25
1 Υποενότητα 4: Σημασιολογία της Αρχαίας Ελληνικής: Χρόνος, ποιόν ενέργειας, δείξη, αναφορικότητα, τροπικότητα. Συγγραφέας: Δρ. Στέργιος Χατζηκυριακίδης Θέμα της υποενότητας Στην παρούσα υποενότητα εξετάζουμε κάποιες πτυχές της σημασιολογίας της ΑΕ επικεντρώνοντας στην έκφραση του γραμματικού χρόνου και ποιού ενεργείας/όψεως, της δείξης και αναφορικότητας καθώς και της τροπικότητας. Η μελέτη αφορά κυρίως την ΑΕ ενώ επιχειρούνται και κάποιες συγκρίσεις με την ΚΝΕ καθώς και με τη διαχρονία των φαινομένων. 1. Γραμματικός χρόνος και όψη. 1.1 Εισαγωγικά στην έννοια του γραμματικού χρόνου/όψεως. Γραμματικός χρόνος είναι η γραμματική κατηγορία που τοποθετεί τις περιστάσεις που περιγράφονται από την εκάστοτε γλώσσα μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται αυτό το χρονικό πλαίσιο (π.χ. ρηματική μορφολογία, χρονικά μόρια, βοηθητικά ρήματα ή συνδυασμός όλων των προηγουμένων) καθώς και το επίπεδο ακρίβειας με το οποίο αυτό αναπαρίσταται στην εκάστοτε φυσική γλώσσα διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα (Comrie 1985). 1 Παρόλα αυτά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι γλώσσες στις οποίες η κατηγορία του γραμματικού χρόνου δεν υφίσταται υπάρχουν. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ληφθεί ως αδυναμία αυτών των γλωσσών να εκφράσουν την έννοια του χρόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βιρμανική γλώσσα, η οποία, αν και ανήκει στην κατηγορία των μη-χρονικών (tenseless) γλωσσών, παρά ταύτα επιτρέπει την έκφραση του χρόνου είτε μέσω άλλων γλωσσικών στοιχείων που εκφράζουν χρόνο (π.χ. χρονικά επιρρήματα) είτε μέσω άλλων στοιχείων μέσα στην πρόταση (π.χ. τα μόρια πραγματικού, μη-πραγματικού της Βιρμανικής, Comrie 1985: 2.5). 2 Όπως είπαμε, ο γραμματικός χρόνος χρησιμοποιείται για να τοποθετήσει τις 1 Για παράδειγμα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Comrie (1985: 8), υπάρχουν γλώσσες στις οποίες η διάκριση μεταξύ της έννοιας του τώρα και σήμερα είναι αδύνατη μιας και το επίπεδο ακρίβειας όσον αφορά την χρονική αναπαράστασή τους δεν επιτρέπει τέτοιο διαχωρισμό. Ένα τέτοιο παράδειγμα μας προσφέρει η γλώσσα Yidiny (Comrie 1985: 8). 2 Οι Lyons (1977) και Levinson (1983) διακρίνουν δύο κατηγορίες χρόνου, τον μεταγλωσσικό (metalinguistic) και τον γλωσσικό (linguistic) χρόνο. Ο μεταγλωσσικός χρόνος είναι η αφηρημένη θεωρητική έννοια του χρόνου ενώ ο γλωσσικός χρόνος είναι τα μέσα που η κάθε γλώσσα χρησιμοποιεί για να δηλώσει την έννοια του χρόνου, με λίγα λόγια αυτό που ορίσαμε ως γραμματικό χρόνο. O Yuang (2007: 148) χαρακτηριστικά αναφέρει ότι ενώ υπάρχουν γλώσσες που η δεύτερη κατηγορία δεν συναντάται (γλωσσικός χρόνος), γλώσσες στις οποίες δεν συναντάται η πρώτη κατηγορία (μεταγλωσσικός χρόνος) δεν υπάρχουν.

Semantics Chatzikyriakidis 2014

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Semantics Chatzikyriakidis 2014

1

Υποενότητα 4: Σημασιολογία της Αρχαίας Ελληνικής: Χρόνος, ποιόν ενέργειας, δείξη, αναφορικότητα, τροπικότητα.

Συγγραφέας: Δρ. Στέργιος Χατζηκυριακίδης

Θέμα της υποενότητας Στην παρούσα υποενότητα εξετάζουμε κάποιες πτυχές της σημασιολογίας της ΑΕ επικεντρώνοντας στην έκφραση του γραμματικού χρόνου και ποιού ενεργείας/όψεως, της δείξης και αναφορικότητας καθώς και της τροπικότητας. Η μελέτη αφορά κυρίως την ΑΕ ενώ επιχειρούνται και κάποιες συγκρίσεις με την ΚΝΕ καθώς και με τη διαχρονία των φαινομένων.

1. Γραμματικός χρόνος και όψη.

1.1 Εισαγωγικά στην έννοια του γραμματικού χρόνου/όψεως. Γραμματικός χρόνος είναι η γραμματική κατηγορία που τοποθετεί τις περιστάσεις που περιγράφονται από την εκάστοτε γλώσσα μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται αυτό το χρονικό πλαίσιο (π.χ. ρηματική μορφολογία, χρονικά μόρια, βοηθητικά ρήματα ή συνδυασμός όλων των προηγουμένων) καθώς και το επίπεδο ακρίβειας με το οποίο αυτό αναπαρίσταται στην εκάστοτε φυσική γλώσσα διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα (Comrie 1985).1 Παρόλα αυτά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι γλώσσες στις οποίες η κατηγορία του γραμματικού χρόνου δεν υφίσταται υπάρχουν. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ληφθεί ως αδυναμία αυτών των γλωσσών να εκφράσουν την έννοια του χρόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βιρμανική γλώσσα, η οποία, αν και ανήκει στην κατηγορία των μη-χρονικών (tenseless) γλωσσών, παρά ταύτα επιτρέπει την έκφραση του χρόνου είτε μέσω άλλων γλωσσικών στοιχείων που εκφράζουν χρόνο (π.χ. χρονικά επιρρήματα) είτε μέσω άλλων στοιχείων μέσα στην πρόταση (π.χ. τα μόρια πραγματικού, μη-πραγματικού της Βιρμανικής, Comrie 1985: 2.5).2 Όπως είπαμε, ο γραμματικός χρόνος χρησιμοποιείται για να τοποθετήσει τις

1 Για παράδειγμα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Comrie (1985: 8), υπάρχουν γλώσσες στις οποίες η διάκριση μεταξύ της έννοιας του τώρα και σήμερα είναι αδύνατη μιας και το επίπεδο ακρίβειας όσον αφορά την χρονική αναπαράστασή τους δεν επιτρέπει τέτοιο διαχωρισμό. Ένα τέτοιο παράδειγμα μας προσφέρει η γλώσσα Yidiny (Comrie 1985: 8). 2 Οι Lyons (1977) και Levinson (1983) διακρίνουν δύο κατηγορίες χρόνου, τον μεταγλωσσικό (metalinguistic) και τον γλωσσικό (linguistic) χρόνο. Ο μεταγλωσσικός χρόνος είναι η αφηρημένη θεωρητική έννοια του χρόνου ενώ ο γλωσσικός χρόνος είναι τα μέσα που η κάθε γλώσσα χρησιμοποιεί για να δηλώσει την έννοια του χρόνου, με λίγα λόγια αυτό που ορίσαμε ως γραμματικό χρόνο. O Yuang (2007: 148) χαρακτηριστικά αναφέρει ότι ενώ υπάρχουν γλώσσες που η δεύτερη κατηγορία δεν συναντάται (γλωσσικός χρόνος), γλώσσες στις οποίες δεν συναντάται η πρώτη κατηγορία (μεταγλωσσικός χρόνος) δεν υπάρχουν.

Page 2: Semantics Chatzikyriakidis 2014

2

περιγραφόμενες περιστάσεις μέσα σε χρονικό πλαίσιο. Η τοποθέτηση αυτή δεν είναι ποτέ απόλυτη άλλα σχετική με ένα χρονικό σημείο αναφοράς (Cann 1993: 241), το οποίο είναι συνήθως το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας. Έτσι, στο παράδειγμα (1) το γεγονός που περιγράφεται τοποθετείται πριν από το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας, ενώ στην δεύτερη περίπτωση παράλληλα με αυτό:

1) Είδα τον Γιώργο στο βιβλιοπωλείο. 2) Βλέπω τον Γιώργο στο βιβλιοπωλείο απέναντι.

Ανάλογα με το χρονικό σημείο αναφοράς της κάθε πρότασης, διακρίνουμε δύο είδη γραμματικού χρόνου: α) τον απόλυτο γραμματικό χρόνο (absolute tense) και β) τον σχετικό γραμματικό χρόνο (relative tense).3 O απόλυτος γραμματικός χρόνος παίρνει ως χρονικό σημείο αναφοράς του το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας (ό,τι δηλαδή συμβαίνει στις περιπτώσεις των παραδειγμάτων 1 και 2), ενώ ο σχετικός χρόνος παίρνει ως χρονικό σημείο αναφοράς του ένα σημείο στο χρόνο το οποίο συνήθως παρέχεται από το γλωσσικό περικείμενο (linguistic context) και όχι απαραίτητα από το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας. Για παράδειγμα, η ερμηνεία του γερουνδίου στα παραδείγματα (3)-(5) είναι άμεσα εξαρτώμενη από τον γραμματικό χρόνο που δηλώνεται στην κύρια πρόταση:

3) O Γιώργος έφυγε, χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι. 4) Ο Γιώργος θα φύγει, χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι. 5) Ο Γιώργος φεύγει, χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι.

Έτσι, στην περίπτωση του παραδείγματος (3), η περίσταση που δηλώνεται από το γερούνδιο ερμηνεύεται στην περίπτωση του παραδείγματος (3) ως προγενέστερη σε σχέση με το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας και ως σύγχρονη με την περίσταση του ρήματος ενώ στο παράδειγμα (5) το γερούνδιο ερμηνεύεται ως σύγχρονο και του παρόντος του/της ομιλητή/ομιλήτριας άλλα και της περίστασης που περιγράφεται από το ρήμα. Τέλος, περιπτώσεις όπου ο γραμματικός χρόνος αποτελεί μια μείξη σχετικού και απόλυτου χρόνου επίσης υπάρχουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μέρος της ερμηνείας του γραμματικού χρόνου δίνεται από το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας και μέρος της ερμηνείας εξαρτάται από το συγκείμενο. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση συνδυαστικού χρόνου (mixed tense) αποτελεί ο υπερσυντέλικος, καθώς για την ερμηνεία του χρειάζεται να ληφθεί υπ’ όψιν ένα χρονικό σημείο στο παρελθόν το οποίο αποτελεί παρελθόν για ένα άλλο χρονικό σημείο επίσης παρελθοντικό σε σχέση με το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας (το λεγόμενο παρελθόν μέσα στο παρελθόν, past in the past), και το οποίο δίνεται συνήθως από το γλωσσικό περικείμενο. 4 Έτσι, για παράδειγμα, η ερμηνεία του υπερσυντέλικου στο παράδειγμα (6) εξαρτάται μερικώς και από το παρόν

3 Φυσικά, όπως ορθά επισημαίνει ο Comrie (1985: 36), o όρος απόλυτος γραμματικός χρόνος είναι επιρρεπής σε παρερμηνείες μιας και η έννοια της απόλυτης χρονικής αναφοράς (absolute time reference) είναι αδύνατη. Παρόλα αυτά, ακολουθώντας τον Comrie, θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τον παραπάνω όρο με τον τρόπο που έχουμε εξηγήσει στο κυρίως κείμενο. 4 Η ερμηνεία του υπερσυντέλικου ως παρελθόντος μέσα στο παρελθόν είναι μία από τις πιθανές σημασιολογικές αποχρώσεις που μπορεί να λάβει ο υπερσυντέλικος. Για την λειτουργία του υπερσυντέλικου στην Ελληνική βλ. Gianaris 2011.

