12
TORBJÖRN SÄFVE ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΦΛΕΓΟΜΑΙ

TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

  • Upload
    others

  • View
    7

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

ISBN:978-618-03-1076-4

ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. 81076

TORBJÖRN SÄFVETORB

JÖRN

SÄFV

ETORBJÖRN SÄFVE

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΟΥ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

26 Μαρτίου 1930, ο τριανταεπτάχρονος ρώσος ποιητής Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική με κατάθλιψη· λίγες μέρες αργότερα θα αυτοκτονήσει φυτεύοντας μια σφαίρα στην καρδιά του. Ενθουσιώδης και διαυγής, ανυποχώρητος και απελπισμένος, ο Μαγιακόφσκι θα σφραγίσει με τον θάνατό του το τέλος της σοσιαλιστικής αθωότητας. Σε αυτό το εκρηκτικό μυθι-στόρημα ξεδιπλώνονται τα τελευταία εικοσιτετράωρα της ζωής του και παράλληλα φωτίζεται όλη του η αντικομφορμιστική διαδρομή που ταυτίστηκε με τα πρώτα χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης. Συμπρωταγωνιστές του ιστορικά πρόσωπα, ποιητές, καλλιτέχνες και θεωρητικοί, οι οποίοι μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου εξηγούν με πάθος τις απόψεις τους και διαπληκτίζονται ή συμφωνούν, ζωντανεύοντας μια εποχή που πραγματικά έφερε «τον κόσμο ανάποδα».

Ο Σέβε και ο Γρηγόρης Κονδύλης, με την εύστοχη και καλοδουλεμένη μετάφρασή του, ζωντανεύουν τον ποιητή της πίστης και της ανυπακοής, του έρωτα και της διαρκούς εξέγερσης και προτείνουν τον λόγο του ως απάντηση στις σύγχρονες ιδεολογικές αναζητήσεις.

Τιτίκα Δημητρούλια, Το Βήμα

Ο Σέβε έχει γλώσσα, ταμπεραμέντο και καλλιτεχνική φαντασία – ιδιότητες που τον καθιστούν ικανό να φέρει εις πέρας την ταύτισή του με τον Μαγιακόφσκι. Το λιγότερο που μπορώ να πω είναι: εντυπωσιακό!

Aftonbladet

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

ΦΛΕΓΟΜΑΙ

ΦΛΕΓΟΜΑΙ

ΦΛΕΓΟΜΑΙ“

Φλέγομαι.Άρχισε το βράδυ. Υψηλός πυρετός. Η Νόρα κάλεσε ασθε-νοφόρο. Με μετέφεραν με μεγάλη ταχύτητα στο νοσο-κομείο του Κρεμλίνου. Όλη τη νύχτα και όλο το πρωί μια περίεργη πυρκαγιά, παγόδες στις φλόγες, μασκαρεμένες λέξεις στις φλόγες, όλα τα πανιά καίγονταν, μου έκαναν ενέσεις, αισθάνθηκα πιο δροσερός – και μετά πήραν όλα πάλι φωτιά. Δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα, μια πελώ-ρια θάλασσα από λάδι, κίτρινα λοφία ξεπετάγονται. Θα με πονέσουν; Όχι, καθόλου. Ανεβαίνω έναν «όροφο» πάνω, πετώντας, δεν πατάω κάτω. Σαν αερόπλοιο. Σαν εκείνο το αερόστατο. Το γερμανικό. Περιμένω την έκρηξη.Ο γιατρός μ’ επισκέφθηκε τρεις φορές το πρωί και άλλη μία τώρα. Δεν λέει τίποτε. Κοιτάζει το χαρτί ενός φακέλου. Σημειώνει έναν αριθμό. «Απόλυτη ηρεμία. Απαγορεύονται οι επισκέψεις». Ποιος, όμως, θα εμποδίσει τις σκέψεις μου να μ’ επισκέπτονται; Τι σόι ηρεμία υπάρχει; Σιγοπατώ πάνω στην καρδιά μου. Να ο θώρακας, το κοραλλένιο πλέγμα του, περπατώ ξυπόλυτος. Κάποια στιγμή βρίσκεται από πάνω μου, κάποια άλλη από κάτω μου, στο πλάι, παντού.Και ξαναρχίζει η πυρκαγιά.

Ο σουηδός Torbjörn Säfve (Τούρμπγιερν Σέβε) γεννήθηκε το 1941 στην Κιρούνα της Σουηδίας.Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Στο συγγραφικό του έργο, που έχει ξεπεράσει τα είκοσι πέντε βιβλία μέχρι στιγμής, κυριαρχεί το ιστορικό μυθιστόρημα. Μαοϊκός και (με δική του διατύπωση) αναρχοσταλινικός στα νιάτα του, πλέον έχει ασπαστεί το Ισλάμ και έχει αλλάξει το όνομά του σε Ali Touba.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΕΠΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Γιώργος Παναρετάκης

8810_FLEGOMAI_CV.indd 1-2,5 05/10/2017 14:04

Page 2: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία
Page 3: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

26 Μαρτίου

Κατάθλιψη.

