74
7-3-2014 Βουλγαρία Οι Βούλγαροι κατάγονταν από την κεντρική Ασία και ανήκαν στη λεγόμενη τουρκοαλταϊκή γλωσσική οικογένεια. Στις αρχές του 5 ου αιώνα κατοικούσαν βόρεια της Αζοφικής Θάλασσας ως υποτελείς των Αβάρων. Η σταδιακή μείωση της δύναμης των Αβάρων στις αρχές του 7 ου αιώνα επέστρεψε στους Βουλγάρους να δημιουργήσουν το δικό τους ανεξάρτητο κράτος που έμεινε γνωστό ως Μεγάλη ή Παλαιά Βουλγαρία. Το κράτος αυτό εκτεινόταν από τις νοτιορωσικές στέπες μεταξύ του ποταμού Δνείπερου και της Αζοφικής Θάλασσας. Ο ηγεμόνας του κράτους ονομαζόταν Κοβράτ ή Κουβράτ και γνωρίζουμε ότι διατηρούσε καλές σχέσεις με το Βυζάντιο. Οι Βούλγαροι βέβαια παρέμειναν για πολύ καιρό ακόμη ειδωλολάτρες μέχρι να δεχθούν το χριστιανισμό. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ηράκλειος απένειμε στον Κοβράτ και τον τιμητικό τίτλο του πατρικίου. Όσον αφορά τους τίτλους αυτούς → οι λόγοι ήταν πάντα πολιτικοί. Όταν πέθανε ο Κοβράτ το 642 ή 650 μ.Χ. το κράτος του διασπάστηκε εξαιτίας της πίεσης ενός άλλου λαού, των Χαζάρων → τουρκικής καταγωγής. Τότε, μια ομάδα Βουλγάρων με αρχηγό τον Ασπαρούχ, που ήταν ένας από τους γιους του Κοβράτ, μετακινείται και εγκαθίσταται στις εκβολές του Δούναβη, στο βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας. Το 680 μ.Χ. περίπου ο Ασπαρούχ διασχίζει το Δούναβη και καταλαμβάνει τα εδάφη μεταξύ του Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου. Υποτάσσει τότε τους σλαβικούς πληθυσμούς, που κατοικούσαν στην περιοχή, οι οποίοι είχαν κατεβεί στο γεωγραφικό αυτό χώρο ήδη από τον 6 ο αιώνα περίπου.

ΙΣΛ 401.doc

  • Upload
    -

  • View
    15

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΙΣΛ 401.doc

7-3-2014

Βουλγαρία → Οι Βούλγαροι κατάγονταν από την κεντρική Ασία και ανήκαν στη

λεγόμενη τουρκοαλταϊκή γλωσσική οικογένεια. Στις αρχές του 5ου αιώνα

κατοικούσαν βόρεια της Αζοφικής Θάλασσας ως υποτελείς των Αβάρων. Η σταδιακή

μείωση της δύναμης των Αβάρων στις αρχές του 7ου αιώνα επέστρεψε στους

Βουλγάρους να δημιουργήσουν το δικό τους ανεξάρτητο κράτος που έμεινε γνωστό

ως Μεγάλη ή Παλαιά Βουλγαρία. Το κράτος αυτό εκτεινόταν από τις νοτιορωσικές

στέπες μεταξύ του ποταμού Δνείπερου και της Αζοφικής Θάλασσας. Ο ηγεμόνας του

κράτους ονομαζόταν Κοβράτ ή Κουβράτ και γνωρίζουμε ότι διατηρούσε καλές

σχέσεις με το Βυζάντιο. Οι Βούλγαροι βέβαια παρέμειναν για πολύ καιρό ακόμη

ειδωλολάτρες μέχρι να δεχθούν το χριστιανισμό. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας

Ηράκλειος απένειμε στον Κοβράτ και τον τιμητικό τίτλο του πατρικίου. Όσον αφορά

τους τίτλους αυτούς → οι λόγοι ήταν πάντα πολιτικοί.

Όταν πέθανε ο Κοβράτ το 642 ή 650 μ.Χ. το κράτος του διασπάστηκε εξαιτίας

της πίεσης ενός άλλου λαού, των Χαζάρων → τουρκικής καταγωγής. Τότε, μια

ομάδα Βουλγάρων με αρχηγό τον Ασπαρούχ, που ήταν ένας από τους γιους του

Κοβράτ, μετακινείται και εγκαθίσταται στις εκβολές του Δούναβη, στο βόρειο

σύνορο της αυτοκρατορίας.

Το 680 μ.Χ. περίπου ο Ασπαρούχ διασχίζει το Δούναβη και καταλαμβάνει τα

εδάφη μεταξύ του Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου. Υποτάσσει τότε τους

σλαβικούς πληθυσμούς, που κατοικούσαν στην περιοχή, οι οποίοι είχαν κατεβεί στο

γεωγραφικό αυτό χώρο ήδη από τον 6ο αιώνα περίπου.

Οι Βυζαντινοί βλέπουν ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν στα σοβαρά αυτές τις

εγκαταστάσεις που απειλούν άμεσα τη βυζαντινή αυτοκρατορία, αφού οι Βούλγαροι

μαζί με τους Σλάβους της περιοχής που έχουν υποτάξει αρχίζουν επιδρομές εναντίον

της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι στρατιωτικές, όμως, αποτυχίες των Βυζαντινών

τους αναγκάζουν το έτος 681 μ.Χ. να αναγνωρίσουν το βουλγαρικό κράτος, που

υπήρχε πλέον στα ευρωπαϊκά εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Οι Βούλγαροι της περιόδου πριν και μετά την εγκατάστασή τους στα

Βαλκάνια και μέχρι την αφομοίωσή τους από τους Σλάβους, γύρω στον 9ο αιώνα,

ονομάζονται συμβατικά Πρωτοβούλγαροι. Οι Πρωτοβούλγαροι, αν και ήταν

αριθμητικά πολύ λιγότεροι από τους Σλάβους, ανέλαβαν την εξουσία στο νέο αυτό

βουλγαροσλαβικό κράτος κρατώντας τους Σλάβους σε θέση υποταγής. Μέσα σε

διάστημα περίπου δύο αιώνων συντελέστηκε μια αφομοίωση του πρωτοβουλγαρικού

Page 2: ΙΣΛ 401.doc

στοιχείου από το πολυπληθέστερο σλαβικό, το οποίο όμως επέβαλε τη δική του

γλώσσα, τη σλαβική γλώσσα.

Όταν οι Βούλγαροι άρχισαν να εγκαθίστανται στα εδάφη της βυζαντινής

αυτοκρατορίας, χρησιμοποιούσαν αρχικά το ελληνικό αλφάβητο. Μέσα σε διάστημα

δύο αιώνων επικράτησε η σλαβική γλώσσα.

Ήδη από το πρώτο μισό του 9ου αιώνα το βουλγαρικό κράτος γνώρισε μεγάλη

ανάπτυξη. Οι μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες των Βουλγάρων είχαν ως αποτέλεσμα

την προσάρτηση πολλών νέων εδαφών στο κράτος αυτό.

Επόμενος σημαντικός ηγεμόνας του κράτους ήταν ο Κρούμος (βασιλεύει από

το 803 έως το 814 μ.Χ.) και θεωρείται από τους σημαντικότερους και ισχυρότερους

πολιτικούς και στρατιωτικούς άνδρες του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους.

Ο Κρούμος εκμεταλλεύτηκε την ήττα των Αβάρων από τον Καρλομάγνο το

803 μ.Χ. και επέκτεινε το κράτος του μέχρι το Βελιγράδι και τα Καρπάθια Όρη. Έτσι

λοιπόν έγινε άμεσος γείτονας της φραγκικής αυτοκρατορίας. Στα νότια κατέλαβε τη

Σόφια, που μέχρι τότε αποτελούσε ένα σημαντικό βυζαντινό οχυρό. Ο βυζαντινός

αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ επιχείρησε να ανακόψει την πορεία του Κρούμου, αλλά

δεν το πέτυχε. Αν και κατέλαβε την Πλίσκα, την τότε βουλγαρική πρωτεύουσα,

έπεσε αμέσως σε μια ενέδρα του Κρούμου, με αποτέλεσμα τη συντριβή του

βυζαντινού στρατού, την αιχμαλωσία του ίδιου του βυζαντινού αυτοκράτορα και λίγο

αργότερα το θάνατό του. Ανώνυμο χρονικό περιγράφει όλο αυτό το περιστατικό. Ο

Κρούμος, μάλιστα, χρησιμοποίησε το κρανίο του Νικηφόρου Α΄ για να πίνει το κρασί

του.

Τα επόμενα χρόνια ο Κρούμος συνέχισε τον πόλεμο εναντίον του Βυζαντίου,

κυρίευσε περιοχές της Θράκης και το καλοκαίρι του 813 μ.Χ. έφτασε να πολιορκήσει

την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Τις προετοιμασίες για μια νέα εκστρατεία εναντίον

της Κωνσταντινούπολης διέκοψε ο θάνατός του το 814 μ.Χ.

Τον Κρούμο διαδέχθηκε στην εξουσία ο γιος του, ο Ομουρτάγ (814 -831

μ.Χ.). Ο Ομουρτάγ συνθηκολόγησε με το Βυζάντιο με πολύ ευνοϊκούς όρους γι’

αυτόν και εφάρμοσε μια συγκεντρωτική πολιτική, που είχε ως αποτέλεσμα την

ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας.

Ο Κρούμος ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που είχε θεσπίσει νόμους για το κράτος

και ο γιος του, ο Ομουρτάγ, έθεσε τις βάσεις της διοικητικής οργάνωσης του κράτους

αυτού. Ο Ομουρτάγ πήρε κάποια μέτρα για την προστασία της ελεύθερης ιδιοκτησίας

στη Βουλγαρία. Εκείνη την περίοδο (9ος αιώνας) υπήρχαν στη Βουλγαρία οι μεγάλοι

Page 3: ΙΣΛ 401.doc

γαιοκτήμονες, οι βογιάροι και οι ελεύθεροι χωρικοί. Υπήρχαν, επίσης, πάροικοι

εξαρτημένοι από το κράτος ή τους βογιάρους.

Ο πληθυσμός είναι κατά βάση αγροτικός. Η οικονομία της Βουλγαρίας

βασίστηκε ως ένα μεγάλο βαθμό στο εξωτερικό εμπόριο. Τα προϊόντα που

παράγονταν εξάγονταν στο Κίεβο, τη Μεγάλη Μοραβία και το Βυζάντιο. Από το

Βυζάντιο εισάγονταν στη Βουλγαρία ενδύματα, όπλα, είδη πολυτελείας και γενικά

επεξεργασμένα προϊόντα που η οικοτεχνία της Βουλγαρίας δεν ήταν ακόμη σε θέση

να παράγει.

Στην ανάπτυξη του εμπορίου στη Βουλγαρία συνέβαλε η στρατηγική θέση της

χώρας, η ανάπτυξη ορισμένων αστικών κέντρων στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας,

αλλά και στο Δούναβη, όπως ήταν η Βάρνα (λεγόταν και Οδησσός) και η Δρίστρα.

Δημιουργήθηκαν και κάποιες καινούριες πόλεις, όπως ήταν η Πλίσκα, η

πρώτη πρωτεύουσα του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους (δεύτερη ήταν η

Πρεσλάβα και Τρίτη το Τίρνοβο). Όταν καταλύεται το βουλγαρικό κράτος, δε

μιλούμε για κάποια πρωτεύουσα. Κατά την πρώτη αυτή περίοδο τα αστικά κέντρα

είναι πολύ περιορισμένα, ενώ υπάρχουν πολυάριθμα χωριά. Από τις πόλεις

γνωστότερη είναι η Πλίσκα.

Η πόλη χωριζόταν σε έσω και έξω πόλη. Η έσω πόλη προστατευόταν από ένα

ισχυρό τείχος, ενώ η έξω πόλη από έναν περίβολο και τάφρο. Στην έσω πόλη

κατοικούσαν ο ηγεμόνας και οι άρχοντες βογιάροι. Τα σπίτια ήταν πέτρινα και

ακολουθούνταν ρωμαιοβυζαντινά πρότυπα και τεχνική.

Στην Πλίσκα βρέθηκε το παλάτι του ηγεμόνα, αλλά και μικρότερα κτίρια, τα

λουτρά και το αποχετευτικό δίκτυο. Γενικά, ο Κρούμος και ο Ομουρτάγ ανέπτυξαν

μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα και αυτό το μαρτυρούν τα διάφορα αρχαιλογικά

ευρήματα της Πλίσκας και της ΒΑ Βουλγαρίας.

Ο Ομουρτάγ, απερίσπαστος πλέον από τον κίνδυνο του πολέμου, αφού

υπέγραψε συνθήκη με το Βυζάντιο, προσπάθησε να αποκαταστήσει τις καταστροφές

που είχαν προκαλέσει οι βυζαντινοβουλγαρικές συγκρούσεις.

Το νέο βουλγαρικό κράτος δεν είχε ακόμη διαμορφώσει τη δική του

πολιτισμική φυσιογνωμία και, όπως ήταν φυσικό, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε

στα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, άρχισε να μιμείται το βυζαντινό πολιτισμό.

Οι Πρωτοβούλγαροι είχαν ήδη χρησιμοποιήσει το ελληνικό αλφάβητο, άρα η

ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους.

Η μίμηση των βυζαντινών προτύπων είναι εντονότερη την εποχή που

βρίσκεται στην εξουσία ο Ομουρτάγ, αφού βλέπουμε ότι ο ηγεμόνας αυτός

Page 4: ΙΣΛ 401.doc

προσπαθεί να μιμηθεί ακόμη και την αυτοκρατορική ιδέα των βυζαντινών

αυτοκρατόρων για την εκ Θεού βασιλεία.

Παραμένει το κράτος έξω από το χριστιανισμό και βλέπουμε ότι ο

χριστιανισμός είχε επικρατήσει στα κράτη που είχαν δημιουργηθεί στο χώρο της

ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Σλάβοι και Πρωτοβούλγαροι είναι ειδωλολάτρες, οπότε

θεωρείται απαραίτητη μια θρησκεία, που θα βοηθήσει στη συνένωση αυτού του

πληθυσμού.

Ο εκχριστιανισμός της Βουλγαρίας ήταν μια αναγκαιότητα, όχι μόνο

θρησκευτική και πνευματική, αλλά και πολιτική.

Κατά το μεσαίωνα η θρησκεία παίζει πολιτικό ρόλο. Στη διαδικασία

εκχριστιανισμού της Βουλγαρίας ανταγωνίστηκαν και η Εκκλησία της Ρώμης και η

Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Τελικά, ο εκχριστιανισμός θα γίνει από το

Βυζάντιο, όταν βρισκόταν στην εξουσία ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας, ο Βόρις Α΄

(852-889 μ.Χ.). Τέθηκε σοβαρά το ζήτημα του εκχριστιανισμού.

Στον εκχριστιανισμό της Βουλγαρίας σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι

εκδιωχθέντες μαθητές των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, που βρήκαν καταφύγιο

στη Βουλγαρία. Μετά το θάνατο του Μεθοδίου (885 μ.Χ.) στη Μεγάλη Μοραβία, ο

γερμανικός κλήρος κατόρθωσε να επικρατήσει και να εκδιώξει τους μαθητές του

Κυρίλλου και του Μεθοδίου. Ο Βόρις, όταν έμαθε ότι οι μαθητές όσιος Ναούμ και

άγιος Κλήμης της Αχρίδας εξορίστηκαν, τους επιμελήθηκε → τους στέλνει να

αναλάβουν τον εκχριστιανισμό.

Με την άνοδο στο θρόνο του γιου του Βόριδος, του Βλαδίμηρου (889-893

μ.Χ.) παρατηρείται πως αυτός θέλει να επαναφέρει τον ειδωλολατρισμό, γι’ αυτό και

ο Βόρις επιστρέφει από το μοναστήρι που είχε κλειστεί, τον καθαιρεί και ανεβαίνει

πάλι αυτός στην εξουσία.

Με την άνοδο, όμως, στο θρόνο του τρίτου γιου του Βόρη, του Συμεών (893-

927 μ.Χ.) η Βουλγαρία φτάνει στο απόγειο της δύναμής της. Η εποχή του

χαρακτηρίζεται ως χρυσός αιώνας του βουλγαρικού κράτους.

Το 893 μ.Χ. ο Συμεών μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους από την

Πλίσκα στην Πρεσλάβα (νοτιότερα της Πλίσκας). Και η Πρεσλάβα χωρίζεται σε έσω

και έξω πόλη, στην περίπτωση της Πρεσλάβας στο εξωτερικό της πόλης τα πέτρινα

τείχη.

Στην έξω πόλη κατοικούσε ο λαός, οι έμποροι και οι τεχνίτες. Εκεί βλέπουμε

από τις ανασκαφές ότι υπήρχαν εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια κεραμικής,

Page 5: ΙΣΛ 401.doc

σιδηρουργίας κ.α. Στην έσω πόλη βρισκόταν το ανάκτορο του ηγεμόνα, καθώς και οι

οικίες των αριστοκρατών βογιάρων.

Η προσάρτηση νέων εδαφών στο βουλγαρικό κράτος ήταν αποτέλεσμα των

νικηφόρων στρατιωτικών επιχειρήσεων του Συμεών και είχε σαν συνέπεια τη

συγκέντρωση πλούτου στα χέρια των βογιάρων.

Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες εδραίωσαν τη δύναμή τους και με την υποστήριξη

του κράτους ανέπτυξαν την αγροτική παραγωγή, καθώς και το εξωτερικό εμπόριο. Τα

κυριότερα εμπορικά κέντρα αυτής της περιόδου ήταν η Δρίστρα (κοντά ατο

Δούναβη), η Βάρνα και στο εσωτερικό η Σόφια/Σαρδική/Τριαδίτσα και η

Φιλιππούπολη. Στην ανάπτυξη των πόλεων αυτών συντελούσε και η θέση τους.

Παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη έχουμε και την πνευματική

ανάπτυξή τους, που συνδέεται άμεσα με τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων και τη

διάδοση του σλαβικού αλφαβήτου. Χωρίς αυτά τα δύο δεν θα ήταν δυνατή η

προσέγγιση των Βουλγάρων στον πνευματικό πολιτισμό των Βυζαντινών.

Η βουλγαρική πνευματική παραγωγή τους πρώτους αιώνες μετά τον

εκχριστιανισμό δεν ήταν πρωτότυπη, αλλά βασιζόταν σε μεταφράσεις βυζαντινών

συγγραφέων. Ο Συμεών συγκέντρωσε στην Πρεσλάβα όσους αξιόλογους συγγραφείς

διέθετε τότε η Βουλγαρία, προκειμένου να μεταφράσουν συγκεκριμένα έργα, αλλά

και να συγγράψουν νέα πρωτότυπα. Έτσι, δημιουργήθηκε η λεγόμενη «Σχολή της

Πρεσλάβας». Οι κυριότεροι εκπρόσωποί της ήταν:

Α) Ο Κωνσταντίνος Πρεσλάβας, ο οποίος από επιστήμονες θεωρείται ότι ήταν

εκπρόσωπός της και έτσι πήρε το προσωνύμιο αυτό. Το φιλολογικό του έργο

θεωρείται πολύ σημαντικό. Το σημαντικότερο από τα έργα του είναι οι Ευαγγελικές

Διδαχές.

Επίσης, συνέγραψε 51 ομιλίες για τις Κυριακές, βασιζόμενος στο έργο του

Ιωάννη Χρυσοστόμου. Ο πρόλογος της συλλογής των ομιλιών αυτών είναι ως ένα

σημείο πρωτότυπος. Έπρεπε να δημιουργήσουν λέξεις για τις μεταφράσεις και έτσι

έπραξαν. Το ηθικό δίδαγμα της κάθε ομιλίας φαίνεται να είναι ως ένα σημείο δική

του πρωτότυπη συγγραφή προσαρμοσμένη στο επίπεδο και τις ανάγκες του

νεοφώτιστου βουλγαρικού πληθυσμού. Οι 51 αυτές ομιλίες ξεκινούν από το Πάσχα

και φτάνουν μέχρι την Κυριακή των Βαΐων.

Επίσης, ο Κωνσταντίνος Πρεσλάβας μετέφρασε τέσσερεις λόγους του Αγίου

Αθανασίου Αλεξανδρείας εναντίον των Αρειανών. Η μετάφραση αυτή θεωρείται

πολύ πετυχημένη. Ο Κωνσταντίνος Πρεσλάβας ξεπέρασε τις δυσκολίες της γλώσσας

Page 6: ΙΣΛ 401.doc

και του ύφους και δημιούργησε σλαβικές νέες λέξεις – νεολογισμούς και τεχνικούς

όρους που έλειπαν από τη σλαβική γλώσσα.

