27
Η Θεωρία του Π. Μπουρντιέ για την Κοινωνία και τη Νεωτερικότητα Κανάκης Λελεδάκης Περίληψη Σκοπός Προσδοκώμενα Aποτελέσματα Λέξεις κλειδιά Ι .Η υπέρβαση του δυισμού δομής δράσης και η θεώρηση της νεωτερικότητας ΙΙ. Η θεωρία του Μπουρντιέ ΙΙΙ. Η θεωρητική συμβολή του Μπουρντιέ και η θέση του για τη νεωτερικότητα ΙV. Πέρα από τον Μπουρντιέ Δραστηριότητες Ασκήσεις Βιβλιογραφία Περίληψη Σύγχρονες συνθετικές θεωρίες όπως των Giddens και Bourdieu έχουν σαν στόχο να υπερβούν τα προβληματικά σημεία τόσο των ατομιστικών, όσο και των ολιστικών θεωριών για τη θεώρηση της κοινωνίας και της ατομικής

10. Leledakis-Η Θεωρία του Π. Μπουρντιέ για την Κοινωνία και τη Νεωτερικότητα

  • Upload
    abkats

  • View
    67

  • Download
    10

Embed Size (px)

DESCRIPTION

bourdie

Citation preview

Η Θεωρία του Π. Μπουρντιέ για την Κοινωνία και τη

Νεωτερικότητα

 Κανάκης Λελεδάκης

Περίληψη Σκοπός Προσδοκώμενα Aποτελέσματα Λέξεις κλειδιά Ι .Η υπέρβαση του δυισμού δομής δράσης και η θεώρηση της νεωτερικότητας ΙΙ. Η θεωρία του Μπουρντιέ ΙΙΙ. Η θεωρητική συμβολή του Μπουρντιέ και η θέση του για τη νεωτερικότητα ΙV. Πέρα από τον Μπουρντιέ Δραστηριότητες Ασκήσεις Βιβλιογραφία

Περίληψη

 Σύγχρονες συνθετικές θεωρίες όπως των Giddens και Bourdieu έχουν σαν στόχο να υπερβούν τα προβληματικά σημεία τόσο των ατομιστικών, όσο και των ολιστικών θεωριών για τη θεώρηση της κοινωνίας και της ατομικής δράσης τονίζοντας την αλληλοδιαπλοκή δομής και δράσης. Ο Giddens αποδίδει μία ιδιαίτερα αυξημένη αυτονομία στο κοινωνικό υποκείμενο στη νεωτερικότητα, ολισθαίνοντας ωστόσο προς ατομιστικές θέσεις. Ο Bourdieu, αντίθετα, τονίζει την κοινωνική κατασκευή του υποκειμένου μέσω της έννοιας της έξης που εισάγει και η οποία θεωρεί ότι παραμένει το ίδιο σημαντική στη σύγχρονη κοινωνία. Παράλληλα εισάγει τις έννοιες του πεδίου και των διαφόρων μορφών κεφαλαίου. Η συμβολή του Bourdieu είναι σημαντική, αλλά βέβαια υπάρχουν και προβληματικά σημεία στις έννοιες αυτές όπως και στον συνδυασμό τους. 

Σκοπός

 Η παρουσίαση της θεωρίας του P. Bourdieu για το άτομο, την κοινωνία και τη νεωτερικότητα.

Προσδοκώμενα Aποτελέσματα

 Να μπορούν οι φοιτητές να αναφερθούν στα κύρια σημεία της θεωρίας του Bourdieu, αλλά και να την τοποθετούν μέσα στη γενικότερη προβληματική για τη σχέση δομής και δράσης και θέσεων για τη νεωτερικότητα.

Ι. Η υπέρβαση του δυισμού δομής/δράσης και η θεώρηση της νεωτερικότητας

 

Μία τυπική κατηγοριοποίηση των διάφορων θεωριών για τη κοινωνία βασίζεται στο δίπολο άτομο (Η υποκείμενο ή δρών ή εαυτός, κ.λπ. – ο όρος που χρησιμοποιείται διαφέρει ανάλογα με τη θεωρητική προσέγγιση.)1 – κοινωνία. Από τη μία πλευρά έχουμε τις ατομιστικές θεωρίες οι οποίες, συνεχίζοντας μία παράδοση θεώρησης της ατομικής δράσης που είναι πρότερη των κοινωνικών επιστημών, βασίζονται στο άτομο και τη δράση του για να παρουσιάσουν μία θεώρηση της κοινωνίας. Θεωρείται ότι τα άτομα δρουν ανεξάρτητα από κοινωνικές επιρροές και η κοινωνία παράγεται από τις επιμέρους ατομικές δράσεις. Αυτές οι προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν δύο βασικά προβλήματα. Αφενός μία θεώρηση που παρουσιάζει το άτομο και τη δράση του ως μη καθοριζόμενα από κοινωνικές επιρροές είναι δύσκολο να θεμελιωθεί. Αφ’ ετέρου, ακόμη και αν μία τέτοια θεώρηση ήταν δυνατή, η παραγωγή της κοινωνίας ως συνόλου με κάποια συνοχή από μεγάλο αριθμό επί μέρους ατομικών δράσεων δεν είναι προφανής. Το δεύτερο πρόβλημα είναι το κλασικό πρόβλημα της ευταξίας (order) και έχει επισημανθεί ήδη για τις πολιτικές θεωρίες του 17ου αιώνα.

Η άλλος πόλος του δυισμού είναι βέβαια η κοινωνία. Οι ολιστικές ή δομικές θεωρίες προσεγγίζουν το κοινωνικό ως μη αναγώγιμο στην ατομική δράση και ως ένα επίπεδο που πρέπει να αναλυθεί καθαυτό. Αυτού του τύπου οι θεωρίες αποτέλεσαν και τον κύριο κορμό της κοινωνιοθεωρητικής παράδοσης. Εδώ τα προβλήματα έγκειται στον τρόπο που θεμελιώνεται η θεώρηση του επιπέδου αυτού (ως σύστημα; ως υπέρ οργανισμός; ως σύνολο ιδεών/θεσμών; κλπ) αλλά και στη θεώρηση του δρώντος που τώρα φαίνεται να καθορίζεται απόλυτα από την κοινωνία χωρίς περιθώρια αυτονομίας άρα και δυνατότητα διαμόρφωσης της κοινωνίας αυτής. 

Τα προβλήματα και των δύο θέσεων οδήγησαν τις τελευταίες δεκαετίες σε προσπάθειες θεωρητικής σύνθεσης. Σε αυτές επιδιώκεται να χαραχθεί ένας ενδιάμεσος δρόμος, που θα αποφεύγει τα προβληματικά σημεία των δύο θέσεων και θα προσφέρει μία εναλλακτική θεώρηση τόσο του ατόμου όσο και της κοινωνίας. Ανάμεσα στους θεωρητικούς που επιδιώκουν μία τέτοια σύνδεση συγκαταλέγονται οι A. Γκίντενς (Α. Giddens), Γ. Χάμπερμας (J. Habermas) και Π. Μπουρντιέ (P. Bourdieu). Στους Γκίντενς και Χάμπερμας η σύνθεση αυτή συνδέεται και με μία θεώρηση της  νεωτερικότητας (ή της ‘ύστερης νεωτερικότητας’) ως ποιοτικά διαφορετικής.

Η βασική θέση όλων είναι ότι –με όρους του Γκίντενς– η δομή και η δράση δεν πρέπει να θεωρούνται ως διακριτές οντότητες αλλά ως άμεσα συνδεμένες : η δομή εμπεριέχεται στην δράση και την καθορίζει, αλλά και η δράση αναπαράγει τη δομή. Αυτή η θέση, που ονομάστηκε ‘δομοποίηση’ (structuration) από τον Γκίντενς, (Giddens, 1984) φαίνεται ότι αποτελεί πράγματι μία ενδιάμεση θεώρηση που συνδυάζει ικανοποιητικά και τους δύο πόλους. Ωστόσο, κρίσιμος παραμένει ο τρόπος με τον οποίο θα οριστούν τόσο η δομή όσο και οι δυνατότητες του δρώντα κατά τη δράση (που αναπαράγει τη δομή).

Για τον Γκίντενς η δομή ορίζεται ως σύνολο ‘κανόνων και πόρων’ (Giddens, 1984, 377) τα οποία ο δρών χρησιμοποιεί. Ο ίδιος ο δρών ορίζεται σε τρία επίπεδα: το ‘βασικό επίπεδο ασφάλειας’  που συγκροτεί τη βάση του εαυτού, την ‘πρακτική συνείδηση’ και τη ‘συνείδηση λόγου’. Τα δύο επίπεδα ‘συνείδησης’ αντιστοιχούν στους τρόπους χρήσης της δομής. Η πρακτική συνείδηση ακολουθεί τους κανόνες πρακτικά, χωρίς να τους ρηματοποιεί, ενώ η συνείδηση λόγου είναι σε  θέση επιπλέον και να τους εκφράσει ως τέτοιους (Giddens, 1984, 41-93).

Στο σχήμα του Γκίντενς ο δρών ορίζεται εκτός και ανεξάρτητα της δομής (ο σχηματισμός του βασικού επίπεδου ασφάλειας δεν φαίνεται να είναι συνάρτηση κάποιων εξωγενών –κοινωνικών- παραγόντων) και την ‘χρησιμοποιεί’ όπως ακριβώς χρησιμοποιούμε τη γλώσσα –ως σύστημα κανόνων– για να μιλήσουμε. Επιπλέον, ο Γκίντενς αποδίδει στον δρώντα μία αυξημένη αυτονομία κατά την (ανα)παραγωγή της δομής που μπορεί να φτάσει μέχρι και την αλλαγή της (Giddens, 1982, 9).

