50
Συμπληρωματικές σημειώσεις στο μάθημα: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία - Η κοινωνιολογία είναι μία κατανοούσα επιστήμη, δεν λέει στον άνθρωπο τι πρέπει να κάνει αλλά τι μπορεί – Βέμπερ Α. Ο άνθρωπος και οι ανάγκες του Ο άνθρωπος ως μία από τις πιο αδύναμες βιολογικές μονάδες, αναγκαστικά χρειαζόταν να ζήσει συλλογικά για να προστατευτεί και ως κοινωνικό- αγελαίο ον, διαβιεί μέχρι σήμερα σε ομάδες. Αυτό σημαίνει ότι είναι κοινωνικό ζώο κατά φύση ή κατά ανάγκη; Αυτό το ερώτημα απασχόλησε τη φιλοσοφική σκέψη από τους Στωικούς, το Γρόσιο και τον Αλθούσιο που πίστευαν ότι ο άνθρωπος ρέπει προς την κοινωνία ως αυτοσκοπός (φύσει), αλλά και τον Hobbes, τον Smith, τον Mpentham, και τον Mill που πίστευαν ότι η σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία είναι τεχνητή. Στη βάση του προβληματισμού αυτού έγκειται και ο προαιώνιος στοχασμός για τον «καλό» και τον «κακό» άνθρωπο. Ενδεικτικά και ο Rousseau πίστευε ότι είναι κατά βάση καλός, ο Αριστοτέλης, οι Σοφιστές και ο Hobbes κακός, ενώ ο Πλάτωνας, ο Lock και ο Marx ούτε καλός ούτε κακός. Απλοϊκά και αφαιρετικά, μεταξύ δύο ατόμων «καλός» είναι όποιος γενικά λειτουργεί προς όφελος του άλλου, ενώ «κακός» αυτός που προσπαθεί να τον βλάψει. Σε ομάδες, κοινότητες, κοινωνίες οι όροι γίνονται αυξανόμενα πιο σύνθετοι. «Καλός» θεωρείται εντέλει όποιος λειτουργεί προς όφελος μίας ομάδας, αγέλης ή κοινωνίας, ενώ ο κακός το αντίθετο. Το ακριβές ηθικό περιεχόμενο διαμορφώνεται από τις κυρίαρχες παραστάσεις που έχουν διαμορφωθεί ως προς το τι σημαίνει όφελος για μία ομάδα /αγέλη /κοινότητα /κοινωνία 1 . Ανάλογα το δίπολο εγωισμός- 1 Ο κανιβαλισμός σε κάποιες φυλετικές κοινωνίες και ιδιαίτερα σε κάποιες από αυτές, το να φας τον εχθρό που έχεις νικήσει στη μάχη, δεν ήταν πράξη κακίας με αυτή την έννοια. Ο κανίβαλος πιστευόταν ότι με αυτόν τον τρόπο, κατάπινε τη φυσική δύναμη του εχθρού, και έτσι γινόταν πιο δυνατός. Όσο πιο δυνατός γινόταν τόσο περισσότερο

Sociology er

Embed Size (px)

DESCRIPTION

gidd social

Citation preview

Συμπληρωματικές σημειώσεις στο μάθημα:Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία

- Η κοινωνιολογία είναι μία κατανοούσα επιστήμη, δεν λέει στον άνθρωπο τι πρέπει να κάνει αλλά τι μπορεί – Βέμπερ

Α. Ο άνθρωπος και οι ανάγκες του

Ο άνθρωπος ως μία από τις πιο αδύναμες βιολογικές μονάδες, αναγκαστικά χρειαζόταν να ζήσει συλλογικά για να προστατευτεί και ως κοινωνικό- αγελαίο ον, διαβιεί μέχρι σήμερα σε ομάδες. Αυτό σημαίνει ότι είναι κοινωνικό ζώο κατά φύση ή κατά ανάγκη; Αυτό το ερώτημα απασχόλησε τη φιλοσοφική σκέψη από τους Στωικούς, το Γρόσιο και τον Αλθούσιο που πίστευαν ότι ο άνθρωπος ρέπει προς την κοινωνία ως αυτοσκοπός (φύσει), αλλά και τον Hobbes, τον Smith, τον Mpentham, και τον Mill που πίστευαν ότι η σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία είναι τεχνητή.

Στη βάση του προβληματισμού αυτού έγκειται και ο προαιώνιος στοχασμός για τον «καλό» και τον «κακό» άνθρωπο. Ενδεικτικά και ο Rousseau πίστευε ότι είναι κατά βάση καλός, ο Αριστοτέλης, οι Σοφιστές και ο Hobbes κακός, ενώ ο Πλάτωνας, ο Lock και ο Marx ούτε καλός ούτε κακός. Απλοϊκά και αφαιρετικά, μεταξύ δύο ατόμων «καλός» είναι όποιος γενικά λειτουργεί προς όφελος του άλλου, ενώ «κακός» αυτός που προσπαθεί να τον βλάψει. Σε ομάδες, κοινότητες, κοινωνίες οι όροι γίνονται αυξανόμενα πιο σύνθετοι. «Καλός» θεωρείται εντέλει όποιος λειτουργεί προς όφελος μίας ομάδας, αγέλης ή κοινωνίας, ενώ ο κακός το αντίθετο. Το ακριβές ηθικό περιεχόμενο διαμορφώνεται από τις κυρίαρχες παραστάσεις που έχουν διαμορφωθεί ως προς το τι σημαίνει όφελος για μία ομάδα /αγέλη /κοινότητα /κοινωνία1. Ανάλογα το δίπολο εγωισμός-αλτρουισμός σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με το ατομικό συμφέρον όταν έρχεται σε αντιπαράθεση με το ομαδικό ή συλλογικό, πάλι διαμέσου των κυρίαρχων αξιών2. Οποιοδήποτε περιεχόμενο δίνουμε σε αυτά τα δίπολα είναι σχεδόν αδύνατον να αξιολογήσουμε αντικειμενικά και ανεξάρτητα από το πολιτισμικό πλαίσιο έναν άνθρωπο ως απόλυτα κακό ή καλό, εγωιστή ή αλτρουιστή. Η σύγκρουση στις αξίες προκύπτει όταν αντιπαρατίθεται ευθέως το ειδικότερο με το γενικότερο όφελος3

Ακόμα περισσότερο, κάθε άνθρωπος διαφοροποιεί τη συμπεριφορά του σε ποικίλα πλαίσια και περιβάλλοντα που συμμετέχει. Στην οικογένειά του μπορεί να είναι τρυφερός και υποστηριχτικός, στους φίλους του είναι πιστός, απέναντι στην ευρύτερη κοινωνία να έχει πράξει πλήθος από παρανομίες (π.χ. να κλέβει την εφορία,

1 Ο κανιβαλισμός σε κάποιες φυλετικές κοινωνίες και ιδιαίτερα σε κάποιες από αυτές, το να φας τον εχθρό που έχεις νικήσει στη μάχη, δεν ήταν πράξη κακίας με αυτή την έννοια. Ο κανίβαλος πιστευόταν ότι με αυτόν τον τρόπο, κατάπινε τη φυσική δύναμη του εχθρού, και έτσι γινόταν πιο δυνατός. Όσο πιο δυνατός γινόταν τόσο περισσότερο εξασφάλιζε την επιβίωση ή το καλό της ομάδας του. Το να εξοντώσεις τους Εβραίους στη ναζιστική Γερμανία ήταν «αναγκαιότητα» γιατί «απειλείτο» η κοινωνία. Αρα ήταν «καλό» για την κοινωνία σύμφωνα με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της εποχής και της κοινωνίας. 2 Περισσότερα βλ κεφάλαιο «φιλανθρωπία και εθελοντισμός»3 «Καλός» π.χ. μπορεί να χαρακτηριστεί ένα μέλος μίας εγκληματικής συμμορίας από τα μέλη της εφόσον τηρεί τους εσωτερικούς κανόνες που ωφελούν την ομάδα δηλαδή τα άλλα μέλη της. Εκτός αυτής μάλλον θεωρείται κακός. Στη ναζιστική Γερμανία, συνήθως κακός θεωρούνταν αυτός που προστάτευε τους Εβραίους.

να παραπλανά τους πελάτες του κ.α.), ενώ στην πολιτική διάσταση να ψηφίζει ένα κόμμα που υπόσχεται κοινωνική δικαιοσύνη, στους ανταγωνιστές λειτουργεί αθέμιτα, να θεωρεί τον εαυτό του καλό χριστιανό και με ευλάβεια να βοηθά τον πλησίον του στις γιορτές ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις να μην κάνει πράξη καμία από τις θεμελιώδεις αξίες του χριστιανισμού. Σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις είναι φυσιολογικό να συναντήσουμε έναν ακριβώς αντίθετο χαρακτήρα. Πως θα περιγράφαμε συνολικά τον άνθρωπο; Πολύ δύσκολος δεν θα ήταν ένας γενικός χαρακτηρισμός; Αν τον εξετάζαμε ολιστικά μάλλον θα τον χαρακτηρίζαμε παρανοϊκό…. αν δεν ήταν ο πλέον συνηθισμένος σύγχρονος άνθρωπος.

Είναι ο «προσαρμόσιμος άνθρωπος» κατά τον Gellner που λειτουργεί σε τμηματικές κοινωνίες ( διαφορετικά κοινωνιακά περιβάλλοντα) και είναι δυνατόν στο πλαίσιο της μίας να λειτουργεί ατομιστικά εις βάρος του «κοινού καλού» (κακός ή εγωιστής) και σε κάποια άλλη που είναι μέλος να ενεργεί υπέρ του κοινού οφέλους (καλός/αλτρουιστής)4 (Gellner, 1994: 158-160). Όπως σημειώνει ο Barber, «ο άνθρωπος κατακερματίζεται σε ένα πλήθος από διαφορετικούς ιδιωτικούς και δημόσιους ρόλους, που σε κάθε ρόλο χρησιμοποιεί διαφορετικό προσωπείο» (Barber, 2007: 406). Οι αξίες και η ηθική του, όσο ισχυρές και αν είναι, λειτουργούν συχνά διαφορετικά σε επιμέρους περιβάλλοντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ένα αλλοπρόσαλλο ον. Διαθέτει πάντοτε μία προσωπικότητα5 ωστόσο ανάλογα με το περιβάλλον εμφανίζει διαφοροποιημένες συμπεριφορές για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ως σύνθετο βιολογικό, συναισθηματικό και πνευματικό ον. Συνεπώς εκ του αποτελέσματος και βάσει πολιτισμικών χαρακτηριστικών κρίνουμε αν ένας άνθρωπος ή μία πράξη είναι αλτρουιστική, ιδιοτελής ή σε διαφορετικές αναλογίες τα δύο στοιχεία.

Ως προς τη φύση του ανθρώπου η τάση προς τον εγωισμό και την ιδιοτέλεια είναι προφανής και συχνά αυταπόδεικτη. Η τάση για αλτρουισμό όμως αποτελεί ακόμα και σήμερα σημείο αντιπαράθεσης. Στο κεφάλαιο για τον εθελοντισμό έγιναν αρκετές αναφορές, αλλά ας προσθέσουμε κάποιες παραμέτρους στη διερεύνηση. Από την εποχή του Δαρβίνου μέχρι σήμερα το ερώτημα δεν περιορίζεται στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, όλο και περισσότερο δημιουργούνται νέες αφετηρίες προσέγγισης αποσκοπώντας να αποκωδικοποιήσουν τα βασικά ένστικτα και τις προδιαθέσεις του ανθρώπου. Στην εξελικτική βιολογία προσπαθούν να διερευνήσουν αν υπάρχει το «αλτρουιστικό γονίδιο» στον άνθρωπο. Σε μία έρευνα το γονίδιο COMT Val158Met συνδέεται με την αλτρουιστική προδιάθεση, παρότι δεν εντοπίζεται σε όλους τους ανθρώπους (Reuter, 2012).

Σε άλλες έρευνες έχει δειχθεί ότι οι υψηλές ποσότητες ντοπαμίνης στον εγκέφαλο ωθούν το άτομο να συμπεριφέρεται περισσότερο αλληλέγγυα και αλτρουιστικά. Νευροψυχολογικές αναλύσεις αποδεικνύουν ότι οι φιλανθρωπικές δωρεές ενεργοποιούν δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται με την ανταμοιβή (Harbaugh et al, 2007). Αυτές οι περιοχές στον προμετωπιαίο νεοφλοιό σχετίζονται με την κοινωνική συμπεριφορά και την αφηρημένη σκέψη. Παρατηρήθηκε ότι δραστηριοποιούνται διακριτά όταν οι αλτρουιστικές επιλογές

4 O Gellner περιγράφει τον «modular man» («συναρμοζόμενος» κατά τη μετάφραση της Β. Γεωργιάδου, καλύτερα από το «προσαρμόσιμος» του μεταφραστή), ο οποίος είναι ταυτόχρονα εξισωτιστής και ατομικιστής (βλ. Γεωργιάδου 1994: 31-33, Gellner (1994: 158-160). Επίσης για την πληρέστερη ανάλυση του όρου του Gellner «τμηματικές κοινωνίες». (segmetary societies) βλ. Γεωργιάδου 1994: Εισαγωγή, Gellner 1994 και του όρου «διπλή σκέψη» (δανεισμένος όρος από το «1984» του G. Orwell. Στον Θεατρικό σύγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλλο 5 Ως προσωπικότητα περιγράφουμε αντιλήψεις, πιστεύω, στάσεις και συμπεριφορές που δεν μεταβάλλονται εύκολα ή γρήγορα.

επικρατούν σε σχέση με ιδιοτελή υλιστικά ενδιαφέροντα (Moll, et al 2006). Συνοψίζοντας, δεν είναι σαφές αν υπάρχει το «αλτρουιστικό γονίδιο». Οι «αλτρουιστικές» πράξεις ανιχνεύονται κυρίως στον ανώτερο εγκέφαλο, είναι δηλαδή νοητικές και όχι ενστικτώδεις. Τα ευρήματα αυτά συνδέονται κυρίως με τις αντιλήψεις για την ατομική ικανοποίηση που προσφέρει η «αλτρουιστική συμπεριφορά» όπως διακρίναμε στο δεύτερο κεφάλαιο. Η νεοκλασική - οικονομική προσέγγιση και η «θεωρία της ορθολογικής επιλογής» φαίνεται να κερδίζουν έδαφος…

Ωστόσο, αυτό το ερώτημα στον άνθρωπο είναι πολύ πιο σύνθετο από τα άλλα ζώα. Είναι αυτονόητο ότι κάθε άνθρωπος συνιστά μία μονάδα ταυτόχρονα βιολογική, συναισθηματική, πνευματική. Συνιστά μία ολότητα που συντίθεται από επιμέρους όργανα (εγκέφαλος, καρδιά κλπ.) που όλα μαζί απαρτίζουν την ατομικότητά του. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τα επιμέρους όργανα και μέλη του. Έχουν ανάγκη την μεγαλύτερη ολότητα που ονομάζεται σώμα για να επιβιώσουν όλους εκείνους τους μηχανισμούς που επιτρέπουν την αρμονική συνεργασία μεταξύ των μελών του (π.χ. το αίμα, τους νευρικούς ιστούς). Ο άνθρωπος συνιστά επομένως ένα σύστημα που απαρτίζεται από άλλα μικρότερα συστήματα, και ως ολότητα, αλλά και ως ξεχωριστά υποσυστήματα επικοινωνούν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με το εξωτερικό περιβάλλον. Ωστόσο, ανέπτυξε και εξέλιξε και μία μοναδική ικανότητα σε σχέση με την υπόλοιπη φύση.

Νοημοσύνη φυσικά έχουν όλα τα όντα με νεοφλοιό, ο άνθρωπος όμως έσπασε ένα κρίσιμο όριο: Συνειδητοποίησε την ύπαρξή του (cogito ergo sum) ως αποτέλεσμα μίας εξελικτικής διαδικασίας που διήρκεσε εκατομμύρια χρόνια. Σήμερα ο συγκινησιακός εγκέφαλος με το νεοφλοιό επικοινωνούν με χιλιάδες συνάψεις. Και τα δύο μέρη αποτελούν ένα διπλό σύστημα με το οποίο ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τις προκλήσεις στη ζωή του. Το πιο πρωτόγονο μέρος του εγκεφάλου, το εγκεφαλικό στέλεχος, είναι κοινό σε όλα τα είδη που διαθέτουν νευρικό σύστημα και ρυθμίζει βασικές ζωτικές λειτουργίες όπως η αναπνοή και ελέγχει τις στερεότυπες αντιδράσεις και κινήσεις. Από αυτό δημιουργήθηκαν τα συγκινησιακά κέντρα. Με την εξέλιξη τα συγκινησιακά κέντρα περιέκλεισαν την κορυφή του εγκεφαλικού στελέχους και κατά συνέπεια οι βασικές λειτουργίες της ζωής επικοινωνούν με τον ανώτερο εγκέφαλο δια μέσου των συγκινησιακών κέντρων. Με την εμφάνιση των θηλαστικών προστέθηκαν νέα στρώματα στον συγκινησιακό εγκέφαλο. Αυτή η νέα περιοχή που ονομάζεται μεταιχμιακό σύστημα προσέθεσε νέες συναισθηματικές λειτουργίες (όπως τη σφοδρή επιθυμία, τον έρωτα). Στην εξέλιξή του προστέθηκαν και οι δύο ανώτερες λειτουργίες, η μάθηση και η μνήμη (βλ. και Goleman, 1998). Στο εξής ένστικτα, συγκινησιακά κέντρα και ανώτερος εγκέφαλος βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση και συχνά σε σύγκρουση.

Εδώ παρεμβάλλεται εξωτερικά ο πολιτισμός, ριζοσπαστικοποιώντας τον τρόπο που εκλαμβάνει κάθε άνθρωπος τις ανάγκες του σε σχέση με τους άλλους βιολογικούς οργανισμούς. Τα πολιτισμικά στοιχεία και ιδιαίτερα οι κυρίαρχες αξίες, οι αποδεκτοί τρόποι συμπεριφοράς, το «σωστό» και το «λάθος», οι κοινωνικά κωδικοποιημένες υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμβίωση, οι επιταγές της εξουσίας, οι θρησκείες, συνδιαμορφώνουν την έννοια της αναγκαιότητας εξωατομικά και επιβάλλονται συχνά στον ανώτερο εγκέφαλο κάθε ανθρώπου ως πραγματική ανάγκη. Ο Freud το αντιστοίχησε με το υπερεγώ (πολιτισμικές αναγκαιότητες) που σε σύγκρουση με το «εκείνο» (που βασίζεται κυρίως σε ενδογενείς ανάγκες) προσπαθούν να επιβληθούν στην προσωπικότητα και τη συμπεριφορά (στο «εγώ»). Έχουμε επομένως τις αναγκαιότητες που επιβάλλει ο πολιτισμός και τις

αναγκαιότητες που προέρχονται από τα βαθύτερα ένστικτα του ανθρώπου. Οι κατασκευασμένες εξωατομικά πολιτισμικές ανάγκες δεν πρέπει να υποτιμούνται. Εκλαμβάνονται συχνά από τον άνθρωπο ως απολύτως πραγματικές.