Page 3: Semantics Chatzikyriakidis 2014

3

του/της ομιλητή/ομιλήτριας και μερικώς από το ίδιο το γλωσσικό περικείμενο, εν προκειμένω από τον γραμματικό χρόνο της χρονικής πρότασης. Ο υπερσυντέλικος στην κύρια πρόταση παρέχει ένα παρελθοντικό σημείο το οποίο τοποθετείται πριν από ένα άλλο παρελθοντικό σημείο, που δίνεται στην προκειμένη περίπτωση από την δευτερεύουσα πρόταση (το χρονικό σημείο όπου λαμβάνει χώρα η περίσταση κατά την οποία χτυπάει το τηλέφωνο):

6) Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, είχα ήδη ξυπνήσει. Παράλληλα με την τοποθέτηση της περίστασης σε ένα χρονικό άξονα ανάλογα με το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας, πολύ συχνά δηλώνεται και η εσωτερική χρονική σύσταση (internal temporal constituency, Comrie 1975) της περίστασης μέσα από την οπτική του/της ομιλητή/ομιλήτριας. Η υποκειμενική αυτή θέαση της εσωτερικής χρονικής σύστασης μιας περίστασης ονομάζεται ποιόν ενεργείας ή όψη (aspect). Η βασική διάκριση όσον αφορά την κατηγορία της όψης είναι η διάκριση σε συνοπτικές και μη συνοπτικές περιστάσεις (συνοπτικό/μη-συνοπτικό). Στην πρώτη περίπτωση η περίσταση παρουσιάζεται σαν ενιαία και αδιαίρετη χωρίς εσωτερική δομή ή «χωρίς φανερή αναφορά στην εσωτερική χρονική σύσταση της περίστασης» (Comrie 1975: 21), ενώ στην δεύτερη περίπτωση η περίσταση παρουσιάζεται ως εξελισσόμενη και με εσωτερική δομή ή «με φανερή αναφορά στην εσωτερική χρονική σύσταση της περίστασης» (Comrie 1975: 21). Η διαφορά ανάμεσα στον Αόριστο και τον Παρατατικό ΑΕ και ΚΝΕ είναι ένα εξέχον παράδειγμα ομοιότητας χρόνου αλλά διαφορετικότητας όψης. Στην περίπτωση του αορίστου, εν προκειμένω στην περίπτωση του παραδείγματος (7), η περίσταση της συνομιλίας ανάμεσα στον/στην ομιλητή/ομιλήτρια και τον Γιώργο παρουσιάζεται ως ενιαία και αδιαίρετη ενώ, στην περίπτωση του παρατατικού, η περίσταση παρουσιάζεται ως εξελισσόμενη και διαιρετή:

7) Μίλησα με τον Γιώργο χτες. 8) Μιλούσα με το Γιώργο χτες.

Η διαφορά αυτή γίνεται εύκολα κατανοητή όταν κανείς κοιτάξει περιπτώσεις στις οποίες συναντάμε χρονικές προτάσεις οι οποίες ουσιαστικά αναφέρονται σε ένα εξελισσόμενο γεγονός της κύριας πρότασης ως σημείο αναφοράς του γεγονότος που εκφράζεται στην δευτερεύουσα πρόταση. Σε αυτές τις περιπτώσεις η χρήση του αορίστου δεν είναι κατάλληλη, σε αντίθεση με την χρήση του παρατατικού:5

9) Μιλούσα με τον Γιώργο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. 10) #Μίλησα με τον Γιώργο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

Εκτός από την θέαση της εσωτερικής σύστασης της κατάστασης από τον/την ομιλητή/ομιλήτρια, το κάθε ρήμα ανάλογα με τη σημασία του δηλώνει εγγενώς την εσωτερική του χρονική σύσταση ανεξάρτητα από τη θέαση του ομιλητή/της ομιλήτριας. Έτσι για παράδειγμα τα ρήματα χάνω/βρίσκω/πεθαίνω δηλώνουν καταστάσεις που είναι εγγενώς στιγμιαίες ενώ αντίθετα τα ρήματα ψάχνω/διαβάζω/ζω εκφράζουν 5 Ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να ερμηνευτεί η (5) είναι με το γεγονός της κύριας πρότασης να ακολουθεί αυτό της χρονικής (χτύπησε το τηλέφωνο και μετά μίλησα με τον Γιώργο).

Page 4: Semantics Chatzikyriakidis 2014

4

καταστάσεις που έχουν εγγενώς διάρκεια. Η εγγενής δήλωση της εσωτερικής χρονικής σύστασης από τα ίδια τα ρήματα ονομάζεται και αυτή όψη. Για τον διαχωρισμό των δύο ειδών όψεως χρησιμοποιούνται οι όροι γραμματική και λεξική όψη (grammatical and lexical aspect). Ο πρώτος αναφέρεται στην θέαση της περίστασης/του γεγονότος από τον ομιλητή/την ομιλήτρια ενώ ο δεύτερος στην δήλωση της εσωτερικής χρονικής σύστασης από το ίδιο το ρήμα. Η λεξική όψη συναντάται στη βιβλιογραφία και ως Aktionsart.

1.2 Περαιτέρω αναγνώσματα Άλλα εισαγωγικά αναγνώσματα σχετικά με τον γραμματικό χρόνο και την όψη εκτός από τους Lyons (1972, 1977) και Comrie (1975, 1985) που έχουν ήδη αναφερθεί, αποτελούν τα Tedeschi & Zaenen (1981) και Hopper (1982). Για τα διάφορα είδη λεξικής όψης βλ. Vendler (1957) και Dowty (1979) καθώς και Maierborn (2004) για μια διαφορετική οπτική. Τέλος, βλ. Reichenbach (1947), Montague (1970), Dowty (1979), Bennet & Partee (2008) και Cann (2011) μεταξύ άλλων για αναλύσεις του γραμματικού χρόνου και της όψης στο επίπεδο της τυπικής σημασιολογίας (formal semantics).

1.3 Η έκφραση του γραμματικού χρόνου και της γραμματικής όψεως στην Ελληνική.

Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό από την αρχή της είναι ότι συνήθως αυτό που θεωρούμε ως γραμματικό χρόνο, π.χ. τον χρόνο ενεστώτα, είναι στην πραγματικότητα ένας συνδυασμός γραμματικού χρόνου και γραμματικής όψης παρά γραμματικού χρόνου μόνο (Lyons 1977: 704). Έτσι, για παράδειγμα, ο παρατατικός στην Ελληνική είναι ο συνδυασμός παρελθοντικού χρόνου και μη-συνοπτικής όψης. Με βάση αυτή την παραδοχή, ο Rijksbaron (2002) στην εισαγωγή της συζήτησής του για τον χρόνο/όψη της ΑΕ αναγνωρίζει πέντε θέματα χρόνου/όψεως για την ΑΕ:6

11) i) To ενεστωτικό θέμα (βουλεύεσθαι) ii) Το αοριστικό θέμα (βουλεύσασθαι) iii) Το συντελεσμένο θέμα (perfect stem, π.χ. βεβουλεῦσθαι) iv) To μελλοντικό θέμα (βουλεύσεσθαι) v) Το συντελεσμένο μελλοντικό θέμα (βεβουλεύσεσθαι)

[Rijksbaron 2002: 1] Τα παραπάνω θέματα σύμφωνα με τον Rijksbaron έχουν τις εξής σημασιολογικές αξίες (semantic values):

12) i) To ενεστωτικό θέμα δηλώνει ότι η περίσταση πραγματοποιείται/είναι σε

εξέλιξη και άρα είναι μη-ολοκληρωμένη (δηλώνει δηλαδή το μη-συνοπτικό). ii) Το αοριστικό θέμα δηλώνει ότι η περίσταση είναι ολοκληρωμένη, δηλαδή

δηλώνει το συνοπτικό.

6 Η αναγνώστρια/ο αναγνώστης παραπέμπεται στον Rijksbaron (2002: 2, σημ. 1) για ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις όσον αφορά το αν τα εν λόγω θέματα είναι χρονικά ή θέματα όψεως.

Page 5: Semantics Chatzikyriakidis 2014

5

iii) Το συντελεσμένο θέμα (perfect stem) δηλώνει ότι η περίσταση είναι ολοκληρωμένη και επιπλέον ότι μια κατάσταση υφίσταται ως αποτέλεσμα αυτής της ολοκλήρωσης.

iv) To μελλοντικό θέμα τοποθετεί την περίσταση μετά από ένα ορισμένο σημείο αναφοράς χωρίς να δίνει πληροφορίες για το αν αυτή η περίσταση είναι ολοκληρωμένη ή όχι.

v) Το συντελεσμένο μελλοντικό θέμα δηλώνει μια ολοκληρωμένη περίσταση, αποτέλεσμα της οποίας είναι η ύπαρξη μιας κατάστασης που ισχύει μετά από ένα ορισμένο σημείο αναφοράς. (Rijksbaron 2002: 1)

Βλέπουμε ότι τα θέματα χρόνου/όψεως δεν δηλώνουν τις απόλυτες χρονικές έννοιες του παρόντος/παρελθόντος ή μέλλοντος άλλα δηλώνουν κυρίως την όψη του ρήματος. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αρκετοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι τα θέματα χρόνου/όψεως στην ΑΕ είναι θέματα όψεως παρά χρόνου. Είναι γεγονός ότι κανένα από τα θέματα χρόνου/όψεως, όπως έχουμε ήδη πει, δεν δηλώνει την έννοια του απόλυτου χρόνου. Παρόλα αυτά, όπως ορθά επισημαίνει ο Rijksbaron (2002: 2, σημ. 1), κάποια από αυτά τα θέματα, συγκεκριμένα το συντελεσμένο και το μελλοντικό θέμα, δηλώνουν χρονικές σχέσεις όπως το σύγχρονο για το συντελεσμένο και το μεταγενέστερο για το μελλοντικό θέμα.7 Γενικότερα, η δήλωση του απόλυτου χρόνου (absolute time) είναι δυνατή μόνο με τα ρήματα οριστικής έγκλισης και σε ορισμένες περιπτώσεις μόνο σε συνδυασμό με επιπλέον μορφολογία, όπως για παράδειγμα σε συνδυασμό με τη χρήση της παρελθοντικής αύξησης ε. Σε ό,τι ακολουθεί αναφέρουμε επιγραμματικά τις σημασίες των ΑΕ χρόνων στην οριστική έγκλιση.

1.3.1 Οι χρόνοι οριστικής έγκλισης. 1.3.1.1 Ενεστώτας

Ο ενεστώτας της οριστικής στην ΑΕ τοποθετεί την περίσταση σύγχρονα με το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας και επιπλέον δηλώνει ότι αυτή η περίσταση βρίσκεται σε εξέλιξη (ή συνεχίζεται, κατά τον Rijksbaron) την στιγμή που εκφέρεται η πρόταση:8

13) Τί κάτησθε, ὧ Πέρσαι, ἐνθαῦτα…; (Ἡρόδοτος, 3.151.2)

Η δήλωση του μη-συνοπτικού στο παρόν καθιστά τον ενεστώτα κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί σε γενικευτικές δηλώσεις (generic statements), δηλαδή σε περιπτώσεις που χρειάζεται να δηλωθεί είτε μια συνήθεια είτε κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό κάποιου από τα ορίσματα του ρήματος. Οι έννοιες του μη-ολοκληρωμένου και του εν εξελίξει είναι έτσι απόλυτα συμβατές με αυτές τις δύο προηγούμενες δηλώσεις. To παρακάτω παράδειγμα παρουσιάζει μία πρόταση που αποδίδει ένα γενικό χαρακτηριστικό στο συγκεκριμένο ζώο (κροκόδειλο):

14) Τῶν δὲ κροκοδείλων φύσις ἐστί τοιἠδε. (Ἡρόδοτος, 2.68.1)

7 Συχνά το ενεστωτικό θέμα δηλώνει το σύγχρονο ενώ το θέμα του αορίστου το προτερόχρονο (Rijksbaron 2002: 2, σημ. 1). 8 Τα παραδείγματα της ΑΕ είναι από τον Rijksbaron (2002). Σε αντίθετη περίπτωση, η διαφορετική πηγή θα δηλώνεται.

Page 6: Semantics Chatzikyriakidis 2014

6

Ο ενεστώτας της ΚΝΕ επιτελεί τις ίδιες λειτουργίες:

15) Γιατί κάθεστε στο πάτωμα; (περίσταση σε εξέλιξη) 16) Τα ψάρια αναπνέουν χρησιμοποιώντας τα βράγχιά τους. (γενικευτική χρήση)

Υπάρχει και μια σειρά από άλλες χρήσεις του ενεστώτα, όπως για παράδειγμα, η απαγορευτική ή η χρήση του με παρελθοντική σημασία (ο λεγόμενος ιστορικός ενεστώτας) που παρόλα αυτά δεν θα συζητηθούν εδώ. Οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες/αναγνώστριες παραπέμπονται στον Rijksbaron (2002) για περαιτέρω πληροφορίες. 1.3.1.2 Αόριστος και παρατατικός. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα θέματα ενεστώτα (ο παρατατικός εμφανίζει το θέμα ενεστώτα) και αορίστου έχουν διαφορά όψης παρά χρόνου. Η χρήση της παρελθοντικής αύξησης ε στην οριστική των δύο χρόνων ουσιαστικά είναι αυτή που τοποθετεί χρονικά τους δύο χρόνους πριν από το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας. Ο συνδυασμός του παρελθοντικού απόλυτου χρόνου σε συνδυασμό με τις δύο διαφορετικές όψεις των δύο χρόνων μας δίνει την παρακάτω ερμηνεία για τους δύο χρόνους:

17) Αόριστος: παρελθόν, συνοπτικό. 18) Παρατατικός: παρελθόν, μη-συνοπτικό.

