57
Παρα-μυθολόγιον Εφηβικής Φαντασίας Πολιτιστικό Πρόγραμμα «Δρόμο παίρνει……δρόμο αφήνει. Ένα ταξίδι στην πραγματικότητα με όχημα τα παραμύθια.» 57 ο Γυμνάσιο Αθηνών 1

Παραμυθολόγιον Εφηβικής Φαντασίας57gym-athin.att.sch.gr/downloads/paramithologio.pdfΣτο σημείο αυτό θα θέλαμε να σημειώσουμε

  • Upload
    others

  • View
    5

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • Παρα-μυθολόγιον

    Εφηβικής Φαντασίας

    Πολιτιστικό Πρόγραμμα «Δρόμο παίρνει……δρόμο αφήνει. Ένα ταξίδι στην

    πραγματικότητα με όχημα τα παραμύθια.» 57ο Γυμνάσιο Αθηνών

    1

  • ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    Εισαγωγικό σημείωμα Σελ. 2 Πρόλογος Σελ.3 Η Πάνινη κούκλα Σελ.4 Γεννήθηκα μ’ ένα ελαττωματάκι… Σελ. 6 Μπλουμ! Σελ. 7 Το βιβλίο με τα παραμύθια Σελ. 9 Κάιλι η χρυσή άγκυρα Σελ. 11 Κάτε Ραχάτε Καράτε Σελ. 13 Ο μαγικός σκούφος Σελ. 16 Νάγια η πειρατίνα Σελ. 19 Η μπάλα της συμφοράς Σελ. 21 Σόνια η άσχημη Σελ. 24 Η κοπέλα που τη φώναζαν γοργόνα Σελ. 27 Ο μικρός Βασίλος Σελ. 29 Ντόνα η Παγώνα Σελ. 32 Το μπλε διαμάντι Σελ. 33 Με λένε αγάπη Σελ.35 Ένα ξεχωριστό ρολόι Σελ. 37 Ο κύριος Μηδενικούλης Σελ. 39 Ο Αχτιδένιος που έγινε βάτραχος Σελ. 43 Η ιστορία της Μωβ Νεράιδας Σελ. 45 Ο πειρατής του ονείρου Σελ. 47 Πριγκίπισσα Ροζαλία Σελ. 49 Τα μαγικά παπούτσια Σελ. 52

    2

  • Εισαγωγικό σημείωμα

    Το 2015 για τη χώρα μας είναι η χρονιά του παραμυθιού· για τούτο κι οι παραμυθάδες έστησαν τη γιορτή του, που θα πραγματοποιηθεί επίσημα στις 24 και 25 Ιουλίου στη Τζια. Με αφορμή το γεγονός αυτό μια ομάδα μαθητών και καθηγητών αναλάβαμε και εκπονήσαμε στο σχολείο μας, στο 57ο Γυμνάσιο Αθηνών, ένα πολιτιστικό πρόγραμμα με θέμα: «Δρόμο παίρνει…δρόμο αφήνει. Ένα ταξίδι στην πραγματικότητα με όχημα τα παραμύθια.» Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού οι μαθητές μας έγραψαν ιστορίες που φιλοξενούνται στο παρόν «Παρα-μυθολόγιο εφηβικής φαντασίας» μιλώντας τη γλώσσα του παραμυθιού και συνδυάζοντας στοιχεία του παραδοσιακού και του σύγχρονου παράλληλα. Ευελπιστούμε ότι το «Παρά-μυθολόγιό» τους θα αποτελέσει την αρχή για ανάλογες προσπάθειες τόσο από τους ίδιους όσο κι από άλλους μαθητές. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι οι πίνακες που κοσμούν τα εξώφυλλα του παρόντος, καθώς και αυτοί που φιλοξενούνται στο εσωτερικό του έχουν φιλοτεχνηθεί από την Υποδιευθύντρια του σχολείου μας και μέλος της παιδαγωγικής ομάδας του προγράμματος κα Μπέτσα Χρυσούλα. Την φωτογράφηση των πινάκων έκανε ο κ. Μπόμπολος Γιάννης, μέλος της παιδαγωγικής ομάδας του προγράμματος. Ο σχεδιασμός, η επιλογή των σχεδίων που συνοδεύουν τις ιστορίες των μαθητών, καθώς και η μακέτα των εξωφύλλων έγινε από την κα Ζιόγκου Μαρία-Παρασκευή, υπεύθυνη του προγράμματος, την κα Μπέτσα Χρυσούλα και τον κ. Μπόμπολο Γιάννη. Τελειώνοντας ευχαριστούμε όλους, όσοι μας πρόσφεραν τη βοήθειά τους και ιδιαιτέρως την κα Μάλφα Μαρία, μέλος επίσης της παιδαγωγικής ομάδας του προγράμματος, καθώς και την Διευθύντρια του σχολείου μας κα Αγγελή-Παπανδρέου Ειρήνη για όλη τη βόήθεια και στήριξη που αμέριστα μας πρόσφερε.

    Αθήνα Ιούνιος 2015

    Οι Συντελεστές

    Ζιόγκου Μαρία-Παρασκευή, κλάδου ΠΕ2,

    Μπέτσα Χρυσούλα, κλάδου ΠΕ11

    Μπόμπολος Γιάννης, κλάδου ΠΕ3

    3

  • Πρόλογος

    Το παραμύθι έχει τη δική του φωνή, που είναι ζωντανή εδώ και πολλούς αιώνες. Ταξιδεύει από τόπο σε τόπο και μιλάει στους ανθρώπους για τις αλήθειες της ζωής. Τη φωνή του τη δανείζονται γιαγιάδες και παππούδες και κάθε λογής παραμυθάδες, για να συντροφέψουν μικρούς και μεγάλους, κάθε φορά που κινάνε το μεγάλο ταξίδι να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Κι επειδή το ταξίδι είναι μακρύ και δύσκολο κι οι άνθρωποι φοβούνται αυτή τη γνώση, με τη φωνή του ζωγραφίζουν τις εικόνες τους· τους δίνουν κίνηση και λόγο και τους χαρίζουν ονόματα. Κι ακόμη, επειδή οι γιαγιάδες και οι παππούδες και οι κάθε λογής παραμυθάδες, είναι άνθρωποι σοφοί, με τη φωνή του ζωγραφίζουν τις δυσκολίες του ταξιδιού και τις αρνητικές δυνάμεις, και τις ονοματίζουν κι αυτές. Κι έτσι το σώμα του είναι γεμάτο από φιγούρες ανθρώπινων τύπων και δυνάμεων του καλού και του κακού, που αλλάζουν όνομα κάθε φορά, ανάλογα τον τόπο, την εποχή και την ανάγκη. · κάτω από αυτό όμως κρύβεται πάντοτε το παιδί και ο ενήλικας, ο άντρας και η γυναίκα, το καλό και το κακό, η πάλη τους, η ήττα του κακού και η νίκη του καλού, το ταξίδι κι η περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής. Στο «Παρα-μυθολόγιο εφηβικής φαντασίας» τη φωνή του παραμυθιού τη δανείστηκαν ατζαμήδες παραμυθάδες και μαθητευόμενοι μάγοι, για να παρουσιάσουν με το δικό τους τρόπο τις φιγούρες αυτές. Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση. Κι αν μπερδευτείτε λιγάκι να ξεμπερδευτείτε.! «Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είναι τα παραμύθια!»

    Αθήνα Ιούνιος 2015

    Η υπεύθυνη του προγράμματος

    Ζιόγκου Μαρία-Παρασκευή, κλάδου ΠΕ2.

    4

  • Η πάνινη κούκλα

    Στα χρόνια τα παλιά σ΄ένα μεγάλο αγρόκτημα στην εξοχή ζούσε ένα αντρόγυνο με το μικρό τους κοριτσάκι, τη Μαλαματένια. Στο σπιτικό τους ακούγονταν γέλια και τραγούδια όλη την ημέρα κι η ζωή τους κυλούσε ήρεμα, όπως κυλούσε τα νερά του και το ποταμάκι κοντά στο αγρόκτημά τους. Ακολούθησαν όμως μήνες δύσκολοι. Βαριά αρρώστια έπεσε στην περιοχή κι η μητέρα της Μαλαματένιας έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Ο πατέρας της μη αντέχοντας τη μοναξιά, λίγα χρόνια αργότερα, όταν η Μαλαματένια ήταν περίπου δέκα χρόνων, μαγεμένος από την ομορφιά μιας γυναίκας την παντρεύτηκε και την έφερε κυρά κι αφέντρα στο αγρόκτημα. Η ζωή της Μαλαματένιας έγινε ακόμη πιο δύσκολη, γιατί η μητριά της δεν ήταν ικανή για αγάπη· της συμπεριφερόταν με άσχημο τρόπο και την έβαζε να κάνει κοπιαστικές δουλειές. Μια μέρα η μητριά της την έβαλε να καθαρίσει τη σκοτεινή σοφίτα. Η μικρή τρομαγμένη από το σκοτάδι και τις αράχνες άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να ψιθυρίζει το όνομα της μητέρας της. Τότε άκουσε μια ψιθυριστή φωνή να της απαντάει. Σάστισε και ψηλαφώντας γύρω της τα πράγματα της σοφίτας το χέρι της ακούμπησε πάνω σε κάτι μαλακό. Άκουσε και πάλι τη φωνή να της ψιθυρίζει « πάρε με έξω στο φως και θα σε αγαπάω εγώ». Χωρίς δισταγμό τράβηξε έξω από τη σοφίτα το μαλακό αντικείμενο και τι να δει!!! Μια πάνινη κούκλα που μιλούσε.!!! Έμεινε άναυδη. Ενθουσιάστηκε. Πρώτη φορά άκουγε μια κούκλα να έχει λαλιά. Την πήρε στην αγκαλιά της, κοίταξε προσεκτικά γύρω της μήπως και τη δει η μητριά της και χώθηκε στο δωμάτιό της. Κι εκεί άρχισαν όλα! Η Μαλαματένια και η πάνινη κούκλα έβαλαν μπροστά τη γνωριμία τους. Έκαναν βόλτες στο ποτάμι κρυφά, όταν κατάφερναν να ξεφύγουν από τη μητριά και στέριωναν τη φιλία τους. Η κούκλα της ψιθύριζε ιστορίες από καιρούς μακρινούς για τις θάλασσες, τα βουνά, τ’ αστέρια, τους ανθρώπους κι η μικρή της μιλούσε για τους καημούς της. Έτσι έγιναν αχώριστες, μέχρι τη μέρα που ένα φίδι στάθηκε η αιτία να πληγωθούν και οι δύο. Ο πατέρας της μικρής, κουρασμένος από τις δουλειές σε μια μακρινή πλευρά του αγροκτήματος, έπεσε λίγο να ξεκουραστεί και τον πήρε ο ύπνος. Ένα φίδι που σέρνονταν εκεί κοντά τον τσίμπησε και έφυγε κι αυτός για το μεγάλο ταξίδι. Η Μαλαματένια έμεινε τώρα στο έλεος της μητριάς της. Και μια μέρα που έκλαιγε για τον πατέρα της, εκείνη μπήκε στο δωμάτιό της ξαφνικά και ανακάλυψε την πάνινη κούκλα. Θύμωσε, όταν κατάλαβε ότι μιλούσε και ότι ήταν φίλες με το κοριτσάκι, γι’ αυτό και την άρπαξε και την πέταξε στο ποτάμι. Η Μαλαματένια έμεινε χωρίς τη φίλη της κι η κούκλα άρχισε το δικό της ταξίδι. Το ποτάμι ζηλεύοντας την αγάπη τους την ταξίδεψε στη θάλασσα κι η θάλασσα σε άλλες θάλασσες σε τόπους μακρινούς. Η πάνινη κούκλα θλιμμένη ψιθύριζε το όνομα της Μαλαματένιας κι οι θάλασσες την λυπήθηκαν και ανακάτεψαν το ψιθύρισμά της με το τραγούδι των κυμάτων και το τραγούδι έφτασε μέχρι τη βάρκα ενός φτωχού ψαρά. Αυτός ξαφνιάστηκε ακούγοντας το όνομα Μαλαματένια, γιατί ήταν τ’ όνομα της κόρης του.