Ο Durkhaim διαχωρίζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες. Τις πρώτες τις θεωρεί φυσικές και πεπερασμένες ενώ οι επιθυμίες έχουν κοινωνική προέλευση και είναι απεριόριστες. Αν ανατρέξουμε στη σχετική βιβλιογραφία το περιεχόμενο των δύο εννοιών δεν είναι σαφές και συχνά αλληλοεπικαλύπτονται (βλ. Σταθόπουλος, 2003). Γενικότερα ωστόσο, θεωρείται ότι οι επιθυμίες δεν απαιτούν επιτακτική ικανοποίηση. Αυτό θεωρώ ότι είναι πολύ σχετικό. Οι επιθυμίες μπορούν να θεωρηθούν ατομοκεντρικά ως οι λιγότερο επιτακτικές ανάγκες. Η καταπίεση των επιθυμιών ακόμα και αν είναι πολιτισμικά κατασκευασμένες δύναται να απειλήσουν τη βιωσιμότητα του συστήματος που ονομάζεται ανθρώπινος οργανισμός.

Ένα σύγχρονο παράδειγμα είναι οι ανάγκες που δημιουργούνται μέσω της διαφήμισης, που όπως σημειώνει ο Umberto Eco «δεν ώθησε απλά τον κόσμο να θέλει, αλλά του είπε και τι να θέλει και τι είναι καλό να θέλει» (Eco, 1997: 154). Ας δώσουμε ένα παράδειγμα: Ένας έφηβος ζητά από τους γονείς του να του αγοράσουν ένα ζευγάρι επώνυμης μάρκας αθλητικών παπουτσιών. Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γενικά ως επιθυμία. Αν όμως ο άμεσος περίγυρος των συνομιλήκων θεωρεί αυτό το καταναλωτικό αγαθό ως σημαντικό παράγοντα αποδοχής και ένταξης στην ομάδα, η επιθυμία αυτή εδράζεται σε μία άλλη πολύ σημαντικότερη: Στο «ανήκειν» σε μία συλλογικότητα. Μία πιθανή απόρριψη του παιδιού από την ομάδα είναι πιθανόν να δημιουργήσει αισθήματα μειονεξίας-στέρησης με πιθανές συνέπειες στον ψυχισμό. Η αποστέρηση από την ικανοποίηση των επιθυμιών μπορεί να απειλήσει πλέον ολόκληρο τον οργανισμό, στο βαθμό που όλα τα ψυχικά προβλήματα έχει αποδειχθεί ότι συνδέονται και επηρεάζουν και βιολογικές λειτουργίες του σώματος. Σε κάποιο άλλο παιδί μπορεί να μην είχε κάποια σοβαρή συνέπεια η ικανοποίηση της ίδιας επιθυμίας, αλλά για το πρώτο αποτελεί πλέον πραγματική ανάγκη, ακόμα και αν οι γονείς του δεν το αντιλαμβάνονται. Άρα η ανάγκη που χρειάζεται να ικανοποιηθεί είναι πολύ σχετική και αξιολογείται ατομοκεντρικά και εξατομικευμένα. Αν είναι επιτακτική και θεμελιώδης ή όχι γίνεται εντέλει αντιληπτή μόνον υποκειμενικά.

Μία δεύτερη διάσταση που σχετίζεται με το προηγούμενο παράδειγμα είναι ο διαχωρισμός μεταξύ των βιολογικών και των υπόλοιπων αναγκών. Τα παραδοσιακά μοντέλα ανάλυσης των ανθρώπινων αναγκών όπως των Aderfer…, Murray… και Maslow… ιεραρχούν τις ανθρώπινες ανάγκες σε βασικές- βιολογικές και ψυχολογικές- πολιτισμικές. Σε ανάλογους επιμερισμούς βασίζεται σχεδόν το σύνολο των μεταγενέστερων προσεγγίσεων. Οι πρώτες ανάγκες αποσκοπούν να εξασφαλίσουν την ύπαρξη, και οι υπόλοιπες τη διαβίωση. Αυτή η προσέγγιση είναι κοινωνιοκεντρική και βασίζεται σε ανθρωπιστικές θεωρήσεις με έντονα δεοντολογικά στοιχεία. Δηλαδή «πως οφείλουμε» να εκλαμβάνουμε τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι πως διαπιστώνονται εμπειρικά. Ακόμα και τα πλέον αρχέγονα ένστικτα που υποτίθεται ότι αποτελούν κοινές σε όλους μας πρωτεύουσες βιολογικές ανάγκες, δεν υφίστανται σε όλες τις περιπτώσεις ως ίδια, ούτε ικανοποιούνται απαραίτητα με παρόμοιους τρόπους. Ειδικότερα οι ανάγκες που προέρχονται σαφώς από τον νεοφλοιό συχνά επιβάλλονται στις αρχέγονες- βιολογικές. Το να θυσιαστείς για την πατρίδα, για μία μεγάλη ιδέα, για τα θρησκευτικά πιστεύω, το να κάνει κάποιος απεργία πείνας, είναι ανάγκες που έχουν προκύψει από τον πολιτισμό και εκλαμβάνονται νοητικά από τον άνθρωπο. Επομένως ακόμα και οι βιολογικές ανάγκες, ακόμα και η ίδια την επιβίωση, δεν είναι απαραίτητα πρωτεύουσες όταν τις

εξετάζουμε ατομοκεντρικά. Τη βιολογική σημασία της ύπαρξης του ανθρώπου μάλλον θα πρέπει να την εντάξουμε σε συστήματα αξιών και όχι ως μία αυταπόδεικτα πρωταρχική αναγκαιότητα. Από κοινωνιοκεντρική άποψη ακόμα και το αξίωμα διατήρησης στη ζωή είναι μία πολιτισμική κατασκευή. Σε πολλές περιπτώσεις κάποιοι άνθρωποι διαισθάνονται την ανάγκη να αυτοκτονήσουν. Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσα, σε αυτή την περίπτωση ένας άνθρωπος πιστεύει ότι δεν μπορεί να ικανοποιήσει κάποιες ανάγκες που θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικές και συνιστούν και πάλι ατομοκεντρικά βασικό όρο της βιωσιμότητάς του ως σύστημα. Κάποιος που έχασε μία μεγάλη περιουσία στο χρηματιστήριο μπορεί να επιλέξει να αυτοκτονήσει παρότι δεν απειλείται απαραίτητα η βιολογική του ύπαρξη. Οι Σαμουράι προτιμούσαν την αυτοκτονία από την ατίμωση. Ακόμα και ένστικτα που είναι κοινά σε όλα τα έμβια όντα όπως το ένστικτο της αναπαραγωγής, υπόκεινται σε νοητική επεξεργασία. Κάποιοι άνθρωποι αναζητούν πιθανόν την ηδονή, αλλά για ιδεολογικούς ή άλλους λόγους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κάποιος θέλει να τεκνοποιήσει.

Σκεφθείτε οποιαδήποτε «ανάγκη» που θεωρείται ως πρωταρχική για όλους τους ανθρώπους. Δεν θα βρείτε καμία ως απολύτως πρωτεύουσα και πλήρως αυτονομημένη από άλλες. Γιατί γίνονται ήρωες σε μία μάχη που ο θάνατος είναι βέβαιος; Αν το φαγητό και το νερό θεωρούνται ύψιστη βιολογική ανάγκη που πρέπει πρωτίστως να ικανοποιηθεί, γιατί κάποιοι πεθαίνουν από απεργία πείνας και δίψας για ιδεολογικούς σκοπούς; Γιατί κάποιοι που ατύχησαν στον έρωτα αυτοκτονούν; Αν το ένστικτο της μητέρας είναι να κάνει παιδιά, γιατί κάποιες δεν τα θέλουν; Η΄ γιατί κάποιες άλλες έχουν σκοτώσει τα παιδιά τους; Κατά πόσον τα ανωτέρω αποτελούν εξαιρέσεις ή κανόνα είναι σχετικό, σίγουρα όμως αντιτείνονται στη απόλυτη λογική ότι οι βιολογικές ανάγκες προηγούνται όλων των υπολοίπων6. Πολύ περισσότερο κάθε άνθρωπος όσο μεγαλώνει ιεραρχεί τις προτεραιότητες και αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο την έννοια της ανάγκης και της ικανοποίησής της. Επομένως, για τους ανθρώπους υποκειμενικά εκλαμβάνεται ότι χρειάζεται να ικανοποιηθεί. Η ατομοκεντρική θεώρηση των αναγκών είναι βιολογικο-πολιτισμική και δεν μπορεί να καταταχθεί σε ιεραρχήσεις. Διαφοροποιούνται σε ποιότητα και αξιολογική κατάταξη, γιατί οι καθαρά βιολογικές ανάγκες είναι συχνά ειδωμένες μέσα από ένα πολιτισμικό πρίσμα, κατά συνέπεια όσο εξελίσσεται νοητικά ο άνθρωπος να μην δύναται να τις διαχωρίσει από τις υπόλοιπες. Αποτελούν σε κάθε περίπτωση μία σύνθεση που δύναται να ικανοποιηθούν μέσω ποικίλων τρόπων. Άρα οι βιολογικές με τις συναισθηματικές και όλες τις άλλες κοινωνικές ανάγκες γενικότερα δεν μπορούν να ταξινομηθούν αυστηρώς και ανεξαιρέτως ως πρωτεύουσες και δευτερεύουσες. Ειδικά όσο ο άνθρωπος αποδεσμεύεται από το πρόβλημα της άμεσης επιβίωσης, εξελίσσεται μορφωτικά και επηρεάζεται από πολλές πληροφορίες, ο νεοφλοιός επιβάλλεται όλο και περισσότερο στα αρχέγονα ένστικτα.

Σε ατομικό επίπεδο κάποιες ανάγκες μπορεί να συγκρούονται. Ένας εξαρτημένος από την ηρωίνη γνωρίζει ότι απειλείται η ζωή του (η βιωσιμότητά του ως οργανισμός), αλλά ο οργανισμός του έχει εθιστεί και εκλαμβάνει τη λειτουργικότητά του δια της χρήσης ουσιών. Δύο διαφορετικές ανάγκες του ίδιου οργανισμού συγκρούονται και δεν είναι εφικτό να ικανοποιούνται παράλληλα για μεγάλο χρονικό διάστημα7. Η Λειτουργικότητα ή και η Βιωσιμότητα όπως και ο τρόπος που τις εκλαμβάνει κάθε άνθρωπος αποτελούν την αφετηρία δημιουργίας των αναγκών όπως ανέφερα στον ορισμό. Συνήθως ο εξαρτημένος αντιλαμβάνεται τις πιθανές συνέπειες και των δύο. Ποια θα υπερισχύσει εξαρτάται από κάθε άνθρωπο

6

7

ξεχωριστά. Σε ανάλογες συγκρούσεις αντιτιθέμενων αναγκών σύμφωνα με την επιστήμη της ψυχολογίας λειτουργούν μηχανισμοί όπως της απώθησης, και συχνά πολλοί άνθρωποι επινοούν νέες διεξόδους για να τις διαχειριστούν όπως η σχιζοφρένεια και άλλες παράλογες και νοσηρές, για την πλειονότητα, νοητικές κατασκευές8. Παρομοιάζοντας με την αρχή διατήρησης της ενέργειας στη φυσική, οι μη ικανοποιούμενες ανάγκες θα βρουν άλλους τρόπους, δόκιμους και λειτουργικούς ή μη, για το άτομο που αναζητεί την ικανοποίηση. Ακόμα και η «αυτοκατάργηση ενός ανθρώπου» (αυτοκτονία) ή μίας ομάδας, κοινότητας, είναι το αποτέλεσμα της μη ικανοποίησης βασικών αναγκών της ύπαρξης ή της λειτουργικότητας με τον τρόπο που κάθε σύστημα την εκλαμβάνει ξεχωριστά.

Αν και η προσέγγιση που ακολουθείται σε αυτό το κεφάλαιο είναι εστιασμένη στις εσωτερικές αναγκαιότητες ενός συστήματος, ο αναγνώστης μάλλον θα διακρίνει ένα κενό αν δεν αναφερθούμε σε μία μάκρο-θεώρηση των αναγκών. Οτιδήποτε αναγνωρίζεται ως «γενικές ανάγκες των ανθρώπων», ιδιαίτερα στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και της κοινωνικής πρόνοιας είναι πολιτισμικές κατασκευές που βασίζονται σε εμπειρικές παρατηρήσεις, αλλά είναι ταυτόχρονα και συνυφασμένες με ηθικές αξίες, ιδεοληψίες και πολιτικές σκοπιμότητες. Η μάκρο-αξιολόγηση των ανθρώπινων αναγκών έχει μία μακρά και πολλές φορές ένοχη ιστορία. Τα αναρίθμητα θύματά της κατά τη διάρκεια της ιστορίας παρότι συχνά δεν το αντιλαμβάνονταν, σίγουρα τη βίωσαν. Τόσο η αξιολόγησή τους όσο και ο τρόπος ικανοποίησης δεν είχε σχεδόν ποτέ ως αφετηρία την ατομοκεντρική προσέγγιση. Οι κυρίαρχες πολιτισμικές αντιλήψεις «επέλεγαν» για λογαριασμό του ποιες ακριβώς ανάγκες έχει, ποιες και πότε είναι βασικές και πότε το αντίθετο. Ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος ούτε η αξιοπρέπεια ούτε η αναπαραγωγή ούτε η αυτοπραγμάτωση αποτέλεσαν ποτέ στην πράξη τις σημαντικότερες αντικειμενικές προτεραιότητες. Το άτομο ήταν στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων το αντικείμενο πολιτισμικά ιεραρχημένων αναγκών που άλλοτε με την πειθώ, την πλύση εγκεφάλου, τη θρησκεία, τη βία του επιβάλλονταν εξωατομικά, ανάλογα με τις ανάγκες μεγαλύτερων συστημάτων (κοινότητες, κοινωνίες, κράτη κ.α.) και καθορίζονταν συχνά από τις ανάγκες κάποιων άλλων ανθρώπων ή ομάδων που είχαν σημαντικό ρόλο στα συστήματα αυτά. Θα μπορούσαμε εδώ να αναφέρουμε αναρίθμητα ιστορικά παραδείγματα9. Το πρόβλημα με τις μάκρο- θεωρήσεις των ανθρώπινων αναγκών, είναι ότι είτε διαπιστώνονται σε ένα ήδη διαμορφωμένο εκ των προτέρων πεδίο αντιλήψεων, αξιών, παραστάσεων, στερεοτύπων και σκοπιμοτήτων είτε διαπιστώνεται η βούληση να διαμορφωθούν, όπως και η ιεράρχηση τους, ανάλογα με ποικίλες συνθήκες (όπως πολιτικές και οικονομικές).

Ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία της μάκρο-προσέγγισης των αναγκών. Εφόσον αρκετοί άνθρωποι τις εκλαμβάνουν ως πραγματικές, θα είναι

8 Επισημαίνω την πλειονότητα γιατί αντιστοιχεί με τις κυρίαρχες πολιτισμικές αξίες. Η θρησκευτική πίστη είναι μία παρανοϊκή αντίληψη. Όταν όμως την μοιράζονται οι περισσότεροι άνθρωποι, και αποτελεί αποδεκτή πολιτισμική αξία εντάσσεται στην κατηγορία του «φυσιολογικού».9 Η ανάγκη για απασχόληση στη βιομηχανική επανάσταση, οι νηστείες στον χριστιανισμό, το δικαίωμα για ελευθερία του γαλλικού διαφωτισμού που επιβλήθηκε δια της βίας σε άλλους λαούς. Για να μην επεκταθώ περισσότερο, δύο τρία πιο σύγχρονα θα διαφωτίσουν τον αναγνώστη ως προς το περιεχόμενο των γραφόμενων. Όπως την καμπάνια προηγούμενων χρόνων για κάποια παιδιά στην Αφρική που θα διασώζονταν από την έλλειψη νερού με αλάτι (ενώ το νερό ήταν δευτερεύουσα ανάγκη και το φαγητό μάλλον τριτεύουσα…). Πριν την οικονομική κρίση ήταν ανάγκη να ξοδεύεις εισόδημα για να αγοράσεις προϊόντα, ενώ κατά τη διάρκεια διαπιστώνεται ως ανάγκη να ξαναβρούμε τις αξίες της φιλίας, της κοινότητας και της αμοιβαιότητας. Η υπέρτατη αξία της ζωής αναστέλλεται προσωρινά όταν υπάρξει η ανάγκη διεξαγωγής πολέμου για πλουτοπαραγωγικές πηγές, ακόμα και για μία βραχονησίδα.

πραγματικές για τους ίδιους. Αυτό που θέλω να καταδείξω ότι παρότι η ανάγκη είναι πολύ σχετική και πλασματική, όμως είναι «πολύ» πραγματική όταν εκλαμβάνεται από τα ίδια τα άτομα ως ανάγκη.

Αλλά ας επανέλθουμε συνθέτοντας τις προηγούμενες διαπιστώσεις: Η ανάγκη στον άνθρωπο όπως και σε ολόκληρη τη φύση έχει κατά βάση εγωιστικό χαρακτήρα, προσδιορίζεται με ακρίβεια ατομοκεντρικά και εξατομικευμένα, είναι εκροή σύνθετων βιολογικο-νοητικών διεργασιών μέσω των οποίων την αντιλαμβάνεται, προσδίδοντας της ειδικό ή γενικότερο περιεχόμενο και νόημα. Κατά επέκταση και ο αλτρουισμός πολύ περισσότερο ως μία επιλογή που δύναται να προέλθει από τον ανώτερο εγκέφαλο προσπαθώντας να ικανοποιήσει μία κατασκευασμένη πολιτισμική ανάγκη. Ακόμα και αν υφίσταται «αλτρουιστικό γονίδιο» αυτό είναι σίγουρα απίστευτα πιο αδύναμο από τις «εγωιστικές ανάγκες» που αποσκοπούν στη μεταβίβαση του D.N.A.

