175

Sun-mi Hwang Μετάφραση: Αναστασία Καλλιοντζή ......καρδιά της. Ένιωσε να ζαλίζεται κι έκλεισε τα μάτια της·

  • Upload
    others

  • View
    6

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • Sun-mi Hwang

    Η ΚΟΤΑ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΤΑΝ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ

    Μετάφραση: Αναστασία Καλλιοντζή

    Εκδόσεις Διόπτρα

  • Οι διθυραμβικές κριτικές για το βιβλίο Η ΚΟΤΑ ΠΟΥΟΝΕΙΡΕΥΟΤΑΝ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ συνεχίζονται:

    «Η Κότα Που Ονειρευόταν να Πετάξει γκρεμίζει τα φράγματαανάμεσα στα ζώα και στους ανθρώπους και μας παρασύρει σεένα βαθιά προσωπικό ταξίδι μιας μοναχικής κοτούλας, τηςοποίας η ανεπιτήδευτη, ασυγκράτητη λαχτάρα τη συνοδεύεικαι την οδηγεί σε σημεία εκπληκτικά. Αυτή η αστεία όσο καιλυπητερή ιστορία είναι το Charlotte’s Web που έχει ναεπιδείξει η Νότια Κορέα και αξίζει να διαβαστεί από μικρούςκαι μεγάλους»

    Krys Lee, συγγραφέας του Drifting House

    «Μια αλληγορία για τη ζωή, γραμμένη με μαεστρία… στοπνεύμα βιβλίων που έχουν γίνει κλασικά όπως το Charlotte’sWeb και ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον… Μια ιστορία πουξεχειλίζει από αγνότητα και θα μιλήσει στην καρδιά τωναναγνωστών όλων των ηλικιών»

    Kirkus Reviews

  • Η ΚΟΤΑ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΤΑΝ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ

    Η Sun-mi Hwang είναι δημοφιλής συγγραφέας στη ΝότιαΚορέα, η οποία έχει διακριθεί με πολλά βραβεία και έχουνκυκλοφορήσει πάνω από σαράντα βιβλία της που έχουναγαπηθεί εξίσου από μικρούς και μεγάλους. Γεννημένη το1963, δεν μπόρεσε να πάει στο Γυμνάσιο λόγω του ότι ήτανφτωχή, όμως χάρη σε έναν καθηγητή που της έδωσε ένακλειδί για να μπαίνει σε μια τάξη, μπορούσε να πηγαίνει στοσχολείο και να διαβάζει βιβλία όποτε ήθελε. Γράφτηκε στοΛύκειο κατόπιν εξετάσεων και αποφοίτησε από το τμήμαΔημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της Σεούλ καιαπό το Πανεπιστήμιο Gwangju, ενώ έκανε μεταπτυχιακό στοΠανεπιστήμιο Chung-Ang. Ζει στη Νότια Κορέα, στη Σεούλ.

    Το 2000, με το που κυκλοφόρησε Η Κότα Που ΟνειρευότανΝα Πετάξει, το βιβλίο πήρε αμέσως τη θέση του ανάμεσα στακλασικά έργα λογοτεχνίας, παραμένοντας στις λίστες τωνευπώλητων για δέκα χρόνια και αποτελώντας την πηγήέμπνευσης για την ταινία κινουμένων σχεδίων με τις

  • μεγαλύτερες εισπράξεις που έγιναν ποτέ στην ιστορία τηςΚορέας. Το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε σε μορφή κόμικς,έγινε θεατρικό έργο και μιούζικαλ και μεταφράστηκε σεπερισσότερες από δώδεκα γλώσσες.

    Η Chi-Young Kim έχει μεταφράσει το βιβλίο της Kyung-sook Shin με τίτλο Please Look After Mom που μπήκε στιςλίστες των ευπώλητων των New York Times. Ζει στο ΛοςΆντζελες της Καλιφόρνια.

    H Nomoco είναι Γιαπωνέζα σχεδιάστρια και εικονογράφος,που έχει ως βάση της το Λονδίνο. Έχει εκθέσει έργα της σεατομικές και ομαδικές εκθέσεις στο Λονδίνο, το Μιλάνο, τοΤόκιο, τη Σιγκαπούρη και τη Νέα Υόρκη. Παρουσιάζει έργατης και με το πλήρες όνομά της, Kazuko Nomoto.

  • Τίτλος Πρωτοτύπου: THE HEN WHO DREAMED SHECOULD FLY

    Copyright © 2000 by Sun-mi Hwang ● Μετάφραση από τααγγλικά © 2013 by Chi-Young Kim

    Εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με τη P.&R. Permissions &Rights LTD ● © Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο:Εκδόσεις Διόπτρα, 2014

    Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή τουσυνόλου του βιβλίου σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς τηγραπτή άδεια του εκδότη.

    ISBN: 978-960-364-692-1

    Πρώτη έκδοση: Μάρτιος 2014 ● Μεταφραση: ΑναστασίαΚαλλιοντζή ● Επιμέλεια - Διόρθωση: Βίκυ Κατσαρού,Εκδόσεις Διόπτρα ● Προσαρμογη εξωφύλλου: ΓιώργοςΠαναρετάκης, Εκδόσεις Διόπτρα ● ΗλεκτρονικήΣελιδοποίηση: Ελένη Οικονόμου, Εκδόσεις Διόπτρα

    Εκδόσεις Διόπτρα ● ΕΔΡΑ ● Αγ. Παρασκευής 40, 121 32Περιστέρι, τηλ.: 210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39 ●ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ● Στοά του Βιβλίου ● Πεσμαζόγλου 5,105 64 Αθήνα, τηλ.: 210 330 07 747 ● www.dioptra.gr ● e-mail: [email protected][email protected]

  • ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΝΑ ΓΕΝΝΗΣΩ ΑΛΛΟ ΑΥΓΟ!

  • Το αυγό σταμάτησε την κατρακύλα του σαν έφτασε στολεπτό συρματόπλεγμα του κοτετσιού. Η Μπουμπουκίτσα τοκοίταξε – ένα αυγό στο χρώμα της κιμωλίας, διάστικτο μεπιτσιλιές από αίμα. Δεν είχε γεννήσει αυγό εδώ και δύο μέρες·είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι δεν θα μπορούσε ναξαναγεννήσει κανένα άλλο πια. Κι όμως, να το – ένα τόσοδα, αξιοθρήνητο στην όψη αυγουλάκι.

    Αυτό δεν γίνεται να ξανασυμβεί, σκέφτηκε ηΜπουμπουκίτσα. Άραγε θα το έπαιρνε κι αυτό η γυναίκα τουαγρότη; Είχε πάρει όλα τα υπόλοιπα και γκρίνιαζε κι απόπάνω κάθε φορά ότι τα αυγά που γεννιούνταν ήταν όλο καιμικρότερα. Ε, δεν θα άφηνε τούτο δω χωρίς να το πάρει μόνοκαι μόνο επειδή ήταν άσχημο, έτσι δεν είναι;

    Σήμερα η Μπουμπουκίτσα στεκόταν στα πόδια της με τοζόρι. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς – με κάποιον τρόπο είχεκατορθώσει να γεννήσει ένα αυγό δίχως να έχει βάλειμπουκιά στο στόμα της. Αναρωτήθηκε πόσα ακόμη αυγάείχαν απομείνει μέσα της· ήλπιζε ότι τούτο δω θα ήταν τοτελευταίο. Τέντωσε το κεφάλι της αφήνοντας έναν βαθύαναστεναγμό και κοίταξε ερευνητικά προς τα έξω. Μια και τοκλουβί της ήταν κοντά στην είσοδο, μπορούσε να βλέπειπολύ πιο πέρα από τα συρματοπλέγματα. Η πόρτα πουοδηγούσε στο κοτέτσι δεν έκλεινε κι ερμητικά· από το κενό

  • που σχηματιζόταν, η Μπουμπουκίτσα διέκρινε μια ακακία.Αγαπούσε εκείνο το δέντρο πάρα πολύ κι έτσι δενπαραπονιόταν για τους παγωμένους αέρηδες του χειμώναπου εισέβαλαν μέσα απ’ τη χαραμάδα ούτε για τιςκαλοκαιρινές μπόρες.

    Η Μπουμπουκίτσα ήταν κότα προορισμένη να γεννάειαυγά, πράγμα που σήμαινε ότι την εξέτρεφαν γι’ αυτόνακριβώς το σκοπό· για τα αυγά της. Είχε καταφτάσει στοκοτέτσι εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο.greekleech.infoΑπό τότε και μετά, το μόνο που έκανε ήταν να γεννάει. Δενμπορούσε να τριγυρίζει ανέμελα, ούτε να πλαταγίζει τα φτεράτης, ούτε καν να καθίσει στα ίδια της τα αυγά. Δεν είχεξεμυτίσει απ’ το κοτέτσι ποτέ. Όμως, από τότε που είχε δει μιακότα να περιδιαβαίνει την αυλή μαζί με τα αξιολάτρευτακοτοπουλάκια που είχαν ξεπηδήσει απ’ τα αυγά που είχεκλωσήσει, η Μπουμπουκίτσα είχε αρχίσει ενδόμυχα να τρέφειέναν μυστικό πόθο – να κλωσήσει ένα αυγό και ναπαρακολουθήσει το κοτοπουλάκι της να γεννιέται. Όμωςήταν ένα άπιαστο όνειρο. Το κοτέτσι είχε μια κλίση έτσι ώστετα αυγά που γεννιούνταν να κατρακυλούν στην άλλη μεριάτου φράχτη με αποτέλεσμα να χωρίζονται από τις μητέρεςτους.

    Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο αγρότης σέρνοντας ένα

  • καροτσάκι. Οι κότες άρχισαν να κακαρίζουν ανυπόμονα,χαλώντας τον κόσμο.

    «Πρωινό!»

    «Πεινάω, άντε, γρήγορα, γρήγορα!»

    Με τη βοήθεια ενός κάδου, ο αγρότης έβγαλε την τροφήαπ’ το καροτσάκι και τη σκόρπισε ολόγυρα. «Μια ζωήπεινάτε! Το καλό που σας θέλω να αξίζει τον κόπο το φαΐπου τρώτε. Δεν είναι δα και φθηνό!»

