126
1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ, ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Ηλίας Μιχαηλίδης ΤΙΤΛΟΣ Τριφύλλια, Θυρεοί και Κανόνια….Λογότυπα Ευρωπαϊκών Ομάδων Ποδοσφαίρου: μια ιστορική, κοινωνιολογική και σημειωτική Ανάγνωση ΕΠΟΠΤΡΙΑ: Ιφιγένεια Βαμβακίδου, Επίκουρος Καθηγήτρια ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΤΕΣ: Αργύρης Κυρίδης, Καθηγητής Αγγελική Τσαπακίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΦΛΩΡΙΝΑ 2010

šŁ€Ž£⁄ŠœŽ fl¥⁄ŽıŠ£ œ‚ıŁfl šŽ‚£ €¡ fi¡‚œœ‚ œŁ⁄‚€⁄¥§Ž‚ı'š £€ ¥fl'šsemiotics.nured.uowm.gr/docs/ergasies/Logotypa... ·

  • Upload
    others

  • View
    12

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • 1

    ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

    ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ, ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

    Μεταπτυχιακή Διπλωματική ΕργασίαΗλίας Μιχαηλίδης

    ΤΙΤΛΟΣ«Τριφύλλια, Θυρεοί και Κανόνια….»

    Λογότυπα Ευρωπαϊκών Ομάδων Ποδοσφαίρου: μια ιστορική, κοινωνιολογικήκαι σημειωτική Ανάγνωση

    ΕΠΟΠΤΡΙΑ:

    Ιφιγένεια Βαμβακίδου, Επίκουρος Καθηγήτρια

    ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΤΕΣ:

    Αργύρης Κυρίδης, Καθηγητής

    Αγγελική Τσαπακίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια

    ΦΛΩΡΙΝΑ 2010

  • 2

    ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Α. ΘεωρητικόΙ. Κοινωνιολογία και Ιστορία, συνάντηση επιστημονικών πεδίων, ΚριτικήΑνάλυσηII. Περί ποδοσφαίρου ως πολιτισμικού και καταναλωτικού προϊόντοςIII. Ιστορικές και κοινωνικές παράμετροιIV. Σύγχρονες έρευνες για το ποδόσφαιρο

    Β. Ερευνητικό ΥλικόI. ΜεθοδολογίαII. Ποσοτική ανάλυσηIII. Συνταγματικός άξονας

    Γ. ΑνάλυσηΙ. Αποτελέσματα - ΣυζήτησηΙΙ. Εφαρμογή - Ανάλυση

    ΒιβλιογραφίαΠαράρτημα

  • 3

    Πριν από εφτακόσια χρόνια ο Εδουάρδος B', o βασιλιάς της Aγγλίας, την έθεσε εκτός

    νόμου. Ο Σαίξπηρ τη διακωμώδησε. Οι «διανοούμενοι» της επιτέθηκαν με μίσος.

    Αλλά, παρ’ όλες τις διώξεις και τις προσβολές, η Αυτού Εξοχότητα η «μπάλα» νίκησε.

    Οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας του ποδοσφαίρου ξεπερνούν το άθροισμα των

    υπηκόων του Μεγαλέξανδου, του Τζένγκινς Χαν και του Ταμερλάνου. Στα τριάντα

    δισεκατομμύρια θεατές ανήλθε η συνολική τηλεθέαση στο τελευταίο Παγκόσμιο

    Κύπελλο.

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Σκοπός της έρευνας είναι να εντοπίσουμε τις ιστορικές και κοινωνικέςπαραμέτρους στην εικόνα που προβάλλουν οι ευρωπαϊκές ομάδες ποδοσφαίρου ωςεπίσημη αναγνωρίσιμη ταυτότητά τους.

    Παρόμοια το ερευνητικό πρόβλημα αναφέρεται στην εικόνες και στα σύμβολαπου επιλέγονται ως ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές, εθνικές, θρησκευτικές, τοπικές,ευρωπαϊκές ορίζουσες για την αναπαραγωγή της στερεότυπης συλλογικήςταυτότητας.

    Tο θέμα επιλέχτηκε με κριτήριο την πρότερη γνώση και ειδίκευσή μας στον

    αθλητισμό σε προπονητικό και εκπαιδευτικό πεδίο. Σε συνάρτηση με τις

    μεταπτυχιακές σπουδές μας στις πολιτισμικές αναλύσεις του 20ού αιώνα

    ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΕΡΩΤΗΜΑ

    Ιστορικοκοινωνικέςαναπαραστάσεις στα

    logos

    ΣκοπόςΣτερεότυπα

    καιΣυλλογικέςΤαυτότητες

    ΜέθοδοιΠοσοτική ανάλυση

    Σημειωτικήταξινόμηση

    ΑποτελέσματαΠαραδειγματικός

    άξοναςΚαι τετράγωνο

    GreimasΣΥΝΤΑΓΜΑ

    ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑΤΕΤΡΑΓΩΝΟ

    GREIMAS

  • 4

    οριοθετούμε τον αθλητισμό και ειδικότερα το ποδόσφαιρο στην «μαζική κουλτούρα»

    και στην αντικειμενοποίηση της άθλησης, όπως αυτή εμφανίζεται μεταπολεμικά στην

    Ενωμένη Ευρώπη, αλλά και διεθνώς.

    Ακολουθώντας τις θεωρίες της Κριτικής Σχολής της Φρανκφούρτης για την

    κουλτούρα, αλλά και την Βρετανική σχολή του R. Williams για την μαρξική και

    μαρξιστική ανάλυση της αλλοτρίωσης και της εμπορευματοποίησης του ελεύθερου

    χρόνου αναζητούμε το υπό ανάλυση υλικό στο δημοσιευμένο γλωσσικό και οπτικό

    κείμενο των ευρωπαϊκών ομάδων ποδοσφαίρου.

    Τα θεωρητικά πεδία που εμπλέκονται, όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία και οι

    πολιτισμικές θεωρίες μας οδηγούν σε κοινά μεθοδολογικά εργαλεία, όπως

    χρησιμοποιούνται από τον 20ό αιώνα κυρίως για θέματα «μαζικής κουλτούρας,

    υποκουλτούρας και ταυτοτήτων, ετεροτήτων».

    Οι μέθοδοι προέρχονται από την ιστορική, κοινωνιολογική ανάλυση, όπως

    αυτές συναντώνται στις πολιτισμικές Σπουδές με δίαυλο τις επικοινωνιακές και

    κοινωνικές μελέτες.

    Τα ερωτήματα δεν αποτελούν προκαθορισμένες υποθέσεις, αλλά

    προκύπτουν από το ίδιο το υλικό μετά τη συλλογή και την ταξινόμησή του.

    Η συλλογή του υλικού διήρκησε μία χρονιά και στη συνέχεια δοκιμάσαμε

    ποικίλες σημασιολογικές ταξινομήσεις για να καταλήξουμε στην ποσοτική ανάλυση

    περιεχομένου λόγω του πλήθους (119 logos) και στην ποιοτική σημειωτική του

    γλωσσικού και οπτικού υλικού ακολουθώντας την κοινωνική σημειωτική των Gunther

    Kress και Theo van Leeuwen (2006) για την εικόνα-σημείο για να καταλήξουμε στον

    προγενέστερο Greimas, που όρισε τις αντιθέσεις και αντιφάσεις των θετικά και

    αρνητικά σεσημασμένων (1983).

    Το υλικό αποτελείται από 119 logos-λογότυπα, τα οποία εντοπίσαμε στο

    αρχείο της UEFA με την οποία επικοινωνήσαμε για την άδεια της έρευνας και την

    αναζήτηση του υλικού.

    Μετά την θετική ανταπόκριση συλλέξαμε το υλικό ψηφιακά και ταξινομήσαμε

    ακολουθώντας τον παραδειγματικό άξονα της σημειωτικής τεχνικής, ενώ ποσοτικά με

    την περιγραφική στατιστική μετρήσαμε τις σταθερές και τις μεταβλητές, όπως αυτές

    προέκυψαν από την ποιοτική θεματική καταγραφή.

    Στην αρχή της μελέτης επιχειρούμε να ορίσουμε τα όρια συνάντησης της

    Κοινωνιολογίας με την Ιστορία ως συνάντηση επιστημονικών πεδίων και εστιάζουμε

    στην Κριτική Ανάλυση των πολιτισμικών Σπουδών με μια σύντομη αναδρομή σε

    Μαρξιστές θεωρητικούς της κουλτούρας. Ειδικότερα η εργασία δομείται ως εξής:

  • 5

    Α. Θεωρητικό τμήμαΙ. Κοινωνιολογία και Ιστορία, συνάντηση επιστημονικών πεδίων, Κριτική

    Ανάλυση

    II. Περί ποδοσφαίρου ως πολιτισμικού και καταναλωτικού προϊόντος

    III. Ιστορικές και κοινωνικές παράμετροι

    IV. Σύγχρονες έρευνες για το ποδόσφαιρο

    Β. Ερευνητικό Υλικό

    I. Μεθοδολογία

    II. Ποσοτική ανάλυση περιεχομένου

    Γ. Ανάλυση

    Ι. Σημειωτική ταξινόμηση

    ΙΙ. Αποτελέσματα

    ΙΙΙ. Παρατηρήσεις.

    Για την εκπόνηση και ολοκλήρωση της μελέτης αυτής ευχαριστίες οφείλουμε

    στους δασκάλους του μεταπτυχιακού, στις γόνιμες συζητήσεις με τους συμφοιτητές

    και ειδικότερα με την τριμελή επιτροπή.