Το λέω χωρίς αμφιβολία, παρόλο που η λέξη δεν ανήκει στις αγαπημένες μου.

Δεν την έχω χρησιμοποιήσει ποτέ σε κανένα ποίημα, μήτε σε ομιλία μήτε σε

συζήτηση.

Αλλά δεν βρίσκω την ταιριαστή έκφραση για την εξαντλητική κόπωση που

νιώθω τώρα. Δεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

ή μια βαριά δουλειά — στην πραγματικότητα, δεν είναι καν κόπωση. Είναι σά­

μπως να στέκεσαι στην άκρη ενός απόκρημνου βράχου. Κι εκεί κάτω, αλαργινός,

ξεσπάει μανιασμένα ο ωκεανός στη ρίζα του βράχου. Και μου είναι αδιάφορο αν

θα γκρεμιστώ ή όχι. Μου είναι αδιάφορο αν ο ωκεανός είναι βαθύς ή ρηχός. Με

τυλίγει μια γκρίζα βαρυθυμιά.

Με κατηγορούν για τόσα πράγματα και με κατακρίνουν για τόσα ανομήματα,

ώστε να θέλω να φύγω μακριά, να ταξιδέψω κάπου, τουλάχιστον για κάνα δυο

χρόνια, για να μην ακούω άλλο τις βρισιές τους.

Χθες μιλούσα στο Σπίτι του Κομσομόλου της Κράσναγια Πρέσνια για την έκ­

θεσή μου «Είκοσι χρόνια δουλειά».

Αναγνώρισα, στα μάτια μερικών, κάποια λάμψη περιέργειας και επαναστατι­

κής καθαρότητας — αλλά οι σκυθρωποί ηγέτες, οι επίδοξοι μεγαλογραφειοκρά­

τες, είχαν μια διατεταγμένη έκφραση όλο ψύχρα και σκεπτικισμό στα σφιγμένα

χείλη τους. Με χίλια βάσανα μιλούσα. Προσπάθησα να πω ότι επί είκοσι χρόνια

πειραματιζόμουν και ότι ο βαρύφορτος οδοστρωτήρας του Πεντάχρονου Πλάνου,

που κυλάει τώρα πάνω στην αχανή χώρα μας, κι αυτός πείραμα είναι.

σοσιαλισμος χωρις πειραμα δεν ειναι καν σοσιαλισμος.Κάποια λιγοστά μάτια σπινθήρισαν, ενώ τα χείλη των νεαρών γραφειοκρατών

κρέμασαν κι άλλο. Η λέξη «πείραμα» είναι μάλλον πολύ απόκοτη, πολύ αναρχική,

και πίσω της παραφυλάει κάποια μικροαστική ανησυχία…

εικοσι χρονια δουλεια.

Page 4: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

ΦΛΕΓΟΜΑΙ12 |

Λαχταράω να σαλπίσω δυνατά τις λέξεις, αλλά η προβοσκίδα μου είναι φραγ­

μένη σαν από σιβηρικό συνάχι.

Και αυτολογοκρίνομαι.

Αδιανόητο. Αυτολογοκρίνομαι όταν μιλάω με τους νέους. Μερικές φορές λέω

ότι το κάνω σκεπτόμενος την έμφυτη αισιοδοξία τους. Δεν θέλω να τους την

χαλάσω. Δεν θέλω να κλαψουρίσω τα προσωπικά μου πάνω από το δεκτικό μυα­

λό τους. Ας γεμίσουν τα καύκαλά τους με σημαντικότερα πράγματα.

Σαν σήμερα, πριν από είκοσι χρόνια, δηλαδή στις 26 Μαρτίου 1910, έγραψα το

πρώτο μου σωζόμενο ποίημα. Υπάρχει κρεμασμένο στ’ αριστερά καθώς μπαίνου­

με στην έκθεση.

Τότε ήμουν ένα παράτολμο παιδαρέλι. Είχα βγει από τις φυλακές της Μπου­

τίρκα τον Ιανουάριο, καταμεσής στο άγριο καταχείμωνο χωρίς παλτό, μοναχά μ’

ένα φτενοπαντέλονο κι ένα πουκάμισο. Η βαριά σιδερόπορτα έκλεισε πίσω μου.

Κρατούσα τη μικρή πάνινη τσάντα μου στο χέρι.

Ούτε ένα ποίημα δεν μ’ άφησαν να πάρω μαζί μου. Δεν βαριέσαι. Ας είναι.