Παρότι η συγκεκριμένη προσέγγιση στερείται «γοητευτικών καταβολών» για την ανθρώπινη φύση, υπάρχει μία γοητευτική προοπτική. Στο πρώτο κεφάλαιο σημείωσα ότι ακόμα και οι «κατασκευασμένες πραγματικότητες» όταν γίνονται ευρύτερα αποδεκτές δύναται να οδηγήσουν σε καινούριες γεμάτες νόημα και ελπίδα. Ακόμα και αν ο αλτρουισμός είναι μία συμπεριφορά που μαθαίνεται και δεν είναι έμφυτη, ένας άνθρωπος υπερβαίνει μέσω των πράξεών του ένα απίστευτο φράγμα: Την βία και τον ανταγωνισμό που αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της φύσης, και εξυψώνεται σε μία μοναδική οντότητα. Αυτή που συνειδητά μπορεί να επιλέγει την αλληλεγγύη όχι λόγω συνεξάρτησης, αλλά αντίστασης στη «φύση της φύσης». Αλλά εδώ θα περάσουμε από τις κοινωνικές επιστήμες στη φιλοσοφία, για αυτό ο αναγνώστης μπορεί να παραβλέψει τις τελευταίες σειρές…

9.4. Η ταξινόμηση της ατομικής δραστηριότητας

Ανάλογα με το περιβαλλοντικό πλαίσιο κάποιες ατομικές ανάγκες δύναται να ικανοποιούνται από περισσότερες από μία πηγές ή ακόμα και να μην ικανοποιούνται από καμία. Η ποικιλία, η συνθετότητα, η ποιότητα, ο βαθμός διαφοροποίησης της έντασης και της έκτασης των αναγκών για έναν άνθρωπο είναι τεράστια. Συνεπώς είναι πολύ δύσκολο ένας άνθρωπος να ικανοποιεί απόλυτα όλες του τις ανάγκες. Παραδοσιακά το βασικό πλαίσιο παραγωγής και κατανάλωσης των αγαθών και υπηρεσιών είναι η οικογένεια, τα συγγενικά και τα τοπικά δίκτυα. Στην αγορά αποκτούσαν προϊόντα που δεν ήταν δυνατό να παραχθούν από τους ίδιους και τα δίκτυά τους. Το κράτος αρχίζει να εμφανίζεται ως παροχέας δημοσίων και συλλογικών αγαθών τα τελευταία 150 χρόνια (Βλ. και Braudel, 1992, Ewald, 2000). Στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες η αγορά εισχωρεί στο πεδίο παραγωγής των άτυπων ομάδων- οργανώσεων και αναλαμβάνει λειτουργίες και ρόλους παραγωγής που παραδοσιακά ανήκαν στον άτυπο τομέα και την οικογένεια. Ενώ όσο λιγότερο αναπτυγμένες είναι κάποιες κοινωνίες τόσο περισσότερο στηρίζονται στη σχέση ιδιωτική παραγωγή-αυτοκατανάλωση. Όσο λιγότερο οικονομικά ανεπτυγμένη είναι μία κοινωνία τόσο τα συγγενικά και άτυπα δίκτυα αναλαμβάνουν και τον ρόλο του παραγωγού αγαθών και φυσικά το κράτος σε αυτές τις χώρες δεν είναι ικανό να παρέχει με άνεση συλλογικά και δημόσια αγαθά, ακόμα και τα πιο βασικά.

Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ο τρόπος ικανοποίησης των αναγκών διαφέρει σημαντικά από τις λιγότερο αναπτυγμένες. Όχι μόνον γιατί έχουν

δημιουργηθεί πολύ περισσότερες ανάγκες (λόγω πολιτισμικών καταναλωτικών προτύπων), αλλά και γιατί κάθε μία από αυτές μπορεί να ικανοποιηθεί με πολύ περισσότερους και ποιοτικά διαφοροποιημένους τρόπους (ποιοτικά υποκατάστατα). Η λογική της επικουρικότητας στην ικανοποίηση των αναγκών δεν αποτελεί τον κύριο κανόνα10: Λόγω του υψηλότερου βιοτικού επιπέδου οι άνθρωποι μπορούν να αναζητήσουν ικανοποίηση σε διαφορετικά πλαίσια και από διαφορετικές πηγές. Για παράδειγμα, σχεδόν όλες οι παραδοσιακά λειτουργίες της οικογένειας που ικανοποιούσαν πολλαπλές ανάγκες των μελών της είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν σήμερα και έξω από αυτή11. Δεν αποτελεί παραγωγική ομάδα όπως στο παρελθόν, και είναι και πολύ λιγότερο καταναλωτική με την έννοια ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες δεν εισέρχονται αναγκαστικά στο περιβάλλον της, και τα μέλη της ως μονάδες μπορούν να τις απολαμβάνουν και εκτός του πλαισίου αυτής.

Από τη στιγμή που σε έναν άνθρωπο δημιουργείται μία ανάγκη επιχειρεί να την ικανοποιήσει είτε μόνος του είτε αλληλεπιδρώντας συναλλασσόμενος με άλλα άτομα μέσω πολιτισμικών και κοινωνιακών πλαισίων. Πιο συγκεκριμένα (όχι όμως κατά σειρά προτεραιότητας):

Μέσω της οικογένειας Των δια-ατομικών σχέσεων και κοινωνικών δικτύων. Των άτυπων ή επίσημων οργανώσεων αμοιβαίου ή δημοσίου

οφέλους Μέσω του μηχανισμού της αγοράς, καταβάλλοντας ένα χρηματικό

αντίτιμο για τα αγαθά που θέλει να αποκτήσει. Από προϊόντα και υπηρεσίες που παρέχει το κράτος. Κάποια

χρειάζεται να τα πληρώσει ή του προσφέρονται δωρεάν καθώς χρηματοδοτούνται από το κοινωνικό σύνολο μέσω των φόρων.

Η ικανοποίηση μίας ανάγκης συνηθίζεται να ταξινομείται σε τρεις κυρίως σφαίρες: σε οικονομική, κοινωνική και πολιτική. Ωστόσο, το ακριβές περιεχόμενο που δίδουμε σε αυτούς τους επιμερισμούς εγείρει πολλαπλά ζητήματα κατανόησης, ορίων και επικοινωνίας. Στις πρώτες κοινωνίες οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές λειτουργίες, μαζί με τις βιολογικές ανάγκες των ανθρώπων αποτελούσαν μία ολότητα και ήταν αδιαίρετες. Συνιστούσαν όλες μαζί την ανθρώπινη κοινωνία και τον πολιτισμό της. Οι διατομικές σχέσεις, το κυνήγι, ο πόλεμος, η θρησκεία, η πολιτική και η διανομή αγαθών αποτελούσαν μία ολότητα και κάθε θεσμός και πρακτική ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις άλλες λειτουργίες της ομάδας. Ο κοινός παρονομαστής ήταν η επιβίωση. Παρότι ήταν αδιαίρετες, μπορούμε να διακρίνουμε επιμέρους λειτουργίες και συμπεριφορές που σήμερα θα κατατάσσαμε πρωτίστως ως πολιτικές, κοινωνικές ή οικονομικές.

Στις σύγχρονες κοινωνίες παρότι αυτοί οι επιμερισμοί είναι νοητοί και συχνά διακριτοί, τα όρια κάθε άλλο παρά σαφή και πλήρως αντιληπτά είναι… Αν ο όρος κοινωνία συμπεριλαμβάνει όλες τις διαστάσεις αυτών των σχέσεων, δεν σημαίνει ότι συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε κάθε σχέση, ενέργεια ή συμπεριφορά. Το βέβαιο είναι ότι έστω και έμμεσα οι εκροές τους διαχέονται και επηρεάζουν κάθε ανθρώπινο οικοσύστημα και κατά συνεπεία κάθε διάσταση, πολιτική, κοινωνική, οικονομική.

Ας επιχειρήσουμε να οριοθετήσουμε και να ταξινομήσουμε τις τρεις διαστάσεις ατομοκεντρικά, θεωρώντας τες ανεξάρτητα από τις γενικές επιστημονικές 10 Δηλαδή, «τις ανάγκες που καλύπτω μόνος μου ή στην οικογένεια δεν χρειάζεται να ικανοποιηθούν από την αγορά ή το κράτος».11 σίτιση, εκπαίδευση, φροντίδες υγείας, σεξουαλική ικανοποίηση, τεκνοποίηση, φροντίδα ηλικιωμένων κ.α.

προσεγγίσεις12. Η νοηματοδότηση που προτείνω σε ατομικό επίπεδο συνδέεται με τον τρόπο που τις αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι πολίτες στην καθημερινότητά τους (τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο). Σε αυτό το εγχείρημα θα προσπαθήσω να διακρίνω σαφέστερα τα όριά τους.

Οικονομικό: Κάθε σκέψη ή ενέργεια που αποσκοπεί στην απόκτηση των υλικών και άυλων πόρων επιβίωσης ή διαβίωσης. Σε αυτή τη διάσταση εντάσσονται νομισματικές και μη νομισματικές πράξεις που αποσκοπούν στην απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών. Κοινός παρονομαστής-κίνητρο είναι η ανταμοιβή ενός ατόμου με την μορφή πόρων που αποκτώνται είτε με την προσφορά δικών του πόρων είτε με την προσφορά εργασίας. Αποτελεί μία διαφοροποιημένη και πιο στενή εκδοχή του τρόπου που χρησιμοποιείται επιστημονικά13.

Πολιτικό: Κάθε σκέψη ή ενέργεια που αποσκοπεί να οργανώσει, διαμορφώσει ή να ρυθμίσει σχέσεις ή συμπεριφορές μεταξύ προσώπων ή που δεν εντάσσονται στην ίδια ομάδα ενδιαφερόντων ή συμφερόντων, προσδίδοντάς τους συχνά κανονιστικό χαρακτήρα (επίσημο ή ανεπίσημο)14

12 Ούτως ή άλλως το περιεχόμενό τους δεν είναι σε καμία περίπτωση ξεκάθαρο και δεν συναντάται κάποιος ευρείας αποδοχής ορισμός13 Φυσικά θα πρέπει εξαρχής να αποκλείσουμε τα ισοπεδωτικά «τα πάντα είναι πολιτική» ή «τα πάντα είναι οικονομία». Το πρώτο στερεότυπο αντλεί την καταγωγή του από την αρχαία Ελλάδα όπου το κοινωνικό δεν ήταν διαχωρισμένο από το πολιτικό. Συνεπώς «κοινωνική κοινωνία» και «πολιτική κοινωνία» ήταν αδιαχώριστες στο πλαίσιο της πόλης-κράτους. Το άλλο στερεότυπο «τα πάντα είναι οικονομία» κατάγεται σε υλιστικές φιλοσοφικές αντιλήψεις, τόσο στον Μαρξ για την αριστερά κατά τον οποίο η οικονομία αποτελεί την υποδομή, αλλά και από τις πρώιμες και μεταγενέστερες φιλελεύθερες αντιλήψεις για να θεμελιώσουν τον κανόνα της ελεύθερης αγοράς. Η δόκιμη έκφραση είναι ότι κάθε σχέση κοινωνική, πολιτική, οικονομική είναι βέβαιο ότι έστω και σε ελάχιστο βαθμό επηρεάζουν τις άλλες, που με τη σειρά τους επηρεάζουν έστω και ανεπαίσθητα τις προηγούμενες ατομικές εκφράσεις. Ωστόσο, σε οποιοδήποτε βαθμό υφίσταται η επιρροή δεν σημαίνει ότι ταυτίζονται (βλ. και την παρακάτω σημείωση) Σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης ο όρος «οικονομικός» με την ευρύτερη έννοια ορίζεται ως «η προσεκτική/με φροντίδα, διαχείριση των διαθέσιμων πόρων» (careful management of available resources). Ένας άλλος ορισμός που δίδεται: «Το σύνολο των ενεργειών και των δραστηριοτήτων των ανθρώπων που αποσκοπούν στην ικανοποίηση των αναγκών τους» (Λεξικό των Επιστημών του Ανθρώπου: 284). Το λεξικό όρων κοινωνιολογίας Collins την ορίζει ως την οργανωμένη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, των αγαθών και των υπηρεσιών (σελ. 365). Ωστόσο εδώ χρειάζεται να επισημαίνω την ιμπεριαλιστική λογική των ορισμών καθώς επιχειρούν να ταυτίσουν όλες τις ανάγκες με την οικονομία. Όπως ανέφερα και στο κεφάλαιο για την κοινωνία των πολιτών υφίσταται μία γενική τάση «οικονομοποίησης» των πάντων. Οι ενέργειες και δραστηριότητες που ικανοποιούν την ανάγκη για φιλία, έρωτα, εξουσία, δόξα, ψυχική πλήρωση είναι και αυτές οικονομικές; Μπορεί να επιδρούν δευτερογενώς στη σφαίρα της οικονομίας, αλλά δεν αποτελούν από τη φύση τους οικονομικές ανάγκες.14 Έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε τον όρο πολιτική ατομοκεντρικά με δύο διαφορετικούς τρόπους: Ως την «πολιτική ενός ατόμου» που αφορά στον σχεδιασμένο τρόπο παρέμβασης, στάσης και συμπεριφοράς σχετικά με την επιδίωξη ποικίλων στόχων του. Εναλλακτικά χρησιμοποιούμε με το ίδιο περιεχόμενο και πάλι έναν ετυμολογικά αδόκιμο(;) όρο όπως «προσωπική στρατηγική» (δεν ηγείται ενός στρατού ούτε απαραίτητα κατευθύνεται ενάντια σε έναν κάποιον αντίπαλο). Θεωρώ ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για αναγωγές που ενσωματώνουν αντιλήψεις για το πώς εκλαμβάνεται η φύση της πολιτικής ευρύτερα: και έχει κύρια συστατικά τη μεθόδευση και τον αντίπαλο.

Η δεύτερη χρήση δεν απέχει στην ουσία από τον ορισμό που δίδω και αποκαλείται ως η παρέμβαση για τη ρύθμιση σχέσεων ή συμπεριφορών που δεν αφορούν αποκλειστικά το ίδιο το άτομο, αλλά επηρεάζουν ευρύτερα και τις σχέσεις και άλλων ανθρώπων (όπως ενός πολίτη στο πλαίσιο της πόλης για να θυμηθούμε τη ρίζα του όρου). Όχι όμως μέσα στο πλαίσιο μίας αυστηρά οριζόμενης ομάδας συμφερόντων στην οποία συμμετέχει το ίδιο το υποκείμενο, επομένως οι συνέπειες τον επηρεάζουν άμεσα και προσωπικά και αφορούν στην πραγματικότητα σε ζητήματα εσωτερικής διαχείρισης στο πλαίσιο ικανοποίησης ατομοκεντρικών οικονομικών και κοινωνικών αναγκών.

Κοινωνικό: Κάθε σκέψη ή ενέργεια που αποσκοπεί στην κάλυψη αναγκών και δεν κατατάσσεται στις ανωτέρω κατηγορίες15. Εδώ εντάσσουμε πράξεις, ενέργειες που οι ανταμοιβές που αποσκοπούν στην ικανοποίηση αναγκών προσδοκώντας κυρίως συναισθηματικά οφέλη μέσω της επικοινωνίας-διαντίδρασης με τους άλλους ανθρώπους (φιλικές παρέες, πολιτιστικής έκφρασης κ.α.).

Σε ατομικό επίπεδο κάθε ανθρώπινη πράξη ή ενέργεια έχει κάποιες φορές περισσότερες από μία αφετηρίες-κίνητρα που αντλούνται από αυτές τις διαστάσεις. Αποτελούν έκφραση κάποιας ανάγκης του ατόμου που επιζητεί να ικανοποιήσει. Συνήθως όμως μία από τις τρεις (συνηθέστερα η κοινωνική και η οικονομική), αποτελούν το πρωταρχικό κίνητρο κάποιας ανθρώπινης ενέργειας. Είναι ο λόγος που προβαίνει σε κάποια πράξη. Οποιαδήποτε ενέργεια επηρεάζει όπως προανέφερα ολόκληρο το ανθρώπινο οικοσύστημα έστω και ανεπαίσθητα και οι συνέπειες είναι κοινωνιακές. Είναι έμμεσα ή άμεσα κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές16. Όταν αναφερθούμε σε επίπεδο οργανώσεων η λογική παραμένει η ίδια, αλλά αλλάζουν ορισμένες διαστάσεις της.

Η εξωτερίκευση του αιτήματος για την ικανοποίηση των αναγκών σε ατομικό επίπεδο, εκφράζεται και χαρακτηρίζεται ως ζήτηση. Έχοντας υπόψη την προηγούμενη ανάλυση συστήματος/αναγκών, κάθε έμβιος οργανισμός αναζητεί τρόπους με τους οποίους εκλαμβάνει το ίδιο ότι μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Ένα φυτό αναζητά νερό και τον ήλιο για τη φωτοσύνθεση, ένα ζώο αναζητεί το θήραμά του. Όταν ένα ζώο (π.χ. ένα σκυλάκι), μάθει ότι για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του πρέπει να προσφέρει κάτι (π.χ. χαρές το αφεντικό του, ή κάποιους άλλους τρόπους για να εξασφαλίσει την τροφή του) τότε προσφέρει κάτι. Ο άνθρωπος που ζει σε κοινότητες/κοινωνίες έχει συχνά πιο σαφή αντίληψη ότι για να ζητήσει πρέπει να προσφέρει. Τι θα προσφέρει ένας άνθρωπος; Αυτό που εκτιμά ότι θα ζητήσουν οι άλλοι για να του προσφέρουν αυτό που ζητεί. Άρα η ζήτηση είναι αυτή που δημιουργεί την προσφορά σε διατομικό επίπεδο και η ζήτηση έχει σε κάθε πολιτισμικό περιβάλλον τους δικούς της κανόνες (για να πάρω αυτό που ζητώ, τι

15 Μία σημαντική διευκρίνιση χρειάζεται για το περιεχόμενο του όρου «κοινωνικός», καθώς συχνά ταυτίζεται με την έννοια της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού, της φιλανθρωπίας (για παράδειγμα ο εθελοντικός τομέας συχνά αποκαλείται κοινωνικός τομέας) και άλλοτε για να περιγράψει κάθε είδους σχέση μεταξύ ανθρώπων στην κοινωνία (η ρίζα της λέξης είναι κοινή). Στο εξής ως «κοινωνικός» εννοώ τις πράξεις-ενέργειες, ατομικές ή συλλογικές που δεν κατατάσσονται στο οικονομικό και το πολιτικό. Ενώ τον όρο «κοινωνιακός» για όλες τις ενέργειες σε μία κοινωνία γενικά, που κατά περίπτωση χρησιμοποιώ το «κοινοτικός» για σχέσεις σε μία κοινότητα ή δι-ατομικός για σχέσεις μεταξύ προσώπων. 16 Σχετικά με τα παραδείγματα που πρότεινα λίγο πιο πάνω και που δεν μπορούν εκ των κινήτρων να θεωρηθούν οικονομικά, κοινωνικά ή πολιτικά. Μία μητέρα που θέλει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, οι οικονομικές συνέπειες είναι ότι θα επιβαρυνθεί με κάποια έξοδα για την ανάπτυξή του. Το παιδί θα χρειαστεί να καταναλώσει κάποιους φυσικούς πόρους για να επιβιώσει. Θα επηρεάσει τις κοινωνικές της σχέσεις και θα φέρει έναν νέο ακόμα άνθρωπο που θα επηρεάσει την πολιτική με την έννοια της νέας εισόδου σε ένα περιβάλλον που θα έχει συν έναν άνθρωπο επιπλέον που θα διαμορφώσει την προσωπικότητά του. Ίσως μας φαίνεται λίγο υπερβολική αυτή η μεμονωμένη περίπτωση ως προς την επιρροή της ως προς το ανθρώπινο οικοσύστημα. Αλλά αν σκεφτούμε ότι αυτές οι μητέρες είναι εκατό διακόσιες χιλιάδες και περισσότερες σε μία κοινωνία τότε μας φαίνονται πολύ καθαρότερα οι επιδράσεις στην κοινωνία, στους πόρους της και κατά επέκταση στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική της επίδραση. Ας μην όμως παραβλέπουμε ότι οι πολλές χιλιάδες μητέρων είναι το άθροισμα πολλών ξεχωριστών. Έστω και ανεπαίσθητα μία μητέρα συμβάλει αναλογικά στη συνδιαμόρφωση και μεταβολή των τριών διαστάσεων σε μάκροκοινωνικό επίπεδο. Όπως και κάθε διατυπωμένη σκέψη η ενέργεια συνδιαμορφώνει ολόκληρο το ανθρώπινο και υλικό περιβάλλον. κάποιες από αυτές μπορούν μάλιστα να επηρεάσουν καθοριστικά το μέλλον της ανθρωπότητας

πρέπει να προσφέρω;). Κατά συνέπεια σε ατομικό επίπεδο, η ζήτηση είναι αυτή που ορίζει και καθορίζει την προσφορά και όχι το αντίθετο. Καθώς η ανάγκη είναι η κινητήριος δύναμη για κάθε σύστημα ξεχωριστά. Ακόμα και στην πιο ακραία αλτρουιστική εκδοχή μίας ενέργειας, ο ίδιος ο άνθρωπος ζητά να ικανοποιήσει μία δική του ανάγκη. Ας θυμηθούμε τη φράση του Andreoni στο δεύτερο κεφάλαιο. Η φιλανθρωπία είναι σε κάθε περίπτωση «ζήτηση», που ικανοποιείται μέσω κάποιας προσφοράς. Ο αλτρουιστής - φιλάνθρωπος «ζητά» κάποιον φτωχό για να του δώσει χρήματα, και ο φτωχός του προσφέρει αυτήν την ικανοποίηση επειδή ανταποκρίνεται προσωπική του ζήτηση για χρήματα. Ένας φίλος μας προσφέρει συναισθηματική ζεστασιά. Αλλά για να επιβιώσει η φιλία χρειάζεται να ανταποκριθούμε και σε δικές του ανάγκες.