  • 6

    ΕισαγωγήΔεν υπάρχουν μηνύματα που μαζικοποιούν, ούτε μαζική κουλτούρα, αλλά μόνο mass media

    (Umberto Eco)

    Οι πολιτισμικές σπουδές, σήμερα προσβλέπουν στη δημιουργία ενός πεδίου,

    όπου διαφορετικά και πολύπλοκα πεδία ενδιαφέροντος να μπορούν να συνδυαστούν

    σε ένα ενιαίο σύμπαν (Nelson; Treichler & Grossberg, 1992:9). Η Lata Mani μας λέει

    πως «οι νέες πολιτικές της διαφοράς – φυλετικής, σεξουαλικής, πολιτισμικής,

    εθνικής- μπορούν να συνδυαστούν και αρθρωθούν σε όλη την εκπληκτική τους

    πολυπλοκότητα» μέσα σε αυτό το πεδίο (στο Nelson; Treichler & Grossberg, ibid).

    Ωστόσο και παρά τα στοιχεία της επιστημονικής περιοχής, της μεθοδολογίας,

    και των πνευματικών τους καταβολών, οι πολιτισμικές σπουδές κάθε άλλο παρά

    παραδοσιακή επιστήμη μπορεί να θεωρείται. Ως χώρος κατ’ εξοχήν διεπιστημονικός

    αντιμετωπίζεται με δυσπιστία από της άλλες επιστήμες, ενώ οι μελέτες του

    αξιοποιούν υλικό από οποιονδήποτε κλάδο μπορεί να προσφέρει πληροφορίες για

    την παραγωγή πολιτισμικής γνώσης στην πορεία μιας έρευνας. Έτσι το περιβάλλον

    κάθε φορά καθορίζει τα ερωτήματα και αυτά με τη σειρά τους την «…επιλογή της

    ερευνητικής πρακτικής» (στο Nelson; Treichler & Grossberg, ibid).

    Σε ό,τι αφορά στην επιλογή της μεθόδου όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι

    απαιτούν εξαντλητική δουλειά και ενδελεχή σκέψη μιας και δεν υπάρχουν εγγυήσεις

    τόσο για τα ερωτήματα όσο και για τα πλαίσια μέσα στα οποία θα τεθούν. Κατά

    αναλογία οι πολιτισμικές σπουδές χρησιμοποιούν μεθόδους όπως η ανάλυση

    κειμένου, η αποδόμηση, η εθνογραφία, οι συνεντεύξεις, η ανάλυση περιεχομένου, η

    επιτόπια έρευνα και η σημειωτική προκειμένου να οδηγηθούν στην καλύτερη

    κατανόηση και την γνώση (Nelson; Treichler & Grossberg, ibid).

    Προσπαθώντας να ορίσει κανείς τις πολιτισμικές σπουδές θα μπορούσε να

    πει πως πρόκειται για ένα δι-επιστημονικό, δια-επιστημονικό πεδίο που λειτουργεί

    προσπαθώντας να συμπεριλάβει στο χώρο του τόσο μια ευρεία ανθρωπολογική

    προσέγγιση όσο και μια πιο στενή ανθρωπιστική (Nelson; Treichler & Grossberg,

    ibid). Ειδικότερα, απορρίπτοντας την παραδοσιακή ταύτιση του πολιτισμού με την

    υψηλή κουλτούρα, και όπως μας πληροφορούν οι Nelson; Treichler & Grossberg, οι

    πολιτισμικές σπουδές μελετούν ολόκληρο το φάσμα «των τεχνών, των θεσμών, των

    αντιλήψεων και των επικοινωνιακών πρακτικών μιας κοινωνίας» (στο Nelson;

    Treichler & Grossberg, ibid).

    Στην προσπάθεια ορισμού της κουλτούρας και του περιεχομένου της ο

    Williams (1982) την ορίζει τόσο στο συμβολικό όσο και στο υλικό πεδίο και κατά

    συνέπεια δεν θα ήταν σωστό να μελετάμε τον ένα τομέα εις βάρος του άλλου, αλλά

  • 7

    πολύ περισσότερο να καταπιανόμαστε με την σχέση που έχουν μεταξύ τους. Έτσι οι

    πολιτισμικές σπουδές κατανοούν την κουλτούρα ως τρόπο ζωής (ιδέες, στάσεις,

    γλώσσες) και ως μια σειρά πολιτισμικών πρακτικών (κείμενα, φόρμες, αρχιτεκτονική)

    και όπως λέει ο Hall ως ένα «συνεκτικό χώρο», όπου «εκτυλίσσονται οι πρακτικές, οι

    αναπαραστάσεις, οι γλώσσες και τα έθιμα κάθε συγκεκριμένης ιστορικής κοινωνίας»

    (στο Nelson; Treichler & Grossberg, ibid).

    Σε ό,τι αφορά στην ιστορία των πολιτισμικών σπουδών μπορούμε να

    αναγνωρίσουμε στον Williams την απαρχή του βρετανικού παραδείγματος με τα έργα

    του Culture and Society (1958) και The Long Revolution (1961) όπου προσπαθεί να

    θέσει τις θεωρητικές βάσεις των σχέσεων κουλτούρας και κοινωνίας.

    Ο Hoggart (2009) παράλληλα γράφει το έργο The Uses of Literacy, όπου

    ανιχνεύει τις σχέσεις της γλώσσας, των πεποιθήσεων, των αξιών, της οικογενειακής

    ζωής, των σχέσεων των φύλων με θεσμούς της βρετανικής εργατικής τάξης όπως οι

    αθλητικοί αγώνες ενώ καταγράφει την ανάδυση της αμερικανικής λαϊκής κουλτούρας

    σε βάρος της βρετανικής. Ο ίδιος, στην πιο σημαντική στιγμή της ιστορίας των

    πολιτισμικών σπουδών, την ίδρυση του Κέντρου Σύγχρονων Πολιτισμικών Σπουδών

    στο Birmingham, γίνεται διευθυντής που αργότερα τον διαδέχεται ο Hall. Μετά από

    πολλά χρόνια διαπραγμάτευσης με την μαρξιστική θεωρία, τη σημειωτική, αλλά και

    άλλες παραδόσεις της κοινωνιολογίας και της εθνογραφίας το έργο του Κέντρου

    συνοψίστηκε σε ένα όγκο μελετών για τις υποκουλτούρες και την θεωρία τους

    (Nelson; Treichler & Grossberg, ibid).

    Πέραν από την δουλειά της βρετανικής σχολής στις υποκουλτούρες υπάρχει

    μια ευρέως διαδεδομένη άποψη για τις πολιτισμικές σπουδές ως σπουδών στη λαϊκή

    κουλτούρα. Αυτό έχει να κάνει με τον χώρο που δίνουν οι τελευταίες στις μελέτες

    τους στο τομέα της λαϊκής παραγωγής, των τρόπων και της λειτουργίας της λαϊκής

    κουλτούρας γενικότερα. Ενός τομέα που οι παραδοσιακή επιστημονικοί κλάδοι της

    γλωσσολογίας, της φιλολογίας, της ιστορίας και της ανθρωπολογίας κρατούσαν

    μακριά από τα ενδιαφέροντα των μελετών τους. Ωστόσο οι πολιτισμικές σπουδές δεν

    ασχολούνται μόνο με την λαϊκή κουλτούρα, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν μελέτες που

    αφορούν σε έργα του Shakespeare ή στην αισθητική (elit), με άλλα λόγια ένα ευρύ

    φάσμα ενδιαφερόντων, που καλύπτει το σύνολο της ανθρώπινης δράσης. Oι

    σημαντικότεροι λόγοι ενασχόλησης με την λαϊκή κουλτούρα έχουν να κάνουν με το

    ενδιαφέρον για τις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ «διαφορετικών πολιτισμικών τομέων»

    και έτσι αναγκαστικά μελετώνται η αλληλεπίδραση και ο αλληλοκαθορισμός των

    λαϊκών πεποιθήσεων και άλλων «σχηματισμών του λόγου» (στο Nelson; Treichler &

    Grossberg, ibid).

  • 8

    Οι πολιτισμικές σπουδές από νωρίς ανέπτυξαν ενδιαφέρον για την

    καθημερινή ζωή και τους τρόπους, που οι πολιτισμικές πρακτικές των ανθρώπων

    μιλούν τελικά για την ζωή τους και στη ζωή τους.

    Οι πολιτισμικές σπουδές βρίσκονται πάνω στην διατομή των διαφόρων

    αυτών απόψεων για την νεοτερικότητα. Οι φόβοι του Ντιούι πως η νεοτερικότητα

    συνιστά απειλή για την κοινότητα (Cahoone,1988), δημιουργήθηκαν αλλά μπορεί και

    να διαψευστούν από τις νέες μορφές κοινωνικής επικοινωνίας.