Χιλιάδες ποιήματα υπήρχαν μπρος μου, έμοιαζαν με πολυδίνητους χαρταετούς,

με πουλιά στον αέρα. Μπορούσα ν’ απλώσω το χέρι και ν’ αρπάξω ένα. Αν και

μου πήρε μερικούς μήνες μέχρι να τα καταφέρω. Κι όταν, έξαφνα, χάθηκε η

λογοκρισία, χάθηκε και η διάθεση για γράψιμο. Είχε εξαφανιστεί η απαραίτητη

αιτία αντίδρασης. Έτσι ήμουν τότε. Μόλις δεκαέξι χρόνων παιδί. Δεν είχα καμιά

πολύπλοκη σχέση με την Αντίσταση. Θυμάμαι πως ευχαριστήθηκα, κατά κάποιον

τρόπο, όταν ο χοντρός δεσμοφύλακας πίσω από το γκισέ των φυλακών μού κα­

τάσχεσε τα χαρτιά με βρισιές και νουθεσίες: δεν χρειαζεσαι ποιηματα! βρες δου-λεια! συμμορφωσου! εισαι εξω με αναστολη! μην το ξεχνας! Όταν πέταξε τα

ποιήματα στον σωρό των σκουπιδιών, οι αδέξιες κινήσεις του έκαναν τη μεγάλη

αρμαθιά των κλειδιών να κουδουνίσει στη ζώνη του. Μου ήρθε να του γυρίσω

τον πισινό και να του αμολήσω μια βροντερή πορδή στα μούτρα, αλλά κρατήθη­

κα. Η διαδικασία της αποφυλάκισης θα καθυστερούσε κανένα πεντάωρο, αν

υπέκυπτα στην παρόρμησή μου. Χαμογέλασα ντροπαλά και σκέφτηκα: Κάποια

μέρα θα σου την φέρω, λακέ του Τσάρου!

Και πέντε λεπτά αργότερα στεκόμουν εκεί έξω: ένα παιδαρέλι στο ψοφόκρυο

του χειμώνα, «ένας ελεύθερος άνθρωπος» που ανάσαινε θλιμμένα.

Πήρα την οδό Πρέσνια με αργό βήμα. Πού και πού περνούσε καμιά άμαξα,

ο αμαξάς φορούσε γούνα, άχνιζαν τα ρουθούνια των αλόγων και οι επιβάτες ήταν

Page 5: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

26 ΜΑΡΤΙΟΥ | 13

βαριά ντυμένοι με μεγάλα κασκόλ. Εγώ ταξίδευα στον δικό μου κόσμο. Η φυλα­

κή με κρατούσε ακόμη στην αρπάγη της. Μόλις που ένιωθα το κρύο, γύρω μου

υπήρχαν ακόμη οι ασβεστωμένοι τοίχοι του κελιού. Μερικά μέτρα πριν από το

σπίτι τάχυνα το βήμα μου. Δεν ήθελα να μ’ αναγνωρίσει κανένας γείτονας. Δεν

είχα καμιά όρεξη να μιλάω για τους τελευταίους έξι μήνες.

Ανέβηκα τα σκαλιά τρέχοντας. Δεν νοιάστηκα να χτυπήσω την πόρτα. Ήταν

σαν να έτρεχα από το ένα κελί στο άλλο — η σκέψη ήρθε απρόσμενα.

Α, πώς με κοιτούσαν όταν ξεπρόβαλα στο κατώφλι… Ακούμπησα τυχαία στη

βρυσούλα του σαμοβαριού κι ένιωσα την απρόσμενη αίσθηση που αφήνει η επα­

φή, σαν να μ’ ακουμπούσε ένα απαγορευτικό δάχτυλο στο χέρι, ένα σινιάλο:

Σταμάτα, μην πας μέσα, δεν σε θέλουν!

Με πιλάτευαν.

Προσπάθησα να διαβάσω τις σκέψεις τους. Έδειχναν να πιστεύουν πως τούτη

ήταν μια σύντομη επίσκεψη, λες και από στιγμή σε στιγμή θα χανόμουν, επιστρέ­

φοντας στους γαριασμένους διαδρόμους και στη μουντή τραπεζαρία των φυλα­

κών. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ν’ ανοίξω το στόμα μου, και ο χαφιεδολακές

θ’ άπλωνε ξανά το χέρι του να με συλλάβει.

Στην τσέπη μου είχα ένα χαρτί με τη σφραγίδα και την υπογραφή του οργάνου

υπηρεσίας. Έγραφε ότι τίθεμαι προσωρινώς «υπό την ευθύνη των γονέων και

υπό αστυνομική επιτήρηση». Ευτυχώς που δεν ανέφερα ότι ο πατέρας μου είχε

πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Θα μου φόρτωναν κανέναν άγνωστο για κηδεμό­

να. Έδωσα το χαρτί στη μαμά.

Δεν το κοίταξε καν. Κοιτούσε εμένα. Πολλή ώρα. Το ίδιο και οι αδελφές μου.

Κρέμασα την πάνινη τσάντα μου στην κάνουλα του σαμοβαριού. Τότε, η μαμά

βρήκε τη λαλιά της:

— Δεν σου έδωσαν κανένα χειμωνιάτικο ρούχο;

— Ω, μητέρα… Δεν δέχομαι δώρα από τσαρικά ιδρύματα, έπρεπε να το ξέρεις!

Η Λουντμίλα πετάχτηκε και είπε αγριεμένη:

— Ήρθαμε τόσες φορές εκεί κι αφήσαμε ρούχα. Αλλά μας είπαν ότι δεν τα

χρειαζόσουν!

Ούτε κουβέρτα δεν υπήρχε στο κελί 103.