Στο παρακάτω παράδειγμα από τον Ηρόδοτο η διαφορά της σημασίας των δύο χρόνων, αορίστου και παρατατικού, φαίνεται ξεκάθαρα από τα ρήματα ἒπαιζε και εἳλοντο. Το πρώτο από τα δύο (ἒπαιζε) δηλώνει περίσταση σε εξέλιξη ενώ το δεύτερο (εἳλοντο) ολοκληρωμένη περίσταση:

19) Ἒπαιζε ἐν τῇ κώμῃ… μετ’ ἂλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ. Καὶ οἱ παῖδες παίζοντες εἳλοντο ἑωυτῶν βασιλέα εἶναι τοῦτον δὴ τὸν… παῖδα. (Ἡρόδοτος, 1.114.2)

Οι δύο αυτοί χρόνοι, όπως επίσης και ο ενεστώτας, έχουν διατηρήσει αυτή τους την αντίθεση στην όψη καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Ελληνικής. Έτσι και σήμερα, στην ΚΝΕ οι δύο χρόνοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν με τον ίδιο τρόπο:

20) Το παιδί έπαιζε στο δρόμο. Κάποια στιγμή έπεσε και χτύπησε το πόδι του. O αόριστος της ΑΕ αποτελεί εξέχον παράδειγμα για να διαπιστώσει κανείς ότι το αοριστικό θέμα στην πραγματικότητα δηλώνει όψη και όχι γραμματικό χρόνο. Γνωρίζουμε ότι η προστακτική έγκλιση στην ΑΕ συμπεριλαμβάνει και τύπο αορίστου. Δεδομένης της σημασίας της προστακτικής, είναι αδύνατο να φανταστούμε μια προσταγή η οποία να αναφέρεται στο παρελθόν.9 Φυσικά, η προστακτική αορίστου στην Αρχαία Ελληνική δεν δηλώνει τίποτα τέτοιο. Ομοίως με την προστακτική ενεστώτα και

9 Ωστόσο έχει υποστηριχθεί ότι παρελθοντικές προστακτικές υπάρχουν σε γλώσσες όπως η Βόρεια Ολλανδική, η Φρισική και η Ρωσική (βλ. Mastop 2005 για την Ολλανδική και Φρισική και Gronas 2006 για τη Ρωσική). Παρόλα αυτά, και σε αυτές τις περιπτώσεις η προστακτική δεν δηλώνει παρελθοντικό χρόνο.

Page 7: Semantics Chatzikyriakidis 2014

7

οποιαδήποτε άλλο προστακτικό τύπο, η προστακτική αορίστου τοποθετείται χρονικά στο παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας έχοντας επιπλέον μελλοντικό προσανατολισμό (future orientation, βλ., π.χ., Schwager 2006). Η διαφορά του αορίστου προστακτικής με αυτόν του ενεστώτα κατά τον Rijksbaron (2002: 45) είναι ότι ο δεύτερος δίνει έμφαση στην ίδια την διαδικασία της περίστασης που δηλώνεται με την προσταγή ενώ στην πρώτη περίπτωση έμφαση δίνεται στην ολοκλήρωση αυτής της περίστασης. Ο αόριστος και ο παρατατικός επιτελούν και μια σειρά από άλλες πιο συγκεκριμένες λειτουργίες στην ΑΕ (όπως, π.χ., η δήλωση της συνήθειας του παρελθόντος για τον παρατατικό). Οι ενδιαφερόμενοι/-ες παραπέμπονται στον Rijksbaron (2002: 11-21) για περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά αυτές τις λειτουργίες. 1.3.1.3 Μέλλοντας. Η έννοια του μέλλοντα παρουσιάζει εξ ορισμού μια σημαντική εννοιολογική διαφορά όταν συγκριθεί με τις αντίστοιχες έννοιες του παρόντος και παρελθόντος. Η διαφορά αυτή έγκειται στο γεγονός ότι το να μιλά κάποιος για μελλοντικά γεγονότα περιέχει πάντα μια δόση αβεβαιότητας, πράγμα που κάνει τον μέλλοντα να έχει σε κάθε γλώσσα (είτε περισσότερο είτε λιγότερο) μια επιπλέον τροπική (modal) απόχρωση.10 Ο βαθμός αυτής της τροπικότητας ή και το είδος της τροπικότητας που μπορεί να εκφραστεί μέσω του μέλλοντα διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. Το παράδειγμα του μέλλοντα της Αγγλικής είναι χαρακτηριστικό, μιας και ο μέλλοντας στη συγκεκριμένη γλώσσα εκφράζεται χρησιμοποιώντας το ρήμα will, το οποίο αποτελεί ουσιαστικά τροπικό ρήμα.11 Επιστρέφοντας στον μέλλοντα της οριστικής στην ΑΕ, ο Rijksbaron (2002: 33) αναφέρει ότι δηλώνει την πραγμάτωση μιας περίστασης σε κάποια μελλοντική χρονική στιγμή (μελλοντικό κόσμο κατά τον Rijksbaron). Διαχρονικά, η περίπτωση του μέλλοντα στην Ελληνική παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος από αυτούς έχει να κάνει με τη μορφολογία των τύπων που δηλώνουν το μέλλοντα στην ΑΕ και την ΚΝΕ και ουσιαστικά αφορά την σταδιακή αντικατάσταση ενός συνθετικού τύπου με έναν αναλυτικό. Οι λόγοι για τους οποίους μια τέτοια αλλαγή επήλθε δεν θα μας απασχολήσουν εδώ άλλα οι ενδιαφερόμενοι/-ες μπορούν να συμβουλευτούν τους Horrocks (1997: 108ff) και Roberts & Roussou (2003: 58) για περισσότερες πληροφορίες. Ο δεύτερος και κυριότερος λόγος έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του αναλυτικού τύπου του μέλλοντα της ΚΝΕ, μιας και το μελλοντικό μόριο θα προέρχεται διαχρονικά από το βουλητικό ρήμα θέλω (θέλω να + ρήμα <θε να <θα),12 δηλ. από ένα ρήμα που αρχικά δήλωνε κάποιου είδους τροπικότητα, κυρίως βουλητική τροπικότητα. Πέραν της προέλευσης από τροπικό ρήμα, το μελλοντικό μόριο θα μπορεί να έχει μια σειρά από τροπικές λειτουργίες ανάλογα με τον τύπο του ρήματος που συνδυάζεται . Για παράδειγμα, όπως πολύ σωστά αναφέρουν οι Roberts & Roussou (2003: 59) ο

10 Για την τροπικότητα βλ. κεφάλαιο 2. 11 Τουλάχιστον συντακτικά το ρήμα will κατατάσσεται στα τροπικά ρήματα (modal verbs). Σημασιολογικά, εκτός από την έκφραση του μέλλοντα, μια σειρά από άλλες τροπικές σημασίες μπορούν να εκφραστούν από το ίδιο ρήμα (π.χ. δεοντική, επιστημική, δυναμική τροπικότητα, βλ. Sarkar 1998). 12 Βλ. Jannaris 1897, Chatzidakis 1902, Μeillet 1912, Joseph 1983, Roberts & Roussou 2003 μεταξύ πολλών άλλών.

Page 8: Semantics Chatzikyriakidis 2014

8

συνδυασμός του μορίου θα με το ρηματικό τύπο που δηλώνει το μη-παρελθοντικό και το μη-συνοπτικό μπορεί να δηλώσει επιστημική τροπικότητα:13

21) Θα γράφει το γράμμα (πιθανή ερμηνεία: πιστεύω ότι γράφει το γράμμα) Δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω όσον αφορά τον μέλλοντα στην ΚΝΕ και τη σχέση του με την τροπικότητα. Παρόλα αυτά, θα επανέλθουμε σε αυτήν την περίπτωση όταν εξετάσουμε την τροπικότητα στο κεφάλαιο 2. 1.3.1.4 Συντελεσμένοι χρόνοι. Το συντελεσμένο (perfect) θεωρείται παραδοσιακά είδος όψης. Παρά ταύτα, μια τέτοια θεώρηση είναι αρκετά προβληματική μιας και το συντελεσμένο δεν αναφέρεται στην εσωτερική χρονική σύσταση της περίστασης. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Comrie (1975: 52) , το «συντελεσμένο δεν μας λέει τίποτα για την περίσταση καθ’ εαυτή, αλλά συνδέει μια κατάσταση (state) με μία προηγούμενη περίσταση». Δεν θα θέλαμε να μπούμε στη διαδικασία να αποφασίσουμε αν το συντελεσμένο είναι όντως είδος όψης ή όχι. Παρόλα αυτά, ακόμα και αν αποδεχτούμε ότι είναι είδος όψης, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι εντελώς διαφορετικό εννοιολογικά από τα άλλα δύο είδη όψης που συναντήσαμε (συνοπτικό, μη-συνοπτικό). Στο παρόν κεφάλαιο, το θέμα για το αν το συντελεσμένο αποτελεί είδος όψης δεν θα μας απασχολήσει.

1.3.1.4.1 Συντελεσμένοι χρόνοι στην Ελληνική Κατ’ αρχήν, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι λεγόμενοι συντελεσμένοι χρόνοι μπορούν να έχουν μια σειρά από λειτουργίες που παραδοσιακά μπορεί να μην θεωρούνται ότι ανήκουν στην όψη/χρόνο του συντελεσμένου όπως αυτή δίνεται από τον ορισμό του Comrie (1975: 52). Ο πρώτος από τους τρεις συντελεσμένους χρόνους που θα εξετάσουμε είναι ο παρακείμενος. H κύρια χρήση του παρακειμένου στην ΑΕ είναι η δήλωση μιας κατάστασης στο παρόν ως αποτέλεσμα μιας περίστασης (resultativity):

22) Ἀπολελοίπασιν ἡμᾶς Ξενίας καὶ Πασίων. (Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 1.4.8) Μια άλλη χρήση του παρακειμένου στην ΑΕ είναι η δήλωση μιας παροντικής κατάστασης σε έντονο βαθμό. Σε αυτήν την περίπτωση, η μόνη διαφορά ανάμεσα στον ενεστώτα και στον παρακείμενο είναι η διαφορά στην ένταση μεταξύ των δύο καταστάσεων, με τον παρακείμενο να δηλώνει σε εντονότερο βαθμό αυτό που εκφράζεται από το ρήμα στον ενεστώτα. Έτσι, για παράδειγμα, η διαφορά του φοβοῦμαι με το πεφόβημαι είναι διαφορά έντασης, με το πεφόβημαι να δηλώνει ουσιαστικά το «φοβάμαι» σε έντονο βαθμό. Δύο λιγότερο κοινές χρήσεις του παρακειμένου της ΑΕ είναι η εμπειρική και καθολική του χρήση (experiential και universal αντίστοιχα· Gerö & Stechow 2003: 21-23). Η πρώτη χρήση δηλώνει ότι το υποκείμενο έχει αποκτήσει κάποιου είδους εμπειρία ενώ η δεύτερη ότι η περίσταση ισχύει από ένα συγκεκριμένο παρελθοντικό σημείο μέχρι το παρόν του ομιλητή/ομιλήτριας:

13 Για την σχέση του ΑΕ μέλλοντα με την τροπικότητα βλ. Rijksbaron (2002: 33).

Page 9: Semantics Chatzikyriakidis 2014

9

23) …ἐὰν διὰ τῶν αὐτῶν λόγων ἀκούητέ μου ἀπολογουμένου δι᾽ὧνπερ εἴωθα λέγειν καὶ ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν, ἵνα ὑμῶν πολλοὶ ἀκηκόασι,… (Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους, 17 c f)

24) …οὐκ οἶσθ᾽ ὅτι πολλῶν ἐτῶν Ἀγάθων ἐνθάδε οὐκἐπιδεδήμηκεν; (Πλάτων, Συμπόσιον, 172c)

Τέλος, οι Gerö & Stechow (2003) υποστηρίζουν ότι στην κλασσική ΑΕ αρχίζει να εμφανίζεται και η χρήση του παρακειμένου με παρελθοντική λειτουργία. Στο παράδειγμα που ακολουθεί ο παρακείμενος επιτελεί ξεκάθαρα μια τέτοια λειτουργία μιας και συνδυάζεται με το παρελθοντικό χρονικό επίρρημα τότε:

25) Ὕβρισμαι μὲν ἐγὼ, καὶ προπηλάκισται τὸ σῶμα τοὐμόν τότε. (Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου, 9.60)

Στην ΚΝΕ η πρώτη και η τρίτη σημασία (resultative και εμπειρική) έχει διατηρηθεί, η δεύτερη και η τέταρτη (εντασιακή και καθολική) όχι, ενώ η τελευταία έχει γενικευτεί. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του παρακειμένου στην ΚΝΕ είναι η τάση για εξάλειψη των σημασιολογικών διαφορών μεταξύ αυτού και του αορίστου, και η δυνατότητα της χρήσης του αορίστου σχεδόν σε όλα τα περιβάλλοντα που χρησιμοποιείται ο παρακείμενος. Έτσι, για παράδειγμα, ακόμα και σε περιπτώσεις που χρειάζεται να δοθεί έμφαση σε κάτι που έγινε στο παρελθόν άλλα κατά κάποιο τρόπο ισχύει/είναι σχετικό στο παρόν, ο παρακείμενος μπορεί να αντικατασταθεί από τον αόριστο:

26) Δηλώσατε/Έχετε δηλώσει τα ονόματά σας για την εκδρομή;

[Kλαίρης και Μπαμπινιώτης, 2005: 68] Ομοίως, η χρήση του παρακειμένου για τη δήλωση κάποιου είδους εμπειρίας που κατά τους Κλαίρη & Μπαμπινιώτη είναι αποκλειστική λειτουργία του παρακειμένου στην ΚΝΕ υπόκειται σε ιδιολεκτικές διαφοροποιήσεις, μιας και αρκετοί ομιλητές/ομιλήτριες της ΚΝΕ (συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος) μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον αόριστο αντί του παρακειμένου ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις:

27) Έχω πάει στο Παρίσι δύο φορές/ *Πήγα στο Παρίσι δύο φορές (κατά Κλαίρη &

Μπαμπινιώτη και μέρος των ομιλητών)/ Πήγα στο Παρίσι δύο φορές (για κάποιους ομιλητές).

