21
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ‘’ Πολιτική επιστήμη Ι ‘’ (A΄Εξ.) pasp-polsci-komotinis.blogspot.com 1

Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

Embed Size (px)

DESCRIPTION

m

Citation preview

Page 1: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Τμήμα Πολιτικών Επιστημών

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

‘’ Πολιτική επιστήμη Ι ‘’

(A΄Εξ.)

pasp-polsci-komotinis.blogspot.com

1

Page 2: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

**Οι σημειώσεις δεν αντικαθιστούν το βιβλίο.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ι

Εισαγωγική Διάλεξη: Η Επιστημονική Μελέτη της Πολιτικής

Ο Μπάρουχ Σπινόζα (Baruch Spinoza) είχε πει ότι «αναφορικά με τις ανθρώπινες σχέσεις, μη γελάς, μην κλαίς, αλλά προσπάθησε να καταλάβεις». Αυτό ουσιαστικά είναι που κάθε γνωστικός κλάδος επιδιώκει. Το ότι αυτή όμως η προσπάθεια κατανόησης της πολιτικής ονομάζεται πολιτική επιστήμη και όχι πχ. «πολιτικές σπουδές» εγείρει κάποιες αξιώσεις, και συγκεκριμένα αξιώσεις «επιστημονικότητας». Μια ανάλυση πάνω σε αυτήν την θεμελιακή αξίωση είναι απαραίτητη ως εισαγωγή στο μάθημα της πολιτικής επιστήμης.

Τι είναι η επιστήμη; Στην πραγματικότητα, ανάλογα με την εποχή η ακριβής απάντηση θα ήταν διαφορετική. Το τι θεωρούσαν επιστημονικό λόγο οι αρχαίοι Έλληνες με το τι θεωρούμε εμείς δεν είναι ταυτόσημα. Όμως, σε κάθε εκφορά της η επιστήμη έχει να κάνει αρχικά με την συσσώρευση γνώσης. Όχι όμως οποιασδήποτε τετριμμένης γνώσης, αλλά μιας ορθής γνώσης. «Ευτυχής όποιος γνωρίζει την πραγματική αιτία των πραγμάτων», δήλωνε ο Βιργίλιος (νομίζω). Και η επιστήμη ανά την ανάδυση της αυτοορίζεται ως ο τρόπος, ο δρόμος, που θα αποκαλύψει αυτήν την πραγματική αιτία των πραγμάτων. Το οποίο δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο από το ότι η επιστήμη στην γενικότερη της εκφορά είναι ένα σώμα γνώσης που επιδιώκει την αλήθεια, ένας δηλαδή αληθής λόγος πέρι της δομής του πραγματικού. Ως εκ τούτου, σε κάθε εποχή η επιστήμη αντιπαραβάλλεται με ένα λόγο που θεωρείται ψευδής. Στην αρχαιότητα αυτός ο λόγος είναι ο μύθος, αργότερα θα γίνει η θρησκεία ή η μαγεία, ενώ στον μαρξισμό η επιστήμη θα αντιπαρατεθεί αφενός με την ουτοπία (επιστημονικός ҂ ουτοπικός σοσιαλισμός) και αφετέρου με την ιδεολογία, όπως παραδείγματος χάρη στο έργο του Λουί Αλτουσέρ (Loui Althuser). Δεν πρέπει φυσικά να εκλάβουμε αυτούς τους διαχωρισμούς ως απόλυτους. Παραδείγματος χάρη, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πολλοί από τους επιστήμονες που θεωρούνται ήρωες στην ιστορία της επιστήμης, όπως ο Κέπλερ ή ο Καντόρ, ήταν θρησκευόμενοι, έως και αποκρυφιστές, ενώ και ο Νεύτωνας είχε ασχοληθεί εκτενώς με την αλχημεία. Σε κάθε περίπτωση όμως, το σημαίνον είναι πως η επιστήμη ως έννοια ενέχει εντός της την αξίωση της αλήθειας. Στο βαθμό που η αλήθεια θεωρείται αδύνατη ή όπως έχει ειπωθεί το «μεγαλύτερο μας ψέμα», τότε και η επιστήμη παύει να έχει πραγματικό αντικείμενο και να υφίσταται ως διακριτή μορφή του γιγνώσκειν.

Έπεται λοιπόν πως ο τίτλος Πολιτική Επιστήμη εγείρει απαραίτητα αξίωση αλήθειας: ότι δηλαδή είναι ένας αληθής λόγος περί του πολιτικού. Το προφανές ερώτημα εδώ είναι κατά πόσον αυτή η αξίωση είναι βάσιμη. Μπορεί να υπάρξει πολιτική επιστήμη ή πρόκειται για ένα απραγματοποίητο ιδεώδες ή για έναν ευφημισμό; Δύο

2

Page 3: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

προβλήματα άπτονται της ερώτησης. Το πρώτο προφανώς έχει να κάνει με το αντικείμενο μελέτης, δηλαδή την πολιτική. Το δεύτερο είναι η ίδια η επιστήμη στην γενική της εκφορά ως αληθής λόγος. Συνήθως στον στοχασμό περί της αξίωσης επιστημονικότητας της πολιτικής μελέτης, το βάρος δίνεται στο κατά πόσο η πολιτική επιστήμη είναι όντως επιστημονική. Δηλαδή, το πρόβλημα διαγιγνώσκεται καθαρά στον επιθετικό προσδιορισμό, στην πολιτική. Η έννοια της επιστήμης τείνει να μην εγείρει ιδιαίτερα προβλήματα. Είναι όμως η αξίωση της επιστήμης για αλήθεια τόσο δεδομένη και αυταπόδεικτη; Μια ολοκληρωμένη εισαγωγή στην πολιτική επιστήμη πρέπει να λάβει υπόψη της και αυτό το ζήτημα, το οποίο άπτεται εξελίξεων στην φιλοσοφία και κοινωνιολογία της επιστήμης γενικά. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο ζήτημα, έχοντας ως αφετηρία τον Τζιοβάννι Σαρτόρι (Giovanni Sartori). Ο Σαρτόρι ήταν ένας από τους πιο επιφανείς πολιτικούς επιστήμονες που προσπάθησε με ζήλο να θεμελιώσει το αξίωμα της πολιτικής μελέτης να ορίζεται ως μια μορφή επιστήμης,

Στο δοκίμιο του για την πολιτική επιστήμη ο Σαρτόρι τονίζει πως το ότι υπάρχει επιστήμη της πολιτικής, δηλαδή ένας γνωστικός κλάδος που ονομάζεται Πολιτική Επιστήμη, υπονοεί και προϋποθέτει δυο πράγματα:

(α) το ότι υπάρχει ένα αυτόνομο πεδίο της ανθρώπινης πραγματικότητας που ονομάζεται πολιτική, ότι δηλαδή η πολιτική δεν μπορεί να αναχθεί ως ένα επιφαινόμενο κάποιας άλλης διάστασης του πραγματικού (πχ. οικονομία ή ψυχολογία), αλλά ότι υφίσταται ως διακριτός, αν και όχι απαραίτητα ανεξάρτητος, τομέας της ανθρώπινης δράσης και σκέψης. (β) το ότι η πολιτική μπορεί να εξεταστεί αυτόνομα,

Αυτό σημαίνει ότι η μελέτη και η κατανόηση κάποιου δεδομένου ή φαινόμενου της πολιτικής πραγματικότητας, πχ. ενός θεσμού ή μιας συλλογικής δραστηριότητας, χρειάζεται κάποια εξειδικευμένα εργαλεία. Αυτά ουσιωδώς είναι τα ακόλουθα:

(α) οι έννοιες, δηλαδή γενικοί όροι των οποίων η πρωταρχική λειτουργία είναι η περιγραφή ενός ή περισσοτέρων φαινομένων: κράτος, δημοκρατία, πλουραλισμός, ελιτισμός κλπ.(β) θεωρίες, δηλαδή ένα συνεκτικό σύνολο προτάσεων, που αποτελείται συνήθως από αξιώματα, επιχειρήματα, συμπεράσματα και γενικεύσεις, οι οποίες έχουν σκοπό την ορθή κατανόηση ενός φαινομένου.(γ) μοντέλα, δηλαδή αναλυτικές τυποποιήσεις των οποίων σκοπός είναι η συνεκτική οργάνωση και κατανόηση ενός πλήθους δεδομένων. Π.χ. μοντέλα δημοκρατίας που ταξινομούν τις διάφορες μορφές που ο γενικός όρος δημοκρατία μπορεί να εκλάβει.

Στην επόμενη διάλεξη θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με τα βασικά εργαλεία της πολιτικής επιστήμης. Το ζητούμενο για την ώρα είναι ότι όλα αυτά τα εργαλεία αν και αναγκαία δεν προσιδιάζουν στην επιστημονική μέθοδο. Φερειπείν η πολιτική φιλοσοφία τα χρησιμοποιεί εξίσου, ενώ η πολιτική θεωρία όχι μόνο κατασκευάζει και

3

Page 4: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

κάνει χρήση εννοιών, αλλά στέκει και ως αυτοτελής κλάδος. Για τον Σαρτόρι η διάκριση φιλοσοφίας και επιστήμης είναι κεφαλαιώδης για την ανάπτυξη ενός επιστημονικού κλάδου. Ιστορικά αυτό έχει βάση. Ας θυμηθούμε ότι στις αρχές της λεγόμενης επιστημονικής επανάστασης, που έθεσε τις βάσεις των σύγχρονων θετικών επιστημών, η φυσική λεγόταν ακόμα φυσική φιλοσοφία. Τι χρειάζεται λοιπόν μια μελέτη του πολιτικού για να οριστεί επιστημονική; Ο Σαρτόρι ορίζει ως συστατικά στοιχεία του επιστημονικού λόγου και της επιστημονικής μεθόδου τα ακόλουθα, τα οποία τονίζει πως δεν χρειάζεται να απαντώνται όλα, αλλά σίγουρα περισσότερα του ενός:

(α) εμπειρική επαλήθευση: δηλαδή ότι ένα συμπέρασμα πρέπει να στηρίζεται στην παρατήρηση. Αυτό είναι που κάνει το πείραμα κεφαλαιώδες σε πολλές επιστήμες, και τις πειραματικές επιστήμες να θεωρούνται ότι υλοποιούν καλύτερα το ιδανικό της σύγχρονης επιστήμης για εμπεριστατωμένη γνώση. (β) περιγραφική επεξήγηση: δηλαδή ότι η εξήγηση ενός φαινομένου γίνεται μέσω προτάσεων που αναφέρονται σε παρατηρήσιμες διαδικασίες.(γ) αξιολογική ουδετερότητα(δ) κατάτμηση και σωρευτικότητα: η έρευνα πρέπει να μπορεί να κατανέμει και να ταξινομεί τα αντικείμενα που μελετά όπως και πρέπει να μπορεί να αποτελεί μέρος άλλων ερευνών τα οποία μπορούν να προσφέρουν συνολικότερη γνώση του αντικειμένου ή πεδίου υπό εξέταση. (ε) εστίαση σε υπαρκτές οντότητες(στ) επιχειρησιακότητα και εφαρμοσιμότητα: δηλαδή να μπορεί να μεταφράζεται σε συγκεκριμένη και επικυρώσιμη πρακτική δραστηριότητα, π.χ. την κατασκευή ενός μηχανισμού ή μιας δημόσιας πολιτικής.

Έτσι, σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, μια επιστημονική πολιτική μελέτη δεν είναι αυτή που καταπιάνεται με το «καλό κράτος» αλλά μια μελέτη που παίρνει ως αντικείμενο ανάλυσης ένα υπαρκτό κράτος, π.χ. το ελληνικό, και η οποία θα πραγματοποιήσει μια εμπειρικά επαληθεύσιμη ανάλυση των δομών του και της οποίας τα πορίσματα θα μπορούν να αξιοποιηθούν σε πρακτικές πολιτικές, πχ, εκσυγχρονισμού του κράτους-πρόνοιας.

Μια παρόμοια αναπαράσταση του τι στοιχειοθετεί μια επιστημονική πολιτική ανάλυση δίνεται και στο έργο του Μάικλ Ροσκιν και συνεργατών (Michael Roskin et al), Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, το οποίο αποτελεί και ένα από τα δύο βασικά συγγράμματα του μαθήματος. Η πολιτική επιστήμη ορίζεται ως μια εμπειρική επιστήμη η οποία χαρακτηρίζεται από δύο βασικά στάδια:

α) συγκέντρωση ποσοτικών ή ποιοτικών δεδομένων, (β) εύρεση μοτίβων τα οποία οδηγούν σε γενικεύσεις, δηλαδή θεωρίες, οι οποίες έχουν επεξηγηματική και συνεπώς προβλεπτική δύναμη προς τα πολιτικά δεδομένα υπό εξέταση.