Συμβολική Διάδραση/ πως τα άτομα αναπτύσσουν τηνέννοια του εαυτού σε διάδραση με τους άλλους/διαδικασία γίγνεσθαι (Mead)

Λεκτικές και μη λεκτικές- Σηματοδότες.

ζώνες προσωπικού χώρου οικειότητας Hall: προσωπικός χώρος μισό έως ενάμισι μέτρο φίλοι πολύ γνωστοί Κοινωνική απόσταση 1,5- 3 μέτρα δημόσια απόσταση πάνω από τρία μέτρα

«Κοινωνικοποίηση» είναι η διαδικασία μάθησης που διαρκεί καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου και αναφέρεται στην ένταξη και στην ενσωμάτωσή του σ΄ ένα κοινωνικό σύνολο. Αφενός με την κοινωνικοποίησή του το άτομο αποκτά μία ιδιαίτερη θέση μέσα στο σύνολο και αφετέρου, με αυτόν τον τρόπο, γίνεται και αυτός μέρος του συνόλου και φορέας της κοινωνικής κληρονομιάς που θεμελιώνει τη συλλογική ταυτότητα (τη συναίσθηση του «εμείς») (Τσαούσης, 1996: 145-146) Δηλαδή το άτομο εντάσσεται στην κοινωνία, μέσω της αφομοίωσης του συστήματος γνώσεων, κανόνων και αξιών.

Επιπολιτισμός είναι μία πιο αφανής διαδικασία, συνήθως περισσότερο ασυνείδητη και έχει να κάνει με τη μάθηση και εσωτερίκευση των πολιτισμικών στοιχείων που μαθαίνει ένα άτομο μέσω της επαφής του με την κοινωνία (βλ. Segall et al, 1996). Κάποιες συνήθειες, πράξεις, ενέργειες τρόποι έκφρασης εσωτερικεύονται ως μιμητισμός

Εθνομεθοδολογία/ η εξέταση δράσης κάτω από τηνεπιφάνεια της κοινωνικής συμπεριφοράς/ πώς ταάτομα φτιάχνουν και μοιράζονται την κατανόηση τηςκοινωνικής ζωής/ πως στηρίζουν την δράση τους(Garfinkel)

_ Δραματουργική προσέγγιση- κοινωνική ζωή= θέατρο=άτομα παίζουν διαφορετικούς ρόλους (Goffman)

Τι είναι ο κοινωνικός ρόλος; Η συμπεριφορά που οφείλει και αναμένεται να έχει το άτομο λόγω της θέσης του σε μια κοινωνική ομάδα. Ή Η αναμενόμενη συμπεριφορά από τον κάτοχο μιας κοινωνικής θέσης.

Πώς μαθαίνονται οι ρόλοι; Τους μαθαίνουμε από τα πρώτα στάδια της ζωής μας Μέσα από το παιχνίδι Μέσα από την οικογενειακή ζωή Μέσα από τη σχολική ζωή Μέσα από τα Μ.Μ.Ε. κλπ

Τι είναι οι κοινωνικοί κανόνες; Όλες οι κοινωνίες έχουν κάποια ιδεώδη, κάποιες κοινωνικές αξίες.Αυτές οι αξίες εκφράζονται με τους κοινωνικούς κανόνες

Κοινωνική στάση: ένα σύνολο από γνώμες που καθορίζουν τη συμπεριφορά μας απέναντι σε ανθρώπους ή καταστάσεις.

Όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο κάθε άτομο επιδιώκει μέσω κοινωνιακών πλαισίων να ικανοποιήσει τις υποκειμενικά εκλαμβανόμενες ως ανάγκες του. Η συνύπαρξη σε κάθε ένα από αυτά καθορίζεται από ορισμένους τυπικούς ή άτυπους κανόνες. Το άτομο δεν είναι ελεύθερο να συμπεριφερθεί σύμφωνα με τα δικά του «θέλω» γιατί αυτά βρίσκονται σε αλληλεπίδραση, συνεξάρτηση ή σε σύγκρουση με τα «θέλω» των άλλων, και μέσω αυτών προσδιορίζονται και διαμορφώνονται. Αυτό σημαίνει εντέλει ότι κάθε άνθρωπος τείνει να εξωτερικεύσει ένα συγκεκριμένο φάσμα συμπεριφορών σε κάθε ιδιαίτερο περιβάλλον. Σε επίπεδο κοινωνίας μαθαίνει γενικά τους τρόπους μέσα από δύο πολύ γενικές διαδικασίες της κοινωνικοποίησης και του επιπολιτισμού τα όρια των διεκδικήσεων, τους τρόπους και τα αποδεκτά μέσα για να ικανοποιήσει ορισμένες ανάγκες που δεν μπορεί να τις ικανοποιήσει μόνος του. Σε μικρότερα κοινωνιακά πλαίσια όπως στη γειτονιά, σε μία φιλική παρέα στο χώρο εργασίας, απαιτούνται συνήθως πρόσθετοι ή πιο προσαρμοσμένοι τρόποι αποδεκτής συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά του ατόμου διαφοροποιείται και αφομοιώνει συνειδητά ή ασυνείδητα κάποιους ειδικότερους κανόνες, αξίες και κώδικες επικοινωνίας εφόσον επιθυμεί να συμβιώσει αποτελεσματικά και να ικανοποιήσει κάποιες ανάγκες του.

Η συμμετοχή μαζί με άλλους ανθρώπους που έχουν ένα κοινό σκοπό ή ένα κοινό συμφέρον σε συγκεκριμένα κοινωνιακά πλαίσια συνθέτουν την έννοια της συλλογικότητας. Κάθε συλλογικότητα μπορεί να έχει μονιμότερο ή περιπτωσιακό και συγκυριακό χαρακτήρα, χωρίς κάποια προηγούμενη διασύνδεση μεταξύ των ατόμων. Η εκροή της συλλογικότητας είναι συλλογική δράση.

Κάποιοι ορισμοί που την περιγράφουν είναι «η κοινή δράση για την επίτευξη κοινών συμφερόντων (Tilly, 1978), όταν «συντρέχουν περιπτώσεις κοινών σκοποθεσιών ή συλλογικών αγαθών» (Olson, . Ωστόσο, εδώ θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Μπορεί ο σκοπός για τον οποίο αναλήφθηκε η συλλογική δράση να είναι κοινός, δεν είναι όμως απαραίτητα ο ίδιος για κάθε μέλος που συμμετέχει. Ο συλλογικός σκοπός είναι απλώς η εκροή προσωπικών στόχων, σε ένα περιβάλλον που τα άτομα κρίνουν ότι θα ικανοποιήσουν τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Αποτελεί μία νέα διάσταση σύμπτωσης ποικίλων προσωπικών αναγκών και κινήτρων. Επομένως κάθε συλλογικότητα είναι ένα σύστημα που δημιουργείται λόγω συγκεκριμένων αναγκαιοτήτων των μελών της (υποσυστημάτων)

υπό τις συνθήκες του ευρύτερου περιβάλλοντος. Το αποτέλεσμά της συντίθεται σε μία νέα οντότητα (η συλλογική). Ένα μεγαλύτερο σύστημα που μπορεί να διαφέρει από τις επιμέρους ανάγκες που τη συνιστούν17.

Όταν μία συλλογικότητα δεν έχει περιπτωσιακό χαρακτήρα συνήθως αναφερόμαστε σε περισσότερο σταθερούς σκοπούς με διάρκεια στο χρόνο. Κατά συνέπεια κάθε συλλογικότητα αντιμετωπίζει την ανάγκη να ρυθμίσει τον τρόπο που θα λειτουργεί ώστε να μην διαλυθεί, αλλά και να αυξήσει τις πιθανότητες επίτευξης των στόχων της. Δημιουργείται επομένως σε πολλές περιπτώσεις μία οργάνωση (organization). Κάποιες περιγραφές που έχουν προταθεί για την οργάνωση είναι οι εξής: «….μία ομάδα δομημένη κατά απρόσωπο τρόπο και με προορισμό την επιδίωξη κοινών σκοπών» (Giddens, 393 Ott, 2001: 267), μία διάταξη επικοινωνιών και σχέσεων μεταξύ μίας ομάδας ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών λήψης και εφαρμογής αποφάσεων (March and Simon, 2003), ένα σύστημα αλληλεπίδρασης ατόμων (R. Hall, 1987:112). Ιδιαίτερα σημαντική είναι η προσθήκη της μεταβλητής «περιεχόμενο» σε μία ομάδα ή οργάνωση, η οποία συγκροτεί την ταυτότητά της «κατά περιεχόμενο» έναντι του περιβάλλοντός της (και διαφοροποιείται από αυτό)18 (Dunphy, 1972: 95). Όταν μία συλλογική δράση λαμβάνει τη μορφή οργάνωσης διακρίνεται από τα εξής χαρακτηριστικά:

α) Έχει γενικούς και ειδικούς σκοπούς, β) προσελκύει άλλα άτομα, γ) αποκτά και κατανέμει πόρους για την επίτευξη του των σκοπών της, δ) δημιουργείται μια δομή για να συντονιστούν οι επιμέρους εργασίες και ε) επιτρέπει σε ορισμένα μέλη να ηγηθούν ή να διευθύνουν τους άλλους»

(Ott, 2001: 267). Χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι κάθε οργάνωση αποτελεί εκροή ενός

συγκεκριμένου πολιτισμικού συστήματος και συντίθεται από νόρμες και συμπεριφορές, τεχνολογία και από τις επιρροές του ευρύτερου φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιείται. Οι ίδιες οι οργανώσεις «αντικατοπτρίζουν μία δομικά και κοινωνικά κατασκευασμένη πραγματικότητα» (Meyer and Rowan, 1978: 346, Di Maggio and Anheier, 1990: 137. Υπό αυτό το πρίσμα είναι ένας υλοποιημένος θεσμός και προκύπτει από ένα σύνολο ιδεών, μέσων και τρόπων για το πώς κάποιες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν (Ahrne, 1994). Η οργάνωση είναι το αποτέλεσμά τους.

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι μία οργάνωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται αφαιρετικά ή ερμηνευτικά ως πρόσωπο- άτομο σε οποιαδήποτε έκφρασή της. Ένας άνθρωπος έχει προσωπικότητα και συναισθήματα. Μία οργάνωση δεν έχει ούτε προσωπικότητα ούτε συναισθήματα. Αποτελεί εκροή της σύνθεσης διαφορετικών προσωπικοτήτων και συναισθημάτων των προσώπων που την

17 Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα: Μία περιστασιακή συλλογικότητα μπορεί να δημιουργηθεί για τη δενδροφύτευση ενός καμένου δάσους. Ο συλλογικός σκοπός και η συλλογική δράση είναι η αναγέννηση του δάσους. Αλλά τα άτομα που συμμετέχουν μπορεί να έχουν και διαφορετικά κίνητρα από τη συλλογική δράση. Κάποιος μπορεί να θέλει να βάλει υποψηφιότητα για βουλευτής και το βασικό του κίνητρο είναι η επιδοκιμασία των εν δυνάμει ψηφοφόρων που συμμετέχουν. Κάποιος άλλος συμμετέχει γιατί θέλει να γνωρίσει νέους φίλους. Άλλος γιατί είναι η εργασία του και πληρώνεται από κάποια εταιρεία που είναι χορηγός. Μπορούμε να διαπιστώσουμε αναρίθμητα επιμέρους κίνητρα και ανάγκες που διαφέρουν από τον προφανή συλλογικό σκοπό.18 Αυτή η παράμετρος αναφέρεται σε θέματα και περιεχόμενα της επικοινωνίας με συμβολικά αναπαριστώμενες (και από άποψη χρόνου σχετικά αμετάβλητες δομές νοήματος), όπως είναι οι κανονιστικές αρχές, οι αξίες οι ιδεολογίες (Dunphy: 1972: 95).

απαρτίζουν, συχνά με διαφορετικά συμφέροντα, σκοπούς, ισχύ όπως και παραστάσεις θεώρησης της ύπαρξης και της λειτουργίας της. Αποτελεί μία εξολοκλήρου νέα οντότητα (ένα σύνθετο και περίπλοκο κοινωνικό σύστημα) που αλληλεπιδρά ταυτόχρονα με το εξωτερικό περιβάλλον ως ιδιαίτερη ολότητα. Διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο προφίλ και μία συμπεριφορά που επηρεάζεται σημαντικά από κάποιους ανθρώπους μέσα σε αυτή. Αποτελεί αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης τόσο στο εσωτερικό της όσο και σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον που την τροφοδοτεί με πόρους (υλικούς και άυλους).

Ωστόσο, τα άτομα δια της διαντίδρασης και την συλλογικής δράσης αποκτούν συχνά τη συναίσθηση του «εμείς» που διαφέρει από το άθροισμα των επιμέρους «εγώ» που τη συγκροτούν. Όπως είχε διακρίνει σαφώς Durkheim, η ολότητα δεν ταυτίζεται με το άθροισμα των μερών της και οι ιδιότητές της διαφέρουν από τις ιδιότητες των μερών που τη συνιστούν Συγκροτείται επομένως μία διαφοροποιημένη συλλογική και ιδιαίτερη συμπεριφορά. Η διαφοροποιημένη συλλογική συμπεριφορά δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο των ανθρώπων αλλά όλων των ζώων που ζουν σε αγέλες. Η συλλογική οργανωσιακή κουλτούρα που δημιουργείται, όπως και οι ψυχοκοινωνικές δυναμικές που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της συνδιαμορφώνουν την ατομική συμπεριφορά κάθε μέλους. Δηλαδή τις ατομικές αναγκαιότητες και την ιεράρχησή τους που αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Επιπλέον συμμετέχει παράλληλα και σε άλλες συλλογικότητες ή οργανώσεις αποκτώντας πρόσθετες παράλληλες ταυτότητες. Συμπερασματικά, οι ατομικές αναγκαιότητες και οι τρόποι που θεωρούν τα μέλη ότι θα τις ικανοποιήσουν, ταυτόχρονα με άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους, εντάσσονται σε ένα συλλογικό πλαίσιο πολύ πιο σύνθετο καθώς αλληλεπιδρούν τόσο με τα άλλα άτομα, όσο και όλοι μαζί με το εξωτερικό περιβάλλον της συλλογικότητας-οργάνωσης. Ο αυτονόητος εξαιρετικός βαθμός περιπλοκότητας των συνιστωσών που διαμορφώνουν αυτό το νέο σύστημα μας οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι κάθε συλλογικότητα και ιδιαίτερα οι πιο σταθερές στο χρόνο όπως μία οργάνωση, συνθέτουν μία νέα διάσταση.

Όπως είχε διακρίνει σαφώς Durkheim, η ολότητα δεν ταυτίζεται με το άθροισμα των μερών της και οι ιδιότητές της διαφέρουν από τις ιδιότητες των μερών που τη συνιστούν19. Τα άτομα δια της διαντίδρασης και την συλλογικής δράσης αποκτούν συχνά τη συναίσθηση του «εμείς» που διαφέρει από το άθροισμα των επιμέρους «εγώ» που τη συγκροτούν. Συγκροτείται επομένως μία διαφοροποιημένη συλλογική και ιδιαίτερη συμπεριφορά. Η διαφοροποιημένη συλλογική συμπεριφορά δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο των ανθρώπων αλλά όλων των ζώων που ζουν σε αγέλες. Η συλλογική οργανωσιακή κουλτούρα που δημιουργείται, όπως και οι ψυχοκοινωνικές δυναμικές που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της συνδιαμορφώνουν την ατομική συμπεριφορά κάθε μέλους. Δηλαδή τις ατομικές αναγκαιότητες και την ιεράρχησή τους που αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Επιπλέον κάθε μέλος συμμετέχει παράλληλα και σε άλλες συλλογικότητες ή οργανώσεις αποκτώντας πρόσθετες παράλληλες ταυτότητες. Συμπερασματικά, οι ατομικές αναγκαιότητες και οι τρόποι που θεωρούν τα μέλη ότι θα τις ικανοποιήσουν, ταυτόχρονα με άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους, εντάσσονται σε ένα συλλογικό πλαίσιο, πολύ πιο σύνθετο.

19 Τα άτομα που συμμετέχουν σε συλλογικότητες, ακόμα και αν είναι περιστασιακές, μεταβάλλουν ορισμένες φορές καταλυτικά τη συμπεριφορά τους, χωρίς αυτή να μεταβάλλεται μόνιμα. Ο Lebon παρατήρησε για πρώτη φορά αυτή τη μεταβολή στον όχλο (Lebon, 2010). Η ιδιαιτερότητα της συλλογικότητας χαρακτηρίστηκε από τον Hobbes ως «τεχνητός άνθρωπος» και από τον Weber ως πλάσμα (βλ. Αλεξανδρόπουλος, )..