Επίσης, στον Κωνσταντίνο Πρεσλάβας ανήκει μια σύντομη χρονογραφία από

κτίσεως κόσμου μέχρι την εποχή του → αυτή είναι η πρώτη χρονογραφία σε

παλαιοβουλγαρική γλώσσα και μιμείται τα βυζαντινά πρότυπα.

Page 7: ΙΣΛ 401.doc

14-3-2014

Β) Ιωάννης Έξαρχος. Αυτός σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, στην

περίφημη σχολή της Μαγναύρας. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά την

ελληνική παιδεία και το ελληνικό πνεύμα γενικότερα. Ο Ιωάννης Έξαρχος μετέφρασε

στα σλαβικά τη Δογματική του Ιωάννη Δαμασκηνού και έγραψε την Εξαήμερο που

αποτελεί ένα συμπίλημα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και πατέρων της Εκκλησίας.

Στο έργο αυτό υπήρχαν ελάχιστες δικές του προσθήκες ή περιγραφές από τη

σύγχρονη βουλγαρική ζωή.

Στην Εξαήμερό του ο Ιωάννης Έξαρχος υποστηρίζει τη βιβλική ερμηνεία για

τη δημιουργία του κόσμου και αντικρούει τις ιδέες των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων

για τη δημιουργία του κόσμου. Το θέμα αυτό της δημιουργίας του κόσμου τον

αναγκάζει να πραγματευτεί και ζητήματα αστρονομίας, γεωγραφίας και

ανθρωπολογίας και έτσι το έργο του αποτελεί ένα είδος εγκυκλοπαίδειας για την

εποχή του. Στο έργο του ακολουθεί πιστά τα βυζαντινά πρότυπα συγγραφής.

Γ) μοναχός Χραμπρ. Διατυπώθηκαν πολλές απόψεις σχετικά με την

ταυτότητα του Χραμπρ. Άλλοι υποστήριζαν ότι πρόκειται για ψευδώνυμο του

Κυρίλλου, άλλοι τον ταύτισαν με τον Κλήμη Αχρίδας ή τον όσιο Ναούμ. Επίσης,

κάποιοι υποστήριξαν ότι ταυτίζεται με τον Ιωάννη Έξαρχο και τέλος υποστηρίχθηκε

και η άποψη ότι ήταν ο ίδιος ο Βούλγαρος τσάρος Συμεών.

Ο Χραμπρ θεωρείται ο πιο πρωτότυπος εκπρόσωπος της σχολής της

Πρεσλάβας, γιατί είναι λιγότερο επηρεασμένος από την ελληνική γραμματεία. Το

μοναδικό γνωστό έργο του Χραμπρ είναι το Περί Γραμμάτων. Αυτό αποτελεί μια

απολογία των σλαβικών γραμμάτων. Ο Χραμπρ αναφέρει ότι οι Σλάβοι μετά τη

βάπτισή τους και για πολύ καιρό ακόμη δεν είχαν γραφή και εξυπηρετούνταν από τα

λατινικά και τα ελληνικά γράμματα. Αλλά ο Χραμπρ αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν

να μπορούν οι Σλάβοι να γράφουν με τα γράμματα αυτά και να αποδίδουν φθόγγους

που δεν υπήρχαν στη λατινική και την ελληνική γλώσσα. Έτσι, αναφέρεται στα

σλαβικά γράμματα: HC = z, 3 = z, ζ = z, ω = s, Ψ = st.

Στο έργο αυτό Περί γραμμάτων ο Χραμπρ υπερασπίζεται μάλλον τη

γλαγολιτική γραφή και όχι την κυριλλική, η οποία είχε βασιστεί στην ελληνική

μεγαλογράμματη γραφή. Επίσης, στο έργο αυτό ο Χραμπρ υπερασπίζεται το

δικαίωμα των Σλάβων να μορφωθούν στη γλώσσα τους.

Ο Χραμπρ εξυμνεί τον Κύριλλο που είναι ο εφευρέτης της γλαγολιτικής

γραφής και λέει ότι ήταν δημιούργημα ενός αγίου και όχι ειδωλολατρικό. Η

Page 8: ΙΣΛ 401.doc

πλειοψηφία των επιστημόνων υποστηρίζουν ότι πρώτη σλαβική γραφή είναι η

γλαγολιτική.

Όσον αφορά τη Σχολή της Αχρίδας: μετά την εκδίωξη των μαθητών του

Κυρίλλου και του Μεθοδίου από τη Μεγάλη Μοραβία μια ομάδα εξόριστων μαθητών

τους , ύστερα από μια σύντομη παραμονή στην αυλή της Πρεσλάβας, στάλθηκε στις

προσαρτημένες στο βουλγαρικό κράτος και μέχρι τότε μάλλον ειδωλολατρικές

περιοχές της βορειοδυτικής Μακεδονίας.

Ο Βόρις (Βούλγαρος ηγεμόνας) θεώρησε ότι ο εκχριστιανισμός των περιοχών

αυτών θα μπορούσε να γίνει ευκολότερα, αν ασκούσαν εκεί ιεραποστολικό έργο, ο

Κλήμης Αχρίδας και ο όσιος Ναούμ → δύο από τους σημαντικότερους μαθητές των

Κυρίλλου και Μεθοδίου.

Στην περιοχή της βορειοδυτικής Μακεδονίας που τους έστειλε ο Βόρις οι

μαθητές του Κυρίλλου και του Μεθοδίου είχαν να επιτελέσουν ένα δύσκολο

ιεραποστολικό έργο, άλλα οι ίδιοι ήταν πλήρως προετοιμασμένοι γι' αυτό, αφού

είχαν στη διάθεσή τους τη σλαβική γραπτή γλώσσα και μεταφρασμένα τα στοιχειώδη

έργα της εκκλησιαστικής γραμματείας (λειτουργικά βιβλία, ομιλίες κ.α.).

Τα κείμενα που προέρχονται από τη Σχολή της Αχρίδας είναι κυρίως

διδακτικοί λόγοι και ομιλίες. Ομιλητικά κείμενα που χρησιμοποιούνταν στη θεία

λειτουργία απευθυνόμενα προς τον παριστάμενο λαό και επίσης εγκωμιαστικοί λόγοι

→ εγκώμια προς του αγίους, όπου επαινούνται οι άγιοι για τα προσόντα τους, τις

πράξεις τους, το βίο τους.

Η περιοχή που έδρασαν ήταν συνδεδεμένη με το Πατριαρχείο

Κωνσταντινουπόλεως , γι' αυτό το λόγο ο Βούλγαος ηγεμόνας Συμεών ζήτησε από

το πατριαρχείο να χειροτονήσει τον Κλήμη επίσκοπο. Το πατριαρχείο δέχθηκε το

αίτημα του Βούλγαρου ηγεμόνα και χειροτόνησε τον Κλήμη επίσκοπο Βελίτσας ή

Βελίτζας → στο βίο του αναφέρεται για πρώτη φορά αυτός ο τίτλος και αυτή η

περιοχή. Κέντρο ιεραποστολικής δράσης του ήταν η Αχρίδα, αλλά δεν του δόθηκε

ποτέ αυτός ο τίτλος.

Τα έργα με τα οποία ασχολήθηκε ο Κλήμης ήταν διδακτικοί λόγοι,

εγκωμιαστικοί λόγοι και ομιλίες. Στα έργα αυτά κυριαρχούν δύο μοτίβα: α) οι

συνεχείς προτροπές για ένα χριστιανικό τρόπο ζωής, την καταπολέμηση της

ειδωλολατρίας και της αποδιδόμενης τιμής στα είδωλα, β) είναι η αδιάλειπτη

προσπάθεια του Κλήμη για την ηθική ανύψωση της κοινωνίας.

Page 9: ΙΣΛ 401.doc

Ο Κλήμης δεν αφήνει καμία ευκαιρία να κηρύξει εναντίον της μέθης, της

συκοφαντίας, της επιορκίας και εναντίον όλων εκείνων των σχέσεων που είναι

απαγορευμένες μεταξύ συγκεκριμένων ατόμων.

Με την κατάλυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους το 971 μ.Χ. μεσολαβεί

ένα διάστημα που από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως μια περίοδος στασιμότητας της

πολιτισμικής εξέλιξης της Βουλγαρίας.

Σταδιακά, τα παραδοσιακά κέντρα της βουλγαρικής λογοτεχνίας (Πρεσλάβα,

Πλίσκα, Αχρίδα) χάνουν τη σημασία τους. Η επιβολή της ελληνικής γλώσσας στην

τέλεση της θείας λειτουργίας ερμηνεύεται από αρκετούς Βούλγαρους ιστορικούς ως

προσπάθεια εξελληνισμού των Βουλγάρων.

Την περίοδο αυτή που μεσολάβησε κάποιοι Βούλγαροι ιστορικοί, κυρίως τη

δεκαετία '60 - '70 - '80, έγραφαν άρθρα για έναν στοχευμένο εξελληνισμό. Κυρίαρχη

πόλη είναι η Αχρίδα. Τότε πρώτος αρχιεπίσκοπος Αχριδών ορίστηκε κάποιος

Ιωάννης, που ήταν ηγούμενος.

Την περίοδο αυτή (από την κατάλυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους το

971 μ.Χ. έως τη σύσταση του δεύτερου βουλγαρικού κράτους το 1185/6 μ.Χ.)

μεταφράζονται στα σλαβικά οι βίοι των δημοφιλών αγίων, όπως είναι ο βίος του

Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Θεοδώρου,

της Αγίας Κυριακής, της Αγίας Παρασκευής κ.α.

Αυτό το διάστημα της βυζαντινής κατοχής στη Βουλγαρία αρχίζει να

αναπτύσσεται και η απόκρυφη γραμματεία (Απόκρυφα Ευαγγέλια). Από τα μέσα του

11ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνα παρατηρείται μια αύξηση στην παραγωγή

της απόκρυφης γραμματείας, κυρίως στην περιοχή της Σόφιας. Το φαινόμενο αυτό

συνεχίζεται και κατά τον 13ο αιώνα. Τα αναγνώσματα στα έργα αυτά είναι στην

ουσία τα απαγορευμένα έργα και κάποια έχουν σχέση με την παιδική ηλικία του

Χριστού.

Το κέντρο της βουλγαρικής γραμματείας κατά το 12ο αιώνα γίνεται η μονή

Ζωγράφου (θεωρείται βουλγαρικό μοναστήρι) στο Άγιον Όρος.

Την περίοδο αυτή (κυρίως το 12ο αιώνα) αρχίζουν να διεισδύουν στην

αγιολογική γραμματεία της βυζαντινής Εκκλησίας και κάποιο άγιοι σλαβικής

καταγωγής. Κυρίως πρόκειται για πρόσωπα που έζησαν και έδρασαν πριν τον

επίσημο εκχριστιανισμό των Σλάβων και τα οποία συνέβαλαν στον εκχριστιανισμό

των Βουλγάρων είτε έγιναν μάρτυρες και ομολογητές της πίστης.

Στους πρώτους Σλάβους χριστιανούς που αναγνωρίστηκαν από την Εκκλησία

ανήκει ο πρίγκιπας Enrarota Vojn (Bojanos), ο οποίος ήταν πρωτότοκος γιος του

Page 10: ΙΣΛ 401.doc

Ομουρτάγ και ο οποίος ασπάστηκε τη χριστιανική πίστη και βρήκε μαρτυρικό θάνατο

το 833 μ.Χ.

Επίσης, βλέπουμε ότι οι Βυζαντινοί αρχίζουν να γράφουν βίους Βουλγάρων

αγίων (π.χ. Άγιος Ιωάννης Ρίλας).

Ο Γεώργιος Σκυλίτζης, βυζαντινός διοικητής στη Σόφια, έγραψε ένα βίο του

αγίου Ιωάννη της Ρίλας. Επίσης, την περίοδο αυτή μεταφράζονται στα βουλγαρικά

διάφορα βυζαντινά χρονικά. Ιδιαίτερα αγαπητό ήταν το χρονικό του Ιωάννη Μαλάλα,

το έπος του Διγενή Ακρίτα, μια ανεκδοτολογική διήγηση για την αυτοκράτειρα

Θεοφανώ.

Την περίοδο αυτή κυρίαρχη ως γλώσσα επίσημη στο χώρο επικοινωνίας είναι

η ελληνική. Η διγλωσσία του ανώτερου στρώματος του βουλγαρικού κλήρου και

κάποιων εκπροσώπων της κοσμικής φεουδαρχικής αριστοκρατίας αποτελεί πολύ

συχνό φαινόμενο. Στη διάδοση, βέβαια, της ελληνικής γλώσσας συνέβαλε και το

μορφωτικό σύστημα, αφού του Βυζάντιο, δηλαδή η Κωνσταντινούπολη, οι μονές

του Αγίου Όρους και διάφορα άλλα βυζαντινά μοναστήρια σε όλο το βυζαντινό χώρο

και στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας παρέμεναν οι πυρήνες μόρφωσης των

Βουλγάρων.

Page 11: ΙΣΛ 401.doc

21-3-2014

Το 893 μ.Χ. ανεβαίνει στην εξουσία ο Συμεών, ο οποίος πολύ γρήγορα

συγκρούεται με το Βυζάντιο. Οι πληροφορίες μας για τις βυζαντινοβουλγαρικές

σχέσεις αυτής της περιόδου προέρχονται από τον Συμεών Λογοθέτη και το συνεχιστή

του Θεοφάνους.

Η πρώτη φάση του πολέμου οριοθετείται χρονικά από το 894 έως το 904. Ο

Συμεών με συνεχείς επιδρομές εναντίον του Βυζαντίου καταστρέφει και λεηλατεί

πόλεις και φρούρια της Θράκης, ενώ το Βυζάντιο, προσπαθώντας να αντιμετωπίσεις

τις επιθέσεις αυτές, ζητά τη βοήθεια των Ούγγρων -μια ανερχόμενη δύναμη αυτής της

περιόδου.

Οι Ούγγροι εισβάλλουν στη Βουλγαρία και λεηλατούν τη χώρα,

καταφέρνοντας έτσι να νικήσουν τους Βουλγάρους. Ο Συμεών αναγκάζεται να

αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Βυζάντιο και προσπαθώντας να εξουδετερώσει τους

Ούγγρους που είχαν εισβάλει στη Βουλγαρία ζητά τη βοήθεια ενός άλλου τουρκικού

λαού, των Πετσενέγκων. Τελικά, υπογράφεται μια ειρήνη το 896, για την οποία δεν

έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες.

Η ειρήνη αυτή δεν διήρκεσε πολύ, γιατί ο Συμεών κατά την πολιορκία της

Θεσσαλονίκης από τους άραβες το 904 προσπάθησε να επωφεληθεί από την ήττα των

Βυζαντινών και να καταλάβει την πόλη. Τελικά, Ο Λέων ο Χοιροσφάκτης

διαπραγματεύεται με το Συμεών και κατορθώνει με τη βία, αλλά και με τη

διπλωματία να απομακρύνει το Συμεών από τη Θεσσαλονίκη.

Η δεύτερη φάση του πολέμου διαρκεί από το 904 έως το 926 και η σύγκρουση

ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Βουλγάρους ήταν σφοδρότατη. Οι περιοχές που

επλήγησαν περισσότερο ήταν και πάλι αυτές της Θράκης.

Τον Αύγουστο του 913 ο Συμεών βρέθηκε έξω από τα τείχη της

Κωνσταντινούπολης, αλλά αντιλήφθηκε ότι το εγχείρημά του να κατακτήσει την

Κωνσταντινούπολη ήταν μάλλον ακατόρθωτο . Γι' αυτό το λόγο ζήτησε

διαπραγματεύσεις με τους Βυζαντινούς. Γνωρίζουμε, λοιπόν, από τις βυζαντινές

πηγές ότι συναντήθηκε με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό. Η συνάντηση αυτή

πιστεύεται ότι έγινε στο Έβδομο.

Σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός έθεσε την

κεφαλή του Συμεών το επιρριπτάριο (η βουλγαρική πλευρά θεωρεί ότι τότε έγινε

στέψη του Συμεών, ενώ κατά πάσα πιθανότητα επρόκειτο για καλυμμαύχι). Αν

γινόταν γάμος ανάμεσα στην κόρη του Συμεών και τον Κωνσταντίνο

Page 12: ΙΣΛ 401.doc

Πορφυρογέννητο, ο Συμεών ως πεθερός του Κωνσταντίνου θα γινόταν

αυτοκράτορας.

Μετά απ' αυτό ο Συμεών επέστρεψε στη Βουλγαρία περιμένοντας να γίνει ο

γάμος που δεν έγινε ποτέ. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός πάντρεψε την κόρη του με τον

Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο και έγινε ο ίδιος συναυτοκράτορας. Αυτό σήμαινε

ματαίωση των σχεδίων του Συμεών, ο οποίος εξοργίστηκε και άρχισε τις επιθέσεις

εναντίον του Βυζαντίου. Αυτές οι επιθέσεις διήρκεσαν μέχρι το 926, οπότε έχουμε

διπλωματικές προσπάθειες του Βυζαντίου για την επίτευξη μιας συνθήκης ειρήνης,

που τελικά υπογράφεται, και το 927 ο Συμεών πεθαίνει. Στο θρόνο ανέρχεται ο γιος

του, Πέτρος.

Ο Πέτρος βασιλεύει από το 927 έως το 969. Δεν διέθετε ούτε τις ηγετικές

ικανότητες του πατέρα του ούτε τις φιλοδοξίες του. Παντρεύτηκε τη Μαρία, εγγονή

του Ρωμανού Λεκαπηνού, αμέσως μόλις ανήλθε στο θρόνο.

Οι στενοί δεσμοί του Πέτρου με το Βυζάντιο ενίσχυσαν την επιρροή του

Βυζαντίου στην πολιτισμική ζωή της Βουλγαρίας. Η ανώτερη τάξη της Βουλγαρίας,

η αριστοκρατία, αρχίζει αυτή την περίοδο να αντιδρά και να αποκτά δύναμη και

επιρροή. Ο Πέτρος χρειάστηκε να καταστείλει δύο φορές απόπειρες των αδελφών του

να τον απομακρύνουν από την εξουσία.

Ο Πέτρος έλαβε από το Βυζάντιο τον τίτλο του βασιλιά των Βουλγάρων.

Πέθανε το 969 και εκείνη την περίοδο το Βυζάντιο προσπαθούσε να ανακτήσει τις

περιοχές που είχε χάσει στη βορειοανατολική Βουλγαρία. Μάλιστα, ο Νικηφόρος

Φωκάς είχε καλέσει Ρώσους μισθοφόρους, με σκοπό να καθυποτάξουν τη Βουλγαρία.

Το Βυζάντιο, λοιπόν, αναγκάστηκε να συγκρουστεί με τους Ρώσους και με

επικεφαλής τον Ιωάννη Τσιμισκή κατόρθωσε να εκδιώξει τους Ρώσους από τη

Βουλγαρία το 971.

Στα γεγονότα που ακολούθησαν το θάνατο του τσάρου Πέτρου αναφέρεται ο

Ιωάννης Σκυλίτζης και απ' αυτόν πληροφορούμαστε ότι οι γιοι του Πέτρου, ο Βόρις

και ο Ρωμανός στάλθηκαν στο Βυζάντιο ως όμηροι (η ομηρία αυτή δε σήμαινε

αιχμαλωσία).

Μερικά χρόνια αργότερα ξεκινά από την περιοχή της βορειοδυτικής

Μακεδονίας μια προσπάθεια ανασύστασης του βουλγαρικού κράτους (οι Βυζαντινοί

συγγραφείς το βλέπουν σαν επανάσταση). Οι τέσσερεις γιοι του κόμητα Νικολάου, οι

Κομητόπουλοι, ξεκινούν μετά το θάνατο του Τσιμισκή τον Ιανουάριο του 976 μια

επανάσταση, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα νέο βουλγαρικό κράτος. Ήταν: ο

Δαυίδ, ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Σαμουήλ.

Page 13: ΙΣΛ 401.doc

Όταν έγινε γνωστή η επανάσταση, οι γιοι του τσάρου Πέτρου που βρίσκονταν

στην Κωνσταντινούπολη έσπευσαν να φτάσουν στη Βουλγαρία, προκειμένου να

ανεβούν στο θρόνο. Στο δρόμο, όμως, ο γιος του Πέτρου, Βόρις, σκοτώθηκε κατά

λάθος από έναν Βούλγαρο, ο οποίος νόμιζε ότι πρόκειται για Βυζαντινό. Ο άλλος

γιος του Πέτρου, ο Ρωμανός, δεν μπορούσε να πάρει το στέμμα, επειδή ήταν

ευνούχος (τον είχαν ευνουχίσει στο Βυζάντιο). [πηγή: Ιω. Σκυλίτζης, 328.11].

