρα, τον πατέρα, την αδερφή μου, το μωρό της και τη σκυλίτσα μας. Δεν έχω δικό μου δωμά-τιο γιατί το σπίτι είναι μικρό. Το μόνο που έχω είναι μια βιβλιο-θήκη κρεμασμένη στον τοίχο, από κάτω το γραφείο μου με τον υπολογιστή και αρκετές θήκες για cd. Το έπιπλο είναι από λευ-κό φτηνό ξύλο που μας το είχαν δώσει κάποιοι συγγενείς που πήραν καινούργια. Απέναντι βλέπω άσπρες πολυκατοικίες με απλωμένα ρούχα, αλουμινένιες ξεφτισμένες ντουλάπες, εμπρι-μέ τέντες, μισοσκουριασμένες κεραίες και θερμοσίφωνες. η μητέρα μου είναι κομμώτρια και ο πατέρας μου συνταξιούχος. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν πραγματικά φταίνε γι’ αυτό που έχω γίνει ή είναι όλα τυχαία.

η αδερφή μου, η Σόνια, είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερη και οι γονείς μου την αγαπούσαν ανέκαθεν περισσότερο. Ήταν πά-ντα καλύτερο παιδί από μένα σε όλους τους τομείς. Ήταν καλή κοπέλα, καλή μαθήτρια, πέρασε στο πανεπιστήμιο, έγινε καθη-γήτρια και τώρα είναι χωρισμένη με ένα μωρό. Γκρινιάζει όλη μέρα και τα μάτια της μικραίνουν, μηδενίζονται και ρυτιδιάζουν μέσα από τις ξανθιές ανταύγειες των μαλλιών της. Παλιότερα, όταν χώρισε και ήρθε να μείνει μαζί μας, δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι. Όλες οι φίλες της είναι παντρεμένες και δεν είχε

Page 13: Το κουτί με την καμπύλη

Ο Κηφήνας | 13

που να πάει. Τώρα τελευταία γνώρισε μια πελάτισσα της μάνας μου και πηγαίνει καμιά βόλτα που και που για καφέ. Παλιότερα, προτού ο άντρας της γνωρίσει τον μεγάλο του έρωτα, η αδερφή μου με κοιτούσε απαξιωτικά. Μου έδινε και συμβουλές.

«Διάβασε λέων. Θα το μετανιώσεις που παράτησες τις σπου-δές σου. Τι θα κάνεις στη ζωή σου; Τώρα θα είχες ένα πτυχίο, με κάτι θα μπορούσες να ασχοληθείς. Δε είναι δυνατόν να γυρνάς όλη μέρα».

Ως συνήθως δεν απαντούσα και έκανα πως δεν άκουγα, αλλά όταν καμιά φορά τα έπαιρνα, της έλεγα: “σκάσε μη μου μιλάς”. Τότε χαρακτηριστικά με αποκαλούσε με τη συνηθισμέ-νη της βρισιά.

«Είσαι ένας κηφήνας. Δεν κάνεις τίποτα και σου αρέσει αυτό. Είσαι ένας κηφήνας που ζεις εις βάρος όλων».