Αρχικά ο Γκίντενς παρουσιάζει τη θέση αυτή ως ισχύουσα για όλες τις κοινωνίες, αργότερα όμως την τοποθετεί, ιδιαίτερα όσον αφορά την αυξημένη αυτονομία του δρώντος- εμφατικά στη νεωτερικότητα (Giddens, 1990, 1991). Είναι στη νεωτερικότητα που ο δρών εμφανίζει αυξημένη αυτονομία και μπορεί να γίνει ‘δημιουργός του εαυτού του’.2

Αντίστοιχη ως προς τη βασική θέση, αλλά ενταγμένη σε μία σφαιρικότερη θεώρηση είναι η ‘θεωρία της επικοινωνιακής δράσης’ του Χάμπερμας (Habermas, 1989). Για τον Χάμπερμας η ‘μετασυμβατική ταυτότητα’ που χαρακτηρίζει την νεωτερικότητα, αντιστοιχεί σε μία ενίσχυση των αυτόνομων στοιχείων του εαυτού, πέρα και πάνω από εσωτερικοποιημένους καθορισμούς η σημασία των οποίων περιορίζεται στο ελάχιστο. Ο Χάμπερμας βασίζεται στην θεώρηση του εαυτού του Μήντ (G.H. Mead) αλλά θεωρεί ότι το ‘εμέ’, συγκροτησιακό στοιχείο του εαυτού για τον Mead, που αντιστοιχεί στην ενσωμάτωση του ‘γενικευμένου άλλου’, άρα και των κοινωνικών καθορισμών, υποχωρεί σε σχέση με το ‘εγώ’ που αντιπροσωπεύει τα αυτόνομα στοιχεία του εαυτού (Habermas, 1992). Η θέση παρουσιάζεται ως σχόλιο στον Μήντ, αλλά υπονοείται ότι υποστηρίζεται από εμπειρικά δεδομένα.

Ο Γκίντενς κλίνει προς τις ατομιστικές θεωρίες τοποθετώντας τη συγκρότηση του εαυτού πέρα και έξω από την κοινωνία. Ο δρών δεν καθορίζεται ως υποκείμενο από την κοινωνία και διατηρεί μία αυτοτέλεια απέναντί της. Η θεώρηση του Γκίντενς δεν υπερβαίνει αλλά αναπαράγει τον παραδοσιακό δυισμό: τόσο ο δρών όσο και η δομή ορίζονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και απλά ‘διαπλέκονται’ τη στιγμή της δράσης. Η υπέρβαση του δυισμού άτομο/κοινωνία δεν γίνεται πραγματικά, αλλά επαναλαμβάνεται μία εκλεπτυσμένη εκδοχή της ατομιστικής προσέγγισης, συνδεμένη με μία θεώρηση της νεωτερικότητας ως ποιοτικά διαφορετικής.

ΙΙ. Η θεωρία του Μπουρντιέ

Το σημείο εκκίνησης του Μπουρντιέ είναι αντίστοιχο με αυτό των Χάμπερμας και Γκίντενς: ‘από όλες τις αντιθέσεις που διαιρούν τεχνητά την κοινωνική επιστήμη, η πλέον θεμελιώδης και η πλέον καταστρεπτική είναι αυτή που εγκαθίσταται ανάμεσα στον αντικειμενισμό και τον υποκειμενισμό’ (Bourdieu, 2006, 88). Ο Μπουρντιέ θέλει να υπερβεί τόσο τον αντικειμενισμό που υποστασιοποιεί το κοινωνικό όσο και την ‘φανταστική ανθρωπολογία του υποκειμενισμού’.3 Ο αντικειμενισμός χαρακτηρίζει τις περισσότερες δομικές προσεγγίσεις και σίγουρα αυτές που αποτελούν το σημείο εκκίνησης και αντικείμενο κριτικής του Μπουρντιέ: τη δομική γλωσσολογία και τη δομική ανθρωπολογία η οποία με τη μορφή που της δίνει ο Λέβι Στρως (Levi-Strauss) κυριαρχεί στη Γαλλία τα χρόνια των σπουδών του Μπουρντιέ. Η κριτική στον υποκειμενισμό αναφέρεται κύρια στον Σαρτρ (J. P. Sartre) και στις θεωρίες ορθολογικής επιλογής. Η θεώρησή του όμως έχει καίριες διαφορές από τους άλλους δύο θεωρητικούς όπως θα φανεί σε ότι ακολουθεί.

Η θεωρία του Bourdieu οικοδομείται γύρω από δύο βασικές έννοιες: την έννοια της έξης (habitus) και την έννοια του πεδίου. Ο Μπουρντιέ παρουσιάζει πάντα τις θεωρητικές του θέσεις σε σχέση με εμπειρικές έρευνες και μάλιστα με πολύ γοητευτικό τρόπο. Το έργο του κινείται σε πληθώρα επιμέρους πεδία, με σημαντικές συνεισφορές στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης (τονίζοντας τον ρόλο της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή της ιεραρχικής δομής της κοινωνίας (Bourdieu 1970, 1989) στην ανάλυση της γλώσσας, της τέχνης και της κουλτούρας γενικότερα (Bourdieu 1966, 1979, 1982, 1992), στη θεωρία των κοινωνικών τάξεων και ομάδων (Bourdieu 1979, 1984), στη θεωρία της κοινωνικής κατασκευής του υποκειμένου και της κοινωνικής δράσης (Bourdieu 1977, 1980, 1998), στην κοινωνιολογία της γνώσης (Bourdieu 1988, 1997), στην θεωρία του κράτους (Bourdieu 1997), στην κοινωνιολογία της οικονομίας (Bourdieu 1989, 2000), κ.λπ. Παράλληλα με το αναγνωρισμένο ακαδημαϊκό του έργο (ήταν καθηγητής από το 1981 μέχρι τον πρόσφατο θάνατό του –2002- στο College de France, τον ακαδημαϊκό θεσμό με το μεγαλύτερο γόητρο στη Γαλλία αλλά και στον διεθνή χώρο), ο Μπουρντιέ, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 και μετά, παίρνει όλο και περισσότερο θέση σε μια σειρά από καίρια δημόσια ζητήματα αποτελώντας μία μορφή κριτικού διανοούμενου με ιδιαίτερο κύρος και εμβέλεια, στο πρότυπο των Σαρτρ και Φουκώ (Foucault).4

(α) η έννοια της έξης (β) Η έννοια του πεδίου

(α) η έννοια της έξης

Οι έξεις (habitus) ορίζονται ως ‘συστήματα διατηρήσιμων και μεταθέσιμων προδιαθέσεων, δομημένες δομές προδιατεθειμένες να λειτουργούν ως δομούσες δομές, ως γενεσιουργές και οργανωτικές δηλαδή αρχές των πρακτικών και των αναπαραστάσεων…’(Bourdieu, 2006, 112).

Οι ‘προδιαθέσεις’ αυτές δε λειτουργούν στο επίπεδο των γνωστικών σχημάτων, ούτε καν της συνείδησης. Είναι εγγεγραμμένες στο ίδιο το ‘σώμα’: ‘Η πρακτική πίστη δεν είναι μία ‘κατάσταση ψυχής’ ή, ακόμη λιγότερο, ένα είδος εξ αποφάσεως ένταξης σε ένα σύνολο καθιερωμένων δογμάτων και θεωριών (‘των πεποιθήσεων’) αλλά, αν επιτρέπεται η έκφραση, μία κατάσταση σώματος’ Bourdieu 2006, 112) …Η σωματική έξη5 είναι πολιτική μυθολογία πραγματωμένη, ενσωματωμένη, μετασχηματισμένη σε μόνιμη προδιάθεση, σε διαρκή τρόπο του στέκεσθαι, ομιλείν, βαδίζειν και ως εκ τούτου αισθάνεσθαι και σκέπτεσθαι’ (Bourdieu 2006, 114).

Στην Διάκριση, ο Μπουρντιέ αναλύει σαν εκφράσεις μιας ταξικά διαφοροποιημένης και διαφοροποιούσας έξης το γούστο και τις αισθητικές προτιμήσεις, στοιχεία τόσο βαθιά ενσωματωμένα, που τείνουν να θεωρούνται, ακριβώς, προσωπικά και όχι κοινωνικά καθορισμένα (Bourdieu 1979).

Η ίδια η φυλετική ταυτότητα –θηλυκή ή αρσενική– είναι μέρος της έξης:

Το παιδί οικοδομεί την έμφυλη ταυτότητά του, κεφαλαιώδες στοιχείο της κοινωνικής του ταυτότητας, την ίδια στιγμή που διαμορφώνει την αναπαράστασή του για την κατά φύλα κατανομή της εργασίας με αφετηρία το ίδιο κοινωνικά προσδιορισμένο σύνολο βιολογικών και κοινωνικών συνάμα δεικτών (Bourdieu 2006, 128).

Για τις διαδικασίες σχηματισμού της έξης, ο Μπουρντιέ θεωρεί ότι οι πρώιμες εμπειρίες ‘έχουν ιδιαίτερο βάρος’, ενώ η ίδια η έξη ‘την κάθε στιγμή δομεί, ακολουθώντας τις δομές που έχουν ήδη παραχθεί από προηγούμενες εμπειρίες, τις νέες εμπειρίες’ (Bourdieu 2006, 100):

η έξη που αποκτάται από την οικογένεια βρίσκεται πίσω από τη δόμηση των εμπειριών του σχολείου …και η έξη που τροποποιήθηκε από το σχολείο, η ίδια διαφοροποιημένη, βρίσκεται πίσω από τη δόμηση όλων των μεταγενέστερων εμπειριών…και  ούτω καθεξής, από αναδόμηση σε αναδόμηση (Bourdieu 1977, 87).

