8
Κάποτε σε ένα Παιχνιδοσχολείο Μια φορά κι έναν καιρό σε μια καταπληκτική πόλη που την έλεγαν Παιχνιδούπολη, υπήρχε ένα σχολείο χτισμένο με πολύχρωμα, πλαστικά κυβάκια. Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα και ευχάριστα και ο δάσκαλος, ο μολυβένιος στρατιώτης ήταν πολύ περήφανος για τους μαθητές του, τον μπατ – μαν, την ξανθιά πανέμορφη πάνινη κούκλα, το γιο –γιο, το χνουδωτό αρκουδάκι με την κόκκινη κορδελίτσα στο λαιμό και το ξύλινο τρενάκι που είχε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά όλη την προπαίδεια.

B2 ταξιάρχου ελένη κάποτε σε ένα παιχνιδοσχολείο

Embed Size (px)

Citation preview

Κάποτε σε ένα Παιχνιδοσχολείο

Μια φορά κι έναν καιρό σε µια καταπληκτική πόλη που την έλεγαν

Παιχνιδούπολη, υπήρχε ένα σχολείο χτισµένο µε πολύχρωµα, πλαστικά

κυβάκια.

Οι µέρες κυλούσαν ήρεµα και ευχάριστα και ο δάσκαλος, ο µολυβένιος

στρατιώτης ήταν πολύ περήφανος για τους µαθητές του, τον µπατ – µαν, την

ξανθιά πανέµορφη πάνινη κούκλα, το γιο –γιο, το χνουδωτό αρκουδάκι µε την

κόκκινη κορδελίτσα στο λαιµό και το ξύλινο τρενάκι που είχε µάθει απ’ έξω κι

ανακατωτά όλη την προπαίδεια.

Μια µέρα όµως συνέβη κάτι τροµερό. Όταν χτύπησε το κουδούνι για το

πρώτο διάλειµµα το τρενάκι πιάστηκε στα χέρια µε το γιο –γιο. Για την

ακρίβεια, το γιο –γιο ήθελε να παίξει µε το τρενάκι κι άρχισε να το ακολουθεί

και να το πειράζει σε κάθε του βήµα. Το τρενάκι όµως ενοχλήθηκε, θύµωσε

πολύ, πήρε φόρα και πέρασε µε τις ρόδες του πάνω από το εκνευριστικό γιο –

γιο. Το αποτέλεσµα ήταν να του κόψει το σχοινάκι. Τότε το γιο –γιο θύµωσε

και αυτό. Έδεσε βιαστικά µ’ έναν κόµπο το σχοινάκι του, τέντωσε µε

αξιοθαύµαστη επιδεξιότητα το ροδάκι του και το τίναξε πάνω στο τρενάκι. Η

καταστροφή ήταν µεγάλη, το τελευταίο βαγόνι ξεκόλλησε από τη θέση του.

Τα άλλα παιχνίδια παρακολουθούσαν τον τσακωµό µε το στόµα ανοιχτό. Κάτι

έπρεπε επιτέλους να γίνει για να σταµατήσει ο καυγάς. Ο µπατ –µαν γενναίος

καθώς ήταν έτρεξε αµέσως στο δάσκαλο να του το πει. Η κούκλα, που είχε

µια ευαίσθητη καρδούλα και αγαπούσε όλους τους συµµαθητές της , µπήκε

στη µέση για να τους χωρίσει. Όµως, αυτό δεν της βγήκε σε καλό, γιατί

άρχισαν να της τραβούν τα µαλλιά και το όµορφο χτένισµά της

καταστράφηκε. Μετά απ’ αυτό λυπηµένη έβαλε τα κλάµατα. Το χνουδωτό

αρκουδάκι βλέποντας όλα αυτά και επειδή ήταν δειλό, φοβήθηκε κι έτρεξε

αµέσως να κρυφτεί πίσω από ένα δέντρο.