Μόνο βιβλία. Όσα ήθελα. Χιλιάδες ακίνδυνα στιχάκια, αρωματισμένα και

λουλουδάτα, με ξύλινο ρυθμό. Και ποντίκια, που ροκάνιζαν τα χοντρά εξώφυλλα.

Έμαθα πολλά για τους ποντικούς. Της ποίησης και της πραγματικότητας.

Και η μοναξιά. Είχα όση ήθελα κι άλλη τόση. Έμαθα πώς ν’ απομονώνομαι,

πώς ν’ αποφεύγω τον έλεγχο κρύβοντας τις σκέψεις μου, πώς να ελέγχω την

Page 6: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

ΦΛΕΓΟΜΑΙ14 |

επιθυμία μου για κουβέντα και εκμυστηρεύσεις ύστερα από τόσο καιρό υποχρεω­

τικής βουβαμάρας. Πώς να υποχωρώ και πώς να επιτίθεμαι. Πώς να σμίγω τις

ψευδοφανείς αλήθειες με τα αληθοφανή ψέματα. «Τι είναι το ψέμα; Μια μασκα­

ρεμένη αλήθεια και τίποτ’ άλλο».

Έβαλαν το σαμοβάρι να σιγοβράζει για το τσάι. Είδα το ερώτημα να πλανιέται

στα μάτια της μαμάς: «Τι δουλειά θα κάνεις τώρα, αγόρι μου;». Αυτό έγινε ολο­

φάνερο, όταν με πληροφόρησε ότι είχαν υποσχεθεί δουλειά στις γλυκές μου αδελ­

φές. Θα ζωγράφιζαν πασχαλινά αβγά για το πολυκατάστημα Ντατσιάρο. Ο στόχος

ήταν να τσιμπήσω το δόλωμα και να δείξω το ενδιαφέρον μου. Αλλά εγώ ήμουν

κακός γιος. Δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για καριέρα, ούτε έτρεφα τον συνηθι­

σμένο και καθωσπρέπει σεβασμό για τη μητέρα. Κανονικά, θα έπρεπε να είχα

πέσει στα γόνατα ευχαριστώντας για τη δυνατότητα επιστροφής, για την ύπαρξη

σπιτικού, ενός κρεβατιού με κουβέρτα.

Η Όλγα με κοίταζε. Τα μάτια της έλαμπαν σαν μικρά πυροφάνια σε νυχτερι­

νούς ψαρότοπους.

— Πώς περνούσες τον χρόνο σου εκεί μέσα;

Ήταν η πιο ανόητη ερώτηση που άκουσα τους τελευταίους έξι μήνες. Ποιον

«χρόνο»; Το κελί έκλεινε απέξω κάθε έννοια του χρόνου, μετατρεπόταν σε πάγο

ανάμεσα σ’ εμένα και στον χρόνο και μέσα του κολυμπούσαν αργά τεμπέλικα

ψάρια, κουνούσαν πού και πού τα πτερύγιά τους και κινούνταν κατά μήκος του

πατώματος: τα αγελαία ψάρια των έγκλειστων σκέψεων — που πότε πότε τα

καταβρόχθιζε η ποντικότρυπα, εκεί στ’ αριστερά, κάτω από το τραπέζι, στη

μεριά που ήταν το παράθυρο. «Πώς περνούσα τον χρόνο μου…». Όπως περνάς

όταν βρίσκεσαι ξαπλωμένος στην κουκέτα ένα μοναδικό κι ατέλειωτο μερόνυχτο,

όταν στέκεσαι στη μοναδική κι ατέλειωτη ουρά για φαγητό με μια στραπατσαρι­

σμένη καραβάνα κι ένα σκουριασμένο κουτάλι, όταν ρουφάς τη μοναδική κι

ατέλειωτη άνοστη σούπα, όταν διαβάζεις τη μοναδική κι ατέλειωτη σειρά από

στιχάκια που ριμάρουν κακόγουστα, όταν ονειρεύεσαι ένα μοναδικό κι ατέλειω­

το όνειρο χωρίς περιεχόμενο, όταν ρουφάς τον αέρα με μια μοναδική κι ατέλειω­

τη ανάσα μέσα από το τετράγωνο παραθυράκι με τα κάγκελα, όταν δίνεις μια

μοναδική κι ατέλειωτη κλοτσιά στα αηδιαστικά ποντίκια που βγαίνουν ομαδικά

γρατσουνίζοντας από την τρύπα και όταν έχεις μια μοναδική κι ατέλειωτη ανάγκη

για λάσπη, με την οποία θα φράξεις την τρύπα.

Ο χρόνος, όμως, επέστρεψε μαζί με τις ερωτήσεις τους. Μέσα μου φώλιασε

η ανησυχία. Η μαμά δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει. Και, ξαφνικά, εκεί που

ήμουν απροετοίμαστος, μου το πετάει:

Page 7: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

26 ΜΑΡΤΙΟΥ | 15

— Δεν θ’ ασχοληθείς πια μ’ εκείνο το κόμμα, έτσι;

Ήταν πιότερο τρυφερή παράκληση παρά ερώτηση. Κάτι σαν: «Μη βγεις πάλι

τώρα και λερώσεις το παντελόνι στο χιόνι, έτσι;».

