24

Click here to load reader

24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

  • Upload
    gia-ver

  • View
    769

  • Download
    2

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Ναπολέων Λαπαθιώτης - Ποιήματα

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944) ποιητής ἀπὸ την Αθήνα

Τὰ καημένα τὰ πουλάκια

Κρύο βαρύ χειμώνας ὄξω τρέμουν οἱ φωτιὲς στὰ τζάκια τώρα ποιὸς τὰ συλλογιέταιτὰ καημένα τὰ πουλάκια

Τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δένδρα τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δάση τὰ πουλάκια θὰ τὰ πάρειὁ βοριᾶς ποὺ θὰ περάσει

ἡ βροχὴ καὶ τὸ χαλάζικι βοριᾶς ποὺ θὰ περάσει καὶ τὸ χιόνι ποὺ τὸ παίρνουνστὶς αὐλὲς μὲ τὸ φαράσι

Κι ἂν νύχτα εἶναι μεγάλη κι ἔρχεται γιομάτη τρόμους κι ἂν θάνατος ἀπόψε φέρνει γύρα μὲς τοὺς δρόμους

κι ἂν παγωνιὰ θερίζεικι εἶναι δίχως ρουχαλάκια δὲ βαριέσαι ποιὸς θυμᾶταιτὰ καημένα τὰ πουλάκια

Τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δένδρα τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δάση τὰ πουλάκια θὰ τὰ πάρειὁ βοριὰς ποὺ θὰ περάσει

Στὰ παιδάκια εἶναι τὰ χάδια στὰ παιδάκια τὰ φιλάκια τώρα ποιὸς τὰ συλλογιέταιτὰ καημένα τὰ πουλάκια

Κι ὅταν γίνει πάλι βράδυκι ὅλοι πᾶνε νὰ πλαγιάσουν νὰ χωθοῦν μὲς τὰ κρεβάτια μὴ τυχὸν καὶ ξεπαγιάσουν

τὰ πουλάκια τὰ καημένα τὰ πουλάκια τώρα πέραθὰ χαθοῦν χωρὶς ἐλπίδανὰ φανοῦν τὴν ἄλλη μέρα

Τὰ χλωμὰ τὰ κοριτσάκια

Τὰ χλωμὰ τὰ κοριτσάκιαμαραμένα σὰν τὰ κρίνα στέκουνται σὰ μαγεμένα

http36dimotikoblogspotcom

καὶ κοιτᾶνε τὴ βιτρίνα

δὲν τὰ νοιάζει γιὰ τὸ κρύο δὲν τὰ νοιάζει γιὰ τὴν πείνα κάθουνται μαρμαρωμένα καὶ κοιτᾶνε τὴ βιτρίνα

Κι οἱ κουκλίτσες ἀπὸ μέσα μὲ τὰ κόκκινα λακκάκια ποὺ δὲν ξέρουν τὶ συμβαίνει καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔχουν κάκια

οἱ κουκλίτσες οἱ καημένες ἄλλο τόσο μ᾿ ἀπορία τὰ κοιτᾶν κι ἐκεῖνες τώρα σὰν ἀλλόκοτα θηρία

Τὶς κουκλίτσες τὶ τὶς νοιάζει καλὰ κάθουνται στὴ ζέστα τὰ φτωχὰ τὰ κοριτσάκια ὅμως γύρισε καὶ δές τα

μ᾿ ἕνα μαῦρο ρουχαλάκι ξεφτισμένο καὶ τριμμένο μ᾿ ἕνα σκίσιμο ἀπὸ πίσω ντροπαλὰ μισοκρυμμένο

μὲ πρησμένο ἀπ᾿ τὶς χιονίστρες τὸ μικρούλι τους χεράκι μᾶλλον τὰ καημένα ἐκεῖνα μοιάζουν νἆναι ἀπὸ κεράκι

Κι ὅμως νὰ πού μὲς τὸ δρόμο μὲ τὰ ξένα ἐκεῖνα χάδια μιὰ στιγμή ξαναγιομίζουντὴν καρδούλα τους τὴν ἄδεια

Μὰ σὰν πᾶνε παρακάτου ποὺ κανένας δὲν τὰ βλέπει ἔρημα καὶ μοναχούλια μὲ τὸν οὐρανὸ στὴ σκέπη

κρύβουν ἔτσι ἀπελπισμένα τὰ ματάκια στὸν ἀγκώνα ποὺ κι ἐκείνος κλαίει κλαίει στὴν πικρὴν αὐτὴν εἰκόνα

Ἔχω ἕνα ἀηδόνι

Ἔχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶκι ἀπ᾿ τὸ καημό του λιώνειἜχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶκαὶ μοίρεται τ᾿ ἀηδόνι

Μοῦ λέει γιὰ τὶς ἀμυγδαλιὲςπ᾿ ἀνθίζουν ἄσπρο χιόνιμοῦ λέει γιὰ τριανταφυλλιὲςκαὶ μοίρεται τ᾿ ἀηδόνι

Καὶ παραδέρνει ἀνώφελα

καὶ τὰ φτερά τ᾿ ἁπλώνεικάθε ποὺ φεύγουν τὰ πουλιὰκι ἀναρριγοῦν οἱ κλῶνοι

Ποιητής

Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάματῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμασ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖοτοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖοΜέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξειςπῶς πρέπει μεταξύ των νὰ τὶς πλέξειςκαὶ πῶς μαζί νὰ σμίξεις κάποιους ἤχουςὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχουςΠόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνίανὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία

καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπουςγιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπουςΜήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμαπιὸ θλιβερό ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα

τοῦ Πόνου αὐτοῦ ποὺ στέργει γιὰ κλουβί τουτὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου

Κι ἀφοῦ σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια παίξειςτόσο καιρό μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις

κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσειςχαμένος ὅλος μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις

μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψειςκι ἔρθ᾿ στιγμὴ νὰ σκύψεις νὰ μὴ σκύψεις

μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σουτὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου

Μυστικό

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ μάρμαροκι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο εἴτε πόνοΕἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ τριαντάφυλλαὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω

Πόσο καρδιά μου θά ῾τρεμε ἂν τὴν ἔλεγαΒάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμαΤόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μουκαὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλοκι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνειΕἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμομὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη

Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ ὡς τὸ τάφο μου

μὰ πάλι ποιὸς ξέρει καμμιὰν ὥραΚάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου Καλύτερανὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα

Ἐπεισόδιο

Μάτι δειλὸ ποὺ σὲ κοιτάζειβαθιά βουβὰ καὶ σκοτεινὰκι ἔτσι πιστά σὰ νὰ σοῦ τάζειΘὰ σ᾿ ἀγαπῶ παντοτινά

Ψηλό λιγνό τρελὸ γιὰ χάδιδουλεύει σ᾿ ἕνα μαγαζίΤὸ πῆρα ἕνα Σαββάτο βράδυκαὶ κοιμηθήκαμε μαζί

Ἡ χαρά

Πάντα κάτι μὲ κρατεῖκαὶ μὲ φέρνει πίσωστὸ καιρὸ ποὺ κάθε τίμοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω

Ποὺ ὅλα σκέψεις μου κρυφὲςκι ὅτι ζεῖ στὴ πλάσηδὲ μοῦ θύμιζε μορφέςποὺ τὶς ἔχω χάσει

Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λένμ᾿ ἕνα τρόπο πλάνοπὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲνπρέπει νὰ πεθάνω

Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰσκόρπισαν τῆς πλάνηςμοῦ τὸ λένε καθαράΠρέπει νὰ πεθάνεις

Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶκάτω ἀπὸ τὴ σκέπητόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸμάτι μου τὸ βλέπει

Κι ἂν τυχαίνει κι νοῦς νὰκάνει σκέψην ἄλληδὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰπάλι αὐτὴ προβάλλει

Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺςνά ῾ναι μέρα μαύρηκι ὅσα θέλησεν νοῦςνὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει

κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰτώρα στερημένοι

κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰκαὶ μᾶς περιμένει

Συντριβή

Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶςκαὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή μ᾿ ἔχει συντρίψει ΖωήἘπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴστὴ Μελῳδία μὲ σύντριψε Μελῳδία Κουφός

Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά μὲ σύντριψε Χαρὰκι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ ὝψηΓιατὶ μιλῶ πλατιά σὰ Θεός μὲ φθόνεσε καὶ ΘεόςΚαὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά μὲ σύντριψε κι Θλίψη

Ἀναμνήσεις

Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβοκι ὅσο γυρεύεις Σήμερα τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσειςτόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύωνὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις

Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένοκαὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώραμὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένωκαινούργια τάχα δῶρα

Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ ψυχή μου μένει ξένηκι οὔτε μπορεῖς Φωνὴ Ζωῆς ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσειςπαρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνειμέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις

Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς ἔχει στερέψει βρύσηκι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρακι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσειπαρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα

Τὸ παλιό μας τραγούδι

Τὸ παλιό μας τὸ τραγούδιποῦ τ᾿ ἀκούγαμε μαζίτώρα ποὺ χαθῆκαν ὅλαποιὸς θὰ τό ῾λεγε νὰ ζεῖ

Ἀπὸ τότε ποὺ καρδιά μουσ᾿ ἔχασε παντοτινάδὲ τὸ πίστευα ποτέ μουγιὰ νὰ τ᾿ ἄκουγα ξανά

Κι ὅμως νὰ ποὺ τ᾿ ἄλλο βράδυ

-μόλις νύχτωνε θαρρῶ-μ᾿ ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάριμακρινὸ καὶ καθαρό

καθὼς γύριζα στὴ τύχημόνος μέσ᾿ στὴ γειτονιάτὸ ξανάκουσα καὶ πάλικαὶ στὴν ἴδια τη γωνιά

Καὶ τὸ γνώρισα καὶ πάλιτὸ τραγούδι π᾿ ἀγαπῶκι ἂς μὴν ἔμοιαζε καθόλουστὸ παλιό του τὸ σκοπό

Γιατὶ τώρα δὲ σκορποῦσετὸν καημό του τὸ βαθύμὰ βογγοῦσε καὶ θρηνοῦσεμιὰ φωνὴ πού ῾χε χαθεῖ

Πῶς μοῦ φάνηκε δὲ ξέρωκαθὼς τ᾿ ἄκουγα ξανάμὰ ὅλα γύρω καὶ βαθιά μουγίναν ἔτσι σκοτεινά

ποῦ δυνάμωσα τὸ βῆμαμεσ᾿ στὸ βράδυ τὸ πικρόμὲ χαμηλωμένα μάτιασὰ ν᾿ ἀπάντησα νεκρό

Μικρὸ Τραγούδι

Ὁ παλιός μας Ἔρωταςμὲ τὰ βάσανά τουὁ καλός μας Ἔρωταςἦταν τοῦ θανάτου

Δέκα χρόνια στὴ σειράδίχως νὰ τὸ ξέρειδέκα χρόνια στὴ σειράμᾶς κρατοῦσε ταίρι

Μᾶς βαστοῦσε συντροφιάμᾶς κρατοῦσε ταίριδέκα χρόνια στὴ σειρὰκι ἕνα καλοκαίρι

Μὰ ὅπως ὅλα μᾶς περνοῦνκαὶ χαρὲς καὶ πόνοινὰ μιὰ μέρα ποὺ κι αὐτόςἄρχισε νὰ λιώνει

Κι ἕνα βράδυ σκοτεινόβράδυ πικραμένοκαθὼς εἶχα κουραστεῖνὰ σὲ περιμένω

δίχως λέξη νὰ μοῦ πεῖγύρισε στὴ μπάντα῾σφάλισε τὰ μάτια του

κι ἔσβησε γιὰ πάντα

Παραμύθι

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρόπᾶνε τώρα χρόνιασ᾿ ἕνα τόπο μακρινόζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια

Πάγωναν τὰ λούλουδαμίσευαν τ᾿ ἀηδόνιακαλοκαίρι ζύγωνεκι ἦταν ὅλο χιόνια

Μάτια πάντα σκοτεινάμέτωπα σκυμμένακι ἄνθρωποι δὲ βάδιζανμὲ ρυθμὸ κανένα

Μιὰν ἀγάπη πέρασε-μετὰ πόσα χρόνια-καὶ τὰ μάτια δάκρυσανκι ἕλιωσαν τὰ χιόνια

Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶμὲ τὶς πλατιές βαριές σου στάλεςτῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοίποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριάκι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοιἀπόψε μου ποθεῖ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριάὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι

Τότε γερτὸς κι ἐγὼ ξανά μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινάθ᾿ ἀναπολῶ γλυκά -ποιὸς ξέρει-καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ σὰν ἕνα μακρινὸ βιολίτὸ περασμένο καλοκαίρι

Στὸ νυχτερινὸ κέντρο

Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοισ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶμέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺκαὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του

μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό μεγάλο σὰ τὸν οὐρανόθ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου

Χειμωνιάτικο τοπίο

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγουπεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου

μιὰ βουβή μεγάλη ξέρα πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμημ᾿ ἕνα γέρικο θλιμμένο τραγικό μικρὸ καλάμι

κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσεικι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει

Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς ἐκεῖνο τρίοσιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε μέσ᾿ στὴ νύχτα μέσ᾿ στὸ κρύο

Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με Θέ μου στὸ δρόμο ποὺ πῆραχωρίς ὡς τὸ τέλος νὰ ξέρω τὸ πῶς- χωρὶς νά ῾χω μάθει μὲ μιὰ τέτοια μοῖραποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει καὶ ποιὸς σκοπός

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμέναπροτοῦ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖζητώντας τοὺς ἄλλους ζητώντας καὶ μέναζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκουγιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτόκαὶ γίνουνται χῶμα στὰ βάθη ἑνὸς λάκκουχωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό

Λυπήσου κι ἐκεῖνα λυπήσου κι ἐμένα- καὶ μένα ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργικήζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξέναποὺ δὲν ἔχουν Θέ μου καμιὰ λογική

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνειλιγάκι νὰ φέξει μὲς στὰ σκοτεινάκι ἀμέσως μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνεικι ἀμέσως νύχτα γυρίζει ξανά

Λυπήσου με Θέ μου στὴν ἀπόγνωσή μουλυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μουνὰ ζῶ δίχως λόγο καὶ δίχως σκοπό

Στὴ φυλακή

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανεοἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμουκι ἔσπασα πόρτες κλειδωνιέςνά ῾ρθω σὲ σένα Φῶς μου

Τὰ σίδερα λυγίσανεἀπὸ τὸ βογγητό μουκαὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶκι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψαμὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουνΚαὶ πικραμένος γύρισανὰ μὲ ξανακλειδώσουν

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένακι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένακι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου μὲ τὸ μάταιο λυρισμόποὺ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει παρὰ μόνο στὸ Λιμάνικαὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνειτὸν αἰώνιο Γυρισμό

Τότε μόνο λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορίαμέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορείαφῶς ἀνέσπερο χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφήτὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψειτὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψειτότε μόνο θὰ γραφεῖ

Κλεῖσε τὰ παράθυρα

Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοικαὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερίἩ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνειγιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ

Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμουδῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου ποὖναι ἁπαλό νωπόἜχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε φῶς μουἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ

Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμοΤὸ κερί μας ἔσβησε δὲν μᾶς θωρεῖ κανείςΞέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμοκι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς

Ἔλα ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμαἔλα κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί τόσο τρελοίποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμαστὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα στὸ πρῶτο μας φιλί

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοιγιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες ἄχ πές τους νὰ χαρεῖςπές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνεικι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς τ᾿ ἀκοῦς Νωρίς

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστουφαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου-μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμό μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο Χιμαίρας-Ποτέ τόσο πολύ τέλος ἡμέραςδὲν εἶχε λάμψει τόσο σὰ πετράδι

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-σὲ κήπους ὅλο βάλσαμα γιομάτουςτ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τουςμέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύσημήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφωνἈκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφωνμιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνεικι νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθειτὸ φεγγάρι παντοῦ σὰ φλόγα ἁπλώθηΚι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος Βραδυάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 2: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

καὶ κοιτᾶνε τὴ βιτρίνα

δὲν τὰ νοιάζει γιὰ τὸ κρύο δὲν τὰ νοιάζει γιὰ τὴν πείνα κάθουνται μαρμαρωμένα καὶ κοιτᾶνε τὴ βιτρίνα

Κι οἱ κουκλίτσες ἀπὸ μέσα μὲ τὰ κόκκινα λακκάκια ποὺ δὲν ξέρουν τὶ συμβαίνει καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔχουν κάκια

οἱ κουκλίτσες οἱ καημένες ἄλλο τόσο μ᾿ ἀπορία τὰ κοιτᾶν κι ἐκεῖνες τώρα σὰν ἀλλόκοτα θηρία

Τὶς κουκλίτσες τὶ τὶς νοιάζει καλὰ κάθουνται στὴ ζέστα τὰ φτωχὰ τὰ κοριτσάκια ὅμως γύρισε καὶ δές τα

μ᾿ ἕνα μαῦρο ρουχαλάκι ξεφτισμένο καὶ τριμμένο μ᾿ ἕνα σκίσιμο ἀπὸ πίσω ντροπαλὰ μισοκρυμμένο

μὲ πρησμένο ἀπ᾿ τὶς χιονίστρες τὸ μικρούλι τους χεράκι μᾶλλον τὰ καημένα ἐκεῖνα μοιάζουν νἆναι ἀπὸ κεράκι

Κι ὅμως νὰ πού μὲς τὸ δρόμο μὲ τὰ ξένα ἐκεῖνα χάδια μιὰ στιγμή ξαναγιομίζουντὴν καρδούλα τους τὴν ἄδεια

Μὰ σὰν πᾶνε παρακάτου ποὺ κανένας δὲν τὰ βλέπει ἔρημα καὶ μοναχούλια μὲ τὸν οὐρανὸ στὴ σκέπη

κρύβουν ἔτσι ἀπελπισμένα τὰ ματάκια στὸν ἀγκώνα ποὺ κι ἐκείνος κλαίει κλαίει στὴν πικρὴν αὐτὴν εἰκόνα

Ἔχω ἕνα ἀηδόνι

Ἔχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶκι ἀπ᾿ τὸ καημό του λιώνειἜχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶκαὶ μοίρεται τ᾿ ἀηδόνι

Μοῦ λέει γιὰ τὶς ἀμυγδαλιὲςπ᾿ ἀνθίζουν ἄσπρο χιόνιμοῦ λέει γιὰ τριανταφυλλιὲςκαὶ μοίρεται τ᾿ ἀηδόνι

Καὶ παραδέρνει ἀνώφελα

καὶ τὰ φτερά τ᾿ ἁπλώνεικάθε ποὺ φεύγουν τὰ πουλιὰκι ἀναρριγοῦν οἱ κλῶνοι

Ποιητής

Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάματῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμασ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖοτοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖοΜέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξειςπῶς πρέπει μεταξύ των νὰ τὶς πλέξειςκαὶ πῶς μαζί νὰ σμίξεις κάποιους ἤχουςὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχουςΠόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνίανὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία

καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπουςγιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπουςΜήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμαπιὸ θλιβερό ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα

τοῦ Πόνου αὐτοῦ ποὺ στέργει γιὰ κλουβί τουτὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου

Κι ἀφοῦ σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια παίξειςτόσο καιρό μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις

κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσειςχαμένος ὅλος μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις

μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψειςκι ἔρθ᾿ στιγμὴ νὰ σκύψεις νὰ μὴ σκύψεις

μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σουτὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου

Μυστικό

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ μάρμαροκι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο εἴτε πόνοΕἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ τριαντάφυλλαὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω

Πόσο καρδιά μου θά ῾τρεμε ἂν τὴν ἔλεγαΒάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμαΤόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μουκαὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλοκι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνειΕἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμομὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη

Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ ὡς τὸ τάφο μου

μὰ πάλι ποιὸς ξέρει καμμιὰν ὥραΚάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου Καλύτερανὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα

Ἐπεισόδιο

Μάτι δειλὸ ποὺ σὲ κοιτάζειβαθιά βουβὰ καὶ σκοτεινὰκι ἔτσι πιστά σὰ νὰ σοῦ τάζειΘὰ σ᾿ ἀγαπῶ παντοτινά

Ψηλό λιγνό τρελὸ γιὰ χάδιδουλεύει σ᾿ ἕνα μαγαζίΤὸ πῆρα ἕνα Σαββάτο βράδυκαὶ κοιμηθήκαμε μαζί

Ἡ χαρά

Πάντα κάτι μὲ κρατεῖκαὶ μὲ φέρνει πίσωστὸ καιρὸ ποὺ κάθε τίμοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω

Ποὺ ὅλα σκέψεις μου κρυφὲςκι ὅτι ζεῖ στὴ πλάσηδὲ μοῦ θύμιζε μορφέςποὺ τὶς ἔχω χάσει

Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λένμ᾿ ἕνα τρόπο πλάνοπὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲνπρέπει νὰ πεθάνω

Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰσκόρπισαν τῆς πλάνηςμοῦ τὸ λένε καθαράΠρέπει νὰ πεθάνεις

Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶκάτω ἀπὸ τὴ σκέπητόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸμάτι μου τὸ βλέπει

Κι ἂν τυχαίνει κι νοῦς νὰκάνει σκέψην ἄλληδὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰπάλι αὐτὴ προβάλλει

Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺςνά ῾ναι μέρα μαύρηκι ὅσα θέλησεν νοῦςνὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει

κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰτώρα στερημένοι

κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰκαὶ μᾶς περιμένει

Συντριβή

Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶςκαὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή μ᾿ ἔχει συντρίψει ΖωήἘπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴστὴ Μελῳδία μὲ σύντριψε Μελῳδία Κουφός

Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά μὲ σύντριψε Χαρὰκι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ ὝψηΓιατὶ μιλῶ πλατιά σὰ Θεός μὲ φθόνεσε καὶ ΘεόςΚαὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά μὲ σύντριψε κι Θλίψη

Ἀναμνήσεις

Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβοκι ὅσο γυρεύεις Σήμερα τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσειςτόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύωνὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις

Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένοκαὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώραμὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένωκαινούργια τάχα δῶρα

Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ ψυχή μου μένει ξένηκι οὔτε μπορεῖς Φωνὴ Ζωῆς ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσειςπαρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνειμέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις

Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς ἔχει στερέψει βρύσηκι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρακι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσειπαρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα

Τὸ παλιό μας τραγούδι

Τὸ παλιό μας τὸ τραγούδιποῦ τ᾿ ἀκούγαμε μαζίτώρα ποὺ χαθῆκαν ὅλαποιὸς θὰ τό ῾λεγε νὰ ζεῖ

Ἀπὸ τότε ποὺ καρδιά μουσ᾿ ἔχασε παντοτινάδὲ τὸ πίστευα ποτέ μουγιὰ νὰ τ᾿ ἄκουγα ξανά

Κι ὅμως νὰ ποὺ τ᾿ ἄλλο βράδυ

-μόλις νύχτωνε θαρρῶ-μ᾿ ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάριμακρινὸ καὶ καθαρό

