25
Κοκκινόχωμα Ήταν από τα λίγα χωριά της επαρχίας Κουρέντων με καθαρά ελληνικό όνομα και αποτελούσε ένα από τα νεώτερα χωριά της. Το χωριό αρχικά βρισκόταν στη θέση Παλιοχώρι και η λειψυδρία ανάγκασε τους κατοίκους να το εγκαταλείψουν και να χτίσουν νέο. Η ονομασία του χωριού προέρχεται από το σύνθετο κοκκινόχωμα <κόκκινος+χώμα και ο κάτοικος του χωριού Κοκκινομαχίτης –ισσα.. Σύμφωνα με τον Λαμπρίδη λοιπόν το δεύτερο συνθετικό του τοπωνυμίου πιθανώς να είναι το προσηγορικό μαχιάς, η μαχιά = το ξύλο της στέγης και συνεκδοχικά «η στέγη», σημασία με την οποία χρησιμοποιήθηκε η λέξη μεταφορικά, για να ονομάσει το «σαμαράκι» πάνω στο οποίο χτίστηκε το χωριό. Έτσι από τον τοπωνυμικό τύπο Κοκκινομαχιάς θα μπορούσε με την κατάληξη –ιτης να δικαιολογηθεί ο σχηματισμός του εθνικού Κοκκινομαχίτης –ισσα. Πρώτη γραπτή αναφορά του χωριού γίνεται στις 21 Αυγούστου 1788. Ήταν ιδιόκτητο (τσιφλίκι) και είχε σιούμπαση και μπέη. Κατά τα μέσα του προηγούμενου αιώνα το χωριό είχε 31 σπίτια και ισάριθμες οικογένειες, υπάγονταν στην επισκοπή Βελάς και Κόνιτσας και ήταν ιδιόκτητο. Λίγο αργότερα, σύμφωνα με μαρτυρικό υπογραφόμενο από τους δημογέροντές του στις 3 Ιουνίου 1866, το χωριό φέρεται σαν τσιφλίκι των Ριφάτ εφέντη και Μουρλάμπεη (Τουρκογιαννιωτών).

ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

  • Upload
    eleniel

  • View
    1.274

  • Download
    0

Embed Size (px)

DESCRIPTION

 

Citation preview

Page 1: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Κ ο κ κ ι ν ό χ ω μ α   Ήταν  από  τα  λίγα  χωριά  της  επαρχίας  Κουρέντων  με  καθαρά  ελληνικό  όνομα  και  αποτελούσε  ένα  από  τα  νεώτερα  χωριά  της. Το χωριό αρχικά βρισκόταν στη θέση Παλιοχώρι και η λειψυδρία ανάγκασε τους κατοίκους να το εγκαταλείψουν και να χτίσουν νέο.  Η ονομασία του χωριού προέρχεται από το σύνθετο κοκκινόχωμα <κόκκινος+χώμα και ο κάτοικος του χωριού Κοκκινομαχίτης –ισσα.. Σύμφωνα με τον Λαμπρίδη λοιπόν το δεύτερο συνθετικό του τοπωνυμίου πιθανώς να είναι το προσηγορικό μαχιάς, η μαχιά = το ξύλο της στέγης και συνεκδοχικά «η στέγη», σημασία με την οποία χρησιμοποιήθηκε η λέξη μεταφορικά, για να ονομάσει το «σαμαράκι» πάνω στο οποίο χτίστηκε το χωριό. Έτσι από τον τοπωνυμικό τύπο Κοκκινομαχιάς θα μπορούσε με την κατάληξη –ιτης να δικαιολογηθεί ο σχηματισμός του εθνικού Κοκκινομαχίτης –ισσα.  Πρώτη  γραπτή  αναφορά  του  χωριού  γίνεται  στις  21  Αυγούστου  1788.  Ήταν  ιδιόκτητο (τσιφλίκι)  και  είχε  σιούμπαση  και  μπέη.  Κατά  τα  μέσα  του  προηγούμενου  αιώνα  το  χωριό  είχε  31  σπίτια  και  ισάριθμες  οικογένειες,  υπάγονταν  στην  επισκοπή    Βελάς  και  Κόνιτσας  και  ήταν  ιδιόκτητο.  Λίγο  αργότερα,  σύμφωνα  με  μαρτυρικό  υπογραφόμενο  από  τους  δημογέροντές  του  στις  3  Ιουνίου  1866,  το  χωριό  φέρεται  σαν  τσιφλίκι  των  Ριφάτ  εφέντη  και  Μουρλάμπεη  (Τουρκογιαννιωτών). 

Το  1873  (σύμφωνα  με  έγγραφο  της  μονής  Παλιουρής)  το  χωριό  φέρεται  ως  τσιφλίκι  των  Αχμέτμπεη  και  παιδιών  του  Μουρλάμπεη. Η  μονή  Παλιουρής  κατείχε  κτήματα  και  σπίτια  του  χωριού  αυτού  και  το  1878  το  αγόρασε  ολόκληρο.  Επίσης κατά  τα  τελευταία  προαπελευθερωτικά  χρόνια,   ένας  ιδιώτης  ο  Στεφανή  Αράπης  Γιαννιώτης  κατείχε  το  1/3  του  χωριού.  Το  χωριό  παρέμεινε  υπό  αυτό  το  καθεστώς  (τσιφλίκι  της  Μονής  Παλιουρής  και  του  Στ. Αράπη)  ως  την  απελευθέρωσή  του.    Με  επανάσταση  που  εκδηλώθηκε  το  1854,  το  χωριό  κάηκε  από  το  δερβέναγα  Σουλεϋμάν 

Page 2: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Ταχήρη.  Επίσης  στα  μέσα  του  περασμένου   αιώνα  το  χωριό  διατηρούσε  σχολείο  των  κοινών 