Η μόνη ξεκάθαρη περίπτωση που ο οι δύο χρόνοι δεν μπορούν να εμφανιστούν στο ίδιο περιβάλλον είναι η περίπτωση προτάσεων που τοποθετούν την περίσταση σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο (Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2005: 69). Σε αυτήν την περίπτωση, μόνο ο αόριστος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όπως φαίνεται και από τo παρακάτω παράδειγμα:

28) Χτύπησα το πόδι μου πριν λίγες μέρες/*Έχω χτυπήσει το πόδι μου πριν λίγες μέρες.

Page 10: Semantics Chatzikyriakidis 2014

10

Για περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά τον παρακείμενο οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες/αναγνώστριες παραπέμπονται στον Rijksbaron (2002) και τους Anagnostopoulou (1997), Iatridou κ.ά. (2001) για την σημασιολογία του παρακείμενου στην AE και KNE αντίστοιχα, καθώς και στους Gerö & Stechow (2003) για μια διαχρονική εξέταση του παρακειμένου στην ιστορία της Ελληνικής.

1.3.1.4.2 Υπερσυντέλικος. Ομοίως με τον παρακείμενο, που δηλώνει μια κατάσταση που ισχύει στο παρόν, ο υπερσυντέλικος σε μία από τις κύριες χρήσεις του δηλώνει μια κατάσταση που ισχύει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή στο παρελθόν, προϊόν εκπλήρωσης μιας προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων (state of affairs):

29) Tαῦτα μέν νυν ὁ Σικυώνιος Κλεισθένης ἐπεποιήκεε· ὁ δὲ δὴ Ἀθηναῖος Κλεισθένης …τὸν ὁμώνυμον Κλεισθένεα ἐμιμήσατο. (Ἡρόδοτος, 5.6.9.1)

Μια άλλη βασική χρήση του υπερσυντέλικου είναι η δήλωση αυτού που ονομάζεται παρελθόν-μέσα-στο-παρελθόν (past-in-the-past), δηλ. η αναφορά σε μία παρελθοντική περίσταση που τοποθετείται χρονικά πριν από μία άλλη επίσης παρελθοντική περίσταση. Στο παρακάτω παράδειγμα ο Ξέρξης στέλνει τον ιππέα αφού πρώτα προηγείται η πληροφόρηση ότι υπήρχε στρατιά εκεί:

30) Ἔπεμπε Ξέρξης κατάσκοπον ἱππέα ἰδέσθαι ὁκόσοι εἰσὶ… ἀκηκόεε δὲ… ὡς ἁλισμένη εἴη ταύτῃ στρατιὴ ὀλίγη. (Ἡρόδοτος, 7.208.1)

Στην ΚΝΕ συναντώνται και οι δύο χρήσεις του υπερσυντελίκου της ΑΕ:

31) Η κυβέρνηση είχε λάβει αυστηρά μέτρα λιτότητας και τα πράγματα προμηνύονταν δύσκολα για τους εργαζόμενους.

32) Είχα ξαπλώσει όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Παρόλα αυτά, όπως αναφέρουν οι Κλαίρης & Μπαμπινιώτης (2005: 67) o υπερσυντέλικος στην ΚΝΕ έχει και την επιπλέον λειτουργία του μακρινού παρελθόντος. Σε αυτή την περίπτωση, ο υπερσυντέλικος δε συμπεριφέρεται σαν μεικτός χρόνος (σχετικός κατά Κλαίρη & Μπαμπινιώτη) άλλα ως απόλυτος:

33) Είχα πάει μια φορά στο μαγαζί που λες πριν χρόνια.

1.3.1.4.3 Συντελεσμένος Μέλλοντας. Ο συντελεσμένος μέλλοντας στην ΑΕ περιορίζεται σχεδόν μόνο στα μέσα ρήματα14 και έχει μόνο την χρήση της δήλωσης μιας κατάστασης στο μέλλον ως αποτέλεσμα μιας περίστασης:

34) Ὥστε φίλος ἡμῖν οὐδεὶς λελείψεται (Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 2.4.5)

14 Βλ. Rijksbaron (2004: 39, σημείωση 1) για κάποιες εξαιρέσεις.

Page 11: Semantics Chatzikyriakidis 2014

11

Στην ΚΝΕ, εκτός από την χρήση που συναντάμε στην ΑΕ, ο συντελεσμένος μέλλοντας χρησιμοποιείται και ως μεικτός χρόνος, συνδέοντας ένα μελλοντικό σημείο το οποίο προηγείται με ένα άλλο μελλοντικό σημείο που έπεται:

35) Θα έχω έρθει μέχρι αύριο. Ο συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω έρθει ερμηνεύεται σε σχέση με το μελλοντικό χρονικό σημείο που δίνεται από το χρονικό επίρρημα αύριο. Σε αυτό το σημείο κλείνουμε τη συζήτηση μας όσον αφορά τους γραμματικούς χρόνους οριστικής έγκλισης της ΑΕ. Για περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά αυτούς τους χρόνους στην ΑΕ καθώς και τη χρήση των χρόνων στις άλλες εγκλίσεις βλ. Rijksbaron (2002).

2. Τροπικότητα

Τι εννοούμε με τον όρο τροπικότητα (modality); Για να απαντήσουμε στην προηγούμενη ερώτηση, ας πάρουμε την περίπτωση μιας απλής καταφατικής πρότασης σαν αυτή που δίνεται στο παράδειγμα (1):

36) O Γιώργος ήρθε στο μάθημα. Ας υποθέσουμε ότι αυτή η πρόταση αρθρώνεται από τον ομιλητή χ. Το αν η πρόταση είναι αληθής ή όχι είναι κάτι που δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε, μιας και η ομιλήτρια/ο ομιλητής μπορεί να μην γνωρίζει ακριβώς τα γεγονότα και να είναι ο Γιάννης αντί του Γιώργου που ήρθε στο μάθημα, ή πολύ απλά να θέλει να μας εξαπατήσει, για αγνώστους και πάλι λόγους. Φυσικά, αν δεν έχουμε σοβαρούς λόγους να αμφιβάλλουμε, συνήθως θεωρούμε ότι οι ομιλητές/οι ομιλήτριες προσπαθούν γενικά να αποδώσουν την αλήθεια, τουλάχιστον όπως αυτοί την ξέρουν.15 Έτσι, προτάσεις όπως η (36), όπως ορθά αναφέρει ο Saeed (2003), «φαίνεται να κουβαλούν μια μη εκπεφρασμένη εγγύηση» του τύπου «από όσο ξέρω» ή «με βάση τις πληροφορίες μου». Η τροπικότητα είναι ο τρόπος μέσω του οποίου αυτή η μη εκπεφρασμένη εγγύηση μπορεί να διαφοροποιηθεί και να δηλώσει την στάση ή την αξιολόγηση της εκάστοτε περίστασης από τον ομιλητή/ομιλήτρια ως προς την αλήθεια της. Η συζήτηση για τον διαχωρισμό των ειδών τροπικότητας δεν έχει ακόμα δώσει κοινώς αποδεκτά αποτελέσματα. Για τις ανάγκες αυτού του κεφαλαίου θα χρησιμοποιήσουμε τον τριμερή διαχωρισμό ανάμεσα στην επιστημική, δεοντική και δυναμική τροπικότητα (epistemic, deontic και dynamic modality), ο οποίος

15 Βασικά το ότι συνήθως θεωρούμε ότι οι ομιλητές προσπαθούν να αποδώσουν την αλήθεια αποτελεί ένα από τα τέσσερα συνομιλιακά αξιώματα του Grice (1975). Συγκεκριμένα, αποτελεί μέρος του αξιώματος της ποιότητας (maxim of quality), που διατυπώνεται ως εξής:: Αξίωμα της ποιότητας

Μη λες ό,τι πιστεύεις ότι είναι λάθος. Μη λες κάτι για το οποίο δεν έχεις επαρκείς αποδείξεις.

Για περισσότερες πληροφορίες για τα συνομιλιακά αξιώματα, οι αναγνώστες/αναγνώστριες παραπέμπονται στο διδακτικό υλικό για την επόμενη υποενότητα καθώς και στις παραπομπές που βρίσκονται σε αυτό.

Page 12: Semantics Chatzikyriakidis 2014

12

χρησιμοποιείται από μελετητές όπως οι Lyons (1977) και Palmer (1979) μεταξύ πολλών άλλων.16 Η επιστημική τροπικότητα εκφράζει το βαθμό δέσμευσης του ομιλητή/της ομιλήτριας ως προς την αλήθεια της πρότασης. Στο παράδειγμα (37) η αλήθεια της πρότασης «Ο Γιώργος είναι αδερφός του» δεν παρουσιάζεται ως απόλυτα βέβαιη από τον ομιλητή, αλλά μόνο ως πιθανή:

37) Ο Γιώργος μπορεί να είναι αδερφός του. Η έννοια της δεοντικής τροπικότητας είναι λίγο πιο περίπλοκη. Ένας πολύ καλός ορισμός για αυτήν έχει παρόλα αυτά δοθεί από τον Haan (2004: 6), ο οποίος αναφέρει ότι η δεοντική τροπικότητα «ασχολείται με τον βαθμό της πίεσης που ασκείται στο υποκείμενο της πρότασης για να επιτελέσει μια πράξη». Στην περίπτωση του παραδείγματος (3), η ομιλήτρια/ο ομιλητής δηλώνει την πίεση που ασκείται στο υποκείμενο (από τους νόμους της κοινωνίας της οποίας το υποκείμενο είναι μέλος στη συγκεκριμένη περίπτωση) ούτως ώστε να επιτελέσει/επιτελεί την πράξη που περιγράφεται από το εκφώνημα (την εμφάνιση ανά δύο εβδομάδες στο αστυνομικό τμήμα εν προκειμένω):

38) Ο Γιώργος πρέπει να εμφανίζεται κάθε δύο βδομάδες στο αστυνομικό τμήμα. Τέλος η δυναμική τροπικότητα αφορά την ικανότητα ή την θέληση του υποκειμένου της πρότασης να επιτελέσει/επιτελεί την περιγραφόμενη περίσταση:

39) Ο Γιώργος μπορεί να κολυμπήσει. 40) Ο Γιώργος θέλει να κολυμπήσει.

2.1 H Τροπικότητα στην Ελληνική γλώσσα.

Ένα από τα κυριότερα μέσα έκφρασης της τροπικότητας στην ΑΕ είναι το ίδιο το σύστημα των εγκλίσεών της. Έτσι, εκτός από την δεοντική τροπικότητα, που εκφράζεται από την προστακτική έγκλιση, η υποτακτική άλλα και η ευκτική επίσης χρησιμοποιούνται για τη δήλωση της τροπικότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η απαγορευτική υποτακτική (41) και η δυνητική ευκτική (42), περιπτώσεις δήλωσης δεοντικής και επιστημικής τροπικότητας αντίστοιχα:17

41) Μὴ τοίνυν ἐάσητε ταύτας τὰς βλασφημίας περὶ τὴν ὑμετέραν γενέσθαι πόλιν. [ Ισοκράτης, Πλαταϊκός, 14.62]

16 Οι διαχωρισμοί της τροπικότητας που παρουσιάζονται εδώ δεν είναι αποδεκτοί από όλους τους μελετητές. Δυστυχώς, λόγω έλλειψης χώρου άλλα και συνάφειας, οι διαφορετικοί διαχωρισμοί της τροπικότητας άλλα και τα επιχειρήματα με βάση τα οποία γίνονται αυτοί από τους εκάστοτε μελετητές δεν μπορούν να παρουσιαστούν εδώ. Οι αναγνώστες/αναγνώστριες παραπέμπονται στον Haan (2004) για μια περίληψη των διαφορετικών προτάσεων που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από διάφορους μελετητές όσον αφορά τον τρόπο και τα κριτήρια διαχωρισμού των ειδών τροπικότητας. 17 Πέρα από την επιστήμική χρήση της, η δυνητική ευκτική συχνά συναντάται με προστακτική ισχύ (iussive force). H δυνητική ευκτική σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί σαν μια «επιφυλακτική παραλλαγή της προστακτικής» [Rijksbaron 2002: 42].