Αλληλεπιδρούν τόσο με τα άλλα άτομα εσωτερικά και εξωτερικά, όπως και όλοι μαζί με το εξωτερικό περιβάλλον της συλλογικότητας-οργάνωσης. Ο αυτονόητος εξαιρετικός βαθμός περιπλοκότητας των συνιστωσών που διαμορφώνουν αυτό το νέο σύστημα, μας οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι κάθε συλλογικότητα και ιδιαίτερα οι πιο σταθερές στο χρόνο όπως η οργάνωση, συνθέτουν μία νέα διάσταση.

Ποικίλες κατηγοριοποιήσεις έχουν προταθεί για τις οργανώσεις ανάλογα με τη μορφή, τους σκοπούς, τα μέσα που χρησιμοποιούν, και άλλα κριτήρια. O Parsons διέκρινε τέσσερις τύπους: α) Παραγωγής (γενικά), β) πολιτικές (με την ευρύτερη έννοια), γ) ενσωμάτωσης και δ) αυτές που εξασφαλίζουν τη συνέχεια σε μία κοινωνία. Διάφορους τύπους πρότειναν και οι Etzioni, Kahn και άλλοι (βλ. συνοπτικά R. Hall, 1987, Sjostrand, 2000) Γενικά η μελέτη των οργανώσεων επιμερίζεται σε τρεις αλληλοεπιδρόμενες συνιστώσες:

στο εσωτερικό της οργάνωσης: Δηλαδή τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς στο εσωτερικό της.

Το μίκρο-επίπεδο: Εστιασμένο στις λειτουργίες και τη συμπεριφορά μίας οργάνωσης.

Το μάκρο-επίπεδο: Οι οργανώσεις όπως μελετώνται μέσα στο ευρύτερο περιβάλλουν όπου εμφανίζονται και λειτουργούν.

Θεωρίες για την οργάνωση

Οι θεσμικές θεωρήσεις επικεντρώνονται στις συνθήκες, τα έθιμα και την κουλτούρα, ως προσδιοριστικά στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εξετάζουν τις οργανώσεις με αφετηρία το μάκρο-επίπεδο βάσει της φύσης των ευρύτερων κοινωνικών δομών των οποίων αποτελούν μέρη. Οι θεσμοί παίζουν σημαντικό ρόλο και στην οργανωσιακή συμπεριφορά εξαιτίας διαφόρων πεποιθήσεων, πίστης και κοινωνικών κανόνων που έχουν θεσμοποιηθεί (Powell and Friendkin, 1987, Chasse, 1995, Knoke and Prensky, 1984: 307). Επιτρέπουν δράσεις και ενδυναμώνουν προσπάθειες, αλλά θέτουν όρια και φράγματα όσον αφορά τις επιλογές (Cambell, 1998: 378). Στο βαθμό που οι θεσμοί και οι τύποι των οργανώσεων ποικίλουν σε διαφορετικές κοινωνίες, οι δομές και οι συμπεριφορές τους δύναται να είναι πολύ διαφορετικές. Η θεσμική σχολή αναπτύχθηκε ως κριτική στις κλασσικές οικονομικές θεωρίες που υποστηρίζουν ότι τα άτομα και οι οργανώσεις δρουν σύμφωνα με τη λογική και τα συμφέροντά τους. Αντιτείνει ότι υπάρχουν ποικίλοι άλλοι παράγοντες (θεσμικοί) που τους ωθούν σε μη ορθολογικές επιλογές οι οποίες αποτελούν και αντικείμενο μελέτης για τη θεσμική οπτική (βλ. και Herman and Renz, 1999). Ειδικότερα, η νεοθεσμική σχολή στην πολιτική οικονομία επικεντρώνεται στο κόστος συναλλαγής ως κρίσιμο κριτήριο για τη θεσμική επιλογή (βλ Badelt, 1990)20.

Ανταγωνιστική στις θεσμικές προσεγγίσεις είναι η «θεωρία της ορθολογικής επιλογής» (rational choice theory). Έχει ως σημείο εκκίνησης το άτομο το οποίο δρα «λογικά και κατανοητά» και θα επιλέξει την πράξη με το καλύτερο αποτέλεσμα (Coleman and Fararo, 1992: xi). Ως κεντρική έννοια της θεωρίας ανάγεται η «βελτιστοποίηση» που άλλοτε μεταφράζεται ως

20 Οι νεοθεσμικές προσεγγίσεις κατακρίθηκαν γιατί δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στους θεσμούς, στην ντετερμινική λογική και στον ισομορφισμό, ενώ παραβλέπουν τη μεταβολή και τη σύγκρουση της θεσμικής συμπεριφοράς, αλλά και το ρόλο του ατόμου (Kramer, 2000: 14).

μεγιστοποίηση του οφέλους, άλλοτε ως ελαχιστοποίηση του κόστους και άλλοτε με διαφορετικούς τρόπους (1992: xi). Σε επίπεδο οργάνωσης βασίζεται στο αξίωμα ότι «οι οργανώσεις αποτελούν λογικές φόρμες κοινωνικής αλληλεπίδρασης» (Knoke and Prensky, 1984: 307). Η κριτική που ασκείται συνήθως συνοψίζεται στο ότι τα πρόσωπα και οι οργανώσεις δεν ενεργούν πάντοτε λογικά, σύμφωνα με το συμφέρον τους, αλλά υπάρχουν θεσμοί, παραδόσεις, δομικά και κοινωνικά επιβαλλόμενες νόρμες και συμπεριφορές που περιορίζουν το φάσμα των επιλογών που είναι διαθέσιμες για κάθε άτομο ή οργάνωση. Αλλά σύμφωνα με τους Coleman και Fararo, ο κεντρικός στόχος της θεωρίας αφορά στο «πως παράγονται κοινωνικές εκροές σύμφωνα με τη λογική των ίδιων των παραγόντων (actors) που οι πράξεις τους μπορεί κάποιες φορές να μην κρίνονται ορθολογικά ως οι βέλτιστες» (Coleman and Fararo, 1992: xii).

Οι οικο-συστημικές προσεγγίσεις (organizational ecology- the population ecology model) ερμηνεύουν σε μάκρο-επίπεδο πως δημιουργούνται, μεταβάλλονται και «πεθαίνουν» οι οργανώσεις και μετρούν την πυκνότητα τους σε ένα περιβάλλον (Knoke and Prensky, 1984, Singh and Lunsden, 1990). Αφορούν στη μελέτη της «μοίρας» των οργανώσεων σε ένα περιβάλλον όπου οι πιο επιτυχημένες θα «επιζήσουν». Δηλαδή αυτές που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος σε σχέση με αυτές που δεν ταιριάζουν σε αυτό (Knoke and Prensky, 1984, McPherson, 1988: 42)21. Βέβαια υφίσταται πάντοτε το ερώτημα: «Οι οργανώσεις επιζούν επειδή ταιριάζουν στο περιβάλλον ή ταιριάζουν επειδή επιζούν;» Ο McPherson το θεωρεί ως ένα ταυτολογικό πρόβλημα (McPherson, 1988: 42), αλλά στην πραγματικότητα υποκρύπτεται η αμφιβολία για το αν μπορούμε a priori να καθορίσουμε αν μία οργάνωση είναι «καταδικασμένη σε θάνατο» επειδή δεν ταιριάζει σε ένα περιβάλλον22.

Μία άλλη κατηγορία εστιάζει την ύπαρξη και τη συμπεριφορά των οργανώσεων βάσει της διαθεσιμότητας πόρων του περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιούνται (resource dependence model). Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της οικονομικής θεωρίας «οι πόροι σε ένα περιβάλλον είναι περιορισμένοι» και σε επίπεδο οργάνωσης μη σταθεροί και μη εξασφαλισμένοι. Η θεωρία αναφέρεται στις περιβαλλοντικές συνθήκες σύμφωνα με τις οποίες οι οργανώσεις προσαρμόζονται ανάλογα με τους πόρους, τη ζήτηση και τον ανταγωνισμό (Powell and Friendkin, 1987: 181). Το κλειδί για την επιβίωση μίας οργάνωσης είναι η ικανότητά της να αποκτά και να διατηρεί πόρους (Froelich, 1999: 247). Σύμφωνα με την οπτική αυτή, οι οργανώσεις μεταβάλλουν τις δομές και τους στόχους τους με σκοπό να αποκτήσουν τους απαραίτητους πόρους για να επιβιώσουν. Δηλαδή προσαρμόζονται στη ζήτηση των πελατών που έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν τους πόρους αυτούς (1987: 182), αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις προσπαθούν να μεταβάλλουν το περιβάλλον από το να υποταχθούν σε αυτό (Knoke and Prensky, 1984). Κλειδί για την επιτυχία της κάθε οργάνωσης αποτελεί η διαχείριση (management) και οι στρατηγικές επιλογές της διοίκησης.

21 To οικολογικό μοντέλο, σύμφωνα με τον Kramer, είναι πιο χρήσιμο όταν το περιβάλλον είναι σχετικά σταθερό για ένα δίκτυο από οργανώσεις και ο ρυθμός εισόδου και εξόδου από αυτό είναι χαμηλός (Kramer, 2000: 11)22 Οι οικολογικές οπτικές έχουν κατακριθεί επειδή στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε μία ιστορική εκδοχή της κοινωνίας ως οργανισμός, όπου όλες οι μη συμβατές υπάρξεις τείνουν να αποβάλλονται. Αλλά και δεν περιλαμβάνουν την έννοια της καινοτομίας που δημιουργεί τη μεταβολή σε ένα περιβάλλον και πολλές φορές δεν διαπιστώνεται εκ των προτέρων συμβατή με τις οικολογικές επιταγές.

Πως δημιουργείται μία οργάνωση;

ΑτομικήΑνάγκη

Τρόπος πουπιστεύειότιθατιςικανοποιήσει

Ανάγκεςάλλων μελών

Τρόπος πουπιστεύουν ότιθατιςικανοποιήσουν

Πλαίσιοσύμπτωσηςαναγκών

αποτυχία

ΑρχικόςΣχεδιασμόςτηςΟργάνωσης-

Διαπίστωσηβασικώνοργανωσιακώναναγκών

Τρόποιικανοποιησης

δομήκατανομήρόλωνΠηγές πόρων κ.α.

Ευρύτερο οικοσύστημα

ΑρχικήλειτουργίαΟργάνωσης

Ενδιαφερόμενα μέρη

Ενδιαφερόμεναμέρη Διαμόρωση

Δομής τηςοργάνωσης

Διαπραγμάτευσηόρων συνεργασίας

Επιλογή καλύτερηςδυνατής

οργανωσιακήςμορφής

Κοινωνικό κεφάλαιο

Ως προς τον ορισμό και τα βασικά χαρακτηριστικά του, το κοινωνικό κεφάλαιο συναντά ευρύτατη συναίνεση απόψεων23 και συνοψίζονται στον εξής ορισμό: «Σχηματίζεται μέσα από τις κοινωνικές νόρμες και συμπεριφορές, από τα συστήματα υποχρεώσεων και προσδοκιών των ατόμων από τους άλλους και γενικά από όλα εκείνα τα στοιχεία της κοινωνικής δομής που διευκολύνουν τη δημιουργία κοινωνικών δικτύων που στηρίζονται στην εμπιστοσύνη (trust) μεταξύ των μελών τους και έχουν ως αποτέλεσμα το αμοιβαίο όφελος.

Η ύπαρξη εμπιστοσύνης είναι προαπαιτούμενο και παράγωγο της συσσώρευσης κοινωνικού κεφαλαίου. Βασίζεται στην διαρκή αλληλεπίδραση («επαναλαμβανόμενο παίγνιο», σύμφωνα με τους θεωρητικούς των παιγνίων) των συμβαλλόμενων (actors) ή ανάμεσα σε ομάδες συμβαλλόμενων (Coleman, 1994, Putnam, 1994).

Η εμπιστοσύνη αποτελεί ένα βασικό συστατικό στις συναλλαγές (οικονομικές και κοινωνικές) μεταξύ προσώπων. Οι Lazaric και Lorenz σημειώνουν ότι γενικά βασίζεται στην άποψη/πίστη ενός παράγοντα παρά στη συμπεριφορά του. Αλλά και την πίστη/άποψη που έχει για τους τρίτους και καθορίζει τη στάση του απέναντί τους, ενώ επισημαίνουν ότι υπάρχουν διαφορές στην έντασή της (μικρή- μεγάλη), αλλά και ποιοτικές σε διάφορα επίπεδα (εμπιστοσύνη στα συμβόλαια, στην καλή θέληση του τρίτου, ανταγωνιστική εμπιστοσύνη κλπ) (Lazaric and Lorenz, 1998: 2).

Η ύπαρξη εμπιστοσύνης διευκολύνει γενικά όλες τις δραστηριότητες σε μία κοινωνία (Putnam, 1993, Fukuyama 1996, La Porta et al, 1997). Οι Knack και Keefer σε έρευνά τους σε 29 χώρες κατέληξαν ότι οι επενδύσεις και οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι μεγαλύτεροι εκεί που η εμπιστοσύνη και η συνεργασία είναι εκτεταμένη24 (Knack and Keefer, 1997). Στις ίδιες εμπειρικές διαπιστώσεις καταλήγει το σύνολο των θεωρητικών προσεγγίσεων. Εμπιστοσύνη, κοινωνικό κεφάλαιο και ανάπτυξη είναι έννοιες αλληλένδετες. Οι Σκανδιναβικές χώρες έχουν το υψηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης (τα 2/3 των απαντήσεων ήταν θετικές), αλλά και γενικότερα οι χώρες που έχουν υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα (βλ και La Porta et al, 1997).

Σύμφωνα με τα αρνητικά κριτήρια και τους ανασταλτικούς παράγοντες για τη συγκέντρωση κοινωνικού κεφαλαίου που διακρίνονται από διεθνείς συγκριτικές έρευνες, είναι οι κάθετες ιεραρχικές δομές οργάνωσης25 (Putnam, 1993), «οι ιεραρχικές θρησκείες»26 (La Porta, 1997), οι σχετικά ισχυροί δεσμοί στην οικογένεια (Fukuyiama, 1996), η γενικότερη δυσπιστία- έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι σε κρατικούς θεσμούς και γενικότερα στη λειτουργία της δημοκρατίας, αλλά και στη δυσλειτουργία της αγοράς.

Τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν είναι τριών ειδών: α) Η μείωση του κόστους συναλλαγής, β) η διάχυση τη πληροφορίας ανάμεσα στα υποκείμενα του κοινωνικού δικτύου (information sharing), γ) η μείωση των εξόδων παρακολούθησης της κοινής δράσης από τρίτο παράγοντα (monitoring costs) στο βαθμό που η σχέσεις στηρίζονται στην εμπιστοσύνη.

Μία όψη της ύπαρξης αλλά και μέτρησης του κοινωνικού κεφαλαίου αποτελεί «η γενικευμένη εμπιστοσύνη που δημιουργείται ως προϊόν από τις δραστηριότητες ατόμων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους μέσα από επίσημες και ανεπίσημες εθελοντικές οργανώσεις (Rudd, 2000: 136)

23 Αν και υπάρχουν ορισμένες διαφορές στους ορισμούς. Αυτό οφείλεται κυρίως στις διαφορετικές οπτικές γωνίες που υιοθετούνται, αλλά και στις εκάστοτε αξιολογήσεις αναφορικά με τη χρηστική και ερμηνευτική σημαντικότητα του όρου (για τις επιμέρους διαφορές στους ορισμούς βλ. Center for Public Sector Standings et al, 1999)24 Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκε η ερώτηση: «Μιλώντας γενικά, θα λέγατε ότι τους περισσότερους ανθρώπους μπορούμε να τους εμπιστευτούμε;» (Knack and Keefer, 1997).25 Οι ιεραρχικές δομές αναφέρονται τόσο σε μάκρο όσο και σε μικρο-κοινωνικό επίπεδο.26 Η καθολική, η ανατολική ορθόδοξη και οι μουσουλμανικές (La Porta et al, 1997: 336)

1.1 Η Διαφορετικότητα

Όλοι εμείς οι άνθρωποι υπαγόμαστε σε δύο διαδικασίες εξέλιξης: Της γενετικής και της πολιτισμικής. Αυτές οι δύο διαδικασίες συντελούνται παράλληλα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, πάντοτε σε αλληλεπίδραση με τις συνθήκες του περιβάλλοντος (Segall, et al, 1996).

Στην Αφρική, το μαύρο χρώμα του δέρματος των κατοίκων είναι αποτέλεσμα προσαρμογής του ανθρώπινου οργανισμού στο φυσικό περιβάλλον. Αυτό το χαρακτηριστικό παρότι είναι κοινό, δεν σημαίνει ότι οδηγεί και στην ομοιότητα μεταξύ των όλων των ανθρώπων της Αφρικής. Γιατί για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, η διαδικασία της γενετικής προσαρμογής είναι αποτέλεσμα απείρων διακλαδώσεων στη γενεαλογική αλυσίδα, με αποτέλεσμα τα φυσικά χαρακτηριστικά των μαύρων κατοίκων της Αφρικής να διαφέρουν γεωγραφικά. Οι λαοί που βρίσκονται εγγύτερα της Μεσογείου έχουν γενικά πιο ανοιχτό μαύρο χρώμα σε σχέση με τους λαούς που διαβιούν στη νοητή γραμμή του Ισημερινού. Αν εξετάσουμε και άλλα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά θα δούμε ότι υπάρχουν και μεγάλες διαφορές που εντοπίζονται από φυλή σε φυλή. Στις άκρες αυτής της αλυσίδας ακόμα και μέσα στην ίδια οικογένεια, ανάμεσα σε αδέλφια, κάθε άνθρωπος διαφέρει στα φυσικά του χαρακτηριστικά σε σχέση με κάποιον άλλον. Με την ανάλυση του D.N.A., με τα δαχτυλικά αποτυπώματα, ακόμα και με τις διαφορές της ίριδας των ματιών, είμαστε βέβαιοι ότι κάθε άνθρωπος διαθέτει μία, μοναδική και ανεπανάληπτη βιολογική ταυτότητα.