4

Page 5: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

Συνεπώς η πολιτική επιστήμη προσανατολίζεται όπως κάθε επιστήμη στην παραγωγή γενικεύσεων επί ενός φαινομένου που είναι επαληθεύσιμες και έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, δηλαδή, την μορφή νόμου: αν χ τότε ψ. Κατά αυτόν το τρόπο η εκάστοτε μελέτη προσφέρει συσσωρευτική γνώση η οποία ορίζεται και ως ουσία κάθε εξειδικευμένης επιστήμης. Και πάλι ξεχωρίζουν τέσσερις στοιχειώδης ποιότητες που προσδίδουν επιστημονικό χαρακτήρα στην μελέτη:

α) αυστηρότητα στην ανάλυση β) χρήση επιχειρηματολογίας, γ) ισορροπημένη παρουσίαση των διάφορων απόψεων και δ) αμεροληψία.

Επί της ουσίας στις αναφερθείσες διατυπώσεις λειτουργούν ως θεμέλια δύο αλληλένδετα αξιώματα: ότι (όπως κάθε επιστημονικός κλάδος) η πολιτική επιστήμη πρέπει να είναι αντικειμενική και να στηρίζεται στα γεγονότα. Αυτές οι δύο θέσεις έχουν μακρά ιστορία στην πολιτική επιστήμη και η καθαρότερη έκφραση τους ήταν στο ρεύμα του θετικισμού, όπως αυτός πραγματώθηκε παραδείγματος χάρη στην συμπεριφοριστική σχολή (behavioralism), η οποία ειδικά στην Αμερική ήταν κυρίαρχη για αρκετές δεκαετίες. Γενικά ο θετικισμός στις κοινωνικές επιστήμες είναι η προσπάθεια εφαρμογής των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στις θετικές επιστήμες και στον κλάδο των κοινωνικών επιστημών. Συστατικό κομμάτι αυτής της προσπάθειας ήταν ο απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ «κρίσεων για γεγονότα» (judgments of fact), οι οποίες θεωρούντο αντικειμενικές, άρα και επιστημονικές και «κρίσεων για αξίες» (value-judgments), οι οποίες οροθετούντο ως υποκειμενικές, άρα και κάτω από το επίπεδο μιας επιστημονικής ανάλυσης. Ο Σαρτόρι παρόλο που αναγνωρίζει τα προβλήματα μιας τέτοιας διάκρισης φαίνεται να πιστεύει ότι ως ρυθμιστική διάκριση και ιδανικό αυτή η αξιολογική ουδετερότητα έχει ακόμα αξία, γιατί είναι σύμφυτη με την προσπάθεια ανάδυσης της πολιτικής ανάλυσης σε επιστημονικό κλάδο.

Την χρειάζεται η πολιτική επιστήμη ως αναγκαία συνθήκη επιστημονικότητας ένα τέτοιο αξίωμα. Πιο ουσιαστικά, είναι βάσιμο ως αξίωμα;

Καταρχάς, όπως ο Σαρτόρι αναγνωρίζει η μέθοδος που χρησιμοποιεί μια επιστήμη δεν μπορεί να είναι πανομοιότυπη αλλά σχετίζεται και πρέπει να καθορίζεται από το αντικείμενο ανάλυσης. Στο βαθμό που η πολιτική δεν είναι φυσική ή βιολογία θέτει τα δικά της προβλήματα και απαιτεί τα δικά της εργαλεία και μεθόδους.

Το ζήτημα όμως είναι ότι η πολιτική ως αντικείμενο, ως δηλαδή αυτόνομο πεδίο του πραγματικού, είναι εγγενώς αξιακά φορτισμένη. Τουτέστιν, είναι σίγουρα δυνατό να κάνει κάποιος μια «αντικειμενική» ανάλυση για το ποσοστό ψηφοφόρων σε έναν ορισμένο νομό ή χώρα. Αλλά όταν αρχίζουμε και αναλύουμε θεσμούς όπως η δημοκρατία και το κράτος, ή φαινόμενα όπως η πολιτική βία μπαίνουμε σε πεδία που είναι ήδη φορτισμένα αξιακά. Κανένα κράτος δεν υπάρχει απλώς ως λειτουργικός μηχανισμός, αλλά παρουσιάζεται ως το καλό ή το καλύτερο δυνατό κράτος. Το να θεωρείται ότι η πολιτική επιστήμη δεν μπορεί να αξιολογήσει αυτήν την αυτό-ερμηνεία, σημαίνει ότι αποκλείουμε από το πεδίο ανάλυσης μας μια από τις βασικές

5

Page 6: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

διαστάσεις της πολιτικής πραγματικότητας. Στην ουσία την πιο βασική διότι αυτή είναι που κάνει την πολιτική πραγματικότητα κάτι παραπάνω από φυσική, βιολογία ή χημεία. Επιπλέον, η ανάλυση που εκλαμβάνει το εμπειρικά υπαρκτό ως το μόνο που επιδέχεται αληθή γνώση, τείνει να φυσικοποιεί τα υπάρχοντα κράτη, δηλαδή να ταυτίζει το αληθινό με το ήδη υπάρχον και να καταδικάζει κάθε μορφή ανάλυσης που προσανατολίζεται από την δυνατότητα ενός άλλου κράτους ή ακόμα και μιας κοινωνίας χωρίς κράτος σε απλό ευχολόγιο ή φαντασιοπληξία. Κατά αυτόν τον τρόπο όμως περιχαρακώνουμε την επιστήμη σε μια περιγραφή του υπάρχοντος και εν τέλει σε μια απολογητική των υπαρχουσών δυνάμεων. Ή, στην καλύτερη, σε μια συσσώρευση τετριμμένων γνώσεων που αποφεύγει να απαντήσει στα ουσιώδη ζητήματα που άπτονται του πολιτικού. Στο βαθμό όμως που η επιστήμη αναζητά την αλήθεια τι άλλο μπορεί να είναι ο στόχος της από το ουσιώδες;

Πάνω σε αυτήν την κατεύθυνση έχει αναπτυχθεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και ριζικές κριτικές στην κυρίαρχη μορφή επιστημονικής γνώσης, η οποία μάλιστα υπερβαίνει τον κλάδο των κοινωνικών επιστημών, και άπτεται στην κατανόηση της επιστημονικής θεωρίας εν γένει. Αυτή είναι η κριτική που ασκήθηκε από την Κριτική Θεωρία η οποία αναπτύχθηκε από την λεγόμενη Σχολή της Φρανκφούρτης, και ειδικά από τους Μαξ Χορκχάιμερ (Max Horkheimer) και Θέοντορ Αντόρνο (Theodor Adorno). Η Σχολή της Φρανκφούρτης αναφέρεται σε ένα διεπιστημονικό ρεύμα σκέψης που είχε ως βάση το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης και το οποίο εκτεινόταν και συνδύαζε τομείς όμως η φιλοσοφία, η πολιτική οικονομία και οι πολιτισμικές σπουδές. Επιφανή μέλη πέρα από τους αναφερθέντες στοχαστές ήταν ο Herbert Marcuse, o Leo Lowenthal και o Franz Neuman, ενώ από την δεύτερη γενιά στοχαστών ο πιο διάσημος είναι ο Jürgen Habermas.

