3

Click here to load reader

Sino-Japanese Relations

Embed Size (px)

DESCRIPTION

political analysis article on the sino-japanese relations

Citation preview

Page 1: Sino-Japanese Relations

Σινο-ιαπωνικές σχέσεις: δίλημμα ασφάλειας και ισορροπία δυνάμεων

Στις 8 Σεπτεμβρίου 2010, ένα ατυχές συμβάν έμελλε να «ταράξει τα νερά» μεταξύ

των δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων. Ένα κινέζικο ψαράδικο συγκρούστηκε με δύο

πλοία του ιαπωνικού λιμενικού σώματος στην περιοχή της ανατολικής σινικής

θάλασσας με αποτέλεσμα να συλληφθεί ο Κινέζος πλοίαρχος. Με αφορμή τη σύλληψη

αυτή, ο κινεζικός λαός εξέφρασε τα αντι-ιαπωνικά του αισθήματα με την

πραγματοποήση σειράς πορειών διαμαρτυρίας που πραγματοποιήθηκαν τόσο στο

Πεκίνο, τη Σανγκάη, το Χονγκ Κονγκ και άλλες κινεζικές πόλεις. Στις 24 Σεπτεμβρίου,

μετά από απειλή του Κινέζου Πρωθυπουργού για επιβολή κυρώσεων στην Ιαπωνία, ο

Κινέζος πλοίαρχος αφέθη ελεύθερος. Εν τω μεταξύ, ερωτήματα εγείρει και η παράλληλη

σύλληψη τεσσάρων Ιαπώνων στη ΛΔΚ με την κατηγορία της κατασκοπείας σε

στρατιωτικές εγκαταστάσεις, με τις δύο πλευρές ωστόσο να επιμένουν ότι η κίνηση

αυτή δεν συνδέεται με τις θαλάσσιες διεκδικήσεις. Στις αρχές του Οκτώβρη,

αντικινεζικές πορείες πραγματοποιήθηκαν αντίστοιχα στο Τόκυο και σε άλλες

ιαπωνικές πόλεις με τα διεθνή μέσα να κάνουν λόγο για τη «χειρότερη σύγκρουση

μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών τα τελευταία έτη». Οι εντάσεις συνεχίστηκαν για

αρκετές μέρες παρ’ ότι οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι και από τις δύο πλευρές,

με τη συνάθροιση εθνικιστικών ομάδων στο Τόκυο οι οποίες κατηγόρησαν την

κυβέρνηση Kan για «διπλωματική ήττα» προς όφελος του ταχέως αναπτυσσόμενου

γείτονα.

Η έχθρα των δύο χωρών εδράζεται πρωτίστως σε ιστορικούς παράγοντες που

χρονολογούνται μεταξύ του 19ου αιώνα και του 20ου αιώνα. Ο πρώτος Σινο-Ιαπωνικός

Πόλεμος (1894-1895) -μετά την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κορέα- βρήκε την Κίνα με

σχεδόν ανύπαρκτες ναυτικές δυνάμεις και με μια αδύναμη κεντρική κυβέρνηση. Η

ιαπωνική νίκη ενέπλεξε την Άπω Ανατολή σε μια δεκαετία ιμπεριαλιστικών

αντιπαλοτήτων, με τις δυτικές δυνάμεις και τη νικήτρια χώρα να διεκδικούν μέσα στην

παρηκμασμένη Κίνα σφαίρες επιρροής. Από την κινεζική οπτική γωνία, η νίκη της

Ιαπωνίας δεν αποτελούσε ήττα από κάποια άλλη πολιτισμένη δύναμη, αλλά υποταγή

στις «δυνάμεις του σκότους» που αντιπροσώπευε η Δύση. Από την πλευρά της, η

Ιαπωνία θεωρούσε ότι ο επιτυχής εκμοντερνισμός της την επιφόρτιζε με το καθήκον να

οδηγήσει την καθυστερημένη Κίνα στο ίδιο μονοπάτι. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι

τελευταίες μεταρρυθμίσεις της δυναστείας Qing μετά το 1901 και η Επανάσταση του

1911 επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την Ιαπωνία που είχε αρχίσει να χτίζει μια