Οι προδιαθέσεις που αποτελούν την έξη, επομένως, είναι πολύ πιο θεμελιώδεις και καθοριστικές από κανόνες, νόρμες ή γνωστικά σχήματα. Αναφέρονται στην ίδια τη συγκρότηση του κοινωνικού υποκειμένου και όχι σε μία σχέση του υποκειμένου με κάτι εξωτερικό από αυτό, κοινωνικούς πχ ‘κανόνες’:  ‘αυτό που μαθαίνεται με το σώμα δεν είναι κάτι που κατέχουμε, όπως η γνώση, αλλά κάτι που είμαστε’ (Bourdieu 2006, 120).

Η αναφορά σε ‘προδιαθέσεις’ θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραπέμπει σε ένα μηχανιστικό μοντέλο κοινωνικής κατασκευής του υποκειμένου, στο οποίο οι δράσεις είναι κατά κάποιο τρόπο προκαθορισμένες και δεδομένες από την κοινωνική ‘κατασκευή’ του ατόμου. Δεν είναι όμως αυτός ο στόχος του Μπουρντιέ. Η έξη θέτει όρια στο πεδίο των δυνατών δράσεων, αλλά δεν καθορίζει ποτέ απόλυτα τον δρώντα:

…η έξη είναι μια άπειρη ικανότητα εντελώς ελεύθερης (ελεγχόμενα ελεύθερης) παραγωγής προϊόντων –σκέψεων, αντιλήψεων, εκφράσεων, πράξεων- που έχουν πάντα ως όρια τις ιστορικά και κοινωνικά καθορισμένες συνθήκες παραγωγής της … (Bourdieu 2006, 92).

Ο Μπουρντιέ αναγνωρίζει ότι είναι δύσκολο να γίνει κατανοητός ο ταυτόχρονος καθορισμός και η δυνατότητα ‘ελεύθερης παραγωγής’ αλλά τονίζει ότι ο στόχος της έννοιας της έξης είναι ακριβώς να υπερβεί παραδοσιακούς δυϊσμούς όπως ντετερμινισμός και ελευθερία, καθορισμός και δημιουργικότητα, κλπ. Αναφέρεται μάλιστα εκτεταμένα σε εμπειρικά παραδείγματα που αναδεικνύουν ακριβώς την ενεργητική και μη καθορισμένη διάσταση της κοινωνικής δράσης, χρησιμοποιώντας την έννοια της στρατηγικής για να δηλώσει τη διάσταση αυτή. Για παράδειγμα, στην ανάλυση του δώρου που παρουσιάζει  η εκτίμηση του χρόνου και του τρόπου επιστροφής του δώρου είναι εξίσου καίριες με την ίδια την ανταπόδοση και δεν μπορούν ποτέ να αφομοιωθούν σε απλά σχήματα ανταλλαγής όπως του Λέβι Στρως. (Bourdieu, 2006, 160-182) Το ίδιο ισχύει για τους τρόπους που η συγγένεια και οι επιτρεπτοί ή όχι γάμοι μπορούν να οριστούν ώστε να αυξήσουν την κοινωνική θέση του ατόμου (Bourdieu, 2006, 257-314). Αντίστοιχα έχουμε την επιδίωξη ‘γαμήλιων στρατηγικών’ που στοχεύουν, με μια λεπτή και επιδέξια χρήση των διαθέσιμων δυνατοτήτων, στη διατήρηση και επαύξηση της κοινωνικής θέσης, όχι πλέον του ατόμου, αλλά της οικογένειας ως συνόλου (Bourdieu, 2006, 235-256).

Τόσο στα παραπάνω παραδείγματα, όσο και σε άλλες εμπειρικές αναλύσεις του  Μπουρντιέ, προσδιορίζεται το είδος της αυτονομίας των κοινωνικών δρώντων περισσότερο απ’ ότι στις θεωρητικές αναφορές. Δεν πρόκειται απλά για μη απόλυτα καθορισμένη δράση, μέσα στα όρια της έξης. Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο τύπο δράσης, αυτό της μεγιστοποίησης της ωφέλειας –στην περίπτωση του Μπουρντιέ των διαφόρων μορφών κεφαλαίου- τύπο που δανείζεται από ωφελιμιστικές προσεγγίσεις όπως η θεωρία ορθολογικής επιλογής απ’ όπου και προέρχεται ο όρος ‘στρατηγική’ .

6

Οι δρώντες θεωρείται ότι όχι μόνο δεν δρουν μηχανικά, αλλά ότι, επιπλέον,  προωθούν στρατηγικές μεγιστοποίησης (σε μερικές εμπειρικές έρευνες του Μπουρντιέ αυτός  είναι και ο μόνος τύπος δράσης που αναγνωρίζεται).

Η έξη, επομένως, αναφέρεται σε ένα ‘βαθύ’ επίπεδο κοινωνικού καθορισμού του υποκειμένου, αλλά και, ταυτόχρονα, στη δυνατότητα (περιορισμένης) αυτονομίας, όπως στη περίπτωση ανάπτυξης στρατηγικών μεγιστοποίησης της ωφέλειας. Η θεώρηση αυτή της έξης έχει άμεσες συνέπειες για την ανάλυση του κοινωνικού, τόσο όσον αφορά την ‘λογική της πρακτικής’ όσο και για τη λειτουργία και αναπαραγωγή των κοινωνικών δομών:  

Η ανάπτυξη των έξεων στο πεδίο της πρακτικής παράγει την ιδιαίτερη ‘λογική της πρακτικής’ που δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τα σχήματα της κλασικής λογικής: ‘Η λόγια κατασκευή δεν μπορεί να συλλάβει τις αρχές της πρακτικής λογικής παρά μόνο αλλάζοντας τη φύση τους…οι δρώντες δεν μπορούν να ελέγξουν επαρκώς το modus operandi τους που τους επιτρέπει να παράγουν ορθά διαμορφωμένες τελετουργικές πρακτικές, παρά μόνο εφαρμόζοντάς το πρακτικά, σε πραγματικές καταστάσεις και σε σχέση με πρακτικές λειτουργίες’(Bourdieu, 2006, 146). Έτσι η ‘πρακτική’ έχει την δική της ιδιαιτερότητα, άμεσα σχετισμένη με τον χρόνο από τον οποίο είναι ‘αναπόσπαστη’, εμπεριεχόμενη στους ‘πρακτικούς χειρισμούς και τις κινήσεις του σώματος’ (Bourdieu, 2006, 149). Αυτή η ιδιαιτερότητα είναι ίσως πιο εμφανής στις

τελετουργικές πρακτικές των πρωτόγονων κοινωνιών, αλλά εξ’ ίσου παρούσα στις σύγχρονες κοινωνίες .

Ο  Μπουρντιέ θεωρεί ότι οι πρακτικές ‘αποτελούν προϊόν της συνδυαστικής λειτουργίας ενός μικρού αριθμού γενεσιουργών σχημάτων που συνδέονται με σχέσεις πρακτικής υποκαταστησιμότητας’ (Bourdieu, 2006, 153). Με βάση αυτή την παραδοχή παρουσιάζει τις αναλογίες που διαπερνούν την αντίληψη για το χώρο, τα φύλα , τις εποχές κ.λπ. στους Καβύλους.

(β) Η έννοια του πεδίου

Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι το επίπεδο της (καθημερινής) κοινωνικής πρακτικής αναδεικνύεται στο κατεξοχήν επίπεδο λειτουργίας και αναπαραγωγής της κοινωνίας και είναι μέσω της έννοιας της έξης που είναι τελικά  αναγνώσιμο το επίπεδο αυτό.

Είναι η ύπαρξη των έξεων που κάνει τους θεσμούς να λειτουργούν: ‘ένας θεσμός, ακόμη και η οικονομία, δεν είναι ολοκληρωμένος και εντελώς βιώσιμος παρά μόνο αν εξαντικειμενικευθεί διαρκώς όχι μόνο στα πράγματα, δηλαδή στη λογική –που υπερβαίνει τα μεμονωμένα δρώντα υποκείμενα- ενός ιδιαίτερου πεδίου, αλλά και στο σώμα, δηλαδή στις διαρκείς προδιαθέσεις που αναγνωρίζουν και εκπληρώνουν τις προδιαθέσεις που απορρέουν από το πεδίο’ (Bourdieu, 2006, 96). Παράλληλα, η έξη, παράγωγη των πρακτικών που περιβάλλουν και ενσωματώνουν το άτομο, με τη σειρά της αναπαράγει τις πρακτικές αυτές: ‘Προϊόν της ιστορίας, η έξη παράγει ατομικές και συλλογικές πρακτικές, άρα ιστορία, σύμφωνα με τα σχήματα που γεννά η ιστορία’ (Bourdieu, 2006, 90). Η ομοιότητα των (ατομικών) έξεων εξασφαλίζει και την ομοιογένεια μιας κοινωνικής ομάδας ή μίας τάξης, χωρίς αυτό να σημαίνει απόλυτη ταύτιση μεταξύ τους. Υπάρχει μάλλον μία αντιστοίχηση (‘homology’) μεταξύ τους: ‘κάθε σύστημα ατομικών προδιαθέσεων αποτελεί μία δομική παραλλαγή των άλλων’(Bourdieu, 2006, 100).