    Οι αμερικανικές πολιτισμικές σπουδές, που συχνά τείνουν προς την

    κοινωνιολογία η την ανθρωπολογία και αντικατοπτρίζονται σε έργα του Carey James

    (2009), μοιάζουν από πολλές απόψεις με την εικόνα του Williams για την εν εξελίξει

    κοινότητα, όπου οι μορφές επικοινωνίας ενσωματώνουν δομές και κοινωνικές

    σχέσεις και από τις οποίες μπορεί να κριθεί η ίδια η νεοτερικότητα. Παράλληλες

    θεωρίες για την κουλτούρα εντοπίζονται και σ’ άλλες μαρξιστικές αναλύσεις, όπως

    αυτή του Γκράμσι (1971) για την «ύλη και την εικόνα»: (...)Η συντηρητική νεοηγεμονία

    παρουσιάζεται ως μια σύνθεση που προσφέρει στις εθνικές και κοινωνικές ομάδες

    που είναι περισσότερο απομακρυσμένες από το Κέντρο των Κέντρων (τον λευκό

    ευημερούντα άνδρα) ένα φτηνό υποκατάστατο της επιτυχημένης πραγματοποίησης

    του american way of life. Ο αμερικανιστικός πολιτισμός είναι πολιτισμός της εικόνας,

    ακριβώς επειδή βασίζεται στη ριζοσπαστικοποίηση και τη γενίκευση του φετιχισμού:

    πρόκειται ωστόσο για μια εικόνα που δεν συνοδεύει αλλά υποκαθιστά την

    πραγματικότητα. Λόγω της φυσικής ροπής του προς το πλαστό, ο αμερικανισμός είναι

    αναγκασμένος παντού και πάντα να επιχειρεί να ξεριζώσει ή να εξορκίσει

    οποιοδήποτε στοιχείο αυθορμητισμού, ανθρώπινης εξέγερσης απέναντι στην

    κυριαρχία, «δημιουργικού λαϊκού πνεύματος», δηλαδή αυτό ακριβώς το στοιχείο που,

    σύμφωνα με τον Γκράμσι, θα έπρεπε να συνδυαστεί με τη «συνειδητή οργάνωση»

    στην προοπτική δημιουργίας ενός ανώτερου πολιτισμού. Δύο όροι αποτελούν σήμερα

    το αναλυτικό κέντρο τόσων και τόσων ταμπού: οι τάξεις (οι κοινωνικές σχέσεις

    παραγωγής) και ο λαός (κοινή αντίληψη, αυθορμητισμός). Ο Γκράμσι αντίθετα μας

    έμαθε να τους συνδέουμε πάντα λόγω της αξίας τους που δεν είναι μόνο επιστημονική

    διανοητική αλλά και πρακτική - ακόμη και συγκινησιακή. Θα μπορούσαμε να

    παρατηρήσουμε ότι χωρίς μια εσωτερική κριτική της κοινής αντίληψης (συνεπώς μια

    κριτική που να διατρέχει με συνέπεια τις τάσεις και τις αντιφάσεις της κοινής

    αντίληψης), η ανάλυση των σχέσεων παραγωγής χάνει σύμφωνα με τον Γκράμσι την

    ικανότητα της να συνδέεται θεωρητικά και πρακτικά με την πραγματικότητα.

    Με αυτή την έννοια, ο Γκράμσι (1973), που ήταν ο πρώτος μαρξιστής κριτικός

    της μαζικής κουλτούρας, ο πρώτος που μπόρεσε να αντιπαραθέσει στην

    ηγεμονευόμενη από τον αμερικανισμό κουλτούρα το σχήμα μιας «μαζικής διανοητικής

  • 9

    προόδου» - μας προσφέρει πολύτιμες ενδείξεις για να αντιμετωπίσουμε συνολικά το

    σημερινό πολιτισμό και το φετιχιστικό φαντασιακό του (Barrata, 1989).

    Για τον Μαρξ η κουλτούρα άνηκε στο εποικοδόμημα (Williams, ibid). Ο

    Λούκατς (2009) στο «ιστορία και ταξική συνείδηση» έδωσε μια ευρύτερη διάσταση

    στα αποσπάσματα των μαρξιστικών αναφορών για την κουλτούρα. Εισηγήθηκε ότι η

    ταξική συνείδηση του προλεταριάτου, ακριβώς λόγω της στρατηγικής του θέσης στην

    κοινωνία/οικονομία, δεν εκφράζει μόνο τα συγκεκριμένα ταξικά οικονομικά

    συμφέροντα αυτής της τάξης, αλλά την ευρύτερη ιστορική αναγκαιότητα της

    κοινωνίας. Η κουλτούρα δηλαδή που χρειάζεται η αριστερά και η επανάσταση δεν

    μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο από μια «ιστορική συνείδηση». Η πιο ενδιαφέρουσα

    πολιτική προέκταση της μαρξιστικής θεωρίας στην πολιτιστική σφαίρα ήταν η

    εργασία του Α. Γκράμσι ο οποίος στην προσπάθεια του να κατανοήσει τις δυσκολίες

    του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού σε μια κοινωνία με ανεπτυγμένους αστικούς

    θεσμούς, εισηγήθηκε την ανάγκη να δημιουργήσουν μια πολιτιστική ηγεμονία στην

    κοινωνία πέρα από την επιδίωξη της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας (Gramsci,

    ibid).

    Ωστόσο στο έργο του Μαρξ (Baxandall; Morawski & Macdonald, 2006)

    εντοπίζουμε τον ορισμό της υπερδομής και της κυρίαρχης κουλτούρας που

    επιβάλλεται: στην Μαρξιστική ορολογία η οικονομική «βάση», καθορίζει το

    πολιτισμικό «εποικοδόμημα». Σε κάθε κοινωνικό χώρο υπάρχει πάντα μια πολιτισμική

    ιεραρχία. Ο Μαρξ επισήμανε ότι η κουλτούρα της κυρίαρχης τάξης είναι η κυρίαρχη

    κουλτούρα. Λέγοντας αυτό, δεν ισχυρίζεται προφανώς πως η κουλτούρα της

    κυρίαρχης τάξης θα ήταν προικισμένη με ένα είδος εγγενούς ανωτερότητας ή ακόμη

    με μια δύναμη διάχυσης, η οποία θα προερχόταν απ’ την «ουσία» της και θα την

    καθιστούσε κυρίαρχη με φυσικό τρόπο. Για τον Μαρξ, η σχετική δύναμη των

    διαφορετικών εκδοχών της κουλτούρας στον ανταγωνισμό που τις αντιπαραθέτει,

    εξαρτάται ευθέως από τη σχετική κοινωνική δύναμη των ομάδων, οι οποίες είναι

    στηρίγματά τους (Baxandall; Morawski & Macdonald, ibid).

    Σημειώνουμε ένα ελληνικό παράδειγμα όσον αφορά στη χρήση του

    ποδοσφαίρου ως μαζικού θεάματος στον μαρξικό άξονα της κυρίαρχης

    ιδεολογίας/κουλτούρας που επιβάλλεται: Η δικτατορία στην Ελλάδα του 1967

    επενδύει εξαρχής σε μια πολιτική μαζικής κουλτούρας. Η κρατική τηλεόραση, που είχε

    δειλά ξεκινήσει το 1966, γίνεται μετά το 1968 λαϊκό μέσο ψυχαγωγίας, με τη στήριξη,

    αλλά και τη χειραγώγηση του καθεστώτος. Η χούντα επενδύει στο μαζικό θέαμα και

    πέρα από την τηλεόραση. Το ποδόσφαιρο αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα της

    εθνικής ψυχαγωγίας- με κορύφωμα το «έπος του Γουέμπλεϊ», την πορεία δηλαδή του

    Παναθηναϊκού μέχρι τα τελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών την άνοιξη του 1971. Οι

  • 10

    «εορτές πολεμικής αρετής των Ελλήνων» στο Παναθηναϊκό Στάδιο (τανκς με

    χλαμύδες), οι εορτασμοί της 21ης Απριλίου, οι Ολυμπιάδες τραγουδιού, ακόμα και οι

    εκτεταμένοι στολισμοί που γίνονται κάθε άνοιξη με αφορμή το Πάσχα, μεταδίδονται

    συνεχώς από μεγάλη και κυρίως μικρή οθόνη. Ένας τύπος μαζικής κουλτούρας που

    καθορίζει τη δημόσια σφαίρα χρησιμοποιείται έτσι και για τον βίαιο ανακαθορισμό μιας

    «εθνικής ιστορίας» με όχημα την παραστασιακή χρήση συμβόλων, το θέαμα, την

    επαναληπτικότητα και την αισθητική αφασία, το κιτς (Παπανικολάου, 2010).

    Στο πεδίο του μεταμοντερνισμού ο αθλητισμός ορίζεται ως θέαμα που

    συμπυκνώνει αρκετά στοιχεία του πολιτισμού κάθε χώρας (Μπρομπερζέ, 2007).

    Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν το ποδόσφαιρο αποτελεί καθρέφτη –

    αντανάκλαση μιας κοινωνίας, εάν το ποδόσφαιρο εγγράφει στοιχεία από το

    κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον και αν λειτουργεί ως πομπός κοινωνικών και

    πολιτισμικών δράσεων.

    Τα σπορ ως ιστορική κατασκευή της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας με

    αφετηρία την αγγλική δεν αποτελούν απομίμηση της πραγματικότητας, αλλά κυρίως

    ένα μέσο έλεγχου (Κυπριανός & Χουμεριανός, 2009: 68).

    Ειδικότερα το ποδόσφαιρο ως λαϊκό σπορ αποτελεί ένα τόπο «διαχείρισης

    των παθών» για όσα κοινωνικά υποκείμενα εμπλέκονται στην σύνθεση των ομάδων,

    στο ίδιο το παιχνίδι, στην θέαση και στη βίωση των συμβάντων. Μέσα από την

    θεωρία του N. Elias (1998) το ζήτημα του ποδοσφαίρου τοποθετείται σε απόλυτα

    κοινωνική συνάφεια με τη διαχείριση των κοινωνικών εντάσεων και παθών στις

    δυτικές κοινωνίες στη διαδικασία μετασχηματισμού τους σε κράτη έθνη (Κυπριανός &

    Χουμεριανός, 2009: 68-69).

