17
Συγγραφέας : Γιάννης Κ.

Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Συγγραφέας : Γιάννης Κ.

Page 2: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Η αιγαιακή προϊστορία, με έμφαση στην Εποχή του Χαλκού, και κυρίως, στη 2η χιλιετία π.Χ., αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ερευνητικό και γνωστικό αντικείμενο. Tα νησιά του Αιγαίου μας προσφέρουν αρχαιολογικά δεδομένα, που εμπλουτίζουν την παγκόσμια γνώση για το παρελθόν. Οι ερευνητές των νησιών καλούνται να τα μελετήσουν και να τα κατανοήσουν όμοια με τα υπόλοιπα περιβάλλοντα, όχι γιατί αποτελούν ξεχωριστούς τόπους, που θα οδηγήσουν συνεπαγωγικά σε ιδιαίτερες αναλύσεις για την πολιτισμική εξέλιξη και την κοινωνική διαδικασία, αλλά γιατί αποτελούν τόπους ενός ευρύτερου οικοσυστήματος, το οποίο καλούμαστε να αποκωδικοποιήσουμε.

Η νησιωτική αρχαιολογία

Δημιουργήθηκε από την ανάγκη να μελετηθούν αυτά τα περιβάλλοντα, που είχαν θεωρηθεί περιθωριακά όχι μόνο εξαιτίας των μεγαλοποιημένων συνθηκών απομόνωσής τους, αλλά και γιατί κανείς δεν ασχολούνταν ουσιαστικά με αυτά. Ο προβληματισμός γύρω από την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους στα νησιά του Αιγαίου και οι βιολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες που ακολουθούν – αποτελούν τα κύρια ζητήματα της νησιωτικής – αιγαιακής αρχαιολογία.

Στο έργο «Η ανάδυση του πολιτισμού. Οι Κυκλάδες και το Αιγαίο στην 3η χιλιετία π.Χ.» (1972, Renfrew Colin) ο Ρένφριου δίνει έμφαση στις οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες που έλαβαν χώρα στα νησιά. Αναλύοντας τα συστήματα πληθυσμού, επιβίωσης, μεταλλουργίας, τεχνολογίας, κοινωνικής οργάνωσης και εμπορίου, αλλά και τα γνωστικά συστήματα της περιόδου, ερμηνεύει την εμφάνιση της πολυπλοκότητας του πολιτισμού και συμπεραίνει ότι τα αναδυόμενα γνωρίσματα του πρώτου αιγιακού πολιτισμού μπορούν να θεωρηθούν σε μεγάλο βαθμό ως ενδογενή – δηλαδή ως προϊόντα διεργασιών που συνέβαιναν εντός της περιοχής του Αιγαίου – και όχι τόσο ως εξωγενή ( επιδράσεις που προέρχονται από την Ανατολή). Η Εργασία του Προγράμματος της νήσου Μήλου ( που εκδόθηκε με τίτλο «Μια νησιώτικη Πολιτεία» C. Renfrew & M. Wagstaff , 1982 ) έδειξε ότι ενώ τα νησιά είναι εξαιρετικά εργαστήρια για τη μελέτη κοινωνικών αλλαγών κατά την προϊστορία, δεν πρέπει να εξετάζονται μεμονωμένα αλλά ως μέρη ευρύτερων πολιτικών και οικονομικών συστημάτων.

Αρχαιολογικά ευρήματα

Το Αιγαίο, πράγματι, αποτελεί ένα μοναδικό νησιωτικό πολιτισμικό σύστημα που αναδύθηκε στην Ανατολική Μεσόγειο, ένας χώρος στον οποίο τέμνονται η Ευρωπαϊκή η Ασιατική και Αφρικανική βιο-γεωγραφική ιστορία και εξέλιξη. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που κατά καιρούς βγαίνουν στο φως είναι εντυπωσιακά. Δεκάδες είναι οι νεολιθικές οι προϊστορικές και ιστορικών περιόδων αρχαιολογικές θέσεις. Αρχαίες αγροικίες, μάντρες, δρόμοι, οικισμοί, νεκροπόλεις, ιερά, λατομεία, συστήματα ύδρευσης πόλεις-κράτη. Τα τοπία των νησιών κρύβουν μέσα τους αρχαιολογικούς θησαυρούς ανεκτίμητης αξίας. Βουνίσια περικυκλωμένα από αέρα ακρωτήρια με άγνωστους νεολιθικούς οικισμούς. Ελληνορωμαϊκοί οικισμοί κολλημένοι στις πλαγιές. Ο αυξανόμενος αριθμός των νέων δεδομένων και πληροφοριών, που έρχονται στο φως από τις έρευνες των τελευταίων είκοσι περίπου χρόνων στο νησιωτικό Αιγαίο, άλλαξε την προηγούμενη εικόνα τού «...γενικά φτωχού υλικού».

Οι ερευνητές είναι πεπεισμένοι ότι το Αιγαίο κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. είχε «διεθνή χαρακτήρα» και ότι κατά την ίδια περίοδο εμφανίζεται μια «κοινή φάση» (Renfrew Colin). Κατά τη διάρκειά της το Αρχιπέλαγος με οικισμούς από τα Δαρδανέλλια έως τις Κυκλάδες και από τη Σκύρο έως τη Σμύρνη «ενοποιείται πολιτισμικά με τις διασυνδέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους οικισμούς της Μικράς Ασίας και των νησιών του ΒΑ Αιγαίου» (Χρήστος Ντούμας).