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

του  Αγίου  Γεωργίου,  που  βρίσκεται  στο  κέντρο  του  χωριού,  ανακαινισμένη  πιθανότατα  κοντά  στο  1788.  Η  τεχνοτροπία  της  είναι  ιδιόρρυθμη  με  τρεις  δηλαδή  κόγχες  στις  πλαγιές  των  χορών  και  την  τρίτη  του  ιερού  σταυροειδώς,   του  Αγίου  Νικολάου,  γύρω  από  την  οποία  υπάρχουν  εμφανή  ερείπια  σπιτιών  του  Παλιοχωρίου    του  Αγίου  Αθανασίου,  η  οποία  έχει  ανακαινιστεί  πρόσφατα   της  Κοιμήσεως  της  Θεοτόκου  (ή  Παναγιάς), (18 -19ος αιώνας) που βρίσκεται  σε  απόσταση  1,5km  από  τον  οικισμό.    Οι  τρεις  τελευταίες  εκκλησίες,  σύμφωνα  με  δήλωση  των  δημογερόντων  του,  είχαν  στην  κατοχή  τους  9  κομμάτια  αμπελοχώραφα  από  το  εισόδημα  των  οποίων  το  1/10  δινόταν  στο  «βασιλικόν  χαζνέν»  και  με  «τον  ήμορον  οικονομούμεν  τα  έξοδα  των  εκκλησιών  και  τον  μισθόν  του  διδασκάλου».  Και  συνεχίζουν  λέγοντας,  πως  δεν  υπήρχε  κανένα  χαρτί  κυριότητας,  γιατί  κλάπηκαν  από  τα  στρατεύματα  κατά  την  επανάσταση  του  1854.   

Αραχοβίτσα . → Λευκοθέα. Το όνομά του σλαβικής προέλευσης από το orech- καρυδιά και την τοπωνυμική κατάληξη –οβο σημαίνει τόπος με καρυδιές με τον υποκορισμό του σε –ιτσα μικρός τόπος με καρυδιές ή ακόμα μικρή καρυδιά .

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Είναι ένα  από  τα  αρχαιότερα χωριά της  επαρχίας  Κουρέντων  αναφερόμενο  συχνά  σε  Ηπειρωτικά  μεσαιωνικά  κείμενα.    Στις  δυτικές  παρυφές  του  χωριού  και  πάνω  σε  βράχο  απότομο,  σώζονται  ερείπια  κάστρου  βυζαντινού  με  ίχνη  δεξαμενών.  Στη  ρίζα  του  βράχου  προς  το  διερχόμενο  λάκκο  Βαρκό,  υπάρχει  πλούσια  πηγή  νερού  που  ονομάζεται  «Κεφαλή».    

Page 3: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Όσον  αφορά  τον   Πύργο  του  χωριού,  γνωστός  σήμερα  με  το  αλβανικό  όνομα  Τσούκα,  αναφέρεται  στο  Χρονικό  των  Γιαννίνων  (το  λεγόμενο  και  Κομνηνού  και  Πρόκλου),  ότι το  1367  κατέχονταν από  τον  άρχοντα  Ιωάννη  Καψοκαβάδη  αντίπαλο  του  Σέρβου  Δεσπότη  Θωμά  Πρελούμπου  και  περιήλθε  στον  δεύτερο  το  1380  μαζί  με  άλλα  της  περιοχής,  μετά  την  απαλλαγή  της  από  επιδραμόντες  Αρβανίτες. 

'Άλλες  αναφορές  για  το  χωριό με την ονομασία Αρδιλοβίσταν γίνονται  στο  γνωστό  Χρυσόβουλο  του  αυτοκράτορα  Ανδρονίκου  Παλαιολόγου  του  Πρεσβυτέρου  (Φεβρουάριος  1319),  το  οποίο  παραχωρούσε  στους  'Άρχοντες  «Ιωαννινιώτες»  σειρά  προνομίων   για να τους  προσελκύσει  στην  κεντρική  Βυζαντινή  εξουσία  καθώς  και  σε  άλλο  λίγο  μεταγενέστερο  Χρονικό,  που αναφέρει  ότι  στις  31  Μαρτίου  1411  διανυκτέρευσε  ο  Δεσπότης  Πάργας-Παραμυθιάς  Κάρολος  Τόκκος  ο  Α΄ και  εδώ πλήθος  κόσμου  του  επιφύλαξε  θερμή  υποδοχή.  

   Κατά  την  εποχή  της  τουρκικής  κατάκτησης  (1430),  η   Αραχοβίτσα   ήταν  ένα  από  τα  34  χωριά  της   επαρχίας  που  έσπευσε  να  προσκυνήσει  τον Σινάν  πασιά  και  να  πάρει μέρος  στις  διαπραγματεύσεις για την  παράδοσή  του.  Εξαιτίας της   στάσης  αυτής,  το  χωριό  απέκτησε  το  προνόμιο  να  υπαχθεί  στην  προστασία  της  Βασιλομήτορος (Βαλιδέ  Σουλτάνας)  της  οποίας  αποτέλεσε  τιμάριο.  Από   την  περίοδο  αυτή  και  ως  τα  τέλη  του  17ου  αιώνα  περίπου,  αποτελούσε  ένα  από  τα  λίγα  ακμαία  χωριά  της  επαρχίας.

Page 4: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Πιθανώς  μετά  το  1690, αποσπάστηκε  από  τη  Βασιλομήτορα  και  περιήλθε  στη  δικαιοδοσία  αγνώστων  Τούρκων  μπέηδων.  Στα  μέσα  του   περασμένου  αιώνα,  σύμφωνα  με  στατιστική  των  χωριών  της  επαρχίας  συναπτόμενη  στο  τέλος  της  Χρονογραφίας  της   Ηπείρου  του  Αραβαντινού,  είχε  32  χριστιανικά  σπίτια  και  51  οικογένειες,  υπάγονταν  στην  επισκοπή  Βελάς  και  Κόνιτσας  και  ήταν  ιδιόκτητο (τσιφλίκι).   Το  1854 κατά την  Ηπειροθεσσαλική  επανάσταση   του   Γρίβα,  μετά  από  συμπλοκή  (στον  παρακείμενο  λόφο  του  Αι-Λιά)  μεταξύ  σώματος  ατάκτων  Αλβανών  με  αρχηγό  τον  Σουλεϋμάν  Ταχήρ  και  ανταρτών  με  αρχηγό  τον  Δωδωναίο  Παπαγιώργη,  το  χωριό  λεηλατήθηκε  και  χάθηκε  από  τους   Τούρκους.