    Οι Βρετανοί αστοί του 19ου αιώνα θεμελίωσαν την άποψη ότι ο αθλητισμός

    λειτουργεί αντισταθμιστικά απέναντι σε καταχρήσεις, ναρκωτικά, μέθη χαρτοπαιξία.

    Έτσι για μεγάλο διάστημα η κοινωνική προσφορά του ποδοσφαίρου ταυτίστηκε με

    την αποστροφή της βίας και των βλαβερών έξεων. Στη συνέχεια ο βρετανός

    νεομαρξιστής John Hargreaves (1986) ανέλυσε τα σπορ κοινωνικοπολιτικά και έδειξε

    ότι η αγγλική αστική τάξη των 19ο αιώνα δεν στόχευε στο έλεγχο της εργατικής τάξης

    αλλά στη δική της ενότητα. Η άποψη αυτή ωστόσο συγκρούεται με την πρόσληψη

    του αθλητισμού – και του λαϊκού αθλήματος του ποδοσφαίρου ως μηχανισμού

    επιβολής και εξουσίας στα λαϊκά στρώματα (Κυπριανός & Χουμεριανός, 2009: 75).

    Όπως υποστηρίζει ο Bourdieu (1987) βασικό στοιχείο της ηγεμονίας είναι η

    διάκριση (και όχι η ομοιότητα). Η διάκριση λειτουργεί τριπλά: α) ως υπεροχή των

    κυρίαρχων τάξεων, β) ως εσωτερική συνοχή και γ) ως στόχος για τις κυριαρχούμενες

    τάξεις. Έτσι εξηγούν οι ερευνητές πώς ορισμένα αθλήματα της ανώτερης τάξης όπως

    το ποδόσφαιρο και το ποδήλατο από ψυχαγωγικά παιχνίδια ηγεμονικών ομάδων

  • 11

    έγιναν λαϊκά παιχνίδια. Ειδικότερα τα αστικά στρώματα επέλεξαν παιχνίδια και

    αθλήματα για να διακριθούν από τη λαϊκή τάξη όπως το γκολφ και η ιππασία.

    Ωστόσο από την άλλη πλευρά στα λαϊκότερα αθλήματα εντοπίζονται εσωτερικά

    πολλές διαφορές ανάμεσα στους φιλάθλους vs στους οργανωμένους οπαδούς.

    Αυτές είναι οι πρακτικές της διάκρισης όπως τις αναφέρει ο Bourdieu μέσα από τις

    οποίες υποστηρίζεται ότι το ποδόσφαιρο δεν αποτελεί απλουστευτικά ένα μέσω

    ελέγχου των παθών από τις κυρίαρχες ταξικές ομάδες.

    Στην ίδια κατεύθυνση οι ερευνητές θεωρούν ότι η λειτουργία του

    ποδοσφαίρου (των σπορ) υπάρχει σε αντιδιαστολή με την καθημερινότητα και τη

    ρουτίνα (Veber & Giddens στο Κυπριανός & Χουμεριανός ipid: 77). Στο πεδίο αυτό το

    ποδόσφαιρο αναλύεται ως αναψυχή και δραστηριότητα σχόλης που διακόπτει τη

    ρουτίνα και προκαλεί ευχάριστες συγκινήσεις. Έτσι το ποδόσφαιρο αποτελεί αυτό

    που ο Elias ονομάζει «θύλακα, δηλαδή οργανωμένους τομείς δραστηριότητας που

    λειτουργούν χωρίς τις συμβάσεις της καθημερινότητας» (Κυπριανός & Χουμεριανός

    ibid: 78). Με τις αναλύσεις αυτές ωστόσο το ποδόσφαιρο απομονώνεται από τα

    κοινωνικά δρώμενα και φαίνεται να αποκτά σχετική αυτονομία από την εξουσία. Ο

    Hargreaves (1986) κατηγοριοποίησε έξι γνωρίσματα με τα οποία αποδεικνύει ότι τα

    σπορ αναγορεύουν το σώμα σε σημαίνοντα διαμορφωτικό παράγοντα της

    κοινωνικής τάξης και των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι επίσης άλλοι ερευνητές

    πιστοποιούν την οικουμενικότητα του ποδοσφαίρου.

    Ο Erwin Goffman (1986) ορίζει το γήπεδο ως πλαίσιο (frame) ακολουθώντας

    τους φαινομενολόγους που ορίζουν την περίσταση ως κατάσταση. Σύμφωνα με την

    θεώρηση αυτή το πλαίσιο κάνει ευκολότερες τις συναντήσεις ανάμεσα σε ανθρώπους

    με κοινά και διαφορετικά χαρακτηριστικά. Με την ανάλυση αυτή το γήπεδο είναι

    χώρος συνάντησης και συμπόρευσης ετερόκλητων ανθρώπων. Για κάποιους

    αποτελεί θέαμα, χαβαλέ, προσκύνημα, κρίσιμη μάχη (Κυπριανός & Χουμεριανός ibid:

    327). Το γήπεδο αναδεικνύεται σε χωνευτήρι ετερόκλητων αντιλήψεων,

    αναπαραστάσεων, ιδεολογιών. Ως πλαίσιο αντισταθμίζει στις μεγάλες ιδιαίτερα

    πόλεις την αποδιάρθρωση των κοινωνικών δεσμών. Αποτελεί ένα χώρο πέρα από

    τις καθημερινές συμβάσεις και ένα τόπο εκδήλωσης μιας πίστης.

    Από την άλλη πλευρά οι έρευνες στο πεδίο της πολιτικής κοινωνιολογίας του

    αθλητισμού, όπως ξεκίνησαν από το 1960 και μετά (Brohm, 2004) υποστηρίζουν ότι

    η ανάπτυξη το αθλήματος συνδέεται με την καπιταλιστική βιομηχανική μηχανοκρατία.

    Στο πεδίο αυτό ορίζονται τα διακριτικά γνωρίσματα του αθλητισμού που αντανακλούν

    την κοινωνία: α) ιδιοκτησία – κέρδος και ανταγωνισμός, β) κοινωνική ιεραρχία, γ)

    αντικειμενοποίηση του κέρδους και δ) τεχνική απόδοση (στο Κυπριανός, &

    Χουμεριανός ibid: 261).

  • 12

    Ερευνητική ομάδα από την πρώην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

    εφάρμοσε τα πορίσματα της σχολής της Φρανκφούρτης ορίζοντας τον αθλητισμό σε

    συνάρτηση με την ιδεολογία, την εξουσία και τις μορφές συμβολικού έλεγχου.

    Από τους πρώτους κοινωνιολόγους που ασχολήθηκαν με τον αθλητισμό είναι

    ο Bero Regauer (2000): «τα σπορ ήταν αρχικά τύπος αναψυχής για την διασκέδαση

    των ελίτ». Με την ανάπτυξη όμως του βιομηχανικού καπιταλισμού και την διάδοση

    των σπορ στα άλλα κοινωνικά στρώματα αλλάζει η λειτουργία τους γιατί γίνονται

    μέρος της υπερδομής και αναπαράγουν κοινωνικές συμπεριφορές που λειτουργούν

    κανονιστικά και προέρχονται από τις καπιταλιστικές εργασιακές δομές.

    Στην Αγγλία ερευνητές εφάρμοσαν την θεωρία του Gramsci και ειδικότερα της

    έννοιας της ηγεμονίας με την οποία ο ιταλός φιλόσοφος αποστασιοποιήθηκε από την

    μαρξιστική θεωρία για την κουλτούρα ως αναπαραγωγή των εργασιακών σχέσεων. Ο

    αθλητισμός αφορά στην ταξική εξουσία και μέσω αυτού η Βρετανική αστική τάξη

    μετατράπηκε σε ηγεμονία.

    Η έμφαση δίνεται στη χρήση του αθλητισμού ως μέσου διαπάλης για την

    εξουσία και για την ηγεμονία της μιας ή της άλλης πλευράς. Η ανάλυση του Gramsi

    αποτέλεσε το υπόβαθρο για τις πολιτισμικές σπουδές μέσα στις οποίες δημοσιεύτηκε

    συνολικός τόμος που λέγεται Sport, Culture and Ideology (Hargreaves, 1982). Οι

    αναλύσεις αυτές επικεντρώνονται στη κριτική των αξιών στον αθλητισμό, όπως είναι

    οι έμφυλες σχέσεις, η αντρική κυριαρχία και ο ρόλος του τύπου που διαμορφώνει μια

    εικονική πραγματικότητα. Οι περισσότερες αναλύσεις στο μοντέρνο και μεταμοντέρνο

    θεωρητικό υπόβαθρο αφορούν α) στην εμπορευματοποίηση του αθλητισμού β) στον

    επαγγελματισμό των αθλητών γ) στις αξίες που προβάλλονται μέσω του αθλητισμού

    δ) στις εκδηλώσεις και δράσεις των φιλάθλων – οπαδών. Η επίδοση και η διάκριση

    αποτελούν τις αναγκαίες συνιστώσες στην κουλτούρα του αθλητισμού και είναι

    αποτέλεσμα πειθαρχίας, υπακοής και συμμόρφωσης.

    Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες για τον αθλητισμό εμπλουτίστηκαν από

    επιτόπιες ανθρωπολογικές μελέτες. Κλασική είναι η ανάλυση του Clifford Geertz

    (2003), ο οποίος αναλύει τα νόημα που δίνεται στον αθλητισμό από τους

    εμπλεκόμενους. Η ανάλυση του Geertz αναδεικνύει τις απόψεις που θέλουν το

    ποδόσφαιρο είτε ως θεραπευτικό μέσω vs το κακό είτε ως χώρος παραγωγής του

    κακού. Το ποδόσφαιρο μοιάζει με μια επιχείρηση, που λειτουργεί με κριτήρια

    οικονομικά και όσο η επιχείρηση ήταν τοπική και οικογενειακή δεν προκαλούσε

    αντιδράσεις στου φιλάθλους του ποδοσφαίρου. Το ποδόσφαιρο φαίνεται ότι ανακαλεί

    βασικές αρχές των φιλελεύθερων δυτικών δημοκρατιών (ανισότητες και

    αναξιοκρατία). Η εμπορευματοποίηση και ο επαγγελματισμός του ποδοσφαίρου

    έχουν διευρύνει τις ανισότητες ανάμεσα στις ομάδες σε εθνικό και ευρωπαϊκό

  • 13

    επίπεδο. Το ποδόσφαιρο ως θεμελιώδες συστατικό της κοινωνίας του θεάματος

    (Debord, 2000) αποτελεί ένα μέσο για την κοινωνική άνοδο των λαϊκών τάξεων και

    κυρίως των αγοριών.

    Ο Roland Barthes ορίζει το ποδοσφαιρικό θέαμα ως ανοιχτό σημειωτικό

    σύστημα, «μια κουζίνα σημασιών» (1985:228). Σε αναλύσεις άλλων το ποδόσφαιρο

    είναι ιδιαίτερα ελκυστικό, γιατί είναι προσιτό και ενσαρκώνει φαντασιακές αξίες,

    αποτελεί χώρο κοινωνικότητας και κινητικότητας και τέλος προσφέρει ένα χώρο για

    κοινωνικές προβολές.

  • 14

    Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ. Κοινωνιολογία και Ιστορία, συνάντηση επιστημονικών πεδίων,

    Κριτική Ανάλυση

    Το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ Ιστορίας και Κοινωνιολογίας έχει κοινές

    ρίζες και για τις δύο επιστήμες. Για την πρώτη υπήρχε τον 19ο αιώνα η αντίληψη του

    θετικιστικού ιστορικισμού (π.χ. Ranke) σύμφωνα με την οποία η Ιστορία έχει ως

    αντικείμενο της μελέτης της αποκλειστικά το παρελθόν, ενδιαφέρεται για το βίο των

    ηγετικών ιστορικών προσωπικοτήτων και τα μοναδικά και ανεπανάληπτα γεγονότα,

    κυρίως τα πολιτικοστρατιωτικά (βιογραφική και γεγονοτολογική ιστορία), τα οποία

    και επιχειρεί να αποκαταστήσει με βάση τις πηγές και τη γραμμική αντίληψη του

    ιστορικού χρόνου (Μαυροσκούφης 1997, 1999).

    Σχεδόν παράλληλα οι θεμελιωτές της Κοινωνιολογίας (Comte, Spencer,

    Durkheim κ.ά.) αμφισβητούν τον επιστημονικό χαρακτήρα της Ιστορίας, επειδή αυτή

    δεν στοχεύει στη διατύπωση γενικών προτάσεων εμπειρικά επαληθεύσιμων (νόμοι),

    και την κατατάσσουν στις βοηθητικές της Κοινωνιολογίας επιστήμες.

    Ωστόσο δεν λείπουν και οι κινήσεις προσέγγισης μεταξύ των δύο επιστημών.

    Οι Max Weber και Otto Hinze λ.χ. αντιμετωπίζουν την Ιστορία πιο κοινωνιολογικά και

    αντιστοίχως, την Κοινωνιολογία πιο ιστορικά (στο Μαυροσκούφης, ibid).

    Ο συγχρωτισμός των επιστημών με άλλες κοινωνικές σπουδές είχε γίνει

    σταδιακά από τον Claude Levi – Strauss «Επιστήμη της Επικοινωνίας, 1958», που

    αποτελεί μια σύνθεση της Ανθρωπολογίας, της Γλωσσολογίας, της Ιστορίας, της

    Πολιτικής Οικονομίας και των Μαθηματικών και προχωράει μέχρι τον 20ό αιώνα (στο

    Μαυροσκούφης, ibid).

    Σημαντική είναι για την μελέτη που παρουσιάζουμε η συνεισφορά της

    «κριτικής θεωρίας», όπως αναπτύχτηκε από τη Σχολή της Φρανκφούρτης (Adorno &

    Horkheimer, 2002) στη δυτική Γερμανία.

    Η κουλτούρα διακρίνεται/τεμαχίζεται από τους θεωρητικούς της Σχολής,

    μετασχηματίζοντας το μαρξικό μοντέλο ανάλυσης σε «υποδομή-υπερδομή», σε

    υψηλή vs μαζική τέχνη και κουλτούρα, η οποία παράγεται και ταυτόχρονα

    αποστέλλεται από διαφορετικούς πομπούς-τάξεις (αστούς, εργάτες).

    Η Σχολή της Φρανκφούρτης θεωρήθηκε από τους ορθόδοξους μαρξιστές

    «αναθεωρητική», επειδή επέκρινε τον οικονομισμό ως ντετερμινισμό. Ωστόσο στη

    θεωρία των μέσων είναι σημαντική, γιατί προσέφερε την πρώτη μαρξιστική

    προσπάθεια θεωρητικής προσέγγισης των μέσων μαζικής επικοινωνίας (Gurevitch et

    al., 1982: 8).

  • 15

    Οι θεωρητικοί, που συνδέονται με τη Σχολή της Φρανκφούρτης ήταν οι

    Theodor Adorno, Herbert Marcuse και Max Horkheimer και ήταν μαρξιστές, οι οποίοι

    συνδέονταν με το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας, που ιδρύθηκε στην Φρανκφούρτη

    το 1923, αλλά μετακινήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1933.

    Ο Herbert Marcuse, στο έργο Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος (1972)

    παρουσίασε τα μέσα ως ακαταμάχητη δύναμη: Τα μέσα …επικοινωνίας…, τα

    ακαταμάχητα προϊόντα της βιομηχανίας ψυχαγωγίας και ενημέρωσης φέρουν μαζί

    τους προκαθορισμένες στάσεις και συνήθειες, κάποιες διανοητικές και

    συναισθηματικές αντιδράσεις που δεσμεύουν τους καταναλωτές… με τους

    παραγωγούς και, μέσω των τελευταίων με το συνολικό (κοινωνικό σύστημα). Τα

    προϊόντα διαπαιδαγωγούν και χειραγωγούν. Προωθούν μια ψευδή συνείδηση με

    ανοσία έναντι της ψευδότητάς της…Έτσι αναδύεται ένα σχήμα μονοδιάστατης σκέψης

    και συμπεριφοράς (Marcuse, αναφέρεται στο Bennett 1982: 43).

    Η ανάλυση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην μετάδοση και διάχυση του

    ποδοσφαίρου από τα ΜΜΕ, έτσι ώστε από το 1980 και μετά το μαζικό άθλημα των

    γηπέδων μετεξελίσσεται σε μαζικό θέαμα των ΜΜΕ για να εξαπλωθεί ακόμη

    περισσότερο στην ΕΕ του 1990 (βλ. και ιστορικό της UEFA).

    Οι Theodor Adorno και Max Horkheimer (1972, βλ. στο Bennett 1982: 31)

    εισήγαγαν τον όρο «βιομηχανία κουλτούρας», που αναφέρεται στη συλλογική

    λειτουργία των μέσων. Η επικέντρωση της Σχολής της Φρανκφούρτης στην ιδεολογία

    βοήθησε να υπονομευθεί ο οικονομισμός, αλλά επικρίθηκε από άλλους μαρξιστές για

    ελιτισμό και Χεγκελιανό ιδεαλισμό (Bennett, 1982: 47).

    Από το έργο του Adorno παραπέμπουμε στις ιστορικές προοπτικές της

    προοριζόμενης για το πλατύ κοινό κουλτούρας: από το Μεσαίωνα και μέχρι τον 18ο

    αι., τα φεουδαρχικά καθεστώτα δημιουργούν άκαμπτες κοινωνικές ιεραρχίες, που

    βαθμιαία οδηγούν στη συστηματική διαφοροποίηση της τέχνης των αριστοκρατών

    από αυτή των υποτελών τους. Στα μέσα του 18ου αι. οι διαφωτιστές ορίζουν την

    έννοια του πολιτισμού ως την ενιαία, οικουμενική και σύνθετη πορεία της

    ανθρωπότητας, προς την τελειότητα - μέσα από μια εξελικτική διαδικασία - με την

    ανάπτυξη της γνώσης και της επιστήμης και με σταθερό γνώμονα τον Ορθό Λόγο.

    Στόχος ήταν η ευτυχία και ελευθερία του ανθρώπου. Αυτή η έννοια του πολιτισμού,

    κατά τους διαφωτιστές, συμπεριλαμβάνει την έννοια της κουλτούρας (καλλιέργεια

    παιδεία), την οποία θεωρούν κινητήρια δύναμη για την πρόοδο των λαών.