Εκείνο το κόμμα. Έναν χρόνο πριν δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο από εκείνο το κόμμα.

Και δεν ντρεπόμουν καθόλου που ήμουν πιστός κι είχα αφήσει κατά μέρος όλες

τις άλλες απολαύσεις. Ήταν κάτι σημαντικό και μεγάλο: το παρανομο τυπογρα-φειο της επιτροπησ πολης της μοσχασ. Τη μια νύχτα μετά την άλλη. Η παράνο­

μη δυναμομηχανή μας. Το μοίρασμα των φέιγ βολάν, χαράματα, στις πύλες των

εργοστασίων κι ανάμεσα στο πλήθος των ξυλόσπιτων, όταν άνοιγαν τα μαγαζιά.

Έξυπνο. Δυναμικό. Όταν πήγαινα στο σπίτι για ύπνο κατά τις εννιά το πρωί,

ένιωθα μέχρι το μεδούλι τη σοβαρότητα της δουλειάς μου.

Όταν αυτό σταμάτησε, ήμουν μπερδεμένος.

Κάποιος —κανείς δεν ήξερε ποιος, ο ένας υποψιαζόταν τον άλλον— «κάρφωσε»

στην Υψηλή Αρμόδια Αρχή τη θέση του τυπογραφείου…

Το ίδιο έγινε κι όταν οργανώσαμε την απόδραση των φυλακισμένων γυναικών

από τη Νοβίνσκαγια· υπέροχη δουλειά. Τα καταφέραμε παρά τρίχα. Αλλά κάποιος

ήταν πάλι εκεί και το ψιθύρισε στο μεγάλο αφτί της Οχράνα.

Υπάρχουν πολλοί ψιθυριστές, πολλοί άπιστοι. Εμείς, οι σιωπηλοί και οι πιστοί,

καταλήγουμε στα κελιά.

Σιωπή.

Πίστη.

Τότε δεν μπορούσα να βγάλω άκρη. (Μήπως μπορώ σήμερα;) Ένιωσα την

ανάγκη να φωνάξω: ποτε πια σιωπη! ποτε πια πιστη — για τιποτα! Και η κραυγή

αυτή ήταν ήττα. Με οδήγησαν στην ήττα.

Μπορεί, όμως, να είναι κι αυτό που είπε ο Μπουχάριν μια νύχτα στο τυπο­

γραφείο: «Κάθε ήττα αποτελεί την αρχή μιας νίκης». Τον έπιασαν κι αυτόν,

μαζί μ’ εμένα. Δεν τον έβλεπα στη φυλακή τις τελευταίες εβδομάδες. Μάλλον

θα τον πήγαν αλλού. Ήταν πιο επικίνδυνος από εμένα. Ένας μορφωμένος ηγέ­

της, με την εξαιρετική ικανότητα να μιλάει καθαρά και ξάστερα σε όλους. Θυ­

μάμαι πως τον εμπιστεύονταν τυφλά οι δραπέτισσες των φυλακών Νοβίνσκαγια,

θυμάμαι τη θέρμη στο βλέμμα τους όταν άπλωσε το χέρι και άνοιξε τις πόρτες.

Τότε σκέφτηκα: αν συλλάβουν κι αυτόν που είναι ο καλύτερος, χαθήκαμε…

Και τον συνέλαβαν. Κάποιος τον πρόδωσε, του έστησε παγίδα. Η Οχράνα έκα­

νε την επιτυχέστερη επιδρομή της χρονιάς. Μετά δεν απόμεινε τίποτα. Μετά

τους έξι μήνες που έκανα στο κελί 103 η πολιτική είχε τελειώσει για μένα. Τα

υπόλοιπα μέλη του μπολσεβίκικου πυρήνα είχαν «αυτοδιαλυθεί» — δεν απόμει­

Page 8: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

ΦΛΕΓΟΜΑΙ16 |

νε τίποτα: ούτε τυπογραφείο ούτε συναντήσεις ούτε παράνομη δράση ούτε η

αυστηρή συντροφικότητα.

Και να με, να βολοδέρνω, ένας κομματικά ορφανός ερασιτέχνης ποιητής, ανά­

μεσα στα πλήθη των ξυλόσπιτων. Ποντίκια παντού. Ξεχύνονται από τα υπόγεια,

δεκαπέντε, είκοσι μαζί, μικρές καλά οργανωμένες τρομοκρατικές ομάδες που

τρέχουν ανάμεσα στους πάγκους των κρεοπωλείων, ροκανίζουν τα κρέατα και

κάνουν ξαφνικές επιδρομές στα μπούτια που κρέμονται απ’ τα τσιγκέλια της

οροφής. Χορτάτες γάτες τα κοιτούν με μισό μάτι και μετά ξανακοιμούνται. Όταν

αγοράζαμε κανένα μισόκιλο κρέας για το σπίτι, μπορεί να βρίσκαμε και κανένα

ποντίκι στο περιτύλιγμα.