    5

  • Ξανοίχτηκε στη θάλασσα ψάχνοντας να βρει την πηγή του τραγουδιού κι αντίκρισε την πάνινη κούκλα να επιπλέει και να ψιθυρίζει το αγαπημένο όνομα. Αμέσως την πήρε στη βάρκα του και την πήγε δώρο στο δικό του φτωχό κοριτσάκι. Η θαλασσινή Μαλαματένια αγάπησε αμέσως την πάνινη κούκλα που μιλούσε, γιατί μέχρι τώρα δεν είχε καμιά φίλη. Από την άλλη, η κούκλα μαθαίνοντας τ’ όνομα της καινούριας κυράς της ένιωσε όμορφα, σαν να την ήξερε καιρό και με την ψιθυριστή φωνή της μίλησε για την Μαλαματένια του ποταμιού. Αποφάσισαν τότε να ψάξουν να τη βρουν και να γίνουν μια παρέα. Ζήτησαν τη βοήθεια του ψαρά και κείνος τους πρόσφερε τη βάρκα του κι ένα μαγικό υγρό , που του είχαν κάνει δώρο τα στοιχειά της θάλασσας, για να εξουδετερώνει κάθε κακό. Έτσι η πάνινη κούκλα κι η θαλασσινή μικρή πήραν τη βάρκα και ακολουθώντας το δρόμο της καρδιάς τους ,που περνούσε μέσα από τη θάλασσα, έφτασαν ύστερα από καιρό στις όχθες εκείνου του ποταμιού, δίπλα στο αγρόκτημα με το θλιμμένο κοριτσάκι, την άλλη Μαλαματένια. Εκείνη τη μέρα το θλιμμένο κοριτσάκι, την ώρα του μεσημεριού, ώρα που ξεκουράζονταν η μητριά της, σιγοκουβέντιαζε με το ποτάμι και του έλεγε τους καημούς του. Ξαφνικά άκουσε ψιθύρους εκεί γύρω. Της φάνηκε πως ψιθύριζαν τ΄όνομά της. Ακολούθησε τον ήχο τους και…θαύμα!!! Μια πάνινη κούκλα που μιλούσε, η κούκλα της!!! Και δίπλα της ένα άλλο κορίτσι, περίπου στην ηλικία της. Συστάσεις δε χρειάστηκαν. Ήταν σαν ένας άλλος εαυτός της. Αγκαλιάστηκαν κι οι τρεις και προχώρησαν προς το αγρόκτημα, που ήταν η μητριά. Η πάνινη κούκλα πήρε το μαγικό υγρό που ήταν κρυμμένο στα φορέματά της, έριξε τρεις σταγόνες στο ποτήρι με νερό που είχε η μητριά στο προσκεφάλι της κι απομακρύνθηκε. Σα σηκώθηκε η μητριά διψασμένη, ήπιε το νερό κι αναζήτησε στον κήπο την Μαλαματένια για να τη βάλει να δουλέψει. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να βγει και αμέσως μεταμορφώθηκε σ΄ένα κούτσουρο, σα σκιάχτρο, που από κει και μετά έδιωχνε όλα τα κακά από τη ζωή της Μαλαματένιας. Κι από τότε οι δυο Μαλαματένιες έγιναν μία, η πάνινη κούκλα εγκαταστάθηκε στο πιο όμορφο δωμάτιο του αγροκτήματος και κάθε φορά που νιώθει κίνδυνο για την κυρά της ψιθυρίζει: « πάρε με έξω, μαζί σου κι εγώ θα σε αγαπάω….».

    Στέλλα Βαγενά Τμήμα Γ1

    Διασκευή-επιμέλεια

    Ζιόγκου Μαρία-Παρασκευή

    6

  • Γεννήθηκα με ένα ελαττωματάκι… «Εγώ, καλοί μου φίλοι, είμαι ένα ζευγάρι κιάλια κι όσο απίθανο κι αν ακούγεται, όταν γεννήθηκα ήμουν πρόβατο !!! Ένα πρόβατο που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο! -Πώς γίνεται αυτό, θα μου πείτε τώρα εσείς· ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εκείνο τον καιρό οι μάγισσες της χώρας ζούσαν όλες μαζί σε μια μεγάάάάάλη καταπράσινη κοιλάδα και είχαν φτιάξει τα δενδρόσπιτά τους με μεγάλη μαστοριά. Η καθεμιά τους είχε κι ένα αγρόκτημα, όπου ζούσαν λογιών λογιών πανέμορφα πλάσματα απ' όλο τον κόσμο, που οι μάγισσες αυτές έβρισκαν στα μεγάλα τους ταξίδια. Τα ταξίδια δεν είναι δα δύσκολα γι' αυτές· ανεβαίνουν στη μαγική τους σκούπα και πράφ ! νάτες στην άλλη άκρη της γης!!! Συνήθιζαν, που λέτε, κάθε χρόνο να κάνουν διαγωνισμό και το βραβείο το έπαιρνε εκείνη που είχε το πιο όμορφο αγρόκτημα. Τα τελευταία τρία χρόνια το βραβείο έπαιρνε η μάγισσα Ακρίβω. Ήταν περήφανη, γιατί το κτήμα της ήταν αξεπέραστο σε ομορφιά, το φρόντιζε με μανία και δεν θα άντεχε να χάσει το βραβείο… Υπήρχε όμως όρος στο διαγωνισμό πως καμιά μάγισσα δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει τα μαγικά της ξόρκια, για να αλλάξει τη φύση και τη μορφή κανενός πλάσματος που δεν ήταν όμορφο. Ο όρκος που είχαν δώσει γι΄ αυτό ήταν ξακουστός: « Ρινισατ κιακιρ αψιου. Βιτριο καζουιξ αλκιορ ελαντε. Ολικιορ ενιελ ξωτιφεθ γιτσες» Η Ακρίβω όμως είχε ξεχάσει ότι τα πράγματα δεν εξαρτώνται πάντα από μας. Στο κτήμα της γεννήθηκε και η αφεντιά μου. Ήταν ξημερώματα, όταν η μάννα μου η Σγουρή κοιλοπονούσε. Δεν άργησα να ξεπροβάλλω και ωχ!!! γεννήθηκα με ένα ελαττωματάκι! Είχα μαλλιά σκληρά και μακριά σαν του λύκου, τα μπροστινά μου πόδια ήταν κοντά και τα πίσω πολύ ψηλότερα. Έμοιαζα περισσότερο με καγκουρώ παρά με πρόβατο. Μεγάλη αναστάτωση έφερε ο ερχομός μου, γιατί κάτι τέτοιο σήμαινε πως τα σχέδια της μάγισσας για ένα ακόμη βραβείο γινόντουσαν καπνός. Μόλις με είδε, έφριξε. «Τι τέρας είναι τούτο!» ξεφυσούσε ολημερίς βγάζοντας αφρούς και ξεστόμιζε κατάρες: -Άχρηστο πλάσμα, να περιπλανιέσαι για πάντα, να μην έχεις δική σου ζωή, να βλέπεις τον κόσμο και να ζεις μέσα από τα μάτια των άλλων!. Και φτιάχνοντας το πιο σκοτεινό της ξόρκι με μεταμόρφωσε σε … ένα ζευγάρι ναυτικά κιάλια !!!. και σαν να μην έφτανε αυτό, μου έδωσε μια με το μαγικό ραβδί της και με πέταξε τόσο μακριά, που προσγειώθηκα στο κατάστρωμα ενός καραβιού. Από τότε, ταξιδεύω αιώνια, είμαι ήδη τριακοσίων ετών, χωρίς να έχω ιδέα που πηγαίνω. Μπορώ να βλέπω τον κόσμο μόνο μέσα απ΄ τα μάτια των ανθρώπων, αλλά αυτό σημαίνει πως κι εκείνοι ορισμένες φορές βλέπουν μέσα απ΄ τα δικά μου μάτια. Αποφασισμένος να μη παραδοθώ στη λύπη, βρήκα το σκοπό της ζωής μου. Να μεγεθύνω τις ομορφιές που βλέπουν οι άνθρωποι μέσα απ΄τα μάτια μου και να τους φέρνω πιο κοντά τα θαύματα που είναι μακριά τους...