    Η Μπουμπουκίτσα κοίταξε μέσα απ’ την πόρτα που έχασκεορθάνοιχτη, επικεντρώνοντας το βλέμμα της στον έξωκόσμο. Εδώ και λίγο καιρό της είχε κοπεί η όρεξη. Δεν είχεκαμία διάθεση να γεννήσει άλλο αυγό. Η καρδούλα της έμενεάδεια και παγωμένη κάθε φορά που η γυναίκα του αγρότητης άρπαζε τα αυγά της. Η περηφάνια που ένιωθε ότανγεννούσε ένα αυγό έδινε τη θέση της στη θλίψη. Είχεεξαντληθεί μετά από έναν ολόκληρο χρόνο που βίωνε αυτήτην κατάσταση. Δεν προλάβαινε να αγγίξει τα αυγουλάκιατης ούτε καν με την άκρη του ποδιού της! Και δεν είχε τηνπαραμικρή ιδέα τι απογίνονταν αφότου η γυναίκα του αγρότητα παράχωνε μέσα στο καλάθι της και τα έπαιρνε απ’ τοκοτέτσι.

  • Η μέρα έξω ήταν ηλιόλουστη. Η ακακία στην άκρη τηςαυλής ήταν ολάνθιστη, φορτωμένη με λευκά λουλουδάκια.Το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε αιχμαλώτισε το γλυκό άρωμαπου ανέδιδαν τα άνθη και το έφερε μέσα στο κοτέτσι,λιγώνοντας την καρδιά της Μπουμπουκίτσας. Μια και δυοσηκώθηκε κι έβαλε το κεφαλάκι της ανάμεσα απ’ τασυρματοπλέγματα του κλουβιού της. Ο γυμνός, χωρίςπούπουλα, λαιμός της τρίφτηκε και γδάρθηκε λιγάκι. Ταφύλλα γέννησαν ξανά λουλούδια! Η Μπουμπουκίτσα ζήλεψε.Με μια λοξή ματιά, θα μπορούσε να δει τα ανοιχτοπράσιναφύλλα που είχαν πια ωριμάσει και ήταν έτοιμα να γεννήσουνμοσχομύριστα λουλουδάκια. Είχε προσέξει τηνμπουμπουκιασμένη ακακία από την πρώτη κιόλας μέρα πουτην είχαν φέρει και την είχαν κλείσει μέσα σ’ αυτό εδώ τοκοτέτσι. Λίγες μέρες αργότερα, το δέντρο έριξε τα λουλούδιατου, τα οποία σκορπίστηκαν ολόγυρα σαν χιονονιφάδες,αφήνοντας πίσω τους μόνο πράσινα φύλλα. Τα φύλλασυνέχισαν να ζουν για καιρό, μέχρι που το φθινόπωρο κόντευεπια να τελειώσει και τότε έγιναν κίτρινα, ώσπου στο τέλοςάρχισαν να πέφτουν σιωπηλά και ήσυχα. Η Μπουμπουκίτσακατατρόμαξε όταν είδε τα φύλλα, που αντιστέκονταν γενναίαστους μανιασμένους αέρηδες και στις δυνατές βροχές, ναμαραίνονται και να πέφτουν. Όταν, όμως, τα είδε ναξαναγεννιούνται ανοιχτοπράσινα την επόμενη άνοιξη, τηνκυρίευσε συγκίνηση.

  • Το «Μπουμπουκίτσα» ήταν το ωραιότερο όνομα στονκόσμο. Ένα μπουμπούκι μεγάλωνε σ’ ένα φύλλο κιαγκαλιαζόταν με τον αέρα και τον ήλιο, προτού πέσει καισαπίσει και γίνει κι αυτό ένα με το παχύ στρώμα των σάπιωνφύλλων που θα έτρεφαν το δέντρο για να ξαναβγάλει κι άλλαευωδιαστά λουλούδια. Η Μπουμπουκίτσα ήθελε κι αυτή νακάνει κάτι στη ζωή της, όπως ακριβώς τα μπουμπούκια πάνωστην ακακία. Γι’ αυτό, άλλωστε, αποφάσισε να δώσει στονεαυτό της το όνομά τους. Κανείς δεν την αποκαλούσε«Μπουμπουκίτσα» και ήξερε καλά ότι η ζωή της δεν έμοιαζεσε τίποτα μ’ εκείνη ενός μπουμπουκιού, αλλά, παρ’ όλα αυτά,το όνομα αυτό την έκανε να αισθάνεται όμορφα. Ήταν τομυστικό της. Από τότε που ονόμασε έτσι τον εαυτό της,άρχισε να παρατηρεί εντατικά τα πράγματα που συνέβαινανέξω απ’ το κοτέτσι: τα πάντα, από τη χάση και τη φέξη τουφεγγαριού και την ανατολή και τη δύση του ήλιου, μέχρι ταζώα που διαπληκτίζονταν στην αυλή του αχυρώνα.

    «Άντε ντε, φάτε για να γεννάτε πολλά αυγά, απ’ ταμεγάλα!» μούγκρισε ο αγρότης. Αυτό το πράγμα το έλεγεκάθε φορά που τάιζε τις κότες και η Μπουμπουκίτσα είχεκουραστεί να το ακούει. Συνέχισε να κοιτάζει επίμονα στηναυλή, αγνοώντας τον.

    Τα ζώα εκεί έξω ήταν απασχολημένα με το πρωινό που

  • έτρωγαν. Μια μεγάλη οικογένεια από πάπιες περικύκλωσεμια ταΐστρα και, με τις ουρές τους να δείχνουν τον ουρανό,καταβρόχθισαν το φαγητό τους δίχως να σηκώσουν τακεφάλια τους ούτε μια φορά. Ο γερο-σκύλος ήταν κάπου εκείκοντά, μπουκωμένος κι αυτός με φαγητό.greekleech.info Ανκαι είχε τη δική του γαβάθα, ήταν αναγκασμένος ναμπουκώνεται με όλο του το φαΐ πριν το πάρει μυρωδιά οκόκορας. Μια φορά, είχε αρνηθεί στον κόκορα να τσιμπήσειαπ΄ τη γαβάθα του και εισέπραξε ένα άγριο και μοχθηρόράμφισμα, που είχε ως αποτέλεσμα να ξεπηδήσει αίμα απ’ τημουσούδα του. Η ταΐστρα που προοριζόταν για τον κόκορακαι τις κότες δεν μάζευε πολύ κόσμο γύρω της. Επειδή τονκαιρό αυτό δεν είχαν απογόνους, ήταν και οι μόνοι πουμπορούσαν να τρώνε με την ησυχία τους, ανενόχλητοι.Ακόμα κι έτσι, όμως, ο κόκορας εξακολουθούσε να δείχνειενδιαφέρον για τη γαβάθα του γερο-σκύλου. Είχε εδραιώσειτην κυριαρχία του ως αρχηγός του αχυρώνα τότε πουαρνήθηκε να οπισθοχωρήσει, ακόμα κι όταν ο σκύλοςχαμήλωσε την ουρά του και γρύλισε θυμωμένα. Ο κόκοραςήταν ομορφούλης, με μια στητή ουρά που ενέπνεε σεβασμό,ένα κατακόκκινο λειρί, βλέμμα ατρόμητο κι ένα κοφτερόράμφος. Εκείνος ήταν που διατυμπάνιζε ότι είχε έρθει η μέραλαλώντας τα χαράματα κι ύστερα σεργιάνιζε στους αγρούς,παρέα με τις κότες.

  • Κάθε φορά που έβλεπε τις κότες της αυλής, ηΜπουμπουκίτσα δεν μπορούσε να το αντέξει – ένιωθε ακόμηπιο έντονο τον περιορισμό μέσα στο κλουβί της, σανφυλακισμένη. Ήθελε κι εκείνη να σκαλίσει το κοπρόχωμαμαζί με τον κόκορα, να περπατήσει στο πλάι του και νακαθίσει στ’ αυγά της για να τα κλωσήσει. Δεν μπορούσε ναφτάσει στην αυλή όπου ζούσαν εκείνοι, όλοι μαζί –οι πάπιες,ο γερο-σκύλος, ο κόκορας και οι κότες– όσο κι αν τέντωνε τολαιμό της βγάζοντάς τον μέσα απ’ τα συρματοπλέγματα· τομόνο που κατάφερνε ήταν να μαδάει τα πούπουλά της. Εγώ,δηλαδή, γιατί να είμαι μέσα στο κοτέτσι ενώ εκείνες οι κότεςείναι έξω στην αυλή; Δεν ήξερε ότι ο κόκορας και οι κότεςήταν γέννημα θρέμμα της Κορέας. Ούτε ήξερε ότι από ένααυγό που θα γεννούσε μόνη της δεν θα ξεπηδούσε ποτέκλωσοπουλάκι όσο κι αν καθόταν πάνω του και τοκλωσούσε. Αν το ήξερε αυτό, ίσως να μην είχε μπει ποτέ στηδιαδικασία να ονειρευτεί ότι θα μπορούσε να κλωσήσει ένα.Οι πάπιες τέλειωσαν το φαγητό τους και, μπαίνοντας σεσειρά η μία πίσω απ’ την άλλη κάτω απ’ την ακακία,προχώρησαν μ’ εκείνα τα μικρά χαρακτηριστικά βήματα τωνπαπιών προς το παρακείμενο λοφάκι, ενώ ένα πουλάκι λίγομικρότερο σε μέγεθος και με διαφορετικό χρώμα τουςακολουθούσε κατά πόδας. Το κεφάλι του ήταν πράσινο σαντα φύλλα της ακακίας – ίσως και να μην ήταν παπί. Αλλάπάλι, και «κουά κουά» έκανε και βάδιζε σαν πάπια. Η

  • Μπουμπουκίτσα δεν είχε ιδέα πώς και μιαπρασινοκεφαλόπαπια είχε έρθει να ζήσει στην αυλή, το μόνοπου ήξερε ήταν ότι το εν λόγω παπί ήταν διαφορετικό.Ακόμα καθόταν και κοιτούσε επίμονα έξω, όταν έκανε τηνεμφάνισή του ο αγρότης για να την ταΐσει. Τέντωσε το κεφάλιτου παραξενεμένος, όταν παρατήρησε ότι το φαγητό που τηςείχε βάλει την προηγούμενη μέρα εξακολουθούσε ναβρίσκεται μέσα στην ταΐστρα ανέγγιχτο. «Ε; Τι γίνεται εδώ;»μουρμούρισε.greekleech.info Συνήθως, αφότου έβαζε τοφαγητό, έφευγε και μετά ερχόταν η γυναίκα του για ναμαζέψει τα αυγά. Όμως σήμερα ο αγρότης έκανε και τη δικήτης δουλειά. «Δεν έχει φάει τίποτα όλες αυτές τις μέρες.Μάλλον θα είναι άρρωστη». Ο αγρότης έβγαλε έναεπιφώνημα δυσαρέσκειας κι ύστερα κοίταξε τηνΜπουμπουκίτσα αποδοκιμαστικά. Έσκυψε για να μαζέψει τοαυγό της. Τη στιγμή όμως που τα δάχτυλά του τοακούμπησαν, το αυγό ράγισε· λεπτές ραγισματιέςσχηματίστηκαν σ’ όλη την επιφάνειά του. Η Μπουμπουκίτσααναστατώθηκε βαθιά. Ήξερε ότι το αυγουλάκι ήταν μικρό καιάσχημο, αλλά δεν της είχε περάσει καθόλου απ’ το μυαλό ότιθα ήταν και μαλακό. Το κέλυφος δεν είχε καν σκληρύνει! Οαγρότης συνοφρυώθηκε.

