12
ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ συνοδευμένη μ' αγιάζι και φως. Ασημένιετ και γκρί- ζες λουρίδετ έβαΦαν τα νερά. Πρώτα τα ρηχά, έπει- β θ ' ,, , , τα, α αινοντας, τ απατα , στερα άρχισαν ν ανε- β , , λ' β' , αινουν σαν τιτ οι πανω στα ουνα, στον ουρανό. Ουρανός και θάλασσα ήταν τώρα μια τεράστια πε- λιδνή οθόνη. Το κεφάλι του Αναστάση ήταν ελαφρό, το σώμα του εξαερωμένο. Βάφτηκε ολάκερος ασημέ- νιας. Έπειτα γλίστρησε μαζί με τα γαλάζια και γκρίζα γράμματα άρχισε ν' ανεβαίνει κι αυτός. Πρώτα στη θάλασσα, έπειτα στον ουρανό. Ανέβαινε ολοένα πιο Φηλά, ώσπου κάθε πόνος σβήστηκε πάνω του. Στο στόμα του είχε αρχίσει να γράφεται ένα μι- κρό, αδέξιο ακόμα, χαμόγελο. 58 ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ Η ΖΕΣΤΗ άρχισε να βιδώνεται γύρω στο σπίτι. Τα παράθυρα, κουφωμένα, βύζαιναν φως κι οι :Πόρτες, όρθιες, ροχάλιζαν από τις χαραμάδες. Το χτήμα ολάκερο άχνιζε σαν ατμό λουτρ ο . Ο Χαράλαμπος σταμάτησε με τη βούρτσα των δοντιών στο στόμα. Ένα χέρι τού την άρπαξε, μαζί και το σωληνάριο με την οδοντόκρεμα. Πήγε να διαμαρτυρηθεί, να εξηγήσει πως εκεί που πήγαινε τέτοιετ πολυτέλειε-; δεν χωρούσαν. Μα ο αφρός τού φίμωνε το στόμα. Τα συρτάρια στο δωμάτιό του λα- χάνιαζαν, με τις γλώσσε ; τους πεταγμένε-; έξω. Η βαλίτσα του κατάπινε ρούχα, βούρτσες, Φαλιδάκια, κρεμάστρες, παπούτσια. Η μάνα γύριζε ολόγυρα Φά- χνοντας και πάντα έβρισκε κάτι να ταίσει το πεινα- σμένο θηρίο. Ο ιδρώτας κυλούσε πάνω της, σωστή 59

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Διήγημα από την πρωτόλεια συλλογή ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

Citation preview

Page 1: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

συνοδευμένη μ' αγιάζι και φως. Ασημένιετ και γκρί-ζες λουρίδετ έβαΦαν τα νερά. Πρώτα τα ρηχά, έπει-

β θ ' , , 'Υ , ,τα, α αινοντας, τ απατα , στερα άρχισαν ν ανε-β , , λ' β' ,αινουν σαν τιτ οι πανω στα ουνα, στον ουρανό.Ουρανός και θάλασσα ήταν τώρα μια τεράστια πε-λιδνή οθόνη. Το κεφάλι του Αναστάση ήταν ελαφρό,το σώμα του εξαερωμένο. Βάφτηκε ολάκερος ασημέ-νιας. Έπειτα γλίστρησε μαζί με τα γαλάζια καιγκρίζα γράμματα άρχισε ν' ανεβαίνει κι αυτός.Πρώτα στη θάλασσα, έπειτα στον ουρανό. Ανέβαινεολοένα πιο Φηλά, ώσπου κάθε πόνος σβήστηκε πάνωτου.

Στο στόμα του είχε αρχίσει να γράφεται ένα μι-κρό, αδέξιο ακόμα, χαμόγελο.

58

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

Η ΖΕΣΤΗ άρχισε να βιδώνεται γύρω στο σπίτι. Ταπαράθυρα, κουφωμένα, βύζαιναν φως κι οι :Πόρτες,όρθιες, ροχάλιζαν από τις χαραμάδες. Το χτήμαολάκερο άχνιζε σαν ατμό λουτρ ο .

Ο Χαράλαμπος σταμάτησε με τη βούρτσα τωνδοντιών στο στόμα. Ένα χέρι τού την άρπαξε, μαζίκαι το σωληνάριο με την οδοντόκρεμα. Πήγε ναδιαμαρτυρηθεί, να εξηγήσει πως εκεί που πήγαινετέτοιετ πολυτέλειε-; δεν χωρούσαν. Μα ο αφρός τούφίμωνε το στόμα. Τα συρτάρια στο δωμάτιό του λα-χάνιαζαν, με τις γλώσσε ; τους πεταγμένε-; έξω. Ηβαλίτσα του κατάπινε ρούχα, βούρτσες, Φαλιδάκια,κρεμάστρες, παπούτσια. Η μάνα γύριζε ολόγυρα Φά-χνοντας και πάντα έβρισκε κάτι να ταίσει το πεινα-σμένο θηρίο. Ο ιδρώτας κυλούσε πάνω της, σωστή

59

Page 2: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ΊΆ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

μαργαριταροπηγή' ώσπου να στάξει χάμω, ο διψα-σμένος αγέρα; -ορμούσε και τον έπινε. Ο γέρος στηγωνιά γύριζε νευρικά τα φύλλα της εφημερίδατ.Στον ουρανό λούφαζε ένα αστραπόβροντο καλοκαιρι-νής νεροποντής, έτοιμο να τιναχτεί σαν ελατήρια.

Ο Χαράλαμπος, η αιτία όλης της ταραχής, στεκό-ταν παράμερα' αμίλητος κι αμέτοχος. Δεν ήταν, να

πειτ, μόνο η κούραση του καλοκαιριού ή μόνο η ιδέατου ταξιδιού που τον τσώαζε. Ήταν κι οι εργατετ,σουγιάδες διπλωμένοι στα δυο, που έσκαβαν ένα γύροτο χτήμα, ανοίγοντας τάφρους και χαρακώματα. Τοσκεπάρνι τους έπεφτε ίσια πάνω σ.ΤΟμυαλό του ανοί-γοντας στοές, που αντί για χλομό μετάλλευμα έβγα-ζαν κουρέλια από σκέψεις. Ήταν τα μάτια του γέρου

. του που δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από την εφημερί-δα. Ήταν κι η μάνα του, που καιροφυλακτούσε, έτοι-μη να του παρασταθεί. Χρόνια τώρα ο Χαράλαμπος

\

είχε μάθει να σκύβει το κεφάλι μπροστά της, λατρεύο-, Π' Σ' 'δ'ντας τη σαν αναγια. ήμερα, στα ευωσι υο του

χρόνια, το μόνο που του έμενε ήταν να πετάξει έναανάθεμα και να φύγει. Μα το γουδοχέρι, που στο χέ-ρι της μάνας του κοπάνιζε μαϊντανό και σκόρδο, έπε-φτε πάνω του και τον αποτέλειωνε.