Από τότε που άρχισαν τα προβλήματα στην οικογένειά της και ερχόταν μέρα παρά μέρα με το μωρό στο σπίτι έπαψε να μου τα λέει. Ίσα-ίσα, ερχόταν και με αγκάλιαζε σφιχτά και έκλαι-γε. Δεν ήταν άσχημα όταν το έκανε, αλλά μετά από λίγο βαριό-μουν να είναι έτσι πάνω μου και την έδιωχνα. Χαμήλωνε το κε-φάλι και έπιανε το μωρό που μόλις είχε αρχίσει να στέκεται στα πόδια του. Αυτό κοιτούσε με τα μεγάλα μάτια του, τι να πει το κακόμοιρο; Ο άντρας της ήταν και αυτός καθηγητής και είχαν γνωριστεί στο πανεπιστήμιο. Δεν πρόλαβαν να παντρευτούνε και σε λιγότερο από ένα χρόνο τραβιόταν με μια ψιλομπαρόβια. Όταν τελικά το έμαθε η αδερφή μου, ήρθε κλαμένη σπίτι με το μωρό και είπε ότι θα τον παρατήσει. η μάνα μου την έδιωξε και της είπε να πάει σπίτι της. Μετά από λίγο καιρό, αντί να τον πα-ρατήσει αυτή, την παράτησε ο φλώρος ο άντρας της. Τον έβλε-πα καμιά φορά όταν ερχόταν να πάρει το παιδί, έτσι πως ήταν με τα σιδερωμένα του ρούχα, την καλόβουλη φάτσα του, τα μι-κρά χοντρά δάχτυλά του, τα σπατουλίσια νύχια του και το λεπτό-τριχο φουντωτό μαλλί και τον λυπόμουν. Μετά λοιπόν από όλα αυτά, η αδερφή μου δεν μου ξανάδωσε συμβουλές.

Page 14: Το κουτί με την καμπύλη

14 | το κουτί με την καμπύλη

Έχει μπει το καλοκαίρι και μου φαίνεται πως οι μυρω-διές γίνονται εντονότερες. η διπλανή μάλλον μαγείρεψε ψάρι. Παιδάκια δεν ακούγονται να παίζουν κάτω στη γειτονιά, έχουν μαζευτεί για να φάνε, ούτε αυτοκίνητα περνάνε, μόνο εκείνος ο οξύς μεσημεριανός ήχος από τα μαχαιροπίρουνα που κλονίζουν ελαφρά τα πιάτα. Παλιότερα, τέτοια εποχή, ακουγόταν πολλά περισσότερα από τις γύρω πολυκατοικίες. Τώρα οι πιο πολλοί έχουν βάλει κλιματιστικά και κρατάνε κλειστές τις μπαλκονό-πορτες. Εμείς δεν έχουμε πάρα μόνο δυο ανεμιστήρες.

η μάνα μου στάθηκε από πάνω μου την ώρα που έβαζα το password για να ξαναμπώ στο μέιλ, μου έδωσε το ασύρματο-σταθερό τηλέφωνο και μου είπε να το βάλω να φορτίσει γιατί κάνει μπιπ-μπιπ. Είναι παράξενο πως οι γονείς μαθαίνουν σιγά και σταθερά την τεχνολογία. Τους θυμάμαι παλιότερα που παι-δεύονταν με το βίντεο για να βάλουν τη σωστή ώρα να γράψουν κάτι από την τηλεόραση. Τους άφηνα να το κάνουν μόνοι τους για να μάθουν. Με φαντάζομαι και μένα στο μέλλον που όλα θα τρέχουν πιο γρήγορα, να προσπαθώ να καταλάβω τις συσκευ-ές και να μη μπορώ.

«Δώσε». Πήρα το τηλέφωνο και το τοποθέτησα κάθετα στην υποδοχή, το μπιπ-μπιπ σταμάτησε. Ύστερα πάτησα το έντερ. Μου έγραψε ότι είχα βάλει λάθος κωδικό. η πιθανότητα να βά-λεις λάθος κωδικό όταν στέκεται κάποιος από πάνω σου και σε κοιτάει είναι τεράστια. Κοίταξα απότομα πάνω από τον ώμο τη μάνα μου σα να την κατηγορούσα που με ανάγκασε να βάλω λάθος password.

«Ξέρεις με ποιον μιλούσα;» μου είπε.«Με ποιον;» ρώτησα αδιάφορα.«Με τη θεία σου. Θα έρθει να της χτενίσω τα μαλλιά, έχει να

πάει σε ένα γάμο».«Ωραία».«Ναι. Έχω καιρό να τη δω. Θα πάει σε ένα γάμο σήμερα».«Ωραία». «Ναι, θα πάει σε ένα γάμο και θα έρθει να τη χτενίσω».«Εντάξει».