    Η Μπουμπουκίτσα ένιωσε την καρδιά της να σκίζεται σταδύο. Η θλίψη που αισθανόταν κάθε φορά που της έπαιρναν

  • τα αυγά της δεν ήταν τίποτα, μπροστά σ’ αυτό που ένιωθετούτη ακριβώς τη στιγμή. Ο λαιμός της γέμισε λυγμούς καιαναφιλητά· ολόκληρο το σώμα της σφίχτηκε, κοκάλωσε. Τοκαημένο, ήρθε στον κόσμο δίχως κέλυφος. Ο αγρότης πέταξεμε δύναμη το μαλακό αυγό έξω, στην αυλή· ηΜπουμπουκίτσα μάζεψε όλο της το κουράγιο και σφάλισεσφιχτά τα μάτια της. Το αυγό έσπασε δίχως να κάνει τονπαραμικρό θόρυβο. Ο γερο-σκύλος σύρθηκε βαριά κι αδέξιαως εκεί κι άρχισε να το γλείφει. Δάκρυα άρχισαν να κυλούναβίαστα απ’ τα μάτια της Μπουμπουκίτσας, για πρώτη φοράστη ζωή της. Αρνούμαι να γεννήσω άλλο αυγό! Ποτέ ξανά!

  • ΔΡΑΠΕΤΕΥΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΤΕΤΣΙ

  • Η Μπουμπουκίτσα απολάμβανε να χαζεύει όλα όσασυνέβαιναν στην αυλή του αχυρώνα. Πολύ περισσότερο τηςάρεσε να κάθεται να παρακολουθεί τις πάπιες να το βάζουνστα πόδια όταν τις πλησίαζε ο σκύλος παρά να τσιμπολογάειτο φαγητό της. Έκλεινε τα μάτια της και φανταζόταν τονεαυτό της να περιπλανιέται ελεύθερα και ξένοιαστα, εδώ κιεκεί. Έβλεπε με τα μάτια του μυαλού της πως καθόταν μέσασε μια φωλιά, πάνω σ’ ένα αυγό, φανταζόταν ότι τριγύριζε σταλιβάδια μαζί με τον κόκορα ή ότι έπαιρνε στο κατόπι τιςπάπιες και πήγαινε όπου πήγαιναν. Αναστέναξε βαθιά. Δενείχε νόημα να ονειρεύεται, ήταν μάταιο. Δεν θα τηςσυνέβαιναν ποτέ όλα αυτά. Δεν είχε καταφέρει να γεννήσειαυγό, εδώ και λίγες μέρες. Δεν ήταν και τόσο περίεργο, αφούμόλις και μετά βίας στεκόταν στα πόδια της.

    Την πέμπτη μέρα χωρίς αυγό, η Μπουμπουκίτσα ξύπνησεαπό έναν βαθύ ύπνο ακούγοντας τη φωνή της γυναίκας τουαγρότη που γκρίνιαζε. «Είναι σκαρταδούρα. Πρέπει να τηδιώξουμε απ’ το κοτέτσι». Της Μπουμπουκίτσας δεν της είχεπεράσει ποτέ απ’ το μυαλό ότι θα έφευγε απ’ το κοτέτσι. Δενκαταλάβαινε τι σήμαινε η λέξη «σκαρταδούρα», αλλά καιμόνο στη σκέψη ότι θα έβγαινε από κει μέσα, πλημμύριζε μεζωντάνια. Ύψωσε το ανάστημά της και ήπιε μερικέςγουλίτσες νερό. Ούτε την επόμενη μέρα, επίσης, κατάφερε ναγεννήσει αυγό. Η Μπουμπουκίτσα το ένιωθε – το σώμα της

  • δεν μπορούσε πλέον να κάνει άλλα αυγά. Ωστόσο συνέχισενα πίνει λίγο νεράκι και να τσιμπολογάει λίγη τροφή.Ανυπομονούσε να αρχίσει την καινούρια της ζωή. Θακλωσούσε ένα αυγό και θα έβλεπε ένα κλωσοπουλάκι ναξεπετάγεται. Ήταν σίγουρη πως θα μπορούσε να τακαταφέρει όλα αυτά, φτάνει μόνο να έφευγε μέσα από εκείνοτο κοτέτσι και να έβγαινε στην αυλή. Περίμενε με μιααδημονία από εδώ ως τον ουρανό. Κοιμήθηκε ανήσυχα, ένανύπνο ταραγμένο, και είδε όνειρο ότι έπαιζε στα λιβάδια μαζίμε τον κόκορα και πως σκάλιζε το χώμα.

    Την επόμενη μέρα, η πόρτα που οδηγούσε στο κοτέτσιάνοιξε και μπήκαν ο αγρότης με τη γυναίκα του,σπρώχνοντας ένα άδειο καροτσάκι. Η Μπουμπουκίτσα ήταντόσο αδύναμη που δεν μπορούσε καν να σταθεί όρθια,ωστόσο η διαύγειά της ήταν πλήρης· το μυαλό της δούλευεπιο καθαρά από κάθε άλλη φορά. Ύψωσε τον τόνο τηςφωνής της για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό: «φεύγω απ’το κοτέτσι!» κακάρισε. Είχε χαράξει η πιο υπέροχη μέρα απότότε που την έκλεισαν μέσα σε τούτο δω το κοτέτσι. Το λεπτόάρωμα που ανέδιδαν τα λουλούδια της ακακίας πλημμύρισετον αέρα.

    «Όλο και κάτι θα βγάλουμε απ’ το κρέας, ε;» ρώτησε ηγυναίκα του αγρότη τον άντρα της.

  • «Δεν είμαι σίγουρος. Δείχνει αρρωστιάρα…»

    Η Μπουμπουκίτσα δεν είχε προσέξει ούτε είχε καταλάβει τιέλεγαν, γιατί η καρδιά της βροντοχτυπούσε στη σκέψη ότιεπιτέλους θα πήγαινε να ζήσει στην αυλή. Ο αγρότης τηνάρπαξε απ’ τα φτερά και την έβγαλε έξω απ’ το στενόχωροκλουβί της. Η Μπουμπουκίτσα προσγειώθηκε μέσα στοκαροτσάκι μ’ έναν υπόκωφο γδούπο. Παραήτανεξασθενημένη για να μπορέσει να αντισταθεί ή έστω ναπεταρίσει τα φτερά της. Κατάφερε και τέντωσε το λαιμό τηςγια μια στιγμή μονάχα. Αμέσως μετά έπεσαν από πάνω της κιάλλες αδύναμες, αρρωστιάρικες κότες και τηνκαταπλάκωσαν.greekleech.info Σ’ ένα χωριστό κλουβί, οαγρότης και η γυναίκα του φόρτωσαν γριές κότες, που οκαιρός που μπορούσαν να γεννούν αυγά είχε περάσει πια,αλλά κατά τ’ άλλα ήταν καλά στην υγεία τους, και μετά τιςφόρτωσαν σ’ ένα φορτηγάκι το οποίο έφυγε απ’ τοαγρόκτημα. Η Μπουμπουκίτσα παρέμεινε μέσα στοκαροτσάκι, καταπλακωμένη από ένα σωρό κότες οι οποίεςήταν ένα βήμα πριν το θάνατο. Η τελευταία κόταπροσγειώθηκε στο κεφάλι της. Η Μπουμπουκίτσα είχετρομοκρατηθεί. Προσπάθησε να μη χάσει την ψυχραιμία τηςκαι αναρωτήθηκε τι στο καλό συνέβαινε. Τα δυνατάκακαρίσματα σιγά σιγά έσβησαν, ώσπου στο τέλος ηΜπουμπουκίτσα δεν άκουγε τίποτα απολύτως. Άρχισε να

  • δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να ανασάνει. Δηλαδή,αυτό πάει να πει «σκαρταδούρα»; Να μας πετάξουν όπου να’ναι; Η Μπουμπουκίτσα δεν μπορούσε να κρατήσει ταβλέφαρά της ανοιχτά. Α, δεν είναι δυνατόν να πεθάνω μ’ αυτότον τρόπο… Προσπάθησε να μαζέψει όσο θάρρος μπορούσε,αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να δει το φόβο της ναμεγαλώνει. Θλίψη αναδύθηκε μέσα απ’ τα μύχια της καρδιάςτης. Μα δεν ήταν δυνατόν να πεθάνει έτσι, όχι πριν προλάβεινα πάει και να ζήσει στην αυλή… Έπρεπε να το σκάσει μέσααπό εκείνο το καροτσάκι. Αλλά οι κότες που είχαν πέσεισωρός ολόκληρος από πάνω της, της τσάκιζαν τα κόκαλα.

    Η Μπουμπουκίτσα έφερε στο νου της την εικόνα τηςακακίας κατάφορτης από λουλούδια, τα πράσινα φύλλα της,το υπέροχο, ολόγλυκο άρωμά της, τα ευτυχισμένα ζώα στηναυλή… Μόνο μια λαχτάρα είχε: να κλωσήσει ένα αυγουλάκικαι να δει να βγαίνει από κει μέσα ένα κλωσοπουλάκι.Μπορεί να ήταν ένα απλό όνειρο, όμως τώρα πέθαινε χωρίςνα έχει προλάβει να το πραγματοποιήσει. Καθώς οι αισθήσειςτης την εγκατέλειπαν σιγά σιγά, η Μπουμπουκίτσα άρχισε ναβλέπει πράγματα. Είδε τον εαυτό της να κάθεται πάνω σ’ ένααυγό και να το ζεσταίνει με το σώμα της μέσα σε μιαφωλίτσα. Ο καλός κι ευγενής κόκορας παράστεκε στο πλευρότης ακοίμητος φρουρός, ενώ τα λουλουδάκια της ακακίαςέπεφταν σιωπηλά στο χώμα σαν χιονονιφάδες. Πάντα ήθελα

  • να κλωσήσω ένα αυγό. Έστω μια φορά! Ένα αυγό και γιαεμένα, μια φορά… Ήθελα να του ψιθυρίσω: ποτέ δεν θα σ’αφήσω, Μωρό μου. Άντε, σπάσε το τσόφλι, βγες απ’ το αυγό,θέλω να σε γνωρίσω. Μη φοβάσαι, Μωρό μου! Κι αφούγεννήσω το μωρό μου, να το πάρω αγκαλιά… Έχονταςπιστέψει ότι όντως κλωσούσε ένα αυγό, έχασε τις αισθήσειςτης μ’ ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο ράμφος της.