καθὼς γύριζα στὴ τύχημόνος μέσ᾿ στὴ γειτονιάτὸ ξανάκουσα καὶ πάλικαὶ στὴν ἴδια τη γωνιά

Καὶ τὸ γνώρισα καὶ πάλιτὸ τραγούδι π᾿ ἀγαπῶκι ἂς μὴν ἔμοιαζε καθόλουστὸ παλιό του τὸ σκοπό

Γιατὶ τώρα δὲ σκορποῦσετὸν καημό του τὸ βαθύμὰ βογγοῦσε καὶ θρηνοῦσεμιὰ φωνὴ πού ῾χε χαθεῖ

Πῶς μοῦ φάνηκε δὲ ξέρωκαθὼς τ᾿ ἄκουγα ξανάμὰ ὅλα γύρω καὶ βαθιά μουγίναν ἔτσι σκοτεινά

ποῦ δυνάμωσα τὸ βῆμαμεσ᾿ στὸ βράδυ τὸ πικρόμὲ χαμηλωμένα μάτιασὰ ν᾿ ἀπάντησα νεκρό

Μικρὸ Τραγούδι

Ὁ παλιός μας Ἔρωταςμὲ τὰ βάσανά τουὁ καλός μας Ἔρωταςἦταν τοῦ θανάτου

Δέκα χρόνια στὴ σειράδίχως νὰ τὸ ξέρειδέκα χρόνια στὴ σειράμᾶς κρατοῦσε ταίρι

Μᾶς βαστοῦσε συντροφιάμᾶς κρατοῦσε ταίριδέκα χρόνια στὴ σειρὰκι ἕνα καλοκαίρι

Μὰ ὅπως ὅλα μᾶς περνοῦνκαὶ χαρὲς καὶ πόνοινὰ μιὰ μέρα ποὺ κι αὐτόςἄρχισε νὰ λιώνει

Κι ἕνα βράδυ σκοτεινόβράδυ πικραμένοκαθὼς εἶχα κουραστεῖνὰ σὲ περιμένω

δίχως λέξη νὰ μοῦ πεῖγύρισε στὴ μπάντα῾σφάλισε τὰ μάτια του

κι ἔσβησε γιὰ πάντα

Παραμύθι

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρόπᾶνε τώρα χρόνιασ᾿ ἕνα τόπο μακρινόζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια

Πάγωναν τὰ λούλουδαμίσευαν τ᾿ ἀηδόνιακαλοκαίρι ζύγωνεκι ἦταν ὅλο χιόνια

Μάτια πάντα σκοτεινάμέτωπα σκυμμένακι ἄνθρωποι δὲ βάδιζανμὲ ρυθμὸ κανένα

Μιὰν ἀγάπη πέρασε-μετὰ πόσα χρόνια-καὶ τὰ μάτια δάκρυσανκι ἕλιωσαν τὰ χιόνια

Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶμὲ τὶς πλατιές βαριές σου στάλεςτῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοίποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριάκι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοιἀπόψε μου ποθεῖ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριάὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι

Τότε γερτὸς κι ἐγὼ ξανά μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινάθ᾿ ἀναπολῶ γλυκά -ποιὸς ξέρει-καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ σὰν ἕνα μακρινὸ βιολίτὸ περασμένο καλοκαίρι

Στὸ νυχτερινὸ κέντρο

Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοισ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶμέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺκαὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του

μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό μεγάλο σὰ τὸν οὐρανόθ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου

Χειμωνιάτικο τοπίο

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγουπεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου

μιὰ βουβή μεγάλη ξέρα πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμημ᾿ ἕνα γέρικο θλιμμένο τραγικό μικρὸ καλάμι

κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσεικι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει

Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς ἐκεῖνο τρίοσιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε μέσ᾿ στὴ νύχτα μέσ᾿ στὸ κρύο

Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με Θέ μου στὸ δρόμο ποὺ πῆραχωρίς ὡς τὸ τέλος νὰ ξέρω τὸ πῶς- χωρὶς νά ῾χω μάθει μὲ μιὰ τέτοια μοῖραποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει καὶ ποιὸς σκοπός

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμέναπροτοῦ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖζητώντας τοὺς ἄλλους ζητώντας καὶ μέναζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκουγιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτόκαὶ γίνουνται χῶμα στὰ βάθη ἑνὸς λάκκουχωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό

Λυπήσου κι ἐκεῖνα λυπήσου κι ἐμένα- καὶ μένα ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργικήζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξέναποὺ δὲν ἔχουν Θέ μου καμιὰ λογική

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνειλιγάκι νὰ φέξει μὲς στὰ σκοτεινάκι ἀμέσως μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνεικι ἀμέσως νύχτα γυρίζει ξανά

Λυπήσου με Θέ μου στὴν ἀπόγνωσή μουλυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μουνὰ ζῶ δίχως λόγο καὶ δίχως σκοπό

Στὴ φυλακή

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανεοἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμουκι ἔσπασα πόρτες κλειδωνιέςνά ῾ρθω σὲ σένα Φῶς μου

Τὰ σίδερα λυγίσανεἀπὸ τὸ βογγητό μουκαὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶκι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψαμὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουνΚαὶ πικραμένος γύρισανὰ μὲ ξανακλειδώσουν

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένακι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένακι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου μὲ τὸ μάταιο λυρισμόποὺ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει παρὰ μόνο στὸ Λιμάνικαὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνειτὸν αἰώνιο Γυρισμό

Τότε μόνο λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορίαμέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορείαφῶς ἀνέσπερο χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφήτὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψειτὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψειτότε μόνο θὰ γραφεῖ

Κλεῖσε τὰ παράθυρα

Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοικαὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερίἩ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνειγιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ

Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμουδῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου ποὖναι ἁπαλό νωπόἜχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε φῶς μουἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ

Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμοΤὸ κερί μας ἔσβησε δὲν μᾶς θωρεῖ κανείςΞέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμοκι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς

Ἔλα ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμαἔλα κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί τόσο τρελοίποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμαστὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα στὸ πρῶτο μας φιλί

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοιγιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες ἄχ πές τους νὰ χαρεῖςπές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνεικι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς τ᾿ ἀκοῦς Νωρίς

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστουφαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου-μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμό μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο Χιμαίρας-Ποτέ τόσο πολύ τέλος ἡμέραςδὲν εἶχε λάμψει τόσο σὰ πετράδι

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-σὲ κήπους ὅλο βάλσαμα γιομάτουςτ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τουςμέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύσημήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφωνἈκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφωνμιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνεικι νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθειτὸ φεγγάρι παντοῦ σὰ φλόγα ἁπλώθηΚι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος Βραδυάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 3: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

καὶ τὰ φτερά τ᾿ ἁπλώνεικάθε ποὺ φεύγουν τὰ πουλιὰκι ἀναρριγοῦν οἱ κλῶνοι

Ποιητής

Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάματῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμασ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖοτοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖοΜέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξειςπῶς πρέπει μεταξύ των νὰ τὶς πλέξειςκαὶ πῶς μαζί νὰ σμίξεις κάποιους ἤχουςὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχουςΠόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνίανὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία

καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπουςγιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπουςΜήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμαπιὸ θλιβερό ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα

τοῦ Πόνου αὐτοῦ ποὺ στέργει γιὰ κλουβί τουτὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου

Κι ἀφοῦ σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια παίξειςτόσο καιρό μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις

κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσειςχαμένος ὅλος μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις

μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψειςκι ἔρθ᾿ στιγμὴ νὰ σκύψεις νὰ μὴ σκύψεις

μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σουτὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου

Μυστικό

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ μάρμαροκι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο εἴτε πόνοΕἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ τριαντάφυλλαὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω

Πόσο καρδιά μου θά ῾τρεμε ἂν τὴν ἔλεγαΒάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμαΤόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μουκαὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλοκι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνειΕἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμομὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη

Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ ὡς τὸ τάφο μου

μὰ πάλι ποιὸς ξέρει καμμιὰν ὥραΚάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου Καλύτερανὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα

Ἐπεισόδιο

Μάτι δειλὸ ποὺ σὲ κοιτάζειβαθιά βουβὰ καὶ σκοτεινὰκι ἔτσι πιστά σὰ νὰ σοῦ τάζειΘὰ σ᾿ ἀγαπῶ παντοτινά

Ψηλό λιγνό τρελὸ γιὰ χάδιδουλεύει σ᾿ ἕνα μαγαζίΤὸ πῆρα ἕνα Σαββάτο βράδυκαὶ κοιμηθήκαμε μαζί

Ἡ χαρά

Πάντα κάτι μὲ κρατεῖκαὶ μὲ φέρνει πίσωστὸ καιρὸ ποὺ κάθε τίμοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω

Ποὺ ὅλα σκέψεις μου κρυφὲςκι ὅτι ζεῖ στὴ πλάσηδὲ μοῦ θύμιζε μορφέςποὺ τὶς ἔχω χάσει

Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λένμ᾿ ἕνα τρόπο πλάνοπὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲνπρέπει νὰ πεθάνω

Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰσκόρπισαν τῆς πλάνηςμοῦ τὸ λένε καθαράΠρέπει νὰ πεθάνεις

Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶκάτω ἀπὸ τὴ σκέπητόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸμάτι μου τὸ βλέπει

Κι ἂν τυχαίνει κι νοῦς νὰκάνει σκέψην ἄλληδὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰπάλι αὐτὴ προβάλλει

Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺςνά ῾ναι μέρα μαύρηκι ὅσα θέλησεν νοῦςνὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει

κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰτώρα στερημένοι

κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰκαὶ μᾶς περιμένει

Συντριβή

Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶςκαὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή μ᾿ ἔχει συντρίψει ΖωήἘπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴστὴ Μελῳδία μὲ σύντριψε Μελῳδία Κουφός

Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά μὲ σύντριψε Χαρὰκι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ ὝψηΓιατὶ μιλῶ πλατιά σὰ Θεός μὲ φθόνεσε καὶ ΘεόςΚαὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά μὲ σύντριψε κι Θλίψη

Ἀναμνήσεις

Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβοκι ὅσο γυρεύεις Σήμερα τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσειςτόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύωνὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις

Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένοκαὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώραμὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένωκαινούργια τάχα δῶρα

Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ ψυχή μου μένει ξένηκι οὔτε μπορεῖς Φωνὴ Ζωῆς ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσειςπαρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνειμέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις

Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς ἔχει στερέψει βρύσηκι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρακι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσειπαρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα

Τὸ παλιό μας τραγούδι

Τὸ παλιό μας τὸ τραγούδιποῦ τ᾿ ἀκούγαμε μαζίτώρα ποὺ χαθῆκαν ὅλαποιὸς θὰ τό ῾λεγε νὰ ζεῖ

Ἀπὸ τότε ποὺ καρδιά μουσ᾿ ἔχασε παντοτινάδὲ τὸ πίστευα ποτέ μουγιὰ νὰ τ᾿ ἄκουγα ξανά

Κι ὅμως νὰ ποὺ τ᾿ ἄλλο βράδυ

-μόλις νύχτωνε θαρρῶ-μ᾿ ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάριμακρινὸ καὶ καθαρό

καθὼς γύριζα στὴ τύχημόνος μέσ᾿ στὴ γειτονιάτὸ ξανάκουσα καὶ πάλικαὶ στὴν ἴδια τη γωνιά

Καὶ τὸ γνώρισα καὶ πάλιτὸ τραγούδι π᾿ ἀγαπῶκι ἂς μὴν ἔμοιαζε καθόλουστὸ παλιό του τὸ σκοπό