Page 15: Το κουτί με την καμπύλη

Ο Κηφήνας | 15

Μετά από ένα μισάωρο ήρθε η θεία. Παρά τα ακουστικά στα αυτιά μου και την αφοσίωση στο παιχνίδι, άκουσα τις χαρές που κάνανε και τα φιλιά που ανταλλάξανε με τη μάνα μου. Γύρισα και χαμογέλασα στη θεία. Φορούσε γυαλιστερά ρούχα γάμου. Με πλησίασε και μου χάιδεψε τον ώμο.

«Τι κάνεις λεονάκο αγόρι μου;»«Καλά είμαι θεία».«Να, ψάχνει για δουλειά το παιδί, τι να κάνει;» δικαιολόγησε

η μάνα μου από πίσω.«Θα βρει, θα βρει», είπε η θεία αισιόδοξα, μου πασπάτεψε

άλλη μια φορά τον ώμο και περπάτησαν μέχρι το άλλο δωμά-τιο. Παρατήρησα τους αστραγάλους της που ήταν σφηνωμέ-νοι και ξεχείλιζαν μέσα στις γόβες της. Ήταν ψηλή γυναίκα. Στα νιάτα της ήταν συμπαθητική και πολύ περισσότερο πρόσχαρη. Δε θα ξεχάσω εκείνες τις συγκεντρώσεις που διοργάνωνε σπί-τι της ένα σαββατοκύριακο το μήνα. Μαζεύονταν μόνο γυναί-κες, παίζανε χαρτιά με λεφτά, γέμιζαν τα τασάκια με γόπες, συ-ζητούσαν ανάμεσα στις παρτίδες, πίναν ουίσκι και ακούγανε ελ-ληνικά έντεχνα του ‘80. Παρακαλούσα τη μάνα μου να με παίρ-νει μαζί της, αν και καμία άλλη δεν έφερνε το παιδί της σε αυ-τές τις συγκεντρώσεις. Ο πρώτος λόγος που ήθελα να πηγαίνω ήταν για να τρυπώνω κάτω από το τραπέζι που παίζαν κουμ-καν και να βλέπω τα μπούτια των γυναικών μέσα από τις φού-στες. Κυρίως έβλεπα τα μπούτια της λίτσας. Ήταν πολύ ωραία η λίτσα. Μόλις φτάναμε στο σπίτι της θείας και με αντίκριζε, μου έπιανε το πρόσωπο με τις δυο παλάμες, αναγκάζοντάς με να την κοιτάξω στα μάτια και μου έριχνε δυο πεταχτά φιλιά στα μάγου-λα. Εγώ ντρεπόμουν και απέφευγα το βλέμμα της γιατί ήμουν σίγουρος ότι διάβαζε τις σκέψεις μου. Ανύπαντρη, κοκκινομάλ-λα, με σπαστό μαλλί που θύμιζε απότομες σκάλες, φακίδες στο πρόσωπο και σφιχτό νεανικό κορμί. Φορούσε πάντα φούστα και τακούνια. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της, απ’ ό,τι λέγαν οι άλλες, ήταν ότι είχε δικό της αυτοκίνητο και όχι απλά οδηγούσε αλλά ήταν καλή οδηγός και άσος στο παρκάρισμα. Ένα γεγονός