  Κατά  το  1873,  σύμφωνα με  έκθεση  του  επισκόπου  Βελάς  και  Κόνιτσας  το  χωριό  είχε  35  οικογένειες  και  διατηρούσε  κοινό  σχολείο  με  13  μαθητές.  Το  1887,  σύμφωνα  με  το  Λαμπρίδη,  το  χωριό  ήταν  ιδιόκτητο  και  λειτουργούσε  και  το  σχολείο,  το  οποίο  φαίνεται  ότι  λειτουργεί  σχεδόν  κανονικά  και  κατά  τα  μετέπειτα  χρόνια  ως  την  απελευθέρωση.   Οι  τελευταίοι  ιδιοκτήτες  του  χωριού  ήταν  οι  Αρσή-αγάς  Αργυροκαστρίτης  (κατείχε  το  μεγαλύτερο  μέρος  του)  και  Ραχμή-μπεης  Γιαννιώτης  (που  είχε  στην  ιδιοκτησία  του  2  οικογένειες).  Από  τον  πρώτο  ιδιοκτήτη  οι  χωριανοί  απελευθερώθηκαν  το  1909  και  από  τον  δεύτερο  μετά  το  1913.  

Το  χωριό  βρισκόταν  παλαιότερα  στην - παρά  του  Κάστρου - περιοχή  και  συγκεκριμένα  στην  τοποθεσία  που  λεγόταν  Κάτω  Χώρα  ή  Παληοχώρα.  Σύμφωνα  με  την  παράδοση  η  τοποθεσία  αυτή  καταστράφηκε  πολύ  νωρίτερα  από  το  έτος  1784  εξαιτίας  σεισμού.      Το  χωριό  κατά  την  τελευταία  προαπελευθερωτική  περίοδο  παρουσίασε  έντονη  επαναστατική  δραστηριότητα  με  ένοπλη  ομάδα  και  πολλούς  μυημένους  στο  Κομιτάτο.

Page 5: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Δραγομή. → Παλιουρή .Το όνομά του σλαβικό αποτελεί κυριώνυμο τοπωνύμιο, χωριό δηλαδή που ανήκε σε σλάβο Δραγομήρ ή Δραγόμηρον. Κατά τον Vasmer τέτοιο όνομα αναφέρεται στην ιστορία, όταν ο Σαμουήλ βασιλιάς των Βουλγάρων, κατά την εκστρατεία του στη Δαλματία τη Βυζαντινή, παραχώρησε στον θείο του ηγεμόνα της Διοκλείας Δραγόμηρο, την επαρχία της ίδιας περιοχής Τριβουντά. Ο ίδιος το σχετίζει και με τον τύπο «Υδραγεμή» δηλαδή μέρη γεμάτα νερό. Το χωριό μετονομάστηκε σε Παλιουρή από το κοντινό ομώνυμο μοναστήρι.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Βορειοδυτικά  του  χωριού  και  σε  λόφο  κωνικό  και  απόκρημνο  πάνω  από  το  ποτάμι (Σμολίτσα), σώζονται  λείψανα  αρχαίου  φρουρίου  που  ήκμασε  επί  εποχής  του  Δεσποτάτου  της  Ηπείρου.  Αυτό  αναφέρεται  στο  Χρονικό  των  Γιαννίνων,  όταν  ο  Σέρβος  Δεσπότης  τους  Πρελούμπος  το  ανακατέλαβε  το  1380  μαζί  με  άλλα  της  περιοχής  κατεχόμενα  από  τους  Αρβανίτες. Επίσης  το  αρχαίο  κάστρο  περικλείει  το  νεότερο,  του  οποίου  διακρίνονται  τα  σκαλοπάτια,  η  είσοδος  καθώς και  ερειπωμένα  κτίσματα  κατάκορφα  του  λόφου.  Οι  χωρικοί  έβρισκαν  κατά  καιρούς  τριγύρω  τάφους, διάφορα κεραμικά   και  νομίσματα. Σύμφωνα  με  το  Λαμπρίδη,  το  χωριό  αυτό  ήταν  ένα  από  τα  34  της  κατάκτησης,  που  προσκύνησαν τους  Τούρκους  και  έτυχαν  προνομιακής  μεταρρύθμισης  παραχωρηθέντα  ως  τιμάρια  στη  Βαλιδέ  Σουλτάνα.  Όμως  ο  Αραβαντινός  δε  συμφωνεί  με  τα  λεγόμενα  του  Λαμπρίδη.   Σύμφωνα  με  επίσημο  έγγραφο  της  μονής  Παλιουρής,  το  1690  το  χωριό  ήταν  τσιφλίκι  του  Χατζή  Πασά  Ζαντέ  Ασήμπεη  και  μετέπειτα  (σύμφωνα  με  την  ίδια  πηγή)  ήταν   τσιφλίκι  του  Μεχμέτ  Χατζήπασια  Ζαντέ  Μεχμέτ  πασιά  προφανώς  συγγενή  του.  Το  1835  χτίστηκε  το  πέτρινο  γεφύρι  πάνω  στη  Σμολίτσα,  το  οποίο  είναι  το  μοναδικό  της  πρώην  επαρχίας  αυτής  που  σώζεται  ως  σήμερα.