    Ευαγγελή Στέλλα Τμήμα Γ1

    Διασκευή-επιμέλεια Μπέτσα Χρυσούλα

    7

  • Μπλούμ !!!

    Είμαι ο Μπλούμ!!! Και ναι! είμαι φίλος της μικρής Αστειάννας, του μικρού κοριτσιού με τα πορτοκαλί σγουρά μαλλιά και τις φακίδες στο πρόσωπο. Η μητέρα της, όμορφη σαν ελαφίνα και ο πατέρας της δυνατός και σοφός σαν το μονόκερο έφεραν στον κόσμο ένα πολύ χαρισματικό παιδί. Είχε το βάδισμα της ελαφίνας, το βλέμμα της νεράιδας, τα μαλλιά της σαν τη χαίτη του μονόκερου κι όλα αυτά την έκαναν ξεχωριστή. Ζούσε με τους γονείς της ευτυχισμένη σε ένα σπιτάκι στην άκρη του δάσους. Ο κόσμος εν τω μεταξύ είχε αλλάξει, οι άνθρωποι είχαν πάψει να πιστεύουν στα μαγικά πλάσματα και μόνο στο μεγάλο δάσος ζούσαν ακόμη νεράιδες, ξωτικά και μάγισσες. Η Αστειάννα μεγάλωνε έχοντας μέσα της τη μαγεία της παλιάς εποχής.

    Εκείνο το χειμώνα όμως αρχαίες δυνάμεις του κακού που ήθελαν να εξαπλωθούν στον κόσμο νέκρωσαν τα δέντρα και έπεσε μεγάλο σκοτάδι. Κανένα πλάσμα δεν μπορούσε να ζήσει στο δάσος και η μικρή οικογένεια αναγκάστηκε να μετακινηθεί και να κατοικήσει στη μεγάλη πολιτεία. Εκεί οι άνθρωποι ζούσαν διαφορετικά και ο άρχοντας υποχρέωνε τα παιδιά να πηγαίνουν σε κάτι κτίρια που τα λέγανε σχολειά. Μάθαιναν να διαβάζουν και να γράφουν τα λόγια που μιλούσαν με κάτι μικρά σημαδάκια που τα λέγανε γράμματα !!! Άλλο και τούτο!!! Μάθαιναν τον κόσμο μ' αυτά τα σημαδάκια κι όχι από τις ιστορίες των γονιών τους και των σοφών γιαγιάδων!!! Η μικρή Αστειάννα μη μπορώντας να κάνει αλλιώς έγινε μαθήτρια.

    Εδώ ξεκινάει και η δική μου ιστορία. Για να μπορεί να φτιάχνει λέξεις με αυτά τα σημαδάκια, η μικρή μαθήτρια χρησιμοποιεί το μπλε αίμα που τρέχει απο τη μυτούλα μου !!! Ναι, πιστέψτε με παρακαλώ ! Κι όταν αδειάζω, με ξαναγεμίζει από ένα δοχείο που έχει πάνω στο τραπεζάκι της. Για τη δουλειά του γραψίματος μας είναι απαραίτητος ο κυρ-Τετράδιος, γιατί επάνω στο σώμα του η Αστειάννα γράφει τα μικρά γραμματάκια. Για πολύ καιρό η μικρή μας φίλη όμως δεν γυρνούσε χαρούμενη από το σχολειό, γιατί καταλάβαινε τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο· τα άλλα παιδιά τη λέγανε αλλοπαρμένη και δεν την ήθελαν στα παιχνίδια τους. Επέστρεφε λοιπόν στο σπίτι πολύ λυπημένη και παρ΄ όλες τις αστείες ζωγραφιές που της έφτιαχνα στο σώμα του κυρ-Τετράδιου, δεν μπορούσα να την κάνω να χαμογελάσει. Της άρεσε να κάθεται μόνη στην κάμαρά της, να σκαρώνει τραγουδάκια και να τους βάζει μελωδίες με την άρπα που της είχε χαρίσει η φιλενάδα της, η δεσποινίδα Χελωζίνα, όταν ζούσε στο δάσος. Είχε ταλέντο στις μελωδίες μα τα τραγούδια της είχαν μέσα τους θλίψη και δεν άντεχα να τη βλέπω λυπημένη, γιατί την αγαπούσα.

    Μια μέρα που έλειπε η Αστειάννα με τους γονείς της, κάλεσα σε συμβούλιο τον κυρ-Τετράδιο και όλα της τα παιχνίδια· ξέρετε δα πως τα παιχνίδια έχουν μαγεία μέσα τους και μπορούν να ζωντανεύουν, όταν δέχονται πολύ αγάπη. Αφού ανταλλάξαμε γνώμες για κάμποση ώρα, αποφασίσαμε να της γράψουμε ένα τραγουδάκι που θα μιλούσε για εκείνη. Πιάσαμε λοιπόν δουλειά εγώ, ο κυρ-Τετράδιος, ο κύριος

    8

  • Ταμπούρλος, η δεσποινίδα Άρπια και το χνουδωτό ποντικάκι ο Ενζητέφ. Σε λίγη ώρα το τραγουδάκι και η μελωδία του ήταν γραμμένα και πασπαλισμένα με το μαγικό ξόρκι της μαγισσούλας Εράτης που πέταξε από το πιο ψηλό ράφι κοντά μας, για να μας βοηθήσει. Αφήσαμε τον κυρ-Τετράδιο στο μαξιλάρι της και η μικρή Αστειάννα τον βρήκε μόλις πήγε για ύπνο. Ξαφνιάστηκε, όταν είδε το τραγουδάκι, μα δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος το έγραψε. Μόλις όμως το τραγούδησε, η καρδιά της φούσκωσε από χαρά και το δωμάτιο γέμισε με φυσαλίδες που έσκαγαν με τον ήχο του φιλιού και γινόντουσαν φωτεινά αστεράκια.

    Η μικρή Αστειάννα περίμενε με υπομονή τη μεγάλη γιορτή του σχολειού που θα γινόταν σε λίγο καιρό και θα συμμετείχαν όλοι οι μαθητές. Η ποθητή μέρα έφτασε και η μικρή μας φίλη τραγούδησε το όμορφο τραγούδι μας μπροστά σε όλα τα παιδιά. Η αίθουσα γέμισε με μια μαγική μελωδία και με φωτεινά αστεράκια που χόρευαν πάνω από τα κεφάλια τους. Όλοι ενθουσιάστηκαν και ένα ευτυχισμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη τους. Η μικρή μαθήτρια τους χάρισε λίγη απ' τη μαγεία της και τα παιδιά που τώρα έγιναν φίλοι της, δεν χόρταιναν να την ακούνε να τους λέει ιστορίες για νεράιδες και ξωτικά που είχε μάθει από τους γονείς της. Όσο για μένα και τον κυρ-Τετράδιο, δεν πάψαμε ούτε στιγμή να τη συντροφεύουμε σε όλη τη διάρκεια της σχολικής της ζωής και όποτε τη βλεπαμε λυπημένη, όλο και κάτι σκαρώναμε για να της φτιάξουμε το κέφι.

    Αναστασία Ζεντέφη Τμήμα Γ1

    Διασκευή-επιμέλεια Μπέτσα Χρυσούλα

    Μια φορά κι έναν καιρό από δάσος μαγικό κοριτσάκι τρυφερό εξεκίνησε να πάει σ' έναν κόσμο μακρινό. Με νεράιδας τη ματιά και λαφίνας τη γητειά εξεπρόβαλε στον κόσμο μα είχε θλίψη στην καρδιά.

    Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει και μετά από καιρό πάει σε γιορτή μεγάλη στο μοντέρνο το σχολειό. Μαγισσάκι χαρωπό τ’ Αστειαννάκι το μικρό με την άρπα αγκαλιά κάνει δώρο στα παιδιά αστεράκια και φιλιά !!!