Υπάρχουν δυο συγκεκριμένα σημεία που συνοψίζουν την κριτική που ασκεί ο Χορκχάιμερ. Πρώτον, σύμφωνα με τον εν λόγω στοχαστή, η θεωρία ως σύνολο προτάσεων που αποσκοπούν στην γνώση ενός πράγματος, δεν πρέπει να αποσπαστεί από το υλικό της περιβάλλον, δηλαδή από την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία η εκάστοτε θεωρία συγκροτείται. Η θεωρία/επιστήμη δεν παράγεται σε ένα γυάλινο κάστρο αλλά μέσα σε δεδομένες υλικές συνθήκες. Η απεικόνιση της θεωρίας ως εφαρμοσμένη γνώση, ανήκει στην αστική εποχή και είναι αναπόσπαστο κομμάτι του αστικού πολιτισμού. Αν όμως αυτή η εικόνα της θεωρίας αποσπαστεί από αυτή την υλική πραγματικότητα, και γίνει η ουσία της θεωρίας, δηλαδή ένας υπεριστορικός ορισμός του τι στοιχειοθετεί την επιστημονική γνώση, τότε μετατρέπεται σε ιδεολογία, δηλαδή σε μία μορφή αντίληψης που συσκοτίζει τις συγκεκριμένες λειτουργίες και ρόλους που η θεωρία και η επιστήμη προσλαμβάνουν στα πλαίσια του αστικού κόσμου, η αλλιώς του καπιταλισμού.

Αυτό το φαινόμενο συνδέεται με τον τρόπο που ο επιστήμονας οριοθετείται ως υποκείμενο σε σχέση με το αντικείμενο ανάλυσης και με την κοινωνική πραγματικότητα. Σε αυτό που ονομάζει παραδοσιακή θεωρία ο Χορκχάιμερ

6

Page 7: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

διαγιγνώσκει έναν δυισμό που αντανακλά τους δυισμούς που υπάρχουν και δομούν την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα εν γένει. Όπως σημειώνει:

«Ο ειδικός ερευνητής ‘σαν’ επιστήμονας θεωρεί την κοινωνική πραγματικότητα και τα προϊόντα της σαν κάτι το εξωτερικό˙ και σαν πολίτης πραγματώνει το κοινωνικό του συμφέρον μέσα από πολιτικά άρθρα, πολιτικά κόμματα, κοινωφελείς οργανισμούς, και με τη συμμετοχή του στις εκλογές. Και στην καλύτερη ωστόσο περίπτωση δεν συσχετίζει, παρά μόνο ψυχολογικά, αυτούς τους δύο ή και μερικούς άλλους τρόπους της προσωπικής του συμπεριφοράς».

Δηλαδή ο επιστήμονας μπορεί να είναι συγχρόνως «υπεύθυνος» ή όπως λέγεται σήμερα «ενεργός πολίτης», αλλά αυτοί είναι δυο διακριτοί τομείς που δεν πρέπει να μπλέκονται. Έτσι, ένας επιστήμονας μπορεί να βρίσκει τις φόρμουλες που μπορεί να χρησιμεύσουν για την κατασκευή όπλων μαζικής καταστροφής και μετά να πάει σε αντί-πυρηνικές διαδηλώσεις ή μπορεί να βρίσκει τις φόρμουλες που θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή τεχνολογικών εμπορευμάτων και συγχρόνως να είναι κριτικός στις κοινωνικές ανισότητες του καπιταλισμού. Η θεωρία καθαυτή, ως μορφή του επιστημονικού λόγου, είναι αξιολογικά ουδέτερη, αντικειμενική. Όμως αυτός ο διαχωρισμός ατομικών σκοπών από γενικότερες συλλογικές σκοπιμότητες είναι και πάλι σύμπτωμα μιας βαθύτερης διαίρεσης μεταξύ ατομικών σκοπών και γενικής κοινωνικής δραστηριότητας η οποία χαρακτηρίζει την αστική-καπιταλιστική κοινωνία.

Συνεπώς, η επιχειρηματολογία του Χορκχάιμερ, δεν έχει να κάνει με μια αμφισβήτηση της τάδε ή της δείνα επιστημονικής ανακάλυψης ή ανάλυσης. Πολύ λιγότερο δεν έχει να κάνει με μια απόρριψη της επιστήμης ή του ορθολογισμού. Αντιθέτως, η ουσία της κριτικής έγκειται στο πως η δόμηση της θεωρίας ως αντικειμενικού λόγου (α) αναπαράγει τις υπάρχουσες δομές αλλοτρίωσης, δηλαδή του τρόπου που ο άνθρωπος αποξενώνεται από την κοινωνική του ουσία και (β) μέσω της υποτιθέμενης ουδετερότητας της κινδυνεύει να συνταχθεί, δηλαδή να γίνει όργανο ή απολογητική, της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Σε αντιδιαστολή η θεωρία για τον Χορκχάιμερ, πρέπει να τάσσεται στον σκοπό της ανθρώπινης χειραφέτησης, δηλαδή της απελευθέρωσης του ανθρώπου από δομές κυριαρχίας, εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης. Όπως σημειώνει:

«Η αντίθεση της [της Κριτικής Θεωρίας] στην παραδοσιακή έννοια της θεωρίας δεν ξεκινά τόσο από την διαφορά των αντικειμένων όσο των υποκειμένων τους. Οι ειδικοί ερευνητές, και όλοι οι άλλοι επαγγελματίες που σκέφτονται σαν μικροί ειδικοί αποβλέπουν απλώς σε μια αναδιοργάνωση της εργασίας. Για τους φορείς, αντίθετα, της κριτικής συμπεριφοράς τα προσλαμβανόμενα πραγματικά γεγονότα θεωρούνται κοινωνικά προϊόντα που κατά βάση ελέγχονται ή πρόκειται οπωσδήποτε να ελεγχθούν στο μέλλον από τον άνθρωπο˙ παύουν κατά συνέπεια να έχουν τον χαρακτήρα του καθαρού δεδομένου».