«Καλός στρατιώτης», του είπε ο γέρος από τοστασίδι του, με την εφημερίδα ανοιγμένη μπροστάτου. Θα 'λεγες πως τον κοίταζε, μα η ματιά του

60

το ΛΟΥΤΡ Ο

τον τρυπούσε κι ερχόταν να πέσει πάνω σε μια θα-λασσογραφία κρεμασμένη στον τοίχο. Απ' τον καη-μό του που είχε παρατήσει τη θάλασσα, την πρώτητου ερωμένη, για να πάρει γυναίκα, κλήματα κιαλέτρια, είχε πάψει να κοιτάζει τους ανθρώπους,παρά μόνο σαν μπορούσε να φανταστει τα χέρια τους

κουπιά και τα χαμόγελά τους μελτέμια.«Αλίμονό σου, κακομοίρη μου, χάθηκες αν πια-

σεις στο χέρι σου τσιγάρο», τον ορμήνευε η μάνατου, «καλό δεν κάνει, κακό κάνει». Ντυμένη σταμαύρα, με το τσεμπέρι της δουλειάς τσιτωμένο στο Εr.•.•τι1-J\\1t ι

, 'λ ' , 'δ /S- •• 'Ιτετραγωνο κεφα ι της, στητη, κοτσονατη, αρυτι ω- ς\ r

λ ξ' ζ , , ,'\fQ.lliv'l

τη, με μια κοι ιά που εφωνι ε απο ευφορια, τον ει-χε πιασμένα από τους ώμους και τον τίναζε. Είχεκάτι από τη σκληρότητα του αγέρα που μαδά τ'άγουρα δέντρα. Μα τα μάτια της, μαύρα ακατέργα-στα διαμάντια, έλαμπαν από σκοτεινή αγάπη. Ακό-μα δεν μπορούσε να πιστέψει πως της έφευγε ο Χα-ράλαμπος. Τα χέρια της είχαν συνηθίσει να τον κρα-τούν, το στόμα της να του λέει. Ο χωρισμός ήταν

, λ' δ "Οκατι που το μυα ο της εν το χωρουσε. σο κι αν

πάσχιζε να κρατήσει την περηφάνια της, η φωνη τηςίβγαινε σαν του σκυλιού που γαβγίζει το φεγγάρι.Τον είδε να φεύγει πίσω από τις ντοματιέτ, τις φα-

λ' ' " 'β'δσο ιες, να χανεται πισω απ τα σπαρτα, τα ο ια

που άχνιζαν σαν καμινάδες.

61

Page 3: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ άδειασε μονομιάς. Έμεινε μόνη η σκόνη ναλιάζεται πάνω στα έπιπλα. Σ' ένα ολάκερο χτήμα τομόνο που άκοuγες ήταν τα δόντια των γυναικών πουσπαζανε τσάγαλα. Έβλεπες και τον ιδρώτα να κuλάκόμποuς κόμποuς από τις μασχάλες των αντρών. Οοuρανός είχε ξαπλώσει αναίσθητο ς στον ορίζοντα.Μόνο κάτι βραδινέ.ς αύρες τον συνεφέρνανε, βάφονταςμε φτηνό κοκκινάδι τ' αναιμικά του μαγούλα. Οι μέ.-ρες ανάσαιναν δύσκολα κι οι νύχτετ γέ.μιζαν xouxou-βάγιες, δεποχτούρετ και τριζόνια. Μόνη όαση ήτανο ταχuδρόμος. Η μάνα ήξερε τι; ώρες του και τονπαραφύλαγε. Κι όσο εκείνος έ.κοβε βόλτες στα χωρά-φια, χωρατεύοντατ και πίνοντας τσιγάρο με την ερ-γατιά, τόσο η μάνα κλότσαγε σαν το μουλάρι πουτο σελώνουν.

«Ε, μπάρμπα! Κόλλησες κι εσύ σαν τα γραμμα-τόσημά σαυ, Κόπιασε κατά δω λιγάκι. Καλή 'ναι ηκουβέντα, μα καίγομαι στον ήλιο να σε καρτερώ».

Δ'δ " , , ιεν ι ρωνε τ αυτι του μπαρ μπα απο τέτοια.Χρόνια τώρα είχε συνηθίσει να υπομένει αγόγγυστατις γκρίνιες των ανθρώπων. Βρέ.ξει χιονίσει, πήγαινεμε το πάσο του. Κι όλοι πήγαιναν με τα νερά του.Μόνο η μάνα ταυ Χαραλάμπου τον φοβέριζε:

«Κοίταξε, κακομοίρη μου, μην έ.ρθεις με χέρια

62

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

8ειανά ειδεμή ... » και δεν απόσωνε το λόγο της,ίσως γιατί, αν του 'λεγε πως θα τον έ.πνιγε, δεν θαήταν μόνο σχήμα λόγου' ilie ώρες~@ ήταν ικαν'για όλα., Κι όπως ο μπάρμπας έ.βγαζε απ' την πέ-τσινη τσάντα τοu το γράμμα, ~κείνη_πηδoύσε πάνω

, ι Ι ι λτου σαν ΤΙΎ_Ρ-Ώ ποu της elΧVOUv ω~o κρεας στο κ ου-βί της. Μα αντί να τον κατασπαράξει, τον φίλευεστην κοuζίνα βύσσινο γλuκό. Ήξερε κι αυτή να γλε-ντά τις χαρέ.ς της.