    9

  • Το βιβλίο με τα παραμύθια

    Κάποτε σε μια χώρα μακρινή ζούσε ένας Βασιλιάς εγωιστής και σκληρός, που δεν αγαπούσε τους ανθρώπους και τους ήθελε υποταγμένους στην εξουσία του. Έτσι μισούσε την αγαπημένη συντρόφισσά τους, τη Φαντασία, που τους ταξίδευε σε κόσμους αλλιώτικους και όμορφους· κόσμους που οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να φτιάξουν τη ζωή που ονειρεύονταν. Και το μίσος του ήταν τόσο μεγάλο που κάλυψε κάθε τι που θα μπορούσε να δώσει φτερά στη Φαντασία με γκρι πέπλα· και τη φυλάκισε και μαζί της φυλάκισε και τους ανθρώπους. Μα στη Φαντασία δεν άρεσε η φυλακή κι έτσι δραπέτευσε κι εγκαταστάθηκε στον κόσμο των παραμυθιών· και μαζί τους άρχισε να επισκέπτεται και πάλι τους ανθρώπους και να τους δείχνει πώς να σκίζουν τα γκρι πέπλα της φυλακής τους. Όσοι την πίστεψαν, ελευθερώθηκαν, άρχισαν να ταξιδεύουν στο κόσμο των παραμυθιών και έφυγαν από την εξουσία του Βασιλιά. Τότε αυτός θύμωσε και μίσησε ακόμα πιο πολύ τη Φαντασία και τα παραμύθια. Έδωσε λοιπόν εντολή στους δούλους του να τα βρουν, να τα κλείσουν σ΄ένα βιβλίο και να το κρύψουν στο υπόγειο του παλατιού. Έτσι κι έγινε. Κι ο Βασιλιάς ευχαριστήθηκε νομίζοντας ότι είχε τελειώσει μαζί τους. Είχε ξεχάσει όμως κάτι σημαντικό. Είχε ξεχάσει ότι υπήρχε ένας άνθρωπος που κυκλοφορούσε ελεύθερος στο παλάτι και θα μπορούσε να ανακαλύψει το βιβλίο. Κι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν άλλος από την κόρη του, την όμορφη βασιλοπούλα, ένα κορίτσι ευαίσθητο που αγαπούσε τους ανθρώπους αλλά και τα παραμύθια. Η βασιλοπούλα λοιπόν έμαθε από τη βάγια της τι είχε κάνει ο πατέρας της κι αποφάσισε να πάρει το βιβλίο στο δωμάτιό της. Κατέβηκε στο υπόγειο μια μέρα που ο βασιλιάς έλειπε για κυνήγι, το πήρε στο δωμάτιό της και το έκρυψε. Από κείνη τη μέρα και μετά, όταν όλα ησύχαζαν στο παλάτι, στο δωμάτιό της άρχιζαν τα θαύματα. Ξεφύλλιζε το βιβλίο κι από τις σελίδες του ξεπετάγονταν ξωτικά, νεράιδες, μάγοι και μάγισσες, όμορφα βασιλόπουλα, πουλιά και ζώα και τις έλεγαν ιστορίες για κόσμους μαγικούς. Κι η βασιλοπούλα παρέα με τη Φαντασία άρχισε να ταξιδεύει και να «χάνεται». Ο Βασιλιάς όμως, ανήσυχος για τις « εξαφανίσεις» της κόρης του, μια μέρα έκανε έφοδο στο δωμάτιό της και την είδε με το βιβλίο των παραμυθιών στην αγκαλιά της. Θύμωσε τόσο πολύ που η αγαπημένη του κόρη παράκουσε τις εντολές του, που τη φυλάκισε στον πιο ψηλό πύργο του παλατιού μαζί με το βιβλίο. Εκεί η βασιλοπούλα, για να γεμίζει τις ατελείωτες ώρες της τιμωρίας της, άρχισε να γράφει δικές της ιστορίες και να ταξιδεύει τώρα μέσα από αυτές σε κόσμους μαγικούς με πλάσματα άλλοτε όμορφα και καλόκαρδα κι άλλοτε αποκρουστικά και μοχθηρά. Κι όσο ταξίδευε τόσο έγραφε και το βιβλίο των παραμυθιών γινόταν όλο και πιο φιλόξενο. Ώσπου ένα πρωί ο Βασιλιάς μετανιωμένος που είχε τιμωρήσει τόσο σκληρά την κόρη του-ήταν βλέπετε η μοναδική του αδυναμία -ανέβηκε στον πύργο με την ελπίδα να της αλλάξει γνώμη και να του υποσχεθεί πως δεν θα ξαναδείξει ενδιαφέρον για κανένα παραμύθι. Μόλις

    10

  • όμως μπήκε στο δωμάτιο του πύργου, διαπίστωσε πως η κόρη του όχι μόνο δεν είχε αλλάξει γνώμη, αλλά πλούτιζε το βιβλίο με δικά της παραμύθια. Θύμωσε τότε περισσότερο από την πρώτη φορά, της πήρε το βιβλίο και το πέταξε από το παράθυρο του πύργου στη θάλασσα. Κείνη την ώρα ένα δελφίνι χόρευε στην επιφάνεια της θάλασσας και το βιβλίο προσγειώθηκε στη ράχη του. Η βασιλοπούλα από το παράθυρο έβλεπε το βιβλίο ν’ απομακρύνεται, τις νεράιδες να χάνονται από κοντά της, τα ξωτικά να την κοιτάζουν θλιμμένα, τη Φαντασία να τα ακολουθεί και την πήρε το παράπονο. Τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της κι άρχισαν να δραπετεύουν προς τη θάλασσα. Και το «ταξίδι» τους το ζήλεψαν τα σύννεφα κι άρχισαν να χαμηλώνουν κι αυτά για το δικό τους ταξίδι. Ένα από αυτά, το πιο παιγνιδιάρικο λοξοδρόμησε και πέρασε από το παράθυρο της βασιλοπούλας, που άρπαξε την ευκαιρία· αγκάλιασε το σύννεφο και του ζήτησε να την πάει κοντά στο αγαπημένο της βιβλίο. Έτσι βρέθηκε κι αυτή πάνω στου δελφινιού τη ράχη. Για καλή τύχη και των δύο εκείνη την ώρα τα νερά διέσχιζε ένα πλοίο· τους είδε κι έριξε τα σκοινιά του και ανέβηκαν στο κατάστρωμα. Βρέθηκαν έτσι να ταξιδεύουν μακριά από τον τόπο τους σε θάλασσες και σε ωκεανούς μακρινούς κι άγνωστους. Η βασιλοπούλα ήταν ελεύθερη πλέον να γνωρίσει η ίδια αυτά που τόσο καιρό της έλεγε η Φαντασία και επειδή αγαπούσε τους ανθρώπους, σε κάθε τόπο που περνούσε το πλοίο έκανε γνωστά τα παραμύθια, για να ταξιδεύουν και κείνοι μαζί τους. Όσο για το Βασιλιά, μετανιωμένος και πάλι, κάλεσε κοντά του αυτή που μισούσε, τη Φαντασία· κι με αυτή ακολουθούσε την κόρη του στις μακρινές θάλασσες και στους ωκεανούς, περιμένοντας την επιστροφή τη δική της και των παραμυθιών, για να τους υποδεχθεί όπως τους αξίζει. Τα γκρι πέπλα είχαν φύγει πια και από τα μάτια του και από την καρδιά του.

    Αναστασία Ζέρβα Τμήμα Γ1

    Διασκευή-επιμέλεια

    Ζιόγκου Μαρία-Παρασκευή

    11

  • Κάϊλι η χρυσή άγκυρα

    Με λένε Κάϊλι. Είμαι άγκυρα, ιδιαίτερη. Διαφέρω από τις άλλες άγκυρες, γιατί είμαι φτιαγμένη από χρυσάφι. Ζω πάνω στα πλοία που ταξιδεύουν, στην αγκαλιά της καλύτερης μου φίλης, της αλυσίδας. Όταν όμως εκείνα ξαποσταίνουν στ’ αγκυροβόλια τους, βρίσκω την ευκαιρία και βυθίζομαι στον όμορφο κόσμο της θάλασσας. Λατρεύω να κατεβαίνω στο βυθό της, γιατί μαθαίνω τα μυστικά αυτού του άλλου κόσμου, ακούω το ψιθύρισμα των κοχυλιών, την ανάσα των πλασμάτων του, γεύομαι την αρμύρα των δακρύων τους, νιώθω το ρυθμό του χορού τους και ζωντανεύω· γίνομαι τότε κι εγώ για λίγο κόρη της θάλασσας. Η φίλη μου η αλυσίδα φοβάται μήπως με μαγέψουν οι άλλες κόρες της θάλασσας και την εγκαταλείψω κι έτσι με κρατάει δεμένη με τα πλοία. Και κείνα πάλι ξεκινούν το ταξίδι τους, μόνο όταν επιστρέφω κοντά τους. Φαίνεται λοιπόν ότι τους είμαι απαραίτητη. Αλλά κι εγώ τ΄αγαπάω, γιατί μόνο κοντά τους μαθαίνω τους ανθρώπους και τον κόσμο τους, ακούω και τα δικά τους μυστικά κι ονειρεύομαι, όταν σχεδιάζουν τη ζωή τους. Για τούτο και τα ανταμείβω προσφέροντάς τους βοήθεια κάθε φορά που την έχουν ανάγκη. Μόνο το τελευταίο μου πλοίο, το αγαπημένο μου, δεν κατάφερα να βοηθήσω. Δεν πρόλαβα. Καθώς ταξιδεύαμε, χτύπησε σε παγόβουνο και βυθίστηκε μαζί με τους ανθρώπους και τους θησαυρούς του. Βρέθηκα κι εγώ στο βυθό χωρίς να το θέλω αυτή τη φορά. Τώρα ήμουν ανάμεσα σε τραυματισμένα σωσίβια, πληγωμένες λέμβους, τσακισμένα ξύλα, κομμένα σκοινιά, σπασμένα φινιστρίνια κι ο καπετάνιος μου με τα ναυτάκια του μακριά, άφαντοι. Κι εμείς, το άψυχο « σώμα» του πλοίου μείναμε για καιρό στο βυθό, ακυβέρνητοι να τους κλαίμε, στερημένοι από την αγάπη τους. Μόνη παρηγοριά τα πλάσματα του βυθού κι οι γοργόνες που έβρισκαν την παρέα μας ιδανική για ν’ ακουμπήσουν τ’ αυγά τους και τους καημούς τους. Ύστερα από καιρό αναταραχή στο βυθό. Δύτες από κείνους που εντοπίζουν τα ναυάγια κι αναζητούν τους θησαυρούς τους έκαναν την εμφάνισή τους. Βρήκαν το πλοίο μας, το εξερεύνησαν και πήραν μαζί τους όλο το θησαυρό. Μαζί και μένα. Ήμουν χρυσή βλέπετε, ολόχρυση!!! Έτσι βρέθηκα σ’ ένα ενεχυροδανειστήριο. Ο ιδιοκτήτης του μόλις με απόκτησε, βάλθηκε να με καθαρίσει, για ν’ αποκτήσω τη χαμένη μου λάμψη. Δεν πρόλαβε όμως· ένας περιφερόμενος μάγος από τη χώρα των παραμυθιών, ο Σεντέφερ-γνωστός για τη μανία του να μαζεύει παλιά και σπάνια αντικείμενα-μπήκε τυχαία στο ενεχυροδανειστήριο ψάχνοντας για πολύτιμα πετράδια και με είδε. Πλησίασε θαμπωμένος κοντά μου, με περιεργάστηκε και….έμεινε άφωνος! Πάνω στους βραχίονές μου ήταν κολλημένα, τι νομίζετε; Αυγά γοργόνας. Ναι αυγά γοργόνας!!! Δεν πίστευε στα μάτια του. Με αγόρασε αμέσως και με πήρε μαζί του

    12

  • πάνω στο πλοίο που ταξιδεύει στη χώρα των παραμυθιών. Βλέπετε οι γοργόνες σήμερα έχουν εκλείψει και τα παραμύθια είναι λειψά χωρίς αυτές κι έχουν χάσει τη μαγεία και τη γοητεία τους. Τώρα βρίσκομαι πάνω στο πλοίο. Ταξιδεύουμε μα ο καιρός κοντεύει. Σε λίγο πιάνουμε στη χώρα των παραμυθιών. Θα προσφέρω το δώρο μου κι έτσι θα φέρω πίσω τις γοργόνες στο σπίτι τους, στο παλάτι της Μεγάλης Βασίλισσας Φαντασίας. Κι εγώ λέω, αν μου αρέσει, να εγκατασταθώ μόνιμα στη χώρα αυτή· κι αν θελήσουν οι γοργόνες θα μ’ ανταμείψουν και δεν θα είμαι πια μόνο μια χρυσή άγκυρα, αλλά η Κυρία επί των τιμών της Μεγάλης Βασίλισσας. Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν΄τα παραμύθια.!!!