    Η Μπουμπουκίτσα άνοιξε τα μάτια της. Πόση ώρα είχεπεράσει; Έβρεχε κι είχε γίνει μούσκεμα ως το κόκαλο. Δενήξερε πού βρισκόταν. Μάλλον δεν πέθανα. Έτρεμε σύγκορμηαπ’ το κρύο. Το μυαλό της καθάρισε σιγά σιγά, αλλά ακόμακαι τότε δεν μπορούσε να κουνηθεί. Σίγουρα θα ένιωθε πολύκαλύτερα αν μπορούσε να τινάξει τα φτερά της ή τουλάχιστοννα τεντωθεί, αλλά δεν είχε τη δύναμη να το κάνει.

    Άκουσε κάτι, από κάπου από πάνω της. Μόνο όταν οθόρυβος επαναλήφθηκε, η Μπουμπουκίτσα κατάλαβε.

    «Έι, εσύ! Μ’ ακούς;» είπε δυνατά μια φωνή.

    Η Μπουμπουκίτσα κατάφερε να σηκώσει το κεφάλι της.Μια απαίσια μυρωδιά έφτανε στα ρουθούνια της, αλλά δενμπορούσε να δει τι υπήρχε γύρω της.

    «Είσαι μια χαρά. Το ’ξερα εγώ!» Η συγκινημένη φωνή

  • δυνάμωσε σε ένταση. «Άντε, σήκω! Πάρε τα πόδια σου!»

    «Να πάρω τα πόδια μου; Δεν μπορώ. Είναι πολύδύσκολο». Η Μπουμπουκίτσα κοίταξε τριγύρω της τα δέντραστη μισοσκότεινη πλαγιά και τη χλόη να αναδεύεται απ’ τονάνεμο στην κορυφή του χαντακιού. Από κάπου εκεί ηΜπουμπουκίτσα άκουσε ξανά τη φωνή.

    «Δεν έχεις πεθάνει. Άντε, σήκω!»

    «Φυσικά και δεν έχω πεθάνει». Η Μπουμπουκίτσα λύγισετα φτερά της, τέντωσε τα πόδια της και κούνησε το λαιμό τηςπέρα δώθε, πάνω κάτω. Τα πάντα ήταν στη θέση τους, σώακαι αβλαβή· ήταν απλώς αδύναμη, μόνο αυτό. «Ποιοςείσαι;»

    «Σταμάτα να μιλάς. Πρέπει να φύγεις τρέχοντας. Κάνεγρήγορα!»

    Η Μπουμπουκίτσα στάθηκε αδέξια στα πόδια της. Έβαλεόση δύναμη είχε και δεν είχε για να κάνει μερικά βήματα προςτο μέρος απ’ όπου ερχόταν η φωνή. Από πότε είχε ναπερπατήσει; Πότε ήταν η τελευταία φορά; Ένα βήμα, δύοβήματα. Μαρμάρωσε, κοκάλωσε κι ύστερα κάθισε κάτω,συγκλονισμένη.greekleech.info «Ω, Θεέ μου… Τι είναιτούτο;»

  • Νεκρές κότες ήταν στοιβαγμένες παντού γύρω της.Πατούσε πάνω τους. Είχε πέσει μέσα σ’ έναν τεράστιο,ανοιχτό τάφο και είχε κολλήσει εκεί.

    «Μα εγώ είμαι ακόμα ζωντανή! Πώς γίνεται αυτό;» ΗΜπουμπουκίτσα τινάχτηκε σαν ελατήριο κι άρχισε να τρέχειολόγυρα, κακαρίζοντας πανικόβλητη. Όμως δεν μπορούσε ναβρει διέξοδο. Σε κάθε της βήμα, σκόνταφτε πάνω σεπτώματα, παντού πτώματα, συνέχεια πτώματα. Ο τρόμος τηςήταν ατελείωτος. Δεν πίστευε στα μάτια της.

    «Μα τι στην ευχή κάνεις;» ρώτησε η φωνή πέρα απ’ τοντάφο.

    Όμως η Μπουμπουκίτσα, δεν έδωσε σημασία· συνέχισε νατρέχει ολόγυρα και να κακαρίζει. «Αχ, όχι! Τι θα κάνω;»

    «Το νου σου, πρόσεχε!»

    «Δεν είμαι νεκρή! Πώς είναι δυνατόν;»

    «Για κοίτα εκεί! Σ’ έχουν βάλει σημάδι!»

    «Τι θα κάνω; Αχ, τι θα κάνω;»

    «Φύγε, τρέχα! Δεν το βλέπεις ότι έχεις γίνει στόχος; Χαζήκότα! Εκείνα εκεί τα μάτια είναι καρφωμένα πάνω σου!»

  • ούρλιαξε η φωνή.

    Τότε και μόνο τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ηΜπουμπουκίτσα σταμάτησε να κάνει σαματά. Κάτιγλιστρούσε ύποπτα μέσα στα χόρτα, απ’ την αντίθετηκατεύθυνση απ’ όπου ακουγόταν η φωνή. Δύο μάτια τηναγριοκοίταζαν. Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της.

    «Αν συνεχίσεις να μένεις εκεί, θα βρεις τον μπελά σου!»

    Η Μπουμπουκίτσα δεν είχε ιδέα ποιος ήταν αυτός έξω απ’τον ανοιχτό τάφο που της έδινε συνεχώς εντολές και οδηγίες,ωστόσο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν πιο αξιόπιστοςαπό εκείνα εκεί τα μάτια που λαμπύριζαν. «Εσύ πρέπει ναείσαι ο κόκορας», αναφώνησε. Μόνο εκείνος θα είχε τοθάρρος να φωνάξει έτσι μες στα σκοτάδια. ΗΜπουμπουκίτσα ακολούθησε τη φωνή, πηγαίνοντας προςτην άκρη του τάφου. Εκεί ο λάκκος ήταν πιο ρηχός κι έτσιμπορούσε να πηδήξει και να βγει πιο εύκολα.

    «Αυτή είσαι!» είπε ο καινούριος της φίλος με γλυκιά κιευγενική φωνή.

    Η Μπουμπουκίτσα ανατρίχιασε κι έριξε μια προσεκτικήματιά στο φίλο της. Ήταν η πρασινοκεφαλόπαπια που είχεδει στην αυλή – ή μάλλον ο Πρασινοκεφαλόπαπιας, μ’ εκείνα

  • τα ασυνήθιστα πράσινα και καφέ πούπουλα, εκείνος ομοναχικός τύπος που μονίμως ακολουθούσε κατά πόδας τηνπαπιοοικογένεια. Είχε αρχίσει να χωνεύει μέσα στο μυαλό τηςτην ιδέα ότι, τελικά, είχε όντως φύγει απ’ το κοτέτσι. «Σ’ευχαριστώ που μ’ έσωσες!»

    «Σώπα καλέ, ούτε λόγος! Δεν μπορούσα να τον αφήσω νασε τσακώσει. Όταν τσακώνει κάποιον, ζωντανό, θυμώνωαπίστευτα πολύ».

    «Ποιος;»

    «Ο Νυφίτσας!» Ο Πρασινοκεφαλόπαπιας ανατρίχιασε, ταπούπουλα στο λαιμό του ορθώθηκαν.

    Αλλά και η Μπουμπουκίτσα αναρίγησε σύγκορμη. ΟΝυφίτσας στεκόταν αγέρωχος στην άλλη πλευρά τουανοιχτού τάφου. Κοιτούσε βλοσυρά και αγριωπά προς τημεριά τους, θυμωμένος που το γεύμα του είχε καταφέρει νατου ξεγλιστρήσει.

    «Πήγαινε πίσω τώρα που τη γλίτωσες», είπε οΠρασινοκεφαλόπαπιας και άρχισε να απομακρύνεται,βαδίζοντας σαν πάπια.

    «Περίμενε, για μια στιγμή! Πίσω, πού;» Ο

  • Πρασινοκεφαλόπαπιας δεν είχε σκοπό να την πάρει κι αυτήμαζί του! Εκείνη ήθελε να ακολουθήσει τον καινούριο τηςφίλο και να επιστρέψουν μαζί στην αυλή. Γιατί να γυρίσειπίσω, ποιος ο λόγος; «Εγώ δεν ξαναπάω στο κοτέτσι. Μααφού μόλις βγήκα! Με είπαν “σκαρταδούρα”».

    «Σκαρταδούρα; Τι πάει να πει αυτό;»

    «Δεν είμαι σίγουρη, αλλά νομίζω ότι σημαίνει πως είμαιελεύθερη».

    «Όπως κι αν έχει το πράγμα, είναι επικίνδυνο ναπαραμείνεις εδώ. Άντε, πήγαινε. Έχω αργήσει. Όλοι θα έχουνπέσει για ύπνο». Ο Πρασινοκεφαλόπαπιας συνέχισε το δρόμοτου, δείχνοντας κουρασμένος.

    Η Μπουμπουκίτσα έριξε μια λοξή ματιά στον Νυφίτσα κιαμέσως μετά έτρεξε ξοπίσω απ’ τον Πρασινοκεφαλόπαπια.«Πώς ήξερες ότι βρισκόμουν μέσα στον τάφο;»

    «Καθώς επέστρεφα απ’ την τεχνητή λίμνη, είδα τονΝυφίτσα να τριγυρίζει ύποπτα εδώ γύρω, γεγονός πουμαρτυρούσε ότι μέσα στο Λάκκο του Θανάτου υπήρχε μιακότα που ήταν ακόμα ζωντανή.greekleech.info Το ξέρω καλάεγώ αυτό το απαίσιο πλάσμα!» Ο Πρασινοκεφαλόπαπιαςανατρίχιασε ξανά, με τα πούπουλα στο λαιμό του να τρέμουν.

