ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

Preview:

DESCRIPTION

yliko

Citation preview

βάτραχος

βα βε βη βω βι βο βυ

αβ εβ ηβ ωβ ιβ οβ υβ

αβα εβε ηβη ωβω ιβι οβο υβυ βα βάρος Βάσω βαρέλι

βε βέρα βελόνα

βη βήµα βήχας

βω κόβω ράβω τραβώ

βι βίδα βία βιαστικός

βο βόδι βόας βοηθός

βου βουνό βούτυρο καβούρι

βάτραχος

βα βε βη βω βι βο βυ βαι βει βου βοι βια βος βης Βάσω βέρα κόβω βουνό βάρος Βασίλης βαρέλι βράχος διαβάζω

Η Βιβή και ο Βασίλης ανέβηκαν το Σάββατο

στο βουνό.

Εκεί είδαν έναν µεγάλο βάτραχο,

που βιάστηκε να φύγει.

Μάζεψαν βλίτα και βιολέτες.

Το βράδυ επέστρεψαν και έβαλαν τα λουλούδια σ’ ένα

βαρύ βάζο.

γγγγάλα

γα γε γη γω γι γο γυ

αγ εγ ηγ ωγ ιγ ογ υγ

αγα εγε ηγη ωγω ιγι ογο υγυ

γα γάλα γάτα

γε γέρος γερός γελώ

γο γόμα γόπα γόνατο

γη γήπεδο

γυ γύρω-γύρω γυρίζω

γω Γωγώ γωνία

για γιαγιά για

γγγγάλα

γα γε γη γω γι γο γυ

γαι γει γου γοι για γος γης

γάλα γάτα γέρος γερός γόμα

γήπεδο γιαγιά γυρίζω γράφω γρήγορα

Η γάτα της Γωγώς γέννησε δύο κάτασπαρα γατάκια.

Είναι ζωηρά, γρήγορα και παιχνιδιάρικα.

Τριγυρίζουν εδώ κι εκεί.

Κρύβονται και μας τρομάζουν.

Κάνουν πως μας αγριεύουν.

Βγάζουν νύχια και γραπώνουν.

Στο τέλος, πάντα, γουργουρίζουν

στην αγκαλιά της Γωγώς.

ζζζζέβρα

ζε ζω ζη ζα ζυ ζο

εζ ωζ ηζ αζ υζ οζ

εζε ωζω ηζη αζα υζυ οζο

ζε ζέβρα, ζέστη ζελέ

ζω Ζωή, ζώο, ζώνη,

ζα ζάλη ζαλίζω, ζάχαρη,

ζυ ζυμώνω ζυμάρι, ζυγίζω

ζη ζήτω ζητώ

ζζζζέβρα

ζε ζω ζη ζα ζυ ζο

ζου ζαι ζει ζοι ζια ζευ

Ζωή, ζώνη, ζέβρα, ζάχαρη, ζυμάρι, βάζο

ζαλίζομαι, κουζίνα, ζηλεύω, Ζήσης, μαζεύω

Τα παιδιά ζωγράφισαν τα ζώα στο σχολείο.

Ο Ζήσης ζωγράφισε ζουζούνια και ζωύφια

μεγάλα και μικρά.

Πιο πολύ του άρεσε ένα ζευγάρι ζέβρες,

που ζωγράφισε

η φίλη του, η Ζήνα.

Η Ζωή ζωγράφισε μία ζούγκλα με πολλά ζώα.

ΘΘΘΘάλασσαάλασσαάλασσαάλασσα

θα θι θε θη θο θυ

αθ ιθ εθ ηθ οθ υθ

αθα ιθι εθε ηθη οθο υθυ

θα θάλασσα Θάνος θάρρος

θε θέλω θέση θέμα

θη θήκη θήτα θηρίο

θο θολό θόρυβος

θυ θυμώνω θυμίζω θυμάρι

ΘΘΘΘάλασσαάλασσαάλασσαάλασσα

θα θι θε θη θο θυ

θαι θει θοι θου θια θαυ

θέλω, θυµώνω, καλάθι, κιθάρα, Αθηνά,

παράθυρο, θυµήθηκα, θρανίο, θερµότητα

Η θεία Αθηνά θύμωσε

γιατί ο Θάνος, ο γιος της,

κάθισε όλη μέρα στη θάλασσα και

δεν ήθελε να φορέσει το ψάθινο καπέλο του.