Στρατιώτη; Παράσχο; Χαράλαμπος, του' Θεοδώ-ρου και της Αντωνίας, 20ς Λόχος, 40ς Ουλαμό; Πυ-ροβολαρχίας, ΚΕΝ Σύρου: ο γέ.ρος μόλις που διάβα-ζε τα γράμματα. Του αρκούσε μόνο να τα ψηλαφί-ζει. Κάθε φορά που άγγιζε τη λέ.ξη «Σύρος», τα χέ.-ρια του μούδιαζαν. Σιγά σιγά η λαχτάρα, του για

ι ι Τ ι /τον γιο του έγινε προσμονη. ον αγαποuσε πια οο~τ.ΨQ.J

Qπως τη θάλασσα - ξε:ΙΡοάφοντάς τον. Δεν έμοιαζετης μάνας. Εκείνη δεν χόρταινε να διαβάζει ταγράμματα του Χαράλαμποu. Την πρώτη φορά τα'πινε μονορούφι. Τη δεύτερη τα καταλάβαινε· μαμόνο στην τρίτη ανάγνωση οι λέ.ξεις έπιαναν μέ.σατης ρίζες. Κι αν κάποτε την έ.βλεπες με την κοuτάλαστο χέρι ν' ανακατεύει χόρτα μέσα στην κατσαρόλα,ξαφνικά μούγκριζε σαν λαβωμένα θεριό, ξύριζε τον

, Ι' ι "θ δαερα στο πέρασμα της, ωσπου να Ρ ει, σαν τον ρο-μέα που κόβει το νήμα στο τέρμα του δρόμου, να

63

Page 4: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

πέσει πάνω στο ακρ~βό γράμμα: Στο τέλος κατα-ντούσε πια να τα ξέρε~ απέξω. Όμως η επαφή με τοχαρτί έμενε αναντααταστατη, όπως, όταν κοuβε-ντ~άζε~ς μ' ένα αγαπημένο πρόσωπο, θέλε~ς να τουκρατάς κα~ το χέρι.

Κι όση ώρα ο γέρος έγερνε στο στασίδι του, μετ~ς εφημερίδες τuλ~γμένες γύρω του σεντόνι, η μάναμέσα στο άδειο σπίτ~ γ~όφερνε με το ξε~~ένo

, , 'δ' λ 'δ.H-~~σoφoρ~Τ!1~_αxτεν~στη, αφτ~ασ~ ωτη, απ uτη, ~ ια.!l απελ1I~σία. Γύρω της τα κατσαρόλια στοιβαζο-

λ, , λ' , β'νταν, οφοι απο γ ιτσα κα~ καμενο ουτυρο , κ~ η" , θ ' Τκν~σα σου μπηγε το κεντρι της στα ρου ουνια. α

ρούχα άστρωτα, τα φορέματα ασιδέρωτα, οι κάλ-τσε; αμανταριστετ, τα έπιπλα θαμμένα σε προϊστορι-κή σκόνη που οι αράχνε ; ξεθαρεμένες τύλιγαν μεκοuκούλ~ κεντημένο μύγες. Οι φωτογραφίετ, μονάχααυτέτ, ήσαν τοποθετημένε- πάνω στα ραφια, βαλμέ-νες στη σειρά και κατά ημερομηνία, στον μπουφέ ,στο τζώ«, στα τραπέζια, παντού, αστράφτονταξ απότη στοργή της μάνας ποΙ) τ~ς διατηρούσε καθαρές καιπάντα νέες: «ο Χαράλαμπος στην κoύν~α του», «οΧαράλαμπος ενός έτουτ» , «Τα πρώτα βήματα τουΧαράλαμποu», «ο Χαράλαμπο; στο λουτρό» , κ~εδώ σταματούσε για να χαρεί το κoρμάκ~ του γ~όκα

, λ' , , Τ 'της που ηταν εωωτερο κ~ απ το σαπούνι. ο χερ~της ξεπρόβαλλε από μια γωνιά της φωτογραφίατ,

64

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

μαυριδερό κ~ ανασκοuμπωμένο, χουφτιαζοντα; τηναφράτη ζύμη του σφουγγαριού που μ' αυτό έτριβε ,εξαφάν~ζε κάθε παράπονο, κάθε διαμαρτυρία τουπαιδιού. «ο Χαράλαμπος έξ~ χρόνων», «ο Χαρά-λαμπος στο χτήμα», «ο Χαράλαμπος με τον πατέ-ρα του», «ο Χαράλαμπος με τη μάνα του», και κά-Οε φορά στα κατάβαθά της χαιρόταν μυστικά που τοπαιδώ« κρατούσε το χέρι του πατέρα του κοιταζο-ντατ αλλού, την ίδια στιγμή που στη διπλανή φωτο-γραφία κρατούσε το δ~κό της χέρι σφιχτά σφιχτακo~τάζoντάς τη στα μάτια.

Φυλούσε τα γράμματα μέσα στο συρτάρι με ταμωρουδίστυτα, κάτω από τα γαλάζια ζιπουνώαα,ανάμεσα στα σοσόνια, στι; σαλιαρετ, στις κουδουνί-στρετ, στα κοντά βρακάκια του Χαραλάμπου. (Κα-μιά φορά τα 'βαζε κι αυτά στην μπουγάδα, μόνο καιμόνο για να τα σιδερώνει - ήταν τα μόνα που σιδέ-ρωνε - κα~ να τα ξαναβάζε~ πίσω στο συρτάρι.) Κι

λ ' , λ' t ' '\'() ηνuχτα τα Ύραμματα π α::ι:~ααν στο πpOσκεφJδΔO, , δ 'της, σαν ενα πoτηρ~ ποΙ) εν το πινε~ς, ~ε ττ).

'.ι, δ 'ζ Χ" ,κεψη τοΙ) ροσι εσαι. ωρις ν ανοιγει το φως,πλωνε το χέρι της κα~ γρατζούναγε το χαρτί, αυ-

Τ(Jς ο άγριος, φρυααστυωτ θόρuβος μέσα στη νύχτα,ν βελόνα γραμμοφώνου πάνω στην ίδια στροφή

ραγουδιού. Κοιμόταν λίγο ή καθόλοu. Το σαρώ«,vτί να την τρώει, την έτρεφε - είχε γίνει δυο φο-

65

Page 5: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

o..)Y>λ~ε-

b'j~\d.'\δ'\~

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

, , Γ' ζ' , ,ρες πιο παχια. uρι ε μεσα στα χτηματα, ασκεπη,λαστη~ώντας σαν άντρας. Τα δειλινά ο ίσκιος της

γραφόταν στον ουρανό, μαύρο; κι απελπισμένοτ.Για ένα διάστημα δεν ήρθαν καθόλοι) γράμματα.

Οι μέρες έμειναν άγραφες σαν το λευκότερο χαρτί,το σπίτι βρώμικο, τα κεραμίδια στη στέγη ξεκάρφω-τα. Ο γέρος άνοιγε με μια καρφίτσα τρύπετ στηνεφημερίδα κι έβλεπε τη θαλασσογραφία στον τοίχο.Η μάνα πεσμένη σαν τη λεχώνα στο κρεβάτι, ανά-σκελα, γuμνή, ξεφ6λλιζε με τα μάτια το ημερολόγιοΤΟι) τοίχου. Έπειτα, ένα μεσημέρι, ήρθε πάλι έναγράμμα. Γραμμένο όπως πάντα με μολ6βι. Μια λέ-ξη ΤΟι)σκέπαζε όλες τις άλλες: «σαρανταοκτάωρη».