  • «Δεν υπάρχουν λόγια για τον συγκεκριμένο – μονίμωςκυνηγάει ζωντανά πλάσματα. Και είναι και μεγαλόσωμος –πιο μεγαλόσωμος απ’ όλους τους άλλους. Κυνηγάει ζωντανάπλάσματα για να δείξει πόσο δυνατός είναι. Μια ζωντανήκότα, όπως εσύ, είναι η τέλεια λεία. Στο τέλος πάντακαταφέρνει να τσακώσει ό,τι κυνηγάει. Εσύ στάθηκες τυχερή».

    «Πολύ σωστά, εγώ στάθηκα τυχερή. Κι αυτό χάρη σ’ εσένακαι μόνο». Η Μπουμπουκίτσα έτρεξε βιαστικά ξοπίσω απ’ τονΠρασινοκεφαλόπαπια. Και μόνο που είχε ακούσει ότι θα ήτανμια χαρά λεία για τον Νυφίτσα, ήταν αρκετό για να τηςσηκώσει τα πούπουλα κάγκελο.

    «Ε, λοιπόν, ποτέ μου δεν συνάντησα άλλη κότα σανεσένα. Χαίρομαι πολύ που τα κατάφερες και του ξέφυγες. ΟΝυφίτσας πρέπει να σκεφτόταν για αρκετή ώρα κάποιοντρόπο να καταφέρει να τσακώσει μια τέτοια πλουσιοπάροχηλεία». Ο Πρασινοκεφαλόπαπιας γέλασε χαρούμενος καικοίταξε τον τάφο πίσω του.

    Να τος και ο Νυφίτσας, ακόμα να στέκεται εκεί πέρα και νατους ζυγιάζει με το βλέμμα του. Η Μπουμπουκίτσα απέστρεψετα μάτια της βιαστικά, αλλά ο Πρασινοκεφαλόπαπιαςπαρέμενε εντελώς ατάραχος. «Είμαι σίγουρος ότι θα τονξανασυναντήσεις. Αυτός ο τύπος δεν τα παρατάει εύκολα».

  • «Αλήθεια;» ψέλλισε η Μπουμπουκίτσα.

    «Θεωρώ ότι είσαι η πρώτη κότα που καταφέρνει να βγειαπό κει μέσα ζωντανή».

    «Μα αφού δεν είχα πεθάνει», ψιθύρισε η Μπουμπουκίτσα.

    Ο Πρασινοκεφαλόπαπιας συνέχισε το δρόμο του. Πέρασανκάτω απ’ την ακακία. «Πού θα πας;» ρώτησε.

    Η Μπουμπουκίτσα κόμπιασε για λίγο. «Κοίτα… δεν έχωτην παραμικρή επιθυμία να επιστρέψω στο κοτέτσι».

    «Αυτό μου το ξανάπες ήδη».

    «Μμμ… ναι, σωστά, στο ξανάπα ήδη. Η Μπουμπουκίτσαήλπιζε ολόψυχα ότι ο Πρασινοκεφαλόπαπιας θα τηςσυμπαραστεκόταν σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή. «Εεε… δεν θαμπορούσες να με πάρεις μαζί σου;»

    «Πού; Στον αχυρώνα;» Ο Πρασινοκεφαλόπαπιας κούνησετο κεφάλι του. Η Μπουμπουκίτσα τον έφερνε σε δύσκοληθέση, κίνδυνοι ελλόχευαν. Όμως, ίσως επειδή τη λυπήθηκε,δεν είπε όχι αμέσως. «Εγώ δεν είμαι από δω. Ωστόσο εσύείσαι κότα, οπότε ίσως…» Ο Πρασινοκεφαλόπαπιας τηνοδήγησε μέσα στον αχυρώνα, εκεί όπου κοιμούνταν τα ζώατις νύχτες.

  • ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΧΥΡΩΝΑ

  • Ο γερο-σκύλος ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο χώμα,μόνο τον πισινό του είχε μέσα στο σπιτάκι του. Με τα μάτιατου μισόκλειστα, είχε βάλει πλώρη για τη χώρα των ονείρων.Όταν, όμως, έπιασε με την άκρη του ματιού του τονΠρασινοκεφαλόπαπια και μια κοκαλιάρα, βρεγμένη ως τομεδούλι, κότα που της έλειπαν όλα τα πούπουλα απ’ τολαιμό, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Τι απαίσιαμυρωδιά!» μούγκρισε ο σκύλος, αρχίζοντας να πηγαίνει προςτο μέρος τους.

    Η Μπουμπουκίτσα ζάρωσε πιο κοντά στονΠρασινοκεφαλόπαπια.

    «Δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις. Δεν είναι παρά μιακότα», είπε ο Πρασινοκεφαλόπαπιας μαλακά για να μηνπροσβάλει το σκύλο.

    Ο σκύλος στραβομουτσούνιασε και κινήθηκε κυκλικά γύρωαπό την Μπουμπουκίτσα, λες και περίμενε μια ευκαιρία για νατην αρπάξει ανάμεσα στα σαγόνια του και να την κάνει μιαχαψιά. «Δεν αφήνω κανέναν να περάσει. Είμαι περίφημοςφύλακας!» είπε και γύμνωσε τα δόντια του.

    Ακούγοντας τη σχετική αναταραχή, κάποιες πάπιεςέβγαλαν τα κεφάλια τους έξω απ’ τον αχυρώνα για να δουν τιέγινε. «Α, ώστε δεν έφυγε τελικά αυτός;» γκρίνιαξε μια πάπια.

  • «Αχ, όχι!» άρχισε να ολοφύρεται μια άλλη πάπια. «Τισέρνει μαζί του;»

    «Ποπό, χάλια! Ένα μαδημένο κοτόπουλο. Μάλλονκατάφερε να το σκάσει απ’ το τραπέζι του Νυφίτσα!»

    Οι πάπιες ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.

    Ο Πρασινοκεφαλόπαπιας έμεινε αμίλητος, αλλά ταπούπουλά του είχαν σηκωθεί όρθια κι έτρεμαν. ΗΜπουμπουκίτσα στενοχωρήθηκε πολύ που τον κορόιδευανκαι τον πείραζαν.

    «Έι, Παρατρεχάμενε!» φώναξε μια πάπια. «Αρκετό βάροςμας είσαι από μόνος σου, ούτως ή άλλως. Έπρεπε να φέρειςμαζί σου κι ένα άρρωστο κοτόπουλο;»

    «Στείλ’ την από κει που ήρθε! Θα μας μολύνει όλους!»

    Όλες μαζί, με μια φωνή, συμφώνησαν ότι ηΜπουμπουκίτσα θα έπρεπε να φύγει αμέσως.

    Ο σκύλος γρύλισε θριαμβευτικά. «Το ’πιασες; Ούτε να σουπερνάει απ’ το μυαλό ότι θα μείνεις να τριγυρνάς εδώ πέρα!»

    Η Μπουμπουκίτσα τρομοκρατήθηκε. Απ’ την άλλη, όμως,δεν είχε και πουθενά αλλού να πάει. Συνέχισε να στέκεται

  • ακριβώς πίσω από τον Παρατρεχάμενο. «Κανείς δεν θααρρωστήσει εξαιτίας μου.greekleech.info Κανέναν δεν θαενοχλήσω», είπε μυξοκλαίγοντας. Τα ζώα της αυλής δεν τηςήταν άγνωστα – είχε πιστέψει ότι όλα θα πήγαιναν καλά ανκατάφερνε να φύγει απ’ το κοτέτσι. «Κι εδώ και πολύ καιρόήθελα να ζήσω κι εγώ στην αυλή».

    «Τι έκανε, λέει; Εσύ είσαι κότα προορισμένη να κάνειςαυγά! Οφείλεις να κάθεσαι στο κοτέτσι και να γεννάς!»άστραψε και βρόντηξε ο σκύλος.

    «Μα εγώ…» τραύλισε η Μπουμπουκίτσα, προσπαθώνταςνα παραμείνει σταθερή στις θέσεις της.

    Ο σκύλος εξαγριώθηκε ακόμη περισσότερο κι ήρθε καικόλλησε τη μούρη του πάνω της με τα ρουθούνια του ναανοιγοκλείνουν σαν φυσητήρες, ώσπου η Μπουμπουκίτσααναγκάστηκε να καθίσει στον πισινό της και να ζαρώσει στοέδαφος. Αυτό έγινε κάμποσες φορές. Οι πάπιες ξέσπασαν σετρανταχτά γέλια. Η Μπουμπουκίτσα, όμως, ξέσπασε σεκλάματα.

    «Είστε δειλοί και άκαρδοι! Αφήστε την κοτούλα ήσυχη!»τους φώναξε ο Παρατρεχάμενος. «Εγώ ήρθα εδώ για ναζητήσω τη γνώμη όλων σας. Πώς μπορέσατε να φερθείτετόσο σκληρά και άσπλαχνα;»

  • «Σκληρά και άσπλαχνα; Μήπως τούτος εδώ ξεχνάει ποιοιτον αφήνουν να μένει μέσα στον αχυρώνα;» μουρμούρισεθυμωμένα μια από τις πάπιες.

    Η αγανάκτηση του Παρατρεχάμενου όλο και μεγάλωνε.«Αυτή η κότα κατάφερε και το έσκασε από το Λάκκο τουΘανάτου! Καμία άλλη κότα δεν έχει ξαναβγεί ζωντανή απόκει μέσα. Ο Νυφίτσας την είχε βάλει στο μάτι, αλλά εκείνηγλίτωσε. Το λέει η καρδούλα της!»

    Οι πάπιες φάνηκαν να εκπλήσσονται.

    «Όρθωσε το ανάστημά της απέναντι στον Νυφίτσα!»συνέχισε ο Πρασινοκεφαλόπαπιας. «Θα μπορούσε να κάνειτέτοιο πράγμα κάποιος από εσάς; Θα ερχόταν το τέλος σαςμε το που θα προσπαθούσατε να ξεφύγετε».

    Μπροστά σε μια τέτοια θερμή υποστήριξη εκ μέρους τουΠρασινοκεφαλόπαπια, οι πάπιες άρχισαν να σωπαίνουν, ημία μετά την άλλη. Ακόμη και ο γερο-σκύλος σταμάτησε ναγρυλίζει.

    «Πού είναι το θέμα, δηλαδή; Μπορούμε να της δώσουμεμια γωνίτσα στον αχυρώνα», πρότεινε ο Παρατρεχάμενος.