Ο ρόλος των Κυκλάδων

Οι Κυκλάδες λειτούργησαν ως γέφυρα επικοινωνίας του βόρειου Αιγαίου και της Μικράς Ασίας με την κεντρική και τη νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι γεγονός ότι οι Κυκλάδες συνιστούν το μεγαλύτερο σύμπλεγμα στο Αιγαίο. Πρόκειται για ένα σύνθετο και ιδιόμορφο σύνολο, με πλούσια ορυκτά υλικά, δαντελωτές ακτές και φιλόξενους όρμους. Τα νησιά είναι διασκορπισμένα σε μια θαλάσσια έκταση 8.000 τ. χλμ. περίπου. Η θάλασσα προσφέρει μία σχετικά ήπια πλεύση, ιδιαίτερα κατά τους μήνες Απρίλιο έως Οκτώβριο. Ένα ακόμα προτέρημα, που διευκολύνει τη ναυτιλία στην αιγαιακή λεκάνη, είναι η άμεση οπτική επαφή με κάποια ακτή , είτε πρόκειται για άλλο νησί, είτε για κάποια παραθαλάσσια, χερσαία περιοχή. Ανθρώπινη παρουσία μαρτυρείται στις Κυκλάδες ήδη από την 7η χιλιετία π.Χ. Ωστόσο μόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στα νησιά, βεβαιώνεται μόνον κατά την Ύστερη Νεολιθική Περίοδο (περ. 5000 π.Χ.) στην Άνδρο, τη Νάξο, την Αντίπαρο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη και αλλού. Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά ο αριθμός των νέων θέσεων αυξάνεται αισθητά στο νότιο Αιγαίο. Βέβαια οι επισκέψεις στη Μήλο για την προμήθεια οψιανού είχαν ήδη ξεκινήσει από την Ανώτερη Παλαιολιθική και συνεχίστηκαν καθ ΄ όλη �την διάρκεια της Νεολιθικής .Η Μέση και Νεότερη Νεολιθική εντοπίζεται σε πολλές θέσεις του Αιγαίου, που φαίνεται ότι αποκτούν μεγαλύτερη σημασία λόγω της γεωγραφικής τους θέσης στις θαλάσσιες επικοινωνίες.

Page 3: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Οι απαρχές του Μυκηναϊκού πολιτισμού πρέπει να αναζητηθούν στην Πελοπόννησο του 17ου αι. π.Χ., και συγκεκριμένα στους περίφημους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών, της θέσης που έμελλε να δώσει το όνομά της στην εποχή που θα ακολουθούσε. Οι ηγεμονικοί αυτοί τάφοι ξεχωρίζουν από οτιδήποτε άλλο υπήρχε την περίοδο εκείνη στον ελλαδικό χώρο, όχι μόνον για το μέγεθός και το σχήμα τους (ήταν ευρύχωροι και οικογενειακοί σε αντίθεση με τους περισσότερους τάφους της Μέσης Εποχής του Χαλκού, που ήταν μικροί και ατομικοί) αλλά και για τον πλούτο που περιείχαν. Τα πολυάριθμα κτερίσματα περιελάμβαναν πολυτελή αντικείμενα από την Κρήτη και τις Κυκλάδες καθώς και όπλα, μετάλλινα σκεύη και αγγεία εντόπιας παραγωγής, που δίκαια θεωρούνται ως τα πρώτα δείγματα της νεογέννητης μυκηναϊκής τέχνης. Τα συγκεκριμένα αντικείμενα φέρουν τόσο έντονες μινωικές επιρροές που πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι κατασκευάστηκαν από Μινωίτες τεχνίτες που βρίσκονταν στην υπηρεσία Μυκηναίων ηγεμόνων.

Οι λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών αντιπροσωπεύουν το τέλος μιας περιόδου οικονομικής ένδειας και εσωστρέφειας που έζησαν οι περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, και σηματοδοτούν μια νέα εποχή δημιουργικών επαφών με τους προηγμένους πολιτισμούς του Αιγαίου και κυρίως με τη μινωική Κρήτη. Η ένταση των επαφών, βέβαια, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εμπορική δραστηριότητα των Μινωιτών της Νεοανακτορικής περιόδου και στο αυξανόμενο ενδιαφέρον τους για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της ηπειρωτικής Ελλάδας (κυρίως για πηγές μετάλλων) και για την εκμετάλλευση νέων εμπορικών δρόμων. Η νέα αυτή κινητικότητα έβγαλε τις ελλαδικές κοινωνίες από την απομόνωση και δημιούργησε προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής εξέλιξης.