, λ ' λ ' ,ΞΕΣΚΟΝΙΣΕ τα επιπ α, επ υνε τα πατωματα , τα πε-, , 'Φ' ,ρασε νεφτι , κερι και τα τρι ε, μέχρι ΠΟι) εγιναν κα-

θρέφτες. Σιδέρωσε τα φορέματά της, πέταξε απόπάνω της τα μαύρα, φύσηξε μέσα στο σπίτι ένανκαινούργιο αέρα. Ο γέρος στριμωγμένο ς σε μια γω-νιά, με τα χέρια σαν κοuπιά βάρκας ΠΟι) τα ρίξανεστη στεριά, καθόταν αμίλητοτ. Με την Φuχή στοστόμα αναβε αραιά και π06 κάνα τσιγάρο, μην τυ-χόν λερώσει το σπίτι κι αγριέφει τη θύελλα. Ηθύελλα παραμόνευε σε κάθε γωνιά, οπλισμένη με

β , θ ' ,μια τα ανοσπουπα ΠΟι) α φτανε να τρυπήσει τα κε-

66

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

,~ 'Φ , " ,ραμιοια και να παστρε ει τον ουρανό, μ ενα κιτρινοφοαιόλι περασμένο στο κεφάλι σαν θuμωμένος ήλιος,χοντρή σαν πατάτα, ελαφρια σαν πεταλούδα, χαρού-μενη κι αυστηρή, ανελέητη και χαρμόσuνη, με το~ λ' ~ ξ " " ζ ,οΙΠ οφαροο εσκονοπανο της ΠΟι) τ ανεμι ε σ ανα-

τολή και δύση. Το ρολόι της τραπεζαρία; ήταν τομόνο ΠΟι) διατηρούσε την Φuχραιμία του, σημαδεύο-ντας με απάθεια τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα.Μέχρι που της ερχόταν να το αρπάξει και να ΤΟι)ξε-ριζώσει τοuς δείκτες. Είχε κλωσήσει την ημέρα που() Χαράλαμπος θα 'παίρνε άδεια, τρει; ολάκεροuςμήνες. Από στιγμή σε στιγμή περίμενε να τον δει να

εeπετάγεται, κλωσόποuλο ντυμένο στο χακί.Το λεωφορείο της γραμμής αργούσε. Είχε περπα-

τήσει βιαστικά, λαχανιάζοντας μέσα από τα χτήμα-τα - αιώνα; της φάνηκε η απόσταση. Τ' αuτοκίνη-τα περνούσαν, αλυσιδωτό καραβάνι, αγκομαχώνταςπάνω στην πuρωμένη δημοσια. Η σκόνη τής έφραζετα μάτια, ΠΟι) δεν είχε καταδεχτεί να τα προφuλάξει

γuαλιά ηλίου. Άφηνε μια κροuστή, άγρια επιφα-νιια πάνω στα δάχτuλά της, που οληνύχτα είχαν

γρυπνήσει δίπλα στο καντήλι. (Απ' το καντήλι αυ-) είχε μουσκέφει λίγο μπαμπάκι ΠΟι) μαζί με αντί-

ρο, λιβάνι και λουλούδια από τον φετινό επιτάφιοείχε κρεμάσει στο λαιμό του γιοι) της - μια μι-

ρή αποθήκη από αγάπη και ΤUΡαννία.) «Άραγε να

67

Page 6: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ΊΆ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

" ι, 'βλ 'τα εχει-πάνω του;» αναρωτιόταν, κι οσο ε επε οτιτο λεωφορείο αργεί, τόσο την έζωναν μαύρα φίδια.'Ε ,~, λ' , ,πειτα το ειοε να ρχεται, τυ ιγμενο σε παχνη, εναγκρίζο τέρας με παλωσιδερυω που κρέμονταν απόπάνω του σαν λέπια και που σε κάθε ταροοωύνημαβροντούσαν και κουδούνιζαν σαν τα βραχιόλια τουτραγουδιού.

Στην αρχή δεν τον γνώρισε' κομμάτι αδύνατοτ τηςφάνηκε. Θα 'λεγες πως τα φανταρίστυ;α του 'κλεβαντο βάρος του κορμιού του. Τον είδε να προχωρά ψη-λαφητά, σαν να μη γνώριζε κιόλας τον τόπο. Την εί-δε με τη σειρά του, να στέκεται θαμπή μες στο λιοπύ-ρι του μεσημεριού, πιο ψηλή από φράχτη, πιο φαρδιααπό πλατεία, με το μαύρο της φόρεμα κεντημένο αν-θάκια, σαν καμένο χωράφι που λουλούδισε ξαφνικά.Έμειναν για λίγο όαίνητοι, έπειτα ακράτητο ι QR~σαν ο ένας στον άλλο.

Με το άνοιγμα της πόρτας, ο γέρος έκρυψε τηνεφημερίδα πίσω από την πλάτη του. Το παιδί ένιω-σε ανοοωύφιση στα μάτια του πατέρα, κι ο γέρο ς βυ-θίστηκε στο γαλανό βλέμμα τ' αγοριού σαν μέσα σε

, Κ ' θ " 'λλ' ,κυμα. α ισαν ο ενας απέναντι στον α ο, μ ενα. βάζο λουλούδια ανάμεσά τους. Για να μιλήσουν,

έσευβαν μονόμπαντα. Έπει~α, σιγά σιγά ο γέροςέβγαλε την εφημερίδα και την έβαλε πάλι ασπίδαμπροστά του. Η μάνα έτρεχε ακράτητη δεξιά ζερβά,

68

το ΛΟΎΤΡΟ

νω κάτω, να προλάβει να φέρει νερό αν ο Χαρά-λαμπος διψούσε, φα'ε αν πεινούσε, να γίνει κρεβάτι

ν ο Χαράλαμπος νύσταζε, Γονάτισε και του έβγαλεβ'λ ' ,ια μια τις αρ υ ες, του ωωυπισε το μέτωπο με με-

tαξωτό μαντίλι, κι όταν ο Χαράλαμπος έβγαλε ταιγάρα απ' την τσέπη του αμπέχονου, γριά και γέ-

ρ()~ απόμειναν απολιθωμένο ι να τον κοιτάζουν, λεςL δεν είχαν ξαναδεί τσιγάρο στα μάτια τους. Δεν

ίλη σαν , μόνο σαν ο Χαράλαμπος πήγε να ξαπλώ-ι, η μάνα πήρε τα τσιγάρα απ' τη στολή του και'ριξε από το παράθυρο σαν τις αμαρτίες της.Το σπίτι τού φάνηκε δροσερό κι ισκιωμένο σαν δά-~, το νερό κρούσταλλο, τα έπιπλα γυαλισμένα

πακίρια, τα δωμάτια χαμηλοτάβανα και στενά, τορ!βάτι πουπουλένια. Ακούμπησε στο μαξιλάρι και

μάγουλό του έγινε από. μετάξι. Έπιασε το λαγήνι" 'λ' ,το νερο κι ηταν σαν να πιάσε αιμο κοριτσιου.