Page 13: Semantics Chatzikyriakidis 2014

13

42) Ἀρετὴ μὲν ἄρα, ὡς ἔοικεν, ὑγίειά τέ τις ἄν εἴη καὶ κάλλος καὶ εὐεξία ψυχῆς. [Πλάτων, Λάχης, 178b)

Φυσικά, η περίπτωση του παραδείγματος (42) δεν είναι καθαρή περίπτωση δήλωσης τροπικότητας μέσω της ρηματικής έγκλισης παρά ένας συνδυασμός ρηματικής έγκλισης με το τροπικό μόριο ἄν. Το ότι η ευκτική μπορεί να δηλώσει τροπικότητα χωρίς τη σύμπραξη του μορίου ἄν είναι κάτι το αναμφισβήτητο μιας και η κύρια χρήση της ευκτικής (όπως μαρτυρεί και το όνομά της) στις κύριες προτάσεις είναι η δήλωση της ευχετικής τροπικότητας.18 Παρόλα αυτά η οριστική δεν έχει άλλου είδους τροπικές χρήσεις άλλα αποκτά σε συνδυασμό με το τροπικό μόριο ἄν. Δεδομένης αυτής της συμπεριφοράς του ἄν, δεν είναι τυχαίο που πολλές παραδοσιακές γραμματικές της ΑΕ το θεωρούν μέρος του εγκλιτικού συστήματος της γλώσσας (βλ. π.χ. Goodwin 1890 και Smyth 1956 μεταξύ άλλων). Την ίδια άποψη εκφράζουν και νεώτεροι μελετητές, όπως για παράδειγμα οι Jana κ.ά. (υπό δημοσίευση). Είναι σημαντικό να αναφερθεί σε αυτό το σημείο και η χρήση του τροπικού μορίου ἄν για την εισαγωγή υποθετικών προτάσεων οι οποίες δηλώνουν το προσδοκώμενο (ἄν + υποτακτική ή ἐάν + υποτακτική, με το ἐάν να προέρχεται από την ένωση των εἰ και ἄν). Στους υποθετικούς λόγους αυτού του είδους η εκπλήρωση της απόδοσης θεωρείται πιθανή από την πλευρά του ομιλητή/της ομιλήτριας, άρα μπορούμε να πούμε ότι και σε αυτού του είδους τα παραδείγματα το ἄν λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο σαν επιστημικός τελεστής (epistemic operator). Μια παρόμοια άποψη εκφέρεται από την Gerö (2000), η οποία υποστηρίζει ότι το μόριο ἄν εμφανίζεται μόνο σε ισχυρά εντασιακά περιβάλλοντα (strong intensional contexts), με λίγα λόγια στα περιβάλλοντα όπου συναντάται κάποιου είδους τροπικότητα κατά την Gerö (2000: 187), στα περιβάλλοντα που δημιουργούνται από την παρουσία τροπικών ρημάτων ή ρημάτων νοοτροπίας (attitude verbs) όπως τα πιστεύω και θέλω).19 Εκτός από τη χρήση του εγκλιτικού συστήματος για τη δήλωση διαφόρων ειδών τροπικότητας, η ΑΕ χρησιμοποιεί επίσης μια σειρά από τροπικά ρήματα για τον ίδιο σκοπό. Τα ρήματα αυτά συναντώνται στην απρόσωπή τους μορφή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τροπικών ρημάτων αποτελούν τα ρήματα χρή και δεῖ, που δηλώνουν δεοντική τροπικότητα:

43) Ὁ νομοθέτης διαρρήδην ἀπέδειξεν οὓς χρὴ δημηγορεῖν καὶ οὓς οὐ δεῖ λέγειν ἐν τῷ δήμῳ. [Αισχίνης, Κατά Τίμαρχου, 1.27]. Τροπικότητα μπορούν επίσης να δηλώσουν μια σειρά από επιρρήματα/επίθετα (44, 45) καθώς και κάποια άλλα τροπικά μόρια όπως για παράδειγμα το επιστημικό που (46):

44) Τάχ’ οὖν, ὦ Θεαίτητε, αὐτῶν τὴν πρὸς ταῦτα ἀπόκρισην σὺ μὲν οὐ κατακούεις [Πλάτων, Σοφιστής, 248b]

18 Σύμφωνα με μελετητές όπως οι Bybee (1985) και Schneider (1999: 13), η ευχετική τροπικότητα είναι υποκατηγορία της δεοντικής τροπικότητας, ενώ για μελετητές όπως ο Jacobson (1994: 167) η ευχετική τροπικότητα, ως υποκατηγορία της βουλητικής τροπικότητας (volitive modality), ανήκει στην κατηγορία της δυναμικής τροπικότητας. 19 Για την έννοια της έντασης και της έκτασης (intension/extension) στα πλαίσια της τυπικής λογικής ή/και σημασιολογίας βλ. Frege (1892), Carnap (1952), Montague (1972).

Page 14: Semantics Chatzikyriakidis 2014

14

45) Κατὰ τὸ δυνατόν. [Πλάτων, Κρατύλος, 422b] 46) Χαιρεφῶντα γὰρ ἴστε που οὗτος... [Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους, 20e]

Σε διαχρονικό επίπεδο, η Ελληνική έχει να επιδείξει την αντικατάσταση των ρηματικών εγκλίσεων της υποτακτικής και ευκτικής από περιφραστικούς τύπους εκφραζόμενους με τα μόρια να, ας + παρεμφατικό τύπο.20 Το μόριο ας χρησιμοποιείται μόνο σε κύριες προτάσεις ενώ το μόριο να μπορεί να εισάγει ρηματικά συμπληρώματα βουλητικών και τροπικών ρημάτων μεταξύ άλλων:21

47) Ας ερχόταν επιτέλους. 48) Θέλω να έρθει ο χειμώνας.

Το μόριο να ανάλογα με τον παρεμφατικό τύπο που συνδυάζεται μπορεί να εκφράσει είτε δεοντική, δυναμική (βούληση, επιθυμία, ευχή) είτε επιστημική τροπικότητα, την τελευταία σε περιβάλλον ερώτησης μόνο:

49) Να μην ξαναρθείς! (δεοντική) 50) Να γύρναγε ο χρόνος πίσω! (δυναμική) 51) Να ήταν, λες, ο Γιώργος αυτός; (επιστημική)

Τέλος το μόριο θα, το οποίο έχει ίσως ανακριβώς χαρακτηριστεί ως μελλοντικό μόριο,22 έκτος από τη χρήση του σε συνδυασμό με τον ρηματικό τύπο του που έχει τα χαρακτηριστικά [–παρελθόν, +συνοπτικό] (54) για τη δήλωση της γραμματικής κατηγορίας του μέλλοντα, αποκτά μια σειρά από διαφορετικές τροπικές ερμηνείες σε συνδυασμό με άλλους ρηματικούς παρεμφατικούς τύπους. Οι τέσσερις πιθανές περιπτώσεις συνδυασμού του θα με ρηματικό τύπο παρουσιάζονται παρακάτω (παραδείγματα από τους Roberts & Roussou 2003: 69):

52) Θα έγραψε το γράμμα. (έγραψε = [+παρελθόν, +συνοπτικό]) 53) Θα έγραφε το γράμμα. (έγραφε = [+παρελθόν, -συνοπτικό]) 54) Θα γράψει το γράμμα. (γράψει = [-παρελθὀν, +συνοπτικό]) 55) Θα γράφει το γράμμα. (γράφει = [-παρελθόν, -συνοπτικό])

Πέρα της καθαρής μελλοντικής ερμηνείας του συνδυασμού του θα με ρηματικό τύπο [–παρελθόν, +συνοπτικό], όλοι οι υπόλοιποι συνδυασμοί μπορούν να παρέχουν τροπικές ερμηνείες, όπως για παράδειγμα η χρήση του θα + [-παρελθόν, -συνοπτικό] με επιστημική ισχύ (π.χ. η ερμηνεία του θα γράφει το γράμμα) μπορεί να είναι «μάλλον γράφει το γράμμα»), καθώς και η χρήση του θα + [+παρελθόν, +συνοπτικό] με παρομοίου τύπου ισχύ (η ερμηνεία του (52) είναι «μάλλον έγραψε το γράμμα»).

20 Για τους διάφορους περιορισμούς που πρέπει να υπακούει ο παρεμφατικός τύπος ώστε να μπορεί να συνυπάρξει με το μόριο να, βλ. ενδεικτικά Giannakidou 2007. 21 Σε αυτήν την περίπτωση η δομή να + παρεμφατικός τύπος ουσιαστικά αντικαθιστά το λεγόμενο δυναμικό απαρέμφατο της ΑΕ (dynamic infinitive, βλ. Rikjsbaron 2004: 97). 22 Για παράδειγμα οι Roberts & Roussou (2003: 59) θεωρούν ότι το θα είναι τροπικό παρά μελλοντικό μόριο.

Page 15: Semantics Chatzikyriakidis 2014

15

3. Δείξη

3.1 Ορισμός και κατηγορίες δείξης.

Η κατανόηση της γλώσσας εξαρτάται πολλές φορές από το εξωγλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο μιας και πολλές από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται από την εκάστοτε γλώσσα παίρνουν την αναφορά τους με βάση αυτό (Fromkin κ. ά. 2008: 291). Για παράδειγμα, το τοπικό επίρρημα εδώ στο παράδειγμα που ακολουθεί μπορεί να ερμηνευθεί μόνο σε περίπτωση που η τοποθεσία όπου βρίσκεται ο ομιλητής/η ομιλήτρια είναι γνωστή στον αποδέκτη/την αποδέκτρια:

56) Είμαι εδώ με τα παιδιά και πίνω καφέ. Το γενικότερο φαινόμενο κατά το οποίο στοιχεία του εξωγλωσσικού συμφραστικού πλαισίου του εκφωνήματος βρίσκουν απεικόνιση στο γραμματικό σύστημα της γλώσσας ονομάζεται δείξη (deixis, «δείχνοντας μέσω της γλώσσας» κατά τον Yule 1996: 9). Η δείξη, όπως αναφέρει η Μαρμαρίδου «αποτελεί την πλέον προφανή και ευθεία αντανάκλαση της σχέσης μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας» (Μαρμαρίδου, 2006). To παράδειγμα του τοπικού επιρρήματος εδώ είναι ένα μόνο παράδειγμα δείξης στη φυσική γλώσσα. Οι πιο σημαντικές κατηγορίες δείξης που συναντώνται στις φυσικές γλώσσες είναι: α) η δείξη προσώπου (person deixis) β) η δείξη τόπου (space deixis) και γ) η χρονική δείξη (temporal deixis). Χαρακτηριστικά παραδείγματα προσωπικής δείξης αποτελούν οι προσωπικές αντωνυμίες α’ και β’ προσώπου, τοπικής δείξης τα τοπικά επιρρήματα και ρήματα κίνησης (motion verbs), και χρονικής δείξης ο γραμματικός χρόνος, καθώς και τα χρονικά επιρρήματα και εκφράσεις. Φυσικά, μια σειρά από άλλα γραμματικά στοιχεία μπορούν ανάλογα με την περίσταση να ερμηνευτούν ως δεικτικά. Αναλόγως, κατ’ εξοχήν δεικτικές εκφράσεις μπορούν ανάλογα πάλι με την περίσταση να έχουν μη δεικτική ερμηνεία. Ο Yuang (2007: 133) θεωρεί ως δεικτικά τα στοιχεία αυτά που η κεντρική/βασική τους χρήση (basic/central usage) είναι δεικτική. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δεικτικού με βάση τον προηγούμενο ορισμό αποτελούν οι αντωνυμίες α’ και β’ προσώπου, και γενικότερα η δείξη προσώπου (person deixis). Ξεκινώντας με την τελευταία θα συζητήσουμε τις κυριότερες κατηγορίες δείξης και τις τυχόν ιδιομορφίες που μπορεί να παρουσιάζουν αυτές στην Ελληνική.

3.1.1 Δείξη προσώπου Οι αντωνυμίες α’/β’ προσώπου ουσιαστικά «δείχνουν» τους συμμετέχοντες στο πεδίο του εκφωνήματος. Συγκεκριμένα, «δείχνουν» τον ομιλήτη/ομιλήτρια (α’ πρόσωπο) καθώς και το αντικείμενο αναφοράς τους, δηλ. τους προσφωνηθέντες (addressees (57)).23 Από την άλλη οι αντωνυμίες γ΄ προσώπου κατά τον Yuang (2006) δεν έχουν κεντρική

23 Φυσικά, ο αριθμός των δεικτικών κατηγοριών που χρησιμοποιεί η κάθε γλώσσα ή ο αριθμός των περαιτέρω υποκατηγοριοποιήσεών τους είναι κάτι που διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. Για παράδειγμα, υπάρχουν γλώσσες, όπως λ.χ. σχεδόν όλες οι Αυστρονησιακές γλώσσες, οι οποίες έχουν δύο διαφορετικούς τύπους για τις αντωνυμίες α’ προσώπου πληθυντικού, έναν τύπο ο οποίος περιλαμβάνει και τον προσφωνηθέντα (με λίγα λόγια εγώ και εσύ) και που ονομάζεται εγκλειστικός (inclusive) και ένας που δεν περιλαμβάνει τον προσφωνηθέντα και ονομάζεται αποκλειστικός (exclusive).