Σύντομα, δημιουργήθηκαν δίκτυα επαφών και διακίνησης προϊόντων στα οποία συμμετείχαν οι περισσότερες περιοχές της Πελοποννήσου (Αργολίδα, Λακωνία, Μεσσηνία) αλλά και πολλές περιοχές της κεντρικής Ελλάδας (Βοιωτία, Αττική, κ.ά.). Ο αυξανόμενος πλούτος προκάλεσε ανισότητες και ανταγωνισμούς μεταξύ ανερχόμενων κοινωνικών ομάδων, που εκφράστηκαν κυρίως στο ταφικό πεδίο. Κατά την πρώιμη αυτή περίοδο, οι ευγενείς ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ανέγερση μνημειακών τάφων και για τη ταφική χλιδή παρά για την οικοδόμηση εντυπωσιακών οικιών ή ανακτόρων. Το ενδιαφέρον των Μυκηναίων για τη μεταθανάτια φήμη ήταν τέτοιο που οδήγησε στη γένεση ενός από τους χαρακτηριστικότερους τύπους της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής, του θολωτού τάφου, δηλαδή ενός λίθινου κυκλικού οικοδομήματος με εκφορική στέγαση και πλευρική είσοδο, το οποίο κατασκευαζόταν εν μέρει υπογείως ενώ το ανώτερο τμήμα του καλυπτόταν από τύμβο (σε συνέχεια μιας μακράς μεσοελλαδικής παράδοσης). Δεκάδες θολωτοί τάφοι κατασκευάστηκαν στην Αργολίδα και τη Μεσσηνία κατά τον 16ο και 15ο αι. π.Χ. για τα μέλη αριστοκρατικών οικογενειών. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται και οι λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι, που φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν από κατώτερα μέλη της κοινωνικής ιεραρχίας. Οι θαλαμοειδείς τάφοι λαξεύονταν συνήθως σε πλαγιές λόφων, είχαν ποικίλα μεγέθη και σχήματα και προσεγγίζονταν από πλευρική είσοδο στην οποία κατέληγε στενός δρόμος.

Page 4: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται από τους αρχαιολόγους ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π.Χ. κυρίως στην κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία

εντοπίστηκε, τις Μυκήνες, που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Κατά την περίοδο ακμής του εξαπλώθηκε και στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και

στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ταυτίζεται με την τελευταία περίοδο του Ελλαδικού Πολιτισμού, τον Υστεροελλαδικό Πολιτισμό. Ταξινομείται παραδοσιακά ως προϊστορικός, καθώς οι γνώσεις μας για αυτόν βασίζονται μέχρι σήμερα κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα.Ακόμα, ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, που

άκμασε στο Αιγαίο κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1650-1100 π.Χ.), αποτέλεσε τη βάση των ομηρικών επών και των σημαντικότερων αρχαιοελληνικών μύθων. Οι

περισσότερες ελληνικές πόλεις αναφέρονταν με περηφάνια στο μυκηναϊκό παρελθόν τους, ενώ οι σημαντικότεροι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, της τέχνης και της

τραγικής ποίησης (όπως, για παράδειγμα, ο Οδυσσέας, ο Αγαμέμνων, ο Αχιλλέας, ο Θησέας κ.ά.) έλκουν πιθανότατα την καταγωγή τους από ιστορικά πρόσωπα της

μυκηναϊκής αριστοκρατίας. Στη Μυκηναϊκή περίοδο, άλλωστε, βρίσκονται και οι ρίζες της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής θρησκείας.

Page 5: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έφθασε στο απόγειό του κατά τον 14ο και 13ο αι. π.Χ., δηλαδή την περίοδο που άκμασαν τα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας, της Πύλου, της Θήβας κτλ. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα είναι μεταγενέστερα από τα μινωικά, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι είχαν ανάλογη λειτουργία ως κέντρα διοίκησης, με αποθήκες για τη συγκέντρωση του αγροτικού πλεονάσματος και εισηγμένων προϊόντων, εργαστήρια παραγωγής πολυτελών αντικειμένων, αίθουσες τελετών και χώρους λατρείας.

Οι Μυκηναίοι φαίνεται ότι δανείστηκαν πολλά στοιχεία πολιτικής οργάνωσης και οικονομικής διοίκησης από τους Μινωίτες, ιδιαίτερα μετά την κατάκτηση της Κνωσού γύρω στο 1450 π.Χ., που τους έφερε σε στενή επαφή με την καθημερινή ζωή ενός ανακτόρου. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, οι εκτεταμένες καταστροφές των σημαντικότερων ανακτορικών κέντρων της Κρήτης από σεισμούς στις αρχές του 15ου αι. π.Χ. που εξασθένησαν τη μινωική δύναμη και άνοιξαν το δρόμο για τη μυκηναϊκή εξάπλωση στο Αιγαίο.

Μέχρι τα μέσα του 14ου αι. π.Χ. είχαν ανεγερθεί μνημειακά ανακτορικά συγκροτήματα στα σημαντικότερα μυκηναϊκά κέντρα (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλο, Θήβα, κ.α.). Τα μυκηναϊκά ανάκτορα, βέβαια, είχαν αρκετές διαφορές από τα αντίστοιχα μινωικά: χτίζονταν σε κορυφές φυσικά οχυρών λόφων, ήταν μικρότερα σε μέγεθος και είχαν διαφορετική μορφή, αφού οργανώνονταν γύρω από το μέγαρο – ένα ορθογώνιο κτίσμα με προστώο, πρόδομο και αίθουσα θρόνου με κεντρική εστία.

Παράλληλα με τα ανακτορική οργάνωση, οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν και άλλα επιτεύγματα του μινωικού πολιτισμού: τη γραφή (με τη μορφή της Γραμμικής Β, που αποτελεί εξέλιξη της μινωικής Γραμμικής Α) και τη θρησκευτική εικονογραφία (μέσω των τοιχογραφιών, της σφραγιδογλυφίας και της ειδωλοπλαστικής). Η ανάγνωση των πινακίδων Γραμμικής Β που έχουν βρεθεί στα αρχεία των ανακτόρων, απέδειξε ότι οι Μυκηναίοι χρησιμοποιούσαν μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας και ότι ανάμεσα στους θεούς που λάτρευαν υπήρχαν πολλές από τις θεότητες του αρχαίου ελληνικού πανθέου, όπως ο Δίας, ο Ποσειδώνας, η Άρτεμη και ενδεχομένως ο Διόνυσος.

