13
Η Ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914 - 1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Ανάλογα βιβλία που βγήκαν από τον ίδιο πόλεμο είναι η Φωτιά του Γάλλου Ανρί Μπαρμπύς και το περισσότερο γνωστό Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο του Γερμανού Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. Ο συγγραφέας έζησε τον πόλεμο των χαρακωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στην περιοχή Μοναστηρίου της Σερβίας) ως εθελοντής. Οι 58 ενότητες του έργου είναι γραμμένες σε α΄ πρόσωπο, σα σελίδες ημερολογίου ή επιστολές που παρουσιάζουν τις εντυπώσεις από τη ζωή και το μέτωπο του λοχία Αντώνη Κωστούλα, ο οποίος ήταν συμπολεμιστής του Μυριβήλη. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή σειράς επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψε ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας, για να τις στείλει σε κάποια γυναίκα, χωρίς ποτέ να μπορέσει να τις ταχυδρομήσει. Τα χειρόγραφα, λέει ο συγγραφέας, τα περιμάζεψε, όταν σκοτώθηκε ο συμπολεμιστής του λοχίας, και τα εξέδωσε. Φυσικά πρόκειται για «πλαστοπροσωπία», δηλαδή για συγγραφικό τρόπο που χρησιμοποιεί ο Μυριβήλης, για να εκθέσει τις δικές του εμπειρίες. Στο α΄ απόσπασμα (Η μυστική παπαρούνα) ο αφηγητής υποφέρει από ένα παλιό τραύμα (από τους πολέμους 1912- 13) που άνοιξε και τον αναγκάζει να μένει μέρα- νύχτα στο αμπρί του (= όρυγμα στο εσωτερικό τοίχωμα του χαρακώματος). «Πιάνεται - γράφει- ώρες ώρες το πόδι ως απάνω στο μερί κι ένας σκληρός πόνος μου σουβλίζει το κόκαλο. Πάνουθέ μου ο βράχος ολοένα στάζει. Χτες ξεπατώσαμε τόνα σανίδι κι αδειάσαμε μ’ ένα κουτί της κονσέρβας όλο το νερό που ‘χε συναχτεί στάλα στάλα στη λακούβα του. Ήταν ένα νερό σάπιο, βρώμικο κι ολόμαυρο. Σαν τ’ απονέρια που κατασταλάζουν το χειμώνα στα παλιά νεκροταφεία, σουρωμένα μέσα στα βουλιαγμένα μνημούρια. Μύριζε μούχλα, σβησμένη πίπα κι αποτσίγαρο...». ΤΟ ΕΡΓΟ: ΄Εγραφε με σκοπό να στείλει αυτά τα κείμενα σε κάποια γυναίκα, όμως ο ίδιος κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγαρικά χαρακώματα, όπως λέει ο Μυριβήλης στον πρόλογο. Ο συγγραφέας λοιπόν θεώρησε χρέος του να δημοσιεύσει τα χειρόγραφα του συμπολεμιστή του. Αυτά είναι όσα δηλώνει ο συγγραφέας. Ωστόσο επέλεξε αυτό τον αφηγηματικό τρόπο για να παρουσιάσει τις δικές του εμπειρίες από τη ζωή στο μέτωπο και πρόκειται για λογοτεχνική πλαστοπροσωπία. Πίσω από το δραματοποιημένο αφηγητή βρίσκεται ο ίδιος ο Στρατής Μυριβήλης. 1. Το θέμα: Η ανακάλυψη μιας παπαρούνας από ένα λοχία μέσα στο χαράκωμα και η ψυχική ευεξία που του προκαλεί.

Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

Η Ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που

πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα

της πρώτης γραμμής. Ανάλογα βιβλία που βγήκαν από τον ίδιο πόλεμο είναι η Φωτιά του Γάλλου Ανρί Μπαρμπύς και το περισσότερο γνωστό Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο του Γερμανού

Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. Ο συγγραφέας έζησε τον πόλεμο των χαρακωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στην περιοχή Μοναστηρίου της Σερβίας) ως εθελοντής. Οι 58 ενότητες του έργου είναι γραμμένες σε α΄

πρόσωπο, σα σελίδες ημερολογίου ή επιστολές που παρουσιάζουν τις εντυπώσεις από τη ζωή και το μέτωπο του λοχία Αντώνη Κωστούλα, ο οποίος ήταν συμπολεμιστής του

Μυριβήλη. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή σειράς επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψε ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας, για να τις στείλει σε κάποια γυναίκα, χωρίς ποτέ να μπορέσει να τις ταχυδρομήσει. Τα χειρόγραφα, λέει ο συγγραφέας, τα περιμάζεψε, όταν σκοτώθηκε ο

συμπολεμιστής του λοχίας, και τα εξέδωσε. Φυσικά πρόκειται για «πλαστοπροσωπία», δηλαδή για συγγραφικό τρόπο που χρησιμοποιεί ο Μυριβήλης, για να εκθέσει τις δικές του εμπειρίες.

Στο α΄ απόσπασμα (Η μυστική παπαρούνα) ο αφηγητής υποφέρει από ένα παλιό τραύμα (από τους πολέμους 1912-13) που άνοιξε και τον αναγκάζει να μένει μέρα-νύχτα στο αμπρί του (= όρυγμα στο εσωτερικό τοίχωμα του χαρακώματος). «Πιάνεται -γράφει- ώρες ώρες το πόδι ως απάνω στο

μερί κι ένας σκληρός πόνος μου σουβλίζει το κόκαλο. Πάνουθέ μου ο βράχος ολοένα στάζει. Χτες ξεπατώσαμε τόνα σανίδι κι αδειάσαμε μ’ ένα κουτί της κονσέρβας όλο το νερό που ‘χε συναχτεί

στάλα στάλα στη λακούβα του. Ήταν ένα νερό σάπιο, βρώμικο κι ολόμαυρο. Σαν τ’ απονέρια που κατασταλάζουν το χειμώνα στα παλιά νεκροταφεία, σουρωμένα μέσα στα βουλιαγμένα μνημούρια. Μύριζε μούχλα, σβησμένη πίπα κι αποτσίγαρο...».

ΤΟ ΕΡΓΟ:

΄Εγραφε με σκοπό να στείλει αυτά τα κείμενα σε κάποια γυναίκα, όμως ο ίδιος κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγαρικά χαρακώματα, όπως λέει ο Μυριβήλης στον πρόλογο. Ο

συγγραφέας λοιπόν θεώρησε χρέος του να δημοσιεύσει τα χειρόγραφα του συμπολεμιστή του. Αυτά είναι όσα δηλώνει ο συγγραφέας. Ωστόσο επέλεξε αυτό τον αφηγηματικό τρόπο

για να παρουσιάσει τις δικές του εμπειρίες από τη ζωή στο μέτωπο και πρόκειται για λογοτεχνική πλαστοπροσωπία. Πίσω από το δραματοποιημένο αφηγητή βρίσκεται ο ίδιος ο Στρατής Μυριβήλης.

1. Το θέμα: Η ανακάλυψη μιας παπαρούνας από ένα λοχία μέσα στο χαράκωμα και η

ψυχική ευεξία που του προκαλεί.