Page 16: Semantics Chatzikyriakidis 2014

16

δεικτική λειτουργία μιας και τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα μιας ΟΦ που έχει εισαχθεί στο γλωσσικό περικείμενο (58):

57) Εσύ και εσύ ελάτε εδώ. 58) Ο Γιώργος φίλησε τη Μαρία. Την αιφνιδίασε.

Παρόλα αυτά, όπως είπαμε και πιο πάνω, δεικτικά στοιχεία μπορεί να χρησιμοποιηθούν μη-δεικτικά και μη-δεικτικα στοιχεία ως δεικτικά. Για παράδειγμα οι αντωνυμίες β’ προσώπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς να αναφέρονται σε κάποιο μέρος του «κόσμου του εκφωνήματος. Στο παράδειγμα που ακολουθεί, η προσωπική αντωνυμία εσύ δεν αναφέρεται στο προσφωνηθέν πρόσωπο:24

59) Εάν σου συμβεί κάτι τέτοιο, εσύ είσαι αυτός που πρέπει να αντιδράσει.

Οι προσωπικές αντωνυμίες μπορεί να εκφράζουν και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά εκτός από το πρόσωπο, όπως για παράδειγμα το γένος ή τον αριθμό. Δεδομένης της ύπαρξης αυτών των διαφορετικών χαρακτηριστικών, οι προσωπικές αντωνυμίες μπορούν να θεωρηθούν ως δεσμίδα χαρακτηριστικών (feature bundle), θεώρηση αρκετά διαδεδομένη ιδίως στους κόλπους της γενετικής γραμματικής (generative grammar). Στην Ελληνική, η κατηγορία του προσώπου και του γένους εμφανίζει τριμερή διαχωρισμό (α’, β’, γ’ και αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο αντίστοιχα). Η κατηγορία του αριθμού στην Ελληνική έχει αντιθέτως μια βασική εξέλιξη/διαφοροποίηση διαχρονικά. Συγκεκριμένα, οδηγούμαστε από ένα τριμερές σύστημα αριθμού της ομηρικής και κλασσικής εποχής (ενικός, δυικός και πληθυντικός)25 στο διττό σύστημα ενικού-πληθυντικού που έχουμε μέχρι και σήμερα (Παπαναστασίου 2004). Πέρα από τις προσωπικές αντωνυμίες, η δείξη προσώπου επιτελείται και μέσω των δεικτικών αντωνυμιών (demonstratives), καθώς και από το οριστικό άρθρο και κατ’ επέκταση τις οριστικές ΟΦ. Η στενή σχέση δεικτικών αντωνυμιών και οριστικού άρθρου είναι ξεκάθαρη αν εξετάσει κανείς την ιστορία της Ελληνικής, με το σύστημα των οριστικών άρθρων της Κλασσικής και μετέπειτα Ελληνικής να δημιουργείται στην Ελληνική από παλιότερη δεικτική αντωνυμία που περιορίστηκε στη δήλωση της οριστικότητας (Papanastasiou 2007). Τέλος, η δείξη επιτελείται και μέσω ΟΦ μαρκαρισμένων με κλητική πτώση (vocatives). Η Ελληνική έχει διατηρήσει διαχρονικά την κλητική πτώση, πράγμα που κάνει την αναγνώριση των κλητικών πιο εύκολη σε σχέση με γλώσσες που δεν έχουν ή έχουν χάσει το κλητικό μαρκάρισμα (vocative marking). Για παράδειγμα οι ΟΦ Ὦ Κῦρε και Γιώργο επιτελούν δεικτική λειτουργία μιας και η ερμηνεία τους προϋποθέτει αναφορά στο εξωγλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο και αναφορά στο προσφωνηθέν πρόσωπο:

60) Ὦ Κῦρε καὶ οἱ ἄλλοι Πέρσαι.

24 Φυσικά στην παρακάτω πρόταση, η αντωνυμία εσύ μπορεί να έχει και δεικτική λειτουργία, π.χ. να αναφέρεται στο προσφωνηθέν πρόσωπο. Στη μη-δεικτική λειτουργία του το εσύ αναφέρεται γενικά στο πρόσωπο στο οποίο θα συμβεί το περιστατικό χωρίς να το συγκεκριμενοποιεί. 25 Η αντικατάσταση του δυικού από τον πληθυντικό αριθμό γίνεται ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. (Jannaris 1897).

Page 17: Semantics Chatzikyriakidis 2014

17

3.1.2 Τοπική δείξη . Η τοπική δείξη ουσιαστικά κωδικοποιεί τις τοπικές σχέσεις ανάμεσα στους συμμετέχοντες στο εκφώνημα και τον περιγραφόμενο από αυτό χώρο. Όπως και στην περίπτωση της προσωπικής δείξης άλλα και της δείξης γενικότερα, η κάθε γλώσσα χρησιμοποιεί διαφορετικούς τρόπους για να δηλώσει την τοπική δείξη. Για παράδειγμα, η δήλωση της απόστασης (distance), που αποτελεί μία από τις κύριες λειτουργίες της τοπικής δείξης, παρουσιάζει διαφορές από γλώσσα σε γλώσσα. Γλώσσες όπως η KNE και η Αγγλική παρουσιάζουν διττό σύστημα διάκρισης ως προς την απόδοση της απόστασης. H πρώτη από αυτές τις κατηγορίες δηλώνει την εγγύτητα της τοπικής σχέσης ως προς τον ομιλητή (proximal distance) ενώ η δεύτερη τη μη-εγγύτητα ως προς τον ομιλητή (ή την σχετική εγγύτητα στο προσφωνηθέν πρόσωπο, non-proximal/distal, Yuang 2006: 152). Χαρακτηριστικά παραδείγματα της πρώτης σχέσης στην ΚΝΕ αποτελούν τα εδώ και αυτός ενώ της δεύτερης τα εκεί και εκείνος. Γλώσσες με τριμερή, τετραμερή ή και παραπάνω διακρίσεις υπάρχουν, επιβεβαιώνοντας τη συμβατικότητα τέτοιων διακρίσεων (βλ. Yuang 2006: 152-156). Η ΑΕ, για παράδειγμα, κάνει τριμερή διαχωρισμό των δεικτικών που δηλώνουν τόπο. Έτσι, στην ΑΕ συναντούμε τα δεικτικά ὅδε, οὖτος και ἐκεῖνος, τα οποία εκφράζουν, ξεκινώντας από το ὅδε, αυξανόμενη απόσταση από τον ομιλητή. To πρώτο από τα τρία δηλώνει την πιο κοντινή τοπική σχέση (αυτός εδώ) και λόγω αυτής της εγγύτητας πολλές φορές το ὅδε χρησιμοποιείται και αυτοαναφορικά (Βakker 2010: 153):

61) Τίς ὁ πτερῶν δεῦρ᾽ ἐστὶ τοὺς ἀφικνουμένους; Ὁδὶ πάρεστιν. (Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 1418-1419)

To οὖτος εκφράζει πιο μακρινή σχέση από το ὅδε άλλα αυτή η σχέση παραμένει στο κοντινό περιβάλλον του προσφωνηθέντος προσώπου. Η Bakker (2010) αναφέρει ότι πολλές φορές για αυτό το λόγο το οὖτος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει το προσφωνηθέν πρόσωπο:

62) Oὗτος, σε καλῶ, σε λέγω. (Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 558) Τέλος, το δεικτικό ἐκεῖνος εκφράζει την πιο μακρινή σχέση από τα τρία δεικτικά και αναφέρεται τοπικά σε κάτι το οποίο βρίσκεται σε απόσταση και από τον ομιλητή αλλά και από το προσφωνηθέν πρόσωπο:

63) Oὑτοσὶ πέρδιξ, ἐκεινοσί γε νὴ Δι᾽ ἀτταγᾶς, οὑτοσὶ δὲ πηνέλοψ, ἐκεινoσί δέ γ᾽ ἀλκυών (Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, 297-298)

Πολλές φορές πάλι το ἐκεῖνος χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που το αντικείμενο αναφοράς είναι φυσικά απόν από το περιβάλλον του εκφωνήματος:

64) Ὑπὸ τῆς ῥώμης τῆς τότ᾽ ἐκείνης (μέσω της δύναμης που είχε τότε). (Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, 489).

Τέλος το ἐκεῖνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις που η οντότητα/αντικείμενο ήταν μόνο γνωστικά παρούσα/παρόν και εμφανίζεται στο περιβάλλον του εκφωνήματος (Bakker 2010: 155):

Page 18: Semantics Chatzikyriakidis 2014

18

65) Ἥδ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνη τοὔργον ἡ ᾽ξειργασμένη. (Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 384)

Εκτός από τη χρησιμοποίηση τοπικών επιρρημάτων ή δεικτικών τριτοπρόσωπων αντωνυμιών για τη δήλωση της τοπικής δείξης, ένας ακόμα συνήθης τρόπος για να δηλωθεί αυτή είναι μέσω των ρημάτων κίνησης (motion verbs). Tα κύρια ρήματα κίνησης στην ΑΕ είναι τα εἶμι και ἔρχομαι. Το πρώτο από τα δύο προϋποθέτει απομάκρυνση από τον ομιλητή ενώ το δεύτερο αντίθετα κίνηση προς τον ομιλητή (ή απομάκρυνση/κίνηση προς το δεικτικό κέντρο κατά τον Yuang (2006: 160)).

3.1.3 Χρονική δείξη Η χρονική δείξη κατά τον Yuang «ασχολείται με την κωδικοποίηση των χρονικών σημείων και διαστημάτων σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο το εκφώνημα παράγεται σε ένα γλωσσικό γεγονός» (2006: 144). Είναι σαφές από την συζήτησή μας για τον γραμματικό χρόνο (βλ. κεφάλαιο 1) ότι αυτός εμπίπτει στον προηγούμενο ορισμό μιας και ο γραμματικός χρόνος (τουλάχιστον στις εκφάνσεις που συζητήσαμε) ουσιαστικά τοποθετεί την περιγραφόμενη περίσταση σε σχέση με τον χρόνο κατά τον οποίο παράγεται το εκφώνημα (το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας). Για τον Lyons αυτό το σημείο αποτελεί το χρονικό σημείο μηδέν (temporal zero point) του περιστασιακού περικειμένου. Ο γραμματικός χρόνος για τον Lyons είναι η γραμματικοποίηση (grammaticalization) της σχέσης μεταξύ της περιγραφόμενης περίστασης και αυτού του χρονικού σημείου-μηδέν (Lyons 1977: 678). Παρόλα αυτά, είναι καλό να σημειώσουμε ότι ο γραμματικός χρόνος δεν μπορεί να εκληφθεί πλήρως ως δεικτικός. Ο κυριότερος λόγος που κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό είναι ότι ο γραμματικός χρόνος εμπεριέχει σε πολλές περιπτώσεις και στοιχεία τροπικότητας ή όψεως, στοιχεία δηλ. τα οποία είναι μη-δεικτικά. Πέρα από τον γραμματικό χρόνο, ο οποίος μπορεί να εμπεριέχει και μη-δεικτικές αποχρώσεις, υπάρχουν μια σειρά από άλλα γλωσσικά στοιχεία που είναι κατ’ εξοχήν δεικτικά, όπως π.χ. τα χρονικά επιρρήματα. H χρονική δείξη τέτοιου είδους παρουσιάζει ομοιότητες με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η τοπική δείξη με τη διάκριση εγγύτητας/μη-εγγύτητας. Έτσι, παρομοίως με τα επιρρήματα εδώ και εκεί της ΚΝΕ, τα επιρρήματα τώρα και τότε δηλώνουν χρονική εγγύτητα και χρονική μη-εγγύτητα αντιστοίχως (proximal και non-proximal/distal time). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και περιπτώσεις συνδυασμού της δεικτικής λειτουργίας του γραμματικού χρόνου με κάποια χρονικά επιρρήματα. Ένα τέτοιο παράδειγμα από την ΑΕ αναφέρεται στον Bakker (2010: 162) και βασίζεται στην άποψη ότι ο αόριστος, σε αντίθεση με τον παρατατικό, έχει επιτελεστική (performative) λειτουργία στο πλαίσιο της θεωρίας των γλωσσικών πράξεων του Austin (1975). Για να καταλάβουμε τι νοείται με το τελευταίο ας δούμε το παρακάτω παράδειγμα:

66) Ἔπεμψε ἡμέας Κροῖσος ὁ Λυδῶν τε καὶ ἄλλων ἐϑνέων βασιλεύς, λέγων τάδε. (Ἡρόδοτος, 1.69.2)

Στην παραπάνω περίπτωση, ο Bakker ισχυρίζεται ότι ο Κροῖσος δεν έχει στείλει τους αγγελιοφόρους του μέχρι την στιγμή που αυτοί θα φτάσουν στον προορισμό τους και θα παραδώσουν το μήνυμα του βασιλιά. Με λίγα λόγια, η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα ολοκληρώνεται μόνο τη στιγμή της άρθρωσης του εκφωνήματος. Ο παρατατικός

Page 19: Semantics Chatzikyriakidis 2014

19

από την άλλη δεν έχει τέτοια λειτουργία. Αυτή η διαφορά των δύο χρόνων κάνει τον παρατατικό μη-συμβατό με το χρονικό επίρρημα νῦν, σε αντίθεση με την συμβατότητα του αορίστου με το ίδιο επίρρημα:

67) Kαὶ νῦν ὅπερ μαχιμώτατον Θρᾳκῶν ἔϑνος ἔπεμψεν ὑμῖν. (Hρόδοτος, 1.69.2) Ο Bakker (2010: 163) καταλήγει με βάση αυτή τη συμπεριφορά του αορίστου ότι ο αόριστος σε αντίθεση με τον παρατατικό είναι πάντα προσανατολισμένος προς το παρόν του ομιλητή/της ομιλήτριας. Αυτή η συμπεριφορά του αορίστου εμφανίζεται και στην ΚΝΕ. Παρόλα αυτά, στην ΚΝΕ φαίνεται ότι και ο παρατατικός είναι συμβατός με παροντικά χρονικά επιρρήματα όπως το τώρα:

68) Μόλις τώρα του μίλησα του Γιώργου. 69) Μόλις τώρα του μιλούσα του Γιώργου.