7

Page 8: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

Μια τέτοια κριτικά προσανατολισμένη έρευνα επουδενί δεν είναι λιγότερο επιστημονική. Ούτε φυσικά σημαίνει ότι η ισορροπημένη ανάλυση, η λογική επιχειρηματολογία, η εμπειρική θεμελίωση είναι περιττά στοιχεία ή «αστικές» συνήθειες. Απλά δεν χρειάζονται το ένδυμα της αντικειμενικότητας. Αντιθέτως, όλες αυτές οι αναφερθείσες ποιότητες της έρευνας που της δίνουν επιστημονικό χαρακτήρα είναι υποκειμενικές λειτουργίες. Έτσι, η όλη διάκριση αντικειμενικότητας - υποκειμενικότητας είναι αμφιβόλου επιστημολογικής αξίας. Αντιθέτως έχει αξία ως ρητορική μέσω της οποίας κάποιος προσπαθεί να αποκτήσει πλεονέκτημα σε βάρος κάποιου συνομιλητή. Παραδείγματος χάρη, πρόσφατα μια κοινωνική επιστήμονας αναφερόμενη στις εργατικές κινητοποιήσεις στην Αίγυπτο, οι οποίες προσλαμβάνουν μορφή καταιγίδας, τόνισε πως αυτή η δραστηριότητα των εργατών είναι «καιροσκοπική». Αυτό υποτίθεται δεν το στήριξε σε μια προσωπική εκτίμηση αλλά σε μια ουδέτερη αξιολόγηση των οικονομικών δεδομένων. Όμως αυτά τα δεδομένα είναι έμπλεα υποθέσεων και αξιολογικών κρίσεων οι οποίες επιμελώς κρύβονται, μάλιστα πολλές φορές από την ίδια την επιστημονική ανάλυση. Όροι όπως «ανάπτυξη» ή «ανταγωνιστικότητα» τις οποίες ακούμε ευρέως στην τρέχουσα περίοδο παρουσιάζονται ως επιστημονικές, δηλαδή, αντικειμενικές έννοιες. Στην πραγματικότητα όμως εκφράζουν μια ολόκληρη κοσμοθεωρία και συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις.

Όταν ορίζουμε την πολιτική επιστήμη ως εμπειρική, αυτό έχει βάση στο βαθμό που τα κύρια δεδομένα έχουν υπαρκτή υπόσταση, δηλαδή υφίστανται ως οντότητες στον χωροχρόνο. Όμως εδώ υπάρχει ένα άλλο κεφαλαιώδες πρόβλημα, ότι η πολιτική δεν αποτελεί ένα ενιαίο εμπειρικό δεδομένο. Αντιθέτως υπάρχουν πολλοί και αντικρουόμενοι ορισμοί της πολιτικής. Άλλοι την ταυτίζουν με τους θεσμούς και την διακυβέρνηση, άλλοι με την εξουσία, άλλοι με τα κοινά, άλλοι με το κράτος και άλλοι υποστηρίζουν ότι μια αυθεντική πολιτική είναι εγγενώς αντί-κρατική. Και πάλι μια ανάλυση των διάφορων τρόπων ανάγνωσης της πολιτικής θα αναπτυχθεί στις επόμενες διαλέξεις. Το επιστημολογικό επίδικο για την ώρα είναι πως εάν το αντικείμενο ανάλυσης κατασκευάζεται από την θεωρία και δεν προϋπάρχει ως ενιαίο εμπειρικό δεδομένο, τότε δεν μπορεί να υπάρχει και μια κοινώς αποδεκτή γλώσσα. Αντίθετα, δεν είναι υπερβολικό να πούμε πως οι πολιτικοί επιστήμονες δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα. Εκεί που ο ένας βλέπει ελεύθερη συμφωνία πάνω στην βάση της προσφοράς και της ζήτησης ο άλλος βλέπει εκμετάλλευση, εκεί που ο ένας βλέπει νόμιμη επικυριαρχία ο άλλος βλέπει επικαλυμμένη ταξική κυριαρχία. Αυτό είναι εν ολίγοις το πρόβλημα της νοηματικής ασυμμετρίας. Αυτό φυσικά δεν χρειάζεται να οδηγήσει απαραίτητα στον σχετικισμό. Όπως και σε κάθε άλλη επιστήμη δεν είναι όλες οι θεωρίες το ίδιο καλές. Όμως είναι αφελές να θεωρήσουμε ότι σε έναν κόσμο που η πολιτική πραγματικότητα είναι εγγενώς ανταγωνιστική μπορεί να υπάρξει συναίνεση ή ένας κοινός επιστημονικός γλωσσικός κώδικας.

Κατα αυτόν το τρόπο φαίνεται να φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα που είναι αρκετά διαδεδομένο. Η πολιτική επιστήμη μπορεί να εγείρει αξιώσεις επιστημονικότητας αλλά δεν μπορεί αυτή η αξίωση παρά να είναι λιγότερο πραγματοποιήσιμη σε σχέση

8

Page 9: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

με τις θετικές επιστήμες. Εν ολίγοις, η πολιτική επιστήμη δεν μπορεί να γίνει ποτέ Φυσική ή Μαθηματικά. Σε ένα σχετικά παλιό βιβλίο πολιτικών επιστημών υπάρχει ο παρακάτω πίνακας αξιολόγησης:

Ακαδημαϊκός Κλάδος

Ταξινόμηση Δεδομένων σε ξεχωριστές κατηγορίες

Παρατήρηση και μέτρηση δεδομένων

Αναπαραγωγή πειραμάτων

Ανάπτυξη θεωρίας

Αποφυγή αμφισβήτησης

Φυσική, Χημεία

Α Α Α Α Α

Γεωλογία, Αστρονομία

Α Β C B B

Οικονομικά Κοινωνιολογία

B B C C C

Πολιτική Επιστήμη

D D D D D

Αυτός είναι ο λόγος που ακόμα και τώρα κάποιοι αξιώνουν ότι η πολιτική επιστήμη πρέπει να πλησιάσει περισσότερο τις μεθόδους των θετικών επιστημών. Φυσικά το πρόβλημα εδώ είναι πως ακριβώς επειδή η πολιτική πραγματικότητα είναι εύθραυστη δεν είναι δυνατόν η γνώση μας για αυτήν να προσεγγίσει την νομολογική γνώση που έχουμε για φυσικά φαινόμενα, δηλαδή την δύναμη πρόβλεψης και ελέγχου μέσω της διατύπωσης νόμων. Ένα καλό παράδειγμα είναι ο Δεκέμβρης του 2008. Είναι εύλογο ότι μια επιστημονική μελέτη μπορεί εμπειρικά να προβλέψει ότι σε περίπτωσεις κρατικής δολοφονίας θα υπάρξουν ταραχές. Αυτό όπως λέει και η Ναόμι Κλαιν αναφορικά με τα αντίστοιχα γεγονότα στην Αγγλία είναι «Φυσική». Όμως αυτό που δεν μπορούσε να προβλεφθεί είναι ότι αυτό το γεγονός θα οδηγούσε σε μια ολική επίθεση ενός κομματιού του πληθυσμού, έστω και μειοψηφικού, ενάντια στο Κεφάλαιο και το Κράτος, δηλαδή δεν μπορούσε να προβλεφθεί η εξέγερση. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το αν θεωρούμε αυτήν την εξέγερση κάτι «καλό» η «κακό».