    Την ίδια εποχή στη Γερμανία, οι αστοί διανοούμενοι, αποκλεισμένοι από κάθε

    πολιτική δραστηριότητα, διαχωρίζουν τον πολιτισμό από την κουλτούρα και

    περιορίζουν τον όρο κουλτούρα στο χώρο του πνεύματος και του εσωτερικού κόσμου

    του ανθρώπου: η παιδεία και η μόρφωση αποτελούν το μοναδικό τους όπλο στη

  • 16

    σύγκρουσή τους με την αριστοκρατία, προκειμένου να νομιμοποιήσουν την θέση τους

    (Cuche, 2001).

    Τον 19ο αιώνα έλαβαν χώρα ριζικές αλλαγές. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός

    πλέον εντοπίζεται ανάμεσα στην αστική και την κατώτερη τάξη που έχει συρρεύσει

    στα αστικά κέντρα και η οποία διεκδικεί με πάθος την συμμετοχή της τόσο στην

    πολιτική όσο και στην εκπαίδευση. Τα ευρωπαϊκά κράτη εθνικοποιούνται και

    δημιουργούνται τα ενιαία έθνη. Εμφανίζεται ένα νέο καλλιτεχνικό αισθητικό κίνημα ο

    ρομαντισμός, το οποίο διαδίδεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με κύριο

    χαρακτηριστικό την εξιδανίκευση της λαϊκής κουλτούρας και τέχνης (Μαυροσκούφης,

    1999).

    Το 1899 ο κοινωνιολόγος Thorstein Veblen (2007) διέκρινε την εμφάνιση ενός

    νέου μεσοαστικού στρώματος στην αμερικανική κοινωνία, το οποίο χρησιμοποιούσε

    την κατανάλωση, παρά την επαγγελματική του θέση, για να αυξήσει το κοινωνικό του

    γόητρο και να τονίσει την κοινωνική του υπεροχή. Την κατανάλωση αυτή, που

    αφορούσε κυρίως σε αγαθά όχι χρηστικής, αλλά συμβολικής αξίας, ο Veblen

    αποκάλεσε «επιδεικτική». Ένα βασικό μέρος της κατανάλωσης αυτής, που θύμιζε τη

    συμπεριφορά μιας άλλης, καταργημένης πλέον αργόσχολης τάξης, της

    αριστοκρατίας, άρχισε να γίνεται η αγορά έργων τέχνης και η συμμετοχή σε

    προβεβλημένες πολιτισμικές εκδηλώσεις κάθε είδους.

    ΚυρίαρχηΚουλτούρα

    ΜαζικήΚουλτούρα

    Πολιτισμός

  • 17

    Η συντηρητική κριτική της μαζικής κοινωνίας επεκτείνεται και στον 20ό αιώνα,

    βρίσκοντας απήχηση στο πρόσωπο συγγραφέων, όπως ο Ortega y Gasset (1993)

    και ο Karl Mannheim (1940). Ο Ortega y Gasset μίλησε για την "εξέγερση των

    μαζών" και την "έλευση της εποχής των μαζών", ως μια εποχή κυριαρχίας των

    ακατάρτιστων και αυτών που δεν διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα.

    Για τον Μannheim, η κυριαρχία αυτή των "ακατάλληλων", δεν είναι παρά το

    αποτέλεσμα μιας αλλαγής στη δομική σχέση ανάμεσα στους πολλούς και τους λίγους.

    Η μαζική κοινωνία αυξάνει τις ευκαιρίες των πολλών να παρεμβαίνουν σε περιοχές

    που προηγουμένως ανήκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ολίγων. Έτσι

    δημιουργούνται οι προϋποθέσεις προσδιορισμού των κοινωνικών πολιτικών και των

    πολιτιστικών προδιαγραφών από τους πολλούς, που ωστόσο δεν διαθέτουν τις

    αναγκαίες προϋποθέσεις για ορθές επιλογές (Mannheim, 1940).

    Η «μαζική κουλτούρα» για τον Karl Mannheim (1992) ορίζεται ως μια έννοια

    που στηρίζει τις βάσεις της στις κοινωνικές τάξεις και προβλέπει ότι ο κοινωνικός και

    πολιτισμικός εκδημοκρατισμός θα επιτευχθεί από τη μείωση της κοινωνικής

    απόστασης ανάμεσα στο «υψηλό» και το «χαμηλό».

    Στη δεκαετία του 1970 ο Pierre Bourdieu (Fowler, 1997; Bourdieu, 2006)

    συνεχίζει την παράδοση των προγενέστερων διανοητών, που πίστευαν ότι η έννοια

    της κουλτούρας είναι σημείο οριοθέτησης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης: Η βασική

    και χαρακτηριστική διάκριση μεταξύ υψηλής και μαζικής τέχνης καθώς και η

    πολιτισμική ιεραρχία που συνεπάγεται, αποτελούν τη συγκεκριμένη εκδοχή του

    φαινομένου της αξιολόγησης και ιεράρχησης των έργων και των ειδών τέχνης,

    ανάλογα με την κοινωνική θέση και την παιδεία αυτών που τα χρησιμοποιούν: δηλαδή

    σε κάθε κοινωνία που χαρακτηρίζεται από άνιση κατανομή πλούτου, πολιτικής

    δύναμης και εκπαίδευσης οι οικονομικά και πολιτικά προνομιούχες τάξεις, κρίνουν

    ανώτερα τα έργα και τα είδη τέχνης, που χρησιμοποιούν ως προς εκείνα των

    χαμηλότερων τάξεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο δηλώνουν την κοινωνική απόσταση

    μεταξύ τους και καθορίζουν συμβολικά το κοινωνικό τους γόητρο (status).

    Όπως γράφει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος: ο Μαρκούζε, ο Αλτουσέρ, ο

    Φουκό, ο Καστοριάδης, ο Μπουρντιέ, ο Ε. Π. Τόμπσον, ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς, η σχολή

    της Φραγκφούρτης, ο Λακάν κ.ά., παρά τις μεταξύ τους διαφορές βρήκαν τα μεγάλα

    ακροατήρια μετά το 1968. Γεννήθηκε ο μεταδομισμός και συγκροτήθηκε ό,τι θα

    ονομαζόταν αργότερα μετανεωτερική ρήξη. Ακόμη και τέσσερις δεκαετίες αργότερα,

    κινήματα διεθνή και πολύχρωμα, όπως της αντιπαγκοσμιοποίησης, των δικαιωμάτων,

    τα νέα κοινωνικά κινήματα των λεγόμενων μεταϋλικών αξιών, από τα long sixties

    έλκουν την καταγωγή τους. Μεγάλες αλλαγές έγιναν στα πανεπιστήμια με τη

  • 18

    δημιουργία του μαζικού δημόσιου Πανεπιστημίου και τον εκδημοκρατισμό των δομών

    του (Λιάκος, 2008).

    Στην παρούσα μελέτη η διεπιστημονικότητα των ιστορικών σπουδών και της

    κοινωνιολογίας μας οδηγούν στον άξονα της κριτικής σκέψης και των πολιτισμικών

    σπουδών: τις πολιτισμικές σπουδές δεν θα πρέπει να τις θεωρήσουμε ως ένα ενιαίο

    επιστημονικό ρεύμα με σαφή θεωρητική κατεύθυνση, αλλά ένα σύνολο θεωρητικών

    τάσεων με διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς.

    Οι πολιτισμικές σπουδές (Williams, 1960) εμφανίζονται και αναπτύσσονται

    κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ, ενώ η εμφάνισή τους συμπίπτει με την

    κοινωνική αναταραχή, η οποία κυριάρχησε στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του '60

    και η οποία επηρέασε, μεταξύ των άλλων, και την εξέλιξη των λογοτεχνικών

    σπουδών. Αν επιχειρούσαμε να διευκρινίσουμε τον όρο «πολιτισμικές σπουδές», θα

    λέγαμε ότι πρόκειται για έναν ευρύ διεπιστημονικό τομέα στον οποίο συνυπάρχουν

    στοιχεία από το μαρξισμό, το μεταμοντερνισμό, την ψυχολογία, την ανθρωπολογία,

    την κοινωνιολογία, την εθνολογία, κ.ά. Με άλλα λόγια, οι πολιτισμικές σπουδές

    συγκεντρώνουν στοιχεία από θεωρητικά και επιστημονικά πεδία, τα οποία

    επικεντρώνουν το ερευνητικό ενδιαφέρον τους στις κοινωνικές και πολιτισμικές

    δυνάμεις καθώς και στις δομές εξουσίας που είναι υπεύθυνες τόσο για την

    παραγωγή των πολιτισμικών φαινομένων, όσο και για τη νοηματοδότησή τους

    (Gurevitch, M.; Bennett, Τ.; Curran & Woollacott, J. 1982).

    Η τεκμηρίωση του ερευνητικού υλικού, που επιλέγουμε ως αντικειμένου

    επιστημονικής/διεπιστημονικής ανάλυσης εντάσσεται στο θεωρητικό πλαίσιο του

    μοντερνισμού/μεταμοντερνισμού: στα τέλη του 19ου αιώνα και στην απαρχή του

    20ού, με την εξασθένηση του Ρομαντισμού, παρατηρείται η εμφάνιση και η άνοδος

    του Μοντερνισμού ή της Νεωτερικότητας, που συνιστά την επιστροφή στον

    Διαφωτισμό, με προοπτική την αναβάθμιση της ζωής του ανθρώπου.