Ο Σαμουήλ κατόρθωσε να επεκτείνει την κυριαρχία του στις περιοχές της

Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Αλβανίας, της Ηπείρου. Σ' αυτόν υποτάχθηκαν

ακόμη και οι περιοχές της Ρασκίας και της Διόκλειας.

Πρωτεύουσες του κράτους του Σαμουήλ ήταν διαδοχικά η Έδεσσα, τα

Μογλενά, η Πρέσπα και η Αχρίδα. Ο Σαμουήλ εκμεταλλεύθηκε την αναστάτωση που

επικρατούσε τότε στο Βυζάντιο και κατέλαβε σημαντικές βυζαντινές πόλεις. Η πρώτη

απ' τις ελληνικές πόλεις που υπέστησαν την επίθεσή του ήταν οι Σέρρες.

Ακολούθησε αργότερα η κατάληψη της Βέροιας. Το 985 καταλαμβάνει ύστερα από

επανειλημμένες απόπειρες τη Λάρισα. Μάλιστα, τους κατοίκους της μετέφερε στην

περιοχή της Μακεδονίας. Από τη Λάρισα πήρε το λείψανο του Αγίου Αχιλλείου και

το μετέφερε στην Πρέσπα, όπου και ίδρυσε τον ομώνυμο ναό (γιος του Σαμουήλ

παντρεύτηκε Λαρισαία, όπως μας πληροφορεί ο Σκυλίτζης).

Οι επιδρομές των Βουλγάρων στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία προκαλούν

μεγάλες καταστροφές και παραλύουν τη βυζαντινή διοίκηση στις περιοχές αυτές. Ο

τότε βυζαντινός αυτοκράτορας, ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος (986-1025)

επιτέθηκε εναντίον της Βουλγαρίας. Προσπάθησε να καταλάβει τη Σόφια, αλλά μετά

από πολιορκία 20 ημερών διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να την κυριεύσει. Έτσι,

υπαναχώρησε και κατά την υποχώρησή του υπέστη βαριά ήττα το 986 (τα γεγονότα

αυτά περιγράφει ο Λέων Διάκονος).

Τα επόμενα έτη ο Βασίλειος Β΄ ήταν απασχολημένος με τις επαναστάσεις του

Βάρδα Φωκά και του Βάρδα Σκληρού. Μόλις το 991 επανέρχεται ο αυτοκράτορας

στο μέτωπο της Μακεδονίας. Μέσω Θράκης φτάνει στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε

μάλλον μέχρι τις αρχές του 995. Κατά το διάστημα αυτό έλαβαν χώρα σκληροί

αγώνες με τους Βούλγαρους και το μεγαλύτερο κατόρθωμά του ήταν η ανακατάληψη

της Βέροιας.

Εκείνο το διάστημα ο Βασίλειος είχε επαφές μάλλον με τους Σέρβους και

τους Κροάτες, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα μέτωπο εναντίον του Σαμουήλ,

αλλά οι επαφές αυτές δεν ευδοκίμησαν. Αναγκάστηκε να σταματήσεις τις

επιχειρήσεις του εναντίον του Σαμουήλ και να στραφεί στην Ανατολή, όπου είχαν

Page 14: ΙΣΛ 401.doc

δημιουργηθεί νέες περιπλοκές. Έτσι, ο Σαμουήλ εκμεταλλεύτηκε την απουσία του

βυζαντινού αυτοκράτορα και προήλασε μέχρι την Πελοπόννησο. Κατά την επιστροφή

του, όμως, από την Πελοπόννησο αιφνιδιάστηκε και ηττήθηκε σαπό το στρατηγό

Νικηφόρο Ουρανό.

Στα επόμενα χρόνια θα καταλάβει και το Δυρράχιο. Ο Βασίλειος Β΄

επιστρέφει στο μέτωπο της Μακεδονίας το 1001 και τότε αρχίζει η μεγάλη βυζαντινή

αντεπίθεση την οποία διευθύνει προσωπικά ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Τότε λοιπόν

καταλαμβάνει ο Βασίλειος τη Σόφια και όλα τα γειτονικά κάστρα. Με τον τρόπο

αυτό αποκλείει το Σαμουήλ από τις παλιές παραδουνάβιες κτήσεις, ενώ παράλληλα

Βυζαντινοί στρατηγοί καταλαμβάνουν τις πρωτεύουσες Πλίσκα και Πρεσλάβα.

Στη συνέχεια επιστρέφει ο Βασίλειος στη Μακεδονία και κυριεύει τα Σέρβια.

Εξασφαλίζεται, έτσι, η πρόσβαση προς τη βόρεια Ελλάδα. Με γρήγορο λοιπόν ρυθμό

αποκαθίσταται η βυζαντινή κυριαρχία στη Μακεδονία και μετά από σκληρή μάχη

καταλαμβάνει την Έδεσσα (σλαβική ονομασία: Βοδενά).

Με την κατάληψη διαφόρων περιοχών της Μακεδονίας ο Βασίλειος

κατορθώνει να προχωρήσει και ο επόμενος στόχος του ήταν το Βιδίνιο, ένα κάστρο

πάνω στο Δούναβη. Έπεσε στα χέρια των Βυζαντινών μετά από πολιορκία οκτώ

μηνών. Από εκεί ο Βασίλειος προχώρησε προς το νότο και κοντά στα Σκόπια, στον

ποταμό Αξιό, πέτυχε μια σημαντική νίκη εναντίον του Σαμουήλ, με αποτέλεσμα να

παραδοθούν τα Σκόπια (Σκούποι) το 1004.

Με την κατάληψη των Σκοπίων και των Βοδενών αποκλείστηκαν οι κεντρικές

περιοχές του κράτους του Σαμουήλ. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια συνεχιζόταν ο

πόλεμος ανάμεσα στο Σαμουήλ και το Βασίλειο και κατόρθωσαν οι Βυζαντινοί να

κερδίσουν πάνω από τα μισά εδάφη του κράτους του Σαμουήλ.

Το 1005 ο Βασίλειος κατέλαβε το Δυρράχιο. Το τελειωτικό χτύπημα, όμως,

στο Σαμουήλ δόθηκε στην κλεισούρα Κλειδί το 1014. Εκεί, ο βυζαντινός στρατός

απέσυρε το στρατό του Σαμουήλ, ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει, αλλά ένα μεγάλο

μέρος του στρατού του αιχμαλωτίστηκε. Σύμφωνα με τις πηγές οι Βυζαντινοί

τύφλωσαν 14.000 Βούλγαρους στρατιώτες αφήνοντας έναν μονόφθαλμο ανά 100

άνδρες, που θα τους οδηγούσε στο Σαμουήλ που βρισκόταν στο Πρίλεπο. Στη θέα

των τυφλωμένων στρατιωτών λέγεται ότι έπαθε εγκεφαλικό και πέθανε λίγες μέρες

αργότερα, στις 6 Οκτωβρίου 1014.

Μετά το θάνατο το Σαμουήλ στο θρόνο αναβαίνει ο γιος του, Γαβριήλ

Radomir. Η βασιλεία του Γαβριήλ είναι πολύ σύντομη, γιατί δολοφονήθηκε την

άνοιξη του 1015 από τον εξάδελφό του και διεκδικητή του θρόνου, Ιωάννη Vladislav,

Page 15: ΙΣΛ 401.doc

ο οποίος ανέρχεται στο θρόνο, και οι επιχειρήσεις ανάμεσα στο Βυζάντιο και το

κράτος του Σαμουήλ διαρκούν μέχρι το 1018. Τότε, σε μια επίθεση των Βυζαντινών

εναντίον του Δυρραχίου σκοτώνεται ο Ιωάννης Vladislav και καταλύεται το κράτος

του Σαμουήλ.

Ο Βασίλειος Β΄ εισέρχεται θριαμβευτικά στην Αχρίδα και δέχεται την

υποταγή της χήρας του Ιωάννη Vladislav, καθώς και όλης του της οικογένειας. Ο

Βασίλειος διασχίζει την υποταγμένη χώρα και, τέλος, επισκέπτεται την Αθήνα, όπου

του επιφυλάσσεται μεγάλη υποδοχή και τελείται μια δοξολογία στο ναό του

Παρθενώνα, που ήταν τότε αφιερωμένος στη λατρεία της Παναγίας.

Page 16: ΙΣΛ 401.doc

28-3-2014

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

Επιγραφή του Σαμουήλ: Όσον αφορά την πρώτη επιγραφή, το 1882 κατά τη

διάρκεια οικοδομικών εργασιών στον Άγιο Γερμανό Φλώρινας αποκαλύφθηκε κατά

την εκσκαφή των θεμελίων μια ταφόπλακα, η οποία έφερε μια σλαβική επιγραφή.

Όσον αφορά τη γνησιότητά της, υπάρχουν πολλές αμφισβητήσεις από τον

επιστημονικό κόσμο. Η επιγραφή θεωρήθηκε ότι είναι μεταγενέστερη και μόνο λίγοι

επιστήμονες τη δέχονται ως γνήσια. Το ζήτημα είναι ότι η συγκεκριμένη επιγραφή

δεν ξέρουμε που είναι, άρα δεν μπορούμε να τη βρούμε.

Επιγραφή του Ιβάν Βλαδισλάβου (Vladislav) και ονομάζεται αλλιώς και

επιγραφή της Bitola, επειδή βρέθηκε εκεί. Αυτή αποτελεί μια από τις σημαντικότερες

παλαιοσλαβικές επιγραφές. Ανακαλύφθηκε το 1956 κατά τις εργασίες κατεδάφισης

ενός τζαμιού στη Bitola (Μοναστήρι). Εικάζεται ότι η επιγραφή αυτή ήταν αρχικά

ενσωματωμένη στο τείχος του παλιού οχυρού της Bitola και χρησίμευσε μάλλον από

το έτος 1522 και μετά ως εξωτερικό κατώφλι του τζαμιού. Ήταν μαρμάρινη και

μάλλον γι' αυτό χρησιμοποιήθηκε ως κατώφλι του ναού. Χρονολογείται η επιγραφή

αυτή από το 1017 μ.Χ. και αναφέρεται στην κατασκευή του τείχους της Bitola κατά

το έτος 1015-1016 μ.Χ. επί βασιλείας του Ivan Vladislav και είναι γραμμένη σε

κυριλλική γραφή. Η γνησιότητα της συγκεκριμένης επιγραφής δεν αμφισβητήθηκε

από τον επιστημονικό κόσμο και τα ιστορικά στοιχεία που μας παρέχει είναι πολύ

σημαντικά, γιατί συνδέονται με την ιστορία της Βουλγαρίας.

Ο Ivan Vladislav μετά την κατάκτηση της Αχρίδας από το Βασίλειο Β΄

Βουλγαροκτόνο μετακίνησε την πρωτεύουσά του στην Bitola, σημερινό Μοναστήρι,

αφού η συγκεκριμένη πόλη δεν είχε ακόμη καταληφθεί από τα βυζαντινά

στρατεύματα, προκειμένου να ενισχύσει το τείχος της πόλης εξαιτίας του πολέμου με

το Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο → και αυτό δηλώνεται στην επιγραφή. Μάλιστα

δηλώνεται και η αρχή των εργασιών αποκατάστασης.

Στην επιγραφή αυτή υπάρχει μνεία του Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου, καθώς

και του ίδιου του Ivan Vladislav ως Βούλγαρου τσάρου. Φυλάσσεται στο μουσείο της

Bitola.

Όσον αφορά την 3η επιγραφή, έχει μελετηθεί πολύ, βρέθηκε κοντά στη θέση

Κλειδί και χρονολογείται το 1014 μ.Χ., λίγο μετά το θάνατο του Σαμουήλ. Η

συγκεκριμένη επιγραφή πιστεύεται ότι χαράχθηκε από έναν κάτοικο, για να τιμήσει

το Σαμουήλ.

Page 17: ΙΣΛ 401.doc

Ο αντίκτυπος της κατάστασης της Βουλγαρίας από το Βασίλειο Β΄

Βουλγαροκτόνο ήταν μεγάλος. Το βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας

αποκαταστάθηκε μέχρι το Δούναβη, γιατί και οι υπόλοιπο λαοί της Βαλκανικής

χερσονήσου δέχθηκαν τη βυζαντινή επικυριαρχία.

Γνωρίζουμε ότι οι ηγεμόνες των Κροατών και οι τοπικοί δυνάστες της

Διόκλειας και της Ζαχλουμίας δέχθηκαν την επικυριαρχία του Βυζαντίου

διατηρώντας μια εσωτερική αυτονομία.

Από το 1018 μ.Χ. μέχρι το 1185-1186 μ.Χ. παύει να υφίσταται κάθε μορφής

βουλγαρικό μόρφωμα. Μετά την κατάκτηση της Βουλγαρίας ο Βασίλειος Β΄

οργάνωσε οργάνωσε συστηματικά τη χώρα εντάσσοντάς την στο βυζαντινό

διοικητικό σύστημα. Διαίρεσε τη Βουλγαρία σε δύο θέματα: στα δυτικά έχουμε το

θέμα Βουλγαρίας με έδρα τα Σκόπια και με Βυζαντινό διοικητή, ενώ η παλιά

Βουλγαρία (περιοχή ανάμεσα στο Δούναβη και τον Αξιό) αποτέλεσε το Παρίστριον

θέμα (= παραδουνάβιο).

Υπάρχουν κάποιοι μελετητές που λένε ότι το Παρίστριον θέμα

δημιουργήθηκε λίγο αργότερα. Το Παρίστριον θέμα είχε ως έδρα του τη Δρίστρα (ή

Σιλίστρια) στο Δούναβη. Επίσης, σε θέμα οργανώθηκε και η περιοχή μεταξύ των

ποταμών Δούναβη και του Σάβα, με κέντρο το Σίρμιο (κοντά στο Βελιγράδι).

Την περίοδο αυτή και κυρίως το 10ο αιώνα και μετά εμφανίζεται στα

Βαλκάνια μια αίρεση, η οποία γνωρίζει μεγάλη εξάπλωση κατά τη διάρκεια του

μεσαίωνα και πρόκειται για το βογομιλισμό. Η αίρεση αυτή πρωτοεμφανίστηκε στη

Βουλγαρία το 10ο αιώνα και στη συνέχεια διαδόθηκε στο Βυζάντιο, τη Σερβία, τη

Βοσνία - Ερζεγοβίνη, ενώ επιδράσεις του μπορούμε να δούμε ακόμη και στη Ρωσία,

αλλά και στη δυτική Ευρώπη.

Το όνομά τους οι Βογόμιλοι το πήραν μάλλον από τον ιδρυτή τους, τον

Bogomil, που στα σλαβικά σημαίνει: αυτός που ζητά έλεος, αυτός που ελεεί ο Θεός.

Η φράση "ελέησόν με ο Θεός" χρησιμοποιούνταν συχνά από τους Βογόμιλους

και κάποιοι θεωρούν ότι ίσως προήλθε από εκεί η ονομασία της αίρεσης.

Όσον αφορά στη λατρεία της αίρεσης αυτής, βλέπουμε ότι στηρίχθηκε στις

θεωρίες του παυλικιανισμού και του μεσσαλιανισμού.

Η πίστη των βογομίλων βασιζόταν στο δυισμό, πρόκειται δηλαδή για μια

σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Το κακό το εκπροσωπεί ο Θεός και το

κακό ο γιος του, ο Σαταναήλ ή ο Σατανουήλ.

Η διδασκαλία των βογομίλων διαφέρει από χώρα σε χώρα με τις δύο

κυρίαρχες εκδοχές του να εμφανίζονται στη Βουλγαρία και στο Βυζάντιο.

Page 18: ΙΣΛ 401.doc

Η βουλγαρική εκδοχή του βογομιλισμού υποστήριζε ότι ο Θεός είχε δύο

γιους, το Σαταναήλ και τον Ιησού Χριστό. Ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν, που

αποτελούνταν από πετά ουρανούς και από τέσσερα βασικά στοιχεία: τη γη, το νερό,

τον αέρα και τη φωτιά. Ο Θεός κυβερνούσε μαζί με το γιο του, το Σαταναήλ, το

σύμπαν, τον κόσμο, όμως ο Σαταναήλ θέλησε να υπονομεύσει τον πατέρα του και να

γίνει ίσος μ' αυτόν. Στην προσπάθειά του αυτή, σύμφωνα με την αίρεση έπεισε ένα

μέρος των αγγέλων να εξεγερθούν εναντίον του πατέρα του ∙ και έτσι έγινε. Έπεσε

στη γη ο Σαταναήλ και δημιούργησε διάφορα πράγματα. Λέγεται ότι έπλασε και τον

άνθρωπο, αλλά δεν μπορούσε να του δώσει ζωή και έτσι ζήτησε τη βοήθεια του

πατρός του.

Κακό → η ύλη (από το Σαταναήλ)

Καλό → το πνεύμα (από το Θεό)

Για να καταπολεμήσει το κακό, ο Θεός έστειλε στη γη το γιο του Ιησού

Χριστό.

Η βυζαντινή εκδοχή του βογομιλισμού εμφανίζει πιο ισχυρό το στοιχείο του

δυισμού. Σ' αυτόν θεωρείται ότι το καλό και το κακό δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα.

Η πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό θα συνεχίζεται για πάντα και δεν έχει τέλος.

Σύμφωνα με τους βυζαντινούς βογόμιλους δεν υπάρχει Δευτέρα Παρουσία και

πιστεύουν ότι με τη στάση ζωής τους μπορούν να ενισχύσουν το καλό. Γενικά,

υποστηρίζουν ότι οι ίδιοι οι Βογόμιλοι ήταν οπαδοί του Χριστού, ενώ όλοι οι

υπόλοιποι Χριστιανοί, καθώς και η οργανωμένη εκκλησίας τους είναι οπαδοί του

Σαταναήλ με κέντρο την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης.

Οι βογόμιλοι (και Βούλγαροι και Βυζαντινοί) απέρριπταν τη δομή και την

οργάνωση της Εκκλησίας, γιατί τη θεωρούσαν επινόηση του Σαταναήλ. Έτσι,

αρνούνταν και την ύπαρξη των αγίων, τη χρήση των εικόνων, ενώ ο σταυρός

απορριπτόταν ως μέσο σταύρωσης του Χριστού.

Όσον αφορά το Χριστό, αρνούνταν τη θεία γέννηση και την ανθρώπινη φύση

του Χριστού και την Παναγία τη θεωρούσαν ως απλή γυναίκα. Αναφορικά με την

Αγία Τριάδα υποστήριζαν ότι ο υιός και το Άγιο Πνεύμα ήταν δύο διαφορετικά

ονόματα του πατρός και όχι διαφορετικές υποστάσεις.

Από την Αγία Γραφή απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη, εκτός από τους

Ψαλμούς. Την Καινή Διαθήκη την αποδέχονταν δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο

Ευαγγέλιο του Ιωάννη, καθώς και σε δικά τους απόκρυφα Ευαγγέλια. Όλοι οι

βογόμιλοι απέρριπταν τα θεία μυστήρια της Εκκλησίας (και Βυζαντινοί και

Βούλγαροι). Ειδικά για το βάπτισμα, αρνούνταν τη χρήση του νερού, γιατί θεωρούαν

Page 19: ΙΣΛ 401.doc

το νερό υλικό στοιχείο και έργο του Σαταναήλ. Τοποθετούσαν τα χέρια τους πάνω

στο νεοβαπτιζόμενο → αυτό συμβόλιζε το οριστικό σχίσμα των βογομίλων με την

επίσημη Εκκλησία.

Όσον αφορά τη ζωή τους, οι βογόμιλοι ακολουθούσαν μια αυστηρά ασκητική

ζωή απορρίπτοντας όμως το μοναχισμό. Αποδέχονταν από τις προσευχές μόνο την

προσευχή της Κυριακής και οι πιστοί της αίρεσης του βογομιλισμού προσεύχονταν

καθημερινά τέσσερεις φορές την ημέρα και τέσσερεις φορές τη νύχτα, προσπαθώντας

να καταπολεμήσουν τα ελαττώματά τους και να αγαπήσουν περισσότερο τους

συνανθρώπους τους [ τέλος κράτους Σαμούηλ].

