34
Aeschylus, Septem contra Thebas file:///C|/Documents and Settings/alex/Επιφάνεια εργασίας/ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ/7 επι θηβαις/01.html[26/9/2009 1:09:07 πμ] Αἰσχύλος Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης πρόλογος Ἐτεοκλής Κάδμου πολῖται, χρὴ λέγειν τὰ καίρια ὅστις φυλάσσει πρᾶγος ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν, βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳ. εἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ· ΕΤΕΟΚΛΗΣ Λαέ του Κάδμου, πρέπει σύμφωνα τα λόγια νάχη με τους καιρούς εκείνος πού απ' την πρύμνα το τιμόνι κρατόντας κυβερνάει μια χώρα, δίχως ν' αφήνη ο ύπνος να του κλή το μάτι· γιατί αν το πράμα πάη καλά, ο θεός η αιτία· 5 εἰ δ᾽ αὖθ᾽, ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι, Ἐτεοκλέης ἂν εἷς πολὺς κατὰ πτόλιν ὑμνοῖθ᾽ ὑπ᾽ ἀστῶν φροιμίοις πολυρρόθοις οἰμώγμασίν θ᾽, ὧν Ζεὺς ἀλεξητήριος ἐπώνυμος γένοιτο Καδμείων πόλει. μα αν πάλι—ό μη γένοιτο—συμφορά λάχη, ένας ο Ετεοκλής, πολλά στην πόλη θάχη να του ψάλλουν μυριόστομα όλοι μοιρολόγια καί θρήνους, πού άμποτε απ' αυτό, στ' αλήθεια ο Δίας διαφεντευτής, τη χώρα μας άς διαφεντεύη. 10 ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν, καὶ τὸν ἐλλείποντ᾽ ἔτι ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ, βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν, ὥραν τ᾽ ἔχονθ᾽ ἕκαστον ὥστε συμπρεπές, πόλει τ᾽ ἀρήγειν καὶ θεῶν ἐγχωρίων Μα τώρα πρέπει εσείς, κι όποιος του λείπει ακόμα της νιότης του ή ακμή, κι ο πού έχει πια πέραση, να βάζη όλο το δρίμωμα της δύναμής του παίρνοντας πάνω του ο καθείς ό,τι του πέφτει, για να βοηθήση την πατρίδα, τους θεούς μας, 15 βωμοῖσι, τιμὰς μὴ ᾽ξαλειφθῆναί ποτε· τέκνοις τε, Γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ· ἡ γὰρ νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ, ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, ἐθρέψατ᾽ οἰκητῆρας ἀσπιδηφόρους τους βωμούς των — μην ποτέ χάσουν τίς τιμές των τα παιδιά του, τη μάννα Γη γλυκειά θροφό μας· γιατ' είν' αυτή, πού όταν μικροί σερνόσαστ' έτσι στο καλόβολο χώμα της, πάνω της όλο φορτώθηκε το βάρος της αναθροφής σας καί πολίτες σας τράνεψεν ασπιδοφόρους 20 πιστοὺς ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε. να σας έχη πιστούς σ' αυτή της την ανάγκη. καὶ νῦν μὲν ἐς τόδ᾽ ἦμαρ εὖ ῥέπει θεός· χρόνον γὰρ ἤδη τόνδε πυργηρουμένοις καλῶς τὰ πλείω πόλεμος ἐκ θεῶν κυρεῖ. νῦν δ᾽ ὡς ὁ μάντις φησίν, οἰωνῶν βοτήρ, Ναί, βέβαια ως σήμερα ο θεός δεξιά τα φέρνει· γιατί όλον τούτο τον καιρό, που είναι ζωσμένα τα κάστρα μας, η τύχη του πολέμου κλίνει το πιότερο σε μας με του θεού τη χάρη· μα τώρα, όπως ο μάντης λέει ο πουλολόγος, 25 ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, πυρὸς δίχα, χρηστηρίους ὄρνιθας ἀψευδεῖ τέχνῃ· οὗτος τοιῶνδε δεσπότης μαντευμάτων λέγει μεγίστην προσβολὴν Ἀχαιίδα νυκτηγορεῖσθαι κἀπιβουλεύσειν πόλει. που με το νου καί με τ' αυτί μονάχα, δίχως θυσίας φωτιές, τα μαντικά σημάδια κρίνει καί δε λαθεύει ή τέχνη του—αυτός των τέτοιων κυβερνήτης χριησμών, μας λέει πως νυχτοκλώθουν φοβερήν έφοδο οί εχθροί γι' αφανισμό μας. 30 ἀλλ᾽ ἔς τ᾽ ἐπάλξεις καὶ πύλας πυργωμάτων ὁρμᾶσθε πάντες, σοῦσθε σὺν παντευχίᾳ, πληροῦτε θωρακεῖα, κἀπὶ σέλμασιν πύργων στάθητε, καὶ πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοις μίμνοντες εὖ θαρσεῖτε, μηδ᾽ ἐπηλύδων Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοι στίς πύλες των φρουρίων ριχτήτε, πεταχτήτε, γεμίστε τα προστήθια, στίς σκεπές των πύργων σταθήτε καί ριζώνοντας στα έβγα των κάστρων έχετε θάρρος καί καθόλου μή φοβάστε 35 ταρβεῖτ᾽ ἄγαν ὅμιλον· εὖ τελεῖ θεός. σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα, τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδῷ· το πλήθος των εχθρών· ο θεός μαζί μας θάναι. Μα έχω κι εγώ του στρατού στείλη κατασκόπους κι ανιχνευτές, πού βέβαιος είμαι πως του κάκου

ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις01html[2692009 10907 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

πρόλογος

ἘτεοκλήςΚάδμου πολῖται χρὴ λέγειν τὰ καίριαὅστις φυλάσσει πρᾶγος ἐν πρύμνῃ πόλεωςοἴακα νωμῶν βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳεἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν αἰτία θεοῦ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛαέ του Κάδμου πρέπει σύμφωνα τα λόγιανάχη με τους καιρούς εκείνος πού απ την πρύμνατο τιμόνι κρατόντας κυβερνάει μια χώραδίχως ν αφήνη ο ύπνος να του κλή το μάτιmiddotγιατί αν το πράμα πάη καλά ο θεός η αιτίαmiddot

5 εἰ δ᾽ αὖθ᾽ ὃ μὴ γένοιτο συμφορὰ τύχοιἘτεοκλέης ἂν εἷς πολὺς κατὰ πτόλινὑμνοῖθ᾽ ὑπ᾽ ἀστῶν φροιμίοις πολυρρόθοιςοἰμώγμασίν θ᾽ ὧν Ζεὺς ἀλεξητήριοςἐπώνυμος γένοιτο Καδμείων πόλει

μα αν πάλιmdashό μη γένοιτοmdashσυμφορά λάχηένας ο Ετεοκλής πολλά στην πόλη θάχηνα του ψάλλουν μυριόστομα όλοι μοιρολόγιακαί θρήνους πού άμποτε απ αυτό στ αλήθεια οΔίαςδιαφεντευτής τη χώρα μας άς διαφεντεύη

10 ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν καὶ τὸν ἐλλείποντ᾽ ἔτιἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳβλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύνὥραν τ᾽ ἔχονθ᾽ ἕκαστον ὥστε συμπρεπέςπόλει τ᾽ ἀρήγειν καὶ θεῶν ἐγχωρίων

Μα τώρα πρέπει εσείς κι όποιος του λείπει ακόματης νιότης του ή ακμή κι ο πού έχει πια πέρασηνα βάζη όλο το δρίμωμα της δύναμής τουπαίρνοντας πάνω του ο καθείς ότι του πέφτειγια να βοηθήση την πατρίδα τους θεούς μας

15 βωμοῖσι τιμὰς μὴ ᾽ξαλειφθῆναί ποτετέκνοις τε Γῇ τε μητρί φιλτάτῃ τροφῷἡ γὰρ νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλονἐθρέψατ᾽ οἰκητῆρας ἀσπιδηφόρους

τους βωμούς των mdash μην ποτέ χάσουν τίς τιμές τωνmdashτα παιδιά του τη μάννα Γη γλυκειά θροφό μαςmiddotγιατ είν αυτή πού όταν μικροί σερνόσαστ έτσιστο καλόβολο χώμα της πάνω της όλοφορτώθηκε το βάρος της αναθροφής σαςκαί πολίτες σας τράνεψεν ασπιδοφόρους

20 πιστοὺς ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε να σας έχη πιστούς σ αυτή της την ανάγκη καὶ νῦν μὲν ἐς τόδ᾽ ἦμαρ εὖ ῥέπει θεός

χρόνον γὰρ ἤδη τόνδε πυργηρουμένοιςκαλῶς τὰ πλείω πόλεμος ἐκ θεῶν κυρεῖνῦν δ᾽ ὡς ὁ μάντις φησίν οἰωνῶν βοτήρ

Ναί βέβαια ως σήμερα ο θεός δεξιά τα φέρνειmiddotγιατί όλον τούτο τον καιρό που είναι ζωσμένατα κάστρα μας η τύχη του πολέμου κλίνειτο πιότερο σε μας με του θεού τη χάρηmiddotμα τώρα όπως ο μάντης λέει ο πουλολόγος

25 ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν πυρὸς δίχαχρηστηρίους ὄρνιθας ἀψευδεῖ τέχνῃ οὗτος τοιῶνδε δεσπότης μαντευμάτωνλέγει μεγίστην προσβολὴν Ἀχαιίδανυκτηγορεῖσθαι κἀπιβουλεύσειν πόλει