    Η Μπουμπουκίτσα θαύμασε το θάρρος του και την

  • αυτοπεποίθησή του. Επειδή ήταν μονίμως ο ακόλουθος ότανοι πάπιες πήγαιναν κάπου, εκείνη φανταζόταν γι’ αυτόν ότιήταν απλώς ένα παπάκι.

    «Για κλείσε το ράμφος σου και μη μιλάς!» τον επέπληξεμια άλλη πάπια, αρχηγός του σμήνους των παπιών, πουέκανε την εμφάνισή της μέσα απ’ τον αχυρώνα. «Εσύ είσαιξένος, παρείσακτος. Πώς τολμάς να μας προσβάλλεις; Μηνξεχνάς ότι εμείς σ’ αφήνουμε και ζεις μέσα στον αχυρώνα. Θαέπρεπε να είσαι ευγνώμων!»

    Ο κόκορας εμφανίστηκε και αυτός για να δει τι ήταν όλοςαυτός ο σαματάς. «Εγώ είμαι ο αρχηγός του αχυρώνα! ΟΠαρατρεχάμενος δεν έχει κανένα δικαίωμα να λέει τοοτιδήποτε. Εγώ παίρνω όλες τις αποφάσεις!» Όλοιυποτάχτηκαν μπροστά στην υπεροχή του κόκορα. Η φωνήτου ήταν επιβλητική, ο τόνος του επιτακτικός όπως ακριβώςόταν λαλούσε το ξημέρωμα. Κι ο κόκορας συνέχισε: «μηνκάνετε φασαρία. Είναι αργά και μπορεί να κάνει καμιά βόλταεδώ κοντά ο Νυφίτσας. Η κότα μπορεί να μείνει στοναχυρώνα. Αλλά μόνο γι’ απόψε. Ούτως ή άλλως το κοτέτσιείναι κλειστό. Μπορεί να κοιμηθεί σε μια ακρούλα. Και με τοπου θα λαλήσω το ξημέρωμα, πρέπει να φύγει αμέσως!».

    Ο κόκορας ξαναμπήκε στον αχυρώνα. Ο αρχηγός τωνπαπιών τον ακολούθησε, το ίδιο και ο

  • Πρασινοκεφαλόπαπιας. Η Μπουμπουκίτσα μπήκε τελευταία,με κάθε επιφύλαξη. Ο δύστροπος και καβγατζής γερο-σκύλοςαπόμεινε να βηματίζει πάνω κάτω στην αυλή.

    Ο αχυρώνας ήταν ένας χώρος άνετος και φιλόξενος.Γαβάθες με νερό και φαγητό ήταν απλωμένες παντού, ενώ σεμια γωνιά υπήρχαν δεμάτια με σανό που απέπνεαν μιαζεστασιά. Δεν υπήρχε συρματόπλεγμα σαν εκείνο πουκρατούσε την Μπουμπουκίτσα περιορισμένη κάθε φορά πουπάσχιζε να πλαταγίσει τα φτερά της. Ο κόκορας και η κότατου φτεροκόπησαν βιαστικά ως την κούρνια και κοίταξανδιαπεραστικά τους πάντες. Οι πάπιες ξεκουράζοντανστριμωγμένες η μία πλάι στην άλλη.greekleech.info ΟΠαρατρεχάμενος ζάρωνε κοντά στην πόρτα, σε κάποιααπόσταση. Προφανώς αυτό ήταν ένα ακόμη δείγμα ότι οιπάπιες δεν τον θεωρούσαν δικό τους. Η Μπουμπουκίτσαήξερε ότι έπρεπε να πάει και να φωλιάσει ακόμη πιο μακριάαπό τη συντροφιά των παπιών. Έτσι, πήγε και βολεύτηκεστην πιο απόμερη άκρη του αχυρώνα κι ούτε που τόλμησε ναονειρευτεί να πάει να κουρνιάσει πάνω απ’ τα ζεστά άχυρα.

    «Δεν το πιστεύω ότι ξανάγινε αυτό!» γκρίνιαξε θυμωμένη ηκότα στην κούρνια. «Εκείνη η κότα πρέπει να φύγει το πρωίοπωσδήποτε. Είμαι πολύ ευαίσθητη αυτές τις μέρες. Όπου να’ναι, θα γεννήσω αυγά. Αν πρόκειται να κλωσήσω

  • κλωσόπουλα, τα πάντα γύρω μου πρέπει να είναι ήσυχα καιειρηνικά. Είμαι σίγουρη ότι οι πάντες θυμούνται πως έχωχάσει όλα μου τα κοτοπουλάκια!»

    Η Μπουμπουκίτσα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τηνκότα στην κούρνια. Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι μπορούσενα αναγνωρίσει και να εκτιμήσει την ομορφιά της – τοαισθησιακό κορμί της, τα στιλπνά της πούπουλα, τοκαλοβαλμένο λειρί της. Ήταν μια χαριτωμένη καιαξιαγάπητη σύντροφος για τον εκλεπτυσμένο κόκορα. ΗΜπουμπουκίτσα ένιωσε να ζηλεύει. Αναρωτήθηκε αν εκείνηείχε υπάρξει ποτέ τόσο κομψή και καλαίσθητη. Και θακλωσήσει κι ένα αυγό! Θέλω να ξέρω πώς είναι. Μακάρι ναμπορούσα να είμαι σαν κι εκείνη. Η Μπουμπουκίτσα ποτέ δενείχε δώσει σημασία στην εξωτερική της εμφάνιση. Ωστόσοήταν σίγουρη ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν ήταν καθόλουμα καθόλου ελκυστική – λερωμένη, λασπωμένη καιξεπουπουλιασμένη. Νιώθοντας ξαφνικά να ντρέπεται,κουλουριάστηκε γύρω απ’ τον εαυτό της και κατάπιε ταδάκρυά της. Δεν ήθελε να καρφώνει κανένας τα μάτια τουπάνω στον γυμνό της λαιμό. Για να παρηγορηθεί, έφερε στονου της ότι είχε καταφέρει να φύγει απ’ το κοτέτσι και πωςτώρα πια βρισκόταν μαζί με τα ζώα της αυλής. Σύντομα θαμπορέσω να γεννήσω ένα αυγό! Πολύ σύντομα! Μετά, όμως,θυμήθηκε ότι την είχαν διατάξει να φύγει. Το μέλλον της

  • φάνταζε σκοτεινό. Άσε δε που πέθαινε και της πείνας.

    Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, η Μπουμπουκίτσα κατάφερε νακοιμηθεί καλά για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Ήταν ηπρώτη που ξύπνησε, νωρίτερα ακόμα κι απ’ τον κόκορα, αλλάδεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Ήθελε να απολαύσει τηζεστασιά και την ασφάλεια του αχυρώνα και δεν ήθελε ναενοχλήσει καθόλου τα άλλα ζώα που κοιμούνταν. Άρχισε νανιώθει μέσα της ένα φτερούγισμα ελπίδας. Ίσως να μ’αφήσουν να μείνω. Ο Πρασινοκεφαλόπαπιας είναι έναςπεριπλανώμενος κι όμως βολεύτηκε εδώ. Αν μάθουν πόσοπολύ θέλω να ζήσω στην αυλή, θα δείξουν κατανόηση.

    Ο κόκορας ξύπνησε και σηκώθηκε. Έστρωσε τα πούπουλάτου, ξεδίπλωσε τα φτερά του κι ύστερα τέντωσε το λαιμό τουκαι φώναξε: «κικιρίκουουουου!». Μ’ ένα φτεροκόπημα βγήκεαπ’ την κούρνια και βρέθηκε κοντά στην Μπουμπουκίτσα.Εκείνη πετάχτηκε όρθια για να τον υποδεχτεί.

    «Σου δίνω χρόνο μέχρι να πλαταγίσω τα φτερά μου και ν’ανέβω στον πέτρινο τοίχο για να λαλήσω και απόκει.greekleech.info Μετά θα πρέπει να φύγεις», διέταξε οκόκορας. «Αφήνουμε τον Πρασινοκεφαλόπαπια να μένει εδώγιατί αυτός όντως δεν έχει πού να πάει. Εσύ όμως έχειςμέρος. Το κοτέτσι. Είναι καλά εκεί, δεν κινδυνεύεις. Όσογενναία κότα κι αν είσαι, δεν θα μπορείς να ξεφεύγεις απ’ τον

  • Νυφίτσα για πάντα». Φούσκωσε με περηφάνια. «Σου έδωσαένα μέρος για να κοιμηθείς χθες βράδυ γιατί ανήκεις στοείδος μας. Όμως το είδος μας δεν μπορεί να γίνει ο περίγελοςολόκληρου του αχυρώνα. Τώρα πρέπει να επιστρέψεις εκείόπου ανήκεις».

    «Δεν θέλω να γυρίσω πίσω. Θέλω να ζήσω στην αυλή.Εδώ πέρα δεν θα χρειάζεται να ανησυχώ για τον Νυφίτσα»,έκανε η Μπουμπουκίτσα ικετευτικά. «Είπαν πως είμαισκαρταδούρα».

    «Σκαρταδούρα;»

    Η Μπουμπουκίτσα έγνεψε καταφατικά και ο κόκοραςγέλασε κοροϊδευτικά. Την κοίταξε άγρια, λες κι ήταν έτοιμοςνα τη ραμφίσει έτσι και τολμούσε να αντιδράσει. «Κανέναςδεν σε θέλει!»