Page 6: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος
Page 7: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Από τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική είναι γνωστές οχυρές ακροπόλεις, που περιλαμβάνουν ανάκτορα, και ταφικά μνημεία. Τειχισμένες ακροπόλεις έχουν βρεθεί στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Μιδέα της Αργολίδας, στη Λάρισα του Άργους, στον Γλα της Βοιωτίας, καθώς και στην Αθήνα, στη θέση της μεταγενέστερης Ακρόπολης. Οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας αισθάνονταν δέος βλέποντας τα ερείπια των μυκηναϊκών ακροπόλεων και απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο χαρακτηρισμός των μυκηναϊκών τειχών ως «κυκλώπειων».

Στην ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι τάφων: ο λακκοειδής, ο λαξευτός θαλαμοειδής ή θαλαμωτός και ο θολωτός. Οι θολωτοί τάφοι συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά και εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.

Page 8: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Σχέσεις Κρήτης-Κυκλάδων

Πιστοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατά το τέλος της ΠΜΙ/ΠΚ Ι περιόδου σε Θέσεις και των δύο περιοχών. Δε θα μπορούσε κανείς εύκολα να υποστηρίξει πως διακόπτονται την επόμενη περίοδο. Αντίθετα, κατά την ΠΜ ΙΙ/ ΠΚ ΙΙ περίοδο, αδιαμφισβήτητοι μάρτυρες των σχέσεων αυτών είναι οι ομοιότητες σε όλες σχεδόν τις μορφές της Καλλιτεχνικής παραγωγής, οι οποίες ανιχνεύονται στην κατασκευή των ειδωλίων κυκλαδικού τύπου, στα λίθινα αγγεία, στα χάλκινα εγχειρίδια, και σε πολλά σχήματα της κεραμικής. Όλες οι προαναφερθείσες ομοιότητες των δύο πολιτισμών βρίσκουν μια αρκετά πειστική εξήγηση, υπαγόμενες μέσα στο ερμηνευτικό πλαίσιο της επικοινωνίας, των εμπορικών ανταλλαγών και των αλληλεπιδράσεων που αυτά συνεπάγονται σε πολιτισμικό επίπεδο. Κάπως έτσι φαίνεται, εξάλλου, πως διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις για την επικράτηση ενός “διεθνούς πνεύματος” στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου.

Σχέσεις Δωδεκανήσων-Κυκλάδων

Μαρτυρούνται από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Η εισαγωγή πτηνόσχημων ασκών που παράγονταν στις Κυκλάδες, μαρτυρείται στη Ρόδο, στην Κω και στην Κάλυμνο. Χάλκινα π.Χ. όπλα και αργυρό αγγείο που έχουν βρεθεί στην Κω έχουν τα παράλληλά τους στην Αμοργό. Την ίδια περίοδο ενδείξεις για επαφές με τις Κυκλάδες (μηλιακός οψιανός) βρίσκονται στη Λέρο, στη Νίσυρο, στην Τήλο, στη Σύμη, στη Χάλκη, στην Αλιμνιά. Μαρτυρίες για την επικοινωνία και τις συναλλαγές μεταξύ Ρό δου και Κρήτης υπάρχουν στο ΒΑ τμήμα του νησιού (Τριάντα), ενώ κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Ρόδου φαίνεται να έχει εποικισθεί από τους Αχαιούς, γεγονός για το οποίο συνηγορούν και τα τοπωνύμια -η ακρόπολη της Ιαλυσού διατηρεί ακόμα και στους κλασικούς χρόνους το όνομα Αχαΐα.

Page 9: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Το Αιγαίο γεωφυσικά αποτελεί ένα κλειστό πέλαγος της Μεσογείου, όταν όμως εστιάσει κανείς στη ζώνη αυτή με τα διάσπαρτα νησιά παρατηρεί ότι πρόκειται για μία ανοιχτή υδάτινη λεκάνη, όπου τα νερά της Μαύρης θάλασσας σμίγουν με εκείνα της βόρειας Αφρικής, βρέχοντας τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Ασία και Αφρική).

Με μικρές και μεγάλες στεριές, που βρίσκονταν σε οπτική επαφή μεταξύ τους και δημιουργούσαν στους κατοίκους ασφάλεια αλλά και περιέργεια για την κατάκτηση του κοντινού ορίζοντα, κλίμα ήπιο και σημαντική βιοποικιλότητα που εξασφάλιζε την απαραίτητη επάρκεια, τα νησιά του Αιγαίου δέχτηκαν τους πρώτους πληθυσμούς λίγο πριν πάρουν τη σημερινή μορφή τους, όταν κάποια ήταν ακόμη ενωμένα μεταξύ τους και σχημάτιζαν μεγαλύτερες στεριές.

Page 10: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Η Ύστερη εποχή του Χαλκού στον Ηπειρωτικό και Αιγιακό Ελλαδικό χώρο είναι μία μακροχρόνια περίοδος έξι περίπου αιώνων πολιτισμού (17ος-12ος αι. π.Χ.). Το ύστερο τμήμα της και συγκεκριμένα από τον 15ον αι. π.Χ. Έως το τέλος 12ου αι. π.Χ. ονομάστηκε Μυκηναϊκή Εποχή.