2ο Βουλγαρικό κράτος

Το διάστημα που μεσολάβησε από το 1018 - 1185 μ.Χ. σημειώθηκαν δύο

εξεγέρσεις στα εδάφη του πρώην κράτους του Σαμουήλ, οι οποίες όμως δεν

κατόρθωσαν να ανασυστήσουν το βουλγαρικό κράτος. Η πρώτη ήταν η επανάσταση

που έγινε γύρω στο 1040 μ.Χ. από τον Πετρογελεάνο. Η δεύτερη επανάσταση έγινε

γύρω στο 1071/1072 μ.Χ. και ο Κωνσταντίνος Βοδίνος πρωτοστάτησε σ' αυτή.

SOS Η πρώτη σοβαρή εξέγερση που οδήγησε στη δημιουργία του 2ου

βουλγαρικού κράτους έλαβε χώρα το 1185-1186 μ.Χ. Αιτία για την εξέγερση αυτή

στάθηκε η βαριά φορολογία που επέβαλε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄

(1185-1195 μ.Χ.) στους κατοίκους της περιοχής της Βουλγαρίας, προκειμένου να

καλύψει τα έξοδα για το γάμο του με την κόρη του βασιλιά της Ουγγαρίας, τη

Μαργαρίτα. Συγκεκριμένα, ο πληθυσμός των βουλγαρικών περιοχών έπρεπε να

παραχωρήσει τα κοπάδια του για τις γαμήλιες εκδηλώσεις. Τη δυσαρέσκεια του

βουλγαρικού πληθυσμού εκμεταλλεύτηκαν δύο αδέλφια, ο Πέτρος και ο Ασέν

Ιωάννης Α΄ ή Ασάν Α΄ → ιδρυτές δυναστείας Ασενιδών.

Τα δύο αυτά αδέλφια ήταν βουλγαροκουμανικής καταγωγής και υποκίνησαν

το λαό σε εξέγερση. Η επανάσταση εξ' αρχής δεν είχε εθνικό χαρακτήρα, αλλά έγινε

επειδή αυτοί οι αδελφοί είχαν ζητήσει από το βυζαντινό αυτοκράτορα να τους

παραχωρήσει διάφορα εδάφη με τη μορφή πρόνοιας. Αρνήθηκε να τους δώσει εδάφη

με τη μορφή πρόνοιας και έτσι τα δύο αδέρφια υποκίνησαν λαϊκές ομάδες, οι οποίες

δυσανασχετούσαν από τους φόρους, σε εξέγερση.

Αρχικά, η αντιμετώπιση της εξέγερσης από το βυζαντινό αυτοκράτορα ήταν

επιτυχής, αλλά ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ έκανε το λάθος να αποσύρει πολύ

γρήγορα τα στρατεύματα από τις περιοχές που είχαν επαναστατήσει και έτσι

Page 20: ΙΣΛ 401.doc

κατάφεραν οι Βούλγαροι να ξαναγίνουν κύριοι εκτεταμένων εδαφών στη

βορειοανατολική Βουλγαρία.

Το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να ελέγξει την κατάσταση, γιατί οι Βούλγαροι είχαν

την υποστήριξη των Κουμάνων. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας αναγκάστηκε να

συνθηκολογήσει με τους Βουλγάρους και η ανακωχή επικυρώθηκε με την παράδοση

στους Βυζαντινούς του μικρότερου αδερφού τους, του Καλογιάν, ως ομήρου. Με την

πράξη αυτή οι Βυζαντινοί αναγνωρίζουν τη δημιουργία ενός νέου βουλγαρικού

κράτους, που εμείς το ονομάζουμε β΄ βουλγαρικό κράτος.

Πολύ γρήγορα τα σύνορα του βουλγαρικού κράτους επεκτείνονται και

βλέπουμε τα βορειοδυτικά σύνορα του κράτους και φτάνουν μέχρι το Βελιγράδι, τα

ανατολικά μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, στο βορά επεκτείνονται μέχρι το Δούναβη και

στο νότο μέχρι τη Σόφια και το Μελένικο.

Οι επιτυχίες αυτές των δύο αδερφών προκάλεσαν το φθόνο των βογιάρων, οι

οποίοι έβλεπαν ότι με την ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας κινδυνεύει η ιδιοκτησία,

αλλά και η ίδια η θέση τους. Γι' αυτό το λόγο δολοφόνησαν τον Ασέν το 1196 μ.Χ.

και ένα χρόνο αργότερα τον αδερφό του, Πέτρο.

Τώρα την εξουσία έρχεται να αναλάβει ο τρίτος αδελφός, ο Καλογιάν, ο

οποίος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη (Καλογιάν, Ιωαννίτζης, Σκυλογιάννης →

ονομασίες αυτού, λέγεται και Ιωάννης Ρωμαιοκτόνος).

Η πορεία του Καλογιάν ήταν επεκτατική. Πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό

στρατιωτικό ηγέτη, ο οποίος κατόρθωσε να μεγαλώσει το κράτος της Βουλγαρίας

ακόμη περισσότερο. Κατέκτησε ένα μέρος της Ροδόπης, της Μακεδονίας και του

Κοσσυφοπεδίου.

Ο Καλογιάν εκμεταλλεύτηκε με πολύ καλό τρόπο την κατάσταση που

δημιουργήθηκε εξαιτίας της Δ΄ σταυροφορίας. Ζήτησε από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ να

χρίσει τον επίσκοπο Ζαγοράς ως αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας το 1203 (Σεπτέμβριο),

ενώ ο ίδιος στέφθηκε βασιλιάς και αυτοκράτορας Βουλγάρων και Βλάχων το 1203 ή

1204.

Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204

μ.Χ. ο Καλογιάν πλησίασε τη λατινική εξουσία της Κωνσταντινούπολης και τους

ζήτησε συνεργασία, αυτοί όμως απέρριψαν τις προτάσεις του Καλογιάν, επειδή

θεωρούσαν την αυτοκρατορία τους ως διάδοχο της βυζαντινής αυτοκρατορίας και

έτσι πίστευαν ότι τα εδάφη της Βουλγαρίας θα έπρεπε να ενσωματωθούν στη

λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης.

Page 21: ΙΣΛ 401.doc

Ο Καλογιάν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο από τους Λατίνους και γι' αυτό

προσπαθεί να προσεγγίσει το Βυζάντιο. Μάλιστα, το 1205 μ.Χ. συγκρούεται ο

Καλογιάν στη Θράκη με το Λατίνο αυτοκράτορα, το Βαλδουίνο. Η μάχη τελείωσε με

την ήττα του Βαλδουίνου και την αιχμαλωσία του ίδιου, αλλά και τμήματος του

στρατού του. Τότε ο Καλογιάν στρέφεται και εναντίον των Λατίνων της

Θεσσαλονίκης. Κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβρη του 1207 μ.Χ. ο

Καλογιάν δολοφονείται μπροστά στα τείχη της Θεσσαλονίκης από έναν Κουμάνο

υπαρχηγό του. Στις πηγές, βέβαια, ο θάνατός του οφείλεται σε θεϊκή παρέμβαση του

Αγίου Δημητρίου.

Page 22: ΙΣΛ 401.doc

4-4-2014

Μετά το θάνατο του Καλογιάν είναι περίοδος αναταραχής για τη Βουλγαρία

και τον διαδέχεται στο θρόνο ο Βορίλος (Boril). Τότε έχουμε μια σύνοδο στο

Τύρνοβο το 1211 και μετά τη σύνοδο γράφτηκε το λεγόμενο Συνοδικό του Βορίλου.

Συντάχθηκε βάσει του Συνοδικού της Ορθοδοξίας και γίνεται μνεία, επίσης, σ’ όλους

τους ηγεμόνες που στήριξαν την Εκκλησία (και μονές και ιδρύματα), καθώς επίσης

και στους αγίους της βυζαντινής εκκλησίας και γενικά στους ανθρώπους που

προσέφεραν δωρεές και υπηρεσίες στην Εκκλησία.

Κατά τον ίδιο τρόπο αναθεματίζονται όλοι οι εχθροί της Εκκλησίας.

Πρόκειται συνήθως για αιρετικούς που έδρασαν στο βυζαντινό έδαφος.

Τον 13ο αλλά και τον 14ο αιώνα πρέπει να σημειώσουμε ότι η επίσημη

γλώσσα επικοινωνίας ανάμεσα στα κράτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι η

ελληνική. Η διγλωσσία του ανώτερου στρώματος του βουλγαρικού κλήρου αποτελεί

ένα συχνό φαινόμενο. Στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας συνέβαλε και το

μορφωτικό σύστημα εκείνης της περιόδου. Το Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη, μονές

Αγίου Όρους, μοναστήρια σ’ όλη τη βαλκανική χερσόνησο) παραμένει ο πυρήνας

μόρφωσης των Βουλγάρων.

Θεωρείται ότι ο τσάρος Ιωάννης Ασέν Β΄ (1218-1241), αλλά και ο Ιωάννης

Αλέξανδρος γνώριζαν πολύ καλά την ελληνική γλώσσα και συνέτασσαν έγγραφα στα

ελληνικά. Έχουν σωθεί χρυσόβουλα του Αγίου Όρους ή άλλων βυζαντινών μονών.

Οι Βούλγαροι, όταν είχαν την οικονομική ευχέρεια, προτιμούσαν τα παιδιά τους να

μορφωθούν σε ελληνικά σχολεία ή να έχουν βυζαντινούς δασκάλους.

Η περίοδος που διακρίνεται για μια πνευματική αναλαμπή της

Βουλγαρίας είναι αυτή κατά την οποία βρέθηκε στην εξουσία ο τσάρος Ιωάννης

Αλέξανδρος. Με τον τσάρο αυτό το βουλγαρικό κράτος έζησε μια τελευταία

αναλαμπή. Ο ίδιος, πριν ανεβεί στο θρόνο του Τυρνόβου, ήταν δεσπότης του Lovec

και στο θρόνο ανέβηκε κατόπιν απόφασης των βογιάρων, οι οποίοι ανέτρεψαν τη

σύζυγο του τσάρου Μιχαήλ Σισμάν και τοποθέτησαν τον τσάρο Ιωάννη Αλέξανδρο

(1331-1371).

Ο νέος τσάρος ξεκίνησε αρχικά τη βασιλεία του με μια εκστρατεία εναντίον

της βυζαντινής αυτοκρατορίας και πέτυχε να ανακτήσει πόλεις στην περιοχή της

Ζαγοράς, καθώς και πόλεις της Μαύρης Θάλασσας μέχρι τη Σωζόπολη.

Ο Ιωάννης Αλέξανδρος υπέγραψε μια συνθήκη με το Βυζάντιο, που

ενδυναμώθηκε με τον αρραβώνα του γιου του, του Ιωάννη Ασέν, που ήταν τότε 10

Page 23: ΙΣΛ 401.doc

ετών, με την κόρη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου, τη

Μαρία, που ήταν τότε 4 ετών. Μετά από πέντε χρόνια, το 1337, έγινε ο γάμος.

Ο θάνατος του Ανδρόνικου στις 15 Ιουνίου 1341 ήταν η αρχή μιας δύσκολης

πολιτικής και κοινωνικής κρίσης για το Βυζάντιο, που οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο,

όταν στις 26 Οκτωβρίου 1341 ο Ιωάννης Καντακουζηνός ανακηρύχθηκε

αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο, παραμερίζοντας τον ανήλικο Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο.

Από το 1341 και μετά δημιουργούνται πολλά προβλήματα στο Βυζάντιο και θίγονται

περισσότερο οι πόλεις της Θράκης και της Ροδόπης.

Κατά την περίοδο αυτή ο Ιωάννης Αλέξανδρος βρήκε την ευκαιρία να

προσαρτήσει στο βουλγαρικό κράτος κάποιες περιοχές, οι οποίες ανά τακτά χρονικά

διαστήματα πήγαιναν προς τον Ιωάννη Αλέξανδρο και μετά γύριζαν πάλι πίσω στο

Βυζάντιο.

Τον 14ο αιώνα διεισδύει μέσω του Βυζαντίου η διδασκαλία του ησυχασμού

και στη Βουλγαρία. Ο Γρηγόριος Παλαμάς θεωρείται ο απολογητής του ησυχασμού

και το έργο του είναι δυσνόητο. Οι προσωπικότητες που έπαιξαν ρόλο είναι ο

Γρηγόριος Σιναΐτης, που θεωρείται διδάσκαλος του ησυχασμού, και ο Γρηγόριος

Παλαμάς.

Ο Γρηγόριος Σιναΐτης έγραψε αρκετά έργα σχετικά με πρακτικές συμβουλές

για τους ησυχαστές και τα έργα του σε σχέση μ’ αυτά του Γρηγορίου Παλαμά είναι

πολύ σύντομα και ευκολονόητα. Ο ίδιος ήταν μάλλον γνωστός στους

εκκλησιαστικούς κύκλους της Βουλγαρίας, πριν ο ίδιος έρθει στη Βουλγαρία και

εγκατασταθεί σε μια περιοχή που ονομαζόταν Παρόρια και ιδρύσει το μοναστικό

κέντρο του.

Σημαντικοί Βούλγαροι μαθητές του Γρηγορίου Σιναΐτη ήταν ο Θεοδόσιος

Τυρνόβου και ο Ρωμύλος Βιδινίου.

Ο Θεοδόσιος Τυρνόβου μυήθηκε στην ησυχαστική διδασκαλία και με τη

σειρά του έγινε δάσκαλος στη δεύτερη γενιά των Βουλγάρων ησυχαστών. Ο ίδιος

ίδρυσε μια μονή, το Κελιφάρεβο, που βρισκόταν γύρω στα 14 χλμ. Νότια του

Τυρνόβου γύρω στο 1350. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ο αριθμός των

μαθητών του Θεοδοσίου Τυρνόβου αυξήθηκε πάρα πολύ και μάλιστα οι μαθητές του

δεν ήταν μόνο Βούλγαροι, αλλά και Σέρβοι, Ρώσοι και ίσως υπήρχαν και κάποιοι από

τη Μολδαβία και τη Βλαχία. Ο Θεοδόσιος Τυρνόβου ήταν, επίσης, δάσκαλος μιας

άλλης σημαντικής προσωπικότητας για τη Βουλγαρία, του Ευθύμιου Τυρνόβου.

Ο Ευθύμιος Τυρνόβου ήρθε σε επαφή με ησυχαστικές ιδέες και υπήρξε ο

συνεχιστής της ησυχαστικής διδασκαλίας μετά το θάνατο του Θεοδοσίου Τυρνόβου.

Page 24: ΙΣΛ 401.doc

Ο Ευθύμιος Τυρνόβου ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο της Βουλγαρίας το 1375 και

παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την άλωση του Τυρνόβου από τους Τούρκους το

1393. Ως ησυχαστής πατριάρχης προσπάθησε να καταπολεμήσει τις διάφορες

αιρέσεις που ταλάνιζαν εκείνη την περίοδο την Εκκλησία και ο ίδιος έγινε ιδρυτής

της μονής της Αγίας Τριάδας στα περίχωρα του Τυρνόβου. Η μονή αυτή αποτέλεσε

λογοτεχνικό φυτώριο και η φήμη της σχολής του Τυρνόβου διαδόθηκε και στους

επόμενους αιώνες.

Ο Ευθύμιος Τυρνόβου και η σχολή του χαρακτηρίζονται από πολλή αγάπη για

τα ελληνικά γράμματα. Ο Ευθύμιος συνδεόταν με τον πατριάρχη Κάλλιστο Α΄,

καθώς και με πολλούς εκκλησιαστικούς άνδρες του Βυζαντίου. Είναι ο γνωστός

κύκλος των ησυχαστών, που φτάνουν σε υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα.

Ο Ευθύμιος Τυρνόβου έγραψε τους βίους πολλών αγίων και όλοι αυτοί

παρουσιάζονται ως ησυχαστές. Εδώ παρατηρείται το φαινόμενο της πλοκής του

λόγου. Τι ήταν → χρησιμοποιείται στα ελληνικά κείμενα, πρόκειται για εγκώμια και

οι συγγραφείς προσπαθούν με τη χρήση λέξεων που προέρχονται από την ίδια

οικογένεια (ίδια ρίζα) να δημιουργήσουν έναν ήχο κατά την ανάγνωσή τους και

αφήνουν στον αναγνώστη έναν καλό ήχο → αυτά εμφανίζονται τώρα στα ησυχαστικά

κείμενα.

Μια άλλη πολύ σημαντική ησυχαστική προσωπικότητα ήταν ο Ρωμύλος

Βιδινίου, που μετά την κατάκτηση του Τυρνόβου έφυγε για τη Σερβία. Στην ομάδα

των Βουλγάρων ησυχαστών συγκαταλέγεται και ο Ιωάσαφ Βιδινίου και ο Κυπριανός

Τσάμπλακ.

Όσον αφορά το Ρωμύλο Βιδινίου, τις πληροφορίες τις αντλούμε από έναν

μαθητή του. Ο βίος του σώζεται και στα ελληνικά και στα σλαβικά.

Ο Ευθύμιος Τυρνόβου είναι ο τελευταίος πατριάρχης του Τυρνόβου.

Η περίοδος μετά την άλωση του Τυρνόβου από τους Οθωμανούς ήταν

ιδιαίτερα δύσκολη για τους λόγιους της Βουλγαρίας. Πολλοί απ’ αυτούς πήγαν στο

Βιδίνι, το οποίο έπεσε στα χέρια των Τούρκων τρία χρόνια αργότερα, το 1396, ενώ

άλλοι μετανάστευσαν στη Σερβία, στη Ρωσία αλλά και στο Βυζάντιο.

Page 25: ΙΣΛ 401.doc

11-4-2014

Μεγάλη Μοραβία (σημαντικό κράτος) → το πρώτο γνωστό οργανωμένο

σλαβικό κράτος στην κεντρική Ευρώπη. Για τις αρχές του κράτους αυτού δεν έχουμε

πολλές πληροφορίες. Το κράτος της Μεγάλης Μοραβίας δημιουργήθηκε μετά τα τέλη

του 8ου αιώνα και συγκεκριμένα μετά την καταστροφή του βασιλείου των Αβάρων

στο μέσο του 9ου αιώνα.

Στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα δημιουργήθηκαν δυο ηγεμονίες. Η μία από

αυτές βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής νοτιοδυτικής Σλαβονίας υπό τη

διακυβέρνηση του ηγεμόνα Pribina, ενώ η άλλη βρισκόταν στην περιοχή της Μ.

Μοραβίας υπό τον ηγεμόνα Mojmir A΄. Το 830 ο Mojmir διώχνει τον Pribina από την

πρωτεύουσα του κράτους του, τη Νίτρα, και ενώνει τις δυο αυτές ηγεμονίες. Με την

ένωση των δύο ηγεμονιών το κράτος της Μοραβίας αρχίζει να ισχυροποιείται και

κατά τη βασιλεία του διαδόχου του Mojmir Α΄, του Ραστισλάβ, αρχίζει να παίζει

σημαντικό ρόλο στην Ευρώπη.

Η φραγκική αυτοκρατορία δε θέλει την ισχυροποίηση και επέκταση του νέου

αυτού σλαβικού βασιλείου και γι' αυτό το λόγο ο Ραστισλάβ προσπάθησε να

αποδυναμώσει τη φραγκική πολιτισμική και πολιτική επιρροή με την απόκτηση

εκκλησιαστικής αυτονομίας. Αρχικά, ο Ραστισλάβ απευθύνθηκε προς τον Πάπα

ζητώντας τη δημιουργία της μοραβικής Εκκλησίας, αλλά όταν κατάλαβε ότι η στάση

του Πάπα ήταν αρνητική, στράφηκε προς το Βυζάντιο στέλνοντας μια πρεσβεία το

έτος 862/863 και ζήτησε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ την αποστολή ενός

Βυζαντινού επισκόπου και διδασκάλου, για να διδάσκει τη χριστιανική θρησκεία και

γλώσσα του λαού. Τελικά, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ και ο πατριάρχης

Φώτιος το 863/864 αποφάσισαν να στείλουν στη Μ. Μοραβία τους Θεσσαλονικείς

αδελφούς Κωνσταντίνο (Κύριλλο) και Μεθόδιο.

Όταν έφτασε η Πρεσβεία στο Βυζάντιο και συναντήθηκε με τον πατριάρχη

Φώτιο και τον αυτοκράτορα, η αρχική σκέψη των Βυζαντινών ήταν ότι δεν

μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ανεξάρτητη Εκκλησία εκεί. Κατόπιν σκέψεως

αποφάσισαν τελικά το 863-864 ο Μιχαήλ Γ' και ο πατριάρχης Φώτιος να στείλουν

στη Μεγάλη Μοραβία τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κωνσταντίνο (ή Κύριλλο, το

μοναχικό του όνομα) και Μεθόδιο.