    Ο Μοντερνισμός και ο Μεταμοντερνισμός αποτελούν διαδοχικές τάσεις του

    20ού αιώνα με βασικό αίτημα την ανατροπή των δεδομένων, που ισχύουν μέχρι τη

    στιγμή της εμφάνισής τους. Ο Μοντερνισμός αντιτίθεται σε κάθε μορφή κλασικής

    παράδοσης, οι καλλιτέχνες επιθυμώντας να δημιουργήσουν μια τέχνη ανεξάρτητη και

    αυτοαναφερόμενη υποβαθμίζουν τη σημασία του θέματος του έργου τέχνης και

    ανακηρύσσουν τη μορφή ως το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της καλλιτεχνικής

    έκφρασης. Η τάση αυτή κορυφώνεται με τον αφηρημένο Εξπρεσιονισμό και το

    θεωρητικό υποστηρικτή του, Clement Greenberg, που οδηγούν την τέχνη σε

    κορεσμό και παράλληλα ετοιμάζουν το δρόμο για τη μεταμοντέρνα εποχή

    (Χαρτουλάρη, 2001).

  • 19

    Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα τα οποία χαρακτηρίζουν τον Μεταμοντέρνο

    πολιτισμό ή την λεγομένη Μεταμοντέρνα εποχή είναι, η αμφισβήτηση της αυθεντίας,

    η κατάρρευση της λογικής τάξης, η απώλεια του αναγνωρίσιμου, καθώς ο άνθρωπος

    με την πάροδο του χρόνου αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα των πραγμάτων

    (Αργκάν, 2004; Smith, 2006). Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα μέχρι και τις δύο

    πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η προσφορά εκπαιδευτικών ευκαιριών σε ευρεία

    κλίμακα και η εμφάνιση και διάδοση των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας

    (φωτογραφία, φωνογραφία, ραδιοφωνία κλπ) θεωρήθηκαν ότι απειλούν την

    πολιτισμική ιεραρχία που είχε καθιερωθεί τον προηγούμενο αιώνα.

    Στα τέλη της δεκαετίας του '50 οι επικοινωνιολόγοι στρέφονται στη μελέτη των

    τρόπων με τους οποίους το κοινό χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής επικοινωνίας για την

    ικανοποίηση των αναγκών και των ενδιαφερόντων του. Βασικό κοινό χαρακτηριστικό

    όλων αυτών των απόψεων είναι ότι απορρίπτουν την έννοια της «μαζικής

    κουλτούρας», προτιμώντας την έννοια «δημοφιλής κουλτούρα».

    Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Umberto Eco (στο Αλεξανδρόπουλος,

    2001), που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν «μηνύματα που μαζικοποιούν» ή «μαζική

    κουλτούρα», αλλά απλώς «μαζικές επικοινωνίες»- mass media.

    Στην κατεύθυνση αυτή όσον αφορά στους δέκτες του ποδοσφαίρου και στις

    ταυτότητες που διαμορφώνονται μέσω του θεάματος και της φίλαθλης συμμετοχής

    και συμπεριφοράς, η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας των Tajfel και Turner (1979)

    μας προσφέρει ερείσματα: πρόκειται για αυτό που συμβαίνει στην αίσθηση του

    εαυτού των ανθρώπων (ταυτότητα), όπως επίσης στα κίνητρα, στις αξιολογήσεις

    καθώς και στις αντιλήψεις τους όταν αυτοί γίνονται μέλη ομάδων. Οι ψυχολογικές

    διεργασίες των ανθρώπων μετασχηματίζονται ποιοτικά όταν αυτοί βρίσκονται σε

    συνθήκες ομάδας. Κατά αυτόν τον τρόπο την θέση του αυτοπροσδιορισμού των

    ανθρώπων δηλαδή της προσωπικής ταυτότητας παίρνει η κοινωνική ταυτότητα.

    Η συγκεκριμένη μετάβαση από τη μία ταυτότητα στην άλλη γίνεται φανερή

    όταν πρόκειται για ομαδοποιήσεις μεγάλης κλίμακας. Παρόλα αυτά αυτό δεν σημαίνει

    ότι το ίδιο δεν θα συμβεί και σε μικρότερες ή πρόσωπο με πρόσωπο ομάδες. Έτσι,

    όταν υπαγόμαστε σε μια ομάδα αντί να είμαστε ένα και μόνο άτομο, ο εαυτός μας,

    αλλάζουμε τον αυτοπροσδιορισμό μας και λειτουργούμε με όρους ομαδικής

    υπαγωγής: είμαι χριστιανός ορθόδοξος, είμαι παναθηναϊκός, είμαι γυμναστής.

    Αποδίδοντας εμείς ή οι άλλοι μια τέτοια ετικέτα στον εαυτό μας, αλλάζει η αίσθησή

    μας τόσο για το ποιοι είμαστε όσο και για το πώς φαινόμαστε.

    O Τurner (1982) πιστεύει ότι για τους συμμετέχοντες σε μια ομάδα ξεκινά μια

    διαδικασία που την ονομάζει «αποπροσωποποίηση και αυτο- στερεοτυπική

    απόδοση» όταν αυτή ταυτίζονται με την ομάδα τους (Wetherell, 2004).

  • 20

    Πολύ γνωστή είναι επίσης η ιδέα πως αντιλαμβανόμαστε στερεοτυπικά μέλη

    άλλων ομάδων καθώς επικεντρωνόμαστε σε ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά τους

    (αυτά της ομάδας στην οποία ανήκουν) υποβαθμίζοντας και παραμελώντας την

    ποικιλομορφία των ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Με αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι

    υιοθετούν συγκεκριμένες κάθε φορά ταυτότητες, όπως αυτές προκύπτουν από την

    ομάδα στην οποία συμμετέχουν κάθε φορά καθώς και από την περίσταση (Wetherell,

    ibid).

    Τα τρία στάδια της θεωρίας των Tajfel και Turner είναι α) η κοινωνική

    κατηγοριοποίηση, β) η κοινωνική ταύτιση και γ) η κοινωνική σύγκριση, παράμετροι

    που εντοπίζονται στην αθλητική/φίλαθλη ομαδική ταυτότητα των δεκτών.

    Η κοινωνική κατηγοριοποίηση ως συνέπεια του διαχωρισμού σε ομάδες είναι

    ότι παρέχεται ένα νέο γνωστικό σχήμα βάση του οποίου μπορεί κάποιος να

    αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Έτσι οι άνθρωποι, που συμμετέχουν σε διαφορετικές

    ομάδες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τους άλλους οργανώνοντας

    τη σκέψη τους γύρω από τα νέα αυτά γνωστικά σχήματα. Για παράδειγμα η

    κατηγοριοποίηση που αφορά στις ποδοσφαιρικές προτιμήσεις, αλλά και άλλες

    καθημερινές δραστηριότητες παρέχει το πλαίσιο για την κατανόηση της κοινωνίας

    καθώς και για την οργάνωση των αντιλήψεων μας για τον εαυτό μας και για τους

    άλλους. Ως συνέπεια αυτού θα μπορούσε να θεωρηθεί ο υπερτονισμός των

    διαφορών μεταξύ δύο ομάδων και των ομοιοτήτων μέσα στην ίδια ομάδα (1978).

    Σύμφωνα με την κοινωνική ταύτιση οι κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις

    αλλάζουν τους αυτοορισμούς και δημιουργούν αξιακά συστήματα. Όταν ένα άτομο

    ξεκινά να αναγνωρίζεται ως μέλος μίας ομάδας και όχι άλλης τότε για τον ίδιο, τα

    μέλη της ομάδας του αλλά και για τα μέλη άλλων ομάδων αποκτά ταυτότητα.

    Έτσι, όχι μόνο προσφέρεται μια αίσθηση τάξης στον κοινωνικό ιστό, αλλά

    ορίζεται και η θέση των ανθρώπων και του καθενός ξεχωριστά.

    H Margaret Wetherell (2004) γράφει ότι o Tajfel ορίζει την κοινωνική ταύτιση

    ως τη γνώση του ατόμου για το ανήκειν σε μια ομάδα παράλληλα με τη

    συναισθηματική και αξιακή σημασία, που προσδίδει σε αυτή την υπαγωγή.

    Στην κοινωνική σύγκριση τη στιγμή, που ένας άνθρωπος ξεκινά να

    αυτοπροσδιορίζεται με όρους ομάδος, ταυτίζει την θετική αξιολόγηση της ομάδος με

    το να σκέφτεται με θετικούς όρους για τον εαυτό του. Επίσης αυτοί που δεν ανήκουν

    στην ομάδα ή ανήκουν σε κάποια άλλη, αποτελούν μικρότερης σημασίας πηγές

    πληροφόρησης και κοινωνικής πίεσης για την ενδο-ομάδα. Έτσι η προσωπική θετική

    εικόνα συνδέεται με την θέση της ομάδος στην οποία ανήκουμε σε σύγκριση με τις

    άλλες ομάδες. Αυτό οδηγεί σε μια συνεχή διομαδική εχθρότητα και διάκριση καθώς η

    κάθε ομάδα προσπαθεί να εγκαθιδρύσει για τον εαυτό της μεγαλύτερη

  • 21

    διαφοροποίηση σχετικά με την αξία της από τις υπόλοιπες μέσα από συνεχή

    ανταγωνισμό (Wetherell, 2004).