    Καγιάντζα Μαριάννα

    Τμήμα Γ1

    Διασκευή-επιμέλεια Ζιόγκου Μαρία-Παρασκευή

    13

  • Κάτε Ραχάτε Καράτε

    Κάτε Ραχάτε Καράτε! Έτσι με βάφτισε το αφεντικό μου ο Λάκι Λουκίνο. Όνομα αντάξιο της προσωπικότητάς μου, αλλά μεγάλο για μια γατούλα σαν και μένα. Ναι, είμαι γατούλα. Μικροκαμωμένη, γκριζόμαυρη με ροζ ανταύγειες και τσαχπίνικη ουρά. Εκείνο όμως που ξεχωρίζει πάνω μου είναι τα μάτια μου· μάτια κρασογάλανα, παιγνιδιάρικα κι αγαπησιάρικα. Έτσι και τα κοιτάξεις χάθηκες. Σ’ αιχμαλωτίζουν και νιώθεις σαν να κολυμπάς σε μια θάλασσα από μεθυστικό κρασί. Αυτό που έπαθε δηλαδή κι ο Λάκι, όταν με πρωτοαντίκρισε· μέθυσε, με αγάπησε κεραυνοβόλα και με υιοθέτησε. Ήταν, θυμάμαι, μεσημέρι Κυριακής. Είχα κάνει κοπάνα από ένα καταφύγιο ζώων, όπου με είχαν αφήσει τα πρώην αφεντικά μου, γιατί δεν έκανα τίποτα απ’ ότι πρέπει να κάνει μια γάτα. Όλο ραχάτευα κι ονειρευόμουν δόξες και μεγαλεία, τη μεγάλη ζωή δηλαδή. Περιπλανιόμουν το λοιπόν σ’ ένα στενό δρομάκι μιας γκρίζας γειτονιάς στην άκρη της μεγάλης πόλης. Ήμουν πεινασμένη κι η ουρά μου λιγοθυμισμένη από τις κυριακάτικες μυρουδιές είχε χάσει την τσαχπινιά της. Ξαφνικά τη νιώθω να ζωηρεύει και καθώς γυρίζω πίσω μου να δω τι της συμβαίνει, βλέπω ότι το δρομάκι είχε αλλάξει όψη, είχε αποκτήσει χρώμα. Ένας περίεργος τύπος με πρασινοκόκκινα φαρδιά ρούχα και κόκκινο καπέλο είχε κάνει την εμφάνισή του από τη γωνία του μικρού δρόμου. Περπατούσε σα να έπαιζε κουτσό κι έμοιαζε μεθυσμένος. Κάποια στιγμή έφτασε κοντά μου. Τον κοίταξα καλά. Ήταν αστείος μέσα στη φορεσιά του και το κόκκινο λίγο μυτερό καπέλο του. Μου φάνηκε σαν κλόουν που είχε κάνει κοπάνα από τσίρκο. Ένιωσα ότι βρήκα κάποιον που είχε κάτι κοινό με μένα κι η χαρά πλημμύρισε τα μάτια μου τα κρασογάλανα. Κι αυτά έστειλαν το μήνυμα στον τύπο με τα πρασινοκόκκινα ρούχα· κι αυτός χάθηκε μέσα τους και συνέβη το μοιραίο. Μ’ αγάπησε, το είπαμε. Έσκυψε κοντά μου και μου συστήθηκε: _ Λάκι Λουκίνο, ο μέγας γυρολόγος. Και παίζοντας κουτσό συνέχισε: _ Από δω και μπρος θα είσαι η συντρόφισσά μου στις περιπέτειές μου. Μου άρεσαν αυτά που άκουσα και αποφάσισα να συμφωνήσω, αν και για να πω την αλήθεια, δεν ήξερα τι κάνει ένας γυρολόγος. _ Με λένε Κάτε, νιαούρισα, Δέχομαι την πρότασή σου. Βλέπεις, τώρα που είμαι στους δρόμους, χρειάζομαι έναν προστάτη, γιατί μυρίζομαι κινδύνους. Ο Λάκι Λουκίνο γέλασε, εγώ κούνησα την τσαχπίνικη ουρά μου κι η συμφωνία έκλεισε. Από κείνη τη μέρα ήμασταν συνέχεια μαζί. Ο Λάκι με τάιζε, με φρόντιζε κι μ’ έπαιρνε πάντοτε μαζί του. Γυρίζαμε όλη την πόλη και μάζευε παλιά φθαρμένα αντικείμενα, μικρά ή μεγάλα, που οι άνθρωποι πετούσαν κοντά σε κάδους σκουπιδιών· γιάτρευε τις φθορές τους και τα μεταμόρφωνε λες κι ήταν μάγος. Κι ύστερα παίρναμε πάλι τους δρόμους και τα πουλούσαμε, για να βγάλουμε το ψωμάκι μας. Έτσι έμαθα λοιπόν τι σημαίνει να είναι κανείς γυρολόγος. Εγώ βέβαια δεν συμμετείχα καθόλου στα μαστορέματα και στις αγοραπωλησίες. Απλώς ακολουθούσα το Λάκι, τον κοίταζα και τον καμάρωνα. Και για να πω την αλήθεια ραχάτευα κι

    14

  • απολάμβανα τη ζωή μου, τις βόλτες μου, το φαγητό και την αγάπη του Λάκι. Τι άλλο να ήθελα; Ο Λάκι γελούσε μαζί μου, έτσι που μ’ έβλεπε να ραχατεύω κι άρχισε να με φωνάζει Κάτε Ραχάτε, οπότε απέκτησα το δεύτερό μου όνομα και κάποια στιγμή αργότερα και το τρίτο. Πώς έγινε αυτό; Να, μια μέρα γυρίζαμε στους δρόμους κι ο Λάκι διαλαλούσε το εμπόρευμά μας, ένα παλιό ξύλινο σκαλιστό καθρέφτη. Καθώς προχωρούσαμε, από το πουθενά πετάχτηκε μπροστά μας ένας άντρας, μια ασχημόφατσα που στάθηκε ικανή να με κάνει ηρωίδα στα μάτια του Λάκι. Ο τύπος, που λέτε, έβγαλε ένα όπλο και απειλώντας το Λάκι του ζήτησε το πορτοφόλι του. Ο Λάκι έβαλε τα γέλια, καθότι δεν ήξερε τι θα πει πορτοφόλι κι εγώ νιαούρισα σε πρίμο σεκόντο, μια και τα πορτοφόλια στις μέρες μας είναι μόνο για τους παραλήδες. Η ασχημόφατσα παρεξηγήθηκε, αγρίεψε, έτριξε τα δόντια του και σημαδεύοντας το Λάκι κατευθείαν στο κεφάλι του απαίτησε το ανύπαρκτο πορτοφόλι. Τότε θύμωσα κι εγώ μ’ αυτόν τον άξεστο τύπο, που είχε το θράσος να ζητάει κάτι που δεν είχαμε. Παλαβά πράγματα δηλαδή. Χάθηκε ο κόσμος να ζητήσει τον καθρέφτη να βγάλουμε και κανένα ευρουλάκι!!! Εκεί που τα σκεφτόμουν όλα αυτά, ένιωσα τον κίνδυνο. Ο Λάκι θα έχανε τη ζωή του κι εγώ πάλι στους δρόμους. Χωρίς δισταγμό έδωσα ένα σάλτο πάνω στην ασχημόφατσα και με τα νύχια μου χάραξα το «ωραίο» προσωπάκι του. Αυτός έμεινε στήλη άλατος από το ξάφνιασμα. Και τότε έδωσα και το δεύτερο σάλτο, γιατί σαν ωραιοπαθής που είμαι είχα κοιτάξει στιγμιαία στον καθρέφτη του Λάκι και μου άρεσε ο εαυτός μου και κυρίως ο τρόπος που στριφογύριζε η τσαχπίνα η ουρά μου. Αυτή ήταν που του έδωσε και τη χαριστική βολή. Χτύπησε με δύναμη το χέρι του και τίναξε μακριά το όπλο του. Η ασχημόφατσα όπου φύγει-φύγει. Κι εγώ παρασυρμένη από την επιτυχία είπα να ξαναδοκιμάσω, αλλά αυτή τη φορά έσκασα κάτω κι από την ντροπή μου έκανα την ψόφια. Ο Λάκι έτρεξε κοντά μου τρομαγμένος, αλλά επειδή τον λυπήθηκα άνοιξα τα κρασογάλανα μάτια μου και του νιαούρισα. Αυτός χαρούμενος άρχισε να φωνάζει: _ Να ζήσεις Κάτε μου Ραχάτε Καράτε!!! Έτσι έγινα η γατούλα με τα τρία ονόματα. Ούτε πριγκίπισσα να ήμουνα! Και γιατί να μη γίνω δηλαδή; Τότε ήταν που μου ήρθε η ιδέα. Και σαν θηλυκό που ποτέ δεν είναι ευχαριστημένο, ζήτησα από το Λάκι να με κάνει πριγκίπισσα και να πάμε ένα ταξίδι σε μέρη μακρινά κι εξωτικά για να ζήσω επιτέλους τη μεγάλη ζωή. Κι ο Λάκι δε μου χάλασε χατίρι. Καθώς ήταν γυρολόγος, μάζευε εκτός από αντικείμενα και πληροφορίες για διάφορα πράγματα. Έμαθε έτσι ότι το πλοίο των παραμυθιών θα ξεκινούσε ένα μεγάλο ταξίδι. Αποφάσισε λοιπόν να ταξιδέψουμε μ’ αυτό, για να κάνουμε γνωριμίες με υψηλά πρόσωπα. Ξέρετε τώρα! Βασιλοπούλες, βασιλόπουλα, πρίγκιπες, νεράιδες και τα λοιπά. Κυρίως όμως για να βρούμε καμιά μάγισσα της προκοπής, που να με κάνει πριγκίπισσα. Και για να μας δεχτούν στο πλοίο ντύθηκε πειρατής, λες κι ήταν απόκριες. Ο Λάκι Λουκίνο ο πειρατής κι η Κάτε Ραχάτε Καράτε, εγώ δηλαδή η γατούλα, ανεβήκαμε στο πλοίο των παραμυθιών για να ζήσουμε το όνειρό μου. Γίναμε αμέσως αποδεκτοί. Φυσικό βέβαια, γιατί ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί σ’ ένα πειρατή και μια γατούλα με κρασογάλανα μάτια και τσαχπίνα ουρά; Όλα τα υψηλά πρόσωπα έκαναν ουρά! για να μας γνωρίσουν κι εγώ