Ωστόσο, η ανάλυση της κοινωνίας για τον Μπουρντιέ δεν σταματά εδώ. Eισάγει και μία ακόμη κεντρική έννοια, αυτή του πεδίου. Το πεδίο ορίζεται ως ‘ένας χώρος θέσεων πολλών διαστάσεων στον οποίο κάθε θέση ορίζεται με όρους ενός συστήματος μεταβλητών πολλών διαστάσεων’ (Bourdieu, 1999). Οι μεταβλητές αυτές είναι τα διάφορα είδη κεφαλαίου (οικονομικό, πολιτιστικό, κοινωνικό, συμβολικό) τα οποία κατά κάποιο τρόπο ορίζουν ‘αντικειμενικά’ κάθε μία θέση. Οι δρώντες –τα άτομα– ανάλογα με τη σύνθεση του κεφαλαίου που διαθέτουν, αντιστοιχούν στις θέσεις αυτές.

Ως προς ένα πεδίο ο ρόλος των έξεων είναι διττός. Οι συγγενείς ‘δομημένες προδιαθέσεις’ που αναπτύσσονται με βάση τις θέσεις των ατόμων στο πεδίο εξασφαλίζουν την ομοιογένεια και ομοιότητα στη συγκρότηση και δράση των μελών μίας ομάδας ή μίας τάξης. Αλλά ταυτόχρονα τα άτομα ή οι ομάδες επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των διαφόρων μορφών κεφαλαίου που έχουν ή την υποκατάσταση κάποιων με άλλες και αυτός είναι ο βασικός τρόπος δράσης που επικαλείται ο Μπουρντιέ σε όσες περιπτώσεις επιχειρεί μία δυναμική ανάλυση ενός πεδίου (όπως για το ρόλο της εκπαίδευσης (Bourdieu & Passeron, 1964, 1970, Bourdieu, 1989), για το ακαδημαϊκό πεδίο (Bourdieu 1984), για την οικονομία (Bourdieu 2000), κλπ).

Για την ανάλυση της κοινωνίας ο Μπουρντιέ χρησιμοποιεί αλληλοσυμπληρούμενα τις έννοιες του πεδίου και της έξης. Έχουμε από τη μία ένα σύνολο πεδίων, το καθένα με δική του κατανομή των διαφόρων τύπων κεφαλαίου, και από την άλλη τις έξεις, ιδιαίτερες για κάθε πεδίο, που εξασφαλίζουν την λειτουργία και αναπαραγωγή των πεδίων αυτών μέσω της δράσης –της κοινωνικής πρακτικής- αλλά και περιλαμβάνουν τη δυνατότητα δράσεων μεγιστοποίησης των μορφών κεφαλαίου από τη πλευρά των δρώντων.

ΙΙΙ. Η θεωρητική συμβολή του Μπουρντιέ και η θέση του για τη νεωτερικότητα

 

Η εμβέλεια, η ευρύτητα και η σπουδαιότητα του θεωρητικού σχήματος του Μπουρντιέ είναι προφανής. Δεν έχουμε τίποτε λιγότερο από μια γενική θεωρία της κοινωνίας με έμφαση στην αναπαραγωγή μέσω της κοινωνικής δράσης στο επίπεδο της κοινωνικής πρακτικής που περιλαμβάνει επίσης μία θεώρηση της κοινωνικής δομής και του κοινωνικού υποκειμένου. Είναι μία ‘μεγάλη’ (grand)  θεωρία με την καλύτερη έννοια, στην παράδοση των κλασικών θεωρητικών. Ταυτόχρονα, με τον ιδιαίτερό του τρόπο, ο Μπουρντιέ συνδέει τη παρουσίαση αυτής της θεωρίας με εμπειρικές αναλύσεις που τη συμπληρώνουν. Οι αναλύσεις αυτές αναφέρονται είτε στην αρχική εθνογραφική του δουλειά για τους Καβύλους της Αλγερίας είτε, το πιο συχνό, στη σύγχρονη γαλλική –και κατ' επέκταση στη δυτική κοινωνία γενικότερα.

Μπορούμε να προσδιορίσουμε κάποιες συνέχειες και καινοτομίες στην παράδοση της κοινωνικής θεωρίας στην οποία εγγράφεται ο Μπουρντιέ. Η κεντρική έννοια της έξης (το habitus) επαναφέρει στο προσκήνιο την βασική παραδοχή των περισσότερων κοινωνιολογικών θεωριών και ιδιαίτερα της Ντυρκαμιανής παράδοσης -της οποίας ο Μπουρντιέ είναι από τους κληρονόμους: το άτομο καθορίζεται από την κοινωνία σε ένα ‘βαθύ’, θεμελιώδες επίπεδο και επομένως η δράση του ποτέ δεν είναι (τελείως) αυτόνομη και ανεξάρτητη. Παράλληλα –και εδώ είναι έκδηλη η επίδραση της Μαρξιστικής παράδοσης– οι καθορισμοί αυτοί δεν είναι ενιαίοι για το σύνολο της κοινωνίας, αλλά ταξικά διαφοροποιημένοι (και αποτελούν, επιπλέον, τον μηχανισμό συγκρότησης των τάξεων αυτών στο πεδίο της δράσης – εδώ ο Μπουρντιέ διαφοροποιείται από και επεκτείνει την μαρξιστική παράδοση). Διατηρεί επομένως ο Μπουρντιέ το βασικό θετικό στοιχείο του δομισμού, δηλαδή τη δυνατότητα μιας θεωρητικής επεξήγησης της σύγκλισης επιμέρους ατομικών δράσεων, την επίλυση, με άλλα λόγια του προβλήματος της ευταξίας. Ταυτόχρονα, παρουσιάζει μία ρεαλιστική –αν και όχι πολύ επεξεργασμένη– θεωρία για το πώς το άτομο ‘δομείται’ από την κοινωνία: μέσω της συμμετοχής του σε πρακτικές που συγκροτούν την έξη. Για τον Μπουρντιέ η έννοια της έξης υπερβαίνει τον υποκειμενισμό δεδομένου ότι οι έξεις είναι κοινωνικά δομημένες και αναπαράγουν, μέσω της δράσης των ατόμων, τις κοινωνικές δομές που τις παρήγαγαν.

Ωστόσο, ο Μπουρντιέ θέλει, ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε, να υπερβεί τα παραδοσιακά προβληματικά σημεία της ολιστικής παράδοσης: τον αντικειμενιστικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται κοινωνική δομή και τον μηχανιστικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η κοινωνική δράση.

Ο αντικειμενισμός υπερβαίνεται  δεδομένου ότι οι δομές αναπαράγονται μέσω της έξης και ουσιαστικά ‘υπάρχουν’ ως επιμέρους έξεις –κοινωνικά και ταξικά διαφοροποιημένες– και όχι ως κάτι ‘αντικειμενικό’ πέρα και έξω από τα άτομα. Η έννοια της έξης προσφέρει μία θεωρία του πως γίνεται η κοινωνική αυτή ‘κατασκευή’ του ατόμου και πως καθορίζεται κοινωνικά η δράση. Μέσω αυτής της θεωρίας αναδεικνύεται η ιδιαιτερότητα των διαδικασιών αυτών και η μη αναγωγιμότητά τους σε γνωσιακά μοντέλα καθώς και οι συνέπειες που έχει αυτό για την υπέρβαση του ‘αντικειμενισμού’ και της ‘πραγμοποίησης’ της κοινωνίας.

Πριν από τις σύγχρονες θεωρίες που συζητούνται εδώ (των Γκίντενς, Χάμπερμας, του ίδιου του Μπουρντιέ), τα λίγα θεωρητικά μοντέλα για το μηχανισμό κοινωνικού καθορισμού του ατόμου περιλαμβάνουν τον Μήντ και τη θεωρία του για τον εαυτό (Mead, 1962), τη θέση του Φρόιντ και σχολιαστών του για το ρόλο του υπέρ-εγώ (Freud, 1974) και την ‘Γενική θεωρία δράσης’ του Πάρσονς (Parsons & Shills, 1962). Όλες αυτές οι θεωρίες επικεντρώνονται σε ένα βαθύ, θεμελιώδες  επίπεδο κοινωνικής κατασκευής του κοινωνικού δρώντα που είναι, ως προς το άτομο, συγκροτησιακό της ίδιας του της ύπαρξης και, βέβαια, μη συνειδητό. Ωστόσο και οι τρεις προσεγγίσεις (με κάποια επιφύλαξη ως προς τον Μήντ που δεν επεκτείνει την  ανάλυσή του στην ίδια την κοινωνία) δεν παύουν να αναλύουν το επίπεδο αυτό με τη μορφή εννοιών –κανόνων, νορμών, απαγορεύσεων– και κατ’ επέκταση να θεωρούν το κοινωνικό ως αντικειμενικά οριζόμενο και δεδομένο. Είναι οι κοινωνικοί κανόνες που ενσωματώνονται ως απαγορεύσεις για τον Φρόιντ7 και οι νόρμες που τελικά καθορίζουν τους κοινωνικούς ρόλους που υιοθετούν τα άτομα για τον Πάρσονς.

Σε αντιδιαστολή, η έννοια της έξης αναφέρεται επίσης σε ένα καθοριστικό, συγκροτησιακό επίπεδο του ατόμου αλλά είναι πέρα και πριν από έννοιες, κανόνες ή νόρμες. Η ‘σωματικότητα’ που της αποδίδει ο Μπουρντιέ επιδιώκει να δείξει, ταυτόχρονα, το ‘βαθύ’ επίπεδο επενέργειάς της και τη μη αναγωγιμότητά της σε ένα γνωστικό επίπεδο.

Αυτή η μη αναγωγιμότητα εκφράζεται και στο πεδίο εκδήλωσης της έξης, αυτό της καθημερινής κοινωνικής πρακτικής. Η κοινωνία αναπαράγεται μέσω της δημιουργίας των έξεων στο επίπεδο της πρακτικής που με τη σειρά τους παράγουν, μέσω της δράσης, τις συνθήκες που τις παρήγαγαν. Η πρακτική είναι μη αναγώγιμη σε ένα αντικειμενιστικό σχήμα, έχει τη δική της ‘λογική’ που είναι ακριβώς μία ‘μη λογική’, αλλά περισσότερο μία ‘αίσθηση’.