Page 16: Το κουτί με την καμπύλη

16 | το κουτί με την καμπύλη

που φαινόταν αρκετά εξωφρενικό εκείνη την εποχή. Με το που βολευόταν στην καρέκλα του τραπεζιού με το σκουροπράσινο τσόχινο κάλυμμα, η λίτσα έβγαζε τα τακούνια της και άφηνε τα πέλματά της σταυρωμένα το ένα πάνω στο άλλο. Πλησίαζα κο-ντά της, κάτω από το τραπέζι, μπουσουλώντας για να μη με κα-ταλάβει, κοιτούσα τη σηκωμένη φούστα της και μετά παρατη-ρούσα τις ραφές του καλσόν στα δάχτυλα των ποδιών, ύστερα πάλι αφιερωνόμουν στα μπούτια. Είχε ωραία μπούτια. Δεν ήξε-ρα τι έπρεπε να κάνει κάποιος με αυτά τα μπούτια, αν τα είχε στη διάθεσή του, αλλά μου άρεσε τόσο πολύ να τα κοιτάω. Στην αρχή της βραδιάς όλο και θα μου φώναζε η μάνα μου να βγω κάτω από το τραπέζι, αλλά μετά από λίγο ξεχνούσαν ότι είμαι εκεί. Άρχιζαν να λένε σόκιν ανέκδοτα, να διηγούνται πρόστυχες ιστορίες και να πειράζουν η μία την άλλη. Ήταν νέες τότε, περί-που όσο είμαι εγώ τώρα. Ύστερα ξαφνικά αποκοιμιόμουν εκεί κάτω στο χαλί νανουρισμένος από εκφράσεις όπως: «Πάλι κο-μπλάν μωρή, ξεκωλώθηκες σήμερα» ή «εγώ ήμουν κυρία γλυ-κιά μου, αυτός ήταν μαλάκας». Το πρωί ξυπνούσα νωρίς-νωρίς στο καναπέ του σαλονιού με πιτζαμούλα και σκεπασμένος με κουβέρτα χωρίς να έχω καταλάβει πως έχει γίνει αυτό. Όλες οι κυρίες κοιμόντουσαν από το ξενύχτι και το αλκοόλ κι εγώ έβρι-σκα ευκαιρία να κάνω πράξη το δεύτερο λόγο για τον οποίο πή-γαινα σε εκείνες τις συγκεντρώσεις, να ψάχνω τα συρτάρια προ-σπαθώντας να βρω κάποιο μυστικό που κρύβει η θεία ή ο θείος. Καμιά παλιά φωτογραφία που όλοι ήθελαν να ξεχάσουν, τίπο-τα μυστικά χαρτιά με απόρρητες πληροφορίες. Κάποιο στοιχείο, οποιοδήποτε. Σκάλιζα τα συρτάρια, άνοιγα πακετάκια, κουτσο-διάβαζα τίποτα έγγραφα και επαγγελματικές κάρτες και πάντα τα άφηνα ακριβώς στη θέση που ήταν πριν, για να μη με πάρει κανείς χαμπάρι. Όταν άκουγα τα πρώτα τριξίματα από τα κρε-βάτια, σταματούσα το ψάξιμο, άνοιγα την τηλεόραση και έκα-να πως δε συμβαίνει τίποτα. Περνούσα ωραία εκείνες τις επο-χές, έβλεπα κρυφά μπούτια, έψαχνα ξένα συρτάρια και κανείς δε ντρεπόταν που είμαι άνεργος.

Page 17: Το κουτί με την καμπύλη

Η Στολή της Παρασκευής | 17

Η Στολή της Παρασκευής

Κάπου στη μέση του δρόμου περπατάω δίπλα στον ηλία, αργά-αργά, με μια όρεξη για θάνατο. Δεν είναι ένας θάνατος βαρύς και πραγματικός, απλά δεν έχω τίποτα να κάνω. η απραξία είναι πολύ κοντά στο θάνατο, ίσως να είναι το ένα και το αυτό. Το να κινείσαι απλά, χωρίς σημασία, είναι μια πλάνη της ζωής. η ση-μασία, βέβαια, είναι πολύπλοκη και διαφέρει ανά πάσα στιγμή. Δεν ξέρω πόσο ακόμα πρέπει να ναρκώνομαι για να προσφεύ-γω σ’ αυτόν τον θάνατο της ευαισθησίας. Δε θέλω να πεθάνω, ίσως απλά θέλω να κοιμηθώ για πολλά χρόνια.