Εκείνη την ώρα, ευτυχώς, εµφανίστηκε µπροστά τους ο δάσκαλος, ο

µολυβένιος στρατιώτης, µαζί µε τον µπατ – µαν. Βλέποντας τα χάλια τους

στάθηκε µε αυστηρό ύφος να τους κοιτάζει όλους. Το γιο –γιο είχε έναν

κακοφτιαγµένο κόµπο στο σχοινάκι του, το τρενάκι είχε ένα ξεκολληµένο

βαγόνι, η ξανθιά κούκλα έκλαιγε αναµαλλιασµένη και το αρκουδάκι έτρεµε

από τον φόβο του πίσω από το δέντρο. Ο µολυβένιος στρατιώτης, µε την πιο

σοβαρή φωνή που είχε ρώτησε τους παιχνιδοµαθητές του τι συνέβη. Κάθε

µαθητής είχε και τη δική του άποψη για το περιστατικό. Το γιο –γιο είπε ότι

το τρενάκι του έκοψε το σχοινάκι άδικα, γιατί αυτό το µόνο που ήθελε ήταν να

παίξει µαζί του. Το τρενάκι, από την άλλη, υποστήριξε ότι το γιο – γιο δεν του

φέρθηκε καθόλου καλά και έδειξε µε απελπισία το ξεκολληµένο του βαγόνι. Η

ξανθιά κούκλα είπε ότι µπήκε στη µέση για να τους χωρίσει και αυτά τα

ανόητα παιχνίδια της χάλασαν τα µαλλιά της. Τέλος, το χνουδωτό αρκουδάκι

είπε µε σιγανή φωνή ότι τρόµαξε µην το χαλάσουν και αυτό, γι’ αυτό κρύφτηκε

και ότι δεν ξέρει τίποτε άλλο να πει.

Ο δάσκαλος κατάλαβε αµέσως ότι ο καυγάς έγινε µετά από παρεξήγηση. Τους

εξήγησε ότι δεν υπήρχε λόγος να τσακωθούν και οι παιχνιδοµαθητές

κατάλαβαν το λάθος τους. Άρχισαν να δίνουν τα χέρια τους και να ζητούν

συγνώµη ο ένας από τον άλλο. Ο µολυβένιος στρατιώτης βλέποντας τους

παιχνιδοµαθητές του µετανιωµένους για την όλη συµπεριφορά τους, τους

ζήτησε να επιστρέψουν στην τάξη.

Μόλις µπήκαν, ο αγαπηµένος τους δάσκαλος είχε µια καταπληκτική ιδέα.

Τους είπε να φτιάξουν όλοι µια µεγάλη, οµαδική ζωγραφιά.

Το θέµα ήταν µια παιδική χαρά µέσα στην οποία κάθε παιχνίδι θα έπρεπε να

ζωγραφίσει τον εαυτό του δίπλα στους συµµαθητές του.

Αµέσως, όλα στρώθηκαν χαρούµενα στη δουλειά. Πήραν ένα µεγάλο χαρτί

από το ντουλάπι, άπλωσαν τους µαρκαδόρους και το χαρτί στο πάτωµα και

ξεκίνησαν φλυαρώντας.

Πρώτο ζωγράφισε το τρενάκι, αφού πρώτα ο δάσκαλος του κόλλησε το

ξεκολληµένο βαγόνι. Έφτιαξε ράγες και έβαλε τον εαυτό του να κόβει βόλτες

γύρω- γύρω. Μετά, ο µπατ –µαν ζωγράφισε τον εαυτό του πάνω στο τρενάκι

µε στολή οδηγού. Το τρενάκι αισθάνθηκε πολύ περήφανο που κουβαλούσε το

δυνατό και γενναίο µπατ –µαν. Το γιο –γιο, αφού έφτιαξε έναν περίτεχνο

ναυτικό κόµπο στο σχοινάκι του, έβαλε τον εαυτό του, δεµένο πίσω από το

τρενάκι να το τσουλάει και να κυλιέται γελώντας στο γρασίδι. Η ξανθιά

κούκλα, αφού χτενίστηκε προσεκτικά και έκανε µια µακριά κοτσίδα, που θα τη

ζήλευαν και οι καλύτερες κοµµώτριες του κόσµου, έγινε επιβάτης του τρένου.

Φαινόταν να απολαµβάνει το ταξίδι. Τέλος, το χνουδωτό αρκουδάκι

αποφάσισε να ζωγραφίσει φανάρια γύρω από τις ράγες και το ίδιο φόρεσε

στολή τροχονόµου, δίνοντας µε σοβαρό ύφος οδηγίες, σηκώνοντας το χέρι.

Όταν τελείωσε η ζωγραφιά τους στάθηκαν λίγο να τη θαυµάσουν. Μόλις είδαν

τη χαρούµενη εικόνα αγκαλιάστηκαν όλα µαζί και υποσχέθηκαν να µην

τσακωθούν ποτέ ξανά.

Ο δάσκαλος µε πολύ καµάρι κρέµασε τη σπουδαία ζωγραφιά τους πάνω από

τον πίνακα και τους εξήγησε ότι για να περνάνε καλά, έχουν ανάγκη ο ένας

τον άλλο. Ύστερα τ’ αγκάλιασε κι αυτός και στάθηκαν για λίγο όλοι µαζί να

κοιτάζουν τη ζωγραφιά. Ξαφνικά, χτύπησε το κουδούνι… <<Ώρα για

διάλειµµα>> είπε ο µολυβένιος στρατιώτης. Οι παιχνιδοµαθητές ξεχύθηκαν

χαρούµενοι στην αυλή να συνεχίσουν το όµορφο παιχνίδι της ζωγραφιάς

τους.

οι

Μιά ιστορία φτιαγµένη από τους µαθητές της Β2 τάξης του 12ου δηµ.

Σχολείου Ηλιούπολης