Η Ρόδος, στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1600/1580 π.Χ.) λαι ιδιαίτερη πόλη της Ιαλυσού δέχτηκε την επίδραση της Μινωικής Κρήτης. Η Ιαλυσός την εποχή αυτή, άκμαζε κυρίως λόγο τον συναλλαγών και των αλληλοεπιδράσεων ,με την Κρήτη και την Κύπρο. Ο Μινωικός τρόπος ζωής και θεώρησης των πραγμάτων είναι εμφανής τόσο στην αρχιτεκτονική της πόλης όσο και στην κεραμική. Εισηγμένα πολυτελή αγγεία Μινωικής κατασκευής και Μινωικές τεχνικές σε πολλές δραστηριότητες της τέχνης, όπως η κατασκευή λίθινων αγγείων, κοσμημάτων, ειδωλίων και τοιχογραφιών, δείχνουν καθαρά ότι η Ιαλυσός βρισκόταν στην σφαίρα επιρροής της Μινωικής Κρήτης.

Από την επόμενη περίοδο, που μπορεί α τοποθετηθεί γενικά στις αρχές του 15ου αι π.Χ. (1535/1480), άρχιζε να αναπτύσσεται το ενδιαφέρον της Μυκηναϊκής Ελλάδας για το νησί της Ρόδου, λόγω της θέσης του στο θαλάσσιο δρόμο του εμπορίου προς τη Μικρά Ασία και στην ΝΑ Μεσόγειο. Η Ρόδος, κατά τη περίοδο της ακμής του μυκηναϊκού κόσμου (14ο και 13ο αι. π.Χ.) πρέπει να λειτουργήσει ως ενδιάμεσος σταθμός, ενός δικτύου συναλλαγών και διακομιστίκού εμπορίου προς την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο. Εντός των ορίων της Δωδεκανήσου, η Ρόδος έπαιζε επίσης σημαντικό ρόλο, ως σταθμός ανακατανομής των εισηγμένων προϊόντων προς τα γειτονικά νησιά και τις ακτές της Μ. Ασίας. Την εποχή αυτή (δηλ. στον 14ο και τον 13ο αι π.Χ.) άρχιζαν να φτάνουν σε μεγάλες ποσότητες στη Ρόδο, μέσω του εμπορίου, κεραμικά προϊόντα των ανακτορικών κέντρων και των εργαστηρίων της Ηπειρωτικής Ελλάδος, και κυρίως της Αργολίδος και της Βοιωτίας. Αυτά τα μυκηναϊκά αγγεία ήρθαν σαν πολυτελή αντικείμενα και σαν δοχεία που περιείχαν λάδι, κρασί και άλλα προϊόντα. Οι ντόπιοι κάτοικοι τα χρησιμοποιούσαν κυρίως σαν κτερίσματα στους τάφους, για να βάζουν μέσα σ’ αυτά προσφορές στους νεκρούς (αρωματικό λάδι, κρασί, βότανα, κ.α.) και σαν σκεύη πολυτελείας σε επίσημα και τελετουργικά ή ταφικά γεύματα. Τα περισσότερα αγγεία που είχαν τοποθετηθεί ως κτερίσματα στους τάφους της Πυλώνας, και χρονολογούνται στον 14ο και 13ο αι. π.Χ., ήταν εισηγμένα από την Αργολίδα. Ωστόσο, τα ντόπια Ροδιακά εργαστήρια κεραμικής, γνώριζαν μεγάλη άνθιση την εποχή αυτή. Εκεί κατασκευάζονταν αγγεία από ντόπιο πυλό, τα οποία μιμούνταν τα σχήματα και τη διακόσμηση της μυκηναϊκής κεραμικής, της Ηπειρωτικής Ελλάδος. Τα μέχρι τώρα δεδομένα, δείχνουν ότι κάπου στη νότια Ρόδο, υπήρχε ένα ή περισσότερα, κεραμικά εργαστήρια για την παραγωγή αγγείων που προσομοιάζουν με τα αντίστοιχα της Ηπειρωτικής Ελλάδος. Τα αγγεία αυτά ονομάστηκαν΄από τους αρχαιολόγους «ροδομυκηναικά». Στην Πυλών βρέθηκαν μερικά τέτοια αγγεία, όπως πρόχοι, κρατήρες, καλαθόσχημα αγγεία με πόδια και ροδιακού τύπου θυμιατήρια.

Page 11: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Το 1929, ο ιταλός αρχαιολόγος L. Jacopi ανακάλυψε και ανάσκαψε έναν θαλαμοειδή μυκηναϊκό τάφο στη θέση Αμπέλια στην χαμηλή πλαγιά του Πλακωτού, 1χλμ. Περίπου στα ΝΔ του χωριού της Πυλώνας. Ο τάφος αυτός, ανήκει σε ένα μεγάλο νεκροταφείο που υπήρχε στην περιοχή και το οποίο είχε ολοκληρωτικά συληθεί και καταστραφεί από τους αρχαιοκάπηλους. Στον τάφο που ανάσκαψε ο L. Jacopi, βρέθηκαν 22 αγγεία, που χρονολογούνται από το τέλος του 14ου αι. π.Χ., έως και τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. Ένα μαχαίρι και μια λόγχη, ήταν τα μοναδικά χάλκινα κτερίσματα του τάφου. Όλα τα ευρήματα από την θέση αυτή, φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου.