Και πάλι όμως φαίνεται ότι το πρόβλημα επικεντρώνεται στο αντικείμενο της μελέτης, δηλαδή το πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι όμως η πίστη ότι οι θετικές επιστήμες παράγουν αντικειμενικές αλήθειες, μια αναπαράσταση του κόσμου όπως είναι, τόσο αυταπόδεικτη;

9

Page 10: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

Παρόλο που η κριτική θεωρία αμφισβητεί της αξιώσεις αντικειμενικότητας που διάφοροι επιστήμονες, και ειδικά οι κοινωνικοί επιστήμονες, μπορούν να εγείρουν, δεν αμφισβητεί το ιδεώδες της αλήθειας. Απλά το συναρτάει στον σκοπό της συλλογικής χειραφέτησης. Συνεπώς κινούμαστε ακόμα στα πλαίσια του χειραφετικού προτάγματος του Διαφωτισμού. Τις προηγούμενες δεκαετίες υποτίθεται ότι αναπτύχθηκε μια πιο άμεση επίθεση στον Διαφωτισμό, μια κριτική που θέλησε να υποσκάψει τα ίδια τα θεμέλια της επιστημονικής γνώσης, δηλαδή την αξίωση για αλήθεια. Αυτή η κριτική ταυτίζεται με τον «μεταμοντερνισμό». Αυτός ο όρος είναι αρκετά πολύπλοκος ώστε να εξηγηθεί επαρκώς. Υπάρχει όμως μια διαδεδομένη άποψη ότι ρεύματα σκέψης που έχουν ταυτιστεί με αυτό το γενικότερο πολιτισμικό ρεύμα διέπονται από ένα ριζικό σχετικισμό. Τονίζοντας την αδυνατότητα του ανθρώπου να υπερβεί το γλωσσικό και την θεμελιακή ασυμμετρία μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας, δηλαδή μεταξύ νοήματος και είναι, αυτά τα ρεύματα σκέψης αμφισβητούν ριζικά την δυνατότητα του ανθρώπου να φτάσει στην αλήθεια. Σε αυτό το πλαίσιο η επιστήμη είναι μια κατασκευή που υπακούει τους δικούς της νόμους άρθρωσης και παραγωγής, αλλά που δεν έχει κάποια προνομιακή πρόσβαση στο πραγματικό σε σχέση με άλλες μορφές λόγου (λογοτεχνία, μύθος, ποίηση). Για μια σύνοψη αυτής την απεικόνισης και μια κριτική της ένα καλό κείμενο είναι του Θεόδωρου Ιωσηφίδη, ‘Οι Σχετικιστικές Θεωρήσεις στις Κοινωνικές Επιστήμες: επιπτώσεις και κριτική’.

Όπως είπώθηκε είναι αδύνατον να αναλυθεί εδώ η έννοια του μεταμοντερνισμού. Υπάρχουν όμως κάποια σημαντικοί προβληματισμοί που έχουν τεθεί από στοχαστές που συνδέονται με αυτό το ρευμα. Εδώ θα επικεντρωθούμε στο ζήτημα της εξουσίας και της κοινωνικής διάστασης της επιστήμης.

Όσον αφορά το πρώτο θέμα καίρια θεωρείται η παρέμβαση του Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault). Από την αρχή του πολυσχιδούς έργου του, μια από τις βασικές θεματικές που διατρέχει την σκέψη του Φουκώ είναι το πως ο επιστημονικός λόγος λειτουργεί μέσω αποκλεισμών. Αυτοί είναι αποκλεισμοί τόσο στο επιστημολογικό πεδίο, όπου κάθε λόγος οριοθετεί τι μπορεί να λεχθεί και τι όχι, τι μπορεί να ιδωθεί και τι όχι, όσο και στο υλικό πεδίο. Στο διάσημο του βιβλίο για την Ιστορία της Τρέλας φερειπείν, ο Φουκώ τονίζει πως η άνοδος του Λόγου είχε ως συνθήκη και αποτέλεσμα την αποσιώπηση αυτού που θεωρείται ά-λογο, το οποίο υλικά εκφράστηκε στον εγκλεισμό των «τρελών». Στα κατοπινά έργα του ο Φουκώ οξύνει ακόμα πιο πολύ την κριτική του προσπαθώντας να δείξει πως η γνώση είναι άρρηκτα δεμένη με την εξουσία, όχι μόνο υπό τη έννοια ότι η εξουσία χρησιμοποιεί την γνώση ή ότι η γνώση είναι εξουσία, αλλά ότι η γνώση παράγεται μέσα σε και συγχρόνως συγκροτεί σχέσεις εξουσίας, όπως αυτές εκφράζονται υλικά σε θεσμούς όπως η φυλακή, το ψυχιατρείο, το πανεπιστήμιο κλπ. Το βλέμμα συνεπώς του επιστήμονα, δεν είναι ένα ουδέτερο βλέμμα αλλά ένα βλέμμα εξουσίας. Κατ΄ επέκταση για τον Φουκώ και η αλήθεια είναι άρρηκτα δεμένη με την εξουσία. Όπως παρατηρεί στο άρθρο του «Αλήθεια και Εξουσία»

10

Page 11: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

«Η αλήθεια δεν είναι έξω από την εξουσία ή στερούμενη εξουσίας: αντίθετα από έναν μύθο του οποίου η ιστορία και η λειτουργία θα ήθελε περαιτέρω μελέτη, η αλήθεια δεν είναι το βραβείο των ελεύθερων πνευμάτων, το παιδί μιας προστατευμένης μοναχικότητας, ούτε το προνόμιο αυτών που έχουν καταφέρει να ελευθερώσουν τον εαυτό τους. Η αλήθεια είναι ένα πράγμα του κόσμου: παράγεται μόνο χάρη σε πολύμορφους καταναγκασμούς. Και προκαλεί κανονικά αποτελέσματα εξουσίας. Κάθε κοινωνία έχει το δικό της καθεστώς αλήθειας, την ‘γενική πολιτική’ αλήθειας – δηλαδή τύπους λόγων που αποδέχεται και κάνει να λειτουργούν ως αληθείς˙ τους μηχανισμούς και τις βαθμίδες που επιτρέπουν κάποιον να ξεχωρίζει αληθείς από ψευδείς δηλώσεις˙ μέσα με τα οποία κάθε μία επικυρώνεται˙ τεχνικές και διαδικασίες στις οποίες αποδίδεται αξία για την απόκτηση της αλήθειας˙ το στάτους αυτών που αναλαμβάνουν να πουν τι μετράει ως αληθές».