Page 6: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Το  1856,  σύμφωνα  με τη  στατιστική  του  Αραβαντινού,  είχε  11  σπίτια  και  18  οικογένειες,  υπαγόταν   εκκλησιαστικά  στην  επισκοπή  Βελάς  και  Κόνιτσας και  ήταν  ιδιόκτητο (τσιφλίκι).Το  1887,  σύμφωνα  με  το  Λαμπρίδη,  ήταν  κατά  το  ήμισυ  εθνικό  και  κατά  τα  τελευταία  προαπελευθερωτικά  χρόνια  ανήκε  μέρος  του  ή  όλο  στη  Βορειοηπειρωτική  οικογένεια  Πουτέτση   (τους    αδελφούς   Πέτρο   και  Χαράλαμπο), από  την  οποία  και  απαλλοτριώθηκε  το  1923.  Από  το  χωριό  αυτό  ξεκίνησε  ως  οπλαρχηγός , στις  αρχές  Οκτωβρίου  1908,  αφού  διέφυγε  τη  σύλληψή  του  από  τους  Τούρκους,  ο  Γιάννης  Πουτέτσης (Καπετάν  Βοριάς  και  Καλαμάς),  επίλεκτο  μέλος  της  Ηπειρωτικής  Εταιρίας (Κομιτάτου). 

Στις  11  Φεβρουαρίου   1913  έγινε  μάχη  στο  χωριό  μεταξύ  του  Τουρκικού  Στρατού  και  αντάρτικου  σώματος  με  αρχηγούς  τους   Κολοβό  και  Κρομμύδα.  Το  προαναφερθέν  αντάρτικο  σώμα  είχε  καταστρέψει  την  προηγούμενη  τους  μύλους  της  Βελτσίστας,  με  αποτέλεσμα  το  φόνο  αρκετών  Τούρκων  και  το  κάψιμό  του  από  τους  τελευταίους.  Το  χωριό  επίσης κάηκε  και  το  1854  από  τον  Αλβανό  Δερβέναγα  Σουλεϋμάν  Ταχήρη.

Page 7: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Ιερά Μονή Παλιουρής

Στην Παλιουρή βρίσκεται και η Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου που χρονολογείται το 1690.  Το καθολικό της Μονής είναι τρίκλιτη βασιλική που καλύπτεται με φουρνικά.

Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 1373 από το Σέρβο ηγεμόνα των Ιωαννίνων Θωμά Πρελιούμποβιτς και επανιδρύθηκε το 1688-90 από τον Παπαναστάση Αλεξίου από τη Ζίτσα. Σύμφωνα με επιγραφή, το καθολικό καταστράφηκε από Αλβανούς το 1782 και ανοικοδομήθηκε το 1786 από τον προεστό Ζαγορίου Ιωαννούτσο Καραμεσίνη και τον Δημήτριο Αθανασίου. Η Μονή πιθανώς ανακαινίσθηκε και το 1742.

    Εσωτερικά ο ναός κοσμείται με τοιχογραφίες του 1833, έργο των Ιωαννιτών ζωγράφων Θεοδοσίου και του γιού του Κωνσταντίνου. Η δυτική πλευρά του καθολικού δεν έχει τοιχογραφίες, ενώ η τοιχογραφία του Χριστού στη βόρεια είναι έργο του Ζωγράφου Διονυσίου Ζούκη από τους Καλαρρύτες. Στο ναό σώζονται εικόνες του 1678 (έργο του Εμμανουήλ Τζάνε) και του 18ου αι., καθώς επίσης και αντίγραφο χαλκογραφίας της Παναγίας της Κυπριακής Μονής Κύκκου.

Page 8: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Ο ναός του μοναστηριού είναι ρυθμού βασιλικής τρίκλιτης με προεξέχοντα τρούλο και εσωτερικά είναι πλήρως εικονογραφημένος εκτός της δυτικής του πλευράς, η οποία μετά την κατάρρευσή της (γύρω στο 1816) ανοικοδομήθηκε με αποτέλεσμα να περιοριστεί το μήκος του σε βάρος του νάρθηκα. Η θολωτή στέγη του ναού αποτελείται από 12 ισομεγέθεις θόλους διαταγμένους σε τρεις παράλληλες σειρές, στηρίζονται σε δυο κιονοστοιχίες από τρεις η κάθε μία κίονες. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο και περίτεχνο.

Το μοναστήρι διέθετε μεγάλη περιουσία που προερχόταν τόσο από δωρεές και αγορές όσο και από χωράφια ποτιστικά και ξερικά καθώς και από αμπέλια, λιβάδια και ζώα μικρά και μεγάλα που κατείχε. Το μεγαλύτερο μέρος της κτηματικής περιουσίας της μονής απαλλοτριώθηκε το 1923 με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Τον Ιούνιο του 1782 το μοναστήρι καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Αρβανίτες του Αλή Τεπενλή. Το 1796 το μοναστήρι οικοδομήθηκε με τη σημερινή του μορφή και μάλιστα με τη συνδρομή του Αλή Πασιά των Ιωαννίνων. Το 1820 το μοναστήρι χάλασε (εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων) και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς που διέμεναν ως τότε. Το 1825 το μοναστήρι ανασυστάθηκε με ειδικό διάταγμα από τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασιά, τον Κιουταχή, Διοικητή των Ιωαννίνων. Τέλος το 1907 άρχισαν οι πρώτες μυήσεις μελών της Ηπειρωτικής Εταιρείας.