Το μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση Αμπέλια/Πλακωτό και αυτό της Ασπροπηλιάς που θα παρουσιάσουμε παρακάτω, είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, και πρέπει να ανήκαν σε 2 διαφορετικούς οικισμούς/κοινότητες, της μυκηναϊκής, οι οποίοι συνυπήρχαν στην εύφορη κοιλάδα της Πυλώνας και γειτνίαζαν με το λιμάνι της Λίνδου και με μικρότερα φυσικά λιμάνια που πρέπει να υπήρχαν στην περιοχή.

Το μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση «Ασπροπηλιά» της Πυλώνας, ανακαλύφθηκε την άνοιξη του 1993, 1χλμ περίπου νότια του χωριού, και εντελώς τυχαία, κατά την ισοπέδωση αγρού, με αποτέλεσμα να καταστραφούν μερικώς και να διαταραχθούν 2 ταφικοί θάλαμοι. Η χρήση του νεκροταφείο χρονολογείται από τον 14ο αι. π.Χ. έως και τέλη του 12ου αι. π.Χ. Ο οικισμός, τον οποίο εξυπηρετούσε το νεκροταφείο, δεν έχει ακόμη εντοπιστεί. Νεκροταφεία της ίδια εποχής έχουν ανασκαφεί σε πολλές περιοχές της νότιας Ρόδου, όπως στο Γεννάδι, στη στο Βάτι και στην Απολλακιά.

Page 12: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Πρόκειται για ένα μικρό νεκροταφείο από οκτώ τάφους. Οι περισσότεροι τάφοι βρέθηκαν στην νότια πλευρά του λόφου, ενώ μόνο ένας είχε διασωθεί από εκείνους της βόρειας πλευράς. Οι τάφοι ανήκουν στον θαλαμοειδή λαξευτό τύπου, δηλαδή είναι υπόγειοι τραπεζιόσχημοι ή στρογγυλοί θάλαμοι σκαμμένοι βαθιά στο φυσικό βράχο, ορισμένοι με κανονικό σχήμα, άλλοι ακανόνιστοι. Ο μαλακός ασβεστόλιθος της περιοχής ήταν ιδανικός για την κατασκευή αυτών των τάφων. Εάν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τα τοιχώματα των θαλάμων ορισμένων τάφων της «Ασπροσπηλιάς», διακρίνει τα ίχνη που άφησαν οι σμίλες και οι πελέκεις που χρησιμοποίησαν οι τεχνίτες για να λαξεύσουν τους θαλάμους των τάφων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα των τάφων αυτών είναι οι μεγάλοι δρόμοι που οδηγούσαν από την επιφάνεια του εδάφους στους θαλάμους των τάφων, ορισμένοι πολύ κατηφορικοί και με σκαλοπάτια. Η είσοδος του θαλάμου, συνήθως αψιδωτή, έκλεινε με ένα πέτρινο τοίχο ξερολιθιάς, μετά το τέλος κάθε ταφής.

Κάθε οικογένεια φρόντιζε εκ των προτέρων για τη κατασκευή του οικογενειακού τάφου. Η εργασία αυτή ήταν χρονοβόρα και επίπονη, και κατά πάσα πιθανότητα γινόταν από ειδικευμένους τεχνίτες, οι οποίοι ή ήταν μέλη της ίδιας της κοινότητας ή έρχονταν να εργαστούν για το σκοπό αυτό από άλλες περιοχές του νησιού. Επειδή οι τάφοι ήταν οικογενειακοί και χρησιμοποιούνταν για πολλές γενεές από την ίδια οικογένεια ή πατριά, κάθε φορά που έπρεπε να κάνουν μια νέα ταφή έσκαβαν το τμήμα του δρόμου που βρισκόταν κοντά στην είσοδο του θαλάμου και γκρέμιζαν τον τοίχο από ξερολιθιά που έφραζε την είσοδο. Για να βρίσκουν εύκολα τη θέση της εισόδου του θαλάμου πρέπει να τοποθετούσαν εξωτερικά κάποιο σήμα, πιθανότατα με μορφή ταφόπετρας. Τέτοια σήματα δεν βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Πυλώνας, αλλά είναι γνωστά από τα νεκροταφεία της Ιαλυσού στην Μόσχου και τη Μακριά Βουνάρα.

Page 13: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Για να φωτίσουν το εσωτερικό των θαλάμων κατά τη διάρκεια της ταφής, χρησιμοποιούσαν είτε φυσικούς δαυλούς, είτε πήλινους πυρσούς. Για τη χρήση του πυρσού του τάφου, υποθέτουμε την τοποθέτηση ενός ρητινώδους ξύλου μέσα στο κυλινδρικό τμήμα του, ενώ για το άνοιγμα μικρότερου πυρσού πρέπει να χρησιμοποιούσαν ύφασμα εμποτισμένο με εύφλεκτη ουσία.