, ξ λ' , ~, 'θτενα ε γ υκα και στραφηκε να οει απ το παρα υ-: οι ράχες των εργατών έσκυβαν μαύρες πάνω σταπανώαα, στα φασολώαα, στι; ντο ματιές που παρα-σσονταν λόχος μέσα στο περιβόλι. Κι άξαφνα, χω-~ προειδοποιητικό σάλπιγγας, ένας σφάχτης, σαν

νισμένο μαχαίρι, τον πέτυχε ίσια στο ψαχνό. Ο Χα.ρd,;FΨ"~llριθηκε μεμιάς στο στρατόπεδο. Ένα στρατόπεδο 'iN~Qceu.

pί~ νερό, χωρίς σκιά, με λόφου ς από κράνη καιμφιλντ 32, με. γαλόνια σπιασμένα κάτω από το

69

Page 7: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

"ΣΙ\' J:\ Ί\) 'L

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

Ι λ ι , ι , ,γεισο του πη ηκιου, κι ένιωσε το χερι του έτοιμο νανεβεί στα μηλίγγια να χαιρετήσει. Βρέθηκε την πρώ-τη νύχτα στο θάλαμο, κουρεμένος, με τα πολιτικά,ακουμπώντας πάνω σε κεφάλια που θα μπορούσαν να,, I~ Τ I~ Ι Ι Ι Ιναι και ποοια , ο σκοταοι ηταν uφασμενο απο χνο-τα, κρατημένες ανάσες, βοuβή σιωπή. Κάποια χωρα-τα, πεταγμένα εδώ κι εκεί σαν αποτυχημένα πυροτε-χνήματα, έπεφταν και τσακίζονταν πάνω στιτ uγρέςπλάκες. Βρέθηκε στο ομαδικό λουτρό, γυμνός μέσαστουτ γuμνούς, στην κίτρινη απελπισία των αφοδευ-τηρίων, στο θάλαμο με την εθνική μπόχα της αρβύ-λας. Ξαναφύλαξε σκοπός στο Διοικητήριο, με τουςπροβολείς που ξεΦάχνιζαν τη νύχτα για φανταστυωύτεχθρούς, τα σκuλιά που άγρια έγραφαν τον ίσκιο

Ι Ι λ' Ι Ι βτους πισω απο οφου; πεταμενες κονσερ ες, τα φορ-τηγά που αλήτεuαν μέσα στο στρατόπεδο, κόβονταςαδιάκριτα με τουξ τροχούς τους κάθε πέρασμα, κάθευποψία φυγής. Άκοuσε πάλι τη θάλασσα να τον τρε-λαίνει με τις φωνές της, σαν γυναίκα που πνίγεται.Μα δεν μπορούσε να τη βοηθήσει.

Ήταν ο ίδιος παυ πνιγόταν, πλημμυρισμένος ιδρώ-τες και υγρά, στο κρεβάτι της κάμαρής του. Το κρου-στό σεντόνι τον αγκύλωνε, η δροσερή κανάτα τονέκαιγε με τη δίψα της. Κι η μάνα του, ττου τριγυρ-νούσε μέσα στο δωμάτιο, ήταν μια σφήκ,α που είχεμπει από το ανοιχτό παράθυρο, Είκοσι δύο γόπες

70

ΤΟ ΑΟΥΤΡΟ

Ι ~ Ι ΕΙ ~I Ιμέτρησε στο σταχτοοοχειο . ικοσι ουο χρ-ονια ποι>". , , ' ζ' , ι",ουσε κατω απο τουγο μιας αγαπης ποι> πηγαινενα τον γονατίσει: «ο Χαράλαμποςτου», «ο Χαράλαμπος στο χτήμα», «ο Χαραλα-μπος με τη μάνα του»: ο Χαράλαμπος εδώ, ο Χα-ράλαμπος εκεΙ Είχε απαυδήσς,~ να βλέπει τις φωτο-Ύραφίες του αναρτημένες σαν σημαίες στους τοίχουτ,παραταγμένε; σαν τάγμα σε επιθεώρηση πάνω σταράφια. «Τι έκανες, πουλί μου, στο στρατό, πες μουκι εμένα», τον ρώταγε η μάνα του. «Πολέμησεςγενναία;» Πώς να τη; εξηγήσει πως οι ασκήσει; γί-νονται με άδεια τουφέκια , σε πεδία μάχης που, μό-λις βραδιάσει, οι φαντάροι ξαπλώνοuν πίσω απ' του;Οάμνοuς τις πόρνες του νησιού; «Πήρες κανένα πα-ράσημο, γιε μου;» Παράσημα λέγανε στο στρατό τηβλενόρροια. Πώς να της δώσει να καταλάβει πως

εν άντεξε να σηκώσει το βάρος του γυλιού, πως δενμπόρεσε να καταταχτεί στι; τελικές ασκήσεις οπλα-

κίας, να πηδήσει το χαντάκι με το νερό, να σκαρ-φαλώσει το σχοινί με του; εφτά κόμπους, να μάθεινα δένει και να λύνει το οπλοπολυβόλο, να πετύχειτο στόχο, που, μαύρος και κόκκινος, περίμενε να γί-

Ι Ο Ι Ι 'ξ ~ ξ Ιvιι κοσκινο. ι σφαφες του ειχαν τρε ει οε ια κιριστερα, σκορπίζοντας τον πανικό. Σύσσωμη η δι-

ιρία είχε πέσει πρηνηδόν κι ο εκπαιδευτής, με τιςλίβες του λαιμού του φουσκωμένες, έλεγε και ξα-

7l

f)~C:Cιv1~C!