«ανεπίσημη αυτοκρατορία». Είχε εγκαταστήσει στρατιωτικές δυνάμεις στη χερσόνησο

Liaodong της νότιας Ματζουρίας και μέχρι το 1930 είχε αντικαταστήσει τη Μεγάλη

Βρετανία ως η κυρίαρχη ξένη οικονομική δύναμη μέσα στην Κίνα. Ως εκ τούτου ήταν

λογικό να αναπτυχθούν αντι-ιαπωνικά αισθήματα μέσα στον κινεζικό πληθυσμό. Ο

δεύτερος Σινο-Ιαπωνικός Πόλεμος (1937-1945) ήταν συνέπεια της ιαπωνικής

επιθετικότητας. Έχοντας δημιουργήσει στη Ματζουρία ένα κράτος-μαριονέτα, η

Ιαπωνία διείσδυσε στη Βόρεια Κίνα και την εσωτερική Μογγολία, και στις 7 Ιουλίου

ξέσπασε μεγάλης κλίμακας πόλεμος. Οι Ιάπωνες κατέλαβαν τις κύριες παραλιακές

πόλεις και τις οικονομικά πιο σημαντικές περιοχές της Κίνας, τις οποίες και διατήρησαν

Page 2: Sino-Japanese Relations

μέχρι την ήττα τους το 1945. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ένα από τα γεγονότα που

σημάδεψε σε μεγάλο βαθμό τη μνήμη και τα αισθήματα του κινεζικού λαού ήταν η

κατάληψη της πόλης Nanjing. Επρόκειτο για το πιο βίαιο επεισόδιο του πολέμου με

τους Ιάπωνες να προβαίνουν σε σφαγή χιλιάδων πολιτών προκαλώντας το κινεζικό

μίσος και τη διεθνή κατακραυγή.

Σήμερα, οι εδαφικές διαφορές της ΛΔΚ με την Ιαπωνία αφορούν την

Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη γύρω από την ιαπωνική νησίδα Okinotori και τα νησιά

Senkaku (στα ιαπωνικά) ή Diaoyu (στα κινέζικα). Η Ιαπωνία διεκδικεί ΑΟΖ γύρω από τη

νησίδα Okinotori, έκτασης περισσότερων από 400.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η

ΛΔΚ αμφισβητεί το δικαίωμα της Ιαπωνίας σε ΑΟΖ στην περιοχή, καθώς υποστηρίζει

ότι αποτελείται από βράχους, οι οποίοι σύμφωνα με τη Συνθήκη για το Δίκαιο της

Θάλασσας, την οποία επικύρωσε η Ιαπωνία το 1983, δε δικαιούνται ΑΟΖ. Η περιοχή

είναι μεγάλης στρατηγικής σημασίας, καθώς βρίσκεται μεταξύ Ταϊβάν και Γκουάμ, άρα

στην περιοχή από την οποία θα περάσουν αμερικανικές δυνάμεις σε περίπτωση

σύγκρουσης με αφορμή την Ταϊβάν.

Όσον αφορά τα νησιά Senkaku ή Diaoyu, πρόκειται για μια συστάδα

αμφισβητούμενων, ακατοίκητων νησιών στο Ανατολικό Κινεζικό Πέλαγος. Από το 1895

έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα ήλεγχε η Ιαπωνία, ενώ το 1945 επήλθαν

στον έλεγχο των ΗΠΑ έως το 1972, οπότε και τα παραχώρησαν ξανά στην Ιαπωνία. H

Ιαπωνία θεωρεί ότι διοικητικά ανήκουν στην Οκινάουα. Αντίθετα, η Κίνα και η Ταϊβάν

συμφωνούν ότι τα νησιά ανήκουν στην επαρχία της Ταϊβάν, καθώς ιστορικά πρόκειται

για κινέζικο έδαφος, το οποίο βρέθηκε υπό ιαπωνική κατοχή ως αποτέλεσμα του Σινο-

Ιαπωνικού πολέμου. Το 1969, η Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την

Ασία και την Άπω Ανατολή επεσήμανε ότι υπάρχει πιθανότητα τόσο ύπαρξης

κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου όσο και μίας σημαντικής ζώνης

αλιευτικού πλούτου γύρω από τα νησιά Senkaku.

Ωστόσο, παρά τις προκύπτουσες διαφωνίες περί υδάτινης κυριαρχίας θα πρέπει

να σημειωθεί ότι πριν από δύο έτη (Ιούνιος 2008) η Ιαπωνία και η ΛΔΚ έφθασαν σε

συμφωνία έτσι ώστε να επιτραπεί κοινή εκμετάλλευση πηγής μεθανίου στην νησίδα

Chunxiao (Shirakaba στα ιαπωνικά) που βρίσκεται στην κινεζική πλευρά των

ιαπωνικών αξιώσεων, διαιρετική γραμμή που διαχωρίζει τις αποκλειστικές οικονομικές

ζώνες των δύο χωρών στην ανατολική σινική θάλασσα. Μέχρι σήμερα όμως η

συμφωνία φαίνεται να παραμένει στο αρχικό στάδιο με την Ιαπωνία να κατηγορεί την

Κίνα για προσπάθεια αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης της περιοχής.