που με το νου καί με τ αυτί μονάχα δίχωςθυσίας φωτιές τα μαντικά σημάδια κρίνεικαί δε λαθεύει ή τέχνη τουmdashαυτός των τέτοιωνκυβερνήτης χριησμών μας λέει πως νυχτοκλώθουνφοβερήν έφοδο οί εχθροί γι αφανισμό μας

30 ἀλλ᾽ ἔς τ᾽ ἐπάλξεις καὶ πύλας πυργωμάτωνὁρμᾶσθε πάντες σοῦσθε σὺν παντευχίᾳπληροῦτε θωρακεῖα κἀπὶ σέλμασινπύργων στάθητε καὶ πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοιςμίμνοντες εὖ θαρσεῖτε μηδ᾽ ἐπηλύδων

Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοιστίς πύλες των φρουρίων ριχτήτε πεταχτήτεγεμίστε τα προστήθια στίς σκεπές των πύργωνσταθήτε καί ριζώνοντας στα έβγα των κάστρωνέχετε θάρρος καί καθόλου μή φοβάστε

35 ταρβεῖτ᾽ ἄγαν ὅμιλον εὖ τελεῖ θεόςσκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦἔπεμψα τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδῷ

το πλήθος των εχθρώνmiddot ο θεός μαζί μας θάναιΜα έχω κι εγώ του στρατού στείλη κατασκόπουςκι ανιχνευτές πού βέβαιος είμαι πως του κάκου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις01html[2692009 10907 πμ]

καὶ τῶνδ᾽ ἀκούσας οὔ τι μὴ ληφθῶ δόλῳ δε θάν ο δρόμος των κι αφού έρθουν καί μουπούνεφόβο δεν θάχω μες στα δίχτυα τους μην πέσω

ἌγγελοςἘτεόκλεες φέριστε Καδμείων ἄναξ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΈρχομαι δοξασμένε βασιλιά της Θήβας

40 ἥκω σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρωναὐτὸς κατόπτης δ᾽ εἴμ᾽ ἐγὼ τῶν πραγμάτωνἄνδρες γὰρ ἑπτά θούριοι λοχαγέται ταυροσφαγοῦντες ἐς μελάνδετον σάκοςκαὶ θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου

ξεδιαλυμένα φέρνοντας σου από τακείθενέα του στρατού πού ο ίδιος με τα μάτια μου είδαΕφτά καπετανέοι πολεμόχαροι άντρεςσφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδαταύρο καί στο αίμα του τα χέρια τους βουτόντας

45 Ἄρη τ᾽ Ἐνυώ καὶ φιλαίματον Φόβονὡρκωμότησαν ἢ πόλει κατασκαφὰςθέντες λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳἢ γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳμνημεῖά θ᾽ αὑτῶν τοῖς τεκοῦσιν ἐς δόμους

στον Άρη Ενυώ καί Φόβο πού σφαγές διψούνεόρκο δώσανε ή αφού με βία τη διαγουμίσουντην πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουνή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ναργάσουν

50 πρὸς ἅρμ᾽ Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον δάκρυλείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμα λείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμασιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγωνἔπνει λεόντων ὡς Ἄρη δεδορκότων

κι απής στού Άδραστου τ άρμα κρέμαγαν σημάδιαθυμητικά για τους γονιούς των στην πατρίδαχύνοντας δάκρυ μ απ τ αχείλι τους ουτ άχναπαράπονου δεν έβγαινεmiddot γιατ ή ατσαλένιακαρδιά τους λάβριζε απ αντρεία καί φυσσομάναεσα λιονταριών πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των

καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται Καί δε θ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουνmiddot55 κληρουμένους δ᾽ ἔλειπον ὡς πάλῳ λαχὼν

ἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχονπρὸς ταῦτ᾽ ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχοςἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς

κλήρους τους άφησα να ρίχτουν σε ποιά πύληθα λάχη καθενός να φέρη το στρατό τουΛοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείουςπολεμάρχους γοργά τάξε τους μπρος στίς πύλεςmiddotγιατί όπου νάσαι ολάρματοι κοντοζυγώνουνοι Αργείτες κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους

60 χωρεῖ κονίει πεδία δ᾽ ἀργηστὴς ἀφρὸςχραίνει σταλαγμοῖς ἱππικῶν ἐκ πλευμόνωνσὺ δ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸς οἰακοστρόφοςφράξαι πόλισμα πρὶν καταιγίσαι πνοὰςἌρεως βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαῖον στρατοῦ

χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ των αλόγωντο λεχομάνισμαmiddot μα εσύ σαν τιμονιέρηςάξιος του καραβιού το κάστρο να στεριώσηςπρίν να μανίση η μπόρα του πολέμουmiddot κι άκουκύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των