Στην Ευρώπη, οι περισσότεροι άνθρωποι γίνονται χριστιανοί και όχι βουδιστές. Αυτό είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό πολιτισμικής προσαρμογής των κατοίκων της Ευρώπης. Αλλά και σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης διακρίνουμε ότι κυριαρχούν ιδιαίτερα δόγματα του χριστιανισμού (καθολικοί, προτεστάντες, ορθόδοξοι κ.α.). Ακόμα και αν συγκρίνουμε δύο χριστιανούς ορθόδοξους που έχουν μεγαλώσει στον ίδιο τόπο, στην ίδια οικογένεια και με τις ίδιες αρχές από τους γονείς τους, διαπιστώνουμε διαφορές ως προς το τι πιστεύουν και με ποιον τρόπο εκδηλώνουν τη θρησκευτικότητά τους. Ο ένας αδελφός μπορεί να εμπνέεται περισσότερο από την παραβολή του «Καλού Σαμαρείτη», ενώ ο μικρότερος ίσως από τον «Άσωτο Υιό»(!). Φανταστείτε τώρα, αν συνυπολογίσουμε τις ιδιαίτερες προτιμήσεις των δύο αδελφών για τον αθλητισμό, τη μουσική, τη διασκέδαση κ.λπ. Είναι αδύνατον να αναπτύξουν την ίδια ακριβώς προσωπικότητα. Ακόμα και ένα βιβλίο που διάβασε μόνον ο ένας από τους δύο, είναι ικανό να κάνει τη διαφορά…

Σ’ αυτά τα δύο παραδείγματα, οι παράγοντες που διαμορφώνουν τόσο τη φυσική όσο και την πολιτισμική προσαρμογή μας στο περιβάλλον, είναι απείρως πολυδιάστατοι. Εξαρτώνται από τη γενετική και πολιτισμική μεταβίβαση από γενιά σε γενιά και συνδιαμορφώνονται εκούσια ή ακούσια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Οι άπειροι παράγοντες που επηρεάζουν σε διαφορετικό βαθμό καθέναν από εμάς ξεχωριστά συνιστούν και τη μοναδικότητά μας. Είναι αδύνατον να υπάρξει ένας δεύτερος πανομοιότυπος άνθρωπος σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τόσο από βιολογικής-γενετικής άποψης, όσο και ψυχοπνευματικής συγκρότησης και συμπεριφοράς.

Όλοι οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από τη μοναδικότητα και τη διαφορετικότητα της ύπαρξής τους. Διαθέτουν μία και μοναδική παρουσία

διαφορετική από τους άλλους. Αυτή η διαφορετικότητα συνεπάγεται διαφορετικές δυνατότητες, ικανότητες και δεξιότητες.. …αλλά και διαφορετικές ανάγκες.

1.2 Οι Φυσιολογικές Διακρίσεις

«Αν εγώ έχω ύψος 1,90 cm και εσύ 1,75 cm. Ποιος είναι πιο ψηλός;» «Μα φυσικά εγώ»… Αυτονόητη απάντηση. Αν τώρα ρωτήσω «ποιος από τους δυο μας είναι ανώτερος ως άνθρωπος»; Μην ξεχνάμε ότι μας χωρίζουν 15 ολόκληρα εκατοστά! Θα απαντήσετε με το δίκιο σας ότι «αυτή είναι μία πολύ κουτή ερώτηση». Αν είναι δυνατόν να διακρίνουμε τους ανθρώπους λόγω ύψους!

Έχουμε επομένως να κάνουμε με φυσικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι μία διαφορά που γίνεται αντιληπτή απ’ όλους μας. Τα διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά που έχουμε, μας επιτρέπουν να κάνουμε κάποιες πράξεις και ενέργειες πιο εύκολα ή πιο αποτελεσματικά από κάποιον άλλον ή το αντίθετο. Ο ψηλός μπορεί να κατεβάσει πιο εύκολα ένα πιάτο από ένα ράφι που βρίσκεται ψηλά. Ο πιο κοντός θα μπορούσε ίσως με μεγαλύτερη προσπάθεια (πιθανόν και με τη βοήθεια από ένα σκαμπό).

Κατά συνέπεια, είναι λογικό όταν θελήσουμε να κατεβάσουμε αυτό το πιάτο για το τραπέζι μας, να απευθυνθούμε στον ψηλό φίλο της παρέας. Η επιλογή του προσώπου εξαρτάται από ένα φυσικό γνώρισμα, από μία φυσική διαφορά, που στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργεί ως φυσικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον πιο κοντό φίλο μας.

Αν τυχαίνει ο πιο κοντός φίλος μας να έχει την ιδιότητα του ιατρού και εμείς έχουμε ένα χρόνιο πρόβλημα πονοκεφάλου, είναι λογικό να ρωτήσουμε τον ιατρό και όχι τον ψηλό φίλο μας που δεν είναι ιατρός.

Κάνουμε μήπως κάποια διάκριση σ’ αυτές τις δύο ενέργειές; Μα, φυσικά… Διακρίνουμε τους φίλους μας από κάποια αντικειμενικώς διακριτά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που είναι είτε φυσικά (ύψος) είτε είναι επίκτητα (η ιδιότητα του ιατρού). Δεν θα ήταν παράλογο τώρα να πιστεύουμε ότι με αυτές τις επιλογές που κάνουμε θα προσβάλλουμε τον φίλο που δεν επιλέξαμε σε κάθε περίπτωση; Δεν θα ήταν παράλογο και από την πλευρά των φίλων μας να υποθέσουν ότι εμείς θεωρούμε κάποιον ανώτερο γενικά ή πιο άξιο βάσει της επιλογής μας;

Κάθε άνθρωπος έχει ορισμένα φυσικά ή επίκτητα χαρακτηριστικά και ιδιότητες που τον διαφοροποιούν από τους άλλους. Είναι μία λογική διάκριση να μην επιλέξουμε έναν εργαζόμενο στον τομέα της καθαριότητας για να μας ιατρέψει από τους πονοκεφάλους, ούτε ένα παιδί για μία πολύ κοπιαστική εργασία, αλλά ούτε και ένα άτομο με κινητικά προβλήματα στη θέση του διανομέα επιστολών.

Υπάρχουν επομένως μία σειρά από φυσιο-λογικοί περιορισμοί ή και αποκλεισμοί στην εκτέλεση διαφόρων πράξεων και ενεργειών που πηγάζουν από αντικειμενικά διακριτές διαφορές μεταξύ προσώπων. Είναι μία αναπόφευκτη συνέπεια της διαφορετικότητας των ανθρώπων.

1.3 Κοινωνική διαφοροποίηση και κοινωνικές διακρίσεις

«Ποιος θεωρείται γενικά πιο χρήσιμος στην κοινωνία, ένας ιατρός ή ένας εργαζόμενος στην καθαριότητα των δρόμων»; Η κοινωνία μας φαίνεται να αξιολογεί

πιο θετικά τον ιατρό. Αυτή η αναγνώριση μεταφράζεται σε υψηλότερες οικονομικές αποδοχές και μεγαλύτερη εκτίμηση που απολαμβάνει από το κοινωνικό σύνολο λόγω της επαγγελματικής ιδιότητάς του. Έτσι ο ιατρός είναι γενικά πιο αποδεκτός σε μία κοινότητα, η άποψή του έχει συχνά μεγαλύτερη βαρύτητα ακόμα και για αρκετά ζητήματα εκτός του πεδίου της ιατρικής, είναι γενικά πιο εύκολα αποδεκτός σε κοσμικές εκδηλώσεις και συναναστροφές. Δεν συμβαίνει συνήθως το ίδιο με έναν εργαζόμενο στον τομέα της καθαριότητας, ακόμα και αν τυχαίνει ο τελευταίος να έχει μεγαλύτερη γενική μόρφωση και αντίληψη και να είναι πιο ευχάριστος στις συναναστροφές. Αλλά και ο ιατρός συχνά όταν αναφέρει την ιδιότητά του νιώθει υπερηφάνεια, ενώ ο εργαζόμενος στην καθαριότητα αισθάνεται άβολα ορισμένες φορές..

Αν ρωτήσουμε τον κοινωνικό περίγυρο «για ποιο λόγο» προτιμούν περισσότερο τον ιατρό, μία συχνή, λογικοφανής απάντηση είναι: «…μα ο ιατρός μπορεί να θεραπεύει ανθρώπους, λογικό δεν είναι να τον εκτιμούμε περισσότερο;» Αλλά και μία εύστοχη απάντηση θα μπορούσε να είναι « ..και ο καθαριστής δρόμων ενεργεί προληπτικά για την υγεία των ανθρώπων, έτσι ώστε να μην χρειαζόμαστε τόσο συχνά τον ιατρό». Αν και μάλλον όλοι θα συμφωνούσαν μ΄ αυτή την άποψη, δεν θα πάψουν να θεωρούν τον ιατρό ως πιο σημαντικό πρόσωπο….

Αυτή η κοινωνικού τύπου διάκριση παράγεται από τις συλλογικές παραστάσεις27 που έχουμε για το ρόλο του ιατρού σε μία κοινωνία. Εξαρτάται, δηλαδή, από τις αντιλήψεις που μοιράζονται τα περισσότερα μέλη σε μία κοινωνία, αναφορικά με την ιδιότητα του ιατρού.

Αντιλαμβανόμαστε, ότι ορισμένα αντικειμενικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες των ανθρώπων κατατάσσονται, ασυνείδητα πολλές φορές, σε μία αξιολογική κλίμακα. Ποιον θεωρούμε «ανώτερο ή κατώτερο», ποιον θεωρούμε πιο σημαντικό ή πιο ασήμαντο, είναι αποτέλεσμα των συλλογικών παραστάσεων που έχει κάθε κοινωνία. Είναι αποτέλεσμα συνειδητής ή ασυνείδητης μάθησης, που αφομοιώνεται μέσα από τις διαδικασίες της κοινωνικοποίησης και του επιπολιτισμού.

Στο προηγούμενο παράδειγμα, αντιλαμβανόμαστε ότι η σύγκριση λαμβάνει κοινωνικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή παρεμβαίνουν «κοινωνικές αντιλήψεις», κάποια εξωατομικώς προσδιορισμένα κριτήρια αξιολόγησης και προτίμησης. Προχωρούμε σε μία κοινωνικής φύσης διάκριση που βασίζεται σε χαρακτηριστικά τα οποία έχουμε ως κοινωνία αποδώσει σ’ έναν ιατρό, σε σχέση με έναν υπάλληλο καθαριότητας.

Τα αξιολογικά μας κριτήρια υφίστανται σχεδόν σε κάθε έκφραση της κοινωνικότητάς μας. Επηρεάζουν γενικότερα ολόκληρο το φάσμα της προσωπικότητας, από τον τρόπο σκέψης μας, τη συμπεριφορά μας, ακόμα και την αισθητική μας. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Π.Π. μία ελληνίδα θα έπρεπε να διαθέτει κάποια «περιττά κιλά» για να έχει επιτυχίες στο ανδρικό φύλλο. Σήμερα το πρότυπο της «όμορφης γυναίκας» είναι εντελώς διαφορετικό. Η «μόδα» είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αισθητικής που «επιβάλλεται» σε μία κοινωνία. Ένα ρούχο ή ένας τρόπος χτενίσματος που θεωρούμε καλόγουστο και τυγχάνει αποδοχής από την κοινωνία, μετά από πέντε χρόνια μπορεί να φανεί σ’ εμάς τους ίδιους ως κακόγουστο.

27 «Παράσταση» είναι μία θεμελιώδης ανθρώπινη ψυχική δραστηριότητα, με την οποία ανακαλούνται και αναπαρίστανται σχήματα αντίληψης, γνώσεων, σκέψεων, πράξεων και εικόνων που έχουν δημιουργηθεί από προγενέστερες εμπειρίες ή από προηγούμενα ερεθίσματα και επιδράσεις του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, στα μέλη μίας κοινωνίας (Λεξικό Επιστημών του Ανθρώπου, 1992: 308)

Το τι είναι «αποδεκτό και τι είναι μη αποδεκτό», τι είναι «ωραίο και τι όχι», τι θεωρούμε «ηθικό και τι ανήθικο», αλλά και τι είναι «φυσιολογικό» ή «αφύσικο» πολλές φορές, ακόμα και η «επιτυχία ή αποτυχία» ενός ανθρώπου σε οποιαδήποτε έκφραση της προσωπικής και της κοινωνικής του ζωής, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα κυρίαρχα πρότυπα και τις κυρίαρχες αξίες28 που επικρατούν σε μία κοινωνία. Οι αξίες αυτές συνθέτουν και την αιτία για τη δημιουργία κοινωνικού τύπου διακρίσεων, δηλαδή θετικών ή αρνητικών εντυπώσεων, αντιλήψεων και στάσεων που κατατάσσουν τα υποκείμενα της διάκρισης σε αξιολογικές κλίμακες.

Κοινωνικά κριτήρια αξιολόγησης υπήρχαν σ’ όλες τις κοινωνίες και σ’ όλες τις εποχές29. Συμπεραίνουμε επομένως ότι αποτελούν ένα εγγενές χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών. Ανάλογα με τα πρότυπα και τις αξίες κάθε πολιτισμού, οι άνθρωποι αξιολογούνταν, ιεραρχούνταν κοινωνικά και είχαν διαφορετική αντιμετώπιση από τους άλλους.

1.3.1 Ο «κανονικός», ο «φυσιολογικός», και ο «μέσος» άνθρωπος.

Ερώτηση: «Αυτός ο φίλος σου, ο Κώστας, τι άνθρωπος είναι»; Απάντηση: Τι να σου πω… Ένας «κανονικός» άνθρωπος, ένας

«φυσιολογικός» άνθρωπος.Νομίζω πως όλοι μας έχουμε δώσει κάποια στιγμή μία παρόμοια απάντηση. Ενώ φαίνεται κατ’ αρχάς ότι είναι πολύ αόριστη, συχνά ο άνθρωπος που μας ρωτά δεν ζητά περισσότερες διευκρινήσεις. Είναι σαν να γνωρίζουμε όλοι μας περιγραφικά, για ποιον άνθρωπο μιλάμε. Μεταβιβάζουμε, στην ουσία, έναν ολόκληρο «κατάλογο» από πληροφορίες στον συνομιλητή μας μ’ έναν και μοναδικό χαρακτηρισμό.

Αν αισθανόμασταν ότι έπρεπε να δώσουμε κάποια ιδιαίτερη πληροφόρηση, όπως ότι «ο Κώστας είναι ψηλός, έχει ύψος δύο μέτρα», αυτή είναι μία πληροφορία που τον εξαιρεί από τον κανόνα του «συνηθισμένου» ανθρώπου. Αν ο Κώστας είναι τυφλός ή αν ο Κώστας είναι αρκετά πλούσιος, πολύ πιθανά θα δίναμε και αυτές τις πληροφορίες στον φίλο μας. Αν βέβαια ο Κώστας ήταν όλα τα παραπάνω μαζί, σίγουρα δεν θα τον περιγράφαμε ως «έναν κανονικό» ή έναν συνηθισμένο άνθρωπο. Στην πραγματικότητα, οι παραπάνω πιθανές πληροφορίες δίδονται επειδή αποτελούν εξαίρεση από τον «κανόνα». Αποκλίνουν από την έννοια του «κανονικού», του «φυσιολογικού», του «μέσου», του «συνηθισμένου» ανθρώπου. Η έννοια αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, συμπεριλαμβάνει και ολόκληρο το φάσμα της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του.

. Ο μέσος, ο κανονικός, ο συνηθισμένος άνθρωπος χαρακτηρίζεται και από ολόκληρο το φάσμα των αντιλήψεων, συμπεριφορών που θεωρούνται συνηθισμένες, αναμενόμενες και αποδεκτές από την πλειονότητα των πολιτών.

28 Δηλαδή το ποιες αντιλήψεις μοιράζονται οι περισσότεροι πολίτες μίας κοινωνίας. Τι θεωρούν ωραίο και τι όχι, τι θεωρούν γενικά σωστό και τι λάθος κ.ο.κ.29 Αυτό συνέβαινε και στις λεγόμενες «φυλετικές κοινωνίες», αυτές που θεωρούνται ως «πρωτόγονες». Ακόμα και σ’ αυτές που εντοπίζεται οικονομικός εξισωτισμός, δηλαδή δεν υπήρχε άνιση διανομή του πλούτου, ορισμένα μέλη τους επιβραβεύονταν με τη μορφή εξουσιών, κοινωνικής αναγνώρισης και θαυμασμού για ορισμένα χαρακτηριστικά τους, ανάλογα με τις κυρίαρχες αξίες των κοινωνιών (βλ. Balandier, 1990, Clastres, 1992,1999)

Ο μέσος πολίτης δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις, αλλά στον κανόνα. Ο «μέσος έλληνας» για παράδειγμα, ένας «κανονικός» άνθρωπος, δεν είναι μουσουλμάνος, δεν είναι ομοφυλόφιλος, δεν είναι τσιγγάνος, δεν είναι άτομο με αναπηρία, αλλά δεν είναι και πολύ πλούσιος, δεν είναι υπερβολικά όμορφος, δεν είναι καθηγητής πανεπιστημίου. Ο μέσος έλληνας θεωρείται ότι είναι υγιής, δεν πετάει πέτρες σε πορείες, δεν πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, ψηφίζει ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά και πολλά άλλα χαρακτηριστικά που δεν μας προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση, είτε θετική είτε αρνητική. Θεωρείται ότι έχει μία συνηθισμένη συμπεριφορά. Όσο ένας άνθρωπος αποκλίνει από το μέτρο του «κανονικού» τόσο είναι διαφορετικός, τόσο είναι «ασυνήθιστος».

Όταν συναντήσουμε έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, αυτομάτως τίθεται σε λειτουργία ένας «μηχανισμός αξιολόγησης». Περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, ελέγχουμε την εμφάνιση, το ντύσιμο, τον τρόπο επικοινωνίας του, τις πληροφορίες που μας αποκαλύπτει για τον εαυτό του, όπως και άλλα χαρακτηριστικά που μπορούμε να συλλέξουμε από την πρώτη επαφή μαζί του. Προχωρούμε σε μία γρήγορη αποτίμηση όλων αυτών των στοιχείων και προσαρμόζουμε ανάλογα τη στάση και την συμπεριφορά μας. Η πρωταρχική αξιολόγησή μας περιστρέφεται ανάμεσα στους εξής τρεις άξονες:

Η θετική απόκλιση αφορά σ’ όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που πλησιάζουν τα κυρίαρχα πρότυπα και προσεγγίζουν τις κυρίαρχες αξίες που έχουμε στο μυαλό μας.

Οι αρνητικές αποκλίσεις, δηλαδή όσα χαρακτηριστικά θεωρούνται μη αποδεκτά σε μία κοινωνία και πλησιάζουν σε αρνητικά παραδείγματα που έχουμε στο μυαλό μας.

Μη κατατάξιμα στοιχεία: Όταν συναντήσουμε έναν «ασυνήθιστο» άνθρωπο, ο οποίος δεν υπάγεται ούτε κατατάσσεται στα συστήματα αξιών που διαθέτουμε. Όπως για παράδειγμα, έναν άνθρωπο που προέρχεται από μία εξωτική χώρα και είναι ντυμένος με παραδοσιακή στολή. Αισθανόμαστε ότι είναι περίεργος, αλλά δεν μπορούμε να τον αξιολογήσουμε αρνητικά.