Page 2: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

2. Ο χώρος: Οριοθετείται με κινηματογραφική λεπτομέρεια μέσα από την κίνηση του

λοχία : από το εσωτερικό του χαρακώματος (κάπου στην περιοχή του Μοναστηρίου της Σερβίας) προχωρεί προς την άκρη, στα συρματοπλέγματα, κοντά στη μυστική πόρτα στο

νταμάρι και το προκάλυμμα των γεώσακων. Από μακριά ακούγεται το ποτάμι.

3. Ο χρόνος: Ο χρόνος της ιστορίας καθορίζεται με ακρίβεια : είναι μια μαγική νύχτα με

φεγγαρόφωτο κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.

4. Τα πρόσωπα: Ο λοχίας , που αφηγείται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση την εμπειρία του,

καθώς και η σιωπηλή παρουσία των εχθρών. Δεν αναφέρονται άλλα πρόσωπα. Οι στρατιώτες του λόχου φαίνεται σαν να είναι όλοι θαμμένοι ζωντανοί.

5. Ο τίτλος: Ο τίτλος του βιβλίου «Η ζωή εν τάφω» εκφράζει τη φρικτή εμπειρία του

πολέμου των χαρακωμάτων, που μοιάζουν ή γίνονται ο τάφος των στρατιωτών. Ο τίτλος του αποσπάσματος «Η μυστική παπαρούνα» φανερώνει την απροσδόκητη έκπληξη που

ένιωσε ο λοχίας μέσα στην ατμόσφαιρα θανάτου που κυριαρχούσε γύρω του : την ανακάλυψη μιας παπαρούνας που ήταν κρυμμένη μέσα σε γεώσακους.

6. Η Δομή του κειμένου

1η ενότητα: «Το πόδι... το ‘να πάνου στ’ άλλο»: Η ανίχνευση των γεώσακων

2η ενότητα: «Από δω το θέαμα... βλογημένη»: Η ανακάλυψη της παπαρούνας ανάμεσα

στους γαιόσακος.

3η ενότητα: «Γύρισα γρήγορα... φεγγαράκι μου λαμπρό...»: Η επιστροφή του Κωστούλα

στο αμπρί και η περιγραφή της χαράς του. Ο απόηχος της ευτυχίας από την ξαφνική ανακάλυψη.

7. Οι αφηγηματικές τεχνικές

Ο αφηγητής συμμετέχει στην ιστορία και είναι πρωταγωνιστικό πρόσωπο. ΄Εχουμε

λοιπόν ομοδιηγητικό αφηγητή ,που αφηγείται την προσωπική του ιστορία σε α΄ πρόσωπο

(πρωτοπρόσωπη αυτοδιηγητική αφήγηση). Ο αφηγητής «βλέπει» από εσωτερική οπτική

γωνία ( αφήγηση με εσωτερική εστίαση ) και αφηγείται μόνο όσα υποπίπτουν στην

αντίληψή του. Αυτή η αφηγηματική τεχνική δίνει βιωματικό (αυτοβιογραφικό) χαρακτήρα

στο κείμενο, αφού καταγράφει τις εμπειρίες του συγγραφέα από τον πόλεμο.

Όμως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα συγγραφικό τέχνασμα για να κρύψει το συγγραφικό

του «εγώ» : την τεχνική της πλαστοπροσωπίας. Με την «πλαστοπροσωπία» ο Μυριβήλης

δημιουργεί ένα πλαστό πρόσωπο, το λοχία Κωστούλα, ο οποίος υποτίθεται ότι αφηγείται ό,τι

συμβαίνει. Μ’ αυτόν τον τρόπο το κείμενο κερδίζει την αμεσότητα, αφού η αφήγηση γίνεται σε

πρώτο πρόσωπο. Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας αποστασιοποιείται απ’ όσα συμβαίνουν κι έτσι το

κείμενο δεν είναι η προσωπική μαρτυρία του. Είναι η αφήγηση ενός τρίτου προσώπου.

8. Ο χρόνος της αφήγησης

Παρά το ότι τα γεγονότα της αφήγησης τοποθετούνται στο παρελθόν, ο αφηγηματικός

χρόνος που δεσπόζει είναι ο ενεστώτας. Η χρήση του δίνει ζωντάνια και παραστατικότητα στην αφήγηση, καθώς και συναισθηματική αμεσότητα.

Page 3: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

Το παιδικό τραγούδι στο τέλος τη διήγησης

Η παιδική ηλικία είναι η ηλικία της αθωότητας και της αγνότητας, της ευαισθησίας και της

τρυφερότητας. Όλα αυτά τα στοιχεία είχαν χαθεί μέσα στη δίνη ενός παράλογου πολέμου, ενός

πολέμου, όπου κυριαρχούσε η σκληρότητα και η απανθρωπιά. Όμως η αποκάλυψη της παπαρούνας

διέλυσε με μιας τις συνέπειες του πολέμου και ξανάφερε στην επιφάνεια ευαισθησίες ξεχασμένες

από την παιδική ηλικία, ξανάφερε στην επιφάνεια τη χαμένη αθωότητα και την αγνότητα που

συμπεριλαμβάνονται στον όρο παιδικότητα. Η ψυχή του αφηγητή γέμισε χαρά και αυθόρμητα του

ήρθε στο νου ένα ξεχασμένο παιδικό τραγούδι.

Συναισθήματα-ιδέες

α. ενότητα

Αίσθημα χαράς, ανακούφισης και αισιοδοξίας (νιώθει το πόδι του καλύτερα)

αισθάνεται την ανάγκη επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους

Οι αλήθειες του Αριστοτέλη: α. Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι κοινωνικό ον β. δε

μπορεί να ζήσει μόνος του.

β. ενότητα

αρχίζει με το αίσθημα ευτυχίας (ανακαλύπτει την παπαρούνα)

η παπαρούνα συμβολίζει την ειρηνική ζωή

η ευτυχία μετατρέπεται σε ανησυχία και έγνοια για το λουλούδι

τη μόνη παρουσία της ομορφιάς και της ειρήνης σαν παρουσία του ίδιου του θεού, του θεού

της καλοσύνης της αγάπης και της ειρήνης.

εκείνο το βράδυ ήταν σαν να είχε να είχε συναντήσει το πιο αγαπημένο πλάσμα, είναι

πλημμυρισμένος από αισθήματα τρυφερότητας, αγάπης και καλοσύνης

γ. ενότητα

Ανακαλύπτοντας την παπαρούνα, ήταν σαν να ανακάλυψε την ψυχή του.

στην ανακάλυψη αυτή βρίσκεται και το αντιπολεμικό μήνυμα του αποσπάσματος

Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ γλώσσα: δημοτική

Αφηγηματικός τρόπος: μεικτός

τόπος τα χαρακώματα

χρόνος: παροντικός, το γεγονός διαδραματίζεται στα χρόνια του α’ παγκοσμίου πολέμου.