Εδώ και λίγο καιρό παρατηρώ το σώμα μου να χαλάει. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι συμβαίνει τόσο νωρίς στη ζωή. Να χαλάνε τα δόντια, το στομάχι να πιέζεται, να αραιώνουν σιγά-σιγά τα μαλλιά και να μεγαλώνει το μέτωπο. Μερικές εξαρθρώ-σεις στα πόδια, καψίματα, κοψίματα, αμυχές, λιμασμένα πνευ-μόνια. Ένα-ένα είναι ασήμαντα, τελικά αντιλαμβάνεσαι ότι όλα μαζί φαίνονται και κάπως σε επηρεάζουν. Ένα μικρό δοντάκι μπορεί να καταλύσει όλο τον εγκέφαλο, να τον κάνει ό,τι θέλει, να του πάρει τα πάντα για μέρες, ώρες και μήνες, να σε αφήσει ανήμπορο, καθηλωμένο με το χέρι σου στο νεύρο του ούλου που χτυπάει ρυθμικά. Ευτυχώς τελευταία με έχουν παρατήσει όλα τα νεύρα των δοντιών. Ο πόνος ίσως είναι από τα λίγα πράγ-ματα που δεν μπορούν να αυτοματιστούν. Σαν το βόμβο της πό-λης. Της πόλης μας με το όνομα Ολυμπιάνη. Με μισό εκατομμύ-ριο κόσμο πια. Εδώ που γεννηθήκαμε και εδώ που ζήσαμε. Στις πυλωτές των πολυκατοικιών και τους ακάλυπτους χώρους των βιοτεχνιών. Εδώ που φυλούσαμε κρυφτό στις αγκιδοφορεμένες ξύλινες κολόνες του ρεύματος και μελανιάζαμε τα γόνατά μας στα κράσπεδά της. Εδώ που κάναμε πράσινα τα παπούτσια μας στα χορτάρια από τα λιγοστά πάρκα της και κυνηγηθήκαμε ανά-μεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

η πόλη μας η Ολυμπιάνη, Παρασκευή βράδυ. Νιώθουμε τη διασκέδαση να πλησιάζει, ανοίγουμε το βήμα μας, το ανοίγει κι αυτή. Μας αγγίζουν μυρωδιές από καυσαέρια, νυχτολούλουδα,

Page 18: Το κουτί με την καμπύλη

18 | το κουτί με την καμπύλη

Ο Νίκος Χατζόπουλος γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '70 στην Ελλάδα. Σπούδασε Ψυχολογία στο εξωτερικό και αυτό είναι το πρώτο του μυθιστόρημα που εκδίδεται.

Στην άκρη της αλάνας είχε έναν ψηλό τοίχο, γύρω στα δυόμισι μέτρα, που την χώριζε από ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Δεν πηγαίναμε συχνά, γιατί μας φαινόταν ύποπτο και τρομακτικό. Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που παίζαμε, πέρασαν τρέχοντας δίπλα μας μια παρέα από έφηβους, ανέβηκαν το τοιχάκι και χάθηκαν. Τους ξέραμε και τους φοβόμασταν, κλέβανε ποδήλατα, είχαν όλοι σταματήσει το σχολείο και κάπνιζαν. Ύστερα από λίγο μας προσπέρασε ένα παιδί στην ηλικία μας. Έκανε να ανέβει και αυτός το τοιχάκι. Τον σταματήσαμε και ένας από την παρέα μας του είπε:«Φίλε, πρόσεχε. Μη πας από εδώ. Μόλις πήγανε κάτι αλήτες».Μας κοίταξε καλά-καλά με απορία.«Κι εγώ αλήτης είμαι», είπε και πήδηξε το τοιχάκι.

o Ν

ΙΚΟ

Σ o

ΧΑΤΖ

ΟΠ

ΟΥΛ

ΟΣ

Νίκ

ος Χ

ατζό

πουλ

ος

Page 19: Το κουτί με την καμπύλη