    15

  • νιαούριζα κι ανοιγόκλεινα τα μάτια κερδίζοντας το θαυμασμό τους. Όπως καταλαβαίνετε έγινα η αγαπημένη όλων και κανείς δε μου χαλούσε χατίρι. Με είχαν σαν πριγκίπισσα. Αυτό εκμεταλλεύτηκα κι εγώ και πλησίασα τη μάγισσα Κατάρνα, γνωστή ζωόφιλη και ζήτησα, τι άλλο; Να με κάνει αληθινή πριγκίπισσα. Η Κατάρνα γέλασε, πήρε το μαγικό ραβδί της και μ’ ακούμπησε στο κεφάλι. Και σαν από θαύμα ένα χρυσό στεμματάκι φύτρωσε στην κεφαλή μου. Τι χαρά που πήρα!!! Κι η χαρά μου έγινε μεγαλύτερη όταν ο Λάκι με πλησίασε μ’ ένα καλάθι χρυσό, στολισμένο με καθαρό μετάξι και μ’ έβαλε μέσα. Είχα αποκτήσει και θρόνο!!! Από τότε ταξιδεύουμε με το πλοίο των παραμυθιών, γνωρίζουμε μέρη εξωτικά, κάνουμε παρέα με υψηλά πρόσωπα και γενικά ζούμε τη μεγάλη ζωή. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν ο Λάκι είναι ευτυχισμένος έτσι, αν του λείπει το «γυρολόγημα», αλλά ποιος νιάζεται!!! Είπαμε, εγώ τώρα είμαι πριγκίπισσα!!! Νιάάάουου!!!

    Κατερίνα Καλλούσι Τμήμα Γ2

    Διασκευή- Επιμέλεια

    Ζιόγκου Μαρία-Παρασκευή

    16

  • Ο Μαγικός σκούφος

    Μικρός σαν ήμουν, είχα ένα μαγικό ραβδάκι κι έκαμα το μάγο. Τώρα μεγαλύτερος, χωμένος στα μαθήματα και στα βιβλία νιώθω ότι οι ώρες, τα λεπτά δεν περνούν με τίποτα. Τίποτα δεν με ενθουσιάζει. Ας είχα το ραβδάκι μου, να γίνω πάλι μάγος. Σίγουρα θ΄αναρωτιέστε τι θα μπορούσα να κάνω με το ραβδάκι μου. Μα να ξεφύγω από ένα μάθημα που πρέπει να μάθω. Ας πούμε, αν ήμουν για λίγο η Ελένη του Ευριπίδη, ξέρετε η Ωραία Ελένη, δεν θα μπορούσε να μείνει εδώ το είδωλό μου να μου κάνει τα μαθήματα και εγώ να μεταφερθώ κάπου αλλού; Γιατί όχι; « Η Μαγεία είναι παντού» λένε τα βιβλία. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω μια επιδρομή στην ντουλάπα μου μήπως και βρω κάτι μαγικό. Μετά από πολύ ψάξιμο, βρήκα ένα παλιό παιδικό μου σκούφο, που΄χε πάνω του μια φάτσα λαγού. Μου φάνηκε ωραίος κι έτσι τον φόρεσα. Στην αρχή δεν έγινε τίποτα. Σκέφτηκα ότι πρέπει να πω τα μαγικά λόγια, όπως ο Αρπαντίν: «Κουλούρι κλείσε! 1,2,3. Διακτίνισέ με μακριά» Ανοίγω τα μάτια μου και τι να δω; Είμαι σε ένα μαγικό αλλά τρομακτικό δάσος. Τα δέντρα κουνιούνται και κάνουν πολύ τρομακτικούς θορύβους. Ξαφνικά, βλέπω λίγο πιο μακριά κάτι κόκκινο να χοροπηδά. Πάω κοντά και αντικρίζω τη κοκκινολαγουδίτσα, πρώτη ξαδέρφη της κοκκινοσκουφίτσας. Τρομαγμένος τρέχω μακριά φωνάζοντας στον σκούφο: « Ε, ασχημόφατσα λαγόσκουφε, πάρε με μακριά από δω, δε θέλω να με φάει κανένας Λύκος! Κάπου εδώ θα παραφυλάει!» Και η διακτίνιση συνεχίζεται. Είναι δε τέτοια η ταχύτητά της, που κλείνω τα μάτια μου και όταν τα ξανανοίγω, βλέπω μια ταμπέλα σε κατάστημα ζαχαρωτών που έγραφε «Καλώς ήρθατε στη χώρα του Παντού!» Τώρα μάλιστα σκέφτηκα, από το Λύκο στα ζαχαρωτά. Κι αποφάσισα να πω δυο λογάκια στον σκούφο μου: «Λοιπόν, σκούφε πρέπει να κάνουμε μια μεγάλη συζήτηση οι δυο μας. Δεν είμαι ο μικρός Τέπρος για να πηγαίνω από παραμύθι σε παραμύθι.» «Και εγώ δεν είμαι το ποτήρι του Αντιλάν!», μου απάντησε ο σκούφος. «Αντιμετώπισέ με με αγάπη και αν συνεργαστούμε ως φίλοι, μπορεί να ταξιδέψουμε σε καλύτερα μέρη.», συνέχισε. Ωχ, σκέφτηκα. Τα θρησκευτικά μ΄ακολουθούν κι εδώ. «Αγαπάτε αλλήλους.» Τι να πω όμως; Ήθελα να το ζήσω αυτό το όνειρο. Άλλωστε για τα όνειρα δε ζούμε; «Εντάξει, σκουφάκο, πως σε λένε;» «Μαρσουλαπί» «Τότε καλέ μου Μαρσουλαπί θα ΄θελες να κάνουμε ένα ταξίδι μαζί;» «Και βέβαια. Αρκεί να ΄ναι με πλοίο, μου αρέσουν τα πλοία.»

    17

  • Στερέωσα απαλά, σα να τον χάϊδευα, το σκούφο στο κεφάλι μου-φοβόμουν, βλέπετε, μη και νομίσει ότι δεν τον αγαπάω- και….να ΄μαστε πάνω σ΄ένα κρουαζιερόπλοιο. Ήταν τεράστιο. Όλοι οι άνθρωποι διασκέδαζαν και αυτό σκόπευα να κάνω και εγώ, αφού βρισκόμουν πάνω σ΄αυτό, μακριά απ΄όλες τις έγνοιες και τα προβλήματα. Όμως ξαφνικά, «Τι είναι αυτό που βλέπω στον ωκεανό;….Να, εκεί στο βάθος.» φωνάζει ο Μαρσουλαπί. Γύρισα και ακούω τη φωνή μου! «Ένα παγόβουνο! Έλεος πια! Ούτε να διασκεδάσω δεν μπορώ μ΄αυτή την τύχη που ΄χω….» --- « Δεν είναι η τύχη σου που φταίει» ακούστηκε ο Μαρσουλαπί. ---« Τα παγόβουνα συνήθως εμφανίζονται εκεί που δεν τα περιμένεις. Να σα να σου βάζει κάποιος πάγο στα όνειρά σου, για να σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα σου, γιατί τα μυαλά σου πήραν πολύ αέρα. Άκου να διασκεδάζεις εσύ στα κρουαζιερόπλοια και το είδωλό σου, ο σωσίας σου ντε, να διαβάζει στη θέση σου!!!». Και κει που τα έλεγε αυτά, πέφτει με ένα σάλτο χοροπηδώντας από το κεφάλι μου κι εγώ βρέθηκα στο γραφείο μου καθισμένος με το βιβλίο της Ελένης και ένα ζαχαρωτό στα χέρια!!! Όπως βλέπετε ξαναγύρισα στα ίδια. Δεν πειράζει, εγώ πάσχισα για να φτιάξω το όνειρό μου και το έζησα, όσο το έζησα. Άλλωστε τα όνειρα είναι για να τα ζούμε, έτσι δεν είναι; Ή για να τα κυνηγάμε; Εγώ πάντως θα ξαναζήσω τα όνειρά μου. Υπομονή να έχω!!!