Κοντά  στην  Ιερά  Μονή  Παλιουρής,  υπάρχει  ένας νερόμυλος που έχει  χαρακτηριστεί  ως  ιστορικό  μνημείο  από  την  6η  Εφορία  Νεωτέρων  μνημείων  και  είναι  κομμάτι  της  ιστορίας  του  τόπου,  αφού  εξυπηρετούσε  βασικές  ανάγκες  των  κατοίκων  της  περιοχής  (άλεσμα,  καθαριότητα  ρούχων  και  επεξεργασία  του  υφάσματος). Είναι  κτίσμα  απλής  λαϊκής  αρχιτεκτονικής  και  εξαιτίας  της  εγκατάλειψής  του  κινδυνεύει  να  καταρρεύσει. Επίσης   πάνω  στη  Σμολίτσα  βρίσκεται  χτισμένο  πέτρινο  γεφύρι  που  χτίστηκε  το  1835  και  είναι  το  μόνο  που  σώζεται  στην  περιοχή  και  είναι  σε  καλή  κατάσταση.

Page 9: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Γρηγόριος ΠαλιουρίτηςΓρηγόριος Παλιουρίτης

Ο Γρηγόριος Παλιουρίτης γεννήθηκε το δεύτερο μισό του ΙΗ αιώνα στα Γιάννενα και έζησε ως ιερομόναχος στην Μονή Παλιουρής, η οποία βρίσκονταν στην επαρχία των Ιωαννίνων. Εκεί στη Μονή ονομάσθηκε Παλιουρίτης επειδή ήταν άγαμος κληρικός. Ο Γρηγόριος μορφώθηκε, θρησκευτικώς, εκεί, όμως λόγω της φιλομάθειας του συνέχισε τις σπουδές του στην πόλη, αρχικά στην σχολή Μπαλάνου και στην συνέχεια στην σχολή όπου ήταν διευθυντής ο Αθανάσιος Ψαλλίδας και σε αυτή τη σχολή έγινε υποδιδάσκαλος. Ο Γρηγόριος διακρίθηκε λόγω της επιμέλειας και του θρησκευτικού του ζήλου και κατόρθωσε να μορφωθεί άριστα και να μάθει την λατινική και την ιταλική γλώσσα. Η χρηστότητα του Παλιουρίτη μαθεύτηκε γρήγορα και στις ελληνικές κοινότητες της Δύσης, οι οποίες εκείνη την εποχή άκμαζαν. Έτσι στάλθηκε για αυτόν μια πρόσκληση από ένα σχολείο από μια ελληνική κοινότητα της Ιταλίας , από το Λιβόρνο, όπου εργάστηκε μέχρι το θάνατο του ( 23 Μαρτίου 1816). Ο ίδιος εργάστηκε στο Ελληνομουσείο όπως αποκαλούσαν αυτό το σχολείο με ζήλο και επίσης έγραψε πολλά έργα, τα οποία διασώζονται μέχρι σήμερα.

«Επιτομή Ιστορίας της Ελλάδος / Συνερανισθείσα μεν εκ διαφόρων συγγραφέων υπό Γρηγορίου Παλιουρίτου Διδασκάλου του εν Λιβόρνω Ελληνομουσείου Προσφωνηθείσα δε τη Πανεντίμω Αδελφότητι Των εν αυτή τη Πόλει Ορθοδόξων Ελλήνων...»

Page 10: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Η εποχή στην οποία έζησε ήταν όταν τα Ιωάννινα αποτέλεσαν το σημαντικότερο κέντρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού μαζί με την Κωνσταντινούπολη και τα κέντρα του απόδημου Ελληνισμού στη Βιέννη και στο Βουκουρέστι.

Οι λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οι οποίοι αντιμάχονταν την μοιρολατρική θεώρηση της κατάστασης από την επίσημη εκκλησία, προσπάθησαν (και τελικά κατάφεραν) να πείσουν τους χριστιανούς ρωμιούς ότι οι τελευταίοι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Σε αυτό συντέλεσαν οι ευρωπαίοι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού, το τεράστιο φιλελληνικό κίνημα και οι ευρωπαίοι περιηγητές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Φυσικά οι δυσκολίες ήταν τεράστιες στο έργο τους μιας και ο λαός δεν ήταν και τόσο δεκτικός σε αυτή την εθνογένεση.

Ο Γρηγόριος Παλιουρίτης γράφει: «[Οι ξένοι]… επαίνους επί επαίνοις καθ’ εκάστην των Ελλήνων και ημετέρων προγόνων πλέκουσι και ξυγγράφουσι και τας πρώτας αρχάς της αρετής από τους έλληνας λαμβάνοντες εις τας απαλάς των παιδίων ψυχάς αγωνίζονται να εμφυτεύσωσι, και καθείς δεν παύει να αναγιγνώσκη την Ελληνικήν Ιστορίαν, και αναγιγνώσκων να θαυμάζη και θαυμάζων εκείνους μεν επαινεί, ημάς δε ελεεί. Οι Έλληνες δε, οι απόγονοι λέγω του Μιλτιάδου, του Λεωνίδα, του Επαμεινώνδου και άλλων τοιούτων, ου μόνον αγνοούσι τα έργα αλλά και τα ονόματα των Προπατόρων αυτών. Η δε άγνοια πόθεν; εκ της ελλείψεως των τοιούτων επωφελών τοις Έλλησι Βιβλίων» [

Page 11: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Τα έργα του

Page 12: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Ράϊκο.  Το τοπωνύμιο προέρχεται από το επώνυμο Ράϊκος , που είναι προσαρμογή στην ελληνική του σλάβικου Rajko. Το όνομα του χωριού, διαιωνίζει αυτό του πρώτου Σλάβου οικιστή ή ιδιοκτήτη της περιοχής. Ομώνυμος του χωριού Ν. Ράϊκος είναι ο επιφανής Ρώσος φιλέλληνας, που πήρε μέρος σαν αξιωματικός στην επανάσταση, μετά δε την απελευθέρωση και την ίδρυση της σχολής Ευελπίδων υπήρξε ο πρώτος διοικητής της.

Ωστόσο, επειδή το σλάβικο προσωνύμιο συναντιέται επίσης και στα ανατολικά και δυτικά σλάβικα, υποστηρίζεται, ότι είναι προτιμότερη η αναγωγή στο σλάβικο ουσιαστικό raj «ο παράδεισος».