αφηγητής: α’ πρόσωπο, ομοδιηγητικός,

αφήγηση: γραμμική

Ερωτήσεις σχολικού:

1. Στην αρχή του κεφαλαίου ο αφηγητής λέει: «Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου

κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί». Σε ποια γενικότερη ιδέα μας οδηγεί αυτή η

διαπίστωση του αφηγητή;

Ο αφηγητής έχοντας απομείνει μόνος του στο χαράκωμα, λόγω του τραύματός του, αισθάνεται για

μια στιγμή πως τον έχουν πραγματικά εγκαταλείψει όλοι κι είναι ολομόναχος. Η αίσθηση αυτή τον

Page 4: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

τρομάζει και σκέφτεται πως θα ήθελε να ξέρει πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι γύρω του, έστω κι αν αυτοί ήταν οι εχθροί του. Η διαπίστωση αυτή του αφηγητή μας παραπέμπει στην έμφυτη και ισχυρή ανάγκη των ανθρώπων

να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους. Η ανάγκη αυτή της κοινωνικότητας, που έχει επισημανθεί ήδη από τα χρόνια της αρχαιότητας, αποτελεί βασικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης. Ο

Αριστοτέλης στο έργο του Πολιτικά έχει διατυπώσει την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση προορισμένος να ζει σε πόλη (ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικόν ζῷον), ενώ στα Ηθικά Νικομάχεια σχολιάζει: «Θα ήταν πολύ παράξενο να λέμε ότι είναι ευτυχισμένος ο άνθρωπος που ζει μόνος με

τη μοναξιά του∙ κανένας δεν θα ήθελε να ζει σε απόλυτη μοναξιά, ακόμη κι αν είχε όλα τα καλά του κόσμου∙ γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πολιτική κοινωνία,

μαζί με άλλους». Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο αφηγητής ήθελε να υπάρχουν γύρω του κι άλλοι άνθρωποι, ακόμη κι αν αυτοί είναι μόνο εχθροί, τονίζει αφενός με ιδιαίτερη έμφαση την ένταση της ανάγκης του για την

παρουσία κι άλλων ανθρώπων κι αφετέρου αναδεικνύει την ξεχωριστή συναισθηματική κατάσταση των πολεμιστών που ήταν αναγκασμένοι να περνούν ολόκληρες μέρες κρυμμένοι στα χαρακώματα,

χωρίς επί της ουσίας να γνωρίζουν τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω τους. Η απομόνωση αυτή επιτείνει την αίσθηση της μοναξιάς και κορυφώνει την ανάγκη της συντροφικότητας.

2. Να βρείτε τις παρομοιώσεις και τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται α) στους γεώσακους

β) στην παπαρούνα∙ τι εκφράζουν στην πρώτη και τι στη δεύτερη περίπτωση;

α) Ο αφηγητής αντικρίζοντας τα τσουβάλια με το χώμα -τα χρησιμοποιούσαν ως οχύρωση για τα χαρακώματα που είχαν πολύ πέτρα και δεν μπορούσαν να τα σκάψουν σε βάθος -, παρατηρεί πως

από τον τόσο καιρό που βρίσκονται εκεί τα περισσότερα έχουν πια καταστραφεί. Οι παρομοιώσεις με τις οποίες ο αφηγητής αποδίδει τη φθορά των γεώσακων είναι οι ακόλουθες:

«Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα.» Ο αφηγητής σχολιάζει πως τα τσουβάλια έχουν φθαρεί σε τέτοιο βαθμό από την έκθεση στα νερά και τον ήλιο, ώστε όταν περνάει το δάχτυλό του πάνω τους, η λινάτσα (το υλικό με το οποίο είναι

φτιαγμένα) λιώνει, όπως λιώνουν τα ρούχα των πεθαμένων ανθρώπων, όταν τους ξεθάβουν μετά από χρόνια. Τα ρούχα με τα οποία έχουν ντύσει τον νεκρό, διατηρούν τη μορφή τους κατά την

εκταφή, αλλά στην πραγματικότητα έχουν γίνει στάχτη, έχουν αποσυντεθεί, κι έτσι με το πρώτο άγγιγμα διαλύονται. «Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα

ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ’ άλλο.» Τα τσουβάλια δεν έχουν καταστραφεί όλα, έτσι κάποια είναι φουσκωμένα, όπως όταν τα πρωτογέμισαν κι άλλα έχουν σχεδόν αδειάσει,

δημιουργώντας μια περίεργη εικόνα στο φως του φεγγαριού. Μοιάζουν με πτώματα σκύλων από τα οποία κάποια φαίνονται πρησμένα, όπως πρήζονται τα νεκρά σώματα τις πρώτες μέρες και κάποια φαίνονται σαν να τους έχουν αφαιρεθεί τα σωθικά, όπως φαίνεται το πτώμα καθώς η διαδικασία

της σήψης προχωρά. Αυτά τα τελευταία ο αφηγητής τα χαρακτηρίζει «σαχλά», έτσι όπως κρέμονται μισοάδεια.

Είναι βέβαια εμφανές από τον τρόπο που επιλέγει ο αφηγητής να παρουσιάσει τους φθαρμένους γεώσακους ότι εκφράζει εδώ την απέχθεια και τα αρνητικά του συναισθήματα για ό,τι σχετίζεται με τον πόλεμο. Οι παρομοιώσεις που παραπέμπουν σε νεκρούς και σε πτώματα που σαπίζουν,

απηχούν εικόνες και βιώματα από την πολεμική εμπειρία του αφηγητή και εξωτερικεύουν όλη τη δυσαρέσκεια, τη φρίκη και τον αποτροπιασμό του για την καταστροφική φύση του πολέμου.

Με έμμεσο τρόπο κι ενώ φαινομενικά μιλά για τους γεώσακους, ο αφηγητής μας μεταδίδει την αίσθηση της φθοράς, του θανάτου και της σήψης (εξωτερικής, αλλά και εσωτερικής) που κυριαρχεί στο πεδίο της μάχης.

β) Στον αντίποδα της αρνητικής εικόνας των φθαρμένων γεώσακων ο αφηγητής παρουσιάζει με

θέρμη την ομορφιά και την ευδαιμονία που του προσφέρει η απρόσμενη θέαση ενός λουλουδιού, που έχει φυτρώσει μέσα στα σαπισμένα τσουβάλια.

Page 5: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

«Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο.» Με την πρώτη παρομοίωση που αναφέρεται στην παπαρούνα ο αφηγητής επιχειρεί να αποδώσει την τρυφερότητα και τη συγκίνηση με την οποία την άγγιξε. Όπως αγγίζεις το μάγουλο ενός βρέφους που μοιάζει τόσο

ευάλωτο και ανησυχείς μήπως το ενοχλήσεις ή το ξαφνιάσεις, με την ίδια προσοχή και τρυφερότητα ο αφηγητής αγγίζει για πρώτη φορά το υπέροχο αυτό λουλούδι. Η παπαρούνα είναι

στα μάτια του αφηγητή σαν κάτι το εξαιρετικά εύθραυστο που θα μπορούσε να το πληγώσει με μια απότομη κίνηση, γι’ αυτό και τονίζει την απαλότητα με την οποία έτεινε το χέρι του για να την ακουμπήσει.

«Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.» Ο αφηγητής θέλοντας να τονίσει αφενός το ιδιαίτερο σχήμα που λαμβάνουν τα πέταλα του

λουλουδιού κι αφετέρου την τρυφερή και απαλή υφή τους, παρομοιάζει την παπαρούνα με μια βελουδένια χούφτα. Ένα εξαιρετικά απαλό λουλούδι με το σχήμα που παίρνει το εσωτερικό της παλάμης του χεριού όταν λυγίζουμε τα δάχτυλα.

«Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας.» Ο αφηγητής αγγίζει και πάλι το λουλούδι κι αισθάνεται στην επαφή μαζί του την τρυφερότητα, τη

συγκίνηση και την ανεπαίσθητη εκείνη κίνηση, σαν το φτερούγισμα μιας πεταλούδας, που αισθάνεται κάποιος όταν αγγίζουν πάνω στο δέρμα του οι βλεφαρίδες μιας αγαπημένης γυναίκας. Όπως τρεμοπαίζουν οι βλεφαρίδες της γυναίκας, που έρχονται αίφνης σ’ επαφή με το σώμα του

αγαπημένου της, έτσι αισθάνεται το ιδιαίτερο θρόισμα των πετάλων του λουλουδιού στο άγγιγμα του χεριού του.

Έχει ιδιαίτερη αξία να σημειωθεί πως και οι τρεις παρομοιώσεις που χρησιμοποιούνται από τον αφηγητή συσχετίζουν το λουλούδι με μια ανθρώπινη παρουσία. Η μοναξιά του αφηγητή και η ανάγκη του για επαφή μ’ ένα αγαπημένο πρόσωπο τον ωθούν σε μια διακριτική ενανθρώπιση του

λουλουδιού. Με την ίδια συγκίνηση που θα αντίκριζε ένα αθώο και αγνό πλάσμα, όπως είναι ένα βρέφος, ή μια αγαπημένη γυναίκα, μετά από την παρατεταμένη του παραμονή σ’ αυτό το χώρο της

φθοράς και του θανάτου, αντικρίζει τώρα το όμορφο αυτό λουλούδι. Η συγκίνηση πάντως του αφηγητή και η ανάγκη του να εκθειάσει την ομορφιά της παπαρούνας και την αναπάντεχη ευδαιμονία που του χάρισε η θέασή της, δεν περιορίζονται στις παρομοιώσεις. Ο

αφηγητής φροντίζει να παρουσιάσει με ποικιλία χαρακτηρισμών το λουλούδι που τον γέμισε χαρά. Έτσι, η παπαρούνα χαρακτηρίζεται «μεγάλη» και «καλοθρεμμένη», για να τονιστεί η ζωτικότητά

της και ένταση της ζωής που την κατακλύζει, σε άμεση αντίθεση με το κλίμα θανάτου που κυριαρχεί στο χώρο. Το λουλούδι παρουσιάζεται, όχι μόνο ως καλοθρεμμένο, αλλά και γεμάτο χαρά, χρώματα και

γεροσύνη (δυνατό και υγιές). Η χαρά που αποδίδεται στο λουλούδι, δεν είναι παρά η συναισθηματική κατάσταση που προκαλείται στον αφηγητή από την ομορφιά της παπαρούνας.

Εμφανής κι εδώ η συσχέτιση του λουλουδιού με την ανθρώπινη παρουσία, που τόσο έχει ανάγκη ο αφηγητής. Η γεροσύνη, η δύναμη του λουλουδιού, τονίζεται και με την αναφορά στο κοτσάνι του (τσουνί) το

οποίο χαρακτηρίζεται «ντούρο», στητό δηλαδή και ανθεκτικό. Στοιχεία που φέρνουν σταθερά σε αντίθεση την ομορφιά, την υγεία και τη ζωντάνια του λουλουδιού, με το θάνατο που κυριαρχεί

ολόγυρά του. Σε ό,τι αφορά τα χρώματα της παπαρούνας ο αφηγητής φροντίζει να μας παρουσιάσει αναλυτικά τις αντιθέσεις που σχηματίζουν τα διάφορα μέρη του. Τα πέταλά της έχουν βαθύ κόκκινο χρώμα

«άλικο», το κέντρο στο εσωτερικό των πετάλων έχει ένα μαύρο σταυρό, ενώ οι στήμονες του άνθους, που παρουσιάζονται ως βλεφαρίδες, έχουν χρώμα μαβί (βαθύ γαλάζιο).

Τα πέταλά της είναι τρυφερά και μαζί με το δεύτερο άνθος που για την ώρα είναι ακόμη ένας κλεισμένος κόμπος, θα αποτελούν δύο υπέροχα λουλούδια στο περιβόλι του Θανάτου. Στην αναφορά αυτή του προσωποποιημένου θανάτου και στο περιβόλι του (τα χαρακώματα και

συνολικά το πεδίο μάχης), εντοπίζουμε την ιδιαίτερη αξία της παπαρούνας και της αντίθεσης που παρουσιάζει η ζωτικότητάς της με το χώρο που αποτελεί ιδιοκτησία του Θανάτου.

3. Τι θέλει να πει ο αφηγητής λέγοντας: «... τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου

αποκαλύφτηκε απόψε ο Θεός».

Page 6: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

Ο αφηγητής που βρίσκεται στο χαράκωμα εξαντλημένος συναισθηματικά από τη διαρκή παρουσία του θανάτου, της φθοράς και του πόνου, ανακαλύπτοντας το όμορφο και γεμάτο ζωή λουλούδι,

πλημμυρίζεται από συναισθήματα χαράς κι αισιοδοξίας. Η παπαρούνα αυτή μοιάζει σαν ένα σημάδι του Θεού, που έρχεται να υπενθυμίσει την εξίσου ισχυρή παρουσία της ζωής, ακόμη και σ’

ένα χώρο όπως είναι το πεδίο της μάχης, στο οποίο ο Θάνατος μοιάζει να έχει πάντα τον πρώτο λόγο. Η παπαρούνα συμβολίζει την ελπίδα για το μέλλον, την ελπίδα για την επιστροφή σε μια

κατάσταση ειρήνης και ζωντάνιας, όπου θα σκορπιστούν οι εικόνες της φονικής δράσης του πολέμου και όπου ο θάνατος θα υποχωρήσει. Εκεί που μέχρι πρότινος ο θάνατος αποτελούσε την

κυρίαρχη παρουσία, η παπαρούνα φέρνει ένα μήνυμα ζωής και χαράς, προσφέροντας μια πολύτιμη συναισθηματική στήριξη στον κλονισμένο αφηγητή. Άλλωστε, τα απολυτρωτικά δάκρυα του αφηγητή τονίζουν το βαθμό στον οποίο είχε χάσει κάθε ελπίδα και είχε παραδοθεί στο κλίμα της

απαισιοδοξίας και της φθοράς. Η μοναδική αυτή παπαρούνα που γεννήθηκε πάνω στα σαπισμένα τσουβάλια, ήταν αρκετή για να επαναφέρει στη σκέψη του αφηγητή την ελπίδα για την