Οι αφίσες του συνοικιακού κινηματογράφου διαφημίζουν κάποιο καινούργιο

έργο χαμηλού προϋπολογισμού: Τα μεσάνυχτα στο νεκροταφείο. Ταφόπετρες, δέντρα

με γυμνά κλαδιά, μια κοπέλα με λευκό νυχτικό, που κλείνει με τις παλάμες τ’

αφτιά της και δείχνει να παρασύρεται από τον ψυχρό άνεμο του θανάτου. Αφίσες

μπορούσαν να φτιάξουν, αλλά από έργα… Με συνεπήρε η οργή κι έτρεξα να μη

βλέπω. Στην κουζίνα, πέταξα το κρέας στο τραπέζι, μαζί με το καφετί περιτύ­

λιγμά του. Δεν είχα όρεξη να μαγειρέψω. Δεν υπήρχε φαγητό της προκοπής να

μαγειρέψεις, μόνο μια αηδιαστική μάζα. Εμφανίστηκε η μητέρα:

— Δεν θα ζωγραφίσεις πασχαλινά αβγά σήμερα;

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Εκείνη επέμενε.

— Χρειαζόμαστε χρήματα…

α, ετσι! χρειαζομαστε χρηματα; οχι, μητερα. χρειαζομαστε ζωη. αξιοπρεπεια και θερμη και αγνοτητα.

Αλλά δεν τα είπα έτσι. Είπα μόνο:

— Έχω να γράψω ένα ποίημα.

Έμεινε ανέκφραστη. Σιωπηλά πήγε και ξετύλιξε το κρέας. Όταν η μυρωδιά

του χτύπησε τα ρουθούνια μου, πήγα στην κάμαρά μου. Έβγαλα το υπόλειμμα

του μολυβιού και έψαξα για τα χθεσινά γραπτά. Γεμάτα. Πρέπει να ξαναπάω στην

κουζίνα και να πάρω το περιτύλιγμα. Το πήρα, το ίσιωσα, τίναξα από πάνω του

μερικά κομματάκια κρέας και μπήκα πάλι στην κάμαρα.

Προσπάθησα να ξαναγράψω τα ποιήματα που μου κατάσχεσαν στη φυλακή.

Δεν βγήκε τίποτε. Άρχισα να γράφω κάτι καινούργιο. Αλλά δεν έβρισκα λέξεις,

επειδή μου έλειπαν οι νέες σκέψεις. Τότε, μου ήρθε στο μυαλό μια νύχτα στο

τυπογραφείο όταν, εκεί που κάναμε το απαραίτητο διάλειμμα για τσιγάρο, ο

Page 9: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

26 ΜΑΡΤΙΟΥ | 17

Μπουχάριν ξετρύπωσε ένα κομμάτι πρόζας από τη μέσα τσέπη του δερμάτινου

πανωφοριού του.

Νέοι καιροί, νέα ενδιαφέροντα

Αγαπητέ συγγραφέα…

Όταν γράφεις απευθυνόμενος στον μοναχικό εργάτη αναγνώστη, να χρησι-

μοποιείς εντονότερα και σκληρότερα χρώματα στα μυθιστορήματά σου απ’ ό,τι

πριν. Χτύπα τα τύμπανά σου και τα πλήκτρα σου όσο δυνατότερα μπορείς.

Προσπάθησε να περιγράψεις τον έρωτα σαν φλόγα που σε γλείφει, που σου

καίει όντως τα νεύρα μέχρι να γίνουν πυρακτωμένα σύρματα, σαν να καίγονται

σ’ αληθινό καμίνι. Ξέχνα τις αναλογίες, γίνε παράλογος. Η γυναικεία ομορφιά

πρέπει να περιγράφεται χωρίς αναστολές: τα βυζιά θα είναι τεράστια, απρεπώς

τεράστια, και ίσως θα έπρεπε να παραβάλλονται με δύο κορφές ηφαιστείων που

ξερνούν λάβα ή με αιγυπτιακές πυραμίδες.

Μόνο με τέτοιες παράλογες υπερβολές μπορείς να εμφυσήσεις στον αναγνώ-

στη που κάθεται φυλακισμένος στη μοναξιά του μια χονδρική ιδέα για το τι είναι

επιτρεπτό σε άλλους μέσα σ’ αυτή την απειρότεχνη μορφή του γνήσιου κάλλους.

Γιατί παρακάλεσε ειδικά εμένα να το διαβάσω; Μήπως επειδή είχα πάει για μια

κολοβή περίοδο στη Σχολή Τέχνης του Στρόγκανοφ; Θυμάμαι μόνο που είπε ότι

το κείμενο γράφτηκε από τον Ουσπένσκι. Όταν πήγα στο σπίτι, ρώτησα τη Λου­

ντμίλα ποιος ήταν ο Ουσπένσκι. Εκείνη απάντησε: «Ένας αστός που δεν μπορεί

να ταιριάξει τη λογική του με τη λαγνεία του».