Η πρόσφατη κρίση στις σχέσεις των δύο κρατών υποδηλώνει ότι τα τελευταία

χρόνια έχουν παραμεληθεί αρκετά ώστε να κινδυνεύουν να επιδεινωθούν σε μεγάλο

βαθμό. Η Κίνα και η Ιαπωνία είναι η δεύτερη και η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον

κόσμο αντίστοιχα. Παρ’ όλο που αναπτύσσουν όλο και πιο στενούς οικονομικούς και

εμπορικούς δεσμούς, η πολιτική τους σχέση διανύει μια περίοδο σύγκρουσης εθνικών

συμφερόντων και η σχέση των λαών τους παραμένει «δηλητηριασμένη» εξαιτίας της

ιστορίας τους. Επιπλέον, δε θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η Κίνα θεωρεί

την Ιαπωνία ως «παιδί της» και ως εκ τούτου αρνείται να ανεχθεί συμπεριφορές που

δεν αρμόζουν σε μια τέτοιου είδους σχέση. Οι πολιτικές τους ηγεσίες δεν έχουν κάνει

πολλά για να βρουν κάποια λύση σε αυτό το πρόβλημα, ενώ και οι δύο συμβάλλουν

κατά καιρούς -όπως τώρα- στην επιδείνωση του. Τόσο στο πολιτικό όσο και στο

Page 3: Sino-Japanese Relations

κοινωνικό επίπεδο, οι στάσεις που υιοθετούνται χαρακτηρίζονται από μια ολοένα και

πιο έντονη ρήξη και αντιπαλότητα. Οι συνέπειες όμως από τη διαιώνιση αυτής της

κατάστασης προβλέπονται να είναι αρνητικές και για τις δύο χώρες. Η Ιαπωνία έχει

ανάγκη την Κίνα λόγω της οικονομικής και εμπορικής της εξάρτησης από αυτήν. Η Κίνα

από την άλλη μεριά, προκαλώντας με τις εθνικιστικές της εξάρσεις αισθήματα

ανασφάλειας και φόβου στους γείτονες της, θέτει προσκόμματα στο να ειδωθεί η

άνοδος της ως ένας ωφέλιμος παράγοντας για την περιοχή. Επίσης, μια άλλη αρνητική

για αυτή στρατηγική συνέπεια είναι ότι η κακή της σχέση με την Ιαπωνία αποτελεί ένα

μεγάλο δώρο για τις ΗΠΑ. Η απειλή που νιώθει η Ιαπωνία όχι μόνο ευνοεί την

ενδυνάμωση της συμμαχίας της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά επιπλέον νομιμοποιεί

την αμερικανική στρατιωτική και πολιτική θέση/παρουσία στη Βορειοανατολική Ασία.

Η θέση αυτή ενισχύεται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι το Μάρτιο του 2010 στο επίσημο

άνοιγμα της ετήσιας συνόδου του κινεζικού Κοινοβουλίου ο Wen δήλωσε την πρόθεση

της κυβέρνησής του να ενισχύσει όλες τις πτυχές του στρατού έτσι ώστε να καταστήσει

την χώρα ισχυρότερη σε κάθε ενδεχόμενο πολέμου (ευφημισμός για έναν πόλεμο

υψηλής τεχνολογίας με πρόσχημα την Ταϊβάν) και αποτελεσματικότερη στην

αντιμετώπιση πολλαπλών απειλών ασφάλειας στην περιοχή. Το γεγονός αυτό

αποδεικνύεται εμπράκτως με την τάση αύξησης των αμυντικών δαπανών της χώρας

(πραγματική ισχύς) σε συνδυασμό με την δεδομένη δυνητική ισχύ (μέγεθος του

πληθυσμού, επίπεδο πλούτου).

Συνεπώς, η κακή σχέση των δύο χωρών θα επηρεάσει αναμφισβήτητα την

πορεία και την τάξη πραγμάτων στην περιοχή αλλά και ευρύτερα (με δεδομένη την

εμπλοκή των ΗΠΑ). Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι άλλες διαστάσεις πρόκειται να

λάβει στο μέλλον αυτή η αντιπαλότητα, και αν υπάρχει το ενδεχόμενο κάποια από τις

δύο πλευρές, έχοντας προβεί πρώτα σε μια εκτίμηση συσχέτισης κόστους-οφέλους, να

προσεγγίσει την άλλη και να αποζητήσει να καλλιεργήσουν από κοινού μια καλύτερη

πολιτική σχέση.

Ερευνητική ομάδα Κίνα- Άπω Ανατολή

Δαρεμά Ελένη

Δόγα Αλεξάνδρα

Σταμίδου Μαρκία