αναγεννητική δύναμη της ζωής. Η φράση αυτή του αφηγητή λαμβάνει βέβαια και διαφορετικές προεκτάσεις αν λάβουμε υπόψη μας

τη συνέχεια του κειμένου, που δεν δίνεται στο σχολικό βιβλίο: «Κλαίγω από χαρά και λύπη. Κ’ έχω ένα γλυκό μυστικό που ξεχειλίζει την καρδιά μου. Μια παπαρούνα ανθίζει για μένα, Κύριε, μες από

τον μουχλιασμένο γεώσακο του χαρακώματος. Είναι ένα «ζήτω!» που βγαίνει από το στόμα ενός σκελετού. Είναι εκεί, πινακίδα Β1, κοντά στην έξοδο των συρματοπλεγμάτων, και τη συλλογιέμαι. Είναι μια κόκκινη σημαιούλα της φλογερής ζωής, μου κάνει τα σινιάλα της. Είναι μια υπόσχεση,

Κύριε. Είναι μια καλοσημαδιά, δεν είν’ έτσι; Είναι μια άκρη της βασιλικής πορφύρας Σου! Σ’ αγγίζω, Θεέ μου, κι ας μη σε καταλαβαίνω.

Κουκουλώνομαι με την κουβέρτα, σφαλνώ τα μάτια για να χαρώ πιο μοναχός της χαρά μου. Η καρδιά μου χτυπά χορευτικά. Η καρδιά μου χτυπά λυπημένα και τρυφερά. Γιατί απόψε να νιώθω περισσότερο πως πέθανε ο Γιγαντής; Τον κλαίγω με καυτερά δάκρυα. Όμως πάλι η ψυχή μου

χαμογελά, κρυφά και σημαντικά. Έχει ένα γλυκό μυστικό. Η ψυχή ζει! Ζει η ψυχή!»

4. Πώς εξηγείται τη μεγάλη χαρά με την οποία τελειώνει τη διήγησή του ο αφηγητής; Γιατί

θυμάται το παιδικό τραγούδι;

Η παπαρούνα που βρίσκει ο αφηγητής μέσα στα κατεστραμμένα τσουβάλια τον γεμίζει χαρά και αισιοδοξία, καθώς αποτελεί ένα σαφές μήνυμα ελπίδας και ζωής, μέσα στο γενικότερο κλίμα

θανάτου. Ο τρόπος άλλωστε με τον οποίο παρουσιάζει την ένταση της χαράς του, με την ψυχή του να χορεύει σαν πεταλούδα και τη διάθεσή του να κάνει μια μεγάλη φωταψία (στα χαρακώματα υπάρχει υποχρεωτική συσκότιση, ώστε να μη δίνεται στόχος στους εχθρούς), δείχνει πόσο ανάγκη

είχε ο αφηγητής να αισθανθεί την ύπαρξη της ελπίδας στη ζωή του. Η ένταση της χαράς του μάλιστα εκφράζεται μ’ ένα παιδικό τραγούδι που έρχεται στη σκέψη του,

το οποίο λειτουργεί κυρίως ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης για το φως του φεγγαριού που τη νύχτα αυτή τον οδήγησε να ανακαλύψει την κρυμμένη παπαρούνα. Συνάμα, το τραγούδι υποδηλώνει τον σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό που έχει κατακλύσει την ψυχή του αφηγητή, που μέσα στο χαράκωμά

του, μέσα στην καρδιά του πολέμου, αισθάνεται μια ευδαιμονία και μια αισιοδοξία με τη δύναμη που μόνο ένα μικρό παιδί θα μπορούσε να αισθανθεί.

5. Όπως είδαμε στο εισαγωγικό σημείωμα, ο Μυριβήλης στην αφήγησή του χρησιμοποιεί

«πλαστοπροσωπία». Τι επιδιώκει μ’ αυτόν τον τρόπο;

Ο συγγραφέας, αν και δίνει την ιστορία του με πρωτοπρόσωπη αφήγηση που ενισχύει την αίσθηση

του αυτοβιογραφικού στοιχείου, επιλέγει να παρουσιάσει το κείμενό του ως μια σειρά επιστολών ενός συμπολεμιστή του, του λοχία Αντώνη Κωστούλα, που απευθύνονται σε κάποια γυναίκα. Το συγγραφικό αυτό τέχνασμα της πλαστοπροσωπίας, που αποδίδει την ιστορία του ίδιου του

Page 7: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

συγγραφέα σε κάποιο άλλο πρόσωπο, είναι σύνηθες στη λογοτεχνία και αποτελεί έναν τρόπο αποστασιοποίησης του συγγραφέα από τις σκέψεις και τα λόγια του αφηγητή. Η ιστορία δοσμένη ως το κείμενο ενός άλλου προσώπου, διατηρεί την αλήθεια του

αυτοβιογραφικού κειμένου (πρωτοπρόσωπη αφήγηση), ενώ παράλληλα δεν προσλαμβάνεται απ’ τους αναγνώστες ως ένα εντελώς προσωπικό βίωμα του συγγραφέα. Έτσι, τα γεγονότα της ιστορίας

χάνουν τον υποκειμενικό χαρακτήρα που θα τους προσέδιδε η θέασή τους ως αυτοβιογραφικών στοιχείων του συγγραφέα και αποκτούν περισσότερη αντικειμενικότητα και καθολικότητα. Ο συγγραφέας, δηλαδή, επιθυμεί να δηλώσει στους αναγνώστες του πως δεν έχει σημασία αν οι

εμπειρίες και τα γεγονότα που αφηγείται συνέβησαν στον ίδιο ή όχι, καθώς στα πλαίσια του πολέμου οι εμπειρίες αυτές είναι κοινές για πάρα πολλά άτομα. Η συναισθηματική κατάσταση του

αφηγητή, ο πόνος, η μοναξιά, η απελπισία και η διαρκής παρουσία του θανάτου, αποτελούσαν κοινό βίωμα για όλους τους στρατιώτες. Η αλήθεια επομένως όσων καταγράφονται στην ιστορία αυτή δε θα πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο τον συγγραφέα.

[Σε ό,τι αφορά πάντως το πρόσωπο του αφηγητή θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής: Ο

αφηγητής δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια περσόνα, ένα μυθοπλαστικό υποκείμενο, μια αυτόνομη κατασκευασμένη μυθοπλαστική ταυτότητα που μιλά και ανήκει στον κόσμο του λογοτεχνικού έργου, όπως και τα πρόσωπα∙ενδεχομένως να επιδέχεται κάποιου είδους σύγκριση ή

να εμφανίζει κάποια μορφή συγγένειας με το υπαρκτό, με το ιστορικό πρόσωπο που ονομάζουμε συγγραφέα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με αυτόν.]

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ :

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΗΡΩΑ: Ο λοχίας Κωστούλας σκιαγραφείται στο απόσπασμα από κάθε άποψη. Παρουσιάζεται :

Η φυσική του κατάσταση : ο πόνος του ποδιού του υπενθυμίζεται συνεχώς.