1:"Cλ:ν,' Ic.~vo~"

Page 8: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

'λ Α Ι Ι Α Ι λ'να εγε: « νικανε ... χαμένε ... » « νυτανε », κι η ε-ξη στριφογύριζε στα καλντερίμια, όταν, σε βραδινήάδεια, ο λόχος πολιορκούσε τα μπορντέλα του νη-σιού. Εκείνος περιδιαβαζε διαβάζοντας την ντροπήτου στα περιφρονητικά βλέμματα των κοριτσιών.Περπατούσε με το κεφάλι σκuφτό μπροστά στα κα-φενεία με τοuς αστούς, στις ταβέρνες με τοuς εργα-τες, στην πλατεία όποu οι πρόκριτοι σεργιανούσανμε τις γuναίκες, τα παιδιά και τα ρολόγια τοuς πε-ρασμένα σε χρuσές αλuσίδες. Η ντροπή τον σκέπαζεσαν σάβανο, δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή ναγυρίσει στη βάση του, όποu άλλο δεν του 'μενε παράένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι:

Μάνα, σου γράφω την ώρα που οι άλλοι κοιμού-νται. Ανησυχώ μην και δεν βγάλεις τα γράμματάμου. Είμαι καλά στην υγειά μου. Σας πεθύμησα,σε πεθύμησα, μανούλα. Σε βλέπω v' ανοίγεις τηνπόρτα και να ρίχνεις μια ματιά να δεις αν είμαι κα-λ' '1-,' ,"",,' ,α, αν χρεια"ομαι τιποτα . ..c.ιεσκεφτομαι συνεχως,παντού. Καμιά φορά γυρίζω να δω τον ουρανό

, β' 'λ' "λ- απ το κρε ατι μου φαινεται ιγος -, οπως α -λοι γυρίζουν να κοιτάξουν τη βροχή ή τον ήλιο καιτότε σε βλέπω σιωπηλή στο κατώφλι του σπιτιούμας να ΠεΡιμένεις. Κάνω κουράγιο και καΡΤεΡώ.Όλα θα ΠεΡάσουν. ΠεΡιμένουμε τις άδειές μας.

72 .

ΤΟ ΑΟΥΤΡΟ

Όμως μου φαίνεται παράξενο όλοι να μιλούν γιαρραβωνιαστικές και φιλενάδες. Κανείς εδώ δεν μι-λ' , Γ' / / /α για τη μανα του. ι αυτο κι εγω αποφασισα νακόΦω την κουβέντα. Συγχώρεσέ με ...

Καμιά φορά σκεφτόταν πως η θητεία του στο στρα-, , , ι δ Ι Ι Ιτο ηταν μια ευκαιρια, ενα ωρο απο τον οuρανο, ν....α

ξεκΜει απ' τον εφιάλτη τοu σπιτιού τοu. Μα το στρα-τόπεδο ήταν χωρίς σκιά, ο ήλιος μια μελανιά σαν τον,κοίταζες στα μάτια. Το ψωμί μαύρο και σπάνιο σαν

ιαμαντι. Tou ερχ2ταν να τ P.ixe. ι και να φωνάζε.!:.:..,

Μι Ι Ι '!:' Ι ζ« ανα, μανα, μανα», χωρις να ι,ερει αν φωνα ε τημάνα του ή το παλιό εκείνο μάνν~. Μέσα στό σπίτι

.!,_~•. ,(,R λ Ι!: ' Ι Ι ~ Ι βλτου .!~ou ος, ε",ω απ αuτο ανικανος. ~ανα επετα σχολικά τετράδια ντυμένα με μπλε κόλλα, το χέριτη; μάνας του να του πιάνει τα δάχτυλα Κ'αι να τα

δηγεί. Ήταν γλuκό ν' αφήνεσαι σε άλλα χέρια και ναιππεύειτ πάνω σε φτερα πεταλούδας, να πιάνεσαι απότι~ κεραίες τοuς σαν από γκέμια και να κολuμπάς στι;Ο&λασσες του φεγγαριού, στις λιμνοθαλασσετ της πε-ρισuλλογής και του ονείρου. Και χρόνο με το χρόνολεινόταν περισσότερο στον εαυτό του, σαν μέσα σε

β 'δ ι, Ι Ιχι α α, ακοuμπωντας τ αυτι του στα τορνευτα κοι-λώματά της, προσπαθώντας να καταλάβει τον κόσμο

πό μιαν ηχώ. Κάθε φορά που μια κοπέλα τού φάντα-ςι, ήθελε ν' απλώσει το χέρι του και να την αγγίξει.

73

Page 9: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

Μα κάθε φορά τα μαλλιά της δεν ήταν στιλπνά, με-λαχρινα, τα μάτια της μυγδαλωτα, το κορμί της στέ-ρεο, δυνατό, ευλογημένο όσο της μάνας του. Στο βά-

GJ~I4 γε..- θος, η σύγκριση τον παίδευε, Μα δεν είχε άλλο αντί-<'\ }duo... τCλI κρισμα. Απ' όπου κι αν γυρνούσε, ο καθρέφτη; έδειχνε

το ίδιο πρόσωπο, φάτσα, πλάγια, όρθιο, αναποδογυ-ρισμένο. Ήταν πάντα το πρόσωπο της μάνας του.Θυμόταν πως ήταν μέρες που η ξαφνική λάμψη στακλαριά μιας μυγδαλιάς τον έκανε να κλαίει και να τα-ραζεται. Τότε ήταν έτοιμοτ να πάρει τις αποφάσειτ

t:' , λ' , Μ 'θτου, να ι,εφυγει απ τον κ οιο της τυραννιατ. α κα εφορά που η μάνα του έμπαινε στο δωμάτιο να του φέ-ρει ένα φρεσκοσιδερωμένο και κολλαριστό πουκάμισο,κάθε φορά που τον φίλευε νεραντζώ« και βύσσινο γλυ-κό, ένιωθε το στόμα του να πνίγεται στη γλυκιά νάρ-κη της γεύσητ, το μυαλό του σταματούσε, κι η καρδιάτου, τρυφερή σαν μικρού αγοριού, γύρευε να τηναγκαλιάσει ... Και το στρατόπεδο με την πνιγερή απο-φορά της καραβάνας, το στυγερό πάτημα της αρβύλαςπου τον τσαλάκωνε, έσβησε κι απόμεινε αυτή η γλυ-κιά νανουριστική επαφή με το σεντόνι.

«ΤΟ ΝΕΡΟ είναι έτοιμο, έλα να πλυθεί;», άκουσε τηφωνή της να 'ρχεται απ'το διάδρομο. «Και να μηνκαπνίζεις άλλο», του είπε μπαίνοντας στο δωμάτιο,

74

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

«πούθε βρήκες τσιγάρο ... » - και δαγκώθηκε μην

δ θ ' "λ't:' ,προ ο ει που του χε κιο ας πετάξει ενα πακετο.Άνοιξε το παράθυρο να φύγει ο καπνός, κι έπειτα τοξανάκλεισε μην τυχόν και κρυώσει έτσι ξαπλωμένος

, Ά " , Τ 'που ηταν. « ιντε , σηκω τωρα», του ειπε , ο κορμιτου ήταν ασήκωτο σαν την εξάρτυση, σκληρό απότι~ ασκήσεις. Το νερό ήταν δροσερό, χυνόταν κύμα-τα κύματα πάνω του κι η κούραση λύγιζε, τσάκιζε,ίπεφτε μέσα στη σκάφη ανακατεμένη με ζωύφια καιβιλονοκορφές πεύκων. Η σκάφη ξαφνικά μαύρη κι