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το  χωριό  του  Ράϊκου  βρισκόταν  παλιά  βορειότερα,  όπου  υπήρχε  η  τοποθεσία  «Παλιόσπιτα»  και  μετακινήθηκε, άγνωστο  πότε , στη  σημερινή  του  θέση,  εξαιτίας  επιδημίας  χολέρας.    Πρώτη  αναφορά  για  το  χωριό  γίνεται  στη  Γεωγραφία  του  Μελετίου,  που  είναι  γραμμένη  στα  τέλη  του  17ου  αιώνα, όπου αναφέρεται  ως  «Ράικον»  και  όχι Ράικου,  καθώς  και  σε συμφωνητικό  γράμμα  της  Μονής  Παλιουρής  στις  13  Μαίου  1733.  Πριν  από  το  1735,  όπως  αναφέρει  ο  Λαμπρίδης,  ανήκε  στις  ιδιοκτησίες  του  Στέμματος  από  όπου  το   αγόρασαν «οι  βαθύπλουτοι  Καραγιανναίοι  των  Ιωαννίνων».  Και  ο  Pouqueville  στο  γνωστό  «Ταξίδι  στην  Ελλάδα»  κάνει  λόγο  για  το  Ράϊκο  και  αναφέρει  τα  εξής:  «το  1806  η  επικράτεια  του  Βεζύρη  Αλή  τελείωνε  στη  γέφυρα  του Ράϊκου.  Από  τη  γέφυρα  αυτή  το  χωριό  απείχε  σε  απόσταση  1  μιλίου  το  ομώνυμο  χωριό  χτισμένο  σε  ένα  λόφο  τριγυρισμένο  από  πυκνά  δάση  και  λόχμες».     Σύμφωνα  με  τον  Αραβαντινό,  στα  μέσα  του  περασμένου  αιώνα  το  χωριό  είχε  20  σπίτια  και  44  οικογένειες  υπαγόταν  στην  Επισκοπή  Βελάς  και  Κόνιτσας  και  ήταν  εθνικό.  Πώς  το  χωριό  από  ιδιόκτητο  έγινε  και  πάλι  εθνικό  είναι  άγνωστο. Επίσης  δε  συγκαταλέγεται  στα  τσιφλίκια   του  Αλή.  Στις    14  Νοέμβρη  1865  σε  μαρτυρικό  του  παπά  και  των  δημογερόντων  του,  το  χωριό 

Page 13: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

χαρακτηρίζεται και  πάλι  ως  ιμπλιάκι.  Το  1887  το  χωριό  ανήκε  στους  Γιαννιώτες  αδελφούς  Δημήτρη  και  Στεφανή  Αράπη  και  Μουχαρέμ  Τζιόρα  Αργυροκαστρίτη  από μισό.  Το  1910  οι  κάτοικοι  του  χωριού  εξαγόρασαν  το  μερίδιο  του  Δημήτρη  Αράπη (1/3  από  το μισό), το   1925  έγινε  μεταβίβαση  των  2/6  του  μεριδίου  του   Στεφανή   Αράπη   στο  συνεταιρισμό  του  χωριού και  το  1923  απαλλοτριώθηκε  και  το  υπόλοιπο μαζί  με  τα  άλλα  της  επαρχίας  Κουρέντων.

Το  χωριό  του  Ράϊκου  αποτέλεσε  επαναστατικό  κέντρο  κατά  την  Ηπειρωτική  Επανάσταση  του  1854.  Σημειώθηκαν  συγκρούσεις  των  αντιμαχομένων  όπου  Διοικητή  Σουλεϋμάν  αγά  Ταχήρ.  Μετά  από  αυτή τη  νίκη έγιναν  λεηλασίες  και  πυρπολήσεις  των  γύρω  χωριών  (που  είχαν  συσπειρωθεί  με  τους  ηττημένους  επαναστάτες)  και  το  χωριό  του Ράϊκου  λεηλατήθηκε  και  τράπηκαν  σε  φυγή  οι  κάτοικοι  και  τα  γυναικόπαιδα  και  στη  συνέχεια  εκδιώχθηκαν  από  τους  άνδρες  του Σουλεϋμάν  αγά Ταχήρ.         Κατά  το  έτος  1873  στο  χωριό  υπήρχαν  48  οικογένειες  και  λειτουργούσε  αλληλοδιδακτικό  σχολείο  με  17  παιδιά,  το  οποίο  αργότερα  ονομάστηκε  «Φιλίτειον»  ύστερα  από  δωρεά  του  Δημητρίου  Φιλίτη.    Όπως  προαναφέραμε,  κάτω  από  το  χωριό,  στον  Καλαμά,  πάνω  στο  δρόμο  που  συνέδεε  τα Γιάννενα  με  τους  Φιλιάτες,  υπήρχε  πέτρινο  γεφύρι  με  μια  καμάρα,  κτίσμα  του  Αλή πασά,  που  λεγόταν  του Ράϊκου.  Δίπλα  του  και   πιο  συγκεκριμένα  στη  δεξιά  όχθη  του  ποταμού,  υπήρχε  φυλάκιο  στρατού (νταμπόρ)  με  «επικεφαλή  τσαούση  ή  όνμπαση  της  Χωροφυλακής  και  χάνι»,  ο  οποίος  φορολογούσε  τους  διαβάτες  με  χρήματα  και  τους  βοσκούς  με  χρήματα  και  πρόβατα.  Στην  εποχή  του  Αλή πασά    λειτουργούσε  εκεί  υποτελωνείο,  όπου  το  τουρκικό  κράτος  (το  1853)  είχε  έσοδα  7.500 γρόσια. Σ’  αυτό  το    γεφύρι    σταμάτησαν    οι    εξεγερμένοι   το  1830   κατά  της  Τουρκικής  Διοίκησης- Αλβανοτσιάμηδες  και  από  εδώ  κατηύθυναν  τα  «γράμματά»  τους  στον  πασά  και  τα  χωριά  τριγύρω.  Το  γεφύρι  αυτό  έπεσε  στις  αρχές  Φλεβάρη  του  1902,  εξαιτίας  σφοδρών  βροχοπτώσεων  και  δεν   ξαναέγινε.  Πιο  πέρα  υπήρχαν  ταμπακόμυλοι  (ταμπακαριά),  που  σώζονται  σήμερα μόνο  ως  τοπωνύμια.   Στο Ράϊκο υπάρχουν οι εκκλησίες:

Page 14: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

της  Αγίας  Παρασκευής, που  βρίσκεται  στο  κέντρο  του  χωριού  και  ανεγέρθηκε  το  1887  με  συνδρομή  των  χριστιανών,   της  Παναγίας (Κοιμήσεως  της  Θεοτόκου)   του  Αγίου  Νικολάου,  η  οποία  είναι  η  παλιότερη και  όπου  παρατηρήθηκαν  Βυζαντινές  τοιχογραφίες  του  14ου  αιώνα. Οι  προαναφερόμενες  εκκλησίες,  σύμφωνα  με  μαρτυρικό  του  παπά  και  των  δημογερόντων  του (στις  14/11/1865),  κατείχαν  14  αμπελοχώραφα  σε  43  στρέμματα  και  12  ελαιόδεντρα.  Από  τα  έσοδα της  περιουσίας  αυτής  το  1/10  δινόταν  στους  σπάχηδες  της  περιοχής  και  αργότερα,  μετά  τη  μεταρρύθμιση  του  1846,  το  ποσοστό  αυτό  δινόταν  στο  βασιλικό  χαζνέ.     Άνω Σούλι- Κάτω Σούλι . Κατά τον καθηγητή Φουρίκη σε μελέτημά του (Ημ. Μεγάλη Ελλάδα. 1922.σελ.404-420) και με τίτλο «Πόθεν το όνομα Σούλι», καταλήγει ότι το όνομα Σούλι είναι αλβανικής (σουλ με το επιτιθέμενο άρθρο –ι) και σημαίνει κορμό δέντρου, στύλο, βίγλα, όπως πράγματι από τη θέση του είναι το Σούλι. Άνω  Σούλι (Σουλόπουλο)  - ή  Σούλι  Ντίνου  λεγόταν  και  Σούλι  Πολυχρόνη , από  τα  ονόματα  διαδοχικών  γαιοκτητών  του.  Το  χωριό  βρισκόταν  στην  περιοχή  του  Μεγάλου  Λόγγου  πάνω  σε  λόφο  στη  βορειότερη  απόληξη  του  βουνού.  Σύμφωνα με  την  τοπική  παράδοση,  υπήρχε  μικροσυνοικισμός  του  χωριού  στον - παρά  τη  δεξιά  όχθη  του   Σμολίτσα - λόφο  με   την   ονομασία    «Κάτω    χώρα»,  που   εγκαταλείφθηκε  σε  χρόνο  άγνωστο  εξαιτίας  πληθώρας   κουνουπιών  στην  περιοχή .

Το  χωριό  αυτό  αποτελεί  ένα  από  τα  παλαιότερα  της  επαρχίας  Κουρέντων,  μεγαλύτερο  σε  έκταση  από  το  «Κάτω  Σούλι»  αναφέρεται  απλώς  ως  «Σούλι»  στον  κατάλογο  των  34  χωριών  της  επαρχίας  αυτής,  που  προσκύνησαν  με  τη  θέλησή  τους  τους   Τούρκους  και  δόθηκαν  ως  τιμάρια  στη  Βαλιδέ  Σουλτάνα.  Κατά  το  1800  αγοράστηκε   από  τον  Ζαγορίσιο  Χατζή  Μάνθο  Γκίνο,  που  το  κληροδότησε  στο  γιο  του  Πολυχρόνη.  Ο  τελευταίος   φιλοξενώντας  σ' αυτό  Αρβανίτη  φίλο  του,  μπεκίρη  επιστρέφοντα  από  την  επαναστατημένη   Ελλάδα,  τον   σκότωσε  (τη  νύχτα  στις  22  Γενάρη  1823)  για   το  βαρύ  κεμέρι  του,  γεγονός  που  στάθηκε   να  καταστραφεί  ο  ίδιος.  Επίσης  κοντά  στον  πύργο  του  'Aνω  Σούλη χτίστηκε  αργότερα   και  τάφος  του  σκοτωμένου  Μπέκιου.  Ο  προαναφερόμενος   Πολυχρόνης  έκανε  στο  χωριό  και  διάφορα  κοινωφελή  έργα.  Μερικά  από  αυτά  ήταν  τα   εξής:  μετέφερε νερό  από  το  ποτάμι  της  Βελτσίστας  με  μακρότατο  φερώνυμο  αυλάκι  για  πότισμα,  έχτισε  γεφύρι  πέτρινο  πάνω  στη 

Page 15: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

Σμολίτσα    καθώς  και  την  εκκλησία  του  Αγίου  Γεωργίου   στο   κέντρο   του   χωριού. Κάτω  Σούλι (Σουλόπουλο  Χρηστοβασίλη),  λεγόταν  και  Πέρα  Σούλι  και  Σουλόπουλο  σε  διάκριση   με  το  Δώθε ('Aνω  Σούλι),  Σούλι  Μπιμπρίμπεη  και  Σούλι  Χρηστοβασίλη  από  διαδοχικούς  γαιοκτήτες  του.  Το  χωριό  αυτό  βρισκόταν  πέρα  από  τον    Καλαμά  ποταμό  και  πάνω  σε  λόφο.  Είναι  γενέτειρα  του  γνωστού  ηθογράφου  και  πολιτικού  Χρήστου  Χρηστοβασίλη,  ο  οποίος  κάνει  συχνές  αναφορές  σε  μέρη  και  σε  ήθη  και  έθιμα  του  χωριού   του  στα  διηγήματά   του.  Σύμφωνα  με  το  Λαμπρίδη,  το  χωριό  συγκαταλέγεται  στον  κατάλογο  των  34  χωριών  της  κατάκτησης  που  παραδόθηκαν  με  τη  θέλησή  τους  στους  Τούρκους  και  στη  συνέχεια  δόθηκαν  ως  τιμάρια  στη  Βαλιδέ  Σουλτάνα. Αναφορά  για  το  χωριό  αυτό   γίνεται  και  σε  κάποιες  ενθυμήσεις  της  εκκλησίας  στο  τέλος  του  18ου  αιώνα.