Ο Φουκώ εδώ δεν λέει πως δεν υπάρχει αλήθεια. Εφιστά όμως την προσοχή μας στην υλική διάσταση της αλήθειας, στις συνθήκες που την παράγουν και στις επιπτώσεις που έχει. Ο Φουκώ ασχολήθηκε κυρίως με τις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου, όπως την ψυχολογία, και όχι με τις θετικές ή πειραματικές επιστήμες. Άλλοι όμως στοχαστές επέκτειναν την προβληματική του στην επιστήμη εν γένει.

Εξέχουσα θέση εδώ έχει η φεμινιστική κριτική στον επιστημονικό λόγο. Φυσικά ο φεμινισμός, είτε ως κοινωνικό κίνημα είτε ως θεωρητικός λόγος είναι πολύμορφος. Φερειπείν κάποιες φεμινίστριες επικέντρωσαν την κριτική τους στην επιστήμη στο γεγονός ότι υπάρχει διάκριση σε βάρος των γυναικών. Υπό αυτό το πρίσμα το ζητούμενο ήταν να υπάρχουν ίσες ευκαιρίες. Δηλαδή είχαμε μια καθαρά πολιτική κριτική η οποία δεν άγγιζε την αξίωση της επιστήμης ως ουδέτερου εμπειρικό-θεωρητικού λόγου περί των πραγμάτων. Για άλλες φεμινίστριες όμως, εμπνεόμενες από την μεταδομική παράδοση ή/και τον μαρξισμό, το πρόβλημα έγκειται στον ίδιο τον επιστημονικό λόγο, ο οποίος, προσπάθησαν να δείξουν, είναι έμπλεος φαλλοκρατικών προκαταλήψεων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι ο Φράνσις Μπέικον (Francis Bacon) ο κατά πολλούς πατέρας της εμπειρικής επιστήμης. Όταν ο Μπέικον παραθέτει τα βασικά αξιώματα της επιστημονικής μεθόδου δηλώνει πως πρέπει «να ξαπλώσουμε την Φύση στο πάγκο ώστε να την αναγκάσουμε να μας παραδώσει τα μυστικά της». Ο σεξουαλικός τόνος είναι έκδηλος. Από τις απαρχές της συνεπώς, σύμφωνα με την φεμινιστική κριτική, η επιστημονική γλώσσα διακατέχεται από ένα κεκαλυμμένο αλλά επιδρών φαλλοκρατισμό, κάτι, που ασχέτως των όποιων βελτιώσεων, δεν έχει αναιρεθεί ακόμα. Εδώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα έργα της Λούση Ιρίγκαραη (Luce Irigaray), της Ντόννα Χάραγουεη (Donna Harraway) και της Σάντρα Χάρντινγκ (Sandra Harding).

Ο κοινός τόπος των εν λόγω στοχαστών είναι ο εξής: Η γνώση δομείται πάνω και σύμφωνα με ένα θεμελιώδη δυισμό ενεργητικότητας/παθητικότητας ο οποίος είναι η τυπική μετωνυμία του δυισμού μεταξύ αρσενικού/θηλυκού. Σε αυτό το πλαίσιο η σκέψη αναπαριστάται ως διείσδυση, δηλαδή ως κυριαρχία, ενώ τα δεδομένα,

11

Page 12: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

αναπαριστούνται ως παθητικοί δέκτες, δηλαδή ως υποταγή. Ως αποτέλεσμα η γνώση, και τελικά η αλήθεια, παίρνουν την μορφή της κυριαρχίας αναπαράγοντας την αρχετυπική μορφή κυριαρχίας, κατά τις φεμινίστριες, που είναι η κυριαρχία του αρσενικού επί του θηλυκού.

Και πάλι οι φεμινίστριες δεν λένε ότι η επιστήμη είναι απλά μια κεκαλυμμένη τεχνική κυριαρχίας. Αντίθετα η κριτική τους προτάσσει μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου που ο επιστήμονας συλλαμβάνει την σχέση του με το πραγματικό, και έτσι το τρόπο που συλλαμβάνεται η αλήθεια και η γνώση. Εδώ η βασική ιδέα είναι ότι αυτός ο τρόπος είναι κεφαλαιώδης τόσο για το περιεχόμενο της γνώσης όσο και για τις υλικές σχέσεις που συνάπτονται. Όσον αφορά την πολιτική επιστήμη οι προεκτάσεις είναι ξεκάθαρες. Αν η επιστήμη εν γένει μέσα από το ιδεώδες της ουδετερότητας και αντικειμενικότητας επέτρεπε την αναπαραγωγή πατριαρχικών στερεοτύπων εξουσίας, πόσο μάλλον αυτό μπορεί να ισχύσει σε έναν επιστημονικό κλάδο που έχει ως διακριτό φαινόμενο την εξουσία.