Είναι η ιδιαιτερότητα της έννοιας της έξης που προτείνει ο Μπουρντιέ –η μη αναγωγιμότητά της σε γνωστικές διαδικασίες– και η συνακόλουθη ιδιαιτερότητα της πρακτικής –η μη αναγωγιμότητά της σε ‘κανόνες’– που επιτρέπουν ακριβώς την ανάδειξη της ιδιαιτερότητας της κοινωνικής δομής. Ακριβώς επειδή οι έξεις δεν είναι αναγώγιμες σε έννοιες και λειτουργούν πέρα από τη συνειδητή σκέψη, γι’ αυτό και η πρακτική δεν μπορεί να αποδοθεί με καθαρά γνωστικά σχήματα, με έννοιες. Η κοινωνική δομή δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως ένα ‘αντικειμενικά’ προσδιοριζόμενο επίπεδο πέρα και έξω από τη δράση, που την (ανα)παράγει.

Η θέση του Μπουρντιέ υπερβαίνει την απλή αναγνώριση της δομής και της δράσης ως αλληλένδετες, όπως στη θεώρηση του Γκίντενς. Στον Γκίντενς, όσο και αν ‘εμπεριέχεται στη δράση’, η κοινωνική δομή παραμένει προσδιορίσιμη και αντικειμενικά ορίσιμη, και μπορεί να (ανα)κατασκευαστεί με κάθε ακρίβεια. Μόνο

όμως αν ο τρόπος που η δομή αναπαράγεται μέσω της δράσης έχει συνέπειες για τον ίδιο τον ορισμό της δομής, και πιο συγκεκριμένα αν επιφέρει κάποια διαφοροποίηση από την αντικειμενοποίηση της δομής, τότε η αναγνώριση του αλληλένδετου δομής και δράσης έχει κάποια σημαντική συνέπεια. Για τον Μπουρντιέ το κοινωνικό άτομο συγκροτείται ως τέτοιο από τις έξεις. Οι έξεις δεν ‘χρησιμοποιούνται’ από μία ήδη υπάρχουσα υποκειμενικότητα, αλλά αποτελούν τα συγκροτησιακά της στοιχεία.

Ενσωματώνοντας τη δομή στον δρώντα, ο Μπουρντιέ κάνει ένα κρίσιμο βήμα προς την υπέρβαση του δυισμού άτομο/κοινωνία, βήμα που όπως αναφέρθηκε δεν επιτυγχάνει ο Γκίντενς ή ο Χάμπερμας. Στους συγγραφείς αυτούς γίνεται δυνατό να υποστηρίξουμε την ύπαρξη αυτονομίας αλλά με την εγκατάλειψη της θέσης για ενσωματωμένους κοινωνικούς καθορισμούς. Αυτή η στροφή, παρά τον θεωρητικά επιμελημένο τρόπο που παρουσιάζεται, αποτελεί επαναφορά ενός απλοϊκού ατομισμού που βλέπει το κοινωνικό ως το αποτέλεσμα επιμέρους ατομικών δράσεων. Σε αντιδιαστολή, ο Μπουρντιέ διατηρεί τον θεμελιώδη και συγκροτησιακό χαρακτήρα της έξης, θέτοντας το πραγματικό πρόβλημα: πώς να διατηρήσουμε, ταυτόχρονα, ένα βαθύ και θεμελιώδες επίπεδο κοινωνικών καθορισμών και μία (περιορισμένη) αυτονομία.

Πέρα όμως από τον καθοριστικό χαρακτήρα της έξης και τη διατηρησιμότητά της στην σύγχρονη κοινωνία, ο Μπουρντιέ επιμένει και στη ύπαρξη μιας (περιορισμένης) αυτονομίας από τη πλευρά των δρώντων (αντίθετα με τη συνήθη θέση των δομικών θεωριών ότι τα άτομα δεν έχουν περιθώρια αυτονομίας και απλά αναπαράγουν, μέσω της δράσης τους, την κοινωνία) χωρίς βέβαια να αναιρεί τη βασική του θέση για την κοινωνική κατασκευή του υποκειμένου. Η αυτονομία αυτή θεωρείται χαρακτηριστικό της ίδιας της έξης. Η έξη επιτρέπει την ‘ελεγχόμενα ελεύθερη’ παραγωγή ‘σκέψεων, αντιλήψεων, εκφράσεων, πράξεων’ θέτοντας όμως ως όρια ‘τις συνθήκες παραγωγής της’.

Στα θεωρητικά του κείμενα ο Μπουρντιέ δεν αναλύει περαιτέρω την συνάρθρωση των καθορισμών που εμπεριέχουν, εξ’ ορισμού, οι ‘δομημένες προδιαθέσεις’ της έξης με την ‘ελευθερία’ αυτή. Στα εμπειρικά παραδείγματα όμως που δίνει προχωρά παραπέρα: τονίζει τον καθοριστικό ρόλο της ‘στρατηγικής’, ως δράσης που προσβλέπει στη μεγιστοποίηση των διαφόρων μορφών κεφαλαίου που έχει ένα άτομο ή και μια κοινωνική ομάδα (οικογένεια, τάξη, κλπ). Η σημασία και η ύπαρξη αυτής της δράσης σε όλους τους τομείς του κοινωνικού τονίζεται ιδιαίτερα. Η έξη δε συνδέεται ρητά με τη στρατηγική αυτή δράση, υπονοείται όμως ότι είναι συμβατές.

Η σύνδεση της έξης με κάποια μορφής αυτονομία επιτρέπει στον Μπουρντιέ να θεωρεί ότι υπερβαίνει και το άλλο μεγάλο πρόβλημα των δομικών θεωριών, την έλλειψη θεωρητικής θεμελίωσης κάποιας δυνατότητας αυτονομίας από τη πλευρά του δρώντα.

Στα παραπάνω υπεισέρχεται και η θέση του Μπουρντιέ για τη νεωτερικότητα. Μία γενική θεωρία της κοινωνίας δεν μπορεί, στο βαθμό που είναι συνεκτική, να υποστηρίζει ότι έχουμε διαφορετικό τρόπο συγκρότησης του ατόμου στις παραδοσιακές κοινωνίες και διαφορετικό στις σύγχρονες. Στο επίπεδο μίας γενικής θεωρίας, τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής επιρροής στα άτομα και της κοινωνικής δράσης δεν μπορεί παρά να είναι τα ίδια. Οι κλασικές θεωρήσεις, παρά την έμφασή τους ακριβώς στον προσδιορισμό των ιδιαιτεροτήτων της

νεωτερικότητας, δεν έθεσαν θέμα τέτοιου διαχωρισμού.8 Η εξαίρεση είναι βέβαια Ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας του Ντυρκέμ (Durkheim, 1984), τη θέση του οποίου επιδιώκει να αξιοποιήσει ο Χάμπερμας. Ο Ντυρκέμ διακρίνει μία ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον τρόπο συνοχής των παραδοσιακών και των σύγχρονων θεωριών –τη γνωστή διάκριση μεταξύ μηχανικής και οργανικής αλληλεγγύης. Ωστόσο, σε αυτή τη φάση ο Ντυρκέμ δεν έχει ακόμη επεξεργαστεί μία θεωρία του κοινωνικού υποκειμένου. Όταν προτείνει μία τέτοια θεωρία, με την απλή μορφή των ατομικών και συλλογικών αναπαραστάσεων, η μη δυνατότητα σύνδεσής της με το επιχείρημα του Καταμερισμού γίνεται εμφανής. Χωρίς να το παραδεχτεί ρητά ο Ντυρκέμ εγκαταλείπει στο μετέπειτα έργο του την αρχική του θέση περί αλληλεγγύης. Το ίδιο συμβαίνει και με μεταγενέστερους θεωρητικούς, όπως ο Πάρσονς αλλά και ο Mήντ που χρησιμοποιεί ο Χάμπερμας. Οι Πάρσονς και Μήντ, παρά τις διαφορές μεταξύ τους, αναπτύσσοντας μία θεωρία κοινωνικής κατασκευής του ατόμου και κοινωνικής δράσης, δεν υποστηρίζουν ποτέ ότι αυτή αφορά μόνο τις παραδοσιακές ή μόνο τις σύγχρονες κοινωνίες.

Ο Μπουρντιέ επίσης παρουσιάζει την έννοια της έξης ως εφαρμόσιμη τόσο στις παραδοσιακές όσο και στις σύγχρονες –νεωτερικές– κοινωνίες. Τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί για να θεμελιώσει την έννοια αντλούνται τόσο από την μελέτη των Καβύλων όσο και από τη μελέτη της σύγχρονης Γαλλικής κοινωνίας.

Αλλά ο Μπουρντιέ προχωρά και ένα βήμα παραπέρα: η εμπειρικές του έρευνες αντικρούουν τη συχνά προβαλλόμενη θέση για αυξημένη αυτονομία του ατόμου στις σύγχρονες κοινωνίες. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα, ότι τα εμπειρικά παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Μπουρντιέ για την ύπαρξη αυτονομίας και δυνατότητας ανάπτυξης στρατηγικών από τη πλευρά των δρώντων αντλούνται σχεδόν αποκλειστικά από τη μελέτη των Καβύλων – μιας ‘πρωτόγονης’ κοινωνίας η οποία παραδοσιακά θεωρείται ότι αφήνει πολύ μικρότερο ποσοστό αυτονομίας στα άτομα (Μπουρντιέ 2006). Αντίστροφα στις εμπειρικές του αναλύσεις για τις σύγχρονες ταξικές κοινωνίες (στις οποίες συνήθως τα άτομα θεωρούνται πολύ πιο αυτόνομα) ο Μπουρντιέ τονίζει τον καθοριστικό χαρακτήρα της έξης για το άτομο (για παράδειγμα στο πιο ‘προσωπικό’ επίπεδο όπως αυτό του γούστου και της ‘αίσθησης του ωραίου’ (Βourdieu, 1979)).