Ο ήλιος όμως έκαιγε και κινδύνεψε να πάθει

θερμοπληξία.

ξύλα

ξα ξι ξε ξη ξο ξυ

αξ ιξ εξ ηξ οξ υξ

αξα ιξι εξε ηξη οξο υξυ

ξυ ξύλα ξυράφι

ξα ξανά ξαναλέω ξαναπίνω

ξε ξέρω ξερό ξεγελώ

ξι ξίδι ξινό ξίφος

ξω ξωτικό έξω

ξύλα

ξα ξε ξο ξυ ξι

ξαι ξει ξοι ξου ξια

ξένος, ξετυλίγω, ξηλώνω, ξηµερώνει,

έξω, εξήντα, ξύστρα, ξυράφι, αµάξια

Το ξυπνητήρι χτύπησε

κι ο κυρ-Ξάνθος ξύπνησε.

Σηκώθηκε, άνοιξε την ξύλινη πόρτα, κοίταξε έξω

και κατάλαβε, ότι το βράδυ έβρεξε.

Ετοίµασε τον καφέ του

και µπήκε στο εργαστήριο της ξυλογλυπτικής,

να ξύσει τα ξύλα του.

φίδι

φι φα φε φω φη φο

ιφ αφ εφ ωφ ηφ οφ

ιφι αφα εφε ωφω ηφη οφο

φι φίδι φίλος

φο φόβος φόρεμα

φα φάρος φακή φασαρία

φω φως φωτιά φωτίζω

φυ φύλλα φύκια φυλακή

φίδι

φι φα φε φω φη φο

φοι φει φαι φως φια φας

φίδι, φίλος, ελάφι, φύλλα, φάρος

αφήνω, φόρεµα, φωτιά, φουντούκι

Τα παιδιά πήγαν για ψώνια.

Η Έφη φορούσε ένα φουστάνι σε καφέ χρώµα.

Ο Φώτης φορούσε ένα φαρδύ µπουφάν.

Στο βιβλιοπωλείο που πήγαν

αγόρασαν τετράδια κι ένα βιβλίο

µε τα φίδια της στεριάς και του νερού.

Στο τέλος συνάντησαν τους φίλους τους και όλοι µαζί

έφαγαν λουκουµάδες.

χελώνα

χα χε χο χη χω χυ

αχ εχ οχ ηχ ωχ υχ

αχα εχε οχο ηχη ωχω υχυ

χε χελώνα χελιδόνι

χα χαρά χάρη

χο χορός χορτάρι

χι χίλια χιόνι

χω χώμα χώρος χωριό

Χα χε χο χη χω χυ

χου χαι χει χοι χια χος

Χελώνα, χήνα, χαρά, χορός, ζάχαρη

Χρήστος, χελιδόνι, χωριό, χρώµατα, χειµώνας

Η Χαρά και ο Χρήστος

ένα χειµωνιάτικο πρωινό,

πήγαν στα χωράφια να µαζέψουν χόρτα.

Στο χώµα δίπλα σ’ ένα θάµνο

είδαν να προχωρά ανήσυχη

και λαχανιασµένη µια χελώνα.

Έκαναν ησυχία και

αφού την παρατήρησαν για λίγη ώρα

έφυγαν σιγά σιγά για να µην τροµάξει.

ψάρι

ψα ψε ψο ψη ψω ψυ

αψ εψ οψ ηψ ωψ υψ

αψα εψε οψο ηψη ωψω υψυ

ψα ψάρι ψαλίδι

ψε ψέμα

ψι ψίχα ψιχάλα

ψω ψωμί ψωνίζω

ψη ψήνω ψηλός

ψάρι

ψα ψε ψο ψη ψω ψυ

ψαι ψει ψοι ψου ψευ

ψαλίδι, ψυγείο, ψώνια, ψεύτης, ψωμί

άψητο, ψωνίζω, ψυχή, εψές, ψηλώνω

Ο Φώτης ο ψαράς έφερε τα ψάρια

που ψάρεψε στο σπίτι.

Τα έβαλε σε ένα ταψί

και αφού τα ετοίμασε τα έψησε.

Απόψε θα κάνει το τραπέζι στους φίλους του.

Recommended