Πάντως, φέρνοντας το «μανιφέστο» του Ουσπένσκι στη μνήμη μου, άρχισα

να σκέφτομαι δημιουργικά. Δεν μπορούσα πια να τριγυρνάω στους δρόμους σαν

αργόσχολος κουρελιάρης και να υποφέρω έρμος στ’ άγονο πάλεμά μου με τους

στίχους. Έπρεπε να αποκτήσω κάποιο είδος πειθαρχίας και σωστές παρέες.

Ζήτησα τη συμβουλή της Λουντμίλα.

Εκείνη απάντησε:

— Ν’ αρχίσεις ξανά τις σπουδές σου!

— Δεν μπορώ. Ο Στρόγκανοφ δεν θα με δεχτεί. Με απέβαλε απ’ τη σχολή.

— Υπάρχουν κι άλλες σχολές…

Φυσικά. Έψαξα στην γκαρνταρόμπα, ανάμεσα στα παλιά ρούχα, δηλαδή σ’

αυτά που δεν είχαν πάει στο ενεχυροδανειστήριο. Ανακάλυψα κάτι ρομαντικά

Page 10: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

ΦΛΕΓΟΜΑΙ18 |

κουρέλια από τότε που ήμαστε στη Γεωργία, από εκείνες τις τρελές αποκριάτικες

μέρες που ο μπαμπάς ζούσε ακόμη. Στολίστηκα.

Έτσι στολισμένος, πέρασα την είσοδο της Σχολής Τέχνης του Ζουκόφσκι. Έκα­

να μια κομψή υπόκλιση φορώντας έναν μανδύα αλά Μοντεκρίστο — και ανακά­

λυψα ότι είχα πέσει σε κάτι που έμοιαζε με οικοτροφείο θηλέων. Κάθονταν εκεί

καμιά δεκαριά νεαρές κυρίες και ζωγράφιζαν μικρά ασημένια σερβίτσια. Ο διευ­

θυντής έδειχνε σαστισμένος. Όλοι με κοιτούσαν σαν να ήμουν ένα χαμίνι που

έψαχνε για τιμαλφή.

Πήρε μερικά λεπτά μέχρι να μπορέσω να εξηγήσω τον λόγο της επίσκεψής

μου, και αμέσως μετά μου έγινε η ερώτηση αν μπορούσα να πληρώσω τα έξοδα

των σπουδών. Εμφάνισα ένα χαρτονόμισμα των δέκα ρουβλίων, που μου το είχε

χαρίσει η Λουντμίλα από το κρυφό κομπόδεμά της.

Αμέσως μου έδωσαν σκαμνί να καθίσω και μια σειρά κιτρινωπά σωληνάρια με

χρώματα, μια γκάμα από το πορτοκαλί έως το πρασινωπό. Θα με μάθαιναν γκλα­

σέ κεραμική.

Ήταν τρομακτικό. Ύστερα από δύο βδομάδες πήρα χαμπάρι ότι με είχαν ρίξει

σε μια κρύπτη αντάμα με ξιπασμένες μούμιες. Είπα το παράπονό μου στη Λου­

ντμίλα. Με συμμερίστηκε. Μετά μου έκανε μια εναλλακτική πρόταση:

— Υπάρχει ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης ονόματι Κέλιν. Παραδίδει ιδιαίτερα

μαθήματα φθηνά.

— Δεν έχει εκεί τίποτε χαζοχαρούμενες που κάθονται και λένε μαλακίες;

— Με τίποτα!

Το πρώτο μάθημα στου Κέλιν ήταν αξέχαστο. Τοποθέτησε το «Νησί των Νεκρών»

του Μπέκλιν πάνω στο καβαλέτο και είπε:

— Πρόκειται για μικροαστική τέχνη. Δεν θ’ ασχοληθούμε μ’ αυτήν εδώ μέσα.

Αν αρχίσεις να ζωγραφίζεις έτσι, έφυγες.

Κατέβασε τη ρεπροντιξιόν και την πέταξε σε μια γωνιά. Μετά κάρφωσε πάνω

μου το βλέμμα του:

— Ξέρεις τι είναι μικροαστός;

— Εεε… χμ… να…

— Ένας μικροαστός είναι ένα άτομο που θέλει να καλοπερνάει και να μεγα­

λοπιάνεται και θεωρεί όλους τους άλλους μικρούς και μίζερους!

Χαμογέλασα πλατιά και αβίαστα.

Κατάλαβα ότι θα μου άρεσε.

Page 11: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

26 ΜΑΡΤΙΟΥ | 19

Μου άρεσε ο απότομος τρόπος με τον οποίο διόρθωνε τα λάθη στα σκίτσα μου:

— Σταμάτα να είσαι τόσο διαβολεμένα ωραιοπαθής στις γραμμές σου! Κάνε

το σκίτσο αποφασιστικά και με μαστοριά! Δες τον Χολμπάιν!

Και είδα τον Χολμπάιν και αντιλήφθηκα ότι η «αισθητική» δεν βρίσκεται στις

ρομαντικές ανταύγειες, στην απαλότητα και τις δροσοσταλίδες. Εκείνο που

ισχύει είναι η αυθεντική δύναμη, περιγράμματα οργωμένα από αλέτρι σταθερό.