3.1.4 Άλλα είδη δείξης

Τα τρία είδη δείξης που παρουσιάσαμε δεν είναι τα μοναδικά είδη δείξης που συναντά κανείς. Άλλα είδη δείξης που συναντώνται είναι η κοινωνική δείξη (social deixis) και η δείξη λόγου ή κείμενου (discourse η text deixis) μεταξύ άλλων. Η πρώτη ασχολείται «με την κωδικοποίηση του κοινωνικού status του ομιλούντος, του προσφωνηθέντος ή ενός τρίτου προσώπου ή οντότητος καθώς επίσης και των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσά τους» (Yuang 2006: 163). Ως παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε την χρήση του β’ πληθυντικού ευγενείας σε γλώσσες όπως η Ελληνική ή η Γαλλική, ο οποίος δεν συναντάται ούτε στην ΑΕ άλλα ούτε και στη ΜΕ, μιας και μάλλον εισήχθη στην Ελληνική από τη Γαλλική το 19ο αιώνα. Από την άλλη, η δείξη λόγου αφορά την χρήση λέξεων/εκφράσεων οι οποίες αναφέρονται σε μέρη του κειμένου που έχουν προηγηθεί ή ακολουθούν. Για παράδειγμα, το αυτό του παραδείγματος (70) αναφέρεται στην πρόταση που ακολουθεί, συγκεκριμένα την συνέχεια όπως αυτή δίνεται στο (71):

70) Αυτό να το ξέρεις 71) Δεν πρόκειται να σε προδώσω.

Ολοκληρώνουμε την συζήτηση μας για τη δείξη παραπέμποντας στους Lyons (1977: 636-717), Yule (1996: 9-15) και Yuang (2006: 132-177) για περισσότερες πληροφορίες.

4. Αναφορικότητα

Φανταστείτε το ακόλουθο σενάριο: περπατάτε στο δρόμο και ακούτε κάποιον άγνωστο να λέει σε έναν δεύτερο άγνωστο το παρακάτω:

72) Τον χτύπησε πολύ άσχημα. Το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσετε ερμηνεύοντας την παραπάνω πρόταση είναι να αναγνωρίσετε το πού αναφέρεται ο αδύναμος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας τον. Φανταστείτε τώρα το σενάριο κατά το οποίο ο ίδιος άγνωστος λέει το παρακάτω:

73) Ο Γιώργος νευρίασε πάρα πολύ με τον Γιάννη. Τον χτύπησε πολύ άσχημα.

Page 20: Semantics Chatzikyriakidis 2014

20

Τώρα η αναγνώριση της αναφοράς της προσωπικής αντωνυμίας τον γίνεται πιο εύκολη, αφού το αντικείμενο αναφοράς σε αυτήν την περίπτωση είναι η ΟΦ τον Γιάννη που υπάρχει ήδη στο γλωσσικό περικείμενο (linguistic context).26 Το φαινόμενο κατά το οποίο γλωσσικά στοιχεία αναφέρονται σε άλλες γλωσσικές εκφράσεις του γλωσσικού περικειμένου ονομάζεται αναφορικότητα (anaphora). Ένας απλός και περιεκτικός ορισμός της αναφορικότητας δίνεται από τον Yule (1996: 132): «η αναφορικότητα μπορεί να οριστεί ως η μετέπειτα αναφορά σε μία ήδη εισαχθείσα οντότητα.» Τα αναφορικά στοιχεία αποκτούν αναφορά/σημασία μόνο σε σχέση με κάποιο άλλο στοιχείο του γλωσσικού περικειμένου. Το γλωσσικό στοιχείο που δίνει αναφορά στο εκάστοτε αναφορικό στοιχείο ονομάζεται ηγούμενο στοιχείο ή σημείο αναφοράς (antecedent). Το σημείο αναφοράς προηγείται συνήθως του αναφορικού στοιχείου, όπως λ.χ. στην περίπτωση του παραδείγματος (73). Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις αναφορικότητας που το σημείο αναφοράς μπορεί να έπεται του αναφορικού στοιχείου. Μια τέτοια περίπτωση δίνεται παρακάτω:

74) Αν τα χρειάζεσαι, έχει μερικά καρφιά στο συρτάρι. Στο παραπάνω παράδειγμα το σημείο αναφοράς (μερικά καρφιά) έπεται του αναφορικού στοιχείου (τα). H τελευταία αυτή περίπτωση ονομάζεται καταφορικότητα (cataphora), ενώ υπάρχουν και μελετητές (λ.χ. ο Lyons) που χρησιμοποιούν τον όρο αναφορικότητα και για αυτήν την περίπτωση. Η σχέση δείξης και αναφορικότητας είναι πολύ κοντινή, σε σημείο που σε ορισμένες περιπτώσεις να υπάρχει αλληλοεπικάλυψη των δύο εννοιών. Για παράδειγμα, στο (75) η προσωπική αντωνυμία αυτόν μπορεί να επιτελέσει είτε αναφορική είτε δεικτική λειτουργία. Η δεικτική λειτουργία θα μπορούσε επί παραδείγματι να επιτελεστεί σε περίπτωση που το εκφώνημα συνοδευόταν και από την αντίστοιχη χειρονομία χωρίς προηγουμένως να έχει λεχθεί οτιδήποτε άλλο ενώ η αναφορική λειτουργία σε περίπτωση που θα είχε προηγηθεί το γλωσσικό περικείμενο που δίνεται στο (76):

75) Μόνο αυτόν δεν γνωρίζω τελικά. 76) -Ο Γιώργος που σου έλεγα είναι στη φωτογραφία.

-Μόνο αυτόν δεν γνωρίζω τελικά. Το εύλογο ερώτημα που γεννάται δεδομένης της προηγούμενης συζήτησης είναι αν η περίπτωση της προσωπικής αντωνυμίας τον στο παράδειγμα (72) αποτελεί παράδειγμα δεικτικής ή αναφορικής χρήσης, δεδομένου ότι μια τέτοια πρόταση αρθρώνεται χωρίς να προϋπάρχει γλωσσικό περικείμενο. Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη και εξαρτάται κυρίως από τις παραδοχές που κάνει η εκάστοτε θεωρία που χρησιμοποιείται. Είναι σύνηθες φαινόμενο στη γλωσσολογική βιβλιογραφία να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα σε δύο ειδών χρήσεις των αντωνυμιών: α) τη δεικτική και β) την αναφορική χρήση. Αν ορίσουμε την αναφορική χρήση ως την περίπτωση στην οποία το σημείο αναφοράς είναι μέρος του γλωσσικού περικειμένου, τότε προφανώς η περίπτωση του τον στο (72) δεν είναι περίπτωση αναφορικότητας. Aν παρόλα αυτά, θεωρήσουμε ότι η το σημείο αναφοράς δεν πρέπει να είναι απαραίτητα μέρος του γλωσσικού περικειμένου άλλα το μόνο που χρειάζεται είναι το σημείο αναφοράς να 26 Εναλλακτικά το τον μπορεί να αναφέρεται και στο υποκείμενο ο Γιώργος.

Page 21: Semantics Chatzikyriakidis 2014

21

είναι μέρους του σύμπαντος του λόγου (universe of discourse), όπως για παράδειγμα θεωρεί ο Lyons, τότε το (72) μπορεί να ληφθεί ως περίπτωση αναφορικότητας. Βέβαια σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να ορίσουμε τι συνιστά τελικά τη διαφορά ανάμεσα στη δείξη και την αναφορά. Μια ενδιαφέρουσα απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνεται από τον Lyons, ο οποίος υποστηρίζει ότι η διαφορά ανάμεσα στη δείξη και την αναφορικότητα είναι ότι η πρώτη είναι πιο «βασική» από την δεύτερη διότι «η αναφορά προϋποθέτει ότι το αντικείμενο αναφοράς πρέπει να υπάρχει ήδη στο σύμπαν του λόγου ενώ η δείξη όχι» (Lyons 1977: 673). Σύμφωνα με την τελευταία παραδοχή, η βασική διαφορά ανάμεσα στη δείξη και την αναφορικότητα συνίσταται στο ότι στην τελευταία το αντικείμενο αναφοράς (referent) πρέπει να έχει εισαχθεί με κάποιο τρόπο στο σύμπαν του λόγου, ενώ στην περίπτωση της δείξης μια τέτοια εισαγωγή δεν είναι απαραίτητη. Οι Cann κ.ά. (2009: 137) τονίζουν ότι το αντικείμενο αναφοράς μπορεί να δοθεί είτε γλωσσολογικά είτε να είναι φυσικά ή νοητικά κεντρικό (salient). Κατεξοχήν αναφορικά στοιχεία αποτελούν οι προσωπικές αντωνυμίες. Οι αντωνυμίες γ’ προσώπου ερμηνεύονται πιο συχνά αναφορικά ενώ οι αντωνυμίες α’ και β’, αν και κατ’ εξοχήν δεικτικά στοιχεία, μπορούν κάποιες φορές να επιτελέσουν και αναφορική λειτουργία. Το είδος αντωνυμιών που σχεδόν πάντα ερμηνεύονται ως αναφορικά είναι οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες. Μάλιστα, οι δύο τύποι αντωνυμιών (προσωπικές και αυτοπαθητικές) διαφέρουν ως προς το μέρος που βρίσκεται το σημείο αναφοράς τους. Έτσι το σημείο αναφοράς των αυτοπαθητικών αντωνυμιών πρέπει να βρίσκεται πάντα στην ίδια πρόταση με αυτές (77 και 78), ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωση των προσωπικών αντωνυμιών, που το σημείο αναφοράς τους δεν πρέπει να βρίσκεται στην ίδια πρόταση (79):27

77) Εγώ είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. 78) #Μου είπε ότι είδε τον εαυτό μου στον καθρέφτη. 79) O Γιώργοςk τονi/*k είδε.