Όταν άνοιγαν τον θάλαμο, παραμέριζαν τα οστά της παλιάς ταφής και τα κτερίσματα της και έκαναν χώρο για την ταφή. Τον νεκρό συνήθως τοποθετούσαν επάνω σε μια χαμηλή πλατφόρμα, λαξευμένη στην μια πλευρά του θαλάμου ή πιθανότατα πάνω σε ξύλινο ή ψάθινο φορείο. Τα προσωπικά του αντικείμενα, κοσμήματα, όπλα ή εργαλεία, τα τοποθετούσαν πάνω του ή δίπλα, όπως επίσης και τα αγγεία των προσφορών. Τα αγγεία περιείχαν αρωματικό λάδι, για τον ταφικό εξαγνισμό, καθώς και υγρή και στερεά τροφή (λάδι, κρασί, κρέας) χρήσιμη στο ταξίδι του νεκρού προς τον «άλλο κόσμο». Το ταξίδι αυτό τελείωνε, όταν το σώμα είχε εντελώς αποσυντεθεί. Για τις ταφικές τελετουργίες χρησιμοποιούσαν είτε ιδιαίτερα σκεύη, όπως τα κωνικά ρυτά για τις υγρές προσφορές , είτε πολυτελή αγγεία που τα χρησιμοποιούσαν για πρώτη φορά (πρόχοι, κρατήρες, κύπελλα, κύλικες). Το ταφικό εθιμοτυπικό πλαισιωνόταν από τα λεγόμενα «ταφικά γεύματα», που λάμβαναν χώρα επί τόπου πριν και μετά το κλείσιμο των τάφων. Οι παρευρισκόμενοι στην ταφική τελετουργία πρέπει να έπιναν και να έτρωγαν στην μνήμη του νεκρού. Τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν, κύλικες και κύπελλα, μετά τη χρήση τους, τα πετούσαν στο εσωτερικό του θαλάμου, ή τα έσπαζαν μπροστά στην είσοδο και στο δρόμο του τάφου.

Μετά το τέλος της ταφικής διαδικασίας, έφραζαν εκ νέου την είσοδο του τάφου με πέτρες, δημιουργώντας ένα φράγμα ξερολιθιάς και τέλος σκέπαζαν τον δρόμο με χώμα, έτσι ώστε να μην φαίνεται τίποτα στην επιφάνεια. Σε μερικούς τάφους της Πυλώνας είχαν ταφεί πολεμιστές ή αξιωματούχοι, υψηλόβαθμα δηλαδή πρόσωπα, σημαντικών οικογενειών, γεγονός που αποδεικνύεται από τον πλούτο των κτερισμάτων, μερικά από τα οποία είναι μοναδικά στον μυκηναϊκό κόσμο.

Page 14: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Με τον όρο Μινωικός πολιτισμός εννοείται ο προϊστορικός πολιτισμός της Κρήτης (Το νησί της Κρήτης βρίσκεται στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου σε μια στρατηγική θέση, απορρόφησης επιδράσεων από την Αίγυπτο την Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Το κρητικό έδαφος είναι ορεινό με περιορισμένες αλλά γόνιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τις οποίες ο κρητικός λαός εκμεταλλευόταν οριακά. Η οικολογία της είναι τυπικά Μεσογειακή και η γεωργική της εκμετάλλευση βασιζόταν κυρίως στην τριάδα δημητριακά-ελαιόδενδρα-άμπελος.), διακριτός του προϊστορικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Αρχαία Ελλάδα (Ελλαδικός πολιτισμός) και τα νησιά του Αιγαίου (Κυκλαδικός πολιτισμός). Το όνομα μινωικός προέρχεται από τον μυθικό βασιλέα Μίνωα και δόθηκε από τον Άρθουρ Έβανς, τον αρχαιολόγο που ανάσκαψε το ανάκτορο της Κνωσού. Η ανάλυση του Έβανς για τον Μινωικό πολιτισμό ολοκληρώθηκε το 1935, και έθεσε το θεμέλιο για τη μελέτη των διαδικασιών και μετασχηματισμών που οδήγησαν στην ανάπτυξη, εδραίωση και παρακμή των Μινωιτών.

Page 15: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Η πρωιμότερη εγκατάσταση στην Κρήτη έχει εντοπιστεί στις περιοχές Πλακιάς και Πρέβελη. Πρόκειται για παλαιολιθικά και μεσολιθικά ευρήματα, τα παλαιότερα αναγόμενα στα 130.000 χρόνια πριν από σήμερα.

Η νεολιθική κατοίκηση, η οποία μέχρι το 2010 πιστευόταν ότι ήταν η παλαιότερη, αρχίζει με την Ακεραμική περίοδο, περί το 7000 π.Χ. Μετά από αυτή την περίοδο ακολούθησε μια μακρά περίοδος σχετικής σταθερότητας, έως την έναρξη της Εποχής του Χαλκού, περί το 3000 π.Χ. Οι χρονολογικές παράμετροι που ορίζουν την Μινωική περίοδο της εποχής του Χαλκού αφορούν κυρίως στο χρονικό διάστημα 3000 έως 1000 π.Χ.. με κυρίαρχα γεγονότα την οικοδόμηση της Κνωσού 1900 π.Χ., την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας περ. 1500 π.Χ. και την καταστροφή της Κνωσού 1375 π.Χ.

Στην Κρήτη άκμασαν περί τις 100 Μινωικές πόλεις.

Page 16: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Τα πρώτα κτήρια που αναφέρονται ως 'ανάκτορα' χτίστηκαν στις αρχαιολογικές θέσεις της Κνωσού, των Μαλίων και της Φαιστού στην ΜΜ ΙΒ φάση. Από αρχιτεκτονικής άποψης είναι μνημειακές κατασκευές (η συνολική έκταση των δαπέδων ποικίλει από 1,3 εκτ. (3,2 στρ.) στην Κνωσό έως 0.75 εκτ. (1,85 στρ.) (στα Μάλια), διατεταγμένες γύρω από μια κεντρική αυλή, με λιθόστρωτη δυτική αυλή και εξελιγμένες τεχνικές οικοδόμησης, όπως οι λίθινοι ορθοστάτες. Η ομοιομορφία των πρώτων ανακτόρων είναι σχετικά φαινομενική, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στα Μάλια με το διασκορπισμένο τους περίγραμμα, ενώ είναι πιθανό διακριτά ανακτορικά οικοδομήματα να μην εμφανίστηκαν σε όλο το νησί έως την ΜΜ ΙΒ, κυρίως στην ανατολική Κρήτη, όπου το εκτεταμένο οδικό δίκτυο, οι σταθμοί και τα παρατηρητήρια οικοδομήθηκαν κατά την ΜΜ ΙΙ, για να συνδέσουν το Παλαίκαστρο και τον κάτω Ζάκρο με το ΝΑ τμήμα του νησιού.