" Ά ., β'ζ'υτος ασπρος. κουγε τη μανα του να ηματι ει πι-ω από την κλειστή κουρτίνα που έφραζε την είσοδοτην κουζίνα, τη φωνή της να τον ρωτά αν το νερό

ήταν ζεστό γιά κρ60, αν ήθελε τη μεγάλη χνουδωτήπετσέτα γιά τη μικρή, την υφαντη. Ένιωθε τη φωνήτης τρυφερή να τον κανακε6ει, θυμωμένη που δενμπορούσε να περάσει το τείχος του νάιλον και νατου φτιάξει τα πράγματα όπως εκείνη ήξερε μόνο νατα ετοιμάζει. Γ6ριζε και ξα~αri.ριζε σαν τη λιονταi:να στο κλουβί τη~ μαζε60ντας από χάμω τα πετα-μeνα του ρούχα, ανίκανη να εξηγήσει την παρουσίαμιας αρβ6λας, ενός μπερέ.. Τα ρούχα, τα εξαρτήμα-

ι , " 'τα, μιας κι ειχαν φυγει πανω απ τον γιο της, ειχανξαναγίνει ρούχα, εξαρτήματα, ξένα κι άσχετα με κά-Οι τι που ήταν και αφορούσε τον Χαράλαμπο. Κιλη αυτή την ώρα δεν έπαυε να τον ορμηνεύει να

75

Page 10: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

σαπουνιστεί γερά, γιατί, όπως έλεγε, κανείς δεν ξέ-ρει ποτέ με τι ανθρώπους νταραβερίζεται έξω απ' τοσπιτικό του.

Ά' "« σε με, μανα» , της απαντούσε, κι αντι για τοσαπούνι ένιωθε ΤΏ φωνi! της να τον γδέρ-νει άΎ.ρ-ιακαι προσταχτική..

«Να σου ρίξω κανέναν κουβά να ξεβγαλθείς;» τονρωτούσε. «Το νερό που έχεις δεν θα σου φτασει».

«Κάτσε φρόνιμη, μάνα, σου λέω. Άι παράτα μεπια».

«Παλιόπαιδο. Φταίω εγώ που σ' αγαπώ και μουμιλάς έτσι. Πες μου τι θα 'κανες χωρί; εμένα, πεςμου τι θα 'κανε τ' αγόρι μου δίχως τη μανούλατου!»

Και με μια κίνηση του χεριού, του μαυριδερούχεριού της φωτογραφίας, παραμέρισε το τείχος τουνάιλον, οπλισμένη μ' έναν κουβά νερό, έτοιμη στηνανάγκη να πολεμήσει. Άνοιξε τα σκέλη της, στέριω-σε το κορμί της, έσκυψε, πήρε φόρα και το νερό τουπηγαδιού αντήχησε πάνω του σαν γλυκόηχη κουδου-νίστρα. Ο Χαράλαμπος στη σκάφη του, ο Χαραλα-μπος στην κοuνια του, γκρίνιαζε, γελούσε, γαργαλί-ζονταν, φωνάζοντας και σειώντα; πέρα δώθε τα τρυ-φερά χέρια του, βγάζοντας απ' το στόμα του μπουρ-μπουλήθρες κι άναρθρες κραυγές, κι αυτή τον τάιζεκι άλλο νερό, όπως άλλοτε τον τάιζε γάλα, ρίχνο-

76

το ΛΟΥΤΡΟ

ντας μέσα στο γάλα μεγάλες μπουκιές ψωμί, παπά-ρe.ς που φούσκωναν και πήγαιναν σκασμένες στονπάτο του φλιτζανιού, τον μάλωνε , του γελούσε , τονφώναζε Χαραλαμπάκι, Λαμπάκι, παιδάκι, αρνάκι,νάκι, κι ολοένα το αρνάκι, το παιδάκι, το Λαμπάκιςe.φώνιζε και χτυπιόταν μέσα στο νερό κι εκείνη τονφοβέριζε με το μεγάλο δάχτυλο του χεριοu, όπουγυάλιζε η χρυσή βέρα, ατράνταχτο ς κuκλος που μέ-σα του έρχονταν να στεριώσουνν η ομόνοια κι η

, 'λ' ' λ 'β'αγαπη - μεγα ες παπαρες που επ εαν σωσι ια γυ-ρω στην κιβωτό της οικογενειακής γαλήνης. Κι όταντο νερό στέρεφε στον κουβά, σωστό παλιρροιακό xu-μα, γύρισε να δει τον γιόκα της, άσπρο και μόσχο-πλυμένο, ταϊσμένο, έτοιμο να τυλιχτεί μέσα στην

άσπρη χνουδωτή πετσέτα.Γύρισε να τον δει κι αντίκρισε το ατέλειωτο αχα- tF-9? \~~

μνό κορμί του, με τα πόδια που μαύριζαν δασωμέναε~9'c{ν'\"Ίαπό τροπική βλάστηση, τους κάλους στα δάχτυλα, (Γ'( 1\.\ 1\)<:11:)

μικρά τσαλακωμένα κράνη, ανέβηκε στην κοιλιά,πρησμένη από φαγητό και στρωμένη μαύρο γρασίδί,στον αφαλό που βάθαινε σαν πηγαδίσιο στόμα, στοστέρνο του, χωράφι που το έτεμνε ένα αυλάκι φυτε-μένο ραδίκια, στ«; μασχάλες του, παρτέρια από αρά-χνες, στους ώμους του με τα κόκαλα της ωμοπλάτηςπεταγμένα σαν ταυρίσια κέρατα, στα χέρια του πουέπεφταν καταρράκτες ως τα γόνατά του. Απόμεινε με

77

Page 11: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

τον κοuβά στο χέρι, άφωνη: ο Χαράλαμπος πέντε,δέκα, δεκαπέντε, ο Χαράλαμπος είκοσι χρονών, καιτα νούμερα τη χτυπούσανε με σφυρια στο κεφαλι.Μ, "λ "θεσα απ τα σκε ια τοu, ανοιγμένα παρα υρα σε κα-κόφημα σπίτια, το τελευταίο που είδε, μια κάμπιαπου αναδιπλωνόταν και πάλευε να κρατηθεί πάνω σεδυο μεγάλα κοuκοuνάρια που την uποβάσταζαν. Μαζίμε τις φωνές άφησε να της ξεφύγει κι ο κοuβάς, που