Γιατὶ τώρα δὲ σκορποῦσετὸν καημό του τὸ βαθύμὰ βογγοῦσε καὶ θρηνοῦσεμιὰ φωνὴ πού ῾χε χαθεῖ

Πῶς μοῦ φάνηκε δὲ ξέρωκαθὼς τ᾿ ἄκουγα ξανάμὰ ὅλα γύρω καὶ βαθιά μουγίναν ἔτσι σκοτεινά

ποῦ δυνάμωσα τὸ βῆμαμεσ᾿ στὸ βράδυ τὸ πικρόμὲ χαμηλωμένα μάτιασὰ ν᾿ ἀπάντησα νεκρό

Μικρὸ Τραγούδι

Ὁ παλιός μας Ἔρωταςμὲ τὰ βάσανά τουὁ καλός μας Ἔρωταςἦταν τοῦ θανάτου

Δέκα χρόνια στὴ σειράδίχως νὰ τὸ ξέρειδέκα χρόνια στὴ σειράμᾶς κρατοῦσε ταίρι

Μᾶς βαστοῦσε συντροφιάμᾶς κρατοῦσε ταίριδέκα χρόνια στὴ σειρὰκι ἕνα καλοκαίρι

Μὰ ὅπως ὅλα μᾶς περνοῦνκαὶ χαρὲς καὶ πόνοινὰ μιὰ μέρα ποὺ κι αὐτόςἄρχισε νὰ λιώνει

Κι ἕνα βράδυ σκοτεινόβράδυ πικραμένοκαθὼς εἶχα κουραστεῖνὰ σὲ περιμένω

δίχως λέξη νὰ μοῦ πεῖγύρισε στὴ μπάντα῾σφάλισε τὰ μάτια του

κι ἔσβησε γιὰ πάντα

Παραμύθι

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρόπᾶνε τώρα χρόνιασ᾿ ἕνα τόπο μακρινόζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια

Πάγωναν τὰ λούλουδαμίσευαν τ᾿ ἀηδόνιακαλοκαίρι ζύγωνεκι ἦταν ὅλο χιόνια

Μάτια πάντα σκοτεινάμέτωπα σκυμμένακι ἄνθρωποι δὲ βάδιζανμὲ ρυθμὸ κανένα

Μιὰν ἀγάπη πέρασε-μετὰ πόσα χρόνια-καὶ τὰ μάτια δάκρυσανκι ἕλιωσαν τὰ χιόνια

Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶμὲ τὶς πλατιές βαριές σου στάλεςτῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοίποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριάκι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοιἀπόψε μου ποθεῖ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριάὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι

Τότε γερτὸς κι ἐγὼ ξανά μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινάθ᾿ ἀναπολῶ γλυκά -ποιὸς ξέρει-καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ σὰν ἕνα μακρινὸ βιολίτὸ περασμένο καλοκαίρι

Στὸ νυχτερινὸ κέντρο

Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοισ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶμέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺκαὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του

μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό μεγάλο σὰ τὸν οὐρανόθ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου

Χειμωνιάτικο τοπίο

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγουπεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου

μιὰ βουβή μεγάλη ξέρα πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμημ᾿ ἕνα γέρικο θλιμμένο τραγικό μικρὸ καλάμι

κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσεικι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει

Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς ἐκεῖνο τρίοσιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε μέσ᾿ στὴ νύχτα μέσ᾿ στὸ κρύο

Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με Θέ μου στὸ δρόμο ποὺ πῆραχωρίς ὡς τὸ τέλος νὰ ξέρω τὸ πῶς- χωρὶς νά ῾χω μάθει μὲ μιὰ τέτοια μοῖραποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει καὶ ποιὸς σκοπός

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμέναπροτοῦ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖζητώντας τοὺς ἄλλους ζητώντας καὶ μέναζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκουγιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτόκαὶ γίνουνται χῶμα στὰ βάθη ἑνὸς λάκκουχωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό

Λυπήσου κι ἐκεῖνα λυπήσου κι ἐμένα- καὶ μένα ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργικήζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξέναποὺ δὲν ἔχουν Θέ μου καμιὰ λογική

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνειλιγάκι νὰ φέξει μὲς στὰ σκοτεινάκι ἀμέσως μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνεικι ἀμέσως νύχτα γυρίζει ξανά

Λυπήσου με Θέ μου στὴν ἀπόγνωσή μουλυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μουνὰ ζῶ δίχως λόγο καὶ δίχως σκοπό

Στὴ φυλακή

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανεοἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμουκι ἔσπασα πόρτες κλειδωνιέςνά ῾ρθω σὲ σένα Φῶς μου

Τὰ σίδερα λυγίσανεἀπὸ τὸ βογγητό μουκαὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶκι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψαμὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουνΚαὶ πικραμένος γύρισανὰ μὲ ξανακλειδώσουν

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένακι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένακι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου μὲ τὸ μάταιο λυρισμόποὺ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει παρὰ μόνο στὸ Λιμάνικαὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνειτὸν αἰώνιο Γυρισμό

Τότε μόνο λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορίαμέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορείαφῶς ἀνέσπερο χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφήτὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψειτὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψειτότε μόνο θὰ γραφεῖ

Κλεῖσε τὰ παράθυρα

Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοικαὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερίἩ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνειγιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ

Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμουδῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου ποὖναι ἁπαλό νωπόἜχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε φῶς μουἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ

Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμοΤὸ κερί μας ἔσβησε δὲν μᾶς θωρεῖ κανείςΞέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμοκι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς

Ἔλα ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμαἔλα κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί τόσο τρελοίποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμαστὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα στὸ πρῶτο μας φιλί

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοιγιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες ἄχ πές τους νὰ χαρεῖςπές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνεικι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς τ᾿ ἀκοῦς Νωρίς

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστουφαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου-μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμό μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο Χιμαίρας-Ποτέ τόσο πολύ τέλος ἡμέραςδὲν εἶχε λάμψει τόσο σὰ πετράδι

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-σὲ κήπους ὅλο βάλσαμα γιομάτουςτ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τουςμέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύσημήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφωνἈκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφωνμιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνεικι νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθειτὸ φεγγάρι παντοῦ σὰ φλόγα ἁπλώθηΚι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος Βραδυάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 4: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

μὰ πάλι ποιὸς ξέρει καμμιὰν ὥραΚάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου Καλύτερανὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα

Ἐπεισόδιο

Μάτι δειλὸ ποὺ σὲ κοιτάζειβαθιά βουβὰ καὶ σκοτεινὰκι ἔτσι πιστά σὰ νὰ σοῦ τάζειΘὰ σ᾿ ἀγαπῶ παντοτινά

Ψηλό λιγνό τρελὸ γιὰ χάδιδουλεύει σ᾿ ἕνα μαγαζίΤὸ πῆρα ἕνα Σαββάτο βράδυκαὶ κοιμηθήκαμε μαζί

Ἡ χαρά

Πάντα κάτι μὲ κρατεῖκαὶ μὲ φέρνει πίσωστὸ καιρὸ ποὺ κάθε τίμοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω

Ποὺ ὅλα σκέψεις μου κρυφὲςκι ὅτι ζεῖ στὴ πλάσηδὲ μοῦ θύμιζε μορφέςποὺ τὶς ἔχω χάσει

Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λένμ᾿ ἕνα τρόπο πλάνοπὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲνπρέπει νὰ πεθάνω

Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰσκόρπισαν τῆς πλάνηςμοῦ τὸ λένε καθαράΠρέπει νὰ πεθάνεις

Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶκάτω ἀπὸ τὴ σκέπητόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸμάτι μου τὸ βλέπει

Κι ἂν τυχαίνει κι νοῦς νὰκάνει σκέψην ἄλληδὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰπάλι αὐτὴ προβάλλει

Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺςνά ῾ναι μέρα μαύρηκι ὅσα θέλησεν νοῦςνὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει

κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰτώρα στερημένοι

κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰκαὶ μᾶς περιμένει

Συντριβή

Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶςκαὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή μ᾿ ἔχει συντρίψει ΖωήἘπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴστὴ Μελῳδία μὲ σύντριψε Μελῳδία Κουφός

Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά μὲ σύντριψε Χαρὰκι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ ὝψηΓιατὶ μιλῶ πλατιά σὰ Θεός μὲ φθόνεσε καὶ ΘεόςΚαὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά μὲ σύντριψε κι Θλίψη

Ἀναμνήσεις

Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβοκι ὅσο γυρεύεις Σήμερα τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσειςτόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύωνὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις

Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένοκαὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώραμὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένωκαινούργια τάχα δῶρα

Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ ψυχή μου μένει ξένηκι οὔτε μπορεῖς Φωνὴ Ζωῆς ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσειςπαρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνειμέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις

Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς ἔχει στερέψει βρύσηκι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρακι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσειπαρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα

Τὸ παλιό μας τραγούδι

Τὸ παλιό μας τὸ τραγούδιποῦ τ᾿ ἀκούγαμε μαζίτώρα ποὺ χαθῆκαν ὅλαποιὸς θὰ τό ῾λεγε νὰ ζεῖ

Ἀπὸ τότε ποὺ καρδιά μουσ᾿ ἔχασε παντοτινάδὲ τὸ πίστευα ποτέ μουγιὰ νὰ τ᾿ ἄκουγα ξανά

Κι ὅμως νὰ ποὺ τ᾿ ἄλλο βράδυ

-μόλις νύχτωνε θαρρῶ-μ᾿ ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάριμακρινὸ καὶ καθαρό

καθὼς γύριζα στὴ τύχημόνος μέσ᾿ στὴ γειτονιάτὸ ξανάκουσα καὶ πάλικαὶ στὴν ἴδια τη γωνιά

Καὶ τὸ γνώρισα καὶ πάλιτὸ τραγούδι π᾿ ἀγαπῶκι ἂς μὴν ἔμοιαζε καθόλουστὸ παλιό του τὸ σκοπό

Γιατὶ τώρα δὲ σκορποῦσετὸν καημό του τὸ βαθύμὰ βογγοῦσε καὶ θρηνοῦσεμιὰ φωνὴ πού ῾χε χαθεῖ

Πῶς μοῦ φάνηκε δὲ ξέρωκαθὼς τ᾿ ἄκουγα ξανάμὰ ὅλα γύρω καὶ βαθιά μουγίναν ἔτσι σκοτεινά

ποῦ δυνάμωσα τὸ βῆμαμεσ᾿ στὸ βράδυ τὸ πικρόμὲ χαμηλωμένα μάτιασὰ ν᾿ ἀπάντησα νεκρό

Μικρὸ Τραγούδι

Ὁ παλιός μας Ἔρωταςμὲ τὰ βάσανά τουὁ καλός μας Ἔρωταςἦταν τοῦ θανάτου

Δέκα χρόνια στὴ σειράδίχως νὰ τὸ ξέρειδέκα χρόνια στὴ σειράμᾶς κρατοῦσε ταίρι

Μᾶς βαστοῦσε συντροφιάμᾶς κρατοῦσε ταίριδέκα χρόνια στὴ σειρὰκι ἕνα καλοκαίρι

Μὰ ὅπως ὅλα μᾶς περνοῦνκαὶ χαρὲς καὶ πόνοινὰ μιὰ μέρα ποὺ κι αὐτόςἄρχισε νὰ λιώνει

Κι ἕνα βράδυ σκοτεινόβράδυ πικραμένοκαθὼς εἶχα κουραστεῖνὰ σὲ περιμένω

δίχως λέξη νὰ μοῦ πεῖγύρισε στὴ μπάντα῾σφάλισε τὰ μάτια του

κι ἔσβησε γιὰ πάντα

Παραμύθι

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρόπᾶνε τώρα χρόνιασ᾿ ἕνα τόπο μακρινόζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια

Πάγωναν τὰ λούλουδαμίσευαν τ᾿ ἀηδόνιακαλοκαίρι ζύγωνεκι ἦταν ὅλο χιόνια

Μάτια πάντα σκοτεινάμέτωπα σκυμμένακι ἄνθρωποι δὲ βάδιζανμὲ ρυθμὸ κανένα

Μιὰν ἀγάπη πέρασε-μετὰ πόσα χρόνια-καὶ τὰ μάτια δάκρυσανκι ἕλιωσαν τὰ χιόνια

Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶμὲ τὶς πλατιές βαριές σου στάλεςτῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοίποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριάκι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοιἀπόψε μου ποθεῖ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριάὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι

Τότε γερτὸς κι ἐγὼ ξανά μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινάθ᾿ ἀναπολῶ γλυκά -ποιὸς ξέρει-καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ σὰν ἕνα μακρινὸ βιολίτὸ περασμένο καλοκαίρι

Στὸ νυχτερινὸ κέντρο

Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοισ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶμέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺκαὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του

μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό μεγάλο σὰ τὸν οὐρανόθ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου

Χειμωνιάτικο τοπίο

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγουπεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου

μιὰ βουβή μεγάλη ξέρα πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμημ᾿ ἕνα γέρικο θλιμμένο τραγικό μικρὸ καλάμι

κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσεικι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει

Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς ἐκεῖνο τρίοσιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε μέσ᾿ στὴ νύχτα μέσ᾿ στὸ κρύο

Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με Θέ μου στὸ δρόμο ποὺ πῆραχωρίς ὡς τὸ τέλος νὰ ξέρω τὸ πῶς- χωρὶς νά ῾χω μάθει μὲ μιὰ τέτοια μοῖραποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει καὶ ποιὸς σκοπός

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμέναπροτοῦ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖζητώντας τοὺς ἄλλους ζητώντας καὶ μέναζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκουγιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτόκαὶ γίνουνται χῶμα στὰ βάθη ἑνὸς λάκκουχωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό

Λυπήσου κι ἐκεῖνα λυπήσου κι ἐμένα- καὶ μένα ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργικήζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξέναποὺ δὲν ἔχουν Θέ μου καμιὰ λογική

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνειλιγάκι νὰ φέξει μὲς στὰ σκοτεινάκι ἀμέσως μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνεικι ἀμέσως νύχτα γυρίζει ξανά

Λυπήσου με Θέ μου στὴν ἀπόγνωσή μουλυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μουνὰ ζῶ δίχως λόγο καὶ δίχως σκοπό

Στὴ φυλακή

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανεοἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμουκι ἔσπασα πόρτες κλειδωνιέςνά ῾ρθω σὲ σένα Φῶς μου

Τὰ σίδερα λυγίσανεἀπὸ τὸ βογγητό μουκαὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶκι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψαμὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουνΚαὶ πικραμένος γύρισανὰ μὲ ξανακλειδώσουν

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένακι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένακι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου μὲ τὸ μάταιο λυρισμόποὺ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει παρὰ μόνο στὸ Λιμάνικαὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνειτὸν αἰώνιο Γυρισμό

Τότε μόνο λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορίαμέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορείαφῶς ἀνέσπερο χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφήτὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψειτὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψειτότε μόνο θὰ γραφεῖ

Κλεῖσε τὰ παράθυρα

Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοικαὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερίἩ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνειγιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ

Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμουδῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου ποὖναι ἁπαλό νωπόἜχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε φῶς μουἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ

Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμοΤὸ κερί μας ἔσβησε δὲν μᾶς θωρεῖ κανείςΞέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμοκι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς

Ἔλα ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμαἔλα κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί τόσο τρελοίποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμαστὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα στὸ πρῶτο μας φιλί

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοιγιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες ἄχ πές τους νὰ χαρεῖςπές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνεικι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς τ᾿ ἀκοῦς Νωρίς

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστουφαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου-μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμό μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο Χιμαίρας-Ποτέ τόσο πολύ τέλος ἡμέραςδὲν εἶχε λάμψει τόσο σὰ πετράδι

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-σὲ κήπους ὅλο βάλσαμα γιομάτουςτ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τουςμέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύσημήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφωνἈκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφωνμιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνεικι νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθειτὸ φεγγάρι παντοῦ σὰ φλόγα ἁπλώθηΚι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος Βραδυάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 5: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰκαὶ μᾶς περιμένει

Συντριβή

Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶςκαὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή μ᾿ ἔχει συντρίψει ΖωήἘπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴστὴ Μελῳδία μὲ σύντριψε Μελῳδία Κουφός

Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά μὲ σύντριψε Χαρὰκι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ ὝψηΓιατὶ μιλῶ πλατιά σὰ Θεός μὲ φθόνεσε καὶ ΘεόςΚαὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά μὲ σύντριψε κι Θλίψη

Ἀναμνήσεις

Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβοκι ὅσο γυρεύεις Σήμερα τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσειςτόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύωνὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις

Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένοκαὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώραμὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένωκαινούργια τάχα δῶρα

Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ ψυχή μου μένει ξένηκι οὔτε μπορεῖς Φωνὴ Ζωῆς ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσειςπαρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνειμέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις

Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς ἔχει στερέψει βρύσηκι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρακι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσειπαρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα

Τὸ παλιό μας τραγούδι

Τὸ παλιό μας τὸ τραγούδιποῦ τ᾿ ἀκούγαμε μαζίτώρα ποὺ χαθῆκαν ὅλαποιὸς θὰ τό ῾λεγε νὰ ζεῖ

Ἀπὸ τότε ποὺ καρδιά μουσ᾿ ἔχασε παντοτινάδὲ τὸ πίστευα ποτέ μουγιὰ νὰ τ᾿ ἄκουγα ξανά

Κι ὅμως νὰ ποὺ τ᾿ ἄλλο βράδυ

-μόλις νύχτωνε θαρρῶ-μ᾿ ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάριμακρινὸ καὶ καθαρό

καθὼς γύριζα στὴ τύχημόνος μέσ᾿ στὴ γειτονιάτὸ ξανάκουσα καὶ πάλικαὶ στὴν ἴδια τη γωνιά

Καὶ τὸ γνώρισα καὶ πάλιτὸ τραγούδι π᾿ ἀγαπῶκι ἂς μὴν ἔμοιαζε καθόλουστὸ παλιό του τὸ σκοπό

Γιατὶ τώρα δὲ σκορποῦσετὸν καημό του τὸ βαθύμὰ βογγοῦσε καὶ θρηνοῦσεμιὰ φωνὴ πού ῾χε χαθεῖ

Πῶς μοῦ φάνηκε δὲ ξέρωκαθὼς τ᾿ ἄκουγα ξανάμὰ ὅλα γύρω καὶ βαθιά μουγίναν ἔτσι σκοτεινά

ποῦ δυνάμωσα τὸ βῆμαμεσ᾿ στὸ βράδυ τὸ πικρόμὲ χαμηλωμένα μάτιασὰ ν᾿ ἀπάντησα νεκρό

Μικρὸ Τραγούδι

Ὁ παλιός μας Ἔρωταςμὲ τὰ βάσανά τουὁ καλός μας Ἔρωταςἦταν τοῦ θανάτου

Δέκα χρόνια στὴ σειράδίχως νὰ τὸ ξέρειδέκα χρόνια στὴ σειράμᾶς κρατοῦσε ταίρι

Μᾶς βαστοῦσε συντροφιάμᾶς κρατοῦσε ταίριδέκα χρόνια στὴ σειρὰκι ἕνα καλοκαίρι

Μὰ ὅπως ὅλα μᾶς περνοῦνκαὶ χαρὲς καὶ πόνοινὰ μιὰ μέρα ποὺ κι αὐτόςἄρχισε νὰ λιώνει

Κι ἕνα βράδυ σκοτεινόβράδυ πικραμένοκαθὼς εἶχα κουραστεῖνὰ σὲ περιμένω

δίχως λέξη νὰ μοῦ πεῖγύρισε στὴ μπάντα῾σφάλισε τὰ μάτια του

κι ἔσβησε γιὰ πάντα

Παραμύθι

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρόπᾶνε τώρα χρόνιασ᾿ ἕνα τόπο μακρινόζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια

Πάγωναν τὰ λούλουδαμίσευαν τ᾿ ἀηδόνιακαλοκαίρι ζύγωνεκι ἦταν ὅλο χιόνια

Μάτια πάντα σκοτεινάμέτωπα σκυμμένακι ἄνθρωποι δὲ βάδιζανμὲ ρυθμὸ κανένα

Μιὰν ἀγάπη πέρασε-μετὰ πόσα χρόνια-καὶ τὰ μάτια δάκρυσανκι ἕλιωσαν τὰ χιόνια

Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶμὲ τὶς πλατιές βαριές σου στάλεςτῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοίποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριάκι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοιἀπόψε μου ποθεῖ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριάὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι

Τότε γερτὸς κι ἐγὼ ξανά μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινάθ᾿ ἀναπολῶ γλυκά -ποιὸς ξέρει-καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ σὰν ἕνα μακρινὸ βιολίτὸ περασμένο καλοκαίρι

Στὸ νυχτερινὸ κέντρο

Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοισ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶμέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺκαὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του

μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό μεγάλο σὰ τὸν οὐρανόθ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου

Χειμωνιάτικο τοπίο

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγουπεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου

μιὰ βουβή μεγάλη ξέρα πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμημ᾿ ἕνα γέρικο θλιμμένο τραγικό μικρὸ καλάμι

κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσεικι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει

Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς ἐκεῖνο τρίοσιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε μέσ᾿ στὴ νύχτα μέσ᾿ στὸ κρύο

Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με Θέ μου στὸ δρόμο ποὺ πῆραχωρίς ὡς τὸ τέλος νὰ ξέρω τὸ πῶς- χωρὶς νά ῾χω μάθει μὲ μιὰ τέτοια μοῖραποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει καὶ ποιὸς σκοπός

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμέναπροτοῦ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖζητώντας τοὺς ἄλλους ζητώντας καὶ μέναζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκουγιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτόκαὶ γίνουνται χῶμα στὰ βάθη ἑνὸς λάκκουχωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό

Λυπήσου κι ἐκεῖνα λυπήσου κι ἐμένα- καὶ μένα ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργικήζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξέναποὺ δὲν ἔχουν Θέ μου καμιὰ λογική

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνειλιγάκι νὰ φέξει μὲς στὰ σκοτεινάκι ἀμέσως μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνεικι ἀμέσως νύχτα γυρίζει ξανά

Λυπήσου με Θέ μου στὴν ἀπόγνωσή μουλυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μουνὰ ζῶ δίχως λόγο καὶ δίχως σκοπό

Στὴ φυλακή

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανεοἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμουκι ἔσπασα πόρτες κλειδωνιέςνά ῾ρθω σὲ σένα Φῶς μου

Τὰ σίδερα λυγίσανεἀπὸ τὸ βογγητό μουκαὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶκι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψαμὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουνΚαὶ πικραμένος γύρισανὰ μὲ ξανακλειδώσουν

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένακι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένακι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου μὲ τὸ μάταιο λυρισμόποὺ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει παρὰ μόνο στὸ Λιμάνικαὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνειτὸν αἰώνιο Γυρισμό

Τότε μόνο λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορίαμέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορείαφῶς ἀνέσπερο χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφήτὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψειτὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψειτότε μόνο θὰ γραφεῖ

Κλεῖσε τὰ παράθυρα

Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοικαὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερίἩ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνειγιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ

Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμουδῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου ποὖναι ἁπαλό νωπόἜχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε φῶς μουἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ

Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμοΤὸ κερί μας ἔσβησε δὲν μᾶς θωρεῖ κανείςΞέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμοκι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς

Ἔλα ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμαἔλα κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί τόσο τρελοίποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμαστὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα στὸ πρῶτο μας φιλί

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοιγιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες ἄχ πές τους νὰ χαρεῖςπές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνεικι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς τ᾿ ἀκοῦς Νωρίς

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστουφαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου-μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμό μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο Χιμαίρας-Ποτέ τόσο πολύ τέλος ἡμέραςδὲν εἶχε λάμψει τόσο σὰ πετράδι

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-σὲ κήπους ὅλο βάλσαμα γιομάτουςτ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τουςμέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύσημήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφωνἈκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφωνμιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνεικι νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθειτὸ φεγγάρι παντοῦ σὰ φλόγα ἁπλώθηΚι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος Βραδυάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 6: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

-μόλις νύχτωνε θαρρῶ-μ᾿ ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάριμακρινὸ καὶ καθαρό

καθὼς γύριζα στὴ τύχημόνος μέσ᾿ στὴ γειτονιάτὸ ξανάκουσα καὶ πάλικαὶ στὴν ἴδια τη γωνιά

Καὶ τὸ γνώρισα καὶ πάλιτὸ τραγούδι π᾿ ἀγαπῶκι ἂς μὴν ἔμοιαζε καθόλουστὸ παλιό του τὸ σκοπό

Γιατὶ τώρα δὲ σκορποῦσετὸν καημό του τὸ βαθύμὰ βογγοῦσε καὶ θρηνοῦσεμιὰ φωνὴ πού ῾χε χαθεῖ

Πῶς μοῦ φάνηκε δὲ ξέρωκαθὼς τ᾿ ἄκουγα ξανάμὰ ὅλα γύρω καὶ βαθιά μουγίναν ἔτσι σκοτεινά

ποῦ δυνάμωσα τὸ βῆμαμεσ᾿ στὸ βράδυ τὸ πικρόμὲ χαμηλωμένα μάτιασὰ ν᾿ ἀπάντησα νεκρό

Μικρὸ Τραγούδι

Ὁ παλιός μας Ἔρωταςμὲ τὰ βάσανά τουὁ καλός μας Ἔρωταςἦταν τοῦ θανάτου

Δέκα χρόνια στὴ σειράδίχως νὰ τὸ ξέρειδέκα χρόνια στὴ σειράμᾶς κρατοῦσε ταίρι

Μᾶς βαστοῦσε συντροφιάμᾶς κρατοῦσε ταίριδέκα χρόνια στὴ σειρὰκι ἕνα καλοκαίρι

Μὰ ὅπως ὅλα μᾶς περνοῦνκαὶ χαρὲς καὶ πόνοινὰ μιὰ μέρα ποὺ κι αὐτόςἄρχισε νὰ λιώνει

Κι ἕνα βράδυ σκοτεινόβράδυ πικραμένοκαθὼς εἶχα κουραστεῖνὰ σὲ περιμένω

δίχως λέξη νὰ μοῦ πεῖγύρισε στὴ μπάντα῾σφάλισε τὰ μάτια του

κι ἔσβησε γιὰ πάντα

Παραμύθι

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρόπᾶνε τώρα χρόνιασ᾿ ἕνα τόπο μακρινόζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια

Πάγωναν τὰ λούλουδαμίσευαν τ᾿ ἀηδόνιακαλοκαίρι ζύγωνεκι ἦταν ὅλο χιόνια

Μάτια πάντα σκοτεινάμέτωπα σκυμμένακι ἄνθρωποι δὲ βάδιζανμὲ ρυθμὸ κανένα

Μιὰν ἀγάπη πέρασε-μετὰ πόσα χρόνια-καὶ τὰ μάτια δάκρυσανκι ἕλιωσαν τὰ χιόνια

Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶμὲ τὶς πλατιές βαριές σου στάλεςτῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοίποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριάκι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοιἀπόψε μου ποθεῖ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριάὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι

Τότε γερτὸς κι ἐγὼ ξανά μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινάθ᾿ ἀναπολῶ γλυκά -ποιὸς ξέρει-καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ σὰν ἕνα μακρινὸ βιολίτὸ περασμένο καλοκαίρι

Στὸ νυχτερινὸ κέντρο

Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοισ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶμέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺκαὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του

μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό μεγάλο σὰ τὸν οὐρανόθ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου

Χειμωνιάτικο τοπίο

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγουπεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου

μιὰ βουβή μεγάλη ξέρα πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμημ᾿ ἕνα γέρικο θλιμμένο τραγικό μικρὸ καλάμι

κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσεικι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει

Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς ἐκεῖνο τρίοσιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε μέσ᾿ στὴ νύχτα μέσ᾿ στὸ κρύο

Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με Θέ μου στὸ δρόμο ποὺ πῆραχωρίς ὡς τὸ τέλος νὰ ξέρω τὸ πῶς- χωρὶς νά ῾χω μάθει μὲ μιὰ τέτοια μοῖραποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει καὶ ποιὸς σκοπός

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμέναπροτοῦ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖζητώντας τοὺς ἄλλους ζητώντας καὶ μέναζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκουγιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτόκαὶ γίνουνται χῶμα στὰ βάθη ἑνὸς λάκκουχωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό

Λυπήσου κι ἐκεῖνα λυπήσου κι ἐμένα- καὶ μένα ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργικήζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξέναποὺ δὲν ἔχουν Θέ μου καμιὰ λογική

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνειλιγάκι νὰ φέξει μὲς στὰ σκοτεινάκι ἀμέσως μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνεικι ἀμέσως νύχτα γυρίζει ξανά

Λυπήσου με Θέ μου στὴν ἀπόγνωσή μουλυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μουνὰ ζῶ δίχως λόγο καὶ δίχως σκοπό

Στὴ φυλακή

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανεοἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμουκι ἔσπασα πόρτες κλειδωνιέςνά ῾ρθω σὲ σένα Φῶς μου

Τὰ σίδερα λυγίσανεἀπὸ τὸ βογγητό μουκαὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶκι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψαμὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουνΚαὶ πικραμένος γύρισανὰ μὲ ξανακλειδώσουν

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένακι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένακι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου μὲ τὸ μάταιο λυρισμόποὺ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει παρὰ μόνο στὸ Λιμάνικαὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνειτὸν αἰώνιο Γυρισμό

Τότε μόνο λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορίαμέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορείαφῶς ἀνέσπερο χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφήτὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψειτὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψειτότε μόνο θὰ γραφεῖ

Κλεῖσε τὰ παράθυρα

Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοικαὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερίἩ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνειγιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ

Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμουδῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου ποὖναι ἁπαλό νωπόἜχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε φῶς μουἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ

Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμοΤὸ κερί μας ἔσβησε δὲν μᾶς θωρεῖ κανείςΞέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμοκι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς

Ἔλα ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμαἔλα κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί τόσο τρελοίποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμαστὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα στὸ πρῶτο μας φιλί

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοιγιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες ἄχ πές τους νὰ χαρεῖςπές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνεικι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς τ᾿ ἀκοῦς Νωρίς

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστουφαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου-μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμό μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο Χιμαίρας-Ποτέ τόσο πολύ τέλος ἡμέραςδὲν εἶχε λάμψει τόσο σὰ πετράδι

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-σὲ κήπους ὅλο βάλσαμα γιομάτουςτ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τουςμέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύσημήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφωνἈκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφωνμιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνεικι νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθειτὸ φεγγάρι παντοῦ σὰ φλόγα ἁπλώθηΚι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος Βραδυάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 7: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

κι ἔσβησε γιὰ πάντα

Παραμύθι

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρόπᾶνε τώρα χρόνιασ᾿ ἕνα τόπο μακρινόζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια

Πάγωναν τὰ λούλουδαμίσευαν τ᾿ ἀηδόνιακαλοκαίρι ζύγωνεκι ἦταν ὅλο χιόνια

Μάτια πάντα σκοτεινάμέτωπα σκυμμένακι ἄνθρωποι δὲ βάδιζανμὲ ρυθμὸ κανένα

Μιὰν ἀγάπη πέρασε-μετὰ πόσα χρόνια-καὶ τὰ μάτια δάκρυσανκι ἕλιωσαν τὰ χιόνια

Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶμὲ τὶς πλατιές βαριές σου στάλεςτῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοίποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριάκι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοιἀπόψε μου ποθεῖ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριάὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι

Τότε γερτὸς κι ἐγὼ ξανά μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινάθ᾿ ἀναπολῶ γλυκά -ποιὸς ξέρει-καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ σὰν ἕνα μακρινὸ βιολίτὸ περασμένο καλοκαίρι

Στὸ νυχτερινὸ κέντρο

Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοισ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶμέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺκαὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του

μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό μεγάλο σὰ τὸν οὐρανόθ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου

Χειμωνιάτικο τοπίο

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγουπεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου

μιὰ βουβή μεγάλη ξέρα πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμημ᾿ ἕνα γέρικο θλιμμένο τραγικό μικρὸ καλάμι

κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσεικι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει

Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς ἐκεῖνο τρίοσιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε μέσ᾿ στὴ νύχτα μέσ᾿ στὸ κρύο

Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με Θέ μου στὸ δρόμο ποὺ πῆραχωρίς ὡς τὸ τέλος νὰ ξέρω τὸ πῶς- χωρὶς νά ῾χω μάθει μὲ μιὰ τέτοια μοῖραποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει καὶ ποιὸς σκοπός

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμέναπροτοῦ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖζητώντας τοὺς ἄλλους ζητώντας καὶ μέναζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκουγιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτόκαὶ γίνουνται χῶμα στὰ βάθη ἑνὸς λάκκουχωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό

Λυπήσου κι ἐκεῖνα λυπήσου κι ἐμένα- καὶ μένα ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργικήζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξέναποὺ δὲν ἔχουν Θέ μου καμιὰ λογική

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνειλιγάκι νὰ φέξει μὲς στὰ σκοτεινάκι ἀμέσως μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνεικι ἀμέσως νύχτα γυρίζει ξανά

Λυπήσου με Θέ μου στὴν ἀπόγνωσή μουλυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μουνὰ ζῶ δίχως λόγο καὶ δίχως σκοπό

Στὴ φυλακή

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανεοἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμουκι ἔσπασα πόρτες κλειδωνιέςνά ῾ρθω σὲ σένα Φῶς μου

Τὰ σίδερα λυγίσανεἀπὸ τὸ βογγητό μουκαὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶκι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψαμὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουνΚαὶ πικραμένος γύρισανὰ μὲ ξανακλειδώσουν

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένακι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένακι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου μὲ τὸ μάταιο λυρισμόποὺ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει παρὰ μόνο στὸ Λιμάνικαὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνειτὸν αἰώνιο Γυρισμό

Τότε μόνο λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορίαμέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορείαφῶς ἀνέσπερο χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφήτὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψειτὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψειτότε μόνο θὰ γραφεῖ

Κλεῖσε τὰ παράθυρα

Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοικαὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερίἩ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνειγιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ

Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμουδῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου ποὖναι ἁπαλό νωπόἜχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε φῶς μουἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ

Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμοΤὸ κερί μας ἔσβησε δὲν μᾶς θωρεῖ κανείςΞέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμοκι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς

Ἔλα ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμαἔλα κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί τόσο τρελοίποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμαστὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα στὸ πρῶτο μας φιλί