Page 17: Ανατολική Μεσόγειος και Ρόδος

Οι καινοτομίες στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση της ύστερης προανακτορικής περιόδου διακρίνονται καλύτερα στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον των πρώτων ανακτόρων. Τα ανάκτορα συσσώρευαν το γεωργικό πλεόνασμα των γαιών τους σε κατασκευές μεγάλων αποθηκών τροφίμων, ώστε να καταστεί δυνατό να χρησιμοποιούνται σε εποχές πίεσης και πιθανώς σε τελετουργικούς εορτασμούς. Για την καταγραφή των αποθεμάτων και άλλων στοιχείων χρησιμοποιούνταν δύο είδη γραφών —η αποκαλούμενη κρητική ιερογλυφική (κυρίως στην Κνωσό και τα Μάλια) και οι γραμμικές γραφές. Πινακίδες Γραμμικής Α και Γραμμικής Β βρέθηκαν στη Φαιστό κυρίως. Στη Φαιστό επίσης χρησιμοποιήθηκαν πήλινες σφραγίδες για τον άμεσο έλεγχο των αποθηκευτικών χώρων και των ίδιων των δοχείων. Η βιοτεχνική παραγωγή αναπτύχθηκε στα ανάκτορα και είναι πολύ πιθανό το γεγονός ότι τα ανάκτορα μονοπώλησαν πρώτες ύλες όπως ο χαλκός από την Αττική και άλλες πηγές, ο κασσίτερος και το ελεφαντοστού μέσω της Συρίας.

Ευρήματα πολύχρωμης κεραμικής στις Καμάρες χαρακτηριστικά της πρωτοανακτορικής περιόδου είναι διαδεδομένα σε διάφορους τόπους της ανατολικής Μεσογείου και στην Αίγυπτο, υποδεικνύοντας δρόμους εμπορίου και σχέσεις ανταλλαγής με τις σημαντικότερες μεσογειακές δυνάμεις. Οι επαφές με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και νησιά του Αιγαίου (ειδικά τις Κυκλάδες) είναι πυκνές κατά τη διάρκεια της πρωτοανακτορικής περιόδου και εντείνονται ακόμη περισσότερο στην νεοανακτορική περίοδο. Οι εικονογραφικές μαρτυρίες και τα τέχνεργα προτείνουν ότι τα ανάκτορα χρησιμοποιούντο επίσης ως τελετουργικά κέντρα ενώ στις λατρευτικές θέσεις περιλαμβάνονται σπήλαια (π.χ. Ιδαίον Άντρον και Δικταίον Άντρον), πηγές (π.χ. Κάτω Σύμη), και ιερά σε κορυφές —ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μινωικού πολιτισμού— ήταν ευρέως διαδεδομένα στην ύπαιθρο.

Τα ανάκτορα έγιναν εστιακά σημεία εγκατάστασης και η αύξηση των εγκαταστάσεων στην Κνωσό μέχρι τη νεοανακτορική περίοδο εκτιμάται σε 75 εκτάρια (185 στρέμματα), γεγονός που υποδεικνύει πληθυσμό ίσως και 12.000 ατόμων. (Συγκριτικά, οι Μυκήνες της (ΥΕ) Υστεροελλαδικής περιόδου ήταν 30 εκτάρια (74 στρέμματα), συμπεριλαμβανομένης της περιτοιχισμένης ακρόπολης). Τα εδάφη που ελέγχονταν από την Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια πιθανώς κάλυπταν έκταση πάνω από 1.000 τετρ. χλμ.

Η μετάβαση από τα παλαιά ή πρώτα ανάκτορα (της πρωτοανακτορικής) στα νέα ή δεύτερα ανάκτορα (της νεοανακτορικής περιόδου) καθορίζεται από την αναδημιουργία των οικοδομημάτων, μετά από τις καταστροφές —πιθανώς εξαιτίας σεισμού— και στις τρεις σημαντικές θέσεις της Μεσομινωικής (MM II και IIIA). Τα νέα ανάκτορα γίνονται περισσότερο κατανοητά σε ό,τι αφορά στον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς παρουσιάζουν μείζονες αρχιτεκτονικές ομοιότητες. Διατηρούν πολλούς από τους ρόλους των προκατόχων τους, όπως είναι η αποθήκευση, η τελετουργία, η παραγωγή και η συγκέντρωση πρώτων υλών μέσω των επαφών με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και τα αιγαιακά νησιά, την ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο. Με εντυπωσιακό τρόπο αναδεικνύονται αυτές οι επαφές στις μινωικού ύφους τοιχογραφίες του Τελ Κάμπρι (Tel Kabri) στο Ισραήλ και του Τελ ελ-Νταμπ’α Tell el-Dab'a (αρχαία Αὔαρις) στο Δέλτα του Νείλου.