65 καὶ τῶνδε καιρὸν ὅστις ὤκιστος λαβέκἀγὼ τὰ λοιπὰ πιστὸν ἡμεροσκόπονὀφθαλμὸν ἕξω καὶ σαφηνείᾳ λόγουεἰδὼς τὰ τῶν θύραθεν ἀβλαβὴς ἔσῃ

Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρικαί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπουθέ νάχω κι όταν μ όλη την αλήθεια ξέρηςτί τρέχει έξω απ τα τείχη μας φόβο δε θάχης

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας

70 Ἀρά τ᾽ Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενήςμή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρονἐκθαμνίσητε δῃάλωτον Ἑλλάδοςφθόγγον χέουσαν καὶ δόμους ἐφεστίουςἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν

κι ω Κατάρα τρανή Ερινύα του πατέραμη μου απ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστεαφανισμένη απ τους εχθρούς μια πολιτείαπού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά μηδέ τα σπίτιαπού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου

75 ζυγοῖσι δουλίοισι μήποτε σχεθεῖνγένεσθε δ᾽ ἀλκή ξυνὰ δ᾽ ἐλπίζω λέγεινπόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει

να πέση σε σκλαβιάς ζυγό μα σώσετέ μαςπούν καί δικό σας διάφοροmiddot γιατί μια χώραμόν όταν ευτυχή τιμά καί τους θεούς της

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλους

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις01html[2692009 10907 πμ]

httpwwwmikrosapoplousgrΙούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

πάροδος

Χορός

θρέομαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχημεθεῖται στρατός στρατόπεδον λιπὼν

ΧΟΡΟΣΤρομάρα μου κακά μεγάλα φοβεράΜολύθηκε ο στρατός απ τα χαράκια νά

80 ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππόταςαἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελοςἔτι δὲ ltγᾶςgt ἐμᾶς πεδί᾽ ὁπλόκτυπ᾽ ὠτὶχρίμπτει βοάν ποτᾶται βρέμει δ᾽

κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά

85 ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου ωσάν τ ακράτηγο νερό πού δέρνει τα γκρεμνά ἰὼ ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸν

βοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατεὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς

Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος όοχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος

90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά τίς ἄρα ῥύσεται τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσει

θεῶν ἢ θεᾶνπότερα δῆτ᾽ ἐγὼ ltπάτριαgt ποτιπέσω

Ποιος θα με σώση ποιος θα μου είναι βοηθός απ τους θεούς απ τίς θεέςτί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύςμπροστά

95 βρέτη δαιμόνωνἰὼ μάκαρες εὔεδροιἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι τί μέλλομενἀγάστονοι

στ αγάλματα τα θεϊκάΏ μάκαρες καλόθρονοι ώρα καί βιάζει το κακό να σας σφιχτοπεριπλεχτώΚαιρό τί χάνουμε μ αυτούς τους μάταιουςοδυρμούς

100 ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων κτύπονπέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦνἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομενκτύπον δέδορκα πάταγος οὐχ ἑνὸς δορόςτί ῥέξεις προδώσεις παλαίχθων

Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μαςπροσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ ταπαλιά

105 Ἄρης τὰν τεάνἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδεπόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου

θ αφήσης Άρη να χαθή με το χρυσό το κράνος θεέ στρέψε το μάτι σου καί ιδέκαί ιδέ τη γης π αγάπαγες πολύ από μια φορά

θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς Προστάτες μας θεοί προφτάσετ όλοι110 ἴδετε παρθένων

ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερκῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν

δήτε μας τίς παρθένες πού πεσμένες μπρος σας σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό Κύμα τριγύρ απ την πόλη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

με λοξές φούντες οχτρών115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενον

ἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλεςπροχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνεμας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμονΚάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς

Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους ναπλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά

158b ἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεταιὦ φίλ᾽ Ἄπολλον

Στίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸ πόλεως καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόληστημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει ἰὼ παναρκεῖς θεοί

ἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷ τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

κλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή

175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλινδείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλής

ὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασαδ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σαςδεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομαπόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205 ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι Χορός

ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220 ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα Χορός

ἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230 Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶ χρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες νακάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς τοχρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οιπύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι Ἐτεοκλής

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΤους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳ βροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250 Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλήςαὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣυ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουνσκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260 Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούςσου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού τοφόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγωεὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μαςστης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 2: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις01html[2692009 10907 πμ]

καὶ τῶνδ᾽ ἀκούσας οὔ τι μὴ ληφθῶ δόλῳ δε θάν ο δρόμος των κι αφού έρθουν καί μουπούνεφόβο δεν θάχω μες στα δίχτυα τους μην πέσω

ἌγγελοςἘτεόκλεες φέριστε Καδμείων ἄναξ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΈρχομαι δοξασμένε βασιλιά της Θήβας