    Οι ελπίδες της Μπουμπουκίτσας καταποντίστηκαν.Ταπεινωμένη και ντροπιασμένη, κράτησε το ράμφος τηςπεισματικά κλειστό. Ο κόκορας έφυγε. Μια στιγμή αργότερατον άκουσε να λαλεί, σημάδι ότι εκείνη έπρεπε να φύγει.Έριξε μια λοξή ματιά προς τον Πρασινοκεφαλόπαπια πουείχε ξυπνήσει και την κοιτούσε. Μα ο Παρατρεχάμενος δενμπορούσε να βοηθήσει – ήταν ο τελευταίος τροχός τηςαμάξης. Της έριξε ένα απολογητικό βλέμμα. Η

  • Μπουμπουκίτσα καταλάβαινε. Εκείνος είχε κάνει ό,τιμπορούσε, την είχε βοηθήσει όταν αυτή ήταν ένα βήμα απ’ τονα γίνει δείπνο για τον Νυφίτσα και την είχε υπερασπιστείόταν τα ζώα της αυλής την απέρριπταν. Η Μπουμπουκίτσαέφυγε απ’ τον αχυρώνα, αλλά δεν είχε πουθενά να πάει. Πήγεκαι κούρνιασε κάτω απ’ την ακακία. Ο αγρότης έσπρωχνε τοκαροτσάκι του προς το κοτέτσι. Όταν βρισκόταν στο κοτέτσι,η Μπουμπουκίτσα δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή που θ’άνοιγε η πόρτα για να ρίξει γεμάτη λαχτάρα μια τόση δαματιά στην αυλή, εκεί όπου ποτέ της δεν πίστευε ότι θακατόρθωνε να φτάσει.greekleech.info Ωστόσο να την, τακατάφερε! Δεν θα έπρεπε να νιώθω λυπημένη. Το ότιβρίσκομαι εδώ είναι θαύμα έτσι κι αλλιώς! Η Μπουμπουκίτσασήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την ακακία που ορθωνότανψηλή ως τον ουρανό. Θα γεννήσω αυγό. Και θα κλωσήσω ένακοτοπουλάκι. Αφού τα κατάφερα και γλίτωσα απ’ τονΝυφίτσα, τότε δεν μπορεί να με σταματήσει τίποτα! Τοστομάχι της γουργούριζε. Της έτρεξαν τα σάλια σαν είδε τηγυναίκα του αγρότη να ταΐζει τα ζώα της αυλής. Κι εκείνηήθελε να φάει. Σηκώθηκε, λοιπόν, κι έτρεξε προς μια ταΐστρα.Δεν είχε ιδέα πού τη βρήκε τη δύναμη και την ενέργεια να τοκάνει. Πριν όμως προλάβει να βάλει μια μπουκιά στο ράμφοςτης, μια πάπια τη δάγκωσε λυσσαλέα στο λαιμό. «Πώςτολμάς;»

  • Δίχως πούπουλα να της προστατεύουν το λαιμό, ηΜπουμπουκίτσα κόντεψε να λιποθυμήσει απ’ τον πόνο.

    «Χάσου! Τώρα!» είπε άγρια η πάπια κι αμέσως μετά έχωσετο κεφάλι της μέσα στην ταΐστρα. Οι υπόλοιπες πάπιες ήρθανκι αυτές και στάθηκαν γύρω απ’ την ταΐστρα, με τις ουρέςτους ορθωμένες να κοιτάζουν προς τον ουρανό. Δεν υπήρχεούτε μια τόση δα χαραμάδα για να καταφέρει ηΜπουμπουκίτσα να χωθεί κι αυτή κάπου εκεί ανάμεσα.

    Η Μπουμπουκίτσα έριξε μια λοξή ματιά προς την ταΐστρατου κόκορα. Εκεί πέρα υπήρχε αρκετός ελεύθερος χώρος,αλλά δεν τολμούσε να πάει. Ο κόκορας ήταν άπληστος,αχόρταγος και πολύ άγριος. Κι όσο για να σκεφτεί ναπλησιάσει το σκύλο… ούτε λόγος!

    Ο αγρότης πήρε είδηση την Μπουμπουκίτσα τη στιγμήπου έβγαζε το καροτσάκι του έξω απ’ το κοτέτσι. Η γυναίκατου, καθώς πήγαινε να μπει στο κοτέτσι για να μαζέψει αυγά,κοντοστάθηκε δίπλα του. «Με κάποιον τρόπο τα κατάφερεκαι τη γλίτωσε», είπε.

    Ο άντρας της κούνησε το κεφάλι του με σημασία. «Είναισκληρό καρύδι».

    «Μήπως να την ξαναβάλω πίσω στο κοτέτσι; Αλλά τι

  • λέω, ξέχασα, αυτή εδώ δεν μπορεί να κάνει αυγά. Μήπως νατην τρώγαμε;»

    Η Μπουμπουκίτσα αποσβολώθηκε. Όμως ο αγρότηςκούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Αφού είναι άρρωστη.Αργά ή γρήγορα θα πεθάνει. Ή θα τη φάει καμιά νυφίτσα».

    Η Μπουμπουκίτσα άφησε έναν αναστεναγμόανακούφισης. Όμως ευχήθηκε να μπορούσε να φάει κάτι,οτιδήποτε. Προσπάθησε να ξεγελάσει την πείνα τηςκαταπίνοντας αέρα. Οι κότες μέσα στο κοτέτσι αυτή την ώρασίγουρα θα έτρωγαν. Τα έντερά της ήταν άδεια και τα ένιωθεμπερδεμένα σαν κόμπο. Μολονότι η ζωή στην αυλή ήτανπολύ πιο δύσκολη απ’ όσο την είχε φανταστεί, δεν έριξε ούτεμια λοξή ματιά προς το κοτέτσι. Ο σωρός με το κοπρόχωμα!Έφερε στη μνήμη της τον κόκορα να τον σκαλίζει. Μια καιδυο η Μπουμπουκίτσα κατευθύνθηκε προς τα εκεί μηνέχοντας την παραμικρή ιδέα για το τι μπορεί να έβρισκε.Χάρηκε που είδε ένα ζουμερό σκουλήκι να στριφογυρνάει μεςστις λάσπες. Έδειχνε πεντανόστιμο. Η κότα του κόκορα ήρθετρεχάτη. «Μην τυχόν και φας το κολατσιό μου!»Φιλοδώρησε την Μπουμπουκίτσα με ένα άγριο ράμφισμαστο κεφάλι. Η Μπουμπουκίτσα ούρλιαξε και πισωπάτησε.Μια και δεν είχε βγάλει όλο της το άχτι, η κότα του κόκοραράμφισε την Μπουμπουκίτσα σ’ όλο το σώμα και την έδιωξε

  • απ’ την αυλή με τις κλοτσιές. Ολόκληρο το κορμάκι τηςΜπουμπουκίτσας πονούσε. Όμως η πείνα της ήτανμεγαλύτερη απ’ τον πόνο της. Αποφάσισε να πάει στον κήπο.Τσιμπολόγησε λίγες άκρες από τρυφερές, καταπράσινεςλαχανίδες, ανακουφίζοντας ευχάριστα την πείνα και τη δίψατης μαζί. Με το φόβο ότι μπορεί ο κόκορας και η κότα του ναέρχονταν κατά δω για να περιφρουρήσουν την περιοχή τους,η Μπουμπουκίτσα συνέχισε την εξερεύνησή της. Ο κήπος δενήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσε να βρει κανείς φαγητό·παντού τριγύρω υπήρχαν απέραντα, αχανή λιβάδια. ΗΜπουμπουκίτσα όρθωσε περήφανα το ανάστημά της καικακάρισε χαρούμενα. Μα τέλος πάντων, ο κόκορας κι η κότατου δεν ήταν δυνατόν να τα διαφεντεύουν όλα αυτά!

  • ΤΟ ΑΥΓΟ ΣΤΟ ΠΑΡΤΕΡΙ ΜΕ ΤΙΣΑΓΡΙΟΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΕΣ

  • Η Μπουμπουκίτσα πέρασε ολάκερη τη μέρα της στα λιβάδια.Έφαγε κάμπιες για κολατσιό, σκάλισε το χώμα και πήρε κιέναν αναζωογονητικό υπνάκο για να χωνέψει. Είχε τόσοπολλά πράγματα να κάνει… πολύ περισσότερα απ’ όσαφανταζόταν. Κανένας δεν της τάραξε την ησυχία – οι πάπιεςπήγαν στο λόφο και κάθισαν εκεί όλη μέρα, ενώ το ζεύγοςτου κόκορα και της κότας δεν ξεμάκρυνε απ’ τον κήπο. ΗΜπουμπουκίτσα ήταν ευχαριστημένη. Όμως, καθώς έπεφτετο σούρουπο, άρχισε να αισθάνεται μια ανησυχία. Έπρεπε ναβρει ένα μέρος ασφαλές, μακριά απ’ τον Νυφίτσα. Έψαξε εδώκι εκεί στα λιβάδια μήπως κι έβρισκε κανένα απόμερο καιαπομονωμένο μέρος να κοιμηθεί. Όμως δεν έβρισκε κανένασημείο κατάλληλο για να κρυφτεί. Έτσι, απογοητευμένη πήγεπίσω στην αυλή.

    Τα ζώα της αυλής είχαν ήδη αποσυρθεί στον αχυρώνα γιατη νυχτερινή κατάκλιση, ενώ ο γερο-φύλακας στεκότανφρουρός. Όταν το βλέμμα του εντόπισε την Μπουμπουκίτσα,πήγε προς το μέρος της έχοντας στη φάτσα του μια έκφρασηπου δεν σήμαινε ακριβώς «καλωσόρισες»… «Δεν είναι ητυχερή σου μέρα σήμερα. Κανένας δεν πρόκειται να πάρει τομέρος σου». Κινήθηκε γύρω από την Μπουμπουκίτσααρκετές φορές. «Τον Παρατρεχάμενο τον έχουμε ήδηπροειδοποιήσει. Έτσι και δημιουργήσει το παραμικρό θέμα,θα πρέπει να φύγει απ’ τον αχυρώνα. Οπότε, δεν πρόκειται να

  • σε ξαναβοηθήσει».

    Η Μπουμπουκίτσα κύρτωσε τους ώμους της επιφυλακτικά.

    Ο σκύλος συνέχισε: «και έχει έρθει ο καιρός της κότας ναγεννήσει τ’ αυγά της. Έχω καθήκον να φροντίσω ναδιατηρήσω το περιβάλλον ήρεμο για χάρη της. Δεν θέλω νασε βλέπω να τριγυρίζεις εδώ γύρω».greekleech.info ΗΜπουμπουκίτσα ήταν σίγουρη πως ο σκύλος φοβόταν τηνκότα όταν δεν ήταν στα κέφια της. Αν νευρίαζε μαζί του,σίγουρα θα τον αντάμειβε με ένα ράμφισμα στη μουσούδατου – κι εδώ που τα λέμε δεν ήθελε να του κάνει κουμάντομια κότα.

    «Δεν έχω πού αλλού να πάω για να κοιμηθώ», απάντησε ηΜπουμπουκίτσα ευγενικά. Δεν προσπαθούσε να ξαναμπείστον αχυρώνα όπως το προηγούμενο βράδυ· τώρα απλώςήλπιζε να κοιμηθεί υπό την προστασία του σκύλου. Δεν τηνένοιαζε πού θα κοιμόταν, αρκεί να ήταν κάπου μέσα στηναυλή.