Έτσι, στο παράδειγμα (79), η ΟΦ ο Γιώργος δεν μπορεί να είναι το σημείο αναφοράς της προσωπικής αντωνυμίας τον. Η ΑΕ από την άλλη φαίνεται να παρουσιάζει ένα σύστημα με περισσότερες διαφοροποιήσεις στον τρόπο με τον οποίο επιτελείται η αναφορικότητα με τις προσωπικές και αυτοπαθητικές αντωνυμίες. Σύμφωνα με τον Kiparsky (2011), η αναφορικότητα στην ΑΕ28 εξαρτάται από τέσσερις διαφορετικές παραμέτρους πέρα από τις δύο που προτείναμε παραπάνω (το πεδίο της πρότασης και το πεδίο έξω από την πρόταση): α) την συνορισματικότητα (co-argumenthood) β) το πεδίο της πρότασης γ) το πεδίο εκτός της πρότασης αλλά μέσα στα όρια μιας άλλης πρότασης εξαρτώμενης από την πρώτη ή τούμπαλιν και δ) το πεδίο του λόγου. Σε περίπτωση συνορισματικότητας, και άρα μέσα στο πεδίο της πρότασης, η ΑΕ χρησιμοποιεί τις αυτοπαθητικές αντωνυμίες μόνο. Οι προσωπικές αντωνυμίες δεν είναι δυνατές σε αυτές τις περιπτώσεις:29

27 Οι δύο αυτοί κανόνες είναι γνωστοί στην γλωσσολογική βιβλιογραφία ως κανόνες αναφορικής δέσμευσης Α και Β (binding principles A and B, Chomsky 1981) 28 Τα στοιχεία που παραθέτουμε αφορούν την κλασσική ΑΕ. Για την Ομηρική ΑΕ βλ. Kiparsky (2010). 29 Φυσικά πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι όταν ισχυριζόμαστε ότι μια δομή δεν ήταν δυνατή στην ΑΕ, βασιζόμαστε στο γεγονός ότι τέτοιες δομές δεν απαντούν στα κείμενα της ΑΕ. Είναι

Page 22: Semantics Chatzikyriakidis 2014

22

80) Aἱ γὰρ γυναῖκες ῥίπτουσαι τὰ παιδία εἶτα ἑαυτὰς ἐπικατερρίπτουν. (Ξενοφῶν,

Κύρου Ἀνάβασις, 4.7.13)

Σε περίπτωση μη-συνορισματικότητας του αναφορικού και του σημείου αναφοράς άλλα εμφάνισης των δύο στην ίδια πρόταση, έχουμε την υποχρεωτική χρήση αυτοπαθητικών αντωνυμιών για το γ’ πρόσωπο (βλ. Kiparsky 2011 για παραδείγματα) ενώ στην περίπτωση των αντωνυμιών α’ και β’ προσώπου φαίνεται να υπάρχει επιλογή ανάμεσα στη χρήση αυτοπαθητικής και προσωπικής αντωνυμίας όπως φαίνεται από τα παραδείγματα (81) και (82) (Kiparsky 2011: 5):30

81) Πολλάκις λέγειν ἀναγκασθήσομαι περὶ ἐμαυτοῦ. (Δημοσθένης, Περὶ τοῦ Στεφάνου, 4)

82) Περὶ ἐμοῦ βούλομαι εἰπεῖν ἐπίφθονον μὲν ἀληθὲς δε. (Γοργίας, Παλαμήδης) Όταν το σημείο αναφοράς είναι έξω από την πρόταση όπου βρίσκεται το αναφορικό άλλα παρόλα αυτά εξακολουθεί να είναι μέσα στα όρια μιας άλλης πρότασης η οποία αποτελεί όρισμα της προηγούμενης ή το αντίθετο, στην περίπτωση του γ’ προσώπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε αυτοπαθητικές είτε προσωπικές αντωνυμίες (83,84). Στην περίπτωση του α’ και β’ προσώπου μόνο προσωπικές αντωνυμίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν:

83) Ὁ δ᾿ἀκολουθεῖν μ᾿ ἐκέλευεν ἑαυτῷ. (Δημοσθένης, Φορμίων) 84) Καὶ λέγεται δεηθῆναι ἡ Κίλισσα Κύρου ἐπιδεῖξαι τὸ στράτευμα αὐτῇ. (Ξενοφῶν,

Κύρου Ἀνάβασις, 1.1.14) 85) Ἀκούω περὶ ἐμοῦ Θηραμένην ἄλλους τε λόγους βλασφήμους εἰρηκέναι.

(Δημοσθένης, Γράμματα, 4). Τέλος, στην περίπτωση της αναφοράς λόγου (discourse anaphora), η μόνη δυνατότητα είναι η χρήση προσωπικών αντωνυμιών:

86) Ἔχω γὰρ τριήρεις ὥστε ἑλεῖν τὸ ἐκείνων πλοῖον· ἀλλὰ μὰ τοὺς θεοὺς οὐκ ἔγωγε αὐτοὺς διώξω. (Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 1.4.8)

87) Εἰ καλῶς καταπράξειεν ἐφ’ ἃ ἐστρατεύετο, μὴ πρόσθεν παύσεσθαι πρὶν αὐτοὺς καταγάγοι οἴκαδε. Oἱ δὲ ἡδέως ἐπείθοντο· ἐπίστευον γὰρ αὐτῷ. (Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις, 1.2.2)

Τέλος ο γραμματικός χρόνος μπορεί επίσης να λειτουργεί αναφορικά και να αναφέρεται σε κάποιον προηγούμενο γραμματικό χρόνο:

88) Eἶπον ὅτι νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν. (Θουκυδίδης, 1.51.2)

αδύνατον παρόλα αυτά να είμαστε απολύτως σίγουροι ότι η απουσία μιας δομής σημαίνει ότι μια τέτοια δομή ήταν και αντιγραμματική. 30 Οι ΠΦ εισαγόμενες με το `περί’ στα παραπάνω παραδείγματα δεν θεωρούνται ορίσματα αλλά προσαρτήματα, τουλάχιστον στο θεωρητικό μοντέλο που υποθέτει ο Kiparsky. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδια συμπεριφορά παρατηρείται και στην ΚΝΕ σε αυτήν την περίπτωση.

Page 23: Semantics Chatzikyriakidis 2014

23

Ο ενεστώτας ἐπιπλέουσιν της δευτερεύουσας ειδικής πρότασης λειτουργεί αναφορικά με σημείο αναφοράς τον παρελθοντικό γραμματικό χρόνο εἶπον. Συγκεκριμένα ο ενεστώτας αποκτά παρελθοντική σημασία μιας και ουσιαστικά το χρονικό σημείο μηδέν μετατοπίζεται στο παρελθόν μέσω του αορίστου της κύριας πρότασης. Για περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά την αναφορικότητα, οι αναγνώστριες/αναγνώστες παραπέμπονται στους Lyons (1977: 657-677) και Yule (1996). Για αναλύσεις της αναφορικότητας στο επίπεδο της τυπικής σημασιολογίας, οι αναγνώστριες/αναγνώστες παραπέμπονται στους Kartunnen (1976), Kamp (1984) και Heim (1990). Για μια συντακτική προσέγγιση στην αναφορά βασισμένη στο μοντέλο κυριαρχίας και αναφορικής δέσμευσης (government and binding) βλ. Chomsky (1981). Τέλος, βλ. Higginbotham (1985) για μια προσέγγιση στον γραμματικό χρόνο ως αναφορικό στοιχείο. Συμπεράσματα Στο παρόν κεφάλαιο εξετάσαμε κάποιες πτυχές της τροπικότητας της ΑΕ και ΚΝΕ ενώ παράλληλα εισαγάγαμε την έννοια της τροπικότητας σε θεωρητικό επίπεδο. Δυστυχώς, περιορισμοί χώρου δεν μας επιτρέπουν να συζητήσουμε το θέμα της τροπικότητας τόσο σε γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο όσο και συγκεκριμένα όσον αφορά την Ελληνική. Παραπέμπουμε τους ενδιαφερόμενους/τις ενδιαφερόμενες στην βιβλιογραφία που δίνεται στα σχετικά σημεία του κεφαλαίου. Βιβλιογραφία Bakker, E. 2010. Pragmatics: Speech and text. Στο Bakker, E. (επιμ..) A Companion to the Ancient Greek Language. Oxford: Blackwell. Bennett, M., & Partee, B. 2008. Compositionality in Formal Semantics. Oxford: Wiley. Bybee, J. 1985. Morphology: A Study of the Relation between Meaning and Form. Amsterdam: Benjamins. Cann, R. 1993. Formal Semantics: An Introduction. Cambridge: Cambridge University Press. Carnap, R. 1952. Meaning Postulates. Στο Meaning and Necessity. Chicago: The University of Chicago Press, 222-229. Chatzidakis, G. 1905. Mesaionika kai Nea Ellinka, vol I. Ανατύπωση 1989, Amsterdam: Adolf M. Hakkert. Chomsky, N., 1981. Lectures on Government and Binding. The Hague: Mouton de Gruyter. Comrie, B. 1975. Aspect. Cambridge Textbooks in Linguistics. Cambridge: Cambridge University Press. Comrie, B. 1985. Tense. Cambridge Textbooks in Linguistics. Cambridge: Cambridge University Press. de Haan, F. 2004. Typological Approaches to Modality. Υπό έκδοση στο Frawley, W. (επιμ.), Modality. Berlin: Mouton de Gruyter. Dowty, D., 1979. Word Meaning and Montague Grammar: The Semantics of Verbs and Times in Generative Semantics and in Montague’s PTQ. Springer. Frege, G., 1892. Über Sinn und Bedeutung. Zeitschrift für Philosophie und philosophische Kritik 100, 25-50. Fromkin,V., Rodman, R., & Hyams, N. 2008. An Introduction to Language (8η κδοση). Boston, MA: Thomson Wadsworth.

Page 24: Semantics Chatzikyriakidis 2014

24

Gerö, E.C., & von Stechow, A. 2003. Tense in time: The Greek perfect. Στο Eckardt, R., K. von Heusinger & C. Schwarze (επιμ.), Words in time: Diachronic Semantics from Different Points of View. Berlin: Mouton de Gruyter, 251–269. Gerö, E.C. 2000. The usage of AN and KE in Ancient Greek: Towards a Unified Description. Glotta 76, 177-191. Berlin: Mouton de Gruyter. Giannakidou, A., 2007. A temporal semantics for the subjunctive. Ms., University of Chicago. Giannaris, A. 2011. Pluperfect periphrases in Medieval Greek: a perspective on the collaboration between linguistics and philology. Transactions of the Philological Society 109 (3), 232-245. Grice, P., 1975. Logic and conversation. Στο Cole, P. & Morgan, J. (επιμ.), Syntax and Semantics, vol 3. New York: Academic Press. Heim, I., 1990. E-Type Pronouns and Donkey Anaphora. Linguistics and Philosophy 13 (2): 137--77. Gronas, M. 2006. The Origin of the Slavic Historical Imperative. Russian Linguistics 30, 1, 89-101. Hopper, J. 1983. Tense-Aspect: Between Semantics and Pragmatics. Amsterdam: John Benjamins. Horrocks, G. 1997. Greek: A History of the Language and its Speakers. London: Longman. Higginbotham, J. 1985. On Semantics. Linguistic Inquiry 16 (4), 547-593. Huang, Y. 2006. Pragmatics. Οxford: Oxford University Press. Jacobsson, B. 1994. Recessive and emergent uses of modal auxiliaries in English. English Studies 72ii, 166-182. Jannaris, A. 1897. An Historical Greek Grammar Chiefly of the Attic Dialect, Hildesheim: Georg Olms. (Επανέκδοση 1987). Joseph, B., 1983. The Synchrony and Diachrony of the Balkan Infinitive. Cambridge: Cambridge University Press. Kamp, H. 1984. A Theory of Truth and Semantic Interpretation. Στο Groenendijk, J. κ.ά. (επιμ.), Truth, Interpretation and Information. Dordrecht: Foris, 1-41. Karttunen, L. 1976. Discourse referents. Στο McCawley, J. (επιμ.), Syntax and Semantics 7. New York: Academic Press, 363–385. Kiparsky, P., 2011. Greek Anaphora in a Cross-Linguistic Perspective. Αδημοσίευτη εργασία, Stanford University. Κλαιρής, Χ., & Μπαμπινιώτης, Γ. 2005. Γραμματική της Νέας Ελληνικής. Δομολειτουργική-Επικοινωνιακή. Aθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Levinson, S. 1983. Pragmatics. Cambridge: Cambridge University Press. Lyons, J. 1977. Semantics. Volumes I, II. Cambridge: Cambridge University Press. Maierborn, C. 2004. On Davidsonian and Kimian States. Στο Comorovski, I. & K. von Heusinger (επιμ.),Existence: Syntax and Semantics. Dordrecht: Kluwer. Jana, B., Malamud, S., & Osadcha, I. (υπό δημοσίευση). A semantics for the particle ἄν in and outside conditionals in Classical Greek. Journal of Greek Linguistics. Marmaridou, S. 2006. Δείξη. http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/glossology/show.html?id=52 Mastop, R.J. 2005. Imperative Mood in Semantic Theory. PhD thesis, Institute of Logic, Language and Computation, University of Amsterdam. Meillet, A. 1912. L’ évolution des formes grammaticales. Επανέκδοση στο A. Meillet (1958) Linguistique Historique et Linguistique Générale, Paris: Champion, 130–158.

Page 25: Semantics Chatzikyriakidis 2014

25

Montague, R.,1970. English as a Formal Language. Στο Visentini, B. κ.ά. (επιμ.) Linguaggi nella società e nella tecnica. Milan: Edizioni di Comunità. 189-224. Montague, R., 1972. The proper treatment of quantification in ordinary English. Στο Hintikka, K.J.J., Moravcsik, J.M.E., & Suppes, P. (επιμ.) Approaches to Natural Language. Dordrecht: Reidel, 221-242. Palmer, F. R., 1979. Modality and the English modals. London: Longman. Papanastasiou, G. C. 2007. The morphology of Classical Greek. Στο Christidis, A. P.(επιμ.), A History of Ancient Greek: From the Beginnings to Late Antiquity. Cambridge University Press. Reichenbach, H.1947. Elements of Symbolic Logic. New York: Macmillan & Co. Rijksbaron, A., 2002. The Syntax and Semantics of the Verb in Classical Greek. Chicago: The University of Chicago Press. Roberts, I., & Roussou A. 2003. Syntactic Change: A Minimalist Approach to Grammaticalization. Cambridge: Cambridge University Press. Saeed, J., 2003. Semantics. Wiley-Blackwell. Schneider, S., 1999. Il congiuntivo tra modality e subordinazione. Roma: Carocci.. Tedeschi, P., & Zaenen A. E. 1981. Syntax and Semantics Volume 14. Tense and Aspect. Academic Press, New York, NY. Yule, G., 1996. Pragmatics. Oxford: Oxford University Press.