Όταν τα δύο αδέλφια συναντήθηκαν με τον αυτοκράτορα, τον ρώτησαν αν οι

Σλάβοι διέθεταν γραφή, στην οποία θα προσπαθούσαν να μεταφράσουν τα διάφορα

λειτουργικά βιβλία, προκειμένου να ασκήσουν την ιεραποστολή τους. Η απάντηση

Page 26: ΙΣΛ 401.doc

ήταν αρνητική. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το χωρίο από το βίο του Κυρίλλου

σχετικά μ' αυτά.

Ο Μεθόδιος είχε υπηρετήσει αρχικά ως διοικητής μιας σκλαβηνίας (οι

σκλαβηνίες ήταν πολιτικά αυτόνομες νησίδες σλαβικού πληθυσμού διάσπαρτες

ανάμεσα σε Έλληνες) και αργότερα έγινε μοναχός στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας.

Ο Κωνσταντίνος είχε από την αρχή πνευματικά ενδιαφέροντα. Μετά τις

πρώτες σπουδές του στη Θεσσαλονίκης πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου

μαθήτευσε κοντά σε λαμπρούς δασκάλους της εποχής. Μάλιστα υπάρχει η υπόθεση

ότι ήταν ίσως μαθητής του πατριάρχη Φωτίου και του Λέοντα του μαθηματικού. Ο

Κωνσταντίνος ανέλαβε να διδάξει φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη μάλλον πριν

το 855 μ.Χ. Στο βίο του γράφει ότι δίδαξε την έσω & έξω φιλοσοφία, δηλαδή την

κοσμική και την ιερή φιλοσοφία.

Και οι δύο ήταν φορείς του ελληνικού πολιτισμού και του βυζαντινού

ουμανισμού τον 9ο αιώνα. Πίστευαν και οι δύο στην οικουμενική ιδέα του

Βυζαντίου. Και οι δύο αδελφού γνώριζαν σλαβικά πριν την αποστολή τους στη

Μεγάλη Μοραβία. Υπάρχει η άποψη ότι η μητέρα τους ήταν σλαβικής καταγωγής.

Δεν υπάρχει, ωστόσο, ξεκάθαρη νύξη γι' αυτό.

Ο Κωνσταντίνος γνωρίζει και πολλές άλλες γλώσσες, όπως τα λατινικά, τα

αραβικά, τα συριακά, τα εβραϊκά, καθώς και άλλες ανατολικές γλώσσες. Ήταν από τα

πιο μορφωμένα άτομα της εποχής του. Χρησιμοποιείται σε διπλωματικές αποστολές

του Βυζαντίου. Το 851 είχε αναλάβει μια πρεσβεία στους Άραβες με εντολή του

αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄. Εκεί είχε έναν σημαντικό διάλογο με τους μωαμεθανούς,

όσον αφορά το δόγμα της Αγίας Τριάδας. Το 860-861 ανέλαβε μαζί με το Μεθόδιο

μια νέα αποστολή στους Χαζάρους.

Η αποστολή αυτή, σύμφωνα με το βίο του Κυρίλλου, είχε θρησκευτικούς

σκοπούς. Εκείνη την περίοδο ασκούσε στη Χαζαρία ισχυρή επίδραση η ιουδαϊκή

θρησκεία, ενώ παράλληλα είχε διαδοθεί ο χριστιανισμός και ο μωαμεθανισμός. Ο

χαγάνος των Χαζάρων αμφιταλαντευόταν ανάμεσα σ' αυτές τις θρησκείες και ζήτησε

από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ να του στείλε έναν άνδρα ικανό, για να

συζητήσει μαζί του τα θέματα των Γραφών. Ο Κωνσταντίνος (Κύριλλος) και ο

Μεθόδιος έφτασαν στη χώρα των Χαζάρων, κήρυξαν το χριστιανισμό και

αντέκρουσαν τις ιουδαϊκές αντιλήψεις.

Προφανώς η αποστολή στη Μεγάλη Μοραβία ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο

από την πλευρά του Βυζαντίου, για να διαδοθεί ο χριστιανισμός σε διάφορους

σλαβικούς λαούς.

Page 27: ΙΣΛ 401.doc

Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος μαζί με λίγους μαθητές τους έφτασαν στη

Μοραβία μάλλον το καλοκαίρι του 864. Εκεί εργάστηκαν για τη διάδοση του

χριστιανισμού και την οργάνωση της νέας Εκκλησίας. Καταπολέμησαν τα κατάλοιπα

της ειδωλολατρίας, εδραίωσαν το χριστιανισμό, εκπαίδευσαν μαθητές και

εκκλησιαστικά στελέχη από τον ντόπιο πληθυσμό και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Στη Μεγάλη Μοραβία τα δύο αδέλφια και οι μαθητές τους άρχισαν να

μεταφράζουν στα σλαβικά την Αγία Γραφή και άλλα λειτουργικά βιβλία. Αντίθετα

από το γερμανικό κλήρο, τα δύο αδέλφια κήρυξαν τη νέα θρησκεία στη σλαβική

γλώσσα και αυτό έκανε το κήρυγμά τους και τη λειτουργία άμεσα κατανοητή από το

λαό και εξασφάλισε μεγάλη επιτυχία στο έργο τους. Από την άλλη, βέβαια, αυτό το

γεγονός προκάλεσε το φθόνο των Φράγκων, οι οποίοι έβλεπαν να μειώνεται η

πολιτική και θρησκευτική επιρροή τους. Το 867 οι αδελφοί έφυγαν από τη Μοραβία

και πήγαν στην Παννονία, όπου έμειναν για έξι μήνες. Εκεί δίδαξαν το χριστιανισμό

και έγιναν δεκτοί από τον ηγεμόνα της Παννονίας με μεγάλες τιμές.

Ύστερα από διαμονή έξι μηνών, πήγαν στη Βενετία, ίσως με σκοπό να

επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη. Στη Βενετία, όμως, οι Λατίνοι κληρικοί τους

έθεσαν υπό περιορισμό και ο πάπας Νικόλαος Α΄ τους κάλεσε στη Ρώμη, για να

ελέγξει το έργο και τη δράση τους.

Μέχρι τότε επικρατούσε το δόγμα της τριγλωσσίας. Αυτό σήμαινε ότι οι

τρεις αγιασμένες γλώσσες, στις οποίες μπορούσε να δοξάζεται το όνομα του Θεού

ήταν η εβραϊκή, η ελληνική και η λατινική. Για ποιο λόγο ήταν αυτές; → γιατί στο

σταυρό υπήρχαν αυτές οι τρεις γλώσσες. Το δόγμα αυτό της τριγλωσσίας είχε

επανειλημμένα καταδικαστεί από την Εκκλησία της Δύσης στα τέλη του 8ου και στις

πρώτες δεκαετίες του 9ου αιώνα. Ωστόσο, φαίνεται ότι το δόγμα αυτό το αναβίωνε

τώρα ο γερμανικός κλήρος. Με τον τρόπο αυτό η σλαβική γλώσσα αποκλειόταν

οριστικά από το να θεωρείται ιερή γλώσσα και η κυριλλομεθοδιανή αποστολή

προσέκρουε στο ζήτημα αυτό.

Μέχρι τα δύο αδέλφια να φτάσουν στη Ρώμη για να συναντηθούν με τον

πάπα, ο Νικόλαος Α΄ είχε πεθάνει και τον είχε διαδεχθεί ο πάπας Αδριανός Β΄. Ο

πάπας αυτός ήταν ευνοϊκά κείμενος προς τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο και μάλιστα

όταν έμαθε ότι τα δύο αδέλφια έφεραν μαζί τους τα λείψανα του Αγίου Κλήμεντος,

πάπα Ρώμης (88-97 μ.Χ.), που τα βρήκαν στη Χερσώνα. Αυτό βέβαια είναι λίγο

περίεργο. Τους δέχθηκε, έτσι, ο Ανδριανός και μάλιστα τέλεσε τη θεία λειτουργία

στη σλαβική γλώσσα, αναγνωρίζοντας έτσι τη μεγάλη προσφορά τους και

απομακρύνοντας κάθε υποψία για το ανίερο της σλαβικής γλώσσας και την

Page 28: ΙΣΛ 401.doc

ακαταλληλότητά της για τη λειτουργική ζωή. Μάλιστα, λέγεται στο βίο ότι ο πάπας

εναπόθεσε στην Αγία Τράπεζα τα βιβλία που είχαν φέρει.

Ο πάπας Αδριανός χειροτόνησε το Μεθόδιο ιερέα και ενέθεσε σε δύο άλλους

επισκόπους να χειροτονήσουν τρεις ιερείς από τους Σλάβους μαθητές των δύο

αδελφών. Αυτή ήταν μια σημαντική πράξη.

Τα οφέλη από την αναγνώριση της σλαβικής γραφής ήταν ότι η παπική αυτή

έγκριση, όσον αφορά τη γραφή, αφαιρούσε από το Βυζάντιο την αποκλειστικότητα

στην αναγνώριση των εθνικών γλωσσών στην εκκλησιαστική ζωή. Επίσης, οι

εκκλησιαστικές περιφέρειες της Βαυαρίας θα αναγκάζονταν να περιορίσουν τα

δικαιώματά τους πάνω στους Σλάβους, αφού οι Σλάβοι ικανοποιούνταν πλέον από τη

στάση του πάπα.

Στη Ρώμη τα δύο αδέλφια και οι συνοδοί τους έμειναν μάλλον σε ένα από τα

πολλά ελληνικά μοναστήρια που υπήρχαν εκεί. Υπήρχε παροικία στη Ρώμη, εύρωστη

οικονομικά, από τον 6ο έως το 10ο αιώνα. Ο Κωνσταντίνος, όμως, εξασθενημένος

από τα πολλά ταξίδια και τη συνεχή εργασία αρρώστησε και πέθανε στη Ρώμη στις

14 Φεβρουαρίου του 869 μ.Χ. Πριν πεθάνει είχε δεχθεί την κουρά (εκάρη μοναχός)

και πήρε το όνομα Κύριλλος. Η κηδεία του τελέστηκε με λαμπρές τιμές στη Ρώμη και

ενταφιάστηκε στο ναό του Αγίου Κλήμεντος. Αμέσως άρχισαν να του αποδίδονται

τιμές αγίου.

Ο Μεθόδιος, λοιπόν, μετά το θάνατο του αδερφού του συνέχισε μόνος του το

ιεραποστολικό έργο. Το ίδιο έτος, το 869, επισκέφτηκε και πάλι την Παννονία

εφοδιασμένος με ένα έγγραφο του πάπα που του επέτρεπε να τελεί τη λειτουργία στη

σλαβική γλώσσα. Λίγο αργότερα ο πάπας τον χειροτόνησε επίσκοπο Παννονίας. Με

την πράξη αυτή ο Μεθόδιος τίθεται στην υπηρεσία της εκκλησίας της Ρώμης και έχει

υπό τη δικαιοδοσία του την Παννονία και τη Μοραβία. Όσον αφορά τον τίτλο του

Μεθοδίου, αναφέρεται ως επίσκοπος Παννονίας, Παννόνας και Μοράβας. Τίτλος που

του προσάπτεται: αρχιεπίσκοπος Μοραβίας και Παννονίας.

Ο γερμανικός κλήρος δεν δέχθηκε την κατάσταση αυτή και η αντίδρασή του

συνεχίστηκε ακόμη πιο έντονη. Η κατάσταση στη Μεγάλη Μοραβία αλλάζει γύρω

στο 870, όταν ο ανιψιός του Ραστισλάβ, ο Σβατοπλούκ, ανατρέπει το θείο του και τον

παραδίδει στο Λουδοβίκο τον Γερμανικό, που είχε εισβάλει στη Μοραβία. Οι

Γερμανοί δίκασαν τον Ραστισλάβ, του επέβαλαν αρχικά την ποινή του θανάτου, η

οποία αργότερα μετατράπηκε σε τύφλωση (έτσι, δε θα μπορούσε να αναλάβει ξανά

την εξουσία).

Page 29: ΙΣΛ 401.doc

Ο Σβατοπλούκ ακολούθησε φιλογερμανική πολιτική, ο Μεθόδιος κλήθηκε να

απολογηθεί σε μια σύνοδο των Γερμανών επισκόπων, στην οποία μάλιστα παρίστατο

και ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός. Η σύνοδος αυτή καταδίκασε το Μεθόδιο με την

κατηγορία ότι κατείχε έδρα που ανήκε στη δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου της

Βαυαρίας. Θεωρούσαν, δηλαδή, ότι ο Μεθόδιος δεν μπορούσε να είναι επίσκοπος,

εφόσον δεν τον είχαν χειροτονήσει οι ίδιοι. Αυτός απάντησε πως η περιοχή που του

ανατέθηκε να διοικήσει ανήκε στη δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης. με τον τρόπο

αυτό ο Μεθόδιος καθιστά τους Γερμανούς επισκόπους αντιμέτωπους με τον πάπα της

Ρώμης.

Από την άλλη πλευρά, δείχνε πόσο σέβεται τη δικαιοδοσία του πάπα της

Ρώμης, μέσα στην οποία αναπτύσσει το ιεραποστολικό του έργο. Η σύνοδος αυτή

καταδίκασε το Μεθόδιο σε εξορία στη νότια Γερμανία. Στο βίο του Μεθοδίου

αναφέρεται ότι τον καταδίκασαν να είναι έγκλειστος σε μια μονή της Σουηβίας.

Ο Μεθόδιος προσπάθησε κατά τη διάρκεια της εξορίας του να επικοινωνήσει

με τον πάπα Αδριανό, αλλά ο αγγελιαφόρος που έστειλε συνελήφθη από τους

Γερμανούς, οι οποίοι τον σκότωσαν. Έτσι, ο Αδριανός πέθανε χωρίς να μάθει ποτέ

για τη σύλληψη του Μεθοδίου.

Τελικά, ο διάδοχος του Αδριανού, πάπας Ιωάννης Η΄, πληροφορήθηκε το

γεγονός αυτό με πολύ μεγάλη καθυστέρηση και αμέσως απευθύνθηκε στο Λουδοβίκο

το Γερμανικό και ζήτησε την άμεση αποφυλάκιση του Μεθοδίου. Μετά την

επέμβαση του πάπα Ιωάννη Η΄, ο Μεθόδιος αποφυλακίστηκε μάλλον την άνοιξη του

873 και επέστρεψε στη Μοραβία. Εκεί, βρήκε και πάλι μια νέα κατάσταση. Οι

Μοραβοί είχαν διώξει το γερμανικό κλήρο από τη χώρα και αντέδρασαν οι Γερμανοί

που υπήρχαν στη Μοραβία. Η κατάσταση αυτή ανάγκασε το Λουδοβίκο το

Γερμανικό να υπογράψει συνθήκη με τη Μοραβία, θέτοντας τον όρο να επιστρέψει ο

γερμανικός κλήρος στη Μοραβία.

Με την επιστροφή του γερμανικού κλήρου στη Μεγάλη Μοραβία υπήρχαν

εκκλησίες που τελούσαν τη λειτουργία στα λατινικά. Το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε

το Μεθόδιο να συνεχίσει το έργο του και παράλληλα με την ιεραποστολική του

δραστηριότητα ανέπτυξε ο Μεθόδιος και μεγάλη συγγραφική δράση. Όλο αυτό το

διάστημα ο Μεθόδιος δεχόταν επιθέσεις από το γερμανικό κλήρο και κυρίως από το

Γερμανό ιερέα Βίχιγκ (Βιχνίκος αναφέρεται στο βίο του Κλήμη).

Ο Σβατοπλούκ, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή, έστειλε

στη Ρώμη έναν κληρικό ζητώντας από τον πάπα να δώσει λύση στο συγκεκριμένο

θέμα. Ο πάπας κάλεσε στη Ρώμη το Μεθόδιο ανατρέποντας την επιθυμία του Βίχιγκ

Page 30: ΙΣΛ 401.doc

για καταδίκη του Μεθοδίου. Ο Μεθόδιος έφτασε το 879 στη Ρώμη και λίγο αργότερα

φτάνει και ο Βίχιγκ, προκειμένου να εκθέσει στον πάπα τις κατηγορίες του Μεθοδίου.

Τότε, ο πάπας χειροτονεί τον Βίχιγκ επίσκοπο Νίτρας (η οποία ανήκε στη

δικαιοδοσία του Μεθοδίου) → παράδοξο.

Ο Βίχιγκ, θεωρώντας ότι είχε καταφέρει να νικήσει το Μεθόδιο, επιστρέφει

στη Μοραβία, όπου επέστρεψε και ο Μεθόδιος τον Ιούνιο του 880. Μάλιστα, ο

Μεθόδιος έφερε μαζί του μια επιστολή (ονομάζεται βούλα) του πάπα προς τον

Μοραβό ηγεμόνα Σβατοπλούκ. Ο Σβατοπλούκ έλαβε την επιστολή του πάπα και ο

Βίχιγκ, θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα καταδικαστικό γράμμα εναντίον του

Μεθοδίου, ζήτησε να διαβαστεί η επιστολή ενώπιον του λαού. Προς μεγάλη του

απογοήτευση, η Ρώμη έδινε την έγκριση για τη σλαβική λειτουργία και την

ανάγνωση των κειμένων της Αγίας Γραφής στα σλαβικά.

Ο Βίχιγκ, όμως, με τους οπαδούς του δεν παράτησαν τις κατηγορίες εναντίον

του Μεθοδίου. Η κατάσταση αυτή δεν ήταν ευχάριστη ούτε για το λαό της Μοραβίας

ούτε για τον ηγεμόνα αυτής. Ωστόσο, ο Μεθόδιος συνεχίζει το έργο του. Απευθύνεται

ξανά στον πάπα, ο οποίος τον καλεί να πάει στη Ρώμη, αλλά για ανεξήγητους λόγους

ο Μεθόδιος επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη το 881.

Page 31: ΙΣΛ 401.doc

02-05-2014

Οι Βυζαντινοί ζήτησαν από το Μεθόδιο να αφήσει από την

Κωνσταντινούπολη τα σλαβικά φύλα. Υποθέτουμε ότι στο Βυζάντιο κράτησαν

μεταφράσεις που είχαν γίνει στη Μεγάλη Μοραβία, των λειτουργικών βιβλίων. Τα

βιβλία αυτά προφανώς τα χρειάζονταν στο Βυζάντιο για τις επόμενες ιεραποστολές

σε άλλους σλαβικούς λαούς.

Ο Μεθόδιος επέστρεψε στη Μεγάλη Μοραβία και συνέχισε να εργάζεται με

μεγαλύτερο σθένος, προκειμένου να ολοκληρώσει το μεταφραστικό του πρόγραμμα.

Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων και η δημιουργία του σλαβικού

αλφαβήτου αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του ελληνικού πνεύματος και του

Βυζαντίου προς το σλαβικό κόσμο.

Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, το διάστημα που μεσολάβησε

ανάμεσα στη μοραβική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη και την αποστολή των δύο

αδελφών στη Μεγάλη Μοραβία ήταν πολύ σύντομο και γι’ αυτό, υποστηρίζει ο

Καραγιαννόπουλος, ότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι σ’ αυτό το σύντομο

χρονικό διάστημα δημιουργήθηκε το αλφάβητο και μεταφράστηκαν τα πρώτα

χριστιανικά βιβλία.

Ο Καραγιαννόπουλος υποστηρίζει ότι το εγχείρημα της δημιουργίας του

αλφαβήτου ήταν πολύ μεγάλο και επομένως είναι πιθανόν ότι, κατόπιν υπόδειξης του

πατριάρχη Φωτίου, ο οποίος ενδιαφερόταν εκείνη την περίοδο για τον εκχριστιανισμό

των Βουλγάρων, είχε ήδη γίνει προετοιμασία προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά το

αλφάβητο που δημιουργήθηκε χρησιμοποιήθηκε πρώτα για τη μοραβική αποστολή.

Ο Ivan Ducjev, σημαντικός Βούλγαρος επιστήμονας, διατύπωσε την άποψη

ότι η αποστολή στη Μεγάλη Μοραβία έθεσε στον Κύριλλο το πρόβλημα να

προσαρμόσει ένα ήδη υπάρχον σλαβικό αλφάβητο στα μέτρα της γλώσσας των

Μοραβών. Θεωρεί ότι ήδη υπήρχε ένα σλαβικό αλφάβητο και όχι ήταν δημιούργημα

του Κυρίλλου. Ο Ducjev θεωρεί ότι ο Κύριλλος χρησιμοποίησε τόσο την εμπειρία

των συγχρόνων του όσο και τις προσπάθειες προηγούμενων γενεών. Αυτή είναι η

βουλγαρική άποψη.