40 ἥκω σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρωναὐτὸς κατόπτης δ᾽ εἴμ᾽ ἐγὼ τῶν πραγμάτωνἄνδρες γὰρ ἑπτά θούριοι λοχαγέται ταυροσφαγοῦντες ἐς μελάνδετον σάκοςκαὶ θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου

ξεδιαλυμένα φέρνοντας σου από τακείθενέα του στρατού πού ο ίδιος με τα μάτια μου είδαΕφτά καπετανέοι πολεμόχαροι άντρεςσφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδαταύρο καί στο αίμα του τα χέρια τους βουτόντας

45 Ἄρη τ᾽ Ἐνυώ καὶ φιλαίματον Φόβονὡρκωμότησαν ἢ πόλει κατασκαφὰςθέντες λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳἢ γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳμνημεῖά θ᾽ αὑτῶν τοῖς τεκοῦσιν ἐς δόμους

στον Άρη Ενυώ καί Φόβο πού σφαγές διψούνεόρκο δώσανε ή αφού με βία τη διαγουμίσουντην πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουνή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ναργάσουν

50 πρὸς ἅρμ᾽ Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον δάκρυλείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμα λείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμασιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγωνἔπνει λεόντων ὡς Ἄρη δεδορκότων

κι απής στού Άδραστου τ άρμα κρέμαγαν σημάδιαθυμητικά για τους γονιούς των στην πατρίδαχύνοντας δάκρυ μ απ τ αχείλι τους ουτ άχναπαράπονου δεν έβγαινεmiddot γιατ ή ατσαλένιακαρδιά τους λάβριζε απ αντρεία καί φυσσομάναεσα λιονταριών πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των

καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται Καί δε θ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουνmiddot55 κληρουμένους δ᾽ ἔλειπον ὡς πάλῳ λαχὼν

ἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχονπρὸς ταῦτ᾽ ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχοςἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς

κλήρους τους άφησα να ρίχτουν σε ποιά πύληθα λάχη καθενός να φέρη το στρατό τουΛοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείουςπολεμάρχους γοργά τάξε τους μπρος στίς πύλεςmiddotγιατί όπου νάσαι ολάρματοι κοντοζυγώνουνοι Αργείτες κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους

60 χωρεῖ κονίει πεδία δ᾽ ἀργηστὴς ἀφρὸςχραίνει σταλαγμοῖς ἱππικῶν ἐκ πλευμόνωνσὺ δ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸς οἰακοστρόφοςφράξαι πόλισμα πρὶν καταιγίσαι πνοὰςἌρεως βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαῖον στρατοῦ

χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ των αλόγωντο λεχομάνισμαmiddot μα εσύ σαν τιμονιέρηςάξιος του καραβιού το κάστρο να στεριώσηςπρίν να μανίση η μπόρα του πολέμουmiddot κι άκουκύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των

65 καὶ τῶνδε καιρὸν ὅστις ὤκιστος λαβέκἀγὼ τὰ λοιπὰ πιστὸν ἡμεροσκόπονὀφθαλμὸν ἕξω καὶ σαφηνείᾳ λόγουεἰδὼς τὰ τῶν θύραθεν ἀβλαβὴς ἔσῃ

Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρικαί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπουθέ νάχω κι όταν μ όλη την αλήθεια ξέρηςτί τρέχει έξω απ τα τείχη μας φόβο δε θάχης

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας

70 Ἀρά τ᾽ Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενήςμή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρονἐκθαμνίσητε δῃάλωτον Ἑλλάδοςφθόγγον χέουσαν καὶ δόμους ἐφεστίουςἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν

κι ω Κατάρα τρανή Ερινύα του πατέραμη μου απ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστεαφανισμένη απ τους εχθρούς μια πολιτείαπού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά μηδέ τα σπίτιαπού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου

75 ζυγοῖσι δουλίοισι μήποτε σχεθεῖνγένεσθε δ᾽ ἀλκή ξυνὰ δ᾽ ἐλπίζω λέγεινπόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει

να πέση σε σκλαβιάς ζυγό μα σώσετέ μαςπούν καί δικό σας διάφοροmiddot γιατί μια χώραμόν όταν ευτυχή τιμά καί τους θεούς της

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλους

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις01html[2692009 10907 πμ]

httpwwwmikrosapoplousgrΙούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

πάροδος

Χορός

θρέομαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχημεθεῖται στρατός στρατόπεδον λιπὼν

ΧΟΡΟΣΤρομάρα μου κακά μεγάλα φοβεράΜολύθηκε ο στρατός απ τα χαράκια νά

80 ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππόταςαἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελοςἔτι δὲ ltγᾶςgt ἐμᾶς πεδί᾽ ὁπλόκτυπ᾽ ὠτὶχρίμπτει βοάν ποτᾶται βρέμει δ᾽

κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά

85 ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου ωσάν τ ακράτηγο νερό πού δέρνει τα γκρεμνά ἰὼ ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸν

βοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατεὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς

Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος όοχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος

90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά τίς ἄρα ῥύσεται τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσει

θεῶν ἢ θεᾶνπότερα δῆτ᾽ ἐγὼ ltπάτριαgt ποτιπέσω

Ποιος θα με σώση ποιος θα μου είναι βοηθός απ τους θεούς απ τίς θεέςτί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύςμπροστά

95 βρέτη δαιμόνωνἰὼ μάκαρες εὔεδροιἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι τί μέλλομενἀγάστονοι

στ αγάλματα τα θεϊκάΏ μάκαρες καλόθρονοι ώρα καί βιάζει το κακό να σας σφιχτοπεριπλεχτώΚαιρό τί χάνουμε μ αυτούς τους μάταιουςοδυρμούς

100 ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων κτύπονπέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦνἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομενκτύπον δέδορκα πάταγος οὐχ ἑνὸς δορόςτί ῥέξεις προδώσεις παλαίχθων

Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μαςπροσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ ταπαλιά

105 Ἄρης τὰν τεάνἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδεπόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου

θ αφήσης Άρη να χαθή με το χρυσό το κράνος θεέ στρέψε το μάτι σου καί ιδέκαί ιδέ τη γης π αγάπαγες πολύ από μια φορά

θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς Προστάτες μας θεοί προφτάσετ όλοι110 ἴδετε παρθένων

ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερκῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν

δήτε μας τίς παρθένες πού πεσμένες μπρος σας σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό Κύμα τριγύρ απ την πόλη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

με λοξές φούντες οχτρών115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενον

ἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλεςπροχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνεμας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμονΚάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς

Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους ναπλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά

158b ἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεταιὦ φίλ᾽ Ἄπολλον

Στίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸ πόλεως καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόληστημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει ἰὼ παναρκεῖς θεοί

ἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷ τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

κλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή

175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλινδείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλής

ὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασαδ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σαςδεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομαπόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205 ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι Χορός

ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220 ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα Χορός

ἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230 Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶ χρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες νακάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς τοχρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οιπύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι Ἐτεοκλής

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΤους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳ βροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250 Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλήςαὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣυ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουνσκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260 Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούςσου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού τοφόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγωεὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μαςστης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 3: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις01html[2692009 10907 πμ]

httpwwwmikrosapoplousgrΙούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

πάροδος

Χορός

θρέομαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχημεθεῖται στρατός στρατόπεδον λιπὼν

ΧΟΡΟΣΤρομάρα μου κακά μεγάλα φοβεράΜολύθηκε ο στρατός απ τα χαράκια νά

80 ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππόταςαἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελοςἔτι δὲ ltγᾶςgt ἐμᾶς πεδί᾽ ὁπλόκτυπ᾽ ὠτὶχρίμπτει βοάν ποτᾶται βρέμει δ᾽

κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά

85 ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου ωσάν τ ακράτηγο νερό πού δέρνει τα γκρεμνά ἰὼ ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸν

βοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατεὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς

Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος όοχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος

90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά τίς ἄρα ῥύσεται τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσει

θεῶν ἢ θεᾶνπότερα δῆτ᾽ ἐγὼ ltπάτριαgt ποτιπέσω

Ποιος θα με σώση ποιος θα μου είναι βοηθός απ τους θεούς απ τίς θεέςτί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύςμπροστά

95 βρέτη δαιμόνωνἰὼ μάκαρες εὔεδροιἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι τί μέλλομενἀγάστονοι

στ αγάλματα τα θεϊκάΏ μάκαρες καλόθρονοι ώρα καί βιάζει το κακό να σας σφιχτοπεριπλεχτώΚαιρό τί χάνουμε μ αυτούς τους μάταιουςοδυρμούς

100 ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων κτύπονπέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦνἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομενκτύπον δέδορκα πάταγος οὐχ ἑνὸς δορόςτί ῥέξεις προδώσεις παλαίχθων

Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μαςπροσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ ταπαλιά

105 Ἄρης τὰν τεάνἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδεπόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου

θ αφήσης Άρη να χαθή με το χρυσό το κράνος θεέ στρέψε το μάτι σου καί ιδέκαί ιδέ τη γης π αγάπαγες πολύ από μια φορά

θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς Προστάτες μας θεοί προφτάσετ όλοι110 ἴδετε παρθένων

ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερκῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν

δήτε μας τίς παρθένες πού πεσμένες μπρος σας σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό Κύμα τριγύρ απ την πόλη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

με λοξές φούντες οχτρών115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενον

ἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλεςπροχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνεμας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμονΚάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς

Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους ναπλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά

158b ἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεταιὦ φίλ᾽ Ἄπολλον

Στίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸ πόλεως καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόληστημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει ἰὼ παναρκεῖς θεοί

ἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷ τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

κλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή

175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλινδείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλής

ὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασαδ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σαςδεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομαπόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205 ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι Χορός

ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220 ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα Χορός

ἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230 Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶ χρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες νακάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς τοχρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οιπύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι Ἐτεοκλής

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΤους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳ βροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250 Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλήςαὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣυ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουνσκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260 Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούςσου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού τοφόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγωεὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μαςστης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 4: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

πάροδος

Χορός

θρέομαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχημεθεῖται στρατός στρατόπεδον λιπὼν

ΧΟΡΟΣΤρομάρα μου κακά μεγάλα φοβεράΜολύθηκε ο στρατός απ τα χαράκια νά

80 ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππόταςαἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελοςἔτι δὲ ltγᾶςgt ἐμᾶς πεδί᾽ ὁπλόκτυπ᾽ ὠτὶχρίμπτει βοάν ποτᾶται βρέμει δ᾽

κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά

85 ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου ωσάν τ ακράτηγο νερό πού δέρνει τα γκρεμνά ἰὼ ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸν

βοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατεὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς

Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος όοχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος

90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά τίς ἄρα ῥύσεται τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσει

θεῶν ἢ θεᾶνπότερα δῆτ᾽ ἐγὼ ltπάτριαgt ποτιπέσω

Ποιος θα με σώση ποιος θα μου είναι βοηθός απ τους θεούς απ τίς θεέςτί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύςμπροστά

95 βρέτη δαιμόνωνἰὼ μάκαρες εὔεδροιἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι τί μέλλομενἀγάστονοι

στ αγάλματα τα θεϊκάΏ μάκαρες καλόθρονοι ώρα καί βιάζει το κακό να σας σφιχτοπεριπλεχτώΚαιρό τί χάνουμε μ αυτούς τους μάταιουςοδυρμούς

100 ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων κτύπονπέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦνἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομενκτύπον δέδορκα πάταγος οὐχ ἑνὸς δορόςτί ῥέξεις προδώσεις παλαίχθων

Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μαςπροσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ ταπαλιά

105 Ἄρης τὰν τεάνἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδεπόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου

θ αφήσης Άρη να χαθή με το χρυσό το κράνος θεέ στρέψε το μάτι σου καί ιδέκαί ιδέ τη γης π αγάπαγες πολύ από μια φορά

θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς Προστάτες μας θεοί προφτάσετ όλοι110 ἴδετε παρθένων

ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερκῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν

δήτε μας τίς παρθένες πού πεσμένες μπρος σας σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό Κύμα τριγύρ απ την πόλη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

με λοξές φούντες οχτρών115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενον

ἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλεςπροχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνεμας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμονΚάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς

Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους ναπλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά

158b ἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεταιὦ φίλ᾽ Ἄπολλον

Στίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸ πόλεως καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόληστημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει ἰὼ παναρκεῖς θεοί

ἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷ τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

κλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή

175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλινδείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλής

ὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασαδ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σαςδεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομαπόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205 ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι Χορός

ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220 ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα Χορός

ἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230 Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶ χρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες νακάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς τοχρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οιπύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι Ἐτεοκλής

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΤους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳ βροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250 Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλήςαὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣυ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουνσκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260 Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούςσου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού τοφόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγωεὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μαςστης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 5: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

με λοξές φούντες οχτρών115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενον

ἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλεςπροχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνεμας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμονΚάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς

Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους ναπλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά

158b ἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεταιὦ φίλ᾽ Ἄπολλον

Στίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸ πόλεως καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόληστημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει ἰὼ παναρκεῖς θεοί

ἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷ τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

κλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή

175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλινδείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλής

ὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασαδ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σαςδεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομαπόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205 ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι Χορός

ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220 ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα Χορός

ἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230 Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶ χρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες νακάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς τοχρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οιπύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι Ἐτεοκλής

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΤους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳ βροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250 Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλήςαὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣυ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουνσκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260 Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούςσου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού τοφόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγωεὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μαςστης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 6: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις02html[2692009 10930 πμ]

κλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή

175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλινδείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλής

ὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασαδ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σαςδεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομαπόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205 ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι Χορός

ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220 ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα Χορός

ἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230 Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶ χρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες νακάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς τοχρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οιπύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι Ἐτεοκλής

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΤους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳ βροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250 Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλήςαὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣυ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουνσκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260 Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούςσου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού τοφόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγωεὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μαςστης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 7: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλής

ὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασαδ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σαςδεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομαπόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205 ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι Χορός

ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220 ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα Χορός

ἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230 Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶ χρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες νακάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς τοχρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οιπύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι Ἐτεοκλής

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΤους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳ βροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250 Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλήςαὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣυ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουνσκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260 Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούςσου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού τοφόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγωεὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μαςστης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 8: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220 ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα Χορός

ἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230 Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶ χρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες νακάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς τοχρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οιπύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι Ἐτεοκλής

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΤους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳ βροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250 Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλήςαὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣυ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουνσκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260 Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούςσου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού τοφόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγωεὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μαςστης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 9: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250 Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλήςαὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣυ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουνσκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260 Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούςσου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού τοφόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγωεὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μαςστης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 10: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις03html[2692009 10935 πμ]

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 11: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

α στάσιμο

Χορός

μέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτοραςπάντρομος πελειάς

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνειΤους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο παντὶ τρόπῳ Διογενεῖς

θεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310 ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320 ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν

Ἀίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμων

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 12: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις04html[2692009 10932 πμ]

περιρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρακαί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρουἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτιόποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 13: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Α

ὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού τορέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ τοκράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστρα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 14: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μηαληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησέςτου

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445 ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένον απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 15: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας τουγλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465 ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τουςπύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475 ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις Χορός

ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲ δυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 16: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

ἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω ό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490 ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπροςτου

505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καίκείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη518 Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα Χορός

πέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψητην κεφαλή του την κακή

525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη Ἄγγελος

οὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάρι

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 17: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

βλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

από βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535 ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότηαδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόναξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555 Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560 ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω βίαν

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο μάντηmiddot

570 Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σου

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 18: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

για να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκιαπ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605 ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ

μέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίουφιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρειπώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620 ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη Χορός

κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 19: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη Ἄγγελος

τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας

635 ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώραςγια να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645 ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰ γράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655 ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνιαπού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670 ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιοδίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675 ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 20: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε τουαξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680 ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει Χορός

τί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νούμη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ Γιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρουκαθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐ κεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σουναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτωνὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι

κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴ μακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 21: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις05html[2692009 10936 πμ]

715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη Χορός

νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεόςΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες νατρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 22: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί

735 αὐτοδάικτοι θάνωσικαὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755 ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 23: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις06html[2692009 10935 πμ]

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν

βαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 24: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ ἐπεισόδιο

Ἄγγελος

θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα Ἄγγελος

φρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdashΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810 ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε Χορός

οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν [Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδων

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 25: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις07html[2692009 10932 πμ]

πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ] ήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 26: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

γ στάσιμο

Χορός

ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832b ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό Θυιὰς αἱματοσταγεῖς

νεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν

πίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντα

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 27: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ οΑπόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος

πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι

στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους ἰὼ ἰὼ δωμάτων

ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίαςἰδόντες ἤδη διήλλαχθε

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σαςκαί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένει

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddot

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 28: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

κ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν

καί λυώνει η δόλια αληθινάνα κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 29: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

διοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνηπαισθεὶς ἔπαισας

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

Ἰσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος Ἰσμήνη

μελεοπαθήςΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες Ἀντιγόνη

ἠέΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ Ἀντιγόνη

πρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισοΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 30: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές Ἰσμήνη

πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶνΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου Ἰσμήνη

ἠέΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός Ἰσμήνη

καὶ τὸν ἐνόσφισενΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά Χορός

ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ Ἀντιγόνη

ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλινΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά Ἰσμήνη Βrsquo

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 31: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις08html[2692009 10933 πμ]

ἰὼ κακάmdash Ωϊμέ δεινά Ἀντιγόνη

δώμασι καὶ χθονίΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις συμφορές Ἀντιγόνη

ἰὼ πάντων πολυστονώτατοιΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 32: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

ἔξοδος

Κῆρυξ

δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόνοὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδιτο θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες τηςΘήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽ αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινίτάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην τοβάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 33: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

1045κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον κίντυνο γλυτώση Ἀντιγόνη

τράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεταιΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση Κῆρυξ

ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦνΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

Χορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷ κοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
Page 34: ΑΙΣΧΥΛΟΣ-7 ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ.pdf

Aeschylus Septem contra Thebas

fileC|Documents and SettingsalexΕπιφάνεια εργασίαςΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ7 επι θηβαις09html[2692009 10934 πμ]

μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

των Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλουςhttpwwwmikrosapoplousgr

Ιούλιος 2003

  • 01
    • Local Disk
      • Aeschylus Septem contra Thebas
          • 02
            • Local Disk
              • Aeschylus Septem contra Thebas
                  • 03
                    • Local Disk
                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                          • 04
                            • Local Disk
                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                  • 05
                                    • Local Disk
                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                          • 06
                                            • Local Disk
                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                  • 07
                                                    • Local Disk
                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                          • 08
                                                            • Local Disk
                                                              • Aeschylus Septem contra Thebas
                                                                  • 09
                                                                    • Local Disk
                                                                      • Aeschylus Septem contra Thebas