  Ο   Pouqueville  στο  Οδοιπορικό  του,  γράφει  για  το  Κάτω  Σούλι,  ότι  αναγνωριζόταν  από  ένα  ερειπωμένο  πύργο  κάποιου  Γιαννιώτη  μπέη  στη  θέση  της  αρχαίας  Κιμωλίας,  ''ακρόπολης  της  Τυμφαΐδος'',  αν  μπορεί  κανείς  να  καταλάβει  από  τα  σκόρπια  χαλάσματα  στην  έκταση  του  λόφου.  Και  συνεχίζοντας  γράφει,  πως  στη  άκρη  του  καταρράκτη  της  Γερομήτσιανης  βρίσκονται  δύο  ταμπακόμυλοι.  Στον  καταρράκτη  αυτόν   σώζεται  γεφύρι  που  το  έφτιαξε  κατά  το  1884  ο  Κοσολιανίτης  Σιώζο  Λώλης  ή  Λούτσας  με  αφορμή  τον  πνιγμό  μιας  γυναίκας.  Ο  Λούτσας  ήταν  εξουσιαστής  του  χωριού  τότε,  διότι  του  είχε  βάλει  ως  ενέχυρο  ο  πατέρας  του  Χρηστοβασίλη  και  πήρε  χρήματα (300  λίρ.)  για  να  βγάλει  το  γιο  του  από  τη  φυλακή.

Επίσης στα  μέσα  του  περασμένου  αιώνα,  σύμφωνα  με  τα  γραφόμενα  του  Αραβαντινού, είχε  13  σπίτια  και  ισάριθμες  οικογένειες,  υπαγόταν  στην  Επισκοπή  Βελάς  και  Κόνιτσας  και  ήταν  ιδιόκτητο.  Στις  14  Απριλίου  1866,  σύμφωνα  με  έγγραφη  δήλωση  των  δημογερόντων  του,  ήταν  τσιφλίκι  του  «Αναστάση  Χρήστου  Βασιλείου  από  το  ίδιο  χωριό»  (δηλαδή  πατέρα  του  Χρηστοβασίλη).  Στη  δήλωση  αυτή  δε  φέρει  σφραγίδα,  γιατί  οι  σφραγίδες  χάθηκαν   το  1854  κατά  τη  διάρκεια  της  ηπειρωτικής  επανάστασης  όπου 

Page 16: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2

καταστράφηκε  και  το  χωριό. Ο  αρχηγός  των  επαναστατών  της  περιοχής  Γεώργιος  Τσάμης, αφού  παρέλαβε  όλους  τους  κατοίκους  με  τις  περιουσίες  τους  υπό  την  προστασία  του  πυρπόλησε  το  χωριό,  για  να  μην  παραδοθούν  αυτά  τα  χωριά  στην  τουρκική  θηριωδία  και  ερήμωση. Το  χωριό  κατά  το  1873  αριθμούσε  11  οικογένειες  και  σχολείο  δεν  είχε,  όπως  και  το  1887  εξακολουθούσε  να  τελεί  υπό  το  ίδιο  καθεστώς  και  σχολείο  δεν  είχε.  Στα  1870,  σχολείο  ίδρυσε  η  μάνα  του  Χρηστοβασίλη  το  κατήργησε  όμως  πριν  το  1873  ο  Δεσπότης,  εξαιτίας   της  αμάθειας  του  Δασκάλου  του. Στο  σημείο  όπου  ο  καταρράκτης  της  Γερομήτσιανης  χύνεται  στον  Καλαμά,  είναι   τα  λεγόμενα  στενά  του  'Aι - Νικόλα  του  Φονιά. 

Το  όνομά  τους  το  οφείλουν  στη  συντριβή  των    εξεγερμένων  κατά  της  Τουρκικής  Διοίκησης,  στο  τέλος  του  1830,  Τσάμηδων.  Ο  τελευταίος  ιδιοκτήτης  του  χωριού  ήταν  ο  Χρ.  Χρηστοβασίλης  μέχρι  το  1923  όπου  απαλλοτριώθηκε  και  εξαγοράστηκε η  γη  από  τους  κατοίκους. Αμέσως  μετά  το  Τριπόταμο (δηλαδή  το  σημείο  όπου  ενώνονται   οι  ποταμοί  Βελτσιστινός  και  Σμολίτσας  με  τον  Καλαμά  ποταμό),  υπάρχει  η  γέφυρα  Σουλοπούλου.  Το  σημείο  αυτό  αποτελούσε  πέρασμα  και  συνέδεε  τις  περιοχές  που  βρισκόταν  κατά  μήκος  του  Καλαμά  ποταμού  με  την  πόλη  των  Ιωαννίνων. Εκεί  στη  γέφυρα  αυτή  υπήρχε  παλιότερα  χάνι,  που  ονομαζόταν  «Χάνι  του  Σούλη  Τάτση».   Το  Χάνι  αυτό  λειτούργησε  ως  τη  δεκαετία  του  1940,  που  καταστράφηκε  από  τους  Γερμανούς  κατακτητές.  

Page 17: ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ 2