Ένας Κροάτης κληρικός και ερευνητής, ο Marin Tadin, διατύπωσε τη θεωρία

ότι η γλαγολιτική γραφή προϋπήρχε στην Ιστρία και τη Δαλματία ήδη από τις αρχές

του 9ου αιώνα και ότι οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος ανέλαβαν απλά να

προσαρμόσουν τα σλαβικά λειτουργικά βιβλία που είχαν βρει στη Βενετία στις

απαιτήσεις του βυζαντινού τυπικού και της ανατολικής παράδοσης.

Page 32: ΙΣΛ 401.doc

Ο καθηγητής Αντώνιος Αιμίλιος Ταχιάος θεωρεί ότι η προεργασία για τη

μεγάλη αποστολή στη Μεγάλη Μοραβία έγινε από μια εξειδικευμένη ομάδα που

βρισκόταν μαζί με τον Κύριλλο και το Μεθόδιο (κύκλος Κυρίλλου και Μεθοδίου)

στη μονή Πολυχρονίου, στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Και μάλιστα πιστεύει ότι η

σλαβική γραφή δημιουργήθηκε πολύ πριν ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος λάβουν εντολή

από το Βυζαντινό αυτοκράτορα.

Επίσης, οι μελετητές διαφωνούν για το αν το γλαγολιτικό ή το κυριλλικό είναι

το πρώτο σλαβικό αλφάβητο. Επικρατεί ότι η γραφή που δημιούργησε ο Κύριλλος

είναι η γλαγολιτική, ενώ το κυριλλικό αλφάβητο αποδίδεται είτε στον Κλήμη

Αχρίδας είτε στον Κωνσταντίνο Πρεσλάβας.

Η ενέργεια του Κυρίλλου να εισάγει τη σλαβική γλώσσα όχι μόνο ως γλώσσα

ιεραποστολής, όπως συνέβη στις περιπτώσεις ιεραποστόλων από τη δύση, αλλά και

ως λειτουργική γλώσσα, μαρτυρεί τον άτυπο ουμανισμό του Κυρίλλου, ο οποίος

πιστεύει ότι κάθε λαός και κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει τα ίδια δικαιώματα.

Ο Κωνσταντίνος (Κύριλλος) διατύπωσε την άποψη αυτή στην ποιητική

εισαγωγή του Ευαγγελίου, στη μετάφραση που έκανε στο λεγόμενο proglas. Επίσης,

στον πρόλογο του Ευαγγελιστηρίου (περικοπές που διαβάζονται στην εκκλησία) ο

Κύριλλος διασαφηνίζει τους στόχους και τις αρχές του μεταφραστικού του έργου.

Στον πρόλογο εμφανίζονται οι πρωτοποριακές απόψεις του, αφού λέει ότι κάθε

μετάφραση θα πρέπει να είναι σαφής και κατανοητή. Η τήρηση αυτής της αρχής

αποτελεί το ουσιαστικό κριτήριο της εργασίας του μεταφραστή. Η ορθή κατανόηση

της μετάφρασης, η συλλογή του νοήματος ενός έργου είναι σημαντικότερη από την

κατά λέξη μετάφραση.

Η ανάλυση των αρχαιότερων παλαιοσλαβικών κειμένων, τα οποία θεωρούμε

ότι μάλλον είναι μοραβικής καταγωγής αποδεικνύει ότι τα έργα αυτά είναι

εξαρτημένα από τα αντίστοιχα ελληνικά κείμενα και συναντούμε σ’ αυτά πολλές

λέξεις – δάνεια από την ελληνική γλώσσα.

Εκτός όμως από τα λειτουργικά βιβλία που μεταφράστηκαν από τα ελληνικά

στα σλαβικά, οι δύο αδελφοί επιδόθηκαν και στην ενασχόληση με τον τομέα του

δικαίου και των νόμων. Τα νομικά έργα που αποδίδονται με μεγάλη βεβαιότητα στο

Μεθόδιο είναι ο Νομοκάνονας → συλλογή εκκλησιαστικών διατάξεων.

Για τη δημιουργία του νομοκάνονα ο Μεθόδιος επέλεξε τη Συναγωγή του

Ιωάννη Σχολαστικού (νομική συλλογή του 6ου αιώνα αποτελούμενη από 50 τίτλους).

Ο Μεθόδιος στο νομοκάνονα θεώρησε ότι η συναγωγή ήταν πολύ μεγάλη και

δημιούργησε μια καινούρια μικρότερη με λιγότερους κανόνες. Το έργο αυτό, ο

Page 33: ΙΣΛ 401.doc

Νομοκάνονας, στη συντομευμένη αυτή μορφή ανταποκρινόταν καλύτερα στα

μοραβικά δεδομένα. Μάλιστα, διαπιστώνουμε ότι ο Μεθόδιος ως ιεράρχης αυτόνομος

και ανεξάρτητος από το Βυζάντιο είχε την άνεση να επιχειρεί πολύ προχωρημένες

αλλαγές και προσαρμογές του βυζαντινού προτύπου, πράγμα που θα ήταν αδύνατο,

αν τελούσε / βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία της βυζαντινής Εκκλησίας.

Εκτός όμως από το κανονικό (εκκλησιαστικό) δίκαιο, μεταφράστηκε στη

Μοραβία και το αστικό δίκαιο. Πολύ γνωστό έργο είναι ο Νόμος προς εκδίκαση των

λαϊκών ή Νόμος προς εκδίκαση των ανθρώπων. Το αρχικό κείμενο ήταν μια επιλογή

ποινικών διατάξεων από το 17ο κεφάλαιο της Εκλογής που ήταν μια συλλογή

βυζαντινού αστικού δικαίου, η οποία εκδόθηκε το 726 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα

Λέοντα Γ΄ . Στη μετάφραση αυτού του έργου της Εκλογής διαπιστώνονται αλλαγές

του πρωτότυπου κειμένου προς δύο κατευθύνσεις:

1 η κατεύθυνση: η ενσωμάτωση στο κείμενο ρωμαϊκών διατάξεων από τον

Ιουστινιάνειο κώδικα, ποινές εναντίον ειδωλολατρικών τελετών, που

πραγματοποιούνταν σε κάποια κτήματα ηγεμόνων. Αν αυτές οι πρακτικές

υποθάλπονταν κάπου, το κτήμα έπρεπε να πουληθεί και τα χρήματα να διανεμηθούν

σε φτωχούς. Δηλαδή, ουσιαστικά έχουμε διείσδυση στο Βυζάντιο καταστάσεων, οι

οποίες δεν υπήρχαν.

2 η κατεύθυνση: η προσπάθεια που έκανε ο Μεθόδιος να αντικατασταθούν οι

συνηθισμένες στο Βυζάντιο και τον ελληνικό κόσμο ποινές των ακρωτηριασμών με

ηπιότερες ποινές, κυρίως με επιτίμια, όπως ήταν πχ. η μετάνοια. Στις

αντικαθιστάμενες αυτές ποινές σε σχέση με το βυζάντιο αντικατοπτρίζονται στοιχεία

δυτικής πρακτικής (λατινική επίδραση στις ποινές αυτές).

Ένα τρίτο νομικό έργο (πιθανό προερχόμενο από τη γραφίδα του Μεθοδίου),

το Περί των μαρτύρων πρέπει να συνδεθεί μάλλον με τη δυτική συνήθεια των

ορκισμένων μαρτύρων. Αποδίδεται στο Μεθόδιο.

Το 884, όταν ο Μεθόδιος ήδη πλησίαζε στο τέλος της ζωής του, αναγκάστηκε

να αναθεματίσει τον Βίχιγκ (γερμανός κληρικός), ο οποίος παρουσιάζεται ως οπαδός

και υπέρμαχος μιας δογματικής απόκλισης αιρετικών.

Ο Μεθόδιος όταν κατάλαβε ότι πρόκειται να πεθάνει, όρισε ως διάδοχό του το

μαθητή του Γοράσδο (Gorazd), ο οποίος ήταν Μοραβός και γνώριζε άριστα την

ελληνική και λατινική γλώσσα.

Την Κυριακή των Βαΐων του 885 ο Μεθόδιος μπαίνοντας στην εκκλησία για

να τελέσει τη θεία λειτουργία δεν αισθάνθηκε καλά, έδωσε την ευλογία του στο

Μοραβό ηγεμόνα Σβατοπλούκ, στους κληρικούς και στο λαό και τρεις μέρες

Page 34: ΙΣΛ 401.doc

αργότερα, στις 6 Απριλίου του 885 έφυγε από τη ζωή. Στην κηδεία του Μεθοδίου η

εξόδιος ακολουθία διαβάστηκε στα λατινικά, στα ελληνικά και στα σλαβικά.

Ο Γοράσδος ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει το έργο του δασκάλου του,

όμως ο Βίχιγκ δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα και τελικά έπεισε τον πάπα

Στέφανο Ε΄ να αναγνωριστεί το δόγμα του ως ορθό και να ανατεθεί σ’ αυτόν η

διαποίμανση της μοραβικής Εκκλησίας. Πρέσβευε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται

όχι μόνο από το Θεό πατέρα, αλλά και από τον Υιό.

Με επιστολή του προς τον Γοράσδο, ο πάπας τον καλούσε να έρθει στη Ρώμη

και να συναντηθεί μαζί του, ωστόσο με μια άλλη επιστολή του απαγόρευε τη χρήση

της σλαβικής ως λειτουργικής γλώσσας (αυτή ήταν η στάση του συγκεκριμένου

πάπα). Με τον τρόπο αυτό φαίνεται κατά βάθος ότι η Ρώμη δεν ενδιαφερόταν για τη

δημιουργία αυτόνομης σλαβικής εκκλησιαστικής ζωής. Χάθηκε η ευκαιρία και για

τους Σλάβους να δημιουργήσουν έναν αυτόνομο σλαβικό οργανισμό εκείνη την

περίοδο.

Ο Γοράσδος και ο Κλήμης Αχρίδας προσπάθησαν να αντιδράσουν στην

κατάσταση αυτή χωρίς, όμως, κανένα αποτέλεσμα. Ο Σβατοπλούκ κάτω από πολιτική

πίεση μεταβλήθηκε σε υποστηρικτή του Βίχιγκ και του γερμανικού κλήρου. Ο

Μοραβός ηγεμόνας ξανάφερε στη χώρα τους Γερμανούς κληρικούς, στα χέρια των

οποίων εγκαταλείφθηκαν οι μαθητές του Κυρίλλου και του Μεθοδίου. Ο αριθμός των

μαθητών υπολογίζεται γύρω στους διακόσιους. Οι Γερμανοί, αφού τον κάλεσαν σε

ειδική σύσκεψη, τους αιχμαλώτισαν, άλλους τους πούλησαν ως σκλάβους στη

Βενετία και άλλους τους φυλάκισαν.

Αυτούς που πουλήθηκαν ως δούλοι τους εξαγόρασε ο Βυζαντινός

αυτοκράτορας, ο Βασίλειος Α΄ , ο οποίος τους επανέφερε στην Κωνσταντινούπολη.

Αυτοί που φυλακίστηκαν εξορίστηκαν αργότερα στην περιοχή του Δούναβη (Ίστρος),

όπου πολλοί απ’ αυτούς πέθαναν από τις κακουχίες.

Ο Γοράσδος και μερικοί άλλοι επέστρεψαν στη Μοραβία, αλλά εξαιτίας της

κατάληψης της χώρας από τους Ούγγρους έφυγαν προς την Πολωνία. Άλλοι μαθητές

βρήκαν καταφύγιο στη Βοημία, ενώ μερικοί κατέφυγαν στη Βουλγαρία.

ΣΕΡΒΙΑ

Η πρώτη βυζαντινή πηγή που μας δίνει πληροφορίες για την εμφάνιση των

Σέρβων στα Βαλκάνια είναι το έργο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου

Page 35: ΙΣΛ 401.doc

Πορφυρογέννητου Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν (συμβατικός τίτλος, ο κανονικός: De

administrando imperio).

Σύμφωνα με τη διήγηση του Πορφυρογέννητου, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας

Ηράκλειος εγκατέστησε τους Σέρβους, όπως και τους Κροάτες, μετά το 626 μ.Χ. στα

Βαλκάνια ως συμμάχους, προκειμένου να προστατέψουν τη βυζαντινή αυτοκρατορία

από τον κίνδυνο των Αβάρων.

Οι Σέρβοι, γράφει αυτός, ζούσαν μέχρι τότε στη Λευκή Σερβία βόρεια από τα

Καρπάθια Όρη και εγκαταστάθηκαν με τον ερχομό τους στη Βαλκανική χερσόνησο,

στις περιοχές του σημερινού Μαυροβουνίου, της Ερζεγοβίνης, της νοτιοδυτικής

Σερβίας και του Κοσσόβου. Γενικά, για την πρώτη αυτή περίοδο της εγκατάστασης

των Σέρβων δεν έχουμε πληροφορίες (δύο πρώτοι αιώνες). Κατά πάσα πιθανότητα

δημιουργήθηκαν τότε μικρά σερβικά κρατίδια.

Η διαδικασία αυτή οδήγησε στη συγκρότηση στα τέλη του 9ου αιώνα με αρχές

του 10ου αιώνα στη δημιουργία δύο κέντρων: ενός παραθαλάσσιου, που ήταν η

Διόκλεια (από τον 11ο αιώνα ονομαζόταν Ζέτα και μετά Μαυροβούνιο), και ενός

άλλου, που βρισκόταν στο εσωτερικό της χώρας και λεγόταν Ρασκία, στην περιοχή

του σημερινού Κοσσόβου.

Η δημιουργία του σερβικού κράτους ήταν μια περίπλοκη και μακρόχρονη

διαδικασία, αφού Διόκλεια και Ρασκία έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις δύο μεγάλες

ισχυρές δυνάμεις της εποχής, που ήταν το Βυζάντιο και η Βουλγαρία. Εκτός απ’

αυτό, η Διόκλεια υπαγόταν στη δυτική Εκκλησία, ενώ ένα τμήμα των εδαφών της

Ρασκίας ανήκε στο κλίμα της αρχιεπισκοπής της Αχρίδας.

Το πρώτο σερβικό κρατικό μόρφωμα δημιουργήθηκε στη Ρασκία.

Page 36: ΙΣΛ 401.doc

09-05-2014

Η Ρασκία είχε έρθει αντιμέτωπη με την επεκτατική πολιτική του τσάρου

Συμεών της Βουλγαρίας (893-927).

Ένας από τους σημαντικότερους ηγεμόνες της Σερβίας ήταν ο Στέφανος

Νεμάνια. Ο Στέφανος Νεμάνια έγινε μεγάλος ζουπάνος από το Βυζαντινό

αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό περί τα έτη 1166-1168. Το γεγονός ότι ο

Βυζαντινός αυτοκράτορας τον έκανε μεγάλο ζουπάνο δεν τον εμπόδισε να στασιάσει

εναντίον του Βυζαντίου κατά το έτος 1171-1172. Εκείνη την περίοδο Βυζαντινοί

αυτοκράτορες ήταν αυτοί που έδιναν τίτλους στους Σέρβους ηγεμόνες. Οι Βυζαντινοί

κατέπνιξαν αυτή την κίνηση του Στέφανου Νεμάνια και κατέλαβαν τη Ρασκία. Ο

βυζαντινός αυτοκράτορας , μάλιστα, ανάγκασε το Στέφανο Νεμάνια να συμμετάσχει

ως ηττημένος στασιαστής και όμηρος του αυτοκράτορα στη θριαμβευτική είσοδο του

Μανουήλ Κομνηνού στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά το θάνατο, όμως, του Μανουήλ το 1180 ο Στέφανος Νεμάνια βρήκε την

ευκαιρία να καταπατήσει τη συμφωνία με το Βυζάντιο και να συμμαχήσει με τους

Ούγγρους. Τότε, κατέστρεψε βυζαντινά συνοριακά φρούρια στο Βελιγράδι, τη Ναϊσό,

τη Σαρδική (Σόφια), κατάφερε να κατακτήσει τη Δαλματία και την Αλβανία και να

ενώσει τη Ρασκία με τη Ζέτα.

Ο Στέφανος Νεμάνια θεωρείται ο ιδρυτής του μεσαιωνικού σερβικού

κράτους, αφού ενώνει Ρασκία και Ζέτα. Ρασκία και Ζέτα αποτελούν το

μεσαιωνικό σερβικό κράτος.

Το 1196 ο Νεμάνια παραιτήθηκε από την εξουσία και μπήκε ως μοναχός στη

μονή Στουντέντσα (Studenica). Το Στέφανο Νεμάνια διαδέχθηκε στην εξουσία ο γιος

του, Στέφανος Πρωτόστεπτος (Πρωτοστεφής).

Ο Στέφανος Πρωτόστεπτος είχε ηγετικές ικανότητες και μετά την άλωση της

Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204) προσέγγισε τους δυτικούς και

μάλιστα χώρισε τη γυναίκα του, η οποία ήταν μια βυζαντινή πριγκίπισσα ονόματι

Ευδοκία, και παντρεύτηκε την εγγονή του δόγη της Βενετίας – εξασφαλίζοντας έτσι

την υποστήριξη της Βενετίας. Το 1217 στέφθηκε βασιλιάς (παίρνει τον τίτλο του

βασιλιά της Σερβίας) από τη Ρώμη και γι’ αυτό το λόγο ονομάζεται πρωτόστεπτος. Η

ενέργεια αυτή ωστόσο δεν σήμαινε την ολοκληρωτική στροφή της Σερβίας προς τη

Δύση. Η ενέργεια του Στεφάνου σημαίνει την αναγνώριση του κράτους του.

Δύο χρόνια, όμως, αργότερα, το 1219, ο αδερφός του Στεφάνου

Πρωτόστεπτου, ο Σάββας, επισκέφθηκε τη Νίκαια (έδρα του Βυζαντινού

αυτοκράτορα και πατριάρχη) και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη

Page 37: ΙΣΛ 401.doc

Κωνσταντινουπόλεως αρχιεπίσκοπος Σερβίας, πετυχαίνοντας έτσι την αναγνώριση

της αυτοκέφαλης σερβικής αρχιεπισκοπής.

Η πράξη αυτή της αναγνώρισης της αυτοκέφαλης σερβικής Εκκλησίας είχε

πολύ μεγάλη σημασία, όχι μόνο από εκκλησιαστική αλλά και από πολιτική άποψη.

Βέβαια, εναντίον της ίδρυσης της σερβικής αρχιεπισκοπής εκφράστηκε κατευθείαν ο

αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, ο Δημήτριος Χωματηνός, ο οποίος θεωρούσε ότι η περιοχή

της Σερβίας ανήκει στη δική του αρχιεπισκοπή. Ο Χωματηνός μαθαίνοντας τα

γεγονότα στέλνει επιστολή στο Σάββα. Ο Σάββας λοιπόν επιστρέφει στη Σερβία και

μετά από μια σύντομη διαμονή του στη μονή Studenica μετακινείται στη Ziča, η

οποία είναι αρχικά η πρώτη έδρα της σερβικής αρχιεπισκοπής. Παρά τη στροφή,

όμως, της Σερβίας προς την ορθόδοξη Εκκλησία, ο Σάββας δεν έθιξε τις λατινικές

επισκοπές που ήδη υπήρχαν στο σερβικό έδαφος.

Τον Στέφανο Πρωτόστεπτο διαδέχθηκαν στην εξουσία οι τρεις γιοι του, οι

οποίοι δεν διέθεταν τις ηγεμονικές ικανότητες του πατέρα τους.

Ένας εξ αυτών είναι ο Στέφανος Radoslav → είχε παντρευτεί την κόρη του

ηγεμόνα της Ηπείρου Θεοδώρου Δούκα, την Άννα, και πολύ συχνά γίνεται λόγος για

τη φιλοβυζαντινή πολιτική που ακολούθησε ο Radoslav. Είχε κόψει δικό του νόμισμα

και είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις παραλλαγές του νομίσματος που μας έχουν

σωθεί υπάρχουν ελληνικές επιγραφές. Επίσης, έχουν σωθεί και έγγραφα του

Radoslav σε ελληνική γλώσσα, στα οποία υπογράφει ως κράλης της Ρασκίας

(Σερβίας), που ήταν τίτλος του βασιλιά.

Ο επόμενος σημαντικός ηγεμόνας της Σερβίας ήταν ο Στέφανος Μιλούτιν

(1282-1321). Αυτά ήταν σημαντικά έτη για τις βυζαντινοσερβικές σχέσεις.