    «Αυτό δεν είναι δικό μου πρόβλημα. Εγώ θα έχω όλο καιπιο πολλές δουλειές να κάνω. Η κότα θέλει να κλωσήσει τ’αυγά της σ’ ένα ήσυχο μέρος. Να, ακριβώς εκεί». Ο σκύλοςέδειξε προς μια πυκνή συστάδα από μπαμπού, κοντά στοσωρό με το κοπρόχωμα. Φάνταζε σαν μέρος όπου ο

  • Νυφίτσας θα μπορούσε να επιτεθεί αιφνιδιαστικά μέσα στηνύχτα. «Πολύ σύντομα θα χρειαστεί να περιπολώ και σ’εκείνη την περιοχή. Στην ηλικία μου! Η κότα βασίζεται πάνωμου. Αν μάθει ότι τριγυρίζεις εδώ γύρω, θ’ αρχίσει ναγκρινιάζει. Είμαι πολύ γέρος για να αντιμετωπίσω κάτιτέτοιο». Ο σκύλος αναστέναξε βαθιά.

    «Ούτε κιχ δεν πρόκειται να βγάλω. Μονάχα άσε με ναμείνω, λίγο, μόνο λίγο. Κάτω απ’ τον πέτρινο τοίχο, στηνάκρη της αυλής. Θα ξυπνήσω πριν απ’ τον κόκορα και θαφύγω».

    «Ζητάς πάρα πολλά. Σ’ όλη μου τη ζωή είχα υπάρξειαυστηρός φύλακας. Δεν γίνεται να παραβώ τους κανόνες γιαχάρη σου».

    «Μα γιατί δεν μπορώ να ζήσω στην αυλή; Στο κάτω κάτω,κότα είμαι κι εγώ, ακριβώς όπως κι εκείνη».

    «Χα! Ανόητο κοτόπουλο! Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;Ναι, κότες είστε και οι δύο, όμως εκείνη είναι διαφορετική.Πώς γίνεται να μην το ξέρεις αυτό; Όπως εγώ είμαι φύλακαςκι ο κόκορας λαλεί την αυγή, έτσι κι εσένα η δουλειά σουείναι να γεννάς αυγά μέσα σ’ ένα κλουβί. Όχι στην αυλή!Αυτοί είναι οι κανόνες».

  • «Κι αν εμένα δεν μ’ αρέσουν αυτοί οι κανόνες; Τι γίνεταιτότε;»

    «Μη λες βλακείες!» Ο σκύλος ρουθούνισε με θόρυβο.Έκανε μεταβολή και μπήκε στο σπιτάκι του, κουνώντας τοκεφάλι. Δεν είχε σκοπό να τη βοηθήσει. Κι αν συνέχιζε να τοντσιγκλίζει, τότε πήγαινε γυρεύοντας να εισπράξει καμιάπροσβολή – ακριβώς σαν αυτήν που της είχε απευθύνει οκόκορας όταν της είπε: «δεν σε θέλει κανείς».

    Έφυγε απ’ την αυλή. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε ναμην έχει πουθενά να πάει. Προχώρησε προς την άκρη τηςαυλής και άρχισε να σκαλίζει με τα νύχια της κάτω απ’ τηνακακία, μέχρι που έφτιαξε έναν ρηχό λάκκο. Τα νύχια της τηνπονούσαν. Θα μπορούσε τουλάχιστον να βολέψει τηνκοιλίτσα της μέσα εκεί. Ο σκύλος απλώς στεκόταν καικοιτούσε. Η καρδιά της Μπουμπουκίτσας ήταν γεμάτη απόθλίψη και οργή. Ήθελε να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν.

    Μετά από λίγο καιρό, η κότα άρχισε να περνάει όλη της τημέρα καθισμένη σε μια φωλιά που βρισκόταν στη συστάδατων μπαμπού. Καμιά φορά πήγαινε μέχρι το σωρό με τοκοπρόχωμα για να κυνηγήσει κανένα ζουζούνι, αλλά είχεπάψει πια να πηγαίνει στον κήπο. Η διάθεση τηςΜπουμπουκίτσας ήταν απαίσια. Ούτε που θυμόταν πόσοςκαιρός είχε περάσει από τότε που είχε γεννήσει αυγό για

    wWw

    .Gree

    kleech

    .info

  • τελευταία φορά. Δεν είχε καμία διάθεση να γεννήσει μέσα στοκοτέτσι, όμως τώρα η υγεία της είχε αποκατασταθεί κι όλα ταπούπουλα στο λαιμό της είχαν ξαναφυτρώσει. Όσο κι ανλαχταρούσε με όλη της την καρδιά να γεννήσει ένα αυγό, είχετην αίσθηση ότι δεν μπορούσε.greekleech.info Πόσοπερήφανη κι ευτυχισμένη θα ένιωθε, αν τα κατάφερνε… ΗΜπουμπουκίτσα αισθανόταν μεγάλη απογοήτευση, ένιωθεαποτυχημένη. Το να τριγυρίζει στα λιβάδια ψάχνοντας γιαφρέσκο φαγητό δεν διέφερε και πολύ απ’ τη ζωή πίσω απ’ τακάγκελα… Προσπάθησε να αποδιώξει αυτές τις ζοφερέςσκέψεις. Φυσικά και θα γεννήσω ένα αυγό! Κατέληξε στοσυμπέρασμα ότι αυτό θα ερχόταν από μόνο του, αβίαστα,μόλις έφτιαχνε για τον εαυτό της μια φωλίτσα – δεν ήτανδυνατόν να γεννήσει αυγό τη στιγμή που έκανε ταραγμένο κιακανόνιστο ύπνο κάθε βράδυ, ανησυχώντας μην τυχόν έκανετην εμφάνισή του ο Νυφίτσας… Όμως, βαθιά μέσα της,αναρωτιόταν αν αυτό ήταν απλώς μια δικαιολογία. Καμιάφορά μες στη νύχτα ξυπνούσε τρομαγμένη, βλέποντας ταμάτια του Νυφίτσα να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Όμως κάθεφορά ο σκύλος τον έπαιρνε μυρωδιά και γρύλιζε απειλητικά.Ο Νυφίτσας δεν είχε κατορθώσει να φτάσει κοντά της και ηΜπουμπουκίτσα δεν χρειαζόταν ν’ αρχίσει να τρέχειπανικόβλητη μέσα στην αυλή για να γλιτώσει. Αν δεν μπορώνα γεννήσω ένα αυγό, τότε τι νόημα έχει η ζωή μου;

  • Η Μπουμπουκίτσα ένιωθε ακόμη μεγαλύτερη μοναξιάεπειδή ο Παρατρεχάμενος είχε βρει ένα ταίρι. Εδώ και αρκετόκαιρό δεν πήγαινε ποτέ πουθενά χωρίς να έχει στο πλευρότου μια λευκή πάπια. Την πρώτη μέρα που η Μπουμπουκίτσαακολούθησε το σμήνος με τις πάπιες ως την τεχνητή λίμνη,είδε τον Παρατρεχάμενο να καταβρέχει τη λευκή πάπια μεεντελώς παιχνιδιάρικη διάθεση και να χοροπηδάει πάνω στηνπλάτη της. Η Μπουμπουκίτσα χαιρόταν πολύ για το φίλοτης. Όμως, η παλιά μοναχικότητα του Παρατρεχάμενου είχεδιαπεράσει και την ίδια λες και ήταν κολλητική αρρώστια. ΟΠαρατρεχάμενος, απ’ την άλλη, άλλαξε συμπεριφορά ότανβρήκε την καλύτερή του φίλη. Δεν πήγαινε πια να κολλήσει κιαυτός πίσω από τις πάπιες, ενώ μερικές νύχτες δεν επέστρεφεκαν στον αχυρώνα. Ε, εκείνες ακριβώς τις νύχτες ηΜπουμπουκίτσα δεν μπορούσε να κοιμηθεί επειδήανησυχούσε για το φίλο της.

    Κάποια μέρα, την ώρα που έπαιρνε το πρωινό της σταλιβάδια, η Μπουμπουκίτσα είδε τις πάπιες να περπατούν ημία πίσω από την άλλη προς την τεχνητή λίμνη. ΟΠαρατρεχάμενος δεν ήταν μαζί τους. Η Μπουμπουκίτσα τιςείδε να εξαφανίζονται πίσω απ’ το λόφο και τις ακολούθησε,ελπίζοντας να εντοπίσει κάπου και τον Πρασινοκεφαλόπαπια.Θεωρούσε ότι θα ηρεμούσε αν τον έβλεπε έστω και φευγαλέακάπου εκεί κοντά. Όμως, εκείνος δεν ήταν στην τεχνητή

  • λίμνη· ούτε και η λευκή πάπια ήταν. Μήπως έφυγε; ΗΜπουμπουκίτσα νόμιζε πως ήταν φίλοι… Θα έφευγε δίχωςνα της πει αντίο; Αν ήξερε ότι ο Παρατρεχάμενος θαεξαφανιζόταν, θα του είχε πει εκείνη αντίο, έστω κι από μέσατης. Εγώ θα έπρεπε να ήμουν αυτή που θα έφευγε. Θέλω ναφύγω από την αυλή. Για πρώτη φορά στη ζωή της, ηΜπουμπουκίτσα έπιασε τον εαυτό της να αισθάνεταινοσταλγία για το κοτέτσι. Τουλάχιστον εκεί μπορούσε ναγεννήσει αυγά.greekleech.info Η ζωή δεν θα ήταν τόσομοναχική και ανιαρή αν συμπεριφερόταν απλώς όπως κάθεάλλη κότα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Στράφηκε για να κοιτάξει τομονοπάτι απ’ όπου είχε έρθει. Η αυλή ξαφνικά φάνηκε νααπέχει χιλιόμετρα μακριά. Δεν θέλω να γυρίσω πίσω, εκεί. Ανκαι ο Πρασινοκεφαλόπαπιας δεν ήταν ο λόγος για τον οποίοη Μπουμπουκίτσα ήθελε να ζήσει στην αυλή, τώρα πουεκείνος δεν βρισκόταν πια εκεί, δεν της έκανε κέφι να γυρίσειπίσω. Ήθελε να γλιτώσει απ’ την τρομερή ζέστη και να πάεινα κοιμηθεί για ώρες και ώρες. Κανένας δεν με συμπαθεί. Δενήθελε πια να μένει κάτω απ’ την ακακία· κοίταξε με λαχτάραπρος τη μεριά του αχυρώνα.

    Παρατήρησε γ