Όσο περισσότερα «θετικά» χαρακτηριστικά θεωρούμε ότι έχει ένας άνθρωπος τόσο πιθανό είναι να γίνει αποδεκτός από εμάς και τον κοινωνικό περίγυρο, όσο περισσότερα «αρνητικά» τόσο πιο πιθανό είναι να τον «αποφεύγουμε». Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι πάντοτε πρέπει να αναρωτιόμαστε «ποιοι είμαστε εμείς» που κάνουμε αυτή την αξιολόγηση. Αλλά ακόμα και αν είμαστε εμείς «ασυνήθιστοι» άνθρωποι, μπορούμε να αντιληφθούμε αν ένας άλλος άνθρωπος υπάγεται στον κανόνα ή στις εξαιρέσεις. Αν εμείς είμαστε αποφυλακισμένοι, για παράδειγμα, είναι βέβαιο ότι θα βλέπουμε διαφορετικά τους άλλους αποφυλακισμένους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει να είσαι αποφυλακισμένος για την υπόλοιπη κοινωνία.

Η έννοια του «μέσου», του «κανονικού» ανθρώπου, αποτελεί μία «κοινωνική κατασκευή». Δηλαδή έχει να κάνει με τις συλλογικές παραστάσεις που έχουμε για τον μέσο, τον κανονικό, τον συνηθισμένο άνθρωπο, και όχι για το ποιος είναι

πραγματικά ο μέσος άνθρωπος, δηλαδή ο άνθρωπος που συναντάμε περισσότερο συχνά30 στην καθημερινότητά μας.

1.3.2. Ο κοινωνικός στιγματισμός

Στην προηγούμενη άσκηση, ας πάρουμε ένα παράδειγμα προσώπου για το οποίο οι συλλογικές παραστάσεις που έχουμε αξιολογούνται με τρία πλην (---). Ας υποθέσουμε ότι αυτό συμβαίνει για έναν χρήστη Ηρωίνης. Ακόμα και αν εμείς προσωπικά προχωρούμε σε διαφορετική αξιολόγηση (π.χ. θεωρούμε ότι είναι απλά άρρωστος, ότι η κοινωνία συνολικά ευθύνεται για το πρόβλημά του κ.α.) πολύ δύσκολα θα τον καλέσουμε να πιει έναν καφέ μαζί μας σε μία καφετέρια. Έτσι και το αποφασίσουμε τελικά, διαισθανόμαστε μία αδιόρατη πίεση από το περιβάλλον της καφετέριας για να φύγουμε. Αυτό είναι ένα απλό παράδειγμα για να κατανοήσουμε ότι τα άτομα που αξιολογούνται ιδιαίτερα αρνητικά από την κοινωνία, οδηγούν και εμάς στο να τους αποκλείουμε από την κοινωνική ζωή μας, ακόμα και αν δεν συμφωνούμε με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της κοινωνίας. Αντιλαμβανόμαστε ότι το άτομο αυτό ότι είναι φορέας ενός κοινωνικού στίγματος31, που έχει ως βάση ένα αντικειμενικά αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό (χρήση ηρωίνης) που θεωρείται ιδιαίτερα αρνητικό από την κοινωνία. Ακόμα και αν τη δεδομένη στιγμή που θα πάμε για καφέ δεν βιώνει στερητικό σύνδρομο και μπορεί να επικοινωνήσει απόλυτα με το περιβάλλον, πολύ δύσκολα θα του το προτείνουμε.

Διαπιστώνουμε επομένως ότι για ορισμένες κατηγορίες χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που θεωρούνται ιδιαίτερα αρνητικές από την κοινωνία, οι φορείς αποκλείονται από τις περισσότερες διαστάσεις της κοινωνικής ζωής, ακόμα και αν το χαρακτηριστικό της «μειονεξίας» τους δεν επηρεάζει τη συμμετοχή τους (βλ. Ainley et al, 1986, Jones, et al, 1984). Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με έναν φορέα του H.I.V., αποκλείεται κατά κανόνα από το εργασιακό του περιβάλλον ενώ όλοι μας γνωρίζουμε ότι το Aids δεν μεταδίδεται από την καθημερινή επαφή μεταξύ των ανθρώπων. Ωστόσο, ένας εργοδότης αν είχε αυτή την πληροφορία, πολύ δύσκολα θα προσλάμβανε έναν άνθρωπο με αυτό το χαρακτηριστικό.

Κοινωνικός στιγματισμός είναι η επιβολή στα άτομα της ταυτότητας του «ελαττωματικού», που καθορίζει όχι μόνο τη στάση του κοινωνικού συνόλου απέναντί τους, αλλά και της ίδιας της εικόνας που έχουν τα άτομα για τον εαυτό τους (Λεξικό Επιστημών του Ανθρώπου, 1992: 350). Βασικό χαρακτηριστικό των στιγματισμένων ανθρώπων είναι ότι ο κοινωνικός περίγυρος τους καταλογίζει με ευκολία και πρόσθετα αρνητικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, πέραν του γνωρίσματος για το οποίο στιγματίστηκαν. Το άτομο αυτό θεωρείται συχνά ως φορέας μίας ευρύτερης «ηθικής μόλυνσης». Έτσι σε μία κοινότητα ο εξαρτημένος από την Ηρωίνη είναι ο «υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος» σε υποψία κλοπής, σε περιπτώσεις βίας, αλλά και στη διάπραξη και άλλων εγκλημάτων. Υπάγεται στην κατηγορία «συνήθης ύποπτος». Όσο πιο απλοϊκή είναι η κοινότητα στην οποία ζει, τόσο μπορεί και να κατηγορηθεί ακόμα και για φαινόμενα στα οποία δεν υφίσταται

30 Για παράδειγμα, αν καλούμασταν να περιγράψουμε τον μέσο πολίτη στις Η.Π.Α, θα τον φανταζόμασταν λευκό, με κάποια οικονομική άνεση, αγγλοσαξωνικής καταγωγής, σχετικά συντηρητικό. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος ανήκει στις πιο μικρές «μειονότητες» των Η.Π.Α. Ωστόσο, στις συλλογικές παραστάσεις, τόσο στις δικές μας όσο και των αμερικανικών πολιτών, είναι ο «μέσος πολίτης». Είναι η εικόνα του «αμερικανού πολίτη» που προβάλλεται στις περισσότερες αμερικάνικες ταινίες και διαφημίσεις.31 Τα παλαιότερα χρόνια οι κατάδικοι στιγματίζονταν στα χέρια ή στο μέτωπο με πυρακτωμένα σίδερα.

ουδεμία λογική συσχέτιση (να θεωρήσουν ότι ο «θεός τους τιμωρεί» και γι’ αυτό το λόγο, για παράδειγμα, υπάρχει παρατεταμένη περίοδος λειψυδρίας)..

Όπως αντιλαμβανόμαστε, η εικόνα του μέσου, του συνηθισμένου άνθρωπου, αποτελεί έναν γενικό άξονα της κοινωνικής αξιολόγησης. Τα χαρακτηριστικά που του αποδίδουμε είναι επιλεγμένα μέσα από ένα «πολιτισμικό πρίσμα ανάλυσης». Μέσα από αυτό το πρίσμα κρίνουμε και αξιολογούμε όχι μόνο φυσικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, αλλά και συμπεριφορές. Η επίδραση του πολιτισμού είναι τόσο έντονη που μπορεί να αξιολογήσουμε αρνητικά κάποιον άνθρωπο που δεν επιδεικνύει την «ορθή» την αναμενόμενη, συμπεριφορά32. Τα συστήματα αξιών του πολιτισμού σε κάθε δεδομένη κοινωνία και εποχή είναι το γενικό κριτήριο αποδοχής ενός ανθρώπου από τους συνάνθρωπούς του. Εφόσον αποκλίνει σημαντικά κάποιος από αυτό το ευρύ φάσμα αναμενόμενων και «λογικών» συμπεριφορών, τότε ο κοινωνικός περίγυρος τείνει να τον απομακρύνει και σε αρκετές περιπτώσεις να τον περιθωριοποιεί και να τον στιγματίζει.

1.4 Η οικονομική ανισότητα ως παράγοντας κοινωνικής περιθωριοποίησης.

«Ένας φτωχός άνθρωπος, ακόμα και αν δεν έχει κάποιο άλλο «αρνητικό» κοινωνικό γνώρισμα, η κοινωνία των απομονώνει ή όχι»;

Οι περισσότεροι από εμάς θα απαντούσαν ανεπιφύλακτα «ναι». Ωστόσο ένα άτομο δεν αποκλείεται από τους άλλους επειδή έχει χαμηλά εισοδήματα. Αλλά γιατί τα εισοδήματα που έχει δεν του επιτρέπουν να συμμετέχει στον «τρόπο ζωής» των πολλών. Για παράδειγμα, αν κάποιος διαθέτει ένα πολύ χαμηλό εισόδημα το οποίο είναι αρκετό μόνο για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες (φαγητό, στέγαση, ρουχισμός), δεν του περισσεύουν χρήματα για να συμμετέχει σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών εκδηλώσεων. Θα υπολογίσει ότι μία επίσκεψη σε ένα φιλικό περιβάλλον προϋποθέτει κάποιο δώρο και ότι θα πρέπει να δαπανήσει κάποια χρήματα τα οποία δεν διαθέτει. Για τον ίδιο λόγο περιορίζει ή αρνείται βραδινές εξόδους και κοινωνικές εκδηλώσεις που έχουν κάποιο κόστος. Επιπλέον, θα πρέπει να διαθέτει μία «αξιοπρεπή» ενδυμασία η οποία δεν θα γίνει στόχος ειρωνικών σχολίων. Διαπιστώνουμε ότι ακόμα και οι απλές, οι συνηθισμένες κοινωνικές δραστηριότητες προϋποθέτουν κάποια χρήματα και ότι τις περισσότερες φορές το ίδιο το άτομο αυτοαποκλείεται από την κοινωνική «ζωή των πολλών», καθώς αισθάνεται μειονεκτικά (βλ. και Λεχουρίτης, 2002), γιατί δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται «ως συνηθισμένος» από τους άλλους. Ο άνθρωπος αυτός υπολείπεται από την εικόνα του μέσου, του συνηθισμένου πολίτη που έχουμε στο μυαλό μας.

Οι περισσότεροι θα θεωρήσουμε ότι ο αποκλεισμός αυτού του ανθρώπου από την κοινωνία είναι καθαρά οικονομικός, αλλά στην ουσία είναι πολιτισμικός. Γιατί αν οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν ανάλογα χαμηλές οικονομικές δυνατότητες, τότε η εικόνα του «μέσου πολίτη» θα ήταν διαφορετική33. Όπως και το αν είσαι πλούσιος ή

32 Ένας Ιάπωνας μόλις την πρώτη στιγμή που μας γνωρίζει, μας δίνει κατευθείαν την επαγγελματική του κάρτα με τα στοιχεία, και τις ιδιότητές του. Για τον Γιαπωνέζικο πολιτισμό είναι πράξη ευγένειας, αλλά και πρακτικό ζήτημα για να γνωρίζεις ποιος είναι αυτός με τον οποίο μιλάς. Αν πράξει το ίδιο ένας Έλληνας, είναι πολύ πιθανό να τον θεωρήσουμε επιδειξιμανή, ή ότι έχει περίεργες σκοπιμότητες…33 Στην Αθήνα της δεκαετίας του 60’, στις λαϊκές συνοικίες, ο μέσος, ο συνηθισμένος πολίτης που ήταν αποδεκτός ήταν αυτός που φορούσε φτωχικά, αλλά καθαρά ρούχα. Σήμερα ακόμα και στις λαϊκές

φτωχός, δεν έχει να κάνει μόνον με το πόσα χρήματα έχεις εσύ, αλλά και πόσα έχουν οι άλλοι γύρω σου.

Η άνιση διανομή του πλούτου στις σύγχρονες κοινωνίες διαμορφώνει τις οικονομικές ανισότητες σε μία κοινωνία και κατά συνέπεια την ανισότητα συμμετοχής στον «τρόπο ζωής των πολλών». Διαμορφώνει τη λεγόμενη «κοινωνία των δύο τρίτων». Δηλαδή την κοινωνία στην οποία ο ένας στους τρεις ανθρώπους δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει στον τρόπο ζωής που θεωρείται ως συνηθισμένος.

Ιδιαίτερα στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, η κουλτούρα του καταναλωτισμού αποτελεί τη βάση ανάπτυξης μίας σειράς κοινωνικών αξιών και προτύπων. Διαμορφώνει σημαντικά την προσωπικότητά μας, αλλά και τους όρους της ευτυχίας μας. Το «έχειν» παρά το «είναι», χαρακτηρίζει τον «επιτυχημένο» και κατ’ επέκταση τον «ευτυχισμένο» άνθρωπο.

Τα κοινωνικώς κατασκευασμένα «πρότυπα της ευτυχίας» συνδέονται περισσότερο με τη μάρκα του αυτοκινήτου που διαθέτουμε, το ντύσιμό μας και τα άλλα υλικά αγαθά που αποκτούμε. Αισθανόμαστε όλο και περισσότερο ότι «ολοκληρώνουμε» την ταυτότητα και την προσωπικότητά μας με την αγορά ενός αυτοκινήτου, παρά με την ανάγνωση ενός βιβλίου. Όπως επισημαίνει ο σημειολόγος Umberto Eco, “ η διαφήμιση δεν ώθησε απλά τον κόσμο να θέλει, αλλά του είπε και τι να θέλει και τι είναι καλό να θέλει» (Eco, 1997: 154)

Κατά συνέπεια, οι οικονομικές δυνατότητες που έχουμε, όχι μόνο μας επιτρέπουν να συμμετέχουμε στη ζωή των πολλών, αλλά και να «οικοδομήσουμε ένα μέρος της προσωπικότητάς μας». Μία προσωπικότητα που αισθανόμαστε ότι θα είναι περισσότερο αποδεχτή από τους άλλους. Σήμερα επομένως, οι οικονομικές δυνατότητες αποτελούν καθοριστική παράμετρο για την ενσωμάτωση μας την κοινωνία. Αφενός μας επιτρέπουν να «χρηματοδοτήσουμε» την συμμετοχή μας στην κοινωνική ζωή, αφετέρου η καταναλωτική μας δραστηριότητα αποτελεί ένα βασικό κριτήριο αναγνώρισης και αποδοχής από τους άλλους.

1.5 Η διαδικασία αποκλεισμού ενός ανθρώπου από την κοινωνία

Όλοι μας επομένως χαρακτηριζόμαστε από μία σειρά φυσιο-λογικών χαρακτηριστικών και αντικειμενικών γνωρισμάτων και ιδιοτήτων που είναι αντιληπτά από τους άλλους ανθρώπους. Όσα απ’ αυτά υπάγονται στους «γενικούς κανόνες αξιολόγησης» που επικρατούν σε μία κοινωνία, διαμορφώνουν γενικά και την εικόνα που έχουν οι άλλοι για εμάς. Το μέγεθος και η ένταση του αποκλεισμού μας από την κοινωνία καθορίζεται από τις εξής διαστάσεις:

Στο σύνολο των γνωρισμάτων που μας χαρακτηρίζουν και θεωρούνται αρνητικά από την κοινωνία. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που έχει δηλώσει ότι είναι ομοφυλόφιλος (κάτι που ακόμα θεωρείται αρνητικό χαρακτηριστικό στην ελληνική κοινωνία), αποκλείεται από αρκετούς ανθρώπους που δεν θα ήθελαν να έχουν έναν ομοφυλόφιλο στην παρέα τους ή στην εργασία τους. Αν αυτός ο άνθρωπος είναι και αποφυλακισμένος, τότε μιλάμε για δύο αρνητικά γνωρίσματα που τον χαρακτηρίζουν. Αν μπορούσαμε να τα αθροίσουμε, θα διαπιστώναμε ότι είναι ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αποδεκτός από τους άλλους ανθρώπους.

Εξαρτάται από την ποιότητα και την ένταση της αξιολόγησης ενός γνωρίσματος από την κοινωνία. Όπως διαπιστώσαμε στην άσκηση, η κοινωνία δεν

συνοικίες, όποιος φοράει φτωχικά ρούχα αισθάνεται ντροπή.

αξιολογεί θετικά ή αρνητικά με την ίδια ένταση όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά μας. Το μέγεθος του αποκλεισμού εξαρτάται δηλαδή από το πόσο «κακό» θεωρεί η κοινωνία ένα γνώρισμα. Είναι, για παράδειγμα, περισσότερο πιθανό να κάνουμε παρέα ή να προσλάβουμε στη δουλειά μας έναν αποφυλακισμένο που κάποτε έκλεψε, παρά έναν αποφυλακισμένο για εμπόριο ναρκωτικών ουσιών.

Έχουμε να κάνουμε επομένως με δύο επίπεδα ανάλυσης:Α) Το επίπεδο του αντικειμενικού γνωρίσματος ως βάση: Τα φυσικά και τα επίκτητα χαρακτηριστικά και ιδιότητες ενός ανθρώπου (όπως φύλο, επίπεδα σωματικής και ψυχικής, υγείας, οικονομική κατάσταση, σεξουαλικές προτιμήσεις, συμπεριφορές κ.α.) που οδηγούν σε αποκλεισμό από ορισμένες προσωπικές ή κοινωνικές δραστηριότητες.Β) Το επίπεδο της υπερδομής. Δηλαδή το ποιες αντιλήψεις, πρότυπα και στάσεις που κυριαρχούν στην κοινωνία και αμβλύνουν ή μεγεθύνουν τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες για την κοινωνική συμμετοχή ενός ανθρώπου. Αυτό το επίπεδο αναφέρεται στην ουσία στο παραμορφωτικό, στο πολιτισμικό πρίσμα ανάλυσης που δημιουργείται στις συλλογικές συνειδήσεις και συντηρεί, αναπαράγει ή και εντείνει τον αποκλεισμό ατόμων και ομάδων από την κοινωνία (Ζάννης, 2002: 76).

Ο συνδυασμός αυτών των δύο επιπέδων καθορίζει και το βαθμό της κοινωνικής αποστέρησης ως μία κάθετη σχέση, που ξεκινά από τη βάση και φτάνει στην υπερδομή.

Παράδειγμα:

ΒΑΣΗ: Ένας άνεργος δεν διαθέτει αρκετά χρήματα για να συμμετάσχει ισότιμα στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Δηλαδή η έλλειψη χρημάτων τον αποκλείει από το να αγοράσει αγαθά και υπηρεσίες, που μπορεί να αγοράσει κάποιος ο οποίος διαθέτει εργασία. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείεται από δραστηριότητες ακριβώς λόγω της έλλειψης χρημάτων. ΥΠΕΡΔΟΜΗ: Ο άνεργος όμως συχνά χαρακτηρίζεται και ως «τεμπέλης», «άχρηστος», «αποτυχημένος» κ.α. Αυτές είναι κοινωνικές αντιλήψεις που «χτίζονται» από την κοινωνία, σύμφωνα πάντοτε με τα κυρίαρχα πρότυπα και αξίες. Είναι χαρακτηρισμοί που μεγεθύνουν την έκταση αποκλεισμού ενός ανέργου. Γιατί, για παράδειγμα, αν ένας εργοδότης διακρίνει ότι κάποιος έχει πολύ καιρό να δουλέψει, θα αναρωτηθεί «για ποιον λόγο»… Και είναι πιθανό να σκεφτεί τους παραπάνω «κοινωνικούς χαρακτηρισμούς» και να θεωρήσει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν θα είναι καλός εργαζόμενος για να τον προσλάβει.