Η περίοδος βασιλείας του Milutin είναι πολύ σημαντική για τη Σερβία, επειδή

τότε σημειώνεται μια σημαντική οικονομική ανάπτυξη στη χώρα, εξαιτίας της

εκμετάλλευσης των πλούσιων κοιτασμάτων σε χρυσό, ασήμι, σίδερο, μόλυβδο και

άλλων ορυκτών, και προωθείται η μεταπώλησή τους μέσω Ντουμπρόβνικ και άλλων

παραθαλάσσιων πόλεων (Dubrovnik-Ραγούζα) → εκείνη την περίοδο από τα

σημαντικότερα λιμάνια στην περιοχή (διακινούνται από εκεί και δούλοι από την

περιοχή της Βοσνίας και άλλες βορειότερες περιοχές).

Ο Milutin βασίστηκε στην οικονομία της χώρας του και μπόρεσε να

χρηματοδοτήσει πολέμους και εκστρατείες εναντίον του Βυζαντίου. Έτσι, λοιπόν,

κατόρθωσε να κατακτήσει τα Σκόπια και να φτάσει τα σύνορα της Σερβίας μέχρι την

Αχρίδα, το Πρίλεπ και το Στιπ. Κατεβαίνει νοτιότερα. Τα Σκόπια θεωρήθηκαν ως

Page 38: ΙΣΛ 401.doc

ιδανική πόλη για να γίνουν πρωτεύουσα του σερβικού κράτους, το οποίο μέχρι τότε

δεν διέθετε μια σταθερή πρωτεύουσα.

Την επεκτατική πολιτική της Σερβίας προσπάθησε να ανακόψει ο Βυζαντινός

αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, προτείνοντας στον Milutin να

παντρευτεί την αδελφή του Ευδοκία. Η Ευδοκία, όμως, αρνήθηκε, οπότε ο

αυτοκράτορας του πρότεινε ως σύζυγο την μόλις πεντάχρονη κόρη του, τη Σιμωνίδα

(ο Μιλούτιν εκείνη την περίοδο ήταν 45 χρόνων και είχε ήδη κάνει 3-4 γάμους). Στο

γάμο αυτό αντέδρασε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και οι Σέρβοι

αριστοκράτες, οι οποίοι επεδίωκαν τη συνέχιση του πολέμου με το Βυζάντιο, γιατί

από τις νέες κτήσεις είχαν πολύ μεγάλα οφέλη.

Τελικά, ο γάμος έγινε το 1299 στη Θεσσαλονίκη και τους πάντρεψε ο

αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, Μακάριος. Υπογράφτηκε τότε μια συνθήκη ειρήνης ανάμεσα

στη Σερβία και το Βυζάντιο, η οποία εξασφάλιζε ως ένα βαθμό τα σερβοβυζαντινά

σύνορα και ήταν η απαρχή του εξελληνισμού της σερβικής αυλής. Όλα τα βυζαντινά

εδάφη που είχε κατακτήσει ο Μιλούτιν θεώρησε πλέον ότι τα διέθεταν οι Βυζαντινοί

ως προίκα για το γάμο του.

Ο Μιλούτιν επισκεπτόταν πολύ συχνά τη Θεσσαλονίκη. Γνωρίζουμε μάλιστα

ότι ανήγειρε/έκτισε ένα ανάκτορο στην πόλη, καθώς επίσης και τρεις ναούς.

Υποθέτουμε ότι πρόκειται για το ναό του Αγίου Νικολάου του Ορφανού, την

εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και ένα ναό της Αγίας Τριάδας, καθώς και κάποια

άλλα κτίσματα. Το ανάκτορο του Μιλούτιν πρέπει να βρισκόταν στο χώρο ανάμεσα

στο σημερινό Διοικητήριο (Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης) και το ναό του

Προφήτη Ηλία.

Οι Βυζαντινοί, αλλά και οι Βούλγαροι δε φαίνονταν διατεθειμένοι να

ανεχθούν την εξάπλωση των Σέρβων, γι’ αυτό το λόγο μόλις τελείωσε η εμφύλια

διαμάχη ανάμεσα στον Ανδρόνικο Β΄ και τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄, συμμάχησαν

με τους Βουλγάρους εναντίον της Σερβίας.

Οι Σέρβοι νίκησαν τους Βουλγάρους στο Βελεβούσδιο και στη μάχη

σκοτώθηκε ο Βούλγαρος τσάρος Μιχαήλ Σισμάν (μάχη το 1330). Νικητής της μάχης

αυτής ήταν ο Στέφανος ο επιλεγόμενος Ντετσάνσκι και σαν ανάμνηση της νίκης του

έχτισε τη μονή Ντετσάνι (Decani), γι’ αυτός και ονομάστηκε έτσι. Ο Στέφανος

Ντετσάνσκι μερικούς μήνες μετά τη μεγάλη νίκη του στο Βελεβούσδιο καθαιρέθηκε

από τον ίδιο του το γιο, τον Στέφανο Δουσάν (Dusan), και υπέστη μαρτυρικό θάνατο

– δολοφονήθηκε.

Page 39: ΙΣΛ 401.doc

Επί διακυβέρνησης Στεφάνου Δουσάν (1331-1355) η Σερβία εξελίχθηκε σε

μια πολύ μεγάλη δύναμη στα Βαλκάνια. Ο Στέφανος Δουσάν θεωρείται ως ο

μεγαλύτερος ηγεμόνας της Σερβίας –Καρλομάγνος της Σερβίας.

Όταν ανέβηκε στο θρόνο ήταν μόλις 22 ετών. Πολλοί παράγοντες συντέλεσαν

στην αύξηση της δύναμής του. Οι κυριότεροι απ’ αυτούς ήταν: 1) ο εμφύλιος

πόλεμος που ξέσπασε στο Βυζάντιο ανάμεσα στον Ιωάννη Καντακουζηνό και τον

Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, 2) η πίεση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, 3) οι ησυχαστικές

έριδες, 4) το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη κ.α.

Ο Δουσάν κατέλαβε σημαντικές περιοχές στη βόρεια και τη δυτική

Μακεδονία, σημαντικές πόλεις, όπως ήταν η Αχρίδα, ο Πρίλαπος (Πρίλεπ), η

Καστοριά, η Έδεσσα και άλλες, ενώ στη Βόρεια Ήπειρο κατέλαβε την Αυλώνα.

Το Σεπτέμβριο του 1345 μετά από μακρόχρονη πολιορκία κατέκτησε την

πόλη των Σερρών. Αναφέρεται ότι ο Δουσάν κατέκτησε επίσης τη Δράμα, τους

Φιλίππους και την Καβάλα (βυζαντινή Χριστούπολη). Μετά την κατάκτηση των

Σερρών ο Δουσάν αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς Σερβίας και Ρωμανίας.

Το 1346, σε μια σύνοδο που έγινε στα Σκόπια και τη συγκάλεσε ο Στέφανος

Δουσάν την Κυριακή των Βαΐων εκείνης της χρονιάς, ανακηρύχθηκε ο αρχιεπίσκοπος

Σερβίας Ιωαννίκιος σε πατριάρχη Σερβίας. Μια εβδομάδα αργότερα, την ημέρα του

Πάσχα του 1346 (16 Απριλίου), ο Ιωαννίκος έστεψε τον Δουσάν βασιλιά Σερβίας και

Ρωμανίας → του έδωσε τον τίτλο του τσάρου. Μάλιστα, στη σύνοδο αυτή ήταν

παρών και ο πατριάρχης Βουλγαρίας, ο πρώτος του Αγίου Όρους, εκκλησιαστικοί

άνδρες της Σερβίας κ.α.

Σύμφωνα με άρθρο του βυζαντινολόγου Νίκου Οικονομίδη, ο Στέφανος

Δουσάν προτιμούσε να χρησιμοποιεί στις ελληνικές υπογραφές του τον όρο Ρωμανία

αντί Ρωμαίων, και ο Οικονομίδης πιστεύει ότι το έκανε αυτό, επειδή ο Δουσάν δεν

ήθελε να δηλώσει ανοιχτά τις προθέσεις του για την κατάκτηση ολόκληρης της

βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Πολλοί επιστήμονες υποστήριξαν ότι στόχος του Δουσάν ήταν ή

αντικατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από μια βυζαντινοσερβική

αυτοκρατορία.

Ο Στέφανος Δουσάν το 1348 προσάρτησε τα Ιωάννινα και το 1349 τη

Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία. Τότε ο Δουσάν χώρισε το κράτος του σε δύο

τμήματα και ο ίδιος ανέλαβε τη διοίκηση στο νότιο τμήμα της αυτοκρατορίας του,

που κατά το μεγαλύτερο μέρος του ήταν ελληνικό – βυζαντινό, ενώ ανέθεσε τη

διακυβέρνηση της Σερβίας στο γιο του, Στέφανο Ε΄ .

Page 40: ΙΣΛ 401.doc

Στο νότιο τμήμα της αυτοκρατορίας του πολλοί Βυζαντινοί διοικητές

διατήρησαν τις θέσεις τους και συνέχισαν να εκτελούν τα καθήκοντά τους και μετά

τη σερβική κατάκτηση. Πολλοί Σέρβοι αξιωματούχοι έφεραν συχνά βυζαντινούς

τίτλους με συνηθέστερο τον τίτλο του σεβαστοκράτορα.

Ο Στέφανος Δουσάν διακρίθηκε στον τομέα των νόμων και κατά την περίοδο

της εξουσίας του έχουμε την έκδοση του Κώδικα του Στεφάνου Δουσάν ή Zakonik

(zakon = νόμος). Ο κώδικας αυτός καταρτίστηκε σε δύο φάσεις:

Α) τα κεφάλαια από το 1 έως 135 υποβλήθηκαν πρώτη φορά για έγκριση στη

συνέλευση των Σκοπίων το 1349,

Β) τα υπόλοιπα κεφάλαια (από το 136 έως το 201) συζητήθηκαν στη συνέλευση των

Σερρών στις 1-9-1354.

Αν μελετήσει κανείς τις διατάξεις του κώδικα, μπορεί να έχει μια εικόνα για

τις πολιτισμικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο στη Σερβία (π.χ.

ποινή θανάτου → προβλεπόταν για την αρπαγή γυναίκας που προερχόταν από

ανώτερη κοινωνική τάξη. Επίσης, όταν κάποιος σκότωνε εκ προθέσεως μοναχούς

κληρικούς, καθώς και συγγενείς α΄ και β΄ βαθμού, όταν έβαζε μια φωτιά (εμπρησμός)

σε μια κατοικημένη περιοχή ή στο σπίτι άλλου, σε περίπτωση ληστείας, στη

συκοφαντία, σε περίθαλψη ληστών κ.α.). Ο πιο συνηθισμένος τρόπος εκτέλεσης ήταν

ο απαγχονισμός, ενώ σε περίπτωση δολοφονίας συγγενών ή εμπρησμού προβλεπόταν

η τιμωρία της πυράς.

Ποινές ακρωτηριασμού εισήχθησαν στον κώδικα του Δουσάν από τα

βυζαντινά έργα Εκλογή και Πρόχειρος Νόμος και διαπιστώνουμε μια μεγάλη ποικιλία

ακρωτηριασμών. Με ακρωτηριασμό χεριών τιμωρούνταν η αρπαγή γυναίκας, η

πώληση χριστιανού σε αλλόδοξους, καθώς και η υπέρβαση εξουσίας από δικαστικό.

Επίσης, με ακρωτηριασμό χεριών και μύτης τιμωρούνταν η μοιχεία γυναίκας κάποιου

ευγενή με δουλοπάροικο. Με εξόρυξη οφθαλμού και αποκοπή του ενός χεριού

τιμωρούνταν ο μεθυσμένος που θα τραυμάτιζε κάποιον. Ακρωτηριασμό και των δύο

χεριών θα υφίσταντο όποιος εμπλεκόταν σε συμπλοκή με στρατιωτικό, ενώ με

ακρωτηριασμό του ενός χεριού, όποιος ξερίζωνε τη γενειάδα ενός ευγενούς.

Πολέμιος του καθολικισμού ήταν ο Στέφανος Δουσάν και θεωρούσε τους

καθολικούς ως αιρετικούς. Γι’ αυτό το λόγο, κατά την περίοδο της εξουσίας του

Δουσάν οι καθολικοί Σέρβοι υπέστησαν πολλές διώξεις.

Page 41: ΙΣΛ 401.doc

30-5-2014

Η πολιτισμική επίδραση του Βυζαντίου στο κράτος του Κιέβου

Ο εκχριστιανισμός της Ρωσίας έγινε το 988/989 μ.Χ. από το Ρώσο

ηγεμόνα Βλαδίμηρο Α΄(980-1015). Τον επίσημο εκχριστιανισμό της Ρωσίας θα

ακολουθήσει μια περίοδος κατά την οποία επικράτησε το φαινόμενο της διπλής

πίστης - και κυρίως στα λαϊκά στρώματα. Δηλαδή, παράλληλα με το χριστιανισμό

εξακολουθούσαν να υφίστανται διάφορα παγανιστικά έθιμα και δοξασίες. Είναι

χαρακτηριστικό ότι η πρώτη εκκλησία που χτίζεται στο Κίεβο (και μάλιστα πριν τον

επίσημο εκχριστιανισμό του κράτους) είναι αφιερωμένη στον προφήτη Ηλία, μια

μορφή η οποία αντικαθιστά στις δοξασίες των νεοφώτιστων Ρώσων το Θεό Perun,

αποκτώντας και όλες τις ιδιότητες του Θεού Perun (ήταν θεός του κεραυνού, πολλά

κοινά σημεία με τις σκανδιναβικές θεότητες).

Πολλά δαιμόνια της σλαβικής μυθολογίας, όπως πνεύματα των υδάτων και

της γης κ.λ.π. που θεωρούσαν ότι κατηύθυναν τις μοίρες και τις ζωές των ανθρώπων)

επέζησαν μέχρι τα νεότερα χρόνια.

Σύμφωνα με την αρχαιότερη πηγή που μας δίνει πληροφορίες για το κράτος

του Κιέβου, το χρονικό του Νέστορος, το Βυζάντιο προσπάθησε να πείσει το

Βλαδίμηρο να καθιερώσει στο κράτος του το βυζαντινό δίκαιο. Σε πολλές

περιπτώσεις αυτό έγινε δεκτό, ωστόσο ο Βλαδίμηρος αρνήθηκε να επιβάλει τη

θανατική ποινή για τους εγκληματίες, μένοντας πιστός στο εθνικό δίκαιο των Σλάβων

-και κυρίως των ανατολικών Σλάβων - το οποίο επέβαλε μόνο χρηματικά πρόστιμα,

που αποτελούσαν άλλωστε και μια σημαντική πηγή εσόδων για το κράτος.

Η απόφαση του Βλαδίμηρου να δεχθεί το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα ήταν

πολύ μεγάλης σημασίας. Με το γάμο του με την αδελφή του Βασιλείου Β΄ του

Βουλγαροκτόνου αύξανε το κύρος του ως γαμπρού και πνευματικού τέκνου του

βυζαντινού αυτοκράτορα. Με τον εκχριστιανισμό του ο Βλαδίμηρος έμπαινε στη

μεγάλη οικογένεια των χριστιανών ηγεμόνων της Ευρώπης και το κράτος του θα

ανέπτυσσε από' δω και πέρα στενότερες επαφές και με το Βυζάντιο, αλλά και με τα

κράτη της δύσης.

Με τον εκχριστιανισμό άρχισε και επίσημα η είσοδος στη Ρωσία του

βυζαντινού πνευματικού και υλικού πολιτισμού. Υπήρχαν δύο θεωρίες:

1) οι αρχές του γραπτού πολιτισμού στη Ρωσία συνδέονται με τη Βουλγαρική δράση

(θεωρία που στηρίζουν οι Βούλγαροι)

2) η ρωσική γραμματειακή παράδοση προέκυψε από τη μετάφραση εξαρχής στα

ρωσικά κειμένων από την ελληνική γλώσσα.

Page 42: ΙΣΛ 401.doc

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι Ρώσοι δέχθηκαν τα βυζαντινά

πολιτισμικά στοιχεία, αυτός διαφέρει σε σχέση με τη Βουλγαρία. Η βουλγαρική

πολιτισμική αντίληψη ήταν ουσιαστικά μιμητική, δηλαδή δέχτηκε και μετέφρασε

βυζαντινά έργα στα βουλγαρικά, ενώ το πρότυπο που υιοθετήθηκε στη Ρωσία

αρχικά διακρίνεται για κάποια μιμητικά στοιχεία, αλλά σταδιακά βλέπουμε ότι

μετασχηματίζεται και δημιουργείται ένας ανεξάρτητος ρωσικός πολιτισμός.

Η επιρροή της Βυζαντινής τέχνης φάνηκε έντονα σε διάφορους τομείς, όπως

ήταν η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική

Η ανέγερση της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας του Κιέβου, η οποία άρχισε να

χτίζεται στα χρόνια του Βλαδίμηρου Α΄ και τελείωσε την τρίτη δεκαετία του 11ου

αιώνα, όταν ηγεμόνας ήταν ο Γιαροσλάβ ο Σοφός. Αποτέλεσε η εκκλησία πρότυπο

και για άλλα οικοδομήματα του κράτους του Κιέβου. Το σχέδιο της εκκλησίας είναι

βυζαντινής τεχνοτροπίας (σταυροειδής με τρούλο και παράπλευρα κλίτη), ωστόσο

στην κατασκευή επικράτησε ένα στοιχείο ξένο προς τη βυζαντινή τέχνη: στην Αγία

Σοφία του Κιέβου έχουμε περισσότερους από έναν τρούλους. Αυτό είναι ένα

στοιχείο πρόσληψης και μετασχηματισμού του βυζαντινού πολιτισμού. Το

συγκεκριμένο φαινόμενο συνδέεται με την επιρροή της τοπικής ρωσικής

αρχιτεκτονικής με χρήση ξύλου, η οποία διατήρησε για αιώνες αυτή την

ιδιαιτερότητα.

Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο διεισδύει στο ρωσικό πολιτισμό, είναι η

βυζαντινή ορολογία σε κάποιους τομείς και τα βυζαντινά ονόματα. Η βυζαντινή

ορολογία συναντάται στη λεγόμενη "Αφήγηση για τη διάδοση του χριστιανισμού στη

Ρωσία", η οποία αποτελεί ένα τμήμα του Χρονικού του Νέστορος. Πρόκειται για τη

χρήση και απόδοση ονομάτων σε σχέση με αρχιτεκτονικά έργα, όπως είναι η χρυσή

πύλη για το χαρακτηρισμό της πύλης εισόδου στο Κίεβο. Επίσης, το όνομα Αγία

Σοφία για τον καθεδρικό ναό του Κιέβου. Ακόμη, οι Ρώσοι υιοθετούν ονόματα

γνωστών βυζαντινών προσωπικοτήτων. Έτσι, η πριγκίπισσα Όλγα, η γιαγιά του

Βλαδίμηρου, όταν βαπτίστηκε Χριστιανή, πήρε το όνομα Ελένη, δηλαδή το όνομα

της τότε Βυζαντινής αυτοκράτειρας Ελένης Λεκαπηνής (συζύγου του Κωνσταντίνου

Πορφυρογέννητου). Το όνομα αυτό έχει και μια βαθύτερη σημασία: θυμίζει την

Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η οποία πρωταγωνίστησε στο ζήτημα

του εκχριστιανισμού στο Βυζάντιο. Το ζήτημα της ονοματολογίας το βλέπουμε και

με τον πρίγκιπα Όλεγκ, ο οποίος όταν βαπτίζεται ονομάζεται Δημήτριος και

συγκρίνεται με τον Άγιο Δημήτριο της Θεσσαλονίκης, επειδή πρωταγωνιστούσε σε

διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Page 43: ΙΣΛ 401.doc

Ο συγγραφέας της Αφήγησης προσπαθεί να τονίσει διάφορα χαρακτηριστικά

της ρωσικής δυναστικής οικογένειας, τα οποία συνδέονται με μέλη της βυζαντινής

δυναστικής οικογένειας και με χριστιανούς αγίους.