ήταν έτοιμος να κατρακuλ ήσει στι; σκάλες, αν τοσχοινί του δεν πρόφταινε την τελευταία στιγμή ν' αρ-παχτεί απ' τα κάγκελα. Έτρεξε να ξεφύγει, να μηβλέπει άλλο, μα ήρθε ολάκερη να μπλεχτεί μέσαστην κοuρτίνα, που την τύλιξε σαν ένα τεράστιο νού-φαρο από νάιλον. Της ερχόταν λιγοθυμι« κι εμετός.Ξέσχισε την κοuρτίνα, μα ήρθε κι έπεσε πάνω στονΧ'λ Σ" , ,αρα αμπο. το αγ~α τοu την επιασε σπασμος.Οι φωνές της γέμισαν το σπίτι, χτυπήθηκαν σαν νυ-χτερίδες πάνω στοuς τοίχοuς, κι ήρθαν να πετάξοuναπό τα παράθuρα. Έβλεπες τώρα τοuς εργάτες να ξu-πνούν από τη νάρκη της δουλειάτ, να σηκώνουν κεφά-λι, να στέκουν ντούροι στα νύχια των ποδιών. Τοβλ' , "θ 'εμμα του; έμπαινε απ τα παρα uρα και σποτεινια-ζε το σπίτι. Έτρεξε στο διάδρομο με την ελπίδα πωςθ, , ζ , Π'α προφταινε να φτασει στην τραπε αρια. ισω της οτεράστιος πίθηκος άνοιγε τα σκέλια του, κι αν τα χέ-ρια του δεν μπορούσαν να τη φτάσουν , όμως η σκιά

78

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

, λ ' " λτου, αναγ υφη στον τοιχο, την κρατοuσε απ τα μα -λιά, την έκανε να σκούζει, να ολολύζει, Πήγε νακλείσει την πόρτα της τραπεζαρίας, μα μ' ένα τρά-νταγμα η πόρτα ξεκοuνήθηκε κι ήρθε ολάκερη να

ολλήσει στον τοίχο. Έκανε να πισωδρομήσει, μα οιφούστετ της μπλέχτηκαν μέσα στυ; φωτογραφίε; και" " δ' ΟΧμ ενα αποτομο τιναγμα τις αναπο ογυρισε , « α-

ράλαμπος ενός έτου;», «ο Χαράλαμπος με τη μάνατου», «ο Χαράλαμπος στο λουτρό», και κάθε κρύ-ταλλο που έπεφτε έσκαγε στο γυαλισμένα πάτωμα

ν χειροβομβίδα, κάνοντας τα τζάμια να τρίζουν καιτις φωνές της να φτάνουν στον ουρανό. Του ξέφuγε,

ι από μια δεύτερη πόρτα ήρθε να βρει καταφύγιο στοιάδρομο. Παντού γύρω έχασκαν ανοιχτά παράθuρα

ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει πόσα παράθυρα είχεο σπίτι, πόσα μάτια γύρω της να τη γδύνουν. Σε κά-

Οι βήμα της απαντούσε κι ένα αστραπόβροντο. Δενρ! αν ήταν προμήνuμα καλοκαιρινής νεροποντής ή, 'β Τ ' 'ξ , δ 'lχω του φο ου της. ην προφτασε ε ω απ το ωμα-

Ι() του και, στην προσπάθειά του να τη συγκρατησει,εiσλισε μια λοuρίδα φοuστάνι. Ένα κομμάτι μα-

μίνης μα στητή ς σάρκας ήρθε να πέσει μπροστά'1' ά δ' ,υ. α μ τια τοu το εΧΊΙΙκαν σαν πεινασμενο crxu-

Κι όπως οι φωνές της πλήθαιναν και κολλούσαννω στο υγρό τείχος της ζέστης, στην αρχή θέλησετης φράξει το στόμα, κι όπως σύγκορμη σπαρτα-

79

Page 12: ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

Ι ~ ι λ ιI",~ννν ν.~ λ vr-ια τοu, ανοιγοντας οιαπ ατη την πορτατης κάμαρής του, την πέταξε πάνω στο κρεβάτι κιύστερα βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα, βανο-ντας και το κλειδί στην τσέπη. Την ώωυγε μόνη να

σω ,ς- δέρνεται και να στηθοχτυπιέται, μα εκείνος έβγαλε το+ο, Y\εεtε\ πακέτο τα τσιγάρα κι ήρθε να σταθεί στο παράθυρο

(j?J\~ λ ι ι Τ Ι Ι Ι;ι σα ιωνοντας το τσιγαρόχαρτο. οτε μονο οι εργατετι ε.pl~αν χαμήλωσαν τα μάτια, κι η βροχή έπεσε πάνω στοt-cι.1 ι ι λ ιζ β λ ι ι~6 . χτημα αναπατεμενη χα α ι και ε ονοκορφες πευ-α/i~τa.J.ωμ~ων. Οuρανός και γη είχαν δεθεί από μια κλωστή και

μάχονταν με απέραντη αγάπη και ασίγαστο μίσος.Ο γέρος, τuλιγμένος με τις εφημερίδετ του, κοι·

μόταν μπρούμυτα πάνω στο στασίδι του, μ' ένα τσι-γάρο δίπλα του, που άφηνε τη στάχτη ΤΟι) να μα-κραίνει. Ένα σύννεφο σιωπής απλώθηκε πάνω στο

ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΟΚΡΙΔΟΣ

στον Δ. Τ.

Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου

'Ι'Λ τον πανηγuρικό της ημέρας και την καθιερω-νη λαμπαδηφορία, ο Δάσκαλος πήρε τον γιο του,ρι.σαν τα γάντια του μποξ κι επιδόθηκαν στο συ-Οισμένο τοuς παιχνίδι. Ο Κίτσο; έπαιζε ανόρεχταu κάκοΙ) ο Δάσκαλο; πάσχιζε να τον ζωντανέφει

ξαφνικές εφόδουτ και απότομα ντιρέκτ - ο Κί-~ κοιμόταν όρθιος. «Ας είχα 'γώ τα νιάτα σου

Ο 'βλ ι, ιι α επετ, μασκαρα», του μπηγε τη φωνη οχαλος. Όμως την ίδια στιγμή κοίταζε τον γιο

U με. κρuφό χαμάρι. Πρώτος στ' αθλητικά, πρώτοςι~ χατακτήσεις, κι ας έπεφτε καμιά φορά στα μα-

τα, ιδιαίτερα στην Ιστορία' παλικαράκι ήταν,\Ι πείραζε. Πατέρας και γιος πήγαιναν στο ίδιο

λε.ιό της μικρής πόλης. Ο ένας δάσκαλος στο δη-τιχό, ο άλλος μαθητής του γυμνασίου.

ισπιτι.

80 81