    Κλεφτόγιαννης Ιωάννης Τμήμα Γ2

    Διασκευή- Επιμέλεια

    Ζιόγκου Μαρία-Παρασκευή

    18

  • 19

  • Νάγια η τσαχπίνα

    Γεια χαρά. Σας συστήθηκα; Δε σας συστήθηκα; Είμαι όμορφη και τσαχπίνα, είμαι η Νάγια η παπαγαλίνα. Σας χαιρέτησα; Δε σας χαιρέτησα; Είμαι η Νάγια… Σας αρέσει το τραγουδάκι μου κυρία μάγισσα; Γιατί στενεύετε έτσι τα αμυγδαλωτά σας μάτια; Δεν μου απαντάτε! Κατάλαβα, δεν σας αρέσει! Σας εκνευρίζει έτσι που το ακούτε συνεχώς. Λυπάμαι για τις επαναλήψεις, αλλά το ρεπερτόριό μου έχει φτωχύνει από τότε που βρέθηκα στο πλοίο σας. Μπορεί να είναι το πλοίο των παραμυθιών, αλλά δεν μου προσφέρει ευκαιρίες για καινούρια τραγουδάκια. Κανένας δε μου απευθύνει το λόγο. Είμαι, λέει φλύαρη και ακαλλιέργητη και δεν ταιριάζω με όλους εσάς, τους υψηλούς επιβάτες!!! Εσείς ασχολείστε με τα μυστικά του κόσμου και της ζωής!!! Κυριλέ καταστάσεις δηλαδή. Που χρόνος λοιπόν για μας τις ταπεινές παπαγαλίνες! Καλά-καλά φεύγω. Το ξέρω ότι σας ζάλισα. Θα βρω άλλη συντροφιά. Ω!!! Τι βλέπω; Μια φτερωτή νεράιδα. Μπορεί να είναι το τυχερό μου. Έχει φτερά, έχω φτερά κι ίσως να γίνουμε φίλες. Πετάω…. Γεια χαρά. Σας συστήθηκα; Δε σας συστήθηκα; Είμαι όμορφη και τσαχπίνα, είμαι η Νάγια η παπαγαλίνα. Σας χαιρέτησα; Δε σας χαιρέτησα; Είμαι η Νάγια… Χαμογελάτε κυρία νεράιδα μου. Μάλλον σας αρέσουν τα φτερά μου. Είχα δίκιο, θα κάνουμε κατάσταση!!! Μα ούτε εσείς μου απαντάτε. Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως ζηλεύετε που μου μοιάζετε; Δεν είναι τίποτα, θα σας περάσει και θα με δείτε με άλλα μάτια, τα μάτια της φίλης. Ακόμα χαμογελάτε. Καλό σημάδι! Και μια και προσεχώς προβλέπω να σφίγγουμε τις σχέσεις μας, θέλω να σας πω ποιο είναι το μεγάλο μου όνειρο. Γιατί με θωρείτε έτσι; Επειδή ονειρεύομαι; Γιατί δηλαδή, μια παπαγαλίνα δε μπορεί να ονειρεύεται; Σας το λέω εγώ. Μπορεί, και στο ξύπνιο της και στον ύπνο της. Εγώ που λέτε κυρία νεράιδα μου πάντα ήθελα να ταξιδεύω παρέα με πειρατές. Μου αρέσουν βλέπετε οι περιπέτειες και τα εξωτικά μέρη. Κι επειδή μέχρι τώρα στη ζωή μου δε μου έτυχε τέτοιο ταξίδι, κάθε βράδυ σχεδόν στον ύπνο μου βλέπω ένα όνειρο που με ταξιδεύει στον κόσμο των πειρατών. Είμαι, που λέτε, πάνω σ΄ένα πειρατικό πλοίο σαν βοηθός του πειρατή Τζάριν, ενός ψηλού μελαχρινού με μαύρα ρούχα και θυμωμένο πρόσωπο. Κάνουμε επιθέσεις σε άλλα πλοία και κλέβουμε τους θησαυρούς που κουβαλάνε κι ύστερα πιάνουμε στεριά και αφού μοιράζουμε τα μισά σε όσους έχουν ανάγκη, πάμε γι΄άλλες περιπέτειες. Κάθε βράδυ κι ένα διαφορετικό ταξίδι. Επιθέσεις, κυνηγητό με τα άλλα πλοία, μάχες και στο τέλος νίκη και θησαυρός. Και μετά από κάθε νίκη γλέντι και χορός κι εγώ να τραγουδάω: «Είμαι η Νάγια η παπαγαλίνα, η φτερωτή μαύρη πειρατίνα.» Χτες βράδυ όμως το όνειρό μου δεν τέλειωσε με τον ίδιο τρόπο. Είδαμε λέει από μακριά με τα κιάλια ένα μεγάλο πειρατικό. Φαίνονταν πλούσιο πλοίο. Ο Τζάριν μου έκανε ένα νεύμα κι εγώ πέταξα στο πλήρωμα κι έδωσα εντολή να ετοιμαστούν όλοι για επίθεση. Σαν πλησίασε το άλλο πλοίο, άρχισα το τραγούδι μου: «Είμαι η Νάγια η παπαγαλίνα, η φτερωτή μαύρη πειρατίνα. Εμπρός παλικάρια με τα μαύρα κοντάρια. Νικήστε τον εχθρό, να πάρουμε το θησαυρό.» Ορμήσαμε πρώτοι εγώ κι ο Τζάριν, αλλά αντί για θησαυρό πέσαμε σε παγίδα. Οι άλλοι πειρατές είχαν απλωμένο ένα δίχτυ και μας έκλεισαν μέσα. Το ίδιο κι όσα παλικάρια

    20

  • μας ακολούθησαν. Ευτυχώς αρκετά έμειναν στο πλοίο μας κι έτσι γλύτωσαν. Εμάς δεμένους μας έκλεισαν σε μια φυλακή στη στεριά, με εντολή ενός άρχοντα που πλήρωσε τους άλλους πειρατές, γιατί ο Τζάριν του είχε αρπάξει αρκετούς θησαυρούς. Μείναμε αρκετά στη φυλακή, ώσπου μια μέρα, την ώρα που ένας φύλακας μας έφερε φαγητό, άρχισα ξαφνικά να λέω το τραγούδι μου. Εκείνος τα έχασε κι άφησε για ελάχιστο χρόνο ανοιχτή την πόρτα κι εγώ φυσικά άνοιξα τα φτερά μου και πετώντας σαν παλαβή βρέθηκα στα κάγκελα της αυλής κι από κει στην ελευθερία. Αλλά καθώς πετούσα μακριά, γύρισα το κεφάλι μου να κοιτάξω πίσω, εκεί που είχα αφήσει τον Τζάριν και έπεσα με φόρα πάνω σε ένα δέντρο. Και μετά ξύπνησα. Μα γιατί γελάτε τώρα κυρία νεράιδα; Τόσο αστείο σας φάνηκε το όνειρό μου; Τι είπατε; Πως; Εσείς με σώσατε; Επειδή είμαι φτερωτή σαν και σας; Και με ανεβάσατε στο πλοίο των παραμυθιών; Δηλαδή θέλετε να πείτε ότι όσα βλέπω στον ύπνο μου τα έχω ζήσει στ΄αλήθεια; Για τούτο είστε φιλική μαζί μου; Κι ο Τζάριν; Τι θα γίνει με τον Τζάριν; Αλήθεια λέτε; Τον ελευθέρωσαν τα παλικάρια του; Και με ψάχνει; Και θα έρθει γρήγορα; Και σεις που το ξέρετε; Αααα! από τα δελφίνια που ακολουθούν το πλοίο! Τους το ψιθύρισαν τα στοιχειά της θάλασσας!! Τι χαρά!!! Πετάω, πετάω!!! Μη φοβάστε κυρία νεράιδα μου· από χαρά εννοώ. Δεν πάω πουθενά, Εδώ θα τον περιμένω. Ε, κυρία νεράιδα!!! Που κοιτάτε; Γιατί μεγάλωσε το χαμόγελό σας; Βλέπετε το πλοίο; Έρχεται ο Τζάριν; Πλησιάζει; Ναι!!! Το βλέπω κι εγώ! Πλησιάζει! Έφτασε!! Νάτος πάνω στο πλοίο!!! Ω, Τζάριν, Τζάριν! Τι ευτυχία καλέ μου φίλε!! Το πρόσωπό σου δεν είναι πια θυμωμένο. Είναι που με βρήκες!!! Τι είπες; Φεύγουμε; Ναι είμαι έτοιμη. Πάλι κοντά σου στα ταξίδια. Τζάριν που κοιτάζεις; Τι κάνεις; Γιατί άρπαξες την κυρία νεράιδα; Θα αφήσουμε τους θησαυρούς και θα κυνηγάμε νεράιδες τώρα; Τι είπες; Αυτή είναι ο δικός σου θησαυρός; Κατάλαβα! Ερωτοχτυπήθηκες!!! Κι εγώ; Δεν πιστεύω να της δώσεις τη θέση μου; Ζηλεύω. Ααα! Ωραία! Η καθεμιά μας κι άλλο ρόλο. Εκείνη η νεράιδα της ζωής σου κι εγώ η πειρατίνα του καραβιού σου. Μου αρέσει!!! Πάμε νεράιδα μου! Πετάμε με τον Τζάριν!!! Κι εγώ το τραγουδάκι μου: «Είμαι όμορφη και τσαχπίνα, είμαι η Νάγια η παπαγαλίνα. Η φτερωτή μαύρη πειρατίνα.» Σας χαιρέτησα; Δε σας χαιρέτησα; Γεια σας!!!