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοιγιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες ἄχ πές τους νὰ χαρεῖςπές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνεικι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς τ᾿ ἀκοῦς Νωρίς

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστουφαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου-μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμό μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο Χιμαίρας-Ποτέ τόσο πολύ τέλος ἡμέραςδὲν εἶχε λάμψει τόσο σὰ πετράδι

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-σὲ κήπους ὅλο βάλσαμα γιομάτουςτ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τουςμέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύσημήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφωνἈκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφωνμιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνεικι νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθειτὸ φεγγάρι παντοῦ σὰ φλόγα ἁπλώθηΚι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος Βραδυάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 8: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό μεγάλο σὰ τὸν οὐρανόθ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου

Χειμωνιάτικο τοπίο

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγουπεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου

μιὰ βουβή μεγάλη ξέρα πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμημ᾿ ἕνα γέρικο θλιμμένο τραγικό μικρὸ καλάμι

κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσεικι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει

Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς ἐκεῖνο τρίοσιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε μέσ᾿ στὴ νύχτα μέσ᾿ στὸ κρύο

Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με Θέ μου στὸ δρόμο ποὺ πῆραχωρίς ὡς τὸ τέλος νὰ ξέρω τὸ πῶς- χωρὶς νά ῾χω μάθει μὲ μιὰ τέτοια μοῖραποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει καὶ ποιὸς σκοπός

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμέναπροτοῦ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖζητώντας τοὺς ἄλλους ζητώντας καὶ μέναζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκουγιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτόκαὶ γίνουνται χῶμα στὰ βάθη ἑνὸς λάκκουχωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό

Λυπήσου κι ἐκεῖνα λυπήσου κι ἐμένα- καὶ μένα ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργικήζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξέναποὺ δὲν ἔχουν Θέ μου καμιὰ λογική

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνειλιγάκι νὰ φέξει μὲς στὰ σκοτεινάκι ἀμέσως μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνεικι ἀμέσως νύχτα γυρίζει ξανά

Λυπήσου με Θέ μου στὴν ἀπόγνωσή μουλυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μουνὰ ζῶ δίχως λόγο καὶ δίχως σκοπό

Στὴ φυλακή

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανεοἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμουκι ἔσπασα πόρτες κλειδωνιέςνά ῾ρθω σὲ σένα Φῶς μου

Τὰ σίδερα λυγίσανεἀπὸ τὸ βογγητό μουκαὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶκι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψαμὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουνΚαὶ πικραμένος γύρισανὰ μὲ ξανακλειδώσουν

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένακι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένακι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου μὲ τὸ μάταιο λυρισμόποὺ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει παρὰ μόνο στὸ Λιμάνικαὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνειτὸν αἰώνιο Γυρισμό

Τότε μόνο λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορίαμέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορείαφῶς ἀνέσπερο χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφήτὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψειτὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψειτότε μόνο θὰ γραφεῖ

Κλεῖσε τὰ παράθυρα

Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοικαὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερίἩ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνειγιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ

Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμουδῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου ποὖναι ἁπαλό νωπόἜχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε φῶς μουἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ

Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμοΤὸ κερί μας ἔσβησε δὲν μᾶς θωρεῖ κανείςΞέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμοκι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς

Ἔλα ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμαἔλα κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί τόσο τρελοίποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμαστὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα στὸ πρῶτο μας φιλί

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοιγιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες ἄχ πές τους νὰ χαρεῖςπές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνεικι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς τ᾿ ἀκοῦς Νωρίς

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστουφαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου-μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμό μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο Χιμαίρας-Ποτέ τόσο πολύ τέλος ἡμέραςδὲν εἶχε λάμψει τόσο σὰ πετράδι

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-σὲ κήπους ὅλο βάλσαμα γιομάτουςτ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τουςμέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύσημήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφωνἈκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφωνμιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνεικι νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθειτὸ φεγγάρι παντοῦ σὰ φλόγα ἁπλώθηΚι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος Βραδυάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 9: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανεοἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμουκι ἔσπασα πόρτες κλειδωνιέςνά ῾ρθω σὲ σένα Φῶς μου

Τὰ σίδερα λυγίσανεἀπὸ τὸ βογγητό μουκαὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶκι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψαμὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουνΚαὶ πικραμένος γύρισανὰ μὲ ξανακλειδώσουν

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένακι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένακι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου μὲ τὸ μάταιο λυρισμόποὺ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει παρὰ μόνο στὸ Λιμάνικαὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνειτὸν αἰώνιο Γυρισμό

Τότε μόνο λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορίαμέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορείαφῶς ἀνέσπερο χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφήτὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψειτὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψειτότε μόνο θὰ γραφεῖ

Κλεῖσε τὰ παράθυρα

Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοικαὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερίἩ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνειγιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ

Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμουδῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου ποὖναι ἁπαλό νωπόἜχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε φῶς μουἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ

Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμοΤὸ κερί μας ἔσβησε δὲν μᾶς θωρεῖ κανείςΞέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμοκι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς

Ἔλα ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμαἔλα κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί τόσο τρελοίποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμαστὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα στὸ πρῶτο μας φιλί

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοιγιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες ἄχ πές τους νὰ χαρεῖςπές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνεικι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς τ᾿ ἀκοῦς Νωρίς

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστουφαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου-μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμό μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο Χιμαίρας-Ποτέ τόσο πολύ τέλος ἡμέραςδὲν εἶχε λάμψει τόσο σὰ πετράδι

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-σὲ κήπους ὅλο βάλσαμα γιομάτουςτ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τουςμέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύσημήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφωνἈκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφωνμιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνεικι νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθειτὸ φεγγάρι παντοῦ σὰ φλόγα ἁπλώθηΚι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος Βραδυάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 10: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Ἔλα ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμαἔλα κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί τόσο τρελοίποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμαστὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα στὸ πρῶτο μας φιλί

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοιγιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες ἄχ πές τους νὰ χαρεῖςπές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνεικι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς τ᾿ ἀκοῦς Νωρίς

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστουφαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου-μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμό μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο Χιμαίρας-Ποτέ τόσο πολύ τέλος ἡμέραςδὲν εἶχε λάμψει τόσο σὰ πετράδι

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-σὲ κήπους ὅλο βάλσαμα γιομάτουςτ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τουςμέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύσημήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφωνἈκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφωνμιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνεικι νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθειτὸ φεγγάρι παντοῦ σὰ φλόγα ἁπλώθηΚι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος Βραδυάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 11: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένοκάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἑκάτης πάθη

Je suis sure qu elle est viergeElle a la beaute d un viergeQui elle est vierge Elle ne s estjamais souilleeOSCAR WILDE - laquoSALOMEraquo

Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή σὰ τέρας ἡ Σελήνηκι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖτὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς τὶς πόρπες της νὰ λύνεισὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστηπού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖσὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστηκι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί

Παρθένα στείρα καὶ βουβή ὅμοια μὲ σαλαμάντραστὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικάπῶς ἔτσι ἀπόψε φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρακαὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά

Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβηκι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοίΣτὴ δύση ῾κείνη μοναχή ποὺ κείτεται καὶ ρεύειζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο μεγάλοποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλοκαὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνὸ σινιάλοτοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλοστὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου -Τίποτ᾿ ἄλλο

Νυχτερινό

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 12: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Κίτρινη φλόγα τοῦ κεριοῦ μου στὴ νύχτα ἀπάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει -καὶ μέσα θλιβερὴ ψυχή μου χωρὶς αἰτία κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση εἴμαστε τόσο λυπημένοι

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσανστὸ κορμί μου γύρω-γύρωκι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σουγλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρακι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μαςκι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτιΚι ὅλο λίγωνε κι ὅλο μέλωνετὸ γλυκό γλυκό σου μάτι

Κι ἔτσι ἀγάπη μου σὲ γλέντησακι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπιαμέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματατὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζετὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτικι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοικι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό ὥσπου νὰ πέσει σκοτεινιὰ

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 13: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

μιὰ μέρα τοῦ θανάτου

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό - τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ τὸ ξαναπέρασμά του

Ἂς εἶναι ὡστόσο - τί ὠφελεῖ Γυρεύω πάντα τὸ φιλί στερνὸ φιλί πρῶτο φιλὶ καὶ μὲ λαχτάρα πόση

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει

Ἴσως μιὰ μέρα ὅταν χαθῶ γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ - σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ - νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν τὴν ἄνοιξη -Ποιὸς ξέρει γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τουςἈπόψε τὴν περίμεναν σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους

Λυπήσου

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦνβουβὰ κι ἀνώφελα γιὰ κάτικαὶ παίρνουν γιὰ νὰ λησμονοῦντῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας

Κι αὐτόν κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ τὰ περασμένα του λυπήσου μὰ ὅμως ἀκόμα πιὸ πολύ τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 14: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

λυπήσου αὐτούς πού μιὰ φοράμὲ φτερὰ ζοῦσαν καὶ τὰ χάνουνκαὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαράπαρὰ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι νύχτα ἦταν βαθειάμὰ μέρα κόντευε νὰ φτάσεικαθὼς κινήσαμε μαζίγιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακάπαγίδες λάθη πλάνες πάθηκανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰμήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸκαὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμαζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖκαθένας τὴ δική του μοῖραπῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύκι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸκαὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη(κι ὡς τώρα μόνος μας δεσμὸςδὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι)

τώρα ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶςτὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του-προσμένω πάλι νὰ σὲ βρῶμὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου

Σπαρασμός

Γύρω μαυρίλαμέσα καρδιά μουΣτὸ πάτημά μουτρίζουν τὰ φύλλα

Νερό ἀργοκύλαΣτολίδια γάμουξεσκίδια χάμουἈνατριχίλα

Μέσ᾿ στὸ βιβλίοσκυμμένα μάτιακαὶ δὲ διαβάζω

Σιωπή ἐρμιά κρύοΠέρα Παλάτια

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 15: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Σκοινιά Σπαράζω

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲΚάναν οἱ μπάτσοι μπλόκοΚαὶ βρῆκαν ντουμανότρυπεςΚι ἕνα γιαπὶ λουλάδεςΠενηνταδυὸ διμούτσουνεςΚαὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΣουρτά σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰΖυγῶσαν οἱ ρουφιάνοιΜὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδεςΚαὶ μᾶς ἐβάναν μπροστάΤσιμπῆσαν πρῶτα τὸ ΜπαλῆνὍπου φυλοῦσε τσίλλιεςΚαὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μαςΚαὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπαΠῆραν τὶς ντουμανότρυπεςΠῆραν καὶ τοὺς λουλάδεςΠῆραν καὶ τὶς διμούτσουνεςΤὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσιαΠῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδεςΚαὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνεΠῆραν τὸ Μίκα τὸ ΝτουρντῆΤὸ τζὲ τοῦ ΝταλαβέρηΤὸ Μπάρμπουλα τὸ ΜπόρμπουλαΚαὶ τὸ Μπαλῆ τὸ ΜῆτσοΠήρανε καὶ τὸ ΝτερτιλῆΤὸ Ντάτα τὸ θηρίοΠούκαντε πέντε στὴ ΠαλιὰΚαὶ δώδεκα στ᾿ ἈνάπλιΚι ὄντας τσακίζεταιΛέει Ὄφ τ᾿ ἀδερφάκι

Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα ποὺ γυρίζει πάλιπρὸς τὴν ἄνοιξη καιρόςκι ἥλιος σὰν καρδιὰ μεγάλημᾶς ἀγγίζει φλογερός