Ένας άλλος γνωστικός κλάδος, που έχει εμπνευστεί εν μέρη από το έργο του Φουκώ είναι αυτός της κοινωνιολογίας της γνώσης. Παρόλες τις πολλές και σημαντικές διαφορές μεταξύ των ερευνητών που αναπτύσσουν αυτόν τον κλάδο υπάρχει γενικά ένας κοινός τόπος: ότι η επιστημονική γνώση δεν είναι ένα οικοδόμημα που χτίζεται πάνω στην εμπειρία ούτε μια αλληλουχία θεωριών που παράγονται από μια αφηρημένη διάνοια. Αντιθέτως η επιστημονική γνώση παράγεται ή αλλιώς κατασκευάζεται, μέσα σε θεσμιμένες κοινότητες οι οποίες διέπονται από συγκεκριμένες ιεραρχίες και υπολογισμούς, από έναν λεπτομερή καταμερισμό εργασίας, από πρωτόκολλα που ορίζουν τι μετράει ως δόκιμος συλλογισμός και τι όχι, τι πρέπει να νοηθεί ως θεμιτή μέθοδος έρευνας και τι ως αθέμιτη. Ένα γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του Μπρούνο Λατούρ (Bruno Latour) και του βιβλίου του Laboratory Life το οποίο συνέγραψε με τον Στήβεν Βούλγκαρ (Steven Voulgar). Ο Λατούρ επισκέφθηκε ως παρατηρητής ένα εργαστήριο βιολογίας το οποίο διεξήγαγε εκείνο τον καιρό μια έρευνα, η οποία μάλιστα επρόκειτο να βραβευθεί με το βραβείο Νόμπελ. Στο βιβλίο τους οι συγγραφείς περιγράφουν την εργαστηριακή διαδικασία, αλλά αγνοούν συνειδητά οτιδήποτε θα κατέγραφε μια συμβατική επιστημονική περιγραφή. Αντιθέτως παρουσιάζουν την εργαστηριακή διαδικασία ως έναν πολύπλοκο μηχανισμό με διάφορα μέρη (ζώα, επιστήμονες, έγγραφα, μηχανές) που διεξαγάγουν μια λεπτομερή επεξεργασία δεδομένων. Όπως δηλαδή σε όλους τους μηχανισμούς υπάρχει ένα πολύπλοκο μοντέλο εισροής, επεξεργασίας και εκροής. Οι βασικές ιδέες του βιβλίου είναι οι εξής: οτι κατά την διάρκεια της διαδικασίας αποκρύβεται σιγά-σιγά ο ανθρώπινος παράγοντας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας είναι ότι μέσα στις αναφορές δεν υπάρχει ποτέ το εγώ, δηλαδή το πρώτο πρόσωπο. Όλα γράφονται στο τρίτο πρόσωπο. Έτσι, τα αποτελέσματα παρουσιάζονται ως αντικειμενικά. Η άλλη ιδέα είναι ότι τα ίδια τα δεδομένα περνάνε μια ραφιναρισμένη διαδικασία κατασκευής, έτσι ώστε η ιδέα ότι τα πορίσματα βασίζονται σε αυτά τα δεδομένα να τίθεται προς αμφισβήτηση. Δεν υπάρχουν δηλαδή καθαρά δεδομένα, αυτά παράγονται. Αυτό θυμίζει την γενική «μεταμοντέρνα» αρχή

12

Page 13: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

ότι δεν υπάρχουν γεγονότα γιατί κάθε γεγονός προσεγγίζεται από ένα δίκτυο ερμηνείας. Ας πούμε πχ.: πέρσι η κυβέρνηση του Πασόκ, υπέγραψε ένα μνημόνιο με την λεγόμενη Τρόικα. Αλλά το γεγονός καθεαυτό δεν μας λέει πολλά για την ουσία του. ‘Έγινε για το καλό της χώρας και την σωτηρία του έθνους ή εκφράζει ταξικά συμφέροντα και σχέσεις κυριαρχίας;

Αυτή η παρουσίαση είναι ενδεικτική του ότι εν γένει για την επιστήμη υπήρξε ένας διογκούμενος προβληματισμός σχετικά με την αξίωση της ότι αποτελεί τον αντικειμενικό λόγο της αλήθειας και, συνεπώς, τον μοναδικό ορθό δρόμο για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα. Πάνω από όλα όμως οι προηγούμενες αναλύσεις που παρουσιάστηκαν, ασχέτως των όποιων προβλημάτων τους, υποδεικνύουν ότι η επιστήμη, κάθε επιστήμη είναι μια κοινωνική δραστηριότητα. Ήδη από τον Πλάτωνα η επιστήμη εννοείτο ως ένα σώμα γνώσης, ως κατανόηση που επιτυγχάνεται μέσα από την ανθρώπινη διάνοια, ασχέτως αν θεμέλιο είναι η παρατήρηση, όπως λένε οι εμπειριστές ή η θεωρεία, όπως υποστηρίζουν οι ρασιοναλιστές. Πλέον γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η επιστήμη είναι μια πολύμορφη και ενσώματη δραστηριότητα της οποίας κάθε αλήθεια διανοίγει δρόμους προς άλλες αλήθειες. Πρόσφατα τα πειράματα με τον Cern εγείρουν βάσιμες υποψίες ότι οι θεωρίες του Αϊνστάιν πρέπει να αναθεωρηθούν. Υπό αυτήν την έννοια ακόμα και στις λεγόμενες «σκληρές επιστήμες», ο τόπος της αλήθειας δεν είναι ποτέ απόλυτα το παρόν, δηλαδή αυτό που νοούμε ως υπαρκτό. Κάθε επιτυχία της επιστήμης εμπεριέχει την υπόσχεση για μια άλλη αλήθεια και συνεπώς για την ενδεχόμενη αναίρεση αυτού που τώρα υπάρχει.

Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν για την επιστημονική πολιτική μελέτη να υποδύεται ότι είναι αντικειμενική. Η επιστήμη είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας δεσμευόμαστε ως υποκείμενα στον σκοπό της αλήθειας. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προσόν του κάθε επιστήμονα να έχει γνώση των προκαταλήψεων του και των πιστεύω του. Αυτό που πρέπει να κάνει ο κάθε επιστήμονας είναι να είναι ανοιχτός, έτσι ώστε να μπορεί να αλλάξει τα πιστεύω όταν αυτά προσκρούουν στην πραγματικότητα. Αυτό εν τέλει είναι το προσόν κάθε επιστήμονα και όχι μια αμφίβολη αντικειμενικότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΕΙΑ

Michael Roskin et al, Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, κεφ. 1, Εκδόσεις Επίκεντρο.

Andrew Heywood, Εισαγωγή στην Πολιτική, κεφ. 1, Εκδόσεις Πόλις.

Giovanni Sartori, Φιλοσοφία, Θεωρία και Επιστήμη της Πολιτικής’, Σημασιολογία, Έννοιες, Συγκριτική Μέθοδος, Εκδόσεις Παπαζήση.

Max Horkheimer, ‘Παραδοσιακή και Κριτική Θεωρία’, Φιλοσοφία και Κοινωνική Κριτική, Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία.

Θεόδωρος Ιωσηφίδης, ‘Οι Σχετικιστικές Θεωρήσεις στις Κοινωνικές Επιστήμες: Επιπτώσεις και Κριτική, Θέσεις, Ιανουάριος-Μάρτιος 2004.

13

Page 14: Διάλεξη 1 (εισαγωγή)

Michel Foucault, ‘Αλήθεια και Εξουσία’, Εξουσία, Γνώση και Ηθική, Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία.

Iain Hamilton Grant, ‘Postmodernism and Science and Technology’, στο The Routledge Companion to Postmodernism, επιμ. Stuart Sim, Εκδόσεις Routledge.

Π.Α.Σ.Π. Πολιτικών Επιστημών

Δύναμη Ανατροπής

Δύναμη Εμπιστοσύνης

14