    Κόκκαλη Δέσποινα Τμήμα Γ2

    Διασκευή- Επιμέλεια

    Ζιόγκου Μαρία-Παρασκευή

    21

  • Η μπάλα της συμφοράς

    Ο Φανούρης ήταν γνωστός σ’ όλο το ντουνιά όχι για την ομορφάδα του, αλλά για την σκανταλιά και την τρέλα που τον έδερνε. Του άρεσαν τα παιγνίδια, οι χοροί, τα άλματα, το τρέξιμο, οι βόλτες κι οτιδήποτε άλλο τον έπαιρνε μακριά από την συνηθισμένη και βαρετή ζωή των ομοίων του. Φρόντιζε λοιπόν να απολαμβάνει τη δική του ζωή, χωρίς να νοιάζεται για το χάος που δημιουργούσε απ’ όπου κι αν περνούσε. Γιατί ο Φανούρης έσπερνε την καταστροφή. Κάθε του κίνηση προκαλούσε αναστάτωση, πανικό και συμφορά. Κι επειδή ήταν ολοστρόγγυλος, όχι γιατί ήταν φαγανός, αλλά γιατί ήταν μπάλα-ναι ο Φανούρης ήταν μπάλα μεγάλη και μπλε, το μπλε της θάλασσας-έτσι κι αποφάσιζε να κινηθεί δεν τον σταματούσε κανείς και τίποτα. Αυτό όμως που προκαλούσε στους άλλους μεγάλο φόβο αλλά και θαυμασμό ήταν η ικανότητά του να ταξιδεύει σε ελάχιστο χρόνο από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο. Με ένα πηδηματάκι, με ένα τσαλιμάκι στο χορό του βρισκόταν από την Ασία στην Αμερική και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πως συνέβαινε αυτό. Ούτε κι ο ίδιος ο Φανούρης. Το μόνο που ήξερε ήταν πως πριν από κάθε ανάλογο «ταξιδάκι» ένιωθε μια μεγάλη αναστάτωση, κάτι σαν έκρηξη που δεν μπορούσε να ελέγξει και που τον εκτόξευε μακριά. Κι έτσι ήταν κοσμογυρισμένος και κοσμοξακουσμένος. Γιατί βέβαια τις σκανταλιές του δεν τις ξεχνούσε σε κανένα μέρος του κόσμου· όπου έκανε την εμφάνισή του ακολουθούσε πανηγύρι, κάτι σαν αστραπόβροντο. Πρώτη εμφανιζόταν η μπλε στρογγυλή φάτσα του, από την οποία ξεπεταγόταν στιγμιαία μια πορφυρή ουρά σαν φωτιά κι ύστερα ακολουθούσε ένας βροντερός ήχος, κάτι σαν γέλιο, καθώς τα πάντα συγκρούονταν από την επέλαση του Φανούρη. Ο Φανούρης αγαπούσε πολύ αυτή την ουρά, που εμφανίζονταν και χάνονταν στη στιγμή, γιατί καμιά άλλη μπάλα δεν είχε παρόμοια. Έτσι ένιωθε μοναδικός, ιδιαίτερος και ξεχνούσε το γεγονός πως δεν ήταν και πολύ ευπρόσδεκτος ούτε στον δικό του κόσμο, καθώς ήταν διαφορετικός, ούτε στον κόσμο των ανθρώπων, αφού έφερνε μαζί του σκανταλιές κι ανατροπές. Περίμενε λοιπόν, κάθε φορά με ανυπομονησία την έκρηξη που γινόταν μέσα του, γιατί ήξερε ότι θα ακολουθούσε το «ταξιδάκι» και η πορφυρή ουρά με το γέλιο της κι αυτός θα δοξάζονταν για μια φορά ακόμα. Ήταν όμως και κάτι άλλο που τον έκανε να ανυπομονεί γι’ αυτά τα «ταξιδάκια». Βαθιά μέσα του ο Φανούρης ένιωθε μοναξιά κι αναζητούσε μια αδελφή ψυχή, μια μπάλα με κρυφή ουρά και γέλιο σαν τη δική του, που θα τον συντρόφευε στ’ άλματα και στους χορούς. Κι ήλπιζε πως κάπου θα την συναντούσε.

    22

  • Η ελπίδα του αυτή φάνηκε πως θα γινόταν πραγματικότητα σ’ ένα του «ταξιδάκι» στη Χαβάη. Μόλις προσγειώθηκε στο νησί, άρχισε τις βόλτες και τους χορούς με το δικό του γνωστό τρόπο. Και πάνω στα γυρίσματα και στα τσαλίμια βρέθηκε απέναντι σ’ ένα γέροντα εκατοχρονίτη και βάλε, που είχε μάτια λαμπερά σαν φωτιά. Του Φανούρη του έκανε μεγάλη εντύπωση ο γέροντας κι έτσι μείωσε την ταχύτητά του κι άρχισε τις ερωτήσεις: -Ώρα καλή παππούλη. Ποιος είσαι; -Ο Σοφός, απάντησε ο γέροντας. -Το όνομά σου είναι αυτό; -Η δύναμη μου. -Και ποια είναι η δύναμή σου; -Η γνώση, απάντησε ο γέροντας. Σαν τ’ άκουσε ο τρελό –Φανούρης αναστατώθηκε. Κατάλαβε ότι του δινόταν η ευκαιρία ν’ αποκτήσει συντροφιά στις τρέλες του και ρώτησε το γέροντα: -«Μήπως γνωρίζεις που μπορώ να βρω κάποιον σαν εμένα, γιατί βαρέθηκα τη μοναξιά;» -«Είσαι μοναδικός και ασυνήθιστος Φανούρη και το γνωρίζεις. Εκείνο που δεν γνωρίζεις όμως είναι ότι μέσα σου κρύβεται ο Ούρι, το τρελό ξωτικό του ηφαιστείου που φανερώνονταν μέσα από τη φωτιά και τρόμαζε τους ανθρώπους με το γέλιο του. Μια μέρα, συνέχισε ο γέροντας, από την τρέλα που τον έδερνε βγήκε με φόρα από το ηφαίστειο σέρνοντας μαζί του τεράστιες σπίθες φωτιάς και όπως χόρευε και γελούσε αυτές ξέφυγαν και έπεσαν πάνω στη σκούπα της μάγισσας Χούλα, που αναπαύονταν στο διπλανό δάσος και την έκαψαν. Η μάγισσα τρελή από θυμό καταράστηκε τον Ούρι να μη μπορεί πλέον να ξεπηδάει μέσα από τη φωτιά του ηφαιστείου και μ’ ένα δυνατό τίναγμα του χεριού της τον έστειλε μακριά. Ο Ούρι προσγειώθηκε πάνω σ’ ένα καράβι που κυβερνούσαν άγριοι πειρατές και τρελός από τον πόνο του αυτή τη φορά κόλλησε πάνω στα βόλια των πειρατών και σκορπούσε τη συμφορά, όπου κι αν έπεφτε. Ώσπου μια μέρα οι πειρατές έσυραν πάνω στο καράβι τους αιχμάλωτο ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Ο Ούρι θες γιατί γοητεύτηκε από την ομορφιά του θες γιατί συγκλονίστηκε από τον τρόμο που είδε στα μάτια του, ξεκόλλησε από τα βόλια κι άρχισε πάλι τους χορούς του, τα τσαλιμάκια και τις τρέλες του, μέχρι που το κοριτσάκι άρχισε να γελά και ξεθαρρεύοντας πλησίασε το ξωτικό και το αγκάλιασε. Τότε ο Ούρι νιώθοντας για πρώτη φορά ζεστασιά από τη χαρά και το γέλιο του κοριτσιού, το αγκάλιασε κι αυτός και βάζοντας όλη του την τέχνη και τη δύναμη έκανε μια χορευτική φιγούρα και μ’ ένα μεγάλο σάλτο προσγειώθηκε αυτή τη φορά στη στεριά μαζί του. Αγκαλιασμένοι βρήκαν το σπίτι του κοριτσιού κι ο Ούρι το παρέδωσε στους δικούς του.

    23

  • Και το κοριτσάκι από ευγνωμοσύνη του πρόσφερε τη μπάλα της, μια μεγάλη μπλε μπάλα στο χρώμα της θάλασσας που ήταν φτιαγμένη με μοναδικό τρόπο, ώστε να φιλοξενεί στο εσωτερικό της κάποιον που θα θελε να κρύβεται και να φανερώνεται την κατάλληλη στιγμή. Όπως καταλαβαίνεις Φανούρη η μπάλα αυτή είσαι εσύ και η κρυφή ουρά σου είναι ο Ούρι, που από τότε είναι κρυμμένος μέσα σου και σκαρώνει τρέλες και σκανταλιές, για να ξεχνάει το ηφαίστειό του και το κοριτσάκι που αγάπησε. Κι όταν τον πιάνει η νοσταλγία γίνεται μέσα σου η έκρηξη, ο Ούρι φανερώνεται για μια στιγμή και συ ταξιδεύεις χωρίς όρια και φραγμούς σκορπώντας το χάος.» Ο Φανούρης έμεινε άλαλος στα λόγια του γέροντα. Ήταν δύο σε ένα σώμα; Χωρίς να τον αποχαιρετήσει, από το σοκ, έκανε μια χοροπηδηχτή στροφή και κίνησε να φύγει. Μα έλα που ο Ούρι είχε αντίθετη γνώμη! Ήθελε βλέπετε να δει το ηφαίστειό του. Έτσι έκανε κι αυτός μια χοροπηδηχτή στροφή στην αντίθετη κατεύθυνση και ως συνήθως έσυρε και το Φανούρη μαζί του, που όμως τώρα διαμαρτύρονταν έντονα. Κι έτσι πάνω στη φασαρία τα κατάφεραν κι αντί για το ηφαίστειο βρέθηκαν στη θάλασσα. Αυτή τη φορά όμως ο Ούρι και μαζί του ο Φανούρης στάθηκαν τυχεροί. Προσγειώθηκαν πάνω στο πλοίο των παραμυθιών. Όπως καταλαβαίνετε και για τους δύο ήταν πανηγύρι, γιατί πάνω σ’ αυτό το πλοίο κανείς και τίποτα δεν ήταν συνηθισμένο. Άλλοι χόρευαν, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι ακροβατούσαν σε τεντωμένα σκοινιά, άλλοι ετοιμάζονταν για γάμους και χαρές, μάγισσες έφτιαχναν τα ξόρκια τους, νεραΐδες έπαιζαν κρυφτό με τα κύματα, μαγικές μπάλες διαγωνίζονταν για τη στρογγυλάδα τους και σε μια γωνιά ένα ευτυχισμένο αρκουδάκι, η Σόνια τους έκλεινε πονηρά το μάτι το αλλιώτικο που ήταν στραμμένο κατά τον ουρανό και το στραβό της χαμόγελο τους καλούσε κοντά της. Ο Ούρι κι ο Φανούρης κορδώθηκαν και σαν ένα σώμα έκαναν ένα χορευτικό τσαλιμάκι και τράβηξαν να πάρουν θέση δίπλα της ήσυχα κι απλά. Είχαν βρει πια τον κόσμο τους. Κι ο Φανούρης δεν ήταν πλέον η μπάλα της συμφοράς αλλά η μπάλα του κεφιού και της χαράς.

    Κοντογιάννης Δημοσθένης Τμήμα Γ2