    Ένα στάδιο προ της συγκρότησης των κοινωνικών ταυτοτήτων βρίσκονται οι

    στάσεις: το σύνολο των δομικών και κοινωνικών παραμέτρων στις οποίες εκτίθεται

    κάθε κοινωνός δημιουργεί ένα πλέγμα διαθέσεων απέναντι σε στοιχεία του

    περιβάλλοντος του. Οι διαθέσεις αυτές τόσο στην κοινωνική ψυχολογία όσο και στην

    κοινωνιολογία αποκαλούνται στάσεις (Κυρίδης, 2005)

    Σύμφωνα με την κοινωνική ψυχολογία οι στάσεις είναι οι τρόποι με τους

    οποίους ένα πρόσωπο τοποθετείται απέναντι σε ένα αντικείμενο αξίας. Σύμφωνα με

    τον Maisonneuve (2001), η στάση είναι μια (από λίγο έως πολύ αποκρυσταλλωμένη)

    θέση ενός (ατομικού ή συλλογικού) υποκειμένου ως προς ένα αντικείμενο (πρόσωπο,

    ομάδα, κατάσταση, αξία). Εκφράζεται λιγότερο ή περισσότερο ανοικτά μέσω

    διαφόρων συμπτωμάτων ή δεικτών (λόγια, τόνος, κινήσεις, πράξεις, επιλογές – ή την

    απουσία τους) και ασκεί μια λειτουργία που είναι συγχρόνως γνωστική,

    συναισθηματική και ρυθμιστική των συμπεριφορών που υποβαστάζει. Ο

    προηγούμενος ορισμός αποτελεί σύνθεση των εννοιών που έχουν χρησιμοποιήσει ο

    Sherif (1956) και ο Moscovici (1998). Οι στάσεις είναι επίκτητες, έχουν κάποια

    διάρκεια με την έννοια ότι επιδέχονται και αλλαγές λόγω της επίδρασης, συνήθως

    εξωτερικών ερεθισμάτων, αποτελούν προνομιούχες σχέσεις του υποκειμένου με

    κάποια αντικείμενα και εκφράζουν μια συναισθηματική πολικότητα, με την έννοια του

    υπέρ ή του κατά, χωρίς βέβαια να αποκλείονται και οι αμφιθυμίες.

    Οι στάσεις διαμορφώνονται με βάση τα εξωτερικά ερεθίσματα που δέχεται

    ένα κοινωνικό υποκείμενο. Τα ερεθίσματα αυτά αποτελούν πληροφορίες, οι οποίες

    μετασχηματίζονται σε γνώσεις, σε κατηγορίες και σχήματα. Μέσα από αυτήν τη

    διαδικασία σχηματοποιείται και η κοινωνική γνώση, η οποία αφορά τον τρόπο με τον

    οποίο αντιλαμβάνονται τα άτομα ή οι κοινωνικές ομάδες το κοινωνικό γίγνεσθαι. Κατά

    τη διαδικασία αξιολόγησης ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας ανακαλούνται

    μνήμες και στερεοτυπικές αξιολογήσεις. Οι Pratto & John (1991) έδειξαν ότι κατά τη

    διαδικασία αξιολόγησης συνήθως κυριαρχούν τα αρνητικά δεδομένα.

    Στη βάση της διαδικασίας σχηματοποίησης της κοινωνικής γνώσης και των

    στάσεων βρίσκεται η διαδικασία διαμόρφωσης της κοινωνικής ταυτότητας. "Η

    ταυτότητα είναι προϊόν επαφής όχι απομόνωσης, διακανονισμού συγκλίσεων και

    αποκλίσεων, συμπληρωματικότητας και διχοτόμησης: όλα τα παραπάνω υποκινούν

    διαρκή μεταλλαγή των μορφών και του σημασιολογικού τους περιεχομένου" (Eriksen,

    1993, στο Κυρίδης, ό.π.). H διαδικασία διαμόρφωσης της ταυτότητας δεν αποτελεί

    απλώς μια εσωτερική διαδικασία, μονωμένη από τα εξωτερικά στοιχεία της

    ατομικότητας. Προϋποθέτει τον "άλλο", είτε ως στοιχείο ετερογένειας για την

  • 22

    ανάπτυξη του "εμείς" είτε ως τμήμα του "εμείς", ως διαχειριστή της εγγενούς κοινής

    πολιτισμικής ταυτότητας, του εθνικού πολιτισμού, που εκφράζεται μέσα από τα νέα

    ιδεολογήματα της ουσιακής ομοιογένειας, της ακεραιότητας και της εγγενούς εθνικής

    και πολιτιστικής ετερονομίας των ατόμων (Κυρίδης, ό.π.).

    ΙΙ. Περί ποδοσφαίρου ως πολιτισμικού-καταναλωτικού προϊόντος

    Όπως αναφέρει ο Simon Lee, στην εργασία του για την πολιτική οικονομία

    του Αγγλικού ποδοσφαίρου, το παιχνίδι, έχει όλα τα συμπτώματα της ανισότητας, του

    γρήγορου κέρδους και της απληστίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι τα ίδια με της

    κοινωνίας γενικότερα και των αγορών πιο ειδικά.

    Οι πολιτικές του λαϊκού καπιταλισμού παρήγαγαν μεγάλες ανισότητες στην

    κατανομή του πλούτου (Hutton 1995: 106-8) και κατ’ αναλογία η ίδια κατάσταση

    μεταφέρθηκε και στο χώρο του ποδοσφαίρου παράγοντας εκεί ακόμα μεγαλύτερες

  • 23

    ανάμεσα στις μεγαλύτερες και τις μικρότερες ομάδες, τους οπαδούς και τους παίκτες.

    Όπως έδειξε μια σχετική έρευνα, (Corry et al. 1993:3-4) «το ποδόσφαιρο στην Αγγλία

    παρουσιάζει όλα τα σημάδια μια αποτυχημένης αγοράς», μιας και η ελεύθερη αγορά

    οδήγησε στην «έλλειψη σταθερότητας στην συγκέντρωση της εξουσίας μεταξύ λίγων

    ομάδων-εταιριών, στην εκμετάλλευση των καταναλωτών-οπαδών, στην έμφαση στη

    διαφήμιση, σε μια υπερ-ανεπτυγμένη ομογενοποίηση του προϊόντος ποδοσφαίρου

    και τέλος, στην παραμέληση του συλλογικού καλού (στην μορφή των εθνικών

    κατηγοριών και του παγκοσμίου πρωταθλήματος)».

    Σε ό,τι αφορά στην πλευρά των φιλάθλων το αγγλικό ποδόσφαιρο στην

    δεκαετία του 90’, έγινε ολοένα και μια πιο δαπανηρή, παθητική και ατομιστική

    εμπειρία. Η μορφή των σχέσεων της κοινότητας παλαιότερα δημιουργούσε σχέσεις

    ανάμεσα στους οπαδούς και τους παίκτες, τους οπαδούς και τις ομάδες. Η

    εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου αποστείρωσε και «αναισθητοποίησε» την

    εμπειρία του να είσαι φίλαθλος-οπαδός, ένα στοιχείο που πάντα αποτελούσε

    σημαντικό παράγοντα στη δημιουργία συλλογικής, πολιτικής ταυτότητας, αλλά και

    πηγή υπερηφάνειας.

    Στην έρευνα των Sugden, Tomlinson & Darby (στο Brown, 1998: 11-31), για

    την αντιπαλότητα που προέκυψε ανάμεσα στην FIFA και την UEFA, όσον αφορά

    στον έλεγχο του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, σημειώνονται τα εξής: μετά τον 2ο

    Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μέλη της FIFA άρχισαν να πολλαπλασιάζονται σε βαθμό που

    έγινε κατανοητή η ανάγκη για ένα βαθμό αποκέντρωσης των διοικητικών λειτουργιών,

    αλλά και για την απόκτηση, τοπικών – εθνικών ομοσπονδιών. Ο Jules Rimet, τότε

    πρόεδρος της FIFA ήταν αντίθετος με αυτή την ιδέα, γιατί ερχόταν σε σύγκρουση με

    την δική του αίσθηση «οικογένειας» για την FIFA.

    Παρόλα αυτά οι συνάδελφοί του στις ευρωπαϊκές ομοσπονδίες, που

    ανησυχούσαν, γιατί πολιτικά οδηγούνταν έξω από τις διοικητικές διαδικασίες, ήταν

    όλοι υπέρ. Με όρους οργάνωσης των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών, η

    Ευρώπη είχε ήδη κατακερματιστεί πολύ πριν το 1950. Ειδικότερα, υπήρχαν

    μικρότερες περιφερειακές ομάδες στην Αγγλία, στην Σκανδιναβία και στα πρώην

    Ανατολικά κράτη. Μετά το 1950, όταν η Ευρώπη πήρε σοβαρά την ποδοσφαιρική

    ομοσπονδία σε παγκόσμιο επίπεδο, δόθηκε και η απάντηση στο αναπτυσσόμενο

    ενδιαφέρον των Νοτιοαμερικάνικων ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών, οι οποίες είχαν

    ήδη σχηματοποιηθεί από το 1916.

    Ο Billy Drennan, ο πρώην γραμματέας της Ιρλανδέζικης ποδοσφαιρικής

    ομοσπονδίας, ήταν παρών το 1954 στην συνάντηση στο Basle της Σουηδίας, όπου

    συγκροτήθηκε η UEFA. Η ίδρυση της UEFA έδωσε στην Ευρώπη μια συλλογική

    φωνή μέσα στο παγκόσμιο αθλητικό σώμα από το 1956 μέχρι το 1970. Στην

  • 24

    συνέχεια η Ευρώπη είχε ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια ανάπτυξη το