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶναλυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόναλαχταροῦνε γιὰ στοργή

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλοΣὰ χαμένο θησαυρὸΜὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 16: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμαΣὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμαπιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμοστὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανήγύρεψα δειλὰ στὸ δρόμοκάτι θέ μου νὰ φανεῖ

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδαΜιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶςΚαὶ γιὰ μένα ἀμέσως εἶδαΠὼς δὲ βρίσκεται κανείς

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσωΜάτια πόθου φλογεράΠρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσωΚάθε σκέψη καὶ χαρά

Τί κι ἂν ὅλα λένε γύραΠὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖΚι ἀρχινᾶν τῆς γῆς τὰ μύραΤὴν παλιά τους μουσική

Τί καὶ φέγγε ἀπάνωθέ μουΠλούσιος ἥλιος παλιόςὈλ᾿ αὐτά γιὰ μένα Θέ μουΠόσο τότε ἦταν ἀλλιῶς

Κι ἔτσι ἀνοίγοντας τὴ θύραΠοὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ΠαλιάΝὰ σκορπίσουν ὅλα γύραΣὰν ἀνώφελα πουλιά

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ ΠέραΔίχως τίποτα νὰ πῶΧωρισμένος κάθε μέραΚι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥραΠάλι Θέ μου ποὺ θενὰΣμίξουμε γιὰ πάντα τώραΜὲς στὸ Μέγα Πουθενά

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ - κι Νόμος Τρανός τουΚι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἈγνώστουΦαντάσματα ὅλοι καὶ καπνοί στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου(μὲ τ᾿ ὄνειρο φτωχὴ ψυχή γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)

μάταια φαντάσματα τυφλά ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνειποὺ νύχτα φέρνει μία στιγμή κι νύχτα πάλι παίρνειχαμένοι δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλομισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε ndash καὶ κρίνει ἕνας τὸν ἄλλο

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 17: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνοςΚαὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶςΠοὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος- περιμένω Μάνα νὰ φανεῖς

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξειςΠρίν Σὰ ρόδο σπάσεις καὶ σαπεῖςΣχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξειςΚαὶ τὰ λόγια ἀκόμα ποὺ θὰ πεῖς

Ξέρω ἀκόμα πὼς θὰ μὲ χαϊδέψειςΜ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερόΠοὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψειςΠοὺ μὲ βαραίνουν τόσο καιρό

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνοΤί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺςΦτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο- δὲν θὰ φύγεις θὰ μὲ λυπηθεῖς

Εἶμαι μόνος

Εἶμαι μόνος Βραδιάζει Τί νὰ κάνωΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμέναΤὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμέναΤὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο

Παίζω στὴν τύχη κάτι ἀγαπημένοΚάτι παλιό καὶ γνώριμο καὶ πλάνοΚαὶ πάλι σταματῶ Δὲν ἐπιμένωΘὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸΜὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς μέσα στ᾿ ὄνειρό μουΤώρα πού ἐντός μου τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸΤὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα γιὰ μία παρηγοριὰ- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μουΣᾶς βλέπω τώρα ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰΚαὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές πιὸ μαρτυρική μου

Γιὰ αὐτό σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶΜὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖεςΤώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ- τραγούδια μου Ἐρινύες

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 18: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνιΚι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸΚουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνιΜὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνιΠοὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸΣινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνιΣ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκιαΜέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖΒαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴΚαράμπωσα τὸ βούλινο διράνιΣὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ δὲν ἔζησε στὰ πλούτηδὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτημπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά δὲν κάνει γιὰ σαλόνιτὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς τριμμένα καὶ παλιά-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ μεγαλώνειτὰ ξένοιαστα πουλιά

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά -στὸ διάβα κάποιου δρόμουνὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά-μ᾿ αὐτό σεμνὸ καὶ ταπεινό βαδίζει στὸ πλευρό μουσὰ μιὰ μικρὴ καρδιά

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάικι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖτότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάεινὰ παρηγορηθεῖ ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιόποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ σὲ μιὰ πόρτα κλείνει

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 19: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου Μακρινὸς κι ἀθώρητος κάθεσαι ἀκριβέ μου

3- Ἦρθα ἀπόψε ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές λαγγεμένος τόσο

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά σὰν ἀπὸ κραιπάλη- ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ καὶ θὰ φύγω πάλι

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει μέσα μου ξυπνοῦν τὰ περασμέναΞυπνοῦν ἀργά σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶκι ἔρχονται πάλι μαγικὰ κι ἀνέλπιδα σὲ μένα

Πόθοι παράπονα παλιά νοσταλγικὲς φωνέςλόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα κι ὡστόσο ξεχασμέναπαράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινέςὅπως φλόγα μιᾶς αὐγῆς ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση τότε μαγική μοῦ λύνεται ξανάκαὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει- ἕνα τραγούδι καθαρό καθὼς τὰ δειλινὰποὺ μέσα του λυτρώνονται καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖνΤὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα ndash πᾶνε χρόνιαστοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴπιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίραςὑπῆρχε ἀπὸ καιρό δὲν ξέρω τί- κάτι δειλό κι ἀλλόκοτο καὶ μόνοποὺ γύριζε καὶ γύρευε μορφή

Νὰ γίνει ἀπ᾿ ὅλα γύρω του τὸ πρῶτοΘὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸΜπορεῖ κανένα πλάσμα ἴσαμε τώραΝὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτόΜπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια ΠαρουσίαΚάποιο λυσίπονο τελειωτικό

Καὶ νὰ πού μὲ καιρό καθὼς γυρνοῦσεΖητώντας μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖΚατόρθωσε καὶ πρόβαλε ἐπιτέλους

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 20: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Ἕνα φτωχὸ λουλούδι ἕνα πρωίΤρίλλιζαν κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκιαΧαρὰ θεοῦ γελοῦσαν οἱ οὐρανοί

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρωΚαὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦΦτωχὸ λουλούδι κἂν ἁπλὸ χορτάριΤοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν τοῦ γιαλοῦ- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μαςἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγακαὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιάμιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε πρὸς τὸ βράδυστὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικάκι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλισ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά

μεγάλωσε ἔτσι ἀμέριμνα ὡς τὸ βράδυμὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνόπερνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδιποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸτό ῾κοψε καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέραπρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα ἦταν νεκρό

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μαςἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸγεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρηλαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸκι αὐτὸ ἔγινε δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόποσ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλαΜιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιάΤὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξέναΧωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιάΜονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά τηςΚι πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλαΜὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο παχουλόΤὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἈννούλαΚαὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸΚαὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε γιὰ χάζιΜιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένουςΠοὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοίΠῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς κλῆρος τώραΝ᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κάνειδὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκιΠαράξενα θλιμμένο καὶ γλυκόΤὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρεςΜ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικόΠοὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε μιὰ γιὰ πάνταΝὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτιΓύρισε πρῶτος γιός ναυτικός

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 21: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο ἀπὸ τὰ ξέναΣὲ λίγο ᾖρθε καὶ δεύτερος γιόςΚι Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάριΚι ἔπαψε γρίνια πιὰ καὶ τσακωμός

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλαΣ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό σιμάΚι μικρούλης ἀκόμα πιὸ τεμπέληςΔούλευε τώρα κι ἔβγαζε ἀρκετάΣτὰ τελευταῖα κι μάνα μία αὐγούλαΚοιμήθηκε κι αὐτὴ παντοτινά

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιοΚι ὅλα βαδίζαν ὅλα μιὰ χαράΜὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶναΤὸ βρῆκε πάλι κάποια συφοράΜιὰ ρόδα ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρναΚαὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά

Στὸ δρόμο χάμου ἀπόμεινε πεσμένοΚαλώντας λές κι ἐγὼ δὲν ξέρω τίΜὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλαΘλιμμένη τόσο καὶ σπαραχτικήΜ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουνἮταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί

Στὶς πέντε πρὸς τὸ βράδυ ξεψυχοῦσεΤριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιάΚανένας τώρα νὰ τὸ συμπονέσειΜήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενάΠύκνωσε τὸ σκοτάδι βγῆκαν τ᾿ ἄστραΚι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά

Στὶς ἕντεκα τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμαΜὰ τώρα πιὰ φωνή του ἦταν φριχτήΘαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνήΣχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγότανὭσπου στὸ τέλος ἔπαψε κι αὐτή

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερόστὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε εἶχε πέσεικακὸ μεγάλο ἐκεῖνο τὸν καιρόμίση κακίες καυγάδες δίχως τέλοςτὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνιαΚαὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶςΒασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνηΠοὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάςΤώρα ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτεςἮταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξηΜὲ τὴν μικρή του ζώνη τὴ λευκὴΣτὸ δρόμο ὅσοι περνούσανε σιμά τουΓυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶΚαὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοιΤ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 22: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Τ᾿ ἀλλόκοτα γλυκὰ καὶ τρυφερὰΣκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά τουΚι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν ἐδῶ κάτουνὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλιΚάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερόΤὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδιΚαθὼς γυρνοῦσε μόνο ἂπ τὸ σκολειὸΣὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένοΤὸ πρόλαβε - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό

4

κι ἔτσι ἀφοῦ τρεῖς φορές μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχταμὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖκατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσενὰ δεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση προκοπὴγι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο γύρισε γιὰ πάντακαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω γύρισε γιὰ πάνταΚαὶ χάθηκε ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ- κι μῦθος μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙσὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖΜὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ laquoΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙraquoΠοιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ μήτε νὰ ζήσωμὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνωμόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμανὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη τὴν ἀπέραντα θλιμμένημήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμαθὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγο

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 23: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμουΚι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοικι ὅλοι ξένοι τραγουδᾶμε μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω τόσο νιώθω ἀλλοίμονό μουτὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μουμόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ μόνος πόνεσα γιὰ λίγομόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου- κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω μόνος μὲς στὸ θάνατό μου

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-Λὲς κι ἀπὸ πρίν κάποια φωνή μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένοΔὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό

Ἔτυχεν ὅμως βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσεικι ἥλιος μακριά τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζίΤέτοιες βραδιές σκέψη μου ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνηδὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ

Ἐξάλλου λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάσηΛόγια γραμμένα βιαστικά μὲ πεῖσμα καὶ χολήἘκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν ἔχει διαβάσειθὰ ξαφνιαστεῖ πολύ

Μοῦ λὲς πὼς laquoκυλιστήκαμε στὸ βόρβοροraquo φαντάσουΚι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό τόσο καιρόπὼς καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σουσὰν ἄστρο φεγγερό

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό μὲ βρῆκε λυπημένολὲς κι καρδιά μου σὰν ἀνθός γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖΚι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές laquoΜιὰ ἄγνωστη θὰ μένωraquoδὲ ξέρω τί θὰ πεῖ

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ

Page 24: 24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα

Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰκι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ τί μ᾿ εἶχε τότε φέρεισὲ ῾κείνη τὴ μεριά

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μουκαὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιάτὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμουτὰ πέτρινα σκαλιά

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή τὴ νύχτα τὴ μεγάληνὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ τὸ βρίσκω περιττόlaquoΤὰ περασμένα πέρασαν μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλιraquoμᾶς λέει τὸ ρητό

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα τὸ νιώθωκαὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖπὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθοθὰ μέναμε πιστοί

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξειτότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶΤὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξειἈκόμα σ᾿ ἀγαπῶ