Η ψυχολογική του κατάσταση : πριν από την ανακάλυψη της παπαρούνας νιώθει απέραντη μοναξιά, λαχτάρα για ανθρώπινη παρουσία και για ζωή. Μετά την

ανακάλυψη , συγκινημένος κατάβαθα, γεμίζεςι από χαρά και ελπίδα για το μέλλον.

Αισθάνεται προστατευτικά προς την παπαρούνα, που αποτελεί το δικό του μυστικό. Γεύεται την ευτυχία με όλες τις αισθήσεις του, νιώθει σαν να αγγίζει γυναίκα

αγαπημένη, αφού «το αντίβαρο της απωθητικής φρίκης του πολέμου είναι η ερωτική έλξη» .Κάτι γεννιέται μέσα του, η χαμένη του παιδικότητα, πράγμα που του δημιουργεί έξαρση συναισθημάτων, την οποία συμβολίζει η φωταψία.

Ο χαρακτήρας του : η αισθητική συγκίνηση από το λουλούδι μαρτυρεί την ευαίσθητη και τρυφερή ψυχή του λοχία, τη δίψα του για ζωή, τη λαχτάρα για

ειρήνη και ανθρώπινη επικοινωνία.

Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ :

Το κείμενο δομείται σε μια βασική αντίθεση : του θανάτου και της ζωής. Ο θάνατος αποδίδεται με την εικόνα των γεώσακων και η ζωή με την εικόνα της

παπαρούνας.΄Ολες οι λεπτομέρειες δένουν γύρω από αυτήν τη βασική αντίθεση : η έξοδος από τον υπόγειο τάφο , η θέα του κρυμμένου ποταμού, η «υπόσχεση» του δεύτερου λουλουδιού «μέσα στο περιβόλι του θανάτου» . ΄Άλλες αντιθέσεις που

ξεχωρίζουν στο κείμενο είναι το φως και το σκοτάδι , η φθορά και η ακμή (το λουλούδι) , η ασχήμια – η ομορφιά κ.ά.

Page 8: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

Το απόσπασμα διαθέτει επίσης πλοκή (δίνεται το κίνητρο δράσης: η αίσθηση της καλυτέρευσης) ,περιπέτεια (η προσπάθεια να δει το ποτάμι) , κορύφωση (η «αποκάλυψη» της παπαρούνας) και «λύση» (η επιστροφή στη χαμένη αθωότητα).

΄Εχει ακόμα ένα μήνυμα , που μεταδίδεται μέσω του συμβολισμού της παπαρούνας : το λουλούδι συμβολίζει τη ζωή και την ελπίδα εκεί όπου επικρατεί ο θάνατος.Με την

ανακάλυψη των δυο λουλουδιών εκείνη τη νύχτα είναι σαν να αποκαλύφθηκε στο λοχία ο Θεός, σαν να ξαναγύρισε η ευαισθησία και η ανθρωπιά του. Ανακαλύπτει πάλι το Θεό, που έπλασε την ομορφιά του κόσμου, και βιώνει βαθιά την αξία της ζωής.΄Ετσι το

μήνυμα του κειμένου είναι ειρηνικό, αντιπολεμικό και βαθύτατα ανθρωπιστικό. Η τεχνική της αφήγησης είναι ρεαλιστική και σε μερικά σημεία (στην περιγραφή των

γεώσακων) νατουραλιστική (ωμός ρεαλισμός). Η ρεαλιστική αφήγηση εναλλάσσεται με λυρικές περιγραφές, που αποδίδουν εκφραστικά τη φυσιολατρική διάθεση του συγγραφέα, η οποία οξύνεται μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα.

Το κείμενο είναι πλούσιο σε εσωτερική δράση, ενώ η εξωτερική δράση είναι ελάχιστη. Η αφήγηση προβάλλει κυρίως τη συναισθηματική κατάσταση του λοχία και έχει το

χαρακτήρα της προσωπικής εξομολόγησης.

ΓΛΩΣΣΑ – ΥΦΟΣ:

Η γλώσσα είναι καθαρή δημοτική, πλούσια, πληθωρική, χειμαρρώδης, λυρική. Το ύφος είναι γλαφυρό, τρυφερό, γοητευτικό, συγκινητικό. Η γραφή του διακρίνεται από έντονη

συναισθηματική φόρτιση, που αποδίδεται σε τόνο χαμηλόφωνο και κουβεντιαστό. Στην περιγραφή των συναισθημάτων του ο συγγραφέας προτιμά το σύντομο και κοφτό λόγο. Η αφήγηση διακρίνεται για την εκφραστική της δύναμη, τη ζωντάνια και την παραστατικότητα,

τη δραματικότητα, το ρεαλισμό και το λυρισμό.

ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ:

Περιέχει πλούσια εκφραστικά μέσα, κυρίως παρομοιώσεις, μεταφορές, εικόνες.

Ο φόβος της μοναξιάς:

Η απόλυτη ησυχία τρομάζει το στρατιώτη, γιατί του δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι ολομόναχος. Η ιδέα αυτή απομακρύνει την ευχάριστη ψυχική διάθεση που του έφερε η

ανακούφιση από τον πόνο του ποδιού και φέρνει το φόβο της μοναξιάς. Εκδηλώνεται ως στιγμιαίος πανικός και περιγράφεται με την μεταφορική έκφραση «μια κρυάδα περνά, λεπίδι,

την καρδιά μου» . Λαχταρά να ξέρει ότι υπάρχουν γύρω του άνθρωποι, έστω κι αν είναι εχθροί. Στο φόβο της μοναξιάς αναζητά την ανθρώπινη παρουσία, αδιαφορώντας ακόμα και για τον ενδεχόμενο κίνδυνο που μπορεί να εμπεριέχει. Αυτό φανερώνει την έμφυτη

κοινωνικότητα του ανθρώπου. ΄Εμμεσα ο συγγραφέας καταγγέλλει τον πόλεμο, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα αναγκάζει κάποιους ανθρώπους να ζουν σε αφύσικη μοναξιά.

Η περιγραφή των γεώσακων:

Με τη λεπτομερή περιγραφή αυτού του ιδιόμορφου προκαλύμματος, δημιουργείται η

εφιαλτική ατμόσφαιρα του πολέμου, ατμόσφαιρα αποσύνθεσης, φθοράς και θανάτου. Αυτή η ρεαλιστική περιγραφή ακολουθεί μια πορεία που κλιμακώνεται σταδιακά με τη χρήση της

μεταφοράς, της παρομοίωσης και λέξεων με έντονο σημασιολογικό περιεχόμενο.

Η περιγραφή της παπαρούνας:

Page 9: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

Παρουσιάζεται με πληθωρικό τρόπο από τον αφηγητή, για να προβληθεί η εξαιρετική εντύπωση που προξένησε σε έναν τόπο όπου κυριαρχεί ο θάνατος. Ο αφηγητής άλλοτε την περιγράφει αντικειμενικά, άλλοτε την μεγεθύνει, άλλοτε αποκαλύπτει την επίδραση που είχε

στην ψυχή του και τα συναισθήματα που του δημιουργήθηκαν. Η πληθωρική περιγραφή

είναι έκφραση των αντίστοιχων συναισθημάτων και σκέψεών του : το λουλούδι αυτό

που απέδειξε ότι παραμένει άνθρωπος με τρυφερότητα και ευαισθησίες. Αυτό σημαίνει ότι η σκληρότητα του πολέμου δεν τον έχει αλλοτριώσει, ότι η ζωή δεν είναι πόλεμος. Για την περιγραφή επιστρατεύεται η εκφραστική δύναμη των παρομοιώσεων, των μεταφορών και

λέξεων με έντονο σημασιολογικό περιεχόμενο, ενώ συμμετέχουν οι αισθήσεις της όρασης και της αφής και δραστηριοποιείται η λειτουργία της μνήμης.