Οι εμπειρικές αυτές έρευνες  δίνουν μία αδιαμφισβήτητη  απάντηση στη –συχνά υπονοούμενη και όχι ρητά διατυπωμένη– θέση ότι η αυξημένη αυτονομία του ατόμου στις νεωτερικές κοινωνίες είναι βασικά μία εμπειρικά διαπιστωμένη κατάσταση, την οποία απλά οι θεωρίες προσπαθούν να καλύψουν μέσω κατάλληλων μοντέλων για τη κοινωνική δράση και τον δρώντα. Μετά τις αναλύσεις του Μπουρντιέ η διατήρηση στην σύγχρονη κοινωνία του καθοριστικού ρόλου της κοινωνίας για τη συγκρότηση του υποκειμένου αλλά και, ταυτόχρονα, η ταξική διαφοροποίηση των έξεων και η συνεχόμενη αναπαραγωγή των διαφοροποιήσεων αυτών (άρα και των τάξεων) είναι δύσκολο να αμφισβητηθούν. Επαναφέρονται έτσι  στο επίκεντρο της ανάλυσης μερικοί από τους κλασικούς προβληματισμούς της θεώρησης της κοινωνίας –για τον καθορισμό της δράσης, για τις κοινωνικές ανισότητες, κ.λπ.– που φαινομενικά είχαν ‘ξεπεραστεί’ στην σύγχρονη κοινωνική θεωρία. Η εμμονή και επικαιροποίηση αυτών των προβληματικών από τον Μπουρντιέ υποδεικνύει και τον κριτικό χαρακτήρα της θεωρίας του: στο επίπεδο της εμπειρικής ανάλυσης ο Μπουρντιέ στέκεται κριτικά προς τη σύγχρονη κοινωνία.

Η θέση επομένως του Μπουρντιέ ως προς τη νεωτερικότητα, δεν συνίσταται στη θεώρηση μίας ποιοτικής διαφοράς μεταξύ προνεωτερικών και νεωτερικών κοινωνιών. Το βασικό θεωρητικό μοντέλο για την έξη δεν διαφοροποιείται, ενώ η αυτονομία που μπορεί να συνυπάρχει με την έξη δεν είναι αναγκαστικά μεγαλύτερη στη νεωτερικότητα.

Μόνο ως προς την έννοια του πεδίου υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις, τις οποίες όμως ο Μπουρντιέ δεν θεματοποιεί. Τα πεδία αποτελούν επιμέρους ‘χώρους’ του κοινωνικού και η νεωτερική κοινωνία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση νέων πεδίων (όπως αυτό της λογοτεχνικής παραγωγής (Bourdieu, 1992)) που δεν προϋπήρχαν. Ωστόσο ο Μπουρντιέ, όπως θα υποστηριχθεί και παρακάτω, δεν παρουσιάζει ποτέ μία γενική θέση για τον τρόπο ορισμού των πεδίων ή τους παράγοντες πίσω από την εμφάνισή τους.

ΙV. Πέρα από τον Μπουρντιέ

 

Η θεώρηση του Μπουρντιέ, σημαντική όπως είναι, δεν παύει να αφήνει ανοικτά ερωτήματα και σημεία που χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση ακόμη και εντός των πλαισίων που ο ίδιος υποδεικνύει.

Κεντρικό ανάμεσα σε αυτά τα σημεία είναι η ανάγκη μίας μεγαλύτερης ανάλυσης της έννοιας της έξης. Η έξη, όπως την παρουσιάζει ο Μπουρντιέ, συγκεντρώνει προσθετικά μία σειρά από χαρακτηριστικά, χωρίς να προσδιορίζεται το πως συνδέονται μεταξύ τους.

Τα όρια της έξης, για παράδειγμα, παραμένουν αδιευκρίνιστα. Ο Μπουρντιέ χρησιμοποιεί τον όρο για να δηλώσει, αδιαφοροποίητα, βασικά στοιχεία συγκρότησης του ατόμου στην πρώιμη παιδική ηλικία (όπως, για παράδειγμα, η συγκρότηση του φύλου (Bourdieu 1998)) και μία τελική μορφή επαγγελματικής ‘ταυτότητας’ ή ‘ρόλου’ (όπως όταν μιλάει για ‘ακαδημαϊκή έξη’ (Bourdieu 1984)) ή για την έξη του Χάιντεγκερ (Heidegger) ως φιλοσόφου (Bourdieu 1988). Αν η χρήση του ίδιου όρου ενδείκνυται, η ιδιαιτερότητα των διαφορετικών ‘στιγμών’ στη συγκρότηση και δράση του ατόμου θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να προσδιορίζεται.

Αυτό μας φέρνει στο επόμενο σημείο: οι καθαυτό μηχανισμοί δημιουργίας και διατήρησης της έξης, η θέση της στη γενικότερη οικονομία της ψυχής (πχ σε σχέση με ένα βιολογικό υπόβαθρο ή άλλα στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στην έξη)  δεν αναλύονται. Πότε σχηματίζεται η έξη, αν υπάρχουν κρίσιμες και πιο καθοριστικές περίοδοι,9 αν οι μηχανισμοί σχηματισμού της έξης και ενεργοποίησης της αργότερα στην πρακτική δράση είναι οι ίδιοι, αν οι ‘δομημένες αυτές προδιαθέσεις αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο ή υπάρχουν πιθανές συγκρούσεις, και αντίστοιχα ερωτήματα δεν είναι δυνατό να απαντηθούν. Βέβαια αυτά τα ερωτήματα θα μας παρέπεμπαν σε μια πιο αναλυτική θεωρία της ψυχής/του ατόμου που δεν είναι ο στόχος του Μπουρντιέ, ο οποίος κατ’ επανάληψη δηλώνει ότι θέλει να κατασκευάσει θεωρίες που να αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα (εμπειρικά και πρακτικά) ερωτήματα τα οποία για αυτόν σχετίζονται με την ανάλυση της κοινωνίας. Ωστόσο, τα αδιευκρίνιστα αυτά σημεία έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τις κεντρικές θέσεις που παίρνει ο Μπουρντιέ βασισμένος στην έννοια της έξης:

(α) Η ιδιαιτερότητα που αποδίδει ο Μπουρντιέ στον τρόπο κοινωνικής κατασκευής που αποτελεί η έξη, η μη αναγωγιμότητά της σε γνωστικά σχήματα, η ‘σωματικότητά’ της, καθώς και η συνεπαγόμενη ιδιαιτερότητα του επιπέδου της πρακτικής, βασίζονται ακριβώς σε μια θεώρηση ενός επιπέδου μέσα στο άτομο που δεν είναι ούτε βιολογικά δεδομένο αλλά ούτε και γνωστικό και που παραπέμπει σε αντίστοιχο επίπεδο λειτουργίας της κοινωνίας στην καθημερινή ‘πρακτική’. Αν είναι να μη ξαναγυρίσουμε σε μία θεώρηση του κοινωνικού ως (αντικειμενικές) ‘νόρμες’ ή ‘κανόνες’, χρειάζεται η έννοια της έξης να αναλυθεί περαιτέρω.

Μερικές από τις πιο εμπειρικές αναλύσεις του Bourdeiu ως προς τα στοιχεία αυτά περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Για παράδειγμα, η ανάλυσή του για τις (κοινές) αναλογίες που βρίσκονται πίσω από την  αντίληψη για τα φύλα, τους χώρους του σπιτιού, τις εποχές, κ.λπ., στους Καβύλους (Bourdieu 2006) αναπαράγει μια ανάλυση αντίστοιχη με αυτή του Λέβι Στρώς, ανάγοντας μια σειρά από αντιλήψεις και πρακτικές σε ένα μικρό αριθμό προσδιορίσιμων δίπολων εννοιών, δηλαδή ανάγοντας πλήρως την πρακτική σε αντικειμενικά προσδιορίσιμες ‘ιδέες’.

(β) Εκεί όμως που η έλλειψη ιδιαίτερης ανάλυσης στο ορισμό της έξης δημιουργεί φανερά προβλήματα, είναι η θεώρηση μορφών μη καθορισμένης, σχετικά αυτόνομης, δράσης.

Σε θεωρητικό επίπεδο η δυνατότητα ‘ελεγχόμενα ελεύθερης παραγωγής προϊόντων’ που αποδίδει ο Μπουρντιέ στην έξη είναι δύσκολο να συνδυαστεί με τον ορισμό της έξης ως ‘δομημένες προδιαθέσεις’. Θα χρειαζόταν ακριβώς ένας πιο αναλυτικός ορισμός της έξης ώστε να περιλάβει αυτή την ‘ελευθερία’.