Page 12: TORBJÖRN SÄFVE - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180310764-1268720.pdfΔεν είναι η κόπωση που νιώθεις ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία

ISBN:978-618-03-1076-4

ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. 81076

TORBJÖRN SÄFVETORB

JÖRN

SÄFV

ETORBJÖRN SÄFVE

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΟΥ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

26 Μαρτίου 1930, ο τριανταεπτάχρονος ρώσος ποιητής Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική με κατάθλιψη· λίγες μέρες αργότερα θα αυτοκτονήσει φυτεύοντας μια σφαίρα στην καρδιά του. Ενθουσιώδης και διαυγής, ανυποχώρητος και απελπισμένος, ο Μαγιακόφσκι θα σφραγίσει με τον θάνατό του το τέλος της σοσιαλιστικής αθωότητας. Σε αυτό το εκρηκτικό μυθι-στόρημα ξεδιπλώνονται τα τελευταία εικοσιτετράωρα της ζωής του και παράλληλα φωτίζεται όλη του η αντικομφορμιστική διαδρομή που ταυτίστηκε με τα πρώτα χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης. Συμπρωταγωνιστές του ιστορικά πρόσωπα, ποιητές, καλλιτέχνες και θεωρητικοί, οι οποίοι μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου εξηγούν με πάθος τις απόψεις τους και διαπληκτίζονται ή συμφωνούν, ζωντανεύοντας μια εποχή που πραγματικά έφερε «τον κόσμο ανάποδα».

Ο Σέβε και ο Γρηγόρης Κονδύλης, με την εύστοχη και καλοδουλεμένη μετάφρασή του, ζωντανεύουν τον ποιητή της πίστης και της ανυπακοής, του έρωτα και της διαρκούς εξέγερσης και προτείνουν τον λόγο του ως απάντηση στις σύγχρονες ιδεολογικές αναζητήσεις.

Τιτίκα Δημητρούλια, Το Βήμα

Ο Σέβε έχει γλώσσα, ταμπεραμέντο και καλλιτεχνική φαντασία – ιδιότητες που τον καθιστούν ικανό να φέρει εις πέρας την ταύτισή του με τον Μαγιακόφσκι. Το λιγότερο που μπορώ να πω είναι: εντυπωσιακό!

Aftonbladet

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

ΦΛΕΓΟΜΑΙ

ΦΛΕΓΟΜΑΙ

ΦΛΕΓΟΜΑΙ“

Φλέγομαι.Άρχισε το βράδυ. Υψηλός πυρετός. Η Νόρα κάλεσε ασθε-νοφόρο. Με μετέφεραν με μεγάλη ταχύτητα στο νοσο-κομείο του Κρεμλίνου. Όλη τη νύχτα και όλο το πρωί μια περίεργη πυρκαγιά, παγόδες στις φλόγες, μασκαρεμένες λέξεις στις φλόγες, όλα τα πανιά καίγονταν, μου έκαναν ενέσεις, αισθάνθηκα πιο δροσερός – και μετά πήραν όλα πάλι φωτιά. Δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα, μια πελώ-ρια θάλασσα από λάδι, κίτρινα λοφία ξεπετάγονται. Θα με πονέσουν; Όχι, καθόλου. Ανεβαίνω έναν «όροφο» πάνω, πετώντας, δεν πατάω κάτω. Σαν αερόπλοιο. Σαν εκείνο το αερόστατο. Το γερμανικό. Περιμένω την έκρηξη.Ο γιατρός μ’ επισκέφθηκε τρεις φορές το πρωί και άλλη μία τώρα. Δεν λέει τίποτε. Κοιτάζει το χαρτί ενός φακέλου. Σημειώνει έναν αριθμό. «Απόλυτη ηρεμία. Απαγορεύονται οι επισκέψεις». Ποιος, όμως, θα εμποδίσει τις σκέψεις μου να μ’ επισκέπτονται; Τι σόι ηρεμία υπάρχει; Σιγοπατώ πάνω στην καρδιά μου. Να ο θώρακας, το κοραλλένιο πλέγμα του, περπατώ ξυπόλυτος. Κάποια στιγμή βρίσκεται από πάνω μου, κάποια άλλη από κάτω μου, στο πλάι, παντού.Και ξαναρχίζει η πυρκαγιά.

Ο σουηδός Torbjörn Säfve (Τούρμπγιερν Σέβε) γεννήθηκε το 1941 στην Κιρούνα της Σουηδίας.Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Στο συγγραφικό του έργο, που έχει ξεπεράσει τα είκοσι πέντε βιβλία μέχρι στιγμής, κυριαρχεί το ιστορικό μυθιστόρημα. Μαοϊκός και (με δική του διατύπωση) αναρχοσταλινικός στα νιάτα του, πλέον έχει ασπαστεί το Ισλάμ και έχει αλλάξει το όνομά του σε Ali Touba.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΕΠΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Γιώργος Παναρετάκης

8810_FLEGOMAI_CV.indd 1-2,5 05/10/2017 14:04