Η προσέγγιση προς το βυζαντινό πνεύμα γίνεται περισσότερο εμφανής, όταν

την εξουσία αναλαμβάνει ο Γιαροσλάβ ο Σοφός. Ο Γιαροσλάβ περιγράφεται από τις

ρωσικές πηγές - και κυρίως το Χρονικό του Νέστορος - ως φίλος των βιβλίων,

πολύγλωσσος, αναφέρεται ότι χειριζόταν τέσσερεις γλώσσες και ότι ήταν ιδρυτής του

αντιγραφείου (1037), έργο του οποίου ήταν η μετάφραση βυζαντινών έργων στα

σλαβικά. Το προσωνύμιο σοφός υποδηλώνει το ενδιαφέρον που επέδειξε ο

συγκεκριμένος ηγεμόνας για την ανάπτυξη μιας γραμματείας, η οποία δεν θα ήταν

προσανατολισμένη μόνο σε έργα θεολογικού χαρακτήρα, αλλά και σε κοσμικά έργα,

όπως επίσης και στην ανάπτυξη της παιδείας στη Ρωσία. Η πρωτοβουλία αυτή του

Γιαροσλάβ ήταν πολύ σημαντική από κάθε άποψη.

Η γραμματεία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του ρωσικού

πολιτισμού, ο Γιαροσλάβ, όμως, ενδιαφέρθηκε και για την ανέγερση μονών και

εκκλησιών. Γνωρίζουμε από τις πηγές ότι ήταν κτήτορας των πρώτων μονών στη

Ρωσία, του αγίου Γεωργίου και της Αγίας Ειρήνης. Όσον αφορά τον καθεδρικό ναό

της Αγίας Σοφίας, διακοσμήθηκε την εποχή του Γιαροσλάβ με ψηφιδωτά και

τοιχογραφίες, τα οποία αντικατόπτριζαν την πεποίθηση ότι η Ρωσία ανήκει πλέον στα

χριστιανικά κράτη και ο ηγεμόνας της στη χορεία των χριστιανών ηγεμόνων της

εποχής.

Κατά το β΄ μισό του 11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα χτίζονται στο Κίεβο

άλλοι επτά ναοί, μικρότερων διαστάσεων από τον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας.

Ο σημαντικότερος απ' αυτούς είναι ο ναός της Κοιμήσεως στη Μονή των Σπηλαίων.

Η έρευνα σήμερα θεωρεί ως δεδομένο ότι η εντατική οικοδομική

δραστηριότητα των δύο πρώτων χριστιανών ηγεμόνων, δηλαδή του Βλαδίμηρου Α΄

και του Γιαροσλάβ, επιτάχυνε αποφασιστικά την πολεοδομική εξέλιξη της πόλης του

Κίεβου από έναν μικρό οχυρωμένο οικισμό σε μια μεσαιωνική μεγαλούπολη. Το

Κίεβο προσπάθησαν να μιμηθούν και άλλες πόλεις, όπως το Novgorod και το

Vladimir.

Στα πλαίσια της νομοθετικής δραστηριότητας του Γιαροσλάβ εντάσσεται η

πρώτη κωδικοποίηση του ρωσικού εθνικού δικαίου Russkaja Pravda,καθώς και η

δεύτερη κωδικοποίηση κανόνων εκκλησιαστικού δικαίου, ο Κώδικας του Γιαροσλάβ

(Ustav Jaroslava).

Page 44: ΙΣΛ 401.doc

Στην επιτάχυνση της χειραφέτησης του ρωσικού πολιτισμού από το βυζαντινό

θα συντελέσουν και οι πολιτικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στη Ρωσία και

το Βυζάντιο (μέσω των επιγαμιών ο Γιαροσλάβ κατόρθωσε να συνδεθεί με όλους

τους δυναστικούς οίκους της Ευρώπης).

Ένα άλλο θέμα που απασχόλησε τον Γιαροσλάβ ήταν το εκκλησιαστικό

ζήτημα. Η εκκλησία της Ρωσίας ανήκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της

Κωνσταντινούπολης. Η Κωνσταντινούπολη, λοιπόν, επέλεγε τον εκάστοτε

μητροπολίτη Κίεβου και πάσης Ρωσίας. Το 1051, όμως, οι Ρώσοι αποφάσισαν την

ενθρόνιση του Ιλαρίωνα, που είναι ο πρώτος μητροπολίτης ρωσικής καταγωγής. Η

Κωνσταντινούπολη αντέδρασε στην εκλογή αυτή και έτσι ο Ιλαρίωνας αναγκάστηκε

να παραιτηθεί το 1054 και η Κωνσταντινούπολη έστειλε ως νέο μητροπολίτη τον

Εφραίμ, που ήταν και μέλος της βυζαντινής συγκλήτου.

Η παράδοση αποδίδει στον Γιαροσλάβ και τη σύνταξη ενός κανονισμού περί

διαδοχής στο θρόνο του Κιέβου, του λεγόμενου seniorat (θεσμός πρεσβυγενείας).

Σύμφωνα με το θεσμό αυτό, ο μεγαλύτερος αδελφός είχε την προτεραιότητα στην

άσκηση της εξουσίας και ο λόγος του έπρεπε να γίνεται σεβαστός από τους νεότερους

αδελφούς του. Σκοπός του Γιαροσλάβ ήταν να προλάβει με τις γραπτές αυτές

διατάξεις τις ενδοδυναστικές έριδες που θα ξεσπούσαν μετά το θάνατό του. Τελικά,

δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τις διαμάχες ανάμεσα στους γιους του.

Το κύρος του Γιαροσλάβ ως ηγεμόνα αντικατοπτρίζεται και σε μια επιγραφή

του ναού της Αγίας Σοφίας του Κίεβου, η οποία μάλλον γράφτηκε λίγο μετά το

θάνατό του. Στην επιγραφή αυτή ο Γιαροσλάβ αποκαλείται τσάρος, είναι τίτλος ο

οποίος στις γραπτές πηγές της εποχής χρησιμοποιείται μόνο για τον βυζαντινό

αυτοκράτορα. Ωστόσο, υπάρχει μια απεικόνιση του βυζαντινού αυτοκράτορα με

φωτοστέφανο και του Γιαροσλάβ χωρίς φωτοστέφανο και μάλιστα ο Γιαροσλάβ

σκύβει και προσκυνά το βυζαντινό αυτοκράτορα. Αυτή η απεικόνιση ερμηνεύεται ως

έκφραση της πολιτικής υπεροχής του βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος βρίσκεται

στην κορυφή της οικουμένης.

Οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά από την Αγία Σοφία του Κιέβου θεωρούνται

ώριμα έργα βυζαντινών ζωγράφων, οι οποίοι δεν προέρχονται απαραίτητα από τη

σχολή της Κωνσταντινούπολης. Στη διακόσμηση της εκκλησίας αυτής εμφανίζονται

συγχρόνως και οι ιδιαιτερότητες στην εικονογραφία, όσον αφορά τους τύπους των

προσώπων, την απεικόνιση των ζώων αλλά και των φυτών, ιδιαιτερότητες που

ουσιαστικά ανάγονται στη συνεργασία με τους ντόπιους τεχνίτες.

Page 45: ΙΣΛ 401.doc

Το έργο που αποτέλεσε τη βάση του συνειδητού μετασχηματισμού της

βυζαντινής επιρροής ήταν η Ομιλία περί νόμου και χάριτος του μητροπολίτη

Ιλαρίωνα. Γράφτηκε στα μέσα του 11ου αιώνα. Συγκροτείται από δύο τμήματα, το

περιεχόμενο των οποίων αντλεί από δύο διαφορετικές παραδόσεις. Στον τομέα που

είναι εμφανής η βυζαντινή παράδοση ανήκει ο εκχριστιανισμός της Ρωσίας από την

Κωνσταντινούπολη και βλέπουμε ότι ο Ιλαρίων δεν είχε σκοπό να αμφισβητήσει τις

βυζαντινές ρίζες της ρωσικής ορθοδοξίας. Το δεύτερο τμήμα είναι η σύγκριση που

κάνει ανάμεσα στον ηγεμόνα Βλαδίμηρο και το Μέγα Κωνσταντίνο. Από την άλλη,

όμως, δεν αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη με το όνομά της, αλλά τη χαρακτηρίζει

Νέα Ιερουσαλήμ. Η ονομασία αυτή από μόνη της δεν εμφανίζει κάτι αξιοπερίεργο,

επειδή χρησιμοποιούνταν συχνά για την Κωνσταντινούπολη ο χαρακτηρισμός αυτός.

Ωστόσο, ο Ιλαρίων στην περιγραφή που κάνει καθιστά δυνατόν να εκληφθεί η

Κωνσταντινούπολη ως ένα από τα κέντρα διάδοσης του χριστιανισμού και αναζητά

το πρότυπό της στην Ιερουσαλήμ της Παλαιάς Διαθήκης. Με τον τρόπο αυτό

προβάλλει, κυρίως, τα πρότυπα της Παλαιάς Διαθήκης, παραμερίζοντας κατά

κάποιον τρόπο τη βυζαντινή κληρονομιά.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αντικαθιστά το όνομα της

χρυσής πύλης με τον τοπικό ρωσικό χαρακτηρισμό μεγάλη πύλη. Αυτό που επιδιώκει

ο Ιλαρίων είναι να θέσει τις βάσεις ενός αυτόνομου ιδεολογικού δόγματος, που

λαμβάνει υπόψη την ιστορική εξέλιξη και τις ανάγκες της ρωσικής κοινωνίας.

ΕΡΏΤΗΣΗ: Αναφέρετε παραδείγματα πρόσληψης και μετασχηματισμού του

βυζαντινού πολιτισμού από τους Ρώσους (απάντηση: ο καθεδρικός της Αγίας

Σοφίας του Κιέβου, με τις ιδιαιτερότητές του, η ρωσική ονοματολογία,

τοιχογραφίες και ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας του Κιέβου, η Ομιλία του

Ιλαρίωνα).

Page 46: ΙΣΛ 401.doc

4-6-2014

ΡΩΣΙΑ

Η διαδικασία εξάπλωσης των ανατολικών Σλάβων στα νέα τους εδάφη

πραγματοποιήθηκε σταδιακά. Η ροή των ποταμών έπαιξε σημαντικό ρόλο στον

εποικισμό σε μια δύσβατη ζώνη. Τα υδάτινα όρια αποτέλεσαν τα σύνορα μεταξύ των

φύλων.

Η πολιτική και κοινωνική δομή των ανατολικών Σλάβων παρέμεινε και τον 9ο

αιώνα ασαφής. Μόλις κατά τον 9ο αιώνα οι πηγές κάνουν λόγο για φυλάρχους και

καλύτερους άνδρες. Πληροφορίες για την πρώιμη ρωσική ιστορία αντλούμε από το

Χρονικό του Νέστορα (διήγηση των περασμένων χρόνων). Ονομάστηκε από το όνομα

του συντάκτη, ενός μοναχού που έζησε κατά τον 11ο και 12ο αιώνα.

Για το σχηματισμό του πρώτου ρωσικού κράτους σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι

Σκανδιναβοί από την περιοχή της σημερινής Σουηδίας. Ήταν έμποροι και στρατιώτες

και κατά τον 8ο αιώνα επέκτειναν τις δραστηριότητές τους στα ανατολικά παράλια

της Βαλτικής θάλασσας και τον φιννικό κόλπο. Οι εκβολές των ρωσικών ποταμών

που χύνονται στη Βαλτική αποτέλεσαν την πύλη εισόδου στη Ρωσία και φτάνουν

μέχρι την Κασπία. Από τον 9ο αιώνα είναι σε χρήση η υδάτινη οδός , που συνέδεε τη

Βαλτική με τον Εύξεινο Πόντο μέσω του ποταμού Δνείπερου. Αυτήη οδός έμεινε

γνωστή ως ο δρόμος από τη Σκανδιναβία προς το Βυζάντιο ή από τους Βαραγγούς

προς τους Έλληνες.

Ο πρώτος ιστορικά εξακριβωμένος ηγεμόνας του ρωσικού κράτους ήταν ο

σκανδιναβός Όλεγκ. Σύμφωνα με το χρονικό του Νέστορα, ο Όλεγκ μετά το θάνατο

του Ριούρικ μετακινήθηκε από τον βορρά στο νότο και εγκαταστάθηκε στο Κίεβο και

ένωσε τις δύο άκρες της εμπορικής οδού από τη Βαλτική στον Εύξεινο θέτοντάς την

υπό την εξουσία του. Απαραίτητο μέσο για την εδραίωση της κυριαρχίας του ήταν η

δημιουργία οχυρωμένων βάσεων που θα εξελιχθούν σε πόλεις. Εκεί, εγκατέστησε ως

τοποτηρητές μέλη της στρατιωτικής του ακολουθίας. Η κύρια μέριμνά τους ήταν η

είσπραξη του φόρου υποτελείας από τις υποταγμένες περιοχές.

Η σημασία της κατάκτησης του Κιέβου γίνεται καλύτερα κατανοητή, αν

σκεφτούμε το ρόλο που έπαιξε το εξωτερικό εμπόριο στη γέννηση και την εξέλιξη

του ρωσικού κράτους. Το Κίεβο ήταν σχετικά κοντά στο Βυζάντιο. Το Βυζάντιο

φυσικά, και ιδίως η Κωνσταντινούπολη, ήταν ο πόλος έλξης, το σύμβολο του

πλούτου και του εμπορικού κέρδους. Οι Σκανδιναβοί δελεάστηκαν από τα μυθικά

πλούτη του Βυζαντίου, αλλά και των αραβικών χωρών της εγγύς Ανατολής.

Πουλούσαν τα προϊόντα τους από το βορρά (γούνες, δέρματα, μέλι, κερί αλλά και

Page 47: ΙΣΛ 401.doc

δούλους). Σημαντικά σκλαβοπάζαρα υπήρχαν στην Κριμαία. Κιρκάσιοι (Τσερκέζοι),

Τάταροι, Μαμελούκοι έπιαναν τις καλύτερες τιμές. Οι Κιρκάσιοι ήταν πολύ καλοί

ιππείς. Τα εμπορεύματα που έφερναν στο Βυζάντιο συνοδεύονταν από ένοπλους

φρουρούς, γιατί φοβούνταν τις ληστείες.

Ο Κωνσταντίνος Προφυρογέννητος περιγράφει γλαφυρά στο 9ο κεφάλαιο του

έργου του Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν το ταξίδι των εμπορικών καραβανιών.

Μεταξύ Ρώσων και Βυζαντινών αναπτύχθηκαν εμπορικές σχέσεις με την πρώτη

συνθήκη του έτους 911. Οι πληροφορίες προέρχονται από βυζαντινές πηγές και από

το χρονικό του Νέστορα. Η συνθήκη έδινε πολλά προνόμια στους Ρώσους και

ρύθμιζε τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο λαών. Επιτρέπει στους Ρώσους να

πωλούν τα εμπορεύματά τους στην Κωνσταντινούπολη χωρίς την καταβολή δασμών.

Καθόριζε τους όρους παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη (τους επιτρέπουν να

διαμένουν στην Κωνσταντινούπολη για έξι μήνες). Ακόμη, η συνθήκη αυτή καθόριζε

τις ποινές για κλοπές, ανθρωποκτονίες, παρακράτηση αιχμαλώτων και δραπετών

σκλάβων. Παρέχει στους Ρώσους τη δυνατότητα να υπηρετούν στη φρουρά του

βυζαντινού αυτοκράτορα.

Τον Όλεγκ διαδέχτηκε στο θρόνο ο Ιγκόρ που κινήθηκε εναντίον του

Βυζαντίου το 941. Ο στόλος του ηττήθηκε, γιατί τότε οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν

εναντίον του το υγρό πυρ, μάλλον για πρώτη φορά.

Η νέα συνθήκη του 944 περιλαμβάνει αυτούσια μια σειρά άρθρων της

συνθήκης του 911, ενώ περιορίζει αισθητά την προνομιακή θέση των Ρώσων στην

Κωνσταντινούπολη.

Το 945 ο Ιγκόρ δολοφονήθηκε από μια σλαβική φυλή, όταν προσπάθησε να

εισπράξει πολύ μεγαλύτερο φόρο από τον συνηθισμένο. Τότε στο θρόνο ανέβηκε η

χήρα του, Όλγα, ως επίτροπος του ανήλικου γιου της. Τότε στη δομή του κράτους

σημειώνεται μια σημαντική αλλαγή. Η Όλγα προσπάθησε να ενισχύσει την παρουσία

του κράτους στις υποταγμένες περιοχές και να περιορίσει τις αυθαιρεσίες των

διαφόρων μελών της ηγεμονικής αριστοκρατίας. Δημιούργησε σταθερές φορολογικές

περιοχές, που ταυτόχρονα ήταν μικρές διοικητικές μονάδες. Στα πολιτικά της σχέδια

ήταν και ο εκχριστιανισμός της Ρωσίας. Έτσι, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη

και βαπτίστηκε το 946 ή το 955 χριστιανή και συναντήθηκε με τον Κωνσταντίνο

Πορφυρογέννητο. Ο αυτοκράτορας μας δίνει πληροφορίες σχετικά μ' αυτή την

επίσκεψη στο έργο του Περί τελετών για την υποδοχή, τις δεξιώσεις προς τιμήν της

και τις συζητήσεις που είχαν με την Όλγα.

Page 48: ΙΣΛ 401.doc

Δε γνωρίζουμε γιατί, αλλά η Όλγα στράφηκε και προς τη Δύση για το θέμα

του εκχριστιανισμού. Το 951 έστειλε ρωσική αντιπροσωπεία στον Γερμανό βασιλιά

Όθωνα Α΄ με το αίτημα να σταλούν στη Ρωσία ιερείς και επίσκοπος. Όταν ο Όθωνας

Α΄ ανταποκρίθηκε το 961στο αίτημά της, ήταν πλέον αργά. Στο θρόνο είχε ανεβεί ο

γιος της Σβιατοσλάβος και επέμενε στην ειδωλολατρία. Μετά την ανάληψη της

εξουσίας απ' αυτόν η Όλγα συνέχισε να ασκεί την εξουσία ως το 971, επειδή ο γιος

της έλειπε σε διάφορες εκστρατείες.

Μετά το θάνατο της Όλγας ο γιος της Σβιατοσλάβος μοίρασε τη διοίκηση του

κράτους στους τρεις γιους του. Η μεταξύ τους διχόνοια οδήγησε στη δολοφονία του

δεύτερου αδελφού από τον μεγαλύτερο. Τελικά, στην εξουσία ανέβηκε ο Βλαδίμηρος

το 980 και ακολούθησε μια σειρά εκστρατειών, ώστε να σταθεροποιήσει την εξουσία

του στο εσωτερικό και να διασφαλίσει την επικοινωνία ανάμεσα στο Κίεβο και το

Νόβγκοροντ.

Το σημαντικότερο επίτευγμα του Βλαδίμηρου ήταν ο εκχριστιανισμός της

Ρωσίας. Σ' αυτό συντέλεσαν δύο παράγοντες:

α) οι διεργασίες στο εσωτερικό του κράτους

β) η κατάσταση ανάγκης, στην οποία βρέθηκε το Βυζάντιο τη στιγμή εκείνη.

Ο Βλαδίμηρος αντιλήφθηκε γρήγορα τα πολιτικά οφέλη του εκχριστιανισμού, γιατί

πίστευε ότι μια ενιαία μονοθεϊστική θρησκεία θα βοηθούσε στην οργάνωση ενός

κράτους πάνω σ' ένα συγκεκριμένο πρότυπο και θα ενίσχυε την κεντρική εξουσία. Η

Ρωσία, παράλληλα, θα έμπαινε στον πολιτισμένο χριστιανικό κόσμο, στην οικογένεια

των Ευρωπαίων χριστιανών ηγεμόνων και στη βυζαντινή κοινοπολιτεία. Το αίτημα

του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ να ζητήσει στρατιωτική βοήθεια το 987

είχε ως συνέπεια την αποστολή 6.000 Βαραγγών στην Κωνσταντινούπολη, που

βοήθησαν τον Βασίλειο Β΄ να νικήσει το Βάρδα Φωκά.

Ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια, ο Βλαδίμηρος ζήτησε το χέρι της αδελφής του

αυτοκράτορα και έτσι θα γινόταν γαμπρός του. Ίσως στις 6 Ιανουαρίου 988 ή 989 ο

Βλαδίμηρος βαπτίστηκε χριστιανός στο Κίεβο και την άνοιξη βαπτίστηκε και ο λαός

του στον Δνείπερο. Το καλοκαίρι μάλλον έγινε και ο γάμος με την πριγκίπισσα Άννα.

Το πρώτο παρεκκλήσι που έχτισε στο Κίεβο το αφιέρωσε στη μνήμη του

Αγίου Βασιλείου. Ο Βλαδίμηρος πήρε το όνομα του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Τα

επόμενα χρόνια στο Κίεβο ήρθαν τεχνίτες από την Κωνσταντινούπολη και έχτισαν

ναούς και μοναστήρια, όπου έως τότε υπήρχαν μόνο ειδωλολατρικά μνημεία.

Page 49: ΙΣΛ 401.doc