Η αποκάλυψη του θεού:

Μέσα στην ατμόσφαιρα της φθοράς, της αποσύνθεσης και του θανάτου (γεώσακοι) η

απρόσμενη εμφάνιση ενός αγριολούλουδου έρχεται να θυμίσει στον αφηγητή ότι υπάρχει ζωή και ομορφιά. Και η παπαρούνα είναι το σύμβολο αυτού του κόσμου, το σύμβολο της

ειρηνικής ζωής. Και όπως εμφανίζεται αναπάντεχα εκεί που κανένας δεν μπορούσε να το φανταστεί , δεν μπορεί παρά να την έχει στείλει ο θεός. ΄Ένα τέτοιο θαύμα μόνο στη δύναμη του θεού μπορεί να αποδοθεί. Ο αφηγητής λοιπόν συσχετίζοντας την παπαρούνα

με το θεό, θέλει να δείξει ότι ο θεός είναι αντίθετος με τον πόλεμο και αυτό θέλει να

δηλώσει επιλέγοντας να στείλει το μήνυμά του με ένα λουλούδι. Η κόκκινη παπαρούνα

είναι η έκφραση της ομορφιάς της ζωής και επομένως της ειρηνικής συνύπαρξης των

λαών, γιατί όμορφη ζωή είναι η ειρηνική ζωή.

Ο απόηχος της ευτυχίας:

Ο αφηγητής επιστρέφοντας στο αμπρί του πλημμυρισμένος από ευτυχία απορεί με ποιον τρόπο να δείξει τη χαρά του, που οφείλεται στη βεβαιότητα ότι πίσω από την αθλιότητα

του πολέμου, υπάρχει ένας κόσμος ομορφιάς που τον έχει ξεχάσει. Τη στιγμή εκείνη συνειδητοποιεί ότι ξαναβρήκε τη χαμένη αθωότητα και ξανάγινε παιδί. Γι ΄ αυτό το πρώτο

τραγούδι που επιλέγει για να τραγουδήσει την ευτυχία του είναι αυτό που τραγουδούσε στο φεγγάρι, όταν ήταν παιδί, ίσως και χάρη στο φεγγαρόφωτο της βραδιάς.

Ρεαλισμός και λυρισμός:

Σε όλο το μυθιστόρημα υπάρχουν σκηνές ρεαλιστικές, αλλά και σημεία με λυρική διάθεση.

΄Ετσι και στο απόσπασμα : η περιγραφή των γεώσακων είναι ρεαλιστική, ενώ στην περιγραφή της παπαρούνας και του αντίκτυπου που είχε στην ψυχή του είναι έκδηλα τα λυρικά στοιχεία

Το μήνυμα του συγγραφέα:

Ολοφάνερα αντιπολεμικό : Η φρίκη του πολέμου είναι άρνηση της ομορφιάς της ζωής. Αυτό

ο συγγραφέας το παρουσιάζει δίνοντας αντιθετικά : α) την εφιαλτική ατμόσφαιρα, όπου τα

πάντα αποπνέουν αποσύνθεση και θάνατο (άρνηση του πολέμου) και β) την παπαρούνα που

γίνεται σύμβολο ειρηνικής ζωής και ελπίδας μέσα στην αθλιότητα του πολέμου (κατάφαση

της ζωής) .

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ

1ο ΚΕΙΜΕΝΟ (ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ)

Page 10: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ (ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ) - Κείμενα Νεοελληνικής

Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου, σελ.331 : «Μέσα στη νύχτα…μια σιωπή θανάτου»

ΕΡΩΤΗΣΗ:

Πώς εκφράζεται η φρίκη του πόλεμου στη «Μυστική Παπαρούνα» (Στο απόσπασμα «Το πόδι

απόψε…τόνα πάνου στ’άλλο») και πώς στο παράλληλο κείμενο; («Άνθρωποι του μύθου»)

2ο ΚΕΙΜΕΝΟ (ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ)

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ

«ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ» (1954)

ΕΡΩΤΗΣΗ:

Πώς λειτουργεί η μυστική παπαρούνα και το ποτάμι στην ψυχοσύνδεση των στρατιωτών στα δύο

κείμενα; Εξηγείστε το γιατί.

Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη: απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε

απόσταση λιγότερο από 200 μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος παρέβαινε τη

διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.

Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα,

και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήταν παίξε γέλασε.

Είχανε κάπου 3 βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο

εχθρός, οι άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.

Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως

επικρατούσε ησυχία.

Και στις δύο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος

είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.

Οι πληροφορίες του ήτανε πως οι άλλοι είχανε 2 τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση,

ποιος ξέρει τι λογαριάζουν να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δύο μεριές, ήταν εδώ κι

εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο.

Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει 3 βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε

αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.

Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει.

Άνοιξη πια!

Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήταν λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο

αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δύο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.

Την άλλη μέρα, δύο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε

μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.

Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.

Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το

λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό

χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή τη

Μεραρχίας…

-Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του εκείνη τη νύχτα.

Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να

ησυχάσει.

Page 11: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!

Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη.

Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι

αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (…)

Ξύπνησε βαλαντωμένος. Δεν είχε ακόμα φέξει…

Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! ‘ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι;

Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια

ομαδική ψευδαίσθηση.

Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και

δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του,

τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.

Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε

δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην

αντίπερα μην ήτανε κανένας από τους άλλους. Και μπήκε στο νερό.

Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια

βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος

άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι

χρόνια.

Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και

μακροβούτια…

Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι

τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.

Δεξιά κι αριστερά, και στις δύο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσαν περνώντας πότε πότε

από πάνω του.

Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα

μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια

χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ. ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ;

ΣΥΝΕΧΕΙΑ…

Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.

Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.

Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια

πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.

Page 12: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους άλλους.

Πως να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του.

Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους άλλους.

Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή τη διέκοψε ένα

φτέρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθεια του βλαστήμησε δυνατά. Τότε

εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν

έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο

δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα

κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.

Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα

στο κεφάλι. Ο άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα

μονάχα μακριά.

Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός

ήταν εδώ γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.

Δεν μπορούσε να τραβήξει, ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα.

Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο άλλος είχε γίνει ένα άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο,

τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε

να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντίπερα όχθη η

τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

το ποταμι ηταν αυτο που χωριζε τους δυο αντιπαλους στρατους.απο τη μια πλευρα ο ενας,απο την

αλλη πλευρα ο αλλος.υπηρξαν μερες που το νερο του ειχε βαφει κοκκινο απο το αιμα των

σκοτωμενων.πολλες ηταν οι προσπαθειες και των δυο στρατων να το διαβουν.ματαιες ομως.το

ορμητικο νερο του ποταμου επαιρνε τα κουφαρια των στρατιωτων που σκοτωνονταν απο τα

αντιπαλα πυρα και τα ξερναγε στη θαλασσα.στοιχειο ειχε καταντησει το ποταμι για τους

στρατιωτες.με δεος το εβλεπαν οι δυο στρατοι.στα διαλειμματα των μαχων,οταν τα πυροβολα και

τα τουφεκια σιγουσαν,μια αγρια ηρεμια υπηρχε στο ποταμι και στις οχθες του.δεν ηταν αναγκη να

συννενοηθουν οι επικεφαλεις των στρατων.ολοι ηξεραν οτι αν δε μαζευονταν τα πτωματα(οσα δεν

επαιρνε το ποταμι)θα σαπιζαν και θα βρωμουσαν.δειλα-δειλα οι τραυματιοφορεις αρχιζαν το

μακαβριο εργο τους,την περισυλλογη των νεκρων και των βαρια τραυματισμενων.τουλαχιστον

αυτες τις ωρες υπηρχε σεβασμος.κανεις δεν πυροβολουσε.αφου δε σεβοταν τον ανθρωπο

ζωντανο,τον σεβοταν τουλαχιστον νεκρο.καθε μερα ,με την αυγη,το ιδιο σεναριο.ο τοπος

αχολογουσε καθως πληγωνοταν απο τις βομβες και τους ολμους των αντιπαλων.μια μικρη παυση

για μεσημερι και το μακελιο ξαναρχιζε με μεγαλυτερη ενταση.πριν το ηλιοβασιλεμα ,η

περισυλλογη νεκρων και τραυματιων.και παντα αναμεσα το ποταμι.κι ομως το ποταμι ,καθε

μερα,γαληνευε το απογευμα.πολλες φορες οι στρατιωτες αναρωτιουνταν αν συμμετεχει κι αυτο

στην οδυνη που ενιωθαν απο το χαμο των συμπολεμιστων τους κατα τη διαρκεια της ημερας.λες να

ειχε ψυχη το ποταμι;λες να καταλαβαινε οτι κατα τη διαρκεια της περισυλλογης επρεπε να

ηρεμησει,σεβομενο το θανατο των ανθρωπων;λες να καταλαβαινε-να ενιωθε οτι πρεπει να μπει

τελος στην αγριοτητα της ημερας;

ξημερωνε Πασχα.ηταν βεβαιο οτι εκεινη την ημερα οι εχθροπραξιες θα σταματουσαν.υπηρχαν

Page 13: Η ζωή εν τάφω - Η μυστική παπαρούνα

βλεπετε και καποια ορια.οχι,δε θα τολμουσε κανεις να πυροβολησει εκεινη την ημερα.αρκετους

αντρες ειχαν χασει και οι δυο στρατοι.ας περνουσε,επιτελους,μια μερα χωρις απωλειες.δεξια του

ποταμου ο λοχιας Ατκινς εδινε τις εντολες που του ειχαν ερθει στους στρατιωτες του.

-αυριο ειναι Πασχα.μαλλον θα ειναι μερα ξεκουρασης.ασχοληθειτε με τον εαυτο

σας.ξεκουραστειτε.ωστοσο μη παρει κανεναν σας το ματι μου στο ποταμι.ο εχθρος μπορει να εχει

στησει ενεδρες για να πιασει αιχμαλωτους και να παρει τις πληροφοριες που του

χρειαζονται.κινδυνετε.και μπορει,εξαιτιας σας ,να κινδυνευσουμε ολοι.οι διαταγες απο το αρχηγειο

ειναι σαφεις:μακρια απο το ποταμι!

δυο μηνες μαχοταν καθημερινα ο λοχιας Ατκινς.ειχε, θαρρεις, συνηθισει το θανατο.κεφαλια

ανοιγμενα,κοιλιες που εχασκαν,ακρωτηριασμενα ακρα του ειχαν γινει ρουτινα.το μονο που δεν ειχε

καταφερει να συνηθισει ηταν η ατελειωτη βρωμα.οι ψειρες ειχαν γινει ενα με το κορμι του.τα

ρουχα του ειχαν κολλησει στο πετσι του.ειχε να αλλαξει ρουχα τουλαχιστον δεκαπεντε

μερες.μηπως ειχε καιρο να πλυνει τα παλια;καθε σκεψη που περνουσε απ το μυαλο του-να παρει

νερο απο το ποταμι-ηταν αμεσα αποδιοπομπαια.το αρχηγειο το τονιζε καθημερινα:μη πλησιαζετε

ποτε στο ποταμι.

οι αντρες ειχαν απομακρυνθει μετα τις διαταγες του λοχια.ειχαν παει να ξεκουραστουν.ισως και να

καταφερναν να κοιμηθουν,ποιος ξερει;μονος του ειχε απομεινει ο λοχιας κοιταζοντας προς το

απαγορευμενο ποταμι.καθε προσπαθεια του να συγκεντρωσει το νου του ηταν αποτυχημενη.απλα

εβλεπε την ησυχη ροη του ποταμου.

ξαφνικα μια ιδεα περασε απο το μυαλο του.ενα μπανιο θα τον ανακουφιζε.δεκα χρονια ζωη θα του

εδινε.η ανυποφορη φαγουρα μπορει να τον αφηνε-εστω και για λιγο.μπορει το νερο να εδιωχνε -

εκτος απ τη βρωμα και το ξεραμενο αιμα απ το κορμι του-και τη βρωμα της ψυχης του.ωρες-ωρες

σιχαινοταν την ιδια του την υπαρξη.ο θανατος και η απαισια οσμη του πλανιοταν σε καθε ιντσα

χωρου.το νερο,ναι,θα γιατρευε καπως την αηδια που ενιωθε για οτιδηποτε εκινειτο γυρω του.και το

αρχηγειο;και οι διαταγες που εγω ο ιδιος μολις εδωσα στους αντρες μου;σκεφτηκε ο λοχιας.

στο διαβολο και το αρχηγειο και οι διαταγες του!το νερο του ποταμου που κυλουσε ησυχα μπροστα

του,θαρρεις,τον καλουσε.θαρρεις και κοντευε να νικησει τους φοβους και τις αναστολες του.

ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ ΟΙ ΔΙΑΤΑΓΕΣ!μεσα σε δυο μηνες εχουμε μεινει σχεδον οι μισοι!να τι καταφεραν

οι διαταγες.σημερα το βραδυ θα παω,ειπε μεσα του.εμεις βαλαμε μονο τις στοιχειωδεις σκοπιες.οι

εχθροι θα κανουν το ιδιο.κανεις δε θα περιπολει ενω αυριο ξημερωνει το Πασχα.ω,ναι,θα παω.δεκα

λεπτα συνολικα μου αρκουν.εχω εντοπισει ενα μερος ηρεμο και απομονωμενο στη στροφη της

κοιτης προς τα αριστερα.δεκα λεπτα.