Το πρόβλημα επιδεινώνεται όταν ο Μπουρντιέ εισάγει τη στρατηγική δράση, ως μία δράση μεγιστοποίησης ωφέλειας (μορφών κεφαλαίου). Αυτού του τύπου η δράση φαίνεται προκαθορισμένη ως προς την επιδίωξή της (έχει επιχειρηθεί μάλιστα να της δοθεί και βιολογικού τύπου επιβεβαίωση της ύπαρξης της ως καθολικού χαρακτηριστικού της ανθρώπινης κοινωνικής δράσης). 10

Εδώ μπορούμε να δούμε μίας προσπάθεια σύνθεσης μίας δομικής θέσης με μια μορφή θεωριών ορθολογικής επιλογής. Οι θεωρίες αυτές, περιορίζοντας την υπό εξέταση συμπεριφορά  του υποκειμένου στην ‘ορθολογική δράση’ –με την έννοια της επιλογής των πιο κατάλληλων μέσων για ένα σκοπό– μπορούν να αποφύγουν το ερώτημα της ανάγκης μιας γενικής θεωρίας της ατομικής συμπεριφοράς και να εστιαστούν σε μία μόνο –αδιαμφισβήτητη– διάσταση της συμπεριφοράς αυτής, ερμηνεύοντας με βάση τη συμπεριφορά αυτή κοινωνικά φαινόμενα. Ωστόσο, οι στόχοι και οι σκοποί του ατόμου –για την επίτευξη των οποίων γίνεται η επιλογή των μέσων– παραμένουν αυστηρά ατομικοί. Σε αυτό το σημείο οι θεωρίες ορθολογικής επιλογής διατηρούν τη παραδοχή των κλασικών ατομιστικών θεωριών και, ακόλουθα, αντιμετωπίζουν το κλασικό πρόβλημα της ευταξίας (order), δηλαδή την ανάγκη εξήγησης της σύγκλισης επιμέρους και κατ’ αρχήν ανεξάρτητων ατομικών ενεργειών. Εάν όμως οι στόχοι και οι σκοποί είναι κοινωνικά καθορισμένοι, τότε η σύγκλιση αυτή εξασφαλίζεται ενώ ταυτόχρονα ένας βαθμός αυτονομίας αναγνωρίζεται στον δρώντα – η δυνατότητα επιλογής των βέλτιστων μέσων.  Θα μπορούσαμε επομένως να δούμε τον Μπουρντιέ ως προτείνοντα τη θέση αυτή, με την έξη να καθορίζει τους στόχους αλλά όχι και τα μέσα για την επίτευξη τους, συνδυάζοντας έτσι μία κατ’ αρχήν δομική θέση με τη δυνατότητα περιορισμένης αυτονομίας. 11 Πρέπει να

σημειωθεί ότι η ανακατασκευή της παραδοσιακής θεωρίας της δράσης από τον (πρώιμο) Πάρσονς είναι αντίστοιχη (Parsons, 1937). Ο Πάρσονς όμως δεν τονίζει όσο ο Μπουρντιέ την δυνατότητα διατήρησης της ‘στρατηγικής δράσης’ με στόχο τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας μέσα στο πλαίσιο των κανονιστικών νορμών που (επι)καθορίζουν τη δράση. Με αυτό τον τρόπο μία εργαλειακά ορθολογική δράση μπορεί να συνδεθεί με τις ‘δομημένες προδιαθέσεις’ της έξης και να ενταχθεί σε μια γενικότερη θεώρηση του κοινωνικού και μια κατά βάση δομική προσέγγιση μπορεί να ενσωματώσει στρατηγικού τύπου δράσεις.

Ωστόσο το ερώτημα είναι αν αυτού του τύπου η δράση αποτελεί την ‘ελεύθερη παραγωγή’ που αποδίδει στην έξη ο Μπουρντιέ ή όχι και, επιπλέον, πως μπορεί να συνδυαστεί με τις δομημένες προδιαθέσεις της έξης. Βασίζεται σε μία ‘τάση’ ενυπάρχουσα στον άνθρωπο σε κάθε κοινωνία;12 Πάνω στο θέμα αυτό ο Μπουρντιέ παρατηρεί: ‘Για να εξηγήσουμε γιατί όλα τα πεδία είναι χώρος ανταγωνισμού και διαμάχης, δεν είναι ανάγκη να επικαλεστούμε μία εγωιστική ή επιθετική ‘ανθρώπινη φύση’ ή μία ‘επιθυμία για εξουσία’…είναι ή ίδια η δομή του πεδίου, δηλαδή η δομή της (άνισης) κατανομής των διαφόρων μορφών κεφαλαίου, το οποίο …ευνοεί στρατηγικές…’ (Bourdieu, 1997, 183). Αλλά βέβαια το επιχείρημα είναι κυκλικό: γιατί όλα τα πεδία είναι δομημένα έτσι; Αναπτύσσεται μέσω της έξης, παράλληλα με αυτήν, ή σε αντιδιαστολή; Ενισχύεται ή αποδυναμώνεται από τη έξη; Είναι προφανές ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι κρίσιμα για οποιαδήποτε θεώρηση της ανθρώπινης κοινωνίας και του μέλλοντός της, αλλά, στο πλαίσιο της θεώρησης του Μπουρντιέ δε μπορούν να δοθούν.

Παράλληλα, υπάρχει το ερώτημα για τη θέση της έλλογης, προθεσιακής και συνειδητής δράσης που επιδιώκει συνειδητά κάποια κοινωνική αλλαγή. Ο Μπουρντιέ δε συζητά αυτόν το τύπο δράσης στο παρόν βιβλίο και σε όλα τα άλλα έργα του της περιόδου αυτής.13 Αυτή είναι, αναμενόμενα, και η κριτική από τη πλευρά της γερμανικής παράδοσης γύρω από τον Χάμπερμας Το κάνει όμως, αν και πάλι διστακτικά και όχι σε έκταση,  στο ύστερο έργο του στο οποίο τον απασχολεί η οριοθέτηση της (κοινωνικής) επιστημονικής γνώσης. Είναι ‘η σχετική αυτονομία του συμβολικού επιπέδου η οποία, σε όλες τις περιπτώσεις και ιδιαίτερα σε περιόδους στις οποίες οι προσδοκίες και οι δυνατότητες δεν συμπίπτουν, μπορεί να αφήσει ένα περιθώριο ελευθερίας για πολιτική δράση που στοχεύει στην επαναδημιουργία του χώρου των δυνατοτήτων’ (Bourdieu, 1997, 234). Πως όμως μπορούμε να θεωρήσουμε δυνατή την συνύπαρξη, μέσα στον δρώντα, των δομημένων προδιαθέσεων της έξης και της αυτονομίας αυτής; αναφέρονται σε διαφορετικά επίπεδα, το ένα (των δομημένων προδιαθέσεων) ‘σωματικό’ και το άλλο γνωστικό; Η συνυπάρχουν σε μία ενιαίου τύπου δράση;

Ίσως, στο πνεύμα του Μπουρντιέ, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη στρατηγική δράση, την (εμπειρική) ύπαρξη της οποίας τόσο πειστικά δείχνει ο ίδιος, ως πραγματικά βασισμένη σε μία σταθερά της ανθρώπινης συμπεριφοράς, έξω και ανεξάρτητα από την έξη (και στην οποία η έξη δίνει ακριβώς τα όρια και τους στόχους). Ταυτόχρονα, η περιορισμένη ελευθερία που επιτρέπει η έξη μπορεί να γίνει κατανοητή σε σχέση με τη σωματικότητα της έξης, με την έννοια μίας εγγενούς απροσδιοριστίας που εμπεριέχεται στις ‘δομημένες προδιαθέσεις’ οι οποίες ποτέ δεν καθορίζουν απόλυτα και με μηχανικό τρόπο τη δράση. Και τέλος, η συνειδητή και έλλογη δράση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βασισμένη σε κατ’ αρχήν γνωστικές διαδικασίες που βασίζονται και συμπληρώνουν τον τρόπο λειτουργίας της έξης.

Προϋπόθεση όμως για μία τέτοια, ή και οποιαδήποτε άλλη, θεώρηση είναι η περαιτέρω διερεύνηση και ανάλυση του πλέγματος των καθορισμών αλλά και δυνατοτήτων που εμπεριέχονται στην έννοια της ‘έξης’. Επίσης, στο επίπεδο της εμπειρικής διερεύνησης της δράσης, παραμένει ζητούμενο η χρήση και των άλλων μορφών δράσης ως επεξηγηματικών στοιχείων και όχι μόνο της στρατηγικής δράσης όπως κάνει ο Μπουρντιέ σε όλες τις εμπειρικές του αναλύσεις.14

Παράλληλα με τα προβλήματα που αναφέρονται στην έννοια της έξης, υπάρχουν εγγενή προβλήματα και στην έννοια του πεδίου. Ο ορισμός που δίνει ο Μπουρντιέ στο πεδίο βασίζεται στις διάφορες μορφές κεφαλαίου που ο κάθε δρών κατέχει, παρουσιάζοντας τις μορφές αυτές ως αντικειμενικά ορίσιμες και (ιδεατά) μετρήσιμες με τη μορφή μιας συνάρτησης πολλών μεταβλητών. Οι έξεις καθορίζονται από τις μορφές αυτές του κεφαλαίου και βοηθούν στην αναπαραγωγή τους. Ωστόσο, εκτός από το οικονομικό κεφάλαιο και ίσως το εκπαιδευτικό οι άλλες μορφές κεφαλαίου δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν και να μετρηθούν, και είναι χαρακτηριστικό ότι δεν το επιχειρεί πουθενά ο Μπουρντιέ (Δίνει μόνο δυσδιάστατους πίνακες που αντιστοιχούν, ακριβώς στο οικονομικό και το εκπαιδευτικό κεφάλαιο).15 Το κεντρικό όμως ερώτημα είναι αν το πεδίο –που ουσιαστικά είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Μπουρντιέ για την κοινωνική δομή – είναι δυνατό να περιγραφεί τελείως ‘αντικειμενικά’ και ανεξάρτητα από τις έξεις των δρώντων που αντιστοιχούν σε αυτό. Αν ναι, επιστρέφουμε σε έναν αντικειμενισμό για τη κοινωνική δομή, η υπέρβαση του οποίου, όμως, είναι κεντρικός και ρητός στόχος του Μπουρντιέ. 