Ανάλογα με την ένταση και το είδος που βιώνει κάποιο άτομο είναι πιθανό να υπαχθεί και σε άλλες κατηγορίες αποκλεισμού. Διαμορφώνεται δηλαδή μία οριζόντια σχέση.

Παράδειγμα: Ένας μακροχρόνια άνεργος, ο οποίος δεν διαθέτει χρήματα για να ζήσει, είναι πιθανό να αναγκαστεί να κλέψει κάποια στιγμή. Αν τον συλλάβουν τότε «αποκτά» και άλλο ένα αρνητικό κοινωνικό γνώρισμα, πιο έντονα στιγματισμένο από αυτό του «άνεργου». Κατά συνέπεια, όταν αποφυλακιστεί, ένας εργοδότης πολύ πιο δύσκολα θα τον προσλάβει. Γιατί όχι μόνο θα σκεφτεί «μήπως δεν είναι ικανός ως εργαζόμενος», αλλά και θα διστάσει να προσλάβει «έναν κλέφτη». Ο άνθρωπος αυτός βγαίνει στο περιθώριο της κοινωνίας και είναι πλέον ακόμα πιο δύσκολο να αποκτήσει μία θέση εργασίας για να ενταχθεί στον κόσμο των «πολλών».

1.6 Η αναπαραγωγή των κοινωνικών διακρίσεων και των κοινωνικών ανισοτήτων.

Για να γίνει, επομένως, κάποιος αποδεκτός από την υπόλοιπη κοινωνία, θα πρέπει να πληροί ορισμένους όρους και κριτήρια:

Να μη χαρακτηρίζεται από φυσικά γνωρίσματα, ιδιότητες και συμπεριφορές που αξιολογούνται αρνητικά από την κοινωνία.

Αλλά και να έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει στον τρόπο ζωής των περισσότερων ανθρώπων.

Οι κοινωνικές αξίες και τα κυρίαρχα πρότυπα σε μία κοινωνία, όπως και οι αρνητικές αντιλήψεις, συχνά μεταβάλλονται. Αλλά πρόκειται συνήθως για μία μακροχρόνια και πολυπαραγοντική διαδικασία. Γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πρόκειται για μία επιφανειακή εντύπωση που εκφράζει η κοινή γνώμη, αλλά για βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις που καλλιεργούνται για αρκετά χρόνια. Και οι αντιλήψεις αυτές συντηρούνται και από άλλα χαρακτηριστικά της δομής των σύγχρονων κοινωνιών.

Υπερδομή Κοινωνικά χαρακτηριστικά που εντείνουν ή αμβλύνουν την

κοινωνική αποστέρηση

Βάση Αντικειμενικά γνωρίσματα, ιδιότητες και χαρακτηριστικά

Καθοριστικό ρόλο για τη διατήρηση ή τη μεταβολή των προτύπων και αξιών έχει ο τρόπος που μεταβιβάζονται οι γνώσεις και οι πληροφορίες σε μία κοινωνία. Πριν από τριάντα χρόνια στην Ελλάδα, οι αξίες, τα πρότυπα, οι αποδεκτές συμπεριφορές και γενικότερα όλες οι κυρίαρχες αντιλήψεις «διδάσκονταν» κυρίως από την οικογένεια, το σχολείο και την εκκλησία. Σήμερα σ’ αυτούς τους θεσμούς κοινωνικοποίησης θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την τηλεόραση. Το τι είναι «σωστό» και τι λάθος, τι είναι «ανώτερο» ή «κατώτερο» διδάσκεται σήμερα με μεγαλύτερη «αποτελεσματικότητα» από τα Μ.Μ.Ε.34 παρά από το σχολείο.

Αλλά και το τι «διδασκόμαστε» δεν έχει να κάνει μόνο με τη μετάδοση της γνώσης και της πληροφορίας, αλλά και με το ποιος είναι αυτός που μας τη μεταβιβάζει. Εξαρτάται από το κύρος, την κοινωνική αναγνώριση, το πόσο πειστικά μεταβιβάζει τα μηνύματά του, αλλά και πόσο συχνά. Στις σύγχρονες κοινωνίες με τις άπειρες πληροφορίες και γνώσεις που παράγονται κάθε δευτερόλεπτο σ’ ολόκληρο τον κόσμο, τα Μ.Μ.Ε. έχουν αναγκαστικά αναλάβει το ρόλο της επιλογής και της αξιολόγησής τους, ώστε να τις διαθέσουν μαζικά στο κοινό. Λαμβάνουμε γνώση, επομένως, για ένα πολύ μικρό μέρος των ειδήσεων και πληροφοριών για πράγματα που συμβαίνουν κάθε στιγμή σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η επιλογή τους εξαρτάται από τι θέλουμε να ακούσουμε, δηλαδή το ποιες γνώσεις και πληροφορίες είναι ενδιαφέρουσες για εμάς, αλλά και από τα ιδιαίτερα κριτήρια επιλογής αυτών που έχουν αναλάβει την ενημέρωσή μας35.

Επιπλέον, η ταχύτητα της ενημέρωσης σήμερα είναι τόσο υψηλή, που συχνά δεν έχουμε τη δυνατότητα να σκεφτούμε και να αναλύσουμε τις πληροφορίες που μας παρέχονται, με αποτέλεσμα να τις δεχόμαστε σε μεγάλο βαθμό άκριτα. Έτσι, συχνά διαμορφώνουμε αντιλήψεις, στάσεις και γνώμες, χωρίς αυτές να διαμορφώνονται από την προσωπική μας εμπειρία και χωρίς να γνωρίζουμε όλες τις πλευρές και διαστάσεις της πληροφορίας που μας παρέχεται, αλλά και χωρίς να τις επεξεργαζόμαστε νοητικά για να καταλήξουμε σ’ ένα λογικό συμπέρασμα.

Οι αρνητικές αντιλήψεις που διαμορφώνονται για άτομα και ομάδες στην κοινωνία έχουν συχνά και την οικονομική τους όψη. Σ’ ολόκληρη την ιστορία της δουλείας διακρίνουμε ότι οι αφέντες θεωρούσαν τους δούλους ως «κατώτερους ανθρώπους», «χαμηλότερης νοημοσύνης», «βάρβαρους» κ.α. Κατά συνέπεια ήταν «φυσιολογικό να υπηρετούν τους ανώτερους αφέντες τους», και οι αφέντες ήταν «φυσιολογικό» να τους εκμεταλλεύονται….

Το ότι δεν υπάρχει ίση αντιμετώπιση της γυναίκας σε σχέση με έναν άνδρα στην αγορά εργασίας ή ότι συχνά δεν αμείβονται με το ίδιο ποσό για την ίδια

34 Ένα παράδειγμα για το πώς δημιουργούνται οι κοινωνικές διακρίσεις από τα Μ.Μ.Ε. θα μπορούσε να είναι το θέμα των αλβανών μεταναστών στη χώρα μας. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, μετέδιδαν περιπτώσεις εγκληματικής συμπεριφοράς των αλβανών μεταναστών. Ωστόσο, οι πληροφορίες που λαμβάναμε για τη ζωή τους στην Ελλάδα, αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά σε αρνητικές ειδήσεις και πολύ σπάνια σε κάποιες θετικές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η μεγάλη πλειονότητα των ελλήνων πολιτών να αξιολογήσει αρνητικά το αντικειμενικό γνώρισμα «αλβανός» και να γίνει στη συλλογική μας συνείδηση σχεδόν ταυτόσημο με την έννοια «εγκληματίας». Τα Μ.Μ.Ε. αξιολόγησαν ότι οι αρνητικές ειδήσεις που μετέδιδαν ήταν σημαντικές για να πληροφορούν το κοινό, αλλά διαπίστωσαν ότι και το κοινό τους ενδιαφερόταν γι’ αυτές τις πληροφορίες. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιδιωτικών καναλιών στην Ελλάδα οδήγησε σε όλο και μεγαλύτερες υπερβολές στην ενημέρωση, με στόχο να αποσπάσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο στην τηλεθέαση. Το αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθεί αρνητική εντύπωση στην κοινή γνώμη, απορρίπτοντας έναν αλβανό μετανάστη πριν ακόμα διαπιστώσουμε αν είναι «καλός άνθρωπος» ή όχι.35 Τα κριτήρια έχουν να κάνουν συχνά και με τα ιδιαίτερα συμφέροντα όσων έχουν τη δύναμη να μας μεταβιβάζουν πληροφορίες μέσα από τα Μ.Μ.Ε. Σύμφωνα με ορισμένους διανοητές, τα Μ.Μ.Ε. είναι ένας «μηχανισμός ελέγχου της σκέψης» των πολιτών (βλ. Chomskey, 1999).

εργασία, δεν έχει να κάνει μόνο με το παλαιό στερεότυπο «ότι ο άνδρας είναι πιο άξιος από μία γυναίκα», αλλά και με οικονομικές διαστάσεις. Το φεμινιστικό και το αντιρατσιστικό κίνημα που αναπτύχθηκαν τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 απέδειξαν ότι αυτά τα στερεότυπα υπέκρυπταν σχέσεις οικονομικής εκμετάλλευσης.

Η κοινωνία, γενικότερα, μέσα από τους θεσμούς και μηχανισμούς κοινωνικοποίησης αναπαράγει την οικονομική ανισότητα εις βάρος των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Για παράδειγμα, έχει αποδειχτεί θεωρητικά και εμπειρικά ότι το σχολείο μέσα από τη λειτουργία του αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες (βλ ενδεικτικά Φραγκουδάκη, 1985, Μυλωνάς, Τζανή, 1988, Μάνεσης, 1996). Οι φτωχές οικογένειες πολύ πιο δύσκολα θα καταφέρουν να χρηματοδοτήσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους, και ιδιαίτερα για σπουδές υψηλού επιπέδου, ώστε να έχουν πιθανότητες να ανελιχθούν αργότερα σε υψηλά αμειβόμενες θέσεις. Το σχολείο, όπως και άλλοι θεσμοί σε μία κοινωνία, συντηρούν και αναπαράγουν τις οικονομικές ανισότητες και δεν επιτρέπουν στους περισσότερους να κινηθούν ανοδικά στην κοινωνική πυραμίδα. Όπως σημειώνει ο Giddens: « ακόμα και σήμερα, ο πιο σίγουρος τρόπος για να γίνεις πλούσιος…είναι να γεννηθείς πλούσιος» (Giddens, 2004: 373).

1. 7 Η έννοια του Κοινωνικού αποκλεισμού

Από τις προηγούμενες παραγράφους διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά, ιδιότητες και συμπεριφορές οι οποίες κρίνονται αρνητικά από την κοινωνία, βάσει του κυρίαρχου πολιτισμικού συστήματος αξιών και έχουν ως αποτέλεσμα ορισμένα άτομα και κοινωνικές κατηγορίες να απομακρύνονται και να απομονώνονται από ποικίλες διαστάσεις της ζωής «των πολλών». Λειτουργεί δηλαδή ένας πολυσύνθετος μηχανισμός που τοποθετεί πολλούς συνανθρώπους μας στο «περιθώριο» της κοινωνίας. Η περιθωριοποίηση αυτή δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα. Γιατί τους παρέχονται περιορισμένες δυνατότητες για να εισέλθουν ή να επανέλθουν και να ενταχθούν ισότιμα στο κοινωνικό σύνολο. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται «κοινωνικός αποκλεισμός».

Όπως αντιλαμβανόμαστε, η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού είναι αποτέλεσμα κοινωνικών ανισοτήτων οι οποίες είναι υπαρκτές σ’ όλες τις κοινωνίες και σ ‘ όλες τις εποχές. Το να θέτουμε ως στόχο την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους είναι μάλλον ουτοπικό. Η ισότητα είναι αποτέλεσμα σύγκρισης ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν τις ίδιες δυνατότητες και τις ίδιες ανάγκες. Πως είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε ως «ίσους», ανθρώπους ανόμοιους και διαφορετικούς; Είναι σαν να συγκρίνουμε δύο αθλητές ταχύτητας, ο ένας που τρέχει με τα πόδια και ο άλλος επάνω σε αναπηρικό αμαξίδιο.

Για να υπάρξει ισότητα θα πρέπει να παραβλέψουμε τις διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους. Κατά συνέπεια, η ισότητα δεν είναι «φυσιο-λογική ως έννοια», όπως και ανάμεσα στους ανθρώπους είναι άτοπη. Η ισότητα είναι νοητή ανάμεσα σε ομοίους και όχι σε διαφορετικούς ανθρώπους.

Η έννοια της ισοτιμίας, ωστόσο βασίζεται ακριβώς στη διαφορετικότητα. Αποδεχόμαστε ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν διαφορετικής φύσης και έντασης ανάγκες, αλλά και διαφορετικές δεξιότητες, δυνατότητες και ικανότητες. Η έννοια της ισοτιμίας είναι η ρεαλιστική συναίσθηση ότι ο καθένας ξεχωριστά

μπορεί να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο εξίσου σημαντικές υπηρεσίες που ικανοποιούν διαφορετικής φύσης βιολογικές και κοινωνικές ανάγκες. Ένας χειρουργός για να πραγματοποιήσει μία λεπτή χειρουργική επέμβαση χρειάζεται και το ρεύμα για να λειτουργήσουν τα ιατρικά μηχανήματα. Δηλαδή έχει την ανάγκη των υπηρεσιών των ηλεκτρολόγων για να πετύχει στην αποστολή του… Αλλιώς δεν θα τα κατάφερνε. Ποιες λοιπόν επαγγελματικές δεξιότητες έχει μεγαλύτερη ανάγκη ο ασθενής που χειρουργείται;

Κάθε άνθρωπος όταν βιώνει κάποιες ανεπάρκειες και φυσικούς περιορισμούς, συνήθως αναπτύσσει άλλες δεξιότητες και ταλέντα. Η έννοια της ισοτιμίας αναφέρεται στο σεβασμό απέναντι σε κάθε άνθρωπο, ο οποίος ανάλογα με τις ιδιαίτερες δυνατότητες, ικανότητες και ιδιότητες που διαθέτει συμβάλλει ή δύναται να συμβάλλει σημαντικά προς όφελος της κοινωνίας.

Η έννοια της ισοτιμίας ίσως είναι η πιο ρεαλιστική βάση για να καταπολεμήσουμε τον κοινωνικό αποκλεισμό, με σεβασμό πάντοτε στη διαφορετικότητα.

Σύνοψη

Κάθε άνθρωπος έχει ορισμένα ιδιαίτερα φυσικά ή επίκτητα χαρακτηριστικά και ιδιότητες τα οποία τον διαφοροποιούν από τους άλλους, αλλά και τον ευνοούν ή τον περιορίζουν από ορισμένες φυσικές ή κοινωνικές δραστηριότητες. Πολλά χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες, όμως, αξιολογούνται θετικά ή αρνητικά από τους άλλους ανθρώπους, βάσει των γενικότερων αντιλήψεων, αξιών και προτύπων που κυριαρχούν στην κοινωνία στην οποία ζει. Ένας βασικός νοητός άξονας αξιολόγησης είναι η εικόνα που έχουμε για τον «μέσο» τον «συνηθισμένο» άνθρωπο. Όσα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ιδιότητες αξιολογούνται ότι θεωρούνται «κατώτερα» από αυτόν τον μέσο όρο, η κοινωνία τα αξιολογεί συνήθως ως αρνητικά. Όσο πιο αρνητικά θεωρούνται, τόσο περισσότερο ο άνθρωπος-φορέας τους είναι λιγότερο αποδεκτός από τους άλλους, τόσο κοινωνία τείνει τον απομονώνει και τον περιθωριοποιεί. Ο κοινωνικός αποκλεισμός θεωρείται το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, δηλαδή όταν κάποιος άνθρωπος περιθωριοποιείται από τους άλλους βάσει ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του, αλλά και είναι δύσκολο να επανενταχθεί ισότιμα και να γίνει αποδεκτός ξανά από τους άλλους. Είναι σαν να έχει περάσει τη νοητή γραμμή που διαχωρίζει τους «εντός» της κοινωνίας, δηλαδή αυτών που είναι γενικά αποδεκτοί από τους άλλους, και των «εκτός» της κοινωνίας, αυτών που έχουν αποκλειστεί «έξω» από αυτήν.

Η διαδικασία του κοινωνικού αποκλεισμού είναι σύνθετη και πολυδιάστατη. Θεωρείται ως αποτέλεσμα επιμέρους κοινωνικών και οικονομικών αποκλεισμών που μπορεί να βιώνει ένας άνθρωπος και μπορεί να είναι πολύ διαφορετικής φύσης μεταξύ τους, ωστόσο έχουν κοινή κατάληξη: Τον οδηγούν στο περιθώριο της κοινωνίας. Η αναπαραγωγή των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού οφείλεται σε μία σειρά από θεσμούς που συντηρούν τις κοινωνικές αντιλήψεις και διαμορφώνουν πρότυπα και αξίες σε μία κοινωνία, αλλά και θέτουν εμπόδια στην απόκτηση ιδιοτήτων και νέων χαρακτηριστικών που θα τους επιτρέψουν να ενταχθούν ισότιμα στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Ειδικά στις σύγχρονες κοινωνίες που η κοινωνική αναγνώριση, η επιτυχία και η ευτυχία εξαρτάται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις «καταναλωτικές

δυνατότητες» των ανθρώπων, ο παράγοντας «φτώχια» αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες κοινωνικού αποκλεισμού.

Οι κατευθύνσεις για την καταπολέμηση του αποκλεισμού, από κοινωνιοκεντρική άποψη, θα πρέπει να είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας των ανθρώπων, η ισοτιμία στην αντιμετώπισή τους, η καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων, αλλά και η παροχή ευκαιριών σ’ όλους τους ανθρώπους για να συμβάλλουν ανάλογα με τις δυνατότητές τους στην κοινωνία, διεκδικώντας «το μερίδιο της ευτυχίας» που τους αντιστοιχεί.

Τυπικοί- Άτυποι Θεσμοί Ένα σύνολο από αξίες και κανόνες που αποσκοπούν να ρυθμίσουν τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων.

Θεσμοθέτηση: Το κράτος μέσα από νόμους

θεσμοποίηση: Οταν οι θεσμοί προκύπτουν ως συνήθειες: αξίες, συμπεριφορές και κανόνες που εξελίχθηκαν κατά την πάροδο του χρόνου και τις έχουν αποδεχτεί οι κοινωνίες.

Κοινωνικές Τάξεις: Μαρξιστική προσέγγιση: Αστοί και προλετάριοι

Σύγχρονες προσεγγίσεις: Ανώτατη τάξη, Μεσαία τάξη (άνω και κάτω μεσσαία) Κατώτερη τάξη- εργάτες Απόκληροι (οι κοινωνικά αποκλεισμένοι, οι απόλυτα

φτωχοί, οι στιγματισμένοι)

Ανοδική κοινωνική κινητικότηταΚαθοδική κοινωνική κινητικότητα