Μπορεί να παρατηρηθεί εδώ ότι ο Μπουρντιέ δεν έχει κάποιο λόγο να ορίσει με αυτόν τον τρόπο το πεδίο. Η ανάλυση που κάνει απλά βασίζεται στην προσπάθεια μεγιστοποίησης διάφορων μορφών κεφαλαίου από τη πλευρά των δρώντων. Η ύπαρξη αυτών των μορφών κεφαλαίου θα μπορούσε κάλλιστα, χωρίς να αλλάζει τίποτε στο επιχείρημα, να έπεται. Το πεδίο θα μπορούσε να οριστεί μέσω της ομοιότητας και ομοιογένειας των έξεων των έξεων και όχι αντίστροφα.

Τα παραπάνω αναφέρονται στον εσωτερικό, κατά κάποιο τρόπο, ορισμό του πεδίου, δηλαδή στα συστατικά του στοιχεία και τις ιδιότητές τους. Αλλά αυτά τα στοιχεία δεν εξηγούν γιατί υπάρχουν αυτά τα πεδία και όχι άλλα σε κάθε χρονική στιγμή, πως διαφοροποιούνται και πως εμφανίζονται νέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τις συχνές αναφορές στη ‘γένεση’ των πεδίων o Μπουρντιέ δεν παρουσιάζει ποτέ μία θεωρία για τους αιτιακούς παράγοντες πίσω από την εμφάνιση ενός πεδίου. 16 Είναι ενδεικτική η παρουσίαση της εμφάνισης ενός νέου πεδίου, αυτoύ της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής (Bourdieu, 1992). Ο Μπουρντιέ εστιάζεται στο πως σχετίζεται αυτό το πεδίο με την οικονομία, για παράδειγμα, τι τύπων έξεων δημιουργεί, αλλά όχι στο γιατί εμφανίζεται. Το ίδιο ισχύει για τη συζήτηση για το κράτος, το ‘γραφειοκρατικό πεδίο’ (Bourdieu, 1997). Τα πεδία που αναλύει παρουσιάζονται σαν βασισμένα σε επιμέρους λειτουργίες (το ακαδημαϊκό πεδίο, το πεδίο της τέχνης, κλπ) ή απλά αναφέρονται σε μεγάλους επιμέρους τομείς της κοινωνίας όπως η οικονομία ή το κράτος. Ο Μπουρντιέ δεν αναλύει ποτέ το συνολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εντασσόταν η αναφορά του στα πεδία (συστημική ανάλυση; λειτουργική; άλλη;).

Αυτές οι ελλείψεις όσον αφορά την έννοια του πεδίου είναι διαφορετικής τάξης –στο συνολικό θεωρητικό σχήμα του Μπουρντιέ- από τα προβλήματα τα σχετικά με την έννοια της έξης. Η ανάλυση της έξης είναι το εστιακό σημείο της θεωρίας του

Μπουρντιέ. Αντίθετα, το πεδίο παραμένει πάντα το υπόβαθρο, η σκηνή στην οποία λαμβάνει χώρα η δράση. Eίναι η ίδια η δράση και οι φορείς της που αποτελούν το αντικείμενο της πραγματικής θεωρητικής ανάλυσης. Αυτές οι διαδικασίες συμβαίνουν πάντα σε ήδη υπάρχοντα κοινωνικά ‘πεδία’ τα οποία συνέχεια αναπαράγουν η/και μετασχηματίζουν. Μια γενική θεωρία για τα πεδία θα προϋπόθετε την παραδοχή δι-ιστορικών σταθερών που ισχύουν για όλες τις κοινωνίες στο πρότυπο ίσως του ύστερου Πάρσονς. Αλλά αυτό που η θεώρηση του Μπουρντιέ υποδεικνύει είναι ακριβώς η ρευστότητα της πρακτικής και η μη προσδιορισιμότητα της έξης. Άρα η αναζήτηση σταθερών στην ανάλυση των πεδίων όχι μόνο δεν είναι επιθυμητή, δεν είναι καν δυνατή. Ίσως λοιπόν η έλλειψη κάθε αναφοράς στη δυνατότητα μίας γενικής θεωρίας των κοινωνικών πεδίων από τον Μπουρντιέ να υποδεικνύει και την ιδιαιτερότητα του τύπου της θεώρησης την οποία προσφέρει. Πρόκειται όχι για μια γενική θεωρία της κοινωνίας ως δεδομένο σύνολο, αλλά για μια θεωρία των βασικών μηχανισμών που παράγουν και αναπαράγουν το κοινωνικό. Μπορεί επομένως να είναι αυτό το είδοςθεωρίας και αυτός ο τύπος ερωτημάτων για τη κοινωνία και το άτομο στα οποία πρέπει να επικεντρωθεί η κοινωνική θεωρία σήμερα.

Δραστηριότητες-Ασκήσεις

 1. Συγκρίνατε τη θέση του Giddens ως προς τη σχέση δομής/δράσης με αυτή του  Βourdieu. Ποιες οι διαφορές;

2. Η δυνατότητα ανάπτυξης στρατηγικών που υποστηρίζει ο Bourdieu ότι πάντα ενυπάρχουν είναι πραγματικά δυνατό να συνδεθεί με την έννοια της έξης;

3. Ο τύπος δράσης που χρησιμοποιεί ο Bourdieu στην ανάλυση του πεδίου είναι ο εργαλειακός ορθολογικός που αναφέρεται στη μεγιστοποίηση της ωφέλειας. Συμβιβάζεται αυτός ο τύπος δράσης με την έννοια της έξης; 

Βιβλιογραφία

 Bourdieu, P. (1977) Outline of a Theory of Practice, Cambridge, Cambridge University Press.

Bourdieu, P. (1979) La Distinction: critique sociale du jugement, Παρίσι, Minuit (ελληνική μετάφραση: Η διάκριση: κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης, Αθήνα, Πατάκης, 1999).

Bourdieu, P. (1980) Le sens pratique, Παρίσι, Minuit (ελληνική μετάφραση: Η αίσθηση της πρακτικής, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2006)

Bourdieu, P., (1982) Ce que parler veut dire: L’ economie des echanges linguistiques, Παρίσι, Fayard.

Bourdieu, P. (1984) Homo Academicus, Παρίσι, Minuit.

Βourdieu, P., (1988) L’ontologie politique de Martin Heidegger, Παρίσι, Minuit.

Bourdieu, P. (1989) La noblesse d’etat: Grandes Ecoles et leur public, Παρίσι, Minuit.

Bourdieu, P. (1992) Les Regles de l’art: genese et structure du champ litteraire, Παρίσι, Seuil

Bourdieu, P., (1997) Meditations Pascaliennes: elements pour une philosophie negative, Παρίσι, Seuil (αγγλική μετάφραση: Pascalian Meditations, Cambridge, Polity, 2000)

Bourdieu, P. (1998) La domination masculine, Παρίσι, Seuil (ελληνική μετάφραση: Η ανδρική κυριαρχία, Αθήνα, Δελφίνι, 1994)

Bourdieu, P. (1997) ‘De la maison du roi a la raison d’etat: un modele de lagenese duchamp buraucratique’, Actes de la recherche en sciences sociales, 118, 1997.

Bourdieu, P. (1999) ‘Κοινωνικός χώρος και γένεση των τάξεων’ στο Γλώσσα και συμβολική εξουσία, Αθήνα, Ινστιτούτο του βιβλίου –Α. Καρδαμίτσα.

Bourdieu, P. (2000) Les structures sociales de l’economie, Παρίσι, Seuil.

Bourdieu, P & Darbel, A. (1966) L’amour de l’art: les mussees europeens et leur public, Παρίσι, Minuit

Bourdieu, P. & Passeron, J.C. (1964) Les heritiers: les etudiants et la culture, Παρίσι, Minuit, (ελληνική μετάφραση: Οι κληρονόμοι: οι φοιτητές και η κουλτούρα, Αθήνα, Ινστιτούτο του βιβλίου- Α. Καρδαμίτσα, 1993)

Bourdieu, P. & Passeron, J.C. (1970) La Reproduction:  elements pour une theorie du systeme d’enseignement, Παρίσι, Μinuit

DiMaggio, P. (1979) “Review Essay on P. Bourdieu’, American Journal of Sociology. Vol. 84, no. 6.

Durkheim, E. (1984), The Division of Labour in Society, Λονδίνο, MacMillan.

Giddens, A. (1982) Profiles and Critiques in Social Theory, Λονδίνο, Macmillan.

Giddens, A. (1984) The Constitution of Society, Cambridge, Polity

Giddens, A. (1990) The Consequences of Modernity, Cambridge, Polity (ελληνική μετάφραση: Οι συνέπειες της νεωτερικότητας, Αθήνα, Κριτική, 2001).

Giddens, A. (1991) Modernity and Self-Identity, Cambridge, Polity.

Freud, S. (1974) Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, Αθήνα, Επίκουρος.

Habermas, J. (1989) The Theory of Communicative Action, 2 τόμοι, Cambridge, Polity.

Habermas, J. (1992) ‘Individuation through Socioalization: On G.H. Mead’s Theory of Subjectivity’ στο Postmetaphysical Thinking, Cambridge, Polity.

Honneth, A. (1986) ‘The fragmented World of Symbolic Forms: reflections on P. Bourdieu’s Sociology of Culture’, Theory, Culture and Society, vol. 3, no. 3.

Mead, G. H. (1962) Mind, Self and Society, Σικάγο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις.

Parsons, Τ. (1937) The Structure of Social Action, Νέα Υόρκη, The Free Press.

Parsons, T & Shills, E. (eds) (1962) Towards a General Theory of Action, Νέα Υόρκη, The Free Press.